Ετικέτα: Ευθύνη μελών ΔΣ

  • Ευθύνη Μελών ΔΣ: Λόγοι Απαλλαγής

    Ευθύνη Μελών ΔΣ: Λόγοι Απαλλαγής

    Σε προηγούμενή αρθρογραφία μας εξετάσαμε τους λόγους θεμελίωσης της ευθύνης των μελών του ΔΣ έναντι της ΑΕ, εξαιτίας πράξεων ή παραλείψεών τους, που συνιστούν παράβαση των καθηκόντων τους (102 §1 ν. 4548/2018). Διαπιστώσαμε εκεί πως ευθύνη δεν υφίσταται, εφόσον το μέλος ΔΣ «…αποδείξει ότι κατέβαλε κατά την άσκηση των καθηκόντων του την επιμέλεια του συνετού επιχειρηματία που δραστηριοποιείται σε παρόμοιες συνθήκες» (άρ. 102 §2). Θα μας απασχολήσουν, εδώ, οι συγκεκριμένοι λόγοι απαλλαγής των μελών του ΔΣ από την ευθύνη αυτή (άρ. 102 §4). Θα μας απασχολήσουν, επίσης, η δυνατότητα και προϋποθέσεις της ΑΕ να παραιτηθεί ή συμβιβαστεί, εφόσον θεμελιώνεται σχετική ευθύνη μέλους και γεννάται σχετική αξίωση της ΑΕ. Θα μας απασχολήσει, τέλος, η παραγραφή των συγκεκριμένων αξιώσεων.

     

    Απαλλαγή Μελών ΔΣ

    Ευθύνη μελών του ΔΣ δεν στοιχειοθετείται για πράξεις ή παραλείψεις που (α) στηρίζονται σε σύννομη απόφαση της ΓΣ ή (β) αφορούν εύλογη επιχειρηματική απόφαση (5626/2020 ΕφΑθ, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Εκτός από τους συγκεκριμένους λόγους, το δικαστήριο μπορεί να θεωρήσει ότι δεν υφίσταται ευθύνη στις περιπτώσεις πράξεων που έχει προηγηθεί σχετική εισήγηση ανεξάρτητου οργάνου ή επιτροπής που λειτουργεί στην εταιρεία σύμφωνα με το νόμο.

    Οι Κατ’ Ιδίαν Λόγοι Απαλλαγής

    Σύννομη Απόφαση Της ΓΣ

    Απαλλαγή από την ευθύνη των μελών του ΔΣ παρέχεται, από το νόμο, όταν η επίμαχη πράξη ή παράλειψη του μέλους στηρίζεται σε απόφαση της ΓΣ. Η γενική πρόβλεψη του νόμου (κατ΄ αντιστοιχία του προϊσχύσαντος καθεστώτος–άρ. 22α α.ν. 2190/1920) οδηγεί σε δυνητική διεύρυνση των αρμοδιοτήτων της ΓΣ. Το ΔΣ, δεδομένης της σχετικής πρόβλεψης, ενδέχεται (και μάλλον μοιάζει αναγκαίο) να οδηγήσει σωρεία αποφάσεων ενώπιον της ΓΣ, προκειμένου να μην υπέχει την ευθύνη που, ενδεχομένως, του αναλογεί.

    Σε κάθε περίπτωση, όμως, μια τέτοια απόφαση της ΓΣ πρέπει να είναι «σύννομη» (:νόμιμη). Ελαττωματική απόφαση της ΓΣ [άκυρη (εφόσον δεν έχει παρέλθει ο χρόνος προβολής της ακυρότητας), ακυρώσιμη (εφόσον έχει ακυρωθεί) ή ανυπόστατη] δε μπορεί να οδηγήσει σε απαλλαγή από την ευθύνη.

    Περαιτέρω, η απόφαση θα πρέπει να έχει τα σχετικά, αναγκαία, τυπικά χαρακτηριστικά. Δεν αρκούν απλή οδηγία ή κατευθύνσεις της ΓΣ ή της πλειοψηφίας των μετόχων ή ακόμα και του μοναδικού μετόχου.

    Μια τέτοια απόφαση της ΓΣ πρέπει να προηγείται, χρονικά, της επίμαχης πράξης ή παράλειψης του μέλους του ΔΣ, που διαφορετικά θα οδηγούσε σε ευθύνη του. Το αντικείμενο της απόφασης και η έκταση της δοθείσας έγκρισης θα πρέπει να προκύπτουν από την απόφαση της ΓΣ.

    Μια σύννομη, πάντως, απόφαση της ΓΣ, οδηγεί σε απαλλαγή μόνο εφόσον δεν προβάλλεται κακόπιστα. Δεν μπορεί, λ.χ., το μέλος του ΔΣ να επικαλεστεί την απόφαση της ΓΣ εφόσον έχουν αλλάξει ουσιωδώς οι συνθήκες από τη λήψη της.

    Εύλογη Επιχειρηματική Απόφαση (Business Judgement Rule)

    Ο συγκεκριμένος λόγος απαλλαγής αποσκοπεί στην αποτροπή τυχόν αδρανούς στάσης από τα μέλη του ΔΣ και της μη λήψης εκ μέρους τους επιχειρηματικών πρωτοβουλιών, υπό τον φόβο της προσωπικής τους ευθύνης.

    Τούτο το ενδεχόμενο είχε εντοπιστεί, ήδη, υπό το προϊσχύσαν καθεστώς, οπότε και  αναγνωριζόταν ένα περιθώριο διακριτικής ευχέρειας στα μέλη του ΔΣ. Μάλιστα, ζημία προκληθείσα από λήψη επιχειρηματικής απόφασης εντασσόταν, νομολογιακά, στους επιχειρηματικούς κινδύνους που δέχεται και αναλαμβάνει η διοίκηση μίας εταιρείας (419/2005 ΠρωτΠρωτΑθ, 1698/2013 ΑΠ, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

    Υπό το ισχύον καθεστώς, προβλέπεται, ρητά, ότι η εν λόγω ευθύνη των μελών ΔΣ δεν υφίσταται, εφόσον οι πράξεις ή παραλείψεις τους αφορούν εύλογη επιχειρηματική απόφαση, η οποία ελήφθη: (α) με καλή πίστη, (β) με βάση επαρκή, για τις συγκεκριμένες συνθήκες, πληροφόρηση και (γ) με αποκλειστικό κριτήριο την εξυπηρέτηση του εταιρικού συμφέροντος.

    Προκειμένου, επομένως, να γίνει αποδεκτό το εύλογο της επιχειρηματικής απόφασης, θα πρέπει να συντρέχουν (σωρευτικά) συγκεκριμένες προϋποθέσεις:

    (α) Εύλογη Επιχειρηματική Απόφαση

    Προϋποτίθεται η ύπαρξη επιχειρηματικής απόφασης του ΔΣ (λ.χ. επί ζητημάτων χρηματοδότησης ή επενδύσεων). Συμπεριλαμβάνονται τόσο οι πράξεις όσο και οι (τυχόν) παραλείψεις του ΔΣ. Την εν λόγω προϋπόθεση (:της επιχειρηματικής απόφασης) δεν πληρούν αποφάσεις του ΔΣ που ελήφθησαν στο πλαίσιο καταστατικών ή νομικών τους υποχρεώσεων-χωρίς οποιοδήποτε περιθώριο απόκλισης.

    Επιπρόσθετα: η επιχειρηματική απόφαση απαιτείται να είναι εύλογη. Θα πρέπει, δηλ., να  μπορεί να δικαιολογηθεί με βάση αντικειμενικά κριτήρια. Θα πρέπει, επιπρόσθετα, να μη θέτει σε αδικαιολόγητα υψηλό κίνδυνο την ΑΕ.

    (β) Καλή Πίστη

    Προϋποτίθεται, επίσης, η λήψη της εύλογης επιχειρηματικής απόφασης με καλή πίστη. Έννοια που διατρέχει το σύνολο του εθνικού μας δικαίου. Το μέλος του ΔΣ οφείλει να δρα (αντικειμενικά και υποκειμενικά) καλόπιστα. Κατά τη λήψη της απόφασης δεν θα πρέπει να συντρέχει περίπτωση σύγκρουσης συμφερόντων (:αντικειμενικό κριτήριο). Ταυτόχρονα, όμως, το εκάστοτε μέλος του ΔΣ οφείλει να μην δρα δόλια ή χωρίς να πιστεύει στην ορθότητα της εκάστοτε επιχειρηματικής απόφασης (:υποκειμενικό κριτήριο).

    (γ) Επαρκής Πληροφόρηση

    Τα μέλη του ΔΣ είναι αναγκαίο να ενημερώνονται «επαρκώς» πριν τη λήψη της εκάστοτε επιχειρηματικής απόφασης. Τούτο δεν σημαίνει ότι είναι αναγκαίο να εξαντληθεί κάθε πηγή πληροφόρησης (και πώς θα ήταν, άλλωστε, δυνατό;). Αντίθετα, η ίδια η διοίκηση της εταιρείας θα κρίνει πότε και υπό ποιες συνθήκες έχει ενημερωθεί αρκετά, ώστε να προβεί στη λήψη απόφασης.

    Η επαρκής πληροφόρηση του ΔΣ κρίνεται ad hoc. Λαμβάνονται υπόψη κριτήρια όπως: η σημασία της συγκεκριμένης απόφασης για την εταιρεία, το μέγεθος της επιχείρησης, η δραστηριότητά της, ο  διαθέσιμος χρόνος για τη συλλογή πληροφοριών κ.ο.κ.

    (δ) Εξυπηρέτηση Αποκλειστικά Εταιρικού Συμφέροντος

    Η απόφαση θα πρέπει, ακόμη, να αποσκοπεί, αποκλειστικά, στην εξυπηρέτηση του εταιρικού συμφέροντος. Τούτο σημαίνει ότι το μέλος του ΔΣ που λαμβάνει την επιχειρηματική απόφαση δεν πρέπει να τελεί σε κατάσταση σύγκρουσης συμφερόντων. Η εξυπηρέτηση του εταιρικού συμφέροντος (γίνεται δεκτό ότι) επιτυγχάνεται με την επαύξηση της μακροχρόνιας αξίας της εταιρείας και τη μεγιστοποίηση του κέρδους των μετόχων (όπως έχει κατοχυρωθεί και για τις εισηγμένες ΑΕ, άρ. 2 §1 ν. 3016/2002).

    Εισήγηση/Γνώμη Ανεξάρτητου Οργάνου Ή Επιτροπής

    Όπως, ήδη, επισημάνθηκε, ο ν. 4548/2018 αναγνωρίζει διακριτική ευχέρεια στον δικαστή να αποφασίσει πως δεν συντρέχει ευθύνη μελών ΔΣ, προκειμένου για πράξεις ή παραλείψεις που στηρίζονται σε εισήγηση ή γνώμη ανεξάρτητου οργάνου ή επιτροπής, που λειτουργεί στην εταιρεία, σύμφωνα με το νόμο (102 §4 in fine). Πρόκειται για πρόβλεψη που συναντάται, για πρώτη φορά, το πρώτον στον ν. 4548/2018.

