Ετικέτα: Λύση ΑΕ

  • Λύση με Δικαστική Απόφαση – Αίτηση Έχοντος Έννομο Συμφέρον

    Λύση με Δικαστική Απόφαση – Αίτηση Έχοντος Έννομο Συμφέρον

    Λύση με Δικαστική Απόφαση – Αίτηση Έχοντος Έννομο Συμφέρον

    (άρ. 165 ν. 4548/2018)

    Σε προηγούμενη αρθρογραφία μας απασχόλησαν οι μη δικαστικοί λόγοι λύσης της ΑΕ. Εκείνοι, δηλ., που δεν προϋποθέτουν έκδοση δικαστικής απόφασης με αντικείμενο τη λύση της. Υπάρχουν, όμως, και οι περιπτώσεις που για τη λύση της ΑΕ προϋποτίθεται η έκδοση δικαστικής απόφασης. Πρόκειται για τις περιπτώσεις κατά τις οποίες θα ενεργοποιηθεί κάποιος που έχει έννομο συμφέρον (που εδώ θα μας απασχολήσουν) κι εκείνες που τη λύση, ειδικότερα, θα ζητήσει κάποιος μέτοχος.

    Γενικά

    Ο νομοθέτης αναθέτει στη δικαστική αρχή την εξέταση των προβλεπόμενων γεγονότων που απαριθμεί ως λόγους δικαστικής λύσης της ΑΕ, αποδεχόμενος τα υπέρτερα συμφέροντα που τίθενται υπό διακινδύνευση. Η εξέταση από το δικαστήριο λαμβάνει χώρα με πρωτοβουλία προσώπου, που αποδεικνύει έννομο συμφέρον.

    Με τη σχετική διάταξη εισάγεται αναγκαστικό δίκαιο, καθώς απαριθμούνται περιοριστικά οι λόγοι λύσης. Το προϊσχύσαν δίκαιο προέβλεπε τη δυνατότητα δικαστικής λύσης της ΑΕ, στην περίπτωση που η καθαρή θέση τής μειωνόταν κάτω από το 1/10 του καταβεβλημένου μετοχικού κεφαλαίου. Σχετική πρόβλεψη, ωστόσο, δεν υφίσταται στο ισχύον νομοθέτημα, καθώς ρυθμίζεται το ζήτημα από τις διατάξεις του Κώδικα Αφερεγγυότητας (ν.4738/2020). Ο τελευταίος προβλέπει αποτελεσματικότερους μηχανισμούς αντιμετώπισης της αφερεγγυότητας μίας εταιρείας, ακόμη και στο πρώιμο στάδιο της προπτωχευτικής διαδικασίας εξυγίανσης.

    Οι Λόγοι της Δικαστικής Λύσης

    (α) Μη Καταβολή του Μετοχικού Κεφαλαίου

    Ο νομοθέτης ορίζει ρητά με διατάξεις αναγκαστικού δικαίου το χρονικό πλαίσιο καταβολής του κεφαλαίου κατά τη σύσταση της εταιρείας. Από τον χρόνο σύστασης της εταιρείας υφίσταται προθεσμία δύο μηνών εντός των οποίων πρέπει να λάβει χώρα  η πιστοποίηση καταβολής του αρχικού μετοχικού κεφαλαίου (άρ. 20 § 6). Με την άπρακτη παρέλευση της συγκεκριμένης προθεσμίας, γεννάται λόγος δικαστικής λύσης της ΑΕ.

    Σημειώνεται ότι η διάταξη αναφέρεται στην παράλειψη ολοσχερούς καταβολής του κεφαλαίου και όχι στην πιστοποίησή της ή την τήρηση διατυπώσεων δημοσιότητας. Διευκρινίζεται ότι και η μερική μη καταβολή του κεφαλαίου υπάγεται στο πεδίο εφαρμογής της συγκεκριμένης ρύθμισης. Δεν αφορά, όμως, τη μη καταβολή της «υπέρ το άρτιο» διαφοράς η οποία, από μόνη της, δεν μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα τη δικαστική λύση της ΑΕ.

