Ετικέτα: Δίκαιο Ανωνύμων Εταιρειών

  • Εκκαθαριστές ΑΕ

    Εκκαθαριστές ΑΕ

    Εκκαθαριστές ΑΕ

     (άρ. 167  ν. 4548/2018)

    Σε προηγούμενη αρθρογραφία μας ασχοληθήκαμε, γενικά, με τη διαδικασία της εκκαθάρισης. Στη διαδικασία, εξέλιξη και περάτωσή της, σημαντικός είναι ο ρόλος των εκκαθαριστών: η θέση, λειτουργία και αρμοδιότητές τους συνιστούν ιδιαιτέρως κρίσιμα ζητήματα. Περί αυτών, μεταξύ άλλων, το παρόν.

    Γενικά

    Οι εκκαθαριστές αποτελούν όργανα της ΑΕ. Οι αρμοδιότητες και ο ρόλος τους ταυτίζονται με τις αρμοδιότητες διαχείρισης και εκπροσώπησης (δικαστικής & εξώδικης) του ΔΣ. Διαφοροποιούνται, ωστόσο, στον σκοπό τους. Το ΔΣ διοικεί την ΑΕ με γνώμονα και στο πλαίσιο της επίτευξης του εταιρικού της σκοπού˙ οι εκκαθαριστές  υπηρετούν, αποκλειστικά, τον σκοπό της εκκαθάρισής της.

    Η ομοιότητα της θέσης των εκκαθαριστών με τα μέλη του ΔΣ δικαιολογεί και την αναλογική εφαρμογή των διατάξεων, που ρυθμίζουν τα ζητήματα που αφορούν το ΔΣ.

    Οι συζητήσεις και αποφάσεις των εκκαθαριστών (οφείλουν να) καταγράφονται στο βιβλίο πρακτικών του ΔΣ.

    Πέραν της οργανικής σχέσης που συνδέει τους εκκαθαριστές με την ΑΕ υφίσταται, παράλληλα, και μια υποκείμενη. Η τελευταία μπορεί να είναι έμμισθη ή άμισθη. Συνίσταται, ενδεικτικά, σε σύμβαση παροχής ανεξάρτητων υπηρεσιών, εντολής και, γιατί όχι, εργασίας.

    Ως προς την ευθύνη των εκκαθαριστών ισχύουν, αντίστοιχα, όσα και για τους τους διαχειριστές κατά την άσκηση των δικών τους καθηκόντων. Έναντι της εταιρείας η (εσωτερική αυτή) ευθύνη θεμελιώνεται στα άρθρα 102 και 103 ν. 4548/2018. Έναντι των τρίτων (εξωτερική ευθύνη) θεμελιώνεται στα άρ. 71 εδ. β’ και 75 ΑΚ (ΑΠ 718/2006 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

    Ιδιότητα Εκκαθαριστών

    Προϋπόθεση για το διορισμό των εκκαθαριστών αποτελεί η πλήρης δικαιοπρακτική ικανότητά τους. Είναι ενδεχόμενο το καταστατικό να αξιώνει περαιτέρω ιδιότητες και προσόντα (λ.χ. θεωρητική κατάρτιση ή εμπειρία στη διαδικασία της εκκαθάρισης).

    Υπό την προϋπόθεση ότι δεν υφίστανται καταστατικοί περιορισμοί, εκκαθαριστές είναι ενδεχόμενο να διοριστούν μέτοχοι ή/και τρίτοι. Δεν αποκλείεται, αντίστοιχα, η ανάθεση των καθηκόντων και αρμοδιοτήτων του εκκαθαριστή σε ένα, και μόνον, πρόσωπο.

    Διορισμός Εκκαθαριστών

    Ο διορισμός των εκκαθαριστών εξαρτάται τόσο από το λόγο λύσης της ΑΕ όσο και από τυχόν καταστατικές προβλέψεις. Ειδικότερα:

    (α) Προσωρινή Ανάληψη Καθηκόντων Εκκαθαριστή από το ΔΣ

    Ο νομοθέτης κατανοώντας την ανάγκη διασφάλισης της συνέχειας και εύρυθμης λειτουργίας της ΑΕ όρισε ότι, ακόμα και στο στάδιο της εκκαθάρισης-μέχρι την οριστική ανάληψη αρμοδιοτήτων από τους εκκαθαριστές, τα χρέη τους εκτελούν τα μέλη του ΔΣ. Σχετικό ζήτημα ανακύπτει στις περιπτώσεις αυτοδίκαιης λύσης της εταιρείας˙ στην περίπτωση, λ.χ., λύσης της ΑΕ λόγω παρόδου του χρόνου διάρκειας (που προβλέπει το καταστατικό) αλλά και επί απόρριψης της αίτησης πτώχευσης, εξαιτίας ανεπάρκειας εταιρικής περιουσίας. Σε αυτήν την περίπτωση, εφόσον δεν υφίσταται σχετική καταστατική πρόβλεψη για την ανάθεση των αρμοδιοτήτων εκκαθάρισης άμεση, και αυτοδίκαιη, ανάληψη καθηκόντων εκκαθαριστή λαμβάνει χώρα από τα μέλη του ΔΣ. Με αυτόν τον τρόπο αποτρέπεται η, έστω και για σύντομο χρονικό διάστημα, λειτουργία της εταιρείας χωρίς όργανο διοίκησης και εκπροσώπησης.

    Η εξουσία των μελών του ΔΣ, υπό την ιδιότητά τους ως εκκαθαριστές, περιορίζεται (αποκλειστικά) από τον σκοπό της εκκαθάρισης. Όλες οι διαχειριστικές τους ενέργειες εκεί, μόνον, μπορούν να κατατείνουν. Περιορισμός, ωστόσο, υφίσταται όσον αφορά και το χρονικό εύρος της άσκησης των σχετικών καθηκόντων τους. Η ΓΣ, ως αποκλειστικά αρμόδια να διορίσει τους εκκαθαριστές με απόφασή της, προβαίνει στον σχετικό διορισμό. Η παύση των συναφών καθηκόντων των μελών του ΔΣ είναι, τότε, άμεση. Κατ’ αποτέλεσμα, τυχόν πράξεις εκκαθάρισης από τα μέλη του ΔΣ μετά τον οριστικό διορισμό εκκαθαριστών, καθίστανται άκυρες-εκτός αν εγκριθούν εκ των υστέρων από τη ΓΣ. Παρ’ όλ’ αυτά, αν η συνέχιση άσκησης των καθηκόντων τους και μετά το διορισμό των εκκαθαριστών κρίνεται επιβεβλημένη για ζητήματα που θέτουν υπό διακινδύνευση τα συμφέροντα της εταιρείας, πρέπει να συνεχίσουν να τα ασκούν (και) μέχρι την πραγματική ανάληψη καθηκόντων από τους τελευταίους (εκκαθαριστές).

    (β) Καταστατική Πρόβλεψη

    Όπως και ανωτέρω αναφέρθηκε, στην περίπτωση που ελλείπει καταστατική πρόβλεψη, προσωρινά καθήκοντα εκκαθαριστή αναλαμβάνει το ΔΣ. Το καταστατικό είναι δυνατό να προβλέπει τα συγκεκριμένα πρόσωπα που θα αναλάβουν τα καθήκοντα και αρμοδιότητες του εκκαθαριστή ή τις ιδιότητες που πρέπει να διαθέτουν, τη χρονική διάρκεια της θητείας τους ή/και τον τρόπο διενέργειας της εκκαθάρισης. Δεν αποκλείεται ως (οριστικοί) εκκαθαριστές να ορίζονται τα ίδια τα μέλη του ΔΣ. Δεν είναι αναγκαία η τήρηση κάποιας διαδικασίας για την ανάληψη καθηκόντων εκκαθαριστή, πέραν της αποδοχής (έστω και σιωπηρής) του διορισμού από μέρους του εκκαθαριστή.

    Το καταστατικό μπορεί να ορίζει τον τρόπο συνέχισης της εκκαθάρισης, σε περίπτωση παραίτησης ή απώλειας, με οποιοδήποτε τρόπο, της ιδιότητας του μόνου εκκαθαριστή. Κι όταν οι εκκαθαριστές είναι περισσότεροι του ενός, είναι δυνατή η πρόβλεψη πως οι λοιποί εκκαθαριστές θα εκλέξουν έτερο, σε αντικατάσταση του απωλέσαντος την ιδιότητά του ή θα συνεχίσουν το έργο τους χωρίς την εκλογή νέου.

    (γ) Απόφαση ΓΣ

    Στην αποκλειστική αρμοδιότητα της ΓΣ εναπόκειται ο διορισμός των εκκαθαριστών (άρ.117 §1 θ΄). Η σύγκληση της με θέμα την εκλογή τους διενεργείται από το ΔΣ, ως προσωρινό όργανο διαχείρισης κατά το στάδιο της εκκαθάρισης.  Η (με απλή απαρτία και πλειοψηφία) απόφαση για το διορισμό μπορεί να ταυτίζεται με την απόφαση για τη λύση της ΑΕ ή να είναι επιγενόμενη. Στην τελευταία περίπτωση, από την απόφαση για τη λύση μέχρι την εκλογή των εκκαθαριστών, τις σχετικές αρμοδιότητες αναλαμβάνουν, αυτοδίκαια, τα μέλη του ΔΣ.

    Η ΓΣ διατηρεί τη συγκεκριμένη αρμοδιότητά της ακόμα κι όταν ο διορισμός των εκκαθαριστών γίνεται με καταστατική πρόβλεψη.  Η ΓΣ, κατά την κρατούσα (και ορθότερη) άποψη έχει τη δυνατότητα ανάκλησης των εκκαθαριστών -ακόμα και αν δεν διορίστηκαν με απόφασή της- χωρίς σπουδαίο λόγο.

    (δ) Διορισμός με Δικαστική Απόφαση

    Εξαιρετική περίπτωση κάμψης της αποκλειστικής αρμοδιότητας της ΓΣ για διορισμό εκκαθαριστών υφίσταται σε περίπτωση λύσης της ΑΕ με δικαστική απόφαση (άρ. 165 & 166). Η δικαστική απόφαση που κηρύσσει τη λύση της είναι δυνατό να διορίσει εκκαθαριστές αυτοδίκαια ή ύστερα από αίτηση εκείνου που υπέβαλε τη σχετική αίτηση. Η ευχέρεια του δικαστή να επιλέξει και διορίσει τους εκκαθαριστές περιορίζεται, πάντως, από τις καταστατικές προβλέψεις.

    Δικαστικός διορισμός εκκαθαριστών λαμβάνει χώρα σε κάθε περίπτωση έλλειψης τους (ενδ.: θάνατος, παραίτηση, παύση, άκυρη απόφαση διορισμού κλπ). Σε αυτήν την περίπτωση αρμόδιο είναι το Μονομελές Πρωτοδικείο της έδρας της ΑΕ, το οποίο δικάζει κατά την εκούσια δικαιοδοσία. Εφαρμόζεται, στην περίπτωση αυτή,  η διάταξη του αρ. 78 ΑΚ σε συνδυασμό με το άρ. 786 §§ 1 & 3 ΚΠολΔ. Εφόσον υφίσταται διαφωνία για την επιλογή των συγκεκριμένων προσώπων εφαρμόζεται το άρθρο 778 εδ. β’ ΑΚ ως ειδικότερη έκφανση του άρθρου 69 ΑΚ. Ο διορισμός του δικαστηρίου είναι προσωρινός και η ΓΣ διαθέτει δυνατότητα ανάκλησης τους και εκλογή νέων-οριστικών.

    Στην περίπτωση υποβολής, δικαστικά, αίτησης για αντικατάσταση  των εκκαθαριστών, θα πρέπει να επιδοθεί και στους ίδιους.

    Η απόφαση που εκδίδεται για διορισμό εκκαθαριστών έχει άμεση ισχύ και εκτελεστότητα: με τη δημοσίευσή της. Ωστόσο, αν και δηλωτικού χαρακτήρα, είναι υποχρεωτική η δημοσίευση της δικαστικής απόφασης στο ΓΕΜΗ για ενημέρωση των τρίτων (άρ. 13).

    Συνδρομή ΔΣ

    Τα μέλη του ΔΣ, παρά την παύση των καθηκόντων τους, φέρουν την υποχρέωση συνδρομής των εκκαθαριστών για την ομαλή πρόοδο και ολοκλήρωση της διαδικασίας εκκαθάρισης (άρ. 167 §7). Τα μέλη του ΔΣ, ως γνώστες των εταιρικών ζητημάτων-εξαιτίας του ρόλου τους στην ΑΕ, οφείλουν να παράσχουν τη βοήθειά τους στους εκκαθαριστές για την προσήκουσα εκπλήρωση του έργου τους. Το ΔΣ της ΑΕ υποχρεούται να παραδώσει στους εκκαθαριστές κάθε περιουσιακό στοιχείο της.

    Αμοιβή Εκκαθαριστών

    Υποστηρίζεται ότι οι αμοιβές των εκκαθαριστών προσδιορίζονται στη βάση όσων, γενικά, ισχύουν για τα μέλη του ΔΣ. Δεν αποκλείεται, ωστόσο, και ο προσδιορισμός τους με το καταστατικό ή την απόφαση της ΓΣ που τους διορίζει. Σε περίπτωση έλλειψης σχετικής πρόβλεψης, είναι δυνατό το δικαστήριο να την προσδιορίσει (άρ.76, 1919 ΑΚ).

     

    Οι εκκαθαριστές είναι ένα από τα όργανα της ΑΕ. Το γεγονός ότι δεν συνδέονται με τη γέννηση και ανάπτυξη της ΑΕ (αλλά με τη λύση και «θάνατό» της) καθόλου δεν απομειώνει το ρόλο και σημασία τους-μολονότι κανείς από εμάς δε τους προσδίδει την αξία που, πράγματι, έχουν (έναντι και των λοιπών οργάνων). Η αποστολή τους συνίσταται, αποκλειστικά, στην επιτυχή περάτωση του εξαιρετικά σημαντικού έργου της εκκαθάρισης της ΑΕ. Προβάλλει, κατά τούτο, ως αυτονόητο το γεγονός ότι ο ορισμός, πλαίσιο λειτουργίας και ανάκλησή τους ρυθμίζεται με σαφείς (και σε σημαντικό βαθμό λεπτομερείς) διατάξεις του νόμου. Αντίστοιχα και όσον αφορά τον τρόπο διενέργειας της εκκαθάρισης. Περί αυτού, όμως, σε επόμενη αρθρογραφία μας.-

     

     

    Σταύρος Κουμεντάκης

    Managing Partner

    Koumentakis and Associates Law Firm

     

    Σημ.: Το παρόν άρθρο αποτελεί τμήμα ευρύτερης ενότητας αρθρογραφίας της Δικηγορικής μας Εταιρείας για τις ΑΕ. Στην ενότητα αυτή επιχειρούμε την ανάλυση, άρθρο προς άρθρο-με business view, πάντα, προσέγγιση, του νόμου για τις ΑΕ (:4548/2018).

     

     

     

  • Βιβλίο Μετόχων

    Βιβλίο Μετόχων

    Βιβλίο Μετόχων

    (:Η Λύση Του Νόμου & Του Αποθετηρίου)

    (άρθρ. 40 §2 ν. 4548/18)

    Με αφορμή παλαιότερη αρθρογραφία μας για τη μεταβίβαση των μετοχών ήρθαμε σε επαφή με το βιβλίο μετόχων. Ποια, όμως, η νομική αξία και ποια η σημασία του; Τι συμβαίνει στην πράξη και ποια τα προβλήματα; Ποιες οι υφιστάμενες λύσεις;

    Η αξία και σημασία του βιβλίου μετόχων

    Το βιβλίο μετόχων ανέκαθεν ήταν (και πάντοτε παραμένει) ένα εξαιρετικά σημαντικό βιβλίο της ΑΕ. Κι είναι σημαντική η τήρησή του για την ΑΕ καθώς μέσω, κατά βάση, του εν λόγω βιβλίου προκύπτουν οι μέτοχοί της και οι μετοχές τους. Είναι, επίσης, σημαντική για τους μετόχους καθώς μέσω αυτού νομιμοποιούνται έναντι της ΑΕ. Είναι, τέλος, σημαντική η τήρησή του και για τους τρίτους (λ.χ. αρμόδιες αρχές, χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, υποψήφιοι επενδυτές ή αγοραστές) καθώς από τις καταχωρίσεις του  προκύπτουν, με τρόπο αδιαμφισβήτητο, οι μέτοχοι της ΑΕ.

    Το υφιστάμενο θεσμικό πλαίσιο

    Κάθε Ανώνυμη Εταιρεία οφείλει να τηρεί βιβλίο μετόχων σε φυσική ή ηλεκτρονική μορφή. Στο βιβλίο αυτό καταχωρίζονται τα στοιχεία των μετόχων (:ονοματεπώνυμο/επωνυμία, διεύθυνση κατοικίας/έδρας, επάγγελμα και εθνικότητα). Για κάθε μέτοχο θα πρέπει να αναγράφεται ο αριθμός και η κατηγορία των μετοχών που κατέχει. Μέτοχος έναντι της ΑΕ θεωρείται εκείνος που είναι εγγεγραμμένος στο συγκεκριμένο βιβλίο.

