Ετικέτα: διοικητικό συμβούλιο ΑΕ

  • Συλλογικά Δικαιώματα Μειοψηφίας: Δικαίωμα Πληροφόρησης Για Πορεία Εταιρικών Υποθέσεων

    Συλλογικά Δικαιώματα Μειοψηφίας: Δικαίωμα Πληροφόρησης Για Πορεία Εταιρικών Υποθέσεων

    Συλλογικά Δικαιώματα Μειοψηφίας: Δικαίωμα Πληροφόρησης Για Πορεία Εταιρικών Υποθέσεων

     (άρ. 141 §7 ν. 4548/2018)

    Σε προηγούμενη αρθρογραφία μας μας απασχόλησαν τα συλλογικά δικαιώματα μειοψηφίας. Ειδικότερα, σειρά συλλογικών δικαιωμάτων (:δικαίωμα σύγκλησης έκτακτης (;) ΓΣδικαίωμα εγγραφής πρόσθετων θεμάτων Ημερήσιας Διάταξης & δικαίωμα υποβολής σχεδίων αποφάσεων). Επίσης το δικαίωμα αναβολής λήψης απόφασης ΓΣ καθώς και το  δικαίωμα της μειοψηφίας για τη διενέργεια φανερής ψηφοφορίας. Τέλος, το δικαίωμα πληροφόρησης για καταβολές και παροχές προς τα μέλη του ΔΣ ή τους διευθυντές της ΑΕ. Θα ολοκληρώσουμε στο παρόν τη συγκεκριμένη ενότητα με το δικαίωμα παροχής πληροφοριών για την πορεία των εταιρικών υποθέσεων.

    Γενικά

    Το δικαίωμα για παροχή πληροφοριών για την πορεία των εταιρικών υποθέσεων αποτελεί το μοναδικό συλλογικό δικαίωμα που προϋποθέτει ευρύτερη (:μεγάλη) πλειοψηφία. Συνιστά δικαίωμα πληροφόρησης, αντίστοιχο με εκείνο που αφορά καταβολές και παροχές προς τα μέλη του ΔΣ ή τους διευθυντές της ΑΕ, με σημαντικές, ωστόσο, διαφοροποιήσεις από το τελευταίο.

    Σκοπός Δικαιώματος

    Το συγκεκριμένο δικαίωμα αποσκοπεί στην ενημέρωση των μετόχων και στην αποτελεσματικότερη άσκηση των δικαιωμάτων τους-ιδίως του δικαιώματος ψήφου. Μέσω της λήψης ολοκληρωμένης ενημέρωσης για τα εταιρικά ζητήματα, επιτυγχάνεται πληρέστερη γνώση για τα πεπραγμένα της ΑΕ, τα δεδομένα της επιχείρησης αλλά και τις  προσδοκίες που σχετίζονται με το μέλλον της. Η συγκεκριμένη ενημέρωση και η, κατά λογική ακολουθία, αποτελεσματικότερη άσκηση του δικαιώματος ψήφου ταυτόχρονα οδηγεί στην ενίσχυση της συμμετοχής των μετόχων στην εταιρική ζωή.

    Δικαιούχοι

    Το δικαίωμα για παροχή πληροφοριών για την πορεία των εταιρικών υποθέσεων είναι δυνατό να ασκήσει ισχυρή, μόνον, μετοχική πλειοψηφία. Απαιτείται, κατά τον νόμο, συγκέντρωση ποσοστού τουλάχιστον ίσου με το 1/10 του μετοχικού κεφαλαίου. Το συγκεκριμένο, αυξημένο, ποσοστό προσδιορίζει και τις αξιώσεις του νομοθέτη όσον αφορά εκείνους στους οποίους θα πρέπει να αναγνωρίζεται το δικαίωμα άσκησης ενός τέτοιου, ιδιαίτερα σοβαρού, δικαιώματος. Μοιάζει, μάλιστα, λογικό: δεν θα ήταν ωφέλιμο για την ΑΕ να παρέχεται ένα τόσο σοβαρό δικαίωμα σε μικρομετόχους ή, τουλάχιστον, σε μετόχους που δεν συγκεντρώνουν ένα τέτοιο, όπως το αξιούμενο, ποσοστό μετοχικού κεφαλαίου.

    Προϋποθέσεις Άσκησης Δικαιώματος

    Για την άσκηση του εν λόγω δικαιώματος θα πρέπει να συντρέχει σειρά προϋποθέσεων. Συγκεκριμένα:

    (α) Συγκέντρωση Ελάχιστου Ποσοστού Κεφαλαίου

    Απαιτείται η συγκέντρωση ποσοστού ίσου (κατ’ ελάχιστον) με το 1/10 του καταβεβλημένου μετοχικού κεφαλαίου.

    (β) Απόδειξη Μετοχικής Ιδιότητας

    Αναγκαία είναι και η απόδειξη της μετοχικής ιδιότητας, η οποία συντελείται με κάθε πρόσφορο νόμιμο τρόπο. Μας έχει ήδη απασχολήσει σε προγενέστερη αρθρογραφία μας ο τρόπος απόδειξης της μετοχικής ιδιότητας τους αιτούντος (καθώς επίσης και του ποσοστού του μετοχικού κεφαλαίου που συγκεντρώνει).

    (γ) Γενική Συνέλευση

    Το δικαίωμα ασκείται αποκλειστικά ενόψει (τακτικής ή έκτακτης) ΓΣ, αρχικής ή/και επαναληπτικής.

    (δ) Τρόπος Άσκησης και Απεύθυνση Αίτησης

    Το συγκεκριμένο δικαίωμα ασκείται εγγράφως ή προφορικά. Απευθύνεται προς το νομικό πρόσωπο της εταιρείας που εκπροσωπείται νόμιμα από το ΔΣ, το οποίο και φέρει την υποχρέωση να ενημερώσει τη μειοψηφία. Η αίτηση επιδίδεται και παραλαμβάνεται από το αρμόδιο για την παραλαβή εγγράφων μέλος του. Η παραλαβή του αιτήματος από ένα εκ των μελών του ΔΣ δεν αποκλείει την ευθύνη και των λοιπών για την παροχή των πληροφοριών.

    (ε) Χρόνος Άσκησης Δικαιώματος

    Για να είναι εμπρόθεσμη η άσκηση του συγκεκριμένου δικαιώματος θα πρέπει να λάβει χώρα τουλάχιστον πέντε (5) πλήρεις ημέρες πριν από την ημερομηνία συνεδρίασης της ΓΣ.

    Αντικείμενο Πληροφόρησης

    Το αντικείμενο της πληροφόρησης που είναι δυνατό να αιτηθούν οι μέτοχοι πλειοψηφίας είναι εξαιρετικά ευρύ. Θα πρέπει να σημειώσουμε, όμως, ότι δικαιολογείται το εύρος της από το αυξημένο ποσοστό μετοχικού κεφαλαίου το οποίο προϋποθέτει.

    Η αιτούμενη πληροφόρηση είναι γενικής φύσεως και δεν είναι αναγκαίο να  συνδέεται με τα θέματα της ημερήσιας διάταξης της επικείμενης ΓΣ [1685/2024 ΜΠρ Αθηνών (Ασφ), ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ]. Οι πληροφορίες είναι δυνατό να αφορούν το παρόν ή το μέλλον˙ να αφορούν τις εταιρικές υποθέσεις ή την περιουσιακή κατάσταση της εταιρείας. Ειδικότερα:

    Οι εταιρικές υποθέσεις, για τις οποίες η αιτούμενη πληροφόρηση, αφορούν τη λειτουργία και τις εργασίες της ΑΕ. Τα όρια της (της αιτούμενης πληροφόρησης) δεν προσδιορίζονται στον νόμο˙ ουδεκάν το περιεχόμενό της.  Ο ρευστός τρόπος προσδιορισμού του αντικειμένου της πληροφόρησης αφήνει ικανά περιθώρια στα εμπλεκόμενα μέρη: για διαστολή τους στον αιτούντα˙ για συστολή τους σ’ εκείνον που καλείται να ικανοποιήσει το αίτημα. Με βάση τη νομολογία και τη θεωρία, οι πληροφορίες για την πορεία των εταιρικών υποθέσεων πρέπει να αφορούν στοιχεία σχετικά με τις ενέργειες που λαμβάνουν χώρα για την επίτευξη του εταιρικού σκοπού˙ στην πράξη: για το σύνολο της δραστηριότητας της ΑΕ.

    Επιπλέον, πέραν της πορείας των εταιρικών υποθέσεων, οι δικαιούχοι μέτοχοι μπορούν να ζητήσουν πληροφόρηση και για την περιουσιακή κατάσταση της ΑΕ. Στην τελευταία συμπεριλαμβάνονται τα περιουσιακά της στοιχεία. Ενδεικτικά: κινητά, ακίνητα, δικαιώματα, υποχρεώσεις, καταθέσεις, χρηματοοικονομικά μέσα, αξιόγραφα κλπ. Οι πληροφορίες για την εταιρική περιουσία δεν περιορίζονται στο περιεχόμενο, μόνον, των ετήσιων χρηματοοικονομικών καταστάσεων. Μπορεί να αφορούν συνολικά την περιουσιακή κατάσταση της εταιρείας ή συγκεκριμένο, μόνον, κλάδο της.

    Το αίτημα της πληροφόρησης δεν απαιτείται να είναι αναλυτικό κι ούτε υφίσταται υποχρέωση για ενημέρωση σχετικά με συγκεκριμένη, μόνον, σύμβαση ή συναλλαγή. Μπορεί το σχετικό αίτημα να είναι γενικό ή να αφορά ένα ή περισσότερα πεδία της εταιρικής δραστηριότητας (π.χ. συναλλαγές με πελάτες, προμηθευτές, συνδεδεμένες εταιρείες και πιστωτικά ιδρύματα, κέρδη και ζημίες, συγκριτικά στοιχεία περισσότερων χρήσεων).

    Αποτελέσματα Νομότυπης Άσκησης Του Δικαιώματος

    Εφόσον ασκηθεί νομότυπα το συγκεκριμένο δικαίωμα, υποχρεούται η ΑΕ να παράσχει τις αιτούμενες πληροφορίες. Η υποχρέωση παροχής τους εκπληρώνεται διά του ΔΣ. Το τελευταίο είναι δυνατό να αρνηθεί με λήψη συλλογικής απόφασης. Δεν μπορεί, ως εκ τούτου, να ανατεθεί σε κάποιο από τα μέλη του η λήψη της.

    Η ικανοποίηση του δικαιώματος και η χορήγηση των πληροφοριών λαμβάνει χώρα προφορικά ή εγγράφως κατά την συνεδρίαση της ΓΣ από το ΔΣ, το οποίο φέρει και την σχετική υποχρέωση. Οι πληροφορίες, παρέχονται είτε προφορικά με σχετική  καταχώριση στα πρακτικά είτε με την χορήγηση των συναφών εγγράφων. Η μειοψηφία πάντως δεν μπορεί να αξιώσει την έγγραφη παροχή τους. Υποστηρίζεται, κατά την μάλλον κρατούσα άποψη, πως η προσήκουσα παροχή των αιτουμένων πληροφοριών μόνον εγγράφως μπορεί να λάβει χώρα. Η έγγραφη πληροφόρηση εξυπηρετεί σκοπούς τόσο αποδεικτικούς όσο και πληρότητας του περιεχομένου της.  Η έγγραφη πληροφόρηση δεν πρέπει να συγχέεται με την παραπομπή σε εταιρικά και άλλου είδους έγγραφα. Αντιθέτως, η απάντηση πρέπει να περιλαμβάνεται στο έγγραφο που χορηγεί ως πληροφόρηση. Εξαίρεση αποτελεί η παραπομπή στο διαδικτυακό της τόπο και στις ετήσιες χρηματοοικονομικές καταστάσεις. Η παραπομπή αυτή αρκεί υπό την προϋπόθεση της πληρότητας και της εγκυρότητας των πληροφοριών και της δυνατότητας παροχής διευκρινίσεων επ’ αυτών.

    Αν δεν εκπληρωθεί η συγκεκριμένη υποχρέωση, οι αποφάσεις που θα ληφθούν είναι ακυρώσιμες. Κι αυτό ανεξάρτητα από την αστική και ποινική ευθύνη των μελών του ΔΣ που δεν παρείχαν, μολονότι όφειλαν, τη σχετική ενημέρωση.

    Άρνηση Χορήγησης Πληροφοριών Λόγω Αποχρώντος Ουσιώδους Λόγου

    Το ΔΣ έχει τη δυνατότητα να αρνηθεί την πληροφόρηση μόνον επί ύπαρξης αποχρώντος ουσιώδους λόγου. Σε αυτήν την περίπτωση δε γεννάται, εξ αρχής, η υποχρέωση για πληροφόρηση.  Η έννοια του αποχρώντος ουσιώδους λόγου μας έχει ήδη εκτενώς απασχολήσει σε προηγούμενη αρθρογραφία μας αναφορικά με το δικαίωμα προς πληροφόρηση για καταβολές και παροχές προς τα μέλη του ΔΣ.

    Συνοπτικά, ωστόσο, ας αναφερθούν ορισμένα παραδείγματα που δικαιολογούν την άρνηση: η προστασία απόρρητων πληροφοριών της εταιρείας, εν γένει η προστασία των συμφερόντων της προς αποτροπή ζημίας ή επίτευξη κέρδους, η αντικειμενική διαπίστωση βλάβης των συμφερόντων της ΑΕ αλλά και των μετοχικών συμφερόντων της πλειοψηφίας, η εξυπηρέτηση προσωπικών συμφερόντων των αιτούντων μη συμβατών με τα εταιρικά, η δυσκόλως αποδεκτή από τη νομολογία κατάχρηση δικαιώματος ενημέρωσης από τον δικαιούχο. Τέλος, ο λόγος άρνησης που προβλέπεται στην ίδια τη διάταξη λόγω εκπροσώπησης των αιτούντων μετόχων στο ΔΣ κατόπιν απευθείας διορισμού τους από μέτοχο (άρ.79) ή κατόπιν εκλογής τους με κατάλογο (άρ.80). Να σημειωθεί, βέβαια, πως πρόκειται για μαχητό τεκμήριο, το οποίο οι αιτούντες μπορούν να ανατρέψουν επικαλούμενοι τη μη επαρκή πληροφόρησή τους-παρά τη συμμετοχή τους στη διοίκηση της εταιρείας.

    Αμφισβήτηση Ως Προς Τη Βασιμότητα Της Άρνησης

    Η βασιμότητα του λόγου άρνησης εκ μέρους του ΔΣ για χορήγηση πληροφοριών μπορεί να αμφισβητηθεί. Ο αιτών την πληροφόρηση μέτοχος ή (κατ’ άλλη, όχι ορθή, άποψη) κάθε μέτοχος έχει το δικαίωμα να προσφύγει στο Μονομελές Πρωτοδικείο της περιφέρειας στην οποία βρίσκεται η εταιρεία, ώστε να προβεί αυτό σε κρίση επί της βασιμότητας ή μη της άρνησης του ΔΣ. Πρόκειται για αίτηση δικαστικού ελέγχου της άρνησης του ΔΣ για παροχή πληροφοριών και εκδικάζεται με τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων (96/2013 Εφ Δωδεκανήσου, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Πρόκειται για μη γνήσια ασφαλιστικά μέτρα και δεν απαιτείται η επίκληση και απόδειξη επικείμενου κινδύνου ή επείγουσας κατάστασης. Επιπλέον, δεν είναι αναγκαίο να επικαλεστεί συγκεκριμένο έννομο συμφέρον, καθώς η ιδιότητα του μετόχου αρκεί για την άσκηση του εν λόγω ένδικου βοηθήματος. Προϋποθέσεις άσκησης της αίτησης δικαστικού ελέγχου της άρνησης αποτελούν η εμπρόθεσμη και νόμιμη αίτηση στην εταιρεία για παροχή πληροφοριών ενόψει ορισμένης συγκληθείσας ΓΣ και η άρνηση του ΔΣ να παράσχει τις πληροφορίες.

    Η κρίση του δικαστηρίου επί της αίτησης και η επίλυση της διαφοράς δεν αποσκοπεί την προσωρινή ρύθμιση της κατάστασης αλλά είναι οριστική.

    Για να είναι ορισμένη η αίτηση απαιτείται η αναφορά της ιδιότητας των αιτούντων μετοχών και του ποσοστού συμμετοχής τους στο κεφάλαιο, στην νομότυπη άσκηση του δικαιώματος πληροφόρησης και στην άρνηση του ΔΣ να παράσχει πληροφόρηση.

    Το δικαστήριο κρίνει τη βασιμότητα της άρνησης και αν αυτή είναι δικαιολογημένη ή όχι. Εφόσον κρίνει ότι το ΔΣ όφειλε να παράσχει σχετική πληροφόρηση, υποχρεώνει την εταιρεία στην παροχή της.

     

    Το δικαίωμα παροχής πληροφοριών για την πορεία των εταιρικών υποθέσεων είναι ιδιαίτερα κρίσιμο: Για τους μετόχους της ΑΕ που συγκεντρώνουν το 1/10 του μετοχικού της κεφαλαίου που αξιώνει ο νόμος, καθώς τους παρέχει σημαντική πληροφόρηση που, υπό άλλες προϋποθέσεις θα εστερούντο. Για την ΑΕ καθώς καθιστά διαφανή τη λειτουργία της. Για εκείνους που διοικούν την εταιρεία καθώς όχι μόνο διαφανής καθίσταται η διοίκησή τους αλλά και γιατί τα στοιχεία που είναι υποχρεωτικό να τους παρασχεθούν, μπορεί να αποτελέσουν τη βάση για την άσκηση αστικών και ποινικών αξιώσεων σε βάρος τους. Δεν θα ήταν λοιπόν υπερβολή να υποστηριχθεί πως εκτός από δικαίωμα κρίσιμο είναι και ένα δικαίωμα (δυνητικά) επικίνδυνο.-

     

    Σταύρος Κουμεντάκης

    Managing Partner

    Koumentakis and Associates Law Firm

     

     

    Σημ.: Το παρόν άρθρο αποτελεί τμήμα ευρύτερης ενότητας αρθρογραφίας της Δικηγορικής μας Εταιρείας για τις ΑΕ. Στην ενότητα αυτή επιχειρούμε την ανάλυση, άρθρο προς άρθρο-με business view, πάντα, προσέγγιση, του νόμου για τις ΑΕ (:4548/2018).

     

     

  • Γενική Συνέλευση ΑΕ: Το Ανώτατο Εταιρικό Όργανο

    Γενική Συνέλευση ΑΕ: Το Ανώτατο Εταιρικό Όργανο

    Θεμελιώδη σημασία για την ΑΕ, έχει το ΔΣ και ο πολυσήμαντος ρόλος που διαδραματίζει στη λειτουργία της εταιρείας (Διαβάστε:Το Διοικητικό Συμβούλιο Της ΑΕ: Λειτουργία, Εξουσία, Μέλη). «Ανοίγοντας» το κεφάλαιο, Γενική Συνέλευση ΑΕ, (ΓΣ) θα μας απασχολήσει η ιδιαίτερη σημασία και αξία της ως το ανώτατο όργανο της ΑΕ και βεβαίως οι περιορισμοί της εξουσίας της.

    Γενική Συνέλευση ΑΕ: Το εύρος των αποφάσεων και εξουσίας της

    Η ΓΣ αναγορεύεται από τον νόμο (:άρ. 116 ν. 4548/2018-όπως και υπό το προϊσχύσαν άρ. 33 κ.ν. 2190/1920) ως το «ανώτατο όργανο» της ΑΕ (βλ. Αιτιολογική Έκθεση επί του άρ. 116 εδ. α’ ν. 4548/2018). Καταδεικνύεται, επομένως, η ιεραρχική οργάνωση της ΑΕ, στην ανώτερη βαθμίδα της οποίας βρίσκεται η ΓΣ. Συνιστά όργανο συλλογικό, μέλη του οποίου είναι, αποκλειστικά, οι μέτοχοι της εταιρείας (πρακτικά: ιδιοκτήτες της ΑΕ και φορείς του οικονομικού κινδύνου της δραστηριότητάς της).

    Ο χαρακτηρισμός της ΓΣ ως ανώτατου οργάνου της ΑΕ απορρέει και συνάδει με τη φύση των αρμοδιοτήτων που της παρέχει και αναγνωρίζει ο νόμος: Η ΓΣ «…δικαιούται να αποφασίζει για κάθε εταιρική υπόθεση» (:άρ. 116).

    Η  Γενική Συνέλευση ΑΕ έχει την εξουσία και αρμοδιότητα, μεταξύ άλλων, να εκλέγει (και να ανακαλεί ελεύθερα) το ΔΣ (και τους ελεγκτές) της ΑΕ. Να ασκεί, επίσης, έλεγχο και εποπτεία στη δραστηριότητα των εν λόγω οργάνων και προσώπων-τα οποία λογοδοτούν για τα πεπραγμένα της εκάστοτε διαχειριστικής περιόδου. Μετά το τέλος, μάλιστα, κάθε εταιρικής χρήσης, εγκρίνει (ή όχι) τη συνολική διαχείρισή τους. Επομένως, το ΔΣ της ΑΕ λειτουργεί, κατά βάση, ως εκτελεστικό όργανο της αποφασιστικής βούλησης της ΓΣ (ακριβέστερα: της πλειοψηφίας των μετόχων).

    Δεν θα ήταν υπερβολή να σημειωθεί πως η ΓΣ είναι αρμόδια να λαμβάνει τις σημαντικότερες (από άποψη σπουδαιότητας και βαρύτητας) αποφάσεις σχετικά με την υπόσταση, τη δραστηριότητα και την πορεία της εταιρείας. Ακόμα και ως προς τη λύση της. Ως προς ορισμένες, μάλιστα, αποφάσεις η αρμοδιότητά της είναι αποκλειστική (:ιδίως άρ. 117-για το οποίο επόμενη αρθρογραφία μας).

