Ετικέτα: εταιρική διακυβέρνηση

  • Κριτήρια ESG (Περιβάλλον, Κοινωνία, Διακυβέρνηση), Επιχειρήσεις και Ανάπτυξη

    Κριτήρια ESG (Περιβάλλον, Κοινωνία, Διακυβέρνηση), Επιχειρήσεις και Ανάπτυξη

    Πολύς ο λόγος για τα κριτήρια ESG: για την αξία τους, τη σημασία της υιοθέτησής τους από τις επιχειρήσεις αλλά και τον τρόπο που τα αξιολογούν οι επενδυτές, τα χρηματιστήρια και το χρηματοπιστωτικό σύστημα. Η παγκόσμια συζήτηση έχει φτάσει, από καιρό, στη χώρα μας. Το θέμα δεν είναι πια θεωρητικό˙ αναφέρεται στην προσέλκυση επενδυτικών κεφαλαίων, στην πιστοληπτική ικανότητα των επιχειρήσεων και, εν τέλει, στην ανάπτυξη. Ας δούμε γιατί.

     

    Τι είναι τα κριτήρια ESG;

    ESG είναι η συντομογραφία των λέξεων Environmental (:Περιβάλλον), Social (:Κοινωνία), και Governance (:Διακυβέρνηση). Τα συγκεκριμένα (:ESG) κριτήρια είναι ένα σύνολο προτύπων για τις λειτουργίες μιας εταιρείας που χρησιμοποιούν κοινωνικά συνειδητοί επενδυτές για τον έλεγχο δυνητικών επενδύσεων. Τα περιβαλλοντικά κριτήρια εξετάζουν την απόδοση μιας εταιρείας ως διαχειριστή της φύσης. Τα κοινωνικά κριτήρια εξετάζουν με ποιο τρόπο η επιχείρηση διαχειρίζεται τις σχέσεις της με τους υπαλλήλους, προμηθευτές, πελάτες και τις κοινότητες όπου λειτουργεί. Η διακυβέρνηση ασχολείται με την ηγεσία μιας εταιρείας, τις αμοιβές της διοίκησης και των ανώτερων στελεχών, τους ελέγχους, τους εσωτερικούς ελέγχους και τα δικαιώματα των μετόχων.

    Με τα συγκεκριμένα κριτήρια όμως δεν ασχολούνται μόνον οι επενδυτές και οι επιχειρήσεις. Απασχολούν, ήδη, και την ΕΕ. Στο πλαίσιο αυτό, συναντά κανείς σωρεία νομοθετημάτων σχετικών με τα ESG κριτήρια, που αναδεικνύουν το υψηλό ενδιαφέρον της τελευταίας.

     

    Η (αληθινή) αξία των ESG κριτηρίων

    Το 2015 οι παγκόσμιοι ηγέτες ενέκριναν ομόφωνα την Ατζέντα 2030 για τη Βιώσιμη Ανάπτυξη. Κατά τον ΓΓ του ΟΗΕ, Αντόνιο Γκουτέρες, «Οι στόχοι για τη Βιώσιμη Ανάπτυξη είναι το μονοπάτι που μας οδηγεί σε ένα κόσμο δικαιότερο, πιο ειρηνικό και ευημερούντα, και σε έναν υγιή πλανήτη».

    Κατά συνέπεια: το θέμα δεν έχει νομοθετικό, μόνον, υπόβαθρο ούτε και νομική, κατά  βάση, αξία.

    Αποδεικνύεται, όμως, πως έχει ιδιαίτερη αξία (και) για τις επιχειρήσεις.

    Προλογίζοντας ο Γιώργος Σεραφείμ (καθηγητής στο Harvard Business School, Πρόεδρος του Ελληνικού Συμβουλίου Εταιρικής Διακυβέρνησης και μέλος της Διοικούσας Επιτροπής του Χρηματιστηρίου Αθηνών) τον Οδηγό Δημοσιοποίησης Πληροφοριών ESG του Χρηματιστηρίου Αθηνών αναφέρει: «εταιρείες που βελτιώνουν τις επιδόσεις τους σε θέματα περιβάλλοντος, κοινωνίας και εταιρικής διακυβέρνησης (ESG) …βελτιώνουν την πρόσβασή τους σε κεφάλαια, τη δέσμευση των εργαζομένων τους, την ικανοποίηση των πελατών τους και τις σχέσεις τους με την κοινωνία και τα ενδιαφερόμενα μέρη».

    Στο συγκεκριμένο Οδηγό διαβάζουμε:

    «Η βιώσιμη ανάπτυξη αποτελεί παγκόσμια προτεραιότητα… Με τη θέσπιση των Στόχων Βιώσιμης Ανάπτυξης (ΣΒΑ) των Ηνωμένων Εθνών έχει διαμορφωθεί μια νέα αντίληψη σχετικά με το ρόλο των εταιρειών και όλο και περισσότερες επιχειρήσεις προβαίνουν στη μέτρηση, τη δημοσιοποίηση και τη διαχείριση των κινδύνων και των ευκαιριών που αφορούν τη βιώσιμη ανάπτυξη. Μέσω δεικτών που καταγράφουν επιδόσεις σε θέματα περιβάλλοντος, κοινωνίας και εταιρικής διακυβέρνησης …αποτυπώνεται η ικανότητα των εταιρειών να δημιουργούν αξία και να διαμορφώνουν αποτελεσματικές στρατηγικές με μακροπρόθεσμο ορίζοντα….

    Παράλληλα, ακαδημαϊκές έρευνες έχουν διαπιστώσει την ύπαρξη ισχυρής σχέσης μεταξύ των επιδόσεων σε θέματα ESG και των χρηματοοικονομικών επιδόσεων των εταιρειών, γεγονός που αποδεικνύει ότι τα δεδομένα ESG είναι ουσιαστικά από χρηματοοικονομικής απόψεως και, συνεπώς, συναφή για τους επενδυτές. Τα δεδομένα ESG που δημοσιοποιούν οι εταιρείες παρέχουν στους επενδυτές σημαντικές πληροφορίες για τις δραστηριότητες, την ανταγωνιστική θέση και τη μακροπρόθεσμη στρατηγική τους».

     

    To Σύμφωνο PRI

    To Σύμφωνο PRI [:PRI Initiative (Principles for Responsible Investment)] είναι μια επενδυτική πρωτοβουλία που αναπτύσσεται σε συνεργασία με την UNEP Finance Initiative και το UN Global Compact˙ μια πρωτοβουλία που προϋποθέτει τη δέσμευση των συμμετεχόντων στα ESG κριτήρια.

    Τα δημοσιευμένα στοιχεία για την αυξανόμενη αποδοχή του Συμφώνου PRI μοιάζουν εντυπωσιακά: Στη συγκεκριμένη πρωτοβουλία συμμετέχουν, ήδη, 170 επενδυτές που διαχειρίζονται 36τρις(!) USD καθώς και 26(!) Οργανισμοί Αξιολόγησης Πιστοληπτικής Ικανότητας [:(CRAs)Credit Rating Agencies]. Επίσης: Τέσσερις εκθέσεις έχουν δημοσιευτεί ως μέρος της συγκεκριμένης πρωτοβουλίας και έχουν οργανωθεί πάνω από είκοσι φόρουμ σε όλο τον κόσμο για τους επαγγελματίες του κλάδου.

    Αξιοσημείωτες είναι και οι αρχές επί των οποίων δεσμεύονται οι συγκεκριμένοι επενδυτές και Οργανισμοί:

    Αρχή 1: Θα ενσωματώσουμε θέματα ESG στην ανάλυση των επενδύσεων και στις διαδικασίες λήψης αποφάσεων.

    Αρχή 2: Θα είμαστε ενεργοί κάτοχοι και θα ενσωματώσουμε ζητήματα ESG στις πολιτικές και τις πρακτικές μας.

    Αρχή 3: Θα επιδιώξουμε την κατάλληλη αποκάλυψη για θέματα ESG από τις οντότητες στις οποίες επενδύουμε.

    Αρχή 4: Θα προωθήσουμε την αποδοχή και την εφαρμογή των Αρχών στον κλάδο των επενδύσεων.

    Αρχή 5: Θα συνεργαστούμε για να ενισχύσουμε την αποτελεσματικότητά μας στην εφαρμογή των Αρχών.

    Αρχή 6: Θα αναφέρουμε τις δραστηριότητές μας και την πρόοδό μας σχετικά με την εφαρμογή των Αρχών.

     

    ESG: Winning in the long run

    Από όσα παραπάνω αναφέρονται δεν απομένει οποιαδήποτε αμφιβολία ούτε για τη σημασία που δίνουν οι επενδυτές στην υιοθέτηση των ESG κριτηρίων ούτε και για το γεγονός πως οι επιχειρήσεις (και) σ’ αυτά, ιδιαίτερα, θα πρέπει να εστιάσουν.

    Στο κατά τα άνω πλαίσιο και (σχετικά) πρόσφατη εκδήλωση του Χρηματιστηρίου Αθηνών: ESG: Winning in the long run. Η υψηλή συμμετοχή στη συγκεκριμένη εκδήλωση καταδεικνύει και το υψηλό, αντίστοιχα, ενδιαφέρον. Πολλές, επίσης, και ενδιαφέρουσες συμμετοχές και παρουσιάσεις, που κατέδειξαν αυτή, ακριβώς, τη αξία της υιοθέτησης των συγκεκριμένων κριτηρίων από τις επιχειρήσεις.

    Σε δύο, μόνον, σημεία των τοποθετήσεων, που έλαβαν χώρα, θα εστιάσουμε:

    «Εταιρείες κοινωνικά υπεύθυνες προφανώς γίνονται ελκυστικότερες σε διεθνές επίπεδο και αντίστροφα» (:κ. Βασ. Λαζαράκου, Πρόεδρος της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς)

    «Σύμφωνα με εκτιμήσεις τα επόμενα τρία-τέσσερα χρόνια παραπάνω από το 50% των ΑΚ θα επενδύεται σε στρατηγικές οι οποίες θα έχουν κριτήρια ESG. (H υιοθέτηση των ESG κριτηρίων) δεν είναι κάτι, όπως θα λέγαμε, nice to have αλλά must have» (:κ. Θεοφ. Μυλωνάς, Πρόεδρος Ένωσης Θεσμικών Επενδυτών)

    Στη βάση (και) των συγκεκριμένων δεδομένων, ο CEO του Χρηματιστηρίου Αθηνών κ. Σωκράτης Λαζαρίδης γνωστοποίησε τον προγραμματισμό της δημιουργίας, έως τον Οκτώβριο,  δείκτη που θα περιλαμβάνει τις επαρκώς ευαισθητοποιημένες, σε θέματα ESG, εισηγμένες εταιρείες. Αναμένεται, ως φυσικό επακόλουθο, η αύξηση του ενδιαφέροντος των επενδυτών για τις μετοχές των εν λόγω (προνομιούχων) εταιρειών.

     

    Επιχειρήσεις που πληρούν τα κριτήρια ESG και επενδυτικά κεφάλαια

    Θα ανέμενε κάποιος πως η υιοθέτηση των συγκεκριμένων κριτηρίων συνιστά περίσσιο, μόνον, βάρος (και κόστος-χωρίς όφελος) για τις επιχειρήσεις. Είναι όμως έτσι;

    H Morningstar είναι μία εταιρεία χρηματοοικονομικών υπηρεσιών έρευνας και διαχείρισης επενδύσεων διεθνούς κύρους. Υψηλού κύρους, αντίστοιχα, και οι έρευνές της. Σε μια σχετικά πρόσφατη (:30.6.20) έρευνά της (:“How Does European Sustainable Funds’ Performance Measure Up?”) συναντούμε εξαιρετικά ενδιαφέροντα στοιχεία. Πολύ περισσότερο, καθώς γίνεται συγκριτική επισκόπηση των αποδόσεων των Sustainable Funds σε σχέση με τα παραδοσιακά-τα Traditional Funds.

    Να διευκρινίσουμε στο σημείο αυτό, πως ως Sustainable Funds προσδιορίζονται εκείνα που χρησιμοποιούν κριτήρια περιβαλλοντικής, κοινωνικής και εταιρικής διακυβέρνησης (ESG) για την αξιολόγηση των επενδύσεων ή της κοινωνικής τους επίδρασης. Αντίθετα, τα παραδοσιακά (:Traditional Funds) δεν εστιάζουν στην ύπαρξη (ή μη) τέτοιου είδους κριτηρίων για την αξιολόγηση είτε των επενδύσεών τους είτε/και δυνητικών επενδύσεων.

     

    Αποδόσεις και βαθμός επιβίωσης των Sustainable Funds σε σχέση με τα Traditional Funds

    Στην προαναφερθείσα έρευνα της Morningstar γίνεται συγκριτική επισκόπηση των Sustainable και των Traditional Funds όσον αφορά τον βαθμό επιβίωσης αλλά και, κυρίως, τις αποδόσεις τους. Η υπεροχή των πρώτων μοιάζει προφανής σε παγκόσμιο και ευρωπαϊκό επίπεδο σε βάθος έτους, τριετίας, πενταετίας και δεκαετίας. Να διευκρινιστεί πως, για τις ανάγκες του παρόντος, εστιάζουμε μεν στα τμήματα εκείνα της έρευνας που αναφέρονται στις επενδύσεις σε παγκόσμιο και ευρωπαϊκό επίπεδο, δεν προκύπτουν όμως σημαντικές διαφοροποιήσεις από τα υπόλοιπα τμήματά της.

     

    Αποδόσεις των Sustainable Funds σε παγκόσμιο επίπεδο

    Στον πίνακα που ακολουθεί καταγράφονται οι επιδόσεις και αποδόσεις των Sustainable Funds που επενδύουν, παγκοσμίως, σε εταιρείες μεγάλης κεφαλαιοποίησης-Blend Equity˙ συγκεκριμένα:

    Από τα παραπάνω δεδομένα προκύπτει πως, πέραν του αυξημένου ποσοστού επιβίωσης των Sustainable Funds, οι μέσες αποδόσεις τους από τις προαναφερθείσες επενδύσεις, κυμαίνονται από 6,9% σε βάθος δεκαετίας έως 25,7% σε επίπεδο έτους. Αντίθετα, οι μέσες αποδόσεις των Traditional Funds περιορίζονται στο 6,3% σε βάθος δεκαετίας και φτάνουν στο 23,3% σε επίπεδο έτους.

     

    Αποδόσεις των Sustainable Funds που επενδύουν στην Ευρώπη

    Στον κατωτέρω πίνακα καταγράφονται οι επιδόσεις και αποδόσεις των Sustainable Funds που επενδύουν στην Ευρώπη-επίσης σε εταιρείες μεγάλης κεφαλαιοποίησης/Blend Equity˙ συγκεκριμένα:

    Τα ποσοστά επιβίωσης των Sustainable Funds είναι, στην περίπτωση αυτή, εξαιρετικά αυξημένα σε σχέση με τα Traditional Funds. Αυξημένες όμως είναι και οι αποδόσεις των Sustainable Funds, που επενδύουν στις συγκεκριμένες ευρωπαϊκές εταιρείες: κυμαίνονται από 6,8% σε βάθος δεκαετίας έως 26,2% σε επίπεδο έτους. Αντίθετα, οι μέσες αποδόσεις των Traditional Funds περιορίζονται στο 6,6% σε βάθος δεκαετίας και φτάνουν έως 24,2% σε επίπεδο έτους.

     

    Αποδόσεις των Sustainable Funds που επενδύουν στην Ευρωζώνη

    Στον πίνακα που ακολουθεί, καταγράφονται οι επιδόσεις και αποδόσεις των Sustainable Funds που επενδύουν στην Ευρωζώνη σε εταιρείες μεγάλης κεφαλαιοποίησης-Blend Equity˙ συγκεκριμένα:

    Τα ποσοστά επιβίωσης των Sustainable Funds είναι, και στην περίπτωση αυτή, εξαιρετικά αυξημένα, σε σχέση με τα Traditional Funds. Αντίστοιχα και οι μέσες αποδόσεις των Sustainable Funds που επενδύουν στην Ευρωζώνη στις συγκεκριμένες εταιρείες: κυμαίνονται από 5,6% σε βάθος δεκαετίας έως 24,4% σε επίπεδο έτους. Αντίθετα οι μέσες αποδόσεις των Traditional Funds περιορίζονται στο 5,5% σε βάθος δεκαετίας και φτάνουν έως 23,7% σε επίπεδο έτους.

     

    Συμπέρασμα

    Ως απολύτως προφανές προκύπτει, από τα παραπάνω, το συμπέρασμα, πως τα Funds εκείνα (:Sustainable Funds) που εστιάζουν σε επενδύσεις με κριτήρια ESG έχουν εμφανώς καλύτερα ποσοστά επιβίωσης αλλά και καλύτερες αποδόσεις έναντι των λοιπών (:Traditional Funds). Οι επιχειρήσεις, λοιπόν, που πληρούν τα εν λόγω (:ESG) κριτήρια είναι εκείνες που θα λαμβάνουν «τη μερίδα του λέοντος», όσον αφορά  το ενδιαφέρον των σημαντικών επενδυτών. Τα κεφάλαια για την ανάπτυξή τους αλλά και η ανάπτυξή τους εν τέλει μοιάζει να είναι, με τον τρόπο αυτό,  ευκολότερα (αλλά και περισσότερο) εξασφαλισμένα.

     

    Το ενδιαφέρον της παγκόσμιας κοινότητας, των επενδυτικών κεφαλαίων και των χρηματιστηρίων (τελευταία και των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων), προκύπτει ως απολύτως πρόδηλο όσον αφορά την υιοθέτηση των κριτηρίων ESG. Αναδεικνύεται, κατ’ ακολουθίαν, ως εξαιρετικά σημαντική η υιοθέτησή τους από τις εταιρείες μεγάλης κεφαλαιοποίησης αλλά κι εκείνες των οποίων μετοχές είναι εισηγμένες σε οργανωμένες αγορές.

    Το θέμα όμως δεν θα πρέπει να απασχολεί τις συγκεκριμένες μεγαλύτερες, μόνον, εταιρείες. (Θα πρέπει να) απασχολεί το σύνολο των επιχειρήσεων που βρίσκονται (ή είναι ενδεχόμενο να βρεθούν) στο στόχαστρο επενδυτών. Εκείνες των οποίων η πιστοληπτική ικανότητα αξιολογείται. Εκείνες που είτε επιθυμούν να προβάλλουν τα επιτεύγματά τους στους συγκεκριμένους τομείς είτε, απλά, αξιολογούνται ως προς αυτά.

    Σημαντικό όμως να υπομνησθεί, πως οι νεότερες γενιές καταναλωτών δεν ενδιαφέρονται μόνο για τη σχέση ποιότητας/τιμής του προϊόντος ή της υπηρεσίας που αγοράζουν˙ αντιμετωπίζουν με αυστηρότητα, ήδη, τις επιδόσεις των επιχειρήσεων (και) στους συγκεκριμένους, προαναφερθέντες, τομείς.

    Είναι, λοιπόν, προφανές πως η υιοθέτηση των κριτηρίων ESG από κάποιες επιχειρήσεις, τις τοποθετεί σε (πολυεπίπεδα) πλεονεκτικότερη θέση.  . (Στο πλαίσιο αυτό, εξάλλου, και το απονεμόμενο στις επιχειρήσεις «Σήμα Ισότητας» που προβλέπεται από το ν/σ για τα εργασιακά θέματα-για το οποίο επόμενη αρθρογραφία μας).

    Αναγκαίο, επομένως, το σχετικό ESG-«διαβατήριο» για την ανάπτυξη και, σε κάποιες περιπτώσεις, την επιβίωση των επιχειρήσεων.-

    Σταύρος Κουμεντάκης
    Managing Partner

     

    Υ.Γ. Συνοπτική έκδοση του άρθρου δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ, στις 6 Ιουνίου 2021.

    κριτήρια ESG

    Η πληροφόρηση που εμπεριέχεται στο παρόν άρθρο δεν συνιστά (ούτε και έχει σκοπό να αποτελέσει) νομική συμβουλή. Μια τέτοια νομική συμβουλή είναι δυνατό να παρασχεθεί μόνον από αρμόδιο δικηγόρο ο οποίος θα λάβει υπόψη του το σύνολο των δεδομένων που θα του εκθέσετε για την υπόθεσή σας. Αναλυτικά.

  • Η Έκθεση Αποδοχών μελών ΔΣ της ΑΕ

    Η Έκθεση Αποδοχών μελών ΔΣ της ΑΕ

    Το θέμα των αμοιβών-αποδοχών των μελών ΔΣ μας έχει επανειλημμένα απασχολήσει, στο πλαίσιο της αρθρογραφίας μας. Επίσης, η σύγκρουση συμφερόντων των τελευταίων με την ΑΕ (και) για το συγκεκριμένο ζήτημα˙ oι συναφείς κίνδυνοι για την ΑΕ˙ το σχετικό ενδιαφέρον της εταιρείας, των μετόχων και, αυτονόητα, των ωφελουμένων-σαφώς και των τρίτων: επενδυτών και τραπεζών. Διαπιστώσαμε ήδη πως τα ζητήματα διαφάνειας και η ανάγκη συμμετοχής των μετόχων στην έγκριση των αμοιβών επιδιώκονται μέσω της αρχής «say on pay» (ενδ.: άρθρα 9α και 9β της Οδηγίας 2007/36/ΕΚ, όπως τροποποιήθηκε με την Οδηγία 2017/828/ΕΕ). Με βάση τη συγκεκριμένη αρχή, οι αποδοχές των μελών του ΔΣ πρέπει να ορίζονται κατά τέτοιο τρόπο, ώστε οι μέτοχοι να είναι σε θέση να  εκφράζουν σχετική γνώμη. Δεδομένων και των ανωτέρω, ο εθνικός μας νομοθέτης επαναπροσέγγισε με το νόμο για τις ΑΕ (:ν. 4548/2018) το συγκεκριμένο θέμα. Επέφερε, αφενός, κάποιες αλλαγές στη διαδικασία και τις προϋποθέσεις για τη χορήγηση αμοιβών στα μέλη του ΔΣ στη βάση της οργανικής τους σχέσης (:Ανώνυμη Εταιρεία: Αμοιβές Μελών ΔΣ). Ενσωμάτωσε, αφετέρου, δύο σημαντικάεργαλεία μετουσίωσης της παραπάνω αρχής στο εθνικό δίκαιο: (α) την Πολιτική Αποδοχών και (β) την Έκθεση Αποδοχών. Θα μας απασχολήσει, στη συνέχεια, η τελευταία.

     

    Νομοθετικό Πλαίσιο – Η διάκριση της Πολιτικής Αποδοχών από την Έκθεση Αποδοχών

    Tα θέματα τα σχετικά με την Πολιτική Αποδοχών και την Έκθεση Αποδοχών ρυθμίζονται στις διατάξεις των άρθρων 110-112 ν. 4548/2018. Με τον τρόπο αυτό, ενσωματώνονται στο ελληνικό δίκαιο οι διατάξεις των άρθρων 9α και 9β της προαναφερθείσας Οδηγίας 2007/36/ΕΚ-όπως ισχύει.

    Τα δύο, συγκεκριμένα, εργαλεία αποσκοπούν στη διαφάνεια και στη συμμετοχή των μετόχων στο ζήτημα της διαμόρφωσης των αμοιβών των μελών ΔΣ. Υποχρεωτικά για τις εισηγμένες ΑΕ. Προαιρετικά για τις λοιπές. Η Έκθεση Αποδοχών διατηρεί την αυτοτέλειά της έναντι της Πολιτικής Αποδοχών συναρτάται, εντούτοις, άρρηκτα με την τελευταία. Σε κάθε περίπτωση, πρόκειται για κείμενα διακριτά, που παρουσιάζουν δύο βασικές διαφορές:

    (α) Η Πολιτική Αποδοχών συνιστά το μέσο διάρθρωσης της στρατηγικής της ΑΕ ως προς τη χορήγηση αμοιβών στα μέλη του ΔΣ. Προωθεί, στο πλαίσιο αυτό, τη βιωσιμότητα και τα μακροπρόθεσμα συμφέροντά της. Προκύπτει, λοιπόν, ο μελλοντικός της χαρακτήρας. Αντίθετα, η Έκθεση Αποδοχών συνιστά μια ολοκληρωμένη επισκόπηση του συνόλου των αποδοχών που χορηγήθηκαν ανά μέλος του ΔΣ για την προηγούμενη εταιρική χρήση. Αφορά, δηλαδή, παρελθούσα χρήση και έχει χαρακτήρα απολογιστικό.

    (β) Όσον αφορά στην Πολιτική Αποδοχών, η ψήφος των μετόχων είναι δεσμευτική. Αντίθετα, επί της Έκθεσης Αποδοχών, η ψήφος τους έχει χαρακτήρα συμβουλευτικό.

     

    Υποκειμενικό και αντικειμενικό πεδίο εφαρμογής

    Η Έκθεση Αποδοχών καταρτίζεται συλλογικά από το ΔΣ της ΑΕ (:άρθρο 96 §2 ν. 4548/2018). Συλλογική είναι και η ευθύνη που φέρουν σε περίπτωση τυχόν παράβασης των διατάξεων αναφορικά με την Έκθεση Αποδοχών (:άρθρο 112 §6, εδ. β). Συνεπώς, τα μέλη του ΔΣ ευθύνονται σε περιπτώσεις παράβασης με βάση τη διάταξη του άρθρου 102 ν. 4548/2018. Ποινικά  με βάση τη διάταξη του άρθρου 179 §3 ν. 4548/2018.

    Η Έκθεση Αποδοχών οφείλει να περιλαμβάνει την ολοκληρωμένη επισκόπηση των αποδοχών των μελών του ΔΣ, που προβλέπονταν να καταβληθούν από την Πολιτική Αποδοχών του τελευταίου οικονομικού έτους (:άρθρο 112 §1 ν. 4548/2018). Ανεξάρτητα μάλιστα αν τα τελευταία (:μέλη ΔΣ) είναι νεότερα, παλαιότερα, εκτελεστικά, μη εκτελεστικά ή ανεξάρτητα. Η καταγραφή πρέπει να γίνεται, σε κάθε περίπτωση, κατά τρόπο σαφή και κατανοητό. Το υποκειμενικό της πεδίο ενδέχεται όμως να καταλαμβάνει και άλλα πρόσωπα. Όταν, λ.χ., με καταστατική ρύθμιση, επεκτείνεται η εφαρμογή των διατάξεων για την Πολιτική και Έκθεση Αποδοχών στα διοικητικά στελέχη, όπως αυτά ρυθμίζονται από τα ΔΛΠ (άρθρο 24 §9). Η τελευταία, στην περίπτωση αυτή, θα αναφέρεται στα καταβληθέντα (και) στα συγκεκριμένα πρόσωπα.

    Η έννοια των αποδοχών, στο πλαίσιο της Έκθεσης Αποδοχών, ταυτίζεται εννοιολογικά με την αντίστοιχη της Πολιτικής Αποδοχών. Με άλλα λόγια: η Έκθεση Αποδοχών περιλαμβάνει το σύνολο των αποδοχών που χορηγήθηκαν (ή εξακολουθούν να οφείλονται) στα μέλη του ΔΣ με την οργανική τους ιδιότητα και θέση. Δεν ενδιαφέρουν την Έκθεση Αποδοχών άλλες αμοιβές. Όπως, λ.χ., εκείνες που οφείλονται, σε ειδική σχέση εξαρτημένης εργασίας, εντολής, ανεξαρτήτων υπηρεσιών ή έργου (ενδ.: Ανώνυμη Εταιρεία: Συμβάσεις Μελών ΔΣ Για Παροχή (Πρόσθετων) Υπηρεσιών).

