Ετικέτα: ανώνυμες εταιρείες

  • Αδικήματα σχετικά με το κεφάλαιο της ΑΕ

    Αδικήματα σχετικά με το κεφάλαιο της ΑΕ

    Αδικήματα σχετικά με το κεφάλαιο της ΑΕ

    (άρθρο 179 §§ 2 & 4,  ν.4548/2018)

    Στο πλαίσιο της διερεύνησης των ποινικών αδικημάτων που αναφέρονται στην εύρυθμη λειτουργία της ΑΕ μας απασχόλησε ήδη η σύναψη σύμβασης με συνδεδεμένο μέρος χωρίς την αναγκαία έγκριση. Στο πλαίσιο της ίδιας ενότητας, θα μας απασχολήσει εδώ η ποινική διάσταση της παραβίασης επιμέρους υποχρεώσεων αναφορικά με το μετοχικό κεφάλαιο της ΑΕ, από μέρους των κατά τον νόμο υπευθύνων.

    Η Μη Πιστοποίηση και η Ψευδής Πιστοποίηση Καταβολής του Κεφαλαίου (§2)

    Θεμελιώδες στοιχείο της ΑΕ με ιδιαίτερη, μάλιστα, σημασία για την εύρυθμη λειτουργία της αποτελεί το μετοχικό της κεφάλαιο. Τόσο κατά τη σύσταση της ΑΕ όσο και ενόψει αύξησής του, η πραγματική καταβολή του κεφαλαίου και η διατήρησή του αποτελεί κύριο μέλημα του νομοθέτη. Γνωστές προβληματικές (και εξοφθάλμως μη σύννομες) πρακτικές του παρελθόντος κατέστησαν επιτακτική τη λήψη σοβαρών αποτρεπτικών, μέτρων. Προεξάρχουσα θέση, μεταξύ αυτών, κατείχαν εκείνες της (με διάφορες μεθοδεύσεις) εικονικής καταβολής του μετοχικού κεφαλαίου, οι οποίες έθιγαν, εν τέλει, τον πυρήνα της υγιούς λειτουργίας της ΑΕ και την εμπιστοσύνη των τρίτων. Η αντιμετώπισή τους επιχειρήθηκε με πρόβλεψη τυπικών διαδικασιών πιστοποίησης της καταβολής και δηλωτικής δημοσιότητας της (πραγματικής) καταβολής του.

    Με την ευθύνη πιστοποίησης έχουν επιφορτιστεί τα μέλη ΔΣ και οι ορκωτοί ελεγκτές λογιστές ανάλογα με το μέγεθος της ΑΕ. Η παράλειψη εκπλήρωσης της υποχρέωσης πιστοποίησης καθώς και η ψευδής πιστοποίηση της καταβολής του μετοχικού κεφαλαίου επισύρει ποινικές κυρώσεις στο πλαίσιο εξασφάλισης της ακεραιότητας του.

    Έννομο Αγαθό

    Προστατευόμενο έννομο αγαθό του αδικήματος είναι η πίστη στην ορθή λειτουργία της ΑΕ. Ήδη αναφέρθηκε η σημασία του μετοχικού κεφαλαίου για τη λειτουργία της και τον αντίκτυπο που έχει για την εμπιστοσύνη των τρίτων προς την ΑΕ.

    Αντικειμενική υπόσταση

    Υποκείμενο

    Το αδίκημα της παράλειψης πιστοποίησης ή της ψευδούς πιστοποίησης του μετοχικού κεφαλαίου είναι γνήσιο ιδιαίτερο. Το αδίκημα τελείται μόνο από τους υπευθύνους για τη διενέργεια της πιστοποίησης. Η αρμοδιότητα πιστοποίησης της αύξησης του μετοχικού κεφαλαίου ανήκει στον ορκωτό ελεγκτή λογιστή ή σε ελεγκτική εταιρεία. Ωστόσο, στην περίπτωση πολύ μικρών ή μικρών εταιρειών, μη εισηγμένων σε ρυθμιζόμενη αγορά, η πιστοποίηση μπορεί να γίνει από το ίδιο το ΔΣ.  Κατά τη σύσταση της εταιρείας η καταβολή πιστοποιείται είτε από ορκωτό ελεγκτή λογιστή ή ελεγκτική εταιρεία είτε από το ΔΣ (άρ.20 §6). Τα μέλη του ΔΣ μπορεί να είναι εκτελεστικά ή μη. Όσον αφορά, ειδικότερα, την ψευδή πιστοποίηση από το ΔΣ, ενοχοποιούνται μόνον εκείνα από τα μέλη του τα οποία ψήφισαν ψήφισαν θετικά κατά τη λήψη της συλλογικής απόφασης.

    Αξιόποινη Συμπεριφορά

    Το αδίκημα είναι πολύτροπο, όσον αφορά τα μέλη του ΔΣ. Μπορεί να λάβει χώρα είτε με την πράξη της ψευδούς πιστοποίησης είτε με την παράλειψη πιστοποίησης εντός των προβλεπόμενων προθεσμιών. Επίσης, το αδίκημα είναι γνήσιας παράλειψης, καθώς στο κείμενο της διάταξης περιγράφεται η άδικη παράλειψη. Ακόμα, το άρθρο 179 §2 αποτελεί λευκό ποινικό νόμο, καθώς η αντικειμενική υπόσταση του αδικήματος συμπληρώνεται από το άρθρο 20 του ν.4548/2018 περί καταβολής και πιστοποίησης μετοχικού κεφαλαίου. Σημειώνεται ότι όσον αφορά τους ορκωτούς ελεγκτές, το αδίκημα τελείται μόνο με ψευδή πιστοποίηση και όχι με παράλειψή της.

    Ειδικότερα, στην περίπτωση της αρχικής καταβολής η πιστοποίηση πρέπει να λάβει χώρα εντός δύο μηνών από τη σύσταση. Όταν πρόκειται για αύξηση μετοχικού κεφαλαίου, η προθεσμία είναι ενός μήνα και εκκινεί από την παρέλευση προθεσμίας καταβολής του ποσού. Η παράλειψη, συνεπώς, της πιστοποίησης λαμβάνει  χώρα με την άπρακτη παρέλευση των ανωτέρω προθεσμιών.

    Ψευδής είναι η πιστοποίηση του μετοχικού κεφαλαίου, όταν το περιεχόμενό της δεν βρίσκεται σε συμφωνία με την πραγματικότητα. Πιστοποιήθηκε, δηλαδή, ότι καταβλήθηκε πλήρως ενώ δεν καταβλήθηκε καθόλου ή καταβλήθηκε μερικώς.

    Σημειώνεται πάντως, ότι αξιόποινη είναι η συμπεριφορά που αφορά την πιστοποίηση της καταβολής και όχι την καταβολή αυτή καθευατή.

    Το πρακτικό του ΔΣ και η έκθεση του ορκωτού ελεγκτή δημοσιεύονται στο ΓΕΜΗ. Η δημοσιότητα είναι δηλωτική και όχι συστατική. Η παράλειψη τήρησης της δημοσιότητας δεν εντάσσεται στην αξιόποινη συμπεριφορά του άρθρου 179 §2.

     

    Η Παράλειψη Αναπροσαρμογής του Κεφαλαίου (§4)

    Ο νόμος για τις ΑΕ προβλέπει σε ορισμένες περιπτώσεις την υποχρεωτική αναπροσαρμογή του μετοχικού κεφαλαίου. Η αναπροσαρμογή αυτού καθίσταται επιβεβλημένη για την εξασφάλιση της αληθούς εικόνας του μετοχικού κεφαλαίου προς τους τρίτους. Οι περιπτώσεις αυτές εντοπίζονται στις ακόλουθες διατάξεις:

    (α) Επί μερικής κάλυψης του μετοχικού κεφαλαίου (άρ.28 §2).

    (β) Επί άσκησης δικαιώματος κτήσης μετοχών (άρ.58 §3).

    (γ) Επί μετατροπής ομολογιακού δανείου σε μετοχές (άρ.71 §4).

    Έννομο Αγαθό

    Προστατευόμενο έννομο αγαθό είναι και σε αυτήν την περίπτωση η πίστη του κοινού στην εύρυθμη λειτουργία της ΑΕ.

    Αντικειμενική Υπόσταση

    Υποκείμενο

    Το αδίκημα είναι γνήσιο ιδιαίτερο και τελείται μόνο από τα μέλη του ΔΣ. Αδιάφορο παραμένει αν είναι εκτελεστικά ή μη. Γι’ αυτό και από την αντικειμενική υπόσταση του αδικήματος εξαιρείται η περίπτωση της αναπροσαρμογής του κεφαλαίου λόγω κεφαλαιοποίησης κερδών, τα οποία είναι διανεμητέα ως κέρδη (άρ.161 §3), καθώς σε αυτήν την περίπτωση αρμόδια για την αναπροσαρμογή είναι η ΓΣ.

    Άδικη Παράλειψη

    Η εξεταζόμενη διάταξη αποτελεί λευκό ποινικό κανόνα, καθώς η αντικειμενική υπόσταση συμπληρώνεται από τις διατάξεις που προβλέπουν την υποχρεωτική αναπροσαρμογή του κεφαλαίου (άρ.28 §2, άρ.58 §3, άρ.71 §4). Η αναπροσαρμογή του κεφαλαίου λαμβάνει χώρα με λήψη σχετικής απόφασης και τήρηση της δημοσιότητας που απαιτείται κατ’ άρθρο 12.

    Κοινά Χαρακτηριστικά

    Τα αδικήματα της παράλειψης πιστοποίησης, της ψευδούς πιστοποίησης και της παράλειψης αναπροσαρμογής κεφαλαίου εμφανίζουν ορισμένα κοινά χαρακτηριστικά, τα οποία καταγράφονται κατωτέρω:

    Υποκειμενική υπόσταση

    Για την υποκειμενική υπόσταση αρκεί ακόμα και ο ενδεχόμενος δόλος και στις δύο περιπτώσεις.

    Συρροή

    Σε προηγούμενη αρθρογραφία μας αναλύθηκε το αδίκημα της ψευδούς ή παραπλανητικής δήλωσης προς το κοινό (άρ.176). Το τελευταίο μπορεί να συρρέει με το έγκλημα της ψευδούς πιστοποίησης, όταν αυτό τελείται από μέλος του ΔΣ. Επίσης, ο ορκωτός ελεγκτής, όταν πιστοποιεί ψευδώς την καταβολή, τελεί ταυτοχρόνως και το αδίκημα της ψευδούς βεβαίωσης (242 ΠΚ), καθώς έχει κριθεί νομολογιακά ότι εντάσσεται στην έννοια του υπαλλήλου.

    Νοητή είναι η συρροή τόσο του αδικήματος της §2 του άρθρου 179 όσο και της παραγράφου §4 και με άλλα αδικήματα του ειδικού μέρους του ΠΚ: απάτη (386 ΠΚ), καταδολίευση δανειστών (397 ΠΚ), απιστία (390 ΠΚ), υπεξαίρεση (375 ΠΚ), πλαστογραφία (216 ΠΚ).

    Ποινική Κύρωση

    Τα ανωτέρω αδικήματα (άρ.179 §§2 & 4) τιμωρούνται με ποινή στερητική της ελευθερίας ή διαζευκτικά χρηματική ποινή. Ειδικότερα, προβλέπεται φυλάκιση από 10 ημέρες έως 3 έτη ή  χρηματική ποινή από 5.000€ έως 50.000€.

    Δικονομικά Ζητήματα

    Τα συγκεκριμένα αδικήματα είναι πλημμελήματα και διώκονται αυτεπαγγέλτως. Αρμόδιο καθ’ ύλην είναι το Μονομελές Πλημμελειοδικείο (άρ.115 ΚΠοινΔ). Καθώς με τις προαναφερθείσες διατάξεις προστατεύονται άμεσα η ΑΕ και η εύρυθμη λειτουργία της, είναι δυνατή η υποβολή δήλωσης προς υποστήριξη της κατηγορίας από μέρους της. Και η παράσταση, επίσης, πολιτικής αγωγής.

     

    Προκειμένου ο νομοθέτης να αποτρέψει προβληματικές πρακτικές του παρελθόντος που συνδέονται με το μετοχικό κεφάλαιο της ΑΕ (αλλά και προκειμένου, εν τέλει, να διασφαλίσει την εύρυθμη λειτουργία της) επέλεξε, εύλογα, να συνδέσει με ποινικές κυρώσεις την παραβίαση των σχετικών διατάξεων. Μεταξύ αυτών οι διατάξεις (και συναφείς ποινικές ευθύνες) που συνδέονται με την παράλειψη ή ψευδή πιστοποίηση του μετοχικού κεφαλαίου της ΑΕ αλλά και την παράλειψη της αναπροσαρμογής του. Τα υπόχρεα πρόσωπα οφείλουν, και για την προσωπική τους διασφάλιση, ιδιαίτερη προσοχή και επιμέλεια. Με ποινικές, όμως, ευθύνες απειλούνται και τα μέλη του ΔΣ που παραλείπουν να συντάξουν (ή συντάσσουν εκπρόθεσμα) σημαντικά έγγραφα της ΑΕ (λ.χ. χρηματοοικονομικές καταστάσεις). Περί αυτών, όμως, σε επόμενη αρθρογραφία μας.-

     

     

    Σταύρος Κουμεντάκης

    Managing Partner

    Koumentakis and Associates Law Firm

     

     

    Σημ.: Το παρόν άρθρο αποτελεί τμήμα ευρύτερης ενότητας αρθρογραφίας της Δικηγορικής μας Εταιρείας για τις ΑΕ. Στην ενότητα αυτή επιχειρούμε την ανάλυση, άρθρο προς άρθρο-με business view, πάντα, προσέγγιση, του νόμου για τις ΑΕ (:4548/2018).

     

  • Σύναψη, Χωρίς Άδεια, Συμβάσεων ΑΕ-Συνδεδεμένων Μερών

    Σύναψη, Χωρίς Άδεια, Συμβάσεων ΑΕ-Συνδεδεμένων Μερών

    Σύναψη, Χωρίς Άδεια, Συμβάσεων ΑΕ-Συνδεδεμένων Μερών

    (άρθρο 179 §1  ν.4548/2018)

     

    Μας απασχόλησαν ήδη, σε προγενέστερη αρθρογραφία μας, οι ποινικές ευθύνες που προβλέπονται και οι ποινικές κυρώσεις που απειλούνται για τα μέλη του ΔΣ και τους ελεγκτές της ΑΕ σε περίπτωση παραβίασης συγκεκριμένων κανόνων που διέπουν την άσκηση των καθηκόντων τους. Στην ενότητα που εγκαινιάζεται με το παρόν θα μας απασχολήσουν οι ποινικές ευθύνες, που η θέσπισή τους στοχεύει να διασφαλίσει την εύρυθμη λειτουργία της ΑΕ. Το πρώτο από τα σχετικά αδικήματα αναφέρεται στη σύναψη σύμβασης, διενέργεια συναλλαγής με συνδεδεμένο μέρος, παροχής ασφάλειας ή εγγυήσεων υπέρ ενός τέτοιου χωρίς να έχει προηγηθεί η λήψη της αναγκαίας (κατ’ άρ. 100) άδειας. Περί αυτού το παρόν!

    Εισαγωγικά

    Ένα από τα περισσότερα, κρίσιμα, ζητήματα που καλούνται (και οφείλουν) να διαχειριστούν τα μέλη του ΔΣ είναι η σύναψη συμβάσεων με συνδεδεμένα μέρη. Οι σχετικές προϋποθέσεις και ακολουθητέα διαδικασία δεν μοιάζουν ούτε αυτονόητες ούτε και ευχερείς. Η πιστή, εντούτοις, εφαρμογή των σχετικών (νομοθετικά επιβαλλόμενων) κανόνων αποδεικνύεται ιδιαίτερα σημαντική για την εύρυθμη λειτουργία της ΑΕ αλλά και την προστασία των εμπλεκομένων. Κατά το προστάδιο της σύναψης των σχετικών συμβάσεων και συναλλαγών αλλά και κατά και μετά της σύναψή τους τίθενται πολλαπλά ζητήματα σύγκρουσης συμφερόντων, προστασίας της μειοψηφίας, των εμπλεκομένων μερών και προσώπων αλλά και  της ίδιας της ΑΕ.

    Η (κατ’ αρχήν απαγορευμένη) κατάρτιση συναλλαγών της ΑΕ με συνδεδεμένα μέρη διέπεται από συγκεκριμένους και αυστηρούς κανόνες. Εφόσον αυτοί τηρηθούν καταλήγουμε στην έγκυρη κατάρτιση συμβάσεων με τα προσδιοριζόμενα πρόσωπα. Η διαδικασία και οι προϋποθέσεις έγκυρης σύναψης συναλλαγών καταγράφονται αναλυτικά τόσο στην ενωσιακή όσο και στην εθνική νομοθεσία. Το εθνικό νομοθετικό πλαίσιο αδειοδότησης των συναλλαγών με συνδεδεμένα μέρη εντοπίζεται (κατά το κύριο μέρος του) στα άρθρα 99 έως 101 του ν.4548/2018.

    Το Αδίκημα Της Σύναψης Σύμβασης Με Συνδεδεμένο Μέρος Χωρίς Άδεια

    Η σημασία, αξία και βαρύτητα  της διαδικασίας αδειοδότησης για τη σύναψη συμβάσεων/συναλλαγών με συνδεδεμένα μέρη είναι περισσότερο από προφανής. Ο νομοθέτης, προκειμένου να καταδείξει την αξία τους και διαφυλάξει την εφαρμογή των σχετικών κανόνων (αρ. 100), επέλεξε τη θέσπιση ποινικής ευθύνης εκείνων που εμπλέκονται (άρ. 179§1).

    Έννομο Αγαθό

    Προστατευόμενο έννομο αγαθό αποτελεί η εμπιστοσύνη στην εύρυθμη λειτουργία της ΑΕ. Προστατεύεται, εν τέλει, η ίδια η ΑΕ, τα συμφέροντα της οποία θίγονται, όταν λαμβάνει χώρα σύναψη συμβάσεων με συνδεδεμένα μέρη υπό καθεστώς αδιαφάνειας.

