Κατηγορία: Άρθρα

  • Ψηφιακή Κάρτα εργασίας & Καταχώριση Μεταβολών Χρόνου Εργασίας

    Ψηφιακή Κάρτα εργασίας & Καταχώριση Μεταβολών Χρόνου Εργασίας

    Με την έκδοση της (πολυαναμενόμενης-υπ΄ αριθμ. 113169/28.12.2023 ΥΑ/ΦΕΚ Β΄ 7421/28.12.2023) Υπουργικής Απόφασης του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης αντιμετωπίζονται, μεταξύ άλλων, σημαντικά θέματα αναφορικά με την Ψηφιακή Κάρτα εργασίας & Καταχώριση Μεταβολών Χρόνου Εργασίας. Η εν λόγω ΥΑ αναμενόταν, εξάλλου, να τροποποιήσει τα ισχύοντα σχετικά με τους όρους ηλεκτρονικής υποβολής εντύπων αρμοδιότητας ΣΕΠΕ και ΟΑΕΔ. Αναμορφώνει, πράγματι (:Μέρος Γ’), το αναβαθμισμένο ΠΣ ΕΡΓΑΝΗ ΙΙ˙ με σκοπό (και) την προσαρμογή του στις προβλέψεις του πρόσφατου εργασιακού νόμου (νόμος 5053/2023). Περιλαμβάνεται, μεταξύ των αναμορφώσεων που διενεργεί, η δυνατότητα επιλογής προαναγγελτικού ή απολογιστικού συστήματος καταχώρισης μεταβολών ωραρίου, οργάνωσης χρόνου εργασίας και υπερωριών. Περί αυτών, το παρόν!

    Ψηφιακή Κάρτα εργασίας: Η Πρόβλεψη Του Νόμου άρ. 22 §1 ν. 5053/2023

    Ο νόμος (:άρ. 22 §1 ν. 5053/2023) προέβη, ήδη, σε μια ιδιαίτερης βαρύτητας πρόβλεψη για τους εργοδότες των οποίων οι επιχειρήσεις ή εκμεταλλεύσεις έχουν ενταχθεί στο ηλεκτρονικό σύστημα μέτρησης του χρόνου εργασίας με τη χρήση της ψηφιακής κάρτας εργασίας για τους εργαζομένους τους με εξαρτημένη εργασία. Δικαιούνται, κατά τούτο, οι εν λόγω εργοδότες να μην καταχωρίζουν στο ΠΣ ΕΡΓΑΝΗ ΙΙ τις αλλαγές ή την τροποποίηση του ωραρίου εργασίας ή της οργάνωσης του χρόνου εργασίας ή την υπερωριακή απασχόληση πριν από την έναρξη πραγματοποίησής τους.

    Σημαντικό πρόστιμο, πάντως, απειλείται για τον εργοδότη στην περίπτωση που διενεργείται μεταβολή του ωραρίου εργασίας ή της οργάνωσης του χρόνου εργασίας ή υπερωριακή απασχόληση από τον εργαζόμενο και αυτή δεν ταυτοποιείται από τη σήμανση της ψηφιακής κάρτας εργασίας. Το ύψος του προστίμου αυτού ανέρχεται στο ποσό των 10.500€(!) ανά εργαζόμενο, στην ψηφιακή κάρτα εργασίας του οποίου δεν είναι δυνατή η προαναφερόμενη ταυτοποίηση.

    Ο Σκοπός Της Ρύθμισης

    Η ως άνω ρύθμιση (:σύμφωνα με την Αιτ. Έκθεση του ν. 5053/2023 επί του άρθρου 22) αναμένεται να συμβάλλει στην αντιμετώπιση του διοικητικού βάρους, το οποίο επωμίζεται συγκεκριμένη κατηγορία επιχειρήσεων. Εκείνες, συγκεκριμένα, που καταχωρίζουν στο ΠΣ ΕΡΓΑΝΗ ΙΙ τις αλλαγές ή την τροποποίηση του ωραρίου εργασίας ή της οργάνωσης του χρόνου εργασίας ή της υπερωριακής απασχόλησης. Και, ταυτόχρονα, εφαρμόζουν το ηλεκτρονικό σύστημα μέτρησης του χρόνου εργασίας με τη χρήση της ψηφιακής κάρτας εργασίας. Άλλωστε, όπως σημειώνεται σε αυτή, με τη σήμανση της ψηφιακής κάρτας αποδεικνύονται σε πραγματικό χρόνο η έναρξη και η λήξη του χρόνου εργασίας, καθώς και η νόμιμη υπέρβαση του δηλωθέντος ωραρίου (υπερωρία).

    Οι Προβληματισμοί

    Το περιεχόμενο της παραπάνω νομοθετικής πρόβλεψης δημιουργούσε συγκεκριμένους προβληματισμούς.

    • Ο πρώτος αφορούσε (και εξακολουθεί να αφορά) το ύψος του προστίμου που απειλείται για την περίπτωση της μη ταυτοποίησης τυχόν μεταβολών του χρόνου εργασίας με τη σήμανση της ψηφιακής κάρτας εργασίας συγκεκριμένου εργαζομένου. Το πρόστιμο των 10.500€ κρίνεται, αδικαιολόγητα υψηλό-πολύ περισσότερο αν λάβουμε υπόψη μας πως ισούται με το πρόστιμο για την αδήλωτη εργασία.
    • Ο δεύτερος αφορούσε ζητήματα διαδικαστικά. Συγκεκριμένα, ήταν αναγκαίο να διευκρινισθεί ο τρόπος διαπίστωσης της τυχόν μη ταυτοποίησης της σήμανσης της ψηφιακής κάρτας εργασίας με την αλλαγή ή τροποποίηση του ωραρίου εργασίας ή της οργάνωσης του χρόνου εργασίας ή της υπερωριακής απασχόλησης των εργαζομένων, δεδομένης της μη υποχρέωσης προαναγγελίας των σχετικών μεταβολών.

    Όπως, όμως, προβλεπόταν στη σχετική ρύθμιση του άρθρου 21 ν. 5053, η διαδικασία καταχώρισης, τα στοιχεία που γνωστοποιούνται, αλλά και η διαδικασία ελέγχου και επιβολής του προστίμου, καθώς και κάθε άλλο θέμα σχετικό με την εφαρμογή αυτής, επρόκειτο να καθοριστούν με απόφαση του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης

    Οι Απαντήσεις Της ΥΑ: Η Διάκριση Των Συστημάτων

    Απαντήσεις στους διαδικαστικής φύσεως προβληματισμούς ήρθε να δώσει η ανωτέρω ΥΑ. Η συγκεκριμένη ΥΑ προχωρά σε μια ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα διάκριση των συστημάτων καταχώρισης μεταβολών του χρόνου εργασίας: Το προαναγγελτικό και το απολογιστικό σύστημα. Η πρόβλεψη, μάλιστα, για το απολογιστικό σύστημα καθιστά απτή τη διαδικασία εφαρμογής της πρόβλεψης του προαναφερόμενου άρθρου 22 ν. 5053/2023.

    Τα Δύο Συστήματα

    Όπως, συγκεκριμένα, προβλέπεται στην ως άνω ΥΑ (άρθρο πρώτο), στις δηλώσεις που υποβάλλονται ψηφιακά στο ΠΣ ΕΡΓΑΝΗ ΙΙ ανήκουν – μεταξύ πολλών άλλων -: (α) η ψηφιακή δήλωση επιλογής προαναγγελτικού ή απολογιστικού συστήματος καταχώρισης αλλαγών ωραρίου, οργάνωσης χρόνου εργασίας και υπερωριών και (β) η ψηφιακή απολογιστική δήλωση αλλαγών ωραρίου, οργάνωσης χρόνου εργασίας και υπερωριών. Ο εργοδότης μπορεί να επιλέξει οποιοδήποτε από τα δύο συστήματα καταχώρισης.

    Σε περίπτωση επιλογής του προαναγγελτικού συστήματος, ο εργοδότης θα υποχρεούται να προβαίνει σε καταχώριση των μεταβολών του χρόνου εργασίας πριν την πραγματοποίησή τους. Αντίθετα, σε περίπτωση επιλογής του απολογιστικού, θα προβαίνει στην εν λόγω καταχώριση μετά την πραγματοποίηση των μεταβολών.

    Οι εργοδότες δικαιούνται (βεβαίως και υποχρεούνται) να επιλέξουν μεταξύ των δύο συστημάτων σε συγκεκριμένη, όμως, προθεσμία. Οι βασικές παράμετροι της ρύθμισης:

    • Αφορά (:υποκειμενικό πεδίο εφαρμογής): Εργοδότες των οποίων οι επιχειρήσεις ή εκμεταλλεύσεις έχουν ενταχθεί στο ηλεκτρονικό σύστημα μέτρησης του χρόνου εργασίας με τη χρήση της ψηφιακής κάρτας εργασίας.
    • Προθεσμία επιλογής: Έως και την τελευταία ημέρα του προηγούμενου μήνα από τον μήνα αναφοράς.
    • Περιεχόμενο επιλογής: Οι προαναφερθέντες εργοδότες υποχρεούνται μέσα στη συγκεκριμένη, αμέσως ανωτέρω, προθεσμία να δηλώνουν στην «Ψηφιακή Δήλωση επιλογής προαναγγελτικού ή απολογιστικού συστήματος καταχώρισης αλλαγών ωραρίου, οργάνωσης χρόνου εργασίας και υπερωριών», για το επόμενο χρονικό διάστημα, το οποίο, μάλιστα, δεν μπορεί να είναι μικρότερο του ενός μήνα, αν θα καταχωρίζουν τις μεταβολές του χρόνου εργασίας:
      (α) εκ των προτέρων – και σε κάθε περίπτωση πριν από την έναρξη πραγματοποίησης τους ή
      (β) απολογιστικά – μετά την πραγματοποίησή τους, κατά τα προβλεπόμενα στον νόμο (:άρ. 22 ν. 5053/2023).
    …Ιδίως Ως Προς Το Απολογιστικό Σύστημα

    Όπως, περαιτέρω, προβλέπεται για το απολογιστικό σύστημα, οι εργοδότες, οι οποίοι επιλέγουν να καταχωρίζουν απολογιστικά, για τους εργαζομένους τους, τις αλλαγές του ωραρίου εργασίας, της οργάνωσης του χρόνου εργασίας και των υπερωριών, υποχρεούνται να προβούν στη σχετική δήλωση/καταχώριση και πάλι εντός συγκεκριμένης προθεσμίας: συγκεκριμένα, έως τη λήξη του επόμενου ημερολογιακού μήνα από την πραγματοποίησή τους.
    Τα σχετικά απολογιστικά στοιχεία, τα οποία θα καταχωρίζονται στο ΠΣ ΕΡΓΑΝΗ ΙΙ, θα διασταυρώνονται με τις αντίστοιχες σημάνσεις της ψηφιακής κάρτας εργασίας και θα τελούν υπό τον έλεγχο της Επιθεώρησης Εργασίας.

    Ψηφιακή Κάρτα εργασίας & Καταχώριση Μεταβολών Χρόνου Εργασίας | Έναρξη Ισχύος

    Η ισχύς της ως άνω ΥΑ, ως προς τις ρυθμίσεις σχετικά με το προαναγγελτικό και απολογιστικό σύστημα καταχώρισης των μεταβολών του χρόνου εργασίας ξεκινά από την 1η Μαρτίου 2024.

    Η πρόσφατη, κατά τα άνω, ΥΑ έρχεται με ενάργεια να αντιμετωπίσει διαδικαστικής φύσεως προβληματισμούς που δημιουργούνται από την πρόσφατη νομοθετική ρύθμιση (άρ. 22, ν. 5053/23). Το πρόβλημα όμως παραμένει: αν σε κάποια επιχείρηση εντοπισθούν αποκλίσεις στις δηλώσεις του χρόνου εργασίας από τη σήμανση της ψηφιακής κάρτας συγκεκριμένου εργαζομένου, το ύψος του επαπειλούμενου προστίμου είναι αδικαιολόγητα και εξόφθαλμα υψηλό. Δε μοιάζει καθόλου λογικό να επιβάλλεται, στην περίπτωση αυτή, πρόστιμο 10.500€ όσο, δηλαδή και στην περίπτωση που μια επιχείρηση απασχολεί εργαζόμενο με την εργασία του, συνολικά, αδήλωτη. Ως δικηγόροι οφείλουμε να επικαλεστούμε την (ελλείπουσα) αναλογικότητα. Ως εχέφρονες τη λογική! Προσβλέπουμε, κατά τούτο, στην επόμενη, διορθωτική, νομοθετική ρύθμιση.

     


    Γράφει ο  Σταύρος Κουμεντάκης Managing Partner Koumentakis and Associates Law Firm


     

    ΥΓ. Η πληροφόρηση που εμπεριέχεται στο παρόν άρθρο δεν συνιστά (ούτε και έχει σκοπό να αποτελέσει) νομική συμβουλή. Μια τέτοια νομική συμβουλή είναι δυνατό να παρασχεθεί μόνον από αρμόδιο δικηγόρο ο οποίος θα λάβει υπόψη του το σύνολο των δεδομένων που θα του εκθέσετε για την υπόθεσή σας. Διαβάστε περισσότερα περί  Αποποίηση ευθύνης

  • Γενική Συνέλευση ΑΕ: Το Ανώτατο Εταιρικό Όργανο

    Γενική Συνέλευση ΑΕ: Το Ανώτατο Εταιρικό Όργανο

    Θεμελιώδη σημασία για την ΑΕ, έχει το ΔΣ και ο πολυσήμαντος ρόλος που διαδραματίζει στη λειτουργία της εταιρείας (Διαβάστε:Το Διοικητικό Συμβούλιο Της ΑΕ: Λειτουργία, Εξουσία, Μέλη). «Ανοίγοντας» το κεφάλαιο, Γενική Συνέλευση ΑΕ, (ΓΣ) θα μας απασχολήσει η ιδιαίτερη σημασία και αξία της ως το ανώτατο όργανο της ΑΕ και βεβαίως οι περιορισμοί της εξουσίας της.

    Γενική Συνέλευση ΑΕ: Το εύρος των αποφάσεων και εξουσίας της

    Η ΓΣ αναγορεύεται από τον νόμο (:άρ. 116 ν. 4548/2018-όπως και υπό το προϊσχύσαν άρ. 33 κ.ν. 2190/1920) ως το «ανώτατο όργανο» της ΑΕ (βλ. Αιτιολογική Έκθεση επί του άρ. 116 εδ. α’ ν. 4548/2018). Καταδεικνύεται, επομένως, η ιεραρχική οργάνωση της ΑΕ, στην ανώτερη βαθμίδα της οποίας βρίσκεται η ΓΣ. Συνιστά όργανο συλλογικό, μέλη του οποίου είναι, αποκλειστικά, οι μέτοχοι της εταιρείας (πρακτικά: ιδιοκτήτες της ΑΕ και φορείς του οικονομικού κινδύνου της δραστηριότητάς της).

    Ο χαρακτηρισμός της ΓΣ ως ανώτατου οργάνου της ΑΕ απορρέει και συνάδει με τη φύση των αρμοδιοτήτων που της παρέχει και αναγνωρίζει ο νόμος: Η ΓΣ «…δικαιούται να αποφασίζει για κάθε εταιρική υπόθεση» (:άρ. 116).

    Η  Γενική Συνέλευση ΑΕ έχει την εξουσία και αρμοδιότητα, μεταξύ άλλων, να εκλέγει (και να ανακαλεί ελεύθερα) το ΔΣ (και τους ελεγκτές) της ΑΕ. Να ασκεί, επίσης, έλεγχο και εποπτεία στη δραστηριότητα των εν λόγω οργάνων και προσώπων-τα οποία λογοδοτούν για τα πεπραγμένα της εκάστοτε διαχειριστικής περιόδου. Μετά το τέλος, μάλιστα, κάθε εταιρικής χρήσης, εγκρίνει (ή όχι) τη συνολική διαχείρισή τους. Επομένως, το ΔΣ της ΑΕ λειτουργεί, κατά βάση, ως εκτελεστικό όργανο της αποφασιστικής βούλησης της ΓΣ (ακριβέστερα: της πλειοψηφίας των μετόχων).

    Δεν θα ήταν υπερβολή να σημειωθεί πως η ΓΣ είναι αρμόδια να λαμβάνει τις σημαντικότερες (από άποψη σπουδαιότητας και βαρύτητας) αποφάσεις σχετικά με την υπόσταση, τη δραστηριότητα και την πορεία της εταιρείας. Ακόμα και ως προς τη λύση της. Ως προς ορισμένες, μάλιστα, αποφάσεις η αρμοδιότητά της είναι αποκλειστική (:ιδίως άρ. 117-για το οποίο επόμενη αρθρογραφία μας).

    Οι συμμετέχοντες και οι αποφάσεις

    Οι αποφάσεις της ΓΣ λαμβάνονται, φυσικά, από τους μετόχους.  Άμεσα συνυφασμένο με τη μετοχική ιδιότητα είναι το δικαίωμα της παράστασης (αυτοπρόσωπης ή δι’ αντιπροσώπου) και ενεργούς συμμετοχής τους στις συνεδριάσεις της. Οι μέτοχοι έχουν τη δυνατότητα, να ζητούν πληροφορίες-με αφορμή επικείμενη συνεδρίασή της ή κατά τις εργασίες της ΓΣ. Κατά τη διεξαγωγή της, μάλιστα, έχουν το δικαίωμα να λαμβάνουν τον λόγο, και να απευθύνουν ερωτήσεις-στο προκαθορισμένο, από τον νόμο, πλαίσιο. Απώτερος σκοπός όλων των επιμέρους, τέτοιας φύσης, δικαιωμάτων είναι, κατά βάση, η δημιουργία των αναγκαίων προϋποθέσεων για την τεκμηριωμένη άσκηση του δικαιώματος ψήφου για καθένα από τα θέματα της ημερήσιας διάταξης. Προϋποτίθεται, φυσικά, ότι κατέχουν δικαίωμα ψήφου είτε διαθέτοντες την πλήρη κυριότητα των μετοχών τους είτε, λ.χ., ως επικαρπωτές ή ενεχυρούχοι δανειστές. Κατά την ψηφοφορία δεν είναι δυνατό να συμμετάσχουν, αυτονοήτως, όταν στερούνται του δικαιώματος ψήφου (οι κύριοι, λ.χ., προνομιούχων μετοχών χωρίς δικαίωμα ψήφου).

