Ετικέτα: εναλλακτικές μορφές απασχόλησης

  • Παράλληλη απασχόληση

    Παράλληλη απασχόληση

    Με τον πρόσφατο εργασιακό νόμο (:ν. 5053/2023), η χώρα μας ενσωμάτωσε, εκπρόθεσμα,  την Οδηγία (:2019/1152/ΕΕ) για τους διαφανείς και προβλέψιμους όρους εργασίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Πριν ακόμα τεθεί σε δημόσια διαβούλευση το σχέδιο νόμου -με μόνη τη σχετική εξαγγελία του- έλαβε χώρα έντονη ανταλλαγή απόψεων και διατύπωση σφοδρών αντιρρήσεων˙ μεταξύ άλλων για τη δυνατότητα παράλληλης απασχόλησης. Αντιρρήσεις διατυπώθηκαν και στρεβλώσεις εντοπίσθηκαν, στη συνέχεια, και επί του σχεδίου νόμου αλλά και επί της ψηφισθείσας, εν τέλει, σχετικής ρύθμισης. Το εντυπωσιακό μάλιστα είναι πως προέρχονται (μεταξύ άλλων) και από τους εργαζόμενους και από τους εργοδότες. Γιατί άραγε;

     

    Προϊσχύσαν Καθεστώς

    Νομοθετική Ρύθμιση

    Κατά το προϊσχύσαν δίκαιο  (:άρ. 16 §3, εδ. γ΄ και δ΄Π.Δ. 27/1932) ο εργοδότης δεν επιτρεπόταν να απασχολήσει εντός της ίδιας ημέρας εργαζόμενο που εργάσθηκε σε άλλο εργοστάσιο ή σε άλλο τόπο εργασίας καθόλο το νόμιμο χρόνο ημερήσιας εργασίας. Μπορούσε μόνο να απασχολήσει εργάτες, οι οποίοι εργάσθηκαν την ίδια ημέρα σε άλλους εργοδότες, για λιγότερες ώρες από αυτές που καθορίζει το εν λόγω Π.Δ.˙ μόνον, όμως, για τον υπολειπόμενο χρόνο ως τη συμπλήρωση του νόμιμου ανώτατου ορίου ημερήσιας εργασίας.

    Προέκυπτε, επομένως, ρητή απαγόρευση απασχόλησης κάθε εργαζομένου εντός του ίδιου 24ώρου στον ίδιο ή διαφορετικό εργοδότη, ύστερα από την παροχή εργασίας του καθ’ όλη τη διάρκεια του νόμιμου-ανώτατου χρόνου ημερήσιας απασχόλησής του. Όπως γινόταν δεκτό από τη νομολογία, η συγκεκριμένη ρύθμιση αποσκοπούσε στον περιορισμό της καταπόνησης των σωματικών δυνάμεων του εργαζομένου και στην προστασία του ελεύθερου χρόνους και της προσωπικής του ζωής. Ως εκ τούτου, τυχόν σύμβαση εργασίας, η οποία προέβλεπε παροχή εργασίας πέρα από το νόμιμο ωράριο κρινόταν άκυρη, ως αντίθετη σε απαγορευτική διάταξη νόμου. Η σχετική, μάλιστα, ακυρότητα χαρακτηριζόταν απόλυτη και εξεταζόταν, ως εκ τούτου, (και) αυτεπαγγέλτως (680/2011 ΑΠ, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

    Τυχόν παράβαση της εν λόγω υποχρέωσης του εργοδότη επέφερε την επιβολή διοικητικού προστίμου, σε περίπτωση ελέγχου της Επιθεώρησης Εργασίας (2684/2018 ΣΤΕ, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

    Ρήτρες Απαγόρευσης Παράλληλης Απασχόλησης

    Εκτός του πλαισίου του ως άνω χρονικού περιορισμού, ο εργαζόμενος ήταν, καταρχήν, ελεύθερος, κατά τη διάρκεια της εργασιακής του σχέσης, να απασχοληθεί παράλληλα και σε άλλον εργοδότη. Ωστόσο, δεν ήταν σπάνιο να συναντώνται σε συμβάσεις εργασίας ρήτρες (συμβατικής) απαγόρευσης της παράλληλης απασχόλησης κατά τη διάρκεια της εργασιακής σχέσης.

    Οι εν λόγω απαγορευτικές ρήτρες διαφοροποιούνταν ως προς το εύρος τους. Ήταν ενδεχόμενο να απαγορεύουν οποιαδήποτε παράλληλη απασχόληση του εργαζομένου ανεξάρτητα από το αντικείμενό της. Επίσης να εξαρτούν τη δυνατότητα παροχής της από την προηγούμενη συναίνεση του εργοδότη. Κάποιες φορές, μάλιστα, ήταν δυνατό να αφορούσαν μόνον παράλληλη απασχόληση που έθιγε δικαιολογημένο συμφέρον του εργοδότη (λ.χ. παράλληλη απασχόληση σε ανταγωνιστική εταιρεία).

    Η θεωρία ασκούσε κριτική στις σχετικές ρήτρες, στις περιπτώσεις εκείνες που το εύρος της απαγόρευσής τους έθιγε την επαγγελματική ελευθερία του εργαζομένου. Ως μη έγκυρες (υποστηριζόταν ότι) θα έπρεπε να κριθούν ρήτρες απαγόρευσης οποιαδήποτε παράλληλης απασχόλησης. Εναλλακτικά ρήτρες, οι οποίες, μολονότι απαιτούσαν λήψη προηγούμενης άδειας από τον εργοδότη για την παράλληλη απασχόληση, δεν προέβλεπαν σχετική υποχρέωση του εργοδότη να συναινέσει-εφόσον η παράλληλη απασχόληση δεν έθιγε δικαιολογημένα συμφέροντά του.

    Οι ως άνω ρήτρες θα έπρεπε, κατά μερίδα της θεωρία, να κριθούν ως άκυρες λόγω «ανηθικότητας» καθώς προκαλούν υπέρμετρη δέσμευση της επαγγελματικής ελευθερίας του εργαζομένου (άρ. 178 και 179 ΑΚ). Άλλως, και εφόσον γινόταν δεκτό ότι σχετικές ρήτρες δεν θα ήταν δυνατό να χαρακτηρισθούν ως «ανήθικες», θα έπρεπε να ερευνάται ενδεχόμενη καταχρηστικότητά τους (281ΑΚ). Στην τελευταία περίπτωση οι σχετικές ρήτρες θα έπρεπε να κρίνονται άκυρες ως καταχρηστικές εφόσον υφίστατο δυσαναλογία στην κατανομή συμβατικών δικαιωμάτων και υποχρεώσεων.

    Ωστόσο, η νομολογία διστακτικά έκρινε ως άκυρες τυχόν ρήτρες απαγόρευσης παράλληλης απασχόλησης. Αντίθετα, δεδομένης της έλλειψης ειδικής νομοθετικής πρόβλεψης για την ακυρότητα σχετικών ρητρών, η νομολογία στηριζόταν στη συμβατική ελευθερία των μερών προκειμένου να κρίνει την εγκυρότητά τους. Η αποδοχή μάλιστα της ισχύος τους ελάμβανε χώρα ακόμα και σε περιπτώσεις γενικευμένου περιορισμού (λ.χ., όταν η απαγόρευση παράλληλης απασχόλησης αφορούσε την απασχόληση σε οποιονδήποτε άλλο εργοδότη, ανεξάρτητα από το αντικείμενο της δραστηριοποίησής του-βλ. ενδ.: 1992/1992, ΤΝΠ QUALEX).

     

    Η Οδηγία 2019/1152/ΕΕ

    Η ενσωματούμενη στο εθνικό δίκαιο (με τον πρόσφατο ν. 5053/2023) Οδηγία περιλαμβάνει –μεταξύ άλλων- και πρόβλεψη για την παράλληλη απασχόληση. Θεσπίζεται συγκεκριμένα (:αρ. 9 §§1 & 2) η υποχρέωση των κρατών μελών να εξασφαλίζουν ότι ο εργοδότης δεν πρόκειται να απαγορεύσει σε εργαζόμενο να αναλάβει εργασία σε άλλους εργοδότες, εκτός του ωραρίου εργασίας που καθορίζεται από τον πρώτο (εργοδότη). Επίσης, να μην επιφυλάξει δυσμενή μεταχείριση σε εργαζόμενο από την αιτία αυτή.

    Παράλληλα, η εν λόγω Οδηγία παρέχει στα κράτη-μέλη τη δυνατότητα να ορίζουν προϋποθέσεις για τη χρήση των περιορισμών περί ασυμβίβαστου από εργοδότες για αντικειμενικούς λόγους. Ως τέτοιοι ενδεικτικά προσδιορίζονται η υγεία και η ασφάλεια, η προστασία του επιχειρηματικού απορρήτου, η ακεραιότητα του δημοσίου τομέα ή η αποφυγή της σύγκρουσης συμφερόντων.