    Επισημαίνεται, πάντως, πως η μη καταβολή του κεφαλαίου θα πρέπει να συντρέχει και κατά τον χρόνο υποβολής της αίτησης λύσης της εταιρείας. Επομένως, η απλώς εκπρόθεσμη καταβολή του μετοχικού κεφαλαίου δεν συνιστά λόγο λύσης της ΑΕ.

    Υπό την έννοια του μετοχικού κεφαλαίου νοείται τόσο το ελάχιστο νόμιμο όσο και το τυχόν υψηλότερο που προβλέπεται από το καταστατικό. Ο λόγος λύσης τυγχάνει εφαρμογής και στην περίπτωση της μερικής καταβολής.

    (β) Έλλειψη του Ελάχιστου Νόμιμου Κεφαλαίου

    Ο νόμος (άρ.15 §2) προσδιορίζει το ποσό των 25.000€ ως το ελάχιστο νόμιμο του μετοχικού κεφαλαίου της ΑΕ, που πρέπει να συγκεντρωθεί κατά τη σύστασή της και να διατηρείται καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής της. Πρόκειται για χαρακτηριστικό γνώρισμα των ΑΕ ως, κατεξοχήν, κεφαλαιουχικών εταιρειών. Η μη τήρηση της συγκεκριμένης νομοθετικής επιταγής συνιστά λόγο δικαστικής λύσης της. Αντίστοιχα και σε περίπτωση μη συμμόρφωσης ΑΕ σε περίπωση επαύξησης του ελάχιστου νόμιμου στο μέλλον.

    (γ) Παράλειψη Υποβολής Χρηματοοικονομικών Καταστάσεων Για Δύο Συνεχείς Χρήσεις

    Η σύνταξη και δημοσίευση χρηματοοικονομικών καταστάσεων αποτελεί βασική υποχρέωση κάθε ΑΕ. Εφόσον παραλειφθεί η υποβολή τους για δύο συνεχόμενα διαχειριστικά έτη στην αρμόδια υπηρεσία ΓΕΜΗ, στοιχειοθετείται ο τρίτος λόγος δικαστικής λύσης της. Αδιάφορος είναι ο λόγος της παράλειψης (π.χ. η αδυναμία έγκρισής τους από τη ΓΣ ή μη σύγκλησης της ΓΣ).

    Επισημαίνεται ότι κρίσιμη είναι μόνο η τήρηση της υποχρέωσης υποβολής των καταστάσεων προς καταχώριση όχι, όμως, και η δημοσίευσή τους. Ακόμα κι αν εγκρίθηκαν, εφόσον παραλείφθηκε η υποβολή τους στην αρμόδια υπηρεσία, υφίσταται νόμιμος λόγος λύσης.

    Διαδικασία Δικαστικής Λύσης

    Ενεργητική Νομιμοποίηση

    Δικαιούνται να υποβάλουν αίτηση για δικαστική λύση της ΑΕ στη βάση των ανωτέρω λόγων εκείνοι που έχουν έννομο συμφέρον. Μεταξύ αυτών, αδιαμφισβήτητα, οι μέτοχοι της εταιρείας και τα μέλη του ΔΣ. Ενεργητικά νομιμοποιούνται, επίσης, και οι τρίτοι, εφόσον θα αποδείκνυαν έννομο συμφέρον. Η διάταξη σκοπεί στην προστασία όχι μόνον των μετόχων και των μελών του ΔΣ αλλά και τρίτων, οι οποίοι θεμελιώνουν δικαιολογημένο συμφέρον, το οποίο εξυπηρετείται με τη λύση της ΑΕ. Στο πλαίσιο αυτό, αίτηση για δικαστική λύση, εφόσον αποδείξουν έννομο συμφέρον, μπορούν να υποβάλλουν οι ελεγκτές και οι δανειστές της ΑΕ. Επομένως, στην περίπτωση των τρίτων, η ενεργητική νομιμοποίησή τους δεν προκύπτει με μόνη την επίκληση της ιδιότητάς τους ή και την περιγραφή της σχέσης τους με την ΑΕ˙ θα πρέπει, επιπρόσθετα, να αποδείξουν την ύπαρξη στο πρόσωπό τους άμεσου-ειδικού εννόμου συμφέροντος (κατ’ άρ. 68 ΚΠολΔ). Διευκρινίζεται, πάντως, πως το έννομο συμφέρον δεν είναι απαραίτητο να είναι οικονομικής φύσεως ούτε και να έχει αποκλειστικά ατομικό χαρακτήρα (ΜονΕφΑθ 3248/2022 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

