Ετικέτα: μετοχικό κεφάλαιο

  • Εισφορές Σε Είδος

    Εισφορές Σε Είδος

    Σε προηγούμενη αρθρογραφία μας ασχοληθήκαμε με το μετοχικό κεφάλαιο της ΑΕ. Είχαμε την ευκαιρία να προσεγγίσουμε την  αναμφισβήτητη σημασία του για την ύπαρξη, επιβίωση και ανάπτυξη της ΑΕ. Ασχοληθήκαμε, μεταξύ άλλων, και με τη δυνητική σύνθεσή του. Αναφερθήκαμε, στο πλαίσιο της τελευταίας, στο είδος των εισφορών (:χρηματικές και σε είδος) που είναι δυνατό να συναπαρτίζουν το μετοχικό κεφάλαιο. Οι τελευταίες (:εισφορές σε είδος), λόγω της σημασίας και των ιδιαιτεροτήτων τους, είναι που θα μας απασχολήσουν στο παρόν.

     

    Έννοια Και Περιεχόμενο

    Η έννοια των εισφορών σε είδος προκύπτει από τον ίδιο τον νόμο (:άρθρο 17 ν. 4548/2018). Ο προσδιορισμός τους μάλιστα γίνεται (§1) με τρόπο αρνητικό: Πρόκειται για τις εισφορές εκείνες «…που δεν είναι σε χρήμα». Περαιτέρω, μάλιστα, προσδιορίζεται (§2) ότι «οι εισφορές σε είδος αποτελούνται μόνο από στοιχεία ενεργητικού, τα οποία μπορούν να τύχουν χρηματικής αποτίμησης». Η συγκεκριμένη θέση δημιουργεί, όμως, ερωτηματικά. Και τούτο γιατί κάθε στοιχείο του ενεργητικού, ανεξαίρετα, μπορεί να τύχει χρηματικής αποτίμησης (ακριβέστερα: «επιμέτρησης» κατά τα Ελληνικά Λογιστικά Πρότυπα-κεφ. 5, ν. 4308/2014).

    Το πλαίσιο, ωστόσο, της αποτίμησης άλλοτε είναι διαυγέστερο και συγκεκριμένο κι άλλοτε περισσότερο θολό και συζητήσιμο. Τις ασάφειες και σημαντικές αποκλίσεις είναι που θέλησε να περιορίσει ο νομοθέτης. Εξαίρεσε, κατά τούτο, από τις εισφορές σε είδος, ρητά, τις απαιτήσεις εκείνες που είναι αβέβαιες ως προς την εκπλήρωσή τους: απαιτήσεις, οι οποίες ενδέχεται, αυθαίρετα, να υπερεκτιμηθούν.

    Δεν είναι δυνατό, επίσης, να αποτελέσουν εισφορές σε είδος (§2), «…απαιτήσεις που προκύπτουν από ανάληψη υποχρέωσης εκτέλεσης εργασιών ή παροχής υπηρεσιών». Η πρόβλεψη αυτή διαφέρει από τα ισχύοντα στην ΙΚΕ. Στον συγκεκριμένο εταιρικό τύπο, η εισφορά εργασίας ή υπηρεσιών είναι επιτρεπτή ως εξωκεφαλαιακή εισφορά (:άρθρο 78 ν. 4072/2012). Η ΑΕ, αντίθετα είναι δυνατό, σε αντίστοιχη περίπτωση, να χορηγήσει σε εκείνους που παρέχουν εργασία ή υπηρεσίες (όχι μετοχές αλλά) ιδρυτικούς τίτλους. Καθίστανται, με τον τρόπο αυτό, πιστωτές της ΑΕ.

    Παραδείγματα εισφορών σε είδος συνιστούν, μεταξύ άλλων, η μεταβίβαση κατά κυριότητα ή η παραχώρηση χρήσης κινητών ή ακινήτων, η μεταβίβαση δικαιωμάτων, λ.χ. βιομηχανικής ιδιοκτησίας (: σήμα, ευρεσιτεχνία), επιχείρησης ή κλάδου της, απαιτήσεων και αξιογράφων.

     

    Τα Προσδιοριστικά Στοιχεία Της Εισφοράς Σε Είδος

    Η εισφορά σε είδος στο μετοχικό κεφάλαιο της ΑΕ προϋποθέτει (άρθρο 17 §1) την αναφορά συγκεκριμένων στοιχείων˙ συγκεκριμένα: (α) του είδους της εισφοράς, (β) εκείνου που αναλαμβάνει την υποχρέωση να την καταβάλει και (γ) του ποσού του κεφαλαίου στο οποίο αντιστοιχεί η συγκεκριμένη εισφορά. Οι συγκεκριμένες αναφορές λαμβάνουν χώρα στο καταστατικό (:εφόσον πρόκειται για καταβολή του αρχικού κεφαλαίου της ΑΕ) ή, κατά περίπτωση, στην απόφαση του αρμόδιου εταιρικού οργάνου, ΓΣ ή ΔΣ, (:όταν πρόκειται για αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου):

    Κατά την ίδρυση της ΑΕ: Ο τρόπος καταβολής του κεφαλαίου συγκαταλέγεται μεταξύ των στοιχείων που συνιστούν ελάχιστο υποχρεωτικό περιεχόμενο του καταστατικού (άρθρο 5 §1, στ. δ΄). Συνεπώς, η αναφορά των συγκεκριμένων, υποχρεωτικών, στοιχείων δεν είναι ανεκτό να λείπει. Τυχόν παράλειψη τους, μάλιστα, ενδέχεται να οδηγήσει σε δικαστική ακύρωση της εταιρείας (άρθρο 11 παρ. 1, περ. α΄).

    Κατά την αύξηση του μετοχικού της κεφαλαίου: Αρνητικές έννομες συνέπειες είναι δυνατό να επέλθουν και στην περίπτωση που η απόφαση του οργάνου που αποφασίζει την αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου (ΔΣ ή ΓΣ) παραλείπει τα προαναφερθέντα, υποχρεωτικά, στοιχεία. Οι αποφάσεις αυτές υπόκεινται σε ακυρότητα (άρθρα 138 επί ΓΣ και 95 επί ΔΣ).

    Να σημειωθεί, πάντως, πως στην περίπτωση που το καταστατικό ή η απόφαση για την αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου «…δεν ορίζει την κατηγορία των εισφορών (δηλαδή, εάν αυτές θα είναι σε χρήμα ή σε είδος), τότε θεωρείται ότι όλες οι εισφορές είναι σε χρήμα» (ενδ.: 2331/2006 ΕφΘεσ).

     

    Η Υποχρέωση Αποτίμησης

    Προϋπόθεση έγκυρης καταβολής των εισφορών σε είδος είναι η αποτίμησή τους, η «επίσημη», δηλ., διακρίβωση της αξίας τους. Η συγκεκριμένη διακρίβωση λαμβάνει χώρα κατά τη διενέργεια της εισφοράς (κατά τη σύσταση της ΑΕ ή, κατά περίπτωση, την αύξηση του κεφαλαίου της).

    Ο εκτιμητικός έλεγχος των εισφορών σε είδος αποσκοπεί στην αποφυγή του κινδύνου υπερτίμησης των εισφορών αυτών και δημιουργίας, κατά το υπερβάλλον, ενός πλασματικού μετοχικού κεφαλαίου.

    Αρμόδια Πρόσωπα

    Ο νομοθέτης ιδιαίτερα αποβλέπει στην αξιοπιστία και φερεγγυότητα των προσώπων που θα διεξάγουν την αποτίμηση των εισφορών σε είδος. Ως εκ τούτου, προβλέπει ότι η έκθεση αποτίμησης συντάσσεται «…από δύο ορκωτούς ελεγκτές λογιστές ή ελεγκτική εταιρεία ή, κατά περίπτωση, από δύο ανεξάρτητους πιστοποιημένους εκτιμητές» (άρθρο 17 §3).

    Μέσω της ανάθεσης της αποτίμησης στα συγκεκριμένα πρόσωπα, ο ν. 4548/2018 αποσκοπεί, και ορθά, στην απομείωση της κρατικής εποπτείας της ΑΕ. Προς την επίτευξη του σκοπού αυτού, άλλωστε, προέβη στην αναγκαία κατάργηση της (γνωστής, αμφιβόλου φερεγγυότητας και αξιοπιστίας και, σε κάθε περίπτωση, παρωχημένης) Επιτροπής του άρθρου 9 ν. 2190/1920 (ήτοι: της τριμελούς εκτιμητικής επιτροπής, που αποτελείτο, κατά βάση, από δημοσίους υπαλλήλους). Η τελευταία ήταν επιφορτισμένη, όχι πάντως αποκλειστικά-υπό το προϊσχύσαν καθεστώς, με τη διενέργεια της αποτίμησης.

    Περαιτέρω, καθίσταται επιτρεπτή η πρόσληψη από τους ελεγκτές ή τους πιστοποιημένους εκτιμητές ειδικών εκτιμητών, ημεδαπών ή αλλοδαπών, για την αποτίμηση περιουσιακών στοιχείων που απαιτούν εξειδικευμένες γνώσεις ή διεθνή εμπειρία.

    Αποφυγή Σύγκρουσης Συμφερόντων & Διασφάλιση Ανεξαρτησίας

    Ο νομοθέτης θέλησε, εύλογα, να διασφαλίσει την αξιοπιστία της αποτίμησης των εισφορών σε είδος. Επιδιώκει, συγκεκριμένα, την αποφυγή σύγκρουσης συμφερόντων των προσώπων που προβαίνουν στην εκτίμηση. Επίσης, τη διαφύλαξη της ανεξαρτησίας και αμεροληψίας τους.

    Για τον σκοπό αυτό, προβλέπει μια σειρά κωλυμάτων, τα οποία δεν γίνεται ανεκτό να συντρέχουν στα αρμόδια-προαναφερθέντα πρόσωπα. Συγκεκριμένα, τα πρόσωπα αυτά δεν μπορούν: (α) να είναι εκείνοι που διενεργούν την εισφορά σε είδος, (β) να είναι μέλη του διοικητικού συμβουλίου της ΑΕ, (γ) να διατηρούν επιχειρηματική ή άλλη επαγγελματική σχέση με την εταιρεία ή τον εισφέροντα ή (δ) να είναι συγγενείς με τα συγκεκριμένα πρόσωπα μέχρι δεύτερου βαθμού ή σύζυγοί τους.

    Περαιτέρω, προβλέπει ότι: (ε) «…για τους ορκωτούς ελεγκτές λογιστές και για τις ελεγκτικές εταιρείες, των οποίων είναι μέλη, δεν πρέπει να συντρέχουν κωλύματα ή ασυμβίβαστα, που θα απέκλειαν τη διενέργεια τακτικού ελέγχου από τα πρόσωπα αυτά, ούτε τα τελευταία θα πρέπει να έχουν αναλάβει τον τακτικό έλεγχο της εταιρείας ή συνδεδεμένης με αυτήν εταιρεία…κατά την τελευταία τριετία.» (άρθρο 17 §4).

    Περιεχόμενο Έκθεσης Αποτίμησης

    Η Έκθεση Αποτίμησης θα πρέπει, κατά νόμο (άρθρο 17 §5)  να περιέχει: (α) την περιγραφή κάθε εισφοράς σε είδος, (β) αναφορά στις μεθόδους αποτίμησης που εφαρμόστηκαν-η επιλογή των οποίων επαφίεται στον εκτιμητή και (γ) την άποψη για την αξία της κάθε εισφοράς. Σε περίπτωση μάλιστα, που η αποτίμηση καταλήγει σε εύρος τιμών, η έκθεση οφείλει να υποδεικνύει μια τελική τιμή.

    Περαιτέρω, ο νόμος προσδιορίζει τους παράγοντες που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη στην έκθεση για την εκτίμηση παγίων περιουσιακών στοιχείων (άρθρο 17 §6). Ο χαρακτηρισμός ενός στοιχείου εξαρτάται από τη διαρκή χρήση του από την εταιρεία (η οποία πρέπει να υπερβαίνει μια ετήσια περίοδο-ν. 4308/2014, Παράρτημα Α΄).Η τιμή στην οποία καταλήγει η έκθεση αποτίμησης είναι η ανώτατη δυνατή τιμή, με την οποία μπορεί να ισούται η εισφορά σε είδος (άρθρο 17 §7).

    Διάρκεια Αξιοποίησης Της Έκθεσης Αποτίμησης

    Η καταβολή των εισφορών σε είδος, με βάση την έκθεση αποτίμησης, δεν επιτρέπεται να λάβει χώρα μετά την πάροδο εξαμήνου από τον χρόνο σύνταξής της. Αν η εξάμηνη προθεσμία παρέλθει, θα πρέπει να λάβει χώρα νέα αποτίμηση προκειμένου να μην πάσχει η καταβολή των εισφορών σε είδος (άρθρο 17 §9).

    Δημοσιότητα Της Έκθεσης Αποτίμησης

    Οι εκθέσεις αποτίμησης των εισφορών σε είδος απαιτείται να δημοσιεύονται στο Γ.Ε.ΜΗ.  Η δημοσίευση λαμβάνει χώρα με μέριμνα των ενδιαφερομένων. Σημειώνεται, πάντως, πως η εκάστοτε έκθεση αποτίμησης, αποστέλλεται απευθείας στο Γ.Ε.ΜΗ., χωρίς να υπόκειται σε οποιαδήποτε έγκριση ή αποδοχή από τη Διοίκηση (:Αιτ. Έκθεση ν. 4548/2018 επί του άρθρου 17). Υπογραμμίζεται, επίσης, ότι επί νέων εταιρειών η δημοσιότητα πραγματοποιείται ταυτόχρονα με την εγγραφή της εταιρείας στο Γ.Ε.ΜΗ (άρθρο 17 §8, εδ. β΄).

     

    Εξαιρέσεις Από Την Υποχρέωση Αποτίμησης

    Η αποτίμηση των εισφορών σε είδος δεν είναι υποχρεωτική σε κάθε περίπτωση. Οι διατάξεις του άρθρου 18 ν. 4548/2018 παρέχουν στην ΑΕ τη δυνατότητα να αποφύγει, εφόσον το επιθυμεί, την αποτίμηση συγκεκριμένων-εισφερόμενων περιουσιακών στοιχείων (ιδ. αμέσως στη συνέχεια). Η δυνατότητα αυτή παρέχεται τόσο κατά την ίδρυση της ΑΕ όσο και σε τυχόν αύξηση του κεφαλαίου της. Αποφασίζεται δε, αντίστοιχα, είτε από τους ιδρυτές στο καταστατικό της ΑΕ είτε από το όργανό της που αποφασίζει την αύξηση.

    Η  συγκεκριμένη (διευκολυντική) δυνατότητα παρέχεται σε τρεις, μόνον, περιπτώσεις και εφόσον συντρέχουν οι ειδικότερες προϋποθέσεις που προβλέπει ο νόμος. Συγκεκριμένα, δεν απαιτείται αποτίμηση, όταν αντικείμενο της εισφοράς σε είδος:

    (α) Είναι μέσα χρηματαγοράς ή κινητές αξίες.

    (β) Είναι περιουσιακά στοιχεία, διαφορετικά από κινητές αξίες ή μέσα χρηματαγοράς, τα οποία έχουν ήδη αποτελέσει αντικείμενο αποτίμησης για την εύλογη αξία τους από αναγνωρισμένο ανεξάρτητο εμπειρογνώμονα.

    (γ) Είναι περιουσιακά στοιχεία, διαφορετικά από τις κινητές αξίες ή τα μέσα χρηματαγοράς, η εύλογη αξία των οποίων προκύπτει, για καθένα από αυτά, από τους υποχρεωτικούς λογαριασμούς του προηγούμενου οικονομικού έτους.

    Κοινό χαρακτηριστικό των ανωτέρω εξαιρέσεων αποτελεί το γεγονός ότι η αξία των εισφερόμενων περιουσιακών στοιχείων έχει, ήδη, προσδιοριστεί από αξιόπιστες πηγές. Απαιτείται, ωστόσο, νέα αποτίμηση, σε περίπτωση που από τον χρόνο υπολογισμού της αξίας των στοιχείων που εισφέρονται, έχει εμφιλοχωρήσει γεγονός που επηρεάζει την αξία τους.

    Εφόσον πραγματοποιούνται εισφορές σε είδος χωρίς αποτίμηση, το ΔΣ υποχρεούται να προβεί σε δήλωση, η οποία εμπεριέχει, συγκεκριμένα, διευκρινιστικά στοιχεία (άρθρο 18). Η δήλωση αυτή αποσκοπεί στην ενημέρωση τυχόν ενδιαφερομένων και πρέπει διενεργηθεί εντός μηνός από την πραγματοποίηση των ως άνω εισφορών. Σε περίπτωση παράλειψής της, γεννάται ευθύνη των μελών του ΔΣ.

     

    Οι Κίνδυνοι Για Την ΑΕ, Τους Μετόχους & Τους Δανειστές

    Μέσω των αυστηρών ρυθμίσεων, όπως ανωτέρω αναλύθηκαν, ο νομοθέτης επεδίωξε να ελαχιστοποιήσει τους κινδύνους, που απορρέουν από τις εισφορές σε είδος. Μερικοί από αυτούς:

    (α) Κίνδυνος υπερτίμησης των εισφορών σε είδος και του (συνολικού) μετοχικού κεφαλαίου: Η τυχόν υπερτίμηση θα είχε ως συνέπεια η (αληθινή) αξία των εισφορών να υπολείπεται της εμφαινόμενης, γεγονός που θα επηρέαζε την (τελική) αξία του μετοχικού κεφαλαίου. Το ενδεχόμενο αυτό εγκυμονεί κινδύνους, ιδίως για τους δανειστές της ΑΕ.

    (β) Κίνδυνος για τους μετόχους μειοψηφίας: Η πλειοψηφία των μετόχων είναι δυνατό να προσφύγει στις εισφορές σε είδος, αποσκοπώντας στην απομείωση (ή εξαΰλωση) της παρουσίας, αρχικά, και αποπομπή, στη συνέχεια, της μειοψηφίας. Ωστόσο, μια τέτοιου είδους απόφαση θα ήταν δυνατό, υπό προϋποθέσεις, να αξιολογηθεί ως καταχρηστική (και, ως εκ τούτου) ακυρώσιμη, στην περίπτωση που αποδεικνυόταν ότι δεν εξυπηρετεί το εταιρικό συμφέρον.

    (γ) Κίνδυνος για τα συμφέροντα τρίτων και ιδίως, δανειστών της ΑΕ: μέσω των, λεγόμενων, συγκεκαλυμμένων εισφορών (:κατά την ίδρυση ή αύξηση καταβάλλεται, καταρχάς, εισφορά σε χρήμα, η οποία επιστρέφεται, ωστόσο, στον εισφέροντα μέσω σύναψης σύμβασης μεταβίβασης προς την ΑΕ συγκεκριμένου περιουσιακού του στοιχείου με σκοπό  την αποφυγή της αποτίμησης). Για την απομείωση του συγκεκριμένου κινδύνου τίθενται, από το νόμο, συγκεκριμένοι περιορισμοί και απαγορεύσεις.

    Προς αποφυγή, μάλιστα, του συγκεκριμένου κινδύνου, απαγορεύεται, κατ’ αρχήν, η απόκτηση από την ΑΕ, εντός των δύο πρώτων ετών από τη σύστασή της, στοιχείων του ενεργητικού της (άρθρο 19), όταν πωλητές είναι: οι ιδρυτές, μέτοχοι εκπροσωπούντες ποσοστό άνω του 1/20 του καταβεβλημένου κεφαλαίου ή μέλη ΔΣ, συγγενικά τους πρόσωπα ή πρόσωπα που ελέγχονται από αυτούς. Επίσης όταν ο πωλητής απέκτησε από τα πρόσωπα αυτά κατά το τελευταίο 12μηνο πριν τη μεταβίβαση. Θα πρέπει, ωστόσο, να σημειωθεί ότι το περιορισμένο πεδίο εφαρμογής της ανωτέρω απαγόρευσης δεν καλύπτει, με επάρκεια, τον εν λόγω κίνδυνο.

     

    Ουδεμία αμφιβολία χωρεί πως η επάρκεια (ακόμα καλύτερα: η περίσσεια) του μετοχικού κεφαλαίου στην ανώνυμη εταιρεία συνιστά παράγοντα υγείας: Διευκολύνει την επίτευξη των καταστατικών της σκοπών αλλά και την ανάπτυξή της. Αυξάνει την πιστοληπτική της ικανότητα και την καθιστά ελκυστικότερη στους δυνητικούς επενδυτές. Διευκολύνει, πάντοτε, τη διοίκηση στο έργο της και, πολυεπίπεδα, προάγει τα συμφέροντα των μετόχων της.

    Τα πράγματα είναι απλά, αν όχι αυτονόητα, όταν οι εισφορές που συναπαρτίζουν το μετοχικό κεφάλαιο είναι χρηματικές˙ περιπλέκονται όταν είναι σε είδος. Ειδικά όσον αφορά την τελευταία περίπτωση (:εισφορές σε είδος) για την προστασία της εταιρείας, των μετόχων (μειοψηφούντων κατά κανόνα) αλλά και των τρίτων-δανειστών τίθεται, από το νόμο-και ορθά, σειρά προϋποθέσεων προκειμένου να ενσωματωθούν στο μετοχικό κεφάλαιο. Το ζητούμενο είναι, πάντοτε, η υγεία της επιχείρησης. Ευκταία, συνεπώς, όχι μόνον η κεφαλαιακή της ενίσχυση αλλά και η πιστή (ουσιαστική-κι όχι μόνον «κατά τον τύπο») εφαρμογή των κανόνων που διέπουν την ενσωμάτωση εισφορών σε είδος. Το όφελος θα είναι, την περίπτωση αυτή, πολυεπίπεδο. Εξάλλου, αντίθετες πρακτικές ή ελλιπής συμμόρφωση όχι μόνον βλάπτουν (και) την επιχείρηση αλλά και επιτυχώς είναι δυνατό να αντιμετωπισθούν από το νόμο.-

    Σταύρος Κουμεντάκης
    Managing Partner

     

    Υ.Γ. Συνοπτική έκδοση του άρθρου δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ, στις 13 Μαρτίου 2022.

    Η πληροφόρηση που εμπεριέχεται στο παρόν άρθρο δεν συνιστά (ούτε και έχει σκοπό να αποτελέσει) νομική συμβουλή. Μια τέτοια νομική συμβουλή είναι δυνατό να παρασχεθεί μόνον από αρμόδιο δικηγόρο ο οποίος θα λάβει υπόψη του το σύνολο των δεδομένων που θα του εκθέσετε για την υπόθεσή σας. Αναλυτικά.