    Η πρόβλεψη αυτή δεν εισάγει νέο λόγο απαλλαγής από την ευθύνη του άρθρου 102. Αντίθετα, κατά το γράμμα του νόμου, πρόκειται για δυνατότητα του δικαστηρίου να αποφασίσει ότι δεν συντρέχει ευθύνη των μελών.

    Για την εφαρμογή της συγκεκριμένης ρύθμισης, εύλογα αναρωτιέται κανείς ποιος εμπίπτει στην έννοια του οργάνου ή της επιτροπής. Η εφαρμογή της φαίνεται να έχει περιορισμένο πεδίο εφαρμογής. Τέτοιου είδους όργανο λ.χ. συνιστά το Συμβούλιο Εμπειρογνωμόνων που προβλέπει ο ν. 3986/2011 για το ΤΑΙΠΕΔ Α.Ε (άρ. 4). Σε κάθε περίπτωση, η εφαρμογή της πρέπει να αναζητηθεί ακόμη και σε υποκατάστατα, όπως γίνεται δεκτό, όργανα ή σε επιτροπές που προβλέπονται στο νόμο περί ΑΕ ή σε ειδικό νόμο ή δημιουργούνται δυνάμει καταστατικής διάταξης.

    Βάρος Απόδειξης – Κρίσιμος Χρόνος

    Το βάρος απόδειξης της συνδρομής των προϋποθέσεων της απαλλαγής (:άρ. 102 §4) φέρουν τα μέλη του ΔΣ. Κρίσιμος χρόνος για την εκτίμηση της συνδρομής τους είναι αυτός της λήψης της συγκεκριμένης απόφασης-υπό το πρίσμα των συνθηκών που τότε συνέτρεχαν (βλ. Αιτιολογική Έκθεση ν. 4548/2018 επί του άρ. 102). Πρόκειται, συγκεκριμένα, για ένσταση, την οποία υποχρεούνται να προβάλλουν και αποδείξουν τα μέλη ΔΣ.

     

    Παραίτηση Της Εταιρείας Από Αξιώσεις – Συμβιβασμός

    Δεν είναι δυνατή, χωρίς τήρηση συγκεκριμένης διαδικασίας και πλήρωση συγκεκριμένων προϋποθέσεων, παραίτηση ή συμβιβασμός της ΑΕ με υπεύθυνο μέλος ΔΣ (άρ. 102 §7). Τούτο μοιάζει απολύτως εύλογο καθώς είναι αναγκαίο να αποτραπούν δόλιοι συμβιβασμοί/παραιτήσεις σε βάρος της εταιρείας (και μειοψηφούντων μετόχων). Απαιτείται, ως εκ τούτου, συγκατάθεση της ΓΣ στην οποία, όμως, μπορεί να προβληθεί veto της μειοψηφίας. Συγκεκριμένα θα πρέπει:

    (α) Η παραίτηση ή ο συμβιβασμός να έχουν συγκεκριμένες μορφές (πλήρης ή μερική άφεση χρέους, αρνητική αναγνωριστική σύμβαση, σύμβαση συμβιβασμού).

    (β) Να έχει παρέλθει διετία από την γέννηση της αξίωσης, προκειμένου η ΑΕ να αποφασίσει (:όχι βεβιασμένα) την όποια παραίτηση από τυχόν δικαστική επιδίωξη των αξιώσεών της. Πριν τη συμπλήρωση της διετίας, σχετικές ενέργειες είναι άκυρες. Στην περίπτωση, όμως, που ασκηθεί εταιρική αγωγή, η ΑΕ έχει τη δυνατότητα να παραιτηθεί από τυχόν αξιώσεις της ή να συμβιβαστεί οποτεδήποτε.

    (γ) Να ληφθεί σχετική απόφαση (συγκατάθεση) της ΓΣ. Στη σχετική συνεδρίαση, μετά την άσκηση εταιρικής αγωγής, καλείται να παραστεί και ο ειδικός εκπρόσωπος που τυχόν έχει ορισθεί. Τέλος,

    (δ) Να μην έχει αντιταχθεί κατά της ανωτέρω απόφασης το 1/10 του εκπροσωπούμενου εταιρικού κεφαλαίου (αν δεν έχει προηγηθεί εταιρική αγωγή) και το 1/20 (στην περίπτωση που έχει ήδη ασκηθεί αγωγή).

     

    Παραγραφή

    Οι αξιώσεις της εταιρείας για αποζημίωση, κατ’ άρθρο 102, παραγράφονται με την πάροδο τριετίας. Η προθεσμία παραγραφής αρχίζει με την τέλεση της πράξης ή της παράλειψης που οδήγησε στη ζημία της εταιρείας. Δεν συνιστά, αντίθετα, έναρξη της παραγραφής η γνώση του ζημιογόνου γεγονότος από την εταιρεία ούτε και η εμφάνιση των αποτελεσμάτων του (1483/2010 ΑΠ, 131/2022 ΑΠ, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

    Η παραγραφή αναστέλλεται για το διάστημα που ο υπεύθυνος παραμένει μέλος του ΔΣ (είναι υποκατάστατο όργανο, εκκαθαριστής κλπ.) Ομοίως, αναστολή χωρεί και στην περίπτωση υποβολής της αίτησης της μειοψηφίας προς το ΔΣ για την έγερση των αξιώσεων της ΑΕ (κατ΄ άρ. 104 §1, η οποία σε επόμενη αρθρογραφία θα μας απασχολήσει). Σε κάθε περίπτωση, οι αξιώσεις παραγράφονται μετά από δέκα έτη από την τέλεση της πράξης ή την τυχόν παράλειψη.

    Αν η ζημία της εταιρείας προκλήθηκε από παράβαση της απαγόρευσης ανταγωνισμού, προβλέπεται συντομότερη παραγραφή (άρ. 98 §3). Συγκεκριμένα, οι σχετικές αξιώσεις παραγράφονται μετά από ένα έτος και σε κάθε περίπτωση, μετά από πέντε.

     

    Όπως επανειλημμένα έχουμε διατυπώσει, η συμμετοχή σε ΔΣ Ανώνυμης Εταιρείας δεν είναι χωρίς ευθύνες. Τυχόν ζημιογόνες αποφάσεις, πράξεις ή παραλείψεις μελών του ΔΣ είναι δυνατό να τεκμηριώσουν, υπό προϋποθέσεις, προσωπική τους ευθύνη. Για την τυχόν απαλλαγή τους από την ΑΕ, παραίτηση από αξιώσεις ή συμβιβασμό της ΑΕ θα πρέπει να συντρέχουν συγκεκριμένες προϋποθέσεις. Σημαντικό ζητούμενο: η διασφάλιση των συμφερόντων της ΑΕ και των μετόχων μειοψηφίας. Το ΔΣ, εξάλλου, υποχρεούται σε έγκαιρη, πλήρη και επιμελή άσκηση των σχετικών αξιώσεων. Περί αυτών, όμως, σε επόμενη αρθρογραφία μας.-

    Σταύρος Κουμεντάκης
    Managing Partner

     

    Υ.Γ. Συνοπτική έκδοση του άρθρου δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ, στις 21 Μαΐου 2023.

    Η πληροφόρηση που εμπεριέχεται στο παρόν άρθρο δεν συνιστά (ούτε και έχει σκοπό να αποτελέσει) νομική συμβουλή. Μια τέτοια νομική συμβουλή είναι δυνατό να παρασχεθεί μόνον από αρμόδιο δικηγόρο ο οποίος θα λάβει υπόψη του το σύνολο των δεδομένων που θα του εκθέσετε για την υπόθεσή σας. Αναλυτικά.

  • Η Πολιτική Αποδοχών μελών ΔΣ της ΑΕ

    Η Πολιτική Αποδοχών μελών ΔΣ της ΑΕ

    Οι αμοιβές των μελών του ΔΣ της ΑΕ αποτελούν ζήτημα «ζέον»˙ ενδιαφέρει όλους: την εταιρεία, τους μετόχους και, αυτονόητα, του ωφελούμενους. Ενδιαφέρει όμως και τους τρίτους: επενδυτές και τράπεζες. Ο εθνικός μας νομοθέτης επαναπροσέγγισε με το νόμο για τις ΑΕ (ν. 4548/2018) το συγκεκριμένο θέμα. Η διαδικασία και οι προϋποθέσεις για τη χορήγηση αμοιβών στα μέλη του ΔΣ στη βάση της οργανικής τους σχέσης μας απασχόλησε σε  προηγούμενη αρθρογραφία μας (:Ανώνυμη Εταιρεία: Αμοιβές Μελών ΔΣ). Στο παρόν θα μας απασχολήσει η Πολιτική Αποδοχών. Μια Πολιτική υποχρεωτική για τις εταιρείες με μετοχές εισηγμένες σε ρυθμιζόμενες αγορές (άρθρο 110 §1). Καλοδεχούμενη, αναμφίβολα, για τις υπόλοιπες.

    Οι αμοιβές των μελών του ΔΣ και η σύγκρουση συμφερόντων˙ η (παγκόσμια) συζήτηση

    Οι αμοιβές που λαμβάνουν τα μέλη του ΔΣ είναι δυνατό, υπό προϋποθέσεις, να αποβούν βλαπτικές για την ΑΕ. Πρόκειται, εξάλλου, για χαρακτηριστική περίπτωση σύγκρουσης συμφερόντων. Βλαπτικές είναι δυνατό, λ.χ., να αποδειχθούν όταν σε κάποιες περιπτώσεις συνδεθούν με την επίτευξη υψηλών στόχων (ενδ.: ο κύκλος εργασιών της εταιρείας). Είναι, τότε, δυνατό να επιλέξουν τα μέλη του ΔΣ-διοίκηση της ΑΕ, υπέρμετρη ανάληψη κινδύνων στον βωμό της επίτευξης, βραχυπρόθεσμου, ιδίου, οφέλους.

    Η πρόσφατη μακρόχρονη οικονομική κρίση «έφερε» και στη χώρα μας την παγκόσμια συζήτηση γύρω από τις υπέρογκες αμοιβές των μελών του ΔΣ. Βάση των σχετικών προβληματισμών αποτελεί, συχνά, η έλλειψη ικανής διαφάνειας αλλά και ουσιαστικής συμμετοχής των μετόχων στην έγκρισή τους. Στόχος τους η προάσπιση, εν τέλει, του εταιρικού συμφέροντος.

    Η επίτευξη του συγκεκριμένου στόχου επιδιώκεται μέσω της αρχής «say on pay» (ενδ.: άρθρα 9α και 9β της Οδηγίας 2007/36/ΕΚ, όπως τροποποιήθηκε με την Οδηγία 2017/828/ΕΕ). Με βάση τη συγκεκριμένη αρχή, οι αποδοχές των μελών του ΔΣ πρέπει να ορίζονται κατά τέτοιο τρόπο, ώστε οι μέτοχοι να είναι σε θέση να  εκφράζουν σχετική γνώμη. Εργαλείο υλοποίησης της η Πολιτική Αποδοχών (όπως, εξάλλου, και η Έκθεση Αποδοχών) που μεταφέρθηκαν, ήδη, στο εθνικό δίκαιο.