    Αντικειμενική Υπόσταση

    Υποκείμενο

    Η διάταξη δεν αναφέρει συγκεκριμένη ιδιότητα, την οποία πρέπει να φέρει ο δράστης του αδικήματος. Ωστόσο, το αδίκημα είναι φαινομενικά, μόνον, κοινό. Το κείμενο του νόμου κάνει λόγο για σύναψη συμβάσεων για λογαριασμό της εταιρείας. Επομένως, τα πρόσωπα που είναι δυνατό να προβούν στη σύναψή τους είναι όσα έχουν την αντίστοιχη εξουσία δέσμευσης της ΑΕ. Ενεργητικό υποκείμενο μπορεί να είναι είτε ο νόμιμος εκπρόσωπος είτε ο αντιπρόσωπός της.

    Αξιόποινη Συμπεριφορά

    Το αδίκημα του άρ. 179 §1 αποτελεί λευκό ποινικό κανόνα. Το αξιόποινο της άδικης συμπεριφοράς σκιαγραφείται από την παραβίαση των προϋποθέσεων και διαδικασίας αδειοδότησης της σύναψης συμβάσεων, συναλλαγών, ασφαλειών και εγγυήσεων που αναφέρονται στον νόμο (αρ. 99 §1) με συνδεδεμένα μέρη (αρ. 99 §2).

    Η άδεια κατάρτισης των συμβάσεων με συνδεδεμένα μέρη παρέχεται από το ΔΣ και, κατ’ εξαίρεση, από τη ΓΣ. Η διαζευκτική, επομένως, παράθεσή τους στην επίμαχη ρύθμιση (αρ. 179§1) δεν θα πρέπει να οδηγήσει στο εσφαλμένο συμπέρασμα ότι πρόκειται για ευχέρεια επιλογής ανάμεσα στα δύο εταιρικά όργανα. Το άρθρο 100 αναφέρει την (κατά κανόνα) αρμοδιότητα του ΔΣ και την κατ’ εξαίρεση-σε συγκεκριμένες περιπτώσεις λήψη της σχετικής απόφασης από τη ΓΣ. Η τελευταία είναι αρμόδια μόνον στην περίπτωση αδυναμίας λήψης απόφασης από το ΔΣ λόγω μη συμπλήρωσης της απαραίτητης απαρτίας εξ αιτίας της σύγκρουσης συμφερόντων (άρ.97 §3). Επιπλέον, η απόφαση για αδειοδότηση λαμβάνεται από τη ΓΣ στην περίπτωση που αντιλέξει, κατ’ άρθρο 100 §3, η μειοψηφία των μετόχων (1/20 του μετοχικού κεφαλαίου).

    Η σύναψη, λοιπόν, της σύμβασης, συναλλαγής, παροχής ασφάλειας ή εγγύησης χωρίς την προαναφερθείσα άδεια πληροί την αντικειμενική υπόσταση του αδικήματος. Το αδίκημα τελείται όταν έλαβε χώρα η εν λόγω πράξη, μολονότι καταψηφίστηκε η απόφαση για την παροχή της σχετικής άδειας ή δεν έλαβε χώρα, καν, η διαδικασία αδειοδότησης.

    Υποκειμενική Υπόσταση

    Η υποκειμενική υπόσταση του αδικήματος απαιτεί, τουλάχιστον, ενδεχόμενο δόλο. Ο δόλος δεν είναι απαραίτητο να καλύπτει την λανθασμένη μη υπαγωγή προσώπων στην έννοια των συνδεδεμένων μερών (άρ.99 §2).

    Η πλάνη ως προς τα πραγματικά περιστατικά που καθιστούν τη συναλλαγή τρέχουσα, με αποτέλεσμα να εξαιρείται από τη διαδικασία αδειοδότησης κρίνεται ως νομική.  Σε αυτήν την περίπτωση μόνον, εφόσον κριθεί συγγνωστή, δύναται να οδηγήσει στην άρση του καταλογισμού. Η ιδιότητα του προσώπου που διαθέτει εξουσία δέσμευσης της εταιρείας συνοδεύεται, κατ’ αναπόδραστη συνέπεια, με την υποχρέωση τήρησης της νομοθεσίας. Κατά την άσκηση των καθηκόντων τους οφείλουν να γνωρίζουν επαρκώς τις εκ του νόμου προβλεπόμενες υποχρεώσεις τόσο της ΑΕ που εκπροσωπούν όσο και τις δικές τους-λόγω της ιδιότητάς τους.

    Λόγος Εξάλειψης Αξιοποίνου

    Η παροχή άδειας μετά τη σύναψη σύμβασης ή συναλλαγής καθώς και μετά την παροχή ασφάλειας, εγγύησης κλπ. με συνδεδεμένο μέρος (ή υπέρ αυτού) οδηγεί σε εξάλειψη του αξιοποίνου της άδικης παράλειψης. Υποστηρίζεται (όχι ορθά) ότι η εκ των υστέρων έγκριση, κατ’ άρ. 100 §4, αφορά μόνο την περίπτωση χορήγησης άδειας από τη ΓΣ και όχι από το ΔΣ.

    Ποινική Κύρωση

    Τα ανωτέρω αδικήματα τιμωρούνται με ποινή στερητική της ελευθερίας ή χρηματική ποινή. Ειδικότερα, προβλέπεται φυλάκιση από 10 ημέρες έως 3 έτη ή χρηματική ποινή από 5.000€ έως 50.000€.

    Συρροή

    Δυνατή είναι η συρροή του ανωτέρω αδικήματος με την απιστία του άρθρου 390 ΠΚ. Η συρροή θα είναι αληθινή πραγματική.

    Δικονομικά Ζητήματα

    Το συγκεκριμένο αδίκημα είναι πλημμέλημα και διώκεται αυτεπαγγέλτως. Αρμόδιο καθ’ ύλην είναι το Μονομελές Πλημμελειοδικείο (άρ.115 ΚΠοινΔ). Καθώς με την εν λόγω διάταξη προστατεύεται άμεσα η ΑΕ και η εύρυθμη λειτουργία της είναι δυνατή η υποβολή δήλωσης προς υποστήριξη της κατηγορίας από μέρους της. Και η παράσταση, επίσης, πολιτικής αγωγής.

     

     

     

    Ο νομοθέτης (ορθά) επέλεξε, προκειμένου να διασφαλιστεί η εύρυθμη λειτουργία της ΑΕ, να συνδέσει με ποινικές κυρώσεις την παραβίαση συγκεκριμένων υποχρεώσεων που επιβάλλεται στους εκπροσώπους και αντιπροσώπους της ΑΕ. Καταλαμβάνει την πρώτη θέση στη σειρά των σχετικών υποχρεώσεων η σύναψη σύμβασης, διενέργεια συναλλαγής με συνδεδεμένο μέρος, παροχής ασφάλειας ή εγγυήσεων υπέρ ενός τέτοιου-χωρίς να έχει προηγηθεί η λήψη της άδειας που ο νόμος αξιώνει. Ποινικές ευθύνες φέρει, αντίστοιχα, και το μέλος του ΔΣ το οποίο παραβιάζει υποχρεώσεις του σχετικά με την πιστοποίηση του μετοχικού κεφαλαίου της ΑΕ. Περί αυτών, όμως, σε επόμενη αρθρογραφία μας.-

     

     

    Σταύρος Κουμεντάκης

    Managing Partner

    Koumentakis and Associates Law Firm

     

     

    Σημ.: Το παρόν άρθρο αποτελεί τμήμα ευρύτερης ενότητας αρθρογραφίας της Δικηγορικής μας Εταιρείας για τις ΑΕ. Στην ενότητα αυτή επιχειρούμε την ανάλυση, άρθρο προς άρθρο-με business view, πάντα, προσέγγιση, του νόμου για τις ΑΕ (:4548/2018).

     

  • Ποινικές Ευθύνες Ελεγκτών: Εχεμύθεια & Ψευδής Γνώμη

    Ποινικές Ευθύνες Ελεγκτών: Εχεμύθεια & Ψευδής Γνώμη

    Ποινικές Ευθύνες Ελεγκτών: Εχεμύθεια & Ψευδής Γνώμη

    (άρθρο 178 §§2 & 3  ν.4548/2018)

     

    Σε προηγούμενη αρθρογραφία μας, μας απασχόλησε η ποινική ευθύνη των ελεγκτών της ΑΕ σχετικά με τις χρηματοοικονομικές καταστάσεις. Εδώ, θα αναφερθούμε στις λοιπές ποινικές ευθύνες που εγκαθιδρύονται στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων τους.

    Το Αδίκημα Παραβίασης Καθήκοντος Εχεμύθειας (§2)

    Γενικά

    Ο ελεγκτής, κατά την άσκηση των καθηκόντων του-και προκειμένου να φέρει επιτυχώς σε πέρας το έργο του, λαμβάνει γνώση κρίσιμων εταιρικών ζητημάτων και απορρήτων. Κι όπως είναι φυσικό, η πρόσβαση στα εταιρικά, επιχειρηματικά και λοιπά απόρρητα, άρρηκτα συνδέεται με ισχυρό καθήκον εχεμύθειας. Το εν λόγω καθήκον μοιάζει απολύτως αναγκαίο για την προστασία των εν λόγω απορρήτων. Εκτός, όμως, από τις πληροφορίες στις οποίες ο ελεγκτής αποκτά πρόσβαση, στο προστατευτικό πεδίο του καθήκοντος εχεμύθειας εντάσσεται και το ίδιο το αποτέλεσμα του ελέγχου. Το καθήκον εχεμύθειας απορρέει από περισσότερες νομοθετικές, εθνικές και ευρωπαϊκές, ρυθμίσεις (ενδ.: αρ. 23 Οδ. 2006/43/ΕΚ, άρ. 24 ν.4449/2017). Γίνεται, στο πλαίσιο αυτό,  σαφής η πρόθεση του νομοθέτη για τη μέγιστη δυνατή προστασία των εμπιστευτικών πληροφοριών. Εκτός, όμως, από τις συγκεκριμένες διατάξεις ο νομοθέτης πρόβλεψε (και) ποινική ευθύνη για τους παραβάτες του καθήκοντος εχεμύθειας, προκειμένου να προσδώσει πληρέστερη προστασία στην τήρησή του.

    Έννομο Αγαθό

    Κάθε ΑΕ είναι φορέας δικαιώματος στα επιχειρηματικά και λοιπά απόρρητά της-όπως εξάλλου συμβαίνει και με κάθε νομικό πρόσωπο. Το εν λόγω επιχειρηματικό απόρρητο καταλαμβάνει, μεταξύ άλλων, τα εμπιστευτικά και απόρρητα έγγραφα της ΑΕ, στα οποία αποτυπώνονται οικονομικά, νομικά και άλλου είδους στοιχεία-κρίσιμα για την πορεία της εταιρείας. Το προστατευόμενο έννομο αγαθό της διάταξης που μας απασχολεί είναι ακριβώς το συγκεκριμένο επιχειρηματικό απόρρητο. Πρόκειται, μάλιστα, για ατομικό έννομο αγαθό, καθώς το επιχειρηματικό απόρρητο αναγνωρίζεται ως περιουσιακό δικαίωμα της ΑΕ και προστατεύεται ως τέτοιο.

    Αντικειμενική Υπόσταση

    Υποκείμενο

    Το καθήκον εχεμύθειας αφορά τόσο τους τακτικούς ελεγκτές όσο και εκείνους που διενεργούν τον έκτακτο έλεγχο της ΑΕ (άρ.143 §2 εδ. γ΄ν.4548/2018). Δράστης, επομένως, του εν λόγω αδικήματος μπορεί είναι τόσο ο τακτικός ελεγκτής όσο και το πρόσωπο που διενεργεί έκτακτο έλεγχο (κατά τα άρ. 142 και 143). Πρόκειται, συνεπώς, για γνήσιο ιδιαίτερο αδίκημα και έγκλημα καθήκοντος.

    Αξιόποινη Συμπεριφορά

    Η αξιόποινη συμπεριφορά του δράστη συνίσταται στην παραβίαση του καθήκοντος εχεμύθειας. Η παραβίαση αυτή μπορεί να λάβει χώρα με ενέργεια  ή, ακόμα, και με  παράλειψη. Η ενέργεια, ειδικότερα, είναι ενδεχόμενο να συνίσταται σε γνωστοποίηση απόρρητων πληροφοριών. Σημειώνεται ότι δεν αποτελεί παραβίαση του καθήκοντος εχεμύθειας και στοιχειοθέτηση του αδικήματος η περίπτωση εκπλήρωσης νομικής υποχρέωσης, η οποία επιβάλει την πληροφόρηση από μέρους του ελεγκτή. Δεν τελεί, λ.χ., το αδίκημα του άρθρου 178 §2 ο ελεγκτής που χορηγεί πληροφορίες προς ενημέρωση του μετόχου, που άσκησε νομίμως το δικαίωμα πληροφόρησης του άρθρου 141, η από μέρους του ενημέρωση του Οικονομικού Εισαγγελέα ή, εν γένει, η παροχή πληροφοριών προς αρμόδιες αρχές.

    Υποκειμενική Υπόσταση

    Το αδίκημα τελείται με δόλο οποιουδήποτε βαθμού. Αρκεί, επομένως, ακόμα και η αποδοχή, από μέρους του ελεγκτή, του ενδεχομένου παραβίασης του καθήκοντος εχεμύθειας με την ενέργεια ή παράλειψή του.

    Συρροή

    Το επιχειρηματικό απόρρητο προστατεύεται ποινικά και στο ειδικό μέρος του ΠΚ. Οι σχετικές διατάξεις που συρρέουν με το αδίκημα του άρθρου 178 §2, είναι εκείνες του  άρ. 370 ΠΚ (:παραβίαση απορρήτου εγγράφων), 371 ΠΚ (:παραβίαση επαγγελματικής εχεμύθειας) αλλά και τα αδικήματα σχετικά με τα πληροφοριακά συστήματα-εφόσον οι απόρρητες πληροφορίες αποτελούν περιεχόμενό τους (άρθρα 370Β, 370Γ, 370Δ).

    Συμμετοχή

    Νοείται συμμετοχική ευθύνη για πρόσωπα που δεν έχουν την ιδιότητα του ελεγκτή. Σε αυτήν, βέβαια, την περίπτωση η ευθύνη τους θα εξεταστεί υπό το πρίσμα του άρθρου 49 ΠΚ.

    Ποινική Κύρωση

    Το συγκεκριμένο αδίκημα είναι πλημμέλημα και τιμωρείται με ποινή στερητική της ελευθερίας ή/και χρηματική ποινή. Προβλέπεται, συγκεκριμένα, φυλάκιση από δέκα ημέρες έως τρία (3) έτη ή/και χρηματική ποινή από 10.000 έως 100.000€.

    Δικονομικά Ζητήματα

    Αρμόδιο καθ’ ύλην είναι το Μονομελές Πλημμελειοδικείο (άρ.115 ΚΠοινΔ). Το συγκεκριμένο αδίκημα διώκεται κατ’ έγκληση. Είναι δυνατή η υποβολή δήλωσης προς υποστήριξη της κατηγορίας. Καθώς φορέας του προστατευόμενου εννόμου αγαθού του επιχειρηματικού απορρήτου είναι η ίδια η ΑΕ, η τελευταία είναι δυνατό να υποβάλει, διά του ΔΣ, τη σχετική δήλωση.

     

    Το Αδίκημα της Ψευδούς Γνώμης Επί Έκθεσης Βιωσιμότητας (§3)

    Με πρόσφατη τροποποίηση του ν.4548/2018 προβλέφθηκε για ορισμένες ΑΕ η (ενωσιακής) προέλευσης υποχρέωση για συμπερίληψη στις εκθέσεις διαχείρισης των  πληροφοριών, που είναι αναγκαίες για την κατανόηση των επιπτώσεων της επιχείρησης σε θέματα βιωσιμότητας. Οι εν λόγω πληροφορίες αφορούν επιπλέον την κατανόηση του τρόπου με τον οποίο τα θέματα βιωσιμότητας επηρεάζουν την εξέλιξη, τις επιδόσεις και τη θέση της επιχείρησης.  Πρόκειται για την επονομαζόμενη έκθεση βιωσιμότητας. Για τη διασφάλιση της ακρίβειας της ακρίβειας του περιεχομένου των εκθέσεων βιωσιμότητας προβλέφθηκε διευρυμένος υποχρεωτικός λογιστικός έλεγχός τους. Στο πλαίσιο του εν λόγω ελέγχου καθίσταται υποχρεωτική η διατύπωση γνώμης για την νομιμότητα σύνταξης των εκθέσεων βιωσιμότητας. Αντικείμενο του ελέγχου αποτελεί και ο τρόπος προσδιορισμού των πληροφοριών που περιλαμβάνονται στην έκθεση βιωσιμότητας.

    Ο νομοθέτης επιδιώκοντας να ενισχύσει την εμπιστοσύνη προς το περιεχόμενο των εκθέσεων βιωσιμότητας πρόβλεψε, πρόσφατα, ποινική ευθύνη σχετικά με τον εν λόγω έλεγχο. Συγκεκριμένα με το άρ. 13 του ν.5164/2024 (ΦΕΚ Α’ 202/12-12-2024) προστέθηκε ένα ακόμα αδίκημα στο άρθρο 178, το οποίο αφορά την ποινική ευθύνη των ελεγκτών.

    Έννομο Αγαθό

    Προστατευόμενο έννομο αγαθό του αδικήματος αποτελεί η εμπιστοσύνη του κοινού στην ορθή λειτουργία της ΑΕ. Πρόκειται για υπερατομικό έννομο αγαθό.

    Αντικειμενική Υπόσταση

    Υποκείμενο

    Δράστης του αδικήματος είναι είτε ο ελεγκτής είτε ο ανεξάρτητος πάροχος υπηρεσιών διασφάλισης της υποβολής εκθέσεων βιωσιμότητας. Πρόκειται για ένα ακόμα γνήσιο ιδιαίτερο αδίκημα, για τη στοιχειοθέτηση του οποίου απαιτείται η συγκεκριμένη ιδιότητα.

    Αξιόποινη Συμπεριφορά

    Το αδίκημα τελείται με τη διατύπωση ψευδούς γνώμης σχετικά με το περιεχόμενο έκθεσης βιωσιμότητας, που έχει υποβληθεί για τη συμμόρφωση προς τον ν. 4548/2018.

    Υποκειμενική Υπόσταση

    Το αδίκημα τελείται με δόλο σκοπού και άμεσο δόλο˙ δεν αρκεί ο ενδεχόμενος δόλος. Η διάταξη απαιτεί γνώση του ψεύδους της διατυπωθείσας γνώμης.

