Ετικέτα: Μετοχές και μέτοχοι ΑΕ

Περί μετοχών Ανώνυμης Εταιρείας: έκδοση, αύξηση, διάθεση, μεταβίβαση, δικαίωμα προτίμησης, δικαιούχοι, τίτλοι κτήσης, δεσμευμένες, προνομιούχες, άυλες, εξαγοράσιμες, ονομαστικές, μειοψηφίας, πλειοψηφίας, επικαρπία, επιλογή, πρωτότυπη κτήση

  • Μείωση ΜΚ: Αναποτελεσματική Προστασία των Δανειστών

    Μείωση ΜΚ: Αναποτελεσματική Προστασία των Δανειστών

    Σε προηγούμενη αρθρογραφία μας ασχοληθήκαμε με την έννοια της μείωσης του μετοχικού κεφαλαίου και τις διακρίσεις της˙ σε επόμενη αρθρογραφία μας με την ακολουθητέα διαδικασία, τις τεχνικές και τις προϋποθέσεις της. Εδώ θα μας απασχολήσει το θέμα της μείωσης από μια κρίσιμη, λίγο διαφορετική, σκοπιά: εκείνη της προστασίας των δανειστών. Επίσης τα (έννομα) αποτελέσματα και η (αν)αποτελεσματικότητά της.

    Η Προστασία Των Δανειστών

    Πεδίο Εφαρμογής

    Οι προστατευτικές διατάξεις για τους δανειστές αφορούν, κατά βάση, τις περιπτώσεις πραγματικής μείωσης-όταν, δηλ., η αποδεσμευμένη εταιρική περιουσία πρόκειται να καταβληθεί στους μετόχους. Αφορούν, επίσης, τις περιπτώσεις που η μείωση του κεφαλαίου γίνεται με (ολική ή μερική) απαλλαγή των μετόχων από την υποχρέωση καταβολής μετοχικού κεφαλαίου, που ανελήφθη μεν δεν έλαβε όμως χώρα-εν τέλει (άρθρο 30 §4 ν. 4548/18).

    Περιεχόμενο Της Προστασίας

    Οι δανειστές της ΑΕ  έναν, μόνον, τρόπο έχουν να προστατευθούν σε περίπτωση πραγματικής μείωσης του μετοχικού της κεφαλαίου-εφόσον, βεβαίως, την πληροφορηθούν: τη δημιουργία αναχωμάτων όσον αφορά την καταβολή στους μετόχους του αποδεσμευόμενου κεφαλαίου.

    Συγκεκριμένα, εφόσον τηρηθούν οι σχετικές προϋποθέσεις, γεννάται αξίωση ενός εκάστου μετόχου, έναντι της ΑΕ, για την καταβολή του προϊόντος της μείωσης που του αναλογεί. Η καταβολή αυτή, όμως, δεν είναι δυνατό να λάβει χώρα πριν παρέλθει, άκαρπη, η προθεσμία υποβολής αντιρρήσεων των δανειστών ή (εφόσον τέτοιες υποβληθούν) αφού τηρηθούν όσα ο νόμος ορίζει.

    Αντιρρήσεις Δανειστών Ληξιπρόθεσμων Απαιτήσεων

    Όπως προκύπτει από τη ρύθμιση του νόμου (άρθρο 30 §1) προστατεύονται, καταρχάς, οι δανειστές των οποίων οι απαιτήσεις έγιναν ληξιπρόθεσμες πριν τη δημοσιοποίηση της απόφασης της ΑΕ για τη μείωση του μετοχικού της κεφαλαίου (άρθρο 29 §4 ν. 4548/2018 – βλ. προηγούμενη αρθρογραφία μας). Υποστηρίζεται όμως (και ορθά) ότι προστατεύονται και εκείνοι των οποίων οι αξιώσεις έγιναν ληξιπρόθεσμες έως τον χρόνο της συναφούς καταβολής προς τους μετόχους.

    Δεν είναι, κατά τούτο, δυνατό να λάβει χώρα οποιαδήποτε καταβολή στους μετόχους της ΑΕ από ενδεχόμενη μείωση του μετοχικού της κεφαλαίου, πριν την παρέλευση της προθεσμίας εντός της οποίας οι δανειστές της εταιρείας, έχουν το δικαίωμα να υποβάλλουν τις σχετικές αντιρρήσεις τους˙ το σημαντικότερο: πριν ολοσχερώς εξοφληθούν ή, έστω, διακανονισθούν οι απαιτήσεις των δανειστών που θα υποβάλλουν τέτοιες. Με τη συγκεκριμένη επιλογή του ο νομοθέτης: (α) περιορίζει, σε λογικά επίπεδα, το εύρος των προστατευόμενων αξιώσεων (β) προβλέπει τη δυνατότητα διακανονισμού -κι όχι μόνον της εξόφλησης- των ληξιπρόθεσμων αξιώσεων.

    Η συγκεκριμένη ρύθμιση μοιάζει, όμως, ανεπιεικής ως προς τους ακούσιους δανειστές (εκείνους, λ.χ., που ζημιώθηκαν από αδικοπραξία). Οι τελευταίοι δεν θα διαθέτουν, πιθανότατα, τους πόρους ή/και τη γνώση να παρακολουθούν τις ενέργειες της ΑΕ ούτε/και να προβάλλουν, εμπρόθεσμα, αντιρρήσεις. Θα μπορούσε όμως κάποιος να υποστηρίξει πως, εν μέρει-τουλάχιστον, προστατεύονται από τις διατάξεις για το ελάχιστο όριο του μετοχικού κεφαλαίου καθώς και από το δικαίωμά τους να στραφούν κατά των υπαιτίων φυσικών προσώπων.

    Η Υποβολή Αντιρρήσεων

    Τρόπος Υποβολής Και Περιεχόμενο Αντιρρήσεων

    Δεν υπάρχει νομοθετική πρόβλεψη όσον αφορά τη ακολουθητέα διαδικασία υποβολής των ανωτέρω αντιρρήσεων των δανειστών, την τυποποίηση ή/και κάποιο, ελάχιστο, περιεχόμενό τους. Προτιμητέο, ωστόσο, για λόγους απόδειξης, να λαμβάνει χώρα εγγράφως η υποβολή τους. Ακόμα καλύτερα: με εξώδικη επιστολή, ώστε να μην τίθενται θέμα απόδειξης-ιδίως ως προς το περιεχόμενο και το εμπρόθεσμο της υποβολής τους. Ειδικά, μάλιστα, ως προς το περιεχόμενο, είναι σημαντικό να αναφέρουν (και αποδεικνύουν) το ληξιπρόθεσμο των προβαλλομένων αξιώσεων καθώς και τον χρόνο που αυτές κατέστησαν ληξιπρόθεσμες.

    Χρόνος Υποβολής Αντιρρήσεων

    Οι συγκεκριμένες αντιρρήσεις των δανειστών θα πρέπει να υποβληθούν στην ΑΕ μέσα σε προθεσμία σαράντα (40) ημερών (αντί 60 κατά το προϊσχύσαν δίκαιο) από τη δημοσιότητα της εταιρικής απόφασης για τη μείωση του μετοχικού κεφαλαίου (άρθρο 29 §4 ν. 4548/2018 – βλ. προηγούμενη αρθρογραφία μας). Ως αφετηρία της συγκεκριμένης προθεσμίας θα πρέπει να θεωρήσουμε την ημερομηνία ανάρτησής της στον διαδικτυακό τόπο του Γ.ΕΜ.Η. (άρθρο 12 ν. 4548/2018) και όχι στον διαδικτυακό τόπο της εταιρείας.

    Αντιρρήσεις Δανειστών Μη Ληξιπρόθεσμων Απαιτήσεων

    (Και) οι δανειστές, όμως, της ΑΕ με μη ληξιπρόθεσμες αξιώσεις προστατεύονται, επίσης, από τις συνέπειες της μείωσης του μετοχικού της κεφαλαίου (άρθρο 30 § 2). Δικαιούνται, και εκείνοι επίσης, να υποβάλλουν στην εταιρεία αντιρρήσεις κατά της πραγματοποίησης καταβολών αποδεσμευόμενης εταιρικής περιουσίας-λόγω μείωσης του μετοχικού της κεφαλαίου. Αρκεί να τίθεται, πράγματι, σε κίνδυνο η ικανοποίηση των απαιτήσεών τους.

    Η υποβολή των αντιρρήσεων των συγκεκριμένων δανειστών θα πρέπει να λάβει χώρα μέσα σε τριάντα (30) ημέρες από τη δημοσίευση της απόφασης για τη μείωση του μετοχικού κεφαλαίου της. Ως προς τη διαδικασία και περιεχόμενο υποβολής τους ισχύουν, αντίστοιχα, όσα ήδη, αμέσως ανωτέρω αναφέραμε.

    Στην περίπτωση που υποβληθούν αντιρρήσεις από τους δανειστές με μη ληξιπρόθεσμες αξιώσεις, η ΑΕ δικαιούται να τις προεξοφλήσει, να τους παράσχει επαρκείς εξασφαλίσεις ή να λειτουργήσει συνδυαστικά. Τυχόν διαφωνίες θα λυθούν, κατ’ ανάγκη, δικαστικά.

    Η Δικαστική Επίλυση Των Αντιρρήσεων

    Κατά το νόμο: «για το βάσιμο ή μη των αντιρρήσεων των δανειστών μη ληξιπρόθεσμων απαιτήσεων…συμπεριλαμβανομένων εκείνων που αφορούν την επάρκεια των προσφερόμενων από την εταιρεία ασφαλειών, αποφαίνεται το δικαστήριο» (άρθρο 30 §3, εδ. α΄).

    Το γράμμα του νόμου φαίνεται να καταλαμβάνει μόνο τις απαιτήσεις δανειστών μη ληξιπρόθεσμων απαιτήσεων. Ωστόσο, αβάσιμες ενδέχεται να είναι και απαιτήσεις, οι οποίες προβάλλονται, λ.χ., ως ληξιπρόθεσμες-χωρίς όμως και πράγματι να είναι. Τέτοιου είδους (κακόπιστες) απαιτήσεις ενδέχεται να έχουν σκοπό, απλώς, να ματαιώσουν την ολοκλήρωση της διαδικασίας μείωσης του μετοχικού κεφαλαίου της ΑΕ. Υποστηρίζεται, και ορθά, η αναλογική εφαρμογή (και στην προκειμένη περίπτωση) της δικαστικής διαδικασίας που αφορά στις αντιρρήσεις δανειστών μη ληξιπρόθεσμων αντιρρήσεων.

    Αρμόδιο Δικαστήριο Και Διαδικασία

    Αρμόδιο δικαστήριο για την επίλυση των συγκεκριμένων διαφορών είναι το Μονομελές Πρωτοδικείο της έδρας της ΑΕ˙ διαδικασία αυτή της Εκούσιας Δικαιοδοσίας.

    Κατά την εκδίκαση της σχετικής αίτησης της ΑΕ είναι δυνατό να παρέμβουν και αντιλέξουν οι δανειστές που υπέβαλαν τις αντιρρήσεις τους.

    Η Δικαστική Κρίση

    Το αρμόδιο δικαστήριο αποφαίνεται σχετικά με τη βασιμότητα ή μη των αντιρρήσεων των δανειστών. Είναι ενδεχόμενο οι δανειστές με μη ληξιπρόθεσμες απαιτήσεις να αποδείξουν, ότι η πραγματοποίηση των καταβολών ενόψει της εταιρικής περιουσίας που θα απομείνει (μετά την πραγματοποίηση της μείωσης-λαμβανομένων υπόψη και των τυχόν ασφαλειών, που ήδη διαθέτουν) θέτει σε κίνδυνο την ικανοποίηση των απαιτήσεών τους. Η απόφαση που θα εκδοθεί, στην περίπτωση αυτή, θα επιτρέψει την καταβολή των αποδεσμευόμενων με τη μείωση ποσών, στη βάση τήρησης όρων ή παροχής επαρκών ασφαλειών που το ίδιο καθορίζει.

    Δεν απαιτείται, πάντως, οι ασφάλειες να χορηγούνται από την ίδια την ΑΕ. Είναι δυνατή η παροχή τους (και) από τρίτους (λ.χ. τους μετόχους). Οι συγκεκριμένοι τρίτοι δικαιούνται, μάλιστα, να παρέμβουν στη σχετική δίκη, ώστε να καταστεί εφικτό το δικαστήριο να διατάξει την από μέρους τους παροχή των εν λόγω ασφαλειών.

    Σε περίπτωση υποβολής αντιρρήσεων από περισσότερους δανειστές, εκδίδεται μία απόφαση ως προς όλες, προκειμένου να αποφευχθούν αντιφατικές αποφάσεις. Είναι δυνατό, σε θεωρητικό, τουλάχιστον, επίπεδο να υφίστανται πρόσθετες, εκκρεμείς, εμπροθέσμως, όμως, υποβληθείσες αντιρρήσεις. Στην περίπτωση αυτή, η απόφαση που έχει εκδοθεί μπορεί (και πρέπει) να μεταρρυθμιστεί, ώστε να καταστούν επιτρεπτές οι καταβολές στους μετόχους.

    Τα Έννομα Αποτελέσματα

    Της Πρόωρης Καταβολής

    Σε περίπτωση που η ΑΕ προβεί σε καταβολές αποδεσμευμένης εταιρικής περιουσίας στους μετόχους χωρίς την τήρηση των προϋποθέσεων του νόμου, οι σχετικές καταβολές είναι άκυρες. Πρόκειται για ακυρότητα σχετική υπέρ των δανειστών της ΑΕ, όπως αυτοί προσδιορίστηκαν ανωτέρω.

    Στην περίπτωση ακυρότητας των προαναφερθεισών καταβολών, οι μέτοχοι οφείλουν να επιστρέψουν το ποσό που εισέπραξαν στην ΑΕ, σύμφωνα με τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού. Τη σχετική, μάλιστα, αξίωση της ΑΕ κατά των μετόχων νομιμοποιούνται να ασκήσουν πλαγιαστικά οι προαναφερθέντες δανειστές.

    Ο νόμος δεν θεσπίζει ειδική ευθύνη του ΔΣ σε περίπτωση άκυρης καταβολής. Ενδέχεται, ωστόσο, να στοιχειοθετηθεί αδικοπρακτική ευθύνη των μελών του ή/και των μετόχων που ωφελήθηκαν (σύμφωνα, λ.χ., με τις διατάξεις για την καταδολίευση δανειστών).

    Γίνεται, βέβαια, δεκτό ότι η ως άνω ακυρότητα των πρόωρων καταβολών είναι ιάσιμη. Μπορεί, συγκεκριμένα, να θεραπευθεί εφόσον παρέλθει άπρακτη η προαναφερθείσα προθεσμία των σαράντα ημερών. Εφόσον, δηλ., δεν υποβληθούν αντιρρήσεις.  Σε περίπτωση που υποβληθούν τέτοιες, θεραπεία επέρχεται, εφόσον μετά τις καταβολές: (α) εξοφληθούν ή διακανονισθούν οι ληξιπρόθεσμες απαιτήσεις, (β) προεξοφληθούν οι μη ληξιπρόθεσμες απαιτήσεις ή δοθούν επαρκείς ασφάλειες ή τέλος, σε περίπτωση μη συναινετικής λύσης, τηρηθούν οι όροι της εκδοθησόμενης δικαστικής κρίσης.

    Της Απόφασης Μείωσης

    Δεδομένων των όσων ανωτέρω αναπτύχθηκαν, διαφαίνεται ότι οι αντιρρήσεις αφορούν στην καταβολή της αποδεσμευμένης εταιρικής περιουσίας. Αντίθετα, η απόφαση περί μείωσης δεν επηρεάζεται από αυτές. Η ισχύς της εκκινεί από την τήρηση των διατυπώσεων δημοσιότητας.

    Ωστόσο, στην περίπτωση της πραγματικής μείωσης, η αξίωση των μετόχων για είσπραξης του προϊόντος της, προϋποθέτει την τήρηση των προστατευτικών διατάξεων για τους δανειστές.

    Αντίθετα, στην ονομαστική μείωση, ήδη από τη δημοσιότητα της απόφασης, ισχύει η νέα ονομαστική αξία των μετοχών. Τυχόν εκκρεμότητα αντικατάστασης των παλαιών τίτλων με νέους δεν ενδιαφέρει.

     

    Είναι δεδομένο πως οι δανειστές της ΑΕ (με ληξιπρόθεσμες, ή μη, απαιτήσεις) έχουν ανάγκη προστασίας σε περίπτωση μείωσης του μετοχικού της κεφαλαίου. Ο νομοθέτης δεν θα ήταν δυνατό να μην τους την παράσχει. Η προστασία όμως είναι, σε πρακτικό επίπεδο, αμφιλεγόμενη. Ποιος δανειστής, άραγε, εξαντλεί ένα τμήμα, έστω, του χρόνου του στην αναζήτηση του ενδεχόμενου, η οφειλέτριά του ΑΕ να έχει προχωρήσει σε μείωση του μετοχικού της κεφαλαίου (και απόδοσή του στους μετόχους) με σκοπό να τον καταδολιεύσει; Δεδομένου όμως ότι αυτό είναι το μόνο μέσο που του παρέχεται από το νόμο, ο δανειστής της ΑΕ τούτο, ακριβώς, οφείλει: να βρίσκεται, δηλ., σε συνεχή εγρήγορση.-

    Σταύρος Κουμεντάκης
    Managing Partner

     

    Υ.Γ. Συνοπτική έκδοση του άρθρου δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ, στις 29 Μαΐου 2022.

    Η πληροφόρηση που εμπεριέχεται στο παρόν άρθρο δεν συνιστά (ούτε και έχει σκοπό να αποτελέσει) νομική συμβουλή. Μια τέτοια νομική συμβουλή είναι δυνατό να παρασχεθεί μόνον από αρμόδιο δικηγόρο ο οποίος θα λάβει υπόψη του το σύνολο των δεδομένων που θα του εκθέσετε για την υπόθεσή σας. Αναλυτικά.

  • Μείωση Μετοχικού Κεφαλαίου: Τεχνικές, Προϋποθέσεις & Διαδικασία

    Μείωση Μετοχικού Κεφαλαίου: Τεχνικές, Προϋποθέσεις & Διαδικασία

    Σε προηγούμενη αρθρογραφία μας ασχοληθήκαμε με την έννοια και τις διακρίσεις του μετοχικού κεφαλαίου. Για την υλοποίησή της όμως χρειαζόμαστε σχεδιασμό, προετοιμασία και, φυσικά, έναν «οδικό χάρτη». Ακριβώς αυτά θα μας απασχολήσουν εδώ, μαζί με τις τεχνικές και τις προϋποθέσεις της μείωσης. Τα δικαιώματα και η προστασία των δανειστών θα αποτελέσουν αντικείμενο επόμενης αρθρογραφίας μας.

     

    Τεχνικές Μείωσης Μετοχικού Κεφαλαίου

    Ο νομοθέτης δεν προσδιορίζει συγκεκριμένες τεχνικές μείωσης. Η θεωρία καλείται να καλύψει το σχετικό κενό˙ τρεις οι εναλλακτικές. Συγκεκριμένα:

    Μείωση Ονομαστικής Αξίας Μετοχών

    Η συγκεκριμένη τεχνική είναι που διασφαλίζει, περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη, την αρχή της ίσης μεταχείρισης των μετόχων. Μειώνεται, μέσω αυτής, η ονομαστική αξία των μετοχών (είτε συνολικά είτε ορισμένης κατηγορίας). Η ονομαστική αξία, όμως-μετά τη μείωση, δεν μπορεί να υπολείπεται της, κατά το νόμο, ελάχιστης των 0,04€ (άρ. 35 §1 ν. 4548/2018). Ενδεχόμενη ανάγκη για περαιτέρω μείωση θα πρέπει να ικανοποιηθεί με κάποια άλλη τεχνική (από τις εναπομένουσες δύο).

    Ακύρωση Μετοχών

    Η ακύρωση μετοχών επιφέρει, αυτονόητα, μείωση του συνολικού αριθμού τους. Άμεση συνέπειά της αποτελεί η απόσβεση των μετοχικών δικαιωμάτων, οι οποίες απορρέουν από τις ακυρωθείσες μετοχές.

    Η ακύρωση των μετοχών πρέπει, καταρχήν, να γίνεται ομοιόμορφα και αναλογικά- για όλους τους μετόχους. Ενδεχόμενη μονομερής ακύρωση προϋποθέτει: είτε καταστατική ρύθμιση (αρχική ή επιγενόμενη με ομόφωνη, όμως, απόφαση των μετόχων) είτε συναίνεση εκείνων που θίγονται. Σε κάθε περίπτωση, ακύρωση μετοχών λαμβάνει χώρα στις περιπτώσεις υποχρεωτικής μείωσης.

    Συνένωση Μετοχών

    Η τεχνική της συνένωσης μετοχών αποτελεί, ουσιαστικά, συνδυασμό των αμέσως προηγούμενων. Βάσει αυτής, ορισμένες μετοχές ακυρώνονται. Μεταβάλλεται, ταυτόχρονα-και με συγκεκριμένη αναλογία, η ονομαστική αξία των υπολοίπων.

     

    Προϋποθέσεις & Διαδικασία Μείωσης Κεφαλαίου

    Δεδομένης της σημασίας του μετοχικού κεφαλαίου, έχουμε ήδη επισημάνει ότι το ύψος, η κάλυψη, η καταβολή του καθώς και η διατήρησή του σε συγκεκριμένα επίπεδα διέπονται από συγκεκριμένους κανόνες. Προς αποφυγή καταστρατήγησής τους, η διαδικασία μείωσης προϋποθέτει αυστηρούς κανόνες και προϋποθέσεις˙ περί αυτών, αμέσως στη συνέχεια.

    Αρμόδιο Όργανο

    Η απόφαση για τη μείωση του μετοχικού κεφαλαίου αποτελεί αρμοδιότητα της ΓΣ (άρ. 117 §1 περ. α΄ ν. 4548/2018), που αποφασίζει με αυξημένη απαρτία και πλειοψηφία (άρ. 29 §1, 130 §3 και 132 §2 ν. 4548/2018). Το καταστατικό είναι, όμως, δυνατό να προβλέπει μεγαλύτερα ποσοστά απαρτίας και πλειοψηφίας-ακόμη και ομοφωνία (άρ. 130 §5 και 132 §3 ν. 4548/2018).

    Ομοφωνία, πάντως, απαιτείται-όπως έχουμε επισημάνει σε προηγούμενη αρθρογραφία μας, στην περίπτωση της ανομοιόμορφης μείωσης. Της μη αναλογικής, δηλαδή-και μη ισότιμης για τους μετόχους, μείωσης του μετοχικού κεφαλαίου (167/2012 ΝΣΚ).