     

    Νομοθετικό πλαίσιο

    Ο εθνικός νομοθέτης ρύθμισε τα σχετικά με την Πολιτική Αποδοχών (και την Έκθεση Αποδοχών) στις διατάξεις των άρθρων 110-112 ν. 4548/2018. Ενσωμάτωσε, με τον τρόπο αυτό, στο ελληνικό δίκαιο τις διατάξεις των άρθρων 9α και 9β της προαναφερθείσας Οδηγίας-όπως ισχύει.

    Με την Πολιτική Αποδοχών (άρθρο 110 και 111 ν. 4548/2018), που θα μας απασχολήσει εν προκειμένω, διαρθρώνεται η στρατηγική της ΑΕ ως προς τη χορήγηση αμοιβών στα μέλη του ΔΣ. Προωθούνται, επίσης, η βιωσιμότητα και τα μακροπρόθεσμα συμφέροντά της. Περιεχόμενο της Έκθεσης Αποδοχών (άρθρο 112 ν. 4548/2018) συνιστούν οι αμοιβές που χορηγήθηκαν στα μέλη του ΔΣ (ή ακόμα οφείλονται από) την προηγούμενη εταιρική χρήση. Δεν είναι επιτρεπτές, αυτονόητα, οι αποκλίσεις των καταβληθεισών αποδοχών από όσα η Πολιτική Αποδοχών ορίζει.

     

    Η πολιτική αποδοχών

    Η υποχρέωση θέσπισης

    Όπως εισαγωγικά «βιαστήκαμε» να σημειώσουμε,  δεν υποχρεούνται σε θέσπιση Πολιτικής Αποδοχών όλες οι ΑΕ. Η υποχρέωση αυτή τυπικά βαρύνει, μόνον, εταιρείες με μετοχές εισηγμένες σε ρυθμιζόμενη αγορά. Τόσο για τα μέλη του ΔΣ όσο και για τον γενικό διευθυντή, εφόσον υπάρχει, και τον αναπληρωτή του (άρθρο 110 §1). Ωστόσο, με καταστατική ρύθμιση, είναι δυνατή η εφαρμογή των διατάξεων για την Πολιτική και Έκθεση Αποδοχών σε δύο, ακόμα, περιπτώσεις: (α) στα διοικητικά στελέχη, όπως αυτά ρυθμίζονται από τα ΔΛΠ (άρθρο 24 παρ. 9) και (β) στις ΑΕ με μη εισηγμένες μετοχές. Στοχεύουμε, στις περιπτώσεις αυτές, σε μεγαλύτερη διαφάνεια έναντι των μετόχων. Στο όφελος, εν τέλει, της ΑΕ.

    Η υποχρέωση θέσπισης Πολιτικής Αποδοχών καταλαμβάνει τις αποδοχές που χορηγούνται στα μέλη του ΔΣ με την οργανική τους ιδιότητα και θέση. Είναι, με άλλα λόγια, εκτός του  περιεχομένου της και ρυθμίσεών της άλλες αμοιβές. Όπως, λ.χ., εκείνες που οφείλονται, σε ειδική σχέση εξαρτημένης εργασίας, εντολής, ανεξαρτήτων υπηρεσιών ή έργου (ενδ.: Ανώνυμη Εταιρεία: Συμβάσεις Μελών ΔΣ Για Παροχή (Πρόσθετων) Υπηρεσιών).

     

    Η αρμοδιότητα της ΓΣ

    Αρμόδιο όργανο για την έγκριση της Πολιτικής Αποδοχών ορίζεται από το νόμο (άρθρο 110 §2) η ΓΣ. Πρόκειται για μετουσίωση της αρχής που ήδη αναφέραμε: «say on pay» [αρχή, η οποία, ωστόσο, ενυπήρχε, ήδη, στο προϊσχύσαν εθνικό δίκαιο (άρ. 24 παρ. 2 ν. 2190/1920)] Η ψήφος των μετόχων προβλέπεται ως δεσμευτική. Με άλλα λόγια: η ΑΕ δεν έχει δικαίωμα να αποκλίνει από την απόφαση των μετόχων της.

    Για τη λήψη της απόφασης της ΓΣ (για την έγκριση, δηλ., ή μη της Πολιτικής Αποδοχών) αρκεί απλή απαρτία και πλειοψηφία. Στην αρχική διατύπωση του ν. 4548/2018, προβλεπόταν πως στη σχετική ψηφοφορία δεν είχαν δικαίωμα ψήφου οι μέτοχοι που συνέπιπτε να είναι, οι ίδιοι, μέλη του ΔΣ. Τούτη η απαγόρευση δεν ισχύει πλέον (:καταργήθηκε με τον ν. 4587/2018).

    Σε περίπτωση έγκρισης της Πολιτικής Αποδοχών από τη ΓΣ, η διάρκειά της εκτείνεται, κατ’ ανώτατο όριο, σε μια τετραετία από τη σχετική απόφαση. Θα απαιτηθεί, ωστόσο,  νέα υποβολή και έγκριση της από τη ΓΣ, όταν ουσιωδώς μεταβληθούν (ακόμα και εντός της τετραετίας) οι συνθήκες υπό τις οποίες αυτή εγκρίθηκε (άρθρο 110 §2).

    Όταν η ΓΣ καλείται να εγκρίνει νέα Πολιτική Αποδοχών μετά τη λήξη της προηγούμενης, δικαιούται, φυσικά, να την απορρίψει. Στην περίπτωση αυτή η εταιρεία δεσμεύεται από την προηγούμενη-εγκεκριμένη. Η διάρκεια της τελευταίας παρατείνεται έως της επόμενη ΓΣ, οπότε και υποβάλλεται νέα, αναθεωρημένη, Πολιτική Αποδοχών (άρθρο 110 §4).

     

    Η δυνατότητα παρέκκλισης από την Πολιτική Αποδοχών

    Η υποχρέωση για την εκ νέου υποβολή προς έγκριση της Πολιτικής Αποδοχών θα πρέπει να διακριθεί από τη δυνατότητα παρέκκλισης (άρθρο 110 §6). Η συγκεκριμένη/προβλεπόμενη παρέκκλιση είναι, σε εξαιρετικές περιστάσεις, επιτρεπτή. Αρκεί να πληρούνται τρεις, βασικές, προϋποθέσεις. Συγκεκριμένα:

    (α) Η πρόβλεψη στην Πολιτική Αποδοχών των διαδικαστικών προϋποθέσεων εφαρμογής της παρέκκλισης.

    (β) Η πρόβλεψη στην Πολιτική Αποδοχών των στοιχείων ως προς τα οποία είναι δυνατό να λάβει χώρα η παρέκκλιση.

    (γ) Η αναγκαιότητα της παρέκκλισης για τη μακροπρόθεσμη εξυπηρέτηση των συμφερόντων της εταιρείας στο σύνολό της ή για τη διασφάλιση της βιωσιμότητάς της.

     

    Το αρμόδιο όργανο για την υποβολή στη ΓΣ

    Το ΔΣ είναι το αρμόδιο όργανο της εταιρείας για την υποβολή της Πολιτικής Αποδοχών στη ΓΣ προς έγκριση. Είναι αλήθεια πως η συγκεκριμένη αρμοδιότητα του ΔΣ δεν προκύπτει, ρητά, από τη διατύπωση του νόμου. Προβλέπεται, αντίθετα, ως συλλογικό καθήκον των μελών του ΔΣ η εξασφάλιση της σύνταξης και δημοσίευσης, μεταξύ άλλων, της Έκθεσης Αποδοχών (άρθρο 96 §2 ν. 4548/2018). Αντίστοιχη, ωστόσο, πρόβλεψη για την Πολιτική Αποδοχών δε συναντούμε. Τούτο, όμως, δεν σημαίνει πως τα μέλη του ΔΣ δεν έχουν υποχρέωση σύνταξης της Πολιτικής Αποδοχών και υποβολής της στη ΓΣ.

    Αντίθετη ερμηνεία δεν θα ήταν συμβατή και με τον πρόσφατο νόμο για την εταιρική διακυβέρνηση (ν. 4706/2020). Όπως και σε προηγούμενη αρθρογραφία μας αναφέραμε [Ο (Νέος) Νόμος Για Την Εταιρική Διακυβέρνηση (Και Η Συγκριτική Του Επισκόπηση Με Τον Προϋφιστάμενο)], ο σχετικός νόμος εισάγει, εκτός από την Επιτροπή Ελέγχου, δύο επιπλέον επιτροπές του ΔΣ (άρθρο 10): Την Επιτροπή Υποψηφιοτήτων και την Επιτροπή Αποδοχών. Η τελευταία επιφορτίζεται με την αρμοδιότητα να: «διατυπώνει προτάσεις προς το Διοικητικό Συμβούλιο σχετικά με την πολιτική αποδοχών που υποβάλλεται προς έγκριση στη γενική συνέλευση, σύμφωνα με την παρ. 2 του άρθρου 110 του ν. 4548/2018» (:άρθρο 11 περ. α). Επιπλέον, εξετάζει τις πληροφορίες που περιλαμβάνονται στην Έκθεση Αποδοχών, παρέχοντας γνώμη στο ΔΣ (άρ. 11 περ. γ).

     

    Το περιεχόμενο της Πολιτικής Αποδοχών

    Οι προβλέψεις της Πολιτικής Αποδοχών επιβάλλεται να καταγράφονται με τρόπο σαφή και κατανοητό. Το (ελάχιστο) περιεχόμενο της προσδιορίζεται, αρκετά αναλυτικά, στη διάταξη του άρθρου 111 §1 ν. 4548/2018 (που συνιστά ακριβή μεταφορά των σχετικών διατάξεων του άρθρου 9α της Οδηγίας 2007/36/ΕΚ).

    Ελάχιστο περιεχόμενό της, ενδεικτικά, θα πρέπει να αποτελεί ο τρόπος με τον οποίο η συγκεκριμένη Πολιτική Αποδοχών συνεισφέρει στην επιχειρηματική στρατηγική, στα μακροπρόθεσμα συμφέροντα και τη βιωσιμότητα της εταιρείας.  Επιπλέον, οι διαφορετικές συνιστώσες για τη χορήγηση σταθερών και μεταβλητών αποδοχών πάσης φύσεως καθώς και τα κριτήρια για τη χορήγησή τους. Οι μέθοδοι που χρησιμοποιούνται για την αξιολόγηση του βαθμού πλήρωσης των συγκεκριμένων κριτηρίων. Οι προϋποθέσεις για την αναβολή της καταβολής των μεταβλητών αποδοχών και η χρονική διάρκειά της. Η διάρκεια και το περιεχόμενο των συμβάσεων εργασίας των μελών του ΔΣ της εταιρείας˙ τυχόν υφιστάμενα συνταξιοδοτικά προγράμματα. Τυχόν δικαιώματα διάθεσης μετοχών και δικαιώματα προαίρεσης. Η διαδικασία λήψης αποφάσεων για την έγκριση και τον προσδιορισμό του περιεχομένου της πολιτικής αποδοχών κ.ο.κ.

