Ετικέτα: Επιχειρηματικό – Εμπορικό Απόρρητο

  • Σύμβαση Εμπιστευτικότητας (:NDA)

    Σύμβαση Εμπιστευτικότητας (:NDA)

    Σε προηγούμενη αρθρογραφία μας προσεγγίσαμε το περιεχόμενο και την αξία του επιχειρηματικού απορρήτου. Διαπιστώσαμε και επιβεβαιώσαμε την αξία των εμπιστευτικών πληροφοριών-εκείνων, δηλ., που εμπίπτουν στο επιχειρηματικό απόρρητο. Διαπιστώσαμε και επιβεβαιώσαμε, επίσης, το ανταγωνιστικό πλεονέκτημα, που διατηρεί η επιχείρηση εξαιτίας των συγκεκριμένων πληροφοριών. Μας δόθηκε, επίσης, η δυνατότητα να προσεγγίσουμε την, εκ του λόγου αυτού, πολυεπίπεδη νομοθετική (αστική και ποινική) προστασία του επιχειρηματικού απορρήτου. Μια προστασία που, ειδικά για τους εργαζόμενους, εν μέρει καλύπτεται και από την υποχρέωση εχεμύθειας-στο πλαίσιο των παρεπόμενων υποχρεώσεών τους. Η σύμβαση εμπιστευτικότητας (:NDA) έρχεται καταφανώς να ενισχύσει, σε κάθε περίπτωση, την προστασία του επιχειρηματικού απορρήτου.

     

    Η διεύρυνση της προστασίας του επιχειρηματικού απορρήτου

    Η προστασία που παρέχει ο νομοθέτης στο επιχειρηματικό απόρρητο είναι, όπως και ανωτέρω αναφέρθηκε, πολυεπίπεδη. Αποδεικνύεται όμως, όχι σπάνια,  ανεπαρκής και περιορισμένη. Αδίρητη, κατά τούτο, παρουσιάζεται η ανάγκη της περαιτέρω εξειδίκευσης των εμπιστευτικών πληροφοριών. Επίσης, η διεύρυνση της προστασίας εκείνων και του επιχειρηματικού απορρήτου εν γένει.

    Τούτο δεν μπορεί να επιτευχθεί παρά μόνον μέσω των συμβάσεων εμπιστευτικότητας. Οι εν λόγω συμβάσεις έχουν γίνει ευρύτερα γνωστές, σε παγκόσμιο επίπεδο-ήδη και στη χώρα μας, με τη συντομογραφία NDA (:Non Disclosure Agreement). Αποσκοπούν, ακριβώς, στην ευρύτερη προστασία των εμπιστευτικών πληροφοριών, που μεταξύ άλλων, αποκαλύπτονται στο πλαίσιο εμπορικών συναλλαγών, συμβάσεων, συνεργασιών ή/και, συνηθέστατα, συμβάσεων εργασίας.

     

    Νομοθετικό Έρεισμα

    Η σύμβαση εμπιστευτικότητας δεν συνιστά επώνυμη σύμβαση, δεν  ρυθμίζονται, δηλ., οι επιμέρους παράμετροί της από συγκεκριμένη νομοθετική διάταξη. Ήδη όμως, από μακρού χρόνου, γίνεται αποδεκτή από τη νομολογία η εγκυρότητα της σύναψής της αλλά και η, εξ αυτής, παραγωγής εννόμων αποτελεσμάτων και συνεπειών (ενδ.: 1370/2019 ΑΠ 1369/2919 ΑΠ, 14322/2019 ΠΠρωτΘεσσ, 1219/2017 ΑΠ, 5110/2011 ΠΠρωτΑθ).

    Η σύμβαση εμπιστευτικότητας είναι αποδεκτή στο πλαίσιο της ελευθερίας των συμβάσεων.

    Να θυμίσουμε εδώ πως η ελευθερία των συμβάσεων αναλύεται σε ελευθερία σύναψης ή μη κάποιας σύμβασης, επιλογής του αντισυμβαλλομένου και καθορισμού του περιεχομένου της. Έχει έρεισμα συνταγματικό, καθώς κατοχυρώνεται ως ατομικό δικαίωμα στο άρθρο 5 §1 Σ (4/1998 ΟλΑΠ). Έρεισμα έχει, επίσης, στη διάταξη του άρθρου 361 ΑΚ-ως έκφραση της, συνταγματικώς κατοχυρωμένης, οικονομικής ελευθερίας.

     

    Ορισμός και πλαίσιο

    Ποιες είναι όμως οι συμβάσεις εμπιστευτικότητας (ή, κατ΄ άλλους, συμφωνητικά εχεμύθειας); Ενιαία αποδεκτός ορισμός δεν φαίνεται να υφίσταται.

    Θα μπορούσαμε να προσδιορίσουμε το σύμφωνο εμπιστευτικότητας, ως τη μονομερή εκείνη δήλωση (ή συμφωνία) για τη μη διάθεση συγκεκριμένων εμπιστευτικών πληροφοριών, σε οποιονδήποτε τρίτο και για οποιονδήποτε λόγο-διαφορετικούς από τους συμφωνημένους.

    Εκείνος που αναλαμβάνει την υποχρέωση εμπιστευτικότητας, αναλαμβάνει  και περαιτέρω, ειδικότερες, υποχρεώσεις. Ενδεικτικά: να μην αποκαλύψει, αναπαράγει ή χρησιμοποιήσει προς ίδιο όφελος (ή προς όφελος τρίτου) εμπιστευτικές πληροφορίες, στις οποίες αποκτά πρόσβαση εξαιτίας της συνεργασίας με τον αντισυμβαλλόμενό του. Περαιτέρω, να λαμβάνει τα κατάλληλα μέτρα, προκειμένου να διαφυλάσσεται ο απόρρητος χαρακτήρας των συγκεκριμένων πληροφοριών.

    Η ανάληψη υποχρέωσης μονομερούς ή αμοιβαίας εμπιστευτικότητας εξαρτάται από το αν η αποκάλυψη εμπιστευτικών πληροφοριών είναι, αντίστοιχα, μονομερής ή αμοιβαία.  Μονομερής αποκάλυψη λαμβάνει χώρα σε περίπτωση, λ.χ., εξαγοράς επιχείρησης στο πλαίσιο due diligence ή στο πλαίσιο της σύμβασης εργασίας. Αμοιβαία αποκάλυψη λαμβάνει χώρα, ενδεικτικά, σε περίπτωση συγχώνευσης εταιρειών και στο πλαίσιο της διενέργειας ενός, αμοιβαίου στην περίπτωση αυτή, due diligence.

    Η συμφωνία περί εμπιστευτικότητας είναι δυνατόν να έχει τη μορφή αυτοτελούς σύμβασης. Είναι, ωστόσο, δυνατό να εμπεριέχεται ως σχετική ρήτρα ή ενότητα στην κύρια σύμβαση συνεργασίας μεταξύ των μερών.

    Η σύμβαση εμπιστευτικότητας συνάπτεται, κατά κανόνα, στο στάδιο των διαπραγματεύσεων (ενδ.: 1370/2019 ΑΠ, 1219/2017 ΑΠ, 5110/2011 ΠΠρωτΑθ) ή ταυτόχρονα με την κύρια σύμβαση.

     

    Προδιατυπωμένοι όροι ή tailor made συμβάσεις;

    Καθώς δεν υφίσταται, σύμφωνα και με όσα ήδη αναφέρθηκαν, συγκεκριμένη νομοθετική ρύθμιση για τις συμβάσεις εμπιστευτικότητας, είναι λογικό να μην προκύπτει από το νόμο κάποιο ελάχιστο περιεχόμενό τους.

    Είναι γνωστό πως ευρύτατα «κυκλοφορούν» υποδείγματα συμβάσεων εμπιστευτικότητας με ταυτόσημες, σε σημαντικό βαθμό, διατυπώσεις. Ακόμα και ελεύθερα διαθέσιμα στο διαδίκτυο. Βλέπουμε μάλιστα αυτά τα λίγο-πολύ ίδια, κατά το περιεχόμενο, υποδείγματα να χρησιμοποιούνται «δια πάσαν νόσον…». Είναι άραγε ασφαλής η χρήση τους;

    Εκείνος που επιλέγει να αξιώσει τη σύναψη μιας σύμβασης εμπιστευτικότητας προσβλέπει στην αξία εκείνης και στην προστασία του ίδιου και της επιχείρησής του.

    Είναι (περισσότερο από) προφανές, όμως, πως προδιατυπωμένοι όροι ή, ακόμη περισσότερο, προδιατυπωμένες συμβάσεις εμπιστευτικότητας δεν είναι δυνατό να παράσχουν τη βέλτιστη δυνατή αλλά ούτε και την ελάχιστη ανεκτή προστασία. Συστήνεται, αντίθετα, (όπως, εξάλλου, και σε κάθε περίπτωση σύνταξης σύμβασης) «tailor made» σύμβαση, η οποία θα ανταποκρίνεται στις συγκεκριμένες, ακριβώς, ανάγκες των εκάστοτε εμπλεκόμενων φυσικών και νομικών προσώπων.