    Ποινική Κύρωση

    Το συγκεκριμένο αδίκημα είναι πλημμέλημα και τιμωρείται με ποινή στερητική της ελευθερίας ή/και χρηματική ποινή. Προβλέπεται, συγκεκριμένα, φυλάκιση από δέκα ημέρες έως τρία (3) έτη ή/και χρηματική ποινή από 10.000 έως 100.000€.

    Δικονομικά Ζητήματα

    Το συγκεκριμένο αδίκημα διώκεται αυτεπαγγέλτως. Αρμόδιο καθ’ ύλην είναι το Μονομελές Πλημμελειοδικείο (άρ.115 ΚΠοινΔ). Καθώς με τις εν λόγω διατάξεις δεν προστατεύεται άμεσα η εταιρική περιουσία ή η περιουσία των μετόχων ή των εταιρικών δανειστών, δεν είναι δυνατή η υποβολή δήλωσης προς υποστήριξη της κατηγορίας από τα εν λόγω πρόσωπα. Ούτε, επίσης, και η παράσταση πολιτικής αγωγής.

     

    Καθώς ο ελεγκτής της ΑΕ έρχεται σε επαφή με σωρεία επιχειρηματικών απορρήτων, εύλογο είναι να διασφαλίζεται και επιβάλλεται η τήρησή τους με σειρά (και ποινικής φύσεως) νομοθετικών ρυθμίσεων. Αντίστοιχα όμως και στην περίπτωση του ελεγκτή που καλείται να εκφέρει άποψη επί εκθέσεως βιωσιμότητας: η υποχρέωση αλήθειας δεν αποτελεί ευχή μόνον του νομοθέτη. Συνδέεται και με ποινικές, επίσης, κυρώσεις. Απαιτείται, και εν προκειμένω, ιδιαίτερη προσοχή. Κι όσον αφορά, ειδικότερα, την υποχρέωση διαφύλαξης της εύρυθμης (βεβαίως και σύννομης) λειτουργίας της ΑΕ συναντούμε σειρά (και ποινικής φύσεως) ρυθμίσεων για όλους τους εμπλεκόμενους. Περί αυτών, όμως, σε επόμενη αρθρογραφία μας.-

     

     

    Σταύρος Κουμεντάκης

    Managing Partner

    Koumentakis and Associates Law Firm

     

     

    Σημ.: Το παρόν άρθρο αποτελεί τμήμα ευρύτερης ενότητας αρθρογραφίας της Δικηγορικής μας Εταιρείας για τις ΑΕ. Στην ενότητα αυτή επιχειρούμε την ανάλυση, άρθρο προς άρθρο-με business view, πάντα, προσέγγιση, του νόμου για τις ΑΕ (:4548/2018).

  • Ποινικές Ευθύνες Ελεγκτών: Χρηματοοικονομικές Καταστάσεις

    Ποινικές Ευθύνες Ελεγκτών: Χρηματοοικονομικές Καταστάσεις

    Ποινικές Ευθύνες Ελεγκτών: Χρηματοοικονομικές Καταστάσεις

    (άρθρο 178 §1  ν.4548/2018)

    Σε προηγούμενη αρθρογραφία μας ασχοληθήκαμε με την (ειδική) ποινική ευθύνη των μελών του ΔΣ. Ασχοληθήκαμε με την ποινική ευθύνη για χρηματοικονομικές καταστάσεις & εκθέσεις˙ επίσης με την ποινική ευθύνη σχετικά με τα κέρδη & τις μετοχές. Ποινικές ευθύνες έχουν, όμως, και οι ελεγκτές της. Η πρώτη, σχετική, περίπτωση αφορά την, από μέρους των ελεγκτών, θεώρηση χρηματοοικονομικών καταστάσεων που έχουν καταρτιστεί παράνομα. Περί αυτής, το παρόν.

    Εισαγωγικά

    Οι χρηματοοικονομικές καταστάσεις της Εταιρείας συντάσσονται από το ΔΣ (άρ. 147). Η σύνταξή τους πρέπει να λαμβάνει χώρα  σύμφωνα με τις θεμελιώδεις γενικές αρχές που προβλέπει ρητά η σχετική νομοθεσία (άρθ.17 ν.4308/2014). Για τη διασφάλιση της αξιοπιστίας του περιεχομένου τους (των χρηματοοικονομικών καταστάσεων), την αλήθεια και τη σαφήνειά τους, προβλέπεται για τις μεγαλύτερες -κατά βάση-  σε μέγεθος ΑΕ, η διενέργεια τακτικού ελέγχου από αρμόδια πρόσωπα.

    Ο έλεγχος της ΑΕ

    Τακτικός ή Υποχρεωτικός Έλεγχος

    Οι περιπτώσεις διενέργειας υποχρεωτικού ελέγχου είναι όσες ο νόμος προσδιορίζει ως τέτοιες. Δεν αποκλείεται, πάντως, και η υπαγωγή στη διαδικασία του ελέγχου με καταστατική ρύθμιση ή απόφαση ΓΣ (:προαιρετικός τακτικός έλεγχος). Σημειώνεται, πάντως, ότι η ορθότερη αναφορά στην εν λόγω διαδικασία θα ήταν στο πλαίσιο του όρου «υποχρεωτικός έλεγχος». Ο εν λόγω όρος αντικατέστησε τον όρο «τακτικός έλεγχος», γι’ αυτό και ο νομοθέτης επισημαίνει την ισοδυναμία τους (άρθ.52 § 2 ν.4449/2017).

    Όσον αφορά τον τακτικό (και υποχρεωτικό από τον νόμο) έλεγχο, κριτήριο για την υποχρεωτικότητά του αποτελεί, κυρίως, το μέγεθος της ΑΕ (πολύ μικρή, μικρή, μεσαία και μεγάλη οντότητα-άρ. 2 ν.4308/2014).  Σε υποχρεωτικό έλεγχο υπάγονται (αρ. 2 ν. 4336/2015) οι χρηματοοικονομικές καταστάσεις των ΑΕ που χαρακτηρίζονται ως μεσαίες και μεγάλες οντότητες (άρθ.2 §§5 & 6 ν.4308/2014). Επίσης, οι ενοποιημένες καταστάσεις των «μεγάλων» ομίλων (άρθ.31 §3 ν.4308/2014). Επιπλέον, στον υποχρεωτικό τακτικό έλεγχο υπάγονται -ανεξαρτήτως μεγέθους- οι χρηματοοικονομικές καταστάσεις των οντοτήτων (και οι ενοποιημένες χρηματοοικονομικές καταστάσεις των ομίλων) που χαρακτηρίζονται ως δημοσίου ενδιαφέροντος/συμφέροντος (κατά τους ορισμούς του Παραρτήματος Α΄, ν. 4308/2014). Στο υποκειμενικό πεδίο του τακτικού ελέγχου υπάγονται και άλλες ειδικές κατηγορίες οντοτήτων με διατάξεις ειδικής νομοθεσίας.

    Τακτικοί Ελεγκτές

    Εκείνος που διενεργεί τον τακτικό έλεγχο είναι ο τακτικός ελεγκτής της Εταιρείας. Ο τακτικός έλεγχος ετήσιων και ενοποιημένων χρηματοοικονομικών καταστάσεων διενεργείται από ορκωτό ελεγκτή λογιστή ή ελεγκτική εταιρεία. Ορκωτός ελεγκτής λογιστής είναι το φυσικό πρόσωπο που έχει λάβει άδεια για τους υποχρεωτικούς ελέγχους των ετήσιων και των ενοποιημένων χρηματοοικονομικών καταστάσεων και να εκφράζει γνώμη αναφορικά με το περιεχόμενο εκθέσεων βιωσιμότητας (άρθ.2 §2 ν.4308/2014). Ελεγκτική εταιρεία είναι το νομικό πρόσωπο ή οποιαδήποτε άλλη οντότητα -ανεξάρτητα από νομική μορφή- που έχει λάβει αντίστοιχη άδεια (άρθ.2 §3 ν.4308/2014).

    Οι ορκωτοί ελεγκτές λογιστές ή οι ελεγκτικές εταιρείες παρουσιάζουν τα αποτελέσματα του υποχρεωτικού τους ελέγχου με την έκθεση ελέγχου (άρ.32 §1 ν.4449/2017).

    Το Αδίκημα Της Θεώρησης Χρηματοοικονομικών Καταστάσεων Που Καραρτίσθηκαν Παράνομα (§1)

    Ο νομοθέτης αξιολογώντας τη σημασία του τακτικού ελέγχου έλαβε προστατευτικά μέτρα ποινικοποιώντας την πλημμελή εκπλήρωση των ελεγκτικών καθηκόντων.

    Προστατευόμενο Έννομο Αγαθό

    Η αξιοπιστία των χρηματοοικονομικών καταστάσεων είναι αλληλένδετη με τη λειτουργία της ΑΕ και την εμπιστοσύνη του κοινού προς εκείνη. Η ορθή διαχειριστική τάξη αποτελεί και το προστατευόμενο έννομο αγαθό της διάταξης.

    Αντικειμενική υπόσταση

    Υποκείμενο

    Η διάταξη του νόμου (αρ. 178) ποινικοποιεί τις πράξεις ή παραλείψεις των ελεγκτών στο σύνολό τους. Υποκείμενο του αδικήματος της §1 μπορεί να είναι μόνον ο τακτικός ελεγκτής της ΑΕ. Πρόκειται για γνήσιο ιδιαίτερο έγκλημα, καθώς χωρίς τη συγκεκριμένη ιδιότητα δεν υφίσταται άδικη πράξη. Στην περίπτωση που η διενέργεια του ελέγχου έλαβε χώρα από ελεγκτική εταιρεία, αυτουργός του αδικήματος είναι ο ορκωτός ελεγκτής λογιστής, που υπογράφει την έκθεση ελέγχου.

    Υλικό αντικείμενο

    Η διάταξη κάνει λόγο εκ παραδρομής για οικονομικές καταστάσεις. Η ορθή διατύπωση είναι: «χρηματοοικονομικές καταστάσεις». Υλικό αντικείμενο του αδικήματος, λοιπόν, είναι οι ατομικές ή ενοποιημένες χρηματοοικονομικές καταστάσεις. Δεν περιλαμβάνονται, κατά την ορθότερη άποψη, οι ενδιάμεσες καταστάσεις.

    Αξιόποινη Συμπεριφορά

    Ο τακτικός έλεγχος που λαμβάνει χώρα μπορεί να είναι είτε υποχρεωτικός είτε προαιρετικός. Και στις δύο περιπτώσεις κατά τη διενέργειά τους οι ελεγκτές οφείλουν να ευθυγραμμίζονται με όσα ο νόμος ορίζει (άρθ.32 §2 ν.4449/2017).

    Η αξιόποινη συμπεριφορά του δράστη εντοπίζεται, στην προκειμένη περίπτωση, εν στη θεώρηση χρηματοοικονομικών καταστάσεων, οι οποίες  έχουν καταρτισθεί κατά παράβαση των διατάξεων του νόμου ως προς το περιεχόμενό τους. Ως θεώρηση νοείται η σύνταξη, υπογραφή και παράδοση της έκθεσης ελέγχου. Η θεώρηση χρηματοοικονομικών καταστάσεων που καταρτίσθηκαν παράνομα, παραβιάζει τις υποχρεώσεις των ελεγκτών σε σχέση με τα καθήκοντά τους. Στην περίπτωση που οι ελεγκτές διαπιστώσουν παρατυπίες κατά την κατάρτιση των χρηματοοικονομικών καταστάσεων οφείλουν να διατυπώσουν επιφυλάξεις ή να αναφέρουν τα ζητήματα επί των οποίων απαιτείται η προσοχή των χρηστών. Το αδίκημα τελείται με τη διατύπωση θετικής γνώμης επί των χρηματοοικονομικών καταστάσεων, μολονότι σε αυτές εντοπίζονται σημαντικές παραβιάσεις της νομοθεσίας. Σημειώνεται πως οι  παραβιάσεις αυτές θα πρέπει να έχουν αντίκτυπο στην αλήθεια και τη σαφήνεια των χρηματοοικονομικών καταστάσεων. Το αδίκημα, ωστόσο, δεν είναι αποτελέσματος και δεν απαιτείται η πρόκληση βλάβης ή παραπλάνησης. Αρκεί η πράξη έκφρασης θετικής γνώμης ή η παράλειψη των ελεγκτών να διατυπώσουν (μολονότι θα όφειλαν) επιφυλάξεις ή να κάνουν αναφορές σε συγκεκριμένα, σημαντικά, ζητήματα.

    Υποκειμενική Υπόσταση

    Το αδίκημα προϋποθέτει γνώση του ελεγκτή για την παράνομη κατάρτιση των χρηματοοικονομικών καταστάσεων. Η γνώση πρέπει να αφορά τα πραγματικά περιστατικά της παραβίασης της λογιστικής νομοθεσίας. Συνεπώς, απαιτείται άμεσος δόλος β’ βαθμού.

    Συρροή

    Το αδίκημα είναι δυνατό να συρρέει με το αδίκημα της απάτης (386 ΠΚ), της καταδολίευσης δανειστών (397 ΠΚ) και της απατηλής πρόκλησης βλάβης (389 ΠΚ). Η συρροή θα είναι αληθινή, πραγματική με δυνατότητα επιβολής συνολικής ποινής (94 ΠΚ).

    Νομολογιακά έχει κριθεί ότι ο ελεγκτής της ΑΕ φέρει την ιδιότητα του «υπαλλήλου», όπως αυτή λογίζεται κατά τον νόμο (άρ. 13 ΠΚ). Αποτέλεσμα της εν λόγω παραδοχής αποτελεί η νομολογιακά κριθείσα συρροή του αδικήματος του άρθρου 178 §1 με το έγκλημα της ψευδούς βεβαίωσης.

    Συμμετοχή

    Ως γνήσιο ιδιαίτερο αδίκημα τυχόν συμμετοχή προσώπου χωρίς την ιδιότητα του ελεγκτή θα εξεταστεί υπό το πρίσμα του άρθρου 49 §1 ΠΚ με δυνατότητα επιβολής μειωμένης ποινής.

    Ποινική Κύρωση

    Το συγκεκριμένο αδίκημα είναι πλημμέλημα και τιμωρείται με ποινή στερητική της ελευθερίας ή/και χρηματική ποινή. Ειδικότερα, προβλέπεται φυλάκιση από δέκα (10) ημέρες έως τρία (3) έτη ή/και χρηματική ποινή από 10.000€ έως 100.000€.

    Δικονομικά Ζητήματα

    Το συγκεκριμένο αδίκημα διώκεται αυτεπαγγέλτως. Αρμόδιο καθ’ ύλην είναι το Μονομελές Πλημμελειοδικείο (άρ.115 ΚΠοινΔ). Καθώς με τις εν λόγω διατάξεις δεν προστατεύεται άμεσα η εταιρική περιουσία ή η περιουσία των μετόχων ή των εταιρικών δανειστών, δεν είναι δυνατή η υποβολή δήλωσης προς υποστήριξη της κατηγορίας από τα εν λόγω πρόσωπα. Ούτε, επίσης, και η παράσταση πολιτικής αγωγής.

     

    Η σύνταξη των χρηματοοικονομικών καταστάσεων αποτελεί ευθύνη του ΔΣ της ΑΕ. Κάποιες φορές υποχρεωτικά (αλλά και κάποιες κατ’ επιλογή των ίδιων των ΑΕ) ζητείται από ορκωτό ελεγκτή ή ελεγκτική εταιρεία η πιστοποίηση της ακρίβειάς τους. Ενδεχόμενη πλημμελής εκπλήρωση της σχετικής υποχρέωσης των τακτικών ελεγκτών γεννά σημαντικές ευθύνες. Μεταξύ αυτών και ποινικές. Συναντάμε, όχι σπάνια, περιπτώσεις όπου ο επιχειρηματίας προσπαθεί να συνδιαλλαγεί με τον τακτικό ελεγκτή για την πιστοποίηση ανακριβών χρηματοοικονομικών καταστάσεων. Απαιτείται, πάντοτε, ιδιαίτερη προσοχή-για όλους τους εμπλεκόμενους. Κι όσον αφορά, ειδικότερα, την ευθύνη των ελεγκτών θα συναντήσουμε ποινικές ευθύνες και σε άλλες αρμοδιότητές τους. Ενδεικτικά: στην παράβαση του καθήκοντος εχεμύθειας αλλά και της ακρίβειας των εκθέσεων βιωσιμότητας. Περί αυτών, όμως, σε επόμενη αρθρογραφία μας.-

     

     

    Σταύρος Κουμεντάκης

    Managing Partner

    Koumentakis and Associates Law Firm

     

     

    Σημ.: Το παρόν άρθρο αποτελεί τμήμα ευρύτερης ενότητας αρθρογραφίας της Δικηγορικής μας Εταιρείας για τις ΑΕ. Στην ενότητα αυτή επιχειρούμε την ανάλυση, άρθρο προς άρθρο-με business view, πάντα, προσέγγιση, του νόμου για τις ΑΕ (:4548/2018).

     

     

  • Ποινικές Ευθύνες Μελών ΔΣ – Χρηματοοικονομικές Καταστάσεις & Εκθέσεις

    Ποινικές Ευθύνες Μελών ΔΣ – Χρηματοοικονομικές Καταστάσεις & Εκθέσεις

    Ποινικές Ευθύνες Μελών ΔΣ – Χρηματοοικονομικές Καταστάσεις & Εκθέσεις

    (άρθρο 177 §§1 & 5  ν.4548/2018)

     

    Σε προηγούμενη αρθρογραφία μας ασχοληθήκαμε με τις ψευδείς ή παραπλανητικές δηλώσεις της ΑΕ προς το κοινό και το σχετικό ποινικό αδίκημα. Μεταξύ των λοιπών παραβατικών συμπεριφορών, που συναπαρτίζουν το ειδικό ποινικό δίκαιο της ΑΕ, συναντούμε την ποινική ευθύνη των μελών του ΔΣ για κρίσιμα ζητήματα εταιρικής διακυβέρνησης. Προεξάρχουσα θέση κατέχουν οι παραβάσεις που συναρτώνται με τη σύνταξη των χρηματοοικονομικών καταστάσεων και των λοιπών εκθέσεων. Τα συναφή αδικήματα θα μας απασχολήσουν στο παρόν.

