Ετικέτα: gdpr

  • e-mail εργαζομένου, λύση σύμβασης εργασίας και GDPR

    e-mail εργαζομένου, λύση σύμβασης εργασίας και GDPR

    Η αντιμετώπιση ζητημάτων που αφορούν προσωπικά δεδομένα εργαζομένων, μας έχει απασχολήσει έντονα σε προηγούμενη αρθρογραφία μας. Ασχοληθήκαμε, μεταξύ άλλων, με τη χρήση συστημάτων οπτικής καταγραφής στους χώρους εργασίας˙ με την τηλεργασία και τον σεβασμό των προσωπικών δεδομένων των εξ αποστάσεως εργαζομένων˙ με το επιτρεπτό ή μη της παρακολούθησης της επαγγελματικής ηλεκτρονικής αλληλογραφίας των εργαζομένων και την εκεί σύγκρουση των δικαιωμάτων εργοδότη-εργαζόμενου. Όλα τούτα όμως αφορούν θέματα που αναφύονται κατά τη διάρκεια της εργασιακής σχέσης. Τι συμβαίνει, όμως, κατά (και μετά τη λύση της); Και, εν προκειμένω, ποια η τύχη της επαγγελματικής διεύθυνσης ηλεκτρονικού ταχυδρομείου (:e-mail) εργαζομένου που αποχωρεί από την εργασία του;

     

    Η στάση της Βελγικής Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα

    Γενικά

    Η τύχη του επαγγελματικού e-mail εργαζομένου, μετά την αποχώρησή του από την εργασία του, απασχόλησε τη Βελγική Αρχή Προστασίας Δεδομένων (The Litigation Chamber of the Belgian DPA). Σχετικά πρόσφατα (19.9.2020) εκδόθηκε η υπ’ αριθμ. 64/2020 απόφασή της. Μια απόφαση σημαντική που έχει, ήδη, δημιουργήσει προβληματισμούς και πονοκεφάλους τόσο στο Βέλγιο όσο και στην Ευρώπη. Βεβαίως και στη χώρα μας.

     

    Τα πραγματικά περιστατικά

    Η περίπτωση που κλήθηκε να διαχειριστεί η Βελγική Αρχή Προστασίας Δεδομένων (:«BDPA»), αφορούσε μια (αρχικά) οικογενειακή επιχείρηση. Η εταιρεία αυτή, αρκετά χρόνια μετά την ίδρυσή της, τον Νοέμβριο του 2016, απέλυσε αιφνίδια τον CEO της και τον υιό του ιδρυτή της. Στη συνέχεια, λύθηκαν οι εργασιακές σχέσεις και άλλων μελών της οικογένειας του ιδρυτή που εργάζονταν σ’ αυτή.

    Τον Μάρτιο του 2019, τρία χρόνια μετά την πρώτη απόλυση, διαπιστώθηκε πως εξακολουθούσαν να βρίσκονται σε χρήση οι επαγγελματικές ηλεκτρονικές διευθύνσεις των στελεχών και υπαλλήλων που απομακρύνθηκαν. Να σημειωθεί εδώ πως οι συγκεκριμένες ηλεκτρονικές διευθύνσεις απαρτιζόταν από το όνομα των εργαζομένων (όπως συνηθίζεται) και το όνομα της εταιρείας.

    Ο πρώην CEO απαίτησε την παύση της χρήσης των ηλεκτρονικών τους διευθύνσεων από την εταιρεία. Της υποθέσεως επιλήφθηκε, αρχικά, το τμήμα διαμεσολάβησης της BDPA. Στη σχετική διαδικασία (που, όμως, δεν τελεσφόρησε) η εταιρεία σημείωσε ότι οι εν λόγω διευθύνσεις είχαν μεν απενεργοποιηθεί, τα εισερχόμενα μηνύματα, ωστόσο,  προωθούνταν σε τρίτη ηλεκτρονική διεύθυνση της εταιρείας. Σκοπός της ως άνω πρακτικής ήταν, κατά δήλωση της εταιρείας, η αποτροπή απώλειας σημαντικών e-mail τρίτων, δεδομένης και της σημαντικής θέσης που κατείχαν οι αποχωρήσαντες (:CEO και άλλα στελέχη).

    Κατάληξη της ως άνω υπόθεσης αποτέλεσε η απόφαση του δικαστικού τμήματος της BDPA, που επέβαλε πρόστιμο 15.000€ στη συγκεκριμένη εταιρεία. Ένα πρόστιμο όμως που δεν στερούνταν αξίας δεδομένου και του μικρού μεγέθους της. Η τελευταία απασχολούσε δεκατρείς, μόλις, υπαλλήλους.

    Η σημασία όμως της συγκεκριμένης απόφασης έγκειται στις κατευθύνσεις που παρέχει, διάσπαρτες στο σώμα της, σχετικά με την αντιμετώπιση ανάλογων υποθέσεων.

     

    Οι κατευθύνσεις της υπ’ αριθμ. 64/2020 απόφασης της BDPA

    Τις κατευθύνσεις που παρέχει η BDPA με τη συγκεκριμένη απόφασή της, μπορούμε να διακρίνουμε σε δύο κατηγορίες. Η πρώτη αναφέρεται στη διαχείριση του συγκεκριμένου θέματος (:διαχείριση επαγγελματικoύ e-mail εργαζομένου) πριν τη λύση της εργασιακής σχέσης. Η δεύτερη, το διάστημα μετά τη λύση.

     

    Πριν τη λύση της εργασιακής σχέσης

    Κάθε εργασιακή σχέση (όπως εξάλλου και η ζωή) θα βρεθεί, κάποια στιγμή -και κατ’ αναπόδραστη συνέπεια- στο πέρας της. Ένα πέρας που συναρτάται με την οικειοθελή αποχώρηση του εργαζομένου (:παραίτηση), τη συνταξιοδότηση, την απόλυση ή τον θάνατό  του. Σε κάθε περίπτωση, η εταιρεία οφείλει να έχει μεριμνήσει εκ των προτέρων και (μεταξύ άλλων) για την τύχη του επαγγελματικού e-mail εργαζομένου. Ως εκ τούτου, όπως αναφέρει η BDPA, κάθε εταιρεία θα πρέπει να ενημερώνει τους εργαζομένους της για τον τρόπο που πρόκειται να διαχειριστεί  τα συγκεκριμένα e-mail τους  σε περίπτωση λύσης της εργασιακής σχέσης. Η ενημέρωση αυτή (μέσω της σχετικής Πολιτικής της εταιρείας), θα πρέπει να αναφέρει, διεξοδικά, τα βήματα που θα πρέπει να ακολουθούνται.

    Με βάση λοιπόν την ανωτέρω (:υπ’ αριθμ. 64/2020) απόφαση κατά τη φάση της (επικείμενης) αποχώρησης του εργαζομένου (αυτονοήτως, όταν δεν λαμβάνει χώρα αιφνιδίως):

    (α) Ο εργαζόμενος θα πρέπει να μπορεί να συλλέξει ή να διαγράψει τις ιδιωτικές ηλεκτρονικές επικοινωνίες του. Παράλληλα όμως, σε περίπτωση που ένα μέρος της επαγγελματικής του αλληλογραφίας είναι απαραίτητο για την εύρυθμη λειτουργία της επιχείρησης και πρέπει να ανακτηθεί, απαιτείται τούτο να γίνει πριν την αποχώρηση του εργαζομένου. Φυσικά και με την παρουσία του.

    (β) Ο εργαζόμενος, επίσης, θα πρέπει να ενημερώνεται για το «μπλοκάρισμα» της διεύθυνσης του επαγγελματικού του e-mail. Να σημειωθεί βέβαια πως η συγκεκριμένη απόφαση δεν απαιτεί την, με πανηγυρικό τρόπο, ειδική ενημέρωσή του. Ούτε όμως και  εξειδικεύει αν αρκεί η γενική πληροφόρηση που, τυχόν, περιλαμβάνεται στην Πολιτική της εταιρείας. Ορθότερο όμως θα ήταν να αποδεχθούμε πως αρκεί μια τέτοια, γενική, πληροφόρηση.

    (γ) Η εταιρεία θα πρέπει παράλληλα, πριν από τον αποκλεισμό της επαγγελματικής διεύθυνσης ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, να δημιουργήσει μια αυτοματοποιημένη απάντηση στους (προς εκείνη) αποστολείς ηλεκτρονικής αλληλογραφίας. Ενδιαφέρον είναι πως η εν λόγω  απόφαση προσδιορίζει και το περιεχόμενο της. Θα πρέπει, κατά την απόφαση: (i) να αναφέρει ότι ο εν λόγω εργαζόμενος δεν ασκεί πλέον τα καθήκοντά του στην εταιρεία και (ii) να ενημερώνει τους αποστολείς-τρίτους σχετικά με τα στοιχεία επικοινωνίας εκείνου με τον οποίο μπορούν, στο εξής, να επικοινωνούν-αντί εκείνου που αποχώρησε. Αυτονοήτως είναι δυνατό  να παρατίθεται για γενική (λ.χ.: info@…. ή sales@….) αντί μιας εξατομικευμένης/προσωπικής διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου.

    Η BDPA προκρίνει τη λύση της αυτοματοποιημένης απάντησης προς τον αποστολέα έναντι της «χειροκίνητης» προώθησης των e-mails σε άλλη διεύθυνση. Ο λόγος είναι προφανής: στην περίπτωση της «χειροκίνητης» προώθησης, εκείνος που τη διενεργεί μπορεί να λάβει γνώση ευαίσθητων πληροφοριών και δεδομένων που εμπίπτουν στη σφαίρα της ιδιωτικής ζωής του αποχωρήσαντα εργαζομένου.

    (δ)  Η εταιρεία θα πρέπει, το αργότερο μέχρι την ημέρα της πραγματικής αποχώρησης του εργαζομένου, να έχει «μπλοκάρει» τη διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου του.

     

    Μετά τη λύση της εργασιακής σχέσης

    Η ανωτέρω απόφαση δίνει, όπως ήδη αναφέραμε, σαφείς κατευθύνσεις (και) όσον αφορά το διάστημα που ακολουθεί τη, με οποιονδήποτε τρόπο, αποχώρηση του εργαζόμενου. Συγκεκριμένα, επισημαίνει ότι:

    (α) Η αυτοματοποιημένη απάντηση θα πρέπει να είναι ενεργή και να αποστέλλεται στους αποστολείς-τρίτους για χρονικό διάστημα ενός μήνα. Δέχεται, βέβαια, τη δυνατότητα παράτασης του διαστήματος αυτό. Η τυχόν παράτασή της όμως εξαρτάται από τη σημασία της θέσης εργασίας που κατείχε ο εργαζόμενος. Παράλληλα, όμως, θέτει συγκεκριμένες προϋποθέσεις από τις οποίες θα πρέπει αυτή να εξαρτάται. Ειδικότερα: (i) ενδεχόμενη παράταση δεν θα πρέπει να υπερβαίνει τους τρεις μήνες˙ (ii) θα πρέπει να αιτιολογείται η ανάγκη χρονικής επέκτασης αυτοματοποιημένης απάντησης˙ (iii) θα πρέπει ο (αποχωρήσας) εργαζόμενος να ενημερώνεται για την τυχόν παράταση (η απόφαση μάλιστα αξιολογεί πως το βέλτιστο (όχι όμως και αναγκαίο) θα ήταν να παρέχει τη σύμφωνη γνώμη του.

    (β) Η επαγγελματική διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου του εργαζομένου θα πρέπει, κατά την ως άνω απόφαση, να διαγράφεται μετά την παρέλευση του προαναφερθέντα μήνα (ή, κατά παράταση, τριμήνου-κατ’ ανώτατο όριο). Μετά την παρέλευσή του εν λόγω χρονικού διαστήματος ούτε αποστολή ούτε και λήψη e-mail εργαζομένου θα πρέπει να είναι εφικτή.

    Με άλλα λόγια: η απόφαση κρίνει ως νόμιμο λόγο για τη μη διαγραφή ενός τέτοιου e-mail (ταυτόχρονα με την αποχώρηση του εργαζομένου), την ανάγκη διασφάλισης της καλής λειτουργίας της εταιρείας. Κρίνει, ωστόσο, ότι μετά την παρέλευση του χρόνου που ορίζει για την αποστολή αυτοματοποιημένης απάντησης (1-3 μήνες), ο λόγος αυτός εκλείπει.

     

    Η ανωτέρω απόφαση της Βελγικής Aρχής έχει ιδιαίτερη αξία καθώς είναι η πρώτη, σε ευρωπαϊκό επίπεδο-εξ όσων γνωρίζουμε, με το συγκεκριμένο αντικείμενο. Επίσης γιατί έρχεται να ερμηνεύσει, στο δύσκολο αυτό θέμα, τον Ευρωπαϊκό Κανονισμό 679/2016 για τα προσωπικά δεδομένα (γνωστότερο ως GDPR). Η ερμηνεία αυτή θα αποτελέσει, το δίχως άλλο, «προηγούμενο» και για τις λοιπές Ευρωπαϊκές Αρχές-βεβαίως και για την Ελληνική.

    Είναι δεδομένο πως η εν λόγω απόφαση υπέρμετρα (κατά την άποψη του γράφοντος) περιορίζει την επιχειρηματική ελευθερία. Ιδίως όσον αφορά το μέγιστο διάστημα (:μήνας ή, κατ’ ανώτατο όριο, τρίμηνο) που αξιολογεί ως ικανό/αρκετό για την ενημέρωση των αποστολέων-τρίτων (λ.χ. πελατών και συνεργατών) της επιχείρησης/εργοδότη. Και πώς, άραγε, θα ήταν δυνατό να υποστηρίξει κάποιος πως μια τέτοια οριζόντια ρύθμιση θα ήταν το ίδιο επαρκής για ένα συνοικιακό κατάστημα λιανικής πώλησης  και μία πολυεθνική; Για έναν υπάλληλο και έναν CEO; Και, περαιτέρω, πόσο βλαπτική θα ήταν για μια ευρωπαϊκή επιχείρηση (που υπάγεται στον GDPR) η συγκεκριμένη οριζόντια ρύθμιση, σε αντίστιξη με μια άλλη (ανταγωνίστριά της) που δραστηριοποιείται σε κάποια χώρα άλλη-μη υπαγόμενη στον GDPR;

    Σε κάθε περίπτωση: η συγκεκριμένη  απόφαση της Βελγικής Aρχής είναι, ήδη, δεδομένη. Αποτελεί γεγονός-με την όποια νομική αξία μπορεί να έχει σε πανευρωπαϊκό επίπεδο. Ας ελπίσουμε όμως στην αναθεώρησή της από τις αντίστοιχες Αρχές των επιμέρους χωρών-μελών της ΕΕ, οι οποίες με βεβαιότητα θα κληθούν να διαχειριστούν αντίστοιχα θέματα.

    Μέχρι τότε μια και μόνη μπορεί να είναι η προτροπή (και) προς τις ελληνικές επιχειρήσεις: Γρηγορείτε!

    Σταύρος Κουμεντάκης
    Managing Partner

     

    Υ.Γ. Συνοπτική έκδοση του άρθρου δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ, στις 18 Απριλίου 2021.

    Η πληροφόρηση που εμπεριέχεται στο παρόν άρθρο δεν συνιστά (ούτε και έχει σκοπό να αποτελέσει) νομική συμβουλή. Μια τέτοια νομική συμβουλή είναι δυνατό να παρασχεθεί μόνον από αρμόδιο δικηγόρο ο οποίος θα λάβει υπόψη του το σύνολο των δεδομένων που θα του εκθέσετε για την υπόθεσή σας. Αναλυτικά.

  • Ποινικό μητρώο και εργαζόμενοι: το δικαίωμα του  εργοδότη για πληροφόρηση

    Ποινικό μητρώο και εργαζόμενοι: το δικαίωμα του εργοδότη για πληροφόρηση

    Είναι σημαντικό για κάθε επιχείρηση να γνωρίζει τους εργαζομένους της. Για κάποιες, πολύτιμο. Τη διαχείριση χρημάτων θα μπορούσαμε, άραγε, να εμπιστευτούμε σε αμετάκλητα καταδικασμένο για οικονομικής φύσεως αδικήματα; Σε  εμπλεκόμενο σε υπόθεση παιδικής πορνογραφίας τη φύλαξη ανηλίκων ή τη μεταφορά μαθητών στο σχολείο τους; Η εμπλοκή (ή μη)  σε ποινικά αδικήματα πιστοποιείται με το πιστοποιητικό ποινικού μητρώου. Έχει δικαίωμα ο εργοδότης (ή υποψήφιος εργοδότης) να αξιώσει να του παραδοθεί; Θα μπορούσε κάποιος να υποστηρίξει πως όχι μόνον δικαίωμα αλλά και σχετική υποχρέωση κάποιες φορές υφίσταται;

     

    Σύμβαση εργασίας και προσωπικά δεδομένα

    Οι συμβαλλόμενοι αναλαμβάνουν, σε κάθε σύμβαση, συγκεκριμένες υποχρεώσεις. Κύριες ή παρεπόμενες,. Το αντίστοιχο συμβαίνει και στη σύμβαση εξαρτημένης εργασίας. Η υποχρέωση του εργοδότη για την προστασία της προσωπικότητας των εργαζομένων του περιλαμβάνεται μεταξύ αυτών. Στο πλαίσιο αυτής και των προσωπικών τους δεδομένων.

    Μας απασχόλησε επανειλημμένα η δυνατότητα συλλογής και (περαιτέρω) επεξεργασίας προσωπικών δεδομένων των εργαζομένων. Επίκεντρο του ενδιαφέροντός μας, κάθε φορά, επιμέρους κατηγορίες προσωπικών δεδομένων. Μας απασχόλησε, λ.χ. η παρακολούθηση και η οπτική καταγραφή στους χώρους εργασίας. Η δυνατότητα (ή μη) του εργοδότη για παρακολούθηση της ηλεκτρονικής αλληλογραφίας των εργαζομένων του. Μας απασχόλησε επίσης, μεσούσης της πανδημίας, η δυνατότητα (ή μη) του εργοδότη να προβαίνει σε επεξεργασία ευαίσθητων προσωπικών δεδομένων. Πιο συγκεκριμένα, των δεδομένων υγείας των εργαζομένων του.

    Στο παρόν άρθρο θα επιχειρήσουμε τη διερεύνηση της δυνατότητας του εργοδότη να ζητά από εργαζόμενο (ή υποψήφιο εργαζόμενο) πιστοποιητικό για το ποινικό του μητρώο.

     

    Το ποινικό μητρώο – Οι διακρίσεις

    Ο Κώδικας Ποινικής Δικονομίας διακρίνει δύο τύπους αντιγράφων ποινικού μητρώου. Εκείνο της γενικής και το έτερο της δικαστικής χρήσης (271 παρ. 1 ΚΠοινΔ).

    Ποινικό μητρώο: το αντίγραφο δικαστικής χρήσης

    Στο αντίγραφο δικαστικής χρήσης καταχωρίζεται το περιεχόμενο όλων των δελτίων ποινικού μητρώου, με εξαίρεση εκείνα που έχουν παύσει να ισχύουν. Παρά το διευρυμένο του περιεχόμενο, χορηγείται σε περιορισμένο, ρητώς απαριθμούμενο αριθμό προσώπων. Κυρίως σε υπηρεσίες του δημοσίου και δημόσιους λειτουργούς.

    Μεταξύ των, ρητώς, αναφερόμενων στον ΚΠοινΔ περιπτώσεων χορήγησης αντιγράφου δικαστικής χρήσης εντάσσεται και ο διορισμός δικαστικών λειτουργών, εκπαιδευτικών  όλων  των βαθμίδων,  οργάνων  των  Σωμάτων  Ασφαλείας και υποψηφίων για την εισαγωγή στις παραγωγικές σχολές των Ενόπλων Δυνάμεων και των  Σωμάτων Ασφαλείας (572 ΚΠοινΔ).

     

    Ποινικό μητρώο: το αντίγραφο γενικής χρήσης

    Στο αντίγραφο γενικής χρήσης καταχωρίζεται το περιεχόμενο όλων των δελτίων ποινικού μητρώου, εξαιρουμένων αυτών:

    (α) που αναγράφουν χρηματική ποινή ή παροχή κοινωφελούς εργασίας ή ποινή φυλάκισης έως έξι μήνες, μετά την πάροδο τριών ετών,

    (β) που αναγράφουν ποινή φυλάκισης πέραν των έξι μηνών ή ποινή περιορισμού σε ψυχιατρικό κατάστημα, μετά την πάροδο οκτώ ετών,

     (γ) που αναγράφουν κάθειρξη, μετά την πάροδο είκοσι ετών (571 παρ. 3 ΚΠοινΔ).