     

    Το Περιεχόμενο Της Σύμβασης Εμπιστευτικότητας

    Ανεξάρτητα από τις, τυχόν, ειδικότερες ρυθμίσεις, ορισμένοι όροι δεν είναι δυνατό να λείπουν από τη σύμβαση εμπιστευτικότητας. Ενδεικτικά:

    (α) Οι κατηγορίες των εμπιστευτικών πληροφοριών

    Στη σύμβαση εμπιστευτικότητας πρέπει να προσδιορίζονται ρητά, και όσο το δυνατόν πληρέστερα, οι συγκεκριμένες εμπιστευτικές πληροφορίες (ή οι κατηγορίες τους), οι οποίες αποκαλύπτονται (ή ενδέχεται να αποκαλυφθούν) στο πλαίσιο των διαπραγματεύσεων ή/και της εκτέλεσης της κύριας σύμβασης (λ.χ. εμπορικής συνεργασίας) των συμβαλλομένων.

    Με τον τρόπο αυτό συγκεκριμενοποιείται η υποχρέωση τήρησης εμπιστευτικότητας-συγκεκριμένων, μάλιστα, πληροφοριών, που βαρύνει τους υπόχρεους.

    Σημειώνεται πάντως, πως δεν είναι δυνατό να προσδιορισθούν ως εμπιστευτικές οι πληροφορίες εκείνες, οι  είτε δεν έχουν απόρρητο χαρακτήρα είτε είναι δημόσιες ή ευχερώς προσβάσιμες σε απροσδιόριστο αριθμό προσώπων.

    (β) Ο σκοπός

    Στη σύμβαση εμπιστευτικότητας είναι αναγκαίο να προσδιορίζεται ο σκοπός για τον οποίο ο δέκτης της εμπιστευτικής πληροφόρησης γίνεται κοινωνός συγκεκριμένων εμπιστευτικών πληροφοριών (που αφορούν τον αντισυμβαλλόμενό του ή τρίτο). Με τον τρόπο αυτό προσδιορίζεται και το πλαίσιο εντός του οποίου δικαιούται να κινηθεί, αποκλειστικά, ο συγκεκριμένος συμβαλλόμενος.

    (γ) Οι οφειλόμενες ενέργειες και μέτρα για τη διαφύλαξη της εμπιστευτικότητας

    Είναι επίσης σημαντικό να γίνεται αναφορά στις επιτρεπτές (και, αντίστοιχα, μη επιτρεπτές) ενέργειες στις οποίες δικαιούται (ή, αντίστοιχα απαγορεύεται) να προβαίνει ο υπόχρεος της διαφύλαξης της εμπιστευτικότητας-αναφορικά με τις εμπιστευτικές πληροφορίες. Ενδεικτικά: δυνατότητα, ενδεχομένως, κοινοποίησης των εμπιστευτικών πληροφοριών σε τρίτα πρόσωπα και, σε καταφατική περίπτωση, ποια και υπό ποιες προϋποθέσεις. Το πλαίσιο, επίσης, της από μέρους τους δυνητικής τους χρήσης ή ενδεχόμενης αναπαραγωγής. Αντίστοιχα, και όσον αφορά τις απαγορευόμενες ενέργειες (λ.χ. απαγόρευση χρήσης των εμπιστευτικών πληροφοριών προς ίδιο όφελος ή δημοσιοποίησή τους).

    Ευκταίο επίσης να προσδιορίζονται, αντίστοιχα, και τα οφειλόμενα να ληφθούν μέτρα, από μέρους του υπόχρεου, για τη διασφάλιση της εμπιστευτικότητας και την προστασία του απορρήτου.

    (δ) Η διάρκεια

    Μείζονος σημασίας αποδεικνύεται ο προσδιορισμός της διάρκειας ισχύος της σύμβασης εμπιστευτικότητας ή της σχετικής ρήτρας.

    Οι διαπραγματεύσεις μεταξύ των συμβαλλομένων είναι δυνατό να μην τελεσφορήσουν. Είναι, αντίστοιχα, δυνατό  να λυθεί, πρόωρα-για οποιαδήποτε αιτία, η συναφθησόμενη, εν τέλει, σύμβαση. Η υποχρέωση τήρησης της εμπιστευτικότητας θα αποσβέννυται, ή όχι, στις περιπτώσεις αυτές; Επιβεβλημένο, κατά τούτο, να συμφωνείται και η διάρκεια της υποχρέωσης εμπιστευτικότητας, η οποία μπορεί να εκτείνεται και πέραν των συγκεκριμένων χρονικών ορίων.

    (ε) Το εφαρμοστέο δίκαιο και η αρμοδιότητα των δικαστηρίων

    Σημαντικός όρος στη σύμβαση εμπιστευτικότητας αποτελεί, επίσης, αυτός του εφαρμοστέου δικαίου και της αρμοδιότητας των δικαστηρίων. Και τούτο γιατί όταν οι συμβαλλόμενοι δραστηριοποιούνται και εδρεύουν στην ίδια πόλη, τα πράγματα είναι απλά. Τι θα συμβεί όμως όταν ελληνική εταιρεία συμβληθεί με εταιρεία που εδρεύει στη Μεγ. Βρετανία ή τις ΗΠΑ; Στα δικαστήρια εκείνων, άραγε, θα αναζητήσει την αποκατάσταση της ζημίας την οποία, ενδεχομένως, υπέστη; Σ’ αυτές και σε αντίστοιχες περιπτώσεις κρίνεται μείζονος σημασίας, ο προσδιορισμός του εφαρμοστέου δικαίου και των αρμοδίων δικαστηρίων, σε περίπτωση ανώμαλης εξέλιξης της σύμβασης.

    (στ) Οι συνέπειες της (ενδεχόμενης) παράβασης

    Ιδιαίτερη σημασία αποκτά, αυτονοήτως, η πρόβλεψη των συνεπειών της ενδεχόμενης παράβασης των υποχρεώσεων που αναλαμβάνονται (όπως οι συνέπειες αυτές ειδικότερα-αμέσως στη συνέχεια  αναλύονται). Αξιοσημείωτο μάλιστα είναι πως στις συνέπειες αυτές, ακριβώς, αποβλέπουν οι συμβαλλόμενοι, όταν αποφασίσουν να συνάψουν τη σύμβαση εμπιστευτικότητας.

     

    Επιδιωκόμενη Διασφάλιση˙ Προσδιορισμός Της Ζημίας

    Όπως ήδη, και ανωτέρω, αναφέρθηκε, το απόρρητο της επιχείρησης προστατεύεται νομοθετικά. Στη σύναψη συμβάσεων εμπιστευτικότητας προσφεύγουν, ωστόσο, τα μέρη για λόγους βέλτιστης και πληρέστερης προστασίας. Σε κάθε περίπτωση πάντως, οι συγκεκριμένες συμβάσεις συνιστούν μέσο απόδειξης των εκατέρωθεν υποχρεώσεων. Ιδίως γιατί, μέσω αυτών, αποδεικνύεται ποιων εμπιστευτικών πληροφοριών έγιναν κοινωνοί τα μέρη.

    Το πρόβλημα όμως γίνεται ιδιαίτερα περίπλοκο όσον αφορά τον προσδιορισμό της ζημίας που υφίσταται ο συμβαλλόμενος εξαιτίας της παράβασης της υποχρέωσης εχεμύθειας. Το θέμα, τότε, αποκτά ιδιαίτερες δυσχέρειες, ιδίως αποδεικτικές. Μέσω της σύμβασης εμπιστευτικότητας, επιδιώκεται η προσπέλαση των δυσχερειών αυτών, καθώς είναι δυνατόν να συμφωνηθεί εκ των προτέρων: (α) συγκεκριμένη μέθοδος υπολογισμού της (πάντοτε δυσαπόδεικτης) ζημίας, (β) συγκεκριμένο ποσό ως κατ’ αποκοπήν αποζημίωση, (γ) συγκεκριμένο ποσό ως ποινική ρήτρα και (δ) συνδυασμός τους.

    Συνηθέστερα, από τα παραπάνω, συμφωνείται συγκεκριμένο ποσό ως ποινική ρήτρα-αν και κάποιες φορές αναποτελεσματικά και ατελέσφορα. Το ποσό της τελευταίας συμφωνείται, συχνά, εξαιρετικά υψηλό. Με τον τρόπο αυτό τα μέρη αποσκοπούν (και) στην αποτροπή της παράβασης της σύμβασης εχεμύθειας. Αποσκοπούν, δηλαδή, (και) στην προληπτική λειτουργία της ποινικής ρήτρας.