    Η εν ζωή μεταβίβαση μετοχών με καταχώριση στο βιβλίο μετόχων

    Η μεταβίβαση των μετοχών, που δεν τηρούνται σε λογιστική μορφή γίνεται με καταχώριση στο βιβλίο μετόχων. Η συγκεκριμένη, όμως, καταχώριση είναι υποχρεωτικό να χρονολογείται και υπογράφεται από τον μεταβιβάζοντα και τον αποκτώντα (ή τους πληρεξουσίους τους).

    Το βιβλίο μετόχων, όπως και εισαγωγικά αναφέρθηκε είτε (κατά κανόνα) δεν τηρείται είτε, στην καλύτερη περίπτωση, πλημμελώς τηρείται. Δεδομένων των ελλιπώς τηρούμενων, διαχρονικά και κατά κανόνα, βιβλίων μετόχων, θεσπίστηκαν, και ορθά, εξαιρέσεις από την υποχρέωση υπογραφής της (καταχωρισμένης στο βιβλίο μετόχων) μεταβίβασης. Συγκεκριμένα, όταν: (α) η εταιρεία λάβει αντίγραφο της σύμβασης μεταβίβασης μετοχών με τις υπογραφές των συμβαλλομένων ή πληροφορηθεί την κατάρτισή της με άλλο τρόπο-καταστατικώς προβλεπόμενο, (β) το βιβλίο μετόχων τηρείται ηλεκτρονικά από κεντρικό αποθετήριο τίτλων, πιστωτικό ίδρυμα ή από ΕΠΕΥ.

    Η νομιμοποίηση του νέου κυρίου έναντι της ΑΕ˙ η καταχώριση στο βιβλίο μετόχων

    Η ανωτέρω διαδικασία για την μεταβίβαση μετοχών (:εγγραφή και υπογραφή στο βιβλίο μετόχων) ρυθμίζει, στην πραγματικότητα, τη νομιμοποίηση έναντι της ΑΕ εκείνου που αποκτά τις μεταβιβαζόμενες μετοχές. Στο πλαίσιο αυτό και έναντι της ΑΕ, δικαιώματα ασκεί και υποχρεώσεις (απορρέουσες από τη μετοχική σχέση) αναλαμβάνει εκείνος που είναι εγγεγραμμένος στο βιβλίο μετόχων. (Και τούτο μολονότι η σύμβαση μεταβίβασης ανάμεσα στον μέτοχο που μεταβιβάζει και σ’ εκείνον που αποκτά δεσμεύει, κατά την κρατούσα άποψη, τα μέρη και δεν επηρεάζεται από την καταχώριση στο βιβλίο μετόχων)

    Η νομιμοποίηση του κληρονόμου έναντι της ΑΕ˙ η καταχώριση στο βιβλίο μετόχων

    Οι μετοχές (όπως εξάλλου και η μετοχική σχέση-ως περιουσιακή) αποτελούν αντικείμενο κληρονομικής διαδοχής. Εφαρμόζονται, στην περίπτωση αυτή, οι διατάξεις του κληρονομικού δικαίου. Κατά τον χρόνο επαγωγής της κληρονομιάς (1710 ΑΚ) λαμβάνει χώρα αυτοδικαίως η κληρονομική διαδοχή επί των μετοχών.  Προκειμένου ο κληρονόμος ή κληροδόχος να νομιμοποιηθεί έναντι της ΑΕ, απαιτείται (άρ. 42) η εγγραφή του στο υποχρεωτικώς τηρούμενο από την ΑΕ βιβλίο μετόχων. Ύστερα από τη συγκεκριμένη εγγραφή, ο κληρονόμος ή κληροδόχος έχει τη δυνατότητα να ασκήσει τα δικαιώματά του -αναλαμβάνοντας, βεβαίως, και τις όποιες  υποχρεώσεις- απορρέουν από τη μετοχική σχέση.

    Η εγγραφή λαμβάνει χώρα μόλις προσκομιστούν στην εκδότρια ΑΕ, ή στο πρόσωπο που τηρεί το βιβλίο μετόχων, τα έγγραφα που αποδεικνύουν τη διαδοχή (λ.χ. κληρονομητήριο, δικαστική απόφαση δημοσίευσης διαθήκης, σχετικά νομιμοποιητικά έγγραφα κλπ).

    Ηλεκτρονική (Ή Από Τρίτο) Τήρηση του Βιβλίου Μετόχων

    Το καταστατικό μπορεί, κατά τον νόμο (αρ. 40 §2), να προβλέπει την ηλεκτρονική τήρηση του βιβλίου μετόχων ή/και την τήρησή του από κεντρικό αποθετήριο τίτλων, πιστωτικό ίδρυμα ή από επιχείρηση επενδύσεων, που έχουν το δικαίωμα να φυλάσσουν χρηματοπιστωτικά μέσα.

    Η μη (ή πλημμελής) τήρηση του βιβλίου μετόχων

    Όπως και εισαγωγικά αναφέρθηκε για το βιβλίο μετόχων, παρά τα όσα το υφιστάμενο θεσμικό πλαίσιο ορίζει και την πολλαπλή του αξία και σημασία, ο κανόνας είναι πως είτε καθόλου είτε πλημμελώς τηρείται. Κι αυτό γιατί, στην πράξη, είτε δεν γνωρίζουμε την ανάγκη της ύπαρξης και σημασία της τήρησής του είτε, ως πάρεργο, σε κάποιον (γνωρίζει-δεν γνωρίζει) την αναθέτουμε. Κι όταν τρίτοι (λ.χ. δημόσιες αρχές, τράπεζα, υποψήφιος επενδυτής, δικαστήριο κλπ) αξιώσουν επίδειξή του, τότε θα αναζητήσουμε την ύπαρξη και ορθή τήρησή του. Τότε, κατά κανόνα, θα είναι αργά˙ τότε, εναλλακτικά, θα επιχειρήσουμε την εκ του μηδενός ανασύνθεσή του. Τι θα συμβεί όμως με τις εκδόσεις τίτλων ή μεταβιβάσεις μετοχών που χάνονται στο βάθος του χρόνου; Τι θα συμβεί με τις ελλείπουσες υπογραφές;

    Το Κεντρικό Αποθετήριο Τίτλων: η λύση στο πρόβλημα!

    Το Κεντρικό Αποθετήριο Τίτλων έχει ήδη αναπτύξει σχετική υπηρεσία, που απευθύνεται στις Ανώνυμες Εταιρείες που επιθυμούν την αρχική καταχώριση των μη εισηγμένων τίτλων τους (μετοχές ή ομόλογα) με ψηφιακό τρόπο.

    Τα οφέλη για τις ΑΕ είναι προφανή˙ ενδεικτικά: (α) η αξιόπιστη τήρηση του βιβλίου μετόχων (ή/και ομολογιούχων) στο Σύστημα Αΰλων Τίτλων, (β) η αξιόπιστη παρουσίαση της μετοχικής σύνθεσης (ή/και των ομολογιούχων) της ΑΕ όπου/όταν παρουσιάζεται σχετική ανάγκη (λ.χ. συμμετοχή σε διαγωνισμούς, εξαγορές, εταιρικοί μετασχηματισμοί, χρηματοδοτήσεις, (γ) η αποσύνδεση της τήρησης του μετοχολογίου από πρόσωπα που γνωρίζουν (ή όχι) τον τρόπο τήρησής του και την διατήρηση ή μη της παρουσίας τους στην επιχείρηση, (δ) η απαλλαγή από προβλήματα που συνδέονται με την ελλιπή γνώση ή άγνοια των εκάστοτε υπευθύνων για την τήρηση του βιβλίου μετόχων (ή/και των ομολογιούχων).

    Τα οφέλη για τους μετόχους (και ομολογιούχους) είναι, επίσης, προφανή: (α)  η ευχερής απόδειξη της ιδιότητάς τους ως μετόχων (ή/και ομολογιούχων), (β) η ασφαλής τήρηση των τίτλων τους, (γ) η δυνατότητα τήρησης των τίτλων τους σε Κοινή Επενδυτική Μερίδα, (δ) η δυνατότητα δέσμευσης τίτλων για σκοπούς φύλαξης του δικαιούχου ή του πρώτου συνδικαιούχου σε περίπτωση της Κοινής Επενδυτικής Μερίδας, (ε) η διευκόλυνση της χρηματοδότησης από χρηματοπιστωτικά ιδρύματα μέσω της ενεχύρασης των τίτλων τους στο Σύστημα Αΰλων Τίτλων.

     

    Η τήρηση του βιβλίου μετόχων δεν είναι μόνον, κατά νόμο, υποχρεωτική˙ η ορθή τήρησή του αποβαίνει πολύτιμη για τις ΑΕ, τους συναλλασσόμενους τρίτους και, ιδίως, τους ίδιους τους μετόχους της. Ειδικά μάλιστα για τους τελευταίους πολλαπλάσια αποδεικνύονται τα οφέλη μέσω της καταχώρισης των (μη εισηγμένων) τίτλων τους σε Κοινή Επενδυτική Μερίδα. Περί αυτής, όμως, σε επόμενη αρθρογραφία μας.-

     

     

    Σταύρος Κουμεντάκης

    Managing Partner

    Koumentakis and Associates Law Firm

     

     

    Σημ.: Το παρόν άρθρο αποτελεί τμήμα ευρύτερης ενότητας αρθρογραφίας της Δικηγορικής μας Εταιρείας για τις ΑΕ. Στην ενότητα αυτή επιχειρούμε την ανάλυση, άρθρο προς άρθρο-με business view, πάντα, προσέγγιση, του νόμου για τις ΑΕ (:4548/2018).

  • Επιστροφή Στην ΑΕ Παράνομα Εισπραχθέντων Ποσών

    Επιστροφή Στην ΑΕ Παράνομα Εισπραχθέντων Ποσών

    Επιστροφή Στην ΑΕ Παράνομα Εισπραχθέντων Ποσών

    (άρ. 163 ν. 4548/2018)

    Σε προηγούμενη αρθρογραφία μας προσεγγίσαμε το μετοχικό δικαίωμα συμμετοχής στα κέρδη. Ως αυστηρές (κι όχι άδικα) αξιολογούνται οι προϋποθέσεις για την τήρηση της νομιμότητας όσον αφορά τη διανομή κερδών. Σε περίπτωση παραβίασή τους, εύλογο είναι να προβλέπεται η επιστροφή των ποσών που, κατά παράβασή τους, εισπράχθηκαν.

    Εισαγωγικά

    Η διάταξη του άρθρου 163, που προβλέπει επιστροφή των παράνομα εισπραχθέντων ποσών [με την οποία ενσωματώθηκε -ήδη υπό την ισχύ του προηγούμενου νομοθετικού καθεστώτος για την ΑΕ κ.ν.2190/1920- η Οδ.2017/1132 (άρθρο 57)], συνιστά κυρωτικό κανόνα. Αποδέκτες της εν λόγω κύρωσης είναι (κατ’ αρχήν) οι μέτοχοι, καθώς η οποιαδήποτε διανομή (συνήθως) κερδών απευθύνεται προς αυτούς. Σημειώνεται ότι η διάταξη αφορά τις φανερές διαθέσεις της εταιρικής περιουσίας και συναπαρτίζει μαζί με άλλες (άρ.159-162) το πλέγμα των προστατευτικών νομοθετικών ρυθμίσεων για τη διατήρηση του μετοχικού κεφαλαίου. Όπως και στην περίπτωση απαγόρευσης επιστροφής της εισφοράς απαγορεύεται, εν προκειμένω για τον ίδιο επιδιωκόμενο σκοπό, η επιστροφή κάθε είδους ποσού, που αποτελεί μη σύννομη καταβολή τόσο με ευθεία επιστροφή της όσο και με συγκαλυπτομένη υπό δικαιοπραξία (907/2005 ΕφΠειραιά ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

    Αντικείμενο Αξίωσης Επιστροφής Παρανόμων Εισπραχθέντων

    Η αξίωση της εταιρείας για επιστροφή των παράνομα εισπραχθέντων παροχών συνίσταται στην απαίτηση για αποκατάσταση της λογιστικής αξίας της εταιρικής περιουσίας. Η αξίωση συνίσταται ειδικότερα στην επιστροφή του ποσού που διανεμήθηκε παράνομα. Το παράνομο συνίσταται στην παραβίαση των προϋποθέσεων και απαγορεύσεων του νόμου (άρ. 158-162). Στην περίπτωση που πρόκειται για χρηματική παροχή, η απαίτηση αφορά την καταβολή αντίστοιχου χρηματικού ποσού. Αν πάλι η παράβαση αφορά μεταβίβαση περιουσιακού αντικειμένου, ο μέτοχος οφείλει είτε την αυτούσια επιστροφή αυτού που μεταβιβάστηκε είτε την συμπλήρωση της εταιρικής περιουσίας με ποσό αντίστοιχης αξίας. Η επιλογή μιας από τις δύο μεθόδους επιστροφής εναπόκειται στη βούληση του μετόχου.

    Η εν λόγω αξίωση της εταιρείας αποτελεί ειδικότερη μορφή της αξίωσης αδικαιολόγητου πλουτισμού, όπως αυτή προβλέπεται στις διατάξεις του νόμου (άρ.904 ΑΚ). Η ικανοποίηση των συναφών αξιώσεων της εταιρείας, ωστόσο, θα μπορούσε να επιτευχθεί και μέσω των διατάξεων για τις αδικοπραξίες, καθώς η εταιρική περιουσία ζημιώθηκε λόγω της παράνομης διανομής. Σε θεωρητική περίπτωση, λοιπόν, που δεν προβλεπόταν ειδικά η αξίωση επιστροφής, η εταιρεία μπορούσε να επιδιώξει την ικανοποίησή της μέσω των γενικών διατάξεων.

    Φορέας Αξίωσης

    Η παρανόμως διανεμηθείσα περιουσία ανήκει στην εταιρεία και η επιστροφή μόνον σε αυτή νοείται. Φορέας, λοιπόν, της αξίωσης είναι το ίδιο το νομικό πρόσωπο της ΑΕ. Η άσκησή της συντελείται μέσω του ΔΣ. Ενδεχόμενη παράλειψη άσκησής της ελέγχεται από πλευράς ευθυνών των μελών του ΔΣ (άρ. 102 ν. 4548/2018).

    Αποδέκτης της Αξίωσης Επιστροφής της Παράνομης Παροχής

    Υπόχρεος, κατ’ αρχήν, για την επιστροφή της όποιας παράνομης παροχής είναι ο μέτοχος που παράνομα εισέπραξε ποσό από την εταιρική περιουσία. Ακόμη κι αν το πρόσωπο αυτό απώλεσε μεταγενέστερα τη μετοχική ιδιότητα, εξακολουθεί να ευθύνεται για την αποκατάσταση της λογιστικής διαφοράς, που προκάλεσε στην εταιρική περιουσία. Ο νέος μέτοχος που έλαβε τις μετοχές του παλαιού στον οποίο είχαν χορηγηθεί παρανόμως τα εν λόγω ποσά δε φέρει ευθύνη, εκτός κι αν συντρέξουν οι προϋποθέσεις των διατάξεων για την καταδολίευση δανειστών ή μεταβίβαση ομάδας περιουσίας (939 ή 479ΑΚ).

    Κακή Πίστη Αποδέκτη

    Στον νόμο (άρ. 163) αποτυπώνεται η γενικότερη αρχή της προστασίας του καλόπιστου λήπτη προβλέποντας μια υποκειμενική προϋπόθεση. Ο νομοθέτης απαλλάσσει τον μέτοχο από την υποχρέωση επιστροφής όσων παράνομα έλαβε, όταν χωρίς υπαιτιότητα αγνοούσε τον μη σύννομο χαρακτήρα της καταβολής. Ωστόσο, αν όφειλε να γνωρίζει, η άγνοια του αυτή δε είναι δυνατό να οδηγήσει σε απαλλαγή του. Νομολογιακά έχει κριθεί ότι από τη διάταξη του άρθρου 163 (παλαιό 46α του κ.ν.2190/1920) απορρέει υποχρέωση για τους μετόχους να εξετάζουν το σύννομο των καταβολών (907/2005 ΕφΠειραιά ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

    Το βάρος απόδειξης της κακής πίστης του λήπτη φέρει η ΑΕ, η οποία πρέπει να θεμελιώσει τη γνώση ή υπαίτια άγνοια του μετόχου, ώστε να επιτύχει την επιστροφή των παροχών. Ο βαθμός, πάντως, υπαιτιότητας κρίνεται ξεχωριστά για κάθε μέτοχο, αφού, φυσικά, ληφθούν υπόψη οι περιστάσεις, υπό τις οποίες ελήφθη η απόφαση για παροχή. Η υπαιτιότητα μετόχου που ασκεί διαχειριστικές εξουσίες ως μέλος του ΔΣ εύκολα θα αποδεικνυόταν, σε αντίθεση με την υπαιτιότητα ενός  μικρομετόχου, του οποίου η πληροφόρηση επί των οικονομικών στοιχείων της εταιρείας είναι, σαφέστατα, περισσότερο περιορισμένη-αν όχι ανύπαρκτη.