    Προκειμένου να παράξουν έννομα αποτελέσματα οι αποφάσεις της ΓΣ προϋποτίθεται η συγκέντρωση των ποσοστών απαρτίας και πλειοψηφίας για τη λήψη της καθεμιάς απόφασης, όπως προβλέπεται στον νόμο και το καταστατικό. Η ψηφοδοσία μεμονωμένου μετόχου (όχι, όμως, του μοναδικού ή πλειοψηφούντος) ουδεμία συνέπεια επιφέρει. Συμβάλλει, απλά στον σχηματισμό της εταιρικής βούλησης, όπως αυτή εκφράζεται από τη ΓΣ. Οι αποφάσεις, βέβαια, της ΓΣ δεσμεύουν το σύνολο των μετόχων, ανεξάρτητα αν  απέχουν, είναι απόντες ή διαφωνούντες (αρ. 116 εδ. β΄).

    Η δράση της ΓΣ (σε αντίθεση με τον διαρκή χαρακτήρα του ΔΣ) είναι περιοδική. Το όργανο, συνεδριάζει -αλλά και υφίσταται για τη λήψη των κατά τον νόμο και το καταστατικό  αποφάσεών του- μόνο όταν συγκληθεί για το σκοπό αυτό. Η σύγκλησή της άλλοτε είναι υποχρεωτική (:τακτική ΓΣ) και άλλοτε όταν κρίνεται, από τις περιστάσεις, αναγκαία (:έκτακτη ΓΣ). Σημαντική είναι η παροχή διευκόλυνσης στους μετόχους να συμπράξουν στη λήψη απόφασης χωρίς, κατ’ ανάγκη, να λάβει χώρα συνεδρίαση ή, ακόμα, και με την απλή – προσυπογραφή του σχετικού πρακτικού (βλ. άρ. 135 και άρ. 136 αντίστοιχα).

    Διάκριση Εξουσιών Διοικητικό Συμβούλιο & Γενική Συνέλευση ΑΕ

    Η διαχείριση της ΑΕ ανήκει, κατ’ αρχάς, στο ΔΣ. Η ΓΣ, ωστόσο, έχει την δυνατότητα/εξουσία να παρεμβαίνει στη σχετική αρμοδιότητα του ΔΣ. Για τον βαθμό, πάντως, αυτής της παρέμβασης έχουν αναπτυχθεί διαφορετικές απόψεις. Κατά την κρατούσα (και ορθή) άποψη, η ΓΣ διαθέτει ευρεία και γενική αρμοδιότητα. Αναγνωρίζονται, εξάλλου (άρ. 116 και 86) περιθώρια (θετικής ή αρνητικής) παρέμβασης της ΓΣ στο έργο του ΔΣ.

    Είναι σημαντικό, πάντως, να σημειωθεί πως η εξουσία παρέμβασης της ΓΣ δεν είναι δυνατό να οδηγεί σε αυθαίρετο σφετερισμό εξουσιών, οι οποίες έχουν ανατεθεί σε άλλα εταιρικά όργανα. Αποκλείεται, στο πλαίσιο αυτό, η εξ ολοκλήρου αφαίρεση από το ΔΣ της (από τον νόμο απορρέουσας) διαχειριστικής του εξουσίας (:άλλωστε, τούτο θα είχε ως αποτέλεσμα το ανεύθυνο του ΔΣ). Ποιο όμως το νόημα μιας τέτοιας επιλογής της ΓΣ; Απλούστερο θα ήταν να επιλέξει (και εκλέξει) ένα νέο ΔΣ, το οποίο εκείνη θα εξέφραζε και κατά τις κατευθύνσεις της (εκείνο και τα υποκατάστατα όργανά του) θα λειτουργούσε…

    Είναι εφικτό να περιοριστεί το εύρος της εξουσίας του ΔΣ στη βάση καταστατικής (και, άρα, γενικής) πρόβλεψης. Ωστόσο, ο περιορισμός των υποχρεώσεων των μελών του ΔΣ, καθώς και η αλλοίωση του καθεστώτος ευθύνης τους δεν αποτελούν ζητήματα που επιδέχονται καταστατική ρύθμιση. Ενδεχόμενος περιορισμός των καθηκόντων του ΔΣ είναι, πάντως, ανεκτός με ειδική-σχετική απόφαση της ΓΣ. Μια τέτοια απόφαση, συνήθως, θα αφορά συγκεκριμένη πράξη (ή ενότητα αρμοδιοτήτων) του ΔΣ. Ανεξάρτητα, πάντως, από τους όποιους θεωρητικούς προβληματισμούς, ο επηρεασμός των αποφάσεων του ΔΣ, θα πρέπει να θεωρείται, κατά κανόνα, δεδομένος καθώς οι πλειοψηφούντες μέτοχοι είναι εκείνοι που εκλέγουν -και διατηρούν στην εξουσία- τα μέλη του ΔΣ. Εκείνα με τη σειρά τους (τα μέλη του ΔΣ), τα συμφέρονται των μετόχων πλειοψηφίας εκφράζουν και υπερασπίζονται τα οποία, κατά κανόνα, προάγουν. Κάποιες φορές μάλιστα και πριν από τα εταιρικά όμοια.

    Είναι ενδεχόμενο να αξιώνεται, από το καταστατικό, η προηγούμενη ενημέρωση ή/και συγκατάθεση ή η (εκ των υστέρων) έγκριση της ΓΣ για τη διενέργεια συγκεκριμένων πράξεων διαχείρισης από το ΔΣ ή υποκατάστατα όργανα. Ιδίως όταν πρόκειται να ληφθούν αποφάσεις, που από τη φύση τους δημιουργούν κινδύνους για την εταιρεία (όπως λ.χ. η μεταβίβαση/εκποίηση σημαντικών περιουσιακών στοιχείων). Γίνεται, και ορθά, δεκτό ότι η ΓΣ όχι μόνον δικαιούται αλλά και υποχρεούται να επεμβαίνει υπερασπιζόμενη το εκάστοτε συμφέρον των μετόχων (ΜΠΚορ 2263/2003 – ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

    Η λήψη απόφασης από την ΓΣ πέραν των ορίων της εξουσίας της, ουδεμία υποχρέωση συμμόρφωσης και δέσμευσης γεννά έναντι του ΔΣ. Βέβαια, δεδομένης της ρευστότητας των συναφών ορίων, τα περιθώρια παρέμβασης των μετόχων πρέπει να κρίνονται κατά περίπτωση και σύμφωνα πάντοτε με τις εκάστοτε ισχύουσες συνθήκες. Μεγαλύτερη ευχέρεια επέμβασης της ΓΣ σε ζητήματα εταιρικής οργάνωσης αναγνωρίζεται, εφόσον πρόκειται για μη εισηγμένη εταιρεία. Αντίθετα, επί εισηγμένων εταιρειών, δεδομένης και της ασσυμετρίας συμφερόντων μεταξύ ΓΣ και ΔΣ, η εμπλοκή της ΓΣ νοείται σε αποφάσεις που (κατ’ αντικείμενο και σπουδαιότητα) εκφεύγουν της τρέχουσας διαχείρισης του ΔΣ.

    Δεσμευτική Ισχύς Αποφάσεων ΓΣ – Προϋποθέσεις

    Οι αποφάσεις της ΓΣ παράγουν, κατά τα προαναφερθέντα, δεσμευτικά αποτελέσματα και αναπτύσσουν έννομες συνέπειες για όλους τους μετόχους της ΑΕ. Και τούτο, ανεξάρτητα αν οι μέτοχοι συμμετείχαν ή όχι στην κρίσιμη συνεδρίαση (ή/και ψηφοφορία). Ανεξάρτητα, μάλιστα, κι αν υπερψήφισαν ή καταψήφισαν.

    Δεσμευτική ισχύ, όμως, παράγουν, οι νόμιμες αποφάσεις της ΓΣ. Η νομιμότητα εξετάζεται σε δύο επίπεδα: (α) στην τήρηση της νόμιμης διαδικασίας λήψης της απόφασης και (β) στη συμφωνία του περιεχομένου της ληφθείσας απόφασης με τον νόμο και το καταστατικό.

    Ειδικότερα, η ΓΣ λαμβάνει έγκυρα αποφάσεις εφόσον έχει συγκληθεί, συγκροτηθεί και αποφασίσει σύμφωνα με τους νόμιμους τύπους και τις (τυχόν υπάρχουσες ειδικότερες) καταστατικές προβλέψεις. Σε περίπτωση που εμφιλοχωρήσει σχετική πλημμέλεια, η απόφαση θα είναι ακυρώσιμη. Τούτο πρακτικά σημαίνει πως θα παράγει, κανονικά, έννομα αποτελέσματα, έως ότου ακυρωθεί με τελεσίδικη δικαστική απόφαση (:άρ. 137).

    Ως προς το περιεχόμενό της, σε περίπτωση που η ληφθείσα απόφαση αντιβαίνει στον νόμο ή/και το καταστατικό, τούτη θα είναι άκυρη (άρ. 138-προβλέπεται, ωστόσο, δυνατότητα ίασης της ακυρότητας κατά §4 του ίδιου άρθρου).

    Οι μέτοχοι -όπως, ήδη, αναφέρθηκε- έχουν τη δυνατότητα να λάβουν απόφαση και χωρίς συνεδρίαση. Είτε εξ αποστάσεως στη ΓΣ με τη χρήση ηλεκτρονικών μέσων (άρ. 135) είτε μέσω της προσυπογραφής πρακτικού χωρίς συνεδρίαση (άρ. 136). Ομοίως, οι αποφάσεις του προηγούμενου εδαφίου δεσμεύουν και τους διαφωνούντες μετόχους. Ωστόσο, στην περίπτωση της προσυπογραφής πρακτικού, για το υποστατό της απόφασης απαιτείται τούτο να φέρει τις υπογραφές του συνόλου των μετόχων.

    Τέλος, σε περίπτωση που στην ΑΕ έχουν εκδοθεί περισσότερες της μίας κατηγορίες μετοχών, για τη νόμιμη λήψη ορισμένων αποφάσεων από τη ΓΣ (:λ.χ. για αύξηση ή μείωση του μετοχικού κεφαλαίου), απαιτείται σχετική έγκριση από την ιδιαίτερη συνέλευση της κατηγορίας μετόχων που θίγονται από τη συγκεκριμένη απόφαση. Ομοίως, απόφαση της ιδιαίτερης συνέλευσης απαιτείται να ληφθεί από τους μετόχους που εκπροσωπούν προνομιούχες μετοχές επί αποφάσεως της εταιρείας για κατάργηση ή περιορισμό προνομίου τους (άρ. 38 §7).

    Ουδεμία αμφιβολία χωρεί πως η Γενική Συνέλευση ΑΕ είναι το ανώτατο όργανο της επιχείρησης. Τούτο όμως δεν σημαίνει πως μπορεί να καταργήσει ή υποκαταστήσει τα λοιπά όργανά της. Δεν σημαίνει επίσης πως μπορεί να λειτουργεί χωρίς κανόνες. Εξάλλου, η λειτουργία και αποφάσεις της ελέγχονται, δικαστικά, για την νομιμότητά τους. Ιδιαίτερα προσεκτικοί, κατά τούτο, οφείλουμε να είμαστε σε όλα τα στάδια της: σύγκληση, διενέργεια, αποφάσεις. Για τις αποκλειστικής αρμοδιότητας, πάντως, αποφάσεις της, σε επόμενη αρθρογραφία μας.-

    Διαβάστε επίσης σχετικά άρθρα

     


    Γράφει ο  Σταύρος Κουμεντάκης Managing Partner Koumentakis and Associates Law Firm


     

    Υ.Γ. Συνοπτική έκδοση του άρθρου δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ, στις 14 Ιανουαρίου 2024.

    Η πληροφόρηση που εμπεριέχεται στο παρόν άρθρο δεν συνιστά (ούτε και έχει σκοπό να αποτελέσει) νομική συμβουλή. Μια τέτοια νομική συμβουλή είναι δυνατό να παρασχεθεί μόνον από αρμόδιο δικηγόρο ο οποίος θα λάβει υπόψη του το σύνολο των δεδομένων που θα του εκθέσετε για την υπόθεσή σας. Διαβάστε περισσότερα περί  Αποποίηση ευθύνης

  • Τιμωρία (ποινή), χωρίς (;) έγκλημα

    Τιμωρία (ποινή), χωρίς (;) έγκλημα

    Τιμωρία (ποινή): Το σχέδιο νόμου του Υπουργείου Δικαιοσύνης, κατά το σκέλος το οποίο αφορά στο ουσιαστικό ποινικό δίκαιο, σκοπεί στην «ενίσχυση της εγκληματοπροληπτικής λειτουργίας που έχει η ποινή μέσω των αρχών της γενικής και ειδικής πρόληψης».

    Ως μέσο, μεταξύ άλλων, επιλέγεται:

    • σε επίπεδο απειλής ποινών, η αύξηση των ορίων τους⸱
    • σε επίπεδο επιμέτρησης ποινών, η αυστηροποίηση του πλαισίου των μειωμένων ποινών και των κανόνων επιμέτρησης⸱
    • σε επίπεδο επιβολής ποινών, η αυστηροποίηση των προϋποθέσεων αναστολής εκτέλεσής τους.

    Η ποινή πρέπει να είναι ανάλογη του άδικου και της ενοχής του δράστη

    Το μήνυμα απευθύνεται τόσο στον γενικό πληθυσμό (απειλή αυστηρότερων ποινών) όσο και στον συγκεκριμένο δράστη (επιβολή και έκτιση αυστηρότερων ποινών). Ο συντάκτης του σχεδίου επικαλείται την αντεγκληματική/τιμωρητική λειτουργία του ποινικού δικαίου: προστασία των έννομων αγαθών.

    Το ερώτημα είναι, εάν η επιλογή του οριοθετείται από τις δέουσες εγγυήσεις υπέρ του υπόπτου/κατηγορουμένου/καταδικαζόμενου (εγγυητική/φιλελεύθερη λειτουργία του ποινικού δικαίου) ή εάν ο τελευταίος (εν δυνάμει, ο καθένας μας) εγκαταλείπεται εκτεθειμένος σε κατασταλτικές αυθαιρεσίες.

    Η ποινική επιστήμη τοποθετήθηκε: σε επίπεδο αρχής, προκαλούνται σοβαρές ρωγμές στο φιλελεύθερο ποινικό οικοδόμημα⸱ σε επίπεδο αποτελέσματος, μέτρα αυστηροποίησης δεν απέδωσαν τα αναμενόμενα ως προς τον περιορισμό της εγκληματικότητας.

    Ο δράστης ενός εγκλήματος επιδεικνύει αντικοινωνική συμπεριφορά, και τιμωρείται γι’ αυτό. Πλην, όμως, παραμένει μέλος της κοινωνίας, με δεσμούς σε αυτήν. Σε αυτήν εκτίει την ποινή του, σε αυτήν επιστρέφει παράλληλα ή μετά την έκτισή της.

    Σε μια δημοκρατική πολιτεία, η ποινή, λόγω του βλαπτικού, επώδυνου και στιγματιστικού χαρακτήρα της, απαιτεί νομιμοποίηση (ιδιαιτέρως σύνθετο ζήτημα), τόσο όσον αφορά το μέγεθος όσο και το είδος της.

    Η ποινή πρέπει να είναι ανάλογη του άδικου (του κακού που προκαλεί ο δράστης) και της ενοχής του (της αντικοινωνικότητας που εκδήλωσε με την πράξη του). Τούτο επιτάσσει (και) το Σύνταγμα.

    Εν προκειμένω, προτείνονται μεταρρυθμίσεις οι οποίες εστιάζουν μονομερώς στο πρόσωπο του δράστη και στην προβαλλόμενη στο μέλλον αντικοινωνικότητά του. Η ποινή αποσυνδέεται από το πραγματικό αποτέλεσμα της πράξης και την συμβολή του δράστη στην επέλευσή του.

    Έτσι, στην περίπτωση της απόπειρας τέλεσης εγκλήματος, επαναφέρεται η επικριθείσα ρύθμιση, το δικαστήριο να μπορεί να επιβάλει στον δράστη, αντί για μειωμένη ποινή, την ποινή που προβλέπεται για την ολοκληρωμένη πράξη. Προτείνεται επίσης η δυνατότητα να επιβληθεί στον (απλό, όπως συμπεραίνεται) συνεργό η ποινή του αυτουργού. Και στις δύο περιπτώσεις, αρκεί το δικαστήριο να προβλέψει (με αδιαφανή κριτήρια) ότι η μειωμένη ποινή δεν θα αποτρέψει τον δράστη από την τέλεση άλλων πράξεων στο μέλλον.

    Η μέριμνα για πρόληψη του κακού εξαντλείται ατυχώς στην απειλή, επιβολή και έκτιση ενός μεγαλύτερου κακού, σε βάρος ενός μεμονωμένου ατόμου, στην επισφαλή βάση μιας ανέλεγκτης πρόγνωσης αναφορικά με τη μέλλουσα επικινδυνότητά του.

    Ο δράστης τιμωρείται μία φορά για το έγκλημα που διαπράττει και μια δεύτερη επειδή εικάζεται (άγνωστο πώς) ότι θα το επαναλάβει, λες και το έγκλημα (και το κακό) είναι απλώς ζήτημα απόφασης ενός ατόμου, και όχι ένα πολυπαραγοντικό πρόβλημα (ένα αίνιγμα). Ο κίνδυνος αναποτελεσματικών, μη αναλογικών και άδικων ποινών καθίσταται ορατός.

    Με τέτοιες ποινές, όμως, δεν αποκαθίσταται ο κοινωνικός ιστός⸱ διαρρηγνύεται, όπως διαρρηγνύεται με το έγκλημα και ακόμη περισσότερο, και οι παρεμβάσεις αποκαλύπτονται μη νομιμοποιημένες, τόσο ως «μέτρα ελευθερίας» όσο και ως «μέτρα προστασίας», κατά την κλασική ρήση του Ι. Μανωλεδάκη.

     


    Γράφει ο Γιώργος Καρανικόλας Senior Associate Koumentakis and Associates Law Firm


     

    Υ.Γ. Συνοπτική έκδοση του άρθρου δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ, στις 7 Ιανουαρίου 2024.