    Στον εκάστοτε εργοδότη είναι δυνατό να χορηγηθεί (θεωρητικά) αντίγραφο γενικής χρήσης- μόνον. Άλλωστε, «…όπου ο νόμος προβλέπει την έκδοση και τη χορήγηση αντιγράφου οποιουδήποτε τύπου ή αποσπάσματος ποινικού μητρώου, παρέχεται αντίγραφο γενικής χρήσης.» (570 ΚΠοινΔ).

     

    Η σύγκρουση των εκατέρωθεν συμφερόντων

    Ο εργοδότης επιδιώκει την ανάπτυξη σχέσεων εμπιστοσύνης με τους μισθωτούς του. Για το λόγο αυτό ενδέχεται να επιθυμεί/αντιμετωπίζει ως αναγκαία τη λήψη του ποινικού μητρώου εργαζομένου. Ακόμα και ως προϋπόθεση για την πρόληψή του.

    Μοιάζει εύλογη και, προπαντός, νόμιμη η σχετική αξίωση του εργοδότη. Κάποιες φορές, κατά τα προαναφερθέντα, επιβεβλημένη.

    Μια ανεμπόδιστη απαίτηση ποινικών μητρώων εργαζομένων θα έθιγε δύο προστατευόμενα έννομα αγαθά. Συνταγματικώς, μάλιστα, προστατευόμενα.

    Το πρώτο είναι το τεκμήριο αθωότητας. Καθώς όμως στο ποινικό μητρώο γενικής χρήσης (στο οποίο, θεωρητικά, ο εργοδότης δικαιούται να έχει πρόσβαση) καταγράφονται οι αμετάκλητες, μόνον, καταδίκες, το συγκεκριμένο αγαθό δεν μοιάζει, εν τέλει, θιγόμενο.

    Το δεύτερο είναι η προστασία της ανθρώπινης αξίας. Καλύπτει, ασφαλώς, και τους αμετάκλητα καταδικασθέντες, επιβάλλοντας τη μέριμνα για την κοινωνική τους επανένταξη. Μία αυστηρή και συνολική απαίτηση απουσίας (οποιασδήποτε) ποινικής καταδίκης θα ελαχιστοποιούσε το ενδεχόμενο κοινωνικής επανένταξης. Ακόμα και στη βάση άσκησης επαγγελματικής δραστηριότητας του καταδικασθέντος ως αυτοαπασχολούμενου.

    Υπάρχει όμως και η διάσταση της προστασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα. Μια άκριτη απαίτηση ποινικών μητρώων των εργαζομένων, θα προσέκρουε στην αρχή της αναλογικότητας. Θα συνιστούσε υπέρβαση του σκοπού επεξεργασίας. Στην προκειμένη περίπτωση υπέρβαση της διαφύλαξης των εννόμων συμφερόντων της εργοδότριας εταιρείας. Παράλληλα, θα προσέκρουε στο δικαίωμα στη λήθη. Πότε, όμως, το δίκαιο της προστασίας των προσωπικών δεδομένων θα δικαιολογούσε μια τέτοιου είδους επεξεργασία;

     

    Ποινικό μητρώο: το προϊσχύσαν δίκαιο

    Το νομοθετικό πλαίσιο

    Με βάση το προϊσχύσαν δίκαιο (ν. 2472/1997) το ποινικό μητρώο υπαγόταν, ρητά, στην κατηγορία των ευαίσθητων προσωπικών δεδομένων. Κατά το άρθρο 2 στοιχ. β΄ ν. 2471/1997, ως ευαίσθητα δεδομένα προσδιορίζονταν, «…τα δεδομένα που αφορούν στη φυλετική ή εθνική προέλευση, στα πολιτικά φρονήματα, στις θρησκευτικές ή φιλοσοφικές πεποιθήσεις, στη συμμετοχή σε συνδικαλιστική οργάνωση, στην υγεία, στην κοινωνική πρόνοια και στην ερωτική ζωή, στα σχετικά με ποινικές διώξεις ή καταδίκες, καθώς και στη συμμετοχή σε συναφείς με τα ανωτέρω ενώσεις προσώπων».

    Η συλλογή και περαιτέρω επεξεργασία του ποινικού μητρώου ως ευαίσθητου προσωπικού δεδομένου ήταν, κατ’ ακολουθίαν, απαγορευμένη (άρθρο 7 §1). Επιτρεπόταν, κατ’ εξαίρεση, με τις προϋποθέσεις που ρητά ο νόμος προέβλεπε (άρθρο 7 §2).

     

    Η θέση της Αρχής Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα

    Το συγκεκριμένο θέμα ήταν, ανέκαθεν, σημαντικό. Η Αρχή χρειάστηκε να τοποθετηθεί και γνωμοδοτήσει αρκετές φορές αναφορικά με τη δυνατότητα επεξεργασίας ευαίσθητων προσωπικών δεδομένων. Μεταξύ αυτών και το ποινικό μητρώο.

    Αντικείμενο κάποιων γνωμοδοτήσεών της αποτέλεσε, ακριβώς, η δυνατότητα συλλογής και περαιτέρω επεξεργασίας των ποινικών μητρώων των εργαζομένων από μέρους του εργοδότη. Γνώμονας των τοποθετήσεών της το ισχύον, κάθε φορά, νομικό πλαίσιο αφετέρου. Επίσης, η προσπάθεια εναρμόνισης των αντικρουόμενων, εκατέρωθεν, συμφερόντων.

    Η Αρχή με σειρά γνωμοδοτήσεών της (ενδ.: οι υπ’ αριθμ. 101/2016, 4/2013, 115/2001), κατέληγε στα ακόλουθα συμπεράσματα:

    Η συλλογή και επεξεργασία πληροφοριών δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που αφορούν στην απουσία ποινικών καταδικών του υποψήφιου προς εργασία ή προς κατάληψη θέσης ήταν δυνατή όταν (ρητά και ειδικά) προβλεπόταν  από διάταξη νόμου. Με άλλα λόγια: Νόμος είναι δυνατό να προβλέπει την υποχρεωτική υποβολή από τον εργαζόμενο πιστοποιητικού ποινικού μητρώου, από το οποίο θα προκύπτει η απουσία καταδίκης για συγκεκριμένα εγκλήματα. Ενδεικτικά: για την πρόσληψη και κατάληψη θέσεων στον τραπεζικό τομέα, στις εταιρείες παροχής υπηρεσιών ασφαλείας (εταιρείες security), στις χρηματιστηριακές εταιρείες, στις εταιρείες ενημέρωσης οφειλετών για ληξιπρόθεσμες απαιτήσεις, κ.ο.κ.

    Θα ήταν δυνατό να λάβει χώρα η συγκεκριμένη συλλογή και επεξεργασία, χωρίς ειδική νομοθετική πρόβλεψη που θα την καθιστούσε επιτρεπτή;

    Μια τέτοια νομοθετική πρόβλεψη θα ήταν, κατά την Αρχή, η διάταξη του άρθρου 7 §2 στοιχ. γ΄ ν. 2472/1997. Υπό την προϋπόθεση, όμως, του σεβασμού της θεμελιώδους αρχής της αναλογικότητας εν όψει του προβαλλόμενου σκοπού επεξεργασίας. Της διαφύλαξης, λ.χ., των εννόµων συμφερόντων της εργοδότριας εταιρείας.

    Συγκεκριμένα, η Αρχή απαιτούσε την τήρηση των ακόλουθων προϋποθέσεων:

    (α) Τη συλλογή των πληροφοριών σχετικά με την απουσία ποινικής καταδίκης απευθείας και μόνον από τον εκάστοτε ενδιαφερόμενο εργαζόμενο ή υποψήφιο.

    (β) Τον αποκλεισμό συλλογής και περαιτέρω επεξεργασίας αντιγράφων ποινικού μητρώου γενικής χρήσεως, καθόσον υπερέβαιναν τον προβαλλόμενο σκοπό επεξεργασίας. Και τούτο, ιδίως, γιατί μια τέτοια επεξεργασία θα ήταν δυνατό να αποκαλύψει την ύπαρξη ποινικών καταδικών, που δεν είχαν σχέση µε την κύρια οικονομική και παραγωγική δραστηριότητα της εργοδότριας εταιρείας-ως υπευθύνου επεξεργασίας.

    (γ) Την πρόκριση της συλλογής και επεξεργασίας υπεύθυνων δηλώσεων για την απουσία αμετάκλητης καταδίκης (αντί ποινικού μητρώου) από τους υποψηφίους προς κατάληψη θέσης. Μάλιστα, η αναφερόμενη στην υπεύθυνη δήλωση απουσία καταδίκης, έπρεπε κατά την Αρχή, να αφορά πράξεις που αποτυπώνονται στο ποινικό μητρώο γενικής χρήσεως.

    (δ) Τη συλλογή και περαιτέρω επεξεργασία των ως άνω υπεύθυνων δηλώσεων όχι για όλες τις κατηγορίες προσωπικού αλλά για εκείνες, µόνον, που σχετίζονταν µε την κύρια οικονομική και παραγωγική δραστηριότητα της εργοδότριας εταιρείας, ως υπευθύνου επεξεργασίας. Η σχέση αυτή προέκυπτε από τα καθήκοντα των εργαζομένων των κατηγοριών αυτών βάσει των συβάσεων εργασίας τους και του εγγράφου γνωστοποίησης όρων της εργασίας τους (π.δ. 156/1994).

    (ε) Την τήρηση των ως άνω δεδομένων για συγκεκριμένο χρόνο. Ήτοι, για χρονικό διάστημα 5 ετών από τη λύση της σύμβασης για τους, ήδη, εργαζομένους. Ενώ, για τους  υποψηφίους που, εν τέλει δεν προσλήφθηκαν, για χρονικό διάστημα 6 μηνών από την ολοκλήρωση της διαδικασίας προσλήψεως (ανακοίνωση προσληφθέντων).

     

    Ποινικό μητρώο: το ισχύον δίκαιο

    Το νομοθετικό πλαίσιο

    Ο ν. 2472/1997, τον οποίο έλαβε υπόψη της η Αρχή για τις ως άνω Γνωμοδοτήσεις της, έχει ήδη καταργηθεί.

    Από την 25η Μαΐου 2018 έχει τεθεί σε ισχύ ο Γενικός Κανονισμός Προστασίας Δεδομένων (ΕΕ) 2016/679 («ΓΚΠΔ»).

    Ο ΓΚΠΔ δεν εντάσσει το ποινικό μητρώο στην ειδική κατηγορία των ευαίσθητων προσωπικών δεδομένων (άρθρο 9). Επιφυλάσσει, όμως, ειδικότερη ρύθμιση.

    Συγκεκριμένα, στο άρθρο 10 ΓΚΠΔ, προβλέπεται ότι «Η επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που αφορούν ποινικές καταδίκες και αδικήματα ή σχετικά μέτρα ασφάλειας που βασίζονται στο άρθρο 6 παράγραφος 1 διενεργείται μόνο υπό τον έλεγχο επίσημης αρχής ή εάν η επεξεργασία επιτρέπεται από το δίκαιο της Ένωσης ή το δίκαιο κράτους μέλους το οποίο προβλέπει επαρκείς εγγυήσεις για τα δικαιώματα και τις ελευθερίες των υποκειμένων των δεδομένων. Πλήρες ποινικό μητρώο τηρείται μόνο υπό τον έλεγχο επίσημης αρχής».

    Ως εκ τούτου, οι Γνωμοδοτήσεις της Αρχής καθίσταται αμφίβολο εάν βρίσκουν, πλέον, νομοθετικό έρεισμα.

    Βάσει των Γνωμοδοτήσεων της Αρχής, η συλλογή και επεξεργασία του ποινικού μητρώου του εργαζομένου από τον εργοδότη, καθώς και κάθε πληροφορίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που αφορά στην απουσία ποινικών καταδικών (λ.χ. υπεύθυνες δηλώσεις), ήταν, καταρχήν, απαγορευμένη. Μπορούσε, κατ’ εξαίρεση, να διενεργηθεί υπό τις προϋποθέσεις σχετικού νόμου.

    Όμως, κατά το ισχύον νομοθετικό πλαίσιο, η επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που αφορούν ποινικές καταδίκες και αδικήματα ή σχετικά μέτρα ασφάλειας διενεργείται, αποκλειστικά, «υπό τον έλεγχο επίσημης αρχής».

    Προκειμένου, να λάβει χώρα αντίστοιχη επεξεργασία από μη επίσημη αρχή (στην προκείμενη περίπτωση από τον εργοδότη) υπάρχει μια σημαντική προϋπόθεση. Να επιτρέπεται, συγκεκριμένα, από το δίκαιο της Ένωσης ή το δίκαιο κράτους μέλους το οποίο προβλέπει επαρκείς εγγυήσεις για τα δικαιώματα και τις ελευθερίες των υποκειμένων των δεδομένων.

    Όμως, ο ελληνικός εφαρμοστικός του ΓΚΠΔ νόμος, δηλαδή ο ν. 4624/2019, δεν εμπεριέχει αντίστοιχη ρύθμιση.

     

    Η θέση της Αρχής Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα

    Η Αρχή, με την υπ’ αριθμ. 1/2020 Γνωμοδότησή της, προβαίνει στις ακόλουθες παραδοχές:

    «Ενώ από την διάταξη του άρθρου 10 ΓΚΠ∆ προκύπτει ότι παρέχεται εξουσιοδότηση («ρήτρα ανοίγματος-εξειδίκευσης») στον εθνικό νομοθέτη να λάβει τα αναγκαία μέτρα µε την πρόβλεψη επαρκών εγγυήσεων για την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που αφορούν ποινικές καταδίκες και αδικήματα, εν τούτοις, µε το νόμο δεν λαμβάνονται σχετικά μέτρα, ούτε από την αιτιολογική έκθεση προκύπτει ο λόγος της παράλειψης αυτής.

     Σε κάθε περίπτωση, ακόμη και εάν η πρόθεση του εθνικού νομοθέτη υπήρξε να ληφθούν μέτρα εφαρμογής του άρθρου 10 ΓΚΠ∆ σε ειδική τομεακή νομοθεσία, σε αντίθεση µε την επιλογή του σε σχέση µε το άρθρο 9 ΓΚΠ∆, τέτοια μέτρα δεν έχουν ληφθεί μέχρι σήμερα µε αποτέλεσμα να καθίσταται εν πολλοίς αδύνατη η εφαρμογή της διάταξης του άρθρο 10 ΓΚΠ∆».

    Με βάση λοιπόν τις παραδοχές της Αρχής, η λήψη ποινικού μητρώου του εργαζόμενου από τον εργοδότη, εξακολουθεί να μπορεί να λάβει χώρα στις περιπτώσεις εκείνες που προβλέπεται, ρητά, από ειδικότερη διάταξη νόμου. Εφόσον δεν υπάρχει όμως ρητή πρόβλεψη στο νόμο, η λήψη ενός τέτοιου ποινικού μητρώου δεν είναι επιτρεπτή.

    Κατ’ αποτέλεσμα, στις περιπτώσεις που δεν υπάρχει ρητή νομοθετική πρόβλεψη, η συλλογή και επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που αφορά ποινικές καταδίκες και αδικήματα του εργαζομένου από τον εργοδότη, δεν είναι δυνατό να πραγματοποιηθεί.

     

    Σημαντική αποδεικνύεται, σε κάποιες περιπτώσεις, η γνώση του εργοδότη για το ποινικό παρελθόν εργαζομένων (ή υποψήφιων εργαζομένων) του. Κάποιες φορές μάλιστα θα λέγαμε πως η σχετική αξίωση προκύπτει ως κρίσιμη. Δεν θα έπρεπε να γνωρίζει ένας εργοδότης αν ο (υποψήφιος) ταμίας του έχει εμπλακεί σε οικονομικά εγκλήματα; Ένας καλός γιος αν η κυρία που προσέλαβε για τη φροντίδα του υπερήλικα πατέρα του έχει εμπλακεί σε εγκλήματα κατά της ζωής; Ένας πατέρας για την κοπέλα που προσέχει την κόρη του ή μια μάνα για τον δάσκαλο που βοηθά στα μαθήματα τον δικό της γιο αν έχουν εμπλακεί σε αδικήματα κατά της γενετήσιας αξιοπρέπειας;

    Το θέμα αποδεικνύεται ακόμα περισσότερο σοβαρό και περίπλοκο, όταν (και) τρίτοι είναι εκείνοι που προβάλλουν ισχυρές (έστω και σιωπηρά-ως αυτονόητες) σχετικές αξιώσεις. Θα κατακρίναμε, άραγε, την αξίωση του γονιού να γνωρίζει πως ο οδηγός και η συνοδός του σχολικού λεωφορείου με το οποίο μετακινούνται τα παιδιά του, δεν έχουν εμπλακεί σε αδικήματα παιδικής πορνογραφίας;

    Τι θα έπρεπε να πούμε σε όλους αυτούς; «Ξέρετε ο νομοθέτης δεν έχει κάνει οποιαδήποτε σχετική πρόβλεψη, επομένως δεν δικαιούμαστε να ζητήσουμε ποινικό μητρώο για τους συγκεκριμένους εργαζόμενους». Πόσο λογικό, ηθικό και δίκαιο, εν τέλει, μοιάζει;

    Ας μην έχουμε επιφυλάξεις πως προβληματική αποδεικνύεται η παράλειψη του νομοθέτη να εντάξει στον (εφαρμοστικό του ΓΚΠΔ-ν. 4624/2019) πρόνοιες «για την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που αφορούν ποινικές καταδίκες και αδικήματα».

    Είναι δεδομένο (προφανώς και αυτονόητο) πως η σχετική παράλειψη τάχιστα οφείλει να συμπληρωθεί.

    Μέχρι τότε: προσωπικά θα δυσκολευόμουν να ψέξω (ακριβέστερα: δεν θα μπορούσα να ψέξω) τον καλό γιό που αξιώνει ποινικό μητρώο από την κυρία που θέλει να προσλάβει για τη φροντίδα του υπερήλικα πατέρα του, τη μάνα από τον δάσκαλο που βοηθά στα μαθήματα το γιο της, τον πατέρα από την κοπέλα που προσέχει την κόρη του και τον σχολάρχη από τους οδηγούς και συνοδούς των σχολικών λεωφορείων του…

    stavros-koumentakis

    Σταύρος Κουμεντάκης
    Managing Partner

     

    Υ.Γ. Συνοπτική έκδοση του άρθρου δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ, στις 16 Αυγούστου 2020.

    ποινικό μητρώο

    Η πληροφόρηση που εμπεριέχεται στο παρόν άρθρο δεν συνιστά (ούτε και έχει σκοπό να αποτελέσει) νομική συμβουλή. Μια τέτοια νομική συμβουλή είναι δυνατό να παρασχεθεί μόνον από αρμόδιο δικηγόρο ο οποίος θα λάβει υπόψη του το σύνολο των δεδομένων που θα του εκθέσετε για την υπόθεσή σας. Αναλυτικά.

  • Κορωνοϊός, επιχειρήσεις και προσωπικά δεδομένα

    Κορωνοϊός, επιχειρήσεις και προσωπικά δεδομένα

    Κορωνοϊός, επιχειρήσεις και προσωπικά δεδομένα (:διασφάλιση ζωής & υγείας ή προσωπικών δεδομένων);

    Ο Κορωνοϊός SARS-CoV-2 είναι, το δίχως άλλο, μουσαφίρης-όχι νοικοκύρης. Ως τέτοιος αργά ή γρήγορα (ελπίζουμε τάχιστα) θα μας αποχαιρετίσει.  Μαζί του και η σχετική πανδημία (COVID-19). Οι συνέπειες, όμως, από το πέρασμά τους ήδη μας στιγματίζουν. Η καθημερινότητά μας έχει εντυπωσιακά μεταβληθεί. Ακόμα και αγαπημένα πρόσωπα αναγκαζόμαστε να αποχωριστούμε προκειμένου να τα προστατέψουμε. Ή/και για να προστατευθούμε. Στο επίπεδο των επιχειρήσεων, ο εργοδότης έχει την υποχρέωση να λαμβάνει τα κατάλληλα μέτρα για την προστασία της ζωής και της υγείας των εργαζομένων του. Ως ποιο βαθμό άραγε; Δικαιούται, λ.χ., να θερμομετρεί τους εργαζομένους όταν εισέρχονται στον χώρο εργασίας; Τους πελάτες; Κι ο γιατρός εργασίας υποχρεούται να ενημερώνει το «αφεντικό» για τα («ύποπτα») συμπτώματα ενός από τους εργαζόμενους; Προέχει, άραγε, η διαφύλαξη των προσωπικών δεδομένων του ασθενούς εργαζόμενου ή η ζωή και υγεία των υπολοίπων;

     

    Τα (σχετικά) ερωτήματα που απασχολούν ήδη τους εργοδότες και τις επιχειρήσεις.