    Κεκρυμμένη Διανομή Εταιρικής Περιουσίας

    Σε περίπτωση παράνομης περιουσιακής μετακίνησης παροχών από την ΑΕ προς τρίτα πρόσωπα («κεκρυμμένη διανομή εταιρικής περιουσίας»), δημιουργείται μία «τριγωνική σχέση» μεταξύ εταιρείας, μετόχου και τρίτου-λήπτη. Για την επιστροφή των παρανόμως εισπραχθέντων θα πρέπει να κάνουμε τις κατωτέρω διακρίσεις:

    (α) Εάν λήπτης της παράνομης παροχής είναι πρόσωπο συνδεδεμένο με μέτοχο, ενεχόμενοι προς επιστροφή είναι τόσο ο μέτοχος όσο και ο ίδιος ο λήπτης. Όσον αφορά τον μέτοχο, ζήτημα ως προς τη νομική θεμελίωση της ευθύνης του δεν γεννάται, καθώς οι περιορισμοί των άρθρων 158 έως 162 εφαρμόζονται ευθέως σε αυτόν ούτως ή άλλως. Αντίθετα, η υποχρέωση του λήπτη προκύπτει μέσω τελολογικής ερμηνείας του ρυθμιστικού πλαισίου˙  και τούτο, στη βάση της σχέσης που τον συνδέει με τον μέτοχο και, φυσικά, προς τον σκοπό αποτελεσματικής προστασίας του μετοχικού κεφαλαίου. Η υποκειμενική, πάντως, προϋπόθεση γνώσης (ή υπαίτιας άγνοιας) της παράνομης καταβολής πρέπει να συντρέχει και στο πρόσωπο του τρίτου.

    (β) Εάν η παράνομη περιουσιακή μετακίνηση κατευθύνθηκε από την υποθυγατρική (καλύτερα: «εγγονή» εταιρεία) προς την μητρική (η οποία δεν συμμετέχει η ίδια στο μετοχικό κεφάλαιο της πρώτης αλλά μέσω της θυγατρικής), γίνεται τότε δεκτό ότι εις ολόκληρο ευθυνόμενες είναι τόσο η μητρική όσο και η θυγατρική. Δικαιολογημένα γεννάται ευθύνη και της θυγατρικής (παρ’ όλο που δεν ήταν η ίδια λήπτης της παράνομης παροχής), καθώς αξιοποιώντας τη δική της εταιρική ιδιότητα άσκησε η μητρική την επιρροή της.

    (γ) Εάν η παροχή δόθηκε σε παρένθετο πρόσωπο (:αχυράνθρωπο), τότε η ευθύνη γεννάται σε βάρος του κρυπτόμενου μετόχου, ως τελικού λήπτη της.

    Σε όλες τις παραπάνω περιπτώσεις, το υπόχρεο πρόσωπο οφείλει να επιστρέψει τα παρανόμως εισπραχθέντα ποσά. Υπάρχουν, όμως, και οι περιπτώσεις της «κεκρυμμένης διανομής εταιρικής περιουσίας», η οποία στην πράξη εκδηλώνεται με τη μετακίνηση όχι ποσών αλλά μη χρηματικών παροχών προς τους τρίτους – λήπτες (π.χ. μεταβίβαση κυριότητας ακινήτου). Περιεχόμενο της αξίωσης της ΑΕ, σε μια τέτοια περίπτωση, δεν θα είναι καθεαυτή η επιστροφή των ίδιων των παροχών αλλά η ποσοτική αποκατάσταση της εταιρικής περιουσίας (λογιστικά υπολογιζόμενης).

    Προθεσμία Παραγραφής της Αξίωσης

    Η εταιρική αξίωση για επιστροφή των παρανόμως εισπραχθέντων υπόκειται σε παραγραφή. Με δεδομένο ότι η σχετική νομοθετική ρύθμιση δεν προσδιορίζει ειδική την προθεσμία παραγραφής μιας τέτοιας αξίωση, εφαρμόζεται η γενική διάταξη του άρθρου 249 ΑΚ. Η αξίωση, δηλαδή, είναι δυνατό να ασκηθεί εντός είκοσι ετών από την γέννησή της.

     

    Ιδιαίτερα αυστηρές χαρακτηρίζονται οι προϋποθέσεις όσον αφορά τη διανομή κερδών (ή άλλων ποσών) προς τους μετόχους από την ΑΕ. Ενδεχόμενη παραβίασή τους δημιουργεί το υπόβαθρο για την αξίωση επιστροφής τους έναντι εκείνων που μη νόμιμα τις έλαβαν-είτε πρόκειται για τους ίδιους τους μετόχους είτε για τρίτους. Και τούτο, ανεξάρτητα από τις όποιες προσωπικές, αστικές και ποινικές, ευθύνες των προσώπων που εμπλέκονται˙ βεβαίως και των μελών του ΔΣ τα οποία θα σκεφτούν να μην ασκήσουν τις εύλογες-σύννομες αξιώσεις της ΑΕ. Ουδεμία, λοιπόν, χωρεί αμφιβολία ότι ιδιαίτερα προσεκτικοί θα πρέπει να είμαστε κατά την διαχείριση τέτοιας φύσης θεμάτων. Οι κίνδυνοι που ελλοχεύουν δεν είναι καθόλου αμελητέοι-

     

     

    Σταύρος Κουμεντάκης

    Managing Partner

    Koumentakis and Associates Law Firm

     

     

    Σημ.: Το παρόν άρθρο αποτελεί τμήμα ευρύτερης ενότητας αρθρογραφίας της Δικηγορικής μας Εταιρείας για τις ΑΕ. Στην ενότητα αυτή επιχειρούμε την ανάλυση, άρθρο προς άρθρο-με business view, πάντα, προσέγγιση, του νόμου για τις ΑΕ (:4548/2018).

     

     

    .

  • Ελάχιστο Μέρισμα

    Ελάχιστο Μέρισμα

    Ελάχιστο Μέρισμα

    (άρ. 161 ν. 4548/2018)

    Σε προηγούμενη αρθρογραφία μας ασχοληθήκαμε με το δικαίωμα συμμετοχής στα κέρδη, τις προϋποθέσεις διανομής ποσών στους μετόχους της ΑΕ καθώς και τη σχετική διαδικασία (διανομής στους μετόχους). Στο παρόν θα επικεντρωθούμε στο ελάχιστο μέρισμα.

    Εισαγωγικά

    Ο νομοθέτης, λαμβάνοντας υπόψη του την κεφαλαιουχική φύση της ΑΕ και (τη λογικά αναμενόμενη) συμμετοχή των μετόχων σε αυτήν για την απόκτηση κέρδους, ορθά επιλέγει τον προσδιορισμό ενός ελάχιστου ποσού που δικαιούνται να λάβουν: το μέρισμα. Με την καταβολή (ή την προσδοκία, έστω, καταβολής) του μερίσματος εξυπηρετείται ο στόχος για τον οποίο επιλέγουν να συμμετάσχουν οι μέτοχοι στο κεφάλαιο της ΑΕ.

    Σκοπός

    Δικαιολογητική βάση για την πρόβλεψη του πλαισίου ρύθμισης σχετικά με το ελάχιστο μέρισμα αποτελεί η εξισορρόπηση δύο αντικρουόμενων δυνάμεων:

    Η πλευρά των μικροεπενδυτών/μικρομετόχων επιθυμεί, πάντοτε σχεδόν, την καταβολή μερίσματος.

    Η πλευρά των μεγαλοεπενδυτών/μεγαλομετόχων επιδιώκει, όχι σπάνια, την ενίσχυση της εταιρικής περιουσίας (οι τελευταίοι, εξάλλου, πάντοτε έχουν την δυνατότητα να αποκομίζουν οικονομικά οφέλη από την ΑΕ-μέσω της προνομιακής σύναψης, λ.χ., συμβάσεων εργασίας, μέσω αμοιβών για τη συμμετοχή τους στο ΔΣ ή μέσω χρήσης περιουσιακών στοιχείων της ΑΕ). Η ενίσχυση, στο πλαίσιο αυτό, της εταιρικής περιουσίας επιτυγχάνεται με τη μη διανομή του μερίσματος.

    Ο νομοθέτης, εκτιμώντας ότι η πλευρά των μικρομετόχων αντιστοιχεί στη μειοψηφία του μετοχικού κεφαλαίου και η βούληση της δεν είναι δυνατό να επιδράσει δυναμικά στη λήψη αποφάσεων, επιδίωξε την προστασία της με την, κατ’ αρχήν, υποχρεωτική καταβολή μερίσματος. Μάλιστα, κατά το προηγούμενο νομοθετικό καθεστώς του Κ.Ν.2190/1920 ήταν απολύτως υποχρεωτική η καταβολή του. Ωστόσο, υπό το ισχύον νομοθετικό πλαίσιο τέθηκε μια διαβάθμιση στη συγκεκριμένη προστασία, όπως και στη συνέχεια αναλύεται.

    Δικαιούχοι Μερίσματος

    Φορέας της αξίωσης καταβολής μερίσματος είναι ο κύριος της μετοχής κατά τον χρόνο που γεννάται η σχετική αξίωση. Ο χρόνος αυτός, όπως έχει ήδη αναφερθεί σε προηγούμενη αρθρογραφία μας, τοποθετείται στο χρόνο λήψης της απόφασης ΓΣ για διανομή κερδών.

    Στην περίπτωση συγκυριότητας μετοχής, οι επιμέρους συγκύριοι δικαιούνται να λάβουν αναλογικά το μέρισμα που αναλογεί στη μετοχή. Στην περίπτωση επικαρπίας επί των μετοχών, φορέας της σχετικής αξίωσης είναι ο επικαρπωτής. Στην περίπτωση που έχει συσταθεί ενέχυρο επί μετοχών, φορέας της δεν θα είναι ο ενεχυρούχος δανειστής αλλά ο ίδιος ο κύριος.

    Το Ποσοστό του Ελάχιστου Μερίσματος

    Το ελάχιστο μέρισμα ορίζεται σε ποσοστό τριάντα πέντε τοις εκατό (35%) των καθαρών κερδών μετά την αφαίρεση των ποσών που ο νόμος αξιώνει (άρ.161 §1).

    Ως «καθαρά κέρδη» νοούνται εκείνα που απεικονίζονται στην κατάσταση αποτελεσμάτων, ύστερα από την αφαίρεση της κράτησης για σχηματισμό του τακτικού αποθεματικού και των λοιπών πιστωτικών κονδυλίων που δεν προέρχονται από πραγματοποιημένα κέρδη (άρ. 161 § 1 σε συνδυασμό με το άρ. 160).

    Παρά την, κατ’ αρχήν, υποχρεωτικότητα της διανομής μερίσματος, η Γενική Συνέλευση έχει τη δυνατότητα, υπό προϋποθέσεις, να περιορίσει το ποσοστό του ελάχιστου, καταβλητέου, μερίσματος.

    Εφόσον υφίσταται αυξημένη απαρτία και πλειοψηφία, είναι δυνατό να μειωθεί το ελάχιστο καταβλητέο μέρισμα όχι όμως και σε ποσοστό κάτω του 10% των καθαρών κερδών.

    Εφόσον υφίσταται απαρτία του ημίσεως, τουλάχιστον, του καταβεβλημένου κεφαλαίου και πλειοψηφία μεγαλύτερη του 80% του εκπροσωπούμενου στη Γενική Συνέλευση, η τελευταία (:ΓΣ) μπορεί να αποκλείσει τη διανομή μερίσματος (άρ. 130 §§ 3 & 4).

    Οι συγκεκριμένες αποφάσεις, τόσο για μείωση του ποσοστού του ελάχιστου μερίσματος όσο και για μη διανομή του, ελέγχονται από πλευράς καταχρηστικότητας. Η Αιτιολογική Έκθεση του ν. 4548/2018 ρητά αναφέρει ότι «άρνηση της πλειοψηφίας να εγκρίνει μέρισμα παρά την ύπαρξη ικανών κερδών μπορεί κατά τις περιστάσεις να κριθεί καταχρηστική». Η λήψη σχετικής απόφασης κρίνεται, λ.χ., ως καταχρηστική, εφόσον διαπιστώνεται εξυπηρέτηση, όχι του εταιρικού συμφέροντος (πχ σημαντικές ζημίες μετά το τέλος της χρήσης που θέτουν σε κίνδυνο την εταιρεία), αλλά αυτού της πλειοψηφίας αλλά και ελλείψει αιτιολογίας γι’ αυτήν  (ΠολΠρωτΗρ 178/2018, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

    Οι Μορφές της Διανομής του Μερίσματος

    Οι τρόποι με τους οποίους είναι δυνατό να διανεμηθεί το (ελάχιστο) μέρισμα, είναι οι εξής:

    (α) Καταβολή σε Μετρητά

    Η καταβολή του ελάχιστου μερίσματος σε μετρητά αποτελεί τον κανόνα (άρ.161 §1). Αποκλίσεις  εισάγονται μόνο υπό τις προϋποθέσεις του νόμου.

    (β) Κεφαλαιοποίηση Μερίσματος

    Με απόφαση που λαμβάνεται με αυξημένη απαρτία και πλειοψηφία, η ΓΣ είναι δυνατό να αποφασίσει την κεφαλαιοποίηση των κερδών και τη διανομή του μερίσματος στους μετόχους, υπό τη μορφή νέων μετοχών. Οι νέες μετοχές παραδίδονται δωρεάν στους μετόχους ανάλογα με το ποσοστό συμμετοχής τους στο κεφάλαιο. Δεν εμποδίζεται, βέβαια, η ΓΣ να αποφασίσει αντί της έκδοσης νέων μετοχών, την αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου διά της αύξησης της ονομαστικής αξίας των υφιστάμενων μετοχών. Από λογιστικής άποψης, δεν πρόκειται για διανομή κερδών αλλά (λόγω της κεφαλαιοποίησης) για αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου. Αξιοσημείωτο, μάλιστα είναι, πως η αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου με κεφαλαιοποίηση κερδών είναι απαλλαγμένη από τον φόρο συγκεντρώσεως κεφαλαίου (άρ.22 §2 Ν.1676/1986).

    Η κεφαλαιοποίηση των κερδών ως μορφή διανομής του ελάχιστου μερίσματος ωφελεί τόσο την εταιρεία όσο και τους εταιρικούς δανειστές. Το διανεμητέο ποσό εντάσσεται στο εταιρικό κεφάλαιο και ως εκ τούτου υπάγεται στους υποχρεωτικούς μηχανισμούς δέσμευσης, άρα και προστασίας του.

    (γ) Χορήγηση Τίτλων Εισηγμένων Εταιρειών

    Η δυνατότητα καταβολής του μερίσματος σε είδος αποτελεί καινοτομία του ν. 4548/2018. Προβλέπεται, συγκεκριμένα, η δυνατότητα χορήγησης τίτλων ημεδαπών ή αλλοδαπών εταιρειών ή κυριότητας της ίδιας της εταιρείας, οι οποίες είναι εισηγμένοι σε ρυθμιζόμενη αγορά (άρ. 161 § 4 εδ.α’).  Ως «τίτλοι» νοούνται, όχι μόνο οι μετοχές αλλά και οι ομολογίες.

    Οι προϋποθέσεις χορήγησης τίτλων ως μορφή διανομής μερίσματος είναι οι εξής:

    (1) Η υπαγωγή της εταιρείας σε υποχρεωτικό ή προαιρετικό έλεγχο από ορκωτό ελεγκτή ή ελεγκτική εταιρεία.

    (2) Η αποτίμηση των διανεμόμενων τίτλων σύμφωνα με τον νόμο (άρ. 17 και 18 του Ν.4548/2018).

    (3) Η τήρηση της αρχής της ίσης μεταχείρισης. Η εν λόγω αρχή επιβάλλει τη διανομή του ίδιου είδους μερίσματος σε όλους τους μετόχους-προϋπόθεση, η οποία εφαρμόζεται σε κάθε είδος διανομής.

    (δ) Διανομή Περιουσιακών Στοιχείων

    Μορφή διανομής μερίσματος σε είδος αποτελεί και η χορήγηση περιουσιακών στοιχείων της εταιρείας. Η εν λόγω διανομή είναι δυνατή υπό τις ίδιες, προαναφερθείσες, προϋποθέσεις για τη χορήγηση τίτλων αντί μερίσματος. Στην συγκεκριμένη, όμως, περίπτωση απαιτείται η λήψη απόφασης από της ΓΣ με ομοφωνία, όχι μόνον των παριστάμενων, αλλά του συνόλου των μετόχων-που εκπροσωπούν το σύνολο του μετοχικού κεφαλαίου.

