Ετικέτα: μεταβίβαση επιχείρησης

  • Mεταβίβαση επιχείρησης & εργασιακές σχέσεις

    Mεταβίβαση επιχείρησης & εργασιακές σχέσεις

    Ο επιχειρηματίας δικαιούται, στο πλαίσιο της επιχειρηματικής του ελευθερίας και δράσης, να λαμβάνει τις βέλτιστες αποφάσεις. Κάποιες αποφάσεις του είναι δυνατόν να διαφοροποιήσουν σημαντικά την παρούσα κατάσταση της επιχείρησής του. Κάποιες άλλες μπορεί ακόμα και να σημάνουν την αλλαγή του προσώπου που τη λειτουργεί και την εκμεταλλεύεται. Εκποιήσεις, εξαγορές, συγχωνεύσεις, αποσχίσεις αποτελούν (όχι σπάνιες) επιχειρηματικές αποφάσεις, οι οποίες ενδέχεται να σημαίνουν εκείνο που ο νόμος θεωρεί  «μεταβίβαση επιχείρησης». Όταν όμως επέλθει η «μεταβίβαση επιχείρησης» επέρχονται, αυτοδίκαια, και οι έννομες συνέπειές της. Κάποιες από αυτές αφορούν και την αυτοδίκαιη μεταβίβαση των εργασιακών σχέσεων στη νέα επιχείρηση. Το ενδεχόμενο αυτό μπορεί να είναι θετικό. Μπορεί όμως κι επικίνδυνο. Ιδίως για κείνον που τις αποκτά.

     

    Το ρυθμιστικό πλαίσιο του θεσμού της μεταβίβασης επιχείρησης

    Το ενωσιακό δίκαιο

    Η πρώτη προσπάθεια ρύθμισης του ζητήματος της μεταβίβασης επιχείρησης σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης έλαβε χώρα το 1977 με την Οδηγία 77/187. Τροποποιήθηκε, στη συνέχεια, το 1998 με την Οδηγία 98/50. Κωδικοποιήθηκε, εν τέλει, με την, σήμερα ισχύουσα, 2001/23.

    Κεντρική στόχευση, ήδη, της πρώτης Οδηγίας (:77/187) αποτέλεσε η προστασία των εργαζομένων και η διατήρηση των θέσεων και των όρων εργασίας. Κι όλα τούτα στην  περίπτωση της μεταβολής στη διάρθρωση των επιχειρήσεων που διενεργείται μέσω μεταβιβάσεων επιχειρήσεων, εγκαταστάσεων ή τμημάτων εγκαταστάσεων ή επιχειρήσεων σε άλλους επιχειρηματίες. Επίσης, η σύγκλιση του επιπέδου προστασίας μεταξύ των δικαίων των κρατών μελών, η ρύθμιση, τελικά, μιας ενιαίας αγοράς.

    Σε πρόσφατες αποφάσεις του, όμως, το ΔΕΕ, αποκλίνοντας από την έως τότε πάγια νομολογία του, δέχεται ότι η Οδηγία επιδιώκει, επιπρόσθετα, και την προστασία των συμφερόντων του προσώπου που αποκτά την επιχείρηση. Έχει κρίνει, χαρακτηριστικά, πως η Οδηγία «…δεν έχει αποκλειστικό σκοπό τη διαφύλαξη, σε περίπτωση μεταβιβάσεως επιχειρήσεως, των συμφερόντων των εργαζομένων, αλλά επιδιώκει τη διασφάλιση δίκαιης ισορροπίας μεταξύ των συμφερόντων τους αφενός και των συμφερόντων του εκδοχέα, αφετέρου…» (ΔΕΕ, C-426/11, Alemo-Herron κ.λ.π.).

     

    Το εθνικό δίκαιο

    Η μέριμνα όμως του νομοθέτη για την προστασία των δικαιωμάτων των εργαζομένων, σε περίπτωση μεταβίβασης της επιχείρησης, εκδηλώθηκε από νωρίς (και) σε επίπεδο εθνικού δικαίου. Με τις διατάξεις, συγκεκριμένα, των άρθρων 6 §1 Ν. 2112/1920 και 9 §1 Β.Δ. 16/18.7.1920 που προβλέπουν, πως η με οποιονδήποτε τρόπο μεταβολή του προσώπου του εργοδότη δεν επηρεάζει την εφαρμογή των διατάξεων οι οποίες έχουν θεσπισθεί υπέρ των μισθωτών για την καταγγελία της σύμβασης εργασίας. Το άρθρο 8 Π.Δ. της 8.12.1928 όρισε πως, σε περίπτωση στράτευσης, όταν επέλθει μεταβολή του προσώπου του εργοδότη, οι υποχρεώσεις, που καθιερώνει το νομοθέτημα αυτό για τους εργοδότες, μεταβιβάζονται αυτοδικαίως στο νέο εργοδότη. Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 6 παρ. 2 Ν. 3239/1955, οι υποχρεώσεις και τα δικαιώματα που προκύπτουν από συλλογική σύμβαση εργασίας μεταβιβάζονται, αυτοδικαίως, στους διαδόχους του εργοδότη που δεσμεύονται απ’ αυτήν.

    Πέρα από τις παραπάνω αποσπασματικές ρυθμίσεις εκδόθηκε, αρχικά, το Π.Δ. 572/2002, προκειμένου η ελληνική νομοθεσία να εναρμονισθεί με την Οδηγία 77/187. Στη συνέχεια, ενόψει της νεότερης Οδηγίας 98/50, εκδόθηκε το ισχύον σήμερα Π.Δ. 178/2002 (που κατήργησε το προϊσχύσαν Π.Δ. 527/1988).