  • Πιστοποίηση Καταβολής Μετοχικού Κεφαλαίου

    Πιστοποίηση Καταβολής Μετοχικού Κεφαλαίου

    Είναι δεδομένη η σημασία του μετοχικού κεφαλαίου στη ζωή και τη λειτουργία της ΑΕ. Μας απασχόλησε, για το λόγο αυτό, σε προηγούμενη αρθρογραφία μας. Στο πλαίσιο αυτής αναφερθήκαμε, μεταξύ άλλων, στον σκοπό του μετοχικού κεφαλαίου, στην κάλυψη και την καταβολή του. Ειδικά, όμως, όσον αφορά την πραγματική (και εμπρόθεσμη) καταβολή του μετοχικού κεφαλαίου, καταλήξαμε πως «είναι εξαιρετικά σημαντική για την ΑΕ. Ακριβώς για το λόγο αυτό, η διαπίστωσή της λαμβάνει χώρα μέσω της (αυστηρά προδιοριζόμενης) διαδικασίας της πιστοποίησης..». Σαφής προκύπτει, εξ αυτής, η βούληση του νομοθέτη για αποκλεισμό πρακτικών του παρελθόντος, όσον αφορά εικονικές πιστοποιήσεις. Επιχειρούμε, με το παρόν, μια διεξοδικότερη αναφορά στα διαδικαστικά μεν εξαιρετικά σημαντικά όμως θέματα της πιστοποίησης της καταβολής του μετοχικού κεφαλαίου. Εξάλλου, η πιστή εφαρμογή όσων ο νόμος αξιώνει, αποτρέπει τη δημιουργία (αστικών και ποινικών) ευθυνών στα υπόχρεα πρόσωπα-μέλη του ΔΣ και ορκωτούς ελεγκτές.

     

    Διακριτική Ευχέρεια ή Νόμιμη Υποχρέωση;

    Η πιστοποίηση της καταβολής του μετοχικού κεφαλαίου της ΑΕ δεν εναπόκειται στη διακριτική ευχέρεια της εταιρείας˙ συνιστά υποχρέωση που απορρέει από το νόμο (άρθρο 20 §5 εδ. α΄ ν. 4548/2018).

    Η υποχρέωση αυτή αφορά τόσο το αρχικό κεφάλαιο της ΑΕ (:κατά την ίδρυσή της), όσο και το κεφάλαιο οποιασδήποτε επιγενόμενης αύξησης. Στην τελευταία, μάλιστα, περίπτωση, δεν ενδιαφέρει αν πρόκειται για τακτική ή έκτακτη αύξηση μετοχικού κεφαλαίου. Επίσης, δεν ενδιαφέρει το είδος των μετοχών που εκδίδονται.

    Στην περίπτωση, ωστόσο, που «η αύξηση κεφαλαίου δεν γίνεται με νέες εισφορές»: «πιστοποίηση καταβολής δεν απαιτείται» (άρθρο 20 §5 εδ. β΄ ν. 4548/2018). Η εξαίρεση αυτή μοιάζει εύλογη καθώς, στην περίπτωση αυτή, δεν υφίσταται πραγματική καταβολή. Αντίθετα, λαμβάνει χώρα ονομαστική αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου, ύστερα από κεφαλαιοποίηση στοιχείων της καθαρής θέσης της ΑΕ (λ.χ. αποθεματικών).

     

    Πιστοποίηση Επί Μερικής Κάλυψης & Καταβολής

    Ενδέχεται όμως η κάλυψη της αύξησης μετοχικού κεφαλαίου (που αποφασίσθηκε με την απόφαση του αρμόδιου οργάνου) να μην είναι πλήρης. Στην περίπτωση αυτή, η αύξηση πραγματοποιείται έως το σημείο της πραγματικής κάλυψης. Αρκεί στην απόφαση για την αύξηση να έχει προβλεφθεί η σχετική δυνατότητα. Η πιστοποίηση της αύξησης, όταν έχει λάβει χώρα μερική, μόνον, κάλυψη θα αναφέρεται στο ποσό της αύξησης που πράγματι, και μόνον, καταβλήθηκε. [Εκ περισσού να υπομνησθεί πως εφόσον λάβει χώρα μερική, μόνον, κάλυψη, το ΔΣ υποχρεούται να προσαρμόσει ανάλογα το άρθρο του καταστατικού της ΑΕ που αφορά στο κεφάλαιό της (άρθρο 28 ν. 4548/2018)].

    Ομοίως, πιστοποίηση καταβολής πρέπει να λαμβάνει χώρα και σε περίπτωση μερικής καταβολής. Συγκεκριμένα, κάθε φορά που είναι καταβλητέα κάποια δόση (άρθρο 21 ν. 4548/2018).

     

    Χρόνος Πιστοποίησης Και Δημοσιότητα Στο Γ.Ε.ΜΗ

    Το χρονικό διάστημα εντός του οποίου θα πρέπει να λάβει χώρα η πιστοποίηση καταβολής είναι αυστηρά οριοθετημένο. Συγκεκριμένα: η πιστοποίηση της καταβολής του αρχικού κεφαλαίου θα πρέπει να λάβει χώρα μέσα στο πρώτο δίμηνο από τη σύσταση της εταιρείας. Αντίστοιχα, στις περιπτώσεις αύξησης του κεφαλαίου, η πιστοποίηση της καταβολής του θα πρέπει να λάβει χώρα εντός μηνός από τη λήξη της προθεσμίας καταβολής του ποσού της αύξησης.

    Η πιστοποίηση της καταβολής, σε κάθε περίπτωση, υποβάλλεται σε δημοσιότητα στο Γ.Ε.ΜΗ. (άρθρα 12 §1 στ. ε΄ και 20 §7 in fine ν. 4548/2018). Για την τελευταία όμως (:δημοσιότητα) ο νόμος δεν προβλέπει ειδικότερη προθεσμία. Θα πρέπει όμως να λάβουμε υπόψη μας πως αντίγραφα πρακτικών συνεδριάσεων του ΔΣ, για τα οποία υπάρχει υποχρέωση καταχώρισής τους στο Γ.Ε.ΜΗ. (σύμφωνα με το άρθρο 12), υποβάλλονται στην αρμόδια υπηρεσία Γ.Ε.ΜΗ. εντός είκοσι (20) ημερών από τη συνεδρίαση του ΔΣ. Η προθεσμία αυτή ισχύει και για την υποβολή σε δημοσιότητα της πιστοποίησης της καταβολής. Είτε αυτή συντελεστεί από το ΔΣ είτε από ορκωτό ελεγκτή λογιστή ή ελεγκτική εταιρεία, όπως αμέσως στη συνέχεια αναλύεται. Επομένως: Το σχετικό έγγραφο θα πρέπει να υποβληθεί στο Γ.Ε.ΜΗ. εντός 20ημέρου από την πιστοποίηση της καταβολής.

     

    Το Αρμόδιο Όργανο

    Κατά παρέκκλιση όσων ίσχυαν με το προϋφιστάμενο δίκαιο (:κ.ν. 2190/1920) «…η πιστοποίηση της καταβολής του κεφαλαίου γίνεται από ορκωτό ελεγκτή λογιστή ή ελεγκτική εταιρεία, εκτός από τις μικρές ή πολύ μικρές στις οποίες διατηρείται η αρμοδιότητα του ΔΣ.» [:ιδ. (και) αιτ. έκθεση ν. 4548/2018 επί του άρθρου 20]. Το ΔΣ, ωστόσο, έχει τη δυνατότητα να πιστοποιεί την εκάστοτε καταβολή και σε κάποιες ακόμα, επιπλέον, περιπτώσεις. Ειδικότερα:

    Η Αρμοδιότητα Ορκωτού Ελεγκτή Λογιστή ή Ελεγκτικής Εταιρείας

    Καινοτομία του ν. 4548/2018 συνιστά η μεταφορά, κατά βάση, της αρμοδιότητας πιστοποίησης καταβολής του αρχικού κεφαλαίου ή του κεφαλαίου της αύξησης σε ορκωτό ελεγκτή λογιστή ή ελεγκτική εταιρεία (διατηρουμένης, σε ειδικές περιπτώσεις, της αποκλειστικής αρμοδιότητας ΔΣ).

    Η συγκεκριμένη παρέκκλιση από το προϊσχύσαν καθεστώς αποσκοπεί, σαφώς, στην προσπάθεια του νομοθέτη να διασφαλίσει τον αξιόπιστο και ανεπηρέαστο χαρακτήρα της εκάστοτε πιστοποίησης.

    Ο νομοθέτης μάλιστα, προκειμένου να διασφαλίσει αξιόπιστη και ανεπηρέαστη κρίση κατά την πιστοποίηση, προβλέπει πως: «ο ορκωτός ελεγκτής λογιστής ή η ελεγκτική εταιρεία που πιστοποιούν την καταβολή του κεφαλαίου…δεν μπορεί να διενεργούν και τον τακτικό έλεγχο της εταιρείας. Επίσης ο ορκωτός ελεγκτής λογιστής δεν μπορεί να ανήκει σε ελεγκτική εταιρεία που διενεργεί τον έλεγχο αυτόν.» (άρθρο 20 §10 ν. 4548/2018).

    Η Αρμοδιότητα Του ΔΣ

    Το ανώτερο όργανο της ΑΕ είναι, όπως είναι γνωστό, η ΓΣ. Η ΓΣ είναι που διατηρεί ιδιαίτερα σημαντική εξουσία, αποφασιστικές και αποκλειστικές αρμοδιότητες (:117 §1 ν. 4548/2018). Το ΔΣ διατηρεί, εντούτοις-σε κάποιες περιπτώσεις, αρμοδιότητα ως προς την λήψη αποφάσεων που αφορούν την ΑΕ.

    Τέτοια περίπτωση συνιστά η πιστοποίηση της καταβολής του μετοχικού κεφαλαίου, που διενεργείται από το ΔΣ, στις περιπτώσεις που στη συνέχεια αναφέρονται. Κατά την αρμοδιότητά του αυτή, το ΔΣ δρα συλλογικά. Την εξουσία του αυτή και αρμοδιότητα δεν δικαιούται περαιτέρω να εκχωρήσει. Συγκεκριμένα, το ΔΣ μπορεί να πιστοποιεί το ίδιο την καταβολή του μετοχικού κεφαλαίου:

    (α) Κατά τη σύσταση της ΑΕ (:του αρχικού κεφαλαίου) ως προς κάθε είδους ΑΕ (άρθρο 20 §6 in fine ν. 4548/2018).

    (β) Κατά την αύξηση του κεφαλαίου της ΑΕ, εφόσον πρόκειται για πολύ μικρές ή μικρές εταιρείες, οι μετοχές των οποίων δεν είναι εισηγμένες σε ρυθμιζόμενη αγορά (άρθρο 20 §6, εδ. γ΄ ν. 4548/2018). Υπενθυμίζεται ότι ως πολύ μικρές ή μικρές εταιρείες, νοούνται (:άρθρο 2 περ. ια΄ ν. 4548/2018) οντότητες, οι οποίες κατά την ημερομηνία του ισολογισμού τους δεν υπερβαίνουν τα όρια δύο τουλάχιστον από τα ακόλουθα τρία κριτήρια: (i) σύνολο ενεργητικού (ήτοι, περιουσιακών στοιχείων), 350.000 ευρώ, (ii) καθαρό ύψος κύκλου εργασιών, 700.000 ευρώ, (iii) μέσος όρος απασχολουμένων κατά τη διάρκεια της περιόδου, 10 άτομα.

    (γ) Τόσο κατά τη σύσταση της ΑΕ όσο και κατά την αύξηση του κεφαλαίου της, όταν πρόκειται για εισφορά σε είδος (:άρθρο 17 ν. 4548/2018). Η αρμοδιότητα μάλιστα αυτή του ΔΣ ισχύει ανεξάρτητα από το μέγεθος της ΑΕ και αφότου ολοκληρωθεί η διαδικασία της μεταβίβασης (άρθρο 20 §8 ν. 4548/2018).

     

    Το Περιεχόμενο Της Έκθεσης ή Του Πρακτικού

    Από το νόμο προκύπτει (και) το περιεχόμενο που πρέπει να έχει, ανάλογα με το όργανο που διενεργεί την πιστοποίηση, είτε η έκθεση του ορκωτού ελεγκτή ή της ελεγκτικής εταιρείας είτε το πρακτικό του ΔΣ.

    Με την έκθεση ή το πρακτικό πρέπει να πιστοποιείται, όπως ήδη επισημάνθηκε η εμπρόθεσμη (ή μη) καταβολή των εισφορών. Ο ακριβής, δηλ., χρόνος που καταβλήθηκε κάθε εισφορά, ανεξαρτήτως είδους, βάσει του καταστατικού ή της απόφασης για την αύξηση.

    Ανάλογα, όμως, με το είδος της εισφοράς, διαφοροποιείται το περιεχόμενο της έκθεσης ή του πρακτικού (άρθρο 20 §7 ν. 4548/2018).

    Ως προς τις εισφορές σε χρήμα:

    (α) Όταν καταβάλλονται σε ειδικό τραπεζικό λογαριασμό της ΑΕ: τόσο η έκθεση όσο και το πρακτικό πρέπει να βασίζονται σε απόσπασμα κίνησής του παρέχεται από την τράπεζα όπου τηρείται ο συγκεκριμένος λογαριασμός. Μάλιστα, το σχετικό απόσπασμα πρέπει να επισυνάπτεται στην παραπάνω έκθεση ή πρακτικό.

    (β) Όταν οι χρηματικές εισφορές θεωρείται ότι πραγματοποιήθηκαν με χρησιμοποίηση του αντίστοιχου ποσού για σκοπούς της εταιρείας, εφόσον τούτο προβλέπεται ειδικά στο καταστατικό ή στην απόφαση για την αύξηση του κεφαλαίου (κατ’ άρθρο 20 §3 εδ. β΄ ν. 4548/2018): τόσο η έκθεση όσο και το πρακτικό πρέπει να αναφέρουν τις ειδικές περιστάσεις παράλειψης καταβολής σε μετρητά λόγω δαπανών που διενεργήθηκαν για τους εταιρικούς σκοπούς.

    (γ) Όταν η καταβολή λαμβάνει χώρα με συμψηφισμό χρέους, εφόσον τούτο προβλέπεται στην απόφαση για την αύξηση του κεφαλαίου (κατά το άρθρο 20 §4 ν. 4548/2018): τόσο η έκθεση όσο και το πρακτικό πρέπει να αναφέρονται στη βεβαίωση ορκωτού ελεγκτή λογιστή ή ελεγκτικής εταιρείας που συνοδεύει τον συμψηφισμό. Η τελευταία βεβαιώνει ότι το χρέος που συμψηφίζεται είναι υπαρκτό και ληξιπρόθεσμο και δεν εξαρτάται από αίρεση. Σε περίπτωση μη ληξιπρόθεσμου χρέους λαμβάνει χώρα αποτίμηση (κατ’ άρθρο 17 ν. 4548/2018).

    Περαιτέρω, η έκθεση ή το πρακτικό πιστοποιούν την πραγματοποίηση του συμψηφισμού και αναφέρουν τον αριθμό των αναληφθεισών μέσω αυτού μετοχών.

    Στην Αιτιολογική Έκθεση του ν. 4548/2018 επί του άρθρου 20 επισημαίνεται ότι με την πρόβλεψη του συμβατικού συμψηφισμού, «…ο ελληνικός νόμος ευθυγραµµίζεται µε τη τάση ελαστικοποίησης των διατάξεων που έχουν να κάνουν µε την εισφορά κεφαλαίου, κυρίως δε αναγνωρίζει τη θετική συµβολή του συµψηφισµού (debt-equity swap) στην εξυγίανση της εταιρείας, στο πλαίσιο της οποίας βεβαίως δεν εισρέει στην εταιρεία «φρέσκο χρήµα» (άλλως δεν επαυξάνεται το ενεργητικό της), αλλά αυτή απελευθερώνεται από υποχρεώσεις.».

    Επιπλέον, υπογραμμίζεται το γεγονός ότι για να λάβει χώρα συμψηφισμός χρέους, προϋποτίθεται ότι: «…αν ο καταβάλλων δεν είναι µέτοχος…έχει καταργηθεί (ή δεν έχει ασκηθεί) το δικαίωμα προτίμησης των υφιστάμενων µετόχων.».

    Ως προς τις εισφορές σε είδος

    Στην περίπτωση εισφορών σε είδος, η έκθεση ή το πρακτικό πρέπει να αναφέρονται στην σχετική πρόβλεψη του αρχικού καταστατικού ή της απόφασης για την αύξηση. Περαιτέρω, στην περιγραφή της εισφοράς και στο υπόχρεο πρόσωπο, καθώς και στην αποτίμηση της εισφοράς αυτής (κατ’ άρθρο 17 ν. 4548/2018-υπό την επιφύλαξη του άρθρου 18). Τέλος, πρέπει να πιστοποιείται η ολοκλήρωση της διαδικασίας μεταβίβασης, όπως αυτή επιτάσσεται από τον νόμο, αναλόγως του αντικειμένου που εισφέρεται.

     

    Ποινικές Και Αστικές Ευθύνες

    Ιδιαίτερη αξία έχει η επιβεβαίωση της καταβολής του μετοχικού κεφαλαίου (αντίστοιχα και η διαδικασία πιστοποίησής της). Ως ιδιαίτερα σημαντική αξιολογείται  και από το νομοθέτη.

    Τούτο επιβεβαιώνεται και από την ποινική ευθύνη που έχει θεσπιστεί για την περίπτωση που: «…το μέλος του διοικητικού συμβουλίου …παραβιάζει την υποχρέωση πιστοποίησης καταβολής του κεφαλαίου μέσα στην προθεσμία που ορίζεται στο άρθρο 20 ή προβαίνει σε ψευδή πιστοποίηση της εν λόγω καταβολής» (άρθρο 179 §2 ν. 4548/2018). Στην περίπτωση αυτή, το μέλος του ΔΣ τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι τριών ετών ή με χρηματική ποινή από 5.000€ μέχρι 50.000€. Αντίστοιχη είναι και η ποινή του ορκωτού ελεγκτή ο οποίος προβαίνει σε ψευδή πιστοποίηση καταβολής. Ειδικά, όμως, όσον αφορά το μέλος του ΔΣ που παραβιάζει τις συγκεκριμένες υποχρεώσεις του ενδέχεται να πληρούται, επιπρόσθετα, η αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του άρθρου 176 ν. 4548/2018, που αφορά ψευδείς ή παραπλανητικές δηλώσεις προς το κοινό.

    Δεν αποκλείεται, πάντως, αστική ευθύνη των συγκεκριμένων προσώπων (:μελών του ΔΣ και ορκωτού ελεγκτή) έναντι της ΑΕ ή/και έναντι τρίτων.

    Όσον αφορά, τέλος, τους μετόχους στους οποίους αφορά η ψευδής πιστοποίηση, είναι προφανές πως δεν εκπληρώνουν τις αναληφθείσες υποχρεώσεις τους για την καταβολή του κεφαλαίου της ΑΕ. Στην περίπτωση αυτή θα εφαρμοστούν οι διατάξεις για τη μη εμπρόθεσμη καταβολή (άρθρο 20 §9 με περαιτέρω αναφορά σε αναλογική εφαρμογή άρθρου 21 §§5 & 6 ν. 4548/2018).

     

    Το μετοχικό κεφάλαιο της ανώνυμης εταιρείας συνιστά σημαντική παράμετρο της ύπαρξης, λειτουργίας και ανάπτυξής της. Σημαντική παράμετρο, επίσης, για την απόδοση πίστης από μέρους των τρίτων, που συναλλάσσονται μαζί της. Μοιάζει φυσιολογική, κατά τούτο, η απαιτούμενη-αυξημένη τυπικότητα και περισσή σοβαρότητα, με την οποία αντιμετωπίζεται (και από το νομοθέτη) η διαδικασία της πιστοποίησης της καταβολής του. Ως απολύτως προφανής παρίσταται, κατά τούτο, η ανάγκη της ευλαβικής συμμόρφωσης με όσα ο νόμος αξιώνει. Πρακτικές του παρελθόντος, που κατέτειναν σε ψευδή πιστοποίηση καταβολής του αρχικού κεφαλαίου (ή επιγενομένων αυξήσεων), δεν χωρούν.

    Βαρύς, εξάλλου, ο πέλεκυς της δικαιοσύνης επί της κεφαλής των παρανομούντων.-

    Σταύρος Κουμεντάκης
    Managing Partner

     

    Υ.Γ. Συνοπτική έκδοση του άρθρου δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ, στις 27 Φεβρουαρίου 2022.

    Η πληροφόρηση που εμπεριέχεται στο παρόν άρθρο δεν συνιστά (ούτε και έχει σκοπό να αποτελέσει) νομική συμβουλή. Μια τέτοια νομική συμβουλή είναι δυνατό να παρασχεθεί μόνον από αρμόδιο δικηγόρο ο οποίος θα λάβει υπόψη του το σύνολο των δεδομένων που θα του εκθέσετε για την υπόθεσή σας. Αναλυτικά.

  • Το Μετοχικό Κεφάλαιο Της Ανώνυμης Εταιρείας

    Το Μετοχικό Κεφάλαιο Της Ανώνυμης Εταιρείας

    Το μετοχικό κεφάλαιο της Ανώνυμης Εταιρείας είναι το άθροισμα της αξίας των εισφορών (σε χρήμα και είδος) των μετόχων της. Δε νοείται Ανώνυμη Εταιρεία χωρίς τέτοιες εισφορές. Απαιτείται, μάλιστα, να αθροίζονται σε ένα ελάχιστο ποσό: το κατά το νόμο ελάχιστο κεφάλαιο. Το μετοχικό κεφάλαιο της ΑΕ διαιρείται σε μερίδια (:μετοχές). Το άθροισμα της ονομαστικής αξίας των μετοχών ισούται με το μετοχικό αυτό κεφάλαιο. Το μετοχικό κεφάλαιο είναι ιδιαίτερα σημαντικό στη ζωή και λειτουργία της ΑΕ. Αξίζει, ως εκ τούτου, να ρίξουμε μια ματιά στις βασικές του παραμέτρους.

     

    Μετοχικό κεφάλαιο vs Περιουσία ΑΕ

    Συγχέεται, συχνά, η έννοια του μετοχικού κεφαλαίου με εκείνη της εταιρικής περιουσίας. Όμως-κατά κανόνα, η μόνη χρονική στιγμή που ταυτίζονται, κατ’ αξία, οι δύο έννοιες είναι κατά τον χρόνο της αρχικής καταβολής του μετοχικού κεφαλαίου˙ αμέσως, δηλ., μετά τη σύσταση της εταιρείας.

    Πρόκειται, ωστόσο, για δύο έννοιες που σαφώς διακρίνονται μεταξύ τους.