    Η πληροφόρηση που εμπεριέχεται στο παρόν άρθρο δεν συνιστά (ούτε και έχει σκοπό να αποτελέσει) νομική συμβουλή. Μια τέτοια νομική συμβουλή είναι δυνατό να παρασχεθεί μόνον από αρμόδιο δικηγόρο ο οποίος θα λάβει υπόψη του το σύνολο των δεδομένων που θα του εκθέσετε για την υπόθεσή σας. Διαβάστε περισσότερα περί  Αποποίηση ευθύνης

  • Σε Θεωρούν Ένοχο (Φ. Κάφκα, Η Δίκη)

    Σε Θεωρούν Ένοχο (Φ. Κάφκα, Η Δίκη)

    Με το υπό διαβούλευση σχέδιο νόμου του Υπουργείου Δικαιοσύνης προτείνεται ένας νέος κανόνας: «αστυνομικοί και λοιποί προανακριτικοί υπάλληλοι που έχουν καταθέσει στην προδικασία δεν καλούνται στο ακροατήριο αλλά αναγιγνώσκονται οι καταθέσεις τους».

    Οι συγκεκριμένοι υπάλληλοι έχουν καταθέσει ενόρκως στην προδικασία, οπότε η εμφάνισή τους στο ακροατήριο κρίνεται από τον συντάκτη του σχεδίου ως:

    • περιττή, άσκοπη, δεδομένου ότι «στη συντριπτική πλειονότητα των περιπτώσεων, δεν έχουν να εισφέρουν αποδεικτικά τίποτα το επιπρόσθετο»˙
    • χρονοβόρα, παρελκυστική, διότι η εξέταση «θα καθυστερήσει τη διάρκεια της ακροαματικής διαδικασίας»˙ η μη εμφάνισή τους σημαίνει αναβολή της υπόθεσης˙
    • αδικαιολόγητη, κοστοβόρα, διότι η απουσία από την υπηρεσία οδηγεί σε υποστελέχωσή της˙ το δε δημόσιο επιβαρύνεται με τα έξοδα μετάβασης στο δικαστήριο.

    Η αναζήτηση της ουσιαστικής αλήθειας στο υπό διαβούλευση σχέδιο νόμου του Υπουργείου Δικαιοσύνης

    Μικρή συνεισφορά στον διάλογο, οι παρακάτω σκέψεις, διατυπωμένες υπό το πρίσμα του σκοπού της ποινικής δίκης: αναζήτηση της ουσιαστικής αλήθειας.

    Κατ’ αρχήν, είναι δικαιοπολιτικά κρίσιμο να εξετασθεί, εάν ο προτεινόμενος κανόνας συνάδει με θεμελιώδεις αρχές της ποινικής δίκης, όπως, ενδεικτικώς, της προφορικότητας, της κατ’ αντιδικία διεξαγωγής, της ισότητας των όπλων, της ολόπλευρης διερεύνησης της υπόθεσης, της αμεσότητας, και έαν εναρμονίζεται με λοιπές διατάξεις του δικονομικού συστήματος. Επίσης, είναι επιστημολογικά αναγκαίο να ελεγχθεί η τεκμηρίωση της νομοθετικής πρωτοβουλίας. Επί αμφοτέρων των σημείων, καταγράφονται σοβαρές επιφυλάξεις.

    Πέραν αυτού, η πρόταση εδράζεται σε μια παραδοσιακή και εν πολλοίς παρωχημένη πρόσληψη της λειτουργίας του ανθρώπινου νου. Η επιστήμη πλέον μας δείχνει ότι ο εγκέφαλος του ανθρώπου δεν λειτουργεί απλώς ως μηχανή καταγραφής εμπειριών˙ δημιουργεί εμπειρίες, αναδημιουργεί αναμνήσεις. Επίσης, καλούμαστε να αποδεχτούμε ότι έχουμε μεν μια πολύ καλή αισθητηριακή αντίληψη και μια θαυμαστή μνήμη, πλην όμως είμαστε ευάλωτοι σε ατελείς και ψευδείς πληροφορίες και αναμνήσεις. Έτσι, η ειλικρίνεια, η λεπτομέρεια, η κατηγορηματικότητα στην αφήγηση δεν σημαίνει ότι τα εξιστορούμενα είναι εξ αυτού του λόγου και μόνο ακριβή.

    Ταυτοχρόνως, οι μετρήσεις αποκαλύπτουν ότι σημαντικός αριθμός αναγνωρίσεων υπόπτων από μάρτυρες είναι εξ αρχής εσφαλμένες. Ωστόσο, όταν ο μάρτυρας υποδείξει πρόσωπο που οι αρχές θεωρούν ύποπτο, κρίνεται δίχως άλλο αξιόπιστος, ο ύποπτος καθίσταται κατηγορούμενος και οδηγείται σε δίκη. Εάν τώρα ο αστυνομικός δεν υποστεί τη «βάσανο του ακροατηρίου» και διαβαστεί απλώς η κατάθεσή του, τότε, ουσιαστικά, δεν δοκιμάζεται ούτε η αξιοπιστία του αστυνομικού ούτε η αξιοπιστία της αναγνώρισης του μάρτυρα που αντλείται από την κατάθεση του αστυνομικού. Ο κατηγορούμενος κινδυνεύει να κριθεί ανεξακρίβωτα, επί της ουσίας, ένοχος.

    Συνεπώς, κρίνεται αναγκαίος ο δια ζώσης έλεγχος των καταθέσεων με εξέταση των εμπλεκόμενων προσώπων.

    Η ταχεία διεξαγωγής της δίκης απηχεί αίτημα του θύματος και της κοινωνίας, εύλογο και σεβαστό. Είναι όμως και προς το συμφέρον του κατηγορουμένου, ο οποίος δικαιούται να εκδικασθεί η υπόθεσή του «εντός λογικής προθεσμίας» (άρ. 6 παρ. 1 εδ. α ΕΣΔΑ).

    Ο συντάκτης του σχεδίου παραβλέπει τη συγκεκριμένη διάσταση και αποπειράται να πείσει ότι οι αρχές της δίκαιης δίκης (στις οποίες επιφυλάσσεται κατ’ εξαίρεση πλέον εφαρμογή) ευθύνονται για τα δεινά της ποινικής δικαιοσύνης και τις πληγές του κοινωνικού σώματος. Παρενέργειες και τραύματα υφίστανται: ούτε οι πρώτες αποτρέπονται ούτε τα δεύτερα επουλώνονται με την απίσχναση θεμελιωδών εγγυήσεων, επιλογή που επιβεβαιώνει τον ζοφερό τίτλο μας. Επιστημονικό καθήκον και ευθύνη, η διάψευσή του.

     


    Γράφει ο Γιώργος Καρανικόλας Senior Associate Koumentakis and Associates Law Firm


     

    Υ.Γ.1 Η Δίκη είναι τίτλος γερμανόφωνου μυθιστορήματος του Φραντς Κάφκα. Ξεκίνησε να γράφεται το 1914.  Δημοσιεύτηκε μετά το θάνατό του, το 1925, από το φίλο του Μαξ Μπροντ, παρά την επιθυμία του Κάφκα να καταστραφούν τα χειρόγραφα του ημιτελούς του έργου. Κεντρικό πρόσωπο του μυθιστορήματος είναι ο τραπεζοϋπάλληλος Γιόζεφ Κ. Ξαφνικά η ισορροπία της ζωής του Γιόζεφ ανατρέπεται όταν δύο άγνωστοι χτυπούν την πόρτα του και του ανακοινώνουν ότι ήρθαν να τον οδηγήσουν στον ανακριτή. Σίγουρα πρόκειται για παρεξήγηση, είναι αδύνατον να έχει κάνει κάτι κακό ο Γιόζεφ Κ. Μετά την ανάκριση αφήνεται προσωρινά ελεύθερος, ωστόσο έχει χάσει πια την ηρεμία του. Δεν τον έχουν κατηγορήσει φανερά για τίποτα, όμως έχει την αίσθηση ότι τον θεωρούν ένοχο.

    Η δίκη και η καταδίκη του Γιόζεφ Κ. για ένα έγκλημα που δεν διέπραξε ή τουλάχιστον που δεν γνώριζε ότι διέπραξε, είναι μια ανοιχτή κριτική του συγγραφέα στη δύναμη της εξουσίας, αυτής που δίνει την αίσθηση στον κάθε πολίτη ότι όλα είναι πιο δυνατά απ’ αυτόν και ότι κάθε αντίσταση είναι περιττή. Όπως ο Γιόζεφ Κ. έτσι κι ο κάθε άνθρωπος αφήνεται να παρασυρθεί από την εξουσία που τον απογυμνώνει από τα δικαιώματά του, του στερεί τη διάθεση για αντίσταση, αχρηστεύει κάθε νόμο και στο τέλος τον συνθλίβει.

     

    Υ.Γ.2 Συνοπτική έκδοση του άρθρου για το υπό διαβούλευση σχέδιο νόμου του Υπουργείου Δικαιοσύνης δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ, στις 31 Δεκεμβρίου 2023.

    Αντίγραφο από την συνοπτική έκδοση του άρθρου για το υπό διαβούλευση σχέδιο νόμου του Υπουργείου Δικαιοσύνης που δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ, στις 31 Δεκεμβρίου 2023.

     

    Η πληροφόρηση που εμπεριέχεται στο παρόν άρθρο δεν συνιστά (ούτε και έχει σκοπό να αποτελέσει) νομική συμβουλή. Μια τέτοια νομική συμβουλή είναι δυνατό να παρασχεθεί μόνον από αρμόδιο δικηγόρο ο οποίος θα λάβει υπόψη του το σύνολο των δεδομένων που θα του εκθέσετε για την υπόθεσή σας. Αναλυτικά.

  • Μονομελή ή πολυμελή ποινικά δικαστήρια;

    Μονομελή ή πολυμελή ποινικά δικαστήρια;

    Ι

    Στις 28 Νοεμβρίου 2023, τέθηκε σε δημόσια διαβούλευση σχέδιο νόμου του Υπουργείου Δικαιοσύνης με τίτλο: «Παρεμβάσεις στον Ποινικό Κώδικα και τον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας για την επιτάχυνση και την ποιοτική αναβάθμιση της ποινικής δίκης […]».

    Μεταξύ των διακηρυγμένων (θεμιτών) σκοπών του νομοθέτη: «η επιτάχυνση και η ποιοτική αναβάθμιση της ποινικής δίκης».

    Μεταξύ των (ενδεικτικώς) προτεινόμενων μέσων: «η μεταφορά της δικαστηριακής ύλης του πλημμελειοδικείου και του εφετείου από πολυμελή σε ολιγομελή δικαστήρια».

    Η (εκ πρώτης όψεως, λογική) διατυπωμένη αιτιολογία: «ο ίδιος αριθμός δικαστών […] δύναται να συγκροτήσει περισσότερα δικαστήρια και έτσι να εκδικάζεται πολλαπλάσιος αριθμός υποθέσεων».

    Η ανωτέρω νομοθετική πρωτοβουλία άπτεται: (α) του γενικότερου ζητήματος, της δέουσας από αριθμητική άποψη σύνθεσης των ποινικών δικαστηρίων και (β) του ειδικότερου ερωτήματος, μονομελή ή πολυμελή ποινικά δικαστήρια;

    Η επιστήμη έχει αποφανθεί: «τα πλεονεκτήματα του πολυμελούς ποινικού δικαστηρίου», τελικά «βαρύνουν στην πλάστιγγα» (βλ. Ν. Ανδρουλάκη, Θεμελιώδεις έννοιες της ποινικής δίκης, Α. Ν. Σάκκουλα, 1994, σελ. 105 επ.).

    Κατά το πρόσφατο παρελθόν, συζητήθηκε με ιδιαίτερη οξύτητα η ίδρυση μονομελών εφετείων για την εκδίκαση κακουργημάτων: ιδρύθηκαν μεν, με περιορισμένη υλική αρμοδιότητα δε.

    Η συζήτηση αυτή, τελικώς, δεν έκλεισε και «αναζωπυρώνεται» με την προτεινόμενη μεταφορά σημαντικής ύλης στην αρμοδιότητα των δικαστηρίων αυτών.

    Πέραν αυτού, όμως, για πρώτη φορά προτείνεται γενικευμένη αρμοδιότητα του μονομελούς πλημμελειοδικείου, το οποίο θα εκδικάζει το σύνολο των πλημμελημάτων, πλην (σημαντικών μεν, αλλά ελάχιστων) εξαιρέσεων.

    Πρόκειται για τομή: υποθέσεις ιδιαίτερα σύνθετες σε αποδεικτικό επίπεδο, για τις οποίες απειλείται ποινή φυλάκισης έως 5 έτη, θα εκδικάζονται για πρώτη φορά από έναν δικαστή.

    Η προτεινόμενη αλλαγή αξιολογείται ως μείζονος σημασίας και πρέπει να συζητηθεί, μιας και δυνητικά αφορά μεγάλο (ίσως το μεγαλύτερο) κομμάτι της καθημερινής παραβατικότητας, και αντίστοιχα μεγάλο αριθμό ατόμων που εμπλέκονται, είτε ως δράστες είτε ως θύματα. Ελάχιστη συμβολή στη συζήτηση αυτή, οι σκέψεις που ακολουθούν.

     

    ΙΙ

    Ο νομοθέτης μολονότι θέτει έναν διττό σκοπό (: επιτάχυνση και ποιοτική αναβάθμιση), εντούτοις αιτιολογεί μόνο τον ένα (: επιτάχυνση).

    Ουδείς (ούτε ο νομοθέτης) ισχυρίζεται ότι η μονομελής σύνθεση συνιστά αφεαυτής «αναβάθμιση της ποινικής δίκης».

    Το ομολογουμένως αυξημένο «αίσθημα ευθύνης» της μονομελούς σύνθεσης εναρμονίζεται με και μετουσιώνεται σε «ελευθερία και ανεξαρτησία της γνώμης» εντός της γονιμότερης, αντίστοιχης, πολυμελούς (βλ. Ν. Ανδρουλάκη, ό.π. σελ. 106-107).

    Τα πλεονεκτήματα της μονομελούς σύνθεσης φέρονται πρωτίστως να είναι οικονομικής φύσης. Τούτο, ωστόσο, πρέπει και να αποδεικνύεται.

    Ο νομοθέτης όμως δεν εισφέρει στατιστικά στοιχεία, τα οποία αποδεικνύουν ότι πράγματι η μονομελής σύνθεση εκδικάζει ταχύτερα (: επιτάχυνση) και ορθότερα (: ποιοτική αναβάθμιση) την ίδια ιδιαίτερα σύνθετη υπόθεση από μια τριμελή σύνθεση.

    Εν προκειμένω, η ταχύτητα εικάζεται ότι θα επέλθει απλώς και μόνο ως απόρροια αποδέσμευσης και αναδιανομής υφιστάμενων ανθρώπινων πόρων.

    Ωστόσο, μέχρι σήμερα το σχέδιο νόμου δεν συνοδεύεται από το αναγκαίο, κατά την κρίση μας, σχέδιο πρακτικής υλοποίησης της τομής που προτείνεται:

    πόσοι δικαστές τριμελών συνθέσεων θα απελευθερωθούν προκειμένου να συγκροτήσουν μονομελείς συνθέσεις και με ποιο κριτήριο αλλά και σε ποιες αίθουσες και με ποια γραμματειακή υποστήριξη, τη στιγμή που το τριμελές πλημμελειοδικείο διατηρείται (έστω και αποψιλωμένο) τόσο ως πρωτοβάθμιο (με εκδίκαση σε δεύτερο βαθμό από μονομελή σύνθεση εφετείο) όσο και ως δευτεροβάθμιο δικαστήριο; Ποιο το όφελος και το κόστος (οικονομικό και κοινωνικό) όλων των αλλαγών; Είναι το πρόσημο θετικό;

    Ο νομοθέτης φέρει το βάρος της απόδειξης ότι το μέσο που προτείνει επιτυγχάνει τον διττό σκοπό που διακηρύττει, ότι το κοινωνικό αποτύπωμα και το οικονομικό κόστος της πρωτοβουλίας του είναι θετικό, πολύ περισσότερο όταν εμφορείται από μια τεχνοκρατική – υπό την έννοια της μη ιδεολογικά αγκυλωμένης – προσέγγισηδιαφορετικά, εκτίθεται στην κριτική ότι τρέπει (χωρίς να είναι στις προθέσεις του) μιαν αβελτηρία της εκτελεστικής εξουσίας σε πρόβλημα της δικαστικής και των λειτουργών και συλλειτουργών της.

     

    ΙΙΙ

    Η συζήτηση μόλις ξεκινά, και τα επιχειρήματα που διατυπώνονται και θα διατυπωθούν αφορούν, πέραν των ανωτέρω, και στο κατά πόσο συνάδει η συγκεκριμένη νομοθετική πρωτοβουλία με τις αρχές, τις αξίες, τα δικαιώματα, τους κανόνες και τις διατάξεις της ποινικής αλλά και της  συνταγματικής έννομης τάξης, τα οποία θα μπορούσαν να συμπυκνωθούν στο ερώτημα: είναι θεωρητικά και συστηματικά συνεπές αλλά και δικαιοπολιτικά ορθό και ασφαλές ένας μόνο δικαστής να κρίνει επί μίας σύνθετης, με ιδιαίτερη απαξία, πράξης;

    Η απάντηση στο ερώτημα δεν μπορεί να αγνοήσει τις έρευνες που προέρχονται από τις επιστήμες του νου και αναδεικνύουν τον τρόπο που αντιλαμβανόμαστε τον κόσμο, ανακαλούμε στη μνήμη γεγονότα και σχηματίζουμε κρίσεις και πόσο ευάλωτοι σε λάθη και παρερμηνείες είμαστε σε όλη αυτή την πορεία (βλ. ενδ. L. Mlodinow, Κάτω από το κατώφλι, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, 2021).