     

    Οι προϋποθέσεις της «μεταβίβασης επιχείρησης»

    Η Οδηγία 2001/23 προβλέπει ότι: «…θεωρείται ως μεταβίβαση, κατά την έννοια της παρούσας Οδηγίας, η μεταβίβαση μιας οικονομικής οντότητας που διατηρεί την ταυτότητά της, η οποία νοείται ως σύνολο οργανωμένων πόρων με σκοπό την άσκηση οικονομικής δραστηριότητας, είτε κυρίας είτε δευτερεύουσας» (άρθρο 1 §1 περ. β).

    Για να υπάρξει, λοιπόν, «μεταβίβαση επιχείρησης» και να έχει εφαρμογή η συγκεκριμένη Οδηγία και το Π.Δ. 178/2002, πρέπει να συντρέχουν οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

    (α) Η μεταβιβαζόμενη μονάδα θα πρέπει να συνιστά, πριν από την μεταβίβαση, «οικονομική οντότητα».

    (β) Ως προς την οικονομική αυτή οντότητα θα πρέπει να λάβει χώρα μεταβίβαση, η οποία προϋποθέτει αφενός την αλλαγή του φορέα της αφετέρου τη διατήρηση της ταυτότητάς της.

     

    Ο χαρακτηρισμός μιας μονάδας ως οικονομικής οντότητας

    Από το άρθρο 1 §1.β. της Οδηγίας και την πάγια νομολογία του ΔΕΕ, προκύπτει ότι δύο είναι τα στοιχεία που χαρακτηρίζουν μια μονάδα ως οικονομική οντότητα. Συγκεκριμένα:

    (α) θα πρέπει να πρόκειται για σύνολο οργανωμένων πόρων, δηλαδή ένα σύνολο που απαρτίζεται από ανθρώπινο δυναμικό, υλικά και άυλα στοιχεία και

    (β) το οργανωμένο σύνολο να επιδιώκει ορισμένο οικονομικό σκοπό (ακόμη και μη κερδοσκοπικό).

    Το ΔΕΕ έχει, επιπρόσθετα, κρίνει πως η μεταβίβαση θα πρέπει να αφορά μια, σε μόνιμη βάση, οργανωμένη οικονομική μονάδα. Η δραστηριότητα, δηλαδή, της τελευταίας δεν πρέπει να περιορίζεται στην εκτέλεση συγκεκριμένου, μόνον, έργου.

    Να επισημανθεί, επίσης, πως το ΔΕΕ έχει αποφανθεί, πως η οικονομική οντότητα δεν ταυτίζεται με την ίδια τη δραστηριότητα που αυτή ασκεί. Η παραδοχή αυτή οδηγεί στο συμπέρασμα ότι αν έχουμε μεταβίβαση δραστηριότητας δεν σημαίνει, το δίχως άλλο, πως υπάρχει και μεταβίβαση της οντότητας.

    Στην έννοια της οικονομικής οντότητας, εκτός από την επιχείρηση-συνολικά, εμπίπτουν και τα επιμέρους τμήματά της. Το τμήμα της επιχείρησης, όμως, πρέπει κατά το ΔΕΕ, να έχει λειτουργική αυτονομία χωρίς, κατ΄ ανάγκην, να απαιτείται να είναι πλήρης (ΔΕΕ, C-664/17, Ελληνικά Ναυπηγεία).

     

    Η έννοια της μεταβίβασης της οικονομικής οντότητας

    Αφού επιβεβαιωθεί η ύπαρξη της οικονομικής οντότητας, στη βάση των δύο, προαναφερόμενων, προϋποθέσεων, ακολουθεί ο έλεγχος της ύπαρξης της μεταβίβασης της. Συγκεκριμένα ελέγχεται:

    (α) Αν η μεταβιβαζόμενη οικονομική οντότητα διατηρεί την ταυτότητά της μετά τη μεταβίβαση.

    (β) Αν υπάρχει μεταβολή του φορέα της οικονομικής οντότητας. Αν, δηλαδή, αλλάζει ο υπεύθυνος της εκμετάλλευσης της επιχείρησης, χωρίς να ενδιαφέρει αν μεταβιβάζεται και η κυριότητά της.

     

    Η διατήρηση της ταυτότητας της οικονομικής οντότητας

    Σύμφωνα με τη νομολογία του ΔΕΕ, η κρίση για τη διατήρηση (ή μη) της ταυτότητας της οικονομικής οντότητας, εξαρτάται από τη συνολική εκτίμηση των συνθηκών καθεμιάς περίπτωσης. Στο παραπάνω πλαίσιο, το ΔΕΕ θεωρεί κάποια στοιχεία ως κρίσιμα για τη διαπίστωση της διατήρησης της ταυτότητας.

    Πρόκειται για:

    (i) τη μεταβίβαση ή μη υλικών στοιχείων (ενδ.: εξοπλισμός και εγκαταστάσεις),

    (ii) τη μεταβίβαση ή μη άυλων στοιχείων καθώς και την αξία τους (ενδ.: σήμα, διπλώματα ευρεσιτεχνίας, διακριτικοί τίτλοι),

    (iii) τη πρόσληψη ή μη σημαντικού μέρους εργατικού δυναμικού από το νέο επιχειρηματία,

    (iv) τη μεταβίβαση ή μη της πελατείας,

    (v) τον βαθμό ομοιότητας των δραστηριοτήτων, που ασκούνται πριν και μετά τη μεταβίβαση και

    (vi) τη διάρκεια της τυχόν διακοπής των συγκεκριμένων (υπό v) δραστηριοτήτων.

