Ετικέτα: Μετοχές και μέτοχοι ΑΕ

Περί μετοχών Ανώνυμης Εταιρείας: έκδοση, αύξηση, διάθεση, μεταβίβαση, δικαίωμα προτίμησης, δικαιούχοι, τίτλοι κτήσης, δεσμευμένες, προνομιούχες, άυλες, εξαγοράσιμες, ονομαστικές, μειοψηφίας, πλειοψηφίας, επικαρπία, επιλογή, πρωτότυπη κτήση

  • Νομικά πρόσωπα και πραγματικοί δικαιούχοι

    Προοίμιο

    «Μακάριοι οι κατέχοντες» είναι η γνωστή ρήση που εν πολλοίς διαπνέει, ακόμα και σήμερα, ως σύστημα αξιών, την ηθική της κοινωνίας μας. Είναι η έκφραση που αποδίδει τη λατινική ρήση «Beati possidentes» πατέρας της οποίας, για κάποιους, ο Ευριπίδης.

    Φαίνεται όμως πως η διεθνής έννομη τάξη δεν συμφωνεί, πλέον/άκριτα, με τέτοιου είδους παραδοχές. Τα περιουσιακά στοιχεία ερευνώνται, εξονυχιστικά πλέον, για τη νομιμότητα της προέλευσής τους. Η νομιμοποίηση εσόδων από μη νόμιμες δραστηριότητες ολοένα και περισσότερο δυσχεραίνεται.

    Η ονομαστικοποίηση των ανωνύμων μετοχών κινείται στο συγκεκριμένο πλαίσιο. Στο ίδιο πλαίσιο κινείται και η ταυτοποίηση των αληθών μετόχων των ανωνύμων εταιρειών. Πολύ περισσότερο: η διερεύνηση των πραγματικών δικαιούχων των προσώπων δηλ. που καλύπτονται, ενδεχομένως, «πίσω» από εκείνους που εμφανίζονται ως μέτοχοι. Προς την κατεύθυνση της αποκάλυψης των πραγματικών δικαιούχων κινούνται, απολύτως συστηματικά: (α) ο νόμος 4557/2018 (που πρόσφατα επικαιροποιήθηκε) καθώς και (β) η απολύτως πρόσφατη Υπουργική Απόφαση για τη δημιουργία του Κεντρικού Μητρώου Πραγματικών Δικαιούχων.

     

    Το «ξέπλυμα»

    Τα πράγματα δεν είναι απλά!

    Η Europol, μεταξύ άλλων-σε διευρωπαϊκό επίπεδο, επιδιώκει να εντοπίσει κάθε στοιχείο ενεργητικού που δεν προέρχεται από σύννομες δραστηριότητες, να ανιχνεύσει ενδεχόμενη προσπάθεια εισαγωγής του στη νόμιμη οικονομία αλλά και τα σχετικά δίκτυα ξεπλύματος βρώμικου χρήματος. Αναλυτικά: «..Το μεγαλύτερο μέρος του οργανωμένου εγκλήματος μοιράζεται έναν κοινό παρονομαστή – το οικονομικό κίνητρο. Οι ομάδες οργανωμένου εγκλήματος ενισχύουν τα περιουσιακά τους στοιχεία και στη συνέχεια τους εισάγουν στη νόμιμη οικονομία μέσω διαφορετικών προγραμμάτων νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες. Η ανίχνευση αυτών των στοιχείων ενεργητικού σημαίνει τον εντοπισμό των δικτύων» (με άλλα λόγια: “follow the money”)

    Η συγκεκριμένη στόχευση είναι κοινή και διεθνής. Στο πλαίσιο της συγκεκριμένης στόχευσης αλλά, κυρίως, της παρακολούθησης του διεθνούς γίγνεσθαι και ευρωπαϊκών οδηγιών υφίσταται (διαρκώς εκσυγχρονιζόμενο και ενισχυόμενο), το σχετικό νομοθετικό πλαίσιο στη χώρα μας.

     

    Ο ν. 4557/2018 για τη νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες

    Ο συγκεκριμένος νόμος επιγράφεται: «Πρόληψη και καταστολή της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας-ενσωμάτωση της Οδηγίας 2015/849/EE)»

    Στην εισαγωγική του, μάλιστα, διάταξη (άρθρο 1) προσδιορίζεται ως σκοπός των ρυθμίσεών του: «η ενσωμάτωση στην ελληνική έννομη τάξη της Οδηγίας (ΕΕ) 2015/849 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 20ής Μαΐου 2015 «σχετικά με την πρόληψη της χρησιμοποίησης του χρηματοπιστωτικού συστήματος για τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή για τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας, την τροποποίηση του Κανονισμού (ΕΕ) 648/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, και την κατάργηση της Οδηγίας 2005/60/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και της Οδηγίας 2006/70/ΕΚ της Επιτροπής» (ΕΕ L 141/5.6.2015) και η κωδικοποίηση των σχετικών διατάξεων της εθνικής νομοθεσίας».

     

    Ποιους, άραγε, αφορά ο συγκεκριμένος νόμος;

    Στη διάταξη του άρθρου 2 του συγκεκριμένου νόμου προσδιορίζεται το αντικείμενο του: «η πρόληψη και καταστολή της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας…»,

    Από μια πρώτη ανάγνωση της συγκεκριμένης διάταξης προκύπτει πως είναι κάτι που ούτε εμάς αφορά ούτε (τους περισσότερους από) τους γνωστούς μας. Με λίγο μεγαλύτερη, όμως, προσοχή, διαπιστώνουμε πως δεν αναφέρεται αποκλειστικά στα έσοδα που προέρχονται από την τρομοκρατία, τα όπλα, τα ναρκωτικά, το εμπόριο ανθρώπων ή άλλες τέτοιες, απολύτως απεχθείς-για τους περισσότερους, δραστηριότητες. Το έδαφος εφαρμογής του είναι απολύτως ευρύ. Στην παράγραφο 3 του άρθρου 2 αναφέρεται πως: «Νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες υπάρχει και όταν οι δραστηριότητες από τις οποίες προέρχεται η προς νομιμοποίηση περιουσία έχουν λάβει χώρα στο έδαφος άλλου κράτους, εφόσον αυτές θα ήταν βασικό αδίκημα αν διαπράττονταν στην Ελλάδα και θεωρούνται αξιόποινες, σύμφωνα με τη νομοθεσία του κράτους αυτού»

     

    Το «βασικό αδίκημα»

    Το περίφημο «βασικό αδίκημα» είναι, όσον αφορά τον  συγκεκριμένο και τους συναφείς νόμους, κάθε αδίκημα που δημιουργεί (αθέμιτο) περιουσιακό όφελος και είναι δυνατό να αποτελέσει τη βάση της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες (ξέπλυμα χρήματος). Στη σχετική λίστα θα συναντήσουμε όχι μόνον πράξεις με μέγιστη, σε κοινωνικό επίπεδο, απαξία (λ.χ. σχετιζόμενες με την τρομοκρατία, την εμπορία ανθρώπων, τα ναρκωτικά ή τα όπλα) αλλά και αδικήματα (παρ. 4 περ. ιστ) που σχετίζονται με τη φοροδιαφυγή, τη μη καταβολή χρεών προς το δημόσιο αλλά και εκείνα που τιμωρούνται, με ελάχιστη ποινή έξι (6) μηνών, από τα οποία «προκύπτει περιουσιακό όφελος»: η συγκεκριμένη λίστα λοιπόν αποδεικνύεται ιδιαίτερα μακρά και εξαιρετικά ευρεία.

     

    Ειδικό (και Κεντρικό) Μητρώο Πραγματικών Δικαιούχων

    Γενικά

    Ο ν. 4557/2018 στη διάταξη του άρθρου 20 (όπως αυτό πολύ πρόσφατα τροποποιήθηκε με το άρθρο 62 ν.4607/2019-ΦΕΚ Α 65/24.4.2019) προβλέπει τη δημιουργία Ειδικού αλλά και Κεντρικού Μητρώου Πραγματικών Δικαιούχων. Στο πλαίσιο της συγκεκριμένης ρύθμισης ο  εκπρόσωπος κάθε νομικού προσώπου που εδρεύει στην Ελλάδα ή ασκεί δραστηριότητα που φορολογείται στη χώρα μας, υποχρεούται να τηρεί σε Ειδικό Μητρώο Πραγματικών Δικαιούχων λεπτομερή στοιχεία για τους πραγματικούς δικαιούχους-ιδιοκτήτες του. Το Ειδικό αυτό Μητρώο καταχωρίζεται στο Κεντρικό Μητρώο Πραγματικών Δικαιούχων, το οποίο τηρείται στη Γενική Γραμματεία Πληροφοριακών Συστημάτων του Υπουργείου Οικονομίας και Οικονομικών

     

    Οι πληροφορίες που καταχωρίζονται στο Ειδικό Μητρώο

    Η παρ. 1 του άρθρου 20 του ν. 4557/2018 προβλέπει πως: «1. Οι εταιρικές και άλλες οντότητες που έχουν έδρα στην Ελλάδα ή ασκούν επιχειρηματική δραστηριότητα που φορολογείται στην Ελλάδα υποχρεούνται να συλλέγουν και να φυλάσουν σε ειδικό μητρώο που τηρούν στην έδρα τους, επαρκείς, ακριβείς και επίκαιρες πληροφορίες σχετικά με τους πραγματικούς δικαιούχους τους. Οι πληροφορίες αυτές περιλαμβάνουν τουλάχιστον το ονοματεπώνυμο, την ημερομηνία γέννησης, την υπηκοότητα και τη χώρα διαμονής των πραγματικών δικαιούχων, καθώς επίσης και το είδος και την έκταση των δικαιωμάτων που κατέχουν. Συμπληρώνονται δε με κάθε αναγκαίο στοιχείο για την ταυτοποίηση του πραγματικού δικαιούχου. Το ειδικό αυτό μητρώο τηρείται επαρκώς τεκμηριωμένο και επικαιροποιημένο με ευθύνη του νομίμου εκπροσώπου … και … καταχωρίζεται στο Κεντρικό Μητρώο Πραγματικών Δικαιούχων …μέσα σε εξήντα (60) ημέρες από την ημερομηνία σταδιακής έναρξης καταχώρισης ανά είδος εταιρικής οντότητας που καθορίζει η απόφαση της παραγράφου 11. Η καταχώριση αλλαγών στα στοιχεία των πραγματικών δικαιούχων γίνεται μέσα σε εξήντα (60) ημέρες από την ημερομηνία επέλευσής τους.».

    Η τήρηση και διασυνδέσεις του Κεντρικού Μητρώου

    Οι παρ. 4 και 5 του άρθρου 20 του ν. 4557/2018 προβλέπουν, μεταξύ άλλων, πως:

    «4. Στη Γραμματεία Πληροφοριακών Συστημάτων (Γ.Γ.Π.Σ.) δημιουργείται, με χρήση διαδικτυακής ηλεκτρονικής εφαρμογής, Κεντρικό Μητρώο Πραγματικών Δικαιούχων, το οποίο συνδέεται ηλεκτρονικά με το Α.Φ.Μ. κάθε νομικού προσώπου ή νομικής οντότητας και για το οποίο η Α.Α.Δ.Ε. διαθέτει τα απαραίτητα στοιχεία από το φορολογικό μητρώο κατά παρέκκλιση των κειμένων διατάξεων..

    1. Το Κεντρικό Μητρώο μπορεί, επίσης, να συνδέεται με το Γενικό Εμπορικό Μητρώο (Γ.Ε.ΜΗ.) του Υπουργείου Οικονομίας και Ανάπτυξης…»

    Οι κυρώσεις από τη μη τήρηση του Μητρώου Πραγματικών Δικαιούχων

    Σε περίπτωση μη συμμόρφωσης με την υποχρέωση τήρησης του Μητρώου Πραγματικών Δικαιούχων προβλέπονται κυρώσεις (παρ. 8 και 9 του άρθρου 20 του ν. 4557/2018): Η μη χορήγηση αποδεικτικού φορολογικής ενημερότητας των υπόχρεων νομικών προσώπων, η επιβολή προστίμου ύψους δέκα χιλιάδων (10.000) ευρώ (που διπλασιάζεται σε περίπτωση μη συμμόρφωσης) είναι κάποιες, μόνον, από αυτές. Οι λοιπές: σοβαρότερες!

     

    Η (εφαρμοστική) απόφαση του Υπουργού Οικονομικών

    Στη διάταξη της παρ. 11 του άρθρου 20 του ν. 4557/2018 προβλεπόταν έκδοση απόφασης του Υπουργού Οικονομικών για την έναρξη και τις λεπτομέρειες λειτουργίας του Κεντρικού Μητρώου Πραγματικών Δικαιούχων. Εξεδόθη ήδη, πολύ πρόσφατα, η σχετική, υπ’ αριθμόν 67343 ΕΞ 2019 απόφαση του Υπουργού Οικονομικών (ΦΕΚ τ. Β’ 2443/20.6.2019): Το Μητρώο Πραγματικών Δικαιούχων είναι πλέον γεγονός.

    Η υποχρέωση καταχώρισης των στοιχείων των πραγματικών δικαιούχων στο σχετικό Μητρώο για την πλειονότητα των εταιρικών μορφωμάτων (ΟΕ, ΕΕ, ΕΠΕ, ΑΕ)  εκτείνεται στο χρονικό διάστημα από 14.10.2019 έως 29.11.2019. Για τα λοιπά νομικά πρόσωπα ξεκινά από 16.9.2019.

     

    Εν κατακλείδι

    Μπορεί, ενδεχομένως, να αξιολογούνται (από κάποιους) ως «μακάριοι οι κατέχοντες». Δεν είναι, εντούτοις, δυνατό να παραμείνουν «μακάριοι» εκείνοι που επέλεξαν να κρατήσουν μακριά από την κοινή θέα τα περιουσιακά τους στοιχεία.

    Όταν βέβαια τα συγκεκριμένα περιουσιακά στοιχεία αποκτήθηκαν από αξιόμεμπτες δραστηριότητες ποιος θα μπορούσε (εκτός των αμέσως ενδιαφερομένων) ο,τιδήποτε να σχολιάσει;

    Όταν όμως τα συγκεκριμένα  περιουσιακά στοιχεία αποκτήθηκαν απολύτως νόμιμα και οι «κατέχοντες» επέλεξαν να μην τα παρουσιάζουν σε «γυάλινο κλωβό» ως στάση ζωής, για την προστασία τους, στο πλαίσιο του εθνικού ή διεθνή φορολογικού  τους σχεδιασμού ή/και για οποιονδήποτε άλλο (μη ηθικά κατακριτέο) λόγο;

    Η αιτιολογική βάση της καταγραφής των Πραγματικών Δικαιούχων δεν είναι, βεβαίως, αξιόμεμπτη. Ο περιορισμός όμως της οικονομικής ελευθερίας των εν λόγω δικαιούχων δεν  μπορεί να περάσει απαρατήρητος-τουλάχιστον για τους εξ αυτών δικαίους. Κι ακόμα περισσότερο: δεν είναι χωρίς σημασία οι (απολύτως απτοί) κίνδυνοι που διατρέχουν τα εν λόγω πρόσωπα από τη (μη νόμιμη) δημοσιοποίηση των οικονομικών τους στοιχείων και δεδομένων ή/και από την πρόσβαση μη δικαιουμένων προσώπων στο Κεντρικό Μητρώο Πραγματικών Δικαιούχων.

    Σε κάθε περίπτωση: Η πρόσφατη δημοσίευση της Απόφασης του Υπουργού Οικονομικών που ενεργοποιεί τις διατάξεις του νόμου για τη δημιουργία του Κεντρικού Μητρώου Πραγματικών Δικαιούχων είναι πλέον γεγονός. Εντός συγκεκριμένων προθεσμιών θα πρέπει να υπάρξει πλήρης συμμόρφωση από τα υπόχρεα νομικά (και φυσικά) πρόσωπα.

    Όλα, πλέον, σε κοινή (σχεδόν) θέα και, σε κάθε περίπτωση, «υπό τα όμματα» των αρχών.

    Οι από το νόμο προσδιοριζόμενες κυρώσεις δεν είναι αμελητέες. Η μη συμμόρφωση όμως ή (πολύ περισσότερο) η απόκρυψη των Πραγματικών Δικαιούχων είναι βέβαιο πως θα δημιουργήσει, περαιτέρω, σοβαρά προβλήματα τόσο στους εμπλεκόμενους όσο και στους υπόχρεους.

    Εν τέλει: “Beati possidentes;”

    stavros-koumentakis

    Σταύρος Κουμεντάκης
    Senior Partner

    Υ.Γ. Συνοπτική έκδοση αυτού του άρθρου δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ, στις 30 Ιουνίου 2019.

    μητρώο πραγματικών δικαιούχων

     

  • Η κατάργηση των ανωνύμων μετοχών

    Η κατάργηση των ανωνύμων μετοχών

    1. Προοίμιο

    Οι Robert (και για τους φίλους του Bob) Woodward και Carl Bernstein  είναι, πιθανολογώ, από τους πλέον διάσημους δημοσιογράφους όλων των εποχών. Κι όχι άδικα: Στη βάση της έρευνας των συγκεκριμένων νεαρών, τότε, δημοσιογράφων της Washington Post, αποκαλύφθηκε το παγκοσμίως γνωστό σκάνδαλο “Watergate”.  Ένα σκάνδαλο που οδήγησε, τελικά, στην παραίτηση του Προέδρου R. Nixon (1974). Για τη συγκεκριμένη τους έρευνα έλαβαν το βραβείο Pulitzer.

    “Follow the money” είναι η γνωστότερη, ίσως, ατάκα της ταινίας του 1976 «Όλοι οι άνθρωποι του Προέδρου», που βασιζόταν στο ομώνυμο βιβλίο των συγκεκριμένων δημοσιογράφων για το σκάνδαλο το “Watergate” (καθώς η απαρχή του σκανδάλου αφορούσε κλοπή χρημάτων από το «μαύρο ταμείο» του Δημοκρατικού κόμματος). Έκτοτε χρησιμοποιείται, αδιάλειπτα, για τον εντοπισμό και ταυτοποίηση εκείνων που ασχολούνται με παράνομες δραστηριότητες.

    Στη διαδρομή των ετών η προσπάθεια νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες γίνεται ολοένα πιο δυσχερής και επικίνδυνη. Στο πλαίσιο αυτό περιορίζεται  η χρήση των μετρητών στην  (πραγματική) οικονομία αλλά και η δυνατότητα κατοχής περιουσιακών στοιχείων αξίας χωρίς σύνδεσή τους με τον πραγματικό τους ιδιοκτήτη.

     

    2. Οι ανώνυμες μετοχές και η αντιμετώπισή τους από τη διεθνή έννομη τάξη

    Ήταν ανέκαθεν δυνατή η έκδοση ονομαστικών ή ανωνύμων μετοχών ως αξιόγραφο-στοιχείο αποδεικτικό της κατοχής τμήματος του μετοχικού κεφαλαίου μιας ανώνυμης εταιρείας.

    Η μεταβίβαση των ανωνύμων μετοχών ήταν πάντοτε ευχερέστερη (χωρίς διατυπώσεις, χωρίς τυμπανοκρουσίες, χωρίς φορολογικές επιβαρύνσεις) και για τούτο, για κάποιους, προτιμητέα. Καθώς όμως δεν είναι, σε ένα πρώτο επίπεδο τουλάχιστον, δυνατή η ταυτοποίηση των ανωνύμων μετοχών με τον ιδιοκτήτη τους, η ιδιοκτησία τους συχνά χρησιμοποιήθηκε για λιγότερο έντιμους σκοπούς. Το γεγονός αυτό δεν μπορούσε να παραμείνει απαρατήρητο από τους συναρμόδιους Διεθνείς Οργανισμούς (λ.χ. ΟΟΣΑ, Global Forum on Transparency, Financial Action Task Force) ούτε και, αυτονοήτως, στο απυρόβλητό τους.