    Το μετοχικό κεφάλαιο, από τη μία πλευρά, «…αποτελεί “αμετάβλητη” μαθηματική ποσότητα που αναγράφεται στο καταστατικό της εταιρείας και το οποίο κατά την ίδρυσή της αντιστοιχεί στο άθροισμα της αξίας των εισφορών» (:Αιτ. Έκθεση ν. ΑΕ-4548/2018). Το σταθερό αυτό μέγεθος είναι δυνατό να μεταβληθεί εφόσον ακολουθηθούν οι αυστηρά τυπικές, κατά το νόμο, διαδικασίες της μείωσης ή/και αύξησής του. Απαιτείται, πάντοτε-στις περιπτώσεις αυτές, τροποποίηση του καταστατικού της ΑΕ.

    Η εταιρική περιουσία, από την άλλη πλευρά, περιλαμβάνει το σύνολο των περιουσιακών στοιχείων της εταιρείας (λ.χ. ακίνητα, απαιτήσεις, καταθέσεις κ.λπ.). Η εταιρική περιουσία μεταβάλλεται, κατά κανόνα, συνεχώς, σε αντίθεση με την «αμετάβλητη μαθηματική ποσότητα» του μετοχικού κεφαλαίου.

     

    Ο Σκοπός Του Μετοχικού Κεφαλαίου

    Το μετοχικό κεφάλαιο της ΑΕ συνεισφέρει (κάποιες φορές καθοριστικά) στην επίτευξη του εταιρικού της σκοπού. Σε κάθε περίπτωση: αποτελεί μέσο χρηματοδότησης της δραστηριότητάς της. Επίσης: σημαντική ένδειξη της φερεγγυότητάς της.

    Η σημασία του μετοχικού κεφαλαίου συνδέεται με τη φύση της ΑΕ ως κεφαλαιουχικής εταιρείας. Ακριβώς λόγω της συγκεκριμένης της φύσης, οι μέτοχοι δεν φέρουν προσωπική ευθύνη για τα χρέη της. Υπέγγυα έναντι των δανειστών της παραμένει, αποκλειστικά-εκτός εξαιρετικών περιπτώσεων, η ίδια η εταιρεία.

    Το μετοχικό κεφάλαιο (Αιτ. Έκθεση ν. 4548/2018): «…έχει παραδοσιακά αναχθεί σε βασικό µέσο προστασίας των δανειστών». Επισημαίνεται όμως, στη συνέχεια, ότι «…τις τελευταίες δεκαετίες έχει υποστεί έντονη κριτική, που εστιάζεται στην αναποτελεσματικότητα της προστασίας αυτής και το κόστος που έχουν οι µηχανισµοί εξασφάλισης της καταβολής και της διατήρησης του κεφαλαίου. Προτείνονται συνεπώς από την επιστήµη άλλοι τρόποι προστασίας των δανειστών, ιδίως µέσω “τεστ φερεγγυότητας”». Το συμπέρασμα είναι πως: «…με δεδομένο όμως ότι τα ζητήματα του κεφαλαίου εξακολουθούν να ρυθμίζονται από τη «δεύτερη» εταιρική οδηγία (ήδη Οδηγία (ΕΕ) 2017/1132), τα περιθώρια για παράκαμψη των κανόνων για το κεφάλαιο είναι πολύ στενά και οπωσδήποτε δεν ενδείκνυται να υπάρχει διπλή προστασία, τόσο δηλαδή µέσω των ενωσιακών κανόνων προστασίας του κεφαλαίου όσο και µέσω τεστ φερεγγυότητας».

     

    Το Ελάχιστο Ύψος Του Μετοχικού Κεφαλαίου

    Μια από τις διατάξεις η οποία, υποχρεωτικά από το νόμο, πρέπει να περιλαμβάνεται στο καταστατικό μιας ΑΕ, είναι αυτή που αφορά το ύψος του μετοχικού της κεφαλαίου, που ορίζεται κατά απόλυτο αριθμό (άρθρο 5 §1 στ. δ΄ ν. 4548/2018). Μάλιστα, τυχόν παράλειψη της ανωτέρω διάταξης καθιστά την εταιρεία ελαττωματική. Αυτό, με άλλα λόγια, σημαίνει ότι είναι δυνατό, στην περίπτωση αυτή,  να κηρυχθεί άκυρη η ίδρυσή της με δικαστική απόφαση (άρθρο 11 §1 στ. α΄ ν. 4548/2018).

    Οι μέτοχοι της ΑΕ δεν είναι απολύτως ελεύθεροι να καθορίζουν το ύψος του μετοχικού κεφαλαίου. Δεσμεύονται, από το νόμο-όπως ήδη αναφέρθηκε, ως προς τα ελάχιστα όριά του. Ενδεχόμενη μη τήρηση των συγκεκριμένων, ελαχίστων, ορίων καθιστά, επίσης, ελαττωματική την ΑΕ.

    Το ελάχιστο ύψος του κεφαλαίου της ΑΕ ορίζεται (άρ. 15 §2 ν. 4548/2018) στο ποσό των 25.000€ και θα πρέπει να είναι ολοσχερώς καταβεβλημένο κατά τη σύσταση της εταιρείας. Ειδικές νομοθετικές ρυθμίσεις προσδιορίζουν σε υψηλότερα επίπεδα το μετοχικό κεφάλαιο ειδικών κατηγοριών ΑΕ (λ.χ. ασφαλιστικές, τραπεζικές ΑΕ, ΕΠΕΥ κλπ).

    Υπό το προϊσχύσαν καθεστώς, το ελάχιστο ύψος του μετοχικού κεφαλαίου οριζόταν στο ποσό των 24.000€. Η αύξηση, ωστόσο, κατά 1.000€ συμμορφώνει τη σχετική εθνική διάταξη με την αντίστοιχη πρόβλεψη του άρθρου 45 της Οδηγίας 2017/1132/ΕΕ.

    Περαιτέρω, το μετοχικό κεφάλαιο της ΑΕ πρέπει να εκφράζεται σε ευρώ (άρθρο 15 §1 ν. 4548/2018). Όπως επισημαίνεται στην Αιτιολογική Έκθεση του νόμου, «τυχόν αναφορά στο καταστατικό άλλου νομίσματος (με επιφύλαξη ειδικών διατάξεων) δεν είναι επιτρεπτή».

     

    Το Είδος Των Εισφορών

    Το μετοχικό κεφάλαιο της ΑΕ σχηματίζεται, όπως ήδη αναφέραμε, από τις, κατά κανόνα, χρηματικές και, ενίοτε, σε είδος εισφορές των μετόχων.

    Οι εισφορές σε είδος θα πρέπει να αποτιμώνται χρηματικά. Δεν μπορούν να αποτελέσουν εισφορά σε είδος, με βάση ρητή πρόβλεψη του νόμου (άρθρο 17 §3 ν. 4548/2018), η εκτέλεση εργασίας ή η παροχή υπηρεσιών. Ωστόσο, είναι δυνατό να χορηγηθούν Κοινοί Ιδρυτικοί Τίτλοι, κατά την ίδρυση -μόνον- της ΑΕ, σ’ εκείνους που αναλαμβάνουν την παροχή εργασίας ή άλλων υπηρεσιών.

    Οι εισφορές σε είδος (για τις οποίες, αναλυτικότερα, επόμενη αρθρογραφία μας) είναι μεν επιτρεπτές, θα πρέπει όμως να καταβάλλονται εγκύρως. Θα πρέπει επίσης, να λάβει χώρα εκτίμησή τους: (α) από δύο ανεξάρτητους ορκωτούς ελεγκτές λογιστές ή (β) ελεγκτική εταιρία ή, κατά περίπτωση, (γ) από δύο ανεξάρτητους Πιστοποιημένους Εκτιμητές, οι οποίοι φέρουν τα απαραίτητα εχέγγυα ανεξαρτησίας και αξιοπιστίας.

    Ο νόμος καθορίζει αναλυτικά τη ακολουθητέα διαδικασία αποτίμησης των εισφορών σε είδος (άρθρο 17 ν. 4548/2018). Περαιτέρω, όμως, προβλέπει και ορισμένες εξαιρέσεις˙ απαριθμεί, δηλαδή, κάποιες περιπτώσεις για τις οποίες δεν απαιτείται αποτίμηση των εισφορών σε είδος (άρθρο 18 ν. 4548/2018). Όταν, λ.χ., οι εισφορές συνίστανται σε μέσα χρηματαγοράς ή κινητές αξίες.

    Επισημαίνεται τέλος, ότι, υπό τις σχετικές επιφυλάξεις του νόμου, απαγορεύεται: αφενός η απαλλαγή από την υποχρέωση καταβολής εισφορών αφετέρου η επιστροφή εισφορών (άρθρο 22 ν. 4548/2018).

     

    Η Κάλυψη Του Μετοχικού Κεφαλαίου

    Η κάλυψη του μετοχικού κεφαλαίου δεν θα πρέπει να συγχέεται με την καταβολή του. Πρόκειται για έννοιες συγγενείς μεν πλην όμως όλως διάφορες μεταξύ τους. Συγκεκριμένα:

    Ως κάλυψη του μετοχικού κεφαλαίου νοείται η ανάληψη από τους μετόχους της υποχρέωσης έναντι της ΑΕ, για την εισφορά περιουσίας που ισούται, τουλάχιστον, με το ύψος του μετοχικού κεφαλαίου (άρ. 16 ν. 4548/2018). Διευκρινίζεται: είτε του αρχικού μετοχικού κεφαλαίου, το οποίο καταβάλλεται ολοσχερώς κατά τη σύσταση της εταιρείας είτε αυτού που προσδιορίζεται σε κάθε, επόμενη, αύξησή του.

    Η κάλυψη του μετοχικού κεφαλαίου μπορεί να γίνει από τους ιδρυτές της ΑΕ (κατά την ίδρυση) είτε/και από συγκεκριμένους τρίτους είτε, σε ειδικές περιπτώσεις, με προσφυγή στο κοινό-σε δημόσια εγγραφή (κατά την αύξηση).

    Η εξαιρετική σημασία της κάλυψης του μετοχικού καταδεικνύεται και από το εξής: με την ανάληψη της υποχρέωσης καταβολής του μετοχικού κεφαλαίου (σύμβαση ανάληψης) αποκτάται πρωτότυπα η μετοχική ιδιότητα (:4293/2006 ΕφΑθ).

     

    Η Καταβολή Του Μετοχικού Κεφαλαίου

    Η καταβολή του μετοχικού κεφαλαίου συνδέεται άμεσα με την κάλυψή του (άρ. 20 & 21 ν. 4548/2018).

    Με τον όρο καταβολή του μετοχικού κεφαλαίου νοείται η εκπλήρωση της υποχρέωσης καταβολής του μετοχικού κεφαλαίου, που αναλήφθηκε από τον μέτοχο κατά την κάλυψή του. Είναι μάλιστα δυνατό να λάβει χώρα, υπό προϋποθέσεις (για τις οποίες επόμενη αρθρογραφία μας) και με συμψηφισμό ισόποσου χρέους της εταιρείας.

    Σε κάθε περίπτωση πάντως, η πραγματική (και εμπρόθεσμη) καταβολή του μετοχικού κεφαλαίου είναι εξαιρετικά σημαντική για την ΑΕ. Ακριβώς για το λόγο αυτό, η διαπίστωσή της λαμβάνει χώρα μέσω της (αυστηρά προδιοριζόμενης) διαδικασίας της πιστοποίησης (άρ. 20 §§5-8, 10 ν. 4548/2018).

    Η καταβολή του μετοχικού κεφαλαίου είναι δυνατό να είναι είτε άμεση ή ολική είτε μερική. Ειδικά ως προς την άμεση ή ολική καταβολή:

    Κατά την ίδρυση της ΑΕ, η καταβολή του μετοχικού κεφαλαίου θα  πρέπει να λάβει χώρα «…κατά τη σύσταση της εταιρείας» (άρθρο 21 §1 ν. 4548/2018). Το γράμμα της διάταξης αυτής προβληματίζει.

    Έως την ολοκλήρωση της διαδικασίας ίδρυσης της ΑΕ (ήτοι: την καταχώρισή της στο Γ.ΕΜ.Η.), η τελευταία δεν έχει νομική προσωπικότητα. Ως εκ τούτου, δεν είναι δυνατή η καταβολή εισφορών προς αυτή (λ.χ. η μεταβίβαση της κυριότητας ακινήτου σε αυτή, σε περίπτωση εισφοράς είδους).

    Ως εκ τούτου, υποστηρίζεται από μερίδα της θεωρίας (ορθά κατά την άποψή μας) ότι η καταβολή σε αυτή την περίπτωση μπορεί να λάβει χώρα μετά την ίδρυση της ΑΕ και έως την παρέλευση της δίμηνης προθεσμίας πιστοποίησής της.

    Μετά την απόφαση για αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου, η προθεσμία καταβολής ορίζεται από το όργανο που αποφάσισε την αύξηση. Ωστόσο, ο νόμος θέτει κατώτατα και ανώτατα όρια στο αρμόδιο όργανο. Συγκεκριμένα, η προθεσμία αυτή «…δεν μπορεί να είναι μικρότερη των δεκατεσσάρων (14) ημερών ούτε μεγαλύτερη των τεσσάρων (4) μηνών από την ημέρα που καταχωρίσθηκε η απόφαση αυτή στο Γ.Ε.ΜΗ.» (άρ. 20 §2 ν. 4548/2018).

    Η πιστοποίηση της καταβολής, στην περίπτωση αυτή, πρέπει να λάβει χώρα εντός ενός μήνα από τη λήξη της προθεσμίας καταβολής του ποσού της αύξησης. Με την πιστοποίηση πάντως θα ασχοληθούμε, επίσης, σε επόμενη αρθρογραφία μας.

     

    Το μετοχικό κεφάλαιο της Ανώνυμης Εταιρείας συνιστά μία από τις βασικές παραμέτρους για την επίτευξη του εταιρικού της σκοπού. Διέπεται, κατά τούτο, από σειρά ρυθμίσεων όσον αφορά, μεταξύ άλλων, την κάλυψη, την καταβολή και είδος των σχετικών εισφορών, την απόδειξη της διενέργειάς τους αλλά και τη διασφάλιση κάποιων ελαχίστων ορίων.

    Κοινός τόπος των σχετικών με το κεφάλαιο ρυθμίσεων: Η διασφάλιση των κατά το νόμο ελαχίστων ορίων, της ομαλής λειτουργίας της ΑΕ αλλά και, στο μέτρο του εφικτού, των δανειστών της. Κατά τούτο και το ενδιαφέρον των μετόχων, των διοικούντων, των καταστατικών οργάνων της ΑΕ, της Πολιτείας (και όλων ημών) για τις συναφείς ρυθμίσεις, για τις οποίες και επόμενη αρθρογραφία μας.

    Σταύρος Κουμεντάκης
    Managing Partner

     

    Υ.Γ. Συνοπτική έκδοση του άρθρου δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ, στις 20 Φεβρουαρίου 2022.

    Η πληροφόρηση που εμπεριέχεται στο παρόν άρθρο δεν συνιστά (ούτε και έχει σκοπό να αποτελέσει) νομική συμβουλή. Μια τέτοια νομική συμβουλή είναι δυνατό να παρασχεθεί μόνον από αρμόδιο δικηγόρο ο οποίος θα λάβει υπόψη του το σύνολο των δεδομένων που θα του εκθέσετε για την υπόθεσή σας. Αναλυτικά.

  • Η (:τακτική vs έκτακτη) αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου  στην Α.Ε.

    Η (:τακτική vs έκτακτη) αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου στην Α.Ε.

    Ι. Προοίμιο

    “No money, no honey” είναι μια φράση, ευρύτερα γνωστή. Που μας έρχεται, πιθανότατα, από την άλλη μεριά του ατλαντικού. Μια φράση που καταγράφει την αναγκαία δοσοληψία σε επικείμενες να συναφθούν προσωπικές σχέσεις. Ακόμα και υφιστάμενες. Μια φράση που ξεκαθαρίζει, με τρόπο απτό -και σκληρό ταυτόχρονα- την, κατά την κρατούσα άποψη, αξία του χρήματος. Εκείνοι που διαθέτουν “money” φαίνεται, κατά την κρατούσα άποψη-δυστυχώς, πως δικαιούνται να προσβλέπουν και στο “honey”.

    Αυτό όμως δεν αφορά τις ανθρώπινες, μόνον, σχέσεις.

    Εκείνοι που διαθέτουν οικονομική ισχύ στο πλαίσιο μιας επαγγελματικής συνεργασίας, επιχειρηματικής συνέργειας ή εταιρικής σχέσης έχουν ή, τελικά, αποκτούν το «πάνω χέρι».

    Η ανώνυμη εταιρεία δεν θα ήταν δυνατό να αποτελεί εξαίρεση.

     

    ΙΙ. Τα αναγκαία κεφάλαια για τη λειτουργία της Ανώνυμης Εταιρείας

    Αναγκαία προϋπόθεση για την επίτευξη των καταστατικών σκοπών οποιασδήποτε εταιρείας, βεβαίως και της ανώνυμης, είναι να διαθέτει επάρκεια κεφαλαίων. Τόσο κατά την ίδρυσή της όσο και, αυτονοήτως, σε όλη τη διάρκεια της ζωής της.

    Σε παλαιότερη αρθρογραφία μας είδαμε τα σχετικά με το αρχικό κεφάλαιο της Ανώνυμης Εταιρείας: το ύψος, η κάλυψη, η καταβολή και η πιστοποίησή του. Είδαμε επίσης τα θέματα που σχετίζονται με τις εισφορές σε είδος στο αρχικό κεφάλαιο της Ανώνυμης Εταιρείας. Για την επίτευξη του εταιρικού σκοπού δεν  είναι αρκετό, κατά κανόνα, το αρχικό μετοχικό κεφάλαιο. Πάντοτε προκύπτουν οικονομικές ανάγκες σε μια επιχείρηση. Ανάγκες για μικρότερο ή μεγαλύτερο χρονικό διάστημα.

    Το κεντρικό ερώτημα είναι, πάντοτε, το ίδιο. Αύξηση μετοχικού κεφαλαίου ή προσφυγή σε εξωτερική χρηματοδότηση; Οι απαντήσεις που, κατά περίπτωση, δίνονται, παραλλάσσουν. Ανάλογα με τα δεδομένα, τις ανάγκες αλλά και τις δυνατότητες της επιχείρησης και των μετόχων της. Τα κριτήρια όμως μπορεί να είναι και αμιγώς χρηματοοικονομικής φύσεως. Η αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου φαίνεται πως έχει, εκ πρώτης όψεως, περισσότερα πλεονεκτήματα. Βλέπουμε εντούτοις πως ο δανεισμός μπορεί να αποτελεί συνειδητή επιλογή οικονομικά εύρωστων επιχειρήσεων και μετόχων. Ως απόδειξη, λ.χ., της χρηματοοικονομικής υγείας ή πιστοληπτικής ικανότητας της εταιρείας. Ή βέλτιστης αξιοποίησης των ιδίων κεφαλαίων της.

    Εφόσον όμως επιλεγεί η αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου, θα ακολουθήσουν εκείνοι που θα το επιλέξουν. Εφόσον βέβαια έχουν τη σχετική οικονομική δυνατότητα.

    Κι όσο για τους υπόλοιπους;

    Θα δουν τη συμμετοχή τους στο συνολικό μετοχικό κεφάλαιο να απομειώνεται. Και σε κάποιες περιπτώσεις να μηδενίζεται. Αντίστοιχα και τη συμμετοχή τους στο προσδοκώμενο οικονομικό αποτέλεσμα της εταιρείας.

     

    ΙΙΙ. Η (επαρκής;) αιτιολόγηση της αύξησης του μετοχικού κεφαλαίου

    Η αιτιολόγηση (ή δικαιολόγηση) της αύξησης του μετοχικού κεφαλαίου δεν είναι υποχρεωτική. Είναι σημαντικό, εντούτοις, να υπάρχει επαρκής δικαιολογητική βάση. Σε αντίθετη περίπτωση, η δαμόκλειος σπάθη της καταχρηστικότητας επικρέμαται πάνω από την εγκυρότητα της σχετικής απόφασης. Η αιτία της αύξησης δεν μπορεί παρά να είναι η βέλτιστη επίτευξη του εταιρικού συμφέροντος. Σε καμία περίπτωση η απομείωση (ή μηδενισμός) των ποσοστών των μετόχων μειοψηφίας. Οι τελευταίοι (μέτοχοι μειοψηφίας) έχουν ένα συνταγματικώς προστατευόμενο δικαίωμα ιδιοκτησίας. Κατά το Ευρωπαϊκό δικαστήριο μάλιστα έχουν: «έμμεση ιδιοκτησία επί της περιουσίας της εταιρείας»

    Είναι ενδεχόμενο ο μέτοχος πλειοψηφίας να στοχεύει σε απομείωση της συμμετοχής των μετόχων μειοψηφίας. Στην περίπτωση αυτή, ο μειοψηφών δεν μένει απροστάτευτος. Ο μέτοχος που βλάπτεται έχει τη δυνατότητα να προσφύγει στη δικαιοσύνη επικαλούμενος την καταχρηστικότητα της σχετικής απόφασης. Βεβαίως και την προστασία της ιδιοκτησίας του. Η δικαστική απόφαση που θα εκδοθεί είναι δυνατό, σε περίπτωση αποδοχής της σχετικής επιχειρηματολογίας, να ακυρώσει την απόφαση αύξησης του μετοχικού κεφαλαίου.

     

    IV. Η τακτική αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου της ανώνυμης εταιρείας

    Το μετοχικό κεφάλαιο της ανώνυμης εταιρείας αυξάνεται, κατά βάση, με απόφαση της Γενικής Συνέλευσης της ανώνυμης εταιρείας. Απαιτείται, στην περίπτωση αυτή. αυξημένη απαρτία και αυξημένη πλειοψηφία. Στην περίπτωση αυτή μιλάμε για «τακτική αύξηση» του μετοχικού κεφαλαίου (άρθρο 23 ν. 4548/2018). Η τακτική αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου είναι και η συνηθέστερη.

    Αυξημένη απαρτία προϋποθέτει (άρθρο 130 § 3) παρουσία μετόχων ή αντιπροσώπων μετόχων που εκπροσωπούν το ½ του μετοχικού κεφαλαίου. Στην περίπτωση που δεν επιτευχθεί η σχετική απαρτία, η επαναληπτική Γενική Συνέλευση συνεδριάζει έγκυρα εφόσον παρίστανται μέτοχοι ή αντιπρόσωποι μετόχων που εκπροσωπούν το 1/5 του μετοχικού κεφαλαίου (άρθρο 130 § 4).

