Ετικέτα: Σταύρος Κουμεντάκης

  • Παρουσίαση στην Grant Thornton

    Παρουσίαση στην Grant Thornton

    Ο Σταύρος Κουμεντάκης, Senior Partner της ΚΟΥΜΕΝΤΑΚΗΣ & ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ πραγματοποίησε παρουσίαση σχετικά με τον νέο νόμο για τις Ανώνυμες Εταιρείες στην Grant Thornton, έναν διεθνή οργανισμό, επιχειρηματικό σύμβουλο, με ηγετική παρουσία, που βοηθά δυναμικές επιχειρήσεις να ξεκλειδώσουν τις δυνατότητές τους για ανάπτυξη.

    Μετά από πρόσκληση της Senior Partner, κυρίας Μαρίνας Χρυσανθοπούλου, ο κύριος Κουμεντάκης έκανε παρουσίαση στο Τμήμα Assurance της Grant Thornton, αναδεικνύοντας τις πολλαπλές επιχειρηματικές ευκαιρίες που συνιστούν οι αλλαγές τις οποίες φέρνει ο νέος νόμος για τις Ανώνυμες Εταιρείες.

    Στην συγκεκριμένη παρουσίαση αναλύθηκαν σε βάθος οι πιο σημαντικοί άξονες του νόμου 4548/2018 και έγινε μια λεπτομερής τεχνική ανάλυση αναδεικνύοντας τις ευχέρειες που προσφέρει σε Επιχειρήσεις και Επιχειρηματίες. Κατά την διάρκεια της παρουσίασης δόθηκε η ευκαιρία για ανταλλαγή απόψεων και δόθηκαν απαντήσεις σε εξειδικευμένα ερωτήματα, τα οποία απασχολούσαν τα στελέχη της Grant Thonton, πάνω στο συγκεκριμένο, φλέγον ζήτημα.

    Όπως χαρακτηριστικά ανέφερε ο κύριος Κουμεντάκης: «Ο νέος νόμος είναι μια σημαντική ευκαιρία για να γνωρίσουμε καλύτερα τη λειτουργία της Ανώνυμης Εταιρείας, να εξασφαλίσουμε την  καλύτερη προστασία των ιδρυτών, των μετόχων και της επένδυσης, να επανασχεδιάσουμε σε πιο σωστές βάσεις και να περιορίσουμε το κόστος λειτουργίας, να προσελκύσουμε νέα και να διατηρήσουμε τα πλέον ικανά στελέχη, να δημιουργήσουμε τις προϋποθέσεις για πρόσβαση σε φθηνά κεφάλαια, να αξιοποιήσουμε τη σύγχρονη τεχνολογία και τέλος να προετοιμάσουμε την επόμενη ημέρα της επιχείρησής μας».

    Η κυρία Χρυσανθοπούλου σημείωσε πως, «Στο τμήμα Assurance της Grant Thornton έχουμε στόχο να συνδράμουμε στη χειραφέτηση της σύγχρονης ελληνικής επιχείρησης και να ξεκλειδώσουμε τις δυνατότητες τους για ανάπτυξη. Θέλουμε να προσφέρουμε διαφοροποίηση και αυτό βασίζεται στην βαθιά κατανόηση των νόμων, από την μια πλευρά και των επιχειρηματικών δραστηριοτήτων των πελατών μας από την άλλη, ώστε να αξιοποιούμε στο μέγιστο βαθμό τις επιχειρηματικές ευκαιρίες που παρουσιάζονται».

    Ο Δεκάλογος

    Στο ενημερωτικό video που ακολουθεί περιγράφονται συνοπτικά οι πιο σημαντικές από τις αλλαγές, οι οποίες συνοψίζονται σε έναν ΔΕΚΑΛΟΓΟ:

    (1) Γρήγορο & οικονομικό ξεκίνημα,
    (2) Προσέλκυση & διατήρηση στελεχών,
    (3) Μείωση κόστους,
    (4) Προσέλκυση επενδυτικών κεφαλαίων,
    (5) Διάφορους τρόπους άντλησης ρευστότητας,
    (6) Δυνατότητα διαχείρισης των μικρομετόχων,
    (7) Αξιοποίηση τεχνολογίας,
    (8) Δυνατότητες για την προετοιμασία της διαδοχής,
    (9) Προστασία επένδυσης και
    (10) Προστασία προσώπων.

    Grant Thornton

    Η Grant Thornton αποτελεί μία από τις μεγαλύτερες και ταχύτερα αναπτυσσόμενες εταιρείες Ορκωτών Ελεγκτών στον τομέα της παροχής συμβουλευτικών και ελεγκτικών υπηρεσιών, με παρουσία σε 140 χώρες και με περισσότερα από 50.000 στελέχη παγκοσμίως.

    Αναγνωρίζοντας τη σπουδαιότητα των ελεγμένων οικονομικών καταστάσεων για τους μετόχους, τους επενδυτές, τους πιστωτές και τα λοιπά ενδιαφερόμενα μέρη, έχει θεμελιώσει ένα σύστημα διαχείρισης ποιότητας εργασίας το οποίο διασφαλίζει και εγγυάται τα υψηλά κριτήρια που έχει θέσει για τις παρεχόμενες υπηρεσίες.

    Η προσέγγιση του ελέγχου περιλαμβάνει την κατανόηση του επιχειρηματικού περιβάλλοντος εντός του οποίου δραστηριοποιούνται οι επιχειρήσεις και των κινδύνων των οποίων αντιμετωπίζουν. Πέραν των υπηρεσιών διασφάλισης, τα στελέχη της εταιρείας βρίσκονται δίπλα στις επιχειρήσεις, με πρωταρχικό στόχο την παροχή υπηρεσιών υψηλής προστιθέμενης αξίας.

    Το Τμήμα Assurance προσφέρει: Υπηρεσίες Τακτικού Ελέγχου, Υπηρεσίες Φορολογικού Ελέγχου, IFRS Reporting, Forensic & Investigation Services

  • Το εργασιακό stress και ο θάνατος εργαζομένου

    Το εργασιακό stress και ο θάνατος εργαζομένου

    Εργασιακό stress και ο θάνατος εργαζομένου.

    (Μια νηφάλια αντιμετώπιση της 1358/2019 ΜονΠρΑθ)

    Ι. Προοίμιο

    Πολύ λόγος τελευταία για την απόφαση 1358/2019 του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών.

    Η υπόθεση που εκδίκασε; Εργαζόμενος υπέστη οξύ έμφραγμα του μυοκαρδίου όταν ξεκίνησε να πάει στη δουλειά του. Αποδόθηκε σε έντονο εργασιακό stress. Επιδικάσθηκαν σε βάρος της επιχείρησης/εργοδότη και υπέρ των εναγόντων οικείων του  (ενόψει της ψυχικής τους οδύνης) 160.000€. Στη σύζυγο του αποβιώσαντος 80.000€ και στον γιο του ακόμα τόσα.

    Μικρή(;) λεπτομέρεια: Η δίκη έγινε ερήμην της εναγόμενης επιχείρησης.

     

    ΙΙ. Το έμφραγμα υπό το πρίσμα του επαγγελματικού ατυχήματος: τα (γνωστά) δεδομένα και η «ανατροπή»

    Μέχρι σήμερα γνωρίζαμε πως το έμφραγμα θα ήταν (υπό προϋποθέσεις) δυνατό να υπαχθεί στην έννοια του επαγγελματικού ατυχήματος. Το δικαστήριο, πάντοτε, είναι αυτό που αξιολογεί τη συνδρομή των προϋποθέσεων και κυριαρχικά αποφασίζει. Ανάλογα και με το αποδεικτικό υλικό που τίθεται υπόψη του.

    Συμφωνούμε όλοι πως δεν είναι δυνατό να αποτελέσει εργατικό ατύχημα ο θάνατος από έμφραγμα που υπέστη εργαζόμενος κάτω από κανονικές συνθήκες εργασίας. Αντίθετα, έμφραγμα θα συνιστά εργατικό ατύχημα όταν συνδέεται με υπέρμετρες προσπάθειες που καταβλήθηκαν κατά την εκτέλεση της εργασίας. Όταν, συγκεκριμένα, η απασχόληση και θάνατος του εργαζόμενου έλαβε χώρα υπό συνθήκες εξοντωτικών ωραρίων (1959/2017 ΜονΠρωτΑθ). Ή, εναλλακτικά, υπό άλλες δυσμενείς και εξουθενωτικές συνθήκες: Τα αυτονόητα δηλαδή…

    Η 1358/2019 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών ήρθε «να ταράξει τα ύδατα», διευρύνοντας (υπέρμετρα) τις συνθήκες υπό τις οποίες το έμφραγμα μπορεί να ενταχθεί στην έννοια του εργατικού ατυχήματος. Θεώρησε, συγκεκριμένα, ως εργατικό ατύχημα έμφραγμα που (αξιολογήθηκε πως) οφείλεται σε άγχος του εργαζομένου. Έμφραγμα (που αποδόθηκε) όχι σε αμιγώς εργασιακές συνθήκες αλλά στην ευρύτερη πορεία της εργοδότριας επιχείρησης. Ίσως και της εθνικής οικονομίας…

     

    ΙΙΙ. Τα δεδομένα (ιστορικό) της υπόθεσης

    Είδαμε ήδη πως η εναγόμενη (εργοδότρια) επιχείρηση δεν παραστάθηκε στη δίκη. Δεν γνωρίζουμε αν για λόγους οικονομικής δυσπραγίας ή άλλους. Πολύ περισσότερο δεν είναι δυνατό να υποθέσουμε (έστω) τη θέση της.

    Το Δικαστήριο λοιπόν, δεδομένης της ερημοδικίας της εργοδότριας ήταν εύκολο να δεχτεί ως αποδεδειγμένα τα πραγματικά περιστατικά που προέβαλαν οι ενάγοντες (η σύζυγος και ο γιος του αποβιώσαντος).

    Η απόφαση δέχτηκε ως αληθινά:

    Η εργοδότρια αποφάσισε, αρχές 2011 (μεσούσης δηλ. της κρίσης), να προχωρήσει σε αναδιοργάνωση της επιχείρησης. Η αναδιοργάνωση περιελάμβανε και κατάργηση τομέων διανομής. Προφανώς τα οικονομικά «δεν έβγαιναν». Μεταξύ των υπό κατάργηση τομέων ήταν και εκείνος που απασχολούνταν ο αποβιώσας. Ωστόσο, η εργοδότρια επιχείρηση δεν είχε αποσαφηνίσει τα (νέα) καθήκοντα (αν υπήρχαν) όσων εργάζονταν σε τομείς που επρόκειτο να καταργηθούν. Κι ούτε του εργασιακού μέλλοντος των εργαζομένων σ’ αυτούς (Δεν μπορούσε; Δεν εγνώριζε; Πάσχιζε για το καλύτερο; Άγνωστο…)

    Από τον Φεβρουάριο του 2011 άρχισε να φημολογείται η προαναφερόμενη αναδιοργάνωση της επιχείρησης. Ο αποβιώσας (φαίνεται πως) είχε κυριευτεί από άγχος για τις επιπτώσεις της αναδιάταξης και την τύχη της εργασιακής του θέσης. Το άγχος αυτό (φέρεται πως) μετεξελίχθηκε σε αφόρητη ψυχολογική πίεση. Μάλιστα, με βάση όσα έγιναν δεκτά, ο αποθανών μοιραζόταν τους φόβους για το εργασιακό του μέλλον με τους συναδέλφους και τους προϊσταμένους του. Άρχισε (κατά την απόφαση) να αισθάνεται ζαλάδες, πόνους στην πλάτη και στο στομάχι του. Ωστόσο, η εργοδότρια δεν παρείχε (γιατί δεν είχε;) διευκρινίσεις σχετικά με τις επιπτώσεις της αναδιοργάνωσης στους προϊσταμένους του αποβιώσαντα. Πολύ περισσότερο στον τελευταίο.

    Στις 05.05.2011 η μονάδα του αποβιώσαντα και ο ίδιος ενημερώθηκαν πως από 09.05.2011 θα εφαρμόζονταν οι νέοι τομείς διανομής. Το επόμενο πρωί ξεκίνησε για τη δουλειά του. Ξαναγύρισε όμως στο σπίτι του. Και εκεί άφησε την τελευταία του πνοή. Ο θάνατός του αποδόθηκε, κατά τη νεκροτομή, σε «οξύ έμφραγμα του μυοκαρδίου».

     

    IV. Η (νομική) υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών:

    Σύμφωνα με την απόφαση: «η αιτία θανάτου …συνδέεται αιτιωδώς με το έντονο εργασιακό άγχος το οποίο αυτός βίωσε λόγω της ανασφάλειας και αβεβαιότητας ως προς την εργασιακή του σχέση ενόψει της επικείμενης αναδιοργάνωσης της εργοδότριας εναγομένης, η οποία αφενός δεν έλαβε τα κατάλληλα προληπτικά μέτρα ούτε παρείχε εκ των προτέρων τις κατάλληλες διευκρινίσεις με σκοπό την προστασία των εργαζομένων από τις επιπτώσεις της ανακατανομής της εργασίας στην ψυχική και σωματική τους υγεία, και αφετέρου δεν έλαβε κανένα μέτρο εξουδετέρωσης της πηγής του εργασιακού άγχους του ανωτέρω εργαζομένου, παρά το γεγονός ότι ήταν γνωστό στους προστηθέντες από αυτήν προϊσταμένους του ότι εξαιτίας της συνεχιζόμενης αβεβαιότητας σε σχέση με την εργασία του βίωνε έντονο εργασιακό stress, που τον είχε φανερά οδηγήσει στα όρια της κατάρρευσης.»

    Το Δικαστήριο, βάσει και των όσων ανωτέρω εκτέθηκαν, έκρινε ότι ο θάνατος του συγκεκριμένου εργαζομένου συνιστά εργατικό ατύχημα υπό την έννοια του ν. 551/1915.

     

    V. Τα συγκεκριμένα δεδομένα: ένας σύντομος σχολιασμός…

    Πρώτον:

    Να συμφωνήσουμε πως:

    (α) Το έμφραγμα είναι δυνατό, υπό προϋποθέσεις, να συνιστά εργατικό ατύχημα.

    (β) Μεταξύ των παρεπόμενων υποχρεώσεων του εργοδότη είναι και η υποχρέωση πρόνοιας για τους εργαζομένους του (που απορρέει, μεταξύ άλλων, από: 662, 288ΑΚ, ν. 3850/2010, Οδηγίες, Κανονισμούς)

    (γ) Ο εργοδότης φέρει τη νομική υποχρέωση να προστατεύει την εργασιακή ασφάλεια και υγεία των εργαζομένων του, λαμβάνοντας τα κατάλληλα προληπτικά και κατασταλτικά μέτρα προστασίας.

    Δεύτερον:

    Στο παραπάνω (υπό 1) πλαίσιο, η συγκεκριμένη απόφαση δέχεται πως η εργοδότρια έπρεπε να λάβει τα κατάλληλα μέτρα, εφόσον ένας από τους εργαζόμενους της (φέρεται πως) εκδήλωσε πρόβλημα εργασιακού stress. Παρά το γεγονός πως το stress δεν αποτελεί ασθένεια, το Δικαστήριο εκκινεί από τη θέση πως η παρατεταμένη έκθεση στο stress μπορεί να έχει δυσμενείς συνέπειες. Να μειώσει, λ.χ. την αποδοτικότητα στην εργασία αλλά και να προκαλέσει σοβαρά προβλήματα, όπως καρδιαγγειακά νοσήματα.

    Η απόφαση κάνει αποδεκτή την ευθύνη της επιχείρησης καθώς «δεν έλαβε τα κατάλληλα προληπτικά μέτρα ούτε παρείχε εκ των προτέρων τις κατάλληλες διευκρινίσεις με σκοπό την προστασία των εργαζομένων από τις επιπτώσεις της ανακατανομής της εργασίας στην ψυχική και σωματική τους υγεία…». Κατά τους ενάγοντες «θα αρκούσε η αποσαφήνιση των νέων καθηκόντων του ή του μέλλοντος της εργασιακής του σχέσης για να αποτρέψει το αποτέλεσμα».

    Το γεγονός ότι η επιχείρηση δεν έδρασε με τον συγκεκριμένο τρόπο, αποτέλεσε (κατά την κρίση του Δικαστηρίου) παραβίαση της υποχρέωσης πρόνοιας την οποία και έφερε ως εργοδότρια.

    Τρίτον:

    Η προστασία της υγείας και της ασφάλειας των εργαζομένων δεν μπορεί να είναι (αυτονοήτως) απόλυτη. Σαφώς και στην υποχρέωση πρόνοιας θα πρέπει να τίθενται όρια. Όρια ιδωμένα υπό το πρίσμα του «ανώτατου ορίου θυσίας» που θα ήταν δυνατό να αξιώσουμε από τον εκάστοτε εργοδότη.

    Τέταρτον:

    Η εργοδότρια, στη συγκεκριμένη περίπτωση, προχώρησε στην επίμαχη αναδιάρθρωση τον Μάιο του 2011.

    Ας γυρίσουμε όμως λίγο στην εποχή εκείνη: Πλήθος επιχειρήσεων στη χώρα μας πάσχιζε να επιβιώσει. Η οικονομική κρίση ήταν σε εξέλιξη. Αρκετές δεν τα κατάφερναν. Άνθρωποι σε απόγνωση (επιχειρηματίες, άνεργοι, συνταξιούχοι) αυτοκτονούσαν.

    Ποια, άραγε, θα μπορούσε να είναι τα τότε οικονομικά δεδομένα της συγκεκριμένης επιχείρησης; Ανθηρά;

    Κι οι (καταργηθέντες εν τέλει) τομείς; Προσοδοφόροι;

    Και τι έπραξε η επιχείρηση;

    Το αυτονόητο: Προνόησε για αναδιοργάνωση ώστε να ξεπεράσει το οικονομικό τέλμα. Απώτερος στόχος; Η επιβίωση και η διαφύλαξη (όσο το δυνατόν περισσότερων) θέσεων εργασίας.

    Βέβαια, ο εργοδότης είναι αυτός που φέρει τον επιχειρηματικό κίνδυνο, τον οποίο και δεν μπορεί να μετακυλύσει στους εργαζομένους του. Φέρει, επομένως, και την ευθύνη της κάθε επιχειρηματικής του απόφασης, όπως και αυτής της αναδιοργάνωσης της επιχείρησής του. Ο κύκλος εργασιών, δηλ., μιας επιχείρησης είναι ενδεχόμενο να περιορισθεί. Τούτο ωστόσο δεν σημαίνει πως ο εργοδότης δικαιολογείται στη λήψη κάθε μέτρου για τη διάσωση της επιχείρησής του, αδιαφορώντας για τους εργαζομένους του. Ο νόμος του επιβάλλει (και ορθά) μια σειρά υποχρεώσεων που σκοπό έχουν να προστατεύσουν τους εργαζόμενους.

    Πέμπτον:

    Υπάρχει όμως ένα κεντρικό ερώτημα. Πόσο, άραγε, είναι δυνατό να διευρυνθούν οι υποχρεώσεις ενός εργοδότη; Πολύ περισσότερο όταν αυτές (μπορούμε να υποθέσουμε/θεωρήσουμε πως) απορρέουν από αόριστες νομικές έννοιες (662 & 288ΑΚ λ.χ.) και όχι, ρητά, από το γράμμα του νόμου;

    Τι έπραξε η επιχείρηση στην προκειμένη περίπτωση; Προχώρησε (ως όφειλε) σε αναδιοργάνωση. Δεν ενημέρωσε για τις επικείμενες(;) μειώσεις θέσεων εργασίας-απολύσεις. Ή δεν διαβεβαίωσε (αναληθώς) για τη διασφάλιση των θέσεων εργασίας; Θα όφειλε άραγε;

    Ή, εναλλακτικά, θα όφειλε να προσλάβει (και ακριβοπληρώσει) εξειδικευμένους συμβούλους αδιαφορώντας αν τα οικονομικά της δεν επαρκούσαν για την πληρωμή των οφειλομένων αποζημιώσεων απολύσεων;

    Έκτον:

    Είναι να αναρωτιέται κανείς:

    Πώς μπορούμε να αξιώνουμε από μια επιχείρηση που λαμβάνει μέτρα, ώστε αντέξει τις επιπτώσεις μιας οικονομικής κρίσης, να  επικοινωνήσει με τον εργαζόμενό της και να τον διαβεβαιώσει για το εργασιακό του μέλλον! Στη συγκεκριμένη περίπτωση η επιχείρηση παράλληλα με την αναδιοργάνωση δεν είχε ξεκινήσει απολύσεις. Μπορούμε, αξιοπρεπώς, να υποθέσουμε πως στόχος της ήταν να τις αποφύγει. Ωστόσο, όταν ο επιχειρηματίας αγωνιά για την υπόσταση της επιχείρησης, σαφώς και δεν μπορεί να δεσμευτεί για το μέλλον των εργαζομένων του. Πολύ περισσότερο όταν το ίδιο το μέλλον της επιχείρησης προδιαγράφεται δυσοίωνο. Τότε ακριβώς είναι που η επικοινωνία εργαζομένου-εργοδότη αναφορικά με την εργασιακή θέση του πρώτου, θα αποτελέσει, πιθανότατα, τη «χαριστική βολή» σε έναν καταρρακωμένο –όπως έγινε δεκτό- από το άγχος εργαζόμενο.

    Έβδομον:

    H παραδοχή της συγκεκριμένης απόφασης πως η αιτία θανάτου του εργαζόμενου «συνδέεται αιτιωδώς με το έντονο εργασιακό άγχος το οποίο αυτός βίωσε λόγω της ανασφάλειας και αβεβαιότητας ως προς την εργασιακή του σχέση» δεν μοιάζει καθόλου πειστική υπό το πρίσμα των ίδιων των παραδοχών της.

     

    VI. Η (κατά την απόφαση) ενδεδειγμένη στάση της επιχείρησης

    Ας γυρίσουμε πίσω στον χρόνο: Μάιος 2011.

    Ας επιχειρήσουμε, προς στιγμή, να ευθυγραμμισθούμε με τις υποδείξεις τις απόφασης.

    Αναλαμβάνω, προς διευκόλυνση, το ρόλο του επιχειρηματία. Καλώ τον προϊστάμενο και τους εργαζόμενους του τμήματος διανομών σε σύσκεψη στο γραφείο μου:

    Σενάριο Α’:

    «Καλή σας μέρα! Δεδομένης της οικονομικής κρίσης σας ανακοινώνω, με θλίψη, πως αποφάσισα (για να σωθεί η επιχείρηση και οι περισσότερες θέσεις εργασίας) να καταργήσω τις διανομές στη Β. Ελλάδα. Όσοι εργάζονται στον συγκεκριμένο τομέα, δηλ. ο X, o Y και ο Ζ, θα απολυθούν σε δέκα μέρες από σήμερα. Σας ευχαριστώ για τις υπηρεσίες σας».

    Σενάριο Β’:

    «Καλή σας μέρα! Ακούω κι εγώ τις ίδιες φήμες μ’ εσάς. Πως, λ.χ., δεδομένης της οικονομικής κρίσης πρόκειται να καταργήσω (για να σωθεί η επιχείρηση και οι περισσότερες θέσεις εργασίας) τις διανομές στη Β. Ελλάδα. Κι επίσης, πως όσοι εργάζονται στον συγκεκριμένο τομέα, δηλ. ο X, o Y και ο Ζ, πρόκειται σύντομα να απολυθούν. Είναι όλα ψέματα-όλα καλά!».