     

    Οι συμβάσεις εμπιστευτικότητας (κι όσο κι αν αγαπάμε τη γλώσσα μας-NDA το συνηθέστερο) χρησιμοποιούνται ολοένα και συχνότερα στις συναλλαγές˙ και στη χώρα μας.

    Παρέχουν ικανή, προληπτική ιδίως, προστασία, όσον αφορά τη διασφάλιση του επιχειρηματικού απορρήτου. Και εκ των υστέρων όμως η προστασία που παρέχουν, μόνο ήσσονος σημασίας δεν είναι δυνατό να χαρακτηριστεί.

    Δεν αντιμετωπίζονται, εντούτοις, με τη δέουσα σημασία κι ούτε τους προσδίδεται η δέουσα αξία. Συχνά συναντούμε, ταυτόσημα κατά το περιεχόμενο, κείμενα για χρήσεις άσχετες, με όσα τα ίδια είναι δυνατό να διασφαλίσουν.

    Καιρός να τους αποδώσουμε τη σημασία και αξία που τους αναλογεί.

    Κι είναι δεδομένο πως, με τον τρόπο αυτό, οι συναλλασσόμενοι θα αισθάνονται (και θα είναι) περισσότερο ασφαλείς: η ύπαρξη των συγκεκριμένων συμβάσεων θα λειτουργεί αποτρεπτικά για τους δυνητικούς παραβάτες αλλά και διευκολυντικά για την απόδειξη της ζημίας και την επιβολή των συναφών κυρώσεων.

    Σταύρος Κουμεντάκης
    Managing Partner

     

    Υ.Γ. Συνοπτική έκδοση του άρθρου δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ, την 1η Μαΐου 2022.

    Η πληροφόρηση που εμπεριέχεται στο παρόν άρθρο δεν συνιστά (ούτε και έχει σκοπό να αποτελέσει) νομική συμβουλή. Μια τέτοια νομική συμβουλή είναι δυνατό να παρασχεθεί μόνον από αρμόδιο δικηγόρο ο οποίος θα λάβει υπόψη του το σύνολο των δεδομένων που θα του εκθέσετε για την υπόθεσή σας. Αναλυτικά.

  • Επιχειρηματικό Απόρρητο: Προστασία

    Επιχειρηματικό Απόρρητο: Προστασία

    Σε προηγούμενη αρθρογραφία μας επιχειρήσαμε να προσεγγίσουμε το περιεχόμενο και την αξία του επιχειρηματικού απορρήτου. Μας δόθηκε η ευκαιρία να επιβεβαιώσουμε την αξία και ξεχωριστή του σημασία για την επιχείρηση. Επίσης: το ανταγωνιστικό προβάδισμα, το οποίο της προσδίδει στην αγορά. Αυτή όμως, ακριβώς, η (αναμφισβήτητη) αξία και σημασία του είναι που καθιστά απολύτως αναγκαία την πολυεπίπεδη προστασία του. Προσλαμβάνει διάφορες μορφές-σε ποινικό και αστικό επίπεδο. Παρέχεται έναντι των εργαζομένων της επιχείρησης που,  λόγω της θέσης τους, καθίστανται κοινωνοί απόρρητων πληροφοριών και δεδομένων. Αυτονοήτως και έναντι των τρίτων.

     

    Ρήτρες & Συμφωνητικά Εμπιστευτικότητας

    Προκύπτει, συχνά, ως αναγκαία η γνωστοποίηση επιχειρηματικών απορρήτων σε πρόσωπα εκτός της επιχείρησης (λ.χ. στο πλαίσιο της διενέργειας ενός due diligence για μια επικείμενη εξαγορά ή συγχώνευση).

    Πάντοτε όμως κοινωνοί επιχειρηματικών απορρήτων γίνονται, σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό, οι εργαζόμενοι. Οι τελευταίοι βαρύνονται με σειρά παρεπόμενων υποχρεώσεων. Μεταξύ αυτών και η υποχρέωση εχεμύθειας. Σε προηγούμενη αρθρογραφία μας, την ορίσαμε ως «…απαγόρευση στον εργαζόμενο να προβαίνει σε χρήση προς ίδιο (ή τρίτων) όφελος ή κοινοποίηση σε τρίτους επιχειρηματικών (εμπορικών και βιομηχανικών) απορρήτων» της εργοδότριας επιχείρησης. Η παραβίαση της συγκεκριμένης υποχρέωσης δικαιολογεί σημαντικές κυρώσεις σε βάρος του παραβάτη (μεταξύ αυτών και η καταγγελία της σύμβασης εργασίας του).

    Οι ρήτρες και υποχρέωση εμπιστευτικότητας είναι δυνατό να επιβάλλονται και μέσω (αυτοτελών) συμφωνητικών εμπιστευτικότητας (:NDA). Ενδέχεται να αφορούν εργαζόμενους της επιχείρησης. Είναι, όμως, δυνατό να συνάπτονται και με τρίτους που, για οποιονδήποτε λόγο, γίνονται κοινωνοί επιχειρηματικών απορρήτων.  Η διάρκειά τους είναι δυνατό να ταυτίζεται με τη διάρκεια της (όποιας) συμβατικής σχέσης. Μπορεί, όμως, να εκτείνεται και πέρα από αυτή (:μετασυμβατικές ρήτρες).

    Οι έγγραφες συμφωνίες περί τήρησης του απορρήτου, προσδιορίζουν, κάθε φορά, το περιεχόμενό του. Επίσης: το πλαίσιο (ή/και εύρος) της ζημίας που ενδέχεται να προκαλέσει η παραβίασή του, η οποία, σε διαφορετική περίπτωση, δυσχερώς αποδεικνύεται. Δεν θα πρέπει μάλιστα να διαφεύγει της προσοχής μας πως η εκ των προτέρων συμφωνία για τον τρόπο προσδιορισμού της (δυνητικής) ζημίας διευκολύνει τον υπολογισμό της οφειλόμενης αποζημίωσης. Είναι δυνατό, στο πλαίσιο αυτό-μεταξύ άλλων, να συμφωνηθεί: (α) συγκεκριμένη μέθοδος υπολογισμού της ζημίας, (β) συγκεκριμένο ποσό ως κατ’ αποκοπήν αποζημίωση, (γ) συγκεκριμένο ποσό ως ποινική ρήτρα.

     

    Ποινική Προστασία

    Οι προβλέψεις του νόμου για τον αθέμιτο ανταγωνισμό

    Ο ν. 146/1914 περί αθέμιτου ανταγωνισμού αποσκοπεί στη διαφύλαξη του επιχειρηματικού απορρήτου˙ στην προστασία, ιδίως, του φορέα του απορρήτου απέναντι σε πράξεις προσβολής (1717/2013 ΑΠ, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Η προστασία αυτή είναι ποινικής, σε ένα πρώτο επίπεδο, φύσης (άρ. 16 & 17).

    Προβλέπονται, στο πλαίσιο αυτό, τέσσερεις αξιόποινες πράξεις, οι οποίες εμπίπτουν στην έννοια του οικονομικού εγκλήματος. Πρόκειται για τις εξής:

    (α) Η ανακοίνωση απορρήτου από εργαζόμενο κατά τη διάρκεια της απασχόλησής του. Συγκεκριμένα, το άρθρο 16 §1 προβλέπει ότι «Με φυλάκισιν μέχρις εξ μηνών και με χρηματικήν ποινήν (μέχρι τριών χιλιάδων δραχμών σ.σ.: όπως μετατρέπεται σε ευρώ βάσει των άρ. 1 και 2 ν. 2842/2000) ή με μίαν των ποινών τούτων τιμωρείται όστις, ως υπάλληλος, εργάτης ή μαθητευόμενος παρά τινι εμπορικώ ή βιομηχανικώ καταστήματι ή επιχειρήσει, ανακοινώνει άνευ δικαιώματος εις τρίτους, κατά το χρονικόν διάστημα της υπηρεσίας του, απόρρητα του καταστήματος ή της επιχειρήσεως εμπεπιστευμένα αυτώ ως εκ της υπηρεσίας του, ή άλλως περιελθόντα εις την αντίληψίν του, προς τον σκοπόν ανταγωνισμού ή επί τη προθέσει βλάβης του κυρίου του καταστήματος ή της επιχειρήσεως».

    Πρόκειται για αξιόποινη πράξη που είναι δυνατό να τελεστεί μόνον από εργαζόμενο (έστω και μαθητευόμενο) της επιχείρησης και μάλιστα, με ενεργή σύμβαση εργασίας. Ο τελευταίος πρέπει, εξαιτίας ακριβώς της θέσης και των καθηκόντων του, να γνωρίζει πληροφοριακά αγαθά, που εμπίπτουν στην έννοια του πληροφοριακού απορρήτου και να προβαίνει σε ανακοίνωση αυτών σε τρίτους. Σαφώς, χωρίς να δικαιούται να το πράξει.