     

    Τα ισχύοντα

    …Για Την Παράλληλη Απασχόληση

    Το προϋφιστάμενο νομοθετικό καθεστώς απαγόρευε την παράλληλη απασχόληση εντός της ίδιας ημέρας στον ίδιο ή διαφορετικό εργοδότη -εφόσον προηγείτο παροχή εργασίας καθ’ όλο τον νόμιμο ανώτατο χρόνο ημερήσιας απασχόλησης. Μετεβλήθη από τον πρόσφατο εργασιακό νόμο, που ενσωμάτωσε την αντίστοιχη πρόβλεψη της ως άνω Οδηγίας.

    Τροποποίησε (:άρ. 9, ν. 5053/2023) συγκεκριμένα το άρθρο 189 π.δ. 80/2022 και το κωδικοποιηθέν -ανωτέρω αναφερόμενο- άρθρο 16 π.δ. 27/1932. Ειδικότερα, τα ως άνω εδ. γ΄ και δ΄ της §3 του άρθρου 16 καταργήθηκαν. Προβλέφθηκε, μεταξύ άλλων, ρητά ότι η παράλληλη απασχόληση σε έτερο εργοδότη είναι επιτρεπτή, με την επιφύλαξη των περιορισμών που ισχύουν για τον χρόνο ημερήσιας και εβδομαδιαίας εργασίας και ανάπαυσης των εργαζομένων (ιδίως των άρθρων 162 έως 179 του π.δ. 80/2022). Η σχετική επιφύλαξη/διευκρίνιση τίθεται, αυτονοήτως, για την διασφάλιση των εργαζομένων και την άρση οποιασδήποτε αμφιβολίας (βλ. Αιτ. Έκθεση ν. 5053/2023, επί του άρ. 9). Ως εκ τούτου, ο εργαζόμενος νόμιμα δικαιούται, πλέον, να απασχολείται σε διαφορετικό εργοδότη και πέραν του ανώτατου χρόνου ημερήσιας απασχόλησης, υπό την επιφύλαξη της τήρησης των χρονικών ορίων εργασίας. Σε περίπτωση, μάλιστα, πολλαπλής ασφάλισης ή πολλαπλής καταβολής εισφορών προσαυξάνονται, αντίστοιχα οι μηνιαίες συντάξιμες αποδοχές του εργαζομένου (σύμφωνα με την περ. α΄ της §2 του άρθρου 28 ν. 4387/2016).

    Με σκοπό, δε, ομοίως την προστασία των εργαζομένων σε περίπτωση που επιλέξουν να αξιοποιήσουν τη δυνατότητα της παράλληλης απασχόλησης, προβλέπεται ρητά ότι: «…κάθε δυσμενής μεταχείριση του εργαζόμενου από τον εργοδότη λόγω παροχής εργασίας σε άλλους εργοδότες απαγορεύεται».

    Προκειμένου να αποφευχθούν καταστρατηγήσεις σε βάρος των εργαζομένων διευκρινίζεται (Αιτ. Έκθεση ν. 5053/2023 επί του άρθρου 9) πως «…για την αποφυγή καταχρηστικής εφαρμογής, η παράλληλη απασχόληση δεν νοείται μεταξύ συνδεδεμένων επιχειρήσεων, όπως αυτές ορίζονται από την ισχύουσα νομοθεσία.».

    ….Για Τις Ρήτρες Απαγόρευσης Παράλληλης Απασχόλησης

    Περαιτέρω, η ανωτέρω ρύθμιση (:άρ. 9, ν. 5053/2023) προβλέπει ρητά ότι «δεν επιτρέπεται να συνάπτονται συμφωνίες ή να τίθενται ρήτρες με τις οποίες ο εργαζόμενος απαγορεύεται να παρέχει εργασία σε άλλους εργοδότες εκτός του ωραρίου εργασίας που έχει συμφωνηθεί με συγκεκριμένο εργοδότη, εκτός αν δικαιολογούνται από αντικειμενικούς λόγους, όπως η υγεία και η ασφάλεια, η προστασία του επιχειρηματικού απορρήτου, η εργασία σε ανταγωνιστικές επιχειρήσεις ή η αποφυγή της σύγκρουσης συμφερόντων. Συμφωνίες ή ρήτρες περί απαγόρευσης της παροχής εργασίας σε άλλους εργοδότες είναι άκυρες.».

    Η ως άνω ρύθμιση αναφορικά με τις ρήτρες απαγόρευσης παράλληλης απασχόλησης, ενσωματώνει κατά γράμμα, σχεδόν, την Οδηγία και φαίνεται να συντάσσεται με την ως άνω αναφερόμενη θέση της θεωρίας. Οι σχετικές ρήτρες είναι, καταρχήν, άκυρες. Υφίσταται, πλέον, επομένως, ειδική διάταξη νόμου, η οποία θεμελιώνει απευθείας την ακυρότητα των σχετικών ρητρών. Και τούτο χωρίς να απαιτείται, πλέον, η προσφυγή στις γενικής ισχύος ρυθμίσεις των άρθρων 178 και 179 ή 281 ΑΚ και επίκληση της συνδρομής των προϋποθέσεών τους.

    Ωστόσο, τέτοιες ρήτρες ενδέχεται να καθίστανται, κατ’ εξαίρεση, επιτρεπτές, εφόσον δικαιολογούνται από αντικειμενικούς λόγους. Ενδεικτικά: την υγεία και την ασφάλεια του εργαζομένου (εύλογα, θα ανέμενε κάποιος σε σύμβαση εργασίας πλήρους απασχόλησης, λ.χ., οδηγού, να υφίσταται σχετική ρήτρα απαγόρευσης παράλληλης απασχόλησης). Επίσης από λόγους που συνδέονται με τα δικαιολογημένα και, σαφώς, άξια προστασίας, επαγγελματικά συμφέροντα του εργοδότη. Τέτοιοι, ενδεικτικά, θα μπορούσε να είναι η προστασία του επιχειρηματικού απορρήτου, η αποτροπή της απασχόλησης σε ανταγωνιστικές του εργοδότη επιχειρήσεις ή η αποφυγή της σύγκρουσης συμφερόντων μεταξύ εργαζομένου και εργοδότη.

    Αναμενόμενη Υπουργική Απόφαση

    Την διαδικασία εφαρμογής της παράλληλης απασχόλησης αναμένεται να αποσαφηνίσει ΥΑ, της οποίας η έκδοση και δημοσίευση, ακόμα, εκκρεμεί. Προβλέπεται, συγκεκριμένα, πως με απόφαση του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης θα αντιμετωπισθεί κάθε αναγκαίο ζήτημα ως προς την πληροφόρηση του εργοδότη για την ύπαρξη παράλληλης απασχόλησης αλλά και κάθε ειδικότερο/πρόσθετο ζήτημα που αναφύεται από την εφαρμογή της νέας ρύθμισης.

     

    Οι Προβληματισμοί

    Αναμένοντας, όμως, την  αμέσως ανωτέρω αναφερόμενη ΥΑ, εγείρονται διάφοροι προβληματισμοί (τόσο σε εργαζόμενους όσο και σε εργοδότες) σχετικά με την εφαρμογή του θεσμού της παράλληλης απασχόλησης. Αναλυτικότερα:

    …Για Τους Εργαζόμενους

    Όπως, ήδη, αναφέρθηκε, η προϋφιστάμενη απαγόρευση απασχόλησης του εργαζομένου πέραν του νόμιμου ανώτατου χρόνου ημερήσιας απασχόλησης αποσκοπούσε στην αποτροπή της καταπόνησης των σωματικών του δυνάμεων. Στην προστασία, επίσης, του ελεύθερου χρόνου και της προσωπικής του ζωής. Η παρούσα ρύθμιση, ενδέχεται-κατά τους πολέμιους, να θέσει εν αμφιβόλω τη διασφάλισή τους.

    Θα μπορούσε, περαιτέρω, να υποστηριχθεί (καθ’ υπερβολή) πως τυχόν απασχόληση εργαζομένου σε περισσότερους εργοδότες είναι ενδεχόμενο να του στερήσει τις (έκτακτες) προσαυξήσεις του μισθού του, τις οποίες θα εδικαιούτο να λάβει σε περίπτωση απασχόλησής του-καθ’ υπέρβαση των χρονικών ορίων εργασίας στον ίδιο εργοδότη.

    Ο σημαντικότερος όμως (και περισσότερο απτός) κίνδυνος φαίνεται πως είναι η ενδεχόμενη πλήρης καταστρατήγηση του θεσμού και ρυθμίσεων για την παράλληλη απασχόληση, στην περίπτωση απασχόλησης εργαζομένου (χωρίς καταβολή προσαυξήσεων) σε δεύτερη επιχείρηση (μη συνδεδεμένη-κατά νόμο) του ίδιου εργοδότη, η οποία θα παρέχει τις υπηρεσίες της στην πρώτη (λ.χ. outsourcing).

