Ετικέτα: Συμβάσεις

  • Περί πανδημίας, μισθώσεων και μισθωμάτων

    Περί πανδημίας, μισθώσεων και μισθωμάτων

    Περί πανδημίας, μισθώσεων, μισθωμάτων… (…και αποτυχίας διαχείρισης της κρίσης ο λόγος)

    Διανύοντας τη δεύτερη, τραγική αυτή τη φορά, φάση της πανδημίας μετρούμε κρούσματα, θανάτους και, πριν απ΄ όλα, τις νοσηλείες στις ΜΕΘ-που ήδη έχουν «ξεχειλίσει». Παρακολουθούμε επίσης και την Πολιτεία να επιχειρεί, ασθμαίνουσα, να διαχειριστεί την πρωτόγνωρη υγειονομική, οικονομική (και όχι μόνον) κρίση. Και, επί του παρόντος, να μην τα καταφέρνει. Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός πως ακούμε υπουργικές και πρωθυπουργικές εξαγγελίες, ρυθμίσεις για επιχειρήσεις και εργαζόμενους, ρυθμίσεις για την τιθάσευση της πανδημίας και διαχείριση της κρίσης. Εντούτοις: οι νομοθετικές ρυθμίσεις εξαγγέλλονται, δελτία τύπου κυκλοφορούν και αναζητούμε, εις μάτην, τα ΦΕΚ όπου αποτυπώνονται. Δημοσιεύθηκε ήδη (ΦΕΚ Α’ 227/18.11.20) ο ν. 4753/18.11.2020 που επιχειρεί τη διαχείριση των μισθωμάτων και μισθώσεων από τον Σεπτέμβριο και εντεύθεν. Αρκετά καθυστερημένα και αρκούντως περιπεπλεγμένα.

    Ας επιχειρήσουμε την κατά ενότητα αποκωδικοποίηση των συγκεκριμένων-επίσης όψιμων, δυστυχώς, διατάξεων (άρθρα 33 & 34 ν. 4753/18.11.2020):

     

    Α. Ενότητα Πρώτη: Μισθώσεις που αφορούν επιχειρήσεις που (γενικά) πλήττονται λόγω του κορωνοϊού και εργαζομένους σ’ αυτές

    Με βάση τις ρυθμίσεις της §6 του δεύτερου άρθρου της από 20.3.2020 Πράξης Νομοθετικού Περιεχομένου (Α’ 68), η οποία κυρώθηκε με το άρθρο 1 του ν. 4683/2020 (Α’ 83)-ισχύουν, στο εξής, τα ακόλουθα όσον αφορά τις επιμέρους ελαφρύνσεις:

    Ερώτημα 1ο: Ποιες οι ελαφρύνσεις στα μισθώματα επιχειρήσεων που πλήττονται λόγω του κορωνοϊού;

    Ο μισθωτής επαγγελματικής μίσθωσης ακινήτου στο οποίο είναι εγκατεστημένη επιχείρηση, η οποία πλήττεται οικονομικά λόγω της πανδημίας, είναι δυνατό να απαλλαγεί από την υποχρέωση καταβολής τμήματος του οφειλομένου μισθώματος. Το τμήμα για το οποίο η απαλλαγή δεν μπορεί να είναι μικρότερο από το 30% του συνολικού μισθώματος για τους μήνες Σεπτέμβριο και Οκτώβριο 2020.

    Να σημειωθεί πως (:άρθρο δεύτερο, §1, εδ. β & γ, ν. 4683/20): το τέλος χαρτοσήμου και ο ΦΠΑ υπολογίζονται εκ νέου και επιβάλλονται επί του μισθώματος που προκύπτει από την ανωτέρω μερική καταβολή. Η μερική μη καταβολή του μισθώματος του πρώτου εδαφίου δεν γεννά δικαίωμα καταγγελίας της σύμβασης εις βάρος του μισθωτή ούτε οποιαδήποτε άλλη αστική αξίωση.

     

    Ερώτημα 2ο: Απαιτείται συμφωνία εκμισθωτή και μισθωτή για τη μείωση του μισθώματος;

    Για την εφαρμογή της κατά 30% (κατ’ ελάχιστον) μείωσης απαιτείται σχετική συμφωνία μεταξύ του εκμισθωτή και του μισθωτή. Δήλωση τους σχετική με τη συμφωνία υποβάλλεται ηλεκτρονικά στην Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων (ΑΑΔΕ). Ο Διοικητής της ΑΑΔΕ καθορίζει τον τρόπο, τον χρόνο καθώς και κάθε ειδικότερο θέμα για την υποβολή της.

     

    Ερώτημα 3ο: Ποιες επιχειρήσεις υπάγονται στις ρυθμίσεις για τη μείωση του μισθώματος;

    Αναφέρθηκε ήδη πως το δικαίωμα μείωσης, κατά 30%, κατ’ ελάχιστο του μισθώματος  αφορά μισθώσεις επιχειρήσεων που πλήττονται εξαιτίας της πανδημίας.

    Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών, μετά από εισήγηση του Διοικητή της ΑΑΔΕ, προσδιορίζονται οι πληγείσες επιχειρήσεις ανά κλάδο και ανά μήνα, καθώς και κάθε άλλη σχετική λεπτομέρεια.

    Σημειώνεται πάντως πως στην περίπτωση η εγκατεστημένη επιχείρηση εδρεύει ή έχει υποκατάστημα σε περιφερειακή ενότητα, η οποία εντάχθηκε για τουλάχιστον δεκατέσσερις (14) μέρες κατά τον μήνα Οκτώβριο 2020 σε επιδημιολογικό επίπεδο «πολύ υψηλό», ισχύουν όσα κατωτέρω (ερώτ. 7ο & επ.) αναφέρονται.

     

    Ερώτημα 4ο: Υπάρχουν αντίστοιχες πρόνοιες για τη μείωση του μισθώματος στις μισθώσεις κύριας κατοικίας εργαζομένων στις πληττόμενες επιχειρήσεις;

    Αντίστοιχες νομοθετικές πρόνοιες με όσα ανωτέρω αναφέρονται ισχύουν και στις μισθώσεις κύριας κατοικίας στις οποίες μισθωτής είναι εργαζόμενος ή σύζυγος ή το έτερο μέρος συμφώνου συμβίωσης εργαζομένου σε επιχείρηση πληττόμενη (ερώτ. 3ο). Η μείωση του μισθώματος της κύριας κατοικίας (κατ΄ ελάχιστον 30% ύστερα από συμφωνία μισθωτή-εκμισθωτή) αφορά τους μήνες Σεπτέμβριο και Οκτώβριο 2020. Αναγκαία προϋπόθεση να έχει ανασταλεί προσωρινά η σύμβαση εργασίας του μισθωτή-εργαζόμενου λόγω των μέτρων αποφυγής της διασποράς του κορωνοϊού.

     

    Ερώτημα 5ο: Υπάρχουν αντίστοιχες πρόνοιες για τη μείωση του μισθώματος στις μισθώσεις κύριας κατοικίας φοιτητών-τέκνων εργαζομένων στις πληττόμενες επιχειρήσεις;

    Στην περίπτωση που για την κάλυψη στεγαστικών αναγκών φοιτητή ιδρύματος τριτοβάθμιας εκπαίδευσης μισθώνεται κατοικία (εκτός του τόπου μόνιμης κατοικίας του) και, ταυτόχρονα, αποτελεί τέκνο-εξαρτώμενο μέλος εργαζόμενου (ερώτ. 4ο) σε πληττόμενη κατά τα άνω (ερώτ. 3ο) επιχείρηση, είναι δυνατή η απαλλαγή από τμήμα του συνολικού μισθώματος. Το τμήμα για το οποίο η απαλλαγή δεν μπορεί να είναι μικρότερο από το 30% του συνολικού μισθώματος. Απαιτείται, και εδώ, σχετική συμφωνία μεταξύ του εκμισθωτή και του μισθωτή και ηλεκτρονική τους δήλωση στην ΑΑΔΕ. Με απόφαση του Διοικητή της ΑΑΔΕ καθορίζονται ο τρόπος, ο χρόνος, καθώς και κάθε ειδικότερο θέμα για την υποβολή της εν λόγω δήλωσης.

     

    Β. Ενότητα Δεύτερη: Μισθώσεις που αφορούν επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται σε περιοχή σε επιδημιολογικό επίπεδο «πολύ υψηλό» και εργαζομένους σ’ αυτές.

    Με βάση την προστιθέμενη ήδη §7 του δεύτερου άρθρου της από 20.3.2020 Πράξης Νομοθετικού Περιεχομένου (Α’ 68), η οποία κυρώθηκε με το άρθρο 1 του ν. 4683/2020 (Α’ 83)-ισχύουν στο εξής τα ακόλουθα όσον αφορά τις επιμέρους ελαφρύνσεις:

    Ερώτημα 6ο: Ποια η ελάφρυνση στα μισθώματα των επιχειρήσεων που εδρεύουν ή έχουν υποκατάστημα σε περιοχή που εντάσσεται σε «πολύ υψηλό» επιδημιολογικό επίπεδο;

    Ο μισθωτής επαγγελματικής μίσθωσης ακινήτου στο οποίο είναι εγκατεστημένη επιχείρηση, η οποία εδρεύει ή έχει υποκατάστημα σε περιφερειακή ενότητα, η οποία εντάχθηκε για τουλάχιστον δεκατέσσερις (14) μέρες κατά τον μήνα Οκτώβριο 2020 σε επιδημιολογικό επίπεδο «πολύ υψηλό», και για την οποία ισχύουν, επιπρόσθετα, οι προϋποθέσεις που κατωτέρω (ερωτ. 8ο) αναφέρονται, απαλλάσσεται από την υποχρέωση καταβολής του 40% του συνολικού μισθώματος για τον μήνα Οκτώβριο 2020.

    Να σημειωθεί πως (:άρθρο δεύτερο, §1, εδ. β & γ, ν. 4683/20): το τέλος χαρτοσήμου και ο ΦΠΑ υπολογίζονται εκ νέου και επιβάλλονται επί του μισθώματος που προκύπτει από την ανωτέρω μερική καταβολή. Η μερική μη καταβολή του μισθώματος του πρώτου εδαφίου δεν γεννά δικαίωμα καταγγελίας της σύμβασης εις βάρος του μισθωτή ούτε οποιαδήποτε άλλη αστική αξίωση.

     

    Ερώτημα 7ο: Απαιτείται συμφωνία εκμισθωτή και μισθωτή για τη μείωση του μισθώματος;

    Στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν απαιτείται οποιαδήποτε συμφωνία μεταξύ εκμισθωτή και μισθωτή.

     

    Ερώτημα 8ο: Ποιες επιχειρήσεις υπάγονται στις ρυθμίσεις για τη μείωση του μισθώματος;

    Στις ρυθμίσεις για την υποχρεωτική μείωση, κατά 40%, υπάγονται οι μισθώσεις ακινήτων στα οποία είναι εγκατεστημένη επιχείρηση, η οποία εδρεύει ή έχει υποκατάστημα σε περιφερειακή ενότητα, η οποία εντάχθηκε για τουλάχιστον δεκατέσσερις (14) μέρες κατά τον μήνα Οκτώβριο 2020 σε επιδημιολογικό επίπεδο «πολύ υψηλό». Για τη συγκεκριμένη επιχείρηση θα πρέπει, επιπρόσθετα, να έχουν ληφθεί ειδικά και έκτακτα μέτρα περί αναστολής ή προσωρινής απαγόρευσης λειτουργίας για προληπτικούς ή κατασταλτικούς λόγους που σχετίζονται με τον κορωνοϊό COVID-19 ή, εναλλακτικά, να πλήττεται οικονομικά λόγω της διάδοσης του κορωνοϊού COVID-19.

    Οι πληγείσες, κατά τα άνω, επιχειρήσεις προσδιορίζονται με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών, μετά από εισήγηση του Διοικητή της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων (ΑΑΔΕ) ανά περιφερειακή ενότητα και ανά κλάδο. Με αντίστοιχη απόφαση ρυθμίζεται και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια για την εφαρμογή της συγκεκριμένης ρύθμισης.

     

    Ερώτημα 9ο: Υπάρχουν αντίστοιχες πρόνοιες για τη μείωση του μισθώματος στις μισθώσεις κύριας κατοικίας εργαζομένων στις συγκεκριμένες επιχειρήσεις;

    Αντίστοιχες νομοθετικές πρόνοιες με όσα ανωτέρω αναφέρονται ισχύουν και στις μισθώσεις κύριας κατοικίας στις οποίες μισθωτής είναι εργαζόμενος ή σύζυγος ή το έτερο μέρος συμφώνου συμβίωσης εργαζομένου σε επιχείρηση πληττόμενη. Η κατά 40% μείωση του μισθώματος της κύριας κατοικίας αφορά τον μήνα Οκτώβριο 2020. Αναγκαία προϋπόθεση να έχει ανασταλεί προσωρινά η σύμβαση εργασίας του μισθωτή-εργαζόμενου λόγω των μέτρων αποφυγής της διασποράς του κορωνοϊού.

     

    Ερώτημα 10ο: Υπάρχουν αντίστοιχες πρόνοιες για τη μείωση του μισθώματος στις μισθώσεις κύριας κατοικίας φοιτητών;

    Στην περίπτωση που για την κάλυψη στεγαστικών αναγκών φοιτητή ιδρύματος τριτοβάθμιας εκπαίδευσης μισθώνεται κατοικία (εκτός του τόπου μόνιμης κατοικίας του) και, ταυτόχρονα, αποτελεί τέκνο-εξαρτώμενο μέλος εργαζόμενου (ερώτ. 9ο) σε πληττόμενη επιχείρηση, ο μισθωτής απαλλάσσεται από το 40% του συνολικού μισθώματος για τον μήνα Οκτώβριο του 2020. Με απόφαση του Διοικητή της ΑΑΔΕ καθορίζονται ο τρόπος, ο χρόνος, καθώς και κάθε ειδικότερο θέμα για την υποβολή της εν λόγω δήλωσης. (Άρθρο 3 §5 ν. 4684/2020).

     

    Γ. Ενότητα Τρίτη: Μισθώσεις που αφορούν επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται σε περιοχή σε επιδημιολογικό επίπεδο «αυξημένου κινδύνου» ή για την οποία έχουν εκδοθεί έκτακτα μέτρα προστασίας δημόσιας υγείας και εργαζόμενους σ’ αυτές.

    Με βάση την προστιθέμενη ήδη §8  του δευτέρου άρθρου της από 20.3.2020 Πράξης Νομοθετικού Περιεχομένου (Α’ 68), η οποία κυρώθηκε με το άρθρο 1 του ν. 4683/2020 (Α’ 83)-ισχύουν στο εξής τα ακόλουθα:

     

    Ερώτημα 11ο: Ποια η ελάφρυνση στα μισθώματα επιχειρήσεων που εδρεύουν ή έχουν υποκατάστημα σε περιοχή που εντάσσεται σε επιδημιολογικό επίπεδο «αυξημένου κινδύνου»;

    Ο μισθωτής επαγγελματικής μίσθωσης ακινήτου στο οποίο είναι εγκατεστημένη επιχείρηση, η οποία εδρεύει ή έχει υποκατάστημα σε περιφερειακή ενότητα, η οποία εντάσσεται σε επιδημιολογικό επίπεδο αυξημένου κινδύνου [ή σε κάποια από τις κατηγορίες που κατωτέρω (ερωτ. 13ο) αναφέρονται], απαλλάσσεται από την υποχρέωση καταβολής του 40% του συνολικού μισθώματος αρχής γενομένης από τον μήνα Νοέμβριο 2020.

    Να σημειωθεί και εδώ πως (:άρθρο δεύτερο, §1, εδ. β & γ, ν. 4683/20): το τέλος χαρτοσήμου και ο ΦΠΑ υπολογίζονται εκ νέου και επιβάλλονται επί του μισθώματος που προκύπτει από την ανωτέρω μερική καταβολή. Η μερική μη καταβολή του μισθώματος του πρώτου εδαφίου δεν γεννά δικαίωμα καταγγελίας της σύμβασης εις βάρος του μισθωτή ούτε οποιαδήποτε άλλη αστική αξίωση.

     

    Ερώτημα 12ο: Απαιτείται συμφωνία εκμισθωτή και μισθωτή για τη μείωση του μισθώματος;

    Στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν απαιτείται, επίσης, οποιαδήποτε συμφωνία μεταξύ εκμισθωτή και μισθωτή.

     

    Ερώτημα 13ο: Ποιες επιχειρήσεις υπάγονται στις ρυθμίσεις για τη μείωση του μισθώματος;

    Στις ρυθμίσεις για την υποχρεωτική μείωση, κατά 40%, υπάγονται οι μισθώσεις ακινήτων στα οποία είναι εγκατεστημένη επιχείρηση, η οποία εδρεύει ή έχει υποκατάστημα σε περιφερειακή ενότητα, η οποία εντάσσεται σε επιδημιολογικό επίπεδο αυξημένου κινδύνου, ή σε περιφερειακή ενότητα για την οποία έχουν εκδοθεί έκτακτα μέτρα προστασίας δημόσιας υγείας κατ’ εφαρμογή κανονιστικής πράξης. Για τη συγκεκριμένη επιχείρηση θα πρέπει, επιπρόσθετα, να έχουν ληφθεί ειδικά και έκτακτα μέτρα περί αναστολής ή προσωρινής απαγόρευσης λειτουργίας για προληπτικούς ή κατασταλτικούς λόγους που σχετίζονται με τον κορωνοϊό COVID-19 ή, εναλλακτικά, να πλήττεται οικονομικά λόγω της διάδοσης του κορωνοϊού COVID-19.