    Το Δημόσιο (συμπεριλαμβανομένων των εποπτικών ή φορολογικών αρχών) δεν έχει γενική νομιμοποίηση (από τον νόμο) για υποβολή της αίτησης για δικαστική λύση της ΑΕ αλλά μόνον εφόσον αποδείξει ad hoc έννομο συμφέρον (ΠΠρΘεσσ 17046/2012 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

    Εκδίκαση Αίτησης

    Αρμόδιο για την εκδίκαση της αίτησης για τη λύση της ΑΕ ορίζεται το Μονομελές Πρωτοδικείο της έδρας της, το οποίο δικάζει κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας.

    Πρέπει, ωστόσο, να τονιστεί ότι δεν πρόκειται για μία υπόθεση γνήσιας εκούσιας δικαιοδοσίας. Στην πραγματικότητα, πρόκειται για ιδιωτικού δικαίου διαφορά, στην οποία είναι εμφανές το στοιχείο της αντιδικίας ανάμεσα στον αιτούντα και στην ΑΕ. Ακριβώς εξαιτίας του «μη γνήσιου» χαρακτήρα της, η διαφορά υπάγεται υποχρεωτικά σε διαμεσολάβηση κατά τον ν. 4640/2019.

    Ο ν. 4548/2018, πλέον, ρητά επιβάλλει την κλήση της ΑΕ, ώστε αυτή εκ του νόμου να θεωρείται «διάδικος». Έτσι, η αίτηση δικαστικής λύσης της θα πρέπει, αφενός, να στρέφεται και κατά της ίδιας της ΑΕ ως διαδίκου, και, αφετέρου, να της επιδίδεται με κλήση προς συζήτηση.

    Προσοχή πρέπει να δοθεί στην περίπτωση που αιτούντες της δικαστική λύση είναι τα μέλη του ΔΣ της εταιρείας. Απαραίτητος θα είναι, τότε, ο διορισμός προσωρινής διοίκησης κατά τα άρ. 69 ΑΚ και 786 ΚΠολΔ-αποκλειστικά προς τον σκοπό διεξαγωγής της επίμαχης δίκης. Κι αυτό, γιατί σε μία τέτοια περίπτωση εντοπίζεται «σύγκρουση συμφερόντων» μεταξύ του ΔΣ και του νομικού προσώπου που διοικεί.

    Προθεσμία Άρσης των Λόγων Λύσης

    Από τη στιγμή που διαγιγνώσκεται η συνδρομή όλων των ουσιαστικών και δικονομικών προϋποθέσεων δικαστικής λύσης, το δικαστήριο υποχρεούται να διατάξει τη λύση της ΑΕ. Ο δικαστής, ωστόσο, διαθέτει διακριτική ευχέρεια για χορήγηση «εύλογης προθεσμίας» για την άρση των λόγων λύσης της. Δικαιολογημένα παρέχεται στο δικαστήριο η δυνατότητα έκδοσης μη οριστικής απόφασης που παρέχει στην ΑΕ ένα χρονικό περιθώριο επανόρθωσης. Η δικαστική λύση είναι προφανώς ένα ιδιαίτερα επαχθές μέτρο και η καταφυγή σε αυτήν μόνον ως «ultima ratio» θα πρέπει να επιλεγεί για τον δικαστή.  Η εν λόγω προθεσμία μπορεί να διαρκεί από δύο έως τέσσερις μήνες, χωρίς δυνατότητα παράτασης. Για τη μη χορήγηση της απαιτείται ειδική αιτιολογία˙ για ποιο λόγο, δηλ. ο δικαστής κρίνει ότι το μέτρο αυτό είναι άσκοπο και ο λόγος λύσης δε είναι δυνατό να θεραπευθεί. Παράλληλα με τη χορήγηση της συγκεκριμένης προθεσμίας είναι δυνατό ο δικαστής να διατάξει μέτρα για την προσωρινή ρύθμιση των εταιρικών υποθέσεων (διορισμό προσωρινής διοίκησης,  χορήγηση δικαιώματος σύγκλησης της ΓΣ σε ορισμένους μετόχους).

