Ετικέτα: ανώνυμες εταιρείες

  • Εκκαθαριστές ΑΕ

    Εκκαθαριστές ΑΕ

    Εκκαθαριστές ΑΕ

     (άρ. 167  ν. 4548/2018)

    Σε προηγούμενη αρθρογραφία μας ασχοληθήκαμε, γενικά, με τη διαδικασία της εκκαθάρισης. Στη διαδικασία, εξέλιξη και περάτωσή της, σημαντικός είναι ο ρόλος των εκκαθαριστών: η θέση, λειτουργία και αρμοδιότητές τους συνιστούν ιδιαιτέρως κρίσιμα ζητήματα. Περί αυτών, μεταξύ άλλων, το παρόν.

    Γενικά

    Οι εκκαθαριστές αποτελούν όργανα της ΑΕ. Οι αρμοδιότητες και ο ρόλος τους ταυτίζονται με τις αρμοδιότητες διαχείρισης και εκπροσώπησης (δικαστικής & εξώδικης) του ΔΣ. Διαφοροποιούνται, ωστόσο, στον σκοπό τους. Το ΔΣ διοικεί την ΑΕ με γνώμονα και στο πλαίσιο της επίτευξης του εταιρικού της σκοπού˙ οι εκκαθαριστές  υπηρετούν, αποκλειστικά, τον σκοπό της εκκαθάρισής της.

    Η ομοιότητα της θέσης των εκκαθαριστών με τα μέλη του ΔΣ δικαιολογεί και την αναλογική εφαρμογή των διατάξεων, που ρυθμίζουν τα ζητήματα που αφορούν το ΔΣ.

    Οι συζητήσεις και αποφάσεις των εκκαθαριστών (οφείλουν να) καταγράφονται στο βιβλίο πρακτικών του ΔΣ.

    Πέραν της οργανικής σχέσης που συνδέει τους εκκαθαριστές με την ΑΕ υφίσταται, παράλληλα, και μια υποκείμενη. Η τελευταία μπορεί να είναι έμμισθη ή άμισθη. Συνίσταται, ενδεικτικά, σε σύμβαση παροχής ανεξάρτητων υπηρεσιών, εντολής και, γιατί όχι, εργασίας.

    Ως προς την ευθύνη των εκκαθαριστών ισχύουν, αντίστοιχα, όσα και για τους τους διαχειριστές κατά την άσκηση των δικών τους καθηκόντων. Έναντι της εταιρείας η (εσωτερική αυτή) ευθύνη θεμελιώνεται στα άρθρα 102 και 103 ν. 4548/2018. Έναντι των τρίτων (εξωτερική ευθύνη) θεμελιώνεται στα άρ. 71 εδ. β’ και 75 ΑΚ (ΑΠ 718/2006 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

    Ιδιότητα Εκκαθαριστών

    Προϋπόθεση για το διορισμό των εκκαθαριστών αποτελεί η πλήρης δικαιοπρακτική ικανότητά τους. Είναι ενδεχόμενο το καταστατικό να αξιώνει περαιτέρω ιδιότητες και προσόντα (λ.χ. θεωρητική κατάρτιση ή εμπειρία στη διαδικασία της εκκαθάρισης).

    Υπό την προϋπόθεση ότι δεν υφίστανται καταστατικοί περιορισμοί, εκκαθαριστές είναι ενδεχόμενο να διοριστούν μέτοχοι ή/και τρίτοι. Δεν αποκλείεται, αντίστοιχα, η ανάθεση των καθηκόντων και αρμοδιοτήτων του εκκαθαριστή σε ένα, και μόνον, πρόσωπο.

    Διορισμός Εκκαθαριστών

    Ο διορισμός των εκκαθαριστών εξαρτάται τόσο από το λόγο λύσης της ΑΕ όσο και από τυχόν καταστατικές προβλέψεις. Ειδικότερα:

    (α) Προσωρινή Ανάληψη Καθηκόντων Εκκαθαριστή από το ΔΣ

    Ο νομοθέτης κατανοώντας την ανάγκη διασφάλισης της συνέχειας και εύρυθμης λειτουργίας της ΑΕ όρισε ότι, ακόμα και στο στάδιο της εκκαθάρισης-μέχρι την οριστική ανάληψη αρμοδιοτήτων από τους εκκαθαριστές, τα χρέη τους εκτελούν τα μέλη του ΔΣ. Σχετικό ζήτημα ανακύπτει στις περιπτώσεις αυτοδίκαιης λύσης της εταιρείας˙ στην περίπτωση, λ.χ., λύσης της ΑΕ λόγω παρόδου του χρόνου διάρκειας (που προβλέπει το καταστατικό) αλλά και επί απόρριψης της αίτησης πτώχευσης, εξαιτίας ανεπάρκειας εταιρικής περιουσίας. Σε αυτήν την περίπτωση, εφόσον δεν υφίσταται σχετική καταστατική πρόβλεψη για την ανάθεση των αρμοδιοτήτων εκκαθάρισης άμεση, και αυτοδίκαιη, ανάληψη καθηκόντων εκκαθαριστή λαμβάνει χώρα από τα μέλη του ΔΣ. Με αυτόν τον τρόπο αποτρέπεται η, έστω και για σύντομο χρονικό διάστημα, λειτουργία της εταιρείας χωρίς όργανο διοίκησης και εκπροσώπησης.

    Η εξουσία των μελών του ΔΣ, υπό την ιδιότητά τους ως εκκαθαριστές, περιορίζεται (αποκλειστικά) από τον σκοπό της εκκαθάρισης. Όλες οι διαχειριστικές τους ενέργειες εκεί, μόνον, μπορούν να κατατείνουν. Περιορισμός, ωστόσο, υφίσταται όσον αφορά και το χρονικό εύρος της άσκησης των σχετικών καθηκόντων τους. Η ΓΣ, ως αποκλειστικά αρμόδια να διορίσει τους εκκαθαριστές με απόφασή της, προβαίνει στον σχετικό διορισμό. Η παύση των συναφών καθηκόντων των μελών του ΔΣ είναι, τότε, άμεση. Κατ’ αποτέλεσμα, τυχόν πράξεις εκκαθάρισης από τα μέλη του ΔΣ μετά τον οριστικό διορισμό εκκαθαριστών, καθίστανται άκυρες-εκτός αν εγκριθούν εκ των υστέρων από τη ΓΣ. Παρ’ όλ’ αυτά, αν η συνέχιση άσκησης των καθηκόντων τους και μετά το διορισμό των εκκαθαριστών κρίνεται επιβεβλημένη για ζητήματα που θέτουν υπό διακινδύνευση τα συμφέροντα της εταιρείας, πρέπει να συνεχίσουν να τα ασκούν (και) μέχρι την πραγματική ανάληψη καθηκόντων από τους τελευταίους (εκκαθαριστές).

    (β) Καταστατική Πρόβλεψη

    Όπως και ανωτέρω αναφέρθηκε, στην περίπτωση που ελλείπει καταστατική πρόβλεψη, προσωρινά καθήκοντα εκκαθαριστή αναλαμβάνει το ΔΣ. Το καταστατικό είναι δυνατό να προβλέπει τα συγκεκριμένα πρόσωπα που θα αναλάβουν τα καθήκοντα και αρμοδιότητες του εκκαθαριστή ή τις ιδιότητες που πρέπει να διαθέτουν, τη χρονική διάρκεια της θητείας τους ή/και τον τρόπο διενέργειας της εκκαθάρισης. Δεν αποκλείεται ως (οριστικοί) εκκαθαριστές να ορίζονται τα ίδια τα μέλη του ΔΣ. Δεν είναι αναγκαία η τήρηση κάποιας διαδικασίας για την ανάληψη καθηκόντων εκκαθαριστή, πέραν της αποδοχής (έστω και σιωπηρής) του διορισμού από μέρους του εκκαθαριστή.

    Το καταστατικό μπορεί να ορίζει τον τρόπο συνέχισης της εκκαθάρισης, σε περίπτωση παραίτησης ή απώλειας, με οποιοδήποτε τρόπο, της ιδιότητας του μόνου εκκαθαριστή. Κι όταν οι εκκαθαριστές είναι περισσότεροι του ενός, είναι δυνατή η πρόβλεψη πως οι λοιποί εκκαθαριστές θα εκλέξουν έτερο, σε αντικατάσταση του απωλέσαντος την ιδιότητά του ή θα συνεχίσουν το έργο τους χωρίς την εκλογή νέου.

    (γ) Απόφαση ΓΣ

    Στην αποκλειστική αρμοδιότητα της ΓΣ εναπόκειται ο διορισμός των εκκαθαριστών (άρ.117 §1 θ΄). Η σύγκληση της με θέμα την εκλογή τους διενεργείται από το ΔΣ, ως προσωρινό όργανο διαχείρισης κατά το στάδιο της εκκαθάρισης.  Η (με απλή απαρτία και πλειοψηφία) απόφαση για το διορισμό μπορεί να ταυτίζεται με την απόφαση για τη λύση της ΑΕ ή να είναι επιγενόμενη. Στην τελευταία περίπτωση, από την απόφαση για τη λύση μέχρι την εκλογή των εκκαθαριστών, τις σχετικές αρμοδιότητες αναλαμβάνουν, αυτοδίκαια, τα μέλη του ΔΣ.

    Η ΓΣ διατηρεί τη συγκεκριμένη αρμοδιότητά της ακόμα κι όταν ο διορισμός των εκκαθαριστών γίνεται με καταστατική πρόβλεψη.  Η ΓΣ, κατά την κρατούσα (και ορθότερη) άποψη έχει τη δυνατότητα ανάκλησης των εκκαθαριστών -ακόμα και αν δεν διορίστηκαν με απόφασή της- χωρίς σπουδαίο λόγο.

    (δ) Διορισμός με Δικαστική Απόφαση

    Εξαιρετική περίπτωση κάμψης της αποκλειστικής αρμοδιότητας της ΓΣ για διορισμό εκκαθαριστών υφίσταται σε περίπτωση λύσης της ΑΕ με δικαστική απόφαση (άρ. 165 & 166). Η δικαστική απόφαση που κηρύσσει τη λύση της είναι δυνατό να διορίσει εκκαθαριστές αυτοδίκαια ή ύστερα από αίτηση εκείνου που υπέβαλε τη σχετική αίτηση. Η ευχέρεια του δικαστή να επιλέξει και διορίσει τους εκκαθαριστές περιορίζεται, πάντως, από τις καταστατικές προβλέψεις.

    Δικαστικός διορισμός εκκαθαριστών λαμβάνει χώρα σε κάθε περίπτωση έλλειψης τους (ενδ.: θάνατος, παραίτηση, παύση, άκυρη απόφαση διορισμού κλπ). Σε αυτήν την περίπτωση αρμόδιο είναι το Μονομελές Πρωτοδικείο της έδρας της ΑΕ, το οποίο δικάζει κατά την εκούσια δικαιοδοσία. Εφαρμόζεται, στην περίπτωση αυτή,  η διάταξη του αρ. 78 ΑΚ σε συνδυασμό με το άρ. 786 §§ 1 & 3 ΚΠολΔ. Εφόσον υφίσταται διαφωνία για την επιλογή των συγκεκριμένων προσώπων εφαρμόζεται το άρθρο 778 εδ. β’ ΑΚ ως ειδικότερη έκφανση του άρθρου 69 ΑΚ. Ο διορισμός του δικαστηρίου είναι προσωρινός και η ΓΣ διαθέτει δυνατότητα ανάκλησης τους και εκλογή νέων-οριστικών.

    Στην περίπτωση υποβολής, δικαστικά, αίτησης για αντικατάσταση  των εκκαθαριστών, θα πρέπει να επιδοθεί και στους ίδιους.

    Η απόφαση που εκδίδεται για διορισμό εκκαθαριστών έχει άμεση ισχύ και εκτελεστότητα: με τη δημοσίευσή της. Ωστόσο, αν και δηλωτικού χαρακτήρα, είναι υποχρεωτική η δημοσίευση της δικαστικής απόφασης στο ΓΕΜΗ για ενημέρωση των τρίτων (άρ. 13).

    Συνδρομή ΔΣ

    Τα μέλη του ΔΣ, παρά την παύση των καθηκόντων τους, φέρουν την υποχρέωση συνδρομής των εκκαθαριστών για την ομαλή πρόοδο και ολοκλήρωση της διαδικασίας εκκαθάρισης (άρ. 167 §7). Τα μέλη του ΔΣ, ως γνώστες των εταιρικών ζητημάτων-εξαιτίας του ρόλου τους στην ΑΕ, οφείλουν να παράσχουν τη βοήθειά τους στους εκκαθαριστές για την προσήκουσα εκπλήρωση του έργου τους. Το ΔΣ της ΑΕ υποχρεούται να παραδώσει στους εκκαθαριστές κάθε περιουσιακό στοιχείο της.

    Αμοιβή Εκκαθαριστών

    Υποστηρίζεται ότι οι αμοιβές των εκκαθαριστών προσδιορίζονται στη βάση όσων, γενικά, ισχύουν για τα μέλη του ΔΣ. Δεν αποκλείεται, ωστόσο, και ο προσδιορισμός τους με το καταστατικό ή την απόφαση της ΓΣ που τους διορίζει. Σε περίπτωση έλλειψης σχετικής πρόβλεψης, είναι δυνατό το δικαστήριο να την προσδιορίσει (άρ.76, 1919 ΑΚ).

     

    Οι εκκαθαριστές είναι ένα από τα όργανα της ΑΕ. Το γεγονός ότι δεν συνδέονται με τη γέννηση και ανάπτυξη της ΑΕ (αλλά με τη λύση και «θάνατό» της) καθόλου δεν απομειώνει το ρόλο και σημασία τους-μολονότι κανείς από εμάς δε τους προσδίδει την αξία που, πράγματι, έχουν (έναντι και των λοιπών οργάνων). Η αποστολή τους συνίσταται, αποκλειστικά, στην επιτυχή περάτωση του εξαιρετικά σημαντικού έργου της εκκαθάρισης της ΑΕ. Προβάλλει, κατά τούτο, ως αυτονόητο το γεγονός ότι ο ορισμός, πλαίσιο λειτουργίας και ανάκλησή τους ρυθμίζεται με σαφείς (και σε σημαντικό βαθμό λεπτομερείς) διατάξεις του νόμου. Αντίστοιχα και όσον αφορά τον τρόπο διενέργειας της εκκαθάρισης. Περί αυτού, όμως, σε επόμενη αρθρογραφία μας.-

     

     

    Σταύρος Κουμεντάκης

    Managing Partner

    Koumentakis and Associates Law Firm

     

    Σημ.: Το παρόν άρθρο αποτελεί τμήμα ευρύτερης ενότητας αρθρογραφίας της Δικηγορικής μας Εταιρείας για τις ΑΕ. Στην ενότητα αυτή επιχειρούμε την ανάλυση, άρθρο προς άρθρο-με business view, πάντα, προσέγγιση, του νόμου για τις ΑΕ (:4548/2018).

     

     

     

  • Βιβλίο Μετόχων

    Βιβλίο Μετόχων

    Βιβλίο Μετόχων

    (:Η Λύση Του Νόμου & Του Αποθετηρίου)

    (άρθρ. 40 §2 ν. 4548/18)

    Με αφορμή παλαιότερη αρθρογραφία μας για τη μεταβίβαση των μετοχών ήρθαμε σε επαφή με το βιβλίο μετόχων. Ποια, όμως, η νομική αξία και ποια η σημασία του; Τι συμβαίνει στην πράξη και ποια τα προβλήματα; Ποιες οι υφιστάμενες λύσεις;

    Η αξία και σημασία του βιβλίου μετόχων

    Το βιβλίο μετόχων ανέκαθεν ήταν (και πάντοτε παραμένει) ένα εξαιρετικά σημαντικό βιβλίο της ΑΕ. Κι είναι σημαντική η τήρησή του για την ΑΕ καθώς μέσω, κατά βάση, του εν λόγω βιβλίου προκύπτουν οι μέτοχοί της και οι μετοχές τους. Είναι, επίσης, σημαντική για τους μετόχους καθώς μέσω αυτού νομιμοποιούνται έναντι της ΑΕ. Είναι, τέλος, σημαντική η τήρησή του και για τους τρίτους (λ.χ. αρμόδιες αρχές, χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, υποψήφιοι επενδυτές ή αγοραστές) καθώς από τις καταχωρίσεις του  προκύπτουν, με τρόπο αδιαμφισβήτητο, οι μέτοχοι της ΑΕ.

    Το υφιστάμενο θεσμικό πλαίσιο

    Κάθε Ανώνυμη Εταιρεία οφείλει να τηρεί βιβλίο μετόχων σε φυσική ή ηλεκτρονική μορφή. Στο βιβλίο αυτό καταχωρίζονται τα στοιχεία των μετόχων (:ονοματεπώνυμο/επωνυμία, διεύθυνση κατοικίας/έδρας, επάγγελμα και εθνικότητα). Για κάθε μέτοχο θα πρέπει να αναγράφεται ο αριθμός και η κατηγορία των μετοχών που κατέχει. Μέτοχος έναντι της ΑΕ θεωρείται εκείνος που είναι εγγεγραμμένος στο συγκεκριμένο βιβλίο.

