Κατηγορία: Άρθρα

  • Η Διαγραφή της ΑΕ

    Η Διαγραφή της ΑΕ

    Η Διαγραφή της ΑΕ

    (άρ.170 ν.4548/2018)

    Μας απασχόλησαν, ήδη-σε σειρά άρθρων,  τα θέματα που συναρτώνται με τη λύση και την εκκαθάριση της ΑΕ. Επισημάνθηκε, όμως, εξαρχής πως η απόφαση για τη λύση της ΑΕ δεν οδηγεί, αυτοδίκαια, σε εξαφάνισή της από τον νομικό και οικονομικό κόσμο. Ενδιάμεσο στάδιο αποτελεί η εκκαθάρισή της. Κρίσιμο είναι, ωστόσο, να εντοπισθούν και αξιολογηθούν, επιπρόσθετα, το χρονικό σημείο περάτωσης της εκκαθάρισης καθώς και τα συναφή, σημαντικά, ζητήματα. Περί αυτών το παρόν.

    Ουσιαστική & Τυπική Περάτωση της Εκκαθάρισης

    Η παύση της νομικής προσωπικότητας της εταιρείας συνδέεται με το πέρας της εκκαθάρισης. Η ουσιαστική περάτωσή της, κατά την κρατούσα (και ορθή) άποψη, επέρχεται με την ολοκλήρωση των πράξεων της εκκαθάρισης και τη δημοσίευση των χρηματοοικονομικών καταστάσεων περάτωσης εκκαθάρισης (ΜονΠρωτΑθηνών 4300/2017 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Οι λοιπές (μη κρατούσες) απόψεις υποστηρίζουν την ολοκλήρωση της εκκαθάρισης με την εξόφληση των εταιρικών δανειστών ή τη διανομή του προϊόντος της εκκαθάρισης. Η τυπική περάτωση της εκκαθάρισης τοποθετείται, ωστόσο, στο χρονικό σημείο διαγραφής της ΑΕ από το Γ.Ε.ΜΗ (άρ.170 §1 εδ.α’).

    Ο νομοθέτης προσανατολισμένος στην αποφυγή διαιώνισης (εκκρεμών) διαδικασιών εκκαθάρισης θέτει μαχητό τεκμήριο περάτωσής της (άρ.170 §2). Με την παρέλευση, συγκεκριμένα, πενταετίας από την έναρξη της διαδικασίας εκκαθάρισης (και εφόσον δεν έχει λάβει χώρα η σχετική διαγραφή), τεκμαίρεται η εκκαθάριση ως περατωθείσα. Είναι, τότε, δυνατή και η διαγραφή της εταιρείας από το Γ.Ε.ΜΗ. Παρ’ όλ’ αυτά, είναι δυνατή η ανατροπή του εν λόγω τεκμηρίου. Με την προσκόμιση εκ μέρους των εκκαθαριστών αποδεικτικών στοιχείων στην αρμόδια υπηρεσία του Γ.ΕΜΗ., από τα οποία προκύπτει η συνέχιση (και η μη περάτωση) της εκκαθαριστικής διαδικασίας καθίσταται, πλέον, ανέφικτη η διαγραφή της ΑΕ.

    Δημοσιότητα της Διαγραφής

    Η διαγραφή της εταιρείας εντάσσεται στον κύκλο πράξεων υποχρεωτικής δημοσίευσης στο Γ.Ε.ΜΗ. (άρ.12 §1 στοιχ. ιβ’ & άρ.13 ν.4548/2018, άρ.35 στοιχ. ι ν.4941/2022). Η αρμόδια υπηρεσία του Γ.Ε.ΜΗ. προβαίνει μόνον σε έλεγχο τυπικής και όχι ουσιαστικής νομιμότητας. Αυτό συνεπάγεται ότι είναι δυνατό να λάβει χώρα η διαγραφή, μολονότι δεν έχει περατωθεί, ουσιαστικά, η εκκαθάριση. Περιορίζεται στον έλεγχο της υποβολής της αίτησης από το πρόσωπο που νομιμοποιείται προς τούτο.

    Δικαιούχοι Υποβολής Αίτησης Διαγραφής

    Τα πρόσωπα που νομιμοποιούνται για την υποβολή της αίτησης διαγραφής της ΑΕ από το ΓΕΜΗ ρητά καταγράφονται στη σχετική διάταξη (άρ.170 §1 εδ. β’). [Σημειώνεται, πάντως, ότι η παραπομπή της διάταξης στο άρθρο 107 §2 αποτελεί αβλεψία του νομοθέτη, καθώς η εν λόγω διάταξη έχει διαγραφεί. Η ορθή παραπομπή είναι αυτή στο άρθρο 28 §3 του ν. 4919/2022]. Τα συγκεκριμένα πρόσωπα είναι τα εξής:

    (α) Οι εκκαθαριστές

    Οι χειριστές της διαδικασίας εκκαθάρισης και διοικητές του νομικού προσώπου κατά το εν λόγω στάδιο έχουν την απαραίτητη γνώση για την πορεία της εκκαθαριστικής διαδικασίας. Νομιμοποιούνται, εύλογα, να μεριμνήσουν και να προβούν σε κάθε απαραίτητη ενέργεια για τη διαγραφή της ΑΕ από το ΓΕΜΗ.

    (β) Οι μέτοχοι

    Οι μέτοχοι δεν χρειάζεται να αποδείξουν ειδικότερο έννομο συμφέρον για να ζητήσουν τη διαγραφή της ΑΕ από το ΓΕΜΗ. Η μετοχική ιδιότητά τους, και μόνον, αρκεί.

    (γ) Οι Έχοντες Έννομο Συμφέρον

    Ο νόμος δεν αποκλείει να υποβληθεί αίτημα διαγραφής της ΑΕ από το ΓΕΜΗ εκ μέρους τρίτων προσώπων. Προϋποτίθεται, εύλογα, η απόδειξη ύπαρξης σχετικού εννόμου συμφέροντος.

    Ο Χαρακτήρας της Διαγραφής

    Διχογνωμία έχει εμφιλοχωρήσει αναφορικά με το ζήτημα της νομικής φύσης της διαγραφής. Κατά την ορθότερη (και κρατούσα) άποψη (ΑΠ 1345/2013 areiospagos.gr), η καταχώριση της διαγραφής στο Γ.Ε.ΜΗ.-της ολοκλήρωσης, δηλ., του σταδίου εκκαθάρισης, αποτελεί στοιχείο του ίδιου του υποστατού της περάτωσης της ΑΕ. Σύμφωνα με αυτήν, η διαγραφή αποτελεί συστατική πράξη. Κατά την αντίθετη θέση, η τήρηση της δημοσιότητας με την καταχώριση της διαγραφής στο Γ.Ε.ΜΗ. έχει δηλωτικό, απλά, χαρακτήρα.

    Συνέπειες Διαγραφής

    Όπως και ανωτέρω αναφέρθηκε, η διαγραφή της ΑΕ σηματοδοτεί το τυπικό πέρας της εκκαθάρισης. Το πέρας αυτό συνεπάγεται την παύση της νομικής προσωπικότητας, την απώλεια της δικαιοπρακτικής ικανότητας και της ικανότητας διαδίκου. Δεν υφίσταται πλέον υποκείμενο δικαίου και δε φέρει δικαιώματα και υποχρεώσεις. Παύει, επιπλέον, η εξουσία των εκκαθαριστών και λύεται η σχέση των μετόχων. Οι τελευταίοι δεν έχουν πλέον δικαιώματα ή υποχρεώσεις έναντι της λυθείσας ΑΕ.

    Αναβίωση των Εργασιών της Εκκαθάρισης

    Η αρμόδια υπηρεσία του Γ.Ε.ΜΗ. δεν οφείλει να προβεί σε έλεγχο ουσίας αιτήματος για διαγραφή της ΑΕ που, σύμφωνα με τα παραπάνω, της υποβλήθηκε. Στην περίπτωση, λοιπόν, που λάβει χώρα διαγραφή εταιρείας από το Γ.Ε.ΜΗ., μολονότι η διαδικασία εκκαθάρισης δεν έχει, πράγματι, ολοκληρωθεί, είναι δυνατή η αναβίωση των εργασιών της (της εκκαθάρισης). Η αναβίωση αυτή λαμβάνει χώρα σύμφωνα με το άρ. 28 §4 του ν.4919/2022. Αν διαπιστωθεί, λοιπόν, η ύπαρξη περιουσιακού στοιχείου ή υποχρέωση της εταιρείας, η οποία δε λήφθηκε υπόψη κατά την ολοκλήρωση της εκκαθάρισης, η ΑΕ επανέρχεται στο στάδιο της εκκαθάρισης. Η αναβίωση επέρχεται με υποβολή αίτησης εκ μέρους εκείνου που έχει έννομο συμφέρον, η οποία συνοδεύεται από αποδεικτικά των εκκρεμοτήτων (περιουσιακών στοιχείων, υποχρεώσεων) έγγραφα και τα στοιχεία των τελευταίων εκκαθαριστών. Η εν λόγω αίτηση υπόκειται σε έλεγχο νομιμότητας από την αρμόδια υπηρεσία Γ.Ε.ΜΗ. Εφόσον, μάλιστα, διαπιστώσει την πλήρωση των προϋποθέσεων του νόμου εγγράφει και πάλι την ΑΕ. Έτσι, η εκκαθάριση συνεχίζεται μέχρι το -πραγματικό- πέρας της ενώ οι εκκαθαριστές αναλαμβάνουν και πάλι καθήκοντα.  Στην περίπτωση που οι εκκαθαριστές δεν αναλάβουν άμεσα τα (αναβιώσαντα) καθήκοντά τους, αντικαθίστανται, σύμφωνα με όσα προβλέπονται στον νόμο (άρ. 786 §3 ΚΠολΔ).

    Τήρηση Εταιρικών Βιβλίων

    Κατά τη διάρκεια λειτουργίας της ΑΕ, ο νόμος απαιτεί την τήρηση συγκεκριμένων βιβλίων και εγγράφων (βιβλίο μετόχων, βιβλίο πρακτικών ΓΣ και ΔΣ, φορολογικά και λοιπά βιβλία και στοιχεία). Ο νομοθέτης έκρινε την ανάγκη πρόβλεψης ενός εύλογου χρόνου τήρησης αυτών για λόγους ασφάλειας. Επίσης, για την κάλυψη τυχόν αναγκών που είναι δυνατό να προκύψουν στο μέλλον-μετά, πάντως, τη λύση της ΑΕ. Η διάρκεια αυτή ορίστηκε 10ετής (αρ. 170 §3). Υπόχρεο, προς τούτο, πρόσωπο ορίζεται ο τελευταίος διατελέσας εκκαθαριστής ή το πρόσωπο που θα ορίσει το δικαστήριο δικάζοντας με τη διαδικασία της εκούσιας διαδικασίας. Η διάταξη, ωστόσο, διατηρεί επιφύλαξη για τυχόν διαφορετική ρύθμιση του ζητήματος από ειδικές φορολογικές ή λογιστικές διατάξεις. Επιπλέον, η διάταξη προβλέπει (αρ. 170 §4) ότι τα έγχαρτα στοιχεία των ΑΕ τηρούνται από το Γ.Ε.ΜΗ. για διάστημα 20 ετών από την υποβολή τους σε αυτό και για διάστημα 15 ετών από τη διαγραφή της εταιρείας. Υπερισχύει, πάντως, η προθεσμία που λήγει πρώτη.

     

    Η διαγραφή της ΑΕ από το Γ.Ε.ΜΗ., με το πέρας της εκκαθάρισής της, είναι ένα εξαιρετικά σημαντικό γεγονός με πολυεπίπεδες (κι όχι ήσσονος σημασίας) συνέπειες. Εύλογα, επομένως, συνδέεται η εν λόγω διαγραφή με συγκεκριμένες ασφαλιστικές δικλείδες τόσο ως προς τη διενέργεια όσο και ως προς την ανάκλησή της (και αναβίωση της εκκαθάρισης). Κι όταν οριστικά εξαφανιστεί η ΑΕ από τον νομικό και οικονομικό κόσμο, είναι, άραγε, δυνατή η αναβίωσή της; Περί αυτού σε επόμενη αρθρογραφία μας.-

     

     

    Σταύρος Κουμεντάκης

    Managing Partner

    Koumentakis and Associates Law Firm

     

     

    Σημ.: Το παρόν άρθρο αποτελεί τμήμα ευρύτερης ενότητας αρθρογραφίας της Δικηγορικής μας Εταιρείας για τις ΑΕ. Στην ενότητα αυτή επιχειρούμε την ανάλυση, άρθρο προς άρθρο-με business view, πάντα, προσέγγιση, του νόμου για τις ΑΕ (:4548/2018).

     

  • Σχέδιο Επιτάχυνσης & Περάτωσης της Εκκαθάρισης της ΑΕ

    Σχέδιο Επιτάχυνσης & Περάτωσης της Εκκαθάρισης της ΑΕ

    Σχέδιο Επιτάχυνσης & Περάτωσης της Εκκαθάρισης της ΑΕ

    (άρ. 169 ν. 4548/2018)

     

    Σε προηγούμενη αρθρογραφία μας ασχοληθήκαμε με την εκκαθάριση της ΑΕ, τη διαδικασία της εκκαθάρισης της ΑΕ και τους εκκαθαριστές της. Εδώ θα μας απασχολήσει η υποχρέωση των εκκαθαριστών για επιτάχυνση και ολοκλήρωση της όλης διαδικασίας. Ειδικότερα, η υποχρέωση των εκκαθαριστών για σύνταξη και υποβολή προς έγκριση, στη ΓΣ, σχεδίου επιτάχυνσης και περάτωσης της εκκαθάρισης.

    Εισαγωγικά

    Οι εκκαθαριστές αναλαμβάνουν, με την ανάληψη των καθηκόντων τους, την υποχρέωση περάτωσης συγκεκριμένων πράξεων εκκαθάρισης. Η ολοκλήρωση, ωστόσο, της όλης διαδικασίας δεν είναι δεδομένο ότι θα επιτευχθεί άμεσα. Πιθανώς να παρουσιαστούν σημαντικές καθυστερήσεις κατά την εξέλιξη της εκκαθάρισης-κάποιες φορές, μάλιστα, ανυπαίτια. Η ατέρμονη, ωστόσο, διατήρησή της σε εκκρεμότητα δεν είναι δυνατό να γίνει, εύκολα, ανεκτή. Ο νομοθέτης επιδιώκει την άμεση περάτωση του νομικού προσώπου που βρίσκεται υπό εκκαθάριση˙ φυσικά και την αποφυγή διαδικασιών ατελέσφορων. Προβλέπεται, στο πλαίσιο αυτό, η δυνατότητα λήψης συγκεκριμένων μέτρων για την απεμπλοκή της ΑΕ και των εκκαθαριστών από πιθανά «αδιέξοδα». Πρόκειται για τη δυνατότητα (καλύτερα: υποχρέωση), υποβολής σχεδίου επιτάχυνσης και περάτωσης της εκκαθάρισης στη ΓΣ των μετόχων της ΑΕ.

    Προϋπόθεση

    Η διαπίστωση της ανάγκης για υποβολή σχεδίου επιτάχυνσης και περάτωσης της εκκαθάρισης γίνεται με βάση το κριτήριο της διάρκειας που μεσολάβησε από την έναρξή της και όχι την αξιολόγηση των πράξεων εκκαθάρισης που έχουν λάβει χώρα. Μοναδική, λοιπόν, σχετική προϋπόθεση που τίθεται από τον νόμο είναι η παρέλευση τριετίας από την έναρξη της εκκαθάρισης.

    Υποχρεωτικότητα

    Εφόσον δεν έχει ολοκληρωθεί η εκκαθάριση μέχρι την συμπλήρωση τριετίας από την έναρξή της, οι εκκαθαριστές οφείλουν να υποβάλλουν στη ΓΣ σχέδιο επιτάχυνσης και ολοκλήρωσής της. Επισημαίνεται, πάντως, ότι πρόκειται για υποχρέωση και όχι για διακριτική ευχέρεια/επιλογή των εκκαθαριστών. Μάλιστα, στην περίπτωση που δεν προβούν στην σύνταξη και υποβολή ενός τέτοιου σχεδίου, φέρουν τις σχετικές ευθύνες.

    Να σημειωθεί, πως η υποβολή σχεδίου επιτάχυνσης και περάτωσης της διαδικασίας εκκαθάρισης είναι δυνατή και πριν από την παρέλευση τριετίας, με σκοπό τη λήψη μέτρων για την επίσπευση της λήξης της. Η ευχέρεια αυτή δικαιολογείται από την εξουσία διαχείρισης, που οι εκκαθαριστές διαθέτουν.

    Περιεχόμενο Σχεδίου Επιτάχυνσης και Περάτωσης της Εκκαθάρισης

    Η σχετική νομοθετική πρόβλεψη προβλέπει συγκεκριμένο περιεχόμενο στο σχέδιο επιτάχυνσης και περάτωσης της όλης διαδικασίας. Πρόκειται για μορφή λογοδοσίας των διαχειριστικών τους ενεργειών, η οποία δικαιολογείται από την καθυστέρηση ολοκλήρωσης της διαδικασίας εκκαθάρισης. Ειδικότερα, σύμφωνα με τον νόμο το σχέδιο επιτάχυνσης και εκκαθάρισης περιλαμβάνει στο περιεχόμενό του:

    (α) Έκθεση για τις εργασίες που έχουν λάβει χώρα μέχρι τώρα.

    (β) Λόγους καθυστέρησης της εκκαθάρισης.

    (γ) Μέτρα για ταχεία περάτωση της εκκαθάρισης.