    Εισαγωγικά

    Οι εκθέσεις που συντάσσονται και εγκρίνονται από το ΔΣ σχετικά με τη λειτουργία της ΑΕ προβλέπονται σε σειρά διατάξεων του νόμου για τις ΑΕ αλλά και σε ειδικότερα νομοθετήματα. Ανάμεσα σε αυτές τις εκθέσεις συμπεριλαμβάνονται οι -γνωστές σε όλους- χρηματοοικονομικές καταστάσεις (άρ.145 επ.).  Περιεχόμενό τους αποτελούν οι συναλλαγές και τα γεγονότα που καταχωρίζονται στα λογιστικά αρχεία της εταιρείας για μια συγκεκριμένη χρονική περίοδο (άρ.16 ν.4308/2014). Παρουσιάζουν, δηλαδή, τα περιουσιακά στοιχεία, τις υποχρεώσεις, την καθαρή θέση, τα στοιχεία εσόδων, εξόδων, κερδών, ζημιών και τις χρηματοροές κάθε μιας περιόδου. Ανάλογα με το μέγεθος της ΑΕ (:πολύ μικρή, μικρή, μεσαία, μεγάλη οντότητα) το περιεχόμενό τους ποικίλει. Άλλες εκθέσεις που προβλέπονται στη νομοθεσία είναι η ετήσια έκθεση διαχείρισης (άρ.150), η ενοποιημένη ετήσια έκθεση διαχείρισης (άρ.153 §2), η ατομική και ενοποιημένη έκθεση διαχείρισης, η έκθεση πληρωμών σε κυβερνήσεις (άρ.155, 156) και η έκθεση αποδοχών (άρ.112). Όσον αφορά την ετήσια έκθεση διαχείρισης, αυτή περιλαμβάνει την πραγματική απεικόνιση της εξέλιξης και των επιδόσεων των δραστηριοτήτων της εταιρείας και της θέσης της. Επίσης την περιγραφή των κυριότερων κινδύνων και αβεβαιοτήτων που αντιμετωπίζει. Κατά νόμο αρμόδιο όργανο για την σύνταξη του συνόλου τους αποτελεί το ΔΣ.

    Η Πλημμελής Σύνταξη και Έγκριση Χρηματοοικονομικών Καταστάσεων˙ Η Σύνταξη Αναληθών Ή Ελλιπών Εκθέσεων

    Ο νομοθέτης επιδιώκοντας να προστατεύσει την αληθή, ορθή και πλήρη σύνταξη των εν λόγω καταστάσεων και εκθέσεων, προσδιόρισε ρητά (άρ. 177 §§1 & 5) την υποχρέωση σύννομης τήρησής τους. Επιπλέον, για την πληρέστερη εξασφάλιση του επιδιωκόμενου σκοπού πρόβλεψε ποινικές κυρώσεις στην περίπτωση μη τήρησής τους σύμφωνα με όσα ο νόμος ορίζει. Επίσης, σε περίπτωση πλημμελούς εκπλήρωσης των σχετικών υποχρεώσεων.

    Το Αδίκημα της Πλημμελούς Σύνταξης και Έγκρισης Χρηματοοικονομικών Καταστάσεων (§1)

    Η θέσπιση του συγκεκριμένου αδικήματος στοχεύει στη διασφάλιση της αλήθειας και πληρότητας των (ετήσιων και ενδιάμεσων) χρηματοοικονομικών καταστάσεων, ανεξάρτητα από τη μορφή που λαμβάνουν εξαιτίας του μεγέθους της ΑΕ.

    Πρόκειται για υπαλλακτικώς μικτό έγκλημα. Οι τρόποι τέλεσης είναι οι εξής:

    (α) Ο πρώτος τρόπος τέλεσης του συγκεκριμένου αδικήματος είναι η σύνταξη ανακριβών ή παραπλανητικών χρηματοοικονομικών καταστάσεων ή κατά παράβαση του νόμου ως προς το περιεχόμενό τους. Η ανακριβής χρηματοοικονομική κατάσταση θα είναι πάντοτε παραπλανητική και το αντίστροφο. Οι καταστάσεις είναι ανακριβείς και παραπλανητικές, όταν τα στοιχεία που περιλαμβάνονται σε αυτές είναι ανακριβή ή έχουν εμφιλοχωρήσει κρίσιμες ελλείψεις πραγματικών στοιχείων. Οι ανακρίβειες και οι ελλείψεις είναι δυνατό να αφορούν το προσάρτημα των χρηματοοικονομικών καταστάσεων, με αποτέλεσμα να καθίσταται αδύνατη η κατανόηση του περιεχομένου τους. Επισημαίνεται, πάντως, ότι οι πλημμέλειες πρέπει να αφορούν το ουσιώδες περιεχόμενο και όχι τυχόν επουσιώδη στοιχεία των καταστάσεων. Οι χρηματοοικονομικές καταστάσεις συντάσσονται κατά παράβαση του νόμου στην περίπτωση που δεν τηρούνται οι γενικές αρχές και οι κανόνες σύνταξής τους (ν.4308/2014). Παραπέμποντας στα νομοθετήματα που προσδιορίζουν τον τρόπο σύνταξής τους και ποινικοποιώντας τη μη τήρηση τους το αδίκημα διαμορφώνεται ως προς το σκέλος του αυτό ως «λευκός ποινικός νόμος».

    (β) Ο δεύτερος τρόπος τέλεσης είναι η έγκριση ανακριβών ή παραπλανητικών χρηματοοικονομικών καταστάσεων. Η έγκριση που αναφέρεται στη σχετική διάταξη (άρ. 177) αφορά τη θετική ψήφο  για λήψη συλλογικής απόφασης από το ΔΣ για τη σύνταξη τους και όχι από τη ΓΣ.

    Το αδίκημα είναι τυπικό και δεν είναι απαραίτητη η επέλευση ενός συγκεκριμένου αποτελέσματος (πχ παραπλάνηση του κοινού και λήψη σχετικής οικονομικής απόφασης).

    Το Αδίκημα της Σύνταξης Αναληθών Ή Ελλιπών Ετήσιων Εκθέσεων (§5)

    Πρόκειται για συμπληρωματικό αδίκημα σε σχέση με το αμέσως ανωτέρω αναφερόμενο (αυτό της §1) για τις χρηματοοικονομικές καταστάσεις. Αφορά την έκθεση διαχείρισης και κάθε άλλη ετήσια έκθεση που οφείλουν να συντάσσουν οι ΑΕ. Το υλικό αντικείμενο του αδικήματος, λοιπόν, εναλλάσσεται.

    Το αδίκημα τελείται με τη σύνταξη αναληθών εκθέσεων ή με ελλιπές περιεχόμενο. Αναληθής είναι η έκθεση διαχείρισης που δεν ανταποκρίνεται στην αλήθεια. Ελλιπής είναι η έκθεση με αληθές μεν περιεχόμενο, ελλιπής δε ως προς τα ελάχιστα κατά τον νόμο στοιχεία της.  Πρόκειται για πολύτροπο αδίκημα.

    Κοινά Χαρακτηριστικά 

    Τα δύο αδικήματα εμφανίζουν σημαντικές ομοιότητες. Τα κοινά τους χαρακτηριστικά:

    Έννομο Αγαθό

    Όπως ήδη αναφέρθηκε σε προηγούμενη αρθρογραφία μας, κοινός άξονας όλων των αδικημάτων του ειδικού ποινικού δικαίου των ΑΕ αποτελεί η παραδοχή της σημαντικής θέσης του συγκεκριμένου εταιρικού τύπου για την εθνική και όχι μόνον οικονομία. Προστατευόμενο έννομο αγαθό των αδικημάτων στην προκειμένη περίπτωση αποτελεί η εμπιστοσύνη του κοινού στην ορθή λειτουργία της ΑΕ. Πρόκειται για υπερατομικό έννομο αγαθό. Ο κλονισμός της εμπιστοσύνης του κοινού στην ορθή λειτουργία της ΑΕ έχει αντίκτυπο στην ίδια την εταιρεία. Η περιουσία των μετόχων και των εταιρικών δανειστών προστατεύεται μόνον αντανακλαστικά.

    Υποκείμενο

    Το άρθρο 177 ποινικοποιεί παραλείψεις και πλημμελή εκπλήρωση των υποχρεώσεων του ΔΣ. Πρόκειται για εγκλήματα καθήκοντος. Κοινό χαρακτηριστικό των δύο εξεταζόμενων δικαιωμάτων αποτελεί το ενεργητικό υποκείμενο. Το αδίκημα της πλημμελούς σύνταξης και έγκρισης χρηματοοικονομικών καταστάσεων μπορεί να τελεστεί μόνον από μέλη του ΔΣ, εκτελεστικά και μη. Η ευθύνη τους εγκαθιδρύεται μόνον στο πρόσωπό τους, καθώς τα μέλη του ΔΣ φέρουν την σχετική ευθύνη (άρ.96 §2, 147 §3, 150 § 1 κλπ). Για να γεννηθεί σχετική ποινική ευθύνη απαιτείται η θετική ψήφος κατά τη λήψη της σχετικής απόφασης για το περιεχόμενο των καταστάσεων και εκθέσεων. Επισημαίνεται ότι δράστες του αδικήματος δεν μπορούν να είναι ούτε οι λογιστές που συντάσσουν τις χρηματοοικονομικές καταστάσεις. Ούτε, επίσης, οι μέτοχοι που παρίστανται στη ΓΣ με θέμα ημερήσιας διάταξης την έγκριση των χρηματοοικονομικών καταστάσεων και την υποβολή της έκθεσης διαχείρισης. Επίσης, σημειώνεται ότι ο de facto διαχειριστής της ΑΕ ευθύνεται μόνον συμμετοχικά και όχι ως αυτουργός (άρ. 49 ΠΚ). Πρόκειται συνεπώς για γνήσιο ιδιαίτερο αδίκημα.

    Απόπειρα

    Στα εξεταζόμενα αδικήματα χωρεί απόπειρα. Δεν θεωρείται ολοκληρωμένο το αδίκημα που αφορά τις χρηματοοικονομικές καταστάσεις, στην περίπτωση που δεν λάβει χώρα δημοσίευσή τους. Επίσης, το αδίκημα αυτό δεν τελείται, στην περίπτωση που μολονότι δημοσιεύθηκαν, ακολούθησε διόρθωσή τους. Η διόρθωση πρέπει να αφορά στοιχείο, το οποίο αν διατηρούνταν δημοσιευμένο θα αποτελούσε δεδομένο για λήψη απόφασης με οικονομικό περιεχόμενο.

    Όσον αφορά το αδίκημα που αφορά τις λοιπές εκθέσεις, ως απόπειρα νοείται η κατάρτιση που δεν συμπληρώθηκε με έγκρισή τους από το ΔΣ.

    Υποκειμενική Υπόσταση

    Για την πλήρωση της υποκειμενικής υπόστασης απαιτείται η γνώση του ανακριβούς ή παραπλανητικού περιεχομένου των χρηματοοικονομικών καταστάσεων και του αναληθούς ή ελλιπούς περιεχομένου των εκθέσεων. Για την τέλεση του αδικήματος, λοιπόν, απαιτείται τουλάχιστον άμεσος δόλος β΄ βαθμού χωρίς να αρκεί ο ενδεχόμενος δόλος. Δεν αρκεί δηλαδή να υποψιάζονται ότι εμφιλοχώρησαν ανακρίβειες, αναλήθειες κλπ και να το επιδιώκουν αλλά να έχουν βέβαιη γνώση.

    Ποινική Κύρωση

    Τα αδικήματα αυτά τιμωρούνται με ποινή στερητική της ελευθερίας και χρηματική ποινή. Ειδικότερα, προβλέπεται φυλάκιση από 10 ημέρες έως 5 έτη και σωρευτικά χρηματική ποινή από 10.000€ έως 100.000€. Πρόκειται για πλημμελήματα.

    Συρροή

    Είναι δυνατή η συρροή τους με το αδίκημα της απάτης (386 ΠΚ), της πλαστογραφίας (άρ.216 ΠΚ), της υπεξαίρεσης (375 ΠΚ), της απιστίας (390 ΠΚ), της καταδολίευσης δανειστών (397 ΠΚ), της απατηλής πρόκλησης βλάβης (389 ΠΚ) και το αδίκημα της χειραγώγησης της αγοράς (άρ.31 ν.4443/2016). Τα εν λόγω αδικήματα θα συρρέουν με τα εξεταζόμενα αληθινά πραγματικά.

    Δικονομικά Ζητήματα

    Διώκεται αυτεπαγγέλτως. Αρμόδιο καθ’ ύλην είναι το Μονομελές Πλημμελειοδικείο (άρ.115 ΚΠοινΔ). Καθώς με τις εν λόγω διατάξεις δεν προστατεύεται άμεσα η εταιρική περιουσία ή η περιουσία των μετόχων ή των εταιρικών δανειστών, δεν είναι δυνατή η υποβολή δήλωσης προς υποστήριξη της κατηγορίας από τα εν λόγω πρόσωπα. Ούτε, επίσης, και η παράσταση πολιτικής αγωγής.

     

    Οι χρηματοοικονομικές καταστάσεις της ΑΕ και οι ετήσιες εκθέσεις που προβλέπονται από τον νόμο, οφείλουν να διέπονται από αλήθεια, πληρότητα και ακρίβεια. Αποκλίσεις από τις συγκεκριμένες αρχές δεν είναι δυνατό να μείνουν ατιμώρητες, όταν τελούν σε γνώση των μελών του ΔΣ που τις συνέταξαν, ενέκριναν και, εν τέλει, υπερψήφισαν. Είναι, κατά τούτο, πρόδηλο πως ιδιαίτερη προσοχή θα πρέπει να δίδεται από τα εμπλεκόμενα μέλη του ΔΣ όταν καλούνται στις αντίστοιχες ενέργειες και αποφάσεις. Η σοβαρή (και ποινικής φύσεως) ευθύνη τους, όμως, δεν περιορίζεται στη συγκεκριμένη ενότητα αλλά και σε άλλες, πρόσθετες, για τις οποίες επόμενη αρθρογραφία μας.-

     

     

    Σταύρος Κουμεντάκης

    Managing Partner

    Koumentakis and Associates Law Firm

     

     

    Σημ.: Το παρόν άρθρο αποτελεί τμήμα ευρύτερης ενότητας αρθρογραφίας της Δικηγορικής μας Εταιρείας για τις ΑΕ. Στην ενότητα αυτή επιχειρούμε την ανάλυση, άρθρο προς άρθρο-με business view, πάντα, προσέγγιση, του νόμου για τις ΑΕ (:4548/2018).

  • Ψευδείς ή Παραπλανητικές Δηλώσεις της ΑΕ Προς Το Κοινό

    Ψευδείς ή Παραπλανητικές Δηλώσεις της ΑΕ Προς Το Κοινό

    Ψευδείς ή Παραπλανητικές Δηλώσεις της ΑΕ Προς Το Κοινό

    (άρ.176 ν.4548/2018)

     

    Ασχοληθήκαμε, ήδη, με τη σύσταση, τη λειτουργία αλλά και τη λύση της ΑΕ. Η ΑΕ αποτελεί τη βασική μορφή κεφαλαιουχικής εταιρείας στο ελληνικό νομικό και οικονομικό σύστημα˙ συνιστά τη “ραχοκοκαλιά” της ελληνικής οικονομίας. Εύλογο, επομένως, προκύπτει το ενδιαφέρον του νομοθέτη για τη διασφάλιση της σύννομης λειτουργίας της˙ για τη λήψη, επίσης, των ενδεδειγμένων μέτρων για την επίτευξή της˙ για την αποφυγή τυχόν βλαπτικών συνεπειών, που είναι ενδεχόμενο να προκληθούν κατά τη διάρκεια της λειτουργίας της˙ για την θέσπιση κυρώσεων σε περίπτωση παραβάσεων της σχετικής νομοθεσίας. Κι όλα τούτα για την προάσπιση της σωρείας των υφιστάμενων συμφερόντων (μετόχων, δανειστών, τρίτων αλλά και, εν γένει, της ίδιας της οικονομίας). Μια ομάδα επαπειλούμενων κυρώσεων αφορά τις ψευδείς ή παραπλανητικές δηλώσεις προς το κοινό. Περί αυτών το παρόν.

    Το Ειδικό Ποινικό Δίκαιο των ΑΕ

    Οι ποινικές διατάξεις της ΑΕ υφίσταντο και κατά το προηγούμενο νομοθετικό καθεστώς. Η νομοθέτης προχώρησε σε ελάχιστες παρεμβάσεις σε αυτό το τμήμα της νομοθεσίας με τον (σχετικά) πρόσφατο νόμο για τις ΑΕ. Ο τελευταίος περιλαμβάνει σειρά ποινικών διατάξεων με τις οποίες εγκαθιδρύεται άδικο για συμπεριφορές που αφορούν τη λειτουργία της εταιρείας και την πλήρωση των υποχρεώσεων που πηγάζουν από τον ίδιο τον νόμο για τις ΑΕ (:ν.4548/2018).

    Η ελάχιστη νομολογιακή επεξεργασία, που έχει υποστεί το συγκεκριμένο μέρος της εταιρικής νομοθεσίας, καταδεικνύει την περιορισμένη χρησιμότητα και δυναμική του. Γίνεται, κατά τούτο, περισσότερο από φανερή η μη αναλογική χρήση του ποινικού δικαίου στην προκειμένη περίπτωση. Αντί της χρήσης του ως έσχατη λύση (ultimum remedium) χρησιμοποιείται, συμβολικά, επιδιώκοντας τη συμμόρφωση με την εταιρική νομοθεσία.

    Το Αδίκημα της Ψευδούς ή Παραπλανητικής δήλωσης προς το Κοινό: Το Προστατευόμενο Έννομο Αγαθό

    Πρώτο μεταξύ των αδικημάτων του ειδικού ποινικού δικαίου της ΑΕ ρυθμίζεται το αδίκημα της ψευδούς ή παραπλανητικής δήλωσης προς το κοινό.