    Οι συμμετέχοντες και οι αποφάσεις

    Οι αποφάσεις της ΓΣ λαμβάνονται, φυσικά, από τους μετόχους.  Άμεσα συνυφασμένο με τη μετοχική ιδιότητα είναι το δικαίωμα της παράστασης (αυτοπρόσωπης ή δι’ αντιπροσώπου) και ενεργούς συμμετοχής τους στις συνεδριάσεις της. Οι μέτοχοι έχουν τη δυνατότητα, να ζητούν πληροφορίες-με αφορμή επικείμενη συνεδρίασή της ή κατά τις εργασίες της ΓΣ. Κατά τη διεξαγωγή της, μάλιστα, έχουν το δικαίωμα να λαμβάνουν τον λόγο, και να απευθύνουν ερωτήσεις-στο προκαθορισμένο, από τον νόμο, πλαίσιο. Απώτερος σκοπός όλων των επιμέρους, τέτοιας φύσης, δικαιωμάτων είναι, κατά βάση, η δημιουργία των αναγκαίων προϋποθέσεων για την τεκμηριωμένη άσκηση του δικαιώματος ψήφου για καθένα από τα θέματα της ημερήσιας διάταξης. Προϋποτίθεται, φυσικά, ότι κατέχουν δικαίωμα ψήφου είτε διαθέτοντες την πλήρη κυριότητα των μετοχών τους είτε, λ.χ., ως επικαρπωτές ή ενεχυρούχοι δανειστές. Κατά την ψηφοφορία δεν είναι δυνατό να συμμετάσχουν, αυτονοήτως, όταν στερούνται του δικαιώματος ψήφου (οι κύριοι, λ.χ., προνομιούχων μετοχών χωρίς δικαίωμα ψήφου).

    Προκειμένου να παράξουν έννομα αποτελέσματα οι αποφάσεις της ΓΣ προϋποτίθεται η συγκέντρωση των ποσοστών απαρτίας και πλειοψηφίας για τη λήψη της καθεμιάς απόφασης, όπως προβλέπεται στον νόμο και το καταστατικό. Η ψηφοδοσία μεμονωμένου μετόχου (όχι, όμως, του μοναδικού ή πλειοψηφούντος) ουδεμία συνέπεια επιφέρει. Συμβάλλει, απλά στον σχηματισμό της εταιρικής βούλησης, όπως αυτή εκφράζεται από τη ΓΣ. Οι αποφάσεις, βέβαια, της ΓΣ δεσμεύουν το σύνολο των μετόχων, ανεξάρτητα αν  απέχουν, είναι απόντες ή διαφωνούντες (αρ. 116 εδ. β΄).

    Η δράση της ΓΣ (σε αντίθεση με τον διαρκή χαρακτήρα του ΔΣ) είναι περιοδική. Το όργανο, συνεδριάζει -αλλά και υφίσταται για τη λήψη των κατά τον νόμο και το καταστατικό  αποφάσεών του- μόνο όταν συγκληθεί για το σκοπό αυτό. Η σύγκλησή της άλλοτε είναι υποχρεωτική (:τακτική ΓΣ) και άλλοτε όταν κρίνεται, από τις περιστάσεις, αναγκαία (:έκτακτη ΓΣ). Σημαντική είναι η παροχή διευκόλυνσης στους μετόχους να συμπράξουν στη λήψη απόφασης χωρίς, κατ’ ανάγκη, να λάβει χώρα συνεδρίαση ή, ακόμα, και με την απλή – προσυπογραφή του σχετικού πρακτικού (βλ. άρ. 135 και άρ. 136 αντίστοιχα).

    Διάκριση Εξουσιών Διοικητικό Συμβούλιο & Γενική Συνέλευση ΑΕ

    Η διαχείριση της ΑΕ ανήκει, κατ’ αρχάς, στο ΔΣ. Η ΓΣ, ωστόσο, έχει την δυνατότητα/εξουσία να παρεμβαίνει στη σχετική αρμοδιότητα του ΔΣ. Για τον βαθμό, πάντως, αυτής της παρέμβασης έχουν αναπτυχθεί διαφορετικές απόψεις. Κατά την κρατούσα (και ορθή) άποψη, η ΓΣ διαθέτει ευρεία και γενική αρμοδιότητα. Αναγνωρίζονται, εξάλλου (άρ. 116 και 86) περιθώρια (θετικής ή αρνητικής) παρέμβασης της ΓΣ στο έργο του ΔΣ.

    Είναι σημαντικό, πάντως, να σημειωθεί πως η εξουσία παρέμβασης της ΓΣ δεν είναι δυνατό να οδηγεί σε αυθαίρετο σφετερισμό εξουσιών, οι οποίες έχουν ανατεθεί σε άλλα εταιρικά όργανα. Αποκλείεται, στο πλαίσιο αυτό, η εξ ολοκλήρου αφαίρεση από το ΔΣ της (από τον νόμο απορρέουσας) διαχειριστικής του εξουσίας (:άλλωστε, τούτο θα είχε ως αποτέλεσμα το ανεύθυνο του ΔΣ). Ποιο όμως το νόημα μιας τέτοιας επιλογής της ΓΣ; Απλούστερο θα ήταν να επιλέξει (και εκλέξει) ένα νέο ΔΣ, το οποίο εκείνη θα εξέφραζε και κατά τις κατευθύνσεις της (εκείνο και τα υποκατάστατα όργανά του) θα λειτουργούσε…

    Είναι εφικτό να περιοριστεί το εύρος της εξουσίας του ΔΣ στη βάση καταστατικής (και, άρα, γενικής) πρόβλεψης. Ωστόσο, ο περιορισμός των υποχρεώσεων των μελών του ΔΣ, καθώς και η αλλοίωση του καθεστώτος ευθύνης τους δεν αποτελούν ζητήματα που επιδέχονται καταστατική ρύθμιση. Ενδεχόμενος περιορισμός των καθηκόντων του ΔΣ είναι, πάντως, ανεκτός με ειδική-σχετική απόφαση της ΓΣ. Μια τέτοια απόφαση, συνήθως, θα αφορά συγκεκριμένη πράξη (ή ενότητα αρμοδιοτήτων) του ΔΣ. Ανεξάρτητα, πάντως, από τους όποιους θεωρητικούς προβληματισμούς, ο επηρεασμός των αποφάσεων του ΔΣ, θα πρέπει να θεωρείται, κατά κανόνα, δεδομένος καθώς οι πλειοψηφούντες μέτοχοι είναι εκείνοι που εκλέγουν -και διατηρούν στην εξουσία- τα μέλη του ΔΣ. Εκείνα με τη σειρά τους (τα μέλη του ΔΣ), τα συμφέρονται των μετόχων πλειοψηφίας εκφράζουν και υπερασπίζονται τα οποία, κατά κανόνα, προάγουν. Κάποιες φορές μάλιστα και πριν από τα εταιρικά όμοια.

    Είναι ενδεχόμενο να αξιώνεται, από το καταστατικό, η προηγούμενη ενημέρωση ή/και συγκατάθεση ή η (εκ των υστέρων) έγκριση της ΓΣ για τη διενέργεια συγκεκριμένων πράξεων διαχείρισης από το ΔΣ ή υποκατάστατα όργανα. Ιδίως όταν πρόκειται να ληφθούν αποφάσεις, που από τη φύση τους δημιουργούν κινδύνους για την εταιρεία (όπως λ.χ. η μεταβίβαση/εκποίηση σημαντικών περιουσιακών στοιχείων). Γίνεται, και ορθά, δεκτό ότι η ΓΣ όχι μόνον δικαιούται αλλά και υποχρεούται να επεμβαίνει υπερασπιζόμενη το εκάστοτε συμφέρον των μετόχων (ΜΠΚορ 2263/2003 – ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

    Η λήψη απόφασης από την ΓΣ πέραν των ορίων της εξουσίας της, ουδεμία υποχρέωση συμμόρφωσης και δέσμευσης γεννά έναντι του ΔΣ. Βέβαια, δεδομένης της ρευστότητας των συναφών ορίων, τα περιθώρια παρέμβασης των μετόχων πρέπει να κρίνονται κατά περίπτωση και σύμφωνα πάντοτε με τις εκάστοτε ισχύουσες συνθήκες. Μεγαλύτερη ευχέρεια επέμβασης της ΓΣ σε ζητήματα εταιρικής οργάνωσης αναγνωρίζεται, εφόσον πρόκειται για μη εισηγμένη εταιρεία. Αντίθετα, επί εισηγμένων εταιρειών, δεδομένης και της ασσυμετρίας συμφερόντων μεταξύ ΓΣ και ΔΣ, η εμπλοκή της ΓΣ νοείται σε αποφάσεις που (κατ’ αντικείμενο και σπουδαιότητα) εκφεύγουν της τρέχουσας διαχείρισης του ΔΣ.

    Δεσμευτική Ισχύς Αποφάσεων ΓΣ – Προϋποθέσεις

    Οι αποφάσεις της ΓΣ παράγουν, κατά τα προαναφερθέντα, δεσμευτικά αποτελέσματα και αναπτύσσουν έννομες συνέπειες για όλους τους μετόχους της ΑΕ. Και τούτο, ανεξάρτητα αν οι μέτοχοι συμμετείχαν ή όχι στην κρίσιμη συνεδρίαση (ή/και ψηφοφορία). Ανεξάρτητα, μάλιστα, κι αν υπερψήφισαν ή καταψήφισαν.

    Δεσμευτική ισχύ, όμως, παράγουν, οι νόμιμες αποφάσεις της ΓΣ. Η νομιμότητα εξετάζεται σε δύο επίπεδα: (α) στην τήρηση της νόμιμης διαδικασίας λήψης της απόφασης και (β) στη συμφωνία του περιεχομένου της ληφθείσας απόφασης με τον νόμο και το καταστατικό.

    Ειδικότερα, η ΓΣ λαμβάνει έγκυρα αποφάσεις εφόσον έχει συγκληθεί, συγκροτηθεί και αποφασίσει σύμφωνα με τους νόμιμους τύπους και τις (τυχόν υπάρχουσες ειδικότερες) καταστατικές προβλέψεις. Σε περίπτωση που εμφιλοχωρήσει σχετική πλημμέλεια, η απόφαση θα είναι ακυρώσιμη. Τούτο πρακτικά σημαίνει πως θα παράγει, κανονικά, έννομα αποτελέσματα, έως ότου ακυρωθεί με τελεσίδικη δικαστική απόφαση (:άρ. 137).

    Ως προς το περιεχόμενό της, σε περίπτωση που η ληφθείσα απόφαση αντιβαίνει στον νόμο ή/και το καταστατικό, τούτη θα είναι άκυρη (άρ. 138-προβλέπεται, ωστόσο, δυνατότητα ίασης της ακυρότητας κατά §4 του ίδιου άρθρου).

    Οι μέτοχοι -όπως, ήδη, αναφέρθηκε- έχουν τη δυνατότητα να λάβουν απόφαση και χωρίς συνεδρίαση. Είτε εξ αποστάσεως στη ΓΣ με τη χρήση ηλεκτρονικών μέσων (άρ. 135) είτε μέσω της προσυπογραφής πρακτικού χωρίς συνεδρίαση (άρ. 136). Ομοίως, οι αποφάσεις του προηγούμενου εδαφίου δεσμεύουν και τους διαφωνούντες μετόχους. Ωστόσο, στην περίπτωση της προσυπογραφής πρακτικού, για το υποστατό της απόφασης απαιτείται τούτο να φέρει τις υπογραφές του συνόλου των μετόχων.

    Τέλος, σε περίπτωση που στην ΑΕ έχουν εκδοθεί περισσότερες της μίας κατηγορίες μετοχών, για τη νόμιμη λήψη ορισμένων αποφάσεων από τη ΓΣ (:λ.χ. για αύξηση ή μείωση του μετοχικού κεφαλαίου), απαιτείται σχετική έγκριση από την ιδιαίτερη συνέλευση της κατηγορίας μετόχων που θίγονται από τη συγκεκριμένη απόφαση. Ομοίως, απόφαση της ιδιαίτερης συνέλευσης απαιτείται να ληφθεί από τους μετόχους που εκπροσωπούν προνομιούχες μετοχές επί αποφάσεως της εταιρείας για κατάργηση ή περιορισμό προνομίου τους (άρ. 38 §7).

    Ουδεμία αμφιβολία χωρεί πως η Γενική Συνέλευση ΑΕ είναι το ανώτατο όργανο της επιχείρησης. Τούτο όμως δεν σημαίνει πως μπορεί να καταργήσει ή υποκαταστήσει τα λοιπά όργανά της. Δεν σημαίνει επίσης πως μπορεί να λειτουργεί χωρίς κανόνες. Εξάλλου, η λειτουργία και αποφάσεις της ελέγχονται, δικαστικά, για την νομιμότητά τους. Ιδιαίτερα προσεκτικοί, κατά τούτο, οφείλουμε να είμαστε σε όλα τα στάδια της: σύγκληση, διενέργεια, αποφάσεις. Για τις αποκλειστικής αρμοδιότητας, πάντως, αποφάσεις της, σε επόμενη αρθρογραφία μας.-

    Διαβάστε επίσης σχετικά άρθρα

     


    Γράφει ο  Σταύρος Κουμεντάκης Managing Partner Koumentakis and Associates Law Firm


     

    Υ.Γ. Συνοπτική έκδοση του άρθρου δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ, στις 14 Ιανουαρίου 2024.

    Η πληροφόρηση που εμπεριέχεται στο παρόν άρθρο δεν συνιστά (ούτε και έχει σκοπό να αποτελέσει) νομική συμβουλή. Μια τέτοια νομική συμβουλή είναι δυνατό να παρασχεθεί μόνον από αρμόδιο δικηγόρο ο οποίος θα λάβει υπόψη του το σύνολο των δεδομένων που θα του εκθέσετε για την υπόθεσή σας. Διαβάστε περισσότερα περί  Αποποίηση ευθύνης

  • Ευθύνη Μελών ΔΣ: Ασφαλιστικές Εισφορές, Τελωνειακές Παραβάσεις, Πτωχευτικός Κώδικας, Απιστία & «Ξέπλυμα»

    Ευθύνη Μελών ΔΣ: Ασφαλιστικές Εισφορές, Τελωνειακές Παραβάσεις, Πτωχευτικός Κώδικας, Απιστία & «Ξέπλυμα»

    Σε σειρά προηγούμενης αρθρογραφίας μας, μας απασχόλησε η ευθύνη των μελών του ΔΣ μιας ΑΕ. Συγκεκριμένα, ασχοληθήκαμε με την εσωτερική (ενδοεταιρική) ευθύνη των μελών του ΔΣ από πράξεις ή παραλείψεις τους, που θέτουν σε κίνδυνο την εταιρική περιουσία (άρ. 102-108, ν. 4548/2018). Επίσης, με την «εξωτερική» ευθύνη των διοικητών της ΑΕ για την άμεση ζημία μετόχων ή τρίτων εξαιτίας της (παράνομης και υπαίτιας) δράσης τους. Επιπλέον, με την ευθύνη των προαναφερόμενων προσώπων έναντι εταιρικών δανειστών λόγω πρόκλησης ή παρέλκυσης της πτώχευσης ή από φορολογικές παραβάσεις της ΑΕ. Στο παρόν θα μας απασχολήσουν οι λοιπές ευθύνες (αστικές, διοικητικές, ποινικές) που ενδέχεται να βαρύνουν τους διοικητές της ΑΕ από τελωνειακές παραβάσεις της ΑΕ και μη εξόφληση ασφαλιστικών εισφορών. Τέλος, από τη δυνητική απιστία των διοικητών του νομικού προσώπου σε βάρος του τελευταίου, καθώς και από τις ποινικές διατάξεις του πτωχευτικού κώδικα. Κι όλα τούτα υπό το πρίσμα και της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες.

     

    Ευθύνη Από Μη Καταβολή Ασφαλιστικών Εισφορών

    Αλληλέγγυα ευθύνη των διοικητών της ΑΕ, με την τελευταία,  θεσπίζεται αναφορικά με την (μη) καταβολή ασφαλιστικών εισφορών.

    Ειδικότερα, νόμιμοι εκπρόσωποι, πρόεδροι, διαχειριστές, διευθύνοντες σύμβουλοι, εντεταλμένοι στη διοίκηση και εκκαθαριστές των νομικών προσώπων και νομικών οντοτήτων (όπως αυτές προσδιορίζονται στο άρ. 3 ν. 4174/2013) ευθύνονται προσωπικά, αλληλέγγυα και εις ολόκληρον για την καταβολή των ασφαλιστικών εισφορών, πρόσθετων τελών, προσαυξήσεων και λοιπών επιβαρύνσεων που οφείλονται από τα νομικά πρόσωπα και τις νομικές οντότητες προς τους Φορείς Κοινωνικής Ασφάλισης, ανεξάρτητα από τον χρόνο βεβαίωσής τους. Εν προκειμένω, για την κατάφαση της ευθύνης της πρέπει να συντρέχουν, ομοίως, οι προϋποθέσεις για την αλληλέγγυα ευθύνη σε παραβάσεις φορολογικής φύσεως [βλ. σχετικά, άρ. 31 ν. 4321/2015, όπως τροποποιήθηκε με τον ν. 4646/2019 (το άρθρο 66 του οποίου τροποποιήθηκε δυνάμει του άρθρου 31 ν. 4701/2020), και Εγκύκλιο e-ΕΦΚΑ 62/21].

    Συγκεκριμένα, προκειμένου να στοιχειοθετηθεί η εν λόγω ευθύνη των ανωτέρω προσώπων, απαιτείται να συντρέχουν σωρευτικά οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

    (α) Τα προαναφερθέντα πρόσωπα πρέπει να είχαν τις ανωτέρω ιδιότητες κατά τον χρόνο λειτουργίας του νομικού προσώπου είτε κατά τον χρόνο λύσης, διάλυσης ή συγχώνευσής του είτε κατά τη διάρκεια της εκκαθάρισής του.

    (β) Οι οφειλές να κατέστησαν ληξιπρόθεσμες κατά την διάρκεια της θητείας των ανωτέρω προσώπων (υπό την επιφύλαξη του νόμου σχετικά με τον χρόνο αναγωγής των οφειλών όταν τυχόν φόρος επιβάλλεται κατόπιν ελέγχου φορολογικής αρχής και τις περιπτώσεις υπαγωγής σε ρύθμιση). Εφόσον, επομένως, κάποια οφειλή καταστεί ληξιπρόθεσμη το επόμενο έτος από αυτό στο οποίο ανάγεται, τότε ευθύνη υπέχει εκείνος που ασκεί τη διοίκηση της ΑΕ τότε που κατέστη ληξιπρόθεσμη η οφειλή. Δεν ευθύνεται, με άλλα λόγια, εκείνος που ασκούσε τη διοίκηση της ΑΕ κατά τον χρόνο που γεννήθηκε η επίμαχη οφειλή.

    (γ) Οι οφειλές να μην καταβλήθηκαν ή αποδόθηκαν στο Δημόσιο από υπαιτιότητά των ανωτέρω προσώπων-διοικητών (με τη ρητή, όμως, διευκρίνιση πως το βάρος απόδειξης για την, ενδεχόμενη, μη ύπαρξη υπαιτιότητας φέρουν τα συγκεκριμένα πρόσωπα). Στην περίπτωση που συντρέχει ευθύνη των ανωτέρω προσώπων (κατά τα ανωτέρω διαλαμβανόμενα), τεκμαίρεται και η υπαιτιότητά τους. Εκτός αν τούτα ανταποδείξουν έλλειψη υπαιτιότητας. Η σχετική με το θέμα αναμόρφωση του θεσμικού πλαισίου έχει ως στόχο την ανάληψη ευθυνών από πρόσωπα που πράγματι άσκησαν διοίκηση κατά τον κρίσιμο χρόνο γένεσης της φορολογικής οφειλής. Ήτοι από πρόσωπα, τα οποία είχαν τη δυνατότητα να ενεργούν στο όνομα και για λογαριασμό του νομικού προσώπου και να εκπληρώνουν τις υποχρεώσεις του.

    Περαιτέρω, εξακολουθεί να βρίσκεται σε ισχύ η διάταξη του άρθρου 1 §1 και 2 ν. 86/1967, η οποία ποινικοποιεί –υπό προϋποθέσεις- την μη καταβολή εργοδοτικών εισφορών όσο και την παρακράτηση και μη απόδοση των εισφορών των εργαζομένων. Οι σχετικές κυρώσεις δεν είναι, επίσης, ασήμαντες (:ποινή φυλάκισης τουλάχιστον 3 μηνών και σωρευτικά χρηματική ποινή τουλάχιστον 10.000 δραχμών και ποινή φυλάκισης τουλάχιστον 6 μηνών και σωρευτικά χρηματική ποινή τουλάχιστον 10.000 δραχμών, αντίστοιχα). Παράλληλα, κατά την §7 περ. α΄ του ίδιου άρθρου, ως αυτουργοί για εργοδότες μη φυσικά πρόσωπα, των σχετικών αδικημάτων, θεωρούνται ως προς τις ημεδαπές ΑΕ: οι πρόεδροι των ΔΣ, οι διευθύνοντες ή εντεταλμένοι ή συμπράττοντες σύμβουλοι, οι διοικητές, οι γενικοί διευθυντές ή διευθυντές και γενικά κάθε πρόσωπο εντεταλμένο είτε άμεσα από το νόμο είτε από ιδιωτική βούληση είτε με δικαστική απόφαση στη διοίκηση ή διαχείριση αυτών. Αν ελλείπουν όλα τα παραπάνω πρόσωπα, ως αυτουργοί θεωρούνται τα μέλη των διοικητικών συμβουλίων των εταιριών αυτών, εφόσον ασκούν πράγματι προσωρινά ή διαρκώς ένα από τα προαναφερόμενα καθήκοντα.

     

    Ευθύνη Από Τελωνειακής Φύσεως Παραβάσεις

    Ευθύνη των διοικητών της ΑΕ  ενδέχεται να στοιχειοθετηθεί (και) λόγω τελωνειακής φύσεως παραβάσεων.

