Ετικέτα: Συμβάσεις

  • Συμβάσεις κατά παραγγελία, τι ισχύει

    Συμβάσεις κατά παραγγελία, τι ισχύει

    Ο πρόσφατος εργασιακός νόμος (ν. 5053/2023) επέφερε συγκεκριμένες, σημαντικές όμως, μεταβολές στην εργατική νομοθεσία. Από τις πλέον σημαντικές η εισαγωγή του θεσμού του μη προβλέψιμου προγράμματος του χρόνου εργασίας. Η σχετική ρύθμιση αφορά στις λεγόμενες συμβάσεις κατά παραγγελία (άρ. 10 ν. 5053/2023, 182Α π.δ. 80/2022) που απασχόλησαν, ήδη, σε προηγούμενη αρθρογραφία μας. Αναμέναμε, με υψηλό ενδιαφέρον, την εφαρμοστική υπουργική απόφαση για κρίσιμες, αναγκαίες όμως, απαντήσεις. Εξεδόθη, πρόσφατα, η πολυαναμενόμενη (με αριθμό 113169/18.12.2023) Υπουργική Απόφαση του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης (ΦΕΚ Β΄ 7421/28.12.2023). Για τις απαντήσεις (και μη) στους προβληματισμούς μας, το παρόν!

    Συμβάσεις κατά παραγγελία 

    Έννοια: Ως συμβάσεις κατά παραγγελία νοούνται εκείνες με τις οποίες τίθεται ένα πλαίσιο εντός του οποίου (και υπό συγκεκριμένες προϋποθέσεις) ο εργοδότης έχει τη δυνατότητα να καλέσει τον εργαζόμενο να παρέχει τις υπηρεσίες του (εφόσον παραστεί σχετική ανάγκη). Κι ο εργαζόμενος υποχρεούται να αποδεχτεί την απασχόλησή του αυτή. Στις συγκεκριμένες συμβάσεις δεν υφίσταται (εξ ολοκλήρου ή ως επί το πλείστον) σταθερό ωράριο.

    Η Πρόβλεψη Του Ν. 5053/2023

    Σε περίπτωση μη προβλέψιμου προγράμματος του χρόνου εργασίας, ο εργαζόμενος υποχρεούται να απασχοληθεί από τον εργοδότη, μόνο όταν πληρούνται σωρευτικά οι ακόλουθες δύο προϋποθέσεις:

    • Η εργασία παρέχεται εντός προκαθορισμένων ωρών και ημερών αναφοράς, τις οποίες ο εργοδότης υποχρεωτικά γνωστοποιεί στον εργαζόμενο.
    • O εργαζόμενος έχει ειδοποιηθεί από τον εργοδότη για την ανάθεση της εργασίας εγγράφως ή με γραπτό μήνυμα (sms) ή με e-mail ή με άλλο πρόσφορο τρόπο, σε εύλογο χρόνο. Τούτος δεν μπορεί να είναι μικρότερος των 24 ωρών πριν από την ανάληψη της εργασίας, πλην των περιπτώσεων εκείνων, που δικαιολογούν αντικειμενικά μικρότερο χρόνο προειδοποίησης.

    Σε περίπτωση που οι δύο, ανωτέρω, προϋποθέσεις δεν πληρούνται, σωρευτικά, ο εργαζόμενος δικαιούται να αρνηθεί την ανάληψη εργασίας. Ρητά απαγορεύεται, στην περίπτωση αυτή, οποιαδήποτε δυσμενής διάκριση σε βάρος του από τον εργοδότη.

    Εφόσον, οποιαδήποτε χρονική στιγμή μετά από την ειδοποίηση του εργαζομένου (και πάντως πριν από την ανάληψη της εργασίας) ο εργοδότης ακυρώσει την ανάθεσή της, ο εργαζόμενος δικαιούται πλήρη αποζημίωση: αυτή που αντιστοιχεί στα ωρομίσθια των ωρών εργασίας που δεν του ανατέθηκαν.

    Υφίστανται συγκεκριμένες πρόνοιες για τη διασφάλιση των εργαζομένων. Είναι συγκεκριμένα:

    • υποχρεωτικός, επί ποινή ακυρότητας της σχετικής σύμβασης, ο προσδιορισμός ελάχιστου αριθμού αμειβομένων ωρών εργασίας. [Οι ελάχιστες αυτές ώρες δεν μπορεί να υπολείπονται του ενός τετάρτου (1/4) του συμφωνημένου συνολικού αριθμού ωρών απασχόλησης].
    • υποχρεωτική η εφαρμογή, στις ανωτέρω συμβάσεις, του συνόλου των προστατευτικών διατάξεων που συνδέονται με τη σύμβαση ή τη σχέση εξαρτημένης εργασίας του εργαζόμενου.

    Να σημειωθεί, τέλος, πως κάθε μετατροπή -μονομερώς από τον εργοδότη- σύμβασης εργασίας πλήρους ή μερικής απασχόλησης σε σύμβαση εργασίας κατά παραγγελία, απαγορεύεται, θεωρούμενη ως μονομερής βλαπτική μεταβολή των όρων εργασίας.

    Η Πρόβλεψη Της ΥΑ

    Όπως ρητά προβλέπει η ως άνω ΥΑ, όταν υφίσταται, μεταξύ εργοδότη κι εργαζομένου, σύμβαση ή σχέση εξαρτημένης εργασίας, η οποία διέπεται από πρόγραμμα οργάνωσης του χρόνου εργασίας του εργαζόμενου το οποίο είναι εξ ολοκλήρου ή ως επί το πλείστον μη προβλέψιμο, ο εργοδότης δηλώνει στο ΠΣ ΕΡΓΑΝΗ ΙΙ ως καθεστώς απασχόλησης «κατά παραγγελία απασχόληση». Περαιτέρω, δηλώνει, συμπληρωματικά τα κάτωθι:

    • Το σύνολο των μηνιαίων συμφωνημένων ωρών απασχόλησης.
    • Τις ημέρες και ώρες αναφοράς εντός των οποίων δύναται να παρασχεθεί η συμφωνηθείσα εργασία. Ως τέτοιες νοούνται χρονικές περίοδοι σε συγκεκριμένες ημέρες, κατά τη διάρκεια των οποίων μπορεί να εκτελεστεί η εργασία με αίτημα του εργοδότη (άρ. 69 §6 περ. β΄ π.δ. 80/2022).
    • Τον αριθμό των εγγυημένων αμειβόμενων ωρών ανά μήνα, που δεν μπορεί να υπολείπεται του ενός τετάρτου (¼) των, συνολικά, συμφωνημένων.
    • Την αμοιβή που καταβάλλεται για τις εγγυημένες αμειβόμενες ώρες και την αμοιβή που καταβάλλεται για την εργασία, που πραγματοποιείται επιπροσθέτως ή πέραν των εγγυημένων αυτών ωρών-εφόσον έχει συμφωνηθεί ανώτερη αμοιβή.
    • Την ελάχιστη περίοδο εντός της οποίας ο εργοδότης οφείλει να ειδοποιήσει τον εργαζόμενο πριν από την ανάθεση εργασίας και η οποία δεν μπορεί να είναι μικρότερη των 24 ωρών. Εκτός, βέβαια, κι αν συντρέχουν περιπτώσεις, που δικαιολογούν αντικειμενικά μικρότερο χρόνο προειδοποίησης.
    • Την προθεσμία εντός της οποίας ο εργοδότης δικαιούται να ακυρώσει την ανάθεση εργασίας.

    Παράλληλα, στο πρότυπο Βασικών Όρων, (Διαβάστε Ποιοι είναι οι «βασικοί όροι εργασίας» )το οποίο περιλαμβάνεται στην ως άνω ΥΑ, στο πεδίο του καθεστώτος απασχόλησης δύναται να επιλέξει κανείς μεταξύ: της πλήρους απασχόλησης, της μερικής απασχόλησης, της εκ περιτροπής απασχόλησης καθώς και της κατά παραγγελία απασχόλησης.

    Οι απαντήσεις επί των προβληματισμών

    Οι προβλέψεις του ν. 5053/2023 για τις συμβάσεις κατά παραγγελία, δημιούργησαν, όπως, ήδη, επισημάναμε, σοβαρούς προβληματισμούς. Απαντήθηκαν, άραγε, με την ανωτέρω ΥΑ;

    (α) Ως προς το εύρος των ωρών και ημερών αναφοράς

    Αναρωτηθήκαμε αν θα ήταν, άραγε, δυνατό ένας εργοδότης να καθορίσει (σε μια ημέρα αναφοράς) ως ώρες αναφοράς -εντός των οποίων ο εργαζόμενος θα κληθεί να παράσχει την εργασία του-οποιονδήποτε αριθμό ωρών; Λ.χ. από τις 08:00 το πρωί έως τις 20:00 το βράδυ; Ως φαίνεται, κανείς τέτοιος περιορισμός (πέραν των ορίων της τυχόν καταχρηστικότητας) δεν τίθεται.

    (β) Ως προς το είδος των εν λόγω συμβάσεων

    Αναρωτηθήκαμε, επίσης, αν οι εν λόγω συμβάσεις συνιστούν συμβάσεις πλήρους ή μερικής απασχόλησης, λ.χ., στην περίπτωση εκείνη που ο συμφωνημένος σε αυτές συνολικός αριθμός ωρών εργασίας ανέρχεται σε 40h/εβδομάδα; Επίσης, αν υφίσταται, ακολούθως, υποχρέωση κατάρτισής τους εγγράφως (:συστατικός τύπος) και υποβολή τους εντός οκταημέρου από την κατάρτισή τους στο ΠΣ ΕΡΓΑΝΗ ΙΙ.

    Από την ως άνω ΥΑ και τον τρόπο δήλωσής τους στο πρότυπο Βασικών Όρων (το οποίο υποβάλλεται στο ΠΣ ΕΡΓΑΝΗ ΙΙ πριν την έναρξη της εργασίας) καταλήγει κανείς στην (δυνητικά επικίνδυνη διαπίστωση), πως οι εν λόγω συμβάσεις συνιστούν (και αντιμετωπίζονται ως) διακριτή κατηγορία συμβάσεων σε σχέση με αυτές της πλήρους και της μερικής απασχόλησης. Κατά λογική ακολουθία: ο έγγραφος τύπος μοιάζει συστατικός γι’ αυτές και, επιπρόσθετα, υφίσταται επταήμερο για την, κατά νόμο, υποβολή τους.

    (γ) Ως προς την αμοιβή των συμφωνημένων και εγγυημένων ωρών απασχόλησης

    Έτερος προβληματισμός που διατυπώσαμε αφορούσε την αμοιβή του εργαζομένου σε περίπτωση σύναψης σύμβασης κατά παραγγελία. Όπως είχαμε σημειώσει, τόσο οι συμφωνημένες όσο και οι εγγυημένες ώρες εργασίας (που αποτελούν υποσύνολο των συμφωνημένων) αμείβονται-προδήλως, κατά την άποψη του γράφοντος, βάσει του συμφωνημένου ωρομισθίου. [Και όχι με προσαύξηση 12% για τις υπέρτερες των εγγυημένων (:ήτοι την προσαύξηση σε περίπτωση απασχόλησης πέραν των συμφωνημένων ωρών της μερικής απασχόλησης)-όπως από μερίδα της επιστημονικής κοινότητας, εσφαλμένα, έχει υποστηριχθεί].

    Σύμφωνα, επίσης, με τον γράφοντα υποστηρίξιμη παραμένει η θέση ότι για τις ώρες απασχόλησης πέραν των συμφωνημένων -και όχι των εγγυημένων- οφείλεται η προσαύξηση του 12% επί του καταβαλλόμενου ωρομισθίου (άρ. 106 §11 π.δ. 80/2022).

    Η ως άνω ΥΑ επιβεβαιώνει τη θέση μας βάσει της οποίας τόσο οι εγγυημένες όσο και οι συμφωνημένες ώρες στο σύνολό τους αμείβονται, καταρχήν, με τον ίδιο τρόπο, χωρίς η αμοιβή των συμφωνημένων ωρών -πέραν των εγγυημένων- να προσαυξάνεται με ποσοστό ίσο με 12%.

    Συγκεκριμένα, όπως ανωτέρω σημειώθηκε, ο εργοδότης –βάσει των προβλέψεων της ΥΑ- δηλώνει στο ΠΣ ΕΡΓΑΝΗ ΙΙ την αμοιβή που καταβάλλεται για τις εγγυημένες αμειβόμενες ώρες και την αμοιβή που καταβάλλεται για την εργασία που πραγματοποιείται επιπροσθέτως ή πέραν των εγγυημένων αυτών ωρών, μόνον στην περίπτωση, που έχει συμφωνηθεί ανώτερη αμοιβή. Τούτο, φυσικά, δεν είναι υποχρεωτικό. Παράλληλα, δε, ακόμη και αν συμφωνηθεί ανώτερη αμοιβή, ο προσδιορισμός του ύψους αυτής φαίνεται να επαφίεται στα μέρη και ως εκ τούτου, να μην εφαρμόζεται η πρόβλεψη για προσαύξηση του 12%.

    (δ) Ως προς την υπέρβαση των χρονικών ορίων εργασίας

    Παράλληλα, μας απασχόλησε η περίπτωση που ο συμφωνημένος συνολικός αριθμός ωρών εργασίας υπολείπεται των ωρών της πλήρους απασχόλησης. Στην περίπτωση αυτή, αναρωτηθήκαμε αν ως ανώτατο, ημερήσιο, όριο του εργαζομένου με σύμβαση κατά παραγγελία τίθενται οι ώρες της πλήρους απασχόλησης. Ακολούθως, αν είναι, δυνατή, στην περίπτωση αυτή, η υπερεργασία ή/και η υπερωριακή απασχόληση (άρ. 106 §11 π.δ. 80/2022).

    Η ΥΑ δεν φαίνεται να επιλύει τους σχετικούς προβληματισμούς. Ιδίως, δε, αν θεωρήσει κανείς ότι οι συμβάσεις κατά παραγγελία συνιστούν διακριτή κατηγορία συμβάσεων απασχόλησης συγκριτικά με αυτές τις πλήρους και μερικής. Στην περίπτωση αυτή, δεν είναι ευχερές (μολονότι αναγκαίο) να υποστηρίξει κανείς την εφαρμογή των σχετικών νομοθετικών ρυθμίσεων που αφορούν κάποια εκ των δύο αυτών κατηγοριών στις συμβάσεις κατά παραγγελία.

    (ε) Ως προς τη δυνατότητα (ή μη) διακεκομμένου ωραρίου

    Τέλος, αναρωτηθήκαμε αν, στην περίπτωση που ο συμφωνημένος συνολικός αριθμός ωρών εργασίας υπολείπεται των ωρών της πλήρους απασχόλησης, οι ώρες εργασίας οφείλουν, να είναι συνεχόμενες (άρ. 106 §11 π.δ. 80/2022); Επίσης, αν στην περίπτωση που συμφωνηθεί πλήρες ωράριο, μπορεί αυτό να είναι διακεκομμένο; Και, σε καταφατική περίπτωση, υπό ποιες προϋποθέσεις (άρ. 165§3 π.δ. 80/2022);

    Ομοίως η ΥΑ δεν επιλύει σχετικούς προβληματισμούς. Ισχύουν, δε, όσα αμέσως προηγουμένως, υπό δ, σημειώθηκαν σχετικά με τη θέσπιση(;) διακριτής κατηγορίας σύμβασης εργασίας-συγκριτικά με τις συμβάσεις πλήρους και μερικής απασχόλησης.

     

    Ο (νεαρός) θεσμός του μη προβλέψιμου προγράμματος εργασίας/συμβάσεων κατά παραγγελία δεν είναι ήσσονος σημασίας ή ενδιαφέροντος. Αναμένεται να επιλύσει (και ήδη επιτυχώς αντιμετωπίζει) σημαντικούς προβληματισμούς των επιχειρήσεων όσον αφορά την κάλυψη συγκεκριμένων θέσεων εργασίας. Αναμένεται, επίσης, να διευρύνει την απασχόληση-έστω στην ειδική, τούτη, εκδοχή της. Ευκταίο όμως επιτυχώς να αντιμετωπισθούν συγκεκριμένες παράμετροι που θα αποτρέψουν περιττούς προβληματισμούς, διενέξεις, κόστη και περιττή απασχόληση των υπηρεσιών, των δικαστηρίων και εμπλεκομένων μερών. Μοιάζει αφοπλιστικά απλό.-

     


    Γράφει ο  Σταύρος Κουμεντάκης Managing Partner Koumentakis and Associates Law Firm


     

    ΥΓ. Η πληροφόρηση που εμπεριέχεται στο παρόν άρθρο δεν συνιστά (ούτε και έχει σκοπό να αποτελέσει) νομική συμβουλή. Μια τέτοια νομική συμβουλή είναι δυνατό να παρασχεθεί μόνον από αρμόδιο δικηγόρο ο οποίος θα λάβει υπόψη του το σύνολο των δεδομένων που θα του εκθέσετε για την υπόθεσή σας. Διαβάστε περισσότερα περί  Αποποίηση ευθύνης

     

  • Μεταβολή των Όρων Εργασίας

    Μεταβολή των Όρων Εργασίας

    Σε προηγούμενη αρθρογραφία μας, μας απασχόλησαν η γνωστοποίηση και το περιεχόμενο των ουσιωδών όρων εργασίας, όπως τούτα διαμορφώθηκαν μετά τον, απολύτως πρόσφατο, ν. 5053/2023. Ασχοληθήκαμε, επίσης, με τη διαφοροποίηση των ουσιωδών όρων από τους (μη προσδιοριζόμενους από τον νόμο) βασικούς όρους της σύμβασης εργασίας. Καθώς, και με τον (περίσσεια) περιπεπλεγμένο τρόπο και χρόνο της γνωστοποίησής τους στους εργαζόμενους. Στο παρόν θα ασχοληθούμε με το διευθυντικό δικαίωμα του εργοδότη και την (ενίοτε μονομερή-βλαπτική) μεταβολή των όρων εργασίας του εργαζομένου.

     

    Το Διευθυντικό Δικαίωμα Του Εργοδότη

    Η συγκεκριμενοποίηση των όρων εργασίας (θα πρέπει να) λαμβάνει χώρα μέσω οδηγιών του εργοδότη προς τον εργαζόμενο κατά τη διάρκεια της σχέσης εργασίας. Πρακτικά, μέσω της άσκησης του διευθυντικού δικαιώματος του πρώτου. Η εν λόγω άσκηση, όμως-για να είναι νόμιμη, θα πρέπει να υπόκειται σε συγκεκριμένο πλαίσιο.

    Περιεχόμενο Διευθυντικού Δικαιώματος

    Όπως, πάγια, γίνεται δεκτό από τη νομολογία: «ο εργοδότης, ασκώντας το διευθυντικό του δικαίωμα …έχει την εξουσία να προσδιορίσει το περιεχόμενο της υποχρέωσης του μισθωτού για παροχή εργασίας καθορίζοντας τους όρους της παροχής της, τον τόπο, το χρόνο και τον τρόπο, εφόσον οι όροι αυτοί δεν έχουν προσδιοριστεί από κανόνες δικαίου ή από την εργασιακή σύμβαση. Έχει, δηλαδή, ως διευθυντής της εκμετάλλευσης, την εξουσία να οργανώνει και να διευθύνει την επιχείρησή του με βάση τα κρινόμενα από αυτόν ως πλέον αποτελεσματικά γι` αυτήν κριτήρια».