    Σειρά ερωτημάτων απασχολούν όλους μας. Κάποια από αυτά, προερχόμενα από εργοδότες/επιχειρήσεις, έχουν τεθεί υπόψη της Αρχής Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα (στο εξής: «Αρχή ΠΔΠΧ»). Αναφέρονται, από τη μία πλευρά, στις υποχρεώσεις τους για την εξασφάλιση της υγείας των εργαζομένων τους (βεβαίως και των ιδίων). Στην υποχρέωσή τους, από την άλλη, για την τήρηση της νομοθεσίας για τα προσωπικά δεδομένα. Ενδεικτικά:

    (α) Επιτρέπεται η θερμομέτρηση των εισερχομένων στις εγκαταστάσεις της επιχείρησης;

    (β) Επιτρέπεται η επιβολή συμπλήρωσης ερωτηματολογίου σχετικά με την κατάσταση της υγείας των εργαζομένων ή των οικείων τους;

    (γ) Επιτρέπεται η επιβολή συμπλήρωσης ερωτηματολογίου σχετικά με πρόσφατο ιστορικό ταξιδίου, εργαζομένων ή οικείων τους, σε αλλοδαπό κράτος με αυξημένο κίνδυνο μετάδοσης του κορωνοϊού κλπ;

    (δ) Επιτρέπεται η ενημέρωση των λοιπών εργαζομένων για το γεγονός ή/και τα στοιχεία ήδη νοσούντος εργαζομένου ή οικείων του;

     

    Η υποχρέωση της διασφάλισης της ζωής και υγείας των εργαζομένων

    Στο πρώτο από τη σειρά της, σχετικής με το παραπάνω θέμα, αρθρογραφίας μας  (Κορωνοϊός Και Επιχειρήσεις: Ο Πρώτος Δεκάλογος Για Τη Λειτουργία Τους Και Τις Εργασιακές Σχέσεις)αναφερθήκαμε στις βασικές υποχρεώσεις των εργοδοτών για τη διασφάλιση της ζωής και υγείας των εργαζομένων.

    Οι υποχρεώσεις αυτές δεν είναι ούτε θεωρητικές ούτε αόριστες. Απορρέουν από το υφιστάμενο θεσμικό πλαίσιο (προεχόντως: τον Κώδικα Νόμων για την Υγεία & Ασφάλεια των Εργαζομένων [ΚΝΥΑΕ-που κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν.3850/2010 (ΦΕΚ 84 Α ́)].

    Ένας είναι ο βασικός πυλώνας του συγκεκριμένου θεσμικού πλαισίου: «η αποκλειστική ευθύνη του εργοδότη, ο οποίος υποχρεούται να εξασφαλίζει …την υγεία των εργαζομένων ως προς όλες τις πτυχές της εργασίας, να λαμβάνει μέτρα που να εξασφαλίζουν την υγεία …των τρίτων» (άρθρ.42, παρ.1. ΚΝΥΑΕ). Στο πλαίσιο μάλιστα των ευθυνών του, ο εργοδότης οφείλει, όχι μόνον να λαμβάνει τα αναγκαία μέτρα για την προστασία της υγείας και της ασφάλειας των εργαζομένων, αλλά και να επιβλέπει την εφαρμογή τους (άρθρ. 42, παρ. 5 και 6γ ΚΝΥΑΕ).

    Κι όλα τούτα, δεν αρκούν!

    Ο εργοδότης οφείλει να έχει στη διάθεσή του μια γραπτή εκτίμηση των υφισταμένων κατά την εργασία κινδύνων για την ασφάλεια και την υγεία. Η γραπτή εκτίμηση επαγγελματικού κινδύνου θα έπρεπε, ήδη, να έχει επικαιροποιηθεί και ως προς τους κινδύνους και τα μέτρα πρόληψης από τον COVID-19.

    Το Υπουργείο Εργασίας είχε κάνει έγκαιρα τις σχετικές υπομνήσεις. Μεταξύ αυτών, με τις κατευθυντήριες οδηγίες και μέτρα πρόληψης στους εργασιακούς χώρους από το νέο Κορωνοϊό.  Αρκετά νωρίς επίσης, με το υπ’ αριθμ. 94243/09.03.2020 έγγραφό του, εστίασε στις υποχρεώσεις των επιχειρήσεων και των εργαζομένων που συναρτώνται με την τρέχουσα πανδημία.

     

    Η διασφάλιση της υγείας στο χώρο εργασίας-η θέση της Αρχής

    H Αρχή ΠΔΠΧ αισθάνθηκε την ανάγκη να τοποθετηθεί στο θέμα της προστασίας από την πανδημία και των επιπτώσεών σε θέματα προσωπικών δεδομένων.

    Στις Κατευθυντήριες Γραμμές της για την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα στο πλαίσιο της διαχείρισης του COVID-19 (στο εξής: «Κατευθυντήριες Γραμμές») δέχεται-όσον αφορά τον ιδιωτικό τομέα- πως:

    (α) Ο εργοδότης είναι υποχρεωμένος να εξασφαλίζει την υγεία και την ασφάλεια των εργαζομένων λαμβάνοντας τα αναγκαία συναφή-προστατευτικά μέτρα προς αποφυγή επέλευσης σοβαρού, άμεσου και αναπόφευκτου κινδύνου αυτών. Επίσης να εγγυάται το ασφαλές και υγιές περιβάλλον εργασίας με τη συνδρομή των εργαζομένων.

    (β) Οι εργαζόμενοι είναι, αντίστοιχα, υποχρεωμένοι να εφαρμόζουν τους κανόνες υγείας και ασφάλειας των ιδίων. Επίσης, και όσων επηρεάζονται από πράξεις ή παραλείψεις τους. Στο πλαίσιο αυτό, περιλαμβάνεται και η υποχρέωσή τους να αναφέρουν αμέσως στον εργοδότη ή/και στον ιατρό εργασίας όλες τις καταστάσεις που μπορεί να θεωρηθεί ότι συνιστούν άμεσο και σοβαρό κίνδυνο για την ασφάλεια και την υγεία.

     

    Ποια η θέση της Αρχής ΠΔΠΧ όσον αφορά τις υποχρεώσεις των επιχειρήσεων για τη διασφάλιση των προσωπικών δεδομένων σε σχέση με την πανδημία;

    Η Αρχή ΠΔΠΧ κάνει δεκτά πως:

    (α) Οι εργοδότες νομιμοποιούνται να επεξεργάζονται δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα  εργαζομένων τους για την προστασία της υγείας τους. Η επεξεργασία αυτή γίνεται στη βάση του Γενικού Κανονισμού για την Προστασία Προσωπικών Δεδομένων (στο εξής: «Κανονισμός»). Και, αυτονοήτως, στο πλαίσιο των οδηγιών των αρμόδιων αρχών για την εφαρμογή των μέτρων που αποφασίσθηκαν με τις Πράξεις Νομοθετικού Περιεχομένου («ΠΝΠ»).

    (β) Οι πληροφορίες που αφορούν την υγεία ενός φυσικού προσώπου (ή την παροχή υγειονομικής φροντίδας σ’ αυτό) συνιστούν ειδικής κατηγορίας δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα. Τα δεδομένα αυτά υπόκεινται σε αυστηρότερο καθεστώς προστασίας.

    Στα ειδικής αυτής προστασίας δεδομένα –ευαίσθητα δεδομένα- εντάσσονται (ενδεικτικά): (α) Το γεγονός ότι  νοσεί κάποιο πρόσωπο-ένας εργαζόμενος λ.χ. (που κατονομάζεται ή που, έστω, μπορεί να ταυτοποιηθεί), (β) Η κατ’ οίκον παραμονή του λόγω ασθένειας, (γ) Η διαπίστωση ενδείξεων ασθένειας, ενδεχομένως και μέσω της κλινικής του εικόνας (βήχας, καταρροή, θερμοκρασία ανώτερη της φυσιολογικής κ.λπ.).

    Από την άλλη πλευρά, υπάρχουν κι άλλες πληροφορίες που θα ήταν δυνατό να ενδιαφέρουν στο πλαίσιο της τρέχουσας πανδημίας. Ενδεικτικά: εάν κάποιος ταξίδεψε πρόσφατα σε αλλοδαπό κράτος με εκτεταμένη διάδοση του κορωνοϊού ή εάν οικείος του εργαζόμενου ή συνεργάτης του είναι ασθενής ή έχει προσβληθεί από τον κορωνοϊό. Οι συγκεκριμένες πληροφορίες δεν αφορούν την υγεία του συγκεκριμένου υποκειμένου-λ.χ. εργαζόμενου. Κατά συνέπεια, δεν αποτελούν δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα ειδικής κατηγορίας. Θα ήταν δυνατό, εντούτοις, να συνιστούν απλά δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα. Επίσης, δηλ., προστατευτέα.

     

    Ποιο το πεδίο εφαρμογής της νομοθεσίας για τα Προσωπικά Δεδομένα;

    Η νομοθεσία για την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα εφαρμόζεται (άρθρο 2 παρ. 1 Κανονισμού και άρθρο 2 ν. 4624/2019) σε δύο περιπτώσεις. Συγκεκριμένα όταν έχουμε: (α) αυτοματοποιημένη (συνολικά ή μερικά) επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, καθώς και (β) μη αυτοματοποιημένη επεξεργασία τέτοιων δεδομένων, τα οποία περιλαμβάνονται ή πρόκειται να περιληφθούν σε σύστημα αρχειοθέτησης.

    Στο παραπάνω πλαίσιο, η προφορική ενημέρωση ότι το υποκείμενο των δεδομένων (λ.χ. εργαζόμενος νοσεί από τον κορωνοϊό ή ότι η σωματική θερμοκρασία του έχει μετρηθεί ως ανώτερη του φυσιολογικού), συνιστούν πράγματι δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα. Η σχετική νομοθεσία εντούτοις δεν εφαρμόζεται όταν οι ανωτέρω πληροφορίες δεν περιλαμβάνονται σε σύστημα: (α) συνολικά (ή μερικά) αυτοματοποιημένης επεξεργασίας ή, εναλλακτικά, (β) μη αυτοματοποιημένης επεξεργασία εφόσον περιλαμβάνονται (ή πρόκειται να περιληφθούν) σε σύστημα αρχειοθέτησης.

    Σημαντικό πάντως να τονισθεί πως το πεδίο εφαρμογής του Κανονισμού προσδιορίζεται κατά τρόπο δεσμευτικό (άρθρο 2 §1). Δεν είναι δυνατή οποιαδήποτε επέκταση του με διατάξεις της εθνικής νομοθεσίας.

    Περιττό να τονίσουμε πως τέτοια επέκταση (ή προσπάθεια επέκτασης) δεν υφίσταται στη χώρα μας.

     

    Τι πρέπει να κάνει, εν τέλει, ο εργοδότης;

    Ο υπεύθυνος επεξεργασίας, στην προκειμένη περίπτωση ο εργοδότης, προβαίνει στις (αναγκαίες και σύμφωνες προς τον Κανονισμό) πράξεις επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα. Πάντοτε προς την κατεύθυνση της επίτευξης των σκοπών που κάθε φορά επιδιώκονται.

    Στην παρούσα φάση (όσον αφορά την Covid-19), δεν είναι δυνατό να  αποκλεισθεί ως, εκ των προτέρων, απαγορευμένη οποιαδήποτε πράξη επεξεργασίας. Άλλωστε, ο ΓΚΠΔ παρέχει τη νομική βάση επιτρεπτής επεξεργασίας στο άρθρο 6. Ιδίως, στις περιπτώσεις που είναι απαραίτητη για τη διαφύλαξη ζωτικού συμφέροντος του υποκειμένου των δεδομένων ή άλλου φυσικού προσώπου (περ. δ΄), καθώς και για λόγους δημοσίου συμφέροντος (περ. ε΄). Ωστόσο, δεδομένου ότι πρόκειται για δεδομένα ειδικής κατηγορίας (υγείας), η επεξεργασία επιτρέπεται κατ’ εξαίρεση (άρ. 9). Μεταξύ άλλων, όταν «επεξεργασία είναι απαραίτητη για λόγους δημόσιου συμφέροντος στον τομέα της δημόσιας υγείας…» (παρ. 2 περ. θ΄).

    Τα δεδομένα είναι τέτοια που εκείνο που προέχει (και αυτονοήτως όλοι μας καλούμαστε να διαφυλάξουμε) είναι η ανθρώπινη ζωή και υγεία. Με σεβασμό πάντως στη νομοθεσία για τα Προσωπικά Δεδομένα.

    Η όποια επεξεργασία από μέρους του εργοδότη διέπεται από την αρχή της λογοδοσίας. Με άλλα λόγια στην παρούσα περίπτωση: Όπως και να διαχειριστεί ο εργοδότης προσωπικά δεδομένα θα πρέπει να είναι, πάντοτε, σε θέση να αποδείξει το σύννομο της επεξεργασία τους.

    Η συγκέντρωση μεγάλου όγκου πληροφοριών είναι εύκολη και, εν τέλει, απολύτως ολιγοδάπανη. Η επιλογή υλικών φορέων που δέχονται την εγγραφή μεγάλου όγκου είναι απολύτως ευχερής. Όσον αφορά όμως τη συλλογή προσωπικών δεδομένων, θα πρέπει να επιδιώκουμε τον αυτοπεριορισμό μας. Η συλλογή τους θα πρέπει να περιορίζεται στις πληροφορίες που χαρακτηρίζονται ως απολύτως αναγκαίες. Εκείνες δηλ. που συνδέονται αποκλειστικά με τον επιδιωκόμενο σκοπό-εν προκειμένω, την πρόληψη της διάδοσης του κορωνοϊού και κατ΄επέκταση, την προστασία της υγείας των ευρισκομένων στο χώρο εργασίας (αρχές του σκοπού και του περιορισμού της επεξεργασίας, σε συνδυασμό με την αρχή της αναλογικότητας), λαμβανομένης υπόψη και της αρχής της ασφαλούς επεξεργασίας (ιδίως της εμπιστευτικότητας πληροφοριών). Κι όλα τούτα μέσω της λήψης της απαραίτητων τεχνικών και οργανωτικών μέτρων ασφαλείας.

    Μάλιστα, δεν αποκλείεται, στην περίπτωση εκείνη της επεξεργασίας των ευαίσθητων δεδομένων της υγείας σε μεγάλη κλίμακα, να απαιτηθεί η διενέργεια εκτίμησης αντικτύπου. Δηλαδή, να πραγματοποιηθεί, πριν την επεξεργασία, εκτίμηση των συνεπειών των πράξεων επεξεργασίας των προσωπικών δεδομένων.

    Η συλλογή και επεξεργασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που παρουσιάζουν επαχθή χαρακτήρα και συνιστούν περιορισμό ατομικών δικαιωμάτων, θα πρέπει να λαμβάνει χώρα με ιδιαίτερη φειδώ. Ο υπεύθυνος επεξεργασίας (εν προκειμένω ο εργοδότης) θα πρέπει πάντοτε να φροντίζει να τηρούνται οι, σχετικές, νόμιμες προϋποθέσεις. Ιδίως η αρχή της αναλογικότητας. Τα μέτρα που εν τέλει θα λάβει οφείλουν να είναι τα λιγότερο επαχθή-αφού βέβαια θα έχει αποκλεισθεί, ως απρόσφορο, οποιοδήποτε άλλο (λιγότερο επαχθές) μέτρο.

    Εύκολα θα ήταν δυνατό να διολισθήσουμε, ιδίως υπό τις παρούσες συνθήκες, σε μια συστηματική, διαρκή και γενικευμένη συλλογή δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα.  Θα αξιολογούσαμε, ενδεχομένως, ως ιδιαίτερα χρηστική και ασφαλή τη δημιουργία και διαρκή ανανέωση ενός αρχείου που θα αφορούσε την εξέλιξη της υγείας ενός εκάστου των εργαζομένων. Η δημιουργία ενός τέτοιου αρχείου, εντούτοις-κατά την Αρχή ΠΔΠΧ, «δύσκολα θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως σύμφωνη με την αρχή της αναλογικότητας».

     

    Η δυνατότητα των ασθενών υπαλλήλων να γνωστοποιήσουν την κατάσταση της υγείας τους.

    Τα πράγματα διαφοροποιούνται έντονα όταν οι ήδη νοσούντες από τον κορωνοϊό ασθενείς (υπάλληλοι εν προκειμένω), οικειοθελώς δημοσιοποιούν την κατάσταση της υγείας τους. Στην περίπτωση αυτή έχουμε μια διαφορετική (νόμιμη πάντως) βάση επεξεργασίας των συγκεκριμένων δεδομένων υγείας (άρθρο 9 §2 εδ. ε’ Κανονισμού). Αρκεί, πάντοτε, να τηρούνται οι αρχές του Κανονισμού και οι τυχόν ειδικότερες διατάξεις της εθνικής νομοθεσίας (των ΠΝΠ περιλαμβανομένων).

     

    Η δυνατότητα(;) των εργοδοτών να κοινοποιούν σε τρίτους την κατάσταση της υγείας ασθενών υπαλλήλων τους.

    Είναι, άραγε, επιτρεπτή ή όχι η γνωστοποίηση σε τρίτους πληροφοριών για την κατάσταση υγείας των υποκειμένων των δεδομένων (εδώ των εργαζομένων) από μέρους των υπευθύνων επεξεργασίας (εδώ των εργοδοτών);

    Κατά την Αρχή ΠΔΠΧ «δεν είναι επιτρεπτή αν δημιουργεί κλίμα προκατάληψης και στιγματισμού, επιπλέον δε ενδέχεται να δρα αποτρεπτικά στην τήρηση των μέτρων που ανακοινώθηκαν από τις αρμόδιες δημόσιες αρχές με αποτέλεσμα να αντιστρατεύεται τελικά την αποτελεσματικότητα τους». Και τούτο ακόμη και αν καταρχήν διενεργείται στο πλαίσιο των ρυθμίσεων του υφιστάμενου νομοθετικού πλαισίου.

    Ο Κανονισμός θέτει κατευθυντήριες γραμμές. Αυτονόητο είναι πως δεν θα ήταν δυνατό να ρυθμίζει, περιπτωσιολογικά, κάθε μια περίπτωση σχετική με  προσωπικά δεδομένα. Ούτε και να απαντά, περιπτωσιολογικά, σε απολύτως συγκεκριμένα ερωτήματα.

    Ωστόσο, στο προοίμιό του ο Κανονισμός (αιτιολογική σκέψη 46) δέχεται ως χρήσιμη την επεξεργασία προσωπικών δεδομένων όταν «…είναι απαραίτητη για ανθρωπιστικούς σκοπούς, μεταξύ άλλων για την παρακολούθηση επιδημιών και της εξάπλωσής τους…».

    Ενώ στη συνέχεια, εξειδικεύοντας το δημόσιο συμφέρον, δέχεται την επεξεργασία ευαίσθητων δεδομένων «…για την πρόληψη ή τον έλεγχο των μεταδοτικών ασθενειών και άλλων σοβαρών απειλών κατά της υγείας» (αιτιολογική σκέψη 52). Οι αιτιολογικές σκέψεις, μολονότι καθοδηγητικές για τον εργοδότη και τις επιχειρήσεις, δεν τους απαλλάσσουν από τις υποχρεώσεις τους.

     

    Τον εργοδότη και τις επιχειρήσεις βαρύνουν συγκεκριμένες υποχρεώσεις για την διασφάλιση της υγείας στους χώρους εργασίας. Βεβαίως και η προστασία των προσωπικών δεδομένων (και) των υπαλλήλων τους.

    Τα ερωτήματα που τους βαρύνουν είναι πολλά και σοβαρά.

    Απαντήσεις δεν είναι δυνατό να δοθούν, εκ προοιμίου, στα περισσότερα από αυτά. Η Αρχή ΠΔΠΧ αποφεύγει να δώσει απολύτως συγκεκριμένες απαντήσεις και  κατευθύνσεις.

    Η θέση της είναι πως «Η Αρχή υπενθυμίζει ότι ο υπεύθυνος επεξεργασίας προβαίνει στις αναγκαίες και σύμφωνες προς τα άρθρα 5 και 6 ΓΚΠ∆ πράξεις επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα για την επίτευξη των επιδιωκόμενων σκοπών χωρίς να μπορεί εκ προοιμίου να αποκλειστεί ως απαγορευμένη οποιαδήποτε πράξη επεξεργασίας, ιδίως στην παρούσα χρονική κρίσιμη και πρωτόγνωρη συγκυρία και εφόσον πληρούνται επιπλέον οι προϋποθέσεις που περιλαμβάνονται στις υπ’ αρ. 1-2 σκέψεις της παρούσας. Είναι αυτονόητο ότι η επεξεργασία αυτή πραγματοποιείται στο πλαίσιο της αρχής της λογοδοσίας».