    Επιλέγουμε όμως να κλείσουμε με και να απαντήσουμε σε ένα διαφορετικό ερώτημα: είναι λογικό ένας μόνο δικαστής να κρίνει επί μίας σύνθετης, με ιδιαίτερη απαξία, πράξης;

    Η λογική εγκυρότητα προηγείται οποιασδήποτε άλλης αξιολόγησης: η τελευταία (θα πρέπει να) παρέλκει όταν δεν διαπιστώνεται η πρώτη. Τι μας λέει λοιπόν η απλή κοινή λογική;

    Έστω ότι ο Χ δικαστής αποφασίζει περισσότερες φορές σωστά, έστω σε ποσοστό 60%, και αθωώνει αυτόν που πρέπει να αθωωθεί και καταδικάζει αυτόν που πρέπει να καταδικαστεί.

    Εάν ο Χ δικαστής μετέχει σε μια τριμελή σύνθεση, τότε, συνυπολογίζοντας όλες τις πιθανές αρνητικές περιπτώσεις (: σφάλλουν τα δύο από τα τρία μέλη της σύνθεσης αλλά δεν σφάλλει το τρίτο, καθώς και σφάλλουν και τα τρία μέλη της σύνθεσης) η πιθανότητα «πλειοψηφικού λάθους» βελτιώνεται ήδη κατά 5% (βλ. Λ. Ζούρου, Όταν ο Χότζας συνάντησε τον Αϊνστάιν, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, 2019, σελ. 80-81).

    Με άλλα λόγια, εκεί που μόνος του ο Χ δικαστής αποφάσιζε σωστά σε ποσοστό 60%, όταν κρίνει με άλλους δύο μαζί, συναποφασίζουν σωστά σε ποσοστό 65%, ακόμη κι όταν σφάλλουν και οι τρεις.

    Η ως άνω ενδεικτική βελτίωση είναι προφανώς σημαντική: το ποσοστό εσφαλμένης ποινικής απόφασης πρέπει (από λογικής και δικαιοπολιτικής άποψης) να εκμηδενίζεται, και οι πολυμελείς συνθέσεις, σε πρώτο και δεύτερο βαθμό, συμβάλλουν καίρια σε αυτό.

    Η λογική δεν μπορεί παρά να θέλει (και η Πολιτεία δεν μπορεί παρά οφείλει να μεριμνά ώστε) να ελαχιστοποιούνται οι πιθανότητες έκθεσης του δικαστή στις απευκταίες επιλογές, ιδίως της καταδίκης ενός αθώου, αλλά και της αθώωσης ενός ενόχου. Σε διαφορετική περίπτωση, η πρώτη αυτοαναιρείται και η δεύτερη αυτοϋπονομεύεται.

    Το ανωτέρω αποτελεί έναν «στεγνό» τρόπο αποτύπωσης του λογικού οφέλους που προκύπτει όταν απλώς και μόνο συναποφασίζουμε, το οποίο είναι εύλογο να υποθέσουμε ότι μεγεθύνεται όταν προηγείται ένας γόνιμος διάλογος – μια διάσκεψη εν προκειμένω.

    Ο ως άνω υπολογισμός μπορεί να δώσει τα αντίθετα αποτελέσματα μόνο εάν η βάση εκκίνησης είναι διαφορετική: μόνο εάν ο Χ δικαστής αποφασίζει λανθασμένα τις περισσότερες φορές. Τότε, και μόνον τότε, η τριμελής σύνθεση σημαίνει ότι η πιθανότητα «πλειοψηφικού λάθους» αυξάνει και το πλεονέκτημα γίνεται μειονέκτημα.

    Συμπέρασμα: εφόσον εκκινούμε από την παραδοχή ότι ο Χ δικαστής αποφασίζει σωστά τις περισσότερες φορές, δεν μπορούμε παρά να υπερασπιζόμαστε τις πολυμελείς συνθέσεις για τις σύνθετες και μεγάλης απαξίας πράξεις. Η κοινή λογική θέλει να διατηρηθούν.

    Πρωτίστως όμως οι πολυμελείς συνθέσεις, στις σύνθετες και με μεγάλη απαξία πράξεις (και τέτοιες είναι πλέον και τα πλημμελήματα) συνιστούν αναγκαία διαδικαστική εγγύηση ορθοκρισίας, απόδειξη εμπιστοσύνης του κοινωνικού σώματος προς τους δικαστές ότι αποφασίζουν σωστά τις περισσότερες φορές και έμπρακτη εκδήλωση μέριμνας της Πολιτείας ώστε να αποφασίζουν σωστά σε ακόμη περισσότερες.

    Γιώργος Καρανικόλας
    Senior Associate

    Υ.Γ. Συνοπτική έκδοση του άρθρου δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ, στις 24 Δεκεμβρίου 2023.

    Η πληροφόρηση που εμπεριέχεται στο παρόν άρθρο δεν συνιστά (ούτε και έχει σκοπό να αποτελέσει) νομική συμβουλή. Μια τέτοια νομική συμβουλή είναι δυνατό να παρασχεθεί μόνον από αρμόδιο δικηγόρο ο οποίος θα λάβει υπόψη του το σύνολο των δεδομένων που θα του εκθέσετε για την υπόθεσή σας. Αναλυτικά.

  • Διευθέτηση Χρόνου Εργασίας: Περί Ατολμίας Ο Λόγος…

    Διευθέτηση Χρόνου Εργασίας: Περί Ατολμίας Ο Λόγος…

    Από την άνοιξη, ακόμα, του 2020 απασχολεί τον γράφοντα η ανάγκη απλοποίησης, διεύρυνσης, εξορθολογισμού και ουσιαστικής αξιοποίησης του θεσμού της διευθέτησης του χρόνου εργασίας. Για την αντιμετώπισή της απαιτείτο μια απλοποιημένη νομοθετική ρύθμιση. Η σχετική πρόταση (κατά τα πρότυπα της Γερμανίας και Κύπρου-που επιτυχώς αξιοποιούν τον θεσμό) θα λειτουργούσε, αναμφίβολα, προς όφελος εργαζομένων και επιχειρήσεων. Ο αμέσως προηγούμενος εργασιακός νόμος (:ν. 4808/2021) δεν άδραξε τη σχετική ευκαιρία. Αναμόρφωσε (και) τη  ρύθμιση για τη διευθέτηση επιδεικνύοντας προφανή ατολμία αποφεύγοντας αξιομνημόνευτες μεταρρυθμίσεις. Και τούτο γιατί, κατά τον τότε Υπουργό Εργασίας, θα πρέπει να παρέχεται η δυνατότητα στον εργαζόμενο να ζητήσει (:μόνον εκείνος!!!) διευθέτηση …«για να μαζέψει τις ελιές του»(!!!). Ο πρόσφατος εργασιακός νόμος (:ν. 5053/2023) εξορθολόγισε περαιτέρω το θεσμό, θεσπίζοντας τη μόνη λογική προϋπόθεση για την εφαρμογή της: τη συμφωνία εργαζόμενου και επιχείρησης. Δυστυχώς, και πάλι, άτολμα…

     

    Τι Είναι Διευθέτηση Του Χρόνου Εργασίας;

    Η διευθέτηση του χρόνου εργασίας συνιστά περίπτωση επιτρεπτού συμψηφισμού ωρών απασχόλησης. Ο συμψηφισμός αυτός είναι δυνατό να λάβει χώρα ανάμεσα στις αυξημένες ώρες (εργασίας) μιας χρονικής περιόδου, με τις μειωμένες μιας άλλης. Σημαντικό να σημειωθεί πως, παρά τις αυξομειώσεις των ωρών απασχόλησης στις επιμέρους περιόδους, ο μισθός παραμένει ο ίδιος σε κάθε χρονική περίοδο. Θα ισούται, σε κάθε περίπτωση, με την αμοιβή για εργασία σαράντα 40 ωρών/εβδομάδα-εφόσον στην επιχείρηση ισχύει το συγκεκριμένο ωράριο. Κι αν το εβδομαδιαίο ωράριο είναι μικρότερο από 40 ώρες, η αμοιβή που θα καταβάλλεται κατά την περίοδο της διευθέτησης θα είναι ίση με την αμοιβή που προβλέπεται για το εβδομαδιαίο, αυτό, ωράριο (άρ. 192 §4 π.δ. 80/2022).

     

    Συστήματα Διευθέτησης

    Ο τρόπος διευθέτησης καθορίζεται από το νόμο. Οι πρόσφατες νομοθετικές αλλαγές (:ν. 4808/2021 και 5053/2023) δεν μετέβαλλαν το, ήδη υφιστάμενο- διττό σύστημα διευθέτησης του ν. 1892/1990. Είχαμε, ωστόσο, την προσθήκη (:ν. 4808/2021) κι ενός πρόσθετου συστήματος διευθέτησης.

    Το Διττό Σύστημα Διευθέτησης

    Η υπερεικοσαετής σε αχρησία, κατά τα κατωτέρω, ρύθμιση (:άρ. 41 ν. 1892/1990-όπως διατηρείται σε ισχύ βάσει του άρ. 192 π.δ. 80/2022) προβλέπει ένα διττό σύστημα διευθέτησης του χρόνου εργασίας σε επιχειρήσεις, στις οποίες εφαρμόζεται συμβατικό ωράριο έως 40h/εβδομαδιαίως. Τούτο σημαίνει ότι η συμφωνία για τη διευθέτηση είναι δυνατό να λάβει χώρα μέσα στα χρονικά όρια που προσδιορίζει κάθε μία από τις ακόλουθες εναλλακτικές:

    (α) Πρώτη εναλλακτική: Ο εργαζόμενος είναι δυνατό να απασχολείται μέχρι και δύο ώρες επιπλέον του συμβατικού του ωραρίου για μια συγκεκριμένη χρονική περίοδο (:περίοδος αυξημένης απασχόλησης). Οι επιπλέον ώρες της αυξημένης απασχόλησης αφαιρούνται από άλλη χρονική περίοδο (:περίοδος μειωμένης απασχόλησης). Κατά την τελευταία, αυτή, χρονική περίοδο, ο εργαζόμενος θα απασχολείται λιγότερες ώρες από το συμβατικό του ωράριο ή θα λαμβάνει ανάλογη ημερήσια ανάπαυση (ρεπό) ή θα απολαμβάνει συνδυασμό τους. Η περίοδος αναφοράς (αυξημένης και μειωμένης απασχόλησης), μολονότι επιλέγεται ελεύθερα, δεν είναι δυνατό να υπερβαίνει τους έξι (6) μήνες σε διάστημα δώδεκα (12) μηνών (άρ. 192 §1.α. π.δ. 80/2022).

    (β) Δεύτερη εναλλακτική: Υφίσταται δυνατότητα κατανομής 256 ωρών εργασίας, εντός ενός ημερολογιακού έτους, σε περιόδους αυξημένης εργασίας που δεν μπορούν να υπερβαίνουν τις 32 εβδομάδες ετησίως (:οκτώ μήνες) και τις δέκα ώρες την ημέρα. Κατά το εναπομείναν διάστημα έως τη συμπλήρωση έτους, ο εργαζόμενος έχει μειωμένη, αντίστοιχα, απασχόληση (άρ. 192 §2.α. π.δ. 80/2022). Αντί μειωμένων ωρών εργασίας -και προς αντιστάθμιση των πρόσθετων ωρών που εργάσθηκε κατά την περίοδο αυξημένου ωραρίου- ο εργαζόμενος είναι δυνατό να λαμβάνει ανάλογη ημερήσια ανάπαυση (ρεπό) ή ανάλογη προσαύξηση της ετήσιας άδειας με αποδοχές ή συνδυασμό μειωμένων ωρών και ημερών αναπαύσεως ή ημερών αδείας (άρ. 192 §3 π.δ. 80/2022).

    Κοινές Ρυθμίσεις

    Και στα δύο, ανωτέρω, δύο συστήματα διευθέτησης:

    (α) Οι προστατευτικές διατάξεις για το χρόνο υποχρεωτικής ανάπαυσης των εργαζομένων έχουν πλήρη εφαρμογή και κατά την περίοδο της αυξημένης απασχόλησης (άρ. 192 §§ 1.γ., εδ. α΄και 2.γ. εδ. α΄ π.δ. 80/2022).

    (β) Ο μέσος όρος εβδομαδιαίας εργασίας κατά την περίοδο αναφοράς (6μηνο ή έτος) παραμένει στις σαράντα ώρες/εβδομάδα. (Κι εφόσον εφαρμόζεται μικρότερο συμβατικό ωράριο ο μέσος εβδομαδιαίος όρος δεν μπορεί να το υπερβαίνει). Παράλληλα, αν συνυπολογιστούν οι ώρες υπερεργασίας ή υπερωριακής απασχόλησης (που, ενδεχομένως, λάβουν χώρα κατά την περίοδο μειωμένης απασχόλησης), ο μέσος όρος δεν είναι δυνατό να υπερβαίνει τις 48 ώρες/εβδομάδα (άρ. 192 §§ 1.γ., εδ. α΄, 2.γ. εδ. α΄ και §5 π.δ. 80/2022).

    (γ) Ο εργαζόμενος έχει δικαίωμα να αρνηθεί την παροχή της επιπλέον αυτής εργασίας, αν δεν είναι σε θέση να την εκτελέσει και η άρνησή του δεν είναι αντίθετη με την καλή πίστη. Αυτή η άρνηση του εργαζομένου για την επιπλέον εργασία δεν μπορεί να συνιστά λόγο καταγγελίας της σύμβασης εργασίας του (άρ. 192 §§ 1.β. και 2.β. π.δ. 80/2022).

    (δ) Αν η σύμβαση εργασίας λυθεί πριν την ολοκλήρωση του συστήματος διευθέτησης, τότε εφόσον ο εργαζόμενος δεν παρείχε μειωμένη απασχόληση, θα αμειφθεί για την περίοδο της αυξημένης απασχόλησής του βάσει των ρυθμίσεων για την υπέρβαση των χρονικών ορίων εργασίας (άρ. 192 §§8 και 12).

    (ε) Το σύστημα διευθέτησης είναι δυνατό να εφαρμόζεται, επίσης, στις εποχιακές επιχειρήσεις αλλά και σε εργαζομένους με σύμβαση εργασίας διάρκειας μικρότερης του ενός έτους (άρ. 192 §9 π.δ. 80/2022).

    Το (Τρίτο) Σύστημα Του Ν. 4808/2021

    Ο ν. 4808/2021 φαίνεται πως («ησύχως») εισήγαγε ένα πρόσθετο σύστημα διευθέτησης του χρόνου απασχόλησης (άρ. 55 §2): «Στο πλαίσιο διευθέτησης του χρόνου εργασίας του άρθρου 192, ως πλήρης απασχόληση νοείται και η εργασία 4 ημερών εβδομαδιαίως» (182 §2 π.δ. 80/2022). Προβλέφθηκε, με άλλα λόγια, η δυνατότητα κατανομής του πλήρους εβδομαδιαίου ωραρίου σε 4 ημέρες απασχόλησης και για 10 ώρες ημερησίως.

    Για το σχετικό σύστημα διατυπώθηκαν προβληματισμοί. Μεταξύ άλλων και της Επιστημονικής Υπηρεσίας της Βουλής των Ελλήνων. Στη σχετική έκθεσή της αναφέρεται πως η συγκεκριμένη πρόβλεψη «…αν µεν αναφέρεται σε τετραήμερη δεκάωρη ημερησίως εργασία, αυτή δεν μπορεί να προσφέρεται στο πλαίσιο της διευθέτησης, καθώς η λογική της διευθέτησης συνίσταται σε 40 ώρες εβδομαδιαίας απασχόλησης (ή στο μικρότερο ισχύον συμβατικό ωράριο), αλλά ως μέσος όρος απασχόλησης. Ο εν λόγω μέσος όρος προκύπτει µέσω του συνδυασμού περιόδων αυξημένης και μειωμένης απασχόλησης εντός μίας ευρύτερης περιόδου αναφοράς».

    Όπως, πάντως, επισημάνθηκε και στην με αριθμ. 64597/2021 Εγκύκλιο, το συγκεκριμένο σύστημα διευθέτησης του χρόνου εργασίας μπορεί να εφαρμόζεται είτε σε μια χρονική περίοδο αναφοράς έξι (6) μηνών εντός ενός (1) ημερολογιακού έτους είτε σε μια χρονική περίοδο αναφοράς ενός (1) ημερολογιακού έτους.

     

    Δικαιούχοι Καθορισμού Συστήματος Διευθέτησης

    Υπό Τον Αρχικό Νόμο Που Θέσπισε Τη Διευθέτηση (:Ν. 1892/1990)

    Υπό τον ν. 1892/1990 (άρ. 41 –όπως ίσχυε πριν τους ν. 4808/2021 και 5053/2023), η υιοθέτηση των συστημάτων της διευθέτησης του χρόνου εργασίας μπορούσε να καθορισθεί: (α) με επιχειρησιακές συλλογικές συμβάσεις εργασίας ή (β) συμφωνία του εργοδότη με συνδικαλιστική οργάνωση στην επιχείρηση που αφορούσε τα μέλη της ή (γ) συμφωνία του εργοδότη και του συμβουλίου των εργαζομένων ή (δ) συμφωνία του εργοδότη και ένωσης προσώπων.

    Δεν ήταν, δηλ., δυνατή η υιοθέτηση συστήματος διευθέτησης με μονομερή απόφαση του εργοδότη ή συμφωνία του με τον εργαζόμενο. Απολύτως φυσιολογικά, επομένως, η εφαρμογή της δυνατότητας διευθέτησης, υπό τα τότε ισχύοντα, περιέπεσε σε αχρησία.

    Υπό Τον Ν. 4808/2021

    Προ της (δεδομένης) αχρησίας ενός τόσο ενδιαφέροντος θεσμού -εξαιτίας των αγκυλώσεων του νόμου που τον θέσπισε (:αναγκαιότητα ύπαρξης και σύμφωνης γνώμης συνδικαλιστικής οργάνωσης για τη θέση του σε ισχύ), ο ν. 4808/2021 επιχείρησε ένα (ακόμα δειλό) άλμα. Προέβλεψε, συγκεκριμένα, ότι εάν δεν υπάρχει συνδικαλιστική οργάνωση ή δεν επιτευχθεί συμφωνία μεταξύ της συνδικαλιστικής οργάνωσης και του εργοδότη, είναι δυνατόν, ύστερα από αίτημα του εργαζομένου («για να μαζέψει τις ελιές του»-κατά τα εισαγωγικώς αναφερόμενα) να ενεργοποιηθεί το σύστημα διευθέτησης του χρόνου εργασίας. (Προϋπετίθετο, και εδώ, έγγραφη συμφωνία).