     

    Περιεχόμενο

    Το ελάχιστο περιεχόμενο της Έκθεσης Αποδοχών προβλέπεται στη διάταξη του άρθρου  112 §2, ν. 4548/2018. Παράλληλα, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έχει εκδώσει σχέδιο διαβούλευσης με κατευθυντήριες γραμμές για την τυποποιημένη παρουσίαση των πληροφοριών που περιλαμβάνει η έκθεση αποδοχών. Εκκρεμεί, ωστόσο, η έκδοση των οριστικών κατευθυντηρίων γραμμών.

    Το περιεχόμενο της Έκθεσης Αποδοχών αφορά τις αποδοχές καθενός, ξεχωριστά, μέλους του ΔΣ. Περιλαμβάνει-κατά βάση: (α)  το σύνολο των αποδοχών που καταβλήθηκαν καθώς και τον τρόπο βάσει του οποίου η χορήγησή τους βρίσκεται σε συμμόρφωση με την εγκεκριμένη Πολιτική Αποδοχών˙ (β) την ετήσια μεταβολή των αποδοχών, την απόδοση της εταιρείας και των μέσων αποδοχών των εργαζομένων, εκτός από τα στελέχη, κατά την τελευταία πενταετία. Στην Έκθεση Αποδοχών γίνεται, επίσης, μνεία: (γ) σε τυχόν αποδοχές πάσης φύσεως που προέρχονται από οποιαδήποτε εταιρεία ανήκει στον ίδιο όμιλο˙ (δ) στη συμμετοχή σε προγράμματα διάθεσης μετοχών˙ (ε) στα ασκηθέντα δικαιώματα προαίρεσης˙ (στ) σε πληροφορίες για τη χρήση της δυνατότητας ανάκτησης αποδοχών˙ (ζ) στις συνθήκες υπό τις οποίες έχουν λάβει χώρα παρεκκλίσεις, ενδεχομένως, από την εγκεκριμένη έκθεση αποδοχών (σύμφωνα με όσα προβλέπονται στη διάταξη του άρθρου 110 §6 (εκ παραδρομής στο άρθρο 112 §2 στ. ζ΄ γίνεται παραπομπή στην καταργηθείσα §7).

     

    Η συμβουλευτική ψήφος των μετόχων

    Οι μέτοχοι ψηφίζουν (κατά την τακτική ΓΣ στο πλαίσιο των θεμάτων της ημερήσιας διάταξης) επί της έκθεσης αποδοχών του τελευταίου οικονομικού έτους. Η ψήφος τους, ωστόσο, είναι συμβουλευτική. Τούτο σημαίνει ότι η απόφαση των μετόχων δεν δεσμεύει την ΑΕ, μολονότι η διεξαγωγή της ψηφοφορίας είναι υποχρεωτική. Το ΔΣ, ωστόσο, επιφορτίζεται με μια επιπλέον υποχρέωση αναφορικά με το αποτέλεσμα της ψηφοφορίας αυτής. Συγκεκριμένα, «…οφείλει να επεξηγεί στην επόμενη Έκθεση Αποδοχών τον τρόπο με οποίο ελήφθη υπόψη το ανωτέρω αποτέλεσμα της ψηφοφορίας…» (άρ. 112 §3 ν. 4548/2018). Συνάγεται, επομένως, ότι η ΑΕ είναι δυνατό να μη λάβει καθόλου υπόψη το ανωτέρω αποτέλεσμα, αρκεί να επεξηγεί τον τρόπο που λειτούργησε στην επόμενη Έκθεση Αποδοχών που θα υποβάλλει στη ΓΣ.

     

    Διατυπώσεις δημοσιότητας και Προσωπικά δεδομένα

    Η Έκθεση Αποδοχών υποβάλλεται σε συγκεκριμένες διατυπώσεις δημοσιότητας. Η ΑΕ, οφείλει όμως και να αναρτά στον διαδικτυακό της τόπο την Έκθεση Αποδοχών, αμέσως μετά τη σχετική ψηφοφορία της ΓΣ. Η ανάρτηση αυτή θα πρέπει να είναι δεκαετούς διάρκειας (άρθρο 112 §4 ν. 4548/2018).Το διάστημα τη ανάρτησης είναι δυνατό να υπερβαίνει και τα δέκα έτη, στην περίπτωση που δεν περιλαμβάνει πλέον προσωπικά δεδομένα των μελών του ΔΣ.

    Επιβεβαιώνουμε λοιπόν πως οι διατάξεις του ν. 4548/2018 συμπλέκονται (και) στην προκειμένη περίπτωση, με τις επιταγές του Κανονισμού 679/2016/ΕΚ για την Προστασία Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα. Όπως αναφέρθηκε, ήδη, η Έκθεση Αποδοχών αναφέρεται εξατομικευμένα σε κάθε μέλος του ΔΣ. Τούτου σημαίνει ότι λαμβάνει χώρα επεξεργασία των προσωπικών του δεδομένων. Νομική βάση της επεξεργασίας αυτής συνιστά η διάταξη του άρθρου 112 §5 ν. 4548/2018. Ως σκοπός της επεξεργασίας στη διάταξη αυτή ορίζεται η αύξηση της διαφάνειας «…όσον τις αποδοχές των μελών του διοικητικού συμβουλίου, με στόχο την ενίσχυση της λογοδοσίας των μελών και της εποπτείας των μετόχων επί των αποδοχών αυτών». Ωστόσο, από την ανωτέρω επεξεργασία και την Έκθεση Αποδοχών ρητώς εξαιρούνται οι ειδικές κατηγορίες δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα κατά το άρθρο 9 §1 του Κανονισμού. Πρόκειται για τα προσωπικά δεδομένα που αποκαλύπτουν «…τη φυλετική ή εθνοτική καταγωγή, τα πολιτικά φρονήματα, τις θρησκευτικές ή φιλοσοφικές πεποιθήσεις ή τη συμμετοχή σε συνδικαλιστική οργάνωση, καθώς και η επεξεργασία γενετικών δεδομένων, βιομετρικών δεδομένων με σκοπό την αδιαμφισβήτητη ταυτοποίηση προσώπου, δεδομένων που αφορούν την υγεία ή δεδομένων που αφορούν τη σεξουαλική ζωή φυσικού προσώπου ή τον γενετήσιο προσανατολισμό». Σε περίπτωση, λ.χ., που η χορήγηση επιδόματος εξαρτάται από τυχόν ασθένεια του μέλους του ΔΣ, η Έκθεση Αποδοχών πρέπει να περιλαμβάνει μόνο το ύψος του επιδόματος αυτού. Η αιτία πρέπει να ελλείπει.

     

    Ο δικαστικός έλεγχος και η δυνατότητα μείωσης των αποδοχών

    Και στην περίπτωση της Έκθεσης Αποδοχών εφαρμόζεται η διάταξη του άρθρου 109 §7 ν. 4548/2018 για τη δυνατότητα μείωσης αποδοχών ύστερα από την έκδοση δικαστικής απόφασης. Τέτοια μείωση ενδέχεται να λάβει χώρα στις περιπτώσεις που εμφιλοχώρησε ουσιώδης μεταβολή των συνθηκών υπό τις οποίες εγκρίθηκε η Πολιτική Αποδοχών και αυτή δεν αναθεωρήθηκε (άρθρο 110 §2 ν. 4548/2018). Πρόκειται, ουσιαστικά, για δικαστικό έλεγχο της Πολιτικής Αποδοχών. Η αίτηση προς το αρμόδιο δικαστήριο, στην περίπτωση αυτή, ασκείται μέσα σε αποκλειστική προθεσμία δύο (2) μηνών από την ψηφοφορία επί της Έκθεσης Αποδοχών.

    Ο έλεγχος της συμμόρφωσης με την εγκριθείσα Πολιτική Αποδοχών της ΑΕ διενεργείται από την Έκθεση Αποδοχών.  Δεν θα ήταν δυνατό, άλλωστε, να εγκρίνονται αμοιβές για τα μέλη του ΔΣ (ή/και συγκεκριμένα διευθυντικά στελέχη) χωρίς να προβλέπεται έλεγχος συμμόρφωσης.

     

    Η υποχρέωση σύνταξης Έκθεσης Αποδοχών (για τον έλεγχο της εγκριθείσας Πολιτικής Αποδοχών) βαρύνει, όπως και εισαγωγικά αναφέραμε, τις εταιρείες με μετοχές εισηγμένες σε ρυθμιζόμενη αγορά. Συμβάλλουν, αμφότερες, στην αύξηση της εταιρικής διαφάνειας και στην ενίσχυση της (αναγκαίας) εταιρικής διακυβέρνησης. Ενισχύεται η λογοδοσία των μελών του ΔΣ και η εποπτεία των μετόχων επί των αποδοχών τους. Προάγουν, κατά τούτο, το συμφέρον της εταιρείας και των μετόχων της. Καθιστούν περισσότερο διαφανείς (και, κατά τούτο, ελκυστικές για τους επενδυτές) τις εταιρείες στις οποίες αφορούν.

    Ευκταία, ως εκ τούτου, η εφαρμογή τους στο σύνολο των εταιρειών.

    Ακόμα και στις μη εισηγμένες.-

    Σταύρος Κουμεντάκης
    Managing Partner

     

    Υ.Γ. Συνοπτική έκδοση του άρθρου δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ, στις 11 Απριλίου 2021.

    Η πληροφόρηση που εμπεριέχεται στο παρόν άρθρο δεν συνιστά (ούτε και έχει σκοπό να αποτελέσει) νομική συμβουλή. Μια τέτοια νομική συμβουλή είναι δυνατό να παρασχεθεί μόνον από αρμόδιο δικηγόρο ο οποίος θα λάβει υπόψη του το σύνολο των δεδομένων που θα του εκθέσετε για την υπόθεσή σας. Αναλυτικά.

  • Η Πολιτική Αποδοχών μελών ΔΣ της ΑΕ

    Η Πολιτική Αποδοχών μελών ΔΣ της ΑΕ

    Οι αμοιβές των μελών του ΔΣ της ΑΕ αποτελούν ζήτημα «ζέον»˙ ενδιαφέρει όλους: την εταιρεία, τους μετόχους και, αυτονόητα, του ωφελούμενους. Ενδιαφέρει όμως και τους τρίτους: επενδυτές και τράπεζες. Ο εθνικός μας νομοθέτης επαναπροσέγγισε με το νόμο για τις ΑΕ (ν. 4548/2018) το συγκεκριμένο θέμα. Η διαδικασία και οι προϋποθέσεις για τη χορήγηση αμοιβών στα μέλη του ΔΣ στη βάση της οργανικής τους σχέσης μας απασχόλησε σε  προηγούμενη αρθρογραφία μας (:Ανώνυμη Εταιρεία: Αμοιβές Μελών ΔΣ). Στο παρόν θα μας απασχολήσει η Πολιτική Αποδοχών. Μια Πολιτική υποχρεωτική για τις εταιρείες με μετοχές εισηγμένες σε ρυθμιζόμενες αγορές (άρθρο 110 §1). Καλοδεχούμενη, αναμφίβολα, για τις υπόλοιπες.

    Οι αμοιβές των μελών του ΔΣ και η σύγκρουση συμφερόντων˙ η (παγκόσμια) συζήτηση

    Οι αμοιβές που λαμβάνουν τα μέλη του ΔΣ είναι δυνατό, υπό προϋποθέσεις, να αποβούν βλαπτικές για την ΑΕ. Πρόκειται, εξάλλου, για χαρακτηριστική περίπτωση σύγκρουσης συμφερόντων. Βλαπτικές είναι δυνατό, λ.χ., να αποδειχθούν όταν σε κάποιες περιπτώσεις συνδεθούν με την επίτευξη υψηλών στόχων (ενδ.: ο κύκλος εργασιών της εταιρείας). Είναι, τότε, δυνατό να επιλέξουν τα μέλη του ΔΣ-διοίκηση της ΑΕ, υπέρμετρη ανάληψη κινδύνων στον βωμό της επίτευξης, βραχυπρόθεσμου, ιδίου, οφέλους.

    Η πρόσφατη μακρόχρονη οικονομική κρίση «έφερε» και στη χώρα μας την παγκόσμια συζήτηση γύρω από τις υπέρογκες αμοιβές των μελών του ΔΣ. Βάση των σχετικών προβληματισμών αποτελεί, συχνά, η έλλειψη ικανής διαφάνειας αλλά και ουσιαστικής συμμετοχής των μετόχων στην έγκρισή τους. Στόχος τους η προάσπιση, εν τέλει, του εταιρικού συμφέροντος.

    Η επίτευξη του συγκεκριμένου στόχου επιδιώκεται μέσω της αρχής «say on pay» (ενδ.: άρθρα 9α και 9β της Οδηγίας 2007/36/ΕΚ, όπως τροποποιήθηκε με την Οδηγία 2017/828/ΕΕ). Με βάση τη συγκεκριμένη αρχή, οι αποδοχές των μελών του ΔΣ πρέπει να ορίζονται κατά τέτοιο τρόπο, ώστε οι μέτοχοι να είναι σε θέση να  εκφράζουν σχετική γνώμη. Εργαλείο υλοποίησης της η Πολιτική Αποδοχών (όπως, εξάλλου, και η Έκθεση Αποδοχών) που μεταφέρθηκαν, ήδη, στο εθνικό δίκαιο.

     

    Νομοθετικό πλαίσιο

    Ο εθνικός νομοθέτης ρύθμισε τα σχετικά με την Πολιτική Αποδοχών (και την Έκθεση Αποδοχών) στις διατάξεις των άρθρων 110-112 ν. 4548/2018. Ενσωμάτωσε, με τον τρόπο αυτό, στο ελληνικό δίκαιο τις διατάξεις των άρθρων 9α και 9β της προαναφερθείσας Οδηγίας-όπως ισχύει.

    Με την Πολιτική Αποδοχών (άρθρο 110 και 111 ν. 4548/2018), που θα μας απασχολήσει εν προκειμένω, διαρθρώνεται η στρατηγική της ΑΕ ως προς τη χορήγηση αμοιβών στα μέλη του ΔΣ. Προωθούνται, επίσης, η βιωσιμότητα και τα μακροπρόθεσμα συμφέροντά της. Περιεχόμενο της Έκθεσης Αποδοχών (άρθρο 112 ν. 4548/2018) συνιστούν οι αμοιβές που χορηγήθηκαν στα μέλη του ΔΣ (ή ακόμα οφείλονται από) την προηγούμενη εταιρική χρήση. Δεν είναι επιτρεπτές, αυτονόητα, οι αποκλίσεις των καταβληθεισών αποδοχών από όσα η Πολιτική Αποδοχών ορίζει.

     

    Η πολιτική αποδοχών

    Η υποχρέωση θέσπισης

    Όπως εισαγωγικά «βιαστήκαμε» να σημειώσουμε,  δεν υποχρεούνται σε θέσπιση Πολιτικής Αποδοχών όλες οι ΑΕ. Η υποχρέωση αυτή τυπικά βαρύνει, μόνον, εταιρείες με μετοχές εισηγμένες σε ρυθμιζόμενη αγορά. Τόσο για τα μέλη του ΔΣ όσο και για τον γενικό διευθυντή, εφόσον υπάρχει, και τον αναπληρωτή του (άρθρο 110 §1). Ωστόσο, με καταστατική ρύθμιση, είναι δυνατή η εφαρμογή των διατάξεων για την Πολιτική και Έκθεση Αποδοχών σε δύο, ακόμα, περιπτώσεις: (α) στα διοικητικά στελέχη, όπως αυτά ρυθμίζονται από τα ΔΛΠ (άρθρο 24 παρ. 9) και (β) στις ΑΕ με μη εισηγμένες μετοχές. Στοχεύουμε, στις περιπτώσεις αυτές, σε μεγαλύτερη διαφάνεια έναντι των μετόχων. Στο όφελος, εν τέλει, της ΑΕ.

    Η υποχρέωση θέσπισης Πολιτικής Αποδοχών καταλαμβάνει τις αποδοχές που χορηγούνται στα μέλη του ΔΣ με την οργανική τους ιδιότητα και θέση. Είναι, με άλλα λόγια, εκτός του  περιεχομένου της και ρυθμίσεών της άλλες αμοιβές. Όπως, λ.χ., εκείνες που οφείλονται, σε ειδική σχέση εξαρτημένης εργασίας, εντολής, ανεξαρτήτων υπηρεσιών ή έργου (ενδ.: Ανώνυμη Εταιρεία: Συμβάσεις Μελών ΔΣ Για Παροχή (Πρόσθετων) Υπηρεσιών).

     

    Η αρμοδιότητα της ΓΣ

    Αρμόδιο όργανο για την έγκριση της Πολιτικής Αποδοχών ορίζεται από το νόμο (άρθρο 110 §2) η ΓΣ. Πρόκειται για μετουσίωση της αρχής που ήδη αναφέραμε: «say on pay» [αρχή, η οποία, ωστόσο, ενυπήρχε, ήδη, στο προϊσχύσαν εθνικό δίκαιο (άρ. 24 παρ. 2 ν. 2190/1920)] Η ψήφος των μετόχων προβλέπεται ως δεσμευτική. Με άλλα λόγια: η ΑΕ δεν έχει δικαίωμα να αποκλίνει από την απόφαση των μετόχων της.

    Για τη λήψη της απόφασης της ΓΣ (για την έγκριση, δηλ., ή μη της Πολιτικής Αποδοχών) αρκεί απλή απαρτία και πλειοψηφία. Στην αρχική διατύπωση του ν. 4548/2018, προβλεπόταν πως στη σχετική ψηφοφορία δεν είχαν δικαίωμα ψήφου οι μέτοχοι που συνέπιπτε να είναι, οι ίδιοι, μέλη του ΔΣ. Τούτη η απαγόρευση δεν ισχύει πλέον (:καταργήθηκε με τον ν. 4587/2018).

    Σε περίπτωση έγκρισης της Πολιτικής Αποδοχών από τη ΓΣ, η διάρκειά της εκτείνεται, κατ’ ανώτατο όριο, σε μια τετραετία από τη σχετική απόφαση. Θα απαιτηθεί, ωστόσο,  νέα υποβολή και έγκριση της από τη ΓΣ, όταν ουσιωδώς μεταβληθούν (ακόμα και εντός της τετραετίας) οι συνθήκες υπό τις οποίες αυτή εγκρίθηκε (άρθρο 110 §2).

    Όταν η ΓΣ καλείται να εγκρίνει νέα Πολιτική Αποδοχών μετά τη λήξη της προηγούμενης, δικαιούται, φυσικά, να την απορρίψει. Στην περίπτωση αυτή η εταιρεία δεσμεύεται από την προηγούμενη-εγκεκριμένη. Η διάρκεια της τελευταίας παρατείνεται έως της επόμενη ΓΣ, οπότε και υποβάλλεται νέα, αναθεωρημένη, Πολιτική Αποδοχών (άρθρο 110 §4).

     

    Η δυνατότητα παρέκκλισης από την Πολιτική Αποδοχών

    Η υποχρέωση για την εκ νέου υποβολή προς έγκριση της Πολιτικής Αποδοχών θα πρέπει να διακριθεί από τη δυνατότητα παρέκκλισης (άρθρο 110 §6). Η συγκεκριμένη/προβλεπόμενη παρέκκλιση είναι, σε εξαιρετικές περιστάσεις, επιτρεπτή. Αρκεί να πληρούνται τρεις, βασικές, προϋποθέσεις. Συγκεκριμένα:

    (α) Η πρόβλεψη στην Πολιτική Αποδοχών των διαδικαστικών προϋποθέσεων εφαρμογής της παρέκκλισης.

    (β) Η πρόβλεψη στην Πολιτική Αποδοχών των στοιχείων ως προς τα οποία είναι δυνατό να λάβει χώρα η παρέκκλιση.

    (γ) Η αναγκαιότητα της παρέκκλισης για τη μακροπρόθεσμη εξυπηρέτηση των συμφερόντων της εταιρείας στο σύνολό της ή για τη διασφάλιση της βιωσιμότητάς της.

     

    Το αρμόδιο όργανο για την υποβολή στη ΓΣ

    Το ΔΣ είναι το αρμόδιο όργανο της εταιρείας για την υποβολή της Πολιτικής Αποδοχών στη ΓΣ προς έγκριση. Είναι αλήθεια πως η συγκεκριμένη αρμοδιότητα του ΔΣ δεν προκύπτει, ρητά, από τη διατύπωση του νόμου. Προβλέπεται, αντίθετα, ως συλλογικό καθήκον των μελών του ΔΣ η εξασφάλιση της σύνταξης και δημοσίευσης, μεταξύ άλλων, της Έκθεσης Αποδοχών (άρθρο 96 §2 ν. 4548/2018). Αντίστοιχη, ωστόσο, πρόβλεψη για την Πολιτική Αποδοχών δε συναντούμε. Τούτο, όμως, δεν σημαίνει πως τα μέλη του ΔΣ δεν έχουν υποχρέωση σύνταξης της Πολιτικής Αποδοχών και υποβολής της στη ΓΣ.

    Αντίθετη ερμηνεία δεν θα ήταν συμβατή και με τον πρόσφατο νόμο για την εταιρική διακυβέρνηση (ν. 4706/2020). Όπως και σε προηγούμενη αρθρογραφία μας αναφέραμε [Ο (Νέος) Νόμος Για Την Εταιρική Διακυβέρνηση (Και Η Συγκριτική Του Επισκόπηση Με Τον Προϋφιστάμενο)], ο σχετικός νόμος εισάγει, εκτός από την Επιτροπή Ελέγχου, δύο επιπλέον επιτροπές του ΔΣ (άρθρο 10): Την Επιτροπή Υποψηφιοτήτων και την Επιτροπή Αποδοχών. Η τελευταία επιφορτίζεται με την αρμοδιότητα να: «διατυπώνει προτάσεις προς το Διοικητικό Συμβούλιο σχετικά με την πολιτική αποδοχών που υποβάλλεται προς έγκριση στη γενική συνέλευση, σύμφωνα με την παρ. 2 του άρθρου 110 του ν. 4548/2018» (:άρθρο 11 περ. α). Επιπλέον, εξετάζει τις πληροφορίες που περιλαμβάνονται στην Έκθεση Αποδοχών, παρέχοντας γνώμη στο ΔΣ (άρ. 11 περ. γ).

     

    Το περιεχόμενο της Πολιτικής Αποδοχών

    Οι προβλέψεις της Πολιτικής Αποδοχών επιβάλλεται να καταγράφονται με τρόπο σαφή και κατανοητό. Το (ελάχιστο) περιεχόμενο της προσδιορίζεται, αρκετά αναλυτικά, στη διάταξη του άρθρου 111 §1 ν. 4548/2018 (που συνιστά ακριβή μεταφορά των σχετικών διατάξεων του άρθρου 9α της Οδηγίας 2007/36/ΕΚ).

    Ελάχιστο περιεχόμενό της, ενδεικτικά, θα πρέπει να αποτελεί ο τρόπος με τον οποίο η συγκεκριμένη Πολιτική Αποδοχών συνεισφέρει στην επιχειρηματική στρατηγική, στα μακροπρόθεσμα συμφέροντα και τη βιωσιμότητα της εταιρείας.  Επιπλέον, οι διαφορετικές συνιστώσες για τη χορήγηση σταθερών και μεταβλητών αποδοχών πάσης φύσεως καθώς και τα κριτήρια για τη χορήγησή τους. Οι μέθοδοι που χρησιμοποιούνται για την αξιολόγηση του βαθμού πλήρωσης των συγκεκριμένων κριτηρίων. Οι προϋποθέσεις για την αναβολή της καταβολής των μεταβλητών αποδοχών και η χρονική διάρκειά της. Η διάρκεια και το περιεχόμενο των συμβάσεων εργασίας των μελών του ΔΣ της εταιρείας˙ τυχόν υφιστάμενα συνταξιοδοτικά προγράμματα. Τυχόν δικαιώματα διάθεσης μετοχών και δικαιώματα προαίρεσης. Η διαδικασία λήψης αποφάσεων για την έγκριση και τον προσδιορισμό του περιεχομένου της πολιτικής αποδοχών κ.ο.κ.

     

    Οι διατυπώσεις δημοσιότητας

    Κεντρική στόχευση της Πολιτικής Αποδοχών των μελών του ΔΣ συνιστά η ενίσχυση της διαφάνειας. Δικαιολογητικός λόγος, η δυνατότητα διαρκούς ενημέρωσης του συνόλου των ενδιαφερομένων προσώπων (ιδίως μετόχων και επενδυτών). Δεν είναι παράδοξο λοιπόν που  η Πολιτική Αποδοχών υποβάλλεται σε δημοσιότητα (άρθρα 110 §5 καθώς και 12 & 13). Παράλληλα, όμως, πρέπει να παραμένει διαθέσιμη στον διαδικτυακό τόπο της εταιρείας για όσο χρόνο ισχύει (άρ. 110 παρ. 5).

     

    Η ύπαρξη και, ιδίως, η πιστή εφαρμογή της Πολιτικής Αποδοχών των μελών του ΔΣ, συνιστά σημαντική υποχρέωση των εταιρειών που έχουν μετοχές εισηγμένες σε ρυθμιζόμενη αγορά. Η συγκεκριμένη υποχρέωση απορρέει από τον (πρόσφατο) νόμο για τις Ανώνυμες Εταιρείες. Διαθέτει, εντούτοις, ισχυρά ερείσματα και στον (απολύτως πρόσφατο) νόμο για την εταιρική διακυβέρνηση.

    Η αξία της Πολιτικής Αποδοχών ακριβώς εκεί ερείδεται: στην ενίσχυση, δηλ., της εταιρικής διακυβέρνησης. Και όπου η τελευταία προκύπτει ενισχυμένη, ωφελημένες καταλήγουν οι εταιρείες που σ΄ αυτήν επενδύουν. Ποιος εξάλλου επενδυτής δεν θα δει θετικά μια εταιρεία που στην εταιρική διακυβέρνηση έχει επενδύσει; Ποια τράπεζα δεν θα αυξήσει κατά τι, έστω, την πιστοληπτική ικανότητα μιας εταιρείας με ισχυρές, σχετικές, επιδόσεις; Τα όποια σχετικά κόστη για την υιοθέτηση Πολιτικής Αποδοχών και η συμμόρφωση με το περιεχόμενό της, μοιάζουν μικρά σε σχέση με τα προσδοκώμενα και λογικώς αναμενόμενα οφέλη.

    Προφανώς και στις μη εισηγμένες εταιρείες.

    Ιδίως, ίσως, σ’ αυτές.-

    Σταύρος Κουμεντάκης
    Managing Partner

     

    Υ.Γ. Συνοπτική έκδοση του άρθρου δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ, στις 4 Απριλίου 2021.

     

    Η πληροφόρηση που εμπεριέχεται στο παρόν άρθρο δεν συνιστά (ούτε και έχει σκοπό να αποτελέσει) νομική συμβουλή. Μια τέτοια νομική συμβουλή είναι δυνατό να παρασχεθεί μόνον από αρμόδιο δικηγόρο ο οποίος θα λάβει υπόψη του το σύνολο των δεδομένων που θα του εκθέσετε για την υπόθεσή σας. Αναλυτικά.