    Έκδοση Δικαστικής Απόφασης

    Η δικαστική απόφαση που κηρύσσει τη λύση της εταιρείας έχει ισχύ erga omnes («έναντι πάντων»). Αμφισβήτηση δημιουργείται ως προς τον ακριβή χρόνο έναρξης των εννόμων συνεπειών της δικαστικής απόφασης. Με δεδομένο ότι ακολουθείται η διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας, τα έννομα αποτελέσματα της δικαστικής λύσης υποστηρίζεται ότι πρέπει να επέλθουν, άμεσα, με την έκδοση της οριστικής απόφασης. Ορθότερη, πάντως, θα πρέπει να θεωρηθεί η άποψη, ότι λόγω του διαπλαστικού της χαρακτήρα, η δικαστική λύση της ΑΕ θα πρέπει να εξαρτηθεί από τη τελεσιδικία της σχετικής απόφασης, καθώς ως (δραματικά) δραστικό μέτρο απαιτεί αυξημένο βαθμό δικονομικής ωριμότητας.

     

    Η λύση της ΑΕ δεν συνιστά συμβατική, μόνον, ευχέρεια των μετόχων. Υπό συγκεκριμένες προϋποθέσεις (μη καταβολή του μετοχικού κεφαλαίου, έλλειψη του ελάχιστου νόμιμου κεφαλαίου και παράλειψη υποβολής χρηματοοικονομικών καταστάσεων για δύο συνεχείς χρήσεις) είναι δυνατή η προσφυγή στο αρμόδιο δικαστήριο για κείνον (μέτοχο, μέλος του ΔΣ, ελεγκτή, δανειστή ή τρίτο) που θα δικαιολογήσει σχετικό έννομο συμφέρον. Ειδικά όμως, επί υπάρξεως σπουδαίου λόγου, ο νόμος παρέχει δικαίωμα στους μετόχους που εκπροσωπούν ποσοστό μεγαλύτερο του 1/3 του μετοχικού κεφαλαίου να ζητήσουν, αυτοτελώς, τη λύση της ΑΕ. Περί αυτών, όμως, σε επόμενη αρθρογραφία μας.-

     

    Σταύρος Κουμεντάκης

    Managing Partner

    Koumentakis and Associates Law Firm

     

     

    Σημ.: Το παρόν άρθρο αποτελεί τμήμα ευρύτερης ενότητας αρθρογραφίας της Δικηγορικής μας Εταιρείας για τις ΑΕ. Στην ενότητα αυτή επιχειρούμε την ανάλυση, άρθρο προς άρθρο-με business view, πάντα, προσέγγιση, του νόμου για τις ΑΕ (:4548/2018).

  • Λόγοι Λύσης ΑΕ

    Λόγοι Λύσης ΑΕ

    Λόγοι Λύσης ΑΕ

    (άρ. 164 ν. 4548/2018)

    Εκτεταμένα μας απασχόλησε, μέχρι σήμερα, το νομικό καθεστώς που διέπει τη σύσταση και τη λειτουργία της ΑΕ. Στη ζωή και τη φύση, ωστόσο, δεν υφίσταται μόνον η γέννηση. Αντίστοιχα και στην ΑΕ υφίσταται και το ενδεχόμενο του πέρατος της ζωής της. Ο νόμος απαριθμεί, με τρόπο αποκλειστικό, τους λόγους λύσης μίας ΑΕ, θεσπίζοντας αυστηρό νομοθετικό πλαίσιο.