    Η Ευρωπαϊκή Ένωση επίσης (με σχετικά πρόσφατη Οδηγία της-2015/849) επέβαλε στα κράτη-μέλη να ενσωματώσουν στις εθνικές τους νομοθεσίες αντίστοιχες πρόνοιες, στην παγκόσμια προσπάθεια για την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες. Η χώρα μας έπραξε το καθήκον της λίγο καθυστερημένα-με το ν. 4557/2018

    Από τα παραπάνω προκύπτει πως η κατάργηση των ανωνύμων μετοχών ήταν θέμα χρόνου να λάβει χώρα και στην Ελλάδα. Ο θάνατός τους είχε ήδη επέλθει. Η πιστοποίησή του ήταν, ήδη, λογικά αναμενόμενη από το νόμο για τις ανώνυμες εταιρείες (άρθρο 184, ν. 4548/2018).

    Εύλογα βέβαια θα αναρωτηθεί κανείς: Αφού καταργήθηκαν οι ανώνυμες μετοχές γιατί να συνεχίσουμε να αποκαλούμε «ανώνυμη» την ανώνυμη εταιρεία; Την απάντηση θα εντοπίσουμε στο γαλλικό δίκαιο, τις βασικές παραδοχές του οποίου στο δίκαιο εταιρειών ανέκαθεν ακολουθούσαμε. Η ονομασία «ανώνυμη» ουδέποτε συναρτάτο με τις ανώνυμες μετοχές αλλά με την έλλειψη ευθύνης των μετόχων της συγκεκριμένης εταιρείας.

     

    3. Η κατάργηση (και αντικατάσταση) των ανωνύμων μετοχών

    Η διάταξη του άρθρου 184, ν. 4548/2018-όπως ήδη αναφέρθηκε, πραγματεύεται τα θέματα τα σχετικά με την κατάργηση των ανωνύμων μετοχών. Από τη δημοσίευση του συγκεκριμένου νόμου (13.6.2018) δεν ήταν πλέον δυνατή η έκδοση ανωνύμων μετοχών ενώ οι υφιστάμενες ανώνυμες μετοχές ονομαστικοποιούνται, υποχρεωτικά, από 1.1.2020  (άρθρο 184, παρ. 1)

    Για την αντικατάσταση των ανωνύμων τίτλων μετοχών με ονομαστικούς, ακολουθούνται οι διατάξεις του καταστατικού. Σε περίπτωση έλλειψής τους ο νόμος επιβάλλει συγκεκριμένη διαδικασία (άρθρο 184, παρ. 2).

     

    4. Το πρώτο βήμα: Η απόφαση του ΔΣ για την ονομαστικοποίηση των ανωνύμων μετοχών

    Το Διοικητικό Συμβούλιο της Ανώνυμης Εταιρείας, η οποία έχει εκδώσει ανώνυμες μετοχές, είναι υποχρεωμένο (άρθρο 184 παρ. 3) μέχρι, το αργότερο, την 1.7.2019 να λάβει απόφαση επί της διαδικασίας ονομαστικοποίησης των ανωνύμων μετοχών. Συγκεκριμένα η απόφασή του θα πρέπει να αναφέρεται στον τρόπο με τον οποίο:

    (α) εκείνοι που κατέχουν δικαιώματα επί των ανωνύμων μετοχών (μέτοχοι ή άλλοι δικαιούχοι) θα αναγγείλουν τα δικαιώματά τους στην ανώνυμη εταιρεία και θα εγγραφούν στο τηρούμενο βιβλίο μετόχων και, στη συνέχεια,

    (β) θα εκδοθούν και παραδοθούν στους δικαιούχους οι νέοι, ονομαστικοί, τίτλοι.

    Αξιοσημείωτο είναι πως, μετά την 1.1.2020,  οι ανώνυμες μετοχές δεν παρέχουν οποιοδήποτε δικαίωμα στους κατόχους τους ούτε και είναι δυνατή η μεταβίβασή τους, εφόσον δεν έχει προηγηθεί η ονομαστικοποίησή τους.

    Μέχρι την ονομαστικοποίησή τους όμως (άρθρο 184 παρ. 3 σε συνδυασμό με άρθρο 50 παρ. 1) οι ανώνυμες μετοχές:

    (α) δεν παρέχουν δικαίωμα ψήφου και παράστασης στις γενικές συνελεύσεις,

    (β) δεν προσμετρώνται στον σχηματισμό απαρτίας και πλειοψηφίας,

    (γ) δεν λαμβάνουν τα αναλογούντα μερίσματα  και, τέλος

    (δ) στερούνται του δικαιώματος προτίμησης σε ενδεχόμενη αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου της εταιρείας

    Με την προαναφερθείσα απόφαση του ΔΣ της ανώνυμης εταιρείας  εξειδικεύεται (άρθρο 184 παρ. 4) ο τρόπος αναγγελλίας των σχετικών δικαιωμάτων καθώς ο τρόπος έκδοσης και παράδοσης στους δικαιούχους των νέων ονομαστικών τίτλων (εκτός κι αν έχει ήδη επιλεγεί η μη έκδοση μετοχών ή έκδοση αΰλων μετοχών).

     

    5. Η παράλειψη των οφειλομένων ενεργειών για την ονομαστικοποίηση των ανωνύμων μετοχών.

    Ενδεχόμενη παράλειψη του ΔΣ να προβεί στις οφειλόμενες ενέργειες μέχρι την 31.12.2019, παρέχει το δικαίωμα σε κάθε ενδιαφερόμενο να απευθυνθεί στο αρμόδιο δικαστήριο για την αναγνώρισή του ως δικαιούχου, την εγγραφή του στο βιβλίο μετόχων καθώς και την έκδοση στο όνομά του και την προς εκείνον παράδοσητων τίτλων των δικαιουμένων μετοχών (άρθρο 184 παρ. 5).

     

    6. Οι ρυθμίσεις για τις εισηγμένες ανώνυμες εταιρείες

    Στην περίπτωση εταιρειών των οποίων οι μετοχές είναι εισηγμένες σε κάποιο χρηματιστήριο, για την καταγραφή των δικαιούχων μετόχων ακολουθούνται οι κανόνες οι σχετικοί με τη συμμετοχή τους σε γενική τους συνέλευση. Επιμέρους ζητήματα είναι δυνατό να ρυθμισθούν από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς (άρθρο 184 παρ. 6).

     

    7. Λοιπές ρυθμίσεις

    Μέχρις ότου ολοκληρωθεί η διαδικασία ονομαστικοποίησης των ανωνύμων μετοχών και παράδοσης των σχετικών τίτλων στους δικαιούχους, ισχύει σειρά ρυθμίσεων  (άρθρο 184 παρ. 7). Οι σημαντικότερες από αυτές:

    (α) Σε περίπτωση μερικής καταβολής του μετοχικού κεφαλαίου, οι μετοχές είναι υποχρεωτικά ονομαστικές μέχρι την οριστική αποπληρωμή τους.

    (β) Η μεταβίβαση των ανωνύμων μετοχών (μέχρι την ονομαστικοποίησή τους) λαμβάνει χώρα, υποχρεωτικά, με συμβολαιογραφική πράξη ή ιδιωτικό έγγραφο βεβαίας χρονολογίας (άρθρο 184, παρ. 7, περ. γ, σε συνδυασμό με άρθρο 54, παρ. 1, ν. 4557/2018)

    (γ) δεν είναι δυνατή η λήψη αποφάσεων από τη Γενική Συνέλευση με ψηφοφορία χωρίς συνεδρίαση (κατ΄ άρθρο 135) στην περίπτωση που οι μετοχές της εταιρείας δεν έχουν ονομαστικοποιηθεί στο σύνολό της.

    (δ) τα δικαιώματα μειοψηφίας των μετόχων που κατέχουν ανώνυμες μετοχές είναι, κατά τι, περιορισμένα κι ούτε μπορούν να γίνουν μέλη ενώσεων μετόχων.

     

    8. Εν κατακλείδι

    Η ονομαστικοποίηση των ανωνύμων μετοχών είναι μια από τις περισσότερο γνωστές διατάξεις του νέου νόμου για τις ανώνυμες εταιρείες. Δεν έχει υιοθετηθεί όμως ως επιλογή της νομοπαρασκευαστικής επιτροπής του νέου νόμου ούτε και υπήρξε (ακηδεμόνευτη) επιλογή του έλληνα νομοθέτη: Υπήρξε απόρροια διεθνών υποχρεώσεων της χώρας μας στο πλαίσιο της (παγκόσμιας) προσπάθειας για την καταπολέμηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες.

    Η φράση “Follow the money” της ταινίας «Όλοι οι άνθρωποι του Προέδρου» αποδόθηκε από τον σεναριογράφο William Goldman στον Deep Throat που ήταν ο πληροφοριοδότης που συνέβαλε στην αποκάλυψη του σκανδάλου Watergate. Ωστόσο, η αξία της υπήρξε παροιμιώδης όσο και διαχρονική, συνυφασμένη πάντοτε με την αποκάλυψη εκείνων που θέλουν να ξεπλύνουν βρώμικο χρήμα. Δεν θα ήταν δυνατό λοιπόν να γίνει ανεκτή από τη διεθνή κοινότητα η δυνατότητα απόκτησης και διατήρησης σημαντικών περιουσιακών στοιχείων, όπως οι ανώνυμες μετοχές, χωρίς να είναι δυνατή, κατ’ αποτέλεσμα, η ταυτοποίηση του αληθινού τους ιδιοκτήτη. Εκείνος που ήθελε να ξεπλύνει βρώμικο χρήμα δεν θα έπρεπε να έχει τη δυνατότητα να αποκτά ανώνυμες μετοχές: Ήταν επιβεβλημένο να τεθούν ανυπέρβλητα εμπόδια. Τούτο αποδείχθηκε πως δεν ήταν εφικτό χωρίς την κατάργησή τους!

    Ήρθε η ώρα λοιπόν και για τη χώρα μας να αποχωριστεί τη δυνατότητα έκδοσης ανωνύμων μετοχών. Είναι αλήθεια πως η συγκεκριμένη διάταξη του πρόσφατου νόμου έχει γίνει ευρύτατα γνωστή. Αντίστοιχα και η προθεσμία (1.1.2020) για την αφαίρεση κάθε σχετικού προνομίου από αυτές-στην περίπτωση που δεν έχουν, μέχρι τότε, ονομαστικοποιηθεί.

    Εντούτοις λιγότερο γνωστή είναι η αναγκαιότητα της έκδοσης, μέχρι την 1.7.2019, της απόφασης του Διοικητικού Συμβουλίου που θα καθορίζει τον σχετικό «οδικό χάρτη».

    Γρηγορείτε-μη (επ’ ουδενί) επαναπαυόμενοι!

    stavros-koumentakis

    Σταύρος Κουμεντάκης
    Senior Partner

    Υ.Γ. Συνοπτική έκδοση αυτού του άρθρου δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ, στις 23 Ιουνίου 2019.

  • Οι μετοχικοί τίτλοι

    Οι μετοχικοί τίτλοι

    Προοίμιο

    «Χαρτιά γραμμένα, στόματα βουλωμένα» λέει ο θυμόσοφος λαός μας. Η συγκεκριμένη παροιμία αναφέρεται στη ανάγκη της γραπτής αποτύπωσης των συμφωνηθέντων. Καταγράφει όμως, επιπρόσθετα, με τρόπο λιτό και απολύτως ευκρινή, όχι μόνο τη σχέση που τους εξ ημών πρεσβύτερους συνδέει με το «χαρτί» αλλά και την ανασφάλειά μας από την έλλειψή του.

    Οι περισσότεροι, εξάλλου, από εμάς μεγαλώσαμε έχοντας καλά χαραγμένη στο υποσυνείδητό μας την ανάγκη να πάρουμε,  ένα «χαρτί»: Το χαρτί θα πιστοποιούσε το πέρας των πανεπιστημιακών μας σπουδών, τη σχετική, προαπαιτούμενη, γνώση αλλά και, προεχόντως, την δήθεν ένταξή μας στην ελίτ (!) των επιστημόνων της χώρας. Κι όταν μάλιστα το συγκεκριμένο «χαρτί» αυτόματα ενέτασσε τον κάτοχό του στη διάσημη «επετηρίδα» για την πρόσληψη στο δημόσιο ε, τότε, πια η (υποτιθέμενη) αξία του εκτινασσόταν στα ύψη!

    Άλλες εποχές τότε.

    Άλλες εποχές μεν η σχετική «εγγραφή» όμως στο υποσυνείδητο μας, λιγότερο ή περισσότερο, παρέμεινε.

    Εκτός από τα συγκεκριμένα «χαρτιά» υπήρχαν κι άλλα που, ως αξιόγραφα, είχαν μαι ιδιαίτερη αξία. Τέτοια ήταν και οι μετοχικοί τίτλοι. Κι όταν μιλούσαμε για μεταβίβαση μετοχών στο Χρηματιστήριο αναφερόμασταν σε ωραία (και με ασφάλεια;) τυπωμένους μετοχικούς τίτλους που «άλλαζαν χέρια» μέσω συμβάσεων που συνάπτονταν από τους φωνασκούντες (γύρω από το περίφημο «κάγκελο») χρηματιστές.

    Λίγο πριν την χαραυγή της τρέχουσας χιλιετίας (όταν αφήσαμε πια πίσω μας τους χρηματιστές και «συναντηθήκαμε» με τις χρηματιστηριακές εταιρείες) αρχίσαμε να μιλάμε για «αποϋλοποίηση μετοχών». Οι έντυπες μετοχές των εισηγμένων ανωνύμων εταιρειών θα έδιναν σταδιακά τη θέση τους σε μία, απλή, λογιστική εγγραφή κι οι μεταβιβάσεις τους θα ελάμβαναν χώρα (όχι πια στό «κάγκελο» αλλά) μέσω του Συστήματος Ηλεκτρονικών Συναλλαγών του Χρηματιστηρίου Αθηνών.

    Αυτά βέβαια για τις εισηγμένες.

    Σήμερα, στην εποχή της τεχνολογίας, το «χαρτί»-το έγγραφο συνολικά αρχίζει να χάνει, σταδιακά, την αξία του. Η πιστοποίηση της μετοχικής ιδιότητας δεν ήταν δυνατό να παραμένει άρρηκτα συνδεδεμένη με κάποιο έγγραφο.

     

    Μετοχικοί τίτλοι: η υποχρέωση έκδοσης οριστικών και όχι, πλέον, προσωρινών τίτλων

    Το μετοχικό κεφάλαιο της εταιρείας διαιρείται σε μετοχές (άρθρο 34, εδ. α, ν. 4548/2018). Οι μετοχές  είναι, πλέον,  μόνον ονομαστικές (άρθρο 40, παρ. 1, εδ. α). Όταν δεν υπάρχει διαφορετική ρύθμιση στο καταστατικό, η εταιρεία υποχρεούται (άρθρο 40, παρ. 3) να εκδώσει και παραδώσει στους μετόχους τίτλους, οι οποίοι ενσωματώνουν μία ή περισσότερες μετοχές (:απλοί ή, κατά περίπτωση, πολλαπλοί τίτλοι). Στη συνηθέστερη περίπτωση (της έκδοσης δηλ. τίτλων που ενσωματώνουν περισσότερες μετοχές), η εταιρεία είναι υποχρεωμένη να αντικαταστήσει τους υφιστάμενους τίτλους με νέους, οι οποίοι θα ενσωματώνουν μικρότερο αριθμό μετοχών.

    Το προϋφιστάμενο δίκαιο (άρθρο 8β, παρ. 3, ν. 2190/1920) προέβλεπε τη δυνατότητα έκδοσης προσωρινών τίτλων. Η πρόβλεψη αυτή δεν υφίσταται, πλέον, στο νέο νόμο και ως εκ τούτου αποτελεί παρελθόν η εποχή που (στην πράξη) μόνον προσωρινοί τίτλοι εκδίδονταν για τις ανώνυμες εταιρείες. Στο εξής: οριστικοί, μόνον, μετοχικοί τίτλοι.

    Επαφίεται βέβαια, σε κάθε περίπτωση, το δικαίωμα στους μετόχους να επιλέξουν αν θα προβούν στην έκδοση ή μη μετοχικών τίτλων (άρθρο 40, παρ. 4, εδ. α). Εφόσον μάλιστα αποφασίσουν να μην εκδώσουν μετοχικούς τίτλους, αυτόματα προκύπτει η ανάγκη προσδιορισμού του τρόπου απόδειξης της μετοχικής ιδιότητας, προκειμένου να είναι δυνατή η άσκηση των συναφών δικαιωμάτων. Οι μέτοχοι είναι εκείνοι που θα επιλέξουν (και ενσωματώσουν στο καταστατικό) τον συγκεκριμένο τρόπο απόδειξης. Αν όμως δεν το πράξουν, ο νόμος ορίζει (άρθρο 40, παρ. 4, εδ. γ) πως η απόδειξη της μετοχικής ιδιότητας γίνεται με βάση τα στοιχεία του βιβλίου μετόχων της εταιρείας. Καθώς όμως έχουμε εισέλθει στην “paperless” εποχή, ο νόμος παρέχει τη δυνατότητα στις εταιρείες (εισηγμένες και μη-άρθρο 34, εδ. α) να επιλέξουν να έχουν, εναλλακτικά με τις έγχαρτες, άυλες μετοχές· μετοχές δηλαδή που δεν ενσωματώνονται σε κάποιο «χαρτί» και δεν είναι τίποτα περισσότερο από μία, απλή, λογιστική εγγραφή.

     

    Το βιβλίο μετόχων

    Η απόδειξη της μετοχικής ιδιότητας συνεχίζει, κατά βάση, να γίνεται από το βιβλίο μετόχων, το οποίο κάθε ανώνυμη εταιρεία οφείλει να τηρεί (άρθρο 40, παρ. 2, εδ. 5). Στο βιβλίο μετόχων (άρθρο 40, παρ. 2, εδ. 2 & 3) καταχωρίζονται τα στοιχεία των μετόχων (ονοματεπώνυμο ή επωνυμία, διεύθυνση ή έδρα, επάγγελμα και εθνικότητα). Όχι όμως μόνον αυτά. Στο συγκεκριμένο βιβλίο αναγράφονται ο αριθμός και η κατηγορία των μετοχών (λ.χ. κοινές, προνομιούχες, εξαγοράσιμες κ.ο.κ.) που κάθε μέτοχος κατέχει καθώς και τα επ’ αυτών και από αυτές απορρέοντα δικαιώματά του (λ.χ. δικαιώματα πλήρους ή ψιλής κυριότητας, επικαρπίας, ψήφου, απόληψης κερδών κ.λ.π.).

    Η εμπειρία βέβαια έχει δείξει πως το βιβλίο μετόχων είναι μια, μάλλον, «πονεμένη ιστορία» για τις ανώνυμες εταιρείες: Άλλοτε διαπιστώνουμε πως τηρείται κι άλλοτε όχι. Κι όταν τηρείται μας εντυπωσιάζουν (αρνητικά-κατά κανόνα) τα σχετικά ευρήματα καθώς η τήρησή του δεν λαμβάνει χώρα από ανθρώπους που γνωρίζουν πώς διενεργείται με τον ορθό τρόπο. Τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι εταιρείες από τη μη ορθή τήρηση του σχετικού βιβλίου, αναδεικνύονται περισσότερο τα τελευταία χρόνια: πληθαίνουν εκείνοι (τράπεζες, fund, υποψήφιοι επενδυτές, αγοραστές μετοχών, δικαστήρια κλπ.) που, δικαιολογημένα, ζητούν πρόσβαση στα στοιχεία του.

    Όταν ορθά τηρείται το βιβλίο μετόχων, τα πράγματα μοιάζουν απλά:  Προκύπτουν όχι μόνον τα στοιχεία του μετόχου και ο αριθμός των μετοχών που κατέχει αλλά και το σύνολο των λοιπών αναγκαίων, και από το νόμο προβλεπόμενων, στοιχείων και δικαιωμάτων. Η (συνήθως) μη ορθή τήρηση του βιβλίου μετόχων φαίνεται πως είναι ο λόγος που (ο νόμος αναγνωρίζει πως) η απόδειξη της ιδιότητας του μετόχου δεν λαμβάνει χώρα, αποκλειστικά, με βάση τις καταχωρήσεις σ’ αυτό (άρθρο 40, παρ. 4, εδ. γ). Σε περίπτωση ανάγκης (όταν δηλ. η αποτύπωση στο βιβλίο μετόχων είτε δεν υφίσταται, είτε είναι λανθασμένη ή ελλιπής) ο μέτοχος μπορεί να επικαλεστεί και οποιοδήποτε άλλο έγγραφο έχει στην κατοχή του, δηλωτικό ή αποδεικτικό της μετοχικής του ιδιότητας και των συναφών δικαιωμάτων του.

