Κατηγορία: Άρθρα

  • Συμβάσεις και Συναλλαγές Με Μέλη ΔΣ και Συνδεδεμένα Μέρη: Αδειοδότηση

    Συμβάσεις και Συναλλαγές Με Μέλη ΔΣ και Συνδεδεμένα Μέρη: Αδειοδότηση

    Σε προηγούμενη αρθρογραφία μας, μας απασχόλησε η διαδικασία χορήγησης άδειας για τη σύναψη συναλλαγών της ΑΕ με μέλη ΔΣ και συνδεδεμένα μέρη (άρ. 100 ν. 4548/2018). Ακριβέστερα, με τα αρμόδια για την παροχή της όργανα της ΑΕ αλλά και την ισχύ της χορηγούμενης άδειας. Στο παρόν θα μας απασχολήσουν τα επιμέρους στάδια της όλης διαδικασίας, η οριστικοποίησή της, οι συνέπειες από ενδεχόμενες παραβάσεις και, τέλος, η (ενδεχόμενη) εκ των υστέρων έγκριση σύμβασης/συναλλαγής που συνήφθη  (πρόωρα και μη νόμιμα), με μέλος ΔΣ/συνδεδεμένο μέρος.

     

    Στάδια Αδειοδότησης

    Το Οριστικό Της Απόφασης Περί Άδειας

    Διαπιστώσαμε, ήδη, πως το ΔΣ επιλέγεται από το νόμο ως, καταρχήν, αρμόδιο όργανο της ΑΕ για τη χορήγηση άδειας συναλλαγής/σύναψης σύμβασης με μέλος ΔΣ/συνδεδεμένο μέρος. Εξαιρετικά, ωστόσο, αρμόδια καθίσταται, σε κάποιες περιπτώσεις, η ΓΣ.

    (α) Απευθείας Αρμοδιότητα ΓΣ: Πρόκειται για τη (μοναδική) περίπτωση σύγκρουσης συμφερόντων μελών του ΔΣ (που καλείται να εγκρίνει την επίμαχη σύμβαση/συναλλαγή) και αδυναμίας λήψης απόφασης λόγω ανεπάρκειας των εναπομενόντων μελών να σχηματίσουν απαρτία (άρ. 100 §2, σε συνδυασμό με άρ. 97 §3 εδ. β’). Η αδειοδότηση παραπέμπεται τότε, απευθείας από το νόμο, στη ΓΣ. Η σχετική (εγκριτική) απόφαση της ΓΣ παράγει, άμεσα, οριστικές συνέπειες.

    (β) Αρμοδιότητα, καταρχήν, του ΔΣ και, ακολούθως της ΓΣ: Η αμέσως προηγούμενη περίπτωση κατά την οποία το θέμα της χορήγησης (ή μη) άδειας για σύναψη σύμβασης/συναλλαγής άγεται απευθείας ενώπιον της ΓΣ είναι μοναδική. Σε κάθε άλλη περίπτωση, το συγκεκριμένο θέμα θα έχει, προηγουμένως, διέλθει από το (υποχρεωτικά) αρμόδιο ΔΣ. Δύο τα ενδεχόμενα: Είτε να καταστεί οριστική η (αρνητική ή θετική) απόφαση του ΔΣ, είτε να επιληφθεί, στη συνέχεια, η ΓΣ.

    Επί αρνητικής απόφασης του ΔΣ, δυνατότητα παρέμβασης της ΓΣ, δεν υφίσταται. Η απόφαση του ΔΣ για μη χορήγηση άδειας σύναψης σύμβασης/συναλλαγής με συνδεδεμένο μέρος είναι οριστική.

    Επί θετικής απόφασης του ΔΣ, παρέχεται η (αιτηθείσα) άδεια σύναψης συναλλαγής με μέλος ΔΣ ή συνδεδεμένο μέρος. Η ισχύς της, όμως, τελεί υπό την αναβλητική αίρεση:

    Της άπρακτης παρέλευσης της δεκαήμερης προθεσμίας (από τη δημοσίευση-ανακοίνωσή της στο ΓΕΜΗ). Μέσα στην προθεσμία αυτή, μέτοχοι που εκπροσωπούν το 5% του μετοχικού κεφαλαίου (ή έως το 1% αυτού-εφόσον το προβλέπει το καταστατικό) διατηρούν το δικαίωμα να ζητήσουν τη σύγκληση της ΓΣ, προκειμένου αυτή οριστικά να αποφασίσει την παροχή (ή μη) της αιτούμενης άδειας (άρ. 100 §3 εδ. α΄). Η διαδικασία αδειοδότησης ολοκληρώνεται, στην περίπτωση αυτή, σε δύο στάδια. Η ΓΣ είναι που θα αποφασίσει, οριστικά, σχετικά με το συγκεκριμένο θέμα. Εναλλακτικά:

    Της έγγραφης δήλωσης των μετόχων ότι δεν επιθυμούν τη σύγκληση της ΓΣ και την απόρριψη της αιτηθείσας άδειας από την τελευταία. Η συγκεκριμένη δήλωση είναι δυνατό να συντελεστεί και πριν τη δημοσίευση της απόφασης του ΔΣ, οπότε θα ανακοινωθεί, απλώς, η οριστική αδειοδότηση της κρίσιμης σύμβασης/συναλλαγής.

    Ευθύνη Μετόχων

    Από την διαδικασία έγκρισης (ή απόρριψης) της αιτηθείσας συναλλαγής επηρεάζεται και η τυχόν, συναφής, ευθύνη των μελών ΔΣ.

    Σε κάθε περίπτωση χορήγησης άδειας από τη ΓΣ, ουδεμία ευθύνη είναι δυνατό να αποδοθεί στα μέλη του ΔΣ. H όποια (θεωρητική) ευθύνη ουδένα άλλον, πέραν των μετόχων, είναι δυνατό να βαρύνει.

    Ωστόσο, τυχόν αδράνεια των μετόχων να συμπράξουν σε ΓΣ ύστερα από σχετική πρόσκληση του ΔΣ, δεν θα πρέπει, κατά την ορθότερη άποψη, να συνεπάγεται και μετριασμό της ευθύνης των μελών του έναντι της ΑΕ (υπό τις προϋποθέσεις του άρ. 102).

     

    Δικαίωμα Εναντίωσης Των Μετόχων Μειοψηφίας

    Σε περίπτωση που η χορήγηση άδειας για σύναψη συναλλαγής με μέλος ΔΣ/συνδεδεμένο μέρος ή η εκ των υστέρων έγκριση, ήδη, καταρτισθείσας συναλλαγής (:περίπτωση που κατωτέρω θα αναλυθεί) αχθεί ενώπιον της ΓΣ, προβλέπονται, ρητά, δύο διακριτά -ως προς τους όρους άσκησής τους- δικαιώματα εναντίωσης-αρνησικυρίας (:«veto) της μειοψηφίας των μετόχων (άρ. 100 §§4 και 5) –ήδη, γνωστά υπό το προϊσχύσαν καθεστώς (βλ. άρ. 23α §§3 και 4 κ.ν. 2190/1920).

    Ως εναντίωση νοείται, αποκλειστικά, η καταψήφιση της σχετικής απόφασης άδειας (ή έγκρισης). Εναντίωση όμως δεν συνιστά, κατά την έννοια του νόμου, η απλή έκφραση αντίθετης γνώμης, τυχόν επιφύλαξη, η αποχή από την ψηφοφορία ή η λευκή ψήφος. Σε περίπτωση θετικής απόφασης (:υπερψήφισης), εναντίωση δεν νοείται.

    Ειδικότερα, τόσο επί εισηγμένων όσο και επί μη εισηγμένων ΑΕ, σε περίπτωση που η ΓΣ καλείται ως αρμόδιο (αντί του ΔΣ) όργανο, προκειμένου να χορηγήσει τυχόν άδεια, η χορήγηση αυτής ματαιώνεται αν εναντιωθούν μέτοχοι που εκπροσωπούν το 1/3 του μετοχικού κεφαλαίου (άρ. 100 §5).

    Μικρότερο ποσοστό μειοψηφίας απαιτείται σε περίπτωση που η ΓΣ καλείται να εγκρίνει εκ των υστέρων, ήδη, καταρτισθείσα συναλλαγή. Στην περίπτωση αυτή, μέτοχοι που εκπροσωπούν το 5% του μετοχικού κεφαλαίου (με δυνατότητα να μειωθεί, καταστατικά, έως το 1%) έχουν τη δυνατότητα να ματαιώσουν, ή αλλιώς να «μπλοκάρουν», την ισχύ μιας, κατά τα άλλα, νομίμως ειλημμένης (:με απλή απαρτία και πλειοψηφία, βλ. άρ. 132) απόφασης του ΔΣ (άρ. 100 §4).

    Γίνεται, συνεπώς, αντιληπτό πως η εναντίωση της μειοψηφίας (όπου προβλέπεται) δεν επενεργεί στο έγκυρο της ληφθείσας με, απλή πλειοψηφία, απόφασης. Την απογυμνώνει, αντίθετα, από έννομες συνέπειες και αποτελέσματα. Να επισημανθεί, ωστόσο, ότι τα αποτελέσματα της εγκριτικής απόφασης σώζονται και η συναλλαγή νόμιμα διενεργείται, εφόσον (δικαστικά) διαπιστωθεί περίπτωση καταχρηστικής άσκησης των δικαιωμάτων της μειοψηφίας (άρ. 281 ΑΚ).

     

    Παράβαση Διαδικασίας Αδειοδότησης: Έννομες Συνέπειες

    H τήρηση των μηχανισμών που προβλέπονται από το νόμο για την ενδοεταιρική αδειοδότηση και δημοσιότητα, υπερακοντίζουν την απαγόρευση σύναψης συμβάσεων και συναλλαγών μεταξύ της ΑΕ, των μελών του ΔΣ και των συνδεδεμένων με αυτή μερών.

    Μοιάζει, επομένως, λογική συνέπεια η ακυρότητα τέτοιων (απαγορευμένων κατ’ αρχήν) συμβάσεων/συναλλαγών, που συνήφθησαν κατά παράβαση της νομοθετικά προβλεπόμενης διαδικασίας αδειοδότησης (εξάλλου: κατά το άρ. 99 §1 «απαγορεύεται και είναι άκυρη η σύναψη οποιωνδήποτε συμβάσεων της εταιρείας με τα πρόσωπα της παρ. 2 του άρθρ. 99…»). Και τούτο διότι ο Έλληνας νομοθέτης, αξιοποιώντας την πλήρη διακριτική ευχέρεια που ο ενωσιακός νομοθέτης παραχώρησε (βλ. άρ. 9γ Οδηγία 2007/36/ΕΚ, ως εισήχθη δυνάμει της από 2017/828/ΕΕ Οδηγίας), προέκρινε ως βασική έννομη κύρωση την ακυρότητα-και μάλιστα απόλυτη, κατ’ άρ. 174 ΑΚ. Επομένως, έχει τη δυνατότητα να την επικαλεστεί όποιος δικαιολογεί έννομο συμφέρον. Παράλληλα, όμως, λαμβάνεται (και) αυτεπαγγέλτως υπόψη από το δικαστήριο.

    Σε περίπτωση ακυρότητας, ανάλογα με την εκτέλεση ή μη της επίμαχης σύμβασης/συναλλαγής με το συνδεδεμένο μέρος, καθώς και τη φύση και το είδος της (λ.χ. υποσχετική ή εκποιητική, αιτιώδης ή αναιτιώδης) διαμορφώνονται οι εκατέρωθεν υποχρεώσεις των συμβαλλομένων. Συνοπτικά: (ας αναφερθεί πως)  σε περίπτωση εκτέλεσης, παρά το νόμο, της επίμαχης σύμβασης/συναλλαγής, γεννάται υποχρέωση εκκαθάρισης, η οποία καταλήγει σε επιστροφή των παροχών που ελήφθησαν εκατέρωθεν (εφόσον αυτές είναι δυνατό, από τη φύση τους, να επιστραφούν).

    Δεν αποκλείεται, τέλος, να ανακύψουν -δυνάμει και του ν. 4548/2018- (και) ποινικές κυρώσεις σε βάρος των προσώπων εκείνων που προβαίνουν σε σύναψη σύμβασης συναλλαγής με μέλος ΔΣ/συνδεδεμένο μέρος χωρίς τις απαιτούμενες άδειες και δημοσιότητα (βλ. άρ. 179 §1). Το αξιόποινο, ωστόσο, αίρεται σε περίπτωση εκ των υστέρων έγκρισης, για την οποία αμέσως στη συνέχεια.

     

    Έγκριση (Μη Νομίμως) Καταρτισθείσας Συναλλαγής

    Ιδιαίτερο νομικό ζήτημα αποτελεί η δυνατότητα της εκ των υστέρων έγκρισης, ήδη, καταρτισθείσας συναλλαγής της ΑΕ με μέλος ΔΣ/συνδεδεμένο μέρος. Πρόκειται για ζήτημα που (συνεχίζει να) ταλανίζει, και υπό το ισχύον νομοθετικό καθεστώς θεωρία και νομολογία.

    Δεν αποτελεί σπάνιο φαινόμενο να κληθεί το αρμόδιο προς χορήγηση άδειας όργανο να αποφασίσει για την τύχη μιας ήδη καταρτισθείσας συναλλαγής με συνδεδεμένο μέρος για την οποία, ωστόσο, δεν τηρήθηκαν οι προϋποθέσεις του νόμου.

    Η συγκεκριμένη περίπτωση ρυθμίζεται, ειδικά, στο νόμο (§4 άρ. 100 και συμπεριλαμβανομένει -υπό το ισχύον δίκαιο- όλων των ειδών τις συναλλαγές-μεταξύ των οποίων παροχή εγγυήσεων και ασφαλειών). Στη βάση της γραμματικής ερμηνείας της εν λόγω διάταξης, συνάγεται ότι η εκ των υστέρων έγκριση των συναλλαγών επαφίεται, αποκλειστικά, στη ΓΣ. Σε κάθε περίπτωση, ωστόσο, η δυνατότητα αυτή θα πρέπει να εξετασθεί υπό το πρίσμα των εκάστοτε σταδίων της διαδικασίας αδειοδότησης, όπως αυτά ανωτέρω αναλύθηκαν.

    (α) Κατάρτιση σύμβασης/συναλλαγής κατόπιν άδειας του ΔΣ πριν την πλήρωση των διαδικαστικών προϋποθέσεων (άρ. 100 §3 εδ. γ΄): Όπως, ήδη, ανωτέρω αναλύθηκε, το ΔΣ έχει τη δυνατότητα να αποφασίσει την -καθόλα έγκυρη- χορήγηση άδειας για τη σύναψη σύμβασης/συναλλαγής με μέλος ΔΣ/συνδεδεμένο μέρος. Τούτη, ωστόσο, τελεί καταρχάς υπό αναβλητική αίρεση (έως ότου παρέλθει άπρακτη η προθεσμία των 10 ημερών).

    Ενδέχεται, όμως, μετά την χορήγηση άδειας από το ΔΣ και πριν την τυχόν χορήγηση άδειας από τη ΓΣ (εφόσον αχθεί η εν λόγω περίπτωση ενώπιον της), η ΑΕ να συνάψει την επίμαχη σύμβαση/συναλλαγή.

    Στην περίπτωση αυτή προβλέπεται (άρ. 100§4) ότι: «αν μέχρι να χορηγηθεί άδεια από τη γενική συνέλευση, έχει ήδη συναφθεί η σύμβαση της παραγράφου 1 του άρθρου 99 ή έχει παρασχεθεί η εγγύηση ή η ασφάλεια, τότε η χορήγηση της άδειας από την γενική συνέλευση ματαιώνεται, αν αντιταχθούν σε αυτήν μέτοχοι που εκπροσωπούν το 1/20 του εκπροσωπούμενου στη συνέλευση κεφαλαίου…».

    Η ΓΣ, επομένως, έχει τη δυνατότητα, στην περίπτωση αυτή, να εγκρίνει, εκ των υστέρων, την ήδη, καταρτισθείσα σύμβαση/συναλλαγή. Αρκεί να μην εναντιωθούν μέτοχοι που εκπροσωπούν το προβλεπόμενο από το νόμο ή το καταστατικό (έως 1%) ποσοστό του κεφαλαίου. Στην περίπτωση μιας τέτοιας εναντίωσης, η αιτούμενη άδεια οριστικά απορρίπτεται.

    Συνέπεια της εκ των υστέρων έγκρισης συνιστά η αναδρομική (από τον χρόνο κατάρτισης) ισχυροποίηση της σύμβασης/συναλλαγής. Υποστηρίζεται (και ορθά) πως η αναδρομική ισχυροποίηση της σύμβασης/συναλλαγής θα πρέπει να επέλθει και σε μία, ακόμα, περίπτωση: αυτή της σύναψης της σύμβασης/συναλλαγής χωρίς να έχει παρέλθει η 10ήμερη προθεσμία, εντός της οποίας οι μέτοχοι της μειοψηφίας δικαιούνται να παραπέμψουν το θέμα στη ΓΣ. Άπρακτη παρέλευση της εν λόγω, 10ήμερης, προθεσμίας, θα ισχυροποιήσει, αναδρομικά, τη συναφθείσα σύμβαση/συναλλαγή.

    (β) Κατάρτιση σύμβασης/συναλλαγής χωρίς προηγούμενη άδεια της αποκλειστικά αρμόδιας ΓΣ: Στην περίπτωση αυτή (:της σύγκρουσης συμφερόντων -άρ. 100 §2 εδ. β΄ σε συνδυασμό με το άρ. 97 §3 εδ. β΄), αρμόδια για τη χορήγηση άδειας είναι αποκλειστικά η ΓΣ-πριν από την  κατάρτιση της σύμβασης/συναλλαγής.

    Εφόσον, όμως, η σύμβαση/συναλλαγή συναφθεί, χωρίς την προηγούμενη άδεια της ΓΣ είναι δυνατή η εκ των υστέρων έγκριση (κατ’ άρ. 100§4-κατ’ αναλογική εφαρμογή ή τελολογική διαστολή). Ισχύουν, και στην περίπτωση αυτή, όσα αμέσως ανωτέρω (υπό α) αναπτύχθηκαν.

    (γ) Κατάρτιση σύμβασης/συναλλαγής χωρίς προηγούμενη άδεια του ΔΣ: Όπως έχουμε ήδη επισημάνει, αρμόδιο για τη χορήγηση άδειας είναι, καταρχήν, το ΔΣ, το οποίο αποφασίζει συλλογικά. Η αρμοδιότητα αυτή δεν επιδέχεται περαιτέρω ανάθεσης (άρ. 100 §2 εδ. α΄). Ενδέχεται, ωστόσο, υποκατάστατο του ΔΣ όργανο, χωρίς την προηγούμενη άδεια του τελευταίου, να προβεί σε σύναψη σύμβασης/συναλλαγής με συνδεδεμένο μέρος.

    Η έλλειψη απόφασης του ΔΣ για παροχή άδειας σύναψης της σύμβασης/συναλλαγής δεν είναι δυνατό να αναπληρωθεί από την εκ των υστέρων έγκριση της μη αρμόδιας σε πρώτο στάδιο ΓΣ. Δεν εφαρμόζεται, στην περίπτωση αυτή η §4 του άρ. 100.

    Έχει, άραγε, το ΔΣ τη δυνατότητα να εγκρίνει εκ των υστέρων μια τέτοια, χωρίς την άδειά του, συναφθείσα σύμβαση/συναλλαγή; Υποστηρίζεται, μεταξύ άλλων, η δυνατότητα  της εκ των υστέρων έγκρισης της σύμβασης/συναλλαγής από όλους τους μετόχους με αναδρομική ισχύ (άρ. 238 ΑΚ). Στον αντίποδα, προβάλλεται η θέση περί χορήγησης εκ των υστέρων άδειας από το ΔΣ, για το μέλλον-ωστόσο, και υπό την προϋπόθεση της τήρησης της διαδικασίας αδειοδότησης και δημοσιότητας (:άρ. 100 §§1 και 3). Ορθότερη θα ήταν η, σε πρακτικό επίπεδο, διαχείριση μιας τέτοιας υπόθεσης, στη βάση των πραγματικών δεδομένων μιας εκάστης συναλλαγής.

     

    Ο νόμος προβλέπει (και ορθά) σειρά προϋποθέσεων για τη σύναψη (κατ’ αρχήν απαγορευμένων) συμβάσεων/συναλλαγών με μέλη του ΔΣ και συνδεδεμένα μέρη. Ενδεχόμενη παράκαμψή τους όχι μόνον δημιουργεί ακυρότητες αλλά και, το σημαντικότερο, ευθύνες των εμπλεκομένων προσώπων. Στην πλειονότητα, πάντως, των περιπτώσεων είναι (θεωρητικά) δυνατή η εκ των υστέρων παροχή των αναγκαίων εγκρίσεων. Καθώς, όμως, η εκ των υστέρων έγκριση ποτέ δεν θα πρέπει να θεωρείται δεδομένη, μια τέτοια προσδοκία (και πρακτική) μοιάζει απολύτως παρακινδυνευμένη. Επί εισηγμένων, πάντως, εταιρειών υφίσταται μια πρόσθετη προϋπόθεση: αυτή της έκθεσης αξιολόγησης, για την οποία επόμενη αρθρογραφία μας.-

    Σταύρος Κουμεντάκης
    Managing Partner

     

    Υ.Γ. Συνοπτική έκδοση του άρθρου δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ, στις 15 Απριλίου 2023.

     

    Η πληροφόρηση που εμπεριέχεται στο παρόν άρθρο δεν συνιστά (ούτε και έχει σκοπό να αποτελέσει) νομική συμβουλή. Μια τέτοια νομική συμβουλή είναι δυνατό να παρασχεθεί μόνον από αρμόδιο δικηγόρο ο οποίος θα λάβει υπόψη του το σύνολο των δεδομένων που θα του εκθέσετε για την υπόθεσή σας. Αναλυτικά.