    Συγκεκριμένα, βάσει όσων ορίζει ο Τελωνειακός Κώδικας (ν. 2960/2001), τελωνειακή οφειλή είναι η υποχρέωση κάθε φυσικού ή νομικού προσώπου έναντι Τελωνειακής Αρχής για καταβολή του συνόλου των δασμών, των φόρων, συμπεριλαμβανομένου του φόρου προστιθέμενης αξίας (Φ.Π.Α.), και των λοιπών δικαιωμάτων του Δημοσίου, που αναλογούν σε εμπορεύματα και τα επιβαρύνουν κατά τις οικείες διατάξεις.

    Για την καταβολή της τελωνειακής οφειλής ευθύνονται, για τις ημεδαπές ΑΕ, προσωπικά και αλληλέγγυα: οι πρόεδροι των ΔΣ, οι διευθύνοντες ή εντεταλμένοι ή συμπράποντες σύμβουλοι, οι διοικητές, οι γενικοί διευθυντές ή διευθυντές, και γενικά, κάθε πρόσωπο εντεταλμένο, είτε άμεσα από το νόμο, είτε από ιδιωτική βούληση είτε με δικαστική απόφαση στη διοίκηση ή διαχείριση αυτών. Αν ελλείπουν όλα τα παραπάνω πρόσωπα, ως αυτουργοί θεωρούνται τα μέλη των διοικητικών συμβουλίων των εταιριών αυτών, εφόσον ασκούν πράγματι προσωρινά ή διαρκώς ένα από τα προαναφερόμενα καθήκοντα, καθώς και οι εκκαθαριστές ΑΕ, κατά τον χρόνο διάλυσης ή συγχώνευσής τους, ανεξάρτητα από τον χρόνο βεβαίωσης της οφειλής (άρ. 29 και 153 περ. α΄ ν. 2960/2001).

    Τα ίδια, προαναφερθέντα, πρόσωπα θεωρούνται αυτουργοί ή, κατά περίπτωση συνεργοί των αδικημάτων της λαθρεμπορίας και, κατ’ ακολουθίαν, εκτίθενται στις σχετικές (όχι ήσσονος σημασίας) ποινικές κυρώσεις (:στη βασική του μορφή, φυλάκιση τουλάχιστον 6 μηνών –άρ. 157).

     

    Ευθύνη Από Ποινικές Διατάξεις Του Πτωχευτικού Κώδικα

    Ο Πτωχευτικός Κώδικας (ν. 4738/2020) περιλαμβάνει σειρά διατάξεων (άρ. 197-203 ΠτΚ) που προβλέπουν ποινική ευθύνη των διαχειριστών, των μελών της διοίκησης και των διευθυντών νομικών προσώπων στα οποία αναφέρεται τυχόν πτώχευση, εφόσον τα πρόσωπα αυτά τέλεσαν τις προβλεπόμενος στις εν λόγω διατάξεις άδικες πράξεις (άρ. 202 §1 ΠτΚ). Συγκεκριμένα, σε βάρος των εν λόγω προσώπων ενδέχεται να στοιχειοθετηθεί ευθύνη για τα αδικήματα: (α) της χρεοκοπίας (άρ. 197 ΠτΚ) και (β) της ευνοϊκής μεταχείρισης πιστωτή (άρ. 198 ΠτΚ).

    Περαιτέρω, ως ορίζεται ρητά, οι διαχειριστές, τα μέλη της διοίκησης και οι διευθυντές των νομικών προσώπων τιμωρούνται με τις ποινές της §1 του άρθρου περί χρεοκοπίας (:ποινή φυλάκισης τουλάχιστον 2 ετών και χρηματική ποινή-άρ. 197 ΠτΚ), και στην περίπτωση που λάβουν προκαταβολές, ανώτερες από αυτές που προβλέπονται στην απόφαση του αρμόδιου εταιρικού οργάνου ή στο καταστατικό του νομικού προσώπου (άρ. 202 §2 ΠτΚ).

     

    Ευθύνη Από Ρυθμίσεις Του Ποινικού Κώδικα: Το Έγκλημα Της Απιστίας

    Η διοίκηση μιας ΑΕ και τα μέλη της είναι δυνατόν να ευθύνονται (και) βάσει των διατάξεων του Ποινικού Κώδικα για το έγκλημα της απιστίας (άρ. 390 ν. 4619/2019) όταν προκαλούν, με γνώση, βέβαιη ζημία στην περιουσία άλλου, της οποίας έχουν, βάσει του νόμου ή δικαιοπραξίας, την επιμέλεια ή διαχείριση.

    Προκειμένου περί διαχειριστικών αδικημάτων σε βάρος της περιουσίας νομικού προσώπου, το έγκλημα αυτό το τελούν όσοι παραβιάζουν τους κανόνες της επιμελούς διαχείρισης-φυσικά και τα μέλη του ΔΣ της ανώνυμης εταιρείας.

    Τα εν λόγω πρόσωπα τιμωρούνται με φυλάκιση και αν η ζημία που προξενήθηκε είναι ιδιαίτερα μεγάλη, με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και χρηματική ποινή. Στη διακεκριμένη μορφή του εγκλήματος, αν η ζημία που προκλήθηκε υπερβαίνει συνολικά το ποσό των εκατόν είκοσι χιλιάδων ευρώ επιβάλλεται κάθειρξη έως δέκα έτη και χρηματική ποινή.

     

    Νομιμοποίηση Εσόδων Από Εγκληματικές Δραστηριότητες

    Επισημαίνεται, τέλος, ότι τα ανωτέρω εγκλήματα της λαθρεμπορίας και της μη καταβολής χρεών προς το Δημόσιο περιλαμβάνονται στα «βασικά αδικήματα» για τη στοιχειοθέτηση ευθύνης όσον αφορά τη νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες (ν. 4816/2021). Με άλλα λόγια: το αδίκημα της νομιμοποίησης συντρέχει, σωρευτικά (και) με τα προαναφερθέντα αδικήματα. Οι επαπειλούμενες ποινές για το  αδίκημα της νομιμοποίησης εσόδων δεν είναι διόλου αμελητέες (:στη βασική του μορφή, η άδικη πράξη τιμωρείται με κάθειρξη έως 8 έτη και με χρηματική ποινή από 300 έως χίλιες 1.000 ημερήσιες μονάδες–άρ. 6).

     

    Διαπιστώσαμε, ήδη, πως οι ευθύνες των μελών του ΔΣ είναι εξαιρετικά εκτεταμένες. Απορρέουν από τις διατάξεις του νόμου για τις ΑΕ και εκτός αυτού. Οι τελευταίες, μάλιστα, μοιάζουν περισσότερο σημαντικές. Υψηλότερο ενδιαφέρον φαίνεται πως ελκύουν, για ευνόητους λόγους, οι διατάξεις που αφορούν την ευθύνη των μελών του ΔΣ και διοικητών της ΑΕ από τη μη πληρωμή των ασφαλιστικών υποχρεώσεων της τελευταίας. Η ευθύνη του υπόχρεου νομικού προσώπου και των συνυπόχρεων φυσικών προσώπων/διοικητών του είναι εις ολόκληρον και αλληλέγγυα. Αντίστοιχες και οι ευθύνες των διοικητών της ΑΕ από παραβάσεις του Τελωνειακού και Πτωχευτικού Κώδικα.  Σημαντικότερες όμως, για πολλούς λόγους, είναι οι σχετικές ποινικές ευθύνες των εμπλεκόμενων διοικητών-φυσικών προσώπων. Φυσικά και οι ευθύνες και κυρώσεις από το αδίκημα της απιστίας. Αν αναλογιστούμε, μάλιστα, πως οι υπεύθυνοι θα διωχθούν, δυνητικά (και σωρευτικά) για νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες, αντιλαμβανόμαστε -και εν προκειμένω- πως οι σχετικές ευθύνες δεν είναι διόλου απλές. Ούτε αμελητέες.-

    Σταύρος Κουμεντάκης
    Managing Partner

     

    Υ.Γ. Συνοπτική έκδοση του άρθρου δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ, στις 17 Σεπτεμβρίου 2023.

    Η πληροφόρηση που εμπεριέχεται στο παρόν άρθρο δεν συνιστά (ούτε και έχει σκοπό να αποτελέσει) νομική συμβουλή. Μια τέτοια νομική συμβουλή είναι δυνατό να παρασχεθεί μόνον από αρμόδιο δικηγόρο ο οποίος θα λάβει υπόψη του το σύνολο των δεδομένων που θα του εκθέσετε για την υπόθεσή σας. Αναλυτικά.

  • Ευθύνη Μελών ΔΣ: Φορολογικές Παραβάσεις

    Ευθύνη Μελών ΔΣ: Φορολογικές Παραβάσεις

    Σε σειρά προηγούμενης αρθρογραφίας μας, μας απασχόλησε η ευθύνη των μελών του ΔΣ μιας ΑΕ. Συγκεκριμένα, ασχοληθήκαμε με την εσωτερική (ενδοεταιρική) ευθύνη των μελών του ΔΣ από πράξεις ή παραλείψεις τους, που θέτουν σε κίνδυνο την εταιρική περιουσία (άρ. 102-108, ν. 4548/2018). Επίσης, με την «εξωτερική» ευθύνη των διοικητών της ΑΕ για την άμεση ζημία μετόχων ή τρίτων εξαιτίας της (παράνομης και υπαίτιας) δράσης τους. Επιπλέον, η ευθύνη των προαναφερόμενων προσώπων έναντι εταιρικών δανειστών λόγω πρόκλησης ή παρέλκυσης της πτώχευσης. Στο παρόν θα μας απασχολήσουν οι λοιπές ευθύνες που ενδέχεται να βαρύνουν τους διοικητές της ΑΕ από φορολογικές παραβάσεις της τελευταίας.

     

    Ευθύνη Από Φορολογικής Φύσεως Παραβάσεις

    Αλληλέγγυα Ευθύνη Διοικούντων Την ΑΕ

    Οι διοικούντες την ΑΕ ευθύνονται, υπό προϋποθέσεις, προσωπικά και αλληλέγγυα για φορολογικές οφειλές και υποχρεώσεις της ΑΕ.

    Συγκεκριμένα, όπως, ρητά, προβλέπεται στο άρθρο 50 ΚΦΔ (ν. 4987/2022), «Τα πρόσωπα που είναι εκτελεστικοί πρόεδροι, διευθυντές, γενικοί διευθυντές, διαχειριστές, διευθύνοντες σύμβουλοι, εντεταλμένοι στη διοίκηση και εκκαθαριστές των νομικών προσώπων και νομικών οντοτήτων, καθώς και τα πρόσωπα που ασκούν εν τοις πράγμασι τη διαχείριση ή διοίκηση νομικού προσώπου ή νομικής οντότητας, ευθύνονται προσωπικά και αλληλέγγυα για την πληρωμή του φόρου εισοδήματος, παρακρατούμενου φόρου, κάθε επιρριπτόμενου φόρου, Φ.Π.Α. και του ΕΝ.Φ.Ι.Α., που οφείλονται από αυτά τα νομικά πρόσωπα και τις νομικές οντότητες, ανεξάρτητα από τον χρόνο βεβαίωσής τους, ως και για τους τόκους, πρόστιμα, προσαυξήσεις και οποιεσδήποτε διοικητικές χρηματικές κυρώσεις επιβάλλονται επ` αυτών…».

    Προκειμένου, ωστόσο, να στοιχειοθετηθεί η εν λόγω ευθύνη των συγκεκριμένων προσώπων, απαιτείται να συντρέχουν σωρευτικά οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

    (α) Τα προαναφερθέντα πρόσωπα πρέπει να είχαν τις ανωτέρω ιδιότητες κατά τον χρόνο λειτουργίας του νομικού προσώπου είτε κατά τον χρόνο λύσης, διάλυσης ή συγχώνευσής του είτε κατά τη διάρκεια της εκκαθάρισής του.

    (β) Οι οφειλές να κατέστησαν ληξιπρόθεσμες κατά την διάρκεια της θητείας των ανωτέρω προσώπων (υπό την επιφύλαξη του νόμου σχετικά με τον χρόνο αναγωγής των οφειλών όταν τυχόν φόρος επιβάλλεται κατόπιν ελέγχου φορολογικής αρχής και τις περιπτώσεις υπαγωγής σε ρύθμιση). Εφόσον, επομένως, κάποια οφειλή καταστεί ληξιπρόθεσμη το επόμενο έτος από αυτό στο οποίο ανάγεται, τότε ευθύνη υπέχει εκείνος που ασκεί τη διοίκηση της ΑΕ τότε που κατέστη ληξιπρόθεσμη η οφειλή. Δεν ευθύνεται, με άλλα λόγια, εκείνος που ασκούσε τη διοίκηση της ΑΕ κατά τον χρόνο που γεννήθηκε η επίμαχη οφειλή.

    (γ) Οι οφειλές να μην καταβλήθηκαν ή αποδόθηκαν στο Δημόσιο από υπαιτιότητά των ανωτέρω προσώπων-διοικητών (με τη ρητή, όμως, διευκρίνιση πως το βάρος απόδειξης για την, ενδεχόμενη, μη ύπαρξη υπαιτιότητας φέρουν τα συγκεκριμένα πρόσωπα).

    Πρόκειται, επομένως, για μη γνήσια ή νόθο αντικειμενική ευθύνη. Τούτο σημαίνει ότι στην περίπτωση που συντρέχει ευθύνη των ανωτέρω προσώπων (κατά τα ανωτέρω διαλαμβανόμενα), τεκμαίρεται και η υπαιτιότητά τους. Εκτός αν τούτα ανταποδείξουν έλλειψη υπαιτιότητας.

    Ο ν. 4987/2022, σε συνέχεια του νόμου 4646/2019, αποσκοπεί στη διόρθωση των κακώς κειμένων του προϋφιστάμενου καθεστώτος του ΚΦΔ. Βάσει του τελευταίου, καθίστατο σύνηθες να υπέχουν ευθύνη (και) φυσικά πρόσωπα, τα οποία, συμμετείχαν μεν στην διοίκηση της ΑΕ, δεν ασκούσαν, όμως, διοίκηση στην πραγματικότητα.

    Στο συγκεκριμένο πλαίσιο, η Αιτιολογική Έκθεση ν. 4646/2019 αναφέρει ότι κατά το προϊσχύσαν καθεστώς, η πρόσθετη αλληλέγγυα ευθύνη των ασκούντων διοίκηση σε νομικά πρόσωπα ή οντότητες για φορολογικές οφειλές των τελευταίων ήταν με τέτοιον τρόπο δομημένη, ώστε ενδέχετο να επιρρίπτεται σε βάρος προσώπων που δεν είχαν καμία συμμετοχή στη διοίκηση. Γεννιούνταν, με άλλα λόγια, υποχρεώσεις στα ανωτέρω πρόσωπα, απλώς και μόνο διότι έτυχε να διοικούν κατά τον χρόνο λύσης ή συγχώνευσης της εταιρείας.

    Δεδομένων των ανωτέρω, η αναμόρφωση του θεσμικού πλαισίου έχει ως στόχο την ανάληψη ευθυνών από πρόσωπα που πράγματι άσκησαν διοίκηση κατά τον κρίσιμο χρόνο γένεσης της φορολογικής οφειλής. Ήτοι από πρόσωπα, τα οποία είχαν τη δυνατότητα να ενεργούν στο όνομα και για λογαριασμό του νομικού προσώπου και να εκπληρώνουν τις υποχρεώσεις του.

    Ποινική Ευθύνη Διοικούντων Την ΑΕ

    Προκειμένου να προληφθούν παραβάσεις της φορολογικής νομοθεσίας από τα υπόχρεα νομικά πρόσωπα, απειλούνται ποινικές κυρώσεις σε βάρος των διοικούντων (και) της ΑΕ.  Οι συγκεκριμένες κυρώσεις αφορούν τα αδικήματα: (α) της φοροδιαφυγής και (β) της μη καταβολής βεβαιωμένων οφειλών στο Δημόσιο και στον ευρύτερο δημόσιο τομέα.

    (α) Ως προς τα εγκλήματα της φοροδιαφυγής:

    Τα εγκλήματα της φοροδιαφυγής τυποποιούνται στο άρθρο 66 ΚΦΔ.

    Συγκεκριμένα, έγκλημα φοροδιαφυγής διαπράττει όποιος με πρόθεση αποκρύπτει φορολογητέα εισοδήματα με σκοπό την αποφυγή πληρωμής του φόρου εισοδήματος, ΕΝΦΙΑ ή ειδικού φόρου ακινήτων. Επίσης, όποιος δεν αποδίδει ΦΠΑ, ΦΚΕ, φόρο ασφαλίστρων και τους παρακρατούμενους και επιρριπτόμενους φόρους, τέλη και εισφορές (τελούμενες οι ως άνω ενέργειες όπως, συγκεκριμένα, περιγράφονται στον νόμο).

    Βάσει της αξίας της παράβασης το έγκλημα λαμβάνει είτε πλημμεληματική είτε κακουργηματική μορφή, επισείοντας και διαφορετική ποινή (από φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών έως κάθειρξη).

    Σε έγκλημα φοροδιαφυγής προβαίνει, επίσης, όποιος εκδίδει πλαστά ή εικονικά φορολογικά στοιχεία, καθώς και όποιος αποδέχεται εικονικά φορολογικά στοιχεία ή νοθεύει τέτοια στοιχεία, ανεξάρτητα από το αν διαφεύγει ή μη την πληρωμή φόρου.

    Ιδίως ως προς τα νομικά πρόσωπα -και, εν προκειμένω, τις ΑΕ- ο νομοθέτης προβαίνει σε προσδιορισμό των αυτουργών (και συνεργών) των (ως άνω) εγκλημάτων της φοροδιαφυγής.

    Συγκεκριμένα, προβλέπεται ότι ως αυτουργοί στις ημεδαπές ΑΕ, εφόσον με οποιαδήποτε πράξη ή παράλειψη συντέλεσαν στην τέλεση των ως άνω αδικημάτων, θεωρούνται: «…οι πρόεδροι των διοικητικών συμβουλίων, οι διευθύνοντες, εντεταλμένοι ή συμπράττοντες σύμβουλοι, οι διοικητές, οι γενικοί διευθυντές ή διευθυντές, ως και εν γένει κάθε πρόσωπο εντεταλμένο είτε άμεσα από τον νόμο είτε από ιδιωτική βούληση είτε με δικαστική απόφαση στη διοίκηση ή διαχείριση ή εκπροσώπηση αυτών. Αν ελλείπουν όλα τα παραπάνω πρόσωπα, ως αυτουργοί θεωρούνται τα μέλη των διοικητικών συμβουλίων των εταιρειών αυτών, εφόσον ασκούν πράγματι προσωρινά ή διαρκώς ένα από τα καθήκοντα που αναφέρονται πιο πάνω.» (βλ. άρ. 67 §1 ΚΦΔ).

    Περαιτέρω, προβλέπεται ότι «ο εν γνώσει υπογράφων ανακριβή φορολογική δήλωση ως πληρεξούσιος, καθώς και όποιος με οποιοδήποτε άλλο τρόπο εν γνώσει συμπράττει ή προσφέρει άμεση συνδρομή στην τέλεση των εγκλημάτων αυτών τιμωρείται ως άμεσος συνεργός» (βλ. άρ. 67 §3 ΚΦΔ).

    Ενώ, τέλος, ως αυτουργοί ή συμμέτοχοι των ανωτέρω εγκλημάτων, προβλέπεται ρητά ότι θεωρούνται και «…όσοι ασκούν στην πραγματικότητα τις εξουσίες και αρμοδιότητες που αντιστοιχούν στις κατονομαζόμενες στον ΚΦΔ­ιδιότητες και θέσεις.» (βλ. άρ. 67 §4 ΚΦΔ).

    (β) Ως προς το αδίκημα της μη καταβολής βεβαιωμένων οφειλών στο Δημόσιο και στον ευρύτερο δημόσιο τομέα:

    Το αδίκημα της μη καταβολής χρεών τελεί όποιος δεν καταβάλλει τα βεβαιωμένα στη Φορολογική Διοίκηση χρέη προς το Δημόσιο, τα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, τις επιχειρήσεις και τους οργανισμούς του ευρύτερου δημόσιου τομέα για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των τεσσάρων μηνών (άρ. 25 §1 ν. 1882/1990). Η τέλεση του εν λόγω αδικήματος επισείει ποινή φυλάκισης. Το ύψος της εξαρτάται, και στη περίπτωση αυτή, από την αξία του χρέους. Και ως προς το συγκεκριμένο αδίκημα, ο νομοθέτης καθορίζει ρητά τα πρόσωπα σε βάρος των οποίων επιβάλλονται οι σχετικές ποινές στις περιπτώσεις των ημεδαπών ΑΕ. Συγκεκριμένα, όπως προβλέπεται «…οι προβλεπόμενες ποινές…επιβάλλονται, προκειμένου: για ημεδαπές ανώνυμες εταιρίες, στους προέδρους των Δ.Σ., στους διευθύνοντες ή εντεταλμένους ή συμπράττοντες συμβούλους ή διοικητές ή γενικοί διευθυντές ή διευθυντές αυτών ή σε κάθε πρόσωπο εντεταλμένο είτε άμεσα από το νόμο είτε από ιδιωτική βούληση είτε από δικαστική απόφαση στη διοίκηση ή διαχείριση αυτών, σωρευτικά ή μη.».Προβλέπεται, περαιτέρω, ότι στην περίπτωση που ελλείπουν όλα τα παραπάνω πρόσωπα, οι ποινές επιβάλλονται κατά των μελών των ΔΣ των εταιρειών αυτών, εφόσον ασκούν πράγματι, προσωρινά ή διαρκώς, ένα από τα ως άνω καθήκοντα (άρ. 25 §2 περ. α΄ ν. 1882/1990).Για τα ως άνω πρόσωπα, η ποινική δίωξη ασκείται για τα χρέη προς το Δημόσιο και τρίτους -πλην ιδιωτών. Τα χρέη ήταν βεβαιωμένα κατά το χρόνο απόκτησης κάποιας από τις ως άνω ιδιότητες ή βεβαιώθηκαν ενώ είχαν τη συγκεκριμένη ιδιότητα (και τούτο, ανεξάρτητα αν μεταγενέστερα απέβαλαν την ιδιότητα αυτή με οποιονδήποτε τρόπο ή για οποιαδήποτε αιτία). Επίσης, για τα χρέη που βεβαιώθηκαν ανεξάρτητα από τη λύση ή μη της ΑΕ, αλλά γεννήθηκαν ή ανάγονται στο χρόνο που είχαν τη σχετική ιδιότητα αυτή (άρ. 25 §3 ν. 1882/1990).Αποσαφηνίστηκε, μάλιστα, με ρητή νομοθετική ρύθμιση (:469ΠΚ) πως «…στην αίτηση και στον πίνακα χρεών δεν συμπεριλαμβάνονται και δεν υπολογίζονται για τον προσδιορισμό της ευθύνης του προσώπου, τα χρέη που προέρχονται από τη μη εκτέλεση χρηματικών ποινών που επιβλήθηκαν από ποινικό δικαστήριο και οι σχετικές με αυτά προσαυξήσεις, τόκοι και λοιπές επιβαρύνσεις καθώς και τα χρέη από τα αδικήματα που τυποποιούνται στο άρθρο 66 του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας μαζί με τις σχετικές με αυτά προσαυξήσεις, τόκους και λοιπές επιβαρύνσεις». Ο νομοθέτης, με άλλα λόγια, ήρε αυθεντικά την αιτίαση περί παραβίασης της αρχής της απαγόρευσης του διττού αξιοποίνου (ne bis in dem).