    Διανομή Περαιτέρω Κερδών

    Μετά την κράτηση από τα καθαρά κέρδη του ποσού που αντιστοιχεί στο ελάχιστο μέρισμα, είναι δυνατό να απομείνει υπόλοιπο. Το εν λόγω ποσό είναι δυνατό να διανεμηθεί ως περαιτέρω (δεύτερο) μέρισμα (άρ.161 §5). Το καταστατικό, μάλιστα, είναι δυνατό να προβλέπει τον τρόπο διανομής του. Η ΓΣ, σε κάθε περίπτωση, μπορεί να αποφασίσει τη διανομή του συγκεκριμένου, δεύτερου, μερίσματος με λήψη απόφασης με απλή απαρτία και πλειοψηφία. Οι προϋποθέσεις διανομής του μερίσματος σε είδος εφαρμόζονται και στην προκειμένη περίπτωση.

    Παράνομη Μη Διανομή του Ελάχιστου Μερίσματος

    Η απόφαση της ΓΣ για μη διανομή του ελάχιστου, υποχρεωτικού, μερίσματος είναι άκυρη, στο μέτρο που αντιτίθεται στις προϋποθέσεις του νόμου (αρ. 161). Την ακυρότητα αυτή θα μπορεί να προβάλει οποιοσδήποτε έχει έννομο συμφέρον (κατ’ άρθρο 138). Επιπλέον, η παράνομη προσβολή του δικαιώματος του μετόχου στο ελάχιστο μέρισμα μπορεί να δημιουργήσει και υποχρέωση της ΑΕ προς αποζημίωσή του.

    Χρόνος Καταβολής Μερίσματος

    Η καταβολή του μερίσματος θα πρέπει να λάβει χώρα εντός δύο μηνών από τη λήψη απόφασης για διανομή κερδών. Με την παρέλευση της δίμηνης προθεσμίας και την παράλειψη καταβολής του μερίσματος εκ μέρους της εταιρείας, η τελευταία περιέρχεται σε υπερημερία. Και τούτο δίχως την ανάγκη προηγούμενης όχλησής της από τον μέτοχο (άρ. 341 §1 ΑΚ).

    Η αξίωση του μετόχου για την καταβολή του μερίσματος υπόκειται σε πενταετή παραγραφή. Εντούτοις, η μη είσπραξη της απαίτησης από τον μέτοχο δεν ωφελεί στην πραγματικότητα την εταιρεία. Και τούτο γιατί δεν είναι δυνατό να θεωρηθεί ότι διατηρεί το ποσό αυτό λόγω δωρεάς ή ανώμαλης παρακαταθήκης.

    Απόδειξη Καταβολής του Μερίσματος

    Για την απόδειξη καταβολής του μερίσματος, δεν αρκεί μόνο η καταχώριση του μερίσματος στα βιβλία της εταιρίας, η καταβολή του σχετικού φόρου ούτε και η δήλωσή του στην οικονομική εφορία με τις δηλώσεις φορολογίας εισοδήματος. Η καταβολή αποδεικνύεται με την προσκόμιση αποδείξεων πληρωμής ή ενταλμάτων είσπραξης ή κατάθεσης του προϊόντος του μερίσματος σε τραπεζικό ή επενδυτικό λογαριασμό που έχει υποδείξει ο μέτοχος (ΕφΑθ 8397/1995).

    Επιπλέον, η υπογραφή του ισολογισμού της εταιρίας, από μέτοχο που κατέχει επιπροσθέτως τη θέση προέδρου, αναπληρωτού ή μέλους του ΔΣ, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι συνιστά εξόφληση του μερίσματος ή παραίτηση από τη διεκδίκησή του.

     

    Εύλογη παρίσταται η αξίωση του μετόχου για την απόλαυση ενός τμήματος, έστω, από τα κέρδη της ΑΕ. Για την προστασία των μικρομετόχων έχουν τεθεί αναγκαστικού δικαίου ρυθμίσεις, προκειμένου να διασφαλιστεί η διανομή και καταβολή ενός ελάχιστου μερίσματος. Ακόμα όμως κι όταν υφίσταται η πλειοψηφία που ο νόμος αξιώνει για τον περιορισμό ή τον αποκλεισμό του, πάντοτε θα υφίσταται ο έλεγχος της καταχρηστικότητας. Τι συμβαίνει όμως όταν προκύπτει η ανάγκη διανομής προσωρινού μερίσματος; Είναι, άραγε, εφικτή; Κι αν ναι υπό ποιες προϋποθέσεις; Περί αυτών σε επόμενη αρθρογραφία μας.-

     

     

    Σταύρος Κουμεντάκης

    Managing Partner

    Koumentakis and Associates Law Firm

     

     

    Σημ.: Το παρόν άρθρο αποτελεί τμήμα ευρύτερης ενότητας αρθρογραφίας της Δικηγορικής μας Εταιρείας για τις ΑΕ. Στην ενότητα αυτή επιχειρούμε την ανάλυση, άρθρο προς άρθρο-με business view, πάντα, προσέγγιση, του νόμου για τις ΑΕ (:4548/2018).

  • Μπορεί ο νόμος για τις ΑΕ να αξιοποιηθεί ως business opportunity;

    Μπορεί ο νόμος για τις ΑΕ να αξιοποιηθεί ως business opportunity;

    Μπορεί ο νόμος για τις ΑΕ να αξιοποιηθεί ως business opportunity;

    Τη σχετική βεβαιότητα κατέδειξε ο Managing Partner της Δικηγορικής μας Εταιρείας, κ. Σταύρος Κουμεντάκης, στα ανώτερα διοικητικά στελέχη του, από 25ετίας συνεργάτη μας, Ομίλου ARTION.

    Η σχετική ημερίδα ήταν η πρώτη της ενότητας με θέμα «Φωτίζοντας το νέο νόμο για τις Ανώνυμες Εταιρείες (Ν.4548/2018) και έλαβε χώρα στις φιλόξενες-κεντρικές εγκαταστάσεις του Ομίλου, στο Μαρούσι.

     

    Λίγα λόγια για την παρουσίαση

    Ο κ. Κουμεντάκης παρουσίασε το γενικότερο πλαίσιο του πρόσφατου νόμου για τις Ανώνυμες Εταιρείες και προχώρησε στην  παρουσίαση  των σημαντικότερων παραμέτρων του νομοθετήματος. Αξιοσημείωτο είναι πως οι επιμέρους πτυχές του φωτίστηκαν ακόμη περισσότερο μέσα από την σημαντική διάδραση και την ουσιαστική και συνεχή ανταλλαγή απόψεων με τους (εξαιρετικά υψηλού επιπέδου) συμμετέχοντες. Από τη συζήτηση αναδείχθηκαν καίρια ζητήματα, όπως η αναγκαιότητα της άμεσης και εξατομικευμένης προσαρμογής του καταστατικού και της λειτουργίας κάθε μίας ΑΕ στις ανάγκες της ίδιας και των μετόχων της. Ακόμη, διερευνήθηκαν οι παρεχόμενες από τον νέο νόμο ευχέρειες σε μια σειρά από κρίσιμα για τους επιχειρηματίες ζητήματα, όπως:

    • Η προστασία του επιχειρηματία και των «ανθρώπων» του
    • Η υποβοήθηση της διαδοχής
    • Η προσέλκυση (φθηνών) επενδυτικών κεφαλαίων
    • Η προσέλκυση και διατήρηση ικανών στελεχών
    • Η μείωση του λειτουργικού κόστους
    • Η αξιοποίηση της τεχνολογίας

     

     

    Λίγα λόγια για τον Όμιλο ARTION

    Ο Όμιλος Εταιρειών ARTION δραστηριοποιείται στο χώρο των λογιστικών, φοροτεχνικών, εξειδικευμένων συμβουλευτικών υπηρεσιών καθώς και υπηρεσιών μηχανογράφησης. Σήμερα, αριθμώντας ήδη περισσότερα από 40 έτη επιχειρηματικού βίου, 200+ έμπειρα/εξαιρετικά υψηλού επιπέδου στελέχη και 1.500+ πελάτες, έχει πλέον καθιερωθεί ως ένας από τους σημαντικότερους ελληνικούς ομίλους (αν όχι ο σημαντικότερος) του είδους του.

    Είμαστε περήφανοι που είμαστε συνεργάτες τους!

     

  • Προϋποθέσεις & Περιορισμοί  Διανομής Ποσών στους Μετόχους

    Προϋποθέσεις & Περιορισμοί Διανομής Ποσών στους Μετόχους

    Προϋποθέσεις & Περιορισμοί

    Διανομής Ποσών στους Μετόχους

    (άρ. 159 ν. 4548/2018)

    Σε προηγούμενη αρθρογραφία μας, μας απασχόλησε η υποχρέωση της ΑΕ για σχηματισμό τακτικού αποθεματικού. Το τελευταίο, δημιουργείται προς όφελος της εταιρικής περιουσίας και αποτελεί (όχι αμελητέο) περιορισμό στο δικαίωμα των μετόχων για απόληψη κερδών. Δεν θα πρέπει, πάντως, να διαλάθουν της προσοχής μας συγκεκριμένοι περιορισμοί και προϋποθέσεις για τη διανομή χρηματικών ποσών προς τους μετόχους. Περί αυτών το παρόν.

    Εισαγωγικά

    Βασικό μετοχικό δικαίωμα, συνυφασμένο με την μετοχή και τη φύση της κυριότητάς της, συνιστά το περιουσιακό δικαίωμα συμμετοχής στα κέρδη. Η διανομή των κερδών πλαισιώνεται με αναγκαστικού δικαίου ρυθμίσεις. Οι ρυθμίσεις αυτές προβλέπουν αυστηρούς όρους και προϋποθέσεις για την απόληψη των μερισμάτων, με σκοπό την προστασία των εταιρικών δανειστών. Η εν λόγω προστασία μοιάζει απολύτως εύλογη. Και, πολύ περισσότερο, αν ληφθούν υπόψη η απουσία ευθύνης των μετόχων για τα εταιρικά χρέη και η περιουσιακή αυτοτέλεια της ΑΕ σε σχέση με την περιουσία των μετόχων της.

    Η Αρχή Προστασίας του Μετοχικού Κεφαλαίου

    Οι υφιστάμενοι περιορισμοί για την απόληψη μερισμάτων εξυπηρετούν την «αρχή προστασίας ή διατήρησης του μετοχικού κεφαλαίου». Καθιερώνεται, στο πλαίσιο αυτών, ένας λογιστικός μηχανισμός, με την χρήση του οποίου τίθενται εμπόδια στη διανομή της εταιρικής περιουσίας, με σκοπό τη διατήρηση του μετοχικού κεφαλαίου. Υπό την έννοια του μετοχικού κεφαλαίου νοείται, λογιστικά, το ποσό, το οποίο αναγράφεται στο παθητικό του ισολογισμού (στην καθαρή θέση) και εκφράζει το μέγεθος της εταιρικής περιουσίας, που συγκεντρώνεται κατά την ίδρυση με τις εισφορές. Το μετοχικό κεφάλαιο πρέπει να μείνει αμετάβλητο. Σημειώνεται, πάντως, ότι δεν τίθενται υπό προστασία τα ίδια τα περιουσιακά στοιχεία, τα οποία αποτέλεσαν τη μετοχική εισφορά, υπό την έννοια της απαγόρευσης χρησιμοποίησης τους αλλά δεσμεύεται η αντίστοιχη αξία της εταιρικής περιουσίας.

    Η συγκεκριμένη αρχή έχει έρεισμα στον θεμελιώδη κανόνα της απαγόρευσης της άμεσης ή έμμεσης επιστροφής των εισφορών στους μετόχους (άρ.22 §2).  Οι μέτοχοι επιτρέπεται να αξιώσουν από την ΑΕ μόνο τα κέρδη που νόμιμα προκύπτουν με βάση τις ετήσιες χρηματοοικονομικές καταστάσεις. Ως «νομίμως προκύπτοντα» λογίζονται όσα αποτελούν το αποτέλεσμα των λογιστικών προσθαφαιρέσεων, όπως προσδιορίζονται από τη σχετική διάταξη (άρ.159) και στη συνέχεια αναλύονται. Κάθε περαιτέρω διανομή αποτελεί απαγορευμένη επιστροφή εισφοράς.

    Νομοθετική Ρύθμιση

    Ο νομοθέτης ρυθμίζει, με τη διάταξη του άρθρου 159 ν. 4548/2018, το ζήτημα της διανομής ποσών προς τους μετόχους με πρόβλεψη δύο ποσοτικών ορίων: ενός κατώτατου και ενός ανώτατου. Προσδιορίζει, συγκεκριμένα, το κατώτατο όριο του ύψους της εταιρικής περιουσίας, η υπέρβαση του οποίου συνιστά προϋπόθεση για ενεργοποίηση της δυνατότητας διανομής. Το ανώτατο ποσό, επίσης, το οποίο είναι δυνατό να διανεμηθεί από την εταιρική περιουσία-εφόσον στοιχειοθετείται η πρώτη προϋπόθεση.

    Το ύψος Της Εταιρικής Περιουσίας

    Προϋπόθεση της δυνατότητας διανομής κερδών προς τους μετόχους αποτελεί η υπέρβαση του ύψους των ιδίων κεφαλαίων, προσαυξημένων με τα ποσά που προβλέπονται στον νόμο. Η περιουσία δεν μπορεί να διανεμηθεί όταν δεν υπερβαίνει το συγκεκριμένο όριο αλλά κι όταν, μετά τη διανομή, θα υπολείπεται αυτού.

    Ίδια Κεφάλαια

    Σημείο αναφοράς για τη διανομή κερδών προς τους μετόχους αποτελεί το ποσό των «ιδίων κεφαλαίων» της ΑΕ. Από το ύψος τους εξαρτάται η ενεργοποίηση ή μη της δυνατότητας διανομής. Ως ίδια κεφάλαια λογίζεται η καθαρή θέση της ΑΕ, η οποία προκύπτει ύστερα από την αφαίρεση των υποχρεώσεων της ΑΕ από την αξία των περιουσιακών της στοιχείων.

    Προαπαιτούμενο της διανομής αποτελεί το ύψος της εταιρικής περιουσίας να υπερβαίνει το άθροισμα των ιδίων κεφαλαίων προσαυξημένων με τα ακόλουθα ποσά, τα οποία αναφέρονται στον ισολογισμό:

    (α) Το μετοχικό κεφάλαιο

    Αρχικά, τον λογιστικό «πήχη» για τη διανομή εταιρικής περιουσίας θέτει το μετοχικό κεφάλαιο. Ως κεφάλαιο, όμως, νοούμε εκείνο που, ήδη, έχει καταβληθεί. Στο δεύτερο εδάφιο της §1 του άρθρου 159 γίνεται λόγος για μείωση του ποσού του μετοχικού κεφαλαίου κατά το ποσό, το οποίο έχει καλυφθεί μεν αλλά δεν έχει καταβληθεί-όταν το τελευταίο δεν εμφανίζεται στο ενεργητικό του ισολογισμού. Η εν λόγω φράση, με την οποία προβλέπεται ότι είναι δυνατό να εμφανίζεται στο ενεργητικό του ισολογισμού το καλυφθέν ποσό του κεφαλαίου, ακόμα και αν δεν έχει καταβληθεί, αποτελεί μεταφορά από την Οδηγία (ΕΕ) 2017/1132. Ωστόσο, η εν λόγω μεταφορά δε είναι δυνατό να εφαρμοστεί κατά την ισχύουσα νομοθεσία για τα Ελληνικά Λογιστικά Πρότυπα. Και τούτο γιατί, σύμφωνα με αυτά, η καταγραφή στον ισολογισμό αφορά το καταβεβλημένο κεφάλαιο και όχι εκείνο που καλύφθηκε χωρίς να καταβληθεί. Επομένως, ως μετοχικό κεφάλαιο μόνον το ήδη καταβεβλημένο μπορεί να νοείται.

    (β) Αποθεματικά

    Στην έννοια των αποθεματικών της συγκεκριμένης διάταξης εντάσσεται το τακτικό αποθεματικό (άρ. 158). Και άλλα, επίσης, είδη αποθεματικών, ο σχηματισμός των οποίων επιβάλλεται από ειδική διάταξη νόμου αλλά και τα αποθεματικά ο σχηματισμός των οποίων προβλέπεται τυχόν από το καταστατικό.