    Τα παραπάνω στοιχεία δεν είναι αναγκαίο να συντρέχουν σωρευτικά. Αντίθετα, λαμβάνονται υπόψη ως ενδείξεις στο πλαίσιο των ειδικότερων συνθηκών που ισχύουν σε καθεμιά, ξεχωριστή, περίπτωση.

    Κρίσιμο, πάντως, είναι να διακρίνουμε αν μεταβιβάζεται ένας οργανισμός που επιζεί της αλλαγής του φορέα του. Αντίθετα, αν απλώς εκποιούνται κάποια περιουσιακά στοιχεία της επιχείρησης, χωρίς να συνέχονται λειτουργικά μεταξύ τους, τότε μεταβίβαση δεν θεωρείται ότι λαμβάνει χώρα.

     

    Μεταβολή του φορέα της οικονομικής οντότητας

    Η μεταβίβαση επιχείρησης προϋποθέτει την μεταβολή του φορέα της. Ως φορέας της οικονομικής οντότητας νοείται το φυσικό ή νομικό πρόσωπο, το οποίο την εκμεταλλεύεται και τη λειτουργεί στο όνομα και για λογαριασμό του (1553/2002 ΑΠ). Ο φορέας της επιχείρησης συνιστά και τον εργοδότη των εργαζόμενων στην πρώτη. Όταν υπάρχει μεταβολή του φορέα μεταβάλλεται και ο εργοδότης.

     

    Συνέπειες από την μεταβίβαση επιχείρησης

    Η αυτοδίκαιη μεταβίβαση της εργασιακής σχέσης

    Σύμφωνα με το εθνικό μας δίκαιο (:άρθρο 4 §1 ΠΔ 178/2002), διά της μεταβιβάσεως της οικονομικής οντότητας-και από τον χρόνο διενέργειάς της, το σύνολο των (υφισταμένων) δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, που έχει ο μεταβιβάζων από τη σύμβαση (ή τη σχέση) εργασίας, μεταβιβάζονται στον διάδοχο. Πρόκειται για μια, από το νόμο, μεταβίβαση του συνόλου της εργασιακής σχέσης (1478/2006 ΑΠ). Από το χρονικό, λοιπόν, σημείο της μεταβίβασης, ο διάδοχος εργοδότης υπεισέρχεται αυτοδίκαια στη θέση του προηγούμενου (εργοδότη), όσον αφορά τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις που απορρέουν από τη σχέση εργασίας. Παράλληλα, με τη μεταβίβαση των εργασιακών σχέσεων, ο νέος εργοδότης υποχρεούται να τηρεί και τους όρους εργασίας που προβλέπονται από συλλογικές συμβάσεις εργασίας, διαιτητικές αποφάσεις και κανονισμούς εργασίας (:άρθρο 4 §2 Π.Δ. 178/2002).

     

    Η προστασία από τις απολύσεις

    Η μεταβίβαση επιχείρησης ή εγκατάστασης δεν συνιστά, καθ’ εαυτή, λόγο απόλυσης εργαζομένων (άρθρο 5 §1 ΠΔ 178/2002). Η συγκεκριμένη ρύθμιση εισάγει, επομένως, έναν αυτοτελή λόγο ακυρότητας της απόλυσης και συμπληρώνει τη προστασία που παρέχει η γενική ρύθμιση (:άρθρο 4 §1 ΠΔ 178/2002).

    Υποστηρίζεται, βέβαια, πως η διάταξη του άρθρου 5 §1 ΠΔ 178/2002 δεν απαγορεύει τις απολύσεις, όταν αυτές είναι συνέπεια της λήψης μέτρων, με σκοπό την ορθολογικότερη οργάνωση και την εξυγίανση της επιχείρησης, ενόψει της βελτίωσης των προοπτικών πώλησής της. Σε κάθε περίπτωση, όμως, η παράβαση του άρθρου 5 §1 από τον διάδοχο επιφέρει όλες τις συνέπειες της άκυρης καταγγελίας (υποχρέωση καταβολής μισθών υπερημερίας, αξίωση για πραγματική απασχόληση κλπ).

     

    Στον επιχειρηματία ανήκει, αυτονόητα, ο σχεδιασμός που αφορά το μέλλον της επιχείρησής του. Η από μέρους του όμως υιοθέτηση των βέλτιστων, κατ’ εκείνον-σχετικών, επιλογών δεν είναι, κατά βάση, χωρίς συνέπειες. Σημαντική θέση κατέχουν οι εργασιακές σχέσεις, μεταξύ των παραμέτρων εκείνων που, στο πλαίσιο αυτό, θα πρέπει να λάβει υπόψη του.

    Σημαντικό όμως να επισημάνουμε πως η υιοθέτηση της μιας ή της άλλης επιλογής δεν αφορά μόνον  τον επιχειρηματία που, ενδεχομένως, μεταβιβάζει την επιχείρησή του. Αφορά αντίστοιχα, ίσως και περισσότερο, τον επιχειρηματία που αποκτά.