    …Για Τον Εργοδότη

    Η ενδεχόμενη απασχόληση του εργαζομένου σε διαφορετικό εργοδότη είναι δυνατό να παρεμποδίσει (κάποιες φορές για λόγους αντικειμενικής αδυναμίας) την υπερωρία και (υποχρεωτική για τον εργαζόμενο) υπερεργασία του-ακόμα κι αν τούτο καθίστατο απολύτως αναγκαίο για τον πρώτο εργοδότη.

    Περαιτέρω, η δυνατότητα εφαρμογής συστήματος διευθέτησης του χρόνου εργασίας, θέτει εν αμφιβόλω τη δυνατότητα συνύπαρξής της με τυχόν παράλληλη απασχόληση εργαζομένου.

    Τέλος, με την (κατά τα άνω) νέα ρύθμιση δεν διευκρινίζεται ποιος από τους περισσότερους εργοδότες θα φέρει την ευθύνη σε περίπτωση παραβίασης των χρονικών ορίων ημερήσιας και εβδομαδιαίας απασχόλησης και ανάπαυσης των εργαζομένων. Ούτε διευκρινίζεται ποια απασχόληση θα θεωρείται, λ.χ., κύρια, με αποτέλεσμα τυχόν παραβίαση των εν λόγω χρονικών ορίων να μην θεμελιώνουν ευθύνη του «κύριου» εργοδότη.

     

    Η θεσμοθέτηση της, κατά τα άνω, δυνατότητας παράλληλης απασχόλησης εργαζομένου σε περισσότερους εργοδότες αποτελούσε υποχρέωση που απορρέει από την ανωτέρω αναφερόμενη ευρωπαϊκή Οδηγία. Δεν θα αμφισβητήσουμε, βέβαια, και τις αγαθές προθέσεις του νομοθέτη για την αντιμετώπιση ενός παλαιού (και όχι ασυνήθους στην ελληνική πραγματικότητα) προβλήματος.  Κατάφερε, εντούτοις, να δημιουργήσει έντονους προβληματισμούς-μεταξύ άλλων και στους εργαζόμενους και στις επιχειρήσεις. Κάποιοι από αυτούς αξιολογούνται ως απολύτως εύλογοι˙ ούτε ήσσονος σημασίας ούτε, θεωρητικοί θα ήταν δυνατό όλοι να χαρακτηριστούν. Προσβλέπουμε, προσώρας, στην επιτυχή αντιμετώπισή τους από την αναμενόμενη να εκδοθεί σχετική ΥΑ.-

    Σταύρος Κουμεντάκης
    Managing Partner

     

    Υ.Γ. Συνοπτική έκδοση του άρθρου δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ, στις 15 Οκτωβρίου 2023.

    Η πληροφόρηση που εμπεριέχεται στο παρόν άρθρο δεν συνιστά (ούτε και έχει σκοπό να αποτελέσει) νομική συμβουλή. Μια τέτοια νομική συμβουλή είναι δυνατό να παρασχεθεί μόνον από αρμόδιο δικηγόρο ο οποίος θα λάβει υπόψη του το σύνολο των δεδομένων που θα του εκθέσετε για την υπόθεσή σας. Αναλυτικά.

  • Συμβάσεις Ετοιμότητας: ευχή ή κατάρα

    Συμβάσεις Ετοιμότητας: ευχή ή κατάρα

    Συμβάσεις Ετοιμότητας: Ευχή ή κατάρα;

    I. Προοίμιο

    Σωρεία επιχειρήσεων καλούνται να καλύψουν απολύτως μεταβαλλόμενες ανάγκες. Κάποιες φορές μάλιστα διαμορφώνονται (οι ανάγκες αυτές) από περιστάσεις που απολύτως εκφεύγουν των ορίων οποιασδήποτε πρόβλεψης. Δεν είναι δυνατό, αυτονόητα, να διαθέτουν σημαντικό, κάποιες φορές, αριθμό εργαζομένων στη λογική «μήπως κάποια στιγμή κάποιον/κάποιους χρειαστώ». Τα σχετικά κόστη θα ήταν δυσβάστακτα. Και, κατ΄ ακολουθίαν, αποτρεπτικά.

    Κατάλληλη λύση για τις συγκεκριμένες επιχειρήσεις και περιπτώσεις είναι οι συμβάσεις ετοιμότητας. Η επιχείρηση-εργοδότης συμφωνεί με συγκεκριμένους εργαζόμενους να προσφέρουν τη διαθεσιμότητα και ετοιμότητά τους για εργασία. Εφόσον παραστεί η σχετική ανάγκη. Έναντι αμοιβής. (Αυτονοήτως).

    Οι συμβάσεις ετοιμότητας είναι ένας θεσμός που, δυστυχώς, δεν έχει νομοθετική ρύθμιση. Ποια είναι, άραγε, η τύχη που επιφυλάσσει η νομολογία στο συγκεκριμένο θεσμό;

     

    ΙΙ. Η έννοια της εξαρτημένης εργασίας

    «Εν αρχή ην…» (θα μπορούσε κάποιος να υποστηρίξει) η έννοια της εξαρτημένης εργασίας στο πλαίσιο του Εργατικού Δικαίου. Μάλλον δίκαια. Η ύπαρξη της εξαρτημένης εργασίας αποτελεί προϋπόθεση για την εφαρμογή των διατάξεων της εργατικής νομοθεσίας.

    Η σημασία της έννοιας της εξαρτημένης εργασίας είναι θεμελιώδης. Δεν έχουμε καταφέρει όμως να ομονοήσουμε, απολύτως, όσον αφορά τα ασφαλή κριτήρια προσδιορισμού της. Ούτε, πολύ περισσότερο, να αποτυπώσουμε σε νομοθετικό κείμενο έναν (κοινά αποδεκτό) ορισμό της. Η διάκριση της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας από συγγενείς συμβάσεις και έννοιες αποδεικνύεται, συχνά, ιδιαίτερα δυσχερής.

    Διάφορες και μεταβαλλόμενες είναι οι θεωρίες εξάρτησης. Μεταβαλλόμενα, επίσης, τα νομολογιακά κριτήρια προσδιορισμού της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας. Ο  Άρειος Πάγος έχει δεχτεί πως: «για την εφαρμογή των διατάξεων του εργατικού δικαίου, ως εξαρτημένη εργασία νοείται, κατά κανόνα, η παροχή της πνευματικής ή σωματικής δραστηριότητας του εργαζομένου, που αναπτύσσεται υπό τον έλεγχο του εργοδότη και αποβλέπει στην επίτευξη ενός οικονομικού αποτελέσματος». Η παραδοχή αυτή, ενδεχομένως, να δημιουργεί την εσφαλμένη αντίληψη ότι η εξαρτημένη εργασία προϋποθέτει τη θετική δράση του εργαζομένου, προκειμένου να νοηθεί ως τέτοια. Ωστόσο, ο Άρειος Πάγος διασαφηνίζει, στη συνέχεια, πως «…υπάρχει παροχή εξαρτημένης εργασίας και όταν, απλώς, δεσμεύεται η ελευθερία του εργαζομένου, με την ανάληψη της υποχρέωσης να παραμένει σε ετοιμότητα προς παροχή της εργασίας του, όταν αυτή απαιτηθεί από τον εργοδότη». (ενδ. ΑΠ 814/2014).

    Η ετοιμότητα, λοιπόν, προς εργασία (πάγια) αντιμετωπίζεται από τη νομολογία ως μορφή εξαρτημένης εργασίας. Οι συμβάσεις ετοιμότητας, ωστόσο, δεν ρυθμίζονται νομοθετικά. Αποτέλεσμα της συγκεκριμένης έλλειψης είναι οι δυσχέρειες οριοθέτησης εκείνης και των επιμέρους μορφών της. Το σημαντικότερο: η ανασφάλεια και ασάφεια ως προς τους κανόνες που τις διέπουν.

     

    ΙII. Μορφές ετοιμότητας

    1. Γενικά

    Η νομολογία διακρίνει την ετοιμότητα προς εργασία σε δύο βασικές μορφές:

    (α) τη γνήσια ετοιμότητα και

    (β) τη μη γνήσια ετοιμότητα (απλή ετοιμότητα ή ετοιμότητα κλήσης).

    Κριτήριο για τη διάκριση αυτή αποτελεί ο βαθμός ετοιμότητας του εργαζομένου.

    Στη νομολογία γίνεται λόγος, επίσης, και για «ενδιάμεσες βαθμίδες ετοιμότητας». Πρόκειται για συμβάσεις ετοιμότητας που κινούνται μεταξύ των δύο προαναφερόμενων κατηγοριών. Συμβάσεις ετοιμότητας που συμφωνούνται στο πλαίσιο της ελευθερίας των συμβάσεων (361 ΑΚ) και προσδιορίζονται από την ένταση της απαιτούμενης εγρήγορσης του εργαζομένου (ενδ.: ΑΠ 110/2014, ΑΠ 8114/2014, ΑΠ 70/2010).