    Η εν ζωή μεταβίβαση μετοχών με καταχώριση στο βιβλίο μετόχων

    Η μεταβίβαση των μετοχών, που δεν τηρούνται σε λογιστική μορφή γίνεται με καταχώριση στο βιβλίο μετόχων. Η συγκεκριμένη, όμως, καταχώριση είναι υποχρεωτικό να χρονολογείται και υπογράφεται από τον μεταβιβάζοντα και τον αποκτώντα (ή τους πληρεξουσίους τους).

    Το βιβλίο μετόχων, όπως και εισαγωγικά αναφέρθηκε είτε (κατά κανόνα) δεν τηρείται είτε, στην καλύτερη περίπτωση, πλημμελώς τηρείται. Δεδομένων των ελλιπώς τηρούμενων, διαχρονικά και κατά κανόνα, βιβλίων μετόχων, θεσπίστηκαν, και ορθά, εξαιρέσεις από την υποχρέωση υπογραφής της (καταχωρισμένης στο βιβλίο μετόχων) μεταβίβασης. Συγκεκριμένα, όταν: (α) η εταιρεία λάβει αντίγραφο της σύμβασης μεταβίβασης μετοχών με τις υπογραφές των συμβαλλομένων ή πληροφορηθεί την κατάρτισή της με άλλο τρόπο-καταστατικώς προβλεπόμενο, (β) το βιβλίο μετόχων τηρείται ηλεκτρονικά από κεντρικό αποθετήριο τίτλων, πιστωτικό ίδρυμα ή από ΕΠΕΥ.

    Η νομιμοποίηση του νέου κυρίου έναντι της ΑΕ˙ η καταχώριση στο βιβλίο μετόχων

    Η ανωτέρω διαδικασία για την μεταβίβαση μετοχών (:εγγραφή και υπογραφή στο βιβλίο μετόχων) ρυθμίζει, στην πραγματικότητα, τη νομιμοποίηση έναντι της ΑΕ εκείνου που αποκτά τις μεταβιβαζόμενες μετοχές. Στο πλαίσιο αυτό και έναντι της ΑΕ, δικαιώματα ασκεί και υποχρεώσεις (απορρέουσες από τη μετοχική σχέση) αναλαμβάνει εκείνος που είναι εγγεγραμμένος στο βιβλίο μετόχων. (Και τούτο μολονότι η σύμβαση μεταβίβασης ανάμεσα στον μέτοχο που μεταβιβάζει και σ’ εκείνον που αποκτά δεσμεύει, κατά την κρατούσα άποψη, τα μέρη και δεν επηρεάζεται από την καταχώριση στο βιβλίο μετόχων)

    Η νομιμοποίηση του κληρονόμου έναντι της ΑΕ˙ η καταχώριση στο βιβλίο μετόχων

    Οι μετοχές (όπως εξάλλου και η μετοχική σχέση-ως περιουσιακή) αποτελούν αντικείμενο κληρονομικής διαδοχής. Εφαρμόζονται, στην περίπτωση αυτή, οι διατάξεις του κληρονομικού δικαίου. Κατά τον χρόνο επαγωγής της κληρονομιάς (1710 ΑΚ) λαμβάνει χώρα αυτοδικαίως η κληρονομική διαδοχή επί των μετοχών.  Προκειμένου ο κληρονόμος ή κληροδόχος να νομιμοποιηθεί έναντι της ΑΕ, απαιτείται (άρ. 42) η εγγραφή του στο υποχρεωτικώς τηρούμενο από την ΑΕ βιβλίο μετόχων. Ύστερα από τη συγκεκριμένη εγγραφή, ο κληρονόμος ή κληροδόχος έχει τη δυνατότητα να ασκήσει τα δικαιώματά του -αναλαμβάνοντας, βεβαίως, και τις όποιες  υποχρεώσεις- απορρέουν από τη μετοχική σχέση.

    Η εγγραφή λαμβάνει χώρα μόλις προσκομιστούν στην εκδότρια ΑΕ, ή στο πρόσωπο που τηρεί το βιβλίο μετόχων, τα έγγραφα που αποδεικνύουν τη διαδοχή (λ.χ. κληρονομητήριο, δικαστική απόφαση δημοσίευσης διαθήκης, σχετικά νομιμοποιητικά έγγραφα κλπ).

    Ηλεκτρονική (Ή Από Τρίτο) Τήρηση του Βιβλίου Μετόχων

    Το καταστατικό μπορεί, κατά τον νόμο (αρ. 40 §2), να προβλέπει την ηλεκτρονική τήρηση του βιβλίου μετόχων ή/και την τήρησή του από κεντρικό αποθετήριο τίτλων, πιστωτικό ίδρυμα ή από επιχείρηση επενδύσεων, που έχουν το δικαίωμα να φυλάσσουν χρηματοπιστωτικά μέσα.

    Η μη (ή πλημμελής) τήρηση του βιβλίου μετόχων

    Όπως και εισαγωγικά αναφέρθηκε για το βιβλίο μετόχων, παρά τα όσα το υφιστάμενο θεσμικό πλαίσιο ορίζει και την πολλαπλή του αξία και σημασία, ο κανόνας είναι πως είτε καθόλου είτε πλημμελώς τηρείται. Κι αυτό γιατί, στην πράξη, είτε δεν γνωρίζουμε την ανάγκη της ύπαρξης και σημασία της τήρησής του είτε, ως πάρεργο, σε κάποιον (γνωρίζει-δεν γνωρίζει) την αναθέτουμε. Κι όταν τρίτοι (λ.χ. δημόσιες αρχές, τράπεζα, υποψήφιος επενδυτής, δικαστήριο κλπ) αξιώσουν επίδειξή του, τότε θα αναζητήσουμε την ύπαρξη και ορθή τήρησή του. Τότε, κατά κανόνα, θα είναι αργά˙ τότε, εναλλακτικά, θα επιχειρήσουμε την εκ του μηδενός ανασύνθεσή του. Τι θα συμβεί όμως με τις εκδόσεις τίτλων ή μεταβιβάσεις μετοχών που χάνονται στο βάθος του χρόνου; Τι θα συμβεί με τις ελλείπουσες υπογραφές;

    Το Κεντρικό Αποθετήριο Τίτλων: η λύση στο πρόβλημα!

    Το Κεντρικό Αποθετήριο Τίτλων έχει ήδη αναπτύξει σχετική υπηρεσία, που απευθύνεται στις Ανώνυμες Εταιρείες που επιθυμούν την αρχική καταχώριση των μη εισηγμένων τίτλων τους (μετοχές ή ομόλογα) με ψηφιακό τρόπο.

    Τα οφέλη για τις ΑΕ είναι προφανή˙ ενδεικτικά: (α) η αξιόπιστη τήρηση του βιβλίου μετόχων (ή/και ομολογιούχων) στο Σύστημα Αΰλων Τίτλων, (β) η αξιόπιστη παρουσίαση της μετοχικής σύνθεσης (ή/και των ομολογιούχων) της ΑΕ όπου/όταν παρουσιάζεται σχετική ανάγκη (λ.χ. συμμετοχή σε διαγωνισμούς, εξαγορές, εταιρικοί μετασχηματισμοί, χρηματοδοτήσεις, (γ) η αποσύνδεση της τήρησης του μετοχολογίου από πρόσωπα που γνωρίζουν (ή όχι) τον τρόπο τήρησής του και την διατήρηση ή μη της παρουσίας τους στην επιχείρηση, (δ) η απαλλαγή από προβλήματα που συνδέονται με την ελλιπή γνώση ή άγνοια των εκάστοτε υπευθύνων για την τήρηση του βιβλίου μετόχων (ή/και των ομολογιούχων).

    Τα οφέλη για τους μετόχους (και ομολογιούχους) είναι, επίσης, προφανή: (α)  η ευχερής απόδειξη της ιδιότητάς τους ως μετόχων (ή/και ομολογιούχων), (β) η ασφαλής τήρηση των τίτλων τους, (γ) η δυνατότητα τήρησης των τίτλων τους σε Κοινή Επενδυτική Μερίδα, (δ) η δυνατότητα δέσμευσης τίτλων για σκοπούς φύλαξης του δικαιούχου ή του πρώτου συνδικαιούχου σε περίπτωση της Κοινής Επενδυτικής Μερίδας, (ε) η διευκόλυνση της χρηματοδότησης από χρηματοπιστωτικά ιδρύματα μέσω της ενεχύρασης των τίτλων τους στο Σύστημα Αΰλων Τίτλων.

     

    Η τήρηση του βιβλίου μετόχων δεν είναι μόνον, κατά νόμο, υποχρεωτική˙ η ορθή τήρησή του αποβαίνει πολύτιμη για τις ΑΕ, τους συναλλασσόμενους τρίτους και, ιδίως, τους ίδιους τους μετόχους της. Ειδικά μάλιστα για τους τελευταίους πολλαπλάσια αποδεικνύονται τα οφέλη μέσω της καταχώρισης των (μη εισηγμένων) τίτλων τους σε Κοινή Επενδυτική Μερίδα. Περί αυτής, όμως, σε επόμενη αρθρογραφία μας.-

     

     

    Σταύρος Κουμεντάκης

    Managing Partner

    Koumentakis and Associates Law Firm

     

     

    Σημ.: Το παρόν άρθρο αποτελεί τμήμα ευρύτερης ενότητας αρθρογραφίας της Δικηγορικής μας Εταιρείας για τις ΑΕ. Στην ενότητα αυτή επιχειρούμε την ανάλυση, άρθρο προς άρθρο-με business view, πάντα, προσέγγιση, του νόμου για τις ΑΕ (:4548/2018).

  • Λύση AE Με Δικαστική Απόφαση Ύστερα Από Αίτηση Μετόχων

    Λύση AE Με Δικαστική Απόφαση Ύστερα Από Αίτηση Μετόχων

    Λύση AE Με Δικαστική Απόφαση Ύστερα Από Αίτηση Μετόχων

    (άρ.166 ν.4548/2018)

    Μας απασχόλησε, σε προηγούμενη αρθρογραφία μας η λύση της ΑΕ ύστερα από αίτημα εκείνων που έχουν έννομο συμφέρον. Θα μας απασχολήσει εδώ η λύση της ΑΕ με πρωτοβουλία μετόχων της.

    Εισαγωγικά

    Χωρίς ιδιαίτερες τροποποιήσεις της προυφιστάμενης σχετικής διάταξης, ο νομοθέτης προβλέπει (άρ. 166) τη δικαστική λύση της ΑΕ ύστερα από αίτημα μετόχων. Η δικαιολογητική βάση εδράζεται, κατά κύριο λόγο, στην προστασία εκείνων˙ δευτερευόντως των τρίτων που συναλλάσσονται με την ΑΕ.

    Η υποβολή αίτησης από μετόχους για δικαστική λύση της ΑΕ συνιστά δικαίωμα. Δικαίωμα, μάλιστα, το οποίο δε είναι δυνατό ούτε να αποκλειστεί ούτε να περιορισθεί με καταστατική ρύθμιση. Εξαιτίας του αναγκαστικού χαρακτήρα της σχετικής διάταξης δεν παρέχεται στους μετόχους περιθώριο ή ευχέρεια για αποκλίσεις.

    Αποκλειστικό όριο, πέραν εκείνου που τίθεται από τις προϋποθέσεις του νόμου, συνιστά η γενική υποχρέωση πίστης των μετόχων προς την ΑΕ, σε συνδυασμό με την απαγόρευση καταχρηστικής άσκησης του εν λόγω δικαιώματος.

    Επισημαίνεται, πάντως, ότι το εν λόγω δικαίωμα δεν εφαρμόζεται στις εισηγμένες ΑΕ.

    Προϋποθέσεις Υποβολής Αιτήματος Δικαστικής Λύσης

    (α) Μετοχική Ιδιότητα

    Απαραίτητη είναι η μετοχική ιδιότητα του αιτούντος. Αδιάφορη, όμως, η κατηγορία των μετοχών που διαθέτει. Δεν νομιμοποιούνται άλλα πρόσωπα να αιτηθούν τη λύση (με βάση τη συγκεκριμένη νομοθετική ρύθμιση), ακόμα κι αν διαθέτουν έννομο συμφέρον.

    (β) Εκπροσώπηση Ελάχιστου Καταβεβλημένου Μετοχικού Κεφαλαίου

    Απαιτείται η συγκέντρωση ενός ελάχιστου καταβεβλημένου μετοχικού κεφαλαίου. Ειδικότερα, ο αιτών ή, κατά περίπτωση, οι αιτούντες πρέπει να εκπροσωπούν ποσοστό τουλάχιστον ίσο με 1/3 του καταβεβλημένου μετοχικού κεφαλαίου (:δεν συμπεριλαμβάνονται οι μετοχές που έχουν αναληφθεί αλλά δεν έχει καταβληθεί το αναλογούν κεφάλαιο).

    Όπως ήδη αναφέρθηκε, η υποβολή της αίτησης αποτελεί δικαίωμα των μετόχων όχι, όμως, και της μειοψηφίας. Οι μέτοχοι της πλειοψηφίας, επομένως, δεν αποκλείονται από την άσκησή του.

    (γ) Σπουδαίος Λόγος

    Γενικά

    Προϋπόθεση της λύσης συνιστά η ύπαρξη σπουδαίου λόγου. Πρόκειται για αόριστη νομική έννοια που, κατά περίπτωση, εξειδικεύεται.

    Ο σπουδαίος λόγος χαρακτηρίζεται από την αδυναμία συνέχισης λειτουργίας της ΑΕ, την καθολικότητα της εν λόγω αδυναμίας και της μονιμότητας της (18051/2017 ΠΠρΘεσ, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

    Όσον αφορά, ειδικότερα, την αδυναμία λειτουργίας και συνέχισης της ΑΕ θα πρέπει να προκύπτει, ως αποτέλεσμά τους, η αποτροπή της επιδίωξης των εταιρικών σκοπών, της λειτουργίας των οργάνων και της αποτελεσματικής άσκησης των μετοχικών δικαιωμάτων («παράλυση εμπορικής δραστηριότητας», 112/2020   ΜΠρΒερ, ΤΝΠ Qualex.gr). Τα πραγματικά περιστατικά, που συνιστούν τον σπουδαίο λόγο, πρέπει να συνδέονται αιτιωδώς -αλλά και κατά τρόπο προφανή- με την αδυναμία συνέχισης της εταιρείας.

    Υπό την έννοια της καθολικότητας του σπουδαίου λόγου, νοείται η αδυναμία λειτουργίας του συνόλου της εταιρικής δραστηριότητας.

    Τέλος, όσον αφορά τη μονιμότητα, δεν αρκεί η παροδική δυσλειτουργία, η οποία είναι δυνατό, τελικά, να αρθεί. Μόνο το μη αναστρέψιμο της σχετικής κατάστασης μπορεί να καταστήσει αναγκαία τη λύση της ΑΕ.

    Επισημαίνεται ότι η μη αποτελεσματική επιδίωξη των εταιρικών σκοπών και η μη κερδοφόρα διαχείριση δε είναι δυνατό, αυτοτελώς, να στοιχειοθετήσουν την προϋπόθεση του σπουδαίου λόγου.

    Η πιθανολόγηση, πάντως, του σπουδαίου λόγου δεν αρκεί. Απαιτείται επίκληση και απόδειξη των πραγματικών περιστατικών που τον συνιστούν.

    Καταστατική πρόβλεψη σπουδαίων λόγων λύσης δεν δεσμεύει το δικαστήριο.

    Ενδεικτικό Παράδειγμα Σπουδαίου Λόγου

    Ο νομοθέτης προβαίνει σε αναφορά μιας ενδεικτικής περίπτωσης σπουδαίου λόγου. Πρόκειται για την αδυναμία εκλογής ΔΣ ή συνέχισης λειτουργίας της ΑΕ λόγω ύπαρξης δύο ίσων συμμετοχών στην εταιρεία. Το συγκεκριμένο θέμα (της ΑΕ ίσων συμμετοχών) μας έχει και στο παρελθόν, αυτοτελώς-λόγω της σοβαρότητάς του, απασχολήσει.

    Ως περίπτωση ίσων συμμετοχών νοείται η ύπαρξη δύο ισοδύναμων ομάδων μετοχών με ίσα ποσοστά (50%-50%) με αποτέλεσμα να απαιτείται συμφωνία περισσότερων για να ληφθεί απόφαση. Ύπαρξη ίσων συμμετοχών νοείται και στην περίπτωση που το μετοχικό κεφάλαιο που συμμετέχει στη λήψη της απόφασης αποτελείται από δύο συμπαγείς ομάδες με ίσα ποσοστά. Και στην τελευταία αυτή περίπτωση, συνεπώς, οδηγούμαστε στο ίδιο «αδιέξοδο»:  αδυναμίας λήψης απόφασης.

