Ετικέτα: κεφάλαιο ανώνυμης εταιρείας

  • Το κεφάλαιο της Α.Ε.: Εισφορές σε είδος και αποτίμηση των εταιρικών εισφορών

    Το κεφάλαιο της Α.Ε.: Εισφορές σε είδος και αποτίμηση των εταιρικών εισφορών

    Το κεφάλαιο της Ανώνυμης Εταιρείας: Εισφορές σε είδος & αποτίμηση (ή μη) των εταιρικών εισφορών

    1. Προοίμιο

    «Κάποιοι επιζητούν το δικό τους δίκαιο μερίδιο. Και το δικό σου»

    [:παράφραση του αποφθεύγματος “all some folks want is their fair share and yours” του Arnold H. Glas(g)ow-διάσημου αμερικανού επιχειρηματία (1905-1998) ο οποίος δραστηριοποιήθηκε, με επιτυχία, επί εξήντα έτη στο χώρο των χιουμοριστικών περιοδικών].

    Αρκετοί είναι εκείνοι που δεν αρκούνται σ΄ αυτό που πράγματι τους αναλογεί. Επιζητούν κάτι κι από το δικό σου μερίδιο-ίσως κι ολόκληρο το δικό σου μερίδιο.

    Ο χώρος των επιχειρήσεων και των ανωνύμων εταιρειών δεν θα μπορούσε να αποτελέσει εξαίρεση καθώς η παραγωγή πλούτου δημιουργεί ή υποδαυλίζει καταπλεονεκτικές συμπεριφορές.

    Σε προηγούμενη αρθρογραφία μας είδαμε τον τρόπο που αντιμετωπίζονται από τον πρόσφατο νόμο για τις ΑΕ τα θέματα τα σχετικά με το ύψος, την κάλυψη, την καταβολή και την πιστοποίηση του μετοχικού κεφαλαίου.

    Τι συμβαίνει όμως όταν, αντί χρημάτων, οι εισφορές των μετόχων λαμβάνουν χώρα με εισφορές σε είδος;

    Πώς διασφαλίζεται η δίκαιη αποτίμησή τους στο πλαίσιο του μετοχικού κεφαλαίου της ανώνυμης εταιρείας και πώς θα αποφευχθούν ενδεχόμενες αδηφάγες ορέξεις του εισφέροντος ή, κατά περίπτωση,  των λοιπών μετόχων;

     

    2. Οι εισφορές σε είδος για τον σχηματισμό του μετοχικού κεφαλαίου της Ανώνυμης Εταιρείας

    2.1. Γενικά

    Με βάση όσα ισχύουν στο υφιστάμενο νομοθετικό πλαίσιο για τις ΑΕ (άρθρο 17 παρ. 1, ν. 4548/2019) είναι δυνατό να προβλεφθεί εισφορά σε είδος για τη συμπλήρωση του μετοχικού κεφαλαίου της ανώνυμης εταιρείας. Η εισφορά σε είδος είναι κάτι διαφορετικό-αποτιμητό όμως σε χρήματα.

    Εισφορές σε είδος είναι δυνατό να αποτελέσουν, μεταξύ άλλων, ακίνητα (λ.χ. οικόπεδα, αγροτεμάχια, εργοστάσια, κτίσματα), κινητά (λ.χ. μεταφορικά μέσα, εμπορεύματα, πρώτες ύλες, μεταφορικά μέσα, έπιπλα), άυλα στοιχεία (λ.χ. μετοχές άλλων εταιρειών, σήματα, διπλώματα ευρεσιτεχνίας), κλάδοι επιχειρήσεων ή και ολόκληρες επιχειρήσεις.

    2.2. Ο χρόνος διενέργειας για τις εισφορές σε είδος.

    Η εισφορά σε είδος μπορεί να λάβει χώρα είτε στο ιδρυτικό στάδιο είτε κατά τη διάρκεια της ζωής της ανώνυμης εταιρείας. Στην πρώτη περίπτωση η σχετική πρόβλεψη οφείλει να γίνεται στο καταστατικό της εταιρείας και στην δεύτερη στην απόφαση του εταιρικού οργάνου για την αύξηση του κεφαλαίου. Και στη μια και στην άλλη περίπτωση αναφέρονται το είδος της εισφοράς, το πρόσωπο που αναλαμβάνει την υποχρέωση να την καταβάλει και το ποσό του κεφαλαίου και αριθμό μετοχών, στο οποίο αυτή αντιστοιχεί.

    2.3. Η ανάληψη υποχρέωσης εκτέλεσης εργασιών και η παροχή υπηρεσιών ως εισφορές σε είδος.

    Ειδικά προβλέπονται ως επιτρεπτές από το ισχύον θεσμικό πλαίσιο για τις ΙΚΕ (άρθρο 78 § 1 ν. 4072/2012) οι εξωκεφαλαιακές εισφορές, οι οποίες συνίστανται σε παροχές που δεν μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο κεφαλαιακής εισφοράς. Στο πλαίσιο αυτό (και υπό την προϋπόθεση της  σχετικής καταστατικής πρόβλεψης) τμήμα του εταιρικού κεφαλαίου μιας ΙΚΕ είναι δυνατό (άρθρο 78 § 2 ν. 4072/2012)  να αποτελέσει ανάληψη υποχρέωσης εκτέλεσης εργασιών ή παροχής υπηρεσιών.

