Ετικέτα: διοικητικό συμβούλιο ΑΕ

  • Ανώνυμη Εταιρεία: Αμοιβές Μελών ΔΣ

    Ανώνυμη Εταιρεία: Αμοιβές Μελών ΔΣ

    Το Διοικητικό Συμβούλιο της Ανώνυμης Εταιρείας ενεργεί, κατ’ αρχήν, συλλογικά. Είναι όμως δυνατή (:κανόνας, μάλλον, ανεξαίρετος) η εκχώρηση εξουσιών δέσμευσης και εκπροσώπησης σε συγκεκριμένο/α μέλη του. Συνήθης επίσης είναι η σύνδεση των μελών του ΔΣ με την ΑΕ μέσω ειδικών σχέσεων. Με τον τύπο, ενδεικτικά, των συμβάσεων εργασίας, έργου, ανεξαρτήτων υπηρεσιών ή εντολής. Μέσω αυτών ρυθμίζονται (και) οι αμοιβές που η ΑΕ (οφείλει να) τους καταβάλει για τις συγκεκριμένες, πρόσθετες, υπηρεσίες τους. Τα θέματα αυτά μας απασχόλησαν, ήδη, σε προηγούμενη αρθρογραφία μας [:Συμβάσεις Μελών ΔΣ για Παροχή (Πρόσθετων) Υπηρεσιών]. Στο παρόν άρθρο θα μας απασχολήσουν τα θέματα των αμοιβών των μελών του ΔΣ που η ΑΕ (κάποιες φορές) τους καταβάλει στο πλαίσιο της εσωτερικής τους σχέσης. Στην τελευταία αυτή περίπτωση, η νομική βάση της καταβολής των αμοιβών πρέπει να αναζητηθεί στο καταστατικό, σε απόφαση της ΓΣ ή στην πολιτική αποδοχών που, ενδεχομένως, υιοθετεί η ΑΕ (:υποχρεωτικά εφόσον είναι εισηγμένη).

     

    Θέσπιση μηχανισμού ελέγχου στις αμοιβές μελών ΔΣ

    Όπως εξαγγέλλεται, ήδη, από την αιτιολογική έκθεση του ν. 4548/2018, αναμορφώνεται (με τα άρθρα 109 επ.), το καθεστώς αμοιβών των μελών του Δ.Σ. Επιλέγεται συγκεκριμένο πλαίσιο για την προστασία της ΑΕ και των μετόχων μειοψηφίας. Δικαιολογητικός λόγος; Ο κίνδυνος απομείωσης της εταιρικής περιουσίας της ΑΕ εξαιτίας υπέρογκων αμοιβών και άλλων, δυσανάλογων, παροχών.

    Αξιοσημείωτο πάντως είναι πως οι συγκεκριμένες (άρθρα 109 επ.) ρυθμίσεις «…δεν ισχύουν προκειμένου περί αποζημιώσεων και δαπανών που καταβάλλονται δυνάμει κατά νόμο εγκεκριμένης, όπου απαιτείται, έννομης σχέσης (π.χ. δαπάνες στο πλαίσιο εργασίας ή εντολής) ή/και προβλέπονται εκ του νόμου (π.χ. ΑΚ 723), όπως άλλωστε ισχύει και σήμερα, κατά πάγια θέση της νομολογίας». Με άλλα λόγια, ό,τι ρυθμίζεται σε αυτοτελείς συμβάσεις ανάμεσα στην Εταιρεία και τα μέλη του ΔΣ της: (α) ισχύει αυτοτελώς (αντιμετωπίσαμε εξάλλου τα συγκεκριμένα θέματα στην προαναφερθείσα αρθρογραφία μας) και (β) δεν καταλαμβάνεται από το ρυθμιστικό πεδίο των διατάξεων των οποίων η προσέγγιση επιχειρείται με το παρόν.

    Με γνώμονα λοιπόν το είδος των αμοιβών που είναι δυνατό να λάβουν τα μέλη του ΔΣ στο πλαίσιο της οργανικής τους σχέσης, οι όροι, η διαδικασία χορήγησής τους (αλλά και οι τιθέμενοι, σχετικοί, περιορισμοί) αναλύονται ως εξής:

    Αμοιβές και παροχές που δεν συνίστανται σε συμμετοχή στα κέρδη χρήσης

    Τα είδη των αμοιβών και λοιπών παροχών

    Η αμοιβή των έμμισθων συμβούλων συνίσταται σε πάγια, κατά κανόνα, «αντιμισθία». Τούτο ωστόσο, δεν αποτελεί κανόνα ανεξαίρετο. Το είδος της αμοιβής τους ποικίλλει-ανάλογα με την περίπτωση. Ενδέχεται να λαμβάνει, ενδεικτικά, τη μορφή αποζημίωσης ανά συνεδρία ή χορήγησης bonus. Άλλου είδους παροχές μπορεί να είναι η παροχή κατοικίας, ασφάλειας ή/και αυτοκινήτου.