    Η ασυμφωνία των δύο ισοδύναμων ομάδων μετοχών δεν πρέπει να είναι αυτοτελές περιστατικό. Απαιτείται μια συστηματική άρνηση της μιας ομάδας να συμφωνήσει με την άλλη.

    Επισημαίνεται ότι η συστηματική ασυμφωνία πρέπει να αφορά αποκλειστικά είτε την αδυναμία λήψης αποφάσεων για την εκλογή ΔΣ στο πλαίσιο ΓΣ ή αδυναμία λειτουργίας του ΔΣ (η οποία θεωρείται πλασματική έλλειψη ΔΣ).

    Η ασυμφωνία των μελών του ΔΣ ή της ΓΣ αποδεικνύεται από τα πρακτικά των συνεδριάσεών τους. Επίσης από εξωεταιρικές συμφωνίες ή άλλα, επαρκή, αποδεικτικά μέσα.

    Ο σπουδαίος λόγος πρέπει να αφορά άμεσα την ίδια τη λειτουργία της εταιρείας. Ωστόσο, όταν πρόκειται για προσωποπαγείς εταιρείες, οι οποίες εξαρτώνται στενά από τα ίδια τα πρόσωπα των μετόχων, θα μπορούσε να αφορά και τον ίδιο τον αιτούντα (μέτοχο).

    Η υπαιτιότητα των προσώπων που προκαλούν τον σπουδαίο λόγο είναι αδιάφορο να διαπιστωθεί. Στην περίπτωση που ο αιτών είναι παράλληλα και υπαίτιος της κατάστασης αυτής, το δικαστήριο έχει τη δυνατότητα να απορρίψει την αίτηση του ως καταχρηστική.

    Διαδικασία Δικαστικής Λύσης   

    Γενικά

    Για τη δικαστική λύση της ΑΕ υποβάλλεται αίτημα ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου της έδρας της. Η αίτηση δικάζεται σύμφωνα με την εκούσια δικαιοδοσία.

    Απαραίτητο περιεχόμενο της αίτησης αποτελεί η ακριβής περιγραφή του αντικειμένου της υπόθεσης, το αίτημα για δικαστική λύση και σαφής έκθεση των περιστατικών που συνιστούν σπουδαίο λόγο. Επίσης, η ενεργητική νομιμοποίηση του αιτούντος για την υποβολή του συγκεκριμένου αιτήματος. Στην αίτηση, επίσης, πρέπει αναφέρονται τα στοιχεία που θεμελιώνουν την αρμοδιότητα του αρμοδίου Δικαστηρίου (άρ.3 παρ.1). Αν και η έλλειψη του δεν οδηγεί στην απόρριψη της αίτησης, είναι δυνατό να συμπεριληφθεί και αίτημα διορισμού εκκαθαριστών.

    Η αίτηση κοινοποιείται στην ΑΕ, η οποία αποκτά την ιδιότητα του διαδίκου.

    Η δημοσιότητα της αίτησης στο ΓΕΜΗ  δεν αποτελεί στοιχείο του παραδεκτού της συζήτησης της αίτησης (μολονότι απαιτείται κατ’ άρ.166 §8).

    Παρέμβαση Λοιπών Μετόχων

    Ο νομοθέτης χορήγησε στους λοιπούς μετόχους τη δυνατότητα να αποτρέψουν τη δικαστική λύση. Προβλέπεται, ειδικότερα, δικαίωμα του μετόχου ή μετόχων που εκπροσωπούν ποσοστό τουλάχιστον ίσο με 1/3 του αναληφθέντος (και όχι καταβληθέντος) μετοχικού κεφαλαίου να ασκήσουν παρέμβαση. Με την εν λόγω παρέμβαση ζητούν την αποφυγή λύσης  και την άρση της αδυναμίας λειτουργίας της με εξαγορά των μετοχών του αιτούντος. Συνεπώς, με την εν λόγω επιλογή απαλλάσσεται ο αιτών από το εταιρικό «αδιέξοδο» που τον οδήγησε στην εκκίνηση της εν λόγω διαδικασίας αλλά και των λοιπών μετόχων, οι οποίοι πιθανώς να μην επιθυμούν τη λύση της ΑΕ.

    Η παρέμβαση ασκείται με την κατάθεση αυτοτελούς δικογράφου στο δικαστήριο που εκδικάζεται η αίτηση και, επιπρόσθετα, με την επίδοση προς τον αιτούντα και την ΑΕ.

    Σε περίπτωση κατάθεσης παρέμβασης εκ μέρους των λοιπών μετόχων το δικαστήριο προβαίνει σε εξέτασή της και, αν την κάνει δεκτή, δεν ελέγχει τη στοιχειοθέτηση του σπουδαίου λόγου λύσης. Η διαφωνία των μετόχων ως προς τη λύση της ΑΕ ενώπιον του δικαστηρίου αρκεί για να εξεταστεί το ζήτημα απαλλαγής του αιτούντος με εξαγορά αντί λύσης. Παραδεκτό, επομένως, της πρόσθετης παρέμβασης συνιστά μόνον η υποβολή της αίτησης, όχι και η ύπαρξη σπουδαίου λόγου.

    Εφόσον γίνει δεκτή η παρέμβαση, το δικαστήριο ορίζει το αντάλλαγμα των εξαγοράσιμων μετοχών και τους όρους καταβολής. Το αντάλλαγμα πρέπει να είναι δίκαιο και να ανταποκρίνεται στην πραγματική αξία των μετοχών. Η σχετική διάταξη (:άρ. 166) θέτει ανώτατο όριο για το ύψος εξαγοράς των μετοχών: το ποσό εκείνο που θα λάμβαναν οι αιτούντες μετά το στάδιο της εκκαθάρισης, το οποίο μπορεί να προσαυξηθεί μέχρι 20%. Για τον προσδιορισμό της αξίας, το δικαστήριο μπορεί να διατάξει με μη οριστική απόφαση τη διενέργεια (μη δεσμευτικής γι’ αυτό) πραγματογνωμοσύνης.

    Οι μετοχές, στην περίπτωση περισσότερων παρεμβαινόντων, κατανέμονται κατά τον οριζόμενο στην παρέμβαση τρόπο, εκτός αν έχει οριστεί κατανομή των μετοχών ανάλογα με το ποσοστό των παρεμβαινόντων. Τυχόν καταστατικές προβλέψεις για δέσμευση των προς εξαγορά μετοχών δεν λαμβάνονται υπόψη, εκτός κι αν έχει προβλεφθεί διαφορετικά στο καταστατικό.

    Η απόφαση για την εξαγορά είναι δεσμευτική και διαπλαστική˙ το αποτέλεσμά της εξαρτάται από την πλήρωση της αναβλητικής αίρεσης της καταβολής του ανταλλάγματος που θα οριστεί. Δεν απαιτείται δημοσίευσή της στο ΓΕΜΗ.

    Το δικαστήριο θέτει προθεσμία ολοκλήρωσης της εξαγοράς. Αν, λόγω υπαιτιότητας του υπόχρεου εξαγοράς των μετοχών δεν ολοκληρωθεί εμπροθέσμως, είναι δυνατό να διαταχθεί η λύση (ύστερα από αίτηση των αιτούντων). Σε αυτήν την περίπτωση, όμως, θα πρέπει να αποδειχθεί ο σπουδαίος λόγος.

    Αν η παρέμβαση απορριφθεί, ακολουθείται η διαδικασία για λύση της εταιρείας, η οποία στη συνέχεια περιγράφεται.

    Αν η δίκη για το αίτημα λύσης καταργηθεί, απορρίπτεται και η παρέμβαση ως άνευ αντικειμένου.

    Η Απόφαση Δικαστικής Λύσης  

    Πριν την έκδοση δικαστικής απόφασης για τη λύση, το δικαστήριο εκδίδει μη οριστική απόφαση με την οποία διατάσσει προθεσμία για την άρση του σχετικού λόγου. Η λύση (κατά κύριο λόγο) μπορεί να αποφευχθεί μέσω εξαγοράς των μετοχών του αιτούντος από τους λοιπούς μη αιτούντες μετόχους.

    Η εύλογη προθεσμία διαρκεί από δύο έως τέσσερεις μήνες και δεν παρατείνεται. Παράλληλα μπορούν να διαταχθούν μέτρα για την προσωρινή ρύθμιση των εταιρικών υποθέσεων.

    Η απόφαση που διατάσσει τη λύση είναι αναγνωριστική και, ταυτόχρονα, διαπλαστική. Όσον αφορά την επέλευση των αποτελεσμάτων της απόφασης, υφίσταται διχογνωμία αν το σημείο που επέρχονται είναι η τελεσιδικία  της ή η απόφαση έχει άμεση ισχύ με την έκδοση της. Εν προκειμένω, η διχογνωμία γεννάται λόγω της κατανόησης της σημασίας που έχει η διαπίστωση ύπαρξης σπουδαίου λόγου. Στην περίπτωση που υιοθετηθεί η πρώτη θέση της άμεσης ισχύος (λόγω και της μη γνήσιας υπόθεσης εκούσιας δικαιοδοσίας), δεν απαιτείται η έκδοση τελεσίδικης απόφασης και εξέτασης του ζητήματος σε δεύτερο βαθμό.

    Αν γίνει δεκτό ότι επέρχονται οι έννομες συνέπειες με την τελεσιδικία (όπερ και το τελεολογικά προτιμητέο), τότε το δικαστήριο μπορεί αυτεπαγγέλτως να αναστείλει την ισχύ και την εκτέλεση της απόφασης. Αν δεν δοθεί αναστολή, ο ασκών το ένδικο μέσο διάδικος έχει τη δυνατότητα αυτοτελώς να την αιτηθεί.

    Η δικαστική απόφαση ισχύει έναντι όλων (erga omnes) και η απόφαση δημοσιεύεται στο ΓΕΜΗ.

    Με την ίδια απόφαση διορίζεται εκκαθαριστής ανεξαρτήτως υποβολής σχετικού αιτήματος.

    Σημειώνεται, τέλος, ότι είναι δυνατή η καταστατική πρόβλεψη για υπαγωγή στη διαιτησία το αίτημα μετόχου για λύση της ΑΕ.

     

    Η  δικαστική λύση της ΑΕ δεν ενδείκνυται για αντιμετώπιση ενδοεταιρικών διαφορών. Κρίσιμο, λοιπόν, είναι οι προϋποθέσεις του νόμου να ερμηνεύονται στενά και η καταφυγή στην υποβολή του σχετικού αιτήματος να αποτελεί την έσχατη λύση. Δεν θα αποτελούσε, βέβαια, έκπληξη η υιοθέτηση μιας τέτοιας δικαστικής διαδικασίας ως μέσο πίεσης έναντι της «αντίπαλης» ομάδας μετόχων. Το διακύβευμα πάντως-σε κάθε περίπτωση (και υπό οποιαδήποτε οπτική), δεν είναι διόλου αμελητέο. Σε περίπτωση, αποδοχής της σχετικής αίτησης τα ηνία θα αναλάβουν οι εκκαθαριστές. Περί αυτών, όμως, σε επόμενη αρθρογραφία μας.

     

     

    Σταύρος Κουμεντάκης

    Managing Partner

    Koumentakis and Associates Law Firm

     

     

    Σημ.: Το παρόν άρθρο αποτελεί τμήμα ευρύτερης ενότητας αρθρογραφίας της Δικηγορικής μας Εταιρείας για τις ΑΕ. Στην ενότητα αυτή επιχειρούμε την ανάλυση, άρθρο προς άρθρο-με business view, πάντα, προσέγγιση, του νόμου για τις ΑΕ (:4548/2018).

     

  • Λόγοι Λύσης ΑΕ

    Λόγοι Λύσης ΑΕ

    Λόγοι Λύσης ΑΕ

    (άρ. 164 ν. 4548/2018)

    Εκτεταμένα μας απασχόλησε, μέχρι σήμερα, το νομικό καθεστώς που διέπει τη σύσταση και τη λειτουργία της ΑΕ. Στη ζωή και τη φύση, ωστόσο, δεν υφίσταται μόνον η γέννηση. Αντίστοιχα και στην ΑΕ υφίσταται και το ενδεχόμενο του πέρατος της ζωής της. Ο νόμος απαριθμεί, με τρόπο αποκλειστικό, τους λόγους λύσης μίας ΑΕ, θεσπίζοντας αυστηρό νομοθετικό πλαίσιο.

    Γενικά

    Ο νομοθέτης καθόρισε τους λόγους λύσης παραθέτοντας αντικειμενικά γεγονότα που οδηγούν στο «τέλος» της εταιρείας. Η απαρίθμηση τους είναι περιοριστική και οι σχετικές διατάξεις (:αναγκαστικού δικαίου) αποκλείουν πιθανές αποκλίσεις. Θα είναι άκυρη κάθε αντίθετη καταστατική ρήτρα ή απόφαση εταιρικού οργάνου (ακόμα και της ΓΣ), με την οποία αποκλείονται λόγοι λύσης ή προστίθενται επιπλέον. Διαφοροποιήσεις προβλέπονται για ειδικούς, μόνον, τύπους ΑΕ-όπως οι ασφαλιστικές και οι χρηματιστηριακές.

    Ο κεφαλαιουχικός χαρακτήρας των ΑΕ δεν θα δικαιολογούσε τη λύση τους για ζητήματα που αφορούν, προσωπικά, τους μετόχους. Γι’ αυτό και δεν συνιστούν λόγους λύσης η πτώχευση μετόχου, η απώλεια της δικαιοπρακτικής του ικανότητας ή, ακόμα, και ο θάνατός του. Υποστηρίζεται, εντούτοις (όχι, πάντως, αρκετά πειστικά), πως είναι επιτρεπτές παρεκκλίσεις από το γράμμα του νόμου, όταν καταστατικά θεσπίζονται προσωποπαγείς (και άλλοι) λόγοι λύσης στην περίπτωση ΑΕ με έντονο προσωπικό χαρακτήρα. Ενδεικτικά: στην περίπτωση των οικογενειακών εταιρειών.

    Στη λύση δεν είναι δυνατό να οδηγήσουν άλλα γεγονότα, τα οποία αφορούν την ΑΕ, στο μέτρο που νομοθετικά δεν προβλέπονται. Ενδεικτικά: η απώλεια της εταιρικής περιουσίας, η έλλειψη ή αδράνεια εταιρικών οργάνων, η αδυναμία εκπλήρωσης του εταιρικού σκοπού και οι συνεχείς ζημιογόνες χρήσεις. Επισημαίνεται, ακόμα, ότι η ΑΕ δε λύεται ούτε με καταγγελία εκ μέρους των μετόχων-ακόμα κι όταν πρόκειται για αορίστου χρόνου.

    Λόγοι Λύσης της ΑΕ

    Οι λόγοι λύσης θα μπορούσαν να διακριθούν σε δικαστικούς (άρ.164 §2) και μη-ανάλογα αν προϋποτίθεται (ή μη) η έκδοση σχετικής δικαστικής απόφασης. Εδώ, ειδικότερα, θα μας απασχολήσουν οι λόγοι λύσης που δεν προϋποθέτουν έκδοση δικαστικής απόφασης.

    (α) Παρέλευση Καταστατικού Χρόνου Διάρκειας

    Η διάρκεια της ΑΕ είναι δυνατόν να προβλεφθεί ως ορισμένου ή αορίστου χρόνου (άρ.8 ν.4548/2018). Στην περίπτωση που οριστεί ως ορισμένου, απαραίτητη είναι η καταστατική πρόβλεψη του χρόνου διάρκειάς της, ο οποίος πρέπει να ορίζεται σε έτη και να μην εξαρτάται από αιρέσεις και γεγονότα. Η σύντμηση του προβλεπόμενου χρόνου διάρκειας αλλά και η παράτασή του είναι δυνατές, εφόσον προηγηθεί απόφαση της ΓΣ και σχετική τροποποίηση του καταστατικού-που θα δημοσιευθούν όπως ο νόμος ορίζει.

    Στην περίπτωση της παρέλευσης του ορισμένου χρόνου διάρκειάς της, η ΑΕ λύεται αυτοδίκαια. Δεν απαιτείται, μάλιστα, τήρηση διατυπώσεων δημοσιότητας. Αν τέτοιες λάβουν χώρα έχουν δηλωτικό χαρακτήρα. Έτσι, η εταιρεία επέρχεται αυτομάτως στο στάδιο της εκκαθάρισης.

    Η τροποποίηση του καταστατικού (και η σχετική δημοσιότητα) για παράταση ή  σύντμηση της διάρκειας της ΑΕ πρέπει να λάβει χώρα πριν την πάροδο του προβλεπόμενου, καταστατικά, χρόνου. Σε διαφορετική περίπτωση, η ΑΕ λύεται αυτοδίκαια. Ενδεχόμενη παράταση δεν είναι δυνατό να λάβει χώρα άτυπα ή σιωπηρά. Εάν η απόφαση ή η δημοσιότητα της τροποποίησης συμβεί μετά την παρέλευση του ορισμένου χρόνου, δεν θα πρόκειται για παράταση αλλά για αναβίωση της ΑΕ-καθώς θα έχει προηγηθεί η αυτοδίκαιη λύση της.