    Με άλλα λόγια: κάντε ό,τι καταλαβαίνετε («δύσκολα είναι τα πράγματα») αλλά, να ξέρετε, «μπορεί και να σας ζητήσω το λόγο».

    Η περιπτωσιολογική αντιμετώπιση επαφίεται σε καθεμιά επιχείρηση, στον DPO και στους συμβούλους της.

    Καμιά αμφιβολία όμως δεν είναι δυνατό να έχουμε πως κάθε μέτρο που θα πρέπει να λαμβάνει, υπό τις παρούσες συνθήκες, ο εργοδότης/η επιχείρηση μια, μόνον, κεντρική στόχευση θα πρέπει έχει: Τη διαφύλαξη της ζωής και της υγείας των εργαζομένων.

    Με σεβασμό βέβαια στη νομοθεσία για τα προσωπικά δεδομένα.

    Με ακόμα μεγαλύτερο, όμως, σεβασμό στη ζωή και την υγεία των ανθρώπων τους.

    stavros-koumentakis

    Σταύρος Κουμεντάκης
    Managing Partner

     

    Υ.Γ. Συνοπτική έκδοση του άρθρου δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ, στις 19 Απριλίου 2020.

     

    Η πληροφόρηση που εμπεριέχεται στο παρόν άρθρο δεν συνιστά (ούτε και έχει σκοπό να αποτελέσει) νομική συμβουλή. Μια τέτοια νομική συμβουλή είναι δυνατό να παρασχεθεί μόνον από αρμόδιο δικηγόρο ο οποίος θα λάβει υπόψη του το σύνολο των δεδομένων που θα του εκθέσετε για την υπόθεσή σας. Αναλυτικά.

  • GDPR: Συστήματα οπτικής καταγραφής στους χώρους εργασίας

    GDPR: Συστήματα οπτικής καταγραφής στους χώρους εργασίας

    GDPR: Η χρήση συστημάτων οπτικής καταγραφής στους χώρους εργασίας (ν. 4624/2019)

    1. Προοίμιο

    “Big brother is watching you” (:«Ο μεγάλος αδελφός σας βλέπει») είναι η γνωστή «ατάκα» που μας συνδέει με τον George Orwell και το ευρύτατα γνωστό μυθιστόρημά του «1984». Στο συγκεκριμένο μυθιστόρημα ο Big Brother είναι ένας φανταστικός χαρακτήρας-ηγέτης και σύμβολο. Το Ingsoc όμως, κυβερνών κόμμα της Ωκεανίας, ασκεί εξουσία πάνω στους κατοίκους της χώρας στο όνομα και για λογαριασμό του. Στην κοινωνία που περιγράφει ο G. Orwell, κάθε πολίτης (με εξαίρεση τους Proles) βρίσκεται υπό συνεχή παρακολούθηση από τις αρχές, μέσω ηλεκτρονικών συστημάτων.

    Γνωρίζουμε βέβαια πως Ωκεανία δεν υφίσταται ούτε, έστω στο μυθιστόρημα, ο «Μεγάλος Αδελφός». Έχουμε όμως ταυτίσει τον Big Brother με φαινόμενα παρακολούθησης κατά κατάχρηση, κυβερνητικής ιδίως-και όχι μόνον, εξουσίας.

    Η ανάγκη για οπτική καταγραφή είναι παρούσα στις σύγχρονες κοινωνίες για την προστασία προσώπων και αγαθών. Εύλογα λοιπόν κάποιος θα αναρωτηθεί «και οι νομοταγείς τί, άραγε, έχουν να φοβηθούν», ανοίγοντας μια μεγάλη συζήτηση περί ατομικών ελευθεριών και θεμελιωδών δικαιωμάτων με σοβαρή, εκατέρωθεν, επιχειρηματολογία.

    Στη σύγχρονη επιχείρηση πάντως, η ανάγκη για προστασία προσώπων και αγαθών είναι όχι μόνον παρούσα αλλά και περισσότερο έντονη. Και τούτο γιατί καταλαμβάνει τα «δικά μας» πρόσωπα και τα «δικά μας» αγαθά.

    Στο πλαίσιο των συγκεκριμένων προβληματισμών, η χρήση συστημάτων οπτικής καταγραφής έχει τεθεί υπό καθεστώς ρύθμισης τόσο σε ευρωπαϊκό όσο και σε εθνικό επίπεδο. Μια από τις παραμέτρους της είναι εκείνες που αφορούν τις επιχειρήσεις που τα χρησιμοποιούν αλλά και τους εργαζόμενους που βρίσκονται στην εμβέλειά τους.

    Οι ρυθμίσεις για το (ευρύτερο) θέμα των προσωπικών δεδομένων αποτυπώνονται σήμερα, σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης, στον Κανονισμό (ΕΕ) 2016/679 και στην Οδηγία (EE) 2016/680 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 27ης Απριλίου 2016. Θέματα που απορρέουν από τη συγκεκριμένη νομοθεσία μας έχουν επανειλημμένα απασχολήσει (ενδ. όσον αφορά την εφαρμογή της στις εργασιακές σχέσεις, την χρήση βιομετρικών δεδομένων στο πλαίσιο της σύμβασης εργασίας, την έναρξη επιβολής κυρώσεων για παραβιάσεις του σχετικού Κανονισμού κ.ο.κ.)

    Με βάση τη διάταξη του άρθρου 63 παρ. 1 της τελευταίας υφίστατο υποχρέωση ενσωμάτωσης των ρυθμίσεών της στα εθνικά δίκαια έως τις 6.5.2018.

    Οι Ισπανοί και οι Έλληνες αδιαφορήσαμε.

     

    2. Η παραπομπή της Ελλάδος από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή

    Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή με δελτίο τύπου της στις 25.7.2019 γνωστοποίησε την απόφασή της να παραπέμψει την Ελλάδα (και την Ισπανία) στο Δικαστήριο της ΕΕ, επειδή δεν μετέφεραν στο εθνικό τους δίκαιο τους υφιστάμενους, προαναφερθέντες, ενωσιακούς κανόνες. Ειδικά όσον αφορά την περίπτωση της Ελλάδας, η Επιτροπή κάλεσε το Δικαστήριο της ΕΕ να της επιβάλει χρηματική ποινή 5.287,50€ για κάθε μέρα μη συμμόρφωσης (από 6.5.2018) και, σε περίπτωση μη περαιτέρω συμμόρφωσης-μετά την έκδοση της σχετικής δικαστικής απόφασης, 22.169,70€ ημερησίως αλλά και εφάπαξ 1.310.000€.

    Η χώρα μας αναγκάστηκε να προβεί, εσπευσμένα-με τη διαδικασία του κατεπείγοντος, στην ψήφιση του σχετικού νόμου (ν. 4624/2019). Ένα από τα σημαντικότερα θέματα προσωπικών δεδομένων (που απασχολεί την πλειονότητα των επιχειρήσεων αλλά και τους εργαζόμενους) είναι το θέμα της οπτικής καταγραφής, μέσω κλειστού κυκλώματος, στους χώρους εργασίας.

     

    3. Οι ρυθμίσεις του πρόσφατου ν. 4624/2019 για την οπτική καταγραφή

    3.1. Το περιεχόμενο των §§ 7 & 8 του άρθρου 27 ν. 4624/2019

    Η διάταξη του άρθρου 27 του συγκεκριμένου νόμου αναφέρεται στην επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα στο πλαίσιο των σχέσεων απασχόλησης. Οι παράγραφοι (7) και (8) ρυθμίζουν τα θέματα που δημιουργούνται από την (υπό προϋποθέσεις επιτρεπτή) χρήση του σε χώρους εργασίας. Συγκεκριμένα προβλέπουν:

    «7. Η επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα μέσω κλειστού κυκλώματος οπτικής καταγραφής εντός των χώρων εργασίας, είτε είναι δημοσίως προσβάσιμοι είτε μη, επιτρέπεται μόνο εάν είναι απαραίτητη για την προστασία προσώπων και αγαθών. Τα δεδομένα που συλλέγονται μέσω κλειστού κυκλώματος οπτικής καταγραφής δεν επιτρέπεται να χρησιμοποιηθούν ως κριτήριο για την αξιολόγηση της αποδοτικότητας των εργαζομένων. Οι εργαζόμενοι ενημερώνονται εγγράφως, είτε σε γραπτή είτε σε ηλεκτρονική μορφή για την εγκατάσταση και λειτουργία κλειστού κυκλώματος οπτικής καταγραφής εντός των χώρων εργασίας.

    8. Για τους σκοπούς του παρόντος νόμου ως εργαζόμενοι νοούνται οι απασχολούμενοι με οποιαδήποτε σχέση εργασίας ή σύμβαση έργου ή παροχής υπηρεσιών στο δημόσιο και στον ιδιωτικό φορέα, ανεξαρτήτως του κύρους της σύμβασης, οι υποψήφιοι για εργασία και οι πρώην απασχολούμενοι».

    3.2. Τα συμπεράσματα από τις ρυθμίσεις για την οπτική καταγραφή.

    Από τη διατύπωση των διατάξεων του άρθρου 27 §§ 7 & 8  ν. 4624/2019 προκύπτουν τα ακόλουθα συμπεράσματα:

    (α) Η χρήση κλειστού κυκλώματος οπτικής καταγραφής μέσα σε χώρους εργασίας:

    i. είναι επιτρεπτή (αποκλειστικά) εάν είναι απαραίτητη για την προστασία προσώπων και αγαθών

    ii. δεν είναι ανεκτή (καθ΄οιονδήποτε τρόπο) για την αξιολόγηση της αποδοτικότητας των εργαζομένων (αν και θα πρέπει να επισημανθεί πως, παρά τη ρητή απαγόρευση του νόμου, κανείς δεν είναι δυνατό να αποτρέψει τον εργοδότη από τον, σε πρακτικό επίπεδο, έλεγχο της συμπεριφοράς και της αποδοτικότητας των εργαζομένων του που βρίσκονται στην εμβέλεια υφιστάμενου και νόμιμου κυκλώματος οπτικής καταγραφής)

    (β) Οι εργαζόμενοι είναι υποχρεωτικό να ενημερωθούν είτε με έγγραφο είτε με  email για την εγκατάσταση και λειτουργία κλειστού κυκλώματος οπτικής καταγραφής εντός των χώρων εργασίας.

    (γ) Ως εργαζόμενοι νοούνται εκείνοι που συνδέονται με την επιχείρηση:

    i. με συμβάσεις εργασίας ορισμένου ή αορίστου χρόνου, πλήρους ή μερικής απασχόλησης

    ii. με συμβάσεις έργου ή παροχής (ανεξαρτήτων) υπηρεσιών

    iii. οι υποψήφιοι για πρόσληψη (για τους οποίους όμως είναι δεδομένο πως, υπό τη συγκεκριμένη διατύπωση, θα υπάρξουν δυσκολίες όσον αφορά την έγγραφη ενημέρωσή τους).

    iv. οι πρώην εργαζόμενοι.

    3.3. Για την ιστορία: Η αρχική διατύπωση της διάταξης για την οπτική καταγραφή.

    Η αρχική διατύπωση του δευτέρου και τρίτου εδαφίου της παραγράφου 7 προέβλεπε:

    «Τα δεδομένα που συλλέγονται μέσω κλειστού κυκλώματος οπτικής καταγραφής δεν επιτρέπεται να χρησιμοποιηθούν ως αποκλειστικό κριτήριο για την αξιολόγηση της συμπεριφοράς και της αποδοτικότητας των εργαζομένων. Οι εργαζόμενοι ενημερώνονται εγγράφως, είτε σε γραπτή είτε σε ηλεκτρονική μορφή για την εισαγωγή και χρήση μεθόδων ελέγχου και παρακολούθησης».

    Επομένως: Υπό την αρχική διατύπωση της σχετικής διάταξης ήταν σαφές πως τα κλειστά κυκλώματα οπτικής καταγραφής θα ήταν δυνατό να χρησιμοποιηθούν ως (ένα από τα περισσότερα-μη αποκλειστικό πάντως) κριτήριο για την αξιολόγηση της συμπεριφοράς και της αποδοτικότητας των εργαζομένων.

    Εκ περισσού επίσης σημειώνεται πως στην αρχική διατύπωση του σχεδίου νόμου δεν υπήρχε η αποσαφήνιση σχετικά με εκείνους που συμπεριλαμβάνονται στην έννοια του εργαζομένου. Με τη προσθήκη της παραγράφου 8 και αποσαφηνίστηκε αλλά και (ορθά διευρύνθηκε) η έννοιά του.

    3.4.  Η αιτιολογική έκθεση.

    Η αιτιολογική έκθεση για τις παραγράφους 7 και 8 του άρθρου 27 ανέφερε:

    «Με την παράγραφο 7 τίθεται η πρόβλεψη ότι η παρακολούθηση μέσω συστημάτων καταγραφής στο χώρο εργασίας (είτε αυτός είναι δημοσίως προσβάσιμος είτε μη) επιτρέπεται υπό προϋποθέσεις και για την επίτευξη συγκεκριμένων σκοπών, ενώ προβλέπεται ρητά η υποχρέωση έγγραφης ενημέρωσης των εργαζομένων για την εισαγωγή και χρήση μεθόδων ελέγχου και παρακολούθησης εντός των εργασιακών χώρων (βλ. και άρθρο 13 παράγραφος 1 του ΓΚΠΔ).

    Τέλος, με την παράγραφο 8 για να αποφευχθεί τυχόν ασάφεια ως προς το πεδίο εφαρμογής ορίζεται η έννοια του εργαζομένου στην οποία περιλαμβάνεται ακόμα και ο παρέχων υπηρεσίες σε εθελοντική βάση, καθώς και ο ασκούμενος σε ένα επάγγελμα, προς το σκοπό επαγγελματικής του κατάρτισης».

     

    4. Οι (σχετικά) πρόσφατες αποφάσεις της ΑΠΔΠΧ για την οπτική καταγραφή και οι σχετικές κατευθύνσεις της

    Οι πλέον πρόσφατες αποφάσεις της Αρχής είναι του έτους 2018 (υπό το πρίσμα βεβαίως του προϊσχύσαντος θεσμικού πλαισίου, ήτοι του ν. 2472/1997): η 40/2018 που αφορούσε εταιρεία εστίασης και η (περισσότερο γνωστή) 41/2018 που αφορούσε δικηγορική εταιρεία.

    Οι αποφάσεις αυτές αντιμετώπισαν παρεμφερή θέματα (εγκατάσταση κλειστού κυκλώματος για την οπτική καταγραφή) σε χώρους εργασίας. Και στις δύο περιπτώσεις επεβλήθηκαν πρόστιμα στους υπευθύνους επεξεργασίας (5.000€ στην πρώτη και 50.000€ στη δεύτερη περίπτωση). Ταυτόσημες όμως είναι και οι παραδοχές τους. Συγκεκριμένα, αμφότερες, αναφέρουν (παρέχοντας, εμμέσως, και τις αναγκαίες κατευθύνσεις για το σύνολο των επιχειρήσεων):

    (α) «…τα δεδομένα ήχου και εικόνας, εφόσον αναφέρονται σε πρόσωπα, συνιστούν δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα».

    (β) «Η αποθήκευση και διαβίβαση εικόνας προσώπου, η οποία συλλέγεται από σύστημα βιντεοεπιτήρησης, που λειτουργεί μόνιμα, συνεχώς ή κατά τακτά χρονικά διαστήματα, σε κλειστό ή ανοικτό χώρο συγκέντρωσης ή διέλευσης προσώπων, συνιστά επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα…»

    (γ) «Βασική προϋπόθεση …για τη νομιμότητα της επεξεργασίας προσωπικών δεδομένων είναι η τήρηση της αναλογικότητας, υπό την έννοια ότι τα συλλεγόμενα δεδομένα πρέπει να είναι αναγκαία και πρόσφορα για τον επιδιωκόμενο σκοπό, ο οποίος θα πρέπει να μη δύναται να επιτευχθεί με ηπιότερα μέσα…»

    (δ) «Περαιτέρω, τα σημεία εγκατάστασης των καμερών και ο τρόπος λήψης των δεδομένων πρέπει να προσδιορίζονται με τέτοιο τρόπο, ώστε τα δεδομένα που συλλέγονται να μην είναι περισσότερα από όσα είναι απολύτως αναγκαία για την εκπλήρωση του σκοπού της επεξεργασίας και να μη θίγονται τα θεμελιώδη δικαιώματα των προσώπων που ευρίσκονται στο χώρο που επιτηρείται και ιδίως να μην παραβιάζεται αυτό το οποίο μπορεί να θεωρηθεί ως «νόμιμη προσδοκία ορισμένου βαθμού προστασίας της ιδιωτικής ζωής» σε συγκεκριμένο χώρο».

    (ε) «Επίσης …το σύστημα δεν θα πρέπει να χρησιμοποιείται για την επιτήρηση των εργαζομένων εντός των χώρων εργασίας, εκτός από ειδικές εξαιρετικές περιπτώσεις όπου αυτό δικαιολογείται από τη φύση και τις συνθήκες εργασίας και είναι απαραίτητο για την προστασία της υγείας και της ασφάλειας των εργαζομένων ή την προστασία κρίσιμων χώρων εργασίας (π.χ. στρατιωτικά εργοστάσια, τράπεζες, εγκαταστάσεις υψηλού κινδύνου). Για παράδειγμα, σε έναν τυπικό χώρο γραφείων επιχείρησης, η βιντεοεπιτήρηση πρέπει να περιορίζεται σε χώρους εισόδου και εξόδου, χωρίς να επιτηρούνται συγκεκριμένες αίθουσες γραφείων ή διάδρομοι. Εξαίρεση μπορεί να αποτελούν συγκεκριμένοι χώροι, όπως ταμεία ή χώροι με χρηματοκιβώτια, ηλεκτρομηχανολογικό εξοπλισμό κλπ., υπό τον όρο ότι οι κάμερες εστιάζουν στο αγαθό που προστατεύουν κι όχι στους χώρους των εργαζομένων. Επίσης, σε ειδικούς χώρους, όπως χώροι με ηλεκτρομηχανολογικές εγκαταστάσεις ο υπεύθυνος βάρδιας ή ο υπεύθυνος ασφαλείας μπορεί να παρακολουθεί σε πραγματικό χρόνο τους χειριστές μηχανημάτων υψηλής επικινδυνότητας, με σκοπό να επέμβει άμεσα αν συμβεί κάποιο περιστατικό ασφαλείας».

     

    5. Εν κατακλείδι

    Μεγάλος Αδελφός στο μυθιστόρημα του George Orwell «1984» δεν υπήρχε, η ηλεκτρονική παρακολούθηση προσώπων όμως, στο όνομά του, ήταν όχι μόνον δυνατή αλλά και, σε ευρύτατο επίπεδο, παρούσα.

    Η τεχνολογία και η νομοθεσία, σε ευρωπαϊκό και εθνικό επίπεδο, επιτρέπουν τη δημιουργία αντίστοιχων συνθηκών καθώς επιτρέπουν την παρακολούθηση και οπτική καταγραφή (και) εντός των χώρων εργασίας. «Για την προστασία προσώπων και αγαθών»-αποκλειστικά.

    Η υφιστάμενη νομοθετική ρύθμιση (άρθρο 27 §7 ν. 4624/2019) λειτουργεί προστατευτικά για τις επιχειρήσεις, κι ακόμα περισσότερο, για τους εργαζόμενους. Αντίστοιχα και η Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα με τις προαναφερθείσες, σχετικά πρόσφατες, αποφάσεις της.

    Οι ποινικές και διοικητικές κυρώσεις, σε περίπτωση παραβάσεων των σχετικών υποχρεώσεων, δεν είναι αμελητέες.

    Για την αποφυγή των προβλεπόμενων, επαχθών, κυρώσεων παρουσιάζεται ως επιβεβλημένη η απόλυτη ευθυγράμμιση των επιχειρήσεων με τις επιταγές του υφιστάμενου νομοθετικού πλαισίου αλλά και με τις λεπτομερείς κατευθύνσεις που έχει, ήδη, παράσχει η ΑΠΔΠΧ.

    Σήμερα.

    stavros-koumentakis

    Σταύρος Κουμεντάκης
    Senior Partner

    Υ.Γ. Συνοπτική έκδοση αυτού του άρθρου δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ, στις 8 Σεπτεμβρίου 2019.