    Κρίσιμη, στο πλαίσιο αυτό, αναδεικνύεται η αξιολόγηση των επιμέρους δεδομένων, στη βάση των παραδοχών που και παραπάνω αναφέρθηκαν. Απολύτως αναγκαία η απομείωση του «νομικού κινδύνου» και, κατ’ ακολουθίαν, η απομείωση του συναφούς επιχειρηματικού ρίσκου.

    Απολύτως αναγκαία, κατά τούτο, (και) η νηφάλια αξιολόγηση των (νομικών) δεδομένων, με σκοπό τη λήψη των βέλτιστων δυνατών (αυτονοήτως και περισσότερο διασφαλιστικών-για όλους) αποφάσεων.-

    Σταύρος Κουμεντάκης
    Managing Partner

     

    Υ.Γ. Συνοπτική έκδοση του άρθρου δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ, στις 23 Μαΐου 2021.

    Η πληροφόρηση που εμπεριέχεται στο παρόν άρθρο δεν συνιστά (ούτε και έχει σκοπό να αποτελέσει) νομική συμβουλή. Μια τέτοια νομική συμβουλή είναι δυνατό να παρασχεθεί μόνον από αρμόδιο δικηγόρο ο οποίος θα λάβει υπόψη του το σύνολο των δεδομένων που θα του εκθέσετε για την υπόθεσή σας. Αναλυτικά.

  • Οικογενειακές επιχειρήσεις……η πρόκληση της διαδοχής και της μεταβίβασης

    Οικογενειακές επιχειρήσεις……η πρόκληση της διαδοχής και της μεταβίβασης

    Οι οικογενειακές επιχειρήσεις αποτελούν τη συντριπτική πλειονότητα των επιχειρήσεων, σε παγκόσμιο, ευρωπαϊκό, βεβαίως και σε εθνικό επίπεδο. Στη χώρα μας αποτελούν το 80% του συνόλου και το 44,3% των εισηγμένων. Αποδεικνύονται, κατ’ ακολουθίαν,  εξαιρετικά σημαντικές για την οικονομία (και) της χώρας μας. Παράγουν οικονομικό και κοινωνικό πλούτο, δημιουργούν και διατηρούν θέσεις εργασίας. Προσφέρουν, συχνά, καινοτομία. Παρά την πολυεπίπεδη όμως συνεισφορά τους, δεν συνιστούν σταθεροποιητικό παράγοντα των επιμέρους οικονομιών. Η εσωστρέφεια που παρουσιάζουν, η μικρή παραγωγικότητα και, ιδίως, η πρόκληση (και συνήθως αδυναμία) διαδοχής, καθιστούν το μέλλον τους αβέβαιο και το περιβάλλον τους, εξ αυτού του λόγου, ανασφαλές.

     

    Το (αποδεδειγμένα) δύσκολο εγχείρημα της διαδοχής

    Το εγχείρημα της διαδοχής σε οικογενειακές επιχειρήσεις αποδεικνύεται εξαιρετικά δυσχερές. Η δυσκολία του επιβεβαιώνεται από πορίσματα της έρευνας «Μελέτη για τη Διαδοχή και Μεταβίβαση των ΜΜ Εμπορικών Επιχειρήσεων» που εκπονήθηκε υπό την αιγίδα του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης και της Εθνικής Συνομοσπονδίας Ελληνικού Εμπορίου. Μεταξύ αυτών:  «…σύμφωνα με τα στατιστικά στοιχεία του Ward 14 το 30% των οικογενειακών επιχειρήσεων υπολογίζεται ότι περνάει με  επιτυχία  στα  χέρια  της δεύτερης γενιάς, και περίπου το 15% έχουν περάσει με επιτυχία στη τρίτη γενιά, ενώ μακροβιότερες καταλήγουν να είναι μόνο 3 στις 100 επιχειρήσεις».

     

    Η διαχείριση της διαδοχής στις οικογενειακές επιχειρήσεις

    Προκειμένου να αποδειχθεί επιτυχές το εγχείρημα της διαδοχής στις επόμενες γενιές, απαιτείται σημαντική προσπάθεια και προετοιμασία. Δεν αρκεί, αυτονοήτως, η επιλογή του (κατά την άποψη του ιδρυτή ή βασικού μετόχου) βέλτιστου διαδόχου. Απαιτείται, πριν από ο,τιδήποτε άλλο, ειλικρινής δέσμευση του ίδιου (:ιδρυτή ή βασικού ιδιοκτήτη). Απαιτείται, επίσης, η παράλληλη εμπλοκή συμβούλων υπό διάφορες ιδιότητες και στενή συνεργασία μαζί του. Απαιτείται σημαντική, και συντονισμένη, προσπάθεια.

    Η παραδοσιακή προσέγγιση της διαδοχής στις οικογενειακές επιχειρήσεις μοιάζει απλούστατη. Εστιάζει, αποκλειστικά, στην παράδοση των ηνίων της επιχείρησης στον διάδοχο. Μια παράδοση που έχει, κατά βάση, δυο στάδια (η σειρά τυχαία): Το ένα αφορά τη σε νομικό επίπεδο μεταβίβαση της εταιρικής συμμετοχής από τον ιδρυτή (ή βασικό ιδιοκτήτη) στον διάδοχο. Το άλλο τη μεταβίβαση της διοίκησης και την εγκαθίδρυση του διαδόχου στη θέση του μεταβιβάζοντος.