    Σκοπός της σχετικής προσθήκης -όπως επισημαίνεται στην Αιτιολογική Έκθεση επί του άρ. 59 ν. 4808/2021- αποτέλεσε η αντιμετώπιση της αδυναμίας εφαρμογής του συστήματος της διευθέτησης εργασίας στις ακόλουθες περιπτώσεις: (α) Αφενός σε επιχειρήσεις, όπου δεν υπάρχει συνδικαλιστική οργάνωση, (β) Αφετέρου σε περιπτώσεις, στις οποίες, ενώ υφίσταται επιθυμία του εργαζομένου για διευθέτηση του χρόνου εργασίας κατά τρόπο που ανταποκρίνεται στην επιδιωκόμενη από τον ίδιο προσαρμογή της προσωπικής και της επαγγελματικής του ζωής, δεν προκύπτει αντίστοιχη συμφωνία εργοδότη-σωματείου. Κατέστη, ωστόσο, σαφές ότι η διευθέτηση με ατομική συμφωνία συνιστούσε επικουρική επιλογή. Το προβάδισμα διατηρήθηκε υπέρ των συνδικαλιστικών οργανώσεων.

    Η συμφωνία διευθέτησης, κατά τον ν. 4808/2021, μπορούσε να εκκινήσει με πρωτοβουλία του εργαζομένου και όχι του εργοδότη. Το προέχον, όμως, δεν θα μπορούσε να είναι οι ανάγκες/επιθυμίες του εργαζόμενου αλλά οι ανάγκες της επιχειρήσεις. Πώς θα ήταν, άλλωστε, δυνατό να εφαρμοστεί ένα τέτοιο σύστημα, χωρίς να λαμβάνεται υπόψη ο τρόπος λειτουργίας και οι ανάγκες της επιχείρησης;

    Επιχειρήθηκε, εκ των υστέρων, η αντιμετώπιση των (στερούμενης λογικής) δυσλειτουργιών με την έκδοση ερμηνευτικής Εγκυκλίου. Με την εν λόγω Εγκύκλιο (με αρ. 64597/2023) διευκρινίσθηκε πως, για τη διευκόλυνση των μερών, ο εργοδότης έχει τη δυνατότητα να γνωστοποιεί στους εργαζόμενους τη δυνατότητα να υποβάλλουν αίτηση για διευθέτηση. Επίσης τα πεδία των επιμέρους επιχειρησιακών του αναγκών, τα οποία θα ήταν δεκτικά της  εφαρμογής συστήματος διευθέτησης του χρόνου εργασίας.

    Ρητά προβλέφθηκε, για την διασφάλιση των εργαζομένων, πως είναι απαγορευμένη η καταγγελία της σύμβασης εργασίας επειδή ο εργαζόμενος δεν υπέβαλε αίτημα για διευθέτηση (άρ. 59 §1 in fine ν. 4808/2021). Επιβεβαιώνεται, επομένως, το εξώφθαλμα ισχύον: η διατύπωση των αναγκών της επιχείρησης και η από μέρους της ενεργοποίηση του συγκεκριμένου θεσμού είναι που πρέπει να προηγηθεί και, ακολούθως, να υποβληθεί  το αίτημα  του εργαζόμενου για την υπαγωγή του σε αυτόν. Όχι, αυτονοήτως, το αντίθετο!

    Υπό Τον Πρόσφατο Εργασιακό Νόμο

    Ο πρόσφατος εργασιακός νόμος (:ν. 5053/2023) αντιμετώπισε τη ως άνω λογική ανακολουθία. Προέβλεψε, συγκεκριμένα, πως: «εάν δεν υπάρχει συνδικαλιστική οργάνωση ή δεν επιτευχθεί συμφωνία μεταξύ της συνδικαλιστικής οργάνωσης και του εργοδότη, μπορεί να εφαρμοσθεί το σύστημα διευθέτησης του χρόνου εργασίας, μετά από έγγραφη συμφωνία του εργοδότη με τον εργαζόμενο». Προβλέφθηκε, παράλληλα, πως «απαγορεύεται η καταγγελία της σύμβασης εργασίας για τον λόγο ότι ο εργαζόμενος δεν συναίνεσε σε διευθέτηση του χρόνου εργασίας.».

    Με την σχετική αναμόρφωση της ρύθμισης για την, έστω επικουρική, δυνατότητα ατομικής διευθέτησης, ο νομοθέτης αποσκοπεί στην αντιμετώπιση της ανάγκης διευκόλυνσης της αξιοποίησης του συστήματος της διευθέτησης του χρόνου εργασίας από εργαζόμενους και εργοδότες (βλ. σχετικά, Αιτιολογική Έκθεση ν. 5053/2023 επί του άρ. 28). Σε κάθε περίπτωση: η πρόβλεψη για έγγραφη συμφωνία (χωρίς προηγούμενο αίτημα του εργαζομένου) είναι, προφανώς, διευκολυντική, ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα αλλά και στις ανάγκες του εργαζομένου και επιχείρησης.

     

    Η διευθέτηση του χρόνου απασχόλησης δεν αποτελεί εφεύρημα της ελληνικής έννομης τάξης. Η βασική ρύθμιση που σε ευρωπαϊκό επίπεδο, τουλάχιστον, ισχύει (κι η αντίστοιχη που έχει προταθεί από τον γράφοντα) προβλέπει τον προσδιορισμό του ακριβούς πλαισίου της από τους άμεσα ενδιαφερόμενους: την επιχείρηση και τον εργαζόμενο. Ας τους εμπιστευτούμε! Η (πάντοτε παρούσα στην ελληνική έννομη τάξη) υπερρύθμιση βοηθά, σε κάθε περίπτωση, τους επαΐοντες, τους φερόμενους ως επαΐοντες και, προδήλως, εμάς τους δικηγόρους.

    Οι άμεσα ενδιαφερόμενοι όμως;

    Σταύρος Κουμεντάκης
    Managing Partner

     

    Υ.Γ. Συνοπτική έκδοση του άρθρου δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ, στις 17 Δεκεμβρίου 2023.

    Η πληροφόρηση που εμπεριέχεται στο παρόν άρθρο δεν συνιστά (ούτε και έχει σκοπό να αποτελέσει) νομική συμβουλή. Μια τέτοια νομική συμβουλή είναι δυνατό να παρασχεθεί μόνον από αρμόδιο δικηγόρο ο οποίος θα λάβει υπόψη του το σύνολο των δεδομένων που θα του εκθέσετε για την υπόθεσή σας. Αναλυτικά.

  • Δοκιμαστική Περίοδος Σύμβασης Εργασίας

    Δοκιμαστική Περίοδος Σύμβασης Εργασίας

    Ο πρόσφατος εργασιακός νόμος (:ν. 5053/2023) ενσωμάτωσε στην εθνική έννομη τάξη την 2019/1152 Οδηγία (:«Διαφανείς και προβλέψιμοι όροι εργασίας στην ΕΕ»). Μεταξύ των ρυθμίσεων του νόμου αυτού, οι οποίες έχουν εγείρει ιδιαίτερες συζητήσεις και σοβαρά ερωτήματα, είναι κι εκείνη που αφορά στη δοκιμαστική περίοδο (άρ. 4) σε περίπτωση σύναψης σύμβασης εξαρτημένης εργασίας. Μέσω της δοκιμαστικής, αυτής, περιόδου ο εργοδότης αποσκοπεί να διαπιστώσει τις ικανότητες και την καταλληλότητα του εργαζομένου, πριν δεσμευτεί μέσω της οριστικής σύμβασης εξαρτημένης εργασίας.

     

    Το Προ Του Ν. 5053/2023 Καθεστώς

    Σύμβαση Δοκιμής

    Η μέχρι σήμερα (και πριν από τον ανωτέρω νόμο) συναλλακτική πρακτική επέτρεπε στους συμβαλλομένους να συμφωνήσουν πως η οριστική σύμβαση εργασίας αορίστου ή ορισμένου χρόνου θα καταρτιζόταν ύστερα από επιτυχή δοκιμασία του μισθωτού.

    Η σύμβαση δοκιμής ήταν δυνατό να λάβει τη μορφή σύμβασης εργασίας ορισμένου χρόνου, οπότε με την πάροδο του χρόνου αυτού, ελύετο αυτοδικαίως. Ο εργοδότης θα ήταν, εν τοις πράγμασιν, εκείνος που θα αποφάσιζε, μετά την παρέλευση της δοκιμαστικής περιόδου, για τη σύναψη ή μη (νέας) οριστικής σύμβασης. Τυχόν καταγγελία της σύμβασης εργασίας πριν την πάροδο του συμφωνηθέντα ορισμένου χρόνου, θα απαιτούσε σπουδαίο λόγο (672 ΑΚ). Εκτός κι αν ο εργοδότης επεφύλασσε υπέρ του ιδίου το δικαίωμα να καταγγείλει ελεύθερα και οποτεδήποτε τη σύμβαση-με την τήρηση των προϋποθέσεων καταγγελίας της σύμβασης εργασίας αορίστου χρόνου.

    Η σύμβαση δοκιμής θα ήταν δυνατό να λάβει και τη μορφή σύμβασης εργασίας αορίστου χρόνου με αίρεση (συνήθως διαλυτική). Ο εργοδότης θα ήταν δυνατό να επιφυλάξει υπέρ του ιδίου δικαίωμα βάσει του οποίου, για ορισμένο εύλογο χρόνο από την έναρξη της σύμβασης, τούτη θα είχε δοκιμαστικό χαρακτήρα. Κατά τον εύλογο, αυτό, χρόνο (και πριν, ακόμα, τη λήξη του) θα ήταν δυνατό αζημίως να την καταγγείλει. Τούτο εάν, «κατ` αντικειμενική και δίκαιη κρίση» ο εργαζόμενος δεν αποδεικνυόταν κατάλληλος για την εργασία του (1719/2012, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

    Καθώς δεν υφίστατο ειδική νομοθετική ρύθμιση, η διάρκεια της δοκιμαστικής περιόδου στις συμβάσεις δοκιμής ήταν δυνατό να προσδιοριστεί με την ατομική σύμβαση εργασίας. Όφειλε, όμως, να μην υπερβαίνει το εύλογο χρονικό όριο που θα ήταν αναγκαίο στον εργοδότη για την διαπίστωση (ή μη) της καταλληλότητας του εργαζομένου που προσέλαβε. Τούτο επιβαλλόταν από τις αρχές της καλής πίστης, ώστε να μην διατηρείται επί μακρό χρόνο η αβεβαιότητα του εργαζομένου ως προς την οριστικοποίηση της σύμβασης εργασίας. Επίσης, για την αποφυγή της καταστρατήγησης των διατάξεων που αφορούν την καταγγελία της σύμβασης εργασίας. Το, κατά περίπτωση, εύλογο (κατά τα άνω) όριο ήταν συναρτημένο από το είδος και τη φύση της εργασίας για την οποία γίνεται η πρόσληψη. Εξάλλου, για την εκτίμηση των επαγγελματικών ικανοτήτων άλλοτε απαιτείται περισσότερος χρόνος κι άλλοτε (λόγω της φύσεως της εργασίας) ελάχιστος (1719/2012, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

    Η «Δοκιμαστική Περίοδος» Στην Περίπτωση Της Σύμβασης Αορίστου Χρόνου

    Με βάση προϋφιστάμενη ρύθμιση (αρ. 74 §2 εδ. α΄ ν. 3863/2010, που προστέθηκε με το άρ. 17 §5α ν. 3899/2010): «…απασχόληση με σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου λογίζεται ως απασχόληση δοκιμαστικής περιόδου για τους πρώτους δώδεκα (12) μήνες από την ημέρα ισχύος της και η οποία μπορεί να καταγγελθεί χωρίς προειδοποίηση και χωρίς αποζημίωση απόλυσης, εκτός κι αν άλλο συμφωνήσουν τα μέρη». Κατά τη νομολογία, τούτη η διάταξη καθιερώνει νομικό πλάσμα. Συγκεκριμένα, χαρακτηρίζει για πρώτη φορά, νομοθετικά, την ως άνω δωδεκάμηνη περίοδο αναμονής ως απασχόληση δοκιμαστικής περιόδου. Ήτοι περιόδου κατά την οποία ο εργοδότης έχει την δυνατότητα να διαπιστώνει τις ικανότητες και την καταλληλότητα του εργαζομένου. Σε περίπτωση, μάλιστα, που κρίνει, κατ` αντικειμενική και δίκαιη κρίση, ότι δεν είναι κατάλληλος για την θέση στην οποία προσλήφθηκε, ο εργοδότης εδικαιούτο να καταγγείλει την σύμβαση, χωρίς προειδοποίηση και χωρίς την καταβολή αποζημίωσης απόλυσης. Στην περίπτωση, όμως, αυτή δεν αποκλειόταν ο έλεγχος της καταγγελίας ως καταχρηστικής (258/2019 ΑΠ, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Να σημειωθεί, πάντως, πως η ως άνω δωδεκάμενη διάρκεια έχει κατακριθεί από τη θεωρία ως αντίθετη στην προαναφερθείσα Οδηγία (:2019/1152).

     

    Η 2019/1152 Οδηγία

    Όπως αναφέρεται στην ανωτέρω Οδηγία, κάθε είσοδος στην αγορά εργασίας ή μετάβαση σε νέα θέση δεν θα πρέπει να υπόκειται σε παρατεταμένη ανασφάλεια. Επομένως (και κατά τον ευρωπαϊκό πυλώνα κοινωνικών δικαιωμάτων), οι δοκιμαστικές περίοδοι θα πρέπει να έχουν εύλογη διάρκεια (σκ. 27). Θέτει, κατά τούτο (άρ. 8 §1), ανώτατη χρονική διάρκεια: «τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι, όταν η σχέση εργασίας υπόκειται σε δοκιμαστική περίοδο, όπως ορίζεται στην εθνική νομοθεσία ή πρακτική, η εν λόγω περίοδος δεν υπερβαίνει τους έξι μήνες.».

     

    Η Νέα Ρύθμιση

    Για την ενσωμάτωση της προαναφερθείσας Οδηγίας, εισήχθη (:άρ. 4 ν. 5053/2023) ειδική ρύθμιση (:άρ. 1Α στο π.δ. 80/2022) για τη δοκιμαστική περίοδο και τον δόκιμο εργαζόμενο. Αφορά, μάλιστα, τόσο τις συμβάσεις αορίστου όσο και εκείνες του ορισμένου χρόνου.

    Ως προς τις συμβάσεις αορίστου χρόνου: Ο εργοδότης έχει τη δυνατότητα, κατά τη σύναψη σύμβασης εργασίας αορίστου χρόνου, να συμφωνήσει με τον εργαζόμενο δοκιμαστική περίοδο διάρκειας έως έξι (6) μηνών. Κατά τη διάρκεια της αυτής, η σύμβαση ή η σχέση εργασίας τελεί υπό δοκιμή (άρ. 1Α §1 π.δ. 80/2022).

    Ως προς τις συμβάσεις ορισμένου χρόνου: Η δοκιμαστική περίοδος, στις περιπτώσεις αυτές,  είναι ανάλογη με το συνολικό χρόνο που προβλέπεται στη σύμβαση. Σε κάθε, δε, περίπτωση, δεν μπορεί να υπερβαίνει το ¼ της συνολικής περιόδου απασχόλησης-με ανώτατο όριο τους έξι μήνες. Στην περίπτωση που ανανεωθεί η σύμβαση για την ίδια θέση και με τα ίδια καθήκοντα, δεν επιτρέπεται πρόβλεψη για νέα δοκιμαστική περίοδο (άρ. 1Α §4 π.δ. 80/2022).

    Η Περίπτωση Της Επιτυχούς Δοκιμαστικής Περιόδου

    Ποιος, όμως, θα λογίζεται ως χρόνος έναρξης της σύμβασης εργασίας; Σε περίπτωση που ο εργοδότης κρίνει ότι η δοκιμαστική υπηρεσία του εργαζομένου είναι επιτυχής και διατηρήσει αυτόν στην επιχείρησή του (μετά το πέρας της δοκιμαστικής περιόδου ή και πριν από αυτή), ως χρόνος έναρξης της σύμβασης λογίζεται η αρχική ημερομηνία πρόσληψης του εργαζομένου. Κι αυτό αφορά το σύνολο των δικαιωμάτων του που στηρίζονται στην απασχόλησή του (άρ. 1Α §2 π.δ. 80/2022).

    Η Περίπτωση Της Μη Επιτυχούς Δοκιμαστικής Περιόδου

    Σοβαρά, ωστόσο, ερωτήματα εγείρονται στην περίπτωση που, κατά τη διάρκεια ή με το πέρας του χρονικού διαστήματος της δοκιμαστικής περιόδου, ο εργοδότης κρίνει ότι η δοκιμαστική υπηρεσία του εργαζομένου δεν υπήρξε επιτυχής. Στην περίπτωση αυτή η σύμβαση υπό δοκιμή «λύεται αυτοδικαίως». Ο χρόνος (δοκιμαστικής) απασχόλησης λογίζεται ως χρόνος εργασίας για όλα τα δικαιώματα που παρήχθησαν μέχρι το σημείο της λύσης της (άρ. 1Α §3 π.δ. 80/2022). Τι σημαίνει, όμως, «αυτοδίκαιη λύση»;

    (α) Θα μπορούσε, κατά μία άποψη, να υποστηριχθεί ότι με την πάροδο της δοκιμαστικής περιόδου ο εργοδότης επιλέγει κατά την (ανέλεγκτη) κρίση του τη λύση ή συνέχιση της σύμβασης. Κι αν κατά τη διάρκεια  (και όχι με το πέρας) της δοκιμαστικής περιόδου, ο εργοδότης κρίνει ότι η δοκιμαστική υπηρεσία του εργαζομένου δεν υπήρξε επιτυχής πώς, άραγε, θα επέλθει η εν λόγω «αυτοδίκαιη» λύση;

    (β) Κατ’ άλλη άποψη «αυτοδίκαιη λύση» θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι σημαίνει (contra στο γράμμα του νόμου) καταγγελία της σύμβασης εργασίας-χωρίς να είναι αναγκαίο να τηρηθούν οι τυπικές προϋποθέσεις της καταγγελίας (δεδομένου ότι για τους πρώτους δώδεκα μήνες εξακολουθεί να βρίσκεται σε ισχύ η πρόβλεψη για μη προειδοποίηση και μη καταβολή αποζημίωσης). Τούτο, όμως, σημαίνει ότι θα ήταν δυνατός, στην περίπτωση αυτή, ο έλεγχος για τις ουσιαστικές προϋποθέσεις της καταγγελίας.