    Όρια & Περιορισμοί Διευθυντικού Δικαιώματος

    Επομένως, η άσκηση του διευθυντικού δικαιώματος δεν μπορεί να είναι αντίθετη με νόμους, Σ.Σ.Ε., Δ.Α., Κανονισμό Εργασίας ούτε και, αυτονοήτως, με την ατομική σύμβαση εργασίας. Μάλιστα, όσο περισσότερο η τελευταία (:ατομική σύμβαση εργασίας) συγκεκριμενοποιεί τους όρους παροχής εργασίας τόσο περισσότερο περιορίζεται (δυστυχώς για τον εργοδότη) το διευθυντικό δικαίωμα. Ενώ, όσο ευρύτερο περιεχόμενο αποκτούν οι όροι εργασίας (εντός ανεκτών, πάντοτε, ορίων) τόσο πιο διευρυμένα καθίστανται (ευτυχώς για τον εργοδότη) και τα όρια του διευθυντικού δικαιώματος. Παράλληλα, ο εργοδότης μπορεί να διευρύνει, κατά τρόπο ρητό-μέσω συμβατικών ρητρών, τα όρια του διευθυντικού δικαιώματος.

    Στις περιπτώσεις εκείνες, λ.χ., που στη σύμβαση εργασίας περιγράφεται κατά τρόπο λεπτομερειακό η παροχή εργασίας, τα όρια άσκησης του διευθυντικού δικαιώματος ως προς το είδος της οφειλόμενης εργασίας είναι εξαιρετικά στενά.

    Η άσκηση, όμως, (και) του διευθυντικού δικαιώματος υπόκειται σε έλεγχο καταχρηστικότητας. Δεν μπορεί, λ.χ., να έχει στοχεύσεις επιλήψιμες και αποδοκιμαστέες (και) από την έννομη τάξη (:λ.χ. εμπάθεια προς το πρόσωπο του εργαζομένου). Επίσης: στις περιπτώσεις νόμιμης άσκησης του διευθυντικού δικαιώματος, ο εργαζόμενος δεσμεύεται να ακολουθήσει τις σχετικές οδηγίες του εργοδότη και να παρέχει, βάσει αυτών, τις υπηρεσίες του. Τι συμβαίνει, όμως, σε περίπτωση, υπέρβασης των ορίων του;

     

    Μονομερής Μεταβολή Των Όρων Εργασίας

    Σε περίπτωση που ο εργοδότης υπερβαίνει τα όρια άσκησης του διευθυντικού δικαιώματος, ο εργαζόμενος δεν υποχρεούται, κατά τη νομολογία, να ακολουθήσει τις οδηγίες του. Θα έχει, τότε-διαζευκτικά, τις ακόλουθες δυνατότητες:

    (α) Να αποδεχθεί (ρητά ή σιωπηρά) τη μεταβολή. Στην περίπτωση αυτή, θεωρούμε ότι συνάπτεται νέα σύμβαση εργασίας, τροποποιητική της αρχικής.

    (β) Να θεωρήσει καταγγελθείσα (επί συμβάσεως αορίστου χρόνου) ή να καταγγείλει (επί συμβάσεως ορισμένου χρόνου) την εργασιακή σχέση.

    Ο εργαζόμενος, ειδικότερα, δικαιούται:

    Σε περίπτωση σύμβασης αορίστου χρόνου, να θεωρήσει την μονομερή μεταβολή ως βλαπτική και άτακτη καταγγελία της εργασιακής συμβάσης από μέρους του εργοδότη. Δικαιούται, στην περίπτωση αυτή, να αξιώσει, εφόσον αποχωρήσει από την εργασία του, την καταβολή της νόμιμης αποζημίωσης απόλυσης.

    Σε περίπτωση σύμβασης ορισμένου χρόνου, να καταγγείλει τη σύμβαση εργασίας και να αξιώσει αποζημίωση.

    (γ) Να εμμείνει στην τήρηση των συμβατικών όρων, προσφέροντας τις υπηρεσίες του σύμφωνα με τους προ της μεταβολής όρους. Εναλλακτικά, να παράσχει τη νέα εργασία του εκφράζοντας, ταυτόχρονα, την αντίθεσή του. Στην τελευταία περίπτωση θα πρέπει να προσφύγει στο αρμόδιο δικαστήριο, με αίτημα να υποχρεωθεί ο εργοδότης του να τον απασχολεί σύμφωνα με τους όρους πριν από τη μεταβολή.

     

    Προσαρμοστικότητα Όρων Εργασίας & Σύμβαση Εργασίας

    Η ανάγκη προσαρμοστικότητας των όρων εργασίας στις μεταβαλλόμενες συνθήκες της εργασιακής σχέσης καθίσταται, έτι περαιτέρω, αναγκαία (και) υπό το πρίσμα των επιβαλλομένων, ήδη, γνωστοποιήσεων των ουσιωδών και βασικών όρων! Αναγκαίες, πολύ περισσότερο, καθίστανται ρητές προβλέψεις στη σύμβαση εργασίας, οι οποίες νόμιμα θα διευρύνουν το διευθυντικό δικαίωμα. Και, περαιτέρω, σύννομα να παρέχουν, τη δυνατότητα μεταβολών στη σχέση εργασίας-χωρίς τον κίνδυνο να αξιολογηθούν ως βλαπτικές. Η ατομική σύμβαση εργασίας, επομένως, ανάγεται σε αναγκαίο μοχλό για την διασφάλιση της λειτουργικότητας της εργασιακής σχέσης αλλά και, ενίοτε, της ανάπτυξης και επιβίωσης της ίδιας της επιχείρησης.

     

    Επανειλημμένα μας απασχόλησε, στο πλαίσιο της αρθρογραφίας μας, η αξία και σημασία (ιδίως για την επιχείρηση) της ύπαρξης σύμβασης εξαρτημένης εργασίας έναντι της απλής γνωστοποίησης των ουσιωδών (και των, ακόμα, άγνωστων βασικών) όρων εργασίας των εργαζομένων της. Ύστερα, μάλιστα, και από τον πρόσφατο εργασιακό νόμο αναδεικνύεται, με ακόμα μεγαλύτερη σαφήνεια και διαύγεια, η (προφανής) αναγκαιότητα γραπτών (και tailor made) συμβάσεων εργασίας. Μέγιστοι και, το σημαντικότερο, απολύτως προφανείς οι κίνδυνοι που, σε διαφορετική περίπτωση, η επιχείρηση διατρέχει. Σε κάθε περίπτωση: τους κινδύνους για τον χαρακτηρισμό μιας μονομερούς μεταβολής των όρων εργασίας ως βλαπτικής, δραστικά είναι δυνατό να απομειώσει.-

    Σταύρος Κουμεντάκης
    Managing Partner

     

    Υ.Γ. Συνοπτική έκδοση του άρθρου δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ, στις 5 Νοεμβρίου 2023.

    Η πληροφόρηση που εμπεριέχεται στο παρόν άρθρο δεν συνιστά (ούτε και έχει σκοπό να αποτελέσει) νομική συμβουλή. Μια τέτοια νομική συμβουλή είναι δυνατό να παρασχεθεί μόνον από αρμόδιο δικηγόρο ο οποίος θα λάβει υπόψη του το σύνολο των δεδομένων που θα του εκθέσετε για την υπόθεσή σας. Αναλυτικά.

  • Γνωστοποίηση Όρων Σύμβασης Εργασίας: Προβληματισμοί

    Γνωστοποίηση Όρων Σύμβασης Εργασίας: Προβληματισμοί

    Μας απασχόλησαν, σε προηγούμενη αρθρογραφία μας, οι ουσιώδεις όροι της σύμβασης εργασίας που οφείλει ο εργοδότης να γνωστοποιεί στους εργαζομένους τους. Επίσης το περιεχόμενό τους. Θα μας απασχολήσουν, εδώ,  ο τρόπος και χρόνος της εν λόγω γνωστοποίησης καθώς και οι πολλαπλοί, σχετικοί, προβληματισμοί.

     

    Τρόπος Ενημέρωσης

    Οι εργοδότες υποχρεούνται να παρέχουν στους εργαζομένους όλες τις πληροφορίες, όπως τούτες ορίζονται στον νόμο (:άρ. 70 π.δ. 80/2022) και στην κατά τα άνω αρθρογραφία μας αναφέρθηκαν (καθώς και πρόσθετες πληροφορίες -των άρθρων 72 και 73- στην περίπτωση που πρόκειται για εργασία που παρέχεται στην αλλοδαπή.

    Η έγγραφη ενημέρωση των εργαζομένων λαμβάνει χώρα (§1 αρ. 71 π.δ. 80/2022 -όπως αυτό τροποποιήθηκε από το άρ. 5 ν. 5053/2023, το οποίο ενσωμάτωσε τα άρθρα 3 και 5 της Οδηγίας 2019/1152/ΕΕ): (α) με παράδοση εντύπου ή (β) σε ηλεκτρονική μορφή. Στην τελευταία, αυτή, περίπτωση (που για πρώτη φορά προβλέπεται με τον ν. 5053/2023), προϋποτίθεται η δυνατότητα πρόσβασης από τον εργαζόμενο στις σχετικές πληροφορίες, αποθήκευσης και εκτύπωσής τους. Η διατήρηση, επίσης, από μέρους του εργοδότη της απόδειξης αποστολής ή παραλαβής τους.

    Όπως, περαιτέρω, ρητά ορίζεται (§4), ο εργοδότης γνωστοποιεί στον εργαζόμενο τις διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας, που έχουν εφαρμογή και καθορίζουν τους ελάχιστους όρους αμοιβής και εργασίας. Η εν λόγω γνωστοποίηση λαμβάνει χώρα δωρεάν, με σαφήνεια, διαφάνεια, λεπτομερή και εύκολα προσβάσιμο από απόσταση τρόπο, μέσω έντυπης ή ηλεκτρονικής μορφής, μεταξύ άλλων και μέσω υφιστάμενων επιγραμμικών πυλών (επί το απλούστερον: on line).

     

    Χρόνος Ενημέρωσης

    Ο ν. 5053/2023 επέφερε αλλαγές και ως προς τον χρόνο εντός του οποίου ο εργοδότης υποχρεούται να προβεί στην ως άνω ενημέρωση. Συγκεκριμένα, προβλέπεται συντομότερο, σε σχέση με το προϋφιστάμενο καθεστώς, διάστημα ενημέρωσης του εργαζόμενου από τον εργοδότη. Εισάγεται όμως, ταυτόχρονα, και διαφοροποίηση στις προθεσμίες ενημέρωσης ανάλογα με το είδος των ουσιωδών όρων. Σκοπός της νέας ρύθμισης, η ενημέρωση του εργαζομένου για τις «βασικές» πληροφορίες το συντομότερο δυνατό (βλ. σχετικά, Αιτιολογική Έκθεση ν. 5053/2023 επί του άρ. 5).

    Ειδικότερα, υπό το προϊσχύσαν καθεστώς, η ενημέρωση του εργαζομένου ελάμβανε χώρα εντός δύο (2) μηνών, το αργότερο, από την έναρξη της εργασίας. Προβλεπόταν, δε, ότι για τους ήδη απασχολουμένους, η σχετική ενημέρωση θα ελάμβανε χώρα, ομοίως, εντός δύο (2) μηνών από την έναρξη ισχύος του σχετικού Τμήματος του Π.Δ. που υπαγόταν η αντίστοιχη ρύθμιση.

    Με βάση τη νέα ρύθμιση δεν υφίσταται υποχρέωση ενημέρωσης των ήδη εργαζομένων. Όσον αφορά, ωστόσο, τους νέους εργαζόμενους οι (νέες) προθεσμίες καθίστανται συντομότερες αλλά και περισσότερο περίπλοκες. Αναλυτικότερα:

    (α) Μέσα σε μία εβδομάδα από την έναρξη της σύμβασης εργασίας οφείλει ο εργοδότης να μεριμνήσει για την ενημέρωση του εργαζομένου του, σε έντυπη ή ηλεκτρονική μορφή αναφορικά με:

    1. Τα στοιχεία ταυτότητας των συμβαλλόμενων μερών,
    2. Τον τόπο παροχής της εργασίας, την έδρα της επιχείρησης ή την κατοικία του εργοδότη.
    • Τη θέση ή ειδικότητα του εργαζομένου, το βαθμό του, την κατηγορία ή -όπως, πλέον, περαιτέρω ορίζεται- τον κλάδο της απασχόλησής του καθώς και το αντικείμενο της εργασίας του.
    1. Την ημερομηνία έναρξης της σύμβασης ή της σχέσης εργασίας,
    2. Την ημερομηνία λήξης ή την προβλεπόμενη διάρκεια της σύμβασης εργασίας-αν πρόκειται για ορισμένου χρόνου.
    3. Τη διάρκεια και όρους της δοκιμαστικής περιόδου-αν τέτοια έχει συμφωνηθεί.
    • Τις πάσης φύσεως αποδοχές που δικαιούται ο εργαζόμενος καθώς και την περιοδικότητα και τον τρόπο καταβολής τους.
    • Τη διάρκεια της κανονικής ημερήσιας ή εβδομαδιαίας απασχόλησης του εργαζομένου, τις ρυθμίσεις για την υπερωριακή απασχόληση ή την πρόσθετη εργασία και την αμοιβής τους καθώς και τις ρυθμίσεις σχετικά με τις αλλαγές βάρδιας-σε περίπτωση που το πρόγραμμα εργασίας εξ ολοκλήρου (ή ως επί το πλείστον) μη προβλέψιμο.

    (β) Μέσα σε ένα μήνα από την έναρξη της σύμβασης εργασίας οφείλει ο εργοδότης να μεριμνήσει για την ενημέρωση του εργαζομένου του, σε έντυπη ή ηλεκτρονική μορφή αναφορικά με:

    1. Τα στοιχεία του έμμεσου εργοδότη, αν πρόκειται για εργασία που παρέχεται μέσω επιχείρησης προσωρινής απασχόλησης (Ε.Π.Α.).
    2. Την τυχόν κατάρτιση που παρέχεται από τον εργοδότη.
    • Τη διάρκεια της άδειας με αποδοχές, που δικαιούται ο εργαζόμενος καθώς και τον τρόπο και χρόνο χορήγησής της.
    1. Τη διαδικασία που ακολουθείται από τον εργοδότη και τον εργαζόμενο σε περίπτωση λύσης της σύμβασης ή της σχέσης εργασίας˙ ιδίως σχετικά με την υποχρέωση έγγραφης καταγγελίας. Επίσης, για τις προθεσμίες προειδοποίησης και το ύψος της αποζημίωσης. Τέλος, για την (τυχόν αναγκαία) ύπαρξη σπουδαίου λόγου.
    2. Τη συλλογική σύμβαση που καθορίζει τους ελάχιστους όρους αμοιβής και εργασίας του εργαζομένου καθώς και τους συλλογικούς φορείς που τη συνυπογράφουν.
    3. Τους φορείς κοινωνικής ασφάλισης στους οποίους είναι ασφαλισμένος ο εργαζόμενος καθώς και κάθε άλλη παροχή από τον εργοδότη που σχετίζεται με την κοινωνική ασφάλιση.

     

    Οι Βασικοί Όροι Εργασίας

    Η γνωστοποίηση και διαχείρισή τους

    Έως τώρα αναλύσαμε τους ουσιώδεις όρους της εργασίας και τις υποχρεώσεις που απορρέουν από τον νόμο. Ο νόμος, ωστόσο, κάνει ειδική (αιφνιδιαστική μάλλον) αναφορά και στους βασικούς όρους εργασίας (:άρ. 21 π.δ. 5053/2023-«Ανάρτηση βασικών όρων εργασίας και ατομικής σύμβασης εργασίας στο Πληροφοριακό Σύστημα «ΕΡΓΑΝΗ II» – Ηλεκτρονική υπογραφή – Πρότυπο Βασικών Όρων Εργασίας και Ατομικής Σύμβασης Εργασίας»).

    Η επίμαχη διάταξη προβλέπει πως κάθε εργοδότης, ο οποίος προσλαμβάνει εργαζόμενο με σχέση εξαρτημένης εργασίας ιδιωτικού δικαίου, υποχρεούται να αναρτήσει ηλεκτρονικά στο Π.Σ. ΕΡΓΑΝΗ II τους -αποκαλούμενους- «βασικούς όρους» εργασίας του εργαζομένου. Το σημαντικότερο: πριν από την έναρξη της εργασίας.

    Να σημειωθεί εδώ πως την έγγραφη ατομική σύμβαση εργασίας, εφόσον υπάρχει, υποχρεούται (ειδικότερα:§1, περ. α΄) να αναρτήσει εντός των προθεσμιών που η σχετική νομοθεσία ορίζει (:αρ.71 π.δ. 80/2023-ασφαλέστερο: εντός εβδομάδος από την έναρξη της εργασίας).

    Για την ισχύ των, προαναφερθέντων, βασικών όρων εργασίας αλλά και για την ανάρτηση της ατομικής σύμβασης εργασίας, απαιτείται η συνυπογραφή τους από τον εργαζόμενο. Τούτη μπορεί να τεθεί με φυσικό ή ψηφιακό τρόπο. Συγκεκριμένα, ιδιοχείρως ή με εγκεκριμένη ηλεκτρονική υπογραφή ή με ψηφιακή βεβαίωση (μέσω gov.gr-Ενιαία Ψηφιακή Πύλη) ή με αποδοχή αυτών από τον εργαζόμενο μέσω του πληροφοριακού συστήματος «MyErgani» (§1, περ. β΄).

    Κάθε μεταβολή των βασικών όρων εργασίας είναι αναγκαίο να αναρτάται, ομοίως, ηλεκτρονικά στο Π.Σ. ΕΡΓΑΝΗ II (§2).

    Σκοπός της ως άνω διαδικασίας είναι η γνωστοποίηση στον εργαζόμενο και η συναίνεσή του ως προς τους βασικούς όρους εργασίας του μέσω μιας απλοποιημένης και εύχρηστης διαδικασίας (βλ. σχετικά, Αιτιολογική Έκθεση ν. 5053/2023 επί του άρ. 5).

    Ποιοι όμως είναι οι «βασικοί όροι»;

    (Και) από όσα ανωτέρω αναφέρονται, προκύπτει πως ο πρόσφατος εργασιακός νόμος όχι μόνον κάνει εκτεταμένη αναφορά στους «βασικούς όρους» της σύμβασης εργασίας αλλά και αξιώνει την εκπλήρωση ειδικών υποχρεώσεων όσον αφορά τη διαχείρισή τους.

    Ποιοι όμως είναι οι «βασικοί όροι» της σύμβασης εργασίας;  Και σε τι, άραγε, διαφέρουν από τους ουσιώδεις όρους, με τους οποίους εκτεταμένα ασχολείται;

    Ο σχετικός προβληματισμός καθίσταται περισσότερο έντονος τη στιγμή που ο νόμος επιφυλλάσσει ειδική μεταχείριση σε αυτούς. Τη στιγμή που αξιώνει, ειδικά γι’ αυτούς, την συνυπογραφή/ανάρτηση/παράδοσή τους  πριν την έναρξη της εργασίας του νεοπροσλαμβανόμενου. Ενώ, από την άλλη πλευρά, οι αντίστοιχες προθεσμίες για τους ουσιώδεις όρους είναι, κατά περίπτωση, μία (1) εβδομάδα ή ένας (1) μήνας από την έναρξη της εργασίας.

    Δυστυχώς η υφιστάμενη νομοθεσία δεν μας παρέχει οποιαδήποτε απάντηση. Και τούτο παρά το γεγονός ότι  (κατ’ άρ. 21 §3), στο Π.Σ. ΕΡΓΑΝΗ II (φαίνεται πως) είναι διαθέσιμο πρότυπο «Βασικών Όρων Εργασίας» καθώς και πρότυπο «Ατομικής Σύμβασης Εργασίας». Μολονότι χρησιμοποιείται ενεστώτας χρόνος, τα εν λόγω πρότυπα δεν είναι διαθέσιμα ακόμη.