    Η σύγχρονη προσέγγιση (ενδ.: «Η διαδικασία διαδοχής στις οικογενειακές επιχειρήσεις»- Α. Κεφαλά, Χ. Γεωργίου) αντιµετωπίζει τη διαδοχή ως µια µακροχρόνια διαδικασία που αναλύεται σε επιμέρους φάσεις. Αναλυτικότερα:

    Φάση Α’: Διάγνωση της υγείας (και ενδεχόμενων παθογενειών) της οικογένειας.

    Φάση Β’: Διάγνωση της υγείας (και ενδεχόμενων παθογενειών) της επιχείρησης.

    Φάση Γ’: Δημιουργία του μοντέλου της Σύγχρονης Επιχείρησης και Στρατηγική Ευθυγράμμιση με το Όραμα του Ιδρυτή.

    Φάση Δ’: Υλοποίηση της Στρατηγικής Ευθυγράμμισης.

    Ανεξάρτητα πάντως από τη μεθοδολογία που θα επέλεγε κάποιος (ιδ. και προαναφερθείσα μελέτη καθώς και υιοθετούμενες από διάφορους συμβούλους πρακτικές και μεθόδους), ένα είναι βέβαιο:  η διαδικασία της διαδοχής στις οικογενειακές επιχειρήσεις ούτε είναι ούτε και θα πρέπει να αντιμετωπίζεται ως μια απλή διαδικασία.

     

    Η μεταβίβαση της οικογενειακής επιχείρησης

    Οι (δυνητικές) νομικές ενέργειες και διαδικαστικά βήματα της διαδοχής παραλλάσσουν ανάλογα με τον εταιρικό τύπο της οικογενειακής επιχείρησης. Αδυνατώντας στο πλαίσιο ενός άρθρου να καταγράψουμε τα συμβαίνοντα σε όλους τους εταιρικούς τύπους, θα περιοριστούμε εν προκειμένω στο σημαντικότερο από αυτούς: την ανώνυμη εταιρεία. Επίσης στις πλέον συνήθεις, σε νομικό επίπεδο, δυνατές επιλογές.

     

    «Εν ζωή» ή «αιτία θανάτου»;

    Ο χρόνος, το αποτέλεσμα και όροι της μεταβίβασης της οικογενειακής επιχείρησης είναι δυνατό να επιλεγούν (ή να μην επιλεγούν) από τον ιδιοκτήτη της. Στην τελευταία  περίπτωση (:μη επιλογή) επαφίεται στα «τυχηρά», στον «πανδαμάτορα χρόνο», στη διάρκεια της ζωής του, στις προβλέψεις του νόμου και, ενδεχομένως, στο αποτέλεσμα της «μάχης» των τυχόν επιγόνων του.

    Με άλλα λόγια: Η μεταβίβαση της οικογενειακής επιχείρησης είναι δυνατό να λάβει χώρα, με τους όρους που ο ιδιοκτήτης της θα επιλέξει κατά τη διάρκεια της ζωής του (:μεταβίβαση «εν ζωή»). Σε διαφορετική περίπτωση, η μεταβίβαση θα συνδεθεί χρονικά, και κατ’ αναπόδραστη συνέπεια, με την (άγνωστη για όλους μας) διάρκεια της ζωής του (:μεταβίβαση «αιτία θανάτου»). Στην τελευταία περίπτωση, οι όροι και τα αποτελέσματα της μεταβίβασης θα είναι εκείνα που το κληρονομικό δίκαιο, γενικά, προβλέπει. Ενδεχομένως και κάποια διαθήκη του ιδιοκτήτη. Ειδικά επί ανωνύμων εταιρειών θα τύχει εφαρμογής και η οικεία διάταξη (:άρθρο 42 ν. 4548/2018).

    Είναι αλήθεια όμως πως οι συγκεκριμένες προβλέψεις του νόμου δεν ρυθμίζουν την ομαλή διαδοχή και μετάβαση στην επόμενη γενιά. Ούτε όμως και τη διασφαλίζουν˙ και πώς θα μπορούσαν άλλωστε…

     

    Οι εναλλακτικές επιλογές της «εν ζωή» μεταβίβασης

    Στην οικογενειακή ανώνυμη  εταιρεία, οι επιμέρους επιλογές για την «εν ζωή» μεταβίβαση των μετοχών του βασικού (ή μόνου) μετόχου στο πλαίσιο της διαδοχής, είναι (κατά βάση) τρεις: η πώληση, η γονική παροχή και η δωρεά. Ο δρόμος που θα επιλεγεί προϋποθέτει τη βέλτιστη, φορολογικά, λύση. Και, κατά τούτο, τον βέλτιστο φορολογικό (βεβαίως και νομικό) σχεδιασμό.

    Επίσης: οι μετοχές που πρόκειται να μεταβιβαστούν στο πλαίσιο της διαδοχής είναι δυνατό να μεταβιβαστούν κατά πλήρη κυριότητα ή κατά ψιλή μόνον κυριότητα-με παρακράτηση, δηλ. της επικαρπίας.

    Ας δούμε αναλυτικότερα τις επιμέρους επιλογές.

     

    Η μεταβίβαση των μετοχών κατά πλήρη κυριότητα

    Στις ανώνυμες εταιρείες ισχύει, καταρχήν, η αρχή της ελεύθερης μεταβίβασης των μετοχών (άρθρο 41 §1, ν. 4548/18). Οι μετοχές εκδίδονται, κατ’ εξαίρεση μόνον, ως δεσμευμένες (άρθρο 43, ν. 4548/18). Επίσης: είναι δυνατή η έκδοση (ή μη) φυσικών τίτλων μετοχών. Στην περίπτωση που έχουν εκδοθεί φυσικοί τίτλοι, εκτός από τη μεταβίβαση της κυριότητας επί της μετοχής πρέπει να μεταβιβασθεί και ο ίδιος ο τίτλος. Να λάβουν χώρα, δηλαδή, εκτός από τη συμφωνία για τη μεταβίβαση των μετοχών από τον μέτοχο στον διάδοχο και, επιπρόσθετα, η παράδοση των σχετικών τίτλων.