    Αυξημένη πλειοψηφία υπάρχει όταν (άρθρο 135 § 2) υπερψηφίζουν την πρόταση μέτοχοι (ή αντιπρόσωποι μετόχων) που εκπροσωπούν μετοχές, που αντιστοιχούν σε ποσοστό μεγαλύτερο από τα 2/3 των ψήφων που εκπροσωπούνται στη Γενική Συνέλευση.

    Το καταστατικό είναι δυνατό να προβλέπει αυξημένα ποσοστά απαρτίας (άρθρο 130 § 5) και πλειοψηφίας (άρθρο 132 § 3) στη Γενική Συνέλευση. Δεν είναι όμως δυνατό να απαιτεί ως αναγκαία την παρουσία του συνόλου των μετόχων. Ούτε, πολύ περισσότερο, την ομοφωνία τους.

     

    V. Η έκτακτη αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου της ανώνυμης εταιρείας

    Η απόφαση της Γενικής Συνέλευσης, με αυξημένη μάλιστα απαρτία και πλειοψηφία, δεν είναι ο μοναδικός δρόμος για την αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου της Ανώνυμης Εταιρείας. Υπό μία βασική προϋπόθεση: τη σχετική καταστατική πρόβλεψη. Εφόσον υφίσταται η συγκεκριμένη προϋπόθεση, τo μετοχικό κεφάλαιο της Ανώνυμης Εταιρείας είναι δυνατό να αυξηθεί με απόφαση της Γενικής Συνέλευσης, με κοινή (και όχι αυξημένη) απαρτία και πλειοψηφία. Είναι όμως δυνατό να αυξηθεί και με απόφαση του Διοικητικού της Συμβουλίου με πλειοψηφία  των 2/3 των μελών του.

    Στις περιπτώσεις αυτές μιλάμε για «έκτακτη αύξηση» του μετοχικού κεφαλαίου (άρθρο 23 ν. 4548/2018).

    Ενδιαφέρον είναι να σημειωθεί πως η εξουσία έκτακτης αύξησης του κεφαλαίου από το Διοικητικό Συμβούλιο είναι δυνατό να ασκείται παράλληλα με την αντίστοιχη εξουσία της Γενικής Συνέλευσης (άρθρο 24 §5).

    Η έκτακτη αύξηση του κεφαλαίου συνιστά πάντοτε τροποποίηση του καταστατικού της εταιρείας (σε αντίθεση με ό,τι παλαιότερα συνέβαινε). Κι ακόμα: η έκτακτη αύξηση δεν προϋποθέτει οποιαδήποτε διοικητική έγκριση. Κι όλα τούτα είτε αποφασίζει η Γενική Συνέλευση είτε το Διοικητικό Συμβούλιο (άρθρο 24§4).

    Υπάρχει, πάντοτε, το ενδεχόμενο να χρησιμοποιηθεί η πρόβλεψη της έκτακτης αύξησης αρνητικά. Λ.χ. για παραπλάνηση των συναλλασσομένων με την εταιρεία. Για την αποφυγή ενός τέτοιου ενδεχόμενου, θεσπίζεται αυστηρή απαγόρευση αναφοράς σε οποιοδήποτε έντυπο, διαφήμιση, δημοσίευμα ή άλλο έγγραφο της εταιρείας, ως κεφάλαιό της, το ποσό μέχρι το οποίο δικαιούται να προβεί σε έκτακτη αύξηση το αρμόδιο όργανο (άρθρο 24 §3).

     

    VI. Η εξουσία της Γενικής Συνέλευσης να αποφασίζει έκτακτη αύξηση.

    Είδαμε ήδη πως αναγκαία προϋπόθεση για να προχωρήσει μια ανώνυμη εταιρεία σε έκτακτη αύξηση του μετοχικού της κεφαλαίου, είναι η ύπαρξη σχετική καταστατικής πρόβλεψης.

    Ειδικά όσον αφορά την πρώτη πενταετία από τη σύσταση της εταιρείας το καταστατικό της εταιρείας μπορεί να παρέχει την εξουσία για έκτακτη αύξηση του μετοχικού της κεφαλαίου στη Γενική της Συνέλευση (άρθρο 24 παρ. 2). Στην περίπτωση αυτή η Γενική Συνέλευση δικαιούται να προβαίνει σε αύξηση του μετοχικού της κεφαλαίου μέχρι το οκταπλάσιο του αρχικού. Το σημαντικό στην περίπτωση αυτή είναι πως μια τέτοια απόφαση λαμβάνεται με απλή απαρτία και πλειοψηφία.

    Ποια όμως είναι αυτή η απλή απαρτία και ποια η απλή πλειοψηφία;

    Η απλή απαρτία της Γενικής Συνέλευσης προϋποθέτει (άρθρο 130 § 1) παρουσία μετόχων ή αντιπροσώπων μετόχων που εκπροσωπούν το 1/5 του μετοχικού κεφαλαίου. Στην περίπτωση που δεν επιτευχθεί η σχετική απαρτία, η Γενική Συνέλευση συνεδριάζει έγκυρα (σε επαναληπτική συνεδρίαση), όποιος κι αν είναι ο αριθμός των σε αυτήν αντιπροσωπευομένων μετοχών (άρθρο 130 § 2).

    Όσο για την απλή πλειοψηφία, δεν είναι παρά η υπερψήφιση από το 50% ,πλέον μιας ψήφου, από εκείνες που εκπροσωπούνται στη συγκεκριμένη Γενική Συνέλευση (άρθρο 132 § 1).

     

    VIΙ. Η εξουσία του Διοικητικού Συμβουλίου να αποφασίζει έκτακτη αύξηση.

    Αντίστοιχη εξουσία με εκείνη της Γενικής Συνέλευσης διαθέτει και το Διοικητικό Συμβούλιο. Προϋπόθεση εδώ είναι είτε η σχετική καταστατική πρόβλεψη είτε η σχετική εξουσιοδότηση από τη Γενική Συνέλευση. Υπό τη συγκεκριμένη (διπλή, εναλλακτική) προϋπόθεση είναι δυνατή η αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου της ανώνυμης εταιρείας, για ποσό μέχρι το τριπλάσιο του αρχικού. Η σχετική απόφαση λαμβάνεται με πλειοψηφία των δύο τρίτων (2/3), κατ’ ελάχιστον, του συνόλου των μελών του (άρθρο 24 §1α).

    Η εξουσία του Διοικητικού Συμβουλίου για έκτακτη αύξηση του κεφαλαίου, δεν είναι δυνατό να παρέχεται από το καταστατικό για αόριστο χρόνο. Παρέχεται για την πρώτη, μόνον-κατ’ ανώτατο όριο, πενταετία της ζωής της εταιρείας. Η αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου της ανώνυμης εταιρείας μπορεί να γίνει ολικά ή μερικά με την έκδοση νέων μετοχών. (άρθρο 24 §1α)

    Εκτός από το καταστατικό της εταιρείας, το Διοικητικό Συμβούλιο της εταιρείας μπορεί να αντλεί την εξουσία του για έκτακτη αύξηση του κεφαλαίου της και από τη Γενική Συνέλευση. Η σχετική εξουσία παρέχεται από την τελευταία (Γενική Συνέλευση) για χρονικό διάστημα που δεν υπερβαίνει την πενταετία. Στην περίπτωση αυτή, το κεφάλαιο μπορεί να αυξάνεται έως, κατ’ ανώτατο όριο, το τριπλάσιο του κεφαλαίου. Ως κεφάλαιο-βάση λαμβάνεται το υφιστάμενο κατά την ημερομηνία που χορηγήθηκε στο Διοικητικό Συμβούλιο η σχετική εξουσία (άρθρο 24 §1β).

    Η εξουσία του διοικητικού συμβουλίου για έκτακτη αύξηση του κεφαλαίου, μπορεί να ανανεώνεται με απόφαση της Γενικής Συνέλευσης. Η Γενική Συνέλευση παρέχει τη σχετική εξουσία στο Διοικητικό Συμβούλιο για μια πενταετία, κατ’ ανώτατο, όριο. Η ισχύς όμως κάθε ανανέωσης δεν μπορεί να αρχίσει παρά μόνον από την παρέλευση της διάρκειας ισχύος της προηγούμενης (άρθρο 24 §1γ).

    Οι αποφάσεις της γενικής συνέλευσης για χορήγηση ή ανανέωση της εξουσίας αύξησης του κεφαλαίου από το διοικητικό συμβούλιο υποβάλλονται σε δημοσιότητα (άρθρο 24 §1γ).

     

    VIII. Έκτακτη αύξηση vs τακτική αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου

    Είδαμε ήδη (ανωτέρω υπό VI) πως η Γενική Συνέλευση μπορεί να αποφασίσει έκτακτη αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου της εταιρείας με κοινή (και όχι αυξημένη) απαρτία και πλειοψηφία. Είδαμε επίσης (ανωτέρω υπό VΙI) πως το Διοικητικό Συμβούλιο μπορεί να αποφασίσει, πολύ γρήγορα, έκτακτη αύξηση με πλειοψηφία των 2/3 των μελών του˙ χωρίς την ανάγκη σύγκλησης Γενικής Συνέλευσης.

    Τι σημαίνουν όμως, σε πρακτικό επίπεδο, οι συγκεκριμένες δυνατότητες;

    Η Γενική Συνέλευση, με μειωμένα ποσοστά, δικαιούται να αυξήσει το μετοχικό κεφάλαιο της εταιρείας μέχρι το οκταπλάσιο του αρχικού. Με άλλα λόγια: μέτοχος που διαθέτει άμεσα ή έμμεσα το ½ του μετοχικού κεφαλαίου έχει το δικαίωμα να αποφασίσει αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου έως το οκταπλάσιο του αρχικού. Κι εφόσον διαθέτει και τα αναγκαία κεφάλαια; Διαθέτει, επιπρόσθετα, την εξουσία σημαντικής διεύρυνσης της δικής του συμμετοχής και δραματικής απομείωσης της συμμετοχής των λοιπών μετόχων.

    Υπό την προϋπόθεση μάλιστα της επίτευξης της απαρτίας της Γενικής Συνέλευσης (1/2 ή 1/5 του συνόλου), μέτοχος που διαθέτει το 13,34% του συνόλου των μετοχών δικαιούται να λάβει απόφαση έκτακτης αύξησης μέχρι το οκταπλάσιο του αρχικού κεφαλαίου. Στην περίπτωση αυτή, εφόσον διαθέτει τα αναγκαία κεφάλαια, μέτοχος μικρής μειοψηφίας μπορεί να καταστεί μέτοχος ευρείας πλειοψηφίας.

    Από την άλλη πλευρά, η υλοποίηση έκτακτης αύξησης του μετοχικού κεφαλαίου από το Διοικητικό Συμβούλιο μπορεί να έχει σαν συνέπεια ταχύτατη επίτευξη συγκεκριμένου επιχειρηματικού στόχου. Καθώς μάλιστα δεν απαιτείται η σύγκληση Γενικής Συνέλευσης, η σχετική διαδικασία μπορεί να επιταχυνθεί τουλάχιστον κατά τις προθεσμίες σύγκλησής της-στις περιπτώσεις που δεν μιλάμε για καθολική Γενική Συνέλευση-παρουσία δηλ. όλων των μετόχων. Μια τέτοια, γρήγορη, διαδικασία μπορεί να αποδειχθεί πολύτιμη στις περιπτώσεις που απαιτούνται ταχύτατες ενέργειες-λ.χ. αξιοποίηση σημαντικής επιχειρηματικής ευκαιρίας.

    Αντίστοιχα όμως, μέτοχος που διαθέτει (ή μπορεί να πείσει ή να προσεταιρισθεί) τα 3/5 των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου (ανεξάρτητα από τον αριθμό των μετοχών του), μπορεί να αποφασίσει έκτακτη αύξηση μέχρι το τριπλάσιο του μετοχικού κεφαλαίου. Κι αν, ταυτόχρονα, εκείνος μεν διαθέτει τα αναγκαία κεφάλαια για να καλύψει την αύξηση όχι όμως και οι υπόλοιποι μέτοχοι, εύκολα μπορεί να καταστεί, δια μιας, μεγαλομέτοχος, ή πλειοψηφών μέτοχος.

     

    IX. Εν κατακλείδι

    Η τακτική αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου της Ανώνυμης Εταιρείας υλοποιείται από τη Γενική Συνέλευση. Προϋποθέτει αυξημένη απαρτία και πλειοψηφία του μετοχικού κεφαλαίου. Ουσιαστικά πλειοψηφία των 2/3 του συνολικού αριθμού των μετοχών.

    Η έκτακτη αύξηση απαιτεί πάντοτε καταστατική πρόβλεψη.

    Όταν αποφασίζεται από τη Γενική Συνέλευση προϋποθέτει σαφώς απομειωμένα ποσοστά. Το ½ και, υπό προϋποθέσεις, το 13,34% του μετοχικού κεφαλαίου μπορεί να είναι αρκετό για τη λήψη της σχετικής απόφασης.

    Όταν η έκτακτη αύξηση αποφασίζεται από το Διοικητικό Συμβούλιο, τα 3/5 των μελών του αρκούν.

    Προσοχή όμως! Η έκτακτη αύξηση μπορεί να είναι ένα εξαιρετικό εργαλείο για γρήγορες κινήσεις στο πλαίσιο αξιοποίησης επιχειρηματικών ευκαιριών.

    Μπορεί όμως να αποδειχθεί και εργαλείο ανατροπής μετοχικών ισορροπιών.

    Ενδεχομένως προς όφελος της Ανώνυμης Εταιρείας.

    Πάντοτε όμως προς όφελος (:”honey”) των «εχόντων και κατεχόντων» (:money) μετόχων.

    stavros-koumentakis

    Σταύρος Κουμεντάκης
    Senior Partner

    Υ.Γ. Συνοπτική έκδοση του άρθρου δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ, στις 20 Οκτωβρίου 2019.

  • Το κεφάλαιο της Α.Ε.: Εισφορές σε είδος και αποτίμηση των εταιρικών εισφορών

    Το κεφάλαιο της Α.Ε.: Εισφορές σε είδος και αποτίμηση των εταιρικών εισφορών

    Το κεφάλαιο της Ανώνυμης Εταιρείας: Εισφορές σε είδος & αποτίμηση (ή μη) των εταιρικών εισφορών

    1. Προοίμιο

    «Κάποιοι επιζητούν το δικό τους δίκαιο μερίδιο. Και το δικό σου»

    [:παράφραση του αποφθεύγματος “all some folks want is their fair share and yours” του Arnold H. Glas(g)ow-διάσημου αμερικανού επιχειρηματία (1905-1998) ο οποίος δραστηριοποιήθηκε, με επιτυχία, επί εξήντα έτη στο χώρο των χιουμοριστικών περιοδικών].

    Αρκετοί είναι εκείνοι που δεν αρκούνται σ΄ αυτό που πράγματι τους αναλογεί. Επιζητούν κάτι κι από το δικό σου μερίδιο-ίσως κι ολόκληρο το δικό σου μερίδιο.

    Ο χώρος των επιχειρήσεων και των ανωνύμων εταιρειών δεν θα μπορούσε να αποτελέσει εξαίρεση καθώς η παραγωγή πλούτου δημιουργεί ή υποδαυλίζει καταπλεονεκτικές συμπεριφορές.

    Σε προηγούμενη αρθρογραφία μας είδαμε τον τρόπο που αντιμετωπίζονται από τον πρόσφατο νόμο για τις ΑΕ τα θέματα τα σχετικά με το ύψος, την κάλυψη, την καταβολή και την πιστοποίηση του μετοχικού κεφαλαίου.

    Τι συμβαίνει όμως όταν, αντί χρημάτων, οι εισφορές των μετόχων λαμβάνουν χώρα με εισφορές σε είδος;

    Πώς διασφαλίζεται η δίκαιη αποτίμησή τους στο πλαίσιο του μετοχικού κεφαλαίου της ανώνυμης εταιρείας και πώς θα αποφευχθούν ενδεχόμενες αδηφάγες ορέξεις του εισφέροντος ή, κατά περίπτωση,  των λοιπών μετόχων;

     

    2. Οι εισφορές σε είδος για τον σχηματισμό του μετοχικού κεφαλαίου της Ανώνυμης Εταιρείας

    2.1. Γενικά

    Με βάση όσα ισχύουν στο υφιστάμενο νομοθετικό πλαίσιο για τις ΑΕ (άρθρο 17 παρ. 1, ν. 4548/2019) είναι δυνατό να προβλεφθεί εισφορά σε είδος για τη συμπλήρωση του μετοχικού κεφαλαίου της ανώνυμης εταιρείας. Η εισφορά σε είδος είναι κάτι διαφορετικό-αποτιμητό όμως σε χρήματα.

    Εισφορές σε είδος είναι δυνατό να αποτελέσουν, μεταξύ άλλων, ακίνητα (λ.χ. οικόπεδα, αγροτεμάχια, εργοστάσια, κτίσματα), κινητά (λ.χ. μεταφορικά μέσα, εμπορεύματα, πρώτες ύλες, μεταφορικά μέσα, έπιπλα), άυλα στοιχεία (λ.χ. μετοχές άλλων εταιρειών, σήματα, διπλώματα ευρεσιτεχνίας), κλάδοι επιχειρήσεων ή και ολόκληρες επιχειρήσεις.

    2.2. Ο χρόνος διενέργειας για τις εισφορές σε είδος.

    Η εισφορά σε είδος μπορεί να λάβει χώρα είτε στο ιδρυτικό στάδιο είτε κατά τη διάρκεια της ζωής της ανώνυμης εταιρείας. Στην πρώτη περίπτωση η σχετική πρόβλεψη οφείλει να γίνεται στο καταστατικό της εταιρείας και στην δεύτερη στην απόφαση του εταιρικού οργάνου για την αύξηση του κεφαλαίου. Και στη μια και στην άλλη περίπτωση αναφέρονται το είδος της εισφοράς, το πρόσωπο που αναλαμβάνει την υποχρέωση να την καταβάλει και το ποσό του κεφαλαίου και αριθμό μετοχών, στο οποίο αυτή αντιστοιχεί.

    2.3. Η ανάληψη υποχρέωσης εκτέλεσης εργασιών και η παροχή υπηρεσιών ως εισφορές σε είδος.

    Ειδικά προβλέπονται ως επιτρεπτές από το ισχύον θεσμικό πλαίσιο για τις ΙΚΕ (άρθρο 78 § 1 ν. 4072/2012) οι εξωκεφαλαιακές εισφορές, οι οποίες συνίστανται σε παροχές που δεν μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο κεφαλαιακής εισφοράς. Στο πλαίσιο αυτό (και υπό την προϋπόθεση της  σχετικής καταστατικής πρόβλεψης) τμήμα του εταιρικού κεφαλαίου μιας ΙΚΕ είναι δυνατό (άρθρο 78 § 2 ν. 4072/2012)  να αποτελέσει ανάληψη υποχρέωσης εκτέλεσης εργασιών ή παροχής υπηρεσιών.

    Αντίθετα όμως με ό,τι συμβαίνει στις ΙΚΕ, στις Ανώνυμες Εταιρείες, οι εισφορές σε είδος αποτελούνται «μόνο από στοιχεία ενεργητικού, τα οποία μπορούν να τύχουν χρηματικής αποτίμησης». Ειδική αναφορά (για να μην υπάρξει οποιαδήποτε παρανόηση σε σχέση με όσα προβλέπονται από την προαναφερθείσα διάταξη του άρθρου 78 § 2 ν. 4072/2012) γίνεται ακριβώς στις απαιτήσεις που προκύπτουν από ανάληψη υποχρέωσης εκτέλεσης εργασιών ή παροχής υπηρεσιών: τέτοιες απαιτήσεις δεν είναι δυνατό (άρθρο 17 παρ. 2)  να αποτελέσουν εισφορές σε είδος για το κεφάλαιο της ανώνυμης εταιρείας.

     

    3. Η αποτίμηση για τις εισφορές σε είδος

    3.1. Γενικά

    Η αποτίμηση της αξίας των εισφορών σε είδος δεν επαφίεται στους μετόχους. Τούτο μοιάζει όχι μόνο φυσιολογικό αλλά και επιβεβλημένο προς την κατεύθυνση της διαφύλαξης των συμφερόντων του εισφέροντος, των υπολοίπων μετόχων-βεβαίως και της εταιρείας.

    Προβλέπεται συγκεκριμένο πλαίσιο όσον αφορά τα πρόσωπα τα οποία είναι δυνατό να προβούν στην αποτίμηση των εισφορών σε είδος, στα ασυμβίβαστά τους, το περιεχόμενο και τις παραδοχές της έκθεσης αποτίμησης που θα πρέπει να συνταχθεί.

    3.2. Οι διενεργούντες την αποτίμηση και τα ασυμβίβαστα-η κατάργηση της «Επιτροπής του άρθρου 9»

    Με το προϋφιστάμενο δίκαιο (:άρθρο 9 ν. 2190/1920) προβλεπόταν πως για την «εξακρίβωση  της αξίας των εταιρικών εισφορών σε είδος κατά τη σύσταση της εταιρείας, καθώς και σε κάθε αύξηση του κεφαλαίου της, γίνεται μετά από γνωμοδότηση τριμελούς επιτροπής εμπειρογνωμόνων που αποτελείται από  έναν ή δύο υπαλλήλους του  Υπουργείου Ανάπτυξης Τομέας Εμπορίου) ή της αρμόδιας Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης, πτυχιούχους ανωτάτης σχολής, με τριετή τουλάχιστον υπηρεσία ή από έναν ή δύο ορκωτούς ελεγκτές-λογιστές η ορκωτούς εκτιμητές και από έναν εμπειρογνώμονα, εκπρόσωπο του αρμόδιου Επιμελητηρίου». Συνηθίσαμε να αποκαλούμε τη συγκεκριμένη επιτροπή ως «Επιτροπή του άρθρου 9» και να την χρησιμοποιούμε, απολύτως διεκπεραιωτικά, για την σύνταξη της κατά το νόμο αναγκαίας εκθέσεως αποτίμησης εισφορών σε είδος. Η αξιοπιστία των αποτελεσμάτων της ήταν, πάντοτε, περιορισμένη. Από το έτος 2007 (με το ν. 3604/2007) παρεχόταν, εναλλακτικά, η δυνατότητα σύνταξης της ίδιας έκθεσης (αποτίμησης εισφορών σε είδος) από ορκωτούς ελεγκτές λογιστές ή από ελεγκτική εταιρεία. Ήδη καταργήθηκε, και ορθά, η «Επιτροπή του άρθρου 9» διατηρήθηκε όμως η συγκεκριμένη, εναλλακτική, επιλογή.