    Αντίθετα όμως με ό,τι συμβαίνει στις ΙΚΕ, στις Ανώνυμες Εταιρείες, οι εισφορές σε είδος αποτελούνται «μόνο από στοιχεία ενεργητικού, τα οποία μπορούν να τύχουν χρηματικής αποτίμησης». Ειδική αναφορά (για να μην υπάρξει οποιαδήποτε παρανόηση σε σχέση με όσα προβλέπονται από την προαναφερθείσα διάταξη του άρθρου 78 § 2 ν. 4072/2012) γίνεται ακριβώς στις απαιτήσεις που προκύπτουν από ανάληψη υποχρέωσης εκτέλεσης εργασιών ή παροχής υπηρεσιών: τέτοιες απαιτήσεις δεν είναι δυνατό (άρθρο 17 παρ. 2)  να αποτελέσουν εισφορές σε είδος για το κεφάλαιο της ανώνυμης εταιρείας.

     

    3. Η αποτίμηση για τις εισφορές σε είδος

    3.1. Γενικά

    Η αποτίμηση της αξίας των εισφορών σε είδος δεν επαφίεται στους μετόχους. Τούτο μοιάζει όχι μόνο φυσιολογικό αλλά και επιβεβλημένο προς την κατεύθυνση της διαφύλαξης των συμφερόντων του εισφέροντος, των υπολοίπων μετόχων-βεβαίως και της εταιρείας.

    Προβλέπεται συγκεκριμένο πλαίσιο όσον αφορά τα πρόσωπα τα οποία είναι δυνατό να προβούν στην αποτίμηση των εισφορών σε είδος, στα ασυμβίβαστά τους, το περιεχόμενο και τις παραδοχές της έκθεσης αποτίμησης που θα πρέπει να συνταχθεί.

    3.2. Οι διενεργούντες την αποτίμηση και τα ασυμβίβαστα-η κατάργηση της «Επιτροπής του άρθρου 9»

    Με το προϋφιστάμενο δίκαιο (:άρθρο 9 ν. 2190/1920) προβλεπόταν πως για την «εξακρίβωση  της αξίας των εταιρικών εισφορών σε είδος κατά τη σύσταση της εταιρείας, καθώς και σε κάθε αύξηση του κεφαλαίου της, γίνεται μετά από γνωμοδότηση τριμελούς επιτροπής εμπειρογνωμόνων που αποτελείται από  έναν ή δύο υπαλλήλους του  Υπουργείου Ανάπτυξης Τομέας Εμπορίου) ή της αρμόδιας Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης, πτυχιούχους ανωτάτης σχολής, με τριετή τουλάχιστον υπηρεσία ή από έναν ή δύο ορκωτούς ελεγκτές-λογιστές η ορκωτούς εκτιμητές και από έναν εμπειρογνώμονα, εκπρόσωπο του αρμόδιου Επιμελητηρίου». Συνηθίσαμε να αποκαλούμε τη συγκεκριμένη επιτροπή ως «Επιτροπή του άρθρου 9» και να την χρησιμοποιούμε, απολύτως διεκπεραιωτικά, για την σύνταξη της κατά το νόμο αναγκαίας εκθέσεως αποτίμησης εισφορών σε είδος. Η αξιοπιστία των αποτελεσμάτων της ήταν, πάντοτε, περιορισμένη. Από το έτος 2007 (με το ν. 3604/2007) παρεχόταν, εναλλακτικά, η δυνατότητα σύνταξης της ίδιας έκθεσης (αποτίμησης εισφορών σε είδος) από ορκωτούς ελεγκτές λογιστές ή από ελεγκτική εταιρεία. Ήδη καταργήθηκε, και ορθά, η «Επιτροπή του άρθρου 9» διατηρήθηκε όμως η συγκεκριμένη, εναλλακτική, επιλογή.

    Στο πλαίσιο αυτό σήμερα, για την εξακρίβωση της αξίας των εισφορών σε είδος (είτε κατά τη σύσταση της ανώνυμης εταιρείας είτε σε αύξηση του κεφαλαίου της) μόνη οδός (άρθρο 17 παρ. 3) είναι η σύνταξη έκθεσης αποτίμησης είτε από δύο ορκωτούς ελεγκτές λογιστές είτε από ελεγκτική εταιρεία είτε, κατά περίπτωση, από δύο ανεξάρτητους πιστοποιημένους εκτιμητές. Ο χρόνος σύνταξης της έκθεσης αποτίμησης δεν θα πρέπει να απέχει περισσότερο από έξη μήνες από τη διενέργεια της εισφοράς σε είδος (άρθρο 17 παρ. 9). Για την διαχείριση ειδικών περιπτώσεων όπου απαιτούνται εξειδικευμένες γνώσεις ή διεθνής εμπειρία επιτρέπεται η πρόσληψη (από τους ελεγκτές ή τους πιστοποιημένους εκτιμητές) ειδικών εκτιμητών, ημεδαπών ή αλλοδαπών, για την εκτίμηση περιουσιακών στοιχείων.

    3.3. Η δημοσιότητα της έκθεσης αποτίμησης

    Ο νομοθέτης αναγνωρίζει ιδιαίτερη αξία στην έκθεση αποτίμησης. Καθιστά υποχρεωτική, στο πλαίσιο της αρχής της διαφάνειας, την καταχώρησή της στο ΓΕΜΗ με μέριμνα των ενδιαφερομένων και το Διοικητικό Συμβούλιο της εταιρείας υπεύθυνο για τη συγκεκριμένη δημοσιότητα (άρθρο 17 §8 σε συνδυασμό με το άρθρο 13).