    Η συγκεκριμένη ανακοίνωση του εργαζομένου προϋποθέτει δόλο του τελευταίου. Επίσης: σκοπό ανταγωνισμού ή πρόθεση βλάβης της επιχείρησης.

    (β) Η απαγορευμένη χρησιμοποίηση ή ανακοίνωση απορρήτου. Με την προαναφερόμενη (υπό α) ποινή τιμωρείται (άρ. 16 §2) και οποιοδήποτε πρόσωπο χρησιμοποιεί ή αποκαλύπτει, χωρίς δικαίωμα, απόρρητο της επιχείρησης.

    Η γνώση του απορρήτου από τον δράστη πρέπει να έχει γίνει είτε μέσω της ανακοίνωσής του από εργαζόμενο της επιχείρησης είτε με ίδια πράξη του δράστη, αντίθετη στο νόμο ή στα χρηστά ήθη. Παράλληλα, ο δράστης πρέπει να είχε δόλο ως προς τη χρησιμοποίηση ή ανακοίνωση του επιχειρηματικού απορρήτου και να προβαίνει στην πράξη αυτή με σκοπό τον ανταγωνισμό.

    Δράστης της συγκεκριμένης αξιόποινης πράξης ενδέχεται να είναι και εργαζόμενος μετά τη λύση, με οποιονδήποτε τρόπο, της σχέσης εργασίας του με τον φορέα του επιχειρηματικού απορρήτου. Ιδίως δε «…εάν έχει συμφωνηθεί και η μετά την λύση της σχέσεως υποχρέωση μη αποκάλυψης απορρήτου» (664/2019 ΕφΘεσσ, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

    (γ) Η απαγορευμένη χρησιμοποίηση ή ανακοίνωση εμπιστευμένων σχεδίων, κανόνων τεχνικής φύσης κ.λπ. (άρ. 17). Ομοίως, με την υπό α αναφερόμενη ποινή, τιμωρείται ο «…ο άνευ δικαιώματος χρησιμοποιών ή ανακοινών εις τρίτους τα εμπιστευθέντα αυτώ κατά τας συναλλαγάς  σχέδια ή  κανόνες  τεχνικής  φύσεως, ιδία δε σχεδιάσματα, πρότυπα, τύπους, υποδείγματα, οδηγίας».

    Υποκείμενο τέλεσης της εν λόγω αξιόποινης πράξης νοείται τρίτο μόνο πρόσωπο, το οποίο έχει συναλλακτική σχέση με την επιχείρηση στο πλαίσιο επιχειρηματικής δραστηριότητας. Στο πλαίσιο δε της σχέσης αυτής, ο φορέας του απορρήτου πρέπει έχει εμπιστευθεί στον τρίτο τις περιοριστικά απαριθμούμενες στη διάταξη κατηγορίες απορρήτου. Ως εκ τούτου, δράστης δεν είναι δυνατό, στην περίπτωση αυτή, να είναι εργαζόμενος της επιχείρησης.

    Αξίζει, επίσης, να επισημανθεί ότι οι κατηγορίες απορρήτου που αναφέρονται στο άρ. 17 εμπίπτουν στην έννοια του βιομηχανικού απορρήτου και της απόρρητης τεχνογνωσίας/know-how (664/2019 ΕφΘεσσ, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

    (δ) Η ανεπιτυχής ηθική αυτουργία για την εκτέλεση των ως άνω (υπό α-γ) αξιόποινων πράξεων. Συγκεκριμένα, το άρθρο 18 §2 προβλέπει ότι όποιος εξωθεί ανεπιτυχώς άλλον να τελέσει κάποια από τις ως άνω αναφερόμενες άδικες πράξεις τιμωρείται με τις ποινές του άρθρου 16 ελαττωμένες στο μισό. Ο ηθικός αυτουργός πρέπει να έχει ως σκοπό τον ανταγωνισμό.

    Οι προβλέψεις του Ποινικού Κώδικα

    Εκτός από τις προβλέψεις του ν. 146/1914, ποινική προστασία επιμέρους κατηγοριών του επιχειρηματικού απορρήτου παρέχεται μέσω σειράς διατάξεων του ΠΚ όταν η παραβίαση απορρήτων σχετίζεται απόρρητα προγράμματα ή δεδομένα Η/Υ ( 370Β και 370Γ ΠΚ).

    Προσδιορίζεται λοιπόν ως αξιόποινη πράξη η παραβίαση, μεταξύ άλλων, απορρήτων επιχείρησης. Ως τέτοια «…θεωρούνται και εκείνα που ο νόμιμος κάτοχός τους, από δικαιολογημένο ενδιαφέρον τα μεταχειρίζεται ως απόρρητα, ιδίως όταν έχει λάβει μέτρα για να παρεμποδίζονται τρίτοι να λάβουν γνώση τους».

    Επιβαρυντική περίπτωση υφίσταται όταν ο δράστης είναι στην υπηρεσία του κατόχου των στοιχείων, καθώς και όταν το απόρρητο είναι ιδιαίτερα μεγάλης οικονομικής σημασίας.

     

    Αστική Προστασία

    Οι προβλέψεις του ν. 146/1914

    Ο ν. 146/1914 καθιερώνει, πέραν της ποινικής, και αστική προστασία του επιχειρηματικού απορρήτου.

    Συγκεκριμένα, το άρθρο 18 §1 προβλέπει ότι η τέλεση των παραπάνω αξιόποινων πράξεων (των άρ. 16 & 17 ν. 146/1914) γεννά υποχρέωση αποζημίωσης για την αποκατάσταση της ζημίας που προξενήθηκε.

    Ωστόσο, η διάταξη του άρθρου 18 §1 χαρακτηρίζεται, μάλλον, περιττή. Η παράβαση των ποινικών διατάξεων των άρθρων 16 και 17 πληροί, ούτως ή άλλως, την έννοια του παρανόμου του άρθρου 914 ΑΚ (αλλά και τις λοιπές προϋποθέσεις του άρθρου αυτού). Επομένως, ακόμα κι αν έλλειπε η σχετική νομοθετική πρόβλεψη του άρθρου 18, η επιχείρηση που ζημιώθηκε θα ήταν δυνατό να αξιώσει την αποκατάσταση της ζημίας της με καταβολή αποζημίωσης. (Ιδ. και 2709/2021 ΕφΑθ, όπου αναφέρεται ότι οι διατάξεις του ν. 146/1914 για την αδικοπρακτική ευθύνη ως ειδικές, έχουν προβάδισμα ως προς τις γενικές διατάξεις των 914 και 919 ΑΚ).

    Παράλληλα, ο ν. 146/2019 παρέχει δικαίωμα αποζημίωσης και στην περίπτωση της γενικής ρήτρας του άρ. 1. Η συγκεκριμένη διάταξη προβλέπει ότι απαγορεύεται στις εμπορικές, βιομηχανικές ή γεωργικές συναλλαγές κάθε πράξη που γίνεται προς τον σκοπό ανταγωνισμού και αντίκειται στα χρηστά ήθη. Ο παραβάτης μπορεί να εναχθεί προς παράλειψη και προς ανόρθωση της προκληθείσας ζημίας.

    Συνεπώς, για την εφαρμογή του άρθρου αυτού απαιτείται η πράξη «…, αφενός να έγινε προς τον σκοπό ανταγωνισμού, αφετέρου ν` αντίκειται στα χρηστά ήθη, ως κριτήριο των οποίων χρησιμεύουν οι ιδέες του μέσου κοινωνικού ανθρώπου που κατά τη γενική αντίληψη σκέπτεται με χρηστότητα και φρόνηση, μέσα στο συναλλακτικό κύκλο στον οποίο γίνεται η πράξη ή η χρησιμοποίηση μεθόδων και μέσων αντίθετων προς την ομαλή ηθικότητα των συναλλαγών.» (76/2020 ΕφΠειρ., ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

    Η συγκεκριμένη διάταξη θα μπορούσε να εφαρμοσθεί, λ.χ., στην περίπτωση που εργαζόμενος ανακοίνωνε μεν χωρίς δικαίωμα τα επιχειρηματικά απόρρητα ορισμένης επιχείρησης με σκοπό τον ανταγωνισμό όχι όμως με δόλο (οπότε και δεν θα εφαρμόζονταν τα άρθρα 16 §1 και 18 §2 του ίδιου νόμου).