    Το αρμόδιο Δικαστήριο είναι εκείνο που κάθε φορά θα κρίνει το βαθμό ετοιμότητας του εργαζομένου. Επίσης την ένταση διατήρησης σε εγρήγορση των δυνάμεών του. Με βάση τη συγκεκριμένη κρίση του θα προβεί στην υπαγωγή σε μία από τις προαναφερθείσες δύο, βασικές, κατηγορίες όσον αφορά στις συμβάσεις ετοιμότητας.

     

    2. Γνήσια ετοιμότητα

    Στην περίπτωση της γνήσιας ετοιμότητας, ο εργαζόμενος οφείλει:

    (α) Να βρίσκεται συγκεκριμένο χρονικό διάστημα σε προκαθορισμένο τόπο (στην επιχείρηση ή εκτός αυτής) και

    (β) Να διατηρεί τις πνευματικές και σωματικές του δυνάμεις «σε ένταση», ώστε να είναι σε θέση να προσφέρει τις υπηρεσίες του, αμέσως μόλις απαιτηθούν από τον εργοδότη ή τις περιστάσεις.

    Δεν πρόκειται, δηλαδή, για δέσμευση, απλώς, της ελευθερίας του εργαζομένου. Ο εργαζόμενος, στις περιπτώσεις της γνήσιας ετοιμότητας, υποχρεούται, ταυτόχρονα, να διατηρεί τις δυνάμεις του σε διαρκή εγρήγορση και στη διάθεση του εργοδότη. Μάλιστα, καθ’ όλο τον καθορισμένο (από τον τελευταίο-εργοδότη) χρόνο.

     

    3. Μη γνήσια ετοιμότητα

    Στις περιπτώσεις της μη γνήσιας ετοιμότητας, ο εργαζόμενος υποχρεούται να περιορίσει κατά ένα μέρος (μόνο) την ελευθερία των κινήσεών του υπέρ του εργοδότη. Απώτερος στόχος; η διαθεσιμότητα και δυνατότητά του να προσφέρει την εργασία του οποτεδήποτε του ζητηθεί. Στη μη γνήσια ετοιμότητα διατηρεί, παράλληλα, τη δυνατότητα να μπορεί να αναπαύεται ή να βρίσκεται μακριά από τον τόπο εργασίας. Δικαιούται μάλιστα να επιδίδεται, ενδεχομένως, σε άλλες (άσχετες) ασχολίες. Δεν απαιτείται δηλαδή να διατηρεί σε πλήρη εγρήγορση τις σωματικές και πνευματικές του δυνάμεις. Στις περιπτώσεις αυτές μιλάμε, για απλή ετοιμότητα ή ετοιμότητα κλήσης.

    Η ελληνική νομολογία δεν διακρίνει την έννοια της απλής ετοιμότητας από την ετοιμότητα κλήσης. Τις υπαγάγει, συνολικά, στην ευρύτερη κατηγορία της μη γνήσιας ετοιμότητας.

    Αντίθετα, το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ) αξιολογεί ως σημαντική τη συγκεκριμένη διάκριση (της απλής ετοιμότητας από την ετοιμότητα κλήσης). Πράγματι, και στις δύο περιπτώσεις, ο εργαζόμενος δεν οφείλει να βρίσκεται σε διαρκή εγρήγορση. Η διαφορά που παρουσιάζουν, ωστόσο,  οι δύο αυτές κατηγορίες ετοιμότητας δεν στερείται σημασίας.

    Κριτήριο της διάκρισης τους αποτελεί η επιβολή ή μη (και) τοπικής δέσμευσης στον εργαζόμενο (εκτός από τη χρονική όμοια).

    Συγκεκριμένα, στις περιπτώσεις της απλής ετοιμότητας, ο εργαζόμενος δεν δικαιούται να απομακρύνεται από τον τόπο εργασίας που καθορίζει ο εργοδότης.

    Αντίθετα, στην ετοιμότητα κλήσης, ο εργαζόμενος επιλέγει ελεύθερα τον τόπο παραμονής του. Με μια, αναγκαία, προϋπόθεση: να είναι διαρκώς δυνατή η επικοινωνία μαζί του. Πρέπει, δηλαδή, να διασφαλίζεται ότι σε περίπτωση που ο εργοδότης καλέσει τον εργαζόμενο, ο τελευταίος θα είναι σε θέση  να παράσχει, μέσα σε εύλογο χρόνο, την εργασία του (Ενδ.: Υπόθεση C-151/02  (Jaeger)).

     

    IV. Η έννομη σημασία της διάκρισης σε γνήσια και μη γνήσια ετοιμότητα

    1. Ως προς την εφαρμογή (ή μη) των διατάξεων της εργατικής νομοθεσίας

    Η διάκριση της ετοιμότητας στην οποία προβαίνει η ελληνική νομολογία δεν στερείται σημασίας. Τούτο γιατί για κάθε, επιμέρους, κατηγορία επιφυλάσσει διαφορετική νομική μεταχείριση.

    Συγκεκριμένα, η σύμβαση γνήσιας ετοιμότητας εξισώνεται πλήρως με την παροχή «κανονικής» (θετικής) εργασίας. Και τούτο ανεξάρτητα από το αν, τελικά, ο εργαζόμενος θα απαιτηθεί να παράσχει την εργασία του ή όχι. Ως εκ τούτου, στην περίπτωση αυτή εφαρμόζονται όλες οι διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας.

    Αντίθετα, η μη γνήσια ετοιμότητα αντιμετωπίζεται από την ελληνική νομολογία ως ιδιόμορφη μορφή εργασίας. Για το λόγο αυτό δεν εμπίπτει στο ρυθμιστικό πεδίο του συνόλου των διατάξεων της εργατικής νομοθεσίας.

     

    2. Ως προς την αμοιβή

    Η σημασία της ανωτέρω διάκρισης (γνήσια/μη γνήσια) αναδεικνύεται περισσότερο στο θέμα των οφειλόμενων αποδοχών.

    Ειδικότερα:

    (α) Στις περιπτώσεις της γνήσιας ετοιμότητας η νομολογία εφαρμόζει, χωρίς εξαίρεση, όλες τις διατάξεις τις εργατικής νομοθεσίας που αφορούν το ζήτημα των αποδοχών. Πιο συγκεκριμένα: τις ρυθμίσεις για τα ελάχιστα όρια αμοιβής και τις προσαυξήσεις. Επίσης τις αποζημιώσεις της νυκτερινής και υπερωριακής εργασίας. Τέλος τις προσαυξήσεις που αφορούν την εργασία που παρέχεται Κυριακή, αργία ή ημέρα αναπαύσεως.

    (β) Στις περιπτώσεις της μη γνήσιας ετοιμότητας, αντίθετα, δεν επιφυλάσσεται η αντίστοιχη (υπό α) αντιμετώπιση. Η νομολογία εξαιρεί τη μη γνήσια ετοιμότητα από τις προστατευτικές διατάξεις του εργατικού δικαίου όσον αφορά τις κατώτατες αμοιβές των Σ.Σ.Ε. Επίσης από τις προσαυξήσεις και αποζημιώσεις για υπερωριακή και νυκτερινή εργασία. Τέλος από τις προσαυξήσεις που αφορούν εργασία που παρέχεται τις Κυριακές και τις λοιπές ημέρες αργίας.

    Οι συγκεκριμένες, προαναφερθείσες, εξαιρέσεις δεν σημαίνουν, ωστόσο, πως ο συγκεκριμένος εργαζόμενος (υπό καθεστώς μη γνήσιας ετοιμότητας) δεν δικαιούται αμοιβή για τη δέσμευση της ελευθερίας του. Οι αποδοχές που πρέπει να καταβάλλονται, κατά την ελληνική νομολογία, στον εργαζόμενο αυτό είναι οι συμβατικά συμφωνημένες (ανάμεσα στον εργοδότη και τον εργαζόμενο). Οι αποδοχές αυτές, όμως, μπορεί να είναι και κατώτερες (ή και σημαντικά κατώτερες) από τον ελάχιστο, νομοθετικά καθορισμένο, μισθό. Σε περίπτωση, παρ’ όλα αυτά, που δεν έχει συμφωνηθεί μισθός συμβατικά, καταβάλλεται ο «συνηθισμένος» μισθός (653 ΑΚ). Και ο συνηθισμένος μισθός, μάλιστα, μπορεί να είναι κατώτερος από το νόμιμο.

    Είναι δεδομένο πως στις περιπτώσεις της μη γνήσιας ετοιμότητας δεν εφαρμόζεται πλήθος προστατευτικών διατάξεων για τις αποδοχές των εργαζομένων. Η νομολογία όμως δέχεται την εφαρμογή, και στις περιπτώσεις αυτές, των διατάξεων για τις άδειες, τα επιδόματα εορτών και αδείας. Επίσης των διατάξεων για την καταγγελία της σύμβασης εργασίας και την αποζημίωση απόλυσης.