    Η πρόσβαση σε αυτά, ίσως, μας καταστήσει σοφότερους όσον αφορά την εν λόγω, αρκούντως σημαντική, έννοια των βασικών όρων.

     

    Κι η (πάντοτε παρούσα) γραφειοκρατία…

    Διαπιστώσαμε, ήδη, πως η ενημέρωση των εργαζομένων αναφορικά με τη σύμβαση εργασίας τους θα λαμβάνει χώρα, κατά τον νόμο, σε τρία στάδια: (α) για τους βασικούς της όρους πριν την έναρξη της εργασίας, (β) για κάποιους από τους ουσιώδεις όρους εντός εβδομάδας από την έναρξη της εργασίας και (γ) για τους λοιπούς ουσιώδεις όρους εντός μηνός από την έναρξή της εργασίας. Κι αν, φυσικά, διενεργείται μία πρόσληψη κατ’ έτος από μέρους του εργοδότη όλα τούτα θα ήταν δυνατό να χαρακτηριστούν, απλά, περιττή γραφειοκρατία. Αν όμως μιλάμε για περισσότερες προσλήψεις, μάλλον δύσκολα θα ήθελε κάποιος να είναι στη θέση του υπόχρεου για την εκπλήρωση των σχετικών υποχρεώσεων της επιχείρησης. Κι αν σκεφτούμε τις περιπτώσεις που οι προσλήψεις ανέρχονται σε δεκάδες, τότε εύκολα θα μπορούσε να μιλήσει κάποιος για παράνοια και για χαμένες ώρες/ημέρες/εβδομάδες. Επίσης: για σημαντικά κόστη της επιχείρησης που εύκολα θα ήταν δυνατό να αποφευχθούν.

     

    Κανένας δεν θα ήταν δυνατό να παραγνωρίσει την αξία της ενημέρωσης των εργαζομένων (βεβαίως και των αρμοδίων αρχών) όσον αφορά τους ουσιώδεις όρους εργασίας τους. Το θέμα όμως περιπλέκεται με τον όγκο, τρόπο και χρόνο των πληροφοριών που θα πρέπει να τους γνωστοποιούνται. Πολύ περισσότερο που κάποιες από τις οι εν λόγω πληροφορίες είναι προσώρας άγνωστες (:βασικοί όροι). Οι συγκεκριμένοι όροι αποκτούν, μάλιστα, ιδιαίτερη σημασία και αξία καθώς θα λάβει χώρα επίκλησή τους, μεταξύ άλλων, σε υποθέσεις μονομερούς βλαπτικής μεταβολής των όρων εργασίας. Όμως, για την ιδιαίτερα σημαντική αυτή περίπτωση θα γίνει λόγος σε επόμενη αρθρογραφία μας.-

    Σταύρος Κουμεντάκης
    Managing Partner

     

    Υ.Γ. Συνοπτική έκδοση του άρθρου δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ, στις 29 Οκτωβρίου 2023.

    Η πληροφόρηση που εμπεριέχεται στο παρόν άρθρο δεν συνιστά (ούτε και έχει σκοπό να αποτελέσει) νομική συμβουλή. Μια τέτοια νομική συμβουλή είναι δυνατό να παρασχεθεί μόνον από αρμόδιο δικηγόρο ο οποίος θα λάβει υπόψη του το σύνολο των δεδομένων που θα του εκθέσετε για την υπόθεσή σας. Αναλυτικά.

  • Γνωστοποίηση & Περιεχόμενο Ουσιωδών Όρων Σύμβασης Εργασίας

    Γνωστοποίηση & Περιεχόμενο Ουσιωδών Όρων Σύμβασης Εργασίας

    Είναι συνηθισμένο το φαινόμενο να συγχέεται στην πράξη (τόσο από επιχειρηματίες όσο και από HR managers) το έγγραφο της γνωστοποίησης των ατομικών όρων εργασίας με την έγγραφη σύμβαση εξαρτημένης εργασίας. Ωστόσο, τα δύο αυτά, ιδιαίτερης σημασίας και αξίας, έγγραφα δεν πρέπει να συγχέονται. Πολύ περισσότερο: καθόλου δεν πρέπει να υποτιμάται η αξία και σημασία της ύπαρξης και σύμβασης εξαρτημένης εργασίας. Στο παρόν θα ασχοληθούμε, ιδίως, με το έγγραφο της γνωστοποίησης των ατομικών όρων εργασίας. Ειδικότερα, με τις αλλαγές που επέφερε στο ρυθμιστικό του πλαίσιο ο πρόσφατος εργασιακός νόμος (:ν. 5053/2023).

     

    Η Διάκριση Από Την Έγγραφη Σύμβαση Εργασίας

    Προτού, όμως, εξετασθούν οι διαφοροποιήσεις που επέφερε ο πρόσφατος νόμος στη γνωστοποίηση των ατομικών όρων εργασίας, θα ήταν χρήσιμο να θυμηθούμε κάποιες βασικές διακρίσεις ανάμεσα σ’ εκείνη (:τη Γνωστοποίηση) και τη Σύμβαση Εργασίας.

    Έγγραφος Τύπος & Περιεχόμενο Σύμβασης Εργασίας

    Ο έγγραφος τύπος δεν αποτελεί, καταρχάς, προϋπόθεση της εγκυρότητας της σύμβασης εργασίας. Εξαίρεση, ωστόσο, στον κανόνα της μη αναγκαιότητας του έγγραφου τύπου ισχύει σε δύο περιπτώσεις. Ειδικότερα, όταν ο έγγραφος τύπος: είτε (i) προβλέπεται ως αναγκαίος (συστατικός) από ειδική διάταξη νόμου (λ.χ. στην περίπτωση των συμβάσεων μερικής απασχόλησης-άρ. 38 ν. 1892/1990) είτε (ii) επιλέγεται από τους εμπλεκόμενους (εργαζόμενο-εργοδότη) ως συστατικός.

    Βέβαια, από άποψη σκοπιμότητας και διασφάλισης των συμβαλλομένων (ιδίως της επιχείρησης), η ύπαρξη (tailor made) έγγραφης σύμβασης εξαρτημένης αποδεικνύεται απολύτως αναγκαία. Τούτο, διότι η έγγραφη σύμβαση ρυθμίζει (αλλά και ενδείκνυται και επιβάλλεται να ρυθμίζει)-με τρόπο, μάλιστα, εύκολα αποδείξιμο και δεσμευτικό το σύνολο των κανόνων που (θα ήταν καλό να) διέπουν την εργασιακή σχέση. Όχι μόνον των ουσιωδών-βασικών όρων.

    Υποχρεωτικότητα

    Η σύμβαση, επομένως, εργασίας δεν είναι υποχρεωτική για κανέναν από τους συμβαλλόμενους (:εργοδότη & εργαζόμενο). Αντίθετα, το έγγραφο γνωστοποίησης των όρων εργασίας χαρακτηρίζεται, προεχόντως, από την υποχρεωτικότητά του. Αξιοσημείωτο, μάλιστα, πως αποτελεί υποχρέωση του εργοδότη. Κι ο σκοπός του, κατά κύριο λόγο, είναι η ενημέρωση του εργαζομένου για τους όρους της απασχόλησής του.

    Η εν λόγω υποχρέωση του εργοδότη απέρρεε, μέχρι πρότινος, από το π.δ. 156/1994. Ωστόσο, ο ν. 5053/2023, ενσωματώνοντας την  2019/1152/ΕΕ Οδηγία, κατήργησε, από την έναρξη ισχύος του (:ήτοι, την 26.09.2023), το προαναφερόμενο π.δ. Ο εν λόγω, πρόσφατος, εργασιακός νόμος αναμόρφωσε: αφενός το περιεχόμενο και όρους του σχετικού εγγράφου γνωστοποίησης των όρων εργασίας αφετέρου τον τρόπο αλλά και τον χρόνο εντός του οποίου ο εργοδότης υποχρεούται να προβεί σε σχετική ενημέρωση του εργαζομένου.

     

    Οι Απαριθμούμενοι Ως Ουσιώδεις Όροι

    Υπό το ισχύον καθεστώς, σε συμμόρφωση με το άρθρο 4 της ως άνω Οδηγίας, οι ουσιώδεις όροι της σύμβασης ή σχέσης εργασίας, τους οποίους οι εργοδότες υποχρεούνται να γνωστοποιούν στους εργαζομένους εμπλουτίστηκαν με την εισαγωγή νέων στοιχείων, σε σχέση με το υφιστάμενο καθεστώς (Αιτ. Έκθ. ν. 5053/2023 επί του άρ. 6).

    Εισήχθησαν συγκεκριμένα νέες (πέραν όσων προβλέπονται στο π.δ. 156/1994), περιπτώσεις παροχής πληροφοριών (:άρ. 6 ν. 5053/2023 που αντικατέστησε το άρθρο 70 του Κώδικα Ατομικού Εργατικού Δικαίου). Μεταξύ άλλων, πληροφορίες σχετικά με τον χώρο εργασίας και τη διαδικασία λύσης της σύμβασης ή σχέσης εργασίας µε καταγγελία, τη διάρκεια και τους όρους της δοκιμαστικής περιόδου απασχόλησης, το δικαίωμα κατάρτισης καθώς και το πρόγραμμα οργάνωσης του χρόνου εργασίας-όταν τούτο είναι εξ ολοκλήρου ή ως επί το πλείστον µη προβλέψιμο.

    Ειδικότερα, στους ουσιώδεις όρους εντάσσονται πλέον:

    (α) Τα στοιχεία ταυτότητας των συμβαλλόμενων μερών,

    (β) Ο τόπος παροχής της εργασίας (συμπεριλαμβανομένης και της περίπτωσης παροχής εργασίας σε διάφορα σημεία ή, σε περίπτωση μη καθορισμού του τόπου από τον εργοδότη, της δυνατότητας επιλογής του από τον εργαζόμενο). Επίσης, η έδρα της επιχείρησης ή η κατοικία του εργοδότη.

    (γ) Η θέση ή ειδικότητα του εργαζομένου, ο βαθμός του, η κατηγορία ή -όπως, πλέον, περαιτέρω ορίζεται- ο κλάδος της απασχόλησής του καθώς και το αντικείμενο της εργασίας του.

    (δ) Η ημερομηνία έναρξης της σύμβασης ή της σχέσης εργασίας,

    (ε) Η ημερομηνία λήξης ή η προβλεπόμενη διάρκεια αυτής-αν πρόκειται για σχέση εργασίας ορισμένου χρόνου.

    (στ) Τα στοιχεία του έμμεσου εργοδότη, αν πρόκειται για εργασία που παρέχεται μέσω επιχείρησης προσωρινής απασχόλησης (Ε.Π.Α.).

    (ζ) Η διάρκεια και οι όροι της δοκιμαστικής περιόδου-αν τέτοια έχει συμφωνηθεί (δεδομένης της δυνατότητας πρόβλεψης, κατά τις πρόσφατες ρυθμίσεις, εξάμηνης τέτοιας-δοκιμαστικής περιόδου).

    (η) Η κατάρτιση που παρέχεται από τον εργοδότη-αν υφίσταται τέτοια παροχή προς τον εργαζόμενο.

    (θ) Η διάρκεια της άδειας με αποδοχές, που δικαιούται ο εργαζόμενος καθώς και ο τρόπος και χρόνος χορήγησής της.

    (ι) Η διαδικασία που ακολουθείται από τον εργοδότη και τον εργαζόμενο σε περίπτωση λύσης της σύμβασης ή της σχέσης εργασίας, σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία˙ ιδίως η υποχρέωση έγγραφης καταγγελίας που γνωστοποιείται στον αντισυμβαλλόμενο. Επίσης, όπως και υπό το προϊσχύσαν καθεστώς, οι προθεσμίες προειδοποίησης και ο προσδιορισμός του ύψους της αποζημίωσης. Τέλος, η ύπαρξη σπουδαίου λόγου, εφόσον τέτοιος απαιτείται για την καταγγελία.

    (ια) Οι πάσης φύσεως αποδοχές που δικαιούται ο εργαζόμενος καθώς και η περιοδικότητα και ο τρόπος καταβολής τους.

    (ιβ) Η διάρκεια της κανονικής ημερήσιας ή εβδομαδιαίας απασχόλησης του εργαζομένου, οι ρυθμίσεις για την υπερωριακή απασχόληση ή πρόσθετη εργασίας και της αμοιβής τους καθώς και ρυθμίσεις σχετικά με τις αλλαγές βάρδιας. (Κι όλα τούτα υπό την προϋπόθεση ότι το πρόγραμμα οργάνωσης είναι εξ ολοκλήρου ή ως επί το πλείστον προβλέψιμο).

    (ιγ)  Όταν, όμως, το πρόγραμμα οργάνωσης του χρόνου εργασίας είναι εξ ολοκλήρου (ή ως επί το πλείστον) μη προβλέψιμο:

    (i) η αρχή ότι το ωράριο εργασίας είναι μεταβλητό, ο συμφωνηθείς αριθμός των, εγγυημένα, αμειβόμενων ωρών καθώς και η αμοιβή που καταβάλλεται για την εργασία που πραγματοποιείται επιπροσθέτως ή πέραν των, εγγυημένα, αμειβόμενων αυτών ωρών,

    (ii) οι ώρες και ημέρες αναφοράς, όπως ο καθορισμός τους προδιαγράφεται στον νόμο (άρ. 69 §6 περ. β΄ π.δ. 80/2022).

    (iii) η ελάχιστη περίοδος εντός της οποίας ο εργοδότης οφείλει να ειδοποιήσει τον εργαζόμενο πριν από την ανάθεση εργασίας και η προθεσμία, εντός της οποίας (σύμφωνα με τον νόμο-άρ. 182 Α π.δ. 80/2022) ο εργοδότης έχει τη δυνατότητα να ακυρώσει την ανάθεση εργασίας.

    (ιδ) Η συλλογική σύμβαση που καθορίζει τους ελάχιστους όρους αμοιβής και εργασίας του εργαζομένου καθώς και οι συλλογικοί φορείς που τη συνυπογράφουν.

    (ιε) Οι φορείς κοινωνικής ασφάλισης στους οποίους είναι ασφαλισμένος ο εργαζόμενος (προσώρας: ΕΦΚΑ-αποκλειστικά) καθώς και κάθε άλλη παροχή από τον εργοδότη που σχετίζεται με την κοινωνική ασφάλιση.

    Όπως ορίζεται ρητά, η πληροφόρηση για τα ως άνω στοιχεία των περιπτώσεων (ζ), (η), (θ), (ι), (ια), ιβ) και (ιε) είναι δυνατό να λάβει χώρα και με παραπομπή στις ισχύουσες διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας (άρ. 70 §2 π.δ. 80/2022).

    Ενώ, περαιτέρω, ορίζεται ότι όταν ο εργαζόμενος απασχολείται μέσω Ε.Π.Α. ή με σύμβαση δανεισμού, πέραν των ως άνω υποχρεώσεων πληροφόρησης του άμεσου εργοδότη που απορρέουν, ο έμμεσος εργοδότης έχει την υποχρέωση να του γνωστοποιεί τα στοιχεία των περ. (ιβ) και (ιγ) (:άρ. 70 §3 π.δ. 80/2022).

     

    Πολύτιμη (μολονότι όχι, νομικά, υποχρεωτική) η έγγραφη σύμβαση εργασίας. Η έγγραφη γνωστοποίηση των ουσιωδών όρων της σύμβασης εργασίας είναι, εντούτοις, νομικά υποχρεωτική για τον εργοδότη. Το περιεχόμενο των ουσιωδών όρων τους οποίους η εν λόγω γνωστοποίηση θα πρέπει να περιλαμβάνει είναι ενδιαφέρον αλλά και εξαιρετικά εκτεταμένο. Ενδιαφέρον πάντως παρουσιάζει η διαφοροποίηση των ουσιωδών όρων από τους (μη προσδιοριζόμενους από τον νόμο) βασικούς όρους της σύμβασης εργασίας. Επίσης ο (περίσσεια) περιπεπλεγμένος τρόπος και χρόνος της γνωστοποίησής τους στους εργαζόμενους. Περί αυτών, όμως, σε επόμενη αρθρογραφία μας.-

    Σταύρος Κουμεντάκης
    Managing Partner

     

    Υ.Γ. Συνοπτική έκδοση του άρθρου δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ, στις 22 Οκτωβρίου 2023.

    Η πληροφόρηση που εμπεριέχεται στο παρόν άρθρο δεν συνιστά (ούτε και έχει σκοπό να αποτελέσει) νομική συμβουλή. Μια τέτοια νομική συμβουλή είναι δυνατό να παρασχεθεί μόνον από αρμόδιο δικηγόρο ο οποίος θα λάβει υπόψη του το σύνολο των δεδομένων που θα του εκθέσετε για την υπόθεσή σας. Αναλυτικά.

  • Σύμβαση leasing: Οφέλη για την επιχείρηση

    Σύμβαση leasing: Οφέλη για την επιχείρηση

    Η σύμβαση της χρηματοδοτικής μίσθωσης (όπως αποδόθηκε στα ελληνικά ο αγγλικός όρος «leasing») αποτελεί μία σύγχρονη μορφή σύμβασης, χρησιμοποιούμενη ευρύτατα σε πολλές  χώρες του κόσμου, επειδή συνιστά ένα εξαιρετικά χρήσιμο εργαλείο χρηματοδότησης στα χέρια των επιχειρήσεων. Η χρηματοδοτική μίσθωση στην Ελλάδα διέπεται από το ν. 1665/1986, πλην όμως έμεινε αρρύθμιστη η περίπτωση της ανώμαλης εξέλιξης της σύμβασης. Μέχρι πρόσφατα χρηματοδοτική μίσθωση μπορούσε να συνάψει μόνο επιχείρηση ή πρόσωπο που ασκεί σχετικό επάγγελμα. Η δυνατότητα σύναψης χρηματοδοτικής μίσθωσης επεκτάθηκε πρόσφατα (:άρ. 131 του ν. 4887/2022 που τροποποίησε το άρ. 1 του ν. 1665/1986) και στους ιδιώτες.  Η χρησιμότητα, ωστόσο, της σύμβασης αυτής παραμένει, χωρίς αμφιβολία, ιδιαίτερης αξίας˙ κυρίως για τις επιχειρήσεις.

     

    Χρησιμότητα της σύμβασης leasing

    Η σύμβαση leasing παρέχει τη δυνατότητα στον επιχειρηματία, ο οποίος χρειάζεται για την άσκηση της δραστηριότητάς του, είτε κτιριακές εγκαταστάσεις (ενδ: γραφεία, αποθήκες, εργοστάσια) είτε επαγγελματικό εξοπλισμό (ενδ: οχήματα, ειδικά μηχανήματα ανάλογα με το αντικείμενό του) ενώ δεν ενδιαφέρεται, αρχικά τουλάχιστον, για την κτήση της κυριότητας επ’ αυτών, να αποκτήσει τη χρήση τους με τη μίσθωσή τους από την εκμισθώτρια (εταιρεία ειδικού σκοπού) καταβάλλοντας σε αυτή το συμφωνημένο μίσθωμα. Επιτυγχάνει, έτσι, να καλύψει τη σχετική λειτουργική του ανάγκη χωρίς να απαιτηθεί η εκ μέρους του εκταμίευση του ποσού (συνήθως ιδιαίτερα υψηλού) ή η έντοκη δανειοδότησή του για την απόκτηση της κυριότητας του ακινήτου ή κινητού πράγματος.