     

    Οι διατυπώσεις δημοσιότητας

    Κεντρική στόχευση της Πολιτικής Αποδοχών των μελών του ΔΣ συνιστά η ενίσχυση της διαφάνειας. Δικαιολογητικός λόγος, η δυνατότητα διαρκούς ενημέρωσης του συνόλου των ενδιαφερομένων προσώπων (ιδίως μετόχων και επενδυτών). Δεν είναι παράδοξο λοιπόν που  η Πολιτική Αποδοχών υποβάλλεται σε δημοσιότητα (άρθρα 110 §5 καθώς και 12 & 13). Παράλληλα, όμως, πρέπει να παραμένει διαθέσιμη στον διαδικτυακό τόπο της εταιρείας για όσο χρόνο ισχύει (άρ. 110 παρ. 5).

     

    Η ύπαρξη και, ιδίως, η πιστή εφαρμογή της Πολιτικής Αποδοχών των μελών του ΔΣ, συνιστά σημαντική υποχρέωση των εταιρειών που έχουν μετοχές εισηγμένες σε ρυθμιζόμενη αγορά. Η συγκεκριμένη υποχρέωση απορρέει από τον (πρόσφατο) νόμο για τις Ανώνυμες Εταιρείες. Διαθέτει, εντούτοις, ισχυρά ερείσματα και στον (απολύτως πρόσφατο) νόμο για την εταιρική διακυβέρνηση.

    Η αξία της Πολιτικής Αποδοχών ακριβώς εκεί ερείδεται: στην ενίσχυση, δηλ., της εταιρικής διακυβέρνησης. Και όπου η τελευταία προκύπτει ενισχυμένη, ωφελημένες καταλήγουν οι εταιρείες που σ΄ αυτήν επενδύουν. Ποιος εξάλλου επενδυτής δεν θα δει θετικά μια εταιρεία που στην εταιρική διακυβέρνηση έχει επενδύσει; Ποια τράπεζα δεν θα αυξήσει κατά τι, έστω, την πιστοληπτική ικανότητα μιας εταιρείας με ισχυρές, σχετικές, επιδόσεις; Τα όποια σχετικά κόστη για την υιοθέτηση Πολιτικής Αποδοχών και η συμμόρφωση με το περιεχόμενό της, μοιάζουν μικρά σε σχέση με τα προσδοκώμενα και λογικώς αναμενόμενα οφέλη.

    Προφανώς και στις μη εισηγμένες εταιρείες.

    Ιδίως, ίσως, σ’ αυτές.-

    Σταύρος Κουμεντάκης
    Managing Partner

     

    Υ.Γ. Συνοπτική έκδοση του άρθρου δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ, στις 4 Απριλίου 2021.

     

    Η πληροφόρηση που εμπεριέχεται στο παρόν άρθρο δεν συνιστά (ούτε και έχει σκοπό να αποτελέσει) νομική συμβουλή. Μια τέτοια νομική συμβουλή είναι δυνατό να παρασχεθεί μόνον από αρμόδιο δικηγόρο ο οποίος θα λάβει υπόψη του το σύνολο των δεδομένων που θα του εκθέσετε για την υπόθεσή σας. Αναλυτικά.

  • ΔΣ vs ΑΕ: Η υποχρέωση παράλειψης ανταγωνισμού

    ΔΣ vs ΑΕ: Η υποχρέωση παράλειψης ανταγωνισμού

    Σε προηγούμενη αρθρογραφία μας ασχοληθήκαμε με τις πρόνοιες του νόμου σχετικά με την αντιμετώπιση των περιπτώσεων σύγκρουσης συμφερόντων των μελών του ΔΣ με την ΑΕ (ΔΣ Vs AE: Η Σύγκρουση Των Μεταξύ Τους Συμφερόντων). Μας απασχόλησε, ειδικότερα, η υποχρέωση πίστης των μελών του ΔΣ έναντι της ΑΕ. Στο πλαίσιο αυτής και η υποχρέωση προαγωγής του συμφέροντος της εταιρείας έναντι των ίδιων συμφερόντων (:θετική όψη). Στο παρόν άρθρο θα μας απασχολήσει μια άλλη όψη της (αρνητική αυτή τη φορά): η υποχρέωση για παράλειψη ανταγωνιστικών πράξεων.

     

    Οι ανταγωνιστικές πράξεις

    Η σύγκρουση συμφερόντων των μελών του ΔΣ έναντι της ΑΕ, είναι δυνατό να εμφανισθεί και με τη μορφή της διενέργειας ανταγωνιστικών πράξεων από μέρους των πρώτων. Στο πλαίσιο αυτό, ο νομοθέτης προέβη στη θέσπιση ειδικής, σχετικής, απαγόρευσης. Πρόκειται για την υποχρέωση παράλειψης ανταγωνισμού (άρθρο 98 ν. 4548/2018). Η τελευταία απορρέει, επίσης, από την υποχρέωση πίστης. Η νομολογία την αντιμετωπίζει ως την κυριότερη περίπτωση της υποχρέωση αυτής (ενδ. 797/2010 ΑΠ).

     

    Η νομοθετική ρύθμιση

    Το άρθρο 98§1 ν. 4548/2018 προβλέπει: «Απαγορεύεται στα μέλη του διοικητικού συμβουλίου που συμμετέχουν με οποιονδήποτε τρόπο στη διεύθυνση της εταιρείας, καθώς και στους διευθυντές αυτής, να ενεργούν, χωρίς άδεια της γενικής συνέλευσης ή σχετική πρόβλεψη του καταστατικού, για δικό τους λογαριασμό ή για λογαριασμό τρίτων, πράξεις που υπάγονται στους σκοπούς της εταιρείας, καθώς και να μετέχουν ως ομόρρυθμοι εταίροι ή ως μόνοι μέτοχοι ή εταίροι σε εταιρείες που επιδιώκουν τέτοιους σκοπούς».

    Η συγκεκριμένη νομοθετική ρύθμιση μοιάζει απολύτως δικαιολογημένη. Αρκεί να  αναλογιστεί κανείς το εύρος και είδος των πληροφοριών που έχουν στη διάθεσή τους όσοι ασκούν τη διοίκηση της εταιρείας. Πρόκειται για απόλυτα εμπιστευτικές πληροφορίες που συνδέονται, εν τέλει, με την προσπάθεια επικράτησης της ΑΕ έναντι των ανταγωνιστών της.

    Ποια, όμως, είναι τα πρόσωπα που έχουν πρόσβαση στις ανωτέρω πληροφορίες;

     

    Ποιους αφορά η υποχρέωση παράλειψης ανταγωνισμού;  Υποκειμενικό πεδίο εφαρμογής.

    Η απαγόρευση ανταγωνισμού αφορά κάθε πρόσωπο το οποίο μετέχει με οποιονδήποτε τρόπο στη διεύθυνση της ΑΕ. Τούτο σημαίνει ότι το πρόσωπο αυτό μπορεί να τελεί σε σχέση οργανική με το νομικό πρόσωπο. Να είναι, δηλαδή, μέλος του διοικητικού συμβουλίου. Ύστερα από την εκλογή του, λ.χ., ως μέλος. Εναλλακτικά: ύστερα από διορισμό του απευθείας από μέτοχο (με βάση καταστατική ρύθμιση) ή με βάση προσωρινό διορισμό του (:με βάση δικαστική απόφαση). Η απαγόρευση, όμως, αφορά εξίσου -κατά το γράμμα του νόμου- και τους διευθυντές-δηλαδή τα υποκατάστατα όργανα του ΔΣ. Η συγκεκριμένη  μάλιστα απαγόρευση δεν διαφοροποιείται στην περίπτωση του μονομελούς διοικητικού οργάνου. Υπό την επιφύλαξη, βέβαια, της μη σύμπτωσης στο ίδιο πρόσωπο των ιδιοτήτων του διοικητή και του μοναδικού μετόχου (στην περίπτωση της μονοπρόσωπης ΑΕ).

    Συζήτηση, ωστόσο, «έχει ανοίξει» σχετικά με το αν η απαγόρευση καταλαμβάνει αποκλειστικά τα εκτελεστικά όργανα της ΑΕ ή επεκτείνεται και στα μη εκτελεστικά. Κατά την κρατούσα (και, εκτιμούμε, ορθή) άποψη, η απαγόρευση αυτή αφορά αδιακρίτως τόσο τα εκτελεστικά όσο και τα μη εκτελεστικά όργανα της ΑΕ. Και τούτο καθώς δεν διαφοροποιείται στο νόμο το εύρος της υποχρέωσης πίστης των τελευταίων έναντι της ΑΕ.  Υποστηρίζεται επίσης ότι η απαγόρευση αυτή καταλαμβάνει, ομοίως, και τους εκκαθαριστές της ΑΕ, στους οποίους αναλογικά εφαρμόζονται οι διατάξεις για τη διαχείριση (άρθρο 167 παρ. 2 Ν. 4548/2018).

     

    Οι πράξεις ανταγωνισμού – Αντικειμενικό πεδίο εφαρμογής

    Το γράμμα του άρθρου 98 ν. 4548/2018 διευρύνει το αντικειμενικό πεδίο εφαρμογής της απαγόρευσης ανταγωνισμού σε σχέση με το προϊσχύσαν άρθρο (:άρθρο 23 ν. 2190/1920). Εξακολουθεί όμως να εμπίπτει στην απαγόρευση ανταγωνισμού η διενέργεια πράξεων από τα υπόχρεα πρόσωπα, οι οποίες υπάγονται στους καταστατικούς σκοπούς. Επίσης, η συμμετοχή των υπόχρεων προσώπων ως ομορρύθμων εταίρων σε προσωπικές εταιρείες που επιδιώκουν τους ανωτέρω σκοπούς. Περαιτέρω, όμως, η νέα διάταξη απαγορεύει, ρητά, στα πρόσωπα αυτά να μετέχουν ως μόνοι μέτοχοι ή ως εταίροι σε εταιρείες που επιδιώκουν τους ίδιους σκοπούς με την ΑΕ. Με τον τρόπο αυτό αντιμετωπίστηκαν οι αμφιγνωμίες σχετικά με την ενδεικτική ή αποκλειστική απαρίθμηση της προϊσχύσασας διάταξης και τη συμπερίληψη (ή μη) και άλλων εταιρικών τύπων στη διάταξη του άρθρου 23 ν. 2190/1920.

    Παράλληλα, σύμφωνα με την πάγια θέση της νομολογίας «…ανταγωνιστικές πράξεις θεωρούνται εκείνες που είναι όμοιες με αυτές που εμπίπτουν στο περιεχόμενο του εταιρικού σκοπού. Έτσι στην ανταγωνιστική δραστηριότητα περιλαμβάνεται ο άμεσος ανταγωνισμός με την ίδρυση ανταγωνιστικής επιχειρήσεως, αλλά και ο έμμεσος, με τη συμμετοχή σε ανταγωνιστική επιχείρηση» (797/2010 ΑΠ).

    Ως εταιρικοί σκοποί νοούνται (:λογικά αναμενόμενο), όσοι προβλέπονται από το καταστατικό. Ωστόσο, μείζονος σημασίας αποδεικνύεται η πραγματική οικονομική δραστηριότητα της εταιρείας. Στην δραστηριότητα αυτή περιλαμβάνονται τόσο οι ήδη ασκούμενες δραστηριότητες της ΑΕ όσο  και οι μελλοντικές. Εκείνες δηλαδή που είναι πιθανό (πολύ περισσότερο: αναμενόμενο) να ασκηθούν ακόμα και σε διαφορετική, συγγενή, αγορά.