    Οι πληγείσες, κατά τα άνω, επιχειρήσεις προσδιορίζονται με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών, μετά από εισήγηση του Διοικητή της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων (ΑΑΔΕ) ανά περιφερειακή ενότητα και ανά κλάδο. Με αντίστοιχη απόφαση ρυθμίζεται και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια για την εφαρμογή της συγκεκριμένης ρύθμισης.

     

    Ερώτημα 14ο: Υπάρχουν αντίστοιχες πρόνοιες για τη μείωση του μισθώματος στις μισθώσεις κύριας κατοικίας;

    Αντίστοιχες νομοθετικές πρόνοιες με όσα ανωτέρω αναφέρονται ισχύουν και στις μισθώσεις κύριας κατοικίας στις οποίες μισθωτής είναι εργαζόμενος ή σύζυγος ή το έτερο μέρος συμφώνου συμβίωσης εργαζομένου σε επιχείρηση πληττόμενη. Η κατά 40% μείωση του μισθώματος της κύριας κατοικίας αφορά τους Νοέμβριο 2020 και εντεύθεν. Αναγκαία προϋπόθεση να έχει ανασταλεί προσωρινά η σύμβαση εργασίας του μισθωτή-εργαζόμενου λόγω των μέτρων αποφυγής της διασποράς του κορωνοϊού.

     

    Ερώτημα 15ο: Υπάρχουν αντίστοιχες πρόνοιες για τη μείωση του μισθώματος στις μισθώσεις κύριας κατοικίας φοιτητών;

    Στην περίπτωση που για την κάλυψη στεγαστικών αναγκών φοιτητή ιδρύματος τριτοβάθμιας εκπαίδευσης μισθώνεται κατοικία (εκτός του τόπου μόνιμης κατοικίας του) και, ταυτόχρονα, αποτελεί τέκνο-εξαρτώμενο μέλος εργαζόμενου (ερώτ. 14ο) σε πληττόμενη επιχείρηση, ο μισθωτής απαλλάσσεται από το 40% του συνολικού μισθώματος από τον μήνα Νοέμβριο του 2020 και εντεύθεν. Με απόφαση του Διοικητή της ΑΑΔΕ καθορίζονται ο τρόπος, ο χρόνος, καθώς και κάθε ειδικότερο θέμα για την υποβολή της εν λόγω δήλωσης. (Άρθρο 3 §6 ν. 4684/2020).

     

    Δ. Ενότητα Τέταρτη: «Αποζημίωση» των εκμισθωτών που εισπράττουν μειωμένο μίσθωμα κατά 40%

    Με βάση τις ρυθμίσεις του άρθρου 34 ν. 4753/2020 (Α’ 227)-ισχύουν τα ακόλουθα:

    Ερώτημα 16ο: Ποιοι εκμισθωτές δικαιούνται «επιστροφή» τμήματος της απώλειας του μειωμένου μισθώματος;

    Δικαιούχοι εκμισθωτές είναι τα φυσικά, μόνον, πρόσωπα τα οποία από τον μήνα Νοέμβριο και εφεξής, εισπράττουν μειωμένο μίσθωμα κατά 40%, σύμφωνα με διατάξεις στο πλαίσιο της αντιμετώπισης των επιπτώσεων του κορωνοϊού COVID-19.

     

    Ερώτημα 17ο: Σε ποιο ποσοστό ανέρχεται η «επιστροφή» τμήματος της απώλειας του μειωμένου μισθώματος;

    Οι κατά τα άνω (ερώτ. 16ο) εκμισθωτές-φυσικά πρόσωπα δικαιούνται να λάβουν από το Δημόσιο το ήμισυ της απώλειάς τους (ήτοι το 20% του μισθώματος) από τους μήνες Νοέμβριο 2020 και εντεύθεν.

     

    Ερώτημα 18ο: Ποια η διαδικασία της καταβολής στους εκμισθωτές του 20% του μισθώματος που κατά 60% μόνον εισέπραξαν;

    Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών, μετά από εισήγηση του Διοικητή της ΑΑΔΕ, δύναται να καθορίζονται οι ειδικότερες διαδικαστικές προϋποθέσεις, η διασταύρωση των στοιχείων, η διαδικασία καταβολής και κάθε άλλο θέμα για την εφαρμογή του παρόντος…

     

    Ε. Ενότητα Πέμπτη: Υπαγόμενες μισθώσεις

    Ερώτημα 19ο: Στην κατηγορία των επαγγελματικών/εμπορικών μισθώσεων ποιες, επιπρόσθετα, επιχειρήσεις υπάγονται;

    Στις κατά τα άνω ρυθμίσεις ως επαγγελματικές νοούνται και οι μισθώσεις προς εγκατάσταση κυλικείων ή αναψυκτηρίων και λοιπών επιχειρήσεων που λειτουργούν εντός χώρων, που ανήκουν κατά κυριότητα ή χρήση σε δημόσιες υπηρεσίες Υπουργείων ή υπεκμισθώνονται από αυτές, καθώς και εντός κτιρίων που στεγάζουν υπηρεσίες αυτών.

     

    Όπως και εισαγωγικά αναφέρθηκε, νομοθετικές ρυθμίσεις εξαγγέλλονται, δελτία τύπου κυκλοφορούν και αναζητούμε, εις μάτην, τα ΦΕΚ όπου αποτυπώνονται. Χαρακτηριστικά τρία παραδείγματα: Δελτία τύπου του Υπουργού Οικονομικών της 31.10.20 και της 5.11.20 που αφορούν εξαγγελθέντα και μη υλοποιηθέντα, ακόμα, μέτρα. Επίσης: ΚΥΑ της 13.11.20 (ΦΕΚ Β’ 5048/16.11.20) που αφορούσε, μεταξύ άλλων, δυνατότητα(!) αναστολής συμβάσεων εργασίας «από την 30ή/10/20 έως 31/10/20»(!!!).

    Γίνεται εύκολα αντιληπτό πως η κυβέρνηση καλείται να διαχειριστεί μια πρωτόγνωρη, πολυεπίπεδη, κρίση. Πλην όμως: Τα αποτελέσματα δεν μοιάζουν (ούτε είναι) το ίδιο επιτυχή όπως στο πρώτο κύμα της πανδημίας.

    Η αντιπολίτευση καθεύδει.

    Ο τύπος (κατ’ ουσίαν) επίσης…

    Όλα τούτα, βέβαια, μοιάζουν περιττή πολυτέλεια τη στιγμή που τα νοσοκομεία της «πρώτης γραμμής» στερούνται βασικών υλικών για τη διαχείριση των πολλών χιλιάδων περιστατικών που καλούνται να αντιμετωπίσουν˙ για τη διάσωση, εν τέλει, ανθρώπινων ζωών.

    Ας ελπίσουμε στην (κατά το δυνατό) ταχεία αναστροφή του φαινομένου.

    Ας εργαστούμε, ανεξαιρέτως, προς τη συγκεκριμένη κατεύθυνση.

    «Έκαστος εφ’ ω ετάχθη».-

    Σταύρος Κουμεντάκης
    Managing Partner

     

    Υ.Γ. Συνοπτική έκδοση του άρθρου δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ, στις 29 Νοεμβρίου 2020.

    Η πληροφόρηση που εμπεριέχεται στο παρόν άρθρο δεν συνιστά (ούτε και έχει σκοπό να αποτελέσει) νομική συμβουλή. Μια τέτοια νομική συμβουλή είναι δυνατό να παρασχεθεί μόνον από αρμόδιο δικηγόρο ο οποίος θα λάβει υπόψη του το σύνολο των δεδομένων που θα του εκθέσετε για την υπόθεσή σας. Αναλυτικά.

  • Ανώνυμη Εταιρεία ίσων συμμετοχών. Ευλογία ή κατάρα;

    Ανώνυμη Εταιρεία ίσων συμμετοχών. Ευλογία ή κατάρα;

    Πριν από εκατό, ακριβώς, ασχολήθηκε ο έλληνας νομοθέτης με την ανώνυμη εταιρεία-για πρώτη φορά. Είχε στο μυαλό του ένα νομικό πρόσωπο όπου οι μέτοχοι θα ήταν, κατά βάση, διαφορετικοί από εκείνους που ασκούν τη διοίκησή του. Οι μέτοχοι θα ασκούσαν τα δικαιώματά τους μέσω της Γενικής Συνέλευσης. Τα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου τη διοίκηση της εταιρείας. Ρόλοι διακριτοί. Διαπιστώνουμε, στο πέρασμα του χρόνου, πως η ιδιοκτησία (:μέτοχοι) «μπερδεύεται» ή ταυτίζεται με τη διοίκησή της. Συχνά οι συμμετοχές για λόγους (προβαλλόμενης) ισότητας (κατά κανόνα: εκατέρωθεν ανασφάλειας) διαμορφώνονται στο 50%-50% για τους δύο, μοναδικούς, μετόχους/ομάδες μετόχων. Κάποιοι θα χαρακτήριζαν τα συγκεκριμένα ποσοστά ευλογία. Κάποιοι άλλοι κατάρα. Για κείνους που γνωρίζουν: Δύο ίσες/μόνες συμμετοχές αποδεικνύονται προβληματικές για κάθε νομικό πρόσωπο. Ίσως, λίγο περισσότερο, στην ανώνυμη εταιρεία. Ίσως όμως κι όχι…

     

    Εικόνες βγαλμένες από τη ζωή (κι όχι από σενάρια ταινίας)…

    Κάθε νέα επιχειρηματική δραστηριότητα ξεκινά, κατά κανόνα, με τους καλύτερους οιωνούς. Όταν ο ιδρυτής είναι ένας τα πράγματα είναι περισσότερο απλά.

    Όταν δύο, λιγότερο…

    Στην αρχή μιας επιχειρηματικής συνέργειας, οι δύο, μόνοι, ιδρυτές & ισότιμοι συνεταίροι πορεύονται, συνήθως, αρμονικά. Στη συνέχεια όμως, κάποιες φορές, τα πράγματα διαφοροποιούνται. Ο ένας από τους δύο (η/και οι δύο) επιλέγει, κάποιες φορές, να ασκήσει εξουσία πάνω στον άλλο. Κάποιες άλλες οι, ενδεχομένως, προβληματικές-προσωπικές τους σχέσεις μεταφέρονται και στη διοίκηση της εταιρείας. Και, αυτονοήτως, στο ίδιο το νομικό πρόσωπο και την επιχειρηματική του δραστηριότητα. Τότε βρισκόμαστε μπροστά σε ένα πρόβλημα. Κάποτε πολύ σοβαρό.

    Στην ίδια κατάληξη είναι δυνατό να οδηγηθούμε όταν οι ιδρυτές-αδελφοί (ή αδελφικοί φίλοι) και κατά 50% μέτοχοι αντικατασταθούν, στο διάβα του χρόνου, από τους διαδόχους τους.  Διάδοχοι (ή κληρονόμοι) που θα επιδιώξουν να πάρουν το «πάνω χέρι» στο μεταξύ τους, άτυπο,  bras de fer.

    Τα αντίστοιχα θα συναντήσουμε όταν αποβιώσει ο μόνος ιδρυτής και μέτοχος της ανώνυμης εταιρείας κι αφήσει (εκ διαθήκης ή εξ αδιαθέτου) ισότιμους κληρονόμους και διαδόχους τα δυο του παιδιά. Παιδιά που μπορεί να μην αποδειχθούν αρκετά αγαπημένα, στο βωμό της άσκησης εξουσίας. Ρόλο εξάλλου, συχνά, αποκτούν (όπως όλοι γνωρίζουμε) και οι σύζυγοι-σύντροφοί τους.

    Τέτοιες (κι άλλες πολλές παρόμοιες) ιστορίες όλοι γνωρίζουμε. Κι όλοι συναντούμε. Κατά βάση πολύ συχνά. Περισσότερο στις οικογενειακές επιχειρήσεις (μην ξεχνάμε, εξάλλου, πως στη χώρα μας αποτελούν το 80% του συνόλου). Τέτοια φαινόμενα θα συναντήσουμε όμως σε όλες τις επιμέρους κατηγορίες επιχειρήσεων. Ανεξαιρέτως.

    Η συνέχεια;

    Γνωστή!

    Και όχι, κατά κανόνα, ευχάριστη…

     

    Η «ανώνυμη: 50/50»

    Με άλλα λόγια:

    Το βασικό πρόβλημα, σε πρακτικό επίπεδο, δημιουργείται όταν βρισκόμαστε μπροστά σε δύο μόνον, ίσες, συμμετοχές στα δικαιώματα ψήφου.

    Συνηθίζουμε να το αποδίδουμε με τον όρο «ανώνυμη: 50/50».

    Το γενεσιουργό χρονικό σημείο της δημιουργίας του ποικίλλει. Μπορεί να δημιουργείται από τη σύσταση, ακόμα, της εταιρείας (:ίδρυση με δύο, ίσες, συμμετοχές). Μπορεί και κατά τη διάρκεια της ζωής και λειτουργίας της (:επιγενόμενη διαμόρφωση δύο, ίσων, συμμετοχών).

    Οι «ίσες συμμετοχές» μπορεί, επίσης, να είναι αποτέλεσμα της ύπαρξης (ή δημιουργίας) συμπαγών ομάδων μετόχων (που συνδέονται, ή όχι, με εξωεταιρικές συμφωνίες). Που κάθε μια από τις συγκεκριμένες ομάδες κατέχει το 50% των δικαιωμάτων ψήφου μιας εταιρείας. Οι μέτοχοι (ή συμπαγείς ομάδες μετόχων) μπορεί, κάποιες φορές, να μην είναι δύο μόνον. Μια τέτοια περίπτωση θα συναντούσαμε, λ.χ., όταν δύο μέτοχοι (ή ομάδες μετόχων) κατέχουν ποσοστό 1/3 των μετοχών και δικαιωμάτων ψήφου η κάθε μία, ενώ οι μέτοχοι που εκπροσωπούν το τελευταίο 1/3 απέχουν από τη λήψη αποφάσεων.

    Η δύο, ίσες, συμμετοχές  αποκτούν χαρακτήρα προβληματικό, όταν οι κάτοχοι των από 50% δικαιωμάτων ψήφου  της εταιρείας, δεν ομονοούν στη λήψη κρίσιμων εταιρικών αποφάσεων ή/και στην εκλογή Διοικητικού Συμβουλίου.

    Όπως δέχεται και η νομολογία, «στις περιπτώσεις αυτές, η έλλειψη συνεννόησης μεταξύ των μετόχων, επιφέρει εμπλοκή της εταιρείας και η λειτουργία της οδηγείται σε αδιέξοδο («deadlock»), καθόσον είναι αδύνατη η επίτευξη απλής πλειοψηφίας στη ΓΣ για τη λήψη αποφάσεων, με κορυ­φαίο αποτέλεσμα της την αδυναμία της ΓΣ να εκλέξει ΔΣ.» (18191/2014 ΠολΠρωτΘεσ).

     

    Οι πρόνοιες του νομοθέτη

    Ο νομοθέτης δεν θα ήταν δυνατό να αγνοήσει τις συγκεκριμένες, προβληματικές, περιπτώσεις. Τις περιπτώσεις δηλ. εκείνες που η ανώνυμη εταιρεία παύει να είναι λειτουργική. Ακόμα χειρότερα εκείνες που αδρανοποιείται εξαιτίας αδυναμίας λήψης αποφάσεων σε επίπεδο Γενικής Συνέλευσης (ή/και Διοικητικού Συμβουλίου).

    Η δικαστική λύση της εταιρείας

    Ο νόμος γενικά παρέχει τη δυνατότητα λύσης της εταιρείας, «αν υφίσταται προς τούτο σπουδαίος λόγος, που, κατά τρόπο προφανή και μόνιμο, καθιστά τη συνέχιση της εταιρείας αδύνατη» (άρθρο 166 §1 ν. 4548/2018).

    Εξάλλου: «Σπουδαίος λόγος κατά την παράγραφο 1 υφίσταται, ιδίως, αν, λόγω ίσων συμμετοχών στην εταιρεία, η εκλογή διοικητικού συμβουλίου είναι αδύνατη ή η εταιρεία δεν μπορεί να λειτουργήσει». (άρθρο 166 παρ. 2).

    Η λύση της ανώνυμης εταιρείας κηρύσσεται με την έκδοση δικαστικής απόφασης. Διαδικαστικό προαπαιτούμενο: η υποβολή σχετικής αίτησης ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου της έδρας της εταιρείας. Μια αίτηση που κοινοποιείται στην τελευταία και εκδικάζεται με τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας (άρθρο 166 §3).