    Νομιμοποίηση Εσόδων Από Εγκληματικές Δραστηριότητες

    Επισημαίνεται, πάντως, ότι το κατά τα άνω έγκλημα της φοροδιαφυγής περιλαμβάνεται στα ορισμένα ως «βασικά αδικήματα» για τη στοιχειοθέτηση ευθύνης όσον αφορά τη νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες (ν. 4816/2021). Με άλλα λόγια: το αδίκημα της νομιμοποίησης συντρέχει, σωρευτικά, και με το αδίκημα της φοροδιαφυγής. Οι επαπειλούμενες ποινές για το κατά τα άνω αδίκημα της νομιμοποίησης εσόδων δεν είναι διόλου ευκαταφρόνητες (:το αδίκημα στη βασική του μορφή τιμωρείται με ποινή κάθειρξης έως 8 έτη και σωρευτικά με χρηματική ποινή από 300 έως 1.000 ημερήσιες μονάδες).

     

    Οι ευθύνες των μελών του ΔΣ είναι εξαιρετικά εκτεταμένες. Απορρέουν (και) από τις διατάξεις του νόμου για τις ΑΕ και όχι μόνον. Όμως, οι εκτός αυτού σχετικές ρυθμίσεις είναι, πιθανότατα, και οι περισσότερο σημαντικές. Μεταξύ αυτών βαρύνουσα σημασία έχουν οι διατάξεις που αφορούν την ευθύνη των μελών του ΔΣ και διοικητών της ΑΕ από τη μη πληρωμή των φορολογικών υποχρεώσεων της τελευταίας. Η ευθύνη του υπόχρεου νομικού προσώπων και των συνυπόχρεων φυσικών είναι εις ολόκληρον και αλληλέγγυα. Σημαντικότερες όμως, για πολλούς λόγους, είναι οι σχετικές ποινικές ευθύνες των τελευταίων. Αν αναλογιστούμε, μάλιστα, πως οι υπεύθυνοι θα διωχθούν, δυνητικά, και για νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες, αντιλαμβανόμαστε πως οι σχετικές ευθύνες δεν είναι διόλου απλές. Ούτε αμελητέες.-

    Σταύρος Κουμεντάκης
    Managing Partner

     

    Υ.Γ. Συνοπτική έκδοση του άρθρου δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ, στις 10 Σεπτεμβρίου 2023.

    Η πληροφόρηση που εμπεριέχεται στο παρόν άρθρο δεν συνιστά (ούτε και έχει σκοπό να αποτελέσει) νομική συμβουλή. Μια τέτοια νομική συμβουλή είναι δυνατό να παρασχεθεί μόνον από αρμόδιο δικηγόρο ο οποίος θα λάβει υπόψη του το σύνολο των δεδομένων που θα του εκθέσετε για την υπόθεσή σας. Αναλυτικά.

  • Ευθύνη Μελών ΔΣ: Έγκριση Συνολικής Διαχείρισης

    Ευθύνη Μελών ΔΣ: Έγκριση Συνολικής Διαχείρισης

    Σε προηγούμενη αρθρογραφία μας, μας απασχόλησε η ενδοεταιρική (εσωτερική) ευθύνη των διοικούντων την ΑΕ. Είναι άραγε δυνατό να αρθεί τέτοια ευθύνη με την από μέρους της ΓΣ έγκριση της συνολικής διαχείρισης των διοικητών της ΑΕ (άρ. 108 ν. 4548/2018); Και, περαιτέρω, ποιο το δυνατό ή ενδεδειγμένο περιεχόμενο μιας τέτοιας έγκρισης;

     

    Η Ρύθμιση

    Κατά το νόμο (αρ. 108 §1 εδ. α΄): «Με απόφαση της γενικής συνέλευσης, που λαμβάνεται με φανερή ψηφοφορία μετά την έγκριση των ετήσιων χρηματοοικονομικών καταστάσεων, μπορεί να εγκρίνεται η συνολική διαχείριση που έλαβε χώρα κατά την αντίστοιχη εταιρική χρήση».

    Η ρύθμιση αυτή αποκλίνει σημαντικά από το προηγούμενο νομοθετικό καθεστώς. Η ΓΣ δεν «απαλλάσσει», όπως παλαιότερα, το ΔΣ «από πάσης ευθύνης» (:πρόβλεψη που είχε δημιουργήσει δυσεπίλυτα νομικά προβλήματα, ιδίως ως προς τη θέση της «απαλλαγής» αυτής στο σύστημα της ευθύνης του ΔΣ). Εγκρίνει, αντίθετα, τη «συνολική διαχείριση», τη διακυβέρνηση, δηλαδή, της εταιρείας γενικά. Δεν εγκρίνει επιμέρους πράξεις ή παραλείψεις που έχουν, τυχόν, βλάψει την εταιρεία. Η ευθύνη του ΔΣ παραμένει ακέραιη, και κρίνεται με βάση τις οικείες διατάξεις (ιδίως των άρθρων 102 επ.-βλ. και Αιτιολογική Έκθεση ν. 4548/2018 επί του άρθρου 108).

    Με μια τέτοια απόφασή της η ΓΣ αξιολογεί και (κατά κανόνα/συνήθεια), εγκρίνει τον τρόπο διοίκησης της εταιρείας από το ΔΣ κατά την ελεγχόμενη εταιρική χρήση. Καταδεικνύει, δηλαδή-με την έγκρισή της, την ικανοποίηση (ή μη) της ΓΣ από τον τρόπο διοίκησης της ΑΕ. Χαρακτηρίζεται, για το λόγο αυτό, και ως «πολιτική απόφαση» ή απόφαση με «ηθική σημασία/αξία»).

    Όπως και σε κάθε απόφασή της, η ΓΣ δεν υποχρεούται να αποφαίνεται αιτιολογημένα για την έγκριση (ή μη) της συνολικής διαχείρισης. Και, καθώς μια τέτοια (θετική) απόφαση δεν είναι δεσμευτική για τη ΓΣ, είναι δυνατό, να ανακαλέσει ελεύθερα, εκ των υστέρων, τα μέλη του ΔΣ (άρ. 77 §2 εδ. β΄).

     

    Απόφαση Επί Της Συνολικής Διαχείρισης

    Αντικείμενο

    Η ανωτέρω απόφαση της ΓΣ έχει ως περιεχόμενο την έγκριση ή μη της διαχείρισης εκείνων που διοίκησαν την ΑΕ κατά τη διάρκεια της χρήσης που παρήλθε. Η αξιολόγηση αυτή είναι δυνατό να λάβει τον χαρακτήρα της επιβεβαίωσης ή, εναλλακτικά, της μομφής της επιχειρηματικής στρατηγικής και δράσης του ΔΣ. Η αρνητική απόφαση της ΓΣ, στην τελευταία περίπτωση, θα καταδεικνύει την ανεπιτυχή, υπό επιχειρηματικό πρίσμα, διαχείριση από μέρος των διοικούντων.

    Χρόνος Λήψης Απόφασης

    Η ΓΣ αποφασίζει επί του θέματος της έγκρισης (ή μη) της συνολικής διαχείρισης μετά την έγκριση των ετήσιων χρηματοοικονομικών καταστάσεων. Με τον τρόπο αυτό οι μέτοχοι έχουν στη διάθεση τους μια έγκυρη βάση και επαρκή, κατά τεκμήριο τουλάχιστον, πληροφόρηση, προκείμενου να λάβουν την εν λόγω απόφασή τους.

    Η συνέλευση των μετόχων μπορεί να λάβει τη σχετική απόφαση είτε στην ίδια την τακτική ΓΣ που αφορά την έγκριση των χρηματοοικονομικών καταστάσεων είτε σε μεταγενέστερο χρονικό σημείο (:έκτακτη ΓΣ). Στην πρώτη περίπτωση (αναγκαίο είναι να) προηγείται στην ημερήσια διάταξη το θέμα των χρηματοοικονομικών καταστάσεων.

    Υπενθυμίζεται πως απώτερο χρονικό σημείο για την έγκριση των χρηματοοικονομικών καταστάσεων είναι, το συνηθέστερο, η 10η Σεπτεμβρίου του έτους που ακολουθεί τη λήξη της εταιρικής χρήσης-όταν η εταιρική χρήση λήγει την 31η Δεκεμβρίου. Αντίστοιχα η 10η Μαρτίου όταν η εταιρική χρήση λήγει την 30ή Ιουνίου (άρ. 119 §1). Δεν προκύπτει, όμως, από το νόμο κάποιος περιορισμός ως προς τον χρόνο λήψης της απόφασης για την έγκριση της συνολικής διαχείρισης.

    Πρόσωπα Που Αφορά Η Απόφαση

    Υπεύθυνο για τη διοίκηση της εταιρείας και, κατ’ επέκταση, τη διαχείριση της εταιρικής περιουσίας είναι το ΔΣ. Εύλογο, συνεπώς, η απόφαση της ΓΣ να αφορά τα μέλη του ΔΣ. Τούτο δε σημαίνει ότι η απόφαση κατονομάζει συγκεκριμένους συμβούλους αλλά, τουναντίον, αφορά όλο το ΔΣ συνολικά. Δεν αποκλείεται, πάντως, η έγκριση της διαχείρισης κάποιων μελών και μη έγκριση της διαχείρισης κάποιων άλλων. Η απόφαση έγκρισης της συνολικής διαχείρισης καταλαμβάνει (άρ. 102 §5), και τα τυχόν υποκατάστατα όργανα (άρ. 87).

    Η σχετική απόφαση, όμως, δεν καταλαμβάνει τους ελεγκτές της εταιρείας για τους οποίους λαμβάνεται αυτοτελής απόφαση.

     

    Ψηφοφορία

    Διαδικασία

    Όπως ρητά ορίζει ο νόμος, η ψηφοφορία είναι φανερή. Αυτό δικαιολογείται από τον χαρακτήρα της σχετικής απόφασης και της ανάγκης για διαφάνεια.

    Υπό το προηγούμενο νομοθετικό καθεστώς, η αντίστοιχη διάταξη (άρ. 35 ν. 2190/1920) προέβλεπε ψηφοφορία με ονομαστική κλήση. Τούτο δεν σήμαινε, όμως-κατ’ ανάγκη, ότι η σχετική ψηφοφορία ήταν φανερή. Είχε υποστηριχθεί, τότε, ότι μετά την ονομαστική κλήση του, ο εκάστοτε μέτοχος ψήφιζε με ψηφοδέλτιο. Ωστόσο, η νέα πρόβλεψη ήρε προγενέστερες αμφισβητήσεις υπέρ της φανερής ψηφοφορίας.

    Τέλος, η ψηφοφορία είναι ειδική. Η σχετική πρόβλεψη υφίστατο ήδη από το προηγούμενο νομοθετικό καθεστώς και εξακολουθεί να ισχύει (παρότι δεν προβλέπεται ρητώς). Τούτο σημαίνει ότι η απόφαση επί της έγκρισης της διαχείρισης είναι διακριτή. Αποτελεί, δηλ., ξεχωριστό θέμα ημερήσιας διάταξης από την έγκριση των χρηματοοικονομικών καταστάσεων, για το οποίο λαμβάνεται αυτοτελής απόφαση.

    Δικαίωμα Συμμετοχής

    Στη ψηφοφορία της ΓΣ για την έγκριση (ή μη) της συνολικής διαχείρισης μετέχουν, αυτονοήτως, οι μέτοχοι της εταιρείας. Δεν απαγορεύεται η συμμετοχή των συμβούλων ως μετόχων ή εκπροσώπων μετόχων στην εν λόγω ψηφοφορία. Μπορούν να ασκήσουν, κατ’ αρχήν, ακώλυτα το (ενδεχόμενο) δικαίωμα ψήφου τους.

    Σύμφωνα, όμως, με ειδική ρύθμιση (άρ. 108 §2) στην ψηφοφορία αυτή δικαιούνται να μετέχουν τα μέλη του ΔΣ: (α) μόνο με μετοχές των οποίων είναι κύριοι ή (β) ως αντιπρόσωποι μετόχων, εφόσον όμως έχουν λάβει σχετική εξουσιοδότηση με ρητές και συγκεκριμένες οδηγίες ψήφου.

    Επομένως, οι σύμβουλοι μπορούν να εξουσιοδοτούνται να ψηφίζουν για λογαριασμό (τρίτων) μετόχων. Η σχετική εξουσιοδότηση προϋποθέτει ρητές και συγκεκριμένες οδηγίες. Σκοπός είναι να αποφευχθεί η εξυπηρέτηση ίδιων συμφερόντων των μελών του ΔΣ και η εξασφάλιση ψήφου υπέρ της συνολικής διαχείρισης. Ως εκ τούτου, αναγκαίο είναι να μην καταλείπεται περιθώριο στον εξουσιοδοτούμενο-σύμβουλο να αποφασίσει αυτός περί της έγκρισης της διαχείρισης.

    Τα αντίστοιχα ισχύουν και για την εξουσιοδότηση (και συμμετοχή στην σχετική ψηφοφορία της Γενικής Συνέλευσης) των υπαλλήλων της εταιρείας. Και τούτο γιατί θα μπορούσαν, οι τελευταίοι να επηρεαστούν από την διοίκηση λόγω της εξαρτημένης φύσης της εργασίας τους και της ενδεχόμενης συμμετοχής τους στην υπό αξιολόγηση διαχείριση. Τα πρόσωπα αυτά μπορεί να είναι είτε απλοί υπάλληλοι της εταιρείας είτε υποκατάστατα όργανα (οπότε και ισχύει ότι ανωτέρω επισημάνθηκε για τα μέλη του ΔΣ), τα οποία καλούνται να ασκήσουν αυτοί το δικαίωμα ψήφου τρίτων μετόχων.

    Έννομες Συνέπειες

    Ο νόμος διακρίνει την απόφαση για την έγκριση της συνολικής διαχείρισης από την παραίτηση της εταιρείας από τις αξιώσεις της λόγω ευθύνης μέλους του ΔΣ ή τον συμβιβασμό της. Οι ενέργειες αυτές της εταιρείας μπορούν να λάβουν χώρα «…μόνο με τις προϋποθέσεις της παραγράφου 7 του άρθρου 102». Όπως ήδη, παραπάνω, διαπιστώσαμε, ανεξάρτητα από το περιεχόμενο της απόφασης της ΓΣ, η ευθύνη του ΔΣ παραμένει ακέραιη. Κρίνεται κατά τις διατάξεις για την ευθύνη των μελών του ΔΣ.

    Στο παραπάνω πλαίσιο, μοναδική έννομη (αλλά και πρακτική) συνέπεια της έγκρισης της συνολικής διαχείρισης είναι η συνεκτίμησή της σε τυχόν δίκη με αντικείμενο την αποκατάσταση της ζημίας της εταιρείας από πράξεις ή παραλείψεις μελών του ΔΣ. Η ενδεχόμενη έγκριση της συνολικής διαχείρισης θα συνεκτιμηθεί -εφόσον τούτη παρασχέθηκε- όταν θα κριθεί δικαστικά το θέμα της ευθύνης (βλ. Αιτιολογική Έκθεση ν. 4548/2018 επί του άρθρου 108). Κατ’ ουσίαν, το εναγόμενο μέλος ΔΣ μπορεί να επικαλεστεί, στη σχετική δίκη, προηγούμενη έγκριση της συνολικής διαχείρισης από τη ΓΣ. Μολονότι, βέβαια, τούτο δεν αποτελεί, αυτοδίκαια,  λόγο απαλλαγής από τυχόν ευθύνη του. Αντίστροφα, τυχόν μη έγκριση, δεν αποτελεί απόδειξη τυχόν ευθύνης ούτε όμως και προαπαιτούμενο για την κατάφασή της.

    Σε κάθε περίπτωση, ενδέχεται η ΓΣ, παρά την έγκριση της συνολικής διαχείρισης, να προβεί μεταγενέστερα σε έγερση αξιώσεων κατά μελών του ΔΣ. Αν και μπορεί να φαίνεται (και υπό προϋποθέσεις να είναι) καταχρηστική μια τέτοια στάση, η έγερση αξιώσεων της εταιρείας μετά από μια θετική απόφασή της για την έγκριση της συνολικής διαχείρισης, ενδέχεται να δικαιολογείται. Για τους ακόλουθους, ιδίως, λόγους: Αφενός μπορεί οι μέτοχοι να έλαβαν γνώση, σε χρόνο μεταγενέστερο της έγκρισης της διαχείρισης, των πραγματικών γεγονότων που στοιχειοθετούν ευθύνη μελών του ΔΣ. Αφετέρου, δεν αποκλείεται την εναγωγή των μελών του ΔΣ να επιδιώκει, όπως έχει δικαίωμα, η μειοψηφία, που εκπροσωπεί το 1/20 του καταβεβλημένου κεφαλαίου (άρ. 104 §1). Μειοψηφία που ακόμη κι αν ήταν σχηματισμένη κατά το χρόνο έγκρισης της διαχείρισης, δε θα μπορούσε να έχει επηρεάσει τη σχετική ψηφοφορία και απόφαση.

    Συνεπώς, προκειμένου να συνεκτιμηθεί η έγκριση της συνολικής διαχείρισης (και να θεωρηθεί καταχρηστική η έγερση αξιώσεων κατά των μελών Του ΔΣ), θα πρέπει η ΓΣ να έλαβε επαρκή, σχετική, πληροφόρηση και να αποφάσισε με βάση αυτή.

    Τέλος, σκόπιμο να επισημανθεί ότι υπάρχει ανοικτή συζήτηση ως προς το χρόνο που μπορεί να συνεκτιμηθεί η έγκριση της συνολικής διαχείρισης. Μερίδα της θεωρίας υποστηρίζει ότι η συνεκτίμηση είναι δυνατή μόνο κατά το στάδιο της κύριας δίκης για την αποζημίωση της εταιρείας από μέλη του ΔΣ της-όπως, άλλωστε, προβλέπει και ο νόμος. Ορθότερη όμως φαίνεται η θέση πως μια τέτοια έγκριση μπορεί να συνεκτιμηθεί και κατά τα στάδια διερεύνησης της σκοπιμότητας άσκησης της εταιρικής αγωγής (άρ. 105 §2 εδ. γ΄ και 105 §6).

     

    Με βάση το προγενέστερο δίκαιο οι Γενικές Συνελεύσεις των ΑΕ ελάμβαναν αποφάσεις «για την απαλλαγή του ΔΣ από κάθε ευθύνη». Τέτοιες αποφάσεις και διατυπώσεις δεν έχουν, πλέον, ούτε νομικό υπόβαθρο ούτε και νομική αξία. Η δυνατότητα που παρέχει ο νόμος για έγκριση της διαχείρισης των μελών του ΔΣ μπορεί, εκτός από την ηθική της αξία, να αποκτήσει ιδιαίτερη σημασία σε μία δίκη για την αποκατάσταση της ζημίας της ΑΕ σε βάρος μέλους/μελών του ΔΣ. Θα πρέπει, κατά τούτο, να είμαστε απολύτως προσεκτικοί είτε ως παρέχοντες την έγκριση είτε/και ως αιτούντες τη λήψη της.-

    Σταύρος Κουμεντάκης
    Managing Partner

     

    Υ.Γ. Συνοπτική έκδοση του άρθρου δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ, στις 16 Ιουλίου 2023.

    Η πληροφόρηση που εμπεριέχεται στο παρόν άρθρο δεν συνιστά (ούτε και έχει σκοπό να αποτελέσει) νομική συμβουλή. Μια τέτοια νομική συμβουλή είναι δυνατό να παρασχεθεί μόνον από αρμόδιο δικηγόρο ο οποίος θα λάβει υπόψη του το σύνολο των δεδομένων που θα του εκθέσετε για την υπόθεσή σας. Αναλυτικά.

  • Ευθύνη Μελών ΔΣ: Λόγοι Απαλλαγής

    Ευθύνη Μελών ΔΣ: Λόγοι Απαλλαγής

    Σε προηγούμενή αρθρογραφία μας εξετάσαμε τους λόγους θεμελίωσης της ευθύνης των μελών του ΔΣ έναντι της ΑΕ, εξαιτίας πράξεων ή παραλείψεών τους, που συνιστούν παράβαση των καθηκόντων τους (102 §1 ν. 4548/2018). Διαπιστώσαμε εκεί πως ευθύνη δεν υφίσταται, εφόσον το μέλος ΔΣ «…αποδείξει ότι κατέβαλε κατά την άσκηση των καθηκόντων του την επιμέλεια του συνετού επιχειρηματία που δραστηριοποιείται σε παρόμοιες συνθήκες» (άρ. 102 §2). Θα μας απασχολήσουν, εδώ, οι συγκεκριμένοι λόγοι απαλλαγής των μελών του ΔΣ από την ευθύνη αυτή (άρ. 102 §4). Θα μας απασχολήσουν, επίσης, η δυνατότητα και προϋποθέσεις της ΑΕ να παραιτηθεί ή συμβιβαστεί, εφόσον θεμελιώνεται σχετική ευθύνη μέλους και γεννάται σχετική αξίωση της ΑΕ. Θα μας απασχολήσει, τέλος, η παραγραφή των συγκεκριμένων αξιώσεων.