    Ωστόσο, ορισμένες περιπτώσεις μείωσης δεν απαιτούν τα παραπάνω, αυξημένα, ποσοστά για τη λήψη των σχετικών αποφάσεων της ΓΣ. Η απόφαση για τη μείωση λαμβάνεται από τη συνήθη ΓΣ (άρ. 29 §1 και 130 §3 ν. 4548/2018), με απλή απαρτία και πλειοψηφία, στις περιπτώσεις υποχρεωτικής μείωσης˙ συγκεκριμένα:

    (α) Στην περίπτωση της ακύρωσης μετοχών που δεν αποπληρώθηκαν-ύστερα από την άκαρπη προσπάθεια της ΑΕ να τις διαθέσει (άρ. 21 §§5 & 6 και 20 §9 ν. 4548/2018 -βλ. και προηγούμενη αρθρογραφία μας).

    (β) Στην περίπτωση της ακύρωσης ιδίων μετοχών της ΑΕ-εφόσον δεν κατέστη εφικτή η από μέρους της πώλησή τους (§§6 & 7 άρθρου 49 ν. 4548/2018).

    Η Πρόσκληση Σύγκλησης Της ΓΣ

    Περιεχόμενο

    Με εξαίρεση τις περιπτώσεις λήψης απόφασης από αυτόκλητη & καθολική ΓΣ ή της προσυπογραφής πρακτικού χωρίς συνεδρίαση (άρ. 135 ν. 4548/2018), απαιτείται πρόσκληση της ΓΣ. Η συγκεκριμένη πρόσκληση πρέπει να ορίζει, κατ’ ελάχιστο, τον σκοπό της μείωσης και τον τρόπο πραγματοποίησής της (άρθρο 29 §3 ν. 4548/2018). Θα πρέπει να γίνεται ειδική μνεία, στην περίπτωση που πρόκειται να λάβει χώρα μείωση μετοχικού κεφαλαίου σε είδος.

    Σκοπός

    Το ελάχιστο, κατά νόμο, περιεχόμενο της πρόσκλησης υπηρετεί διττό σκοπό.

    Αποσκοπεί, αφενός, στην ενημέρωση και μη αιφνιδιασμό των μετόχων, ενόψει της πραγματοποίησης της ΓΣ που θα αποφασίσει τη μείωση. Οι τελευταίοι, λαμβάνοντας τη σχετική ενημέρωση, μπορούν, να διαβουλευθούν και προετοιμαστούν πληρέστερα, με σκοπό την άσκηση του δικαιώματος ψήφου τους.

    Αποβλέπει, αφετέρου, στην ενημέρωση των δανειστών της ΑΕ (και των δυνητικών συμβαλλομένων της) προκειμένου να προβούν (ή όχι) στην ενάσκηση των νομίμων δικαιωμάτων τους (άρ. 30 ν. 4548/2018-για τα οποία επόμενη αρθρογραφία μας).

    Έννομες συνέπειες παράβασης

    Η ενδεχόμενη παράλειψη αναγραφής (ή η πλημμελής αναγραφή) στην πρόσκληση των στοιχείων που προβλέπονται από το νόμο συνέπεια είχε, υπό το προϊσχύσαν δίκαιο, την ακυρότητα της μείωσης του μετοχικού κεφαλαίου.

    Αντίθετα, όπως επισημαίνει η Αιτιολογική Έκθεση επί του άρθρου 29 ν. 4548/2018 «…διεγράφη η φράση…με ποινή ακυρότητας». Σήμερα, ως εκ τούτου, τυχόν παράλειψη ή πλημμέλεια αναγραφής στοιχείων επί της πρόσκλησης (ή επί της απόφασης) κρίνεται με βάση «…τους γενικούς κανόνες περί ελαττωματικών αποφάσεων της γενικής συνέλευσης».

    Το Περιεχόμενο Της Απόφασης Της ΓΣ Περί Μείωσης

    Σκοπός Μείωσης Και Τρόπος Πραγματοποίησης

    Η απόφαση της ΓΣ για τη μείωση του μετοχικού κεφαλαίου πρέπει να ορίζει κατ’ ελάχιστο, όπως και η πρόσκληση, τον σκοπό της συγκεκριμένης μείωσης και τον τρόπο πραγματοποίησής της (άρ. 29 §3 ν. 4548/2018). Η ΓΣ μπορεί, ωστόσο, να αποφασίσει διαφορετικά ως προς τον τρόπο μείωσης.

    Μείωση Κεφαλαίου Σε Είδος

    Όπως σε προηγούμενη αρθρογραφία μας αναφέραμε, ειδικό τρόπο μείωσης συνιστά η μείωση μετοχικού κεφαλαίου με καταβολή σε είδος. Στην περίπτωση αυτή η απόφαση της ΓΣ πρέπει να περιγράφει με ακρίβεια τα περιουσιακά στοιχεία που θα περιέλθουν σε καθένα από τους μετόχους, προς αποφυγή κάθε είδους αμφιβολίας σχετικά με τη διανομή (άρ. 31 §1 ν. 4548/2018).

    Τροποποίηση Καταστατικού

    Η μείωση του μετοχικού κεφαλαίου της ΑΕ απαιτεί τροποποίηση της σχετικής διάταξης  του καταστατικού της από τη ΓΣ (29 §4 ν. 4548/2018). Συγκεκριμένα, η ΓΣ πρέπει να αποφασίζει την τροποποίηση του ύψους του μετοχικού κεφαλαίου, όπως αυτό διαμορφώνεται μετά τη μείωση. Παράλληλα, και ανάλογα με την τεχνική που υιοθετείται, την τροποποίηση της ονομαστικής αξίας των μετοχών ή/και την τροποποίηση του αριθμού τους. Η συγκεκριμένη τροποποίηση του καταστατικού προϋποθέτει έγκριση της Διοίκησης (άρ. 9 ν. 4548/2018).

    Ελάχιστο Όριο Μείωσης Μ.Κ.

    Η ΓΣ δεν είναι δυνατό, καταρχήν, να αποφασίσει μείωση μετοχικού κεφαλαίου της ΑΕ, ώστε να υπολείπεται του ελάχιστου ορίου των 25.000€ (άρ. 15 §2 ν. 4548/2018). Μπορεί όμως και να αποφασισθεί (μέχρι και) ο μηδενισμός του, εφόσον ταυτόχρονα αποφασισθεί και, ακολούθως, υλοποιηθεί αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου έως, τουλάχιστον, το ελάχιστο νόμιμο ύψος του.

    Είναι όμως δυνατό, εναλλακτικά, να ληφθεί απόφαση για ταυτόχρονη μετατροπή της ΑΕ σε άλλο εταιρικό τύπο, που εξ ορισμού θα απαιτεί λιγότερο ή και καθόλου κεφάλαιο (άρθρο 29 §2, εδ. α΄ ν. 4548/2018).

    Μέσο «Εκπαραθύρωσης» Μετόχων(;)

    Η απόφαση για μηδενισμό του μετοχικού κεφαλαίου είναι δυνατό να λειτουργήσει ως μέσο απομάκρυνσης υφιστάμενων μετόχων. Ανάσχεση στο σχετικό ενδεχόμενο αποτελεί το δικαίωμα προτίμησης στην επερχόμενη, αναγκαία, αύξησή του. Συγκεκριμένα, ο νόμος προβλέπει ότι στην αύξηση αυτή «…οι μέτοχοι της εταιρείας έχουν δικαίωμα προτίμησης ανάλογα με τη συμμετοχή τους στο κεφάλαιο, όπως αυτή είχε διαμορφωθεί πριν από τη μείωση.» (άρ. 29 §2, εδ. β΄ ν. 4548/2018). Παρά τις αμφισβητήσεις κατά το προϊσχύσαν καθεστώς, η Αιτιολογική Έκθεση επί του άρθρου 29 αναφέρει ότι: «…διευκρινίζεται ότι σε περίπτωση μείωσης του κεφαλαίου με ταυτόχρονη απόφαση για αύξησή του δεν αίρεται το δικαίωμα προτίμησης των παλαιών μετόχων, ακόμη και στην περίπτωση που μετά τη μείωση η συμμετοχή στο κεφάλαιο ενδεχομένως μηδενίστηκε». Πάντα υπάρχει, βέβαια, το ενδεχόμενο του, υπό προϋποθέσεις, αποκλεισμού του δικαιώματος προτίμησης και στη συγκεκριμένη αύξηση…

    Έγκριση Περισσότερων Κατηγοριών Μετόχων

    Στο μετοχικού κεφάλαιο της ΑΕ ενδέχεται να συμμετέχουν διάφορες κατηγορίες μετόχων (λ.χ. προνομιούχοι μέτοχοι, κάτοχοι εξαγοράσιμων μετοχών). Η απόφαση της ΓΣ για τη μείωση του μετοχικού κεφαλαίου είναι δυνατό να θίγει, άμεσα ή έμμεσα, τα δικαιώματα μιας ή περισσότερων κατηγοριών. Προβλέπεται, στην περίπτωση αυτή, έγκριση των θιγόμενων μετόχων ως προϋπόθεση της προόδου της σχετικής διαδικασίας. Η έγκριση αυτή παρέχεται με απόφαση των μετόχων της θιγόμενης κατηγορίας, που λαμβάνεται σε ιδιαίτερη συνέλευση με αυξημένη απαρτία και πλειοψηφία (άρ. 29 §6 ν. 4548/2018).

    Η ΓΣ της ιδιαίτερης κατηγορίας (ή των, ενδεχομένως, περισσότερων κατηγοριών) μετόχων αποφασίζει μόνον για τη χορήγηση ή μη της απαιτούμενης έγκρισης. Δεν αποφασίζει για τους επιμέρους όρους της μείωσης, οι οποίοι έχουν ήδη προσδιοριστεί από τους μετόχους της ΑΕ. Ως προς την διαδικασία σύγκλησης της ιδιαίτερης ΓΣ εφαρμόζονται, ανάλογα, οι σχετικές διατάξεις για τη ΓΣ των μετόχων (άρ. 29 §6 ν. 4548/2018).

    Δημοσιότητα Της Απόφασης Μείωσης

    Η απόφαση για τη μείωση του μετοχικού κεφαλαίου παρουσιάζει, όπως επισημάναμε, ιδιαίτερη σημασία τόσο για την ΑΕ και τους μετόχους της όσο, όμως και, για τους δανειστές και συναλλασσόμενους της ΑΕ. Αναγκαία, ως εκ τούτου, η δημοσιότητα της. Λαμβάνει χώρα, δεδομένης και της φύσης της ως τροποποίησης του καταστατικού, στον διαδικτυακό τόπο του Γ.ΕΜ.Η. ύστερα από έγκριση της Διοίκησης (άρ.12 ν. 4548/2018). Περαιτέρω, ο νόμος απαιτεί η σχετική απόφαση «…να αναρτάται και στο διαδικτυακό τόπο της εταιρείας» (άρ. 29 §4 in fine ν. 4548/2018).

     

    Τα θέματα που συναρτώνται με τη μείωση του μετοχικού κεφαλαίου μοιάζουν, πράγματι, «στεγνά» τεχνικά και, φυσικά, κουραστικά. Αποδεικνύονται, εντούτοις, ιδιαίτερα σημαντικά για την εταιρεία, τους δανειστές και τους μετόχους της-πολύ περισσότερο που μπορεί να οδηγήσουν σε «εκπαραθύρωση» κάποιων από αυτούς. Λύσεις υπάρχουν για την προστασία των εμπλεκομένων. Ειδικά όμως όσον αφορά εκείνη των δανειστών, επόμενη αρθρογραφία μας.-

    Σταύρος Κουμεντάκης
    Managing Partner

     

    Υ.Γ. Συνοπτική έκδοση του άρθρου δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ, στις 15 Μαΐου 2022.

    Η πληροφόρηση που εμπεριέχεται στο παρόν άρθρο δεν συνιστά (ούτε και έχει σκοπό να αποτελέσει) νομική συμβουλή. Μια τέτοια νομική συμβουλή είναι δυνατό να παρασχεθεί μόνον από αρμόδιο δικηγόρο ο οποίος θα λάβει υπόψη του το σύνολο των δεδομένων που θα του εκθέσετε για την υπόθεσή σας. Αναλυτικά.

  • Μείωση Μετοχικού Κεφαλαίου ΑΕ-Διακρίσεις

    Μείωση Μετοχικού Κεφαλαίου ΑΕ-Διακρίσεις

    Οι διακρίσεις της μείωσης του μετοχικού κεφαλαίου της ΑΕ μοιάζουν περιττά τεχνικές. Επίσης και τα θέματα, ευρύτερα, που συναρτώνται με τη μείωση του μετοχικού κεφαλαίου. Είναι, εντούτοις-και στο σύνολό τους, σημαντικά καθώς δίνουν λύσεις σε άλυτα (ή, έστω, δυσεπίλυτα), με άλλους τρόπους, προβλήματα. Στην ιδιαίτερη σημασία του μετοχικού κεφαλαίου στην ύπαρξη και ανάπτυξη της ΑΕ έχουμε, επανειλημμένα, αναφερθεί στο πλαίσιο προηγούμενης αρθρογραφίας μας. Δεδομένης της σημασίας του, το ύψος, η κάλυψη και η καταβολή του καθώς και η διατήρησή του σε συγκεκριμένα επίπεδα διέπονται, όπως διαπιστώσαμε, από συγκεκριμένους κανόνες. Η παράκαμψή τους (μέσω της μείωσης του μετοχικού κεφαλαίου) δεν θα μπορούσε παρά να λάβει χώρα με συγκεκριμένους, αντίστοιχα αυστηρούς, κανόνες (άρθρα 29-31 ν. 4548/2018). Οι κανόνες αυτοί και, εν γένει, η έννοια της μείωσης μετοχικού κεφαλαίου, η διαδικασία και οι προϋποθέσεις της καθώς και οι έννομες συνέπειές της είναι κάποια από τα θέματα που θα μας απασχολήσουν στον παρόν, αλλά και στη συνέχεια της αρθρογραφίας μας.

     

    Διακρίσεις Μείωσης Μετοχικού Κεφαλαίου

    Η μείωση του μετοχικού κεφαλαίου, ανάλογα με τον σκοπό που επιδιώκει και τον τρόπο με τον οποίο υλοποιείται, διακρίνεται ως εξής:

    Πραγματική & Ονομαστική Μείωση

    Η διάκριση σε πραγματική και ονομαστική μείωση προσιδιάζει στην αντίστοιχη της αύξησης του μετοχικού κεφαλαίου (για την οποία προηγούμενη αρθρογραφία μας). Ειδικότερα:

    Πραγματική Μείωση

    Η πραγματική μείωση λαμβάνει χώρα με την επιστροφή εταιρικής περιουσίας (συνηθέστερα: χρημάτων) στους μετόχους. Ή επίσης, ύστερα από απαλλαγή τους, μερική ή ολική, από την υποχρέωση καταβολής κεφαλαίου. Πάντοτε, βέβαια, υπό την προϋπόθεση της τήρησης των προϋποθέσεων του νόμου.

    Η πραγματική μείωση συνιστά, επομένως, αποδέσμευση κεφαλαίου. Ενδέχεται να αποσκοπεί: (α) στην αναπροσαρμογή του κεφαλαίου στις πραγματικές ανάγκες της ΑΕ, (β) στην αλλαγή του συσχετισμού δυνάμενων και ισορροπιών μεταξύ των μετόχων της, (γ) στη διανομή περιουσίας της ΑΕ (αντί μερίσματος για λόγους φορολογικούς) προς τους μετόχους της (ή, κατά περίπτωση προς συγκεκριμένο μέτοχό της), (δ) στην αύξηση της αποδοτικότητας των ιδίων κεφαλαίων της ΑΕ.

    Ονομαστική Μείωση

    Ως ονομαστική μείωση, αντίθετα, νοείται η λογιστική μείωση του μετοχικού κεφαλαίου της ΑΕ. Με άλλα λόγια, το μετοχικό κεφάλαιο μέσω της ονομαστικής μείωσης, μειώνεται μεν ως λογιστικό μέγεθος, δεν ακολουθείται όμως καταβολή στους μετόχους. Δεν επέρχεται, δηλαδή, πραγματική μείωση της εταιρικής περιουσίας.

    Η ανάγκη ονομαστικής μείωσης υπαγορεύεται, πρακτικά, στις περιπτώσεις ύπαρξης ζημιών-όχι, πάντως, πρόσκαιρων και περιορισμένων. Στις περιπτώσεις αυτές, η ονομαστική/λογιστική μείωση αποβλέπει στην εξυγίανση της ΑΕ, την αναπροσαρμογή του μετοχικού κεφαλαίου στην (αντιστοιχούσα) μειωμένη εταιρική περιουσία και την ικανοποίηση, εν τέλει, των συμφερόντων των μετόχων αλλά και του ίδιου του νομικού προσώπου. Αν μάλιστα μια τέτοια μείωση συνδυαστεί με (ταυτόχρονη) αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου της ΑΕ, πρόκειται, κατά κανόνα, για κίνηση εξυγίανσής της.

    Προαιρετική & Υποχρεωτική Μείωση

    Η απόφαση για τη μείωση του μετοχικού κεφαλαίου της ΑΕ είναι δυνατό να έχει είτε προαιρετικό είτε υποχρεωτικό χαρακτήρα.

    Προαιρετική Μείωση

    Η απόφαση για τη μείωση και το ύψος της συνιστά, στη συγκεκριμένη περίπτωση, επιχειρηματική απόφαση. Λαμβάνεται ελεύθερα από το αρμόδιο εταιρικό όργανο, το οποίο αξιολογεί τα επιμέρους δεδομένα αλλά και τις, εν γένει, ανάγκες τις επιχείρησης.

    Υποχρεωτική Μείωση

    Σε ορισμένες περιπτώσεις, ωστόσο, η προσφυγή της επιχείρησης στη μείωση του μετοχικού κεφαλαίου γίνεται υποχρεωτική-και μάλιστα από το νόμο. Τέτοιες περιπτώσεις, λ.χ., συνιστούν:

    (α) η περίπτωση της ακύρωσης ιδίων μετοχών της ΑΕ, εφόσον δεν κατέστη εφικτή η από μέρους της πώληση των ιδίων μετοχών, που εκείνη απέκτησε (§§6 & 7 άρθρου 49 ν. 4548/2018).

    (β) η περίπτωση της ακύρωσης μετοχών που δεν αποπληρώθηκαν-ύστερα από την άκαρπη προσπάθεια της ΑΕ να τις διαθέσει (άρθρα 20 §9 και 21 §§6 & 7 ν. 4548/2018 (βλ. και προηγούμενη αρθρογραφία μας).

    Ομοιόμορφη & Ανομοιόμορφη Μείωση

    Σημαντική για λόγους σκοπιμότητας και διατήρησης ή μη των μετοχικών συσχετισμών μέσα στην ΑΕ κρίνεται η διάκριση σε ομοιόμορφη και ανομοιόμορφη μείωση.

    Ομοιόμορφη Μείωση

    Καταρχήν, η μείωση του μετοχικού κεφαλαίου θα πρέπει να συμμορφώνεται με την αρχή της ίσης μεταχείρισης των μετόχων. Τούτο σημαίνει ότι η συμμετοχή του κάθε μετόχου στο κεφάλαιο θα πρέπει, σε μια τέτοια περίπτωση, να μειώνεται αναλογικά. Η ομοιόμορφη, κατά συνέπεια, μείωση υπηρετεί όχι μόνον την αρχή της ίσης μεταχείρισης αλλά και τη διατήρηση των υφιστάμενων μετοχικών ισορροπιών εντός της ΑΕ.

    Ανομοιόμορφη Μείωση

    Αντίθετα, στην περίπτωση της ανομοιόμορφης μείωσης, η σχετική απόφαση είναι δυνατό να οδηγήσει, κατ’ ουσίαν, στην απόδοση κεφαλαίων (ή/και συγκεκριμένου περιουσιακού στοιχείου της ΑΕ) σε ένα μόνον μέτοχο˙ ακόμα και στην έξοδο από την ΑΕ ενός, και μόνο, μετόχου. Με άλλα λόγια: στη μη αναλογική (και μη ισότιμη για τους μετόχους) μείωση του μετοχικού κεφαλαίου.

    Υποστηρίζεται πάντως (και ορθά) ότι προϋπόθεση για μια τέτοια, ανομοιόμορφη μείωση (προς όφελος δηλ. συγκεκριμένων, μόνον, μετόχων) είναι η ομόφωνη, σχετική, απόφαση της Γενικής Συνέλευσης (167/2012 ΝΣΚ).

    Μείωση Με Καταβολή Μετρητών & Μείωση Κεφαλαίου Σε Είδος

    Η πραγματική μείωση μετοχικού κεφαλαίου, η επιστροφή, δηλ., εταιρικής περιουσίας στους μετόχους, διακρίνεται, περαιτέρω, με βάση το είδος της επιστρεφόμενης περιουσίας.

    Μείωση Με Καταβολή Μετρητών

    Στην περίπτωση αυτή (που είναι και η συνηθέστερη) η μείωση κεφαλαίου λαμβάνει χώρα με καταβολή μετρητών στους μετόχους.

    Μείωση Κεφαλαίου Σε Είδος

    Η πραγματική μείωση του μετοχικού κεφαλαίου είναι δυνατό να υλοποιηθεί και μέσω απευθείας επιστροφής στους μετόχους εταιρικής περιουσίας σε είδος. Μάλιστα, ο ν. 4548/2018-σε αντίθεση με το προϊσχύσαν καθεστώς, ρυθμίζει τη σχετική περίπτωση.

    Πρόκειται για τον ένα από τους δύο-ειδικούς τρόπους μείωσης μετοχικού κεφαλαίου (άρθρο 31 ν. 4548/2018), όπως αυτοί, αμέσως κατωτέρω, αναλύονται. Πιο συγκεκριμένα: (α) τη μείωση με καταβολή σε είδος (§1) και (β) τη μείωση με σκοπό τον σχηματισμό ειδικού αποθεματικού (§2).

     

    Ειδικοί Τρόποι Μείωσης Μετοχικού Κεφαλαίου

    Μείωση Με Καταβολή Σε Είδος

    Η μείωση του μετοχικού κεφαλαίου, με καταβολή σε είδος, μπορεί να αποδειχθεί ιδιαίτερα επωφελής όχι μόνον για τους δικαιούχους μετόχους αλλά για την ίδια την ΑΕ. Ιδίως στις περιπτώσεις που μεγάλο μέρος του ενεργητικού της καταλαμβάνουν λ.χ. προϊόντα, ακίνητα, μετοχές άλλων εταιρειών. Στις περιπτώσεις αυτές, η ρευστοποίηση του ενεργητικού και η μείωση του κεφαλαίου με καταβολή σε μετρητά θα ήταν δυνατό να αποδειχθεί όχι μόνον δυσχερής αλλά και επιβλαβής για την ΑΕ.