    (β) Απόφαση ΓΣ για Λύση

    Ο νομοθέτης αναγνωρίζει το δικαίωμα στους μετόχους της ΑΕ να αποφασίσουν τη λύση της. Συγκεκριμένα, επιτρέπει στη ΓΣ-το ανώτατο εταιρικό όργανο της ΑΕ, να αποφασίσει με αυξημένη απαρτία και πλειοψηφία τη λύση της (άρθρα 130 § 3 & 132 §2). Η προϋπόθεση της αυξημένης απαρτίας ισχύει  για εισηγμένες και μη ΑΕ. Έχει, βέβαια, υποστηριχθεί (όχι ορθά) πως ως προς τις εισηγμένες ΑΕ απαιτείται η συγκέντρωση ποσοστών τέτοιων που προβλέπει ο νόμος για τη διαγραφή των μετοχών από τη ρυθμιζόμενη αγορά (cold delisting), δηλ. το 95% των δικαιωμάτων ψήφου (άρ.17 §5 ν.3371/2005). Σε κάθε περίπτωση: το καταστατικό των ΑΕ δύναται να προβλέπει υψηλότερα ποσοστά για η λύση της-σύμφωνα με όσα γενικά ισχύουν.

    Η απόφαση της ΓΣ της ΑΕ οδηγεί σε πρόωρη λύση, καθώς λαμβάνεται πριν από το πέρας της καταστατικά ορισμένης διάρκειας της ΑΕ. Συστατικό στοιχείο της σχετικής απόφασης αποτελεί η δημοσίευσή της στο ΓΕΜΗ. Η λήψη της απόφασης δεν επαρκεί για την επέλευση των σκοπούμενων εννόμων αποτελεσμάτων της. Η προϋπόθεση της δημοσιότητας δικαιολογείται, αφού η απόφαση για λύση συνεπάγεται τροποποίηση του καταστατικού για την οποία απαιτείται η τήρηση διατυπώσεων δημοσιότητας. Σημειώνεται ότι είναι η μοναδική περίπτωση λύσης, για την οποία απαιτείται δημοσιότητα.

    Η απόφαση δε είναι ανεκτό να εξαρτά τη λύση της από αιρέσεις και άλλα γεγονότα. Σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο θα επροκαλείτο αδικαιολόγητη ανασφάλεια στους μετόχους, εργαζόμενους, συναλλασσόμενους και δανειστές.

    Ζήτημα τίθεται ως προς τη δυνατότητα προσβολής της απόφασης ως καταχρηστικής (άρ. 137 §2  β’). Κατά μία άποψη (καθώς εναπόκειται στην ελεύθερη και ανέλεγκτη κρίση της μετοχικής πλειοψηφίας η συνέχιση ή μη της εταιρείας), θα πρέπει να απαλλαγεί η εν λόγω απόφαση από την εξέταση ως προς την καταχρηστικότητα της. Εξάλλου, ο ίδιος ο νομοθέτης δεν επιβάλλει ως προϋπόθεση για τη λήψη της απόφασης τη συνδρομή οποιουδήποτε (σπουδαίου) λόγου. Η αντίθετη άποψη και (ορθά) κρατούσα υποστηρίζει ότι (και) η απόφαση λύσης υπόκειται σε έλεγχο καταχρηστικότητας-λαμβάνοντας υπόψη τυχόν δόλια εξυπηρέτηση συμφερόντων της πλειοψηφίας.

    Σχετική ρήτρα του καταστατικού, η οποία αποκλείει τη λύση με απόφαση της ΓΣ, είναι άκυρη.

    (γ) Πτώχευση Εταιρείας

    Λύση της ΑΕ επιφέρει αυτοδικαίως και η κήρυξή της σε πτώχευση. Τα έννομα αποτελέσματα, στην περίπτωση αυτή, επέρχονται με την έκδοση της σχετικής δικαστικής απόφασης. Οι περαιτέρω διατυπώσεις δημοσιότητας (καταχώριση και δημοσίευση στο ΓΕΜΗ) έχουν αποκλειστικά δηλωτικό-πληροφοριακό χαρακτήρα.

    Την κήρυξη της πτώχευσης δεν ακολουθεί το στάδιο της εκκαθάρισης. Εφαρμόζεται, ως ειδικότερη, η πτωχευτική διαδικασία («…ως μορφή εκκαθάρισης..» ΜΠρΑθ 4395/2003 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) , κατά την οποία κεντρικό ρόλο διοίκησης της πτωχευτικής περιουσίας αναλαμβάνει ο σύνδικος. Καθ’ όλη την πτωχευτική διαδικασία η ΑΕ εξακολουθεί να υφίσταται ως νομικό πρόσωπο˙ επίσης και τα όργανά της.

    Μετά την ολοκλήρωση της πτωχευτικής διαδικασίας, η εταιρεία εξαφανίζεται. Ωστόσο, εάν τελικά απομείνει αδιανέμητη εταιρική περιουσία, οι εταίροι έχουν δύο εναλλακτικές: είτε να ακολουθήσουν τα στάδιο της εκκαθάρισης είτε να αποφασίσουν την αναβίωση της εταιρείας. Από τις παραπάνω περιπτώσεις πρέπει να διακρίνουμε την ανατροπή ή ανάκληση της δικαστικής απόφασης που κήρυξε την πτώχευση, καθώς σε μία τέτοια περίπτωση επέρχεται αυτοδίκαιη ανατροπή της λύσης της-αναδρομικά.

    (δ) Απόρριψη Αίτησης Πτώχευσης Λόγω Ανεπάρκειας Ενεργητικού

    Προϋπόθεση για την κήρυξη πτώχευσης αποτελεί, κατά νόμο, η επάρκεια της περιουσίας του οφειλέτη για την κάλυψη των εξόδων της πτωχευτικής διαδικασίας. Εάν το ενεργητικό του οφειλέτη δεν επαρκεί, τότε η αίτηση απορρίπτεται. Αν η ΑΕ δεν κηρυχθεί σε πτώχευση λόγω ανεπάρκειας της περιουσίας της, θα πρέπει να υποστεί τις ίδιες συνέπειες-ωσάν να είχε κηρυχθεί: να λυθεί, δηλ., αφού η λειτουργία της δεν είναι βιώσιμη. Οι συνέπειες της λύσης επέρχονται με τη δημοσίευση της δικαστικής απόφασης, και όχι από τις δηλωτικού, μόνον, χαρακτήρα δημοσιεύσεις στο ΓΕΜΗ και στο Ηλεκτρονικό Μητρώο Αφερεγγυότητας.

    Το δικαστήριο διαπιστώνει την ανεπάρκεια της περιουσίας με απλή πιθανολόγηση-στη βάση των οικονομικών στοιχείων που τίθενται υπόψη του. Σε αυτά υπολογίζει τα ταμειακά διαθέσιμα της οφειλέτιδος ΑΕ, τις εισπρακτέες απαιτήσεις της όπως και κάθε ευχερώς ρευστοποιήσιμο στοιχείο, που ανήκει στην περιουσία της. Στην τελευταία κατηγορία εντάσσονται και τα εμπραγμάτως βεβαρημένα περιουσιακά στοιχεία μετά την αφαίρεση της αξίας του βάρους, η αξία εκποίησης της ίδιας της επιχείρησης ως συνόλου καθώς και ο,τιδήποτε μπορεί να επανενταχθεί στην πτωχευτική περιουσία μέσω της πτωχευτικής ανάκλησης.

    Τα διαδικαστικά έξοδα που πρέπει να καλύπτει η περιουσία του οφειλέτη αφορούν  τις προβλέψιμες δικαστικές και διαχειριστικές δαπάνες (π.χ. δαπάνες για είσπραξη των απαιτήσεων, για διοίκηση της πτωχευτικής περιουσίας, οι αμοιβές του συνδίκου και των πραγματογνωμόνων, τα έξοδα των προσκλήσεων και δημοσιεύσεων κλπ).

     Έννομες Συνέπειες Λύσης

    Επικρατεί ευρέως μία λανθασμένη ταύτιση της έννοιας της λύσης της εταιρείας με αυτή της εξαφάνισης του νομικού προσώπου από τον συναλλακτικό κόσμο (υπό την έννοια του άρθρου 72 ΑΚ). Η λύση της εταιρείας μεταβάλλει απλώς τον σκοπό της από παραγωγικό σε εκκαθαριστικό. Η ΑΕ εξακολουθεί να υφίσταται ως νομικό πρόσωπο (διαθέτοντας και πάλι δικαιοπρακτική ικανότητα και εμπορική ιδιότητα), δεν συνεχίζει, όμως, την παραγωγική της δραστηριότητα. Υφίσταται αποκλειστικά για τον σκοπό της εκκαθάρισής της, με την ολοκλήρωση της οποίας θα επέλθει τελικά και η εξαφάνισή της.

    Σημειώνεται, πάντως, ότι η νομολογία ακολουθεί μία ελαφρώς διαφορετική δογματική θεωρία (θεωρία του πλάσματος δικαίου), σύμφωνα με την οποία η ΑΕ «παύει να υφίσταται ως οικονομική οντότητα που διατηρεί την ταυτότητά της ως σύνολο οργανωμένων πόρων με σκοπό την άσκηση οικονομικής δραστηριότητας και κατά πλάσμα δικαίου υφίσταται μόνο μέχρι την περάτωση της εκκαθάρισης και για τις ανάγκες αυτής» (ΑΠ 435/2022 areiospagos.gr).

     

    Η λύση της εταιρείας δεν θα πρέπει να ταυτίζεται με το πέρασμά της στο (νομικό) «μη ον». Μια ΑΕ, πάντως, είναι δυνατό να λυθεί αφού προηγηθεί έκδοση σχετικής δικαστικής απόφασης ή και, σε κάποιες περιπτώσεις, χωρίς αυτή. Οι λόγοι που αφορούν την τελευταία περίπτωση (παρέλευση διάρκειας, απόφαση της ΓΣ, πτώχευση-ή ανυπαρξία των αναγκαίου ενεργητικού για την κήρυξή της) είναι, επίσης, αυστηρά περιορισμένοι και δεν είναι δυνατή (ούτε καταστατικά) η διεύρυνσή τους. Και οι λόγοι λύσης, πάντως, μιας ΑΕ με την έκδοση δικαστικής απόφασης είναι, επίσης, αυστηρά περιορισμένοι. Περί αυτών, πάντως, σε επόμενη αρθρογραφία μας.

     

    Σταύρος Κουμεντάκης

    Managing Partner

    Koumentakis and Associates Law Firm

     

     

    Σημ.: Το παρόν άρθρο αποτελεί τμήμα ευρύτερης ενότητας αρθρογραφίας της Δικηγορικής μας Εταιρείας για τις ΑΕ. Στην ενότητα αυτή επιχειρούμε την ανάλυση, άρθρο προς άρθρο-με business view, πάντα, προσέγγιση, του νόμου για τις ΑΕ (:4548/2018).

     

  • Επιστροφή Στην ΑΕ Παράνομα Εισπραχθέντων Ποσών

    Επιστροφή Στην ΑΕ Παράνομα Εισπραχθέντων Ποσών

    Επιστροφή Στην ΑΕ Παράνομα Εισπραχθέντων Ποσών

    (άρ. 163 ν. 4548/2018)

    Σε προηγούμενη αρθρογραφία μας προσεγγίσαμε το μετοχικό δικαίωμα συμμετοχής στα κέρδη. Ως αυστηρές (κι όχι άδικα) αξιολογούνται οι προϋποθέσεις για την τήρηση της νομιμότητας όσον αφορά τη διανομή κερδών. Σε περίπτωση παραβίασή τους, εύλογο είναι να προβλέπεται η επιστροφή των ποσών που, κατά παράβασή τους, εισπράχθηκαν.

    Εισαγωγικά

    Η διάταξη του άρθρου 163, που προβλέπει επιστροφή των παράνομα εισπραχθέντων ποσών [με την οποία ενσωματώθηκε -ήδη υπό την ισχύ του προηγούμενου νομοθετικού καθεστώτος για την ΑΕ κ.ν.2190/1920- η Οδ.2017/1132 (άρθρο 57)], συνιστά κυρωτικό κανόνα. Αποδέκτες της εν λόγω κύρωσης είναι (κατ’ αρχήν) οι μέτοχοι, καθώς η οποιαδήποτε διανομή (συνήθως) κερδών απευθύνεται προς αυτούς. Σημειώνεται ότι η διάταξη αφορά τις φανερές διαθέσεις της εταιρικής περιουσίας και συναπαρτίζει μαζί με άλλες (άρ.159-162) το πλέγμα των προστατευτικών νομοθετικών ρυθμίσεων για τη διατήρηση του μετοχικού κεφαλαίου. Όπως και στην περίπτωση απαγόρευσης επιστροφής της εισφοράς απαγορεύεται, εν προκειμένω για τον ίδιο επιδιωκόμενο σκοπό, η επιστροφή κάθε είδους ποσού, που αποτελεί μη σύννομη καταβολή τόσο με ευθεία επιστροφή της όσο και με συγκαλυπτομένη υπό δικαιοπραξία (907/2005 ΕφΠειραιά ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

    Αντικείμενο Αξίωσης Επιστροφής Παρανόμων Εισπραχθέντων

    Η αξίωση της εταιρείας για επιστροφή των παράνομα εισπραχθέντων παροχών συνίσταται στην απαίτηση για αποκατάσταση της λογιστικής αξίας της εταιρικής περιουσίας. Η αξίωση συνίσταται ειδικότερα στην επιστροφή του ποσού που διανεμήθηκε παράνομα. Το παράνομο συνίσταται στην παραβίαση των προϋποθέσεων και απαγορεύσεων του νόμου (άρ. 158-162). Στην περίπτωση που πρόκειται για χρηματική παροχή, η απαίτηση αφορά την καταβολή αντίστοιχου χρηματικού ποσού. Αν πάλι η παράβαση αφορά μεταβίβαση περιουσιακού αντικειμένου, ο μέτοχος οφείλει είτε την αυτούσια επιστροφή αυτού που μεταβιβάστηκε είτε την συμπλήρωση της εταιρικής περιουσίας με ποσό αντίστοιχης αξίας. Η επιλογή μιας από τις δύο μεθόδους επιστροφής εναπόκειται στη βούληση του μετόχου.

    Η εν λόγω αξίωση της εταιρείας αποτελεί ειδικότερη μορφή της αξίωσης αδικαιολόγητου πλουτισμού, όπως αυτή προβλέπεται στις διατάξεις του νόμου (άρ.904 ΑΚ). Η ικανοποίηση των συναφών αξιώσεων της εταιρείας, ωστόσο, θα μπορούσε να επιτευχθεί και μέσω των διατάξεων για τις αδικοπραξίες, καθώς η εταιρική περιουσία ζημιώθηκε λόγω της παράνομης διανομής. Σε θεωρητική περίπτωση, λοιπόν, που δεν προβλεπόταν ειδικά η αξίωση επιστροφής, η εταιρεία μπορούσε να επιδιώξει την ικανοποίησή της μέσω των γενικών διατάξεων.

    Φορέας Αξίωσης

    Η παρανόμως διανεμηθείσα περιουσία ανήκει στην εταιρεία και η επιστροφή μόνον σε αυτή νοείται. Φορέας, λοιπόν, της αξίωσης είναι το ίδιο το νομικό πρόσωπο της ΑΕ. Η άσκησή της συντελείται μέσω του ΔΣ. Ενδεχόμενη παράλειψη άσκησής της ελέγχεται από πλευράς ευθυνών των μελών του ΔΣ (άρ. 102 ν. 4548/2018).

    Αποδέκτης της Αξίωσης Επιστροφής της Παράνομης Παροχής

    Υπόχρεος, κατ’ αρχήν, για την επιστροφή της όποιας παράνομης παροχής είναι ο μέτοχος που παράνομα εισέπραξε ποσό από την εταιρική περιουσία. Ακόμη κι αν το πρόσωπο αυτό απώλεσε μεταγενέστερα τη μετοχική ιδιότητα, εξακολουθεί να ευθύνεται για την αποκατάσταση της λογιστικής διαφοράς, που προκάλεσε στην εταιρική περιουσία. Ο νέος μέτοχος που έλαβε τις μετοχές του παλαιού στον οποίο είχαν χορηγηθεί παρανόμως τα εν λόγω ποσά δε φέρει ευθύνη, εκτός κι αν συντρέξουν οι προϋποθέσεις των διατάξεων για την καταδολίευση δανειστών ή μεταβίβαση ομάδας περιουσίας (939 ή 479ΑΚ).