     

    3. Ως προς τα χρονικά όρια εργασίας

    3.1. Η θέσπιση των ανωτάτων ορίων εργασίας

    Ένα από τα κύρια μελήματα των προστατευτικών διατάξεων της εργατικής νομοθεσίας αποτελεί η προστασία της υγείας του εργαζομένου. Ο στόχος αυτός, επιτυγχάνεται, μεταξύ άλλων, μέσω της θέσπισης ανώτατων επιτρεπόμενων χρονικών ορίων παροχής εργασίας. Με τον τρόπο αυτό, επιδιώκεται: (α) η αποτροπή της εκμετάλλευσης της οικονομικής ανάγκης του εργαζομένου για εργασία και (β) η εξασφάλιση εύλογου χρόνου ανάπαυσής του και συμμετοχής στον κοινωνικό βίο.

    3.2. Η σύνδεση των ανωτάτων χρονικών ορίων εργασίας με τη γνήσια ετοιμότητα.

    Από όσα παραπάνω αναφέρθηκαν, γίνεται σαφές πως οι διατάξεις που καθορίζουν τα χρονικά όρια της εργασίας, εφαρμόζονται πλήρως στις περιπτώσεις της γνήσιας σύμβασης ετοιμότητας.

    Δεν ισχύει, όμως, το ίδιο και στη σύμβαση της μη γνήσιας ετοιμότητας. Η νομολογία δεν αποδέχεται την εφαρμογή των αντίστοιχων διατάξεων και στη σύμβαση αυτή. Οδηγούμαστε λοιπόν στο συμπέρασμα πως ο εργοδότης θα ήταν δυνατό να συμφωνήσει με εργαζόμενο (που βρίσκεται σε κατάσταση μη γνήσιας ετοιμότητας), την ετοιμότητά του για παροχή εργασίας καθ΄ όλο το εικοσιτετράωρο.

    Η ακραία, όμως, αυτή παραδοχή εμποδίζεται από το ενωσιακό δίκαιο.

    3.3. Η σύνδεση της απλής ετοιμότητας με το ενωσιακό δίκαιο

    Η σύνδεση του ζητήματος της απλής ετοιμότητας προς εργασία με το ενωσιακό δίκαιο οφείλεται στην έκδοση τριών Οδηγιών που ρυθμίζουν την οργάνωση του χρόνου εργασίας. Πρόκειται, συγκεκριμένα: (α) για την Οδηγία 93/104/Ε.Κ., η οποία ενσωματώθηκε στο ελληνικό δίκαιο με το π.δ.  88/1999, (β) την Οδηγία 2000/34/Ε.Κ., η οποία τροποποίησε την Οδηγία 93/104 και ενσωματώθηκε στο ελληνικό δίκαιο με το π.δ. 76/2005, και, τέλος (γ) την Οδηγία 2003/88/Ε.Κ., η οποία κωδικοποίησε τις διατάξεις των δύο προηγούμενων Οδηγιών.

    Το ενωσιακό δίκαιο, λοιπόν, προβλέπει τα ανώτατα επιτρεπόμενα χρονικά όρια εργασίας. Επιβάλλει, ταυτόχρονα, να διατίθενται στον εργαζόμενο έντεκα (11), κατ’ ελάχιστον, συναπτές ώρες ανάπαυσης μέσα σε κάθε εικοσιτετράωρο. Η Οδηγία 93/104/Ε.Κ. διακρίνει τον χρόνο σε «χρόνο εργασίας» και «χρόνο ανάπαυσης». Οι δύο αυτές έννοιες αλληλοαποκλείονται.

    Το ΔΕΕ δέχεται πως ως χρόνος εργασίας θεωρείται ο χρόνος εκείνος κατά τον οποίον ο εργαζόμενος βρίσκεται στην εργασία του, στη διάθεση του εργοδότη του και ασκεί τα καθήκοντά του σύμφωνα με τις εθνικές νομοθεσίες ή πρακτικές.

    3.4. Η  μη αποδοχή, ως χρόνου εργασίας, του χρόνου της ετοιμότητας κλήσης

    Το ΔΕΕ, επιπλέον, πάγια δέχεται ως χρόνο εργασίας και το χρόνο της απλής ετοιμότητας. Με βάση τη συγκεκριμένη παραδοχή, οι προστατευτικές ρυθμίσεις των χρονικών ορίων εργασίας τυγχάνουν εφαρμογής και στις εν λόγω περιπτώσεις (της απλής ετοιμότητας). Μάλιστα, στο σημείο αυτό η διάκριση του ΔΕΕ μεταξύ των εννοιών της απλής ετοιμότητας και της ετοιμότητας κλήσης (όπως υπό ΙΙΙ.3 αναλύθηκαν) κρίνεται ουσιώδης. Και τούτο καθώς για την τελευταία επιφυλάσσει διαφορετική νομική μεταχείριση.

    Συγκεκριμένα, το ΔΕΕ δεν θεωρεί ως χρόνο εργασίας το χρόνο που ο εργαζόμενος βρίσκεται σε ετοιμότητα κλήσης. Στις περιπτώσεις αυτές, η έναρξη του χρόνου εργασίας εκκινεί με την κλήση του εργαζομένου να παράσχει τη συμφωνηθείσα εργασία. Το πέρας του χρόνου συμπίπτει με την ολοκλήρωση της ανατεθείσας εργασίας. Κατ’ ακολουθίαν, μόνο για το διάστημα αυτό (έναρξη-λήξη) εφαρμόζονται οι ρυθμίσεις για τα χρονικά όρια εργασίας.

    3.5. Παρεκκλίσεις από τα ανώτατα όρια εργασίας

    Οι ανάγκες της επιχείρησης είναι δυνατό, με τη σύμφωνη γνώμη του εργαζόμενου, να οδηγήσει σε παρεκκλίσεις από τα ανώτατα χρονικά όρια εργασίας (άρθρο 17 Οδηγίας 93/104). Κατά ένα μέρος τους (ενδεχομένως σημαντικό) θα συνίστανται σε γνήσια ή ιδίως, απλή ετοιμότητα. Ωστόσο, στις περιπτώσεις αυτές καθίσταται υποχρεωτικό, σύμφωνα με το ΔΕΕ, να χορηγούνται στους οικείους εργαζομένους ισοδύναμες περίοδοι αντισταθμιστικής αναπαύσεως σε διαστήματα που διαδέχονται άμεσα τον αντίστοιχο χρόνο εργασίας. Επιπλέον, επιβάλλεται μια τέτοια μείωση της περιόδου ημερήσιας αναπαύσεως να μην καταλήγει σε υπέρβαση της ανώτατης διάρκειας εβδομαδιαίας εργασίας.

     

    V. Συμβάσεις ετοιμότητας: τεχνολογία και ετοιμότητα προς εργασία

    Με την ετοιμότητα κλήσης θα πρέπει να εξισώσουμε και τη συνεχή διαθεσιμότητα/ετοιμότητα του εργαζομένου προς εργασία, με αξιοποίηση/χρήση της ψηφιακής τεχνολογίας. Μια ετοιμότητα που καθίσταται πρακτικά εφικτή μέσω του laptop, του tablet ακόμα και του smartphone του εργαζομένου.

    Ο εργαζόμενος βρίσκεται, με τη χρήση της τεχνολογίας, αδιάλειπτα (σε θεωρητικό άραγε, μόνον, επίπεδο;) στη διάθεση του εργοδότη του. Μπορεί, και δεν είναι πλέον ασύνηθες, οποτεδήποτε να αναλάβει και να διεκπεραιώσει κάποια εργασία που δεν απαιτεί τη φυσική του παρουσία.

    Είναι πρόδηλο πως η ανάγνωση ενός επαγγελματικού e-mail θα μπορούσε να θεωρηθεί πως ισοδυναμεί με διεμβόλιση του ιδιωτικού βίου του εργαζομένου. Και μάλιστα σε χρόνο, πρακτικά, μη προσδιορίσιμο. Φυσικά (και) εκτός ωραρίου. Ο συνδυασμός λοιπόν της ψηφιακής τεχνολογίας με τη μη εφαρμογή των ρυθμίσεων για τα χρονικά όρια εργασίας στην ετοιμότητα κλήσης είναι (υπό προϋποθέσεις) προβληματικός. Και τούτο γιατί είναι δυνατό να στερήσει από τον εργαζόμενο, έστω και εν μέρει, το δικαίωμα στην ανάπαυσή του.

     

    VΙ. Συμβάσεις ετοιμότητας: εν κατακλείδι

    Οι συμβάσεις ετοιμότητας για συγκεκριμένες δραστηριότητες, κλάδους κι επιχειρήσεις αποτελούν, το δίχως άλλο, απτή ανάγκη. Σε πολλές επιχειρήσεις εξάλλου λειτουργούν ήδη και παράγουν θετικά αποτελέσματα. Ικανοποιητικά (και συχνά επιθυμητά) αποτελέσματα παράγουν και για τους εργαζόμενους.