  • GDPR: Άρχισαν τα «όργανα» (:πρόστιμα)

    Ι. Προοίμιο

    «Ἔστι Δίκης ὀφθαλμός, ὅς τὰ πάνθ’ ὁρᾷ» έγραφε ο Μένανδρος στα Μονόστιχα του.

    Η συγκεκριμένη φράση παραπέμπει, λιγότερο ή περισσότερο, σ’ αυτό που έχουμε συνηθίσει να αναφέρουμε ως «θεία δίκη» η οποία πάντοτε, αργά ή γρήγορα, «απονέμει δικαιοσύνη». Καθώς, στην πραγματικότητα, «θεία δίκη» (συχνά και ανθρώπινη) δεν υπάρχει ούτε και κάποια εξουσία ή αρχή διαθέτει «Δίκης ὀφθαλμόν, ὅς τὰ πάνθ’ ὁρᾷ». Βεβαίως ούτε και η Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα (στο εξής: «Αρχή») διαθέτει τέτοιου είδους «τὰ πάνθ’ ὁρώντα» οφθαλμό.

    Αντίθετα: Καλά γνωρίζουμε την ύπαρξη του ανθρώπινου οφθαλμού που (συχνά άγρυπνα) παρακολουθεί τα συμβαίνοντα και, ενίοτε, αρμοδίως τα καταγγέλλει: και στην Αρχή (άλλη, μεγάλη, συζήτηση η ηθική διάσταση της καταγγελίας και η ηθική του καταγγέλλοντος). Όσον αφορά όμως ειδικότερα την τελευταία (την Αρχή) υποχρεούται να κάνει χρήση του ανθρώπινου οφθαλμού (του δικού της ή εκείνου των επωνύμως ή ανωνύμως καταγγελλόντων) στο πλαίσιο της εκπλήρωσης των κατά το νόμο καθηκόντων της. Ιδίως εκείνο του θεματοφύλακα του Γενικού Κανονισμού Προστασίας Δεδομένων (στο εξής: «Κανονισμός») και επιβάλλοντος τις προβλεπόμενες κυρώσεις σε περίπτωση αποκλίσεων από όσα εκείνος επιτάσσει.

     

    ΙΙ. Όλα ξεκίνησαν όταν…

    Η Ένωση Λογιστών Ελεγκτών Περιφέρειας Αττικής (και, αυτονοήτως, πίσω από αυτήν, κάποιος δυσαρεστημένος, για άσχετα μάλλον θέματα, υπάλληλος) υπέβαλε τον Δεκέμβριο του 2017 καταγγελία σε βάρος της PriceWaterhouseCoopers ΑΕ (στη συνέχεια: «PWC». Η συγκεκριμένη καταγγελία απευθυνόταν στην Αρχή καθώς και (προφανώς για άσκηση μεγαλύτερης πίεσης) στο Υπουργείο Εργασίας και στο ΣΕΠΕ.

    Το αντικείμενο της καταγγελίας αφορούσε παράνομη επεξεργασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα των εργαζομένων (στη συνέχεια: «Δεδομένα») της PWC. Κατά την καταγγελία, η παράνομη επεξεργασία αφορούσε την «∆ήλωση Αποδοχής όρων Επεξεργασίας Προσωπικών ∆εδομένων» καθώς και τις νέες ατομικές συμβάσεις, οι οποίες περιελάμβαναν εδάφια που αναφέρονταν στην παροχή της συναίνεσης των εργαζομένων στην επεξεργασία προσωπικών τους δεδομένων και την περαιτέρω, ποικιλότροπη, παρακολούθησή τους στον χώρο εργασίας (κατά παράβαση του ν. 2472/1997). Τα δύο κείμενα (σύμβαση εργασίας και δήλωση) αξίωνε η PWC, δεδομένης της πλεονεκτικής της θέσης ως εργοδότριας-πάντα κατά την καταγγελία- να υπογράψουν, εξαναγκαζόμενοι, οι εργαζόμενοι της.

     

    ΙΙΙ. Οι, κατά τον Κανονισμό, προϋποθέσεις για τη σύννομη επεξεργασία των προσωπικών δεδομένων

    Ο Κανονισμός άρχισε να εφαρμόζεται, με καθολική ισχύ, στις 25.5.2018. Διάταξη με ιδιαίτερο ενδιαφέρον στη συγκεκριμένη περίπτωση είναι αυτή του άρθρου 6 παρ. 1, η οποία προβλέπει:

    « 1. Η επεξεργασία είναι σύννομη μόνο εάν και εφόσον ισχύει τουλάχιστον μία από τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

    α)  το υποκείμενο των δεδομένων έχει συναινέσει στην επεξεργασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα του για έναν ή περισσότερους συγκεκριμένους σκοπούς,

    β)  η επεξεργασία είναι απαραίτητη για την εκτέλεση σύμβασης της οποίας το υποκείμενο των δεδομένων είναι συμβαλλόμενο μέρος ή για να ληφθούν μέτρα κατ’ αίτηση του υποκειμένου των δεδομένων πριν από τη σύναψη σύμβασης,

    γ)  η επεξεργασία είναι απαραίτητη για τη συμμόρφωση με έννομη υποχρέωση του υπευθύνου επεξεργασίας,

    δ)  η επεξεργασία είναι απαραίτητη για τη διαφύλαξη ζωτικού συμφέροντος του υποκειμένου των δεδομένων ή άλλου φυσικού προσώπου,

    ε)  η επεξεργασία είναι απαραίτητη για την εκπλήρωση καθήκοντος που εκτελείται προς το δημόσιο συμφέρον ή κατά την άσκηση δημόσιας εξουσίας που έχει ανατεθεί στον υπεύθυνο επεξεργασίας,

    στ) η επεξεργασία είναι απαραίτητη για τους σκοπούς των έννομων συμφερόντων που επιδιώκει ο υπεύθυνος επεξεργασίας ή τρίτος, εκτός εάν έναντι των συμφερόντων αυτών υπερισχύει το συμφέρον ή τα θεμελιώδη δικαιώματα και οι ελευθερίες του υποκειμένου των δεδομένων που επιβάλλουν την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, ιδίως εάν το υποκείμενο των δεδομένων είναι παιδί.

    Το στοιχείο στ) του πρώτου εδαφίου δεν εφαρμόζεται στην επεξεργασία που διενεργείται από δημόσιες αρχές κατά την άσκηση των καθηκόντων τους».

     

    IV. Η διαδικασία που ακολουθήθηκε από την Αρχή για την έκδοση της υπ΄ αριθμόν 26/2019 απόφασής της.

    Η Αρχή, ασχολούμενη για πρώτη φορά με θέμα που σχετιζόταν με την εφαρμογή του Κανονισμού, δαπάνησε σημαντικό χρόνο στη διερεύνησή του όλου θέματος, υποβάλλοντας σωρεία ερωτημάτων και αιτημάτων. H Αρχή όμως, για την αποφυγή παρανοήσεων και δημιουργία νομολογιακού δεδομένου, αισθάνεται την ανάγκη να επισημάνει στην απόφασή της: πως «εξαιτίας του ότι διανύεται το πρώτο χρονικό διάστημα εφαρμογής του ΓΚΠ∆, υποβάλλει ερωτήματα και αιτήματα στο πλαίσιο άσκησης των συναφών ερευνητικών – ελεγκτικών εξουσιών της, ώστε να διευκολύνει την από μέρους των υπευθύνων επεξεργασίας τεκμηρίωση της λογοδοσίας. Ο υπεύθυνος επεξεργασίας οφείλει στο πλαίσιο των ελέγχων – ερευνών της Αρχής να παρουσιάζει από μόνος του και χωρίς σχετικά ερωτήματα και αιτήσεις της Αρχής τα μέτρα και πολιτικές που υιοθέτησε στο πλαίσιο της εσωτερικής οργάνωσης της συμμόρφωσης του, καθώς αυτός τελεί σε γνώση τους, αφού σχεδίασε και υλοποίησε τη σχετική οργάνωση» (§ 8).

    Τι σημαίνει αυτό;

    Σε κάποιον επόμενο, πάντως όχι μακρινό, χρόνο η Αρχή θα αξιώνει από τον Υπεύθυνο Επεξεργασίας την «τεκμηρίωση της λογοδοσίας» του, χωρίς η ίδια να αισθάνεται πως πρέπει να λειτουργεί με τη μαιευτική μέθοδο. Αν εκείνος τα καταφέρει έχει καλώς. Κι αν όμως όχι, πάλι έχει καλώς…

     

    V. Η παραδοχές της εκδοθείσας (με αριθμό 26/2019) απόφασης της Αρχής

    Στη συγκεκριμένη απόφαση γίνεται μια σειρά ιδιαίτερα σημαντικών παραδοχών. Επιχειρείται η καταγραφή των, κατά την άποψη του γράφοντος, ευρύτερου ενδιαφέροντος:

    i. Η επιλογή της νομικής βάσης για την επεξεργασία των Δεδομένων

    (α) Κατά την Αρχή (§ 6):

    «Η συλλογή και επεξεργασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα δεν θα πρέπει να λαμβάνει χώρα μυστικά ή με απόκρυψή της από το υποκείμενο των δεδομένων, καθώς και με απόκρυψη όλων των αναγκαίων πληροφοριών (εκτός εάν προβλέπεται από τη νομοθεσία τηρουμένων των προϋποθέσεων του άρθρου 8 ΕΣ∆Α). Η αναγνώριση και επιλογή της κατάλληλης νομικής βάσης εκ των προβλεπομένων στο άρθρο 6 παρ. 1 ΓΚΠ∆ είναι στενά συνδεδεμένη με την αρχή της θεμιτής ή δίκαιης επεξεργασίας καθώς και με την αρχή του περιορισμού του σκοπού, ο δε υπεύθυνος επεξεργασίας οφείλει όχι μόνο να επιλέξει την κατάλληλη νομική βάση προ της έναρξης της επεξεργασίας, αλλά και να ενημερώσει κατ’ αρ. 13 παρ. 1 εδ. γ’ και 14 παρ. 1 εδ. γ’ ΓΚΠ∆ για την χρήση της το υποκείμενο των δεδομένων, καθώς η επιλογή της κάθε νομικής βάσης ασκεί έννομη επιρροή στην εφαρμογή των δικαιωμάτων των υποκειμένων.

    Έτσι, το υποκείμενο των δεδομένων θα πρέπει να ενημερώνεται για τα δικαιώματά του, για τον νόμιμο και εύλογα αναμενόμενο από το ίδιο, αληθινό τρόπο και σκοπό επεξεργασίας, ο οποίος δεν πρέπει να αντίκειται στις ομοίως εύλογες και θεμιτές προσδοκίες προστασίας της ιδιωτικότητάς του, ούτε να οδηγεί εν αγνοία του στην πρόκληση κινδύνων για τα θεμελιώδη δικαιώματα και τις ελευθερίες του, ειδικότερα για το δικαίωμα στην προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα.

    Στο πλαίσιο της αρχής της θεμιτής ή δίκαιης επεξεργασίας με διαφανή τρόπο είναι ιδιαίτερα σημαντικό ο υπεύθυνος επεξεργασίας να επιλέξει την κατάλληλη νομική βάση, ώστε να μην δημιουργηθεί στο υποκείμενο των δεδομένων η εσφαλμένη εντύπωση ότι παρέχει τη συγκατάθεσή του σύμφωνα με το άρθρο 6 παρ. 1 εδ. α’ ΓΚΠ∆, όταν στην πραγματικότητα η επεξεργασία βασίζεται στην εκτέλεση σύμβασης».

    Συμπέρασμα:

    Η επιλογή της κατάλληλης νομικής βάσης για την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα (στο εξής: Δεδομένα) είναι εξαιρετικά σημαντική. Θα πρέπει να αντλείται από τη δεξαμενή της §1 του άρθρου 6 του Κανονισμού και να γνωστοποιείται στο υποκείμενο πριν από την έναρξη της επεξεργασίας τους

    ii. Η επίκληση της ταυτόχρονης εφαρμογής περισσοτέρων νομικών βάσεων για την επεξεργασία Δεδομένων

    (α) Κατά την Αρχή (§ 12):

     «Έτσι, ενώ για την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα του εργαζομένου που σχετίζονται άμεσα με την εργασιακή του απασχόληση θα εφαρμοσθεί η νομική βάση του άρθρου 6 παρ. 1 εδ. β’ ΓΚΠ∆ ή για την εκπλήρωση των υποχρεώσεων του εργοδότη σε σχέση με την κοινωνική ασφάλιση του εργαζομένου ή των συναφών φορολογικών υποχρεώσεων θα εφαρμοσθεί η νομική βάση του άρθρου 6 παρ. 1 εδ. γ’ ΓΚΠ∆ ή για την προστασία της περιουσίας και της εύρυθμης λειτουργίας της επιχείρησης θα εφαρμοσθεί η νομική βάση του άρθρου 6 παρ. 1 εδ. στ’ ΓΚΠ∆, εν τούτοις, η νομική βάση της συγκατάθεσης κατ’ άρθρο 6 παρ. 1 εδ. α’ ΓΚΠ∆ θα εφαρμοσθεί στις περιπτώσεις που δεν απομένει καμία άλλη νομική βάση εφαρμογής, όπως π.χ. στην περίπτωση κατά την οποία ο εργοδότης ζητά την συγκατάθεση των εργαζομένων προκειμένου να πάρουν μέρος στην μαγνητοσκόπηση στιγμών από τον εργασιακό τους βίο … ή π.χ. για την φωτογράφιση των εργαζομένων προκειμένου να αναρτηθεί η φωτογραφία τους στο εταιρικό ενδοδίκτυο (intranet) μαζί με τα υπόλοιπα στοιχεία επικοινωνίας τους…».

    (β) Συμπέρασμα

    Η επιλογή της συγκατάθεσης του υποκειμένου ως νομική βάση της επεξεργασίας των Δεδομένων του δεν μπορεί να αποτελεί πανάκεια: θα εφαρμοστεί, αποκλειστικά, στις περιπτώσεις εκείνες που δεν απομένει άλλη νομική βάση εφαρμογής.

    iii. Σχετικά με την ορθή εφαρμογή της νομικής βάσης της συγκατάθεσης-γενικά

    (α) Κατά την Αρχή

    (§ 14): Όταν εφαρμόζεται ορθά η νομική βάση της συγκατάθεσης, υπό την έννοια ότι ουδεμία άλλη νομική βάση τυγχάνει εφαρμογής, η μη χορήγηση ή η ανάκλησή της ισοδυναμεί με απόλυτη απαγόρευση επεξεργασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα.

    (§ 21): «Πέραν όσων προαναφέρθηκαν, θα πρέπει να επισημανθεί συμπληρωματικά ότι, σε περίπτωση κατά την οποία ο υπεύθυνος επεξεργασίας έχει αμφιβολίες για τη νομιμότητα της επεξεργασίας, οφείλει σύμφωνα με τις διατάξεις του ΓΚΠ∆ και ιδίως με βάση τις αρχές του άρθρου 5 παρ. 1 ΓΚΠ∆ και την υποχρέωση λογοδοσίας κατά την παράγραφο 2 του ίδιου άρθρου, να άρει αυτές προ της επεξεργασίας ή να απέχει από την επεξεργασία μέχρι την άρση των αμφιβολιών».

    (§ 24): «Με δεδομένο δε ότι η εταιρία επέλεξε τη νομική βάση της συγκατάθεσης, όφειλε σύμφωνα με τα προεκτεθέντα (βλ. παρ.14) να έχει προηγουμένως εξετάσει και αποκλείσει την εφαρμογή των λοιπών νομικών βάσεων, τεκμηριώνοντας και τους σχετικούς λόγους της επιλογής αυτής, ώστε η Αρχή να έχει τη δυνατότητα ελέγχου της ορθότητας της επιλογής αυτής. Επομένως, η εταιρία, κατά τούτο, παραβίασε την αρχή της λογοδοσίας».

    (β) Συμπέρασμα

    Όταν εφαρμόζεται ορθά η νομική βάση της συγκατάθεσης για την επεξεργασία Δεδομένων, η μη χορήγηση ή ανάκλησή της συγκατάθεσης, ισοδυναμεί με απόλυτη απαγόρευση της επεξεργασίας τους. Σε περίπτωση αμφιβολιών ο υπεύθυνος επεξεργασίας υποχρεούται να μην προβεί σε οποιαδήποτε επεξεργασία μέχρι την άρση τους και την (προηγούμενη) τεκμηρίωση της επιλογής του.

    iv. Σχετικά με την ορθή εφαρμογή της νομικής βάσης της συγκατάθεσης-στο πλαίσιο ελέγχου των ηλεκτρονικών επικοινωνιών των εργαζομένων

    (α) Κατά την Αρχή

    (§ 16): «Η συγκατάθεση δεν συνιστά την κατάλληλη νομική βάση για την επεξεργασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα των εργαζομένων στο πλαίσιο ελέγχου των ηλεκτρονικών επικοινωνιών αυτών, αλλά η κατ’ αρ. 6 παρ. 1 εδ. στ’ ΓΚΠ∆ νομική βάση, όπως προεκτέθηκε… Αντίστοιχα, στην περίπτωση αυτή, προβληματική θα ήταν η επιλογή της νομικής βάσης της εκτέλεσης της εργασιακής σύμβασης κατ’ αρ. 6 παρ. 1 εδ. β’ ΓΚΠ∆ καθώς αφενός ενδέχεται (αναλόγως της φύσης της απασχόλησης) η συναφής επεξεργασία να υπερβαίνει το αναγκαίο για την εκτέλεση της (σύμβασης εργασίας) μέτρο…, αφετέρου, βάσιμα υποστηρίζεται… ότι ο έλεγχος των υπαλλήλων για σκοπούς ασφάλειας ή διαχείρισης, η εγκατάσταση και λειτουργία συστημάτων καταγγελίας παρατυπιών και η προστασία της φυσικής ασφάλειας καθώς και των ΤΠ και δικτύων θεωρούνται κατά βάση… έννομο συμφέρον του υπευθύνου επεξεργασίας, εφόσον αυτό είναι «αποδεκτό βάσει του νόμου»…»

    (§ 23): «Η Αρχή έχει αναλυτικά αναφερθεί στις προϋποθέσεις, διαδικασίες και εγγυήσεις ελέγχου των μέσων επικοινωνίας και ηλεκτρονικού εξοπλισμού των εργαζομένων από τον εργοδότη με την υπ’ αρ. 34/2018 απόφασή της, στο πλαίσιο της οποίας έκρινε ότι ανάμεσα στις προϋποθέσεις σύννομης επεξεργασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα περιλαμβάνεται και η κατάρτιση και εφαρμογή εσωτερικού κανονισμού για την ορθή χρήση και λειτουργία του εξοπλισμού και του δικτύου πληροφορικής και επικοινωνιών, παραθέτοντας μάλιστα ελάχιστο περιεχόμενο αυτού (πολιτικές κ.λπ)».

    (β) Συμπέρασμα

    Το θέμα των προϋποθέσεων, διαδικασιών και εγγυήσεων ελέγχου των μέσων επικοινωνίας και ηλεκτρονικού εξοπλισμού των εργαζομένων είναι ένα εξαιρετικά ευρύ και σημαντικό θέμα που εξέρχεται των ορίων του παρόντος. Αυτό που μπορεί να επισημανθεί στην προκειμένη περίπτωση είναι πως, κατά βάση, πρέπει να διενεργείται στο πλαίσιο του άρθρου 6 παρ. 1στ του Κανονισμού: όταν δηλ. η επεξεργασία είναι απαραίτητη για τους σκοπούς των έννομων συμφερόντων που επιδιώκει ο υπεύθυνος επεξεργασίας ή τρίτος-με τους εκεί διαλαμβανόμενους βέβαια σημαντικούς περιορισμούς.

    v. Σχετικά με τη μεταφορά του βάρους της λογοδοσίας στους εργαζόμενους

    (α) Κατά την Αρχή (§ 24):

    «Επιπλέον, όπως αναφέρθηκε στην υπ’ αρ. 18 ii σκέψη της παρούσας η εταιρία μετέφερε και βάρυνε τους εργαζόμενους με την υποχρέωση λογοδοσίας, με την οποία η ίδια ήταν επιφορτισμένη σε εκείνη την περίπτωση, κατά παράβαση του άρθρου 5 παρ. 2 ΓΚΠ∆. Ειδικότερα, η εταιρία ζήτησε από τους εργαζόμενους να υπογράψουν στο Παράρτημα Ι ότι «αναγνωρίζουν»:

    Πρώτον…

    Δεύτερον…

    Με τον τρόπο αυτό, η εταιρία μετέθεσε το βάρος λογοδοσίας ως προς την εφαρμογή της αρχής της ελαχιστοποίησης των δεδομένων στα υποκείμενα, ενώ όφειλε η ίδια στο πλαίσιο της εσωτερικής οργάνωσης και συμμόρφωσης να αξιολογήσει από μόνη της ποια δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα είναι συναφή και πρόσφορα προς τον επιδιωκόμενο νόμιμο σκοπό επεξεργασίας, δοθέντος και του ότι η εταιρία ζητά από τους εργαζόμενους τα στοιχεία (δεδομένα) που της είναι αναγκαία για την επίτευξη των σκοπών της. Σε αντίθετη περίπτωση, οι εργαζόμενοι θα προσκόμιζαν όποια στοιχεία (δεδομένα) επιθυμούσαν οι ίδιοι ή ακόμη και κανένα στοιχείο (δεδομένο).