     

    Η εξαγορά των μετοχών της ανώνυμης εταιρείας

    Η λύση της εταιρείας πρέπει να αποτελεί, εύλογα, το έσχατο μέσο για την αντιμετώπιση των αδιεξόδων που δημιουργούνται σε μια εταιρεία «ίσων συμμετοχών». Και τούτο γιατί σαν άμεσή συνέπειά της έχει την απώλεια της μετοχικής ιδιότητας του συνόλου των μετόχων, την παύση της εταιρείας ως διαρκούς έννομης σχέσης και την οριστική εξαφάνιση της τελευταίας από τον νομικό και επιχειρηματικό κόσμο.

    Στην προσπάθειά του να αποφευχθεί η (έσχατη) επιλογή της λύσης της ανώνυμης εταιρείας, ο νομοθέτης προβλέπει/προκρίνει εναλλακτική. Μια λύση που προάγει τη συνέχιση της εταιρείας. Πρόκειται για το ενδεχόμενο (και δυνατότητα) εξαγοράς των μετοχών της εταιρείας. Συγκεκριμένα:

    …με απόφαση του Δικαστηρίου

    Το Δικαστήριο, το οποίο θα επιληφθεί του αιτήματος της λύσης της ανώνυμης εταιρείας, «…πριν εκδώσει την απόφασή του, παρέχει στην εταιρεία και τους μετόχους εύλογη προθεσμία για άρση των λόγων λύσης, ιδίως μέσω εξαγοράς μετοχών μεταξύ των μετόχων, εκτός αν αιτιολογημένα θεωρεί ότι το μέτρο αυτό είναι άσκοπο. Η προθεσμία αυτή μπορεί να είναι δύο (2) έως τέσσερις (4) μήνες. Αν παρασχεθεί η παραπάνω προθεσμία, το δικαστήριο μπορεί να διατάξει μέτρα για την προσωρινή ρύθμιση των εταιρικών υποθέσεων.» (άρθρο 166 παρ. 4). Μια τέτοια προθεσμία (:για την άρση των λόγων λύσης) δεν είναι δυνατό να παραταθεί (όπως το προϊσχύσαν νομοθετικό καθεστώς προέβλεπε).

    …και με πρωτοβουλία των λοιπών μετόχων

    Παρέχεται όμως και η δυνατότητα στους ίδιους τους μετόχους, οι οποίοι δεν επιθυμούν τη λύση της εταιρείας να διεκδικήσουν την εξαγορά των μετοχών εκείνου (ή εκείνων) που ζητούν τη δικαστική λύση της. Πρόκειται για τη δυνατότητα άσκησης (κύριας) παρέμβασης από (μη αιτούντες) μετόχους του 1/3 του κεφαλαίου (και όχι του 1/5 του προϋφιστάμενου νομικό καθεστώτος) στη διανοιγόμενη σχετικά με τη λύση της εταιρείας δίκη. Συγκεκριμένα:

    «Μέτοχοι που εκπροσωπούν το ένα τρίτο (1/3) τουλάχιστον του κεφαλαίου, μπορούν να παρέμβουν στη σχετική δίκη και να ζητήσουν την εξαγορά από αυτούς του συνόλου των μετοχών του αιτούντος ή των αιτούντων. Στην περίπτωση αυτή το δικαστήριο διατάσσει την εξαγορά και ορίζει και το αντάλλαγμα, που πρέπει να είναι δίκαιο και να ανταποκρίνεται στην αξία των μετοχών αυτών, καθώς και τους όρους καταβολής του. Για τον προσδιορισμό της αξίας, το δικαστήριο μπορεί να διατάξει πραγματογνωμοσύνη που διενεργείται, σύμφωνα με το άρθρο 17. Η αξία εξαγοράς δεν μπορεί να υπερβαίνει το ποσό που πιθανολογείται ότι θα λάβουν οι ενάγοντες σε περίπτωση εκκαθάρισης της εταιρείας, το οποίο το δικαστήριο μπορεί να προσαυξήσει μέχρι είκοσι τοις εκατό (20%)» (άρθρο 166 §5).

    Να σημειωθεί εδώ πως η συγκεκριμένη διάταξη απολύτως προσδιορίζει τη μέθοδο αποτίμησης των εξαγοραζόμενων μετοχών. Είναι γνωστό πως υπάρχουν περισσότεροι, τέτοιοι, μέθοδοι που παρέχουν τη δυνατότητα σ’ εκείνους που την διενεργούν να κινούνται σε ένα ευρύτατο πεδίο. Ο νομοθέτης εδώ ρητά επιλέγει την αξία «που πιθανολογείται ότι θα λάβουν οι ενάγοντες σε περίπτωση εκκαθάρισης της εταιρείας». Την αξία αυτή «το δικαστήριο μπορεί να προσαυξήσει μέχρι είκοσι τοις εκατό (20%)».

    Σε περίπτωση εξαγοράς μετοχών, σύμφωνα με αμέσως προαναφερθέντα τρόπο, «τυχόν διατάξεις του καταστατικού για δέσμευση των μετοχών αυτών…, δεν λαμβάνονται υπόψη, εκτός αν το καταστατικό προβλέπει διαφορετικά.» (άρθρο 166 παρ. 6).

     

    Η εξαίρεση των εισηγμένων εταιρειών

    Από την υπαγωγή στη δυνατότητα δικαστικής λύσης της εταιρείας για σπουδαίο λόγο (και κατ’ επέκταση για την ύπαρξη ίσων συμμετοχών σε αυτήν) εξαιρούνται, ρητά, οι ανώνυμες εταιρείες των οποίων οι μετοχές είναι εισηγμένες σε ρυθμιζόμενη αγορά (άρθρο 166 παρ. 9 ν. 4548/2018).

    Αντίστοιχη ρύθμιση συναντούμε και στο προϋφιστάμενο νομικό καθεστώς (άρθρο 48α παρ. 9 κ.ν. 2190/1920). Δικαιολογητικός λόγος της νομοθετικής αυτής επιλογής ευρίσκεται (και) στην αιτιολογική έκθεση του ν. 3604/2007, ο οποίος τροποποίησε την προαναφερθείσα διάταξη του άρθρου 48α. Συγκεκριμένα, όπως ρητώς σημειώνεται σε αυτή, οι διατάξεις του άρθρου 48α «…αφορούν μόνον τις μη εισηγμένες εταιρείες, διότι στις εισηγμένες ο μέτοχος μπορεί καταρχήν να εξέλθει της εταιρείας εκποιώντας τις μετοχές του.».

     

    Προϋποθέσεις άσκησης του δικαιώματος δικαστικής λύσης λόγω «ίσων συμμετοχών στην εταιρεία»

    Η διάταξη του άρθρου 166 ν. 4548/2018 έχει αναγκαστικό χαρακτήρα. Τούτο σημαίνει ότι τυχόν καταστατικές ρυθμίσεις, αντίθετες (ή αποκλίνουσες) κατά το περιεχόμενο με τη συγκεκριμένη διάταξη, είναι άκυρες. Οι προϋποθέσεις για την άσκηση του συγκεκριμένου δικαιώματος συνοψίζονται ως εξής:

    Η ενεργητική νομιμοποίηση

    Το δικαίωμα δικαστικής λύσης της εταιρείας νομιμοποιείται να ασκήσει εκείνος, μόνον, που φέρει τη μετοχική ιδιότητα. Ως εκ τούτου, μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου, δανειστές της εταιρείας και ελεγκτές δεν έχουν τη δυνατότητα να ζητήσουν το συγκεκριμένο δικαίωμα. Ακόμη και αν δικαιολογούν, με κάποιο τρόπο, σχετικό έννομο συμφέρον.

    Η προϋπόθεση της ύπαρξης μετοχικής ιδιότητας συμπληρώνεται και από την απαίτηση συγκεκριμένου, ελάχιστου, ποσοστού του μετοχικού κεφαλαίου. Οι αιτούντες μέτοχοι (ένας ή περισσότεροι) οφείλουν να συγκεντρώνουν, κατ’ ελάχιστο, το 1/3 του καταβεβλημένου μετοχικού κεφαλαίου. Κατά το γράμμα της σχετικής διάταξης, η απλή ανάληψη μετοχών δεν αρκεί. Πρέπει να έχει καταβληθεί και η αξία τους. Το είδος, όμως, των μετοχών προς συγκέντρωση του απαραίτητου 1/3 είναι αδιάφορο.

     

    Η ύπαρξη σπουδαίου λόγου

    Το δικαίωμα να ζητηθεί η λύση της ανώνυμης εταιρείας έχει, όπως αναφέρθηκε ήδη, μια κεντρική στόχευση. Τη λύση αδιεξόδων ενώπιον των οποίων είναι δυνατό να βρεθούν η ανώνυμη εταιρεία και οι μέτοχοί της.

    Απαιτείται, κατά τούτο, «σπουδαίος λόγος, που κατά τρόπο προφανή και μόνιμο, καθιστά τη συνέχιση της εταιρείας αδύνατη» (άρθρ. 166 §1).

    Ένας τέτοιος (κατ’ άρθρο 166 §2) σπουδαίος λόγος «υφίσταται, ιδίως, αν, λόγω ίσων συμμετοχών στην εταιρεία, η εκλογή διοικητικού συμβουλίου είναι αδύνατη ή η εταιρεία δεν μπορεί να λειτουργήσει».

    Επομένως: η ύπαρξη ίσων συμμετοχών δεν αρκεί για να ζητηθεί η λύση μιας ανώνυμης εταιρείας. Απαιτείται κι ένας σπουδαίος λόγος σαν κι εκείνο που απαιτεί ο νόμος. Η αδυναμία, λ.χ. εκλογής του ΔΣ και λειτουργίας της εταιρείας εξαιτίας της ύπαρξης δύο ισοδύναμων (ισοψηφούντων) μετόχων (ή ομάδων μετόχων) που αδυνατούν, συστηματικά, να ομονοήσουν στη λήψη αναγκαίων για τη λειτουργία της εταιρείας αποφάσεων.

    Μάλιστα, η ως ανωτέρω διαμορφωθείσα κατάσταση πρέπει να οδηγεί σε αδυναμία εκλογής Διοικητικού Συμβουλίου ή να εμποδίζει γενικότερα τη λειτουργία της εταιρείας. Ειδικότερα:

    ΄Οσον αφορά την αδυναμία εκλογής Διοικητικού Συμβουλίου:

    Η αδυναμία, εν προκειμένω, αφορά τη Γενική Συνέλευση. Συγκεκριμένα, την περίπτωση κατά την οποία η Γενική Συνέλευση, αδυνατεί, να λάβει απόφαση ως προς την εκλογή Διοικητικού Συμβουλίου. Προαπαιτούμενο, μάλιστα, η «…κατάσταση που εμφανίζει στοιχεία μονιμότητας.» (3494/2010 ΠολΠρωτΑθ). Καθώς, η επικαλούμενη αδυναμία λήψης απόφασης, λόγου χάρη, σε μία και μοναδική (έκτακτη) γενική συνέλευση «…στερείται πρωτίστως του στοιχείου της μονιμότητας που απαιτείται να συντρέχει, προκειμέ­νου να στοιχειοθετηθεί ο σπουδαίος λόγος, για την κατά­φαση της δικαστικής λύσης …της ανώνυμης εταιρείας.». Ενώ, παράλληλα, γενικές δηλώσεις του αιτούντος ότι «…προτί­θεται να καταψηφίσει στο μέλλον οποιαδήποτε πρόταση ή ζήτημα τεθεί στη ΓΣ…και θα αφορά σε μείζονος σημασία θέματα για τη λειτουργία της ανώνυμης εταιρείας, όπως την έγκριση ισολογισμών και ότι το γεγονός αυτός θα καταστήσει σε κάθε περίπτωση κατά τρόπο προφανή και μόνιμο αδύνατη τη συνέχιση της εταιρείας, δεν αρκεί για να καταστήσει νόμω βάσιμο το αγωγικό αίτημα του…, καθόσον δεν παρέχεται προ­ληπτική δικαστική προστασία…» (18191/2014 ΠολΠρωτΘεσσ).

     

    ΄Οσον αφορά την αδυναμία λειτουργίας της εταιρείας:

    Η αδυναμία, στην περίπτωση αυτή, αφορά στο Διοικητικό Συμβούλιο. Πρόκειται για την περίπτωση κατά την οποία εντοπίζεται πλασματική έλλειψη διοίκησης. Με άλλα λόγια: υφίσταται μεν Διοικητικό Συμβούλιο, αδυνατεί, όμως, να λάβει αποφάσεις. Το συγκεκριμένο γεγονός εμποδίζει τη λειτουργία της ανώνυμης εταιρείας. Μάλιστα, κατά τρόπο καθολικό και μόνιμο.

    Διαφορετική όμως είναι περίπτωση που η λειτουργία της ανώνυμης εταιρείας δεν εμποδίζεται κατά τρόπο καθολικό και μόνιμο. Στην περίπτωση δηλ. που «…η αδυναμία λήψης αποφάσεων τοποθετείται στο επίπεδο του Δ.Σ., είτε επειδή έχει επέλθει πραγματική έλλειψη διοίκησης λόγω π.χ. θανάτου ή παραίτησης κάποιων ή όλων των μελών του ΔΣ, είτε επειδή έχει επέλθει πλασματική έλλειψη διοίκησης εξαιτίας λ.χ. πείσματος ή ισχυρογνωμοσύνης των μελών του…, σιωπηρής παραίτησης-αποχής από τη λήψη αποφάσεων…, διαφωνιών των μελών με αδυναμία συγκρότησης της διοίκησης σε σώμα…, το πρόβλημα μπορεί να αρθεί ακόμη και με ανάκληση των μελών ΔΣ και το διορισμό νέων από τη ΓΣ, ύστερα από το διορισμό προσωρινής διοίκησης που θα συγκαλέσει τη ΓΣ». (18191/2014 ΠολΠρωτΘεσ).

    Συνεπώς, η αδυναμία λήψης αποφάσεων του Διοικητικού Συμβουλίου, που είναι δυνατό να αντιμετωπιστεί με:

    (α) ανάκληση των μελών του και εκλογή νέων από τη Γενική Συνέλευση ή/και

    (β) διορισμό προσωρινής διοίκησης κατά το άρθρο 69 ΑΚ,

    δεν μπορούν να αποτελέσουν σπουδαίο λόγο δικαστικής λύσης της ανώνυμης εταιρείας. Υπό την προϋπόθεση, βέβαια, ότι η εσωτερική εμπλοκή δεν είναι μόνιμη και, παράλληλα, υφιστάμενη και στους κόλπους της Γενικής Συνέλευσης. Είναι σαφές πως η ανώνυμη εταιρεία δεν μπορεί να λειτουργεί, αενάως, με δικαστικά διορισμένες διοικήσεις.

    Οι κατά τα ανωτέρω ασυμφωνίες των μετόχων ή των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου θα πρέπει να καταδεικνύονται μέσα από τα πρακτικά των συνεδριάσεων της Γενικής Συνέλευσης ή του Διοικητικού Συμβουλίου. Παράλληλα, οι συσχετισμοί δυνάμεων είναι δυνατό να προκύπτουν και από άλλα στοιχεία, όπως λόγου χάρη, από εξωεταιρικές συμφωνίες των μετόχων (18191/2014 ΠολΠρωτΘεσ, 3494/2010 ΠολΠρωτΑθ).

     

    Οι ίσες συμμετοχές σε μια ανώνυμη εταιρεία (ιδίως στην περίπτωση του 50/50) δημιουργούν, όχι σπάνια, προβλήματα ανυπέρβλητα.

    Στη Γενική Συνέλευση που καλείται, λ.χ., να εκλέξει Διοικητικό Συμβούλιο απαιτείται ομοφωνία. Αν η ομοφωνία ελλείπει, κατά τρόπο διαρκή και μόνιμο, η ανώνυμη εταιρεία παραμένει ακέφαλη. Ακέφαλη όμως παραμένει η εταιρεία και στην περίπτωση που υπάρχει μεν Διοικητικό Συμβούλιο, αδυνατεί όμως να λάβει αποφάσεις.

    Και στις δύο, προαναφερθείσες, περιπτώσεις η εταιρεία δεν μπορεί να λειτουργήσει.

    Για την αντιμετώπιση του εξαιρετικά σοβαρού προβλήματος ο νόμος παρέχει συγκεκριμένα, αρκετά αποτελεσματικά, εργαλεία. Η λύση (ή απειλή της λύσης) της εταιρείας είναι ένα τέτοιο. Τόσο ισχυρό μάλιστα που, κάποιες φορές, σοκάρει. Δικαιολογημένα. Γιατί κάποιες φορές απαιτούνται τέτοιες (σοκαριστικές και ακραίες) λύσεις, μήπως και την ύστατη στιγμή διασφαλισθεί η επιβίωση της εταιρείας.

    Είναι προφανές πως οι λύσεις που παρέχει ο νόμος θα πρέπει, ως ύστατο μέτρο, να υιοθετούνται.

    Πριν από τις συγκεκριμένες ακραίες λύσεις υπάρχουν, αναμφίβολα, άλλες ηπιότερες.

    Οι εξωεταιρικές συμφωνίες μετόχων, οι καταστατικές ρυθμίσεις και πρόνοιες, η ρύθμιση των δικαιωμάτων μειοψηφίας είναι κάποια από αυτά.