    Όσον αφορά ειδικά την τελευταία περίπτωση, ο νόμος παραθέτει ενδεικτικά κάποια μέτρα που μπορούν να συμπεριληφθούν στο σχέδιο˙ ενδεικτικά: παραίτηση της ΑΕ από δικαιώματα, προσφυγές, ένδικα μέσα, δικόγραφα και αιτήσεις. Στην περίπτωση, βέβαια, που η άσκηση ή συνέχιση της επιδίωξης των δι’ αυτών αιτουμένων προκύπτει ως ασύμφορη σε σχέση με τα προσδοκώμενα οφέλη˙ ως αβέβαιη, επίσης, αναφορικά με τα προσδοκώμενα αποτελέσματα, σημαντική χρονική διάρκεια˙ μη ανεκτούς συμβιβασμούς, μακρές διαπραγματεύσεις, καταγγελία συμβάσεων ή/και σύναψη νέων. Σημειώνεται πως δεν πρόκειται για περιοριστική απαρίθμηση και είναι δυνατό να προβλεφθούν και άλλα μέτρα που δεν αναφέρονται ρητά. Τα μέτρα αυτά είναι δυνατόν να οδηγήσουν σε μείωση ή αναδιάρθρωση του ενεργητικού της εταιρείας. Οι εκκαθαριστές διενεργώντας έλεγχο σκοπιμότητας και εκτιμώντας τη δυνατότητα των μέτρων να τελεσφορήσουν για την ικανοποίηση των εταιρικών απαιτήσεων, προβαίνουν στην επιλογή των καταλληλότερων και αποτελεσματικότερων. Κατανοώντας, ωστόσο, τις δυσμενείς συνέπειες που θα προκαλέσουν στους μετόχους, επιλέγονται τα μέτρα που με βάση την αρχή της αναλογικότητας θα αποδεικνύονταν λιγότερο επαχθή.

    Έγκριση του Σχεδίου Επιτάχυνσης και Περάτωσης της Εκκαθάρισης

    (α) Από τη ΓΣ

    Αρμόδιο όργανο έγκρισης του σχεδίου είναι η ΓΣ. Οι εκκαθαριστές υποβάλουν το σχέδιο στο ανώτερο εταιρικό όργανο για να το εγκρίνει, προκειμένου στη συνέχεια, τούτο, να εφαρμοστεί για την περάτωση της διαδικασίας εκκαθάρισης. Η απόφαση έγκρισης λαμβάνεται με αυξημένη απαρτία και πλειοψηφία. Οι μέτοχοι εξετάζουν την σκοπιμότητα και αναγκαιότητα των προτεινόμενων μέτρων. Η απόφαση τους στην πραγματικότητα θέτει ζητήματα σύγκρουσης: από τη μία το συμφέρον της ΑΕ για περάτωση της εκκαθάρισης και από την άλλη του προσωπικού συμφέροντος ενός εκάστου μετόχου για τη διανομή του προϊόντος εκκαθάρισης (το οποίο πιθανώς λόγω των λαμβανόμενων μέτρων που οδηγούν στη μείωση του ενεργητικού, θα υποστεί αντίστοιχη μείωση).

    Εφόσον ληφθεί εγκριτική απόφαση από τη ΓΣ, η διαδικασία εκκαθάρισης συνεχίζεται σύμφωνα με τα μέτρα που διαλαμβάνονται στο σχέδιο εκκαθάρισης. Οι πράξεις εκκαθάρισης έχουν, πλέον, καθοριστεί μέσω της απόφασης της ΓΣ. Οι εκκαθαριστές απαλλάσσονται, κατά συνέπεια, από την ευθύνη τους για τον τρόπο που λαμβάνει χώρα η εκκαθάριση. Αντιθέτως, ευθύνη των εκκαθαριστών θα γεννηθεί στην περίπτωση που αυτοί, υπαιτίως, δεν τηρήσουν τους όρους του σχεδίου ή παρεκκλίνουν από αυτούς.

    (β) Από το αρμόδιο δικαστήριο

    Οι μέτοχοι δεν έχουν υποχρέωση έγκρισης του σχεδίου. Στην περίπτωση, λοιπόν, που απορρίψουν την πρόταση των εκκαθαριστών, οι τελευταίοι (επίσης: και μέτοχοι που εκπροσωπούν το 1/10 του μετοχικού κεφαλαίου) έχουν τη δυνατότητα υποβολής αίτησης για έγκριση του σχεδίου από το αρμόδιο δικαστήριο. Η αίτηση υποβάλλεται στο Μονομελές Πρωτοδικείο της έδρας της ΑΕ και δικάζεται κατά την εκουσία δικαιοδοσία (άρ.739επ. ΚΠολΔ). Σημειώνεται ότι δεν είναι δυνατή η άμεση υποβολή του σχεδίου για έγκριση από το δικαστήριο-χωρίς προσφυγή στη ΓΣ. Επί ποινή απαραδέκτου πρέπει να έχει προηγηθεί η απόρριψη της  ΓΣ.

    Έχει υποστηριχθεί ότι οι εκκαθαριστές έχουν τη δυνατότητα, εφόσον απορριφθεί από τη ΓΣ το σχέδιο που έχουν συντάξει, να υποβάλουν δεύτερο σχέδιο με νέο περιεχόμενο-πριν προβούν στην υποβολή αίτησης ενώπιον του δικαστηρίου. Κι αφού ο νόμος δεν απαγορεύει ένα τέτοιο ενδεχόμενο, θα πρέπει να γίνει δεκτό πως η υποβολή νέου σχεδίου στη ΓΣ, κατ’ αρχήν, εξυπηρετεί τον νομοθετικό σκοπό και την ανάγκη ταχείας διεκπεραίωσης της εκκαθάρισης.

    Η αίτηση που υποβάλλεται ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου πρέπει να αναφέρει το σχέδιο, το γεγονός της απόρριψης από τη ΓΣ, τις πράξεις εκκαθάρισης που έχουν λάβει χώρα μέχρι τότε και τους λόγους που δεν έχει ολοκληρωθεί η διαδικασία. Η αίτηση ως διαδικασία εκουσίας δικαιοδοσίας δεν στρέφεται κατά κάποιου και δεν είναι απαραίτητη η επίδοσή της. Εκείνοι που αποδεικνύουν έννομο συμφέρον δικαιούνται να ασκήσουν κύρια ή πρόσθετη παρέμβαση. Σε επείγουσες περιπτώσεις είναι δυνατή η υποβολή αίτησης για έκδοση προσωρινής διαταγής κατ’ άρ. 781 ΚΠολΔ.

    Το δικαστήριο έχει την εξουσία να τροποποιήσει το σχέδιο που υποβάλλεται, προς έγκριση, ενώπιον του. Η αναδιαμόρφωσή του μπορεί να λάβει χώρα στην περίπτωση που θα αξιολογηθεί ως μη υλοποιήσιμο το περιεχόμενό του.

    Η ΓΣ, ωστόσο, δεν χάνει την αρμοδιότητά της για έγκριση νέου σχεδίου διαφορετικού από εκείνο για το οποίο αποφάνθηκε το αρμόδιο δικαστήριο. Προϋπόθεση, όμως, αποτελεί η προγενέστερη ανάκληση της δικαστικής απόφασης που ενέκρινε το σχέδιο στην προηγούμενη μορφή του.

     

    Καθώς η διαδικασία της εκκαθάρισης εξυπηρετεί συγκεκριμένα συμφέροντα (προεχόντως των εταιρικών δανειστών και των μετόχων) δεν είναι δυνατό να είναι ατέρμονη η διάρκειά της. Η υποχρέωση των εκκαθαριστών για επίσπευση της όλης διαδικασίας τίθεται, σε κάθε περίπτωση, υπό τον έλεγχο της ΓΣ των μετόχων και, υπό προϋποθέσεις, του αρμοδίου δικαστηρίου. Το τελικό ζητούμενο: η διαγραφή της εταιρείας από το ΓΕΜΗ. Περί αυτής όμως σε επόμενη αρθρογραφία μας.-

     

    Σταύρος Κουμεντάκης

    Managing Partner

    Koumentakis and Associates Law Firm

     

     

    Σημ.: Το παρόν άρθρο αποτελεί τμήμα ευρύτερης ενότητας αρθρογραφίας της Δικηγορικής μας Εταιρείας για τις ΑΕ. Στην ενότητα αυτή επιχειρούμε την ανάλυση, άρθρο προς άρθρο-με business view, πάντα, προσέγγιση, του νόμου για τις ΑΕ (:4548/2018).

  • Διαδικασία Εκκαθάρισης

    Διαδικασία Εκκαθάρισης

    Διαδικασία Εκκαθάρισης

     (άρ. 168  ν. 4548/2018)

    Σε προηγούμενη αρθρογραφία μας απασχόλησε η εκκαθάριση της ΑΕ-γενικά και οι εκκαθαριστές της. Εδώ θα προσεγγίσουμε την διαδικασία της εκκαθάρισης και τις επιμέρους πράξεις που την συγκροτούν.

    Καθήκοντα Εκκαθαριστών

    Οι εκκαθαριστές, μετά την ανάληψη των καθηκόντων τους, ασκούν τη διαχείριση και εκπροσώπηση της ΑΕ. Όμως, αποκλειστικό γνώμονα θα πρέπει να έχει κάθε σχετική πράξη: την επίτευξη του σκοπού της εκκαθάρισης. Οι πράξεις που στη συνέχεια αναφέρονται, όπως καταγράφονται στο γράμμα του νόμου (άρ.168 §3), δεν είναι αποκλειστικές. Οι εκκαθαριστές έχουν τη δυνατότητα (αλλά και την υποχρέωση) να προβούν και σε κάθε άλλη αναγκαία ενέργεια για την ολοκλήρωση της εκκαθάρισης.

    Πράξεις εκκαθάρισης

    Απογραφή & Ισολογισμός

    Πριν τη διενέργεια των επιμέρους πράξεων εκκαθάρισης της ΑΕ οι εκκαθαριστές οφείλουν να «κλείσουν» τα φορολογικά και εμπορικά βιβλία της και να ανοίξουν νέα- για το στάδιο της εκκαθάρισης. Απαιτείται, προς τούτο, υποβολή δήλωσης μεταβολής στη ΔΟΥ για λύση της ΑΕ και θέση της υπό εκκαθάριση.

    Κατά το στάδιο της εκκαθάρισης εκκινεί νέα διαχειριστική περίοδος˙ λήγει με το πέρας της σχετικής διαδικασίας. Εναλλακτικά, με απόφαση της ΓΣ για αναβίωση της εταιρείας.

    Αναγκαία ενέργεια των εκκαθαριστών συνιστά η απογραφή των περιουσιακών στοιχείων της ΑΕ. Επίσης, η σύνταξη ισολογισμού έναρξης εκκαθάρισης˙ περιεχόμενο του αποτελεί η αποτύπωση της οικονομικής κατάστασης της εταιρείας  κατά τη δεδομένη χρονική στιγμή. Η σύνταξή του λαμβάνει χώρα με βάση τις συναφείς κανονιστικές ρυθμίσεις και υπόκειται σε δημοσιότητα (άρ. 12). Η απογραφή πρέπει να ολοκληρωθεί εντός τριών μηνών από την ημέρα ανάληψης των καθηκόντων από τους εκκαθαριστές. Αν δεν τηρηθεί η προθεσμία, μολονότι δεν προκαλείται ακυρότητα, γεννάται ευθύνη των εκκαθαριστών.

    Επιμέρους Πράξεις Εκκαθάρισης

    (α) Ρευστοποίηση Εταιρικής Περιουσίας

    Η διενέργεια της εκκαθάρισης της ΑΕ και οι επιμέρους πράξεις της λαμβάνουν χώρα με σκοπό την ικανοποίηση των εταιρικών δανειστών και τη διανομή του εναπομένοντος προϊόντος της εκκαθάρισης στους μετόχους. Για την επίτευξη του συγκεκριμένου σκοπού, οι εκκαθαριστές προβαίνουν σε ρευστοποίηση της περιουσίας της. Δεν απαιτείται απόφαση της ΓΣ. Ο τρόπος που θα λάβει χώρα η ρευστοποίηση (για το σύνολο της εταιρικής περιουσίας ή μεμονωμένα στοιχεία του), επιλέγεται από τους εκκαθαριστές. Κριτήριο επιλογής αποτελεί η επωφελέστερη οικονομικά λύση.

    Η ρευστοποίηση αναστέλλεται για τρεις μήνες από τη λύση. Αν λάβει χώρα κάποια πράξη ρευστοποίησης κατά τον εν λόγω χρόνο, αυτή δεν είναι άκυρη. Ωστόσο, οι εκκαθαριστές φέρουν ευθύνη. Εντός του συγκεκριμένου τριμήνου, οι μέτοχοι δικαιούνται να ζητήσουν από το αρμόδιο δικαστήριο (Μον. Πρωτοδικείο) τον καθορισμό κατώτατης τιμής πώλησης των προς εκποίηση περιουσιακών στοιχείων. Η αίτηση εκδικάζεται κατά την εκούσια δικαιοδοσία. Μολονότι στην εν λόγω δίκη η εταιρεία δεν είναι διάδικος, υποστηρίζεται η αναγκαιότητα κλήτευσής της. Το δικαστήριο οφείλει να δεχτεί την αίτηση εφόσον πληρούνται οι τυπικές προϋποθέσεις. Αφού λάβει χώρα σχετική πραγματογνωμοσύνη, υποχρεούται να προβεί στον καθορισμό της κατώτατης τιμής με την έκδοση απόφασης που δεν υπόκειται σε ένδικα μέσα. Κάθε πράξη εκποίησης σε κατώτερη από την καθορισμένη τιμή είναι άκυρη (κατ’ άρ. 176 ΑΚ). Στην περίπτωση που η επίτευξη της ρευστοποίησης σε αυτήν την τιμή δεν είναι δυνατή, η δικαστική απόφαση είναι δυνατό να αναθεωρηθεί (κατ’ άρ. 758 ΚΠολΔ).

    Αν και οι εκκαθαριστές διαθέτουν ελευθερία κατά την επιλογή του τρόπου ρευστοποίησης, κάθε επιμέρους πράξη πρέπει να είναι αναγκαία. Σε διαφορετική περίπτωση γεννάται αποζημιωτική ευθύνη σε βάρος τους. Ανεπηρέαστο, ωστόσο, παραμένει το κύρος της εν λόγω πράξης.

    (β) Εξόφληση Εταιρικών Χρεών

    Υπέρτερος σκοπός της εκκαθάρισης είναι η εξόφληση των εταιρικών υποχρεώσεων. Ο χαρακτήρας της ΑΕ ως κεφαλαιουχικός και η απουσία ευθύνης των μετόχων για τα εταιρικά χρέη καθιστά (όχι μόνον λογική αλλά και) αναγκαία την εξασφάλιση ικανοποίησης των εταιρικών δανειστών. Απαραίτητη, λοιπόν, πράξη εκκαθάρισης είναι η εξόφληση των οφειλών της εταιρείας. Δεν υφίστανται συγκεκριμένοι κανόνες που πρέπει να ακολουθήσουν οι εκκαθαριστές. Η ικανοποίηση των δανειστών γίνεται κατά τη σειρά που εκείνοι (οι εκκαθαριστές) θα επιλέξουν. Αν η εταιρική περιουσία δεν επαρκεί για την ικανοποίηση όλων των δανειστών, μπορούν να προβούν σε σύμμετρη ικανοποίησή τους.

    Για την εξόφληση των εταιρικών υποχρεώσεων δεν είναι δυνατή η αυτούσια διανομή περιουσιακών στοιχείων της ΑΕ. Παρέκκλιση από τον συγκεκριμένο κανόνα δεν είναι ανεκτή ούτε με ομόφωνη απόφαση των μετόχων. Κάθε άλλος τρόπος εξόφλησης είναι αποδεκτός.

    (γ) Είσπραξη Απαιτήσεων

    Για να καταστεί δυνατή η εξόφληση των εταιρικών χρεών, απαιτείται αντίστοιχο ενεργητικό. Αναζητείται στα  ταμειακά διαθέσιμα (εφόσον υφίστανται), στη ρευστοποίηση των περιουσιακών στοιχείων της ΑΕ αλλά και στην είσπραξη των εταιρικών απαιτήσεων-ανεξάρτητα από τον χρόνο γέννησης των τελευταίων). Στις απαιτήσεις συμπεριλαμβάνονται και οι οφειλόμενες εισφορές μετόχου. Η επιδίωξη της είσπραξής τους λαμβάνει χώρα δικαστικά ή εξώδικα.

    Ενδιάμεσες Χρηματοοικονομικές Καταστάσεις

    Στην περίπτωση που η εκκαθάριση διαρκέσει περισσότερο από έναν χρόνο, απαιτείται σύνταξη ενδιάμεσων χρηματοοικονομικών καταστάσεων. Σκοπός της σύνταξής τους είναι η ενημέρωση όχι μόνον των μετόχων αλλά και των τρίτων για την πρόοδο της σχετικής διαδικασίας. Δεν νοείται διαπίστωση κέρδους ή ζημίας. Οι καταστάσεις αυτές συνοδεύονται από δήλωση του εκκαθαριστή για τα αίτια της μη περάτωσης της εκκαθάρισης.

    Σημειώνεται ότι οι χρηματοοικονομικές καταστάσεις δεν εγκρίνονται από τη ΓΣ˙ υποβάλλονται, απλά, σε αυτή και δημοσιεύονται στο ΓΕΜΗ.

    Τελικές Χρηματοοικονομικές Καταστάσεις

    Μετά την ολοκλήρωση των πράξεων εκκαθάρισης, οι εκκαθαριστές οφείλουν να συντάξουν τελικές χρηματοοικονομικές καταστάσεις. Από το περιεχόμενό τους θα προκύψει το τυχόν υπόλοιπο της εκκαθάρισης, το οποίο θα διανεμηθεί στους μετόχους.

    Οι συγκεκριμένες καταστάσεις υπόκεινται σε έλεγχο από τον τακτικό ελεγκτή, εφόσον τέτοιος προβλέπεται (άρθρο 2 ν.4336/2015).  Υπογράφονται, πάντως, από τους εκκαθαριστές, τον υπεύθυνο λογιστή και δημοσιεύονται στο ΓΕΜΗ.

    Σε αντίθεση με τις ενδιάμεσες, οι τελικές χρηματοοικονομικές καταστάσεις υπόκεινται σε έγκριση της ΓΣ. Με την έγκριση/απόφαση αυτή εγκρίνεται (ή μη) συνολικά το έργο των εκκαθαριστών και απαλλάσσονται (ή μη) από τη σχετικά διαχειριστική ευθύνη. Αν η ΓΣ αρνείται την έγκριση, οι εκκαθαριστές είναι δυνατό να ζητήσουν την καταδίκη της ΑΕ (δικαστικά) σε δήλωση βούλησης.