    Γενικά

    Ο νομοθέτης καθόρισε τους λόγους λύσης παραθέτοντας αντικειμενικά γεγονότα που οδηγούν στο «τέλος» της εταιρείας. Η απαρίθμηση τους είναι περιοριστική και οι σχετικές διατάξεις (:αναγκαστικού δικαίου) αποκλείουν πιθανές αποκλίσεις. Θα είναι άκυρη κάθε αντίθετη καταστατική ρήτρα ή απόφαση εταιρικού οργάνου (ακόμα και της ΓΣ), με την οποία αποκλείονται λόγοι λύσης ή προστίθενται επιπλέον. Διαφοροποιήσεις προβλέπονται για ειδικούς, μόνον, τύπους ΑΕ-όπως οι ασφαλιστικές και οι χρηματιστηριακές.

    Ο κεφαλαιουχικός χαρακτήρας των ΑΕ δεν θα δικαιολογούσε τη λύση τους για ζητήματα που αφορούν, προσωπικά, τους μετόχους. Γι’ αυτό και δεν συνιστούν λόγους λύσης η πτώχευση μετόχου, η απώλεια της δικαιοπρακτικής του ικανότητας ή, ακόμα, και ο θάνατός του. Υποστηρίζεται, εντούτοις (όχι, πάντως, αρκετά πειστικά), πως είναι επιτρεπτές παρεκκλίσεις από το γράμμα του νόμου, όταν καταστατικά θεσπίζονται προσωποπαγείς (και άλλοι) λόγοι λύσης στην περίπτωση ΑΕ με έντονο προσωπικό χαρακτήρα. Ενδεικτικά: στην περίπτωση των οικογενειακών εταιρειών.

    Στη λύση δεν είναι δυνατό να οδηγήσουν άλλα γεγονότα, τα οποία αφορούν την ΑΕ, στο μέτρο που νομοθετικά δεν προβλέπονται. Ενδεικτικά: η απώλεια της εταιρικής περιουσίας, η έλλειψη ή αδράνεια εταιρικών οργάνων, η αδυναμία εκπλήρωσης του εταιρικού σκοπού και οι συνεχείς ζημιογόνες χρήσεις. Επισημαίνεται, ακόμα, ότι η ΑΕ δε λύεται ούτε με καταγγελία εκ μέρους των μετόχων-ακόμα κι όταν πρόκειται για αορίστου χρόνου.

    Λόγοι Λύσης της ΑΕ

    Οι λόγοι λύσης θα μπορούσαν να διακριθούν σε δικαστικούς (άρ.164 §2) και μη-ανάλογα αν προϋποτίθεται (ή μη) η έκδοση σχετικής δικαστικής απόφασης. Εδώ, ειδικότερα, θα μας απασχολήσουν οι λόγοι λύσης που δεν προϋποθέτουν έκδοση δικαστικής απόφασης.

    (α) Παρέλευση Καταστατικού Χρόνου Διάρκειας

    Η διάρκεια της ΑΕ είναι δυνατόν να προβλεφθεί ως ορισμένου ή αορίστου χρόνου (άρ.8 ν.4548/2018). Στην περίπτωση που οριστεί ως ορισμένου, απαραίτητη είναι η καταστατική πρόβλεψη του χρόνου διάρκειάς της, ο οποίος πρέπει να ορίζεται σε έτη και να μην εξαρτάται από αιρέσεις και γεγονότα. Η σύντμηση του προβλεπόμενου χρόνου διάρκειας αλλά και η παράτασή του είναι δυνατές, εφόσον προηγηθεί απόφαση της ΓΣ και σχετική τροποποίηση του καταστατικού-που θα δημοσιευθούν όπως ο νόμος ορίζει.

    Στην περίπτωση της παρέλευσης του ορισμένου χρόνου διάρκειάς της, η ΑΕ λύεται αυτοδίκαια. Δεν απαιτείται, μάλιστα, τήρηση διατυπώσεων δημοσιότητας. Αν τέτοιες λάβουν χώρα έχουν δηλωτικό χαρακτήρα. Έτσι, η εταιρεία επέρχεται αυτομάτως στο στάδιο της εκκαθάρισης.