    Και πριν από όλα:

    Η αποφυγή, κατά το δυνατόν, ίδρυσης και λειτουργίας ανώνυμης εταιρείας με μοιρασμένες στα δύο τις μετοχές και δικαιώματα ψήφου.

    Η ευθύνη των ιδρυτών, των μεταβιβαζόντων μετόχων κι εκείνων που σχεδιάζουν διαδοχή αποδεικνύεται εξαιρετικά σοβαρή. Είναι, εντούτοις, και απολύτως διαχειρίσιμη.

    Αρκεί να λάβει χώρα έγκαιρη διαχείριση του όλου θέματος. Πριν, κατ’ ανάγκη, τη δημιουργία του προβλήματος.

    Εκ των υστέρων λύσεις, μολονότι οδυνηρές, και πάλι υφίστανται.

    Σε κάθε περίπτωση: λύσεις-«κονσέρβα» δεν υπάρχουν.

    Tailor made.

    Πάντοτε.-

    Σταύρος Κουμεντάκης
    Managing Partner

     

    Υ.Γ. Συνοπτική έκδοση του άρθρου δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ, στις 18 Οκτωβρίου 2020.

    εταιρεία ίσων συμμετοχών

    Η πληροφόρηση που εμπεριέχεται στο παρόν άρθρο δεν συνιστά (ούτε και έχει σκοπό να αποτελέσει) νομική συμβουλή. Μια τέτοια νομική συμβουλή είναι δυνατό να παρασχεθεί μόνον από αρμόδιο δικηγόρο ο οποίος θα λάβει υπόψη του το σύνολο των δεδομένων που θα του εκθέσετε για την υπόθεσή σας. Αναλυτικά.

  • Εξωεταιρικές Συμφωνίες Μετόχων: η διασφάλιση των μετόχων μειοψηφίας

    Εξωεταιρικές Συμφωνίες Μετόχων: η διασφάλιση των μετόχων μειοψηφίας

    Το καταστατικό μιας εταιρείας είναι ο «νόμος» που διέπει (συμπληρωματικά με το εκάστοτε ισχύον θεσμικό πλαίσιο) τη λειτουργία της. Το καταστατικό όμως δεν αρκεί, πάντοτε, για τη ρύθμιση του συνόλου των συναφών σχέσεων. Ιδίως εκείνων που αναπτύσσονται μεταξύ των μετόχων. Παρουσιάζεται, τότε, η ανάγκη για πρόσθετες συμφωνίες. Συμφωνίες που είτε κινούνται στα όρια του νόμου είτε δεν είναι επιθυμητό να έχουν τη δημοσιότητα, που ο νόμος επιφυλάσσει στο καταστατικό και τις ρυθμίσεις του. Μιλάμε, στην περίπτωση αυτή, για εξωεταιρικές (παραεταιρικές ή εξωκαταστατικές) συμφωνίες. Ποια όμως η αξία τους; Ποια η αντιμετώπιση που επιφυλάσσει ο νόμος και η νομολογία στις συγκεκριμένες συμφωνίες;

    Το συγκεκριμένο θέμα μοιάζει (και είναι) τεράστιο. Ας επιχειρήσουμε, όμως, μια σύντομη και ουσιαστική προσέγγισή του. Υπό το πρίσμα, ιδίως, της ΑΕ.

     

    Ο κεφαλαιουχικός και σωματειακός χαρακτήρας της ΑΕ. Η νόθευσή τους

    Η ανώνυμη εταιρεία ανήκει στην κατηγορία των κεφαλαιουχικών εταιρειών. Ως τέτοια, η ευόδωση του εταιρικού της σκοπού προϋποθέτει  περιουσιακή, μόνον, συμβολή των μετόχων. Προσωπική συμβολή τους δεν είναι νομικά αναγκαία. Δεν είναι, ουδεκάν, ανεκτή αν τούτο δεν επιτρέψουν τα καταστατικά της όργανα. Ας λάβουμε υπόψη μας και τη «σωματειακή οργάνωση» της ανώνυμης εταιρείας. Στο πλαίσιο αυτής (της σωματειακής οργάνωσης), η λειτουργία της Α.Ε. δεν συναρτάται από τη βούληση ενός εκάστου των μετόχων.

    Η κτήση της ιδιότητας του μετόχου σε μια Α.Ε. δημιουργεί σχέσεις μεταξύ αυτού και εκείνης (:μέτοχος-Α.Ε.). Όχι, κατά βάση, και μεταξύ των μετόχων.

    Οι μέτοχοι της Α.Ε. αποβλέπουν, σαφώς, στα χαρακτηριστικά και στα πλεονεκτήματα του κεφαλαιουχικού της χαρακτήρα. Ενδεχομένως και στη «σωματειακή» της οργάνωση.

    Δεν είναι λίγες, ωστόσο, οι περιπτώσεις που οι μέτοχοι έχουν (και) άλλες επιδιώξεις. Τη νόθευση, λ.χ., του αμιγώς κεφαλαιουχικού και σωματειακού χαρακτήρα της Α.Ε. Την εισαγωγή στη λειτουργία και οργάνωσή της στοιχείων των προσωπικών εταιρειών. Οι συγκεκριμένες επιδιώξεις/ανάγκες καλύπτονται, ιδίως, μέσω καταστατικών ρητρών. Κάποιες φορές, όταν αυτό δεν είναι εφικτό (ή δεν επιθυμούμε να γίνεται, ευρύτερα, ορατό) μέσω εξωεταιρικών συμφωνιών.

    Τις συμφωνίες αυτές συναντούμε, όχι σπάνια, σε οικογενειακές Α.Ε. Επίσης όμως και στις λοιπές (και πολυμετοχικές) Α.Ε. για την εξυπηρέτηση (μόνιμη ή πρόσκαιρη) κοινών, μεταξύ των μετόχων, επιδιώξεων.

     

    Η έννοια των εξωεταιρικών συμφωνιών

    Εξωεταιρικές συμφωνίες, κατά τη νομολογία, είναι οι «αυτοτελείς, γραπτές ή προφορικές δεσμεύσεις ενοχικής φύσης, που υποχρεώνουν τους συμβληθέντες (και μόνο αυτούς) σε ορισμένη συμπεριφορά πέρα από την έναντι της εταιρίας συμπεριφορά που επιβάλλουν οι καταστατικές διατάξεις και ο νόμος». (ενδ.: 25/2012 ΠολΠρωτΣαμ).

    Από τα πλέον συνήθη παραδείγματα τέτοιων συμφωνιών είναι εκείνες που αναφέρονται στην άσκηση, προς συγκεκριμένη κατεύθυνση του δικαιώματος ψήφου στη Γενική Συνέλευση και στο Διοικητικό Συμβούλιο. Κατά το προϋφιστάμενο δίκαιο συναντούσαμε, ως περιεχόμενο, συμβατικούς περιορισμούς στη μεταβίβαση μετοχών. Ήδη όμως, ικανές σχετικές ευχέρειες αναγνωρίζονται στο πλαίσιο των καταστατικών ρυθμίσεων.

     

    Οι στοχεύσεις. Τα εξυπηρετούμενα συμφέροντα

    Οι εξωεταιρικές συμφωνίες δεν συνάπτονται για να προάγουν τα συμφέροντα της εταιρείας. Κεντρική τους στόχευση αποτελεί η εξυπηρέτηση των συμφερόντων των συμβαλλομένων μετόχων. Κατά βάση των μειοψηφούντων.

    Οι μειοψηφούντες λοιπόν είναι εκείνοι που, κατά κανόνα, θα αξιώσουν τη σύναψή της. Ως προαπαιτούμενο για την είσοδό τους στην εταιρεία και τη διασφάλιση της επένδυσής τους. Ως εχέγγυο λειτουργίας της εταιρείας με βάση συγκεκριμένους, προσυμφωνημένους, κανόνες. Ως μέσο δέσμευσης των πλειοψηφούντων προς μια συγκεκριμένη κατεύθυνση. Ως εργαλείο δημιουργίας ισχυρών μειοψηφιών-με δικαιώματα διευρυμένα σε σχέση με εκείνα που από το νόμο και το καταστατικό αναγνωρίζονται στους μετόχους μειοψηφίας. Ως «καταστατικό χάρτη» των συμπραττόντων με σκοπό τη δημιουργία ισχυρών μειοψηφιών ή πλειοψηφίας και απόλαυσης των συναφών δικαιωμάτων.

     

    Το νομικό καθεστώς των εξωεταιρικών συμφωνιών

    Οι εξωεταιρικές συμφωνίες δεν καλύπτονται από αυτοτελή νομοθετική ρύθμιση.

    Δεν προβλέπονται και δεν κατοχυρώνονται από ειδική διάταξη νόμου.

    Παρόλα αυτά, η συνομολόγηση και ρύθμιση τέτοιων συμφωνιών είναι, καταρχήν, επιτρεπτή. Επαφίεται στην ελευθερία των συμβάσεων (361 ΑΚ). Ελεύθερα λοιπόν, κατά βάση, μπορεί να διαμορφωθεί το περιεχόμενό τους. Ελεύθερες επίσης και οι επιμέρους ρυθμίσεις που θέτουν τις κυρώσεις για την περίπτωση της παραβίασής τους.

     

    Επιμέρους διακρίσεις και χαρακτηριστικά των εξωεταιρικών συμφωνιών

    Το περιεχόμενο και τα επιμέρους χαρακτηριστικά των εξωεταιρικών συμφωνιών καθορίζονται από τη βούληση και τις εκάστοτε ανάγκες των συμβαλλομένων μετόχων.

    Επιμέρους χαρακτηριστικά που προσδίδουν, κάθε φορά, διαφορετικό περιεχόμενο στις συμφωνίες αυτές είναι δυνατό να αποτελέσουν:

    (α) Ο χρόνος σύναψής τους: Οι εξωεταιρικές συμφωνίες είναι δυνατό να συναφθούν κατά την ίδρυση της εταιρείας. Ενδεχομένως όμως και σε χρόνο μεταγενέστερο-κατά τη λειτουργία της.

    (β) Ο χρόνος διάρκειάς τους: Οι εξωεταιρικές συμφωνίες μπορεί να συνομολογηθούν για ορισμένη ή αόριστη διάρκεια.

    (γ) Η ενσωμάτωσή τους (ή μη) στο καταστατικό: Μια τέτοια συμφωνία είναι δυνατό να ενσωματωθεί στο καταστατικό της εταιρείας. Τότε, αυτονοήτως, χάνει τον χαρακτήρα της εξωεταιρικής συμφωνίας. Κάνουμε λόγο, στην περίπτωση αυτή, για  εσωκαταστατική συμφωνία. Μια τέτοια (εσωκαταστατική) συμφωνία είναι δυνατό να εξειδικεύει διάταξη του νόμου, που διέπει τις ανώνυμες εταιρείες (ν. 4548/2018).

    Ενδέχεται, όμως, το περιεχόμενο της εξωεταιρικής συμφωνίας να μην είναι ανεκτή είτε από το νόμο είτε ως καταστατική ρύθμιση. Στην περίπτωση αυτή, είναι ενδεχόμενη η (κατά μετατροπή-182 ΑΚ) ισχύς της ως ενοχική συμφωνία των συμβληθέντων.

    (δ) Ως προς τη δημιουργία υποχρεώσεων σε βάρος ενός μόνον ή όλων εκ των συμβληθέντων: Οι εξωεταιρικές συμφωνίες μετόχων διακρίνονται σε μονομερείς και πολυμερείς.

    Μονομερείς συμφωνίες είναι όσες γεννούν υποχρεώσεις σε βάρος ενός μόνον ή περισσοτέρων συμβαλλόμενων. Στην περίπτωση, λ.χ., συμφωνίας για άσκηση δικαιώματος ψήφου προς συγκεκριμένη κατεύθυνση. Οι μονομερείς εξωεταιρικές συμφωνίες δύναται να λάβουν διάφορους νομικούς χαρακτηρισμούς. Ιδίως αυτόν της εντολής (713 ΑΚ).

    Πολυμερείς είναι οι συμφωνίες, στις οποίες όλοι οι συμβαλλόμενοι αναλαμβάνουν υποχρεώσεις έναντι αλλήλων. Συνήθης νομική μορφή τους είναι αυτή της αστικής εταιρείας (741 ΑΚ).

    (ε) Ως προς το περιεχόμενό τους: Οι εξωεταιρικές συμφωνίες, ανάλογα με το περιεχόμενο το οποίο λαμβάνουν, διακρίνονται σε συμβάσεις ιδίας ενέργειας και σε συμβάσεις εγγύησης. Στην τελευταία περίπτωση, περιεχόμενό τους συνιστά η εγγύηση επίδειξης ορισμένης συμπεριφοράς.

     

    Η εξασφάλιση της τήρησης εξωεταιρικής συμφωνίας

    Η παραβίαση εξωεταιρικής συμφωνίας δημιουργεί αξίωση αποζημίωσης σε βάρος του παραβάτη.

    Δεν είναι ασύνηθες να συνομολογείται, επιπρόσθετα-για τη διασφάλιση της πιστής εφαρμογής της, ποινική ρήτρα. Η αντισυμβατική συμπεριφορά επιφέρει την κατάπτωσή της. Το δικαστήριο όμως είναι τελικά εκείνο που θα αποφασίσει την κατάπτωσή της ή μη. Επίσης, την ενδεχόμενη μείωσή της στο «προσήκον μέτρο» (άρθρο 409 ΑΚ).

    Η τήρηση μιας εξωεταιρικής συμφωνίας είναι δυνατό να επιδιωχθεί και με άλλα, πρόσθετα, μέτρα. Με την παράδοση, λ.χ., σε τρίτο των μετοχών των οποίων το δικαίωμα ψήφου δεσμεύεται ή, μέσω, της εισφοράς τους σε άλλη, τρίτη, εταιρεία.

     

    Η ισχύς και δεσμευτικότητα των εξωεταιρικών συμφωνιών

    Οι εξωεταιρικές συμφωνίες είναι ενοχικές φύσεως. Διέπονται, ως εκ τούτου, από το αστικό δίκαιο.

    Αναφορικά με τη σχέση μεταξύ αυτών και των καταστατικών προβλέψεων έχουν διατυπωθεί, στη θεωρία, δύο διακριτές απόψεις.

    Η θεωρία του χωρισμού

    Κρατούσα είναι η θεωρία του χωρισμού μεταξύ του καταστατικού και της εκάστοτε εξωεταιρικής συμφωνίας. Σύμφωνα με τη θεωρία αυτή, οι εξωεταιρικές συμφωνίες, λόγω τις διαφορετικής τους νομικής φύσης, βαίνουν παράλληλα προς τις καταστατικές ρυθμίσεις.

    Οι καταστατικές ρυθμίσεις, κατά την ίδια θεωρία, είναι εκείνες που υπερισχύουν έναντι των εξωεταιρικών. Οι πρώτες ρυθμίζονται αποκλειστικά από το εταιρικό, οι δεύτερες από το αστικό δίκαιο.

     

    Η θεωρία της ενότητας

    Έχει, ωστόσο, υποστηριχθεί και η θεωρία της ενότητας του καταστατικού και της συνομολογούμενης εξωεταιρικής συμφωνίας από το σύνολο των μετόχων.

    Υποστηρίζεται, στη βάση αυτής, πως η εξωεταιρική συμφωνία λαμβάνει χαρακτήρα ερμηνευτικό των διατάξεων του καταστατικού-ως προς τον τρόπο οργάνωσης, λειτουργίας και διοίκησης της εταιρείας. Συνεπώς, η ισχύς της επεκτείνεται, πέραν των συμβληθέντων και στο νομικό πρόσωπο της εταιρείας. Οι εξωεταιρικές συμφωνίες, στην περίπτωση αυτή, λαμβάνουν χαρακτήρα καταστατικής σύμβασης.

     

    Οι συνέπειες (& αξιώσεις) από την παραβίαση εξωεταιρικής συμφωνίας

    Είναι σημαντικός ο, κατά τα προαναφερθέντα, ενοχικός χαρακτήρας των εξωεταιρικών συμφωνιών. Η εκάστοτε εξωεταιρική συμφωνία των μετόχων, «…ισχύει μεταξύ των σ’ αυτή συμβληθέντων, μη έχουσα συνέπειες εταιρικού δικαίου και μη δεσμεύουσα…» όσους δεν έχουν συμβληθεί (ΑΠ 1121/2006).

    Οι αξιώσεις, επομένως, που εγείρονται σε περιπτώσεις παραβίασής τους αφορούν την καταβολή αποζημίωσης. Μια τέτοια αποζημίωση καλύπτει τη θετική ζημία και, επιπρόσθετα, το τυχόν διαφυγόν κέρδος. Και την κατάπτωση, αυτονοήτως, ποινικής ρήτρας-εφόσον μια τέτοια έχει συνομολογηθεί. Που, όχι σπάνια, επιλέγεται ως λύση δεδομένου πως είναι πάντοτε-εξαιρετικά δυσχερής ο προσδιορισμός της οφειλόμενης και καταβλητέας αποζημίωσης.