    Διανομή Στους Μετόχους

    Τη σύνταξη, έγκριση και δημοσίευση των χρηματοοικονομικών καταστάσεων πέρατος της εκκαθάρισης, ακολουθούν η καταβολή των δαπανών δημοσίευσης, των αμοιβών τρίτων προσώπων αλλά και η διανομή του προϊόντος της εκκαθάρισης.  Με την έγκριση τους πιστοποιείται το προϊόν της εκκαθάρισης και καθίσταται ληξιπρόθεσμη η αξίωση καταβολής του. Προϋπόθεση, αυτονοήτως,  της διανομής είναι η ύπαρξη εναπομείνασας περιουσίας μετά την εξόφληση των εταιρικών δανειστών. Οι τελευταίοι προηγούνται σε κάθε περίπτωση. Στο προϊόν της διανομής συμπεριλαμβάνεται και το ποσό της εισφοράς του μετόχου.

    Είναι δυνατή η αυτούσια διανομή περιουσιακών στοιχείων της εταιρείας χωρίς ρευστοποίησή τους. Απαραίτητη, όμως, είναι η συμφωνία των μετόχων.

    Ο αποκλεισμός του δικαιώματος συμμετοχής στη διανομή είναι δυνατός με συμφωνία των μετόχων. Κατ’ άλλη άποψη είναι δυνατό να προβλεφθεί και καταστατικά.  Δικαιούχοι διανομής είναι όσοι μέτοχοι έχουν εκπληρώσει την υποχρέωση καταβολής των εισφορών τους και αποδεικνύουν τη μετοχική τους ιδιότητα-κατά το ποσοστό συμμετοχής τους στο μετοχικό κεφάλαιο. Υπόχρεη καταβολής είναι η εταιρεία.

    Κατά τη διανομή προηγούνται οι κάτοχοι προνομιούχων μετοχών με το αντίστοιχο προνόμιο. Εφόσον δεν υπάρξει διαφορετική συμφωνία με τον επικαρπωτή ή τον ενεχυρούχο δανειστή, αξίωση στο προϊόν της εκκαθάρισης έχουν ο ψιλός κύριος και ο ενεχυραστής. Η εταιρεία δεν δικαιούται εκκαθαριστικό περίσσευμα για τις ίδιες μετοχές. Επί αποσβεσμένων μετοχών χωρίς δικαίωμα επιστροφής εισφοράς, προηγούνται οι λοιποί μέτοχοι και μόνον εφόσον υπάρχει τυχόν υπόλοιπο διανέμεται στους κυρίους των εν λόγω μετοχών.

    Υποστηρίζεται (αν και συζητήσιμο) ότι οι εταιρικοί δανειστές που δεν ικανοποιήθηκαν είναι δυνατό να στραφούν κατά των μετόχων στη βάση του αδικαιολόγητου πλουτισμού (άρ. 904 επ. ΑΚ).

    Η αξίωση για την καταβολή του προϊόντος της εκκαθάρισης υπόκειται σε πενταετή παραγραφή (άρ. 250 περ. 15 ΑΚ). Αφετηρία της πενταετίας αποτελεί το τέλος του έτους εντός του οποίου εγκρίθηκαν οι ετήσιες χρηματοοικονομικές καταστάσεις.

    Διενέργεια Εκκαθάρισης κατ’ άρθρο 1913επ. ΑΚ

    Στις διατάξεις των άρ. 1913 επ. ΑΚ προβλέπεται η διαδικασία εκκαθάρισης της κληρονομίας. Πρόκειται για ένα είδος συλλογικής διαδικασίας και εξυπηρετεί τη σύμμετρη ικανοποίηση των εταιρικών δανειστών. Οι σχετικές διατάξεις είναι δυνατό να εφαρμοστούν και στην προκειμένη περίπτωση-ύστερα από αίτηση των εκκαθαριστών.

    Η συγκεκριμένη διαδικασία εξυπηρετεί, κατά βάση, τις περιπτώσεις ανεπάρκειας της εταιρικής περιουσίας για την πλήρη ικανοποίηση των εταιρικών δανειστών. Η επιλογή της παρέχει συγκεκριμένα πλεονεκτήματα. Τα σημαντικότερα εξ αυτών είναι η απαλλαγή των εκκαθαριστών από το βάρος επιλογής της σειράς ικανοποίησης των δανειστών αλλά και από την ευθύνη τους από τυχόν λανθασμένες σχετικές αποφάσεις. Η εν λόγω διαδικασία χαρακτηρίζεται από ταχύτητα, καθώς λαμβάνει χώρα άμεση εκποίηση των περιουσιακών στοιχείων. Η μεταβίβαση των τελευταίων μάλιστα λαμβάνει χώρα ελεύθερων βαρών και με το μεγαλύτερο δυνατό τίμημα.

    Η αίτηση των εκκαθαριστών υποβάλλεται στο Μονομελές Πρωτοδικείο της έδρας της εταιρεία. Αίτημα αυτής αποτελεί η διενέργεια της εκκαθάρισης σύμφωνα με τα άρθρα 1913 επ. ΑΚ και η άδεια του δικαστηρίου για εκποίηση με πλειστηριασμό των περιουσιακών στοιχείων κατά το άρθρο 1021 ΚΠολΔ (άρθ. 1908 και 1918 § 4 ΑΚ). Εκδικάζεται κατά την εκουσία διαδικασία. Το δικαστήριο υποχρεούται, εφόσον πληρούνται οι τυπικές προϋποθέσεις, να κάνει δεκτή τη σχετική αίτηση.

    Κατά τη μάλλον ορθότερη άποψη δεν απαιτείται δημοσίευση της απόφασης στο Γ.Ε.ΜΗ,  διότι οι δανειστές έχουν ενημερωθεί μέσω της διαδικασίας της προσκλήσεως και αναγγελίας των απαιτήσεων των άρθρων 1916 επ. ΑΚ. Σύμφωνα με αυτήν λαμβάνει χώρα δημοσίευση της περίληψης της απόφασης στον τύπο και πρόσκληση των δανειστών της κληρονομίας για αναγγελία των απαιτήσεών τους. Η αναγγελία πρέπει να λάβει χώρα εντός τεσσάρων μηνών από τη δημοσίευση αυτή (1917 ΑΚ). Εντός τριών μηνών από την παρέλευση της προθεσμίας για αναγγελία, οι εκκαθαριστές υποχρεούνται να ολοκληρώσουν την απογραφή της εταιρικής περιουσίας.

    Σε περίπτωση ανεπάρκειας της εταιρικής περιουσίας, οι δανειστές, ικανοποιούνται σύμμετρα. Τυχόν προνόμια, υποθήκες και ενέχυρα δεν θίγονται (άρθ. 1920 §1 ΑΚ). Για τους μη προνομιούχους η διανομή θα γίνει κατά τον οριζόμενο από τη δικαστική απόφαση τρόπο. Όσον αφορά τους δανειστές που δεν αναγγέλθηκαν εμπρόθεσμα, ικανοποιούνται μόνο αν απομείνει εταιρική περιουσία, μετά την ικανοποίηση των εμπροθέσμως αναγγελθέντων (άρ. 1921 ΑΚ).

    Τέλος, γίνεται δεκτό ότι εφόσον κατά τη διενέργεια του εκουσίου πλειστηριασμού το δικαστήριο κρίνει ότι συντρέχει υπέρτερη ανάγκη εξοικονόμησης χρόνου και κόστους, είναι δυνατή  η άμεση εκποίηση περιουσιακών στοιχείων της εταιρείας χωρίς την τήρηση της διαδικασίας του πλειστηριασμού.

     

    Καθώς είναι ιδιαίτερα σημαντικοί οι σκοποί που η διαδικασία της εκκαθάρισης υπηρετεί, δεν θα μπορούσε παρά να διέπεται και από συγκεκριμένους κανόνες. Ακόμα και τα περιθώρια τα οποία παρέχονται στους εκκαθαριστές κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, δεν είναι δυνατό να εξέρχονται από το οριοθετημένο πλαίσιο. Η διαδικασία της εκκαθάρισης δεν μπορεί επ’ αόριστον να συνεχίζεται. Κι αν, σε κάθε περίπτωση, υπερβεί την τριετία, συγκεκριμένα μέτρα θα πρέπει να ληφθούν. Περί αυτών, όμως, σε επόμενη αρθρογραφία μας.

     

    Σταύρος Κουμεντάκης

    Managing Partner

    Koumentakis and Associates Law Firm

     

     

    Σημ.: Το παρόν άρθρο αποτελεί τμήμα ευρύτερης ενότητας αρθρογραφίας της Δικηγορικής μας Εταιρείας για τις ΑΕ. Στην ενότητα αυτή επιχειρούμε την ανάλυση, άρθρο προς άρθρο-με business view, πάντα, προσέγγιση, του νόμου για τις ΑΕ (:4548/2018).

  • Εκκαθαριστές ΑΕ

    Εκκαθαριστές ΑΕ

    Εκκαθαριστές ΑΕ

     (άρ. 167  ν. 4548/2018)

    Σε προηγούμενη αρθρογραφία μας ασχοληθήκαμε, γενικά, με τη διαδικασία της εκκαθάρισης. Στη διαδικασία, εξέλιξη και περάτωσή της, σημαντικός είναι ο ρόλος των εκκαθαριστών: η θέση, λειτουργία και αρμοδιότητές τους συνιστούν ιδιαιτέρως κρίσιμα ζητήματα. Περί αυτών, μεταξύ άλλων, το παρόν.

    Γενικά

    Οι εκκαθαριστές αποτελούν όργανα της ΑΕ. Οι αρμοδιότητες και ο ρόλος τους ταυτίζονται με τις αρμοδιότητες διαχείρισης και εκπροσώπησης (δικαστικής & εξώδικης) του ΔΣ. Διαφοροποιούνται, ωστόσο, στον σκοπό τους. Το ΔΣ διοικεί την ΑΕ με γνώμονα και στο πλαίσιο της επίτευξης του εταιρικού της σκοπού˙ οι εκκαθαριστές  υπηρετούν, αποκλειστικά, τον σκοπό της εκκαθάρισής της.

    Η ομοιότητα της θέσης των εκκαθαριστών με τα μέλη του ΔΣ δικαιολογεί και την αναλογική εφαρμογή των διατάξεων, που ρυθμίζουν τα ζητήματα που αφορούν το ΔΣ.

    Οι συζητήσεις και αποφάσεις των εκκαθαριστών (οφείλουν να) καταγράφονται στο βιβλίο πρακτικών του ΔΣ.

    Πέραν της οργανικής σχέσης που συνδέει τους εκκαθαριστές με την ΑΕ υφίσταται, παράλληλα, και μια υποκείμενη. Η τελευταία μπορεί να είναι έμμισθη ή άμισθη. Συνίσταται, ενδεικτικά, σε σύμβαση παροχής ανεξάρτητων υπηρεσιών, εντολής και, γιατί όχι, εργασίας.

    Ως προς την ευθύνη των εκκαθαριστών ισχύουν, αντίστοιχα, όσα και για τους τους διαχειριστές κατά την άσκηση των δικών τους καθηκόντων. Έναντι της εταιρείας η (εσωτερική αυτή) ευθύνη θεμελιώνεται στα άρθρα 102 και 103 ν. 4548/2018. Έναντι των τρίτων (εξωτερική ευθύνη) θεμελιώνεται στα άρ. 71 εδ. β’ και 75 ΑΚ (ΑΠ 718/2006 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

    Ιδιότητα Εκκαθαριστών

    Προϋπόθεση για το διορισμό των εκκαθαριστών αποτελεί η πλήρης δικαιοπρακτική ικανότητά τους. Είναι ενδεχόμενο το καταστατικό να αξιώνει περαιτέρω ιδιότητες και προσόντα (λ.χ. θεωρητική κατάρτιση ή εμπειρία στη διαδικασία της εκκαθάρισης).

    Υπό την προϋπόθεση ότι δεν υφίστανται καταστατικοί περιορισμοί, εκκαθαριστές είναι ενδεχόμενο να διοριστούν μέτοχοι ή/και τρίτοι. Δεν αποκλείεται, αντίστοιχα, η ανάθεση των καθηκόντων και αρμοδιοτήτων του εκκαθαριστή σε ένα, και μόνον, πρόσωπο.

    Διορισμός Εκκαθαριστών

    Ο διορισμός των εκκαθαριστών εξαρτάται τόσο από το λόγο λύσης της ΑΕ όσο και από τυχόν καταστατικές προβλέψεις. Ειδικότερα:

    (α) Προσωρινή Ανάληψη Καθηκόντων Εκκαθαριστή από το ΔΣ

    Ο νομοθέτης κατανοώντας την ανάγκη διασφάλισης της συνέχειας και εύρυθμης λειτουργίας της ΑΕ όρισε ότι, ακόμα και στο στάδιο της εκκαθάρισης-μέχρι την οριστική ανάληψη αρμοδιοτήτων από τους εκκαθαριστές, τα χρέη τους εκτελούν τα μέλη του ΔΣ. Σχετικό ζήτημα ανακύπτει στις περιπτώσεις αυτοδίκαιης λύσης της εταιρείας˙ στην περίπτωση, λ.χ., λύσης της ΑΕ λόγω παρόδου του χρόνου διάρκειας (που προβλέπει το καταστατικό) αλλά και επί απόρριψης της αίτησης πτώχευσης, εξαιτίας ανεπάρκειας εταιρικής περιουσίας. Σε αυτήν την περίπτωση, εφόσον δεν υφίσταται σχετική καταστατική πρόβλεψη για την ανάθεση των αρμοδιοτήτων εκκαθάρισης άμεση, και αυτοδίκαιη, ανάληψη καθηκόντων εκκαθαριστή λαμβάνει χώρα από τα μέλη του ΔΣ. Με αυτόν τον τρόπο αποτρέπεται η, έστω και για σύντομο χρονικό διάστημα, λειτουργία της εταιρείας χωρίς όργανο διοίκησης και εκπροσώπησης.

    Η εξουσία των μελών του ΔΣ, υπό την ιδιότητά τους ως εκκαθαριστές, περιορίζεται (αποκλειστικά) από τον σκοπό της εκκαθάρισης. Όλες οι διαχειριστικές τους ενέργειες εκεί, μόνον, μπορούν να κατατείνουν. Περιορισμός, ωστόσο, υφίσταται όσον αφορά και το χρονικό εύρος της άσκησης των σχετικών καθηκόντων τους. Η ΓΣ, ως αποκλειστικά αρμόδια να διορίσει τους εκκαθαριστές με απόφασή της, προβαίνει στον σχετικό διορισμό. Η παύση των συναφών καθηκόντων των μελών του ΔΣ είναι, τότε, άμεση. Κατ’ αποτέλεσμα, τυχόν πράξεις εκκαθάρισης από τα μέλη του ΔΣ μετά τον οριστικό διορισμό εκκαθαριστών, καθίστανται άκυρες-εκτός αν εγκριθούν εκ των υστέρων από τη ΓΣ. Παρ’ όλ’ αυτά, αν η συνέχιση άσκησης των καθηκόντων τους και μετά το διορισμό των εκκαθαριστών κρίνεται επιβεβλημένη για ζητήματα που θέτουν υπό διακινδύνευση τα συμφέροντα της εταιρείας, πρέπει να συνεχίσουν να τα ασκούν (και) μέχρι την πραγματική ανάληψη καθηκόντων από τους τελευταίους (εκκαθαριστές).

    (β) Καταστατική Πρόβλεψη

    Όπως και ανωτέρω αναφέρθηκε, στην περίπτωση που ελλείπει καταστατική πρόβλεψη, προσωρινά καθήκοντα εκκαθαριστή αναλαμβάνει το ΔΣ. Το καταστατικό είναι δυνατό να προβλέπει τα συγκεκριμένα πρόσωπα που θα αναλάβουν τα καθήκοντα και αρμοδιότητες του εκκαθαριστή ή τις ιδιότητες που πρέπει να διαθέτουν, τη χρονική διάρκεια της θητείας τους ή/και τον τρόπο διενέργειας της εκκαθάρισης. Δεν αποκλείεται ως (οριστικοί) εκκαθαριστές να ορίζονται τα ίδια τα μέλη του ΔΣ. Δεν είναι αναγκαία η τήρηση κάποιας διαδικασίας για την ανάληψη καθηκόντων εκκαθαριστή, πέραν της αποδοχής (έστω και σιωπηρής) του διορισμού από μέρους του εκκαθαριστή.

    Το καταστατικό μπορεί να ορίζει τον τρόπο συνέχισης της εκκαθάρισης, σε περίπτωση παραίτησης ή απώλειας, με οποιοδήποτε τρόπο, της ιδιότητας του μόνου εκκαθαριστή. Κι όταν οι εκκαθαριστές είναι περισσότεροι του ενός, είναι δυνατή η πρόβλεψη πως οι λοιποί εκκαθαριστές θα εκλέξουν έτερο, σε αντικατάσταση του απωλέσαντος την ιδιότητά του ή θα συνεχίσουν το έργο τους χωρίς την εκλογή νέου.

    (γ) Απόφαση ΓΣ

    Στην αποκλειστική αρμοδιότητα της ΓΣ εναπόκειται ο διορισμός των εκκαθαριστών (άρ.117 §1 θ΄). Η σύγκληση της με θέμα την εκλογή τους διενεργείται από το ΔΣ, ως προσωρινό όργανο διαχείρισης κατά το στάδιο της εκκαθάρισης.  Η (με απλή απαρτία και πλειοψηφία) απόφαση για το διορισμό μπορεί να ταυτίζεται με την απόφαση για τη λύση της ΑΕ ή να είναι επιγενόμενη. Στην τελευταία περίπτωση, από την απόφαση για τη λύση μέχρι την εκλογή των εκκαθαριστών, τις σχετικές αρμοδιότητες αναλαμβάνουν, αυτοδίκαια, τα μέλη του ΔΣ.

    Η ΓΣ διατηρεί τη συγκεκριμένη αρμοδιότητά της ακόμα κι όταν ο διορισμός των εκκαθαριστών γίνεται με καταστατική πρόβλεψη.  Η ΓΣ, κατά την κρατούσα (και ορθότερη) άποψη έχει τη δυνατότητα ανάκλησης των εκκαθαριστών -ακόμα και αν δεν διορίστηκαν με απόφασή της- χωρίς σπουδαίο λόγο.

    (δ) Διορισμός με Δικαστική Απόφαση

    Εξαιρετική περίπτωση κάμψης της αποκλειστικής αρμοδιότητας της ΓΣ για διορισμό εκκαθαριστών υφίσταται σε περίπτωση λύσης της ΑΕ με δικαστική απόφαση (άρ. 165 & 166). Η δικαστική απόφαση που κηρύσσει τη λύση της είναι δυνατό να διορίσει εκκαθαριστές αυτοδίκαια ή ύστερα από αίτηση εκείνου που υπέβαλε τη σχετική αίτηση. Η ευχέρεια του δικαστή να επιλέξει και διορίσει τους εκκαθαριστές περιορίζεται, πάντως, από τις καταστατικές προβλέψεις.