  • Ανώνυμη Εταιρεία: Αμοιβές Μελών ΔΣ

    Ανώνυμη Εταιρεία: Αμοιβές Μελών ΔΣ

    Το Διοικητικό Συμβούλιο της Ανώνυμης Εταιρείας ενεργεί, κατ’ αρχήν, συλλογικά. Είναι όμως δυνατή (:κανόνας, μάλλον, ανεξαίρετος) η εκχώρηση εξουσιών δέσμευσης και εκπροσώπησης σε συγκεκριμένο/α μέλη του. Συνήθης επίσης είναι η σύνδεση των μελών του ΔΣ με την ΑΕ μέσω ειδικών σχέσεων. Με τον τύπο, ενδεικτικά, των συμβάσεων εργασίας, έργου, ανεξαρτήτων υπηρεσιών ή εντολής. Μέσω αυτών ρυθμίζονται (και) οι αμοιβές που η ΑΕ (οφείλει να) τους καταβάλει για τις συγκεκριμένες, πρόσθετες, υπηρεσίες τους. Τα θέματα αυτά μας απασχόλησαν, ήδη, σε προηγούμενη αρθρογραφία μας [:Συμβάσεις Μελών ΔΣ για Παροχή (Πρόσθετων) Υπηρεσιών]. Στο παρόν άρθρο θα μας απασχολήσουν τα θέματα των αμοιβών των μελών του ΔΣ που η ΑΕ (κάποιες φορές) τους καταβάλει στο πλαίσιο της εσωτερικής τους σχέσης. Στην τελευταία αυτή περίπτωση, η νομική βάση της καταβολής των αμοιβών πρέπει να αναζητηθεί στο καταστατικό, σε απόφαση της ΓΣ ή στην πολιτική αποδοχών που, ενδεχομένως, υιοθετεί η ΑΕ (:υποχρεωτικά εφόσον είναι εισηγμένη).

     

    Θέσπιση μηχανισμού ελέγχου στις αμοιβές μελών ΔΣ

    Όπως εξαγγέλλεται, ήδη, από την αιτιολογική έκθεση του ν. 4548/2018, αναμορφώνεται (με τα άρθρα 109 επ.), το καθεστώς αμοιβών των μελών του Δ.Σ. Επιλέγεται συγκεκριμένο πλαίσιο για την προστασία της ΑΕ και των μετόχων μειοψηφίας. Δικαιολογητικός λόγος; Ο κίνδυνος απομείωσης της εταιρικής περιουσίας της ΑΕ εξαιτίας υπέρογκων αμοιβών και άλλων, δυσανάλογων, παροχών.

    Αξιοσημείωτο πάντως είναι πως οι συγκεκριμένες (άρθρα 109 επ.) ρυθμίσεις «…δεν ισχύουν προκειμένου περί αποζημιώσεων και δαπανών που καταβάλλονται δυνάμει κατά νόμο εγκεκριμένης, όπου απαιτείται, έννομης σχέσης (π.χ. δαπάνες στο πλαίσιο εργασίας ή εντολής) ή/και προβλέπονται εκ του νόμου (π.χ. ΑΚ 723), όπως άλλωστε ισχύει και σήμερα, κατά πάγια θέση της νομολογίας». Με άλλα λόγια, ό,τι ρυθμίζεται σε αυτοτελείς συμβάσεις ανάμεσα στην Εταιρεία και τα μέλη του ΔΣ της: (α) ισχύει αυτοτελώς (αντιμετωπίσαμε εξάλλου τα συγκεκριμένα θέματα στην προαναφερθείσα αρθρογραφία μας) και (β) δεν καταλαμβάνεται από το ρυθμιστικό πεδίο των διατάξεων των οποίων η προσέγγιση επιχειρείται με το παρόν.

    Με γνώμονα λοιπόν το είδος των αμοιβών που είναι δυνατό να λάβουν τα μέλη του ΔΣ στο πλαίσιο της οργανικής τους σχέσης, οι όροι, η διαδικασία χορήγησής τους (αλλά και οι τιθέμενοι, σχετικοί, περιορισμοί) αναλύονται ως εξής:

    Αμοιβές και παροχές που δεν συνίστανται σε συμμετοχή στα κέρδη χρήσης

    Τα είδη των αμοιβών και λοιπών παροχών

    Η αμοιβή των έμμισθων συμβούλων συνίσταται σε πάγια, κατά κανόνα, «αντιμισθία». Τούτο ωστόσο, δεν αποτελεί κανόνα ανεξαίρετο. Το είδος της αμοιβής τους ποικίλλει-ανάλογα με την περίπτωση. Ενδέχεται να λαμβάνει, ενδεικτικά, τη μορφή αποζημίωσης ανά συνεδρία ή χορήγησης bonus. Άλλου είδους παροχές μπορεί να είναι η παροχή κατοικίας, ασφάλειας ή/και αυτοκινήτου.

     

    Ο καθορισμός αμοιβών στο καταστατικό ή στην πολιτική αποδοχών της εταιρείας

    Αμοιβές ή άλλες παροχές καταβάλλονται, καταρχήν, νόμιμα στα μέλη του ΔΣ-εφόσον όμως υφίσταται σχετική πρόβλεψη στο καταστατικό ή στην πολιτική αποδοχών της εταιρείας (άρθρο 109 §1 ν. 4548/18). Αναλυτικότερα:

    (α) Ως προς την (ενδεχόμενη) πρόβλεψη του καταστατικού

    Το καταστατικό είναι δυνατό να προβλέπει τη χορήγηση αμοιβής σε συγκεκριμένα (ή όλα τα) μέλη του ΔΣ. Το ενδεχόμενο αυτό μοιάζει περισσότερο θεωρητικό καθώς σπάνια και σε πολύ ειδικές, πάντως, περιπτώσεις θα το συναντήσουμε. Πρόκειται για αμοιβές, η χορήγηση των οποίων αφορά (αυτονόητα) το μέλλον. Αναδρομική πρόβλεψη αποκλείεται. Επιπρόσθετα: δεν αρκεί απλώς αναφορά στο καταστατικό όσον αφορά το δικαίωμα απόληψης αμοιβής. Η αμοιβή πρέπει να ορίζεται συγκεκριμένα (:καθ’ ύψος και κατά τις προϋποθέσεις της καταβολής της) στο καταστατικό.

    Στην περίπτωση που απαιτείται να μεσολαβήσει απόφαση ΓΣ για τον προσδιορισμό της, θεωρείται (και πρόκειται) για αμοιβή η οποία χορηγείται ύστερα από έγκριση της ΓΣ (ιδ. κατωτέρω) και όχι στη βάση καταστατικής πρόβλεψης.

    Θα πρέπει να θεωρήσουμε ότι στη ρύθμιση των αμοιβών που καθορίζονται από το καταστατικό, εντάσσεται κι εκείνη που προβλέπεται σ’ αυτό κατ’ ανώτατο όριο, της οποίας το τελικό ύψος καθορίζεται από απόφαση της ΓΣ. Δεν ισχύει όμως το ίδιο στις περιπτώσεις εκείνες που προβλέπεται στο καταστατικό το κατώτατο ύψος αυτής και επαφίεται στη Γενική Συνέλευση ο προσδιορισμός του τελικώς καταβλητέου ποσού. Θα πρέπει να θεωρήσουμε, στην τελευταία περίπτωση, πως πρόκειται για αμοιβή που προσδιορίζεται από τη Γενική Συνέλευση.

    Η καταστατική πρόβλεψη για την καταβολή αμοιβών σε/στα μέλη του ΔΣ είναι δυνατό να υπάρχει στο αρχικό καταστατικό της ΑΕ-από την ίδρυσή της δηλ. ακόμα. Είναι, ωστόσο, πιθανό η σχετική πρόβλεψη να εισαχθεί μεταγενέστερα-ύστερα από τροποποίηση, δηλ., του καταστατικού με απόφαση της ΓΣ. Αν δεν υπάρξει διαφορετική καταστατική πρόβλεψη, η σχετική απόφαση λαμβάνεται με τη συνήθη απαρτία και πλειοψηφία.

    (β) Ως προς την πολιτική αποδοχών

    Ο καθορισμός των αμοιβών στην πολιτική της εταιρείας ρυθμίζεται, συγκεκριμένα, από τα άρθρα 110-111 ν. 4548/2018. Οι ρυθμίσεις για την πολιτική των αποδοχών είναι υποχρεωτική για τις εταιρείες με μετοχές εισηγμένες σε οργανωμένη αγορά. Αυτό βέβαια δεν αποκλείει το ενδεχόμενο και οι λοιπές εταιρείες να υιοθετήσουν αντίστοιχη πολιτική αποδοχών. Για αυτές τις τελευταίες εταιρείες είναι αναγκαία, σε κάθε περίπτωση, η σχετική καταστατική πρόβλεψη. Η περαιτέρω ανάλυση, ωστόσο, της πολιτικής των αποδοχών μέλλει να αποτελέσει αντικείμενο αυτοτελούς αρθρογραφίας μας.

     

    Η χορήγηση αμοιβών ύστερα από ειδική απόφαση της ΓΣ

    Στην περίπτωση που δεν υπάρχει πρόβλεψη στο νόμο ή το καταστατικό της ΑΕ (και υπό την επιφύλαξη των διατάξεων για την πολιτική αποδοχών): «…αμοιβή ή παροχή που χορηγείται σε μέλος του διοικητικού συμβουλίου…βαρύνει την εταιρεία μόνο αν εγκριθεί με ειδική απόφαση της γενικής συνέλευσης…» (άρθρο 109 §1 ν. 4548/18).

    Σε αντίθεση με το προϊσχύσαν δίκαιο (άρθρο 24  §2 εδ. β΄ ν. 2190/1920), το άρθρο 109 αναφέρεται σε λήψη απόφασης ΓΣ και όχι τακτικής ΓΣ. Τούτο δεν σημαίνει, ωστόσο, ότι η σχετική αρμοδιότητα ανατίθεται, πλέον, και στην έκτακτη ΓΣ. Δεν είναι χωρίς αξία η επιχειρηματολογία υπέρ της αποκλειστικής αρμοδιότητας της τακτικής ΓΣ.

    Η ανωτέρω, εγκριτική, απόφαση της ΓΣ θα πρέπει να είναι ειδική. Επομένως, η έγκριση αμοιβών ή άλλων παροχών στα μέλη του ΔΣ θα πρέπει να συνιστά αυτοτελές θέμα της ημερήσιας διάταξής της. Η απόφαση για την έγκριση, λαμβάνεται κατά τη συνήθη απαρτία και πλειοψηφία. Είναι όμως δυνατό να θεσπίζονται από το καταστατικό αυξημένα, αντίστοιχα, ποσοστά. Από το γράμμα της διάταξης συνάγεται ότι η έγκριση της ΓΣ για τη χορήγησης αμοιβών ή άλλων παροχών είναι δυνατό να αφορά μόνο την παρελθούσα εταιρική χρήση. Αντίστοιχη έγκριση για μελλοντικές καταβολές δεν μπορεί να λάβει χώρα-είναι όμως δυνατή η προκαταβολή έναντι μελλοντικών αμοιβών (όπως στη συνέχεια του παρόντος θα διαπιστώσουμε).

     

    Αμοιβές από τη συμμετοχή στα κέρδη χρήσης

    Για τη χορήγηση αμοιβών που συνίστανται στα κέρδη εταιρικής χρήσης απαραίτητη προηγούμενη προϋπόθεση είναι η σχετική πρόβλεψη στο καταστατικό της ΑΕ. Αρκεί, ωστόσο, η γενική, σχετική, πρόβλεψη. Ο καθορισμός του ύψους των εν λόγω αμοιβών είναι δυνατό να λάβει χώρα ύστερα από απόφαση της ΓΣ. Η απόφαση λαμβάνεται, όπως ορίζεται στην παράγραφο 2 του άρθρου 109, με απλή απαρτία. Ως ΓΣ, και στην περίπτωση αυτή, νοείται η τακτική.

    Οι αμοιβές στην προκείμενη περίπτωση λαμβάνονται από το υπόλοιπο των καθαρών κερδών που τυχόν απομένει ύστερα από την αφαίρεση των ποσών που αναλογούν για τον σχηματισμό του τακτικού αποθεματικού και τη διανομή του ελάχιστου μερίσματος (:άρθρα 160 §2 και 161 ν. 4548/2018). Είναι πάντως δυνατό, σε κάθε περίπτωση, να τίθενται περαιτέρω περιορισμοί από το καταστατικό.

    Οι συγκεκριμένες αμοιβές, επομένως, εξαρτώνται άμεσα από την ύπαρξη κερδών: Δεν είναι δυνατό να εγκρίνονται (και, πολύ περισσότερο, καταβάλλονται) τέτοιες αμοιβές όταν δεν υφίστανται κέρδη. Τούτο λειτουργεί υπέρ της εταιρείας με δύο τρόπους: (α) Δεν είναι δυνατό, να επιβαρύνεται η εταιρεία όταν δεν έχει κέρδη και (β) Παρέχεται (έμμεσο) κίνητρο στα μέλη του ΔΣ για τη μεγιστοποίηση της κερδοφορίας της ΑΕ.

     

    Η προκαταβολή αμοιβών

    Όπως ήδη και ανωτέρω αναφέρθηκε, είναι δυνατή η προκαταβολή αμοιβής σε μέλη του ΔΣ: «Η γενική συνέλευση μπορεί να επιτρέψει προκαταβολή αμοιβής για το χρονικό διάστημα μέχρι την επόμενη τακτική γενική συνέλευση. Η προκαταβολή της αμοιβής τελεί υπό την αίρεση της έγκρισής της από την επόμενη τακτική γενική συνέλευση» (άρθρο 109 §4 ν. 4548/18). Ο νόμος δεν προβαίνει σε προσδιορισμό των αμοιβών που είναι δυνατό να προκαταβάλλονται. Δεν θεωρείται πάντως εφικτή η προκαταβολή αμοιβής όταν πρόκειται για:

    (α) Συμμετοχή στα κέρδη

    Δεν θεωρείται δυνατή η προκαταβολή αμοιβών που συνίστανται σε συμμετοχή στα κέρδη της εταιρείας. Και τούτο γιατί, κατά το χρόνο της προκαταβολής, δεν είναι δυνατή η ασφαλής πρόβλεψη για την ύπαρξη καθαρών κερδών˙ πολύ περισσότερο ο προσδιορισμός των διαθέσιμων προς αμοιβές μελών ΔΣ καθαρών κερδών.

    (β) Αμοιβές που προβλέπονται από το καταστατικό

    Δεν θεωρείται επίσης δυνατή προκαταβολή αμοιβών, η χορήγηση των οποίων προβλέπεται στο καταστατικό της ΑΕ. Ο λόγος είναι ότι οι αμοιβές αυτές καταβάλλονται υπό τους όρους, προϋποθέσεις, κατά το χρόνο και με τη διαδικασία που εκεί προβλέπεται.

     

    Ο δικαστικός έλεγχος του ύψους των αμοιβών

    Το πλέγμα ρυθμίσεων που τίθεται από το άρθρο 109 ν. 4548/2018 δεν καθιστά ανέλεγτες τις αποφάσεις που αφορούν την καταβολή αμοιβών στα μέλη του ΔΣ˙ ακόμη κι όταν τηρηθούν, επακριβώς, οι προβλεπόμενες προϋποθέσεις. Η σχετική επιλογή μάλιστα του νομοθέτη μοιάζει εύλογη καθώς δεν είναι σπάνιο η μετοχική πλειοψηφία να αποφασίζει τη χορήγηση αδικαιολόγητα υψηλών αμοιβών σε μέλη του ΔΣ. Τέτοιες αποφάσεις λαμβάνονται, συνήθως, στις περιπτώσεις εκείνες που οι μέτοχοι της πλειοψηφίας (ή συνδεδεμένα με αυτούς πρόσωπα) συμβαίνει να είναι και μέλη του ΔΣ, χωρίς τα τελευταία πραγματικά να δικαιούνται τις αμοιβές που αποφασίζεται να τους καταβληθούν.

    Αναγνωρίζεται, στις περιπτώσεις αυτές, το δικαίωμα στους μειοψηφούντες μετόχους να αντιταχθούν σε απόφαση για την καταβολή αμοιβής ή παροχής, οποιασδήποτε μορφής, σε συγκεκριμένο μέλος του ΔΣ. Απαραίτητη (τυπική) προϋπόθεση, οι μειοψηφήσαντες μέτοχοι να εκπροσωπούν το 1/10 του καταβεβλημένου (κατά την ορθότερη άποψη) κεφαλαίου της ΑΕ. Εφόσον πληρούται η συγκεκριμένη τυπική προϋπόθεση, το δικαστήριο είναι δυνατό (ύστερα από αίτηση μετόχων, από εκείνους που αντιτάχθηκαν, που εκπροσωπούν το 1/20 του καταβεβλημένου κεφαλαίου-άρθρο 109 §5 ν. 4548/2018)) να αξιολογήσει, με βάση τα δεδομένα που θα του τεθούν υπόψη, πως η αμοιβή που αποφασίστηκε να καταβληθεί σε μέλος του ΔΣ είναι υπερβολική και θα πρέπει να μειωθεί.

    Η αίτηση προς το δικαστήριο θα πρέπει να υποβληθεί μέσα σε αποκλειστική προθεσμία δύο μηνών από την έγκριση της γενικής συνέλευσης. Σημειώνεται πάντως πως εκτός του πλαισίου του συγκεκριμένου δικαστικού ελέγχου βρίσκονται οι αμοιβές που καταβάλλονται στα μέλη του ΔΣ στη βάση ειδικής σχέσης/σύμβασης.

     

    Θα πρέπει να θεωρήσουμε εύλογο και, ταυτόχρονα, επιβεβλημένο να υπάρξει σαφής διαχωρισμός (πριν απ’ όλα στη σκέψη μας) των ιδιοτήτων του μετόχου, του μέλους του ΔΣ αλλά και του εργαζομένου/παρέχοντος τις υπηρεσίες του στην ΑΕ. Οφείλουμε, στο πλαίσιο αυτό, να αποδεχθούμε ότι τα συγκεκριμένα πρόσωπα (επιβάλλεται να) έχουν διαφορετικό όφελος από τη συμμετοχή τους στην ΑΕ. O μέτοχος από τα μερίσματα που του αναλογούν˙ ο εργαζόμενος/παρέχων τις υπηρεσίες του από τις αμοιβές που προβλέπουν οι σχετικές συμβάσεις˙ το μέλος του ΔΣ  από τις αμοιβές που προβλέπουν (ή όχι) οι καταστατικές ρυθμίσεις και ενδεχόμενες αποφάσεις των ΓΣ.

    Είναι αλήθεια πως (ιδίως) στο πλαίσιο των οικογενειακών ΑΕ οι προαναφερθείσες ιδιότητες «μπερδεύονται». Σ’ αυτές είναι που, κατά κύριο λόγο, θα πρέπει να υπάρξει διαχωρισμός των οικονομικών της επιχείρησης από την τσέπη του επιχειρηματία, η θέσπιση (των όχι υποχρεωτικών αλλά αναγκαίων-κατ’ ουσίαν) κανόνων εταιρικής διακυβέρνησης.

    Τούτο μάλιστα όχι προς όφελος μόνον των μετόχων μειοψηφίας. Προς όφελος, κατά κύριο λόγο, της επιχείρησης αλλά και της ανάπτυξής της.

    Σταύρος Κουμεντάκης
    Managing Partner

     

    Υ.Γ. Συνοπτική έκδοση του άρθρου δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ, στις 21 Μαρτίου 2021.

    Η πληροφόρηση που εμπεριέχεται στο παρόν άρθρο δεν συνιστά (ούτε και έχει σκοπό να αποτελέσει) νομική συμβουλή. Μια τέτοια νομική συμβουλή είναι δυνατό να παρασχεθεί μόνον από αρμόδιο δικηγόρο ο οποίος θα λάβει υπόψη του το σύνολο των δεδομένων που θα του εκθέσετε για την υπόθεσή σας. Αναλυτικά.

  • ΔΣ vs ΑΕ: Η υποχρέωση παράλειψης ανταγωνισμού

    ΔΣ vs ΑΕ: Η υποχρέωση παράλειψης ανταγωνισμού

    Σε προηγούμενη αρθρογραφία μας ασχοληθήκαμε με τις πρόνοιες του νόμου σχετικά με την αντιμετώπιση των περιπτώσεων σύγκρουσης συμφερόντων των μελών του ΔΣ με την ΑΕ (ΔΣ Vs AE: Η Σύγκρουση Των Μεταξύ Τους Συμφερόντων). Μας απασχόλησε, ειδικότερα, η υποχρέωση πίστης των μελών του ΔΣ έναντι της ΑΕ. Στο πλαίσιο αυτής και η υποχρέωση προαγωγής του συμφέροντος της εταιρείας έναντι των ίδιων συμφερόντων (:θετική όψη). Στο παρόν άρθρο θα μας απασχολήσει μια άλλη όψη της (αρνητική αυτή τη φορά): η υποχρέωση για παράλειψη ανταγωνιστικών πράξεων.

     

    Οι ανταγωνιστικές πράξεις

    Η σύγκρουση συμφερόντων των μελών του ΔΣ έναντι της ΑΕ, είναι δυνατό να εμφανισθεί και με τη μορφή της διενέργειας ανταγωνιστικών πράξεων από μέρους των πρώτων. Στο πλαίσιο αυτό, ο νομοθέτης προέβη στη θέσπιση ειδικής, σχετικής, απαγόρευσης. Πρόκειται για την υποχρέωση παράλειψης ανταγωνισμού (άρθρο 98 ν. 4548/2018). Η τελευταία απορρέει, επίσης, από την υποχρέωση πίστης. Η νομολογία την αντιμετωπίζει ως την κυριότερη περίπτωση της υποχρέωση αυτής (ενδ. 797/2010 ΑΠ).

     

    Η νομοθετική ρύθμιση

    Το άρθρο 98§1 ν. 4548/2018 προβλέπει: «Απαγορεύεται στα μέλη του διοικητικού συμβουλίου που συμμετέχουν με οποιονδήποτε τρόπο στη διεύθυνση της εταιρείας, καθώς και στους διευθυντές αυτής, να ενεργούν, χωρίς άδεια της γενικής συνέλευσης ή σχετική πρόβλεψη του καταστατικού, για δικό τους λογαριασμό ή για λογαριασμό τρίτων, πράξεις που υπάγονται στους σκοπούς της εταιρείας, καθώς και να μετέχουν ως ομόρρυθμοι εταίροι ή ως μόνοι μέτοχοι ή εταίροι σε εταιρείες που επιδιώκουν τέτοιους σκοπούς».

    Η συγκεκριμένη νομοθετική ρύθμιση μοιάζει απολύτως δικαιολογημένη. Αρκεί να  αναλογιστεί κανείς το εύρος και είδος των πληροφοριών που έχουν στη διάθεσή τους όσοι ασκούν τη διοίκηση της εταιρείας. Πρόκειται για απόλυτα εμπιστευτικές πληροφορίες που συνδέονται, εν τέλει, με την προσπάθεια επικράτησης της ΑΕ έναντι των ανταγωνιστών της.

    Ποια, όμως, είναι τα πρόσωπα που έχουν πρόσβαση στις ανωτέρω πληροφορίες;

     

    Ποιους αφορά η υποχρέωση παράλειψης ανταγωνισμού;  Υποκειμενικό πεδίο εφαρμογής.

    Η απαγόρευση ανταγωνισμού αφορά κάθε πρόσωπο το οποίο μετέχει με οποιονδήποτε τρόπο στη διεύθυνση της ΑΕ. Τούτο σημαίνει ότι το πρόσωπο αυτό μπορεί να τελεί σε σχέση οργανική με το νομικό πρόσωπο. Να είναι, δηλαδή, μέλος του διοικητικού συμβουλίου. Ύστερα από την εκλογή του, λ.χ., ως μέλος. Εναλλακτικά: ύστερα από διορισμό του απευθείας από μέτοχο (με βάση καταστατική ρύθμιση) ή με βάση προσωρινό διορισμό του (:με βάση δικαστική απόφαση). Η απαγόρευση, όμως, αφορά εξίσου -κατά το γράμμα του νόμου- και τους διευθυντές-δηλαδή τα υποκατάστατα όργανα του ΔΣ. Η συγκεκριμένη  μάλιστα απαγόρευση δεν διαφοροποιείται στην περίπτωση του μονομελούς διοικητικού οργάνου. Υπό την επιφύλαξη, βέβαια, της μη σύμπτωσης στο ίδιο πρόσωπο των ιδιοτήτων του διοικητή και του μοναδικού μετόχου (στην περίπτωση της μονοπρόσωπης ΑΕ).

    Συζήτηση, ωστόσο, «έχει ανοίξει» σχετικά με το αν η απαγόρευση καταλαμβάνει αποκλειστικά τα εκτελεστικά όργανα της ΑΕ ή επεκτείνεται και στα μη εκτελεστικά. Κατά την κρατούσα (και, εκτιμούμε, ορθή) άποψη, η απαγόρευση αυτή αφορά αδιακρίτως τόσο τα εκτελεστικά όσο και τα μη εκτελεστικά όργανα της ΑΕ. Και τούτο καθώς δεν διαφοροποιείται στο νόμο το εύρος της υποχρέωσης πίστης των τελευταίων έναντι της ΑΕ.  Υποστηρίζεται επίσης ότι η απαγόρευση αυτή καταλαμβάνει, ομοίως, και τους εκκαθαριστές της ΑΕ, στους οποίους αναλογικά εφαρμόζονται οι διατάξεις για τη διαχείριση (άρθρο 167 παρ. 2 Ν. 4548/2018).

     

    Οι πράξεις ανταγωνισμού – Αντικειμενικό πεδίο εφαρμογής

    Το γράμμα του άρθρου 98 ν. 4548/2018 διευρύνει το αντικειμενικό πεδίο εφαρμογής της απαγόρευσης ανταγωνισμού σε σχέση με το προϊσχύσαν άρθρο (:άρθρο 23 ν. 2190/1920). Εξακολουθεί όμως να εμπίπτει στην απαγόρευση ανταγωνισμού η διενέργεια πράξεων από τα υπόχρεα πρόσωπα, οι οποίες υπάγονται στους καταστατικούς σκοπούς. Επίσης, η συμμετοχή των υπόχρεων προσώπων ως ομορρύθμων εταίρων σε προσωπικές εταιρείες που επιδιώκουν τους ανωτέρω σκοπούς. Περαιτέρω, όμως, η νέα διάταξη απαγορεύει, ρητά, στα πρόσωπα αυτά να μετέχουν ως μόνοι μέτοχοι ή ως εταίροι σε εταιρείες που επιδιώκουν τους ίδιους σκοπούς με την ΑΕ. Με τον τρόπο αυτό αντιμετωπίστηκαν οι αμφιγνωμίες σχετικά με την ενδεικτική ή αποκλειστική απαρίθμηση της προϊσχύσασας διάταξης και τη συμπερίληψη (ή μη) και άλλων εταιρικών τύπων στη διάταξη του άρθρου 23 ν. 2190/1920.

    Παράλληλα, σύμφωνα με την πάγια θέση της νομολογίας «…ανταγωνιστικές πράξεις θεωρούνται εκείνες που είναι όμοιες με αυτές που εμπίπτουν στο περιεχόμενο του εταιρικού σκοπού. Έτσι στην ανταγωνιστική δραστηριότητα περιλαμβάνεται ο άμεσος ανταγωνισμός με την ίδρυση ανταγωνιστικής επιχειρήσεως, αλλά και ο έμμεσος, με τη συμμετοχή σε ανταγωνιστική επιχείρηση» (797/2010 ΑΠ).

    Ως εταιρικοί σκοποί νοούνται (:λογικά αναμενόμενο), όσοι προβλέπονται από το καταστατικό. Ωστόσο, μείζονος σημασίας αποδεικνύεται η πραγματική οικονομική δραστηριότητα της εταιρείας. Στην δραστηριότητα αυτή περιλαμβάνονται τόσο οι ήδη ασκούμενες δραστηριότητες της ΑΕ όσο  και οι μελλοντικές. Εκείνες δηλαδή που είναι πιθανό (πολύ περισσότερο: αναμενόμενο) να ασκηθούν ακόμα και σε διαφορετική, συγγενή, αγορά.