    Στις περιπτώσεις που μέσω των εξωεταιρικών συμφωνιών επιδιώκεται η προάσπιση των δικαιωμάτων της μειοψηφίας, ο μειοψηφών μέτοχος δεν έχει το δικαίωμα, σε περίπτωση παραβίασης, να επιδιώξει την εκτέλεσή τους. Και τούτο γιατί: «…δεν υπάρχει η δυνατότητα του μετόχου της μειοψηφίας να αξιώσει από τον αντισυμβαλλόμενο αυτού σε παραεταιρική συμφωνία πλειοψηφούντα μέτοχο την εκπλήρωση από αυτόν των μεταξύ τους συμφωνηθέντων και ιδίως να αξιώσει την καταδίκη του σε δήλωση βούλησης σύμφωνη με το περιεχόμενο της εν λόγω συμφωνίας» (569/2007 ΠολΠρωΑθ). Στο σημείο αυτό, ακριβώς, εστιάζεται και ο κίνδυνος που διατρέχει ο καλόπιστος συμβαλλόμενος σε μια εξωεταιρική συμφωνία. Να την παραβιάσει, δηλ., σκοπίμως ο κακόπιστος χωρίς να καθίσταται εφικτό να εξαναγκαστεί δικαστικά η εφαρμογή της.

    Γίνεται όμως δεκτό πως, παρά την επικράτηση της θεωρίας του χωρισμού, η παραβίαση εξωεταιρικής συμφωνίας είναι δυνατό να επιφέρει ακυρότητα απόφασης γενικής συνέλευσης των μετόχων που ελήφθη κατά παράβασή της. Συγκεκριμένα, έχει κριθεί νομολογιακά η ακυρότητα απόφασης γενικής συνέλευσης των μετόχων ένεκα (καταχρηστικής) παραβίασης εξωεταιρικής συμφωνίας (ΑΠ 1121/2006).

     

    Η εγκυρότητα (και ακυρότητα) εξωεταιρικών συμφωνιών

    Οι εξωεταιρικές συμφωνίες, όπως και ανωτέρω αναφέρθηκε, είναι (καταρχήν) επιτρεπτές. Θεμελιώνονται νομοθετικά στην ελευθερία των συμβάσεων (361 ΑΚ). Το περιεχόμενο τους επαφίεται στη βούληση των συμβαλλομένων.

    Αυτονοήτως, λοιπόν, οι εξωεταιρικές συμφωνίες ελέγχονται ως προς το κύρος τους, όπως και κάθε σύμβαση. Ισχύουν  δηλ., και στην περίπτωση αυτή, οι λόγοι ακυρωσίας λόγω απάτης, πλάνης και απειλής. Βεβαίως και οι λόγοι ακυρότητας. Δεν νοείται, λ.χ., να αντίκεινται στα χρηστά ήθη.

    Παράλληλα, όμως, οι εξωεταιρικές συμφωνίες είναι έγκυρες, εφόσον δεν παραβιάζουν διατάξεις του καταστατικού, του εταιρικού δικαίου ή άλλες δημόσιας τάξης.

    Εχει κριθεί νομολογιακά, λ.χ., πως η «…υποκατάσταση του διοικητικού συμβουλίου με εξωεταιρική συμφωνία δεν είναι νόμιμη» ( 1631/2006 ΑΠ).

    Ειδικά: το θέμα της ομοφωνίας

    Ένα από τα θέματα που, όχι σπάνια, απασχολεί τους μετόχους μειοψηφίας είναι η (δυνατότητα ή μη) αξίωσης ομοφωνίας. Έχει κριθεί πως “…η εκ της ως άνω συμφωνίας απορρέουσα υποχρέωση ομοφωνίας στη λήψη των αποφάσεων για ζητήματα αρμοδιότητας και λειτουργίας τόσο της Γ.Σ. όσο και του Δ.Σ. αντιβαίνει στην έννοια των χρηστών ηθών όπως αυτή διατυπώνεται στα άρθρα 178 και 179 του Α.Κ.  για το λόγο ότι μια υποχρέωση λήψης όλων των αποφάσεων ομοφώνως από τους μετόχους, εντασσόμενη μάλιστα σε μία μακρόχρονη σύμβαση, η διάρκεια ισχύος της οποίας εκτείνεται εις το διηνεκές, καλύπτοντας τη διάρκεια ζωής της εταιρίας, χωρίς να προβλέπεται δυνατότητα καταγγελίας της και υπό την απειλή μιας εξαιρετικά υψηλής ποινικής ρήτρας σε περίπτωση παραβάσεως αυτής, περιορίζει υπέρμετρα την ελεύθερη άσκηση των εταιρικών δικαιωμάτων από τους μετόχους”.(25/2012 ΠολΠρωτΣαμ)

     

    Ο νόμος και το καταστατικό μιας (ανώνυμης) εταιρείας δεν είναι πάντοτε εφικτό να καλύψουν τις σύνθετες σχέσεις που αναπτύσσονται μεταξύ των μετόχων της. Να διασφαλίσουν τις πάντοτε επιθυμητές, μεταξύ τους, ισορροπίες. Να διαχειριστούν επιτυχώς προβλήματα που είναι δυνατό να αναφυούν στο μέλλον. Να απαντήσουν (παρόντες ή και μελλοντικούς) προβληματισμούς.

    Οι εξωεταιρικές συμφωνίες είναι εκείνες που επιχειρούν να δώσουν λύσεις. Η δεσμευτικότητά τους όμως μοιάζει (και είναι) σε νομικό επίπεδο περιορισμένη. Η προσπάθεια ενίσχυσής τους είναι δυνατό να αποβεί, εν τέλει, σε βάρος εκείνου τα δικαιώματα του οποίου στοχεύει να διασφαλίσει.

    Οι διατάξεις τους αποδεικνύονται, πάντοτε, κρίσιμες.

    Οι διατυπώσεις τους επίσης.

    stavros-koumentakis

    Σταύρος Κουμεντάκης
    Managing Partner

     

    Υ.Γ. Συνοπτική έκδοση του άρθρου δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ, στις 23 Αυγούστου 2020.

    εξωεταιρικές συμφωνίες

    Η πληροφόρηση που εμπεριέχεται στο παρόν άρθρο δεν συνιστά (ούτε και έχει σκοπό να αποτελέσει) νομική συμβουλή. Μια τέτοια νομική συμβουλή είναι δυνατό να παρασχεθεί μόνον από αρμόδιο δικηγόρο ο οποίος θα λάβει υπόψη του το σύνολο των δεδομένων που θα του εκθέσετε για την υπόθεσή σας. Αναλυτικά.

  • Σύμβαση εργασίας=Γνωστοποίηση ουσιωδών όρων

    Σύμβαση εργασίας=Γνωστοποίηση ουσιωδών όρων

    Σύμβαση Εργασίας = Έγγραφη Γνωστοποίηση Ουσιωδών Όρων (αστικός μύθος ή, μήπως, όχι;)

     I. Προοίμιο:

    «Άλλα τα μάθια του λαγού κι άλλα τση κουκουβάγιας». Μια παροιμία που χρησιμοποιείται (:έτσι στην Κρήτη) για να υποδηλώσει πως δεν είναι όλα τα πράγματα ίδια. Δεν έχουν όλα την ίδια αξία.

    Έτσι συμβαίνει στη ζωή.

    Έτσι και στο πλαίσιο των εργασιακών σχέσεων.

    Επικρατεί ευρέως η θέση πως η σύμβαση εργασίας ταυτίζεται με την έγγραφη γνωστοποίηση ουσιωδών όρων της εργασιακής σχέσης. Ακόμα και στα HR τμήματα μεγάλων επιχειρήσεων.

    Είναι όμως ορθή η συγκεκριμένη θέση;

    Ή, μήπως, αποτελεί μια γενικευμένη παρανόηση;

     

    II. Γενικά: Η αρχή του «ατύπου» των συμβάσεων

    Δεν είναι γενικά προαπαιτούμενη, κατά το δίκαιό μας, η ύπαρξη ορισμένου τύπου προκειμένου μια σύμβαση να είναι έγκυρη.

    Στον Αστικό μας Κώδικα (άρθρο 158 ΑΚ) καταγράφεται ο σχετικός κανόνας: Η τήρηση τύπου απαιτείται μόνο στις περιπτώσεις που συγκεκριμένα ο νόμος το αξιώνει. Πρόκειται για την, λεγόμενη, «αρχή του ατύπου των δικαιοπραξιών».

    Η συγκεκριμένη αρχή (κανόνας) επιβεβαιώνεται από την ύπαρξη εξαιρέσεων. Εξαιρέσεις λοιπόν συναντούμε στις περιπτώσεις που η τήρηση συγκεκριμένου τύπου προβλέπεται από συγκεκριμένο νόμο. Επίσης, υπό προϋποθέσεις, από τη συμφωνία των εμπλεκομένων (άρθρο 159 ΑΚ).

     

    ΙΙΙ. Η (μη) αναγκαιότητα του «έγγραφου τύπου» στις συμβάσεις εργασίας

    1. Ο κανόνας

    Η «αρχή του ατύπου των δικαιοπραξιών» ισχύει, όχι απαρέγκλιτα, και στο πεδίο του εργατικού δικαίου. Βεβαίως και στη σύναψη των συμβάσεων εργασίας.

    Με άλλα λόγια: Η τήρηση εγγράφου τύπου δεν αποτελεί προϋπόθεση της εγκυρότητας της σύμβασης εργασίας.

    2. Η εξαίρεση

    Εξαίρεση στον κανόνα της μη αναγκαιότητας του έγγραφου τύπου ισχύει σε δύο περιπτώσεις. Συγκεκριμένα, όταν ο έγγραφος τύπος: είτε (α) προβλέπεται ως αναγκαίος (συστατικός) από ειδική διάταξη νόμου είτε (β) επιλέγεται από τους εμπλεκόμενους (εργαζόμενο-εργοδότη) ως συστατικός.

    Στο πεδίο του εργατικού δικαίου, ωστόσο, οι εξαιρέσεις του κανόνα φαίνεται πως είναι αρκετές. Για την εγκυρότητα κάποιων συμβάσεων εργασίας ο νόμος προϋποθέτει τον έγγραφο τύπο.

    Στις περιπτώσεις που στη συνέχεια αναφέρονται ο τύπος είναι «συστατικός» (χωρίς την τήρησή του, δηλ., δεν υπάρχει έγκυρη σύμβαση). Αυτό συμβαίνει:

    (α) Στις συμβάσεις εργασίας με το Δημόσιο και τα ΝΠΔΔ (άρθρα 80 & 84 ν. 2362/1995),

    (β) Στις συμβάσεις μερικής απασχόλησης (άρθρο 38 ν. 1892/1990),

    (γ) Στις ανανεώσεις των συμβάσεων ορισμένου χρόνου (άρθρο 5 παρ. 2  π.δ. 81/2003),

    (δ) Στις συμβάσεις προσωρινής απασχόλησης (άρθρο 124 ν. 4052/2012).

     

    ΙV. Το έγγραφο της γνωστοποίησης των ατομικών όρων εργασίας

    1. Η σύμβαση εργασίας και η γνωστοποίηση των όρων της

    Η σύμβαση εργασίας δεν πρέπει να συγχέεται με το έγγραφο γνωστοποίησης των ατομικών όρων εργασίας. Αναφέραμε ήδη (ανωτέρω υπό ΙΙΙ.1) πως δεν είναι, κατά κανόνα, αναγκαία η ύπαρξη εγγράφου τύπου για την εγκυρότητα μιας σύμβασης εργασίας. Μια (κοινή) σύμβαση εργασίας στον ιδιωτικό τομέα, λ.χ., μπορεί να είναι και προφορική. Δεν απαιτείται, δηλ., να υπογραφεί κάποιο συμβατικό κείμενο.

    Η σύμβαση εργασίας όμως (είτε συνάπτεται υποχρεωτικά είτε επιλέγουν οι συμβαλλόμενοι τον έγγραφο τύπο) δεν πρέπει να συγχέεται με το έγγραφο γνωστοποίησης των όρων εργασίας.

    2. Η υποχρέωσης γνωστοποίησης όρων εργασίας

    Το έγγραφο γνωστοποίησης των όρων εργασίας αποτελεί υποχρέωση του εργοδότη, που απορρέει από το Π.Δ. 156/1994.

    Η Οδηγία 91/553 του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης επέβαλε σε κάθε εργοδότη την υποχρέωση να ενημερώνει τον εργαζόμενο σχετικά με τους όρους της μεταξύ τους σύμβασης ή της εργασιακής σχέσης. Το προαναφερθέν Προεδρικό Διάταγμα εκδόθηκε στο πλαίσιο της σχετικής εναρμόνισης της (ελληνικής) εργατικής νομοθεσίας.

    Η συγκεκριμένη υποχρέωση του εργοδότη αφορά στους ουσιώδεις όρους της σύμβασης ή της σχέσης εργασίας.

    Ο εργοδότης οφείλει να την εκπληρώνει μέσα σε διάστημα δύο μηνών από την κατάρτιση της σύμβασης εργασίας (άρθρο 3 §1 Π.Δ. 156/94). Επίσης, εντός μηνός από την πραγματοποίηση ενδεχόμενης μεταβολής (άρθρο 5 §1 Π.Δ. 156/94).

    3. Το περιεχόμενο του εγγράφου της (υποχρεωτικής) γνωστοποίησης των ατομικών όρων εργασίας

    Το ανωτέρω Π.Δ. απαριθμεί (όχι περιοριστικά) τους όρους που πρέπει υποχρεωτικά να περιλαμβάνει, ως ελάχιστο περιεχόμενο, η πληροφόρηση του εργοδότη (άρθρο 2, §2).

    Το έγγραφο πληροφόρησης του εργαζομένου, συγκεκριμένα, πρέπει να περιέχει κατ’ ελάχιστον:

    (α) Τα στοιχεία ταυτότητας των συμβαλλομένων.

    (β) Τον τόπο παροχής της εργασίας, την έδρα της επιχείρησης ή τη διεύθυνση κατοικίας του εργοδότη.

    (γ) Τη θέση ή την ειδικότητα του εργαζόμενου, το βαθμό του, την κατηγορία της απασχόλησής του καθώς και το αντικείμενο της εργασίας του.

    (δ) Την ημερομηνία έναρξης της σύμβασης ή της σχέσης εργασίας και τη διάρκεια αυτής, αν καταρτίζεται για ορισμένο χρόνο.

    (ε) Τη διάρκεια της άδειας με αποδοχές που δικαιούται ο εργαζόμενος, καθώς και τον τρόπο και χρόνο χορήγησής της.

    (στ) Το ύψος της αποζημίωσης που οφείλεται και τις προθεσμίες που πρέπει να τηρούν εργοδότης και εργαζόμενος, σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία, σε περίπτωση λύσεως της σύμβασης ή της σχέσης εργασίας με καταγγελία.

    (ζ) Τις πάσης φύσεως αποδοχές που δικαιούται ο εργαζόμενος και την περιοδικότητα καταβολής τους.

    (η) Τη διάρκεια της κανονικής ημερήσιας και εβδομαδιαίας απασχόλησης του εργαζόμενου.

    ) Αναφορά της συλλογικής ρύθμισης που έχει εφαρμογή και καθορίζει τους ελάχιστους όρους αμοιβής και εργασίας του εργαζόμενου.

    Διευκρινίζεται πως η πληροφόρηση για τα στοιχεία των ανωτέρω υπό στοιχεία (ε), (στ), (ζ) και (η) περιπτώσεων μπορεί να γίνεται και με παραπομπή στις ισχύουσες διατάξεις της Εργατικής Νομοθεσίας.

     

    V. Ο σκοπός της υποχρέωσης γνωστοποίησης όρων εργασίας σε αντιδιαστολή με τον σκοπό της σύμβασης εργασίας

    Η ανωτέρω (υπό ΙΙΙ) υποχρέωση του εργοδότη δεν είναι συστατικός τύπος της σύμβασης εργασίας.

    Η (ενδεχόμενη) μη τήρησή της δεν θίγει το κύρος της σύμβασης.

    Ο σκοπός της συγκεκριμένης πληροφόρησης είναι αμιγώς ενημερωτικός. Τούτο εξάλλου ρητά επισημαίνεται και στη σχετική νομολογία. Γίνεται λοιπόν δεκτό πως «…με την εκτέλεση εκ μέρους του εργοδότη όσων επιβάλλουν οι διατάξεις του π.δ. 156/1994, γίνεται απλώς ενημέρωση του εργαζομένου για τους ισχύοντες όρους, που διέπουν τη σύμβαση ή σχέση εργασίας, όπως αυτοί καθορίζονται ήδη από το νόμο και την ατομική σύμβαση, και δεν επέρχεται κάποια μεταβολή στη συγκεκριμένη σύμβαση ή τη σχέση εργασίας από μόνη την ενέργεια αυτή» (Ενδ.: ΑΠ 860/2010).

    Αντίθετα, η μη τήρηση της υποχρέωσης πληροφόρησης επιφέρει διοικητικής φύσεως κυρώσεις (άρθρο 7 Π.Δ. 156/1994). Πρόκειται για την επιβολή προστίμου στον υπόχρεο εργοδότη από τον αρμόδιο Επιθεωρητή Εργασίας. Ο τελευταίος είναι εκείνος που θα ελέγξει την ύπαρξη (ή μη) των (συμπληρωμένων) εντύπων γνωστοποίησης των ουσιωδών όρων εργασίας ενός εκάστου εργαζομένου στον χώρο εργασίας.