    (γ) Κατά τρίτη, τέλος, άποψη θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι θεσπίζεται αίρεση. Ενδεχομένως: διαλυτική. Σε περίπτωση, συνεπώς, πλήρωσής της, η σύμβαση θα λύεται, αυτοδικαίως, για το μέλλον (1719/2012 ΑΠ). Εναλλακτικά: αναβλητική υπό την οποία τελεί η σύναψη της οριστικής σύμβασης. Στην περίπτωση, όμως, που αποδεχθούμε την ύπαρξη αίρεσης, η λύση δεν θα μπορούσε να είναι ανέλεγκτη: η πλήρωσή της (η μη) αυτής ελέγχεται στη βάση της καλής πίστης (207 ΑΚ).

    Παράταση Της Δοκιμαστικής Περιόδου

    Η νέα, κατά τα άνω, ρύθμιση αφορά και την τύχη της δοκιμαστικής περιόδου σε περίπτωση αναστολής της σύμβασης εργασίας: Στην περίπτωση που η σχέση εργασίας ανασταλεί, για οποιονδήποτε λόγο, κατά τη διάρκεια της δοκιμαστικής περιόδου, τότε παρατείνεται, αναλόγως, η διάρκεια της τελευταίας (:άρ. 1Α §5 π.δ. 80/2022).

    Εφαρμογή Προστατευτικών Διατάξεων

    Κατά τη διάρκεια της δοκιμαστικής περιόδου, εφαρμόζονται όλες οι προστατευτικές για τον εργαζόμενο διατάξεις που συνδέονται με τη σύμβαση ή σχέση εξαρτημένης εργασίας του. Ιδίως (ήτοι ενδεικτικά), τα άρθρα 162 έως 179 και η §1 του άρθρου 339 π.δ. 80/2022.

     

    Η  Διατήρηση Ισχύος Της (Εν Τοις Πράγμασι) Δωδεκάμηνης «Δοκιμαστικής Περιόδου»

    Ο πρόσφατος εργασιακός νόμος (:ν. 5053/2023) επιχείρησε να ρυθμίσει τη δοκιμαστική περίοδο της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας. Δεν συσχέτισε όμως, δυστυχώς, την δοκιμαστική αυτή περίοδο με τις προϋποθέσεις της καταγγελίας της σύμβασης εργασίας αορίστου χρόνου.

    Υπενθυμίζεται πως με ρητή ρύθμιση (:άρ. 325Α π.δ. 80/2022-όπως προστέθηκε με το άρθρο 19 ν. 5053/2023), η απασχόληση με σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου για τους πρώτους δώδεκα μήνες από την ημέρα ισχύος της (οι οποίοι, εν προκειμένω, δεν αναφέρονται ως δοκιμαστική περίοδος) είναι δυνατό να καταγγελθεί χωρίς προειδοποίηση και χωρίς αποζημίωση απόλυσης. Εκτός κι αν διαφορετικά συμφωνήσουν τα μέρη.

    Στην περίπτωση που τα συμβαλλόμενα μέρη συμφωνήσουν τη δοκιμαστική περίοδο του άρθρου 1Α, το χρονικό διάστημα της δοκιμαστικής περιόδου προσμετράται στον χρόνο των προαναφερθέντων δώδεκα μηνών.

     

    Η διατήρηση, πάντως, του χρόνου αναμονής των δώδεκα μηνών όσον αφορά τη (μη) υποχρέωση καταβολής αποζημίωσης και προειδοποίησης σε περίπτωση καταγγελίας της σύμβασης εργασίας αορίστου χρόνου, δημιουργεί προβληματισμούς (θα ήταν δυνατό να υποστηριχθεί: όχι εύλογους) όσον αφορά τη συμβατότητα της εθνικής έννομης τάξης με την ως άνω Οδηγία.

     

    Η ανάγκη θέσπισης εύλογης διάρκειας δοκιμαστικής περιόδου στην έναρξη της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αποτελεί ευρωπαϊκή επιταγή. Προεχόντως, όμως, συνιστά εύλογη επιχειρηματική ανάγκη. Υπό τα παρόντα νομοθετικά δεδομένα δημιουργείται σειρά σημαντικών προβληματισμών, την επίλυση των οποίων δεν επιδιώκει (πολύ περισσότερο: δεν επιτυγχάνει-δυστυχώς) ο πρόσφατος εργασιακός νόμος. Ευκταίο να μην παραταθεί η ανασφάλεια δικαίου που έχει δημιουργηθεί ούτε και να αναμένουμε τη νομολογία για την αντιμετώπισή τους: ευκταία η νομοθετική (ή με άλλον, νομικά ανεκτό-έστω, τρόπο) αποσαφήνισή τους.-

    Σταύρος Κουμεντάκης
    Managing Partner

     

    Υ.Γ. Συνοπτική έκδοση του άρθρου δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ, στις 10 Δεκεμβρίου 2023.

    Η πληροφόρηση που εμπεριέχεται στο παρόν άρθρο δεν συνιστά (ούτε και έχει σκοπό να αποτελέσει) νομική συμβουλή. Μια τέτοια νομική συμβουλή είναι δυνατό να παρασχεθεί μόνον από αρμόδιο δικηγόρο ο οποίος θα λάβει υπόψη του το σύνολο των δεδομένων που θα του εκθέσετε για την υπόθεσή σας. Αναλυτικά.

  • Μη Προβλέψιμο Πρόγραμμα Οργάνωσης Χρόνου Εργασίας

    Μη Προβλέψιμο Πρόγραμμα Οργάνωσης Χρόνου Εργασίας

    Ανάμεσα στις ιδιαίτερα ενδιαφέρουσες ρυθμίσεις του πρόσφατου εργασιακού νόμου (:ν. 5053/2023) είναι κι εκείνη που εισάγει το μη προβλέψιμο πρόγραμμα οργάνωσης του χρόνου εργασίας. Μια ρύθμιση που παρέχει ιδιαίτερες ευχέρειες αλλά και δημιουργεί, ταυτόχρονα, σημαντικά ερωτήματα. Περί αυτών, το παρόν!

     

    Συμβάσεις Κατά Παραγγελία

    Ο, εισαγωγικά αναφερόμενος, πρόσφατος εργασιακός νόμος εισάγει τις, άγνωστες μέχρι σήμερα-όσον αφορά την εθνική έννομη τάξη, συμβάσεις κατά παραγγελία (άρ. 10 ν. 5053/2023, 182Α π.δ. 80/2022). Τις συμβάσεις, δηλ., εκείνες με τις οποίες τίθεται ένα πλαίσιο εντός του οποίου (και υπό συγκεκριμένες προϋποθέσεις), ο εργοδότης έχει τη δυνατότητα να καλέσει τον εργαζόμενο να παρέχει τις υπηρεσίες του-εφόσον παραστεί σχετική ανάγκη. Στις συγκεκριμένες συμβάσεις δεν υφίσταται (εξ ολοκλήρου ή ως επί το πλείστον) σταθερό ωράριο.

     

    Προϋποθέσεις Αποδοχής Εκ Μέρους Του Εργαζομένου

    Ο «νεαρός» νόμος θέτει δύο συγκεκριμένες προϋποθέσεις για την αξιοποίηση της εν λόγω ρύθμισης. Αυτές θα πρέπει να πληρούνται σωρευτικά, προκειμένου ο εργαζόμενος να υποχρεούται να αποδεχτεί την απασχόλησή του, εφόσον υφίσταται (εξ ολοκλήρου ή ως επί το πλείστον) μη προβλέψιμο  πρόγραμμα οργάνωσης του χρόνου εργασίας του (άρ. 182Α §1 π.δ. 80/2022). Συγκεκριμένα:

    (α) Η εργασία πρέπει να παρέχεται μέσα σε προκαθορισμένες ημέρες και ώρες αναφοράς. Οι εν λόγω ημέρες και ώρες ανήκουν στους ουσιώδεις όρους της σύμβασης ή σχέσης εργασίας, τους οποίους ο εργοδότης υποχρεούται να γνωστοποιεί, γραπτώς, στον εργαζόμενο. Είτε με παράδοση εντύπου ή σε ηλεκτρονική μορφή (υπό τις προϋποθέσεις του νόμου – άρ. 70 §1, περ. ιγ΄, υποπερ. ιγβ΄).

    (β) Ο εργαζόμενος πρέπει να έχει ειδοποιηθεί, προ ευλόγου χρόνου, από τον εργοδότη για την ανάθεση της εργασίας με συγκεκριμένο τρόπο: έγγραφα, με γραπτό μήνυμα μέσω κινητού τηλεφώνου (:sms), με μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου ή με άλλο πρόσφορο τρόπο. Ο συγκεκριμένος, εύλογος, χρόνος δεν μπορεί να είναι υπολείπεται των 24 ωρών πριν από την ανάληψη της εργασίας. Εκτός κι αν συντρέχουν περιπτώσεις, που δικαιολογούν, αντικειμενικά, μικρότερο χρόνο προειδοποίησης. Και στην περίπτωση αυτή, ο εργοδότης υποχρεούται να γνωστοποιεί στον εργαζόμενο τον εν λόγω (ουσιώδη) όρο (άρ. 70 §1, περ. ιγ΄, υποπερ. ιγγ΄).

    Σε περίπτωση που οι δύο, ανωτέρω, προϋποθέσεις δεν πληρούνται, σωρευτικά, ο εργαζόμενος δικαιούται να αρνηθεί την ανάληψη εργασίας. Μάλιστα, προς διασφάλιση του εργαζομένου, ο νομοθέτης ρητά αναφέρει ότι στην περίπτωση αυτή απαγορεύεται οποιαδήποτε δυσμενής διάκριση σε βάρος του από τον εργοδότη (άρ. 182Α §2 π.δ. 80/2022).

     

    Ακύρωση ανάθεσης εργασίας

    Στην περίπτωση που οποιαδήποτε χρονική στιγμή, μετά από την ειδοποίηση του εργαζομένου για παροχή εργασίας (και, πάντως, πριν από την ανάληψή της), ο εργοδότης ακυρώσει την ανάθεσή της, ο εργαζόμενος δικαιούται αποζημίωση. Το ύψος της αντιστοιχεί στα ωρομίσθια των ωρών εργασίας που δεν του ανατέθηκαν (άρ. 182Α §3 π.δ. 80/2022). Επιλογή, επομένως, του εθνικού νομοθέτη ήταν να μην επιτρέψει στον εργοδότη την ακύρωση ανάθεσης εργασίας, καταρχήν, χωρίς αποζημίωση και την καταβολή, εν τέλει, αυτής, εφόσον ακυρώσει μετά από συγκεκριμένη εύλογη προθεσμία την ανάθεση εργασίας.

     

    Συμφωνία Εγγυημένων Ωρών

    Θεσπίζεται, για τη διασφάλιση των εργαζομένων, η υποχρέωση συμφωνίας εγγυημένων ωρών. Εφόσον, δηλαδή, ο εργοδότης και ο εργαζόμενος συνάψουν σύμβαση με το αμέσως ανωτέρω περιεχόμενο (:μη προβλέψιμο  πρόγραμμα) θα πρέπει, ταυτόχρονα, να συμφωνούν έναν ελάχιστο αριθμό αμειβομένων ωρών εργασίας. Ο αριθμός αυτός δεν είναι δυνατό να υπολείπεται του 1/4 του συμφωνημένου-συνολικού αριθμού ωρών. Σε διαφορετική περίπτωση, η σύμβαση είναι άκυρη (άρ. 182Α §4 π.δ. 80/2022). Η πρόβλεψη για εγγυημένες ώρες έχει ως αποτέλεσμα οι ανωτέρω συμβάσεις να μην συνιστούν (ούτε να είναι δυνατό να αποτελέσουν) συμβάσεις μηδενικών ωρών (:zero-hours contracts). Στην περίπτωση που απουσίαζε η συγκεκριμένη εγγύηση, ένας τέτοιος χαρακτηρισμός θα ήταν ο ενδεδειγμένος.

     

    Η Προστασία του Εργαζομένου

    Οι ανωτέρω ρυθμίσεις στοχεύουν να εξασφαλίσουν στον εργαζόμενο ένα ελάχιστο επίπεδο προβλεψιμότητας αναφορικά με το ωράριο εργασίας του. Να του παράσχουν, επίσης, προστασία από απώλεια εισοδήματος εξαιτίας καθυστερημένης ακύρωσης της συμφωνηθείσας εργασίας (βλ. σχετικά, Αιτιολογική Έκθεση ν. 5053/2023 επί του άρ. 10).

    Περαιτέρω, σε περίπτωση σύναψης των κατά τα ως άνω συμβάσεων εφαρμόζεται για τον εργαζόμενο το σύνολο των προστατευτικών ρυθμίσεων διατάξεις που συνδέονται με τη σύμβαση ή σχέση εξαρτημένης εργασίας του. Ρητά απαγορευμένη θεωρείται, κατά το νόμο, κάθε τυχόν μετατροπή (μονομερής από μέρους του εργοδότη) σύμβασης εργασίας πλήρους ή μερικής απασχόλησης σε σύμβαση εργασίας κατά παραγγελία. Μια τέτοια (μονομερής) μετατροπή θεωρείται ως μονομερής βλαπτική μεταβολή των όρων εργασίας (άρ. 182Α §5 π.δ. 80/2022).

     

    Οι Προβληματισμοί

    Η κατά τα άνω ρύθμιση (:άρ. 10 ν. 5053/2023-άρ. 182Α π.δ. 80/2022), δημιουργεί πληθώρα προβληματισμών σ’ εκείνους που καλούνται να την εφαρμόσουν. Οι σημαντικότεροι:

    (α) Ως προς το εύρος των ωρών και ημερών αναφοράς

    Θα ήταν, άραγε, δυνατό ένας εργοδότης να καθορίσει (σε μια ημέρας αναφοράς) ως ώρες αναφοράς -εντός των οποίων ο εργαζόμενος θα κληθεί να παράσχει την εργασία του-οποιονδήποτε αριθμό ωρών; Λ.χ. από τις 08:00 το πρωί έως τις 20:00 το βράδυ; Η εν λόγω περίοδος θα μπορούσε να αγγίξει (και) τις 24 ώρες; Ποια, άραγε, τα όρια της καταχρηστικότητας; (αν, βεβαίως, υφίστανται).

    (β) Ως προς το είδος των εν λόγω συμβάσεων

    Συνιστούν συμβάσεις πλήρους ή μερικής απασχόλησης οι ως άνω συμβάσεις, στην περίπτωση εκείνη που ο συμφωνημένος σε αυτές συνολικός αριθμός ωρών εργασίας ανέρχεται σε 40h/εβδομάδα; Ποιες είναι εκείνες οι ώρες που θα ληφθούν υπόψη για τον χαρακτηρισμό τους; Οι συμφωνημένες ή οι εγγυημένες; Υφίσταται, ακολούθως, υποχρέωση κατάρτισής τους εγγράφως (:συστατικός τύπος) και γνωστοποίησή τους εντός οκταημέρου από την κατάρτισή τους στην Επιθεώρηση Εργασίας (:υποβολή Ε9 στο ΠΣ ΕΡΓΑΝΗ);

    (γ) Ως προς την αμοιβή των συμφωνημένων και εγγυημένων ωρών απασχόλησης

    Πρόδηλο καθίσταται, κατά την άποψη του γράφοντος (μολονότι και αντίθετες απόψεις έχουν διατυπωθεί), πώς τόσο οι συμφωνημένες όσο και οι εγγυημένες ώρες εργασίας (που αποτελούν υποσύνολο των συμφωνημένων) αμείβονται βάσει του συμφωνημένου ωρομισθίου. Τι συμβαίνει, ωστόσο, σε περίπτωση που ο συμφωνημένος συνολικός αριθμός ωρών εργασίας υπολείπεται των ωρών της πλήρους απασχόλησης; Να θυμηθούμε εδώ τη ρητή αναφορά του νομοθέτη στην εφαρμογή στις συμβάσεις κατά παραγγελία των προστατευτικών για τον εργαζόμενο διατάξεων, που συνδέονται με τη σύμβαση ή σχέση εξαρτημένης εργασίας. Υποστηρίξιμη, κατ’ ακολουθίαν, η θέση ότι για τις ώρες απασχόλησης πέραν των συμφωνημένων οφείλεται η προσαύξηση του 12% επί του καταβαλλόμενου ωρομισθίου (άρ. 106 §11 π.δ. 80/2022).

    (δ) Ως προς την υπέρβαση των χρονικών ορίων εργασίας

    Στην περίπτωση που ο συμφωνημένος συνολικός αριθμός ωρών εργασίας υπολείπεται των ωρών της πλήρους απασχόλησης, ως ανώτατο, άραγε, ημερήσιο όριο του εργαζομένου με σύμβαση κατά παραγγελία τίθενται οι ώρες της πλήρους απασχόλησης; Είναι, επομένως, δυνατή-στην περίπτωση αυτή, η υπερεργασία ή/και η υπερωριακή απασχόληση (άρ. 106 §11 π.δ. 80/2022);

    (ε) Ως προς τη δυνατότητα (ή μη) διακεκομμένου ωραρίου

    Στην περίπτωση που ο συμφωνημένος συνολικός αριθμός ωρών εργασίας υπολείπεται των ωρών της πλήρους απασχόλησης οι ώρες εργασίας οφείλουν, άραγε, να είναι συνεχόμενες (άρ. 106 §11 π.δ. 80/2022); Και στην περίπτωση που συμφωνηθεί πλήρες ωράριο, μπορεί άραγε, να είναι διακεκομμένο; Και, σε καταφατική περίπτωση, υπό ποιες προϋποθέσεις (άρ. 165§3 π.δ. 80/2022);

     

    Οι ρυθμίσεις για το μη προβλέψιμο πρόγραμμα οργάνωσης του χρόνου εργασίας είναι, το δίχως άλλο, εξαιρετικά ενδιαφέρουσες.  Και πολύτιμες όμως, με βεβαιότητα, θα αποδειχθούν για ‘κείνες από τις επιχειρήσεις που έχουν αντίστοιχης φύσης ανάγκες. Το ενδιαφέρον για την αξιοποίηση των εν λόγω ρυθμίσεων (που έχει, ήδη, καταστεί ιδιαίτερα ζωηρό) αποδεικνύει του λόγου το αληθές. Με υψηλό ενδιαφέρον αναμένουμε την εφαρμοστική υπουργική απόφαση που θα παράσχει απαντήσεις στα κρίσιμα, κατά τα άνω, ερωτήματα και συναφείς προβληματισμούς.-

    Σταύρος Κουμεντάκης
    Managing Partner

     

    Υ.Γ. Συνοπτική έκδοση του άρθρου δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ, στις 3 Δεκεμβρίου 2023.