    Το προϊσχύσαν καθεστώς

    Η δυνατότητα μείωσης με καταβολή σε είδος δεν ρυθμιζόταν ειδικά υπό το προϊσχύσαν καθεστώς. Εγείρονταν, ως εκ τούτου, από μερίδα της θεωρίας, αντιρρήσεις σχετικά με το επιτρεπτό μιας τέτοιας μείωσης.

    Υποστηριζόταν, ωστόσο, αυτονοήτως και η αντίθετη θέση. Ήτοι ότι «…η μείωση του μετοχικού κεφαλαίου ανώνυμης εταιρείας με καταβολή είδους στους μετόχους της, αν και δεν προβλέπεται ρητά στον θεσμικό νόμο των ανωνύμων εταιρειών (κ.ν. 2190/1920), είναι δυνατόν να επιλεγεί, υπό προϋποθέσεις, από το αρμόδιο εταιρικό όργανο με γνώμονα προεχόντως το συμφέρον των πιστωτών της εταιρείας και δευτερευόντως των μετόχων της…» (167/2012 ΝΣΚ–κατά πλειοψηφία).

    Το ισχύον καθεστώς

    Υπό το ισχύον καθεστώς, οποιαδήποτε τυχόν αμφισβήτηση σχετικά με το επιτρεπτό της μείωσης κεφαλαίου με καταβολή σε είδος αίρεται. Πλέον, όπως υπογραμμίζεται και στην Αιτιολογική Έκθεση του νόμου για τις ΑΕ (:επί του άρθρου 31 ν. 4548/2018), «προβλέπεται ρητά η δυνατότητα μείωσης κεφαλαίου σε είδος…».

    Ωστόσο, απαιτείται, προηγουμένως, αποτίμηση των περιουσιακών στοιχείων που πρόκειται να αποδοθούν στους μετόχους εξαιτίας της μείωσης. Εφαρμόζονται, ως εκ τούτου, οι διατάξεις για την αποτίμηση εισφορών σε είδος (:άρθρα 17 και 18 ν. 4548/2018). Παράλληλα, προβλέπεται ρητά ότι -πέραν των εξαιρέσεων του άρθρου 18 ν. 4548/2018- «…αποτίμηση των στοιχείων σε είδος δεν απαιτείται, αν οι μέτοχοι αποφασίσουν ομόφωνα τον τρόπο υλοποίησης της μείωσης» (άρθρο 31 §1, εδ. γ΄).

    Μείωση Με Σκοπό Τον Σχηματισμό Ειδικού Αποθεματικού

    Ο επόμενος ειδικός τρόπος μείωσης του μετοχικού κεφαλαίου αφορά στη μείωση με σκοπό τον σχηματισμό ειδικού αποθεματικού. Υπό το προϊσχύσαν καθεστώς είχαν διατυπωθεί αμφιβολίες σχετικά με το επιτρεπτό του σχετικού τρόπου μείωσης. Ενώ, σχετική νομοθετική διάταξη προβλέφθηκε μόνον για τις εισηγμένες ΑΕ.

    Ο ν. 4548/2018 ρύθμισε ρητά και τον συγκεκριμένο τρόπο μείωσης. Σύμφωνα με τη νομοθετική πρόβλεψη, όμως, το «ειδικό αποθεματικό μπορεί να χρησιμοποιηθεί μόνο προς το σκοπό εκ νέου κεφαλαιοποίησής του ή του συμψηφισμού του προς απόσβεση ζημιών της εταιρείας» (άρθρο 31 §2 in fine). Τούτο σημαίνει ότι το συγκεκριμένο ειδικό αποθεματικό δεν μπορεί να διανεμηθεί στους μετόχους. Αντίθετα, προσαυξάνει το μετοχικό κεφάλαιο (σύμφωνα με την §1 του άρθρου 159 ν. 4548/2018).

     

    Όπως και εισαγωγικά αναφέρθηκε, μοιάζουν περιττά τεχνικοί οι τρόποι μείωσης του μετοχικού κεφαλαίου και οι σχετικές διακρίσεις. Είναι, εντούτοις, ιδιαίτερα σημαντική η γνώση τους καθώς, συχνά, μας παρέχουν λύσεις σε δυσεπίλυτα, με άλλο τρόπο, απολύτως απτά, προβλήματα. Η (νόμιμη) μεταφορά περιουσίας από την ΑΕ προς τους μετόχους της, η μείωση της μετοχικής συμμετοχής (ή/και οικονομική ενίσχυση) κάποιων από αυτούς, η εξυγίανση της εταιρείας, είναι κάποια από εκείνα που επιτυχώς διαχειρίζεται η μείωση του μετοχικού κεφαλαίου. Για την ολοκληρωμένη προσέγγιση στο συγκεκριμένο θέμα θα πρέπει να μιλήσει κανείς για τις τεχνικές, τις προϋποθέσεις και τη διαδικασία μείωσης. Επίσης για την προστασία των δανειστών και τις συνέπειες της μείωσης. Γιατί όχι, και για την απόσβεση. Περί αυτών όμως σε επόμενη αρθρογραφία μας.

    Σταύρος Κουμεντάκης
    Managing Partner

     

    Υ.Γ. Συνοπτική έκδοση του άρθρου δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ, στις 8 Μαΐου 2022.

    Η πληροφόρηση που εμπεριέχεται στο παρόν άρθρο δεν συνιστά (ούτε και έχει σκοπό να αποτελέσει) νομική συμβουλή. Μια τέτοια νομική συμβουλή είναι δυνατό να παρασχεθεί μόνον από αρμόδιο δικηγόρο ο οποίος θα λάβει υπόψη του το σύνολο των δεδομένων που θα του εκθέσετε για την υπόθεσή σας. Αναλυτικά.

  • Το Δικαίωμα Προτίμησης Κατά Την Αύξηση Κεφαλαίου

    Το Δικαίωμα Προτίμησης Κατά Την Αύξηση Κεφαλαίου

    Σε προηγούμενη αρθρογραφία μας προσεγγίσαμε τα σχετικά με την αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου της ΑΕ. Εκεί, μας δόθηκε η ευκαιρία να διαπιστώσουμε τη σημασία της αύξησης στη χρηματοδότησή της και, κατ΄ επέκταση, την επίτευξη των καταστατικών της στόχων. Όσο προφανή όμως τα πλεονεκτήματά της άλλο τόσο δεδομένοι και οι συναφείς κίνδυνοι˙ ιδίως όσον αφορά τους παλαιούς μετόχους (ενδεικτικά: από τη διατάραξη των μετοχικών ισορροπιών, τις ανεπιθύμητες αλλαγές στη διοίκηση, ακόμα και την, σε κάποιες ακραίες περιπτώσεις, βίαιη έξοδο των μετόχων μειοψηφίας από την ΑΕ κλπ.). Τους συγκεκριμένους (και όχι μόνον) κινδύνους επιχειρεί να τιθασεύσει (ή, έστω, επαρκώς διαχειριστεί) ο νομοθέτης μέσω του δικαιώματος προτίμησης.

     

    Έννοια & Φορείς

    Την έννοια του δικαιώματος προτίμησης προσδιορίζει ο ίδιος ο νόμος: «Σε κάθε περίπτωση αύξησης του κεφαλαίου, που δεν γίνεται με εισφορά σε είδος, καθώς και σε περίπτωση έκδοσης ομολογιών με δικαίωμα μετατροπής σε μετοχές, παρέχεται δικαίωμα προτίμησης σε ολόκληρο το νέο κεφάλαιο ή το ομολογιακό δάνειο, υπέρ των μετόχων που υφίστανται κατά το χρόνο της έκδοσης, ανάλογα με τη συμμετοχή τους στο υφιστάμενο κεφάλαιο» (άρθρο 26§1 ν. 4548/18).

    Το συγκεκριμένο δικαίωμα δικαιούται να ασκήσει κάθε μέτοχος, που φέρει τη συγκεκριμένη ιδιότητα κατά το χρόνο λήψης της απόφασης για αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου. Αποκτά, μέσω αυτού, τη δυνατότητα να του παρασχεθούν νέες μετοχές, που εκδίδονται λόγω της αύξησης (ή έκδοσης των μετατρέψιμων ομολογιών), κατ’ αριθμό ανάλογες με εκείνες που ήδη διαθέτει. Στην περίπτωση που άλλος μεν μέτοχος έχει την ψιλή κυριότητα και άλλος την επικαρπία της μετοχής, το δικαίωμα προτίμησης αναγνωρίζεται στον ψιλό κύριο-με το επιχείρημα ότι δεν συνιστά καρπό ή ωφέλεια του μετοχικού δικαιώματος (ενδ.: 577/2010 ΕφΘεσσ).

    Το εν λόγω δικαίωμα γεννάται σε κάθε περίπτωση αύξησης (τακτικής ή έκτακτης) του μετοχικού κεφαλαίου. Ρητά εξαιρείται, ωστόσο, η περίπτωση της αύξησης με εισφορές σε είδος. Η πρόβλεψη μοιάζει εύλογη: οι εισφορές σε είδος αποσκοπούν, κατά βάση, σε περιουσιακά στοιχεία, τα οποία ανήκουν σε συγκεκριμένο, μόνον, πρόσωπο. Προβλέπεται, εντούτοις, πως το καταστατικό μπορεί να επεκτείνει το δικαίωμα προτίμησης και σε περιπτώσεις αύξησης με εισφορές σε είδος (άρθρο 26 §1, εδ. β΄).  

    Ένα, ειδικότερο, περιεχόμενο προβλέπεται στο δικαίωμα προτίμησης, στην περίπτωση που η ΑΕ έχει εκδώσει περισσότερες κατηγορίες μετοχών. Κατηγορίες μετοχών, λ.χ., στις οποίες δεν ταυτίζονται τα επιμέρους δικαιώματα ψήφου ή συμμετοχής στα κέρδη ή στη διανομή του προϊόντος της εκκαθάρισης. Είναι δυνατή στην περίπτωση αυτή, υπό την προϋπόθεση σχετικής καταστατικής πρόβλεψης, η αύξηση κεφαλαίου με μετοχές μιας, μόνον, από τις περισσότερες κατηγορίες. Το δικαίωμα προτίμησης παρέχεται, τότε-κατά προτεραιότητα, στους μετόχους της κατηγορίας, στην οποία ανήκουν οι νέες μετοχές. Εφόσον δεν ασκηθεί στο σύνολό του, καλούνται αναλογικά να το ασκήσουν, κατά το εναπομένον, οι μέτοχοι των λοιπών κατηγοριών.

     

    Νομική Φύση & Δυνατότητα Μεταβίβασης

    Όπως επισημαίνεται στη νομολογία (ενδ. 3403/2006 ΕφΑθ), το δικαίωμα προτίμησης ανήκει στα γενικά μετοχικά δικαιώματα. Σε εκείνα, δηλ., τα δικαιώματα που ανήκουν σε όλους τους μετόχους-κατ` αναλογία της συμμετοχής τους στο εταιρικό κεφάλαιο. Χαρακτηρίζεται ως μικτό μετοχικό δικαίωμα καθώς συγκεντρώνει στοιχεία περιουσιακών και διοικητικών δικαιωμάτων. Η άσκησή του εμπεριέχει δήλωση βούλησης του μετόχου για ανάληψη των νέων μετοχών της ΑΕ, κατ’ αναλογία του ποσοστού συμμετοχής του. Συνιστά, κατ’ ουσίαν, νόμιμο περιορισμό της συμβατικής ελευθερίας της ΑΕ.

    Ωστόσο, ως προς το μεταβιβαστό του εν λόγω δικαιώματος ανακύπτουν ορισμένα ζητήματα. Το δικαίωμα προτίμησης, έως ότου αποφασισθεί από το αρμόδιο όργανο η αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου, «..αποτελεί ένα αφηρημένο λανθάνον δικαίωμα (προκαταρκτικό) του οριστικού δικαιώματος (του συγκεκριμένου οριστικού δικαιώματος προτίμησης)» (ενδ. 3403/2006 ΕφΑθ). Το αφηρημένο αυτό δικαίωμα βρίσκεται, έτσι, σε μια κατάσταση «μετέωρη». Πιο συγκεκριμένα: τελεί υπό την αναβλητική αίρεση της λήψης απόφασης για την αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου.

    Κατά το στάδιο της συγκεκριμένης, αναβλητικής, αίρεσης, οι παλαιοί μέτοχοι δεν έχουν οποιαδήποτε αξίωση για ανάληψη νέων μετοχών. Ταυτόχρονα, το δικαίωμα προτίμησης συνδέεται άρρηκτα με την μετοχή και δεν είναι δυνατό να χωρισθεί απ` αυτήν. Δεν μπορεί, ως εκ τούτου, και να μεταβιβασθεί. Μετά, όμως, την πλήρωση της συγκεκριμένης αναβλητικής αίρεσης (:απόφαση για αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου), οι (υπό αίρεση) δικαιούχοι καθίστανται οριστικοί. Το συγκεκριμένο, πλέον, δικαίωμα προτίμησης συνιστά αυτοτελές ενοχικό δικαίωμα με περιουσιακό χαρακτήρα. Είναι δυνατό, ως εκ τούτου, να μεταβιβασθεί αυτοτελώς.

    Μερίδα, ωστόσο, της θεωρίας χαρακτηρίζει εσφαλμένη τη θέση αυτή της νομολογίας. Υποστηρίζεται ότι το αφηρημένο δικαίωμα προτίμησης, πρέπει να διακριθεί από το δικαίωμα προτίμησης που αφορά σε συγκεκριμένη αύξηση, ακόμη και μελλοντική ή ενδεχόμενη να λάβει χώρα. Το τελευταίο (:δικαίωμα προτίμησης που αφορά σε μελλοντική η ενδεχόμενη αύξηση) είναι μεταβιβάσιμο, ακόμη και πριν τη λήψη της σχετικής απόφασης-ως δικαίωμα προσδοκίας.

     

    Δικαίωμα Προτίμησης Δευτέρου Βαθμού

    Σημαντική πρόβλεψη του ν. 4548/2018 (η οποία επισημαίνεται και στην Αιτιολογική Έκθεση του νόμου επί του άρθρου 26), συνιστά η πρόβλεψη του δικαιώματος προτίμησης «δευτέρου βαθμού» στις αδιάθετες μετοχές.

    Ορίζεται, συγκεκριμένα, ότι, εφόσον παραμείνουν αδιάθετες μετοχές μετά τη (μη) άσκηση του δικαιώματος προτίμησης, μπορεί να παρέχεται προτεραιότητα ως προς αυτές «…στους μετόχους, που άσκησαν ήδη το δικαίωμα προτίμησης, καθώς και σε άλλα πρόσωπα που κατέχουν εν γένει τίτλους μετατρέψιμους σε μετοχές»-(τέτοιοι, λ.χ., συνιστούν οι μετατρέψιμες και ανταλλάξιμες ομολογίες και τα warrants, άρθρο 26 §4 in fine).

    Το συγκεκριμένο δικαίωμα προτίμησης δευτέρου βαθμού μπορεί να προβλέπεται από το καταστατικό. Στην περίπτωση όμως που δεν υπάρχει τέτοια καταστατική πρόβλεψη, το περιεχόμενο (και οι δικαιούχοι) του προσδιορίζονται από το Διοικητικό Συμβούλιο που θα κληθεί να διαθέσει τις μετοχές που απέμειναν αδιάθετες.

     

    Πρόσκληση Άσκησης

    Προκειμένου να ασκηθεί το δικαίωμα προτίμησης θα πρέπει να προηγηθεί η σχετική πρόσκληση. Επίσης η δημοσίευσή της στο Γ.Ε.ΜΗ. με επιμέλεια της ΑΕ (άρθρο 26 §3). Η προθεσμία άσκησής του συνιστά υποχρεωτικό περιεχόμενό της. Το καταστατικό είναι δυνατό να επιβάλλει ευρύτερη δημοσιότητα.

    Είναι, όμως, δυνατό να παραλειφθεί η σχετική πρόσκληση και, κατ’ επέκταση, η γνωστοποίηση της σχετικής προθεσμίας, στις ακόλουθες δύο, εναλλακτικά, περιπτώσεις: (α) εφόσον στη ΓΣ που αποφάσισε την αύξηση παρέστησαν όλοι οι μέτοχοι-που εκπροσωπούν το σύνολο του μετοχικού κεφαλαίου και έλαβαν γνώση της προθεσμίας που τάχθηκε για την άσκηση του δικαιώματος προτίμησης ή/και (β) εφόσον το σύνολο των μετόχων δήλωσε, με οποιονδήποτε τρόπο, ότι θα ασκήσει ή δεν θα ασκήσει το σχετικό δικαίωμα. Στις δύο, συγκεκριμένες, περιπτώσεις, τυχόν εμμονή στις διατυπώσεις δημοσιότητας θα καθίστατο, απλώς, τυπολατρική και αδικαιολόγητη.

    Από τη δυνατότητα παράλειψης εξαιρείται, ωστόσο, η περίπτωση που, στο πλαίσιο τακτικής αύξησης, εξουσιοδοτείται το ΔΣ, να προσδιορίσει την τιμή διάθεσης των νέων μετοχών. Επίσης, επί εκδόσεως προνομιούχων μετοχών με δικαίωμα απόληψης τόκου, το επιτόκιο και τον τρόπο υπολογισμού του (άρθρο 25 §2). Μοιάζουν εύλογες οι συγκεκριμένες εξαιρέσεις καθώς, και στις δύο περιπτώσεις, οι μέτοχοι αγνοούν ουσιαστικές πληροφορίες για την άσκηση του δικαιώματος προτίμησής τους.

    Εναλλακτικά με τη δημοσίευση της πρόσκλησης στο Γ.Ε.ΜΗ για την άσκηση του δικαιώματος προτίμησης, παρέχεται δυνατότητα αντικατάστασής της με συστημένη, «επί αποδείξει», επιστολή προς τους μετόχους˙ και τούτο, χωρίς να είναι αναγκαία σχετική καταστατική πρόβλεψη.

    Η προθεσμία άσκησης του δικαιώματος προτίμησης εκκινεί από την με οποιαδήποτε, κατά τα ανωτέρω, γνώση της σχετικής πρόσκλησης από τους μετόχους [ή από τον χρόνο λήψης της σχετικής απόφασης του ΔΣ, το νωρίτερο, στην περίπτωση εξουσιοδότησής του στο πλαίσιο τακτικής αύξησης (άρθρο 25 §2)].

     

    Προθεσμία Άσκησης

    Το όργανο της ΑΕ (ΓΣ ή ΔΣ) που αποφασίζει την αύξηση προβαίνει και στον ορισμό της προθεσμίας εντός της οποίας είναι δυνατή η άσκηση το δικαιώματος προτίμησης (άρθρο 26 §2). Η προθεσμία, όμως, αυτή δεν είναι δυνατό να είναι μικρότερη των δεκατεσσάρων (14) ημερών κι ούτε να υπερβεί την προθεσμία καταβολής της αύξησης-δηλ. τους τέσσερις (4) μήνες (άρθρο 20 §2).

    Σε περίπτωση που το όργανο της ΑΕ που αποφασίζει την αύξηση παραλείψει να ορίσει την προθεσμία άσκησης του δικαιώματος προτίμησης, θα οριστεί με απόφαση του ΔΣ (άρθρο 26 §3). Πάντοτε όμως μέσα στα προαναφερθέντα χρονικά όρια (:14 ημέρες έως 4 μήνες).

    Ειδικά όσον αφορά τον προσδιορισμό της προθεσμίας άσκησης του δικαιώματος προτίμησης από τους λοιπούς (άλλων κατηγοριών) μετόχους, αρμόδιο όργανο ορίζεται, επίσης, εκείνο που αποφασίζει την αύξηση. Η σχετική προθεσμία δεν μπορεί να είναι μικρότερη των δέκα (10) ημερών. Εκκινεί από την επομένη της λήξης της προθεσμίας άσκησης του δικαιώματος προτίμησης για τους μετόχους της κατηγορίας στην οποία ανήκουν οι νέες μετοχές (άρθρο 26 §2 in fine).

     

    Μη Άσκηση Του Δικαιώματος Προτίμησης

    Εφόσον παρέλθουν άπρακτες οι (ανωτέρω) προθεσμίες άσκησης του δικαιώματος προτίμησης, ακολουθεί η ελεύθερη διάθεση των μετοχών-υπό την επιφύλαξη αντίθετης πρόβλεψης του καταστατικού (άρθρο 26 §4).

    Αρμόδιο όργανο για την ελεύθερη διάθεση των μετοχών είναι ΔΣ. Γίνεται, μάλιστα, δεκτό ότι δικαιούται να προβεί σε ελεύθερη διάθεσή τους και πριν την άπρακτη παρέλευση των προθεσμιών που ανωτέρω αναφέρθηκαν. Απαιτείται, ωστόσο, η ύπαρξη ανέκκλητων δηλώσεων του συνόλου των μετόχων, που δεν άσκησαν το δικαίωμά τους, ότι δεν θα το ασκήσουν.

    Ο νόμος θέτει περιορισμό ως προς την ελεύθερη διάθεση των μετοχών από το ΔΣ. Συγκεκριμένα, το ΔΣ δεν μπορεί να διαθέσει τις αδιάθετες μετοχές σε τιμή κατώτερη της τιμής που καταβάλλουν οι υφιστάμενοι μέτοχοι. Κατά τα λοιπά, προβαίνει στη διάθεση κατά την κρίση του, με γνώμονα σαφώς το εταιρικό συμφέρον.

     

    Το δικαίωμα προτίμησης στην αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου της ΑΕ διασφαλίζει τους, κατά το χρόνο της σχετικής απόφασης, μετόχους. Διασφαλίζει, μεταξύ άλλων, πως δεν θα απομειωθεί, χωρίς να το επιλέξουν (ή αποδεχθούν), η μετοχική τους συμμετοχή, δεν θα διαταραχθούν οι μετοχικές ισορροπίες, δεν θα επηρεαστεί η διοίκηση της ΑΕ. Η συγκεκριμένη διασφάλιση είναι μεν κρίσιμη, όχι όμως χωρίς εξαιρέσεις. Περί αυτών, των κρίσιμων δηλ. εξαιρέσεων και των συνεπειών τους: σε επόμενη αρθρογραφία μας.

    Σταύρος Κουμεντάκης
    Managing Partner

     

    Υ.Γ. Συνοπτική έκδοση του άρθρου δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ, στις 10 Απριλίου 2022.

    Η πληροφόρηση που εμπεριέχεται στο παρόν άρθρο δεν συνιστά (ούτε και έχει σκοπό να αποτελέσει) νομική συμβουλή. Μια τέτοια νομική συμβουλή είναι δυνατό να παρασχεθεί μόνον από αρμόδιο δικηγόρο ο οποίος θα λάβει υπόψη του το σύνολο των δεδομένων που θα του εκθέσετε για την υπόθεσή σας. Αναλυτικά.