  • Συμβάσεις ΑΕ με Μέλη ΔΣ και Συνδεδεμένα Μέρη. Αδειοδότηση

    Συμβάσεις ΑΕ με Μέλη ΔΣ και Συνδεδεμένα Μέρη. Αδειοδότηση

    Σε προηγούμενή μας αρθρογραφία, μας απασχόλησε ο κανόνας της απαγόρευσης συναλλαγών της ΑΕ με μέλη του ΔΣ και συνδεδεμένα μέρη. Μας απασχόλησαν επίσης και οι εξαιρέσεις του (λ.χ. τρέχουσες συναλλαγές, λοιπές εξαιρέσεις). Πληθώρα, όμως, συναλλαγών δεν υπάγεται στις εν λόγω εξαιρέσεις. Οι συναλλαγές που υπάγονται στον κανόνα (:απαγόρευση)-όχι όμως και στις εξαιρέσεις, είναι δυνατό να πραγματοποιηθούν, υπό την προϋπόθεση της (ενδοεταιρικής) αδειοδότησης και δημοσιοποίησης τους. Περί αυτών το παρόν.

     

    Προϋποθέσεις Εγκυρότητας

    Η εισαγωγικά αναφερόμενη αδειοδότηση και δημοσιοποίηση (άρ. 100 και 101 ν. 4548/2018) προϋποθέτει (σωρευτικά): (α) τη χορήγηση άδειας από το αρμόδιο εταιρικό όργανο (το ΔΣ -κατά κανόνα), (β) την κατάρτιση έκθεσης αξιολόγησης (fairness opinion) προκειμένου για ΑΕ με μετοχές εισηγμένες σε ρυθμιζόμενη αγορά και (γ) την τήρηση των διατυπώσεων δημοσιότητας (βλ. σχετικά, Αιτιολογική Έκθεση ν. 4548/2018 επί του άρθρου 100). Θα επικεντρωθούμε, εδώ, στην πρώτη προϋπόθεση.

     

    Αρμοδιότητα

    Αρμοδιότητα Του ΔΣ

    Ο νομοθέτης, για τη νόμιμη σύναψη συμβάσεων (μεταξύ των οποίων και η παροχή εγγυήσεων και ασφαλειών) ανάμεσα στην ΑΕ και συνδεδεμένα με αυτή πρόσωπα, θέσπισε σειρά (ενιαίων) διαδικαστικών προϋποθέσεων. Πρωταρχικής σημασίας, μεταξύ αυτών, η χορήγηση ειδικής άδειας από το αρμόδιο εταιρικό όργανο (κατ’ αρχήν το ΔΣ της ΑΕ-άρ. 100 §1).

    Στο σημείο αυτό εντοπίζεται η σημαντικότερη -ίσως- (από ουσιαστικής και λειτουργικής άποψης) διαφοροποίηση του νέου νόμου για τις ΑΕ σε σχέση με το προϊσχύσαν καθεστώς. Με βάση το προϋφιστάμενο δίκαιο (άρ. 23α κ.ν. 2190/1920), προβλεπόταν ότι η χορήγηση της εν λόγω άδειας επαφίετο αποκλειστικά στη ΓΣ. Δεν ήταν, μάλιστα, δυνατή εκχώρηση της συγκεκριμένης εξουσίας  στο ΔΣ-ουδεκάν με το καταστατικό της ΑΕ.

    Με την εκχώρηση της συγκεκριμένης εξουσίας στο ΔΣ επιτυγχάνεται αποτελεσματικότερος, ταχύτερος και απλούστερος έλεγχος των σχετικών συναλλαγών (:Αιτ. Έκθεση ν. 4548/2018 επί άρθρου 100): (α) λόγω της ευθύνης των µελών του ΔΣ έναντι της εταιρείας (σε αντίθεση µε τους µετόχους, οι οποίοι κατ’ εξαίρεση, µόνον, υπέχουν ευθύνη), (β) λόγω της απαγόρευσης, σε περίπτωση σύγκρουσης συμφερόντων, της συµµετοχής στη ψηφοφορία µέλους του ΔΣ, στο οποίο αφορά (άμεσα ή έµµεσα) η επίμαχη σύμβαση/συναλλαγή και, τέλος, (γ) διότι η διαδικασία λήψεως αποφάσεων στο ΔΣ είναι συντομότερη και απλούστερη σε σχέση µε την αντίστοιχη της ΓΣ. Το ΔΣ, άλλωστε, ως διαχειριστικό όργανο της ΑΕ, είναι το πλέον αρμόδιο για να κρίνει την αναγκαιότητα αλλά και το επωφελές της σύναψης της εκάστοτε σύμβασης/συναλλαγής για την εταιρεία.

    Η απόφαση για τη χορήγηση άδειας σύναψης συμβάσεων/συναλλαγών με συνδεδεμένα μέρη ανήκει, αποκλειστικά, στο ΔΣ που δρα συλλογικά. Δεν υφίσταται, επομένως, δυνατότητα περαιτέρω ανάθεσης της σχετικής αρμοδιότητας (λ.χ. σε υποκατάστατο όργανο ή εκτελεστική επιτροπή –άρ. 100 §2).

    Αφότου το ΔΣ χορηγήσει τη σχετική άδεια, απαιτείται η δημοσίευση-ανακοίνωση της απόφασης στο ΓΕΜΗ (άρ. 101, όπως θα αναλυθεί σε επόμενη αρθρογραφία μας). Από την εν λόγω δημοσίευση, πάντως, ξεκινούν οι προθεσμίες για ειδικά δικαιώματα της μειοψηφίας των μετόχων, τα οποία, στη συνέχεια, θα αναλυθούν (άρ. 100 §3).

    Εξαιρετική Αρμοδιότητα Της ΓΣ

    Υπαγόμενες Περιπτώσεις

    Από τη διαδικασία αδειοδότησης, ο νομοθέτης δεν απέκλεισε, πλήρως, τη ΓΣ. Σε κάποιες περιπτώσεις, κατ’ εξαίρεση, η απόφαση για τη χορήγηση της προαναφερθείσας ειδικής άδειας επαφίεται στο ανώτατο όργανο της ΑΕ (άρ. 100 §2).

    Η θέση του σχετικού ζητήματος ενώπιον των μετόχων επιβάλλεται, στις περιπτώσεις αυτές, εξαιτίας της αδυναμίας απόλυτης διαφύλαξης των συμφερόντων της εταιρείας, και ιδίως των μετόχων μειοψηφίας, από τους διοικητές της ΑΕ.

    Ειδικότερα, η αποφασιστική αρμοδιότητα ανατίθεται στη ΓΣ:

    (α) Εφόσον συντρέχει αδυναμία λήψης απόφασης από το ΔΣ λόγω ύπαρξης στο πρόσωπο μέλους (ή/και μελών) κατάστασης σύγκρουσης ιδίων και εταιρικών συμφερόντων (άρ. 100 §2 εδ. β΄ σε συνδυασμό με το άρ. 97 §3).

    Συντρέχει η εν λόγω περίπτωση όταν (σωρευτικά):  (i) μέλος (ή μέλη) του ΔΣ (ή συνδεδεμένο, με αυτό, πρόσωπο, λ.χ. μέλος της οικογένειάς του ή εταιρεία συμφερόντων του) είναι ο αντισυμβαλλόμενος της εταιρείας στην επίμαχη συναλλαγή και (ii) συντρέχει αδυναμία ψήφου, εξαιτίας της προηγούμενης (υπό i) συνθήκης, η οποία έχει ως αποτέλεσμα τα υπόλοιπα μέλη να μην αρκούν για το σχηματισμό απαρτίας, για τη λήψη απόφασης.

    Στις κατά τα άνω περιπτώσεις, η απόφαση για τη χορήγηση ή μη άδειας για τη σύναψη της επίμαχης συναλλαγής τίθεται, εξαρχής, υποχρεωτικά, ενώπιον της ΓΣ.

    (β) Σε περίπτωση αιτήματος μετόχων που εκπροσωπούν το 5%, τουλάχιστον, του μετοχικού κεφαλαίου.

    Συντρέχει η περίπτωση αυτή όταν σχετικό αίτημα υποβληθεί εντός δέκα ημερών από την ημερομηνία δημοσίευσης στο ΓΕΜΗ της ανακοίνωσης του ΔΣ, που αναφέρεται ανωτέρω, σχετικά με την παροχή άδειας (άρ. 100 §3). Θεσπίζεται, με τον τρόπο αυτό, ένα ειδικό/προστατευτικό δικαίωμα της μειοψηφίας των μετόχων. Πρακτική συνέπεια της άσκησής του αποτελεί η υποχρέωση του, αρχικώς αρμόδιου, ΔΣ να παραπέμψει το σχετικό ζήτημα προς έγκριση στη ΓΣ.

    Δεν αποκλείεται, σε περίπτωση άρνησης του ΔΣ για τη σύγκλησή της ΓΣ, η τελευταία (:ΓΣ) να συγκληθεί ύστερα από δικαστική άδεια (ισχύουν, δηλαδή, τα όσα εφαρμόζονται υπό άρ. 141 §1: σύγκληση ΓΣ ύστερα από αίτημα της μειοψηφίας του 5%). Εάν, τέλος, έχει ήδη συγκληθεί ΓΣ, το ΔΣ που την συγκάλεσε οφείλει, ύστερα από σχετική αίτηση, να προσθέσει στα θέματα ημερήσιας διάταξής της και το ζήτημα της αδειοδότησης (άρ. 141 §2).

    Το συγκεκριμένο ποσοστό του 5% είναι δυνατό να μειωθεί έως το 1% του μετοχικού κεφαλαίου-εφόσον, όμως, υφίσταται σχετική καταστατική πρόβλεψη.

    Έγκριση, κατ’ αποτέλεσμα, για συναλλαγή με συνδεδεμένο μέρος, για την οποία χορηγήθηκε άδεια από το ΔΣ, θεωρείται οριστικά έγκυρη μόνο μετά την άπρακτη παρέλευση του προαναφερθέντος 10ημέρου. Εναλλακτικά από την έγγραφη δήλωση του συνόλου των μετόχων προς την ΑΕ ότι δεν προτίθενται να ζητήσουν τη σύγκληση της ΓΣ ή, τέλος, από τη λήψη της άδειας από τη ΓΣ (άρ. 100 §3 in fine).

    Σε κάθε περίπτωση, ακόμη κι εάν η σύμβαση συναφθεί ύστερα από άδεια της ΓΣ, τροποποιήσεις της είναι δυνατό, καταρχήν, να επέλθουν με άδεια του ΔΣ (άρ. 100 §6). Δεν αποκλείεται, όμως, η ΓΣ να επιφυλάχθηκε ως προς τη διατήρηση της αρμοδιότητας και για αυτές.

    Αρμόδια ΓΣ & Πλειοψηφίες

    Αρμόδια ΓΣ για την παροχή της ως άνω άδειας είναι κάθε μορφής ΓΣ (:τακτική ή έκτακτη). Αρκεί να έχει συγκληθεί νομοτύπως (λ.χ. και ως αυτόκλητη καθολική). Επίσης, μπορεί να πραγματοποιηθεί και χωρίς συνεδρίαση (άρ. 135) ή, απλά, με προσυπογραφή πρακτικού (άρ. 136).

    Η απόφαση αδειοδότησης λαμβάνεται με απλή απαρτία και πλειοψηφία των μετόχων.

    Επισημαίνεται, ωστόσο,  ότι τη χορήγηση άδειας είναι δυνατό να «μπλοκάρουν» μέτοχοι της μειοψηφίας του εκπροσωπούμενου, στην εκάστοτε ΓΣ, μετοχικού κεφαλαίου. Περί αυτού, όμως, θα γίνει λόγος σε επόμενη αρθρογραφία μας.

    Δικαίωμα Συμμετοχής Μετόχων

    Αποκλείονται από την ψηφοφορία στη ΓΣ (στην οποία κατέληξε το ζήτημα τη αδειοδότησης) εκείνοι οι μέτοχοι για τους οποίους ανακύπτει, ως προς την επίμαχη συναλλαγή, κατάσταση σύγκρουσης συμφερόντων (αρ. 100 §5 εδ. α΄). Ο εν λόγω αποκλεισμός καταλαμβάνει, όμως, και τους μετόχους εκείνους οι οποίοι αποτελούν συνδεδεμένο μέρος με τον αντισυμβαλλόμενο (όχι απαραίτητα και μέτοχο) της εταιρείας στην επίμαχη σύμβαση (άρ. 100 §5 εδ. β΄).

    Να σημειωθεί εδώ πως η αρχική διατύπωση της επίμαχης διάταξης, που καταλάμβανε και τις μη εισηγμένες ΑΕ, ήταν πολλαπλά προβληματική. Τις σφοδρές αντιρρήσεις μας είχαμε δημόσια διατυπώσει. Ακολούθησε όμως τροποποίησή της (άρ. 49 §7 ν. 4587/2018) ύστερα από την παρέμβαση (και) του υπογράφοντος). Έτσι, σήμερα, ο ανωτέρω αποκλεισμός από τη συμμετοχή στη ψηφοφορία και από τον υπολογισμό απαρτίας εφαρμόζεται επί εισηγμένων, μόνον, εταιρειών (άρ. 100 §5 περ. β’).

    Εν κατακλείδι: όσον αφορά τις μη εισηγμένες εταιρείες, δεν υφίσταται (πλέον) οποιαδήποτε απαγόρευση ψήφου για συνδεδεμένο μέρος και τους συνδεδεμένους με αυτό μετόχους.

     

    Η Προϋπόθεση Ειδικής Άδειας

    Η άδεια που χορηγείται από το αρμόδιο όργανο απαιτείται να είναι ειδική. Για τη νομότυπη, επομένως, χορήγησή της απαιτείται το σχετικό ζήτημα να έχει τεθεί ενώπιον του οργάνου ως ειδικό θέμα ημερήσιας διάταξης. Ήτοι, να ακολουθηθεί διακριτή, σε σχέση με τυχόν επιπλέον θέματα, συζήτηση και ψηφοφορία.

    Για την πληρέστερη ενημέρωση του αρμοδίου οργάνου, απαιτείται πριν από τη λήψη απόφασης η υποβολή, ενώπιον του, της υπό έγκριση σύμβασης/συναλλαγής. Εναλλακτικά: των βασικών όρων της και κρίσιμων (οικονομικής φύσης και μη) στοιχείων της όλης συναλλαγής.

    Στο σχετικό πρακτικό (:απόφαση) του αρμοδίου οργάνου, είναι σημαντικό να ενσωματώνεται το σύνολο των όρων της (επιτρεπόμενης ή μη) συναλλαγής. Εναλλακτικά: η παραπομπή σε έγγραφο που περιλαμβάνει το σύνολο των όρων της (λ.χ. επισυναπτόμενη σύμβαση στην απόφαση του οργάνου).

     

    Διάρκεια Παρασχεθείσας Άδειας

    Η ισχύς της άδειας του αρμοδίου οργάνου είναι εξάμηνη από τη λήψη της απόφασης (άρ. 100 §1 περ. α΄). Αδιάφορος παραμένει ο χρόνος δημοσίευσής της.

    Παρά τη ρητή αναφορά του νόμου σε απόφαση του ΔΣ, το εξάμηνο (θα πρέπει να γίνει δεκτό ότι) εφαρμόζεται και στις περιπτώσεις που η ΓΣ αποφαίνεται επί της αδειοδότησης.

    Σε περίπτωση «επαναλαμβανόμενων» συμβάσεων της εταιρείας με το ίδιο πρόσωπο, είναι δυνατή η παροχή ενιαίας άδειας, ετήσιας ισχύος, για την κατάρτισή τους (άρ. 100 §1 περ. β΄). Ως τέτοιες θα πρέπει να νοούνται οι συμβάσεις με τον ίδιο αντισυμβαλλόμενο, ουσιωδώς όμοιο περιεχόμενο και αντικείμενο, που καταρτίζονται διαδοχικά και ανά τακτά χρονικά διαστήματα.

     

    Προκειμένου να επιτραπεί η σύναψη σύμβασης/συναλλαγής (:απαγορευμένης, αρχικά, από το νόμο) απαιτείται η πλήρωση σειράς προϋποθέσεων. Αρχικά: παροχή άδειας από το αρμόδιο όργανο της ΑΕ-κατά βάση το ΔΣ. Η μη (νομότυπη) λήψη της προβλεπόμενης, κατά νόμο, άδειας  δημιουργεί προβλήματα σε δύο επίπεδα: Στερεί, αρχικά, νομιμότητας την συναφθείσα σύμβαση/συναλλαγή και δημιουργεί, ακολούθως, ευθύνες στα εμπλεκόμενα πρόσωπα. Τα προβλήματα αυτά δεν είναι (κι ούτε θα πρέπει) να αντιμετωπισθούν ως ήσσονος σημασίας. Για τη διασφάλιση των δικαιωμάτων της ΑΕ (βεβαίως και των μετόχων μειοψηφίας) έχει τεθεί σειρά δικλείδων ασφαλείας. Μεταξύ αυτών: η διαδικασία που τηρείται και οι πλειοψηφίες που απαιτούνται στη ΓΣ που θα επιληφθεί, ενδεχομένως, του όλου θέματος. Περί αυτών, όμως, επόμενη αρθρογραφία μας.-

    Σταύρος Κουμεντάκης
    Managing Partner

     

    Υ.Γ. Συνοπτική έκδοση του άρθρου δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ, στις 9 Απριλίου 2023.

     

    Η πληροφόρηση που εμπεριέχεται στο παρόν άρθρο δεν συνιστά (ούτε και έχει σκοπό να αποτελέσει) νομική συμβουλή. Μια τέτοια νομική συμβουλή είναι δυνατό να παρασχεθεί μόνον από αρμόδιο δικηγόρο ο οποίος θα λάβει υπόψη του το σύνολο των δεδομένων που θα του εκθέσετε για την υπόθεσή σας. Αναλυτικά.

  • Συμβάσεις ΑΕ με Μέλη ΔΣ και Συνδεδεμένα Μέρη. Οι εξαιρέσεις

    Συμβάσεις ΑΕ με Μέλη ΔΣ και Συνδεδεμένα Μέρη. Οι εξαιρέσεις

    Σε προηγούμενή μας αρθρογραφία μας, μας απασχόλησε ο κανόνας της απαγόρευσης σύναψης συμβάσεων με την ΑΕ και διενέργειας συναλλαγών, από μέρους της, με μέλη του ΔΣ της (ή συνδεδεμένα μέρη). Προσεγγίσαμε, ήδη, μια από τις αρκετές εξαιρέσεις του: εκείνη που αναφέρεται στις τρέχουσες συναλλαγές. Εδώ θα μας απασχολήσουν οι υπόλοιπες: κάποιες φορές (φαινομενικά) περίπλοκες ή αδιάφορες, πάντοτε όμως ιδιαίτερης σημασίας και αξίας για την ΑΕ και τα εμπλεκόμενα πρόσωπα.

     

    Αμοιβές Μελών ΔΣ (Διευθυντή & Στελεχών)

    Στις εισαγωγικά αναφερόμενες εξαιρέσεις εντάσσεται, μεταξύ άλλων, η σύναψη συμβάσεων με αντικείμενο τις αποδοχές μελών ΔΣ. Επίσης, η σύναψη συμβάσεων του γενικού διευθυντή και του τυχόν αναπληρωτή του (:επί εισηγμένων -άρ. 110 §1, ν. 4548/2018). Αντίστοιχα και η σύναψη συμβάσεων που αφορούν τα διοικητικά στελέχη της ΑΕ, όπως αυτά ορίζονται στα ΔΛΠ 24 (:Εκείνοι, δηλ., που έχουν την εξουσία και την ευθύνη για τον σχεδιασμό, τη διοίκηση και τον έλεγχο των δραστηριοτήτων της οικονομικής οντότητας, άμεσα ή έμμεσα, και συμπεριλαμβάνουν κάθε διευθυντή της-εκτελεστικό ή μη. Ειδικά επί εισηγμένων συμπεριλαμβάνονται τα διοικητικά στελέχη τους, εφόσον έχει επεκταθεί σε αυτά καταστατικά η εφαρμογή της πολιτικής αποδοχών-άρ. 110 §1, η οποία, όμως, περιλαμβάνει -ούτως ή άλλως- τον γενικό διευθυντή και τον αναπληρωτή του).

    Ως προς τις συγκεκριμένες, αμέσως ανωτέρω αναφερόμενες, κατηγορίες εφαρμόζονται ειδικές, επιμέρους, ρυθμίσεις (εκείνες των άρ. 109-114-βλ. άρ. 99 §3 περ. β΄) οι οποίες θα μας απασχολήσουν, αναλυτικότερα, σε επόμενη αρθρογραφία μας. Επιγραμματικά: οι αμοιβές των μελών ΔΣ στο πλαίσιο της οργανικής τους σχέσης με την εταιρεία καλύπτονται, για τις μη εισηγμένες ΑΕ, από ειδική ρύθμιση (:άρ. 109). Επίσης και για τις εισηγμένες (:άρ. 110-112). Ως εκ τούτου, τυχόν παράλληλες ειδικές σχέσεις (λ.χ. συμβάσεις εργασίας αυτών με την ΑΕ) δεν εμπίπτουν στη σχετική εξαίρεση και υπάγονται στο βασικό ρυθμιστικό πεδίο της, υπό προϋποθέσεις, σύναψής τους (άρ. 99 επ.).

     

    Συναλλαγές Πιστωτικών Ιδρυμάτων

    Πρόσθετη εξαίρεση στον κανόνα της απαγόρευσης σύναψης συμβάσεων με την ΑΕ και διενέργειας συναλλαγών, από μέρους της, με μέλη του ΔΣ της (ή συνδεδεμένα μέρη). συνιστούν συμβάσεις που συνάπτονται από πιστωτικά ιδρύματα στη βάση μέτρων που αποσκοπούν στη διαφύλαξη της σταθερότητάς τους. Για τούτες προηγείται έγκριση της αρμόδιας αρχής που είναι υπεύθυνη για την προληπτική εποπτεία (άρ. 99 §3 περ. γ΄).

    Σκοπό της εν λόγω εξαίρεσης συνιστά η επιδίωξη της συστημικής σταθερότητας των χρηματοπιστωτικών αγορών. Η διαδικασία της συγκεκριμένης έγκρισης είναι απλούστερη και συντομότερη έναντι της βασικής που θεσπίζεται για τις κοινές περιπτώσεις  (εκείνη που εγκαθιδρύεται από τα άρ. 99 επ.).

     

    Συμβάσεις Της ΑΕ Με Μετόχους Της

    Άλλη μια εξαίρεση τίθεται, υπό προϋποθέσεις, αναφορικά με τις συμβάσεις που συνάπτει η ΑΕ με τους μετόχους της. Περιεχόμενο, όμως, της εν λόγω εξαίρεσης αποτελεί μια όχι ιδιαίτερα συνηθισμένη περίπτωση. Εκείνη της σύναψης συμβάσεων ανάμεσα στην ΑΕ και, αποκλειστικά, με το σύνολο των μετόχων της και τους ίδιους, για όλους, όρους (άρ. 99 §3 περ. δ΄).