     

    4. Τα ασυμβίβαστα εκείνων που συντάσσουν την έκθεση αποτίμησης

    Εκείνοι που θα συντάξουν την έκθεση αποτίμησης (ή θα εμπλακούν καθ’ οιονδήποτε τρόπο σε αυτήν) διέπονται από μια σειρά ασυμβιβάστων (άρθρο 17 §4):  δεν μπορούν να είναι μέλη του διοικητικού συμβουλίου της εταιρείας, πρόσωπα που διατηρούν οποιαδήποτε επιχειρηματική σχέση ή επαγγελματική συνεργασία με την εταιρεία ή/και εκείνον ο οποίος διενεργεί την εισφορά ή να είναι συγγενείς τους μέχρι δεύτερου βαθμού ή σύζυγοι των συγκεκριμένων προσώπων.

    Ειδικά όσον αφορά τους ορκωτούς ελεγκτές λογιστές και τις ελεγκτικές εταιρείες, των οποίων είναι μέλη, δεν πρέπει να συντρέχουν κωλύματα ή ασυμβίβαστα, που θα απέκλειαν τη διενέργεια τακτικού ελέγχου από τα πρόσωπα αυτά, ούτε τα τελευταία θα πρέπει να έχουν αναλάβει κατά την τελευταία τριετία τον τακτικό έλεγχο της εταιρείας ή συνδεδεμένης με αυτήν (κατά την έννοια του άρθρου 32 του ν. 4308/2014) εταιρείας.

     

    5. Το περιεχόμενο της έκθεσης αποτίμησης

    Σε κάθε περίπτωση αποτίμησης οποιουδήποτε περιουσιακού στοιχείου μπορεί να υποστηριχθούν αξίες σε ένα σημαντικό, κατά κανόνα, εύρος τιμών. Οι συγκεκριμένες αξίες επιβάλλεται να είναι τεκμηριωμένες με βάση κάποια από τις ευρύτερα αποδεκτές μεθόδους αποτίμησης. Προκειμένου να ενισχυθεί η αξιοπιστία και η χρηστικότητα της έκθεσης αποτίμησης, έχει θεσπισθεί (άρθρο 17 §§ 5 & 6) σειρά κανόνων όσον αφορά το περιεχόμενό της.

    Στο πλαίσιο αυτό, η έκθεση αποτίμησης οφείλει (άρθρο 17 § 5) να περιέχει την περιγραφή κάθε εισφοράς σε είδος, να αναφέρει τις μεθόδους αποτίμησης που χρησιμοποιήθηκαν και να καταλήγει σε συγκεκριμένη αξία (:τελική τιμή) για την συγκεκριμένα εισφορά. Αυτή η τελική τιμή της έκθεσης αποτίμησης είναι και το ανώτατο όριο τιμής στην οποία μπορεί να υπολογισθεί η αξία της εισφοράς σε είδος (άρθρο 17 §7)

    Όσον αφορά την εκτίμηση πάγιων περιουσιακών στοιχείων συντρέχουν κάποιοι επιπρόσθετοι κανόνες (άρθρο 17 §6): επιβάλλεται να λαμβάνεται υπόψη και να γίνεται αναφορά στην έκθεση αποτίμησης στην πραγματική και νομική κατάσταση των συγκεκριμένων περιουσιακών στοιχείων αλλά και τα τυχόν βάρη τους (ενδ.: προσημειώσεις, υποθήκες, ενέχυρα).

    Ειδικά επί ακινήτων θα πρέπει, επιπρόσθετα, να λαμβάνεται υπόψη και να γίνεται ειδική αναφορά στην αξία και τους τίτλους κτήσης, στην εμπορικότητα της περιοχής τους, στις προοπτικές ανάπτυξης, στις πραγματικές τρέχουσες τιμές, στην άδεια οικοδομής και σε αντίστοιχη τεχνική έκθεση μηχανικού.

    Επί μηχανημάτων, μεταφορικών μέσων και επίπλων, θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη και να γίνεται ειδική αναφορά στην χρονολογία και στην αξία κτήσης τους, στον βαθμό χρησιμοποίησης, συντήρησης και εμπορευσιμότητάς τους, στην ενδεχόμενη τεχνολογική απαξίωσή τους και στις τρέχουσες τιμές για ίδια ή παρεμφερή πάγια στοιχεία.

     

    6. Το ενδεχόμενο μη αποτίμησης των εταιρικών εισφορών

    Η διενέργεια της έκθεσης αποτίμησης των εισφορών σε είδος είναι, κατά κανόνα, υποχρεωτική.

    Η εταιρεία είναι δυνατό, υπό προϋποθέσεις, να αποφύγει την σύνταξη της έκθεσης αποτίμησης όταν σύμφωνα με το καταστατικό ή την απόφαση του εταιρικού οργάνου που αποφασίζει την αύξηση κεφαλαίου όταν:

    (α) το αντικείμενο της εισφοράς σε είδος είναι μέσα χρηματαγοράς ή κινητές αξίες (άρθρο 18 §1)

    (Στην περίπτωση αυτή αποτιμώνται στη μέση σταθμισμένη τιμή, στην οποία αποτέλεσαν αντικείμενο διαπραγμάτευσης σε ρυθμιζόμενη αγορά κατά το τελευταίο εξάμηνο πριν από την ημερομηνία πραγματοποίησης της σχετικής εισφοράς).