    (γ) Λοιπά Μη Διανεμητέα Πιστωτικά Κονδύλια της Καθαρής Θέσης

    Στον λογιστικό πήχη προστίθενται και τα πιστωτικά κονδύλια της καθαρής θέσης της εταιρείας, τα οποία δε είναι δυνατό να διανεμηθούν (άρ.26 §1 ν.4308/2014). Στα λοιπά μη διανεμητέα πιστωτικά κονδύλια καθαρής θέσης περιλαμβάνονται το κονδύλι «υπέρ το άρτιο», το οποίο προκύπτει από την έκδοση μετοχών σε τιμή ανώτερη του αρτίου (άρ. 35 § 3), οι καταθέσεις μετόχων, οι όποιες αποτελούν ανέκκλητες προκαταβολές έναντι μελλοντικής αύξησης του μετοχικού κεφαλαίου (άρ. 20 § 3) (εν δυνάμει μετοχικό κεφάλαιο), το ποσό κόστους κτήσης των ιδίων τίτλων της εταιρείας, οι διαφορές εύλογης αξίας, οι οποίες προκύπτουν από την επιμέτρηση ενσώματων παγίων, διαθέσιμων προς πώληση και στοιχείων αντιστάθμισης ταμειακών ροών με τη μέθοδο της εύλογης αξίας (άρ. 26 § 1 στοιχ. δ και άρ. 24). Τέλος, οι συναλλαγματικές διαφορές, οι οποίες αφορούν νομισματικά στοιχεία (απαιτήσεις/υποχρεώσεις) σε ξένο νόμισμα σε επενδύσεις σε αλλοδαπή δραστηριότητα, και προκύπτουν κατά τη μετατροπή μεταξύ της ημέρας συναλλαγής και της ημέρας κλεισίματος του ισολογισμού.

    Όσον αφορά το κονδύλι των «αποτελεσμάτων εις νέον», αυτό δεν συμπεριλαμβάνεται στα αποθεματικά, αν και εντάσσεται στον υπολογαριασμό «Αποθεματικά και αποτελέσματα εις νέον». Σε αυτό εμπεριέχονται τα κέρδη ή οι ζημίες των προηγούμενων χρήσεων και της κλειόμενης περιόδου. Εάν το κονδύλιο των αποτελεσμάτων εις νέον εμφανίζει θετικό πρόσημο, τότε προστίθενται στα ίδια κεφάλαια αυξάνοντας το μέγεθος των ιδίων κεφαλαίων προσαυξημένων με τα ανωτέρω ποσά. Στην περίπτωση, αντίθετα, που είναι αρνητικό, αφαιρείται από τα ίδια κεφάλαια.

    (δ) Τα Μη Πραγματοποιημένα Κέρδη

    Τα «πραγματοποιημένα κέρδη», ορίζονται στη λογιστική ως τα κέρδη που είναι αποτέλεσμα συναλλαγών και γεγονότων. Αντίθετα, τα «μη πραγματοποιημένα κέρδη» προκύπτουν από θετικές μεταβολές, που προέρχονται από αυξομειώσεις στην αξία περιουσιακών στοιχείων ή υποχρεώσεων λόγω της εφαρμογής της μεθόδου επιμέτρησης στην εύλογη αξία (άρ. 24 ν.4308/2014).

    Μη πραγματοποιημένα κέρδη αποτελούν οι αναστροφές προβλέψεων και απομειώσεων. Πρόκειται για διόρθωση προβλέψεων και απομειώσεων που έλαβαν χώρα στο παρελθόν, οι οποίες όταν διενεργήθηκαν μείωσαν το αποτέλεσμα της χρήσης, και λόγω της μεταφοράς του αποτελέσματος της κάθε χρήσης στα αποτελέσματα εις νέον της καθαρής θέσης, η μείωση αυτή εξακολούθησε να βαραίνει και τις επόμενες χρήσεις. Έχει υποστηριχθεί πάντως και η άποψη ότι οι αναστροφές αυτές δεν θα πρέπει να προστεθούν στο κεφάλαιο, αλλά ότι θα πρέπει να αυξήσουν τα προς διάθεση κέρδη.

    Το Διανεμήσιμο Κέρδος

    Πέραν της ανωτέρω προϋπόθεσης (:το ύψος της εταιρικής περιουσίας να υπερβαίνει το άθροισμα των ιδίων κεφαλαίων προσαυξημένων με τα πραοαναφερθέντα κονδύλια), ο νομοθέτης θέτει περιορισμό και ως προς το ποσό που είναι δυνατό να διανεμηθεί στους μετόχους. Τα δεδομένα λαμβάνονται από την κατάσταση αποτελεσμάτων.

    Πρώτον για να είναι δυνατή η διανομή θα πρέπει η καθαρή θέση της εταιρείας (ίδια κεφάλαια) να υπερβαίνει το ποσό του μετοχικού κεφαλαίου προσαυξημένου με τα κονδύλια του άρθρου 159 (υπέρ το άρτιο, διαφορές εύλογης αξίας, αποθεματικά). Εφόσον πληρούται η συγκεκριμένη προϋπόθεση, αφαιρείται από το ποσό των ιδίων κεφαλαίων το άθροισμα του μετοχικού κεφαλαίου και των ανωτέρω κονδυλίων. Η διαφορά που προκύπτει αποτελεί το ανώτατο όριο, το οποίο αποτελεί το ποσό που δύναται να διανεμηθεί στους μετόχους.

    Κρίσιμος Χρόνος Υπολογισμού

    Κρίσιμος χρόνος για τον υπολογισμό των λογιστικών δεδομένων αποτελεί η ημερομηνία ισολογισμού, δηλαδή η ημερομηνία λήξης της περιόδου. Επομένως, λογιστικές μεταβολές που έλαβαν χώρα στα οικονομικά στοιχεία της εταιρείας σε χρόνο μεταγενέστερο της ημερομηνίας ισολογισμού, δεν θα ληφθούν υπόψη για την εξεύρεση των κερδών της συγκεκριμένης χρήσης.

     

    Η προστασία των εταιρικών δανειστών, ιδίως όμως η προστασία της ίδιας της ΑΕ επιβάλλει συγκεκριμένους, αυστηρούς, κανόνες και προϋποθέσεις όσον αφορά τα ποσά που είναι δυνατό να διανεμηθούν στους μετόχους. Τι συνιστά, όμως, διανομή; Περί αυτής σε επόμενη αρθρογραφία μας.

     

    Σταύρος Κουμεντάκης

    Managing Partner

    Koumentakis and Associates Law Firm

     

     

    Σημ.: Το παρόν άρθρο αποτελεί τμήμα ευρύτερης ενότητας αρθρογραφίας της Δικηγορικής μας Εταιρείας για τις ΑΕ. Στην ενότητα αυτή επιχειρούμε την ανάλυση, άρθρο προς άρθρο-με business view, πάντα, προσέγγιση, του νόμου για τις ΑΕ (:4548/2018).

  • Διενέργεια Έκτακτου Ελέγχου

    Διενέργεια Έκτακτου Ελέγχου

    Διενέργεια Έκτακτου Ελέγχου

    (άρ. 143 ν. 4548/2018)

    Σε προηγούμενη αρθρογραφία μας ασχοληθήκαμε με το δικαίωμα της μικρής μειοψηφίας και Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς για υποβολή αίτησης έκτακτου ελέγχου. Επίσης, με το αντίστοιχο δικαίωμα της μεγάλης μειοψηφίας. Στο παρόν θα ασχοληθούμε με τη διενέργεια του Έκτακτου Ελέγχου. Για τα πρόσωπα των ελεγκτών, τον διορισμό, την αμοιβή, το έργο και τις αρμοδιότητές τους. Επίσης για το περιεχόμενο, αυτό καθευατό, του έκτακτου ελέγχου.

    Ρυθμιστικό πλαίσιο

    Ο νομοθέτης επέλεξε να ρυθμίσει τα βασικά διαδικαστικά ζητήματα του έκτακτου ελέγχου. Εφαρμόζονται, κατά τα λοιπά-αναλογικά, οι διατάξεις για τον τακτικό έλεγχο.

    Διορισμός ελεγκτών

    Αρμόδια πρόσωπα για τη διενέργεια του έκτακτου ελέγχου είναι οι ελεγκτές εκείνοι, οι οποίοι θα διοριστούν από το αρμόδιο δικαστήριο-σε περίπτωση αποδοχής της σχετικής αίτησης.

    Η διάταξη προβλέπει ότι η ανάθεση του εν λόγω έργου γίνεται σε τουλάχιστον έναν «ορκωτό ελεγκτή λογιστή» ή σε «ελεγκτική εταιρεία». Ο νόμος 4449/2017 προσδιορίζει ποιο πρόσωπο είναι «Ορκωτός Ελεγκτής Λογιστής»: το φυσικό, εκείνο, πρόσωπο που έχει λάβει άδεια, σύμφωνα με τον νόμο, να διενεργεί υποχρεωτικούς ελέγχους. Κι αντίστοιχα για την «Ελεγκτική εταιρεία»: το νομικό πρόσωπο ή οποιαδήποτε άλλη οντότητα, ανεξαρτήτως νομικής μορφής, που έχει λάβει άδεια, να διενεργεί υποχρεωτικούς ελέγχους ή έχει λάβει άδεια από άλλο κράτος μέλος, σύμφωνα με την Οδηγία 2006/43/ ΕΚ, να διενεργεί υποχρεωτικούς ελέγχους.

    Το δικαστήριο, επιπλέον, έχει την ευχέρεια να διορίζει αντί των ανωτέρω (φυσικών και νομικών προσώπων/οντοτήτων) ως ελεγκτές κατόχους άδειας Λογιστή Φοροτεχνικού Α΄ τάξης του ν. 2515/1997, οι οποίοι είναι μέλη του Οικονομικού Επιμελητηρίου. Επισημαίνεται ότι η ευχέρεια αυτή του δικαστηρίου υφίσταται κατ’ εξαίρεση. Η ανάθεση θα πρέπει να λάβει χώρα σε ορκωτούς ελεγκτές όταν, λόγω της πολυπλοκότητας, του μεγέθους της εταιρείας ή/και τις ειδικές περιστάσεις υπό τις οποίες θα διενεργηθεί ο έλεγχος, απαιτείται ένα αυστηρότερο πλαίσιο στη διαδικασία ελέγχου.

    Στον κύκλο, τέλος, των προσώπων στα οποία μπορεί να ανατεθεί ο έλεγχος νομιμότητας και χρηστότητας της διοίκησης, ο οποίος απαιτεί ειδικότερες γνώσεις,  συμπεριλαμβάνονται και πρόσωπα, τα οποία τις διαθέτουν και κρίνεται αναγκαία η συνδρομή τους.

    Οι ελεγκτές είναι δυνατό να αντικατασταθούν με απόφαση του δικαστηρίου που τους διόρισε ύστερα από αίτημα εκείνων που ζήτησαν τον έλεγχο. Η αντικατάσταση μπορεί να προκύψει σε περίπτωση αδράνειας ή ανικανότητας εκείνου που διορίσθηκε ή, τέλος, σε περίπτωση παραιτήσεώς του.

    Οι αποφάσεις διορισμού και αντικατάστασης των ελεγκτών υπόκεινται σε ένδικα μέσα.

    Αμοιβή Ελεγκτών

    Η αμοιβή των ελεγκτών ορίζεται στην απόφαση με την οποία ανατίθενται τα καθήκοντα του ελεγκτή. Η αμοιβή πρέπει να καταβληθεί με την περάτωση του έργου του ελεγκτή.

    Το δικαστήριο, λαμβάνοντας υπόψιν τις όποιες ειδικές περιστάσεις, θα κρίνει αν θα επιρρίψει το βάρος καταβολής της αμοιβής στην εταιρεία ή στον αιτούντα. Επίσης, μπορεί να αποφασίσει μεν ότι θα βαρύνει τον αιτούντα μέτοχο η καταβολή της αμοιβής του ελεγκτή αλλά να του αναγνωρίζει το δικαίωμα να την αναζητήσει από την εταιρεία. Βασικό κριτήριο για το δικαστήριο αποτελεί, εύλογα, η διασφάλιση της καταβολής της αμοιβής του ελεγκτή. Αν κρίνει ότι λόγω της οικονομικής θέσης στην οποία έχει περιέλθει ή επίκειται να περιέλθει η εταιρεία, η τελευταία δε θα είναι σε θέση να την καταβάλει, θα βαρύνει τον αιτούντα. Αποτρέπεται, με τον τρόπο αυτό, η παρελκυστική άσκηση του δικαιώματος ελέγχου.

    Το ποσό που θα ορίσει το δικαστήριο ως αμοιβή μπορεί να αναθεωρηθεί. Η εν λόγω αναθεώρηση είναι δυνατό να προκύψει, όταν μετά την ολοκλήρωση του ελέγχου διαπιστώνεται ότι το έργο των ελεγκτών ήταν σημαντικά μικρότερης ή μεγαλύτερης έκτασης από ό,τι είχε υπολογιστεί. Η αμοιβή αναθεωρείται ύστερα από αίτηση του ελεγκτή ή εκείνου που  βαρύνεται με την καταβολή της.

    Τα δικαιώματα, υποχρεώσεις και καθήκοντα των Ελεγκτών

    Όπως ήδη αναφέρθηκε, ανάμεσα στα πρόσωπα στα οποία μπορεί να ανατεθεί ο έλεγχος εντάσσονται και οι ορκωτοί ελεγκτές λογιστές. Τα εν λόγω πρόσωπα υπάγονται στις ρυθμίσεις του νόμου 4449/2017 και βαρύνονται με τις εκεί αναφερόμενες υποχρεώσεις και καθήκοντα. Πέραν από τα ανωτέρω οι ελεγκτές κάθε κατηγορίας (τόσο οι ορκωτοί ελεγκτές όσο και οι λογιστές Α΄ τάξης) διαθέτουν το δικαίωμα ενημέρωσης και την υποχρέωση εχεμύθειας  που έχει ο τακτικός ελεγκτής. Γι’ αυτό και πρέπει να τους παρέχεται απρόσκοπτη πρόσβαση στα βιβλία και στοιχεία που είναι απαραίτητα για την εκπλήρωση του έργου τους. Η ίδια η απόφαση του δικαστηρίου μπορεί να προβλέπει ειδικότερα δικαιώματα και υποχρεώσεις τους.

    Η παραβίαση του καθήκοντος εχεμύθειας αλλά και η παρακώλυση του έργου των ελεγκτών ή μη παροχή των αναγκαίων για τον έλεγχο πληροφοριών, επισύρει ποινικές κυρώσεις (άρ. 178 και 179 αντίστοιχα).

    Περάτωση Του Ελέγχου

    Η δικαστική απόφαση μπορεί να ορίσει και την προθεσμία εντός της οποίας οφείλουν οι ελεγκτές να περατώσουν το έργο τους. Σε κάθε περίπτωση, αν δεν έχει οριστεί σχετικό χρονικό περιθώριο, οφείλουν να ολοκληρώσουν τον έλεγχο χωρίς υπαίτια καθυστέρηση.

    Στην περίπτωση που οι ελεγκτές δεν καταφέρουν να τηρήσουν την προβλεπόμενη προθεσμία, εφόσον κρίνεται και αποδεικνύεται ότι οι εργασίες του ελέγχου ήταν μεγαλύτερης έκτασης από ότι είχε, αρχικά, υπολογιστεί, το δικαστήριο μπορεί να παρατείνει την προθεσμία διενέργειάς του.

    Την ολοκλήρωση των εργασιών ακολουθεί η σύνταξη και υποβολή της έκθεσης έκτακτου ελέγχου. Στα πρόσωπα, στα οποία υποβάλλεται η εν λόγω έκθεση, συγκαταλέγεται η ίδια η εταιρεία αλλά και οι αιτούντες (ακόμη και στην περίπτωση που δε διαθέτουν πλέον τη μετοχική ιδιότητα). Το Διοικητικό Συμβούλιο οφείλει να ενημερώσει τους μετόχους της ΑΕ στην πρώτη, επόμενη, Γενική της Συνέλευση.

    Στην περίπτωση που η ελεγχόμενη εταιρεία είναι εισηγμένη, η έκθεση υποβάλλεται και στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς-ακόμη και αν δεν είχε αιτηθεί αυτή τον έλεγχο.

    Στην περίπτωση, τέλος, που διαπιστωθεί τέλεση αξιόποινων πράξεων, η έκθεση υποβάλλεται και στην αρμόδια εισαγγελική Αρχή.