  • Η Αύξηση Μετοχικού Κεφαλαίου

    Η Αύξηση Μετοχικού Κεφαλαίου

    Σε προηγούμενη αρθρογραφία μας είχαμε την ευκαιρία να διαπιστώσουμε τη σπουδαιότητα του μετοχικού κεφαλαίου. Επίσης, τη διαφοροποίησή του από την εταιρική περιουσία της ΑΕ, που υπόκειται σε συνεχείς-αλλεπάλληλες μεταβολές. Το μετοχικό κεφάλαιο, αντίθετα, «…αποτελεί “αμετάβλητη” μαθηματική ποσότητα, που αναγράφεται στο καταστατικό της εταιρείας και το οποίο κατά την ίδρυσή της αντιστοιχεί στο άθροισμα της αξίας των εισφορών» (:Αιτ. Έκθ. ν. ΑΕ-4548/2018). Αυτό δεν σημαίνει, ωστόσο, ότι το μετοχικό κεφάλαιο δεν μπορεί, υπό προϋποθέσεις, να αυξομειωθεί. Θα επικεντρωθούμε στο παρόν στην αύξησή του καθώς και σε, συγκεκριμένα, ενδιαφέροντα (κάποια, ίσως, και κρίσιμα) σημεία της. Κατά τα λοιπά: έπεται συνέχεια!

     

    Οι κίνδυνοι

    Η αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου (με εξαίρεση την «ονομαστική»-για την οποία αμέσως στη συνέχεια) αποτελεί μια από τις κυριότερες μορφές χρηματοδότησης της ΑΕ: το «αντίπαλο δέος», θα λέγαμε, της χρηματοδότησης μέσω (τραπεζικού) δανεισμού.

    Η χρηματοδότηση της εταιρείας μέσω της αύξησης του μετοχικού της κεφαλαίου παρουσιάζει σειρά πλεονεκτημάτων έναντι του (τραπεζικού) δανεισμού της. Καθώς, όμως, το αντικείμενό μας δεν είναι η χρηματοδότηση της ΑΕ, θα περιοριστούμε στα σημαντικότερα από αυτά.

    Συγκεκριμένα: Ανάμεσα στους επενδυτές/χρηματοδότες/μετόχους και την ΑΕ δημιουργείται μετοχική και όχι πιστωτική σχέση. Η ΑΕ δεν υποχρεούται, ως εκ τούτου-και, καταρχήν, δεν επιτρέπεται, να επιστρέψει το κεφάλαιο, στους επενδυτές/μετόχους της. Ούτε όμως οφείλει σε αυτούς τόκο-τουλάχιστον κατά κανόνα. Οι μέτοχοι, αντίθετα, της ΑΕ προσβλέπουν (κατά κανόνα επίσης) στην, υπό προϋποθέσεις, απόληψη μερισμάτων και τη συμμετοχή τους στα κέρδη της-εφόσον υπάρχουν. Περαιτέρω: η αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου της ΑΕ ενισχύει τη φερεγγυότητα της τελευταίας, σε αντίθεση με την ανάληψη χρέους μέσω δανεισμού.

    Δεν πρέπει, όμως, να διαφεύγει της προσοχής μας πως η χρηματοδότηση μέσω αύξησης κεφαλαίου μπορεί να οδηγήσει, εφόσον το επιλέξουν/αποδεχθούν/ανεχθούν οι υφιστάμενοι μέτοχοι, στην είσοδο νέων (μετόχων) στην ΑΕ. Τούτο, ιδίως, συμβαίνει όταν η χρηματοδότηση αναζητείται από ανώνυμο πλήθος χρηματοδοτών/δυνητικών μετόχων μέσω ρυθμιζόμενης αγοράς. Η αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου της ΑΕ είναι δυνατό, κατά συνέπεια, να επιφέρει αλλαγές, κάποιες φορές σημαντικές, στις (μετοχικές) ισορροπίες και τη διοίκηση της εταιρείας.

     

    Οι Διακρίσεις Της Αύξησης Μετοχικού Κεφαλαίου

    Με τον όρο αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου δεν υπονοείται όμως, πάντοτε, τρόπος χρηματοδότησής της. Ας δούμε γιατί:

    Ονομαστική & Πραγματική Αύξηση

    Η συγκεκριμένη διάκριση αποτελεί απόρροια της διάκρισης του μετοχικού κεφαλαίου από την εταιρική περιουσία. Ειδικότερα:

    Ονομαστική Αύξηση

    Η συγκεκριμένη (:ονομαστική) αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου δεν συνιστά αύξηση της εταιρικής περιουσίας της ΑΕ. Πρόκειται, απλά, για λογιστική αναπροσαρμογή του μετοχικού κεφαλαίου. Μια αναπροσαρμογή που θα επιλεγεί από τους μετόχους στη βάση της αποτύπωσης της μεγαλύτερης αξίας, που έχει προσλάβει η εταιρική περιουσία εξαιτίας της ύπαρξης (εμφανών ή αφανών) αποθεματικών.

    Στην περίπτωση αυτή, η ΑΕ μπορεί να προβεί στην αύξηση της ονομαστικής αξίας των υφιστάμενων μετοχών της. Εναλλακτικά, όμως, είναι δυνατό να εκδώσει νέες μετοχές και να τις παραχωρήσει, χωρίς αντάλλαγμα, στους υφιστάμενους μετόχους της-κατά τον λόγο της συμμετοχής τους στο μετοχικό κεφάλαιο. Στην περίπτωση αυτή, οι μέτοχοι δεν καταβάλλουν εισφορές. Αντίθετα, «…αποκτούν τις νέες μετοχές αυτομάτως… χωρίς να χρειάζεται προς τούτο οποιαδήποτε δήλωση βουλήσεως. Μάλιστα, η κτήση των νέων μετοχών από τους παλαιούς μετόχους… είναι αναγκαστική με την έννοια ότι δεν επιτρέπεται αποκλίνουσα ρύθμιση με απόφαση της Γ.Σ. ή ρύθμιση τέτοια που η απόκτηση αυτή θα εξαρτάται από την πλήρωση προϋποθέσεων» (ενδ.: 577/2010 ΕφΘεσσ).

    Αξιοσημείωτο μάλιστα είναι πως η απόφαση για ονομαστική αύξηση λαμβάνεται από τη ΓΣ με απλή απαρτία και πλειοψηφία (άρθρο 130 §3).

    Πραγματική Αύξηση

    Η πραγματική αύξηση συνιστά, ταυτόχρονα, αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου της ΑΕ και της εταιρικής της περιουσίας καθώς, μέσω αυτής, εισρέουν νέα περιουσιακά στοιχεία.

    Περαιτέρω, η πραγματική αύξηση διακρίνεται σε αύξηση κεφαλαίου: (α) με κεφαλαιοποίηση κερδών και (β) με καταβολή εισφορών. Πραγματική είναι και η υπό αίρεση αύξηση κεφαλαίου (:περιπτώσεις έκδοσης μετατρέψιμου ομολογιακού δανείου-άρθρο 71 και χορήγησης δικαιώματος  προαιρέσεως απόκτησης μετοχών-άρθρο 113). Παραλλαγή της αύξησης με εισφορές συνιστά και η πρακτική των προκαταβολών των μετόχων για μελλοντική αύξηση κεφαλαίου. Περαιτέρω:

    (α) Πραγματική αύξηση με κεφαλαιοποίηση κερδών: Πρόκειται για την αύξηση που πραγματοποιείται με κεφαλαιοποίηση (του συνόλου ή μέρους) των καθαρών, προς διανομή, κερδών της ΑΕ. Τα κεφαλαιοποιούμενα είναι ενδεχόμενο να αντιστοιχούν στο ελάχιστο ή/και στο πρόσθετο μέρισμα των μετόχων (άρθρο 161 §3).

    Στην περίπτωση αυτή, οι μέτοχοι δεν λαμβάνουν μέρισμα ή, τουλάχιστον, το σύνολό του. Το, σε διαφορετική περίπτωση, διανεμητέο ποσό κεφαλαιοποιείται. Στους δικαιούχους μετόχους διανέμονται μετοχές, κατά το λόγο της συμμετοχής ενός εκάστου στο μετοχικό κεφάλαιο.

    Η απόφαση για την συγκεκριμένη αύξηση λαμβάνεται από τη ΓΣ με απλή, επίσης, απαρτία και πλειοψηφία.

    (β) Πραγματική αύξηση με καταβολή εισφορών: Πρόκειται για αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου με καταβολή εισφορών σε χρήμα ή σε είδος.

    Στην περίπτωση αυτή, εκδίδονται νέες μετοχές για την κάλυψη της πρόσθετης (αριθμητικής) αξίας του κεφαλαίου ή έως την κάλυψη αυτού. Τις μετοχές αυτές αναλαμβάνουν (:σύμβαση ανάληψης) είτε υφιστάμενοι είτε/και (κατά περίπτωση) νέοι μέτοχοι. Οι μέτοχοι υποχρεούνται, ως εκ τούτου, να καταβάλουν την ονομαστική (ή/και, κατά περίπτωση, την υπέρ το άρτιο) αξία των νέων μετοχών.

    Η πραγματική αύξηση με καταβολή εισφορών θα μας απασχολήσει στη συνέχεια.

    Τακτική & Έκτακτη Αύξηση

    Με κριτήριο το όργανο που αποφασίζει την πραγματική αύξηση με καταβολή εισφορών, η τελευταία διακρίνεται, περαιτέρω, σε τακτική και έκτακτη (άρθρο 23 εδ. α΄).

    Τακτική Αύξηση: Είναι η αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου της ΑΕ, που αποφασίζεται από τη ΓΣ με αυξημένη απαρτία και πλειοψηφία.

    Έκτακτη Αύξηση: Είναι η αύξηση εκείνη, η οποία αποφασίζεται είτε από τη ΓΣ με απλή απαρτία και πλειοψηφία είτε από το ΔΣ. Η συγκεκριμένη αύξηση, λόγω του ειδικότερου ενδιαφέροντός της, θα μας απασχολήσει σε επόμενη αρθρογραφία μας.

     

    Το Περιεχόμενο Της Απόφασης Αύξησης

    Το ελάχιστο περιεχόμενο της απόφασης του, κατά περίπτωση αρμοδίου, οργάνου της ΑΕ για αύξηση του μετοχικού της κεφαλαίου προσδιορίζεται στο νόμο (άρθρο 12 §1, περ. δ΄)˙ είτε πρόκειται για τακτική είτε για έκτακτη αύξηση. Η σχετική απόφαση δημοσιεύεται, πάντοτε, στο Γ.Ε.ΜΗ.

    Συγκεκριμένα, σε κάθε περίπτωση αύξησης του κεφαλαίου, η απόφαση του αρμόδιου οργάνου της εταιρείας πρέπει να αναφέρει-τουλάχιστον (άρθρο 25 §1):

    (α) Το ποσό της αύξησης του μετοχικού κεφαλαίου. Το αρμόδιο κάθε φορά όργανο προβαίνει, καταρχήν, ελεύθερα στον ορισμό του ποσού της αύξησης. Ωστόσο, στην περίπτωση της έκτακτης αύξησης, ο νομοθέτης θέτει συγκεκριμένους περιορισμούς ως προς τα ανώτατα όρια της αύξησης (άρθρο 24 §1 και 2).

    (β) Τον τρόπο κάλυψης της αύξησης (ανάλογα, δηλ., αν πρόκειται να καταβληθούν εισφορές σε χρήμα ή σε είδος). Στην περίπτωση των εισφορών σε είδος, όπως σε προηγούμενη αρθρογραφία μας έχουμε επισημάνει, η σχετική απόφαση πρέπει να πληροί τις προϋποθέσεις του νόμου (άρθρο 17). 

    (γ) Την προθεσμία κάλυψης της αύξησης (βλ. σχετικά προηγούμενη αρθρογραφία).

    (δ) Τον αριθμό των μετοχών που θα εκδοθούν.

    (ε) Το είδος των μετοχών που θα εκδοθούν: αν πρόκειται, δηλ. για κοινές, προνομιούχες ή εξαγοράσιμες (ονομαστικές όμως, σε κάθε περίπτωση) μετοχές.

    (στ) Την ονομαστική αξία των μετοχών. Ο προσδιορισμός της ονομαστικής αξίας πρέπει να εμπίπτει εντός των ορίων που θέτει ο νόμος: η ονομαστική αξία κάθε μετοχής δεν μπορεί να ορισθεί σε ποσό κατώτερο των 0,04€ ούτε ανώτερο των 100€ (άρθρο 35 §1, εδ. α΄).

    (ζ) Την τιμή διάθεσης των μετοχών. Ο καθορισμός της τιμής διάθεσης αποβαίνει εξαιρετικά κρίσιμος. Τυχόν χαμηλή τιμή σε σύγκριση με την πραγματική της αξία συνιστά υποχρηματοδότηση της ΑΕ. Επιπλέον, σε περίπτωση εισόδου νέων μετόχων, (μερική τουλάχιστον) απαξίωση των μετοχών των υφισταμένων. Αντίθετα, τυχόν υψηλή τιμή καθιστά δυσχερή τη συμμετοχή στην αύξηση και, κατ’ επέκταση, τη χρηματοδότηση της ΑΕ.

    Σε κάθε περίπτωση, η τιμή διάθεσης δεν είναι δυνατό να υπολείπεται της ονομαστικής αξίας της μετοχής. Συγκεκριμένα, προβλέπεται ότι «…απαγορεύεται η έκδοση μετοχών σε τιμή κατώτερη του αρτίου» (άρθρο 35 §1).

    Η ΓΣ είναι δυνατό, στην περίπτωση της τακτικής αύξησης και μόνον, να εξουσιοδοτήσει το ΔΣ (με την απόφαση της αύξησης), προκειμένου να «…προσδιορίσει την τιμή διάθεσης των νέων μετοχών, ή, επί εκδόσεως προνομιούχων μετοχών με δικαίωμα απόληψης τόκου, το επιτόκιο και τον τρόπο υπολογισμού του». Η εξουσιοδότηση υποβάλλεται σε δημοσιότητα και η διάρκεια ισχύος της δεν είναι δυνατό να υπερβαίνει το ένα έτος (άρθρο 25 §2). Η συγκεκριμένη δυνατότητα παρέχει στο ΔΣ την ευχέρεια εξεύρεσης της καταλληλότερης στιγμής εντός έτους από την απόφαση αύξησης να προσδιορίσει την καλύτερη δυνατή τιμή. Αν, ωστόσο, το ΔΣ δεν αξιοποιήσει τη σχετική δυνατότητα, η αύξηση ματαιώνεται.

     

    Η Έγκριση Κατηγορίας ή Κατηγοριών Μετόχων

    Συναντάται, συχνά, στις ΑΕ η ύπαρξη περισσότερων κατηγοριών μετόχων (λ.χ. προνομιούχες). Προβλέπεται, για τις περιπτώσεις αυτές, πως η απόφαση της ΓΣ για τακτική ή έκτακτη αύξηση του κεφαλαίου καθώς και η απόφασή της που παρέχει εξουσία στο ΔΣ για έκτακτη αύξηση «…υπόκεινται στην έγκριση της κατηγορίας ή των κατηγοριών των μετόχων, των οποίων τα δικαιώματα θίγονται από τις αποφάσεις αυτές» (άρθρο 25 §3).

    Η έγκριση της απόφασης της ΓΣ, που παρέχεται με απόφαση των μετόχων της κατηγορίας που θίγεται, λαμβάνεται σε ιδιαίτερη συνέλευση με αυξημένη απαρτία και πλειοψηφία (άρθρο 25 §3 και 4).

     

    Ο Έλεγχος Καταχρηστικότητας

    Η απόφαση για την (τακτική ή έκτακτη) αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου, υπόκειται σε έλεγχο καταχρηστικότητας. Κατά τη νομολογία, η απόφαση της ΓΣ για αύξηση προσκρούει στη γενική απαγόρευση καταχρήσεως δικαιώματος βάσει του άρθρου 281 ΑΚ όταν συντρέχουν, σωρευτικά, οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

    «(α) η εταιρία να μην έχει κάποια ειδικότερη και συγκεκριμένη ανάγκη για την αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου της,

    (β) οι μέτοχοι της πλειοψηφίας να γνωρίζουν ότι οι αντίστοιχοι μέτοχοι της μειοψηφίας δεν είναι πράγματι σε θέση να συμμετάσχουν στη σχεδιαζόμενη αύξηση λόγω οικονομικής αδυναμίας και όχι λόγω απλής αντιθέσεώς τους στην αύξηση και

    (γ) αποκλειστική επιδίωξη και σκοπός της πλειοψηφίας να επιτύχει διά της αυξήσεως του μετοχικού κεφαλαίου την ενίσχυση της δικής της θέσεως και την αντίστοιχη αποδυνάμωση της θέσεως της μειοψηφίας…» (ενδ.: 265/2011 ΠΠρωτΑθ και 155/1985 ΑΠ, 832/1976 ΑΠ).

    Σε περίπτωση καταχρηστικότητας της απόφασης του οργάνου που την έλαβε είναι δυνατή η κατά το νόμο ακύρωσή της (άρθρα 137 επί ΓΣ και 95 επί ΔΣ).

     

    Η Δυνατότητα Μερικής Κάλυψης

    Η απόφαση για την αύξηση του κεφαλαίου τροποποιεί, όπως επισημάναμε ήδη, το καταστατικό της ΑΕ. Η κάλυψη της αύξησης ακολουθεί τη συγκεκριμένη τροποποίηση. Η κάλυψη, ωστόσο, ενδέχεται να μην είναι πλήρης ή και να μην λάβει καθόλου χώρα. Στην περίπτωση αυτή η αύξηση ματαιώνεται. Είναι δυνατό, πάντως, να «διασωθεί» η αύξηση όταν δεν είναι πλήρης-αρκεί στη σχετική απόφαση να προβλέπεται η συγκεκριμένη δυνατότητα (άρθρο 28).

    Εφόσον λάβει χώρα μερική κάλυψη, το ΔΣ καλείται να προσαρμόσει το άρθρο του καταστατικού περί του κεφαλαίου στο ύψος της μερικής κάλυψης. Η απόφαση αυτή του ΔΣ δεν συνιστά τροποποίηση του καταστατικού.

    Ο νόμος προβλέπει ότι η ως άνω απόφαση πραγματοποιείται παράλληλα με την πιστοποίηση της καταβολής του κεφαλαίου. Ωστόσο, όπως σε προηγούμενη αρθρογραφία έχουμε επισημάνει, η πιστοποίηση είναι δυνατό να συντελείται και από άλλο πρόσωπο (:ορκωτό ελεγκτή-λογιστή ή ελεγκτική εταιρεία). Γεγονός που, εν προκειμένω, παραβλέπει ο νόμος.

     

    Η αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου της ΑΕ, που ανωτέρω μας απασχόλησε, είναι, σε κάθε περίπτωση, παράγοντας υγείας της εταιρείας. Η διενέργειά της, όμως, χρειάζεται, πάντοτε, προσεκτικό σχεδιασμό. Βασικές παράμετροι προς τη συγκεκριμένη κατεύθυνση: οι καταστατικές ρυθμίσεις, η τήρηση των (κατά το νόμο) διαδικαστικών προϋποθέσεων αλλά και οι σχετικές «στρατηγικές» επιλογές. Όλα τούτα είναι ικανά να βοηθήσουν είτε (αμιγώς) προς την κατεύθυνση της ενίσχυσης της εταιρείας είτε/και προς την κατεύθυνση της ενίσχυσης της πλειοψηφίας, τη συρρίκνωση της μειοψηφίας ή, κατά περίπτωση, την προστασία της τελευταίας. Η οπτική θα παραλλάσσει ανάλογα με το σχεδιασμό και συμφέροντα εκείνου που έχει τη δυνατότητα να λαμβάνει αποφάσεις αλλά κι εκείνου που αισθάνεται «πληττόμενος».

    Οι πρόνοιες, πάντως, του νόμου είναι σημαντικές αλλά και, σε σημαντικό βαθμό, ικανές για την προάσπιση των, επιμέρους, συμφερόντων.

    Ιδίως της εταιρείας.-

    Σταύρος Κουμεντάκης
    Managing Partner

     

    Υ.Γ. Συνοπτική έκδοση του άρθρου δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ, στις 20 Μαρτίου 2022.

    Η πληροφόρηση που εμπεριέχεται στο παρόν άρθρο δεν συνιστά (ούτε και έχει σκοπό να αποτελέσει) νομική συμβουλή. Μια τέτοια νομική συμβουλή είναι δυνατό να παρασχεθεί μόνον από αρμόδιο δικηγόρο ο οποίος θα λάβει υπόψη του το σύνολο των δεδομένων που θα του εκθέσετε για την υπόθεσή σας. Αναλυτικά.

  • Κοινή Επενδυτική Μερίδα

    Κοινή Επενδυτική Μερίδα

    Όλοι γνωρίζουμε τον Κοινό, τραπεζικό, Λογαριασμό. Με την αξιοποίηση των ευχερειών του, περισσότεροι από ένας καταθέτες μπορούν να παρακάμψουν την κληρονομική διαδοχή και να αποφύγουν την καταβολή φόρου κληρονομιάς και δωρεάς. Σε ένα πρώτο επίπεδο-τουλάχιστον. Τι συμβαίνει όμως όταν το κοινό περιουσιακό στοιχείο περισσοτέρων είναι άυλες μετοχές, αντί χρηματικών καταθέσεων; Τη λύση μπορούμε να αναζητήσουμε στην Κοινή Επενδυτική Μερίδα, που μας παρέχει αντίστοιχες ευχέρειες, όπως αυτές αποτυπώνονται στον Κανονισμό ΕΛ.Κ.Α.Τ.-που πρόσφατα εγκρίθηκε με απόφαση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς (:6/904/26.2.2021 (ΦΕΚ B1007/16.03.2021). Ας ξεκινήσουμε όμως από τις ρυθμίσεις του Κοινού τραπεζικού Λογαριασμού που αντίστοιχες θα συναντήσουμε και στην Κοινή Επενδυτική Μερίδα.

     

    Ο Κοινός τραπεζικός Λογαριασμός

    Ο Κοινός τραπεζικός Λογαριασμός διέπεται από τις διατάξεις του νόμου (ν. 5638/1932 «περί καταθέσεως εις κοινόν λογαριασμόν»). Η εισροή κεφαλαίων από το εξωτερικό και, ειδικότερα, η εισροή κεφαλαίων Ελλήνων που διαβιούσαν στην αλλοδαπή ήταν ο σκοπός της εισαγωγής του στην ελληνική πραγματικότητα. Ο στόχος αυτός, άλλωστε, ρητά διατυπώνεται και στην Αιτιολογική Έκθεση του σχετικού νομοθετήματος.