    Μετά από δέκα μέρες αναγκάζομαι (για να σωθεί η επιχείρηση και οι περισσότερες θέσεις εργασίας) να καταργήσω τις διανομές στη Β. Ελλάδα.

    Καλώ, εκ νέου, τον προϊστάμενο και τους εργαζόμενους του τμήματος διανομών σε σύσκεψη στο γραφείο μου και τους κάνω την ακόλουθη ανακοίνωση:

    «Καλή σας μέρα! Δεδομένης της οικονομικής κρίσης σας ανακοινώνω, με θλίψη, πως αποφάσισα (για να σωθεί η επιχείρηση και οι περισσότερες θέσεις εργασίας) να καταργήσω τις διανομές στη Β. Ελλάδα. Όσοι εργάζονται στον συγκεκριμένο τομέα, δηλ. ο X, o Y και ο Ζ, απολύονται σήμερα. Περάστε παρακαλώ από το λογιστήριο για τα διαδικαστικά. Σας ευχαριστώ για τις υπηρεσίες σας»

    Η συνέχεια (:ίδια στα σενάρια Α’ & Β’)…

    Ο Προϊστάμενος και οι εργαζόμενοι του τμήματος διανομών με κοιτούν αποσβολωμένοι.

    Διάγνωση για τον X: Οξύ έμφραγμα του μυοκαρδίου…

    Αναρωτιέμαι: Ποιο, άραγε, θα ήταν το διατακτικό της 1358/2019 ΜονΠρΑθ σε οποιοδήποτε από τα προαναφερθέντα ενδεχόμενα;

     

    VII. Προσωπική «κατάθεση»

    Την ίδια περίοδο (:2011) φίλος μου, λαμπρός επιχειρηματίας, μοιράστηκε μαζί μου τις δυσκολίες που περνούσε.

    Ζήτησε την άποψή μου για τη διαχείριση της κρίσης στην επιχείρησή του. Απασχολούσε ήδη περισσότερους από εκατό εργαζόμενους.

    Η επιχείρησή του λαμπρή˙ μέχρι που η κρίση άρχισε να χτυπά την πόρτα του…

    Η άποψή μου (μολονότι σκληρή) ήταν απολύτως ξεκάθαρη: Περιορισμός προσωπικού και μείωση μισθών.

    Δυσκολεύτηκε.

    Η επιχειρηματολογία μου: «Αν συνεχίσεις με το συγκεκριμένο μισθολογικό κόστος, η επιχείρηση θα καταστραφεί. Εκατό οικογένειες (χώρια οι εξωτερικοί σου συνεργάτες) θα μείνουν χωρίς το βασικό εισόδημα που τους προσφέρεις. Εναλλακτικά: Μειώνεις το προσωπικό και τους μισθούς και επιδιώκεις, συντηρητικά, να ξεπεράσεις την κρίση».

    Η συμβουλή μου φαίνεται πως μέτρησε (έστω και λίγο) στην απόφασή του. Οι (πολλές) θέσεις εργασίας σώθηκαν. Η επιχείρησή του δεν άργησε να ανακάμψει. Επανήλθε ισχυρότερη: αποτελεί, εκ νέου, κόσμημα της ελληνικής επιχειρηματικότητας.

     

    VIII. Εν κατακλείδι

    Ένα (κεντρικό) ερώτημα αναδύεται-υπό το πρίσμα της συγκεκριμένης απόφασης: Επιχείρηση που βρίσκεται στο χείλος της καταστροφής, τι άραγε θα πρέπει να κάνει για τους εργαζόμενούς της; Να προσλάβει εξειδικευμένους (και, κατ’ ανάγκην, κοστοβόρους)  ψυχολόγους για την υποστήριξή τους τη στιγμή που: (α) δεν αντέχει το μισθολογικό κόστος; (β) δεν μπορεί να πληρώσει τις επικείμενες αποζημιώσεις απόλυσης;

    Ή, κατά την απόφαση, να «αποσαφηνίσει το μέλλον» συγκεκριμένων εργαζομένων; (λ.χ. «ο Χ, Y και Ζ απολύεστε!» ή «ο Χ, Y και Ζ θα απολυθείτε εντός δεκαημέρου!» )

    Η απόφαση 1358/2019 ΜονΠρΑθ ΔΕΝ πείθει.

    Ενδεχομένως μάλιστα να αποδεικνύεται και επικίνδυνη.

    Δυστυχώς.

    Είναι διδακτική όμως για τους εξ ημών δικηγόρους: «Ας επιχειρήσουμε να δείξουμε ένα (υποτιθέμενο) ανθρώπινο ενδιαφέρον στους ταλαίπωρους εργαζόμενους μήπως και τη γλυτώσουμε…».

    Αυτό είναι, άραγε, που χρειαζόμαστε;

    Εν αναμονή και της επανεξέτασης (αν υπάρξει) της υπόθεσης, ας ελπίσουμε πως δεν θα ακολουθήσουν και άλλες…

    stavros-koumentakis

    Σταύρος Κουμεντάκης
    Senior Partner

    Υ.Γ. Συνοπτική έκδοση του άρθρου δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ, στις 8 Δεκεμβρίου 2019.

  • Παρουσίαση του νέου νόμου για τις Α.Ε. σε TELCO/WYLTOR

    Παρουσίαση του νέου νόμου για τις Α.Ε. σε TELCO/WYLTOR

    [vc_row][vc_column][vc_column_text]

    Η ΚΟΥΜΕΝΤΑΚΗΣ & ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ πραγματοποίησε παρουσίαση με θέμα τον νέο νόμο για τις Ανώνυμες Εταιρείες στην εταιρεία TELCO/WYLTOR. Η παρουσίαση έγινε από τον κύριο Σταύρο Κουμεντάκη, Senior Partner, ο οποίος ανέδειξε την επιχειρηματική ευκαιρία που συνιστούν οι αλλαγές τις οποίες φέρνει ο νέος νόμος για τις Ανώνυμες Εταιρείες. Ο κύριος Κουμεντάκης παρουσίασε το γενικότερο πλαίσιο και αναφέρθηκε εκτενώς σε επιμέρους ρυθμίσεις του, σε θέματα προστασίας των πελατών έναντι «εσωτερικών και εξωτερικών κινδύνων» και στην αξιοποίηση των ευχερειών που παρέχει ο νόμος 4548/2018 για λογαριασμό των επιχειρήσεων σε πτυχές, όπως:

    • η μείωση του κόστους τους
    • η προσέλκυση και διατήρηση ικανών στελεχών
    • η προσέλκυση επενδυτών
    • η αξιοποίηση της τεχνολογίας.

    Ο κ. Κουμεντάκης, ανάφερε χαρακτηριστικά ότι «ο νέος νόμος για τις Ανώνυμες Εταιρείες αποτελεί μια σημαντική ευκαιρία για τις επιχειρήσεις την οποία δεν πρέπει να αφήσουν να χαθεί. Ο Ν. 4548/2018 διευρύνει την ευθύνη και έκθεση των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου σε επίπεδο αστικών, ποινικών και διοικητικών κυρώσεων, γεγονός που μπορεί να αποτελέσει ένα, δυνητικά σοβαρό, πρόβλημα αν δεν υπάρξουν οι αντίστοιχες προβλέψεις και ασφαλιστικές καλύψεις». Επισήμανε επίσης, πως «είναι άμεση η ανάγκη ρυθμίσεων του νέου καταστατικού των ανωνύμων εταιρειών».

    Στην παρουσίαση συμμετείχαν η Διοίκηση και στελέχη των εταιρειών TELCO/WYLTOR και ήταν μια άριστη ευκαιρία για ευρεία ανταλλαγή απόψεων πάνω σε εξαιρετικά σημαντικές πτυχές του νόμου.

    [/vc_column_text][/vc_column][/vc_row][vc_row][vc_column][vc_text_separator title=”Gallery” border_width=”3″][/vc_column][/vc_row][vc_row][vc_column][vc_images_carousel images=”38080,38078″ img_size=”” speed=”6000″ slides_per_view=”6″ hide_pagination_control=”yes”][/vc_column][/vc_row]

  • Η (:τακτική vs έκτακτη) αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου  στην Α.Ε.

    Η (:τακτική vs έκτακτη) αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου στην Α.Ε.

    Ι. Προοίμιο

    “No money, no honey” είναι μια φράση, ευρύτερα γνωστή. Που μας έρχεται, πιθανότατα, από την άλλη μεριά του ατλαντικού. Μια φράση που καταγράφει την αναγκαία δοσοληψία σε επικείμενες να συναφθούν προσωπικές σχέσεις. Ακόμα και υφιστάμενες. Μια φράση που ξεκαθαρίζει, με τρόπο απτό -και σκληρό ταυτόχρονα- την, κατά την κρατούσα άποψη, αξία του χρήματος. Εκείνοι που διαθέτουν “money” φαίνεται, κατά την κρατούσα άποψη-δυστυχώς, πως δικαιούνται να προσβλέπουν και στο “honey”.

    Αυτό όμως δεν αφορά τις ανθρώπινες, μόνον, σχέσεις.

    Εκείνοι που διαθέτουν οικονομική ισχύ στο πλαίσιο μιας επαγγελματικής συνεργασίας, επιχειρηματικής συνέργειας ή εταιρικής σχέσης έχουν ή, τελικά, αποκτούν το «πάνω χέρι».

    Η ανώνυμη εταιρεία δεν θα ήταν δυνατό να αποτελεί εξαίρεση.

     

    ΙΙ. Τα αναγκαία κεφάλαια για τη λειτουργία της Ανώνυμης Εταιρείας

    Αναγκαία προϋπόθεση για την επίτευξη των καταστατικών σκοπών οποιασδήποτε εταιρείας, βεβαίως και της ανώνυμης, είναι να διαθέτει επάρκεια κεφαλαίων. Τόσο κατά την ίδρυσή της όσο και, αυτονοήτως, σε όλη τη διάρκεια της ζωής της.

    Σε παλαιότερη αρθρογραφία μας είδαμε τα σχετικά με το αρχικό κεφάλαιο της Ανώνυμης Εταιρείας: το ύψος, η κάλυψη, η καταβολή και η πιστοποίησή του. Είδαμε επίσης τα θέματα που σχετίζονται με τις εισφορές σε είδος στο αρχικό κεφάλαιο της Ανώνυμης Εταιρείας. Για την επίτευξη του εταιρικού σκοπού δεν  είναι αρκετό, κατά κανόνα, το αρχικό μετοχικό κεφάλαιο. Πάντοτε προκύπτουν οικονομικές ανάγκες σε μια επιχείρηση. Ανάγκες για μικρότερο ή μεγαλύτερο χρονικό διάστημα.

    Το κεντρικό ερώτημα είναι, πάντοτε, το ίδιο. Αύξηση μετοχικού κεφαλαίου ή προσφυγή σε εξωτερική χρηματοδότηση; Οι απαντήσεις που, κατά περίπτωση, δίνονται, παραλλάσσουν. Ανάλογα με τα δεδομένα, τις ανάγκες αλλά και τις δυνατότητες της επιχείρησης και των μετόχων της. Τα κριτήρια όμως μπορεί να είναι και αμιγώς χρηματοοικονομικής φύσεως. Η αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου φαίνεται πως έχει, εκ πρώτης όψεως, περισσότερα πλεονεκτήματα. Βλέπουμε εντούτοις πως ο δανεισμός μπορεί να αποτελεί συνειδητή επιλογή οικονομικά εύρωστων επιχειρήσεων και μετόχων. Ως απόδειξη, λ.χ., της χρηματοοικονομικής υγείας ή πιστοληπτικής ικανότητας της εταιρείας. Ή βέλτιστης αξιοποίησης των ιδίων κεφαλαίων της.

    Εφόσον όμως επιλεγεί η αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου, θα ακολουθήσουν εκείνοι που θα το επιλέξουν. Εφόσον βέβαια έχουν τη σχετική οικονομική δυνατότητα.

    Κι όσο για τους υπόλοιπους;

    Θα δουν τη συμμετοχή τους στο συνολικό μετοχικό κεφάλαιο να απομειώνεται. Και σε κάποιες περιπτώσεις να μηδενίζεται. Αντίστοιχα και τη συμμετοχή τους στο προσδοκώμενο οικονομικό αποτέλεσμα της εταιρείας.

     

    ΙΙΙ. Η (επαρκής;) αιτιολόγηση της αύξησης του μετοχικού κεφαλαίου

    Η αιτιολόγηση (ή δικαιολόγηση) της αύξησης του μετοχικού κεφαλαίου δεν είναι υποχρεωτική. Είναι σημαντικό, εντούτοις, να υπάρχει επαρκής δικαιολογητική βάση. Σε αντίθετη περίπτωση, η δαμόκλειος σπάθη της καταχρηστικότητας επικρέμαται πάνω από την εγκυρότητα της σχετικής απόφασης. Η αιτία της αύξησης δεν μπορεί παρά να είναι η βέλτιστη επίτευξη του εταιρικού συμφέροντος. Σε καμία περίπτωση η απομείωση (ή μηδενισμός) των ποσοστών των μετόχων μειοψηφίας. Οι τελευταίοι (μέτοχοι μειοψηφίας) έχουν ένα συνταγματικώς προστατευόμενο δικαίωμα ιδιοκτησίας. Κατά το Ευρωπαϊκό δικαστήριο μάλιστα έχουν: «έμμεση ιδιοκτησία επί της περιουσίας της εταιρείας»

    Είναι ενδεχόμενο ο μέτοχος πλειοψηφίας να στοχεύει σε απομείωση της συμμετοχής των μετόχων μειοψηφίας. Στην περίπτωση αυτή, ο μειοψηφών δεν μένει απροστάτευτος. Ο μέτοχος που βλάπτεται έχει τη δυνατότητα να προσφύγει στη δικαιοσύνη επικαλούμενος την καταχρηστικότητα της σχετικής απόφασης. Βεβαίως και την προστασία της ιδιοκτησίας του. Η δικαστική απόφαση που θα εκδοθεί είναι δυνατό, σε περίπτωση αποδοχής της σχετικής επιχειρηματολογίας, να ακυρώσει την απόφαση αύξησης του μετοχικού κεφαλαίου.

     

    IV. Η τακτική αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου της ανώνυμης εταιρείας

    Το μετοχικό κεφάλαιο της ανώνυμης εταιρείας αυξάνεται, κατά βάση, με απόφαση της Γενικής Συνέλευσης της ανώνυμης εταιρείας. Απαιτείται, στην περίπτωση αυτή. αυξημένη απαρτία και αυξημένη πλειοψηφία. Στην περίπτωση αυτή μιλάμε για «τακτική αύξηση» του μετοχικού κεφαλαίου (άρθρο 23 ν. 4548/2018). Η τακτική αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου είναι και η συνηθέστερη.

    Αυξημένη απαρτία προϋποθέτει (άρθρο 130 § 3) παρουσία μετόχων ή αντιπροσώπων μετόχων που εκπροσωπούν το ½ του μετοχικού κεφαλαίου. Στην περίπτωση που δεν επιτευχθεί η σχετική απαρτία, η επαναληπτική Γενική Συνέλευση συνεδριάζει έγκυρα εφόσον παρίστανται μέτοχοι ή αντιπρόσωποι μετόχων που εκπροσωπούν το 1/5 του μετοχικού κεφαλαίου (άρθρο 130 § 4).

    Αυξημένη πλειοψηφία υπάρχει όταν (άρθρο 135 § 2) υπερψηφίζουν την πρόταση μέτοχοι (ή αντιπρόσωποι μετόχων) που εκπροσωπούν μετοχές, που αντιστοιχούν σε ποσοστό μεγαλύτερο από τα 2/3 των ψήφων που εκπροσωπούνται στη Γενική Συνέλευση.

    Το καταστατικό είναι δυνατό να προβλέπει αυξημένα ποσοστά απαρτίας (άρθρο 130 § 5) και πλειοψηφίας (άρθρο 132 § 3) στη Γενική Συνέλευση. Δεν είναι όμως δυνατό να απαιτεί ως αναγκαία την παρουσία του συνόλου των μετόχων. Ούτε, πολύ περισσότερο, την ομοφωνία τους.

     

    V. Η έκτακτη αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου της ανώνυμης εταιρείας

    Η απόφαση της Γενικής Συνέλευσης, με αυξημένη μάλιστα απαρτία και πλειοψηφία, δεν είναι ο μοναδικός δρόμος για την αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου της Ανώνυμης Εταιρείας. Υπό μία βασική προϋπόθεση: τη σχετική καταστατική πρόβλεψη. Εφόσον υφίσταται η συγκεκριμένη προϋπόθεση, τo μετοχικό κεφάλαιο της Ανώνυμης Εταιρείας είναι δυνατό να αυξηθεί με απόφαση της Γενικής Συνέλευσης, με κοινή (και όχι αυξημένη) απαρτία και πλειοψηφία. Είναι όμως δυνατό να αυξηθεί και με απόφαση του Διοικητικού της Συμβουλίου με πλειοψηφία  των 2/3 των μελών του.

    Στις περιπτώσεις αυτές μιλάμε για «έκτακτη αύξηση» του μετοχικού κεφαλαίου (άρθρο 23 ν. 4548/2018).

    Ενδιαφέρον είναι να σημειωθεί πως η εξουσία έκτακτης αύξησης του κεφαλαίου από το Διοικητικό Συμβούλιο είναι δυνατό να ασκείται παράλληλα με την αντίστοιχη εξουσία της Γενικής Συνέλευσης (άρθρο 24 §5).

    Η έκτακτη αύξηση του κεφαλαίου συνιστά πάντοτε τροποποίηση του καταστατικού της εταιρείας (σε αντίθεση με ό,τι παλαιότερα συνέβαινε). Κι ακόμα: η έκτακτη αύξηση δεν προϋποθέτει οποιαδήποτε διοικητική έγκριση. Κι όλα τούτα είτε αποφασίζει η Γενική Συνέλευση είτε το Διοικητικό Συμβούλιο (άρθρο 24§4).

    Υπάρχει, πάντοτε, το ενδεχόμενο να χρησιμοποιηθεί η πρόβλεψη της έκτακτης αύξησης αρνητικά. Λ.χ. για παραπλάνηση των συναλλασσομένων με την εταιρεία. Για την αποφυγή ενός τέτοιου ενδεχόμενου, θεσπίζεται αυστηρή απαγόρευση αναφοράς σε οποιοδήποτε έντυπο, διαφήμιση, δημοσίευμα ή άλλο έγγραφο της εταιρείας, ως κεφάλαιό της, το ποσό μέχρι το οποίο δικαιούται να προβεί σε έκτακτη αύξηση το αρμόδιο όργανο (άρθρο 24 §3).

     

    VI. Η εξουσία της Γενικής Συνέλευσης να αποφασίζει έκτακτη αύξηση.

    Είδαμε ήδη πως αναγκαία προϋπόθεση για να προχωρήσει μια ανώνυμη εταιρεία σε έκτακτη αύξηση του μετοχικού της κεφαλαίου, είναι η ύπαρξη σχετική καταστατικής πρόβλεψης.

    Ειδικά όσον αφορά την πρώτη πενταετία από τη σύσταση της εταιρείας το καταστατικό της εταιρείας μπορεί να παρέχει την εξουσία για έκτακτη αύξηση του μετοχικού της κεφαλαίου στη Γενική της Συνέλευση (άρθρο 24 παρ. 2). Στην περίπτωση αυτή η Γενική Συνέλευση δικαιούται να προβαίνει σε αύξηση του μετοχικού της κεφαλαίου μέχρι το οκταπλάσιο του αρχικού. Το σημαντικό στην περίπτωση αυτή είναι πως μια τέτοια απόφαση λαμβάνεται με απλή απαρτία και πλειοψηφία.

    Ποια όμως είναι αυτή η απλή απαρτία και ποια η απλή πλειοψηφία;

    Η απλή απαρτία της Γενικής Συνέλευσης προϋποθέτει (άρθρο 130 § 1) παρουσία μετόχων ή αντιπροσώπων μετόχων που εκπροσωπούν το 1/5 του μετοχικού κεφαλαίου. Στην περίπτωση που δεν επιτευχθεί η σχετική απαρτία, η Γενική Συνέλευση συνεδριάζει έγκυρα (σε επαναληπτική συνεδρίαση), όποιος κι αν είναι ο αριθμός των σε αυτήν αντιπροσωπευομένων μετοχών (άρθρο 130 § 2).

    Όσο για την απλή πλειοψηφία, δεν είναι παρά η υπερψήφιση από το 50% ,πλέον μιας ψήφου, από εκείνες που εκπροσωπούνται στη συγκεκριμένη Γενική Συνέλευση (άρθρο 132 § 1).

     

    VIΙ. Η εξουσία του Διοικητικού Συμβουλίου να αποφασίζει έκτακτη αύξηση.

    Αντίστοιχη εξουσία με εκείνη της Γενικής Συνέλευσης διαθέτει και το Διοικητικό Συμβούλιο. Προϋπόθεση εδώ είναι είτε η σχετική καταστατική πρόβλεψη είτε η σχετική εξουσιοδότηση από τη Γενική Συνέλευση. Υπό τη συγκεκριμένη (διπλή, εναλλακτική) προϋπόθεση είναι δυνατή η αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου της ανώνυμης εταιρείας, για ποσό μέχρι το τριπλάσιο του αρχικού. Η σχετική απόφαση λαμβάνεται με πλειοψηφία των δύο τρίτων (2/3), κατ’ ελάχιστον, του συνόλου των μελών του (άρθρο 24 §1α).

    Η εξουσία του Διοικητικού Συμβουλίου για έκτακτη αύξηση του κεφαλαίου, δεν είναι δυνατό να παρέχεται από το καταστατικό για αόριστο χρόνο. Παρέχεται για την πρώτη, μόνον-κατ’ ανώτατο όριο, πενταετία της ζωής της εταιρείας. Η αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου της ανώνυμης εταιρείας μπορεί να γίνει ολικά ή μερικά με την έκδοση νέων μετοχών. (άρθρο 24 §1α)

    Εκτός από το καταστατικό της εταιρείας, το Διοικητικό Συμβούλιο της εταιρείας μπορεί να αντλεί την εξουσία του για έκτακτη αύξηση του κεφαλαίου της και από τη Γενική Συνέλευση. Η σχετική εξουσία παρέχεται από την τελευταία (Γενική Συνέλευση) για χρονικό διάστημα που δεν υπερβαίνει την πενταετία. Στην περίπτωση αυτή, το κεφάλαιο μπορεί να αυξάνεται έως, κατ’ ανώτατο όριο, το τριπλάσιο του κεφαλαίου. Ως κεφάλαιο-βάση λαμβάνεται το υφιστάμενο κατά την ημερομηνία που χορηγήθηκε στο Διοικητικό Συμβούλιο η σχετική εξουσία (άρθρο 24 §1β).

    Η εξουσία του διοικητικού συμβουλίου για έκτακτη αύξηση του κεφαλαίου, μπορεί να ανανεώνεται με απόφαση της Γενικής Συνέλευσης. Η Γενική Συνέλευση παρέχει τη σχετική εξουσία στο Διοικητικό Συμβούλιο για μια πενταετία, κατ’ ανώτατο, όριο. Η ισχύς όμως κάθε ανανέωσης δεν μπορεί να αρχίσει παρά μόνον από την παρέλευση της διάρκειας ισχύος της προηγούμενης (άρθρο 24 §1γ).