     

    Απαλλαγή Μελών ΔΣ

    Ευθύνη μελών του ΔΣ δεν στοιχειοθετείται για πράξεις ή παραλείψεις που (α) στηρίζονται σε σύννομη απόφαση της ΓΣ ή (β) αφορούν εύλογη επιχειρηματική απόφαση (5626/2020 ΕφΑθ, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Εκτός από τους συγκεκριμένους λόγους, το δικαστήριο μπορεί να θεωρήσει ότι δεν υφίσταται ευθύνη στις περιπτώσεις πράξεων που έχει προηγηθεί σχετική εισήγηση ανεξάρτητου οργάνου ή επιτροπής που λειτουργεί στην εταιρεία σύμφωνα με το νόμο.

    Οι Κατ’ Ιδίαν Λόγοι Απαλλαγής

    Σύννομη Απόφαση Της ΓΣ

    Απαλλαγή από την ευθύνη των μελών του ΔΣ παρέχεται, από το νόμο, όταν η επίμαχη πράξη ή παράλειψη του μέλους στηρίζεται σε απόφαση της ΓΣ. Η γενική πρόβλεψη του νόμου (κατ΄ αντιστοιχία του προϊσχύσαντος καθεστώτος–άρ. 22α α.ν. 2190/1920) οδηγεί σε δυνητική διεύρυνση των αρμοδιοτήτων της ΓΣ. Το ΔΣ, δεδομένης της σχετικής πρόβλεψης, ενδέχεται (και μάλλον μοιάζει αναγκαίο) να οδηγήσει σωρεία αποφάσεων ενώπιον της ΓΣ, προκειμένου να μην υπέχει την ευθύνη που, ενδεχομένως, του αναλογεί.

    Σε κάθε περίπτωση, όμως, μια τέτοια απόφαση της ΓΣ πρέπει να είναι «σύννομη» (:νόμιμη). Ελαττωματική απόφαση της ΓΣ [άκυρη (εφόσον δεν έχει παρέλθει ο χρόνος προβολής της ακυρότητας), ακυρώσιμη (εφόσον έχει ακυρωθεί) ή ανυπόστατη] δε μπορεί να οδηγήσει σε απαλλαγή από την ευθύνη.

    Περαιτέρω, η απόφαση θα πρέπει να έχει τα σχετικά, αναγκαία, τυπικά χαρακτηριστικά. Δεν αρκούν απλή οδηγία ή κατευθύνσεις της ΓΣ ή της πλειοψηφίας των μετόχων ή ακόμα και του μοναδικού μετόχου.

    Μια τέτοια απόφαση της ΓΣ πρέπει να προηγείται, χρονικά, της επίμαχης πράξης ή παράλειψης του μέλους του ΔΣ, που διαφορετικά θα οδηγούσε σε ευθύνη του. Το αντικείμενο της απόφασης και η έκταση της δοθείσας έγκρισης θα πρέπει να προκύπτουν από την απόφαση της ΓΣ.

    Μια σύννομη, πάντως, απόφαση της ΓΣ, οδηγεί σε απαλλαγή μόνο εφόσον δεν προβάλλεται κακόπιστα. Δεν μπορεί, λ.χ., το μέλος του ΔΣ να επικαλεστεί την απόφαση της ΓΣ εφόσον έχουν αλλάξει ουσιωδώς οι συνθήκες από τη λήψη της.

    Εύλογη Επιχειρηματική Απόφαση (Business Judgement Rule)

    Ο συγκεκριμένος λόγος απαλλαγής αποσκοπεί στην αποτροπή τυχόν αδρανούς στάσης από τα μέλη του ΔΣ και της μη λήψης εκ μέρους τους επιχειρηματικών πρωτοβουλιών, υπό τον φόβο της προσωπικής τους ευθύνης.

    Τούτο το ενδεχόμενο είχε εντοπιστεί, ήδη, υπό το προϊσχύσαν καθεστώς, οπότε και  αναγνωριζόταν ένα περιθώριο διακριτικής ευχέρειας στα μέλη του ΔΣ. Μάλιστα, ζημία προκληθείσα από λήψη επιχειρηματικής απόφασης εντασσόταν, νομολογιακά, στους επιχειρηματικούς κινδύνους που δέχεται και αναλαμβάνει η διοίκηση μίας εταιρείας (419/2005 ΠρωτΠρωτΑθ, 1698/2013 ΑΠ, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

    Υπό το ισχύον καθεστώς, προβλέπεται, ρητά, ότι η εν λόγω ευθύνη των μελών ΔΣ δεν υφίσταται, εφόσον οι πράξεις ή παραλείψεις τους αφορούν εύλογη επιχειρηματική απόφαση, η οποία ελήφθη: (α) με καλή πίστη, (β) με βάση επαρκή, για τις συγκεκριμένες συνθήκες, πληροφόρηση και (γ) με αποκλειστικό κριτήριο την εξυπηρέτηση του εταιρικού συμφέροντος.

    Προκειμένου, επομένως, να γίνει αποδεκτό το εύλογο της επιχειρηματικής απόφασης, θα πρέπει να συντρέχουν (σωρευτικά) συγκεκριμένες προϋποθέσεις:

    (α) Εύλογη Επιχειρηματική Απόφαση

    Προϋποτίθεται η ύπαρξη επιχειρηματικής απόφασης του ΔΣ (λ.χ. επί ζητημάτων χρηματοδότησης ή επενδύσεων). Συμπεριλαμβάνονται τόσο οι πράξεις όσο και οι (τυχόν) παραλείψεις του ΔΣ. Την εν λόγω προϋπόθεση (:της επιχειρηματικής απόφασης) δεν πληρούν αποφάσεις του ΔΣ που ελήφθησαν στο πλαίσιο καταστατικών ή νομικών τους υποχρεώσεων-χωρίς οποιοδήποτε περιθώριο απόκλισης.

    Επιπρόσθετα: η επιχειρηματική απόφαση απαιτείται να είναι εύλογη. Θα πρέπει, δηλ., να  μπορεί να δικαιολογηθεί με βάση αντικειμενικά κριτήρια. Θα πρέπει, επιπρόσθετα, να μη θέτει σε αδικαιολόγητα υψηλό κίνδυνο την ΑΕ.

    (β) Καλή Πίστη

    Προϋποτίθεται, επίσης, η λήψη της εύλογης επιχειρηματικής απόφασης με καλή πίστη. Έννοια που διατρέχει το σύνολο του εθνικού μας δικαίου. Το μέλος του ΔΣ οφείλει να δρα (αντικειμενικά και υποκειμενικά) καλόπιστα. Κατά τη λήψη της απόφασης δεν θα πρέπει να συντρέχει περίπτωση σύγκρουσης συμφερόντων (:αντικειμενικό κριτήριο). Ταυτόχρονα, όμως, το εκάστοτε μέλος του ΔΣ οφείλει να μην δρα δόλια ή χωρίς να πιστεύει στην ορθότητα της εκάστοτε επιχειρηματικής απόφασης (:υποκειμενικό κριτήριο).

    (γ) Επαρκής Πληροφόρηση

    Τα μέλη του ΔΣ είναι αναγκαίο να ενημερώνονται «επαρκώς» πριν τη λήψη της εκάστοτε επιχειρηματικής απόφασης. Τούτο δεν σημαίνει ότι είναι αναγκαίο να εξαντληθεί κάθε πηγή πληροφόρησης (και πώς θα ήταν, άλλωστε, δυνατό;). Αντίθετα, η ίδια η διοίκηση της εταιρείας θα κρίνει πότε και υπό ποιες συνθήκες έχει ενημερωθεί αρκετά, ώστε να προβεί στη λήψη απόφασης.

    Η επαρκής πληροφόρηση του ΔΣ κρίνεται ad hoc. Λαμβάνονται υπόψη κριτήρια όπως: η σημασία της συγκεκριμένης απόφασης για την εταιρεία, το μέγεθος της επιχείρησης, η δραστηριότητά της, ο  διαθέσιμος χρόνος για τη συλλογή πληροφοριών κ.ο.κ.

    (δ) Εξυπηρέτηση Αποκλειστικά Εταιρικού Συμφέροντος

    Η απόφαση θα πρέπει, ακόμη, να αποσκοπεί, αποκλειστικά, στην εξυπηρέτηση του εταιρικού συμφέροντος. Τούτο σημαίνει ότι το μέλος του ΔΣ που λαμβάνει την επιχειρηματική απόφαση δεν πρέπει να τελεί σε κατάσταση σύγκρουσης συμφερόντων. Η εξυπηρέτηση του εταιρικού συμφέροντος (γίνεται δεκτό ότι) επιτυγχάνεται με την επαύξηση της μακροχρόνιας αξίας της εταιρείας και τη μεγιστοποίηση του κέρδους των μετόχων (όπως έχει κατοχυρωθεί και για τις εισηγμένες ΑΕ, άρ. 2 §1 ν. 3016/2002).

    Εισήγηση/Γνώμη Ανεξάρτητου Οργάνου Ή Επιτροπής

    Όπως, ήδη, επισημάνθηκε, ο ν. 4548/2018 αναγνωρίζει διακριτική ευχέρεια στον δικαστή να αποφασίσει πως δεν συντρέχει ευθύνη μελών ΔΣ, προκειμένου για πράξεις ή παραλείψεις που στηρίζονται σε εισήγηση ή γνώμη ανεξάρτητου οργάνου ή επιτροπής, που λειτουργεί στην εταιρεία, σύμφωνα με το νόμο (102 §4 in fine). Πρόκειται για πρόβλεψη που συναντάται, για πρώτη φορά, το πρώτον στον ν. 4548/2018.

    Η πρόβλεψη αυτή δεν εισάγει νέο λόγο απαλλαγής από την ευθύνη του άρθρου 102. Αντίθετα, κατά το γράμμα του νόμου, πρόκειται για δυνατότητα του δικαστηρίου να αποφασίσει ότι δεν συντρέχει ευθύνη των μελών.

    Για την εφαρμογή της συγκεκριμένης ρύθμισης, εύλογα αναρωτιέται κανείς ποιος εμπίπτει στην έννοια του οργάνου ή της επιτροπής. Η εφαρμογή της φαίνεται να έχει περιορισμένο πεδίο εφαρμογής. Τέτοιου είδους όργανο λ.χ. συνιστά το Συμβούλιο Εμπειρογνωμόνων που προβλέπει ο ν. 3986/2011 για το ΤΑΙΠΕΔ Α.Ε (άρ. 4). Σε κάθε περίπτωση, η εφαρμογή της πρέπει να αναζητηθεί ακόμη και σε υποκατάστατα, όπως γίνεται δεκτό, όργανα ή σε επιτροπές που προβλέπονται στο νόμο περί ΑΕ ή σε ειδικό νόμο ή δημιουργούνται δυνάμει καταστατικής διάταξης.

    Βάρος Απόδειξης – Κρίσιμος Χρόνος

    Το βάρος απόδειξης της συνδρομής των προϋποθέσεων της απαλλαγής (:άρ. 102 §4) φέρουν τα μέλη του ΔΣ. Κρίσιμος χρόνος για την εκτίμηση της συνδρομής τους είναι αυτός της λήψης της συγκεκριμένης απόφασης-υπό το πρίσμα των συνθηκών που τότε συνέτρεχαν (βλ. Αιτιολογική Έκθεση ν. 4548/2018 επί του άρ. 102). Πρόκειται, συγκεκριμένα, για ένσταση, την οποία υποχρεούνται να προβάλλουν και αποδείξουν τα μέλη ΔΣ.

     

    Παραίτηση Της Εταιρείας Από Αξιώσεις – Συμβιβασμός

    Δεν είναι δυνατή, χωρίς τήρηση συγκεκριμένης διαδικασίας και πλήρωση συγκεκριμένων προϋποθέσεων, παραίτηση ή συμβιβασμός της ΑΕ με υπεύθυνο μέλος ΔΣ (άρ. 102 §7). Τούτο μοιάζει απολύτως εύλογο καθώς είναι αναγκαίο να αποτραπούν δόλιοι συμβιβασμοί/παραιτήσεις σε βάρος της εταιρείας (και μειοψηφούντων μετόχων). Απαιτείται, ως εκ τούτου, συγκατάθεση της ΓΣ στην οποία, όμως, μπορεί να προβληθεί veto της μειοψηφίας. Συγκεκριμένα θα πρέπει:

    (α) Η παραίτηση ή ο συμβιβασμός να έχουν συγκεκριμένες μορφές (πλήρης ή μερική άφεση χρέους, αρνητική αναγνωριστική σύμβαση, σύμβαση συμβιβασμού).

    (β) Να έχει παρέλθει διετία από την γέννηση της αξίωσης, προκειμένου η ΑΕ να αποφασίσει (:όχι βεβιασμένα) την όποια παραίτηση από τυχόν δικαστική επιδίωξη των αξιώσεών της. Πριν τη συμπλήρωση της διετίας, σχετικές ενέργειες είναι άκυρες. Στην περίπτωση, όμως, που ασκηθεί εταιρική αγωγή, η ΑΕ έχει τη δυνατότητα να παραιτηθεί από τυχόν αξιώσεις της ή να συμβιβαστεί οποτεδήποτε.

    (γ) Να ληφθεί σχετική απόφαση (συγκατάθεση) της ΓΣ. Στη σχετική συνεδρίαση, μετά την άσκηση εταιρικής αγωγής, καλείται να παραστεί και ο ειδικός εκπρόσωπος που τυχόν έχει ορισθεί. Τέλος,

    (δ) Να μην έχει αντιταχθεί κατά της ανωτέρω απόφασης το 1/10 του εκπροσωπούμενου εταιρικού κεφαλαίου (αν δεν έχει προηγηθεί εταιρική αγωγή) και το 1/20 (στην περίπτωση που έχει ήδη ασκηθεί αγωγή).

     

    Παραγραφή

    Οι αξιώσεις της εταιρείας για αποζημίωση, κατ’ άρθρο 102, παραγράφονται με την πάροδο τριετίας. Η προθεσμία παραγραφής αρχίζει με την τέλεση της πράξης ή της παράλειψης που οδήγησε στη ζημία της εταιρείας. Δεν συνιστά, αντίθετα, έναρξη της παραγραφής η γνώση του ζημιογόνου γεγονότος από την εταιρεία ούτε και η εμφάνιση των αποτελεσμάτων του (1483/2010 ΑΠ, 131/2022 ΑΠ, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

    Η παραγραφή αναστέλλεται για το διάστημα που ο υπεύθυνος παραμένει μέλος του ΔΣ (είναι υποκατάστατο όργανο, εκκαθαριστής κλπ.) Ομοίως, αναστολή χωρεί και στην περίπτωση υποβολής της αίτησης της μειοψηφίας προς το ΔΣ για την έγερση των αξιώσεων της ΑΕ (κατ΄ άρ. 104 §1, η οποία σε επόμενη αρθρογραφία θα μας απασχολήσει). Σε κάθε περίπτωση, οι αξιώσεις παραγράφονται μετά από δέκα έτη από την τέλεση της πράξης ή την τυχόν παράλειψη.

    Αν η ζημία της εταιρείας προκλήθηκε από παράβαση της απαγόρευσης ανταγωνισμού, προβλέπεται συντομότερη παραγραφή (άρ. 98 §3). Συγκεκριμένα, οι σχετικές αξιώσεις παραγράφονται μετά από ένα έτος και σε κάθε περίπτωση, μετά από πέντε.

     

    Όπως επανειλημμένα έχουμε διατυπώσει, η συμμετοχή σε ΔΣ Ανώνυμης Εταιρείας δεν είναι χωρίς ευθύνες. Τυχόν ζημιογόνες αποφάσεις, πράξεις ή παραλείψεις μελών του ΔΣ είναι δυνατό να τεκμηριώσουν, υπό προϋποθέσεις, προσωπική τους ευθύνη. Για την τυχόν απαλλαγή τους από την ΑΕ, παραίτηση από αξιώσεις ή συμβιβασμό της ΑΕ θα πρέπει να συντρέχουν συγκεκριμένες προϋποθέσεις. Σημαντικό ζητούμενο: η διασφάλιση των συμφερόντων της ΑΕ και των μετόχων μειοψηφίας. Το ΔΣ, εξάλλου, υποχρεούται σε έγκαιρη, πλήρη και επιμελή άσκηση των σχετικών αξιώσεων. Περί αυτών, όμως, σε επόμενη αρθρογραφία μας.-

    Σταύρος Κουμεντάκης
    Managing Partner

     

    Υ.Γ. Συνοπτική έκδοση του άρθρου δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ, στις 21 Μαΐου 2023.

    Η πληροφόρηση που εμπεριέχεται στο παρόν άρθρο δεν συνιστά (ούτε και έχει σκοπό να αποτελέσει) νομική συμβουλή. Μια τέτοια νομική συμβουλή είναι δυνατό να παρασχεθεί μόνον από αρμόδιο δικηγόρο ο οποίος θα λάβει υπόψη του το σύνολο των δεδομένων που θα του εκθέσετε για την υπόθεσή σας. Αναλυτικά.

  • Υποχρέωση Νομιμότητας Μελών ΔΣ

    Υποχρέωση Νομιμότητας Μελών ΔΣ

    Σε προηγούμενη αρθρογραφία μας, ασχοληθήκαμε με τις εξουσίες του ΔΣ. Τα μέλη του όμως καθώς και τα υποκατάστατα όργανα (άρ. 87-συνολικά: «τα μέλη του ΔΣ») δεν είναι δυνατό να τις ασκούν εκτός συγκεκριμένων ορίων. Η σχετική συζήτηση μοιάζει απολύτως τεχνοκρατική, θεωρητική και, εν τέλει, βαρετή˙ έχει όμως ένα απολύτως απτό, όσο και σημαντικό αποτέλεσμα: ενδεχόμενη ευθύνη των μελών του ΔΣ από την υπέρβαση των εν λόγω ορίων, θα ενεργοποιήσει τις σχετικές διατάξεις και τη δυνατότητα καταλογισμού στους παραβάτες. Περί της υποχρέωσης, ιδίως, τήρησης νομιμότητας από μέρους τους, το παρόν.

     

    Υποχρεώσεις Μελών ΔΣ

    Κύριες υποχρεώσεις των μελών ΔΣ συνιστούν: (α) η υποχρέωση επιμέλειας (άρ. 96) και (β) η υποχρέωση πίστης (άρ. 97).

    Υπό το προϊσχύσαν καθεστώς, νομοθετικό έρεισμα υφίστατο, μόνον, για την πρώτη εξ αυτών (:υποχρέωση επιμέλειας). Αντίθετα, η υποχρέωση πίστης αναγνωριζόταν στη θεωρία και νομολογία. Ο νόμος για τις ΑΕ προβαίνει σε πληρέστερη ρύθμιση των δύο, συγκεκριμένων, πυλώνων ευθύνης.

     

    Υποχρέωση Επιμέλειας

    Περιεχόμενο

    Τα μέλη του ΔΣ  οφείλουν  κατά την άσκηση των καθηκόντων τους να τηρούν τον νόμο, το καταστατικό και τις νόμιμες αποφάσεις της ΓΣ (άρ. 96§1). Οφείλουν, επίσης, να διαχειρίζονται τις εταιρικές υποθέσεις με σκοπό την προαγωγή του εταιρικού συμφέροντος, να εποπτεύουν την εκτέλεση των αποφάσεών του ΔΣ και της ΓΣ και να ενημερώνουν τα άλλα μέλη του ΔΣ για τις εταιρικές υποθέσεις.

    Αποτυπώνονται, έτσι, στο νόμο «τα γενικώς ισχύοντα σε ό,τι αφορά την υποχρέωση επιμελούς άσκησης των καθηκόντων των μελών του ΔΣ» (βλ. σχετικά, Αιτιολογική Έκθεση ν. 4548/2018  επί του άρ. 96). Τα μέλη του ΔΣ οφείλουν, μεταξύ άλλων, να καταβάλουν, κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, την επιμέλεια του συνετού επιχειρηματία, ο οποίος δραστηριοποιείται σε παρόμοιες συνθήκες (άρ. 102 §2). Υπέχουν, σε διαφορετική περίπτωση, ευθύνη έναντι της εταιρίας (παρά τις όποιες εξαιρέσεις-ενδ.: ο κανόνας της επιχειρηματικής κρίσης).

    Υποκατηγορίες

    Το περιεχόμενο του καθήκοντος επιμέλειας των μελών ΔΣ αναλύεται σε τρεις υποκατηγορίες:

    (α) στην υποχρέωση τήρησης της νομιμότητας (άρ. 96 §1 εδ. α΄)

    (β) στην υποχρέωση επιμέλειας εν στενή εννοία, η οποία αφορά στα διαχειριστικά καθήκοντα τους σύμφωνα με το μέτρο επιμέλειας του νόμου (άρ. 96 §1 εδ. β΄ & 102§2) και

    (γ) στην υποχρέωση άσκησης εποπτείας και ελέγχου της οργάνωσης και λειτουργίας της ΑΕ (άρ. 96 §1 περ. β’).