     

    Η άρση της απαγόρευσης

    Η καταστατική πρόβλεψη περί άρσης της απαγόρευσης

    Η δυνατότητα πρόβλεψης του καταστατικού για την άρση της απαγόρευσης ανταγωνισμού δεν προβλεπόταν ρητά από το προϊσχύσαν δίκαιο. Έμοιαζε, ως εκ τούτου, αμφίβολο αν ήταν νόμιμη η γενική άρση της απαγόρευσης μέσω διάταξης του καταστατικού. Αν, δηλαδή, νομιμοποιούνταν η χορήγηση μιας γενικής άδειας-χωρίς αυτή να εξαρτάται από συγκεκριμένα πρόσωπα ή/και πράξεις. Μειοψηφούσες φωνές τάσσονταν υπέρ της συγκεκριμένης δυνατότητας. Κρατούσαν όμως οι αντίθετες, που εξέφραζαν βάσιμους φόβους για μια τέτοια δυνατότητα. Υποστήριζαν, ειδικότερα, ότι η εκ των προτέρων γενική καταστατική απαλλαγή συνιστά πηγή διακινδύνευσης της επιδίωξης του εταιρικού σκοπού. Τα υπόχρεα πρόσωπα μπορεί να βρίσκονται, με τον τρόπο αυτό, σε μια διαρκή σύγκρουση συμφερόντων με την ΑΕ. Μια σύγκρουση, που μπορεί να ελλοχεύει εσωτερικούς κινδύνους για την ΑΕ και την υπέρ του συμφέροντός της λειτουργία της.

    Ωστόσο, το άρθρο 98 §1 ν. 4548/2018 προβλέπει, πλέον, ρητά τη δυνατότητα καταστατικής άρσης της απαγόρευσης ανταγωνισμού. Ο νομοθέτης με την πρόβλεψη αυτή φαίνεται να επιδεικνύει εμπιστοσύνη στο πρόσωπο των ιδρυτών και μετόχων της ΑΕ. Διευρύνει τις καταστατικές ρυθμίσεις στις οποίες μπορούν οι τελευταίοι να προβούν. Αποδέχεται (και ορθά) πως είναι σε θέση να κατανοήσουν τα μειονεκτήματα αλλά και τους κινδύνους τέτοιων ρυθμίσεων.

    Τέτοιου περιεχομένου καταστατικές ρήτρες είναι δυνατό να περιλαμβάνονται από την αρχή στο καταστατικό. Είναι όμως δυνατό να προστεθούν και εκ των υστέρων-ύστερα από σχετική τροποποίηση. Για την τροποποίηση αυτή απαιτείται, αυτονόητα, απόφαση της ΓΣ, η οποία λαμβάνεται με απλή απαρτία και πλειοψηφία. Εξαίρεση στο συγκεκριμένο τρόπο λήψης απόφασης είναι δυνατό να λάβει χώρα με πρόβλεψη του καταστατικού. Στην περίπτωση αυτή είναι ανεκτή ρύθμιση για αυξημένη απαρτία και πλειοψηφία όσον αφορά το συγκεκριμένο ζήτημα.

     

    Η άδεια της Γενικής Συνέλευσης

    Ένας διαφορετικός τρόπος για τη νομιμοποίηση της διενέργειας μη επιτρεπτών ανταγωνιστικών πράξεων είναι η άδεια της Γενικής Συνέλευσης. Όπως η πράξη διορισμού του μέλος του ΔΣ, έτσι και η εν λόγω άδεια της ΓΣ χαρακτηρίζεται ως οργανικής φύσεως πράξη. Δεν απαιτείται αποδοχή της άδειας αυτής από τον υπόχρεο.

    Η χορήγηση της συγκεκριμένης άδειας εμπίπτει στην αποκλειστική αρμοδιότητα της ΓΣ. Δεν είναι δυνατή η περαιτέρω μεταβίβασή της. Η ΓΣ, επομένως, ως μόνη αρμόδια, δικαιούται να αποφασίσει για τη χορήγηση αυτή με απλή απαρτία και πλειοψηφία. Συμπεριλαμβανομένης, μάλιστα, της ψήφου του υπόχρεου που φέρει, ταυτόχρονα, και την ιδιότητα του μετόχου. Ο υπόχρεος-μέτοχος δεν στερείται το δικαίωμα ψήφου. Η σχετική απόφαση της Γενικής Συνέλευσης υπόκειται (όπως και κάθε άλλη) σε έλεγχο καταχρηστικότητας. Σε κάθε περίπτωση: το καταστατικό μπορεί να αξιώνει ποσοστά μεγαλύτερα από την απλή απαρτία και πλειοψηφία.

    Η απόφαση της ΓΣ για τη χορήγηση της ανωτέρω άδειας πρέπει, επιπλέον, να είναι ρητή και ειδική. Συναίνεσή που (θα υποστηριχθεί ότι) τεκμαίρεται ή που σιωπηρά συνάγεται, δεν αρκεί. Ως προς το περιεχόμενό της, η άδεια αυτή μπορεί να επιτρέπει συγκεκριμένες πράξεις ή να έχει γενικό χαρακτήρα. Να ορίζει συγκεκριμένη διάρκεια άσκησης των επιτρεπόμενων ανταγωνιστικών πράξεων ή να παρέχεται για αόριστο χρόνο. Είναι δυνατό επίσης να χορηγείται με την επιφύλαξη δικαιώματος ανάκλησης. Το περιεχόμενο της συγκεκριμένης απόφασης διαμορφώνεται στη βάση της αποφυγής κινδύνων που είναι δυνατό να ανακύψουν. Ως εκ τούτου, η απόφαση της ΓΣ (ως προϋπόθεση νόμιμης άσκησης ανταγωνιστικών πράξεων) πλεονεκτεί έναντι της αντίστοιχης καταστατικής άδειας. Η τελευταία δεν μπορεί να σταθμίσει τους συγκεκριμένους κινδύνους της περίπτωσης που θα εκάστοτε θα ανακύψει, δεδομένης της (κατ’ ανάγκη) γενικότητάς της.

    Η άδεια της Γενικής Συνέλευσης θα πρέπει να χορηγείται πριν τη συντέλεση των ανταγωνιστικών πράξεων. Τυχόν εκ των υστέρων άδεια συνιστά, κατά την κρατούσα άποψη, παραίτηση από τις αξιώσεις που είναι δυνατό να εγερθούν (άρθρο 98).

     

    Οι έννομες συνέπειες της σχετικής παράβασης

    Οι έννομες συνέπειες τυχόν παράβασης της απαγόρευσης διενέργειας ανταγωνιστικών πράξεων προβλέπονται στο άρθρο 98§2 ν. 4548/2018. Η ΑΕ ως φορέας των αξιώσεων δικαιούται να επιλέξει μεταξύ: (α) της αξίωσης αποζημίωσης, (β) του δικαιώματος οικονομικής της υποκατάστασης στη θέση του υποχρέου και (γ) της αξίωσης απόδοσης ή εκχώρησης της απαίτησης αμοιβής του υπόχρεου. Παράλληλα, διατηρεί (με βάση όσα γενικά ισχύουν) και πρόσθετες αξιώσεις. Μεταξύ αυτών: η αξίωση για την παύση και παράλειψη στο μέλλον των πράξεων ανταγωνισμού από τον υπόχρεο, το δικαίωμα ανάκλησης του υπόχρεου μέλους του ΔΣ ή το δικαίωμα καταγγελίας της σύμβασης του παραβάτη για σπουδαίο λόγο-όταν ο υπόχρεος συνδέεται συμβατικά με την ΑΕ. Σημειώνεται πως η άσκηση απαγορευμένων ανταγωνιστικών πράξεων, ως σύγκρουση συμφερόντων μεταξύ ΔΣ και ΑΕ μπορεί να οδηγήσει σε δικαστικό διορισμό προσωρινής διοίκησης (69 ΑΚ). Ενδεχομένως μάλιστα και να ενδείκνυται.

    Η περίπτωση της τέλεσης του αδικήματος της απιστίας (390ΠΚ) θα πρέπει, σε κάθε περίπτωση, να μην αποκλειστεί.

    Ειδικότερα (όσον αφορά τις αστικής φύσεως αξιώσεις της ΑΕ):

    (α) Ως προς την αξίωση αποζημίωσης

    Θεμελιωτική βάση της αξίωσης αποζημίωσης συνιστά αφενός η διάταξη του άρθρου 98 §2 αφετέρου οι διατάξεις για τις αδικοπραξίες. Για να γεννηθεί η αξίωση αποζημίωσης πρέπει να συντρέχει σειρά προϋποθέσεων. Μεταξύ αυτών ο νόμιμος λόγος ευθύνης και οι λοιπές προϋποθέσεις του δικαίου των αδικοπραξιών. Συγκεκριμένα: η ύπαρξη ζημίας και ο αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ του νόμιμου λόγου ευθύνης και της ζημίας που προκλήθηκε. Η εταιρεία υφίσταται ζημία στις περιπτώσεις εκείνες που λόγω της ανταγωνιστικής συμπεριφοράς του μέλους ΔΣ ή Διευθυντή απώλεσε επιχειρηματική ευκαιρία την οποία κατά τη συνήθη πορεία θα αναλάμβανε. Ή, ομοίως, στις περιπτώσεις που λόγω της ανωτέρω συμπεριφοράς χρειάστηκε να προβεί σε δαπάνες και να μειώσει το ενεργητικό της ή να αυξήσει το παθητικό της. Υπόχρεος σε αποζημίωση είναι, αυτονοήτως, το υπόχρεο σε μη διενέργεια πράξεων ανταγωνισμού πρόσωπο, ενώ η αποζημίωση που καλείται να καταβάλει πρέπει να αποκαθιστά τη πραγματική ζημία της ΑΕ.

    Σημαντικό πάντως να επισημανθεί το εύρος της (ενίοτε ανυπέρβλητης) δυσχέρειας που συναντούμε στην πράξη για τον ακριβή προσδιορισμό της πραγματικής ζημίας που υφίσταται η ΑΕ. Επίσης για τη σύνδεση της ζημίας με την απαγορευόμενη ανταγωνιστική πράξη (:αιτιώδης σύνδεσμος).

     

     (β) Ως προς το δικαίωμα οικονομικής υποκατάστασης της ΑΕ στη θέση του υποχρέου

    Είναι, κατά τα προαναφερθέντα, σημαντικές οι δυσχέρειες της απόδειξης του αιτιώδους συνδέσμου αλλά και του ύψους της προκληθείσας ζημίας. Αντιμετωπίζονται, εν μέρει, μέσω των υπολοίπων δικαιωμάτων της εταιρείας που της αναγνωρίζονται από το άρθρο 98 §2. Τέτοιο δικαίωμα συνιστά το δικαίωμα υποκατάστασης. Στη βάση του συγκεκριμένου δικαιώματος η ΑΕ δικαιούται να αξιώσει την απόδοση της εκάστοτε καθαρής ωφέλειας που αποκόμισε ο υπόχρεος, παραβαίνοντας την υποχρέωση μη διενέργειας πράξεων ανταγωνισμού. Θεωρείται, δηλαδή, ότι οι πράξεις στις οποίες προέβη ο υπόχρεος για λογαριασμού του έλαβαν χώρα για λογαριασμό της εταιρείας.

    Μέσω της άσκησης του δικαιώματος αυτού, η ΑΕ δεν υπεισέρχεται στις συμβατικές σχέσεις του υποχρέου με τους αντισυμβαλλομένους του και η ισχύς των συμβάσεων αυτών δεν θίγεται. Αντίθετα, ο υπόχρεος υπέχει υποχρέωση απόδοσης του συνόλου των ωφελειών που αποκόμισε αφού αφαιρεθούν οι δαπάνες στις οποίες προέβη.

     

    (γ) Ως προς την αξίωση απόδοσης ή εκχώρησης της απαίτησης αμοιβής του υποχρέου στην ΑΕ

    Ο υπόχρεος ενδέχεται, βέβαια, να προβαίνει σε διενέργεια ανταγωνιστικών πράξεων όχι για ίδιο λογαριασμό αλλά για λογαριασμό τρίτων. Στην περίπτωση αυτή, η ΑΕ διατηρεί το δικαίωμα να αξιώσει είτε την αμοιβή που έλαβε ο υπόχρεος για τη μεσολάβηση είτε την εκχώρηση της σχετικής απαίτησης έναντι του τρίτου.

    Η έννοια της αμοιβής πρέπει να ερμηνευθεί κατά τρόπο ευρύ. Συμπεριλαμβάνεται σε αυτή κάθε περιουσιακή ωφέλεια που αποκομίζει ο υπόχρεος από την παράνομη συμπεριφορά του. Οι περιουσιακές ωφέλειες του υποχρέου είναι δυνατό να πηγάζουν είτε από συμβατική σχέση (μεταξύ αυτού και του τρίτου) είτε από οργανική σχέση. Στην τελευταία περίπτωση εμπίπτει η συμμετοχή του υποχρέου σε ΔΣ άλλης εταιρείας που επιδιώκει σκοπούς ίδιους με την βλαπτόμενη ΑΕ. Οπότε στην περίπτωση αυτή, ο υπόχρεος οφείλει να αποδώσει πέραν των τυχόν μερισμάτων, αμοιβών κ.λπ. ως μέλος του ΔΣ και κάθε άλλη ωφέλεια που αποκόμισε (λ.χ. το δικαίωμα δωρεάν διάθεσης μετοχών ή το δικαίωμα προαίρεσης απόκτησης μετοχών-stock options).

     

    Η διάρκεια για την υποχρέωση παράλειψης ανταγωνισμού

    Κατά την πάγια θέση της νομολογίας «…Η υποχρέωση παράλειψης ανταγωνισμού παύει να ισχύει με την καθοιονδήποτε τρόπο λήξη ή με την παύση της ιδιότητας του συμβούλου, που συμμετέχει στη διεύθυνση της ανώνυμης εταιρείας ή του διευθυντή αυτής…». Ωστόσο, όπως γίνεται δεκτό, καθίσταται δυνατή η χρονική επέκταση της υποχρέωσης και μετά την παύση της ανωτέρω ιδιότητας ή την αποχώρηση του υποχρέου από την εταιρεία, με ρητή συμβατική υποχρέωση (ρήτρα μετασυμβατικής απαγόρευσης ανταγωνισμού). Η τελευταία είναι κατ` αρχήν έγκυρη (797/2010 ΑΠ). Το κύρος της ρήτρας απαγόρευσης ανταγωνισμού, ωστόσο, εξαρτάται, όπως δέχεται η νομολογία, «…από την διάρκεια της ισχύος της, την έκτασή της κατά τόπο, την επαγγελματική δραστηριότητα που απαγορεύθηκε και την αποζημίωση που δικαιούται η εταιρεία αν παραβλέψει ο υπόχρεος τη συμβατική του υποχρέωση ανταγωνιστικής δραστηριότητας…» (Ενδ. 5131/2011ΕφΑθ, 797/2010 ΑΠ).

     

    Παραγραφή

    Τέλος, το άρθρο 98§3 προβαίνει στην πρόβλεψη της παραγραφής των ανωτέρω αξιώσεων. Η παραγραφή που επιφυλάσσεται για τις αξιώσεις αυτές είναι σύντομη. Προβλέπεται, ειδικότερα, ότι οι ανωτέρω περιγραφόμενες αξιώσεις παραγράφονται μόλις ένα (1) έτος μετά την ανακοίνωσή τους σε συνεδρίαση του ΔΣ ή τη γνωστοποίησή τους στην εταιρεία. Συνεπώς, η δράση της ΑΕ για την αντιμετώπιση τέτοιων συμπεριφορών και την ικανοποίηση των ζημιών που υπέστη πρέπει είναι άμεση. Σε κάθε περίπτωση, η περιγραφή των αξιώσεων αυτών επέρχεται πέντε (5) έτη μετά την ενέργεια της απαγορευμένης πράξης.

     

    Η συμμετοχή σε Διοικητικό Συμβούλιο Ανώνυμης Εταιρείας δεν είναι χωρίς ευθύνες. Ούτε χωρίς περιορισμούς. Από τους σημαντικότερους: η απαγόρευση άσκησης ανταγωνιστικών δραστηριοτήτων.

    Ενδεχόμενη παράβαση για την σχετική υποχρέωση παράλειψης ανταγωνισμού δημιουργεί σημαντική (και συχνά δυσαπόδεικτη) ζημία της εταιρείας. Αυτονοήτως και υποχρέωση αποκατάστασής της από τον παραβάτη. Οι ποινικές ευθύνες (ενίοτε σοβαρές) δεν θα πρέπει να αποκλεισθούν.

    Η σχετική εγρήγορση κατά τη διάρκεια της λειτουργίας της εταιρείας δεν αρκεί. Απολύτως αναγκαίες καθίστανται οι σχετικές, ακριβείς και συγκεκριμένες κατά το περιεχόμενο, καταστατικές πρόνοιες.

    Περισσότερο αναγκαία όμως παρίσταται η ευλαβική συμμόρφωση των μελών του ΔΣ με τη σχετική τους υποχρέωση.

    Οι αρχές της Εταιρικής Διακυβέρνησης το επιβάλλουν.

    Ο νόμος θέτει τα αυστηρά όρια και τις επαπειλούμενες (αστικές και ποινικές) κυρώσεις.

    Εντούτοις: η παράλειψη τέτοιου είδους δράσεων σε βάρος του νομικού προσώπου θα πρέπει να βασίζεται στην ηθική και τη συνείδηση των μελών του ΔΣ.

    Αυτών ελλειπουσών τα μέλη του ΔΣ δεν μπορούν να έχουν θέση στο όργανο.

    Σταύρος Κουμεντάκης
    Managing Partner

     

    Υ.Γ. Συνοπτική έκδοση του άρθρου δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ, στις 28 Φεβρουαρίου 2021.

    υποχρέωση παράλειψης ανταγωνισμού

    Η πληροφόρηση που εμπεριέχεται στο παρόν άρθρο δεν συνιστά (ούτε και έχει σκοπό να αποτελέσει) νομική συμβουλή. Μια τέτοια νομική συμβουλή είναι δυνατό να παρασχεθεί μόνον από αρμόδιο δικηγόρο ο οποίος θα λάβει υπόψη του το σύνολο των δεδομένων που θα του εκθέσετε για την υπόθεσή σας. Αναλυτικά.

  • ΔΣ vs AE: Η σύγκρουση των μεταξύ τους συμφερόντων

    ΔΣ vs AE: Η σύγκρουση των μεταξύ τους συμφερόντων

    Τα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου μιας Ανώνυμης Εταιρείας εκλέγονται για να υπηρετούν και να προάγουν το εταιρικό της συμφέρον. Δεν αποκλείεται όμως το δικό τους, προσωπικό, συμφέρον να μην ευθυγραμμίζεται με το αντίστοιχο της εταιρείας. Ακόμα χειρότερα: να συγκρούεται μ΄εκείνο. Τότε μιλάμε για «σύγκρουση συμφερόντων». Πώς οριοθετείται; Με ποιον τρόπο μπορεί κανένας να τη διαχειριστεί; Πώς αντιμετωπίζεται; Ποιες είναι οι πρόνοιες του νόμου;

     

    Από τη σκοπιά της οικονομικής επιστήμης

    Στην οικονομική επιστήμη είναι γνωστό το πρόβλημα του εντολέα και του εντολοδόχου (agency problem). Ο εντολέας επιλέγει τον εντολοδόχο με σκοπό ο τελευταίος να διεξάγει υποθέσεις του πρώτου. Ο τελευταίος (:εντολοδόχος) έχει την ευθύνη των αποφάσεων που επηρεάζουν τον πλουτισμό του εντολέα. Το συγκεκριμένο πρόβλημα δημιουργείται, όταν ο εντολοδόχος ενεργεί μεν για λογαριασμό του εντολέα του, ενεργεί όμως με τρόπο που δεν εξυπηρετεί τα συμφέροντα του. Βασικός λόγος της ύπαρξης του προβλήματος αυτού συνιστά, κατά τους οικονομολόγους, η «ασυμμετρία της πληροφορίας».

    Υπάρχουν δύο κατηγορίες προβλημάτων λόγω ασυμμετρίας πληροφορίας. Πρόκειται για: (α) το πρόβλημα του ηθικού κινδύνου (moral hazard) και (β) το πρόβλημα της δυσμενούς επιλογής (adverse selection). Όσον αφορά την τελευταία (:δυσμενής επιλογή) τη συναντούμε στις περιπτώσεις εκείνες κατά τις οποίες ο εντολέας, λόγω ασσυμετρίας της πληροφορίας, επιλέγει ως εντολοδόχο πρόσωπο το οποίο δεν έχει τη δυνατότητα (ή τη διάθεση;) να πράξει υπέρ των συμφερόντων του (του εντολέα).

    Η σύγκρουση συμφερόντων μεταξύ μέλους ΔΣ και ΑΕ, ωστόσο, συγκαταλέγεται στο πρόβλημα του ηθικού κινδύνου. Συγκεκριμένα, ο εντολοδόχος, έχει μεν τη δυνατότητα να πράξει υπέρ των συμφερόντων του εντολέα αλλά επιλέγει να ενεργεί για την επιδίωξη των δικών του, προσωπικών, συμφερόντων.

     

    Η λύση στο πρόβλημα: Εταιρική Διακυβέρνηση και Δίκαιο της Ανώνυμης Εταιρείας

    Η (γενική) λύση στο πρόβλημα της σύγκρουσης συμφερόντων είναι διπλή. Η εφαρμογή των κανόνων της εταιρικής διακυβέρνησης από τη μια και η συμπόρευση με το δίκαιο της Ανώνυμης Εταιρείας από την άλλη.

    Προτάσσεται, λοιπόν, η εφαρμογή των κανόνων της εταιρικής διακυβέρνησης. Και τούτο, γιατί μέσω της ευθυγράμμισης μ’ εκείνους, καθίσταται δυνατή η διαφανής δράση των μελών του ΔΣ. Και κάτι ακόμα περισσότερο: η ελεγχόμενη διάρθρωση των εκατέρωθεν συμφερόντων.

    Ωστόσο, και ο νομοθέτης του δικαίου των Ανωνύμων Εταιρειών προβαίνει σε ειδικότερες ρυθμίσεις που αφορούν την αντιμετώπιση του προβλήματος της σύγκρουσης συμφερόντων του μέλους του ΔΣ με τα συμφέροντα της εταιρείας. Είναι γνωστό πως κάθε μέλος του ΔΣ αναλαμβάνει έναντι της ΑΕ υποχρέωση πίστης. Ειδικότερη έκφανσή της συνιστά η αποφυγή σύγκρουσης ιδίων συμφερόντων. Ο νομοθέτης έχει θεσπίσεις μηχανισμούς αντιμετώπισης τέτοιων περιπτώσεων σύγκρουσης. Για τη διαπίστωση, ωστόσο, τέτοιων περιπτώσεων, θα πρέπει να οριοθετηθούν εννοιολογικά το εταιρικό και το ίδιον συμφέρον των μελών του ΔΣ.

     

    Το εταιρικό συμφέρον

    Δεν έχει, προφανώς, νόημα στο πλαίσιο του παρόντος άρθρου να περιδιαβούμε θεωρητικές περιπλανήσεις μεταξύ μονιστικής ή πλουραλιστικής θεωρίας. Ας περιοριστούμε στο, κατά τον γράφοντα-με απλά λόγια, ισχύον: Το εταιρικό συμφέρον δεν είναι παρά το συμφέρον της Ανώνυμης Εταιρείας. Μπορούμε με ασφάλεια να το ταυτίσουμε με το συμφέρον των μετόχων εκείνης-ως σύνολο.

     

    Το «ίδιον συμφέρον» των μελών ΔΣ

    Η οριοθέτηση του εταιρικού συμφέροντος μοιάζει απλή. Ποιο όμως είναι το «ίδιον συμφέρον» των μελών του ΔΣ; Ως ίδιο νοείται το άμεσο και προσωπικό (λ.χ. οικονομικό, ηθικό κλπ.) συμφέρον ενός μέλους του, που η τυχόν ικανοποίησή του παρακωλύει την εκπλήρωση του εταιρικού συμφέροντος.

    Ωστόσο, το ίδιον συμφέρον του μέλους του ΔΣ δε χρειάζεται να συνδέεται, κατ’ ανάγκη, με το ίδιο το μέλος-σε προσωπική βάση. Ενδέχεται, δηλαδή, φορέας του συμφέροντος να είναι τρίτος. Όχι, όμως, οποιοσδήποτε τρίτος. Θα πρέπει να είναι πρόσωπο με το οποίο το μέλος του ΔΣ συνδέεται με κάποιο τρόπο και είναι δυνατό, κατά τεκμήριο, να του ασκεί επιρροή. Λόγω δε ακριβώς της συγκεκριμένης σχέσης μεταξύ του μέλους ΔΣ και τρίτου, το όφελος από την ικανοποίηση του συμφέροντος του τελευταίου είναι δυνατό να καρπωθεί, εν τέλει, (έστω και έμμεσα) το μέλος του ΔΣ. Συνεπώς, προκειμένου ένα «αλλότριο» συμφέρον να θεωρηθεί ως «ίδιον» συμφέρον του μέλους του ΔΣ θα πρέπει να εξεταστεί η έννομη σχέση που το συνδέει με τον τρίτο.

    Ο νομοθέτης προβαίνει σε προσδιορισμό των σχέσεων αυτών. Προβλέπει, ειδικότερα, ως περιπτώσεις κατά τις οποίες το αλλότριο συμφέρον καταλογίζεται ως ίδιο συμφέρον του μέλους του ΔΣ. Όταν, λ.χ., επίκειται συναλλαγή της εταιρείας με πρόσωπο του στενού οικογενειακού περιβάλλοντος του μέλους του ΔΣ. Επίσης, με νομικό πρόσωπο στο οποίο ασκεί έλεγχο το μέλος του ΔΣ (άρθρο 97 §3 σε συνδυασμό με τα άρθρα 99 §2 ν. 4548/2018 και 32 ν. 4308/2015).

     

    Σύγκρουση συμφερόντων: η διαπίστωση των περιπτώσεων

    Σύγκρουση συμφερόντων, λοιπόν, υφίσταται σε εκείνες τις περιπτώσεις, κατά τις οποίες η -αναγκαία για το όφελος της ΑΕ- ανεξάρτητη κρίση του μέλους του ΔΣ επηρεάζεται (ή ενδέχεται να επηρεαστεί) από την εμφιλοχώρηση ίδιου συμφέροντός του. Πρόκειται για τις περιπτώσεις που οι επιδιώξεις της ΑΕ δεν συμπλέουν (αντίθετα: αποκλίνουν) με αυτές του μέλους του ΔΣ. Ως εκ τούτου, η ικανοποίηση κάποιου από τα εκατέρωθεν συμφέροντα αποκλείει (συνολικά ή εν μέρει) την ικανοποίηση του άλλου συμφέροντος.

    Τέτοιου είδους συγκρούσεις ενδέχεται να παρουσιάζουν διάρκεια, όπως λ.χ. όταν το μέλος του ΔΣ αναπτύσσει δραστηριότητα ανταγωνιστική έναντι της ΑΕ. Μπορεί όμως και να ανακύπτουν στιγμιαία, όπως λ.χ. σε περιπτώσεις σύναψης σύμβασης πώλησης με συμβαλλόμενα μέρη την ΑΕ και το μέλος του ΔΣ της. Ωστόσο, η σύγκρουση αυτή απαιτείται να έχει ορισμένη ένταση, να είναι δηλ. «ουσιώδης».

    Στον αντίποδα βρίσκονται οι απομακρυσμένες συγκρούσεις, οι οποίες δεν χρειάζεται να μας ανησυχούν. Το γεγονός αυτό διαπιστώνει και η Αιτιολογική Έκθεση του άρθρου 97 ν. 4548/2019. Αναφέρει, συγκεκριμένα, πως μη ουσιώδεις ή απόμακρες συγκρούσεις συμφερόντων δεν δικαιολογούν την αποχή μέλους από την ψηφοφορία στο ΔΣ από τη λήψη απόφασης για το επίμαχο θέμα (που, όπως αμέσως στη συνέχεια θα δούμε, συνιστά τον δραστικότερο τρόπο αντιμετώπισης των περιπτώσεων σύγκρουσης συμφερόντων).