    Οι αποφάσεις της γενικής συνέλευσης για χορήγηση ή ανανέωση της εξουσίας αύξησης του κεφαλαίου από το διοικητικό συμβούλιο υποβάλλονται σε δημοσιότητα (άρθρο 24 §1γ).

     

    VIII. Έκτακτη αύξηση vs τακτική αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου

    Είδαμε ήδη (ανωτέρω υπό VI) πως η Γενική Συνέλευση μπορεί να αποφασίσει έκτακτη αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου της εταιρείας με κοινή (και όχι αυξημένη) απαρτία και πλειοψηφία. Είδαμε επίσης (ανωτέρω υπό VΙI) πως το Διοικητικό Συμβούλιο μπορεί να αποφασίσει, πολύ γρήγορα, έκτακτη αύξηση με πλειοψηφία των 2/3 των μελών του˙ χωρίς την ανάγκη σύγκλησης Γενικής Συνέλευσης.

    Τι σημαίνουν όμως, σε πρακτικό επίπεδο, οι συγκεκριμένες δυνατότητες;

    Η Γενική Συνέλευση, με μειωμένα ποσοστά, δικαιούται να αυξήσει το μετοχικό κεφάλαιο της εταιρείας μέχρι το οκταπλάσιο του αρχικού. Με άλλα λόγια: μέτοχος που διαθέτει άμεσα ή έμμεσα το ½ του μετοχικού κεφαλαίου έχει το δικαίωμα να αποφασίσει αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου έως το οκταπλάσιο του αρχικού. Κι εφόσον διαθέτει και τα αναγκαία κεφάλαια; Διαθέτει, επιπρόσθετα, την εξουσία σημαντικής διεύρυνσης της δικής του συμμετοχής και δραματικής απομείωσης της συμμετοχής των λοιπών μετόχων.

    Υπό την προϋπόθεση μάλιστα της επίτευξης της απαρτίας της Γενικής Συνέλευσης (1/2 ή 1/5 του συνόλου), μέτοχος που διαθέτει το 13,34% του συνόλου των μετοχών δικαιούται να λάβει απόφαση έκτακτης αύξησης μέχρι το οκταπλάσιο του αρχικού κεφαλαίου. Στην περίπτωση αυτή, εφόσον διαθέτει τα αναγκαία κεφάλαια, μέτοχος μικρής μειοψηφίας μπορεί να καταστεί μέτοχος ευρείας πλειοψηφίας.

    Από την άλλη πλευρά, η υλοποίηση έκτακτης αύξησης του μετοχικού κεφαλαίου από το Διοικητικό Συμβούλιο μπορεί να έχει σαν συνέπεια ταχύτατη επίτευξη συγκεκριμένου επιχειρηματικού στόχου. Καθώς μάλιστα δεν απαιτείται η σύγκληση Γενικής Συνέλευσης, η σχετική διαδικασία μπορεί να επιταχυνθεί τουλάχιστον κατά τις προθεσμίες σύγκλησής της-στις περιπτώσεις που δεν μιλάμε για καθολική Γενική Συνέλευση-παρουσία δηλ. όλων των μετόχων. Μια τέτοια, γρήγορη, διαδικασία μπορεί να αποδειχθεί πολύτιμη στις περιπτώσεις που απαιτούνται ταχύτατες ενέργειες-λ.χ. αξιοποίηση σημαντικής επιχειρηματικής ευκαιρίας.

    Αντίστοιχα όμως, μέτοχος που διαθέτει (ή μπορεί να πείσει ή να προσεταιρισθεί) τα 3/5 των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου (ανεξάρτητα από τον αριθμό των μετοχών του), μπορεί να αποφασίσει έκτακτη αύξηση μέχρι το τριπλάσιο του μετοχικού κεφαλαίου. Κι αν, ταυτόχρονα, εκείνος μεν διαθέτει τα αναγκαία κεφάλαια για να καλύψει την αύξηση όχι όμως και οι υπόλοιποι μέτοχοι, εύκολα μπορεί να καταστεί, δια μιας, μεγαλομέτοχος, ή πλειοψηφών μέτοχος.

     

    IX. Εν κατακλείδι

    Η τακτική αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου της Ανώνυμης Εταιρείας υλοποιείται από τη Γενική Συνέλευση. Προϋποθέτει αυξημένη απαρτία και πλειοψηφία του μετοχικού κεφαλαίου. Ουσιαστικά πλειοψηφία των 2/3 του συνολικού αριθμού των μετοχών.

    Η έκτακτη αύξηση απαιτεί πάντοτε καταστατική πρόβλεψη.

    Όταν αποφασίζεται από τη Γενική Συνέλευση προϋποθέτει σαφώς απομειωμένα ποσοστά. Το ½ και, υπό προϋποθέσεις, το 13,34% του μετοχικού κεφαλαίου μπορεί να είναι αρκετό για τη λήψη της σχετικής απόφασης.

    Όταν η έκτακτη αύξηση αποφασίζεται από το Διοικητικό Συμβούλιο, τα 3/5 των μελών του αρκούν.

    Προσοχή όμως! Η έκτακτη αύξηση μπορεί να είναι ένα εξαιρετικό εργαλείο για γρήγορες κινήσεις στο πλαίσιο αξιοποίησης επιχειρηματικών ευκαιριών.

    Μπορεί όμως να αποδειχθεί και εργαλείο ανατροπής μετοχικών ισορροπιών.

    Ενδεχομένως προς όφελος της Ανώνυμης Εταιρείας.

    Πάντοτε όμως προς όφελος (:”honey”) των «εχόντων και κατεχόντων» (:money) μετόχων.

    stavros-koumentakis

    Σταύρος Κουμεντάκης
    Senior Partner

    Υ.Γ. Συνοπτική έκδοση του άρθρου δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ, στις 20 Οκτωβρίου 2019.

  • Οι ηλεκτρονικές πληρωμές (και η εξασφάλισή τους)

    Οι ηλεκτρονικές πληρωμές (και η εξασφάλισή τους)

    1. Προοίμιο

    «O σκοπός του νόμου δεν είναι να καταργεί ή να περιορίζει αλλά να διατηρεί και να διευρύνει την ελευθερία. Διότι …όπου δεν υπάρχει νόμος δεν υπάρχει ελευθερία» έγραφε το 1690 ο John Lock-Άγγλος φιλόσοφος με ιδιαίτερη επιρροή αλλά και θεωρητικός του Κοινωνικού Συμβολαίου (:Second Treatise of Government, Ch. VI, sec. 57).

    Φυσικά και θα ήταν δυνατό να υπάρξει ευρεία συζήτηση σχετικά με την εκπλήρωση (ή μη) του σκοπού του νόμου-ιδίως στα απολυταρχικά καθεστώτα. Η θέσπιση όμως κανόνων αποδεικνύεται, κάποιες φορές, ως ξεχωριστά σημαντική για τη διατήρηση και διεύρυνση της ελευθερίας. Στις περιπτώσεις αυτές μάλιστα γίνεται, κατά κανόνα, και ευρύτερα αποδεκτή.

    Μια από τις περιπτώσεις αυτές είναι κι εκείνη που αφορά τους κανόνες που αφορούν τη διασφάλιση των συναλλαγών και συναλλασσομένων αλλά και τη διατήρηση και διεύρυνση της ελευθερίας αμφοτέρων.

    Χρειαζόμαστε, στο πλαίσιο αυτό, την ύπαρξη (και εφαρμογή) τέτοιων κανόνων-παρότι ήδη έχουμε, ως χώρα, περίσσιους.

    Η Ευρωπαϊκή Ένωση πρωτοστατεί. Και, μάλιστα, προς την ορθή κατεύθυνση.

     

    2. Τα νέα δεδομένα που προκύπτουν από την Οδηγία (ΕΕ) 2015/2366 (:PSD 2)

    Αποτελεί ήδη, από 14.9.2019, εφαρμοστέο δίκαιο ο Κανονισμός (ΕΕ) 2018/389 της Ευρωπαϊκής Επιτροπής της 27ης Νοεμβρίου 2017. Ο συγκεκριμένος Κανονισμός αφορά τη συμπλήρωση της Οδηγίας (ΕΕ) 2015/2366 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (την οποία ακούμε και ως «Δεύτερη Οδηγία Παροχής Υπηρεσιών Πληρωμών»-PSD2). Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, απολύτως πρόσφατα, δημοσιοποίησε, κατά τρόπο ευσύνοπτο, τα νέα δεδομένα που προκύπτουν από την εφαρμογή της  PSD2 όσον αφορά τις ηλεκτρονικές πληρωμές στην Ευρώπη. Εισαγωγικά μάλιστα να σημειωθεί πως τα νέα αυτά δεδομένα και κανόνες καλύπτουν τις ηλεκτρονικές πληρωμές στο σύνολό τους (μεταξύ των οποίων μεταφορές πιστώσεων, πληρωμές με πιστωτικές ή χρεωστικές κάρτες).

    Συγκεκριμένα:

    2.1. Σχετικά με τα δικαιώματα του καταναλωτή

    Οι ηλεκτρονικές πληρωμές σε όλη την ΕΕ, την Ισλανδία, τη Νορβηγία και το Λιχτενστάιν, γίνονται πλέον φθηνότερες, ευκολότερες και ασφαλέστερες. Παρέχεται πλέον το ίδιο επίπεδο ασφάλειας κι ευκολίας σε σχέση με τη χώρα προέλευσης του καταναλωτή. Δεν γίνονται ανεκτές, τώρα πια, επιπρόσθετες χρεώσεις από έναν έμπορο όταν ο καταναλωτής εξοφλεί κάποια αγορά του ή κάποια υπηρεσία χρησιμοποιώντας μια κάρτα που εκδίδεται στην ΕΕ.

    Αναγνωρίζεται το δικαίωμα, σε οποιονδήποτε διαμένει νόμιμα στην Ευρώπη, να διαθέτει τραπεζικό λογαριασμό για  τις ηλεκτρονικές πληρωμές του (“Λογαριασμός Πληρωμών”): έναν λογαριασμό δηλαδή που συνοδεύεται από χρεωστική κάρτα, καλύπτει τις αναλήψεις μετρητών, τη φύλαξη κεφαλαίων και τη διενέργεια και τη λήψη πληρωμών σε ολόκληρη την Ευρώπη.

    2.2. Σχετικά με τις επιβαρύνσεις του καταναλωτή

    O Λογαριασμός Πληρωμών παρέχεται δωρεάν ή, έστω, με λογική αμοιβή. Οι διασυνοριακές πληρωμές σε ευρώ θα πρέπει να κοστίζουν πλέον όσο και οι εγχώριες. Οι αναλήψεις μετρητών σε ευρώ εκτός του τραπεζικού δικτύου ATM του δικαιούχου θα πρέπει επίσης να κοστίζουν το ίδιο στα υπόλοιπα κράτη-μέλη όπως και στη χώρα του δικαιούχου.

    2.3. Σχετικά με την ασφάλεια των συναλλαγών

    Από τις 14.9.2019, οι ηλεκτρονικές πληρωμές γίνονται περισσότερο ασφαλείς χάρη στην ισχυρή ταυτοποίηση των συναλλασσομένων, καθώς θα απαιτείται συνδυασμός διαφορετικών παραγόντων επαλήθευσης (λ.χ. όχι μόνον PIN αλλά και, επιπρόσθετα, το αποτύπωμα του δικαιούχου). Η ευθύνη του καταναλωτή σε περίπτωση μη εξουσιοδοτημένης πληρωμής (όπως λ.χ. εάν η πιστωτική του κάρτα έχει κλαπεί) περιορίζεται σε € 50-εκτός από τις περιπτώσεις βαριάς αμέλειας. Ο δικαιούχος του λογαριασμού δεν θα είναι υπεύθυνος για οποιαδήποτε μη εξουσιοδοτημένη πληρωμή διενεργείται μετά τη σχετική ενημέρωσή του προς την εκδότρια τράπεζα (λ.χ. σε περίπτωση κλοπής της κάρτας του) καθώς και για πληρωμή μέσω διαδικτύου, στην περίπτωση που ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών ή η τράπεζα δεν έχουν υλοποιήσει την «αυστηρή εξακρίβωση της ταυτότητας του πελάτη» (κατωτέρω υπό 4).Στην περίπτωση που το ύψος του λογαριασμού δεν είναι γνωστό εκ των προτέρων (λ.χ. στις περιπτώσεις ενοικίασης  αυτοκινήτων ή κάλυψης δαπανών διαμονής και καταναλώσεων σε ξενοδοχείο) ο ιδιοκτήτης της επιχείρησης δεν μπορεί να προβαίνει σε απεριόριστη χρέωση, παρά μόνο μέχρι ένα ποσό το οποίο θα έχει συμφωνηθεί εκ των προτέρων με τον κάτοχο της κάρτας. Στην περίπτωση εξουσιοδότησης μιας επιχείρησης για “άμεση χρέωση” ενός τραπεζικού λογαριασμού (λ.χ. στις περιπτώσεις εξόφλησης λογαριασμών ηλεκτρικού ρεύματος, κινητής τηλεφωνίας ή φυσικού αερίου),  ο δικαιούχος έχει στη διάθεσή του  οκτώ εβδομάδες για την αμφισβήτηση των ποσών που έχουν, ενδεχομένως, χρεωθεί αχρεωστήτως. Κι ακόμα περισσότερο: το συγκεκριμένο ποσό θα πρέπει να του επιστραφεί μέσα σε δέκα, μόνον,  εργάσιμες ημέρες.

    2.4. Σχετικά με τις (εύλογες) χρεώσεις

    Ο καταναλωτής έχει το δικαίωμα να γνωρίζει ποιες ακριβώς είναι χρεώσεις, εφόσον προβλέπονται τέτοιες, για τις ηλεκτρονικές πληρωμές του. Κατά κανόνα, οι έμποροι (είτε στους φυσικούς χώρους των καταστημάτων είτε και σε διαδικτυακή σύνδεση), δεν δικαιούνται να επιβάλλουν τιμή μεγαλύτερη από τη δημοσιευμένη (κάποιου είδους «προσαύξηση» δηλ.) όταν η εξόφλησή τους γίνεται με χρεωστικές ή πιστωτικές κάρτες. Σε ορισμένες μόνον περιπτώσεις (π.χ. για συγκεκριμένες κάρτες) είναι δυνατό να υπάρξει επιπλέον χρέωση θα πρέπει όμως να αντιστοιχεί στο πραγματικό κόστος του εμπόρου για τη συγκεκριμένη μέθοδο πληρωμής.

    2.5. Σχετικά με τις νέες τεχνολογίες

    Χάρις στην εξέλιξη της τεχνολογίας, παρέχεται ήδη η δυνατότητα της χρησιμοποίησης νέων, καινοτόμων χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών που προσφέρονται από τις αδειοδοτημένες τράπεζες και άλλους παρόχους υπηρεσιών για ηλεκτρονικές πληρωμές -εκτός της τράπεζας του δικαιούχου. Αυτό σημαίνει, για παράδειγμα, ότι κάποιος δικαιούχος είναι δυνατό να παρακολουθεί τα προσωπικά του οικονομικά στοιχεία και δεδομένα ή να πραγματοποιεί ηλεκτρονικές αγορές χωρίς πιστωτική ή χρεωστική κάρτα. Όμως, ακριβώς όπως οι τράπεζες, αυτοί οι νέοι πάροχοι υπηρεσιών πληρωμών θα πρέπει να διαθέτουν τις κατάλληλες άδειες να εποπτεύονται όπως κι εκείνες και, αυτονοήτως, να χειρίζονται τα δεδομένα των καταναλωτών με ασφάλεια. Οι κανόνες της ΕΕ διασφαλίζουν ότι οι ηλεκτρονικές πληρωμές διενεργούνται ομαλά. Στην περίπτωση όμως που παρουσιάζεται κάποιο πρόβλημα, η τράπεζα του καταναλωτή ή, κατά περίπτωση, ο διαφορετικός πάροχος υπηρεσιών πληρωμών οφείλει να απαντήσει στην καταγγελία του μέσα σε δέκα πέντε (15) εργάσιμες ημέρες. Κι αν μετά από την απάντηση ο δικαιούχος δεν είναι ακόμα ικανοποιημένος, έχει τη δυνατότητα να προσφύγει στην αρμόδια εθνική αρχή.

     

    3. Τα δεδομένα και η αναγκαιότητα εξασφάλισης των ηλεκτρονικών συναλλαγών

    Τα αρμόδια όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης έχει, εδώ και καιρό, απασχολήσει το θέμα της ασφάλειας των συναλλαγών και της προστασίας των συναλλασσομένων. Στο πλαίσιο αυτό έχει εκδοθεί και εφαρμόζεται, όπως ήδη αναφέρθηκε, εδώ και μερικές μέρες (από 14.9.2019-άρθρο 38 § 2), ο Κανονισμός (ΕΕ) 2018/389 της Ευρωπαϊκής Επιτροπής της 27ης Νοεμβρίου 2017. Ο συγκεκριμένος Κανονισμός αφορά, όπως επίσης αναφέρθηκε, τη συμπλήρωση της Οδηγίας (ΕΕ) 2015/2366 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (την οποία ακούμε και ως «Δεύτερη Οδηγία Παροχής Υπηρεσιών Πληρωμών»-PSD2) σχετικά με τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα για την αυστηρή εξακρίβωση ταυτότητας πελάτη και τα κοινά και ασφαλή ανοικτά πρότυπα επικοινωνίας.

    Είναι ιδιαίτερα ενδιαφέρον να εστιάσει κανείς σε κάποια από τα δεδομένα τα οποία ελήφθησαν υπόψη κατά την έκδοση των συγκεκριμένων νομοθετικών κειμένων (Οδηγίας και Κανονισμού). Συγκεκριμένα:

    Η Οδηγία (ΕΕ) 2015/2366 θεωρεί ως δεδομένη την αναγκαιότητα για «ασφαλείς ηλεκτρονικές πληρωμές» (οι οποίες μάλιστα χαρακτηρίζονται «ζωτικής σημασίας προκειμένου να υποστηριχθεί η ανάπτυξη της οικονομίας της Ένωσης…»), για κάλυψη των ρυθμιστικών κενών, για μεγαλύτερη νομική σαφήνεια.  Κάνει επίσης δεκτό το αυτονόητο: πως, δηλ., «…Οι ασφαλείς υπηρεσίες πληρωμών αποτελούν απαραίτητη προϋπόθεση για την εύρυθμη λειτουργία της αγοράς των υπηρεσιών πληρωμών. Οι χρήστες των υπηρεσιών πληρωμών θα πρέπει, επομένως, να προστατεύονται επαρκώς έναντι αυτών των κινδύνων. Οι υπηρεσίες πληρωμών είναι άκρως απαραίτητες για τη λειτουργία ζωτικών οικονομικών και κοινωνικών δραστηριοτήτων…».

    Στον Κανονισμό (ΕΕ) 2018/389 συναντάμε, επίσης, κάποιες πολύ ενδιαφέρουσες παραδοχές καθώς αναδεικνύονται, και εδώ, τα δεδομένα πάνω στα οποία στηρίχθηκε για την εισαγωγή των νέων ρυθμίσεων.

    Ενδεικτικά: «Οι υπηρεσίες πληρωμών που προσφέρονται ηλεκτρονικά θα πρέπει να πραγματοποιούνται με ασφάλεια, υιοθετώντας τεχνολογίες ικανές να εγγυώνται την ασφαλή εξακρίβωση της ταυτότητας του χρήστη και να μειώνουν, στον μεγαλύτερο δυνατό βαθμό, τον κίνδυνο απάτης. Η διαδικασία εξακρίβωσης θα πρέπει να περιλαμβάνει, κατά κανόνα, μηχανισμούς παρακολούθησης των συναλλαγών που θα εντοπίζουν απόπειρες χρήσης των απωλεσθέντων, κλαπέντων ή υπεξαιρεθέντων εξατομικευμένων διαπιστευτηρίων ασφαλείας χρήστη υπηρεσιών πληρωμών, και επιπλέον θα πρέπει να διασφαλίζει ότι ο χρήστης υπηρεσιών πληρωμών είναι ο νόμιμος χρήστης και άρα συναινεί στη μεταφορά χρηματικών ποσών και την πρόσβαση στις πληροφορίες λογαριασμού του διά της συνήθους χρήσης των εξατομικευμένων διαπιστευτηρίων ασφαλείας. Είναι ακόμη αναγκαίο να διευκρινιστούν οι απαιτήσεις της αυστηρής εξακρίβωσης της ταυτότητας του πελάτη…»

    Καθώς εξελίσσεται η τεχνολογία, εξελίσσονται και οι μέθοδοι απάτης με την αξιοποίησή της. Στο πλαίσιο αυτό ο Κανονισμός κάνει επίσης αποδεκτό πως «Καθώς οι μέθοδοι απάτης μεταβάλλονται διαρκώς, οι απαιτήσεις της αυστηρής εξακρίβωσης της ταυτότητας του πελάτη θα πρέπει να ευνοούν την εξεύρεση καινοτόμων τεχνικών λύσεων αντιμετώπισης των νέων απειλών για την ασφάλεια των ηλεκτρονικών πληρωμών που συνεχώς εμφανίζονται. Προκειμένου να διασφαλιστεί η αδιάλειπτη και αποτελεσματική εφαρμογή των απαιτήσεων που πρόκειται να θεσπιστούν, είναι επιπλέον σκόπιμο να απαιτείται τεκμηρίωση, περιοδική δοκιμή, αξιολόγηση και έλεγχος των μέτρων ασφαλείας για την εφαρμογή της αυστηρής εξακρίβωσης της ταυτότητας του πελάτη….».

    Κι επίσης: «Καθώς ο κίνδυνος απάτης είναι μεγαλύτερος για τις πράξεις ηλεκτρονικής πληρωμής εξ αποστάσεως, είναι αναγκαία η θέσπιση πρόσθετων εγγυήσεων για την αυστηρή εξακρίβωση της ταυτότητας του πελάτη κατά τη διενέργεια των εν λόγω συναλλαγών, ώστε να διασφαλίζεται ότι τα στοιχεία συνδέουν δυναμικά τη συναλλαγή με συγκεκριμένο ποσό και δικαιούχο που καθορίζονται από τον πληρωτή κατά την έναρξη της συναλλαγής».

    Και τέλος: «Για να διασφαλιστεί η εφαρμογή της αυστηρής εξακρίβωσης της ταυτότητας του πελάτη, είναι επιπλέον αναγκαίο να απαιτούνται επαρκή χαρακτηριστικά ασφαλείας για τα στοιχεία της αυστηρής εξακρίβωσης της ταυτότητας του πελάτη που αφορούν γνώση (στοιχείο το οποίο μόνο ο χρήστης γνωρίζει), όπως μήκος ή πολυπλοκότητα, για τα στοιχεία που αφορούν κατοχή (στοιχείο το οποίο μόνο ο χρήστης κατέχει), όπως …που αφορούν κάποιο μοναδικό φυσικό χαρακτηριστικό του χρήστη …όπως προδιαγραφές αλγόριθμου, βιομετρικό αισθητήρα και χαρακτηριστικά προστασίας υποδειγμάτων…».