    Κακή Πίστη Αποδέκτη

    Στον νόμο (άρ. 163) αποτυπώνεται η γενικότερη αρχή της προστασίας του καλόπιστου λήπτη προβλέποντας μια υποκειμενική προϋπόθεση. Ο νομοθέτης απαλλάσσει τον μέτοχο από την υποχρέωση επιστροφής όσων παράνομα έλαβε, όταν χωρίς υπαιτιότητα αγνοούσε τον μη σύννομο χαρακτήρα της καταβολής. Ωστόσο, αν όφειλε να γνωρίζει, η άγνοια του αυτή δε είναι δυνατό να οδηγήσει σε απαλλαγή του. Νομολογιακά έχει κριθεί ότι από τη διάταξη του άρθρου 163 (παλαιό 46α του κ.ν.2190/1920) απορρέει υποχρέωση για τους μετόχους να εξετάζουν το σύννομο των καταβολών (907/2005 ΕφΠειραιά ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

    Το βάρος απόδειξης της κακής πίστης του λήπτη φέρει η ΑΕ, η οποία πρέπει να θεμελιώσει τη γνώση ή υπαίτια άγνοια του μετόχου, ώστε να επιτύχει την επιστροφή των παροχών. Ο βαθμός, πάντως, υπαιτιότητας κρίνεται ξεχωριστά για κάθε μέτοχο, αφού, φυσικά, ληφθούν υπόψη οι περιστάσεις, υπό τις οποίες ελήφθη η απόφαση για παροχή. Η υπαιτιότητα μετόχου που ασκεί διαχειριστικές εξουσίες ως μέλος του ΔΣ εύκολα θα αποδεικνυόταν, σε αντίθεση με την υπαιτιότητα ενός  μικρομετόχου, του οποίου η πληροφόρηση επί των οικονομικών στοιχείων της εταιρείας είναι, σαφέστατα, περισσότερο περιορισμένη-αν όχι ανύπαρκτη.

    Κεκρυμμένη Διανομή Εταιρικής Περιουσίας

    Σε περίπτωση παράνομης περιουσιακής μετακίνησης παροχών από την ΑΕ προς τρίτα πρόσωπα («κεκρυμμένη διανομή εταιρικής περιουσίας»), δημιουργείται μία «τριγωνική σχέση» μεταξύ εταιρείας, μετόχου και τρίτου-λήπτη. Για την επιστροφή των παρανόμως εισπραχθέντων θα πρέπει να κάνουμε τις κατωτέρω διακρίσεις:

    (α) Εάν λήπτης της παράνομης παροχής είναι πρόσωπο συνδεδεμένο με μέτοχο, ενεχόμενοι προς επιστροφή είναι τόσο ο μέτοχος όσο και ο ίδιος ο λήπτης. Όσον αφορά τον μέτοχο, ζήτημα ως προς τη νομική θεμελίωση της ευθύνης του δεν γεννάται, καθώς οι περιορισμοί των άρθρων 158 έως 162 εφαρμόζονται ευθέως σε αυτόν ούτως ή άλλως. Αντίθετα, η υποχρέωση του λήπτη προκύπτει μέσω τελολογικής ερμηνείας του ρυθμιστικού πλαισίου˙  και τούτο, στη βάση της σχέσης που τον συνδέει με τον μέτοχο και, φυσικά, προς τον σκοπό αποτελεσματικής προστασίας του μετοχικού κεφαλαίου. Η υποκειμενική, πάντως, προϋπόθεση γνώσης (ή υπαίτιας άγνοιας) της παράνομης καταβολής πρέπει να συντρέχει και στο πρόσωπο του τρίτου.

    (β) Εάν η παράνομη περιουσιακή μετακίνηση κατευθύνθηκε από την υποθυγατρική (καλύτερα: «εγγονή» εταιρεία) προς την μητρική (η οποία δεν συμμετέχει η ίδια στο μετοχικό κεφάλαιο της πρώτης αλλά μέσω της θυγατρικής), γίνεται τότε δεκτό ότι εις ολόκληρο ευθυνόμενες είναι τόσο η μητρική όσο και η θυγατρική. Δικαιολογημένα γεννάται ευθύνη και της θυγατρικής (παρ’ όλο που δεν ήταν η ίδια λήπτης της παράνομης παροχής), καθώς αξιοποιώντας τη δική της εταιρική ιδιότητα άσκησε η μητρική την επιρροή της.

    (γ) Εάν η παροχή δόθηκε σε παρένθετο πρόσωπο (:αχυράνθρωπο), τότε η ευθύνη γεννάται σε βάρος του κρυπτόμενου μετόχου, ως τελικού λήπτη της.

    Σε όλες τις παραπάνω περιπτώσεις, το υπόχρεο πρόσωπο οφείλει να επιστρέψει τα παρανόμως εισπραχθέντα ποσά. Υπάρχουν, όμως, και οι περιπτώσεις της «κεκρυμμένης διανομής εταιρικής περιουσίας», η οποία στην πράξη εκδηλώνεται με τη μετακίνηση όχι ποσών αλλά μη χρηματικών παροχών προς τους τρίτους – λήπτες (π.χ. μεταβίβαση κυριότητας ακινήτου). Περιεχόμενο της αξίωσης της ΑΕ, σε μια τέτοια περίπτωση, δεν θα είναι καθεαυτή η επιστροφή των ίδιων των παροχών αλλά η ποσοτική αποκατάσταση της εταιρικής περιουσίας (λογιστικά υπολογιζόμενης).

    Προθεσμία Παραγραφής της Αξίωσης

    Η εταιρική αξίωση για επιστροφή των παρανόμως εισπραχθέντων υπόκειται σε παραγραφή. Με δεδομένο ότι η σχετική νομοθετική ρύθμιση δεν προσδιορίζει ειδική την προθεσμία παραγραφής μιας τέτοιας αξίωση, εφαρμόζεται η γενική διάταξη του άρθρου 249 ΑΚ. Η αξίωση, δηλαδή, είναι δυνατό να ασκηθεί εντός είκοσι ετών από την γέννησή της.

     

    Ιδιαίτερα αυστηρές χαρακτηρίζονται οι προϋποθέσεις όσον αφορά τη διανομή κερδών (ή άλλων ποσών) προς τους μετόχους από την ΑΕ. Ενδεχόμενη παραβίασή τους δημιουργεί το υπόβαθρο για την αξίωση επιστροφής τους έναντι εκείνων που μη νόμιμα τις έλαβαν-είτε πρόκειται για τους ίδιους τους μετόχους είτε για τρίτους. Και τούτο, ανεξάρτητα από τις όποιες προσωπικές, αστικές και ποινικές, ευθύνες των προσώπων που εμπλέκονται˙ βεβαίως και των μελών του ΔΣ τα οποία θα σκεφτούν να μην ασκήσουν τις εύλογες-σύννομες αξιώσεις της ΑΕ. Ουδεμία, λοιπόν, χωρεί αμφιβολία ότι ιδιαίτερα προσεκτικοί θα πρέπει να είμαστε κατά την διαχείριση τέτοιας φύσης θεμάτων. Οι κίνδυνοι που ελλοχεύουν δεν είναι καθόλου αμελητέοι-

     

     

    Σταύρος Κουμεντάκης

    Managing Partner

    Koumentakis and Associates Law Firm

     

     

    Σημ.: Το παρόν άρθρο αποτελεί τμήμα ευρύτερης ενότητας αρθρογραφίας της Δικηγορικής μας Εταιρείας για τις ΑΕ. Στην ενότητα αυτή επιχειρούμε την ανάλυση, άρθρο προς άρθρο-με business view, πάντα, προσέγγιση, του νόμου για τις ΑΕ (:4548/2018).

     

     

    .

  • Προσωρινό Μέρισμα & Μεταγενέστερη Διανομή

    Προσωρινό Μέρισμα & Μεταγενέστερη Διανομή

    Προσωρινό Μέρισμα & Μεταγενέστερη Διανομή

    (άρ. 162 ν. 4548/2018)

    Σε προηγούμενη αρθρογραφία μας μας απασχόλησε το δικαίωμα συμμετοχής στα κέρδη˙ και, μεταξύ άλλων, το ελάχιστο μέρισμα. Ιδιώνυμη περίπτωση διανομής, την οποία προβλέπει ο νομοθέτης, είναι η χορήγηση προσωρινού μερίσματος. Επίσης, η μεταγενέστερη της εταιρικής χρήσης διανομή κερδών και προαιρετικών αποθεματικών. Περί των αυτών και των σχετικών προϋποθέσεων το παρόν.

    Εισαγωγικά

    Η αξίωση των μετόχων για συμμετοχή στα κέρδη αποτελεί κίνητρο συμμετοχής στο μετοχικό κεφάλαιο της ΑΕ˙ έκφανση, επίσης, του κεφαλαιουχικού της χαρακτήρα. Οι προϋποθέσεις, όμως, για τη διανομή μερίσματος είναι πολλές. Η αναμονή για την καταβολή του είναι δυνατό να διαρκέσει για όχι αμελητέο χρονικό διάστημα. Το εύρος της διάρκειας, μάλιστα, γίνεται περισσότερο κατανοητό αν ληφθεί υπόψη η ανάγκη να προηγηθεί η έγκριση χρηματοοικονομικών καταστάσεων της ΑΕ και λήψη απόφασης από τη ΓΣ για διανομή κερδών. Το γεγονός, επίσης, ότι υφίσταται δίμηνο  περιθώριο  καταβολής των συναφών μερισμάτων από την ΑΕ. Για τη διευκόλυνση των μετόχων προκειμένου να καλυφθούν ενδεχόμενες πιεστικές ανάγκες τους παρέχεται, από τον νόμο, ευχέρεια για πρώιμη ικανοποίηση του δικαιώματός τους στη συμμετοχή στα κέρδη της. Υφίσταται, ταυτόχρονα, η δυνατότητα για μεταγενέστερη διανομή κερδών και προαιρετικών αποθεματικών (ρύθμιση, ωστόσο, που κρίνεται από μερίδα της θεωρίας ως προβληματική, όπως θα αναλυθεί κατωτέρω).

    Διανομή Προσωρινού Μερίσματος

    Κατά παρέκκλιση όσων προβλέπονται για την καταβολή του ελάχιστου μερίσματος, ο νομοθέτης επέλεξε ειδικότερες ρυθμίσεις για την διανομή προμερίσματος. Πρόκειται για διάταξη αναγκαστικού δικαίου, το περιεχόμενο της οποίας εφαρμόζεται χωρίς την εξάρτησή του από καταστατική πρόβλεψη. Υπό την έννοια αυτή, η ενεργοποίηση του άρ. 162 δεν επαφίεται στην καταστατική βούληση. Κι ούτε, πολύ περισσότερο, είναι δυνατός ο καταστατικός αποκλεισμός της δυνατότητας διανομής προσωρινού μερίσματος.

    Προϋποθέσεις Διανομής Προσωρινού Μερίσματος

    Για τη διανομή προσωρινού μερίσματος είναι αναγκαίο να συντρέχουν οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

    (α) Απόφαση του ΔΣ

    Ρωγμή στην αποκλειστική, κατ’ αρχήν, αρμοδιότητα της ΓΣ για διανομή ετήσιων κερδών (άρ. 117 παρ. 1 στ. ε’) αποτελεί η χορήγηση της αρμοδιότητας λήψης απόφασης για διανομή προσωρινού μερίσματος στο ΔΣ. Η εξουσία λήψης της σχετικής απόφασης στο ΔΣ, δικαιολογείται από την ανάγκη ταχείας ολοκλήρωσης της σχετικής διαδικασίας. Επιπρόσθετα, η απονομή αυτής της εξουσίας βασίζεται και στον διαχειριστικό χαρακτήρα της απόφασης. Κατά τη λήψη της, το ΔΣ ως αρμόδιο όργανο για την επίτευξη του εταιρικού σκοπού και τη διαφύλαξη της εύρυθμης οικονομικής πορείας της εταιρείας, οφείλει να εξετάσει το ζήτημα λαμβάνοντας υπόψη όσες πληροφορίες έχει στη διάθεσή του στο πλαίσιο του διαχειριστικού του ρόλου. Σημειώνεται ότι δεν είναι δυνατή η υποκατάσταση του ΔΣ για την συγκεκριμένη αρμοδιότητά του. Ακόμα, η εν λόγω εξουσία δεν αναλώνεται με την εφάπαξ λήψη απόφασης για διανομή προμερίσματος. Εφόσον πληρούται το σύνολο των προϋποθέσεων είναι πάντοτε εφικτό να λάβει χώρα περισσότερες φορές μέσα στην ίδια χρήση.

    (β) Κατάρτιση Χρηματοοικονομικών Καταστάσεων & Τήρηση Διατυπώσεων Δημοσιότητας

    Προϋπόθεση διανομής προσωρινού μερίσματος αποτελεί και η κατάρτιση και δημοσίευση χρηματοοικονομικών καταστάσεων. Δεν απαιτείται, πάντως, η έγκριση τους από τη ΓΣ, γι’ αυτό και παρέλκει ο έλεγχος από ορκωτούς ελεγκτές-λογιστές. Όσον αφορά την τήρηση διατυπώσεων δημοσιότητας, απαιτείται η δημοσίευση χρηματοοικονομικών καταστάσεων ένα δίμηνο πριν τη διανομή. (Να σημειωθεί, βέβαια, πως η πρόβλεψη της συγκεκριμένης, μακράς, δημοσιότητας σαφώς προσκρούει στην ανάγκη ταχείας διεκπεραίωσης της όλης διαδικασίας).

    (γ) Ανώτατο Ποσοτικό Όριο Προσωρινού Μερίσματος

    Ως προς το ανώτατο όριο προσωρινού μερίσματος, αυτό δεν διαφέρει από το αντίστοιχο του μερίσματος (κατ’ άρ. 159 §2). Σημαντική αλλαγή που επέφερε ο ν. 4548/2018 στη διάταξη αποτελεί η απάλειψη του (παλαιότερου) ποσοτικού περιορισμού του ημίσεος των καθαρών κερδών.

    Υποχρέωση Επιστροφής

    Η ανάγκη ταχύτερης και απλούστερης διαδικασίας καταβολής του προμερίσματος απαίτησε τη διαφοροποίηση από όσα, παλαιότερα, ίσχυαν για το ελάχιστο μέρισμα. Σημειώνεται, ωστόσο, ότι η «υποχώρηση» του νομοθέτη για πρόωρη διανομή μερίσματος, εγκυμονεί κινδύνους εξαιτίας της μέλλουσας και αβέβαιης γέννησης της αξίωσης των μετόχων για μέρισμα. Η πρόωρη διάθεση κερδών είναι ενδεχόμενο να αποβεί σε βάρος του συμφέροντος των εταιρικών δανειστών ή/και της εταιρικής περιουσίας. Για την επίτευξη της αναγκαίας ισορροπίας και του περιορισμού των κινδύνων, η διανομή προσωρινού μερίσματος προβλέφθηκε ως αναστρέψιμη. Το προμέρισμα καταβάλλεται υπό τη «διαλυτική αίρεση» της απουσίας αντίστοιχου ύψους διανεμήσιμων κερδών και υπολειπόμενων διανεμηθέντων, για την αποφυγή «καταστρατήγησης της διάταξης του άρθρου 159» (Αιτιολ. Έκθεση επί του άρθρου 162).

    Η λήψη απόφασης από την Τακτική ΓΣ για μη διανομή ή για διανομή χαμηλότερων μερισμάτων (από τα προσωρινά) έχει σαν συνέπεια πως οι μέτοχοι έγιναν αδικαιολογήτως πλουσιότεροι. Και πως, κατά λογική ακολουθία, υποχρεούνται να επιστρέψουν ότι καθ’ υπέρβαση του (οριστικού) μερίσματος τους κατεβλήθη κατά τις διατάξεις του αδικαιολογήτου πλουτισμού (άρ. 904 ΑΚ). Η σχετική υποχρέωση δικαιολογείται καθώς, εν τέλει, το προσωρινό μέρισμα θα τους έχει καταβληθεί χωρίς νόμιμη αιτία από την περιουσία ή/και με ζημία της ΑΕ ή/και στη βάση αιτίας που δεν επακολούθησε.

    Από την παραπάνω αξίωση αδικαιολόγητου πλουτισμού της εταιρείας πρέπει να διακρίνεται η αξίωση «επιστροφής παράνομα εισπραχθέντων ποσών (άρ. 163). Πρόκειται για διαφορετική πραγματική περίπτωση. Η σχετική διαφοροποίηση αφορά τη νομική βάση για την επιστροφή όχι των αδικαιολογήτως αλλά των παρανόμως καταβληθέντων ποσών.

    Φορολογικά Ζητήματα

    Το προσωρινό μέρισμα εξομοιώνεται φορολογικά με το μέρισμα. Λόγω της εξάρτησης της καταβολής από διαλυτική αίρεση, ο κρίσιμος χρόνος για την ίδρυση σχετικής φορολογικής υποχρέωσης του μετόχου τοποθετείται στο χρονικό σημείο έγκρισης των ετήσιων χρηματοοικονομικών καταστάσεων από την Τακτική ΓΣ, και όχι ο χρόνος της καταβολής του προμερίσματος (άρ. 68 ν. 4172/2013).