    Η τροποποίηση του καταστατικού (και η σχετική δημοσιότητα) για παράταση ή  σύντμηση της διάρκειας της ΑΕ πρέπει να λάβει χώρα πριν την πάροδο του προβλεπόμενου, καταστατικά, χρόνου. Σε διαφορετική περίπτωση, η ΑΕ λύεται αυτοδίκαια. Ενδεχόμενη παράταση δεν είναι δυνατό να λάβει χώρα άτυπα ή σιωπηρά. Εάν η απόφαση ή η δημοσιότητα της τροποποίησης συμβεί μετά την παρέλευση του ορισμένου χρόνου, δεν θα πρόκειται για παράταση αλλά για αναβίωση της ΑΕ-καθώς θα έχει προηγηθεί η αυτοδίκαιη λύση της.

    (β) Απόφαση ΓΣ για Λύση

    Ο νομοθέτης αναγνωρίζει το δικαίωμα στους μετόχους της ΑΕ να αποφασίσουν τη λύση της. Συγκεκριμένα, επιτρέπει στη ΓΣ-το ανώτατο εταιρικό όργανο της ΑΕ, να αποφασίσει με αυξημένη απαρτία και πλειοψηφία τη λύση της (άρθρα 130 § 3 & 132 §2). Η προϋπόθεση της αυξημένης απαρτίας ισχύει  για εισηγμένες και μη ΑΕ. Έχει, βέβαια, υποστηριχθεί (όχι ορθά) πως ως προς τις εισηγμένες ΑΕ απαιτείται η συγκέντρωση ποσοστών τέτοιων που προβλέπει ο νόμος για τη διαγραφή των μετοχών από τη ρυθμιζόμενη αγορά (cold delisting), δηλ. το 95% των δικαιωμάτων ψήφου (άρ.17 §5 ν.3371/2005). Σε κάθε περίπτωση: το καταστατικό των ΑΕ δύναται να προβλέπει υψηλότερα ποσοστά για η λύση της-σύμφωνα με όσα γενικά ισχύουν.

    Η απόφαση της ΓΣ της ΑΕ οδηγεί σε πρόωρη λύση, καθώς λαμβάνεται πριν από το πέρας της καταστατικά ορισμένης διάρκειας της ΑΕ. Συστατικό στοιχείο της σχετικής απόφασης αποτελεί η δημοσίευσή της στο ΓΕΜΗ. Η λήψη της απόφασης δεν επαρκεί για την επέλευση των σκοπούμενων εννόμων αποτελεσμάτων της. Η προϋπόθεση της δημοσιότητας δικαιολογείται, αφού η απόφαση για λύση συνεπάγεται τροποποίηση του καταστατικού για την οποία απαιτείται η τήρηση διατυπώσεων δημοσιότητας. Σημειώνεται ότι είναι η μοναδική περίπτωση λύσης, για την οποία απαιτείται δημοσιότητα.

    Η απόφαση δε είναι ανεκτό να εξαρτά τη λύση της από αιρέσεις και άλλα γεγονότα. Σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο θα επροκαλείτο αδικαιολόγητη ανασφάλεια στους μετόχους, εργαζόμενους, συναλλασσόμενους και δανειστές.

    Ζήτημα τίθεται ως προς τη δυνατότητα προσβολής της απόφασης ως καταχρηστικής (άρ. 137 §2  β’). Κατά μία άποψη (καθώς εναπόκειται στην ελεύθερη και ανέλεγκτη κρίση της μετοχικής πλειοψηφίας η συνέχιση ή μη της εταιρείας), θα πρέπει να απαλλαγεί η εν λόγω απόφαση από την εξέταση ως προς την καταχρηστικότητα της. Εξάλλου, ο ίδιος ο νομοθέτης δεν επιβάλλει ως προϋπόθεση για τη λήψη της απόφασης τη συνδρομή οποιουδήποτε (σπουδαίου) λόγου. Η αντίθετη άποψη και (ορθά) κρατούσα υποστηρίζει ότι (και) η απόφαση λύσης υπόκειται σε έλεγχο καταχρηστικότητας-λαμβάνοντας υπόψη τυχόν δόλια εξυπηρέτηση συμφερόντων της πλειοψηφίας.