    Ο νομοθέτης επιλέγοντας την ποινικοποίηση των σχετικών συμπεριφορών, στόχευσε στην προστασία της εμπιστοσύνης στη λειτουργία της ΑΕ. Η εν λόγω νομοθετική επιλογή έρχεται σε συνάρτηση με την παραδοχή ότι ο εταιρικός τύπος της ΑΕ αποτελεί τη βασική κεφαλαιουχική εταιρεία. Η οικονομική σημασία που διαθέτει στο πλαίσιο της ελληνικής οικονομικής τάξης καθιστούν δικαιολογημένη την αυτοτελή προστασία της λειτουργίας της. Πρόκειται, συνεπώς, για ένα υπερατομικό έννομο αγαθό χωρίς να προσδιορίζεται εκ των προτέρων ο κύκλος των θιγόμενων προσώπων. Αντικείμενο προστασίας δεν αποτελεί η εξατομικευμένη περιουσία συγκεκριμένων ατόμων.

    Αντικειμενική Υπόσταση

    Υποκείμενο

    Πρόκειται για ένα γνήσιο ιδιαίτερο αδίκημα. Η τέλεση του συγκεκριμένου αδικήματος προϋποθέτει συγκεκριμένες ιδιότητες του δράστη (περί των οποίων αμέσως στη συνέχεια). Η διενέργεια σχετικών πράξεων από άλλα πρόσωπα δε αρκεί για να οδηγήσει στην πλήρωση των στοιχείων της αντικειμενικής υπόστασης του εν λόγω αδικήματος. Εμπλοκή τρίτων μόνον στο συγκεκριμένο αδίκημα, μόνον στο πλαίσιο συμμετοχής είναι δυνατό να νοηθεί (άρ.49 §1 ΠΚ). Τυχόν de facto διοικητής δε μπορεί να καταστεί αυτουργός του αδικήματος.

    Οι ιδιότητες που προϋποτίθενται για τη θεμελίωση του άδικου χαρακτήρα της πράξης είναι οι εξής:

    (α) Ιδρυτές

    Οι ιδρυτές αναφέρονται στο άρθρο 4 §1 του ν. 4548/2018. Πρόκειται για τα πρόσωπα που συμβάλλονται στην εταιρική σύμβαση. Τα πρόσωπα που ιδρύουν την εταιρεία κατά κανόνα καλύπτουν και το αρχικό μετοχικό κεφάλαιο. Ταυτίζονται, κατά κανόνα, με τους μετόχους. Είναι, ωστόσο, δυνατό τα πρόσωπα που ιδρύουν την ΑΕ να διακρίνονται από αυτούς που αναλαμβάνουν τις μετοχές. Συνεπώς, ο μέτοχος που αναλαμβάνει μετοχές κατά την κάλυψη του αρχικού μετοχικού κεφαλαίου, αν δεν είναι και ιδρυτής, δε είναι δυνατό να φέρει αυτουργική ευθύνη για ψευδείς ή παραπλανητικές δηλώσεις. Σε κάθε περίπτωση, πρόδηλο καθίσταται πως η τέλεση του αδικήματος από τους ιδρυτές αφορά το ιδρυτικό, και μόνον, στάδιο της ΑΕ. Υπενθυμίζεται ότι το ιδρυτικό στάδιο προσδιορίζεται χρονικά από το σημείο της σύναψης της εταιρικής σύμβασης μέχρι τη δημοσίευσή της στο Γ.Ε.ΜΗ.

    (β) Μέλη ΔΣ

    Κάθε μέλος του ΔΣ είναι δυνατό να τελέσει το αδίκημα˙ εκτελεστικό και μη. Στην περίπτωση λήψης σχετικής απόφασης από συλλογικό όργανο, ευθύνη φέρει το σύνολο των μελών που συμμετείχαν και υπερψήφισαν. Δηλαδή η ευθύνη δεν περιορίζεται στο όργανο που, απλά, εκτέλεσε την αντίστοιχη απόφαση.

    Σε αντίθεση με την περίπτωση των ιδρυτών, η δράση των μελών του ΔΣ εξετάζεται κατά τη διάρκεια λειτουργίας της ΑΕ.

    (γ) Διευθυντές

    Πρόκειται για εκείνους που διαθέτουν εταιρικό αξίωμα και, συγκεκριμένα, για τα κατ’ άρθρο 87 υποκατάστατα πρόσωπα. Είναι δυνατό, στο πλαίσιο αυτό, να είναι μέλη του ΔΣ ή τρίτοι. Κρίσιμη, μάλιστα, αποδεικνύεται η άσκηση αρμοδιοτήτων που συναρτώνται με την εξωτερίκευση ψευδών ή παραπλανητικών δηλώσεων (λ.χ. γενικός διευθυντής ή διευθυντής οικονομικών υπηρεσιών).

    Ψευδής ή Παραπλανητική Δήλωση

    Ως ψευδής νοείται η δήλωση που δεν ανταποκρίνεται στην αλήθεια. Ως παραπλανητική λογίζεται η δήλωση που είναι μεν αληθής ανακριβής όμως, η οποία προκαλεί εντυπώσεις διαφορετικές από το αληθές περιεχόμενό της. Οι εντυπώσεις αυτές προκαλούνται, συνήθως, λόγω ελλιπών στοιχείων.

    Το περιεχόμενο της δήλωσης πρέπει να αφορά την κάλυψη ή καταβολή του μετοχικού κεφαλαίου. Επίσης, η δήλωση είναι δυνατό να αφορά στοιχεία, από τα οποία εξαρτάται η εγγραφή (ή μη) του κοινού σε εταιρικούς τίτλους. Η δήλωση πρέπει να κρίνεται ως σημαντική ως προς το περιεχόμενό της και δυνάμενη να επηρεάσει το επενδυτικό κοινό. Το τελευταίο δεν προσδιορίζεται εκ των προτέρων αλλά αφορά αόριστο αριθμό προσώπων. Δεν πρόκειται για εσωτερική πληροφόρηση που περιορίζεται εντός της εταιρείας.

    Κρίσιμο στοιχείο του άδικου χαρακτήρα της δήλωσης αποτελεί η εξωτερίκευσή της. Χρόνος τέλεσης του αδικήματος είναι το χρονικό σημείο εξωτερίκευσης της δήλωσης κατά το οποίο γίνεται προσιτό το περιεχόμενό της προς το κοινό. Ο τρόπος με τον οποίο λαμβάνει χώρα η γνωστοποίηση της δήλωσης (δημοσίευση στο διαδίκτυο, στα Μ.Μ.Ε.) είναι αδιάφορος.

    Το αδίκημα είναι υπαλλακτικώς μικτό, δηλαδή τελείται με δύο τρόπους, οι οποίοι δε είναι δυνατό να συγχωνευθούν σε μια πράξη και να συνυπάρξουν. Ειδικότερα, το αδίκημα τελείται:

    (α) με δήλωση που αφορά την κάλυψη ή την καταβολή μετοχικού κεφαλαίου.

    Η δήλωση πρέπει να αφορά είτε την κάλυψη (:ανάληψη μετοχών κατά το ιδρυτικό στάδιο) είτε κατά την αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου είτε κατά την καταβολή του. Ως προς την τελευταία περίπτωση το ψευδές και παραπλανητικό περιεχόμενο θα αφορά την εκπλήρωση ή μη υποχρέωσης καταβολής εισφορών. Ο λόγος για τον οποίο η επαπειλούμενη τιμωρία του δράστη, που πληροί κατά τον ως άνω τρόπο την ειδική υπόσταση του αδικήματος, εδράζεται στην ανάγκη διασφάλισης του ελάχιστου νόμιμου (και, σε κάθε περίπτωση, του δηλούμενου) μετοχικού κεφαλαίου.

    (β) με σκοπό την εγγραφή σε τίτλους που εκδίδει η εταιρεία και αφορά στοιχεία αυτής, τα οποία ασκούν ουσιώδη επιρροή επί των εταιρικών υποθέσεων.

    Ο δεύτερος περιγραφόμενος τρόπος στοιχειοθέτησης της αντικειμενικής υπόστασης του αδικήματος αφορά την περίπτωση δημόσιας προσφοράς τίτλων της ΑΕ στο κοινό. Οι τίτλοι που εκδίδει η ΑΕ είναι οι μετοχές, οι ομολογίες, τα warrants, οι ιδρυτικοί και εξαιρετικοί τίτλοι (άρ.33). Η έκδοσή τους εξυπηρετεί, κατά βάση, την χρηματοδότηση της ΑΕ. Η πληροφόρηση, λοιπόν, που επιτυγχάνεται με τις ψευδείς ή παραπλανητικές δηλώσεις θα πρέπει να αφορά στοιχεία ουσιώδη για την πορεία των εταιρικών υποθέσεων, από τα οποία εξαρτάται η επένδυση του κοινού στην ΑΕ. Τα στοιχεία αυτά δεν είναι απαραίτητο να αναφέρονται σε γεγονότα. Μπορεί να έχουν αξιολογικό χαρακτήρα και να αφορούν στοιχεία που επηρεάζουν ουσιωδώς την πρόθεση του επενδυτικού κοινού. Οι σχετικές πληροφορίες πιθανώς να συμπεριλαμβάνονται και στις χρηματοοικονομικές καταστάσεις.

    Απόπειρα

    Το έγκλημα τελείται σε μορφή απόπειρας στην περίπτωση που συνταχθεί δήλωση ψευδής ή παραπλανητική αλλά αυτή δεν περιέλθει, εν τέλει, σε γνώση του κοινού. Επίσης, θα πρόκειται για απόπειρα στην περίπτωση που ανακλήθηκε ή διορθώθηκε. Κρίσιμο, λοιπόν, είναι το χρονικό σημείο της εξωτερίκευσης της δήλωσης για την πλήρωση του συνόλου των στοιχείων της αντικειμενικής υπόστασης, ώστε αυτό να θεωρηθεί ολοκληρωμένο.

    Υποκειμενική Υπόσταση

    Το αδίκημα τελείται με δόλο τουλάχιστον β’ βαθμού. Απαιτείται, λοιπόν, γνώση για το ψευδές ή παραπλανητικό περιεχόμενο και βούληση για την εξωτερίκευσή του. Άγνοια των περιστατικών αυτών αποτελεί πραγματική πλάνη που είναι δυνατό να αποκλείσει τον καταλογισμό του δράστη. Ως προς τον δεύτερο τρόπο τέλεσης το αδίκημα είναι υπερχειλούς υποκειμενικής υπόστασης. Απαιτείται επιπλέον σκοπός για επένδυση του επενδυτικού κοινού με εγγραφή σε τίτλους, η οποία επιδιώκεται μέσω της δήλωσης.

    Ποινή

    Το αδίκημα του άρθρου 176 είναι πλημμέλημα. Η προβλεπόμενη κύρωση κυμαίνεται σε ποινή φυλάκισης από 10 ημέρες έως 5 έτη. Παράλληλα, απειλείται σωρευτικά χρηματική ποινή. Κατώτερο όριο της τελευταίας αποτελεί το ποσό των 10.000€ και ανώτερο το ποσό των 100.000€.

    Συρροή

    Το αδίκημα εμφανίζει ένα ειδικότερο περιεχόμενο σε σχέση με τις διατάξεις του Ειδικού Μέρους του ΠΚ για τα αδικήματα κατά της περιουσίας. Τυχόν συρροή τους πιθανώς να είναι αληθινή λόγω του ατομικού χαρακτήρα του προστατευόμενου έννομου αγαθού στις διατάξεις αυτές. Ειδικά ως προς την απάτη (άρ.386 ΠΚ) η συρροή είναι αληθινή και λόγω του περαιτέρω αποτελέσματος περιουσιακής διάθεσης, που απαιτείται για τη στοιχειοθέτηση της. Το αδίκημα της απάτης είναι αποτελέσματος, από την επέλευση του οποίου εξαρτάται η γέννηση της ευθύνης. Πρόκειται για αδίκημα βλάβης. Αντιθέτως, το αδίκημα της ψευδούς ή παραπλανητικής δήλωσης είναι αφηρημένης διακινδύνευσης και δεν απαιτείται η πρόκληση βλάβης σε συγκεκριμένη περιουσία.

    Ειδικά ως προς τον δεύτερο τρόπο τέλεσης του αδικήματος, είναι δυνατή η συρροή και με τα εγκλήματα της κεφαλαιαγοράς (χειραγώγηση μέσω διάδοσης πληροφοριών άρθρο 28 επ. ν.4443/2016). Οι διατάξεις τις Κεφαλαιαγοράς συρρέουν φαινομενικά και ως ειδικότερες τυγχάνουν εφαρμογής. Στην περίπτωση μη πλήρωσης των στοιχείων της αντικειμενικής υπόστασης αυτών, το άρθρο 176 εφαρμόζεται λόγω του επικουρικού του χαρακτήρα.

    Πιθανή είναι η συρροή και με τις λοιπές ποινικές διατάξεις του ν.4548/2018.

    Συμμετοχή

    Όπως αναφέρθηκε και ανωτέρω πρόκειται για ιδιαίτερο αδίκημα. Στην περίπτωση πλήρωσης των λοιπών στοιχείων της αντικειμενικής υπόστασης από πρόσωπο που δεν διαθέτει τις προβλεπόμενες ιδιότητες, η ευθύνη του μόνον στο πλαίσιο συμμετοχής μπορεί να κριθεί (άρ.49 παρ.1 ΠΚ). Οι συμμέτοχοι σε αυτήν την περίπτωση θα τιμωρηθούν με μειωμένη ποινή.

    Δικονομικά Ζητήματα

    Διώκεται αυτεπαγγέλτως. Αρμόδιο καθ’ ύλην είναι το Μονομελές Πλημμελειοδικείο (άρ.115 ΚΠοινΔ). Λόγω του υπερατομικού χαρακτήρα του προστατευόμενου εννόμου αγαθού δεν είναι δυνατή η υποβολή δήλωσης προς υποστήριξη της κατηγορίας και παράσταση πολιτικής αγωγής.

     

    Για την επιβολή της εφαρμογής της νομοθεσίας που διέπει την ΑΕ, ο νομοθέτης επέλεξε, μεταξύ άλλων, την απειλή ποινικής φύσεως κυρώσεων για τους δράστες. Ειδικά όσον αφορά ψευδείς ή παραπλανητικές δηλώσεις προς το κοινό, οι επαπειλούμενες ποινές είναι στο υψηλότερο επίπεδο από τις προβλεπόμενες στην οικεία ενότητα. Αντίστοιχα υψηλή θα πρέπει να είναι και η προσοχή που θα πρέπει να επιδεικνύεται από τα πρόσωπα που καταλαμβάνει: ιδρυτές, διευθυντές και μέλη του ΔΣ. Ειδικά, μάλιστα, για τα τελευταία, ιδιαίτερη κατηγορία παραβάσεων προβλέπεται. Περί αυτής, όμως, σε επόμενη αρθρογραφία μας.-

     

     

    Σταύρος Κουμεντάκης

    Managing Partner

    Koumentakis and Associates Law Firm

     

     

    Σημ.: Το παρόν άρθρο αποτελεί τμήμα ευρύτερης ενότητας αρθρογραφίας της Δικηγορικής μας Εταιρείας για τις ΑΕ. Στην ενότητα αυτή επιχειρούμε την ανάλυση, άρθρο προς άρθρο-με business view, πάντα, προσέγγιση, του νόμου για τις ΑΕ (:4548/2018).

     

     

  • Αναβίωση της Λυθείσας ΑΕ

    Αναβίωση της Λυθείσας ΑΕ

    Αναβίωση της Λυθείσας ΑΕ

    (άρ.171 ν.4548/2018)

    Σε προηγούμενη αρθρογραφία μας ασχοληθήκαμε εκτεταμένα με το ζήτημα της λύσης της ΑΕ. Υφίσταται, άραγε, η δυνατότητα ανατροπής των συνεπειών της; Η αναβίωση λυθείσας ΑΕ προβλέπεται ρητά στον νόμο. Φυσικά, υπό προϋποθέσεις. Περί του όλου θέματος και της προβληματικής του, το παρόν.

    Δικαιολογική Βάση Πρόβλεψης

    Η λύση της ΑΕ δεν οδηγεί άμεσα στην εξαφάνιση του νομικού προσώπου από τον νομικό και συναλλακτικό κόσμο. Η εξαφάνιση αυτή λαμβάνει χώρα με την ολοκλήρωση σειράς διαδικαστικών βημάτων (που συναποτελούν τα στάδια της εκκαθάρισης και της διαγραφής). Μέχρι την ολοκλήρωσή τους,  ο νομοθέτης παρέχει τη δυνατότητα επιστροφής στην προτέρα κατάσταση, με ανατροπή των συντελεσμένων λόγων της λύσης. Η εν λόγω δυνατότητα εδράζεται σε δύο βάσεις και εξυπηρετεί κρίσιμους σκοπούς.

    Πρώτον, η εταιρεία, ακόμα και μετά τη λύση της, δεν έχει εξαφανιστεί για να αποκλείεται η «επαναφορά» της. Η παύση της παραγωγικής της δραστηριότητας δεν καθιστά αδύνατη την επαναλειτουργία της.

    Δεύτερον, η επαναλειτουργία της ΑΕ με εξ αρχής ίδρυση άλλης εταιρείας, με την ίδια μετοχική σύνθεση και τους ίδιους επιδιωκόμενους σκοπούς, δεν θα εξυπηρετούσε κανένα εύλογο συμφέρον. Με την αναβίωση και τη συνέχιση της λειτουργίας αποφεύγεται η σπατάλη χρόνου, κόπου και -ιδίως- οικονομικών πόρων.

    Ο νομοθέτης, σεβόμενος την ιδιωτική αυτονομία, εκδήλωση της οποίας αποτελεί το δικαίωμα αναβίωσης της ΑΕ, παρέχει στους μετόχους τη δυνατότητα ανατροπής της λύσης. Αντίστοιχες, προβλέψεις υφίστανται, εξάλλου, τόσο στο δίκαιο των λοιπών κεφαλαιουχικών εταιρειών (άρ.105 ν.4072/2012 για ΙΚΕ και άρ.50α ν.3190/2955 για ΕΠΕ) όσο και των προσωπικών όμοιων (άρ.266 ν.402/2012).

    Καταστατικός Αποκλεισμός Αναβίωσης

    Κατά μία άποψη δεν είναι δυνατός ο αποκλεισμός της αναβίωσης με καταστατική ρήτρα: η τυχόν ύπαρξη ενός τέτοιου όρου αξιολογείται ως άκυρη. Κατ’ άλλη άποψη, η απόκλιση του καταστατικού από την εν λόγω πρόβλεψη είναι δυνατή, μιας και δεν προστατεύεται δημόσιο συμφέρον. Σε κάθε περίπτωση είναι δυνατή η προσθήκη στο καταστατικό των νομοθετικά προβλεπόμενων προϋποθέσεων.