     

    Αντικείμενο

    Αντικείμενο της χρηματοδοτικής μίσθωσης μπορεί να είναι οποιοδήποτε κινητό πράγμα (συμπεριλαμβανομένων των αεροσκαφών και των ιδιωτικών ή επαγγελματικών πλοίων αναψυχής) ή ακίνητο.

     

    Εκμισθωτής και μισθωτής

    Εκμισθωτής μπορεί να είναι μόνο ανώνυμη εταιρεία ή χρηματοδοτικό/πιστωτικό ίδρυμα με αποκλειστικό σκοπό τη σύναψη συμβάσεων leasing (:άρ. 2 § 1 του ως άνω νόμου). Από την άλλη πλευρά, μισθωτής μπορεί να είναι οποιοδήποτε φυσικό ή νομικό πρόσωπο, είτε επιχείρηση είτε και ιδιώτης  (σύμφωνα την ανωτέρω αναφερόμενη αλλαγή που επήλθε με τον ν. 4887/2022).

     

    Η εμπλοκή της εταιρείας leasing

    Η εταιρεία leasing – εκμισθώτρια συχνά αποκτά την κυριότητα του προς μίσθωση πράγματος, κατόπιν υπόδειξης από τον υποψήφιο μισθωτή, ο οποίος και καθορίζει τα ειδικότερα χαρακτηριστικά του. Σε κάποιες περιπτώσεις μάλιστα, ο υποψήφιος μισθωτής αναλαμβάνει τις διαπραγματεύσεις με τον πωλητή – προμηθευτή, ο οποίος θα πωλήσει στην εταιρεία leasing το αντικείμενο της σύμβασης χρηματοδοτικής μίσθωσης.

     

    Το μίσθωμα

    Το μίσθωμα υπολογίζεται με τρόπο, ώστε το ποσό που θα καταβληθεί συνολικά από τον μισθωτή καθ’ όλη τη διάρκεια της σύμβασης leasing να καλύπτει: (α) Το κεφάλαιο για την απόκτηση του πράγματος (ολικά ή κατά το μεγαλύτερο μέρος), (β) Τους τόκους, (γ) Τα λειτουργικά έξοδα της εκμισθώτριας και (δ) Το κέρδος της εκμισθώτριας

    Ταυτόχρονα το μίσθωμα προσδιορίζεται σε ποσό, το οποίο ο επιχειρηματίας θα έχει -κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων- τη δυνατότητα να καταβάλλει καθ’ όλη τη διάρκεια ισχύος της σύμβασης leasing.

     

    Βασικοί όροι

    Βασικοί (συνήθεις) όροι που περιέχονται στη σύμβαση leasing (:άρθρο 1 ν. 1665/1986) προβλέπουν ότι κατά τη λήξη της ο μισθωτής έχει τις εξής δυνατότητες:

    (α) να ανανεώσει μονομερώς τη μίσθωση για ορισμένο χρόνο καταβάλλοντας ορισμένο (και πολύ μειωμένο σε σχέση με το αρχικά συμβατικώς συμφωνημένο) μίσθωμα

    (β) να αγοράσει με δήλωσή του προς την εκμισθώτρια το αντικείμενο της σύμβασης leasing (ακόμη και πριν τη λήξη της σύμβασης) καταβάλλοντας ένα πολύ μειωμένο -σε σχέση με την εμπορική αξία του πράγματος- τίμημα, το οποίο καθορίζεται στη σύμβαση leasing

    (γ) να επιστρέψει το αντικείμενο της σύμβασης στην εκμισθώτρια

    Οι ως άνω (υπό α και β) δυνατότητες συνιστούν το λεγόμενο «δικαίωμα προαιρέσεως» του μισθωτή.

    Η διάρκεια της χρηματοδοτικής μίσθωσης είναι πάντα ορισμένη και μάλιστα προβλέπεται ελάχιστη διάρκεια τριών ετών για τα κινητά, πέντε ετών για τα αεροσκάφη και δέκα ετών για τα ακίνητα (:αρ. 3 § 1 του ν. 1665/1986).

     

    Κατάρτιση

    Τέλος, η σύμβαση leasing καταρτίζεται υποχρεωτικά εγγράφως. Σε περίπτωση που αφορά κινητό πράγμα αρκεί το ιδιωτικό έγγραφο ενώ σε περίπτωση μίσθωσης ακινήτου απαιτείται ο συμβολαιογραφικός τύπος. Όλες οι συμβάσεις leasing καταχωρίζονται σε ειδικό βιβλίο στο Πρωτοδικείο Αθηνών. Όταν αφορά ακίνητο, η σύμβαση εγγράφεται στα οικεία βιβλία μεταγραφών της περιφέρειας όπου βρίσκεται το ακίνητο. Αν αφορά αεροσκάφος, στα αντίστοιχα μητρώα αεροσκαφών.

     

    Η οικονομική σημασία της σύμβασης leasing για την επιχείρηση

    Η σύμβαση χρηματοδοτικής μίσθωσης αποτελεί μία ευέλικτη μορφή χρηματοδότησης με σημαντικά οφέλη για τις μικρομεσαίες, κυρίως, επιχειρήσεις. Τα οικονομικά πλεονεκτήματα της σύμβασης αυτής έχουν οδηγήσει πλήθος επιχειρήσεων στην επιλογή της. Ιδίως, όταν παρίσταται ανάγκη απόκτησης ή εκσυγχρονισμού του εξοπλισμού τους. Επίσης, σε περίπτωση που η επιχείρηση επιδιώκει την επέκταση ή ανανέωση των χώρων της επαγγελματικής της  εγκατάστασης.

    Το βασικότερο ίσως πλεονέκτημα της σύμβασης αυτής συνίσταται στο ότι επιχείρηση μπορεί να αποκτήσει τη χρήση του αγαθού που χρειάζεται για την άσκηση (ή/και βελτίωση, αύξηση απόδοσης, επέκταση) της δραστηριότητάς της χωρίς την ταυτόχρονη διάθεση ίδιων κεφαλαίων (που θα απαιτούνταν για την αντίστοιχη αγορά) ή την προσφυγή σε τραπεζικό δανεισμό. Με τον τρόπο αυτό χρησιμοποιεί το πράγμα που χρειάζεται, αποκομίζει έσοδα (και) από την εκμετάλλευση του πράγματος τα οποία καλύπτουν, έστω μερικώς, το συμφωνημένο μίσθωμα. Παράλληλα, το ποσό που εξοικονομείται με τη σύναψη της χρηματοδοτικής μίσθωσης μπορεί να διατεθεί/επενδυθεί για άλλους, επιχειρηματικούς σκοπούς.

    Ένα άλλο σημαντικό πλεονέκτημα εντοπίζεται στο γεγονός ότι το αντικείμενο της χρηματοδοτικής μίσθωσης, αφού δεν ανήκει στην περιουσία του μισθωτή, δεν μπορεί να κατασχεθεί από τους δανειστές του. Στο ίδιο πλαίσιο, τα αντικείμενα της χρηματοδοτικής μίσθωσης δεν εμφανίζονται στους ισολογισμούς της επιχείρησης ως στοιχεία του ενεργητικού της.

     

    Φορολογικά οφέλη

    Η χρηματοδοτική μίσθωση είναι ελκυστική τόσο για τις εταιρείες leasing όσο και για τις επιχειρήσεις που θα την επιλέξουν ως μέσο χρηματοδότησης γιατί ο νόμος (αρ. 6, ν. 1665/1986) παρέχει πολλά φορολογικά οφέλη. Ειδικότερα:

    Α. Απαλλάσσονται από οποιονδήποτε φόρο, τέλος, εισφορά, δικαίωμα υπέρ του Δημοσίου και γενικώς τρίτων (εξαιρουμένων του φόρου εισοδήματος και του ΦΠΑ):

    (i) Οι συμβάσεις με τις οποίες περιέρχονται στις εταιρείες leasing (κατά κυριότητα ή κατοχή) τα κινητά πράγματα (εξαιρουμένων των μεταφορικών μέσων) που θα αποτελέσουν αντικείμενο χρηματοδοτικής μίσθωσης

    (ii) Οι συμβάσεις χρηματοδοτικής μίσθωσης

    (iii) Οι συμβάσεις εκχώρησης δικαιωμάτων ή αναδοχής υποχρεώσεων από χρηματοδοτική μίσθωση

    (iv) Τα μισθώματα από συμβάσεις χρηματοδοτικής μίσθωσης και τα παραστατικά είσπραξής τους

    (v) Το τίμημα της πώλησης του αντικειμένου της χρηματοδοτικής μίσθωσης από την εταιρεία leasing στον επιχειρηματία – μισθωτή

     

    B. Απαλλάσσονται από το φόρο μεταβίβασης ακινήτων:

    (i) Η μεταβίβαση του μισθίου ακινήτου από την εκμισθώτρια προς τον μισθωτή κατά τη λήξη της σύμβασης leasing

    (ii) Η εξαγορά του μισθίου ακινήτου από τον μισθωτή πριν τη λήξη της χρηματοδοτικής μίσθωσης

    (iii) Οι συμβάσεις αγοράς ακινήτων από εταιρείες leasing με σκοπό τη χρηματοδοτική μίσθωση του πωλητή του ακινήτου, ο οποίος αποκτά την ιδιότητα του χρηματοδοτικού μισθωτή (πρόκειται για την αντίστροφη χρηματοδοτική μίσθωση για την οποία θα γίνει λόγος σε επόμενο άρθρο).

     

    Γ. Τα μισθώματα που καταβάλει η μισθώτρια επιχείρηση θεωρούνται λειτουργικές της δαπάνες και εκπίπτουν από τα ακαθάριστα έσοδά της

    Δ. Τα δικαιώματα των συμβολαιογράφων ενώπιον των οποίων καταρτίζονται οι συμβάσεις leasing περιορίζονται στα κατώτατα όρια των δικαιωμάτων τους που ισχύουν για συμβάσεις δανείων ή πιστώσεων από τράπεζες επενδύσεων για παραγωγικές επενδύσεις

    Ε. Σε περίπτωση σύστασης εμπράγματης εξασφάλισης για απαιτήσεις της εταιρείας leasing που απορρέουν από τη χρηματοδοτική μίσθωση, καθώς και για την εξάλειψη των σχετικών βαρών, προβλέπεται η καταβολή μειωμένων τελών για την καταχώρισή τους.

    ΣΤ. Οι συμβάσεις δανείων και πιστώσεων προς εταιρείες leasing από τράπεζες καθώς και οι συμβάσεις χρηματοδοτικής μίσθωσης μεταξύ τους και όλες οι συναφείς με αυτές πράξεις (ενδ: εξόφληση δανείου, καταβολή μισθώματος) απαλλάσσονται από κάθε φόρο, τέλος ή επιβάρυνση υπέρ του Δημοσίου.

    Διευκρινίζεται, ωστόσο, ότι σε περίπτωση που η μισθώτρια επιχείρηση αγοράσει το μίσθιο ακίνητο πριν την πάροδο τριετίας από την έναρξη της μίσθωσης ή ο μισθωτής μεταβιβάσει τα απορρέοντα από τη σύμβαση χρηματοδοτικής μίσθωσης δικαιώματα και υποχρεώσεις σε τρίτο ή το ακίνητο παραμείνει στην κυριότητα της εταιρείας leasing λόγω μη εξόφλησης του συμφωνηθέντος τιμήματος ή η τελευταία το μεταβιβάσει σε τρίτο αίρεται η απαλλαγή από το φόρο μεταβίβασης ακινήτων, ο οποίος πρέπει να καταβληθεί εφάπαξ.

     

    Η σύμβαση leasing συνοδεύεται από σειρά πλεονεκτημάτων  (φορολογικών και όχι μόνον) για την επιχείρηση. Το εύρος και η αξία των συγκεκριμένων πλεονεκτημάτων αποτελούν αδιαμφισβήτητα ένα ισχυρό κίνητρο συνάψεως συμβάσεων χρηματοδοτικής μίσθωσης για πλήθος ελληνικών επιχειρήσεων. Σ’ αυτά, εξάλλου, έγκειται και η επιτυχία του θεσμού στη χώρα μας. Η σύμβαση leasing παρουσιάζεται σε διάφορες μορφές και δημιουργεί διάφορους νομικούς (με πρακτική σημασία όμως) προβληματισμούς. Περί αυτών επόμενη αρθρογραφία μας.

    Ευδοκία Κορνηλάκη

    Ευδοκία Κορνηλάκη
    Partner

     

    Υ.Γ. Συνοπτική έκδοση του άρθρου δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ, στις 23 Ιουλίου 2023.

    Η πληροφόρηση που εμπεριέχεται στο παρόν άρθρο δεν συνιστά (ούτε και έχει σκοπό να αποτελέσει) νομική συμβουλή. Μια τέτοια νομική συμβουλή είναι δυνατό να παρασχεθεί μόνον από αρμόδιο δικηγόρο ο οποίος θα λάβει υπόψη του το σύνολο των δεδομένων που θα του εκθέσετε για την υπόθεσή σας. Αναλυτικά.

  • Σύμβαση Εμπιστευτικότητας (:NDA)

    Σύμβαση Εμπιστευτικότητας (:NDA)

    Σε προηγούμενη αρθρογραφία μας προσεγγίσαμε το περιεχόμενο και την αξία του επιχειρηματικού απορρήτου. Διαπιστώσαμε και επιβεβαιώσαμε την αξία των εμπιστευτικών πληροφοριών-εκείνων, δηλ., που εμπίπτουν στο επιχειρηματικό απόρρητο. Διαπιστώσαμε και επιβεβαιώσαμε, επίσης, το ανταγωνιστικό πλεονέκτημα, που διατηρεί η επιχείρηση εξαιτίας των συγκεκριμένων πληροφοριών. Μας δόθηκε, επίσης, η δυνατότητα να προσεγγίσουμε την, εκ του λόγου αυτού, πολυεπίπεδη νομοθετική (αστική και ποινική) προστασία του επιχειρηματικού απορρήτου. Μια προστασία που, ειδικά για τους εργαζόμενους, εν μέρει καλύπτεται και από την υποχρέωση εχεμύθειας-στο πλαίσιο των παρεπόμενων υποχρεώσεών τους. Η σύμβαση εμπιστευτικότητας (:NDA) έρχεται καταφανώς να ενισχύσει, σε κάθε περίπτωση, την προστασία του επιχειρηματικού απορρήτου.

     

    Η διεύρυνση της προστασίας του επιχειρηματικού απορρήτου

    Η προστασία που παρέχει ο νομοθέτης στο επιχειρηματικό απόρρητο είναι, όπως και ανωτέρω αναφέρθηκε, πολυεπίπεδη. Αποδεικνύεται όμως, όχι σπάνια,  ανεπαρκής και περιορισμένη. Αδίρητη, κατά τούτο, παρουσιάζεται η ανάγκη της περαιτέρω εξειδίκευσης των εμπιστευτικών πληροφοριών. Επίσης, η διεύρυνση της προστασίας εκείνων και του επιχειρηματικού απορρήτου εν γένει.

    Τούτο δεν μπορεί να επιτευχθεί παρά μόνον μέσω των συμβάσεων εμπιστευτικότητας. Οι εν λόγω συμβάσεις έχουν γίνει ευρύτερα γνωστές, σε παγκόσμιο επίπεδο-ήδη και στη χώρα μας, με τη συντομογραφία NDA (:Non Disclosure Agreement). Αποσκοπούν, ακριβώς, στην ευρύτερη προστασία των εμπιστευτικών πληροφοριών, που μεταξύ άλλων, αποκαλύπτονται στο πλαίσιο εμπορικών συναλλαγών, συμβάσεων, συνεργασιών ή/και, συνηθέστατα, συμβάσεων εργασίας.

     

    Νομοθετικό Έρεισμα

    Η σύμβαση εμπιστευτικότητας δεν συνιστά επώνυμη σύμβαση, δεν  ρυθμίζονται, δηλ., οι επιμέρους παράμετροί της από συγκεκριμένη νομοθετική διάταξη. Ήδη όμως, από μακρού χρόνου, γίνεται αποδεκτή από τη νομολογία η εγκυρότητα της σύναψής της αλλά και η, εξ αυτής, παραγωγής εννόμων αποτελεσμάτων και συνεπειών (ενδ.: 1370/2019 ΑΠ 1369/2919 ΑΠ, 14322/2019 ΠΠρωτΘεσσ, 1219/2017 ΑΠ, 5110/2011 ΠΠρωτΑθ).

    Η σύμβαση εμπιστευτικότητας είναι αποδεκτή στο πλαίσιο της ελευθερίας των συμβάσεων.

    Να θυμίσουμε εδώ πως η ελευθερία των συμβάσεων αναλύεται σε ελευθερία σύναψης ή μη κάποιας σύμβασης, επιλογής του αντισυμβαλλομένου και καθορισμού του περιεχομένου της. Έχει έρεισμα συνταγματικό, καθώς κατοχυρώνεται ως ατομικό δικαίωμα στο άρθρο 5 §1 Σ (4/1998 ΟλΑΠ). Έρεισμα έχει, επίσης, στη διάταξη του άρθρου 361 ΑΚ-ως έκφραση της, συνταγματικώς κατοχυρωμένης, οικονομικής ελευθερίας.

     

    Ορισμός και πλαίσιο

    Ποιες είναι όμως οι συμβάσεις εμπιστευτικότητας (ή, κατ΄ άλλους, συμφωνητικά εχεμύθειας); Ενιαία αποδεκτός ορισμός δεν φαίνεται να υφίσταται.

    Θα μπορούσαμε να προσδιορίσουμε το σύμφωνο εμπιστευτικότητας, ως τη μονομερή εκείνη δήλωση (ή συμφωνία) για τη μη διάθεση συγκεκριμένων εμπιστευτικών πληροφοριών, σε οποιονδήποτε τρίτο και για οποιονδήποτε λόγο-διαφορετικούς από τους συμφωνημένους.

    Εκείνος που αναλαμβάνει την υποχρέωση εμπιστευτικότητας, αναλαμβάνει  και περαιτέρω, ειδικότερες, υποχρεώσεις. Ενδεικτικά: να μην αποκαλύψει, αναπαράγει ή χρησιμοποιήσει προς ίδιο όφελος (ή προς όφελος τρίτου) εμπιστευτικές πληροφορίες, στις οποίες αποκτά πρόσβαση εξαιτίας της συνεργασίας με τον αντισυμβαλλόμενό του. Περαιτέρω, να λαμβάνει τα κατάλληλα μέτρα, προκειμένου να διαφυλάσσεται ο απόρρητος χαρακτήρας των συγκεκριμένων πληροφοριών.

    Η ανάληψη υποχρέωσης μονομερούς ή αμοιβαίας εμπιστευτικότητας εξαρτάται από το αν η αποκάλυψη εμπιστευτικών πληροφοριών είναι, αντίστοιχα, μονομερής ή αμοιβαία.  Μονομερής αποκάλυψη λαμβάνει χώρα σε περίπτωση, λ.χ., εξαγοράς επιχείρησης στο πλαίσιο due diligence ή στο πλαίσιο της σύμβασης εργασίας. Αμοιβαία αποκάλυψη λαμβάνει χώρα, ενδεικτικά, σε περίπτωση συγχώνευσης εταιρειών και στο πλαίσιο της διενέργειας ενός, αμοιβαίου στην περίπτωση αυτή, due diligence.