     

    Μετοχικοί τίτλοι και ηλεκτρονική τήρηση του βιβλίου μετόχων

    Η πολύ σημαντική για την εταιρεία και τους μετόχους τήρηση του βιβλίου μετόχων δεν είναι αναγκαίο να γίνεται σε έγχαρτη μορφή. Κατά το νόμο (άρθρο 40, παρ. 2, εδ. 4) το συγκεκριμένο βιβλίο είναι δυνατό να τηρείται ηλεκτρονικά από την εταιρεία ή τρίτους. Η ηλεκτρονική τήρηση όμως από την ίδια την ανώνυμη εταιρεία δεν πιθανολογείται ότι θα λύσει προβλήματα που ούτως ή άλλως υφίστανται από την τήρησή του σε έγχαρτη μορφή.

    Τρίτοι που δικαιούνται να τηρούν ηλεκτρονικά βιβλία μετόχων είναι πιστωτικά ιδρύματα, επιχειρήσεις επενδύσεων (που διαθέτουν τέτοιο δικαίωμα) καθώς και κεντρικά αποθετήρια τίτλων. Υπό τις συνθήκες, βέβαια, που επικρατούν σήμερα στην ελληνική αγορά δεν μοιάζει πολύ ασφαλές να επέλεγε κάποια ανώνυμη εταιρεία την τήρηση των βιβλίων μετόχων της από τράπεζα ή ΕΠΕΥ. Ασφαλέστερη λύση φαίνεται πως θα είναι η τήρησή τους από το Κεντρικό Αποθετήριο του Χρηματιστηρίου Αθηνών όταν καταστεί εφικτή η επέκταση και στις μη εισηγμένες ανώνυμες εταιρείες η συγκεκριμένη υπηρεσία-που ούτως ή άλλως παρέχεται προς τις εισηγμένες. Η σχετική διαδικασία βρίσκεται ήδη σε εξέλιξη.

     

    Η τήρηση των μετοχών της εταιρείας σε λογιστική μορφή

    Οι μετοχικοί τίτλοι της εταιρείας δεν είναι, όπως είδαμε ήδη, αναγκαίο να εκδίδονται-πολύ περισσότερο να εκδίδονται έγχαρτες. Ο νόμος (άρθρο 40, παρ. 5) παρέχει επίσης τη δυνατότητα τήρησής τους σε λογιστική μορφή. Για τη διαδικασία αποϋλοποίησης ή ακινητοποίησης των μετοχών εφαρμογή έχει ο Κανονισμός (ΕΕ) 909/2014 και του Συμβουλίου της 23.7.2014. Σε κάθε περίπτωση, το καταστατικό είναι εκείνο που θα πρέπει να προβλέπει τον ειδικότερο τρόπο έκδοσης και τήρησης των μετοχών της σε κεντρικό αποθετήριο τίτλων.

     

    Εν κατακλείδι

    Η μέρα που οριστικά θα αποχωριστούμε το χαρτί δε μοιάζει πλέον μακρινή. Ο νέος νόμος για τις ανώνυμες εταιρείες παρέχει, σ’ αυτό το μεταβατικό στάδιο, την επιλογή της έκδοσης ή μη μετοχών και, σε καταφατική περίπτωση, της επιλογής ανάμεσα σε έγχαρτες ή άυλες μετοχές. Αντίστοιχα το βιβλίο μετόχων, με την ξεχωριστή αξία που του αναγνωρίζεται, μπορεί να τηρείται στην μορφή που όλοι γνωρίσαμε-ένα χοντρό δηλ. βιβλίο με, κατά κανόνα προβληματική τήρηση. Μπορεί  όμως και να τηρείται, απλά, σε ηλεκτρονική μορφή-ένα αρχείο δηλ. κάπου σε κάποιον υπολογιστή στο γραφείο μας ή στον κόσμο ή, απλά, σε κάποιο cloud.

    Φαίνεται πως η αξία της παροιμίας «χαρτιά γραμμένα, στόματα βουλωμένα» απομακρύνεται, με ταχείς ρυθμούς, από το παρόν και την καθημερινότητά μας. Και, αυτονοήτως, όσον αφορά τις Ανώνυμες Εταιρείες. Η εμμονή μας στο «χαρτί», στην (δήθεν) ασφάλεια που αυτό παρέχει αλλά και στις εμπειρίες του παρελθόντος, εύλογα θα ήταν δυνατό να χαρακτηριστεί από τους νεότερους με μία μόνον, απαξιωτική, λέξη:  αγκύλωση.

    Αν δεν καταφέρνουμε να συμπεριλαμβανόμαστε μεταξύ εκείνων που χαράσσουν τις νέες λεωφόρους τουλάχιστον ας επιδιώκουμε να παραμένουμε μεταξύ των χρηστών τους.

    stavros-koumentakis

    Σταύρος Κουμεντάκης
    Senior Partner

    Υ.Γ. Συνοπτική έκδοση αυτού του άρθρου δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ, στις 2 Ιουνίου 2019.

  • Μειοψηφούντες Μέτοχοι: Το Δικαίωμα Της Πλειοψηφίας Για Την Εξαγορά Των Μετοχών Μειοψηφίας

    Μειοψηφούντες Μέτοχοι: Το Δικαίωμα Της Πλειοψηφίας Για Την Εξαγορά Των Μετοχών Μειοψηφίας

    Μειοψηφούντες μέτοχοι.

    Μέρος Γ΄: Το δικαίωμα του μετόχου Πλειοψηφίας για την εξαγορά μετοχών Μειοψηφίας

    1. Προοίμιο

    Ενστερνιζόμουν, ανέκαθεν, τη θέση πως «το δίκαιο δεν είναι τίποτα άλλο παρά το συμφέρον του ισχυρού». Θα μπορούσα μάλιστα, πολύ εύκολα, να διεκδικήσω την πατρότητα της συγκεκριμένης ρήσης: (α) αν  δεν με είχε προλάβει (είκοσι τέσσερις, μόλις, αιώνες πριν) ο Πλάτωνας στην Πολιτεία-Λόγος Πρώτος (:«φημί γαρ εγώ είναι το δίκαιον ουκ άλλο τι το του κρείττονος ξυμφέρον») και (β) αν  το συγκεκριμένο εδάφιο δεν το είχα συναντήσει, κατ’ επανάληψη, στο διαδίκτυο.

    Τάδε έφη λοιπόν ο Πλάτωνας κι από τον ρου της ιστορίας αποδεικνύεται πως δεν είχε κι άδικο. Η συγκεκριμένη θέση φαίνεται, μάλιστα, πως έχει γενική ισχύ: στις διακρατικές σχέσεις, στην άσκηση της κρατικής εξουσίας, στις οικογενειακές & προσωπικές σχέσεις και όχι μόνον! Ειδικά όσον αφορά τις ενδοεταιρικές σχέσεις είναι κάτι που αναδεικνύεται, διαχρονικά, στη σχετική νομοθεσία. Θα μπορούσε κάποιος να χρησιμοποιήσει ως παράδειγμα την εξουσία της πλειοψηφίας επί της μειοψηφίας. Χωρίς να παραγνωρίζει κανένας τους περιορισμούς της συγκεκριμένης εξουσίας στο νόμο για τις ανώνυμες εταιρείες διαπιστώνουμε την πολυεπίπεδη αναγνώριση της εξουσίας της πλειοψηφίας.

    Η άποψη και θέσεις της μειοψηφίας δεν είναι πάντοτε ελκυστικές. Ενίοτε ούτε και ανεκτές. Ιδίως στις περιπτώσεις όπου η επιχείρηση είναι (μοιάζει να είναι ή προβλέπεται να γίνει) ανθούσα. Καθώς και σ’ εκείνες που η μειοψηφία διεκδικεί τα δικαιώματα που έχει (ή που φαντάζεται πως έχει).

    Οι μέτοχοι που ατομικά ή κατά σύμπραξη συγκεντρώνουν κάτι περισσότερο από το 50% έως κάτι λιγότερο από το 95% του μετοχικού κεφαλαίου της ανώνυμης εταιρείας ουδέν δικαιούνται (ευθέως) να πράξουν αν αξιολογήσουν, κατά την ελεύθερη κρίση τους, πως «καιρός είναι τώρα να ξεφορτωθούμε τους μετόχους μειοψηφίας». Ποικιλοτρόπως είναι δυνατό να κινηθούν είτε σε παρασκηνιακό επίπεδο είτε στα όρια του νόμου. Άμεσα όμως μπορεί ο μέτοχος που συγκεντρώνει ποσοστό ίσο ή μεγαλύτερο από το 95% του μετοχικού κεφαλαίου να ασκήσει τα δικαιώματα που του αναγνωρίζει ο νόμος για τις ανώνυμες εταιρείες (άρθρο 47 ν. 4548/2019).

    Αναφερθήκαμε ήδη στην (καλυπτόμενη από το νόμο) αξίωση του μετόχου μειοψηφίας να εξαγοράσει η εταιρεία ή, κατά περίπτωση, ο μέτοχος πλειοψηφίας τις μετοχές του καθώς και στις σχετικές προϋποθέσεις και διαδικασία (δείτε τα σχετικά άρθρα “Μειοψηφούντες μέτοχοι. Μέρος Α΄: Η αξίωση εξαγοράς των μετοχών τους από την Α.Ε.” και  “Μειοψηφούντες μέτοχοι. Μέρος Β΄: Η αξίωση εξαγοράς των μετοχών τους από τον μέτοχο πλειοψηφίας“). Στην προκειμένη περίπτωση θα μας απασχολήσει η υποχρέωση του μετόχου μειοψηφίας να ανεχθεί την εξαγορά των μετοχών του από τον μέτοχο πλειοψηφίας-στη διεθνή ορολογία squeeze out. Και τούτο κατ’ απόκλιση (και εν προκειμένω) της αρχής της ελευθερίας των συμβάσεων (κατ’ άρθρο 361 ΑΚ) αλλά και της οικονομικής ελευθερίας που προσδιορίζεται από τη διάταξη του άρθρου 5 παρ. 1 του Συντάγματος.

     

    2. Το δικαίωμα του πλειοψηφούντος μετόχου για την εξαγορά μετοχών μειοψηφίας

    2.1 Η προϋπόθεση της ιδιοκτησίας του 95% και πλέον του μετοχικού κεφαλαίου

    Στις περιπτώσεις των μη εισηγμένων εταιρειών (καθώς για τις εισηγμένες ισχύουν, κατά βάση, οι ρυθμίσεις για τη δημόσια πρόταση αγοράς κινητών αξιών και επικουρικά εκείνες του νόμου για τις ανώνυμες εταιρείες) η πρώτη, καθοριστική, προϋπόθεση αναφέρεται στο ποσοστό του μετοχικού κεφαλαίου του πλειοψηφούντος μετόχου. Η ρύθμιση του νόμου για τις Α.Ε. (άρθρο 47 παρ. 1 ν. 4548/2018) αναφέρεται στον μέτοχο που συγκεντρώνει, κατ’ ελάχιστον, ποσοστό 95% του μετοχικού κεφαλαίου. Εκ περισσού διευκρινίζεται πως το ποσοστό του πλειοψηφούντος μετόχου λογίζεται με βάση την ονομαστική αξία των μετοχών του επί του (συνολικού) μετοχικού κεφαλαίου. Δεν έχει σημασία αν κάποιος μέτοχος διαθέτει το 95% ή περισσότερο των κοινών ή προνομιούχων μετοχών καθώς καθοριστικό στοιχείο αναδεικνύεται η ποσοστιαία συμμετοχή του στο μετοχικό κεφάλαιο της εταιρείας.

    2.2 Η προϋπόθεση της συγκέντρωσης του 95% σε έναν μέτοχο.

    Το δικαίωμα της απόκτησης των μετοχών του μειοψηφούντος μετόχου ανήκει στον μέτοχο που έχει συγκεντρώσει ποσοστό 95% και πλέον-μετά τη σύσταση της ανώνυμης εταιρείας. Στην περίπτωση όμως που ο εξ αρχής πλειοψηφών μέτοχος (από την ίδρυση, ακόμα, της ανώνυμης εταιρείας) κάλυψε ποσοστό  95% τουλάχιστον του μετοχικού κεφαλαίου δεν του αναγνωρίζεται το δικαίωμα να κινηθεί με βάση τη συγκεκριμένη διάταξη. Με άλλα λόγια: ο εξ αρχής μέτοχος-κάτοχος ποσοστού 95% και πλέον του μετοχικού κεφαλαίου της ανώνυμης εταιρείας δεν δικαιούται, οποιαδήποτε χρονική στιγμή στο μέλλον, να αξιώσει την εξαγορά μετοχών μειοψηφίας.

    Είναι σημαντικό να τονισθεί πως η συγκεκριμένη διάταξη αναφέρεται ρητά στο δικαίωμα του ενός, μόνον, πλειοψηφούντος μετόχου. Επομένως θα πρέπει να αποκλεισθεί το ενδεχόμενο της (ευκαιριακής ή περισσότερο μόνιμης) σύμπραξης περισσοτέρων μετόχων για τη συγκέντρωση ποσοστού 95% και πλέον του μετοχικού κεφαλαίου με σκοπό την άσκηση του δικαιώματος εξαγοράς των μετοχών των υπολοίπων, μειοψηφούντων, μετόχων.

    Αν ανατρέξουμε στην ακριβώς «αντίπερα όχθη» δεν θα συναντήσουμε αντίστοιχη ρύθμιση: ο μέτοχος μειοψηφίας ο οποίος έχει στην κυριότητά του ποσοστό μικρότερο του 5% του μετοχικού κεφαλαίου δικαιούται (άρθρο 46 παρ. 1) να αξιώσει από τον μέτοχο που συγκεντρώνει το 95% και πλέον του μετοχικού κεφαλαίου την εξαγορά των μετοχών του. Είδαμε όμως στο σχετικό άρθρο πως στο ποσοστό του πλειοψηφούντος μετόχου προσμετρώνται τα ποσοστά διαφόρων φυσικών και νομικών προσώπων (ανιόντες, κατιόντες, σύζυγοι, συγκατοικούντες σύντροφοι, συνδεδεμένα νομικά πρόσωπα). Στην εξεταζόμενη όμως περίπτωση ο νόμος αξιώνει ένας, μόνον, να είναι ο μέτοχος που συγκεντρώνει το 95% και πλέον του μετοχικού κεφαλαίου.

    Θα πρέπει βέβαια να σημειωθεί πως αν αναφερόμαστε σε νομικό πρόσωπο (λ.χ. εταιρεία holding ή άλλης μορφής πολυμετοχικό σχήμα) η οποία διαθέτει το 95% και πλέον του μετοχικού κεφαλαίου ένας θα πρέπει να λογίζεται ο μέτοχος, ανεξάρτητα από τον αριθμό των μετόχων-εταίρων του. Αντίστοιχα, θα πρέπει να προσμετρήσουμε στις μετοχές που κατά κυριότητα ανήκουν σε συγκεκριμένο μέτοχο κι εκείνες που του έχουν μεταβιβασθεί με άλλο τρόπο (λ.χ. καταπιστευματικά).

    2.3 Προθεσμία

    Το δικαίωμα του πλειοψηφούντος μετόχου (του κατέχοντος ποσοστό 95% και πλέον  του μετοχικού κεφαλαίου) για την άσκηση του δικαιώματός του από τη συγκεκριμένη διάταξη, υπόκειται σε πενταετή αποσβεστική προθεσμία. Χρόνος έναρξης της συγκεκριμένης προθεσμίας είναι ο χρόνος απόκτησης ή, κατά περίπτωση, υπέρβασης του 95% του μετοχικού κεφαλαίου από τον μέτοχο πλειοψηφίας. Μετά την παρέλευση της συγκεκριμένης πενταετούς προθεσμίας, ο προαναφερθείς μέτοχος πλειοψηφίας ουδέν δικαιούται να πράξει για την εξαγορά των μετοχών των μειοψηφούντων μετόχων.

    Εκ περισσού σημειώνεται πως ο νόμος δεν επιβάλει στον πλειοψηφούντα μέτοχο τη γνωστοποίηση (του χρόνου έναρξης της συγκεκριμένης προθεσμίας, δηλ.) της απόκτησης ή υπέρβασης του ποσοστού του 95% του μετοχικού κεφαλαίου.

    2.4 Η δικαστική απόφαση και η σχετική πραγματογνωμοσύνη

    Το αίτημα του μετόχου πλειοψηφίας για την εξαγορά των μετοχών των μειοψηφούντων αξιολογείται από το αρμόδιο Δικαστήριο κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας (άρθρο 47 παρ. 2). Το τελευταίο είναι που θα κρίνει αν πληρούνται οι προϋποθέσεις που θέτει ο νόμος. Εφόσον η σχετική αίτηση γίνει αποδεκτή, το Δικαστήριο ορίζει το δίκαιο και εύλογο τίμημα (:αντάλλαγμα της εξαγοράς των μετοχών του μειοψηφούντος). Για τον προσδιορισμό του τιμήματος θα ληφθεί υπόψη, αυτονοήτως, η αξία της εταιρείας-συνολικά. Σχετικά με το θέμα αυτό ο αιτών μέτοχος πλειοψηφίας υποβάλλει στο δικαστήριο πραγματογνωμοσύνη που, κατά κανόνα,  διενεργείται (άρθρο 47 παρ. 2, σε συνδυασμό με το άρθρο 17 παρ. 3) από δύο ορκωτούς ελεγκτές-λογιστές ή μία ελεγκτική εταιρεία. Στους πραγματογνώμονες παρέχεται κάθε αναγκαίο οικονομικό στοιχείο από το Διοικητικό Συμβούλιο της Εταιρείας. Η συγκεκριμένη πραγματογνωμοσύνη όμως, παρ’ ότι από το νόμο υποχρεωτική η υποβολή της, δεν αναδεικνύεται ως δεσμευτική για το δικαστήριο.

    2.5 Η κατάθεση του ανταλλάγματος σε Πιστωτικό Ίδρυμα

    Μετά την έκδοση της δικαστικής απόφασης και την ενδεχόμενη αποδοχή της αίτησης του πλειοψηφούντος μετόχου, ο τελευταίος υποχρεούται να καταθέσει το αντάλλαγμα που ορίσθηκε ως αναλογούν σε Πιστωτικό Ίδρυμα υπέρ των μειοψηφούντων μετόχων. Η καταβολή προς τους τελευταίους θα λάβει χώρα ύστερα από επιβεβαίωση της νομιμοποίησής τους. Σε περίπτωση όμως που παρέλθει εξάμηνο από τον χρόνο της κατάθεσης στο Πιστωτικό Ίδρυμα, το τελευταίο διατηρεί το δικαίωμα να μεταφέρει στο Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων το μη αναληφθέν τμήμα του παρακατατεθέντος ποσού.

    2.6 Η Δημόσια Δήλωση

    Η άσκηση του δικαιώματος του μετόχου πλειοψηφίας για την εξαγορά των μετοχών των μειοψηφούντων μετόχων λαμβάνει χώρα με δημόσια δήλωσή του (στο ΓΕΜΗ). Η συγκεκριμένη δημόσια δήλωση, κατά βάση, περιλαμβάνει (άρθρο 47 παρ. 4):

    (α) Τα στοιχεία της εταιρείας και του πλειοψηφούντος μετόχου καθώς και το ποσοστό που τελευταίος κατέχει στην εταιρεία,

    (β) Τα στοιχεία και το περιεχόμενο της εκδοθείσας δικαστικής απόφασης της σχετικής με το θέμα της εξαγοράς.