    Κάποιες περιπτώσεις μοιάζουν περισσότερο περίπλοκες: Τι συμβαίνει όταν, λ.χ., το μέλος του ΔΣ στο οποίο εντοπίζεται η σύγκρουση συμφερόντων είναι και (μεγαλο)μέτοχος της εταιρείας; Μην ξεχνάμε επίσης πως η συντριπτική πλειονότητα (:80%) των ελληνικών επιχειρήσεων είναι οικογενειακές…

     

    Σύγκρουση συμφερόντων: η αντιμετώπιση των περιπτώσεων

    Ο νόμος 4548/2018 αντιμετωπίζει τις περιπτώσεις σύγκρουσης συμφερόντων στο άρθρο 97. Προβλέπει, ειδικότερα, τρεις βασικούς κανόνες. Συγκεκριμένα: (α) την προτεραιότητα του εταιρικού συμφέροντος, (β) την υποχρέωση αποκάλυψης της περίπτωσης σύγκρουσης συμφερόντων μέλος ΔΣ, (γ) την απαγόρευση άσκησης του δικαιώματος ψήφου μέλους ΔΣ του οποίου το ίδιο συμφέρον συγκρούεται με εκείνο της ΑΕ.

    Εκτός από τις προβλέψεις του άρθρου 97 ν. 4548/2018, ο νομοθέτης αντιμετωπίζει, επιπλέον, στα άρθρα 99-101 ν. 4548/2018 κάποιες ειδικότερες περιπτώσεις. Εκείνες που αφορούν τη σύγκρουση συμφερόντων στις περιπτώσεις των συναλλαγών των μελών του ΔΣ με την ΑΕ. Το συγκεκριμένο ζήτημα, καθότι μεγάλο και ενδιαφέρον, θα μας απασχολήσει σε επόμενη αρθρογραφία μας.

    Ας προσεγγίσουμε όμως τους βασικούς κανόνες αντιμετώπισης της σύγκρουσης συμφερόντω :

    (α) Η προτεραιότητα του εταιρικού συμφέροντος

    Όπως ήδη αναφέρηκε, τα μέλη του ΔΣ επιφορτίζονται, με την εκλογή/ορισμό τους, με την υποχρέωση πίστης. Μια υποχρέωση που πάντοτε οφείλουν να τηρούν έναντι της ΑΕ. Περιεχόμενο της αποτελεί η αποδοχή της προτεραιότητας του εταιρικού συμφέροντος. Ως εκ τούτου, οι περιπτώσεις σύγκρουσης συμφερόντων μεταξύ ΑΕ και μέλους του ΔΣ της, θα πρέπει να επιλύονται, πάντοτε-κατά το νομοθέτη, με βάση την προτεραιότητα του συμφέροντος της ΑΕ.

    Ο νομοθέτης, εξάλλου, είναι απολύτως σαφής: Προβλέπει ότι τα μέλη του ΔΣ (όπως και κάθε τρίτο πρόσωπο στο οποίο έχουν ανατεθεί από αυτό αρμοδιότητες) οφείλουν «…να μην επιδιώκουν ίδια συμφέροντα που αντιβαίνουν στα συμφέροντα της εταιρείας» (άρθρο 97 §1 περ. α΄ ν. 4548/2018).

    Ωστόσο, η ανωτέρω αρχή δεν απαγορεύει στα μέλη του ΔΣ, εκ των προτέρων και αφηρημένα, να επιδιώκουν την ικανοποίηση ατομικών τους συμφερόντων, τα οποία σχετίζονται με τα συμφέροντα της ΑΕ. Αντίθετα απαγορεύει, συγκεκριμένα, η επιδίωξη αυτή να παρακωλύει, εν όλω ή εν μέρει, την ικανοποίηση των συμφερόντων της ΑΕ. Επομένως: το μέλος του ΔΣ, σαφώς και έχει το δικαίωμα να ενεργεί υπέρ των συμφερόντων του. Δικαιούται, λ.χ., να διαπραγματεύεται το ύψος του μισθού του, στις περιπτώσεις εκείνες, κατά τις οποίες πέραν της οργανικής του θέσης, συνδέεται με την εταιρεία με σχέση εξαρτημένης εργασίας ή ανεξαρτήτων υπηρεσιών.

     

    (β) Η υποχρέωση αποκάλυψης της περίπτωσης σύγκρουσης συμφερόντων

    Ο νομοθέτης έχει θεσπίσει μια ακόμη υποχρέωση για τα μέλη του ΔΣ, με σκοπό την πρόληψη των περιπτώσεων σύγκρουσης συμφερόντων που ενδέχεται να ανακύψουν. Πρόκειται για την υποχρέωση άμεσης, και με επάρκεια, αποκάλυψης στα υπόλοιπα μέλη των ιδίων συμφερόντων των μελών του ΔΣ, που είναι πιθανόν να ανακύψουν σε επικείμενες συναλλαγές της ΑΕ. Η αντίστοιχη υποχρέωση αυτή βαρύνει και κάθε τρίτο πρόσωπο στο οποίο έχουν ανατεθεί αρμοδιότητες από το ΔΣ.  Η εν λόγω υποχρέωση καταλαμβάνει και την αποκάλυψη αντίστοιχων συμφερόντων συνδεόμενων μαζί τους φυσικών και νομικών προσώπων (άρθρο 97 παρ. 1 περ. β΄ ν. 4548/2018).

    Η ενημέρωση πρέπει, λοιπόν, έχει ως αποδέκτες όλα τα μέλη του ΔΣ. Δεν προβλέπεται, ωστόσο, συγκεκριμένος τύπος. Ο υπόχρεος σε ενημέρωση μπορεί να επιλέξει προφορική η γραπτή ενημέρωση. Προτιμητέα, αυτονοήτως, για λόγους απόδειξης, η γραπτή ενημέρωση (λ.χ. η καταγραφή της σε πρακτικό ΔΣ, εφόσον αυτή λάβει χώρα κατά τη διάρκεια συνεδρίασής του ή, ακόμα καλύτερα, η γραπτή ενημέρωση πριν από την έναρξη της συζήτησης του επίμαχου θέματος).

    Η ενημέρωση όμως θα πρέπει να πραγματοποιείται, σε κάθε περίπτωση, εγκαίρως. Πριν δηλ. επέλθει η κατάσταση της σύγκρουσης συμφερόντων. Παράλληλα, ως προς το περιεχόμενό της, η ενημέρωση πρέπει να είναι επαρκής˙ απλή αναφορά της ενδεχόμενης σύγκρουσης συμφερόντων δεν αρκεί. Το μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου οφείλει να περιγράψει: (α) τη συναλλαγή της εταιρείας, στην οποία ενδέχεται να ανακύψει η σύγκρουση συμφερόντων και (β) τα ίδια συμφέροντά του σχετικά με αυτή.

    Με βάση τη συγκεκριμένη ενημέρωση, τα υπόλοιπα μέλη του ΔΣ πρέπει να είναι σε θέση να καταλήξουν σε τεκμηριωμένη άποψη για την ύπαρξη, πράγματι, περίπτωσης σύγκρουσης συμφερόντων. Επίσης, σχετικά με τους κινδύνους που δημιουργούνται για την εταιρεία.

    Σε περίπτωση που το υπόχρεο μέλος του ΔΣ παραλείψει την οφειλόμενη ενημέρωση δημιουργούνται ζητήματα ευθύνης του έναντι της εταιρείας. Εφόσον, αυτονοήτως, συντρέχουν και οι λοιπές προϋποθέσεις της γέννησής της.

     

    (γ) Η απαγόρευση ψήφου

    Ο νόμος προβλέπει (άρθρο 97 §3 ν. 4548/2018) την αποστέρηση του δικαιώματος ψήφου στο μέλος ΔΣ, στο οποίο εντοπίζεται η σύγκρουση συμφερόντων. Μοιάζει ο δραστικότερος τρόπο διαχείρισης μιας τέτοιας κατάστασης. Αντιμετωπίζεται, με τον τρόπο αυτό, η ενδεχόμενη έλλειψη αντικειμενικότητας ή/και η επιρροή του στα υπόλοιπα μέλη.

    Να σημειωθεί βεβαίως πως το μέλος του ΔΣ, στο πρόσωπο του οποίου συντρέχουν οι προϋποθέσεις αποστέρησης του δικαιώματος ψήφου, δεν λαμβάνεται υπόψη ούτε για τον σχηματισμό απαρτίας του ΔΣ ούτε και για το σχηματισμό της αναγκαίας για τη λήψη απόφασης πλειοψηφίας.

    Υποστηρίζεται μάλιστα, πως το μέλος του οποίου τα ίδια συμφέροντα συγκρούονται με αυτά της εταιρείας δεν αρκεί να απέχει από την ψηφοφορία˙ επιβάλλεται να απέχει και από την κρίσιμη συνεδρίαση του ΔΣ. Ενδέχεται, κατά τους υποστηρικτές της συγκεκριμένης άποψης, να ασκήσει επιρροή στα υπόλοιπα μέλη του ΔΣ και να κατευθύνει τη λήψη απόφασης προς το ίδιο και όχι προς το εταιρικό συμφέρον. Ωστόσο, μια εκ των προτέρων, άκριτη, απαγόρευση συμμετοχής του δεν είναι δυνατό να θεωρηθεί, το δίχως άλλο, ορθή. Μην ξεχνάμε εξάλλου πως: «Μηδενί δίκην δικάσεις, πριν αμφοίν μύθον ακούσεις». Ασφαλέστερο πάντως θα ήταν να κρίνεται κατά περίπτωση το ζήτημα της συμμετοχής (ή μη) του εν λόγω μέλους του ΔΣ στην επίμαχη συνεδρίασή του.

    Η αποστέρηση, ωστόσο, του δικαιώματος ψήφου αφορά, όπως αναφέρθηκε ήδη, μόνον περιπτώσεις που η σύγκρουση συμφερόντων αξιολογείται ως ουσιώδης. Η σχετική κρίση εναπόκειται στα μέλη του ΔΣ. Ενδεχόμενη όμως εσφαλμένη αξιολόγηση καθιστά τη συμμετοχή του ενδιαφερόμενου μέλους του ΔΣ στην κρίσιμη συνεδρίαση ελλαττωματική. Η απόφαση που λαμβάνεται σε μια τέτοια συνεδρίαση δεν καθίσταται, ωστόσο, μη σύννομη (άρθρο 102 παρ. ν. 4548/2018) . Ενδιαφέρει, τελικά, η καθοριστική σημασία του ενδιαφερόμενου μέλους του ΔΣ για την επίτευξη της πλειοψηφίας καθώς και η (ενδεχόμενη) επιρροή που άσκησε στα υπόλοιπα μέλη.

    Μετά την αποστέρηση του δικαιώματος ψήφου του ενδιαφερόμενου μέλους του ΔΣ, στη λήψη απόφασης προβαίνουν τα υπόλοιπα μέλη. Αναγκαίο καθίσταται, βέβαια, να πληρούνται οι προϋποθέσεις σχηματισμού απαρτίας για τη λήψη απόφασης. Εφόσον τα εναπομένοντα μέλη του ΔΣ, για τα οποία δεν συντρέχει αδυναμία ψήφου, δεν σχηματίζουν απαρτία, οφείλουν να προβούν σε σύγκληση ΓΣ. Αποκλειστικός σκοπός τη τελευταίας θα είναι η λήψη της συγκεκριμένης απόφασης για την οποία εγείρονται ζητήματα σύγκρουσης συμφερόντων.

     

    Κυρώσεις

    Σε αστικό επίπεδο, η ενδεχόμενη παραβίαση της υποχρέωσης πίστης του μέλους του ΔΣ, με την αποφυγή της από μέρους του δήλωσης σύγκρουσης συμφερόντων, είναι δυνατό να αποτελέσει τη βάση για την αποκατάσταση της ζημίας που ενδεχομένως προξένησε στην εταιρεία. Πάντως, οι έννομες συνέπειες που ενδέχεται να επέλθουν εξαρτώνται κάθε φορά από τη μορφή που θα λάβει η παραβίαση. Τέτοιες έννομες συνέπειες λ.χ. συνιστά η ακυρότητα ψήφου μέλους ΔΣ ή πολύ περισσότερο η ακυρότητα της ειλημμένης απόφασης του ΔΣ.

    Σε ποινικό πάντως επίπεδο είναι δυνατό να συντρέχει και η περίπτωση της απιστίας (390ΠΚ). Στην περίπτωση αυτή («όποιος με γνώση ζημιώνει την περιουσία άλλου, της οποίας βάσει του νόμου ή δικαιοπραξίας έχει την επιμέλεια ή διαχείριση (ολική ή μερική ή μόνο για ορισμένη πράξη), τιμωρείται…»). Η ποινή θα είναι φυλάκιση «τουλάχιστον τριών (3) μηνών» ή, σε βαρύτερες περιπτώσεις, «κάθειρξη μέχρι δέκα ετών».

    Με δυο λόγια: Οι κυρώσεις δεν μοιάζουν, ούτε είναι, αμελητέες…

     

    Η συμμετοχή σε κάποιο Διοικητικό Συμβούλιο Ανώνυμης Εταιρείας μπορεί συχνά να μοιάζει εύκολη (ή τυπική) υπόθεση. Κάποιες φορές μάλιστα μπορεί και να είναι. Κάποιες άλλες όμως, όχι. Ενδεχομένως μάλιστα να αποδεικνύεται και ιδιαίτερα περίπλοκη. Η σύγκρουση συμφερόντων μέλους ΔΣ ανήκει στις τελευταίες.

    Δεν είναι πάντα εύκολη η διαχείριση τέτοιων θεμάτων. Πόσο εύκολα μπορεί να διαχειριστεί κάποιος μια τέτοια κατάσταση όταν το μέλος του ΔΣ (στο πρόσωπο του οποίου εντοπίζεται το πρόβλημα) είναι και μέτοχος ή, ακόμα χειρότερα, μεγαλομέτοχος  της εταιρείας; Όταν η σύγκρουση των συμφερόντων προέρχεται από (γνωστή ή μη) ανταγωνιστική δραστηριότητα του μέλους του ΔΣ;

    Η σύγκρουση συμφερόντων λαμβάνει διάφορες μορφές.

    Ο νόμος διαχειρίζεται (και ορθά) σε γενικές, μόνον, γραμμές το θέμα. Σημαντικές αποδεικνύονται οι καταστατικές πρόνοιες. Επίσης οι πρόνοιες που άπτονται κανόνων εταιρικής διακυβέρνησης.

    Η διαχείριση όμως καθεμιάς περίπτωσης δεν μπορεί να γίνει παρά στη βάση των δικών της, εξατομικευμένων, δεδομένων.

    Τότε μόνον θα αποβεί προς όφελος της εταιρείας & των μετόχων της και, γιατί όχι, του δικαίου.-

    Σταύρος Κουμεντάκης
    Managing Partner

     

    Υ.Γ. Συνοπτική έκδοση του άρθρου δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ, στις 7 Φεβρουαρίου 2021.

    Η πληροφόρηση που εμπεριέχεται στο παρόν άρθρο δεν συνιστά (ούτε και έχει σκοπό να αποτελέσει) νομική συμβουλή. Μια τέτοια νομική συμβουλή είναι δυνατό να παρασχεθεί μόνον από αρμόδιο δικηγόρο ο οποίος θα λάβει υπόψη του το σύνολο των δεδομένων που θα του εκθέσετε για την υπόθεσή σας. Αναλυτικά.

  • Οικογενειακές επιχειρήσεις & διαδοχή… (η προστασία των διαδόχων μειοψηφίας & της εταιρείας)

    Οικογενειακές επιχειρήσεις & διαδοχή… (η προστασία των διαδόχων μειοψηφίας & της εταιρείας)

    Οι οικογενειακές επιχειρήσεις πολυεπίπεδα μας απασχόλησαν και μας απασχολούν. Μεταξύ άλλων: ως σημαντική παράμετρος της εθνικής οικονομίας και ως «σταυρόλεξο για δυνατούς λύτες» στο πλαίσιο της διαδικασίας διαδοχής. Αποδεικνύεται εξάλλου (το θέμα της διαδοχής) κυρίαρχο στις συγκεκριμένες επιχειρήσεις. Απασχολεί (και) εκείνον που ετοιμάζεται να παραδώσει, με δυσκολία πάντοτε, τη σκυτάλη στους διαδόχους του. Η διαδικασία, ο χρόνος και ο τρόπος της «αποκοπής» του από τα μετοχικά του δικαιώματα και η μεταβίβασή τους στον διάδοχο αποτέλεσαν αντικείμενο ενασχόλησης προηγούμενης αρθρογραφίας μας. Ομοίως και οι κίνδυνοι της «επόμενης μέρας» (εκείνης, δηλ., που ακολουθεί την διαδοχή) και οι τρόποι της διαχείρισής τους. Οπότε και επισημάναμε ότι μείζον θέμα αναδεικνύεται, πάντοτε, το πρόσωπο του διαδόχου-εκείνου στον οποίο θα παραδοθούν τα ηνία της επιχείρησης. Όχι σπάνια όμως θα πρέπει να αφεθούν και σε άλλους, πλην εκείνου, μειοψηφικά ποσοστά. Είναι δεδομένο πως και για κείνους (:τους διαδόχους μειοψηφίας) θα πρέπει να ληφθούν οι δέουσες πρόνοιες. Πρόνοιες που, πριν από όλα, θα αφορούν την προστασία και των δικών τους δικαιωμάτων. Στον περιορισμό, με άλλα λόγια, της «μονοκρατορίας» του πλειοψηφούντος.

    Ο δρόμος είναι ένας και μοναδικός: οι κατάλληλες καταστατικές ρυθμίσεις.

    Ας προσεγγίσουμε τις βασικότερες από αυτές-ειδικά στο πλαίσιο της ανώνυμης εταιρείας.

     

    Οι καταστατικές διασφαλίσεις των διαδόχων

    Είναι δεδομένο, όπως και εισαγωγικά υπονοήθηκε, πως ο μεταβιβάζων μέτοχος θα πρέπει να προσθέσει μια ακόμα μέριμνα στις ουκ ολίγες της διαδοχής. Οφείλει, συγκεκριμένα, να επαναπροσεγγίσει τις καταστατικές ρυθμίσεις της εταιρείας του στη βάση της πρόνοιας, κατ’ ελάχιστο, για: (α) τη διασφάλιση των δικαιωμάτων της μειοψηφίας, (β) τη διαφύλαξη των ποσοστών των μετόχων και την αποτροπή «κακόβουλων» αυξήσεων του μετοχικού κεφαλαίου, (γ) την εξίσωση των οικονομικών ωφελειών των μετόχων μέσω της (ενδεχόμενης) έκδοσης προνομιούχων μετοχών.

    Ειδικότερα:

    (α) Τα δικαιώματα της μειοψηφίας

    Η ιδιαίτερη σημασία των δικαιωμάτων της μειοψηφίας και η ασφάλεια που παρέχουν στους μειοψηφούντες μετόχους δεν θα μπορούσαν να μην μας έχουν απασχολήσει (ιδ. Η Μειοψηφία Και Τα Δικαιώματά Της Στην Ανώνυμη Εταιρεία & Τα Δικαιώματα Μειοψηφίας Στην Ανώνυμη Εταιρεία: Ο Έκτακτος Έλεγχος).

    Όπως, ήδη, επισημάναμε, ο σχετικά πρόσφατος νόμος για τις ανώνυμες εταιρείες (ν. 4548/2018) αναγνωρίζει (όπως και ο προκάτοχός του άλλωστε) σειρά δικαιωμάτων στους μειοψηφούντες μετόχους. Δικαιωμάτων που συναρτώνται με το ύψος του μετοχικού κεφαλαίου που καθένας χωριστά ή περισσότεροι μαζί εκπροσωπούν. Τα δικαιώματα μειοψηφίας με ενάργεια καταγράφονται σε επιμέρους διατάξεις του συγκεκριμένου νόμου (το άρθρο 141-κατά βάση αλλά και, διάσπαρτα, στις λοιπές διατάξεις του). Ξεχωριστού ενδιαφέροντος, όμως, είναι τα δικαιώματα που αναγνωρίζει ο νόμος (άρθρο 142) στους μειοψηφούντες μετόχους (εκείνους που εκπροσωπούν το 1/20 και 1/5 του μετοχικού κεφαλαίου) όσον αφορά τον έλεγχο της εταιρείας.

    Τα ποσοστά εκπροσώπησης του μετοχικού κεφαλαίου, τα οποία απαιτούνται για την άσκηση των δικαιωμάτων της μειοψηφίας δεν είναι υψηλά. Είναι, ωστόσο, δυνατό να μειωθούν ακόμα περισσότερο.  Η διάταξη του άρθρου 141 §13 είναι εκείνη που προβλέπει πως: «το καταστατικό μπορεί να μειώσει, όχι όμως πέραν του μισού, τα ποσοστά του καταβεβλημένου κεφαλαίου, που απαιτούνται για την άσκηση των δικαιωμάτων, σύμφωνα με το παρόν άρθρο». Αντίστοιχη η ρύθμιση και του άρθρου 142 §3 όσον αφορά τα δικαιώματα που αντιστοιχούν στους μετόχους που εκπροσωπούν το 1/5 του μετοχικού κεφαλαίου.

    Οι προβλέψεις, ενδεχομένως και διεύρυνση, των δικαιωμάτων μειοψηφίας παρέχουν τη δυνατότητα στο μέτοχο που μεταβιβάζει για μια «προστατευμένη» διαδοχή. Μια διαδοχή με διττή στόχευση: που θα προσφέρει ασφαλή πλειοψηφία για τη διοίκηση της ανώνυμης εταιρείας και, ταυτόχρονα, επαρκώς θα διασφαλίζει τους μειοψηφούντες και τα δικαιώματά τους. Αισθητά περιορίζοντας, κατ΄επιλογή, την «ενός ανδρός αρχή» του πλειοψηφούντος διαδόχου.

     

    (β) Οι ιδιαίτερες πρόνοιες όσον αφορά τη λήψη αποφάσεων αύξησης μετοχικού κεφαλαίου

    Είναι ενδεχόμενο να επιλέξει ο μεταβιβάζων να προσφέρει στον διάδοχο αυξημένη πλειοψηφία. Κάποιες φορές, μάλιστα, μεγαλύτερη από τα 2/3 του μετοχικού κεφαλαίου. Είναι, ενδεχομένως, χρήσιμος στην περίπτωση αυτή ο περιορισμός των δικαιωμάτων του (νέου) πλειοψηφούντος μετόχου. Ο λόγος; Η αποτροπή του δραστικού περιορισμού των ποσοστών και δικαιωμάτων των μειοψηφούντων μετόχων μέσω της, χωρίς την έγκρισή τους, αύξησης του μετοχικού κεφαλαίου της επιχείρησης.

    Από την άλλη πλευρά, μοιάζει ενδεδειγμένη, σε κάποιες περιπτώσεις, η μεταβίβαση σε έναν από τους διαδόχους μετοχών που θα κατέληγε σε μια, αυξημένη, πλειοψηφία (μεγαλύτερη από τα 2/3) του μετοχικού κεφαλαίου. Μια τέτοια μεταβίβαση θα ενδείκνυτο, λ.χ., να λάβει χώρα στην περίπτωση που ο συγκεκριμένος διάδοχος θα ήταν και ο μόνος που θα επιθυμούσε να ασχοληθεί με την οικογενειακή επιχείρηση. Στον (δοκιμασμένο αυτόν) διάδοχο θα πρέπει, πιθανότατα, να παρασχεθεί το κατάλληλο κίνητρο, ώστε: (α) ο ίδιος απερίσπαστα να κινείται για το συλλογικό συμφέρον της οικογενειακής επιχείρησης και ταυτόχρονα (β) να διαθέτει τις προϋποθέσεις για την απρόσκοπτη λήψη αποφάσεων από τη Γενική Συνέλευση.

    Ενδεχομένως, και στην περίπτωση αυτή, θα ήταν αναγκαία η προάσπιση των ποσοστών της μειοψηφίας από τυχόν διαδοχικές αυξήσεις του μετοχικού κεφαλαίου με μονομερείς, μάλιστα, αποφάσεις του πλειοψηφούντος. Αυξήσεις που, χωρίς να είναι αναγκαίες, θα ήταν δυνατό να οδηγήσουν σε εκμηδένιση των μετοχικών ποσοστών των μειοψηφούντων. Πολύ περισσότερο όταν οι μειοψηφούντες μέτοχοι δεν διαθέτουν (ή δεν επιθυμούν να διαθέσουν) το κεφάλαιο για να συμμετάσχουν σ’ αυτές.

    Σε όλες τις παραπάνω περιπτώσεις δημιουργούνται προβλήματα. Ως μόνη (κατά βάση) λύση παρουσιάζεται η καταστατική αύξηση της πλειοψηφίας, άνω των 2/3, για τη λήψη απόφασης αύξησης του μετοχικού κεφαλαίου (άρθρα 23, 117, 130 παρ. 3 και 132 παρ. 3 ν. 4548/2018).

     

    (γ) Η έκδοση προνομιούχων μετοχών

    Ένας «αιρετικός» τρόπος (οιονεί) εξίσωσης των διαφορετικών ποσοστών και μετοχικών δικαιωμάτων των διαδόχων αποτελεί και η έκδοση προνομιούχων μετοχών (άρθρο 38 ν. 4548/2018-υπό την προϋπόθεση, βέβαια, της ύπαρξης σχετικής καταστατικής ρύθμισης).

    Οι προνομιούχες μετοχές μπορούν να καταστούν χρηστικό εργαλείο στα χέρια του μεταβιβάζοντος, ώστε ο τελευταίος να διατηρήσει τις ισορροπίες μεταξύ των διαδόχων του. Ο (δυνητικός) κάτοχός τους-μειοψηφών μέτοχος θα μπορεί να προσβλέπει, λ.χ., σε απόληψη ενός σταθερού μερίσματος, χωρίς πρόσθετη αξίωση στα κέρδη και τη διοίκηση της εταιρείας. Είναι, σε κάποιες περιπτώσεις, η ενδεδειγμένη λύση: (α) για τον μειοψηφούντα μέτοχο ο οποίος θα εξασφαλίζει, με τον τρόπο αυτό, ένα μέσο βιοπορισμού και (β) για τον πλειοψηφούντα, ο οποίος θα έχει κίνητρο αύξησης του οικονομικού αποτελέσματος της οικογενειακής επιχείρησης-ωφελούμενος ο ίδιος, μόνον, την υπεραξία.

     

    Η υιοθέτηση προβλέψεων του νόμου για την Εταιρική Διακυβέρνησης

    Η ορθή διοίκηση της οικογενειακής (και όχι μόνον) επιχείρησης αποτελεί προϋπόθεση της μακροημέρευσής της. Σε μια οικογενειακή, ωστόσο, επιχείρηση, η λήψη των αποφάσεων δεν είναι πάντοτε απαλλαγμένη από υποκειμενικά στοιχεία, προσωπικά χαρακτηριστικά και συναισθηματικές φορτίσεις.

    Λύσεις στο συγκεκριμένο πρόβλημα παρέχει ο πρόσφατος νόμος για την Εταιρική Διακυβέρνηση (:ν. 4706/2020). Μολονότι δεν είναι υποχρεωτική η εφαρμογή του για τις μη εισηγμένες, κάθε εταιρεία εντούτοις ενδείκνυται να υιοθετεί ρυθμίσεις του. Έστω μερικά, έστω αποσπασματικά. Εξάλλου, κάθε ρύθμιση εταιρικής διακυβέρνησης αυξάνει την πιστοληπτική ικανότητα της επιχείρησης που αφορά και, εν τέλει, την αξία της.