     

    4. Η «αυστηρή εξακρίβωση της ταυτότητας του πελάτη»

    Από τα παραπάνω δεδομένα προκύπτει πως η «αυστηρή εξακρίβωση της ταυτότητας του πελάτη» αποδεικνύεται εξαιρετικά σημαντικό στοιχείο προς την κατεύθυνση της επίτευξης της ασφάλειας των συναλλαγών για τις οποίες οι ξεχωριστές επισημάνσεις της Οδηγίας και του Κανονισμού που αναφέρθηκαν παραπάνω. Αυτή (η «αυστηρή εξακρίβωση») δεν είναι, ανεξαιρέτως, αναγκαία. Στις περισσότερες όμως περιπτώσεις, αντίθετα, εμφανίζεται ως επιβεβλημένη η ανάγκη αυστηρής εξακρίβωσης των στοιχείων του συναλλασσομένου, λήψης κατάλληλων-αυξημένων μέτρων ασφαλείας αλλά και ασφαλούς σύνδεσης συγκεκριμένης συναλλαγής με συγκεκριμένο δικαιούχο (περί αυτών: άρθρο 97 Οδηγίας (ΕΕ) 2015/2366).

    Τέτοιες περιπτώσεις είναι, μεταξύ άλλων, εκείνες που οι πάροχοι υπηρεσιών πληρωμών (ενδ.: τα πιστωτικά ιδρύματα, τα ιδρύματα ηλεκτρονικού χρήματος, τα γραφεία ταχυδρομικών επιταγών, τα ιδρύματα πληρωμών κλπ.): (α)  αποκτούν πρόσβαση στον λογαριασμό πληρωμών του πελάτη διαδικτυακά, (β)  διενεργούν την έναρξη πράξης πληρωμής ηλεκτρονικά, (γ)  εκτελούν οιαδήποτε ενέργεια, εξ αποστάσεως, η οποία μπορεί να ενέχει κίνδυνο απάτης ή άλλων παραβιάσεων.

    Στις συγκεκριμένες, λοιπόν, περιπτώσεις οι πάροχοι υπηρεσιών πληρωμών εφαρμόζουν αυστηρή εξακρίβωση της ταυτότητας του πελάτη, η οποία περιλαμβάνει στοιχεία τα οποία συνδέουν δυναμικά και με ασφάλεια, τη συναλλαγή με συγκεκριμένο ποσό και συγκεκριμένο δικαιούχο.

    Στην περίπτωση όμως που, παρ’ ελπίδα, οι εν λόγω πάροχοι παραλείψουν τη σχετική τους υποχρέωση, η ευθύνη και οι σχετικές συνέπειες βαρύνουν εκείνους και όχι τους (ανυπαίτιους) καταναλωτές.

     

    5. Εν κατακλείδι

    Οι υπηρεσίες πληρωμών έχουν, από αιώνων, αποδειχθεί αναγκαίες για τη λειτουργία ζωτικών οικονομικών και κοινωνικών δραστηριοτήτων: κανένας δεν θα μπορούσε φανταστεί λειτουργούσα οποιαδήποτε οικονομία χωρίς ασφαλείς υπηρεσίες πληρωμών. Στο πλαίσιο της σύγχρονης, παγκοσμιοποιημένης ήδη, οικονομίας οι ασφαλείς ηλεκτρονικές πληρωμές αποδεικνύονται ως ζωτικής σημασίας (“conditio sine qua non”) προκειμένου να υποστηριχθεί η (σε εθνικό, ευρωπαϊκό και παγκόσμιο επίπεδο) επιθυμητή, και σε κάποιες περιπτώσεις απολύτως αναγκαία, ανάπτυξη.

    Η «αυστηρή εξακρίβωση της ταυτότητας του πελάτη» κινείται, αυτονοήτως, προς την κατεύθυνση και της ασφάλειας αλλά και της διευκόλυνσης των συναλλαγών. Βεβαίως και των συναλλασσομένων. Οι σχετικοί, προερχόμενοι από την Ευρωπαϊκή Ένωση, κανόνες πληρούν, στη συγκεκριμένη περίπτωση, την εισαγωγικώς διατυπωθείσα απαίτηση του John Lock όσον αφορά την (επιθυμητή) στόχευση του νόμου.

    H ανάπτυξη αποδεικνύεται στενά συνυφασμένη (και) με την ασφάλεια των συναλλαγών. Κι από την ανάπτυξη δεν μπορεί παρά να είμαστε περισσότερο ωφελημένοι. Όλοι μας.

    Έτσι, από 14.9.2019, δικαιούμαστε να είμαστε λίγο περισσότερο χαρούμενοι. Και, προεχόντως, να αισθανόμαστε περισσότερο ασφαλείς.

    stavros-koumentakis

    Σταύρος Κουμεντάκης
    Senior Partner

    Υ.Γ. Συνοπτική έκδοση αυτού του άρθρου δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ, στις 22 Σεπτεμβρίου 2019.

    Η πληροφόρηση που εμπεριέχεται στο παρόν άρθρο δεν συνιστά (ούτε και έχει σκοπό να αποτελέσει) νομική συμβουλή. Μια τέτοια νομική συμβουλή είναι δυνατό να παρασχεθεί μόνον από αρμόδιο δικηγόρο ο οποίος θα λάβει υπόψη του το σύνολο των δεδομένων που θα του εκθέσετε για την υπόθεσή σας. Αναλυτικά.

  • Το κεφάλαιο Ανώνυμης Εταιρείας: Ύψος, Κάλυψη, Καταβολή και Πιστοποίηση

    Το κεφάλαιο Ανώνυμης Εταιρείας: Ύψος, Κάλυψη, Καταβολή και Πιστοποίηση

    Το κεφάλαιο Ανώνυμης Εταιρείας: ύψος, κάλυψη, καταβολή και πιστοποίηση

    1. Προοίμιο

    «Θα ήθελα ο αγαπητός μου Καρλ να μπορούσε να ασχοληθεί λίγο και με την απόκτηση του κεφαλαίου, εκτός από τη συγγραφή του», φέρεται να έγραψε, ομολογουμένως με κάποιο παράπονο, η Johanna Bertha Julie Jenny von Westphalen.

    Ο «αγαπητός της Κάρλ» ήταν ο παιδικός της έρωτας και μετέπειτα σύζυγός της Karl Heinrich Marx-θεμελιωτής του κομμουνισμού και (φυσικά) εκ των μεγίστων εχθρών του κεφαλαίου.

    Ο «αγαπητός Κάρλ» λοιπόν φαίνεται πως συνάντησε πολύ νωρίς τον αντίλογο στις ιδέες του (σχετικά παράπονα και, πιθανότατα, τη γνωστή απευκταία γκρίνια)-κατά κυριολεξία «μέσα στο σπίτι του». Γιατί, καλή μεν η θεωρία, ο παιδικός (και δια βίου) έρωτας με την Τζένη, πλην όμως η πολυμελής οικογένεια τους χρειαζόταν, μεταξύ άλλων, στέγη, τροφή, ένδυση.

    Η ύπαρξη λοιπόν του «λαομίσητου» κεφαλαίου αποδείχθηκε αναγκαία αρχικά (19ος αιώνας) στο σπίτι του κεντρικού πολέμιού του και, στη συνέχεια (20ος αιώνας), σε παγκόσμιο επίπεδο.

    Εντύπωση όμως προξενεί το γεγονός πως η πλειονότητα εκείνων που αυτοπροσδιορίζονται ως αριστεροί (δηλ. περισσότεροι από τους μισούς κατοίκους της χώρας μας), στο κεφάλαιο προσβλέπουν για την επίτευξη της πολυπόθητης ανάπτυξης.

    Στο κεφάλαιο (της), κατ’ ακολουθίαν, προσβλέπει και η ανώνυμη εταιρεία για την πραγμάτωση του εταιρικού της σκοπού και τη δική της αναπτυξιακή πορεία.

    Ουδόλως διαθέτει, βέβαια, ο γράφων ικανότητες συγγραφής πονήματος αξίας αντίστοιχης με το «Κεφάλαιο» του Καρλ Μαρξ. Στο πλαίσιο αυτό περιορίζεται στο παρόν στην καταγραφή θεμάτων που άπτονται της κάλυψης, της καταβολής και της πιστοποίησης για το μετοχικό κεφάλαιο Ανώνυμης Εταιρείας.

     

    2. Το μετοχικό κεφάλαιο Ανώνυμης Εταιρείας και το ελάχιστο ύψος του (καταβεβλημένου) μετοχικού κεφαλαίου

    Ο κεφαλαιουχικός χαρακτήρας της Ανώνυμης Εταιρείας επιβάλλει την ύπαρξη κεφαλαίου τόσο κατά τη σύσταση όσο και κατά τη λειτουργία της. Ως κεφάλαιο Ανώνυμης εταιρείας κατά την ίδρυση προσδιορίζουμε το άθροισμα της αξίας των εισφορών των μετόχων, το οποίο στην πορεία αναδιαμορφώνεται με βάση τις ανάγκες της εταιρείας και τις επιλογές των μετόχων της. Δεν έχει οποιαδήποτε σχέση το μετοχικό κεφάλαιο της εταιρείας (:σταθερό μέγεθος μεταβαλλόμενο μόνον με τροποποίηση του καταστατικού της) με την εταιρική περιουσία (:μέγεθος διαρκώς μεταβαλλόμενο στη ζωή της εταιρείας),

    Ως ελάχιστο μετοχικό κεφάλαιο Ανώνυμης Εταιρείας προσδιορίζεται ήδη (εξαιρουμένων βεβαίως ειδικών περιπτώσεων) το ποσό των 25.000€ (άρθρο 15 § 2 ν. 4548/2019).

    Για τις περιπτώσεις μάλιστα των Ανωνύμων Εταιρειών που το κεφάλαιό τους υπολείπεται του συγκεκριμένου ποσού, υπάρχει υποχρέωση να προβούν σε σχετική αύξηση (με απλή, και όχι αυξημένη, απαρτία και πλειοψηφία ή να μετατραπούν σε εταιρεία άλλης μορφής μέχρι, το αργότερο, την 31.12.2019).  Σε περίπτωση άπρακτης παρέλευσης της σχετικής προθεσμίας δεν θα μπορεί να πραγματοποιηθεί – μέχρις ότου συντελεστεί η σχετική αύξηση – οποιαδήποτε καταχώριση της ανώνυμης εταιρείας στο ΓΕΜΗ (άρθρο 183 § 2).

    Το ελάχιστο κεφάλαιο των 25.000€ θα πρέπει να είναι ολοσχερώς καταβεβλημένο. Στις περιπτώσεις όπου έχει προβλεφθεί μερική καταβολή του μετοχικού κεφαλαίου το καταβεβλημένο τμήμα του δεν μπορεί, επίσης, να υπολείπεται του συγκεκριμένου ποσού (των 25.000€).

     

    3. Η κάλυψη για το μετοχικό κεφάλαιο Ανώνυμης Εταιρείας

    Η καταβολή του μετοχικού κεφαλαίου είναι δυνατό να γίνεται είτε σε χρήμα είτε σε είδος. Η «κάλυψη» του μετοχικού κεφαλαίου γίνεται, σε πρακτικό επίπεδο, με την ανάληψη της υποχρέωσης καταβολής του (:υποσχετική σύμβαση-άρθρο 16 § 1).

    Κατά την ίδρυση το αρχικό μετοχικό κεφάλαιο ανώνυμης εταιρείας καλύπτεται (άρθρο 16 § 2) από έναν ή περισσότερους ιδρυτές, σύμφωνα με όσα ορίζει το καταστατικό. Κατά την αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου της ανώνυμης εταιρείας το ποσό της αύξησης καλύπτεται (άρθρο 16 § 2 επίσης) από τους μετόχους της ή τρίτους. Εκείνοι που έχουν αναλάβει την υποχρέωση να καλύψουν το αρχικό κεφάλαιο ή αυτό που αντιστοιχεί σε επιγενόμενη αύξησή του, υποχρεούνται να το καταβάλουν σε ειδικά προς τούτο ορισμένο τραπεζικό λογαριασμό της εταιρείας (άρθρο 20 § 3). Η καταβολή θα είναι συνολική ή μερική-όταν βεβαίως συντρέχουν οι προϋποθέσεις του νόμου (άρθρο 21) και του καταστατικού.

    Είναι πάντοτε δυνατό, υπό προϋποθέσεις όμως, να προσφύγει η ανώνυμη εταιρεία στο κοινό για την ολική ή μερική κάλυψη του κεφαλαίου της (αρχικού ή ύστερα από αύξησή του) ή/και για την κάλυψη ομολογιακού δανείου μετατρέψιμου σε μετοχές. Στην περίπτωση όμως αυτή ακολουθείται μια διαφορετική διαδικασία, με βάση τη νομοθεσία που αναφέρεται στις δημόσιες προσφορές κινητών αξιών (άρθρο 16 § 3). Η παραβίαση των σχετικών διατάξεων για τη δημόσια προσφορά επισύρει σημαντικές διοικητικές και ποινικές κυρώσεις.

     

    4. Η καταβολή του μετοχικού κεφαλαίου

    Το αρχικό μετοχικό κεφάλαιο της Ανώνυμης εταιρείας καταβάλλεται (και πρέπει να καταβάλλεται) κατά τη σύσταση της εταιρείας (άρθρο 20 §1), αμέσως μετά την ολοκλήρωση της διαδικασίας ίδρυσης και το άνοιγμα του σχετικού τραπεζικού λογαριασμού (άρθρο 20 §3-ανωτέρω υπό 3).

    Η μη καταβολή του αρχικού μετοχικού κεφαλαίου δεν επηρεάζει πλέον το κύρος της εταιρείας, καθιστά όμως εφικτή την υποβολή αίτησης για τη λύση της στο αρμόδιο δικαστήριο από οποιονδήποτε έχει έννομο συμφέρον. Η λύση της ανώνυμης εταιρείας θα διαταχθεί στην περίπτωση που το (αρχικό) μετοχικό κεφάλαιο εξακολουθεί να μην έχει καταβληθεί κατά τον χρόνο υποβολής της σχετικής αίτησης (άρθρο 165 §1). Σε κάθε περίπτωση, η καθυστέρηση της καταβολής του μετοχικού κεφαλαίου επιφέρει σοβαρές συνέπειες (βλ. κατωτέρω υπό 7).

    Σε περίπτωση αύξησης του μετοχικού κεφαλαίου της εταιρείας το όργανό της που λαμβάνει τη σχετική απόφαση (:ΓΣ ή ΔΣ) αποφασίζει την προθεσμία καταβολής του ποσού της. Η προθεσμία αυτή δεν μπορεί να είναι μικρότερη των δεκατεσσάρων (14) ημερών, ούτε μεγαλύτερη των τεσσάρων (4) μηνών από την ημέρα που καταχωρίσθηκε η απόφαση αυτή στο Γ.Ε.ΜΗ (άρθρο 20 §2).

    Η καταβολή σε μετρητά του αρχικού κεφαλαίου, των τυχόν αυξήσεων του, καθώς και οι καταθέσεις μετόχων με προορισμό τη μελλοντική αύξηση του κεφαλαίου, θα πρέπει, όπως και ανωτέρω αναφέρθηκε (υπό 3), να διενεργούνται υποχρεωτικά με κατάθεση σε ειδικό τραπεζικό λογαριασμό της εταιρείας. Αντί κατάθεσης σε τραπεζικό λογαριασμό της εταιρείας, το ποσό του κεφαλαίου ή της αύξησης μπορεί (με εξαίρεση τις εισηγμένες εταιρείες) να χρησιμοποιηθεί ποσό που δαπανήθηκε στο πλαίσιο των εταιρικών σκοπών (εφόσον υπάρχει σχετική καταστατική πρόβλεψη ή πρόβλεψη στην απόφαση της αύξησης (άρθρο 20 §3).

     

    5. Η καταβολή ποσού αύξησης του μετοχικού κεφαλαίου με συμψηφισμό χρέους της εταιρείας

    Για πρώτη φορά με τον πρόσφατο νόμο η καταβολή ποσού αύξησης του μετοχικού κεφαλαίου είναι δυνατό να λάβει χώρα και με συμψηφισμό ισόποσου χρέους της εταιρείας (άρθρο 20 §4). Υπάρχει όμως μια διπλή προϋπόθεση για το συγκεκριμένο συμψηφισμό:

    (α) να υφίσταται σχετική πρόβλεψη στην απόφαση της αύξησης του μετοχικού κεφαλαίου καθώς ρητά απαγορεύεται ο μονομερής συμψηφισμός και

    (β) ο συμψηφισμός να συνοδεύεται από βεβαίωση ορκωτού ελεγκτή λογιστή ή ελεγκτικής εταιρείας ότι το χρέος αυτό είναι, όπως προκύπτει από τα βιβλία της εταιρείας, υπαρκτό, ληξιπρόθεσμο και δεν εξαρτάται από αίρεση-σε περίπτωση όμως, ειδικά, μη ληξιπρόθεσμου χρέους θα πρέπει να αποτιμάται η παρούσα αξία του (σύμφωνα με το άρθρο 17).

    Σημαντικό πάντως να τονισθεί πως οι συγκεκριμένες προϋποθέσεις δεν εφαρμόζονται όταν γίνεται κεφαλαιοποίηση απαιτήσεων στο πλαίσιο σχεδίου εξυγίανσης ή αναδιοργάνωσης κατά τις διατάξεις του Πτωχευτικού Κώδικα.

    Σε κάθε περίπτωση: η καταβολή μέσω συμψηφισμού και ο αριθμός των μετοχών που αναλαμβάνονται και στις οποίες αντιστοιχεί  ο συμψηφισμός υποβάλλονται σε δημοσιότητα στο ΓΕΜΗ.

     

    6. Η πιστοποίηση της καταβολής του μετοχικού κεφαλαίου

    Με το προϋφιστάμενο δίκαιο (του ν. 2190/1920) η πιστοποίηση της καταβολής του μετοχικού κεφαλαίου γινόταν από το Διοικητικό Συμβούλιο και η εξακρίβωση της καταβολής εναπόκειτο στην εποπτεία του αρμόδιου υπουργού-ουσιαστικά στον έλεγχο της αρμόδιας αρχής. Ο συγκεκριμένος έλεγχος είχε σκοπό να επιβεβαιώσει την πραγματική καταβολή του μετοχικού κεφαλαίου αλλά και να ελέγξει αν το Διοικητικό Συμβούλιο εκτέλεσε ορθά την υποχρέωσή του για τη σχετική πιστοποίηση.

    Με τον πρόσφατο νόμο δεν προβλέπεται πλέον διοικητικός έλεγχος της καταβολής.

    Η εμπρόθεσμη (ή μη) καταβολή του μετοχικού κεφαλαίου (αρχικού ή ύστερα από αύξηση) πρέπει να πιστοποιείται. Πιστοποίηση καταβολής δεν απαιτείται, αν η αύξηση κεφαλαίου δεν γίνεται με νέες εισφορές (άρθρο 20 §5).

    Η πιστοποίηση πρέπει να λάβει χώρα μέσα στο πρώτο δίμηνο από τη σύσταση της εταιρείας και μέσα σε ένα (1) μήνα από τη λήξη της προθεσμίας καταβολής του ποσού της αύξησης του μετοχικού της κεφαλαίου. Για την πλειονότητα των ανωνύμων εταιρειών (πολύ μικρές και μικρές-μη εισηγμένες) η πιστοποίηση μπορεί να γίνει από το ίδιο το διοικητικό συμβούλιο, που συνέρχεται σε συνεδρίαση μέσα στις παραπάνω προθεσμίες, με θέμα ημερήσιας διάταξης την πιστοποίηση της καταβολής ή μη του κεφαλαίου. Στις μεγάλες και πολύ μεγάλες ανώνυμες εταιρείες η πιστοποίηση γίνεται με έκθεση ορκωτού ελεγκτή λογιστή ή ελεγκτικής εταιρείας, με μέριμνα του διοικητικού συμβουλίου-μέσα στις παραπάνω προθεσμίες. Όσον αφορά ειδικά την πιστοποίηση της καταβολής του μετοχικού κεφαλαίου γίνεται από ορκωτό ελεγκτή λογιστή, ελεγκτική εταιρεία ή το διοικητικό συμβούλιο (άρθρο 20 §6).

    Η έκθεση του ορκωτού ελεγκτή λογιστή ή της ελεγκτικής εταιρείας ή το πρακτικό του διοικητικού συμβουλίου πρέπει να αναφέρουν και τις ειδικές περιστάσεις καταβολής του δευτέρου εδαφίου της παραγράφου 3 ή ότι η καταβολή έγινε με συμψηφισμό, σύμφωνα με την παράγραφο 4. Επί εισφορών σε χρήμα που καταβάλλονται στον ειδικό τραπεζικό λογαριασμό της παραγράφου 3, τόσο η έκθεση του ορκωτού ελεγκτή λογιστή ή της ελεγκτικής εταιρείας όσο και το πρακτικό του διοικητικού συμβουλίου πρέπει να στηρίζονται σε απόσπασμα κίνησης του λογαριασμού αυτού, χορηγούμενο από το πιστωτικό ίδρυμα. Το απόσπασμα αυτό θα πρέπει να επισυνάπτεται στην παραπάνω έκθεση ή το πρακτικό του Διοικητικού Συμβουλίου.

    Επομένως: δεν αρκούν ένα ή περισσότερα καταθετήρια στον τραπεζικό λογαριασμό της εταιρείας. Από το απόσπασμα του τραπεζικού λογαριασμού θα προκύπτουν και τυχόν αναλήψεις. «Έξυπνες» πρακτικές του παρελθόντος (διαδοχικές μικρές καταθέσεις και μικρές αναλήψεις με σκοπό τη συμπλήρωση του συνολικού κεφαλαίου: εικονικές δηλ. καταβολές) αποτελούν, απλά, παρελθόν.

    Η έκθεση του ορκωτού ελεγκτή λογιστή ή της ελεγκτικής εταιρείας καθώς και το πρακτικό του Διοικητικού Συμβουλίου για την πιστοποίηση της καταβολής υποβάλλονται σε δημοσιότητα (άρθρο 20 §7).

    Στην περίπτωση σύστασης ανώνυμης εταιρείας ή αύξησης κεφαλαίου με εισφορά σε είδος, η πιστοποίηση καταβολής μπορεί να γίνει από το ίδιο το διοικητικό συμβούλιο ανεξαρτήτως του μεγέθους της ανώνυμης εταιρείας αφού ολοκληρωθεί η διαδικασία μεταβίβασης (άρθρο 20 §8).

    Σε κάθε περίπτωση: Ο ορκωτός ελεγκτής λογιστής ή η ελεγκτική εταιρεία που πιστοποιούν την καταβολή του κεφαλαίου, δεν μπορεί να διενεργούν και τον τακτικό έλεγχο της εταιρείας. Επίσης ο ορκωτός ελεγκτής λογιστής δεν μπορεί να ανήκει σε ελεγκτική εταιρεία που διενεργεί τον συγκεκριμένο έλεγχο (άρθρο 20 §10).

     

    7. Ποιο το «επιτίμιο» της μη εμπρόθεσμης καταβολής του αναληφθέντος (αρχικού ή από αύξηση) μετοχικού κεφαλαίου;

    Το ενδεχόμενο της μη εμπρόθεσμης καταβολής του ποσού του αρχικού μετοχικού κεφαλαίου ή της αύξησης του από εκείνον που ανέλαβε την καταβολή του, επιφέρει (αυστηρές) κυρώσεις για τον υπόχρεο και αναγκαίες εξελίξεις για την εταιρεία (άρθρα 20 §9 και 21 §§5 & 6). Σε μια τέτοια περίπτωση, το διοικητικό συμβούλιο της εταιρείας τάσσει προθεσμία ενός (1) μηνός στον υπόχρεο για την εξόφληση των οφειλομένων. Ταυτόχρονα όμως οφείλει να τον προειδοποιήσει για τις συνέπειες της άπρακτης παρέλευσης της προθεσμίας αυτής.