    Δικαστικός διορισμός εκκαθαριστών λαμβάνει χώρα σε κάθε περίπτωση έλλειψης τους (ενδ.: θάνατος, παραίτηση, παύση, άκυρη απόφαση διορισμού κλπ). Σε αυτήν την περίπτωση αρμόδιο είναι το Μονομελές Πρωτοδικείο της έδρας της ΑΕ, το οποίο δικάζει κατά την εκούσια δικαιοδοσία. Εφαρμόζεται, στην περίπτωση αυτή,  η διάταξη του αρ. 78 ΑΚ σε συνδυασμό με το άρ. 786 §§ 1 & 3 ΚΠολΔ. Εφόσον υφίσταται διαφωνία για την επιλογή των συγκεκριμένων προσώπων εφαρμόζεται το άρθρο 778 εδ. β’ ΑΚ ως ειδικότερη έκφανση του άρθρου 69 ΑΚ. Ο διορισμός του δικαστηρίου είναι προσωρινός και η ΓΣ διαθέτει δυνατότητα ανάκλησης τους και εκλογή νέων-οριστικών.

    Στην περίπτωση υποβολής, δικαστικά, αίτησης για αντικατάσταση  των εκκαθαριστών, θα πρέπει να επιδοθεί και στους ίδιους.

    Η απόφαση που εκδίδεται για διορισμό εκκαθαριστών έχει άμεση ισχύ και εκτελεστότητα: με τη δημοσίευσή της. Ωστόσο, αν και δηλωτικού χαρακτήρα, είναι υποχρεωτική η δημοσίευση της δικαστικής απόφασης στο ΓΕΜΗ για ενημέρωση των τρίτων (άρ. 13).

    Συνδρομή ΔΣ

    Τα μέλη του ΔΣ, παρά την παύση των καθηκόντων τους, φέρουν την υποχρέωση συνδρομής των εκκαθαριστών για την ομαλή πρόοδο και ολοκλήρωση της διαδικασίας εκκαθάρισης (άρ. 167 §7). Τα μέλη του ΔΣ, ως γνώστες των εταιρικών ζητημάτων-εξαιτίας του ρόλου τους στην ΑΕ, οφείλουν να παράσχουν τη βοήθειά τους στους εκκαθαριστές για την προσήκουσα εκπλήρωση του έργου τους. Το ΔΣ της ΑΕ υποχρεούται να παραδώσει στους εκκαθαριστές κάθε περιουσιακό στοιχείο της.

    Αμοιβή Εκκαθαριστών

    Υποστηρίζεται ότι οι αμοιβές των εκκαθαριστών προσδιορίζονται στη βάση όσων, γενικά, ισχύουν για τα μέλη του ΔΣ. Δεν αποκλείεται, ωστόσο, και ο προσδιορισμός τους με το καταστατικό ή την απόφαση της ΓΣ που τους διορίζει. Σε περίπτωση έλλειψης σχετικής πρόβλεψης, είναι δυνατό το δικαστήριο να την προσδιορίσει (άρ.76, 1919 ΑΚ).

     

    Οι εκκαθαριστές είναι ένα από τα όργανα της ΑΕ. Το γεγονός ότι δεν συνδέονται με τη γέννηση και ανάπτυξη της ΑΕ (αλλά με τη λύση και «θάνατό» της) καθόλου δεν απομειώνει το ρόλο και σημασία τους-μολονότι κανείς από εμάς δε τους προσδίδει την αξία που, πράγματι, έχουν (έναντι και των λοιπών οργάνων). Η αποστολή τους συνίσταται, αποκλειστικά, στην επιτυχή περάτωση του εξαιρετικά σημαντικού έργου της εκκαθάρισης της ΑΕ. Προβάλλει, κατά τούτο, ως αυτονόητο το γεγονός ότι ο ορισμός, πλαίσιο λειτουργίας και ανάκλησή τους ρυθμίζεται με σαφείς (και σε σημαντικό βαθμό λεπτομερείς) διατάξεις του νόμου. Αντίστοιχα και όσον αφορά τον τρόπο διενέργειας της εκκαθάρισης. Περί αυτού, όμως, σε επόμενη αρθρογραφία μας.-

     

     

    Σταύρος Κουμεντάκης

    Managing Partner

    Koumentakis and Associates Law Firm

     

    Σημ.: Το παρόν άρθρο αποτελεί τμήμα ευρύτερης ενότητας αρθρογραφίας της Δικηγορικής μας Εταιρείας για τις ΑΕ. Στην ενότητα αυτή επιχειρούμε την ανάλυση, άρθρο προς άρθρο-με business view, πάντα, προσέγγιση, του νόμου για τις ΑΕ (:4548/2018).

     

     

     

  • Εκκαθάριση ΑΕ – Γενικά

    Εκκαθάριση ΑΕ – Γενικά

    Εκκαθάριση ΑΕ – Γενικά

     (άρ. 167  ν. 4548/2018)

    Σε προηγούμενη αρθρογραφία μας αναφερθήκαμε στη λύση της ΑΕ. Με τη λύση, όμως, δεν επέρχεται αυτοδικαίως και η εξαφάνιση της εταιρείας καθώς, ανάμεσα σε αυτήν και το οριστικό τέλος της, μεσολαβεί το στάδιο της εκκαθάρισης. Επί του θέματος αυτού, το παρόν.

    Εισαγωγικά

    Η απόφαση (των μετόχων ή του δικαστηρίου) για τη λύση καθώς και η παρέλευση της διάρκειας της ΑΕ δεν οδηγούν, άμεσα, στην εξαφάνιση της εταιρείας από τον νομικό και συναλλακτικό κόσμο. Η λειτουργούσα  ΑΕ, ως οικονομική και νομική οντότητα με υποχρεώσεις και δικαιώματα, υπόκειται στη διαδικασία της εκκαθάρισης. Στόχος της τελευταίας η διευθέτηση των (νομικών και οικονομικών) εκκρεμοτήτων της.

    Ως εκκαθάριση ορίζεται το σύνολο των πράξεων, νομικών και υλικών, που προορίζονται για την απόσβεση κάθε νομικής σχέσης της ΑΕ μέσω της διάσπασης του εταιρικού δεσμού των μετόχων και την εξαφάνιση του νομικού προσώπου.

    Σκοπός Εκκαθάρισης

    Σκοπό της εκκαθάρισης συνιστά η διευθέτηση των σχέσεων που εκκρεμούν κατά το παραγωγικό στάδιο της εταιρείας˙ η διανομή, επίσης, στους μετόχους της τυχόν εναπομένουσας περιουσίας. Οι εκκρεμείς σχέσεις που πρέπει να αποσβεστούν συνίστανται στις σχέσεις της εταιρείας με τρίτους, με τους μετόχους από την εταιρική σύμβαση (εσωτερικές σχέσεις) και σ΄ εκείνες που αναπτύσσονται κατά το στάδιο της ολοκλήρωσης της διαδικασίας εκκαθάρισης-ενόψει της διανομής του προϊόντος της. Σημειώνεται ότι η ίδια η διανομή δεν περιλαμβάνεται στην διαδικασία εκκαθάρισης.

    Η διενέργεια της εκκαθάρισης δεν λαμβάνει χώρα με αποκλειστικό γνώμονα το εταιρικό συμφέρον ούτε και αυτό των μετόχων. Προτάσσονται τα δικαιώματα και το συμφέρον των εταιρικών δανειστών.

    Υποχρεωτικότητα

    Η εκκαθάριση αποτελεί λογικό «μονόδρομο» μετά τη λύση της εταιρείας. Η διαδικασία της εκκαθάρισης διενεργείται υποχρεωτικά και δεν είναι δυνατό να αποκλειστεί με απόφαση ΓΣ ή καταστατική ρύθμιση. Το σύνολο των διατάξεων που διέπουν τη εν λόγω διαδικασία αποτελούν αναγκαστικό δίκαιο.

    Χρονικό Σημείο Εκκίνησης Εκκαθάρισης

    Η μετάβαση στο στάδιο της εκκαθάρισης γίνεται αυτοδίκαια με τη λύση της ΑΕ, χωρίς τη μεσολάβηση διατυπώσεων ή την πλήρωση προϋποθέσεων. Το χρονικό σημείο έναρξης του σταδίου αυτού τοποθετείται (ανάλογα με το λόγο λύσης της ΑΕ) ως εξής: (α) στην περίπτωση λύσης λόγω παρέλευσης του προβλεπόμενου χρόνου στο καταστατικό, η εκκαθάριση αρχίζει από την επομένη ημέρα, (β) στην περίπτωση λύσης ύστερα από απόφαση της ΓΣ, εκκινεί με τη δημοσίευσή της (της εν λόγω απόφασης) στο Γ.Ε.ΜΗ. και (γ) στην περίπτωση λύσης με δικαστική απόφαση ύστερα από αίτηση του έχοντος έννομο συμφέρον ή των μετόχων, κατά την κρατούσα (και ορθότερη) άποψη με την τελεσιδικία της (της δικαστικής απόφασης που κηρύσσει τη λύση της).

    Εξαίρεση Από το Στάδιο της Εκκαθάρισης

    Εξαιρέσεις του κανόνα της υποχρεωτικής εκκαθάρισης συνιστούν δύο, αποκλειστικά, περιπτώσεις: (α) η περίπτωση της πτώχευσης και (β) η περίπτωση που αποφασιστεί η διακοπή της ή η παράλειψη του σταδίου αυτού από το αρμόδιο δικαστήριο (άρ.167 §6).

    Ειδικότερα, ο νομοθέτης λαμβάνοντας υπόψη ότι η εκκαθάριση είναι μια δαπανηρή διαδικασία, χορήγησε δυνατότητα παράλειψης της εκκαθάρισης, όταν η ΑΕ δε έχει τη δυνατότητα να ανταποκριθεί στις σχετικές οικονομικές υποχρεώσεις εξαιτίας ανεπάρκειας του ενεργητικού. Η αλυσιτελής διατήρηση μιας εταιρείας υπό καθεστώς εκκαθάρισης, χωρίς την προσδοκία επίτευξης του σκοπού της, κρίνεται, εύλογα, άσκοπη από τον νομοθέτη. Σημειώνεται ότι η ανεπάρκεια του ενεργητικού αναφέρεται στα έξοδα της εκκαθάρισης και όχι την ικανοποίηση των εταιρικών δανειστών.

    Σημειώνεται, μάλιστα, ότι δυνατή είναι όχι μόνον η παράλειψη της εν λόγω διαδικασίας αλλά και η διακοπή της-στην περίπτωση που έχει εκκινήσει. Για την εν λόγω παράλειψη ή διακοπή απαιτείται η έκδοση δικαστικής απόφασης, με πρωτοβουλία των εκκαθαριστών ή μετόχων που εκπροσωπούν ποσοστό τουλάχιστον ίσο με το 10% του μετοχικού κεφαλαίου (συνολικού και όχι καταβεβλημένου-ελλείψει ρητής αναφοράς της σχετικής διάταξη). Αρμόδιο δικαστήριο για την εκδίκαση μιας τέτοιας αίτησης είναι το Μονομελές Πρωτοδικείο της έδρας της ΑΕ, το οποίο δικάζει κατά την εκούσια δικαιοδοσία (άρ. 739επ. ΚΠολΔ).

    Η ανεπάρκεια της περιουσίας διαπιστώνεται από το δικαστήριο με απλή πιθανολόγηση, καθώς δεν είναι πάντα εφικτός ο ακριβής προσδιορισμός των δαπανών της διαδικασίας εκκαθάρισης ούτε και της ίδιας της εταιρικής περιουσίας. Τεκμήριο έλλειψης ενεργητικού αποτελεί η απόρριψη της αίτησης πτώχευσης με την ίδια αιτία (άρ.77 §4 του Κώδικα Αφερεγγυότητας). Πρόκειται για αμάχητο τεκμήριο, το οποίο ωστόσο δεν επαρκεί για την απευθείας διαγραφή της εταιρείας από το ΓΕΜΗ. Απαιτείται προηγουμένως η σχετική κρίση του δικαστηρίου.

    Σε κάθε περίπτωση, για την εξέταση της αίτησης το δικαστήριο εκτιμά το ύψος της εταιρικής περιουσίας. Η απόφαση που κάνει δεκτή την αίτηση και διατάζει την παράλειψη του σταδίου εκκαθάρισης περιλαμβάνει και πρόβλεψη για τη διάθεση της εταιρικής περιουσίας˙ προκρίνεται, πάντως, η ικανοποίηση εργατικών απαιτήσεων, ασφαλιστικών ταμείων, φόρων και δικηγορικών αμοιβών.

    Συνέπειες Εκκαθάρισης

    (α) Ως προς την ΑΕ

    Η ΑΕ όσο βρίσκεται υπό εκκαθάριση εξακολουθεί να υφίσταται ως νομικό πρόσωπο. Η εκκαθάριση, ωστόσο, οδηγεί στην παύση της παραγωγικής λειτουργίας της ΑΕ και στη μεταβολή του σκοπού της. Δεν (μπορεί να) επιδιώκει, πλέον, τους καταστατικούς της σκοπούς˙ αποκλειστικό  της αντικείμενο είναι η ολοκλήρωση της εκκαθάρισης.

    Σημειώνεται ότι στην επωνυμία της εταιρείας προστίθεται η φράση «υπό εκκαθάριση», καθώς είναι σημαντικό να γνωρίζουν οι συναλλασσόμενοι τη νομική της κατάσταση.

    Η διαδικασία της εκκαθάρισης δεν στερεί από την ΑΕ τη δικαιοπρακτική της ικανότητα ούτε όμως και την εμπορική της ιδιότητα. Επίσης, εξακολουθεί να διαθέτει ικανότητα διαδίκου: οι εκκρεμείς δίκες εξελίσσονται ομαλά.

    Σε ισχύ παραμένουν και τυχόν διαρκείς συμβάσεις που είχε συνάψει η εταιρεία-εκτός αν δυσχεραίνουν υπέρμετρα την επίτευξη του σκοπού της εκκαθάρισης, οπότε θα εγκαθιδρύεται σπουδαίος λόγος λύσης τους.

    (β) Ως προς τα Όργανα της ΑΕ

    Με την έναρξη της εκκαθάρισης παύει κάθε εξουσία του ΔΣ, εκτός αν κρίνεται απαραίτητη η συνέχιση άσκησης των καθηκόντων τους μέχρι την πραγματική ανάληψη των αρμοδιοτήτων τους από τους εκκαθαριστές. Αντίθετα, οι ελεγκτές, ως εταιρικά όργανα, εξακολουθούν να έχουν όλες τις εξουσίες που διέθεταν έως τότε.

    Η ΓΣ δεν στερείται από οποιαδήποτε αρμοδιότητα και εξουσία της. Παραμένει το ανώτατο όργανο της εταιρείας. Ωστόσο, με ποινή ακυρότητας, όλες οι αποφάσεις που λαμβάνονται από τη ΓΣ κατά αυτό το στάδιο πρέπει να στοχεύουν στην επίτευξη του σκοπού της εκκαθάρισης.

    (γ) Ως προς τους Μετόχους

    Ανεπηρέαστη μένει η θέση των μετόχων στην εταιρεία, οι οποίοι διατηρούν το σύνολο των δικαιωμάτων τους. Αντίστοιχα διατηρούνται και οι υποχρεώσεις τους. Μια εξ αυτών είναι και η (ενδεχομένως εκκρεμούσα) υποχρέωση καταβολής του κεφαλαίου που αντιστοιχεί στις αναληφθείσες εκ μέρους τους μετοχές. Βέβαια, αυτή λαμβάνει χώρα στο μέτρο που απαιτείται για την εκπλήρωση του σκοπού της εκκαθάρισης.

     

    Η λύση της ΑΕ δεν έχει σαν συνέπεια την εξαφάνισή της από το νομικό κόσμο. Μεσολαβεί, κατ’ ανάγκη το στάδιο της εκκαθάρισης στο πλαίσιο του οποίου εισπράττονται τυχόν υφιστάμενες απαιτήσεις, εξοφλούνται εκκρεμείς υποχρεώσεις και το (τυχόν) εναπομένον διανέμεται στους μετόχους. Το όλο έργο διεκπεραιώνουν οι εκκαθαριστές. Περί αυτών, όμως, σε επόμενη αρθρογραφία μας.

     

     

    Σταύρος Κουμεντάκης

    Managing Partner

    Koumentakis and Associates Law Firm

     

     

    Σημ.: Το παρόν άρθρο αποτελεί τμήμα ευρύτερης ενότητας αρθρογραφίας της Δικηγορικής μας Εταιρείας για τις ΑΕ. Στην ενότητα αυτή επιχειρούμε την ανάλυση, άρθρο προς άρθρο-με business view, πάντα, προσέγγιση, του νόμου για τις ΑΕ (:4548/2018).

     

     

  • Βιβλίο Μετόχων

    Βιβλίο Μετόχων

    Βιβλίο Μετόχων

    (:Η Λύση Του Νόμου & Του Αποθετηρίου)

    (άρθρ. 40 §2 ν. 4548/18)

    Με αφορμή παλαιότερη αρθρογραφία μας για τη μεταβίβαση των μετοχών ήρθαμε σε επαφή με το βιβλίο μετόχων. Ποια, όμως, η νομική αξία και ποια η σημασία του; Τι συμβαίνει στην πράξη και ποια τα προβλήματα; Ποιες οι υφιστάμενες λύσεις;

    Η αξία και σημασία του βιβλίου μετόχων

    Το βιβλίο μετόχων ανέκαθεν ήταν (και πάντοτε παραμένει) ένα εξαιρετικά σημαντικό βιβλίο της ΑΕ. Κι είναι σημαντική η τήρησή του για την ΑΕ καθώς μέσω, κατά βάση, του εν λόγω βιβλίου προκύπτουν οι μέτοχοί της και οι μετοχές τους. Είναι, επίσης, σημαντική για τους μετόχους καθώς μέσω αυτού νομιμοποιούνται έναντι της ΑΕ. Είναι, τέλος, σημαντική η τήρησή του και για τους τρίτους (λ.χ. αρμόδιες αρχές, χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, υποψήφιοι επενδυτές ή αγοραστές) καθώς από τις καταχωρίσεις του  προκύπτουν, με τρόπο αδιαμφισβήτητο, οι μέτοχοι της ΑΕ.