    (γ) Τα στοιχεία του Πιστωτικού Ιδρύματος στο οποίο έχει γίνει η παρακατάθεση του ανταλλάγματος που ορίσθηκε από την εκδοθείσα δικαστική απόφαση καθώς και

    (δ) Τις τυχόν προϋποθέσεις για την ανάληψη του ανταλλάγματος από τους μετόχους μειοψηφίας.

    2.7 Η υποχρέωση του μετόχου πλειοψηφίας για δημόσια δήλωση ή ατομική ειδοποίηση των μετόχων μειοψηφίας.

    Η μεταβίβαση των μετοχών από τους μετόχους μειοψηφίας δεν χρειάζεται, στην περίπτωση αυτή, οποιαδήποτε σύμβαση. Η συγκεκριμένη μεταβίβαση ολοκληρώνεται με δύο, εναλλακτικά, τρόπους. Η επιλογή εναπόκειται στη διακριτική ευχέρεια του μετόχου πλειοψηφίας. Συγκεκριμένα:

    (α) Η προαναφερθείσα (υπό 2.6) δήλωση του μετόχου πλειοψηφίας υποβάλλεται σε δημοσιότητα (άρθρο 47 παρ. 4). Από την ημερομηνία της δημοσίευσης (στο ΓΕΜΗ) οι μετοχές περιέρχονται, αυτοδικαίως, στον μέτοχο πλειοψηφίας. Το μόνο δικαίωμα που διατηρεί ο μέτοχος μειοψηφίας από τις μετοχές του, μετά τη συγκεκριμένη δημοσίευση, είναι να αναλάβει το αντάλλαγμα για την εξαγορά τους-όπως αυτό προσδιορίστηκε από την εκδοθείσα δικαστική απόφαση.

    (β) Η δημοσιότητα της εν λόγω (υπό α) δήλωσης μπορεί να αντικατασταθεί από ατομικές γνωστοποιήσεις του μετόχου πλειοψηφίας προς έναν έκαστο των μετόχων μειοψηφίας (επιδιδόμενες, ασφαλέστερα, με δικαστικό επιμελητή). Η αυτοδίκαιη μεταβίβαση των μετοχών των τελευταίων λαμβάνει χώρα μετά τη δεύτερη ατομική γνωστοποίηση προς τον μέτοχο μειοψηφίας (η οποία δεν θα απέχει περισσότερες από δεκαπέντε ημέρες από την πρώτη). Απαιτείται όμως και τρίτη ατομική γνωστοποίηση προς τον μέτοχο μειοψηφίας με την επίκληση των στοιχείων των δύο πρώτων.

    2.8 Είναι δυνατή η καθυστέρηση της εκτέλεσης της απόφασης για την εξαγορά μετοχών μειοψηφίας;

    Με ρητή διάταξη του νόμου (άρθρο 47 παρ. 7) αποσαφηνίζεται πως δεν είναι δυνατή η καθυστέρηση της εκτέλεσης της απόφασης, η οποία κάνει αποδεκτή την αίτηση του μετόχου πλειοψηφίας. Τυχόν άσκηση ενδίκων μέσων, αιτήσεως ανάκλησης, μεταρρύθμισης ή τριτανακοπής δεν είναι δυνατό να δημιουργήσει κώλυμα ή χρονική υστέρηση στη μεταβίβαση των μετοχών στον πλειοψηφούντα με το αντάλλαγμα που ορίσθηκε για την εξαγορά.

     

    3. Εν κατακλείδι

    Μίλησε ήδη ο Πλάτωνας, κατά τα εισαγωγικώς αναφερόμενα, για το συμφέρον του ισχυρού και την προστασία που του επιφυλάσσει το δίκαιο. Δεν χρειάζεται και εδώ να επαναλάβω τη σχετική του θέση.

    Είναι αλήθεια πως η δυνατότητα που αναγνωρίζεται στον μέτοχο πλειοψηφίας (που διαθέτει ποσοστό τουλάχιστον 95% του μετοχικού κεφαλαίου της ανώνυμης εταιρείας) για την εξαγορά των μετοχών της εναπομένουσας μειοψηφίας κινείται, προεχόντως, προς την κατεύθυνση της εξυπηρέτησης των δικών συμφερόντων.

    Το πιθανότερο όμως είναι πως και τα δικαιώματα και αξιώσεις των μειοψηφούντων ικανοποιεί. Και τούτο γιατί παρέχει στους μειοψηφούντες αντάλλαγμα (κατά τεκμήριο δίκαιο) για μετοχές (α) με περιορισμένα δικαιώματα, (β) οι οποίες το πιθανότερο θα ήταν δυνατό να εκποιηθούν μόνον προς τον πλειοψηφούντα και ύστερα από δικαστικό εξαναγκασμό του-με έξοδα όμως των μειοψηφούντων.

    Η συγκεκριμένη διαδικασία θα πρέπει να αποδεχθούμε, ως πιθανότερη εκδοχή, πως θα έχει θετικά αποτελέσματα και για την ανώνυμη εταιρεία την οποία αφορά. Η αποκατάσταση της τυχόν διαρραγείσας ενότητας και ηρεμίας μεταξύ των μετόχων δεν είναι δυνατό να έχει αρνητικά αποτελέσματα στην επίτευξη του εταιρικού σκοπού.

    Ας μη έχουμε όμως ψευδαισθήσεις: η εμπειρία έχει δείξει πως η μειοψηφία αξιολογείται, κατά κανόνα, ως ενοχλητική. Δεν χρειάζονται μάλιστα συγκροτημένες ενέργειες από μέρους της για να εισέλθει στον χώρο της ενόχλησης. Η διατύπωση μιας διαφορετικής, έστω, άποψης θα ήταν αρκετή για να εισπράξει μια τέτοια αξιολόγηση από τον πλειοψηφούντα. Προς εκατονταετίας εξάλλου, στη Δίκη του ο Κάφκα διατύπωσε, ενδεχομένως με τρόπο ωμό, την πραγματικότητα «ο καθένας έχει το δικαίωμα να έχει τη δική του άποψη αρκεί να συμφωνεί με τη δική μου»:-λιγότερο ή περισσότερο αφορά τον καθένα μας.

    Με ασφάλεια λοιπόν μπορούμε να συμπεράνουμε πως η συγκεκριμένη διάταξη είναι μία από τις ασφαλείς οδούς που (κατά νόμο) δικαιούται ο μέτοχος πλειοψηφίας να βαδίσει για την απαλλαγή του από τους διαφορετική άποψη έχοντες αλλά και την εδραίωση της μονοκρατορίας του!

    stavros-koumentakis

    Σταύρος Κουμεντάκης
    Senior Partner

    Υ.Γ. Συνοπτική έκδοση αυτού του άρθρου δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ, στις 19 Μαΐου 2019.

    εξαγορά μετοχών μειοψηφίας

  • Μειοψηφούντες Μέτοχοι: Η Αξίωση Εξαγοράς Των Μετοχών Τους Από Τον Μέτοχο Πλειοψηφίας

    Μειοψηφούντες Μέτοχοι: Η Αξίωση Εξαγοράς Των Μετοχών Τους Από Τον Μέτοχο Πλειοψηφίας

    Μειοψηφούντες μέτοχοι.

    Μέρος Β΄: Η αξίωση εξαγοράς των μετοχών τους από τον Μέτοχο Πλειοψηφίας

    1. Προοίμιο

    Σε μια ευνομούμενη πολιτεία αυτονόητη μοιάζει η αρχή της ελευθερίας των συμβάσεων. Στη χώρα μας τη συναντούμε στη διάταξη του άρθρου 361 ΑΚ (: «Για τη σύσταση η αλλοίωση ενοχής με δικαιοπραξία απαιτείται σύμβαση, εφόσον ο νόμος δεν ορίζει διαφορετικά»). Η συγκεκριμένη αρχή βάση της έχει τη διάταξη του άρθρου 5 παρ. 1 του Συντάγματος, η οποία αναφέρεται, μεταξύ των άλλων, στην οικονομική ελευθερία.

    Επιμέρους στοιχεία της αρχής της ελευθερίας των συμβάσεων είναι η ελευθερία της σύναψης (ή μη) σύμβασης καθώς και (σε καταφατική περίπτωση) επιλογής του αντισυμβαλλομένου και του περιεχομένου της.

    Στη βάση της συγκεκριμένης αρχής ουδείς υποχρεούται να συνάψει οποιαδήποτε σύμβαση (πολύ περισσότερο με συγκεκριμένο περιεχόμενο) εκτός κι αν ο νόμος «ορίζει διαφορετικά».

    Στο πλαίσιο της Ανώνυμης Εταιρείας, αντίστοιχα, ουδείς υποχρεούται να αγοράσει τις μετοχές του μειοψηφούντος μετόχου. Όταν μάλιστα το ποσοστό του τελευταίου είναι ελάχιστο και δεν έχει οποιαδήποτε αξία στον σχηματισμό της πολυπόθητης πλειοψηφίας, το περισσότερο πιθανό είναι και πως κανένας θα ενδιαφέρεται (ή θα κάνει πως δεν ενδιαφέρεται) να τις αγοράσει.

    Ανάμεσα στα άλλα που είχε πει ο τεράστιος (αμερικανός ηθοποιός και σκηνοθέτης) Κλιντ Ήστγουντ είναι: «αν θέλεις εγγύηση αγόρασε μια τοστιέρα». Αν ο μέτοχος μειοψηφίας καταλήξει πως η επένδυσή του δεν είναι προσοδοφόρα ή, πολύ περισσότερο, προβληματική για τον ίδιο δεν μπορεί να την επιστρέψει: οι μετοχές δεν είναι τοστιέρες. Οι μετοχές δεν καλύπτονται από τις εγγυήσεις που αναφέρονται στις τοστιέρες.

    Ένα πρώτο συμπέρασμα θα μπορούσε λοιπόν να είναι πως, κατ’ αρχήν, δεν μπορεί να υποχρεωθεί κάποιος να αποκτήσει τις μετοχές του μετόχου μειοψηφίας゙ εκτός κι αν πληρούνται συγκεκριμένες προϋποθέσεις…

    Αναφερθήκαμε ήδη στην (καλυπτόμενη από το νόμο) αξίωση του μετόχου μειοψηφίας να εξαγοράσει η εταιρεία τις μετοχές του καθώς και στις σχετικές προϋποθέσεις και διαδικασία (διαβάστε στο σχετικό άρθρο). Στην προκειμένη περίπτωση θα μας απασχολήσει η (δυνητική) αξίωση του μειοψηφούντος για την εξαγορά των μετοχών του από τον μέτοχο πλειοψηφίας.

     

    2. Το δικαίωμα της μειοψηφίας για την εξαγορά των μετοχών της από τον μέτοχο πλειοψηφίας

    Η προϋπόθεση της μη υπέρβασης του 5% του μετοχικού κεφαλαίου

    Στις περιπτώσεις των μη εισηγμένων εταιρειών (καθώς για τις εισηγμένες ισχύουν, κατά βάση, οι ρυθμίσεις για τη δημόσια πρόταση αγοράς κινητών αξιών και επικουρικά εκείνες του νόμου για τις ανώνυμες εταιρείες) η πρώτη, καθοριστική, προϋπόθεση  αναφέρεται στο ποσοστό του μετοχικού κεφαλαίου του μειοψηφούντος μετόχου. Η ρύθμιση του νόμου για τις Α.Ε. (άρθρο 45 παρ. 1 ν. 4548/2018) αναφέρεται σ’ εκείνους από τους μετόχους που συγκεντρώνουν συνολικά, και κατ’ ανώτατο όριο, ποσοστό 5% του μετοχικού κεφαλαίου. Εκ περισσού διευκρινίζεται πως το ποσοστό του μειοψηφούντος μετόχου λογίζεται με βάση την ονομαστική αξία των μετοχών του σε σχέση με εκείνη του (συνολικού) μετοχικού κεφαλαίου. Δεν έχει σημασία αν κάποιος μέτοχος διαθέτει το 5% ή λιγότερο των κοινών ή προνομιούχων μετοχών καθώς καθοριστικό στοιχείο αναδεικνύεται η ποσοστιαία συμμετοχή στο μετοχικό κεφάλαιο της εταιρείας.

    Περαιτέρω: οι μειοψηφούντες μέτοχοι που διαθέτουν μετοχές που αντιστοιχούν σε ποσοστό μεγαλύτερο από το 5% του μετοχικού κεφαλαίου, δεν δικαιούνται να αξιώσουν την μεταβίβαση των μετοχών τους σε οποιονδήποτε μέτοχο. Ουδεκάν μετοχές τους που αντιστοιχούν στο 5%.

    Η συγκεκριμένη ρύθμιση μοιάζει λογική. Η συντριπτική πλειονότητα των δικαιωμάτων μειοψηφίας που αναγνωρίζει ο νόμος για τις ανώνυμες εταιρείες αναφέρεται σε μετόχους που διαθέτουν ποσοστό μεγαλύτερο από το 5% του μετοχικού κεφαλαίου. Όταν δεν το διαθέτει, η δυνατότητα προστασίας του μοιάζει, και είναι, εξαιρετικά περιορισμένη.

    Η προϋπόθεση της συγκέντρωσης (άμεσα και έμμεσα) του 95% σε έναν (;) μέτοχο.

    Η υποχρέωση της απόκτησης των μετοχών του μειοψηφούντος μετόχου βαρύνει, σε ένα πρώτο επίπεδο, το μέτοχο που έχει συγκεντρώσει ποσοστό 95% και πλέον-μετά τη σύσταση της ανώνυμης εταιρείας. Η περίπτωση όμως που ο μειοψηφών μέτοχος εξ αρχής (κατά την ίδρυση, δηλ., της εταιρείας) αποδέχθηκε την κατοχή ποσοστού μικρότερου από 5%, παραπέμπει σε συνειδητή επιλογή του και αποδοχή της μειωμένης προστασίας του από το νόμο. Στο ενδεχόμενο αυτό ο νομοθέτης δεν έχει επιλέξει να επιβάλλει στον πλειοψηφούντα την υποχρέωση εξαγοράς των μετοχών του μειοψηφούντος.

    Αξιοσημείωτο όμως είναι πως για τον υπολογισμό της υπέρβασης ή μη του ποσοστού του 95% από τον μέτοχο πλειοψηφίας προσμετρώνται, εκτός από τις δικές του ψήφους, κι εκείνες νομικών ή φυσικών προσώπων που συνδέονται με τον συγκεκριμένο (πλειοψηφούντα) μέτοχο.  Τα νομικά πρόσωπα (επιχειρήσεις) των οποίων οι μετοχές προσμετρώνται σ’ εκείνες του μετόχου πλειοψηφίας προκύπτουν από παραπομπή που γίνεται στη διάταξη του άρθρου 32 ν. 4308/2014. Οι προσμετρώμενες μετοχές φυσικών προσώπων είναι εκείνες που ανήκουν στα στενά μέλη της οικογένειας (του μετόχου πλειοψηφίας) όπως αυτά προσδιορίζονται στο Παράρτημα Α΄ του ίδιου νόμου. Ειδικότερα:

    Όσον αφορά τα συνδεδεμένα νομικά πρόσωπα η διάταξη του άρθρου 32 ν. 4308/2014 είναι εξαντλητικώς λεπτομερής. Προφανώς παρέλκει, εν προκειμένω, η εξαντλητική αναφορά, ερμηνεία και εξειδίκευση. Ένας γενικός κανόνας όμως που θα ήταν χρήσιμο (στο πλαίσιο του παρόντος)  να έχουμε κατά νου, συμπεριλαμβάνει μητρικές και θυγατρικές εταιρείες του μετόχου πλειοψηφίας (ή συνδεδεμένες με τον μέτοχο πλειοψηφίας). Επίσης, νομικά πρόσωπα που επιλέγουν ή υποχρεώνονται από τη νομοθεσία να συντάσσουν ενοποιημένες χρηματοοικονομικές καταστάσεις με τον μέτοχο πλειοψηφίας (ή συνδεδεμένα με τον μέτοχο πλειοψηφίας).

    Όσον αφορά τα φυσικά πρόσωπα-στενά μέλη της οικογένειας του μετόχου πλειοψηφίας, των οποίων οι μετοχές προσμετρώνται σ’ εκείνες του τελευταίου, μας καθοδηγεί το Παράρτημα Α του ν. 4308/2014. Σύμφωνα με τη συγκεκριμένη ρύθμιση στενό μέλος της οικογένειας ενός προσώπου (στην προκειμένη περίπτωση του μετόχου πλειοψηφίας) είναι οι ανιόντες, οι κατιόντες, οι σύζυγοι και οι συγκατοικούντες σύντροφοι.

    Προθεσμία

    Το δικαίωμα του μετόχου μειοψηφίας (του κατέχοντος ποσοστό έως 5%) του μετοχικού κεφαλαίου) για την άσκηση του δικαιώματός του υπόκειται σε πενταετή αποσβεστική προθεσμία. Χρόνος έναρξης της συγκεκριμένης προθεσμίας είναι ο χρόνος απόκτησης ή, κατά περίπτωση, υπέρβασης του 95% του μετοχικού κεφαλαίου από τον μέτοχο πλειοψηφίας και τα συνδεδεμένα με αυτόν φυσικά και νομικά πρόσωπα. Μετά την παρέλευση της συγκεκριμένης πενταετούς προθεσμίας, ο προαναφερθείς μέτοχος μειοψηφίας δεν δικαιούται να ασκήσει το δικαίωμά του για την εξαγορά των μετοχών του από τον μέτοχο του 95+% του μετοχικού κεφαλαίου.

    Ο υποχρεούμενος σε εξαγορά μέτοχος

    Η διάταξη του άρθρου 45 ν. 4548/2019 αναφέρεται σε υποχρέωση του μετόχου πλειοψηφίας να προβεί σε εξαγορά των μετοχών του μετόχου που συγκεντρώνει, κατ’ ανώτατο όριο, το 5% του μετοχικού κεφαλαίου. Αναφέρθηκε ήδη η περίπτωση όπου στο ποσοστό του πλειοψηφούντος μετόχου προσμετρώνται (για την συμπλήρωση ή υπέρβαση του 95%) ποσοστά συνδεδεμένων επιχειρήσεων ή στενών μελών της οικογένειάς του. Στην περίπτωση αυτή, θα πρέπει να αποδεχθούμε ως αναγκαίο να υποχρεωθούν τα συγκεκριμένα νομικά και φυσικά πρόσωπα να αποκτήσουν, κατά την αναλογία της συμμετοχής τους στο μετοχικό κεφάλαιο, τις μετοχές του μειοψηφούντος. Αντίστοιχα βέβαια και να καταβάλουν το τίμημα που θα προσδιοριστεί από το αρμόδιο Δικαστήριο. Η συγκεκριμένη αντιμετώπιση μοιάζει αναγκαία καθώς, σε αντίθετη περίπτωση, η εξαγορά των μετοχών του μειοψηφούντος μετόχου θα διατάρασσε, ανεπίτρεπτα, τις υφιστάμενες μετοχικές ισορροπίες.

    Η δικαστική απόφαση για την αξίωση εξαγοράς μετοχών

    Το αίτημα του μετόχου μειοψηφίας για την εξαγορά των μετοχών του από τον πλειοψηφούντα μέτοχο αξιολογείται από το αρμόδιο Δικαστήριο (άρθρο 46 παρ. 2 σε συνδυασμό με τη διάταξη του άρθρου 45 παρ. 4). Το τελευταίο είναι που θα κρίνει αν πληρούνται οι προϋποθέσεις που θέτει ο νόμος. Εφόσον η σχετική αγωγή γίνει αποδεκτή, το Δικαστήριο ορίζει το δίκαιο και εύλογο τίμημα (:αντάλλαγμα της εξαγοράς των μετοχών του μειοψηφούντος) καθώς και τους όρους της καταβολής του. Για τον προσδιορισμό του τιμήματος λαμβάνεται υπόψη η αξία της εταιρείας. Λογικά αναμενόμενο (κι όχι μόνο νομικά επιτρεπτό)  είναι στην περίπτωση αυτή να ζητηθεί σχετική πραγματογνωμοσύνη η οποία διενεργείται, κατά κανόνα, από δύο ορκωτούς ελεγκτές-λογιστές ή μία ελεγκτική εταιρεία. Η πραγματογνωμοσύνη αυτή εξάλλου είναι που θα αξιολογήσει και την εκατέρωθεν, σχετική, επιχειρηματολογία.