    Οι προβλέψεις του ν. 4605/2019

    Η αστική προστασία του επιχειρηματικού απορρήτου ενισχύεται μέσω των διατάξεων ν. 4605/2019. Ο τελευταίος μετέφερε στην εθνική έννομη τάξη την Οδηγία 2016/943 «περί προστασίας της τεχνογνωσίας και των επιχειρηματικών πληροφοριών που δεν έχουν αποκαλυφθεί (εμπορικό απόρρητο) από την παράνομη απόκτηση, χρήση και αποκάλυψή τους», προσθέτοντας τα άρθρα 22Α-22Κ στον ν. 1733/1987.

    Ο νόμος αυτός προσδιόρισε, όπως αναφέραμε στην προαναφερθείσα, προγενέστερη, αρθρογραφία μας, την έννοια του εμπορικού απορρήτου. Επιπλέον, προέβλεψε τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες η απόκτηση, χρήση ή αποκάλυψη εμπορικού απορρήτου καθίσταται παράνομη.

     

    Προσωρινή Δικαστική Προστασία

    Η ενίσχυση της προστασίας που προσέφερε ο νόμος αυτός οφείλεται, καταρχάς, στην πρόβλεψη της δυνατότητας παροχής προσωρινής δικαστικής προστασίας μέσω ασφαλιστικών μέτρων (και προσωρινής διαταγής). Δυνατότητα που αμφισβητούνταν πριν από τη θέση σε ισχύ ρητής πρόβλεψης.

    Σύμφωνα με το άρθρο 22Ε του ν. 1733/1987, εφόσον πιθανολογείται προσβολή του εμπορικού απορρήτου, είναι δυνατό να διαταχθούν τα ακόλουθα ασφαλιστικά μέτρα:

    (α) Προσωρινή παύση ή απαγόρευση της χρήσης ή της αποκάλυψης του εμπορικού απορρήτου.

    (β) Απαγόρευση της παραγωγής, προσφοράς, διάθεσης στην αγορά ή χρήσης παράνομων εμπορευμάτων. Επίσης, της εισαγωγής, εξαγωγής ή αποθήκευσης παράνομων εμπορευμάτων για τους προαναφερόμενους σκοπούς.

    (γ) Κατάσχεση ή παράδοση των εμπορευμάτων για τα οποία υπάρχουν υπόνοιες ότι είναι παράνομα.

    Εναλλακτικά, το αρμόδιο Δικαστήριο (:Μονομελές Πρωτοδικείο) μπορεί να εξαρτά τη συνέχιση της θεωρούμενης παράνομης χρήσης του εμπορικού απορρήτου από την κατάθεση εγγυήσεων. Απαγορεύεται, όμως, ρητά η αποκάλυψη εμπορικού απορρήτου έναντι κατάθεσης εγγυήσεων.

    Οριστική Δικαστική Προστασία

    Με την έκδοση δικαστικής απόφασης επί της αγωγής του ζημιωθέντος με την οποία διαπιστώνεται παράνομη απόκτηση, χρήση ή αποκάλυψη εμπορικού απορρήτου, το δικαστήριο είναι δυνατό να διατάξει ένα ή περισσότερα από τα παρακάτω μέτρα (άρθρο 22Ζ ν. 1733/1987):

    (α) Παύση ή απαγόρευση της χρήσης ή της αποκάλυψης του εμπορικού απορρήτου.

    (β) Απαγόρευση παραγωγής, προσφοράς, διάθεσης στην αγορά ή χρήσης παράνομων εμπορευμάτων ή της εισαγωγής, εξαγωγής ή αποθήκευσης παράνομων εμπορευμάτων για τους προαναφερόμενους σκοπούς.

    (γ) Λήψη μέτρων αποκατάστασης (αναλυτικά: άρ. 22Ζ §2).

    (δ) Καταστροφή του συνόλου ή μέρους εγγράφου, αντικειμένου, υλικού, ουσίας ή ηλεκτρονικού αρχείου που περιέχει ή ενσωματώνει το εμπορικό απόρρητο ή παράδοση στον ενάγοντα σύνολο ή μέρος των εν λόγω εγγράφων, αντικειμένων, υλικών, ουσιών ή ηλεκτρονικών αρχείων.

    Επιπλέον, το άρθρο 22Ι προβλέπει μια πρόσθετη δυνατότητα κατά της παράνομης απόκτησης, χρήσης ή αποκάλυψης εμπορικού απορρήτου: ο ενάγων μπορεί να ζητήσει από το δικαστήριο να διατάξει λήψη μέτρων για τη διάδοση των πληροφοριών που σχετίζονται με τη δικαστική απόφαση με δαπάνες του παραβάτη. Συμπεριλαμβανομένης, μάλιστα, της πλήρους ή μερικής δημοσίευσης της απόφασης.

    Αποζημιώσεις & Χρηματικές Ποινές

    Αποζημίωση χορηγείται (άρ. 22Θ) ύστερα από αίτημα του ενάγοντος. Απαιτείται δε ο παραβάτης να γνώριζε ή όφειλε να γνωρίζει ότι προέβαινε σε παράνομη απόκτηση, χρήση ή αποκάλυψη εμπορικού απορρήτου. Στην περίπτωση αυτή, ο παραβάτης καταβάλλει στον κάτοχο του εμπορικού απορρήτου αποζημίωση ανάλογη προς την πραγματική του ζημία. Ο νόμος, μάλιστα, προβλέπει παράγοντες τους οποίους λαμβάνει υπόψη το δικαστήριο για τον καθορισμό της αποζημίωσης. Μεταξύ αυτών και η ηθική βλάβη που προκλήθηκε στον νόμιμο κάτοχο. Πρόβλεψη μάλλον ατυχής, καθώς η αποκατάσταση της ηθικής βλάβης συνιστά διακριτό και ανεξάρτητο κονδύλιο σε σχέση με αυτό της περιουσιακής ζημίας

    Προβλέπεται, επιπλέον, ότι η ευθύνη για την καταβολή αποζημίωσης εκ μέρους εργαζομένων προς τους εργοδότες τους για παράνομη απόκτηση, χρήση ή αποκάλυψη εμπορικού απορρήτου του εργοδότη περιορίζεται, αναλόγως, αν οι εργαζόμενοι είχαν ενεργήσει χωρίς δόλο.

    Περαιτέρω, στην περίπτωση που ο παραβάτης δεν γνώριζε ούτε όφειλε υπό τις περιστάσεις να γνωρίζει ότι το εμπορικό απόρρητο ήταν προϊόν παράνομης απόκτησης από τρίτο, είναι δυνατόν να διαταχθεί η καταβολή αποζημίωσης στον κάτοχο του εμπορικού απορρήτου. Η αποζημίωση αυτή επιβάλλεται ως εναλλακτικό μέτρο, αντί των προβλεπόμενων στο άρθρο 22Ζ, (που ανωτέρω αναφέρθηκαν). Υπό την προϋπόθεση ότι δεν θα προκαλούνταν δυσανάλογη ζημία στον παραβάτη και η αποζημίωση θα είναι εύλογη για τον παθόντα (άρθρο 22Η).

    Παράλληλα, το δικαστήριο μπορεί να επιβάλλει κυρώσεις (χρηματικές ποινές) σε κάθε πρόσωπο που δεν συμμορφώνεται με οποιοδήποτε από τα μέτρα των άρθρων 22Δ, 22Ε και 22Ζ που επιβάλλει (άρ. 22Κ).

    Τέλος, στις ανωτέρω αναφερόμενες δικαστικές διαδικασίες επιβάλλεται ρητά η προστασία του εμπιστευτικού χαρακτήρα των εμπορικών απορρήτων από τα εμπλεκόμενα μέρη (λ.χ. διάδικοι, δικηγόροι, μάρτυρες, – άρ. 22Θ).

     

    Όπως ήδη επισημάναμε, το επιχειρηματικό απόρρητο καλύπτει ένα ευρύτατο φάσμα πληροφοριών και δεδομένων, που σχετίζονται με το σύνολο της επιχειρηματικής δραστηριότητας.  Η προστασία του, κατά τούτο, αποδεικνύεται μείζονος σημασίας. Οι επαπειλούμενες (ποινικές και αστικές) κυρώσεις, παρ΄ ότι εκτεταμένες, δεν φαίνεται να λειτουργούν αποτρεπτικά για τους παραβάτες. Αναγκαία, κατά τούτο, προκύπτει η προσεκτική, εκ των υστέρων, διαχείριση ενδεχόμενων διαρροών (σε πρακτικό και νομικό επίπεδο). Περισσότερο όμως σημαντική και απολύτως αναγκαία είναι, και εν προκειμένω, η πρόληψη. Η δημιουργία, με άλλα λόγια, προστατευτικού «τείχους» για τη διασφάλισή του. Και, αυτονοήτως, του αναγκαίου αποτρεπτικού και, στο μέγιστο δυνατό βαθμό, διασφαλιστικού συμβατικού και νομικού «πλέγματος».

    Γρηγορείτε!