    Μια από τις πρόνοιες (και) του συγκεκριμένου νόμου είναι η ύπαρξη ανεξάρτητων μη εκτελεστικών μελών στο Διοικητικό Συμβούλιο. Κατά το νόμο (άρθρο 9 παρ. 1 ν. 4706/2020), «ένα μη εκτελεστικό μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου θεωρείται ανεξάρτητο εφόσον κατά τον ορισμό και κατά τη διάρκεια της θητείας του δεν κατέχει άμεσα ή έμμεσα ποσοστό δικαιωμάτων ψήφου μεγαλύτερο του μηδέν κόμμα πέντε τοις εκατό (0,5%) του μετοχικού κεφαλαίου της Εταιρείας και είναι απαλλαγμένο από οικονομικές, επιχειρηματικές, οικογενειακές ή άλλου είδους σχέσεις εξάρτησης, οι οποίες μπορούν να επηρεάσουν τις αποφάσεις του και την ανεξάρτητη και αντικειμενική κρίση του.».

    Τα συγκεκριμένα μέλη επιφορτίζονται με την εποπτεία των εκτελεστικών. Από τα μέλη αυτά (ανεξάρτητα μη εκτελεστικά) αναμένεται, περισσότερο αμερόληπτη και διαυγής κρίση στη λήψη αποφάσεων. Προστασία, με άλλα λόγια, της εταιρείας και των μειοψηφούντων μετόχων.

    Η αλλαγή της κουλτούρας μας προς την κατεύθυνση των ορθών επιχειρηματικών πρακτικών, κρίνεται αναγκαία σε κάθε τύπο επιχείρησης. Αξιολογείται όμως ως εξαιρετικά χρήσιμη και στη συντριπτική πλειονότητα των περιπτώσεων της διαδοχής σε οικογενειακές  επιχειρήσεις.

     

    Η επιλογή εκείνου του διαδόχου στον οποίο θα παραδοθούν «τα κλειδιά» της οικογενειακής επιχείρησης είναι ένα μόνον (κι όχι το πρώτο) βήμα στη μακρά και επίπονη διαδικασία της διαδοχής. Στον συγκεκριμένο διάδοχο είναι δεδομένο πως θα πρέπει να διασφαλιστούν οι προϋποθέσεις για την απρόσκοπτη άσκηση διοίκησης. Και των λοιπών (κατά κανόνα ασθενέστερων) μετόχων-διαδόχων μειοψηφίας όμως τα δικαιώματα είναι αναγκαίο, ταυτόχρονα, επαρκώς να διασφαλιστούν.

    Κάθε περίπτωση είναι, αναμφίβολα, ξεχωριστή. Με τις δικές της ιδιαιτερότητες.

    Τα κατάλληλα εργαλεία δεν λείπουν.

    Εύκολα μπορούν να αναζητηθούν στις ρυθμίσεις του νόμου για την Εταιρική Διακυβέρνηση. Επίσης σ’ εκείνον για τις ανώνυμες εταιρείες-όταν τέτοια είναι η οικογενειακή επιχείρηση. Αξίζει κανένας να ξεκινήσει από τα δικαιώματα μειοψηφίας και το καταστατικό της.

    Αξίζει να σκύψουμε, με περισσή προσοχή, στο σύνολο των παραμέτρων της διαδοχής. Και στις λεπτομέρειές της.

    Ένα είναι βέβαιο: Το αποτέλεσμα δεν θα μας απογοητεύσει…

    Σταύρος Κουμεντάκης
    Managing Partner

     

    Υ.Γ. Συνοπτική έκδοση του άρθρου δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ, στις 10 Ιανουαρίου 2021.

    Η πληροφόρηση που εμπεριέχεται στο παρόν άρθρο δεν συνιστά (ούτε και έχει σκοπό να αποτελέσει) νομική συμβουλή. Μια τέτοια νομική συμβουλή είναι δυνατό να παρασχεθεί μόνον από αρμόδιο δικηγόρο ο οποίος θα λάβει υπόψη του το σύνολο των δεδομένων που θα του εκθέσετε για την υπόθεσή σας. Αναλυτικά.

  • Ο (νέος) νόμος για την Εταιρική Διακυβέρνηση (και η συγκριτική του επισκόπηση με τον προϋφιστάμενο)

    Ο (νέος) νόμος για την Εταιρική Διακυβέρνηση (και η συγκριτική του επισκόπηση με τον προϋφιστάμενο)

    Η ενηλικίωση αποτελεί σημαντικό σταθμό στη ζωή του ανθρώπου. Μετά από αυτή (θεωρείται πως) εισερχόμαστε στην περίοδο της ωριμότητας. Συμβαίνει, άραγε, το ίδιο και με τους νόμους; Σίγουρα όχι για κείνους που απαιτείται να είναι πάντοτε σύγχρονοι. Τέτοιος και ο νόμος για την Εταιρική Διακυβέρνηση. Αναγκαίο είναι, πάντοτε, ανάγκες σύγχρονες να καλύπτει. Ο προϋφιστάμενος νόμος δίνει τη θέση του από 17.7.2021,  στον νέο (:ν. 4706/2020, ΦΕΚ Α΄ 136/17.7.20). Είναι ενδιαφέρον να τον γνωρίσουμε. Κι ακόμη περισσότερο: Να τον αξιολογήσουμε σε συγκριτική, μάλιστα, επισκόπηση με όσα, μέχρι πρόσφατα, ίσχυαν.

     

    Η σημασία και αξία της Εταιρικής Διακυβέρνησης

    Είναι δεδομένη η θετική επίδραση της Εταιρικής Διακυβέρνησης στην Ανταγωνιστικότητα και την Ανάπτυξη. Το συγκεκριμένο θέμα είχαμε την ευκαιρία να προσεγγίσουμε σε παλαιότερη αρθρογραφία μας, υπό το πρίσμα του (μέχρι και σήμερα ισχύοντος) Ελληνικού Κώδικα Εταιρικής Διακυβέρνησης.

    Ακριβώς, όμως, λόγω της θετικής αυτής επίδρασης το θέμα της Εταιρικής Διακυβέρνησης δεν αφορά μόνον τις εισηγμένες. Αφορά, λιγότερο ή περισσότερο, το σύνολο των επιχειρήσεων. Εξάλλου, η ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας προϋποθέτει υγιείς επιχειρήσεις. Και η υγεία των επιχειρήσεων προϋποθέτει, μεταξύ άλλων, επενδυτικά κεφάλαια ή/και δυνατότητα πρόσβασης σ’ αυτά. Ακριβώς προς την κατεύθυνση αυτή κινείται το Πρόγραμμα Roots του Χρηματιστηρίου Αθηνών, το οποίο απευθύνεται σε ελληνικές μικρομεσαίες επιχειρήσεις. Επιχειρήσεις που εκτιμούν πως διαθέτουν ενδιαφέρουσα επενδυτική πρόταση κι αναζητούν επενδυτές. Μεταξύ των αναγκαίων προϋποθέσεων, οι καλές πρακτικές Εταιρικής Διακυβέρνησης.

    Επομένως: Ο νέος νόμος ΔΕΝ αφορά μόνον τις εισηγμένες.

    Μας απασχόλησε ήδη, γενικά, το θέμα των επιχειρούμενων βελτιώσεων του συγκεκριμένου νομοθετήματος και των συνεπειών του. Και τούτο από το προηγούμενο, ακόμα, στάδιο: εκείνο του νομοσχεδίου.

    Αξίζει σήμερα να κατανοήσουμε τις βασικές, τουλάχιστον, θέσεις του νέου νόμου.

     

    Ο νέος νόμος

    Το πρώτο τμήμα (άρθρα 1-24) του νόμου 4706/2020 που εισαγωγικά αναφέρθηκε (:«Εταιρική Διακυβέρνηση ανωνύμων εταιρειών…») αφορά, αποκλειστικά, στην αναδιάρθρωση του συστήματος της Εταιρικής Διακυβέρνησης.

    Το νομοσχέδιο υπερψηφίσθηκε με ευρύτερη πλειοψηφία από την Ολομέλεια της Βουλής.  Ως αποτέλεσμα, ο ν. 3016/2002 αντικαθίσταται, στο σύνολό του, «άμα τη ενηλικιώσει του»-και μετά από έναν, ακόμα, χρόνο (άρθρο 92, ν. 4706/2020). Καιρός, κατά τα προαναφερθέντα, ήταν!

    Στα 18 χρόνια ζωής του, ο ν. 3016/2002 «επέτυχε» μια τυπική, μάλλον, συμμόρφωση των εταιρειών με τις διατάξεις του. Στην συντριπτική, μάλιστα, πλειονότητα των περιπτώσεων, η συμμόρφωση αυτή δεν συνδυάστηκε με αντίστοιχη υιοθέτηση του Κώδικα Εταιρικής Διακυβέρνησης. Είναι, όμως, αλήθεια πως «άφησε το στίγμα του». Έδωσε κατευθύνσεις. Αποτέλεσε τον προθάλαμο άλλων σημαντικών, και αντίστοιχων, ρυθμίσεων (λ.χ. στον πρόσφατο ν. 4548/18 για τις ανώνυμες εταιρείες)

    Ως αποτέλεσμα, ο νέος νόμος εισάγει ένα αυστηρότερο πλαίσιο Εταιρικής Διακυβέρνησης. Η αυστηρότητα του νέου πλαισίου συνάγεται και από την επικράτηση διατάξεων αναγκαστικού δικαίου. Αρκετές από αυτές, όπως στην προαναφερθείσα, αρθρογραφία μας επισημάναμε, έχουν δεχθεί, ήδη, σφοδρή κριτική.

    Ο νέος νόμος, όμως, αποσκοπεί, ταυτόχρονα, και στον εκσυγχρονισμό του συστήματος Εταιρικής Διακυβέρνησης. Επίσης, στην ενσωμάτωση της περισσότερο πρόσφατης σχετικής, ενωσιακής, νομοθεσίας.

    Οι συγκεκριμένες επιδιώξεις συνάγονται (και) από τη συγκριτική επισκόπηση του προϊσχύσαντος και του νεοψηφισθέντος νόμου. Καθίστανται, ταυτόχρονα, εμφανή τα μέσα που παρέχει ο νομοθέτης για την υλοποίηση των συγκεκριμένων επιδιώξεων.

     

    Η συγκριτική επισκόπηση

    1. Πεδίο εφαρμογής

    Ο συγκεκριμένος νόμος αφορά σε τυπικό επίπεδο, όπως και ο προϋφιστάμενος, το σύνολο, σχεδόν, των εταιρειών «με μετοχές ή άλλες κινητές αξίες εισηγμένες σε ρυθμιζόμενη αγορά στην Ελλάδα» (άρθρο 1).

     

    2. Η Πολιτική Καταλληλότητας των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου

    Στον νέο ρυθμιστικό πλαίσιο της Εταιρικής Διακυβέρνησης θεσμοθετείται μια καινοτόμα, και απολύτως δεσμευτική, υποχρέωση των εισηγμένων. Πρόκειται για την Πολιτική Καταλληλότητας των μελών του διοικητικού συμβουλίου (:άρθρο 3). Αντίστοιχη υποχρέωση στον προϊσχύσαντα νόμο δεν υπήρχε.

    Η Πολιτική Καταλληλότητας αποσκοπεί στη διασφάλιση της συγκρότησης του Διοικητικού Συμβουλίου από τα πλέον κατάλληλα πρόσωπα (fit and proper).

    Η σχετική ρύθμιση υιοθετεί, κατά βάση, τις κατευθυντήριες γραμμές που ισχύουν για τα πιστωτικά ιδρύματα. Στερείται όμως (και εύλογα), της έντασης και παρεμβατικότητας εκείνων.

    Τα επιμέρους κριτήρια καταλληλότητας καταγράφονται, κατά τρόπο ενδεικτικό, στη συγκεκριμένη διάταξη. Δύο, όμως, από αυτά φέρουν χαρακτήρα υποχρεωτικό και είναι, πράγματι, ενδιαφέροντα:

    (α) Η ελάχιστη ποσόστωση ανά φύλο (συγκεκριμένα: 25% των μελών του πρέπει να είναι γυναίκες) και

    (β) Η μη έκδοση για μέλος ή υποψήφιο μέλος (εντός έτους-πριν ή από την εκλογή του ή την ανάθεση εξουσιών) τελεσίδικης δικαστικής απόφασης που αναγνωρίζει την εμπλοκή του σε ζημιογόνες συναλλαγές εταιρείας (εισηγμένης ή μη) με συνδεδεμένα μέρη.

    Τα κριτήρια που περιλαμβάνονται στην ανωτέρω πολιτική (όπως εξάλλου και η εξειδίκευσή τους), ορίζονται (κατά βάση) από την εκάστοτε εταιρεία. Θεσπίζονται από τη Γενική της Συνέλευση και οφείλουν να αναρτώνται στον ιστότοπό της.

     

    3. Οι αρμοδιότητες του Διοικητικού Συμβουλίου

    Ο νέος νόμος επιλέγει να προβεί σε αναλυτική πρόβλεψη των αρμοδιοτήτων του Διοικητικού Συμβουλίου (άρθρο 4). Σαφώς, αναλυτικότερη του προϊσχύσαντος νόμου. Μεταξύ των συγκεκριμένων αρμοδιοτήτων, ιδιαίτερης σημασίας (για τον ίδιο το θεσμό της Εταιρικής Διακυβέρνησης) είναι:

    (α) Η παρακολούθηση και περιοδική αξιολόγηση, ανά τριετία, του θεσμού της Εταιρικής Διακυβέρνησης της εταιρείας (ας επισημανθεί όμως η, προφανής, ασάφεια και ως προς τον τρόπο και ως προς το ακριβές αντικείμενο της αξιολόγησης).

    (β) Η διασφάλιση της αποτελεσματικότητας του συστήματος εσωτερικού ελέγχου που η ίδια η εταιρεία εφαρμόζει.

    Ο νέος νόμος παραλείπει (σε αντίθεση με τον προϊσχύσαντα-και ορθά) να επαναλάβει την, (άσκοπη) αναφορά σε ζητήματα που επαρκώς ρυθμίζονται από το νόμο για τις ανώνυμες εταιρείες. Πρόκειται για τις υποχρεώσεις των μελών του ΔΣ (άρθρα 96 και 97 ν. 4548/2018)-κατά βάση για: (α) την προάσπιση του εταιρικού συμφέροντος και (β) τη μη επιδίωξη ίδιων συμφερόντων.

    Η διεύρυνση, ωστόσο, των αρμοδιοτήτων (και συνακόλουθα) ευθυνών των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου δεν έμεινε χωρίς αντιδράσεις. Κατά την Ένωση Εισηγμένων Εταιρειών (:ΕΝΕΙΣΕΤ), η συνεχής επαύξηση των ευθυνών ενός μέλους ΔΣ θα οδηγήσει σε ένα «lemon market». Ικανά πρόσωπα, που είναι δυνατό να συνεισφέρουν ουσιαστικά στην εταιρεία, θα αποφύγουν να αναλάβουν θέσεις ευθύνης.

    Είναι αλήθεια πως δεν είναι και λίγες οι ευθύνες των μελών του ΔΣ που απορρέουν από τον πρόσφατο νόμο για τις ΑΕ.

    Στο πλαίσιο αυτό, η συγκεκριμένη επιφύλαξη της ΕΝΕΙΣΕΤ θα είχε, για κάποιους, βάση αλήθειας. Για κάποιους άλλους όχι.

    Είναι να αναρωτιέται όμως κανείς: Υπάρχουν, άραγε, θέσεις ευθύνης χωρίς ευθύνες; Και, περαιτέρω, θα ήταν δυνατό να υποστηρίξει κάποιος, έστω καθ’ υπερβολή, την ανυπαρξία ευθύνης των μελών του ΔΣ; Η Εταιρική Διακυβέρνηση βασίζεται, σε σημαντικό βαθμό στο Διοικητικό Συμβούλιο και τα μέλη του. Για την επιτυχία της δεν είναι δυνατή η επιλογή αδιάφορων και ανεύθυνων αχυρανθρώπων. Απαιτούνται πρόσωπα σοβαρά και αξιόλογα, με συναίσθηση του βάρους και της ευθύνης τους. Με αρμοδιότητες ξεκάθαρες. Με τις «κεραίες» τους πάντοτε σε ετοιμότητα. Αυτό θα αποτελεί, πάντοτε, ασφαλή προϋπόθεση της επιτυχίας του έργου του Διοικητικού Συμβουλίου. Επίσης, της ορθής Εταιρικής Διακυβέρνησης και της επαύξησης της αξίας των εταιρειών που αφορούν.

     

    4. Η Διάρθρωση του Διοικητικού Συμβουλίου και τα επιμέρους καθήκοντα κάθε κατηγορίας μελών

    Ο νέος νόμος διατηρεί την προϋφιστάμενη διάκριση των μελών του ΔΣ σε εκτελεστικά, μη εκτελεστικά και ανεξάρτητα (άρθρο 5). Τα τελευταία (ανεξάρτητα), εξακολουθούν να ορίζονται, κατά βάση, από τη Γενική Συνέλευση. Και τούτο μολονότι, καταγράφονται φωνές που ως αρμόδιο όργανο θα επέλεγαν το Διοικητικό Συμβούλιο.

    Ωστόσο, τα επιμέρους καθήκοντα κάθε κατηγορίας μελών του Διοικητικού Συμβουλίου αναμορφώνονται. Στα θετικά του νέου νόμου θα πρέπει να καταγραφεί η απαρίθμηση, των  ελάχιστων καθηκόντων κάθε κατηγορίας μελών. Να σημειωθεί πως στον  προϊσχύσαντα δεν υφίσταντο αντίστοιχες διατάξεις. Με την καταγραφή πάντως των καθηκόντων των μελών, είναι δυνατό να γίνουν περισσότερο κατανοητοί οι επιμέρους ρόλοι. Των εκτελεστικών, δηλαδή, των μη εκτελεστικών αλλά και, ιδίως, των ανεξάρτητων μη εκτελεστικών μελών.

    Όσον αφορά τα εκτελεστικά μέλη (άρθρο 6): Επισημαίνεται, ιδίως, η ευθύνη τους για την εφαρμογή της στρατηγικής του Διοικητικού Συμβουλίου. Η υποχρέωσή τους, επίσης, για άμεση έγγραφη ενημέρωση των μη εκτελεστικών μελών, σε καταστάσεις κρίσεως ή κινδύνων. Επίσης, όταν επιβάλλεται από τις συνθήκες η λήψη μέτρων που θα επηρεάσουν σημαντικά την εταιρεία.

    Όσον αφορά τα μη εκτελεστικά καθώς και τα ανεξάρτητα μη εκτελεστικά μέλη (άρθρο 7): Διαφαίνεται ο έντονα εποπτικός τους ρόλος επί των εκτελεστικών μελών, μέσω των αρμοδιοτήτων με τις οποίες επιφορτίζονται. Από τη συγκεκριμένη κατηγορία μελών επιλέγει, κατ’ αρχάς, ο νέος νόμος να προέρχεται ο Πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου (άρθρο 8). Προβλέπει, όμως, και τη δυνατότητα παρέκκλισης με την ταυτόχρονη υποχρέωση διορισμού ως αντιπροέδρου ενός εκ των μη εκτελεστικών μελών.

    Όσον αφορά, ειδικά, τα ανεξάρτητα μη εκτελεστικά μέλη (άρθρο 9): Για τη συγκεκριμένη κατηγορία μελών, ο νέος νόμος εισάγει ειδικότερη διάταξη, αντίστοιχη εκείνης του προϊσχύσαντος νόμου. Είναι προφανές πως ο νέος νόμος στοχεύει στην ενίσχυση του ρόλου των ανεξαρτήτων μελών. Επίσης, στην (αληθινή) ανεξαρτησία τους. Στο πλαίσιο αυτό θεσμοθετεί περισσότερα κριτήρια εξάρτησης η οποία, σε καμιά περίπτωση, δεν γίνεται ανεκτή για τα μέλη αυτής της κατηγορίας.

     

    5. Οι Επιτροπές του Διοικητικού Συμβουλίου

    Μια ακόμη καινοτομία του νέου νόμου αποτελεί η θέσπιση δύο, νέων, Επιτροπών του Διοικητικού Συμβουλίου (άρθρα 10-12). Είναι η Επιτροπή Αποδοχών και η Επιτροπή Υποψηφιοτήτων που πλαισιώνουν την (προϋφιστάμενη-παραμένουσα σε ισχύ) Επιτροπή Ελέγχου. Αναλυτικότερα:

    Επιτροπή Ελέγχου

    Η Επιτροπή Ελέγχου εξακολουθεί να ρυθμίζεται από το άρθρο 44 του ν. 4449/2017. Πρόκειται «…είτε για ανεξάρτητη επιτροπή είτε για επιτροπή του Διοικητικού Συμβουλίου της ελεγχόμενης οντότητας. Αποτελείται από μη εκτελεστικά μέλη του διοικητικού συμβουλίου και μέλη που εκλέγονται από τη γενική συνέλευση των μετόχων της ελεγχόμενης οντότητας».

    Στις αρμοδιότητές της ανήκουν, μεταξύ άλλων, η επίβλεψη των συστημάτων εσωτερικού ελέγχου της εταιρείας, η παρακολούθηση του υποχρεωτικού ελέγχου των ετήσιων και ενοποιημένων χρηματοοικονομικών καταστάσεων και ο έλεγχος της διαδικασίας επιλογής και ανεξαρτησίας των ορκωτών λογιστών.

    Ο ρόλος της επομένως, διττός. Λειτουργεί προστατευτικά για την εταιρεία και εγγυητικά για τους τρίτους (επενδυτές).

    Επιτροπή Αποδοχών

    Η Επιτροπή Αποδοχών θεσπίζεται για πρώτη φορά από το νέο νόμο (άρθρο 11). Αντικείμενό της η επεξεργασία ζητημάτων αποδοχών. Πιο συγκεκριμένα, ζητημάτων της Πολιτικής Αποδοχών (:άρθρο 110 παρ. 2 ν. 4548/2018) η οποία εισάγεται προς έγκριση στη Γενική Συνέλευση (αρχή: say on pay).

    Η Επιτροπή Αποδοχών αναμένεται να συνδράμει σημαντικά στο έργο του Διοικητικού Συμβουλίου (σε ότι αφορά την αποτελεσματική εφαρμογή των άρθρων 109-112 ν. 4548/2018-αναφορικά με τα ζητήματα που αφορούν στην Πολιτική Αποδοχών).

    Επιτροπή Υποψηφιοτήτων

    Ομοίως, και η Επιτροπή Υποψηφιοτήτων εισάγεται για πρώτη φορά με τον νέο νόμο (άρθρο 12). Λαμβάνοντας υπόψη την (ανωτέρω, υπό 2) Πολιτική Καταλληλότητας των Μελών του Διοικητικού Συμβουλίου, η Επιτροπή Υποψηφιοτήτων αναλαμβάνει να υποδείξει τα πλέον κατάλληλα πρόσωπα που θα καλύψουν τις θέσεις των μελών του.

    Η κριτική

    Η θέσπιση των παραπάνω, τριών, διακριτών επιτροπών αποσκοπεί στην επίτευξη μεγαλύτερης διαφάνειας κατά τη λειτουργία μιας εταιρείας. Ωστόσο, η θέσπισή τους έχει εγείρει αντιδράσεις.

    Συγκεκριμένα, κατά την ΕΝΕΙΣΕΤ, οι πολλαπλές επιτροπές επιβαρύνουν με αδικαιολόγητο διοικητικό βάρος τις εταιρείες. Και τούτο γιατί, πάντα κατά την ΕΝΕΙΣΕΤ, καθώς έχουν παρεμφερή σύνθεση και ενδεχομένως, επικαλυπτόμενη διάρθρωση, οι αρμοδιότητές τους θα ήταν δυνατό να ασκούνται από μια, μόνον, επιτροπή.

    Η συγκεκριμένη κριτική μοιάζει εν μέρει μόνον ακριβής. Σε ό,τι αφορά, δηλ., το διοικητικό κόστος και την εν γένει επιβάρυνση.. Κατά τα λοιπά, δεν είναι ακριβής. Η εισαγωγική διάταξη για τη θέσπιση των εν προαναφερθεισών επιτροπών (άρθρο 10) προβλέπει τη δυνατότητα συγκέντρωσης σε μία Επιτροπή των αρμοδιοτήτων των Επιτροπών Αποδοχών και Υποψηφιοτήτων.

     

    6. Ο Κανονισμός Λειτουργίας

    Ο Κανονισμός Λειτουργίας της εταιρείας (άρθρο 14), καταρτίζεται από το ΔΣ. Δεν αποτελεί νέα ρύθμιση, καθώς προβλεπόταν στον προϊσχύσαντα νόμο (άρθρο 6 ν. 3016/2002). Το περιεχόμενο, ωστόσο, του Κανονισμού Λειτουργίας διαμορφώνεται με διευρυμένο και περισσότερο απαιτητικό περιεχόμενο. Περαιτέρω, περίληψη του κανονισμού λειτουργίας  απαιτείται να είναι δημοσιευμένη στο διαδικτυακό τόπο της Εταιρείας.

    Αξιοσημείωτο μάλιστα είναι πως ο αρμόδιος ορκωτός ελεγκτής-λογιστής (ή η ελέγχουσα ελεγκτική εταιρεία) οφείλουν να επιβεβαιώνουν στην Έκθεση Ελέγχου την ύπαρξη και το επικαιροποιημένο περιεχόμενό του εν λόγω Κανονισμού (άρθρο 21).

     

    7. Η Μονάδα Εσωτερικού Ελέγχου

    Ο νέος νόμος προβλέπει (άρθρο 15) την ύπαρξη Μονάδας Εσωτερικού Ελέγχου. Αντίστοιχη πρόβλεψη υφίστατο και στον προϊσχύσαντα νόμο (άρθρο 7), η οποία όμως προέβλεπε διορισμό εσωτερικών ελεγκτών.

    Εκείνοι που στελεχώνουν τη Μονάδα Εσωτερικού Ελέγχου δεν είναι μέλη του ΔΣ. Ορίζονται, μάλιστα, ως πλήρους και αποκλειστικής απασχόλησης. Ο επικεφαλής της εν λόγω Μονάδας είναι, μόνον, το πρόσωπο που ορίζεται από το Διοικητικό Συμβούλιο της εταιρείας. Όχι κι εκείνοι που τη στελεχώνουν.

    Κάθε μεταβολή στο πρόσωπο του επικεφαλής της συγκεκριμένης Μονάδας οφείλει να γνωστοποιείται στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς με υποβολή των πρακτικών της συνεδρίασης του Διοικητικού Συμβουλίου. Η προθεσμία γνωστοποίησης διευρύνεται, καθώς ορίζεται στις 20 ημέρες από την μεταβολή (έναντι 10ημέρου στον προϋφιστάμενο νόμο). Ο Επικεφαλής της Μονάδας Εσωτερικού Ελέγχου παρίσταται στις Γενικές Συνελεύσεις των μετόχων (άρθρο 16).

    Αξιοσημείωτες, όμως, είναι και οι μεταβολές στις αρμοδιότητες της Μονάδας Εσωτερικού Ελέγχου. Στον νέο νόμο παρουσιάζονται περισσότερο διευρυμένες σε σχέση με τις αντίστοιχες της (παλαιάς) Υπηρεσίας Εσωτερικού Ελέγχου. Ο εσωτερικός έλεγχος καθίσταται, με τον τρόπο αυτό, περισσότερο ενδελεχής και ουσιαστικός.