    Τα στοιχεία που εμπεριέχονται στη συγκεκριμένη ενημέρωση είναι, πράγματι, ουσιώδη. Αυτή ακριβώς η ουσιώδης σημασία τους καθιστά αναγκαίο να εμπεριέχονται και στην τυχόν (υφιστάμενη) έγγραφη σύμβαση εργασίας. Γι’ αυτό, άλλωστε, το Προεδρικό Διάταγμα προβλέπει πως η ενημέρωση των εργαζομένων μπορεί να γίνει, πέραν του «άλλου εγγράφου», και με την «γραπτή σύμβαση εργασίας» (άρθρου 3 §2).

    Είναι λοιπόν ενδεχόμενο να μην υπάρξει η ανωτέρω ενσωμάτωση (:γνωστοποίηση στη γραπτή σύμβαση εργασίας). Το (υποχρεωτικά) αυτοτελές έγγραφο της γνωστοποίησης θα λειτουργεί, στην περίπτωση αυτή, παράλληλα και συμπληρωματικά με τη σύμβαση εργασίας.

    Σε κάθε περίπτωση, όμως, πρέπει να γίνει κατανοητό πως τα δύο έγγραφα επιτελούν διαφορετικούς σκοπούς.

    Η γνωστοποίηση του ΠΔ έχει αμιγώς ενημερωτικό χαρακτήρα. Έμμεσα, εκ του λόγου αυτού, αποδεικτικό κάποιων βασικών όρων εργασίας.

    Ο σκοπός όμως της σύμβασης εργασίας είναι σημαντικά ευρύτερος και σημαντικότερος. Και τούτο, μολονότι δεν καθίσταται (πάντα) υποχρεωτική-σε αντίθεση με το έγγραφο γνωστοποίησης ατομικών όρων εργασίας. Η σύμβαση ρυθμίζει (και ενδείκνυται να ρυθμίζει) το σύνολο των κανόνων που διέπουν την εργασιακή σχέση. Όχι μόνον των ουσιωδών-βασικών όρων.

    Πρώτα-πρώτα, μπορεί να επιτυγχάνει τον σκοπό ενημέρωσης του εγγράφου γνωστοποίησης των ουσιωδών όρων και να ακυρώνει, ως εκ τούτου, τον λόγο ύπαρξής του. Επιπρόσθετα, όμως, μπορεί να αποτελέσει ένα σημαντικό εργαλείο στα χέρια του εργοδότη όσον αφορά το σύνολο των όρων που διέπουν την εργασιακή σχέση. Η σύμβαση εργασίας μπορεί να θέσει την εργασιακή σχέση σε ένα προκαθορισμένο από τα μέρη πλαίσιο. Να καλύπτει, προληπτικά, ένα πλήθος ζητημάτων. Να καλύπτει, προληπτικά, ένα πλήθος ζητημάτων. Να λειτουργήσει αποτρεπτικά απέναντι σε ενέργειες οι οποίες ενδέχεται να ανακύψουν και να οδηγήσουν σε δικαστικές διαμάχες των μερών.

     

    VI. Το (δυνητικό) περιεχόμενο της σύμβασης εργασίας

    Είδαμε ήδη πως η σύμβαση εργασίας (ενδείκνυται να) έχει σημαντικά ευρύτερο περιεχόμενο από εκείνο της (υποχρεωτικής) γνωστοποίησης των ουσιωδών όρων της εργασιακής σχέσης. Ακόμα και στα θέματα για τα οποία (εκ πρώτης όψεως) υπάρχει ταύτιση περιεχομένου αξίζει τον κόπο να υπάρχει μια διευρυμένη προσέγγισή τους. Τέτοια θέματα μπορεί, μεταξύ άλλων, να αφορούν:

    (α) Τα καθήκοντα του εργαζόμενου

    (β) O τόπος παροχής υπηρεσιών-ειδικά σε επιχειρήσεις που έχουν ή είναι δυνατό να αποκτήσουν υπερτοπική δραστηριότητα

    (γ) Η παροχή υπηρεσιών σε Όμιλο Επιχειρήσεων

    (δ) Η διάρκεια της σύμβασης

    (ε) Το ωράριο

    (στ) Οι αποδοχές

    (ζ) Οι παροχές από ελευθεριότητα

    (η) Οι υποχρεώσεις των εργαζομένων

    (θ) Θέματα προσωπικών δεδομένων

    (ι) Η εμπιστευτικότητα

    (ια) Οι ενδεχόμενες ευρεσιτεχνίες

     

    VII. Εν κατακλείδι

    Η σύμβαση εξαρτημένης εργασίας είναι απολύτως διάφορη από τη γνωστοποίηση των ουσιωδών όρων της εργασιακής σχέσης.

    Η πρώτη είναι προαιρετική. Η δεύτερη υποχρεωτική.

    Η παράλειψη αμφοτέρων δεν θίγει την εγκυρότητα της σχέσης εργασίας.

    Η (έγγραφη) σύμβαση εργασίας εντούτοις, παρότι προαιρετική, είναι δυνατό να αποδειχθεί πολύτιμη.

    Αρκεί να έχει το κατάλληλο περιεχόμενο.

    stavros-koumentakis

    Σταύρος Κουμεντάκης
    Managing Partner

    Υ.Γ. Συνοπτική έκδοση του άρθρου δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ, στις 9 Φεβρουαρίου 2020.

     

    Η πληροφόρηση που εμπεριέχεται στο παρόν άρθρο δεν συνιστά (ούτε και έχει σκοπό να αποτελέσει) νομική συμβουλή. Μια τέτοια νομική συμβουλή είναι δυνατό να παρασχεθεί μόνον από αρμόδιο δικηγόρο ο οποίος θα λάβει υπόψη του το σύνολο των δεδομένων που θα του εκθέσετε για την υπόθεσή σας. Αναλυτικά.

  • Εμπορικός Αντιπρόσωπος: η συμβολή του στην ανάπτυξη των εξαγωγικών επιχειρήσεων

    Εμπορικός Αντιπρόσωπος: η συμβολή του στην ανάπτυξη των εξαγωγικών επιχειρήσεων

    1. Η Ελλάδα σήμερα μετά την ολοκλήρωση του τελευταίου προγράμματος οικονομικής προσαρμογής

    To 2019 φαινόταν να σηματοδοτεί μια νέα αρχή για την ελληνική οικονομία και να αποτελεί ένα έτος προκλήσεων. Η ολοκλήρωση του τελευταίου τριετούς προγράμματος οικονομικής προσαρμογής, καθώς και η αποσαφήνιση του καθεστώτος ενισχυμένης εποπτείας για τη μετά το πρόγραμμα χρονική περίοδο αποτελούν παράγοντες που θα μπορούσαν να οδηγήσουν την ελληνική οικονομία να λειτουργήσει πλέον σε ένα νέο θεσμικό πλαίσιο.-

    Ωστόσο, ενώ το 2018 η ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας ενισχύθηκε με την επίτευξη ρυθμού ανάπτυξης του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος ύψους 1,8%, το 2019 ενδέχεται να σημειωθεί ανακοπή του ρυθμού ανάπτυξης. Οι εσωτερικές πολιτικές εξελίξεις, αφενός με την αβεβαιότητα για την επιμονή στις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις και αφετέρου με τη διεξαγωγή διαδοχικών εκλογικών αναμετρήσεων συνηγορούν στο ενδεχόμενο αυτό.-

    Επιπλέον, και το εξωτερικό οικονομικό περιβάλλον επηρεάζει αρνητικά την αναπτυξιακή δυναμική της οικονομίας της χώρας. Μάλιστα, καθώς καίριος παράγοντας ως προς την ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας αποτέλεσε η βελτίωση της εξωστρέφειας  της ελληνικής οικονομίας, η ανακοπή των ρυθμών οικονομικής ανάπτυξης στο διεθνές περιβάλλον και, ειδικότερα, στην ευρωζώνη και ο συνακόλουθος περιορισμός του παγκόσμιου εμπορίου, λόγω της ενίσχυσης των πρακτικών προστατευτισμού, είναι πιθανό να δράσουν ανασταλτικά στην ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας.-

     

    2. Η εξωστρέφεια της ελληνικής οικονομίας ως θεμέλιο ενός βιώσιμου προτύπου ανάπτυξης

    Σε κάθε περίπτωση και ανεξάρτητα από το ύψος του ρυθμού ανάπτυξης της χώρας το 2019, ζητούμενο για την ελληνική οικονομία είναι η μετάβαση της σε ένα βιώσιμο πρότυπο ανάπτυξης με κύρια χαρακτηριστικά τη γνώση, την επιχειρηματικότητα και τις επενδύσεις. Η επίτευξη της μετάβασης αυτής έχει ως αναγκαία προϋπόθεση, ανάμεσα στα άλλα, την αδιάκοπη βελτίωση της εξαγωγικής επίδοσης της χώρας.  Δεν είναι τυχαίο ότι κινητήρια δύναμη της ανάκαμψης της ελληνικής οικονομίας συνιστά η δυναμική στροφή των ελληνικών επιχειρήσεων προς τις ξένες αγορές. Στο πλαίσιο δε αυτό, δε θα ήταν υπερβολή να επισημανθεί ότι  κατά τα χρόνια της οικονομικής κρίσης η άνοδος των εξαγωγών αγαθών και υπηρεσιών αποτελεί ίσως το μοναδικό αξιοσημείωτο θετικό στοιχείο που χαρακτηρίζει την ελληνική οικονομία.-

    Βέβαια, η συζήτηση για τη βελτίωση της εξωστρέφειας της ελληνικής οικονομίας συνήθως επικεντρώνεται στα ζητήματα ανταγωνιστικότητας των ελληνικών επιχειρήσεων, καθώς και στην απαίτηση αφενός για την ενσωμάτωση νέων τεχνολογιών στους εταιρικούς οργανισμούς και αφετέρου για την καθοριστική επένδυση στη γνώση (εκπαίδευση, έρευνα, καινοτομία). Συνακόλουθα, εκφεύγει της συζήτησης αυτής η καίρια συμβολή που θα μπορούσε να έχει στη βελτίωση της εξαγωγικής επίδοσης των ελληνικών επιχειρήσεων η ορθή εξειδίκευση των εξαγωγών κατά  προϊόν ή υπηρεσία και κατά γεωγραφική περιοχή, η οποία και αποτελεί το έναυσμα για τη σύνταξη του παρόντος σημειώματος.-

     

    3. Η μη επαρκής ακόμη βελτίωση της εξαγωγικής επίδοσης των ελληνικών επιχειρήσεων

    Εξετάζοντας τις εξαγωγικές επιδόσεις της χώρας και αξιολογώντας την εξέλιξη των μεριδίων αγοράς των ελληνικών εξαγωγικών αγαθών (και υπηρεσιών), γίνεται δεκτό ότι οι ελληνικές εξαγωγικές επιχειρήσεις συνηθίζουν να προσφέρουν στις διεθνείς αγορές εξαιρετικά ποιοτικά προϊόντα (και υπηρεσίες), τα οποία και συνιστούν το κύριο πλεονέκτημά τους στο παγκόσμιο ανταγωνιστικό περιβάλλον.-

    Ωστόσο, αυτά τα προϊόντα (και υπηρεσίες) έχουν σοβαρό κοστολογικό μειονέκτημα, καθώς:

    (α) οι ξένοι ανταγωνιστές είναι μεγαλύτεροι και πιο οργανωμένοι – ο μικρός αριθμός του ελληνικού εργατικού δυναμικού, η μικρή εγχώρια αγορά και η αδυναμία συγκρότησης οικονομιών κλίμακας καθιστούν τα ελληνικά προϊόντα (και υπηρεσίες) – τουλάχιστον αυτά, τα οποία τα οποία παράγουν επιχειρηματικές οντότητες έντασης εργασίας – αμελητέα σε όγκο παραγωγής ως προς τον παγκόσμιο ανταγωνισμό,

    (β) οι ελληνικές επιχειρήσεις βρίσκονται αντιμέτωπες με πολύ υψηλά φορολογικά και ασφαλιστικά βάρη, καθώς και υψηλό εργατικό κόστος (παρά τις προσαρμογές που επιβλήθηκαν από το έτος 2010 και έπειτα),

    (γ) οι ελληνικές επιχειρήσεις έχουν αδυναμία πρόσβασης στον τραπεζικό δανεισμό ή έστω στο φτηνό τραπεζικό δανεισμό.-

    Περαιτέρω, η ελληνική επιχειρηματικότητα δεν έχει ακόμη ενσωματώσει στην πρακτική της την κουλτούρα της συνέργειας, με αποτέλεσμα να αδυνατεί να αντισταθμίσει τα κοστολογικά της μειονεκτήματα.-

    Τέλος, πολύ συχνά διαμορφώνεται η παράδοξη διαπίστωση: ενώ ο Έλληνας επιχειρηματίας ή παραγωγός ενδιαφέρεται αποκλειστικά για την παραγωγή ενός εξαιρετικού ποιοτικά προϊόντος (και υπηρεσίας), αδιαφορεί πλήρως για την ουσία της επιχειρηματικότητας και του εμπορίου. Δηλαδή αδιαφορεί για το αν και με ποιο τρόπο το προϊόν (και η υπηρεσία) που έχει παράξει μπορεί να καταστεί γνωστό στον τελικό καταναλωτή, να διανεμηθεί στην αγορά, για την οποία προορίζεται, και, τελικά, να πωληθεί.-

    Για τους λόγους αυτούς, διαπιστώνεται ότι η σημειούμενη βελτίωση της εξωστρέφειας της ελληνικής οικονομίας υπολείπεται της εξαιρετικής ποιότητας των ελληνικών εξαγωγικών προϊόντων (και υπηρεσιών). Επιπλέον, διατυπώνεται το ερώτημα για τον τρόπο, με τον οποίο οι ελληνικές εξαγωγικές επιχειρήσεις μπορούν να βελτιώσουν τα μερίδιά τους στην παγκόσμια αγορά με δεδομένους τους περιορισμούς στην εγχώρια χρηματοδότηση και το μακροπρόθεσμο της επένδυσης στη γνώση.-

     

    4. Η συμβολή του εμπορικού αντιπροσώπου στη διανομή προϊόντων (και υπηρεσιών) σε μια συγκεκριμένη γεωγραφική περιοχή

    Σύμφωνα με τα παραπάνω αναφερόμενα, η συζήτηση για τη βελτίωση της εξωστρέφειας της ελληνικής οικονομίας δεν έχει επικεντρωθεί, ανάμεσα στα άλλα, στην ανάγκη ορθής εξειδίκευσης των εξαγωγών κατά  προϊόν (και υπηρεσία) και κατά γεωγραφική περιοχή, δηλαδή στην ανάγκη κατάλληλης αντιστοίχισής τους. Συνακόλουθα, η συζήτηση για τη βελτίωση της εξαγωγικής επίδοσης των ελληνικών επιχειρήσεων παραβλέπει το πρόσωπο εκείνο, το οποίο μπορεί να συμβάλει καθοριστικά, προκειμένου ένα προϊόν (και μια υπηρεσία) να διανεμηθεί στην αγορά, για την οποία προορίζεται, και, τελικά, να πωληθεί. Δηλαδή, η σχετική συζήτηση παραβλέπει την καίρια συμβολή του εμπορικού αντιπροσώπου.-

    Πολύ συνοπτικά, θα μπορούσε να προσδιοριστεί ότι ο εμπορικός αντιπρόσωπος είναι το πρόσωπο εκείνο, το οποίο αναλαμβάνει με την ιδιότητα του μεσολαβητή και σε μόνιμη βάση:

    (α) να διαπραγματεύεται για λογαριασμό άλλου προσώπου (φυσικού ή νομικού), που καλείται αντιπροσωπευόμενος (για τις ανάγκες του παρόντος σημειώματος ενδιαφέρει η περίπτωση των ελληνικών εξαγωγικών επιχειρήσεων), την πώληση ή αγορά εμπορευμάτων ή υπηρεσιών και

    (β) ανάλογα με το περιεχόμενο της σύμβασης εμπορικής αντιπροσωπείας, να συνάπτει τις εν λόγω πράξεις στο όνομα του αντιπροσωπευόμενου.-

    Στο πλαίσιο αυτό, θα μπορούσε να γίνει δεκτό ότι με τη σύμβαση εμπορικής αντιπροσωπείας η ελληνική εξαγωγική επιχείρηση με την ιδιότητα του αντιπροσωπευόμενου αναθέτει έναντι αμοιβής και σε μόνιμη βάση σε έναν ανεξάρτητο επιχειρηματία, τον εμπορικό αντιπρόσωπο, τη μέριμνα των υποθέσεών της με το παραπάνω περιεχόμενο και ως προς μια συγκεκριμένη γεωγραφική περιοχή συνήθως.-