    Το περιεχόμενο του Έκτακτου Ελέγχου

    Ο έλεγχος νομιμότητας, ο οποίος διατάσσεται από το δικαστήριο, αφορά την πιθανολογούμενη πράξη ή παράλειψη, η οποία αναφέρεται στην αίτηση των μετόχων. Κατά την κρατούσα θέση στη νομολογία, τα αρμόδια δικαστήρια διατάζουν τη διενέργεια ελέγχου νομιμότητας και σκοπιμότητας της διαχείρισης της εταιρείας κατά τρόπο γενικό, χωρίς να εξειδικεύουν το αντικείμενο του ελέγχου (1484/2019 ΑΠ, ΤΝΠ Qualex). Ωστόσο, το γράμμα και ο σκοπός του νόμου, σύμφωνα με τη θεωρία, θέτουν συγκεκριμένες προϋποθέσεις για την πλήρωση των οποίων απαιτείται περιορισμός του εύρους του ελέγχου που διατάσσεται. Στην περίπτωση που, ειδικότερα, ο νομοθέτης απαιτεί συγκεκριμένους λόγους για τους οποίους θα αιτηθεί έλεγχο το δικαιούμενο πρόσωπο, ο έλεγχος πρέπει να περιορίζεται στις συγκεκριμένες πράξεις και όχι γενικά και αφηρημένα σε κάθε πτυχή της διοίκησης της εταιρείας (ΜονΠρωτ Ρόδου 31/2018, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

     

    Ο έκτακτος έλεγχος της ΑΕ που προβλέπεται στον νόμο διενεργείται από συγκεκριμένα πρόσωπα και διέπεται, επίσης, από συγκεκριμένους κανόνες. Αντίστοιχοι, βέβαια, είναι και οι κανόνες που διέπουν την αμοιβή, το έργο και τις αρμοδιότητες των ελεγκτών. Και, καθώς, συγκεκριμένες είναι οι αιτίες και αιτιάσεις που κατατείνουν στη διενέργεια των ελέγχων τους, συγκεκριμένο και περιορισμένο θα πρέπει να είναι και το εύρος του: για τη διασφάλιση των συμφερόντων της ίδιας της ΑΕ.-

     

    Σταύρος Κουμεντάκης

    Managing Partner

    Koumentakis and Associates Law Firm

     

     

    Σημ.: Το παρόν άρθρο αποτελεί τμήμα ευρύτερης ενότητας αρθρογραφίας της Δικηγορικής μας Εταιρείας για τις ΑΕ. Στην ενότητα αυτή επιχειρούμε την ανάλυση, άρθρο προς άρθρο-με business view, πάντα, προσέγγιση, του νόμου για τις ΑΕ (:4548/2018).

  • Αίτηση Έκτακτου Ελέγχου Μικρής Μειοψηφίας & Επ. Κεφαλαιαγοράς

    Αίτηση Έκτακτου Ελέγχου Μικρής Μειοψηφίας & Επ. Κεφαλαιαγοράς

    Αίτηση Έκτακτου Ελέγχου Μικρής Μειοψηφίας & Επ. Κεφαλαιαγοράς

     (άρ. 142 §§ 1, 2 & 5 ν. 4548/2018)

    Μας απασχόλησαν, ήδη, τα δικαιώματα που παρέχει ο νομοθέτης στους μετόχους της μειοψηφίας. Εδώ θα μας απασχολήσει ακόμα ένα σημαντικό προνόμιο, που τους παρέχει ο νομοθέτης για την εξασφάλιση της θέσης και δικαιωμάτων τους. Πρόκειται για την αίτηση Έκτακτου Ελέγχου της εταιρείας. Το συγκεκριμένο (σχετικά περιορισμένο) δικαίωμα αναγνωρίζεται στη μικρή μειοψηφία και την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς καθώς και (ευρύτερο) στη μεγάλη μειοψηφία. Εδώ θα μας απασχολήσει το πρώτο.

    Γενικά

    Σκοπός

    Σκοπός της αίτησης Έκτακτου Ελέγχου της εταιρείας αποτελεί η πληρέστερη ενημέρωση των μετόχων (και της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς-όσον αφορά εισηγμένες εταιρείες) για τυχόν πλημμέλειες στη διοίκηση της εταιρείας, οι οποίες δεν εντοπίστηκαν κατά τον Τακτικό Έλεγχο. Επίσης, για συγκέντρωση αποδεικτικών στοιχείων με σκοπό την άσκηση αγωγής αποζημίωσης στην περίπτωση πλημμελούς άσκησης των διαχειριστικών καθηκόντων από το ΔΣ, εξαιτίας της οποίας προκλήθηκε ζημία στην εταιρεία.

    Διάκριση από Τακτικό Έλεγχο

    Η διενέργεια έκτακτου ελέγχου αντιδιαστέλλεται με τον τακτικό έλεγχο. Ο τελευταίος αφορά τον έλεγχο της λογιστικής και διαχειριστικής κατάστασης της εταιρείας και τις χρηματοοικοικονομικές της καταστάσεις. Η διενέργεια του είναι κατά κανόνα υποχρεωτική και λαμβάνει χώρα σε διαρκή βάση από τους διορισμένους ελεγκτές της ΑΕ. Δεν ρυθμίζεται στον νόμο για τις ΑΕ (:ν.4548/2018) αλλά σε ειδικότερο νομοθέτημα (:ν.4449/2017).

    Ο Τακτικός και ο Έκτακτος Έλεγχος σε κάποια σημεία τέμνονται. Συνιστούν, όμως, ανεξάρτητες διαδικασίες. Σημαντικό να σημειωθεί πως ο ένας έλεγχος δεν αποκλείει τον άλλο: η έγκριση των χρηματοοικονομικών καταστάσεων και της διαχείρισης του ΔΣ δεν αποκλείει τη διενέργεια Έκτακτου Ελέγχου. Υποστηρίζεται, μάλιστα (κι όχι άδικα), πως ο Έκτακτος Έλεγχος λειτουργεί συμπληρωματικά στον Τακτικό και καλύπτει όσες πτυχές εκφεύγουν του αντικειμένου και ορίων του τελευταίου.

    Προϋποθέσεις

    Υποβολή Αίτησης

    Εκείνοι στους οποίους αναγνωρίζεται το συγκεκριμένο δικαίωμα οφείλουν να υποβάλουν αίτηση στο αρμόδιο δικαστήριο για τη διενέργεια Έκτακτου Ελέγχου και τον διορισμό ελεγκτών, που θα αναλάβουν το συγκεκριμένο έργο.

    Δικαιούχοι

    Δικαιούνται να υποβάλλουν αίτηση διενέργειας Έκτακτου Ελέγχου μέτοχοι της «μικρής» μειοψηφίας. Αναγκαία προϋπόθεση, επομένως, είναι να συγκεντρώνει/νουν ποσοστό ίσο, κατ’ ελάχιστο, με το 1/20 του καταβεβλημένου μετοχικού κεφαλαίου.

    Θα πρέπει να υπογραμμισθεί, εκ περισσού, πως δεν μπορεί να προβεί στην άσκηση του συγκεκριμένου δικαιώματος οποιοσδήποτε μέτοχος-αποκλειστικά και μόνο επειδή διαθέτει τη μετοχική ιδιότητα κι ανεξάρτητα από το ποσοστό του. Ο αποκλεισμός ενός τέτοιου ενδεχόμενου και η απαραίτητη συγκέντρωση ενός ελάχιστου ποσοστού αποκλείει τη διακινδύνευση κοινολόγησης απόρρητων πληροφοριών της εταιρείας σε οποιονδήποτε-και τον κάτοχο, έστω, μιας μετοχής της ΑΕ. Επιπλέον, με την πρόβλεψη ενός ελάχιστου ποσοστού εξισορροπούνται, ως κάποιο βαθμό, τα συμφέροντα των μετόχων της μειοψηφίας με αυτά της εταιρείας.

    Το αναγκαίο ποσοστό του μετοχικού κεφαλαίου

    Στα δικαιώματα μειοψηφίας (άρ.141), που ήδη μας απασχόλησαν, το απαραίτητο ποσοστό μπορεί να μειωθεί με καταστατική πρόβλεψη, με κατώτατο όριο το ½ εκείνου που προβλέπεται στον νόμο. Το εν λόγω ποσοστό δεν μπορεί, όμως, να αυξηθεί αλλά ούτε και να τεθούν επιπλέον προϋποθέσεις και περιορισμοί για την άσκηση του δικαιώματος ελέγχου.

    Κρίσιμος χρόνος κατά τον οποίο πρέπει να διαθέτει την ιδιότητα του μετόχου ο αιτών (μέτοχος) και να συγκεντρώνει το ελάχιστο μετοχικό ποσοστό είναι ο χρόνος άσκησης του δικαιώματος. Υποστηρίζεται και η άποψη σύμφωνα με την οποία η ιδιότητα και το ποσοστό πρέπει να εξακολουθούν να υφίστανται και κατά την συζήτηση της αίτησης στο δικαστήριο. Η άποψη αυτή, ωστόσο, αφήνει το περιθώριο στην πλειοψηφία να προβεί στην αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου με αποτέλεσμα να μειωθεί το ποσοστό των αιτούντων και να μην πληρούται η προϋπόθεση του ελάχιστου καταβεβλημένου μετοχικού κεφαλαίου. Ισορροπώντας ανάμεσα στις δύο θέσεις μια τρίτη άποψη προτείνει την προϋπόθεση συγκέντρωσης του κεφαλαίου και κατά την συζήτηση αλλά αν έχει μεσολαβήσει αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου και μείωση του ποσοστού που συγκεντρώνουν οι αιτούντες, αρκούνται στην απόδειξη ότι διαθέτουν τον αριθμό των μετοχών που ήταν απαραίτητος για να ασκήσουν το δικαίωμα κατά το χρόνο άσκησης του.

    Επί επικαρπίας και ενεχύρου μετοχών, το δικαίωμα που εδώ ερευνάται, ανήκει στο πρόσωπο που διαθέτει, κατά τα συμφωνηθέντα, το δικαίωμα ψήφου (άρθρο 54 §3). Eπί συγκυριότητας μετοχών πρέπει να οριστεί ειδικός εκπρόσωπος για να προβεί στην άσκησή του.

    Πέρα από τους μετόχους της «μικρής» μειοψηφίας, επί εισηγμένων εταιρειών δυνατότητα να αιτηθεί Έκτακτο έλεγχο διαθέτει και η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς. Ο νομοθέτης ζυγίζοντας τη βαρύτητα που έχει η λειτουργία της ΑΕ για την εθνική οικονομία και το γεγονός ότι τα συμφέροντα που διακυβεύονται γύρω από αυτήν, ξεπερνούν τα ενδοεταιρικά, παρέσχε το εν λόγω δικαίωμα και στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς.

    Η απόδειξη συγκέντρωσης του ελάχιστου ποσοστού

    Διαδικαστική προϋπόθεση της δίκης (η οποία όταν ελλείπει η αίτηση απορρίπτεται ως ουσία αβάσιμη) είναι η απόδειξη του αριθμού των μετοχών που συγκεντρώνει ο αιτών. Ο τρόπος απόδειξης είναι ταυτόσημος με αυτόν που απαιτείται για τα λοιπά δικαιώματα μειοψηφίας του άρθρου 141 ν.4548/2018.

    Χρονικό Περιθώριο Υποβολής Αίτησης

    Η υποβολή αίτησης ελέγχου υπόκειται σε χρονικό περιορισμό. Δεν είναι δυνατό να ασκηθεί μετά την παρέλευση τριών ετών από την έγκριση των χρηματοοικονομικών καταστάσεων της χρήσης, εντός της οποίας είχαν τελεστεί οι πράξεις (ή παραλείψεις) που καταγγέλθηκαν.

    Αρμόδιο Δικαστήριο και Διαδικασία

    Αρμόδιο να δικάσει την αίτηση ελέγχου είναι το Μονομελές Πρωτοδικείο της έδρας της ΑΕ με τη διαδικασία της εκούσιας διαδικασίας.

    Διχογνωμία υφίσταται γύρω από το ζήτημα της φύσης της συγκεκριμένης υπόθεσης, δηλαδή αν πρόκειται για υπόθεση γνήσιας ή μη γνήσιας εκούσιας διαδικασίας. Σύμφωνα με μερίδα της νομολογίας, πρόκειται περί μη γνήσιας υπόθεσης εκούσιας δικαιοδοσίας. Στο πλαίσιο αυτής η αίτηση (οφείλει να) στρέφεται κατά του νομικού προσώπου της Α.Ε. αλλά και κατά των ελεγχόμενων μελών του ΔΣ, που υπέπεσαν στις παραβάσεις, οπότε ομοδικούν με το νομικό πρόσωπο της εταιρίας (ΚΠολΔ 74 § 2) (ΕφΑθ 46/2021 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Ωστόσο, υφίσταται και αντίθετη άποψη, η οποία υποστηρίζεται με παλαιότερη νομολογία, κατά την οποία ως γνήσια υπόθεση εκούσιας δικαιοδοσίας η αίτηση δεν στρέφεται κατά της ΑΕ, πλην όμως αυτή δύναται να ασκήσει παρέμβαση για να καταστεί διάδικο μέρος (ΕφΑθ 4958/1994 ΕΕμπΔ 1994).

    Λόγοι Αίτησης Ελέγχου Και Πιθανολόγηση Παραβίασης

    Η διάταξη αναφέρει ότι οι μέτοχοι της μικρής μειοψηφίας δικαιούνται να ζητήσουν τον έλεγχο της εταιρείας, εφόσον πιθανολογούν την παραβίαση διατάξεων του νόμου, του καταστατικού ή αποφάσεων της ΓΣ.

    Όπως ρητά αναφέρει η διάταξη, απαιτείται πιθανολόγηση παραβίασης και όχι η βεβαιότητα. Ο αιτών πιθανολογεί την ύπαρξη συγκεκριμένων πραγματικών περιστατικών και όχι την πιθανολόγηση παραβιάσεων (1484/2019 ΑΠ, ΤΝΠ Qualex).

    Η παραβίαση αυτών λαμβάνει χώρα κατά την άσκηση της διοίκησης της εταιρείας. Ελλείψει ειδικότερης πρόβλεψης κάθε παραβίαση, ανεξάρτητητα από αντικείμενο και (παραβιαζόμενη) διάταξη, μπορεί να αποτελέσει λόγο για έλεγχο. Ωστόσο, υπάρχει και αντίθετη άποψη στη νομολογία, σύμφωνα με την οποία οι παραβιασθείσες διατάξεις πρέπει να αφορούν τα συμφέροντα της μειοψηφίας (1484/2019 ΑΠ, Qualex). Ακόμα και αν δεν υιοθετηθεί η τελευταία θέση, δε φαίνεται δυνατή η προβολή ως λόγου για έλεγχο της παραβίασης διάταξης επουσιώδους σημασίας.

    Τα πραγματικά περιστατικά μπορεί να είναι πράξεις ή παραλείψεις εταιρικών οργάνων κατά την άσκηση της διοίκησης της εταιρείας. Απαιτείται η αναφορά συγκεκριμένων πράξεων ή παραλείψεων και όχι η αόριστη καταγγελία για παραβιάσεις διατάξεων και αποφάσεων. Επομένως, πρέπει να εξειδικεύονται στην αίτηση συγκεκριμένες πράξεις ή παραλείψεις (αρκεί και μόνον μία).

    Νομολογιακά παραδείγματα πράξεων και παραλείψεων που συνιστούν παραβάσεις του νόμου αποτελούν η παράβαση των διατυπώσεων του νόμου για την πιστοποίηση της αύξησης του κεφαλαίου (763/1999, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), η εγγραφή διογκωμένων εξόδων στα εταιρικά βιβλία (444/2009 ΕφΠειρ, ΤΝΠ Qualex), η παράβαση φορολογικών διατάξεων (4958/1994 ΕφΑθηνών, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) κλπ.

    Αφού διαπιστωθεί ότι πράγματι υπήρξε το συγκεκριμένο γεγονός, το δικαστήριο θα προβεί στην υπαγωγή και στον χαρακτηρισμό της πράξης ή παράλειψης ως παραβίασης (ή όχι) και, συνακόλουθα, θα διατάξει (ή όχι) έκτακτο έλεγχο.

     

    Η εξουσία που παρέχεται στη μικρή μειοψηφία (1/20 και πλέον) των μετοχών της ΑΕ να ζητήσουν τη διενέργεια έκτακτου ελέγχου της είναι, κατά βάση, εξαιρετικά ευρεία. Το ερώτημα όμως που θα απασχολήσει τον δικαστή που θα κληθεί να λάβει τη σχετική απόφαση είναι κρίσιμο: δικαιολογείται ο αιτούμενος έλεγχος της ΑΕ, η αναστάτωση επιφέρει και συνέπειές του, από τη φύση και βαρύτητα των καταγγελλομένων; Αντίστοιχο ερώτημα (που, μάλιστα, τίθεται περισσότερο έντονα) είναι εκείνο που αφορά δυνητικό αίτημα της μεγάλης, λεγόμενης, μειοψηφίας της ΑΕ (1/5 και πλέον των μετοχών της ΑΕ). Περί του τελευταίου, αυτού, ελέγχου σε επόμενη αρθρογραφία μας.-

     

     

    Σταύρος Κουμεντάκης

    Managing Partner

    Koumentakis and Associates Law Firm

     

     

    Σημ.: Το παρόν άρθρο αποτελεί τμήμα ευρύτερης ενότητας αρθρογραφίας της Δικηγορικής μας Εταιρείας για τις ΑΕ. Στην ενότητα αυτή επιχειρούμε την ανάλυση, άρθρο προς άρθρο-με business view, πάντα, προσέγγιση, του νόμου για τις ΑΕ (:4548/2018).