     

    Εν κατακλείδι

    Η προστασία του μετόχου μειοψηφίας που δεν συγκεντρώνει ποσοστό 5% του μετοχικού κεφαλαίου, είναι εξαιρετικά περιορισμένη με βάση τις προβλέψεις του νόμου. Ως αντιστάθμισμα (και κατ’ απόκλιση της συνταγματικά κατοχυρωμένης οικονομικής ελευθερίας αλλά και της αρχής της ελευθερίας των συμβάσεων) του αναγνωρίζεται η δυνατότητα να αξιώσει τη μεταβίβαση των μετοχών του στον μέτοχο εκείνο που διαθέτει ποσοστό 95%, και πλέον, του μετοχικού κεφαλαίου.

    Ο νόμος δεν επιβάλει στον μέτοχο της ανώνυμης εταιρείας τη γνωστοποίηση της απόκτησης ή υπέρβασης του ποσοστού του 95% του μετοχικού κεφαλαίου ούτε και τη συγκέντρωση του συγκεκριμένου ποσοστού μέσω συνδεδεμένων φυσικών και νομικών προσώπων. Απαιτείται, κατά τούτο, εγρήγορση του μετόχου μειοψηφίας για την αξιοποίηση των δικαιωμάτων που του παρέχει ο νόμος. Ο κίνδυνος που διατρέχει, σε διαφορετική περίπτωση, είναι διπλός: αφενός μεν να απωλέσει οριστικά την ευκαιρία να επιβάλει την εξαγορά των μετοχών του στον μέτοχο πλειοψηφίας αφετέρου δε να μην επιτύχει ένα ικανοποιητικό τίμημα για τη μεταβίβασή τους.

    Ο μέτοχος πλειοψηφίας, από την άλλη πλευρά, έχει κάθε λόγο να επιδιώξει να κινηθεί εκτός των ορίων της επίμαχης ρύθμισης στην περίπτωση της απόκτησης μετοχών και υπέρβασης της «βάσης» του 95% του μετοχικού κεφαλαίου. Στην περίπτωση που το επιτύχει θα είναι σε θέση να επιβάλει όρους επαχθείς στον μέτοχο μειοψηφίας. Η σχετική διαπραγμάτευση θα μπορούσε να ξεκινά με την υπενθύμιση της εισαγωγικά αναφερθείσας ρήσης του Κλιντ Ήστγουντ…

    stavros-koumentakis

    Σταύρος Κουμεντάκης
    Senior Partner

    Υ.Γ. Συνοπτική έκδοση αυτού του άρθρου δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ, στις 12 Μαΐου 2019.

  • Μειοψηφούντες Μέτοχοι: Η Αξίωση Εξαγοράς Των Μετοχών Τους Από Την Εταιρεία

    Μειοψηφούντες Μέτοχοι: Η Αξίωση Εξαγοράς Των Μετοχών Τους Από Την Εταιρεία

    Μειοψηφούντες μέτοχοι.

    Μέρος Α΄: Η αξίωση εξαγοράς των μετοχών τους από την Ανώνυμη Εταιρεία.

    Η ύπαρξη και άσκηση των δικαιωμάτων της μειοψηφίας -όπως αυτά περιγράφηκαν σε προγενέστερη αρθρογραφία – “Η μειοψηφία και τα δικαιώματά της στην Ανώνυμη Εταιρεία” και “Τα δικαιώματα μειοψηφίας στην Α.Ε.: ο έκτακτος έλεγχος“- δεν είναι πάντα αρκετές για την επίτευξη της αναγκαίας ισορροπίας στις σχέσεις της (της μειοψηφίας) με την εταιρεία. Ούτε και, εν τέλει, μέσα στην ίδια την εταιρεία.

    Κάποιες φορές το «διαζύγιο» μοιάζει αναγκαίο…

    Οι πλειοψηφούντες μέτοχοι ασκώντας το δικαίωμα ψήφου δικαιούνται (και ορθά) να λαμβάνουν αποφάσεις κρίσιμες για το μέλλον της εταιρείας. Κρίσιμες, κατά λογική ακολουθία, και για το μέλλον των μειοψηφούντων. Κάποιες φορές μάλιστα και δυνητικά βλαπτικές για τους τελευταίους.

    Ποιες είναι αυτές οι δυνητικά βλαπτικές αποφάσεις; Και, σε περίπτωση λήψης τους, οι μέτοχοι της μειοψηφίας παραμένουν, άραγε, απροστάτευτοι; Και υπό ποιες προϋποθέσεις θα ήταν δυνατό να εκδοθεί «διαζευκτήριο» ανάμεσα στην εταιρεία και τους μετόχους μειοψηφίας;

    Κατά τον Άγγλο ηθοποιό Κάρι Γκράντ: «το διαζύγιο είναι ένα παιχνίδι που παίζεται από δικηγόρους». Και από το συγκεκριμένο «διαζύγιο» δεν θα ήταν δυνατό να λείψουν…

     

    Αιτίες για την αξίωση εξαγοράς μετοχών

    Είναι δεδομένο πως στο πλαίσιο του δημοκρατίας (και του δικαίου της Ανώνυμης Εταιρείας) οι πλειοψηφούντες είναι εκείνοι που λαμβάνουν τις αποφάσεις. Κάποιες φορές όμως  οι ίδιες αυτές αποφάσεις θα ήταν δυνατό να αξιολογηθεί πως καθιστούν «κατά τρόπο προφανή, ιδιαίτερα ασύμφορη» την παραμονή των μετόχων μειοψηφίας στην εταιρεία (άρθρο 45 παρ. 1, εδ. α ν. 4548/2019). Η αξιολόγηση βέβαια αυτή ανήκει, κατ’ αρχάς, στους ίδιους του μετόχους μειοψηφίας. Οι τελευταίοι θα ασκήσουν τα εκ του νόμου δικαιώματά τους στην περίπτωση που υιοθετήσουν τη συγκεκριμένη θέση.

    Ο νόμος  για τις ΑΕ (άρθρο 45 παρ. 2) αναγνωρίζει ως δυνητικά βλαπτικές για τους μετόχους μειοψηφίας αποφάσεις που αφορούν: (α) τη μεταφορά της έδρας της εταιρείας σε άλλο κράτος, (β) την εισαγωγή περιορισμών στη μεταβίβαση μετοχών, (γ) την αλλαγή εταιρικού σκοπού και, τέλος, (δ) κάθε άλλο γεγονός το οποίο, κατά το καταστατικό της εταιρείας, ενεργοποιεί αντίστοιχα δικαιώματα των συγκεκριμένων μετόχων. Στην τελευταία, όμως, περίπτωση είναι αναγκαίο να προβλέπεται προθεσμία για την άσκησή τους.

     

    Η «διέξοδος» των μετόχων μειοψηφίας και οι σχετικές προϋποθέσεις για την αξίωση εξαγοράς μετοχών

    Σε περίπτωση που λάβει χώρα κάποιο από τα προαναφερθέντα γεγονότα, ο νόμος παρέχει (σημαντική) προστασία στους μετόχους μειοψηφίας: τους αναγνωρίζεται το δικαίωμα να προσφύγουν στο αρμόδιο Δικαστήριο ζητώντας την εξαγορά των μετοχών τους από την εταιρεία (άρθρο 45 παρ. 1: «δικαιωματική εξαγορά»-διεθνώς γνωστή με τον αγγλοσαξωνικό όρο sell out). Επιβάλλει όμως διπλή προϋπόθεση στους προσφεύγοντες (και διεκδικούντες την προστασία τους) μετόχους: Αφενός μεν την παράστασή τους στη Γενική Συνέλευση που έλαβε τις επίμαχες αποφάσεις αφετέρου δε τη σχετική εναντίωσή τους. Ενδεχόμενη απουσία τους από την κρίσιμη Γενική Συνέλευση, υπερψήφιση της σχετικής απόφασης ή αποχή κατά την ψηφοφορία, τους αφαιρεί το προαναφερθέν δικαίωμα (να προσφύγουν δηλαδή στο Δικαστήριο ζητώντας την εξαγορά των μετοχών τους). Στην περίπτωση πάντως που καταστατική πρόβλεψη αναφέρεται σε γεγονός που δεν συναρτάται με λήψη απόφασης Γενικής Συνέλευσης, η εν λόγω (διπλή) προϋπόθεση δεν υφίσταται.

    Η προθεσμία εντός της οποίας θα πρέπει να «κινηθεί»-να ασκήσει δηλ. την αγωγή και το σχετικό δικαίωμά του ο (βλαπτόμενος) μέτοχος μειοψηφίας είναι τρεις μήνες από την ολοκλήρωση της τροποποίησης του καταστατικού. Η προθεσμία αυτή ισχύει στις περιπτώσεις της μεταφοράς της έδρας της εταιρείας σε άλλο κράτος, της εισαγωγής περιορισμών στη μεταβίβαση μετοχών και την αλλαγή του εταιρικού σκοπού. Στις λοιπές περιπτώσεις που τυχόν προβλέπονται από το καταστατικό ισχύουν οι σ’ αυτό αναφερόμενες προθεσμίες.

     

    Η περίπτωση της εισαγωγής περιορισμών στη μεταβίβαση των μετοχών

    Το εταιρικό συμφέρον επιτάσσει τη διασφάλιση της συνέχειας της εταιρείας. Κι αυτή συναρτάται, κάποιες φορές σε σημαντικό βαθμό, από τη μετοχική της σύνθεση. Η εισαγωγή περιορισμών στη μεταβίβαση των μετοχών κάποιες φορές αποδεικνύεται καθοριστικής σημασίας (διαβάστε το άρθρο για τις Δεσμευμένες μετοχές). Οι σχετικές προβλέψεις στο καταστατικό κατά την ίδρυση της εταιρείας μοιάζει να αποτελούν στοιχείο «εκ των ων ου άνευ» για τη διασφάλιση των σχέσεων μεταξύ των μετόχων και την ευόδωση του εταιρικού σκοπού.

    Στη συντριπτική πλειονότητα των περιπτώσεων δεν προβλέπονται, δυστυχώς, τέτοιοι καταστατικοί περιορισμοί κατά την ίδρυση της εταιρείας. Όταν εκ των υστέρων διαπιστωθεί η σχετική ανάγκη, οι μέτοχοι πλειοψηφίας είναι, πράγματι, δυνατό να επιβάλλουν την αναγκαία καταστατική τροποποίηση. Στους μετόχους όμως μειοψηφίας αναγνωρίζεται τότε (εύλογα) το δικαίωμα να ζητήσουν την εξαγορά των μετοχών τους και, εν τέλει, την έξοδό τους από την εταιρεία. Στο δικαστήριο εναπόκειται να αποφασίσει για το εύλογο του αιτήματος των μετόχων μειοψηφίας και, ιδίως, «αν η παραμονή τους σ’ αυτήν καθίσταται, κατά τρόπο προφανή, ιδιαίτερα ασύμφορη». Με άλλα λόγια: ήσσονος σημασίας περιορισμοί στη μεταβίβαση των μετοχών δεν θα ήταν δυνατό να δικαιολογήσουν την ικανοποίηση του αιτήματος των μετόχων μειοψηφίας.

    Για τις περιπτώσεις όμως που από την ίδρυση της εταιρείας έχουν προβλεφθεί οι αναγκαίοι περιορισμοί στη μεταβίβαση των μετοχών ούτε λόγος να γίνεται για αντίστοιχα δικαιώματα των μετόχων μειοψηφίας.

     

    Η περίπτωση της τροποποίησης του εταιρικού σκοπού

    Αντίστοιχη αξιολόγηση βέβαια θα κάνει το Δικαστήριο και στην περίπτωση που ο αιτών μέτοχος μειοψηφίας παραπονείται (και ασκεί τα σχετικά του δικαιώματα) εξ αιτίας τροποποίησης του εταιρικού σκοπού. Εύλογα θα θεωρούνταν ιδιαίτερα ασύμφορη για τον αιτούντα η μετατροπή, λ.χ., μιας εταιρείας holding σε εταιρεία παραγωγής CDs. Αντίθετα δεν θα ήταν δυνατή η (σοβαρή) υποστήριξη από τον μέτοχο μειοψηφίας αιτήματος εξαγοράς των μετοχών του από μια (ανώδυνη) επέκταση των εταιρικών δραστηριοτήτων.

     

    Η δικαστική απόφαση για την αξίωση εξαγοράς μετοχών

    Το αίτημα του μετόχου μειοψηφίας για την εξαγορά των μετοχών του από την εταιρεία αξιολογείται από το αρμόδιο Δικαστήριο (άρθρο 45 παρ. 4). Το τελευταίο είναι που θα κρίνει αν πληρούνται οι προϋποθέσεις που θέτει ο νόμος αλλά και την ουσιαστική βασιμότητα της σχετικής επιχειρηματολογίας του αιτούντος. Εφόσον η σχετική αγωγή γίνει αποδεκτή, το Δικαστήριο ορίζει το δίκαιο και εύλογο τίμημα (:αντάλλαγμα της εξαγοράς των μετοχών του μειοψηφούντος) καθώς και τους όρους της καταβολής του. Για τον προσδιορισμό του τιμήματος λαμβάνεται υπόψη η αξία της εταιρείας. Λογικά αναμενόμενο (κι όχι μόνο νομικά επιτρεπτό)  είναι στην περίπτωση αυτή να ζητηθεί σχετική πραγματογνωμοσύνη η οποία διενεργείται, κατά κανόνα, από δύο ορκωτούς ελεγκτές-λογιστές ή μία ελεγκτική εταιρεία. Η πραγματογνωμοσύνη αυτή εξάλλου είναι που θα αξιολογήσει και την εκατέρωθεν επιχειρηματολογία.

    Η δικαστική απόφαση είναι πάντοτε δεσμευτική για την εταιρεία (άρθρο 45 παρ. 5). Για την περίπτωση της υπαίτιας μη συμμόρφωσής της εντός της προθεσμίας που θα ταχθεί από τη δικαστική απόφαση είναι δυνατό να διαταχθεί η λύση της.

    Εντούτοις η δικαστική απόφαση δεν είναι υποχρεωτικά δεσμευτική για τον αιτούντα μέτοχο. Εφόσον το τίμημα το οποίο θα προσδιορίσει η δικαστική απόφαση δεν αξιολογηθεί (από τον αιτούντα) ως ικανοποιητικό, δικαιούται να αρνηθεί την ολοκλήρωση της σχετικής διαδικασίας (:μεταβίβασης των μετοχών του στην εταιρεία). Στην περίπτωση αυτή βέβαια επιβαρύνεται με τα έξοδα της σχετικής δίκης.

     

    Εν κατακλείδι

    Η συνύπαρξη στη ζωή δεν είναι πάντα εύκολη-ενδεχομένως κάποτε και μη ανεκτή. Αντίστοιχα και στις επιχειρήσεις-πολύ περισσότερο όταν διακυβεύονται ιδιαίτερα σημαντικά (κάποιες φορές) οικονομικά συμφέροντα. Ο νόμος αναγνωρίζει στο μέτοχο μειοψηφίας το δικαίωμα να ζητήσει τη «διάζευξη» καθώς και την «αποζημίωσή» του από την εταιρεία όταν συντρέξουν κάποιες σημαντικές προϋποθέσεις. Είναι, πάντως, ιδιαίτερα σημαντικό να τονισθεί πως η σημασία του καταστατικού αναδεικνύεται, για μια ακόμα φορά, ως ξεχωριστή. Οι σχετικές προβλέψεις του είτε θα πρέπει να λαμβάνουν χώρα εγκαίρως (δηλ. κατά την ίδρυση της εταιρείας) είτε με τρόπο που δεν θίγονται οι μέτοχοι μειοψηφίας (εκτός κι αν το ζητούμενο είναι, ακριβώς, να θιγούν τα δικαιώματά τους)…

    Ουδεμία αμφιβολία χωρεί πως οι συγκεκριμένες νομοθετικές ρυθμίσεις αποτελούν μέσο προστασίας των μετόχων μειοψηφίας. Καθώς όμως (και) το συγκεκριμένο διαζύγιο, όπως ήδη αναφέρθηκε, «είναι ένα παιχνίδι που παίζεται από δικηγόρους», είναι ενδεχόμενο να καταστεί όπλο, σημαντικό, στα χέρια της πλειοψηφίας.

    Ιδιαίτερη προσοχή, επομένως, τόσο στο καταστατικό όσο και στους δικηγόρους…

    stavros-koumentakis

    Σταύρος Κουμεντάκης
    Senior Partner

    Υ.Γ. Συνοπτική έκδοση αυτού του άρθρου δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ, στις 5 Μαΐου 2019.

  • Οι προνομιούχες μετοχές

    Οι προνομιούχες μετοχές

    Προνομιούχες μετοχές (ως μέσο προσέλκυσης επενδυτικών κεφαλαίων)

    Εισαγωγικά

    Η έννοια του ηρωισμού συνδέεται στη σκέψη μας, σε ένα πρώτο επίπεδο, με πεδία των μαχών κι εθνικούς (:απολύτως παρεξηγημένη λέξη στις μέρες μας) απελευθερωτικούς αγώνες-γνωστή εξάλλου και η σχετική ρήση του Ουίνστων Τσώρτσιλ για τους ήρωες και του Έλληνες. Καθώς όμως σήμερα δεν υπάρχουν στη χώρα μας, κατά κυριολεξία, πεδία των μαχών, ήρωες (μικρότεροι ή μεγαλύτεροι) είναι κι εκείνοι, μεταξύ άλλων, που αγωνίζονται με αντίξοες συνθήκες τον «αγώνα τον καλό» σε διάφορα πεδία. Τέτοιοι περισσεύουν (και) στον χώρο των επιχειρήσεων: στον αγώνα της ανάπτυξης ή, έστω, της επιβίωσής τους. Κι όχι μόνο σήμερα αλλά από πάντα. Έχει γραφεί πως «στην Οδύσσεια ο ηρωισμός δεν είναι εκείνος των πεδίων των μαχών αλλά ο καρτερικός αγώνας επιβίωσης και της επιτυχίας των μετά τον πόλεμο ειρηνικών σκοπών όπως της ανάπτυξης, του εμπορίου…».

    Αποτελεί λοιπόν κανόνα για τις επιχειρήσεις που αγωνίζονται τον «αγώνα τον καλό» στο στίβο της ανάπτυξης (κι όχι μόνον της επιβίωσης) η ανάγκη (και, ενίοτε, διακαής πόθος) για την απόκτηση ρευστότητας. Άλλες φορές της βασικής κι άλλοτε της αναγκαίας για επενδύσεις. Καθώς το τραπεζικό σύστημα (κουβαλώντας τα δικά του βάρη κι ανομήματα) δεν τείνει «ευήκοον ους» σε τέτοιου είδους αιτήματα οι επιχειρηματίες (μικρότεροι ή μεγαλύτεροι ήρωες της καθημερινότητας) αναζητούν τη  δημιουργία των αναγκαίων προϋποθέσεων και κινήτρων για την προσέλκυση κεφαλαίων. Τέτοια κίνητρα, αξιοποιώντας τις ευχέρειες του νόμου, μπορούν να δοθούν, όπως ήδη έχει διατυπωθεί σε προηγούμενη αρθρογραφία μας, μέσω των warrants ή/και των εξαγοράσιμων μετοχών.

    Σε κάθε περίπτωση, τα νέα κεφάλαια   είναι δεδομένο πως με πολλαπλούς τρόπους θα ήταν δυνατό να διοχετευθούν σε μια επιχείρηση και, εν προκειμένω, σε μια ανώνυμη εταιρεία. Κάποιοι από αυτούς είναι η χρηματοδότηση μέσω δανείου ή ομολογιακού δανείου, η συμμετοχή σε αύξηση μετοχικού κεφαλαίου για την απόκτηση κοινών ή προνομιούχων μετοχών.