    Δεν χωρεί, λοιπόν, αμφιβολία πως απολύτως αναγκαία αποδεικνύεται η ύπαρξή τους.

    Η νομιμότητα της σύναψής τους δεν αμφισβητείται. Το ρυθμιστικό τους πλαίσιο, εντούτοις, καθορίζεται μόνον νομολογιακά. Δυστυχώς όχι νομοθετικά. Το δεδομένο αυτό οδηγεί, κατ΄αναπόφευκτη συνέπεια, σε ανασφάλεια δικαίου. Βεβαίως για τους εργαζόμενους. Ιδίως όμως για τις επιχειρήσεις.

    Αναγκαία αποδεικνύεται από τα παραπάνω η εμπλοκή του νομοθέτη. Εξάλλου εκείνος (ο νομοθέτης) είναι αυτός που έχει τη δυνατότητα να προβεί στις αναγκαίες ρυθμίσεις.

    Η βάση της νομοθετικής ρύθμισης για τις συμβάσεις ετοιμότητας θα πρέπει να εδράζεται:  (α) στις ιδιαίτερες συνθήκες συγκεκριμένων κλάδων και επιχειρήσεων, (β) στις αυξημένες ανάγκες τους να διαθέτουν εργαζόμενους σε ετοιμότητα σε συγκεκριμένα χρονικά διαστήματα ή/και για συγκεκριμένες δραστηριότητες και (γ) στις δυνατότητες της ψηφιακής τεχνολογίας αλλά και στην πραγματικότητα που αυτή διαμορφώνει.

    Η σχετική νομοθετική παρέμβαση δεν αποτελεί πολυτέλεια.

    Αποτελεί, απλά, αδήριτη ανάγκη.

    stavros-koumentakis

    Σταύρος Κουμεντάκης
    Managing Partner

    Υ.Γ. Συνοπτική έκδοση του άρθρου δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ, στις 8 Μαρτίου 2020.

     

    Η πληροφόρηση που εμπεριέχεται στο παρόν άρθρο δεν συνιστά (ούτε και έχει σκοπό να αποτελέσει) νομική συμβουλή. Μια τέτοια νομική συμβουλή είναι δυνατό να παρασχεθεί μόνον από αρμόδιο δικηγόρο ο οποίος θα λάβει υπόψη του το σύνολο των δεδομένων που θα του εκθέσετε για την υπόθεσή σας. Αναλυτικά.

  • Διαθεσιμότητα εργαζομένων ή Απολύσεις;

    Διαθεσιμότητα εργαζομένων ή Απολύσεις;

    Διαθεσιμότητα (:Το έτερο ηπιότερο της καταγγελίας μέτρο)

    I. Προοίμιο

    «Το κέρδος είναι αδερφός της χασούρας» αναφέρει γνωστή, τούρκικης προέλευσης, παροιμία.

    Η συγκεκριμένη ρήση επαληθεύεται, δυστυχώς (και), στο πλαίσιο της επιχειρηματικής δραστηριότητας.  Τούτο όταν η (υγιής) προσπάθεια επίτευξης κέρδους αποδεικνύεται ατελέσφορη.

    Η αξιολόγηση από μέρους του επιχειρηματία, στην περίπτωση αυτή, αποδεικνύεται πάντοτε καθοριστική. Είναι ή όχι αναστρέψιμη η κατάσταση; Προσωρινή ή οριστική διακοπή της λειτουργίας της επιχείρησης; Συνολική ή ενός, μόνον, τμήματός της;

    Σε κάθε περίπτωση: η προσπάθεια απομείωσης του κόστους της επιχείρησης αποδεικνύεται ιδιαίτερα σημαντική. Ο περιορισμός του μισθολογικού κόστους είναι η πρώτη σκέψη.

    Απολύσεις; Είναι, άραγε, η μόνη λύση;

    Υπάρχουν ηπιότερα μέτρα; Εκ περιτροπής εργασία ή διαθεσιμότητα;

    Η εκ περιτροπής εργασία μας απασχόλησε ήδη.

    Στο παρόν άρθρο θα ασχοληθούμε με τη διαθεσιμότητα.

     

    IΙ. Η διαθεσιμότητα-γενικά

    1. Γενικά

    Η καταγγελία της σύμβασης εργασίας αποτελεί μόνιμο (βεβαίως και κοινωνικά επαχθές) μέτρο. Το κρίσιμο όμως είναι, κατά βάση, η στήριξη της επιχείρησης. Η διάσωσή της θα σημάνει την (και κοινωνικά επιθυμητή) επιβίωση σημαντικών θέσεων εργασίας. Η διαθεσιμότητα αποτελεί, κατά τα προαναφερθέντα, το έτερο (εκτός της εκ περιτροπής εργασίας) ηπιότερο μέτρο. Διασώζονται, με τον τρόπο αυτό-έστω και προσωρινά, θέσεις εργασίας. Επιβιώνει η προσδοκία της οριστικής ανάκαμψης της επιχείρησης. Επιβιώνει η προσδοκία της οριστικής διάσωσης των (σε κίνδυνο ευρισκομένων) θέσεων εργασίας.

    2. Το νομοθετικό πλαίσιο

    Η διαθεσιμότητα ρυθμίζεται από τη διάταξη το άρθρο 10 του ν. 3198/1995, όπως ισχύει (μετά και την τελευταία τροποποίησή του το 2010). Η συγκεκριμένη ρύθμιση αναφέρει:

    «Οι επιχειρήσεις και εκμεταλλεύσεις, αν έχει περιοριστεί η οικονομική τους δραστηριότητα, μπορούν, αντί της καταγγελίας της σύμβασης εργασίας, να θέτουν εγγράφως σε διαθεσιμότητα τους μισθωτούς τους, η οποία δεν μπορεί να υπερβεί συνολικά τους τρεις (3) μήνες ετησίως, μόνο εφόσον προηγουμένως προβούν σε διαβούλευση με τους νόμιμους εκπροσώπους των εργαζομένων σύμφωνα με τις διατάξεις του π.δ. 240/2006 (ΦΕΚ 252 Α`) και του ν. 1767/1988 (ΦΕΚ 63 Α`).

     Αν στην επιχείρηση δεν υπάρχουν εκπρόσωποι εργαζομένων η ενημέρωση και η διαβούλευση γίνεται με το σύνολο των εργαζομένων. Η ενημέρωση μπορεί να γίνει με εφάπαξ ανακοίνωση σε εμφανές και προσιτό σημείο της επιχείρησης. Η διαβούλευση πραγματοποιείται σε τόπο και χρόνο που ορίζει ο εργοδότης. Κατά τη διάρκεια της διαθεσιμότητας ο μισθωτός λαμβάνει το ήμισυ του μέσου όρου των τακτικών αποδοχών των δύο τελευταίων μηνών, υπό καθεστώς πλήρους απασχόλησης. Μετά την εξάντληση του τριμήνου, προκειμένου να τεθεί εκ νέου ο ίδιος εργαζόμενος σε διαθεσιμότητα απαιτείται και η παρέλευση τουλάχιστον τριών (3) μηνών. Ο εργοδότης υποχρεούται να γνωστοποιεί στις οικείες Υπηρεσίες του ΣΕΠΕ, του ΙΚΑ και του ΟΑΕΔ με οποιονδήποτε τρόπο τη σχετική δήλωση περί διαθεσιμότητας, μέρους ή του συνόλου του προσωπικού του.»

    3. Ο σκοπός και οι βασικές αρχές

    3.1. Η διαθεσιμότητα επιτελεί διττό σκοπό:

    (α) Να συνδράμει στην εξυγίανση της επιχείρησης της οποίας η δραστηριότητα έχει περιοριστεί και

    (β) Να συνδράμει τον εργαζόμενο στην αναζήτηση εργασίας σε άλλον εργοδότη κατά το χρονικό διάστημα ισχύος της διαθεσιμότητας.

    3.2. Η επιχείρηση που καλείται να αντιμετωπίσει τον περιορισμό της δραστηριότητάς της επιτυγχάνει, μέσω της διαθεσιμότητας τη μείωση του πλεονάζοντος προσωπικού της και του κόστους απασχόλησης.

    Το σημαντικότερο: Χωρίς να προβεί σε απολύσεις.

    Η διαθεσιμότητα είναι δυνατό να αφορά το σύνολο του προσωπικού αυτής (:καθολική διαθεσιμότητα).  Είναι όμως δυνατό να αφορά και μέρος του (:μερική διαθεσιμότητα).

    Σε καμία, όμως, περίπτωση η διαθεσιμότητα δεν μπορεί να εφαρμοσθεί ως ατομικό μέτρο. Ο χαρακτήρας της είναι (όπως και αυτός της εκ περιτροπής εργασίας) συλλογικός.

    Η επιχείρηση, λοιπόν, προκειμένου να ορθοποδήσει είναι δυνατό να αναστείλει την εργασιακή σχέση για το πλεονάζον προσωπικό της.