    Η πληροφόρηση που εμπεριέχεται στο παρόν άρθρο δεν συνιστά (ούτε και έχει σκοπό να αποτελέσει) νομική συμβουλή. Μια τέτοια νομική συμβουλή είναι δυνατό να παρασχεθεί μόνον από αρμόδιο δικηγόρο ο οποίος θα λάβει υπόψη του το σύνολο των δεδομένων που θα του εκθέσετε για την υπόθεσή σας. Αναλυτικά.

  • Εργασία Την Κυριακή (Ή Αργία)

    Εργασία Την Κυριακή (Ή Αργία)

    Σε προηγούμενη αρθρογραφία μας ασχοληθήκαμε με την απασχόληση την έκτη ημέρα-Σάββατο, καθ’ υπέρβαση του πενθημέρου. Mε την ημέρα, δηλ., υποχρεωτικής ανάπαυσης (:η οποία, συμπίπτει, συνήθως, με την ημέρα του Σαββάτου). Εκεί, αναφερθήκαμε στις αλλαγές και τα προβλήματα του πρόσφατου εργασιακού νόμου (:ν. 5053/2023). Θα μας απασχολήσει, εδώ, η εργασία κατά την Κυριακή-ημέρα υποχρεωτικής αργίας. Επίσης, κατά τις λοιπές ημέρες υποχρεωτικής αργίας.

     

    Το Καθεστώς Απασχόλησης Την Κυριακή

    Η Απαγόρευση Απασχόλησης Την Κυριακή

    Η εργασία την Κυριακή μας έχει απασχολήσει, ήδη, σε προηγούμενη αρθρογραφία μας. Το σχετικό νομοθετικό καθεστώς διέπει και την αντίστοιχη των λοιπών ημερών υποχρεωτικής αργίας (όπως αυτές προσδιορίζονται στο άρ. 193 §1 π.δ. 80/2022). Ο πρόσφατος νόμος δεν διαφοροποίησε τις βασικές, συναφείς, παραμέτρους και ρυθμίσεις.

    Καθώς η Κυριακή αποτελεί ημέρα υποχρεωτικής αργίας, η εργασία κατά την ημέρα αυτή, καταρχήν, ρητά απαγορεύεται (άρ. 193 §1 & 197 π.δ. 80/2022). Επιτρέπεται, ωστόσο, κατ’ εξαίρεση, στις περιπτώσεις που προβλέπονται από τον νόμο (όπως θα αναλυθεί στη συνέχεια).

    Οι ώρες εργασίας κατά την Κυριακή δεν προσμετρώνται στις ώρες που παρέχεται εργασία κατά τις λοιπές εργάσιμες ημέρες της εβδομάδος. Δεν λαμβάνονται υπόψη, επομένως, για τη διαπίστωση τυχόν υπέρβασης του συμβατικού ή νόμιμου ωραρίου. Κατ’ ακολουθίαν, ούτε για την εξεύρεση τυχόν υπερεργασίας ή υπερωριακής απασχόλησης. Στην περίπτωση, όμως, που λάβει χώρα υπέρβαση του νόμιμου ημερήσιου ωραρίου (:οκταώρου) για την ημέρα της Κυριακής, οι επιπλέον ώρες συνιστούν υπερωριακή απασχόληση.

    Η Αντιπαροχή Της Απασχόλησης Την Κυριακή

    Η απασχόληση κατά την Κυριακή (νόμιμη ή παράνομη), αμείβεται με προσαύξηση 75% (άρ. 209 §1 π.δ. 80/2022) επί του νόμιμου (όχι καταβαλλόμενου) ωρομισθίου. Η ίδια προσαύξηση καταβάλλεται και στις περιπτώσεις απασχόλησης κατά τις ημέρες υποχρεωτικής αργίας.

    Ταυτόχρονα, σε περίπτωση που η (νόμιμη ή παράνομη) απασχόληση κατά την Κυριακή υπερβαίνει τις πέντε ώρες (με εξαίρεση τις περιπτώσεις της §1 του άρ. 199 π.δ. 80/2022), ο εργαζόμενος δικαιούται αναπληρωματική ανάπαυση, διάρκειας 24 συνεχόμενων ωρών, σε άλλη εργάσιμη ημέρα «…της εβδομάδας που ξεκίνησε την Κυριακή, οι οποίες ξεκινούν από την ώρα λήξης της εργασίας» (άρ. 202 §1, εδ. α΄ π.δ. 80/2022). Δεν υφίσταται, ωστόσο, αντίστοιχη υποχρέωση παροχής υποχρεωτικής ανάπαυσης για την απασχόληση σε ημέρα υποχρεωτικής αργίας.

    Αντίθετα, σε περίπτωση που η απασχόληση την Κυριακή είναι μικρότερη ή ίση των πέντε ωρών, ο εργαζόμενος δικαιούται να ζητήσει ισόχρονη αναπληρωματική εβδομαδιαία ανάπαυση. Η ανάπαυση αυτή παρέχεται κατά τον εργάσιμο χρόνο άλλης ημέρας της εβδομάδας που ακολουθεί. Στην περίπτωση, πάντως, που ο εργαζόμενος απασχολείται λιγότερες από πέντε ημέρες την εβδομάδα, δεν οφείλεται η χορήγηση αναπληρωματικής ανάπαυσης σε περίπτωση απασχόλησης την Κυριακή.

    Ανάλογα με τον τρόπο αμοιβής του εργαζομένου, οι αποδοχές του για την απασχόλησή του κατά την Κυριακή υπολογίζονται ως εξής:

    Ημερομίσθιο: Όσοι αμείβονται με ημερομίσθιο, ανεξάρτητα με την προσαύξηση του 75% επί του νομίμου ημερομισθίου που λαμβάνουν, δικαιούνται, επιπρόσθετα, και αμοιβή αντίστοιχη με τις ώρες που εργάσθηκαν κατά την Κυριακή. Η αμοιβή αυτή είναι ανεξάρτητη με την παροχή ή μη αναπληρωματικής ανάπαυσης.

    Μισθός: Όσοι αμείβονται με μισθό δεν δικαιούνται, καταρχήν, άλλη αμοιβή, πέραν της προσαύξησης. Ο λόγος είναι ότι το ημερομίσθιό τους κατά την Κυριακή συμπεριλαμβάνεται στο μισθό. Προϋπόθεση, βέβαια, της συμπερίληψης συνιστά η παροχή της υποχρεωτικής αναπληρωματικής 24ωρης ανάπαυσης σε άλλη εργάσιμη ημέρα της επόμενης από την επίμαχη Κυριακή εβδομάδα.

    Ειδάλλως, η παροχή εργασίας τη μια από τις πέντε (ή έξι αναλόγως του συστήματος εργασίας) εργάσιμες ημέρες της επόμενης εβδομάδας είναι παράνομη, διότι προσκρούει σε διάταξη δημόσιας τάξης (άρ. 202 §1, εδ. α΄ π.δ. 80/2022). Ως εκ τούτου, ο εργοδότης υποχρεούται, στην περίπτωση αυτή, να αποδώσει στον εργαζόμενο την ωφέλεια που αποκόμισε από την απασχόλησή του, στη βάση των διατάξεων του αδικαιολόγητου πλουτισμού. Η ωφέλεια αυτή ανέρχεται, κατά τη νομολογία, στο 1/25 του καταβαλλόμενου μισθού. Ήτοι, σε ό,τι ο εργοδότης θα κατέβαλε στον ίδιο εργαζόμενο αν εργαζόταν σε ημέρα μη αναπαύσεως, χωρίς την προσαύξηση της υπερεργασίας άλλων ημερών και της αναλογίας επιδομάτων αδείας και εορτών (1117/2017, 191/2011, 339/2011, 436/2010, ΑΠ, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

     

    Οι Εξαιρέσεις

    Όπως, ήδη, ανωτέρω σημειώθηκε, η απασχόληση εργαζομένων κατά την Κυριακή είναι επιτρεπτή για έναν εξαιρετικά μακρύ κατάλογο περιπτώσεων, που προβλέπονται στον νόμο (άρ. 193, 200 §§1-3, 201 §§1-3 π.δ. 80/2022). Οι προβλεπόμενες εξαιρέσεις σχετίζονται με το είδος και τη μορφή της επιχείρησης/εκμετάλλευσης ή το είδος της παρεχόμενης εργασίας. Επίσης, ενδέχεται να εξαρτάται από το αν η επιχείρηση (ή τμήματά της) λειτουργεί με βάρδιες.

    Ο πρόσφατος νόμος (:ν. 5053/2023-σε συνέχεια των προσθηκών/αντικαταστάσεων του ν. 4808/2021) προέβη στην προσθήκη (:§1 αρ. 200 π.δ. 80/2022) μιας, ακόμα, σειράς εξαιρέσεων:

    (α) Εκπαιδευτικά κέντρα πιλότων, πληρώματα και τεχνικοί αεροσκαφών, καθώς και εκπαιδευτικά κέντρα προσωπικού επίγειας εξυπηρέτησης αεροσκαφών και επιβατών, εφόσον εξυπηρετούν επιχειρήσεις ή εκμεταλλεύσεις που λειτουργούν επί είκοσι τέσσερις (24) ώρες ημερησίως και επτά (7) ημέρες την εβδομάδα.

    (β) Βιομηχανία τροφίμων.

    (γ) Εμφιάλωση φυσικού μεταλλικού νερού, παραγωγή αναψυκτικών με παρασκευή προϊόντων εμφιάλωσής τους.

    (δ) Οργάνωση συνεδρίων.

    (ε) Καλλιέργεια θερμοκηπίων με παρασκευή και συσκευασία προϊόντων θερμοκηπίου.

    Όσον αφορά τις ανωτέρω εξαιρέσεις, η απασχόληση εργαζομένων κατά την Κυριακή καθίσταται δυνατή χωρίς υποχρέωση τήρησης άλλων διατυπώσεων.

    Ωστόσο, η λειτουργία συγκεκριμένων επιχειρήσεων, εκμεταλλεύσεων, υπηρεσιών και εργασιών που ρητά προβλέπονται στον νόμο καθώς και η απασχόληση του προσωπικού αυτών κατά τις Κυριακές και σε ημέρες αργίας, καθίσταται επιτρεπτή, μόνον, ύστερα από άδεια της Επιθεώρησης Εργασίας (201 §3 και 5 π.δ. 80/2022).

    Προκειμένου να χορηγηθεί η ως άνω άδεια, η επιχείρηση υποχρεούται να υποβάλει σχετική αίτηση στην αρμόδια Επιθεώρηση Εργασίας. Σε αυτήν πρέπει να αναφέρονται οι λόγοι που καθιστούν απαραίτητη την εργασία κατά την Κυριακή ή αργία. Η αίτηση αφορά συγκεκριμένη Κυριακή ή αργία και υποβάλλεται ηλεκτρονικά (άρ. 2 §1 περ. Α.α. ΥΑ οικ. 34331/Δ9.8920/26.07.2016). Η προθεσμία υποβολής της αίτησης ορίζεται έως την αμέσως προηγούμενη εργάσιμη ημέρα της αργίας ή της Κυριακής που αφορά το αίτημα και ώρα 13:00 (άρ. 11 ως άνω ΥΑ).

    Ο εργοδότης υποχρεούται να υποβάλει για κάθε Κυριακή ή ημέρα αργίας, μαζί με την σχετική αίτηση, πίνακα, εις διπλούν, στον οποίο εμφανίζονται τα ονοματεπώνυμα των εργαζομένων που πρόκειται να απασχοληθούν, οι ώρες απασχόλησης καθενός εξ αυτών καθώς και η ημέρα χορήγησης της αναπληρωματικής ανάπαυσης, αν πρόκειται για απασχόληση κατά την Κυριακή. Ο ένας από τους πίνακες επιστρέφεται θεωρημένος, μαζί με την άδεια προς τον εργοδότη που την αιτήθηκε (άρ. 201 §4 π.δ. 80/2022).

     

    Οι ανάγκες (εν προκειμένω οι επιχειρηματικές αλλά και των πολιτών) είναι εκείνες που καθορίζουν τις νομοθετικές  προσαρμογές. Η νομοθεσία, ασθμαίνουσα-κατά κανόνα, ακολουθεί. Και εν προκειμένω: οι ρυθμίσεις που αφορούν την εργασία κατά τα Σάββατα, τις Κυριακές και αργίες, εύλογα θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν, από μακρού χρόνου, παρωχημένες.

    Για ποιον σοβαρό, άραγε, λόγο να μην αφήναμε ελεύθερη την απασχόληση κατά τις Κυριακές και αργίες (πρωτίστως, βέβαια, κατά τα Σάββατα) στη βάση (και) των επιχειρηματικών αναγκών-τηρώντας με ευλάβεια τα όρια και ρυθμίσεις τις ευρωπαϊκής και εθνικής νομοθεσίας; Δεν θα ήταν, άραγε, ένα εργαλείο διαφύλαξης και ενίσχυσης των θέσεων εργασίας; Ένα εργαλείο ενίσχυσης και ανάπτυξης της επιχειρηματικής δραστηριότητας και εθνικής οικονομίας;

    Η περαιτέρω επιμήκυνση του εξαιρετικά, ήδη, ευμεγέθους καταλόγου των εξαιρέσεων για την απασχόληση κατά τις Κυριακές δεν μοιάζει σοβαρή. Πολύ περισσότερο, αποτελεί ένα, ακόμα, παράδειγμα πολιτικής ατολμίας (αν όχι υποκρισίας).

    Ας αποφύγουμε την περιστασιακή (κι αποσπασματική) διαχείριση κρίσιμων θεμάτων-ανάλογα με τις ασκούμενες πιέσεις. Μπορούμε να (συν)διαμορφώσουμε το αύριο με γνώμονα την ανάπτυξη και τον άνθρωπο.-

    Σταύρος Κουμεντάκης
    Managing Partner

     

    Υ.Γ. Συνοπτική έκδοση του άρθρου δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ, στις 26 Νοεμβρίου 2023.

    Η πληροφόρηση που εμπεριέχεται στο παρόν άρθρο δεν συνιστά (ούτε και έχει σκοπό να αποτελέσει) νομική συμβουλή. Μια τέτοια νομική συμβουλή είναι δυνατό να παρασχεθεί μόνον από αρμόδιο δικηγόρο ο οποίος θα λάβει υπόψη του το σύνολο των δεδομένων που θα του εκθέσετε για την υπόθεσή σας. Αναλυτικά.

  • Εργασία Την Έκτη Ημέρα: Οι Αλλαγές

    Εργασία Την Έκτη Ημέρα: Οι Αλλαγές

    Μας έχει, ήδη, απασχολήσει, σε προηγούμενη αρθρογραφία μας, η εργασία κατά την έκτη ημέρα-καθ’ υπέρβαση του πενθημέρου. Δύο είναι οι περιπτώσεις που, συγκεκριμένα, μας απασχόλησαν: η έκτη ημέρα ως ημέρα υποχρεωτικής ανάπαυσης (συνήθως Σάββατο) και  η περίπτωση της υποχρεωτικής αργίας (:Κυριακή). Θα μας απασχολήσει, εδώ, η έκτη ημέρα απασχόλησης, καθ’  υπέρβαση του πενθημέρου, στη βάση, ιδίως, των μεταβολών του πρόσφατου εργασιακού νόμου (ν. 5053/2023).

     

    Το  -Προ Των Αλλαγών- Καθεστώς

    Κατά τον νόμο: «η εργασία, που παρέχεται την έκτη ημέρα της εβδομάδας, κατά παράβαση του συστήματος πενθήμερης εργασίας, ανεξάρτητα από τις προβλεπόμενες κυρώσεις, αμείβεται με το καταβαλλόμενο ημερομίσθιο προσαυξημένο κατά 30%» (άρ. 8 ν. 3846/2010-όπως κωδικοποιήθηκε με το άρ. 186 π.δ. 80/2022).

    Επομένως: η απασχόληση κατά την έκτη ημέρα δεν γεννά δικαίωμα προσαύξησης του ημερομισθίου κατά 75%, όπως κατά την απασχόληση της Κυριακής. Ούτε, αντίστοιχα, δικαίωμα χορήγησης αναπληρωματικής ημέρας ανάπαυσης (β.δ. 748/1966).

    Παρά την ως άνω ρύθμιση, κατά την πάγια νομολογία, επί συστήματος πενθήμερης εργασίας, η έκτη ημέρα συνιστά ημέρα υποχρεωτικής ανάπαυσης. Τούτο σημαίνει ότι, εάν ο εργαζόμενος απασχοληθεί κατά την έκτη ημέρα, η εν λόγω εργασία, ως αντίθετη σε απαγορευτική διάταξη νόμου, πάσχει ακυρότητα και θεωρείται μη γενομένη (ενδ. 1413/2009 ΑΠ, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

    Παράλληλα, κατά την κρατούσα νομολογία, στην περίπτωση που εφαρμόζεται σύστημα πενθήμερης εργασίας, η παρεχόμενη κατά την έκτη ημέρα εργασία -εντός του (συμφωνημένου) ημερήσιου ωραρίου- δεν λαμβάνεται υπόψη για την εκτίμηση της ύπαρξης σε εβδομαδιαία βάση υπερωριακής ή υπερεργασιακής απασχόλησης (ενδ. 1017/2003 ΑΠ, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

     

    Οι Ρυθμίσεις Για Την Έκτη Ημέρα

    Ο πρόσφατος νόμος προέβη σε ρυθμίσεις ως προς την –κατ’ εξαίρεση- απασχόληση εργαζομένων την έκτη ημέρα καθ’ υπέρβαση του πενθημέρου. Ωστόσο, οι εν λόγω ρυθμίσεις δεν αφορούν, γενικά, το σύνολο των επιχειρήσεων και εκμεταλλεύσεων. Αντίθετα, αφορούν αφενός τις επιχειρήσεις ή εκμεταλλεύσεις συνεχούς λειτουργίας, ήτοι επιχειρήσεις 24/7 (άρ. 25 ν. 5053/2023 -άρ. 182Γ π.δ. 80/2022). Επίσης τις επιχειρήσεις ή εκμεταλλεύσεις, που δεν είναι από τη φύση τους συνεχούς λειτουργίας αλλά είναι δυνατόν να λειτουργούν επί 24ωρο πέντε ή έξι ημέρες την εβδομάδα (άρ. 26 ν. 5053/2023 -άρ. 182Β π.δ. 80/2022).