    Η μεταβίβαση των μετοχών πρέπει να καταχωρείται στο βιβλίο μετόχων (άρθρο 41 παρ. 2 ν. 4548/2018).

    Θα πρέπει να σημειωθεί πάντως πως, υπό το πρίσμα της διαδοχής, η μεταβίβαση των μετοχών, όταν λαμβάνει χώρα κατά πλήρη κυριότητα, σηματοδοτεί, ταυτόχρονα, και κάτι ακόμα-ίσως ακόμα πιο σημαντικό. Συγκεκριμένα την οριστική, πλήρη και μη αναστρέψιμη αποχώρηση του μεταβιβάζοντος από το κεφάλαιο (και όχι μόνον) της οικογενειακής επιχείρησης. Και εν τέλει, την πλήρη αντικατάστασή του από τον διάδοχο.

    Περίσσεια να πούμε πως, ειδικά στην περίπτωση αυτή, η ορθή επιλογή διαδόχου αποκτά μια ακόμα πιο σημαντική αξία.

     

    Η μεταβίβαση της ψιλής, μόνον, κυριότητας των μετοχών

    Οι μετοχές της ανώνυμης εταιρείας είναι δυνατό να αποτελέσουν αντικείμενο επικαρπίας (άρθρο 54 παρ. 1 ν. 4548/2018). Η επικαρπία μπορεί να συσταθεί με συμφωνία (άρθρα 1143 ΑΚ) μεταξύ του μεταβιβάζοντος μετόχου-επικαρπωτή και του ψιλού κυρίου-διαδόχου. Επίσης: για ορισμένο η αόριστο χρόνο. Σε κάθε περίπτωση, και για όσο διαρκεί το εν λόγω εμπράγματο δικαίωμα, ο επικαρπωτής έχει εξουσία χρήσης και κάρπωσης (1142ΑΚ). Τούτο, πρακτικά, σημαίνει πως (αν και μπορεί να υπάρξουν διαφορετικές συμφωνίες) ο επικαρπωτής των μετοχών έχει το δικαίωμα να εισπράττει τα διανεμόμενα μερίσματα˙ επίσης να ψηφίζει στις Γενικές Συνελεύσεις της εταιρείας (άρθρο 1177 ΑΚ & 54 §2, ν. 4548/2018).

    Αναλυτικότερα, στην περίπτωση που ο μεταβιβάζων υιοθετήσει τη μεταβίβαση των μετοχών του (όχι κατά πλήρη αλλά) κατά ψιλή μόνον κυριότητα-διατηρώντας για τον ίδιο την επικαρπία:

    (α) Εξασφαλίζει τον βιοπορισμό του για τον χρόνο μετά τη μεταβίβαση.

    Αναλυτικότερα:

    Είναι ενδεχόμενο να προσβλέπει ο μεταβιβάζων στα μερίσματα που αντιστοιχούν στις μεταβιβαζόμενες μετοχές για τον βιοπορισμό του. Ή, ευρύτερα, στην από μέρους του ιδίου διαχείρισή τους. Σε κάποιες περιπτώσεις η (επαρκής) διασφάλιση του μεταβιβάζοντος καθίσταται ανάγκη λιγότερο ή περισσότερο επιτακτική.  Δεν είναι, άλλωστε, λίγα τα παραδείγματα της (επιγενόμενης) επίδειξης αχαριστίας από μέρους του διαδόχου. Η διατήρηση της επικαρπίας από μέρους του μεταβιβάζοντος αποτελεί επαρκές αντιστάθμισμα στους θεωρητικούς (ή/και πρακτικούς, κάποιες φορές και ορατούς) κινδύνους.

    Να σημειωθεί πάντως πως, παρά τη διατήρηση της επικαρπίας από τον μεταβιβάζοντα, είναι δυνατή η συμφωνία για τη μεταβίβαση του μερίσματος σε τρίτο, πλην του επικαρπωτή, πρόσωπο (άρθρο 33 §5 ν. 4548/18.

    (β) Εξασφαλίζει τη διατήρηση της θέσης και εξουσίας του στο ανώτατο όργανο της ανώνυμης εταιρείας.

    Αναλυτικότερα:

    Είναι επίσης ενδεχόμενο ο μεταβιβάζων να επιθυμεί (για κάποιο χρόνο και σε κάποιο βαθμό)  να διατηρήσει την εμπλοκή του στη διοίκηση  και λειτουργία της ανώνυμης εταιρείας. Διατηρώντας για τον ίδιο την επικαρπία διατηρεί,  ταυτόχρονα, το δικαίωμα συμμετοχής στη Γενική Συνέλευση. Επίσης (και το σημαντικότερο) και το δικαίωμα ψήφου-στο όνομα μάλιστα και για λογαριασμό του. Δεν λειτουργεί, δηλαδή, ως πληρεξούσιος του ψιλού κυρίου και διαδόχου μετόχου (άρθρα 1177 ΑΚ και 54 § 2, ν. 4548/2018).