    Στο παρόν θα μας απασχολήσει, ειδικότερα-κατά τα εισαγωγικώς αναφερόμενα, η υποχρέωση νομιμότητας. Συγκεκριμένα:

     

    Υποχρέωση Νομιμότητας

    Έννοια – Περιεχόμενο

    Η υποχρέωση τήρησης της νομιμότητας από τα μέλη του ΔΣ (διαφορετικά: υποχρέωση διασφάλισης της νόμιμης λειτουργίας της εταιρείας), εδράζεται, όπως ήδη επισημάνθηκε, στον νόμο για τις ΑΕ (άρ. 96 §1, εδ. α΄ και, συμπληρωματικά ως προς τις εισηγμένες,  άρ. 4 §2, περ. ε΄ ν. 4706/2020). Πρόκειται για βασική και απολύτως αυτονόητη υποχρέωση που υποχρεώνει τα μέλη του ΔΣ (βλ. σχετ., Αιτιολογική Έκθεση ν. 4548/2018  επί του άρ. 96) σε:

    (α) Τήρηση νόμου: Τα μέλη του ΔΣ υποχρεούνται, αυτονοήτως, να τηρούν τη νομοθεσία. Στο πλαίσιο αυτό, επιβεβλημένη είναι η συμμόρφωσή τους προς τις σχετικές διατάξεις του νόμου για τις ΑΕ (:εσωτερικές υποχρεώσεις). Μεταξύ αυτών και η υποχρέωση τους να απέχουν από τη λήψη αποφάσεων που εμπίπτουν στις αρμοδιότητες που (ακόμα και κατ’ έθιμο) ανήκουν στην εξουσία της ΓΣ της εταιρείας. Τυχόν παράβαση της υποχρέωσης αυτής γεννά ευθύνη τους έναντι της ΑΕ.

    Υποχρεώσεις, πάντως, των μελών του ΔΣ συναντούμε και σε άλλες, εκτός του νόμου των ΑΕ, διατάξεις. Πρόκειται για νομοθετικές υποχρεώσεις της ίδιας της ΑΕ (ενδ.: υποχρεώσεις τήρησης κανόνων δικαίου ανταγωνισμού, δικαίου περιβάλλοντος, κεφαλαιαγοράς, προσωπικών δεδομένων, αστικού, φορολογικού, πτωχευτικού δικαίου, εργατικής και κοινωνικοσασφαλιστικής νομοθεσίας κ.λπ.). Η αναγκαιότητα ευθυγράμμισης των μελών του ΔΣ με τις εν λόγω υποχρεώσεις μοιάζει αυταπόδεικτη. Ενδεχόμενη παρανομία στο πρόσωπο της ΑΕ (παράβαση λ.χ. των φορολογικών της υποχρεώσεων, διαπίστωση της παράβασης από τη φορολογική αρχή και επιβολή προστίμων) θα συναρτάται, κατά κανόνα, με παράβαση των υποχρεώσεων των μελών του ΔΣ. Θα ενεργοποιεί, ενδεχομένως, δική τους (:εσωτερική) ευθύνη.

    Η απαγόρευση παρέκκλισης από την αρχή της νομιμότητας συνεχίζει να υφίσταται ακόμα κι αν η παρέκκλιση καταλήγει σε επωφελές για την ΑΕ αποτέλεσμα (λ.χ. η, κατόπιν δωροδοκιών, σύναψη συμβάσεων).

    Τα μέλη του ΔΣ θα πρέπει να τηρούν (και συμμορφώνονται με) τα συναλλακτικά ήθη. Ενδεχόμενη απόκλιση είναι δυνατό να αμαυρώσει την εικόνα και το κύρος της ΑΕ. Σχετική υποχρέωση, εκ του νόμου, δεν υφίσταται λόγω της ανυπαρξίας συναφών-ειδικών νομοθετικών ρυθμίσεων (πέραν των γενικών ρητρών: 178, 179 και 288 ΑΚ).

    (β) Τήρηση καταστατικού: Τα μέλη του ΔΣ οφείλουν, επιπλέον, να τηρούν το καταστατικό της. Οφείλουν, στο πλαίσιο αυτό, να κινούνται εντός των ορίων της εκπλήρωσης του εταιρικού σκοπού (άρ. 86). Υποχρεούνται, επομένως, να ενεργούν πράξεις που καλύπτονται από αυτόν ή προάγουν την εκπλήρωσή του. Υποχρεούνται, επίσης, να συμμορφώνονται με λοιπές αξιώσεις του καταστατικού όπως, λ.χ., όταν απαιτείται συγκατάθεση της ΓΣ για τη σύναψη σύμβασης από το ΔΣ.

    (γ) Τήρηση αποφάσεων ΓΣ: Τα μέλη του ΔΣ οφείλουν, τέλος, να τηρούν τις (νόμιμες) αποφάσεις της ΓΣ των μετόχων της ΑΕ. Όσον αφορά, ειδικότερα, τη «…νομιμότητα των αποφάσεων της ΓΣ θα πρέπει είτε να έχει κριθεί από τα δικαστήρια είτε να μην έχει με βασιμότητα αμφισβητηθεί» (:Αιτ. Έκθεση ν. 4548/2018 επί του άρθρου 96).

    Ειδικές Υποχρεώσεις

    Ταυτόχρονα με τις γενικές υποχρεώσεις των μελών του ΔΣ υπέχουν και άλλες ειδικότερες (αρ. 96 §2).

    Υποχρεούνται σε (σύννομη) τήρηση των -κατά τον νόμο (:ν. 4308/2014 για τα Λογιστικά Πρότυπα)- βιβλίων, αρχείων και λοιπών στοιχείων της εταιρείας (άρ. 96 §2 περ. α΄). Φέρουν το συλλογικό καθήκον τήρησης των διατυπώσεων που αφορούν στη σύνταξη και δημοσίευση (άρ. 96 §2 περ. β΄) των ετήσιων χρηματοοικονομικών καταστάσεων (άρ. 147) και της ετήσιας έκθεσης διαχείρισης (άρ. 150), της δήλωσης εταιρικής διακυβέρνησης (οι εισηγμένες ΑΕ-άρ. 152), τις ενοποιημένες (επί ομίλου εταιρειών) χρηματοοικονομικές καταστάσεις, τις εκθέσεις διαχείρισης και δήλωση εταιρικής διακυβέρνησης, της έκθεσης αποδοχών (άρ. 112).

    Τα μέλη του ΔΣ επιφορτίζονται με τις συγκεκριμένες (ειδικές) υποχρεώσεις συλλογικά. Συλλογική κατά τούτο, και εις ολόκληρον, καταλήγει και η τυχόν ευθύνη τους (κατ’ απόκλιση από τον κανόνα επιμερισμού της-άρ 102 §3).

     

    Ειδικά Ζητήματα Υποχρέωσης Νομιμότητας

    Κατάσταση Νομικής Αβεβαιότητας/Αμφιγνωμία

    Ο δρόμος για την ευθυγράμμιση των μελών του ΔΣ με τη νομιμότητα (και την εκπλήρωση της σχετικής υποχρέωσής τους) δεν είναι πάντοτε με ευκρίνεια οριοθετημένος. Συχνά παρουσιάζονται περισσότερες εναλλακτικές, που δημιουργούνται εξαιτίας νομικών κενών, διαφορετικών νομικών απόψεων, παλινωδιών της νομολογίας. Οφείλουν στην περίπτωση αυτή τα μέλη του ΔΣ, να προστρέξουν σε κατάλληλη νομική συμβουλή και τον ενδεδειγμένο, από τις περιστάσεις, νομικό έλεγχο. Εφόσον και μετά από έναν τέτοιο έλεγχο θα παραμείνουν αμφιβολίες, το ΔΣ θα πρέπει να προβεί, στο πλαίσιο της διακριτικής του ευχέρειας, σε στάθμιση κινδύνου-οφέλους.

    Τέτοιου είδους ενέργειες των μελών του ΔΣ μοιάζουν αναγκαίες για την προάσπιση των συμφερόντων της ΑΕ. Το σημαντικότερο: για την άρση (ή άμβλυνση, έστω) της προσωπικής τους ευθύνης έναντι της ΑΕ-σε περίπτωση αρνητικής έκβασης των επιλογών τους.

    Τήρηση Συμβατικών Υποχρεώσεων

    Από την υποχρέωση τήρησης νομιμότητας θα πρέπει να διακρίνουμε την τήρηση των συμβατικών δεσμεύσεων της ΑΕ έναντι τρίτων. Υποχρεούται μεν η ΑΕ να ευθυγραμμίζεται με αυτές, πλην όμως δεν είναι τούτο, πάντα, εφικτό (σε περιπτώσεις, λ.χ., οικονομικής δυσπραγίας). Κάποιες φορές, ενδεχομένως, ούτε και ενδεδειγμένο. Ευθύνη των μελών του ΔΣ δεν γεννάται, καταρχήν, έναντι της ΑΕ για τη (μη) εκπλήρωση των υποχρεώσεων που συμβατικά έχει αναλάβει. Ζητήματα ευθύνης των μελών του ΔΣ θα ανακύψουν, ενδεχομένως, εφόσον τυχόν αναίτια παράβαση συμβατικών υποχρεώσεων θα επιφέρει αυξημένη οικονομική ζημία της ΑΕ.

    «Επωφελείς Παραβάσεις Κανόνων Δικαίου»

    Τα μέλη του ΔΣ απαγορεύεται, όπως, ανωτέρω, διαπιστώσαμε, να προβαίνουν σε παράνομες ενέργειες, προκειμένου να ικανοποιήσουν εταιρικά συμφέροντα. Tυχόν «επωφελείς παραβάσεις των κανόνων δικαίου» (όπως συνηθίζεται να λέγονται) συνιστούν μη ανεκτές συμπεριφορές. Συνιστούν, συμπληρωματικά, αθέμιτο τρόπο άσκησης διοίκησης, και απολύτως ασύμβατο με τη υποχρέωση τήρησης νομιμότητας.

    Η τήρηση της αρχής της νομιμότητας προηγείται, προφανώς, έναντι του εταιρικού συμφέροντος. Ο σκοπός, εξάλλου, της ΑΕ απαγορεύεται να είναι παράνομος˙ πολύ περισσότερο, ο τρόπος εκπλήρωσής του.  Ενδεχόμενη παράνομη συμπεριφορά μελών ΔΣ γεννά υποχρέωσή τους για αποζημίωση της ΑΕ. Θα πρέπει, όμως, να συνυπολογιστεί τυχόν κέρδος που η ΑΕ αποκόμισε εξαιτίας της παράνομης συμπεριφοράς του.

     

    Η υποχρέωση τήρησης νομιμότητας (:τήρηση του νόμου, του καταστατικού και των αποφάσεων της ΓΣ) από μέρους των μελών του ΔΣ, δεν αποτελεί ευχολόγιο ούτε «γράμμα κενό». Συνιστά σαφή υποχρέωσή τους. Ενδεχόμενη παράβαση της εν λόγω υποχρέωσης ζημιώνει την ΑΕ και ενεργοποιεί τις σχετικές διατάξεις για τις ευθύνες των παραβατών. Επίκληση επιχειρημάτων του τύπου «ο σκοπός αγιάζει τα μέσα», δεν γίνεται, σε καμιά περίπτωση, ανεκτή. Οι υποχρεώσεις όμως των μελών του ΔΣ και των υποκατάστατων οργάνων του δεν εξαντλούνται εδώ. Περί των λοιπών υποχρεώσεων επιμέλειας σε επόμενη αρθρογραφία μας.-

    Σταύρος Κουμεντάκης
    Managing Partner

     

    Υ.Γ. Συνοπτική έκδοση του άρθρου δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ, στις 5 Μαρτίου 2023.

    Η πληροφόρηση που εμπεριέχεται στο παρόν άρθρο δεν συνιστά (ούτε και έχει σκοπό να αποτελέσει) νομική συμβουλή. Μια τέτοια νομική συμβουλή είναι δυνατό να παρασχεθεί μόνον από αρμόδιο δικηγόρο ο οποίος θα λάβει υπόψη του το σύνολο των δεδομένων που θα του εκθέσετε για την υπόθεσή σας. Αναλυτικά.

  • Προϋποθέσεις Επίκλησης Ακυρότητας Αποφάσεων ΔΣ

    Προϋποθέσεις Επίκλησης Ακυρότητας Αποφάσεων ΔΣ

    Σε προηγούμενη αρθρογραφία μας ασχοληθήκαμε με τις ελαττωματικές και ανυπόστατες αποφάσεις του ΔΣ. Ποιες, όμως, οι προϋποθέσεις ακυρότητας; Περί των διαδικαστικών, σχετικών, προϋποθέσεων, το παρόν.

     

    Ενεργητική Νομιμοποίηση: Οι Δικαιούχοι Επίκλησης

    Δαφοροποιούνται εκείνοι που δικαιούνται να επικαλεστούν τυχόν ελαττώματα αποφάσεων του ΔΣ. Αναφερόμαστε στις δύο σημαντικές, σχετικές, κατηγορίες: (α) αποφάσεις με ελαττώματα ουσίας (άρ. 95 §1) και ελαττώματα διαδικασίας (άρ. 95 §2) καθώς και (β) εκείνες που προσομοιάζουν με αποφάσεις της ΓΣ των μετόχων (άρ. 95 §4). Για την πρώτη κατηγορία προβλέπονται ειδικές ρυθμίσεις (άρ. 95 §3). Για τη δεύτερη εφαρμόζονται, αναλογικά, οι αντίστοιχες διατάξεις για τις αποφάσεις της ΓΣ (άρ. 137 και 138). Αναλυτικότερα:

    Δικαιούχοι Επίκλησης Ακυρότητας Αποφάσεων Με Ελαττώματα Ουσίας & Διαδικασίας

    Ως προς τις συγκεκριμένες ελαττωματικές αποφάσεις του ΔΣ, την ακυρότητά τους νομιμοποιούνται να επικαλεστούν:

    (α) Τα μέλη του ΔΣ ατομικά

    Η δυνατότητα των μελών του ΔΣ να επικαλεστούν ακυρότητα αποφάσεών του μοιάζει τόσο εύλογη όσο και προφανής. Τα μέλη του ΔΣ ευθύνονται για ό,τι έχει αποφασίσει το όργανο και έχουν, συνεπώς, κάθε λόγο και η νομιμότητα να τηρείται και η δική τους ευθύνη να μην υφίσταται. Το δικαίωμά τους, μάλιστα, για προσβολή των εν λόγω αποφάσεων υφίσταται είτε συμμετείχαν είτε όχι στη λήψη της (ελαττωματικής) απόφασης (βλ. σχετικά Αιτιολογική Έκθεση ν. 4548/2018 επί άρ. 95). Εκείνοι που καταψήφισαν την προβληματική απόφαση δικαιούνται, σε κάθε περίπτωση, να επικαλεστούν τυχόν ακυρότητες. Εκείνοι, όμως, που υπερψήφισαν εφόσον δεν λειτουργούν αντιφατικά και καταχρηστικά (281 ΑΚ).

    Το ΔΣ, πάντως, δεν νομιμοποιείται να επικαλεστεί, συλλογικά-ως όργανο, ενδεχόμενη ακυρότητα.

    (β) Τρίτοι (μέτοχοι ή μη)

    Δικαίωμα επίκλησης της τυχόν ακυρότητας ενδέχεται να διατηρούν τρίτοι (μέτοχοι ή μη). Υπό την προϋπόθεση, ωστόσο, ότι δικαιολογούν προσωπικό και ειδικό έννομο συμφέρον (άρ. 95 §3 εδ. α΄) και, στο πλαίσιο αυτό, βλάβη των προσωπικών τους συμφερόντων.

    Εξάλλου: «…(όπως συμβαίνει και στην περίπτωση της άμεσης ζημίας) ο μέτοχος ή ο τρίτος έχουν ατομικό δικαίωμα προστασίας και θα έχουν έννομο συμφέρον να επικαλεσθούν την ακυρότητα της απόφασης…όχι όμως µε αναφορά στο εταιρικό συμφέρον και τη σκοπιμότητα της διαχειριστικής κρίσης του ΔΣ» (οπότε και ο έλεγχος των αποφάσεων λαμβάνει χώρα υπό το πρίσμα έτερων διατάξεων, λ.χ. 102) «…αλλά µε αναφορά στη βλάβη που προσωπικά και άμεσα υφίστανται» (:Αιτ. Έκθ. ν. 4548/2018, επί του άρθρου 95). Κατ’ αντιστοιχία, δηλαδή, της νομιμοποίησής τους να αξιώσουν την άμεση ζημία που υφίστανται από πράξεις του ΔΣ (1214/2021 ΑΠ, 1298/2006 ΑΠ, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), ομοίως, δύνανται να επικαλεσθούν την ακυρότητα μιας απόφασης του ΔΣ «…που τους βλάπτει προσωπικά και άμεσα (π.χ. το Δ.Σ. αποφασίζει να µην καταβληθεί µέρισµα, που νόμιμα αποφασίστηκε από τη ΓΣ να καταβληθεί)».

    Δικαιούχοι Επίκλησης Ακυρότητας/Ακυρωσίας Αποφάσεων Που Προσομοιάζουν Με Αποφάσεις ΓΣ

    Για τις περιοριστικά αναφερόμενες, στον νόμο, αποφάσεις που προσομοιάζουν με αποφάσεις της ΓΣ (άρ. 95 §4), εφαρμόζονται, αναλογικά, οι διατάξεις για τις ελαττωματικές αποφάσεις της ΓΣ (άρ. 137 και 138). Στο πλαίσιο αυτών, την ακυρωσία της απόφασης του ΔΣ (άρ. 137) μπορεί να επικαλεστεί μέτοχος, που εκπροσωπεί τουλάχιστον το 2% του κεφαλαίου. Επίσης, κάθε μέλος του ΔΣ ατομικά. Αντίθετα, την ακυρότητα (άρ. 138), κάθε πρόσωπο, μέτοχος ή τρίτος που έχει σχετικό έννομο συμφέρον.

    Στην προκειμένη περίπτωση αρκεί, δηλ., η επίκληση (και απόδειξη) της μετοχικής ιδιότητας. Δεν απαιτείται απόδειξη προσωπικού, ειδικού, εννόμου συμφέροντος, όπως προϋποτίθεται στις αποφάσεις του ΔΣ με ελαττώματα ουσίας ή διαδικασίας.

    Αυτεπάγγελτος Έλεγχος

    Τυχόν ακυρότητα απόφασης ΔΣ μπορεί, τέλος, να ληφθεί υπόψη αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο. Υπό την προϋπόθεση ότι πρόκειται για διαρκή παράβαση κανόνων αναγκαστικού δικαίου. Στην περίπτωση αυτή, την παρανομία της απόφασης μπορούν να επικαλεσθούν και οι μέτοχοι, ανεξάρτητα αν βλάπτονται προσωπικά και άμεσα (άρ. 95 §3 in fine). Δικαιολογητικός λόγος καθίσταται το γεγονός ότι δεν είναι ανεκτό για τους μετόχους να διαιωνίζεται μια παράνομη κατάσταση στην ΑΕ και τούτοι να αδυνατούν να αντιδράσουν (βλ. Αιτιολογική Έκθεση του ν. 4548/2018 επί του άρ. 95).

     

    Προθεσμία Επίκλησης

    Κανόνας

    Η δυνατότητα επίκλησης ακυρότητας (ή ακυρωσίας) απόφασης ΔΣ δεν μπορεί να υφίσταται στο διηνεκές. Οι σχετικές προθεσμίες διαφοροποιούνται.

    (α) Ως προς τις αποφάσεις με ελάττωμα ουσίας (95 §1) ή διαδικασίας (95 §2): Η σχετική επίκληση μπορεί να λάβει χώρα εντός εξαμήνου από την καταχώριση της επίμαχης απόφασης στο βιβλίο πρακτικών της ΑΕ (σύμφωνα με το άρ. 93). Αν, όμως, πρόκειται για απόφαση δημοσιευτέα,  από την καταχώρισή της στο Γ.Ε.ΜΗ (σύμφωνα με το άρ. 12).

    (β) Ως προς τις αποφάσεις που προσομοιάζουν με αποφάσεις της ΓΣ (95 §4): Εφαρμόζονται, αναλογικά, οι προθεσμίες που ισχύουν επί ελαττωματικών αποφάσεων της ΓΣ. Ειδικότερα, ως προς τις ακυρώσιμες αποφάσεις (137), τυχόν αγωγή ακύρωσής τους απαιτείται να ασκηθεί εντός τετράμηνης προθεσμίας. Ενώ, ως προς τις άκυρες (138), η επίκληση της ακυρότητας υπάγεται σε ενιαύσια προθεσμία. Οι προθεσμίες, και στις δύο περιπτώσεις, εκκινούν από τη λήψη της σχετικής απόφασης του ΔΣ. Άλλως, από τη δημοσίευσή της στο Γ.Ε.ΜΗ-εφόσον τούτη υποβάλλεται σε δημοσιότητα.

    Εξαίρεση

    Στην περίπτωση που από την απόφαση του ΔΣ λαμβάνει χώρα διαρκής παράβαση διατάξεων αναγκαστικού δικαίου, η επίκληση τυχόν ακυρότητας δεν υπόκειται σε προθεσμία (άρ. 95 §3 εδ. β΄ και 138 §4).

     

    Αρμόδιο Δικαστήριο

    Αρμόδιο δικαστήριο (καθ’ ύλην και κατά τόπο) για την εκδίκαση υποθέσεων που αφορούν ελαττωματικές αποφάσεις του ΔΣ είναι το Μονομελές Πρωτοδικείο της έδρας της εταιρείας. Τούτο προβλέπεται με ειδική ρύθμιση (95 §4) για την περίπτωση των αποφάσεων που προσομοιάζουν με αποφάσεις της ΓΣ (95 §4) και έννομη συνέπεια του ελαττώματός τους είναι η ακυρωσία (137). Αντίστοιχη, όμως, αρμοδιότητα θα πρέπει να δεχθούμε (κατά την ορθότερη άποψη, βλ. άρ. 3 §1) και για το σύνολο των λοιπών περιπτώσεων.

    Αν, εξάλλου, γινόταν δεκτές διαφορετικές αρμοδιότητες (:Πολυμελούς και Μονομελούς Πρωτοδικείου της έδρας της εταιρείας), θα οδηγούμασταν σε διάσπαση αρμοδιοτήτων. Συγκεκριμένα, αγωγές κατά αποφάσεων του ΔΣ, το πραγματικό των οποίων, πιθανόν, να ελεγχόταν τόσο υπό το πρίσμα της ακυρωσίας όσο και της ακυρότητας, θα έπρεπε να εισαχθούν στο Μονομελές και Πολυμελές Πρωτοδικείο αντίστοιχα.  Όπερ άτοπο.