    Σχετική ρήτρα του καταστατικού, η οποία αποκλείει τη λύση με απόφαση της ΓΣ, είναι άκυρη.

    (γ) Πτώχευση Εταιρείας

    Λύση της ΑΕ επιφέρει αυτοδικαίως και η κήρυξή της σε πτώχευση. Τα έννομα αποτελέσματα, στην περίπτωση αυτή, επέρχονται με την έκδοση της σχετικής δικαστικής απόφασης. Οι περαιτέρω διατυπώσεις δημοσιότητας (καταχώριση και δημοσίευση στο ΓΕΜΗ) έχουν αποκλειστικά δηλωτικό-πληροφοριακό χαρακτήρα.

    Την κήρυξη της πτώχευσης δεν ακολουθεί το στάδιο της εκκαθάρισης. Εφαρμόζεται, ως ειδικότερη, η πτωχευτική διαδικασία («…ως μορφή εκκαθάρισης..» ΜΠρΑθ 4395/2003 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) , κατά την οποία κεντρικό ρόλο διοίκησης της πτωχευτικής περιουσίας αναλαμβάνει ο σύνδικος. Καθ’ όλη την πτωχευτική διαδικασία η ΑΕ εξακολουθεί να υφίσταται ως νομικό πρόσωπο˙ επίσης και τα όργανά της.

    Μετά την ολοκλήρωση της πτωχευτικής διαδικασίας, η εταιρεία εξαφανίζεται. Ωστόσο, εάν τελικά απομείνει αδιανέμητη εταιρική περιουσία, οι εταίροι έχουν δύο εναλλακτικές: είτε να ακολουθήσουν τα στάδιο της εκκαθάρισης είτε να αποφασίσουν την αναβίωση της εταιρείας. Από τις παραπάνω περιπτώσεις πρέπει να διακρίνουμε την ανατροπή ή ανάκληση της δικαστικής απόφασης που κήρυξε την πτώχευση, καθώς σε μία τέτοια περίπτωση επέρχεται αυτοδίκαιη ανατροπή της λύσης της-αναδρομικά.

    (δ) Απόρριψη Αίτησης Πτώχευσης Λόγω Ανεπάρκειας Ενεργητικού

    Προϋπόθεση για την κήρυξη πτώχευσης αποτελεί, κατά νόμο, η επάρκεια της περιουσίας του οφειλέτη για την κάλυψη των εξόδων της πτωχευτικής διαδικασίας. Εάν το ενεργητικό του οφειλέτη δεν επαρκεί, τότε η αίτηση απορρίπτεται. Αν η ΑΕ δεν κηρυχθεί σε πτώχευση λόγω ανεπάρκειας της περιουσίας της, θα πρέπει να υποστεί τις ίδιες συνέπειες-ωσάν να είχε κηρυχθεί: να λυθεί, δηλ., αφού η λειτουργία της δεν είναι βιώσιμη. Οι συνέπειες της λύσης επέρχονται με τη δημοσίευση της δικαστικής απόφασης, και όχι από τις δηλωτικού, μόνον, χαρακτήρα δημοσιεύσεις στο ΓΕΜΗ και στο Ηλεκτρονικό Μητρώο Αφερεγγυότητας.

    Το δικαστήριο διαπιστώνει την ανεπάρκεια της περιουσίας με απλή πιθανολόγηση-στη βάση των οικονομικών στοιχείων που τίθενται υπόψη του. Σε αυτά υπολογίζει τα ταμειακά διαθέσιμα της οφειλέτιδος ΑΕ, τις εισπρακτέες απαιτήσεις της όπως και κάθε ευχερώς ρευστοποιήσιμο στοιχείο, που ανήκει στην περιουσία της. Στην τελευταία κατηγορία εντάσσονται και τα εμπραγμάτως βεβαρημένα περιουσιακά στοιχεία μετά την αφαίρεση της αξίας του βάρους, η αξία εκποίησης της ίδιας της επιχείρησης ως συνόλου καθώς και ο,τιδήποτε μπορεί να επανενταχθεί στην πτωχευτική περιουσία μέσω της πτωχευτικής ανάκλησης.