    Προϋποθέσεις

    Ο νομοθέτης διέκρινε τις προϋποθέσεις αναβίωσης βάσει του λόγου λύσης. Όρισε, επίσης-ρητά, υπό ποιους λόγους λύσης χωρεί αναβίωση.

    Στις λοιπές περιπτώσεις λύσης της ΑΕ που δεν αναφέρει ο νόμος (δηλ.: τη δικαστική λύση της ΑΕ-άρ. 165 & 166), δεν είναι δυνατή η αναβίωσή της. Οι αναγκαστικού δικαίου διατάξεις που οδηγούν σε έκδοση δικαστικής απόφασης καθώς και οι έννομες συνέπειες που επιφέρουν, δεν είναι δυνατό να ανατραπούν με βάση την ιδιωτική βούληση. Υπό το προϊσχύσαν νομοθετικό καθεστώς είχε υποστηριχθεί η αναλογική εφαρμογή και σε αυτές τις περιπτώσεις, εφόσον ο λόγος λύσης είχε θεραπευτεί.

    Όταν, μετά την έκδοση δικαστικής απόφασης-αυτή εξαφανιστεί, δεν πρόκειται για αναβίωση της ΑΕ αλλά για αυτόματη επαναφορά στο παραγωγικό της στάδιο. Τα αντίστοιχα ισχύουν και στην περίπτωση (επιγενόμενης) εξαφάνισης εκδοθείσας απόφασης για την πτώχευση.

    (α) Λύση ΑΕ Λόγω Παρόδου Του Χρόνου Διάρκειάς Της Ή Με Απόφαση ΓΣ

    Όπως έχει ήδη αναλυθεί, η ΑΕ λύεται, μεταξύ άλλων, και λόγω παρόδου του προβλεπόμενου χρόνου διάρκειας της. Ακόμα, είναι δυνατή η λύση με λήψη απόφασης από τη ΓΣ των μετόχων. Η δυνατότητα αναβίωσης, και στις δύο αυτές περιπτώσεις λύσης, φαίνεται ιδιαιτέρως δικαιολογημένη. Η λύση σε προβλεπόμενο και αποφασισμένο από τους ίδιους χρόνο αποτελούν συνέπειες της ιδιωτικής βούλησης των μετόχων. Οι μέτοχοι, αντίστοιχα, έχουν τη δυνατότητα να μεταβάλλουν άποψη, αναιρέσουν αλλά και ανατρέψουν τα δεδομένα, που οι ίδιοι οι δημιούργησαν.

    Στην περίπτωση λύσης της ΑΕ λόγω παρόδου του χρόνου διάρκειας ή με απόφαση ΓΣ, η αναβίωση επέρχεται υπό τις εξής προϋποθέσεις:

    (1) Λήψη Απόφασης από τη ΓΣ

    Η απόφαση για αναβίωση λαμβάνεται με αυξημένη απαρτία και πλειοψηφία (άρ.130 §3 και άρ.132 §3). Είναι δυνατή η αύξηση των ποσοστών αυτών με καταστατική πρόβλεψη. Εφόσον προβλέπονται (καταστατικά) αυξημένα ποσοστά για λήψη απόφασης περί λύσης, αντίστοιχη απαρτία και πλειοψηφία απαιτείται και για την απόφαση αναβίωσης.

    Η ΓΣ συγκαλείται από τους εκκαθαριστές, οι οποίοι διαθέτουν την εν λόγω αρμοδιότητα στο στάδιο της εκκαθάρισης.

    Η απόφαση για αναβίωση αποτελεί και τροποποίηση του καταστατικού της ΑΕ. Η εν λόγω τροποποίηση στην περίπτωση λύσης της λόγω παρόδου του χρόνου διάρκειας που προβλέπει το καταστατικό, είναι δεδομένη. Με την απόφαση για λύση ουσιαστικά τροποποιείται και επεκτείνεται ο προσδιορισμένος ήδη με το καταστατικό χρόνος διάρκειας. Το ίδιο γίνεται δεκτό και στην περίπτωση λύσης με απόφαση ΓΣ. Η εν λόγω απόφαση οδηγεί ουσιαστικά στη σύντμηση του προβλεπόμενου στο καταστατικό χρόνου, με αποτέλεσμα η αναβίωση να απαιτεί τροποποίηση της σχετικής καταστατικής ρύθμισης (ΓΝΜ ΝΣΚ 139/1980). Επιπλέον, η απόφαση για αναβίωση αποτελεί συνάμα και τροποποίηση του καταστατικού λόγω  μεταβολής του εταιρικού σκοπού. Όπως έχει ήδη αναφερθεί, με τη λύση της ΑΕ ο σκοπός της μεταβάλλεται από παραγωγικό σε εκκαθαριστικό. Με τη λήψη απόφασης για αναβίωση επανέρχεται στην παραγωγική της λειτουργία. Κατά τούτο μεταβάλλεται, και πάλι, ο καταστατικός σκοπός της. Λόγω του τροποποιητικού χαρακτήρα της απόφασης αυτής υπόκειται σε διατυπώσεις δημοσιότητας. Η τήρηση της δημοσιότητας έχει συστατικό χαρακτήρα και, ελλείψει αυτής, δεν επέρχονται οι έννομες συνέπειες αναβίωσης.

    Περιεχόμενο της απόφασης της ΓΣ για αναβίωση της ΑΕ αποτελεί και ο ορισμός του νόμιμου εκπρόσωπου της εταιρείας. Τα μέλη του ΔΣ είναι δυνατό να ορισθούν είτε με την απόφαση της ΓΣ (:προτιμητέο) είτε κατ’ άρθρο 69 ΑΚ.

    Αντικείμενο τροποποίησης του καταστατικού μπορεί να αποτελέσει, με την ίδια απόφαση της ΓΣ, και σειρά άλλων ζητημάτων. Είναι δυνατή η λήψη απόφασης για εταιρικό μετασχηματισμό της ΑΕ ή αναβίωσης και μετατροπής της σε άλλο εταιρικό τύπο. Η τελευταία δυνατότητα προβλέφθηκε για πρώτη φορά με τον νέο νόμο για τις ΑΕ. Απαραίτητη προϋπόθεση, σε αυτήν την περίπτωση, είναι η τήρηση τυχόν άλλων προαπαιτούμενων του νόμου για τη σύσταση του διαφορετικού εταιρικού τύπου.

    (2) Ελάχιστο Ύψος Ιδίων Κεφαλαίων

    Προϋπόθεση, η οποία δεν προβλεπόταν (όχι ορθά) υπό το προηγούμενο νομοθετικό καθεστώς, αποτελεί το ελάχιστο ύψος της καθαρής θέσης της ΑΕ. Η εταιρεία πρέπει να μην εμφανίζει καθαρή θέση ελαττωμένη σε σχέση με το νομοθετικά προβλεπόμενο ύψος του ελάχιστου κεφαλαίου. Το ελάχιστο κεφάλαιο εξαρτάται από τον εταιρικό τύπο, υπό τον οποίο θα λειτουργήσει η αναβιώσασα ΑΕ.

    (β) Λύση λόγω Κήρυξης σε Πτώχευση

    Δυνατή είναι η αναβίωση της ΑΕ, ακόμα και αν αυτή λύθηκε λόγω πτώχευσης. Σε αυτήν την περίπτωση πέραν των αναφερόμενων ανωτέρω προϋποθέσεων (:λήψη απόφασης ΓΣ και ελάχιστο ύψος ιδίων κεφαλαίων), προβλέπεται μια ακόμα προϋπόθεση. Απαραίτητη είναι η εξόφληση του συνόλου των πιστωτών (άρ.189 ν.4738/2020). Η αναβίωση σε αυτήν την περίπτωση δικαιολογείται λόγω της περάτωσης της πτώχευσης. Όμως, η περάτωση δεν συνεπάγεται, αυτοδίκαια, αναβίωση. Απαραίτητη είναι η λήψη απόφασης ΓΣ, η οποία συγκαλείται από το ΔΣ. Το τελευταίο αναλαμβάνει και πάλι, μετά την αναβίωση, τα καθήκοντα του. Όπως και στην προηγούμενη περίπτωση, συστατικό στοιχείο της αναβίωσης αποτελεί η δημοσίευση της απόφασης της ΓΣ.

    Έννομες Συνέπειες Αναβίωσης

    Με την αναβίωση της ΑΕ, αυτή επανέρχεται και πάλι στο παραγωγικό της στάδιο. Διακόπτεται η εκκαθαριστική της διαδικασία και παύει η εξουσία των εκκαθαριστών.

    Δεν πρόκειται για σύσταση νέας ΑΕ αλλά για συνέχιση της ήδη υφιστάμενης. Οι ενδεχομένως υφιστάμενες έννομες σχέσεις και εκκρεμείς δίκες δεν επηρεάζονται˙ συνεχίζονται κανονικά.

     

    Η αναβίωση της ΑΕ είναι, υπό προϋποθέσεις, δυνατή-εφόσον η λύση και εκκαθάρισή της δεν αποφασίστηκε με δικαστική απόφαση. Κι όταν η ΑΕ αναβιώσει, η συνέχιση της λειτουργίας της απρόσκοπτα θα συνεχιστεί. Προσοχή όμως στις λεπτομέρειες˙ ενίοτε καθίστανται καθοριστικές.-

     

     

     

    Σταύρος Κουμεντάκης

    Managing Partner

    Koumentakis and Associates Law Firm

     

     

    Σημ.: Το παρόν άρθρο αποτελεί τμήμα ευρύτερης ενότητας αρθρογραφίας της Δικηγορικής μας Εταιρείας για τις ΑΕ. Στην ενότητα αυτή επιχειρούμε την ανάλυση, άρθρο προς άρθρο-με business view, πάντα, προσέγγιση, του νόμου για τις ΑΕ (:4548/2018).

     

  • Η Διαγραφή της ΑΕ

    Η Διαγραφή της ΑΕ

    Η Διαγραφή της ΑΕ

    (άρ.170 ν.4548/2018)

    Μας απασχόλησαν, ήδη-σε σειρά άρθρων,  τα θέματα που συναρτώνται με τη λύση και την εκκαθάριση της ΑΕ. Επισημάνθηκε, όμως, εξαρχής πως η απόφαση για τη λύση της ΑΕ δεν οδηγεί, αυτοδίκαια, σε εξαφάνισή της από τον νομικό και οικονομικό κόσμο. Ενδιάμεσο στάδιο αποτελεί η εκκαθάρισή της. Κρίσιμο είναι, ωστόσο, να εντοπισθούν και αξιολογηθούν, επιπρόσθετα, το χρονικό σημείο περάτωσης της εκκαθάρισης καθώς και τα συναφή, σημαντικά, ζητήματα. Περί αυτών το παρόν.

    Ουσιαστική & Τυπική Περάτωση της Εκκαθάρισης

    Η παύση της νομικής προσωπικότητας της εταιρείας συνδέεται με το πέρας της εκκαθάρισης. Η ουσιαστική περάτωσή της, κατά την κρατούσα (και ορθή) άποψη, επέρχεται με την ολοκλήρωση των πράξεων της εκκαθάρισης και τη δημοσίευση των χρηματοοικονομικών καταστάσεων περάτωσης εκκαθάρισης (ΜονΠρωτΑθηνών 4300/2017 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Οι λοιπές (μη κρατούσες) απόψεις υποστηρίζουν την ολοκλήρωση της εκκαθάρισης με την εξόφληση των εταιρικών δανειστών ή τη διανομή του προϊόντος της εκκαθάρισης. Η τυπική περάτωση της εκκαθάρισης τοποθετείται, ωστόσο, στο χρονικό σημείο διαγραφής της ΑΕ από το Γ.Ε.ΜΗ (άρ.170 §1 εδ.α’).

    Ο νομοθέτης προσανατολισμένος στην αποφυγή διαιώνισης (εκκρεμών) διαδικασιών εκκαθάρισης θέτει μαχητό τεκμήριο περάτωσής της (άρ.170 §2). Με την παρέλευση, συγκεκριμένα, πενταετίας από την έναρξη της διαδικασίας εκκαθάρισης (και εφόσον δεν έχει λάβει χώρα η σχετική διαγραφή), τεκμαίρεται η εκκαθάριση ως περατωθείσα. Είναι, τότε, δυνατή και η διαγραφή της εταιρείας από το Γ.Ε.ΜΗ. Παρ’ όλ’ αυτά, είναι δυνατή η ανατροπή του εν λόγω τεκμηρίου. Με την προσκόμιση εκ μέρους των εκκαθαριστών αποδεικτικών στοιχείων στην αρμόδια υπηρεσία του Γ.ΕΜΗ., από τα οποία προκύπτει η συνέχιση (και η μη περάτωση) της εκκαθαριστικής διαδικασίας καθίσταται, πλέον, ανέφικτη η διαγραφή της ΑΕ.

    Δημοσιότητα της Διαγραφής

    Η διαγραφή της εταιρείας εντάσσεται στον κύκλο πράξεων υποχρεωτικής δημοσίευσης στο Γ.Ε.ΜΗ. (άρ.12 §1 στοιχ. ιβ’ & άρ.13 ν.4548/2018, άρ.35 στοιχ. ι ν.4941/2022). Η αρμόδια υπηρεσία του Γ.Ε.ΜΗ. προβαίνει μόνον σε έλεγχο τυπικής και όχι ουσιαστικής νομιμότητας. Αυτό συνεπάγεται ότι είναι δυνατό να λάβει χώρα η διαγραφή, μολονότι δεν έχει περατωθεί, ουσιαστικά, η εκκαθάριση. Περιορίζεται στον έλεγχο της υποβολής της αίτησης από το πρόσωπο που νομιμοποιείται προς τούτο.

    Δικαιούχοι Υποβολής Αίτησης Διαγραφής

    Τα πρόσωπα που νομιμοποιούνται για την υποβολή της αίτησης διαγραφής της ΑΕ από το ΓΕΜΗ ρητά καταγράφονται στη σχετική διάταξη (άρ.170 §1 εδ. β’). [Σημειώνεται, πάντως, ότι η παραπομπή της διάταξης στο άρθρο 107 §2 αποτελεί αβλεψία του νομοθέτη, καθώς η εν λόγω διάταξη έχει διαγραφεί. Η ορθή παραπομπή είναι αυτή στο άρθρο 28 §3 του ν. 4919/2022]. Τα συγκεκριμένα πρόσωπα είναι τα εξής:

    (α) Οι εκκαθαριστές

    Οι χειριστές της διαδικασίας εκκαθάρισης και διοικητές του νομικού προσώπου κατά το εν λόγω στάδιο έχουν την απαραίτητη γνώση για την πορεία της εκκαθαριστικής διαδικασίας. Νομιμοποιούνται, εύλογα, να μεριμνήσουν και να προβούν σε κάθε απαραίτητη ενέργεια για τη διαγραφή της ΑΕ από το ΓΕΜΗ.

    (β) Οι μέτοχοι

    Οι μέτοχοι δεν χρειάζεται να αποδείξουν ειδικότερο έννομο συμφέρον για να ζητήσουν τη διαγραφή της ΑΕ από το ΓΕΜΗ. Η μετοχική ιδιότητά τους, και μόνον, αρκεί.

    (γ) Οι Έχοντες Έννομο Συμφέρον

    Ο νόμος δεν αποκλείει να υποβληθεί αίτημα διαγραφής της ΑΕ από το ΓΕΜΗ εκ μέρους τρίτων προσώπων. Προϋποτίθεται, εύλογα, η απόδειξη ύπαρξης σχετικού εννόμου συμφέροντος.

    Ο Χαρακτήρας της Διαγραφής

    Διχογνωμία έχει εμφιλοχωρήσει αναφορικά με το ζήτημα της νομικής φύσης της διαγραφής. Κατά την ορθότερη (και κρατούσα) άποψη (ΑΠ 1345/2013 areiospagos.gr), η καταχώριση της διαγραφής στο Γ.Ε.ΜΗ.-της ολοκλήρωσης, δηλ., του σταδίου εκκαθάρισης, αποτελεί στοιχείο του ίδιου του υποστατού της περάτωσης της ΑΕ. Σύμφωνα με αυτήν, η διαγραφή αποτελεί συστατική πράξη. Κατά την αντίθετη θέση, η τήρηση της δημοσιότητας με την καταχώριση της διαγραφής στο Γ.Ε.ΜΗ. έχει δηλωτικό, απλά, χαρακτήρα.

    Συνέπειες Διαγραφής

    Όπως και ανωτέρω αναφέρθηκε, η διαγραφή της ΑΕ σηματοδοτεί το τυπικό πέρας της εκκαθάρισης. Το πέρας αυτό συνεπάγεται την παύση της νομικής προσωπικότητας, την απώλεια της δικαιοπρακτικής ικανότητας και της ικανότητας διαδίκου. Δεν υφίσταται πλέον υποκείμενο δικαίου και δε φέρει δικαιώματα και υποχρεώσεις. Παύει, επιπλέον, η εξουσία των εκκαθαριστών και λύεται η σχέση των μετόχων. Οι τελευταίοι δεν έχουν πλέον δικαιώματα ή υποχρεώσεις έναντι της λυθείσας ΑΕ.

    Αναβίωση των Εργασιών της Εκκαθάρισης

    Η αρμόδια υπηρεσία του Γ.Ε.ΜΗ. δεν οφείλει να προβεί σε έλεγχο ουσίας αιτήματος για διαγραφή της ΑΕ που, σύμφωνα με τα παραπάνω, της υποβλήθηκε. Στην περίπτωση, λοιπόν, που λάβει χώρα διαγραφή εταιρείας από το Γ.Ε.ΜΗ., μολονότι η διαδικασία εκκαθάρισης δεν έχει, πράγματι, ολοκληρωθεί, είναι δυνατή η αναβίωση των εργασιών της (της εκκαθάρισης). Η αναβίωση αυτή λαμβάνει χώρα σύμφωνα με το άρ. 28 §4 του ν.4919/2022. Αν διαπιστωθεί, λοιπόν, η ύπαρξη περιουσιακού στοιχείου ή υποχρέωση της εταιρείας, η οποία δε λήφθηκε υπόψη κατά την ολοκλήρωση της εκκαθάρισης, η ΑΕ επανέρχεται στο στάδιο της εκκαθάρισης. Η αναβίωση επέρχεται με υποβολή αίτησης εκ μέρους εκείνου που έχει έννομο συμφέρον, η οποία συνοδεύεται από αποδεικτικά των εκκρεμοτήτων (περιουσιακών στοιχείων, υποχρεώσεων) έγγραφα και τα στοιχεία των τελευταίων εκκαθαριστών. Η εν λόγω αίτηση υπόκειται σε έλεγχο νομιμότητας από την αρμόδια υπηρεσία Γ.Ε.ΜΗ. Εφόσον, μάλιστα, διαπιστώσει την πλήρωση των προϋποθέσεων του νόμου εγγράφει και πάλι την ΑΕ. Έτσι, η εκκαθάριση συνεχίζεται μέχρι το -πραγματικό- πέρας της ενώ οι εκκαθαριστές αναλαμβάνουν και πάλι καθήκοντα.  Στην περίπτωση που οι εκκαθαριστές δεν αναλάβουν άμεσα τα (αναβιώσαντα) καθήκοντά τους, αντικαθίστανται, σύμφωνα με όσα προβλέπονται στον νόμο (άρ. 786 §3 ΚΠολΔ).