     

    Ασφαλιστικά Μέτρα

    Όσον αφορά τις αποφάσεις του ΔΣ που προσομοιάζουν με εκείνες της ΓΣ ουδεμία αμφιβολία καταλίπεται όσον αφορά τη δυνατότητα προσφυγής στα ασφαλιστικά μέτρα (άρ. 95 §4,  137§11 & 138§7). Τα αντίστοιχα ισχύουν, κατά την ορθότερη άποψη, και στις περιπτώσεις αποφάσεων με ελαττώματα ουσίας (άρ. 95 §1) ή διαδικασίας (άρ. 95 §2).

     

    Απαιτήσεις Δημοσιότητας

    Η δικαστική απόφαση, που αναγνωρίζει τυχόν ακυρότητα απόφασης του ΔΣ, θα πρέπει να δημοσιευθεί στο Γ.Ε.ΜΗ., εφόσον η εν λόγω απόφαση υπόκειται σε δημοσιότητα (άρ. 95 §5). Η ρύθμιση αυτή ακολουθεί το πνεύμα των άρθρων περί ελαττωματικών αποφάσεων της ΓΣ (άρ. 137 §12 και 138 §8).

     

    Προστασία Τρίτων

    Επί ελαττωματικών αποφάσεων του ΔΣ (θα πρέπει να γίνει δεκτό πως) παρέχεται προστασία των καλόπιστων τρίτων (αρ. 95 §6 και 86 §§2 και 3) αναφορικά με όλες τις ελαττωματικές αποφάσεις (όπως υποστηρίζεται: και τις ανυπόστατες). Υπό την προϋπόθεση, να έχουν υποβληθεί σε δημοσιότητα και να έχουν δημιουργηθεί δικαιώματα υπέρ των τρίτων.

    Συνεπώς, δε μπορεί να προταθεί έναντι τρίτων το ελάττωμα των αποφάσεων του ΔΣ με σκοπό την αποφυγή, λ.χ., συμβατικών υποχρεώσεων εκ μέρους της εταιρείας.

     

    Τα μέλη του ΔΣ της ΑΕ οφείλουν να λειτουργούν στο πλαίσιο όσων ο νόμος, το καταστατικό και οι αποφάσεις της ΓΣ ορίζουν (θέμα το οποίο θα μας απασχολήσει σε επόμενη αρθρογραφία μας). Εύλογα, κατά λογική ακολουθία, αποφάσεις του ΔΣ που εξέρχονται των συγκεκριμένων ορίων είναι δυνατό να προσβληθούν από τα μέλη του και τρίτους-μετόχους ή μη).  Οι σχετικές προϋποθέσεις και προθεσμίες απορρέουν ή συνάγονται από το νόμο. Προέχει όμως, το δίχως άλλο, η σύννομη λήψη αποφάσεων και η διατύπωσή τους με τρόπο διασφαλιστικό των δικαιωμάτων των ΑΕ, των μετόχων και, αυτονοήτως, των ίδιων των μελών του ΔΣ.

    Σταύρος Κουμεντάκης
    Managing Partner

     

    Υ.Γ. Συνοπτική έκδοση του άρθρου δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ, στις 26 Φεβρουαρίου 2023.

    Η πληροφόρηση που εμπεριέχεται στο παρόν άρθρο δεν συνιστά (ούτε και έχει σκοπό να αποτελέσει) νομική συμβουλή. Μια τέτοια νομική συμβουλή είναι δυνατό να παρασχεθεί μόνον από αρμόδιο δικηγόρο ο οποίος θα λάβει υπόψη του το σύνολο των δεδομένων που θα του εκθέσετε για την υπόθεσή σας. Αναλυτικά.

  • Ελαττωματικές Αποφάσεις ΔΣ

    Ελαττωματικές Αποφάσεις ΔΣ

    Σε προηγούμενη αρθρογραφία μας, ασχοληθήκαμε με ζητήματα σχετικά με τις προϋποθέσεις έγκυρης λήψης των αποφάσεων του ΔΣ. Ενδεχόμενη παραβίαση διαδικαστικών προϋποθέσεων ή/και ουσιαστικών διατάξεων οδηγεί σε ελαττωματικές αποφάσεις. Περί αυτών το παρόν.

     

    Αναγκαιότητα Ειδικής Ρύθμισης

    Υπό το προϊσχύσαν καθεστώς, ο νομοθέτης δεν προέβλεπε την αντιμετώπιση των σχετικών περιπτώσεων. Ωστόσο, με τον ν. 4548/2018, θεσπίστηκε, το πρώτον, ειδική νομοθετική πρόβλεψη αναφορικά με τις ελαττωματικές αποφάσεις του ΔΣ (αρ. 95).

    Οι ρυθμίσεις για τις ελαττωματικές αποφάσεις του ΔΣ δεν ταυτίζονται με τις αντίστοιχες για τη ΓΣ. Τούτο, οφείλεται, σαφώς, στη διαφορετική φύση των αποφάσεων των δύο οργάνων και ειδικότερα (όπως επισημαίνεται και στην Αιτιολογική Έκθεση του ν. 4548/2018 επί του άρ. 95):

    (α) Οι αποφάσεις του ΔΣ αφορούν, κατά κύριο λόγο, θέματα διαχείρισης. Ως εκ τούτου, θα ήταν παράτολμο να υπαχθούν σε δικαστικό έλεγχο διαχειριστικές αποφάσεις. Δεδομένου και του -κατωτέρω αναφερόμενου- κανόνα της επιχειρηματικής κρίσης.

    (β) Οι αποφάσεις του ΔΣ λαμβάνονται από όργανο που υπέχει ευθύνη έναντι της ΑΕ. Αντίθετα, οι μέτοχοι είναι, καταρχήν, ανεύθυνοι. Η σχετική ευθύνη του ΔΣ, επομένως, δύναται να θεωρηθεί ως ασφαλιστική δικλείδα, που θα αντιμετωπίζει με επάρκεια (έστω και ex post) τα αναφυόμενα ζητήματα από τυχόν παράνομες αποφάσεις του ΔΣ.

    (γ) Οι αποφάσεις του ΔΣ, αφού ληφθούν εκτελούνται. Ως εκ τούτου, ενδέχεται να στερείται νοήματος η εξέταση του αν αποφάσεις ήταν ή όχι έγκυρες. Ενώ, αν έχουν εκτελεσθεί, θα απομένει το ζήτημα της ευθύνης των μελών του ΔΣ.

    Δεδομένων των ανωτέρω και για λόγους, αφενός ασφάλειας δικαίου αφετέρου μη ασφαλών συμπερασμάτων της νομολογίας, κρίθηκε αναγκαία η ειδική ρύθμιση για την αντιμετώπιση των ελαττωματικών αποφάσεων του ΔΣ.

    Ο νόμος, ειδικότερα, διακρίνει, ως προς τις ελαττωματικές αποφάσεις του ΔΣ μεταξύ: (α) αποφάσεων με ελαττώματα ουσίας (άρ. 95 §1), (β) αποφάσεων με ελαττώματα διαδικασίας (άρ. 95 §2) και (γ) αποφάσεων που προσομοιάζουν με αποφάσεις της ΓΣ των μετόχων (άρ. 95 §4).

     

    Αποφάσεις Με Ελαττώματα Ουσίας

    Άκυρη είναι κάθε απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου, που το περιεχόμενό της αντίκειται στο νόμο ή στο καταστατικό της ΑΕ (άρ. 95 §1).

    Στην έννοια του νόμου, εμπίπτουν οι απαγορευτικοί κανόνες αναγκαστικού δικαίου. Όχι διατάξεις ενδοτικού δικαίου, από τις οποίες και επιτρέπεται απόκλιση.

    Υπό την έννοια αυτή, άκυρη είναι τυχόν απόφαση του ΔΣ που αντίκεινται σε απαγορευτικές διατάξεις του ΑΚ. Λ.χ.: αποφάσεις αντίθετες στα χρηστά ήθη (ΑΚ 178, 179). Αποφάσεις, επίσης, που λαμβάνονται κατά κατάχρηση δικαιώματος (:281 ΑΚ-υπό την επιφύλαξη της συνέπειας της παράβασης του 281 ΑΚ στις απαριθμούμενες αποφάσεις της §4 του άρ. 95).

    Το ίδιο ισχύει και για τυχόν απόφαση που παραβιάζει τις διατάξεις για αποκλειστική αρμοδιότητα της ΓΣ. Όπως ρητά προβλέπεται, η ΓΣ είναι η μόνη αρμόδια να αποφασίζει -μεταξύ άλλων- για τροποποιήσεις του καταστατικού, την εκλογή μελών ΔΣ και ελεγκτών, την έγκριση της συνολικής διαχείρισης και των ετήσιων χρηματοοικονομικών καταστάσεων, τη διάθεση των ετήσιων κερδών. Είναι, συνεπώς, άκυρες αποφάσεις του ΔΣ επ’ αυτών των θεμάτων ή άλλων που απαριθμούνται στον νόμο (117 §1).

    Άκυρες είναι, ακόμη, οι αποφάσεις του ΔΣ, το περιεχόμενο των οποίων προσκρούει σε (έγκυρες) καταστατικές προβλέψεις ή (νόμιμη) απόφαση της ΓΣ.

    Δεν είναι άκυρη, ωστόσο, απόφαση αντίθετη σε εξωεταιρική (εξωκαταστατική) συμφωνία. Ακόμη και αν όλοι οι μέτοχοι έχουν συμφωνήσει στη σύναψή της.

     

    Αποφάσεις Με Ελαττώματα Διαδικασίας

    Κανόνας

    Ο νομοθέτης επέλεξε τον κανόνα της ακυρότητας είτε πρόκειται για αποφάσεις με ελαττώματα ουσίας είτε με ελαττώματα ως προς τη διαδικασία λήψης τους. Ομοίως, άκυρες, επομένως, καθίστανται αποφάσεις  του ΔΣ που λήφθηκαν κατά τρόπο μη σύμφωνο με τον νόμο ή το καταστατικό (άρ. 95 §2).  Αποφάσεις, δηλ., για τις οποίες σημειώθηκε διαδικαστικό σφάλμα κατά τη λήψη τους.

    Στην κατηγορία αυτή ανήκουν αποφάσεις, που λήφθηκαν κατά παράβαση των προϋποθέσεων:

    (α) νόμιμης σύνθεσης του ΔΣ: Λ.χ. κατά παράβαση των διατάξεων για την απαρτία και την πλειοψηφία (βλ. Αιτιολογική Έκθεση ν. 4548/2018 επί του άρθρου 95). Στο πλαίσιο αυτό, έχει κριθεί άκυρη απόφαση που ελήφθη με την παρουσία μικρότερου αριθμού μελών ΔΣ από αυτόν που προβλεπόταν στο καταστατικό ή στην απόφαση της ΓΣ (8064/2017 ΠολΠρωτΘεσσ, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, 2070/2011 ΕφΑθ, ΔΕΕ 2011). Επίσης, και όλως ενδεικτικά, περίπτωση μη νόμιμης σύνθεσης του ΔΣ συνιστά η μη παράσταση ή αντιπροσώπευση των μισών μελών του ΔΣ πλέον του ενός. Ακόμη, η μη τήρηση του, προβλεπόμενου στον νόμο (άρ. 92 §1), ελάχιστου αριθμού των τριών (παρόντων ή αντιπροσωπευόμενων) συμβούλων.

    (β) νόμιμης σύγκλησης του ΔΣ: Τέτοια περίπτωση συντρέχει όταν, λ.χ., δεν κοινοποιήθηκε η πρόσκληση σε όλα τα μέλη του ΔΣ. Ή τούτη δεν κοινοποιήθηκε μέσα στην προθεσμία που προβλέπεται από τον νόμο ή το καταστατικό.

    Η Εξαίρεση Της Ομόφωνης Απόφασης Του ΔΣ

    Από τον κανόνα της ακυρότητας ως προς τις διαδικαστικές παραβάσεις, ωστόσο, εισάγεται  εξαίρεση. Συγκεκριμένα, όταν η απόφαση ελήφθη, ομόφωνα-από όλα τα μέλη του ΔΣ (παρόντα ή νομίμως εκπροσωπούμενα), τυχόν ακυρότητα δεν δικαιολογείται (:βλ. Αιτιολογική Έκθεση ν. 4548/2018 επί του άρθρου 95). Επί της συγκεκριμένης ρύθμισης, διατυπώνονται, (και ορθά) σοβαρές επιφυλάξεις. Και τούτο γιατί από το γράμμα του νόμου, φαίνεται η ρύθμιση αυτή να καταλαμβάνει το σύνολο των διαδικαστικών σφαλμάτων. Είτε αφορούν τη νόμιμη σύγκληση είτε τη νόμιμη σύνθεση.

    Μια τέτοια παραδοχή, όμως, θα συνιστούσε απόκλιση από ειδικότερες διατάξεις για το ΔΣ. Εκείνες που αφορούν στην εγκυρότητα των εκτός έδρας συνεδριάσεων (90 §3) ή της μη αναγραφής (με σαφήνεια) των θεμάτων της ημερήσιας διάταξης (91 §2 εδ. β΄)-εφόσον παρίστανται (ή αντιπροσωπεύονται) όλα τα μέλη του ΔΣ και κανείς δεν αντιλέγει.

    Επίσης, η παραδοχή αυτή δεν συνάδει με τις διατάξεις για την απαρτία και την πλειοψηφία. Η παράβαση αυτών, συγκεκριμένα, αποκλείει την επίτευξη ομοφωνίας.

    Δεδομένων των ανωτέρω, προτείνεται η ερμηνεία (κατ’ άλλους, ειδικότερα και, καθ’ ημάς, ορθότερα: η τελολογική συστολή) της εν λόγω διάταξης περί της εξαίρεσης.

    Καταρχάς, θα πρέπει να γίνει δεκτό ότι από την εν λόγω εξαίρεση αποκλείονται σφάλματα, που αφορούν τη νόμιμη σύνθεση του ΔΣ. Κατά δεύτερον, η δικαιολόγηση της μη ακυρότητας της ελαττωματικής απόφασης δεν θα πρέπει να αναζητηθεί στην ομόφωνη λήψη της. Αντίθετα, στην παράσταση (ή/και αντιπροσώπευση) όλων των μελών του ΔΣ και στη μη διατύπωση αντίρρησης στη λήψη της απόφασης αυτής.

     

    Αναλογική Εφαρμογή Των Σχετικών Διατάξεων Για Τη ΓΣ

    Ειδικά Ρυθμιζόμενες Αποφάσεις Του ΔΣ

    Πέρα από τις ανωτέρω αποφάσεις του ΔΣ, για ορισμένες άλλες επιφυλάσσεται (άρ. 95 §4), σε περίπτωση ελαττωματικότητάς τους, αναλογική εφαρμογή αντίστοιχων ρυθμίσεων για τη ΓΣ (των άρ. 137 και 138).

    Ειδικότερα, πρόκειται για τις ακόλουθες, περιοριστικά απαριθμούμενες στον νόμο αποφάσεις του ΔΣ:

    (α) Την απόφαση, η οποία λαμβάνεται με πλειοψηφία των 2/3 των μελών του ΔΣ, περί περιορισμού ή απόκλισης του δικαιώματος προτίμησης (άρ. 27 §4).

    Δεκτό πρέπει να γίνει, ευλόγως (δεδομένης και της υπαγωγής της περίπτωσης του άρ. 117 §2 περ. α΄ στις εν λόγω απαριθμούμενες αποφάσεις του ΔΣ), ότι τα άρθρα 137 και 138 εφαρμόζονται αναλογικά και επί της προηγούμενης (κύριας) απόφασης του ΔΣ για έκτακτη αύξηση κεφαλαίου λόγω της σχέσης κύριου-παρεπομένου που τις συνδέει.

    (β) Την απόφαση που αφορά την έκδοση τίτλων κτήσης μετοχών (warrants -άρ. 56 §2).

    (γ) Την απόφαση σχετικά με την έκδοση ομολογιακού δανείου με μετατρέψιμες ομολογίες (άρ. 71 §1 περ. β΄).

    (δ) Τις αποφάσεις αναφορικά με τις αυξήσεις κεφαλαίου ή τις πράξεις αναπροσαρμογής του κεφαλαίου, την τροποποίηση ή προσαρμογή διατάξεων του καταστατικού και τη συγχώνευση (άρ. 117 §2 περ. α΄, β΄, ε΄).

    Λαμβάνοντας το ΔΣ τις ως άνω αποφάσεις, λειτουργεί, κατ’ ουσίαν, όπως η ΓΣ. Εξ αυτού του λόγου (και με σκοπό την ενιαία αντιμετώπιση των ομοίου αντικειμένου αποφάσεων, ανεξάρτητα από το όργανο που την εκδίδει), ο νομοθέτης προκρίνει τη λύση της αναλογικής εφαρμογής των διατάξεων για τις ελαττωματικές αποφάσεις της ΓΣ.

    Ως εκ τούτου, τυχόν ελλαττωματικές σχετικές αποφάσεις καθίστανται ακυρώσιμες, εφόσον έχουν παραβιασθεί διαδικαστικοί κανόνες κατά τη λήψη τους από το ΔΣ. Άλλως, άκυρες, εφόσον το περιεχόμενό τους αντίκειται στο νόμο ή στο καταστατικό (κατά τα προβλεπόμενα στα άρ. 137, 138).

    Η Ειδική Περίπτωση Της Κατάχρησης Της Εξουσίας Της Πλειοψηφίας

    Από την αναλογική εφαρμογή στις ελαττωματικές αποφάσεις του ΔΣ των διατάξεων για τις αντίστοιχες (:ελαττωματικές αποφάσεις) της ΓΣ (άρ. 137 και 138) εξαιρείται ρητά η περίπτωση ακυρωσίας απόφασης ΓΣ η οποία ελήφθη κατά κατάχρηση της εξουσίας της πλειοψηφίας (:άρ. 137 §2, περ. β’). Η εν λόγω διάταξη προβλέπει την ακυρωσία (281 ΑΚ -μολονότι, δηλαδή, πρόκειται για ελάττωμα ουσίας).

    Στη θεωρία υπάρχει διχογνωμία αναφορικά με τον τρόπο που θα αντιμετωπιστούν οι αποφάσεις αυτές. Ήτοι αν θα καθίστανται άκυρες ή ακυρώσιμες και με βάση ποια διάταξη. Η απάντηση στο σχετικό ζήτημα αποτελεί αντικείμενο εκτενούς νομικού διαλόγου και προτείνεται ακόμη και η contra legem ερμηνεία.

    Σε κάθε περίπτωση, όμως, η εξαίρεση αυτή δεν θα δικαιολογούσε τυχόν θέση περί μη ελέγχου καταχρηστικότητας των εν λόγω αποφάσεων (αυτό γινόταν δεκτό και υπό το προϊσχύσαν δίκαιο, 1408/2010 ΑΠ ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, 8064/2017 ΠολΠρωτΘεσσ, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Άλλως, θα δημιουργείτο ανεπίτρεπτο κενό προστασίας τυχόν μετοχικής μειοψηφίας από καταχρηστικές αποφάσεις του ΔΣ.

     

    Ανυπόστατη Απόφαση

    Σε αντίθεση με τις νομοθετικές προβλέψεις για τις ελαττωματικές αποφάσεις της ΓΣ, ο νόμος (αρ. 95), δεν αντιμετωπίζει την περίπτωση τυχόν ανυπόστατων αποφάσεων του ΔΣ. Το δικαστήριο που θα επιληφθεί επαφίεται η εφαρμογή των, κατά περίπτωση, κατάλληλων διατάξεων.

    Πρόκειται, πάντως, για εντελώς εξαιρετικές περιπτώσεις: Ανυπόστατη τυγχάνει (μεταξύ άλλων) η απόφαση στη λήψη της οποίας συμμετείχαν μόνο μη μέλη του ΔΣ. Αντίστοιχα, όταν λαμβάνεται απόφαση του ΔΣ με πρακτικό δια περιφοράς και απουσιάζουν οι υπογραφές του συνόλου των μελών του (547/2019 ΑΠ, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, επίσης, βλ. Αιτιολογική Έκθεση ν. 4548/2018 επί άρ. 95).

     

    Ειδικότερα Ζητήματα Ως Προς Τις Αποφάσεις Του ΔΣ

    Κακή Διαχείριση Του ΔΣ

    Γίνεται δεκτό (και ορθά) πως ενδεχόμενη κακή διαχείριση εκ μέρους του ΔΣ δεν επηρεάζει το κύρος των αποφάσεών του. Διαφορετικά, ο έλεγχος των αποφάσεων του εν λόγω οργάνου θα κατέληγε έλεγχος σκοπιμότητας και όχι, μόνον, νομιμότητας. Υπόθεση μη συμβατή με τον κανόνα της αυτονομίας του ΔΣ και της επιχειρηματικής ελευθερίας (όπως αυτή θεμελιώνεται στη βάση του κανόνα της επιχειρηματικής κρίσης).

    Άλλωστε, ζητήματα σχετικά με τη διαχείριση από το ΔΣ αντιμετωπίζονται από ειδικότερες διατάξεις και, συγκεκριμένα, από τις διατάξεις για την ευθύνη των μελών του ΔΣ (άρ. 102 και 107).

    Ελαττώματα Μεμονωμένων Ψήφων

    Όπως ρητά επισημαίνεται στην Αιτιολογική Έκθεση του ν. 4548/2018 επί του άρθρου 95: «εννοείται ότι ελαττώματα μεμονωμένων ψήφων που δόθηκαν από μέλη του ΔΣ (π.χ. ψηφίζει σύμβουλος, στο πρόσωπο του οποίου συντρέχει σύγκρουση συμφερόντων) θα επηρεάζουν το κύρος της απόφασης μόνο, αν χωρίς την ψήφο αυτή δεν θα σχηματιζόταν πλειοψηφία.».

    Η παραδοχή αυτή πηγάζει από τη θεωρία της συνάφειας (που συναντάται στο γερμανικό δίκαιο). Το περιεχόμενο της θεωρίας αυτής, ρητά, αποτυπώνεται στην νομοθετική ρύθμιση για τις αποφάσεις της ΓΣ (άρ. 137 §5). Ωστόσο, η εφαρμογή της γίνεται, ευλόγως, δεκτή -αναλογικά- και στις ελαττωματικές αποφάσεις του ΔΣ.