    Ποιες είναι αυτές οι συνέπειες; Σε ενδεχόμενη άπρακτη παρέλευση της ταχθείσας προθεσμίας, η εταιρεία ακυρώνει τις (μη ολοσχερώς εξοφληθείσες) μετοχές και παρακρατεί υπέρ αυτής τυχόν από μέρους του προκαταβληθέντα (περιλαμβανομένων δόσεων ή, ενδεχόμενης, διαφοράς υπέρ το άρτιο). Ταυτόχρονα όμως η εταιρεία θα προβεί στην έκδοση νέων μετοχών, ίσων κατ’  αριθμό με τις ακυρωθείσες, τις οποίες αρχικά θα προσφέρει στους λοιπούς μετόχους (:δικαίωμα προτίμησης). Σε περίπτωση μη εκδήλωσης ενδιαφέροντος από μέρους των παλαιών μετόχων, προβαίνει στην ελεύθερη διάθεσή τους.

    Αν συμβεί να είναι δεσμευμένες οι ακυρωθείσες μετοχές καθώς και αν η διάθεση των, σε αντικατάστασή τους, εκδοθεισών νέων αποβεί συνολικά ή κατά ένα μέρος άκαρπη, η εταιρεία υποχρεούται να προβεί σε μείωση του κεφαλαίου (στην πρώτη επόμενη γενική συνέλευση) κατά το ποσό της ονομαστικής αξίας των μη εκποιηθεισών μετοχών.

    Είναι σημαντικό να τονισθεί πως το τμήμα της ονομαστικής αξίας των μετοχών που δεν καταβλήθηκε μέσα στις υφιστάμενες προθεσμίες επιβαρύνει, σε κάθε περίπτωση, τον υπόχρεο μέτοχο με το νόμιμο επιτόκιο έως την ακύρωση των μετοχών. Περαιτέρω ποινικές ρήτρες ή άλλες αξιώσεις της εταιρείας σε βάρος του υπόχρεου είναι δυνατό να προβλεφθούν στο καταστατικό της εταιρείας ή στην απόφαση για αύξηση του μετοχικού της κεφαλαίου.

     

    8. Εν κατακλείδι

    Η κεφαλαιακή επάρκεια ήταν διαχρονικά αναγκαία. Μεταξύ άλλων για το νοικοκυριό της Jenny Marx αλλά και για τις επιχειρήσεις τις εποχής της και του σήμερα.

    Η ύπαρξη του αναγκαίου μετοχικού κεφαλαίου στις ανώνυμες εταιρείες καθίσταται αναγκαία για την επίτευξη του εταιρικού σκοπού. Μεθοδεύσεις του παρελθόντος που σκοπό είχαν την εικονική καταβολή του δεν έχουν θέση ούτε στον πρόσφατο νόμο ούτε και στη σύγχρονη πραγματικότητα.

    Το σημαντικότερο: Η κεφαλαιακή επάρκεια των επιχειρήσεων αποτελεί αναγκαία προϋπόθεση για την (πολυπόθητη) ανάπτυξη εκείνων και της χώρας.

    stavros-koumentakis

    Σταύρος Κουμεντάκης
    Senior Partner

    Υ.Γ. Συνοπτική έκδοση αυτού του άρθρου δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ, την 1η Σεπτεμβρίου 2019.

    κεφάλαιο της ανώνυμης

  • Η κατάργηση του «βασίμου λόγου»

    Η κατάργηση του «βασίμου λόγου»

    Η Καταγγελία Της Σύμβασης Εξαρτημένης Εργασίας Αορίστου Χρόνου: Η κατάργηση του «βασίμου λόγου»

    1. Προοίμιο

    Το δοκίμιο “Vom Kriege” (:Περί Πολέμου), στο οποίο αναλύεται η εξέλιξη της θεωρίας, στρατηγικής, τακτικής και φιλοσοφίας του πολέμου δεν είναι σύγχρονο. Διδάσκεται εντούτοις, ακόμα και σήμερα – εκατόν ογδόντα οκτώ χρόνια μετά τον θάνατο του συγγραφέα του (Πρώσου στρατιωτικού και συγγραφέα Carl Philipp Gottlieb von Clausewitz), σε στρατιωτικές ακαδημίες, σε σχολές διοίκησης επιχειρήσεων και σχολές μάρκετινγκ.

    Μάλλον θα πρέπει να διδάσκεται, αν δεν διδάσκεται ήδη, και στις κομματικές ακαδημίες.

     «Το βασικό στον αιφνιδιασμό είναι η αστραπιαία ταχύτητα με μυστικότητα» διακήρυττε ο Clausewitz.

    Σε μια τέτοια κίνηση απόλυτου (ευχάριστου για κάποιους και δυσάρεστου για κάποιους άλλους) αιφνιδιασμού παραπέμπει η κατατεθείσα στη Βουλή των Ελλήνων την 8η Αυγούστου (και ψηφισθείσα εν τέλει) τροπολογία με μια μεγάλη, απολύτως ευδιάκριτη, σφραγίδα «ΕΚΠΡΟΘΕΣΜΟΣ»-επάνω δεξιά: η τροπολογία που αφορούσε, μεταξύ άλλων, την κατάργηση του (περιβόητου ήδη) «βασίμου λόγου».

     

    2. Βάσιμος λόγος: η προβληματική και τα προβλήματα από τη θέσπιση του

    Σε προηγούμενη αρθρογραφία μας καταγράφηκαν τα δεδομένα που προέκυπταν από τη θέσπιση (με το άρθρο 48 του ν. 4611/2019) της ύπαρξης του «βασίμου λόγου» ως προϋπόθεση της εγκυρότητας της καταγγελίας της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας, τις διαφοροποιήσεις σε σχέση με το προϋφιστάμενο καθεστώς και τους κινδύνους που δημιουργούνταν από τη θέσπισή του. Οι διατυπωθείσες επιφυλάξεις του γράφοντος δεν ήταν οι μοναδικές για τη συγκεκριμένη νομοθετική ρύθμιση ούτε και ήσσονος σημασίας και βαρύτητας οι σε βάρος της αντιδράσεις από μέρους της επιχειρηματικής και επιστημονικής κοινότητας. Στο βραχύ βίο της σχετικής διάταξης δυστυχώς επιβεβαιώθηκαν οι διατυπωθείσες επιφυλάξεις. Επιπρόσθετα: οι σε βάρος της αντιδράσεις αποδείχθηκαν δικαιολογημένες. Η επιβολή της επίκλησης και του βάρους απόδειξης στον εργοδότη όσον αφορά την ύπαρξη «βασίμου λόγου» στην καταγγελία σύμβασης εργασίας αορίστου χρόνου, άρχισε να τροφοδοτεί τις (ενίοτε στερούμενες νομιμότητας και ηθικής) προσδοκίες των κακοπροαίρετων.

    Μετά την διαδικασία της απόλυσης του εργαζομένου και πριν την έγερση αγωγής ακολουθεί, συνήθως η εμπλοκή του νομικού παραστάτη καθώς και διερευνητική διαδικασία ενώπιον της Επιθεώρησης Εργασίας. Σ’ αυτά τα ενδιάμεσα στάδια αποδείχθηκε, ήδη, η ορθότητα των διατυπωθεισών εντάσεων και εκδηλωθεισών αντιδράσεων όσον αφορά τη θέσπιση του «βασίμου λόγου».

    Φαίνεται πως, από την θέσπισή του ο «βάσιμος λόγος» επηρέασε αρνητικά και την αγορά εργασίας: Το ισοζύγιο εργασίας (προσλήψεις-απολύσεις) απεδείχθη αρνητικό κατά τον παρελθόντα μήνα (Ιούλιο) με απώλεια 14.691 θέσεων εργασίας (σημειώνεται ότι ο βάσιμος λόγος άρχισε να ισχύει έλαβε χώρα στις 17.5.2019-ΦΕΚ τ. Α 73/17.5.2019)

    Η διάταξη αυτή αποδείχθηκε πολλαπλώς προβληματική καθώς προέκυπταν ως δεδομένα:

    (α) Ο στιγματισμός του εργαζόμενου με οποιαδήποτε από τις επιλογές  «βασίμου λόγου» τις σχετικές με τη «συμπεριφορά» ή τις «ικανότητες» του σε περίπτωση καταγγελίας της σύμβασής του

    (β) Η επιφυλακτικότητα των εργοδοτών να συνάπτουν συμβάσεις εργασίας αορίστου χρόνου (γεγονός που αποτυπώθηκε στη δημιουργία αρνητικού ισοζυγίου στη σχέση προσλήψεις-απολύσεις)

    (γ) Η επιλογή συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου (που στη λήξη τους δεν απαιτείτο οποιοσδήποτε «βάσιμος» λόγος) και

    (δ) Η δημιουργία (ηθικά κατακριτέων) προσδοκιών στους εκ των απολυθέντων εργαζομένων κακόπιστους και τους νομικούς παραστάτες τους και, κατ’ ακολουθία, η διόγκωση των σχετικών εξωδίκων και δικαστικών αντιπαραθέσεων.

    Ανεξάρτητα πάντως από την πολεμική που δέχθηκε η συγκεκριμένη διάταξη δεν προσδοκούσαμε, είναι αλήθεια, πως τα αντανακλαστικά της Πολιτείας θα ήταν τόσο γρήγορα. Η κατάργηση του «βασίμου λόγου» αποτέλεσε, κατά τα προαναφερθέντα κίνηση απόλυτου αιφνιδιασμού. Για πολλούς, μεταξύ των οποίων και ο γράφων, μια απολύτως ευχάριστη έκπληξη (όπως εξάλλου και η άρση της απολύτως προβληματικής-αλληλέγγυας ευθύνης του αναθέτοντος, εργολάβου και υπεργολάβου καθώς και η κατάργηση της αναστολής των αποσβεστικών προθεσμιών που συναρτώνται με την άσκηση δικαιωμάτων των εργαζομένων) και στοιχείο επιστροφής στην «κανονικότητα».

     

    3. Βάσιμος λόγος: ποιο είναι όμως το περιεχόμενο του;

    Υπενθυμίζεται πως με τη διάταξη του άρθρου 48 του ν. 4611/2019 αντικαταστάθηκε, με άμεση εφαρμογή, το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 3 του άρθρου 5 του ν. 3198/1955 (Α’ 98) ως εξής:

    «3. Η καταγγελία της εργασιακής σχέσης θεωρείται έγκυρη, μόνο αν οφείλεται σε βάσιμο λόγο, κατά την έννοια του άρθρου 24 του Αναθεωρημένου Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Χάρτη που κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν. 4359/2016 (Α΄5), έχει γίνει εγγράφως, έχει καταβληθεί η οφειλόμενη αποζημίωση και έχει καταχωρηθεί η απασχόληση του απολυόμενου στα τηρούμενα για το ν ΕΦΚΑ (τ. ΙΚΑ). μισθολόγια ή έχει ασφαλιστεί ο απολυόμενος. Σε περίπτωση αμφισβήτησης το βάρος επίκλησης και απόδειξης της συνδρομής των προϋποθέσεων έγκυρης καταγγελίας φέρει ο εργοδότης»

    Επομένως: αυτό που η συγκεκριμένη διάταξη απαιτούσε (προκειμένου  να είναι έγκυρη, από 17.5.2019 και εντεύθεν, η καταγγελία μιας σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου) ήταν η ύπαρξη «βασίμου λόγου». Τον συγκεκριμένο μάλιστα λόγο υποχρεούτο (:Εγγρ. 26100/98/7.6.3019 Υπ. Εργασίας, Κοιν. Ασφαλ. και Κοιν. Αλληλεγγύης)  να καταγράψει στη σχετική φόρμα καταγγελίας που καταχωρούσε στο ΕΡΓΑΝΗ ο καταγγέλλων εργοδότης, επιλέγοντας έναν από τους τρεις, περιοριστικά αναφερόμενους, «βασίμους λόγους»:

    (α) Ικανότητα εργαζομένου κατά την εκτέλεση της εργασίας,

    (β)  Συμπεριφορά του εργαζομένου και

    (γ)  Λειτουργικές απαιτήσεις της επιχείρησης

    Αξιοσημείωτο είναι πως ο εργοδότης δεν είχε τη δυνατότητα να αποφύγει τη συγκεκριμένη επιλογή ούτε όμως (και το σημαντικότερο) να επιλέξει συνδυασμό περισσοτέρων.

     

    4. Τι συνέβαινε με το προϋφιστάμενο, της 17.5.2019, δίκαιο;

    Με το προϋφιστάμενο, μέχρι την 17.5.2019, νομοθετικό πλαίσιο ο εργοδότης είχε το δικαίωμα να καταγγείλει οποτεδήποτε τη σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, έχοντας ως βασική του υποχρέωση την καταβολή της αποζημίωσης απολύσεως. Όταν ο εργαζόμενος θεωρούσε πως το συγκεκριμένο δικαίωμα του εργοδότη ασκείται καταχρηστικά, προσέφευγε στα αρμόδια δικαστήρια: εκεί όμως ο ίδιος ο εργαζόμενος είχε την ευθύνη και το βάρος της απόδειξης της καταχρηστικότητας της απόλυσής του.

    Με την επίμαχη ρύθμιση (της θέσπισης του «βασίμου λόγου») ο εργοδότης ήταν εκείνος που υποχρεούτο και να επικαλεστεί και να αποδείξει τη συνδρομή των προϋποθέσεων της έγκυρης καταγγελίας, επομένως και την ύπαρξή του (του «βασίμου λόγου»).

     

    5. Το Άρθρο 24 του Αναθεωρημένου Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Χάρτη

    Η θέσπιση της ύπαρξης βασίμου λόγου ως στοιχείο της εγκυρότητας της καταγγελίας της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου βασίσθηκε, κατά την αιτιολογική έκθεση της καταργηθείσας διάταξης, στο άρθρο 24 του Αναθεωρημένου Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Χάρτη το οποίο αναφέρει:

    «Με σκοπό τη διασφάλιση της αποτελεσματικής άσκησης του δικαιώματος προστασίας των εργαζομένων σε περιπτώσεις λύσης της σχέσης εργασίας, τα μέρη αναλαμβάνουν να αναγνωρίζουν: α. το δικαίωμα όλων των εργαζομένων να μη λύεται η εργασιακή τους σχέση χωρίς βάσιμο λόγο που να συνδέεται με την ικανότητα ή τη συμπεριφορά τους ή να βασίζεται στις λειτουργικές απαιτήσεις της επιχείρησης, της εγκατάστασης ή της υπηρεσίας, β. το δικαίωμα των εργαζομένων, των οποίων η εργασιακή σχέση λύεται χωρίς βάσιμο λόγο, σε επαρκή αποζημίωση ή άλλη κατάλληλη επανόρθωση. Για αυτόν το σκοπό τα μέρη αναλαμβάνουν να διασφαλίζουν ότι ο εργαζόμενος, που θεωρεί ότι η σχέση εργασίας του έχει λυθεί χωρίς βάσιμο λόγο, έχει το δικαίωμα προσφυγής σε αμερόληπτο όργανο».

    Για τη φύση του Αναθεωρημένου Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Χάρτη, το περιεχόμενο του άρθρου 24 αυτού και του «βασίμου λόγου» αλλά και τη με βάση τη δεδομένη νομοθετική ρύθμιση (:άρθρο 48 του ν. 4611/2019) προβλεπόμενη στάση των δικαστηρίων, αναλυτικά στην προγενέστερη, σχετική, αρθογραφία μας.

     

    6. Βάσιμος λόγος: η αιτιολογική έκθεση για την κατάργηση του

    Η αιτιολογική έκθεση της τροπολογίας για την κατάθεση του «βασίμου» λόγου υιοθετεί, όπως είναι φυσικό, συγκεκριμένες πολιτικές θέσεις. Ενδιαφέρον όμως παρουσιάζει η επίκληση στοιχείων της μείζονος σκέψης της 1512/2018 απόφασης του ΑΠ.

    6.1. Οι επικαλούμενες παραδοχές της απόφασης 1512/2018 του Αρείου Πάγου

    Η αιτιολογική έκθεση επικαλείται συγκεκριμένα τμήματα της εν λόγω απόφασης του Ανώτατου Ακυρωτικού. Συγκεκριμένα:

    «1. Από τις διατάξεις των άρθρων 669 παρ.2 ΑΚ, 1 του ν. 2112/ 1920 και 1, 5 του ν. 3198/1955 συνάγεται ότι η καταγγελία της σύμβασης εργασίας αορίστου χρόνου συνιστά δικαίωμα του εργοδότη ή του εργαζόμενου και είναι μονομερής, αναιτιώδης δικαιοπραξία. Ως εκ τούτου, το κύρος αυτής δεν εξαρτάται από την ύπαρξη ή την ελαττωματικότητα της αιτίας, για την οποία γίνεται. Η άσκησή της, όμως, δεν επιτρέπεται να υπερβαίνει, προφανώς, τα όρια που διαγράφει η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή ο οικονομικός σκοπός αυτής (ΑΚ 281). Οπότε, σε περίπτωση τέτοιας υπέρβασης, η καταγγελία καθίσταται απαγορευμένη, ως καταχρηστική και, κατά συνέπεια, άκυρη (ΑΚ 174, 180). Ειδικότερα, η εκ μέρους του εργοδότη καταγγελία της σύμβασης εργασίας θεωρείται καταχρηστική, όταν υπαγορεύεται από κίνητρα ξένα προς το σκοπό, για τον οποίο έχει προβλεφθεί, ως δικαίωμα. Αυτό μπορεί να συμβεί σε περιπτώσεις, κατά τις οποίες η καταγγελία γίνεται από εμπάθεια ή διάθεση εκδικήσεως, ύστερα από προηγηθείσα νόμιμη, αλλά μη αρεστή στον εργοδότη, συμπεριφορά του εργαζόμενου. Δεν θεωρείται καταχρηστική η καταγγελία, όταν δεν υπάρχει γι’ αυτήν κάποια εμφανής ή αληθής αιτία. Ο εργαζόμενος, επιδιώκοντας την αναγνώριση της ακυρότητας της καταγγελίας, πρέπει να επικαλεστεί και να αποδείξει συγκεκριμένα περιστατικά, εξ αιτίας των οποίων η άσκηση του σχετικού δικαιώματος του εργοδότη υπερβαίνει, προφανώς, τα όρια που διαγράφει η ΑΚ 281 και, εκ του λόγου αυτού, καθίσταται απαγορευμένη.

    1. Το ως άνω νομικό καθεστώς δεν άλλαξε μετά την κύρωση (άρθρο πρώτο του ν. 4359/2016, που ισχύει από 20-1-2016) του Αναθεωρημένου Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Χάρτη (στο εξής: ΑναθΕΚΧ). Πράγματι, είναι αληθές ότι με το άρθρο 24 στοιχείο α’ του ΑναθΕΚΧ αναγνωρίζεται “το δικαίωμα όλων των εργαζομένων να μη λύεται η εργασιακή τους σχέση χωρίς βάσιμο λόγο που να συνδέεται με την ικανότητα ή τη συμπεριφορά τους ή να βασίζεται στις λειτουργικές απαιτήσεις της επιχείρησης, της εγκατάστασης ή της υπηρεσίας”. Περαιτέρω, όμως, με το άρθρο 24 στοιχείο β’ του ΑναθΕΚΧ, ως συνέπεια της παραβίασης του ως άνω δικαιώματος προβλέπεται μόνο “το δικαίωμα των εργαζομένων, των οποίων η εργασιακή σχέση λύεται χωρίς βάσιμο λόγο, σε επαρκή αποζημίωση ή άλλη κατάλληλη επανόρθωση.

    Από τις διατάξεις αυτές συνάγεται ότι ακόμη κι αν δεν υπάρχει βάσιμος λόγος για την καταγγελία της συμβάσεως ή σχέσεως εργασίας αορίστου χρόνου εκ μέρους του εργοδότη, το κύρος της καταγγελίας δεν θίγεται”.

    6.2. Οι (μη) επικαλούμενες παραδοχές της απόφασης 1512/2018 του Αρείου Πάγου

    Η ίδια όμως απόφαση του ΑΠ συνεχίζει:

    «..Η δε υποχρέωση του εργοδότη να αποζημιώσει τον εργαζόμενο αναγνωρίζεται από παλιά στο εσωτερικό δίκαιο (….) για κάθε περίπτωση καταγγελίας (με εξαίρεση εκείνη που γίνεται λόγω υποβολής μηνύσεως) και δεν αίρεται ακόμη και όταν ο εργοδότης θα μπορούσε να αποδείξει βάσιμο λόγο για τη λύση του ενοχικού δεσμού. Ως εκ τούτου, η θετική ή αποφατική αναφορά σε βάσιμο λόγο καταγγελίας αποβαίνει αλυσιτελής. Γι’ αυτό και το κύρος της ήδη γενομένης καταγγελίας εξακολουθεί να ελέγχεται εξατομικευμένα μόνο με την εφαρμογή της ΑΚ 281, όπως και προηγουμένως, ύστερα από αγωγή του εργαζόμενου στο αρμόδιο δικαστήριο».

    6.3. Συμπεράσματα

    Ανεξάρτητα από τις όποιες επιφυλάξεις και κριτική θα ήταν δυνατό σε θεωρητικό επίπεδο να διατυπωθούν όσον αφορά τις παραδοχές της συγκεκριμένης απόφασης του ΑΠ, το ανώτατο ακυρωτικό της χώρας μας κάνει αποδεκτά, μεταξύ άλλων, τα ακόλουθα δεδομένα:

    (α) Η καταγγελία τη σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου αποτελεί δικαίωμα του εργοδότη

    (β) όταν το δικαίωμα του εργοδότη για την απόλυση εργαζομένου ασκείται  καταχρηστικά (γεγονός το οποίο οφείλει να αποδείξει ο εργαζόμενος), η σχετική καταγγελία είναι άκυρη.

    (γ) η κύρωση του Αναθεωρημένου Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Χάρτη δεν διαφοροποιεί τα προϋφιστάμενα στη χώρα μας νομικά δεδομένα καθώς «ακόμη κι αν δεν υπάρχει βάσιμος λόγος για την καταγγελία της συμβάσεως ή σχέσεως εργασίας αορίστου χρόνου εκ μέρους του εργοδότη, το κύρος της καταγγελίας δεν θίγεται». Επομένως, συνεχίζει, «θετική ή αποφατική αναφορά σε βάσιμο λόγο καταγγελίας αποβαίνει αλυσιτελής …το κύρος της ήδη γενομένης καταγγελίας εξακολουθεί να ελέγχεται εξατομικευμένα μόνο με την εφαρμογή της ΑΚ 281, όπως και προηγουμένως, ύστερα από αγωγή του εργαζόμενου στο αρμόδιο δικαστήριο»

    Με βάση τις συγκεκριμένες παραδοχές, η εν λόγω απόφαση του ΑΠ κάνει αποδεκτό πως το προϋφιστάμενο της θέσπισης του «βασίμου λόγου» νομοθετικό καθεστώς, ήταν απολύτως επαρκές σε σχέση με τις κατευθύνσεις του Αναθεωρημένου Ευρωπαϊκού Κοινωνικό Χάρτη.