    Το υφιστάμενο θεσμικό πλαίσιο

    Κάθε Ανώνυμη Εταιρεία οφείλει να τηρεί βιβλίο μετόχων σε φυσική ή ηλεκτρονική μορφή. Στο βιβλίο αυτό καταχωρίζονται τα στοιχεία των μετόχων (:ονοματεπώνυμο/επωνυμία, διεύθυνση κατοικίας/έδρας, επάγγελμα και εθνικότητα). Για κάθε μέτοχο θα πρέπει να αναγράφεται ο αριθμός και η κατηγορία των μετοχών που κατέχει. Μέτοχος έναντι της ΑΕ θεωρείται εκείνος που είναι εγγεγραμμένος στο συγκεκριμένο βιβλίο.

    Η εν ζωή μεταβίβαση μετοχών με καταχώριση στο βιβλίο μετόχων

    Η μεταβίβαση των μετοχών, που δεν τηρούνται σε λογιστική μορφή γίνεται με καταχώριση στο βιβλίο μετόχων. Η συγκεκριμένη, όμως, καταχώριση είναι υποχρεωτικό να χρονολογείται και υπογράφεται από τον μεταβιβάζοντα και τον αποκτώντα (ή τους πληρεξουσίους τους).

    Το βιβλίο μετόχων, όπως και εισαγωγικά αναφέρθηκε είτε (κατά κανόνα) δεν τηρείται είτε, στην καλύτερη περίπτωση, πλημμελώς τηρείται. Δεδομένων των ελλιπώς τηρούμενων, διαχρονικά και κατά κανόνα, βιβλίων μετόχων, θεσπίστηκαν, και ορθά, εξαιρέσεις από την υποχρέωση υπογραφής της (καταχωρισμένης στο βιβλίο μετόχων) μεταβίβασης. Συγκεκριμένα, όταν: (α) η εταιρεία λάβει αντίγραφο της σύμβασης μεταβίβασης μετοχών με τις υπογραφές των συμβαλλομένων ή πληροφορηθεί την κατάρτισή της με άλλο τρόπο-καταστατικώς προβλεπόμενο, (β) το βιβλίο μετόχων τηρείται ηλεκτρονικά από κεντρικό αποθετήριο τίτλων, πιστωτικό ίδρυμα ή από ΕΠΕΥ.

    Η νομιμοποίηση του νέου κυρίου έναντι της ΑΕ˙ η καταχώριση στο βιβλίο μετόχων

    Η ανωτέρω διαδικασία για την μεταβίβαση μετοχών (:εγγραφή και υπογραφή στο βιβλίο μετόχων) ρυθμίζει, στην πραγματικότητα, τη νομιμοποίηση έναντι της ΑΕ εκείνου που αποκτά τις μεταβιβαζόμενες μετοχές. Στο πλαίσιο αυτό και έναντι της ΑΕ, δικαιώματα ασκεί και υποχρεώσεις (απορρέουσες από τη μετοχική σχέση) αναλαμβάνει εκείνος που είναι εγγεγραμμένος στο βιβλίο μετόχων. (Και τούτο μολονότι η σύμβαση μεταβίβασης ανάμεσα στον μέτοχο που μεταβιβάζει και σ’ εκείνον που αποκτά δεσμεύει, κατά την κρατούσα άποψη, τα μέρη και δεν επηρεάζεται από την καταχώριση στο βιβλίο μετόχων)

    Η νομιμοποίηση του κληρονόμου έναντι της ΑΕ˙ η καταχώριση στο βιβλίο μετόχων

    Οι μετοχές (όπως εξάλλου και η μετοχική σχέση-ως περιουσιακή) αποτελούν αντικείμενο κληρονομικής διαδοχής. Εφαρμόζονται, στην περίπτωση αυτή, οι διατάξεις του κληρονομικού δικαίου. Κατά τον χρόνο επαγωγής της κληρονομιάς (1710 ΑΚ) λαμβάνει χώρα αυτοδικαίως η κληρονομική διαδοχή επί των μετοχών.  Προκειμένου ο κληρονόμος ή κληροδόχος να νομιμοποιηθεί έναντι της ΑΕ, απαιτείται (άρ. 42) η εγγραφή του στο υποχρεωτικώς τηρούμενο από την ΑΕ βιβλίο μετόχων. Ύστερα από τη συγκεκριμένη εγγραφή, ο κληρονόμος ή κληροδόχος έχει τη δυνατότητα να ασκήσει τα δικαιώματά του -αναλαμβάνοντας, βεβαίως, και τις όποιες  υποχρεώσεις- απορρέουν από τη μετοχική σχέση.

    Η εγγραφή λαμβάνει χώρα μόλις προσκομιστούν στην εκδότρια ΑΕ, ή στο πρόσωπο που τηρεί το βιβλίο μετόχων, τα έγγραφα που αποδεικνύουν τη διαδοχή (λ.χ. κληρονομητήριο, δικαστική απόφαση δημοσίευσης διαθήκης, σχετικά νομιμοποιητικά έγγραφα κλπ).

    Ηλεκτρονική (Ή Από Τρίτο) Τήρηση του Βιβλίου Μετόχων

    Το καταστατικό μπορεί, κατά τον νόμο (αρ. 40 §2), να προβλέπει την ηλεκτρονική τήρηση του βιβλίου μετόχων ή/και την τήρησή του από κεντρικό αποθετήριο τίτλων, πιστωτικό ίδρυμα ή από επιχείρηση επενδύσεων, που έχουν το δικαίωμα να φυλάσσουν χρηματοπιστωτικά μέσα.

    Η μη (ή πλημμελής) τήρηση του βιβλίου μετόχων

    Όπως και εισαγωγικά αναφέρθηκε για το βιβλίο μετόχων, παρά τα όσα το υφιστάμενο θεσμικό πλαίσιο ορίζει και την πολλαπλή του αξία και σημασία, ο κανόνας είναι πως είτε καθόλου είτε πλημμελώς τηρείται. Κι αυτό γιατί, στην πράξη, είτε δεν γνωρίζουμε την ανάγκη της ύπαρξης και σημασία της τήρησής του είτε, ως πάρεργο, σε κάποιον (γνωρίζει-δεν γνωρίζει) την αναθέτουμε. Κι όταν τρίτοι (λ.χ. δημόσιες αρχές, τράπεζα, υποψήφιος επενδυτής, δικαστήριο κλπ) αξιώσουν επίδειξή του, τότε θα αναζητήσουμε την ύπαρξη και ορθή τήρησή του. Τότε, κατά κανόνα, θα είναι αργά˙ τότε, εναλλακτικά, θα επιχειρήσουμε την εκ του μηδενός ανασύνθεσή του. Τι θα συμβεί όμως με τις εκδόσεις τίτλων ή μεταβιβάσεις μετοχών που χάνονται στο βάθος του χρόνου; Τι θα συμβεί με τις ελλείπουσες υπογραφές;

    Το Κεντρικό Αποθετήριο Τίτλων: η λύση στο πρόβλημα!

    Το Κεντρικό Αποθετήριο Τίτλων έχει ήδη αναπτύξει σχετική υπηρεσία, που απευθύνεται στις Ανώνυμες Εταιρείες που επιθυμούν την αρχική καταχώριση των μη εισηγμένων τίτλων τους (μετοχές ή ομόλογα) με ψηφιακό τρόπο.

    Τα οφέλη για τις ΑΕ είναι προφανή˙ ενδεικτικά: (α) η αξιόπιστη τήρηση του βιβλίου μετόχων (ή/και ομολογιούχων) στο Σύστημα Αΰλων Τίτλων, (β) η αξιόπιστη παρουσίαση της μετοχικής σύνθεσης (ή/και των ομολογιούχων) της ΑΕ όπου/όταν παρουσιάζεται σχετική ανάγκη (λ.χ. συμμετοχή σε διαγωνισμούς, εξαγορές, εταιρικοί μετασχηματισμοί, χρηματοδοτήσεις, (γ) η αποσύνδεση της τήρησης του μετοχολογίου από πρόσωπα που γνωρίζουν (ή όχι) τον τρόπο τήρησής του και την διατήρηση ή μη της παρουσίας τους στην επιχείρηση, (δ) η απαλλαγή από προβλήματα που συνδέονται με την ελλιπή γνώση ή άγνοια των εκάστοτε υπευθύνων για την τήρηση του βιβλίου μετόχων (ή/και των ομολογιούχων).

    Τα οφέλη για τους μετόχους (και ομολογιούχους) είναι, επίσης, προφανή: (α)  η ευχερής απόδειξη της ιδιότητάς τους ως μετόχων (ή/και ομολογιούχων), (β) η ασφαλής τήρηση των τίτλων τους, (γ) η δυνατότητα τήρησης των τίτλων τους σε Κοινή Επενδυτική Μερίδα, (δ) η δυνατότητα δέσμευσης τίτλων για σκοπούς φύλαξης του δικαιούχου ή του πρώτου συνδικαιούχου σε περίπτωση της Κοινής Επενδυτικής Μερίδας, (ε) η διευκόλυνση της χρηματοδότησης από χρηματοπιστωτικά ιδρύματα μέσω της ενεχύρασης των τίτλων τους στο Σύστημα Αΰλων Τίτλων.

     

    Η τήρηση του βιβλίου μετόχων δεν είναι μόνον, κατά νόμο, υποχρεωτική˙ η ορθή τήρησή του αποβαίνει πολύτιμη για τις ΑΕ, τους συναλλασσόμενους τρίτους και, ιδίως, τους ίδιους τους μετόχους της. Ειδικά μάλιστα για τους τελευταίους πολλαπλάσια αποδεικνύονται τα οφέλη μέσω της καταχώρισης των (μη εισηγμένων) τίτλων τους σε Κοινή Επενδυτική Μερίδα. Περί αυτής, όμως, σε επόμενη αρθρογραφία μας.-

     

     

    Σταύρος Κουμεντάκης

    Managing Partner

    Koumentakis and Associates Law Firm

     

     

    Σημ.: Το παρόν άρθρο αποτελεί τμήμα ευρύτερης ενότητας αρθρογραφίας της Δικηγορικής μας Εταιρείας για τις ΑΕ. Στην ενότητα αυτή επιχειρούμε την ανάλυση, άρθρο προς άρθρο-με business view, πάντα, προσέγγιση, του νόμου για τις ΑΕ (:4548/2018).

  • Λύση AE Με Δικαστική Απόφαση Ύστερα Από Αίτηση Μετόχων

    Λύση AE Με Δικαστική Απόφαση Ύστερα Από Αίτηση Μετόχων

    Λύση AE Με Δικαστική Απόφαση Ύστερα Από Αίτηση Μετόχων

    (άρ.166 ν.4548/2018)

    Μας απασχόλησε, σε προηγούμενη αρθρογραφία μας η λύση της ΑΕ ύστερα από αίτημα εκείνων που έχουν έννομο συμφέρον. Θα μας απασχολήσει εδώ η λύση της ΑΕ με πρωτοβουλία μετόχων της.

    Εισαγωγικά

    Χωρίς ιδιαίτερες τροποποιήσεις της προυφιστάμενης σχετικής διάταξης, ο νομοθέτης προβλέπει (άρ. 166) τη δικαστική λύση της ΑΕ ύστερα από αίτημα μετόχων. Η δικαιολογητική βάση εδράζεται, κατά κύριο λόγο, στην προστασία εκείνων˙ δευτερευόντως των τρίτων που συναλλάσσονται με την ΑΕ.

    Η υποβολή αίτησης από μετόχους για δικαστική λύση της ΑΕ συνιστά δικαίωμα. Δικαίωμα, μάλιστα, το οποίο δε είναι δυνατό ούτε να αποκλειστεί ούτε να περιορισθεί με καταστατική ρύθμιση. Εξαιτίας του αναγκαστικού χαρακτήρα της σχετικής διάταξης δεν παρέχεται στους μετόχους περιθώριο ή ευχέρεια για αποκλίσεις.

    Αποκλειστικό όριο, πέραν εκείνου που τίθεται από τις προϋποθέσεις του νόμου, συνιστά η γενική υποχρέωση πίστης των μετόχων προς την ΑΕ, σε συνδυασμό με την απαγόρευση καταχρηστικής άσκησης του εν λόγω δικαιώματος.

    Επισημαίνεται, πάντως, ότι το εν λόγω δικαίωμα δεν εφαρμόζεται στις εισηγμένες ΑΕ.

    Προϋποθέσεις Υποβολής Αιτήματος Δικαστικής Λύσης

    (α) Μετοχική Ιδιότητα

    Απαραίτητη είναι η μετοχική ιδιότητα του αιτούντος. Αδιάφορη, όμως, η κατηγορία των μετοχών που διαθέτει. Δεν νομιμοποιούνται άλλα πρόσωπα να αιτηθούν τη λύση (με βάση τη συγκεκριμένη νομοθετική ρύθμιση), ακόμα κι αν διαθέτουν έννομο συμφέρον.

    (β) Εκπροσώπηση Ελάχιστου Καταβεβλημένου Μετοχικού Κεφαλαίου

    Απαιτείται η συγκέντρωση ενός ελάχιστου καταβεβλημένου μετοχικού κεφαλαίου. Ειδικότερα, ο αιτών ή, κατά περίπτωση, οι αιτούντες πρέπει να εκπροσωπούν ποσοστό τουλάχιστον ίσο με 1/3 του καταβεβλημένου μετοχικού κεφαλαίου (:δεν συμπεριλαμβάνονται οι μετοχές που έχουν αναληφθεί αλλά δεν έχει καταβληθεί το αναλογούν κεφάλαιο).

    Όπως ήδη αναφέρθηκε, η υποβολή της αίτησης αποτελεί δικαίωμα των μετόχων όχι, όμως, και της μειοψηφίας. Οι μέτοχοι της πλειοψηφίας, επομένως, δεν αποκλείονται από την άσκησή του.

    (γ) Σπουδαίος Λόγος

    Γενικά

    Προϋπόθεση της λύσης συνιστά η ύπαρξη σπουδαίου λόγου. Πρόκειται για αόριστη νομική έννοια που, κατά περίπτωση, εξειδικεύεται.

    Ο σπουδαίος λόγος χαρακτηρίζεται από την αδυναμία συνέχισης λειτουργίας της ΑΕ, την καθολικότητα της εν λόγω αδυναμίας και της μονιμότητας της (18051/2017 ΠΠρΘεσ, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

    Όσον αφορά, ειδικότερα, την αδυναμία λειτουργίας και συνέχισης της ΑΕ θα πρέπει να προκύπτει, ως αποτέλεσμά τους, η αποτροπή της επιδίωξης των εταιρικών σκοπών, της λειτουργίας των οργάνων και της αποτελεσματικής άσκησης των μετοχικών δικαιωμάτων («παράλυση εμπορικής δραστηριότητας», 112/2020   ΜΠρΒερ, ΤΝΠ Qualex.gr). Τα πραγματικά περιστατικά, που συνιστούν τον σπουδαίο λόγο, πρέπει να συνδέονται αιτιωδώς -αλλά και κατά τρόπο προφανή- με την αδυναμία συνέχισης της εταιρείας.

    Υπό την έννοια της καθολικότητας του σπουδαίου λόγου, νοείται η αδυναμία λειτουργίας του συνόλου της εταιρικής δραστηριότητας.

    Τέλος, όσον αφορά τη μονιμότητα, δεν αρκεί η παροδική δυσλειτουργία, η οποία είναι δυνατό, τελικά, να αρθεί. Μόνο το μη αναστρέψιμο της σχετικής κατάστασης μπορεί να καταστήσει αναγκαία τη λύση της ΑΕ.

    Επισημαίνεται ότι η μη αποτελεσματική επιδίωξη των εταιρικών σκοπών και η μη κερδοφόρα διαχείριση δε είναι δυνατό, αυτοτελώς, να στοιχειοθετήσουν την προϋπόθεση του σπουδαίου λόγου.

    Η πιθανολόγηση, πάντως, του σπουδαίου λόγου δεν αρκεί. Απαιτείται επίκληση και απόδειξη των πραγματικών περιστατικών που τον συνιστούν.

    Καταστατική πρόβλεψη σπουδαίων λόγων λύσης δεν δεσμεύει το δικαστήριο.

    Ενδεικτικό Παράδειγμα Σπουδαίου Λόγου

    Ο νομοθέτης προβαίνει σε αναφορά μιας ενδεικτικής περίπτωσης σπουδαίου λόγου. Πρόκειται για την αδυναμία εκλογής ΔΣ ή συνέχισης λειτουργίας της ΑΕ λόγω ύπαρξης δύο ίσων συμμετοχών στην εταιρεία. Το συγκεκριμένο θέμα (της ΑΕ ίσων συμμετοχών) μας έχει και στο παρελθόν, αυτοτελώς-λόγω της σοβαρότητάς του, απασχολήσει.

    Ως περίπτωση ίσων συμμετοχών νοείται η ύπαρξη δύο ισοδύναμων ομάδων μετοχών με ίσα ποσοστά (50%-50%) με αποτέλεσμα να απαιτείται συμφωνία περισσότερων για να ληφθεί απόφαση. Ύπαρξη ίσων συμμετοχών νοείται και στην περίπτωση που το μετοχικό κεφάλαιο που συμμετέχει στη λήψη της απόφασης αποτελείται από δύο συμπαγείς ομάδες με ίσα ποσοστά. Και στην τελευταία αυτή περίπτωση, συνεπώς, οδηγούμαστε στο ίδιο «αδιέξοδο»:  αδυναμίας λήψης απόφασης.

    Η ασυμφωνία των δύο ισοδύναμων ομάδων μετοχών δεν πρέπει να είναι αυτοτελές περιστατικό. Απαιτείται μια συστηματική άρνηση της μιας ομάδας να συμφωνήσει με την άλλη.

    Επισημαίνεται ότι η συστηματική ασυμφωνία πρέπει να αφορά αποκλειστικά είτε την αδυναμία λήψης αποφάσεων για την εκλογή ΔΣ στο πλαίσιο ΓΣ ή αδυναμία λειτουργίας του ΔΣ (η οποία θεωρείται πλασματική έλλειψη ΔΣ).

    Η ασυμφωνία των μελών του ΔΣ ή της ΓΣ αποδεικνύεται από τα πρακτικά των συνεδριάσεών τους. Επίσης από εξωεταιρικές συμφωνίες ή άλλα, επαρκή, αποδεικτικά μέσα.