    Μεταγενέστερη Διανομή Κερδών και Προαιρετικών Αποθεματικών

    Οι νομοθετικές προβλέψεις για το προμέρισμα αφορούν το προ του τέλους της χρήσης χρονικό διάστημα.  Ο νομοθέτης, παράλληλα με την ανωτέρω πρόβλεψη θέσπισε και μια, πρόσθετη, μεταγενέστερη δυνατότητα διανομής ποσών στους μετόχους. Πρόκειται, ειδικότερα, για τη δυνατότητα διανομής κερδών και προαιρετικών αποθεματικών, σε χρόνο μετά την έγκριση των χρηματοοικονομικών καταστάσεων από την Τακτική ΓΣ. Αφορά διανεμήσιμα κέρδη που δεν διατέθηκαν από τη ΓΣ ή από έκτακτα (αδιανέμητα) αποθεματικά.

    Προϋπόθεση διανομής κερδών και προαιρετικών αποθεματικών συνιστά η προηγούμενη λήψη απόφασης από το αρμόδιο όργανο. Την εν λόγω αρμοδιότητα έχει τόσο η ΓΣ όσο και το ΔΣ. Το εύρος της εξουσίας καθενός από τα δύο όργανα βρίσκεται σε αναλογία με το αντίστοιχο του άλλου˙ και τούτο υπό την έννοια ότι καθένα από τα εν λόγω όργανα έχει την ευχέρεια να αποφασίσει τη διάθεση των αποθεματικών, στο βαθμό και κατά το μέρος που δεν την έχει αποφασίσει το άλλο.

    Το ζήτημα του αρμόδιου οργάνου για τη διανομή προαιρετικών αποθεματικών αμφισβητούνταν έντονα υπό το προηγούμενο νομοθετικό καθεστώς. Τις αμφισβητήσεις αυτές ήρε πλέον ο ν. 4548/2018, ορίζοντας ρητά ότι τη λύση τους μπορεί να αποφασίσει τόσο το ΔΣ όσο και η επόμενη (τακτική ή έκτακτη) ΓΣ.

    Διευκρινίζεται ότι η απόφαση που λαμβάνεται τροποποιεί, όχι τον ισολογισμό που ενέκρινε η τακτική ΓΣ, αλλά την ίδια την απόφαση που έλαβε σχετικά με τον τρόπο διάθεσης των κερδών. Στον ισολογισμό όλα τα κέρδη απλώς εμφανίζονται στο κονδύλι αποτελέσματα εις νέον (με εξαίρεση την κράτηση για το τακτικό αποθεματικό), χωρίς να εξειδικεύεται σε αυτόν ο ειδικότερος τρόπος διανομής τους. Επισημαίνεται, λοιπόν, ότι δεν απαιτείται η κατάρτιση νέων ή τροποποίηση των υφισταμένων χρηματοοικονομικών καταστάσεων.

    Τέλος, η σχετική απόφαση της ΓΣ ή του ΔΣ πρέπει να υποβληθεί σε δημοσιότητα στο ΓΕΜΗ.

    Μερίδα, πάντως, της θεωρίας κρίνει την εν λόγω διάταξη ως ιδιαιτέρως προβληματική, καθώς παρέχει εξουσία στο ΔΣ για την ανατροπή της απόφασης που λήφθηκε από μέρους της ΓΣ αναφορικά με τη διανομή, χωρίς να την περιορίζει με πρόβλεψη ανώτερου ορίου.

     

    Για την κάλυψη της εύλογης προσδοκίας των μετόχων για συμμετοχή στα κέρδη της ΑΕ προβλέπεται όχι μόνον η αξίωση στο μέρισμα αλλά και η προσδοκία προσωρινού μερίσματος, εφόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις του νόμου. Ακόμα όμως και μετά το πέρας της οικονομικής χρήσης είναι δυνατή η διανομή κερδών και προαιρετικών αποθεματικών. Προσοχή, όμως: Οι προϋποθέσεις που θέτει ο νόμος είναι αυστηρές και ενδεχόμενες αποκλίσεις προβληματικές για τους εμπλεκόμενους! Σε κάθε περίπτωση: όσα κατά παράβαση του νόμου εισπράχθηκαν από τους μετόχους είναι υποχρεωτικό να επιστραφούν στην ΑΕ. Περί αυτών, όμως, σε επόμενη αρθρογραφία μας.-

     

     

    Σταύρος Κουμεντάκης

    Managing Partner

    Koumentakis and Associates Law Firm

     

     

    Σημ.: Το παρόν άρθρο αποτελεί τμήμα ευρύτερης ενότητας αρθρογραφίας της Δικηγορικής μας Εταιρείας για τις ΑΕ. Στην ενότητα αυτή επιχειρούμε την ανάλυση, άρθρο προς άρθρο-με business view, πάντα, προσέγγιση, του νόμου για τις ΑΕ (:4548/2018).

     

     

  • Ελάχιστο Μέρισμα

    Ελάχιστο Μέρισμα

    Ελάχιστο Μέρισμα

    (άρ. 161 ν. 4548/2018)

    Σε προηγούμενη αρθρογραφία μας ασχοληθήκαμε με το δικαίωμα συμμετοχής στα κέρδη, τις προϋποθέσεις διανομής ποσών στους μετόχους της ΑΕ καθώς και τη σχετική διαδικασία (διανομής στους μετόχους). Στο παρόν θα επικεντρωθούμε στο ελάχιστο μέρισμα.

    Εισαγωγικά

    Ο νομοθέτης, λαμβάνοντας υπόψη του την κεφαλαιουχική φύση της ΑΕ και (τη λογικά αναμενόμενη) συμμετοχή των μετόχων σε αυτήν για την απόκτηση κέρδους, ορθά επιλέγει τον προσδιορισμό ενός ελάχιστου ποσού που δικαιούνται να λάβουν: το μέρισμα. Με την καταβολή (ή την προσδοκία, έστω, καταβολής) του μερίσματος εξυπηρετείται ο στόχος για τον οποίο επιλέγουν να συμμετάσχουν οι μέτοχοι στο κεφάλαιο της ΑΕ.

    Σκοπός

    Δικαιολογητική βάση για την πρόβλεψη του πλαισίου ρύθμισης σχετικά με το ελάχιστο μέρισμα αποτελεί η εξισορρόπηση δύο αντικρουόμενων δυνάμεων:

    Η πλευρά των μικροεπενδυτών/μικρομετόχων επιθυμεί, πάντοτε σχεδόν, την καταβολή μερίσματος.

    Η πλευρά των μεγαλοεπενδυτών/μεγαλομετόχων επιδιώκει, όχι σπάνια, την ενίσχυση της εταιρικής περιουσίας (οι τελευταίοι, εξάλλου, πάντοτε έχουν την δυνατότητα να αποκομίζουν οικονομικά οφέλη από την ΑΕ-μέσω της προνομιακής σύναψης, λ.χ., συμβάσεων εργασίας, μέσω αμοιβών για τη συμμετοχή τους στο ΔΣ ή μέσω χρήσης περιουσιακών στοιχείων της ΑΕ). Η ενίσχυση, στο πλαίσιο αυτό, της εταιρικής περιουσίας επιτυγχάνεται με τη μη διανομή του μερίσματος.

    Ο νομοθέτης, εκτιμώντας ότι η πλευρά των μικρομετόχων αντιστοιχεί στη μειοψηφία του μετοχικού κεφαλαίου και η βούληση της δεν είναι δυνατό να επιδράσει δυναμικά στη λήψη αποφάσεων, επιδίωξε την προστασία της με την, κατ’ αρχήν, υποχρεωτική καταβολή μερίσματος. Μάλιστα, κατά το προηγούμενο νομοθετικό καθεστώς του Κ.Ν.2190/1920 ήταν απολύτως υποχρεωτική η καταβολή του. Ωστόσο, υπό το ισχύον νομοθετικό πλαίσιο τέθηκε μια διαβάθμιση στη συγκεκριμένη προστασία, όπως και στη συνέχεια αναλύεται.

    Δικαιούχοι Μερίσματος

    Φορέας της αξίωσης καταβολής μερίσματος είναι ο κύριος της μετοχής κατά τον χρόνο που γεννάται η σχετική αξίωση. Ο χρόνος αυτός, όπως έχει ήδη αναφερθεί σε προηγούμενη αρθρογραφία μας, τοποθετείται στο χρόνο λήψης της απόφασης ΓΣ για διανομή κερδών.

    Στην περίπτωση συγκυριότητας μετοχής, οι επιμέρους συγκύριοι δικαιούνται να λάβουν αναλογικά το μέρισμα που αναλογεί στη μετοχή. Στην περίπτωση επικαρπίας επί των μετοχών, φορέας της σχετικής αξίωσης είναι ο επικαρπωτής. Στην περίπτωση που έχει συσταθεί ενέχυρο επί μετοχών, φορέας της δεν θα είναι ο ενεχυρούχος δανειστής αλλά ο ίδιος ο κύριος.

    Το Ποσοστό του Ελάχιστου Μερίσματος

    Το ελάχιστο μέρισμα ορίζεται σε ποσοστό τριάντα πέντε τοις εκατό (35%) των καθαρών κερδών μετά την αφαίρεση των ποσών που ο νόμος αξιώνει (άρ.161 §1).

    Ως «καθαρά κέρδη» νοούνται εκείνα που απεικονίζονται στην κατάσταση αποτελεσμάτων, ύστερα από την αφαίρεση της κράτησης για σχηματισμό του τακτικού αποθεματικού και των λοιπών πιστωτικών κονδυλίων που δεν προέρχονται από πραγματοποιημένα κέρδη (άρ. 161 § 1 σε συνδυασμό με το άρ. 160).

    Παρά την, κατ’ αρχήν, υποχρεωτικότητα της διανομής μερίσματος, η Γενική Συνέλευση έχει τη δυνατότητα, υπό προϋποθέσεις, να περιορίσει το ποσοστό του ελάχιστου, καταβλητέου, μερίσματος.

    Εφόσον υφίσταται αυξημένη απαρτία και πλειοψηφία, είναι δυνατό να μειωθεί το ελάχιστο καταβλητέο μέρισμα όχι όμως και σε ποσοστό κάτω του 10% των καθαρών κερδών.

    Εφόσον υφίσταται απαρτία του ημίσεως, τουλάχιστον, του καταβεβλημένου κεφαλαίου και πλειοψηφία μεγαλύτερη του 80% του εκπροσωπούμενου στη Γενική Συνέλευση, η τελευταία (:ΓΣ) μπορεί να αποκλείσει τη διανομή μερίσματος (άρ. 130 §§ 3 & 4).

    Οι συγκεκριμένες αποφάσεις, τόσο για μείωση του ποσοστού του ελάχιστου μερίσματος όσο και για μη διανομή του, ελέγχονται από πλευράς καταχρηστικότητας. Η Αιτιολογική Έκθεση του ν. 4548/2018 ρητά αναφέρει ότι «άρνηση της πλειοψηφίας να εγκρίνει μέρισμα παρά την ύπαρξη ικανών κερδών μπορεί κατά τις περιστάσεις να κριθεί καταχρηστική». Η λήψη σχετικής απόφασης κρίνεται, λ.χ., ως καταχρηστική, εφόσον διαπιστώνεται εξυπηρέτηση, όχι του εταιρικού συμφέροντος (πχ σημαντικές ζημίες μετά το τέλος της χρήσης που θέτουν σε κίνδυνο την εταιρεία), αλλά αυτού της πλειοψηφίας αλλά και ελλείψει αιτιολογίας γι’ αυτήν  (ΠολΠρωτΗρ 178/2018, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

    Οι Μορφές της Διανομής του Μερίσματος

    Οι τρόποι με τους οποίους είναι δυνατό να διανεμηθεί το (ελάχιστο) μέρισμα, είναι οι εξής:

    (α) Καταβολή σε Μετρητά

    Η καταβολή του ελάχιστου μερίσματος σε μετρητά αποτελεί τον κανόνα (άρ.161 §1). Αποκλίσεις  εισάγονται μόνο υπό τις προϋποθέσεις του νόμου.

    (β) Κεφαλαιοποίηση Μερίσματος

    Με απόφαση που λαμβάνεται με αυξημένη απαρτία και πλειοψηφία, η ΓΣ είναι δυνατό να αποφασίσει την κεφαλαιοποίηση των κερδών και τη διανομή του μερίσματος στους μετόχους, υπό τη μορφή νέων μετοχών. Οι νέες μετοχές παραδίδονται δωρεάν στους μετόχους ανάλογα με το ποσοστό συμμετοχής τους στο κεφάλαιο. Δεν εμποδίζεται, βέβαια, η ΓΣ να αποφασίσει αντί της έκδοσης νέων μετοχών, την αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου διά της αύξησης της ονομαστικής αξίας των υφιστάμενων μετοχών. Από λογιστικής άποψης, δεν πρόκειται για διανομή κερδών αλλά (λόγω της κεφαλαιοποίησης) για αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου. Αξιοσημείωτο, μάλιστα είναι, πως η αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου με κεφαλαιοποίηση κερδών είναι απαλλαγμένη από τον φόρο συγκεντρώσεως κεφαλαίου (άρ.22 §2 Ν.1676/1986).

    Η κεφαλαιοποίηση των κερδών ως μορφή διανομής του ελάχιστου μερίσματος ωφελεί τόσο την εταιρεία όσο και τους εταιρικούς δανειστές. Το διανεμητέο ποσό εντάσσεται στο εταιρικό κεφάλαιο και ως εκ τούτου υπάγεται στους υποχρεωτικούς μηχανισμούς δέσμευσης, άρα και προστασίας του.

    (γ) Χορήγηση Τίτλων Εισηγμένων Εταιρειών

    Η δυνατότητα καταβολής του μερίσματος σε είδος αποτελεί καινοτομία του ν. 4548/2018. Προβλέπεται, συγκεκριμένα, η δυνατότητα χορήγησης τίτλων ημεδαπών ή αλλοδαπών εταιρειών ή κυριότητας της ίδιας της εταιρείας, οι οποίες είναι εισηγμένοι σε ρυθμιζόμενη αγορά (άρ. 161 § 4 εδ.α’).  Ως «τίτλοι» νοούνται, όχι μόνο οι μετοχές αλλά και οι ομολογίες.

    Οι προϋποθέσεις χορήγησης τίτλων ως μορφή διανομής μερίσματος είναι οι εξής:

    (1) Η υπαγωγή της εταιρείας σε υποχρεωτικό ή προαιρετικό έλεγχο από ορκωτό ελεγκτή ή ελεγκτική εταιρεία.

    (2) Η αποτίμηση των διανεμόμενων τίτλων σύμφωνα με τον νόμο (άρ. 17 και 18 του Ν.4548/2018).

    (3) Η τήρηση της αρχής της ίσης μεταχείρισης. Η εν λόγω αρχή επιβάλλει τη διανομή του ίδιου είδους μερίσματος σε όλους τους μετόχους-προϋπόθεση, η οποία εφαρμόζεται σε κάθε είδος διανομής.

    (δ) Διανομή Περιουσιακών Στοιχείων

    Μορφή διανομής μερίσματος σε είδος αποτελεί και η χορήγηση περιουσιακών στοιχείων της εταιρείας. Η εν λόγω διανομή είναι δυνατή υπό τις ίδιες, προαναφερθείσες, προϋποθέσεις για τη χορήγηση τίτλων αντί μερίσματος. Στην συγκεκριμένη, όμως, περίπτωση απαιτείται η λήψη απόφασης από της ΓΣ με ομοφωνία, όχι μόνον των παριστάμενων, αλλά του συνόλου των μετόχων-που εκπροσωπούν το σύνολο του μετοχικού κεφαλαίου.

    Διανομή Περαιτέρω Κερδών

    Μετά την κράτηση από τα καθαρά κέρδη του ποσού που αντιστοιχεί στο ελάχιστο μέρισμα, είναι δυνατό να απομείνει υπόλοιπο. Το εν λόγω ποσό είναι δυνατό να διανεμηθεί ως περαιτέρω (δεύτερο) μέρισμα (άρ.161 §5). Το καταστατικό, μάλιστα, είναι δυνατό να προβλέπει τον τρόπο διανομής του. Η ΓΣ, σε κάθε περίπτωση, μπορεί να αποφασίσει τη διανομή του συγκεκριμένου, δεύτερου, μερίσματος με λήψη απόφασης με απλή απαρτία και πλειοψηφία. Οι προϋποθέσεις διανομής του μερίσματος σε είδος εφαρμόζονται και στην προκειμένη περίπτωση.

    Παράνομη Μη Διανομή του Ελάχιστου Μερίσματος

    Η απόφαση της ΓΣ για μη διανομή του ελάχιστου, υποχρεωτικού, μερίσματος είναι άκυρη, στο μέτρο που αντιτίθεται στις προϋποθέσεις του νόμου (αρ. 161). Την ακυρότητα αυτή θα μπορεί να προβάλει οποιοσδήποτε έχει έννομο συμφέρον (κατ’ άρθρο 138). Επιπλέον, η παράνομη προσβολή του δικαιώματος του μετόχου στο ελάχιστο μέρισμα μπορεί να δημιουργήσει και υποχρέωση της ΑΕ προς αποζημίωσή του.