     

    7. Βάσιμος λόγος: η αναδρομικότητα της κατάργησης του

    Με βάση τη διάταξη του άρθρου 117 παρ. 2α ν. 4623/2119 (ΦΕΚ τ. Α 134/9.8.2019) προβλέπεται πως η (και κατά την άποψή μας προβληματική) διάταξη του άρθρου 48 ν. 4611/2019 «καταργείται αφότου ίσχυσε» καθώς και ότι, εκ περισσού, «Δεν θίγονται οι διατάξεις του ν. 2112/1920 όπως ισχύει και του ν. 3198/1955 όπως ισχύει, σε συνδυασμό με το άρθρο 24 του Αναθεωρημένου Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Χάρτη, που κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν. 4359/2016 (A ́ 5)».

    Ως προς το θέμα της αναδρομικότητας της κατάργησης της υποχρέωσης επίκλησης «βασίμου λόγου» (σε περίπτωση καταγγελίας σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου και του βάρους της απόδειξης τη συνδρομής του στο πρόσωπο του καταγγέλλοντα εργοδότη) φαίνεται πως, παρ’ ότι ετέθη, δεν υπάρχει οποιοδήποτε  πρόβλημα αντισυνταγματικότητας. Τόσο η θεωρία όσο και η νομολογία (και σε επίπεδο ανωτάτων ακυρωτικών δικαστηρίων-ΑΠ & ΣτΕ) ταυτίζονται όσον αφορά τη δυνατότητα θέσπισης αναδρομικού νόμου-εφόσον βέβαια δεν θίγονται συνταγματικώς κατοχυρωμένα δικαιώματα. Κι εδώ δεν θίγονται.  (Εκ περισσού βέβαια να σημειωθεί πως θα ετίθετο θέμα αντισυνταγματικότητας εφόσον προσεδίδετο αναδρομική ισχύς σε φορολογικό, ποινικό ή ψευδοερμηνευτικό νόμο).

    Ως προς το θέμα της επιβεβαιώσεως της ισχύος των διατάξεων του ν. 2112/1920, 3198/1955 και του άρθρου 24 του Αναθεωρημένου Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Χάρτη, η αναφορά γίνεται εκ περισσού. Στο πλαίσιο αυτό στην Έκθεση Συνεπειών Ρυθμίσεων (τη συνοδευτική της τροπολογίας) αναφέρεται: «Με την κατάργηση των ανωτέρω διατάξεων διασφαλίζονται τα δικαιώματα των εργαζομένων, η εργασιακή ειρήνη, οι προσλήψεις και οι θέσεις εργασίας, αποτρέποντας τη σύγχυση, εξασφαλίζοντας περαιτέρω την ανάπτυξη και αποκαθιστώντας την κανονικότητα στην αγορά εργασίας, σύμφωνα πάντα με τον Ευρωπαϊκό και Εθνικό νομοθέτη και την νομολογία του Εθνικού Δικαστή».

     

    8. Εν κατακλείδι

    Η επιβολή της ύπαρξης κι επίκλησης «βασίμου λόγου» όσον αφορά τη νομιμότητα της καταγγελίας σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου υπήρξε πολυεπίπεδα προβληματική. Αντίστοιχα και η επιβολή στον καταγγέλλοντα εργοδότη του βάρους της απόδειξης της συνδρομής του. Τα δεδομένα που αποδεικνύουν «του λόγου το αληθές» ανεδείχθησαν ήδη, στο βραχύ βίο της καταργηθείσας ήδη σχετικής διάταξης, σε επιστημονικό, επιχειρηματικό, κοινωνικό, οικονομικό και εργασιακό επίπεδα.

    Η απολύτως (με όρους Clausewitz) αιφνιδιαστική, εισαγωγή προς ψήφιση της τροπολογίας για την άρση του «βασίμου λόγου» καθόλου δεν μειώνουν την παρούσα και μελλοντική αξία της κατάργησής του.

    Τα θετικά αποτελέσματα της συγκεκριμένης κατάργησης (και της επιστροφής στο πολυεπίπεδα δοκιμασμένο αλλά και υγιές νομοθετικό πλαίσιο και περιβάλλον) μετά βεβαιότητας θα διαφανούν στο αμέσως προσεχές διάστημα. Και σε επίπεδο απασχολησιμότητας.

    stavros-koumentakis

    Σταύρος Κουμεντάκης
    Senior Partner

    Υ.Γ. Συνοπτική έκδοση αυτού του άρθρου δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ, στις 18 Αυγούστου 2019.

  • GDPR: Άρχισαν τα «όργανα» (:πρόστιμα)

    Ι. Προοίμιο

    «Ἔστι Δίκης ὀφθαλμός, ὅς τὰ πάνθ’ ὁρᾷ» έγραφε ο Μένανδρος στα Μονόστιχα του.

    Η συγκεκριμένη φράση παραπέμπει, λιγότερο ή περισσότερο, σ’ αυτό που έχουμε συνηθίσει να αναφέρουμε ως «θεία δίκη» η οποία πάντοτε, αργά ή γρήγορα, «απονέμει δικαιοσύνη». Καθώς, στην πραγματικότητα, «θεία δίκη» (συχνά και ανθρώπινη) δεν υπάρχει ούτε και κάποια εξουσία ή αρχή διαθέτει «Δίκης ὀφθαλμόν, ὅς τὰ πάνθ’ ὁρᾷ». Βεβαίως ούτε και η Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα (στο εξής: «Αρχή») διαθέτει τέτοιου είδους «τὰ πάνθ’ ὁρώντα» οφθαλμό.

    Αντίθετα: Καλά γνωρίζουμε την ύπαρξη του ανθρώπινου οφθαλμού που (συχνά άγρυπνα) παρακολουθεί τα συμβαίνοντα και, ενίοτε, αρμοδίως τα καταγγέλλει: και στην Αρχή (άλλη, μεγάλη, συζήτηση η ηθική διάσταση της καταγγελίας και η ηθική του καταγγέλλοντος). Όσον αφορά όμως ειδικότερα την τελευταία (την Αρχή) υποχρεούται να κάνει χρήση του ανθρώπινου οφθαλμού (του δικού της ή εκείνου των επωνύμως ή ανωνύμως καταγγελλόντων) στο πλαίσιο της εκπλήρωσης των κατά το νόμο καθηκόντων της. Ιδίως εκείνο του θεματοφύλακα του Γενικού Κανονισμού Προστασίας Δεδομένων (στο εξής: «Κανονισμός») και επιβάλλοντος τις προβλεπόμενες κυρώσεις σε περίπτωση αποκλίσεων από όσα εκείνος επιτάσσει.

     

    ΙΙ. Όλα ξεκίνησαν όταν…

    Η Ένωση Λογιστών Ελεγκτών Περιφέρειας Αττικής (και, αυτονοήτως, πίσω από αυτήν, κάποιος δυσαρεστημένος, για άσχετα μάλλον θέματα, υπάλληλος) υπέβαλε τον Δεκέμβριο του 2017 καταγγελία σε βάρος της PriceWaterhouseCoopers ΑΕ (στη συνέχεια: «PWC». Η συγκεκριμένη καταγγελία απευθυνόταν στην Αρχή καθώς και (προφανώς για άσκηση μεγαλύτερης πίεσης) στο Υπουργείο Εργασίας και στο ΣΕΠΕ.

    Το αντικείμενο της καταγγελίας αφορούσε παράνομη επεξεργασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα των εργαζομένων (στη συνέχεια: «Δεδομένα») της PWC. Κατά την καταγγελία, η παράνομη επεξεργασία αφορούσε την «∆ήλωση Αποδοχής όρων Επεξεργασίας Προσωπικών ∆εδομένων» καθώς και τις νέες ατομικές συμβάσεις, οι οποίες περιελάμβαναν εδάφια που αναφέρονταν στην παροχή της συναίνεσης των εργαζομένων στην επεξεργασία προσωπικών τους δεδομένων και την περαιτέρω, ποικιλότροπη, παρακολούθησή τους στον χώρο εργασίας (κατά παράβαση του ν. 2472/1997). Τα δύο κείμενα (σύμβαση εργασίας και δήλωση) αξίωνε η PWC, δεδομένης της πλεονεκτικής της θέσης ως εργοδότριας-πάντα κατά την καταγγελία- να υπογράψουν, εξαναγκαζόμενοι, οι εργαζόμενοι της.

     

    ΙΙΙ. Οι, κατά τον Κανονισμό, προϋποθέσεις για τη σύννομη επεξεργασία των προσωπικών δεδομένων

    Ο Κανονισμός άρχισε να εφαρμόζεται, με καθολική ισχύ, στις 25.5.2018. Διάταξη με ιδιαίτερο ενδιαφέρον στη συγκεκριμένη περίπτωση είναι αυτή του άρθρου 6 παρ. 1, η οποία προβλέπει:

    « 1. Η επεξεργασία είναι σύννομη μόνο εάν και εφόσον ισχύει τουλάχιστον μία από τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

    α)  το υποκείμενο των δεδομένων έχει συναινέσει στην επεξεργασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα του για έναν ή περισσότερους συγκεκριμένους σκοπούς,

    β)  η επεξεργασία είναι απαραίτητη για την εκτέλεση σύμβασης της οποίας το υποκείμενο των δεδομένων είναι συμβαλλόμενο μέρος ή για να ληφθούν μέτρα κατ’ αίτηση του υποκειμένου των δεδομένων πριν από τη σύναψη σύμβασης,

    γ)  η επεξεργασία είναι απαραίτητη για τη συμμόρφωση με έννομη υποχρέωση του υπευθύνου επεξεργασίας,

    δ)  η επεξεργασία είναι απαραίτητη για τη διαφύλαξη ζωτικού συμφέροντος του υποκειμένου των δεδομένων ή άλλου φυσικού προσώπου,

    ε)  η επεξεργασία είναι απαραίτητη για την εκπλήρωση καθήκοντος που εκτελείται προς το δημόσιο συμφέρον ή κατά την άσκηση δημόσιας εξουσίας που έχει ανατεθεί στον υπεύθυνο επεξεργασίας,

    στ) η επεξεργασία είναι απαραίτητη για τους σκοπούς των έννομων συμφερόντων που επιδιώκει ο υπεύθυνος επεξεργασίας ή τρίτος, εκτός εάν έναντι των συμφερόντων αυτών υπερισχύει το συμφέρον ή τα θεμελιώδη δικαιώματα και οι ελευθερίες του υποκειμένου των δεδομένων που επιβάλλουν την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, ιδίως εάν το υποκείμενο των δεδομένων είναι παιδί.

    Το στοιχείο στ) του πρώτου εδαφίου δεν εφαρμόζεται στην επεξεργασία που διενεργείται από δημόσιες αρχές κατά την άσκηση των καθηκόντων τους».

     

    IV. Η διαδικασία που ακολουθήθηκε από την Αρχή για την έκδοση της υπ΄ αριθμόν 26/2019 απόφασής της.

    Η Αρχή, ασχολούμενη για πρώτη φορά με θέμα που σχετιζόταν με την εφαρμογή του Κανονισμού, δαπάνησε σημαντικό χρόνο στη διερεύνησή του όλου θέματος, υποβάλλοντας σωρεία ερωτημάτων και αιτημάτων. H Αρχή όμως, για την αποφυγή παρανοήσεων και δημιουργία νομολογιακού δεδομένου, αισθάνεται την ανάγκη να επισημάνει στην απόφασή της: πως «εξαιτίας του ότι διανύεται το πρώτο χρονικό διάστημα εφαρμογής του ΓΚΠ∆, υποβάλλει ερωτήματα και αιτήματα στο πλαίσιο άσκησης των συναφών ερευνητικών – ελεγκτικών εξουσιών της, ώστε να διευκολύνει την από μέρους των υπευθύνων επεξεργασίας τεκμηρίωση της λογοδοσίας. Ο υπεύθυνος επεξεργασίας οφείλει στο πλαίσιο των ελέγχων – ερευνών της Αρχής να παρουσιάζει από μόνος του και χωρίς σχετικά ερωτήματα και αιτήσεις της Αρχής τα μέτρα και πολιτικές που υιοθέτησε στο πλαίσιο της εσωτερικής οργάνωσης της συμμόρφωσης του, καθώς αυτός τελεί σε γνώση τους, αφού σχεδίασε και υλοποίησε τη σχετική οργάνωση» (§ 8).

    Τι σημαίνει αυτό;

    Σε κάποιον επόμενο, πάντως όχι μακρινό, χρόνο η Αρχή θα αξιώνει από τον Υπεύθυνο Επεξεργασίας την «τεκμηρίωση της λογοδοσίας» του, χωρίς η ίδια να αισθάνεται πως πρέπει να λειτουργεί με τη μαιευτική μέθοδο. Αν εκείνος τα καταφέρει έχει καλώς. Κι αν όμως όχι, πάλι έχει καλώς…

     

    V. Η παραδοχές της εκδοθείσας (με αριθμό 26/2019) απόφασης της Αρχής

    Στη συγκεκριμένη απόφαση γίνεται μια σειρά ιδιαίτερα σημαντικών παραδοχών. Επιχειρείται η καταγραφή των, κατά την άποψη του γράφοντος, ευρύτερου ενδιαφέροντος:

    i. Η επιλογή της νομικής βάσης για την επεξεργασία των Δεδομένων

    (α) Κατά την Αρχή (§ 6):

    «Η συλλογή και επεξεργασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα δεν θα πρέπει να λαμβάνει χώρα μυστικά ή με απόκρυψή της από το υποκείμενο των δεδομένων, καθώς και με απόκρυψη όλων των αναγκαίων πληροφοριών (εκτός εάν προβλέπεται από τη νομοθεσία τηρουμένων των προϋποθέσεων του άρθρου 8 ΕΣ∆Α). Η αναγνώριση και επιλογή της κατάλληλης νομικής βάσης εκ των προβλεπομένων στο άρθρο 6 παρ. 1 ΓΚΠ∆ είναι στενά συνδεδεμένη με την αρχή της θεμιτής ή δίκαιης επεξεργασίας καθώς και με την αρχή του περιορισμού του σκοπού, ο δε υπεύθυνος επεξεργασίας οφείλει όχι μόνο να επιλέξει την κατάλληλη νομική βάση προ της έναρξης της επεξεργασίας, αλλά και να ενημερώσει κατ’ αρ. 13 παρ. 1 εδ. γ’ και 14 παρ. 1 εδ. γ’ ΓΚΠ∆ για την χρήση της το υποκείμενο των δεδομένων, καθώς η επιλογή της κάθε νομικής βάσης ασκεί έννομη επιρροή στην εφαρμογή των δικαιωμάτων των υποκειμένων.

    Έτσι, το υποκείμενο των δεδομένων θα πρέπει να ενημερώνεται για τα δικαιώματά του, για τον νόμιμο και εύλογα αναμενόμενο από το ίδιο, αληθινό τρόπο και σκοπό επεξεργασίας, ο οποίος δεν πρέπει να αντίκειται στις ομοίως εύλογες και θεμιτές προσδοκίες προστασίας της ιδιωτικότητάς του, ούτε να οδηγεί εν αγνοία του στην πρόκληση κινδύνων για τα θεμελιώδη δικαιώματα και τις ελευθερίες του, ειδικότερα για το δικαίωμα στην προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα.

    Στο πλαίσιο της αρχής της θεμιτής ή δίκαιης επεξεργασίας με διαφανή τρόπο είναι ιδιαίτερα σημαντικό ο υπεύθυνος επεξεργασίας να επιλέξει την κατάλληλη νομική βάση, ώστε να μην δημιουργηθεί στο υποκείμενο των δεδομένων η εσφαλμένη εντύπωση ότι παρέχει τη συγκατάθεσή του σύμφωνα με το άρθρο 6 παρ. 1 εδ. α’ ΓΚΠ∆, όταν στην πραγματικότητα η επεξεργασία βασίζεται στην εκτέλεση σύμβασης».

    Συμπέρασμα:

    Η επιλογή της κατάλληλης νομικής βάσης για την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα (στο εξής: Δεδομένα) είναι εξαιρετικά σημαντική. Θα πρέπει να αντλείται από τη δεξαμενή της §1 του άρθρου 6 του Κανονισμού και να γνωστοποιείται στο υποκείμενο πριν από την έναρξη της επεξεργασίας τους

    ii. Η επίκληση της ταυτόχρονης εφαρμογής περισσοτέρων νομικών βάσεων για την επεξεργασία Δεδομένων

    (α) Κατά την Αρχή (§ 12):

     «Έτσι, ενώ για την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα του εργαζομένου που σχετίζονται άμεσα με την εργασιακή του απασχόληση θα εφαρμοσθεί η νομική βάση του άρθρου 6 παρ. 1 εδ. β’ ΓΚΠ∆ ή για την εκπλήρωση των υποχρεώσεων του εργοδότη σε σχέση με την κοινωνική ασφάλιση του εργαζομένου ή των συναφών φορολογικών υποχρεώσεων θα εφαρμοσθεί η νομική βάση του άρθρου 6 παρ. 1 εδ. γ’ ΓΚΠ∆ ή για την προστασία της περιουσίας και της εύρυθμης λειτουργίας της επιχείρησης θα εφαρμοσθεί η νομική βάση του άρθρου 6 παρ. 1 εδ. στ’ ΓΚΠ∆, εν τούτοις, η νομική βάση της συγκατάθεσης κατ’ άρθρο 6 παρ. 1 εδ. α’ ΓΚΠ∆ θα εφαρμοσθεί στις περιπτώσεις που δεν απομένει καμία άλλη νομική βάση εφαρμογής, όπως π.χ. στην περίπτωση κατά την οποία ο εργοδότης ζητά την συγκατάθεση των εργαζομένων προκειμένου να πάρουν μέρος στην μαγνητοσκόπηση στιγμών από τον εργασιακό τους βίο … ή π.χ. για την φωτογράφιση των εργαζομένων προκειμένου να αναρτηθεί η φωτογραφία τους στο εταιρικό ενδοδίκτυο (intranet) μαζί με τα υπόλοιπα στοιχεία επικοινωνίας τους…».

    (β) Συμπέρασμα

    Η επιλογή της συγκατάθεσης του υποκειμένου ως νομική βάση της επεξεργασίας των Δεδομένων του δεν μπορεί να αποτελεί πανάκεια: θα εφαρμοστεί, αποκλειστικά, στις περιπτώσεις εκείνες που δεν απομένει άλλη νομική βάση εφαρμογής.

    iii. Σχετικά με την ορθή εφαρμογή της νομικής βάσης της συγκατάθεσης-γενικά

    (α) Κατά την Αρχή

    (§ 14): Όταν εφαρμόζεται ορθά η νομική βάση της συγκατάθεσης, υπό την έννοια ότι ουδεμία άλλη νομική βάση τυγχάνει εφαρμογής, η μη χορήγηση ή η ανάκλησή της ισοδυναμεί με απόλυτη απαγόρευση επεξεργασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα.

    (§ 21): «Πέραν όσων προαναφέρθηκαν, θα πρέπει να επισημανθεί συμπληρωματικά ότι, σε περίπτωση κατά την οποία ο υπεύθυνος επεξεργασίας έχει αμφιβολίες για τη νομιμότητα της επεξεργασίας, οφείλει σύμφωνα με τις διατάξεις του ΓΚΠ∆ και ιδίως με βάση τις αρχές του άρθρου 5 παρ. 1 ΓΚΠ∆ και την υποχρέωση λογοδοσίας κατά την παράγραφο 2 του ίδιου άρθρου, να άρει αυτές προ της επεξεργασίας ή να απέχει από την επεξεργασία μέχρι την άρση των αμφιβολιών».

    (§ 24): «Με δεδομένο δε ότι η εταιρία επέλεξε τη νομική βάση της συγκατάθεσης, όφειλε σύμφωνα με τα προεκτεθέντα (βλ. παρ.14) να έχει προηγουμένως εξετάσει και αποκλείσει την εφαρμογή των λοιπών νομικών βάσεων, τεκμηριώνοντας και τους σχετικούς λόγους της επιλογής αυτής, ώστε η Αρχή να έχει τη δυνατότητα ελέγχου της ορθότητας της επιλογής αυτής. Επομένως, η εταιρία, κατά τούτο, παραβίασε την αρχή της λογοδοσίας».

    (β) Συμπέρασμα

    Όταν εφαρμόζεται ορθά η νομική βάση της συγκατάθεσης για την επεξεργασία Δεδομένων, η μη χορήγηση ή ανάκλησή της συγκατάθεσης, ισοδυναμεί με απόλυτη απαγόρευση της επεξεργασίας τους. Σε περίπτωση αμφιβολιών ο υπεύθυνος επεξεργασίας υποχρεούται να μην προβεί σε οποιαδήποτε επεξεργασία μέχρι την άρση τους και την (προηγούμενη) τεκμηρίωση της επιλογής του.

    iv. Σχετικά με την ορθή εφαρμογή της νομικής βάσης της συγκατάθεσης-στο πλαίσιο ελέγχου των ηλεκτρονικών επικοινωνιών των εργαζομένων

    (α) Κατά την Αρχή

    (§ 16): «Η συγκατάθεση δεν συνιστά την κατάλληλη νομική βάση για την επεξεργασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα των εργαζομένων στο πλαίσιο ελέγχου των ηλεκτρονικών επικοινωνιών αυτών, αλλά η κατ’ αρ. 6 παρ. 1 εδ. στ’ ΓΚΠ∆ νομική βάση, όπως προεκτέθηκε… Αντίστοιχα, στην περίπτωση αυτή, προβληματική θα ήταν η επιλογή της νομικής βάσης της εκτέλεσης της εργασιακής σύμβασης κατ’ αρ. 6 παρ. 1 εδ. β’ ΓΚΠ∆ καθώς αφενός ενδέχεται (αναλόγως της φύσης της απασχόλησης) η συναφής επεξεργασία να υπερβαίνει το αναγκαίο για την εκτέλεση της (σύμβασης εργασίας) μέτρο…, αφετέρου, βάσιμα υποστηρίζεται… ότι ο έλεγχος των υπαλλήλων για σκοπούς ασφάλειας ή διαχείρισης, η εγκατάσταση και λειτουργία συστημάτων καταγγελίας παρατυπιών και η προστασία της φυσικής ασφάλειας καθώς και των ΤΠ και δικτύων θεωρούνται κατά βάση… έννομο συμφέρον του υπευθύνου επεξεργασίας, εφόσον αυτό είναι «αποδεκτό βάσει του νόμου»…»

    (§ 23): «Η Αρχή έχει αναλυτικά αναφερθεί στις προϋποθέσεις, διαδικασίες και εγγυήσεις ελέγχου των μέσων επικοινωνίας και ηλεκτρονικού εξοπλισμού των εργαζομένων από τον εργοδότη με την υπ’ αρ. 34/2018 απόφασή της, στο πλαίσιο της οποίας έκρινε ότι ανάμεσα στις προϋποθέσεις σύννομης επεξεργασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα περιλαμβάνεται και η κατάρτιση και εφαρμογή εσωτερικού κανονισμού για την ορθή χρήση και λειτουργία του εξοπλισμού και του δικτύου πληροφορικής και επικοινωνιών, παραθέτοντας μάλιστα ελάχιστο περιεχόμενο αυτού (πολιτικές κ.λπ)».