    Ο Έλληνας νομοθέτης αποσκοπούσε, συγκεκριμένα, να καταστήσει ανταγωνιστικές τις ελληνικές τράπεζες σε σχέση με τις αντίστοιχες του εξωτερικού. Τον στόχο αυτό επεδίωξε να υλοποιήσει με τη θέσπιση ενός μέσου καταθέσεων, που θα προσέφερε σειρά ευνοϊκών ρυθμίσεων για τους καταθέτες. Μεταξύ αυτών, η απαλλαγή από τον φόρο κληρονομιάς και η δυνατότητα παράκαμψης της κληρονομικής διαδοχής.

    Όσον αφορά, ειδικότερα, την περίπτωση της κληρονομικής διαδοχής προβλέπεται η δυνατότητα συμφωνίας με βάση την οποία «…άμα τω θανάτω οιουδήποτε των δικαιούχων η κατάθεσις και ο εκ ταύτης λογαριασμός περιέρχεται αυτοδικαίως εις τους λοιπούς επιζώντας μέχρι του τελευταίου τούτων». Ο όρος αυτός, μάλιστα, συνοδεύεται από μια άκρως συμφέρουσα ρύθμιση για τους λοιπούς επιζώντες. Προβλέπεται, συγκεκριμένα, ότι στην περίπτωση θανάτου ενός από τους δικαιούχους «…η κατάθεσις περιέρχεται εις αυτούς (:τους λοιπούς επιζώντες) ελευθέρα παντός φόρου κληρονομίας ή άλλου τέλους. Αντιθέτως η απαλλαγή αυτή δεν επεκτείνεται επί των κληρονόμων του τελευταίου απομείναντος δικαιούχου» (άρθρο 2 ν. 5638/1932).

    Από το γράμμα του νόμου συνάγεται, όπως και εισαγωγικά εξάλλου αναφέραμε, πως αντικείμενο του κοινού λογαριασμού μπορούν να αποτελέσουν, αποκλειστικά, χρηματικές καταθέσεις (άρθρο 1 ν. 5638/1932).

    Είναι προφανές πως, με βάση τα παραπάνω δεδομένα, δεν καλύπτονται από το συγκεκριμένο νομοθέτημα μη χρηματικές αξίες. Κινητές αξίες και χρεόγραφα-λ.χ. Σε ορισμένες περιπτώσεις, ωστόσο, ο νομοθέτης επέλεξε την αναλογική εφαρμογή των ευνοϊκών ρυθμίσεων του νόμου για τον κοινό λογαριασμό. Ενδεικτικά: στους τίτλους του Δημοσίου με λογιστική μορφή. Στην περίπτωση της Κοινής Επενδυτικής Μερίδας επίσης. Η τελευταία αφορά στην κατοχή αΰλων τίτλων-μετοχών δηλ., μεταξύ άλλων, που είναι εισηγμένες στο ελληνικό χρηματιστήριο.

     

    Η συγκυριότητα επί αΰλων τίτλων

    Η κατοχή αΰλων τίτλων και η ανάπτυξη επενδυτικής δραστηριότητας στην ελληνική Κεφαλαιαγορά μέσω ανοίγματος Λογαριασμού Αξιογράφων, προϋποθέτει για τον καθένα επενδυτή να νομιμοποιείται-να διαθέτει Μερίδα δηλ. στο όνομά του. Η τελευταία περιέχει τα στοιχεία αναγνώρισής του και λαμβάνει από την ΕΛ.Κ.Α.Τ., κατά το άνοιγμά της, έναν Κωδικό Αριθμό Μερίδας Μητρώου (Κ.Α.Μ.ΜΗ.) που είναι μοναδικός στο Σ.Α.Τ. και δεν μεταβάλλεται (:Ενότητα III, Mέρος 4, 4.1 και 4.3. Κανονισμού της Ελληνικό Κεντρικό Αποθετήριο Τίτλων ΑΕ-ΕΛ.Κ.Α.Τ., το περιεχόμενο του οποίου ενέκρινε με πρόσφατη απόφασή της  η Επιτροπής Κεφαλαιαγορά: 6/904/26.2.2021 (ΦΕΚ B1007/16.03.2021), στη βάση της διάταξης του άρθρου 4 ν. 4569/2018 και του Κανονισμού (ΕΕ) 909/2014 (CSDR)

    Είναι ενδεχόμενο, κάποιες φορές, δύο ή περισσότεροι επενδυτές να είναι συγκύριοι κάποιων μετοχών. Στην περίπτωση αυτή προϋποτίθεται, κατ’ αντιστοιχία όσων ισχύουν για τις έγχαρτες μετοχές, η σύμπραξη όλων, ανεξαιρέτως, των συγκυρίων για κάθε σχετική με αυτές πράξη.

    Στην περίπτωση που υπάρχει συγκυριότητα σε άυλους τίτλους προβλέπεται η δυνατότητα σχηματισμού Μερίδας Συγκυρίων. Προϋποτίθεται πως κάθε ένας από τους συγκυρίους διαθέτει αυτοτελή Μερίδα Πελάτη. Η Μερίδα  Συγκυρίων προσδιορίζεται αφενός από τα πρόσωπα των συγκυρίων αφετέρου από το ποσοστό συγκυριότητάς τους στις αξίες (Ενότητα III, Μέρος 5, 5.2.2. Κανονισμού ΕΛ.Κ.Α.Τ.).

    Για τους κοινούς τίτλους που είναι καταχωρισμένοι σε Μερίδα Συγκυριών, προβλέπεται πως σε περίπτωση οποιασδήποτε μεταβολής των συγκυρίων ή του ποσοστού συγκυριότητας στις συγκεκριμένες αξίες, απαιτείται δημιουργία νέας Μερίδας Συγκυρίων. Η νέα, αυτή, Μερίδα προσδιορίζεται, επίσης, από τα νέα στοιχεία των συγκυρίων και τα νέα ποσοστά συγκυριότητας.

    Δεν απαιτείται, κατ’ εξαίρεση, δημιουργία νέας Μερίδας Επενδυτή Συγκυρίων στην περίπτωση θανάτου κάποιου από αυτούς. Στην περίπτωση αυτή, η ΕΛ.Κ.Α.Τ. μεταβάλλει τα πρόσωπα των συνδικαιούχων εγγράφοντας στη θέση του  θανόντος τους κληρονόμους του. Αυτονοήτως, μεταβάλλοντας, αντίστοιχα, τα ποσοστά συγκυριότητας (:Ενότητα III, Μέρος 5, 52.7. Κανονισμού ΕΛ.Κ.Α.Τ.).

    Όσα αμέσως παραπάνω αναφέρονται δεν ισχύουν, ωστόσο, στην περίπτωση που αξιοποιηθεί η δυνατότητα καταχώρισης σε Κ.Ε.Μ.

     

    Η Κοινή Επενδυτική Μερίδα-Γενικά

    Η Κοινή Επενδυτική Μερίδα (:Κ.Ε.Μ.) είναι δυνατό να δημιουργηθεί με αίτηση δύο ή περισσότερων φυσικών προσώπων εφόσον ενεργούν ως συνδικαιούχοι κοινού λογαριασμού αξιογράφων κατά τις διατάξεις της παρ. 6 του άρθρου 13 του ν. 4569/2018. Νομικό πρόσωπο, επομένως, δεν μπορεί να συμπράξει στη δημιουργία Κ.Ε.Μ. (:Ενότητα III, Μέρος 5, 5.1.1. Κανονισμού ΕΛ.Κ.Α.Τ.)

    Η Κ.Ε.Μ. προσδιορίζεται, σαφώς, από τα πρόσωπα των συνδικαιούχων, τα οποία -όπως προβλέπεται- είναι από κοινού κύριοι των αξιών που καταχωρούνται σε αυτή (:5.2. Κανονισμού ΕΛ.Κ.Α.Τ.).

    Όπως, ήδη, ανωτέρω επισημάναμε, ιδιαιτερότητα της Κ.Ε.Μ. αποτελεί το γεγονός ότι η μερίδα αυτή διέπεται από τις διατάξεις που διέπουν τον Κοινό, τραπεζικό, Λογαριασμό (:ν. 5638/1932).

     

    Τα χαρακτηριστικά της Κ.Ε.Μ.

    Γενικά

    Η σύμβαση σύναψης της Κ.Ε.Μ. περιέχει τους επιμέρους όρους για τη λειτουργία της. Η δημιουργία Κ.Ε.Μ., ωστόσο, διακρίνεται για συγκεκριμένα χαρακτηριστικά της.

    Κάθε Συμμετέχων σε Λογαριασμό Αξιογράφων Κοινής Επενδυτικής Μερίδας υλοποιεί με ευθύνη του κάθε πράξη που αφορά στη λειτουργία του σχετικού Λογαριασμού Αξιογράφων στο Σ.Α.Τ., ενεργώντας για λογαριασμό (και) των συνδικαιούχων. Κάθε συνδικαιούχος, επομένως, μπορεί να ενεργεί ατομικά, χωρίς τη σύμπραξη των λοιπών (:5.1.6. Κανονισμού ΕΛ.Κ.Α.Τ.). Μεταξύ των συνδικαιούχων, ωστόσο, καθορίζεται η ιεραρχική τους σειρά, η οποία υποδεικνύει εκείνον που νομιμοποιείται να ενεργεί ως εκπρόσωπος όλων (:5.1.5.β. Κανονισμού ΕΛ.Κ.Α.Τ.)

     

    Η περίπτωση θανάτου κάποιου από τους συνδικαιούχους

    Η μεταβολή των προσώπων που αποτελούν τους συνδικαιούχους της Κ.Ε.Μ. δεν είναι δυνατή. Συγκεκριμένα, σε περίπτωση θανάτου συνδικαιούχου (και εφόσον δεν έχει δηλωθεί η εφαρμογή του όρου του εδαφ. α΄ του άρθρου 2 του ν. 5638/1932), το υπόλοιπο Αξιογράφων που αντιστοιχεί στα δικαιώματα των κληρονόμων ή κληροδοτών μεταφέρεται σε δικούς τους Λογαριασμούς Αξιογράφων Μερίδων (5.1.8. Κανονισμού ΕΛ.Κ.Α.Τ.).

    Ωστόσο, διαφορετική είναι η περίπτωση κατά την οποία εφαρμόζεται η διάταξη του άρθρου 2 ν. 5638/1932. Στην τελευταία περίπτωση, οι αξίες  περιέρχονται αυτοδίκαια στους λοιπούς συνδικαιούχους. Συγκεκριμένα, η ΕΛ.Κ.Α.Τ. τροποποιεί τα στοιχεία της Κ.Ε.Μ, καθώς διαγράφει τα στοιχεία του θανόντα. Όμως, η ιεραρχική σειρά των συνδικαιούχων διατηρείται, όπως αυτή είχε εξαρχής αποτυπωθεί (:5.1.9. Κανονισμού ΕΛ.Κ.Α.Τ.).

    Ενδέχεται, βέβαια, ως λογικό επακόλουθο, ύστερα από τον θάνατο των λοιπών συνδικαιούχων, να απομείνει μόνο ένας επιζών. Στην περίπτωση αυτή, οι καταχωρημένες στην Κ.Ε.Μ. αξίες περιέρχονται στον τελευταίο εναπομείναντα. Ο τελευταίος υποχρεούται, στην περίπτωση αυτή, να προβεί σε ενοποίηση της Κ.Ε.Μ. με την ατομική του Μερίδα Πελάτη (:5.1.9. Κανονισμού ΕΛ.Κ.Α.Τ.).

     

     

    Οι διατάξεις για τους Κοινούς τραπεζικούς Λογαριασμούς (:ν. 5638/1932) είναι απολύτως ευνοϊκές για τους συνδικαιούχους τους. Η εφαρμογή τους στις Κοινές Επενδυτικές Μερίδες, στοχεύει να παράσχει (και παρέχει) στις τελευταίες και τους συγκυρίους τους αντίστοιχες διευκολύνσεις με αυτές του κοινού, τραπεζικού, λογαριασμού.

    Οι ευχέρειες που παρουσιάζει η δημιουργία Κ.Ε.Μ. εντοπίζεται, σαφώς, σε θέματα κληρονομικής διαδοχής, καθώς, σε περίπτωση θανάτου ενός δικαιούχου Κ.Ε.Μ., οι αξίες που βρίσκονται στην κοινή επενδυτική μερίδα περιέρχονται αυτοδικαίως στους συνδικαιούχους του.

    Τα πλεονεκτήματα της Κοινής Επενδυτικής Μερίδας είναι πολλαπλά.

    Η αξιοποίησή τους είναι δυνατό να λειτουργήσει, το δίχως άλλο, (και) στο πλαίσιο ενός ευρύτερου φορολογικού (οικογενειακού ή μη) σχεδιασμού και προγραμματισμού, που αφορά (και) τη διαχείριση μετοχών εισηγμένων εταιρειών και μερισμάτων.

    Προσοχή όμως!

    Η αξιοποίηση των πλεονεκτημάτων και ευχερειών τόσο του Κοινού τραπεζικού Λογαριασμού όσο και της Κοινής Επενδυτικής Μερίδας δεν είναι, πάντοτε, χωρίς παγίδες…

    Σταύρος Κουμεντάκης
    Managing Partner

     

    Υ.Γ. Συνοπτική έκδοση του άρθρου δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ, στις 18 Ιουλίου 2021.

    Η πληροφόρηση που εμπεριέχεται στο παρόν άρθρο δεν συνιστά (ούτε και έχει σκοπό να αποτελέσει) νομική συμβουλή. Μια τέτοια νομική συμβουλή είναι δυνατό να παρασχεθεί μόνον από αρμόδιο δικηγόρο ο οποίος θα λάβει υπόψη του το σύνολο των δεδομένων που θα του εκθέσετε για την υπόθεσή σας. Αναλυτικά.

  • Λογαριασμοί Omnibus

    Λογαριασμοί Omnibus

    Ο νόμος που αναμόρφωσε το δίκαιο των Ανωνύμων Εταιρειών (:ν. 4548/2018), μας έχει απασχολήσει, επανειλημμένα-λόγω της σημασίας του, στο πλαίσιο της αρθρογραφίας μας. Κάποιες από τις διατάξεις του καταλαμβάνουν το σύνολο των Ανωνύμων Εταιρειών. Κάποιες άλλες αφορούν εκείνες που οι μετοχές τους είναι εισηγμένες σε οργανωμένη αγορά. Μεταξύ των τελευταίων και εκείνες που αναφέρονται στους λογαριασμούς omnibus.

     

    O «διαμεσολαβητής» και ο ρόλος του

    Στις διατάξεις του νόμου για τις ΑΕ, συναντούμε αναφορές σε «διαμεσολαβητή».

    Μέσω αυτού είναι δυνατό να ταυτοποιείται ο μέτοχος στο κεντρικό αποθετήριο τίτλων, όταν δεν εγγράφεται (ο μέτοχος) άμεσα σε αυτό (άρθρο 40 παρ. 6). Μέσω αυτού είναι δυνατό να λάβει χώρα μεταβίβαση μετοχών (άρθρο 41). Μέσω της ενημέρωσης του διαμεσολαβητή θα μπορεί να λάβει η απαιτούμενη, για τη συμμετοχή σε ΓΣ, απόδειξη της μετοχικής ιδιότητας (άρθρο 124  παρ. 6 in fine).

    Οι συγκεκριμένες διατάξεις είναι εκείνες που αποσκοπούν στην εναρμόνιση του δικαίου των ΑΕ με την αναμόρφωση που επέφερε ο Κανονισμός CSDR (909/2014 ΕΕ) στη λογιστική απεικόνιση των εταιρικών τίτλων και την τήρηση τους μέσω των αποθετηρίων τίτλων.

    Το δίκτυο των διαμεσολαβητών μεταξύ κεντρικών αποθετηρίων και πελατών δημιουργήθηκε με σκοπό τη διάδοση και ευρύτερη εμπορία μετοχικών και άλλων τίτλων. Στο δίκτυο αυτό, το οποίο αποτελείται από τράπεζες, χρηματοπιστωτικά ιδρύματα και ΑΕΠΕΥ (βλ. άρ. 2 §1 περ. α΄ ν. 4569/2018), απευθύνονται σε επενδυτές οι οποίοι αδυνατούν, λ.χ., να έχουν πρόσβαση σε συγκεκριμένες, κατά τόπους, αγορές και να τηρούν ατομικό λογαριασμό σε συγκεκριμένα, κατά τόπους, κεντρικά αποθετήρια. Αντίστοιχα όμως, και οι διαμεσολαβητές μπορούν να απευθύνονται, περαιτέρω, σε άλλους διαμεσολαβητές.

     

    Το καθεστώς τήρησης της άυλων τίτλων κατά το εθνικό δίκαιο

    Το σύστημα τήρησης αΰλων τίτλων ρυθμίστηκε με το ν. 2396/1996. Βασικό του γνώρισμα του αποτελούσε ο χαρακτήρας του ως σύστημα άμεσης τήρησης. Τούτο σήμαινε πως ο λογαριασμός των τίτλων του καθενός επενδυτή, το προσωπικό του «χαρτοφυλάκιο», τηρείται απευθείας στο δικό του όνομα, στο Κεντρικό Αποθετήριο Αξιών (ΚΑΑ) ή στον Διαχειριστή του ΣΑΤ (Σύστημα Άυλων Τίτλων). Συνεπώς, με βάση το συγκεκριμένο σύστημα, εκείνος που ήταν εγγεγραμμένος δικαιούχος στο ΚΑΑ θεωρείτο και μέτοχος έναντι της εκδότριας ΑΕ.

    Η συγκεκριμένη προσέγγιση, ωστόσο, εγκαταλείπεται σταδιακά με την εισαγωγή του ν. 4569/2018. Ο τελευταίος αποσκοπεί να επιτύχει την προσαρμογή του εθνικού δικαίου στις επιταγές του Κανονισμού CSDR, καταργώντας, ταυτόχρονα, το ν. 2396/1996.

     

    Οι βασικές αλλαγές του ν. 4569/2018

    Η εφαρμογή του Κανονισμού CSDR και, κατ’ επέκταση, του ν. 4569/2018, επιδρά σημαντικά στη λειτουργία του συστήματος της Ελληνικής Κεφαλαιαγοράς και στο περιβάλλον αΰλων τίτλων, που έχει δημιουργηθεί ήδη από το 1999 (:ν. 2396/1996).

    Η τήρηση των αΰλων τίτλων γνωρίζει, με το Κανονισμό αυτό, δύο σημαντικές μεταβολές:

    (α) Η τήρηση αΰλων τίτλων παύει να αποτελεί εθνικό μονοπώλιο. Οι υπηρεσίες του Κεντρικού Αποθετηρίου Τίτλων απελευθερώνονται. Ο εθνικός νομοθέτης συμμορφώνεται ως προς το ζήτημα αυτό με τον Κανονισμό CSDR και στις ρυθμίσεις αδειοδότησης που αυτός εισάγει.

    (β) Προβλέπεται η δυνατότητα δημιουργίας συλλογικών λογαριασμών (omnibus accounts). Πρόκειται για συλλογικούς λογαριασμούς αξιών, μέσω των οποίων τηρούνται συγκεντρωτικά κινητές αξίες που ανήκουν σε τρίτους (άρ. 2 §1 περ. γ΄ ν. 4569/2018). Ωστόσο, η ταυτότητα των τρίτων δεν είναι άμεσα γνωστή. Πρόκειται για απόκλιση από την ύπαρξη ατομικού λογαριασμού για καθένα επενδυτή.

     

    Ειδικότερα: οι λογαριασμοί omnibus

    Οι λογαριασμοί omnibus, όπως εξάλλου προκύπτει και από την ονομασία τους, αξιοποιούνται για τη συλλογική συγκέντρωση και τήρηση τίτλων, στις περιπτώσεις ύπαρξης διαμεσολαβητών.

    Οι λογαριασμοί των επιμέρους πελατών που τηρούνται στον καθένα διαμεσολαβητή είναι, φυσικά, πολυάριθμοι. Οι λογαριασμοί omnibus των διαμεσολαβητών αποτελούν το μέσο της συλλογικής, λογιστικής, απεικόνισης των τίτλων.

    Ο ν. 4569/2018 προβλέπει δύο κατηγορίες λογαριασμών omnibus:

    (α) Τους λογαριασμούς Κεντρικού Αποθετηρίου Τίτλων, ως ανώτατο επίπεδο τήρησης, τους οποίους χαρακτηρίζει ως συλλογικούς λογαριασμούς αξιών αποθετηρίου.

    (β) Τους συλλογικούς λογαριασμούς που τηρούνται και σε κάθε επόμενο, κατώτερο, επίπεδο από τους διαμεσολαβητές, τους λογαριασμούς, δηλ., αξιών του διαμεσολαβητή.

    Ειδικότερα:

    Ως συλλογικός λογαριασμός αξιών αποθετηρίου ορίζεται «Ο συλλογικός λογαριασμός αξιών που τηρείται σε κεντρικό αποθετήριο τίτλων για σκοπούς συνολικού διαχωρισμού πελατών, σύμφωνα με το άρθρο 38 του Κανονισμού (ΕΕ) 909/2014 (άρ. 2 παρ. 1 περ. δ΄ ν. 4569/2018).

    Το άρθρο 38 του Κανονισμού προβλέπει, συγκεκριμένα ότι  «για κάθε σύστημα διακανονισμού αξιογράφων το οποίο διαχειρίζεται, το ΚΑΤ τηρεί αρχεία και λογαριασμούς που του επιτρέπουν, οποτεδήποτε και χωρίς καθυστέρηση, να διαχωρίζει στους λογαριασμούς με το ΚΑΤ, τα αξιόγραφα ενός συμμετέχοντος από τα αξιόγραφα οποιουδήποτε άλλου συμμετέχοντος και, εάν συντρέχει περίπτωση, από τα στοιχεία ενεργητικού του ιδίου του ΚΑΤ» (§1).

    Η συγκεκριμένη πρόβλεψη, υλοποιώντας την αρχή του διαχωρισμού, αποβλέπει στην προστασία της περιουσίας των επενδυτών από κινδύνους πτώχευσης ή εν γένει, αφερεγγυότητας των διαμεσολαβητών. Προβλέπεται, μάλιστα, η δυνατότητα τόσο συνολικού διαχωρισμού πελατών (άρθρο 38 παρ. 3) όσο και διαχωρισμού ανά πελάτη (άρθρο 38 παρ. 4).

    Ως συλλογικός λογαριασμός αξιών διαμεσολαβητή ορίζεται «ο συλλογικός λογαριασμός αξιών που τηρείται από εγκατεστημένο στην Ελλάδα διαμεσολαβητή και απεικονίζει κινητές αξίες που τηρούνται σε κεντρικό αποθετήριο τίτλων» (άρ. 2 §1 περ. ε΄ ν. 4569/2018).