    Η συμφωνία περί εμπιστευτικότητας είναι δυνατόν να έχει τη μορφή αυτοτελούς σύμβασης. Είναι, ωστόσο, δυνατό να εμπεριέχεται ως σχετική ρήτρα ή ενότητα στην κύρια σύμβαση συνεργασίας μεταξύ των μερών.

    Η σύμβαση εμπιστευτικότητας συνάπτεται, κατά κανόνα, στο στάδιο των διαπραγματεύσεων (ενδ.: 1370/2019 ΑΠ, 1219/2017 ΑΠ, 5110/2011 ΠΠρωτΑθ) ή ταυτόχρονα με την κύρια σύμβαση.

     

    Προδιατυπωμένοι όροι ή tailor made συμβάσεις;

    Καθώς δεν υφίσταται, σύμφωνα και με όσα ήδη αναφέρθηκαν, συγκεκριμένη νομοθετική ρύθμιση για τις συμβάσεις εμπιστευτικότητας, είναι λογικό να μην προκύπτει από το νόμο κάποιο ελάχιστο περιεχόμενό τους.

    Είναι γνωστό πως ευρύτατα «κυκλοφορούν» υποδείγματα συμβάσεων εμπιστευτικότητας με ταυτόσημες, σε σημαντικό βαθμό, διατυπώσεις. Ακόμα και ελεύθερα διαθέσιμα στο διαδίκτυο. Βλέπουμε μάλιστα αυτά τα λίγο-πολύ ίδια, κατά το περιεχόμενο, υποδείγματα να χρησιμοποιούνται «δια πάσαν νόσον…». Είναι άραγε ασφαλής η χρήση τους;

    Εκείνος που επιλέγει να αξιώσει τη σύναψη μιας σύμβασης εμπιστευτικότητας προσβλέπει στην αξία εκείνης και στην προστασία του ίδιου και της επιχείρησής του.

    Είναι (περισσότερο από) προφανές, όμως, πως προδιατυπωμένοι όροι ή, ακόμη περισσότερο, προδιατυπωμένες συμβάσεις εμπιστευτικότητας δεν είναι δυνατό να παράσχουν τη βέλτιστη δυνατή αλλά ούτε και την ελάχιστη ανεκτή προστασία. Συστήνεται, αντίθετα, (όπως, εξάλλου, και σε κάθε περίπτωση σύνταξης σύμβασης) «tailor made» σύμβαση, η οποία θα ανταποκρίνεται στις συγκεκριμένες, ακριβώς, ανάγκες των εκάστοτε εμπλεκόμενων φυσικών και νομικών προσώπων.

     

    Το Περιεχόμενο Της Σύμβασης Εμπιστευτικότητας

    Ανεξάρτητα από τις, τυχόν, ειδικότερες ρυθμίσεις, ορισμένοι όροι δεν είναι δυνατό να λείπουν από τη σύμβαση εμπιστευτικότητας. Ενδεικτικά:

    (α) Οι κατηγορίες των εμπιστευτικών πληροφοριών

    Στη σύμβαση εμπιστευτικότητας πρέπει να προσδιορίζονται ρητά, και όσο το δυνατόν πληρέστερα, οι συγκεκριμένες εμπιστευτικές πληροφορίες (ή οι κατηγορίες τους), οι οποίες αποκαλύπτονται (ή ενδέχεται να αποκαλυφθούν) στο πλαίσιο των διαπραγματεύσεων ή/και της εκτέλεσης της κύριας σύμβασης (λ.χ. εμπορικής συνεργασίας) των συμβαλλομένων.

    Με τον τρόπο αυτό συγκεκριμενοποιείται η υποχρέωση τήρησης εμπιστευτικότητας-συγκεκριμένων, μάλιστα, πληροφοριών, που βαρύνει τους υπόχρεους.

    Σημειώνεται πάντως, πως δεν είναι δυνατό να προσδιορισθούν ως εμπιστευτικές οι πληροφορίες εκείνες, οι  είτε δεν έχουν απόρρητο χαρακτήρα είτε είναι δημόσιες ή ευχερώς προσβάσιμες σε απροσδιόριστο αριθμό προσώπων.

    (β) Ο σκοπός

    Στη σύμβαση εμπιστευτικότητας είναι αναγκαίο να προσδιορίζεται ο σκοπός για τον οποίο ο δέκτης της εμπιστευτικής πληροφόρησης γίνεται κοινωνός συγκεκριμένων εμπιστευτικών πληροφοριών (που αφορούν τον αντισυμβαλλόμενό του ή τρίτο). Με τον τρόπο αυτό προσδιορίζεται και το πλαίσιο εντός του οποίου δικαιούται να κινηθεί, αποκλειστικά, ο συγκεκριμένος συμβαλλόμενος.

    (γ) Οι οφειλόμενες ενέργειες και μέτρα για τη διαφύλαξη της εμπιστευτικότητας

    Είναι επίσης σημαντικό να γίνεται αναφορά στις επιτρεπτές (και, αντίστοιχα, μη επιτρεπτές) ενέργειες στις οποίες δικαιούται (ή, αντίστοιχα απαγορεύεται) να προβαίνει ο υπόχρεος της διαφύλαξης της εμπιστευτικότητας-αναφορικά με τις εμπιστευτικές πληροφορίες. Ενδεικτικά: δυνατότητα, ενδεχομένως, κοινοποίησης των εμπιστευτικών πληροφοριών σε τρίτα πρόσωπα και, σε καταφατική περίπτωση, ποια και υπό ποιες προϋποθέσεις. Το πλαίσιο, επίσης, της από μέρους τους δυνητικής τους χρήσης ή ενδεχόμενης αναπαραγωγής. Αντίστοιχα, και όσον αφορά τις απαγορευόμενες ενέργειες (λ.χ. απαγόρευση χρήσης των εμπιστευτικών πληροφοριών προς ίδιο όφελος ή δημοσιοποίησή τους).

    Ευκταίο επίσης να προσδιορίζονται, αντίστοιχα, και τα οφειλόμενα να ληφθούν μέτρα, από μέρους του υπόχρεου, για τη διασφάλιση της εμπιστευτικότητας και την προστασία του απορρήτου.

    (δ) Η διάρκεια

    Μείζονος σημασίας αποδεικνύεται ο προσδιορισμός της διάρκειας ισχύος της σύμβασης εμπιστευτικότητας ή της σχετικής ρήτρας.

    Οι διαπραγματεύσεις μεταξύ των συμβαλλομένων είναι δυνατό να μην τελεσφορήσουν. Είναι, αντίστοιχα, δυνατό  να λυθεί, πρόωρα-για οποιαδήποτε αιτία, η συναφθησόμενη, εν τέλει, σύμβαση. Η υποχρέωση τήρησης της εμπιστευτικότητας θα αποσβέννυται, ή όχι, στις περιπτώσεις αυτές; Επιβεβλημένο, κατά τούτο, να συμφωνείται και η διάρκεια της υποχρέωσης εμπιστευτικότητας, η οποία μπορεί να εκτείνεται και πέραν των συγκεκριμένων χρονικών ορίων.

    (ε) Το εφαρμοστέο δίκαιο και η αρμοδιότητα των δικαστηρίων

    Σημαντικός όρος στη σύμβαση εμπιστευτικότητας αποτελεί, επίσης, αυτός του εφαρμοστέου δικαίου και της αρμοδιότητας των δικαστηρίων. Και τούτο γιατί όταν οι συμβαλλόμενοι δραστηριοποιούνται και εδρεύουν στην ίδια πόλη, τα πράγματα είναι απλά. Τι θα συμβεί όμως όταν ελληνική εταιρεία συμβληθεί με εταιρεία που εδρεύει στη Μεγ. Βρετανία ή τις ΗΠΑ; Στα δικαστήρια εκείνων, άραγε, θα αναζητήσει την αποκατάσταση της ζημίας την οποία, ενδεχομένως, υπέστη; Σ’ αυτές και σε αντίστοιχες περιπτώσεις κρίνεται μείζονος σημασίας, ο προσδιορισμός του εφαρμοστέου δικαίου και των αρμοδίων δικαστηρίων, σε περίπτωση ανώμαλης εξέλιξης της σύμβασης.

    (στ) Οι συνέπειες της (ενδεχόμενης) παράβασης

    Ιδιαίτερη σημασία αποκτά, αυτονοήτως, η πρόβλεψη των συνεπειών της ενδεχόμενης παράβασης των υποχρεώσεων που αναλαμβάνονται (όπως οι συνέπειες αυτές ειδικότερα-αμέσως στη συνέχεια  αναλύονται). Αξιοσημείωτο μάλιστα είναι πως στις συνέπειες αυτές, ακριβώς, αποβλέπουν οι συμβαλλόμενοι, όταν αποφασίσουν να συνάψουν τη σύμβαση εμπιστευτικότητας.

     

    Επιδιωκόμενη Διασφάλιση˙ Προσδιορισμός Της Ζημίας

    Όπως ήδη, και ανωτέρω, αναφέρθηκε, το απόρρητο της επιχείρησης προστατεύεται νομοθετικά. Στη σύναψη συμβάσεων εμπιστευτικότητας προσφεύγουν, ωστόσο, τα μέρη για λόγους βέλτιστης και πληρέστερης προστασίας. Σε κάθε περίπτωση πάντως, οι συγκεκριμένες συμβάσεις συνιστούν μέσο απόδειξης των εκατέρωθεν υποχρεώσεων. Ιδίως γιατί, μέσω αυτών, αποδεικνύεται ποιων εμπιστευτικών πληροφοριών έγιναν κοινωνοί τα μέρη.

    Το πρόβλημα όμως γίνεται ιδιαίτερα περίπλοκο όσον αφορά τον προσδιορισμό της ζημίας που υφίσταται ο συμβαλλόμενος εξαιτίας της παράβασης της υποχρέωσης εχεμύθειας. Το θέμα, τότε, αποκτά ιδιαίτερες δυσχέρειες, ιδίως αποδεικτικές. Μέσω της σύμβασης εμπιστευτικότητας, επιδιώκεται η προσπέλαση των δυσχερειών αυτών, καθώς είναι δυνατόν να συμφωνηθεί εκ των προτέρων: (α) συγκεκριμένη μέθοδος υπολογισμού της (πάντοτε δυσαπόδεικτης) ζημίας, (β) συγκεκριμένο ποσό ως κατ’ αποκοπήν αποζημίωση, (γ) συγκεκριμένο ποσό ως ποινική ρήτρα και (δ) συνδυασμός τους.

    Συνηθέστερα, από τα παραπάνω, συμφωνείται συγκεκριμένο ποσό ως ποινική ρήτρα-αν και κάποιες φορές αναποτελεσματικά και ατελέσφορα. Το ποσό της τελευταίας συμφωνείται, συχνά, εξαιρετικά υψηλό. Με τον τρόπο αυτό τα μέρη αποσκοπούν (και) στην αποτροπή της παράβασης της σύμβασης εχεμύθειας. Αποσκοπούν, δηλαδή, (και) στην προληπτική λειτουργία της ποινικής ρήτρας.

     

    Οι συμβάσεις εμπιστευτικότητας (κι όσο κι αν αγαπάμε τη γλώσσα μας-NDA το συνηθέστερο) χρησιμοποιούνται ολοένα και συχνότερα στις συναλλαγές˙ και στη χώρα μας.

    Παρέχουν ικανή, προληπτική ιδίως, προστασία, όσον αφορά τη διασφάλιση του επιχειρηματικού απορρήτου. Και εκ των υστέρων όμως η προστασία που παρέχουν, μόνο ήσσονος σημασίας δεν είναι δυνατό να χαρακτηριστεί.

    Δεν αντιμετωπίζονται, εντούτοις, με τη δέουσα σημασία κι ούτε τους προσδίδεται η δέουσα αξία. Συχνά συναντούμε, ταυτόσημα κατά το περιεχόμενο, κείμενα για χρήσεις άσχετες, με όσα τα ίδια είναι δυνατό να διασφαλίσουν.

    Καιρός να τους αποδώσουμε τη σημασία και αξία που τους αναλογεί.

    Κι είναι δεδομένο πως, με τον τρόπο αυτό, οι συναλλασσόμενοι θα αισθάνονται (και θα είναι) περισσότερο ασφαλείς: η ύπαρξη των συγκεκριμένων συμβάσεων θα λειτουργεί αποτρεπτικά για τους δυνητικούς παραβάτες αλλά και διευκολυντικά για την απόδειξη της ζημίας και την επιβολή των συναφών κυρώσεων.

    Σταύρος Κουμεντάκης
    Managing Partner

     

    Υ.Γ. Συνοπτική έκδοση του άρθρου δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ, την 1η Μαΐου 2022.

    Η πληροφόρηση που εμπεριέχεται στο παρόν άρθρο δεν συνιστά (ούτε και έχει σκοπό να αποτελέσει) νομική συμβουλή. Μια τέτοια νομική συμβουλή είναι δυνατό να παρασχεθεί μόνον από αρμόδιο δικηγόρο ο οποίος θα λάβει υπόψη του το σύνολο των δεδομένων που θα του εκθέσετε για την υπόθεσή σας. Αναλυτικά.

  • Τουρισμός: Ξενοδόχοι vs Τουριστικοί πράκτορες (:η ρύθμιση των μεταξύ τους σχέσεων)

    Τουρισμός: Ξενοδόχοι vs Τουριστικοί πράκτορες (:η ρύθμιση των μεταξύ τους σχέσεων)

    Μετά από ένα καταστροφικό (και για τον ελληνικό τουρισμό) 2020, προσβλέπουμε με περίσσεια ελπίδα (και συγκρατημένες προσδοκίες) στο 2021. Στόχος; Η μερική αποκατάσταση των (δραματικών) συνεπειών της πανδημίας.  Λόγω του μεγέθους του συγκεκριμένου κλάδου στη χώρα μας αλλά και της συνακόλουθης συμβολής του στην ελληνική οικονομία, θα αναμέναμε επαρκείς ρυθμίσεις όσον αφορά (και) τις κρίσιμες σχέσεις μεταξύ των ξενοδόχων και των τουριστικών πρακτόρων.

    Είναι, όμως, έτσι;

     

    Η συμβολή του τουρισμού στην Ελληνική Οικονομία

    Αν κάποιος αναζητούσε στοιχεία για τη συμβολή του τουρισμού στην ελληνική οικονομία θα έπρεπε μάλλον να ανατρέξει στο τελευταίο (ομαλό) έτος: το 2019.

    Με βάση, λοιπόν, σχετική μελέτη του ΣΕΤΕ, η άμεση συνεισφορά του τουρισμού στην οικονομία της χώρας εκτιμάται για το 2019 σε € 23,4 δισ.-μέγεθος που αντιστοιχεί στο 12,5% του ΑΕΠ. Αν μάλιστα συνυπολογίσουμε και τα πολλαπλασιαστικά οφέλη, η συνολική συνεισφορά του τουρισμού στην οικονομία της χώρας μας για το 2019 εκτιμάται μεταξύ € 51,6 και € 62,1 δισ.  (:27,5% έως 33,1% του ΑΕΠ).

    Τα μεγέθη αυτά είναι, αλήθεια, συγκλονιστικά. Αντίστοιχη και η σημασία του τουρισμού στην ελληνική οικονομία.

     

    Το «πάθος» μας για την πολυνομία και την υπερρύθμιση

    Είναι γνωστό πως η χώρα μας πάσχει από πολυνομία και υπερρύθμιση. Βρισκόμαστε απέναντι σε απίστευτο αριθμό νομοθετικών ρυθμίσεων. Με εντυπωσιακές, μάλιστα, λεπτομέρειες. Αρκεί να ρίξει κάποιος μια ματιά στην ΚΥΑ που εκδίδεται σε εβδομαδιαία βάση για τη ρύθμιση θεμάτων σχετικών με την σε εξέλιξη πανδημία (:«Έκτακτα μέτρα προστασίας της δημόσιας υγείας από τον κίνδυνο περαιτέρω διασποράς του κορωνοϊού COVID-19 στο σύνολο της Επικράτειας…»), προκειμένου να αντιληφθεί του λόγου το αληθές.

    Τι συμβαίνει όμως με τα θέματα που αναφύονται στη συγκεκριμένη «βαριά βιομηχανία» της χώρας μας; Τι συμβαίνει με τα θέματα που αναφύονται από τη σχέση των ξενοδόχων και τους πράκτορες;

     

    «Ξενοδοχειακή σύμβαση» vs σύμβαση «ξενίας»

    Οι σχέσεις του ξενοδόχου με τον ξενοδοχειακό πράκτορα (ή το τουριστικό γραφείο) διέπονται από μια ιδιαίτερη σύμβαση: αυτή που συνηθίζουμε να αποκαλούμε «ξενοδοχειακή σύμβαση».

    Με τον συγκεκριμένο όρο (:«ξενοδοχειακή σύμβαση»-μεταφορά του διεθνώς χρησιμοποιούμενου όρου «Hotel Contract») αναφερόμαστε στη γραπτή (συνήθως) σύμβαση, με την οποία ο ξενοδόχος αναλαμβάνει την υποχρέωση έναντι του ξενοδοχειακού πράκτορα (ή τουριστικού γραφείου) να παράσχει ξενοδοχειακές υπηρεσίες. Οι συγκεκριμένες υπηρεσίες είναι δυνατό να αναφέρονται σε μια ή περισσότερες τουριστικές περιόδους. Είναι επίσης δυνατό να αναφέρονται είτε σε συγκεκριμένο είτε σε προσδιορισμένο (κατ’ ανώτατο ή/και κατώτατο) αριθμό/ποσοστό εναλλασσόμενων πελατών του πράκτορα.

    Οι σχέσεις, αντίθετα, του ξενοδόχου με τον πελάτη του διέπονται από μια διαφορετικού είδους σύμβαση. Όταν, με άλλα λόγια, συμφωνούμε, ως πελάτες, τη μίσθωση ενός ή περισσοτέρων δωματίων σε ένα ξενοδοχείο, μιλάμε για σύμβαση «ξενίας». Θα περιοριστούμε, στο παρόν, στα θέματα και αντιμετώπιση της ξενοδοχειακής σύμβασης.

     

    Η ξενοδοχειακή σύμβαση

    Δύο είναι, κατά βάση, οι μορφές της συγκεκριμένης σύμβασης, ανάλογα με τον αντικείμενο της: η σύμβαση εγγυημένης κράτησης και η σύμβαση «allotment».

     

    Η σύμβαση εγγυημένης κράτησης

    Είναι μια οριστική και «ξεκάθαρη», θα λέγαμε, συμφωνία ανάμεσα στον πράκτορα και τον ξενοδόχο. Ο τελευταίος (:ξενοδόχος) στην περίπτωση αυτή, αποδέχεται να παραχωρήσει, αντί συγκεκριμένου τιμήματος, συγκεκριμένο αριθμό καταλυμάτων και ξενοδοχειακές υπηρεσίες στους πελάτες του πράκτορα. Η χρονική περίοδος της μεταξύ τους συμφωνίας είναι, κατά κανόνα, ορισμένη.

    Ο επιχειρηματικός κίνδυνος στη σύμβαση εγγυημένης κράτησης, μεταφέρεται από τον ξενοδόχο στον πράκτορα. Ο πράκτορας οφείλει να καταβάλει το τίμημα που συμφωνήθηκε ανεξάρτητα να θα καταφέρει (ή όχι) να αξιοποιήσει τα καταλύματα που συμφώνησε. Λογικά απομειωμένο και το οφειλόμενο αντάλλαγμα από μέρους του πράκτορα.