    Κατά το διάστημα της διαθεσιμότητας περιορίζεται η υποχρέωση της καταβολής του μισθού: Ο εργοδότης καταβάλλει (σ΄εκείνους που καταλαμβάνει τι μέτρο) το ήμισυ (1/2) του μέσου όρου των τακτικών αποδοχών των τελευταίων δύο μηνών υπό καθεστώς πλήρους απασχόλησης.

    3.3. Ο εργαζόμενος που έχει τεθεί σε διαθεσιμότητα δεν υποχρεούται, αυτονοήτως, να παρουσιάζεται στην επιχείρηση και να παρέχει την εργασία του για όσο διάστημα διαρκεί το συγκεκριμένο μέτρο.

    Κατά το διάστημα αυτό, έχει τη δυνατότητα να απασχοληθεί σε άλλο εργοδότη. Εναλλακτικά: να ασκήσει οποιαδήποτε άλλη δραστηριότητα. Δεν εκπίπτει, σε οποιαδήποτε περίπτωση, από το δικαίωμά του να λαμβάνει το ½  του μισθού του. Οι αποδοχές του αυτές δεν συμψηφίζονται με τα όσα αποκερδαίνει ο εργαζόμενος από την (ενδεχόμενη) απασχόλησή του σε άλλο εργοδότη προς συμπλήρωση του εισοδήματός του.

    Επιπρόσθετα: η χρονική περίοδος της διαθεσιμότητας θωρείται ως χρόνος πραγματικής υπηρεσίας για τον εργαζόμενο. Τούτο σημαίνει πως συνυπολογίζεται για τον καθορισμό του οφειλόμενου ποσού αποζημίωσης σε περίπτωση απόλυσης, για την προσαύξηση του μισθού λόγω πολυετίας κλπ.

     

    ΙΙΙ. Προϋποθέσεις επιβολής της διαθεσιμότητας

    1. Από τη διατύπωση του νόμου, γίνεται φανερό πως το μέτρο της διαθεσιμότητας ταυτίζεται, ως προς κάποιες προϋποθέσεις της, με αυτό της επιβολής της μονομερούς εκ περιτροπής εργασίας. Ως προς αυτές ισχύουν αυτούσια όσα γίνονται δεκτά (και έχουμε ήδη αναλύσει) στο πλαίσιο της εκ περιτροπής εργασίας.

    Οι προϋποθέσεις που τίθενται από το νόμο, προκειμένου να είναι έγκυρη η θέση των εργαζομένων σε διαθεσιμότητα, είναι, ειδικότερα, οι εξής:

    (α) Ο περιορισμός της οικονομικής δραστηριότητας της επιχείρησης,

    (β) Η προηγούμενη ενημέρωση και διαβούλευση με τους εκπροσώπους των εργαζομένων,

    (γ) Ο έγγραφος τύπος,

    (δ) Η ανώτατη χρονική διάρκεια επιβολής της διαθεσιμότητας και

    (ε) Η γνωστοποίηση στις αρμόδιες υπηρεσίες του Σ.ΕΠ.Ε., του Ε.Φ.Κ.Α. και του Ο.Α.Ε.Δ.

    2. Αναλυτικότερα:

    (α) Ο περιορισμός της οικονομικής δραστηριότητας της επιχείρησης

    Η πρώτη ουσιαστική προϋπόθεση συνίσταται στον «περιορισμό της δραστηριότητας της επιχείρησης». Η προϋπόθεση αυτή συναντάται και στην επιβολή μονομερούς εκ περιτροπής εργασίας. Εκεί αναφέραμε: «Ο νόμος δεν εξειδικεύει περαιτέρω την έννοια του περιορισμού. Δεν απαιτείται, σε κάθε περίπτωση, η διακινδύνευση της βιωσιμότητας της επιχείρησης. Δεν αρκεί, όμως, και οποιοσδήποτε (ελάχιστος) περιορισμός της παραγωγικής δραστηριότητας της επιχείρησης, της εκμετάλλευσης ή τμήματός τους ή/και η ζημιογόνος χρήση της. Δεν αρκεί επίσης να υφίσταται οικονομική ή ταμειακή δυσχέρεια του εργοδότη να πληρώσει για ορισμένο διάστημα τους εργαζομένους. Απαιτείται «ο περιορισμός του όγκου της δραστηριότητας» να είναι τέτοιος «ώστε να προκύπτει πλεονάζον προσωπικό λόγω της μείωσης της διαθέσιμης εργασίας» (Εγκύκλιος 35958/666/2017).»

    Εφόσον η θέση σε διαθεσιμότητα επιβάλλεται ως ακραίο μέσο, αλλά ηπιότερο από εκείνο της καταγγελίας, αποτελεί λογική προϋπόθεση ότι ο περιορισμός της δραστηριότητας συνιστά πραγματική απειλή για τις θέσεις εργασίας. Με άλλα λόγια, πρέπει να είναι τέτοιος ώστε να μπορούσε να οδηγήσει σε απολύσεις για οικονομοτεχνικούς λόγους.

    (β) Η προηγούμενη ενημέρωση και διαβούλευση με τους εκπροσώπους των εργαζομένων

    i. Πριν από την εφαρμογή με απόφαση του εργοδότη του μέτρου της διαθεσιμότητας, επιβάλλεται από το νόμο η προηγούμενη ενημέρωση και διαβούλευση με τους εκπροσώπους των εργαζομένων (σύμφωνα με τις διατάξεις του π.δ. 240/2006 και του Ν. 1767/1988). Πρόκειται για ακόμη μια (τυπική) προϋπόθεση, την οποία συναντήσαμε και αναλύσαμε στην περίπτωση επιβολής συστήματος εκ περιτροπής εργασίας. Ευτυχώς, και στην περίπτωση της διαθεσιμότητας, δεν απαιτείται και η αίσια κατάληξή τους.

    ii. Η ως άνω (υπό i) υποχρέωση, αφορά όλες τις επιχειρήσεις στις οποίες ο εργοδότης προτίθεται να επιβάλει το σχετικό μέτρο. Και τούτο, ανεξάρτητα από τον αριθμό των εργαζομένων σε αυτές. (Ανεξάρτητα, δηλ. από το εάν αυτές απασχολούν μικρότερο αριθμό εργαζομένων από αυτόν που προβλέπεται για την εφαρμογή τους, με βάση όσα ορίζονται στα άρθρα 3 του π.δ. 240/2006 και 1 του ν. 1767/1988).

    iii. Εξάλλου, σύμφωνα με την προαναφερθείσα διάταξη, η «ενημέρωση μπορεί να γίνει με εφάπαξ ανακοίνωση σε εμφανές και προσιτό σημείο της επιχείρησης. Η διαβούλευση πραγματοποιείται σε τόπο και χρόνο που ορίζει ο εργοδότης».

    iv. Σε κάθε περίπτωση: Η ενημέρωση θα πρέπει να περιέχει τους λόγους που καθιστούν αναγκαία κατά τον εργοδότη την επιβολή του μέτρου της διαθεσιμότητας. Ενδεικτικά: στοιχεία από τα οποία προκύπτει ο σημαντικός περιορισμός της δραστηριότητας, η πιθανή διάρκεια της, καθώς και η προτεινόμενη έκταση της διαθεσιμότητας (η εφαρμογή της, λ.χ., σε ορισμένα τμήματα της επιχείρησης ή στο σύνολό της).

    Σημειώνεται πως σε επιχειρήσεις με μικρό αριθμό εργαζομένων, η σχετική ως άνω ενημέρωση μπορεί να λάβει χώρα και με προφορική ανακοίνωση προς τους εργαζομένους.

    v. Η πρόσκληση προς διαβούλευση του εργοδότη προς τους εκπροσώπους των εργαζομένων, ή σε περίπτωση έλλειψής τους, προς το σύνολο των εργαζομένων, θα πρέπει να περιλαμβάνει, επιπρόσθετα, τον τόπο και τον χρόνο των διαβουλεύσεων. Το διάστημα που θα πρέπει να μεσολαβεί ανάμεσα στην ανακοίνωση και την πραγματοποίηση της διαβούλευσης, θα πρέπει να είναι επαρκές προκειμένου να προετοιμαστούν οι εργαζόμενοι. Το (επαρκές) εύρος του διαστήματος αποτελεί ζήτημα πραγματικό και κρίνεται κατά περίπτωση. Και τούτο γιατί εξαρτάται από διάφορους παράγοντες. Ενδεικτικά: ο αριθμός των εργαζομένων, το πλήθος και η πολυπλοκότητα των προς διαβούλευση ζητημάτων κλπ.

    vi. Η διαβούλευση στο πλαίσιο του άρθρου 4 του ν. 3846/2010 έχει ένα αρκετά ευρύ πλαίσιο. Συνίσταται, βεβαίως, στην ανταλλαγή απόψεων μεταξύ του εργοδότη και των εκπροσώπων των εργαζομένων (ή του συνόλου των εργαζομένων). Αντικείμενό της θα αποτελέσουν τα μέτρα και οι αποφάσεις που θα πρέπει να ληφθούν για την αντιμετώπιση των δυσχερειών της επιχείρησης από την σημαντική μείωση της δραστηριότητάς της. Ειδικότερα, το ζήτημα της δημιουργίας συστήματος κατανομής της εναπομένουσας διαθέσιμης εργασίας στο σύνολο του προσωπικού της επιχείρησης (ή σε συγκεκριμένο τμήμα της), προκειμένου να περισωθούν οι θέσεις εργασίας.

    vii. Ενθαρρυντικό πάντως είναι πως, κατά τα προαναφερθέντα, δεν απαιτείται η θετική έκβαση των διαβουλεύσεων για την εφαρμογή του μέτρου της διαθεσιμότητας. Δεν απαιτείται να καταλήξουν ο εργοδότης και οι εργαζόμενοι σε συμφωνία.