    (β) το αντικείμενο της εισφοράς σε είδος έχει ήδη αποτελέσει αντικείμενο αποτίμησης για την εύλογη αξία τους από αναγνωρισμένο ανεξάρτητο εμπειρογνώμονα (άρθρο 18 §2)

    Στην περίπτωση αυτή η αποτίμηση δεν μπορεί να απέχει περισσότερο από έξη μήνες από την πραγματοποίηση της σχετικής εισφοράς.

    ) η εύλογη αξία του αντικειμένου της εισφοράς σε είδος προκύπτει από τους υποχρεωτικούς λογαριασμούς του προηγούμενου οικονομικού έτους, εφόσον οι λογαριασμοί αυτοί αποτέλεσαν αντικείμενο ελέγχου (άρθρο 18 §3) στο πλαίσιο του υποχρεωτικού ελέγχου των ετήσιων και των ενοποιημένων χρηματοοικονομικών καταστάσεων (ν. 4336/2015 και 4449/2017).

    Σε κάθε μια από τις παραπάνω τρεις περιπτώσεις, η αξία των εισφορών σε είδος θα πρέπει όμως (όταν συντρέχουν κάποιες προϋποθέσεις), να αναπροσαρμοσθεί με πρωτοβουλία και ευθύνη του διοικητικού συμβουλίου και να συνταχθεί σχετική έκθεση αποτίμησης. Τούτο είναι, λ.χ., υποχρεωτικό όταν η μέση σταθμισμένη τιμή ή, κατά περίπτωση, η εύλογη αξία των εισφορών σε είδος έχει επηρεασθεί από εξαιρετικές περιστάσεις που μπορούν να μεταβάλουν (ή έχουν μεταβάλει) αισθητά την αξία των παραπάνω περιουσιακών στοιχείων κατά τον χρόνο πραγματοποίησης της εισφοράς

    Η εταιρεία είναι δυνατό, κατά τα προαναφερθέντα, να επιλέξει-αποφύγει την έκθεση αποτίμησης. Στην περίπτωση όμως αυτή το Διοικητικό Συμβούλιο της εταιρείας υποχρεούται (άρθρο 18 παρ. 4) να υποβάλει σε δημοσιότητα στο ΓΕΜΗ σειρά στοιχείων που την υποκαθιστούν. Συγκεκριμένα: (α) περιγραφή της σχετικής εισφοράς σε είδος, (β) την αξία της, την προέλευση της αποτίμησης αυτής και, εφόσον απαιτείται, τη μέθοδο αποτίμησης,  (γ) δήλωση για το αν η αξία που προκύπτει αντιστοιχεί τουλάχιστον στον αριθμό, την ονομαστική αξία και, ενδεχομένως, στο πρόσθετο ποσό που καταβάλλεται επί των μετοχών που πρόκειται να εκδοθούν έναντι της εν λόγω εισφοράς και (δ) δήλωση ότι δεν συντρέχουν νέες περιστάσεις όσον αφορά την αρχική αποτίμηση.

    Εισφορά σε είδος είναι δυνατό να αποφασισθεί στο πλαίσιο (έκτακτης) αύξησης του μετοχικού κεφαλαίου της εταιρείας με απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου (κατ’ εξουσιοδότηση του καταστατικού ή απόφασης Γενικής Συνέλευσης-κατ΄άρθρο 24 §1). Στην περίπτωση αυτή, και υπό την προϋπόθεση πως η εισφορά σε είδος λαμβάνει χώρα χωρίς αποτίμηση-σύμφωνα με όσα παραπάνω αναφέρθηκαν, είναι επίσης υποχρεωτική η δημοσίευση  στο ΓΕΜΗ σειράς στοιχείων που την υποκαθιστούν.

     

    7. Εν κατακλείδι

    Η κεφαλαιακή ενίσχυση της ανώνυμης εταιρείας είναι παράγοντας υγείας για την ίδια και την δραστηριότητά της. Η επιβεβαίωση της δυνατότητας  κεφαλαιακής ενίσχυσής της μέσω εισφορών σε είδος όπως και η κατάργηση παρωχημένων ρυθμίσεων (λ.χ. η «Επιτροπή του άρθρου 9») κινείται αναμφίβολα προς την ορθή κατεύθυνση.

    Η θέσπιση αυστηρών κανόνων όσον αφορά την αποτίμηση των εισφορών σε είδος δεν χωρεί αμφιβολία πως διασφαλίζει τη δικαιοσύνη μεταξύ των μετόχων αλλά και τα δικαιώματά τους. Κι ακόμα περισσότερο: λειτουργεί αποτρεπτικά για κείνους που «επιζητούν το δικό τους δίκαιο μερίδιο. Και το δικό σου».

    stavros-koumentakis

    Σταύρος Κουμεντάκης
    Senior Partner

    Υ.Γ. Συνοπτική έκδοση αυτού του άρθρου δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ, την 15η Σεπτεμβρίου 2019.

  • Το κεφάλαιο Ανώνυμης Εταιρείας: Ύψος, Κάλυψη, Καταβολή και Πιστοποίηση

    Το κεφάλαιο Ανώνυμης Εταιρείας: Ύψος, Κάλυψη, Καταβολή και Πιστοποίηση

    Το κεφάλαιο Ανώνυμης Εταιρείας: ύψος, κάλυψη, καταβολή και πιστοποίηση

    1. Προοίμιο

    «Θα ήθελα ο αγαπητός μου Καρλ να μπορούσε να ασχοληθεί λίγο και με την απόκτηση του κεφαλαίου, εκτός από τη συγγραφή του», φέρεται να έγραψε, ομολογουμένως με κάποιο παράπονο, η Johanna Bertha Julie Jenny von Westphalen.