     

    Η άρση της απαγόρευσης

    Η καταστατική πρόβλεψη περί άρσης της απαγόρευσης

    Η δυνατότητα πρόβλεψης του καταστατικού για την άρση της απαγόρευσης ανταγωνισμού δεν προβλεπόταν ρητά από το προϊσχύσαν δίκαιο. Έμοιαζε, ως εκ τούτου, αμφίβολο αν ήταν νόμιμη η γενική άρση της απαγόρευσης μέσω διάταξης του καταστατικού. Αν, δηλαδή, νομιμοποιούνταν η χορήγηση μιας γενικής άδειας-χωρίς αυτή να εξαρτάται από συγκεκριμένα πρόσωπα ή/και πράξεις. Μειοψηφούσες φωνές τάσσονταν υπέρ της συγκεκριμένης δυνατότητας. Κρατούσαν όμως οι αντίθετες, που εξέφραζαν βάσιμους φόβους για μια τέτοια δυνατότητα. Υποστήριζαν, ειδικότερα, ότι η εκ των προτέρων γενική καταστατική απαλλαγή συνιστά πηγή διακινδύνευσης της επιδίωξης του εταιρικού σκοπού. Τα υπόχρεα πρόσωπα μπορεί να βρίσκονται, με τον τρόπο αυτό, σε μια διαρκή σύγκρουση συμφερόντων με την ΑΕ. Μια σύγκρουση, που μπορεί να ελλοχεύει εσωτερικούς κινδύνους για την ΑΕ και την υπέρ του συμφέροντός της λειτουργία της.

    Ωστόσο, το άρθρο 98 §1 ν. 4548/2018 προβλέπει, πλέον, ρητά τη δυνατότητα καταστατικής άρσης της απαγόρευσης ανταγωνισμού. Ο νομοθέτης με την πρόβλεψη αυτή φαίνεται να επιδεικνύει εμπιστοσύνη στο πρόσωπο των ιδρυτών και μετόχων της ΑΕ. Διευρύνει τις καταστατικές ρυθμίσεις στις οποίες μπορούν οι τελευταίοι να προβούν. Αποδέχεται (και ορθά) πως είναι σε θέση να κατανοήσουν τα μειονεκτήματα αλλά και τους κινδύνους τέτοιων ρυθμίσεων.

    Τέτοιου περιεχομένου καταστατικές ρήτρες είναι δυνατό να περιλαμβάνονται από την αρχή στο καταστατικό. Είναι όμως δυνατό να προστεθούν και εκ των υστέρων-ύστερα από σχετική τροποποίηση. Για την τροποποίηση αυτή απαιτείται, αυτονόητα, απόφαση της ΓΣ, η οποία λαμβάνεται με απλή απαρτία και πλειοψηφία. Εξαίρεση στο συγκεκριμένο τρόπο λήψης απόφασης είναι δυνατό να λάβει χώρα με πρόβλεψη του καταστατικού. Στην περίπτωση αυτή είναι ανεκτή ρύθμιση για αυξημένη απαρτία και πλειοψηφία όσον αφορά το συγκεκριμένο ζήτημα.

     

    Η άδεια της Γενικής Συνέλευσης

    Ένας διαφορετικός τρόπος για τη νομιμοποίηση της διενέργειας μη επιτρεπτών ανταγωνιστικών πράξεων είναι η άδεια της Γενικής Συνέλευσης. Όπως η πράξη διορισμού του μέλος του ΔΣ, έτσι και η εν λόγω άδεια της ΓΣ χαρακτηρίζεται ως οργανικής φύσεως πράξη. Δεν απαιτείται αποδοχή της άδειας αυτής από τον υπόχρεο.

    Η χορήγηση της συγκεκριμένης άδειας εμπίπτει στην αποκλειστική αρμοδιότητα της ΓΣ. Δεν είναι δυνατή η περαιτέρω μεταβίβασή της. Η ΓΣ, επομένως, ως μόνη αρμόδια, δικαιούται να αποφασίσει για τη χορήγηση αυτή με απλή απαρτία και πλειοψηφία. Συμπεριλαμβανομένης, μάλιστα, της ψήφου του υπόχρεου που φέρει, ταυτόχρονα, και την ιδιότητα του μετόχου. Ο υπόχρεος-μέτοχος δεν στερείται το δικαίωμα ψήφου. Η σχετική απόφαση της Γενικής Συνέλευσης υπόκειται (όπως και κάθε άλλη) σε έλεγχο καταχρηστικότητας. Σε κάθε περίπτωση: το καταστατικό μπορεί να αξιώνει ποσοστά μεγαλύτερα από την απλή απαρτία και πλειοψηφία.

    Η απόφαση της ΓΣ για τη χορήγηση της ανωτέρω άδειας πρέπει, επιπλέον, να είναι ρητή και ειδική. Συναίνεσή που (θα υποστηριχθεί ότι) τεκμαίρεται ή που σιωπηρά συνάγεται, δεν αρκεί. Ως προς το περιεχόμενό της, η άδεια αυτή μπορεί να επιτρέπει συγκεκριμένες πράξεις ή να έχει γενικό χαρακτήρα. Να ορίζει συγκεκριμένη διάρκεια άσκησης των επιτρεπόμενων ανταγωνιστικών πράξεων ή να παρέχεται για αόριστο χρόνο. Είναι δυνατό επίσης να χορηγείται με την επιφύλαξη δικαιώματος ανάκλησης. Το περιεχόμενο της συγκεκριμένης απόφασης διαμορφώνεται στη βάση της αποφυγής κινδύνων που είναι δυνατό να ανακύψουν. Ως εκ τούτου, η απόφαση της ΓΣ (ως προϋπόθεση νόμιμης άσκησης ανταγωνιστικών πράξεων) πλεονεκτεί έναντι της αντίστοιχης καταστατικής άδειας. Η τελευταία δεν μπορεί να σταθμίσει τους συγκεκριμένους κινδύνους της περίπτωσης που θα εκάστοτε θα ανακύψει, δεδομένης της (κατ’ ανάγκη) γενικότητάς της.

    Η άδεια της Γενικής Συνέλευσης θα πρέπει να χορηγείται πριν τη συντέλεση των ανταγωνιστικών πράξεων. Τυχόν εκ των υστέρων άδεια συνιστά, κατά την κρατούσα άποψη, παραίτηση από τις αξιώσεις που είναι δυνατό να εγερθούν (άρθρο 98).

     

    Οι έννομες συνέπειες της σχετικής παράβασης

    Οι έννομες συνέπειες τυχόν παράβασης της απαγόρευσης διενέργειας ανταγωνιστικών πράξεων προβλέπονται στο άρθρο 98§2 ν. 4548/2018. Η ΑΕ ως φορέας των αξιώσεων δικαιούται να επιλέξει μεταξύ: (α) της αξίωσης αποζημίωσης, (β) του δικαιώματος οικονομικής της υποκατάστασης στη θέση του υποχρέου και (γ) της αξίωσης απόδοσης ή εκχώρησης της απαίτησης αμοιβής του υπόχρεου. Παράλληλα, διατηρεί (με βάση όσα γενικά ισχύουν) και πρόσθετες αξιώσεις. Μεταξύ αυτών: η αξίωση για την παύση και παράλειψη στο μέλλον των πράξεων ανταγωνισμού από τον υπόχρεο, το δικαίωμα ανάκλησης του υπόχρεου μέλους του ΔΣ ή το δικαίωμα καταγγελίας της σύμβασης του παραβάτη για σπουδαίο λόγο-όταν ο υπόχρεος συνδέεται συμβατικά με την ΑΕ. Σημειώνεται πως η άσκηση απαγορευμένων ανταγωνιστικών πράξεων, ως σύγκρουση συμφερόντων μεταξύ ΔΣ και ΑΕ μπορεί να οδηγήσει σε δικαστικό διορισμό προσωρινής διοίκησης (69 ΑΚ). Ενδεχομένως μάλιστα και να ενδείκνυται.

    Η περίπτωση της τέλεσης του αδικήματος της απιστίας (390ΠΚ) θα πρέπει, σε κάθε περίπτωση, να μην αποκλειστεί.

    Ειδικότερα (όσον αφορά τις αστικής φύσεως αξιώσεις της ΑΕ):

    (α) Ως προς την αξίωση αποζημίωσης

    Θεμελιωτική βάση της αξίωσης αποζημίωσης συνιστά αφενός η διάταξη του άρθρου 98 §2 αφετέρου οι διατάξεις για τις αδικοπραξίες. Για να γεννηθεί η αξίωση αποζημίωσης πρέπει να συντρέχει σειρά προϋποθέσεων. Μεταξύ αυτών ο νόμιμος λόγος ευθύνης και οι λοιπές προϋποθέσεις του δικαίου των αδικοπραξιών. Συγκεκριμένα: η ύπαρξη ζημίας και ο αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ του νόμιμου λόγου ευθύνης και της ζημίας που προκλήθηκε. Η εταιρεία υφίσταται ζημία στις περιπτώσεις εκείνες που λόγω της ανταγωνιστικής συμπεριφοράς του μέλους ΔΣ ή Διευθυντή απώλεσε επιχειρηματική ευκαιρία την οποία κατά τη συνήθη πορεία θα αναλάμβανε. Ή, ομοίως, στις περιπτώσεις που λόγω της ανωτέρω συμπεριφοράς χρειάστηκε να προβεί σε δαπάνες και να μειώσει το ενεργητικό της ή να αυξήσει το παθητικό της. Υπόχρεος σε αποζημίωση είναι, αυτονοήτως, το υπόχρεο σε μη διενέργεια πράξεων ανταγωνισμού πρόσωπο, ενώ η αποζημίωση που καλείται να καταβάλει πρέπει να αποκαθιστά τη πραγματική ζημία της ΑΕ.

    Σημαντικό πάντως να επισημανθεί το εύρος της (ενίοτε ανυπέρβλητης) δυσχέρειας που συναντούμε στην πράξη για τον ακριβή προσδιορισμό της πραγματικής ζημίας που υφίσταται η ΑΕ. Επίσης για τη σύνδεση της ζημίας με την απαγορευόμενη ανταγωνιστική πράξη (:αιτιώδης σύνδεσμος).

     

     (β) Ως προς το δικαίωμα οικονομικής υποκατάστασης της ΑΕ στη θέση του υποχρέου

    Είναι, κατά τα προαναφερθέντα, σημαντικές οι δυσχέρειες της απόδειξης του αιτιώδους συνδέσμου αλλά και του ύψους της προκληθείσας ζημίας. Αντιμετωπίζονται, εν μέρει, μέσω των υπολοίπων δικαιωμάτων της εταιρείας που της αναγνωρίζονται από το άρθρο 98 §2. Τέτοιο δικαίωμα συνιστά το δικαίωμα υποκατάστασης. Στη βάση του συγκεκριμένου δικαιώματος η ΑΕ δικαιούται να αξιώσει την απόδοση της εκάστοτε καθαρής ωφέλειας που αποκόμισε ο υπόχρεος, παραβαίνοντας την υποχρέωση μη διενέργειας πράξεων ανταγωνισμού. Θεωρείται, δηλαδή, ότι οι πράξεις στις οποίες προέβη ο υπόχρεος για λογαριασμού του έλαβαν χώρα για λογαριασμό της εταιρείας.