    Χρόνος Καταβολής Μερίσματος

    Η καταβολή του μερίσματος θα πρέπει να λάβει χώρα εντός δύο μηνών από τη λήψη απόφασης για διανομή κερδών. Με την παρέλευση της δίμηνης προθεσμίας και την παράλειψη καταβολής του μερίσματος εκ μέρους της εταιρείας, η τελευταία περιέρχεται σε υπερημερία. Και τούτο δίχως την ανάγκη προηγούμενης όχλησής της από τον μέτοχο (άρ. 341 §1 ΑΚ).

    Η αξίωση του μετόχου για την καταβολή του μερίσματος υπόκειται σε πενταετή παραγραφή. Εντούτοις, η μη είσπραξη της απαίτησης από τον μέτοχο δεν ωφελεί στην πραγματικότητα την εταιρεία. Και τούτο γιατί δεν είναι δυνατό να θεωρηθεί ότι διατηρεί το ποσό αυτό λόγω δωρεάς ή ανώμαλης παρακαταθήκης.

    Απόδειξη Καταβολής του Μερίσματος

    Για την απόδειξη καταβολής του μερίσματος, δεν αρκεί μόνο η καταχώριση του μερίσματος στα βιβλία της εταιρίας, η καταβολή του σχετικού φόρου ούτε και η δήλωσή του στην οικονομική εφορία με τις δηλώσεις φορολογίας εισοδήματος. Η καταβολή αποδεικνύεται με την προσκόμιση αποδείξεων πληρωμής ή ενταλμάτων είσπραξης ή κατάθεσης του προϊόντος του μερίσματος σε τραπεζικό ή επενδυτικό λογαριασμό που έχει υποδείξει ο μέτοχος (ΕφΑθ 8397/1995).

    Επιπλέον, η υπογραφή του ισολογισμού της εταιρίας, από μέτοχο που κατέχει επιπροσθέτως τη θέση προέδρου, αναπληρωτού ή μέλους του ΔΣ, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι συνιστά εξόφληση του μερίσματος ή παραίτηση από τη διεκδίκησή του.

     

    Εύλογη παρίσταται η αξίωση του μετόχου για την απόλαυση ενός τμήματος, έστω, από τα κέρδη της ΑΕ. Για την προστασία των μικρομετόχων έχουν τεθεί αναγκαστικού δικαίου ρυθμίσεις, προκειμένου να διασφαλιστεί η διανομή και καταβολή ενός ελάχιστου μερίσματος. Ακόμα όμως κι όταν υφίσταται η πλειοψηφία που ο νόμος αξιώνει για τον περιορισμό ή τον αποκλεισμό του, πάντοτε θα υφίσταται ο έλεγχος της καταχρηστικότητας. Τι συμβαίνει όμως όταν προκύπτει η ανάγκη διανομής προσωρινού μερίσματος; Είναι, άραγε, εφικτή; Κι αν ναι υπό ποιες προϋποθέσεις; Περί αυτών σε επόμενη αρθρογραφία μας.-

     

     

    Σταύρος Κουμεντάκης

    Managing Partner

    Koumentakis and Associates Law Firm

     

     

    Σημ.: Το παρόν άρθρο αποτελεί τμήμα ευρύτερης ενότητας αρθρογραφίας της Δικηγορικής μας Εταιρείας για τις ΑΕ. Στην ενότητα αυτή επιχειρούμε την ανάλυση, άρθρο προς άρθρο-με business view, πάντα, προσέγγιση, του νόμου για τις ΑΕ (:4548/2018).

  • Βιβλίο Μετόχων (:Η Λύση Του Νόμου & Του Αποθετηρίου)

    Βιβλίο Μετόχων (:Η Λύση Του Νόμου & Του Αποθετηρίου)

    Βιβλίο Μετόχων

    (:Η Λύση Του Νόμου & Του Αποθετηρίου)

    (άρθρ. 40 §2 ν. 4548/18)

    Με αφορμή παλαιότερη αρθρογραφία μας για τη μεταβίβαση των μετοχών ήρθαμε σε επαφή με το βιβλίο μετόχων. Ποια, όμως, η νομική αξία και ποια η σημασία του; Τι συμβαίνει στην πράξη και ποια τα προβλήματα; Ποιες οι υφιστάμενες λύσεις;

    Η αξία και σημασία του βιβλίου μετόχων

    Το βιβλίο μετόχων ανέκαθεν ήταν (και πάντοτε παραμένει) ένα εξαιρετικά σημαντικό βιβλίο της ΑΕ. Κι είναι σημαντική η τήρησή του για την ΑΕ καθώς μέσω, κατά βάση, του εν λόγω βιβλίου προκύπτουν οι μέτοχοί της και οι μετοχές τους. Είναι, επίσης, σημαντική για τους μετόχους καθώς μέσω αυτού νομιμοποιούνται έναντι της ΑΕ. Είναι, τέλος, σημαντική η τήρησή του και για τους τρίτους (λ.χ. αρμόδιες αρχές, χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, υποψήφιοι επενδυτές ή αγοραστές) καθώς από τις καταχωρίσεις του  προκύπτουν, με τρόπο αδιαμφισβήτητο, οι μέτοχοι της ΑΕ.

    Το υφιστάμενο θεσμικό πλαίσιο

    Κάθε Ανώνυμη Εταιρεία οφείλει να τηρεί βιβλίο μετόχων σε φυσική ή ηλεκτρονική μορφή. Στο βιβλίο αυτό καταχωρίζονται τα στοιχεία των μετόχων (:ονοματεπώνυμο/επωνυμία, διεύθυνση κατοικίας/έδρας, επάγγελμα και εθνικότητα). Για κάθε μέτοχο θα πρέπει να αναγράφεται ο αριθμός και η κατηγορία των μετοχών που κατέχει. Μέτοχος έναντι της ΑΕ θεωρείται εκείνος που είναι εγγεγραμμένος στο συγκεκριμένο βιβλίο.

    Η εν ζωή μεταβίβαση μετοχών με καταχώριση στο βιβλίο μετόχων

    Η μεταβίβαση των μετοχών, που δεν τηρούνται σε λογιστική μορφή γίνεται με καταχώριση στο βιβλίο μετόχων. Η συγκεκριμένη, όμως, καταχώριση είναι υποχρεωτικό να χρονολογείται και υπογράφεται από τον μεταβιβάζοντα και τον αποκτώντα (ή τους πληρεξουσίους τους).

    Το βιβλίο μετόχων, όπως και εισαγωγικά αναφέρθηκε είτε (κατά κανόνα) δεν τηρείται είτε, στην καλύτερη περίπτωση, πλημμελώς τηρείται. Δεδομένων των ελλιπώς τηρούμενων, διαχρονικά και κατά κανόνα, βιβλίων μετόχων, θεσπίστηκαν, και ορθά, εξαιρέσεις από την υποχρέωση υπογραφής της (καταχωρισμένης στο βιβλίο μετόχων) μεταβίβασης. Συγκεκριμένα, όταν: (α) η εταιρεία λάβει αντίγραφο της σύμβασης μεταβίβασης μετοχών με τις υπογραφές των συμβαλλομένων ή πληροφορηθεί την κατάρτισή της με άλλο τρόπο-καταστατικώς προβλεπόμενο, (β) το βιβλίο μετόχων τηρείται ηλεκτρονικά από κεντρικό αποθετήριο τίτλων, πιστωτικό ίδρυμα ή από ΕΠΕΥ.

    Η νομιμοποίηση του νέου κυρίου έναντι της ΑΕ˙ η καταχώριση στο βιβλίο μετόχων

    Η ανωτέρω διαδικασία για την μεταβίβαση μετοχών (:εγγραφή και υπογραφή στο βιβλίο μετόχων) ρυθμίζει, στην πραγματικότητα, τη νομιμοποίηση έναντι της ΑΕ εκείνου που αποκτά τις μεταβιβαζόμενες μετοχές. Στο πλαίσιο αυτό και έναντι της ΑΕ, δικαιώματα ασκεί και υποχρεώσεις (απορρέουσες από τη μετοχική σχέση) αναλαμβάνει εκείνος που είναι εγγεγραμμένος στο βιβλίο μετόχων. (Και τούτο μολονότι η σύμβαση μεταβίβασης ανάμεσα στον μέτοχο που μεταβιβάζει και σ’ εκείνον που αποκτά δεσμεύει, κατά την κρατούσα άποψη, τα μέρη και δεν επηρεάζεται από την καταχώριση στο βιβλίο μετόχων)

    Η νομιμοποίηση του κληρονόμου έναντι της ΑΕ˙ η καταχώριση στο βιβλίο μετόχων

    Οι μετοχές (όπως εξάλλου και η μετοχική σχέση-ως περιουσιακή) αποτελούν αντικείμενο κληρονομικής διαδοχής. Εφαρμόζονται, στην περίπτωση αυτή, οι διατάξεις του κληρονομικού δικαίου. Κατά τον χρόνο επαγωγής της κληρονομιάς (1710 ΑΚ) λαμβάνει χώρα αυτοδικαίως η κληρονομική διαδοχή επί των μετοχών.  Προκειμένου ο κληρονόμος ή κληροδόχος να νομιμοποιηθεί έναντι της ΑΕ, απαιτείται (άρ. 42) η εγγραφή του στο υποχρεωτικώς τηρούμενο από την ΑΕ βιβλίο μετόχων. Ύστερα από τη συγκεκριμένη εγγραφή, ο κληρονόμος ή κληροδόχος έχει τη δυνατότητα να ασκήσει τα δικαιώματά του -αναλαμβάνοντας, βεβαίως, και τις όποιες  υποχρεώσεις- απορρέουν από τη μετοχική σχέση.

    Η εγγραφή λαμβάνει χώρα μόλις προσκομιστούν στην εκδότρια ΑΕ, ή στο πρόσωπο που τηρεί το βιβλίο μετόχων, τα έγγραφα που αποδεικνύουν τη διαδοχή (λ.χ. κληρονομητήριο, δικαστική απόφαση δημοσίευσης διαθήκης, σχετικά νομιμοποιητικά έγγραφα κλπ).

    Ηλεκτρονική (Ή Από Τρίτο) Τήρηση του Βιβλίου Μετόχων

    Το καταστατικό μπορεί, κατά τον νόμο (αρ. 40 §2), να προβλέπει την ηλεκτρονική τήρηση του βιβλίου μετόχων ή/και την τήρησή του από κεντρικό αποθετήριο τίτλων, πιστωτικό ίδρυμα ή από επιχείρηση επενδύσεων, που έχουν το δικαίωμα να φυλάσσουν χρηματοπιστωτικά μέσα.

    Η μη (ή πλημμελής) τήρηση του βιβλίου μετόχων

    Όπως και εισαγωγικά αναφέρθηκε για το βιβλίο μετόχων, παρά τα όσα το υφιστάμενο θεσμικό πλαίσιο ορίζει και την πολλαπλή του αξία και σημασία, ο κανόνας είναι πως είτε καθόλου είτε πλημμελώς τηρείται. Κι αυτό γιατί, στην πράξη, είτε δεν γνωρίζουμε την ανάγκη της ύπαρξης και σημασία της τήρησής του είτε, ως πάρεργο, σε κάποιον (γνωρίζει-δεν γνωρίζει) την αναθέτουμε. Κι όταν τρίτοι (λ.χ. δημόσιες αρχές, τράπεζα, υποψήφιος επενδυτής, δικαστήριο κλπ) αξιώσουν επίδειξή του, τότε θα αναζητήσουμε την ύπαρξη και ορθή τήρησή του. Τότε, κατά κανόνα, θα είναι αργά˙ τότε, εναλλακτικά, θα επιχειρήσουμε την εκ του μηδενός ανασύνθεσή του. Τι θα συμβεί όμως με τις εκδόσεις τίτλων ή μεταβιβάσεις μετοχών που χάνονται στο βάθος του χρόνου; Τι θα συμβεί με τις ελλείπουσες υπογραφές;

    Το Κεντρικό Αποθετήριο Τίτλων: η λύση στο πρόβλημα!

    Το Κεντρικό Αποθετήριο Τίτλων έχει ήδη αναπτύξει σχετική υπηρεσία, που απευθύνεται στις Ανώνυμες Εταιρείες που επιθυμούν την αρχική καταχώριση των μη εισηγμένων τίτλων τους (μετοχές ή ομόλογα) με ψηφιακό τρόπο.

    Τα οφέλη για τις ΑΕ είναι προφανή˙ ενδεικτικά: (α) η αξιόπιστη τήρηση του βιβλίου μετόχων (ή/και ομολογιούχων) στο Σύστημα Αΰλων Τίτλων, (β) η αξιόπιστη παρουσίαση της μετοχικής σύνθεσης (ή/και των ομολογιούχων) της ΑΕ όπου/όταν παρουσιάζεται σχετική ανάγκη (λ.χ. συμμετοχή σε διαγωνισμούς, εξαγορές, εταιρικοί μετασχηματισμοί, χρηματοδοτήσεις, (γ) η αποσύνδεση της τήρησης του μετοχολογίου από πρόσωπα που γνωρίζουν (ή όχι) τον τρόπο τήρησής του και την διατήρηση ή μη της παρουσίας τους στην επιχείρηση, (δ) η απαλλαγή από προβλήματα που συνδέονται με την ελλιπή γνώση ή άγνοια των εκάστοτε υπευθύνων για την τήρηση του βιβλίου μετόχων (ή/και των ομολογιούχων).

    Τα οφέλη για τους μετόχους (και ομολογιούχους) είναι, επίσης, προφανή: (α)  η ευχερής απόδειξη της ιδιότητάς τους ως μετόχων (ή/και ομολογιούχων), (β) η ασφαλής τήρηση των τίτλων τους, (γ) η δυνατότητα τήρησης των τίτλων τους σε Κοινή Επενδυτική Μερίδα, (δ) η δυνατότητα δέσμευσης τίτλων για σκοπούς φύλαξης του δικαιούχου ή του πρώτου συνδικαιούχου σε περίπτωση της Κοινής Επενδυτικής Μερίδας, (ε) η διευκόλυνση της χρηματοδότησης από χρηματοπιστωτικά ιδρύματα μέσω της ενεχύρασης των τίτλων τους στο Σύστημα Αΰλων Τίτλων.

     

    Η τήρηση του βιβλίου μετόχων δεν είναι μόνον, κατά νόμο, υποχρεωτική˙ η ορθή τήρησή του αποβαίνει πολύτιμη για τις ΑΕ, τους συναλλασσόμενους τρίτους και, ιδίως, τους ίδιους τους μετόχους της. Ειδικά μάλιστα για τους τελευταίους πολλαπλάσια αποδεικνύονται τα οφέλη μέσω της καταχώρισης των (μη εισηγμένων) τίτλων τους σε Κοινή Επενδυτική Μερίδα. Περί αυτής, όμως, σε επόμενη αρθρογραφία μας.-

     

     

    Σταύρος Κουμεντάκης

    Managing Partner

    Koumentakis and Associates Law Firm

     

     

    Σημ.: Το παρόν άρθρο αποτελεί τμήμα ευρύτερης ενότητας αρθρογραφίας της Δικηγορικής μας Εταιρείας για τις ΑΕ. Στην ενότητα αυτή επιχειρούμε την ανάλυση, άρθρο προς άρθρο-με business view, πάντα, προσέγγιση, του νόμου για τις ΑΕ (:4548/2018).

  • Μπορεί ο νόμος για τις ΑΕ να αξιοποιηθεί ως business opportunity;

    Μπορεί ο νόμος για τις ΑΕ να αξιοποιηθεί ως business opportunity;

    Μπορεί ο νόμος για τις ΑΕ να αξιοποιηθεί ως business opportunity;

    Τη σχετική βεβαιότητα κατέδειξε ο Managing Partner της Δικηγορικής μας Εταιρείας, κ. Σταύρος Κουμεντάκης, στα ανώτερα διοικητικά στελέχη του, από 25ετίας συνεργάτη μας, Ομίλου ARTION.

    Η σχετική ημερίδα ήταν η πρώτη της ενότητας με θέμα «Φωτίζοντας το νέο νόμο για τις Ανώνυμες Εταιρείες (Ν.4548/2018) και έλαβε χώρα στις φιλόξενες-κεντρικές εγκαταστάσεις του Ομίλου, στο Μαρούσι.