    Σταύρος Κουμεντάκης
    Managing Partner

     

    Υ.Γ. Συνοπτική έκδοση του άρθρου δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ, στις 13 Φεβρουαρίου 2022.

    Η πληροφόρηση που εμπεριέχεται στο παρόν άρθρο δεν συνιστά (ούτε και έχει σκοπό να αποτελέσει) νομική συμβουλή. Μια τέτοια νομική συμβουλή είναι δυνατό να παρασχεθεί μόνον από αρμόδιο δικηγόρο ο οποίος θα λάβει υπόψη του το σύνολο των δεδομένων που θα του εκθέσετε για την υπόθεσή σας. Αναλυτικά.

  • Επιχειρηματικό Απόρρητο

    Επιχειρηματικό Απόρρητο

    Στα σημαντικότερα περιουσιακά στοιχεία των επιχειρήσεων θα πρέπει να εντάξουμε, χωρίς δισταγμό, τα επιχειρηματικά τους απόρρητα. Ποια θα ήταν, άραγε, η αξία των γνωστών-παγκόσμιων επιχειρηματικών κολοσσών (λ.χ.: Amazon, Apple, Google, Huawei, Samsung, Pfizer, Coca-Cola κ.ο.κ.) αν δεν ήταν επαρκώς «κλειδωμένα» και διασφαλισμένα τα επιχειρηματικά τους απόρρητα; Κι, ακόμα, ποια θα ήταν η αξία των γνωστών σ’ εμάς επιχειρήσεων (ή/και της δικής μας, ακόμα, επιχείρησης) αν τα επιχειρηματικά τους απόρρητα, ήταν «κοινά τοις πάσι»; Για τις συνέπειες από τη διαρροή επιχειρηματικών απορρήτων όλοι γνωρίζουμε. Καλύτερα όμως, εκείνοι που τις έχουν υποστεί.

    Ενδείκνυται, δεδομένης της (αδιαμφισβήτητης) αξίας του να επιχειρήσουμε να κατανοήσουμε κάποια βασικά δεδομένα-ιδίως το περιεχόμενό του. Θα αποτελέσει, τούτο, αναγκαία προϋπόθεση για να προσεγγίσουμε καλύτερα, σε επόμενη αρθρογραφία μας, τη σχετική με το θέμα προστασία που παρέχει η νομοθεσία μας. Επίσης, τις συνέπειες για τους παραβάτες.

     

    Φορέας και Περιεχόμενο

    Φορέας του επιχειρηματικού απορρήτου, ως αυτοτελούς περιουσιακού αγαθού, μπορεί να είναι κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο που ασκεί επιχειρηματική δραστηριότητα.

    Κι όσον αφορά το περιεχόμενο του επιχειρηματικού απορρήτου: Κατά την ελληνική νομολογία, το επιχειρηματικό απόρρητο «…αποτελείται από μία ευρεία κατηγορία πληροφοριακών αγαθών, που ενσωματώνουν σημαντική οικονομική αξία για τον φορέα του και είναι συνδεδεμένα με την άσκηση επιχειρηματικής δραστηριότητας» (664/2019 ΕφΘεσσ, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

    Προβλέψεις για το επιχειρηματικό απόρρητο, το περιεχόμενο (και την προστασία) του συναντούμε και σε διεθνή νομοθετικά κείμενα. Συγκεκριμένα: η Διεθνής Συμφωνία TRIPs (η οποία κυρώθηκε με τον ν. 2290/1995 και συνιστά, ήδη, εσωτερικό δίκαιο) αποδίδει στο επιχειρηματικό απόρρητο τον, ευρύτατο, χαρακτηρισμό των μη αποκαλυφθεισών πληροφοριών.

     

    Αξία και σημασία

    Το επιχειρηματικό απόρρητο συνδέεται, άμεσα, με τη λειτουργία μιας επιχείρησης σε οργανωτικό, παραγωγικό ή/και εμπορικό επίπεδο. Αποτελεί, κάποιες φορές, απότοκο της εργασίας, της έρευνας ή/και της συνεργασίας των στελεχών, της διοίκησης και της ιδιοκτησίας της, ορισμένες φορές και των εργαζομένων της. Κάποιες άλλες αποτελεί περιουσιακό στοιχείο το οποίο αποκτήθηκε, έναντι τιμήματος (συχνά υψηλού). Κάποιες άλλες αποκτάται μέσω εξαγορών και συγχωνεύσεων. Απώτερος σκοπός, σε κάθε περίπτωση, η ενίσχυση της αναπτυξιακής πορείας της επιχείρησης στο ανταγωνιστικό, κατά κανόνα, οικονομικό περιβάλλον δραστηριοποίησής της.

    Το επιχειρηματικό απόρρητο, δεν είναι παρά ένα σύνολο σημαντικών πληροφοριών τεχνικής, επιστημονικής ή/και εμπορικής φύσης. Γίνεται εύκολα κατανοητό πως η διαφύλαξη της μυστικότητας που διέπει τα ευαίσθητα και απόρρητα στοιχεία μιας επιχείρησης είναι εκείνη που μπορεί να συνδράμει, καθοριστικά κάποιες φορές, στη δημιουργία και διατήρηση ανταγωνιστικού προβαδίσματος. Κι ακριβώς για τον λόγο αυτό, διαθέτει οικονομική αξία-ιδιαίτερα σημαντική για κάποιες επιχειρήσεις.

    Η αξία και η σημασία του επιχειρηματικού απορρήτου αυξάνεται ανάλογα με το εύρος και, αντίστοιχα, τη σημασία των ευαίσθητων και απόρρητων στοιχείων του: Όσο μεγαλύτερο είναι το ανταγωνιστικό πλεονέκτημα που προσδίδει στην επιχείρηση, τόσο μεγαλύτερη και η αξία του. Πρόκειται, ωστόσο, για μια έννοια πολυσύνθετη. Η αποκωδικοποίησή της, σε βασικές γραμμές, επιχειρείται στη συνέχεια.

     

    Επιχειρηματικό απόρρητο: Επιμέρους κατηγορίες

    Η έννοια του επιχειρηματικού απορρήτου καλύπτει ένα ευρύ πεδίο πληροφοριακών αγαθών. Εμπεριέχει, συγκεκριμένα, «…ειδικότερες κατηγορίες απορρήτων, όπως το εμπορικό απόρρητο, την εμπιστευτική πληροφόρηση, το βιομηχανικό απόρρητο και την απόρρητη τεχνογνωσία» (664/2019 ΕφΘεσσ, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Οι κατηγορίες αυτές, οι οποίες δεν οριοθετούνται απολύτως μεταξύ τους, είναι:

    Εμπορικό Απόρρητο

    «Ως “εμπορικό απόρρητο” νοούνται οι πληροφορίες οι οποίες πληρούν σωρευτικά τις εξής προϋποθέσεις:

    (αα) είναι απόρρητες, με την έννοια ότι, είτε ως σύνολο είτε από την άποψη του ακριβούς περιεχομένου και της διάταξης των συνιστωσών τους, δεν είναι ευρέως γνωστές σε πρόσωπα που ανήκουν στους κύκλους που ασχολούνται συνήθως με αυτό το είδος πληροφοριών ούτε άμεσα προσβάσιμες στα πρόσωπα αυτά,

    (ββ) έχουν εμπορική αξία που απορρέει από τον απόρρητο χαρακτήρα τους,

    (γγ) το πρόσωπο, που έχει αποκτήσει νόμιμα τον έλεγχο επί των εν λόγω πληροφοριών, έχει καταβάλει εύλογες προσπάθειες, λαμβανομένων υπόψη των περιστάσεων, για την προστασία του απόρρητου χαρακτήρα τους» [: άρ. 22Α §4 περ. α΄ ν. 1733/1987-όπως τροποποιήθηκε απο το ν. 4605/2019 (:που μετέφερε στο εθνικό δίκαιο τις διατάξεις της Οδηγίας 2016/943 για την προστασία του εμπορικού απορρήτου)˙ να σημειωθεί πως το περιεχόμενο της συγκεκριμένης διάταξης ταυτίζεται με την πρόβλεψη του άρθρου 39 §2 της ως άνω Διεθνούς Συμφωνίας TRIPs για τις μη αποκαλυφθείσες πληροφορίες]

    Κατά την ελληνική νομολογία, η οποία ανταποκρίνεται στον ανωτέρω ορισμό, «…ως εμπορικό απόρρητο λογίζεται κάθε σημαντική εμπορική πληροφορία, η οποία δεν είναι ευρύτερα γνωστή και προσβάσιμη σε τρίτους, έχει πραγματική ή δυνητική αξία για τον κάτοχό της, επειδή προσδίδει στην επιχείρηση ανταγωνιστικό πλεονέκτημα, και ο ίδιος λαμβάνει τα κατάλληλα μέτρα για να την κρατήσει μυστική.» (664/2019 ΕφΘεσσ, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

    Στην έννοια αυτή εμπίπτουν απόρρητα εμπορικής και οργανωτικής φύσης της επιχείρησης. Μεταξύ άλλων, στρατηγικές επιχειρηματικής οργάνωσης και διοίκησης, όπως καταστάσεις πελατών, δίκτυο διανομέων ή προμηθευτών, μελέτες για την προώθηση προϊόντων και υπηρεσιών – μέθοδοι έρευνας και marketing, σχεδιασμός τιμολογιακής πολιτικής, κατάλογοι με αξιολόγηση πωλήσεων και με προβλέψεις για την εξέλιξή τους, ο σχεδιασμός του τρόπου ή των μέσων προώθησης των προϊόντων μίας επιχείρησης κλπ. (ενδ.: 76/2020 ΕφΠειρ, 664/2019, ΠολΠρωτΑθ 1141/2016, 1717/2013 ΑΠ ΤΝΠ-ΝΟΜΟΣ). Επίσης, πληροφορίες σχετικά με στοιχεία επικείμενων προσφορών σε διαγωνιστικές διαδικασίες (1643/2020 ΕΣ, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Καθώς και πληροφορίες επενδυτικής φύσεως.