    Τηρουμένης, συνεπώς, της αρχής της ίσης μεταχείρισης, δεν καταλείπονται περιθώρια διακριτικής μεταχείρισης μεταξύ των μετόχων. Ούτε, επομένως, γεννώνται, στο πλαίσιο αυτό, ζητήματα προνομιακής αντιμετώπισης των προσώπων που εμπίπτουν στην έννοια των συνδεδεμένων μερών. Δεν είναι αναγκαίο, επομένως, να εφαρμοστούν οι διαδικαστικές προϋποθέσεις που προβλέπονται για τη σύναψη συμβάσεων της ΑΕ με συνδεδεμένα μέρη.

    Συνεπώς, συμβάσεις, ενδεικτικά, παροχής δωρεάν υπηρεσιών (ιατρικών, και όχι μόνο) από την εταιρεία στους μετόχους της είναι καθόλα επιτρεπτές. Αρκεί, βέβαια, να ευθυγραμμίζονται με (και να μην θίγουν) το εταιρικό συμφέρον.

     

    Συμβάσεις Της ΑΕ Με Θυγατρική Της

    Οι διαδικαστικές προϋποθέσεις του επιτρεπτού των συναλλαγών με συνδεδεμένα μέρη δεν συντρέχουν, επίσης, σε περιπτώσεις σύναψης συμβάσεων μεταξύ μητρικής και θυγατρικής της. Οι περιπτώσεις αυτές απαριθμούνται ρητά (περί αυτών αμέσως κατωτέρω). Εφαρμόζονται στην περίπτωση που η μητρική είναι εισηγμένη. Εφαρμόζονται, επίσης, και στην περίπτωση που η μητρική δεν είναι μεν εισηγμένη, με καταστατική, όμως, πρόβλεψη το πεδίο των βασικών νομοθετικών ρυθμίσεων (:κανόνας απαγόρευσης-άρ. 99) έχει επεκταθεί και στις θυγατρικές της (άρ. §2 παρ. γ΄).

    Στο ανωτέρω πλαίσιο, εξαιρούνται από τον εισαγωγικά αναφερόμενο απαγορευτικό κανόνα συναλλαγές (και συμβάσεις παροχής ασφαλειών και εγγυήσεων) της ΑΕ (άρ. 99 §3 περ. ε΄): (α) με εκατό τοις εκατό (100%) θυγατρική της ή (β) θυγατρική, στην οποία δεν μετέχει κανένα πρόσωπο συνδεδεμένο (ή, κατά την ορθότερη άποψη, η συμμετοχή τυχόν συνδεδεμένου μέρους είναι ασήμαντη). Τούτο καθώς δεν διαφαίνεται, υπό τα ανωτέρω δεδομένα, κίνδυνος εξυπηρέτησης προσωπικών συμφερόντων τρίτων. Δεν τίθεται, συνεπώς, ζήτημα διακινδύνευσης της περιουσίας της μητρικής εταιρείας, ούτε, κατά λογική ακολουθία, των μετόχων της. Εξαιρούνται, επίσης, (γ) συμβάσεις της ΑΕ με θυγατρική ή παροχή ασφαλειών ή εγγυήσεων υπέρ θυγατρικής, οι οποίες συνάπτονται ή παρέχονται προς το συμφέρον της ΑΕ, της θυγατρικής της και των μετόχων τους που δεν είναι συνδεδεμένα μέρη, συμπεριλαμβανομένων των μετόχων μειοψηφίας, ή από τις οποίες δεν κινδυνεύουν τα συμφέροντα εκείνων (άρ. 99 §3 περ. στ΄).

    Όπως, ορθά, υποστηρίζεται, η τελευταία, υπό γ, εξαίρεση αφορά στις συναλλαγές μητρικής με θυγατρική, εφόσον στην τελευταία μετέχει συνδεδεμένο μέρος της μητρικής. Σε διαφορετική περίπτωση, θα εφαρμόζονταν οι προαναφερθείσες, υπό (α) ή (β) εξαιρέσεις.

    Η σχετική, υπό (γ), νομοθετική πρόβλεψη έχει δεχτεί την κριτική της θεωρίας (η οποία, πάντως, εκφεύγει του παρόντος).

     

    Συναλλαγές Της Πρώτης Διετίας Από Τη Σύσταση Της Εταιρείας

    Από το βασικό ρυθμιστικό πεδίο εφαρμογής του άρθρου 99 (:απαγορευτικός κανόνας) εκφεύγουν, εξ ολοκλήρου, οι συναλλαγές της ΑΕ με συγκεκριμένα πρόσωπα (ενδ.: μέλη ΔΣ, μέτοχοι που εκπροσωπούν ποσοστό μεγαλύτερο του 1/20 του καταβεβλημένου κεφαλαίου, στενά μέλη της οικογένειάς τους και συνδεδεμένα μέρη), που συνάπτονται μέσα στα δύο πρώτα έτη από τη σύστασή της. Προϋποτίθεται ότι αντικείμενο της συναλλαγής είναι η απόκτηση οποιουδήποτε στοιχείου του ενεργητικού, με τίμημα ανώτερο από το 1/10 του καταβεβλημένου κεφαλαίου (άρ. 99 §3 ζ΄).

    Οι εν λόγω συναλλαγές, καταρχήν απαγορεύονται και είναι απολύτως άκυρες. Επιτρέπονται, ωστόσο, υπό ειδικές προϋποθέσεις. Οι ειδικές, σχετικές, προϋποθέσεις προσδιορίζονται σε ειδική ρύθμιση (άρ. 19). Η εν λόγω διάταξη αποσκοπεί στην προστασία της εταιρικής περιουσίας από πρόσωπα που θα ήταν δυνατό, λόγω της θέσης και ιδιότητάς τους, να τη σφετεριστούν.

     

    Συναλλαγές Κατόπιν Έγκρισης ΓΣ

    Από το βασικό απαγορευτικό κανόνα της σύναψης συμβάσεων και συναλλαγών με την ΑΕ εξαιρούνται, τέλος, οι συναλλαγές, ως προς τις οποίες ο νόμος προϋποθέτει έγκριση από τη ΓΣ. Υπό την προϋπόθεση ότι οι σχετικές νομοθετικές διατάξεις αντιμετωπίζουν ειδικά και προστατεύουν επαρκώς τη δίκαιη μεταχείριση όλων των μετόχων, των συμφερόντων της εταιρείας και των μετόχων που δεν αποτελούν συνδεδεμένα μέρη-συμπεριλαμβανομένων των μετόχων μειοψηφίας (άρ. 99 §4).

    Στην ως άνω εξαίρεση εμπίπτουν μεταξύ άλλων: η αύξηση μετοχικού κεφαλαίου και η ανάληψη νέων μετοχών ύστερα από άσκηση του δικαιώματος προτίμησης εκ μέρους μετόχου.

     

    Ο κανόνας της απαγόρευσης συναλλαγών με μέλη του ΔΣ και συνδεδεμένα μέλη έχει τεθεί, και ορθά, για την διασφάλιση της ΑΕ, των αντισυμβαλλομένων της και, ιδίως των μετόχων μειοψηφίας. Δεδομένης της αυστηρότητας του συγκεκριμένου κανόνα και των προβλημάτων που ο ίδιος, ως απολύτως άκαμπτος,  θα δημιουργούσε, έχει τεθεί σειρά εξαιρέσεων. Σημαντικότερη, βέβαια, εκείνη που αφορά τις τρέχουσες συναλλαγές της ΑΕ. Καθόλου αδιάφορες, όμως, και οι λοιπές εξαιρέσεις. Αυτές είναι ενδεχόμενο να συναρτώνται με το διασφαλισμένο, ήδη, συμφέρον της ΑΕ και την έλλειψη οποιουδήποτε κινδύνου για τη διενέργειά τους. Ενδεχόμενο όμως είναι να εντάσσονται, λόγω της φύσης τους, σε ιδιαίτερους και ειδικά προσαρμοσμένους κανόνες. Σημαντικό, πάντως, να επισημανθεί, εκ νέου,  πως ενδεχόμενη προσπάθεια καταστρατήγησης του (βασικού) απαγορευτικού κανόνα και των εξαιρέσεών του γεννά όχι αμελητέες ευθύνες των εμπλεκομένων προσώπων.-

    Σταύρος Κουμεντάκης
    Managing Partner

     

    Υ.Γ. Συνοπτική έκδοση του άρθρου δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ, στις 2 Απριλίου 2023.

    Η πληροφόρηση που εμπεριέχεται στο παρόν άρθρο δεν συνιστά (ούτε και έχει σκοπό να αποτελέσει) νομική συμβουλή. Μια τέτοια νομική συμβουλή είναι δυνατό να παρασχεθεί μόνον από αρμόδιο δικηγόρο ο οποίος θα λάβει υπόψη του το σύνολο των δεδομένων που θα του εκθέσετε για την υπόθεσή σας. Αναλυτικά.

  • Συμβάσεις ΑΕ με Μέλη ΔΣ και Συνδεδεμένα Μέρη. Οι τρέχουσες συναλλαγές

    Συμβάσεις ΑΕ με Μέλη ΔΣ και Συνδεδεμένα Μέρη. Οι τρέχουσες συναλλαγές

    Σε προηγούμενή μας αρθρογραφία μας, μας απασχόλησε ο κανόνας της απαγόρευσης σύναψης συμβάσεων με την ΑΕ και διενέργειας συναλλαγών από μέρους της. Αναφερόμαστε στις συμβάσεις και συναλλαγές που λαμβάνουν χώρα ανάμεσα στην ΑΕ αφενός και τα μέλη του ΔΣ (ή συνδεδεμένα μέρη) αφετέρου: δεν είναι επιτρεπτή η σύναψη/διενέργειά τους χωρίς την πλήρωση συγκεκριμένων, αυστηρών, προϋποθέσεων. Στον συγκεκριμένο, όμως-απαγορευτικό, κανόνα τίθενται εξαιρέσεις. Σημαντικότερη, ενδεχομένως, εκείνη που αφορά τις τρέχουσες συναλλαγές της ΑΕ.

     

    «Τρέχουσες Συναλλαγές»

    Έννοια – Σκοπός

    Σημαντική, όπως ήδη αναφέρθηκε, εξαίρεση από τον ανωτέρω απαγορευτικό κανόνα (:άρ. 99 παρ. 1) συνιστά η περίπτωση των συμβάσεων και συναλλαγών που δεν εξέρχονται των ορίων των τρεχουσών συναλλαγών της ΑΕ. Με άλλα λόγια: όποια σύμβαση/συναλλαγή είναι δυνατό να χαρακτηριστεί ως «τρέχουσα» μπορεί, χωρίς πρόβλημα, να συναφθεί από την ΑΕ.

    Ως τρέχουσες συναλλαγές (:όρος γνωστός και υπό το προϊσχύσαν δίκαιο) ο νόμος προσδιορίζει εκείνες, που είναι: (α) συνήθεις σε σχέση με τις εργασίες και το αντικείμενο της επιχειρηματικής δραστηριότητας της εταιρείας, ως προς το είδος και το μέγεθός τους και (β) συνάπτονται με τους συνήθεις όρους της αγοράς. Παράλληλα, επιχειρεί να τις προσδιορίσει (και) (γ) στη βάση ποσοτικού κριτηρίου (άρ. 99 §3 περ. α΄).

    «Τρέχουσα συναλλαγή της εταιρείας με τρίτους» θεωρείται, κατά τη νομολογία, εκείνη που, με βάση το αντικείμενό της, εμπίπτει στις συμβάσεις που καταρτίζονται στο πλαίσιο της καθημερινής δράσης της εταιρείας. Αυτή, δηλ., που οι όροι της είναι οι συνήθεις όροι των συμβάσεων που η εταιρεία συνάπτει με τους λοιπούς συναλλασσομένους με αυτή. (1245/2018 ΑΠ, 240/2019 ΕφΔωδ, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Μέτοχος AE που εκμεταλλεύεται parking, λ.χ., παρκάρει εκεί το αυτοκίνητό του καταβάλλοντας το προσδιορισμένο, για όλους, αντίτιμο.

    Η συγκεκριμένη εξαίρεση και διαφορετική μεταχείριση των «τρεχουσών συναλλαγών» εύκολα δικαιολογείται. Οι συναλλαγές αυτές δεν επιφυλάσσουν (σημαντικούς) κινδύνους για την ΑΕ και τους μετόχους μειοψηφίας. Στο πλαίσιο αυτό, τυχόν υποχρέωση διατήρησης της αυστηρής διαδικασίας αδειοδότησης (άρ. 100) και δημοσιοποίησης (άρ. 101), θα ήταν αντιστρόφως ανάλογη των δυνητικών κινδύνων. Ακριβέστερα: θα επιβάρυνε άσκοπα και σημαντικά την ΑΕ.

    Η σημασία της συγκεκριμένης εξαίρεσης αυξάνεται δεδομένης της μη ενσωμάτωσης του (ενωσιακής προέλευσης) κριτηρίου της «σημαντικότητας». Ειδικότερα, ο Έλληνας νομοθέτης προέκρινε, καταρχήν, την υπαγωγή στη διαδικασία αδειοδότησης και δημοσιότητας όλων ανεξαιρέτως των (ακόμη και ήσσονος ή ανύπαρκτης σημασίας) συναλλαγών της εταιρείας με τα συνδεδεμένα μέρη. Προκύπτει επομένως, ως απολύτως προφανής, η αυξημένη πρακτική σημασία της προσπάθειας προσδιορισμού της έννοιας των «τρεχουσών συναλλαγών».

    Εξαιτίας της ρευστότητας και αοριστίας της συγκεκριμένης έννοιας, ο χαρακτηρισμός σημαντικών συναλλαγών ως «τρεχουσών» είναι επιβεβλημένο να αξιολογείται και δικαιολογείται, συγκεκριμένα και κατά περίπτωση, από το ΔΣ. Τούτη μεν η υποχρέωση δεν απορρέει από το νόμο όσον αφορά τις μη εισηγμένες ΑΕ. Μια τέτοια αξιολόγηση και αιτιολόγηση, όμως, θα ήταν ιδιαίτερα χρήσιμη στην περίπτωση που θα αμφισβητούνταν, επιγενομένως, ο χαρακτήρας της συναλλαγής ως τρέχουσας.

    Όσον αφορά, όμως, τις εισηγμένες ΑΕ, τα δεδομένα διαφοροποιούνται. Το ΔΣ επιβάλλεται να διαπιστώνει την πλήρωση (ή μη) των κριτηρίων χαρακτηρισμού μιας συναλλαγής ως τρέχουσας. Τούτο πράττει μέσω ειδικής, προς τούτο-υποχρεωτικά προβλεπόμενης, εσωτερικής διαδικασίας περιοδικής αξιολόγησης, που το ίδιο θεσπίζει. Τα ενδεχομένως εμπλεκόμενα μέλη του ΔΣ δεν μετέχουν, φυσικά, σε αυτή, προς αποφυγή καταστάσεων σύγκρουσης συμφερόντων (άρ. 99 §3 περ. α΄ εδ. γ΄ & δ΄). Να σημειωθεί, πάντως, πως η οριζόντια επιβολή μιας τέτοιας διαδικασίας (ανεξάρτητα από τη σημασία και αξία της συναλλαγής) αποδεικνύεται πολυεπίπεδα προβληματική. Ας σκεφτούμε, λ.χ., τον διευθύνοντα σύμβουλο της ΑΕ που χρησιμοποιεί καθημερινά το parking που εκμεταλλεύεται η εν λόγω ΑΕ. Με βάση την αυστηρή ερμηνεία του νόμου θα όφειλε να λαμβάνει για κάθε μία, τέτοια, συναλλαγή (ή έστω για όλες τις αντίστοιχες) την έγκριση του ΔΣ και τη διαπίστωση της συναλλαγής (:χρήση parking/καταβολή προβλεπόμενου αντιτίμου) ως τρέχουσας.

    Κριτήρια

    Ως προς τα επιμέρους κριτήρια για τον χαρακτηρισμό μιας συναλλαγής ως τρέχουσας, σημειώνονται τα ακόλουθα:

    (α) Συνήθης Χαρακτήρας Συναλλαγής

    Μια συναλλαγή αποκτά τον χαρακτήρα της «συνήθους» σε συνάρτηση με τις εργασίες και το αντικείμενο της επιχείρησης-αφού, βεβαίως, ληφθεί υπόψη το είδος και μέγεθός της. Η έννοια του αντικειμένου της επιχείρησης θα πρέπει να αντιμετωπίζεται με ευρύτητα. Στο πλαίσιο αυτό θα πρέπει να συμπεριλάβουμε στις συνήθεις συναλλαγές, φυσικά,  εκείνες που διενεργούνται στο πλαίσιο της κύριας δραστηριότητάς της. Επίσης, τις επιβοηθητικές-προκαταρτικές εκείνης (:της κύριας δραστηριότητες-λ.χ. αγορά πρώτων υλών, συμβάσεις εργασίας κ.ο.κ.). Ειδικά όμως όσον αφορά τις συμβάσεις εργασίας (μολονότι ευρέως υποστηρίζεται ότι είναι δυνατό να ενταχθούν, υπό προϋποθέσεις, στην έννοια των τρεχουσών  συναλλαγών) θα πρέπει να είμαστε ιδιαίτερα προσεκτικοί στις επιμέρους αξιολογήσεις μας.

    Μέτρο, λοιπόν, για τον χαρακτηρισμό μιας συναλλαγής ως «συνήθους» αποτελεί η δραστηριότητα της εταιρείας. Επίσης, η οικονομική της ευρωστία και οι ανάγκες της που ικανοποιούνται με την κατάρτιση κάθε, τέτοιας, συναλλαγής (1245/2018 ΑΠ, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

    Η απόδειξη, πάντως, ότι το αντικείμενο της συγκεκριμένης σύμβασης δεν εξέρχεται από τα όρια της συνήθους/τρέχουσας συναλλαγής, βαρύνει αυτόν που μάχεται υπέρ του κύρους της (502/2020 ΕφΠειρ, 248/1998, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

    (β) Συνήθης Όροι Αγοράς

    Εξίσου σημαντικό κριτήριο συνιστά η σύναψη των συναλλαγών κατά τους «συνήθεις όρους της αγοράς». Εξετάζεται, δηλαδή, αν η εταιρεία θα συμβαλλόταν με τρίτο-μη συνδεδεμένο πρόσωπο με τους ίδιους (ή τουλάχιστον, αντικειμενικά, μη ουσιωδώς διαφοροποιημένους) όρους. Στην περίπτωση αυτή, σαφώς ενδιαφέρουν οι συνήθειες που κρατούν στις συναλλαγές για συμβάσεις αυτού του είδους (1245/2018 ΑΠ, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

    Τα δύο, αμέσως ανωτέρω, υπό (α) και (β), κριτήρια πρέπει να συντρέχουν σωρευτικά. Ωστόσο, οι όροι της σύμβασης δεν θα πρέπει να εξετάζονται ανεξάρτητα από τις επιμέρους, ειδικές, συνθήκες. Δεν αποκλείεται, λ.χ., το εταιρικό συμφέρον (:επιβίωση της ΑΕ) να υπαγορεύει την πώληση εμπορευμάτων κάτω από το κόστος αγοράς τους. Αντίστοιχα και στην περίπτωση που η εταιρεία τελεί υπό εκκαθάριση.

    (γ) Ποσοτικό Κριτήριο

    Το τρίτο κριτήριο (κατ’ ακρίβεια: τεκμήριο-άρ. 99 §5) είναι ποσοτικού χαρακτήρα, αφορά το μέγεθος της συναλλαγής και συναρτάται με το πρώτο. Με το μέγεθος δηλ. της συναλλαγής που την καθιστά «συνήθη» και ως εκ τούτου, υπαγόμενη στις «τρέχουσες συναλλαγές».

    Ειδικότερα, τεκμαίρεται ότι σύμβαση της εταιρείας με συνδεδεμένα μέρη δεν είναι συνήθης ως προς το μέγεθός της, αν η αξία της υπερβαίνει το 10% του ενεργητικού της ΑΕ. Τούτο θα προκύπτει, κατά κανόνα, από τον τελευταίο (δημοσιευμένο) εταιρικό ισολογισμό. Σε περίπτωση έλλειψής του (λ.χ. εντός της πρώτης εταιρικής χρήσης), θα πρέπει να προκύψει από τον ισολογισμό που θα συνταγεί, ειδικά, προς τον σκοπό αυτό (άρ. 99 §5 περ. α΄).

    Ως προς τις μη εισηγμένες εταιρείες, το τεκμήριο του 10% είναι μαχητό. Τούτο σημαίνει πως, ακόμα κι αν έχουμε υπέρβαση του συγκεκριμένου ποσοστού, είναι, υπό προϋποθέσεις, ανεκτή η διενέργεια μιας τέτοιας συναλλαγής. Υποχρεούται όμως το ΔΣ, πρωτίστως, να προβεί, στην περίπτωση αυτή, σε ενδελεχή έλεγχο και απόδειξη ως προς τη συνδρομή (ή μη) των όρων για τον χαρακτηρισμό της συγκεκριμένης συναλλαγής ως τρέχουσας. Προς την ίδια (ή την αντίθετη) κατεύθυνση δικαιούνται, αντίστοιχα, να κινηθούν οι μέτοχοι (ιδίως της μειοψηφίας), η ίδια η ΑΕ και, βεβαίως, ο αντισυμβαλλόμενός της.

    Αντίθετα, ως προς τις εισηγμένες, το εν λόγω κριτήριο είναι αμάχητο. Τυχόν υπέρβαση του 10% του ενεργητικού της ΑΕ, αποκλείει το χαρακτηρισμό της συναλλαγής ως τρέχουσας (άρ. 99 § 5 περ. β’).

    Αποφασιστική για την εκτίμηση του συγκεκριμένου ποσοτικού ορίου είναι η συνολική αξία της σύμβασης και όχι η εμπορική αξία, λ.χ., του προς διάθεση αντικειμένου. Τυχόν διάθεση σε χαμηλή τιμή (που δεν πληροί, ενδεχομένως, το εν λόγω τεκμήριο), ενδέχεται να αποκλείει τον χαρακτηρισμό της συναλλαγής ως τρέχουσας, στη βάση των δύο πρώτων κριτηρίων.