     

    8. Κώδικας Εταιρικής Διακυβέρνησης

    Ο νέος νόμος προβλέπει ως υποχρεωτική (άρθρο 17) την υιοθέτηση και εφαρμογή Κώδικα Εταιρικής Διακυβέρνησης από τις εταιρείες τις οποίες καταλαμβάνει. Δεν είναι, όμως, και υποχρεωτική η επιλογή ενός, συγκεκριμένου, Κώδικα. Σε περίπτωση, πάντως, αποκλίσεων από τον υιοθετούμενο, η σχετική πληροφόρηση θα πρέπει να περιλαμβάνεται στη Δήλωση Εταιρικής Διακυβέρνησης, βάσει του άρθρου 152 ν. 4548/2018.

    Παράλληλα πάντως με την ενεργοποίηση του νέου νόμου, αναμένεται και η τροποποίηση του, σε ισχύ σήμερα, Ελληνικού Κώδικα Εταιρικής Διακυβέρνησης.

    Λεπτομέρειες για την εφαρμογή της συγκεκριμένης διάταξης θα αναμένουμε, με βάση την ίδια διάταξη, από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς.

     

    9. Η Ενημέρωση των Επενδυτών

    Στον νέο νόμο θεσπίζεται, για πρώτη φορά, μια δέσμη διατάξεων (άρθρα 18-20), η οποία αποσκοπεί στην ενημέρωση των επενδυτών.

    Καταρχάς, καθορίζονται υποχρεώσεις διαφάνειας και έγκυρης ενημέρωσης των μετόχων της εταιρείας όσον αφορά τα υποψήφια, προς εκλογή, μέλη του του Διοικητικού Συμβουλίου (άρθρο 18). Η ενημέρωση λαμβάνει χώρα από το Διοικητικό Συμβούλιο με ανάρτηση στον διαδικτυακό τόπο της Εταιρείας. Η ανάρτηση διενεργείται, είκοσι (20) ημέρες, το αργότερο, πριν από τη Γενική Συνέλευση που θα προβεί σε εκλογή τους. Περιεχόμενο της ενημέρωσης-κατά βάση: (α) Η αιτιολόγηση της πρότασης του υποψήφιου μέλους, (β) Το αναλυτικό βιογραφικό του σημείωμα, (γ) η διαπίστωση της συνδρομής των κριτηρίων καταλληλότητας (σύμφωνα με την πολιτική καταλληλότητας της εταιρείας), καθώς και (δ) η συνδρομή των λοιπών, κατά νόμο, κριτηρίων.

    Παράλληλα, εισάγεται πρόβλεψη λειτουργίας Μονάδας Εξυπηρέτησης Μετόχων (άρθρο 19) και Μονάδας Εταιρικών Ανακοινώσεων (άρθρο 20). Η πρώτη στοχεύει στην ακριβή και ισότιμη πληροφόρηση των μετόχων. Επίσης, στην υποστήριξή τους, όσον αφορά την άσκηση των δικαιωμάτων τους. Η δεύτερη αποβλέπει στην παροχή́ ενημέρωσης προς τους μέτοχους και το επενδυτικό́ κοινό́, σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία.

     

    10. Οι Αυξήσεις Μετοχικού Κεφαλαίου της Εταιρείας και οι Αποκλίσεις στη Χρήση Αντληθέντων Κεφαλαίων

    Είναι γνωστή η υποχρέωση υποβολής από το Διοικητικό Συμβούλιο προς τη Γενική Συνέλευση έκθεσης για τη χρήση των κεφαλαίων που θα προέλθουν από αύξηση του μετοχικού της κεφαλαίου. Την (ξανα)συναντούμε και στον νέο νόμο (άρθρο 22 παρ. 1). Είναι πανομοιότυπη με αυτή του ν. 3022/2016 (άρθρο 9 παρ. 1). Το περιεχόμενο της συγκεκριμένης έκθεσης αφορά ζητήματα σχετικά με το επενδυτικό σχέδιο και τον απολογισμό της χρήσης των κεφαλαίων της εταιρείας. Εκείνων, συγκεκριμένα, που αντλήθηκαν από αυξήσεις που έλαβαν χώρα κατά την προηγούμενη τριετία (τουλάχιστον).

    Αλλαγές εντοπίζονται, όμως, ως προς την υλοποίηση αποκλίσεων στη χρήση αντληθέντων κεφαλαίων. Προκειμένου να υλοποιηθεί μια τέτοια απόκλιση, απαιτείται ειδική απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου. Η συγκεκριμένη απόφαση λαμβάνεται με πλειοψηφία τριών τετάρτων (3/4) των μελών του. Απαιτείται όμως, επιπρόσθετα, έγκριση από τη Γενική Συνέλευση. Μια τέτοια απόφαση της Γενικής Συνέλευσης απαιτεί αυξημένη απαρτία και πλειοψηφία.

    Στον νέο νόμο προσδιορίζεται, με μεγαλύτερη σαφήνεια, για ποια απόκλιση απαιτείται να ακολουθηθεί η ανωτέρω διαδικασία. Ο ν. 3022/2016 περιοριζόταν στον χαρακτηρισμό εκείνης που αξιολογείται ως «σημαντική». Κατά τον νέο νόμο, σημαντική είναι η απόκλιση που υπερβαίνει το είκοσι τοις εκατό (20%) του συνόλου των κεφαλαίων που αντλήθηκαν.

    Επιπλέον, ο νέος νόμος ρητά προβλέπει ότι όσα ανωτέρω αναφέρονται (σχετικά με τις αποκλίσεις στη χρήση αντληθέντων κεφαλαίων με καταβολή μετρητών) ισχύουν και στις περιπτώσεις έκδοσης ομολογιακού δανείου με δημόσια προσφορά.

     

    11. Διάθεση περιουσιακών στοιχείων της εταιρείας

    Ο νέος νόμος κάνει ειδική μνεία στην περίπτωση απόφασης Γενικής Συνέλευσης εταιρείας (που υπάγεται στις ρυθμίσεις του) για τη διάθεση περιουσιακών στοιχείων που υπερβαίνει κάποια όρια (άρθρο 23). Πρόκειται για τη διάθεση περιουσιακών στοιχείων: (α) με μία ή περισσότερες συναλλαγές, (β) οι οποίες λαμβάνουν χώρα εντός δύο (2) ετών, (γ) η αξία των οποίων αντιπροσωπεύει άνω του πενήντα ένα τοις εκατό (51%) της συνολικής αξίας των περιουσιακών στοιχείων της εταιρείας.

    Στις εν λόγω περιπτώσεις, η απόφαση της Γενικής Συνέλευσης πρέπει να λαμβάνεται με αυξημένη απαρτία και πλειοψηφία (άρθρο 130 §§3 & 4, ν. 4548/2018). Όμως, ενδεχόμενη διάθεση περιουσιακών στοιχείων ενάντια στα οριζόμενα στα προηγούμενα εδάφια, δεν θίγει το κύρος των σχετικών αποφάσεων (άρθρο 24 §3).

     

    12. Κυρώσεις

    Σε περίπτωση παραβίασης  των υποχρεώσεων που απορρέουν από τον συγκεκριμένο νόμο, απειλούνται σημαντικές κυρώσεις (άρθρο 24). Τις κυρώσεις επιβάλλει η Επιτροπή́ Κεφαλαιαγοράς-με την επιφύλαξη των αρμοδιοτήτων της Τράπεζας της Ελλάδος.

    Οι κυρώσεις είναι, σαφώς, αυστηρότερες σε σχέση με τον ν. 3016/2002. Οι χρηματικές ποινές που απειλούνται είναι πολύ μεγαλύτερες. Το πρόστιμο που θα επιβληθεί είναι δυνατό να φθάσει έως τα 3 εκ. Ευρώ. Με βάση τα μέχρι και σήμερα ισχύοντα, είναι δυνατή η επιβολή προστίμου 1 εκ. Ευρώ-κατ’ ανώτατο όριο.

    Επιπλέον, με βάση το νέο νόμο, οι προβλεπόμενες κυρώσεις είναι δυνατό να επιβληθούν και στην εταιρεία. Επιπρόσθετα, δηλαδή, με τα κατά το νόμο υπόχρεα φυσικά πρόσωπα.

    Ωστόσο, το ύψος των προβλεπόμενων προστίμων έχει προκαλέσει αντιδράσεις. Υποστηρίζεται ότι τα προβλεπόμενα πρόστιμα μπορεί να αποδειχθούν εξοντωτικά. Παράλληλα, επισημαίνεται η ανυπαρξία αυστηρών χρηματικών κυρώσεων σε άλλα κράτη μέλη της ΕΕ σε περιπτώσεις παράβασης των υποχρεώσεων της Εταιρικής Διακυβέρνησης.

     

    Ο νέος νόμος για την Εταιρική Διακυβέρνηση κινείται προς την ορθή κατεύθυνση. Οι ενστάσεις που έχουν διατυπωθεί είναι, ως κάποιο βαθμό, κατανοητές. Δεν είναι, όμως, αρκετές για αρνητική αξιολόγηση.

    Η κεντρική διαπίστωση δεν μεταβάλλεται: Οι βέλτιστες πρακτικές Εταιρικής Διακυβέρνησης (και ο νέος νόμος) θα επιδράσουν θετικά, κατ’ αναπόδραστη συνέπεια, στην ανταγωνιστικότητα και την ανάπτυξη. Και, δι’ αυτών, στο ελληνικό χρηματιστήριο και στην εθνική οικονομία.

    Ας μην έχουμε αμφιβολία.

    Περαιτέρω: Όπως και εισαγωγικά αναφέρθηκε, ο νέος νόμος καταλαμβάνει σε τυπικό επίπεδο τις εισηγμένες, μόνον, εταιρείες. Σε ουσιαστικό επίπεδο θα αρχίσουμε να βλέπουμε τις  ρυθμίσεις του να διαχέονται στο σύνολο των εταιρειών. Η συγκεκριμένη διάχυση θα έχει θετικό αποτύπωμα, επίσης, στην ανταγωνιστικότητα, στην ανάπτυξη και, βεβαίως, την εθνική οικονομία.

    Εν τέλει: Ας μην έχουμε οποιαδήποτε αμφιβολία για όλα τούτα τα θετικά του νέου νόμου για την Εταιρική Διακυβέρνηση.

    Ας τον καλωσορίσουμε!

    stavros-koumentakis

    Σταύρος Κουμεντάκης
    Managing Partner

     

    Υ.Γ. Συνοπτική έκδοση του άρθρου δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ, στις 26 Ιουλίου 2020.

     

    Η πληροφόρηση που εμπεριέχεται στο παρόν άρθρο δεν συνιστά (ούτε και έχει σκοπό να αποτελέσει) νομική συμβουλή. Μια τέτοια νομική συμβουλή είναι δυνατό να παρασχεθεί μόνον από αρμόδιο δικηγόρο ο οποίος θα λάβει υπόψη του το σύνολο των δεδομένων που θα του εκθέσετε για την υπόθεσή σας. Αναλυτικά.

  • Εταιρική Διακυβέρνηση: Οι επιχειρούμενες βελτιώσεις και συνέπειες τους

    Εταιρική Διακυβέρνηση: Οι επιχειρούμενες βελτιώσεις και συνέπειες τους

    Σε παλαιότερη αρθρογραφία μας προσεγγίσαμε την έννοια και το περιεχόμενο της Εταιρικής Διακυβέρνησης, υπό το πρίσμα (ιδίως) του  σχετικού (Ελληνικού) Κώδικα. Επίσης, τη σχέση της Εταιρικής Διακυβέρνησης με την ανταγωνιστικότητα και την ανάπτυξη. Την τρέχουσα περίοδο βρίσκεται σε εξέλιξη η προβλεπόμενη κοινοβουλευτική διαδικασία για ένα ιδιαίτερα σημαντικό, σχετικό, νομοθέτημα. Αναφέρεται στις εισηγμένες, σε οργανωμένη αγορά, εταιρείες.

    Το υπό ψήφιση νομοσχέδιο μέλλει να αντικαταστήσει τον αντίστοιχο, σε ισχύ σήμερα, ν. 3016/2002. Η συνολική αντικατάσταση του τελευταίου κρίθηκε αναγκαία. Γεννάται βέβαια σειρά ερωτημάτων. Τα, εξ αυτών, σημαντικότερα: Ο συγκεκριμένος νόμος θα έχει θετικές συνέπειες στις εταιρείες που καταλαμβάνει; Και, σε καταφατική περίπτωση, με ποιον τρόπο; Κινδυνεύει, μήπως, να αποδειχθεί ένα, ακόμα, (νομοθετημένο) επιχειρηματικό βάρος; Με ποιον τρόπο «αγγίζει» το σύνολο των ανωνύμων εταιρειών;

    Ας επιχειρήσουμε την προσέγγιση τους.

     

    Με ποιο τρόπο ένα νομοσχέδιο για τις εισηγμένες τις εταιρείες θα αφορά, εν τέλει, όλες;

    Ο Ελληνικός Κώδικας Εταιρικής Διακυβέρνησης εκπονήθηκε και τέθηκε σε εφαρμογή σε ένα διαφορετικό (επιχειρηματικό, χρηματοοικονομικό, νομικό κλπ.) περιβάλλον. Υπό την ισχύ και οπτική (ιδίως) του ν. 3016/2002.

    Το υπό ψήφιση νομοθέτημα θα αποτελέσει (ας μην έχουμε αμφιβολία) τη βάση για την αναμόρφωση του προαναφερθέντος Κώδικα. Ο τελευταίος, παρά το μη υποχρεωτικό του χαρακτήρα, καταλαμβάνει το σύνολο των ελληνικών ανωνύμων εταιρειών.

    Γνωρίζουμε ήδη, καλά, πως οι υποψήφιοι πιστωτές (των τραπεζών συμπεριλαμβανομένων) δείχνουν αυξημένο ενδιαφέρον για την εταιρική διακυβέρνηση. Το συγκεκριμένο ενδιαφέρον αυξάνεται, κατακόρυφα, όταν πρόκειται για επενδυτές και  υποψήφιους επενδυτές. Δεν αποτελεί παράδοξο (ούτε, και εντύπωση μας προξενεί) η κατάφαση (ή μη) μιας χρηματοδότησης ή επένδυσης ανάλογα με την ύπαρξη (ή, αντίστοιχα, μη ύπαρξη) ικανοποιητικής εταιρικής διακυβέρνησης. Ποιος εξάλλου θα αισθανόταν ασφαλής να προχωρήσει σε χρηματοδότηση ή επένδυση σε μια εταιρεία, η οποία λειτουργεί χωρίς κανόνες; Σε μια εταιρεία η οποία θα βασιζόταν, κατά το συνήθως συμβαίνον, στην «ενός ανδρός αρχή»;

    Ουδεμία λοιπόν αμφιβολία είναι δυνατό να απομένει, πως το συγκεκριμένο νομοθέτημα αφορά, στην πραγματικότητα (λιγότερο ή περισσότερο), το σύνολο των εταιρειών-ιδίως των ανωνύμων.

     

    Η κεντρική στόχευση, η αναγκαιότητα θέσπισης και οι επιδιώξεις του υπό επεξεργασία νομοσχεδίου για την Εταιρική Διακυβέρνηση

    Η αιτιολογική έκθεση του υπό επεξεργασία νομοσχεδίου μας δίνει πολύτιμες πληροφορίες όσον αφορά το σκοπό και τις επιδιώξεις των συντακτών του.

    Κεντρική του στόχευση φαίνεται πως υπήρξε η επικαιροποίηση του θεσμικού πλαισίου για την εταιρική διακυβέρνηση συγκεκριμένων ανωνύμων εταιρειών. Εκείνων, ειδικότερα, οι οποίες έχουν μετοχές (ή άλλες κινητές αξίες-λ.χ. ομολογίες) εισηγμένες σε ρυθμιζόμενη αγορά στην Ελλάδα.

    Η αναμόρφωση του υφισταμένου θεσμικού πλαισίου αποδείχθηκε αναγκαία για δύο λόγους:

    (α) Ο πρώτος (μάλλον σημαντικότερος) συνδέεται με την ανάγκη εναρμόνισης των κανόνων που διέπουν την εταιρική διακυβέρνηση με τις σύγχρονες, σχετικές, τάσεις και πρακτικές.

    (β) Ο δεύτερος λόγος συνδέεται με τις μεταβολές στο νομοθετικό και ρυθμιστικό πλαίσιο που διέπει τη λειτουργία των εν λόγω εταιρειών. Μεταβολές που έλαβαν χώρα τόσο σε παγκόσμιο, ευρωπαϊκό και εθνικό επίπεδο. Όσον αφορά, ιδιαίτερα, το (εθνικό) νομοθετικό περιβάλλον: Από τη μία πλευρά έχουν παρέλθει δύο, σχεδόν, δεκαετίες από τη θέση σε εφαρμογή του σήμερα ισχύοντος νόμου για την εταιρική διακυβέρνηση (ν. 3016/2002). Κι από την άλλη έχει τεθεί σε ισχύ, εδώ κι ένα δεκαοκτάμηνο ένα, ακόμα, σημαντικό νομοθέτημα: ο ν. 4548/2108 που διέπει τη λειτουργία των ανωνύμων εταιρειών. Ένας νόμος ο οποίος εμπεριέχει (διάσπαρτες) διατάξεις για την εταιρική διακυβέρνηση.

    Κι ας έρθουμε τώρα στις στοχεύσεις του συγκεκριμένου νομοθετήματος.

    Επιδίωξη των εισαγομένων ρυθμίσεων αποτελεί η (προσαρμοσμένη) ενίσχυση των δομών και διαδικασιών εταιρικής διακυβέρνησης των ανωνύμων εταιρειών. Είναι γνωστό εξάλλου, πως η σύγχρονη αγορά κεφαλαίου έχει διαμορφώσει αυξημένες σχετικές απαιτήσεις.

    Επιχειρείται, ταυτόχρονα, η διασφάλιση της λειτουργικής και αποφασιστικής αυτονομίας της εταιρείας. Μιας αυτονομίας, που διέπεται, ούτως ή άλλως, από την εταιρική νομοθεσία. Επίσης, και από τη νομοθεσία της κεφαλαιαγοράς.

    Τέλος: Στη διαδρομή των ετών σωρεία θεμάτων έχουν απασχολήσει τη θεωρία και νομολογία. Το υπό ψήφιση νομοσχέδιο σκοπεί στην αποσαφήνιση κάποιων από αυτά. Στην άρση, επίσης, εκκρεμών σχετικών προβληματισμών (όπως, λ.χ., ο ρόλος των μη εκτελεστικών μελών του διοικητικού συμβουλίου).

     

    Με δυο λόγια…

    Στο προαναφερθέν πλαίσιο, εισάγεται αναλυτικό πλέγμα διατάξεων που διέπει τη λειτουργία του διοικητικού συμβουλίου των εισηγμένων εταιρειών.

    Με το άρθρο 44 του ν. 4449/2017 θεσμοθετήθηκε η Επιτροπή Ελέγχου-μια επιτροπή με αυξημένες (και ιδιαίτερα σημαντικές) αρμοδιότητες. Με το υπό ψήφιση νομοθέτημα διατηρείται η ύπαρξη και λειτουργία της. Θεσμοθετούνται, επιπρόσθετα, δύο νέες επιτροπές του Διοικητικού Συμβουλίου. Η Επιτροπή Αποδοχών και η Επιτροπή Υποψηφιοτήτων. Αντικείμενο των συγκεκριμένων επιτροπών συνιστά:

    (α) Η  διασφάλιση της σε βάθος επεξεργασίας (από μη εκτελεστικά μέλη του διοικητικού συμβουλίου) θεμάτων που αφορούν τις αποδοχές,

    (β) Η ανάδειξη υποψηφίων μελών του διοικητικού συμβουλίου τα οποία υποβάλλονται, στη συνέχεια, στο διοικητικό συμβούλιο προς έγκριση και

    (γ) Η αποτελεσματική και ορθολογική συμμόρφωση της εταιρείας με το ισχύον νομοθετικό πλαίσιο.

    Αναβαθμίζονται (παράλληλα-ουσιωδώς) οι οργανωτικές δομές της εταιρείας. Πρόθεση των συντακτών του συγκεκριμένου νομοθετήματος δεν υπήρξαν οι οριζόντιες ρυθμίσεις. Οι συγκεκριμένες δομές επιχειρείται να διατηρηθούν προσαρμοσμένες στο μέγεθος και την πολυπλοκότητα των δραστηριοτήτων καθεμιάς εταιρείας. Πρόθεση είναι δομές και συναφείς υποχρεώσεις να παραμείνουν αναλογικές και αποτελεσματικές.

    Στόχος, σε κάθε περίπτωση, είναι η εμπέδωση ορθών και αποτελεσματικών πρακτικών διακυβέρνησης από τις ανώνυμες εταιρείες. Επίσης, η ενίσχυση της εμπιστοσύνης των μετόχων (ή δυνητικών μετόχων) σε αυτές.

     

    «Ο νόμος κινείται προς τη σωστή κατεύθυνση», η επιβάρυνση όμως;

    Απολύτως πρόσφατα (στις 11.6.20) έλαβε χώρα εκδήλωση του Ελληνοαμερικανικού Επιμελητηρίου. Θέμα της: «Εταιρική Διακυβέρνηση, νέα πραγματικότητα κατά τη διάρκεια και μετά την εποχή της πανδημίας».

    Μεταξύ των συμμετεχόντων και ο Διευθύνων Σύμβουλος του ομίλου Ελληνικά Πετρέλαια (ΕΛΠΕ) Ανδρέας Σιάμισιης. Η κεντρική του θέση: «το νομοσχέδιο κινείται, αναμφίβολα, προς τη σωστή κατεύθυνση…».

    Είναι σημαντικό που μια εισηγμένη υιοθετεί τη συγκεκριμένη θέση.

    Υπάρχει όμως, αναμφίβολα, και μια ακόμα παράμετρος: εκείνη της επιβάρυνσης. Θα άξιζε, πράγματι, να ερευνηθεί κατά πόσο ρυθμίσεις σαν κι αυτές που εισάγονται μέσω του συγκεκριμένου νομοσχεδίου θα αποδειχθούν κατάλληλες για το σύνολο των εισηγμένων. Και, εν τέλει, η ανάδειξη της σχέσης κόστους/οφέλους…

    Την παράμετρο της σημαντικής επιβάρυνσης έχει υπογραμμίσει, ήδη από το στάδιο της διαβούλευσης του σχεδίου νόμου, η Ένωση Εισηγμένων Εταιρειών (ΕΝΕΙΣΕΤ).

    Κατά την πάγια θέση της ΕΝΕΙΣΕΤ, τα ζητήματα που εντάσσονται στην θεματική της εταιρικής διακυβέρνησης θα πρέπει να ρυθμίζονται με μη αναγκαστικού δικαίου διατάξεις, ώστε να χωρεί η δυνατότητα αποκλίσεων.

    Τη θέση της αυτή, άλλωστε, οικοδομεί επί των δύο βασικών αρχών των συστημάτων εταιρικής διακυβέρνησης παγκοσμίως. Θα έλεγε κανείς, των ακρογωνιαίων λίθων της.  Ήτοι: (α) την πρόβλεψη δυνατότητας αποκλίσεων κατόπιν εξηγήσεων «comply or explain» και (β) την πρόβλεψη ευελιξίας και παραμετροποίησης των ρυθμίσεων με βάση την αρχή της αναλογικότητας.

    Κατά την ΕΝΕΙΣΕΤ, λοιπόν, η επαύξηση των υποχρεώσεων χωρίς αποκλίσεις, που επιβάλλει ο επικείμενος προς ψήφιση νόμος, αποτελεί σημαντικό βάρος για τις εισηγμένες εταιρείες. Βάρος που ενδέχεται να οδηγήσει στην έξοδό τους από το Ελληνικό Χρηματιστήριο, και, εν γένει, στην αποφυγή εισόδου.

    Παράλληλα, η ΕΝΕΙΣΕΤ έχει επισημάνει περαιτέρω μελανά σημεία του σχεδίου νόμου. Ως αποτέλεσμα, υποστηρίζει ότι ο νέος νόμος (με τις προτεινόμενες ρυθμίσεις ως έχουν) αποτυγχάνει στο στόχο του, καθώς: Δεν προάγει την ανάταξη της ελληνικής κεφαλαιαγοράς και σίγουρα όχι την ανταγωνιστικότητα των ελληνικών επιχειρήσεων.

     

    «Δεν θα πρέπει να αλλάξουμε μόνο το νόμο αλλά και την κουλτούρα μας στα ζητήματα αυτά…»

    Στον αντίποδα, η κ. Βασιλική Λαζαράκου-πρόεδρος της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, συμμετέχοντας και αυτή στην προαναφερθείσα εκδήλωση του Ελληνοαμερικανικού Επιμελητηρίου, φάνηκε θετικά διακείμενη προς το εν λόγω νομοσχέδιο.

    Είναι σημαντικό, μάλιστα, να σημειωθεί πως επαίνεσε, υπό τη συγκεκριμένη ιδιότητά της, την αναπτυξιακή διάσταση αυτού. Η κεντρική, σχετική με το συγκεκριμένο θέμα, επιχειρηματολογία της κινήθηκε σε τρεις, βασικούς, άξονες όσον αφορά την Εταιρική Διακυβέρνηση: (α) αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα εργαλεία για την ομαλή λειτουργία της εταιρείας, (β) αναβαθμίζει την οργάνωση και διοίκηση μιας επιχείρησης και, το σημαντικότερο, (γ) καθιστά την εταιρεία περισσότερο ελκυστική στους επενδυτές.

     

    Εταιρική διακυβέρνηση και η επίδραση στην ανταγωνιστικότητα και στην πρόσβαση σε επενδυτικά κεφάλαια.

    Δεν είναι παράδοξο που το νομοσχέδιο αναφορικά με την Εταιρική Διακυβέρνηση δημιούργησε αποκλίνουσες απόψεις και προσέφερε πεδίο ανάπτυξης ενός εποικοδομητικού διαλόγου.

    Σε κάθε περίπτωση, όμως, και παρά τη θέση του καθενός, αξίζει να εστιάσουμε  στην σημαντικότερη, καθ’ ημάς, αποστροφή του λόγου της κ. Λαζαράκου. Επισήμανε, συγκεκριμένα, πως «δεν θα πρέπει να αλλάξουμε μόνο το νόμο αλλά και την κουλτούρα μας στα ζητήματα αυτά».

    Ποιος, άραγε, θα μπορούσε να διαφωνήσει με τη συγκεκριμένη παραδοχή-παρότρυνση; Η κουλτούρα μας σε θέματα εταιρικής διακυβέρνησης δεν υπηρετεί, πράγματι, τις αρχές και αξίες που γίνονται αποδεκτές (σε διεθνές, ευρωπαϊκό ή/και εθνικό επίπεδο). Ούτε, αυτονοήτως, τις αρχές, στοχεύσεις και επιδιώξεις του υπό ψήφιση νομοσχεδίου. Κι αν κάποιοι, μεμονωμένα, υπεραμύνονται των συγκεκριμένων αρχών και αξιών, καθόλου δε σημαίνει πως έχουμε και τη σχετική κουλτούρα υιοθετήσει. Όταν το καταφέρουμε για τούτο θα πρέπει να είμαστε βέβαιοι: Θα έχουμε κινηθεί προς την κατεύθυνση της αύξησης της ανταγωνιστικότητας της επιχείρησης και της διευκόλυνσης της πρόσβασής της σε επενδυτικά κεφάλαια.

    Εξάλλου, η καλή εταιρική διακυβέρνηση (μαζί με την οργάνωση και τη διαφάνεια) έχουν καταγραφεί ως αναγκαία προαπαιτούμενα (και) από τον Διευθύνοντα Σύμβουλο του Χρηματιστηρίου Αθηνών κ. Σωκράτη Λαζαρίδη, για την άντληση επενδυτικών κεφαλαίων. Προς την κατεύθυνση αυτή εξάλλου και το πρόγραμμα Roots για το οποίο και παλαιότερη, ανωτέρω αναφερθείσα ήδη, αρθρογραφία μας.