    Εμπιστευτική πληροφόρηση

    Οι εμπιστευτικές πληροφορίες διακρίνονται από τα εμπορικά απόρρητα, καθώς δεν συνδέονται άμεσα (αλλά μόνον έμμεσα) με την εμπορική δραστηριότητα της επιχείρησης.

    Στην κατηγορία των λοιπών εμπιστευτικών πληροφοριών περιλαμβάνονται πληροφορίες «πέραν των επαγγελματικών μυστικών οι οποίες είναι δυνατόν να θεωρηθούν ως εμπιστευτικές στο μέτρο που η αποκάλυψή τους θα μπορούσε να βλάψει ουσιωδώς ένα πρόσωπο ή επιχείρηση» (C-162/2015 ΔΕΕ).

    Η διάκριση μεταξύ εμπιστευτικών πληροφοριών και εμπορικών απορρήτων είναι ιδιαίτερα σημαντική όσον αφορά την υποχρέωση τήρησης εχεμύθειας στο πλαίσιο των εργασιακών σχέσεων. Συγκεκριμένα, μετά τη λήξη ή με οποιονδήποτε τρόπο λύση της σχέσης εργασίας, ο εργαζόμενος βαρύνεται με την τήρηση των  επιχειρηματικών, μόνον, απορρήτων. Όσον αφορά, αντίθετα, τις εμπιστευτικές πληροφορίες συνεχίζει να βαρύνεται με τη διαφύλαξή τους εφόσον υφίσταται σχετική, ρητή, πρόβλεψη για τη διατήρηση (μετασυμβατικής) υποχρέωσης εχεμύθειας.

    Βιομηχανικό Απόρρητο

    Κατ’ αντιστοιχία των όσων γίνονται δεκτά από τη νομολογία για το εμπορικό απόρρητο, το βιομηχανικό απόρρητο είναι «…κάθε γεγονός που σχετίζεται με ορισμένη επιχείρηση γνωστό μόνο σε στενώς καθορισμένο κύκλο προσώπων, τα οποία είναι υποχρεωμένα σε τήρηση μυστικότητος και του οποίου η διαφύλαξη ανταποκρίνεται στη βούληση και τα οικονομικά συμφέροντα του κυρίου της επιχειρήσεως.  Ειδικώς τα βιομηχανικά απόρρητα είναι τεχνικής φύσεως, ως σχέδια και μέθοδοι κατασκευής, συνθέσεις προϊόντων, τεχνικοί τύποι, πρότυπα, σχέδια και υποδείγματα» (7440/1999 ΠολΠρωτΑθ, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Είναι δυνατό όμως να εντάσσονται και μελέτες που οδήγησαν σε αρνητικά συμπεράσματα (όσον αφορά, λ.χ., την αδυναμία κατασκευής ενός προϊόντος με συγκεκριμένη μεθοδολογία). Επίσης, το λογισμικό, τα προγράμματα ηλεκτρονικών υπολογιστών, τα αποτελέσματα πειραμάτων κ.α. υπάγονται και αυτά στην έννοια του βιομηχανικού απορρήτου.

    Την έννοια και περιεχόμενο του βιομηχανικού απορρήτου συναντούμε, σε νομοθετικό επίπεδο και στις ρυθμίσεις που αφορούν τη σύμβαση μεταφοράς τεχνολογίας. Στο πλαίσιο προσδιορίζεται ως δυνατή η «ανακοίνωση βιομηχανικών απορρήτων με σχέδια, διαγράμματα, υποδείγματα, πρότυπα, οδηγίες, αναλογίες, συνθήκες, διαδικασίες, προδιαγραφές και τρόπους παραγωγής προϊόντων που αναφέρονται στην παραγωγική εκμετάλλευση. Τέτοια βιομηχανικά απόρρητα αποτελούν κυρίως οι τεχνικές πληροφορίες, στοιχεία ή γνώσεις που αφορούν σε μεθόδους, εμπειρίες ή δεξιοτεχνίες, που έχουν πρακτική εφαρμογή ιδιαίτερα στην παραγωγή αγαθών και παροχή υπηρεσιών, εφ’ όσον δεν έχουν γίνει ευρύτερα γνωστά» (άρ. 21 §1 ν. 1733/1987).

    Απόρρητη τεχνογνωσία (know-how)

    Στην έννοια της απόρρητης τεχνογνωσίας (know how) εμπίπτει η γνώση, μεθοδολογία και τεχνική εμπειρία, σχετικά με τους τύπους και τον τρόπο κατασκευής και εμπορίας λ.χ. προϊόντων και αγαθών (2/1979 ΕΠΑ). Και οι συγκεκριμένες πληροφορίες έχουν, αναμφίβολα, απόρρητο χαρακτήρα και διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στην ανταγωνιστικότητα της επιχείρησης.

    Η απόρρητη τεχνογνωσία, παρά τη διακριτή της αναφορά στη νομολογία (ενδ.: 664/2019 ΕφΘεσσ, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) αντιμετωπίζεται, συνήθως, ως ειδικότερη έκφανση του εμπορικού ή του βιομηχανικού απορρήτου (αν πρόκειται για εμπορική ή βιομηχανική τεχνογνωσία-αντίστοιχα).

     

    Το περιεχόμενο του επιχειρηματικού απορρήτου είναι εξαιρετικά εκτεταμένο. Καλύπτει ένα ευρύ φάσμα πληροφοριών και δεδομένων, που σχετίζονται με το σύνολο της επιχειρηματικής δραστηριότητας.  Γίνεται, κατά τούτο, εύκολα αντιληπτή η αξία και σημασία του για την επιχείρηση και, πολύ περισσότερο, η σημασία της διασφάλισής του.

    Ο νομοθέτης έχει ήδη λάβει τις σχετικές πρόνοιες για την προστασία του˙ έχει, ήδη, προσδιορίσει τις συνέπειες και κυρώσεις για τους παραβάτες.

    Στην επιχείρηση εναπόκειται η αξιοποίηση των σχετικών ευχερειών και στους νομικούς της παραστάτες ο σχετικός σχεδιασμός. Περί αυτών όμως σε επόμενη αρθρογραφία μας.

    Σταύρος Κουμεντάκης
    Managing Partner

     

    Υ.Γ. Συνοπτική έκδοση του άρθρου δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ, στις 23 Ιανουαρίου 2022.

     

    Η πληροφόρηση που εμπεριέχεται στο παρόν άρθρο δεν συνιστά (ούτε και έχει σκοπό να αποτελέσει) νομική συμβουλή. Μια τέτοια νομική συμβουλή είναι δυνατό να παρασχεθεί μόνον από αρμόδιο δικηγόρο ο οποίος θα λάβει υπόψη του το σύνολο των δεδομένων που θα του εκθέσετε για την υπόθεσή σας. Αναλυτικά.

  • Η προστασία του εμπορικού απορρήτου

    Η προστασία του εμπορικού απορρήτου

    Ι. Προοίμιο

    Η πλειονότητα των επιχειρήσεων, τόσο σε εθνικό όσο και σε διεθνές επίπεδο, βασίζεται (λιγότερο ή περισσότερο) στη αξιοποίηση εμπορικών απορρήτων για τη διασφάλιση της ανάπτυξής τους. Για κάποιες μάλιστα από αυτές αποτελεί κομβικό σημείο (sine qua non στοιχείο) για την ίδια την ύπαρξή τους.