    Εν όψει των ανωτέρω και συνδυαστικά προς τη δήλωση της εταιρίας στο μετ’ ακρόαση υπόμνημά της προς την Αρχή σύμφωνα με την οποία: «[…] αντιμέτωποι με το (ακόμη) νέο και εξειδικευμένο δίκαιο της προστασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, υιοθετήσαμε συντηρητική προσέγγιση και, αποβλέποντας στη μέγιστη δυνατή διασφάλισή μας, αλλά και προκειμένου να μην διακινδυνεύσουμε ούτε καν να θεωρηθεί ότι ενδεχομένως να παραβιάζουμε δικαίωμα μισθωτού μας, ζητήσαμε και τη συναίνεση του προσωπικού μας»…, προκύπτει ότι η εταιρία θεώρησε εσφαλμένα ότι με την υπογραφή από τα υποκείμενα των δεδομένων των προβλέψεων που περιλαμβάνονται στο Παράρτημα Ι «απαλλάσσεται κάθε ευθύνης», την στιγμή κατά την οποία μάλιστα, οι εργαζόμενοι δεν έχουν συνήθως, όπως προαναφέρθηκε, τις ειδικές γνώσεις προκειμένου να προβούν σε έλεγχο νομιμότητας τήρησης των αρχών του άρθρου 5 παρ. 1 ΓΚΠ∆, με τον οποίο βαρύνεται κατ’ αρ. 5 παρ. 2 ΓΚΠ∆ ο υπεύθυνος επεξεργασίας. Επομένως, η εταιρία και στην περίπτωση αυτή, παραβίασε την αρχή της λογοδοσίας.

    Τέλος, η εταιρία με την επιλογή ακατάλληλων νομικών βάσεων επεξεργασίας κατ’ αρ. 6 παρ. 1 ΓΚ∆Π (αρχικά της συγκατάθεσης και εν συνεχεία της εκτέλεσης σύμβασης για το σύνολο των σκοπών επεξεργασίας) παραβίασε την εκ του άρθρου 5 παρ. 2 υποχρέωσή της να τηρήσει και να αποδείξει την συμμόρφωσή της με την παράγραφο 1 του ίδιου άρθρου (αρχή της λογοδοσίας)».

    (β) Συμπέρασμα:

    Η υποχρέωση λογοδοσίας είναι μια σημαντική υποχρέωση του Υπευθύνου Επεξεργασίας με την οποία αποκλειστικά ο ίδιος βαρύνεται, κατά τον Κανονισμό. Η μεταφορά της συγκεκριμένης υποχρέωσης και του σχετικού βάρους στον εργαζόμενο (πως, λ.χ., «όλα καλά τα κάνει» ο Υπεύθυνος) είναι όχι μόνον ατελέσφορη αλλά και απολύτως επιβαρυντική και προβληματική για τον Υπεύθυνο Επεξεργασίας

     

    VI. Το διατακτικό της με αριθμό 26/2019 απόφασης της Αρχής

    Με τη συγκεκριμένη απόφασή της η Αρχή επέβαλε στην PWC: (α) την εντός τριμήνου ευθυγράμμισή της με τις διατάξεις του Κανονισμού και (β) «…αποτελεσματικό, αναλογικό και αποτρεπτικό διοικητικό χρηματικό πρόστιμο» ύψους 150.000€».

     

    VII. Εν κατακλείδι

    Η συντριπτική πλειονότητα των επιχειρήσεων της χώρας μας: είτε δεν ασχολήθηκε καθόλου με το GDPR μέχρι (ή/και μετά) την έναρξη ισχύος του Κανονισμού (25.5.2018) λόγω άγνοιας, αδιαφορίας ή προσδοκίας «κάποιας παράτασης»  είτε ασχολήθηκε πλημμελώς (από επιλογή, στη λογική «κάτι να κάνουμε-το ελάχιστο/το φθηνότερο» ή από κακή επιλογή συμβούλων).

    Η Αρχή με τη συγκεκριμένη, 26/2019, απόφασή της μας δείχνει ότι η «περίοδος χάριτος» έληξε κι επίσης πως «κάθε κατεργάρης στον πάγκο του». Η περίπτωση η οποία την απασχόλησε είναι ενδεικτική του γεγονότος πως το μέγεθος ή/και η εξειδίκευση εκείνου που εκτελεί την επεξεργασία δε θα πρέπει να μας προϊδεάζει προς οποιαδήποτε κατεύθυνση. Μεταξύ άλλων: ούτε για την εφαρμογή (ορθή ή μη) του Κανονισμού ούτε για την ευνοϊκή αντιμετώπισή του από την Αρχή.

    Η λογική που διαπνέει τον Κανονισμό είναι εκείνη της αυτορρύθμισης. Η Αρχή ούτε εγκρίνει τη σχετική συμμόρφωση των επιχειρήσεων ούτε και πληροφορείται ενδεχόμενες αποκλίσεις. Εκτός κι αν…

    Εκτός κι αν διενεργήσει κάποιον έλεγχο αυτοβούλως, όπως εξάλλου δικαιούται, είτε δεχθεί καταγγελία.

    Ο αρχικοί φόβοι μας, πριν ακόμα από την ημερομηνία έναρξης εφαρμογής του Κανονισμού, δυστυχώς επιβεβαιώνονται: οι επιχειρήσεις στην πλειονότητά τους (α), είναι ελλιπώς ή καθόλου προετοιμασμένες για τη συμμόρφωσή τους με τον Κανονισμό και (β) είναι εκτεθειμένες σε σοβαρές κυρώσεις

    Υπάρχει ακόμα χρόνος;

    Φυσικά! Μέχρις ότου, όμως, ο «ὀφθαλμός, ὅς τὰ πάνθ’ ὁρᾷ», εντοπίσει τα κακώς κείμενα και επιλέξει αρμοδίως να τα καταγγείλει: προφανώς όχι για την επίτευξη κάποιου υψηλού ιδεώδους (λ.χ. του δικαίου) αλλά, πιθανότατα, από ευτελή κίνητρα κινούμενος…

    stavros-koumentakis

    Σταύρος Κουμεντάκης
    Senior Partner

    Υ.Γ. Συνοπτική έκδοση αυτού του άρθρου δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ, στις 11 Αυγούστου 2019.

  • GDPR: H Eπόμενη Mέρα. Βιομετρικά δεδομένα και εργασία

    GDPR: H Eπόμενη Mέρα. Βιομετρικά δεδομένα και εργασία

    Ο Ευρωπαϊκός Κανονισμός για τα Προσωπικά Δεδομένα έχει ήδη τεθεί σε εφαρμογή  την 25η Μαϊου 2018 και ισχύει ως έχει για όλα τα κράτη- μέλη ανεξαρτήτως περαιτέρω (μη αναγκαίας αλλά πιθανής) ενσωμάτωσης- εξειδίκευσης (σε κάποια κεφάλαια) στην εθνική νομοθεσία. Και τούτο γιατί, σε αντίθεση με την Οδηγία, ο Κανονισμός είναι άμεσα και άνευ ετέρου εφαρμοστέος. Η συμμόρφωση όλων θα πρέπει να είναι έκτοτε (και εσαεί) αδιάλειπτη.

    Τα σχετικά θέματα που αντιμετωπίζουν οι επιχειρήσεις είναι πολυποίκιλα και επηρεάζουν πολλές εκφάνσεις της δραστηριότητάς τους. Ο έλεγχος της εισόδου και εξόδου των εργαζομένων, με τη λήψη βιομετρικών δεδομένων, ιδίως σε επιχειρήσεις με πολυάριθμο προσωπικό, είναι ένα τέτοιο ζήτημα.

    Γιατί; Γιατί ενώ μπορώ να «χτυπήσω την κάρτα» του συναδέλφου μου και να «κλέψει» λίγο πρωινό ύπνο, δεν μπορώ να εξαπατήσω το έξυπνο μηχάνημα που «διαβάζει δακτυλικά αποτυπώματα ή την ίριδα». Ο GDPR, θέτει αυστηρούς φραγμούς σε τέτοιες επιλογές.

     

    Η πρόβλεψη του Κανονισμού για τα βιομετρικά δεδομένα

    Σύμφωνα με το άρθρο 9 παρ.1 του Γενικού Κανονισμού ΕΕ/2016/679  απαγορεύεται εν γένει η επεξεργασία βιομετρικών δεδομένων με σκοπό την αδιαμφισβήτητη ταυτοποίηση προσώπου. Τέτοιου είδους επεξεργασία καθίσταται επιτρεπτή, κατ’ εξαίρεση,   κατόπιν ρητής συναίνεσης του Υποκειμένου των δεδομένων βάσει του άρθρου 9 παρ. 2  περ. α  του Γενικού Κανονισμού ΕΕ/2016/679, και πάντως σύμφωνα με το κείμενο  κατευθυντηρίων γραμμών υπ’ αρ. 259/28.11.2017  «Guidelines on Consent under Regulation  2016/679» (όπως τροποποιήθηκε την 10.4.2018 και ακολούθως υιοθετήθηκε από το European Data Protection Board). Επιπρόσθετα: Αποτελεί αποκρυσταλλωμένη θέση του Working Party 29 ότι δεν μπορεί να γίνει λόγος για ελεύθερη παροχή συγκατάθεσης σε περίπτωση κατάφασης «ανισορροπίας δυνάμεων», όπως συμβαίνει εκ των πραγμάτων στη σχέση εργοδότη-εργαζομένου, Έτσι και στον όρο 3.1.1 των ίδιων ως άνω Guidelines.

    Οι διατάξεις του άρθρου 9 παρ. 2 του Γενικού Κανονισμού ΕΕ/2016/679, ήτοι η εξαίρεση κατά την οποία είναι επιτρεπτή η  χρήση βιομετρικών δεδομένων κατόπιν συναίνεσης του υποκειμένου των δεδομένων, δεν περιλαμβάνουν ως νομιμοποιητική βάση τη σύναψη οποιασδήποτε άλλης σύμβασης εκτός αυτής με πάροχο υγείας της περίπτωσης η του ίδιου άρθρου. Επιπλέον, ούτε και το έννομο συμφέρον του Υπεύθυνου Επεξεργασίας θα δικαιολογούσε κατά το ίδιο άρθρο μία τέτοια επιλογή. Συγκεκριμένα τα Recitals (σημ. Αιτιολογικές Σκέψεις) 51-52  του Γενικού Κανονισμού αναφέρονται στην επεξεργασία ειδικών κατηγοριών δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και εισάγουν παρέκκλιση μόνο για την περίπτωση παροχών ή/και αξιώσεων στον τομέα υγειονομικής ασφάλειας, κοινωνικής προστασίας, περίθαλψης, κοινωνικής μέριμνας κ.α.

     

    Η θέση της ελληνικής Αρχής Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα

    Την τελευταία εικοσαετία της εφαρμογής του ν. 2472/1997 (τις βασικές αρχές του οποίου ως προς το συγκεκριμένο θέμα ακολουθεί ο προαναφερθείς Κανονισμός) η Αρχή έχει εκδώσει μια σειρά αποφάσεων σχετικά με τη λήψη και επεξεργασία βιομετρικών δεδομένων στον εργασιακό χώρο. Πρόσφατα, εξάλλου, δημοσιεύθηκε και αντίστοιχη  απόφαση του Γραφείου του Επιτρόπου Κύπρου.  Στις συγκεκριμένες αποφάσεις αναπτύσσεται η θέση ότι μία τέτοιου είδους επεξεργασία δεν είναι αναγκαία για την επίτευξη του σκοπού παρακολούθησης εισόδου/εξόδου και τήρησης του ωραρίου από τους εργαζόμενους. Κατ’ ακολουθίαν τέτοιες καταγραφές συνιστούν, εν τέλει, υπέρβαση, της οποίας ο καταχρηστικός χαρακτήρας δεν αίρεται ούτε από τυχόν παρασχεθείσα συγκατάθεση του εργαζομένου. Εξαίρεση, βέβαια, αποτελεί ο έλεγχος (και έγκριση) της  πρόσβασης σε εγκαταστάσεις υψίστης ασφαλείας και πάντως υπό αυστηρές προϋποθέσεις (μη αποθήκευση, μη σύνδεση με κεντρικό σύστημα κ.ά.).

     

    Ενδεικτική του πλαισίου της «εξαίρεσης»: η απόφαση 56/2009 της ΑΠΔΠΧ

    Η ελληνική Αρχή με την 56/2009 απόφασή της αποδέχθηκε (και δεν έκρινε ως τελικά παράνομη) τη χρήση εξοπλισμού αναγνώρισης δακτυλικού αποτυπώματος επειδή αφορούσε σε συγκεκριμένους εργαζομένους που θα είχαν ειδική πρόσβαση σε ένα συγκεκριμμένο χώρο, «…όπου παράγονται και τηρούνται τα ιδιωτικά κλειδιά των Αρχών Πιστοποίησης τα οποία υπογράφουν τα Αναγνωρισμένα Πιστοποιητικά τελικών χρηστών».  Ο συγκεκριμένος χώρος θα ήταν δυνατό να χαρακτηρισθεί ως υψίστης ασφαλείας και η δικαιολόγηση της επιλογής αυτής είναι η προστασία του δημοσίου συμφέροντος. Η συγκεκριμένη απόφαση μάλιστα, αφορά σε λόγους αρχής και ουσίας και  όχι τεχνικούς. [Εκ περισσού να σημειωθεί ότι ο χρησιμοποιούμενος εξοπλισμός πληρούσε όλες τις αναγκαίες προδιαγραφές: (α) κρυπτογράφηση δεδομένων, (β) μη διατήρηση δεδομένων και (γ) τοπικό χαρακτήρα- μη σύνδεση με κεντρικό σύστημα].

     

    Ενδεικτική της πάγιας θέσης της ελληνικής Αρχής η απόφαση 50/2007 ΑΠΔΠΧ

    Η απόφαση 50/2007 για άλλη υπόθεση είναι ενδεικτική της πάγιας θέσης της Αρχής. Στη συγκεκριμένη υπόθεση η επιχειρηματολογία της ελεγχόμενης εταιρείας βασίστηκε στο γεγονός ότι «το σύστημα βασίζεται στη μέθοδο της γεωμετρίας του δακτύλου και ότι τα στοιχεία που συλλέγονται από αυτό καταγράφονται και αποθηκεύονται σε αρχείο που κρυπτογραφείται ενώ δεν συλλέγονται ούτε αποθηκεύονται δακτυλικά αποτυπώματα». Τα συγκεκριμένα επιχειρήματα  προσπεράστηκαν εύκολα από την Αρχή, η οποία επέμεινε πως «η εισαγωγή και χρήση βιομετρικών δεδομένων συνιστά επεξεργασία προσωπικών δεδομένων εργαζομένων, η οποία δεν είναι αναγκαία για την επίτευξη των σκοπών του ελέγχου εισόδου και εξόδου σε εγκαταστάσεις/κτίρια και τήρησης του ωραρίου προσέλευσης και αποχώρησής τους και είναι, συνεπώς, παράνομη.»

     

    Εν τέλει

    Η παρακολούθηση της πιστής τήρησης του ωραρίου των εργαζομένων δεν μπορεί να λαμβάνει χώρα, στη συντριπτική πλειονότητα των περιπτώσεων, με τη χρήση βιομετρικών δεδομένων (όπως, λ.χ. δακτυλικά αποτυπώματα).

    Με την ορθή και ουσιαστική διάγνωση των αναγκών αλλά και του μοντέλου λειτουργίας κάθε επιχείρησης, είναι δυνατόν, να αξιοποιηθούν τα κατάλληλα εργαλεία και να διαμορφωθούν οι κατάλληλες δομές ή/και υποδομές και διαδικασίες  για την επίτευξη του εκάστοτε ζητούμενου. Και τούτο με την αυτονόητη (διπλή) στόχευση: και η επιχείρηση να μην βλάπτεται και τα δικαιώματα των εργαζομένων να μην θίγονται.

    Πετρινή Νάιδου
    Senior Associate

    Υ.Γ. Συνοπτική έκδοση του άρθρου δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ, στις 24 Φεβρουαρίου 2019.

     

  • GDPR: H Eπόμενη Mέρα. Ο Κανονισμός στο πλαίσιο της εργασίας

    GDPR: H Eπόμενη Mέρα. Ο Κανονισμός στο πλαίσιο της εργασίας

    [vc_row][vc_column][vc_column_text] Ο Ευρωπαϊκός Κανονισμός «για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα», ο οποίος ψηφίσθηκε την 27.4.2016, ισχύει άμεσα και καθολικά (σε όλη την Ευρώπη) από την 25.5.2018.

    Βασικές διασαφήσεις

    Είναι ένας «βολικός» μύθος πως αναμένουμε την ελληνική νομοθεσία για να αποφασίσουμε με ποιο τρόπο θα προσαρμοσθούμε. Υπάρχει σχέδιο νόμου (η διαβούλευσή του περαιώθηκε τον Μάρτιο του 2018) αλλά δεν έχει ψηφισθεί και δεν είναι αναγκαίο να ψηφισθεί. Ο Κανονισμός ισχύει ως έχει.

    Είναι ακριβές κι όχι (κακόβουλη) υπερβολή πως όλες οι επιχειρήσεις διαχειρίζονται προσωπικά δεδομένα. Κάποιες φορές μάλιστα «ευαίσθητα»: Όπως αυτά των εργαζομένων τους. Έτσι, επιβάλλεται στις επιχειρήσεις να προσαρμοσθούν ανάλογα με τις δυνάμεις τους και (ιδίως) ανάλογα με τον δυνητικό αντίκτυπο της διαρροής των δεδομένων που επεξεργάζονται, ήτοι, ανάλογα με το πλήθος και το βαθμό «ευαισθησίας» των δεδομένων.

    Είναι, επίσης, ακριβές πως ο Κανονισμός δεν είναι απόλυτα σαφής σε όλα του τα σημεία. Ωστόσο, έχουμε οπλιστεί με σχετικά ερμηνευτικά εργαλεία. Όπως, λ.χ., τις απόψεις του Working Party 29-ομάδας εκπροσώπων των Αρχών Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα των κρατών-μελών.

     

    Ο ρόλος του GDPR στις εργασιακές σχέσεις

    Ποιος ο ρόλος που διαδραματίζει ο GDPR στη σχέση μεταξύ Εργοδότη και Εργαζομένου και ποιες οι βασικές υποχρεώσεις της κάθε επιχείρησης;

    α. Να εκπαιδεύσει τους Εργαζόμενους για τα δεδομένα τρίτων που διαχειρίζεται στο πλαίσιο παροχής των υπηρεσιών του, με την ευρεία έννοια της ευαισθητοποίησης και της καλλιέργειας νέων συνηθειών.

    β. Να επαναπροσεγγίσει τις συμβάσεις εργασίας με την προσθήκη υποχρεώσεων του εργαζομένου που αφορούν στην ανάπτυξη νέας εταιρικής κουλτούρας: Την προσαρμογή σε ένα νέο modus operandi, όπως αυτό διαγράφεται ως αναγκαίο από τον Κανονισμό.

    γ. Πριν από όλα, να ενημερώσει τους εργαζομένους για την επεξεργασία των δεδομένων τους. Ειδικότερα: για τις κατηγορίες δεδομένων τους που συλλέγει, τον χρόνο διατήρησής τους, τον σκοπό και τη νομιμοποιητική βάση της επεξεργασίας τους, την πιθανή διαβίβασή τους σε άλλους οργανισμούς (ή και σε άλλες χώρες), και πρωτίστως για τα δικαιώματά του όπως αυτά προσδιορίζονται στα άρθρα 15 – 22 του Γενικού Κανονισμού.