    Για λόγους αποφυγής καταστρατηγήσεων (λ.χ.: κατακερματισμός συναλλαγών ή διαμεσολάβησης παρένθετων προσώπων, βλ. σχετ. Αιτ. Έκθ. ν. 4548/2018 επί του άρ. 99), στο ανωτέρω ποσοτικό κριτήριο (:10% επί του ενεργητικού) συνυπολογίζονται οι συναλλαγές, που ολοκληρώθηκαν με το συνδεδεμένο μέρος ή άλλο πρόσωπο άμεσα ή έμμεσα ελεγχόμενο από αυτό, κατά το ίδιο οικονομικό έτος (άρ. 99 §5 περ. γ΄). Υπό την προϋπόθεση, πάντως, της μη τήρησης ως προς αυτές (:τις ενδιάμεσες) της διαδικασίας που προβλέπεται στο νόμο (άρ.  99 επ.-λήψη εγκρίσεων, δημοσιότητα κλπ.) Στην περίπτωση περισσότερων, τέτοιων συνυπολογιζόμενων συναλλαγών, (θα πρέπει να γίνει δεκτό ότι) εγκρίνεται, υποχρεωτικά, μόνον η τελευταία από αυτές: εκείνη, δηλ., που έχει ως αποτέλεσμα την πλήρωση του ποσοτικού κριτηρίου και όχι, αναδρομικά, η κάθε μερικότερη.

     

    Ο κανόνας της απαγόρευσης συναλλαγών με μέλη του ΔΣ και συνδεδεμένα μέλη είναι, όπως έχουμε ήδη διαπιστώσει, διασφαλιστικός για τα συμφέροντα της ΑΕ και, ιδίως, των μετόχων μειοψηφίας. Βεβαίως και των αντισυμβαλλομένων της. Καθώς όμως ο συγκεκριμένος κανόνας είναι αυστηρός και απόλυτος, η απολύτως άκαμπτη εφαρμογή του θα δημιουργούσε προβλήματα στην ίδια την ΑΕ και τις συναλλαγές της. Θεσπίζει, στο πλαίσιο αυτό, ο ίδιος ο νόμος μια σειρά εξαιρέσεων. Σημαντικότερη από αυτές είναι εκείνη που αφορά τις τρέχουσες συναλλαγές της: oι απλές, καθημερινές, συναλλαγές ανάμεσα στη μη εισηγμένη ΑΕ και μέλος του ΔΣ της (λ.χ.) όχι μόνον δεν απαγορεύονται αλλά και ουδεμία, εν τέλει, έγκριση απαιτείται (μολονότι θα ήταν για τις σημαντικότερες από αυτές χρήσιμη-αν όχι κρίσιμη). Αρκεί, αυτονοήτως, να πληρούνται κάποιες βασικές -λογικές πάντως- προϋποθέσεις. Προσοχή όμως: ενδεχόμενη προσπάθεια καταστρατήγησης (και) της συγκεκριμένης εξαίρεσης δημιουργεί όχι αμελητέες ευθύνες των εμπλεκομένων προσώπων. Για τις λοιπές, πάντως, εξαιρέσεις: επόμενη αρθρογραφία μας.-

    Σταύρος Κουμεντάκης
    Managing Partner

     

    Υ.Γ. Συνοπτική έκδοση του άρθρου δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ, στις 26 Μαρτίου 2023.

    Η πληροφόρηση που εμπεριέχεται στο παρόν άρθρο δεν συνιστά (ούτε και έχει σκοπό να αποτελέσει) νομική συμβουλή. Μια τέτοια νομική συμβουλή είναι δυνατό να παρασχεθεί μόνον από αρμόδιο δικηγόρο ο οποίος θα λάβει υπόψη του το σύνολο των δεδομένων που θα του εκθέσετε για την υπόθεσή σας. Αναλυτικά.

  • Συμβάσεις ΑΕ με Μέλη ΔΣ και Συνδεδεμένα Μέρη

    Συμβάσεις ΑΕ με Μέλη ΔΣ και Συνδεδεμένα Μέρη

    Δεν είναι σπάνιο το φαινόμενο μέλη του ΔΣ να συνάπτουν (ή να χρειάζεται να συνάψουν) συμβάσεις με την ΑΕ ή να έχουν συναλλαγές μαζί της. Ευρύτερα: να συναλλάσσονται με την ΑΕ πρόσωπα που λόγω της θέσης ή της ιδιότητάς τους είναι δυνατό να επηρεάσουν, προς ίδιο όφελος, το περιεχόμενο των συγκεκριμένων συναλλαγών. Πρόκειται για τις λεγόμενες συναλλαγές με συνδεδεμένα μέρη («related party transactions»). Είναι, άραγε, νόμιμες τέτοιες συμβάσεις και συναλλαγές; Ποιες οι προβλέψεις του νόμου;

     

    Περιεχόμενο & Σκοπός Ρύθμισης

    Η κατ’ αρχήν απαγόρευση, οι εξαιρέσεις, η διαδικασία και όροι σύναψης συναλλακτικών σχέσεων μεταξύ της ΑΕ και των συνδεδεμένων μερών ρυθμίζεται στον νόμο για τις ΑΕ (άρ. 99-101 του ν. 4548/2018).

    Οι σχετικές ρυθμίσεις αφορούν τη σύναψη οποιασδήποτε σύμβασης της εταιρείας με μέλη ΔΣ και συνδεδεμένα μέρη. Επίσης, την παροχή από την ΑΕ ασφαλειών και εγγυήσεων προς τρίτους υπέρ των προσώπων αυτών. Για τούτες θεμελιώνεται, ως βασικός κανόνας, η απαγόρευσή τους-με την εξαίρεση της τήρησης των προβλεπόμενων μηχανισμών ενδοεταιρικής αδειοδότησης (άρ. 100) και δημοσιοποίησης (άρ. 101). Αν αυτοί δεν τηρηθούν, η σύναψη των εν λόγω συναλλαγών είναι άκυρη. Υφίστανται, ωστόσο, ορισμένες εξαιρέσεις, για τις οποίες επόμενη αρθρογραφία μας.

    Οι ανωτέρω διατάξεις (μεταφορά στο ελληνικό δίκαιο των Οδηγιών 2007/36/ΕΚ και 2017/828/ΕΕ, ειδικά ως προς τις εισηγμένες ΑΕ) συνιστούν το ισχύον, ενιαίο (όπως κατωτέρω θα αναλυθεί) ρυθμιστικό καθεστώς των εν λόγω, εξαιρετικά, επισφαλών συμβατικών σχέσεων.

    Η ιδιαίτερη και πολύπλοκη φύση των ανωτέρω, επίφοβων, συναλλαγών, προφανής. Οι κίνδυνοι για την ΑΕ και τους μετόχους της μειοψηφίας, εξόφθαλμοι. Πρόκειται για συναλλαγές που δημιουργούν σημαντικό κίνδυνο δημιουργίας περιπτώσεων σύγκρουσης συμφερόντων˙ που είναι δυνατό να καταλήξουν στην εξυπηρέτηση των προσωπικών, μόνο, συμφερόντων των συνδεδεμένων μερών· σε εξυπηρέτηση ιδιοτελών επιδιώξεων εις βάρος της ΑE όσο και, ιδίως, των μετόχων μειοψηφίας. Η ανάγκη για προστασία της ΑΕ και των τελευταίων μοιάζει, προφανώς, επιβεβλημένη.

     

    Ειδικότερες Διατάξεις

    Το ανωτέρω (γενικό) ρυθμιστικό  πλαίσιο πρέπει να εξετάζεται σε σχέση με τυχόν ειδικότερες διατάξεις.

    Οι συναλλαγές, λ.χ., των πιστωτικών ή χρηματοδοτικών ιδρυμάτων με πρόσωπα που τελούν σε ειδική σχέση διέπονται, κατ’ αρχήν, από τις (τυχόν υπάρχουσες) ειδικότερες διατάξεις της χρηματοπιστωτικής νομοθεσίας (άρ. 99 § 1 περ. α΄). Δυνάμει της τελευταίας, συνεπώς, θα ρυθμίζονται τα σχετικά ζητήματα (λ.χ. κριτήρια ως προς την ύπαρξη, ή μη, ειδικής σχέσης).

    Επιπλέον, το επιτρεπτό (ή μη) της παροχής χρηματοδοτικής συνδρομής (:παροχής πιστώσεων ή εγγυήσεων) εκ μέρους της εταιρείας προς τρίτους υπέρ των μελών του ΔΣ για απόκτηση μετοχών της θα κριθεί, αποκλειστικά, από τη σκοπιά της σχετικής, ειδικής, ρύθμισης (αρ. 51 §3).

    Να σημειωθεί εδώ πως, γενικά, απαγορεύεται η σύναψη συμβάσεων του αντιπροσώπου με τον εαυτό του-στο όνομα, όμως, του αντιπροσωπευόμενου (235 ΑΚ). Στην κατηγορία αυτή θα ήταν δυνατό να ενταχθούν και οι συμβάσεις των μελών του ΔΣ με την ΑΕ. Οι προαναφερθείσες, όμως, ρυθμίσεις του νόμου για τις ΑΕ (άρ. 99 επ.) εξοβελίζουν την εν λόγω απαγόρευση. Και τούτο γιατί η περίπτωση σύγκρουσης συμφερόντων, στο πλαίσιο της ΑΕ, αντιμετωπίζεται με τουλάχιστον ικανοποιητικά (ενδοεταιρικά) εχέγγυα.

    Σημειώνεται, τέλος, πως μια συναλλαγή, ακόμη και έγκυρη υπό το πρίσμα των προαναφερθεισών διατάξεων (άρ. 99-101), είναι δυνατό να προσκρούει σε έτερους (απαγορευτικούς) κανόνες. Ιδίως εάν συνιστά περίπτωση υποκρυπτόμενης διανομής εταιρικής περιουσίας, όποτε θα ισχύουν, ενδεχομένως, οι ειδικότερες ρυθμίσεις (άρ. 22 § 2& άρ. 159).

     

    Υποκειμενικό Πεδίο Εφαρμογής

    Η Συμβαλλόμενη ΑΕ

    Οι ενωσιακής προέλευσης ρυθμίσεις και απαγορεύσεις του νόμου για τις ΑΕ (άρ. 99 επ.) καταλαμβάνουν το σύνολο των ΑΕ με καταστατική έδρα στην ελληνική επικράτεια. Η πραγματική έδρα της ΑΕ, ο πραγματικός, δηλ., τόπος άσκησης της διοίκησής της, δεν ενδιαφέρει  για τον προσδιορισμό του εφαρμοστέου δικαίου.

    Περαιτέρω, ως προς την εφαρμογή των προαναφερθεισών διατάξεων (άρ. 99 επ.), ενδιαφέρει αν πρόκειται για εισηγμένη ή μη ΑΕ. Ο Έλληνας νομοθέτης, καθ’ υπέρβαση του πεδίου εφαρμογής της σχετικής ενωσιακής Οδηγίας, συμπεριέλαβε, στο ρυθμιστικό του πεδίο (και) τις μη εισηγμένες ΑΕ. Επίσης, τις ΑΕ, οι μετοχές των οποίων αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης σε πολυμερή μηχανισμό διαπραγμάτευσης (:«λοιπές εταιρείες», άρ. 99 §2 περ. β΄, σε αντίστιξη με τις εταιρείες με «μετοχές εισηγμένες» της περ. α΄). Αναλόγως αν πρόκειται για εισηγμένες ή μη διαφέρει το υποκειμενικό πεδίο εφαρμογής και η διαδικασία χορήγησης της σχετικής άδειας.

    Ενδιαφέρει, επίσης, αν η εταιρεία με καταστατική έδρα στην Ελλάδα είναι ενταγμένη σε διεθνή όμιλο επιχειρήσεων, οπότε και ενδέχεται να συναλλάσσεται με άλλες εταιρείες του ομίλου που εδρεύουν στην αλλοδαπή. Στην περίπτωση των ως άνω ενδοομιλικών συναλλαγών, υποστηρίζεται, καταρχήν-ως γενικός κανόνας, ότι τυγχάνουν εφαρμογής τα εταιρικά δίκαια και των δύο συμβαλλόμενων ΑΕ.

    Αυτονοήτως, προϋποτίθεται να υφίσταται η ΑΕ. Συναλλαγές, κατά το στάδιο της ίδρυσής της, διέπονται από ειδική ρύθμιση (άρ. 10 §1-167/1985 ΑΠ, 1790/2002 ΕφΘεσσ, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

    Τα Συνδεδεμένα Μέρη

    Η προαναφερθείσα απαγόρευση συμβάσεων και συναλλαγών με την ΑΕ (αρ. 99 §1) αφορά, σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν ήδη, στα συνδεδεμένα μέρη. Ειδικότερα:

    Ως Προς Τις Εισηγμένες ΑΕ

    Ως προς τις εισηγμένες εταιρείες, τα συνδεδεμένα με αυτές πρόσωπα ορίζονται με βάση τα Διεθνή Λογιστικά Πρότυπα 24 και 27 (άρ. 99 §2 περ. α΄). Η εν λόγω νομοθετική επιλογή αξιολογείται, ωστόσο, ατυχής: Τα εν λόγω ΔΛΠ ενδέχεται να μεταβληθούν/καταργηθούν. Επίσης, την έννοια των συνδεδεμένων μερών αφορούν και άλλα ΔΛΠ/ΔΠΧΑ. Ορθότερος, προκρίνεται, κατά τούτο, ο προσδιορισμός των κρίσιμων σχέσεων και των ουσιαστικών κριτηρίων για τον καθορισμό της εδώ κρινόμενης έννοιας βάσει των εκάστοτε ισχυόντων, εντός της ΕΕ, ΔΛΠ/ΔΠΧΑ.

    Στο ΔΛΠ 24 εμπεριέχεται λεπτομερής, αποκλειστικός κατάλογος ως προς τα φυσικά πρόσωπα και τις λοιπές «οντότητες» που θεωρούνται ως συνδεδεμένα μέρη.

    Στα συνδεδεμένα μέρη εντάσσονται τα πρόσωπα εκείνα (φυσικά ή νομικά) που ασκούν σημαντικό έλεγχο και επιρροή στην εταιρεία. Το ίδιο και όσα επιφορτίζονται με κρίσιμα διοικητικά καθήκοντα (συμπεριλαμβανομένων και των ανώτατων διοικητικών στελεχών). Επίσης, τα στενά μέλη της οικογένειάς τους και οι εταιρείες συμφερόντων τους.

    Δεν αποκλείεται, τέλος, υπό το πρίσμα του δικαίου κεφαλαιαγοράς, οι συναλλαγές μεταξύ των εισηγμένων και των ως άνω προσώπων να καταλαμβάνονται, επιπλέον, από τη νομοθεσία περί κατάχρησης της αγοράς.

    Ως Προς Τις Μη Εισηγμένες ΑΕ

    Ως προς τις μη εισηγμένες ΑΕ, τα πρόσωπα που καθορίζονται ως συνδεδεμένα μέρη είναι (άρ. 99 §2 περ. β΄):

    (α) Τα μέλη του ΔΣ: Τούτα δε, καταλαμβάνονται, ανεξαρτήτως του τρόπου (και των τυχόν ελαττωμάτων) εκλογής ή (δι)ορισμού τους. Επίσης (και) τα υποκατάστατα όργανα (άρ. 87) και τα μέλη της εκτελεστικής επιτροπής. Επίσης, καταλαμβάνονται και οι εκκαθαριστές (άρ. 167 §5).

    Τη συγκεκριμένη ιδιότητα θα πρέπει, καταρχήν, να έχουν κατά τον χρόνο κατάρτισης της επίμαχης συναλλαγής με την εταιρεία (506/2000 ΜονΠρωτΛΑρ, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Υποστηρίζεται, ωστόσο, η ευρεία ερμηνεία ως προς το εν λόγω ζήτημα, με σκοπό την αποφυγή καταστρατηγήσεων. Τέτοια, ενδέχεται να συνιστά η περίπτωση κατά την οποία οι συναλλαγές επιχειρούνται με πρόσωπο, αμέσως, πριν την ανάληψη εκ μέρους του διοικητικού ρόλου. Ομοίως, αφότου προηγήθηκε, μόλις, η παραίτηση του συγκεκριμένου μέλους από το ΔΣ. Ιδίως δε, εάν ακολουθήσει ανακατάληψη της θέσης από αυτό.

    (β) Πρόσωπα που ελέγχουν την ΑΕ: Για την αποσαφήνιση της έννοιας του ελέγχου,  η σχετική διάταξη (του άρ. 99) παραπέμπει, εν προκειμένω, στην περιπτωσιολογία του άρθρου 32 ν. 4308/2014. Μεταξύ των προσώπων που ασκούν κυριαρχική επιρροή ή έλεγχο στην εταιρεία, συμπεριλαμβάνονται: ο μέτοχος που συγκεντρώνει την πλειοψηφία των δικαιωμάτων ψήφου στη ΓΣ (άρ. 32 §2 περ. α΄). Επίσης, ο μέτοχος, ο οποίος έχει το δικαίωμα να διορίζει ή/και να παύει την πλειοψηφία των μελών του ΔΣ (άρ. 32 §2 περ. β΄).

    (γ) Τα στενά μέλη της οικογένειας των μελών του ΔΣ ή των προσώπων που ελέγχουν την ΑΕ: Ως στενά μέλη της οικογένειας προσδιορίζονται όσα απαριθμούμενα στο Παράρτημα Α΄ ν. 4308/2014. Πρόκειται, ειδικότερα, για: τον/την σύζυγο (όχι διαζευγμένο) ή σύντροφο με τον/την οποίο/α συγκατοικεί μέλος ΔΣ ή πρόσωπο που ελέγχει την ΑΕ. Επίσης, τα εξαρτώμενα μέλη, συμπεριλαμβανομένων συγγενών (ανιόντων και κατιόντων), του μέλους ΔΣ ή προσώπου που ελέγχει την ΑΕ, του/της συζύγου ή συντρόφου αυτών με τον/την οποίο/α συγκατοικούν.

    (δ) Τα ελεγχόμενα νομικά πρόσωπα: Πρόκειται για τις (οποιασδήποτε νομικής μορφής) εταιρείες, οι οποίες ελέγχονται, με οποιονδήποτε τρόπο, από μέλη του ΔΣ ή πρόσωπα που ελέγχουν τη συμβαλλόμενη ΑΕ, καθώς και τα στενά μέλη της οικογένειάς τους.

    Δυνατότητα Καταστατικής Διεύρυνσης

    Στο υποκειμενικό πεδίο εφαρμογής του άρθρου 99 είναι δυνατό να εμπίπτουν και πρόσωπα, στα οποία η εφαρμογή των άρθρων 99-101 έχει επεκταθεί με καταστατική πρόβλεψη (άρ. 99 §2 περ. γ΄).

    Τέτοια πρόσωπα ενδέχεται, ιδίως, να είναι, για της μη εισηγμένες εταιρείες (διότι για τις εισηγμένες είναι, σε κάθε περίπτωση βάσει του ΔΛΠ 24), οι γενικοί διευθυντές ή διευθυντές της ΑΕ. Εφόσον, βέβαια, δεν συνδέονται με την ΑΕ με οργανική σχέση, οπότε και θα καταλαμβάνονταν ως υποκατάστατα όργανα, έτσι κι αλλιώς, από το άρθρο 99 (265/2020 ΜονΠρωτΓιανν, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

    Δεν αποκλείεται, επιπλέον, να επεκτείνεται η εφαρμογή του άρθρου 99 και, εν γένει, σε εργαζομένους της ΑΕ. Ακόμη και σε μετόχους μειοψηφίας ή θυγατρικές εταιρείες.

     

    Αντικειμενικό Πεδίο Εφαρμογής

    Στις ρυθμίσεις των άρθρων 99 επ. υπάγονται, καταρχήν, όλες, ανεξαιρέτως, οι (εναλλακτικά αναφερόμενες ως) «συναλλαγές» ή «συμβάσεις» της ΑΕ με τα ανωτέρω συνδεδεμένα πρόσωπα. Ειδικότερα, με τη νέα ρύθμιση δεν υπάρχει, πλέον, η διάκριση μεταξύ δανειακών και πιστωτικών συμβάσεων, από τη μια μεριά και «άλλων συμβάσεων» από την άλλη, αλλά όλες οι συμβάσεις υπάγονται σε ενιαίο καθεστώς, όπως επιτάσσει η ενωσιακή Οδηγία (βλ. σχετικά, Αιτιολογική Έκθεση ν. 4548/2018 επί του άρ. 99).

    Η ισχύουσα διάταξη καταλαμβάνει, δηλαδή, κάθε δικαιοπραξία, αμφοτεροβαρή, ετεροβαρή, ατελή αμφοτεροβαρή (ενδ.: πώληση, μίσθωση, δωρεά, δάνειο). Υπό την προϋπόθεση να αναπτύσσεται σχέση παροχής μεταξύ της εταιρείας και του συνδεδεμένου μέρους. Συνεπώς, στο πεδίο εφαρμογής των άρθρων 99 επ. εμπίπτει τυχόν ενοχική (και όχι η, μεταγενέστερη χρονικά, εμπράγματη, εφόσον τηρήθηκαν οι διατυπώσεις για την ενοχική) δικαιοπραξία, ως η κατεξοχήν ιδρύουσα υποχρεώσεις.

    Καθώς ελλείπει σχετική, ρητή, διάκριση (και για λόγους ασφάλειας δικαίου) καταλαμβάνονται, εξίσου, και οι επωφελείς -κατά την κρίση του ΔΣ- συναλλαγές για την εταιρεία. Ο (αστάθμητος και ανεξέλεγκτος) παράγοντας της σκοπιμότητας δεν είναι δυνατό, συνεπώς, να λειτουργήσει ως εγγύηση για την προάσπιση των εταιρικών συμφερόντων (248/1998 ΑΠ, 465/2011 ΕφΛαρ, 9135/2005 ΕφΑθ, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Ομοίως, εταιρικές πράξεις που έχουν χαρακτήρα σύμβασης (λ.χ. ίδρυση εταιρείας μεταξύ της ΑΕ και συνδεδεμένου μέρους).

    Στις παραπάνω περιπτώσεις (και ρυθμιστικό πλαίσιο) δεν εντάσσονται οι μονομερείς δηλώσεις βούλησης (όπως η καταγγελία, λ.χ., σύμβασης εργασίας). Το ίδιο ισχύει και ως προς την τυχόν παράλειψη κατάρτισης κάποιας σύμβασης.