    Επομένως, από το παραπάνω γενικό περιεχόμενο της σύμβασης εμπορικής αντιπροσωπείας καθίσταται αντιληπτό ότι ο εμπορικός αντιπρόσωπος έχει τη δυνατότητα να τοποθετήσει για πρώτη φορά προϊόντα (και υπηρεσίες) των ελληνικών εξαγωγικών επιχειρήσεων στη γεωγραφική περιοχή, στην οποία δραστηριοποιείται, ή να ενισχύσει το μερίδιο αγοράς τους στην εν λόγω  περιοχή. Με τον τρόπο αυτό, ουσιαστικά, συμβάλλει καθοριστικά στη βελτίωση της εξωστρέφειας της ελληνικής οικονομίας.-

     

    5. Η οπτική των ελληνικών εξαγωγικών επιχειρήσεων – οι απαιτήσεις από ένα σύγχρονο εμπορικό αντιπρόσωπο

    Στο πλαίσιο αυτό, προκειμένου οι ελληνικές εξαγωγικές επιχειρήσεις να τοποθετήσουν τα προϊόντα (και τις υπηρεσίες) σε μια συγκεκριμένη γεωγραφική περιοχή ή να αυξήσουν το μερίδιο αγοράς τους σε αυτήν, έχουν ανάγκη από τη συνδρομή ενός σύγχρονου και ικανού εμπορικού αντιπροσώπου. Ο εμπορικός αντιπρόσωπος οφείλει να ανταποκριθεί με επάρκεια στο παραπάνω αναλυτικά σύνθετο επιχειρηματικό και εξαγωγικό περιβάλλον, αλλά και στις απαιτήσεις των ελληνικών επιχειρηματικών οντοτήτων.-

    Συγκεκριμένα, απαίτηση των ελληνικών εξαγωγικών επιχειρήσεων από ένα σύγχρονο εμπορικό αντιπρόσωπο είναι να μεριμνά για τα συμφέροντά τους και να ενεργεί, σύμφωνα με την καλή πίστη. Ειδικότερα, κάθε ελληνική εξαγωγική επιχείρηση έχει την ανάγκη ο εμπορικός αντιπρόσωπος:

    (α) να παρακολουθεί με πληρότητα την αγορά της γεωγραφικής περιοχής που του έχει ανατεθεί (monitoring) και ιχνηλατεί με επάρκεια τα κανάλια διανομής του προϊόντος (και της υπηρεσίας) που έχει αναλάβει να την αντιπροσωπεύσει (tracking), χωρίς να αρκεί πλέον η αξιοποίηση φιλικών καναλιών διανομής,

    (β) να υιοθετεί το όραμα, τη στρατηγική και τους στόχους της επιχείρησης που αντιπροσωπεύει,

    (γ) να συναισθάνεται ότι αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα της οργάνωσης των πωλήσεων της αντιπροσωπευόμενης επιχείρησης και να συνεργάζεται στενά με τα πρόσωπα που το στελεχώνουν,

    (δ) να διαφυλάττει, να προωθεί και να βελτιώνει την εικόνα της αντιπροσωπευόμενης επιχείρησης τόσο έναντι των δικτύων διανομής της γεωγραφικής περιοχής, στην οποία ο ίδιος  δραστηριοποιείται όσο και έναντι του τελικού καταναλωτή – της κοινής γνώμης, με άλλα λόγια, χωρίς να αρκεί η καλλιέργεια προσωπικών σχέσεων με τα πρόσωπα που απαρτίζουν τα δίκτυα διανομής, καθώς απαιτείται πλέον η συστηματική χρήση των μέσων κοινωνικής δικτύωσης και η άσκηση επιρροής στο καταναλωτικό κοινό,

    (ε) να μεριμνά για την ανάπτυξη μακροχρόνιων επιχειρηματικών σχέσεων ανάμεσα στην επιχείρηση που αντιπροσωπεύει και τους συναλλασσόμενους με αυτήν (χονδρεμπόρους, δίκτυα διανομής, λιανεμπόρους και τελικούς καταναλωτές) και να προσθέτει αξία σε αυτήν,

    (στ) να γνωστοποιεί ρητά και με σαφήνεια τις ανάγκες, τις απαιτήσεις και τις επιθυμίες όλων των μερών της επιχειρηματικής σχέσης,

    (ζ) να κοινοποιεί στην επιχείρηση που αντιπροσωπεύει κάθε αναγκαία – για την ίδια, για τα προϊόντα (και τις υπηρεσίες της) και για την αγορά της εν λόγω γεωγραφικής περιοχής – πληροφορία που διαθέτει και

    (η) να μην αντιπροσωπεύει άμεσα ανταγωνιστικά προϊόντα ή υπηρεσίες στην αγορά της γεωγραφικής περιοχής που του έχει ανατεθεί.-

     

    6. Οι influencers, οι brand ambassadors και η ενίσχυση της αναγνωρισιμότητας μιας επιχείρησης, ενός προϊόντος και μιας υπηρεσίας.

    Πέρα από τα παραπάνω αναφερόμενα, καθίσταται σαφές ότι απαραίτητη προϋπόθεση για τη διανομή ενός προϊόντος (και μιας υπηρεσίας) στην αγορά και για την πώλησή του στον τελικό καταναλωτή είναι η αυξημένη αναγνωρισιμότητα της επιχείρησης και του συγκεκριμένου προϊόντος (και υπηρεσίας). Για το λόγο αυτό αναπτύχθηκαν από τις επιχειρηματικές οντότητες οργανωμένα τμήματα και προγράμματα marketing.-

    Ωστόσο, η ραγδαία ανάπτυξη των μέσων κοινωνικής δικτύωσης την τελευταία δεκαετία φαίνεται να έχει μετασχηματίσει και τις μεθόδους marketing, καθώς ανέδειξε τη σημασία του influence marketing. Το εν λόγω marketing, του οποίου τα όρια και το περιεχόμενο εξελίσσεται δυναμικά και παράλληλα με το μετασχηματισμό των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, εστιάζει σε συγκεκριμένα πρόσωπα. Τα πρόσωπα αυτά που έχουν τη δυνατότητα άσκησης επιρροής στο καταναλωτικό κοινό και σε δυνητικούς πελάτες διακρίνονται στις ακόλουθες κατηγορίες:

    (α) Στους influencers, δηλαδή στα πρόσωπα εκείνα, τα οποία έχουν την ικανότητα να επηρεάζουν τη συμπεριφορά, τις απόψεις και τις αποφάσεις άλλων προσώπων, λόγω της δύναμης, της γνώσης, της θέσης ή της σχέσης τους με τα πρόσωπα, στα οποία απευθύνονται. Η επιρροή των influencers οικοδομείται, κυρίως, στο διαδίκτυο και τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, ενώ η σχέση τους με τις επιχειρηματικές οντότητες είναι σχετικά χαλαρή. Προωθούν τα προϊόντα ή τις υπηρεσίες της επιχείρησης, με την οποία συνεργάζονται, αλλά δεν αποτελούν μέρος του επιχειρηματικού οργανισμού, καθώς χρησιμοποιούνται συνήθως για βραχύ χρονικό διάστημα. Προφανώς, δε διαπραγματεύονται ούτε συνάπτουν συμφωνίες για λογαριασμό του αντιπροσωπευόμενου.-

    (β) Στους brand ambassadors, οι οποίοι είναι κατά κάποιο τρόπο influencers, αλλά και αντιπρόσωποι της επιχειρηματικής οντότητας. Ενισχύουν την αναγνωρισιμότητα του αντιπροσωπευόμενου και συμβάλλουν στην αύξηση των πωλήσεών του, αλλά δε διαπραγματεύονται ούτε συνάπτουν συμφωνίες για λογαριασμό του. Χρησιμοποιούν το διαδίκτυο και τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, αλλά δεν παραβλέπουν τη φυσική κοινωνική παρουσία, συναναστροφή και επιρροή. Μπορεί να αποτελούν μέρος της επιχειρηματικής οντότητας, μπορεί, όμως, και να αποτελούν ανεξάρτητο συνεργάτη της. Σε κάθε περίπτωση, η δέσμευσή τους έναντι της επιχείρησης που αντιπροσωπεύουν είναι ισχυρότερη από αυτή των influencers και συνοδεύεται από περισσότερο μακρόχρονες συμβατικές σχέσεις.-

     

    7. Ο εμπορικός αντιπρόσωπος ως influencer και brand ambassador

    Από όλα τα παραπάνω προκύπτει με σαφήνεια ότι στην εποχή των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, του διαδικτύου, της τεχνολογίας και της ταχύτητας ο σύγχρονος εμπορικός αντιπρόσωπος, προκειμένου να εξυπηρετεί τα συμφέροντα των ελληνικών εξαγωγικών επιχειρήσεων, με τις οποίες συμβάλλεται, οφείλει να είναι, συγχρόνως, influencer και brand ambassador ως προς τις ίδιες τις επιχειρήσεις και ως προς τα προϊόντα (και τις υπηρεσίες) που του έχουν αναθέσει να προωθήσει.-

    Ο σύγχρονος εμπορικός αντιπρόσωπος οφείλει να προβαίνει σε συστηματική χρήση των μέσων κοινωνικής δικτύωσης και να ασκεί επιρροή στο καταναλωτικό κοινό. Συγχρόνως, όπως ήδη αναφέρθηκε, οφείλει να έχει φυσική κοινωνική παρουσία, συναναστροφή και επιρροή. Μόνο κατά τον τρόπο αυτό θα έχει τη δυνατότητα να διαφυλάξει, να προωθήσει και να βελτιώσει την εικόνα της αντιπροσωπευόμενης επιχείρησης τόσο έναντι των δικτύων διανομής της γεωγραφικής περιοχής, στην οποία ο ίδιος  δραστηριοποιείται όσο και έναντι της κοινής γνώμης. Εν τέλει, μόνο κατά τον τρόπο αυτό, ο σύγχρονος εμπορικός αντιπρόσωπος θα καταφέρει να τοποθετήσει τα προϊόντα (και τις υπηρεσίες) των ελληνικών εξαγωγικών επιχειρήσεων σε μια συγκεκριμένη γεωγραφική περιοχή ή να αυξήσει το μερίδιο αγοράς τους σε αυτήν.

     

    8. Κατακλείδα – ο ρόλος του νομικού συμβούλου στη σύναψη της σύμβασης εμπορικής αντιπροσωπείας

    Σε κάθε περίπτωση, η εισαγωγή και η εκτεταμένη χρήση του influencer marketing στην εμπορική και επιχειρηματική πρακτική προσφέρει στο σύγχρονο εμπορικό αντιπρόσωπο νέες και διαφοροποιημένες δυνατότητες κατά την αντιπροσώπευση των ελληνικών εξαγωγικών επιχειρήσεων – πέρα και πάνω από την παραδοσιακή άσκηση της δραστηριότητάς του. Συνακόλουθα, αυτή η διαφοροποίηση του αντικειμένου των υπηρεσιών που προσφέρει στις επιχειρήσεις που αντιπροσωπεύει απαιτεί τη σύναψη μιας σαφούς και ρητής έγγραφης συμφωνίας που να ικανοποιεί τις ανάγκες, τις προσδοκίες και τους σκοπούς τόσο του αντιπροσώπου όσο και του αντιπροσωπευόμενου. Απαιτεί, δηλαδή, τη συνδρομή των υπηρεσιών ενός καταρτισμένου νομικού συμβούλου.

    Πέτρος Ταρνατώρος
    Senior Associate

    Υ.Γ. Συνοπτική εκδοχή του άρθρου δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ, στις 21 Ιουλίου 2019

    εμπορικός αντιπρόσωπος

     

  • Επιχειρήσεις και Εμπιστευτικότητα

    Επιχειρήσεις και Εμπιστευτικότητα

    [vc_row][vc_column][vc_column_text]

    1. Η σημασία της διασφάλισης της εμπιστευτικότητας

    Κάθε επιχείρηση αντιμετωπίζει σωρεία προκλήσεων για να καταστεί και παραμείνει υγιής αλλά και για να διατηρήσει τα υψηλά standards τα οποία έχει ενδεχομένως επιτύχει, όσον αφορά τη λειτουργία, την αποτελεσματικότητα και την κερδοφορία της. Η διατήρηση (και, πολύ περισσότερο, η επαύξηση) του μεριδίου της αγοράς της στις γεωγραφικές περιοχές της δραστηριοποίησής της προϋποθέτει υπερπήδηση, καθημερινά, σειράς εμποδίων.

    Η επίτευξη και διατήρηση της υγιούς επιχειρηματικότητας είναι πάντοτε όχι μόνον ένα ζητούμενο αλλά και μια καθημερινή πρόκληση. Μια από τις προϋποθέσεις της μάλιστα συναρτάται με την διασφάλιση πως εκείνες οι πληροφορίες που η επιχείρηση προσδιορίζει ως εμπιστευτικές θα διατηρηθούν ως τέτοιες και, μεταξύ άλλων, δεν θα διαχυθούν στον ανταγωνισμό.

    Σε κάποιες, ειδικές, περιπτώσεις η υποχρέωση διαφύλαξης της εμπιστευτικότητας των πληροφοριών τις οποίες διακινεί η επιχείρηση επιβάλλεται από το θεσμικό πλαίσιο (ιδ. κατωτέρω σχετικά με τα προσωπικά δεδομένα). Στις περιπτώσεις αυτές οι συνέπειες δεν αναφέρονται στην ομαλή λειτουργία και ανάπτυξη της επιχείρησης. Οι συνέπειες μπορεί να αναφέρονται σε απροσδιόριστα υψηλά πρόστιμα και ποινικές κυρώσεις!

    1. Πρόσωπα που καταλαμβάνει η υποχρέωση εμπιστευτικότητας

    Η υποχρέωση διαφύλαξης της εμπιστευτικότητας είναι μια υποχρέωση που καταλαμβάνει όλους. Ανεξαιρέτως!

    Όπως δεν εξαιρείται ο εργάτης ή ο κλητήρας μιας επιχείρησης έτσι (αυτονοήτως) δεν εξαιρούνται τα στελέχη, το ανώτερο management, ο Διευθύνων Σύμβουλος ή ακόμα και ο βασικός μέτοχος. Είναι σημαντικό, όμως, να τονισθεί πως η συγκεκριμένη υποχρέωση καταλαμβάνει και οποιονδήποτε τρίτο που γίνεται κοινωνός εμπιστευτικών πληροφοριών, λ.χ. ένας στενός συνεργάτης ή σύμβουλος μιας επιχείρησης.

    1. Μορφή και τρόπος γνώσης των προστατευόμενων πληροφοριών

    Δεν έχει οποιαδήποτε σημασία για την προστασία τους η μορφή των πληροφοριών: Μπορεί να πρόκειται για έγγραφα, για ηλεκτρονικά αρχεία ακόμα και για προφορική πληροφόρηση που διαχέεται σε συγκεκριμένο αριθμό προσώπων και αφορά συγκεκριμένη επιχείρηση ή όμιλο επιχειρήσεων.

    Δεν έχει όμως οποιαδήποτε σημασία και ο τρόπος περιέλευσης σε γνώση των πληροφοριών τις οποίες καταλαμβάνει η υποχρέωση εμπιστευτικότητας. Μπορεί να πρόκειται για πληροφορίες των οποίων (λ.χ.) ένα στέλεχος καθίσταται κοινωνός κατά την ενάσκηση των καθηκόντων του στον χώρο εργασίας του ή ακόμα και εκτός αυτού (λ.χ. στις εγκαταστάσεις πελατών της επιχείρησης). Μπορεί ακόμα να πρόκειται για πληροφορίες που αφορούν θέματα που χειρίζεται ο υπόχρεος, συνάδελφοί του, συνεργάτες ή σύμβουλοι της επιχείρησης. Μπορεί, τέλος, να πρόκειται για θέματα που αφορούν ακόμα και πελάτες της τελευταίας.

    1. Προστατευόμενες πληροφορίες

    Οι πληροφορίες που καταλαμβάνονται από την υποχρέωση εμπιστευτικότητας μπορεί να αναφέρονται στο εμπορικό know-how (εμπορικής φύσεως πληροφορίες: λ.χ. κατάλογοι πελατών και προμηθευτών, κοστολόγια και υπολογισμοί τιμών, στρατηγικές πωλήσεων, μέθοδοι marketing κ.ο.κ.) ή/και στο τεχνικό know-how (τεχνογνωσία-πληροφορίες τεχνικής φύσεως). Μπορεί να αφορούν μεθοδολογία, διαδικασίες, σχεδιασμό, στοιχεία, εξέλιξη και αποτελέσματα οποιασδήποτε επιχειρηματικής δραστηριότητας, διαδικασίας, έρευνας, παραγωγή προϊόντος ή παροχή υπηρεσίας, Μπορεί να αφορούν διαδικασίες, πολιτικές, έγγραφα εποπτικών αρχών που συνδέονται με την επιχείρηση. Μπορεί, εν τέλει, να αφορούν οτιδήποτε σημαντικό για την επιχείρηση.