    Το γεγονός αυτό έχει δημιουργήσει, διαχρονικά, την ανάγκη της νομοθετικής προστασίας των κρίσιμων αυτών εμπορικών απορρήτων. Η τελευταία επιτυγχανόταν μέχρι πρόσφατα μέσω, κατά βάση, των σχετικών διατάξεων του ν. 146/1914, οι οποίες όμως προέβλεπαν (κυρίως) ποινικές κυρώσεις για τις περιπτώσεις προσβολής εμπορικού απορρήτου.

     

    ΙΙ. Οι πρόσφατες ρυθμίσεις για την προστασία του εμπορικού απορρήτου

    Το διαφορετικό επίπεδο παροχής για την έννομη προστασία του εμπορικού απόρρητου στα κράτη μέλη της ΕΕ κατέστησε επιτακτική την έκδοση της Οδηγίας 2016/943 για την εναρμόνιση των δικαίων όλων των κρατών μελών με αυτή. Στη χώρα μας ενσωματώθηκαν στο εθνικό δίκαιο, με  τον πρόσφατο ν. 4605/2019, οι διατάξεις της συγκεκριμένης Οδηγίας για την προστασία τεχνογνωσιών και επιχειρηματικών πληροφοριών που δεν έχουν αποκαλυφθεί (εμπορικά απόρρητα). Οι διατάξεις του νέου νόμου καλύπτουν το κενό της παροχής αστικής προστασίας και ισχύουν παράλληλα με τις ανωτέρω αναφερόμενες διατάξεις του ν. 146/1914.

    Για να χαρακτηρισθεί μία πληροφορία ως εμπορικό απόρρητο θα πρέπει σωρευτικά:

    (α) η πληροφορία να είναι απόρρητη, με την έννοια ότι δεν είναι ευρέως γνωστή σε πρόσωπα που ανήκουν σε κύκλους που ασχολούνται με αυτό το είδος πληροφοριών ούτε άμεσα προσβάσιμες στα πρόσωπα αυτά,

    (β) να έχει εμπορική αξία που απορρέει από τον απόρρητο χαρακτήρα της και

    (γ) το πρόσωπο που έχει αποκτήσει νόμιμα τον έλεγχο επί της πληροφορίας αυτής να έχει καταβάλει εύλογες προσπάθειες για την προστασία του απόρρητου χαρακτήρα.

     

    Ενδεικτικά, απόρρητες μπορεί να είναι οι πληροφορίες σχετικά με τους πελάτες και προμηθευτές μιας επιχείρησης, εγχειρίδια και σχέδια, οικονομικά στοιχεία, know how, έρευνες αγοράς επί προϊόντων.

    Στον κάτοχο του εμπορικού απορρήτου μπορεί να παρασχεθεί προσωρινή δικαστική προστασία μέσω της λήψης ασφαλιστικών μέτρων.

    Περιεχόμενο των ασφαλιστικών μέτρων μπορεί να είναι:

    (α) η προσωρινή παύση ή απαγόρευση της χρήσης ή της αποκάλυψης του εμπορικού απορρήτου,

    (β) η απαγόρευση της παραγωγής, προσφοράς, διάθεσης στην αγορά, χρήσης παράνομων εμπορευμάτων ή/και της εισαγωγής, εξαγωγής ή αποθήκευσης τους (των παράνομων εμπορευμάτων),

    (γ) η κατάσχεση ή παράδοση εμπορευμάτων για τα οποία υπάρχουν υπόνοιες ότι είναι παράνομα.

    (Ξεχωριστό ενδιαφέρον παρουσιάζει η πρόβλεψη για εξάρτηση της λήψης ασφαλιστικών μέτρων από την καταβολή εγγυοδοσίας εκ μέρους του αιτούντος με σκοπό να εξασφαλιστεί η αποκατάσταση τυχόν ζημίας του  φερομένου ως παραβάτη αντιδίκου του).

    Ανάλογα μέτρα με τα παραπάνω είναι δυνατό να διαταχθούν και κατά την έκδοση της δικαστικής απόφασης επί της κύριας αγωγής. Κρίσιμη είναι η δυνατότητα του δικαστηρίου που δικάζει την αγωγή να διατάξει, αντί για το ζητούμενο με την αγωγή, την καταβολή αποζημίωσης. Αυτή η δυνατότητα ενεργοποιείται ύστερα από αίτημα του εναγόμενου εφόσον αυτός δεν γνώριζε ούτε όφειλε να γνωρίζει ότι το εμπορικό απόρρητο αποκτήθηκε παράνομα από τρίτο.

    Αποζημίωση μπορεί να διατάξει το δικαστήριο και ύστερα από αίτημα του ενάγοντος, στην περίπτωση που ο εναγόμενος γνώριζε ή όφειλε να γνωρίζει ότι προβαίνει σε παράνομη απόκτηση ή χρήση του εμπορικού απορρήτου.

    Το εμπορικό απόρρητο είναι δυνατό να παραβιασθεί και από εργαζόμενο. Η σχετική ευθύνη όμως έναντι του εργοδότη περιορίζεται αν ο παραβάτης-εργαζόμενος ενήργησε χωρίς δόλο.

     

    Στον αντίποδα του δικαιώματος για την προστασία του εμπορικού απορρήτου βρίσκεται το δικαίωμα στην ελευθερία της έκφρασης και της πληροφόρησης αλλά και η έννοια του δημόσιου συμφέροντος. Με το νέο νόμο επιχειρείται εξισορρόπηση των αντικρουόμενων αυτών συμφερόντων μέσω της πρόβλεψης των περιπτώσεων εκείνων κατά τις οποίες απορρίπτεται το σχετικό αίτημα για παροχή δικαστικής προστασίας. Συγκεκριμένα προβλέπεται ότι η αίτηση απορρίπτεται όταν η απόκτηση, χρήση ή αποκάλυψη του εμπορικού απορρήτου έχει πραγματοποιηθεί:

    (α) για την άσκηση του δικαιώματος στην ελευθερία της έκφρασης και της πληροφόρησης, συμπεριλαμβανομένου του σεβασμού της ελευθερίας και της πολυφωνίας των μέσων μαζικής ενημέρωσης,

    (β) για τη διαπίστωση αδικοπρακτικής συμπεριφοράς ή παράνομης δραστηριότητας, με την προϋπόθεση ότι ο εναγόμενος ενήργησε προς το σκοπό της προστασίας του γενικού δημόσιου συμφέροντος,

    (γ) από τους εργαζόμενους στους εκπροσώπους τους, στο πλαίσιο της νόμιμης άσκησης εκ μέρους των εκπροσώπων αυτών των καθηκόντων τους, εφόσον η αποκάλυψη αυτή ήταν αναγκαία για την άσκηση των συγκεκριμένων καθηκόντων και

    (δ) χάριν προστασίας εννόμου συμφέροντος που αναγνωρίζεται από το ενωσιακό ή εθνικό δίκαιο.

    Σε όλες τις παραπάνω περιπτώσεις, το δημόσιο συμφέρον και το δικαίωμα στην ελευθερία της έκφρασης και της πληροφόρησης υπερτερούν έναντι του δικαιώματος προστασίας του εκάστοτε εμπορικού απορρήτου.

     

    ΙΙΙ. Εν κατακλείδι

    Δεν είναι ασύνηθες να βρεθεί μία επιχείρηση αντιμέτωπη με την προσβολή εμπορικών απορρήτων της. Στην απευκταία αυτή περίπτωση, είναι εξαιρετικά σημαντική η δυνατότητα ευχερούς απόδειξης της προσβολής τους καθώς η δικαστική προστασία παρουσιάζεται ως αναπόφευκτη συνέπεια. Στο πλαίσιο αυτό είναι επιβεβλημένη, για κάθε επιχείρηση, η λήψη των αναγκαίων προληπτικών μέτρων, όπως, ενδεικτικά, ο ακριβής προσδιορισμός των εμπορικών απορρήτων και των προσώπων που έχει πρόσβαση σε αυτά, η ενίσχυση των ηλεκτρονικών συστημάτων της, η επιμόρφωση των εργαζομένων της. Ξεχωριστή θέση κατέχουν, αυτονοήτως, η κατάρτιση ειδικών ρητρών εμπιστευτικότητας και η συνάρτησή τους με συγκεκριμένες-αυξημένης βαρύτητας κυρώσεις.

    Κι όλα τούτα βεβαίως με την καθοδήγηση των τεχνικών και, αυτονοήτως, των νομικών συμβούλων της.

    Ευδοκία Κορνηλάκη
    Senior Associate

    Υ.Γ. Συνοπτική έκδοση του άρθρου δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ, στις 6 Οκτωβρίου 2019.

    η προστασία του εμπορικού απορρήτου από την Ευδοκία Κορνηλάκη

Η περιοχή αυτή είναι καταχωρημένη στο wpml.org ως περιοχή ανάπτυξης. Μεταβείτε σε τοποθεσία παραγωγής με κλειδί στο remove this banner.