    Διευκρινίζεται, επιπλέον, το εξής: τυχόν συμβάσεις της ΑΕ με τρίτους υπέρ των συνδεδεμένων μερών (όπως λ.χ. η εκμίσθωση ακινήτου από την ΑΕ και παραχώρησή του ως κατοικία σε μέλος του ΔΣ) μπορούν να αξιολογηθούν, καταρχήν-μόνον, υπό το πρίσμα της αμοιβής (άρ. 109). Είναι άλλο, όμως, εάν ο εκμισθωτής-τρίτος λειτούργησε ως παρένθετο πρόσωπο για τον συγκεκριμένο-επωφελούμενο διοικητή (6/2016 ΠολΠρωτΜεσολ, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

     

    Οι διοικητές (:μέλη ΔΣ και υποκατάστατα όργανα) και οι μέτοχοι πλειοψηφίας συχνά (λανθασμένα όμως) ταυτίζουν το προσωπικό τους συμφέρον με εκείνο της ΑΕ. Την περιουσία της τελευταίας με τη δική τους. Για τη διασφάλιση των συμφερόντων της ΑΕ αλλά και, ιδίως, των μετόχων μειοψηφίας, ο νόμος ορίζει ως, κατ’ αρχήν, απαγορευμένη τη σύναψη συμβάσεων και διενέργεια συναλλαγών της ΑΕ με μέλη του ΔΣ και συνδεδεμένα πρόσωπα (ενδ.: στενά μέλη της οικογένειάς τους και εταιρείες αυτών). Όμως, τέτοιας φύσης συναλλαγές είναι κάποιες φορές χρήσιμες για την ΑΕ, ενίοτε αναγκαίες και, όχι σπάνια, επιβεβλημένες. Ο γενικός, αυτός, κανόνας έχει, κατά τούτο, ανάγκη σημαντικών εξαιρέσεων. Περί αυτών, όμως, επόμενη αρθρογραφία μας.-

    Σταύρος Κουμεντάκης
    Managing Partner

     

    Υ.Γ. Συνοπτική έκδοση του άρθρου δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ, στις 19 Μαρτίου 2023.

    Η πληροφόρηση που εμπεριέχεται στο παρόν άρθρο δεν συνιστά (ούτε και έχει σκοπό να αποτελέσει) νομική συμβουλή. Μια τέτοια νομική συμβουλή είναι δυνατό να παρασχεθεί μόνον από αρμόδιο δικηγόρο ο οποίος θα λάβει υπόψη του το σύνολο των δεδομένων που θα του εκθέσετε για την υπόθεσή σας. Αναλυτικά.

  • Υποχρεώσεις Επιμέλειας & Εποπτείας του ΔΣ

    Υποχρεώσεις Επιμέλειας & Εποπτείας του ΔΣ

    Σε προηγούμενη αρθρογραφία μας ασχοληθήκαμε με την υποχρέωση νομιμότητας των μελών του ΔΣ και των υποκατάστατων οργάνων. Στο παρόν θα μας απασχολήσουν οι λοιπές δύο υποχρεώσεις του καθήκοντος επιμέλειας. Πρόκειται για την υποχρέωση επιμέλειας (με την στενή έννοια του όρου) και την υποχρέωση άσκησης εποπτείας και ελέγχου της οργάνωσης και λειτουργίας της ΑΕ. Και οι συγκεκριμένες υποχρεώσεις μοιάζουν (κουραστικά) θεωρητικές. Όμως, ενδεχόμενη μη άσκηση (ή πλημμελής άσκησή) τους   ενεργοποιεί τις ευθύνες των υπόχρεων μελών του ΔΣ. Και οι συγκεκριμένες ευθύνες δεν είναι καθόλου, μα καθόλου, θεωρητικές. Είναι και παρούσες και απτές!

     

    Υποχρέωση Επιμέλειας (“Εν Στενή Εννοία”)

    Έννοια – Περιεχόμενο

    Το περιεχόμενο της συγκεκριμένης υποχρέωσης των μελών του ΔΣ (άρ. 96 §1 εδ. β’ & 102 §2 ν. 4548/2018) συνίσταται στην από μέρους τους τήρηση της δέουσας (:επιβαλλόμενης) επιμέλειας κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους. Μέτρο της θα αποτελεί, πάντα, η επιμέλεια του συνετού επιχειρηματία. Η συγκεκριμένη έννοια μοιάζει μεν αόριστη πλην όμως αποτελεί συγκεκριμένο και, υπό προϋποθέσεις, ασφαλές κριτήριο: τι θα έκανε στην εκάστοτε συγκεκριμένη περίπτωση και υπό τις δεδομένες, κάθε φορά, περιστάσεις ο συνετός επιχειρηματίας; Η συγκεκριμένη αξιολόγηση μπορεί να διενεργηθεί, αποκλειστικά, από το αρμόδιο δικαστήριο.

    Η επιμελής διαχείριση δεν είναι δυνατό παρά να ασκείται εντός των ορίων του νόμου. Επίσης, εντός των ορίων, ευχερειών και αρμοδιοτήτων του συμβούλου από τυχόν σύμβασή του ή ανάθεση καθηκόντων του. Μοιάζει, επομένως, λογικό να αναμένουμε αυξημένη επιμέλεια από τον Διευθύνοντα Σύμβουλο της ΑΕ σε σχέση με ένα  απλό, μη εκτελεστικό μέλος).

    Να σημειωθεί, επίσης, πως τον τρόπο άσκησης της (επιμελούς) εταιρικής διοίκησης είναι δυνατό να προσδιορίζουν και κάποιες σημαντικές, εξωγενείς, παράμετροι˙ ακόμα και μη δεσμευτικοί. Ενδεικτικά: οι συναλλακτικές συνήθειες, κώδικες ή οδηγοί συμπεριφοράς (λ.χ. κανόνες εταιρικής διακυβέρνησης), κλπ.

    Εφαρμογή

    Οι βασικότερες λειτουργίες της συγκεκριμένης υποχρέωσης, κατά τη θεωρία (:αλλοδαπή και ελληνική βιβλιογραφία,) συνίστανται στην:

    (α) Χάραξη επιχειρηματικής πολιτικής: Τα μέλη του ΔΣ υποχρεούνται να χαράσσουν την επιχειρηματική στρατηγική της επιχείρησης. Η τελευταία (:επιχειρηματική στρατηγική) πρέπει να βασίζεται σε (ποιοτικά και ποσοτικά) επαρκείς πληροφορίες και αντίστοιχα δεδομένα. Τα μέλη του ΔΣ, στο πλαίσιο αυτό, οφείλουν να εκπονούν το business plan της επιχείρησης, με περιεχόμενο τους βραχυπρόθεσμους (ευκταίο και τους μεσο-μακροπρόθεσμους) στόχους της επιχείρησης. Το σύνολο, πάντως, των πολιτικών υιοθετούν και αποφάσεων που λαμβάνουν τα μέλη του ΔΣ οφείλουν να μην βλάπτουν τα συμφέροντα εκείνων που έλκουν δικαιώματα από την εταιρεία (λ.χ. των δανειστών ή εργαζομένων). Να διαπνέονται, επίσης, από αίσθημα κοινωνικής ευθύνης.

    (β) Χρηματοοικονομική διοίκηση: Υποχρέωση των μελών του ΔΣ αποτελεί, επίσης, η διασφάλιση της αναγκαίας ρευστότητας. Επίσης, ο προσδιορισμός ενός ολοκληρωμένου σχεδίου χρηματοδότησης για την υποβοήθηση της επιβίωσης και ανάπτυξης της ΑΕ. Επίσης για την κάλυψη δυνητικών προβληματικών καταστάσεων (λ.χ. περιορισμού κύκλου εργασιών ή/και τυχόν οικονομικής δυσπραγίας).

    (γ) Άσκηση ελέγχου και εποπτείας των λειτουργιών της ΑΕ: Τα μέλη του ΔΣ υποχρεούνται να ασκούν εποπτεία και έλεγχο της λειτουργίας της εταιρείας-γενικά. Σκοπός τους η επιβεβαίωση της υλοποίησης των πολιτικών που υιοθετεί η ΑΕ καθώς και η διενέργεια τυχόν διορθωτικών παρεμβάσεων. Ευκταία, στο πλαίσιο αυτό, η αντικατάσταση της ατομικής εποπτείας από κατάλληλες, προς τούτο, δομές. Όπως, ενδεικτικά,  από μονάδες κανονιστικής συμμόρφωσης (:«compliance»), που αποκτούν ιδιαίτερη σημασία και αξία στα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, στα μεγαλύτερα νομικά πρόσωπα και ομίλους εταιρειών.

    (δ) Οργάνωση της ΑΕ: Τα μέλη του ΔΣ είναι υπεύθυνα για την αποτελεσματική εσωτερική διάρθρωση της εταιρείας, με σκοπό, μεταξύ άλλων, τη βέλτιστη λειτουργία, εποπτεία και πληροφόρηση. Τούτη επιτυγχάνεται, ρητά για τις εισηγμένες, μέσω κατάλληλων οργανικών δομών (βλ. άρ. 13 & 14 ν. 4706/2020 για τις εισηγμένες).

    (ε) Εξασφάλιση ροής πληροφόρησης: Τα μέλη του ΔΣ υποχρεούνται, τέλος, να διασφαλίζουν την ακρίβεια της πληροφόρησης στο εσωτερικό της ΑΕ. Επίσης, την ασφάλεια και πληρότητα των (εισερχόμενων, κυρίως) πληροφοριών. Ομοίως και τη διάχυσή τους μεταξύ όλων των συμβούλων. Η άγνοια, πάντως, δεν συνιστά (νόμιμη) επιλογή. Η διασφάλιση της ροής πληροφόρησης μεταξύ των μελών του ΔΣ αποτελεί, υποχρεωτικά, συλλογική υποχρέωση και ευθύνη του οργάνου.

     

    Υποχρέωση Εποπτείας

    Έννοια – Περιεχόμενο

    Η υποχρέωση εποπτείας  (96 §1 περ. β’) βαρύνει όλα τα μέλη του ΔΣ. Ανήκει, όπως θα λέγαμε, στις αρμοδιότητες του συλλογικού οργάνου [2041/2018 ΑΠ (ΠΟΙΝ), ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ]. Η συγκεκριμένη υποχρέωση αξιώνει:

    (α) Οριζόντιο έλεγχο: Πρόκειται για περίπτωση αυτοελέγχου. Kάθε μέλος του ΔΣ έχει το δικαίωμα και, ταυτόχρονα, την υποχρέωση να ελέγχει, αν τα λοιπά μέλη (και τα υποκατάστατα όργανα), συμμορφώνονται, κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων τους, με τον νόμο, το καταστατικό και τις λοιπές υποχρεώσεις τους. Αυξημένες υποχρεώσεις εποπτείας συγκεκριμένου μέλους, λ.χ. του προέδρου, δεν αναγνωρίζονται (ούτε νομοθετικά)˙ άλλωστε, κάτι τέτοιο, δεν συνάδει και με τα συντονιστικής φύσης καθήκοντά του.

    Αποτελεσματική εποπτεία δεν νοείται δίχως επαρκή πληροφόρηση. Συνεπώς, το εκάστοτε εποπτεύον μέλος έχει (απεριόριστη και αναφαίρετη) αξίωση ενημέρωσης έναντι του εκάστοτε  εποπτευομένου-αναφορικά με τον τομέα και τρόπο δράσης του τελευταίου. Αλλά και αντίστροφα, το εποπτεύον μέλος υποχρεούται -υποκείμενο εξίσου σε έλεγχο- να πληροφορεί τα υπόλοιπα μέλη του ΔΣ αναφορικά με την εκπλήρωση των ανατεθειμένων καθηκόντων τους.

    Να σημειωθεί, εδώ, πως σιωπηρή ή εν τοις πράγμασι (de facto) ανάθεση καθηκόντων δεν γίνεται δεκτή-βρίσκει, εντούτοις, νομολογιακό έρεισμα στη βάση γενικών ερμηνευτικών κανόνων (173-200 ΑΚ). Επίσης, πως ανάθεση καθηκόντων σε μέλη του ΔΣ δεν επιτρέπεται αναφορικά με αποφάσεις, η λήψη των οποίων ανήκει στην αρμοδιότητα του ΔΣ ως συλλογικού οργάνου. Ανάθεση, όμως, συγκεκριμένων καθηκόντων συνεπάγεται και αντιστοίχιση με το  μέλος του ΔΣ-φορέα τους (άρ. 102  §1). Αδύνατο, συνεπώς, να υπάρξει ατομική ευθύνη έναντι της εταιρείας εις βάρος μέλους του ΔΣ-με αφορμή (άσχετα με το ίδιο) καθήκοντα, που είτε δεν ασκήθηκαν είτε ασκήθηκαν πλημμελώς.

    Προκειμένου υπόχρεο μέλος του ΔΣ να απαλλαγεί από την ευθύνη του εξαιτίας πλημμελούς εκπλήρωσης των καθηκόντων του, δικαιούται να επικαλεστεί, λ.χ., σύννομη απόφαση της ΓΣ (άρ. 102  §4) ή ότι κατέβαλε την επιμέλεια συνετού επιχειρηματία που δραστηριοποιείται σε παρόμοιες συνθήκες (370/2018 ΑΠ, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

    Τα λοιπά μέλη του ΔΣ, ωστόσο, ενδέχεται να βαρύνονται με υπαιτιότητα (λ.χ. βαριά αμέλεια) ως προς την (εσφαλμένη) επιλογή του μέλους του ΔΣ, που πλημμελώς εκπληρώνει τις υποχρεώσεις του. Πιθανώς, λόγω της -κατ’ αντικειμενική κρίση- ακαταλληλότητάς του για την εκτέλεση των καθηκόντων που του ανατέθηκαν. Η ανάθεση καθηκόντων σ’ ένα μέλος του ΔΣ δε σημαίνει και την, άνευ ετέρου, απαλλαγή των λοιπών από κάθε υποχρέωσή τους. Υποχρεούνται, αντίθετα, σε άσκηση διαρκούς εποπτείας. Δεν αποκλείεται, άλλωστε, η παράνομη (ή πλημμελής) δράση συμβούλου να συνδέεται αιτιωδώς (και) με ανεπαρκή έλεγχο του από τα λοιπά μέλη του ΔΣ. Στην περίπτωση αυτή, θα δημιουργείται πρόσφορο έδαφος για καταλογισμό ευθύνης εις βάρος των τελευταίων. Το ενδεδειγμένο μέτρο άσκησης εποπτείας επιτάσσει η πίστη στις ικανότητες εκάστου των συμβούλων από τους λοιπούς να διαβαθμίζεται στη βάση αντικειμενικών κριτηρίων (λ.χ. η φύση και η σπουδαιότητα των ανατεθειμένων καθηκόντων, η αρχαιότητα του φορέα τους στην εταιρεία,  κ.ο.κ.).

    (β) Κάθετο έλεγχο: Ο κάθετος έλεγχος συνίσταται στην εποπτεία από μέρους αρμόδιου μέλους του ΔΣ των στελεχών ή υπαλλήλων της εταιρείας, στη σφαίρα ευθύνης του οποίου ανήκουν.

    Η περαιτέρω ανάθεση διοικητικών αρμοδιοτήτων  (φερόμενη, συνήθως, ως «τυπική» διαδικασία) συνιστά, στην πραγματικότητα, σύνθετη απόφαση. Τόσο κατά το στάδιο της επιλογής του συνεργάτη όσο και κατά το στάδιο της άσκησης των αρμοδιοτήτων του.

    Το εποπτεύον μέλος του ΔΣ οφείλει, αρχικά, να επιδείξει τη δέουσα υπευθυνότητα κατά το στάδιο της επιλογής συνεργάτη. Να σταθμίσει, συνεπώς, επιμέρους υποκειμενικές (:επαγγελματικές και προσωπικές) ιδιότητες του (316/2010 ΠολΠρωτΛαρ, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Σε περίπτωση (εκ των υστέρων αποδεικνυόμενης) αποτυχίας, θα έχει, τουλάχιστον, αμβλύνει την προσωπική του ευθύνη. Το εποπτεύον μέλος οφείλει να καθοδηγεί και συμβουλεύει τον εποπτευόμενο.

    Κατά τα λοιπά, ως προς το εύρος και την ένταση της ασκούμενης εποπτείας, ισχύουν όσα ανωτέρω αναφέρθηκαν για τον οριζόντιο έλεγχο.

     

    Η επιλογή (ή αποδοχή σχετικής  πρότασης) για συμμετοχή σε Διοικητικό Συμβούλιο με την ιδιότητα του μέλους του μοιάζει, στα μάτια των περισσοτέρων από εμάς, διαδικασία «τυπική». Όσο τυπική όμως φαντάζει κι όσο θεωρητικές κι αν είναι οι υποχρεώσεις των μελών του ΔΣ, δεν παύει να είναι και παρούσες και υπαρκτές. Ενδεχόμενη παραβίαση αυτών των «θεωρητικών» (κατ’ όνομα) υποχρεώσεων γεννά προσωπική (και καθόλου αμελητέα) ευθύνη των φορέων τους-μελών.

    Σταύρος Κουμεντάκης
    Managing Partner

     

    Υ.Γ. Συνοπτική έκδοση του άρθρου δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ, στις 12 Μαρτίου 2023.

    Η πληροφόρηση που εμπεριέχεται στο παρόν άρθρο δεν συνιστά (ούτε και έχει σκοπό να αποτελέσει) νομική συμβουλή. Μια τέτοια νομική συμβουλή είναι δυνατό να παρασχεθεί μόνον από αρμόδιο δικηγόρο ο οποίος θα λάβει υπόψη του το σύνολο των δεδομένων που θα του εκθέσετε για την υπόθεσή σας. Αναλυτικά.

  • Υποχρέωση Νομιμότητας Μελών ΔΣ

    Υποχρέωση Νομιμότητας Μελών ΔΣ

    Σε προηγούμενη αρθρογραφία μας, ασχοληθήκαμε με τις εξουσίες του ΔΣ. Τα μέλη του όμως καθώς και τα υποκατάστατα όργανα (άρ. 87-συνολικά: «τα μέλη του ΔΣ») δεν είναι δυνατό να τις ασκούν εκτός συγκεκριμένων ορίων. Η σχετική συζήτηση μοιάζει απολύτως τεχνοκρατική, θεωρητική και, εν τέλει, βαρετή˙ έχει όμως ένα απολύτως απτό, όσο και σημαντικό αποτέλεσμα: ενδεχόμενη ευθύνη των μελών του ΔΣ από την υπέρβαση των εν λόγω ορίων, θα ενεργοποιήσει τις σχετικές διατάξεις και τη δυνατότητα καταλογισμού στους παραβάτες. Περί της υποχρέωσης, ιδίως, τήρησης νομιμότητας από μέρους τους, το παρόν.

     

    Υποχρεώσεις Μελών ΔΣ

    Κύριες υποχρεώσεις των μελών ΔΣ συνιστούν: (α) η υποχρέωση επιμέλειας (άρ. 96) και (β) η υποχρέωση πίστης (άρ. 97).

    Υπό το προϊσχύσαν καθεστώς, νομοθετικό έρεισμα υφίστατο, μόνον, για την πρώτη εξ αυτών (:υποχρέωση επιμέλειας). Αντίθετα, η υποχρέωση πίστης αναγνωριζόταν στη θεωρία και νομολογία. Ο νόμος για τις ΑΕ προβαίνει σε πληρέστερη ρύθμιση των δύο, συγκεκριμένων, πυλώνων ευθύνης.

     

    Υποχρέωση Επιμέλειας

    Περιεχόμενο

    Τα μέλη του ΔΣ  οφείλουν  κατά την άσκηση των καθηκόντων τους να τηρούν τον νόμο, το καταστατικό και τις νόμιμες αποφάσεις της ΓΣ (άρ. 96§1). Οφείλουν, επίσης, να διαχειρίζονται τις εταιρικές υποθέσεις με σκοπό την προαγωγή του εταιρικού συμφέροντος, να εποπτεύουν την εκτέλεση των αποφάσεών του ΔΣ και της ΓΣ και να ενημερώνουν τα άλλα μέλη του ΔΣ για τις εταιρικές υποθέσεις.

    Αποτυπώνονται, έτσι, στο νόμο «τα γενικώς ισχύοντα σε ό,τι αφορά την υποχρέωση επιμελούς άσκησης των καθηκόντων των μελών του ΔΣ» (βλ. σχετικά, Αιτιολογική Έκθεση ν. 4548/2018  επί του άρ. 96). Τα μέλη του ΔΣ οφείλουν, μεταξύ άλλων, να καταβάλουν, κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, την επιμέλεια του συνετού επιχειρηματία, ο οποίος δραστηριοποιείται σε παρόμοιες συνθήκες (άρ. 102 §2). Υπέχουν, σε διαφορετική περίπτωση, ευθύνη έναντι της εταιρίας (παρά τις όποιες εξαιρέσεις-ενδ.: ο κανόνας της επιχειρηματικής κρίσης).

    Υποκατηγορίες

    Το περιεχόμενο του καθήκοντος επιμέλειας των μελών ΔΣ αναλύεται σε τρεις υποκατηγορίες:

    (α) στην υποχρέωση τήρησης της νομιμότητας (άρ. 96 §1 εδ. α΄)

    (β) στην υποχρέωση επιμέλειας εν στενή εννοία, η οποία αφορά στα διαχειριστικά καθήκοντα τους σύμφωνα με το μέτρο επιμέλειας του νόμου (άρ. 96 §1 εδ. β΄ & 102§2) και

    (γ) στην υποχρέωση άσκησης εποπτείας και ελέγχου της οργάνωσης και λειτουργίας της ΑΕ (άρ. 96 §1 περ. β’).