     

    Η ταυτοποίηση του μετόχου

    Ζήτημα γεννάται σχετικά με τη δυνατότητα ταυτοποίησης των μετόχων των Ανωνύμων Εταιρειών με εισηγμένων μετοχές, όταν τηρούνται λογαριασμοί omnibus. Ο ν. 4569/2018 εισάγει συγκεκριμένο σύστημα ταυτοποίησης.

    Προβλέπει, συγκεκριμένα, ότι οι υπηρεσίες μητρώου, μέσω των οποίων διαμορφώνονται τα μετοχολόγια των ΑΕ, «…παρέχονται από κεντρικό αποθετήριο τίτλων, σύμφωνα με τον Κανονισμό (ΕΕ) 909/2014 και τον ίδιο τον παρόντα νόμο» (άρθρο 14).

    Όπως, εισαγωγικά παρατηρήσαμε, ο ν. 4548/2018 προβλέπει ότι η απόδειξη της μετοχικής ιδιότητας κατά τη διεξαγωγή ΓΣ γίνεται (και) μέσω του διαμεσολαβητή. Πράγματι, όπως προβλέπεται στο άρθρο 17 ν. 4569/2018 «στις περιπτώσεις ανώνυμων μετοχών σε λογιστική μορφή του κ.ν. 2190/1920 που τηρούνται μέσω συλλογικών λογαριασμών αξιών αποθετηρίου, μέτοχος θεωρείται ο ταυτοποιούμενος μέσω του εγγεγραμμένου διαμεσολαβητή, που τηρεί το σχετικό λογαριασμό. Στις περιπτώσεις ονομαστικών μετοχών του κ.ν. 2190/1920 και του ν. 4548/2018, ο ταυτοποιούμενος ως άνω θεωρείται μέτοχος έναντι της εκδότριας ανώνυμης εταιρείας κατά παρέκκλιση της παρ. 7 του άρθρου 8β του κ.ν. 2190/1920 και σύμφωνα με την παρ. 6 του άρθρου 40 του ν. 4548/2018.».

    Οι σχετικές με την ταυτοποίηση ρυθμίσεις, ωστόσο, δεν είχαν άμεση εφαρμογή στο εθνικό μας σύστημα. Αντίθετα, όπως προκύπτει από τον ν. 4569/2018, θα άρχιζαν να εφαρμόζονται ύστερα από αδειοδότηση του ΚΑΑ, ως κεντρικού αποθετηρίου τίτλων του Κανονισμού CSDR από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς.

    Το ΔΣ της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, με την υπ’ αριθμ. 6/904/26.2.2021 απόφασή του, αφενός παρείχε άδεια κεντρικού αποθετηρίου τίτλων στην εταιρεία «Ελληνικό Κεντρικό Αποθετήριο Τίτλων Α.Ε.» αφετέρου ενέκρινε τον Κανονισμό λειτουργίας της. Η συγκεκριμένη απόφαση ισχύει από 12η Απριλίου 2021.

     

    Οι λογαριασμοί omnibus αποτελούν, ήδη, (και) ελληνική πραγματικότητα, διευκολύνουν δραστικά την εκδήλωση ενδιαφέροντος και, αυτονοήτως, τις συναλλαγές σε οργανωμένες αγορές.

    Διευκολύνουν, με άλλα λόγια, την (αναγκαία) επίτευξη βάθους (:ικανός αριθμός συναλλασσομένων) και εύρους (:μεγάλος όγκος συναλλαγών) στις οργανωμένες αγορές. Με άλλα λόγια στην ανάπτυξη και υγεία των κεφαλαιαγορών.

    Κατά τούτο: και καλοδεχούμενοι και απολύτως αναγκαίοι!

    (Και-ιδίως) για τη χώρα μας.-

    Σταύρος Κουμεντάκης
    Managing Partner

     

    Υ.Γ. Συνοπτική έκδοση του άρθρου δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ, στις 11 Ιουλίου 2021.

    Η πληροφόρηση που εμπεριέχεται στο παρόν άρθρο δεν συνιστά (ούτε και έχει σκοπό να αποτελέσει) νομική συμβουλή. Μια τέτοια νομική συμβουλή είναι δυνατό να παρασχεθεί μόνον από αρμόδιο δικηγόρο ο οποίος θα λάβει υπόψη του το σύνολο των δεδομένων που θα του εκθέσετε για την υπόθεσή σας. Αναλυτικά.

  • Οικογενειακές επιχειρήσεις & διαδοχή… (η προστασία των διαδόχων μειοψηφίας & της εταιρείας)

    Οικογενειακές επιχειρήσεις & διαδοχή… (η προστασία των διαδόχων μειοψηφίας & της εταιρείας)

    Οι οικογενειακές επιχειρήσεις πολυεπίπεδα μας απασχόλησαν και μας απασχολούν. Μεταξύ άλλων: ως σημαντική παράμετρος της εθνικής οικονομίας και ως «σταυρόλεξο για δυνατούς λύτες» στο πλαίσιο της διαδικασίας διαδοχής. Αποδεικνύεται εξάλλου (το θέμα της διαδοχής) κυρίαρχο στις συγκεκριμένες επιχειρήσεις. Απασχολεί (και) εκείνον που ετοιμάζεται να παραδώσει, με δυσκολία πάντοτε, τη σκυτάλη στους διαδόχους του. Η διαδικασία, ο χρόνος και ο τρόπος της «αποκοπής» του από τα μετοχικά του δικαιώματα και η μεταβίβασή τους στον διάδοχο αποτέλεσαν αντικείμενο ενασχόλησης προηγούμενης αρθρογραφίας μας. Ομοίως και οι κίνδυνοι της «επόμενης μέρας» (εκείνης, δηλ., που ακολουθεί την διαδοχή) και οι τρόποι της διαχείρισής τους. Οπότε και επισημάναμε ότι μείζον θέμα αναδεικνύεται, πάντοτε, το πρόσωπο του διαδόχου-εκείνου στον οποίο θα παραδοθούν τα ηνία της επιχείρησης. Όχι σπάνια όμως θα πρέπει να αφεθούν και σε άλλους, πλην εκείνου, μειοψηφικά ποσοστά. Είναι δεδομένο πως και για κείνους (:τους διαδόχους μειοψηφίας) θα πρέπει να ληφθούν οι δέουσες πρόνοιες. Πρόνοιες που, πριν από όλα, θα αφορούν την προστασία και των δικών τους δικαιωμάτων. Στον περιορισμό, με άλλα λόγια, της «μονοκρατορίας» του πλειοψηφούντος.

    Ο δρόμος είναι ένας και μοναδικός: οι κατάλληλες καταστατικές ρυθμίσεις.

    Ας προσεγγίσουμε τις βασικότερες από αυτές-ειδικά στο πλαίσιο της ανώνυμης εταιρείας.

     

    Οι καταστατικές διασφαλίσεις των διαδόχων

    Είναι δεδομένο, όπως και εισαγωγικά υπονοήθηκε, πως ο μεταβιβάζων μέτοχος θα πρέπει να προσθέσει μια ακόμα μέριμνα στις ουκ ολίγες της διαδοχής. Οφείλει, συγκεκριμένα, να επαναπροσεγγίσει τις καταστατικές ρυθμίσεις της εταιρείας του στη βάση της πρόνοιας, κατ’ ελάχιστο, για: (α) τη διασφάλιση των δικαιωμάτων της μειοψηφίας, (β) τη διαφύλαξη των ποσοστών των μετόχων και την αποτροπή «κακόβουλων» αυξήσεων του μετοχικού κεφαλαίου, (γ) την εξίσωση των οικονομικών ωφελειών των μετόχων μέσω της (ενδεχόμενης) έκδοσης προνομιούχων μετοχών.

    Ειδικότερα:

    (α) Τα δικαιώματα της μειοψηφίας

    Η ιδιαίτερη σημασία των δικαιωμάτων της μειοψηφίας και η ασφάλεια που παρέχουν στους μειοψηφούντες μετόχους δεν θα μπορούσαν να μην μας έχουν απασχολήσει (ιδ. Η Μειοψηφία Και Τα Δικαιώματά Της Στην Ανώνυμη Εταιρεία & Τα Δικαιώματα Μειοψηφίας Στην Ανώνυμη Εταιρεία: Ο Έκτακτος Έλεγχος).

    Όπως, ήδη, επισημάναμε, ο σχετικά πρόσφατος νόμος για τις ανώνυμες εταιρείες (ν. 4548/2018) αναγνωρίζει (όπως και ο προκάτοχός του άλλωστε) σειρά δικαιωμάτων στους μειοψηφούντες μετόχους. Δικαιωμάτων που συναρτώνται με το ύψος του μετοχικού κεφαλαίου που καθένας χωριστά ή περισσότεροι μαζί εκπροσωπούν. Τα δικαιώματα μειοψηφίας με ενάργεια καταγράφονται σε επιμέρους διατάξεις του συγκεκριμένου νόμου (το άρθρο 141-κατά βάση αλλά και, διάσπαρτα, στις λοιπές διατάξεις του). Ξεχωριστού ενδιαφέροντος, όμως, είναι τα δικαιώματα που αναγνωρίζει ο νόμος (άρθρο 142) στους μειοψηφούντες μετόχους (εκείνους που εκπροσωπούν το 1/20 και 1/5 του μετοχικού κεφαλαίου) όσον αφορά τον έλεγχο της εταιρείας.

    Τα ποσοστά εκπροσώπησης του μετοχικού κεφαλαίου, τα οποία απαιτούνται για την άσκηση των δικαιωμάτων της μειοψηφίας δεν είναι υψηλά. Είναι, ωστόσο, δυνατό να μειωθούν ακόμα περισσότερο.  Η διάταξη του άρθρου 141 §13 είναι εκείνη που προβλέπει πως: «το καταστατικό μπορεί να μειώσει, όχι όμως πέραν του μισού, τα ποσοστά του καταβεβλημένου κεφαλαίου, που απαιτούνται για την άσκηση των δικαιωμάτων, σύμφωνα με το παρόν άρθρο». Αντίστοιχη η ρύθμιση και του άρθρου 142 §3 όσον αφορά τα δικαιώματα που αντιστοιχούν στους μετόχους που εκπροσωπούν το 1/5 του μετοχικού κεφαλαίου.

    Οι προβλέψεις, ενδεχομένως και διεύρυνση, των δικαιωμάτων μειοψηφίας παρέχουν τη δυνατότητα στο μέτοχο που μεταβιβάζει για μια «προστατευμένη» διαδοχή. Μια διαδοχή με διττή στόχευση: που θα προσφέρει ασφαλή πλειοψηφία για τη διοίκηση της ανώνυμης εταιρείας και, ταυτόχρονα, επαρκώς θα διασφαλίζει τους μειοψηφούντες και τα δικαιώματά τους. Αισθητά περιορίζοντας, κατ΄επιλογή, την «ενός ανδρός αρχή» του πλειοψηφούντος διαδόχου.

     

    (β) Οι ιδιαίτερες πρόνοιες όσον αφορά τη λήψη αποφάσεων αύξησης μετοχικού κεφαλαίου

    Είναι ενδεχόμενο να επιλέξει ο μεταβιβάζων να προσφέρει στον διάδοχο αυξημένη πλειοψηφία. Κάποιες φορές, μάλιστα, μεγαλύτερη από τα 2/3 του μετοχικού κεφαλαίου. Είναι, ενδεχομένως, χρήσιμος στην περίπτωση αυτή ο περιορισμός των δικαιωμάτων του (νέου) πλειοψηφούντος μετόχου. Ο λόγος; Η αποτροπή του δραστικού περιορισμού των ποσοστών και δικαιωμάτων των μειοψηφούντων μετόχων μέσω της, χωρίς την έγκρισή τους, αύξησης του μετοχικού κεφαλαίου της επιχείρησης.

    Από την άλλη πλευρά, μοιάζει ενδεδειγμένη, σε κάποιες περιπτώσεις, η μεταβίβαση σε έναν από τους διαδόχους μετοχών που θα κατέληγε σε μια, αυξημένη, πλειοψηφία (μεγαλύτερη από τα 2/3) του μετοχικού κεφαλαίου. Μια τέτοια μεταβίβαση θα ενδείκνυτο, λ.χ., να λάβει χώρα στην περίπτωση που ο συγκεκριμένος διάδοχος θα ήταν και ο μόνος που θα επιθυμούσε να ασχοληθεί με την οικογενειακή επιχείρηση. Στον (δοκιμασμένο αυτόν) διάδοχο θα πρέπει, πιθανότατα, να παρασχεθεί το κατάλληλο κίνητρο, ώστε: (α) ο ίδιος απερίσπαστα να κινείται για το συλλογικό συμφέρον της οικογενειακής επιχείρησης και ταυτόχρονα (β) να διαθέτει τις προϋποθέσεις για την απρόσκοπτη λήψη αποφάσεων από τη Γενική Συνέλευση.

    Ενδεχομένως, και στην περίπτωση αυτή, θα ήταν αναγκαία η προάσπιση των ποσοστών της μειοψηφίας από τυχόν διαδοχικές αυξήσεις του μετοχικού κεφαλαίου με μονομερείς, μάλιστα, αποφάσεις του πλειοψηφούντος. Αυξήσεις που, χωρίς να είναι αναγκαίες, θα ήταν δυνατό να οδηγήσουν σε εκμηδένιση των μετοχικών ποσοστών των μειοψηφούντων. Πολύ περισσότερο όταν οι μειοψηφούντες μέτοχοι δεν διαθέτουν (ή δεν επιθυμούν να διαθέσουν) το κεφάλαιο για να συμμετάσχουν σ’ αυτές.

    Σε όλες τις παραπάνω περιπτώσεις δημιουργούνται προβλήματα. Ως μόνη (κατά βάση) λύση παρουσιάζεται η καταστατική αύξηση της πλειοψηφίας, άνω των 2/3, για τη λήψη απόφασης αύξησης του μετοχικού κεφαλαίου (άρθρα 23, 117, 130 παρ. 3 και 132 παρ. 3 ν. 4548/2018).

     

    (γ) Η έκδοση προνομιούχων μετοχών

    Ένας «αιρετικός» τρόπος (οιονεί) εξίσωσης των διαφορετικών ποσοστών και μετοχικών δικαιωμάτων των διαδόχων αποτελεί και η έκδοση προνομιούχων μετοχών (άρθρο 38 ν. 4548/2018-υπό την προϋπόθεση, βέβαια, της ύπαρξης σχετικής καταστατικής ρύθμισης).

    Οι προνομιούχες μετοχές μπορούν να καταστούν χρηστικό εργαλείο στα χέρια του μεταβιβάζοντος, ώστε ο τελευταίος να διατηρήσει τις ισορροπίες μεταξύ των διαδόχων του. Ο (δυνητικός) κάτοχός τους-μειοψηφών μέτοχος θα μπορεί να προσβλέπει, λ.χ., σε απόληψη ενός σταθερού μερίσματος, χωρίς πρόσθετη αξίωση στα κέρδη και τη διοίκηση της εταιρείας. Είναι, σε κάποιες περιπτώσεις, η ενδεδειγμένη λύση: (α) για τον μειοψηφούντα μέτοχο ο οποίος θα εξασφαλίζει, με τον τρόπο αυτό, ένα μέσο βιοπορισμού και (β) για τον πλειοψηφούντα, ο οποίος θα έχει κίνητρο αύξησης του οικονομικού αποτελέσματος της οικογενειακής επιχείρησης-ωφελούμενος ο ίδιος, μόνον, την υπεραξία.

     

    Η υιοθέτηση προβλέψεων του νόμου για την Εταιρική Διακυβέρνησης

    Η ορθή διοίκηση της οικογενειακής (και όχι μόνον) επιχείρησης αποτελεί προϋπόθεση της μακροημέρευσής της. Σε μια οικογενειακή, ωστόσο, επιχείρηση, η λήψη των αποφάσεων δεν είναι πάντοτε απαλλαγμένη από υποκειμενικά στοιχεία, προσωπικά χαρακτηριστικά και συναισθηματικές φορτίσεις.

    Λύσεις στο συγκεκριμένο πρόβλημα παρέχει ο πρόσφατος νόμος για την Εταιρική Διακυβέρνηση (:ν. 4706/2020). Μολονότι δεν είναι υποχρεωτική η εφαρμογή του για τις μη εισηγμένες, κάθε εταιρεία εντούτοις ενδείκνυται να υιοθετεί ρυθμίσεις του. Έστω μερικά, έστω αποσπασματικά. Εξάλλου, κάθε ρύθμιση εταιρικής διακυβέρνησης αυξάνει την πιστοληπτική ικανότητα της επιχείρησης που αφορά και, εν τέλει, την αξία της.

    Μια από τις πρόνοιες (και) του συγκεκριμένου νόμου είναι η ύπαρξη ανεξάρτητων μη εκτελεστικών μελών στο Διοικητικό Συμβούλιο. Κατά το νόμο (άρθρο 9 παρ. 1 ν. 4706/2020), «ένα μη εκτελεστικό μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου θεωρείται ανεξάρτητο εφόσον κατά τον ορισμό και κατά τη διάρκεια της θητείας του δεν κατέχει άμεσα ή έμμεσα ποσοστό δικαιωμάτων ψήφου μεγαλύτερο του μηδέν κόμμα πέντε τοις εκατό (0,5%) του μετοχικού κεφαλαίου της Εταιρείας και είναι απαλλαγμένο από οικονομικές, επιχειρηματικές, οικογενειακές ή άλλου είδους σχέσεις εξάρτησης, οι οποίες μπορούν να επηρεάσουν τις αποφάσεις του και την ανεξάρτητη και αντικειμενική κρίση του.».

    Τα συγκεκριμένα μέλη επιφορτίζονται με την εποπτεία των εκτελεστικών. Από τα μέλη αυτά (ανεξάρτητα μη εκτελεστικά) αναμένεται, περισσότερο αμερόληπτη και διαυγής κρίση στη λήψη αποφάσεων. Προστασία, με άλλα λόγια, της εταιρείας και των μειοψηφούντων μετόχων.

    Η αλλαγή της κουλτούρας μας προς την κατεύθυνση των ορθών επιχειρηματικών πρακτικών, κρίνεται αναγκαία σε κάθε τύπο επιχείρησης. Αξιολογείται όμως ως εξαιρετικά χρήσιμη και στη συντριπτική πλειονότητα των περιπτώσεων της διαδοχής σε οικογενειακές  επιχειρήσεις.

     

    Η επιλογή εκείνου του διαδόχου στον οποίο θα παραδοθούν «τα κλειδιά» της οικογενειακής επιχείρησης είναι ένα μόνον (κι όχι το πρώτο) βήμα στη μακρά και επίπονη διαδικασία της διαδοχής. Στον συγκεκριμένο διάδοχο είναι δεδομένο πως θα πρέπει να διασφαλιστούν οι προϋποθέσεις για την απρόσκοπτη άσκηση διοίκησης. Και των λοιπών (κατά κανόνα ασθενέστερων) μετόχων-διαδόχων μειοψηφίας όμως τα δικαιώματα είναι αναγκαίο, ταυτόχρονα, επαρκώς να διασφαλιστούν.

    Κάθε περίπτωση είναι, αναμφίβολα, ξεχωριστή. Με τις δικές της ιδιαιτερότητες.

    Τα κατάλληλα εργαλεία δεν λείπουν.

    Εύκολα μπορούν να αναζητηθούν στις ρυθμίσεις του νόμου για την Εταιρική Διακυβέρνηση. Επίσης σ’ εκείνον για τις ανώνυμες εταιρείες-όταν τέτοια είναι η οικογενειακή επιχείρηση. Αξίζει κανένας να ξεκινήσει από τα δικαιώματα μειοψηφίας και το καταστατικό της.

    Αξίζει να σκύψουμε, με περισσή προσοχή, στο σύνολο των παραμέτρων της διαδοχής. Και στις λεπτομέρειές της.

    Ένα είναι βέβαιο: Το αποτέλεσμα δεν θα μας απογοητεύσει…

    Σταύρος Κουμεντάκης
    Managing Partner

     

    Υ.Γ. Συνοπτική έκδοση του άρθρου δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ, στις 10 Ιανουαρίου 2021.

    Η πληροφόρηση που εμπεριέχεται στο παρόν άρθρο δεν συνιστά (ούτε και έχει σκοπό να αποτελέσει) νομική συμβουλή. Μια τέτοια νομική συμβουλή είναι δυνατό να παρασχεθεί μόνον από αρμόδιο δικηγόρο ο οποίος θα λάβει υπόψη του το σύνολο των δεδομένων που θα του εκθέσετε για την υπόθεσή σας. Αναλυτικά.

  • Οικογενειακές επιχειρήσεις……η πρόκληση της διαδοχής και της μεταβίβασης

    Οικογενειακές επιχειρήσεις……η πρόκληση της διαδοχής και της μεταβίβασης

    Οι οικογενειακές επιχειρήσεις αποτελούν τη συντριπτική πλειονότητα των επιχειρήσεων, σε παγκόσμιο, ευρωπαϊκό, βεβαίως και σε εθνικό επίπεδο. Στη χώρα μας αποτελούν το 80% του συνόλου και το 44,3% των εισηγμένων. Αποδεικνύονται, κατ’ ακολουθίαν,  εξαιρετικά σημαντικές για την οικονομία (και) της χώρας μας. Παράγουν οικονομικό και κοινωνικό πλούτο, δημιουργούν και διατηρούν θέσεις εργασίας. Προσφέρουν, συχνά, καινοτομία. Παρά την πολυεπίπεδη όμως συνεισφορά τους, δεν συνιστούν σταθεροποιητικό παράγοντα των επιμέρους οικονομιών. Η εσωστρέφεια που παρουσιάζουν, η μικρή παραγωγικότητα και, ιδίως, η πρόκληση (και συνήθως αδυναμία) διαδοχής, καθιστούν το μέλλον τους αβέβαιο και το περιβάλλον τους, εξ αυτού του λόγου, ανασφαλές.

     

    Το (αποδεδειγμένα) δύσκολο εγχείρημα της διαδοχής

    Το εγχείρημα της διαδοχής σε οικογενειακές επιχειρήσεις αποδεικνύεται εξαιρετικά δυσχερές. Η δυσκολία του επιβεβαιώνεται από πορίσματα της έρευνας «Μελέτη για τη Διαδοχή και Μεταβίβαση των ΜΜ Εμπορικών Επιχειρήσεων» που εκπονήθηκε υπό την αιγίδα του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης και της Εθνικής Συνομοσπονδίας Ελληνικού Εμπορίου. Μεταξύ αυτών:  «…σύμφωνα με τα στατιστικά στοιχεία του Ward 14 το 30% των οικογενειακών επιχειρήσεων υπολογίζεται ότι περνάει με  επιτυχία  στα  χέρια  της δεύτερης γενιάς, και περίπου το 15% έχουν περάσει με επιτυχία στη τρίτη γενιά, ενώ μακροβιότερες καταλήγουν να είναι μόνο 3 στις 100 επιχειρήσεις».