    Η επιβολή, ωστόσο, του μέτρου της διαθεσιμότητας από τον εργοδότη, χωρίς προηγούμενη ενημέρωση και διαβούλευση, είναι άκυρη.

    (γ) Ο έγγραφος τύπος

    i. Ο έγγραφος τύπος (η έγγραφη, δηλαδή, αποτύπωση της απόφασης εφαρμογής του μέτρου της διαθεσιμότητας από τον εργοδότη) επιβάλλεται από τον ίδιο το νόμο. Αποτελεί, επομένως, συστατικό στοιχείο του κύρους της διαθεσιμότητας, χωρίς το οποίο διαθεσιμότητα δεν νοείται. Συνέπεια της παράλειψης αυτής; Ο εργαζόμενος δικαιούται τις πλήρεις αποδοχές του και όχι το ήμισυ αυτών, το οποίο και θα ελάμβανε, αν είχε τεθεί, σύννομα, σε καθεστώς διαθεσιμότητας.

    ii. Η σχετική υποχρέωση τήρησης έγγραφου τύπου δεν καλύπτεται από τυχόν γενική γνωστοποίηση, η οποία τοιχοκολλάται στο χώρο εργασίας. Κατά τη νομολογία, ο εργοδότης πρέπει να απευθύνει ατομική έγγραφη δήλωση σε κάθε εργαζόμενο, τον οποίο πρόκειται να θέσει σε διαθεσιμότητα (499/1990 ΑΠ). Παράλληλα, σκόπιμο καθίσταται, η δήλωση αυτή να συντάσσεται σε δύο αντίτυπα, ένα εκ των οποίων θα παραδίδεται στον εργαζόμενο. Στη δήλωσή του αυτή, ο εργοδότης δεν υποχρεούται να αναγράφει, λεπτομερώς, τα περιστατικά που τον ανάγκασαν να λάβει το ανωτέρω μέτρο. Πρέπει, ωστόσο, να συνάγεται ότι η εφαρμογή του μέτρου αυτού είναι απόρροια του περιορισμού της οικονομικής δραστηριότητας της επιχείρησής του. Όπως ήδη (υπό III.2.α.) επισημάνθηκε, μόνο υπό τη συγκεκριμένη προϋπόθεση καθίσταται επιτρεπτή η θέση εργαζομένων σε διαθεσιμότητα.

    iii. Στη σχετική ατομική έγγραφη δήλωση, όμως, ο εργοδότης είναι απαραίτητο να καθορίζει την έναρξη, καθώς και τη διάρκεια της επιβολής του μέτρου. Η γνωστοποίηση της επικείμενης θέσης του εργαζομένου σε διαθεσιμότητα πρέπει να λαμβάνει χώρα σε εύλογο χρόνο πριν από την έναρξή της. Τέτοιου είδους υποχρέωση δεν επιβάλλεται από το νόμο. Γίνεται ωστόσο δεκτή από τη νομολογία ως απορρέουσα από την καλή πίστη (464/2013 ΜονΠρωτΞανθ). Σκοπός της έγκαιρης γνωστοποίησης αποτελεί η ύπαρξη της ευχέρειας για τον εργαζόμενο να αναζητήσει αλλού εργασία, κατά το χρόνο που θα βρίσκεται υπό το καθεστώς της διαθεσιμότητας, ώστε να μπορεί να συμπληρώσει το εισόδημά του.

    (δ) Η ανώτατη χρονική διάρκεια επιβολής της διαθεσιμότητας

    i. Ο νόμος προσδιορίζει, ρητά, το ανώτατο χρονικό διάστημα που μπορεί να διαρκέσει η εφαρμογή του μέτρου της διαθεσιμότητας. Συγκεκριμένα, η διάρκειά της δεν επιτρέπεται να υπερβαίνει τους τρεις μήνες στο ίδιο ημερολογιακό έτος. Στο ανωτέρω τρίμηνο περιλαμβάνονται τόσο οι εργάσιμες ημέρες όσο και οι Κυριακές και οι εορτές, ενώ ως «έτος» ορίζεται το χρονικό διάστημα από την 1η Ιανουαρίου έως την 31η Δεκεμβρίου.

    ii. Η ανώτατη αυτή χρονική διάρκεια εφαρμογής της διαθεσιμότητας μπορεί να επιβληθεί είτε εφάπαξ είτε τμηματικά. Είναι επομένως δυνατό οι εργαζόμενοι να τεθούν σε διαθεσιμότητα μέσα στο έτος μια ή περισσότερες φορές. Σε καμία περίπτωση, όμως, η κατάτμηση των χρονικών περιόδων εργασίας δεν μπορεί να μετατρέπει τη διαθεσιμότητα σε εκ περιτροπής εργασία. Η διαθεσιμότητα προϋποθέτει τη συνεχή και ολική αποχή από την εργασία. Σε αντίθετη περίπτωση, ο διττός σκοπός του επιβαλλόμενου μέτρου (η ανακούφιση, δηλ. της επιχείρησης και η ευχέρεια του εργαζομένου να αναζητήσει εργασία για όσο καιρό τελεί σε διαθεσιμότητα) καταστρατηγείται.

    iii. Υπάρχει όμως κι ένας ακόμα χρονικός περιορισμός. Αφορά το διάστημα που πρέπει να μεσολαβήσει για να (ξανα)τεθεί ο ίδιος εργαζόμενος σε διαθεσιμότητα. Σε περίπτωση, λοιπόν, εξάντλησης του ανωτέρω-αρχικού τριμήνου, απαιτείται να μεσολαβήσει ένα τρίμηνο εργασίας, προκειμένου να ξανατεθεί σε διαθεσιμότητα ο ίδιος εργαζόμενος.

    (ε) Γνωστοποίηση στις αρμόδιες υπηρεσίες του Σ.ΕΠ.Ε, του Ε.Φ.Κ.Α. και του Ο.Α.Ε.Δ.

    Τελευταία προϋπόθεση (νομιμότητας) της εφαρμογής της διαθεσιμότητας είναι η γνωστοποίηση από τον εργοδότη της σχετικής του απόφασης «με οποιονδήποτε τρόπο» στις οικείες υπηρεσίες του Σ.ΕΠ.Ε, του Ε.Φ.Κ.Α. (πρώην Ι.Κ.Α.) και του Ο.Α.Ε.Δ.

     

    IV. Εν κατακλείδι

    Η εναλλαγή ζημίας και κέρδους δεν αποτελεί θεωρητικό ενδεχόμενο στο πλαίσιο μιας επιχειρηματικής δραστηριότητας. Όσο καλά σχεδιασμένη κι αν είναι.

    Σε περίπτωση ζημιών, η διάσωση της επιχείρησης είναι εκείνη που επιβάλλεται να προταχθεί.

    Η επιλογή των κατάλληλων, κατά περίπτωση, μέτρων εναπόκειται στον εργοδότη.

    Η από μέρους του αξιοποίηση ηπιότερων μέτρων σε σχέση με αυτό της καταγγελίας των συμβάσεων εργασίας είναι, αυτονοήτως, προτιμητέα.

    Η αξιοποίηση του θεσμού της διαθεσιμότητας είναι δυνατό να κινείται προς την ορθή κατεύθυνση…

    stavros-koumentakis

    Σταύρος Κουμεντάκης
    Managing Partner

    Υ.Γ. Συνοπτική έκδοση του άρθρου δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ, στις 26 Ιανουαρίου 2020.

    διαθεσιμότητα εργαζομένου

     

    Η πληροφόρηση που εμπεριέχεται στο παρόν άρθρο δεν συνιστά (ούτε και έχει σκοπό να αποτελέσει) νομική συμβουλή. Μια τέτοια νομική συμβουλή είναι δυνατό να παρασχεθεί μόνον από αρμόδιο δικηγόρο ο οποίος θα λάβει υπόψη του το σύνολο των δεδομένων που θα του εκθέσετε για την υπόθεσή σας. Αναλυτικά.

Η περιοχή αυτή είναι καταχωρημένη στο wpml.org ως περιοχή ανάπτυξης. Μεταβείτε σε τοποθεσία παραγωγής με κλειδί στο remove this banner.