    Ο «αγαπητός της Κάρλ» ήταν ο παιδικός της έρωτας και μετέπειτα σύζυγός της Karl Heinrich Marx-θεμελιωτής του κομμουνισμού και (φυσικά) εκ των μεγίστων εχθρών του κεφαλαίου.

    Ο «αγαπητός Κάρλ» λοιπόν φαίνεται πως συνάντησε πολύ νωρίς τον αντίλογο στις ιδέες του (σχετικά παράπονα και, πιθανότατα, τη γνωστή απευκταία γκρίνια)-κατά κυριολεξία «μέσα στο σπίτι του». Γιατί, καλή μεν η θεωρία, ο παιδικός (και δια βίου) έρωτας με την Τζένη, πλην όμως η πολυμελής οικογένεια τους χρειαζόταν, μεταξύ άλλων, στέγη, τροφή, ένδυση.

    Η ύπαρξη λοιπόν του «λαομίσητου» κεφαλαίου αποδείχθηκε αναγκαία αρχικά (19ος αιώνας) στο σπίτι του κεντρικού πολέμιού του και, στη συνέχεια (20ος αιώνας), σε παγκόσμιο επίπεδο.

    Εντύπωση όμως προξενεί το γεγονός πως η πλειονότητα εκείνων που αυτοπροσδιορίζονται ως αριστεροί (δηλ. περισσότεροι από τους μισούς κατοίκους της χώρας μας), στο κεφάλαιο προσβλέπουν για την επίτευξη της πολυπόθητης ανάπτυξης.

    Στο κεφάλαιο (της), κατ’ ακολουθίαν, προσβλέπει και η ανώνυμη εταιρεία για την πραγμάτωση του εταιρικού της σκοπού και τη δική της αναπτυξιακή πορεία.

    Ουδόλως διαθέτει, βέβαια, ο γράφων ικανότητες συγγραφής πονήματος αξίας αντίστοιχης με το «Κεφάλαιο» του Καρλ Μαρξ. Στο πλαίσιο αυτό περιορίζεται στο παρόν στην καταγραφή θεμάτων που άπτονται της κάλυψης, της καταβολής και της πιστοποίησης για το μετοχικό κεφάλαιο Ανώνυμης Εταιρείας.

     

    2. Το μετοχικό κεφάλαιο Ανώνυμης Εταιρείας και το ελάχιστο ύψος του (καταβεβλημένου) μετοχικού κεφαλαίου

    Ο κεφαλαιουχικός χαρακτήρας της Ανώνυμης Εταιρείας επιβάλλει την ύπαρξη κεφαλαίου τόσο κατά τη σύσταση όσο και κατά τη λειτουργία της. Ως κεφάλαιο Ανώνυμης εταιρείας κατά την ίδρυση προσδιορίζουμε το άθροισμα της αξίας των εισφορών των μετόχων, το οποίο στην πορεία αναδιαμορφώνεται με βάση τις ανάγκες της εταιρείας και τις επιλογές των μετόχων της. Δεν έχει οποιαδήποτε σχέση το μετοχικό κεφάλαιο της εταιρείας (:σταθερό μέγεθος μεταβαλλόμενο μόνον με τροποποίηση του καταστατικού της) με την εταιρική περιουσία (:μέγεθος διαρκώς μεταβαλλόμενο στη ζωή της εταιρείας),

    Ως ελάχιστο μετοχικό κεφάλαιο Ανώνυμης Εταιρείας προσδιορίζεται ήδη (εξαιρουμένων βεβαίως ειδικών περιπτώσεων) το ποσό των 25.000€ (άρθρο 15 § 2 ν. 4548/2019).

    Για τις περιπτώσεις μάλιστα των Ανωνύμων Εταιρειών που το κεφάλαιό τους υπολείπεται του συγκεκριμένου ποσού, υπάρχει υποχρέωση να προβούν σε σχετική αύξηση (με απλή, και όχι αυξημένη, απαρτία και πλειοψηφία ή να μετατραπούν σε εταιρεία άλλης μορφής μέχρι, το αργότερο, την 31.12.2019).  Σε περίπτωση άπρακτης παρέλευσης της σχετικής προθεσμίας δεν θα μπορεί να πραγματοποιηθεί – μέχρις ότου συντελεστεί η σχετική αύξηση – οποιαδήποτε καταχώριση της ανώνυμης εταιρείας στο ΓΕΜΗ (άρθρο 183 § 2).

    Το ελάχιστο κεφάλαιο των 25.000€ θα πρέπει να είναι ολοσχερώς καταβεβλημένο. Στις περιπτώσεις όπου έχει προβλεφθεί μερική καταβολή του μετοχικού κεφαλαίου το καταβεβλημένο τμήμα του δεν μπορεί, επίσης, να υπολείπεται του συγκεκριμένου ποσού (των 25.000€).

     

    3. Η κάλυψη για το μετοχικό κεφάλαιο Ανώνυμης Εταιρείας

    Η καταβολή του μετοχικού κεφαλαίου είναι δυνατό να γίνεται είτε σε χρήμα είτε σε είδος. Η «κάλυψη» του μετοχικού κεφαλαίου γίνεται, σε πρακτικό επίπεδο, με την ανάληψη της υποχρέωσης καταβολής του (:υποσχετική σύμβαση-άρθρο 16 § 1).