    Επικύρωση Ελαττωματικής Απόφασης

    Δεκτή γίνεται, επίσης, η αναλογική εφαρμογή της §6 περ. γ΄ του άρθρου 137 περί επικύρωσης ελαττωματικής απόφασης της ΓΣ και στις αποφάσεις του ΔΣ.

    Σύμφωνα με την κρατούσα στη θεωρία και στη νομολογία άποψη, το ΔΣ απαιτείται να λάβει «νεότερη απόφαση», απαλλαγμένη, αυτή τη φορά, από το τυχόν ελάττωμα (876/2010 ΑΠ, 2182/2013 ΑΠ, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Ευλόγως, επιβεβαιωτική της προηγούμενης, ελλείψει, απλώς, του ελαττώματος. Άλλως, θα επρόκειτο για νέα απόφαση, που θα καθιστούσε άνευ αντικειμένου τη δυνατότητα επικύρωσης.

    Η επικυρωτική αυτή απόφαση -ως προς τις άκυρες και ακυρώσιμες που τελεσιδίκως έχουν δικαστικώς ακυρωθεί αποφάσεις- δεν έχει αναδρομική ισχύ. Καθώς, γίνεται δεκτό ότι η ιδιωτική βούληση δεν μπορεί να θεραπεύσει τυχόν ακυρότητα (2182/2013 ΑΠ, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Ενώ, σε διαφορετική περίπτωση, θα ετίθετο εκποδών ο σκοπός της ακυρότητας (907/2000 ΕφΠειρ, 134/2014 ΜονΕφΘρ, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

    Αρμόδιο όργανο για την έκδοση της επικυρωτικής απόφασης καθίσταται το ΔΣ που προέβη στη λήψη της ελαττωματικής απόφασης.

     

    Έχει, επανειλημμένα, διατυπωθεί από τον γράφοντα η άποψη πως το ΔΣ είναι, για πολλούς λόγους, το σημαντικότερο (μολονότι όχι το ιεραρχικά ανώτερο) όργανο της ΑΕ. Οι αποφάσεις του έχουν, κατά τούτο, ιδιαίτερη σημασία και αξία τόσο για την ίδια την ΑΕ όσο και για τα μέλη του. Κατέστη, επομένως, αναγκαία, η θέσπιση ειδικής ρύθμισης για την αντιμετώπιση των ελαττωματικών του αποφάσεων. Σημαντικότερη, πάντως, από την εκ των υστέρων διαχείριση των όποιων, συναφών, προβλημάτων είναι η αποφυγή και πρόληψή τους. Σε διαφορετική περίπτωση εμπλεκόμαστε σε δικαστικές ενέργειες, περί των οποίων, όμως, επόμενη αρθρογραφία μας.-

    Σταύρος Κουμεντάκης
    Managing Partner

     

    Υ.Γ. Συνοπτική έκδοση του άρθρου δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ, στις 19 Φεβρουαρίου 2023.

    Η πληροφόρηση που εμπεριέχεται στο παρόν άρθρο δεν συνιστά (ούτε και έχει σκοπό να αποτελέσει) νομική συμβουλή. Μια τέτοια νομική συμβουλή είναι δυνατό να παρασχεθεί μόνον από αρμόδιο δικηγόρο ο οποίος θα λάβει υπόψη του το σύνολο των δεδομένων που θα του εκθέσετε για την υπόθεσή σας. Αναλυτικά.

  • Αποφάσεις ΔΣ: Έγκυρη Λήψη & Αντιπροσώπευση

    Αποφάσεις ΔΣ: Έγκυρη Λήψη & Αντιπροσώπευση

    Έχουμε, ήδη, διαπιστώσει τον νευραλγικό, για την ΑΕ, ρόλο του ΔΣ. Αναφερθήκαμε, στο πλαίσιο της σχετικής αρθρογραφίας μας, στην αρχή της συλλογικής δράσης του. Η νομότυπη λήψη των αποφάσεών του απαιτεί σειρά προϋποθέσεων. Περί αυτών, αλλά και περί της αντιπροσώπευσης των μελών του, το παρόν.

     

    Η αρχή της συλλογικής δράσης του ΔΣ˙ η διασφάλισή της.

    Από την (και) εισαγωγικώς αναφερόμενη αρχή της συλλογικής δράσης του ΔΣ (άρ. 77 §1 εδ. β΄ ν. 4548/2018) προκύπτει πως το συγκεκριμένο όργανο δρα, κατ’ αρχήν, συλλογικά. Η εξασφάλιση της δυνατότητας συμμετοχής του συνόλου των μελών του ΔΣ αποδεικνύεται, κατά τούτο,  ιδιαίτερα σημαντική. Ας υπομνησθεί, παρενθετικά, πως από την εν λόγω αρχή γίνονται ανεκτές (:το σύνηθες) καταστατικές αποκλίσεις [ενδ.: ο διορισμός υποκατάστατου οργάνου και η κυριαρχία της ψήφου του προέδρου επί ισοψηφίας (άρ. 92 παρ. 2 εδ. β’)].

    Για την εξασφάλιση της συμμετοχής του συνόλου των μελών του ΔΣ στην διαδικασία λήψης αποφάσεων, αναγκαίο να συντρέχουν συγκεκριμένες προϋποθέσεις: η ύπαρξη νόμιμης σύνθεσης και η συγκέντρωση της προβλεπόμενης από το νόμο ή/και το καταστατικό απαρτίας και πλειοψηφίας. Ενδεχόμενη λήψη απόφασης, χωρίς την τήρησή τους, έχει ως συνέπεια τούτη να καθίσταται ελαττωματική (κατά το άρ. 95). Για την ακρίβεια, έχει ως συνέπεια την απόλυτη ακυρότητα της απόφασης (άρ 174 ΑΚ), η οποία θεωρείται σαν να μην έλαβε χώρα (άρ. 180 ΑΚ).

    Μετέπειτα νόμιμη διοίκηση, πάντως, είναι δυνατό να ισχυροποιήσει αναδρομικά ανίσχυρες πράξεις της προηγούμενης-μη νόμιμης, εγκρίνοντάς τες (ενδ.: 966/2014 ΕφΑθ, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Τα αντίστοιχα και επί μεταγενέστερης έγκρισης από το ίδιο όργανο, που νομότυπα συνεδριάζει και λαμβάνει απόφαση.

     

    Προϋποθέσεις Έγκυρης Λήψης Αποφάσεων

    Νόμιμη Σύνθεση Του ΔΣ

    Προκειμένου η σύνθεση του ΔΣ να είναι νόμιμη απαιτείται: (α) η εκλογή ή ο διορισμός του ΔΣ να μην αντίκειται στον νόμο και (β) ο αριθμός των μελών του ΔΣ, όπως καθορίζεται από το καταστατικό ή τη ΓΣ, να μην υπερβαίνει τα όρια του νόμου και του καταστατικού-ούτε όμως και να υπολείπεται αυτών. Ο αριθμός των μελών του ΔΣ (υπενθυμίζεται πως) δεν μπορεί να υπολείπεται, κατά νόμο, των τριών ή να υπερβαίνει τα δεκαπέντε (άρ. 77 §3).

    Κατά τη θητεία του ΔΣ, μέλος ή μέλη του ενδέχεται να απωλέσουν, με οποιονδήποτε τρόπο, την ιδιότητά τους. Στην περίπτωση αυτή, προκειμένου (έκτοτε) να είναι νόμιμη η σύνθεση του ΔΣ, απαιτείται αναπλήρωση ή αντικατάστασή τους (άρ. 81 και 82, αντίστοιχα). Τούτο βέβαια, δεν αποκλείει  καταστατική πρόβλεψη για τη συνέχιση της λειτουργίας του ΔΣ χωρίς αντικατάσταση των ελλειπόντων (άρ. 82 §2). Αρκεί τα εναπομένοντα μέλη να είναι περισσότερα από τα μισά όσων εξελέγησαν/διορίσθηκαν. Επιπρόσθετα: να μην υπολείπονται των τριών.

    Απαρτία

    Νόμιμη

    Προϋπόθεση για την έγκυρη λήψη αποφάσεων του ΔΣ είναι η τήρηση της απαρτίας, που απαιτείται από το νόμο (άρ. 92 §1 εδ. α΄). Το ΔΣ βρίσκεται σε απαρτία και συνεδριάζει έγκυρα-κατά νόμο, όταν παρίστανται ή αντιπροσωπεύονται σε αυτό το ήμισυ πλέον ενός των συμβούλων (:50%+1 σύμβουλοι). Τυχόν κλάσμα παραλείπεται (άρ. 92 § 1 εδ. β).

    Σε καμιά περίπτωση, ωστόσο, δεν είναι δυνατό (και εδώ) να υπολείπεται των τριών ο αριθμός των συμβούλων που είτε είναι παρόντες είτε/και αντιπροσωπεύονται. Ο παλαιότερος κανόνας, που απαιτούσε, σε κάθε περίπτωση, τη φυσική παρουσία τριών μελών, κρίθηκε μη αναγκαίος, αφού και στο δια περιφοράς πρακτικό (άρ. 94) τα μέλη του ΔΣ μπορούν, όλα, να αντιπροσωπεύονται (βλ. σχετικά, Αιτιολογική Έκθεση ν. 4548/2018 επί του άρ. 92).

    Καταστατική

    Η διάταξη για τη νόμιμη απαρτία είναι αναγκαστικού δικαίου, υπό την ακόλουθη έννοια: Προσδιορίζει τα ελάχιστα ποσοστά απαρτίας για τη λήψη έγκυρης απόφασης του ΔΣ. Προσδιορισμός, ως εκ τούτου-βάσει καταστατικής πρόβλεψης, μικρότερων ποσοστών για τον σχηματισμό απαρτίας από αυτά που απαιτούνται από το νόμο δεν είναι ανεκτός.

    Το καταστατικό, ωστόσο, είναι δυνατό να απαιτεί μεγαλύτερα ποσοστά απαρτίας από εκείνα που προβλέπονται στον νόμο (:άρ. 92 §1). Υποστηρίζεται, μάλιστα (όχι χωρίς ενστάσεις) πως το καταστατικό μπορεί να αξιώνει για το σχηματισμό απαρτίας την παρουσία/αντιπροσώπευση του συνόλου των μελών του ΔΣ (:100% των συμβούλων).

    Βάση Υπολογισμού

    Για την εξεύρεση του αριθμού των συμβούλων που απαιτείται για τον σχηματισμό απαρτίας του ΔΣ, βάση υπολογισμού αποτελεί ο συνολικός αριθμός των μελών του. Ο συγκεκριμένος αριθμός καθορίζεται, κατά κανόνα, από το καταστατικό. Εξειδικεύεται, εναλλακτικά, από τη ΓΣ μέσα στα ελάχιστα και, αντίστοιχα, μέγιστα όρια που ενδεχομένως τίθενται από το καταστατικό (άρ. 77 §3).

    Προϋπόθεση για τον σχηματισμό νόμιμης απαρτίας αποτελεί η δυνατότητα συμμετοχής στη συνεδρίαση του ΔΣ του συνόλου των μελών του. Τούτο σημαίνει, ότι σε περίπτωση απώλειας από κάποιο μέλος της συγκεκριμένης ιδιότητάς του, είναι αδιάφορο εάν τα υπόλοιπα μέλη του ΔΣ αρκούν για το σχηματισμό της απαιτούμενης απαρτίας. Τούτο διότι δεν τηρείται, προηγουμένως, η προϋπόθεση της νόμιμης σύνθεσης του ΔΣ (1408/2010 ΑΠ, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Είναι, ωστόσο, δυνατό-κατ’ εξαίρεση, βάση για τη συγκέντρωση της απαιτούμενης απαρτίας να αποτελέσει ο αριθμός των υπολειπόμενων μελών του ΔΣ. Τούτο, υπό τον όρο ότι είναι καταστατικά επιτρεπτή η συνέχιση της λειτουργίας του ΔΣ-χωρίς την αντικατάσταση τυχόν ελλειπόντων μελών του.

    Στην περίπτωση κωλύματος συμμετοχής συμβούλου στη λήψη απόφασης του ΔΣ, το συγκεκριμένο μέλος δεν συνυπολογίζεται για την εξεύρεση απαρτίας. Χωρίς, μάλιστα, να απαιτείται αναπλήρωσή του. Τούτο συντρέχει σε περίπτωση σύγκρουσης (στο πρόσωπο του κωλυόμενου) ιδίων και εταιρικών συμφερόντων (855/2007 ΕφΘεσσ, 6648/1999 ΕφΑθ, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Ενδεχόμενη συμμετοχή του κωλυομένου στη λήψη της επίμαχης απόφασης επιφέρει την ακυρότητά της. Πολύ περισσότερο, όταν η ψήφος του αποκλεισθέντος αποτέλεσε αναγκαίο όρο για τη λήψη της σχετικής απόφασης.

    Κρίσιμος Χρόνος Υπολογισμού απαρτίας

    Η έναρξη της συζήτησης του ΔΣ σηματοδοτεί τον χρόνο εξακρίβωσης της απαιτούμενης κατά περίπτωση απαρτίας. Επιβεβλημένο, ωστόσο, για το νομότυπο της λήψης της απόφασης του ΔΣ, το ποσοστό της να διατηρείται καθ’ όλη τη διάρκεια της συνεδρίασης.

    Πλειοψηφία

    Νόμιμη Πλειοψηφία

    Τελευταία προϋπόθεση για την έγκυρη λήψη αποφάσεων του ΔΣ είναι η τήρηση της απαιτούμενης, από το νόμο, πλειοψηφίας. Oι αποφάσεις του ΔΣ λαμβάνονται έγκυρα με απόλυτη πλειοψηφία των μελών εκείνων που είναι παρόντα αλλά και εκείνων που αντιπροσωπεύονται κατά τη συνεδρίαση του ΔΣ (άρ. 92 § 2 εδ. α). Από τον συγκεκριμένο κανόνα εξαιρούνται οι περιπτώσεις εκείνες που ο ίδιος ο νόμος ορίζει διαφορετικά. Ενδεικτικά: η απαίτηση αυξημένης πλειοψηφίας (:2/3 του συνόλου των μελών του ΔΣ) για τη λήψη απόφασης έκτακτης αύξησης του μετοχικού κεφαλαίου της ΑΕ (άρ. 24 §1).

    Καταστατική Πλειοψηφία

    Από τον συγκεκριμένο κανόνα αποκλίσεις μπορεί να εισάγει και το καταστατικό αξιώνοντας αυξημένα (:αποκλειστικά) ποσοστά για τη λήψη συγκεκριμένης απόφασης. Ή ακόμα και παμψηφία (με την ύπαρξη, ωστόσο, και αντίθετης θέσης). Βέβαιο, πάντως, είναι πως η εισαγωγή σχετικών καταστατικών ρυθμίσεων για το σύνολο των αποφάσεων του ΔΣ  (ιδίως της ομοφωνίας), θα καταστήσει δυσχερέστερη και, κάποιες φορές, αδύνατη τη λήψη αποφάσεων.

    Τρόπος Υπολογισμού

    Η πλειοψηφία που απαιτείται για τη λήψη απόφασης από το ΔΣ υπολογίζεται με βάση τα πρόσωπα/μέλη του ΔΣ. Κάθε σύμβουλος διαθέτει (από το νόμο) μία ψήφο (:αρχή της ισότητας των μελών του ΔΣ).

    Εξαίρεση επιφέρει τυχόν καταστατική πρόβλεψη για την υπερίσχυση της ψήφου του προέδρου του ΔΣ. Μόνον, ωστόσο, εφόσον συντρέχει περίπτωση ισοψηφίας (άρ. 92 §2 εδ β΄). Σχετική ρήτρα αποσκοπεί σε άρση καταστάσεων αδυναμίας λήψης εταιρικών αποφάσεων («deadlock»). Καταστατικές ρήτρες που, ενδεχομένως, αναφέρονται, λ.χ., σε υπερίσχυση, εν γένει, της ψήφου του προέδρου ή μέλους ΔΣ (ενδ.: αναλόγως του τρόπου εκλογής/διορισμού του) δεν είναι νόμιμες.

    Για τον υπολογισμό της πλειοψηφίας προσμετρώνται οι ψήφοι των παρόντων και αντιπροσωπευόμενων μελών. Στη μειοψηφία, αντίθετα, συνυπολογίζονται (εκτός από τις ψήφους που διατυπώνουν θέσεις διαφορετικές από τις πλειοψηφούσες) οι λευκές και εκείνες των μελών που απέχουν.

    Περίπτωση μη υπολογισμού μέλους για τον υπολογισμό της απαιτούμενης πλειοψηφίας συνιστά, όπως συμβαίνει στον υπολογισμό της απαρτίας, η περίπτωση ύπαρξης κωλύματος ψήφου στο πρόσωπο μέλους (ενδ.: άρθρ. 66 ΑΚ και 97 §3).

    Παραίτηση από το δικαίωμα ψήφου δεν είναι δυνατή.

     

    Αντιπροσώπευση Μελών

    Γενικά

    Η αυτοπρόσωπη παρουσία των συμβούλων στις συνεδριάσεις του ΔΣ δεν είναι αναγκαία για τη συμμετοχή τους. Τα μέλη του ΔΣ, όπως ήδη αναφέρθηκε, έχουν (αναφαίρετο) δικαίωμα συμμετοχής σε αυτό και άσκησης του δικαιώματος ψήφου (και) δια αντιπροσώπου. Απλοποιείται, με τον τρόπο αυτό, η διεξαγωγή των συζητήσεων του οργάνου του ΔΣ και επιλύονται ζητήματα πραγματικής αδυναμίας παράστασης μελών του.

    Η δυνατότητα αντιπροσώπευσης συνιστά αναγκαστικό δίκαιο και δεν είναι δυνατό να καταργηθεί από το καταστατικό (6884/1995 ΠολΠρωτΑθ, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

    Προϋποθέσεις

    Για την αντιπροσώπευση δεν απαιτείται η τήρηση συγκεκριμένου τύπου. Αναγκαία, όμως, είναι η σωρευτική συνδρομή των ακόλουθων προϋποθέσεων: (α) αντιπρόσωποι συμβούλων ορίζονται, αποκλειστικά, (τακτικά ή  αναπληρωματικά) μέλη του ΔΣ (άρ. 92 § 4) και (β) κάθε σύμβουλος μπορεί, έγκυρα, να αντιπροσωπεύει έναν, μόνον, άλλο σύμβουλο (άρ. 92 § 3).

    Περιεχόμενο Αντιπροσώπευσης

    Η εξουσία αντιπροσώπευσης ασκείται, κατ’ αρχήν, μέσα στα όρια και εντολές που, ενδεχομένως, παρασχέθηκαν από τον αντιπροσωπευόμενο. Ψήφος, ωστόσο, του αντιπροσώπου αντίθετη με τις υποδείξεις που έλαβε από τον  αντιπροσωπευόμενο υποστηρίζεται (και ορθά) πως δεν καθιστά την απόφαση του ΔΣ ελαττωματική. Ακόμη κι αν η ψήφος του αντιπροσώπου ήταν αποφασιστική για την επίτευξη της πλειοψηφίας (αναλογική εφαρμογή άρ. 128 §3).

    Διαφέρει, ωστόσο, η περίπτωση ύπαρξης κωλύματος συμμετοχής στο πρόσωπο του αντιπροσώπου (λ.χ. σύγκρουση συμφερόντων). Στην περίπτωση αυτή, ο αντιπροσωπευόμενος πρέπει να παράσχει στον αντιπρόσωπο ειδική εντολή αναφορικά με την άσκηση και το περιεχόμενο ψήφου (5834/1991 ΜονΠρωτΑθ, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

    Μη ανεκτή, πάντως, παραμένει η συμμετοχή με αντιπρόσωπο σε συνεδρίαση του ΔΣ όταν στο πρόσωπο του αντιπροσωπευόμενου μέλους συντρέχει κώλυμα συμμετοχής (λ.χ. σύγκρουση συμφερόντων).

     

    Μολονότι όχι το ανώτατο, σίγουρα θα μπορούσε να υποστηριχθεί πως το ΔΣ είναι το περισσότερο σημαντικό όργανο της ΑΕ. Η εμπλοκή του, εξάλλου, στον καθορισμό της στρατηγικής, έγκρισης του business plan, του προϋπολογισμού, των οικονομικών καταστάσεων και, γενικότερα, στη λήψη σημαντικών αποφάσεων, καταδεικνύουν του λόγου το αληθές. Ακριβώς όμως λόγω της σημασίας του ΔΣ, ευνόητο είναι πως θα πρέπει να διαφυλάσσεται, ως κόρη οφθαλμού, η συμμετοχή των μελών του αλλά και ευθυγράμμιση με όσα ο νόμος αλλά και το καταστατικό αξιώνουν για τη λειτουργία του. Καθώς, μάλιστα, ο νόμος παρέχει ικανά, σχετικά, περιθώρια το καταστατικό οφείλει να προσαρμόζεται στις ανάγκες της καθεμιάς ΑΕ και, προεχόντως, στους κανόνες που οι μέτοχοι της θέτουν. Οι αποφάσεις που λαμβάνονται από το ΔΣ αναγκαίο να αποτυπώνονται, για τους προαναφερθέντες (και πολλούς, άλλους, λόγους) στα σχετικά πρακτικά του. Περί αυτών, όμως, επόμενη αρθρογραφία μας.-

    Σταύρος Κουμεντάκης
    Managing Partner

     

    Υ.Γ. Συνοπτική έκδοση του άρθρου δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ, στις 5 Φεβρουαρίου 2023.

    Η πληροφόρηση που εμπεριέχεται στο παρόν άρθρο δεν συνιστά (ούτε και έχει σκοπό να αποτελέσει) νομική συμβουλή. Μια τέτοια νομική συμβουλή είναι δυνατό να παρασχεθεί μόνον από αρμόδιο δικηγόρο ο οποίος θα λάβει υπόψη του το σύνολο των δεδομένων που θα του εκθέσετε για την υπόθεσή σας. Αναλυτικά.

Η περιοχή αυτή είναι καταχωρημένη στο wpml.org ως περιοχή ανάπτυξης. Μεταβείτε σε τοποθεσία παραγωγής με κλειδί στο remove this banner.