    (β) Συμπέρασμα

    Το θέμα των προϋποθέσεων, διαδικασιών και εγγυήσεων ελέγχου των μέσων επικοινωνίας και ηλεκτρονικού εξοπλισμού των εργαζομένων είναι ένα εξαιρετικά ευρύ και σημαντικό θέμα που εξέρχεται των ορίων του παρόντος. Αυτό που μπορεί να επισημανθεί στην προκειμένη περίπτωση είναι πως, κατά βάση, πρέπει να διενεργείται στο πλαίσιο του άρθρου 6 παρ. 1στ του Κανονισμού: όταν δηλ. η επεξεργασία είναι απαραίτητη για τους σκοπούς των έννομων συμφερόντων που επιδιώκει ο υπεύθυνος επεξεργασίας ή τρίτος-με τους εκεί διαλαμβανόμενους βέβαια σημαντικούς περιορισμούς.

    v. Σχετικά με τη μεταφορά του βάρους της λογοδοσίας στους εργαζόμενους

    (α) Κατά την Αρχή (§ 24):

    «Επιπλέον, όπως αναφέρθηκε στην υπ’ αρ. 18 ii σκέψη της παρούσας η εταιρία μετέφερε και βάρυνε τους εργαζόμενους με την υποχρέωση λογοδοσίας, με την οποία η ίδια ήταν επιφορτισμένη σε εκείνη την περίπτωση, κατά παράβαση του άρθρου 5 παρ. 2 ΓΚΠ∆. Ειδικότερα, η εταιρία ζήτησε από τους εργαζόμενους να υπογράψουν στο Παράρτημα Ι ότι «αναγνωρίζουν»:

    Πρώτον…

    Δεύτερον…

    Με τον τρόπο αυτό, η εταιρία μετέθεσε το βάρος λογοδοσίας ως προς την εφαρμογή της αρχής της ελαχιστοποίησης των δεδομένων στα υποκείμενα, ενώ όφειλε η ίδια στο πλαίσιο της εσωτερικής οργάνωσης και συμμόρφωσης να αξιολογήσει από μόνη της ποια δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα είναι συναφή και πρόσφορα προς τον επιδιωκόμενο νόμιμο σκοπό επεξεργασίας, δοθέντος και του ότι η εταιρία ζητά από τους εργαζόμενους τα στοιχεία (δεδομένα) που της είναι αναγκαία για την επίτευξη των σκοπών της. Σε αντίθετη περίπτωση, οι εργαζόμενοι θα προσκόμιζαν όποια στοιχεία (δεδομένα) επιθυμούσαν οι ίδιοι ή ακόμη και κανένα στοιχείο (δεδομένο).

    Εν όψει των ανωτέρω και συνδυαστικά προς τη δήλωση της εταιρίας στο μετ’ ακρόαση υπόμνημά της προς την Αρχή σύμφωνα με την οποία: «[…] αντιμέτωποι με το (ακόμη) νέο και εξειδικευμένο δίκαιο της προστασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, υιοθετήσαμε συντηρητική προσέγγιση και, αποβλέποντας στη μέγιστη δυνατή διασφάλισή μας, αλλά και προκειμένου να μην διακινδυνεύσουμε ούτε καν να θεωρηθεί ότι ενδεχομένως να παραβιάζουμε δικαίωμα μισθωτού μας, ζητήσαμε και τη συναίνεση του προσωπικού μας»…, προκύπτει ότι η εταιρία θεώρησε εσφαλμένα ότι με την υπογραφή από τα υποκείμενα των δεδομένων των προβλέψεων που περιλαμβάνονται στο Παράρτημα Ι «απαλλάσσεται κάθε ευθύνης», την στιγμή κατά την οποία μάλιστα, οι εργαζόμενοι δεν έχουν συνήθως, όπως προαναφέρθηκε, τις ειδικές γνώσεις προκειμένου να προβούν σε έλεγχο νομιμότητας τήρησης των αρχών του άρθρου 5 παρ. 1 ΓΚΠ∆, με τον οποίο βαρύνεται κατ’ αρ. 5 παρ. 2 ΓΚΠ∆ ο υπεύθυνος επεξεργασίας. Επομένως, η εταιρία και στην περίπτωση αυτή, παραβίασε την αρχή της λογοδοσίας.

    Τέλος, η εταιρία με την επιλογή ακατάλληλων νομικών βάσεων επεξεργασίας κατ’ αρ. 6 παρ. 1 ΓΚ∆Π (αρχικά της συγκατάθεσης και εν συνεχεία της εκτέλεσης σύμβασης για το σύνολο των σκοπών επεξεργασίας) παραβίασε την εκ του άρθρου 5 παρ. 2 υποχρέωσή της να τηρήσει και να αποδείξει την συμμόρφωσή της με την παράγραφο 1 του ίδιου άρθρου (αρχή της λογοδοσίας)».

    (β) Συμπέρασμα:

    Η υποχρέωση λογοδοσίας είναι μια σημαντική υποχρέωση του Υπευθύνου Επεξεργασίας με την οποία αποκλειστικά ο ίδιος βαρύνεται, κατά τον Κανονισμό. Η μεταφορά της συγκεκριμένης υποχρέωσης και του σχετικού βάρους στον εργαζόμενο (πως, λ.χ., «όλα καλά τα κάνει» ο Υπεύθυνος) είναι όχι μόνον ατελέσφορη αλλά και απολύτως επιβαρυντική και προβληματική για τον Υπεύθυνο Επεξεργασίας

     

    VI. Το διατακτικό της με αριθμό 26/2019 απόφασης της Αρχής

    Με τη συγκεκριμένη απόφασή της η Αρχή επέβαλε στην PWC: (α) την εντός τριμήνου ευθυγράμμισή της με τις διατάξεις του Κανονισμού και (β) «…αποτελεσματικό, αναλογικό και αποτρεπτικό διοικητικό χρηματικό πρόστιμο» ύψους 150.000€».

     

    VII. Εν κατακλείδι

    Η συντριπτική πλειονότητα των επιχειρήσεων της χώρας μας: είτε δεν ασχολήθηκε καθόλου με το GDPR μέχρι (ή/και μετά) την έναρξη ισχύος του Κανονισμού (25.5.2018) λόγω άγνοιας, αδιαφορίας ή προσδοκίας «κάποιας παράτασης»  είτε ασχολήθηκε πλημμελώς (από επιλογή, στη λογική «κάτι να κάνουμε-το ελάχιστο/το φθηνότερο» ή από κακή επιλογή συμβούλων).

    Η Αρχή με τη συγκεκριμένη, 26/2019, απόφασή της μας δείχνει ότι η «περίοδος χάριτος» έληξε κι επίσης πως «κάθε κατεργάρης στον πάγκο του». Η περίπτωση η οποία την απασχόλησε είναι ενδεικτική του γεγονότος πως το μέγεθος ή/και η εξειδίκευση εκείνου που εκτελεί την επεξεργασία δε θα πρέπει να μας προϊδεάζει προς οποιαδήποτε κατεύθυνση. Μεταξύ άλλων: ούτε για την εφαρμογή (ορθή ή μη) του Κανονισμού ούτε για την ευνοϊκή αντιμετώπισή του από την Αρχή.

    Η λογική που διαπνέει τον Κανονισμό είναι εκείνη της αυτορρύθμισης. Η Αρχή ούτε εγκρίνει τη σχετική συμμόρφωση των επιχειρήσεων ούτε και πληροφορείται ενδεχόμενες αποκλίσεις. Εκτός κι αν…

    Εκτός κι αν διενεργήσει κάποιον έλεγχο αυτοβούλως, όπως εξάλλου δικαιούται, είτε δεχθεί καταγγελία.

    Ο αρχικοί φόβοι μας, πριν ακόμα από την ημερομηνία έναρξης εφαρμογής του Κανονισμού, δυστυχώς επιβεβαιώνονται: οι επιχειρήσεις στην πλειονότητά τους (α), είναι ελλιπώς ή καθόλου προετοιμασμένες για τη συμμόρφωσή τους με τον Κανονισμό και (β) είναι εκτεθειμένες σε σοβαρές κυρώσεις

    Υπάρχει ακόμα χρόνος;

    Φυσικά! Μέχρις ότου, όμως, ο «ὀφθαλμός, ὅς τὰ πάνθ’ ὁρᾷ», εντοπίσει τα κακώς κείμενα και επιλέξει αρμοδίως να τα καταγγείλει: προφανώς όχι για την επίτευξη κάποιου υψηλού ιδεώδους (λ.χ. του δικαίου) αλλά, πιθανότατα, από ευτελή κίνητρα κινούμενος…

    stavros-koumentakis

    Σταύρος Κουμεντάκης
    Senior Partner

    Υ.Γ. Συνοπτική έκδοση αυτού του άρθρου δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ, στις 11 Αυγούστου 2019.

  • Νέοι μηχανισμοί επίλυσης φορολογικών διαφορών στην Ε.Ε.

    Νέοι μηχανισμοί επίλυσης φορολογικών διαφορών στην Ε.Ε.

    Οι νέοι μηχανισμοί επίλυσης φορολογικών διαφορών στους κόλπους της Ευρωπαϊκής Ένωσης 

    Ι. Προοίμιο

    Καθώς και ο Σωκράτης ανάγκασε τελικά τον σοφιστή Θρασύμαχο (όπως προκύπτει από την Πολιτεία του Πλάτωνα βλ. 346e–348b)-θιασώτη της άποψης περί δικαίου του ισχυροτέρου, να παραδεχτεί ότι η δικαιοσύνη είναι μια αρετή της ψυχής που μπορεί να εξασφαλίσει στον άνθρωπο την ευτυχία, θέλουμε πάντοτε να προσβλέπουμε στη δικαιοσύνη για την διασφάλιση των δικαιωμάτων μας αλλά και την αποκατάσταση του δικαίου.

    Η καθυστέρηση όμως της απονομής της δικαιοσύνης αποτελεί μία μάστιγα (από τις πάμπολλες) για τις επιχειρήσεις – βεβαίως και για τα φυσικά πρόσωπα.

    Το ενδεχόμενο να απευθυνθεί κάποιο φυσικό ή νομικό πρόσωπο στη δικαιοσύνη της πατρίδας μας διεκδικώντας το δίκιο του για θέματα διοικητικού δικαίου είναι, από τη φύση του, απολύτως προβληματικό: Θα πρέπει να διαθέτει όχι μόνον τους κατάλληλους νομικούς, οικονομικούς και φοροτεχνικούς συμβούλους και ισχυρά οικονομικά μέσα αλλά και να οπλιστεί με ιώβειο υπομονή: Ο χρόνος επίλυσης της όποιας φορολογικής διαφοράς (παρά το γεγονός ότι έχει ήδη βελτιωθεί) προσεγγίζει και σε κάποιες περιπτώσεις υπερβαίνει τη δεκαετία (!).

    Οι χρόνοι επίλυσης των δικαστικών διαφορών (ιδίως των διοικητικής-φορολογικής φύσεως) μοιάζει να στερούνται σοβαρότητας.

    Το ενδεχόμενο όμως να εμπλακεί κάποιος με τα δικαιϊκά συστήματα περισσοτέρων κρατών με τα οποία, λ.χ., υπάρχουν συμβάσεις αποφυγής διπλής φορολογίας καθίσταται απολύτως τρομακτικό: μάλλον μια ζωή δεν φτάνει…

    Τα υφιστάμενα συστήματα της Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν ήταν μέχρι πρότινος διασφαλιστικά των δικαιωμάτων των φορολογουμένων ούτε και βοηθητικά της επιτάχυνσης της επίλυσης των όποιων φορολογικής φύσεων διαφορών που γεννιούνταν από την ύπαρξη (και μη εφαρμογή ή λανθασμένη εφαρμογή) διακρατικών συμβάσεων αποφυγής διπλής φορολογίας.

    Επιδιώχθηκε η βελτίωσή τους.

     

    ΙΙ. Η Οδηγία (ΕΕ) 2017/1852 της 10.10.2017 του Συμβουλίου για τους μηχανισμούς επίλυσης φορολογικών διαφορών στην Ευρωπαϊκή Ένωση

    Πριν από τρία, σχεδόν, χρόνια (στις 25.10.2016) η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ανακοίνωνε το σχέδιο της για τον τρόπο με τον οποίο φορολογούνται οι εταιρείες στην ενιαία αγορά, «προκειμένου να επιτευχθεί ένα πιο δίκαιο και ευνοϊκό για την ανάπτυξη σύστημα φορολόγησης».

    Ο αντιπρόεδρος Βάλντις Ντομπρόβσκις δήλωνε, τότε, πως: «Η φορολογική πολιτική πρέπει να στηρίζει τους στόχους της ΕΕ για οικονομική ανάπτυξη και κοινωνική δικαιοσύνη…»

    Ο Πιερ Μοσκοβισί, επίτροπος Οικονομικών και Δημοσιονομικών Υποθέσεων, Φορολογίας και Τελωνείων, δήλωνε επίσης: «Με την αναθεωρημένη πρόταση για την ΚΕΒΦΕ (Κοινή Ενοποιημένη Βάση Φορολογίας των Εταιρειών), ανταποκρινόμαστε στις ανησυχίες τόσο των επιχειρήσεων όσο και των πολιτών …Οι υπουργοί Οικονομικών θα πρέπει να δουν με «νέο μάτι» αυτή τη φιλόδοξη και έγκαιρη δέσμη μέτρων, η οποία αναμένεται να συμβάλει στη δημιουργία ενός αποτελεσματικού φορολογικού συστήματος κατάλληλου για τον 21ο αιώνα.»

    Με αφορμή όμως ποιο γεγονός αυτές οι δηλώσεις;

    Την εποχή εκείνη (Οκτώβριος του 2016) εκκρεμούσαν στην ΕΕ περίπου 900 διαφορές  με εκτιμώμενη αξία 10,5 δις Ευρώ. Τα μεγέθη ήταν εξαιρετικά υψηλά και αντιμετώπιση του προβλήματος επιβεβλημένη: Η πρόθεση ήταν να υπάρξουν σαφείς προθεσμίες ώστε τα κράτη-μέλη να συμφωνήσουν σε δεσμευτικές λύσεις για τα προβλήματα που δημιουργούνταν από τη διπλή φορολόγηση και τις συμβάσεις αποφυγής της.

    Μια από τις σημαντικές δράσεις που θα ακολουθούσαν ήταν και η Οδηγία (ΕΕ) 2017/1852 του Συμβουλίου της 10ης Οκτωβρίου 2017 για τους μηχανισμούς επίλυσης φορολογικών διαφορών στην Ευρωπαϊκή Ένωση.

     

    ΙΙΙ. Οι επί της ουσίας παραδοχές της Οδηγίας (ΕΕ) 2017/1852 της 10.10.2017

    Στο προοίμιο της συγκεκριμένης Οδηγίας (η οποία ακολούθησε τις ανωτέρω δηλώσεις)  γίνονται κάποιες, εξαιρετικά ενδιαφέρουσες, αναφορές. Παρατίθενται, αυτούσιες, οι περισσότερο ενδιαφέρουσες:

     «Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

    (1) Οι περιπτώσεις κατά τις οποίες περισσότερα του ενός κράτη μέλη ερμηνεύουν ή εφαρμόζουν διαφορετικά τις διατάξεις διμερών φορολογικών συμφωνιών ή συμβάσεων, περιλαμβανομένης της σύμβασης για την εξάλειψη της διπλής φορολογίας σε περίπτωση διορθώσεως των κερδών συνδεδεμένων επιχειρήσεων …μπορούν να δημιουργήσουν σοβαρά φορολογικά εμπόδια για τις επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται σε διασυνοριακό επίπεδο. Συνεπάγονται υπερβολική φορολογική επιβάρυνση για τις επιχειρήσεις και είναι πιθανό να οδηγήσουν σε οικονομικές στρεβλώσεις και αναποτελεσματικότητα, και να έχουν αρνητικές συνέπειες στις διασυνοριακές επενδύσεις και στην ανάπτυξη.

    (2) Για τον λόγο αυτό, είναι αναγκαίο να υπάρχουν μηχανισμοί στην Ένωση οι οποίοι διασφαλίζουν την αποτελεσματική επίλυση των διαφορών που αφορούν την ερμηνεία και εφαρμογή των εν λόγω διμερών φορολογικών συνθηκών και της σύμβασης περί διαδικασίας διαιτησίας της Ένωσης, ειδικότερα δε των διαφορών που οδηγούν σε διπλή φορολογία.

    (4) …Παράλληλα, στο πνεύμα της εξασφάλισης δίκαιου φορολογικού συστήματος, είναι αναγκαίο να διασφαλιστεί η ύπαρξη ολοκληρωμένων, αποτελεσματικών και βιώσιμων μηχανισμών επίλυσης διαφορών. Η βελτίωση των μηχανισμών επίλυσης διαφορών είναι επίσης αναγκαία για την αντιμετώπιση του κινδύνου αυξημένου αριθμού διαφορών διπλής ή πολλαπλής φορολογίας που αφορούν ενδεχομένως υψηλά ποσά, λόγω των τακτικότερων και περισσότερο επικεντρωμένων πρακτικών ελέγχου των φορολογικών διοικήσεων.

    (5) Είναι ζωτικής σημασίας να θεσπιστεί ένα αποτελεσματικό και αποδοτικό πλαίσιο για την επίλυση φορολογικών διαφορών που να εξασφαλίζει ασφάλεια δικαίου και ευνοϊκό για τις επενδύσεις επιχειρηματικό περιβάλλον για την επίτευξη δίκαιων και αποδοτικών συστημάτων φορολόγησης στην Ένωση…

    (6) Η επίλυση διαφορών θα πρέπει να εφαρμόζεται για τη διαφορετική ερμηνεία και την εφαρμογή διμερών φορολογικών συνθηκών…

     

    ΙV. Οι βασικές ρυθμίσεις της Οδηγίας (ΕΕ) 2017/1852 της 10.10.2017

    Το αντικείμενο της συγκεκριμένης Οδηγίας

    Η συγκεκριμένη Οδηγία θεσπίζει κανόνες για μηχανισμό επίλυσης διαφορών μεταξύ των κρατών μελών οι οποίες προκύπτουν από την ερμηνεία και την εφαρμογή συμφωνιών και συμβάσεων που προβλέπουν την εξάλειψη της διπλής φορολογίας. Ορίζει τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των θιγόμενων προσώπων όταν προκύπτουν τέτοιες διαφορές  (άρθρο 1) και αφορά τόσο φυσικά όσο και νομικά πρόσωπα (άρθρο 2).

    Ένσταση και φιλικός διακανονισμός

    Τα θιγόμενα φυσικά και νομικά πρόσωπα δικαιούνται να υποβάλουν ένσταση που περιλαμβάνει συγκεκριμένα στοιχεία και πληροφόρηση επί του αμφισβητουμένου ζητήματος, με την οποία θα ζητούν την επίλυση του ενώπιον καθεμίας από τις αρμόδιες αρχές καθενός από τα ενδιαφερόμενα κράτη μέλη. Η ένσταση υποβάλλεται εντός τριών ετών από την παραλαβή της πρώτης κοινοποίησης του μέτρου το οποίο εγείρει αμφισβητούμενο ζήτημα. Τα κράτη δικαιούνται να το επιλύσουν μονομερώς εντός εξαμήνου από τη λήψη της ένστασης ή των συμπληρωματικών πληροφοριών που ενδεχομένως ζητήσουν. Σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο η διαδικασία που προβλέπεται από τη συγκεκριμένη Οδηγία περατούται (άρθρο 3)

    Σε διαφορετική περίπτωση οι αρμόδιες αρχές των ενδιαφερομένων κρατών μελών (και υπό την προϋπόθεση ότι θα κάνουν αποδεκτή την υποβληθείσα ένσταση) επιδιώκουν την επίλυση του επίμαχου ζητήματος με διαδικασία φιλικού διακανονισμού εντός δύο ετών. Αν δεν τα καταφέρουν  ενημερώνουν το θιγόμενο πρόσωπο εκθέτοντας τους γενικούς λόγους για τη μη επίτευξη συμφωνίας (άρθρο 4)

    Συμβουλευτική Επιτροπή και Επιτροπή Εναλλακτικής Επίλυσης Διαφορών

    Στην περίπτωση απόρριψης της ένστασης ή αδυναμίας των εμπλεκομένων κρατών μελών να καταλήξουν σε συμφωνία, αναγνωρίζεται η δυνατότητα του θιγομένου προσώπου να ζητήσει της συγκρότηση συμβουλευτικής επιτροπής από τις αρμόδιες αρχές των συγκεκριμένων κρατών. Η συμβουλευτική επιτροπή γνωμοδοτεί σχετικά με τον τρόπο επίλυσης του αμφισβητούμενου ζητήματος (άρθρο 6) και συγκροτείται από έναν πρόεδρο, ένα αντιπρόσωπο (ή δύο) κάθε ενδιαφερόμενης αρμόδιας αρχής καθώς και μια ανεξάρτητη προσωπικότητα (ή δύο) η οποία διορίζεται από κάθε ενδιαφερόμενη αρμόδια αρχή (άρθρο 8).

    Οι αρμόδιες αρχές των ενδιαφερόμενων κρατών μελών μπορούν να συμφωνήσουν να συστήσουν (αντί της συμβουλευτικής επιτροπής) επιτροπή εναλλακτικής επίλυσης διαφορών για την έκδοση γνώμης σχετικά με τον τρόπο επίλυσης του αμφισβητούμενου ζητήματος. Οι αρμόδιες αρχές μπορούν επίσης να συμφωνήσουν να συγκροτήσουν μόνιμη επιτροπή εναλλακτικής επίλυσης διαφορών (άρθρο 10).

    Οι δαπάνες των μελών των ανωτέρω επιτροπών δεν βαρύνουν το θιγόμενο φυσικό ή νομικό πρόσωπο αλλά κατανέμονται μεταξύ των εμπλεκομένων κρατών. Το ίδιο και οι όχι ευκαταφρόνητες αμοιβές των συμμετεχόντων ανεξαρτήτων προσωπικοτήτων (1000€ ανά πρόσωπο και ανά ημέρα)-(άρθρο 12).

    Η συμβουλευτική επιτροπή ή η επιτροπή εναλλακτικής επίλυσης διαφορών διατυπώνει τη γνώμη της στις αρμόδιες αρχές των ενδιαφερόμενων κρατών μελών εντός προθεσμίας έξι μηνών από την ημερομηνία σύστασής της με δυνατότητα τρίμηνης παράτασης. Όταν η συμβουλευτική επιτροπή ή η επιτροπή εναλλακτικής επίλυσης διαφορών κρίνει ότι το αμφισβητούμενο ζήτημα απαιτεί διάστημα μεγαλύτερο των έξι μηνών για τη διατύπωση γνώμης, η προθεσμία αυτή μπορεί να παραταθεί κατά τρεις μήνες. Η συμβουλευτική επιτροπή ή η επιτροπή εναλλακτικής επίλυσης διαφορών ενημερώνει τις αρμόδιες αρχές των ενδιαφερόμενων κρατών μελών και τα θιγόμενα πρόσωπα για κάθε εν λόγω παράταση (άρθρο 14).

    Ο τρόπος επίλυσης της διαφοράς

    Οι ενδιαφερόμενες αρμόδιες αρχές συμφωνούν τον τρόπο επίλυσης της διαφοράς εντός προθεσμίας έξι μηνών από την κοινοποίηση της γνώμης της συμβουλευτικής επιτροπής ή της επιτροπής εναλλακτικής επίλυσης διαφορών. Οι αρμόδιες αρχές μπορούν να λάβουν απόφαση που αποκλίνει από τη γνώμη της συμβουλευτικής επιτροπής ή της επιτροπής εναλλακτικής επίλυσης διαφορών. Ωστόσο, εάν δεν καταλήξουν σε συμφωνία για τον τρόπο επίλυσης της διαφοράς, δεσμεύονται από τη γνώμη αυτή. Σε περίπτωση μη εφαρμογής της οριστικής απόφασης, το θιγόμενο πρόσωπο δύναται να προσφύγει στο αρμόδιο δικαστήριο του κράτους μέλους που δεν εφήρμοσε την οριστική απόφαση, με αίτημα την εφαρμογή της (άρθρο 15).