    Είναι, ωστόσο, δυνατή η συμφωνία μεταξύ του μεταβιβάζοντος μετόχου-επικαρπωτή και του αποκτώντος ψιλού κυρίου-διαδόχου για την άσκηση του δικαιώματος ψήφου από τον τελευταίο. Η συμφωνία αυτή, προκειμένου να ισχύει έναντι της εταιρείας, πρέπει να καταχωρισθεί στο βιβλίο μετόχων. Η συμφωνία πάντως αυτή είναι δυνατό να λάβει χώρα σε οποιαδήποτε χρονική στιγμή μετά τη σύσταση της επικαρπίας.

    Στην περίπτωση πάντως που ο επικαρπωτής μέτοχος εκχωρήσει το δικαίωμα ψήφου επί των μετοχών που μεταβιβάσθηκαν επιδεικνύει τη μέγιστη δυνατή εμπιστοσύνη στους διαδόχους του. Η διαδοχή θα έχει, τουλάχιστον σε αυτήν την ενότητα, επέλθει. Ο διάδοχος θα είναι εκείνος που τυπικά θα δικαιούται να λάβει τις  μείζονος σημασίας αποφάσεις για τη διοίκηση και λειτουργία της οικογενειακής επιχείρησης. Σε πρακτικό επίπεδο: Το δικαίωμα στην εκλογή του Διοικητικού Συμβουλίου και, εν γένει, στη διοίκηση της οικογενειακής επιχείρησης.

     

    Η επιλογή(;) της «αιτία θανάτου» μεταβίβασης

    Τους «πονοκεφάλους» της «εν ζωή» μεταβίβασης είναι δυνατό ο βασικός (ή μόνος) μέτοχος της ανώνυμης εταιρείας απολύτως να αποφύγει. Με ποιον τρόπο; Αποφεύγοντας, κατά τη διάρκεια της ζωής του, οποιαδήποτε επιλογή ή προετοιμασία. Η συγκεκριμένη επιλογή (ακριβέστερα: άρνηση επιλογής) μοιάζει, σίγουρα, βολική. Είναι δεδομένο όμως πως δεν θα διασφαλίσει με τον τρόπο αυτό, «ουδέ κατ’ ελάχιστον», τη διαδοχή της επιχείρησής του. Εξάλλου, ο βασικός (ή μόνος) μέτοχος ενδεχομένως να αξιολογεί πως το θέμα της διαδοχής  δεν είναι αρκούντως σημαντικό ή, έστω, μείζονος προτεραιότητας για τον ίδιο.

    Οι επιλογές πάντως που διατηρεί για την «αιτία θανάτου» μεταβίβαση των μετοχών της επιχείρησής του είναι δύο. Η πρώτη να αφήσει τα πράγματα στα «χέρια του νόμου» υιοθετώντας την επιλογή της εξ αδιαθέτου διαδοχής-ό,τι δηλ. ο νόμος προβλέπει για τους κληρονόμους τους. Η δεύτερη να υιοθετήσει τις βέλτιστες για τον ίδιο λύσεις συντάσσοντας την κατάλληλη, κατ’ εκείνον, διαθήκη προκειμένου να μεταβιβαστούν οι μετοχές και εταιρεία του στα πρόσωπα, με τον τρόπο και κατ’ αριθμό που ο ίδιος θα επιλέξει.

     

    Η επιτυχημένη διαδοχή, στις οικογενειακές επιχειρήσεις, αποτελεί διαδικασία πολυσύνθετη. Προϋποθέτει  δέσμευση όλων των εμπλεκομένων. Προϋποθέτει προσπάθεια, υπομονή, επιμονή και, βεβαίως, χρόνο.

    Ο τελευταίος όμως(:χρόνος) δεν είναι πάντοτε «πανδαμάτωρ» ούτε και «πάντων ιατρός».

    Κατά τούτο: Ευκταίος ο προσεκτικός σχεδιασμός της διαδοχής και ολοκλήρωσή της κατά τη διάρκεια της ενεργούς ζωής του βασικού ή μόνου ιδιοκτήτη.

    Το σημαντικότερο: η διάθεση και δέσμευση να αφιερωθεί ο αναγκαίος χρόνος και όση ενέργεια απαιτεί η κάθε μια, ξεχωριστά, περίπτωση.

    Υπό τις συγκεκριμένες προϋποθέσεις: το αποτέλεσμα μέλλει να μας ανταμείψει.-

    Σταύρος Κουμεντάκης
    Managing Partner

     

    Υ.Γ. Συνοπτική έκδοση του άρθρου δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ, στις 15 Νοεμβρίου 2020.

    οικογενειακές επιχειρήσεις

    Η πληροφόρηση που εμπεριέχεται στο παρόν άρθρο δεν συνιστά (ούτε και έχει σκοπό να αποτελέσει) νομική συμβουλή. Μια τέτοια νομική συμβουλή είναι δυνατό να παρασχεθεί μόνον από αρμόδιο δικηγόρο ο οποίος θα λάβει υπόψη του το σύνολο των δεδομένων που θα του εκθέσετε για την υπόθεσή σας. Αναλυτικά.