    Μέσω της άσκησης του δικαιώματος αυτού, η ΑΕ δεν υπεισέρχεται στις συμβατικές σχέσεις του υποχρέου με τους αντισυμβαλλομένους του και η ισχύς των συμβάσεων αυτών δεν θίγεται. Αντίθετα, ο υπόχρεος υπέχει υποχρέωση απόδοσης του συνόλου των ωφελειών που αποκόμισε αφού αφαιρεθούν οι δαπάνες στις οποίες προέβη.

     

    (γ) Ως προς την αξίωση απόδοσης ή εκχώρησης της απαίτησης αμοιβής του υποχρέου στην ΑΕ

    Ο υπόχρεος ενδέχεται, βέβαια, να προβαίνει σε διενέργεια ανταγωνιστικών πράξεων όχι για ίδιο λογαριασμό αλλά για λογαριασμό τρίτων. Στην περίπτωση αυτή, η ΑΕ διατηρεί το δικαίωμα να αξιώσει είτε την αμοιβή που έλαβε ο υπόχρεος για τη μεσολάβηση είτε την εκχώρηση της σχετικής απαίτησης έναντι του τρίτου.

    Η έννοια της αμοιβής πρέπει να ερμηνευθεί κατά τρόπο ευρύ. Συμπεριλαμβάνεται σε αυτή κάθε περιουσιακή ωφέλεια που αποκομίζει ο υπόχρεος από την παράνομη συμπεριφορά του. Οι περιουσιακές ωφέλειες του υποχρέου είναι δυνατό να πηγάζουν είτε από συμβατική σχέση (μεταξύ αυτού και του τρίτου) είτε από οργανική σχέση. Στην τελευταία περίπτωση εμπίπτει η συμμετοχή του υποχρέου σε ΔΣ άλλης εταιρείας που επιδιώκει σκοπούς ίδιους με την βλαπτόμενη ΑΕ. Οπότε στην περίπτωση αυτή, ο υπόχρεος οφείλει να αποδώσει πέραν των τυχόν μερισμάτων, αμοιβών κ.λπ. ως μέλος του ΔΣ και κάθε άλλη ωφέλεια που αποκόμισε (λ.χ. το δικαίωμα δωρεάν διάθεσης μετοχών ή το δικαίωμα προαίρεσης απόκτησης μετοχών-stock options).

     

    Η διάρκεια για την υποχρέωση παράλειψης ανταγωνισμού

    Κατά την πάγια θέση της νομολογίας «…Η υποχρέωση παράλειψης ανταγωνισμού παύει να ισχύει με την καθοιονδήποτε τρόπο λήξη ή με την παύση της ιδιότητας του συμβούλου, που συμμετέχει στη διεύθυνση της ανώνυμης εταιρείας ή του διευθυντή αυτής…». Ωστόσο, όπως γίνεται δεκτό, καθίσταται δυνατή η χρονική επέκταση της υποχρέωσης και μετά την παύση της ανωτέρω ιδιότητας ή την αποχώρηση του υποχρέου από την εταιρεία, με ρητή συμβατική υποχρέωση (ρήτρα μετασυμβατικής απαγόρευσης ανταγωνισμού). Η τελευταία είναι κατ` αρχήν έγκυρη (797/2010 ΑΠ). Το κύρος της ρήτρας απαγόρευσης ανταγωνισμού, ωστόσο, εξαρτάται, όπως δέχεται η νομολογία, «…από την διάρκεια της ισχύος της, την έκτασή της κατά τόπο, την επαγγελματική δραστηριότητα που απαγορεύθηκε και την αποζημίωση που δικαιούται η εταιρεία αν παραβλέψει ο υπόχρεος τη συμβατική του υποχρέωση ανταγωνιστικής δραστηριότητας…» (Ενδ. 5131/2011ΕφΑθ, 797/2010 ΑΠ).

     

    Παραγραφή

    Τέλος, το άρθρο 98§3 προβαίνει στην πρόβλεψη της παραγραφής των ανωτέρω αξιώσεων. Η παραγραφή που επιφυλάσσεται για τις αξιώσεις αυτές είναι σύντομη. Προβλέπεται, ειδικότερα, ότι οι ανωτέρω περιγραφόμενες αξιώσεις παραγράφονται μόλις ένα (1) έτος μετά την ανακοίνωσή τους σε συνεδρίαση του ΔΣ ή τη γνωστοποίησή τους στην εταιρεία. Συνεπώς, η δράση της ΑΕ για την αντιμετώπιση τέτοιων συμπεριφορών και την ικανοποίηση των ζημιών που υπέστη πρέπει είναι άμεση. Σε κάθε περίπτωση, η περιγραφή των αξιώσεων αυτών επέρχεται πέντε (5) έτη μετά την ενέργεια της απαγορευμένης πράξης.

     

    Η συμμετοχή σε Διοικητικό Συμβούλιο Ανώνυμης Εταιρείας δεν είναι χωρίς ευθύνες. Ούτε χωρίς περιορισμούς. Από τους σημαντικότερους: η απαγόρευση άσκησης ανταγωνιστικών δραστηριοτήτων.

    Ενδεχόμενη παράβαση για την σχετική υποχρέωση παράλειψης ανταγωνισμού δημιουργεί σημαντική (και συχνά δυσαπόδεικτη) ζημία της εταιρείας. Αυτονοήτως και υποχρέωση αποκατάστασής της από τον παραβάτη. Οι ποινικές ευθύνες (ενίοτε σοβαρές) δεν θα πρέπει να αποκλεισθούν.

    Η σχετική εγρήγορση κατά τη διάρκεια της λειτουργίας της εταιρείας δεν αρκεί. Απολύτως αναγκαίες καθίστανται οι σχετικές, ακριβείς και συγκεκριμένες κατά το περιεχόμενο, καταστατικές πρόνοιες.

    Περισσότερο αναγκαία όμως παρίσταται η ευλαβική συμμόρφωση των μελών του ΔΣ με τη σχετική τους υποχρέωση.

    Οι αρχές της Εταιρικής Διακυβέρνησης το επιβάλλουν.

    Ο νόμος θέτει τα αυστηρά όρια και τις επαπειλούμενες (αστικές και ποινικές) κυρώσεις.

    Εντούτοις: η παράλειψη τέτοιου είδους δράσεων σε βάρος του νομικού προσώπου θα πρέπει να βασίζεται στην ηθική και τη συνείδηση των μελών του ΔΣ.

    Αυτών ελλειπουσών τα μέλη του ΔΣ δεν μπορούν να έχουν θέση στο όργανο.

    Σταύρος Κουμεντάκης
    Managing Partner

     

    Υ.Γ. Συνοπτική έκδοση του άρθρου δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ, στις 28 Φεβρουαρίου 2021.

    υποχρέωση παράλειψης ανταγωνισμού

    Η πληροφόρηση που εμπεριέχεται στο παρόν άρθρο δεν συνιστά (ούτε και έχει σκοπό να αποτελέσει) νομική συμβουλή. Μια τέτοια νομική συμβουλή είναι δυνατό να παρασχεθεί μόνον από αρμόδιο δικηγόρο ο οποίος θα λάβει υπόψη του το σύνολο των δεδομένων που θα του εκθέσετε για την υπόθεσή σας. Αναλυτικά.

  • ΔΣ vs AE: Η σύγκρουση των μεταξύ τους συμφερόντων

    ΔΣ vs AE: Η σύγκρουση των μεταξύ τους συμφερόντων

    Τα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου μιας Ανώνυμης Εταιρείας εκλέγονται για να υπηρετούν και να προάγουν το εταιρικό της συμφέρον. Δεν αποκλείεται όμως το δικό τους, προσωπικό, συμφέρον να μην ευθυγραμμίζεται με το αντίστοιχο της εταιρείας. Ακόμα χειρότερα: να συγκρούεται μ΄εκείνο. Τότε μιλάμε για «σύγκρουση συμφερόντων». Πώς οριοθετείται; Με ποιον τρόπο μπορεί κανένας να τη διαχειριστεί; Πώς αντιμετωπίζεται; Ποιες είναι οι πρόνοιες του νόμου;

     

    Από τη σκοπιά της οικονομικής επιστήμης

    Στην οικονομική επιστήμη είναι γνωστό το πρόβλημα του εντολέα και του εντολοδόχου (agency problem). Ο εντολέας επιλέγει τον εντολοδόχο με σκοπό ο τελευταίος να διεξάγει υποθέσεις του πρώτου. Ο τελευταίος (:εντολοδόχος) έχει την ευθύνη των αποφάσεων που επηρεάζουν τον πλουτισμό του εντολέα. Το συγκεκριμένο πρόβλημα δημιουργείται, όταν ο εντολοδόχος ενεργεί μεν για λογαριασμό του εντολέα του, ενεργεί όμως με τρόπο που δεν εξυπηρετεί τα συμφέροντα του. Βασικός λόγος της ύπαρξης του προβλήματος αυτού συνιστά, κατά τους οικονομολόγους, η «ασυμμετρία της πληροφορίας».

    Υπάρχουν δύο κατηγορίες προβλημάτων λόγω ασυμμετρίας πληροφορίας. Πρόκειται για: (α) το πρόβλημα του ηθικού κινδύνου (moral hazard) και (β) το πρόβλημα της δυσμενούς επιλογής (adverse selection). Όσον αφορά την τελευταία (:δυσμενής επιλογή) τη συναντούμε στις περιπτώσεις εκείνες κατά τις οποίες ο εντολέας, λόγω ασσυμετρίας της πληροφορίας, επιλέγει ως εντολοδόχο πρόσωπο το οποίο δεν έχει τη δυνατότητα (ή τη διάθεση;) να πράξει υπέρ των συμφερόντων του (του εντολέα).

    Η σύγκρουση συμφερόντων μεταξύ μέλους ΔΣ και ΑΕ, ωστόσο, συγκαταλέγεται στο πρόβλημα του ηθικού κινδύνου. Συγκεκριμένα, ο εντολοδόχος, έχει μεν τη δυνατότητα να πράξει υπέρ των συμφερόντων του εντολέα αλλά επιλέγει να ενεργεί για την επιδίωξη των δικών του, προσωπικών, συμφερόντων.

     

    Η λύση στο πρόβλημα: Εταιρική Διακυβέρνηση και Δίκαιο της Ανώνυμης Εταιρείας

    Η (γενική) λύση στο πρόβλημα της σύγκρουσης συμφερόντων είναι διπλή. Η εφαρμογή των κανόνων της εταιρικής διακυβέρνησης από τη μια και η συμπόρευση με το δίκαιο της Ανώνυμης Εταιρείας από την άλλη.