     

     

  • Ατομικά Δικαιώματα Μειοψηφίας:  Δικαίωμα Πληροφόρησης Για Θέματα Ημερήσιας Διάταξης ΓΣ

    Ατομικά Δικαιώματα Μειοψηφίας: Δικαίωμα Πληροφόρησης Για Θέματα Ημερήσιας Διάταξης ΓΣ

    Ατομικά Δικαιώματα Μειοψηφίας:

    Δικαίωμα Πληροφόρησης Για Θέματα Ημερήσιας Διάταξης ΓΣ

     (άρ. 141 §6 εδ.α ν. 4548/2018)

    Σε προηγούμενη αρθρογραφία μας, μας απασχόλησαν τα συλλογικά δικαιώματα της μικρής και της μεγάλης μειοψηφίας των μετόχων της ΑΕ. Στο πλαίσιο της ίδιας θεματικής θα αναφερθούμε, εδώ, στα ατομικά δικαιώματα των μετόχων μειοψηφίας. Συγκεκριμένα, στο δικαίωμα παροχής πληροφοριών σχετικών με τα θέματα της ημερήσιας διάταξης της Γενικής Συνέλευσης.

    Γενικά

    Τα δικαιώματα πληροφόρησης, ως μετοχικά δικαιώματα μειοψηφίας, συνιστούν ένα από τα σημαντικότερα εργαλεία που παρέχονται στον μέτοχο της ΑΕ. Στην ενότητα των δικαιωμάτων πληροφόρησης μας έχουν απασχολήσει, ήδη, το δικαίωμα πληροφόρησης για  καταβολές και παροχές προς μέλη ΔΣ και διευθυντές καθώς και το δικαίωμα πληροφόρησης για την πορεία των εταιρικών υποθέσεων. Με την άσκηση των συγκεκριμένων δικαιωμάτων, εξασφαλίζεται η πρόσβαση σε πληροφορίες χρήσιμες για την εξασφάλιση της διαφάνειας στη διαχείριση της εταιρείας. Επίσης για την προετοιμασία όσον αφορά την άσκηση του δικαιώματος ψήφου στη ΓΣ. Ο τελευταίος, αυτός, σκοπός επιδιώκεται, κυρίως, και με το δικαίωμα παροχής πληροφοριών που συνδέονται με τα θέματα της ημερήσιας διάταξης.

    Πρόκειται για δικαίωμα ενωσιακής προέλευσης: η ενσωμάτωσή του στην ελληνική έννομη τάξη επήλθε λόγω των επιταγών της Οδηγίας 2007/36/ΕΚ. Η τελευταία υποχρέωνε τη θέσπιση σχετικού δικαιώματος εισηγμένες ΑΕ. Ωστόσο, ο Έλληνας νομοθέτης επέκτεινε (και ορθά) την εν λόγω πρόβλεψη και στις μη εισηγμένες.

    Προϋποθέσεις

    Οι προϋποθέσεις γέννησης του συγκεκριμένου δικαιώματος πληροφόρησης είναι οι εξής:

    (α) Δικαιούχοι

    Το συγκεκριμένο δικαίωμα συνιστά, όπως ήδη αναφέρθηκε, ατομικό δικαίωμα. Η κατηγοριοποίηση του στον κύκλο των ατομικών δικαιωμάτων σημαίνει πως δεν είναι απαραίτητη η συγκέντρωση ενός ελάχιστου ποσοστού μετοχικού κεφαλαίου. Αντίθετα, νομιμοποιούνται στην άσκηση του όλοι οι μέτοχοι, με την κτήση, και μόνον, της ιδιότητας του μετόχου.

    (β) Απόδειξη Μετοχικής Ιδιότητας

    Η άσκηση του συγκεκριμένου δικαιώματος προϋποθέτει την απόδειξη της μετοχικής ιδιότητας με κάθε πρόσφορο τρόπο. Τα σχετικά αποδεικτικά έγγραφα πρέπει να συνοδεύουν την αίτηση του μετόχου.

    (γ) Τρόπος Άσκησης του Δικαιώματος

    Η αίτηση πρέπει να απευθύνεται προς την ΑΕ-νομίμως εκπροσωπούμενη από το ΔΣ και παραλαμβάνεται από το αρμόδιο πρόσωπο. Ως αρμόδιο να παραλαμβάνει έγγραφα  πρόσωπο νοείται ο νόμιμος εκπρόσωπος της εταιρείας. Καθώς υπόχρεο για την ικανοποίηση του δικαιώματος είναι το ΔΣ, το μέλος που παραλαμβάνει την αίτηση οφείλει να ενημερώσει τα λοιπά μέλη. Επισημαίνεται ότι η παραλαβή του μόνο από αυτόν δεν οδηγεί σε αποκλεισμό της ευθύνης των υπολοίπων.

    (δ) Χρόνος Άσκησης Του Δικαιώματος

    Η άσκηση του δικαιώματος πρέπει να γίνει πέντε (5) πλήρεις ημέρες πριν τη συνεδρίαση της ΓΣ. Η πρόβλεψη ορισμένης προθεσμίας εξυπηρετεί το συμφέρον της ΑΕ, η οποία δια του ΔΣ οφείλει να παράσχει πληροφόρηση. Και, εύλογα, καθώς απαιτείται κάποιο χρονικό διάστημα προετοιμασίας του ΔΣ, τόσο για να αποφασίσει την χορήγηση ή μη πληροφόρησης όσο και για να τη συγκεντρώσει. Στην περίπτωση που δεν τηρηθεί η εν λόγω προθεσμία, δεν ασκείται νομότυπα το εν λόγω δικαίωμα και δε γεννάται η αντίστοιχη υποχρέωση του ΔΣ για παροχή πληροφοριών. Η εκπρόθεσμη αίτηση μόνον ευχέρεια γεννά του ΔΣ να παράσχει πληροφόρηση και όχι υποχρέωση.

    Αντικείμενο Πληροφόρησης

    Ο νομοθέτης παρέχει το συγκεκριμένο μετοχικό δικαίωμα πληροφόρησης, προβλέποντας ευρύ υποκειμενικό πεδίο εφαρμογής, καθώς νομιμοποιεί κάθε μέτοχο για την άσκηση του-ανεξάρτητα από το μετοχικό κεφάλαιο που εκπροσωπεί. Περιορίζεται, ωστόσο, η ευρεία αυτή ευχέρεια στο αντικειμενικό πεδίο εφαρμογής, για το οποίο θέτει διπλό περιορισμό:

    Ο πρώτος περιορισμός αναφέρεται στο είδος των πληροφοριών: θα πρέπει να είναι σχετικές, αποκλειστικά, με τα θέματα της ημερήσιας διάταξης. Οι πληροφορίες, την χορήγηση των οποίων αιτείται, θα πρέπει όχι μόνον να συνδέονται με κάποιο από τα θέματα που αναγράφονται στην ημερήσια διάταξη αλλά απαιτείται και ρητή αναφορά του μετόχου στο ειδικό θέμα με το οποίο συνδέονται. Κρίσιμο είναι, επίσης, οι πληροφορίες να είναι χρήσιμες για την πραγματική εκτίμηση των θεμάτων της ημερήσιας διάταξης. Διευκρινίζεται στο σημείο αυτό πως χρήσιμη θεωρείται η πληροφορίαμ που αφορά στοιχείο αιτιώδες για την οικεία απόφαση της συνέλευσης (1130/2020 ΠΠρΑθηνών, ΤΝΠ Qualex).

    Ο δεύτερος, προβλεπόμενος, περιορισμός αφορά την έκταση της πληροφορίας. Δεν πρόκειται για γενικό δικαίωμα πληροφόρησης: οι πληροφορίες θα  πρέπει να είναι συγκεκριμένες και εξατομικευμένες. Δεν κρίνεται, βέβαια, ως συγκεκριμένη η αίτηση για έκθεση του ΔΣ για τα όσα συμβαίνουν γενικά στην εταιρεία ή για ορισμένο κλάδο της δράσης της. Μια τέτοια αίτηση μόνο στο πλαίσιο του δικαιώματος για την πορεία των εταιρικών υποθέσεων θα μπορούσε να νοηθεί και μόνο υπό τις εκεί διαλαμβανόμενες προϋποθέσεις να υποβληθεί. Ο περιορισμός, πάντως, του περιεχομένου της αίτησης και της αντίστοιχης πληροφόρησης δικαιολογείται από τη δυνατότητα άσκησης του δικαιώματος από κάθε μέτοχο, χωρίς να αξιώνονται περαιτέρω (πρόσθετες ή ειδικότερες) προϋποθέσεις.

    Εφόσον οι πληροφορίες δεν ζητήθηκαν με την ανωτέρω διαδικασία, ακόμα κι αν σχετίζονται με τα θέματα ημερήσιας διάταξης, δεν υποχρεούται το ΔΣ να τις παράσχει.

    Αποτελέσματα Νομότυπης Άσκησης

    Η νομότυπη άσκηση του ανωτέρω δικαιώματος γεννά υποχρέωση του ΔΣ να παράσχει τις αιτούμενες πληροφορίες. Η πληροφόρηση παρέχεται από τον πρόεδρο του ΔΣ προς τη ΓΣ. Σε περίπτωση που θα σωρευθούν περισσοτέρα αιτήματα πληροφόρησης με το ίδιο περιεχόμενο αρκεί η απάντηση κατά ενιαίο τρόπο.

    Το σχετικό αίτημα είναι δυνατό να υποβληθεί εγγράφως ή προφορικά.  Νομολογιακά έχει κριθεί ότι, παρά το γεγονός ότι το γράμμα του νόμου δεν απαιτεί ρητά έγγραφη ικανοποίηση του αιτήματος, η πληρέστερη και σαφέστερη ενημέρωση του μετόχου επιτυγχάνεται με τη χορήγηση εγγράφου, το οποίο περιλαμβάνει αναλυτική ενημέρωση για τις αιτηθείσες πληροφορίες (49/2018, Δωδεκανήσων, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

    Η χορήγηση των πληροφοριών είναι υποχρεωτικό να παρασχεθεί ακόμα κι αν ο αιτών απουσιάζει από τη συνεδρίαση. Επισημαίνεται ότι δεν μπορούν να παρασχεθούν, μόνον, σε ειδικό εκπρόσωπο των αιτούντων: η χορήγησή τους θα πρέπει να λάβει χώρα εντός της συνεδρίασης της ΓΣ.

    Το ΔΣ απαλλάσσεται από την υποχρέωση παροχής πληροφοριών, στην περίπτωση που ο αιτών παραιτηθεί από το υποβληθέν αίτημά του, πριν την χορήγησή τους ενώπιον της ΓΣ. Στην περίπτωση, επίσης, που οι πληροφορίες είναι ήδη δημοσιευμένες στο διαδικτυακό τόπο της εταιρείας (κυρίως υπό τη μορφή ερωτοαπαντήσεων).  Ωστόσο, ακόμα κι αν η αιτούμενη πληροφορία περιλαμβάνεται σε έκθεση ΔΣ ή ελεγκτών ή χρηματοοικονομικές καταστάσεις ή σε άλλο έγγραφο, στο οποίο έχει πρόσβαση ο μέτοχος, το ΔΣ εξακολουθεί να οφείλει την χορήγηση τους.

    Επισημαίνεται ότι η αρμοδιότητα λήψης απόφασης για χορήγηση ή μη των πληροφοριών ανήκει αποκλειστικά στο ΔΣ˙ η ΓΣ δεν νομιμοποιείται να αποφανθεί περί της μη χορήγησής της. Σχετική απόφαση της ΓΣ θα είναι άκυρη ως μη νόμιμη (άρ.174 και 180 ΑΚ) και, φυσικά, δεν απαλλάσσει το ΔΣ από τις ευθύνες του.

    Αποχρών Ουσιώδης Λόγος Άρνησης

    Το ΔΣ απαλλάσσεται από την υποχρέωση παροχής των πληροφοριών που ζητούνται όταν, κυρίως, υφίσταται αποχρών ουσιώδης λόγος. Ένας τέτοιος λόγος, πάντως, πρέπει να ανακοινωθεί στη ΓΣ και, φυσικά, να αναγραφεί στα πρακτικά της. Η βασιμότητα του λόγου άρνησης μπορεί να αμφισβητηθεί με αίτηση (μη γνήσιων) ασφαλιστικών μέτρων ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου. Ο αιτών μέτοχος νομιμοποιείται να υποβάλει την αίτηση από το χρονικό σημείο άρνησης του ΔΣ ενώπιον της ΓΣ και μετέπειτα. Νωρίτερα δεν νομιμοποιείται, ακόμα κι αν είχε προηγηθεί άτυπη άρνηση του ΔΣ πριν την συνεδρίαση της ΓΣ. Το βάρος απόδειξης της ύπαρξης αποχρώντος σπουδαίου λόγου άρνησης βαραίνει την ΑΕ.

    Συνέπειες Παράνομης Άρνησης

    Με την αναγνώριση από το δικαστήριο της υποβληθείσας αίτησης αναφορικά με τη μη νόμιμη άρνηση του ΔΣ, η ΑΕ καταδικάζεται στην παροχή τους.

    Πάντως, η παράλειψη χορήγησης των αιτηθεισών πληροφοριών καθιστά την απόφαση ακυρώσιμη (άρ.137 παρ.2). Ο μέτοχος, συνεπώς, έχει το δικαίωμα στην περίπτωση αυτή, είτε να ασκήσει αγωγή ακύρωσης της απόφασης της ΓΣ είτε την αίτηση για τη διαπίστωση της συνδρομής ή μη του αποχρώντος ουσιώδους λόγου άρνησης (του οποίου έγινε η επίκληση). Μπορεί, όμως, να ασκήσει και τα δύο δικαιώματά του καθώς η άσκηση του ενός δεν αποκλείει το άλλο μέσο έννομης προστασίας.

    Τα μέλη του ΔΣ καθίστανται τόσο αστικά όσο και ποινικά υπεύθυνοι για τη μη (προσήκουσα) εκπλήρωση της  υποχρέωσής τους.

     

    Το δικαίωμα παροχής πληροφόρησης ενός εκάστου μετόχου ενόψει επικείμενης ΓΣ-αναφορικά με τα θέματα της ημερήσιας είναι κρίσιμο για την βέλτιστη άσκηση των δικαιωμάτων του. Προάγει, όμως, και τη διαφάνεια στη λειτουργία της ΑΕ, την πάντοτε επιθυμητή από τους μετόχους μειοψηφίας (τουλάχιστον). Η άρνηση παροχής των αιτούμενων πληροφοριών μπορεί να έχει νόμιμα ερείσματα μπορεί και όχι. Οι συνέπειες για την ΑΕ και τα μέλη του ΔΣ σε περίπτωση αδικαιολόγητης άρνησής τους, δεν είναι χωρίς αστικές και ποινικές συνέπειες.-

     

    Σταύρος Κουμεντάκης

    Managing Partner

    Koumentakis and Associates Law Firm

     

     

    Σημ.: Το παρόν άρθρο αποτελεί τμήμα ευρύτερης ενότητας αρθρογραφίας της Δικηγορικής μας Εταιρείας για τις ΑΕ. Στην ενότητα αυτή επιχειρούμε την ανάλυση, άρθρο προς άρθρο-με business view, πάντα, προσέγγιση, του νόμου για τις ΑΕ (:4548/2018).

     

  • Συλλογικά Δικαιώματα Μειοψηφίας: Δικαίωμα Πληροφόρησης Για Πορεία Εταιρικών Υποθέσεων

    Συλλογικά Δικαιώματα Μειοψηφίας: Δικαίωμα Πληροφόρησης Για Πορεία Εταιρικών Υποθέσεων

    Συλλογικά Δικαιώματα Μειοψηφίας: Δικαίωμα Πληροφόρησης Για Πορεία Εταιρικών Υποθέσεων

     (άρ. 141 §7 ν. 4548/2018)

    Σε προηγούμενη αρθρογραφία μας μας απασχόλησαν τα συλλογικά δικαιώματα μειοψηφίας. Ειδικότερα, σειρά συλλογικών δικαιωμάτων (:δικαίωμα σύγκλησης έκτακτης (;) ΓΣδικαίωμα εγγραφής πρόσθετων θεμάτων Ημερήσιας Διάταξης & δικαίωμα υποβολής σχεδίων αποφάσεων). Επίσης το δικαίωμα αναβολής λήψης απόφασης ΓΣ καθώς και το  δικαίωμα της μειοψηφίας για τη διενέργεια φανερής ψηφοφορίας. Τέλος, το δικαίωμα πληροφόρησης για καταβολές και παροχές προς τα μέλη του ΔΣ ή τους διευθυντές της ΑΕ. Θα ολοκληρώσουμε στο παρόν τη συγκεκριμένη ενότητα με το δικαίωμα παροχής πληροφοριών για την πορεία των εταιρικών υποθέσεων.