    1. Ειδικά για τα προσωπικά (απλά και ευαίσθητα) δεδομένα

    Κάποιες όμως από τις προστατευόμενες πληροφορίες είναι μάλιστα δυνατό να συνδέονται με προσωπικά δεδομένα-απλά και ευαίσθητα. Το ενδεχόμενο αυτό δημιουργεί επιπρόσθετες υποχρεώσεις για τις επιχειρήσεις όπως προβλέπεται τόσο με βάση το υφιστάμενο θεσμικό πλαίσιο (Οδηγία ΕΕ/1995/46 που ενσωματώθηκε με τον ν. 2472/1997) όσο και μ’ εκείνο του νέου Κανονισμού (ΕΕ/2016/679) ο οποίος θα τεθεί σε εφαρμογή από 25.5.2018 και εντεύθεν-ανεξάρτητα από την ψήφιση ή μη (του αναμενόμενου) εφαρμοστικού νόμου.

    Το σημαντικό όμως δεν είναι μόνον οι επιπρόσθετες υποχρεώσεις των επιχειρήσεων που δημιουργούνται από υφιστάμενο και νέο θεσμικό πλαίσιο όσον αφορά τα απλά και ευαίσθητα δεδομένα αλλά και, ιδίως, οι επαπειλούμενες κυρώσεις σε περίπτωση μη συμμόρφωσης ή/και παραβίασης (περί όλων αυτών όμως ιδ. στη σχετική δημοσίευση “Προστασία Προσωπικών δεδομένων και Επιχειρήσεις“)

    1. Οι υποχρεώσεις των στελεχών και των συνεργατών

    Στις συμβάσεις που συνδέουν τους κάθε λογής εργαζόμενους κι εξωτερικούς συνεργάτες με μια επιχείρηση (πρέπει να) εμπεριέχονται ρυθμίσεις τέτοιες που να περιορίζουν τη χρήση των πληροφοριών των οποίων γίνονται κοινωνοί κατά τη διάρκεια και στο πλαίσιο της συνεργασίας τους και μόνον. Κι ακόμα περισσότερο: (οφείλουν να) ρυθμίζουν τις υποχρεώσεις των εργαζομένων και συνεργατών κατά το χρονικό διάστημα μετά τη λήξη της συνεργασίας τους (λ.χ. επιστροφή εντύπων, εγγράφων, σημειώσεων, διαγραφή ή επιστροφή ηλεκτρονικών αρχείων) καθώς και τις κυρώσεις από την παραβίαση των σχετικών (συμβατικών και μετασυμβατικών) υποχρεώσεών τους (συνήθως υψηλές ποινικές ρήτρες-πέραν των γενικής φύσεως αξιώσεων αποζημίωσης).

     

    1. Ειδικά η ΑΠ 1/2017

    Απόφαση-σταθμός για το συγκεκριμένο θέμα υπήρξε η συγκεκριμένη απόφαση.

    Mε αυτήν έγινε δεκτό πως συνταγματικά κατοχυρωμένα δικαιώματα (μεταξύ άλλων και των εργαζομένων) όπως αυτά του απορρήτου των επιστολών και της επικοινωνίας (19Σ), του απαραβίαστου της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής (9Σ) και της προστασίας των προσωπικών δεδομένων (9Α Σ) είναι δυνατόν να περιοριστούν με βάση την επίσης συνταγματικά κατοχυρωμένη αρχή της αναλογικότητας (25Σ).

    Στο πλαίσιο, λοιπόν, της εκδίκασης της συγκεκριμένης απόφασης κρίθηκε πως το δικαίωμα της έννομης προστασίας (20 παρ. 1 Σ) και της επιχειρηματικής ελευθερίας (5 & 106 παρ. 2. Σ) ενός εργοδότη/μιας επιχείρησης είναι δυνατό να υπερισχύσουν των προαναφερθέντων δικαιωμάτων των εργαζομένων.

    Τι σήμαινε όμως πρακτικά ο περιορισμός συνταγματικά κατοχυρωμένων δικαιωμάτων των εργαζομένων στην συγκεκριμένη και αντίστοιχες υποθέσεις;

    Αναγνωρίστηκε το δικαίωμα του Εργοδότη (του οποίου τα προαναφερθέντα-αντίστοιχα συνταγματικά κατοχυρωμένα δικαιώματα θεωρήθηκε ότι, στην συγκεκριμένη περίπτωση και υπό τις συγκεκριμένες συνθήκες, υπερτερούσαν):

    • Να παρακολουθεί την ηλεκτρονική (επαγγελματική και προσωπική) αλληλογραφία των εργαζομένων του όπως αυτή αποτυπώνεται στους υπολογιστές και λοιπά μέσα της επιχείρησής του
    • Να ανασύρει τη διαγραφείσα αλληλογραφία από τους εν λόγω υπολογιστές ιδιοκτησίας του
    • Να καταγράφει τα στοιχεία που αντλούνται από τους υπολογιστές της επιχείρησής του και, ιδίως,
    • Να ασκεί νόμιμα δικαιώματά του με βάση στοιχεία που εμπεριέχονται σε επαγγελματική ή προσωπική αλληλογραφία των εργαζομένων του η οποία έλαβε χώρα μέσα από υπολογιστές της επιχείρησης ακόμα και αν αυτά είχαν εντωμεταξύ διαγραφεί.

    Δεν απομένει οποιαδήποτε αμφιβολία πως η συγκεκριμένη απόφαση είναι εξαιρετικά σημαντική: Η Επιχείρηση δεν παραμένει (νομικά) απροστάτευτη έναντι κακοπροαίρετων εργαζομένων οι οποίοι, υπό το πρόσχημα συνταγματικώς κατοχυρωμένων δικαιωμάτων τους επιχειρούν να την βλάψουν προσδοκώντας σε ίδιον όφελος.

    1. Πότε υποχωρεί η υποχρέωση εμπιστευτικότητας;

    Η υποχρέωση εμπιστευτικότητας υποχωρεί:

    • όταν οι πληροφορίες στις οποίες αναφέρεται είναι δημόσια (και εκ των προτέρων) γνωστές
    • όταν υπάρχει υποχρέωση αποκάλυψης των συγκεκριμένων πληροφοριών από το υφιστάμενο θεσμικό πλαίσιο ή επιβάλλεται από αρμόδια αρχή ή το αρμόδιο δικαστήριο.
    1. Ρυθμίσεις σχετικά με την εμπιστευτικότητα στο επίπεδο της επιχείρησης

    Σε επίπεδο επιχείρησης οι διατάξεις που αφορούν την εμπιστευτικότητα εμπεριέχονται κατά κανόνα (ή πρέπει να εμπεριέχονται):

    • στις συμβάσεις εργασίας, ανεξαρτήτων υπηρεσιών, έργου κ.λ.π. της επιχείρησης
    • στον Κανονισμό Εργασίας της επιχείρησης (όταν υφίσταται)
    • στον Code of Ethics (ή, κατ’ άλλους, Code of Conduct)-Κώδικα Ηθικής και Δεοντολογίας της επιχείρησης
    • στα NDA’s (ή συμβάσεις εμπιστευτικότητας) τόσο της επιχείρησης όσο και των πελατών της (στο μέτρο που οι τελευταίες καλύπτουν και την ίδια την επιχείρηση και, αυτονοήτως, τους εργαζόμενούς της)
    1. Ρυθμίσεις σχετικά με την εμπιστευτικότητα στο επίπεδο της νομοθεσίας-γενικά

    Στις περιπτώσεις που (αντίθετα από όσα έχουν συμφωνηθεί ή όσα ο νόμος επιτάσσει) εκείνος που παραβιάζει την υποχρέωση εμπιστευτικότητας προξενεί ζημία, ο υπαίτιος υποχρεούται να την αποκαταστήσει στο σύνολό της (θετική και αποθετική-αρθρ. 914 ΑΚ, ηθική βλάβη-932ΑΚ)

    Ανεξάρτητα όμως από τις αστικές αξιώσεις που διατηρεί εκείνος που ζημιώθηκε σε βάρος του υπαίτιου υπάρχει σωρεία ποινικών διατάξεων που αναφέρονται στον ποινικό κολασμό του παραβάτη [ενδ.: 370 ΠΚ (παραβίαση απορρήτου επιστολών), 370Α ΠΚ (παραβίαση απορρήτου τηλεφωνικής συνομιλίας και της προφορικής συνομιλίας), 370Γ ΠΚ (παράνομη πρόσβαση σε πληροφοριακό σύστημα) και οι συναφείς 370Β ΠΚ, 370Δ ΠΚ, 370Ε ΠΚ]

    Υπάρχουν βέβαια και οι διατάξεις που αναφέρονται σε ειδικά θέματα που δημιουργούνται από την παραβίαση της εμπιστευτικότητας, όπως (ενδεικτικά):

    11.Ειδικότερες ρυθμίσεις:

    (α) Όσον αφορά παραβίαση των προσωπικών δεδομένων

    Κάθε φορά που η παραβίαση της υποχρέωσης εμπιστευτικότητας συνδέεται με παραβίαση προσωπικών δεδομένων συντρέχουν διοικητικές, ποινικές και αστικές κυρώσεις που άμεσα ή έμμεσα βαρύνουν (και) τον παραβάτη.

    Με βάση το υφιστάμενο θεσμικό πλαίσιο (ν. 2472/1997) που ισχύει μέχρι τις 25.5.2018-οπότε και τίθεται σε εφαρμογή ο Κανονισμός 2016/679- http://koumentakislaw.gr/prostasia-prosopikon-dedomenon-kai-epixeirhseis/ σε περίπτωση παραβίασης προσωπικών δεδομένων προβλέπονται συγκεκριμένες διοικητικές κυρώσεις (αρθρ. 21), ποινικές κυρώσεις (αρθρ. 22) αλλά και αστική ευθύνη του παραβάτη (αρθρ. 23).

    Στον Κανονισμό βέβαια 2016/679 προβλέπονται αντίστοιχα πολύ σοβαρές διοικητικές κυρώσεις (αρθρ. 83και αστική ευθύνη εκείνου που παραβιάζει προσωπικά δεδομένα (αρ. 82). Αναμένεται από τον εφαρμοστικό νόμο που τελεί ήδη υπό επεξεργασία να εξειδικεύσει περαιτέρω τις εν λόγω κυρώσεις ή επιβάλλει και επιπρόσθετες (λ.χ. ποινικές) για τους παραβάτες (αρ. 84).

    (β) Όσον αφορά τον αθέμιτο ανταγωνισμό

    Στις περιπτώσεις που μέσω της παραβίασης της εμπιστευτικότητας έχουμε παραβίαση των διατάξεων του αθέμιτου ανταγωνισμού (ν. 146/1914) προβλέπονται τόσο ποινικές κυρώσεις (αρθρ. 16 & 17) όσο αστικές (αρθρ. 18) κυρώσεις.

    (γ) Όσον αφορά Κώδικες Δεοντολογίας

    Δεν είναι ασύνηθες την λειτουργία επιμέρους επιχειρηματικών κλάδων να διέπουν Κώδικες Δεοντολογίας. Στους Κώδικες αυτούς συχνά συναντούμε διάφορες διατάξεις που αφορούν την υποχρέωση διασφάλισης εμπιστευτικών δεδομένων και κυρωτικές διατάξεις για το ενδεχόμενο της παραβίασής τους. (Ενδ.: Κώδικας Ελληνικής Φαρμακευτικής Δεοντολογίας-διατάξεις των αρθρ. 26-κεφ. Α και 4 του κεφ. Γ)

    1. Κυρώσεις από την παραβίαση της εμπιστευτικότητας: Νομικής, επιχειρηματικής φύσεως και όχι μόνον…

    Γενικά θα μπορούσε να πει κανείς, λαμβάνοντας υπόψη του τα ανωτέρω δεδομένα, πως η υποχρέωση διαφύλαξης της εμπιστευτικότητας βρίσκει άμεσα ή έμμεσα ερείσματα σε όλο, σχεδόν, το φάσμα του δικαίου (λ.χ. αστικό, ποινικό, διοικητικό). Ειδικότερες διατάξεις του υφισταμένου θεσμικού πλαισίου όσο και των εκάστοτε δημιουργούμενων συμβατικών σχέσεων εξειδικεύουν τόσο την εν λόγω υποχρέωση όσο και τις πολυποίκιλες συνέπειες από την παραβίασή της.

    Οι προβλεπόμενες κυρώσεις αφορούν τους παραβάτες-φυσικά πρόσωπα αλλά και, κάποιες φορές, τις αμέσως ή εμμέσως εμπλεκόμενες επιχειρήσεις: Αυτές που δεν έπραξαν τα δέοντα για να προφυλάξουν τους θιγόμενους κι εκείνες που ώθησαν τους παραβάτες στις έκνομες ενέργειές τους.

    Οι κυρώσεις όμως δεν είναι μόνον νομικές:

    Όσον αφορά τα φυσικά πρόσωπα-παραβάτες της εν λόγω υποχρέωσης συνοδεύονται και από την αντίστοιχη προσωπική και επαγγελματική απαξία.

    Όσον αφορά όμως τις επιχειρήσεις στις οποίες οι παραβάτες απασχολούνταν οι συνέπειες είναι, ενίοτε, δυσβάστακτες: Πόση ζωή μπορεί, άραγε, να έχει μια επιχείρηση όταν δει στοιχεία, προσωπικά δεδομένα (ή, ακόμα, χειρότερα ευαίσθητα προσωπικά δεδομένα) πελατών της να διακινούνται στο διαδίκτυο; Πόση ζωή μπορεί να έχει μια επιχείρηση που κρίσιμα επιχειρηματικά μυστικά της (είτε αφορούν συνταγές είτε πελατολόγιο είτε μεθόδους παραγωγής ή marketing είτε ό,τι άλλο) διαχέονται στον ανταγωνιστές της;

    1. Αναγκαιότητα τήρησης και συνέπειες από τη μη εφαρμογή της εμπιστευτικότητας-ο ρόλος του Νομικού Συμβούλου

    Η αποθήκευση και διάχυση της πληροφορίας (και σε επίπεδο επιχείρησης) αποτελεί στοιχείο της καθημερινότητας-τέτοιο που μοιάζει να μην διαφοροποιείται από ζωτικές, ανθρώπινες, λειτουργίες.

    Η διαφύλαξη της ακεραιότητας και εμπιστευτικότητας των πληροφοριών, ανεξάρτητα από την αποφυγή των εκάστοτε επαπειλούμενων κυρώσεων, διασφαλίζει την ύπαρξη υψηλών επαγγελματικών προτύπων (ιδίως) για τις επιχειρήσεις τις οποίες αφορά. Το γεγονός αυτό, κατ’ αναπόδραστη συνέπεια, αντανακλάται στην ύπαρξη και ανάπτυξή της, στις σχέσεις με τους πελάτες και προμηθευτές της. Αντανακλάται στους μετόχους, εργαζόμενους, συνεργάτες και οικογένειές τους.

    Δεν χωρεί οποιαδήποτε αμφιβολία πως η διασφάλιση της εμπιστευτικότητας αποτελεί υποχρέωση όλων όσων αμέσως ή εμμέσως εμπλεκόμαστε στη λειτουργία της επιχείρησης. Η ευθύνη όμως του νομικού συμβούλου είναι λίγο περισσότερο ιδιαίτερη καθώς φέρει το βάρος : (α) της ενημέρωσης των εμπλεκομένων, (β) της δημιουργίας ενός, συναφούς, αποτρεπτικού για την παραβίασή της πλέγματος συμβατικών και λοιπών ρυθμίσεων και (γ) της διαχείρισης των κρίσιμων καταστάσεων που δημιουργούνται στην περίπτωση της παραβίασης των πάσης φύσεως εμπιστευτικών πληροφοριών.

    Δεν είναι εξάλλου ήσσονος σημασίας και η εμπλοκή του Νομικού σας Συμβούλου στα θέματα Κινδύνων Κυβερνοχώρου (Cyber Risk), για τα οποία έχει ήδη προβλέψει η Οδηγία 2016/1148 που αφορά τα Μέτρα για Υψηλό Κοινό Επίπεδο Ασφαλείας Συστημάτων Δικτύου και Πληροφοριών σε ολόκληρη την Ένωση (Network and Information Security Directive 2016/1148-η γνωστή και ως NIS)-περί αυτών όμως θα ακολουθήσει εξειδικευμένη εξέταση και αποτύπωσή του στο ίδιο site.

    1. Η πρόκληση (αντί επιλόγου)

    Σε κάθε περίπτωση, είναι περισσότερο από προφανές πως η διασφάλιση της εμπιστευτικότητας αποτελεί μία από τις προκλήσεις της σύγχρονης επιχείρησης. Εναπόκειται σ’ εμάς, τους αμέσως και εμμέσως εμπλεκόμενους (ιδίως στους εξ ημών Νομικούς Συμβούλους), να συνδράμουμε και ανταποκριθούμε θετικά στη συγκεκριμένη πρόκληση βάζοντας το δικό μας λιθαράκι στην από όλους ευκταία διασφάλιση και ανάπτυξη της υγιούς επιχειρηματικότητας.

    Koumentakis-and-Associates-Stavros-Koumentakis

    Σταύρος Κουμεντάκης
    Senior Partner

    [/vc_column_text][/vc_column][/vc_row]

Η περιοχή αυτή είναι καταχωρημένη στο wpml.org ως περιοχή ανάπτυξης. Μεταβείτε σε τοποθεσία παραγωγής με κλειδί στο remove this banner.