    Τήρηση Εταιρικών Βιβλίων

    Κατά τη διάρκεια λειτουργίας της ΑΕ, ο νόμος απαιτεί την τήρηση συγκεκριμένων βιβλίων και εγγράφων (βιβλίο μετόχων, βιβλίο πρακτικών ΓΣ και ΔΣ, φορολογικά και λοιπά βιβλία και στοιχεία). Ο νομοθέτης έκρινε την ανάγκη πρόβλεψης ενός εύλογου χρόνου τήρησης αυτών για λόγους ασφάλειας. Επίσης, για την κάλυψη τυχόν αναγκών που είναι δυνατό να προκύψουν στο μέλλον-μετά, πάντως, τη λύση της ΑΕ. Η διάρκεια αυτή ορίστηκε 10ετής (αρ. 170 §3). Υπόχρεο, προς τούτο, πρόσωπο ορίζεται ο τελευταίος διατελέσας εκκαθαριστής ή το πρόσωπο που θα ορίσει το δικαστήριο δικάζοντας με τη διαδικασία της εκούσιας διαδικασίας. Η διάταξη, ωστόσο, διατηρεί επιφύλαξη για τυχόν διαφορετική ρύθμιση του ζητήματος από ειδικές φορολογικές ή λογιστικές διατάξεις. Επιπλέον, η διάταξη προβλέπει (αρ. 170 §4) ότι τα έγχαρτα στοιχεία των ΑΕ τηρούνται από το Γ.Ε.ΜΗ. για διάστημα 20 ετών από την υποβολή τους σε αυτό και για διάστημα 15 ετών από τη διαγραφή της εταιρείας. Υπερισχύει, πάντως, η προθεσμία που λήγει πρώτη.

     

    Η διαγραφή της ΑΕ από το Γ.Ε.ΜΗ., με το πέρας της εκκαθάρισής της, είναι ένα εξαιρετικά σημαντικό γεγονός με πολυεπίπεδες (κι όχι ήσσονος σημασίας) συνέπειες. Εύλογα, επομένως, συνδέεται η εν λόγω διαγραφή με συγκεκριμένες ασφαλιστικές δικλείδες τόσο ως προς τη διενέργεια όσο και ως προς την ανάκλησή της (και αναβίωση της εκκαθάρισης). Κι όταν οριστικά εξαφανιστεί η ΑΕ από τον νομικό και οικονομικό κόσμο, είναι, άραγε, δυνατή η αναβίωσή της; Περί αυτού σε επόμενη αρθρογραφία μας.-

     

     

    Σταύρος Κουμεντάκης

    Managing Partner

    Koumentakis and Associates Law Firm

     

     

    Σημ.: Το παρόν άρθρο αποτελεί τμήμα ευρύτερης ενότητας αρθρογραφίας της Δικηγορικής μας Εταιρείας για τις ΑΕ. Στην ενότητα αυτή επιχειρούμε την ανάλυση, άρθρο προς άρθρο-με business view, πάντα, προσέγγιση, του νόμου για τις ΑΕ (:4548/2018).

     

  • Σχέδιο Επιτάχυνσης & Περάτωσης της Εκκαθάρισης της ΑΕ

    Σχέδιο Επιτάχυνσης & Περάτωσης της Εκκαθάρισης της ΑΕ

    Σχέδιο Επιτάχυνσης & Περάτωσης της Εκκαθάρισης της ΑΕ

    (άρ. 169 ν. 4548/2018)

     

    Σε προηγούμενη αρθρογραφία μας ασχοληθήκαμε με την εκκαθάριση της ΑΕ, τη διαδικασία της εκκαθάρισης της ΑΕ και τους εκκαθαριστές της. Εδώ θα μας απασχολήσει η υποχρέωση των εκκαθαριστών για επιτάχυνση και ολοκλήρωση της όλης διαδικασίας. Ειδικότερα, η υποχρέωση των εκκαθαριστών για σύνταξη και υποβολή προς έγκριση, στη ΓΣ, σχεδίου επιτάχυνσης και περάτωσης της εκκαθάρισης.

    Εισαγωγικά

    Οι εκκαθαριστές αναλαμβάνουν, με την ανάληψη των καθηκόντων τους, την υποχρέωση περάτωσης συγκεκριμένων πράξεων εκκαθάρισης. Η ολοκλήρωση, ωστόσο, της όλης διαδικασίας δεν είναι δεδομένο ότι θα επιτευχθεί άμεσα. Πιθανώς να παρουσιαστούν σημαντικές καθυστερήσεις κατά την εξέλιξη της εκκαθάρισης-κάποιες φορές, μάλιστα, ανυπαίτια. Η ατέρμονη, ωστόσο, διατήρησή της σε εκκρεμότητα δεν είναι δυνατό να γίνει, εύκολα, ανεκτή. Ο νομοθέτης επιδιώκει την άμεση περάτωση του νομικού προσώπου που βρίσκεται υπό εκκαθάριση˙ φυσικά και την αποφυγή διαδικασιών ατελέσφορων. Προβλέπεται, στο πλαίσιο αυτό, η δυνατότητα λήψης συγκεκριμένων μέτρων για την απεμπλοκή της ΑΕ και των εκκαθαριστών από πιθανά «αδιέξοδα». Πρόκειται για τη δυνατότητα (καλύτερα: υποχρέωση), υποβολής σχεδίου επιτάχυνσης και περάτωσης της εκκαθάρισης στη ΓΣ των μετόχων της ΑΕ.

    Προϋπόθεση

    Η διαπίστωση της ανάγκης για υποβολή σχεδίου επιτάχυνσης και περάτωσης της εκκαθάρισης γίνεται με βάση το κριτήριο της διάρκειας που μεσολάβησε από την έναρξή της και όχι την αξιολόγηση των πράξεων εκκαθάρισης που έχουν λάβει χώρα. Μοναδική, λοιπόν, σχετική προϋπόθεση που τίθεται από τον νόμο είναι η παρέλευση τριετίας από την έναρξη της εκκαθάρισης.

    Υποχρεωτικότητα

    Εφόσον δεν έχει ολοκληρωθεί η εκκαθάριση μέχρι την συμπλήρωση τριετίας από την έναρξή της, οι εκκαθαριστές οφείλουν να υποβάλλουν στη ΓΣ σχέδιο επιτάχυνσης και ολοκλήρωσής της. Επισημαίνεται, πάντως, ότι πρόκειται για υποχρέωση και όχι για διακριτική ευχέρεια/επιλογή των εκκαθαριστών. Μάλιστα, στην περίπτωση που δεν προβούν στην σύνταξη και υποβολή ενός τέτοιου σχεδίου, φέρουν τις σχετικές ευθύνες.

    Να σημειωθεί, πως η υποβολή σχεδίου επιτάχυνσης και περάτωσης της διαδικασίας εκκαθάρισης είναι δυνατή και πριν από την παρέλευση τριετίας, με σκοπό τη λήψη μέτρων για την επίσπευση της λήξης της. Η ευχέρεια αυτή δικαιολογείται από την εξουσία διαχείρισης, που οι εκκαθαριστές διαθέτουν.

    Περιεχόμενο Σχεδίου Επιτάχυνσης και Περάτωσης της Εκκαθάρισης

    Η σχετική νομοθετική πρόβλεψη προβλέπει συγκεκριμένο περιεχόμενο στο σχέδιο επιτάχυνσης και περάτωσης της όλης διαδικασίας. Πρόκειται για μορφή λογοδοσίας των διαχειριστικών τους ενεργειών, η οποία δικαιολογείται από την καθυστέρηση ολοκλήρωσης της διαδικασίας εκκαθάρισης. Ειδικότερα, σύμφωνα με τον νόμο το σχέδιο επιτάχυνσης και εκκαθάρισης περιλαμβάνει στο περιεχόμενό του:

    (α) Έκθεση για τις εργασίες που έχουν λάβει χώρα μέχρι τώρα.

    (β) Λόγους καθυστέρησης της εκκαθάρισης.

    (γ) Μέτρα για ταχεία περάτωση της εκκαθάρισης.

    Όσον αφορά ειδικά την τελευταία περίπτωση, ο νόμος παραθέτει ενδεικτικά κάποια μέτρα που μπορούν να συμπεριληφθούν στο σχέδιο˙ ενδεικτικά: παραίτηση της ΑΕ από δικαιώματα, προσφυγές, ένδικα μέσα, δικόγραφα και αιτήσεις. Στην περίπτωση, βέβαια, που η άσκηση ή συνέχιση της επιδίωξης των δι’ αυτών αιτουμένων προκύπτει ως ασύμφορη σε σχέση με τα προσδοκώμενα οφέλη˙ ως αβέβαιη, επίσης, αναφορικά με τα προσδοκώμενα αποτελέσματα, σημαντική χρονική διάρκεια˙ μη ανεκτούς συμβιβασμούς, μακρές διαπραγματεύσεις, καταγγελία συμβάσεων ή/και σύναψη νέων. Σημειώνεται πως δεν πρόκειται για περιοριστική απαρίθμηση και είναι δυνατό να προβλεφθούν και άλλα μέτρα που δεν αναφέρονται ρητά. Τα μέτρα αυτά είναι δυνατόν να οδηγήσουν σε μείωση ή αναδιάρθρωση του ενεργητικού της εταιρείας. Οι εκκαθαριστές διενεργώντας έλεγχο σκοπιμότητας και εκτιμώντας τη δυνατότητα των μέτρων να τελεσφορήσουν για την ικανοποίηση των εταιρικών απαιτήσεων, προβαίνουν στην επιλογή των καταλληλότερων και αποτελεσματικότερων. Κατανοώντας, ωστόσο, τις δυσμενείς συνέπειες που θα προκαλέσουν στους μετόχους, επιλέγονται τα μέτρα που με βάση την αρχή της αναλογικότητας θα αποδεικνύονταν λιγότερο επαχθή.

    Έγκριση του Σχεδίου Επιτάχυνσης και Περάτωσης της Εκκαθάρισης

    (α) Από τη ΓΣ

    Αρμόδιο όργανο έγκρισης του σχεδίου είναι η ΓΣ. Οι εκκαθαριστές υποβάλουν το σχέδιο στο ανώτερο εταιρικό όργανο για να το εγκρίνει, προκειμένου στη συνέχεια, τούτο, να εφαρμοστεί για την περάτωση της διαδικασίας εκκαθάρισης. Η απόφαση έγκρισης λαμβάνεται με αυξημένη απαρτία και πλειοψηφία. Οι μέτοχοι εξετάζουν την σκοπιμότητα και αναγκαιότητα των προτεινόμενων μέτρων. Η απόφαση τους στην πραγματικότητα θέτει ζητήματα σύγκρουσης: από τη μία το συμφέρον της ΑΕ για περάτωση της εκκαθάρισης και από την άλλη του προσωπικού συμφέροντος ενός εκάστου μετόχου για τη διανομή του προϊόντος εκκαθάρισης (το οποίο πιθανώς λόγω των λαμβανόμενων μέτρων που οδηγούν στη μείωση του ενεργητικού, θα υποστεί αντίστοιχη μείωση).

    Εφόσον ληφθεί εγκριτική απόφαση από τη ΓΣ, η διαδικασία εκκαθάρισης συνεχίζεται σύμφωνα με τα μέτρα που διαλαμβάνονται στο σχέδιο εκκαθάρισης. Οι πράξεις εκκαθάρισης έχουν, πλέον, καθοριστεί μέσω της απόφασης της ΓΣ. Οι εκκαθαριστές απαλλάσσονται, κατά συνέπεια, από την ευθύνη τους για τον τρόπο που λαμβάνει χώρα η εκκαθάριση. Αντιθέτως, ευθύνη των εκκαθαριστών θα γεννηθεί στην περίπτωση που αυτοί, υπαιτίως, δεν τηρήσουν τους όρους του σχεδίου ή παρεκκλίνουν από αυτούς.

    (β) Από το αρμόδιο δικαστήριο

    Οι μέτοχοι δεν έχουν υποχρέωση έγκρισης του σχεδίου. Στην περίπτωση, λοιπόν, που απορρίψουν την πρόταση των εκκαθαριστών, οι τελευταίοι (επίσης: και μέτοχοι που εκπροσωπούν το 1/10 του μετοχικού κεφαλαίου) έχουν τη δυνατότητα υποβολής αίτησης για έγκριση του σχεδίου από το αρμόδιο δικαστήριο. Η αίτηση υποβάλλεται στο Μονομελές Πρωτοδικείο της έδρας της ΑΕ και δικάζεται κατά την εκουσία δικαιοδοσία (άρ.739επ. ΚΠολΔ). Σημειώνεται ότι δεν είναι δυνατή η άμεση υποβολή του σχεδίου για έγκριση από το δικαστήριο-χωρίς προσφυγή στη ΓΣ. Επί ποινή απαραδέκτου πρέπει να έχει προηγηθεί η απόρριψη της  ΓΣ.

    Έχει υποστηριχθεί ότι οι εκκαθαριστές έχουν τη δυνατότητα, εφόσον απορριφθεί από τη ΓΣ το σχέδιο που έχουν συντάξει, να υποβάλουν δεύτερο σχέδιο με νέο περιεχόμενο-πριν προβούν στην υποβολή αίτησης ενώπιον του δικαστηρίου. Κι αφού ο νόμος δεν απαγορεύει ένα τέτοιο ενδεχόμενο, θα πρέπει να γίνει δεκτό πως η υποβολή νέου σχεδίου στη ΓΣ, κατ’ αρχήν, εξυπηρετεί τον νομοθετικό σκοπό και την ανάγκη ταχείας διεκπεραίωσης της εκκαθάρισης.

    Η αίτηση που υποβάλλεται ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου πρέπει να αναφέρει το σχέδιο, το γεγονός της απόρριψης από τη ΓΣ, τις πράξεις εκκαθάρισης που έχουν λάβει χώρα μέχρι τότε και τους λόγους που δεν έχει ολοκληρωθεί η διαδικασία. Η αίτηση ως διαδικασία εκουσίας δικαιοδοσίας δεν στρέφεται κατά κάποιου και δεν είναι απαραίτητη η επίδοσή της. Εκείνοι που αποδεικνύουν έννομο συμφέρον δικαιούνται να ασκήσουν κύρια ή πρόσθετη παρέμβαση. Σε επείγουσες περιπτώσεις είναι δυνατή η υποβολή αίτησης για έκδοση προσωρινής διαταγής κατ’ άρ. 781 ΚΠολΔ.

    Το δικαστήριο έχει την εξουσία να τροποποιήσει το σχέδιο που υποβάλλεται, προς έγκριση, ενώπιον του. Η αναδιαμόρφωσή του μπορεί να λάβει χώρα στην περίπτωση που θα αξιολογηθεί ως μη υλοποιήσιμο το περιεχόμενό του.

    Η ΓΣ, ωστόσο, δεν χάνει την αρμοδιότητά της για έγκριση νέου σχεδίου διαφορετικού από εκείνο για το οποίο αποφάνθηκε το αρμόδιο δικαστήριο. Προϋπόθεση, όμως, αποτελεί η προγενέστερη ανάκληση της δικαστικής απόφασης που ενέκρινε το σχέδιο στην προηγούμενη μορφή του.

     

    Καθώς η διαδικασία της εκκαθάρισης εξυπηρετεί συγκεκριμένα συμφέροντα (προεχόντως των εταιρικών δανειστών και των μετόχων) δεν είναι δυνατό να είναι ατέρμονη η διάρκειά της. Η υποχρέωση των εκκαθαριστών για επίσπευση της όλης διαδικασίας τίθεται, σε κάθε περίπτωση, υπό τον έλεγχο της ΓΣ των μετόχων και, υπό προϋποθέσεις, του αρμοδίου δικαστηρίου. Το τελικό ζητούμενο: η διαγραφή της εταιρείας από το ΓΕΜΗ. Περί αυτής όμως σε επόμενη αρθρογραφία μας.-

     

    Σταύρος Κουμεντάκης

    Managing Partner

    Koumentakis and Associates Law Firm

     

     

    Σημ.: Το παρόν άρθρο αποτελεί τμήμα ευρύτερης ενότητας αρθρογραφίας της Δικηγορικής μας Εταιρείας για τις ΑΕ. Στην ενότητα αυτή επιχειρούμε την ανάλυση, άρθρο προς άρθρο-με business view, πάντα, προσέγγιση, του νόμου για τις ΑΕ (:4548/2018).

  • Διαδικασία Εκκαθάρισης

    Διαδικασία Εκκαθάρισης

    Διαδικασία Εκκαθάρισης

     (άρ. 168  ν. 4548/2018)

    Σε προηγούμενη αρθρογραφία μας απασχόλησε η εκκαθάριση της ΑΕ-γενικά και οι εκκαθαριστές της. Εδώ θα προσεγγίσουμε την διαδικασία της εκκαθάρισης και τις επιμέρους πράξεις που την συγκροτούν.

    Καθήκοντα Εκκαθαριστών

    Οι εκκαθαριστές, μετά την ανάληψη των καθηκόντων τους, ασκούν τη διαχείριση και εκπροσώπηση της ΑΕ. Όμως, αποκλειστικό γνώμονα θα πρέπει να έχει κάθε σχετική πράξη: την επίτευξη του σκοπού της εκκαθάρισης. Οι πράξεις που στη συνέχεια αναφέρονται, όπως καταγράφονται στο γράμμα του νόμου (άρ.168 §3), δεν είναι αποκλειστικές. Οι εκκαθαριστές έχουν τη δυνατότητα (αλλά και την υποχρέωση) να προβούν και σε κάθε άλλη αναγκαία ενέργεια για την ολοκλήρωση της εκκαθάρισης.