    Γιατί όμως οι προνομιούχες μετοχές να θεωρούνται μέσο ή μορφή χρηματοδότησης και, πολύ περισσότερο, ελκυστικότερη από άλλες (λ.χ. το ομολογιακό δάνειο ή τις κοινές μετοχές);

    Η οπτική του επενδυτή

    Ο επενδυτής (μικροεπενδυτής ή μη) αναζητεί πλέον διαφορετικές, απ’ ότι μέχρι σήμερα, εναλλακτικές για την τοποθέτηση των αποταμιεύσεών του. Εξάλλου, έχει προ πολλού παρέλθει η περίοδος κατά την οποία η τοποθέτηση χρημάτων στις τράπεζες και σε τραπεζικά προϊόντα θεωρείτο μια ασφαλής και, ταυτόχρονα, μια προσοδοφόρα τοποθέτηση.

    Οι επενδυτές, έχοντας πλέον επαρκώς συνειδητοποιήσει πως δεν υπάρχουν απολύτως ασφαλείς τοποθετήσεις (οι οποίες θα δικαιολογούσαν μηδενικά ή αρνητικά επιτόκια) αναζητούν πλέον άλλες, έστω και περισσότερο «επιθετικές»- εναλλακτικές λύσεις.

    Μεταξύ των περισσοτέρων εναλλακτικών λύσεων για τον επενδυτή εντάσσεται και η συμμετοχή του στο μετοχικό κεφάλαιο της εταιρείας-ως κύριος προνομιούχων μετοχών.

    Τα δυνητικά προνόμια των (προνομιούχων) μετοχών

    Τα προνόμια που είναι δυνατό να αναγνωρισθούν στις συγκεκριμένες μετοχές είναι δυνατό να κινούνται σε ένα εξαιρετικά ευρύ πλαίσιο: Μεταξύ αυτών εντάσσονται η μερική ή ολική απόληψη μερίσματος για τις προνομιούχες μετοχές πριν από τις κοινές, η προνομιακή απόδοση του κεφαλαίου που καταβλήθηκε από τους κατόχους των προνομιούχων μετοχών από το προϊόν ενδεχόμενης μείωσης κεφαλαίου ή εκκαθάρισης της εταιρικής περιουσίας -συμπεριλαμβανομένης και της συμμετοχής στα ποσά που καταβλήθηκαν τυχόν «υπέρ το άρτιο». Επιτρεπτή επίσης είναι ενδεχόμενη καταστατική ρύθμιση για προνομιακή καταβολή μερίσματος στις προνομιούχες μετοχές και για τις χρήσεις που δεν έλαβε χώρα διανομή μερίσματος.

    Σε ορισμένες όμως περιπτώσεις, περισσότερο ενδιαφέροντα θα ήταν δυνατό να φαντάζουν κάποια άλλα προνόμια-υπό την προϋπόθεση βεβαίως των σχετικών καταστατικών ρυθμίσεων. Τέτοια είναι:

    (α) Η παροχή σταθερού μερίσματος ή η συμμετοχή εν μέρει μόνο στα κέρδη της εταιρείας

    (β) Η απόληψη τόκου (με ενδεχόμενο περιορισμό τη μη συμμετοχή των συγκεκριμένων προνομιούχων μετοχών στα κέρδη της εταιρείας για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα)

    (γ) Η συμμετοχή, κατά προτεραιότητα, στα κέρδη της εταιρείας από συγκεκριμένη επιχειρηματική δραστηριότητα.

    Αξιοσημείωτο είναι πως τα προνόμια είναι δυνατό να μεταβληθούν στη διάρκεια του χρόνου όχι όμως και στη διάρκεια της ίδιας εταιρικής χρήσης. Αντίστοιχα και ο ενδεχόμενος περιορισμός του δικαιώματος ψήφου. Προϋπόθεση για τη σχετική απόφαση, όπως εξάλλου και για την κατάργηση των σχετικών προνομίων, η αυξημένη απαρτία και πλειοψηφία των προνομιούχων μετοχών.

    Θα μπορούσαν κάποια προνόμια να είναι ελκυστικά για τον επενδυτή;

    Στο ερώτημα αυτό μόνον καταφατική απάντηση μπορεί να δοθεί. Ας «φορέσουμε» για λίγο «τα παπούτσια» ενός επενδυτή-όπως ήδη τον γνωρίζουμε. Ο βέλτιστος για κείνον συνδυασμός είναι το τρίπτυχο: Ασφάλεια, απόδοση και δυνατότητα ρευστοποίησης της επένδυσής του-όποτε το επιλέξει. Κι αν αποστασιοποιηθούμε από το τελευταίο (καθώς η άμεση επένδυση σε εταιρείες δεν προσφέρεται για ευόδωση τέτοιας φύσης προσδοκιών) μπορούμε να εστιάσουμε στα υπόλοιπα δύο.

    Η συμμετοχή στο κεφάλαιο μιας επιχείρησης (μέσω της κατοχής προνομιούχων μετοχών) είναι δυνατό να συνδέεται (με βάση τόσο το γράμμα όσο και το πνεύμα του νόμου) με μια σταθερή απόδοση (λ.χ. σταθερό μέρισμα ή συγκεκριμένο τόκο). Είναι όμως δυνατό να συνδέεται και με μέρισμα (ή/και το σύνολο των κερδών) από την απόδοση συγκεκριμένης επιχειρηματικής δραστηριότητας, στην οποία ο συγκεκριμένος επενδυτής, ενδεχομένως, ιδιαίτερα προσβλέπει.

    Ποια είναι τα οφέλη της εταιρείας;

    Η εταιρεία μόνον χαρούμενη μπορεί να είναι από μια τέτοια, σαν την παραπάνω, «χρηματοδότηση».

    Στην περίπτωση που συμφωνείται η καταβολή τόκου, ο επενδυτής-μέτοχος αποβλέπει σε σταθερή απόδοση της επένδυσής του. Ακόμα κι αν το συμφωνημένο «αντάλλαγμα» για τον κάτοχο προνομιούχων μετοχών είναι ο τόκος, υπάρχουν σημαντικές διαφοροποιήσεις από μια αντίστοιχου ύψους χρηματοδότηση με τη μορφή του απλού ή ομολογιακού δανείου. Σημαντικό όμως είναι να έχουμε στο μυαλό μας πως η καταβολή τόκου στον μέτοχο-κάτοχο προνομιούχων μετοχών αποτελεί μεν έσοδο για τον τελευταίο πλην όμως για την εταιρεία θα αποτελεί (εκπεστέα από τα έσοδα) δαπάνη-πράγμα το οποίο δεν συμβαίνει βέβαια με τα διανεμόμενα κέρδη.

    Οι προνομιούχες μετοχές διευρύνουν την κεφαλαιακή βάση της εταιρείας και βελτιώνουν, αυτονοήτως, τους χρηματοοικονομικούς της δείκτες αλλά και την  πιστοληπτική  της ικανότητα. Ο πιστωτικός κίνδυνος του επόμενου (υποψήφιου) χρηματοδότη θα είναι (κατά κανόνα και εξ αντικειμένου) περισσότερο απομειωμένος. Κι αυτό σαν άμεση συνέπεια μπορεί να έχει όχι μόνον ευχερέστερη εξεύρεση (νέων) χρηματοδοτήσεων αλλά και, επιπρόσθετα, την εξεύρεση περισσότερο φθηνών χρηματοδοτήσεων (στη βάση της λογικής της μείωσης του πιστωτικού κινδύνου καθώς η κεφαλαιακή βάση και χρηματοοικονομικοί δείκτες της εταιρείας θα είναι περισσότερο ενισχυμένοι)

    Το δικαίωμα ψήφου

    Οι προνομιούχες μετοχές είναι δυνατόν να εκδοθούν με πλήρη (ή περιορισμένα) δικαιώματα ψήφου αλλά και χωρίς καθόλου τέτοια δικαιώματα. Η συγκεκριμένη δυνατότητα μπορεί να είναι για τις εταιρείες ελκυστική καθώς από τον επενδυτή αναζητούν, κατά κανόνα, τα κεφάλαιά του μόνον κι όχι την εμπλοκή του στη διοίκηση ή τη διαδικασία λήψης αποφάσεων στο πλαίσιο της Γενικής Συνέλευσης. Αντίστοιχα όμως η κεφαλαιακή ενίσχυση της επιχείρησης από τον επενδυτή μπορεί να του είναι αδιάφορο αν συνδέεται ή όχι με δικαίωμα ψήφου. Αν λάβουμε μάλιστα υπόψη μας πως τα δικαιώματα μειοψηφίας που παρέχει ο νόμος σε μικρομετόχους είναι, συχνά, χωρίς ιδιαίτερη αξία, εύκολα αντιλαμβανόμαστε πως το δικαίωμα ψήφου μάλλον δεν είναι από τα καθοριστικά στοιχεία για μια τέτοιας φύσης επενδυτική επιλογή.

    Το «way out» της επένδυσης

    Η δυνατότητα ρευστοποίησης της επένδυσης είναι, κάποιες φορές, μία σημαντική παράμετρος για την επιλογή της (της επένδυσης). Κι όταν ως μέσο κεφαλαιακής ενίσχυσης επιλεγεί η αύξηση μετοχικού κεφαλαίου με την έκδοση προνομιούχων μετοχών είναι δυνατό να καταστήσουμε περισσότερο ελκυστική τη σχετική επένδυση με τη ταυτόχρονη έκδοσή τους (των προνομιούχων μετοχών) ως εξαγοράσιμων: ως ένα, επιπρόσθετο, «προνόμιο». Στο συγκεκριμένο πλαίσιο ο χρόνος και τρόπος της ρευστοποίησης επένδυσης θα είναι εκ των προτέρων καθορισμένος. Επίσης καθορισμένο μπορεί να είναι και το συνολικό-τελικό όφελος του επενδυτή

    Η ευελιξία που διακρίνει τις προνομιούχες μετοχές

    Οι προνομιούχες μετοχές είναι δυνατό να εκδοθούν ως μετατρέψιμες σε κοινές ή σε μετοχές άλλης κατηγορίας. Επίσης δυνατή (με αυξημένη απαρτία και πλειοψηφία της Γενικής Συνέλευσης) η έκδοση νέων προνομιούχων μετοχών και (τηρουμένης πάντοτε της αρχής της ίσης μεταχείρισης) η μετατροπή των κοινών μετοχών σε προνομιούχες, η μετατροπή μέρους των προνομιούχων σε άλλη κατηγορία προνομιούχων. Τέλος η μετατροπή των προνομιούχων μετοχών σε κοινές.

    Εν κατακλείδι

    Ο θεσμός της έκδοσης των προνομιούχων μετοχών είναι σε σημαντικό βαθμό άγνωστος όσον αφορά τη δυνητική του αξιοποίηση σε επιχειρηματικό επίπεδο. Οι δυνατότητες όμως κι η ευελιξία που παρέχει ο νόμος, η δυνατότητα συνδυασμού του με παρεμφερείς θεσμούς (λ.χ. τις εξαγοράσιμες μετοχές) μπορούν να καταστήσουν τις προνομιούχες μετοχές σημαντικό (αλλά και ελκυστικό) εργαλείο στην προσπάθεια προσέλκυσης (φθηνών) επενδυτικών κεφαλαίων. Κι όσον αφορά τους επενδυτές; Η ενδεχόμενη αξίωσή τους για τοποθέτηση των κεφαλαίων τους σε μια επιχείρηση μέσω της λήψης μετοχών με προνόμια εστιασμένα στις επιθυμίες, ανάγκες και απαιτήσεις τους και με προκαθορισμένο χρόνο και τίμημα για την αποεπένδυσή τους μπορεί να καταστήσει περισσότερο ελκυστικό και ασφαλές το σχετικό εγχείρημά τους.

    stavros-koumentakis

    Σταύρος Κουμεντάκης
    Senior Partner

    Υ.Γ. Συνοπτική έκδοση αυτού του άρθρου δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ, στις 7 Απριλίου 2019.

  • Οι εξαγοράσιμες μετοχές

    Οι εξαγοράσιμες μετοχές

    Α. Οι εξαγοράσιμες μετοχές ως εργαλείο χρηματοδότησης επιχειρήσεων

    Μπορεί το εύρος της χρήσης των warrants να μοιάζει σχεδόν ανεξάντλητο (δείτε το σχετικό άρθρο) καθόλου όμως δεν είναι δυνατό να απομειωθεί η δυνητική αξιοποίηση των εξαγοράσιμων μετοχών στη λειτουργία της ανώνυμης εταιρείας. Σημείο συνάντησης  αμφοτέρων των  μέσων/μεθόδων η κάλυψη, έστω και μερική, των κεφαλαιακών αναγκών μιας επιχείρησης.

    Είναι δεδομένο πως οι επιχειρήσεις όταν στερούνται της αναγκαίας ρευστότητας αναζητούν πηγές εξωτερικής χρηματοδότησης. Το τραπεζικό σύστημα όμως δεν αποδεικνύεται ποτέ γενναιόδωρο μαζί τους-ιδίως την τρέχουσα περίοδο της βαθιάς οικονομικής ύφεσης που διέρχεται η χώρα.

    Εναλλακτικές, μεταξύ άλλων, λύσεις για τις επιχειρήσεις που είτε αντιμετωπίζουν προβλήματα ρευστότητας (ή ακόμα και φερεγγυότητας) είτε αναζητούν χρηματοδότηση των αναπτυξιακών τους πλάνων [είτε πρόκειται για start-ups είτε για αναπτυσσόμενες είτε/και, απλά, για υγιείς επιχειρήσεις-χωρίς όμως δυνατότητα (ή με δυσκολία) πρόσβασης σε τραπεζικό δανεισμό]:

    (α) η αναζήτηση άλλων εξωτερικών πηγών χρηματοδότησης (από επαγγελματίες ή μη-μεμονωμένους επενδυτές και

    (β) η κεφαλαιακή τους ενίσχυση είτε από τους μετόχους είτε από τρίτους-μη μετόχους (λ.χ. venture capital ή υποψηφίους μετόχους).

    Ειδικά όσον αφορά την τελευταία εναλλακτική (κεφαλαιακή ενίσχυση) εύλογα δημιουργούνται προβληματισμοί στους υποψηφίους να συμμετάσχουν μετόχους σχετικά με: (α) την απόδοση της επένδυσής τους, (β) τη διασφάλιση της δυνατότητάς τους να αποχωρήσουν από αυτήν και, αυτονοήτως, (γ) της διασφάλιση της δυνατότητας αποκόμισης του οφέλους στο οποίο, κατ’ ελάχιστον-αρχικά, προσέβλεπαν.

    Τους συγκεκριμένους προβληματισμούς επιχείρησε να διασκεδάσει, από δεκαετίας και πλέον, ο τότε σε ισχύ νόμος για τις ανώνυμες εταιρείες με την εισαγωγή του θεσμού των εξαγοράσιμων μετοχών. Μέχρι τότε η από μέρους μας διαχείριση του σχετικού θέματος ήταν αναπόδραστα συνδεδεμένη με πολύπλοκες συμβατικές ρυθμίσεις-συμφωνίες μεταξύ των μετόχων. Ρυθμίσεις που προσδοκούσαν να καταστούν άρρηκτες και απολύτως εξασφαλισμένες. Είναι γνωστό όμως πως τέτοιου είδους συμφωνίες έχουν «ενοχικό», μόνον, χαρακτήρα, με την έννοια (και την ανάγκη) της προσφυγής στα αρμόδια δικαστήρια στην περίπτωση της άρνησης εκπλήρωσής τους από τους υπόχρεους, της προσδοκίας της έκδοσης ευνοϊκής απόφασης υπέρ του ενάγοντος και, το σημαντικότερο, της δυνατότητας «εκτέλεσης» σε βάρος του υπόχρεου-υλοποίησης δηλ. της ευνοϊκής απόφασης που ευελπιστούσαμε ότι θα εκδοθεί.

     

    Β. Η βασική λειτουργία των εξαγοράσιμων μετοχών

    Οι επιχειρήσεις που αντιμετωπίζουν προβλήματα ρευστότητας ή φερεγγυότητας ή απλά αναζητούν την χρηματοδότηση των business plans που έχουν συντάξει, είναι δυνατό να προσφύγουν στην έκδοση εξαγοράσιμων μετοχών (redeemable shares, actions rachetables). Οι συγκεκριμένες μετοχές είναι δυνατό να εκδοθούν από την εταιρεία (άρθρο 39 παρ. 1 ν. 4548/2018) είτε ως κοινές είτε ως προνομιούχες με (ή χωρίς) δικαίωμα ψήφου. Το σημαντικό στην συγκεκριμένη περίπτωση είναι πως οι εν λόγω μετοχές είναι υποχρεωτικό να εξαγορασθούν από την εκδότρια εταιρεία είτε με δήλωση της τελευταίας είτε του μετόχου που θα συμμετάσχει.

    Στην πρώτη περίπτωση (εξαγορά με δήλωση της εταιρείας) η εταιρεία και οι παλαιοί μέτοχοι διαφυλάσσουν (και διασφαλίζουν) το προϋφιστάμενο (και συνήθως οικογενειακό) μετοχικό σχήμα καθώς και τις σχετικές ισορροπίες σε περίπτωση επίτευξης του σκοπού-για τον οποίο η έκδοση των εξαγοράσιμων μετοχών.

    Στην δεύτερη περίπτωση (εξαγορά με δήλωση των κατόχων εξαγοράσιμων μετοχών) διασφαλίζεται, σε σημαντικό βαθμό, όχι μόνον η επιλογή του χρόνου υλοποίησης της σχετικής «συμφωνίας» αλλά και, προεχόντως, η ίδια η υλοποίησή της. Και τούτο γιατί αντισυμβαλλόμενος του εισφέροντος τα κεφάλαια-κατόχου εξαγοράσιμων μετοχών δεν είναι  κάποιος μεμονωμένος μέτοχος αλλά η ίδια η εταιρεία. Για την περαιτέρω διασφάλιση της θέσης του  κατόχου (ή υποψηφίου κατόχου) εξαγοράσιμων μετοχών περαιτέρω διασφαλίσεις (λ.χ. προσωπικές εγγυήσεις και εμπράγματες ασφάλειες από τους λοιπούς μετόχους) δεν είναι δυνατόν, φυσικά, να αποκλειστούν.

     

    Γ. Η αντιμετώπιση των εξαγοράσιμων μετοχών από το νέο νόμο για τις ανώνυμες εταιρείες

    Η απόφαση (άρθρο 39 παρ. 1ν. 4548/2018) για την αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου με έκδοση εξαγοράσιμων μετοχών μπορεί να λαμβάνεται από τη Γενική Συνέλευση ή, υπό προϋποθέσεις, από το Διοικητικό Συμβούλιο. Οι μετοχές αυτές είναι δυνατό να εκδοθούν και ως προνομιούχες με ή χωρίς δικαίωμα ψήφου. Η υλοποίηση της εξαγοράς τους είναι δυνατό να λάβει χώρα με δήλωση της εταιρείας ή του μετόχου και με ταυτόχρονη καταβολή του συμφωνηθέντος αντιτίμου της εξαγοράς.

    Οι προϋποθέσεις που ο νόμος θέτει για την υλοποίηση της εξαγοράς τους (άρθρο 39 παρ. 3) είναι:

    (α) να υπάρχει, φυσικά, (σχετική) καταστατική πρόβλεψη,

    (β) να είναι πλήρως εξοφλημένες

    (γ) η εξαγορά να γίνεται με χρήση ποσών τα οποία είναι επιτρεπτό να διανεμηθούν, με το προϊόν νέας έκδοσης μετοχών (προς το σκοπό, δηλ. της εξαγοράς) ή ποσών που απελευθερώνονται από τη μείωση του μετοχικού κεφαλαίου

    (δ) Ποσό ίσο με την ονομαστική αξία των εξαγοραζομένων μετοχών οφείλει να αποτελέσει ειδικό αποθεματικό (εκτός κι αν η εξαγορά έγινε με βάση το προϊόν νέας έκδοσης ή ποσών που προέρχονται από μείωση μετοχικού κεφαλαίου) το οποίο αφενός μεν δεν είναι, κατά βάση, δυνατό να διανεμηθεί  αφετέρου δε είναι δυνατό να χρησιμοποιηθεί μόνο για αύξηση μετοχικού κεφαλαίου (με κεφαλαιοποίηση αποθεματικού)

    (ε) Όταν λόγω της εξαγοράς προβλέπεται καταβολή πρόσθετου ποσού στους μετόχους, το ποσό αυτό μπορεί να καταβληθεί μόνον με χρήση ποσών των οποίων επιτρέπεται η διανομή, προέρχεται από μείωση μετοχικού κεφαλαίου ή από αποθεματικό διαφορετικό από εκείνο που ανωτέρω (υπό δ) αναφέρθηκε

    (στ) η εξαγορά υποβάλλεται σε δημοσιότητα.