    Στο πλαίσιο αυτό σήμερα, για την εξακρίβωση της αξίας των εισφορών σε είδος (είτε κατά τη σύσταση της ανώνυμης εταιρείας είτε σε αύξηση του κεφαλαίου της) μόνη οδός (άρθρο 17 παρ. 3) είναι η σύνταξη έκθεσης αποτίμησης είτε από δύο ορκωτούς ελεγκτές λογιστές είτε από ελεγκτική εταιρεία είτε, κατά περίπτωση, από δύο ανεξάρτητους πιστοποιημένους εκτιμητές. Ο χρόνος σύνταξης της έκθεσης αποτίμησης δεν θα πρέπει να απέχει περισσότερο από έξη μήνες από τη διενέργεια της εισφοράς σε είδος (άρθρο 17 παρ. 9). Για την διαχείριση ειδικών περιπτώσεων όπου απαιτούνται εξειδικευμένες γνώσεις ή διεθνής εμπειρία επιτρέπεται η πρόσληψη (από τους ελεγκτές ή τους πιστοποιημένους εκτιμητές) ειδικών εκτιμητών, ημεδαπών ή αλλοδαπών, για την εκτίμηση περιουσιακών στοιχείων.

    3.3. Η δημοσιότητα της έκθεσης αποτίμησης

    Ο νομοθέτης αναγνωρίζει ιδιαίτερη αξία στην έκθεση αποτίμησης. Καθιστά υποχρεωτική, στο πλαίσιο της αρχής της διαφάνειας, την καταχώρησή της στο ΓΕΜΗ με μέριμνα των ενδιαφερομένων και το Διοικητικό Συμβούλιο της εταιρείας υπεύθυνο για τη συγκεκριμένη δημοσιότητα (άρθρο 17 §8 σε συνδυασμό με το άρθρο 13).

     

    4. Τα ασυμβίβαστα εκείνων που συντάσσουν την έκθεση αποτίμησης

    Εκείνοι που θα συντάξουν την έκθεση αποτίμησης (ή θα εμπλακούν καθ’ οιονδήποτε τρόπο σε αυτήν) διέπονται από μια σειρά ασυμβιβάστων (άρθρο 17 §4):  δεν μπορούν να είναι μέλη του διοικητικού συμβουλίου της εταιρείας, πρόσωπα που διατηρούν οποιαδήποτε επιχειρηματική σχέση ή επαγγελματική συνεργασία με την εταιρεία ή/και εκείνον ο οποίος διενεργεί την εισφορά ή να είναι συγγενείς τους μέχρι δεύτερου βαθμού ή σύζυγοι των συγκεκριμένων προσώπων.

    Ειδικά όσον αφορά τους ορκωτούς ελεγκτές λογιστές και τις ελεγκτικές εταιρείες, των οποίων είναι μέλη, δεν πρέπει να συντρέχουν κωλύματα ή ασυμβίβαστα, που θα απέκλειαν τη διενέργεια τακτικού ελέγχου από τα πρόσωπα αυτά, ούτε τα τελευταία θα πρέπει να έχουν αναλάβει κατά την τελευταία τριετία τον τακτικό έλεγχο της εταιρείας ή συνδεδεμένης με αυτήν (κατά την έννοια του άρθρου 32 του ν. 4308/2014) εταιρείας.

     

    5. Το περιεχόμενο της έκθεσης αποτίμησης

    Σε κάθε περίπτωση αποτίμησης οποιουδήποτε περιουσιακού στοιχείου μπορεί να υποστηριχθούν αξίες σε ένα σημαντικό, κατά κανόνα, εύρος τιμών. Οι συγκεκριμένες αξίες επιβάλλεται να είναι τεκμηριωμένες με βάση κάποια από τις ευρύτερα αποδεκτές μεθόδους αποτίμησης. Προκειμένου να ενισχυθεί η αξιοπιστία και η χρηστικότητα της έκθεσης αποτίμησης, έχει θεσπισθεί (άρθρο 17 §§ 5 & 6) σειρά κανόνων όσον αφορά το περιεχόμενό της.

    Στο πλαίσιο αυτό, η έκθεση αποτίμησης οφείλει (άρθρο 17 § 5) να περιέχει την περιγραφή κάθε εισφοράς σε είδος, να αναφέρει τις μεθόδους αποτίμησης που χρησιμοποιήθηκαν και να καταλήγει σε συγκεκριμένη αξία (:τελική τιμή) για την συγκεκριμένα εισφορά. Αυτή η τελική τιμή της έκθεσης αποτίμησης είναι και το ανώτατο όριο τιμής στην οποία μπορεί να υπολογισθεί η αξία της εισφοράς σε είδος (άρθρο 17 §7)

    Όσον αφορά την εκτίμηση πάγιων περιουσιακών στοιχείων συντρέχουν κάποιοι επιπρόσθετοι κανόνες (άρθρο 17 §6): επιβάλλεται να λαμβάνεται υπόψη και να γίνεται αναφορά στην έκθεση αποτίμησης στην πραγματική και νομική κατάσταση των συγκεκριμένων περιουσιακών στοιχείων αλλά και τα τυχόν βάρη τους (ενδ.: προσημειώσεις, υποθήκες, ενέχυρα).

    Ειδικά επί ακινήτων θα πρέπει, επιπρόσθετα, να λαμβάνεται υπόψη και να γίνεται ειδική αναφορά στην αξία και τους τίτλους κτήσης, στην εμπορικότητα της περιοχής τους, στις προοπτικές ανάπτυξης, στις πραγματικές τρέχουσες τιμές, στην άδεια οικοδομής και σε αντίστοιχη τεχνική έκθεση μηχανικού.

    Επί μηχανημάτων, μεταφορικών μέσων και επίπλων, θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη και να γίνεται ειδική αναφορά στην χρονολογία και στην αξία κτήσης τους, στον βαθμό χρησιμοποίησης, συντήρησης και εμπορευσιμότητάς τους, στην ενδεχόμενη τεχνολογική απαξίωσή τους και στις τρέχουσες τιμές για ίδια ή παρεμφερή πάγια στοιχεία.

     

    6. Το ενδεχόμενο μη αποτίμησης των εταιρικών εισφορών

    Η διενέργεια της έκθεσης αποτίμησης των εισφορών σε είδος είναι, κατά κανόνα, υποχρεωτική.

    Η εταιρεία είναι δυνατό, υπό προϋποθέσεις, να αποφύγει την σύνταξη της έκθεσης αποτίμησης όταν σύμφωνα με το καταστατικό ή την απόφαση του εταιρικού οργάνου που αποφασίζει την αύξηση κεφαλαίου όταν:

    (α) το αντικείμενο της εισφοράς σε είδος είναι μέσα χρηματαγοράς ή κινητές αξίες (άρθρο 18 §1)

    (Στην περίπτωση αυτή αποτιμώνται στη μέση σταθμισμένη τιμή, στην οποία αποτέλεσαν αντικείμενο διαπραγμάτευσης σε ρυθμιζόμενη αγορά κατά το τελευταίο εξάμηνο πριν από την ημερομηνία πραγματοποίησης της σχετικής εισφοράς).

    (β) το αντικείμενο της εισφοράς σε είδος έχει ήδη αποτελέσει αντικείμενο αποτίμησης για την εύλογη αξία τους από αναγνωρισμένο ανεξάρτητο εμπειρογνώμονα (άρθρο 18 §2)

    Στην περίπτωση αυτή η αποτίμηση δεν μπορεί να απέχει περισσότερο από έξη μήνες από την πραγματοποίηση της σχετικής εισφοράς.

    ) η εύλογη αξία του αντικειμένου της εισφοράς σε είδος προκύπτει από τους υποχρεωτικούς λογαριασμούς του προηγούμενου οικονομικού έτους, εφόσον οι λογαριασμοί αυτοί αποτέλεσαν αντικείμενο ελέγχου (άρθρο 18 §3) στο πλαίσιο του υποχρεωτικού ελέγχου των ετήσιων και των ενοποιημένων χρηματοοικονομικών καταστάσεων (ν. 4336/2015 και 4449/2017).

    Σε κάθε μια από τις παραπάνω τρεις περιπτώσεις, η αξία των εισφορών σε είδος θα πρέπει όμως (όταν συντρέχουν κάποιες προϋποθέσεις), να αναπροσαρμοσθεί με πρωτοβουλία και ευθύνη του διοικητικού συμβουλίου και να συνταχθεί σχετική έκθεση αποτίμησης. Τούτο είναι, λ.χ., υποχρεωτικό όταν η μέση σταθμισμένη τιμή ή, κατά περίπτωση, η εύλογη αξία των εισφορών σε είδος έχει επηρεασθεί από εξαιρετικές περιστάσεις που μπορούν να μεταβάλουν (ή έχουν μεταβάλει) αισθητά την αξία των παραπάνω περιουσιακών στοιχείων κατά τον χρόνο πραγματοποίησης της εισφοράς

    Η εταιρεία είναι δυνατό, κατά τα προαναφερθέντα, να επιλέξει-αποφύγει την έκθεση αποτίμησης. Στην περίπτωση όμως αυτή το Διοικητικό Συμβούλιο της εταιρείας υποχρεούται (άρθρο 18 παρ. 4) να υποβάλει σε δημοσιότητα στο ΓΕΜΗ σειρά στοιχείων που την υποκαθιστούν. Συγκεκριμένα: (α) περιγραφή της σχετικής εισφοράς σε είδος, (β) την αξία της, την προέλευση της αποτίμησης αυτής και, εφόσον απαιτείται, τη μέθοδο αποτίμησης,  (γ) δήλωση για το αν η αξία που προκύπτει αντιστοιχεί τουλάχιστον στον αριθμό, την ονομαστική αξία και, ενδεχομένως, στο πρόσθετο ποσό που καταβάλλεται επί των μετοχών που πρόκειται να εκδοθούν έναντι της εν λόγω εισφοράς και (δ) δήλωση ότι δεν συντρέχουν νέες περιστάσεις όσον αφορά την αρχική αποτίμηση.

    Εισφορά σε είδος είναι δυνατό να αποφασισθεί στο πλαίσιο (έκτακτης) αύξησης του μετοχικού κεφαλαίου της εταιρείας με απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου (κατ’ εξουσιοδότηση του καταστατικού ή απόφασης Γενικής Συνέλευσης-κατ΄άρθρο 24 §1). Στην περίπτωση αυτή, και υπό την προϋπόθεση πως η εισφορά σε είδος λαμβάνει χώρα χωρίς αποτίμηση-σύμφωνα με όσα παραπάνω αναφέρθηκαν, είναι επίσης υποχρεωτική η δημοσίευση  στο ΓΕΜΗ σειράς στοιχείων που την υποκαθιστούν.

     

    7. Εν κατακλείδι

    Η κεφαλαιακή ενίσχυση της ανώνυμης εταιρείας είναι παράγοντας υγείας για την ίδια και την δραστηριότητά της. Η επιβεβαίωση της δυνατότητας  κεφαλαιακής ενίσχυσής της μέσω εισφορών σε είδος όπως και η κατάργηση παρωχημένων ρυθμίσεων (λ.χ. η «Επιτροπή του άρθρου 9») κινείται αναμφίβολα προς την ορθή κατεύθυνση.

    Η θέσπιση αυστηρών κανόνων όσον αφορά την αποτίμηση των εισφορών σε είδος δεν χωρεί αμφιβολία πως διασφαλίζει τη δικαιοσύνη μεταξύ των μετόχων αλλά και τα δικαιώματά τους. Κι ακόμα περισσότερο: λειτουργεί αποτρεπτικά για κείνους που «επιζητούν το δικό τους δίκαιο μερίδιο. Και το δικό σου».

    stavros-koumentakis

    Σταύρος Κουμεντάκης
    Senior Partner

    Υ.Γ. Συνοπτική έκδοση αυτού του άρθρου δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ, την 15η Σεπτεμβρίου 2019.

  • Το κεφάλαιο Ανώνυμης Εταιρείας: Ύψος, Κάλυψη, Καταβολή και Πιστοποίηση

    Το κεφάλαιο Ανώνυμης Εταιρείας: Ύψος, Κάλυψη, Καταβολή και Πιστοποίηση

    Το κεφάλαιο Ανώνυμης Εταιρείας: ύψος, κάλυψη, καταβολή και πιστοποίηση

    1. Προοίμιο

    «Θα ήθελα ο αγαπητός μου Καρλ να μπορούσε να ασχοληθεί λίγο και με την απόκτηση του κεφαλαίου, εκτός από τη συγγραφή του», φέρεται να έγραψε, ομολογουμένως με κάποιο παράπονο, η Johanna Bertha Julie Jenny von Westphalen.

    Ο «αγαπητός της Κάρλ» ήταν ο παιδικός της έρωτας και μετέπειτα σύζυγός της Karl Heinrich Marx-θεμελιωτής του κομμουνισμού και (φυσικά) εκ των μεγίστων εχθρών του κεφαλαίου.

    Ο «αγαπητός Κάρλ» λοιπόν φαίνεται πως συνάντησε πολύ νωρίς τον αντίλογο στις ιδέες του (σχετικά παράπονα και, πιθανότατα, τη γνωστή απευκταία γκρίνια)-κατά κυριολεξία «μέσα στο σπίτι του». Γιατί, καλή μεν η θεωρία, ο παιδικός (και δια βίου) έρωτας με την Τζένη, πλην όμως η πολυμελής οικογένεια τους χρειαζόταν, μεταξύ άλλων, στέγη, τροφή, ένδυση.

    Η ύπαρξη λοιπόν του «λαομίσητου» κεφαλαίου αποδείχθηκε αναγκαία αρχικά (19ος αιώνας) στο σπίτι του κεντρικού πολέμιού του και, στη συνέχεια (20ος αιώνας), σε παγκόσμιο επίπεδο.

    Εντύπωση όμως προξενεί το γεγονός πως η πλειονότητα εκείνων που αυτοπροσδιορίζονται ως αριστεροί (δηλ. περισσότεροι από τους μισούς κατοίκους της χώρας μας), στο κεφάλαιο προσβλέπουν για την επίτευξη της πολυπόθητης ανάπτυξης.

    Στο κεφάλαιο (της), κατ’ ακολουθίαν, προσβλέπει και η ανώνυμη εταιρεία για την πραγμάτωση του εταιρικού της σκοπού και τη δική της αναπτυξιακή πορεία.

    Ουδόλως διαθέτει, βέβαια, ο γράφων ικανότητες συγγραφής πονήματος αξίας αντίστοιχης με το «Κεφάλαιο» του Καρλ Μαρξ. Στο πλαίσιο αυτό περιορίζεται στο παρόν στην καταγραφή θεμάτων που άπτονται της κάλυψης, της καταβολής και της πιστοποίησης για το μετοχικό κεφάλαιο Ανώνυμης Εταιρείας.

     

    2. Το μετοχικό κεφάλαιο Ανώνυμης Εταιρείας και το ελάχιστο ύψος του (καταβεβλημένου) μετοχικού κεφαλαίου

    Ο κεφαλαιουχικός χαρακτήρας της Ανώνυμης Εταιρείας επιβάλλει την ύπαρξη κεφαλαίου τόσο κατά τη σύσταση όσο και κατά τη λειτουργία της. Ως κεφάλαιο Ανώνυμης εταιρείας κατά την ίδρυση προσδιορίζουμε το άθροισμα της αξίας των εισφορών των μετόχων, το οποίο στην πορεία αναδιαμορφώνεται με βάση τις ανάγκες της εταιρείας και τις επιλογές των μετόχων της. Δεν έχει οποιαδήποτε σχέση το μετοχικό κεφάλαιο της εταιρείας (:σταθερό μέγεθος μεταβαλλόμενο μόνον με τροποποίηση του καταστατικού της) με την εταιρική περιουσία (:μέγεθος διαρκώς μεταβαλλόμενο στη ζωή της εταιρείας),

    Ως ελάχιστο μετοχικό κεφάλαιο Ανώνυμης Εταιρείας προσδιορίζεται ήδη (εξαιρουμένων βεβαίως ειδικών περιπτώσεων) το ποσό των 25.000€ (άρθρο 15 § 2 ν. 4548/2019).

    Για τις περιπτώσεις μάλιστα των Ανωνύμων Εταιρειών που το κεφάλαιό τους υπολείπεται του συγκεκριμένου ποσού, υπάρχει υποχρέωση να προβούν σε σχετική αύξηση (με απλή, και όχι αυξημένη, απαρτία και πλειοψηφία ή να μετατραπούν σε εταιρεία άλλης μορφής μέχρι, το αργότερο, την 31.12.2019).  Σε περίπτωση άπρακτης παρέλευσης της σχετικής προθεσμίας δεν θα μπορεί να πραγματοποιηθεί – μέχρις ότου συντελεστεί η σχετική αύξηση – οποιαδήποτε καταχώριση της ανώνυμης εταιρείας στο ΓΕΜΗ (άρθρο 183 § 2).

    Το ελάχιστο κεφάλαιο των 25.000€ θα πρέπει να είναι ολοσχερώς καταβεβλημένο. Στις περιπτώσεις όπου έχει προβλεφθεί μερική καταβολή του μετοχικού κεφαλαίου το καταβεβλημένο τμήμα του δεν μπορεί, επίσης, να υπολείπεται του συγκεκριμένου ποσού (των 25.000€).

     

    3. Η κάλυψη για το μετοχικό κεφάλαιο Ανώνυμης Εταιρείας

    Η καταβολή του μετοχικού κεφαλαίου είναι δυνατό να γίνεται είτε σε χρήμα είτε σε είδος. Η «κάλυψη» του μετοχικού κεφαλαίου γίνεται, σε πρακτικό επίπεδο, με την ανάληψη της υποχρέωσης καταβολής του (:υποσχετική σύμβαση-άρθρο 16 § 1).

    Κατά την ίδρυση το αρχικό μετοχικό κεφάλαιο ανώνυμης εταιρείας καλύπτεται (άρθρο 16 § 2) από έναν ή περισσότερους ιδρυτές, σύμφωνα με όσα ορίζει το καταστατικό. Κατά την αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου της ανώνυμης εταιρείας το ποσό της αύξησης καλύπτεται (άρθρο 16 § 2 επίσης) από τους μετόχους της ή τρίτους. Εκείνοι που έχουν αναλάβει την υποχρέωση να καλύψουν το αρχικό κεφάλαιο ή αυτό που αντιστοιχεί σε επιγενόμενη αύξησή του, υποχρεούνται να το καταβάλουν σε ειδικά προς τούτο ορισμένο τραπεζικό λογαριασμό της εταιρείας (άρθρο 20 § 3). Η καταβολή θα είναι συνολική ή μερική-όταν βεβαίως συντρέχουν οι προϋποθέσεις του νόμου (άρθρο 21) και του καταστατικού.

    Είναι πάντοτε δυνατό, υπό προϋποθέσεις όμως, να προσφύγει η ανώνυμη εταιρεία στο κοινό για την ολική ή μερική κάλυψη του κεφαλαίου της (αρχικού ή ύστερα από αύξησή του) ή/και για την κάλυψη ομολογιακού δανείου μετατρέψιμου σε μετοχές. Στην περίπτωση όμως αυτή ακολουθείται μια διαφορετική διαδικασία, με βάση τη νομοθεσία που αναφέρεται στις δημόσιες προσφορές κινητών αξιών (άρθρο 16 § 3). Η παραβίαση των σχετικών διατάξεων για τη δημόσια προσφορά επισύρει σημαντικές διοικητικές και ποινικές κυρώσεις.

     

    4. Η καταβολή του μετοχικού κεφαλαίου

    Το αρχικό μετοχικό κεφάλαιο της Ανώνυμης εταιρείας καταβάλλεται (και πρέπει να καταβάλλεται) κατά τη σύσταση της εταιρείας (άρθρο 20 §1), αμέσως μετά την ολοκλήρωση της διαδικασίας ίδρυσης και το άνοιγμα του σχετικού τραπεζικού λογαριασμού (άρθρο 20 §3-ανωτέρω υπό 3).

    Η μη καταβολή του αρχικού μετοχικού κεφαλαίου δεν επηρεάζει πλέον το κύρος της εταιρείας, καθιστά όμως εφικτή την υποβολή αίτησης για τη λύση της στο αρμόδιο δικαστήριο από οποιονδήποτε έχει έννομο συμφέρον. Η λύση της ανώνυμης εταιρείας θα διαταχθεί στην περίπτωση που το (αρχικό) μετοχικό κεφάλαιο εξακολουθεί να μην έχει καταβληθεί κατά τον χρόνο υποβολής της σχετικής αίτησης (άρθρο 165 §1). Σε κάθε περίπτωση, η καθυστέρηση της καταβολής του μετοχικού κεφαλαίου επιφέρει σοβαρές συνέπειες (βλ. κατωτέρω υπό 7).

    Σε περίπτωση αύξησης του μετοχικού κεφαλαίου της εταιρείας το όργανό της που λαμβάνει τη σχετική απόφαση (:ΓΣ ή ΔΣ) αποφασίζει την προθεσμία καταβολής του ποσού της. Η προθεσμία αυτή δεν μπορεί να είναι μικρότερη των δεκατεσσάρων (14) ημερών, ούτε μεγαλύτερη των τεσσάρων (4) μηνών από την ημέρα που καταχωρίσθηκε η απόφαση αυτή στο Γ.Ε.ΜΗ (άρθρο 20 §2).

    Η καταβολή σε μετρητά του αρχικού κεφαλαίου, των τυχόν αυξήσεων του, καθώς και οι καταθέσεις μετόχων με προορισμό τη μελλοντική αύξηση του κεφαλαίου, θα πρέπει, όπως και ανωτέρω αναφέρθηκε (υπό 3), να διενεργούνται υποχρεωτικά με κατάθεση σε ειδικό τραπεζικό λογαριασμό της εταιρείας. Αντί κατάθεσης σε τραπεζικό λογαριασμό της εταιρείας, το ποσό του κεφαλαίου ή της αύξησης μπορεί (με εξαίρεση τις εισηγμένες εταιρείες) να χρησιμοποιηθεί ποσό που δαπανήθηκε στο πλαίσιο των εταιρικών σκοπών (εφόσον υπάρχει σχετική καταστατική πρόβλεψη ή πρόβλεψη στην απόφαση της αύξησης (άρθρο 20 §3).

     

    5. Η καταβολή ποσού αύξησης του μετοχικού κεφαλαίου με συμψηφισμό χρέους της εταιρείας

    Για πρώτη φορά με τον πρόσφατο νόμο η καταβολή ποσού αύξησης του μετοχικού κεφαλαίου είναι δυνατό να λάβει χώρα και με συμψηφισμό ισόποσου χρέους της εταιρείας (άρθρο 20 §4). Υπάρχει όμως μια διπλή προϋπόθεση για το συγκεκριμένο συμψηφισμό:

    (α) να υφίσταται σχετική πρόβλεψη στην απόφαση της αύξησης του μετοχικού κεφαλαίου καθώς ρητά απαγορεύεται ο μονομερής συμψηφισμός και

    (β) ο συμψηφισμός να συνοδεύεται από βεβαίωση ορκωτού ελεγκτή λογιστή ή ελεγκτικής εταιρείας ότι το χρέος αυτό είναι, όπως προκύπτει από τα βιβλία της εταιρείας, υπαρκτό, ληξιπρόθεσμο και δεν εξαρτάται από αίρεση-σε περίπτωση όμως, ειδικά, μη ληξιπρόθεσμου χρέους θα πρέπει να αποτιμάται η παρούσα αξία του (σύμφωνα με το άρθρο 17).