    Προτάσσεται, λοιπόν, η εφαρμογή των κανόνων της εταιρικής διακυβέρνησης. Και τούτο, γιατί μέσω της ευθυγράμμισης μ’ εκείνους, καθίσταται δυνατή η διαφανής δράση των μελών του ΔΣ. Και κάτι ακόμα περισσότερο: η ελεγχόμενη διάρθρωση των εκατέρωθεν συμφερόντων.

    Ωστόσο, και ο νομοθέτης του δικαίου των Ανωνύμων Εταιρειών προβαίνει σε ειδικότερες ρυθμίσεις που αφορούν την αντιμετώπιση του προβλήματος της σύγκρουσης συμφερόντων του μέλους του ΔΣ με τα συμφέροντα της εταιρείας. Είναι γνωστό πως κάθε μέλος του ΔΣ αναλαμβάνει έναντι της ΑΕ υποχρέωση πίστης. Ειδικότερη έκφανσή της συνιστά η αποφυγή σύγκρουσης ιδίων συμφερόντων. Ο νομοθέτης έχει θεσπίσεις μηχανισμούς αντιμετώπισης τέτοιων περιπτώσεων σύγκρουσης. Για τη διαπίστωση, ωστόσο, τέτοιων περιπτώσεων, θα πρέπει να οριοθετηθούν εννοιολογικά το εταιρικό και το ίδιον συμφέρον των μελών του ΔΣ.

     

    Το εταιρικό συμφέρον

    Δεν έχει, προφανώς, νόημα στο πλαίσιο του παρόντος άρθρου να περιδιαβούμε θεωρητικές περιπλανήσεις μεταξύ μονιστικής ή πλουραλιστικής θεωρίας. Ας περιοριστούμε στο, κατά τον γράφοντα-με απλά λόγια, ισχύον: Το εταιρικό συμφέρον δεν είναι παρά το συμφέρον της Ανώνυμης Εταιρείας. Μπορούμε με ασφάλεια να το ταυτίσουμε με το συμφέρον των μετόχων εκείνης-ως σύνολο.

     

    Το «ίδιον συμφέρον» των μελών ΔΣ

    Η οριοθέτηση του εταιρικού συμφέροντος μοιάζει απλή. Ποιο όμως είναι το «ίδιον συμφέρον» των μελών του ΔΣ; Ως ίδιο νοείται το άμεσο και προσωπικό (λ.χ. οικονομικό, ηθικό κλπ.) συμφέρον ενός μέλους του, που η τυχόν ικανοποίησή του παρακωλύει την εκπλήρωση του εταιρικού συμφέροντος.

    Ωστόσο, το ίδιον συμφέρον του μέλους του ΔΣ δε χρειάζεται να συνδέεται, κατ’ ανάγκη, με το ίδιο το μέλος-σε προσωπική βάση. Ενδέχεται, δηλαδή, φορέας του συμφέροντος να είναι τρίτος. Όχι, όμως, οποιοσδήποτε τρίτος. Θα πρέπει να είναι πρόσωπο με το οποίο το μέλος του ΔΣ συνδέεται με κάποιο τρόπο και είναι δυνατό, κατά τεκμήριο, να του ασκεί επιρροή. Λόγω δε ακριβώς της συγκεκριμένης σχέσης μεταξύ του μέλους ΔΣ και τρίτου, το όφελος από την ικανοποίηση του συμφέροντος του τελευταίου είναι δυνατό να καρπωθεί, εν τέλει, (έστω και έμμεσα) το μέλος του ΔΣ. Συνεπώς, προκειμένου ένα «αλλότριο» συμφέρον να θεωρηθεί ως «ίδιον» συμφέρον του μέλους του ΔΣ θα πρέπει να εξεταστεί η έννομη σχέση που το συνδέει με τον τρίτο.

    Ο νομοθέτης προβαίνει σε προσδιορισμό των σχέσεων αυτών. Προβλέπει, ειδικότερα, ως περιπτώσεις κατά τις οποίες το αλλότριο συμφέρον καταλογίζεται ως ίδιο συμφέρον του μέλους του ΔΣ. Όταν, λ.χ., επίκειται συναλλαγή της εταιρείας με πρόσωπο του στενού οικογενειακού περιβάλλοντος του μέλους του ΔΣ. Επίσης, με νομικό πρόσωπο στο οποίο ασκεί έλεγχο το μέλος του ΔΣ (άρθρο 97 §3 σε συνδυασμό με τα άρθρα 99 §2 ν. 4548/2018 και 32 ν. 4308/2015).

     

    Σύγκρουση συμφερόντων: η διαπίστωση των περιπτώσεων

    Σύγκρουση συμφερόντων, λοιπόν, υφίσταται σε εκείνες τις περιπτώσεις, κατά τις οποίες η -αναγκαία για το όφελος της ΑΕ- ανεξάρτητη κρίση του μέλους του ΔΣ επηρεάζεται (ή ενδέχεται να επηρεαστεί) από την εμφιλοχώρηση ίδιου συμφέροντός του. Πρόκειται για τις περιπτώσεις που οι επιδιώξεις της ΑΕ δεν συμπλέουν (αντίθετα: αποκλίνουν) με αυτές του μέλους του ΔΣ. Ως εκ τούτου, η ικανοποίηση κάποιου από τα εκατέρωθεν συμφέροντα αποκλείει (συνολικά ή εν μέρει) την ικανοποίηση του άλλου συμφέροντος.

    Τέτοιου είδους συγκρούσεις ενδέχεται να παρουσιάζουν διάρκεια, όπως λ.χ. όταν το μέλος του ΔΣ αναπτύσσει δραστηριότητα ανταγωνιστική έναντι της ΑΕ. Μπορεί όμως και να ανακύπτουν στιγμιαία, όπως λ.χ. σε περιπτώσεις σύναψης σύμβασης πώλησης με συμβαλλόμενα μέρη την ΑΕ και το μέλος του ΔΣ της. Ωστόσο, η σύγκρουση αυτή απαιτείται να έχει ορισμένη ένταση, να είναι δηλ. «ουσιώδης».

    Στον αντίποδα βρίσκονται οι απομακρυσμένες συγκρούσεις, οι οποίες δεν χρειάζεται να μας ανησυχούν. Το γεγονός αυτό διαπιστώνει και η Αιτιολογική Έκθεση του άρθρου 97 ν. 4548/2019. Αναφέρει, συγκεκριμένα, πως μη ουσιώδεις ή απόμακρες συγκρούσεις συμφερόντων δεν δικαιολογούν την αποχή μέλους από την ψηφοφορία στο ΔΣ από τη λήψη απόφασης για το επίμαχο θέμα (που, όπως αμέσως στη συνέχεια θα δούμε, συνιστά τον δραστικότερο τρόπο αντιμετώπισης των περιπτώσεων σύγκρουσης συμφερόντων).

    Κάποιες περιπτώσεις μοιάζουν περισσότερο περίπλοκες: Τι συμβαίνει όταν, λ.χ., το μέλος του ΔΣ στο οποίο εντοπίζεται η σύγκρουση συμφερόντων είναι και (μεγαλο)μέτοχος της εταιρείας; Μην ξεχνάμε επίσης πως η συντριπτική πλειονότητα (:80%) των ελληνικών επιχειρήσεων είναι οικογενειακές…

     

    Σύγκρουση συμφερόντων: η αντιμετώπιση των περιπτώσεων

    Ο νόμος 4548/2018 αντιμετωπίζει τις περιπτώσεις σύγκρουσης συμφερόντων στο άρθρο 97. Προβλέπει, ειδικότερα, τρεις βασικούς κανόνες. Συγκεκριμένα: (α) την προτεραιότητα του εταιρικού συμφέροντος, (β) την υποχρέωση αποκάλυψης της περίπτωσης σύγκρουσης συμφερόντων μέλος ΔΣ, (γ) την απαγόρευση άσκησης του δικαιώματος ψήφου μέλους ΔΣ του οποίου το ίδιο συμφέρον συγκρούεται με εκείνο της ΑΕ.

    Εκτός από τις προβλέψεις του άρθρου 97 ν. 4548/2018, ο νομοθέτης αντιμετωπίζει, επιπλέον, στα άρθρα 99-101 ν. 4548/2018 κάποιες ειδικότερες περιπτώσεις. Εκείνες που αφορούν τη σύγκρουση συμφερόντων στις περιπτώσεις των συναλλαγών των μελών του ΔΣ με την ΑΕ. Το συγκεκριμένο ζήτημα, καθότι μεγάλο και ενδιαφέρον, θα μας απασχολήσει σε επόμενη αρθρογραφία μας.

    Ας προσεγγίσουμε όμως τους βασικούς κανόνες αντιμετώπισης της σύγκρουσης συμφερόντω :

    (α) Η προτεραιότητα του εταιρικού συμφέροντος

    Όπως ήδη αναφέρηκε, τα μέλη του ΔΣ επιφορτίζονται, με την εκλογή/ορισμό τους, με την υποχρέωση πίστης. Μια υποχρέωση που πάντοτε οφείλουν να τηρούν έναντι της ΑΕ. Περιεχόμενο της αποτελεί η αποδοχή της προτεραιότητας του εταιρικού συμφέροντος. Ως εκ τούτου, οι περιπτώσεις σύγκρουσης συμφερόντων μεταξύ ΑΕ και μέλους του ΔΣ της, θα πρέπει να επιλύονται, πάντοτε-κατά το νομοθέτη, με βάση την προτεραιότητα του συμφέροντος της ΑΕ.

    Ο νομοθέτης, εξάλλου, είναι απολύτως σαφής: Προβλέπει ότι τα μέλη του ΔΣ (όπως και κάθε τρίτο πρόσωπο στο οποίο έχουν ανατεθεί από αυτό αρμοδιότητες) οφείλουν «…να μην επιδιώκουν ίδια συμφέροντα που αντιβαίνουν στα συμφέροντα της εταιρείας» (άρθρο 97 §1 περ. α΄ ν. 4548/2018).

    Ωστόσο, η ανωτέρω αρχή δεν απαγορεύει στα μέλη του ΔΣ, εκ των προτέρων και αφηρημένα, να επιδιώκουν την ικανοποίηση ατομικών τους συμφερόντων, τα οποία σχετίζονται με τα συμφέροντα της ΑΕ. Αντίθετα απαγορεύει, συγκεκριμένα, η επιδίωξη αυτή να παρακωλύει, εν όλω ή εν μέρει, την ικανοποίηση των συμφερόντων της ΑΕ. Επομένως: το μέλος του ΔΣ, σαφώς και έχει το δικαίωμα να ενεργεί υπέρ των συμφερόντων του. Δικαιούται, λ.χ., να διαπραγματεύεται το ύψος του μισθού του, στις περιπτώσεις εκείνες, κατά τις οποίες πέραν της οργανικής του θέσης, συνδέεται με την εταιρεία με σχέση εξαρτημένης εργασίας ή ανεξαρτήτων υπηρεσιών.