     

    Λίγα λόγια για την παρουσίαση

    Ο κ. Κουμεντάκης παρουσίασε το γενικότερο πλαίσιο του πρόσφατου νόμου για τις Ανώνυμες Εταιρείες και προχώρησε στην  παρουσίαση  των σημαντικότερων παραμέτρων του νομοθετήματος. Αξιοσημείωτο είναι πως οι επιμέρους πτυχές του φωτίστηκαν ακόμη περισσότερο μέσα από την σημαντική διάδραση και την ουσιαστική και συνεχή ανταλλαγή απόψεων με τους (εξαιρετικά υψηλού επιπέδου) συμμετέχοντες. Από τη συζήτηση αναδείχθηκαν καίρια ζητήματα, όπως η αναγκαιότητα της άμεσης και εξατομικευμένης προσαρμογής του καταστατικού και της λειτουργίας κάθε μίας ΑΕ στις ανάγκες της ίδιας και των μετόχων της. Ακόμη, διερευνήθηκαν οι παρεχόμενες από τον νέο νόμο ευχέρειες σε μια σειρά από κρίσιμα για τους επιχειρηματίες ζητήματα, όπως:

    • Η προστασία του επιχειρηματία και των «ανθρώπων» του
    • Η υποβοήθηση της διαδοχής
    • Η προσέλκυση (φθηνών) επενδυτικών κεφαλαίων
    • Η προσέλκυση και διατήρηση ικανών στελεχών
    • Η μείωση του λειτουργικού κόστους
    • Η αξιοποίηση της τεχνολογίας

     

     

    Λίγα λόγια για τον Όμιλο ARTION

    Ο Όμιλος Εταιρειών ARTION δραστηριοποιείται στο χώρο των λογιστικών, φοροτεχνικών, εξειδικευμένων συμβουλευτικών υπηρεσιών καθώς και υπηρεσιών μηχανογράφησης. Σήμερα, αριθμώντας ήδη περισσότερα από 40 έτη επιχειρηματικού βίου, 200+ έμπειρα/εξαιρετικά υψηλού επιπέδου στελέχη και 1.500+ πελάτες, έχει πλέον καθιερωθεί ως ένας από τους σημαντικότερους ελληνικούς ομίλους (αν όχι ο σημαντικότερος) του είδους του.

    Είμαστε περήφανοι που είμαστε συνεργάτες τους!

     

  • Διανομή ποσών στους Μετόχους:  Έννοια & Απαγορεύσεις

    Διανομή ποσών στους Μετόχους:  Έννοια & Απαγορεύσεις

    Διανομή ποσών στους Μετόχους:  Έννοια & Απαγορεύσεις

    (άρ. 159 ν. 4548/2018)

    Σε προηγούμενη αρθρογραφία μας, μας απασχόλησαν οι προϋποθέσεις διανομής ποσών στους μετόχους της ΑΕ. Καθώς, όμως, η διανομή ποσών είναι, ενίοτε, απαγορευμένη, απαραίτητο είναι να γίνει κατανοητή η έννοια της, του γενικότερου, σχετικού, ρυθμιστικού πλαισίου και του περιεχομένου των υφιστάμενων απαγορεύσεων˙ ιδίως αυτών που αφορούν τις «κεκρυμμένες» διανομές.

    Υποκειμενικό Πεδίο Απαγόρευσης Διανομής

    Στο υποκειμενικό πεδίο εφαρμογής της απαγόρευσης διανομής εμπίπτουν οι ίδιοι οι μέτοχοι. Καθώς, όμως, μια τόσο στενή θεώρηση δεν εξασφαλίζει την αποτελεσματικότητα των σκοπών που ο νομοθέτης επιδιώκει, απομένουν ανοιχτές άλλες «δίοδοι» για την καταστρατήγηση της σχετικής απαγόρευσης. Γίνεται, λοιπόν, δεκτή μία υποκειμενική διεύρυνση του πεδίου εφαρμογής της απαγόρευσης:

    (α) Στα συνδεδεμένα με τους μετόχους φυσικά πρόσωπα και, ιδίως, στα στενά μέλη της οικογένειάς τους: Ως στενό μέλος ορίζεται το πρόσωπο που είναι μέλος της οικογένειάς του μετόχου, το οποίο αναμένεται ότι επηρεάζει ή επηρεάζεται από το πρόσωπο αυτό κατά την ενασχόλησή του με την ανώνυμη εταιρείας (:σύζυγος, σύντροφος με τον οποίο συγκατοικεί το πρόσωπο, τα εξαρτώμενα μέλη, συμπεριλαμβανομένων ανιόντων και κατιόντων-Παράρτημα Α ν.4308/2014).

    (β) Σε εταιρείες του ίδιου, κοινού, Ομίλου: Πρόκειται για εταιρείες με τις οποίες υφίσταται οικονομική σύνδεση, χωρίς, όμως, η σύνδεση αυτή να συνοδεύεται από κεφαλαιακή συμμετοχή, ώστε να εφαρμόζεται ευθέως η απαγόρευση. Συναλλαγή, επομένως, μεταξύ συνδεδεμένων εταιριών ελέγχεται ως πιθανώς απαγορευμένη διανομή.

    (γ) Σε καταπιστεύσαντα μέτοχο: Στην περίπτωση που ένας μέτοχος (καταπιστευματοδόχος) κατέχει και διαχειρίζεται τις μετοχές για λογαριασμό κάποιου τρίτου (καταπιστεύσαντος), η μετοχική ιδιότητα στην πραγματικότητα συντρέχει στο πρόσωπο, όχι του τυπικά κυρίου των μετοχών, αλλά του τρίτου. Έτσι, προς τον σκοπό μεγαλύτερης διασφάλισης των εταιρικών δανειστών, ορθότερο είναι περιουσιακές μετακινήσεις προς τον καταπιστεύσαντα να αντιμετωπίζονται ως διανομές σε μέτοχο.

    Κρίσιμος χρόνος για τη διαπίστωση της υπαγωγής σε μια από τις παραπάνω προϋποθέσεις είναι ο χρόνος κατάρτισης της υποσχετικής δικαιοπραξίας, καθώς σε αυτό το στάδιο διαμορφώνεται το περιεχόμενο της σύμβασης. Αντίθετα, εάν το υποσχετικό μέρος της συναλλαγής καταρτίστηκε πριν ο αντισυμβαλλόμενος της ΑΕ αποκτήσει τη μετοχική ιδιότητα, εκπληρώθηκε, όμως, σε χρόνο που είχε ήδη καταστεί μέτοχος, τότε η συναλλαγή αυτή καταρχήν δεν υπόκειται στον έλεγχο του άρ. 159 § 1.

    Η Έννοια Της Διανομής

    Ως διανομή νοείται, ιδίως, η καταβολή μερισμάτων και τόκων από μετοχές (αρ. 159§3). Πράγματι, αυτή αποτελεί την κατεξοχήν περίπτωση διανομής εταιρικής περιουσίας της ΑΕ, αφού απορρέει από (και στενά συνδέεται με) την ίδια τη μετοχική ιδιότητα. Ωστόσο καταστατικά είναι δυνατό να προβλεφθούν περαιτέρω περιπτώσεις διανομής, όπως λ.χ. η απόληψη τόκων υπέρ προνομιούχων μετόχων.

    Δεν είναι, όμως, περιοριστική η (προαναφερθείσα) αναφορά του νόμου (άρ. 159 §3). Υπάρχουν και λιγότερο «οφθαλμοφανείς» περιπτώσεις οι οποίες εμπίπτουν στην απαγόρευση διανομής, που τίθεται από την επίμαχη διάταξη. Πρόκειται για τις λεγόμενες «κεκρυμμένες διανομές περιουσίας». Στο πλαίσιο αυτό μπορούμε να πούμε πως η διάθεση περιουσίας κατά παράβαση των προϋποθέσεων για τη διανομή είναι δυνατό να λάβει χώρα τόσο φανερά όσο και συγκαλυμμένα.

    Φανερά Απαγορευμένη Διανομή Περιουσίας

    Η φανερά απαγορευμένη διανομή συνιστά μια μη συνήθη στην πράξη περίπτωση διανομής, καθώς είναι εύκολο να διαπιστωθεί ότι παραβιάζονται οι διατάξεις του νόμου. Περιπτώσεις φανερά απαγορευμένης διάθεσης περιουσίας αποτελούν  η διανομή με άκυρη/ακυρώσιμη απόφαση, η διανομή μερίσματος που δεν αντιστοιχεί σε διανεμήσιμα κέρδη, διανομή μεγαλύτερου μερίσματος από αυτό που επιτρέπεται να διανεμηθεί κ.ο.κ.

    Συγκαλυμμένη/Κεκρυμμένη Διανομή Περιουσίας

    Η συνηθέστερη στην πράξη περίπτωση απαγορευμένης διανομής περιουσίας είναι η συγκαλυμμένη διάθεση.

    Να σημειωθεί εδώ πως οι συναλλαγές της εταιρείας με τους μετόχους και η προς εκείνους διανομή περιουσίας, δεν είναι απαγορευμένες. Ωστόσο, αυτές πρέπει να λαμβάνουν χώρα υπό τις προβλεπόμενες στο νόμο προϋποθέσεις. Ειδικά ως προς τη διανομή περιουσίας επιβάλλεται να μην οδηγούμαστε εμμέσως σε επιστροφή περιουσίας πέραν των νομίμων κερδών και ορίων. Απαγορευμένη διάθεση υφίσταται σε κάθε περίπτωση ανισορροπίας παροχής και αντιπαροχής, με αποτέλεσμα ο μέτοχος να λαμβάνει παροχή, η οποία δεν αντιστοιχεί στην πραγματική αξία των μετοχών του. Αυτή ακριβώς η οικονομική διαφορά παροχής/αντιπαροχής θα στοιχειοθετεί το ποσό της κεκρυμμένης διανομής περιουσίας (ή, αλλιώς, της έμμεσης επιστροφής εισφοράς προς τον μέτοχο). Ωστόσο, για να κριθεί ως κεκρυμμένη διανομή, πρέπει, επιπρόσθετα, ο μέτοχος να λαμβάνει το περιουσιακό όφελος λόγω της μετοχικής του ιδιότητας και μόνον.

    Από την απαγόρευση διάθεσης καταλαμβάνεται κάθε στοιχείο, το οποίο μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο διάθεσης από την εταιρεία προς τους μετόχους, ακόμα κι αν δεν αναφέρεται στον ισολογισμό. Απαγορευμένη διάθεση αποτελεί και η περίπτωση παραίτησης από την εκμετάλλευση επιχειρηματικής ευκαιρίας. Αντίθετα, η καταβολή αποζημίωσης στον μέτοχο για οποιαδήποτε αιτία (πχ για παράβαση του δικαίου της κεφαλαιαγοράς) δεν εμπίπτει στην απαγόρευση διανομής.

    Ως απαγορευμένη διανομή περιουσίας έχει κριθεί νομολογιακά και η περίπτωση καταβολής στον μέτοχο της διαφοράς μεταξύ της τιμής έκδοσης της μετοχής και της μεταγενέστερα υπολειπόμενης χρηματιστηριακής τιμής της (ΟλΑΠ 19/2006 areiospagos.gr).

     

    Ειδικές Περιπτώσεις Κεκρυμμένης Διάθεσης

    (α) Πιστώσεις της Εταιρείας προς τους Μετόχους

    Όχι σπάνια παρέχονται στην πράξη πιστώσεις προς τους μετόχους από την ίδια την ΑΕ. Κατεξοχήν παράδειγμα αποτελούν τα ενδοομιλικά δάνεια, που παρατηρούνται στο πεδίο των ομίλων επιχειρήσεων στο πλαίσιο κεντρικής διαχείρισης των διαθεσίμων. Τέτοιες πιστώσεις δεν μπορούν παρά να κινούν υποψίες.

    Παρά ταύτα, καταρχήν δεν απαγορεύονται, αφού η χορήγηση δανείου σε μέτοχο δε μεταβάλει λογιστικά το ενεργητικό της ΑΕ, ώστε να τεθεί ζήτημα απαγορευμένης διανομής. Αυτή η παραδοχή, ωστόσο, μπορεί να αληθεύει μόνο υπό δύο προϋποθέσεις: Πρώτον, το δάνειο θα πρέπει να είναι τοκοφόρο με το τρέχον ποσοστό επιτοκίου για ομοειδή δάνεια˙ εάν η πίστωση χορηγείται ατόκως ή μη εξαιρετικά χαμηλό επιτόκιο, πιθανώς θα κριθεί ως παράνομη διανομή εταιρικής περιουσίας. Δεύτερον, η εισπραξιμότητα της απαίτησης της ΑΕ θα πρέπει να μην είναι επισφαλής (ως τέτοια -επισφαλής- κρίνεται η δανειοδότηση ενός μετόχου οικονομικά αφερέγγυου, που δεν καλύπτεται επιπλέον με οποιαδήποτε, πρόσθετη, προσωπική ή εμπράγματη ασφάλεια).

    (β) Πιστώσεις των Μετόχων προς την Εταιρεία

    Ιδιαίτερη μορφή κεκρυμμένης διανομής μπορεί να προκύψει στο πλαίσιο παροχής πιστώσεων από τους μετόχους προς την εταιρεία. Οι μέτοχοι επιλέγουν να χρηματοδοτήσουν την εταιρεία είτε με παροχή δανείου είτε με παροχή εγγύησης για λήψη δανείου. Τα εν λόγω ποσά της χρηματοδότησης, καθώς δεν αποτελούν εισφορές (οι οποίες θα καταστούν ίδια κεφάλαια της εταιρεία), είναι επιστρεπτέα προς τους μετόχους. Με την τακτική, όμως, αυτή οι μέτοχοι  απαλλάσσονται από τον κίνδυνο μη επιστροφής των κεφαλαίων που εισφέρουν/προσφέρουν στην εταιρεία, όπως συμβαίνει στην περίπτωση των εισφορών.

    Το ζήτημα, συνεπώς, που προκύπτει σε σχέση με τα επονομαζόμενα εξυγιαντικά δάνεια αποτελεί κατά πόσον αυτά αποτελούν αναπλήρωση του μετοχικού κεφαλαίου. Οι συνθήκες υπό τις οποίες μπορεί να χαρακτηριστεί ως εξυγιαντικό είναι οι εξής:

    (α) Ο δανειοδότης μέτοχος ασκεί σημαντική επιρροή στο μετοχικό κεφάλαιο της εταιρείας, η οποία του εξασφαλίζει τη δυνατότητα πληροφόρησης και επιρροής στη λήψη σημαντικών εταιρικών αποφάσεων. Αποφασιστική επιρροή τεκμαίρεται, για παράδειγμα, στην περίπτωση που ο εταίρος συμμετέχει τουλάχιστον στο 1/10 του μετοχικού κεφαλαίου, ή, ακόμη, κατέχει το δικαίωμα απευθείας διορισμού μελών του ΔΣ (άρ. 79)-ανεξαρτήτως του ποσοστού εταιρικής συμμετοχής του.

    (β) Το δάνειο αναπληρώνει λειτουργικά «ίδια κεφάλαια» της ΑΕ, υπό την έννοια ότι, αφενός η εταιρεία, δε θα μπορούσε να λάβει αντίστοιχη πίστωση από τρίτους με βάση τους συνήθεις όρους της αγοράς, και, αφετέρου, ότι δίχως αυτήν θα κατέρρεε οικονομικά (εξ ου και η ονομασία ενός τέτοιου δανείου ως «εξυγιαντικού»).

    Η συνδρομή των παραπάνω προϋποθέσεων δεν καθιστά, πάντως, την πίστωση άκυρη. Αντίθετα, αυτή όχι μόνο θα είναι ισχυρή, αλλά θα υπαχθεί αναγκαστικά στα «ίδια κεφάλαια» της ΑΕ. Έτσι, επιστροφή ποσού που πιστώθηκε στην εταιρεία μέσω εξυγιαντικού δανείου δεν θα επιτρέπεται ως κεκρυμμένη (άρα απαγορευμένη) διανομή.

     

    Η διανομή ποσών στους μετόχους της ΑΕ δεν είναι, πάντοτε, απαγορευμένη (η διανομή κερδών, μάλιστα, υπό προϋποθέσεις επιβεβλημένη). Διέπεται όμως, η εν λόγω διανομή, από αυστηρούς και διαυγείς κανόνες. Δεν αποτελεί σπάνιο φαινόμενο η προσπάθεια μετόχων (ιδίως εκείνων με σημαντική επιρροή) για την υπέρβαση των υφιστάμενων, σχετικών, νομοθετικών περιορισμών-κι όχι προς όφελος της ΑΕ. Η υπέρβαση (ή προσπάθεια υπέρβασής τους) συνδέεται με, όχι αμελητέες κυρώσεις. Επιβεβλημένο, επομένως, τις εν λόγω κυρώσεις και δυσμενείς συνέπειες να έχουμε κατά νου. Κι όσον αφορά, ειδικότερα, τους κανόνες για τη διανομή κερδών: σε επόμενη αρθρογραφία μας.-

     

     

    Σταύρος Κουμεντάκης

    Managing Partner

    Koumentakis and Associates Law Firm

     

     

    Σημ.: Το παρόν άρθρο αποτελεί τμήμα ευρύτερης ενότητας αρθρογραφίας της Δικηγορικής μας Εταιρείας για τις ΑΕ. Στην ενότητα αυτή επιχειρούμε την ανάλυση, άρθρο προς άρθρο-με business view, πάντα, προσέγγιση, του νόμου για τις ΑΕ (:4548/2018).

     

     

     

Η περιοχή αυτή είναι καταχωρημένη στο wpml.org ως περιοχή ανάπτυξης. Μεταβείτε σε τοποθεσία παραγωγής με κλειδί στο remove this banner.