    Στο παρόν θα μας απασχολήσει, ειδικότερα-κατά τα εισαγωγικώς αναφερόμενα, η υποχρέωση νομιμότητας. Συγκεκριμένα:

     

    Υποχρέωση Νομιμότητας

    Έννοια – Περιεχόμενο

    Η υποχρέωση τήρησης της νομιμότητας από τα μέλη του ΔΣ (διαφορετικά: υποχρέωση διασφάλισης της νόμιμης λειτουργίας της εταιρείας), εδράζεται, όπως ήδη επισημάνθηκε, στον νόμο για τις ΑΕ (άρ. 96 §1, εδ. α΄ και, συμπληρωματικά ως προς τις εισηγμένες,  άρ. 4 §2, περ. ε΄ ν. 4706/2020). Πρόκειται για βασική και απολύτως αυτονόητη υποχρέωση που υποχρεώνει τα μέλη του ΔΣ (βλ. σχετ., Αιτιολογική Έκθεση ν. 4548/2018  επί του άρ. 96) σε:

    (α) Τήρηση νόμου: Τα μέλη του ΔΣ υποχρεούνται, αυτονοήτως, να τηρούν τη νομοθεσία. Στο πλαίσιο αυτό, επιβεβλημένη είναι η συμμόρφωσή τους προς τις σχετικές διατάξεις του νόμου για τις ΑΕ (:εσωτερικές υποχρεώσεις). Μεταξύ αυτών και η υποχρέωση τους να απέχουν από τη λήψη αποφάσεων που εμπίπτουν στις αρμοδιότητες που (ακόμα και κατ’ έθιμο) ανήκουν στην εξουσία της ΓΣ της εταιρείας. Τυχόν παράβαση της υποχρέωσης αυτής γεννά ευθύνη τους έναντι της ΑΕ.

    Υποχρεώσεις, πάντως, των μελών του ΔΣ συναντούμε και σε άλλες, εκτός του νόμου των ΑΕ, διατάξεις. Πρόκειται για νομοθετικές υποχρεώσεις της ίδιας της ΑΕ (ενδ.: υποχρεώσεις τήρησης κανόνων δικαίου ανταγωνισμού, δικαίου περιβάλλοντος, κεφαλαιαγοράς, προσωπικών δεδομένων, αστικού, φορολογικού, πτωχευτικού δικαίου, εργατικής και κοινωνικοσασφαλιστικής νομοθεσίας κ.λπ.). Η αναγκαιότητα ευθυγράμμισης των μελών του ΔΣ με τις εν λόγω υποχρεώσεις μοιάζει αυταπόδεικτη. Ενδεχόμενη παρανομία στο πρόσωπο της ΑΕ (παράβαση λ.χ. των φορολογικών της υποχρεώσεων, διαπίστωση της παράβασης από τη φορολογική αρχή και επιβολή προστίμων) θα συναρτάται, κατά κανόνα, με παράβαση των υποχρεώσεων των μελών του ΔΣ. Θα ενεργοποιεί, ενδεχομένως, δική τους (:εσωτερική) ευθύνη.

    Η απαγόρευση παρέκκλισης από την αρχή της νομιμότητας συνεχίζει να υφίσταται ακόμα κι αν η παρέκκλιση καταλήγει σε επωφελές για την ΑΕ αποτέλεσμα (λ.χ. η, κατόπιν δωροδοκιών, σύναψη συμβάσεων).

    Τα μέλη του ΔΣ θα πρέπει να τηρούν (και συμμορφώνονται με) τα συναλλακτικά ήθη. Ενδεχόμενη απόκλιση είναι δυνατό να αμαυρώσει την εικόνα και το κύρος της ΑΕ. Σχετική υποχρέωση, εκ του νόμου, δεν υφίσταται λόγω της ανυπαρξίας συναφών-ειδικών νομοθετικών ρυθμίσεων (πέραν των γενικών ρητρών: 178, 179 και 288 ΑΚ).

    (β) Τήρηση καταστατικού: Τα μέλη του ΔΣ οφείλουν, επιπλέον, να τηρούν το καταστατικό της. Οφείλουν, στο πλαίσιο αυτό, να κινούνται εντός των ορίων της εκπλήρωσης του εταιρικού σκοπού (άρ. 86). Υποχρεούνται, επομένως, να ενεργούν πράξεις που καλύπτονται από αυτόν ή προάγουν την εκπλήρωσή του. Υποχρεούνται, επίσης, να συμμορφώνονται με λοιπές αξιώσεις του καταστατικού όπως, λ.χ., όταν απαιτείται συγκατάθεση της ΓΣ για τη σύναψη σύμβασης από το ΔΣ.

    (γ) Τήρηση αποφάσεων ΓΣ: Τα μέλη του ΔΣ οφείλουν, τέλος, να τηρούν τις (νόμιμες) αποφάσεις της ΓΣ των μετόχων της ΑΕ. Όσον αφορά, ειδικότερα, τη «…νομιμότητα των αποφάσεων της ΓΣ θα πρέπει είτε να έχει κριθεί από τα δικαστήρια είτε να μην έχει με βασιμότητα αμφισβητηθεί» (:Αιτ. Έκθεση ν. 4548/2018 επί του άρθρου 96).

    Ειδικές Υποχρεώσεις

    Ταυτόχρονα με τις γενικές υποχρεώσεις των μελών του ΔΣ υπέχουν και άλλες ειδικότερες (αρ. 96 §2).

    Υποχρεούνται σε (σύννομη) τήρηση των -κατά τον νόμο (:ν. 4308/2014 για τα Λογιστικά Πρότυπα)- βιβλίων, αρχείων και λοιπών στοιχείων της εταιρείας (άρ. 96 §2 περ. α΄). Φέρουν το συλλογικό καθήκον τήρησης των διατυπώσεων που αφορούν στη σύνταξη και δημοσίευση (άρ. 96 §2 περ. β΄) των ετήσιων χρηματοοικονομικών καταστάσεων (άρ. 147) και της ετήσιας έκθεσης διαχείρισης (άρ. 150), της δήλωσης εταιρικής διακυβέρνησης (οι εισηγμένες ΑΕ-άρ. 152), τις ενοποιημένες (επί ομίλου εταιρειών) χρηματοοικονομικές καταστάσεις, τις εκθέσεις διαχείρισης και δήλωση εταιρικής διακυβέρνησης, της έκθεσης αποδοχών (άρ. 112).

    Τα μέλη του ΔΣ επιφορτίζονται με τις συγκεκριμένες (ειδικές) υποχρεώσεις συλλογικά. Συλλογική κατά τούτο, και εις ολόκληρον, καταλήγει και η τυχόν ευθύνη τους (κατ’ απόκλιση από τον κανόνα επιμερισμού της-άρ 102 §3).

     

    Ειδικά Ζητήματα Υποχρέωσης Νομιμότητας

    Κατάσταση Νομικής Αβεβαιότητας/Αμφιγνωμία

    Ο δρόμος για την ευθυγράμμιση των μελών του ΔΣ με τη νομιμότητα (και την εκπλήρωση της σχετικής υποχρέωσής τους) δεν είναι πάντοτε με ευκρίνεια οριοθετημένος. Συχνά παρουσιάζονται περισσότερες εναλλακτικές, που δημιουργούνται εξαιτίας νομικών κενών, διαφορετικών νομικών απόψεων, παλινωδιών της νομολογίας. Οφείλουν στην περίπτωση αυτή τα μέλη του ΔΣ, να προστρέξουν σε κατάλληλη νομική συμβουλή και τον ενδεδειγμένο, από τις περιστάσεις, νομικό έλεγχο. Εφόσον και μετά από έναν τέτοιο έλεγχο θα παραμείνουν αμφιβολίες, το ΔΣ θα πρέπει να προβεί, στο πλαίσιο της διακριτικής του ευχέρειας, σε στάθμιση κινδύνου-οφέλους.

    Τέτοιου είδους ενέργειες των μελών του ΔΣ μοιάζουν αναγκαίες για την προάσπιση των συμφερόντων της ΑΕ. Το σημαντικότερο: για την άρση (ή άμβλυνση, έστω) της προσωπικής τους ευθύνης έναντι της ΑΕ-σε περίπτωση αρνητικής έκβασης των επιλογών τους.

    Τήρηση Συμβατικών Υποχρεώσεων

    Από την υποχρέωση τήρησης νομιμότητας θα πρέπει να διακρίνουμε την τήρηση των συμβατικών δεσμεύσεων της ΑΕ έναντι τρίτων. Υποχρεούται μεν η ΑΕ να ευθυγραμμίζεται με αυτές, πλην όμως δεν είναι τούτο, πάντα, εφικτό (σε περιπτώσεις, λ.χ., οικονομικής δυσπραγίας). Κάποιες φορές, ενδεχομένως, ούτε και ενδεδειγμένο. Ευθύνη των μελών του ΔΣ δεν γεννάται, καταρχήν, έναντι της ΑΕ για τη (μη) εκπλήρωση των υποχρεώσεων που συμβατικά έχει αναλάβει. Ζητήματα ευθύνης των μελών του ΔΣ θα ανακύψουν, ενδεχομένως, εφόσον τυχόν αναίτια παράβαση συμβατικών υποχρεώσεων θα επιφέρει αυξημένη οικονομική ζημία της ΑΕ.

    «Επωφελείς Παραβάσεις Κανόνων Δικαίου»

    Τα μέλη του ΔΣ απαγορεύεται, όπως, ανωτέρω, διαπιστώσαμε, να προβαίνουν σε παράνομες ενέργειες, προκειμένου να ικανοποιήσουν εταιρικά συμφέροντα. Tυχόν «επωφελείς παραβάσεις των κανόνων δικαίου» (όπως συνηθίζεται να λέγονται) συνιστούν μη ανεκτές συμπεριφορές. Συνιστούν, συμπληρωματικά, αθέμιτο τρόπο άσκησης διοίκησης, και απολύτως ασύμβατο με τη υποχρέωση τήρησης νομιμότητας.

    Η τήρηση της αρχής της νομιμότητας προηγείται, προφανώς, έναντι του εταιρικού συμφέροντος. Ο σκοπός, εξάλλου, της ΑΕ απαγορεύεται να είναι παράνομος˙ πολύ περισσότερο, ο τρόπος εκπλήρωσής του.  Ενδεχόμενη παράνομη συμπεριφορά μελών ΔΣ γεννά υποχρέωσή τους για αποζημίωση της ΑΕ. Θα πρέπει, όμως, να συνυπολογιστεί τυχόν κέρδος που η ΑΕ αποκόμισε εξαιτίας της παράνομης συμπεριφοράς του.

     

    Η υποχρέωση τήρησης νομιμότητας (:τήρηση του νόμου, του καταστατικού και των αποφάσεων της ΓΣ) από μέρους των μελών του ΔΣ, δεν αποτελεί ευχολόγιο ούτε «γράμμα κενό». Συνιστά σαφή υποχρέωσή τους. Ενδεχόμενη παράβαση της εν λόγω υποχρέωσης ζημιώνει την ΑΕ και ενεργοποιεί τις σχετικές διατάξεις για τις ευθύνες των παραβατών. Επίκληση επιχειρημάτων του τύπου «ο σκοπός αγιάζει τα μέσα», δεν γίνεται, σε καμιά περίπτωση, ανεκτή. Οι υποχρεώσεις όμως των μελών του ΔΣ και των υποκατάστατων οργάνων του δεν εξαντλούνται εδώ. Περί των λοιπών υποχρεώσεων επιμέλειας σε επόμενη αρθρογραφία μας.-

    Σταύρος Κουμεντάκης
    Managing Partner

     

    Υ.Γ. Συνοπτική έκδοση του άρθρου δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ, στις 5 Μαρτίου 2023.

    Η πληροφόρηση που εμπεριέχεται στο παρόν άρθρο δεν συνιστά (ούτε και έχει σκοπό να αποτελέσει) νομική συμβουλή. Μια τέτοια νομική συμβουλή είναι δυνατό να παρασχεθεί μόνον από αρμόδιο δικηγόρο ο οποίος θα λάβει υπόψη του το σύνολο των δεδομένων που θα του εκθέσετε για την υπόθεσή σας. Αναλυτικά.

  • Προϋποθέσεις Επίκλησης Ακυρότητας Αποφάσεων ΔΣ

    Προϋποθέσεις Επίκλησης Ακυρότητας Αποφάσεων ΔΣ

    Σε προηγούμενη αρθρογραφία μας ασχοληθήκαμε με τις ελαττωματικές και ανυπόστατες αποφάσεις του ΔΣ. Ποιες, όμως, οι προϋποθέσεις ακυρότητας; Περί των διαδικαστικών, σχετικών, προϋποθέσεων, το παρόν.

     

    Ενεργητική Νομιμοποίηση: Οι Δικαιούχοι Επίκλησης

    Δαφοροποιούνται εκείνοι που δικαιούνται να επικαλεστούν τυχόν ελαττώματα αποφάσεων του ΔΣ. Αναφερόμαστε στις δύο σημαντικές, σχετικές, κατηγορίες: (α) αποφάσεις με ελαττώματα ουσίας (άρ. 95 §1) και ελαττώματα διαδικασίας (άρ. 95 §2) καθώς και (β) εκείνες που προσομοιάζουν με αποφάσεις της ΓΣ των μετόχων (άρ. 95 §4). Για την πρώτη κατηγορία προβλέπονται ειδικές ρυθμίσεις (άρ. 95 §3). Για τη δεύτερη εφαρμόζονται, αναλογικά, οι αντίστοιχες διατάξεις για τις αποφάσεις της ΓΣ (άρ. 137 και 138). Αναλυτικότερα:

    Δικαιούχοι Επίκλησης Ακυρότητας Αποφάσεων Με Ελαττώματα Ουσίας & Διαδικασίας

    Ως προς τις συγκεκριμένες ελαττωματικές αποφάσεις του ΔΣ, την ακυρότητά τους νομιμοποιούνται να επικαλεστούν:

    (α) Τα μέλη του ΔΣ ατομικά

    Η δυνατότητα των μελών του ΔΣ να επικαλεστούν ακυρότητα αποφάσεών του μοιάζει τόσο εύλογη όσο και προφανής. Τα μέλη του ΔΣ ευθύνονται για ό,τι έχει αποφασίσει το όργανο και έχουν, συνεπώς, κάθε λόγο και η νομιμότητα να τηρείται και η δική τους ευθύνη να μην υφίσταται. Το δικαίωμά τους, μάλιστα, για προσβολή των εν λόγω αποφάσεων υφίσταται είτε συμμετείχαν είτε όχι στη λήψη της (ελαττωματικής) απόφασης (βλ. σχετικά Αιτιολογική Έκθεση ν. 4548/2018 επί άρ. 95). Εκείνοι που καταψήφισαν την προβληματική απόφαση δικαιούνται, σε κάθε περίπτωση, να επικαλεστούν τυχόν ακυρότητες. Εκείνοι, όμως, που υπερψήφισαν εφόσον δεν λειτουργούν αντιφατικά και καταχρηστικά (281 ΑΚ).

    Το ΔΣ, πάντως, δεν νομιμοποιείται να επικαλεστεί, συλλογικά-ως όργανο, ενδεχόμενη ακυρότητα.

    (β) Τρίτοι (μέτοχοι ή μη)

    Δικαίωμα επίκλησης της τυχόν ακυρότητας ενδέχεται να διατηρούν τρίτοι (μέτοχοι ή μη). Υπό την προϋπόθεση, ωστόσο, ότι δικαιολογούν προσωπικό και ειδικό έννομο συμφέρον (άρ. 95 §3 εδ. α΄) και, στο πλαίσιο αυτό, βλάβη των προσωπικών τους συμφερόντων.

    Εξάλλου: «…(όπως συμβαίνει και στην περίπτωση της άμεσης ζημίας) ο μέτοχος ή ο τρίτος έχουν ατομικό δικαίωμα προστασίας και θα έχουν έννομο συμφέρον να επικαλεσθούν την ακυρότητα της απόφασης…όχι όμως µε αναφορά στο εταιρικό συμφέρον και τη σκοπιμότητα της διαχειριστικής κρίσης του ΔΣ» (οπότε και ο έλεγχος των αποφάσεων λαμβάνει χώρα υπό το πρίσμα έτερων διατάξεων, λ.χ. 102) «…αλλά µε αναφορά στη βλάβη που προσωπικά και άμεσα υφίστανται» (:Αιτ. Έκθ. ν. 4548/2018, επί του άρθρου 95). Κατ’ αντιστοιχία, δηλαδή, της νομιμοποίησής τους να αξιώσουν την άμεση ζημία που υφίστανται από πράξεις του ΔΣ (1214/2021 ΑΠ, 1298/2006 ΑΠ, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), ομοίως, δύνανται να επικαλεσθούν την ακυρότητα μιας απόφασης του ΔΣ «…που τους βλάπτει προσωπικά και άμεσα (π.χ. το Δ.Σ. αποφασίζει να µην καταβληθεί µέρισµα, που νόμιμα αποφασίστηκε από τη ΓΣ να καταβληθεί)».

    Δικαιούχοι Επίκλησης Ακυρότητας/Ακυρωσίας Αποφάσεων Που Προσομοιάζουν Με Αποφάσεις ΓΣ

    Για τις περιοριστικά αναφερόμενες, στον νόμο, αποφάσεις που προσομοιάζουν με αποφάσεις της ΓΣ (άρ. 95 §4), εφαρμόζονται, αναλογικά, οι διατάξεις για τις ελαττωματικές αποφάσεις της ΓΣ (άρ. 137 και 138). Στο πλαίσιο αυτών, την ακυρωσία της απόφασης του ΔΣ (άρ. 137) μπορεί να επικαλεστεί μέτοχος, που εκπροσωπεί τουλάχιστον το 2% του κεφαλαίου. Επίσης, κάθε μέλος του ΔΣ ατομικά. Αντίθετα, την ακυρότητα (άρ. 138), κάθε πρόσωπο, μέτοχος ή τρίτος που έχει σχετικό έννομο συμφέρον.

    Στην προκειμένη περίπτωση αρκεί, δηλ., η επίκληση (και απόδειξη) της μετοχικής ιδιότητας. Δεν απαιτείται απόδειξη προσωπικού, ειδικού, εννόμου συμφέροντος, όπως προϋποτίθεται στις αποφάσεις του ΔΣ με ελαττώματα ουσίας ή διαδικασίας.

    Αυτεπάγγελτος Έλεγχος

    Τυχόν ακυρότητα απόφασης ΔΣ μπορεί, τέλος, να ληφθεί υπόψη αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο. Υπό την προϋπόθεση ότι πρόκειται για διαρκή παράβαση κανόνων αναγκαστικού δικαίου. Στην περίπτωση αυτή, την παρανομία της απόφασης μπορούν να επικαλεσθούν και οι μέτοχοι, ανεξάρτητα αν βλάπτονται προσωπικά και άμεσα (άρ. 95 §3 in fine). Δικαιολογητικός λόγος καθίσταται το γεγονός ότι δεν είναι ανεκτό για τους μετόχους να διαιωνίζεται μια παράνομη κατάσταση στην ΑΕ και τούτοι να αδυνατούν να αντιδράσουν (βλ. Αιτιολογική Έκθεση του ν. 4548/2018 επί του άρ. 95).

     

    Προθεσμία Επίκλησης

    Κανόνας

    Η δυνατότητα επίκλησης ακυρότητας (ή ακυρωσίας) απόφασης ΔΣ δεν μπορεί να υφίσταται στο διηνεκές. Οι σχετικές προθεσμίες διαφοροποιούνται.

    (α) Ως προς τις αποφάσεις με ελάττωμα ουσίας (95 §1) ή διαδικασίας (95 §2): Η σχετική επίκληση μπορεί να λάβει χώρα εντός εξαμήνου από την καταχώριση της επίμαχης απόφασης στο βιβλίο πρακτικών της ΑΕ (σύμφωνα με το άρ. 93). Αν, όμως, πρόκειται για απόφαση δημοσιευτέα,  από την καταχώρισή της στο Γ.Ε.ΜΗ (σύμφωνα με το άρ. 12).

    (β) Ως προς τις αποφάσεις που προσομοιάζουν με αποφάσεις της ΓΣ (95 §4): Εφαρμόζονται, αναλογικά, οι προθεσμίες που ισχύουν επί ελαττωματικών αποφάσεων της ΓΣ. Ειδικότερα, ως προς τις ακυρώσιμες αποφάσεις (137), τυχόν αγωγή ακύρωσής τους απαιτείται να ασκηθεί εντός τετράμηνης προθεσμίας. Ενώ, ως προς τις άκυρες (138), η επίκληση της ακυρότητας υπάγεται σε ενιαύσια προθεσμία. Οι προθεσμίες, και στις δύο περιπτώσεις, εκκινούν από τη λήψη της σχετικής απόφασης του ΔΣ. Άλλως, από τη δημοσίευσή της στο Γ.Ε.ΜΗ-εφόσον τούτη υποβάλλεται σε δημοσιότητα.

    Εξαίρεση

    Στην περίπτωση που από την απόφαση του ΔΣ λαμβάνει χώρα διαρκής παράβαση διατάξεων αναγκαστικού δικαίου, η επίκληση τυχόν ακυρότητας δεν υπόκειται σε προθεσμία (άρ. 95 §3 εδ. β΄ και 138 §4).

     

    Αρμόδιο Δικαστήριο

    Αρμόδιο δικαστήριο (καθ’ ύλην και κατά τόπο) για την εκδίκαση υποθέσεων που αφορούν ελαττωματικές αποφάσεις του ΔΣ είναι το Μονομελές Πρωτοδικείο της έδρας της εταιρείας. Τούτο προβλέπεται με ειδική ρύθμιση (95 §4) για την περίπτωση των αποφάσεων που προσομοιάζουν με αποφάσεις της ΓΣ (95 §4) και έννομη συνέπεια του ελαττώματός τους είναι η ακυρωσία (137). Αντίστοιχη, όμως, αρμοδιότητα θα πρέπει να δεχθούμε (κατά την ορθότερη άποψη, βλ. άρ. 3 §1) και για το σύνολο των λοιπών περιπτώσεων.

    Αν, εξάλλου, γινόταν δεκτές διαφορετικές αρμοδιότητες (:Πολυμελούς και Μονομελούς Πρωτοδικείου της έδρας της εταιρείας), θα οδηγούμασταν σε διάσπαση αρμοδιοτήτων. Συγκεκριμένα, αγωγές κατά αποφάσεων του ΔΣ, το πραγματικό των οποίων, πιθανόν, να ελεγχόταν τόσο υπό το πρίσμα της ακυρωσίας όσο και της ακυρότητας, θα έπρεπε να εισαχθούν στο Μονομελές και Πολυμελές Πρωτοδικείο αντίστοιχα.  Όπερ άτοπο.