     

    (β) Η υποχρέωση αποκάλυψης της περίπτωσης σύγκρουσης συμφερόντων

    Ο νομοθέτης έχει θεσπίσει μια ακόμη υποχρέωση για τα μέλη του ΔΣ, με σκοπό την πρόληψη των περιπτώσεων σύγκρουσης συμφερόντων που ενδέχεται να ανακύψουν. Πρόκειται για την υποχρέωση άμεσης, και με επάρκεια, αποκάλυψης στα υπόλοιπα μέλη των ιδίων συμφερόντων των μελών του ΔΣ, που είναι πιθανόν να ανακύψουν σε επικείμενες συναλλαγές της ΑΕ. Η αντίστοιχη υποχρέωση αυτή βαρύνει και κάθε τρίτο πρόσωπο στο οποίο έχουν ανατεθεί αρμοδιότητες από το ΔΣ.  Η εν λόγω υποχρέωση καταλαμβάνει και την αποκάλυψη αντίστοιχων συμφερόντων συνδεόμενων μαζί τους φυσικών και νομικών προσώπων (άρθρο 97 παρ. 1 περ. β΄ ν. 4548/2018).

    Η ενημέρωση πρέπει, λοιπόν, έχει ως αποδέκτες όλα τα μέλη του ΔΣ. Δεν προβλέπεται, ωστόσο, συγκεκριμένος τύπος. Ο υπόχρεος σε ενημέρωση μπορεί να επιλέξει προφορική η γραπτή ενημέρωση. Προτιμητέα, αυτονοήτως, για λόγους απόδειξης, η γραπτή ενημέρωση (λ.χ. η καταγραφή της σε πρακτικό ΔΣ, εφόσον αυτή λάβει χώρα κατά τη διάρκεια συνεδρίασής του ή, ακόμα καλύτερα, η γραπτή ενημέρωση πριν από την έναρξη της συζήτησης του επίμαχου θέματος).

    Η ενημέρωση όμως θα πρέπει να πραγματοποιείται, σε κάθε περίπτωση, εγκαίρως. Πριν δηλ. επέλθει η κατάσταση της σύγκρουσης συμφερόντων. Παράλληλα, ως προς το περιεχόμενό της, η ενημέρωση πρέπει να είναι επαρκής˙ απλή αναφορά της ενδεχόμενης σύγκρουσης συμφερόντων δεν αρκεί. Το μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου οφείλει να περιγράψει: (α) τη συναλλαγή της εταιρείας, στην οποία ενδέχεται να ανακύψει η σύγκρουση συμφερόντων και (β) τα ίδια συμφέροντά του σχετικά με αυτή.

    Με βάση τη συγκεκριμένη ενημέρωση, τα υπόλοιπα μέλη του ΔΣ πρέπει να είναι σε θέση να καταλήξουν σε τεκμηριωμένη άποψη για την ύπαρξη, πράγματι, περίπτωσης σύγκρουσης συμφερόντων. Επίσης, σχετικά με τους κινδύνους που δημιουργούνται για την εταιρεία.

    Σε περίπτωση που το υπόχρεο μέλος του ΔΣ παραλείψει την οφειλόμενη ενημέρωση δημιουργούνται ζητήματα ευθύνης του έναντι της εταιρείας. Εφόσον, αυτονοήτως, συντρέχουν και οι λοιπές προϋποθέσεις της γέννησής της.

     

    (γ) Η απαγόρευση ψήφου

    Ο νόμος προβλέπει (άρθρο 97 §3 ν. 4548/2018) την αποστέρηση του δικαιώματος ψήφου στο μέλος ΔΣ, στο οποίο εντοπίζεται η σύγκρουση συμφερόντων. Μοιάζει ο δραστικότερος τρόπο διαχείρισης μιας τέτοιας κατάστασης. Αντιμετωπίζεται, με τον τρόπο αυτό, η ενδεχόμενη έλλειψη αντικειμενικότητας ή/και η επιρροή του στα υπόλοιπα μέλη.

    Να σημειωθεί βεβαίως πως το μέλος του ΔΣ, στο πρόσωπο του οποίου συντρέχουν οι προϋποθέσεις αποστέρησης του δικαιώματος ψήφου, δεν λαμβάνεται υπόψη ούτε για τον σχηματισμό απαρτίας του ΔΣ ούτε και για το σχηματισμό της αναγκαίας για τη λήψη απόφασης πλειοψηφίας.

    Υποστηρίζεται μάλιστα, πως το μέλος του οποίου τα ίδια συμφέροντα συγκρούονται με αυτά της εταιρείας δεν αρκεί να απέχει από την ψηφοφορία˙ επιβάλλεται να απέχει και από την κρίσιμη συνεδρίαση του ΔΣ. Ενδέχεται, κατά τους υποστηρικτές της συγκεκριμένης άποψης, να ασκήσει επιρροή στα υπόλοιπα μέλη του ΔΣ και να κατευθύνει τη λήψη απόφασης προς το ίδιο και όχι προς το εταιρικό συμφέρον. Ωστόσο, μια εκ των προτέρων, άκριτη, απαγόρευση συμμετοχής του δεν είναι δυνατό να θεωρηθεί, το δίχως άλλο, ορθή. Μην ξεχνάμε εξάλλου πως: «Μηδενί δίκην δικάσεις, πριν αμφοίν μύθον ακούσεις». Ασφαλέστερο πάντως θα ήταν να κρίνεται κατά περίπτωση το ζήτημα της συμμετοχής (ή μη) του εν λόγω μέλους του ΔΣ στην επίμαχη συνεδρίασή του.

    Η αποστέρηση, ωστόσο, του δικαιώματος ψήφου αφορά, όπως αναφέρθηκε ήδη, μόνον περιπτώσεις που η σύγκρουση συμφερόντων αξιολογείται ως ουσιώδης. Η σχετική κρίση εναπόκειται στα μέλη του ΔΣ. Ενδεχόμενη όμως εσφαλμένη αξιολόγηση καθιστά τη συμμετοχή του ενδιαφερόμενου μέλους του ΔΣ στην κρίσιμη συνεδρίαση ελλαττωματική. Η απόφαση που λαμβάνεται σε μια τέτοια συνεδρίαση δεν καθίσταται, ωστόσο, μη σύννομη (άρθρο 102 παρ. ν. 4548/2018) . Ενδιαφέρει, τελικά, η καθοριστική σημασία του ενδιαφερόμενου μέλους του ΔΣ για την επίτευξη της πλειοψηφίας καθώς και η (ενδεχόμενη) επιρροή που άσκησε στα υπόλοιπα μέλη.

    Μετά την αποστέρηση του δικαιώματος ψήφου του ενδιαφερόμενου μέλους του ΔΣ, στη λήψη απόφασης προβαίνουν τα υπόλοιπα μέλη. Αναγκαίο καθίσταται, βέβαια, να πληρούνται οι προϋποθέσεις σχηματισμού απαρτίας για τη λήψη απόφασης. Εφόσον τα εναπομένοντα μέλη του ΔΣ, για τα οποία δεν συντρέχει αδυναμία ψήφου, δεν σχηματίζουν απαρτία, οφείλουν να προβούν σε σύγκληση ΓΣ. Αποκλειστικός σκοπός τη τελευταίας θα είναι η λήψη της συγκεκριμένης απόφασης για την οποία εγείρονται ζητήματα σύγκρουσης συμφερόντων.

     

    Κυρώσεις

    Σε αστικό επίπεδο, η ενδεχόμενη παραβίαση της υποχρέωσης πίστης του μέλους του ΔΣ, με την αποφυγή της από μέρους του δήλωσης σύγκρουσης συμφερόντων, είναι δυνατό να αποτελέσει τη βάση για την αποκατάσταση της ζημίας που ενδεχομένως προξένησε στην εταιρεία. Πάντως, οι έννομες συνέπειες που ενδέχεται να επέλθουν εξαρτώνται κάθε φορά από τη μορφή που θα λάβει η παραβίαση. Τέτοιες έννομες συνέπειες λ.χ. συνιστά η ακυρότητα ψήφου μέλους ΔΣ ή πολύ περισσότερο η ακυρότητα της ειλημμένης απόφασης του ΔΣ.

    Σε ποινικό πάντως επίπεδο είναι δυνατό να συντρέχει και η περίπτωση της απιστίας (390ΠΚ). Στην περίπτωση αυτή («όποιος με γνώση ζημιώνει την περιουσία άλλου, της οποίας βάσει του νόμου ή δικαιοπραξίας έχει την επιμέλεια ή διαχείριση (ολική ή μερική ή μόνο για ορισμένη πράξη), τιμωρείται…»). Η ποινή θα είναι φυλάκιση «τουλάχιστον τριών (3) μηνών» ή, σε βαρύτερες περιπτώσεις, «κάθειρξη μέχρι δέκα ετών».

    Με δυο λόγια: Οι κυρώσεις δεν μοιάζουν, ούτε είναι, αμελητέες…

     

    Η συμμετοχή σε κάποιο Διοικητικό Συμβούλιο Ανώνυμης Εταιρείας μπορεί συχνά να μοιάζει εύκολη (ή τυπική) υπόθεση. Κάποιες φορές μάλιστα μπορεί και να είναι. Κάποιες άλλες όμως, όχι. Ενδεχομένως μάλιστα να αποδεικνύεται και ιδιαίτερα περίπλοκη. Η σύγκρουση συμφερόντων μέλους ΔΣ ανήκει στις τελευταίες.

    Δεν είναι πάντα εύκολη η διαχείριση τέτοιων θεμάτων. Πόσο εύκολα μπορεί να διαχειριστεί κάποιος μια τέτοια κατάσταση όταν το μέλος του ΔΣ (στο πρόσωπο του οποίου εντοπίζεται το πρόβλημα) είναι και μέτοχος ή, ακόμα χειρότερα, μεγαλομέτοχος  της εταιρείας; Όταν η σύγκρουση των συμφερόντων προέρχεται από (γνωστή ή μη) ανταγωνιστική δραστηριότητα του μέλους του ΔΣ;

    Η σύγκρουση συμφερόντων λαμβάνει διάφορες μορφές.

    Ο νόμος διαχειρίζεται (και ορθά) σε γενικές, μόνον, γραμμές το θέμα. Σημαντικές αποδεικνύονται οι καταστατικές πρόνοιες. Επίσης οι πρόνοιες που άπτονται κανόνων εταιρικής διακυβέρνησης.

    Η διαχείριση όμως καθεμιάς περίπτωσης δεν μπορεί να γίνει παρά στη βάση των δικών της, εξατομικευμένων, δεδομένων.

    Τότε μόνον θα αποβεί προς όφελος της εταιρείας & των μετόχων της και, γιατί όχι, του δικαίου.-

    Σταύρος Κουμεντάκης
    Managing Partner

     

    Υ.Γ. Συνοπτική έκδοση του άρθρου δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ, στις 7 Φεβρουαρίου 2021.

    Η πληροφόρηση που εμπεριέχεται στο παρόν άρθρο δεν συνιστά (ούτε και έχει σκοπό να αποτελέσει) νομική συμβουλή. Μια τέτοια νομική συμβουλή είναι δυνατό να παρασχεθεί μόνον από αρμόδιο δικηγόρο ο οποίος θα λάβει υπόψη του το σύνολο των δεδομένων που θα του εκθέσετε για την υπόθεσή σας. Αναλυτικά.

Η περιοχή αυτή είναι καταχωρημένη στο wpml.org ως περιοχή ανάπτυξης. Μεταβείτε σε τοποθεσία παραγωγής με κλειδί στο remove this banner.