    Τα διαδικαστικά έξοδα που πρέπει να καλύπτει η περιουσία του οφειλέτη αφορούν  τις προβλέψιμες δικαστικές και διαχειριστικές δαπάνες (π.χ. δαπάνες για είσπραξη των απαιτήσεων, για διοίκηση της πτωχευτικής περιουσίας, οι αμοιβές του συνδίκου και των πραγματογνωμόνων, τα έξοδα των προσκλήσεων και δημοσιεύσεων κλπ).

     Έννομες Συνέπειες Λύσης

    Επικρατεί ευρέως μία λανθασμένη ταύτιση της έννοιας της λύσης της εταιρείας με αυτή της εξαφάνισης του νομικού προσώπου από τον συναλλακτικό κόσμο (υπό την έννοια του άρθρου 72 ΑΚ). Η λύση της εταιρείας μεταβάλλει απλώς τον σκοπό της από παραγωγικό σε εκκαθαριστικό. Η ΑΕ εξακολουθεί να υφίσταται ως νομικό πρόσωπο (διαθέτοντας και πάλι δικαιοπρακτική ικανότητα και εμπορική ιδιότητα), δεν συνεχίζει, όμως, την παραγωγική της δραστηριότητα. Υφίσταται αποκλειστικά για τον σκοπό της εκκαθάρισής της, με την ολοκλήρωση της οποίας θα επέλθει τελικά και η εξαφάνισή της.

    Σημειώνεται, πάντως, ότι η νομολογία ακολουθεί μία ελαφρώς διαφορετική δογματική θεωρία (θεωρία του πλάσματος δικαίου), σύμφωνα με την οποία η ΑΕ «παύει να υφίσταται ως οικονομική οντότητα που διατηρεί την ταυτότητά της ως σύνολο οργανωμένων πόρων με σκοπό την άσκηση οικονομικής δραστηριότητας και κατά πλάσμα δικαίου υφίσταται μόνο μέχρι την περάτωση της εκκαθάρισης και για τις ανάγκες αυτής» (ΑΠ 435/2022 areiospagos.gr).

     

    Η λύση της εταιρείας δεν θα πρέπει να ταυτίζεται με το πέρασμά της στο (νομικό) «μη ον». Μια ΑΕ, πάντως, είναι δυνατό να λυθεί αφού προηγηθεί έκδοση σχετικής δικαστικής απόφασης ή και, σε κάποιες περιπτώσεις, χωρίς αυτή. Οι λόγοι που αφορούν την τελευταία περίπτωση (παρέλευση διάρκειας, απόφαση της ΓΣ, πτώχευση-ή ανυπαρξία των αναγκαίου ενεργητικού για την κήρυξή της) είναι, επίσης, αυστηρά περιορισμένοι και δεν είναι δυνατή (ούτε καταστατικά) η διεύρυνσή τους. Και οι λόγοι λύσης, πάντως, μιας ΑΕ με την έκδοση δικαστικής απόφασης είναι, επίσης, αυστηρά περιορισμένοι. Περί αυτών, πάντως, σε επόμενη αρθρογραφία μας.

     

    Σταύρος Κουμεντάκης

    Managing Partner

    Koumentakis and Associates Law Firm

     

     

    Σημ.: Το παρόν άρθρο αποτελεί τμήμα ευρύτερης ενότητας αρθρογραφίας της Δικηγορικής μας Εταιρείας για τις ΑΕ. Στην ενότητα αυτή επιχειρούμε την ανάλυση, άρθρο προς άρθρο-με business view, πάντα, προσέγγιση, του νόμου για τις ΑΕ (:4548/2018).

     

Η περιοχή αυτή είναι καταχωρημένη στο wpml.org ως περιοχή ανάπτυξης. Μεταβείτε σε τοποθεσία παραγωγής με κλειδί στο remove this banner.