    Πράξεις εκκαθάρισης

    Απογραφή & Ισολογισμός

    Πριν τη διενέργεια των επιμέρους πράξεων εκκαθάρισης της ΑΕ οι εκκαθαριστές οφείλουν να «κλείσουν» τα φορολογικά και εμπορικά βιβλία της και να ανοίξουν νέα- για το στάδιο της εκκαθάρισης. Απαιτείται, προς τούτο, υποβολή δήλωσης μεταβολής στη ΔΟΥ για λύση της ΑΕ και θέση της υπό εκκαθάριση.

    Κατά το στάδιο της εκκαθάρισης εκκινεί νέα διαχειριστική περίοδος˙ λήγει με το πέρας της σχετικής διαδικασίας. Εναλλακτικά, με απόφαση της ΓΣ για αναβίωση της εταιρείας.

    Αναγκαία ενέργεια των εκκαθαριστών συνιστά η απογραφή των περιουσιακών στοιχείων της ΑΕ. Επίσης, η σύνταξη ισολογισμού έναρξης εκκαθάρισης˙ περιεχόμενο του αποτελεί η αποτύπωση της οικονομικής κατάστασης της εταιρείας  κατά τη δεδομένη χρονική στιγμή. Η σύνταξή του λαμβάνει χώρα με βάση τις συναφείς κανονιστικές ρυθμίσεις και υπόκειται σε δημοσιότητα (άρ. 12). Η απογραφή πρέπει να ολοκληρωθεί εντός τριών μηνών από την ημέρα ανάληψης των καθηκόντων από τους εκκαθαριστές. Αν δεν τηρηθεί η προθεσμία, μολονότι δεν προκαλείται ακυρότητα, γεννάται ευθύνη των εκκαθαριστών.

    Επιμέρους Πράξεις Εκκαθάρισης

    (α) Ρευστοποίηση Εταιρικής Περιουσίας

    Η διενέργεια της εκκαθάρισης της ΑΕ και οι επιμέρους πράξεις της λαμβάνουν χώρα με σκοπό την ικανοποίηση των εταιρικών δανειστών και τη διανομή του εναπομένοντος προϊόντος της εκκαθάρισης στους μετόχους. Για την επίτευξη του συγκεκριμένου σκοπού, οι εκκαθαριστές προβαίνουν σε ρευστοποίηση της περιουσίας της. Δεν απαιτείται απόφαση της ΓΣ. Ο τρόπος που θα λάβει χώρα η ρευστοποίηση (για το σύνολο της εταιρικής περιουσίας ή μεμονωμένα στοιχεία του), επιλέγεται από τους εκκαθαριστές. Κριτήριο επιλογής αποτελεί η επωφελέστερη οικονομικά λύση.

    Η ρευστοποίηση αναστέλλεται για τρεις μήνες από τη λύση. Αν λάβει χώρα κάποια πράξη ρευστοποίησης κατά τον εν λόγω χρόνο, αυτή δεν είναι άκυρη. Ωστόσο, οι εκκαθαριστές φέρουν ευθύνη. Εντός του συγκεκριμένου τριμήνου, οι μέτοχοι δικαιούνται να ζητήσουν από το αρμόδιο δικαστήριο (Μον. Πρωτοδικείο) τον καθορισμό κατώτατης τιμής πώλησης των προς εκποίηση περιουσιακών στοιχείων. Η αίτηση εκδικάζεται κατά την εκούσια δικαιοδοσία. Μολονότι στην εν λόγω δίκη η εταιρεία δεν είναι διάδικος, υποστηρίζεται η αναγκαιότητα κλήτευσής της. Το δικαστήριο οφείλει να δεχτεί την αίτηση εφόσον πληρούνται οι τυπικές προϋποθέσεις. Αφού λάβει χώρα σχετική πραγματογνωμοσύνη, υποχρεούται να προβεί στον καθορισμό της κατώτατης τιμής με την έκδοση απόφασης που δεν υπόκειται σε ένδικα μέσα. Κάθε πράξη εκποίησης σε κατώτερη από την καθορισμένη τιμή είναι άκυρη (κατ’ άρ. 176 ΑΚ). Στην περίπτωση που η επίτευξη της ρευστοποίησης σε αυτήν την τιμή δεν είναι δυνατή, η δικαστική απόφαση είναι δυνατό να αναθεωρηθεί (κατ’ άρ. 758 ΚΠολΔ).

    Αν και οι εκκαθαριστές διαθέτουν ελευθερία κατά την επιλογή του τρόπου ρευστοποίησης, κάθε επιμέρους πράξη πρέπει να είναι αναγκαία. Σε διαφορετική περίπτωση γεννάται αποζημιωτική ευθύνη σε βάρος τους. Ανεπηρέαστο, ωστόσο, παραμένει το κύρος της εν λόγω πράξης.

    (β) Εξόφληση Εταιρικών Χρεών

    Υπέρτερος σκοπός της εκκαθάρισης είναι η εξόφληση των εταιρικών υποχρεώσεων. Ο χαρακτήρας της ΑΕ ως κεφαλαιουχικός και η απουσία ευθύνης των μετόχων για τα εταιρικά χρέη καθιστά (όχι μόνον λογική αλλά και) αναγκαία την εξασφάλιση ικανοποίησης των εταιρικών δανειστών. Απαραίτητη, λοιπόν, πράξη εκκαθάρισης είναι η εξόφληση των οφειλών της εταιρείας. Δεν υφίστανται συγκεκριμένοι κανόνες που πρέπει να ακολουθήσουν οι εκκαθαριστές. Η ικανοποίηση των δανειστών γίνεται κατά τη σειρά που εκείνοι (οι εκκαθαριστές) θα επιλέξουν. Αν η εταιρική περιουσία δεν επαρκεί για την ικανοποίηση όλων των δανειστών, μπορούν να προβούν σε σύμμετρη ικανοποίησή τους.

    Για την εξόφληση των εταιρικών υποχρεώσεων δεν είναι δυνατή η αυτούσια διανομή περιουσιακών στοιχείων της ΑΕ. Παρέκκλιση από τον συγκεκριμένο κανόνα δεν είναι ανεκτή ούτε με ομόφωνη απόφαση των μετόχων. Κάθε άλλος τρόπος εξόφλησης είναι αποδεκτός.

    (γ) Είσπραξη Απαιτήσεων

    Για να καταστεί δυνατή η εξόφληση των εταιρικών χρεών, απαιτείται αντίστοιχο ενεργητικό. Αναζητείται στα  ταμειακά διαθέσιμα (εφόσον υφίστανται), στη ρευστοποίηση των περιουσιακών στοιχείων της ΑΕ αλλά και στην είσπραξη των εταιρικών απαιτήσεων-ανεξάρτητα από τον χρόνο γέννησης των τελευταίων). Στις απαιτήσεις συμπεριλαμβάνονται και οι οφειλόμενες εισφορές μετόχου. Η επιδίωξη της είσπραξής τους λαμβάνει χώρα δικαστικά ή εξώδικα.

    Ενδιάμεσες Χρηματοοικονομικές Καταστάσεις

    Στην περίπτωση που η εκκαθάριση διαρκέσει περισσότερο από έναν χρόνο, απαιτείται σύνταξη ενδιάμεσων χρηματοοικονομικών καταστάσεων. Σκοπός της σύνταξής τους είναι η ενημέρωση όχι μόνον των μετόχων αλλά και των τρίτων για την πρόοδο της σχετικής διαδικασίας. Δεν νοείται διαπίστωση κέρδους ή ζημίας. Οι καταστάσεις αυτές συνοδεύονται από δήλωση του εκκαθαριστή για τα αίτια της μη περάτωσης της εκκαθάρισης.

    Σημειώνεται ότι οι χρηματοοικονομικές καταστάσεις δεν εγκρίνονται από τη ΓΣ˙ υποβάλλονται, απλά, σε αυτή και δημοσιεύονται στο ΓΕΜΗ.

    Τελικές Χρηματοοικονομικές Καταστάσεις

    Μετά την ολοκλήρωση των πράξεων εκκαθάρισης, οι εκκαθαριστές οφείλουν να συντάξουν τελικές χρηματοοικονομικές καταστάσεις. Από το περιεχόμενό τους θα προκύψει το τυχόν υπόλοιπο της εκκαθάρισης, το οποίο θα διανεμηθεί στους μετόχους.

    Οι συγκεκριμένες καταστάσεις υπόκεινται σε έλεγχο από τον τακτικό ελεγκτή, εφόσον τέτοιος προβλέπεται (άρθρο 2 ν.4336/2015).  Υπογράφονται, πάντως, από τους εκκαθαριστές, τον υπεύθυνο λογιστή και δημοσιεύονται στο ΓΕΜΗ.

    Σε αντίθεση με τις ενδιάμεσες, οι τελικές χρηματοοικονομικές καταστάσεις υπόκεινται σε έγκριση της ΓΣ. Με την έγκριση/απόφαση αυτή εγκρίνεται (ή μη) συνολικά το έργο των εκκαθαριστών και απαλλάσσονται (ή μη) από τη σχετικά διαχειριστική ευθύνη. Αν η ΓΣ αρνείται την έγκριση, οι εκκαθαριστές είναι δυνατό να ζητήσουν την καταδίκη της ΑΕ (δικαστικά) σε δήλωση βούλησης.

    Διανομή Στους Μετόχους

    Τη σύνταξη, έγκριση και δημοσίευση των χρηματοοικονομικών καταστάσεων πέρατος της εκκαθάρισης, ακολουθούν η καταβολή των δαπανών δημοσίευσης, των αμοιβών τρίτων προσώπων αλλά και η διανομή του προϊόντος της εκκαθάρισης.  Με την έγκριση τους πιστοποιείται το προϊόν της εκκαθάρισης και καθίσταται ληξιπρόθεσμη η αξίωση καταβολής του. Προϋπόθεση, αυτονοήτως,  της διανομής είναι η ύπαρξη εναπομείνασας περιουσίας μετά την εξόφληση των εταιρικών δανειστών. Οι τελευταίοι προηγούνται σε κάθε περίπτωση. Στο προϊόν της διανομής συμπεριλαμβάνεται και το ποσό της εισφοράς του μετόχου.

    Είναι δυνατή η αυτούσια διανομή περιουσιακών στοιχείων της εταιρείας χωρίς ρευστοποίησή τους. Απαραίτητη, όμως, είναι η συμφωνία των μετόχων.

    Ο αποκλεισμός του δικαιώματος συμμετοχής στη διανομή είναι δυνατός με συμφωνία των μετόχων. Κατ’ άλλη άποψη είναι δυνατό να προβλεφθεί και καταστατικά.  Δικαιούχοι διανομής είναι όσοι μέτοχοι έχουν εκπληρώσει την υποχρέωση καταβολής των εισφορών τους και αποδεικνύουν τη μετοχική τους ιδιότητα-κατά το ποσοστό συμμετοχής τους στο μετοχικό κεφάλαιο. Υπόχρεη καταβολής είναι η εταιρεία.

    Κατά τη διανομή προηγούνται οι κάτοχοι προνομιούχων μετοχών με το αντίστοιχο προνόμιο. Εφόσον δεν υπάρξει διαφορετική συμφωνία με τον επικαρπωτή ή τον ενεχυρούχο δανειστή, αξίωση στο προϊόν της εκκαθάρισης έχουν ο ψιλός κύριος και ο ενεχυραστής. Η εταιρεία δεν δικαιούται εκκαθαριστικό περίσσευμα για τις ίδιες μετοχές. Επί αποσβεσμένων μετοχών χωρίς δικαίωμα επιστροφής εισφοράς, προηγούνται οι λοιποί μέτοχοι και μόνον εφόσον υπάρχει τυχόν υπόλοιπο διανέμεται στους κυρίους των εν λόγω μετοχών.

    Υποστηρίζεται (αν και συζητήσιμο) ότι οι εταιρικοί δανειστές που δεν ικανοποιήθηκαν είναι δυνατό να στραφούν κατά των μετόχων στη βάση του αδικαιολόγητου πλουτισμού (άρ. 904 επ. ΑΚ).

    Η αξίωση για την καταβολή του προϊόντος της εκκαθάρισης υπόκειται σε πενταετή παραγραφή (άρ. 250 περ. 15 ΑΚ). Αφετηρία της πενταετίας αποτελεί το τέλος του έτους εντός του οποίου εγκρίθηκαν οι ετήσιες χρηματοοικονομικές καταστάσεις.

    Διενέργεια Εκκαθάρισης κατ’ άρθρο 1913επ. ΑΚ

    Στις διατάξεις των άρ. 1913 επ. ΑΚ προβλέπεται η διαδικασία εκκαθάρισης της κληρονομίας. Πρόκειται για ένα είδος συλλογικής διαδικασίας και εξυπηρετεί τη σύμμετρη ικανοποίηση των εταιρικών δανειστών. Οι σχετικές διατάξεις είναι δυνατό να εφαρμοστούν και στην προκειμένη περίπτωση-ύστερα από αίτηση των εκκαθαριστών.

    Η συγκεκριμένη διαδικασία εξυπηρετεί, κατά βάση, τις περιπτώσεις ανεπάρκειας της εταιρικής περιουσίας για την πλήρη ικανοποίηση των εταιρικών δανειστών. Η επιλογή της παρέχει συγκεκριμένα πλεονεκτήματα. Τα σημαντικότερα εξ αυτών είναι η απαλλαγή των εκκαθαριστών από το βάρος επιλογής της σειράς ικανοποίησης των δανειστών αλλά και από την ευθύνη τους από τυχόν λανθασμένες σχετικές αποφάσεις. Η εν λόγω διαδικασία χαρακτηρίζεται από ταχύτητα, καθώς λαμβάνει χώρα άμεση εκποίηση των περιουσιακών στοιχείων. Η μεταβίβαση των τελευταίων μάλιστα λαμβάνει χώρα ελεύθερων βαρών και με το μεγαλύτερο δυνατό τίμημα.

    Η αίτηση των εκκαθαριστών υποβάλλεται στο Μονομελές Πρωτοδικείο της έδρας της εταιρεία. Αίτημα αυτής αποτελεί η διενέργεια της εκκαθάρισης σύμφωνα με τα άρθρα 1913 επ. ΑΚ και η άδεια του δικαστηρίου για εκποίηση με πλειστηριασμό των περιουσιακών στοιχείων κατά το άρθρο 1021 ΚΠολΔ (άρθ. 1908 και 1918 § 4 ΑΚ). Εκδικάζεται κατά την εκουσία διαδικασία. Το δικαστήριο υποχρεούται, εφόσον πληρούνται οι τυπικές προϋποθέσεις, να κάνει δεκτή τη σχετική αίτηση.

    Κατά τη μάλλον ορθότερη άποψη δεν απαιτείται δημοσίευση της απόφασης στο Γ.Ε.ΜΗ,  διότι οι δανειστές έχουν ενημερωθεί μέσω της διαδικασίας της προσκλήσεως και αναγγελίας των απαιτήσεων των άρθρων 1916 επ. ΑΚ. Σύμφωνα με αυτήν λαμβάνει χώρα δημοσίευση της περίληψης της απόφασης στον τύπο και πρόσκληση των δανειστών της κληρονομίας για αναγγελία των απαιτήσεών τους. Η αναγγελία πρέπει να λάβει χώρα εντός τεσσάρων μηνών από τη δημοσίευση αυτή (1917 ΑΚ). Εντός τριών μηνών από την παρέλευση της προθεσμίας για αναγγελία, οι εκκαθαριστές υποχρεούνται να ολοκληρώσουν την απογραφή της εταιρικής περιουσίας.

    Σε περίπτωση ανεπάρκειας της εταιρικής περιουσίας, οι δανειστές, ικανοποιούνται σύμμετρα. Τυχόν προνόμια, υποθήκες και ενέχυρα δεν θίγονται (άρθ. 1920 §1 ΑΚ). Για τους μη προνομιούχους η διανομή θα γίνει κατά τον οριζόμενο από τη δικαστική απόφαση τρόπο. Όσον αφορά τους δανειστές που δεν αναγγέλθηκαν εμπρόθεσμα, ικανοποιούνται μόνο αν απομείνει εταιρική περιουσία, μετά την ικανοποίηση των εμπροθέσμως αναγγελθέντων (άρ. 1921 ΑΚ).

    Τέλος, γίνεται δεκτό ότι εφόσον κατά τη διενέργεια του εκουσίου πλειστηριασμού το δικαστήριο κρίνει ότι συντρέχει υπέρτερη ανάγκη εξοικονόμησης χρόνου και κόστους, είναι δυνατή  η άμεση εκποίηση περιουσιακών στοιχείων της εταιρείας χωρίς την τήρηση της διαδικασίας του πλειστηριασμού.

     

    Καθώς είναι ιδιαίτερα σημαντικοί οι σκοποί που η διαδικασία της εκκαθάρισης υπηρετεί, δεν θα μπορούσε παρά να διέπεται και από συγκεκριμένους κανόνες. Ακόμα και τα περιθώρια τα οποία παρέχονται στους εκκαθαριστές κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, δεν είναι δυνατό να εξέρχονται από το οριοθετημένο πλαίσιο. Η διαδικασία της εκκαθάρισης δεν μπορεί επ’ αόριστον να συνεχίζεται. Κι αν, σε κάθε περίπτωση, υπερβεί την τριετία, συγκεκριμένα μέτρα θα πρέπει να ληφθούν. Περί αυτών, όμως, σε επόμενη αρθρογραφία μας.

     

    Σταύρος Κουμεντάκης

    Managing Partner

    Koumentakis and Associates Law Firm

     

     

    Σημ.: Το παρόν άρθρο αποτελεί τμήμα ευρύτερης ενότητας αρθρογραφίας της Δικηγορικής μας Εταιρείας για τις ΑΕ. Στην ενότητα αυτή επιχειρούμε την ανάλυση, άρθρο προς άρθρο-με business view, πάντα, προσέγγιση, του νόμου για τις ΑΕ (:4548/2018).

Η περιοχή αυτή είναι καταχωρημένη στο wpml.org ως περιοχή ανάπτυξης. Μεταβείτε σε τοποθεσία παραγωγής με κλειδί στο remove this banner.