     

    Η σύμβαση «allotment»

    Με τη συγκεκριμένη μορφή σύμβασης τα πράγματι μοιάζουν λιγότερο «βέβαια». Ο ξενοδόχος και ο πράκτορας δεν αναλαμβάνουν οριστικές υποχρεώσεις όσον αφορά το συμφωνημένο αριθμό καταλυμάτων. Συμφωνούν, αντίθετα, σε προσδιορισμό δύο ακραίων ποσοτικών ορίων (ενός ανώτατου και ενός κατώτατου), μέσα σε μια ή περισσότερες χρονικές περιόδους αναφοράς.

    Ο ξενοδόχος, στην περίπτωση αυτή, οφείλει να διατηρεί δεσμευμένο για τον πράκτορα το ανώτατο όριο κλινών που έχει συμφωνηθεί. Ο πράκτορας, από την άλλη, υποχρεούται να καλύψει  το κατώτατο όριο κλινών και να καταβάλει το αντίστοιχο μίσθωμα. Αν καλύψει λιγότερες κλίνες το οφειλόμενο, από μέρους του, ποσό θα είναι εκείνο που αντιστοιχεί στο κατώτερο όριο των συμφωνημένων κλινών. Αν καλύψει παραπάνω κλίνες από το κατώτερο όριο θα υποχρεούται να καταβάλει το, αντίστοιχο, υπερβάλλον.

    Γίνεται εύκολα αντιληπτό, επομένως, πως ο επιχειρηματικός κίνδυνος στη σύμβαση allotment μεταφέρεται στον ξενοδόχο. Ο τελευταίος μπορεί να βρεθεί αντιμέτωπος με την πιθανότητα της μη πλήρωσης των κλινών του ξενοδοχείου του, σε περίπτωση που ο τουριστικός πράκτορας δεν μπορέσει να καλύψει το (προσδοκώμενο) ανώτατο όριο.

     

    Οι υφιστάμενες (ελλείπουσες ή ανεπαρκείς) ρυθμίσεις

    Προκύπτει, από τα παραπάνω, ως προφανής η ξεχωριστή σημασία της ξενοδοχειακής σύμβασης για τον κλάδο του τουρισμού, για τα αμέσως και εμμέσως εμπλεκόμενα πρόσωπα αλλά και, εν τέλει, για την εθνική οικονομία.

    Παρά την ξεχωριστή, όμως, αυτή σημασία, η ξενοδοχειακή σύμβαση δεν απολαμβάνει αυτοτελή ρύθμιση στο ελληνικό δικαιϊκό σύστημα. Αποσπασματικές (και πάντως ατελείς και ατελέσφορες) είναι οι ρυθμίσεις της και οι σχετικές προσπάθειες. Με την υπ’ αριθμ. 503007/1976 κανονιστική διοικητική πράξη του Γενικού Γραμματέα του ΕΟΤ (στο εξής: Κανονισμός) επιχειρήθηκε η διαχείριση του συγκεκριμένου θέματος. Απέκτησε εκ των υστέρων,  και αναδρομικά, ισχύ νόμου (:άρθρο 8 ν. 1652/1986).  Ο εν λόγω Κανονισμός, ωστόσο, δεν παρουσιάζει ούτε νομοτεχνική αρτιότητά ούτε και λεκτική ακρίβεια. Επιπρόσθετα: δεν περιέχει ρητή αναφορά στη σύμβαση εγγυημένης κράτησης ενώ ελλιπώς διαχειρίζεται τη σύμβαση allotment.

     

    Οι ισχύουσες ρυθμίσεις

    Καθώς ελλείπουν, κατά τα προαναφερθέντα, ασφαλείς ρυθμίσεις για την ξενοδοχειακή σύμβαση, αναγκαζόμαστε να προστρέξουμε στις εξαιρετικά περιορισμένες και, δυστυχώς, ατελείς ρυθμίσεις του Κανονισμού και, συμπληρωματικά, στις γενικώς ισχύουσες ρυθμίσεις του Αστικού Κώδικα και σε μια δικαστική απόφαση (39/97 ΟλΑΠ). Ενδεικτικά:

    Για τις περιπτώσεις της προσυμβατικής ευθύνης του πράκτορα και του ξενοδόχου αλλά και της αθέτησης της υποχρέωσης του πράκτορα για την καταβολή του μισθώματος που συμφωνήθηκε, θα ανατρέξουμε στον Αστικό Κώδικα (197, 198 ΑΚ).

    Για την περίπτωση της μη καταβολής του μισθώματος, σύμφωνα με όσα συμφωνήθηκαν, θα προστρέξουμε στον Αστικό Κώδικα επίσης (340επ., 383, 387 §1 ΑΚ).

    Για την περίπτωση της μη παραλαβής ή πρόωρης απόδοσης των καταλυμάτων από μέρους του πράκτορα, για την άσκηση του δικαιώματος ακύρωσης [και το συναφές θέμα της οφειλής (ή μη) μειωμένου (ή του όλου) μισθώματος] θα ανατρέξουμε, ενδεικτικά, στον Κανονισμό (άρθρο 12 §3, 13 §1) και στις θέσεις που υιοθετεί η 38/1997 ΟλΑΠ-ενδεχομένως και στη διάταξη του άρθρου 596 εδ. β΄ΑΚ).

    Για την περίπτωση της ύπαρξης ή μη ανωτέρας βίας και των συνεπειών της θα ανατρέξουμε στον Αστικό Κώδικα (άρ. 596 εδ. α΄ ΑΚ) αλλά και στον Κανονισμό (άρθρο 8 §3).

    Αντίστοιχες, εργώδεις, προσπάθειες θα πρέπει να καταβάλλουμε για τη διαχείριση θεμάτων που προκύπτουν από παρεπόμενες υποχρεώσεις (καλής χρήσης του καταλύματος, πίστης και μη ανταγωνισμού, ενημέρωσης κλπ.). Δεδομένης όμως της έλλειψης σαφών ρυθμίσεων, πάντοτε σε ελλιπώς ασφαλή συμπεράσματα θα καταλήγουμε.

     

    Οι νομοθετικές ρυθμίσεις των σχέσεων ξενοδόχου-ξενοδοχειακού πράκτορα είναι εντυπωσιακά ελλιπείς και, σε σημαντικό βαθμό, προβληματικές˙ αντιστρόφως ανάλογης, πάντως, αξίας με τη σημασία του τουρισμού για τη χώρα μας και την εθνική της οικονομία. Αντιστρόφως ανάλογες, επίσης, με το μέγεθος (και εύρος) των προβλημάτων που καλούνται να διαχειριστούν τόσο οι ξενοδόχοι όσο και οι ξενοδοχειακοί πράκτορες.

    Ευκταίο θα ήταν να μην αναγκαζόμασταν να προστρέξουμε σε ένα προβληματικό, αόριστο και ελλιπές νομοθέτημα, στις γενικής φύσεως ρυθμίσεις του Αστικού Κώδικα, στη νομολογία του Αρείου Πάγου ή/και στις απόψεις της θεωρίας.

    Ευκταίο θα ήταν να μπορούσαμε να προστρέξουμε σε σαφείς νομοθετικές ρυθμίσεις ικανές να αντιμετωπίσουν την πληθώρα των θεμάτων που αναφύονται στο σημαντικότερο (καλώς ή κακώς) κομμάτι της ελληνικής οικονομίας.

    Ας αντιμετωπίσουμε την τρέχουσα προβληματική (και για τον τουρισμό) περίοδο ως ευκαιρία να διαχειριστούμε τέτοιας φύσης και σημασίας προβλήματα. Να θεσπίσουμε τα αναγκαία (και πολύτιμα) νομοθετήματα.

    Ευκταίο, εν τέλει, και για την εθνική μας οικονομία.

    Μέχρι τότε: Αναγκαίο το βάρος της διαχείρισης των σημαντικών (και, συχνά, ιδιαίτερα σημαντικής οικονομικής αξίας) θεμάτων να αναλαμβάνουν συμβάσεις που με λεπτολόγο διάθεση θα τα προσεγγίζουν.

    Σταύρος Κουμεντάκης
    Managing Partner

     

    Σημ.: Για την συγγραφή του άρθρου συμπεριλήφθηκαν στοιχεία (και) από μεταπτυχιακή εργασία της Χριστίνας Αθανασιάδου-Junior Associate της Koumentakis & Associates Law Firm

    Υ.Γ. Συνοπτική έκδοση του άρθρου δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ, στις 1-2 Μαΐου 2021.

    Η πληροφόρηση που εμπεριέχεται στο παρόν άρθρο δεν συνιστά (ούτε και έχει σκοπό να αποτελέσει) νομική συμβουλή. Μια τέτοια νομική συμβουλή είναι δυνατό να παρασχεθεί μόνον από αρμόδιο δικηγόρο ο οποίος θα λάβει υπόψη του το σύνολο των δεδομένων που θα του εκθέσετε για την υπόθεσή σας. Αναλυτικά.

  • Περί πανδημίας, μισθωμάτων, αξιογράφων και ενισχύσεων ο λόγος…

    Περί πανδημίας, μισθωμάτων, αξιογράφων και ενισχύσεων ο λόγος…

    Η πανδημία καλά κρατεί. Ετοιμαζόμαστε(;) για τη διαχείριση του (δυστυχώς με βεβαιότητα αναμενομένου) «τρίτου κύματος». Πλήττεται, βαρύτατα, η δημόσια υγεία. Αντίστοιχα βαρύτατο είναι και το πλήγμα που δέχεται (και) η εθνική οικονομία˙ κατ΄ αναπόδραστη συνέπεια και οι επιχειρήσεις. Ένα νέο πακέτο μέτρων αποτελεί ήδη πραγματικότητα. Αφορά τα μισθώματα των πληττομένων επιχειρήσεων, τα αξιόγραφα που έχουν εκδοθεί από αυτές καθώς και την ενίσχυσή τους με την μορφή πάγιων δαπανών. Ο ν. 4772/2021 (ΦΕΚ Α’ 17/05.02.2021) αποτελεί ήδη γεγονός. Αξίζει να εστιάσουμε στις σχετικές πρόνοιές του.

     

    Α. Ενότητα πρώτη: Μισθώματα

    Ερώτημα 1ο: Ποιες επιχειρήσεις απαλλάσσονται ολοσχερώς από την υποχρέωση καταβολής μισθώματος και για ποιους μήνες;

    Οι επιχειρήσεις (η λειτουργία των οποίων έχει ανασταλεί ή απαγορευθεί ή, έστω, πλήττονται λόγω της πανδημίας) απαλλάσσονται από την υποχρέωση καταβολής του συνολικού μισθώματος, για τους μήνες Ιανουάριο και Φεβρουάριο 2021. Οι συγκεκριμένες, πληγείσες, επιχειρήσεις ορίζονται ανά κλάδο και ανά μήνα με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών (άρθρο 26).

     

    Ερώτημα 2ο: Ποια η φορολογική αντιμετώπιση του (τμήματος ή του συνόλου του) μηνιαίου μισθώματος που δεν εισπράττεται;

    Όταν, λόγω της πανδημίας, υπάρχει είτε πλήρης απαλλαγή από την καταβολή του μισθώματος (βλ. ανωτέρω για Ιανουάριο και Φεβρουάριο του 2021) είτε μειωμένη καταβολή μισθώματος (κατά 40% από το νόμο ή κατά, τουλάχιστον, 30% ύστερα από συμφωνία εκμισθωτή-μισθωτή) το ποσό του μισθώματος που δεν εισπράττεται, δεν υπόκειται σε φόρο εισοδήματος και ειδική εισφορά αλληλεγγύης (άρθρο 27 §1).

     

    Ερώτημα 3ο: Επί φυσικών προσώπων-εκμισθωτών σε ποιες περιπτώσεις μειώνονται φορολογικές τους υποχρεώσεις και σε ποιες αναλαμβάνει το Δημόσιο να καταβάλει ποσοστό του μισθώματος που δεν εισέπραξαν;

    Τα φυσικά πρόσωπα-εκμισθωτές που, λόγω της πανδημίας, εισπράττουν μειωμένο μίσθωμα (κατά 40% από το νόμο ή κατά, τουλάχιστον, 30% ύστερα από συμφωνία εκμισθωτή-μισθωτή) έχουν δικαίωμα έκπτωσης ποσού 20% επί του (60%) των μισθωμάτων (έως και το μίσθωμα που αφορά στον  10/2020) πριν την ως άνω μείωση, από οφειλές προς τη φορολογική αρχή από τις 31.7.2020 και μετά (πλην εκείνων που αφορούν ρυθμίσεις ή διευκολύνσεις τμηματικής καταβολής, οφειλών υπέρ αλλοδαπού δημοσίου και από ανάκτηση κρατικών ενισχύσεων). Στα συγκεκριμένα φυσικά πρόσωπα-εκμισθωτές για τον Νοέμβριο του 2020 και έπειτα θα καταβληθεί από το Δημόσιο, αντί της έκπτωσης, το 50% των μισθωμάτων των μηνών αυτών. Ειδικά όσον αφορά τους μήνες Ιανουάριο και Φεβρουάριο 2021 δικαιούνται να τους καταβληθεί από το Δημόσιο, αντί της έκπτωσης, το 80% των μισθωμάτων των μηνών αυτών (άρθρο 27 §2α).

     

    Ερώτημα 4ο: Επί νομικών προσώπων-εκμισθωτών σε ποιες περιπτώσεις αναλαμβάνει το Δημόσιο να καταβάλει ποσοστό του μισθώματος που δεν εισέπραξαν;

    Στα νομικά πρόσωπα-εκμισθωτές που, λόγω της πανδημίας, δεν εισπράττουν μίσθωμα τους μήνες Ιανουάριο και Φεβρουάριο 2021 θα καταβληθεί από το Δημόσιο το 60% των μισθωμάτων των μηνών αυτών (άρθρο 27 §2α).

     

    Ερώτημα 5ο: Κινδυνεύουν από κατασχέσεις οι καταβολές του Δημοσίου σε φυσικά και νομικά πρόσωπα-εκμισθωτές που αφορούν ποσοστά των μισθωμάτων που δεν εισπράττονται λόγω πανδημίας;

    Το ποσό που καταβάλλεται από το Δημόσιο στους εν λόγω εκμισθωτές, το οποίο αφορά ποσοστό των μισθωμάτων που δεν εισπράττονται λόγω πανδημίας, δεν εμπίπτει σε καμία κατηγορία εισοδήματος, δεν υπόκειται σε οποιονδήποτε φόρο, τέλος, εισφορά ή άλλη κράτηση υπέρ του Δημοσίου (συμπεριλαμβανομένης και της ειδικής εισφοράς αλληλεγγύης), είναι ανεκχώρητο και ακατάσχετο στα χέρια του Δημοσίου ή τρίτων, δεν δεσμεύεται και δεν συμψηφίζεται με βεβαιωμένα χρέη προς το Δημόσιο, τα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, τους Οργανισμούς Τοπικής Αυτοδιοίκησης, τα νομικά πρόσωπα των τελευταίων, τα ασφαλιστικά ταμεία και τα πιστωτικά ιδρύματα (άρθρο 27 §2β).

     

    Β. Ενότητα δεύτερη: Αξιόγραφα

    Ερώτημα 6ο: Αναστέλλεται η προθεσμία εξόφλησης αξιογράφων; Ποιων επιχειρήσεων; Ποιων αξιογράφων; Για πόσο χρόνο; Με ποιες προϋποθέσεις;

    Το μέτρο αφορά: (α) τις πληγείσες επιχειρήσεις (που είτε έχουν αναστείλει τη δραστηριότητά τους είτε έχουν πληγεί δραστικά λόγω της πανδημίας-όπως προσδιορίζονται κατά ΚΑΔ με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών), οι οποίες εμφανίζουν μειωμένο κύκλο εργασιών κατά το διάστημα Οκτωβρίου – Δεκεμβρίου 2020 κατά ποσοστό μεγαλύτερο του 40% σε σχέση με τον κύκλο εργασιών του αντίστοιχου διαστήματος του έτους 2019 και (β) την αναστολή προθεσμιών λήξης, εμφάνισης και πληρωμής των αξιογράφων που οι ίδιες εξέδωσαν (από 25.1.21 έως 28.2.21) κατά 75 ημέρες από την ημερομηνία που αναγράφεται σε καθένα αξιόγραφο (άρθρο 28 §1α).

     

    Ερώτημα 7ο: Ποια η ακολουθητέα διαδικασία για την αναστολή προθεσμίας εξόφλησης αξιογράφων;

    Οποιοσδήποτε έχει δικαίωμα ή υποχρέωση από τα αξιόγραφα που προαναφέρθηκαν (Ερώτ. 6ο), δηλ.: εκδότης, αποδέκτης ή κομιστής τους, δικαιούται να διαβιβάσει τα στοιχεία των αξιογράφων στις τράπεζες μέσα σε έξι (6) εργάσιμες ημέρες από την επόμενη της συμπερίληψης των συγκεκριμένων ΚΑΔ στις πληττόμενες επιχειρήσεις ή εντός έξι (6) εργάσιμων ημερών από σχετική Υπουργική Απόφαση, μέσω ειδικής σχετικής ηλεκτρονικής εφαρμογής των πιστωτικών ιδρυμάτων του συστήματος πληρωμών ΔΙΑΣ (άρθρο 28 §1β).

     

    Ερώτημα 8ο: Τι συμβαίνει με τις «σφραγισμένες» επιταγές του Ιανουαρίου του 2021; Ποια η αντιμετώπισή τους;

    Τα αξιόγραφα που οφείλονται από πληττόμενες επιχειρήσεις (Ερώτ. 6ο), επί των οποίων έχει βεβαιωθεί ή πρόκειται να βεβαιωθεί αδυναμία πληρωμής από την πληρώτρια τράπεζα από την 2η.1.2021 έως τη δημοσίευση της σχετικής Υπουργικής Απόφασης, δεν καταχωρίζονται σε (ή αν καταχωρίστηκαν διαγράφονται από) αρχεία δεδομένων οικονομικής συμπεριφοράς. Αρκεί όμως να εξοφληθούν εντός 75 ημερών από τη σφράγιση ή τη λήξη τους. Για τις απαιτήσεις που απορρέουν από τα συγκεκριμένα αξιόγραφα, η έκδοση διαταγής πληρωμής, καθώς και η λήψη πάσης φύσεως μέτρων ή η διενέργεια πράξεων αναγκαστικής εκτέλεσης αναστέλλονται κατά 75 ημέρες από τη σφράγιση ή τη λήξη τους (άρθρο 28 §2).

     

    Ερώτημα 9ο: Ποιους κομιστές αξιογράφων αφορά η παράταση εξόφλησης ΦΠΑ;

    Αφορά: Κομιστές αξιογράφων που δεν εντάσσονται σε πληττόμενους λόγω της πανδημίας κλάδους ούτε όμως ανήκουν σε ΚΑΔ που παρουσιάζουν σημαντική αύξηση του κύκλου των συναλλαγών τους στη διάρκεια της κρίσης από την πανδημία.

    Προϋπόθεση: Το σύνολο της αξίας των αξιογράφων που κατέχουν ως κομιστές και αναστέλλεται η εξόφλησή τους υπερβαίνει το 20% του μέσου μηνιαίου κύκλου εργασιών του προηγουμένου φορολογικού έτους.

    Παράταση προθεσμιών καταβολής μέχρι και την 31η.5.2021: (α) των βεβαιωμένων στις Δ.Ο.Υ./Ελεγκτικά Κέντρα χρεωστικών οφειλών από δηλώσεις Φ.Π.Α., οι οποίες έληξαν από 1.1.2021-31.1.2021, καθώς και (β) των προθεσμιών καταβολής Φ.Π.Α. που βεβαιώθηκαν ή θα βεβαιωθούν, με καταληκτική ημερομηνία υποβολής την 31.1.2021 και την 28.2.2021 (άρθρο 28 §3α).