    Ο σπουδαίος λόγος πρέπει να αφορά άμεσα την ίδια τη λειτουργία της εταιρείας. Ωστόσο, όταν πρόκειται για προσωποπαγείς εταιρείες, οι οποίες εξαρτώνται στενά από τα ίδια τα πρόσωπα των μετόχων, θα μπορούσε να αφορά και τον ίδιο τον αιτούντα (μέτοχο).

    Η υπαιτιότητα των προσώπων που προκαλούν τον σπουδαίο λόγο είναι αδιάφορο να διαπιστωθεί. Στην περίπτωση που ο αιτών είναι παράλληλα και υπαίτιος της κατάστασης αυτής, το δικαστήριο έχει τη δυνατότητα να απορρίψει την αίτηση του ως καταχρηστική.

    Διαδικασία Δικαστικής Λύσης   

    Γενικά

    Για τη δικαστική λύση της ΑΕ υποβάλλεται αίτημα ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου της έδρας της. Η αίτηση δικάζεται σύμφωνα με την εκούσια δικαιοδοσία.

    Απαραίτητο περιεχόμενο της αίτησης αποτελεί η ακριβής περιγραφή του αντικειμένου της υπόθεσης, το αίτημα για δικαστική λύση και σαφής έκθεση των περιστατικών που συνιστούν σπουδαίο λόγο. Επίσης, η ενεργητική νομιμοποίηση του αιτούντος για την υποβολή του συγκεκριμένου αιτήματος. Στην αίτηση, επίσης, πρέπει αναφέρονται τα στοιχεία που θεμελιώνουν την αρμοδιότητα του αρμοδίου Δικαστηρίου (άρ.3 παρ.1). Αν και η έλλειψη του δεν οδηγεί στην απόρριψη της αίτησης, είναι δυνατό να συμπεριληφθεί και αίτημα διορισμού εκκαθαριστών.

    Η αίτηση κοινοποιείται στην ΑΕ, η οποία αποκτά την ιδιότητα του διαδίκου.

    Η δημοσιότητα της αίτησης στο ΓΕΜΗ  δεν αποτελεί στοιχείο του παραδεκτού της συζήτησης της αίτησης (μολονότι απαιτείται κατ’ άρ.166 §8).

    Παρέμβαση Λοιπών Μετόχων

    Ο νομοθέτης χορήγησε στους λοιπούς μετόχους τη δυνατότητα να αποτρέψουν τη δικαστική λύση. Προβλέπεται, ειδικότερα, δικαίωμα του μετόχου ή μετόχων που εκπροσωπούν ποσοστό τουλάχιστον ίσο με 1/3 του αναληφθέντος (και όχι καταβληθέντος) μετοχικού κεφαλαίου να ασκήσουν παρέμβαση. Με την εν λόγω παρέμβαση ζητούν την αποφυγή λύσης  και την άρση της αδυναμίας λειτουργίας της με εξαγορά των μετοχών του αιτούντος. Συνεπώς, με την εν λόγω επιλογή απαλλάσσεται ο αιτών από το εταιρικό «αδιέξοδο» που τον οδήγησε στην εκκίνηση της εν λόγω διαδικασίας αλλά και των λοιπών μετόχων, οι οποίοι πιθανώς να μην επιθυμούν τη λύση της ΑΕ.

    Η παρέμβαση ασκείται με την κατάθεση αυτοτελούς δικογράφου στο δικαστήριο που εκδικάζεται η αίτηση και, επιπρόσθετα, με την επίδοση προς τον αιτούντα και την ΑΕ.

    Σε περίπτωση κατάθεσης παρέμβασης εκ μέρους των λοιπών μετόχων το δικαστήριο προβαίνει σε εξέτασή της και, αν την κάνει δεκτή, δεν ελέγχει τη στοιχειοθέτηση του σπουδαίου λόγου λύσης. Η διαφωνία των μετόχων ως προς τη λύση της ΑΕ ενώπιον του δικαστηρίου αρκεί για να εξεταστεί το ζήτημα απαλλαγής του αιτούντος με εξαγορά αντί λύσης. Παραδεκτό, επομένως, της πρόσθετης παρέμβασης συνιστά μόνον η υποβολή της αίτησης, όχι και η ύπαρξη σπουδαίου λόγου.

    Εφόσον γίνει δεκτή η παρέμβαση, το δικαστήριο ορίζει το αντάλλαγμα των εξαγοράσιμων μετοχών και τους όρους καταβολής. Το αντάλλαγμα πρέπει να είναι δίκαιο και να ανταποκρίνεται στην πραγματική αξία των μετοχών. Η σχετική διάταξη (:άρ. 166) θέτει ανώτατο όριο για το ύψος εξαγοράς των μετοχών: το ποσό εκείνο που θα λάμβαναν οι αιτούντες μετά το στάδιο της εκκαθάρισης, το οποίο μπορεί να προσαυξηθεί μέχρι 20%. Για τον προσδιορισμό της αξίας, το δικαστήριο μπορεί να διατάξει με μη οριστική απόφαση τη διενέργεια (μη δεσμευτικής γι’ αυτό) πραγματογνωμοσύνης.

    Οι μετοχές, στην περίπτωση περισσότερων παρεμβαινόντων, κατανέμονται κατά τον οριζόμενο στην παρέμβαση τρόπο, εκτός αν έχει οριστεί κατανομή των μετοχών ανάλογα με το ποσοστό των παρεμβαινόντων. Τυχόν καταστατικές προβλέψεις για δέσμευση των προς εξαγορά μετοχών δεν λαμβάνονται υπόψη, εκτός κι αν έχει προβλεφθεί διαφορετικά στο καταστατικό.

    Η απόφαση για την εξαγορά είναι δεσμευτική και διαπλαστική˙ το αποτέλεσμά της εξαρτάται από την πλήρωση της αναβλητικής αίρεσης της καταβολής του ανταλλάγματος που θα οριστεί. Δεν απαιτείται δημοσίευσή της στο ΓΕΜΗ.

    Το δικαστήριο θέτει προθεσμία ολοκλήρωσης της εξαγοράς. Αν, λόγω υπαιτιότητας του υπόχρεου εξαγοράς των μετοχών δεν ολοκληρωθεί εμπροθέσμως, είναι δυνατό να διαταχθεί η λύση (ύστερα από αίτηση των αιτούντων). Σε αυτήν την περίπτωση, όμως, θα πρέπει να αποδειχθεί ο σπουδαίος λόγος.

    Αν η παρέμβαση απορριφθεί, ακολουθείται η διαδικασία για λύση της εταιρείας, η οποία στη συνέχεια περιγράφεται.

    Αν η δίκη για το αίτημα λύσης καταργηθεί, απορρίπτεται και η παρέμβαση ως άνευ αντικειμένου.

    Η Απόφαση Δικαστικής Λύσης  

    Πριν την έκδοση δικαστικής απόφασης για τη λύση, το δικαστήριο εκδίδει μη οριστική απόφαση με την οποία διατάσσει προθεσμία για την άρση του σχετικού λόγου. Η λύση (κατά κύριο λόγο) μπορεί να αποφευχθεί μέσω εξαγοράς των μετοχών του αιτούντος από τους λοιπούς μη αιτούντες μετόχους.

    Η εύλογη προθεσμία διαρκεί από δύο έως τέσσερεις μήνες και δεν παρατείνεται. Παράλληλα μπορούν να διαταχθούν μέτρα για την προσωρινή ρύθμιση των εταιρικών υποθέσεων.

    Η απόφαση που διατάσσει τη λύση είναι αναγνωριστική και, ταυτόχρονα, διαπλαστική. Όσον αφορά την επέλευση των αποτελεσμάτων της απόφασης, υφίσταται διχογνωμία αν το σημείο που επέρχονται είναι η τελεσιδικία  της ή η απόφαση έχει άμεση ισχύ με την έκδοση της. Εν προκειμένω, η διχογνωμία γεννάται λόγω της κατανόησης της σημασίας που έχει η διαπίστωση ύπαρξης σπουδαίου λόγου. Στην περίπτωση που υιοθετηθεί η πρώτη θέση της άμεσης ισχύος (λόγω και της μη γνήσιας υπόθεσης εκούσιας δικαιοδοσίας), δεν απαιτείται η έκδοση τελεσίδικης απόφασης και εξέτασης του ζητήματος σε δεύτερο βαθμό.

    Αν γίνει δεκτό ότι επέρχονται οι έννομες συνέπειες με την τελεσιδικία (όπερ και το τελεολογικά προτιμητέο), τότε το δικαστήριο μπορεί αυτεπαγγέλτως να αναστείλει την ισχύ και την εκτέλεση της απόφασης. Αν δεν δοθεί αναστολή, ο ασκών το ένδικο μέσο διάδικος έχει τη δυνατότητα αυτοτελώς να την αιτηθεί.

    Η δικαστική απόφαση ισχύει έναντι όλων (erga omnes) και η απόφαση δημοσιεύεται στο ΓΕΜΗ.

    Με την ίδια απόφαση διορίζεται εκκαθαριστής ανεξαρτήτως υποβολής σχετικού αιτήματος.

    Σημειώνεται, τέλος, ότι είναι δυνατή η καταστατική πρόβλεψη για υπαγωγή στη διαιτησία το αίτημα μετόχου για λύση της ΑΕ.

     

    Η  δικαστική λύση της ΑΕ δεν ενδείκνυται για αντιμετώπιση ενδοεταιρικών διαφορών. Κρίσιμο, λοιπόν, είναι οι προϋποθέσεις του νόμου να ερμηνεύονται στενά και η καταφυγή στην υποβολή του σχετικού αιτήματος να αποτελεί την έσχατη λύση. Δεν θα αποτελούσε, βέβαια, έκπληξη η υιοθέτηση μιας τέτοιας δικαστικής διαδικασίας ως μέσο πίεσης έναντι της «αντίπαλης» ομάδας μετόχων. Το διακύβευμα πάντως-σε κάθε περίπτωση (και υπό οποιαδήποτε οπτική), δεν είναι διόλου αμελητέο. Σε περίπτωση, αποδοχής της σχετικής αίτησης τα ηνία θα αναλάβουν οι εκκαθαριστές. Περί αυτών, όμως, σε επόμενη αρθρογραφία μας.

     

     

    Σταύρος Κουμεντάκης

    Managing Partner

    Koumentakis and Associates Law Firm

     

     

    Σημ.: Το παρόν άρθρο αποτελεί τμήμα ευρύτερης ενότητας αρθρογραφίας της Δικηγορικής μας Εταιρείας για τις ΑΕ. Στην ενότητα αυτή επιχειρούμε την ανάλυση, άρθρο προς άρθρο-με business view, πάντα, προσέγγιση, του νόμου για τις ΑΕ (:4548/2018).

     

  • Λύση με Δικαστική Απόφαση – Αίτηση Έχοντος Έννομο Συμφέρον

    Λύση με Δικαστική Απόφαση – Αίτηση Έχοντος Έννομο Συμφέρον

    Λύση με Δικαστική Απόφαση – Αίτηση Έχοντος Έννομο Συμφέρον

    (άρ. 165 ν. 4548/2018)

    Σε προηγούμενη αρθρογραφία μας απασχόλησαν οι μη δικαστικοί λόγοι λύσης της ΑΕ. Εκείνοι, δηλ., που δεν προϋποθέτουν έκδοση δικαστικής απόφασης με αντικείμενο τη λύση της. Υπάρχουν, όμως, και οι περιπτώσεις που για τη λύση της ΑΕ προϋποτίθεται η έκδοση δικαστικής απόφασης. Πρόκειται για τις περιπτώσεις κατά τις οποίες θα ενεργοποιηθεί κάποιος που έχει έννομο συμφέρον (που εδώ θα μας απασχολήσουν) κι εκείνες που τη λύση, ειδικότερα, θα ζητήσει κάποιος μέτοχος.

    Γενικά

    Ο νομοθέτης αναθέτει στη δικαστική αρχή την εξέταση των προβλεπόμενων γεγονότων που απαριθμεί ως λόγους δικαστικής λύσης της ΑΕ, αποδεχόμενος τα υπέρτερα συμφέροντα που τίθενται υπό διακινδύνευση. Η εξέταση από το δικαστήριο λαμβάνει χώρα με πρωτοβουλία προσώπου, που αποδεικνύει έννομο συμφέρον.

    Με τη σχετική διάταξη εισάγεται αναγκαστικό δίκαιο, καθώς απαριθμούνται περιοριστικά οι λόγοι λύσης. Το προϊσχύσαν δίκαιο προέβλεπε τη δυνατότητα δικαστικής λύσης της ΑΕ, στην περίπτωση που η καθαρή θέση τής μειωνόταν κάτω από το 1/10 του καταβεβλημένου μετοχικού κεφαλαίου. Σχετική πρόβλεψη, ωστόσο, δεν υφίσταται στο ισχύον νομοθέτημα, καθώς ρυθμίζεται το ζήτημα από τις διατάξεις του Κώδικα Αφερεγγυότητας (ν.4738/2020). Ο τελευταίος προβλέπει αποτελεσματικότερους μηχανισμούς αντιμετώπισης της αφερεγγυότητας μίας εταιρείας, ακόμη και στο πρώιμο στάδιο της προπτωχευτικής διαδικασίας εξυγίανσης.

    Οι Λόγοι της Δικαστικής Λύσης

    (α) Μη Καταβολή του Μετοχικού Κεφαλαίου

    Ο νομοθέτης ορίζει ρητά με διατάξεις αναγκαστικού δικαίου το χρονικό πλαίσιο καταβολής του κεφαλαίου κατά τη σύσταση της εταιρείας. Από τον χρόνο σύστασης της εταιρείας υφίσταται προθεσμία δύο μηνών εντός των οποίων πρέπει να λάβει χώρα  η πιστοποίηση καταβολής του αρχικού μετοχικού κεφαλαίου (άρ. 20 § 6). Με την άπρακτη παρέλευση της συγκεκριμένης προθεσμίας, γεννάται λόγος δικαστικής λύσης της ΑΕ.

    Σημειώνεται ότι η διάταξη αναφέρεται στην παράλειψη ολοσχερούς καταβολής του κεφαλαίου και όχι στην πιστοποίησή της ή την τήρηση διατυπώσεων δημοσιότητας. Διευκρινίζεται ότι και η μερική μη καταβολή του κεφαλαίου υπάγεται στο πεδίο εφαρμογής της συγκεκριμένης ρύθμισης. Δεν αφορά, όμως, τη μη καταβολή της «υπέρ το άρτιο» διαφοράς η οποία, από μόνη της, δεν μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα τη δικαστική λύση της ΑΕ.

    Επισημαίνεται, πάντως, πως η μη καταβολή του κεφαλαίου θα πρέπει να συντρέχει και κατά τον χρόνο υποβολής της αίτησης λύσης της εταιρείας. Επομένως, η απλώς εκπρόθεσμη καταβολή του μετοχικού κεφαλαίου δεν συνιστά λόγο λύσης της ΑΕ.

    Υπό την έννοια του μετοχικού κεφαλαίου νοείται τόσο το ελάχιστο νόμιμο όσο και το τυχόν υψηλότερο που προβλέπεται από το καταστατικό. Ο λόγος λύσης τυγχάνει εφαρμογής και στην περίπτωση της μερικής καταβολής.

    (β) Έλλειψη του Ελάχιστου Νόμιμου Κεφαλαίου

    Ο νόμος (άρ.15 §2) προσδιορίζει το ποσό των 25.000€ ως το ελάχιστο νόμιμο του μετοχικού κεφαλαίου της ΑΕ, που πρέπει να συγκεντρωθεί κατά τη σύστασή της και να διατηρείται καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής της. Πρόκειται για χαρακτηριστικό γνώρισμα των ΑΕ ως, κατεξοχήν, κεφαλαιουχικών εταιρειών. Η μη τήρηση της συγκεκριμένης νομοθετικής επιταγής συνιστά λόγο δικαστικής λύσης της. Αντίστοιχα και σε περίπτωση μη συμμόρφωσης ΑΕ σε περίπωση επαύξησης του ελάχιστου νόμιμου στο μέλλον.

    (γ) Παράλειψη Υποβολής Χρηματοοικονομικών Καταστάσεων Για Δύο Συνεχείς Χρήσεις

    Η σύνταξη και δημοσίευση χρηματοοικονομικών καταστάσεων αποτελεί βασική υποχρέωση κάθε ΑΕ. Εφόσον παραλειφθεί η υποβολή τους για δύο συνεχόμενα διαχειριστικά έτη στην αρμόδια υπηρεσία ΓΕΜΗ, στοιχειοθετείται ο τρίτος λόγος δικαστικής λύσης της. Αδιάφορος είναι ο λόγος της παράλειψης (π.χ. η αδυναμία έγκρισής τους από τη ΓΣ ή μη σύγκλησης της ΓΣ).

    Επισημαίνεται ότι κρίσιμη είναι μόνο η τήρηση της υποχρέωσης υποβολής των καταστάσεων προς καταχώριση όχι, όμως, και η δημοσίευσή τους. Ακόμα κι αν εγκρίθηκαν, εφόσον παραλείφθηκε η υποβολή τους στην αρμόδια υπηρεσία, υφίσταται νόμιμος λόγος λύσης.

    Διαδικασία Δικαστικής Λύσης

    Ενεργητική Νομιμοποίηση

    Δικαιούνται να υποβάλουν αίτηση για δικαστική λύση της ΑΕ στη βάση των ανωτέρω λόγων εκείνοι που έχουν έννομο συμφέρον. Μεταξύ αυτών, αδιαμφισβήτητα, οι μέτοχοι της εταιρείας και τα μέλη του ΔΣ. Ενεργητικά νομιμοποιούνται, επίσης, και οι τρίτοι, εφόσον θα αποδείκνυαν έννομο συμφέρον. Η διάταξη σκοπεί στην προστασία όχι μόνον των μετόχων και των μελών του ΔΣ αλλά και τρίτων, οι οποίοι θεμελιώνουν δικαιολογημένο συμφέρον, το οποίο εξυπηρετείται με τη λύση της ΑΕ. Στο πλαίσιο αυτό, αίτηση για δικαστική λύση, εφόσον αποδείξουν έννομο συμφέρον, μπορούν να υποβάλλουν οι ελεγκτές και οι δανειστές της ΑΕ. Επομένως, στην περίπτωση των τρίτων, η ενεργητική νομιμοποίησή τους δεν προκύπτει με μόνη την επίκληση της ιδιότητάς τους ή και την περιγραφή της σχέσης τους με την ΑΕ˙ θα πρέπει, επιπρόσθετα, να αποδείξουν την ύπαρξη στο πρόσωπό τους άμεσου-ειδικού εννόμου συμφέροντος (κατ’ άρ. 68 ΚΠολΔ). Διευκρινίζεται, πάντως, πως το έννομο συμφέρον δεν είναι απαραίτητο να είναι οικονομικής φύσεως ούτε και να έχει αποκλειστικά ατομικό χαρακτήρα (ΜονΕφΑθ 3248/2022 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

    Το Δημόσιο (συμπεριλαμβανομένων των εποπτικών ή φορολογικών αρχών) δεν έχει γενική νομιμοποίηση (από τον νόμο) για υποβολή της αίτησης για δικαστική λύση της ΑΕ αλλά μόνον εφόσον αποδείξει ad hoc έννομο συμφέρον (ΠΠρΘεσσ 17046/2012 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

    Εκδίκαση Αίτησης

    Αρμόδιο για την εκδίκαση της αίτησης για τη λύση της ΑΕ ορίζεται το Μονομελές Πρωτοδικείο της έδρας της, το οποίο δικάζει κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας.