     

    Ασφαλιστικά Μέτρα

    Όσον αφορά τις αποφάσεις του ΔΣ που προσομοιάζουν με εκείνες της ΓΣ ουδεμία αμφιβολία καταλίπεται όσον αφορά τη δυνατότητα προσφυγής στα ασφαλιστικά μέτρα (άρ. 95 §4,  137§11 & 138§7). Τα αντίστοιχα ισχύουν, κατά την ορθότερη άποψη, και στις περιπτώσεις αποφάσεων με ελαττώματα ουσίας (άρ. 95 §1) ή διαδικασίας (άρ. 95 §2).

     

    Απαιτήσεις Δημοσιότητας

    Η δικαστική απόφαση, που αναγνωρίζει τυχόν ακυρότητα απόφασης του ΔΣ, θα πρέπει να δημοσιευθεί στο Γ.Ε.ΜΗ., εφόσον η εν λόγω απόφαση υπόκειται σε δημοσιότητα (άρ. 95 §5). Η ρύθμιση αυτή ακολουθεί το πνεύμα των άρθρων περί ελαττωματικών αποφάσεων της ΓΣ (άρ. 137 §12 και 138 §8).

     

    Προστασία Τρίτων

    Επί ελαττωματικών αποφάσεων του ΔΣ (θα πρέπει να γίνει δεκτό πως) παρέχεται προστασία των καλόπιστων τρίτων (αρ. 95 §6 και 86 §§2 και 3) αναφορικά με όλες τις ελαττωματικές αποφάσεις (όπως υποστηρίζεται: και τις ανυπόστατες). Υπό την προϋπόθεση, να έχουν υποβληθεί σε δημοσιότητα και να έχουν δημιουργηθεί δικαιώματα υπέρ των τρίτων.

    Συνεπώς, δε μπορεί να προταθεί έναντι τρίτων το ελάττωμα των αποφάσεων του ΔΣ με σκοπό την αποφυγή, λ.χ., συμβατικών υποχρεώσεων εκ μέρους της εταιρείας.

     

    Τα μέλη του ΔΣ της ΑΕ οφείλουν να λειτουργούν στο πλαίσιο όσων ο νόμος, το καταστατικό και οι αποφάσεις της ΓΣ ορίζουν (θέμα το οποίο θα μας απασχολήσει σε επόμενη αρθρογραφία μας). Εύλογα, κατά λογική ακολουθία, αποφάσεις του ΔΣ που εξέρχονται των συγκεκριμένων ορίων είναι δυνατό να προσβληθούν από τα μέλη του και τρίτους-μετόχους ή μη).  Οι σχετικές προϋποθέσεις και προθεσμίες απορρέουν ή συνάγονται από το νόμο. Προέχει όμως, το δίχως άλλο, η σύννομη λήψη αποφάσεων και η διατύπωσή τους με τρόπο διασφαλιστικό των δικαιωμάτων των ΑΕ, των μετόχων και, αυτονοήτως, των ίδιων των μελών του ΔΣ.

    Σταύρος Κουμεντάκης
    Managing Partner

     

    Υ.Γ. Συνοπτική έκδοση του άρθρου δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ, στις 26 Φεβρουαρίου 2023.

    Η πληροφόρηση που εμπεριέχεται στο παρόν άρθρο δεν συνιστά (ούτε και έχει σκοπό να αποτελέσει) νομική συμβουλή. Μια τέτοια νομική συμβουλή είναι δυνατό να παρασχεθεί μόνον από αρμόδιο δικηγόρο ο οποίος θα λάβει υπόψη του το σύνολο των δεδομένων που θα του εκθέσετε για την υπόθεσή σας. Αναλυτικά.

  • Ελαττωματικές Αποφάσεις ΔΣ

    Ελαττωματικές Αποφάσεις ΔΣ

    Σε προηγούμενη αρθρογραφία μας, ασχοληθήκαμε με ζητήματα σχετικά με τις προϋποθέσεις έγκυρης λήψης των αποφάσεων του ΔΣ. Ενδεχόμενη παραβίαση διαδικαστικών προϋποθέσεων ή/και ουσιαστικών διατάξεων οδηγεί σε ελαττωματικές αποφάσεις. Περί αυτών το παρόν.

     

    Αναγκαιότητα Ειδικής Ρύθμισης

    Υπό το προϊσχύσαν καθεστώς, ο νομοθέτης δεν προέβλεπε την αντιμετώπιση των σχετικών περιπτώσεων. Ωστόσο, με τον ν. 4548/2018, θεσπίστηκε, το πρώτον, ειδική νομοθετική πρόβλεψη αναφορικά με τις ελαττωματικές αποφάσεις του ΔΣ (αρ. 95).

    Οι ρυθμίσεις για τις ελαττωματικές αποφάσεις του ΔΣ δεν ταυτίζονται με τις αντίστοιχες για τη ΓΣ. Τούτο, οφείλεται, σαφώς, στη διαφορετική φύση των αποφάσεων των δύο οργάνων και ειδικότερα (όπως επισημαίνεται και στην Αιτιολογική Έκθεση του ν. 4548/2018 επί του άρ. 95):

    (α) Οι αποφάσεις του ΔΣ αφορούν, κατά κύριο λόγο, θέματα διαχείρισης. Ως εκ τούτου, θα ήταν παράτολμο να υπαχθούν σε δικαστικό έλεγχο διαχειριστικές αποφάσεις. Δεδομένου και του -κατωτέρω αναφερόμενου- κανόνα της επιχειρηματικής κρίσης.

    (β) Οι αποφάσεις του ΔΣ λαμβάνονται από όργανο που υπέχει ευθύνη έναντι της ΑΕ. Αντίθετα, οι μέτοχοι είναι, καταρχήν, ανεύθυνοι. Η σχετική ευθύνη του ΔΣ, επομένως, δύναται να θεωρηθεί ως ασφαλιστική δικλείδα, που θα αντιμετωπίζει με επάρκεια (έστω και ex post) τα αναφυόμενα ζητήματα από τυχόν παράνομες αποφάσεις του ΔΣ.

    (γ) Οι αποφάσεις του ΔΣ, αφού ληφθούν εκτελούνται. Ως εκ τούτου, ενδέχεται να στερείται νοήματος η εξέταση του αν αποφάσεις ήταν ή όχι έγκυρες. Ενώ, αν έχουν εκτελεσθεί, θα απομένει το ζήτημα της ευθύνης των μελών του ΔΣ.

    Δεδομένων των ανωτέρω και για λόγους, αφενός ασφάλειας δικαίου αφετέρου μη ασφαλών συμπερασμάτων της νομολογίας, κρίθηκε αναγκαία η ειδική ρύθμιση για την αντιμετώπιση των ελαττωματικών αποφάσεων του ΔΣ.

    Ο νόμος, ειδικότερα, διακρίνει, ως προς τις ελαττωματικές αποφάσεις του ΔΣ μεταξύ: (α) αποφάσεων με ελαττώματα ουσίας (άρ. 95 §1), (β) αποφάσεων με ελαττώματα διαδικασίας (άρ. 95 §2) και (γ) αποφάσεων που προσομοιάζουν με αποφάσεις της ΓΣ των μετόχων (άρ. 95 §4).

     

    Αποφάσεις Με Ελαττώματα Ουσίας

    Άκυρη είναι κάθε απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου, που το περιεχόμενό της αντίκειται στο νόμο ή στο καταστατικό της ΑΕ (άρ. 95 §1).

    Στην έννοια του νόμου, εμπίπτουν οι απαγορευτικοί κανόνες αναγκαστικού δικαίου. Όχι διατάξεις ενδοτικού δικαίου, από τις οποίες και επιτρέπεται απόκλιση.

    Υπό την έννοια αυτή, άκυρη είναι τυχόν απόφαση του ΔΣ που αντίκεινται σε απαγορευτικές διατάξεις του ΑΚ. Λ.χ.: αποφάσεις αντίθετες στα χρηστά ήθη (ΑΚ 178, 179). Αποφάσεις, επίσης, που λαμβάνονται κατά κατάχρηση δικαιώματος (:281 ΑΚ-υπό την επιφύλαξη της συνέπειας της παράβασης του 281 ΑΚ στις απαριθμούμενες αποφάσεις της §4 του άρ. 95).

    Το ίδιο ισχύει και για τυχόν απόφαση που παραβιάζει τις διατάξεις για αποκλειστική αρμοδιότητα της ΓΣ. Όπως ρητά προβλέπεται, η ΓΣ είναι η μόνη αρμόδια να αποφασίζει -μεταξύ άλλων- για τροποποιήσεις του καταστατικού, την εκλογή μελών ΔΣ και ελεγκτών, την έγκριση της συνολικής διαχείρισης και των ετήσιων χρηματοοικονομικών καταστάσεων, τη διάθεση των ετήσιων κερδών. Είναι, συνεπώς, άκυρες αποφάσεις του ΔΣ επ’ αυτών των θεμάτων ή άλλων που απαριθμούνται στον νόμο (117 §1).

    Άκυρες είναι, ακόμη, οι αποφάσεις του ΔΣ, το περιεχόμενο των οποίων προσκρούει σε (έγκυρες) καταστατικές προβλέψεις ή (νόμιμη) απόφαση της ΓΣ.

    Δεν είναι άκυρη, ωστόσο, απόφαση αντίθετη σε εξωεταιρική (εξωκαταστατική) συμφωνία. Ακόμη και αν όλοι οι μέτοχοι έχουν συμφωνήσει στη σύναψή της.

     

    Αποφάσεις Με Ελαττώματα Διαδικασίας

    Κανόνας

    Ο νομοθέτης επέλεξε τον κανόνα της ακυρότητας είτε πρόκειται για αποφάσεις με ελαττώματα ουσίας είτε με ελαττώματα ως προς τη διαδικασία λήψης τους. Ομοίως, άκυρες, επομένως, καθίστανται αποφάσεις  του ΔΣ που λήφθηκαν κατά τρόπο μη σύμφωνο με τον νόμο ή το καταστατικό (άρ. 95 §2).  Αποφάσεις, δηλ., για τις οποίες σημειώθηκε διαδικαστικό σφάλμα κατά τη λήψη τους.

    Στην κατηγορία αυτή ανήκουν αποφάσεις, που λήφθηκαν κατά παράβαση των προϋποθέσεων:

    (α) νόμιμης σύνθεσης του ΔΣ: Λ.χ. κατά παράβαση των διατάξεων για την απαρτία και την πλειοψηφία (βλ. Αιτιολογική Έκθεση ν. 4548/2018 επί του άρθρου 95). Στο πλαίσιο αυτό, έχει κριθεί άκυρη απόφαση που ελήφθη με την παρουσία μικρότερου αριθμού μελών ΔΣ από αυτόν που προβλεπόταν στο καταστατικό ή στην απόφαση της ΓΣ (8064/2017 ΠολΠρωτΘεσσ, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, 2070/2011 ΕφΑθ, ΔΕΕ 2011). Επίσης, και όλως ενδεικτικά, περίπτωση μη νόμιμης σύνθεσης του ΔΣ συνιστά η μη παράσταση ή αντιπροσώπευση των μισών μελών του ΔΣ πλέον του ενός. Ακόμη, η μη τήρηση του, προβλεπόμενου στον νόμο (άρ. 92 §1), ελάχιστου αριθμού των τριών (παρόντων ή αντιπροσωπευόμενων) συμβούλων.

    (β) νόμιμης σύγκλησης του ΔΣ: Τέτοια περίπτωση συντρέχει όταν, λ.χ., δεν κοινοποιήθηκε η πρόσκληση σε όλα τα μέλη του ΔΣ. Ή τούτη δεν κοινοποιήθηκε μέσα στην προθεσμία που προβλέπεται από τον νόμο ή το καταστατικό.

    Η Εξαίρεση Της Ομόφωνης Απόφασης Του ΔΣ

    Από τον κανόνα της ακυρότητας ως προς τις διαδικαστικές παραβάσεις, ωστόσο, εισάγεται  εξαίρεση. Συγκεκριμένα, όταν η απόφαση ελήφθη, ομόφωνα-από όλα τα μέλη του ΔΣ (παρόντα ή νομίμως εκπροσωπούμενα), τυχόν ακυρότητα δεν δικαιολογείται (:βλ. Αιτιολογική Έκθεση ν. 4548/2018 επί του άρθρου 95). Επί της συγκεκριμένης ρύθμισης, διατυπώνονται, (και ορθά) σοβαρές επιφυλάξεις. Και τούτο γιατί από το γράμμα του νόμου, φαίνεται η ρύθμιση αυτή να καταλαμβάνει το σύνολο των διαδικαστικών σφαλμάτων. Είτε αφορούν τη νόμιμη σύγκληση είτε τη νόμιμη σύνθεση.

    Μια τέτοια παραδοχή, όμως, θα συνιστούσε απόκλιση από ειδικότερες διατάξεις για το ΔΣ. Εκείνες που αφορούν στην εγκυρότητα των εκτός έδρας συνεδριάσεων (90 §3) ή της μη αναγραφής (με σαφήνεια) των θεμάτων της ημερήσιας διάταξης (91 §2 εδ. β΄)-εφόσον παρίστανται (ή αντιπροσωπεύονται) όλα τα μέλη του ΔΣ και κανείς δεν αντιλέγει.

    Επίσης, η παραδοχή αυτή δεν συνάδει με τις διατάξεις για την απαρτία και την πλειοψηφία. Η παράβαση αυτών, συγκεκριμένα, αποκλείει την επίτευξη ομοφωνίας.

    Δεδομένων των ανωτέρω, προτείνεται η ερμηνεία (κατ’ άλλους, ειδικότερα και, καθ’ ημάς, ορθότερα: η τελολογική συστολή) της εν λόγω διάταξης περί της εξαίρεσης.

    Καταρχάς, θα πρέπει να γίνει δεκτό ότι από την εν λόγω εξαίρεση αποκλείονται σφάλματα, που αφορούν τη νόμιμη σύνθεση του ΔΣ. Κατά δεύτερον, η δικαιολόγηση της μη ακυρότητας της ελαττωματικής απόφασης δεν θα πρέπει να αναζητηθεί στην ομόφωνη λήψη της. Αντίθετα, στην παράσταση (ή/και αντιπροσώπευση) όλων των μελών του ΔΣ και στη μη διατύπωση αντίρρησης στη λήψη της απόφασης αυτής.

     

    Αναλογική Εφαρμογή Των Σχετικών Διατάξεων Για Τη ΓΣ

    Ειδικά Ρυθμιζόμενες Αποφάσεις Του ΔΣ

    Πέρα από τις ανωτέρω αποφάσεις του ΔΣ, για ορισμένες άλλες επιφυλάσσεται (άρ. 95 §4), σε περίπτωση ελαττωματικότητάς τους, αναλογική εφαρμογή αντίστοιχων ρυθμίσεων για τη ΓΣ (των άρ. 137 και 138).

    Ειδικότερα, πρόκειται για τις ακόλουθες, περιοριστικά απαριθμούμενες στον νόμο αποφάσεις του ΔΣ:

    (α) Την απόφαση, η οποία λαμβάνεται με πλειοψηφία των 2/3 των μελών του ΔΣ, περί περιορισμού ή απόκλισης του δικαιώματος προτίμησης (άρ. 27 §4).

    Δεκτό πρέπει να γίνει, ευλόγως (δεδομένης και της υπαγωγής της περίπτωσης του άρ. 117 §2 περ. α΄ στις εν λόγω απαριθμούμενες αποφάσεις του ΔΣ), ότι τα άρθρα 137 και 138 εφαρμόζονται αναλογικά και επί της προηγούμενης (κύριας) απόφασης του ΔΣ για έκτακτη αύξηση κεφαλαίου λόγω της σχέσης κύριου-παρεπομένου που τις συνδέει.

    (β) Την απόφαση που αφορά την έκδοση τίτλων κτήσης μετοχών (warrants -άρ. 56 §2).

    (γ) Την απόφαση σχετικά με την έκδοση ομολογιακού δανείου με μετατρέψιμες ομολογίες (άρ. 71 §1 περ. β΄).

    (δ) Τις αποφάσεις αναφορικά με τις αυξήσεις κεφαλαίου ή τις πράξεις αναπροσαρμογής του κεφαλαίου, την τροποποίηση ή προσαρμογή διατάξεων του καταστατικού και τη συγχώνευση (άρ. 117 §2 περ. α΄, β΄, ε΄).

    Λαμβάνοντας το ΔΣ τις ως άνω αποφάσεις, λειτουργεί, κατ’ ουσίαν, όπως η ΓΣ. Εξ αυτού του λόγου (και με σκοπό την ενιαία αντιμετώπιση των ομοίου αντικειμένου αποφάσεων, ανεξάρτητα από το όργανο που την εκδίδει), ο νομοθέτης προκρίνει τη λύση της αναλογικής εφαρμογής των διατάξεων για τις ελαττωματικές αποφάσεις της ΓΣ.

    Ως εκ τούτου, τυχόν ελλαττωματικές σχετικές αποφάσεις καθίστανται ακυρώσιμες, εφόσον έχουν παραβιασθεί διαδικαστικοί κανόνες κατά τη λήψη τους από το ΔΣ. Άλλως, άκυρες, εφόσον το περιεχόμενό τους αντίκειται στο νόμο ή στο καταστατικό (κατά τα προβλεπόμενα στα άρ. 137, 138).

    Η Ειδική Περίπτωση Της Κατάχρησης Της Εξουσίας Της Πλειοψηφίας

    Από την αναλογική εφαρμογή στις ελαττωματικές αποφάσεις του ΔΣ των διατάξεων για τις αντίστοιχες (:ελαττωματικές αποφάσεις) της ΓΣ (άρ. 137 και 138) εξαιρείται ρητά η περίπτωση ακυρωσίας απόφασης ΓΣ η οποία ελήφθη κατά κατάχρηση της εξουσίας της πλειοψηφίας (:άρ. 137 §2, περ. β’). Η εν λόγω διάταξη προβλέπει την ακυρωσία (281 ΑΚ -μολονότι, δηλαδή, πρόκειται για ελάττωμα ουσίας).

    Στη θεωρία υπάρχει διχογνωμία αναφορικά με τον τρόπο που θα αντιμετωπιστούν οι αποφάσεις αυτές. Ήτοι αν θα καθίστανται άκυρες ή ακυρώσιμες και με βάση ποια διάταξη. Η απάντηση στο σχετικό ζήτημα αποτελεί αντικείμενο εκτενούς νομικού διαλόγου και προτείνεται ακόμη και η contra legem ερμηνεία.

    Σε κάθε περίπτωση, όμως, η εξαίρεση αυτή δεν θα δικαιολογούσε τυχόν θέση περί μη ελέγχου καταχρηστικότητας των εν λόγω αποφάσεων (αυτό γινόταν δεκτό και υπό το προϊσχύσαν δίκαιο, 1408/2010 ΑΠ ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, 8064/2017 ΠολΠρωτΘεσσ, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Άλλως, θα δημιουργείτο ανεπίτρεπτο κενό προστασίας τυχόν μετοχικής μειοψηφίας από καταχρηστικές αποφάσεις του ΔΣ.

     

    Ανυπόστατη Απόφαση

    Σε αντίθεση με τις νομοθετικές προβλέψεις για τις ελαττωματικές αποφάσεις της ΓΣ, ο νόμος (αρ. 95), δεν αντιμετωπίζει την περίπτωση τυχόν ανυπόστατων αποφάσεων του ΔΣ. Το δικαστήριο που θα επιληφθεί επαφίεται η εφαρμογή των, κατά περίπτωση, κατάλληλων διατάξεων.

    Πρόκειται, πάντως, για εντελώς εξαιρετικές περιπτώσεις: Ανυπόστατη τυγχάνει (μεταξύ άλλων) η απόφαση στη λήψη της οποίας συμμετείχαν μόνο μη μέλη του ΔΣ. Αντίστοιχα, όταν λαμβάνεται απόφαση του ΔΣ με πρακτικό δια περιφοράς και απουσιάζουν οι υπογραφές του συνόλου των μελών του (547/2019 ΑΠ, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, επίσης, βλ. Αιτιολογική Έκθεση ν. 4548/2018 επί άρ. 95).

     

    Ειδικότερα Ζητήματα Ως Προς Τις Αποφάσεις Του ΔΣ

    Κακή Διαχείριση Του ΔΣ

    Γίνεται δεκτό (και ορθά) πως ενδεχόμενη κακή διαχείριση εκ μέρους του ΔΣ δεν επηρεάζει το κύρος των αποφάσεών του. Διαφορετικά, ο έλεγχος των αποφάσεων του εν λόγω οργάνου θα κατέληγε έλεγχος σκοπιμότητας και όχι, μόνον, νομιμότητας. Υπόθεση μη συμβατή με τον κανόνα της αυτονομίας του ΔΣ και της επιχειρηματικής ελευθερίας (όπως αυτή θεμελιώνεται στη βάση του κανόνα της επιχειρηματικής κρίσης).

    Άλλωστε, ζητήματα σχετικά με τη διαχείριση από το ΔΣ αντιμετωπίζονται από ειδικότερες διατάξεις και, συγκεκριμένα, από τις διατάξεις για την ευθύνη των μελών του ΔΣ (άρ. 102 και 107).

    Ελαττώματα Μεμονωμένων Ψήφων

    Όπως ρητά επισημαίνεται στην Αιτιολογική Έκθεση του ν. 4548/2018 επί του άρθρου 95: «εννοείται ότι ελαττώματα μεμονωμένων ψήφων που δόθηκαν από μέλη του ΔΣ (π.χ. ψηφίζει σύμβουλος, στο πρόσωπο του οποίου συντρέχει σύγκρουση συμφερόντων) θα επηρεάζουν το κύρος της απόφασης μόνο, αν χωρίς την ψήφο αυτή δεν θα σχηματιζόταν πλειοψηφία.».

    Η παραδοχή αυτή πηγάζει από τη θεωρία της συνάφειας (που συναντάται στο γερμανικό δίκαιο). Το περιεχόμενο της θεωρίας αυτής, ρητά, αποτυπώνεται στην νομοθετική ρύθμιση για τις αποφάσεις της ΓΣ (άρ. 137 §5). Ωστόσο, η εφαρμογή της γίνεται, ευλόγως, δεκτή -αναλογικά- και στις ελαττωματικές αποφάσεις του ΔΣ.

    Επικύρωση Ελαττωματικής Απόφασης

    Δεκτή γίνεται, επίσης, η αναλογική εφαρμογή της §6 περ. γ΄ του άρθρου 137 περί επικύρωσης ελαττωματικής απόφασης της ΓΣ και στις αποφάσεις του ΔΣ.