     

    Ερώτημα 10ο: Ποιους κομιστές αξιογράφων αφορά η παράταση εξόφλησης των δικών τους αξιογράφων; Ποιας διάρκειας η παράταση;

    Αφορά: Κομιστές αξιογράφων που δεν εντάσσονται σε πληττόμενους λόγω της πανδημίας κλάδους ούτε όμως ανήκουν σε ΚΑΔ που παρουσιάζουν σημαντική αύξηση του κύκλου των συναλλαγών τους στη διάρκεια της κρίσης από την πανδημία.

    Προϋπόθεση: Το σύνολο της αξίας των αξιογράφων που κατέχουν ως κομιστές και αναστέλλεται η εξόφλησή τους υπερβαίνει το 50% του μέσου μηνιαίου κύκλου εργασιών του προηγουμένου φορολογικού έτους.

    Παράταση εξόφλησης των δικών τους αξιογράφων: Τα αξιόγραφα που οφείλονται από τους προαναφερθέντες κομιστές αξιογράφων, επί των οποίων έχει βεβαιωθεί ή πρόκειται να βεβαιωθεί αδυναμία πληρωμής από την πληρώτρια τράπεζα από την 2.1.2021 έως 28.2.21, δεν καταχωρίζονται σε (ή αν καταχωρίστηκαν διαγράφονται από) αρχεία δεδομένων οικονομικής συμπεριφοράς. Αρκεί όμως να εξοφληθούν εντός 75 ημερών από τη σφράγιση ή τη λήξη τους (άρθρο 28 §3β).

     

    Ερώτημα 11ο: Δικαιούνται ο υπόχρεος για την πληρωμή αξιογράφου και ο κομιστής του να συμφωνήσουν εξόφληση στην ημερομηνία έκδοσης/λήξης του;

    Το δικαίωμα του υπόχρεου πληρωμής αξιογράφου για την παράταση της προθεσμίας εξόφλησής του δεν τον εμποδίζει να συμφωνήσει με τον κομιστή και δικαιούχο είσπραξής του την εξόφληση στην αναγραφόμενη ημερομηνία έκδοσης/λήξης του (άρθρο 28 §4).

     

    Ερώτημα 12ο: Τι συμβαίνει με τις προθεσμίες εξόφλησης αξιογράφων που έχουν ήδη παραταθεί;

    Με διάφορα νομοθετήματα έχουν παραταθεί οι προθεσμίες εξόφλησης αξιογράφων. Οι τεθείσες προθεσμίες εξόφλησης της 30.9.20 και της 31.10.20 παρατείνονται περαιτέρω έως την 30.4.21. Μέχρι τη συγκεκριμένη ημερομηνία (30.4.21) αναστέλλονται η έκδοση διαταγής πληρωμής, καθώς και η λήψη πάσης φύσεως μέτρων ή η διενέργεια πράξεων αναγκαστικής εκτέλεσης (άρθρο 28 §5).

     

    Ερώτημα 13ο: Τι συμβαίνει με τις επιταγές που «σφραγίσθηκαν» ή συναλλαγματικές που δεν πληρώθηκαν από 1.11.20 και εντεύθεν;

    Αξιόγραφα που εκδόθηκαν από επιχειρήσεις που προσδιορίζονται στην ΠΝΠ της 22.8.2020 (άρθρο 7 §3), επί των οποίων (αξιογράφων) έχει βεβαιωθεί ή πρόκειται να βεβαιωθεί αδυναμία πληρωμής από την πληρώτρια τράπεζα από την 1η Νοεμβρίου 2020 και εντεύθεν, δεν καταχωρίζονται σε αρχεία δεδομένων οικονομικής συμπεριφοράς, εάν αποδεδειγμένα εξοφληθούν έως τις 30 Απριλίου 2021. Για τις απαιτήσεις που απορρέουν από τα συγκεκριμένα αξιόγραφα, η έκδοση διαταγής πληρωμής, καθώς και η λήψη πάσης φύσεως μέτρων ή η διενέργεια πράξεων αναγκαστικής εκτέλεσης αναστέλλονται έως τις 30 Απριλίου 2021 (άρθρο 28 §6).

    Τα αντίστοιχα ισχύουν και για τα αξιόγραφα τα οποία καταλαμβάνονται από (νομοθετική) παράταση της προθεσμίας εξόφλησης έως την 31.12.20 (δυνάμει του άρθρο 35 του ν.4735/2020). Η εν λόγω προθεσμία παρατείνεται περαιτέρω έως την 30.4.21 (άρθρο 28 §7).

     

    Γ. Ενότητα τρίτη: Ενισχύσεις επιχειρήσεων με τη μορφή παγίων δαπανών

    Ερώτημα 14ο: Σε τι συνίσταται και ποιους αφορά η ενίσχυση επιχειρήσεων με τη μορφή πάγιων δαπανών;

    Σε επιχειρήσεις που επλήγησαν οικονομικά λόγω της εμφάνισης και διάδοσης του κορωνοϊού COVID-19, είναι δυνατό να χορηγείται ενίσχυση, με τη μορφή της επιδότησης παγίων δαπανών, στο πλαίσιο της στήριξης για μη καλυπτόμενες πάγιες δαπάνες επιχειρήσεων. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Εργασίας & Κοινωνικών Υποθέσεων θα καθοριστούν οι σχετικές λεπτομέρειες (άρθρο 29).

     

    Οι επιχειρήσεις πλήττονται βαρύτατα-ταυτόχρονα με την εθνική οικονομία. Με στοχευμένες ρυθμίσεις επιχειρείται η υποβοήθησή τους στη διαχείριση μέρους, κατ’ ανάγκην, των προβλημάτων που αντιμετωπίζουν. Δεν μοιάζει όμως αρκετή η απαλλαγή τους από τμήμα των οφειλομένων μισθωμάτων. Ούτε η χρονική μετάθεση υποχρεώσεών τους προς το Δημόσιο ή εκείνων που απορρέουν από αξιόγραφα. Εξάλλου, κι όσο αφορά τα τελευταία (αξιόγραφα) στην εξόφλησή τους προσβλέπουν οι κομιστές τους για την αντιμετώπιση των δικών τους οικονομικών θεμάτων.

    Έχουμε πολλά επενδύσει, όλοι μας, στο εμβόλιο για τη διαχείριση (και)  της τρέχουσας οικονομικής κρίσης. Δεν φαίνεται, επί του παρόντος τουλάχιστον, να αποδίδουν οι σχετικές «επενδύσεις». Θα πρέπει, κατά τούτο, άλλα δραστικότερα (και περισσότερο άμεσα) μέτρα να επιλεγούν και εφαρμοστούν.

    Πριν είναι αργά.-

    Σταύρος Κουμεντάκης
    Managing Partner

     

    Υ.Γ. Συνοπτική έκδοση του άρθρου δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ, στις 14 Φεβρουαρίου 2021.

    Η πληροφόρηση που εμπεριέχεται στο παρόν άρθρο δεν συνιστά (ούτε και έχει σκοπό να αποτελέσει) νομική συμβουλή. Μια τέτοια νομική συμβουλή είναι δυνατό να παρασχεθεί μόνον από αρμόδιο δικηγόρο ο οποίος θα λάβει υπόψη του το σύνολο των δεδομένων που θα του εκθέσετε για την υπόθεσή σας. Αναλυτικά.

  • Οικογενειακές επιχειρήσεις & διαδοχή… (η προστασία των διαδόχων μειοψηφίας & της εταιρείας)

    Οικογενειακές επιχειρήσεις & διαδοχή… (η προστασία των διαδόχων μειοψηφίας & της εταιρείας)

    Οι οικογενειακές επιχειρήσεις πολυεπίπεδα μας απασχόλησαν και μας απασχολούν. Μεταξύ άλλων: ως σημαντική παράμετρος της εθνικής οικονομίας και ως «σταυρόλεξο για δυνατούς λύτες» στο πλαίσιο της διαδικασίας διαδοχής. Αποδεικνύεται εξάλλου (το θέμα της διαδοχής) κυρίαρχο στις συγκεκριμένες επιχειρήσεις. Απασχολεί (και) εκείνον που ετοιμάζεται να παραδώσει, με δυσκολία πάντοτε, τη σκυτάλη στους διαδόχους του. Η διαδικασία, ο χρόνος και ο τρόπος της «αποκοπής» του από τα μετοχικά του δικαιώματα και η μεταβίβασή τους στον διάδοχο αποτέλεσαν αντικείμενο ενασχόλησης προηγούμενης αρθρογραφίας μας. Ομοίως και οι κίνδυνοι της «επόμενης μέρας» (εκείνης, δηλ., που ακολουθεί την διαδοχή) και οι τρόποι της διαχείρισής τους. Οπότε και επισημάναμε ότι μείζον θέμα αναδεικνύεται, πάντοτε, το πρόσωπο του διαδόχου-εκείνου στον οποίο θα παραδοθούν τα ηνία της επιχείρησης. Όχι σπάνια όμως θα πρέπει να αφεθούν και σε άλλους, πλην εκείνου, μειοψηφικά ποσοστά. Είναι δεδομένο πως και για κείνους (:τους διαδόχους μειοψηφίας) θα πρέπει να ληφθούν οι δέουσες πρόνοιες. Πρόνοιες που, πριν από όλα, θα αφορούν την προστασία και των δικών τους δικαιωμάτων. Στον περιορισμό, με άλλα λόγια, της «μονοκρατορίας» του πλειοψηφούντος.

    Ο δρόμος είναι ένας και μοναδικός: οι κατάλληλες καταστατικές ρυθμίσεις.

    Ας προσεγγίσουμε τις βασικότερες από αυτές-ειδικά στο πλαίσιο της ανώνυμης εταιρείας.

     

    Οι καταστατικές διασφαλίσεις των διαδόχων

    Είναι δεδομένο, όπως και εισαγωγικά υπονοήθηκε, πως ο μεταβιβάζων μέτοχος θα πρέπει να προσθέσει μια ακόμα μέριμνα στις ουκ ολίγες της διαδοχής. Οφείλει, συγκεκριμένα, να επαναπροσεγγίσει τις καταστατικές ρυθμίσεις της εταιρείας του στη βάση της πρόνοιας, κατ’ ελάχιστο, για: (α) τη διασφάλιση των δικαιωμάτων της μειοψηφίας, (β) τη διαφύλαξη των ποσοστών των μετόχων και την αποτροπή «κακόβουλων» αυξήσεων του μετοχικού κεφαλαίου, (γ) την εξίσωση των οικονομικών ωφελειών των μετόχων μέσω της (ενδεχόμενης) έκδοσης προνομιούχων μετοχών.

    Ειδικότερα:

    (α) Τα δικαιώματα της μειοψηφίας

    Η ιδιαίτερη σημασία των δικαιωμάτων της μειοψηφίας και η ασφάλεια που παρέχουν στους μειοψηφούντες μετόχους δεν θα μπορούσαν να μην μας έχουν απασχολήσει (ιδ. Η Μειοψηφία Και Τα Δικαιώματά Της Στην Ανώνυμη Εταιρεία & Τα Δικαιώματα Μειοψηφίας Στην Ανώνυμη Εταιρεία: Ο Έκτακτος Έλεγχος).

    Όπως, ήδη, επισημάναμε, ο σχετικά πρόσφατος νόμος για τις ανώνυμες εταιρείες (ν. 4548/2018) αναγνωρίζει (όπως και ο προκάτοχός του άλλωστε) σειρά δικαιωμάτων στους μειοψηφούντες μετόχους. Δικαιωμάτων που συναρτώνται με το ύψος του μετοχικού κεφαλαίου που καθένας χωριστά ή περισσότεροι μαζί εκπροσωπούν. Τα δικαιώματα μειοψηφίας με ενάργεια καταγράφονται σε επιμέρους διατάξεις του συγκεκριμένου νόμου (το άρθρο 141-κατά βάση αλλά και, διάσπαρτα, στις λοιπές διατάξεις του). Ξεχωριστού ενδιαφέροντος, όμως, είναι τα δικαιώματα που αναγνωρίζει ο νόμος (άρθρο 142) στους μειοψηφούντες μετόχους (εκείνους που εκπροσωπούν το 1/20 και 1/5 του μετοχικού κεφαλαίου) όσον αφορά τον έλεγχο της εταιρείας.

    Τα ποσοστά εκπροσώπησης του μετοχικού κεφαλαίου, τα οποία απαιτούνται για την άσκηση των δικαιωμάτων της μειοψηφίας δεν είναι υψηλά. Είναι, ωστόσο, δυνατό να μειωθούν ακόμα περισσότερο.  Η διάταξη του άρθρου 141 §13 είναι εκείνη που προβλέπει πως: «το καταστατικό μπορεί να μειώσει, όχι όμως πέραν του μισού, τα ποσοστά του καταβεβλημένου κεφαλαίου, που απαιτούνται για την άσκηση των δικαιωμάτων, σύμφωνα με το παρόν άρθρο». Αντίστοιχη η ρύθμιση και του άρθρου 142 §3 όσον αφορά τα δικαιώματα που αντιστοιχούν στους μετόχους που εκπροσωπούν το 1/5 του μετοχικού κεφαλαίου.

    Οι προβλέψεις, ενδεχομένως και διεύρυνση, των δικαιωμάτων μειοψηφίας παρέχουν τη δυνατότητα στο μέτοχο που μεταβιβάζει για μια «προστατευμένη» διαδοχή. Μια διαδοχή με διττή στόχευση: που θα προσφέρει ασφαλή πλειοψηφία για τη διοίκηση της ανώνυμης εταιρείας και, ταυτόχρονα, επαρκώς θα διασφαλίζει τους μειοψηφούντες και τα δικαιώματά τους. Αισθητά περιορίζοντας, κατ΄επιλογή, την «ενός ανδρός αρχή» του πλειοψηφούντος διαδόχου.

     

    (β) Οι ιδιαίτερες πρόνοιες όσον αφορά τη λήψη αποφάσεων αύξησης μετοχικού κεφαλαίου

    Είναι ενδεχόμενο να επιλέξει ο μεταβιβάζων να προσφέρει στον διάδοχο αυξημένη πλειοψηφία. Κάποιες φορές, μάλιστα, μεγαλύτερη από τα 2/3 του μετοχικού κεφαλαίου. Είναι, ενδεχομένως, χρήσιμος στην περίπτωση αυτή ο περιορισμός των δικαιωμάτων του (νέου) πλειοψηφούντος μετόχου. Ο λόγος; Η αποτροπή του δραστικού περιορισμού των ποσοστών και δικαιωμάτων των μειοψηφούντων μετόχων μέσω της, χωρίς την έγκρισή τους, αύξησης του μετοχικού κεφαλαίου της επιχείρησης.

    Από την άλλη πλευρά, μοιάζει ενδεδειγμένη, σε κάποιες περιπτώσεις, η μεταβίβαση σε έναν από τους διαδόχους μετοχών που θα κατέληγε σε μια, αυξημένη, πλειοψηφία (μεγαλύτερη από τα 2/3) του μετοχικού κεφαλαίου. Μια τέτοια μεταβίβαση θα ενδείκνυτο, λ.χ., να λάβει χώρα στην περίπτωση που ο συγκεκριμένος διάδοχος θα ήταν και ο μόνος που θα επιθυμούσε να ασχοληθεί με την οικογενειακή επιχείρηση. Στον (δοκιμασμένο αυτόν) διάδοχο θα πρέπει, πιθανότατα, να παρασχεθεί το κατάλληλο κίνητρο, ώστε: (α) ο ίδιος απερίσπαστα να κινείται για το συλλογικό συμφέρον της οικογενειακής επιχείρησης και ταυτόχρονα (β) να διαθέτει τις προϋποθέσεις για την απρόσκοπτη λήψη αποφάσεων από τη Γενική Συνέλευση.

    Ενδεχομένως, και στην περίπτωση αυτή, θα ήταν αναγκαία η προάσπιση των ποσοστών της μειοψηφίας από τυχόν διαδοχικές αυξήσεις του μετοχικού κεφαλαίου με μονομερείς, μάλιστα, αποφάσεις του πλειοψηφούντος. Αυξήσεις που, χωρίς να είναι αναγκαίες, θα ήταν δυνατό να οδηγήσουν σε εκμηδένιση των μετοχικών ποσοστών των μειοψηφούντων. Πολύ περισσότερο όταν οι μειοψηφούντες μέτοχοι δεν διαθέτουν (ή δεν επιθυμούν να διαθέσουν) το κεφάλαιο για να συμμετάσχουν σ’ αυτές.

    Σε όλες τις παραπάνω περιπτώσεις δημιουργούνται προβλήματα. Ως μόνη (κατά βάση) λύση παρουσιάζεται η καταστατική αύξηση της πλειοψηφίας, άνω των 2/3, για τη λήψη απόφασης αύξησης του μετοχικού κεφαλαίου (άρθρα 23, 117, 130 παρ. 3 και 132 παρ. 3 ν. 4548/2018).

     

    (γ) Η έκδοση προνομιούχων μετοχών

    Ένας «αιρετικός» τρόπος (οιονεί) εξίσωσης των διαφορετικών ποσοστών και μετοχικών δικαιωμάτων των διαδόχων αποτελεί και η έκδοση προνομιούχων μετοχών (άρθρο 38 ν. 4548/2018-υπό την προϋπόθεση, βέβαια, της ύπαρξης σχετικής καταστατικής ρύθμισης).

    Οι προνομιούχες μετοχές μπορούν να καταστούν χρηστικό εργαλείο στα χέρια του μεταβιβάζοντος, ώστε ο τελευταίος να διατηρήσει τις ισορροπίες μεταξύ των διαδόχων του. Ο (δυνητικός) κάτοχός τους-μειοψηφών μέτοχος θα μπορεί να προσβλέπει, λ.χ., σε απόληψη ενός σταθερού μερίσματος, χωρίς πρόσθετη αξίωση στα κέρδη και τη διοίκηση της εταιρείας. Είναι, σε κάποιες περιπτώσεις, η ενδεδειγμένη λύση: (α) για τον μειοψηφούντα μέτοχο ο οποίος θα εξασφαλίζει, με τον τρόπο αυτό, ένα μέσο βιοπορισμού και (β) για τον πλειοψηφούντα, ο οποίος θα έχει κίνητρο αύξησης του οικονομικού αποτελέσματος της οικογενειακής επιχείρησης-ωφελούμενος ο ίδιος, μόνον, την υπεραξία.

     

    Η υιοθέτηση προβλέψεων του νόμου για την Εταιρική Διακυβέρνησης

    Η ορθή διοίκηση της οικογενειακής (και όχι μόνον) επιχείρησης αποτελεί προϋπόθεση της μακροημέρευσής της. Σε μια οικογενειακή, ωστόσο, επιχείρηση, η λήψη των αποφάσεων δεν είναι πάντοτε απαλλαγμένη από υποκειμενικά στοιχεία, προσωπικά χαρακτηριστικά και συναισθηματικές φορτίσεις.

    Λύσεις στο συγκεκριμένο πρόβλημα παρέχει ο πρόσφατος νόμος για την Εταιρική Διακυβέρνηση (:ν. 4706/2020). Μολονότι δεν είναι υποχρεωτική η εφαρμογή του για τις μη εισηγμένες, κάθε εταιρεία εντούτοις ενδείκνυται να υιοθετεί ρυθμίσεις του. Έστω μερικά, έστω αποσπασματικά. Εξάλλου, κάθε ρύθμιση εταιρικής διακυβέρνησης αυξάνει την πιστοληπτική ικανότητα της επιχείρησης που αφορά και, εν τέλει, την αξία της.