     

    Η διαχείριση της διαδοχής στις οικογενειακές επιχειρήσεις

    Προκειμένου να αποδειχθεί επιτυχές το εγχείρημα της διαδοχής στις επόμενες γενιές, απαιτείται σημαντική προσπάθεια και προετοιμασία. Δεν αρκεί, αυτονοήτως, η επιλογή του (κατά την άποψη του ιδρυτή ή βασικού μετόχου) βέλτιστου διαδόχου. Απαιτείται, πριν από ο,τιδήποτε άλλο, ειλικρινής δέσμευση του ίδιου (:ιδρυτή ή βασικού ιδιοκτήτη). Απαιτείται, επίσης, η παράλληλη εμπλοκή συμβούλων υπό διάφορες ιδιότητες και στενή συνεργασία μαζί του. Απαιτείται σημαντική, και συντονισμένη, προσπάθεια.

    Η παραδοσιακή προσέγγιση της διαδοχής στις οικογενειακές επιχειρήσεις μοιάζει απλούστατη. Εστιάζει, αποκλειστικά, στην παράδοση των ηνίων της επιχείρησης στον διάδοχο. Μια παράδοση που έχει, κατά βάση, δυο στάδια (η σειρά τυχαία): Το ένα αφορά τη σε νομικό επίπεδο μεταβίβαση της εταιρικής συμμετοχής από τον ιδρυτή (ή βασικό ιδιοκτήτη) στον διάδοχο. Το άλλο τη μεταβίβαση της διοίκησης και την εγκαθίδρυση του διαδόχου στη θέση του μεταβιβάζοντος.

    Η σύγχρονη προσέγγιση (ενδ.: «Η διαδικασία διαδοχής στις οικογενειακές επιχειρήσεις»- Α. Κεφαλά, Χ. Γεωργίου) αντιµετωπίζει τη διαδοχή ως µια µακροχρόνια διαδικασία που αναλύεται σε επιμέρους φάσεις. Αναλυτικότερα:

    Φάση Α’: Διάγνωση της υγείας (και ενδεχόμενων παθογενειών) της οικογένειας.

    Φάση Β’: Διάγνωση της υγείας (και ενδεχόμενων παθογενειών) της επιχείρησης.

    Φάση Γ’: Δημιουργία του μοντέλου της Σύγχρονης Επιχείρησης και Στρατηγική Ευθυγράμμιση με το Όραμα του Ιδρυτή.

    Φάση Δ’: Υλοποίηση της Στρατηγικής Ευθυγράμμισης.

    Ανεξάρτητα πάντως από τη μεθοδολογία που θα επέλεγε κάποιος (ιδ. και προαναφερθείσα μελέτη καθώς και υιοθετούμενες από διάφορους συμβούλους πρακτικές και μεθόδους), ένα είναι βέβαιο:  η διαδικασία της διαδοχής στις οικογενειακές επιχειρήσεις ούτε είναι ούτε και θα πρέπει να αντιμετωπίζεται ως μια απλή διαδικασία.

     

    Η μεταβίβαση της οικογενειακής επιχείρησης

    Οι (δυνητικές) νομικές ενέργειες και διαδικαστικά βήματα της διαδοχής παραλλάσσουν ανάλογα με τον εταιρικό τύπο της οικογενειακής επιχείρησης. Αδυνατώντας στο πλαίσιο ενός άρθρου να καταγράψουμε τα συμβαίνοντα σε όλους τους εταιρικούς τύπους, θα περιοριστούμε εν προκειμένω στο σημαντικότερο από αυτούς: την ανώνυμη εταιρεία. Επίσης στις πλέον συνήθεις, σε νομικό επίπεδο, δυνατές επιλογές.

     

    «Εν ζωή» ή «αιτία θανάτου»;

    Ο χρόνος, το αποτέλεσμα και όροι της μεταβίβασης της οικογενειακής επιχείρησης είναι δυνατό να επιλεγούν (ή να μην επιλεγούν) από τον ιδιοκτήτη της. Στην τελευταία  περίπτωση (:μη επιλογή) επαφίεται στα «τυχηρά», στον «πανδαμάτορα χρόνο», στη διάρκεια της ζωής του, στις προβλέψεις του νόμου και, ενδεχομένως, στο αποτέλεσμα της «μάχης» των τυχόν επιγόνων του.

    Με άλλα λόγια: Η μεταβίβαση της οικογενειακής επιχείρησης είναι δυνατό να λάβει χώρα, με τους όρους που ο ιδιοκτήτης της θα επιλέξει κατά τη διάρκεια της ζωής του (:μεταβίβαση «εν ζωή»). Σε διαφορετική περίπτωση, η μεταβίβαση θα συνδεθεί χρονικά, και κατ’ αναπόδραστη συνέπεια, με την (άγνωστη για όλους μας) διάρκεια της ζωής του (:μεταβίβαση «αιτία θανάτου»). Στην τελευταία περίπτωση, οι όροι και τα αποτελέσματα της μεταβίβασης θα είναι εκείνα που το κληρονομικό δίκαιο, γενικά, προβλέπει. Ενδεχομένως και κάποια διαθήκη του ιδιοκτήτη. Ειδικά επί ανωνύμων εταιρειών θα τύχει εφαρμογής και η οικεία διάταξη (:άρθρο 42 ν. 4548/2018).

    Είναι αλήθεια όμως πως οι συγκεκριμένες προβλέψεις του νόμου δεν ρυθμίζουν την ομαλή διαδοχή και μετάβαση στην επόμενη γενιά. Ούτε όμως και τη διασφαλίζουν˙ και πώς θα μπορούσαν άλλωστε…

     

    Οι εναλλακτικές επιλογές της «εν ζωή» μεταβίβασης

    Στην οικογενειακή ανώνυμη  εταιρεία, οι επιμέρους επιλογές για την «εν ζωή» μεταβίβαση των μετοχών του βασικού (ή μόνου) μετόχου στο πλαίσιο της διαδοχής, είναι (κατά βάση) τρεις: η πώληση, η γονική παροχή και η δωρεά. Ο δρόμος που θα επιλεγεί προϋποθέτει τη βέλτιστη, φορολογικά, λύση. Και, κατά τούτο, τον βέλτιστο φορολογικό (βεβαίως και νομικό) σχεδιασμό.

    Επίσης: οι μετοχές που πρόκειται να μεταβιβαστούν στο πλαίσιο της διαδοχής είναι δυνατό να μεταβιβαστούν κατά πλήρη κυριότητα ή κατά ψιλή μόνον κυριότητα-με παρακράτηση, δηλ. της επικαρπίας.

    Ας δούμε αναλυτικότερα τις επιμέρους επιλογές.

     

    Η μεταβίβαση των μετοχών κατά πλήρη κυριότητα

    Στις ανώνυμες εταιρείες ισχύει, καταρχήν, η αρχή της ελεύθερης μεταβίβασης των μετοχών (άρθρο 41 §1, ν. 4548/18). Οι μετοχές εκδίδονται, κατ’ εξαίρεση μόνον, ως δεσμευμένες (άρθρο 43, ν. 4548/18). Επίσης: είναι δυνατή η έκδοση (ή μη) φυσικών τίτλων μετοχών. Στην περίπτωση που έχουν εκδοθεί φυσικοί τίτλοι, εκτός από τη μεταβίβαση της κυριότητας επί της μετοχής πρέπει να μεταβιβασθεί και ο ίδιος ο τίτλος. Να λάβουν χώρα, δηλαδή, εκτός από τη συμφωνία για τη μεταβίβαση των μετοχών από τον μέτοχο στον διάδοχο και, επιπρόσθετα, η παράδοση των σχετικών τίτλων.

    Η μεταβίβαση των μετοχών πρέπει να καταχωρείται στο βιβλίο μετόχων (άρθρο 41 παρ. 2 ν. 4548/2018).

    Θα πρέπει να σημειωθεί πάντως πως, υπό το πρίσμα της διαδοχής, η μεταβίβαση των μετοχών, όταν λαμβάνει χώρα κατά πλήρη κυριότητα, σηματοδοτεί, ταυτόχρονα, και κάτι ακόμα-ίσως ακόμα πιο σημαντικό. Συγκεκριμένα την οριστική, πλήρη και μη αναστρέψιμη αποχώρηση του μεταβιβάζοντος από το κεφάλαιο (και όχι μόνον) της οικογενειακής επιχείρησης. Και εν τέλει, την πλήρη αντικατάστασή του από τον διάδοχο.

    Περίσσεια να πούμε πως, ειδικά στην περίπτωση αυτή, η ορθή επιλογή διαδόχου αποκτά μια ακόμα πιο σημαντική αξία.

     

    Η μεταβίβαση της ψιλής, μόνον, κυριότητας των μετοχών

    Οι μετοχές της ανώνυμης εταιρείας είναι δυνατό να αποτελέσουν αντικείμενο επικαρπίας (άρθρο 54 παρ. 1 ν. 4548/2018). Η επικαρπία μπορεί να συσταθεί με συμφωνία (άρθρα 1143 ΑΚ) μεταξύ του μεταβιβάζοντος μετόχου-επικαρπωτή και του ψιλού κυρίου-διαδόχου. Επίσης: για ορισμένο η αόριστο χρόνο. Σε κάθε περίπτωση, και για όσο διαρκεί το εν λόγω εμπράγματο δικαίωμα, ο επικαρπωτής έχει εξουσία χρήσης και κάρπωσης (1142ΑΚ). Τούτο, πρακτικά, σημαίνει πως (αν και μπορεί να υπάρξουν διαφορετικές συμφωνίες) ο επικαρπωτής των μετοχών έχει το δικαίωμα να εισπράττει τα διανεμόμενα μερίσματα˙ επίσης να ψηφίζει στις Γενικές Συνελεύσεις της εταιρείας (άρθρο 1177 ΑΚ & 54 §2, ν. 4548/2018).

    Αναλυτικότερα, στην περίπτωση που ο μεταβιβάζων υιοθετήσει τη μεταβίβαση των μετοχών του (όχι κατά πλήρη αλλά) κατά ψιλή μόνον κυριότητα-διατηρώντας για τον ίδιο την επικαρπία:

    (α) Εξασφαλίζει τον βιοπορισμό του για τον χρόνο μετά τη μεταβίβαση.

    Αναλυτικότερα:

    Είναι ενδεχόμενο να προσβλέπει ο μεταβιβάζων στα μερίσματα που αντιστοιχούν στις μεταβιβαζόμενες μετοχές για τον βιοπορισμό του. Ή, ευρύτερα, στην από μέρους του ιδίου διαχείρισή τους. Σε κάποιες περιπτώσεις η (επαρκής) διασφάλιση του μεταβιβάζοντος καθίσταται ανάγκη λιγότερο ή περισσότερο επιτακτική.  Δεν είναι, άλλωστε, λίγα τα παραδείγματα της (επιγενόμενης) επίδειξης αχαριστίας από μέρους του διαδόχου. Η διατήρηση της επικαρπίας από μέρους του μεταβιβάζοντος αποτελεί επαρκές αντιστάθμισμα στους θεωρητικούς (ή/και πρακτικούς, κάποιες φορές και ορατούς) κινδύνους.

    Να σημειωθεί πάντως πως, παρά τη διατήρηση της επικαρπίας από τον μεταβιβάζοντα, είναι δυνατή η συμφωνία για τη μεταβίβαση του μερίσματος σε τρίτο, πλην του επικαρπωτή, πρόσωπο (άρθρο 33 §5 ν. 4548/18.

    (β) Εξασφαλίζει τη διατήρηση της θέσης και εξουσίας του στο ανώτατο όργανο της ανώνυμης εταιρείας.

    Αναλυτικότερα:

    Είναι επίσης ενδεχόμενο ο μεταβιβάζων να επιθυμεί (για κάποιο χρόνο και σε κάποιο βαθμό)  να διατηρήσει την εμπλοκή του στη διοίκηση  και λειτουργία της ανώνυμης εταιρείας. Διατηρώντας για τον ίδιο την επικαρπία διατηρεί,  ταυτόχρονα, το δικαίωμα συμμετοχής στη Γενική Συνέλευση. Επίσης (και το σημαντικότερο) και το δικαίωμα ψήφου-στο όνομα μάλιστα και για λογαριασμό του. Δεν λειτουργεί, δηλαδή, ως πληρεξούσιος του ψιλού κυρίου και διαδόχου μετόχου (άρθρα 1177 ΑΚ και 54 § 2, ν. 4548/2018).

    Είναι, ωστόσο, δυνατή η συμφωνία μεταξύ του μεταβιβάζοντος μετόχου-επικαρπωτή και του αποκτώντος ψιλού κυρίου-διαδόχου για την άσκηση του δικαιώματος ψήφου από τον τελευταίο. Η συμφωνία αυτή, προκειμένου να ισχύει έναντι της εταιρείας, πρέπει να καταχωρισθεί στο βιβλίο μετόχων. Η συμφωνία πάντως αυτή είναι δυνατό να λάβει χώρα σε οποιαδήποτε χρονική στιγμή μετά τη σύσταση της επικαρπίας.

    Στην περίπτωση πάντως που ο επικαρπωτής μέτοχος εκχωρήσει το δικαίωμα ψήφου επί των μετοχών που μεταβιβάσθηκαν επιδεικνύει τη μέγιστη δυνατή εμπιστοσύνη στους διαδόχους του. Η διαδοχή θα έχει, τουλάχιστον σε αυτήν την ενότητα, επέλθει. Ο διάδοχος θα είναι εκείνος που τυπικά θα δικαιούται να λάβει τις  μείζονος σημασίας αποφάσεις για τη διοίκηση και λειτουργία της οικογενειακής επιχείρησης. Σε πρακτικό επίπεδο: Το δικαίωμα στην εκλογή του Διοικητικού Συμβουλίου και, εν γένει, στη διοίκηση της οικογενειακής επιχείρησης.

     

    Η επιλογή(;) της «αιτία θανάτου» μεταβίβασης

    Τους «πονοκεφάλους» της «εν ζωή» μεταβίβασης είναι δυνατό ο βασικός (ή μόνος) μέτοχος της ανώνυμης εταιρείας απολύτως να αποφύγει. Με ποιον τρόπο; Αποφεύγοντας, κατά τη διάρκεια της ζωής του, οποιαδήποτε επιλογή ή προετοιμασία. Η συγκεκριμένη επιλογή (ακριβέστερα: άρνηση επιλογής) μοιάζει, σίγουρα, βολική. Είναι δεδομένο όμως πως δεν θα διασφαλίσει με τον τρόπο αυτό, «ουδέ κατ’ ελάχιστον», τη διαδοχή της επιχείρησής του. Εξάλλου, ο βασικός (ή μόνος) μέτοχος ενδεχομένως να αξιολογεί πως το θέμα της διαδοχής  δεν είναι αρκούντως σημαντικό ή, έστω, μείζονος προτεραιότητας για τον ίδιο.

    Οι επιλογές πάντως που διατηρεί για την «αιτία θανάτου» μεταβίβαση των μετοχών της επιχείρησής του είναι δύο. Η πρώτη να αφήσει τα πράγματα στα «χέρια του νόμου» υιοθετώντας την επιλογή της εξ αδιαθέτου διαδοχής-ό,τι δηλ. ο νόμος προβλέπει για τους κληρονόμους τους. Η δεύτερη να υιοθετήσει τις βέλτιστες για τον ίδιο λύσεις συντάσσοντας την κατάλληλη, κατ’ εκείνον, διαθήκη προκειμένου να μεταβιβαστούν οι μετοχές και εταιρεία του στα πρόσωπα, με τον τρόπο και κατ’ αριθμό που ο ίδιος θα επιλέξει.

     

    Η επιτυχημένη διαδοχή, στις οικογενειακές επιχειρήσεις, αποτελεί διαδικασία πολυσύνθετη. Προϋποθέτει  δέσμευση όλων των εμπλεκομένων. Προϋποθέτει προσπάθεια, υπομονή, επιμονή και, βεβαίως, χρόνο.

    Ο τελευταίος όμως(:χρόνος) δεν είναι πάντοτε «πανδαμάτωρ» ούτε και «πάντων ιατρός».

    Κατά τούτο: Ευκταίος ο προσεκτικός σχεδιασμός της διαδοχής και ολοκλήρωσή της κατά τη διάρκεια της ενεργούς ζωής του βασικού ή μόνου ιδιοκτήτη.

    Το σημαντικότερο: η διάθεση και δέσμευση να αφιερωθεί ο αναγκαίος χρόνος και όση ενέργεια απαιτεί η κάθε μια, ξεχωριστά, περίπτωση.

    Υπό τις συγκεκριμένες προϋποθέσεις: το αποτέλεσμα μέλλει να μας ανταμείψει.-

    Σταύρος Κουμεντάκης
    Managing Partner

     

    Υ.Γ. Συνοπτική έκδοση του άρθρου δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ, στις 15 Νοεμβρίου 2020.

    οικογενειακές επιχειρήσεις

    Η πληροφόρηση που εμπεριέχεται στο παρόν άρθρο δεν συνιστά (ούτε και έχει σκοπό να αποτελέσει) νομική συμβουλή. Μια τέτοια νομική συμβουλή είναι δυνατό να παρασχεθεί μόνον από αρμόδιο δικηγόρο ο οποίος θα λάβει υπόψη του το σύνολο των δεδομένων που θα του εκθέσετε για την υπόθεσή σας. Αναλυτικά.

  • Ανώνυμη Εταιρεία ίσων συμμετοχών. Ευλογία ή κατάρα;

    Ανώνυμη Εταιρεία ίσων συμμετοχών. Ευλογία ή κατάρα;

    Πριν από εκατό, ακριβώς, ασχολήθηκε ο έλληνας νομοθέτης με την ανώνυμη εταιρεία-για πρώτη φορά. Είχε στο μυαλό του ένα νομικό πρόσωπο όπου οι μέτοχοι θα ήταν, κατά βάση, διαφορετικοί από εκείνους που ασκούν τη διοίκησή του. Οι μέτοχοι θα ασκούσαν τα δικαιώματά τους μέσω της Γενικής Συνέλευσης. Τα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου τη διοίκηση της εταιρείας. Ρόλοι διακριτοί. Διαπιστώνουμε, στο πέρασμα του χρόνου, πως η ιδιοκτησία (:μέτοχοι) «μπερδεύεται» ή ταυτίζεται με τη διοίκησή της. Συχνά οι συμμετοχές για λόγους (προβαλλόμενης) ισότητας (κατά κανόνα: εκατέρωθεν ανασφάλειας) διαμορφώνονται στο 50%-50% για τους δύο, μοναδικούς, μετόχους/ομάδες μετόχων. Κάποιοι θα χαρακτήριζαν τα συγκεκριμένα ποσοστά ευλογία. Κάποιοι άλλοι κατάρα. Για κείνους που γνωρίζουν: Δύο ίσες/μόνες συμμετοχές αποδεικνύονται προβληματικές για κάθε νομικό πρόσωπο. Ίσως, λίγο περισσότερο, στην ανώνυμη εταιρεία. Ίσως όμως κι όχι…

     

    Εικόνες βγαλμένες από τη ζωή (κι όχι από σενάρια ταινίας)…

    Κάθε νέα επιχειρηματική δραστηριότητα ξεκινά, κατά κανόνα, με τους καλύτερους οιωνούς. Όταν ο ιδρυτής είναι ένας τα πράγματα είναι περισσότερο απλά.

    Όταν δύο, λιγότερο…

    Στην αρχή μιας επιχειρηματικής συνέργειας, οι δύο, μόνοι, ιδρυτές & ισότιμοι συνεταίροι πορεύονται, συνήθως, αρμονικά. Στη συνέχεια όμως, κάποιες φορές, τα πράγματα διαφοροποιούνται. Ο ένας από τους δύο (η/και οι δύο) επιλέγει, κάποιες φορές, να ασκήσει εξουσία πάνω στον άλλο. Κάποιες άλλες οι, ενδεχομένως, προβληματικές-προσωπικές τους σχέσεις μεταφέρονται και στη διοίκηση της εταιρείας. Και, αυτονοήτως, στο ίδιο το νομικό πρόσωπο και την επιχειρηματική του δραστηριότητα. Τότε βρισκόμαστε μπροστά σε ένα πρόβλημα. Κάποτε πολύ σοβαρό.

    Στην ίδια κατάληξη είναι δυνατό να οδηγηθούμε όταν οι ιδρυτές-αδελφοί (ή αδελφικοί φίλοι) και κατά 50% μέτοχοι αντικατασταθούν, στο διάβα του χρόνου, από τους διαδόχους τους.  Διάδοχοι (ή κληρονόμοι) που θα επιδιώξουν να πάρουν το «πάνω χέρι» στο μεταξύ τους, άτυπο,  bras de fer.

    Τα αντίστοιχα θα συναντήσουμε όταν αποβιώσει ο μόνος ιδρυτής και μέτοχος της ανώνυμης εταιρείας κι αφήσει (εκ διαθήκης ή εξ αδιαθέτου) ισότιμους κληρονόμους και διαδόχους τα δυο του παιδιά. Παιδιά που μπορεί να μην αποδειχθούν αρκετά αγαπημένα, στο βωμό της άσκησης εξουσίας. Ρόλο εξάλλου, συχνά, αποκτούν (όπως όλοι γνωρίζουμε) και οι σύζυγοι-σύντροφοί τους.

    Τέτοιες (κι άλλες πολλές παρόμοιες) ιστορίες όλοι γνωρίζουμε. Κι όλοι συναντούμε. Κατά βάση πολύ συχνά. Περισσότερο στις οικογενειακές επιχειρήσεις (μην ξεχνάμε, εξάλλου, πως στη χώρα μας αποτελούν το 80% του συνόλου). Τέτοια φαινόμενα θα συναντήσουμε όμως σε όλες τις επιμέρους κατηγορίες επιχειρήσεων. Ανεξαιρέτως.

    Η συνέχεια;

    Γνωστή!

    Και όχι, κατά κανόνα, ευχάριστη…

     

    Η «ανώνυμη: 50/50»

    Με άλλα λόγια:

    Το βασικό πρόβλημα, σε πρακτικό επίπεδο, δημιουργείται όταν βρισκόμαστε μπροστά σε δύο μόνον, ίσες, συμμετοχές στα δικαιώματα ψήφου.

    Συνηθίζουμε να το αποδίδουμε με τον όρο «ανώνυμη: 50/50».

    Το γενεσιουργό χρονικό σημείο της δημιουργίας του ποικίλλει. Μπορεί να δημιουργείται από τη σύσταση, ακόμα, της εταιρείας (:ίδρυση με δύο, ίσες, συμμετοχές). Μπορεί και κατά τη διάρκεια της ζωής και λειτουργίας της (:επιγενόμενη διαμόρφωση δύο, ίσων, συμμετοχών).