    Σημαντικό πάντως να τονισθεί πως οι συγκεκριμένες προϋποθέσεις δεν εφαρμόζονται όταν γίνεται κεφαλαιοποίηση απαιτήσεων στο πλαίσιο σχεδίου εξυγίανσης ή αναδιοργάνωσης κατά τις διατάξεις του Πτωχευτικού Κώδικα.

    Σε κάθε περίπτωση: η καταβολή μέσω συμψηφισμού και ο αριθμός των μετοχών που αναλαμβάνονται και στις οποίες αντιστοιχεί  ο συμψηφισμός υποβάλλονται σε δημοσιότητα στο ΓΕΜΗ.

     

    6. Η πιστοποίηση της καταβολής του μετοχικού κεφαλαίου

    Με το προϋφιστάμενο δίκαιο (του ν. 2190/1920) η πιστοποίηση της καταβολής του μετοχικού κεφαλαίου γινόταν από το Διοικητικό Συμβούλιο και η εξακρίβωση της καταβολής εναπόκειτο στην εποπτεία του αρμόδιου υπουργού-ουσιαστικά στον έλεγχο της αρμόδιας αρχής. Ο συγκεκριμένος έλεγχος είχε σκοπό να επιβεβαιώσει την πραγματική καταβολή του μετοχικού κεφαλαίου αλλά και να ελέγξει αν το Διοικητικό Συμβούλιο εκτέλεσε ορθά την υποχρέωσή του για τη σχετική πιστοποίηση.

    Με τον πρόσφατο νόμο δεν προβλέπεται πλέον διοικητικός έλεγχος της καταβολής.

    Η εμπρόθεσμη (ή μη) καταβολή του μετοχικού κεφαλαίου (αρχικού ή ύστερα από αύξηση) πρέπει να πιστοποιείται. Πιστοποίηση καταβολής δεν απαιτείται, αν η αύξηση κεφαλαίου δεν γίνεται με νέες εισφορές (άρθρο 20 §5).

    Η πιστοποίηση πρέπει να λάβει χώρα μέσα στο πρώτο δίμηνο από τη σύσταση της εταιρείας και μέσα σε ένα (1) μήνα από τη λήξη της προθεσμίας καταβολής του ποσού της αύξησης του μετοχικού της κεφαλαίου. Για την πλειονότητα των ανωνύμων εταιρειών (πολύ μικρές και μικρές-μη εισηγμένες) η πιστοποίηση μπορεί να γίνει από το ίδιο το διοικητικό συμβούλιο, που συνέρχεται σε συνεδρίαση μέσα στις παραπάνω προθεσμίες, με θέμα ημερήσιας διάταξης την πιστοποίηση της καταβολής ή μη του κεφαλαίου. Στις μεγάλες και πολύ μεγάλες ανώνυμες εταιρείες η πιστοποίηση γίνεται με έκθεση ορκωτού ελεγκτή λογιστή ή ελεγκτικής εταιρείας, με μέριμνα του διοικητικού συμβουλίου-μέσα στις παραπάνω προθεσμίες. Όσον αφορά ειδικά την πιστοποίηση της καταβολής του μετοχικού κεφαλαίου γίνεται από ορκωτό ελεγκτή λογιστή, ελεγκτική εταιρεία ή το διοικητικό συμβούλιο (άρθρο 20 §6).

    Η έκθεση του ορκωτού ελεγκτή λογιστή ή της ελεγκτικής εταιρείας ή το πρακτικό του διοικητικού συμβουλίου πρέπει να αναφέρουν και τις ειδικές περιστάσεις καταβολής του δευτέρου εδαφίου της παραγράφου 3 ή ότι η καταβολή έγινε με συμψηφισμό, σύμφωνα με την παράγραφο 4. Επί εισφορών σε χρήμα που καταβάλλονται στον ειδικό τραπεζικό λογαριασμό της παραγράφου 3, τόσο η έκθεση του ορκωτού ελεγκτή λογιστή ή της ελεγκτικής εταιρείας όσο και το πρακτικό του διοικητικού συμβουλίου πρέπει να στηρίζονται σε απόσπασμα κίνησης του λογαριασμού αυτού, χορηγούμενο από το πιστωτικό ίδρυμα. Το απόσπασμα αυτό θα πρέπει να επισυνάπτεται στην παραπάνω έκθεση ή το πρακτικό του Διοικητικού Συμβουλίου.

    Επομένως: δεν αρκούν ένα ή περισσότερα καταθετήρια στον τραπεζικό λογαριασμό της εταιρείας. Από το απόσπασμα του τραπεζικού λογαριασμού θα προκύπτουν και τυχόν αναλήψεις. «Έξυπνες» πρακτικές του παρελθόντος (διαδοχικές μικρές καταθέσεις και μικρές αναλήψεις με σκοπό τη συμπλήρωση του συνολικού κεφαλαίου: εικονικές δηλ. καταβολές) αποτελούν, απλά, παρελθόν.

    Η έκθεση του ορκωτού ελεγκτή λογιστή ή της ελεγκτικής εταιρείας καθώς και το πρακτικό του Διοικητικού Συμβουλίου για την πιστοποίηση της καταβολής υποβάλλονται σε δημοσιότητα (άρθρο 20 §7).

    Στην περίπτωση σύστασης ανώνυμης εταιρείας ή αύξησης κεφαλαίου με εισφορά σε είδος, η πιστοποίηση καταβολής μπορεί να γίνει από το ίδιο το διοικητικό συμβούλιο ανεξαρτήτως του μεγέθους της ανώνυμης εταιρείας αφού ολοκληρωθεί η διαδικασία μεταβίβασης (άρθρο 20 §8).

    Σε κάθε περίπτωση: Ο ορκωτός ελεγκτής λογιστής ή η ελεγκτική εταιρεία που πιστοποιούν την καταβολή του κεφαλαίου, δεν μπορεί να διενεργούν και τον τακτικό έλεγχο της εταιρείας. Επίσης ο ορκωτός ελεγκτής λογιστής δεν μπορεί να ανήκει σε ελεγκτική εταιρεία που διενεργεί τον συγκεκριμένο έλεγχο (άρθρο 20 §10).

     

    7. Ποιο το «επιτίμιο» της μη εμπρόθεσμης καταβολής του αναληφθέντος (αρχικού ή από αύξηση) μετοχικού κεφαλαίου;

    Το ενδεχόμενο της μη εμπρόθεσμης καταβολής του ποσού του αρχικού μετοχικού κεφαλαίου ή της αύξησης του από εκείνον που ανέλαβε την καταβολή του, επιφέρει (αυστηρές) κυρώσεις για τον υπόχρεο και αναγκαίες εξελίξεις για την εταιρεία (άρθρα 20 §9 και 21 §§5 & 6). Σε μια τέτοια περίπτωση, το διοικητικό συμβούλιο της εταιρείας τάσσει προθεσμία ενός (1) μηνός στον υπόχρεο για την εξόφληση των οφειλομένων. Ταυτόχρονα όμως οφείλει να τον προειδοποιήσει για τις συνέπειες της άπρακτης παρέλευσης της προθεσμίας αυτής.

    Ποιες είναι αυτές οι συνέπειες; Σε ενδεχόμενη άπρακτη παρέλευση της ταχθείσας προθεσμίας, η εταιρεία ακυρώνει τις (μη ολοσχερώς εξοφληθείσες) μετοχές και παρακρατεί υπέρ αυτής τυχόν από μέρους του προκαταβληθέντα (περιλαμβανομένων δόσεων ή, ενδεχόμενης, διαφοράς υπέρ το άρτιο). Ταυτόχρονα όμως η εταιρεία θα προβεί στην έκδοση νέων μετοχών, ίσων κατ’  αριθμό με τις ακυρωθείσες, τις οποίες αρχικά θα προσφέρει στους λοιπούς μετόχους (:δικαίωμα προτίμησης). Σε περίπτωση μη εκδήλωσης ενδιαφέροντος από μέρους των παλαιών μετόχων, προβαίνει στην ελεύθερη διάθεσή τους.

    Αν συμβεί να είναι δεσμευμένες οι ακυρωθείσες μετοχές καθώς και αν η διάθεση των, σε αντικατάστασή τους, εκδοθεισών νέων αποβεί συνολικά ή κατά ένα μέρος άκαρπη, η εταιρεία υποχρεούται να προβεί σε μείωση του κεφαλαίου (στην πρώτη επόμενη γενική συνέλευση) κατά το ποσό της ονομαστικής αξίας των μη εκποιηθεισών μετοχών.

    Είναι σημαντικό να τονισθεί πως το τμήμα της ονομαστικής αξίας των μετοχών που δεν καταβλήθηκε μέσα στις υφιστάμενες προθεσμίες επιβαρύνει, σε κάθε περίπτωση, τον υπόχρεο μέτοχο με το νόμιμο επιτόκιο έως την ακύρωση των μετοχών. Περαιτέρω ποινικές ρήτρες ή άλλες αξιώσεις της εταιρείας σε βάρος του υπόχρεου είναι δυνατό να προβλεφθούν στο καταστατικό της εταιρείας ή στην απόφαση για αύξηση του μετοχικού της κεφαλαίου.

     

    8. Εν κατακλείδι

    Η κεφαλαιακή επάρκεια ήταν διαχρονικά αναγκαία. Μεταξύ άλλων για το νοικοκυριό της Jenny Marx αλλά και για τις επιχειρήσεις τις εποχής της και του σήμερα.

    Η ύπαρξη του αναγκαίου μετοχικού κεφαλαίου στις ανώνυμες εταιρείες καθίσταται αναγκαία για την επίτευξη του εταιρικού σκοπού. Μεθοδεύσεις του παρελθόντος που σκοπό είχαν την εικονική καταβολή του δεν έχουν θέση ούτε στον πρόσφατο νόμο ούτε και στη σύγχρονη πραγματικότητα.

    Το σημαντικότερο: Η κεφαλαιακή επάρκεια των επιχειρήσεων αποτελεί αναγκαία προϋπόθεση για την (πολυπόθητη) ανάπτυξη εκείνων και της χώρας.

    stavros-koumentakis

    Σταύρος Κουμεντάκης
    Senior Partner

    Υ.Γ. Συνοπτική έκδοση αυτού του άρθρου δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ, την 1η Σεπτεμβρίου 2019.

    κεφάλαιο της ανώνυμης

  • Το ταμείο της εταιρείας  (…και  η τσέπη του ιδιοκτήτη της)

    Το ταμείο της εταιρείας  (…και  η τσέπη του ιδιοκτήτη της)

    Το ταμείο της εταιρείας  (…και  η τσέπη του ιδιοκτήτη της)

    Ι. Προοίμιο

    Είναι καταγεγραμμένο, ήδη, πως όταν η κ. Χαϊδούλα (η Φραγκογιαννού) αντιλήφθηκε, το κρίσιμο βράδυ, πως ο αστυνομικός κλοιός άρχισε να σφίγγει γύρω της, αποφάσισε να προστρέξει στη συνδρομή της Μαρουσώς: Εκείνο το βράδυ που επιχείρησε τη διαφυγή της από τις συνέπειες των πολλαπλών εγκλημάτων της, την ανθρώπινη δικαιοσύνη και τη μήνι της περίκλειστης, τότε, κοινωνίας της Σκιάθου.

    Ο Παπαδιαμάντης αναφέρει αυτούσια, ωσεί παρών,  στη «Φόνισσα» τη μεταξύ τους, πολυεπίπεδα φορτισμένη, συζήτηση. Ένα απόσπασμά της μοιάζει να έχει ξεχωριστό, εν προκειμένω, ενδιαφέρον:

    «-Αχ! κάθε αμαρτία έχει και τη γλύκα της.

    -Αλήθεια! …και πόση πίκρα φέρνει στο τέλος! συνεπλήρωσε μελαγχολικώς η Μαρουσώ».

    Δεν διακρίνεται ο γράφων για γνώσεις ψυχολογίας ή εγκληματολογίας ή αντίστοιχες εμπειρίες. Με ασφάλεια, μάλλον, θα υποθέσουμε  πως κατά τη στιγμή της τέλεσης του όποιου (ελαφρύτερου ή σοβαρότερου) αδικήματος, ο δράστης φαίνεται πως ικανοποιεί κάποια εσωτερική του παρόρμηση ή/και θεωρεί πως τελεί «εν δικαίω» ή/και πως θα καταφέρει να αποφύγει, εν τέλει, τις συνέπειες των παρανόμων πράξεών του. Προφανώς και δεν επιχειρείται εν προκειμένω οποιαδήποτε αντιστοίχιση μεταξύ του δράστη οποιασδήποτε έκνομης ενέργειας και του όποιου ευυπόληπτου επιχειρηματία. Θα πρέπει εντούτοις να υποθέσουμε πως αντίστοιχα αισθάνεται ο τελευταίος κατά το χρόνο που συγχέει τα όρια ανάμεσα στα οικονομικά της επιχείρησής του και του ίδιου-ανάμεσα στο ταμείο της επιχείρησης και την τσέπη του.

    Είναι συχνά εξάλλου (για να είμαστε δίκαιοι) δυσδιάκριτα τα όρια…

     

    ΙΙ. Η υπεξαίρεση σε βάρος νομικού προσώπου

    Η διάταξη του άρθρου 375 (§§ 1 & 2) του πρόσφατα ψηφισθέντος Ποινικού Κώδικα (ν. 4619/19) που ισχύει από 1.7.2019 (με ελαφρές διαφοροποιήσεις όσον αφορά την προϊσχύσασα μορφή του) δεν αφήνει περιθώρια διαφορετικών σκέψεων όσον αφορά το ενδεχόμενο τέλεσης του αδικήματος της υπεξαίρεσης σε βάρος (και) νομικού προσώπου. Δεν αφήνει επίσης περιθώρια ως προς τη βαρύτητα των συνεπειών του:

    «1. Όποιος ιδιοποιείται παράνομα ξένο (ολικά ή εν μέρει) κινητό πράγμα που περιήλθε στην κατοχή του με οποιονδήποτε τρόπο τιμωρείται με φυλάκιση έως δύο έτη ή χρηματική ποινή και αν το αντικείμενο είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, με φυλάκιση και χρηματική ποινή. Αν πρόκειται για αντικείμενο που το έχουν εμπιστευθεί στον υπαίτιο …λόγω της ιδιότητάς του ως εντολοδόχου … ή διαχειριστή ξένης περιουσίας, ο υπαίτιος τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους και χρηματική ποινή.

    1. Αν η αξία του αντικειμένου στην παράγραφο 1 υπερβαίνει συνολικά το ποσό των 120.000 ευρώ ο υπαίτιος τιμωρείται με κάθειρξη έως δέκα έτη και χρηματική ποινή».

    Να σημειωθεί εν προκειμένω πως το ύψος της χρηματικής ποινής για τους δράστες, με βάση τη διάταξη του άρθρου 57 του νέου Ποινικού Κώδικα, μπορεί να φθάσει τις 18.000€ για κείνες από τις παραπάνω περιπτώσεις που προβλέπεται διαζευκτική η επιβολή της χρηματικής ποινής και τις 36.000€ όσες προβλέπεται σωρευτική η επιβολή της.

     

    ΙΙΙ. Οι δράστες,  σχετική νομολογία

    Γίνεται δεκτό (ειδικά όσον αφορά την Ανώνυμη Εταιρεία) πως υπεξαίρεση είναι δυνατό να τελέσουν σε βάρος της και οι νόμιμοι εκπρόσωποι της (μεταξύ άλλων ο Πρόεδρος και τα μέλη του Διοικητικού της Συμβουλίου). Η υπεξαίρεση μάλιστα είναι δυνατό να τελεσθεί με περισσότερους τρόπους κι όχι μόνον με τον πλέον συνήθη (με απευθείας δηλ. αφαίρεση χρημάτων από το φυσικό ταμείο ή τους τραπεζικούς λογαριασμούς της εταιρείας). Ενδεικτικά: με καταχώριση στα βιβλία της εταιρείας και εξόφληση εικονικών τιμολογίων (τιμολογίων δηλ. που δεν σχετίζονται με την άσκηση δραστηριότητας της εταιρείας και την ευόδωση του εταιρικού σκοπού), με την ιδιοποίηση κινητών της εταιρείας, με την εξόφληση ιδίων υποχρεώσεων (ή τρίτων) με χρήματα της εταιρείας, με την είσπραξη ποσών από μη νόμιμες συμβάσεις, με τη χρήση πιστωτικών καρτών για προσωπικές (και όχι εταιρικές) δαπάνες, με καταβολή ποσών που αφορούν υπερτιμολογήσεις αγαθών που αγοράζονται για λογαριασμό της εταιρείας και καταλήγουν στις τσέπες των δραστών, με τη μερική ή ολική άφεση χρέους τρίτων-οφειλετών της εταιρείας (βλ. ενδ. ΑΠ 883/2004-ΣΤ’ ποιν. τμήμα σε Συμβούλιο).

    Στις πράξεις βέβαια αυτές δεν είναι δυνατό παρά να υπάρχουν και άλλοι ποινικώς εμπλεκόμενοι (λ.χ. εκείνοι που παρέχουν άμεση συνδρομή στους δράστες πριν ή κατά την τέλεση της υπεξαίρεσης-λ.χ. οικονομικοί διευθυντές, προϊστάμενοι λογιστηρίου κ.ο.κ.)

     

    IV. Οι λοιπές, μη ποινικές, συνέπειες

    Πέραν των δεδομένων ποινικών ευθυνών, ενδεχόμενη υπεξαίρεση της εταιρείας από μέρους των εκπροσώπων/διαχειριστών της (συχνά του βασικού ή εκ των βασικών μετόχων/εταίρων της) δημιουργεί πολυποίκιλα προβλήματα σε διάφορα επίπεδα:

    Αν έχουμε μια καθαρή ιδιοποίηση χρημάτων από το ταμείο της εταιρείας θα βρεθούμε, ενδεχομένως, ενώπιον ενός «πλασματικού» ταμείου (ενός ταμείου δηλ. που αποτυπώνεται μεν στις χρηματοοικονομικές καταστάσεις της εταιρείας δεν υπάρχει όμως και στην πραγματικότητα) ή ενός «προβληματικού» λογαριασμού (λ.χ. «απαιτήσεις από μετόχους» που παραμένει για χρόνια «ανοικτός»).

    Αν πάλι συναντήσουμε εικονικά τιμολόγια, πλασματικές συμβάσεις ή δαπάνες που κατ’ όνομα μόνον αφορούν το νομικό πρόσωπο, στη πραγματικότητα όμως φυσικά πρόσωπα ή τρίτο, άσχετο, νομικό πρόσωπο, θα  βρεθούμε ενώπιον (και εν προκειμένω) σοβαρών, ενδεχομένως, φορολογικών παραβάσεων αλλά και της ευθύνης των εμπλεκομένων έναντι του βλαπτομένου νομικού προσώπου (επί ανωνύμων εταιρειών βλ. σχετικά με την ενδοεταιρική ευθύνη).

    Ο εντοπισμός των προβληματικών κινήσεων (ή/και λογιστικών εγγραφών) είναι δυνατό να λάβει χώρα από τις φορολογικές αρχές, από κινήσεις μετόχου μειοψηφίας ως συνέπεια της άσκησης ομώνυμων δικαιωμάτων του) ή τον επόμενο, ενδεχομένως, διαχειριστή ή ιδιοκτήτη της επιχείρησης.

    Συχνά μάλιστα οι μέτοχοι μειοψηφίας (ή/και επόμενοι ιδιοκτήτες ή διαχειριστές) λειτουργούν (είτε εν δικαίω είτε εν αδίκω τελούντες) ως οι διώκτες της Φραγκογιαννούς, η οποία «τρέχουσα, είχεν ανηφορίσει, και ανήρχετο υψηλότερα εις την ακτήν. Αποκαμωμένη, ήσθμαινεν, εφύσα. Επήγαινε, κ’ εστέκετο επί μίαν ανεπαίσθητον στιγμήν, κ’ έτεινε τα ώτα ακροωμένη. Ήθελε να βεβαιωθή αν θα διέβαινον το πέραμα οι δύο διώκται της… Αλλά δεν ησθάνετο ασφάλειαν, η δύστηνος…»

     

    V. Υφιστάμενες λύσεις

    Ο νόμος παρέχει, γενικά, σειρά ασφαλών επιλογών που διευκολύνουν τον επιχειρηματία/πλειοψηφούντα μέτοχο για την προς εκείνο μεταφορά ρευστότητας από την επιχείρησή του: Η σύναψη συμβάσεως εργασίας, έργου ή ανεξαρτήτων υπηρεσιών, η προς εκείνον καταβολή αμοιβών ως μέλος του ΔΣ, η καταβολή (ή προκαταβολή) μερισμάτων, η μείωση (κι επιστροφή) καθώς και, εναλλακτικά, η απόσβεση του μετοχικού κεφαλαίου είναι κάποιες από τις επιλογές που παρέχονται στον επιχειρηματία-ειδικά επί ανωνύμων εταιρειών. Λαμβανομένου υπόψη του εύρους των νομίμων επιλογών του δε μοιάζει λογικό να διακινδυνεύει εκτιθέμενος σε (ενδεχομένως πολύ σοβαρές) αστικής, ποινικής, διοικητικής και φορολογικής φύσεως κυρώσεις.