    Κατά την ίδρυση το αρχικό μετοχικό κεφάλαιο ανώνυμης εταιρείας καλύπτεται (άρθρο 16 § 2) από έναν ή περισσότερους ιδρυτές, σύμφωνα με όσα ορίζει το καταστατικό. Κατά την αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου της ανώνυμης εταιρείας το ποσό της αύξησης καλύπτεται (άρθρο 16 § 2 επίσης) από τους μετόχους της ή τρίτους. Εκείνοι που έχουν αναλάβει την υποχρέωση να καλύψουν το αρχικό κεφάλαιο ή αυτό που αντιστοιχεί σε επιγενόμενη αύξησή του, υποχρεούνται να το καταβάλουν σε ειδικά προς τούτο ορισμένο τραπεζικό λογαριασμό της εταιρείας (άρθρο 20 § 3). Η καταβολή θα είναι συνολική ή μερική-όταν βεβαίως συντρέχουν οι προϋποθέσεις του νόμου (άρθρο 21) και του καταστατικού.

    Είναι πάντοτε δυνατό, υπό προϋποθέσεις όμως, να προσφύγει η ανώνυμη εταιρεία στο κοινό για την ολική ή μερική κάλυψη του κεφαλαίου της (αρχικού ή ύστερα από αύξησή του) ή/και για την κάλυψη ομολογιακού δανείου μετατρέψιμου σε μετοχές. Στην περίπτωση όμως αυτή ακολουθείται μια διαφορετική διαδικασία, με βάση τη νομοθεσία που αναφέρεται στις δημόσιες προσφορές κινητών αξιών (άρθρο 16 § 3). Η παραβίαση των σχετικών διατάξεων για τη δημόσια προσφορά επισύρει σημαντικές διοικητικές και ποινικές κυρώσεις.

     

    4. Η καταβολή του μετοχικού κεφαλαίου

    Το αρχικό μετοχικό κεφάλαιο της Ανώνυμης εταιρείας καταβάλλεται (και πρέπει να καταβάλλεται) κατά τη σύσταση της εταιρείας (άρθρο 20 §1), αμέσως μετά την ολοκλήρωση της διαδικασίας ίδρυσης και το άνοιγμα του σχετικού τραπεζικού λογαριασμού (άρθρο 20 §3-ανωτέρω υπό 3).

    Η μη καταβολή του αρχικού μετοχικού κεφαλαίου δεν επηρεάζει πλέον το κύρος της εταιρείας, καθιστά όμως εφικτή την υποβολή αίτησης για τη λύση της στο αρμόδιο δικαστήριο από οποιονδήποτε έχει έννομο συμφέρον. Η λύση της ανώνυμης εταιρείας θα διαταχθεί στην περίπτωση που το (αρχικό) μετοχικό κεφάλαιο εξακολουθεί να μην έχει καταβληθεί κατά τον χρόνο υποβολής της σχετικής αίτησης (άρθρο 165 §1). Σε κάθε περίπτωση, η καθυστέρηση της καταβολής του μετοχικού κεφαλαίου επιφέρει σοβαρές συνέπειες (βλ. κατωτέρω υπό 7).

    Σε περίπτωση αύξησης του μετοχικού κεφαλαίου της εταιρείας το όργανό της που λαμβάνει τη σχετική απόφαση (:ΓΣ ή ΔΣ) αποφασίζει την προθεσμία καταβολής του ποσού της. Η προθεσμία αυτή δεν μπορεί να είναι μικρότερη των δεκατεσσάρων (14) ημερών, ούτε μεγαλύτερη των τεσσάρων (4) μηνών από την ημέρα που καταχωρίσθηκε η απόφαση αυτή στο Γ.Ε.ΜΗ (άρθρο 20 §2).

    Η καταβολή σε μετρητά του αρχικού κεφαλαίου, των τυχόν αυξήσεων του, καθώς και οι καταθέσεις μετόχων με προορισμό τη μελλοντική αύξηση του κεφαλαίου, θα πρέπει, όπως και ανωτέρω αναφέρθηκε (υπό 3), να διενεργούνται υποχρεωτικά με κατάθεση σε ειδικό τραπεζικό λογαριασμό της εταιρείας. Αντί κατάθεσης σε τραπεζικό λογαριασμό της εταιρείας, το ποσό του κεφαλαίου ή της αύξησης μπορεί (με εξαίρεση τις εισηγμένες εταιρείες) να χρησιμοποιηθεί ποσό που δαπανήθηκε στο πλαίσιο των εταιρικών σκοπών (εφόσον υπάρχει σχετική καταστατική πρόβλεψη ή πρόβλεψη στην απόφαση της αύξησης (άρθρο 20 §3).

     

    5. Η καταβολή ποσού αύξησης του μετοχικού κεφαλαίου με συμψηφισμό χρέους της εταιρείας

    Για πρώτη φορά με τον πρόσφατο νόμο η καταβολή ποσού αύξησης του μετοχικού κεφαλαίου είναι δυνατό να λάβει χώρα και με συμψηφισμό ισόποσου χρέους της εταιρείας (άρθρο 20 §4). Υπάρχει όμως μια διπλή προϋπόθεση για το συγκεκριμένο συμψηφισμό:

    (α) να υφίσταται σχετική πρόβλεψη στην απόφαση της αύξησης του μετοχικού κεφαλαίου καθώς ρητά απαγορεύεται ο μονομερής συμψηφισμός και

    (β) ο συμψηφισμός να συνοδεύεται από βεβαίωση ορκωτού ελεγκτή λογιστή ή ελεγκτικής εταιρείας ότι το χρέος αυτό είναι, όπως προκύπτει από τα βιβλία της εταιρείας, υπαρκτό, ληξιπρόθεσμο και δεν εξαρτάται από αίρεση-σε περίπτωση όμως, ειδικά, μη ληξιπρόθεσμου χρέους θα πρέπει να αποτιμάται η παρούσα αξία του (σύμφωνα με το άρθρο 17).