    Γενικά

    Το δικαίωμα για παροχή πληροφοριών για την πορεία των εταιρικών υποθέσεων αποτελεί το μοναδικό συλλογικό δικαίωμα που προϋποθέτει ευρύτερη (:μεγάλη) πλειοψηφία. Συνιστά δικαίωμα πληροφόρησης, αντίστοιχο με εκείνο που αφορά καταβολές και παροχές προς τα μέλη του ΔΣ ή τους διευθυντές της ΑΕ, με σημαντικές, ωστόσο, διαφοροποιήσεις από το τελευταίο.

    Σκοπός Δικαιώματος

    Το συγκεκριμένο δικαίωμα αποσκοπεί στην ενημέρωση των μετόχων και στην αποτελεσματικότερη άσκηση των δικαιωμάτων τους-ιδίως του δικαιώματος ψήφου. Μέσω της λήψης ολοκληρωμένης ενημέρωσης για τα εταιρικά ζητήματα, επιτυγχάνεται πληρέστερη γνώση για τα πεπραγμένα της ΑΕ, τα δεδομένα της επιχείρησης αλλά και τις  προσδοκίες που σχετίζονται με το μέλλον της. Η συγκεκριμένη ενημέρωση και η, κατά λογική ακολουθία, αποτελεσματικότερη άσκηση του δικαιώματος ψήφου ταυτόχρονα οδηγεί στην ενίσχυση της συμμετοχής των μετόχων στην εταιρική ζωή.

    Δικαιούχοι

    Το δικαίωμα για παροχή πληροφοριών για την πορεία των εταιρικών υποθέσεων είναι δυνατό να ασκήσει ισχυρή, μόνον, μετοχική πλειοψηφία. Απαιτείται, κατά τον νόμο, συγκέντρωση ποσοστού τουλάχιστον ίσου με το 1/10 του μετοχικού κεφαλαίου. Το συγκεκριμένο, αυξημένο, ποσοστό προσδιορίζει και τις αξιώσεις του νομοθέτη όσον αφορά εκείνους στους οποίους θα πρέπει να αναγνωρίζεται το δικαίωμα άσκησης ενός τέτοιου, ιδιαίτερα σοβαρού, δικαιώματος. Μοιάζει, μάλιστα, λογικό: δεν θα ήταν ωφέλιμο για την ΑΕ να παρέχεται ένα τόσο σοβαρό δικαίωμα σε μικρομετόχους ή, τουλάχιστον, σε μετόχους που δεν συγκεντρώνουν ένα τέτοιο, όπως το αξιούμενο, ποσοστό μετοχικού κεφαλαίου.

    Προϋποθέσεις Άσκησης Δικαιώματος

    Για την άσκηση του εν λόγω δικαιώματος θα πρέπει να συντρέχει σειρά προϋποθέσεων. Συγκεκριμένα:

    (α) Συγκέντρωση Ελάχιστου Ποσοστού Κεφαλαίου

    Απαιτείται η συγκέντρωση ποσοστού ίσου (κατ’ ελάχιστον) με το 1/10 του καταβεβλημένου μετοχικού κεφαλαίου.

    (β) Απόδειξη Μετοχικής Ιδιότητας

    Αναγκαία είναι και η απόδειξη της μετοχικής ιδιότητας, η οποία συντελείται με κάθε πρόσφορο νόμιμο τρόπο. Μας έχει ήδη απασχολήσει σε προγενέστερη αρθρογραφία μας ο τρόπος απόδειξης της μετοχικής ιδιότητας τους αιτούντος (καθώς επίσης και του ποσοστού του μετοχικού κεφαλαίου που συγκεντρώνει).

    (γ) Γενική Συνέλευση

    Το δικαίωμα ασκείται αποκλειστικά ενόψει (τακτικής ή έκτακτης) ΓΣ, αρχικής ή/και επαναληπτικής.

    (δ) Τρόπος Άσκησης και Απεύθυνση Αίτησης

    Το συγκεκριμένο δικαίωμα ασκείται εγγράφως ή προφορικά. Απευθύνεται προς το νομικό πρόσωπο της εταιρείας που εκπροσωπείται νόμιμα από το ΔΣ, το οποίο και φέρει την υποχρέωση να ενημερώσει τη μειοψηφία. Η αίτηση επιδίδεται και παραλαμβάνεται από το αρμόδιο για την παραλαβή εγγράφων μέλος του. Η παραλαβή του αιτήματος από ένα εκ των μελών του ΔΣ δεν αποκλείει την ευθύνη και των λοιπών για την παροχή των πληροφοριών.

    (ε) Χρόνος Άσκησης Δικαιώματος

    Για να είναι εμπρόθεσμη η άσκηση του συγκεκριμένου δικαιώματος θα πρέπει να λάβει χώρα τουλάχιστον πέντε (5) πλήρεις ημέρες πριν από την ημερομηνία συνεδρίασης της ΓΣ.

    Αντικείμενο Πληροφόρησης

    Το αντικείμενο της πληροφόρησης που είναι δυνατό να αιτηθούν οι μέτοχοι πλειοψηφίας είναι εξαιρετικά ευρύ. Θα πρέπει να σημειώσουμε, όμως, ότι δικαιολογείται το εύρος της από το αυξημένο ποσοστό μετοχικού κεφαλαίου το οποίο προϋποθέτει.

    Η αιτούμενη πληροφόρηση είναι γενικής φύσεως και δεν είναι αναγκαίο να  συνδέεται με τα θέματα της ημερήσιας διάταξης της επικείμενης ΓΣ [1685/2024 ΜΠρ Αθηνών (Ασφ), ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ]. Οι πληροφορίες είναι δυνατό να αφορούν το παρόν ή το μέλλον˙ να αφορούν τις εταιρικές υποθέσεις ή την περιουσιακή κατάσταση της εταιρείας. Ειδικότερα:

    Οι εταιρικές υποθέσεις, για τις οποίες η αιτούμενη πληροφόρηση, αφορούν τη λειτουργία και τις εργασίες της ΑΕ. Τα όρια της (της αιτούμενης πληροφόρησης) δεν προσδιορίζονται στον νόμο˙ ουδεκάν το περιεχόμενό της.  Ο ρευστός τρόπος προσδιορισμού του αντικειμένου της πληροφόρησης αφήνει ικανά περιθώρια στα εμπλεκόμενα μέρη: για διαστολή τους στον αιτούντα˙ για συστολή τους σ’ εκείνον που καλείται να ικανοποιήσει το αίτημα. Με βάση τη νομολογία και τη θεωρία, οι πληροφορίες για την πορεία των εταιρικών υποθέσεων πρέπει να αφορούν στοιχεία σχετικά με τις ενέργειες που λαμβάνουν χώρα για την επίτευξη του εταιρικού σκοπού˙ στην πράξη: για το σύνολο της δραστηριότητας της ΑΕ.

    Επιπλέον, πέραν της πορείας των εταιρικών υποθέσεων, οι δικαιούχοι μέτοχοι μπορούν να ζητήσουν πληροφόρηση και για την περιουσιακή κατάσταση της ΑΕ. Στην τελευταία συμπεριλαμβάνονται τα περιουσιακά της στοιχεία. Ενδεικτικά: κινητά, ακίνητα, δικαιώματα, υποχρεώσεις, καταθέσεις, χρηματοοικονομικά μέσα, αξιόγραφα κλπ. Οι πληροφορίες για την εταιρική περιουσία δεν περιορίζονται στο περιεχόμενο, μόνον, των ετήσιων χρηματοοικονομικών καταστάσεων. Μπορεί να αφορούν συνολικά την περιουσιακή κατάσταση της εταιρείας ή συγκεκριμένο, μόνον, κλάδο της.

    Το αίτημα της πληροφόρησης δεν απαιτείται να είναι αναλυτικό κι ούτε υφίσταται υποχρέωση για ενημέρωση σχετικά με συγκεκριμένη, μόνον, σύμβαση ή συναλλαγή. Μπορεί το σχετικό αίτημα να είναι γενικό ή να αφορά ένα ή περισσότερα πεδία της εταιρικής δραστηριότητας (π.χ. συναλλαγές με πελάτες, προμηθευτές, συνδεδεμένες εταιρείες και πιστωτικά ιδρύματα, κέρδη και ζημίες, συγκριτικά στοιχεία περισσότερων χρήσεων).

    Αποτελέσματα Νομότυπης Άσκησης Του Δικαιώματος

    Εφόσον ασκηθεί νομότυπα το συγκεκριμένο δικαίωμα, υποχρεούται η ΑΕ να παράσχει τις αιτούμενες πληροφορίες. Η υποχρέωση παροχής τους εκπληρώνεται διά του ΔΣ. Το τελευταίο είναι δυνατό να αρνηθεί με λήψη συλλογικής απόφασης. Δεν μπορεί, ως εκ τούτου, να ανατεθεί σε κάποιο από τα μέλη του η λήψη της.

    Η ικανοποίηση του δικαιώματος και η χορήγηση των πληροφοριών λαμβάνει χώρα προφορικά ή εγγράφως κατά την συνεδρίαση της ΓΣ από το ΔΣ, το οποίο φέρει και την σχετική υποχρέωση. Οι πληροφορίες, παρέχονται είτε προφορικά με σχετική  καταχώριση στα πρακτικά είτε με την χορήγηση των συναφών εγγράφων. Η μειοψηφία πάντως δεν μπορεί να αξιώσει την έγγραφη παροχή τους. Υποστηρίζεται, κατά την μάλλον κρατούσα άποψη, πως η προσήκουσα παροχή των αιτουμένων πληροφοριών μόνον εγγράφως μπορεί να λάβει χώρα. Η έγγραφη πληροφόρηση εξυπηρετεί σκοπούς τόσο αποδεικτικούς όσο και πληρότητας του περιεχομένου της.  Η έγγραφη πληροφόρηση δεν πρέπει να συγχέεται με την παραπομπή σε εταιρικά και άλλου είδους έγγραφα. Αντιθέτως, η απάντηση πρέπει να περιλαμβάνεται στο έγγραφο που χορηγεί ως πληροφόρηση. Εξαίρεση αποτελεί η παραπομπή στο διαδικτυακό της τόπο και στις ετήσιες χρηματοοικονομικές καταστάσεις. Η παραπομπή αυτή αρκεί υπό την προϋπόθεση της πληρότητας και της εγκυρότητας των πληροφοριών και της δυνατότητας παροχής διευκρινίσεων επ’ αυτών.

    Αν δεν εκπληρωθεί η συγκεκριμένη υποχρέωση, οι αποφάσεις που θα ληφθούν είναι ακυρώσιμες. Κι αυτό ανεξάρτητα από την αστική και ποινική ευθύνη των μελών του ΔΣ που δεν παρείχαν, μολονότι όφειλαν, τη σχετική ενημέρωση.

    Άρνηση Χορήγησης Πληροφοριών Λόγω Αποχρώντος Ουσιώδους Λόγου

    Το ΔΣ έχει τη δυνατότητα να αρνηθεί την πληροφόρηση μόνον επί ύπαρξης αποχρώντος ουσιώδους λόγου. Σε αυτήν την περίπτωση δε γεννάται, εξ αρχής, η υποχρέωση για πληροφόρηση.  Η έννοια του αποχρώντος ουσιώδους λόγου μας έχει ήδη εκτενώς απασχολήσει σε προηγούμενη αρθρογραφία μας αναφορικά με το δικαίωμα προς πληροφόρηση για καταβολές και παροχές προς τα μέλη του ΔΣ.

    Συνοπτικά, ωστόσο, ας αναφερθούν ορισμένα παραδείγματα που δικαιολογούν την άρνηση: η προστασία απόρρητων πληροφοριών της εταιρείας, εν γένει η προστασία των συμφερόντων της προς αποτροπή ζημίας ή επίτευξη κέρδους, η αντικειμενική διαπίστωση βλάβης των συμφερόντων της ΑΕ αλλά και των μετοχικών συμφερόντων της πλειοψηφίας, η εξυπηρέτηση προσωπικών συμφερόντων των αιτούντων μη συμβατών με τα εταιρικά, η δυσκόλως αποδεκτή από τη νομολογία κατάχρηση δικαιώματος ενημέρωσης από τον δικαιούχο. Τέλος, ο λόγος άρνησης που προβλέπεται στην ίδια τη διάταξη λόγω εκπροσώπησης των αιτούντων μετόχων στο ΔΣ κατόπιν απευθείας διορισμού τους από μέτοχο (άρ.79) ή κατόπιν εκλογής τους με κατάλογο (άρ.80). Να σημειωθεί, βέβαια, πως πρόκειται για μαχητό τεκμήριο, το οποίο οι αιτούντες μπορούν να ανατρέψουν επικαλούμενοι τη μη επαρκή πληροφόρησή τους-παρά τη συμμετοχή τους στη διοίκηση της εταιρείας.

    Αμφισβήτηση Ως Προς Τη Βασιμότητα Της Άρνησης

    Η βασιμότητα του λόγου άρνησης εκ μέρους του ΔΣ για χορήγηση πληροφοριών μπορεί να αμφισβητηθεί. Ο αιτών την πληροφόρηση μέτοχος ή (κατ’ άλλη, όχι ορθή, άποψη) κάθε μέτοχος έχει το δικαίωμα να προσφύγει στο Μονομελές Πρωτοδικείο της περιφέρειας στην οποία βρίσκεται η εταιρεία, ώστε να προβεί αυτό σε κρίση επί της βασιμότητας ή μη της άρνησης του ΔΣ. Πρόκειται για αίτηση δικαστικού ελέγχου της άρνησης του ΔΣ για παροχή πληροφοριών και εκδικάζεται με τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων (96/2013 Εφ Δωδεκανήσου, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Πρόκειται για μη γνήσια ασφαλιστικά μέτρα και δεν απαιτείται η επίκληση και απόδειξη επικείμενου κινδύνου ή επείγουσας κατάστασης. Επιπλέον, δεν είναι αναγκαίο να επικαλεστεί συγκεκριμένο έννομο συμφέρον, καθώς η ιδιότητα του μετόχου αρκεί για την άσκηση του εν λόγω ένδικου βοηθήματος. Προϋποθέσεις άσκησης της αίτησης δικαστικού ελέγχου της άρνησης αποτελούν η εμπρόθεσμη και νόμιμη αίτηση στην εταιρεία για παροχή πληροφοριών ενόψει ορισμένης συγκληθείσας ΓΣ και η άρνηση του ΔΣ να παράσχει τις πληροφορίες.

    Η κρίση του δικαστηρίου επί της αίτησης και η επίλυση της διαφοράς δεν αποσκοπεί την προσωρινή ρύθμιση της κατάστασης αλλά είναι οριστική.

    Για να είναι ορισμένη η αίτηση απαιτείται η αναφορά της ιδιότητας των αιτούντων μετοχών και του ποσοστού συμμετοχής τους στο κεφάλαιο, στην νομότυπη άσκηση του δικαιώματος πληροφόρησης και στην άρνηση του ΔΣ να παράσχει πληροφόρηση.

    Το δικαστήριο κρίνει τη βασιμότητα της άρνησης και αν αυτή είναι δικαιολογημένη ή όχι. Εφόσον κρίνει ότι το ΔΣ όφειλε να παράσχει σχετική πληροφόρηση, υποχρεώνει την εταιρεία στην παροχή της.

     

    Το δικαίωμα παροχής πληροφοριών για την πορεία των εταιρικών υποθέσεων είναι ιδιαίτερα κρίσιμο: Για τους μετόχους της ΑΕ που συγκεντρώνουν το 1/10 του μετοχικού της κεφαλαίου που αξιώνει ο νόμος, καθώς τους παρέχει σημαντική πληροφόρηση που, υπό άλλες προϋποθέσεις θα εστερούντο. Για την ΑΕ καθώς καθιστά διαφανή τη λειτουργία της. Για εκείνους που διοικούν την εταιρεία καθώς όχι μόνο διαφανής καθίσταται η διοίκησή τους αλλά και γιατί τα στοιχεία που είναι υποχρεωτικό να τους παρασχεθούν, μπορεί να αποτελέσουν τη βάση για την άσκηση αστικών και ποινικών αξιώσεων σε βάρος τους. Δεν θα ήταν λοιπόν υπερβολή να υποστηριχθεί πως εκτός από δικαίωμα κρίσιμο είναι και ένα δικαίωμα (δυνητικά) επικίνδυνο.-

     

    Σταύρος Κουμεντάκης

    Managing Partner

    Koumentakis and Associates Law Firm

     

     

    Σημ.: Το παρόν άρθρο αποτελεί τμήμα ευρύτερης ενότητας αρθρογραφίας της Δικηγορικής μας Εταιρείας για τις ΑΕ. Στην ενότητα αυτή επιχειρούμε την ανάλυση, άρθρο προς άρθρο-με business view, πάντα, προσέγγιση, του νόμου για τις ΑΕ (:4548/2018).

     

     

Η περιοχή αυτή είναι καταχωρημένη στο wpml.org ως περιοχή ανάπτυξης. Μεταβείτε σε τοποθεσία παραγωγής με κλειδί στο remove this banner.