    Η δήλωση των μετόχων για την εξαγορά (άρθρο 39 παρ. 4) είναι υποχρεωτική όταν πληρούνται οι σχετικοί όροι που θέτει το καταστατικό και, ταυτόχρονα, υπάρχουν στην εταιρεία ποσά διαθέσιμα για την εξαγορά-δυνάμενα να διανεμηθούν. Η τελευταία αυτή προϋπόθεση αποδεικνύεται πάρα πολύ σημαντική καθώς σε διαφορετική περίπτωση (:ανυπαρξία διαθέσιμων ποσών) η σχετική δήλωση της εξαγοράς από μέρους του μετόχου ΔΕΝ παράγει αποτελέσματα. Τυχόν παροχή εγγυήσεων ή άλλων ασφαλειών για τον κάτοχο εξαγοραζομένων μετοχών δεν έχει αξία: Η παροχή ασφαλειών, ως παρεπόμενη σύμβαση, μπορεί να λειτουργήσει ΜΟΝΟΝ όταν υπάρχουν διαθέσιμα κεφάλαια για την εξαγορά. Διαφορετικά αποδεικνύεται ως άνευ αντικειμένου.

    Σημειώνεται τέλος (άρθρο 39 παρ. 5) πως οι εξαγοράσιμες μετοχές υπάγονται στο καθεστώς των ιδίων μετοχών. Επίσης (άρθρο 39 παρ. 6) πως η Γενική Συνέλευση με αυξημένη απαρτία και πλειοψηφία είναι δυνατό να αποφασίσει τη μετατροπή μέρους των υφισταμένων μετοχών σε εξαγοράσιμες-τηρουμένης πάντα της αρχής της ίσης μεταχείρισης των μετόχων.

     

    Δ. Συμπερασματικά

    Η αξιοποίηση των εξαγοράσιμων μετοχών αποτελεί ένα, ακόμα, βέλος στη φαρέτρα της επιχείρησης έτσι ώστε να καταστήσει ελκυστική την αύξηση του μετοχικού της κεφαλαίου στην προσπάθεια υλοποίησης των επιχειρηματικών της στόχων (με την επισήμανση βέβαια πως η εξαγορά των εξαγοράσιμων μετοχών προϋποθέτει την ύπαρξη αντιστοίχων διαθεσίμων κεφαλαίων στην εταιρεία).

    Περαιτέρω: Η αξιοποίηση της ευχέρειας του νόμου για μετατροπή μετοχών σε εξαγοράσιμες μπορεί να αποτελέσει και μέσο απόδοσης στους μετόχους τμήματος της συμμετοχής τους στο μετοχικό κεφάλαιο.

    Η δυνητική (βέλτιστη ή/και πολυεπίπεδη) αξιοποίηση του συγκεκριμένου θεσμού συναρτάται (και πρέπει να συναρτάται) με τα εκάστοτε δεδομένα και τις ανάγκες της επιχείρησης. Όπως όμως και κάθε άλλη επιχειρηματική απόφαση συναρτάται (αυτονοήτως κι ακόμα περισσότερο) με τη στρατηγική και τα συμφέροντα των μετόχων πλειοψηφίας.

    Σ’ αυτούς τους τελευταίους και τους συμβούλους τους εναπόκειται ο βέλτιστος σχεδιασμός και υλοποίηση.

    stavros-koumentakis

    Σταύρος Κουμεντάκης
    Senior Partner

    Υ.Γ. Συνοπτική έκδοση αυτού του άρθρου δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ, στις 31 Μαρτίου 2019.

    εξαγοράσιμες μετοχές, σταύρος κουμεντάκης

  • Stock Options

    Stock Options

    Stock Options: Πρόγραμμα διάθεσης μετοχών σε μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου, εργαζόμενους και μόνιμους συνεργάτες.

     

    Α. Γενικά

    Τι είναι τα Stock Options;

    Τα Stock Options αποτελούν θεσμό για τον οποίο δεν υπάρχει μακρά εμπειρία στη χώρα μας. Σε διεθνές, όμως, επίπεδο υπάρχει όχι μόνον μακρά εμπειρία αλλά και διάφορες κατηγορίες τους.

    Εκείνα που είναι περισσότερο γνωστά στην Ελλάδα (και θα μας απασχολήσουν εν προκειμένω) είναι εκείνα που προορίζονται να λειτουργήσουν ως κίνητρα προς το ανώτερο και ανώτατο στελεχιακό δυναμικό. Κι επιπρόσθετα: τους στενούς-μόνιμους συνεργάτες μιας επιχείρησης. Στη συνέχεια, για λόγους συντομίας, όλοι οι δυνητικοί δικαιούχοι θα αναφέρονται, συνολικά, ως «στελέχη». Η διεθνώς αποδεκτή σχετική ορολογία για τα stock options αυτής της κατηγορίας είναι «Employee Stock Option» και συντομογραφικά «ΕSO».

    Τα συγκεκριμένα Stock Options, σε πρακτικό επίπεδο, δεν είναι παρά το δικαίωμα (προαίρεσης-option) που αποκτά κάποιο στέλεχος (ή ομάδα στελεχών) μιας επιχείρησης για την αγορά (σε μία ή περισσότερες επόμενες χρονικές στιγμές), μετοχών της επιχείρησης σε προκαθορισμένη, ελκυστική, τιμή. Με τίμημα που το ίδιο το στέλεχος καλείται να καταβάλει.

    Κατά το αμερικανικό μοντέλο (:american options) το συγκεκριμένο δικαίωμα ασκείται όποτε επιλέξει ο δικαιούχος, από τη στιγμή της έκδοσης (του Stock Option) μέχρι τη λήξη του. Κατά το ευρωπαϊκό μοντέλο (:european options ή share options στο Ηνωμένο Βασίλειο) το συγκεκριμένο δικαίωμα ασκείται από τον δικαιούχο κατά τη στιγμή της λήξης του ή/και σε προκαθορισμένες, ενδιάμεσες χρονικές στιγμές.

    Ενδεχόμενη αποχώρηση του στελέχους πριν τον χρόνο κατά τον οποίο μπορεί να γίνει άσκηση του σχετικού δικαιώματος σημαίνει, κατά κανόνα, και την απώλειά του.

    Πώς λειτουργούν τα Stock Options;

    Κατ’ αρχάς να σημειώσουμε πως τα Stock Options δεν (πρέπει να) αφορούν το σύνολο των στελεχών.

    Ακόμα όμως και με το συγκεκριμένο περιορισμό θα πρέπει να δεχτούμε πως δύο είναι οι κατηγορίες στελεχών στις οποίες απευθύνονται: Σε εκείνα τα οποία η επιχείρηση επιδιώκει να προσελκύσει κι εκείνα με τα οποία ήδη συνδέεται με κάποιας μορφής συμβατική σχέση, συνηθέστερα, εργασίας.

    Από την άλλη πλευρά οι επιχειρήσεις οι οποίες θα αποφασίσουν να εκδώσουν ESO μπορεί να είναι όλων των κατηγοριών: Start-ups, επιχειρήσεις με κάποια ιστορία (με προβλήματα ρευστότητας ή περιορισμένες οικονομικές δυνατότητες), επιχειρήσεις αναπτυσσόμενες (και πολλά υποσχόμενες) ή ακόμα και αναπτυγμένες (με σημαντική οικονομική επιφάνεια). Κοινό χαρακτηριστικό όλων: Η προσπάθεια δημιουργίας κινήτρων σε στελέχη είτε για την έναρξη είτε για τη συνέχιση της συνεργασίας μαζί τους.

    Τόσο η κεντρική πρόταση της επιχείρησης που αποφασίζει την έκδοσή τους όσο και οι επιμέρους παράμετροι γνωστοί: «Έλα (ή μείνε) μαζί μας και θα έχεις σοβαρές προσδοκίες να αποκομίσεις σημαντικά οφέλη από την αύξηση της αξίας της επιχείρησης (κατ’ αναλογίαν του τμήματός της που αντιστοιχούν στα stock option που λαμβάνεις)».

    Διεθνώς, υιοθετείται (τουλάχιστον όσον αφορά τις εταιρείες με εισηγμένες μετοχές) και μία εναλλακτική της (άμεσης) παροχής ESO. Η επιχείρηση αναλαμβάνει την υποχρέωση αντί να παραδώσει Stock Options στο στέλεχος να του καταβάλει χρήματα σε προκαθορισμένες χρονικές στιγμές στο μέλλον. Συγκεκριμένα, τη διαφορά της παρούσας αξίας συμφωνηθέντος αριθμού μετοχών σε σχέση με την τιμή που θα έχουν στις εν λόγω προκαθορισμένες μελλοντικές ημερομηνίες.

     Τα Stock Options από την πλευρά της επιχείρησης και του στελέχους

    Με την υιοθέτηση των Stock Options η επιχείρηση δημιουργεί σημαντικά κίνητρα για την προσέλκυση ενός «ακριβού» στελέχους, καθώς δεν τον αντιμετωπίζει πλέον ως απλό υπάλληλο. Το στέλεχος αναβαθμίζεται από το επίπεδο του απλού (και ελάχιστα σημαντικού) εργαζομένου σ’ εκείνο του δυνητικού αυριανού μετόχου, συμμετόχου στο όραμα, την αναπτυξιακή και, κατ΄ αποτέλεσμα, κερδοφόρο πορεία της επιχείρησης.

    Η επιχείρηση (start-up, προβληματική, αναπτυσσόμενη ή αναπτυγμένη) με τον τρόπο αυτό επιτυγχάνει τριπλό στόχο: (α) μειώνει τις οικονομικές απαιτήσεις του στελέχους όσον αφορά τις προσδοκώμενες σταθερές αποδοχές του, (β) αυξάνει τη δέσμευσή του έναντι της επιχείρησης (γ) αυξάνει (λογικά) την ποιοτική και ποσοτική του απόδοση.

    Το στέλεχος, από την άλλη πλευρά, «προσδένεται» με ισχυρότερους δεσμούς στο άρμα της επιχείρησης καθώς δεν αποτελεί πλέον απλό εργαζόμενο αλλά αναβαθμίζεται σε δυνητικό (ή αυριανό) μέτοχο. Κι ακόμα περισσότερο: Προσβλέποντας στα κέρδη που θα ήταν δυνατό να αποκομίσει από την παραμονή του στην επιχείρηση, δύσκολα θα σκεφτεί να μην αποδώσει το μέγιστο του δυναμικού του ή να αποχωρήσει πριν το «πλήρωμα του χρόνου».

    Με την αξιοποίηση του θεσμού των Stock Options, ο στόχος των μετόχων, της διοίκησης και των συγκεκριμένων στελεχών γίνεται κοινός: η ανάπτυξη της αξίας της επιχείρησης και, κατ’ ακολουθίαν, της αξίας των μετοχών της.

    Ειδικά: Οι ανησυχίες του επιχειρηματία και ο τρόπος με τον οποίο είναι δυνατό να διασκεδασθούν.

    Υπάρχει όμως και σοβαρή (και απολύτως εύλογη) επιχειρηματολογία στη βάση της οποίας ένας επιχειρηματίας (ιδίως σε ολιγομετοχικά σχήματα) δεν θα επέλεγε να διαθέσει Stock Option σε στελέχη του. Ας καταγραφούν, μεταξύ άλλων, τα περισσότερο συνήθη: Τι θα συμβεί αν, αφού ασκηθούν τα σχετικά δικαιώματα, το στέλεχος (μέτοχος όντας) αποχωρήσει (παραιτηθεί ή απολυθεί), πτωχεύσει, αποβιώσει ή διαταραχθεί η ψυχική του υγεία; Συνεταίρος θα παραμείνει ένας παλαιός φίλος κι αυριανός εχθρός; Ή μήπως η χήρα και τα ορφανά του; Ή μήπως κάποιος σύνδικος, κάποιος άσχετος ή, ακόμα χειρότερα, ο σημαντικότερος ανταγωνιστής της επιχείρησης;

    Στα κρίσιμα αυτά ερωτήματα μπορούν να δοθούν όχι μόνον ικανοποιητικές απαντήσεις αλλά και απολύτως επαρκείς διασφαλίσεις. Ο συνδυασμός επιμέρους ευχερειών που απορρέουν από το νόμο μπορεί, με ασφάλεια, να επιτύχει το ζητούμενο.

    Ο συνδυασμός λ.χ. των stock options με τις πρόνοιες που αφορούν την έκδοση δεσμευμένων μετοχών είναι δυνατό να δημιουργήσει αισθήματα ασφάλειας για τέτοιας φύσης ανησυχίες (Για τα θέματα που αφορούν την έκδοση των δεσμευμένων μετοχών μπορείτε να διαβάσετε το άρθρο Δεσμευμένες μετοχές.

     

    Β. Οι ρυθμίσεις του νέου νόμου για τις Ανώνυμες Εταιρείες

    Σε διαδικαστικό επίπεδο, για την έκδοση των Stock Options προϋποτίθεται (άρθρο 113 παρ. 1) απόφαση Γενικής Συνέλευσης σχετικά με τους δικαιούχους του προγράμματος (μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου, στελέχη ή/και πρόσωπα που παρέχουν τις υπηρεσίες τους σε σταθερή βάση) αλλά και τις επιμέρους λεπτομέρειες της έκδοσης. Στο πλαίσιο αυτό η απόφαση της Γενικής Συνέλευσης προσδιορίζει (άρθρο 113 παρ. 2) αν τα Stock Οptions θα εκδοθούν με χρήση ιδίων μετοχών της εταιρείας ή αύξηση του μετοχικού της Κεφαλαίου, τον ανώτατο αριθμό των μετοχών που θα εκδοθούν, την τιμή διάθεσης ή της μέθοδο προσδιορισμού της, τους όρους διάθεσης των μετοχών, τη διάρκεια και τους δικαιούχους του προγράμματος, τον τρόπο άσκησης των σχετικών δικαιωμάτων. Ειδικά όμως όσον αφορά τους δικαιούχους είναι δυνατό να ανατεθεί στο Διοικητικό Συμβούλιο ο καθορισμός από εκείνο (το Δ.Σ.) είτε των δικαιούχων, ονομαστικά, ή των ομάδων των δικαιούχων

    Τα Stock Οptions που θα εκδοθούν δεν είναι δυνατό να υπερβαίνουν το 10%, κατ’ ανώτατο όριο, του μετοχικού κεφαλαίου (άρθρο 113 παρ. 2) αν και στην πράξη δύσκολα θα υπερέβαιναν και αυτό το 1% ή 2%.

    Αξιοσημείωτο επίσης είναι πως η Γενική Συνέλευση είναι δυνατό να εκχωρήσει (άρθρο 113 παρ. 4), για μια πενταετία τη σχετική της εξουσία στο Διοικητικό Συμβούλιο αν και χρειάζεται ιδιαίτερη φειδώ στην εκχώρηση ενός τέτοιου δικαιώματος μια και θα ήταν δυνατό να οδηγήσει, ενδεχομένως, σε δυσάρεστες ανατροπές ευαίσθητων ισορροπιών μεταξύ των μετόχων.

    Σε κάθε περίπτωση, το Διοικητικό Συμβούλιο είναι το όργανο εκείνο (άρθρο 113 παρ. 3) που

    (α) εκδίδει τα πιστοποιητικά άσκησης των σχετικών δικαιωμάτων αλλά και

    (β) (ανά ημερολογιακό τρίμηνο) είτε παραδίδει τις μετοχές που αφορά η άσκηση των Stock Οptions είτε αυξάνει κεφάλαιο και τροποποιεί το καταστατικό (εκδίδοντας και παραδίδοντας τις νεοεκδιδόμενες μετοχές και πιστοποιώντας τη σχετική αύξηση).

     

    Γ. Επίλογος

    Η αξιοποίηση από την επιχείρηση ενός σύγχρονου εργαλείου, όπως αυτό των Stock Options, μπορεί να λειτουργήσει ευεργετικά σε διάφορα επίπεδα. Αν και μοιάζει απλουστευμένη η σχετική προσέγγιση, οι δυνητικοί κίνδυνοι για τον επιχειρηματία είναι δυνατό σε σημαντικό επίπεδο (με τη χρήση ασφαλών νομικών εργαλείων) να απομειωθούν-αν όχι να εκμηδενισθούν. Παράλληλα ο σχεδιασμός του σχετικού προϊόντος μπορεί να διασφαλίσει σε σημαντικό βαθμό το εκάστοτε κεντρικό ζητούμενο της επιχείρησης: είτε πρόκειται για προσέλκυση ικανών στελεχών είτε για τη διατήρηση των ικανοτέρων είτε/και για τη μεγιστοποίηση όσων τα ωφελούμενα στελέχη είναι σε θέση να προσφέρουν.

    stavros-koumentakis

    Σταύρος Κουμεντάκης
    Senior Partner

    Υ.Γ. Συνοπτική έκδοση αυτού του άρθρου δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ, στις 3 Φεβρουαρίου 2019.

  • Τίτλοι κτήσης μετοχών (:warrants)

    Τίτλοι κτήσης μετοχών (:warrants)

    Α. Εισαγωγικά

    Τα warrants αποτελούν ένα σύγχρονο χρηματοπιστωτικό μέσο, γνωστό σ’ εκείνους που διακονούν την οικονομική επιστήμη αλλά και στους ασχολούμενους με τα χρηματιστήρια ανά τον κόσμο. Τα warrants, ελάχιστα γνωστά στο ευρύ κοινό, είναι δυνατό, να αποτελέσουν μέσο προσέλκυσης χρηματοδότησης αλλά και υποβοήθησης της ανάπτυξης των επιχειρήσεων. Η λειτουργία τους είναι διπλή: Από τη μία πλευρά  ευθυγραμμίζουν την προσδοκώμενη μελλοντική θετική πορεία της εταιρείας με επιμέρους συμφέροντα τρίτων αμέσως ή εμμέσως εμπλεκομένων. Από την άλλη διευρύνουν το πλαίσιο εκείνων που «διαγκωνίζονται» για την επιτυχία του εταιρικού εγχειρήματος-που γίνεται πλέον στόχος κοινός για περισσότερους. Τα warrants μπορεί να αποδειχθούν ελκυστικότερα της έκδοσης προνομιούχων μετοχών ή ομολογιακού δανείου μετατρέψιμου σε μετοχές.

    Ας τα γνωρίσουμε όμως καλύτερα.

     

    Β. Η γνωριμία με τα warrants, η εθνική και διεθνής εμπειρία

    Τι είναι τα warrants

    Με βάση το νόμο για τις ανώνυμες εταιρείες (άρθρο 56 παρ. 1) τίτλοι κτήσης μετοχών (:warrants) είναι εκείνοι που εκδίδονται από μια ανώνυμη εταιρεία και παρέχουν το διαπλαστικό δικαίωμα στους δικαιούχους τους (:δικαίωμα προαιρέσεως) να αποκτήσουν (ακριβέστερα: να αγοράσουν) μετοχές της (της εκδότριας-στην περίπτωση αυτή μιλάμε για εταιρικά warrants).