    Σημαντικό πάντως να τονισθεί πως οι συγκεκριμένες προϋποθέσεις δεν εφαρμόζονται όταν γίνεται κεφαλαιοποίηση απαιτήσεων στο πλαίσιο σχεδίου εξυγίανσης ή αναδιοργάνωσης κατά τις διατάξεις του Πτωχευτικού Κώδικα.

    Σε κάθε περίπτωση: η καταβολή μέσω συμψηφισμού και ο αριθμός των μετοχών που αναλαμβάνονται και στις οποίες αντιστοιχεί  ο συμψηφισμός υποβάλλονται σε δημοσιότητα στο ΓΕΜΗ.

     

    6. Η πιστοποίηση της καταβολής του μετοχικού κεφαλαίου

    Με το προϋφιστάμενο δίκαιο (του ν. 2190/1920) η πιστοποίηση της καταβολής του μετοχικού κεφαλαίου γινόταν από το Διοικητικό Συμβούλιο και η εξακρίβωση της καταβολής εναπόκειτο στην εποπτεία του αρμόδιου υπουργού-ουσιαστικά στον έλεγχο της αρμόδιας αρχής. Ο συγκεκριμένος έλεγχος είχε σκοπό να επιβεβαιώσει την πραγματική καταβολή του μετοχικού κεφαλαίου αλλά και να ελέγξει αν το Διοικητικό Συμβούλιο εκτέλεσε ορθά την υποχρέωσή του για τη σχετική πιστοποίηση.

    Με τον πρόσφατο νόμο δεν προβλέπεται πλέον διοικητικός έλεγχος της καταβολής.

    Η εμπρόθεσμη (ή μη) καταβολή του μετοχικού κεφαλαίου (αρχικού ή ύστερα από αύξηση) πρέπει να πιστοποιείται. Πιστοποίηση καταβολής δεν απαιτείται, αν η αύξηση κεφαλαίου δεν γίνεται με νέες εισφορές (άρθρο 20 §5).

    Η πιστοποίηση πρέπει να λάβει χώρα μέσα στο πρώτο δίμηνο από τη σύσταση της εταιρείας και μέσα σε ένα (1) μήνα από τη λήξη της προθεσμίας καταβολής του ποσού της αύξησης του μετοχικού της κεφαλαίου. Για την πλειονότητα των ανωνύμων εταιρειών (πολύ μικρές και μικρές-μη εισηγμένες) η πιστοποίηση μπορεί να γίνει από το ίδιο το διοικητικό συμβούλιο, που συνέρχεται σε συνεδρίαση μέσα στις παραπάνω προθεσμίες, με θέμα ημερήσιας διάταξης την πιστοποίηση της καταβολής ή μη του κεφαλαίου. Στις μεγάλες και πολύ μεγάλες ανώνυμες εταιρείες η πιστοποίηση γίνεται με έκθεση ορκωτού ελεγκτή λογιστή ή ελεγκτικής εταιρείας, με μέριμνα του διοικητικού συμβουλίου-μέσα στις παραπάνω προθεσμίες. Όσον αφορά ειδικά την πιστοποίηση της καταβολής του μετοχικού κεφαλαίου γίνεται από ορκωτό ελεγκτή λογιστή, ελεγκτική εταιρεία ή το διοικητικό συμβούλιο (άρθρο 20 §6).

    Η έκθεση του ορκωτού ελεγκτή λογιστή ή της ελεγκτικής εταιρείας ή το πρακτικό του διοικητικού συμβουλίου πρέπει να αναφέρουν και τις ειδικές περιστάσεις καταβολής του δευτέρου εδαφίου της παραγράφου 3 ή ότι η καταβολή έγινε με συμψηφισμό, σύμφωνα με την παράγραφο 4. Επί εισφορών σε χρήμα που καταβάλλονται στον ειδικό τραπεζικό λογαριασμό της παραγράφου 3, τόσο η έκθεση του ορκωτού ελεγκτή λογιστή ή της ελεγκτικής εταιρείας όσο και το πρακτικό του διοικητικού συμβουλίου πρέπει να στηρίζονται σε απόσπασμα κίνησης του λογαριασμού αυτού, χορηγούμενο από το πιστωτικό ίδρυμα. Το απόσπασμα αυτό θα πρέπει να επισυνάπτεται στην παραπάνω έκθεση ή το πρακτικό του Διοικητικού Συμβουλίου.

    Επομένως: δεν αρκούν ένα ή περισσότερα καταθετήρια στον τραπεζικό λογαριασμό της εταιρείας. Από το απόσπασμα του τραπεζικού λογαριασμού θα προκύπτουν και τυχόν αναλήψεις. «Έξυπνες» πρακτικές του παρελθόντος (διαδοχικές μικρές καταθέσεις και μικρές αναλήψεις με σκοπό τη συμπλήρωση του συνολικού κεφαλαίου: εικονικές δηλ. καταβολές) αποτελούν, απλά, παρελθόν.

    Η έκθεση του ορκωτού ελεγκτή λογιστή ή της ελεγκτικής εταιρείας καθώς και το πρακτικό του Διοικητικού Συμβουλίου για την πιστοποίηση της καταβολής υποβάλλονται σε δημοσιότητα (άρθρο 20 §7).