     

    VI. Εν κατακλείδι

    Οι ιδιοκτήτες των (κατά βάση οικογενειακών) επιχειρήσεων ταυτίζουν, σε σημαντικό βαθμό, τα δικά τους οικονομικά μέσα και ταμείο με τα αντίστοιχα των επιχειρήσεών τους. Πόσο εύκολο, άραγε, είναι να αντιληφθεί ο επιχειρηματίας (πλειοψηφών μέτοχος, εταίρος ή ιδιοκτήτης) πως συνιστά ατόπημα κι «αμαρτία» η συγκεκριμένη ταύτιση; Αυτή ακριβώς η δυσκολία είναι που οδηγεί, συχνά, σε λανθασμένες κινήσεις και αποφάσεις. Και μπορεί μεν ανάγκες σημαντικές να ικανοποιεί και άφατη, ενίοτε, χαρά να προξενεί στον επιχειρηματία η ικανοποίηση των επιθυμιών και υλικών αναγκών του με τα διαθέσιμα της εταιρείας «ΤΟΥ», πλην όμως το ερώτημα παραμένει: αξίζει, άραγε, τον κόπο;

    Οι συνέπειες σε αστικό, ποινικό, φορολογικό και διοικητικό επίπεδο μόνον ήσσονος σημασίας δεν είναι δυνατό να χαρακτηριστούν. Οι ατραποί που ενδεχομένως αναγκασθεί να πορευθεί είναι δυνητικά επικίνδυνες. Γιατί, κατά τα προαναφερθέντα και τον Παπαδιαμάντη:  «Κάθε αμαρτία έχει και τη γλύκα της» «…και πόση πίκρα φέρνει στο τέλος!»-ας μη διαφεύγει, εξάλλου, της προσοχής μας πως οι σχετικές ευθύνες δεν θα παραγραφούν, τουλάχιστον σε αστικό επίπεδο, πριν από την παρέλευση τριετίας και, υπό προϋποθέσεις, δεκαετίας (άρθρο 102 παρ. 6 ν. 4548/2018)

    Από την άλλη πλευρά: Οι (περισσότερες) επιλογές που παρέχει ο νόμος είναι αρκούντως βοηθητικές για τον επιχειρηματία για την προς τον ίδιο μεταφορά ρευστότητας από την εταιρεία στην οποία είναι ιδιοκτήτης ή (έστω) πλειοψηφών μέτοχος/εταίρος. Κατά λογική ακολουθία, δε φαίνεται πως υφίσταται οποιοσδήποτε λόγος να περιδιαβεί (ο σύννους κι ευυπόληπτος-υιοθετώντας τις λάθος επιλογές) τα μονοπάτια αγωνίας της Φραγκογιαννούς…

    stavros-koumentakis

    Σταύρος Κουμεντάκης
    Senior Partner

    Υ.Γ. Συνοπτική έκδοση αυτού του άρθρου δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ, στις 28 Ιουλίου 2019.

    ταμείο της εταιρείας

  • Η μερική καταβολή του κεφαλαίου της Α.Ε.

    Η μερική καταβολή του κεφαλαίου της Α.Ε.

    1. Προοίμιο

    Σε πέντε μέρες από σήμερα κλείνουν 81 χρόνια από τη μέρα που η Edwardsville Intelligencer (μια από τις τοπικές εφημερίδα του Ιλλινόις με έδρα στο Edwardsville) κυκλοφόρησε, στο φύλλο της της 19.7.1938,  με τον τίτλο «Corrigan Flies By The Seat Of His Pants».

    Τι είχε συμβεί;

    Ο εκ των ελαχίστων (τότε-κατ’ αριθμό) αεροπόρων Douglas Corrigan είχε υποβάλει σχέδιο διατλαντικής πτήσης από το Μπρούκλιν στο Δουβλίνο. Το σχέδιο πτήσης είχε, μάλλον εύλογα, απορριφθεί καθώς ο τολμηρός αεροπόρος φαίνεται πως δεν διέθετε τα κατάλληλα όργανα αεροπλοΐας. Εγκρίθηκε όμως, στη συνέχεια, το (κατά πως φαίνεται πιο λογικό) σχέδιο πτήσης του από το Μπρούκλιν στην Καλιφόρνια. Το ταξίδι ξεκίνησε ομαλά και κατέληξε μετά από 29 ώρες στο Δουβλίνο (!). Ποτέ ο τολμηρός πιλότος δεν παραδέχθηκε πως αγνόησε την απόρριψη του σχεδίου πτήσης του: Επικαλέστηκε αστοχία των οργάνων αεροπλοΐας του αεροσκάφους του.

    Η φράση «fly by the seat of yout pants” χρησιμοποιήθηκε έκτοτε για να περιγράψει μια πορεία δράσης με ίδια μέσα, πρωτοβουλία και αντίληψη χωρίς «έξωθεν» βοήθεια: πάντοτε θελκτικό-συχνά ριψοκίνδυνο!

    Ισχύει άραγε και στις επενδύσεις; Στους επιχειρηματικούς σχεδιασμούς;

    Καθένας από εμάς, ανάλογα με την προσωπικότητα και το επενδυτικό του προφίλ, έχει δώσει ήδη την απάντησή του.

    Τι συμβαίνει όμως στις ανώνυμες εταιρείες; Υπάρχει πλαίσιο που να ευνοεί τον λίγο πιο «ρισκαδόρο» μέτοχο;

     

    2. Η μερική καταβολή του μετοχικού κεφαλαίου

    Η ρύθμιση για τη μερική καταβολή του μετοχικού κεφαλαίου της ανώνυμης εταιρείας δεν είναι νέα. Με τον πρόσφατο όμως νόμο για τις ανώνυμες εταιρείες (ν. 4548/18) αυστηροποιείται.

    Τι όμως συνιστά μερική καταβολή και ποιο είναι το πλαίσιό της;

    Μερική καταβολή του μετοχικού κεφαλαίου κατά τη σύσταση της εταιρείας (αλλά και σε κάθε αύξηση του μετοχικού της κεφαλαίου), είναι η καταβολή τμήματος μόνον (και όχι του συνόλου)  της ονομαστικής αξίας της μετοχής (άρθρο 21 §1). Ο υπόχρεος μέτοχος αναλαμβάνει (ταυτόχρονα με τη «διευκόλυνση» που του παρέχεται και) την υποχρέωση για την καταβολή της υπόλοιπης αξίας της μετοχής σε επόμενο χρόνο-σύμφωνα όμως με όσα ορίζει το καταστατικό της εταιρείας.

    Στην περίπτωση που εκδίδονται τίτλοι μετοχών οι οποίοι δεν έχουν ολοσχερώς αποπληρωθεί, είναι υποχρεωτική η αναγραφή στην εμπρόσθια όψη τους τόσο της μη πλήρους εξόφλησής τους όσο και των όρων υπό τους οποίους αυτή είναι υποχρεωτικό να πραγματοποιηθεί (άρθρο 21 §7).

    Μερική καταβολή του κεφαλαίου δεν επιτρέπεται σε δύο περιπτώσεις: όταν υπάρχουν εισφορές σε είδος και όταν αναφερόμαστε σε εισηγμένες εταιρείες (άρθρο 21 §2).

     

    3. Για ποιον λόγο θα επιλέγαμε (ή επιτρέπαμε) τη μερική καταβολή του μετοχικού κεφαλαίου;

    Είναι δεδομένο πως όσο μεγαλύτερη είναι η κεφαλαιακή βάση της εταιρείας, τόσο ισχυρότερη αποδεικνύεται η τελευταία. Δεν είναι πάντοτε όμως δεδομένο πως οι μέτοχοι έχουν τη δυνατότητα (ή, έστω, την προτεραιότητα) να προβούν στην άμεση καταβολή του μετοχικού κεφαλαίου που τους αναλογεί κατά τη σύσταση της εταιρείας (ή κατά την αύξηση του μετοχικού της κεφαλαίου). Είναι δυνατό, στο πλαίσιο ενός μικρότερου σε έκταση επιχειρηματικού εγχειρήματος, να προσβλέπουμε στη συμμετοχή στο μετοχικό σχήμα ενός ικανού «συνεταίρου», συνεργάτη ή στελέχους, στις ιδιότητες του οποίου ιδιαίτερα προσβλέπουμε για την επιτυχία του (του όλου εγχειρήματος). Είναι ακόμα δυνατό ο μέτοχος που επιθυμούμε να συμμετάσχει στο αρχικό μετοχικό σχήμα ή σε επόμενη χρονικά αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου να μην έχει (όχι μόνον τη δυνατότητα αλλά και) το «πόθεν έσχες» για την εν λόγω συμμετοχή (θα μπορούσε να είναι, λ.χ., ένα από τα παιδιά της οικογένειας στο πλαίσιο μιας οικογενειακής επιχείρησης).

    Για όλες αυτές τις περιπτώσεις (και όχι μόνο) η μερική καταβολή του μετοχικού κεφαλαίου αποτελεί την ενδεδειγμένη λύση.

    Σημαντικό πάντως να τονισθεί πως (και) οι μερικώς εξοφλημένες μετοχές παρέχουν στους δικαιούχους τους το σύνολο των δικαιωμάτων που απολαμβάνουν οι ολοσχερώς αποπληρωθείσες μετοχές (μεταξύ των οποίων ψήφου και απόληψης μερισμάτων).

     

    4. Υποχρεωτικές ρυθμίσεις σε περίπτωση μερικής καταβολής του μετοχικού κεφαλαίου

    Όταν αποφασισθεί (στο πλαίσιο των καταστατικών προβλέψεων) η μερική καταβολή του αρχικού κεφαλαίου ή της αύξησής του, ισχύουν (άρθρο 21 §3) υποχρεωτικά τα ακόλουθα:

    (α) Η προθεσμία για την εξόφληση (του ανεξόφλητου υπολοίπου) της ονομαστικής αξίας της μετοχής δεν είναι δυνατό να υπερβαίνει τα πέντε (5) έτη.

    (β) Θα πρέπει να έχει αμέσως καταβληθεί, κατ’ ελάχιστον, το ένα τέταρτο (1/4) της ονομαστικής αξίας κάθε μετοχής (αν, λ.χ., η μετοχή έχει ονομαστική αξία 10€, θα πρέπει να έχουν καταβληθεί τα 2,5€-κατ’ ελάχιστον). Σε περίπτωση μάλιστα έκδοσης μετοχών πάνω από το άρτιο, η διαφορά καταβάλλεται ολόκληρη εφάπαξ κατά την καταβολή της πρώτης δόσης (αν δηλ. η ονομαστική αξία της μετοχή είναι 10€ και η τιμή έκδοσής της είναι 20€, τα 10 επιπλέον ευρώ είναι υποχρεωτικό να καταβληθούν με την πρώτη από τις δόσεις που θα έχουν, ενδεχομένως, συμφωνηθεί να λάβει χώρα η καταβολή του ανεξόφλητου υπολοίπου της ονομαστικής αξίας της μετοχής).

    (γ) Το ολοσχερώς καταβεβλημένο τμήμα του μετοχικού κεφαλαίου δεν μπορεί να είναι, σε οποιαδήποτε περίπτωση, μικρότερο από το ποσό των 25.000€.

    (δ) Σε περίπτωση μεταβίβασης μετοχών που δεν έχουν ολοσχερώς αποπληρωθεί ο μεταβιβάζων ευθύνεται για το οφειλόμενο τμήμα της μετοχής για μία διετία από την εγγραφή της μεταβίβασης στο βιβλίο των μετόχων της εταιρείας.

     

    5. Είναι υποχρεωτική η εφάπαξ αποπληρωμή της ονομαστικής αξίας των (μερικώς εξοφλημένων) μετοχών;

    Η καταβολή του ανεξόφλητου υπολοίπου της ονομαστικής αξίας της μετοχής είναι δυνατό να προβλεφθεί καταστατικά ότι θα λάβει χώρα είτε εφάπαξ είτε με περισσότερες δόσεις.

    Στην περίπτωση όμως που λαμβάνουν χώρα μερικές καταβολές (:δόσεις) για το ανεξόφλητο υπόλοιπο, οι όποιες καταβολές καταλογίζονται αναλογικά σε όλες τις μετοχές που έχουν αναληφθεί από το ίδιο πρόσωπο (άρθρο 21 §4). Δεν είναι δυνατό δηλ. να θεωρήσει ο υπόχρεος μέτοχος ότι με τις μερικές του καταβολές έχουν ολοσχερώς αποπληρωθεί κάποιες από τις (μη ολοσχερώς εξοφληθείσες) μετοχές του.

     

    6. Ποιο το «επιτίμιο» της μη εμπρόθεσμης καταβολής του ανεξόφλητου υπολοίπου του μετοχικού κεφαλαίου;

    Το ενδεχόμενο της μη εμπρόθεσμης καταβολής οποιασδήποτε δόσης από το ανεξόφλητο υπόλοιπο της αξίας των μετοχών, επιφέρει (αυστηρές) κυρώσεις για τον υπόχρεο μέτοχο και αναγκαίες εξελίξεις για την εταιρεία (άρθρο 21 §§5 & 6). Σε μια τέτοια περίπτωση, το διοικητικό συμβούλιο της εταιρείας τάσσει προθεσμία ενός (1) μηνός στον υπόχρεο μέτοχο για την εξόφληση των οφειλομένων. Ταυτόχρονα όμως οφείλει να τον προειδοποιήσει για τις συνέπειες της άπρακτης παρέλευσης της προθεσμίας αυτής.

    Ποιες είναι αυτές οι συνέπειες; Σε ενδεχόμενη άπρακτη παρέλευση της ταχθείσα προθεσμίας, η εταιρεία ακυρώνει τις (μη ολοσχερώς εξοφληθείσες) μετοχές και παρακρατεί υπέρ αυτής τυχόν από μέρους του προκαταβληθέντα (περιλαμβανομένων δόσεων ή, ενδεχόμενης, διαφοράς υπέρ το άρτιο). Ταυτόχρονα όμως η εταιρεία θα προβεί στην έκδοση νέων μετοχών, ίσων κατ’  αριθμό με τις ακυρωθείσες, τις οποίες αρχικά θα προσφέρει στους λοιπούς μετόχους (:δικαίωμα προτίμησης). Σε περίπτωση μη εκδήλωσης ενδιαφέροντος από μέρους των παλαιών μετόχων, προβαίνει στην ελεύθερη διάθεσή τους.

    Αν συμβεί να  είναι δεσμευμένες οι ακυρωθείσες μετοχές καθώς και αν η διάθεση των, σε αντικατάστασή τους, εκδοθεισών νέων αποβεί συνολικά ή κατά ένα μέρος άκαρπη, η εταιρεία υποχρεούται να προβεί σε μείωση του κεφαλαίου (στην πρώτη επόμενη γενική συνέλευση) κατά το ποσό της ονομαστικής αξίας των μη εκποιηθεισών μετοχών.

    Είναι σημαντικό να τονισθεί πως το τμήμα της ονομαστικής αξίας των μετοχών που δεν καταβλήθηκε μέσα στις υφιστάμενες προθεσμίες επιβαρύνει, σε κάθε περίπτωση, τον υπόχρεο μέτοχο με το νόμιμο επιτόκιο έως την ακύρωση των μετοχών. Περαιτέρω ποινικές ρήτρες ή άλλες αξιώσεις της εταιρείας σε βάρος του υπόχρεου είναι δυνατό να προβλεφθούν στο καταστατικό της εταιρείας ή στην απόφαση για αύξηση του μετοχικού της κεφαλαίου.

     

    7. Εν κατακλείδι

    Η ενδεχόμενη μερική καταβολή του μετοχικού κεφαλαίου συνιστά ένα «ρήγμα» στη γενική άποψη πως εκείνος που συμμετέχει στην ίδρυση μιας ανώνυμης εταιρείας (ή συμμετέχει στην αύξηση του μετοχικού της κεφαλαίου) καταβάλλει το σύνολο της αξίας των μετοχών που του αναλογούν. Οι προαναφερθείσες ρυθμίσεις παρέχουν στους μετόχους τη δυνατότητα να αποφασίσουν τη μερική, μόνον, καταβολή της ονομαστικής αξίας κάποιων (ή του συνόλου) των μετοχών. Είναι δεδομένο όμως πως δεν είναι χωρίς σημαντικές επιπτώσεις η παραβίαση των υποχρεώσεων που ανέλαβε ο υπόχρεος μέτοχος: όχι μόνον τις μετοχές του θα απωλέσει αλλά και το σύνολο των χρημάτων που κατέβαλε για τη (μη ολοσχερή) αποπληρωμή τους. Ενδεχομένως βέβαια να απειλούνται, κατά τα προαναφερθέντα, περαιτέρω ποινικές ρήτρες ή άλλες αξιώσεις της εταιρείας σε βάρος του υπόχρεου.

    Ο Douglas Corrigan (γνωστός και ως «Wrong Way Corrigan») κατάφερε να ολοκληρώσει επιτυχώς το 1938, «ιδίαις δυνάμεσιν»-χωρίς τα μάλλον κατάλληλα όργανα αεροπλοΐας την (υπερατλαντική-απολύτως εντυπωσιακή για τα δεδομένα της εποχής) πτήση Μπρούκλιν-Δουβλίνο. Το αποτέλεσμα όχι μόνον τον δικαίωσε αλλά και του έδωσε τη δυνατότητα να υποδυθεί τον εαυτό του στην ταινία του 1938: «The Flying Irishman». Αυτά, βέβαια, επειδή κατάφερε να ολοκληρώσει το ταξίδι του. Αν όχι; Αντίστοιχα και ο μέτοχος που ενδεχομένως στηριχθεί στην τύχη, στις καλές συγκυρίες, σε επόμενες χρονικά εισπράξεις για να αποπληρώσει τις (μη ολοσχερώς εξοφληθείσες) μετοχές του: Αν καταφέρει το ζητούμενο θα αξιολογηθεί, ενδεχομένως, ως άθλος. Αν όχι; Ως καταστροφή.

    stavros-koumentakis

    Σταύρος Κουμεντάκης
    Senior Partner

    Υ.Γ. Συνοπτική έκδοση αυτού του άρθρου δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ, στις 14 Ιουλίου 2019.

    μερική καταβολή

  • Η απόσβεση του Κεφαλαίου

    Η απόσβεση του Κεφαλαίου

    Η πρώτη αναφορά στο θέμα της απόσβεσης του κεφαλαίου ανάγεται στο 1920-στο αρχικό κείμενο του προϊσχύσαντος νόμου για τις ανώνυμες εταιρείες (:ν. 2190/1920). Ο Πατριάρχης του Δικαίου των Ανωνύμων Εταιρειών Ι. Πασσιάς στον πρώτο τόμο του μνημειώδους έργου του (:«Το Δίκαιον της Ανωνύμου Εταιρείας») αναφερόταν σ’ αυτόν δίνοντας και την ιστορική του διάσταση.

    Η νομοθετική ρύθμιση του συγκεκριμένου θέματος, μετά τη συστηματικότερη πλέον αντιμετώπισή του (στη δεύτερη φάση της «ζωής» του), πλησιάζει την τριακονταπενταετία. Όμως, παρά την εκατονταετή ζωή του ο εν λόγω θεσμός είναι, εν τούτοις, από τους ελάχιστα γνωστούς και αξιοποιημένους θεσμούς στο δίκαιο των ανωνύμων εταιρειών.  Κι όσο ελάχιστα γνωστός είναι τόσο ξεχωριστά επωφελής θα μπορούσε να αποδειχθεί για τους μετόχους. Και τούτο γιατί στη χώρα μας  «μπερδεύουμε» (συχνά-χωρίς αληθινά να χρειάζεται), την τσέπη μας με το ταμείο της επιχείρησής μας μολονότι υπάρχουν κι άλλοι νόμιμοι (κι όχι μόνον νομότυποι) τρόποι για την μεταφορά ρευστότητας από το ταμείο εκείνης (:της ανώνυμης εταιρείας) στην τσέπη εκείνου (:του μετόχου). Στους ευρύτερα γνωστούς νόμιμους τρόπους θα μπορούσε κάποιος να συμπεριλάβει τη διανομή κερδών και τη μείωση του μετοχικού κεφαλαίου.

     

    Τι είναι λοιπόν η απόσβεση του κεφαλαίου; Συνιστά, άραγε, μείωση;

    Ένας από τους νόμιμους τρόπους μεταφοράς ρευστότητας από το ταμείο της επιχείρησης είναι κι αυτός της απόσβεσης του μετοχικού κεφαλαίου. Ο νομοθέτης «αισθάνθηκε» την ανάγκη (αν και, ως γνωστόν, ανάλγητος)  να σημειώσει, σε μια αυτοτελή-ξεχωριστή παράγραφο της σχετικής διάταξης, πως «η απόσβεση δεν συνιστά μείωση του κεφαλαίου». Γιατί όμως χρειάσθηκε να κάνει τη συγκεκριμένη αποσαφήνιση; Εύλογο, καθώς το ερώτημα «δηλαδή μείωση;» δημιουργήθηκε στον καθένα από εμάς όταν για πρώτη φορά ήρθαμε σε επαφή με το συγκεκριμένο θεσμό.

    Η απόσβεση λοιπόν του μετοχικού κεφαλαίου ΔΕΝ συνιστά μείωσή του. Η μείωση του μετοχικού κεφαλαίου έχει σαν αποτέλεσμα την αναδιαμόρφωσή του-την απομείωσή του δηλ. κατά το ποσό που αποφασίσθηκε από τη Γενική Συνέλευση και τον προσδιορισμό του σε ένα νέο, χαμηλότερο, ύψος.

    Σημαντικό να επαναληφθεί πως με την απόσβεση ΔΕΝ επηρεάζεται το μετοχικό κεφάλαιο, το οποίο παραμένει σταθερό και μετά την απόσβεση.

     

    Οι προϋποθέσεις της απόσβεσης

    Οι προϋποθέσεις για την απόσβεση (μερική ή ολική του κεφαλαίου) είναι, μόλις, δύο:

    (α) Για την έναρξη της σχετικής διαδικασίας: Απόφαση της Γενικής Συνέλευσης είτε με αυξημένη απαρτία και πλειοψηφία είτε (εφόσον υπάρχει σχετική καταστατική πρόβλεψη) με απλή απαρτία και πλειοψηφία και

    (β) Για την υλοποίηση της σχετικής απόφασης: Η χρησιμοποίηση αποθεματικών ή ποσών από τα κέρδη της τρέχουσας χρήσης (βλ. αμέσως κατωτέρω).

     

    Η υλοποίηση της απόσβεσης

    Η απόσβεση υλοποιείται, κατά τη διατύπωση του νόμου, με καταβολή στους μετόχους του συνόλου ή μέρους της ονομαστικής αξίας των μετοχών τους. Η συγκεκριμένη όμως καταβολή λαμβάνει χώρα (όχι με απομείωση του κεφαλαίου αλλά) με τη χρησιμοποίηση σχηματισμένων ειδικών αποθεματικών τα οποία είναι δυνατό να διανεμηθούν. Εκ περισσού να σημειωθεί πως η συγκεκριμένη καταβολή βεβαίως θα ήταν δυνατό να λάβει χώρα και από το υπόλοιπο κερδών της χρήσης μετά τη διανομή του πρώτου μερίσματος, το σχηματισμό του τακτικού αποθεματικού  και (αυτονοήτως) την πληρωμή του αναλογούντος φόρου. Επειδή ακριβώς τα χρήματα που καταβάλλονται στο μέτοχο στο πλαίσιο της απόσβεσης δεν λαμβάνονται από το μετοχικό κεφάλαιο, θεωρείται μάλλον ατυχής η ονοματοδοσία της (:«απόσβεση κεφαλαίου»). Μάλλον ορθά καθώς είναι εκείνη που δημιουργεί τον προαναφερθέντα προβληματισμό (:«δηλαδή μείωση;»).