    Εύλογα, βέβαια, θα ήταν δυνατό να υποστηρίξει κάποιος πως αρμοδιότεροι να μιλήσουν για το τι πραγματικά είναι τα warrants μάλλον δεν είναι οι δικηγόροι. Και τούτο γιατί, κατά μία ευρύτερη (και ορθή) άποψη πρόκειται για χρηματιστηριακό παράγωγο που δημιουργεί το δικαίωμα (όχι όμως και την υποχρέωση) να αγοράσει κάποιος (ή να πουλήσει) μια μετοχή σε συγκεκριμένη τιμή (:εξάσκησης) πριν την εκπνοή του (ενδεικτικός ορισμός: https://www.investopedia.com/terms/w/warrant.asp). Το θεσμικό πλαίσιο εν τούτοις που διέπει τη λειτουργία των warrants επιδρά, πολυεπίπεδα, όχι μόνο στη λειτουργία της ανώνυμης εταιρείας αλλά και στις σχέσεις που διαμορφώνονται γύρω από αυτήν. Δεν θα μπορούσε επομένως να λείπουν οι σχετικές ρυθμίσεις από το νέο νόμο για τις ανώνυμες εταιρείες (άρθρα 56 έως 58). Δεν θα μπορούσε επίσης να μην απασχολήσει και το νομικό κόσμο της χώρας. [Το πιο πλήρες, επί του παρόντος, έργο στη χώρα μας είναι το: «Τίτλοι Κτήσης Μετοχών (Warrants) εταιρικοί και καλυμμένοι», Ιωάννη Λιναρίτη, Νομική Βιβλιοθήκη, 2018)].

     Η χρήση των warrants στο πλαίσιο της ανακεφαλαιοποίησης των ελληνικών τραπεζών (2012-2013)

    Η εμπειρία της ανακεφαλαιοποίησης των ελληνικών τραπεζών είναι αυτή που μας έφερε για πρώτη φορά σε επαφή με τα warrants (κατ’ ακρίβεια με τα covered warrants-κατ’ αντιδιαστολή με τα προαναφερθέντα εταιρικά warrants). Το σχετικό νομοθετικό πλαίσιο είχε διαμορφωθεί ήδη το έτος 2010 (από το άρθρο 7α παρ. 1 και 2 ν. 3864/2010, όπως ίσχυσε με τις μεταγενέστερες αυτού τροποποιήσεις των ετών 2012-2013), πριν την αντικατάστασή του από το άρθρο 2 ν. 4254/2014. Εξειδικεύθηκε περαιτέρω με τις σχετικές Πράξεις Υπουργικού Συμβουλίου υπ’ αριθμ. 38/2012, 6/2013 και 43/2015.

    Η προσπάθεια προσέλκυσης ιδιωτών επενδυτών για την ανακεφαλαιοποίηση των συστημικών τραπεζών πέτυχε (έστω εν μέρει) με τη χρησιμοποίηση των warrants ως “γλυκαντικών” (“sweeteners”-στη διεθνή ορολογία).

    Έτσι, όσοι αποφάσισαν να συμμετάσχουν στην ανακεφαλαιοποίηση των ελληνικών τραπεζών τη διετία 2012-2013 βρέθηκαν να έχουν στα χέρια τους warrants. Με βάση λοιπόν την ΠΥΣ 38/2012 ελάμβαναν (οι δικαιούχοι των τίτλων) από το Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (ΤΧΣ), δωρεάν, έναν Τίτλο για κάθε μία κοινή μετοχή του Πιστωτικού Ιδρύματος που αποκτούσαν. Στη συγκεκριμένη ΠΥΣ υπήρχε πρόβλεψη για αναπροσαρμογή του αριθμού των μετοχών που αναλογούσαν σε κάθε τίτλο «σε περίπτωση εταιρικών πράξεων». Η σχετική πρόβλεψη εξειδικεύθηκε περαιτέρω με την ΠΥΣ 43/2015.

    Οι δικαιούχοι λοιπόν των  warrants αποκτούσαν το δικαίωμα να τα εξασκήσουν πενήντα τέσσερις μήνες (54) μήνες από την ημερομηνία έκδοσης των τίτλων-εξαμηνιαίως. Τιμή άσκησης των δικαιωμάτων ορίστηκε η τιμή κτήσης των αντίστοιχων μετοχών από το ΤΧΣ, πλέον επιτοκίου 3% και ενός περιθωρίου (ανάλογο με τον χρόνο άσκησης του σχετικού δικαιώματος) επί τον αριθμό των μετοχών που εδικαιούτο να αποκτήσει ο κάτοχος του τίτλου κατά την άσκηση του δικαιώματός του.

     Η αποτίμηση των warrants

    Από το έτος 1973 υιοθετείται (με διάφορες συμπληρωματικές επεμβάσεις κι αναπροσαρμογές) το μοντέλο “Black-Scholes” στην διεθνή βιβλιογραφία για την αποτίμηση (και) των warrants. Το συγκεκριμένο μοντέλο λαμβάνει υπόψη του: (α) τρεις βασικές παραμέτρους για τον προσδιορισμό της αξίας τους: την τιμή άσκησης, τον υπολειπόμενο χρόνο μέχρι την ημερομηνία λήξης και τη χρηματιστηριακή τιμή της μετοχής και (β) τρεις, τουλάχιστον, επιπρόσθετες παραμέτρους χρηματοοικονομικής φύσεως: την αναμενόμενη μερισματική απόδοση της υποκείμενης μετοχής (dividend yield), το επιτόκιο χρηματαγοράς καταθέσεων χωρίς κίνδυνο (risk free interest rate) και την αναμενόμενη μεταβλητότητα (volatility) της υποκείμενης μετοχής.

    Πρακτικά όμως για όλους εμάς τους μη οικονομολόγους: Όταν η τιμή της μετοχής κατά τον χρόνο άσκησης του σχετικού δικαιώματος (εκείνου δηλαδή που έχει αποκτηθεί με το warrant-κατά το χρόνο κτήσης του) υπολείπεται του ποσού που θα πρέπει να καταβληθεί (ανά μετοχή) για την άσκησή του, δεν έχει νόημα να βάλουμε οποιαδήποτε άλλη παράμετρο στην εξίσωση. Αυτό και έγινε στην προαναφερθείσα περίπτωση της ανακεφαλαιοποίησης των τραπεζών: Η τιμή της μετοχής των συστημικών τραπεζών καταβαραθρώθηκε, σε αντίθεση με την τιμή άσκησης των warrants που είχε, εξ αρχής, συμφωνηθεί σταθερή-κατά τις επιμέρους χρονικές περιόδους δυνητικής άσκησής τους.

    Έτσι, οι ιδιώτες που συμμετείχαν στην ανακεφαλαιοποίηση των συστημικών τραπεζών έλαβαν μεν warrants, τα οποία όμως ουδέποτε εξάσκησαν καθώς η τιμή των μετοχών στις οποίες αναφέρονταν υπολείπονταν σαφώς της τιμής εξάσκησης τους (των warrants).

    Το συγκεκριμένο εγχείρημα δεν έμελλε να στεφθεί με επιτυχία.

     Η άσκηση των δικαιωμάτων από τα warrants και τα σχετικά ερωτήματα

    Όσον αφορά τις εισηγμένες εταιρείες (όπως παραπάνω οι «συστημικές» τράπεζες) η προαναφερθείσα λογική μοιάζει τόσο αυτονόητη όσο και απλοϊκή: Για ποιον λόγο να ασκήσω το δικαίωμά μου από το warrant όταν χρηματοοικονομικά με συμφέρει να αγοράσω την αντίστοιχη μετοχή από την χρηματιστηριακή αγορά με μικρότερο κόστος;

    Συμβαίνει όμως το ίδιο και στις μη εισηγμένες εταιρείες; Σε εκείνες δηλ. που οι μετοχές τους δεν διαπραγματεύονται σε κάποια οργανωμένη αγορά, με αποτέλεσμα να μην είναι ελεύθερα διαθέσιμες; Και τι συμβαίνει όταν διαθέσιμες είναι δυνατό να καταστούν στο πλαίσιο, μόνον, μιας ελεύθερης συναλλαγής όπου ταυτίζονται οι «δηλώσεις βούλησης» του πωλητή και του αγοραστή;

    Και, εν τέλει, το κεντρικό ερώτημα: Είναι τα warrants ένας αποτυχημένος και μη λειτουργικός θεσμός; Ή μπορεί, άραγε, να αξιοποιηθεί πολυεπίπεδα στο πλαίσιο της ενίσχυσης της επιχειρηματικότητας; Στη συνέχεια επιχειρείται απάντηση στα συγκεκριμένα, κομβικά, ερωτήματα.

     Η δυνητική χρήση και αξιοποίηση των warrants

    Το εύρος της δυνητικής αξιοποίησης των warrants μοιάζει, σχεδόν, ανεξάντλητο.

    Τα warrants μπορούν να αποτελέσουν μέσο (κυρίως όμως: κίνητρο) χρηματοδότησης επιχειρήσεων-δεν είναι εξάλλου τυχαίος ο όρος «sweetener» που ήδη αναφέρθηκε και διεθνώς χρησιμοποιείται: Συμμετέχω σήμερα σε μια αύξηση μετοχικού κεφαλαίου και έχω προσδοκία ότι στο (εγγύς ή απώτερο) μέλλον θα αποκτήσω, ΑΝ το επιλέξω, με ευνοϊκούς όρους (σε σχέση με τα τότε δεδομένα) κάποιον επιπρόσθετο αριθμό μετοχών.

    Η συγκεκριμένη λογική μπορεί να αποδειχθεί ελκυστική όχι μόνον για προσέλκυση συμμετοχής σε αύξηση μετοχικού κεφαλαίου start-ups αλλά και αντίστοιχα αναπτυσσόμενων ή/και, απλά, υγιών επιχειρήσεων. Από την άλλη πλευρά είναι δυνατό να αποδειχθεί ελκυστική στην προσπάθεια κεφαλαιακής ενίσχυσης επιχειρήσεων με προβλήματα ρευστότητας & φερεγγυότητας και αδυναμία ή δυσκολία άντλησης εξωτερικής χρηματοδότησης ή (κοινής) κεφαλαιακής ενίσχυσης. Αποδεικνύεται εργαλείο στρατηγικής για τα venture capital (:κεφάλαια επιχειρηματικών συμμετοχών), για μεμονωμένους επενδυτές αλλά και εργαλείο προσωπικών στρατηγικών μεμονωμένων μετόχων.

    Περαιτέρω όμως δεν είναι δυνατό να μη γίνει αναφορά στη δυνητική αξιοποίηση των  warrants ως κινήτρου για εκείνους που ασκούν διοίκηση στην εταιρεία, για στελέχη, για συνεργάτες, προμηθευτές ή πιστωτές. Κι όσον αφορά τους τελευταίους (προμηθευτές ή πιστωτές)-επιπρόσθετα ως μέσο μερικής ή ολικής εξόφλησης ή ευνοϊκής διευθέτησης οικονομικής φύσεως υποχρεώσεων.

    Σε όλες τις παραπάνω περιπτώσεις τα warrants μπορούν να έχουν μια διπλή λειτουργία: (α) Να ευθυγραμμίσουν την (προσδοκώμενη) μελλοντική θετική πορεία και ευημερία της εταιρείας με επιμέρους συμφέροντα τρίτων αμέσως ή εμμέσως εμπλεκομένων (και όχι μόνον των μετόχων) αλλά και (β) Να διευρύνουν το πλαίσιο εκείνων που (για απτούς λόγους-άμεσου συμφέροντος) «διαγκωνίζονται» για την επιτυχία του εταιρικού εγχειρήματος που γίνεται πλέον στόχος κοινός

    Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις τα warrants μπορεί πολυεπίπεδα να αποδειχθούν (και είναι) ελκυστικότερα και προτιμητέα της έκδοσης προνομιούχων μετοχών ή ομολογιακού δανείου μετατρέψιμου σε μετοχές

     

    Γ. Η αντιμετώπιση (και ρύθμιση) των warrants από το νόμο για τις ΑΕ

    Έχοντας κατά νου όσα παραπάνω (υπό Α) εισαγωγικά αναφέρθηκαν μπορεί να γίνει περισσότερο κατανοητή η επιλογή της σχετικής νομοπαρασκευαστικής επιτροπής (βεβαίως και του έλληνα νομοθέτη) για την ένταξη των warrants στο ρυθμιστικό πεδίο του νέου νόμου για τις ανώνυμες εταιρείες.

    Δυνατότητα έκδοσης warrants

    Με τη διάταξη του άρθρου 56 παρ. 1 του νέου νόμου, ορίζεται αρμόδιο όργανο για την έκδοση των warrants η Γενική Συνέλευση η οποία αποφασίζει με αυξημένη απαρτία και πλειοψηφία. Απλή απαρτία και πλειοψηφία της Γενικής Συνέλευσης ή απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου αρκεί όταν υφίσταται σχετική καταστατική πρόβλεψη (παρ. 2 αναλογικά εφαρμοζομένων των διατάξεων για την έκτακτη αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου-κατ’ αρθρ. 24)

    Επιμέρους παράμετροι απόφασης του αρμοδίου οργάνου

    Το εκάστοτε αρμόδιο όργανο της ανώνυμης εταιρείας στην απόφασή του για την έκδοση των warrants (η οποία υπόκειται στη δημοσιότητα του νόμου για την αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου) διαλαμβάνει τα σχετικά:

    (α) με τον χρόνο, τον τρόπο, το τυχόν τίμημα για την έκδοση των τίτλων και τον τρόπο καταβολής του
    (β) την προθεσμία και τους λοιπούς όρους της άσκησης του δικαιώματος που ενσωματώνουν οι τίτλοι
    (γ) την κατηγορία και τον αριθμό μετοχών που θα εκδοθούν μετά την τυχόν άσκηση του
    (δ) την αξία ή τον τρόπο υπολογισμού της αξίας μετοχών που θα καταβληθεί κατά την άσκηση του δικαιώματος
    (ε) τον αριθμό των μετοχών των οποίων παρέχει δικαίωμα κτήσης κάθε τίτλος
    (στ) την προσαρμογή όρων των τίτλων και των δικαιωμάτων τους σε περίπτωση εταιρικών πράξεων και
    (ζ) κάθε άλλη σχετική λεπτομέρεια

     Λοιπά θέματα σχετικά με την έκδοση των warrants

    Οι υφιστάμενοι μέτοχοι κατά τον χρόνο της έκδοσης των warrants διατηρούν (άρθρο 56 παρ. 6) σχετικό δικαίωμα προτίμησης κατά την έκδοσή τους-και ευλόγως καθώς η μελλοντική άσκησή τους θα διατάρασσε τις όποιες ισορροπίες του μετοχικού κεφαλαίου. Παράλληλα μπορεί να αναγνωρισθεί (άρθρο 56 παρ. 7) η δυνατότητα μερικής κάλυψης των warrants των οποίων θα αποφασισθεί η έκδοση (κατ’ αναλογική εφαρμογή του άρθρου 28 για τη μερική κάλυψη της αύξησης του μετοχικού κεφαλαίου). Τέλος ορίζεται (άρθρο 56 παρ. 8) πως οι σχετικοί τίτλοι είναι ονομαστικοί-ευλόγως και εν προκειμένω καθώς και οι μετοχές των ανωνύμων εταιρειών μόνον ονομαστικές μπορεί να είναι.

     Απόκτηση ιδίων warrants από την εταιρεία (άρθρο 57)

    Η ανώνυμη εταιρεία δεν είναι δυνατό να προβεί σε κάλυψη δικών της warrants ή να λάβει ως ενέχυρο warrants δικά της ή μητρικής της.

    Εντούτοις, η εταιρεία είναι δυνατό να αποκτήσει δικά της warrants (εκτός των περιπτώσεων κτήσης από καθολική διαδοχή ή χαριστική αιτία) ύστερα από απόφαση του Διοικητικού της Συμβουλίου με την οποία: (α) αιτιολογείται το εταιρικό συμφέρον, (β) καταγράφεται ο σκοπός και οι όροι της απόκτησης, (γ) προσδιορίζεται ο ανώτατος αριθμός των τίτλων που θα αποκτηθούν, (δ) η διάρκεια της έγκρισης (max 12 μήνες) καθώς και (ε) η ελάχιστη και μέγιστη αξία της απόκτησης.

    Για τη συγκεκριμένη απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου προϋποτίθεται έκθεση ορκωτού λογιστή περί του ευλόγου της αξίας της απόκτησης. Η συγκεκριμένη αξία δεν μπορεί να έχει σαν αποτέλεσμα τη μείωση του μετοχικού κεφαλαίου σε χαμηλότερα επίπεδα από αυτά που προσδιορίζονται στη διάταξη του άρθρ. 159 §1.

    Στην περίπτωση που η εκδότρια αποφασίσει να αποκτήσει (και εν τέλει αποκτήσει) δικά της warrants με σκοπό την απόσβεσή τους, υποχρεούται σε άμεση ακύρωση. Επίσης όταν η εκδότρια αποκτήσει δικά της warrants είτε λόγω καθολικής διαδοχής είτε από χαριστική αιτία υποχρεούται να λάβει απόφαση, εντός μηνός, είτε για την ακύρωσή τους είτε για την εκ νέου διάθεσή τους. Σε κάθε περίπτωση πάντως απόκτησης από την εταιρεία δικών της warrants (κατά παράβαση των συγκεκριμένων διατάξεων) υποχρεούται να τα μεταβιβάσει το αργότερο μέσα σε ένα έτος από την απόκτησή τους.

     Άσκηση δικαιώματος από τα warrants (αρθρ. 58)

    Το δικαίωμα που απορρέει από τα warrants είναι, όπως ήδη αναφέρθηκε, δικαίωμα προαιρέσεως. Τούτο σημαίνει πως η άσκηση του σχετικού δικαιώματος από μέρους του δικαιούχου τους είναι μονομερής. Μόνη προϋπόθεση για την άσκησή του αποτελεί η καταβολή στην εταιρεία του (εκ προοιμίου) δεδομένου τιμήματος.

    Η ονομαστική αξία των μετοχών που θα εκδοθούν δεν είναι πάντως επιτρεπτό να υπερβαίνει το άθροισμα του ποσού που κατεβλήθη κατά την απόκτηση των warrants και εκείνου που κατεβλήθη κατά την άσκηση του σχετικού δικαιώματος.

    Όταν πάντως ασκηθεί το σχετικό δικαίωμα που απορρέει από τα warrants λαμβάνει χώρα αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου. Στη συγκεκριμένη αύξηση οι παλαιοί μέτοχοι δεν έχουν, ευλόγως, δικαίωμα προτίμησης. Το Διοικητικό Συμβούλιο υποχρεούται να αναπροσαρμόσει, εντός διμήνου, το μετοχικό κεφάλαιο της εταιρείας.

    Σημειώνεται τέλος ότι προσδιορίζεται ως υποχρεωτική η σύσταση αποθεματικού στην εκδότρια εταιρεία για όσο διάστημα παραμένουν σε ισχύ τα warrants. Το αποθεματικό αυτό δεν είναι δυνατό να διανεμηθεί και είναι κατ’ ελάχιστο ίσο  με την αξία που καταβλήθηκε κατά την έκδοσή τους.

     

    Δ. Επίλογος

    Από όσα παραπάνω αναφέρονται δε νομίζω πως απομένει οποιαδήποτε αμφιβολία πως η ένταξη στο εθνικό δίκαιο των τίτλων κτήσης μετοχών παρέχει ένα σπουδαίο (πολυ)εργαλείο στις ανώνυμες εταιρείες. Ένα εργαλείο σημαντικό για τη χρηματοδότηση και τη διευκόλυνση της χρηματοδότησής τους, για τη δημιουργία κινήτρων για την υποβοήθηση της παραγωγικής, αποτελεσματικής και εν τέλει βέλτιστης λειτουργίας και αναπτυξιακής τους πορείας. Κυρίως όμως: ένα εργαλείο που διευρύνει καθοριστικά τον κύκλο των φυσικών και νομικών προσώπων των άμεσα και έμμεσα (λιγότερο ή περισσότερο) συνδεδεμένων με αυτήν με παράλληλα, εν πολλοίς, συμφέροντα όσον αφορά την επίτευξη του εταιρικού σκοπού.

    Εναπόκειται στις επιχειρήσεις, τους επιχειρηματίες, τους χρηματοοικονομικούς (ιδίως όμως εμάς τους νομικούς) τους συμβούλους η βέλτιστη αξιοποίησή του.

    stavros-koumentakis

    Σταύρος Κουμεντάκης
    Senior Partner

    Υ.Γ. Συνοπτική έκδοση αυτού του άρθρου δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ, στις 27 Ιανουαρίου 2019.

Η περιοχή αυτή είναι καταχωρημένη στο wpml.org ως περιοχή ανάπτυξης. Μεταβείτε σε τοποθεσία παραγωγής με κλειδί στο remove this banner.