  • Μεταβίβαση επιχείρησης: τα κρίσιμα θέματα

    Μεταβίβαση επιχείρησης: τα κρίσιμα θέματα

    Μεταβίβαση επιχείρησης: Τα κρίσιμα θέματα πίσω από την φαινόμενη επιχειρηματική ευκαιρία

    Η οικονομική κρίση που εξακολουθεί (παρά τα περί του αντιθέτου θρυλούμενα) να μαστίζει τη χώρα μας, αναδεικνύει επιχειρηματικές ευκαιρίες. Η απόκτηση επιχειρήσεων έναντι χαμηλού ανταλλάγματος, λόγω των συσσωρευμένων οικονομικών προβλημάτων είναι μια από αυτές. Ωστόσο η απόκτηση μίας επιχείρησης εκτός από επιχειρηματική ευκαιρία μπορεί ταυτόχρονα να αποτελέσει σοβαρό κίνδυνο για τα συμφέροντα του αποκτώντος.

    Ο κίνδυνος αυτός προκύπτει από τη διάταξη του άρθρου 479 του Αστικού Κώδικα. Με βάση τη διάταξη αυτή, εκείνος που αποκτά επιχείρηση ευθύνεται για τα, κατά το χρόνο της μεταβίβασης, χρέη της, έως την αξία των μεταβιβαζόμενων στοιχείων. Ιδιαίτερης προσοχής πρέπει να τύχει το γεγονός ότι την ίδια ευθύνη υπέχει ο αποκτών και σε περίπτωση μεταβίβασης μεμονωμένου στοιχείου της επιχείρησης, το οποίο όμως αποτελεί το μοναδικό ή το πιο σημαντικό στοιχείο της. Έτσι για παράδειγμα, η μεταβίβαση ενός σημαντικής αξίας ακινήτου ή της πελατείας μιας επιχείρησης, τα οποία αποτελούν το μοναδικό ή το σημαντικότερο περιουσιακό στοιχείο της,  συνεπάγεται τη γέννηση ευθύνης του αποκτώντος για τα χρέη της επιχείρησης, εφόσον όμως ο αποκτών γνωρίζει ότι αποκτά το μοναδικό ή το σημαντικότερο στοιχείο της επιχείρησης.

    Κρίσιμο είναι δε το γεγονός ότι για τη γέννηση της ευθύνης αυτής του αποκτώντος δεν απαιτείται να γνώριζε αυτός την ύπαρξη των χρεών κατά το χρόνο της μεταβίβασης.

    Ο αποκτών ευθύνεται, κατά το γράμμα του νόμου, «έως την αξία των μεταβιβαζόμενων στοιχείων». Κατά την μάλλον κρατούσα άποψη, σε σχέση με τα χρέη αυτά, υπέγγυα καθίστανται απέναντι στους δανειστές της επιχείρησης όχι μόνο τα στοιχεία που μεταβιβάστηκαν αλλά και η λοιπή περιουσία εκείνου που αποκτά. Η θέση μάλιστα του αποκτώντος καθίσταται (οικονομικά) δυσχερέστερη όταν αυτός έχει καταβάλει αντάλλαγμα για την απόκτηση της επιχείρησης: η σχετική ευθύνη του γεννιέται ανεξάρτητα του αν η μεταβίβαση έγινε από επαχθή ή χαριστική αιτία.

    Από τα παραπάνω καθίσταται πρόδηλη η αναγκαιότητα της διενέργειας «due diligence» πριν την απόκτηση μίας επιχείρησης. Της προσυμβατικής, δηλαδή, διαδικασίας ελέγχου από νομική, οικονομική κτλ. άποψη της προς πώληση επιχείρησης. Με τη συνδρομή κυρίως του νομικού και οικονομικού του σύμβουλου ο υποψήφιος αγοραστής ενημερώνεται για τη ρευστότητα, τις οφειλές, την περιουσιακή κατάσταση αλλά και τις νομικές σχέσεις της προς πώληση επιχείρησης. Μέσω του ελέγχου αυτού περιορίζεται σημαντικά –αν όχι πλήρως– ο κίνδυνος να βρεθεί ο «αγοραστής» υπόχρεος προς πληρωμή χρεών της μεταβιβασθείσας επιχείρησης, που ο ίδιος αγνοούσε.

    Τέλος, ο υποψήφιος αγοραστής μίας επιχείρησης θα πρέπει να γνωρίζει ότι από τη συντέλεση της μεταβίβασης υπεισέρχεται αυτοδικαίως στη θέση του εργοδότη έναντι των εργαζομένων της μεταβιβασθείσας επιχείρησης και ευθύνεται έναντι αυτών, υπό την προϋπόθεση ότι η επιχείρηση συνεχίζει τη λειτουργία της διατηρώντας την οικονομική της ενότητα. Στην περίπτωση που μεταβιβάζεται τμήμα επιχείρησης, ο αγοραστής υποκαθιστά αυτοδικαίως τον μεταβιβάσαντα μόνο στις εργασιακές σχέσεις με τους εργαζόμενους του συγκεκριμένου τμήματος.

    Εν κατακλείδι, κάθε υποψήφιος αγοραστής επιχείρησης, πριν ξεκινήσει τις διαπραγματεύσεις για την απόκτησή της επιβάλλεται, για την αποφυγή προβλημάτων, να έχει κατά νου όλους τους ανωτέρω παράγοντες και να λαμβάνει την κατάλληλη καθοδήγηση από τους νομικούς και οικονομικούς του συμβούλους.

    Ευδοκία Κορνηλάκη
    Senior Associate

    Υ.Γ. Το άρθρο δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ, στις 23 Μαρτίου 2019.

     

     

     

Η περιοχή αυτή είναι καταχωρημένη στο wpml.org ως περιοχή ανάπτυξης. Μεταβείτε σε τοποθεσία παραγωγής με κλειδί στο remove this banner.