    Μια από τις πρόνοιες (και) του συγκεκριμένου νόμου είναι η ύπαρξη ανεξάρτητων μη εκτελεστικών μελών στο Διοικητικό Συμβούλιο. Κατά το νόμο (άρθρο 9 παρ. 1 ν. 4706/2020), «ένα μη εκτελεστικό μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου θεωρείται ανεξάρτητο εφόσον κατά τον ορισμό και κατά τη διάρκεια της θητείας του δεν κατέχει άμεσα ή έμμεσα ποσοστό δικαιωμάτων ψήφου μεγαλύτερο του μηδέν κόμμα πέντε τοις εκατό (0,5%) του μετοχικού κεφαλαίου της Εταιρείας και είναι απαλλαγμένο από οικονομικές, επιχειρηματικές, οικογενειακές ή άλλου είδους σχέσεις εξάρτησης, οι οποίες μπορούν να επηρεάσουν τις αποφάσεις του και την ανεξάρτητη και αντικειμενική κρίση του.».

    Τα συγκεκριμένα μέλη επιφορτίζονται με την εποπτεία των εκτελεστικών. Από τα μέλη αυτά (ανεξάρτητα μη εκτελεστικά) αναμένεται, περισσότερο αμερόληπτη και διαυγής κρίση στη λήψη αποφάσεων. Προστασία, με άλλα λόγια, της εταιρείας και των μειοψηφούντων μετόχων.

    Η αλλαγή της κουλτούρας μας προς την κατεύθυνση των ορθών επιχειρηματικών πρακτικών, κρίνεται αναγκαία σε κάθε τύπο επιχείρησης. Αξιολογείται όμως ως εξαιρετικά χρήσιμη και στη συντριπτική πλειονότητα των περιπτώσεων της διαδοχής σε οικογενειακές  επιχειρήσεις.

     

    Η επιλογή εκείνου του διαδόχου στον οποίο θα παραδοθούν «τα κλειδιά» της οικογενειακής επιχείρησης είναι ένα μόνον (κι όχι το πρώτο) βήμα στη μακρά και επίπονη διαδικασία της διαδοχής. Στον συγκεκριμένο διάδοχο είναι δεδομένο πως θα πρέπει να διασφαλιστούν οι προϋποθέσεις για την απρόσκοπτη άσκηση διοίκησης. Και των λοιπών (κατά κανόνα ασθενέστερων) μετόχων-διαδόχων μειοψηφίας όμως τα δικαιώματα είναι αναγκαίο, ταυτόχρονα, επαρκώς να διασφαλιστούν.

    Κάθε περίπτωση είναι, αναμφίβολα, ξεχωριστή. Με τις δικές της ιδιαιτερότητες.

    Τα κατάλληλα εργαλεία δεν λείπουν.

    Εύκολα μπορούν να αναζητηθούν στις ρυθμίσεις του νόμου για την Εταιρική Διακυβέρνηση. Επίσης σ’ εκείνον για τις ανώνυμες εταιρείες-όταν τέτοια είναι η οικογενειακή επιχείρηση. Αξίζει κανένας να ξεκινήσει από τα δικαιώματα μειοψηφίας και το καταστατικό της.

    Αξίζει να σκύψουμε, με περισσή προσοχή, στο σύνολο των παραμέτρων της διαδοχής. Και στις λεπτομέρειές της.

    Ένα είναι βέβαιο: Το αποτέλεσμα δεν θα μας απογοητεύσει…

    Σταύρος Κουμεντάκης
    Managing Partner

     

    Υ.Γ. Συνοπτική έκδοση του άρθρου δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ, στις 10 Ιανουαρίου 2021.

    Η πληροφόρηση που εμπεριέχεται στο παρόν άρθρο δεν συνιστά (ούτε και έχει σκοπό να αποτελέσει) νομική συμβουλή. Μια τέτοια νομική συμβουλή είναι δυνατό να παρασχεθεί μόνον από αρμόδιο δικηγόρο ο οποίος θα λάβει υπόψη του το σύνολο των δεδομένων που θα του εκθέσετε για την υπόθεσή σας. Αναλυτικά.

  • Οικογενειακές επιχειρήσεις & Διαδοχή (:οι κίνδυνοι της επόμενης μέρας)

    Οικογενειακές επιχειρήσεις & Διαδοχή (:οι κίνδυνοι της επόμενης μέρας)

    Οι οικογενειακές επιχειρήσεις αποτελούν σημαντικό παράγοντα (και) της εθνικής μας οικονομίας. Η διαδοχή σ’ αυτές αποτελεί, πάντοτε, ένα εξαιρετικά περίπλοκο και δυνητικά επικίνδυνο εγχείρημα. Η διαδικασία, ο χρόνος και ο τρόπος της «αποκοπής» του μέχρι πρότινος ιδιοκτήτη από τα μετοχικά του δικαιώματα και η μεταβίβασή τους στον διάδοχο μας απασχόλησε σε προηγούμενη αρθρογραφία μας. Όπως εκεί σημειώσαμε, ο ιδιοκτήτης και μπορεί και οφείλει να προνοήσει για τη διαδοχή στην επιχείρησή του. Η αδράνειά του προοιωνίζει μέλλον δυσχερές για την επιχείρηση. Αντίστοιχα και η («αυτόματη») ρύθμιση της διαδοχής από τη ζωή και το νομοθέτη-εν τέλει).

    Σε περίπτωση, όμως, της επιθυμητής δράσης του ιδιοκτήτη, με ποιον, άραγε τρόπο, θα ήταν δυνατό να αποσοβηθούν (ή, έστω, απομειωθούν) οι κίνδυνοι της επόμενης μέρας-σε μια ανώνυμη, ειδικά, εταιρεία; Ποιες θα ήταν οι ενδεδειγμένες επιλογές για τον σημερινό ιδιοκτήτη της; Με ποιον τρόπο θα ήταν δυνατό να διασφαλιστεί η συνέχεια και ο οικογενειακός χαρακτήρας της επιχείρησης;

     

    Η διασφάλιση της συνέχειας της διοίκησης μετά τη διαδοχή

    Ο μέτοχος που μεταβιβάζει δεν οφείλει να μεριμνήσει μόνο για τα στοιχεία που προαναφέρθηκαν (:διαδικασία, χρόνος και τρόπος «αποκοπής» από τα μετοχικά του δικαιώματα). Οφείλει να μεριμνήσει για πολλά περισσότερα. Οφείλει να διασφαλίσει, στο μέτρο του εφικτού, (και) τη συνέχεια της επιχείρησης. Επιτυχημένη, εξάλλου, διαδοχή σημαίνει και διασφάλιση της συνέχειας (και) της διοίκησης της επιχείρησης. Δεν χωρεί αμφιβολία, πως μια τέτοια διασφάλιση επιτυγχάνεται και μέσω της ορθής κατανομής των προς διανομή μετοχών στους διαδόχους. Κι όχι μόνον του αριθμού τους. Ενδεχομένως και του είδους τους.

    Η μεταβίβαση μιας επιχείρησης σε κάθε επόμενη γενιά, είναι θεωρητικά δυνατό, να λάβει χώρα προς περισσότερους διαδόχους. Είναι δυνατό, μεταξύ αυτών, να βρίσκονται κάποιοι που επιδεικνύουν ιδιαίτερο ζήλο για την επιχειρηματικότητα και άλλοι που την αποστρέφονται. Κάποιοι που θα ήθελαν και θα μπορούσαν να αποδειχθούν ηγέτες. Κάποιοι, ενδεχομένως, που θα ήθελαν αλλά δεν θα μπορούσαν. Και κάποιοι που θα μπορούσαν αλλά δεν θα ήθελαν. Και κάποιοι τρίτοι που ούτε θα μπορούσαν ούτε και θα ήθελαν.

    Δεν είναι σπάνιο, το αντίθετο μάλιστα, να υπάρχουν δυσκολίες στη μεταξύ των διαδόχων συνεργασία. Ο μεταβιβάζων μέτοχος επιφορτίζεται με την ζωτικής για την επιχείρηση σημασίας υποχρέωση επιλογής του κατάλληλου διαδόχου. Η συγκεκριμένη, ζωτικής σημασίας επιλογή, δε σημαίνει, κατ’ αναπόδραστη συνέπεια, αποκλεισμό των λοιπών. Επαφίεται στη δίκαιη, μα και ορθή, κρίση του. Με άλλα λόγια: Ο μεταβιβάζων οφείλει να μεριμνήσει για την κατανομή των μετοχών μεταξύ των (ενδεχομένως περισσοτέρων) διαδόχων του. Λαμβάνοντας υπόψη του ακόμα κι εκείνους που ούτε θα μπορούσαν ούτε και θα ήθελαν να εμπλακούν.

     

    Η αποφυγή μετατροπή της εταιρείας σε «ανώνυμη: 50/50»

    Η προβληματική των δύο ίσων συμμετοχών στην ανώνυμη εταιρεία μας απασχόλησε σε προηγούμενη αρθρογραφία μας. Όπως και εκεί επισημάναμε, το συγκεκριμένο πρόβλημα ανακύπτει όταν οι κάτοχοι των από 50% δικαιωμάτων ψήφου της εταιρείας (είτε πρόκειται για δύο μετόχους είτε για δύο συμπαγείς ομάδες μετόχων), δεν ομονοούν στη λήψη κρίσιμων εταιρικών αποφάσεων˙ ιδίως στην εκλογή Διοικητικού Συμβουλίου. Τη συγκεκριμένη, πολυεπίπεδα προβληματική, κατάσταση συνηθίζουμε να περιγράφουμε με τον όρο «ανώνυμη: 50/50».

    Η διαδοχή στην οικογενειακή επιχείρηση-ανώνυμη εταιρεία αποτελεί ένα από τα συνήθη γενεσιουργά αίτια για τη δημιουργία δύο ίσων συμμετοχών (:50/50). Το αδιέξοδο, στην περίπτωση αυτή αποδεικνύεται σύνηθες, επίσης, φαινόμενο. Οι εξωεταιρικές συμφωνίες στοχεύουν στην άρση (και) τέτοιας φύσης αδιεξόδων. Σε κάποιες περιπτώσεις επιτυγχάνουν, έστω και προσωρινά, κομβικής φύσεως συμφωνίες για την επιβίωση της εταιρείας. (Ως τέτοιες κι εκείνες που αφορούν συντονισμένη ψήφο στη Γενική Συνέλευση και στο Διοικητικό Συμβούλιο). Σε κάποιες άλλες, παταγωδώς αποτυγχάνουν-ενδεχομένως και σε επόμενη χρονική στιγμή.

    Η επίλυση του συγκεκριμένου προβλήματος, με βάση το υφιστάμενο θεσμικό πλαίσιο, γίνεται από τα δικαστήρια. Ως κατά το νόμο «λύση» προσδιορίζεται, δυστυχώς, η λύση του νομικού προσώπου (κατ’ εξαίρεση: το ενδεχόμενο της εξαγοράς των μετοχών του αιτούντος τη λύση από τους λοιπούς μετόχους).

    Από τα παραπάνω δεδομένα ένα μόνον, απολύτως ασφαλές, συμπέρασμα είναι δυνατό να εξαχθεί. Συγκεκριμένα: ο μεταβιβάζων μέτοχος δεν θα ήταν το καλύτερο να επιλέξει (στο πλαίσιο της διαδικασίας της διαδοχής) τη δημιουργία δύο ίσων μετοχικών μερίδων. Είτε σε επίπεδο φυσικών προσώπων είτε σε επίπεδο ομάδων μετόχων.

    Σε διαφορετική περίπτωση, αργά ή γρήγορα, θα τεθεί εν αμφιβόλω και η συνέχεια και μακροημέρευση της επιχείρησης.

     

    Η συγκέντρωση της πλειοψηφίας σε έναν μόνο διάδοχο

    Όσο άδικο θα φαινόταν για έναν πατέρα να μεταβιβάσει την επιχείρησή του σε ένα, μόνον, από τα δυο του παιδιά, τόσο επικίνδυνο θα αποδεικνυόταν να τους ισομοιράσει τις μετοχές του. Γιατί, όσο εξαιρετικές κι αν είναι οι μεταξύ τους σχέσεις τόσο εύκολη αποδεικνύεται η διάρρηξή τους από τις παρεμβάσεις τρίτων (συζύγων, συντρόφων και παιδιών λ.χ.).

    Κι όσο επικίνδυνη αποδεικνύεται η επιλογή της δημιουργίας μιας εταιρείας δύο ίσων συμμετοχών άλλο τόσο αναγκαία προκύπτει η συγκέντρωση της πλειοψηφίας του μετοχικού κεφαλαίου σε ένα μέτοχο ή ομάδα μετόχων. Κατά μία, έστω, μετοχή. Η επιλογή αυτή αποκλείει το ενδεχόμενο της ακυβερνησίας (:αδυναμία εκλογής Διοικητικού Συμβουλίου). Αποκλείει επίσης τη με δικαστική απόφαση λύση της εταιρείας εξαιτίας, ακριβώς, (και) της αδυναμίας εκλογής Διοικητικού Συμβουλίου.

    Η συγκεκριμένη λύση μοιάζει σε κάποιες περιπτώσεις ευχερέστερη. Όταν ο ένας, λ.χ., από τους περισσότερους-δυνητικούς διαδόχους επιδεικνύει ιδιαίτερο ζήλο, σε σχέση με τους λοιπούς, για τη συνέχιση της οικογενειακής επιχείρησης. Κι ακόμα καλύτερα: όταν διαθέτει ιδιαίτερες, έναντι των λοιπών, διοικητικές ικανότητες. Κι όταν οι λοιποί, πλην εκείνου, παρουσιάζουν διαφορετικές κλίσεις κι ενδιαφέροντα.

    Ωστόσο, η συγκέντρωση της πλειοψηφίας των μετοχών σε έναν διάδοχο δεν θα πρέπει να γίνεται χωρίς τις κατάλληλες διασφαλίσεις για τους λοιπούς. Αντισταθμιστικοί παράγοντες στην κυριαρχία του πλειοψηφούντος μετόχου και στην (κατ’ ουσίαν) μετατροπή της οικογενειακής επιχείρησης σε «ενός ανδρός αρχή» αποτελούν οι διατάξεις του καταστατικού. Ιδιαίτερα εκείνες που ρυθμίζουν τα θέματα (και πρόνοιες για την προστασία) της μειοψηφίας.

     

    Η διατήρηση του οικογενειακού χαρακτήρα της επιχείρησης

    Η επιλογή του διαδόχου, ο χρόνος και τρόπος για την διαδοχή, η κατανομή των ποσοστών επί του μετοχικού κεφαλαίου μεταξύ των ενδεχομένως περισσοτέρων αποτελούν, αναμφίβολα, ιδιαίτερα σημαντικά στοιχεία στη διαδικασία της διαδοχής της οικογενειακής επιχείρησης. Προκειμένου όμως να διασφαλισθεί η συνέχισή της, αναγκαίες παρουσιάζονται, σε κάποιες περιπτώσεις, πρόσθετες διασφαλιστικές δικλείδες. Εκείνες, λ.χ., που αφορούν τους περιορισμούς της μεταβίβασης μετοχών σε τρίτα πρόσωπα-εκτός οικογένειας. Τουλάχιστον όχι χωρίς την έγκριση της πλειοψηφίας.

    Οι καταστατικές πρόνοιες αποδεικνύονται, και στην περίπτωση αυτή, καθοριστικές. Η έκδοση δεσμευμένων μετοχών (άρθρο 43 ν. 4548/2018) κινείται προς τη συγκεκριμένη κατεύθυνση. (Με δυο λόγια: δεσμευμένες χαρακτηρίζονται εκείνες οι μετοχές που έχουν περιορισμούς/δεσμεύσεις ως προς τη μεταβίβασή τους).

    Τέτοιες δεσμεύσεις είναι δυνατό, μεταξύ άλλων, να αποτελεί η υποχρέωση προσφοράς των προς μεταβίβαση μετοχών αρχικά στους λοιπούς μετόχους ή σε ορισμένους από αυτούς (άρθρο 43 παρ. 2 περ. α). Επίσης: η υπόδειξη εκ μέρους της εταιρείας ενός και μόνου μετόχου στον οποίο θα μεταβιβασθούν οι επίμαχες μετοχές, εφόσον ο τελευταίος το επιθυμεί (άρθρο 43 παρ. 2 περ. β).

    Τα συγκεκριμένα δεδομένα και πρόνοιες καθόλου δεν σημαίνουν πως η οικογενειακή επιχείρηση θα πρέπει να αποφύγει την προσέλκυση τρίτων ως μετόχων ή/και επενδυτών. Σε κάποιες περιπτώσεις ίσως και να ενδείκνυται-ως κεντρική, μάλιστα, στόχευση. Κάθε τέτοια ενέργεια όμως επιβάλλεται να γίνεται συντονισμένα. Επίσης να είναι  αποδεκτή (και όχι ανεκτή) από τον μέτοχο/μετόχους πλειοψηφίας.

     

    Η διαδικασία για την διαδοχή συχνά αποδεικνύεται μακρά, δαιδαλώδης και επίπονη. Δεν εξαντλείται, αυτονοήτως, στον προσεκτικό σχεδιασμό της. Ούτε στην επιλογή, μόνον, των κατάλληλων συμβούλων. Δεν εξαντλείται καν στην εγκατάσταση του διαδόχου στην «καρέκλα» του επικεφαλής της οικογενειακής επιχείρησης.

    Αναγκαία παρίσταται η δημιουργία σχημάτων που όχι μόνον θα αποτρέπουν φαινόμενα αδυναμίας λήψης αποφάσεων και ακυβερνησίας αλλά και θα παρέχουν σταθερότητα στη διοίκηση. Σχημάτων που θα παρέχουν ικανή ασφάλεια ως προς το μέλλον της επιχείρησης. Και, γιατί όχι, σχημάτων που θα διασφαλίζουν τον χαρακτήρα της ως «οικογενειακής»-εκτός κι αν ο μέτοχος πλειοψηφίας διαφορετικά κρίνει…

    Η διαδικασία της διαδοχής είναι γνωστό πως είναι πολυσύνθετη˙ «σταυρόλεξο για δυνατούς λύτες».

    Η διαδικασία της διαδοχής είναι δυνατό, από άλλη οπτική γωνία ιδωμένη, να αποτελέσει την ευκαιρία για τη ρύθμιση θεμάτων επί χρόνια ή/και δεκαετίες άλυτων.

    Για την υποβοήθηση της ανάπτυξης της επιχείρησης και της οικονομίας!

    Για τη μετάβαση σε μια καλύτερη μέρα!

    Ας τη διαχειριστούμε με σύνεση και αισιοδοξία…

    Σταύρος Κουμεντάκης
    Managing Partner

     

    Υ.Γ. Συνοπτική έκδοση του άρθρου δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ, στις 27 Δεκεμβρίου 2020.

    Η πληροφόρηση που εμπεριέχεται στο παρόν άρθρο δεν συνιστά (ούτε και έχει σκοπό να αποτελέσει) νομική συμβουλή. Μια τέτοια νομική συμβουλή είναι δυνατό να παρασχεθεί μόνον από αρμόδιο δικηγόρο ο οποίος θα λάβει υπόψη του το σύνολο των δεδομένων που θα του εκθέσετε για την υπόθεσή σας. Αναλυτικά.

Η περιοχή αυτή είναι καταχωρημένη στο wpml.org ως περιοχή ανάπτυξης. Μεταβείτε σε τοποθεσία παραγωγής με κλειδί στο remove this banner.