     

    Η συναίνεση

    Σημαντικό να τονισθεί, πάντως, πως οι εργοδότες υποχρεούνται να ενημερώνουν τους εργαζομένους για την επεξεργασία των αναγκαίων προσωπικών τους δεδομένων, όχι όμως να λαμβάνουν και τη συναίνεσή τους. Τέτοια συναίνεση θα ήταν αντίθετη στο πνεύμα του Κανονισμού για δύο λόγους:

     (α) Η συναίνεση πρέπει να είναι το «τελευταίο καταφύγιο» νομιμοποιητικής βάσης επεξεργασίας καθώς προϋποθέτει πραγματική ελευθερία επιλογής και είναι ανακλητή. Θα ήταν παραπλανητικό να καλλιεργούνταν στον εργαζόμενο η σκέψη ότι αν δεν δώσει ή ανακαλέσει τη συναίνεσή του, είναι δυνατό ο εργοδότης να μη ζητήσει ή να διαγράψει τα αναγκαία στοιχεία του: Στην πραγματικότητα η εργατική και ασφαλιστική νομοθεσία αλλά και η εκτέλεση της σύμβασης επιβάλλουν την επεξεργασία συγκεκριμένων προσωπικών δεδομένων του εργαζομένου.

    (β) Η συναίνεση πρέπει να δίνεται ελεύθερα. Η σχέση του εργαζομένου με την επιχείρηση χαρακτηρίζεται από ανισορροπία δυνάμεων, προσφέροντας μία «εξαναγκασμένη» κι ως εκ τούτου παράνομη συναίνεση.

     

    Ο GDPR είναι ένα επαχθής Κανονισμός ο οποίος, όμως, φέρει ένα σημαντικό δώρο: Την εξώθηση σε αλλαγή νοοτροπίας.

    Πετρινή Νάιδου
    Senior Associate

    Υ.Γ. Το άρθρο δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ, στις 23 Δεκεμβρίου 2018

  • Ασφάλιση των ηλεκτρονικών και διαδικτυακών κινδύνων

    Ασφάλιση των ηλεκτρονικών και διαδικτυακών κινδύνων

    [vc_row][vc_column][vc_column_text]

    Η ασφάλιση των ηλεκτρονικών και διαδικτυακών κινδύνων:
    Η σημασία για την επιχείρηση και ο ρόλος του Νομικού Συμβούλου

    Η κάλυψη των κινδύνων που προκύπτουν από την εφαρμογή των ηλεκτρονικών υπηρεσιών και τη χρήση του διαδικτύου αποτελεί  ένα νέο ασφαλιστικό προϊόν. Το προϊόν αυτό αναμένεται να παρουσιάσει ισχυρή ανάπτυξη τα επόμενα έτη λόγω της διαρκούς εξέλιξης της τεχνολογίας. Η περαιτέρω χρήση του διαδικτύου και των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, καθώς και η ανάπτυξη του υπολογιστικού νέφους (cloud computing) αποτελούν παράμετροι ανάδειξης της σημασίας του νέου αυτού προϊόντος. Επιπλέον, παράγοντα ενίσχυσής του συνιστά ο πολύ μικρός – αναλογικά με τη χρήση και τη διάδοση των διαδικτυακών υπηρεσιών – αριθμός εταιρειών και επιχειρήσεων που σήμερα διαθέτουν ασφάλιση έναντι της συγκεκριμένης κατηγορίας κινδύνων.

     

    Η ανάγκη ασφάλισης των ηλεκτρονικών και διαδικτυακών κινδύνων

    Έχει γίνει, πλέον, αποδεκτό ότι η εξέλιξη της τεχνολογίας και η ευρεία χρήση του διαδικτύου διαμορφώνει το έδαφος για την ανάπτυξη παραβατικών συμπεριφορών είτε από αμέλεια είτε από δόλο. Οι παραβατικές αυτές συμπεριφορές διαπιστώνονται τόσο στο επαγγελματικό πεδίο όσο και στο πλαίσιο της ιδιωτικής ζωής των πολιτών. Μάλιστα, αυξάνονται καθημερινά, καθώς ευνοούνται από τα νομοθετικά κενά που παρουσιάζονται στη ρύθμιση της χρήσης του διαδικτύου. Ευνοούνται, επίσης, και από το χαμηλό ποσοστό ασφάλισης των εταιρικών οντοτήτων που διαθέτει ασφάλιση έναντι των ηλεκτρονικών και διαδικτυακών κινδύνων.

    Στο πλαίσιο αυτό, θα πρέπει επίσης να ληφθεί υπόψη ότι σήμερα:

    (α) η προστασία των προσωπικών δεδομένων και της ιδιωτικής ζωής αποτελεί θεμελιώδες ανθρώπινο δικαίωμα, ενώ

    (β) οικοδομείται ένα αυστηρό νομοθετικό περιβάλλον τόσο στην Ευρωπαϊκή Ένωση όσο και, ειδικότερα, στην Ελλάδα για τη χρήση του διαδικτύου και του κυβερνοχώρου και, ειδικότερα, για την προστασία των προσωπικών δεδομένων των προσώπων και των χρηστών των ηλεκτρονικών υπηρεσιών.

    Κοινή, ωστόσο, διαπίστωση αποτελεί ότι το χάσμα μεταξύ της ηλεκτρονικής πραγματικότητας και των νομοθετικών ρυθμίσεών της επιπλέον κίνδυνο για τις επιχειρήσεις. Η ηλεκτρονική πραγματικότητα μεταβάλλεται, εξελίσσεται και αναπτύσσεται σε γοργούς ρυθμούς, ενώ οι νομοθετικές πρωτοβουλίες επιχειρούν να ακολουθήσουν τις εξελίξεις στον κυβερνοχώρο με καθυστέρηση και συχνά ατελώς.

    Συνακόλουθα, δεν καταλείπεται αμφιβολία ότι η ασφάλιση έναντι των ηλεκτρονικών και διαδικτυακών κινδύνων αποτελεί, πλέον, αναγκαιότητα.  Η αναγκαιότητα αυτή αφορά τις μεγάλες επιχειρήσεις, οι οποίες συνιστούν μεγάλους στόχους για κακόβουλες ενέργειες. Αφορά, όμως, και στις μικρότερες επιχειρήσεις, οι οποίες είναι περισσότερο ευπαθείς σε κακόβουλες ενέργειες και πιο ευάλωτες ως προς την αντιμετώπιση της ζημίας που μπορεί να προκληθεί απ’ αυτές.

     

    Η επιλογή του κατάλληλου ασφαλιστικού προϊόντος

    Σε αυτό το εταιρικό περιβάλλον της διαρκώς αναπτυσσόμενης και μεταβαλλόμενης ηλεκτρονικής πραγματικότητας είναι κρίσιμη η επιλογή του κατάλληλου ασφαλιστικού προϊόντος έναντι της συγκεκριμένης κατηγορίας κινδύνων.

    Η επιλογή αυτή δε μπορεί πια να λαμβάνει χώρα με γνώμονα το λιγότερο ακριβό ασφάλιστρο. Αντίθετα, η συγκεκριμένη επιλογή οφείλει να συνιστά μέρος μιας ολοκληρωμένης πολιτικής της εταιρικής οντότητας. Η πολιτική αυτή πρέπει να αποσκοπεί συνολικά στην αντιμετώπιση των παραβατικών συμπεριφορών που έχουν να κάνουν με τη χρήση του διαδικτύου και των ηλεκτρονικών υπηρεσιών. Η μέριμνα δε τόσο για το σχεδιασμό της ολοκληρωμένης εταιρικής αντίδρασης όσο και για την επιλογή του κατάλληλου ασφαλιστικού προϊόντος δε μπορεί παρά να αποτελεί αρμοδιότητα του νομικού συμβούλου της εταιρικής οντότητας.

    Σε γενικές γραμμές, πάντως, κάθε επιχείρηση οφείλει να σχεδιάσει την αντίδρασή της ηλεκτρονικές και διαδικτυακές παραβατικές συμπεριφορές και, συνακόλουθα, να επιλέξει το κατάλληλο ασφαλιστικό προϊόν, λαμβάνοντας υπόψη το αντικείμενό της, το βαθμό διείσδυσης των ηλεκτρονικών υπηρεσιών στη λειτουργία της, καθώς και το είδος και το εύρος των προσωπικών δεδομένων που επεξεργάζεται.

    Η ελληνική ασφαλιστική αγορά

    Διατρέχοντας τα προγράμματα ασφάλισης που προσφέρουν οι ασφαλιστικές εταιρείες που δραστηριοποιούνται στην Ελλάδα, διαπιστώνονται μεγάλες διαφοροποιήσεις και αποκλίσεις ως προς την κάλυψη έναντι των ηλεκτρονικών και διαδικτυακών κινδύνων. Συγκεκριμένα, διαπιστώνεται ότι οι μεγαλύτερες ασφαλιστικές εταιρείες στην Ελλάδα:

    (α) είτε δεν παρέχουν προγράμματα ασφάλισης για τους κινδύνους αυτούς,

    (β) είτε συμπεριλαμβάνουν την κάλυψη έναντι των συγκεκριμένων κινδύνων στην ασφάλιση ηλεκτρονικού εξοπλισμού ως προαιρετική και πρόσθετη κάλυψη της ασφάλισης επιχειρήσεων, χωρίς δηλαδή να παρέχουν εξειδικευμένο πρόγραμμα ασφάλισης,

    (γ) είτε έχουν εισαγάγει εξειδικευμένα και καινοτόμα προγράμματα ασφάλισης, τα συνδυάζουν την κάλυψη έναντι των ασφαλιστέων κινδύνων και την παροχή νομικών, τεχνικών και συμβουλευτικών υπηρεσιών, απαρτίζοντας ένα ενιαίο πακέτο.-

    Επομένως, καθίσταται σαφές ότι, σε ό,τι αφορά την αντιμετώπιση των κινδύνων που προκύπτουν από την εφαρμογή των ηλεκτρονικών υπηρεσιών και τη χρήση του διαδικτύου, τα εργαλεία υπάρχουν.

    Ευθύνη της εταιρικής οντότητας απέναντι στην υπόστασή της, στους εταίρους ή μετόχους της, στο προσωπικό της και τους τρίτους συναλλασσόμενους με αυτήν είναι να επιλέξει τα πιο κατάλληλα εργαλεία. Επιπρόσθετα, υποχρέωση του εταιρικού οργανισμού είναι να ενσωματώσει τα εργαλεία αυτά στο σχεδιασμό αντιμετώπισης των εν λόγω παραβατικών συμπεριφορών. Αντίστοιχα, ευθύνη του δικηγόρου – νομικού συμβούλου της επιχείρησης αποτελεί η αξιολόγηση των προσφερόμενων ασφαλιστικών προϊόντων και η υποβοήθηση της στην επιλογή της βέλτιστης λύσης. Επιπλέον, καθήκον του δικηγόρου – νομικού συμβούλου συνιστά και η μέγιστη δυνατή διασφάλιση της επιχείρησης μέσω του ελέγχου της ασφαλιστικής σύμβασης. Τέλος, σε περίπτωση επέλευσης του ασφαλισμένου κινδύνου, το καθήκον του δικηγόρου – νομικού συμβούλου εκτείνεται στη συγκρότηση για λογαριασμό της ασφαλιζόμενης επιχείρησης τεκμηριωμένης αξίωσης για την εκπλήρωση των υποχρεώσεων της ασφαλιστικής εταιρείας.

    Πέτρος Ταρνατώρος
    Senior Associate

     

    Υ.Γ. Το άρθρο δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ, στις 27 Οκτωβρίου 2018

     

  • Οι Κυβερνοεπιθέσεις και ο ρόλος του Νομικού Συμβούλου

    Οι Κυβερνοεπιθέσεις και ο ρόλος του Νομικού Συμβούλου

    [vc_row][vc_column][vc_column_text]

    «Υπάρχουν μόνο δύο είδη επιχειρήσεων: αυτές που τις έχουν ήδη χακάρει και αυτές τις οποίες θα χακάρουν στο μέλλον», δήλωσε το 2012 ο τότε  Διευθυντής του FBI Robert Mueller.

    Παρά την ψηφιοποίηση των πληροφοριών και την χρήση ηλεκτρονικών δικτύων για την διεκπεραίωση συναλλαγών και εργασιών, είναι προφανές πως οι περισσότερες επιχειρήσεις στην Ελλάδα δεν έχουν συναίσθηση των κινδύνων που διατρέχουν τόσο οι ίδιες όσο και τα δεδομένα των πελατών τους από τις κυβερνοεπιθέσεις.

    Οι νομικές συνέπειες της διαρροής δεδομένων από τις κυβερνοεπιθέσεις είναι, πάντοτε σοβαρές. Οι μεν βλαπτόμενοι τρίτοι δικαιούνται να κινηθούν δικαστικά σε βάρος της επιχείρησης για τη διαρροή των δεδομένων τους, οι δε αρμόδιες αρχές να επιβάλλουν τα πρόστιμα που προβλέπονται από τη νομοθεσία.

     

    Η οδηγία Νetwork and Information Security

    Οι περισσότεροι πλέον γνωρίζουν τον Γενικό Κανονισμό Προστασίας Δεδομένων 2016/679 (γνωστό και ως GDPR). Λίγοι όμως γνωρίζουν και την Οδηγία για τα Μέτρα για Υψηλό Κοινό Επίπεδο Ασφαλείας Συστημάτων Δικτύου και Πληροφοριών (Νetwork and Information Security Directive 2016/1148) που επίσης έπρεπε υποχρεωτικά να ενσωματωθεί στην εσωτερική νομοθεσία των κρατών – μελών τον Μάιο του 2018.

    Με τα παραπάνω νομοθετήματα η Ευρωπαϊκή Ένωση σκληραίνει τη στάση της στην απόδοση επιχειρηματικής ευθύνης για την παράλειψη προστασίας και ασφαλούς διαχείρισης των δεδομένων. Και τα δύο νομοθετήματα, προβλέπουν δυσμενείς συνέπειες σε βάρος της επιχείρησης για τη διαρροή δεδομένων.

     

    Ο ρόλος του Νομικού Συμβούλου

    Καθήκον του Νομικού Συμβούλου είναι η μέριμνα για την πιστή εφαρμογή της νομοθεσίας και των βέλτιστων πρακτικών (best practices), η άμβλυνση των συνεπειών από τυχόν παραβίαση και, ιδίως, η εναρμόνιση του συνόλου της επιχείρησης στην τήρηση του Σχεδίου Αντίδρασης (Incident Response Plan), το οποίο απαραίτητα πρέπει να διαθέτει κάθε επιχείρηση. Ένα Σχέδιο Αντίδρασης σε Κυβερνοεπίθεση ενδεικτικά περιλαμβάνει:

    • Τη σύνθεση του crisis management team και πότε/πως ενεργοποιείται.
    • Τους επικεφαλής των ομάδων ενέργειας, και πότε/πως ειδοποιούνται.
    • Το πρόσωπο που αποφασίζει (και το deadline λήψης απόφασης) για την ολοσχερή διακοπή (total shut down) λειτουργίας των δικτύων της εταιρείας ή την απόπειρα συνέχισης λειτουργίας ώστε να εντοπισθεί η προέλευση της κυβερνοεπίθεσης.
    • Τα έγγραφα που θα τεκμηριώνουν τον χρόνο συνειδητοποίησης της κυβερνοεπίθεσης και των ενεργειών που έλαβαν χώρα.
    • Τον υπεύθυνο επικοινωνίας που (ενδεχομένως) θα διαχειρισθεί επικοινωνιακό κομμάτι της αποκάλυψης.

    Ο νομικός σας σύμβουλος γνωρίζει ποιες είναι οι απαιτούμενες ενέργειες ώστε να καθίσταται σαφές στις Αρχές πως η επιχείρηση έκανε ό,τι καλύτερο ήταν δυνατό τόσο προληπτικά όσο και μετά την διαρροή των δεδομένων και να συλλεγεί το κατάλληλο αποδεικτικό υλικό. Κρίσιμος είναι ο ρόλος του νομικού συμβούλου και στην κατάρτιση αναφοράς η οποία με τρόπο σαφή και ευεξήγητο θα εντοπίζει τα αίτια της διαρροής και τα ευθυνόμενα πρόσωπα.

    Επίσης, ο νομικός σύμβουλος της επιχείρησης θα εντοπίσει τις πιθανότερες πηγές κινδύνου και θα είναι σε θέση να διαπραγματευθεί το περιεχόμενο των προτεινομένων συμβάσεων ασφάλισης και εν τέλει εισηγηθεί τη σύναψη της ενδεδειγμένης ασφαλιστικής κάλυψης έναντι κυβερνοεπίθεσης.

    Όλες οι παραπάνω ενέργειες του νομικού συμβούλου (: εσωτερικά policies, Σχέδιο Αντίδρασης, Ασφαλιστική Κάλυψη) κυρίως όμως η ευθυγράμμιση της επιχείρησης με όσα προβλέπονται, δεν μπορούν παρά να έχουν ως συνέπεια την επαύξηση της εμπιστοσύνης των πελατών και συνεργατών της προς την ίδια.

    Λάμπρος Τιμοθέου
    Partner

     

    Υ.Γ. Το άρθρο δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ, στις 21 Οκτωβρίου 2018

     

  • Cyber Risk: Ο ρόλος του Νομικού Συμβούλου

    Cyber Risk: Ο ρόλος του Νομικού Συμβούλου

    [vc_row][vc_column][vc_column_text]

    1. Ο κίνδυνος της κυβερνοεπίθεσης: Αφορά όλους ή αποκλειστικά τους «εκλεκτούς» και «διάσημους»;

    «Πολλοί άνθρωποι που εργάζονται στον τομέα της κυβερνοασφάλειας θα σας πουν ότι δεν είναι ζήτημα του εάν θα δεχθεί μια επιχείρηση κυβερνοεπίθεση αλλά του πότε θα την δεχθεί, υπό οποιαδήποτε μορφή. Είτε έχεις δεχθεί κυβερνοεπίθεση και δεν το έχεις καταλάβει είτε υπέστης κυβερνοεπίθεση και το ξέρεις είτε θα υποστείς κυβερνοεπίθεση κάποια στιγμή στο μέλλον».

    Αυτή είναι η δήλωση του Martin Felli (CLO της JDA Software, μιας από τις μεγαλύτερες εταιρείες παγκοσμίως σε software εφοδιαστικών αλυσίδων), προς τον Dominic Carman, ο οποίος διεξήγε ειδική έρευνα για λογαριασμό της Kroll.

    Αυτό που λέει ο Felli είναι στην πραγματικότητα μια επεξήγηση της δήλωσης του πρώην Διευθυντή του FBI Robert Mueller, ο οποίος ήδη από το 2012, δήλωσε: «Υπάρχουν μόνο δύο είδη επιχειρήσεων: αυτές που τις έχουν ήδη χακάρει και αυτές τις οποίες θα χακάρουν στο μέλλον».

    Παρά την διαρκή ψηφιοποίηση των πάσης φύσεως πληροφοριών και την χρήση ηλεκτρονικών δικτύων για την διεκπεραίωση πάσης φύσεως συναλλαγών και εργασιών, είναι περισσότερο από προφανές πως οι περισσότερες επιχειρήσεις στην Ελλάδα δεν έχουν συναίσθηση των κινδύνων που διατρέχουν τόσο οι ίδιες όσο και τα δεδομένα των πελατών τους από τις πάσης φύσεως και μορφής κυβερνοεπιθέσεις

    Όμως γιατί ο νομικός σας σύμβουλος να ασχοληθεί με αυτό το θέμα; Δεν είναι, άραγε, θέμα του ΙΤ;

    Για να επιχειρήσουμε μια ικανοποιητική απάντηση στο συγκεκριμένο ερώτημα, πρέπει να στρέψουμε το βλέμμα μας στο πρόσφατο παρελθόν…

    1. Η δημοσιοποίηση της απώλειας ή διαρροής πληροφοριών και οι συνέπειές της-Γενικά.

    Η δημόσια εκδήλωση – αποκάλυψη μιας απώλειας ή διαρροής πληροφοριών πάσης φύσεως (είτε αυτά είναι προσωπικά δεδομένα πελατών είτε είναι επιχειρηματικά απόρρητα) ξεκινά με την δημόσια παραδοχή αυτής της διαρροής. Μια τέτοια δημόσια παραδοχή είναι δυνατό να γίνει είτε στο ευρύ κοινό είτε σε περιορισμένο κύκλο νομικών και φυσικών προσώπων, τα δεδομένα των οποίων έχουν απωλεσθεί ή διαρρεύσει από την κυβερνοεπίθεση.