    Κι ακριβώς το Roots είναι που έρχεται να επιβεβαιώσει την ανάδειξη της εταιρικής διακυβέρνησης ως έναν από τους πυλώνες της ανάπτυξης. Στο πλαίσιό του, εξάλλου, μη εισηγμένες εταιρείες «μυούμενες» στις ορθές επιχειρηματικές πρακτικές αποκτούν ευκολότερη πρόσβαση σε επενδυτικά κεφάλαια.

     

    «Αλλάζοντας λοιπόν την κουλτούρα μας» προς την κατεύθυνση των ορθών επιχειρηματικών πρακτικών (μεταξύ των οποίων κυρίαρχο ρόλο κατέχει η εταιρική διακυβέρνηση) «καλές υπηρεσίες» παρέχουμε στις εταιρείες μας. Τις καθιστούμε περισσότερο ελκυστικές. Συνδράμουμε στην ανάπτυξή τους.

    Κι αν προς τη συγκεκριμένη κατεύθυνση κινούμαστε, συνδράμουμε, το δίχως άλλο, προς την κατεύθυνση και της ανάπτυξης της εθνικής οικονομίας.

    Και, αναμφίβολα, της χώρας.

    stavros-koumentakis

    Σταύρος Κουμεντάκης
    Managing Partner

     

    Υ.Γ. Συνοπτική έκδοση του άρθρου δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ, στις 12 Ιουλίου 2020.

     

    Η πληροφόρηση που εμπεριέχεται στο παρόν άρθρο δεν συνιστά (ούτε και έχει σκοπό να αποτελέσει) νομική συμβουλή. Μια τέτοια νομική συμβουλή είναι δυνατό να παρασχεθεί μόνον από αρμόδιο δικηγόρο ο οποίος θα λάβει υπόψη του το σύνολο των δεδομένων που θα του εκθέσετε για την υπόθεσή σας. Αναλυτικά.

  • Η ασφάλιση της ευθύνης των Μελών του Δ.Σ. και των στελεχών Διοίκησης της Α.Ε.

    Η ασφάλιση της ευθύνης των Μελών του Δ.Σ. και των στελεχών Διοίκησης της Α.Ε.

    1.Εισαγωγικά

    Η ασφάλιση της ευθύνης των μελών του διοικητικού συμβουλίου της ανώνυμης εταιρείας και των στελεχών της διοίκησής της αποκαλείται στη διεθνή πρακτική ως «Directors’ and Officers’ liability insurance» ή «D & Os liability insurance». Η συγκεκριμένη ασφάλιση καλύπτει τη ζημία των προσώπων αυτών:

    (α) από την έγερση εναντίον τους αξιώσεων από τρίτους (δανειστές, εργαζόμενους, μετόχους) ή από την ίδια την εταιρεία για ζημιογόνες και αμελείς πράξεις ή παραλείψεις κατά την ενάσκηση των καθηκόντων τους και

    (β) για τους κινδύνους που έχουν αναληφθεί από τον ασφαλιστή.

    Στην ελληνική νομική ορολογία, αλλά και στο πλαίσιο του δικαίου της ιδιωτικής ασφάλισης, συνηθίζεται να αποκαλείται ως ασφάλιση της αστικής ευθύνης των μελών του διοικητικού συμβουλίου της ανώνυμης εταιρείας. Ωστόσο, το εύρος της σχετικής ασφαλιστικής σύμβασης υπερβαίνει την αστική ευθύνη, καθώς οι καλύψεις της εκτείνονται τόσο στα έξοδα της ποινικής δικής όσο και σε χρηματικές απαιτήσεις που εγείρονται σε διοικητικά δικαστήρια ή αρχές, όπως θα παρατεθεί παρακάτω. Επιπλέον, η σχετική ασφαλιστική κάλυψη δεν περιορίζεται μόνο στα πρόσωπα που απαρτίζουν το διοικητικό συμβούλιο της ανώνυμης εταιρείας αλλά εκτείνεται και στα μέλη της εκτελεστικής επιτροπής, στα υποκατάστατα μέλη καθώς και στα στελέχη, τα οποία ασκούν καθήκοντα διοίκησης. Μάλιστα, συχνά συμφωνείται η ασφαλιστική κάλυψη και των εξωτερικών διοικούντων, ακόμη και των συζύγων, των κληρονόμων ή των διαχειριστών κληρονομίας ως προς τις αξιώσεις που εγείρονται εναντίον τους σχετικά με παραβάσεις των καθηκόντων των ασφαλισμένων προσώπων.

    Συνακόλουθα, νομικά ορθότερο και πιο συμβατό στο περιεχόμενο της σχετικής ασφαλιστικής σύμβασης είναι να γίνεται λόγος για ασφάλιση της ευθύνης των μελών της διοίκησης ανωνύμων εταιρειών.

     

    2.Η ισχυρή ανάπτυξη του συγκεκριμένου ασφαλιστικού προϊόντος

    Η κάλυψη της ευθύνης των μελών της διοίκησης της ανώνυμης εταιρείας συνιστά ένα σχετικά νέο ασφαλιστικό προϊόν, το οποίο παρουσιάζει ισχυρή ανάπτυξη στη διεθνή επιχειρηματική κοινότητα. Η ανάπτυξη αυτή, ανάμεσα στα άλλα, οφείλεται:

    (α) στη νομολογιακή και νομοθετική επίταση της ευθύνης των μελών της διοίκησης έναντι της ίδιας της εταιρείας αλλά και έναντι των τρίτων,

    (β) στην υιοθέτηση διεθνών κανόνων εταιρικής διακυβέρνησης και στη σταδιακή επιβολή ενός ενιαίου εταιρικού κανονιστικού πλαισίου μέσω του ενωσιακού δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης,

    (γ) στην αύξηση της εταιρικής αφερεγγυότητας, όπως αυτή προκλήθηκε από την επέλευση της διεθνούς χρηματοπιστωτικής κρίσης των ετών 2007 – 2008, η οποία μετεξελίχθηκε σε διεθνή εταιρική οικονομική κρίση καθώς και

    (δ) στην τάση των εταιρικών δανειστών να στρέφονται πλέον και κατά των διοικούντων την εταιρική οντότητα ή αποκλειστικά κατ’ αυτών.

     

    3.Τα οικονομικά και επιχειρηματικά πλεονεκτήματα της σχετικής ασφάλισης

    Η ασφάλιση της ευθύνης των μελών της διοίκησης της ανώνυμης εταιρείας παρουσιάζει μια σειρά από πλεονεκτήματα που την καθιστούν ελκυστικό ασφαλιστικό προϊόν. Δε θα ήταν, μάλιστα, υπερβολή, αν τη χαρακτηρίζαμε επιβεβλημένη ενέργεια και δαπάνη για τα επιμέρους νομικά πρόσωπα. Ενδεικτικά, αναφέρονται κάποιοι από τους λόγους που επιβεβαιώνουν την αναγκαιότητα σύναψης της σχετικής ασφαλιστικής σύμβασης:

    (α) η εν λόγω ασφαλιστική κάλυψη συνιστά μια εναλλακτική μορφή χρηματοδότησης τόσο της εταιρείας όσο και των τρίτων προσώπων, ως προς τη ζημία, την οποία υπέστησαν με ευθύνη εκείνων που διοικούν την εταιρική οντότητα,

    (β) οι όροι και τα μεγέθη της σχετικής ασφαλιστικής σύμβασης καθιστούν ευχερή στους τρίτους και κυρίως στους μετόχους της λήπτριας της ασφάλισης εταιρείας την εκτίμηση του επιχειρηματικού κινδύνου της τελευταίας,

    (γ) η σύναψη της εν λόγω ασφαλιστικής σύμβασης εξασφαλίζει τον έλεγχο και την εποπτεία της εταιρείας (monitoring) και συμβάλλει στη συνετή διαχείριση του επιχειρηματικού ρίσκου (risk management),

    (δ) η προσφορά της συγκεκριμένης ασφαλιστικής κάλυψης αποτελεί αρκετά σημαντικό λόγο προσέλκυσης ικανών διοικητικών στελεχών, ενώ

    (ε) η σύναψη της συγκεκριμένης ασφαλιστικής σύμβασης προστατεύει το κύρος και τη φερεγγυότητα της εταιρείας.

     

    4.Η φύση της εν λόγω ασφαλιστικής σύμβασης

    4.1. Στο πλαίσιο του δικαίου της ιδιωτικής ασφάλισης, η ασφάλιση της ευθύνης των μελών της διοίκησης της ανώνυμης εταιρείας εντάσσεται στις ασφαλίσεις αστικής ευθύνης, αν και, σύμφωνα με τα παραπάνω αναφερόμενα, έχει ευρύτερο περιεχόμενο. Η εν λόγω ασφάλιση έχει καταρχήν γενικό χαρακτήρα και δεν είναι κατά νόμο υποχρεωτική. Συμπεριλαμβάνεται στις ασφαλίσεις ζημιών και όχι στις ασφαλίσεις προσώπων, καθώς αποκαθίσταται η συγκεκριμένη ζημία που προκαλείται στην περιουσία των ασφαλισμένων από την πραγματοποίηση του ασφαλισμένου κινδύνου. Επιπλέον δε, κατατάσσεται στις ασφαλίσεις παθητικού, καθώς ασφαλίζεται ο κίνδυνος δημιουργίας ή αύξησης του παθητικού στην περιουσία των ασφαλισμένων.

    4.2. Η ασφάλιση της ευθύνης των μελών της διοίκησης ανωνύμων εταιρειών, συνήθως, λαμβάνει τη μορφή της γνήσιας σύμβασης υπέρ τρίτου, καθώς εμπλέκονται τρία (3) διαφορετικά πρόσωπα:

    (α) η ανώνυμη εταιρεία με την ιδιότητα της λήπτριας της ασφάλισης, η οποία συνάπτει τη σχετική σύμβαση ως αντισυμβαλλόμενη του ασφαλιστή και, ταυτόχρονα, για λογαριασμό τρίτων προσώπων (δηλαδή, των μελών της διοίκησής της),

    (β) η ασφαλιστική επιχείρηση με την ιδιότητα του ασφαλιστή, η οποία και αναλαμβάνει την παραπάνω αναφερόμενη υποχρέωση αποκατάστασης της ζημίας στην περιουσία όχι της αντισυμβαλλόμενής της εταιρείας αλλά τρίτων προσώπων (δηλαδή των μελών της διοίκησής της) από την πραγματοποίηση του ασφαλισμένου κινδύνου  και

    (γ) τα μέλη της διοίκησης με την ιδιότητα των ασφαλισμένων αλλά και των δικαιούχων του ασφαλίσματος, καθώς στο πρόσωπό τους γεννάται άμεσα και απευθείας το δικαίωμα προσδοκίας στην ασφαλιστική αποζημίωση.

    4.3. Η παραπάνω αναφερόμενη νομική κατασκευή έχει ως έννομο αποτέλεσμα να καθίσταται υπεύθυνη για την τήρηση των υποχρεώσεων που απορρέουν από το σχετικό ασφαλιστήριο η ανώνυμη εταιρεία, λόγω της φέρουσας ιδιότητάς της ως λήπτριας της ασφάλισης. Επιπλέον, η ανώνυμη εταιρεία είναι και το πρόσωπο εκείνο, στο οποίο απονέμονται τα δικαιώματα καταγγελίας και τροποποίησης της ασφαλιστικής σύμβασης, καθώς και τα δικαιώματα υπαναχώρησης ή εναντίωσης από αυτήν. Αντίθετα, κύρια υποχρέωση των μελών της διοίκησης της ανώνυμης εταιρείας είναι η μη παράβαση των ασφαλιστικών βαρών, δηλαδή η τήρηση των κανόνων συμπεριφοράς εκείνων που θέτει ο νόμος ή η σχετική ασφαλιστική σύμβαση, προκειμένου να εκπληρωθεί η παροχή του ασφαλιστή και, ειδικότερα, προκειμένου να επέλθει η καταβολή του ασφαλίσματος από τον τελευταίο.

     

    5.Η ασφαλιστική κάλυψη

    5.1. Σύμφωνα με τα παραπάνω αναφερόμενα, το εύρος της σχετικής ασφαλιστικής σύμβασης υπερβαίνει την αστική ευθύνη των μελών της διοίκησης της ανώνυμης εταιρείας. Ωστόσο, καθώς το βασικό πεδίο της σχετικής ασφαλιστικής κάλυψης αναφέρεται στις αστικές αξιώσεις, κύρια βάση της συνιστά η ζημιογόνος πράξη που περιλαμβάνει κάθε πραγματική ή τεκμαιρόμενη παραβίαση των καθηκόντων των μελών της διοίκησης έναντι της εταιρείας. Επίσης, η συγκεκριμένη ασφαλιστική κάλυψη περιλαμβάνει κάθε άδικη και ζημιογόνο έναντι τρίτων πράξη ή παράλειψη, λάθος ή αμέλεια κατά την εκτέλεση των καθηκόντων των μελών της διοίκησης της εταιρικής οντότητας. Δηλαδή, καλύπτεται κάθε ατομική ευθύνη διοικητή του εταιρικού οργανισμού είτε αυτός ενάγεται εις ολόκληρον είτε από κοινού είτε αυτοτελώς. Στο πλαίσιο αυτό, καθίσταται σαφές ότι η σχετική ασφαλιστική κάλυψη εκτείνεται στην παράβαση ουσιαστικών κανόνων ιδιωτικού δικαίου που επισύρουν την ευθύνη των διοικούντων την εταιρεία. Ωστόσο, δεν καλύπτονται οι αξιώσεις αποζημίωσης, οι οποίες βασίζονται σε ειδικές συμφωνίες ή όρους που εισάγονται από διατάξεις ενδοτικού δικαίου και επιτείνουν την ευθύνη του νομικού προσώπου πέρα από τη νόμιμη πρόβλεψη.

    5.2. Σε κάθε περίπτωση, πάντως, οι καλύψεις της σχετικής ασφαλιστικής σύμβασης δεν εκτείνονται σε δραστηριότητες, οι οποίες είναι αντίθετες στη δημόσια τάξη, έχουν  αθέμιτο και ανήθικο χαρακτήρα και αντιτάσσονται ευθέως σε απαγορευτικές νομοθετικές διατάξεις. Για το λόγο αυτό, εξάλλου, εξαιρούνται από την κάλυψη ποινικές κυρώσεις, πρόστιμα και άλλες χρηματικές ποινές. Στα δε πρόστιμα συμπεριλαμβάνονται και αυτά, τα οποία επιβάλλονται από τις αρμόδιες εποπτικές αρχές. Παραταύτα, έγκυρα συνομολογείται η κάλυψη δικαστικών εξόδων της ποινικής δίωξης του ασφαλισμένου. Μάλιστα, σε ορισμένα ασφαλιστήρια συμφωνείται η κάλυψη των εξόδων της ποινικής διαδικασίας να λαμβάνει χώρα μόνο, εφόσον αποδειχθεί ή κηρυχθεί ο διοικητής αθώος.

    5.3. Περαιτέρω, πέρα από τις παραβάσεις των κανόνων του ιδιωτικού δικαίου, η σχετική ασφαλιστική κάλυψη είναι δυνατό να επεκταθεί και στις παραβάσεις κανόνων του δημοσίου δικαίου. Κριτήριο για τη σχετική ασφαλιστική κάλυψη συνιστά ο χαρακτήρας της αποζημίωσης που απορρέει από την αποζημίωση των δημοσίου δικαίου διατάξεων. Δηλαδή, εάν η εν λόγω αποζημίωση έχει χαρακτήρα αποκατάστασης της ζημίας εμπίπτει στην κάλυψη της ευθύνης των μελών της διοίκησης της ανώνυμης εταιρείας. Αντίθετα, εάν ο χαρακτήρας της αποζημίωσης είναι κυρωτικός, δεν καλύπτεται από τη σχετική ασφαλιστική σύμβαση. Συνακόλουθα, υπό την προϋπόθεση πάντοτε της τήρησης του σχετικού κριτηρίου, είναι δυνατή η κάλυψη χρηματικών απαιτήσεων  που εγείρονται ενώπιον διοικητικών δικαστηρίων ή διοικητικής εποπτικής αρχής, καθώς και των εξόδων της έρευνας από οποιαδήποτε αρμόδια αρχή.

    5.4. Τέλος, οι εξαιρέσεις που εισάγονται στις σχετικές ασφαλιστικές συμβάσεις εμπίπτουν σε πολλαπλές κατηγοριοποιήσεις, ανάλογα με την πρακτική των ασφαλιστικών επιχειρήσεων και τα υιοθετούμενα από αυτές κριτήρια. Προς αποφυγή μακροσκελών και περιττών ως προς την παρούσα ανάλυση αναπτύξεων, σκόπιμες κρίνονται οι ακόλουθες συνοπτικές επισημάνσεις:

    (α) από τη σχετική ασφαλιστική κάλυψη εξαιρούνται αξιώσεις που καλύπτονται από άλλα ασφαλιστήρια, στις οποίες συμπεριλαμβάνονται ενδεικτικά οι αξιώσεις που καλύπτονται από ασφαλιστήρια επαγγελματικής αστικής ευθύνης,

    (β) επιπλέον, εξαιρούνται από την κάλυψη αυτή πράξεις, οι οποίες εμπεριέχουν μεγάλο ρίσκο για τον ασφαλιστή, στις οποίες συνήθως συμπεριλαμβάνονται η ευθύνη των μελών της διοίκησης ανώνυμης εταιρείας για δυσφήμιση και για προσβολή προσωπικότητας, οι αξιώσεις που συνδέονται με την πτώχευση της εταιρείας καθώς και οι ζημίες που σχετίζονται με μετασχηματισμούς εταιρειών,

    (γ) περαιτέρω, από την ασφαλιστική κάλυψη της ευθύνης των μελών της διοίκησης ανώνυμης εταιρείας εξαιρούνται οι αξιώσεις που εγείρονται σε δικαστήρια εκτός της Ευρωπαϊκής Ένωσης ΕΕ ή προέρχονται από την παράβαση νομοθεσίας κρατών εκτός Ευρωπαϊκής Ένωσης,

    (δ) τέλος, εύλογα εξαιρούνται από την εν λόγω ασφαλιστική κάλυψη οι περιπτώσεις δόλιας πρόκλησης της ασφαλιστικής περίπτωσης. Συγκεκριμένα, εξαιρούνται οι ζημίες, για τις οποίες εγείρονται αξιώσεις τρίτων ή της λήπτριας της ασφάλισης ανώνυμης εταιρείας, όπως αυτές προκαλούνται από δόλια παράβαση του διαχειριστικού καθήκοντος ή των διατάξεων του νόμου από τη διοίκηση της εταιρικής οντότητας. Σ’ αυτές συμπεριλαμβάνονται, ενδεικτικά, οι δωροδοκίες και άλλες συναφείς πράξεις χρηματισμού.

     

    6.Οι ασφαλιστικές ρήτρες

    Πέρα από τις παραπάνω αναφερόμενες εξαιρέσεις, στη σχετική ασφαλιστική σύμβαση έχουν εφαρμογή ειδικές ρήτρες, οι οποίες αναφέρονται αποκλειστικά στη συγκεκριμένη ασφαλιστική σύμβαση ή διαμορφώθηκαν με αφορμή την ανάπτυξη της σχετικής ασφάλισης και οι οποίες ουσιαστικά περιορίζουν σημαντικά την ευθύνη του ασφαλιστή. Ειδικότερα, μπορούν να συμπεριληφθούν στο ασφαλιστήριο:

    (α) η ρήτρα ομίλου, η οποία επιτρέπει την ενιαία διαπίστωση και μεταχείριση του ασφαλιστικού κινδύνου και, επιπλέον, επιβαρύνει με λιγότερα έξοδα τον όμιλο, καλύπτοντας με ένα ομαδικό ασφαλιστήριο όλες τις εταιρικές οντότητες ενός ομίλου,

    (β) η ρήτρα ίδιας συμμετοχής των ασφαλισμένων, η οποία επιφέρει την ανάληψη από το ασφαλισμένο μέλος της διοίκησης της ανώνυμης εταιρείας ενός τμήματος και, συγκεκριμένα, ενός ορισμένου ποσού ή ποσοστού, της αποζημίωσης γενικά ή ανά ασφαλιστική περίπτωση,

    (γ) η ρήτρα της σειριακής ζημίας (άλλως αλυσιδωτής ζημίας), η οποία περιορίζει περισσότερες απαιτήσεις που εγείρονται με βάση την ίδια άδικη πράξη στο ίδιο ασφαλιστικό ποσό και στην ίδια ασφαλιστική περίοδο, καθώς λογίζονται ως μια και μόνη απαίτηση,

    (δ) η ρήτρα απόλυσης του συγκεκριμένου μέλους της διοίκησης της ανώνυμης εταιρείας, η οποία επιβάλλει στην εταιρική οντότητα την προηγούμενη καταγγελία της σχέσης με το εν λόγω πρόσωπο ως αναγκαία προϋπόθεση για την ενεργοποίηση της ασφαλιστικής κάλυψης,

    (ε) η ρήτρα ασφαλισμένου κατά ασφαλισμένου, η οποία δεν επιτρέπει την κάλυψη αξιώσεων που εγείρει ασφαλισμένο μέλος της διοίκησης της εταιρικής οντότητας σε βάρος άλλου ασφαλισμένου είτε ευθέως είτε αναγωγικά. Η συγκεκριμένη ρήτρα εμφανίζεται σε μια παραλλαγή της ως ρήτρα μη κάλυψης ίδιας ζημίας, η οποία περιορίζει ή αποτρέπει τη σχετική ασφαλιστική κάλυψη. Ο περιορισμός αυτός λαμβάνει χώρα ανάλογα με το βαθμό και στο μέτρο της συμμετοχής των εμπλεκόμενων ασφαλισμένων προσώπων στη διοίκηση της λήπτριας της ασφάλισης και περιλαμβάνει αξιώσεις προσώπων που συνδέονται άμεσα ή έμμεσα με ένα από τα ασφαλισμένα πρόσωπα. Λόγο δε της εισαγωγής της συνιστά η αποφυγή δημιουργίας καταστάσεων σύγκρουσης συμφερόντων, συμπαιγνιών και καταχρηστικών συμπεριφορών, αλλά και η αποφυγή άντλησης πλουτισμού.

     

    7.Επίλογος

    7.1. Η θέσπιση του Νόμου 4548/2018 για την αναμόρφωση του δικαίου των ανωνύμων εταιρειών επέφερε μια σειρά από αλλαγές, σαρωτικές ενίοτε, στη λειτουργία των εταιρικών οντοτήτων. Σε ό,τι αφορά στην ευθύνη των μελών της διοίκησής τους, σε προηγούμενο σημείωμα του ιστολογίου της παρούσας διαδικτυακής σελίδας παρατέθηκαν αναλυτικά οι ενδοεταιρικές και οι ποινικές ευθύνες τους, όπως διαμορφώνονται πλέον με το νέο νομοθετικό καθεστώς (διαβάστε σχετικά στο πρώτο μέρος του άρθρου για την ευθύνη των μελών του Δ.Σ.). Εύκολα διαπιστώνεται η επίταση της ποινικοποίησης της επιχειρηματικότητας και εξίσου εύκολα διακρίνεται η οριοθέτηση της διακριτικής ευχέρειας των εταιρικών διοικητών ως προς την επίτευξη του εταιρικού σκοπού.

    7.2. Περαιτέρω, σε άλλο σημείωμα του αυτού ιστολογίου παρατέθηκαν εξίσου αναλυτικά οι διοικητικές και ποινικές ευθύνες των εταιρικών διοικητών έναντι του Δημοσίου και των Ασφαλιστικών Οργανισμών, όπως απορρέουν από τη φορολογική, ασφαλιστική και τελωνειακή νομοθεσία, καθώς και οι ευθύνες που τους αποδίδουν συγκεκριμένες διατάξεις του Αστικού, του Πτωχευτικού και του Ποινικού Κώδικα (διαβάστε σχετικά στο δεύτερο μέρος του άρθρου για την ευθύνη των μελών του Δ.Σ.). Με σαφήνεια διαπιστώνεται η έκθεση των μελών της διοίκησης της ανώνυμης εταιρείας σε εξαιρετικά σοβαρούς κινδύνους.

    7.3. Είναι προφανές, επομένως, ότι η ασφάλιση της ευθύνης των εταιρικών διοικητών αποτελεί ένα ικανό μέσο άμυνας και διασφάλισης αυτών έναντι των κινδύνων που απορρέουν από την εταιρική διακυβέρνηση και την αυστηροποίηση του νομοθετικού περιβάλλοντος. Η σύναψη δε της σχετικής ασφαλιστικής σύμβασης, σύμφωνα με τα παραπάνω αναλυτικά αναφερόμενα, διακρίνεται από ισχυρά οικονομικά και επιχειρηματικά πλεονεκτήματα: αρτιότερη εταιρική οργάνωση, υψηλότερο κύρος και εταιρική φερεγγυότητα, ευκρινέστερη επιχειρηματική εικόνα και δυνατότητα προσέλκυσης ικανών διοικητικών στελεχών. Ας μην κλείνουμε πλέον τα μάτια στις διεθνείς επιχειρηματικές συναλλακτικές πρακτικές και στους διεθνείς κανόνες εταιρικής διακυβέρνησης: η διάδοση και καθιέρωση αυτών των ασφαλιστηρίων συμβολαίων και στην ελληνική επιχειρηματική κοινότητα αποτελεί τη μόνη ενδεδειγμένη επιλογή.

    7.4.  Τέλος, ο ρόλος του νομικού συμβούλου της επιχείρησης αποδεικνύεται καθοριστικός στη διαχείριση των θεμάτων των σχετικών με την ασφάλιση της ευθύνης των μελών της διοίκησης της ανώνυμης εταιρείας. Στο πλαίσιο αυτό, ευθύνη του συγκεκριμένου νομικού συμβούλου αποτελεί η στενή συνεργασία του με το μεσίτη ασφαλίσεων, με τον οποίο συνεργάζεται ο εταιρικός οργανισμός, για την αξιολόγηση των προσφερόμενων (περισσότερων) ασφαλιστικών επιλογών και προϊόντων και η υποβοήθησή του στην επιλογή της βέλτιστης λύσης. Επιπλέον, καθήκον του νομικού συμβούλου συνιστά η μέγιστη διασφάλιση της λήπτριας της ασφάλισης ανώνυμης εταιρείας και των ασφαλισμένων εταιρικών διοικητών με τον έλεγχο της νομιμότητας σύναψης και του έγκυρου περιεχομένου της σχετικής ασφαλιστικής σύμβασης. Τέλος, σε περίπτωση επέλευσης του ασφαλισμένου κινδύνου, ο νομικός σύμβουλος οφείλει να προβεί στη συγκρότηση τεκμηριωμένης αξίωσης για την εκπλήρωση των υποχρεώσεων του ασφαλιστή και, ειδικότερα, για την καταβολή του ασφαλίσματος.

    Θα πρέπει να είναι απόλυτα διαυγές:

    Σε οποιοδήποτε στάδιο (από αυτά που παραπάνω παρατέθηκαν) παραληφθεί η λήψη της κατάλληλης νομικής συμβουλής είναι εξαιρετικά πιθανό το δυνητικό κόστος της επιχείρησης να αποδειχθεί δυσθεώρητα υψηλό.

    Πέτρος Ταρνατώρος
    Senior Associate

    Υ.Γ. Το άρθρο δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ, στις 17 Μαρτίου 2019

Η περιοχή αυτή είναι καταχωρημένη στο wpml.org ως περιοχή ανάπτυξης. Μεταβείτε σε τοποθεσία παραγωγής με κλειδί στο remove this banner.