     

    Οι ωφελούμενοι και το «τίμημα»

    Με την απόσβεση δεν ωφελούνται (κατ’ ανάγκη) όλοι οι μέτοχοι. Με την απόσβεση είναι δυνατή η μεταφορά ρευστότητας από την εταιρεία είτε σε όλους είτε/και σε συγκεκριμένο/ους, μόνον, μέτοχο/μετόχους.

    Λέγεται πώς «όλα στη ζωή έχουν ένα τίμημα». Ανεξάρτητα αν κάποιος υιοθετεί τη συγκεκριμένη θέση-γενικά, ξεκάθαρο είναι το «τίμημα» στη συγκεκριμένη περίπτωση: Οι μέτοχοι των οποίων οι μετοχές έχουν αποσβεστεί διατηρούν μεν τα  δικαιώματά τους από τη μετοχική σχέση όχι όμως κι εκείνα που αναφέρονται στη συμμετοχή τους στη διανομή του πρώτου μερίσματος και στο δικαίωμά τους για την επιστροφή της εισφοράς τους, σε περίπτωση εκκαθάρισης της εταιρείας.

    Επομένως: Το δικαίωμα στο πρώτο μέρισμα περιορίζεται σ’ εκείνες μόνον από τις μετοχές για τις οποίες δεν έχει λάβει χώρα απόσβεση της ονομαστικής τους αξίας. Το υπερβάλλον του ελαχίστου μερίσματος κατανέμεται στο σύνολο των μετοχών, μεταξύ αυτών και εκείνες των οποίων έχει αποσβεσθεί η ονομαστική τους αξία. Κι όσον αφορά το δικαίωμα στη διανομή του προϊόντος της εκκαθάρισης, προηγούνται οι λοιπές μετοχές (πλην εκείνων για τις οποίες η απόσβεση) και, ακολούθως, το υπερβάλλον κατανέμεται στο σύνολο, ανεξαιρέτως, των μετοχών (επομένως και σ’ εκείνες των έχουν αποσβεσθεί η ονομαστική τους αξία).

     

    Ο διαχωρισμός των μετοχών

    Μετά την απόσβεση της ονομαστικής αξίας κάποιων μετοχών τα μετοχικά τους δικαιώματα διαφοροποιούνται (καλύτερα: απομειώνονται) έναντι των υπολοίπων. Η προστασία των δικαιωμάτων των υπολοίπων μετοχών και των καλόπιστων τρίτων επιβάλλει (αν και δεν υπάρχει σχετική πρόβλεψη στο νόμο) δύο, εναλλακτικές, επιλογές: (α) την ακύρωση των παλαιών (εχόντων πλήρη δικαιώματα) μετοχικών τίτλων σε συνδυασμό την έκδοση νέων-με σχετική σημείωση στο σώμα τους ή, απλούστερα, (β) τη σημείωση στο σώμα των συγκεκριμένων μετοχών της απόσβεσης της ονομαστικής τους αξίας.

    Σε κάθε περίπτωση, οι νέες μετοχές (αποδυναμωμένες κατά τα προαναφερθέντα δικαιώματα) καλούνται στην πράξη και την επιστήμη (ακατανόητο όμως γιατί) «μετοχές επικαρπίας»-συμπληρωματικά με τον προσδιορισμό τους ως κοινών ή προνομιούχων (δηλ.: «κοινές μετοχές επικαρπίας» ή, κατά περίπτωση,  «προνομιούχες μετοχές επικαρπίας»).

     

    Η συμμετοχή των «μετοχών επικαρπίας» σε ενδεχόμενη μείωση του μετοχικού κεφαλαίου

    Το σχετικό ερώτημα τέθηκε στον γράφοντα, σε περισσότερες από μία περιπτώσεις, από επιχειρηματίες οι οποίοι με περισσό ενδιαφέρον άκουγαν την περιγραφή του συγκεκριμένου θεσμού. Είναι αλήθεια πως το συγκεκριμένο θέμα δεν φαίνεται να έχει απασχολήσει ιδιαίτερα τη θεωρία και νομολογία. Με αφορμή την επανάληψη του σχετικού θεσμού στο νέο νόμο για τις ανώνυμες εταιρείες αλλά και τις συζητήσεις του προηγουμένου εδαφίου ακούστηκαν διαμετρικά αντίθετες απόψεις. Δεν διατηρώ οποιαδήποτε επιφύλαξη πως η ορθότερη είναι αυτή που αναγνωρίζει το δικαίωμα συμμετοχής των μετοχών επικαρπίας σε επιγενόμενη μείωση του μετοχικού κεφαλαίου, η οποία λαμβάνει χώρα με απόδοση τμήματος του κεφαλαίου στους μετόχους. Η επιχειρηματολογία προς τη συγκεκριμένη κατεύθυνση έχει δύο πολύ σοβαρούς άξονες:

    (α) Η (μη επιδεχόμενη αμφισβήτησης) διατύπωση του νόμου, η οποία αναφέρεται, περιοριστικά, στα δικαιώματα τα οποία στερούνται οι μετοχές επικαρπίας (μεταξύ των οποίων δεν αναφέρεται το δικαίωμα συμμετοχής τους σε επιγενόμενη μείωση με απόδοση τμήματος του κεφαλαίου στους μετόχους) και

    (β) Το γεγονός ότι η απόδοση στους μετόχους του προϊόντος της απόσβεσης λαμβάνει χώρα είτε με χρησιμοποίηση ειδικών αποθεματικών, των οποίων είναι επιτρεπτή η διανομή είτε με χρησιμοποίηση κερδών της τρέχουσας χρήσης μετά το πρώτο μέρισμα και το σχηματισμό του τακτικού αποθεματικού-επομένως δεν χρησιμοποιείται ο λογαριασμός «μετοχικό κεφάλαιο», ο οποίος (ούτως ή άλλως) παραμένει αναλλοίωτος μετά την απόσβεση.

     

    Η «επαναφορά» των μετοχών επικαρπίας στο πριν την απόσβεση καθεστώς

    Ένα ακόμα, εξαιρετικά ενδιαφέρον, ερώτημα που δέχθηκε ο γράφων σε μια από τις  παρουσιάσεις του συγκεκριμένου θεσμού είναι το ενδεχόμενο να επανέλθουν οι μετοχές επικαρπίας στο προϋφιστάμενο καθεστώς τους. Το ερώτημα αυτό (λόγω και της περιορισμένης εφαρμογής του θεσμού) δεν φαίνεται να έχει απασχολήσει τη νομολογία-ουδεκάν τη θεωρία. Για την απάντηση όμως με (σχετική) ευκολία θα μπορούσαμε να τοποθετηθούμε καταφατικά (υπέρ, δηλ. του επιτρεπτού) στη βάση της παραδοχής πως ένα τέτοιο ενδεχόμενο δεν είναι ένα απαγορευτέο, από το νόμο. Εντούτοις επιφυλάξεις διατυπώνονται όσον αφορά την λογιστική διαχείριση του όλου θέματος καθώς η επιστροφή (οριστικώς) διανεμηθέντων αποθεματικών δεν φαίνεται να είναι μια  αποδεκτή λύση.

     

    Εν κατακλείδι

    Ο θεσμός της απόσβεσης του μετοχικού κεφαλαίου είναι ένας παλαιός θεσμός του δικαίου των ανωνύμων εταιρειών. Δεδομένου όμως ότι δεν έχει καταστεί ευρύτερα γνωστός δεν έχει τύχει της δέουσας προσοχής σε επιστημονικό και, κυρίως, σε επιχειρηματικό επίπεδο. Κατ’ αποτέλεσμα: δεν έχει αρκούντως αξιοποιηθεί. Από όσα όμως παραπάνω εκτίθενται δεν εκτιμώ πως απομένει οποιαδήποτε αμφιβολία σχετικά με τη χρησιμότητά του ή τη δυνατότητα πολυεπίπεδης αξιοποίησής του υπέρ των μετόχων της ανώνυμης εταιρείας.

    stavros-koumentakis

    Σταύρος Κουμεντάκης
    Senior Partner

    Υ.Γ. Συνοπτική έκδοση αυτού του άρθρου δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ, στις 14 Απριλίου 2019.

    aposbesh-kefalaiou

  • Κοινοί Ιδρυτικοί Τίτλοι

    Κοινοί Ιδρυτικοί Τίτλοι

    Μια παλιά ιστορία

    Κατά τη δεκαετία του 1990 ένας επιχειρηματίας, με μεγάλη οικονομική επιφάνεια, αποφάσιζε το επόμενο επιχειρηματικό του εγχείρημα. Δεν είχε αμφιβολία (και ορθά όπως αποδείχθηκε) για την επιτυχία του. Το όλο εγχείρημα, εκτός από το στιβαρό business plan, βασιζόταν σε δύο πυλώνες:

    (α) στην πολυμετοχικότητα (με τη συμμετοχή εύρωστων οικονομικά μετόχων) και

    (β) στη συμμετοχή στο μετοχικό σχήμα συγκεκριμένων, υψηλού επιπέδου στελεχών, με ποσοστό 10% του συνολικού μετοχικού κεφαλαίου-χωρίς όμως την καταβολή χρημάτων από μέρους τους.

    Το μετοχικό κεφάλαιο της νέας, τότε, ανώνυμης εταιρείας  ήταν εξαιρετικά υψηλό κι η συμφωνία με τους λοιπούς, (συμ)μετόχους, απλή: Το 90% της συμμετοχής τους θα οδηγούνταν στον τραπεζικό λογαριασμό της εταιρείας (για να σχηματισθεί το μετοχικό κεφάλαιο) με καταθέτες του ίδιους. Το υπόλοιπο 10% θα οδηγούνταν και πάλι στον εταιρικό τραπεζικό λογαριασμό αλλά με (φερόμενους) καταθέτες τα προαναφερθέντα στελέχη. Έτσι θα επιτυγχανόταν η υλοποίηση του σχεδιασμού αλλά και η συμμετοχή των εν λόγω στελεχών στο μετοχικό κεφάλαιο της εταιρείας. Και μάλιστα χωρίς να καταβάλουν τα ίδια τα στελέχη χρήματα εξ ιδίων.

    Να σημειωθεί εδώ ότι τη δεκαετία του 1990 δεν περνούσε από το μυαλό κανενός ότι ένας τέτοιος σχεδιασμός θα μπορούσε να ελεγχθεί ως δωρεά (από τους μετόχους προς τα ωφελούμενα στελέχη). Σήμερα, σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο, θα προβάλαμε όλες τις επακόλουθες, δυνητικά αρνητικές ή πολύ δυσάρεστες, συνέπειες (αστικές, φορολογικές και ποινικές).

    Το συγκεκριμένο επιχειρηματικό εγχείρημα είχε σημαντική επιτυχία.

    Με μία μικρή, όμως, παρενέργεια: Οι σχέσεις των ανθρώπων ποτέ, κατά κανόνα, δεν αποδεικνύονται αιώνιες. Κι όπως συνηθίζω να λέω, οι άνθρωποι είναι ενδεχόμενο να μαλώσουν, να αρρωστήσουν ή να τρελαθούν. Επιπρόσθετα, βέβαιο, πως κάποια στιγμή θα εγκαταλείψουν τα εγκόσμια.

    (Και) στη συγκεκριμένη περίπτωση ήταν νομοτελειακό να συμβούν κάποια από τα συγκεκριμένα ενδεχόμενα…

    Έκτοτε, με βάση τις συγκεκριμένες αρνητικές εμπειρίες, απέτρεπα τους πελάτες και φίλους να προχωρούν σε τέτοιους σχεδιασμούς. Άλλοτε οι εισηγήσεις μου γινόταν αποδεκτές κι άλλοτε όχι. (Δυστυχώς)

    Ο νόμος, όμως, τότε δεν παρείχε τα εργαλεία που παρέχει σήμερα.

     

    Τα αντιτιθέμενα συμφέροντα και οι διαθέσιμες λύσεις

    Είναι δεδομένο πως, σε ένα πρώτο επίπεδο, τα συμφέροντα της επιχείρησης και των στελεχών της δεν είναι συμπλέοντα.

    Η επιχείρηση, ιδίως η νεοϊδρυόμενη, χρειάζεται στελέχη που θα δίνουν τον καλύτερό τους εαυτό στην επίτευξη του σκοπού της χωρίς, ταυτόχρονα, να επιβαρύνεται με τους υψηλούς μισθούς στους οποίους εκείνα θα προσβλέπουν. Χρειάζεται επίσης στελέχη τα οποία θα μοιραστούν το όραμά της και (σε περίπτωση επίτευξης των στόχων της-γιατί όχι) να αμειφθούν ανάλογα.

    Τα στελέχη από την άλλη πλευρά προσβλέπουν, και ευλόγως, σε υλικές και ηθικές ανταμοιβές. Η συμμετοχή στα κέρδη της εταιρείας είναι μια επιπρόσθετη αντιπαροχή διόλου ευκαταφρόνητη. Κι όχι μόνον σε υλικό επίπεδο.

    Βεβαίως υπάρχει πάντα η λύση των stock options με ό,τι θετικό κι ό,τι αρνητικό τη συνοδεύει – δείτε το σχετικό άρθρο για τα Stock options.

    Μια λύση, για συγκεκριμένες περιπτώσεις σαφέστατα περισσότερο ελκυστική, φαντάζει εκείνη της έκδοσης των Κοινών Ιδρυτικών Τίτλων.

     

    Οι Κοινοί Ιδρυτικοί Τίτλοι

    Ο συγκεκριμένος τύπος τίτλων παρέχει σημαντικές ευχέρειες στους ιδρυτές.

    Κάποιοι από τους ιδρυτές (:οι μέτοχοι) θα συμπράξουν για τη δημιουργία της εταιρείας και τη συγκέντρωση του αρχικού μετοχικού κεφαλαίου.

    Σε κάποιους άλλους (από τους ιδρυτές ή τρίτους-λ.χ. στελέχη) είναι δυνατό να αναγνωρισθεί, μέσω των Κοινών Ιδρυτικών Τίτλων, το δικαίωμα απόληψης τμήματος των κερδών της ανώνυμης εταιρείας. Και τούτο χωρίς οι ίδιοι να είναι μέτοχοι. Χωρίς δηλ. να έχουν συμμετάσχει στη συγκέντρωση του αρχικού μετοχικού κεφαλαίου.

     

    Το θεσμικό πλαίσιο που διέπει τους Κοινούς Ιδρυτικούς Τίτλους

    Με βάση τις προβλέψεις του νέου νόμου για τις ανώνυμες εταιρείες (άρθρο 75 ν. 4548/2018) οι Κοινοί Ιδρυτικοί Τίτλοι παρέχονται σε ορισμένους από τους ιδρυτές (ή/και όλους) καθώς και σε τρίτους. Ο λόγος της συγκεκριμένης παροχής προσδιορίζεται «ως ανταμοιβή για συγκεκριμένες ενέργειές τους κατά τη σύσταση της εταιρείας». Κατ΄ αριθμό μάλιστα δεν είναι δυνατό να υπερβαίνουν ποσοστό 10% του συνολικού αριθμού των μετοχών που εκδίδονται.

     

    Ποια δικαιώματα παρέχουν και ποια όχι οι Κοινοί Ιδρυτικοί Τίτλοι

    Το αποκλειστικό προνόμιο (πάντως όχι ήσσονος σημασίας-άρθρο 75 παρ. 3 ν. 4548/2018) των Κοινών Ιδρυτικών Τίτλων είναι το δικαίωμα απόληψης ποσού ίσου (κατ’ ανώτατο όριο) με το 25% των καθαρών κερδών ύστερα από την αφαίρεση των ποσών για το τακτικό αποθεματικό (άρθρο 158 ν. 4548/2018) και του ελαχίστου μερίσματος (άρθρο 161 ν. 4548/2018). Τι σημαίνει αυτό σε πρακτικό επίπεδο; Ότι εκείνοι (ιδρυτές ή τρίτοι) οι οποίοι έλαβαν κατά την ίδρυση της εταιρείας Κοινούς Ιδρυτικούς Τίτλους:

    (α) δικαιούνται να λάβουν το ¼ του υπερβάλλοντος του ελάχιστου μερίσματος. Κι αυτό χωρίς να συνεισφέρουν, ούτε στο ελάχιστο, στη συγκέντρωση του μετοχικού κεφαλαίου και

    (β) δεν δικαιούνται να λάβουν ο,τιδήποτε όταν δεν θα διανεμηθεί το ελάχιστο  (άρθρο 161 ν. 4548/2018) ή καθόλου (άρθρο 159 ν. 4548/2018) μέρισμα (άρθρο 75 παρ. 5, ν. 4548/2018)

    Οι Κοινοί Ιδρυτικοί Τίτλοι, που πάντως δεν έχουν ονομαστική αξία, δεν παρέχουν άλλα, επιπρόσθετα, δικαιώματα στους κατόχους τους (όπως λ.χ. συμμετοχή στη διοίκηση και διαχείριση της εταιρείας, ψήφου στις Γενικές Συνελεύσεις, συμμετοχής στο προϊόν της εκκαθάρισης-άρθρο 75 παρ. 2 ν. 4548/2018)

     

    Το δικαίωμα της εξαγοράς

    Μοιάζει λογικό να μην διατηρούνται στο διηνεκές τα δικαιώματα που απορρέουν από τους Κοινούς Ιδρυτικούς Τίτλους. Εξάλλου, η δικαιολογητική βάση της έκδοσης και παράδοσής τους στους ιδρυτές (ή τρίτους) είναι η «ανταμοιβή για συγκεκριμένες ενέργειές τους κατά τη σύσταση της εταιρείας».

    Έτσι οι Κοινοί Ιδρυτικοί Τίτλοι, μπορούν να εξαγοραστούν από την εταιρεία μια δεκαετία μετά την έκδοσή τους (άρθρο 75 παρ. 4 ν. 4548/2018). Η εξαγορά όμως μπορεί να λάβει χώρα και νωρίτερα εφόσον υπάρχει σχετική πρόβλεψη στο καταστατικό.

    Το αντίτιμο της εξαγοράς τους από την εταιρεία θα είναι αυτό που ορίζει το καταστατικό. Σε κάθε περίπτωση όμως δεν είναι δυνατό να υπερβαίνει το δεκαπλάσιο του μέσου ετήσιου μερίσματος που έλαβαν κατά την τελευταία πενταετία.

     

    Η έκδοση, η καταχώρηση και η μεταβίβαση των Κοινών Ιδρυτικών Τίτλων

    Ο νόμος αντιμετωπίζει τα συγκεκριμένα θέματα κατ’ αντιστοιχία εκείνων που αναφέρονται στις μετοχές (άρθρο 75 παρ. 6 και 40 έως 42 ν. 4548/2018). Στο πλαίσιο αυτό είναι δυνατό να εκδίδονται ή όχι τίτλοι (σε έγχαρτη ή λογιστική μορφή). Παράλληλα η καταχώρησή τους είναι δυνατό να λαμβάνει χώρα σε συγκεκριμένο βιβλίο (αντίστοιχο του Βιβλίου Μετόχων) το οποίο όμως είναι δυνατό να τηρείται και ηλεκτρονικά. Η μεταβίβασή τους (με ειδική ή καθολική διαδοχή) είναι ελεύθερη.

    Το καταστατικό της εταιρείας είναι αυτό που προσδιορίζει τον τρόπο απόδειξης της ιδιότητα του κατόχου. Η παράδοση στην εταιρεία του εγγράφου για τη μεταβίβασή τους ή η αξιοποίηση άλλων τρόπων που προβλέπει το καταστατικό είναι, σε κάθε περίπτωση, αρκετές για τη «νομιμοποίηση» του κατόχου τους. Σε περίπτωση, τέλος, θανάτου του κατόχου τους τα δικαιώματά του κληρονομούνται και αναγνωρίζονται στο πρόσωπο εκείνου/ων που θα αποδείξουν την ιδιότητά τους ως κληρονόμων

     

    Συμπερασματικά:

    Η αξιοποίηση του θεσμού των Κοινών Ιδρυτικών Τίτλων μοιάζει (και είναι) εξαιρετικό εργαλείο για τις υπό σύσταση ανώνυμες εταιρείες. Κι αυτό γιατί (μεταξύ άλλων), ο συγκεκριμένος θεσμός:

    (α) αναγνωρίζει σε συγκεκριμένα πρόσωπα (ιδρυτές, εργαζομένους ή τρίτους) τις υπηρεσίες που παρέχουν κατά την ίδρυση της ανώνυμης εταιρείας,

    (β) ανταμείβει τις συγκεκριμένες υπηρεσίες τους και συνδέει την ανταμοιβή τους με την κερδοφόρο, μόνον, πορεία της εταιρείας-χωρίς να απαιτείται να εισφέρουν χρήματα στο μετοχικό της κεφάλαιο,

    (γ) συνδέει τους κατόχους τους με την κερδοφόρο και αναπτυξιακή πορεία της επιχείρησης και ταυτίζει, σε σημαντικό βαθμό, τα συμφέροντα αμφοτέρων (κατόχων Κοινών Ιδρυτικών Τίτλων και επιχείρησης)

     (δ) δεν αναβαθμίζει τους κάτοχους τους σε μετόχους (με αποτέλεσμα οι κάτοχοί τους να μην έχουν τα δικαιώματα εκείνων και, ιδίως, τα δικαιώματα ψήφου και μειοψηφίας, το δικαίωμα εκλογής του Διοικητικού Συμβουλίου, απόληψης του προϊόντος της εκκαθάρισης κ.ο.κ.)

     (ε) περιορίζει χρονικά την παρουσία και τα δικαιώματα των κατόχων τους στην εταιρεία και προσδιορίζει/περιορίζει το ύψος της αποζημίωσής τους κατά τον χρόνο της εξαγοράς των τίτλων που κατέχουν.

    Με άλλα λόγια: Ο συγκεκριμένος θεσμός είναι δυνατό να άρει τις επιφυλάξεις και των πλέον δύσπιστων, όπως ο υπογράφων, όσον αφορά τη συμμετοχή συγκεκριμένων προσώπων (λ.χ. στελεχών ή τρίτων) στο επιχειρηματικό γίγνεσθαι και οικονομικό αποτέλεσμα μιας ανώνυμης εταιρείας.

    stavros-koumentakis

    Σταύρος Κουμεντάκης
    Senior Partner

    Υ.Γ. Συνοπτική έκδοση αυτού του άρθρου δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ, στις 17 Φεβρουαρίου 2019.

     

Η περιοχή αυτή είναι καταχωρημένη στο wpml.org ως περιοχή ανάπτυξης. Μεταβείτε σε τοποθεσία παραγωγής με κλειδί στο remove this banner.