    Και στις δύο περιπτώσεις (:δημόσια ή περιορισμένη παραδοχή της κυβερνοεπίθεσης) οι νομικές συνέπειες είναι, πάντοτε σοβαρές. Οι μεν βλαπτόμενοι τρίτοι δικαιούνται να κινηθούν δικαστικά σε βάρος της επιχείρησης που δέχθηκε την κυβερνοεπίθεση οι δε αρμόδιες αρχές να επιβάλλουν τα πρόστιμα που προβλέπονται από το υφιστάμενο θεσμικό πλαίσιο. Το εύρος των αποζημιώσεων που θα επιδικαστούν και των προστίμων που θα επιβληθούν θα είναι, πάντοτε, ευθέως ανάλογο της έκτασης της διαρροής και της σοβαρότητας των δεδομένων που απωλέσθηκαν ή υποκλάπηκαν

    Και στις δύο περιπτώσεις (στην πρώτη άμεσα, στη δεύτερη εν καιρώ) η αναπόφευκτη δημοσιοποίηση προσελκύει, επιπρόσθετα, το ενδιαφέρον των media και προκαλεί, αναπόφευκτα, σοβαρότατο πλήγμα στο κύρος και τη φήμη της επιχείρησης. Αυτή η δεύτερη συνέπεια της κυβερνοεπίθεσης είναι εξίσου σοβαρή (πολλές φορές σημαντικότερη) με τις νομικές συνέπειες που έχει η δημοσιοποίηση (αγωγές, διοικητικά πρόστιμα, ποινικές ευθύνες).

    1. «Δεν έλαβε χώρα ενδελεχής διερεύνηση των αιτιών της διαρροής πληροφοριών»: Η περίπτωση της Yahoo

    Σχετικά πρόσφατα (το 2016) η Yahoo αποκάλυψε δύο αυτοτελή περιστατικά υποκλοπής των δεδομένων της από hackers, οι οποίοι απέκτησαν πρόσβαση σε δεδομένα ενός δισεκατομμυρίου χρηστών (:το νούμερο προκαλεί, πράγματι,  ίλιγγο). Το πρώτο συνέβη το 2014 και κρατήθηκε, αρχικά, μυστικό. Όταν όμως το 2016 έγινε και δεύτερη παραβίαση, η εταιρεία αναγκάσθηκε να προβεί σε συνολική αποκάλυψη.

    Το σοκ για τον επιχειρηματικό κόσμο των Ηνωμένων Πολιτειών ήταν τόσο μεγάλο που μια λεπτομέρεια πέρασε ίσως απαρατήρητη: Ο πρώτος που παραιτήθηκε ήταν ο Head IT της Yahoo (:αναμενόμενο) ο δεύτερος όμως ήταν ο επικεφαλής Νομικός Σύμβουλος. Γιατί όμως αυτή η δεύτερη παραίτηση;

    Η Ειδική Επιτροπή που ορίσθηκε από το Διοικητικό Συμβούλιο της Yahoo για τη διερεύνηση των συνθηκών των διαρροών, τόσο αυτής του 2016 όσο κι εκείνης του 2014, έκρινε πως όλη η ομάδα των Νομικών Συμβούλων της Yahoo απέτυχε να διερευνήσει ενδελεχώς τα αίτια και τις συνθήκες των παραβιάσεων του 2014. Και τούτο παρά το ότι διέθετε και τα στοιχεία και τις προϋποθέσεις για να το επιτύχει. Η συγκεκριμένη λοιπόν αποτυχία από μέρους της ομάδας των Νομικών Συμβούλων είχε ως πρώτο αποτέλεσμα να μην ληφθεί οποιοδήποτε ουσιαστικό μέτρο και ως τελικό-δραματικό αυτή τη φορά (αποτέλεσμα) να καταστεί εφικτή η εκτεταμένη παραβίαση του 2016.

    Ποιο ήταν το καθήκον λοιπόν που παρέλειψε ο Επικεφαλής Νομικός Σύμβουλος της Yahoo; Ποιο αντίστοιχο καθήκον βαρύνει τους Νομικούς Συμβούλους των επιχειρήσεων;

    1. Οι αλλαγές που φέρνουν στο παγκόσμιο επιχειρηματικό περιβάλλον ο Κανονισμός ΕΕ GDPR και η Οδηγία NIS

    Το 2016 η Ευρωπαϊκή Ένωση νομοθέτησε δύο σημαντικότατα νομοθετήματα : Τον Γενικό Κανονισμό Προστασίας Δεδομένων (General Data Protection Regulation 2016/679) και την Οδηγία για τα Μέτρα για Υψηλό Κοινό Επίπεδο Ασφαλείας Συστημάτων Δικτύου και Πληροφοριών σε ολόκληρη την Ένωση (Νetwork and Information Security Directive 2016/1148).

    Τον πρώτο εξ αυτών (GDPR) αρκετοί, ήδη, γνωρίζουν. Την δεύτερη όμως οι περισσότεροι αγνοούν, παρά το γεγονός ότι και αυτή πρέπει υποχρεωτικά να ενσωματωθεί στην εσωτερική νομοθεσία των κρατών – μελών από τον Μάιο του 2018. Τα κράτη – μέλη υποχρεούνται μέχρι τον Νοέμβριο του 2018 να ταυτοποιήσουν τους φορείς και παρόχους εκμετάλλευσης βασικών υπηρεσιών (οι οποίοι έχουν πλέον αυξημένη ευθύνη τήρησης υψηλών μέτρων ασφαλείας).

    Τα συγκεκριμένοι νομοθετήματα θα επηρεάσουν (ακριβέστερα: επηρεάζουν ήδη) άμεσα και καίρια, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, το σύνολο των επιχειρήσεων που διαχειρίζονται Προσωπικά Δεδομένα ευρωπαίων πολιτών. Τονίζεται ότι δεν αφορούν μόνο τις ευρωπαϊκές επιχειρήσεις αλλά και τις εκτός Ευρωπαϊκής Ένωσης οντότητες που διαχειρίζονται δεδομένα πολιτών της Ένωσης.

    Στην Ευρώπη (όπως νωρίτερα στην Βόρεια Αμερική) κάτι σημαντικό αλλάζει σε σχέση με την εκτίμηση των κινδύνων που εγκυμονεί η ηλεκτρονική διαχείριση δεδομένων. Η στάση των νομοθετικών οργάνων και ελεγκτικών αρχών φαίνεται πως σκληραίνει απότομα και σημαντικά. Με τα παραπάνω νομοθετήματα η Ευρωπαϊκή Ένωση γίνεται η αιχμή του δόρατος σχετικά με την απόδοση επιχειρηματικής ευθύνης όσον αφορά την παράλειψη προστασίας και ασφαλούς διαχείρισης των πληροφοριών που, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, διαχειρίζονται οι επιχειρήσεις.

    Και τα δύο νομοθετήματα, πέρα από όλες τις άλλες συνέπειες τους και τις πολλαπλές παραμέτρους κανονιστικής συμμόρφωσης που δημιουργούν, επισωρεύουν και πρόσθετες δυσμενείς συνέπειες σε περίπτωση κυβερνοεπίθεσης που ως αποτέλεσμά της μπορεί να έχει τη διαρροή δεδομένων.

    1. Ο ρόλος του Νομικού Συμβούλου της επιχείρησης

    Μέσα σε αυτό το περιβάλλον των ραγδαίων (μα και ταυτόχρονα σημαντικών) αλλαγών επιχειρηματικών συμπεριφορών και πρακτικών που επιφέρουν οι σύγχρονες νομοθετικές τάσεις, ο ρόλος του Νομικού Συμβούλου μιας επιχείρησης αποδεικνύεται εκτεταμένος και, συνάμα, καίριος .

    Ο Νομικός Σύμβουλος μιας επιχείρησης οφείλει, ως επικεφαλής της οικείας ομάδας, να σχεδιάσει, επιβλέψει και δοκιμάσει εκ των προτέρων ένα Σχέδιο Αντίδρασης (Incident Response Plan) για την περίπτωση κυβερνοεπίθεσης.

    Φαντάζει ίσως περίεργο ότι ένας νομικός είναι επικεφαλής μιας τέτοιας προσπάθειας και όχι ο IT Manager. Κι όμως, μόνο με αυτόν τον τρόπο μπορεί να υπάρξει αποτελεσματική προστασία των συμφερόντων της επιχείρησης έναντι των συνεπειών που θα έχει μια ενδεχόμενη απώλεια ή διαρροή δεδομένων.

    Στο τεχνικό σκέλος είναι προφανής (όσο και αυτονόητη) η συνδρομή των ειδικών εκείνων που θα εντοπίσουν το είδος της εισβολής, την αδυναμία που έτυχε εκμετάλλευσης, την ταυτοποίηση του όγκου των δεδομένων που διέρρευσαν κλπ. Κύριο μέλημα όμως του Νομικού Συμβούλου θα είναι η όχι μόνον η γνωστοποίηση στη διοίκηση και τα αρμόδια στελέχη της επιχείρησης αλλά και η μέριμνα για την πιστή εφαρμογή όσων προβλέπονται από την νομοθεσία και τις βέλτιστες πρακτικές (best practices), η άμβλυνση των συνεπειών από τυχόν παραβίαση και, ιδίως, η εναρμόνιση του συνόλου των τμημάτων της επιχείρησης στην τήρηση του Σχεδίου Αντίδρασης.

    Ο Νομικός σας Σύμβουλος (οφείλει να) γνωρίζει ποιες είναι οι πρόνοιες εκείνες (πριν την κυβερνοεπίθεση) αλλά και οι απαιτούμενες ενέργειες (μετά την κυβερνοεπίθεση και τη διαρροή δεδομένων) ώστε:

    • Να καθίσταται σαφές στις αρμόδιες ελεγκτικές και δικαστικές Αρχές πως η επιχείρηση έκανε ό,τι καλύτερο ήταν δυνατό τόσο προληπτικά (πριν από την κυβερνοεπίθεση) όσο και μετά την διαρροή των δεδομένων.
    • Να εντοπισθούν κατά τρόπο σαφή και ευεξήγητο (σε μη ειδικούς) τα αίτια της διαρροής, τα πρόσωπα που τυχόν ευθύνονται, η ύπαρξη δόλου ή αμέλειας που συνετέλεσαν στην διαρροή των πληροφοριών.
    • Η δημιουργία βέλτιστων συνθηκών και αποδεικτικού υλικού για την επιδίωξη της τιμωρίας των αυτουργών ή/και υπευθύνων της επίθεσης ενώπιον των αρμοδίων αρχών και οργάνων.
    • Η επικοινωνιακή διαχείριση των συνεπειών της αποκάλυψης της απώλειας/διαρροής δεδομένων εξαιτίας της κυβερνοεπίθεσης.

    Ο Νομικός Σύμβουλος της επιχείρησης θα εντοπίσει τους συγκεκριμένους κινδύνους για κάθε επιχείρηση-πελάτη του ανάλογα με τη δραστηριότητα που ασκεί και την έκθεση της στην διαχείριση δεδομένων (:gap analysis). Σε συνεργασία με το ΙΤ της επιχείρησης θα μελετήσει ο Νομικός Σύμβουλος τα πιθανά σενάρια κυβερνοεπίθεσης και θα καταρτίσει ένα Σχέδιο Αντίδρασης, το οποίο θα είναι απλό και κατανοητό για όλα τα στελέχη και τμήματα της επιχείρησης όσο και, ιδίως, για έναν δικαστή που ενδεχομένως επιληφθεί μεταγενεστέρως.

    Για να γίνει απόλυτα κατανοητό αυτό ας προστρέξουμε σε ένα απλό παράδειγμα: Ο δικηγόρος που υπερασπίζεται έναν πελάτη του για ιατρική αμέλεια δεν χρειάζεται να είναι νευροχειρουργός. Αρκεί να έχει προετοιμασθεί ώστε να αντιλαμβάνεται την φιλοσοφία και ακολουθία του πρωτοκόλλου που όφειλε να ακολουθήσει ο πελάτης του για να ανταποκριθεί στο επίδικο περιστατικό. Ο Νομικός Σύμβουλος της επιχείρησης, αφού κατανοήσει, με την πολύτιμη βοήθεια του IT, τα τεχνικά ζητήματα, θα «μεταφράσει» με τρόπο κατανοητό τις απαραίτητες ενέργειες και διαδικασίες, ώστε αυτές να είναι απλές και κατανοητές τόσο από τη Διοίκηση της επιχείρησης και τους εργαζόμενους όσο και από τρίτους (ελεγκτικές αρχές, δικαιοσύνη).

    Είναι μάλιστα χαρακτηριστικό ότι ήδη στις ΗΠΑ και στη Μεγάλη Βρετανία, οι μεγάλες δικηγορικές εταιρείες έχουν αναπτύξει δικά τους τμήματα Κυβερνοασφάλειας, ώστε να παρέχουν το σύνολο των υπηρεσιών που απαιτούνται (legal και IT).

    1. To ζήτημα της Κυβερνοασφάλειας και η ένταξή του στα κανονιστικά έγγραφα της επιχείρησης

    To ζήτημα της Κυβερνοασφάλειας, με πρωτοβουλία του Νομικού Συμβούλου πρέπει να ενταχθεί στα κανονιστικά έγγραφα της επιχείρησης (Κανονισμός Εργασίας, Εσωτερικός Κανονισμός Λειτουργίας, Εγκεκριμένες Οδηγίες (Policies) για την διαχείριση δεδομένων ή/και Η/Υ κλπ).

    Ενδεικτικά και μόνον να σημειωθεί πως ένα Σχέδιο Αντίδρασης σε Κυβερνοεπίθεση πρέπει να περιλαμβάνει (ενδεικτικά-μεταξύ πολλών άλλων):

    • Ποιοι είναι οι επικεφαλής των ομάδων ενέργειας, πότε και πως ειδοποιούνται
    • Ποιος αποφασίζει και εντός ποιου χρονικού διαστήματος για την (ενδεχόμενη) ολοσχερή διακοπή (total shut down) λειτουργίας των δικτύων της εταιρείας ή την απόπειρα συνέχισης λειτουργίας ώστε να εντοπισθεί η προέλευση της κυβερνοεπίθεσης
    • Ποιος είναι ο εξωτερικός συνεργάτης που (ενδεχομένως) πρέπει να επιληφθεί της παρακολούθησης των συστημάτων.
    • Ποιές και τί είδους είναι οι έγγραφες ειδοποιήσεις και αναφορές που θα αποτελέσουν την αρχή απόδειξης του χρόνου συνειδητοποίησης της κυβερνοεπίθεσης και των ενεργειών που έλαβαν χώρα
    • Ποιος είναι υπεύθυνος επικοινωνίας και PR που (ενδεχομένως) πρέπει να διαχειρισθεί το επικοινωνιακό κομμάτι της αποκάλυψης
    1. Μήπως ΚΑΙ για την ασφάλιση αστικής ευθύνης θα πρέπει να μεριμνήσει ο Νομικός Σύμβουλος;

    Στο ίδιο πλαίσιο, ο Νομικός Σύμβουλος της επιχείρησης θα εντοπίσει με ακρίβεια τις πιθανότερες πηγές κινδύνου και θα έχει τη δυνατότητα να επιλέξει  την σωστή ασφάλιση αστικής ευθύνης έναντι κυβερνοεπίθεσης. Και τούτο σε αντίστιξη με τη συνήθη επιχειρηματική τακτική που το μεν επιλέγεται η φθηνότερη προσφορά το δε υπογράφεται το πρώτο κείμενο/σχέδιο ασφαλιστικής σύμβασης που θα σταλεί από την επιλεγείσα ασφαλιστική εταιρεία (το οποίο ενδεχομένως αφενός μεν να καλύπτει και απολύτως περιττούς κινδύνους αφετέρου δε να μην καλύπτει τα απολύτως αναγκαία).

    1. Η σύνδεση της αξιοπιστίας της επιχείρησης με την προστασία της

    Όλες οι παραπάνω ενέργειες του Νομικού Συμβούλου (:ύπαρξη σαφών κανονιστικών εγγράφων, policies, Σχεδίου Αντίδρασης, Ασφαλιστικής Κάλυψης κλπ) κυρίως όμως η ευθυγράμμιση της επιχείρησης και των στελεχών της με όσα προβλέπουν, δεν μπορούν παρά να έχουν ως συνέπεια την επαύξηση της εμπιστοσύνης των πελατών και συνεργατών της προς την ίδια

    Δεδομένου μάλιστα ότι όλοι επιθυμούμε να συνεργαζόμαστε με αξιόπιστους εταίρους, τα (περιφερειακά) οφέλη της επιχείρησης είναι περισσότερο από προφανή: οι πελάτες βλέπουν ότι έχουν να κάνουν με έναν σοβαρό business partner και όχι με ένα «μαγαζάκι».

    1. Η δημιουργία συνθηκών αποτροπής μιας «εσωτερικής» κυβερνοεπίθεσης

    Τα τελευταία χρόνια βρισκόμαστε, δυστυχώς, μπροστά σε φαινόμενα παραβίασης επιχειρηματικών απορρήτων επιχειρήσεων από (δυσαρεστημένα ή μη, παραμένοντα ή υπό αποχώρηση) στελέχη τους στο πλαίσιο ενός μακροπρόθεσμου ή ευκαιριακού σχεδιασμού τους. Τη νομολογία μας έχουν απασχολήσει κάποιες μεμονωμένες, μέχρι σήμερα, περιπτώσεις στελεχών τα οποία είτε ήθελαν (απλώς) τη βλάβη της εργοδότριας επιχείρησης είτε τον προσωπικό τους πλουτισμό είτε την μετακίνησή τους σε ανταγωνιστή-συνοδεία της προίκας των επιχειρηματικών απορρήτων του προηγούμενου εργοδότη τους.

    Η προστασία της επιχείρησης από τα (κακόβουλα) στελέχη της μολονότι δεν είναι αυτόματη ή αυτονόητη είναι, εντούτοις, σε πολύ σημαντικό βαθμό εφικτή με σημαντικά ερείσματα στο υφιστάμενο θεσμικό πλαίσιο αλλά και στο Σύνταγμα (http://koumentakislaw.gr/epixeirhseis-kai-empisteftikothta/)

    Τι συμβαίνει λοιπόν όταν η κυβερνοεπίθεση προέρχεται «εκ των έσω» όταν δηλ. δράστης είναι στέλεχος της επιχείρησης; Υπάρχει δυνατότητα προστασίας και αποτροπής; Υπάρχει δυνατότητα (στην περίπτωση του απευκταίου) διάγνωσης της προέλευσης και ταυτοποίησης των δραστών με σκοπό τον (εσωτερικό) παραδειγματισμό και (μελλοντική) αποτροπή;

    Ο Νομικός Σύμβουλος είναι εκείνος που οφείλει να δημιουργήσει το πλαίσιο και υπόβαθρο των επιχειρηματικών απορρήτων. Ακριβώς στο ίδιο αυτό πλαίσιο (αυτονοήτως σε στενή συνεργασία με το τμήμα ΙΤ) οφείλει να δημιουργήσει συνθήκες αποτροπής μιας «εσωτερικής κυβερνοεπίθεσης», η οποία θα ήταν δυνατό να πλήξει καίρια τα συμφέροντα της επιχείρησης που εκπροσωπεί. Εκείνος είναι που πρώτος οφείλει να «κρούσει» τον κώδωνα του κινδύνου αλλά κι εκείνος που θα πρέπει να  προτρέψει την επιχείρηση στη θέσπιση κατάλληλων πολιτικών και διαδικασιών για την ασφαλή χρήση των δικτύων της εταιρείας, τις ηλεκτρονικές επικοινωνίες, τον έλεγχο της πρόσβασης στα συστήματα και αρχεία της εταιρείας από τα στελέχη της.

    1. Αντί Επιλόγου

    Οι εκάστοτε διαθέσιμοι πόροι είναι, πάντοτε, περιορισμένοι. Η ανάγκη για την ορθολογική διαχείρισή τους περισσότερο από προφανής και σε ό,τι συναρτάται με τη μέγιστη δυνατή  προστασία από το Cyber Risk.

    Εάν δεν γίνει έγκαιρη και ενδελεχής αναγνώριση των αναγκών και πιθανών κινδύνων για την συγκεκριμένη επιχείρηση, το πιθανότερο είναι ότι οι πόροι της επιχείρησης θα «ξοδευτούν» με τρόπο που δεν θα είναι ο βέλτιστος.

    Ο νομικός σας σύμβουλος μπορεί να σας οδηγήσει σε ορθολογικότερη και αποτελεσματικότερη χρησιμοποίηση των διαθέσιμων πόρων και να αναλάβει την ευθύνη συντονισμού όλων των εμπλεκομένων.

    Μα κι αν δεν επιλέξετε να του αναθέσετε τα συγκεκριμένα project, αναζητείστε τουλάχιστον τη συνδρομή του. Να είσθε βέβαιοι ότι το αποτέλεσμα θα είναι απείρως καλύτερο.

    [/vc_column_text][/vc_column][/vc_row]

Η περιοχή αυτή είναι καταχωρημένη στο wpml.org ως περιοχή ανάπτυξης. Μεταβείτε σε τοποθεσία παραγωγής με κλειδί στο remove this banner.