    Στην περίπτωση σύστασης ανώνυμης εταιρείας ή αύξησης κεφαλαίου με εισφορά σε είδος, η πιστοποίηση καταβολής μπορεί να γίνει από το ίδιο το διοικητικό συμβούλιο ανεξαρτήτως του μεγέθους της ανώνυμης εταιρείας αφού ολοκληρωθεί η διαδικασία μεταβίβασης (άρθρο 20 §8).

    Σε κάθε περίπτωση: Ο ορκωτός ελεγκτής λογιστής ή η ελεγκτική εταιρεία που πιστοποιούν την καταβολή του κεφαλαίου, δεν μπορεί να διενεργούν και τον τακτικό έλεγχο της εταιρείας. Επίσης ο ορκωτός ελεγκτής λογιστής δεν μπορεί να ανήκει σε ελεγκτική εταιρεία που διενεργεί τον συγκεκριμένο έλεγχο (άρθρο 20 §10).

     

    7. Ποιο το «επιτίμιο» της μη εμπρόθεσμης καταβολής του αναληφθέντος (αρχικού ή από αύξηση) μετοχικού κεφαλαίου;

    Το ενδεχόμενο της μη εμπρόθεσμης καταβολής του ποσού του αρχικού μετοχικού κεφαλαίου ή της αύξησης του από εκείνον που ανέλαβε την καταβολή του, επιφέρει (αυστηρές) κυρώσεις για τον υπόχρεο και αναγκαίες εξελίξεις για την εταιρεία (άρθρα 20 §9 και 21 §§5 & 6). Σε μια τέτοια περίπτωση, το διοικητικό συμβούλιο της εταιρείας τάσσει προθεσμία ενός (1) μηνός στον υπόχρεο για την εξόφληση των οφειλομένων. Ταυτόχρονα όμως οφείλει να τον προειδοποιήσει για τις συνέπειες της άπρακτης παρέλευσης της προθεσμίας αυτής.

    Ποιες είναι αυτές οι συνέπειες; Σε ενδεχόμενη άπρακτη παρέλευση της ταχθείσας προθεσμίας, η εταιρεία ακυρώνει τις (μη ολοσχερώς εξοφληθείσες) μετοχές και παρακρατεί υπέρ αυτής τυχόν από μέρους του προκαταβληθέντα (περιλαμβανομένων δόσεων ή, ενδεχόμενης, διαφοράς υπέρ το άρτιο). Ταυτόχρονα όμως η εταιρεία θα προβεί στην έκδοση νέων μετοχών, ίσων κατ’  αριθμό με τις ακυρωθείσες, τις οποίες αρχικά θα προσφέρει στους λοιπούς μετόχους (:δικαίωμα προτίμησης). Σε περίπτωση μη εκδήλωσης ενδιαφέροντος από μέρους των παλαιών μετόχων, προβαίνει στην ελεύθερη διάθεσή τους.

    Αν συμβεί να είναι δεσμευμένες οι ακυρωθείσες μετοχές καθώς και αν η διάθεση των, σε αντικατάστασή τους, εκδοθεισών νέων αποβεί συνολικά ή κατά ένα μέρος άκαρπη, η εταιρεία υποχρεούται να προβεί σε μείωση του κεφαλαίου (στην πρώτη επόμενη γενική συνέλευση) κατά το ποσό της ονομαστικής αξίας των μη εκποιηθεισών μετοχών.

    Είναι σημαντικό να τονισθεί πως το τμήμα της ονομαστικής αξίας των μετοχών που δεν καταβλήθηκε μέσα στις υφιστάμενες προθεσμίες επιβαρύνει, σε κάθε περίπτωση, τον υπόχρεο μέτοχο με το νόμιμο επιτόκιο έως την ακύρωση των μετοχών. Περαιτέρω ποινικές ρήτρες ή άλλες αξιώσεις της εταιρείας σε βάρος του υπόχρεου είναι δυνατό να προβλεφθούν στο καταστατικό της εταιρείας ή στην απόφαση για αύξηση του μετοχικού της κεφαλαίου.

     

    8. Εν κατακλείδι

    Η κεφαλαιακή επάρκεια ήταν διαχρονικά αναγκαία. Μεταξύ άλλων για το νοικοκυριό της Jenny Marx αλλά και για τις επιχειρήσεις τις εποχής της και του σήμερα.

    Η ύπαρξη του αναγκαίου μετοχικού κεφαλαίου στις ανώνυμες εταιρείες καθίσταται αναγκαία για την επίτευξη του εταιρικού σκοπού. Μεθοδεύσεις του παρελθόντος που σκοπό είχαν την εικονική καταβολή του δεν έχουν θέση ούτε στον πρόσφατο νόμο ούτε και στη σύγχρονη πραγματικότητα.

    Το σημαντικότερο: Η κεφαλαιακή επάρκεια των επιχειρήσεων αποτελεί αναγκαία προϋπόθεση για την (πολυπόθητη) ανάπτυξη εκείνων και της χώρας.

    stavros-koumentakis

    Σταύρος Κουμεντάκης
    Senior Partner

    Υ.Γ. Συνοπτική έκδοση αυτού του άρθρου δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ, την 1η Σεπτεμβρίου 2019.

    κεφάλαιο της ανώνυμης

Η περιοχή αυτή είναι καταχωρημένη στο wpml.org ως περιοχή ανάπτυξης. Μεταβείτε σε τοποθεσία παραγωγής με κλειδί στο remove this banner.