    Η δυνατότητα προσφυγής στις ρυθμίσεις της συγκεκριμένης οδηγίας

    Είναι ενδεχόμενο το μέτρο το οποίο ελήφθη από κράτος μέλος και το οποίο γέννησε τη διαφορά να έχει καταστεί οριστικό σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία. Αξιοσημείωτο είναι πως στην περίπτωση αυτή, δεν εμποδίζονται τα θιγόμενα πρόσωπα να προσφύγουν στις διαδικασίες που προβλέπονται στη συγκεκριμένη οδηγία. Αντίστοιχα όμως η υπαγωγή της εν λόγω διαφοράς στη διαδικασία φιλικού διακανονισμού ή στην παραπάνω περιγραφόμενη διαδικασία επίλυσης διαφορών δεν εμποδίζει ένα κράτος μέλος να κινήσει ή να συνεχίσει για την ίδια υπόθεση δικαστικές διαδικασίες ή διαδικασίες για την επιβολή διοικητικών και ποινικών κυρώσεων (άρθρο 16).

    Οι ρυθμίσεις για τα φυσικά πρόσωπα και τις πολύ μικρές, μικρές ή μεσαίου μεγέθους επιχειρήσεις

    Όταν το θιγόμενο πρόσωπο είναι φυσικό πρόσωπο ή νομικό αλλά όχι μεγάλη επιχείρηση και όχι τμήμα μεγάλου Ομίλου (με την έννοια που τους δίνει η οδηγία 2013/34/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου) η διαδικασία που ακολουθείται γίνεται απλούστερη για τον προσφεύγοντα. Το σύνολο των ενστάσεων, αιτημάτων, αιτήσεων  αποσύρσεών του κλπ. δεν απαιτείται να υποβάλλονται σε κάθε αρμόδια αρχή των επιμέρους εμπλεκομένων κρατών αλλά μόνον ενώπιον της αρχής όπου η κατοικία ή η έδρα αντίστοιχα του θιγομένου (άρθρο 17).

     

    V. Οι συνέπειες της (μη) ένταξης της συγκεκριμένης Οδηγίας στο Εθνικό μας Δίκαιο

    Τα κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης όφειλαν να «θέσουν σε ισχύ τις αναγκαίες νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις για να συμμορφωθούν προς την παρούσα οδηγία το αργότερο έως τις 30 Ιουνίου 2019» (άρθρο 22).

    Η χώρα μας δεν το έπραξε.

    Το γεγονός αυτό δημιουργεί έναν ενδιαφέροντα προβληματισμό καθώς, η Οδηγία δεν ισχύει άμεσα.

    Ωστόσο, το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης έχει αποφανθεί ότι ορισμένες διατάξεις μιας οδηγίας μπορούν, κατ’ εξαίρεση, να αναπτύσσουν άμεσα αποτελέσματα σε ένα κράτος μέλος, ακόμη και αν το κράτος αυτό δεν έχει ακόμη εγκρίνει πράξη μεταφοράς στο εθνικό δίκαιο, υπό τις ακόλουθες προϋποθέσεις: α) η οδηγία δεν έχει μεταφερθεί στο εθνικό δίκαιο ή έχει μεταφερθεί με εσφαλμένο τρόπο· β) οι διατάξεις της οδηγίας έχουν αναγκαστικό χαρακτήρα και είναι επαρκώς σαφείς και ακριβείς· και γ) οι διατάξεις της οδηγίας αναγνωρίζουν δικαιώματα σε μεμονωμένα άτομα.

    Εφόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις αυτές, μεμονωμένα άτομα μπορούν να επικαλεσθούν τις διατάξεις της οδηγίας έναντι όλων των δημόσιων αρχών. Ακόμη και όταν η διάταξη της οδηγίας δεν απονέμει κάποιο δικαίωμα σε ιδιώτη, και επομένως πληρούνται μόνο η πρώτη και η δεύτερη προϋπόθεση, οι αρχές του κράτους μέλους έχουν νομική υποχρέωση να λαμβάνουν υπόψη την οδηγία που δεν έχει μεταφερθεί στο εθνικό δίκαιο. Η ανωτέρω νομολογία στηρίζεται κυρίως στις αρχές της αποτελεσματικότητας, της αποτροπής παραβιάσεων της Συνθήκης και της έννομης προστασίας. Αντίθετα, ένας ιδιώτης δεν μπορεί να επικαλεστεί άμεσα έναντι άλλου ιδιώτη την άμεση ισχύ οδηγίας που δεν έχει μεταφερθεί στο εθνικό δίκαιο (το «οριζόντιο αποτέλεσμα»· Υπόθεση C-91/92 Faccini Dori, Συλλογή, σ. I-3325 και επόμενα, σημείο 25).

    Η έναρξη ισχύος και εφαρμογής της συγκεκριμένης οδηγίας

    Με βάση λοιπόν τα παραπάνω δεδομένα, η συγκεκριμένη οδηγία (παρά το γεγονός ότι δεν έχει καταστεί εθνικό δίκαιο) εφαρμόζεται σε κάθε ένσταση που υποβάλλεται από την 1η Ιουλίου 2019 και εφεξής σε αμφισβητούμενα ζητήματα, τα οποία αφορούν το εισόδημα ή το κεφάλαιο που αποκτήθηκαν σε φορολογικό έτος που αρχίζει την 1η Ιανουαρίου 2018 ή μετά την ημερομηνία αυτή (άρθρο 23).

    Σύμφωνα με τη νομολογία του Δικαστηρίου (συνεκδικαζόμενες υποθέσεις Francονich, Συλλογή 6/90 και 9/90), ένας πολίτης μπορεί να θεμελιώσει απαίτηση αποζημίωσης κατά κράτους μέλους το οποίο δεν εφαρμόζει το δίκαιο της Ένωσης. Όταν πρόκειται για οδηγία που δεν έχει μεταφερθεί ή έχει μεταφερθεί πλημμελώς στο εθνικό δίκαιο, παρόμοια προσφυγή είναι δυνατή όταν: α) η οδηγία έχει ως στόχο την εκχώρηση δικαιωμάτων σε μεμονωμένα άτομα· β) το περιεχόμενο των δικαιωμάτων μπορεί να διαπιστωθεί βάσει των διατάξεων της οδηγίας· και γ) υπάρχει αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της παράβασης της υποχρέωσης μεταφοράς της οδηγίας στο εθνικό δίκαιο και της ζημίας που υπέστη το συγκεκριμένο άτομο. Για να στοιχειοθετηθεί η ευθύνη του κράτους μέλους δεν απαιτείται να αποδειχθεί υπαιτιότητα.

    Επομένως: ενδεχόμενη άρνηση εφαρμογής των προβλέψεων της συγκεκριμένης Οδηγίας από τη χώρα μας (στη βάση της μη ένταξής της στο εθνικό μας δίκαιο) γεννά αξιώσεις αποζημίωσης σε βάρος της.

     

    Εν κατακλείδι

    Η καθυστέρηση της απονομής δικαιοσύνης είναι ένα από τα εκατοντάδες θέματα που απασχολεί την επιχειρηματική κοινότητα-και όχι μόνον.

    Απασχόλησε και τους θεσμούς στο πλαίσιο των επιμέρους προγραμμάτων στήριξης. Ανεπιτυχώς εκτιμώ.

    Η καθυστέρηση της επίλυσης διοικητικής/φορολογικής φύσεως διαφορών μόνον ως απελπιστική μπορεί να χαρακτηριστεί (κι ας μη μιλήσουμε βέβαια για τις σχετικές καθυστερήσεις και του πρόσφατου, ακόμα, παρελθόντος).

    Το πρόβλημα καθίστατο περισσότερο οξύ, όταν εμπλέκονταν περισσότερα του ενός κράτη (στο πλαίσιο, λ.χ., αποφυγής συμβάσεων διπλής φορολογίας): τα αδιέξοδα δεν ήταν σπάνια ή, έστω, εύκολα διαχειρίσιμα.

    Η Οδηγία (ΕΕ) 2017/1852 της 10.10.2017 του Συμβουλίου προσβλέπει στην υποβοήθηση προσώπων και επιχειρήσεων: για την ευχερέστερη αντιμετώπιση καταστάσεων (για τις οποίες καθόλου δεν ευθύνονται) στο πλαίσιο επίλυσης φορολογικών διαφορών όπου εμπλέκονται εκτός από πρόσωπα και περισσότερα του ενός κράτη. Το χρονικό πλαίσιο των προβλεπόμενων διαδικασιών δεν θα το χαρακτηρίζαμε σύντομο. Το βέβαιο όμως είναι πως αποτελεί ένα μικρό, σημαντικό όμως βήμα, στον ιδιαίτερα μακρύ δρόμο: την απόδοση του δικαίου και της δικαιοσύνης.

    Γιατί (κατά τη Βρετανίδα σουφραζέτα Emmeline Pankhurst): «Justice and judgment lie often a world apart» (:η δικαιοσύνη και η απονομή της βρίσκονται συχνά σε έναν κόσμο διαφορετικό)…

    stavros-koumentakis

    Σταύρος Κουμεντάκης
    Senior Partner

    Υ.Γ. Συνοπτική έκδοση αυτού του άρθρου δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ, στις 4 Αυγούστου 2019.

  • Το ταμείο της εταιρείας  (…και  η τσέπη του ιδιοκτήτη της)

    Το ταμείο της εταιρείας  (…και  η τσέπη του ιδιοκτήτη της)

    Το ταμείο της εταιρείας  (…και  η τσέπη του ιδιοκτήτη της)

    Ι. Προοίμιο

    Είναι καταγεγραμμένο, ήδη, πως όταν η κ. Χαϊδούλα (η Φραγκογιαννού) αντιλήφθηκε, το κρίσιμο βράδυ, πως ο αστυνομικός κλοιός άρχισε να σφίγγει γύρω της, αποφάσισε να προστρέξει στη συνδρομή της Μαρουσώς: Εκείνο το βράδυ που επιχείρησε τη διαφυγή της από τις συνέπειες των πολλαπλών εγκλημάτων της, την ανθρώπινη δικαιοσύνη και τη μήνι της περίκλειστης, τότε, κοινωνίας της Σκιάθου.

    Ο Παπαδιαμάντης αναφέρει αυτούσια, ωσεί παρών,  στη «Φόνισσα» τη μεταξύ τους, πολυεπίπεδα φορτισμένη, συζήτηση. Ένα απόσπασμά της μοιάζει να έχει ξεχωριστό, εν προκειμένω, ενδιαφέρον:

    «-Αχ! κάθε αμαρτία έχει και τη γλύκα της.

    -Αλήθεια! …και πόση πίκρα φέρνει στο τέλος! συνεπλήρωσε μελαγχολικώς η Μαρουσώ».

    Δεν διακρίνεται ο γράφων για γνώσεις ψυχολογίας ή εγκληματολογίας ή αντίστοιχες εμπειρίες. Με ασφάλεια, μάλλον, θα υποθέσουμε  πως κατά τη στιγμή της τέλεσης του όποιου (ελαφρύτερου ή σοβαρότερου) αδικήματος, ο δράστης φαίνεται πως ικανοποιεί κάποια εσωτερική του παρόρμηση ή/και θεωρεί πως τελεί «εν δικαίω» ή/και πως θα καταφέρει να αποφύγει, εν τέλει, τις συνέπειες των παρανόμων πράξεών του. Προφανώς και δεν επιχειρείται εν προκειμένω οποιαδήποτε αντιστοίχιση μεταξύ του δράστη οποιασδήποτε έκνομης ενέργειας και του όποιου ευυπόληπτου επιχειρηματία. Θα πρέπει εντούτοις να υποθέσουμε πως αντίστοιχα αισθάνεται ο τελευταίος κατά το χρόνο που συγχέει τα όρια ανάμεσα στα οικονομικά της επιχείρησής του και του ίδιου-ανάμεσα στο ταμείο της επιχείρησης και την τσέπη του.

    Είναι συχνά εξάλλου (για να είμαστε δίκαιοι) δυσδιάκριτα τα όρια…

     

    ΙΙ. Η υπεξαίρεση σε βάρος νομικού προσώπου

    Η διάταξη του άρθρου 375 (§§ 1 & 2) του πρόσφατα ψηφισθέντος Ποινικού Κώδικα (ν. 4619/19) που ισχύει από 1.7.2019 (με ελαφρές διαφοροποιήσεις όσον αφορά την προϊσχύσασα μορφή του) δεν αφήνει περιθώρια διαφορετικών σκέψεων όσον αφορά το ενδεχόμενο τέλεσης του αδικήματος της υπεξαίρεσης σε βάρος (και) νομικού προσώπου. Δεν αφήνει επίσης περιθώρια ως προς τη βαρύτητα των συνεπειών του:

    «1. Όποιος ιδιοποιείται παράνομα ξένο (ολικά ή εν μέρει) κινητό πράγμα που περιήλθε στην κατοχή του με οποιονδήποτε τρόπο τιμωρείται με φυλάκιση έως δύο έτη ή χρηματική ποινή και αν το αντικείμενο είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, με φυλάκιση και χρηματική ποινή. Αν πρόκειται για αντικείμενο που το έχουν εμπιστευθεί στον υπαίτιο …λόγω της ιδιότητάς του ως εντολοδόχου … ή διαχειριστή ξένης περιουσίας, ο υπαίτιος τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους και χρηματική ποινή.

    1. Αν η αξία του αντικειμένου στην παράγραφο 1 υπερβαίνει συνολικά το ποσό των 120.000 ευρώ ο υπαίτιος τιμωρείται με κάθειρξη έως δέκα έτη και χρηματική ποινή».

    Να σημειωθεί εν προκειμένω πως το ύψος της χρηματικής ποινής για τους δράστες, με βάση τη διάταξη του άρθρου 57 του νέου Ποινικού Κώδικα, μπορεί να φθάσει τις 18.000€ για κείνες από τις παραπάνω περιπτώσεις που προβλέπεται διαζευκτική η επιβολή της χρηματικής ποινής και τις 36.000€ όσες προβλέπεται σωρευτική η επιβολή της.

     

    ΙΙΙ. Οι δράστες,  σχετική νομολογία

    Γίνεται δεκτό (ειδικά όσον αφορά την Ανώνυμη Εταιρεία) πως υπεξαίρεση είναι δυνατό να τελέσουν σε βάρος της και οι νόμιμοι εκπρόσωποι της (μεταξύ άλλων ο Πρόεδρος και τα μέλη του Διοικητικού της Συμβουλίου). Η υπεξαίρεση μάλιστα είναι δυνατό να τελεσθεί με περισσότερους τρόπους κι όχι μόνον με τον πλέον συνήθη (με απευθείας δηλ. αφαίρεση χρημάτων από το φυσικό ταμείο ή τους τραπεζικούς λογαριασμούς της εταιρείας). Ενδεικτικά: με καταχώριση στα βιβλία της εταιρείας και εξόφληση εικονικών τιμολογίων (τιμολογίων δηλ. που δεν σχετίζονται με την άσκηση δραστηριότητας της εταιρείας και την ευόδωση του εταιρικού σκοπού), με την ιδιοποίηση κινητών της εταιρείας, με την εξόφληση ιδίων υποχρεώσεων (ή τρίτων) με χρήματα της εταιρείας, με την είσπραξη ποσών από μη νόμιμες συμβάσεις, με τη χρήση πιστωτικών καρτών για προσωπικές (και όχι εταιρικές) δαπάνες, με καταβολή ποσών που αφορούν υπερτιμολογήσεις αγαθών που αγοράζονται για λογαριασμό της εταιρείας και καταλήγουν στις τσέπες των δραστών, με τη μερική ή ολική άφεση χρέους τρίτων-οφειλετών της εταιρείας (βλ. ενδ. ΑΠ 883/2004-ΣΤ’ ποιν. τμήμα σε Συμβούλιο).

    Στις πράξεις βέβαια αυτές δεν είναι δυνατό παρά να υπάρχουν και άλλοι ποινικώς εμπλεκόμενοι (λ.χ. εκείνοι που παρέχουν άμεση συνδρομή στους δράστες πριν ή κατά την τέλεση της υπεξαίρεσης-λ.χ. οικονομικοί διευθυντές, προϊστάμενοι λογιστηρίου κ.ο.κ.)

     

    IV. Οι λοιπές, μη ποινικές, συνέπειες

    Πέραν των δεδομένων ποινικών ευθυνών, ενδεχόμενη υπεξαίρεση της εταιρείας από μέρους των εκπροσώπων/διαχειριστών της (συχνά του βασικού ή εκ των βασικών μετόχων/εταίρων της) δημιουργεί πολυποίκιλα προβλήματα σε διάφορα επίπεδα:

    Αν έχουμε μια καθαρή ιδιοποίηση χρημάτων από το ταμείο της εταιρείας θα βρεθούμε, ενδεχομένως, ενώπιον ενός «πλασματικού» ταμείου (ενός ταμείου δηλ. που αποτυπώνεται μεν στις χρηματοοικονομικές καταστάσεις της εταιρείας δεν υπάρχει όμως και στην πραγματικότητα) ή ενός «προβληματικού» λογαριασμού (λ.χ. «απαιτήσεις από μετόχους» που παραμένει για χρόνια «ανοικτός»).

    Αν πάλι συναντήσουμε εικονικά τιμολόγια, πλασματικές συμβάσεις ή δαπάνες που κατ’ όνομα μόνον αφορούν το νομικό πρόσωπο, στη πραγματικότητα όμως φυσικά πρόσωπα ή τρίτο, άσχετο, νομικό πρόσωπο, θα  βρεθούμε ενώπιον (και εν προκειμένω) σοβαρών, ενδεχομένως, φορολογικών παραβάσεων αλλά και της ευθύνης των εμπλεκομένων έναντι του βλαπτομένου νομικού προσώπου (επί ανωνύμων εταιρειών βλ. σχετικά με την ενδοεταιρική ευθύνη).

    Ο εντοπισμός των προβληματικών κινήσεων (ή/και λογιστικών εγγραφών) είναι δυνατό να λάβει χώρα από τις φορολογικές αρχές, από κινήσεις μετόχου μειοψηφίας ως συνέπεια της άσκησης ομώνυμων δικαιωμάτων του) ή τον επόμενο, ενδεχομένως, διαχειριστή ή ιδιοκτήτη της επιχείρησης.

    Συχνά μάλιστα οι μέτοχοι μειοψηφίας (ή/και επόμενοι ιδιοκτήτες ή διαχειριστές) λειτουργούν (είτε εν δικαίω είτε εν αδίκω τελούντες) ως οι διώκτες της Φραγκογιαννούς, η οποία «τρέχουσα, είχεν ανηφορίσει, και ανήρχετο υψηλότερα εις την ακτήν. Αποκαμωμένη, ήσθμαινεν, εφύσα. Επήγαινε, κ’ εστέκετο επί μίαν ανεπαίσθητον στιγμήν, κ’ έτεινε τα ώτα ακροωμένη. Ήθελε να βεβαιωθή αν θα διέβαινον το πέραμα οι δύο διώκται της… Αλλά δεν ησθάνετο ασφάλειαν, η δύστηνος…»

     

    V. Υφιστάμενες λύσεις

    Ο νόμος παρέχει, γενικά, σειρά ασφαλών επιλογών που διευκολύνουν τον επιχειρηματία/πλειοψηφούντα μέτοχο για την προς εκείνο μεταφορά ρευστότητας από την επιχείρησή του: Η σύναψη συμβάσεως εργασίας, έργου ή ανεξαρτήτων υπηρεσιών, η προς εκείνον καταβολή αμοιβών ως μέλος του ΔΣ, η καταβολή (ή προκαταβολή) μερισμάτων, η μείωση (κι επιστροφή) καθώς και, εναλλακτικά, η απόσβεση του μετοχικού κεφαλαίου είναι κάποιες από τις επιλογές που παρέχονται στον επιχειρηματία-ειδικά επί ανωνύμων εταιρειών. Λαμβανομένου υπόψη του εύρους των νομίμων επιλογών του δε μοιάζει λογικό να διακινδυνεύει εκτιθέμενος σε (ενδεχομένως πολύ σοβαρές) αστικής, ποινικής, διοικητικής και φορολογικής φύσεως κυρώσεις.

     

    VI. Εν κατακλείδι

    Οι ιδιοκτήτες των (κατά βάση οικογενειακών) επιχειρήσεων ταυτίζουν, σε σημαντικό βαθμό, τα δικά τους οικονομικά μέσα και ταμείο με τα αντίστοιχα των επιχειρήσεών τους. Πόσο εύκολο, άραγε, είναι να αντιληφθεί ο επιχειρηματίας (πλειοψηφών μέτοχος, εταίρος ή ιδιοκτήτης) πως συνιστά ατόπημα κι «αμαρτία» η συγκεκριμένη ταύτιση; Αυτή ακριβώς η δυσκολία είναι που οδηγεί, συχνά, σε λανθασμένες κινήσεις και αποφάσεις. Και μπορεί μεν ανάγκες σημαντικές να ικανοποιεί και άφατη, ενίοτε, χαρά να προξενεί στον επιχειρηματία η ικανοποίηση των επιθυμιών και υλικών αναγκών του με τα διαθέσιμα της εταιρείας «ΤΟΥ», πλην όμως το ερώτημα παραμένει: αξίζει, άραγε, τον κόπο;

    Οι συνέπειες σε αστικό, ποινικό, φορολογικό και διοικητικό επίπεδο μόνον ήσσονος σημασίας δεν είναι δυνατό να χαρακτηριστούν. Οι ατραποί που ενδεχομένως αναγκασθεί να πορευθεί είναι δυνητικά επικίνδυνες. Γιατί, κατά τα προαναφερθέντα και τον Παπαδιαμάντη:  «Κάθε αμαρτία έχει και τη γλύκα της» «…και πόση πίκρα φέρνει στο τέλος!»-ας μη διαφεύγει, εξάλλου, της προσοχής μας πως οι σχετικές ευθύνες δεν θα παραγραφούν, τουλάχιστον σε αστικό επίπεδο, πριν από την παρέλευση τριετίας και, υπό προϋποθέσεις, δεκαετίας (άρθρο 102 παρ. 6 ν. 4548/2018)

    Από την άλλη πλευρά: Οι (περισσότερες) επιλογές που παρέχει ο νόμος είναι αρκούντως βοηθητικές για τον επιχειρηματία για την προς τον ίδιο μεταφορά ρευστότητας από την εταιρεία στην οποία είναι ιδιοκτήτης ή (έστω) πλειοψηφών μέτοχος/εταίρος. Κατά λογική ακολουθία, δε φαίνεται πως υφίσταται οποιοσδήποτε λόγος να περιδιαβεί (ο σύννους κι ευυπόληπτος-υιοθετώντας τις λάθος επιλογές) τα μονοπάτια αγωνίας της Φραγκογιαννούς…

    stavros-koumentakis

    Σταύρος Κουμεντάκης
    Senior Partner

    Υ.Γ. Συνοπτική έκδοση αυτού του άρθρου δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ, στις 28 Ιουλίου 2019.

    ταμείο της εταιρείας

Η περιοχή αυτή είναι καταχωρημένη στο wpml.org ως περιοχή ανάπτυξης. Μεταβείτε σε τοποθεσία παραγωγής με κλειδί στο remove this banner.