    Πρέπει, ωστόσο, να τονιστεί ότι δεν πρόκειται για μία υπόθεση γνήσιας εκούσιας δικαιοδοσίας. Στην πραγματικότητα, πρόκειται για ιδιωτικού δικαίου διαφορά, στην οποία είναι εμφανές το στοιχείο της αντιδικίας ανάμεσα στον αιτούντα και στην ΑΕ. Ακριβώς εξαιτίας του «μη γνήσιου» χαρακτήρα της, η διαφορά υπάγεται υποχρεωτικά σε διαμεσολάβηση κατά τον ν. 4640/2019.

    Ο ν. 4548/2018, πλέον, ρητά επιβάλλει την κλήση της ΑΕ, ώστε αυτή εκ του νόμου να θεωρείται «διάδικος». Έτσι, η αίτηση δικαστικής λύσης της θα πρέπει, αφενός, να στρέφεται και κατά της ίδιας της ΑΕ ως διαδίκου, και, αφετέρου, να της επιδίδεται με κλήση προς συζήτηση.

    Προσοχή πρέπει να δοθεί στην περίπτωση που αιτούντες της δικαστική λύση είναι τα μέλη του ΔΣ της εταιρείας. Απαραίτητος θα είναι, τότε, ο διορισμός προσωρινής διοίκησης κατά τα άρ. 69 ΑΚ και 786 ΚΠολΔ-αποκλειστικά προς τον σκοπό διεξαγωγής της επίμαχης δίκης. Κι αυτό, γιατί σε μία τέτοια περίπτωση εντοπίζεται «σύγκρουση συμφερόντων» μεταξύ του ΔΣ και του νομικού προσώπου που διοικεί.

    Προθεσμία Άρσης των Λόγων Λύσης

    Από τη στιγμή που διαγιγνώσκεται η συνδρομή όλων των ουσιαστικών και δικονομικών προϋποθέσεων δικαστικής λύσης, το δικαστήριο υποχρεούται να διατάξει τη λύση της ΑΕ. Ο δικαστής, ωστόσο, διαθέτει διακριτική ευχέρεια για χορήγηση «εύλογης προθεσμίας» για την άρση των λόγων λύσης της. Δικαιολογημένα παρέχεται στο δικαστήριο η δυνατότητα έκδοσης μη οριστικής απόφασης που παρέχει στην ΑΕ ένα χρονικό περιθώριο επανόρθωσης. Η δικαστική λύση είναι προφανώς ένα ιδιαίτερα επαχθές μέτρο και η καταφυγή σε αυτήν μόνον ως «ultima ratio» θα πρέπει να επιλεγεί για τον δικαστή.  Η εν λόγω προθεσμία μπορεί να διαρκεί από δύο έως τέσσερις μήνες, χωρίς δυνατότητα παράτασης. Για τη μη χορήγηση της απαιτείται ειδική αιτιολογία˙ για ποιο λόγο, δηλ. ο δικαστής κρίνει ότι το μέτρο αυτό είναι άσκοπο και ο λόγος λύσης δε είναι δυνατό να θεραπευθεί. Παράλληλα με τη χορήγηση της συγκεκριμένης προθεσμίας είναι δυνατό ο δικαστής να διατάξει μέτρα για την προσωρινή ρύθμιση των εταιρικών υποθέσεων (διορισμό προσωρινής διοίκησης,  χορήγηση δικαιώματος σύγκλησης της ΓΣ σε ορισμένους μετόχους).

    Έκδοση Δικαστικής Απόφασης

    Η δικαστική απόφαση που κηρύσσει τη λύση της εταιρείας έχει ισχύ erga omnes («έναντι πάντων»). Αμφισβήτηση δημιουργείται ως προς τον ακριβή χρόνο έναρξης των εννόμων συνεπειών της δικαστικής απόφασης. Με δεδομένο ότι ακολουθείται η διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας, τα έννομα αποτελέσματα της δικαστικής λύσης υποστηρίζεται ότι πρέπει να επέλθουν, άμεσα, με την έκδοση της οριστικής απόφασης. Ορθότερη, πάντως, θα πρέπει να θεωρηθεί η άποψη, ότι λόγω του διαπλαστικού της χαρακτήρα, η δικαστική λύση της ΑΕ θα πρέπει να εξαρτηθεί από τη τελεσιδικία της σχετικής απόφασης, καθώς ως (δραματικά) δραστικό μέτρο απαιτεί αυξημένο βαθμό δικονομικής ωριμότητας.

     

    Η λύση της ΑΕ δεν συνιστά συμβατική, μόνον, ευχέρεια των μετόχων. Υπό συγκεκριμένες προϋποθέσεις (μη καταβολή του μετοχικού κεφαλαίου, έλλειψη του ελάχιστου νόμιμου κεφαλαίου και παράλειψη υποβολής χρηματοοικονομικών καταστάσεων για δύο συνεχείς χρήσεις) είναι δυνατή η προσφυγή στο αρμόδιο δικαστήριο για κείνον (μέτοχο, μέλος του ΔΣ, ελεγκτή, δανειστή ή τρίτο) που θα δικαιολογήσει σχετικό έννομο συμφέρον. Ειδικά όμως, επί υπάρξεως σπουδαίου λόγου, ο νόμος παρέχει δικαίωμα στους μετόχους που εκπροσωπούν ποσοστό μεγαλύτερο του 1/3 του μετοχικού κεφαλαίου να ζητήσουν, αυτοτελώς, τη λύση της ΑΕ. Περί αυτών, όμως, σε επόμενη αρθρογραφία μας.-

     

    Σταύρος Κουμεντάκης

    Managing Partner

    Koumentakis and Associates Law Firm

     

     

    Σημ.: Το παρόν άρθρο αποτελεί τμήμα ευρύτερης ενότητας αρθρογραφίας της Δικηγορικής μας Εταιρείας για τις ΑΕ. Στην ενότητα αυτή επιχειρούμε την ανάλυση, άρθρο προς άρθρο-με business view, πάντα, προσέγγιση, του νόμου για τις ΑΕ (:4548/2018).

  • Λόγοι Λύσης ΑΕ

    Λόγοι Λύσης ΑΕ

    Λόγοι Λύσης ΑΕ

    (άρ. 164 ν. 4548/2018)

    Εκτεταμένα μας απασχόλησε, μέχρι σήμερα, το νομικό καθεστώς που διέπει τη σύσταση και τη λειτουργία της ΑΕ. Στη ζωή και τη φύση, ωστόσο, δεν υφίσταται μόνον η γέννηση. Αντίστοιχα και στην ΑΕ υφίσταται και το ενδεχόμενο του πέρατος της ζωής της. Ο νόμος απαριθμεί, με τρόπο αποκλειστικό, τους λόγους λύσης μίας ΑΕ, θεσπίζοντας αυστηρό νομοθετικό πλαίσιο.

    Γενικά

    Ο νομοθέτης καθόρισε τους λόγους λύσης παραθέτοντας αντικειμενικά γεγονότα που οδηγούν στο «τέλος» της εταιρείας. Η απαρίθμηση τους είναι περιοριστική και οι σχετικές διατάξεις (:αναγκαστικού δικαίου) αποκλείουν πιθανές αποκλίσεις. Θα είναι άκυρη κάθε αντίθετη καταστατική ρήτρα ή απόφαση εταιρικού οργάνου (ακόμα και της ΓΣ), με την οποία αποκλείονται λόγοι λύσης ή προστίθενται επιπλέον. Διαφοροποιήσεις προβλέπονται για ειδικούς, μόνον, τύπους ΑΕ-όπως οι ασφαλιστικές και οι χρηματιστηριακές.

    Ο κεφαλαιουχικός χαρακτήρας των ΑΕ δεν θα δικαιολογούσε τη λύση τους για ζητήματα που αφορούν, προσωπικά, τους μετόχους. Γι’ αυτό και δεν συνιστούν λόγους λύσης η πτώχευση μετόχου, η απώλεια της δικαιοπρακτικής του ικανότητας ή, ακόμα, και ο θάνατός του. Υποστηρίζεται, εντούτοις (όχι, πάντως, αρκετά πειστικά), πως είναι επιτρεπτές παρεκκλίσεις από το γράμμα του νόμου, όταν καταστατικά θεσπίζονται προσωποπαγείς (και άλλοι) λόγοι λύσης στην περίπτωση ΑΕ με έντονο προσωπικό χαρακτήρα. Ενδεικτικά: στην περίπτωση των οικογενειακών εταιρειών.

    Στη λύση δεν είναι δυνατό να οδηγήσουν άλλα γεγονότα, τα οποία αφορούν την ΑΕ, στο μέτρο που νομοθετικά δεν προβλέπονται. Ενδεικτικά: η απώλεια της εταιρικής περιουσίας, η έλλειψη ή αδράνεια εταιρικών οργάνων, η αδυναμία εκπλήρωσης του εταιρικού σκοπού και οι συνεχείς ζημιογόνες χρήσεις. Επισημαίνεται, ακόμα, ότι η ΑΕ δε λύεται ούτε με καταγγελία εκ μέρους των μετόχων-ακόμα κι όταν πρόκειται για αορίστου χρόνου.

    Λόγοι Λύσης της ΑΕ

    Οι λόγοι λύσης θα μπορούσαν να διακριθούν σε δικαστικούς (άρ.164 §2) και μη-ανάλογα αν προϋποτίθεται (ή μη) η έκδοση σχετικής δικαστικής απόφασης. Εδώ, ειδικότερα, θα μας απασχολήσουν οι λόγοι λύσης που δεν προϋποθέτουν έκδοση δικαστικής απόφασης.

    (α) Παρέλευση Καταστατικού Χρόνου Διάρκειας

    Η διάρκεια της ΑΕ είναι δυνατόν να προβλεφθεί ως ορισμένου ή αορίστου χρόνου (άρ.8 ν.4548/2018). Στην περίπτωση που οριστεί ως ορισμένου, απαραίτητη είναι η καταστατική πρόβλεψη του χρόνου διάρκειάς της, ο οποίος πρέπει να ορίζεται σε έτη και να μην εξαρτάται από αιρέσεις και γεγονότα. Η σύντμηση του προβλεπόμενου χρόνου διάρκειας αλλά και η παράτασή του είναι δυνατές, εφόσον προηγηθεί απόφαση της ΓΣ και σχετική τροποποίηση του καταστατικού-που θα δημοσιευθούν όπως ο νόμος ορίζει.

    Στην περίπτωση της παρέλευσης του ορισμένου χρόνου διάρκειάς της, η ΑΕ λύεται αυτοδίκαια. Δεν απαιτείται, μάλιστα, τήρηση διατυπώσεων δημοσιότητας. Αν τέτοιες λάβουν χώρα έχουν δηλωτικό χαρακτήρα. Έτσι, η εταιρεία επέρχεται αυτομάτως στο στάδιο της εκκαθάρισης.

    Η τροποποίηση του καταστατικού (και η σχετική δημοσιότητα) για παράταση ή  σύντμηση της διάρκειας της ΑΕ πρέπει να λάβει χώρα πριν την πάροδο του προβλεπόμενου, καταστατικά, χρόνου. Σε διαφορετική περίπτωση, η ΑΕ λύεται αυτοδίκαια. Ενδεχόμενη παράταση δεν είναι δυνατό να λάβει χώρα άτυπα ή σιωπηρά. Εάν η απόφαση ή η δημοσιότητα της τροποποίησης συμβεί μετά την παρέλευση του ορισμένου χρόνου, δεν θα πρόκειται για παράταση αλλά για αναβίωση της ΑΕ-καθώς θα έχει προηγηθεί η αυτοδίκαιη λύση της.

    (β) Απόφαση ΓΣ για Λύση

    Ο νομοθέτης αναγνωρίζει το δικαίωμα στους μετόχους της ΑΕ να αποφασίσουν τη λύση της. Συγκεκριμένα, επιτρέπει στη ΓΣ-το ανώτατο εταιρικό όργανο της ΑΕ, να αποφασίσει με αυξημένη απαρτία και πλειοψηφία τη λύση της (άρθρα 130 § 3 & 132 §2). Η προϋπόθεση της αυξημένης απαρτίας ισχύει  για εισηγμένες και μη ΑΕ. Έχει, βέβαια, υποστηριχθεί (όχι ορθά) πως ως προς τις εισηγμένες ΑΕ απαιτείται η συγκέντρωση ποσοστών τέτοιων που προβλέπει ο νόμος για τη διαγραφή των μετοχών από τη ρυθμιζόμενη αγορά (cold delisting), δηλ. το 95% των δικαιωμάτων ψήφου (άρ.17 §5 ν.3371/2005). Σε κάθε περίπτωση: το καταστατικό των ΑΕ δύναται να προβλέπει υψηλότερα ποσοστά για η λύση της-σύμφωνα με όσα γενικά ισχύουν.

    Η απόφαση της ΓΣ της ΑΕ οδηγεί σε πρόωρη λύση, καθώς λαμβάνεται πριν από το πέρας της καταστατικά ορισμένης διάρκειας της ΑΕ. Συστατικό στοιχείο της σχετικής απόφασης αποτελεί η δημοσίευσή της στο ΓΕΜΗ. Η λήψη της απόφασης δεν επαρκεί για την επέλευση των σκοπούμενων εννόμων αποτελεσμάτων της. Η προϋπόθεση της δημοσιότητας δικαιολογείται, αφού η απόφαση για λύση συνεπάγεται τροποποίηση του καταστατικού για την οποία απαιτείται η τήρηση διατυπώσεων δημοσιότητας. Σημειώνεται ότι είναι η μοναδική περίπτωση λύσης, για την οποία απαιτείται δημοσιότητα.

    Η απόφαση δε είναι ανεκτό να εξαρτά τη λύση της από αιρέσεις και άλλα γεγονότα. Σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο θα επροκαλείτο αδικαιολόγητη ανασφάλεια στους μετόχους, εργαζόμενους, συναλλασσόμενους και δανειστές.

    Ζήτημα τίθεται ως προς τη δυνατότητα προσβολής της απόφασης ως καταχρηστικής (άρ. 137 §2  β’). Κατά μία άποψη (καθώς εναπόκειται στην ελεύθερη και ανέλεγκτη κρίση της μετοχικής πλειοψηφίας η συνέχιση ή μη της εταιρείας), θα πρέπει να απαλλαγεί η εν λόγω απόφαση από την εξέταση ως προς την καταχρηστικότητα της. Εξάλλου, ο ίδιος ο νομοθέτης δεν επιβάλλει ως προϋπόθεση για τη λήψη της απόφασης τη συνδρομή οποιουδήποτε (σπουδαίου) λόγου. Η αντίθετη άποψη και (ορθά) κρατούσα υποστηρίζει ότι (και) η απόφαση λύσης υπόκειται σε έλεγχο καταχρηστικότητας-λαμβάνοντας υπόψη τυχόν δόλια εξυπηρέτηση συμφερόντων της πλειοψηφίας.

    Σχετική ρήτρα του καταστατικού, η οποία αποκλείει τη λύση με απόφαση της ΓΣ, είναι άκυρη.

    (γ) Πτώχευση Εταιρείας

    Λύση της ΑΕ επιφέρει αυτοδικαίως και η κήρυξή της σε πτώχευση. Τα έννομα αποτελέσματα, στην περίπτωση αυτή, επέρχονται με την έκδοση της σχετικής δικαστικής απόφασης. Οι περαιτέρω διατυπώσεις δημοσιότητας (καταχώριση και δημοσίευση στο ΓΕΜΗ) έχουν αποκλειστικά δηλωτικό-πληροφοριακό χαρακτήρα.

    Την κήρυξη της πτώχευσης δεν ακολουθεί το στάδιο της εκκαθάρισης. Εφαρμόζεται, ως ειδικότερη, η πτωχευτική διαδικασία («…ως μορφή εκκαθάρισης..» ΜΠρΑθ 4395/2003 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) , κατά την οποία κεντρικό ρόλο διοίκησης της πτωχευτικής περιουσίας αναλαμβάνει ο σύνδικος. Καθ’ όλη την πτωχευτική διαδικασία η ΑΕ εξακολουθεί να υφίσταται ως νομικό πρόσωπο˙ επίσης και τα όργανά της.

    Μετά την ολοκλήρωση της πτωχευτικής διαδικασίας, η εταιρεία εξαφανίζεται. Ωστόσο, εάν τελικά απομείνει αδιανέμητη εταιρική περιουσία, οι εταίροι έχουν δύο εναλλακτικές: είτε να ακολουθήσουν τα στάδιο της εκκαθάρισης είτε να αποφασίσουν την αναβίωση της εταιρείας. Από τις παραπάνω περιπτώσεις πρέπει να διακρίνουμε την ανατροπή ή ανάκληση της δικαστικής απόφασης που κήρυξε την πτώχευση, καθώς σε μία τέτοια περίπτωση επέρχεται αυτοδίκαιη ανατροπή της λύσης της-αναδρομικά.