    Οι «ίσες συμμετοχές» μπορεί, επίσης, να είναι αποτέλεσμα της ύπαρξης (ή δημιουργίας) συμπαγών ομάδων μετόχων (που συνδέονται, ή όχι, με εξωεταιρικές συμφωνίες). Που κάθε μια από τις συγκεκριμένες ομάδες κατέχει το 50% των δικαιωμάτων ψήφου μιας εταιρείας. Οι μέτοχοι (ή συμπαγείς ομάδες μετόχων) μπορεί, κάποιες φορές, να μην είναι δύο μόνον. Μια τέτοια περίπτωση θα συναντούσαμε, λ.χ., όταν δύο μέτοχοι (ή ομάδες μετόχων) κατέχουν ποσοστό 1/3 των μετοχών και δικαιωμάτων ψήφου η κάθε μία, ενώ οι μέτοχοι που εκπροσωπούν το τελευταίο 1/3 απέχουν από τη λήψη αποφάσεων.

    Η δύο, ίσες, συμμετοχές  αποκτούν χαρακτήρα προβληματικό, όταν οι κάτοχοι των από 50% δικαιωμάτων ψήφου  της εταιρείας, δεν ομονοούν στη λήψη κρίσιμων εταιρικών αποφάσεων ή/και στην εκλογή Διοικητικού Συμβουλίου.

    Όπως δέχεται και η νομολογία, «στις περιπτώσεις αυτές, η έλλειψη συνεννόησης μεταξύ των μετόχων, επιφέρει εμπλοκή της εταιρείας και η λειτουργία της οδηγείται σε αδιέξοδο («deadlock»), καθόσον είναι αδύνατη η επίτευξη απλής πλειοψηφίας στη ΓΣ για τη λήψη αποφάσεων, με κορυ­φαίο αποτέλεσμα της την αδυναμία της ΓΣ να εκλέξει ΔΣ.» (18191/2014 ΠολΠρωτΘεσ).

     

    Οι πρόνοιες του νομοθέτη

    Ο νομοθέτης δεν θα ήταν δυνατό να αγνοήσει τις συγκεκριμένες, προβληματικές, περιπτώσεις. Τις περιπτώσεις δηλ. εκείνες που η ανώνυμη εταιρεία παύει να είναι λειτουργική. Ακόμα χειρότερα εκείνες που αδρανοποιείται εξαιτίας αδυναμίας λήψης αποφάσεων σε επίπεδο Γενικής Συνέλευσης (ή/και Διοικητικού Συμβουλίου).

    Η δικαστική λύση της εταιρείας

    Ο νόμος γενικά παρέχει τη δυνατότητα λύσης της εταιρείας, «αν υφίσταται προς τούτο σπουδαίος λόγος, που, κατά τρόπο προφανή και μόνιμο, καθιστά τη συνέχιση της εταιρείας αδύνατη» (άρθρο 166 §1 ν. 4548/2018).

    Εξάλλου: «Σπουδαίος λόγος κατά την παράγραφο 1 υφίσταται, ιδίως, αν, λόγω ίσων συμμετοχών στην εταιρεία, η εκλογή διοικητικού συμβουλίου είναι αδύνατη ή η εταιρεία δεν μπορεί να λειτουργήσει». (άρθρο 166 παρ. 2).

    Η λύση της ανώνυμης εταιρείας κηρύσσεται με την έκδοση δικαστικής απόφασης. Διαδικαστικό προαπαιτούμενο: η υποβολή σχετικής αίτησης ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου της έδρας της εταιρείας. Μια αίτηση που κοινοποιείται στην τελευταία και εκδικάζεται με τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας (άρθρο 166 §3).

     

    Η εξαγορά των μετοχών της ανώνυμης εταιρείας

    Η λύση της εταιρείας πρέπει να αποτελεί, εύλογα, το έσχατο μέσο για την αντιμετώπιση των αδιεξόδων που δημιουργούνται σε μια εταιρεία «ίσων συμμετοχών». Και τούτο γιατί σαν άμεσή συνέπειά της έχει την απώλεια της μετοχικής ιδιότητας του συνόλου των μετόχων, την παύση της εταιρείας ως διαρκούς έννομης σχέσης και την οριστική εξαφάνιση της τελευταίας από τον νομικό και επιχειρηματικό κόσμο.

    Στην προσπάθειά του να αποφευχθεί η (έσχατη) επιλογή της λύσης της ανώνυμης εταιρείας, ο νομοθέτης προβλέπει/προκρίνει εναλλακτική. Μια λύση που προάγει τη συνέχιση της εταιρείας. Πρόκειται για το ενδεχόμενο (και δυνατότητα) εξαγοράς των μετοχών της εταιρείας. Συγκεκριμένα:

    …με απόφαση του Δικαστηρίου

    Το Δικαστήριο, το οποίο θα επιληφθεί του αιτήματος της λύσης της ανώνυμης εταιρείας, «…πριν εκδώσει την απόφασή του, παρέχει στην εταιρεία και τους μετόχους εύλογη προθεσμία για άρση των λόγων λύσης, ιδίως μέσω εξαγοράς μετοχών μεταξύ των μετόχων, εκτός αν αιτιολογημένα θεωρεί ότι το μέτρο αυτό είναι άσκοπο. Η προθεσμία αυτή μπορεί να είναι δύο (2) έως τέσσερις (4) μήνες. Αν παρασχεθεί η παραπάνω προθεσμία, το δικαστήριο μπορεί να διατάξει μέτρα για την προσωρινή ρύθμιση των εταιρικών υποθέσεων.» (άρθρο 166 παρ. 4). Μια τέτοια προθεσμία (:για την άρση των λόγων λύσης) δεν είναι δυνατό να παραταθεί (όπως το προϊσχύσαν νομοθετικό καθεστώς προέβλεπε).

    …και με πρωτοβουλία των λοιπών μετόχων

    Παρέχεται όμως και η δυνατότητα στους ίδιους τους μετόχους, οι οποίοι δεν επιθυμούν τη λύση της εταιρείας να διεκδικήσουν την εξαγορά των μετοχών εκείνου (ή εκείνων) που ζητούν τη δικαστική λύση της. Πρόκειται για τη δυνατότητα άσκησης (κύριας) παρέμβασης από (μη αιτούντες) μετόχους του 1/3 του κεφαλαίου (και όχι του 1/5 του προϋφιστάμενου νομικό καθεστώτος) στη διανοιγόμενη σχετικά με τη λύση της εταιρείας δίκη. Συγκεκριμένα:

    «Μέτοχοι που εκπροσωπούν το ένα τρίτο (1/3) τουλάχιστον του κεφαλαίου, μπορούν να παρέμβουν στη σχετική δίκη και να ζητήσουν την εξαγορά από αυτούς του συνόλου των μετοχών του αιτούντος ή των αιτούντων. Στην περίπτωση αυτή το δικαστήριο διατάσσει την εξαγορά και ορίζει και το αντάλλαγμα, που πρέπει να είναι δίκαιο και να ανταποκρίνεται στην αξία των μετοχών αυτών, καθώς και τους όρους καταβολής του. Για τον προσδιορισμό της αξίας, το δικαστήριο μπορεί να διατάξει πραγματογνωμοσύνη που διενεργείται, σύμφωνα με το άρθρο 17. Η αξία εξαγοράς δεν μπορεί να υπερβαίνει το ποσό που πιθανολογείται ότι θα λάβουν οι ενάγοντες σε περίπτωση εκκαθάρισης της εταιρείας, το οποίο το δικαστήριο μπορεί να προσαυξήσει μέχρι είκοσι τοις εκατό (20%)» (άρθρο 166 §5).

    Να σημειωθεί εδώ πως η συγκεκριμένη διάταξη απολύτως προσδιορίζει τη μέθοδο αποτίμησης των εξαγοραζόμενων μετοχών. Είναι γνωστό πως υπάρχουν περισσότεροι, τέτοιοι, μέθοδοι που παρέχουν τη δυνατότητα σ’ εκείνους που την διενεργούν να κινούνται σε ένα ευρύτατο πεδίο. Ο νομοθέτης εδώ ρητά επιλέγει την αξία «που πιθανολογείται ότι θα λάβουν οι ενάγοντες σε περίπτωση εκκαθάρισης της εταιρείας». Την αξία αυτή «το δικαστήριο μπορεί να προσαυξήσει μέχρι είκοσι τοις εκατό (20%)».

    Σε περίπτωση εξαγοράς μετοχών, σύμφωνα με αμέσως προαναφερθέντα τρόπο, «τυχόν διατάξεις του καταστατικού για δέσμευση των μετοχών αυτών…, δεν λαμβάνονται υπόψη, εκτός αν το καταστατικό προβλέπει διαφορετικά.» (άρθρο 166 παρ. 6).

     

    Η εξαίρεση των εισηγμένων εταιρειών

    Από την υπαγωγή στη δυνατότητα δικαστικής λύσης της εταιρείας για σπουδαίο λόγο (και κατ’ επέκταση για την ύπαρξη ίσων συμμετοχών σε αυτήν) εξαιρούνται, ρητά, οι ανώνυμες εταιρείες των οποίων οι μετοχές είναι εισηγμένες σε ρυθμιζόμενη αγορά (άρθρο 166 παρ. 9 ν. 4548/2018).

    Αντίστοιχη ρύθμιση συναντούμε και στο προϋφιστάμενο νομικό καθεστώς (άρθρο 48α παρ. 9 κ.ν. 2190/1920). Δικαιολογητικός λόγος της νομοθετικής αυτής επιλογής ευρίσκεται (και) στην αιτιολογική έκθεση του ν. 3604/2007, ο οποίος τροποποίησε την προαναφερθείσα διάταξη του άρθρου 48α. Συγκεκριμένα, όπως ρητώς σημειώνεται σε αυτή, οι διατάξεις του άρθρου 48α «…αφορούν μόνον τις μη εισηγμένες εταιρείες, διότι στις εισηγμένες ο μέτοχος μπορεί καταρχήν να εξέλθει της εταιρείας εκποιώντας τις μετοχές του.».

     

    Προϋποθέσεις άσκησης του δικαιώματος δικαστικής λύσης λόγω «ίσων συμμετοχών στην εταιρεία»

    Η διάταξη του άρθρου 166 ν. 4548/2018 έχει αναγκαστικό χαρακτήρα. Τούτο σημαίνει ότι τυχόν καταστατικές ρυθμίσεις, αντίθετες (ή αποκλίνουσες) κατά το περιεχόμενο με τη συγκεκριμένη διάταξη, είναι άκυρες. Οι προϋποθέσεις για την άσκηση του συγκεκριμένου δικαιώματος συνοψίζονται ως εξής:

    Η ενεργητική νομιμοποίηση

    Το δικαίωμα δικαστικής λύσης της εταιρείας νομιμοποιείται να ασκήσει εκείνος, μόνον, που φέρει τη μετοχική ιδιότητα. Ως εκ τούτου, μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου, δανειστές της εταιρείας και ελεγκτές δεν έχουν τη δυνατότητα να ζητήσουν το συγκεκριμένο δικαίωμα. Ακόμη και αν δικαιολογούν, με κάποιο τρόπο, σχετικό έννομο συμφέρον.

    Η προϋπόθεση της ύπαρξης μετοχικής ιδιότητας συμπληρώνεται και από την απαίτηση συγκεκριμένου, ελάχιστου, ποσοστού του μετοχικού κεφαλαίου. Οι αιτούντες μέτοχοι (ένας ή περισσότεροι) οφείλουν να συγκεντρώνουν, κατ’ ελάχιστο, το 1/3 του καταβεβλημένου μετοχικού κεφαλαίου. Κατά το γράμμα της σχετικής διάταξης, η απλή ανάληψη μετοχών δεν αρκεί. Πρέπει να έχει καταβληθεί και η αξία τους. Το είδος, όμως, των μετοχών προς συγκέντρωση του απαραίτητου 1/3 είναι αδιάφορο.

     

    Η ύπαρξη σπουδαίου λόγου

    Το δικαίωμα να ζητηθεί η λύση της ανώνυμης εταιρείας έχει, όπως αναφέρθηκε ήδη, μια κεντρική στόχευση. Τη λύση αδιεξόδων ενώπιον των οποίων είναι δυνατό να βρεθούν η ανώνυμη εταιρεία και οι μέτοχοί της.

    Απαιτείται, κατά τούτο, «σπουδαίος λόγος, που κατά τρόπο προφανή και μόνιμο, καθιστά τη συνέχιση της εταιρείας αδύνατη» (άρθρ. 166 §1).

    Ένας τέτοιος (κατ’ άρθρο 166 §2) σπουδαίος λόγος «υφίσταται, ιδίως, αν, λόγω ίσων συμμετοχών στην εταιρεία, η εκλογή διοικητικού συμβουλίου είναι αδύνατη ή η εταιρεία δεν μπορεί να λειτουργήσει».

    Επομένως: η ύπαρξη ίσων συμμετοχών δεν αρκεί για να ζητηθεί η λύση μιας ανώνυμης εταιρείας. Απαιτείται κι ένας σπουδαίος λόγος σαν κι εκείνο που απαιτεί ο νόμος. Η αδυναμία, λ.χ. εκλογής του ΔΣ και λειτουργίας της εταιρείας εξαιτίας της ύπαρξης δύο ισοδύναμων (ισοψηφούντων) μετόχων (ή ομάδων μετόχων) που αδυνατούν, συστηματικά, να ομονοήσουν στη λήψη αναγκαίων για τη λειτουργία της εταιρείας αποφάσεων.

    Μάλιστα, η ως ανωτέρω διαμορφωθείσα κατάσταση πρέπει να οδηγεί σε αδυναμία εκλογής Διοικητικού Συμβουλίου ή να εμποδίζει γενικότερα τη λειτουργία της εταιρείας. Ειδικότερα:

    ΄Οσον αφορά την αδυναμία εκλογής Διοικητικού Συμβουλίου:

    Η αδυναμία, εν προκειμένω, αφορά τη Γενική Συνέλευση. Συγκεκριμένα, την περίπτωση κατά την οποία η Γενική Συνέλευση, αδυνατεί, να λάβει απόφαση ως προς την εκλογή Διοικητικού Συμβουλίου. Προαπαιτούμενο, μάλιστα, η «…κατάσταση που εμφανίζει στοιχεία μονιμότητας.» (3494/2010 ΠολΠρωτΑθ). Καθώς, η επικαλούμενη αδυναμία λήψης απόφασης, λόγου χάρη, σε μία και μοναδική (έκτακτη) γενική συνέλευση «…στερείται πρωτίστως του στοιχείου της μονιμότητας που απαιτείται να συντρέχει, προκειμέ­νου να στοιχειοθετηθεί ο σπουδαίος λόγος, για την κατά­φαση της δικαστικής λύσης …της ανώνυμης εταιρείας.». Ενώ, παράλληλα, γενικές δηλώσεις του αιτούντος ότι «…προτί­θεται να καταψηφίσει στο μέλλον οποιαδήποτε πρόταση ή ζήτημα τεθεί στη ΓΣ…και θα αφορά σε μείζονος σημασία θέματα για τη λειτουργία της ανώνυμης εταιρείας, όπως την έγκριση ισολογισμών και ότι το γεγονός αυτός θα καταστήσει σε κάθε περίπτωση κατά τρόπο προφανή και μόνιμο αδύνατη τη συνέχιση της εταιρείας, δεν αρκεί για να καταστήσει νόμω βάσιμο το αγωγικό αίτημα του…, καθόσον δεν παρέχεται προ­ληπτική δικαστική προστασία…» (18191/2014 ΠολΠρωτΘεσσ).

     

    ΄Οσον αφορά την αδυναμία λειτουργίας της εταιρείας:

    Η αδυναμία, στην περίπτωση αυτή, αφορά στο Διοικητικό Συμβούλιο. Πρόκειται για την περίπτωση κατά την οποία εντοπίζεται πλασματική έλλειψη διοίκησης. Με άλλα λόγια: υφίσταται μεν Διοικητικό Συμβούλιο, αδυνατεί, όμως, να λάβει αποφάσεις. Το συγκεκριμένο γεγονός εμποδίζει τη λειτουργία της ανώνυμης εταιρείας. Μάλιστα, κατά τρόπο καθολικό και μόνιμο.

    Διαφορετική όμως είναι περίπτωση που η λειτουργία της ανώνυμης εταιρείας δεν εμποδίζεται κατά τρόπο καθολικό και μόνιμο. Στην περίπτωση δηλ. που «…η αδυναμία λήψης αποφάσεων τοποθετείται στο επίπεδο του Δ.Σ., είτε επειδή έχει επέλθει πραγματική έλλειψη διοίκησης λόγω π.χ. θανάτου ή παραίτησης κάποιων ή όλων των μελών του ΔΣ, είτε επειδή έχει επέλθει πλασματική έλλειψη διοίκησης εξαιτίας λ.χ. πείσματος ή ισχυρογνωμοσύνης των μελών του…, σιωπηρής παραίτησης-αποχής από τη λήψη αποφάσεων…, διαφωνιών των μελών με αδυναμία συγκρότησης της διοίκησης σε σώμα…, το πρόβλημα μπορεί να αρθεί ακόμη και με ανάκληση των μελών ΔΣ και το διορισμό νέων από τη ΓΣ, ύστερα από το διορισμό προσωρινής διοίκησης που θα συγκαλέσει τη ΓΣ». (18191/2014 ΠολΠρωτΘεσ).

    Συνεπώς, η αδυναμία λήψης αποφάσεων του Διοικητικού Συμβουλίου, που είναι δυνατό να αντιμετωπιστεί με:

    (α) ανάκληση των μελών του και εκλογή νέων από τη Γενική Συνέλευση ή/και

    (β) διορισμό προσωρινής διοίκησης κατά το άρθρο 69 ΑΚ,

    δεν μπορούν να αποτελέσουν σπουδαίο λόγο δικαστικής λύσης της ανώνυμης εταιρείας. Υπό την προϋπόθεση, βέβαια, ότι η εσωτερική εμπλοκή δεν είναι μόνιμη και, παράλληλα, υφιστάμενη και στους κόλπους της Γενικής Συνέλευσης. Είναι σαφές πως η ανώνυμη εταιρεία δεν μπορεί να λειτουργεί, αενάως, με δικαστικά διορισμένες διοικήσεις.

    Οι κατά τα ανωτέρω ασυμφωνίες των μετόχων ή των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου θα πρέπει να καταδεικνύονται μέσα από τα πρακτικά των συνεδριάσεων της Γενικής Συνέλευσης ή του Διοικητικού Συμβουλίου. Παράλληλα, οι συσχετισμοί δυνάμεων είναι δυνατό να προκύπτουν και από άλλα στοιχεία, όπως λόγου χάρη, από εξωεταιρικές συμφωνίες των μετόχων (18191/2014 ΠολΠρωτΘεσ, 3494/2010 ΠολΠρωτΑθ).

     

    Οι ίσες συμμετοχές σε μια ανώνυμη εταιρεία (ιδίως στην περίπτωση του 50/50) δημιουργούν, όχι σπάνια, προβλήματα ανυπέρβλητα.

    Στη Γενική Συνέλευση που καλείται, λ.χ., να εκλέξει Διοικητικό Συμβούλιο απαιτείται ομοφωνία. Αν η ομοφωνία ελλείπει, κατά τρόπο διαρκή και μόνιμο, η ανώνυμη εταιρεία παραμένει ακέφαλη. Ακέφαλη όμως παραμένει η εταιρεία και στην περίπτωση που υπάρχει μεν Διοικητικό Συμβούλιο, αδυνατεί όμως να λάβει αποφάσεις.

    Και στις δύο, προαναφερθείσες, περιπτώσεις η εταιρεία δεν μπορεί να λειτουργήσει.

    Για την αντιμετώπιση του εξαιρετικά σοβαρού προβλήματος ο νόμος παρέχει συγκεκριμένα, αρκετά αποτελεσματικά, εργαλεία. Η λύση (ή απειλή της λύσης) της εταιρείας είναι ένα τέτοιο. Τόσο ισχυρό μάλιστα που, κάποιες φορές, σοκάρει. Δικαιολογημένα. Γιατί κάποιες φορές απαιτούνται τέτοιες (σοκαριστικές και ακραίες) λύσεις, μήπως και την ύστατη στιγμή διασφαλισθεί η επιβίωση της εταιρείας.

    Είναι προφανές πως οι λύσεις που παρέχει ο νόμος θα πρέπει, ως ύστατο μέτρο, να υιοθετούνται.

    Πριν από τις συγκεκριμένες ακραίες λύσεις υπάρχουν, αναμφίβολα, άλλες ηπιότερες.

    Οι εξωεταιρικές συμφωνίες μετόχων, οι καταστατικές ρυθμίσεις και πρόνοιες, η ρύθμιση των δικαιωμάτων μειοψηφίας είναι κάποια από αυτά.

    Και πριν από όλα:

    Η αποφυγή, κατά το δυνατόν, ίδρυσης και λειτουργίας ανώνυμης εταιρείας με μοιρασμένες στα δύο τις μετοχές και δικαιώματα ψήφου.

    Η ευθύνη των ιδρυτών, των μεταβιβαζόντων μετόχων κι εκείνων που σχεδιάζουν διαδοχή αποδεικνύεται εξαιρετικά σοβαρή. Είναι, εντούτοις, και απολύτως διαχειρίσιμη.

    Αρκεί να λάβει χώρα έγκαιρη διαχείριση του όλου θέματος. Πριν, κατ’ ανάγκη, τη δημιουργία του προβλήματος.

    Εκ των υστέρων λύσεις, μολονότι οδυνηρές, και πάλι υφίστανται.

    Σε κάθε περίπτωση: λύσεις-«κονσέρβα» δεν υπάρχουν.

    Tailor made.

    Πάντοτε.-

    Σταύρος Κουμεντάκης
    Managing Partner

     

    Υ.Γ. Συνοπτική έκδοση του άρθρου δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ, στις 18 Οκτωβρίου 2020.

    εταιρεία ίσων συμμετοχών

    Η πληροφόρηση που εμπεριέχεται στο παρόν άρθρο δεν συνιστά (ούτε και έχει σκοπό να αποτελέσει) νομική συμβουλή. Μια τέτοια νομική συμβουλή είναι δυνατό να παρασχεθεί μόνον από αρμόδιο δικηγόρο ο οποίος θα λάβει υπόψη του το σύνολο των δεδομένων που θα του εκθέσετε για την υπόθεσή σας. Αναλυτικά.

Η περιοχή αυτή είναι καταχωρημένη στο wpml.org ως περιοχή ανάπτυξης. Μεταβείτε σε τοποθεσία παραγωγής με κλειδί στο remove this banner.