    Ο νομοθέτης επισημαίνει ότι, προκειμένου να υποστηρίζεται η εργασία των λοιπών ημερών απασχόλησης μετά τις πέντε ημέρες απαιτείται νέο προσωπικό. Διαπιστώνει, ωστόσο, ότι σήμερα τούτο δεν υπάρχει. Επίσης ότι δεν μπορεί να καλυφθεί η προσφορά για εξειδικευμένες θέσεις εργασίας. Ελλοχεύει, ως εκ τούτου, ο κίνδυνος αδήλωτης εργασίας των υπαρχόντων εργαζομένων, ώστε καλύψουν το κενό με μια επιπλέον βάρδια (βλ. Αιτιολογική Έκθεση επί του ν. 5053/2023). Τον εν λόγω κίνδυνο αποσκοπεί ο νομοθέτης μέσω των νέων ρυθμίσεων να αντιμετωπίσει.

     

    Επιχειρήσεις Ή Εκμεταλλεύσεις Συνεχούς Λειτουργίας

    Πεδίο Εφαρμογής

    Όπως και ανωτέρω αναφέρθηκε, ο πρόσφατος εργασιακός νόμος, ρύθμισε την κατ’ εξαίρεση απασχόληση κατά την έκτη ημέρα σε επιχειρήσεις ή εκμεταλλεύσεις συνεχούς λειτουργίας (εργοστάσια διαρκούς πυράς: άρ. 1 §2 π.δ. 27.6./4.7.1932: «ως συνεχούς λειτουργίας εργοστάσια ή τμήματα εργοστασίων ή έργα θεωρούνται εκείνα εν οις η διάρκεια της ημερησίας πραγματικής εργασίας των εις αυτά εργαζομένων υπερβαίνει τας 10 ώρας»).

    Στις εν λόγω επιχειρήσεις, στις οποίες η εργασία λαμβάνει χώρα μέσω διαδοχικών εναλλαγών ομάδων προσωπικού (βάρδιες) επιτρέπεται η υπέρβαση των οκτώ ωρών την ημέρα και των 48 την εβδομάδα, έως τη συμπλήρωση 56 ωρών την εβδομάδα. Υπό την προϋπόθεση, ωστόσο, ότι ο μέσος όρος εβδομαδιαίου χρόνου απασχόλησης (σε περίοδο οκτώ, το πολύ, εβδομάδων) δεν υπερβαίνει τον χρόνο εβδομαδιαίας εργασίας που ισχύει για τους λοιπούς εργαζομένους (ήτοι τις 40 ώρες). Επίσης, στην περίπτωση αυτή απαιτείται (α) η σειρά εργασίας των ομάδων εργαζομένων να μεταβάλλεται κάθε εβδομάδα, με τρόπο, ώστε τυχόν ομάδα που παρέχει τη μία εβδομάδα νυχτερινή εργασία, την επομένη να απασχολείται την ημέρα. Παράλληλα, (β) όταν ομάδα απασχοληθεί Κυριακή, να της χορηγείται 24ωρη ανάπαυση σε άλλη ημέρα της εβδομάδας (άρ. 8 π.δ. 27.6./4.7.1932).

    Προβλέψεις

    Όπως προβλέπεται, λοιπόν, μετά τον πρόσφατο εργασιακό νόμο (:ν. 5053/2023), σε περιπτώσεις επιχειρήσεων ή εκμεταλλεύσεων συνεχούς λειτουργίας με σύστημα εναλλασσόμενων βαρδιών, στις οποίες οι εργαζόμενοι απασχολούνται σε πενθήμερη εβδομαδιαία εργασία, είναι δυνατή η απασχόλησή τους κατά την έκτη ημέρα της εβδομάδας (άρ. 182Γ §1).

    Προκειμένου, ωστόσο, η ως άνω απασχόληση να είναι νόμιμη, απαιτείται η τήρηση συγκεκριμένων προϋποθέσεων και όρων:

    (α) Καταρχάς, απαιτείται πριν από την ανάληψη υπηρεσίας από τον εργαζόμενο κατά την έκτη ημέρα, ο εργοδότη να προβαίνει σε καταχώριση στο Π.Σ. ΕΡΓΑΝΗ II (άρ. 182Γ §1). Επίσης,

    (β) η απασχόληση των εργαζομένων, κατά την πρόσθετη αυτή ημέρα ημέρα, οφείλει να μην υπερβαίνει τις οκτώ ώρες. Πραγματοποίηση υπερεργασίας και υπερωριακής απασχόλησης, κατά τη μέρα αυτή, από τον εργαζόμενο δεν επιτρέπεται (άρ. 182Γ §2, εδ. α΄ & β΄). Οι συνέπειες της μη τήρησης της εν λόγω απαγόρευσης, ωστόσο, δεν καθορίζονται. Είναι εύλογο τυχόν παροχή της μη επιτρεπτής (υπερεργασιακής και υπερωριακής) απασχόλησης να θεωρηθεί ότι επιφέρει διοικητικές κυρώσεις. Επίσης, ότι επιτρέπει στον εργαζόμενο να αρνηθεί την παροχή τους. Αντίθετα, δεν θα ήταν εύλογο να υποστηριχθεί ότι τυχόν (μη επιτρεπτή) απασχόληση καθίσταται άκυρη, με αποτέλεσμα ο εργαζόμενος να αξιώνει το αντάλλαγμα της απασχόλησής του μέσω των διατάξεων του αδικαιολόγητου πλουτισμού. Επιπλέον,

    (γ) ο νομοθέτης προέβη σε αύξηση της προσαύξησης που προβλέπεται για την έκτη ημέρα απασχόλησης. Συγκεκριμένα, όπως ρητά ρυθμίζεται, στον εργαζόμενο καταβάλλεται το ημερομίσθιο της έκτης ημέρας, προσαυξημένο κατά 40% (άρ. 182Γ §2, εδ. γ΄). Τέλος,

    (δ) ο νομοθέτης απαιτεί η σχετική απασχόληση να τελεί υπό την επιφύλαξη της τήρησης των χρονικών ορίων εργασίας των εργαζομένων, καθώς και της εφαρμογής των κανόνων για την υγεία και ασφάλεια των εργαζομένων (εφαρμόζονται σε κάθε περίπτωση τα άρθρα 162-179 π.δ. 80/2022 –άρ. 182Γ §3).

     

    Επιχειρήσεις Ή Εκμεταλλεύσεις Που Δεν Είναι Εκ Φύσεως Συνεχούς Λειτουργίας

    Πεδίο Εφαρμογής

    Η άλλη κατηγορία επιχειρήσεων ή εκμεταλλεύσεων στις οποίες ο νομοθέτης ρυθμίζει (με τον ν. 5053/2023) την απασχόληση κατά την έκτη ημέρα, είναι εκείνες που δεν είναι από τη φύση τους συνεχούς λειτουργίας αλλά είναι δυνατόν να λειτουργούν κατά τις ημέρες Δευτέρα έως και Σάββατο, επί 24 ώρες, με σύστημα εναλλασσόμενων βαρδιών, και στις οποίες οι εργαζόμενοι απασχολούνται σε πενθήμερη εβδομαδιαία εργασία.

    Συγκεκριμένα, όπως ρητά προβλέπεται, επιχειρήσεις ή εκμεταλλεύσεις, που δεν είναι από τη φύση τους συνεχούς λειτουργίας, μπορούν να λειτουργούν συνεχώς στο σύνολό τους ή κατά τμήματα, με σύστημα λειτουργίας τεσσάρων εναλλασσόμενων ομάδων εργασίας, εφόσον συγκατατίθεται ο εργαζόμενος που μετέχει σε αυτές (άρ. 40 §1 ν. 1892/1990, 190 §1 π.δ. 80/2022). Σαφώς, για την εν λόγω λειτουργία, απαιτείται η πλήρωση των λοιπών προϋποθέσεων του άρθρου 40 ν. 1892/1990 (όπως κωδικοποιήθηκε στο άρ. 190 π.δ. 80/2022).

    Προβλέψεις

    Στις ως άνω επιχειρήσεις ή εκμεταλλεύσεις, λοιπόν, ομοίως, είναι δυνατή η, κατ’ εξαίρεση, απασχόληση κατά την έκτη ημέρα. Εντοπίζεται, ωστόσο, ιδιαίτερη αυστηρότητα του νομοθέτη ως προς τους όρους και προϋποθέσεις του επιτρεπτού της: Σε αντίθεση με την απασχόληση σε επιχειρήσεις/εκμεταλλεύσεις συνεχούς λειτουργίας, ο νομοθέτης αξιώνει, στην προκειμένη περίπτωση πρόσθετη αξίωση: η εν λόγω απασχόληση είναι επιτρεπτή σε εξαιρετικές περιπτώσεις, κατά τις οποίες η επιχείρηση παρουσιάζει απρόβλεπτα ιδιαίτερα αυξημένο φόρτο εργασίας (182 Β §1, εδ. α΄). Για τη διασφάλιση, μάλιστα, της θέσης των εργαζομένων, καθίσταται σαφές ότι η εν λόγω δυνατότητα απασχόλησης παρέχεται αποκλειστικά σε εξαιρετικές περιπτώσεις και εφόσον ο ιδιαίτερα αυξημένος φόρτος εργασίας έχει απρόβλεπτο χαρακτήρα (βλ. σχετ. Αιτιολογική Έκθεση). Μάλιστα, προβλέπεται και πρόσθετη υποχρέωση δήλωσης από τον εργοδότη: Στην συγκεκριμένη περίπτωση, η συνδρομή των ως άνω προϋποθέσεων και η εν γένει αυτή ειδική συνθήκη γνωστοποιείται από τον εργοδότη και ελέγχεται από την Επιθεώρηση Εργασίας (άρ. 182 Β §1, τελ. εδ.). Εξ αντιδιαστολής, δε, προκύπτει ότι ελλείψει αντίστοιχης προϋπόθεσης συνδρομής εξαιρετικών περιπτώσεων για τις επιχειρήσεις/εκμεταλλεύσεις συνεχούς λειτουργίας, η εξαιρετική απασχόληση κατά την έκτη ημέρα, στη πραγματικότητα είναι, κατ’ επίφαση, εξαιρετική.

    Κατά τα λοιπά, ως προς την προηγούμενη καταχώριση στο ΠΣ ΕΡΓΑΝΗ ΙΙ, τα χρονικά όρια εργασίας και την υγεία και ασφάλεια των εργαζομένων καθώς και την αμοιβή τους για την έκτη ημέρα απασχόλησης, ισχύουν, ομοίως, όσα ανωτέρω σημειώθηκαν και επί των επιχειρήσεων/εκμεταλλεύσεων συνεχούς λειτουργίας.

     

    Εξαιρέσεις

    Από το πεδίο εφαρμογής των άρθρων 182Β & 182Γ εξαιρούνται ρητά οι απασχολούμενοι σε ξενοδοχειακές και επισιτιστικές επιχειρήσεις (§4 σε αμφότερα). Αντίστοιχη εξαίρεση προβλέπεται και στη ρύθμιση του άρθρου 8 ν. 3846/2010 περί της (παράνομης) εργασίας που παρέχεται την έκτη ημέρα της εβδομάδας κατά παράβαση του πενθημέρου (άρ. 186 π.δ. 80/2022), το οποίο αφορά, εν γένει, στην εργασία.

     

    Εκκρεμότητα Έκδοσης ΥΑ

    Για την εφαρμογή αμφότερων των προαναφερθεισών ρυθμίσεων (άρ. 182Β και 182Γ π.δ. 80/2022) αναμένεται η έκδοση απόφαση του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης. Όπως προβλέπεται στην εξουσιοδοτική διάταξη (182Β §6 και 182Γ §5), με την εν λόγω απόφαση θα καθορίζεται η διαδικασία καταχώρισης της πρόσθετης ημέρας στο ΠΣ ΕΡΓΑΝΗ II. Επίσης, καθώς και κάθε άλλο θέμα σχετικό με την εφαρμογή των εν λόγω ρυθμίσεων. Τέλος, ιδίως ως προς τις επιχειρήσεις/εκμεταλλεύσεις που δεν είναι από τη φύση τους συνεχούς λειτουργίας, η αντίστοιχη ΥΑ θα καθορίζει και τη διαδικασία δήλωσης της πρόσθετης ημέρας στην Επιθεώρηση Εργασίας.

     

    Οι Προβληματισμοί

    Καταρχάς, ο πρώτος προβληματισμός αφορά στην αμοιβή που προβλέπουν οι νέες ρυθμίσεις. Το άρθρο 182Γ προβλέπει ότι «στον εργαζόμενο καταβάλλεται το ημερομίσθιο της έκτης ημέρας, προσαυξημένο κατά 40%» (§2, εδ. τελ.). Αντίστοιχα, το άρθρο 182Β προβλέπει ότι «στον εργαζόμενο καταβάλλεται το ημερομίσθιο της ημέρας αυτής, προσαυξημένο κατά 40%» (§3, εδ. τελ.). Ο νομοθέτης δεν επέλεξε να χρησιμοποιήσει τις έννοιες του νόμιμου ή του καταβαλλόμενου ημερομισθίου. Αντίθετα, ο τρόπος που επέλεξε να καθορίσει τις εν λόγω προσαυξήσεις ενδέχεται να δημιουργήσουν ερμηνευτικά ζητήματα.. Προτιμητέα, ωστόσο, η επιλογή του καταβαλλομένου ως βάση υπολογισμού (και) της προσαύξησης.

    Παράλληλα, η επιλογή του νομοθέτη του ν. 5053/2023 να ρυθμίσει την –κατ΄ εξαίρεση απασχόληση- εργαζομένων την έκτη ημέρα καθ’ υπέρβαση του πενθημέρου στις επιχειρήσεις ή εκμεταλλεύσεις συνεχούς λειτουργίας, καθώς και στις επιχειρήσεις ή εκμεταλλεύσεις, που δεν είναι από τη φύση τους συνεχούς λειτουργίας, αλλά είναι δυνατόν να λειτουργούν αντίστοιχα, δημιουργεί το ακόλουθο παράδοξο:

    Η προσθήκη των εν λόγω διατάξεων στην ισχύουσα νομοθεσία δεν φαίνεται να επιφέρει κατάργηση των προϋφιστάμενων, σχετικών, διατάξεων. Αντίθετα, η πρόβλεψη για την εργασία, η οποία παρέχεται την έκτη ημέρα της εβδομάδας κατά παράβαση του πενθημέρου (άρ. 186) παραμένει σε ισχύ. Τούτη, λοιπόν, φαίνεται να εξακολουθεί να ρυθμίζει την –παράνομη, ωστόσο- απασχόληση κατά την έκτη ημέρα για τις λοιπές επιχειρήσεις, που δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής των νέων ρυθμίσεων. Αντίστοιχα, και την αμοιβή αυτής.

    Τούτο σημαίνει ότι οι εργαζόμενοι της συντριπτικής πλειονότητας των εν λόγω, λοιπών, επιχειρήσεων εξακολουθούν να αμείβονται με το καταβαλλόμενο ημερομίσθιο προσαυξημένο κατά 30%. (Και τούτο μολονότι θα ήταν δυνατό αβάσιμα να υποστηριχθεί ότι το «ημερομίσθιο της ημέρας αυτής είναι το, ήδη, προσαυξημένο κατά 30%, το οποίο προσαυξάνεται περαιτέρω κατά 40%).

     

    Ο πρόσφατος εργασιακός νόμος αντιμετώπισε το θέμα της απασχόλησης κατά την έκτη ημέρα σε δύο πολύ συγκεκριμένες κατηγορίες επιχειρήσεων: (α) τις συνεχούς λειτουργίας, και (β) εκείνες που δεν είναι από τη φύση τους συνεχούς λειτουργίας αλλά είναι δυνατόν να λειτουργούν, επί 24ωρο, πέντε ή έξι ημέρες την εβδομάδα. Η συντριπτική πλειονότητα των επιχειρήσεων (:λοιπές) δεν καταλαμβάνεται, δυστυχώς, από τις νέες ρυθμίσεις. Η εργασία παραμένει (ημι)νόμιμη και, ταυτόχρονα(!), (ημι)παράνομη. Οι εργαζόμενοι αμείβονται με το καταβαλλόμενο ημερομίσθιο προσαυξημένο κατά 30%. Κι οι επιχειρήσεις, συνεχίζουν, να αναρωτιούνται. Κι εμείς, τέλος, οι νομικοί τους παραστάτες συνεχίζουμε να προσπαθούμε, τα ανεξήγητα, να εξηγήσουμε…

    Σταύρος Κουμεντάκης
    Managing Partner

     

    Υ.Γ. Συνοπτική έκδοση του άρθρου δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ, στις 19 Νοεμβρίου 2023.

    Η πληροφόρηση που εμπεριέχεται στο παρόν άρθρο δεν συνιστά (ούτε και έχει σκοπό να αποτελέσει) νομική συμβουλή. Μια τέτοια νομική συμβουλή είναι δυνατό να παρασχεθεί μόνον από αρμόδιο δικηγόρο ο οποίος θα λάβει υπόψη του το σύνολο των δεδομένων που θα του εκθέσετε για την υπόθεσή σας. Αναλυτικά.

Η περιοχή αυτή είναι καταχωρημένη στο wpml.org ως περιοχή ανάπτυξης. Μεταβείτε σε τοποθεσία παραγωγής με κλειδί στο remove this banner.