    (δ) Απόρριψη Αίτησης Πτώχευσης Λόγω Ανεπάρκειας Ενεργητικού

    Προϋπόθεση για την κήρυξη πτώχευσης αποτελεί, κατά νόμο, η επάρκεια της περιουσίας του οφειλέτη για την κάλυψη των εξόδων της πτωχευτικής διαδικασίας. Εάν το ενεργητικό του οφειλέτη δεν επαρκεί, τότε η αίτηση απορρίπτεται. Αν η ΑΕ δεν κηρυχθεί σε πτώχευση λόγω ανεπάρκειας της περιουσίας της, θα πρέπει να υποστεί τις ίδιες συνέπειες-ωσάν να είχε κηρυχθεί: να λυθεί, δηλ., αφού η λειτουργία της δεν είναι βιώσιμη. Οι συνέπειες της λύσης επέρχονται με τη δημοσίευση της δικαστικής απόφασης, και όχι από τις δηλωτικού, μόνον, χαρακτήρα δημοσιεύσεις στο ΓΕΜΗ και στο Ηλεκτρονικό Μητρώο Αφερεγγυότητας.

    Το δικαστήριο διαπιστώνει την ανεπάρκεια της περιουσίας με απλή πιθανολόγηση-στη βάση των οικονομικών στοιχείων που τίθενται υπόψη του. Σε αυτά υπολογίζει τα ταμειακά διαθέσιμα της οφειλέτιδος ΑΕ, τις εισπρακτέες απαιτήσεις της όπως και κάθε ευχερώς ρευστοποιήσιμο στοιχείο, που ανήκει στην περιουσία της. Στην τελευταία κατηγορία εντάσσονται και τα εμπραγμάτως βεβαρημένα περιουσιακά στοιχεία μετά την αφαίρεση της αξίας του βάρους, η αξία εκποίησης της ίδιας της επιχείρησης ως συνόλου καθώς και ο,τιδήποτε μπορεί να επανενταχθεί στην πτωχευτική περιουσία μέσω της πτωχευτικής ανάκλησης.

    Τα διαδικαστικά έξοδα που πρέπει να καλύπτει η περιουσία του οφειλέτη αφορούν  τις προβλέψιμες δικαστικές και διαχειριστικές δαπάνες (π.χ. δαπάνες για είσπραξη των απαιτήσεων, για διοίκηση της πτωχευτικής περιουσίας, οι αμοιβές του συνδίκου και των πραγματογνωμόνων, τα έξοδα των προσκλήσεων και δημοσιεύσεων κλπ).

     Έννομες Συνέπειες Λύσης

    Επικρατεί ευρέως μία λανθασμένη ταύτιση της έννοιας της λύσης της εταιρείας με αυτή της εξαφάνισης του νομικού προσώπου από τον συναλλακτικό κόσμο (υπό την έννοια του άρθρου 72 ΑΚ). Η λύση της εταιρείας μεταβάλλει απλώς τον σκοπό της από παραγωγικό σε εκκαθαριστικό. Η ΑΕ εξακολουθεί να υφίσταται ως νομικό πρόσωπο (διαθέτοντας και πάλι δικαιοπρακτική ικανότητα και εμπορική ιδιότητα), δεν συνεχίζει, όμως, την παραγωγική της δραστηριότητα. Υφίσταται αποκλειστικά για τον σκοπό της εκκαθάρισής της, με την ολοκλήρωση της οποίας θα επέλθει τελικά και η εξαφάνισή της.

    Σημειώνεται, πάντως, ότι η νομολογία ακολουθεί μία ελαφρώς διαφορετική δογματική θεωρία (θεωρία του πλάσματος δικαίου), σύμφωνα με την οποία η ΑΕ «παύει να υφίσταται ως οικονομική οντότητα που διατηρεί την ταυτότητά της ως σύνολο οργανωμένων πόρων με σκοπό την άσκηση οικονομικής δραστηριότητας και κατά πλάσμα δικαίου υφίσταται μόνο μέχρι την περάτωση της εκκαθάρισης και για τις ανάγκες αυτής» (ΑΠ 435/2022 areiospagos.gr).

     

    Η λύση της εταιρείας δεν θα πρέπει να ταυτίζεται με το πέρασμά της στο (νομικό) «μη ον». Μια ΑΕ, πάντως, είναι δυνατό να λυθεί αφού προηγηθεί έκδοση σχετικής δικαστικής απόφασης ή και, σε κάποιες περιπτώσεις, χωρίς αυτή. Οι λόγοι που αφορούν την τελευταία περίπτωση (παρέλευση διάρκειας, απόφαση της ΓΣ, πτώχευση-ή ανυπαρξία των αναγκαίου ενεργητικού για την κήρυξή της) είναι, επίσης, αυστηρά περιορισμένοι και δεν είναι δυνατή (ούτε καταστατικά) η διεύρυνσή τους. Και οι λόγοι λύσης, πάντως, μιας ΑΕ με την έκδοση δικαστικής απόφασης είναι, επίσης, αυστηρά περιορισμένοι. Περί αυτών, πάντως, σε επόμενη αρθρογραφία μας.

     

    Σταύρος Κουμεντάκης

    Managing Partner

    Koumentakis and Associates Law Firm

     

     

    Σημ.: Το παρόν άρθρο αποτελεί τμήμα ευρύτερης ενότητας αρθρογραφίας της Δικηγορικής μας Εταιρείας για τις ΑΕ. Στην ενότητα αυτή επιχειρούμε την ανάλυση, άρθρο προς άρθρο-με business view, πάντα, προσέγγιση, του νόμου για τις ΑΕ (:4548/2018).

     

  • Επιστροφή Στην ΑΕ Παράνομα Εισπραχθέντων Ποσών

    Επιστροφή Στην ΑΕ Παράνομα Εισπραχθέντων Ποσών

    Επιστροφή Στην ΑΕ Παράνομα Εισπραχθέντων Ποσών

    (άρ. 163 ν. 4548/2018)

    Σε προηγούμενη αρθρογραφία μας προσεγγίσαμε το μετοχικό δικαίωμα συμμετοχής στα κέρδη. Ως αυστηρές (κι όχι άδικα) αξιολογούνται οι προϋποθέσεις για την τήρηση της νομιμότητας όσον αφορά τη διανομή κερδών. Σε περίπτωση παραβίασή τους, εύλογο είναι να προβλέπεται η επιστροφή των ποσών που, κατά παράβασή τους, εισπράχθηκαν.

    Εισαγωγικά

    Η διάταξη του άρθρου 163, που προβλέπει επιστροφή των παράνομα εισπραχθέντων ποσών [με την οποία ενσωματώθηκε -ήδη υπό την ισχύ του προηγούμενου νομοθετικού καθεστώτος για την ΑΕ κ.ν.2190/1920- η Οδ.2017/1132 (άρθρο 57)], συνιστά κυρωτικό κανόνα. Αποδέκτες της εν λόγω κύρωσης είναι (κατ’ αρχήν) οι μέτοχοι, καθώς η οποιαδήποτε διανομή (συνήθως) κερδών απευθύνεται προς αυτούς. Σημειώνεται ότι η διάταξη αφορά τις φανερές διαθέσεις της εταιρικής περιουσίας και συναπαρτίζει μαζί με άλλες (άρ.159-162) το πλέγμα των προστατευτικών νομοθετικών ρυθμίσεων για τη διατήρηση του μετοχικού κεφαλαίου. Όπως και στην περίπτωση απαγόρευσης επιστροφής της εισφοράς απαγορεύεται, εν προκειμένω για τον ίδιο επιδιωκόμενο σκοπό, η επιστροφή κάθε είδους ποσού, που αποτελεί μη σύννομη καταβολή τόσο με ευθεία επιστροφή της όσο και με συγκαλυπτομένη υπό δικαιοπραξία (907/2005 ΕφΠειραιά ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

    Αντικείμενο Αξίωσης Επιστροφής Παρανόμων Εισπραχθέντων

    Η αξίωση της εταιρείας για επιστροφή των παράνομα εισπραχθέντων παροχών συνίσταται στην απαίτηση για αποκατάσταση της λογιστικής αξίας της εταιρικής περιουσίας. Η αξίωση συνίσταται ειδικότερα στην επιστροφή του ποσού που διανεμήθηκε παράνομα. Το παράνομο συνίσταται στην παραβίαση των προϋποθέσεων και απαγορεύσεων του νόμου (άρ. 158-162). Στην περίπτωση που πρόκειται για χρηματική παροχή, η απαίτηση αφορά την καταβολή αντίστοιχου χρηματικού ποσού. Αν πάλι η παράβαση αφορά μεταβίβαση περιουσιακού αντικειμένου, ο μέτοχος οφείλει είτε την αυτούσια επιστροφή αυτού που μεταβιβάστηκε είτε την συμπλήρωση της εταιρικής περιουσίας με ποσό αντίστοιχης αξίας. Η επιλογή μιας από τις δύο μεθόδους επιστροφής εναπόκειται στη βούληση του μετόχου.

    Η εν λόγω αξίωση της εταιρείας αποτελεί ειδικότερη μορφή της αξίωσης αδικαιολόγητου πλουτισμού, όπως αυτή προβλέπεται στις διατάξεις του νόμου (άρ.904 ΑΚ). Η ικανοποίηση των συναφών αξιώσεων της εταιρείας, ωστόσο, θα μπορούσε να επιτευχθεί και μέσω των διατάξεων για τις αδικοπραξίες, καθώς η εταιρική περιουσία ζημιώθηκε λόγω της παράνομης διανομής. Σε θεωρητική περίπτωση, λοιπόν, που δεν προβλεπόταν ειδικά η αξίωση επιστροφής, η εταιρεία μπορούσε να επιδιώξει την ικανοποίησή της μέσω των γενικών διατάξεων.

    Φορέας Αξίωσης

    Η παρανόμως διανεμηθείσα περιουσία ανήκει στην εταιρεία και η επιστροφή μόνον σε αυτή νοείται. Φορέας, λοιπόν, της αξίωσης είναι το ίδιο το νομικό πρόσωπο της ΑΕ. Η άσκησή της συντελείται μέσω του ΔΣ. Ενδεχόμενη παράλειψη άσκησής της ελέγχεται από πλευράς ευθυνών των μελών του ΔΣ (άρ. 102 ν. 4548/2018).

    Αποδέκτης της Αξίωσης Επιστροφής της Παράνομης Παροχής

    Υπόχρεος, κατ’ αρχήν, για την επιστροφή της όποιας παράνομης παροχής είναι ο μέτοχος που παράνομα εισέπραξε ποσό από την εταιρική περιουσία. Ακόμη κι αν το πρόσωπο αυτό απώλεσε μεταγενέστερα τη μετοχική ιδιότητα, εξακολουθεί να ευθύνεται για την αποκατάσταση της λογιστικής διαφοράς, που προκάλεσε στην εταιρική περιουσία. Ο νέος μέτοχος που έλαβε τις μετοχές του παλαιού στον οποίο είχαν χορηγηθεί παρανόμως τα εν λόγω ποσά δε φέρει ευθύνη, εκτός κι αν συντρέξουν οι προϋποθέσεις των διατάξεων για την καταδολίευση δανειστών ή μεταβίβαση ομάδας περιουσίας (939 ή 479ΑΚ).

    Κακή Πίστη Αποδέκτη

    Στον νόμο (άρ. 163) αποτυπώνεται η γενικότερη αρχή της προστασίας του καλόπιστου λήπτη προβλέποντας μια υποκειμενική προϋπόθεση. Ο νομοθέτης απαλλάσσει τον μέτοχο από την υποχρέωση επιστροφής όσων παράνομα έλαβε, όταν χωρίς υπαιτιότητα αγνοούσε τον μη σύννομο χαρακτήρα της καταβολής. Ωστόσο, αν όφειλε να γνωρίζει, η άγνοια του αυτή δε είναι δυνατό να οδηγήσει σε απαλλαγή του. Νομολογιακά έχει κριθεί ότι από τη διάταξη του άρθρου 163 (παλαιό 46α του κ.ν.2190/1920) απορρέει υποχρέωση για τους μετόχους να εξετάζουν το σύννομο των καταβολών (907/2005 ΕφΠειραιά ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

    Το βάρος απόδειξης της κακής πίστης του λήπτη φέρει η ΑΕ, η οποία πρέπει να θεμελιώσει τη γνώση ή υπαίτια άγνοια του μετόχου, ώστε να επιτύχει την επιστροφή των παροχών. Ο βαθμός, πάντως, υπαιτιότητας κρίνεται ξεχωριστά για κάθε μέτοχο, αφού, φυσικά, ληφθούν υπόψη οι περιστάσεις, υπό τις οποίες ελήφθη η απόφαση για παροχή. Η υπαιτιότητα μετόχου που ασκεί διαχειριστικές εξουσίες ως μέλος του ΔΣ εύκολα θα αποδεικνυόταν, σε αντίθεση με την υπαιτιότητα ενός  μικρομετόχου, του οποίου η πληροφόρηση επί των οικονομικών στοιχείων της εταιρείας είναι, σαφέστατα, περισσότερο περιορισμένη-αν όχι ανύπαρκτη.

    Κεκρυμμένη Διανομή Εταιρικής Περιουσίας

    Σε περίπτωση παράνομης περιουσιακής μετακίνησης παροχών από την ΑΕ προς τρίτα πρόσωπα («κεκρυμμένη διανομή εταιρικής περιουσίας»), δημιουργείται μία «τριγωνική σχέση» μεταξύ εταιρείας, μετόχου και τρίτου-λήπτη. Για την επιστροφή των παρανόμως εισπραχθέντων θα πρέπει να κάνουμε τις κατωτέρω διακρίσεις:

    (α) Εάν λήπτης της παράνομης παροχής είναι πρόσωπο συνδεδεμένο με μέτοχο, ενεχόμενοι προς επιστροφή είναι τόσο ο μέτοχος όσο και ο ίδιος ο λήπτης. Όσον αφορά τον μέτοχο, ζήτημα ως προς τη νομική θεμελίωση της ευθύνης του δεν γεννάται, καθώς οι περιορισμοί των άρθρων 158 έως 162 εφαρμόζονται ευθέως σε αυτόν ούτως ή άλλως. Αντίθετα, η υποχρέωση του λήπτη προκύπτει μέσω τελολογικής ερμηνείας του ρυθμιστικού πλαισίου˙  και τούτο, στη βάση της σχέσης που τον συνδέει με τον μέτοχο και, φυσικά, προς τον σκοπό αποτελεσματικής προστασίας του μετοχικού κεφαλαίου. Η υποκειμενική, πάντως, προϋπόθεση γνώσης (ή υπαίτιας άγνοιας) της παράνομης καταβολής πρέπει να συντρέχει και στο πρόσωπο του τρίτου.

    (β) Εάν η παράνομη περιουσιακή μετακίνηση κατευθύνθηκε από την υποθυγατρική (καλύτερα: «εγγονή» εταιρεία) προς την μητρική (η οποία δεν συμμετέχει η ίδια στο μετοχικό κεφάλαιο της πρώτης αλλά μέσω της θυγατρικής), γίνεται τότε δεκτό ότι εις ολόκληρο ευθυνόμενες είναι τόσο η μητρική όσο και η θυγατρική. Δικαιολογημένα γεννάται ευθύνη και της θυγατρικής (παρ’ όλο που δεν ήταν η ίδια λήπτης της παράνομης παροχής), καθώς αξιοποιώντας τη δική της εταιρική ιδιότητα άσκησε η μητρική την επιρροή της.

    (γ) Εάν η παροχή δόθηκε σε παρένθετο πρόσωπο (:αχυράνθρωπο), τότε η ευθύνη γεννάται σε βάρος του κρυπτόμενου μετόχου, ως τελικού λήπτη της.

    Σε όλες τις παραπάνω περιπτώσεις, το υπόχρεο πρόσωπο οφείλει να επιστρέψει τα παρανόμως εισπραχθέντα ποσά. Υπάρχουν, όμως, και οι περιπτώσεις της «κεκρυμμένης διανομής εταιρικής περιουσίας», η οποία στην πράξη εκδηλώνεται με τη μετακίνηση όχι ποσών αλλά μη χρηματικών παροχών προς τους τρίτους – λήπτες (π.χ. μεταβίβαση κυριότητας ακινήτου). Περιεχόμενο της αξίωσης της ΑΕ, σε μια τέτοια περίπτωση, δεν θα είναι καθεαυτή η επιστροφή των ίδιων των παροχών αλλά η ποσοτική αποκατάσταση της εταιρικής περιουσίας (λογιστικά υπολογιζόμενης).

    Προθεσμία Παραγραφής της Αξίωσης

    Η εταιρική αξίωση για επιστροφή των παρανόμως εισπραχθέντων υπόκειται σε παραγραφή. Με δεδομένο ότι η σχετική νομοθετική ρύθμιση δεν προσδιορίζει ειδική την προθεσμία παραγραφής μιας τέτοιας αξίωση, εφαρμόζεται η γενική διάταξη του άρθρου 249 ΑΚ. Η αξίωση, δηλαδή, είναι δυνατό να ασκηθεί εντός είκοσι ετών από την γέννησή της.

     

    Ιδιαίτερα αυστηρές χαρακτηρίζονται οι προϋποθέσεις όσον αφορά τη διανομή κερδών (ή άλλων ποσών) προς τους μετόχους από την ΑΕ. Ενδεχόμενη παραβίασή τους δημιουργεί το υπόβαθρο για την αξίωση επιστροφής τους έναντι εκείνων που μη νόμιμα τις έλαβαν-είτε πρόκειται για τους ίδιους τους μετόχους είτε για τρίτους. Και τούτο, ανεξάρτητα από τις όποιες προσωπικές, αστικές και ποινικές, ευθύνες των προσώπων που εμπλέκονται˙ βεβαίως και των μελών του ΔΣ τα οποία θα σκεφτούν να μην ασκήσουν τις εύλογες-σύννομες αξιώσεις της ΑΕ. Ουδεμία, λοιπόν, χωρεί αμφιβολία ότι ιδιαίτερα προσεκτικοί θα πρέπει να είμαστε κατά την διαχείριση τέτοιας φύσης θεμάτων. Οι κίνδυνοι που ελλοχεύουν δεν είναι καθόλου αμελητέοι-

     

     

    Σταύρος Κουμεντάκης

    Managing Partner

    Koumentakis and Associates Law Firm

     

     

    Σημ.: Το παρόν άρθρο αποτελεί τμήμα ευρύτερης ενότητας αρθρογραφίας της Δικηγορικής μας Εταιρείας για τις ΑΕ. Στην ενότητα αυτή επιχειρούμε την ανάλυση, άρθρο προς άρθρο-με business view, πάντα, προσέγγιση, του νόμου για τις ΑΕ (:4548/2018).

     

     

    .

Η περιοχή αυτή είναι καταχωρημένη στο wpml.org ως περιοχή ανάπτυξης. Μεταβείτε σε τοποθεσία παραγωγής με κλειδί στο remove this banner.