    Σύμφωνα με την κρατούσα στη θεωρία και στη νομολογία άποψη, το ΔΣ απαιτείται να λάβει «νεότερη απόφαση», απαλλαγμένη, αυτή τη φορά, από το τυχόν ελάττωμα (876/2010 ΑΠ, 2182/2013 ΑΠ, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Ευλόγως, επιβεβαιωτική της προηγούμενης, ελλείψει, απλώς, του ελαττώματος. Άλλως, θα επρόκειτο για νέα απόφαση, που θα καθιστούσε άνευ αντικειμένου τη δυνατότητα επικύρωσης.

    Η επικυρωτική αυτή απόφαση -ως προς τις άκυρες και ακυρώσιμες που τελεσιδίκως έχουν δικαστικώς ακυρωθεί αποφάσεις- δεν έχει αναδρομική ισχύ. Καθώς, γίνεται δεκτό ότι η ιδιωτική βούληση δεν μπορεί να θεραπεύσει τυχόν ακυρότητα (2182/2013 ΑΠ, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Ενώ, σε διαφορετική περίπτωση, θα ετίθετο εκποδών ο σκοπός της ακυρότητας (907/2000 ΕφΠειρ, 134/2014 ΜονΕφΘρ, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

    Αρμόδιο όργανο για την έκδοση της επικυρωτικής απόφασης καθίσταται το ΔΣ που προέβη στη λήψη της ελαττωματικής απόφασης.

     

    Έχει, επανειλημμένα, διατυπωθεί από τον γράφοντα η άποψη πως το ΔΣ είναι, για πολλούς λόγους, το σημαντικότερο (μολονότι όχι το ιεραρχικά ανώτερο) όργανο της ΑΕ. Οι αποφάσεις του έχουν, κατά τούτο, ιδιαίτερη σημασία και αξία τόσο για την ίδια την ΑΕ όσο και για τα μέλη του. Κατέστη, επομένως, αναγκαία, η θέσπιση ειδικής ρύθμισης για την αντιμετώπιση των ελαττωματικών του αποφάσεων. Σημαντικότερη, πάντως, από την εκ των υστέρων διαχείριση των όποιων, συναφών, προβλημάτων είναι η αποφυγή και πρόληψή τους. Σε διαφορετική περίπτωση εμπλεκόμαστε σε δικαστικές ενέργειες, περί των οποίων, όμως, επόμενη αρθρογραφία μας.-

    Σταύρος Κουμεντάκης
    Managing Partner

     

    Υ.Γ. Συνοπτική έκδοση του άρθρου δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ, στις 19 Φεβρουαρίου 2023.

    Η πληροφόρηση που εμπεριέχεται στο παρόν άρθρο δεν συνιστά (ούτε και έχει σκοπό να αποτελέσει) νομική συμβουλή. Μια τέτοια νομική συμβουλή είναι δυνατό να παρασχεθεί μόνον από αρμόδιο δικηγόρο ο οποίος θα λάβει υπόψη του το σύνολο των δεδομένων που θα του εκθέσετε για την υπόθεσή σας. Αναλυτικά.

  • Πρακτικά ΔΣ

    Πρακτικά ΔΣ

    Σε προηγούμενη αρθρογραφία μας, ασχοληθήκαμε με ζητήματα σχετικά με τις προϋποθέσεις έγκυρης λήψης των αποφάσεων του ΔΣ. Στο παρόν θα μας απασχολήσει η καταγραφή τους στα πρακτικά.

     

    Πρακτικά Συνεδριάσεων & Αποφάσεων ΔΣ

    Βιβλίο Πρακτικών

    Όπως προβλέπεται στον νόμο, οι συζητήσεις και αποφάσεις του ΔΣ, καταχωρίζονται περιληπτικά σε ειδικό βιβλίο, το οποίο μπορεί να τηρείται και ηλεκτρονικά (άρ. 93 §1 εδ. α΄). Πρόκειται για το βιβλίο πρακτικών του ΔΣ. Σ’ αυτό καταχωρίζεται και ο κατάλογος των μελών που παρέστησαν (ή αντιπροσωπεύτηκαν) κατά την εκάστοτε συνεδρίαση του ΔΣ (άρ. 93 §1 εδ. δ΄). Το συγκεκριμένο βιβλίο συνιστά ειδικό εμπορικό βιβλίο, που τηρείται υποχρεωτικά στην έδρα της ΑΕ-όπως και τα βιβλία μετόχων και πρακτικών ΓΣ.

    Το εν λόγω βιβλίο συγκαταλέγεται, ταυτόχρονα, στα πρόσθετα βιβλία ή αρχεία, τα οποία υποχρεούνται να τηρούν οντότητες, όπως οι ΑΕ, βάσει της νομοθεσίας για τα ελληνικά λογιστικά πρότυπα (ν. 4308/2014).

    Η τήρηση του βιβλίου πρακτικών ΔΣ αποσκοπεί στη βέλτιστη δυνατή οργάνωση της εταιρείας. Επίσης, στη διαφάνεια των εταιρικών υποθέσεων.

    Αντίστοιχο βιβλίο πρακτικών τηρείται και ως προς τις αποφάσεις της ΓΣ (άρ. 134). Μάλιστα, ο νόμος παρέχει την ευχέρεια ενιαίας τήρησης αμφότερων των βιβλίων πρακτικών του ΔΣ και της ΓΣ. Ωστόσο, η ευχέρεια αυτή αφορά, αποκλειστικά, τις ΑΕ οι μετοχές των οποίων δεν είναι εισηγμένες σε ρυθμιζόμενη αγορά (άρ. 93 §4).

    Ευθύνη Τήρησης & Περιεχόμενο

    Την ευθύνη τήρησης του βιβλίου πρακτικών ΔΣ φέρει ο πρόεδρος του ΔΣ.

    Στο βιβλίο αυτό καταγράφονται, περιληπτικά, η (ενδεχόμενη) συζήτηση των μελών του ΔΣ, η ψηφοφορία επί των θεμάτων της ημερήσιας διάταξης καθώς και (ιδίως) οι αποφάσεις που λαμβάνονται επ’ αυτών.

    Ο πρόεδρος του ΔΣ δεν υποχρεούται, καταρχήν, να καταχωρίσει στα πρακτικά τη διακριτή, ατομική, γνώμη κάθε μέλους του ΔΣ. Υποχρεούται να καταχωρίσει περίληψή της, εφόσον του ζητηθεί (άρ. 93 §1 εδ. β΄). Μια τέτοια καταχώριση, ωστόσο, θα αποκτήσει ιδιαίτερη σημασία σε κάποιες ειδικές περιπτώσεις. Όταν, λ.χ., τίθενται ζητήματα έγερσης ευθύνης των μελών του ΔΣ (άρ. 102 επ.).

    Δικαιούται, ωστόσο, ο πρόεδρος του ΔΣ να αρνηθεί την (διαφορετικά υποχρεωτική) καταχώριση της γνώμης του μέλους ΔΣ που το ζήτησε (άρ. 93 §1 εδ. γ΄). Τούτο είναι δυνατό να συμβεί όταν-πέραν πάσης αμφιβολίας: (α) η διατυπωθείσα γνώμη αναφέρεται σε ζητήματα προφανώς εκτός ημερήσιας διάταξης ή (β) το περιεχόμενό της αντίκειται καταφανώς στα χρηστά ήθη ή το νόμο. Τέτοια περίπτωση υφίσταται και όταν το μέλος του ΔΣ επιχειρεί να αποκαλύψει, χωρίς επαρκή αιτιολογία, επιχειρηματικά απόρρητα της εταιρείας (βλ. Αιτιολογική Έκθεση ν. 4548/2018 επί άρ. 93).

    Υπογραφή Πρακτικών

    Υπό το προϊσχύσαν δίκαιο (όπως ίσχυε μετά την τροποποίηση του ν. 3604/2007), τα πρακτικά υπέγραφε ο πρόεδρος του ΔΣ (ή άλλο πρόσωπο-ορισμένο από το καταστατικό). Υφίσταται, πλέον, υποχρέωση από το νόμο (αντίστοιχη με την προ του ν. 3604/2007 υφιστάμενη) για την υπογραφή των πρακτικών από όλα τα μέλη του ΔΣ, που παρέστησαν στη συνεδρίαση (άρ. 93 §2 εδ. α΄).

    Ενδεχόμενη άρνηση υπογραφής από μέλος του ΔΣ μνημονεύεται στα πρακτικά, τα οποία υπογράφονται από τους λοιπούς συμβούλους (άρ. 93 §2 εδ. β΄). Παράλειψη, επομένως, υπογραφής δεν δημιουργεί ακυρότητα της σχετικής απόφασης (6884/1995 ΠολΠρωτΑθ, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

    Έκδοση Αντιγράφων Πρακτικών

    Αντίγραφα των πρακτικών εκδίδονται, επίσημα, από τον πρόεδρο του ΔΣ ή «άλλο πρόσωπο» που θα οριστεί. Το  «άλλο πρόσωπο» ορίζεται από το καταστατικό ή απόφαση του ΔΣ και μπορεί ακόμη και τρίτος-μη μέλος του ΔΣ. Ενδεχομένως, μάλιστα, και περισσότερα του ενός πρόσωπα που θα ενεργούν μεμονωμένα ή από κοινού (άρ. 93 §2 εδ. γ΄).

    Υποχρέωση επικύρωσης των ως άνω αντιγράφων (λ.χ. βεβαίωση του γνησίου της υπογραφής του προέδρου ή από αρμόδια Αρχή ή δικηγόρο), καταρχήν, δεν υφίσταται.

    Επικύρωση, ωστόσο, θα απαιτηθεί, εφόσον πρόκειται για απόφαση του ΔΣ για τη χορήγηση πληρεξουσιότητας (άρ. 216 επ. ΑΚ, όταν ο νόμος το επιτάσσει). Στο πλαίσιο αυτό και η (ειδική) απόφαση του ΔΣ που εξουσιοδοτεί για την υποβολή εγκλήσεως, οπότε και θεωρείται κατά την νομολογία αναγκαία η θεώρηση του γνησίου της υπογραφής των παραστάντων μελών του ΔΣ από δικηγόρο.

    Υποβολή Πρακτικών Στο Γ.Ε.ΜΗ.

    Ο νόμος αξιώνει υποβολή στην αρμόδια υπηρεσία Γ.Ε.ΜΗ. των αντιγράφων των πρακτικών ΔΣ, για τα οποία υφίσταται υποχρέωση καταχώρισης (σύμφωνα με το άρ. 12 ή άλλες διατάξεις). Η υποβολή πρέπει να λάβει χώρα εντός 20 ημερών από την αντίστοιχη συνεδρίαση του ΔΣ (άρ. 93 §3).

    Οι κανόνες για τη δημοσιότητα στο ΓΕΜΗ, όσον αφορά τις ΑΕ, εντοπίζονται, γενικότερα, στα άρθρα 12-14 ν. 4548/2018, σε συνδυασμό (και) με τις διατάξεις του ν. 4919/2022.  Η δημοσιότητα στο ΓΕΜΗ έχει, πάντως, δηλωτικό (και όχι συστατικό) χαρακτήρα.

    Οφείλουν, μεταξύ άλλων, να δημοσιευτούν στη μερίδα της εταιρείας στο ΓΕΜΗ: (α) το πρακτικό συγκρότησης του ΔΣ σε σώμα και (β) το πρακτικό τυχόν «ανασυγκρότησής» του. Επίσης, (γ) το πρακτικό απόφασης του ΔΣ για διορισμό υποκατάστατου οργάνου (1204/2000 ΑΠ)-εύλογα, άλλωστε, δεδομένου ότι το ΔΣ χορηγεί, στην περίπτωση αυτή, οργανική εξουσία. Η ΑΕ, αντίθετα, δεν υποχρεούται σε αντίστοιχη καταχώριση, σε περίπτωση που με απόφασή του το ΔΣ παρέχει απλή  εξουσία αντιπροσώπευσης (κατά τον ΑΚ).

    Έννομες Συνέπειες (Μη/Πλημμελούς) Τήρησης Πρακτικών

    Αποδεικτική Ισχύς

    Η τήρηση του βιβλίου πρακτικών επιφορτίζεται με αποδεικτική, μόνον, ισχύ. Η εν λόγω αποδεικτική ισχύς είναι αντίστοιχη με εκείνη των λοιπών εμπορικών βιβλίων (άρ. 444 §1, 448 ΚΠολΔ): αποτελούν πλήρη απόδειξη για όσα αναγράφονται σε αυτά. Χωρεί, ωστόσο, ανταπόδειξη (448 ΚΠολΔ, 6884/1995 ΠολΠρωτΑθ). Επιπλέον, είναι δυνατό  να αποτελέσουν πλήρη απόδειξη υπέρ εκείνου που τα τηρεί, υπό τις προϋποθέσεις του νόμου (άρ. 445 ΚΠολΔ).

    Μη/Πλημμελής Τήρηση

    Το υποστατό και το έγκυρο των αποφάσεων του ΔΣ καθόλου δεν εξαρτάται από την κατάρτιση ή μη του σχετικού πρακτικού. Πολύ περισσότερο δεν επηρεάζεται από την τυχόν πλημμελή κατάρτισή του.

    Συνεπώς, τυχόν παραλείψεις ή ελαττώματα αναφορικά με την τήρηση του πρακτικού δεν οδηγεί σε ακυρότητα της αντίστοιχης απόφασης του ΔΣ. Η  εν λόγω απόφαση, αντίθετα, παράγει αποτελέσματα από τη στιγμή της λήψης της (286/1980 ΑΠ, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

    Βάρος Απόδειξης

    Η ΑΕ φέρει το βάρος απόδειξης ότι οι αποφάσεις του ΔΣ έλαβαν χώρα την ημερομηνία και ώρα που αναγράφεται στο βιβλίο πρακτικών (93 §2 εδ. δ΄). Η σχετική πρόβλεψη στοχεύει στην αποτροπή της (όχι σπάνιας στην πράξη) αλλοίωσης (ιδίως προχρονολόγησης ή μεταχρονολόγησης) των πρακτικών. Όμοια διάταξη υπάρχει και για την ΙΚΕ (άρ. 66 ν. 4072/2012)(βλ. Αιτιολογική Έκθεση ν. 4548/2018 επί άρ. 93).

     

    Πρακτικό «Δια Περιφοράς»

    Έννοια – Σκοπός

    Ο ν. 4548/2018 διατήρησε την -ήδη κατοχυρωμένη (άρ. 21 §5 κ.ν.2190/1920)- δυνατότητα λήψης αποφάσεων του ΔΣ με προσυπογραφή πρακτικού από το σύνολο των μελών του, χωρίς την πραγματοποίηση συνεδρίασης  (άρ. 94). Για την ακρίβεια: η εν λόγω δυνατότητα ενισχύθηκε (βλ. Αιτιολογική Έκθεση ν. 4548/2018 επί άρθρου 94).

    Διευκολύνεται, εκσυγχρονίζεται και προσαρμόζεται στις ανάγκες και ρυθμούς της εποχής  η διαδικασία λήψης αποφάσεων. Δεν είναι σπάνιες, άλλωστε, οι φορές που η συνάθροιση των μελών του ΔΣ (έστω και μέσω video call) αποδεικνύεται, εκ των πραγμάτων, ιδιαίτερα δυσχερής.

    Ως προς τις συνέπειες και τα αποτελέσματα, η προσυπογραφή πρακτικού ΔΣ δια περιφοράς εξομοιώνεται, από το νόμο, πλήρως με απόφαση που ελήφθη στο πλαίσιο συνεδρίασης (κατ’ άρ. 91). Πρόκειται, συνεπώς, για δύο αλληλοαποκλειόμενους μεν, καθόλα ισοδύναμους, όμως, τρόπους λήψης αποφάσεων από τη διοίκηση της ΑΕ (άρ. 94 § 1 εδ. α΄).

    Σημειώνεται, επιπλέον, ότι χρήση της σχετικής ευχέρειας είναι δυνατό να κάνουν όλες οι ΑΕ (εισηγμένες και μη). Σε αντίθεση με τη δυνατότητα λήψης απόφασης δια περιφοράς από τη ΓΣ, που αφορά μόνον τις μη εισηγμένες ΑΕ (άρ. 136).

    Προϋποθέσεις – Διαδικασία Λήψης Απόφασης

    Μη Υποχρέωση Καταστατικής Πρόβλεψης

    Σε αντίθεση με τη λήψη αποφάσεων με τηλεδιάσκεψη, η λήψη απόφασης με υπογραφή, δια περιφοράς, πρακτικού ΔΣ παρέχεται από τον νόμο˙ δεν απαιτεί καταστατική πρόβλεψη (8064/2017 ΠολΠρωτΘεσσ, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). H πρόταση αξιοποίησής της ανήκει στη διακριτική ευχέρεια κάθε μέλους. Συνήθως: του προέδρου.

    Απουσία Συνεδρίασης

    Εννοιολογικό γνώρισμα της, με τον παραπάνω τρόπο, λήψης αποφάσεων είναι η  μη συντέλεση συνεδρίασης, δια ζώσης, των μελών του ΔΣ. Αντίθετα, η τυχόν απόφαση λαμβάνεται με προσυπογραφή του πρακτικού από όλα τα μέλη. Η αποτύπωση (και η λήψη), συγκεκριμένα, της σχετικής απόφασης σε πρακτικό δια περιφοράς γίνεται με τρόπο και τύπο απλό-πλην όμως αναγκαίο.

    Υπογραφή Πρακτικού

    Τα μέλη του ΔΣ (ή/και οι αντιπρόσωποί τους) υπογράφουν διαδοχικά το πρακτικό δια περιφοράς. Πού βρίσκεται καθένας από αυτούς δεν ενδιαφέρει. Η υπογραφή του πρακτικού από όλα, ανεξαιρέτως, τα μέλη επιτελεί διττό σκοπό:

    (α) Εκπληρώνεται αναγκαία προϋπόθεση για τη λήψη απόφασης (άρ. 94 §1 εδ. γ): τυχόν μη υπογραφή εκ μέρους έστω και ενός συμβούλου καθιστά τη σχετική απόφαση ανυπόστατη, που δεν παράγει έννομες συνέπειες (549/2016 ΕφΘεσσ, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

    (β) Δηλώνεται, ταυτόχρονα, η ψήφος των μελών (ή ακόμη, η αποχή τους από την ψηφοφορία) ως προς το εκάστοτε θέμα. Η απόφαση, επομένως, μολονότι υπογράφεται υποχρεωτικά από όλους, είναι ενδεχόμενο να μην λαμβάνεται ομόφωνα και παμψηφεί. Για τον λόγο αυτό, άλλωστε, ο νόμος κάνει λόγο για αποτύπωση στο πρακτικό της πλειοψηφικής απόφασης των μελών του ΔΣ (άρ. 94 § 1 εδ. β΄). Την απόφαση συνιστά, για την ακρίβεια, κάποιο προδιατυπωμένο (ως προς το περιεχόμενό του) πρακτικό. Το τελευταίο αποτελεί, συνήθως, το αποτέλεσμα μερικότερων προηγούμενων -άτυπων- συνεννοήσεων μεταξύ των μελών του ΔΣ της ΑΕ.

    Καταχώριση Στο Βιβλίο Πρακτικών ΔΣ

    Υποχρέωση τήρησης διατυπώσεων πρόσκλησης και γνωστοποίησης θεμάτων ημερήσιας διάταξης δεν νοείται στη δια περιφοράς λήψη απόφασης. Ωστόσο, το σχετικό πρακτικό καταχωρίζεται στο ως άνω ειδικό βιβλίο πρακτικών των συνεδριάσεων και αποφάσεων του ΔΣ (άρ. 94 §3).

    Χρήση E-mail Ή Άλλων Ηλεκτρονικών Μέσων

    Όπως προβλέπεται ρητά, η υπογραφή των συμβούλων (ή των αντιπροσώπων τους) είναι δυνατό να αντικατασταθεί με ηλεκτρονικά μέσα. Ενδεικτικά, μέσω αποστολής μηνυμάτων ηλεκτρονικού ταχυδρομείου. Προϋποτίθεται, όμως, σχετική καταστατική πρόβλεψη (άρ. 94 §2).

     

    Στα πρακτικά του ΔΣ αποτυπώνονται οι αποφάσεις και, ενδεχομένως, οι σχετικές επ’ αυτών συζητήσεις μεταξύ των μελών του ΔΣ. Και, μολονότι οι αποφάσεις ισχύουν από τη λήψη τους, γίνεται εύκολα αντιληπτή η σημασία και αξία των πρακτικών. Σοβαρά θέματα, όπως η νομιμοποίηση της ΑΕ για σημαντικές συναλλαγές, για την υποβολή εγκλήσεων για σημαντικές ποινικές διαδικασίες προκύπτουν από τις διατυπώσεις τους. Από τα πρακτικά επίσης θα  προκύψουν και θέματα ευθύνης των μελών του ΔΣ καθώς και οι γνώμες που διατύπωσαν-απαλλακτικές ή επιβαρυντικές, ενδεχομένως, για τα ίδια. Η σύνταξη, επομένως, ενός πρακτικού δεν μπορεί (και δεν πρέπει) να αντιμετωπίζεται ως «τυπική» διαδικασία-ιδίως όταν στο ΔΣ εκπροσωπούνται αντιτιθέμενα συμφέροντα ή στο μετοχικό σχήμα διαφορετικές «φατρίες». Από τα πρακτικά, τέλος, θα προκύψουν και οι, ενδεχομένως, ελαττωματικές αποφάσεις του ΔΣ για τις οποίες, όμως, επόμενη αρθρογραφία μας.-

    Σταύρος Κουμεντάκης
    Managing Partner

     

    Υ.Γ. Συνοπτική έκδοση του άρθρου δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ, στις 12 Φεβρουαρίου 2023.

    Η πληροφόρηση που εμπεριέχεται στο παρόν άρθρο δεν συνιστά (ούτε και έχει σκοπό να αποτελέσει) νομική συμβουλή. Μια τέτοια νομική συμβουλή είναι δυνατό να παρασχεθεί μόνον από αρμόδιο δικηγόρο ο οποίος θα λάβει υπόψη του το σύνολο των δεδομένων που θα του εκθέσετε για την υπόθεσή σας. Αναλυτικά.

Η περιοχή αυτή είναι καταχωρημένη στο wpml.org ως περιοχή ανάπτυξης. Μεταβείτε σε τοποθεσία παραγωγής με κλειδί στο remove this banner.