     

    Ο καθορισμός αμοιβών στο καταστατικό ή στην πολιτική αποδοχών της εταιρείας

    Αμοιβές ή άλλες παροχές καταβάλλονται, καταρχήν, νόμιμα στα μέλη του ΔΣ-εφόσον όμως υφίσταται σχετική πρόβλεψη στο καταστατικό ή στην πολιτική αποδοχών της εταιρείας (άρθρο 109 §1 ν. 4548/18). Αναλυτικότερα:

    (α) Ως προς την (ενδεχόμενη) πρόβλεψη του καταστατικού

    Το καταστατικό είναι δυνατό να προβλέπει τη χορήγηση αμοιβής σε συγκεκριμένα (ή όλα τα) μέλη του ΔΣ. Το ενδεχόμενο αυτό μοιάζει περισσότερο θεωρητικό καθώς σπάνια και σε πολύ ειδικές, πάντως, περιπτώσεις θα το συναντήσουμε. Πρόκειται για αμοιβές, η χορήγηση των οποίων αφορά (αυτονόητα) το μέλλον. Αναδρομική πρόβλεψη αποκλείεται. Επιπρόσθετα: δεν αρκεί απλώς αναφορά στο καταστατικό όσον αφορά το δικαίωμα απόληψης αμοιβής. Η αμοιβή πρέπει να ορίζεται συγκεκριμένα (:καθ’ ύψος και κατά τις προϋποθέσεις της καταβολής της) στο καταστατικό.

    Στην περίπτωση που απαιτείται να μεσολαβήσει απόφαση ΓΣ για τον προσδιορισμό της, θεωρείται (και πρόκειται) για αμοιβή η οποία χορηγείται ύστερα από έγκριση της ΓΣ (ιδ. κατωτέρω) και όχι στη βάση καταστατικής πρόβλεψης.

    Θα πρέπει να θεωρήσουμε ότι στη ρύθμιση των αμοιβών που καθορίζονται από το καταστατικό, εντάσσεται κι εκείνη που προβλέπεται σ’ αυτό κατ’ ανώτατο όριο, της οποίας το τελικό ύψος καθορίζεται από απόφαση της ΓΣ. Δεν ισχύει όμως το ίδιο στις περιπτώσεις εκείνες που προβλέπεται στο καταστατικό το κατώτατο ύψος αυτής και επαφίεται στη Γενική Συνέλευση ο προσδιορισμός του τελικώς καταβλητέου ποσού. Θα πρέπει να θεωρήσουμε, στην τελευταία περίπτωση, πως πρόκειται για αμοιβή που προσδιορίζεται από τη Γενική Συνέλευση.

    Η καταστατική πρόβλεψη για την καταβολή αμοιβών σε/στα μέλη του ΔΣ είναι δυνατό να υπάρχει στο αρχικό καταστατικό της ΑΕ-από την ίδρυσή της δηλ. ακόμα. Είναι, ωστόσο, πιθανό η σχετική πρόβλεψη να εισαχθεί μεταγενέστερα-ύστερα από τροποποίηση, δηλ., του καταστατικού με απόφαση της ΓΣ. Αν δεν υπάρξει διαφορετική καταστατική πρόβλεψη, η σχετική απόφαση λαμβάνεται με τη συνήθη απαρτία και πλειοψηφία.

    (β) Ως προς την πολιτική αποδοχών

    Ο καθορισμός των αμοιβών στην πολιτική της εταιρείας ρυθμίζεται, συγκεκριμένα, από τα άρθρα 110-111 ν. 4548/2018. Οι ρυθμίσεις για την πολιτική των αποδοχών είναι υποχρεωτική για τις εταιρείες με μετοχές εισηγμένες σε οργανωμένη αγορά. Αυτό βέβαια δεν αποκλείει το ενδεχόμενο και οι λοιπές εταιρείες να υιοθετήσουν αντίστοιχη πολιτική αποδοχών. Για αυτές τις τελευταίες εταιρείες είναι αναγκαία, σε κάθε περίπτωση, η σχετική καταστατική πρόβλεψη. Η περαιτέρω ανάλυση, ωστόσο, της πολιτικής των αποδοχών μέλλει να αποτελέσει αντικείμενο αυτοτελούς αρθρογραφίας μας.

     

    Η χορήγηση αμοιβών ύστερα από ειδική απόφαση της ΓΣ

    Στην περίπτωση που δεν υπάρχει πρόβλεψη στο νόμο ή το καταστατικό της ΑΕ (και υπό την επιφύλαξη των διατάξεων για την πολιτική αποδοχών): «…αμοιβή ή παροχή που χορηγείται σε μέλος του διοικητικού συμβουλίου…βαρύνει την εταιρεία μόνο αν εγκριθεί με ειδική απόφαση της γενικής συνέλευσης…» (άρθρο 109 §1 ν. 4548/18).

    Σε αντίθεση με το προϊσχύσαν δίκαιο (άρθρο 24  §2 εδ. β΄ ν. 2190/1920), το άρθρο 109 αναφέρεται σε λήψη απόφασης ΓΣ και όχι τακτικής ΓΣ. Τούτο δεν σημαίνει, ωστόσο, ότι η σχετική αρμοδιότητα ανατίθεται, πλέον, και στην έκτακτη ΓΣ. Δεν είναι χωρίς αξία η επιχειρηματολογία υπέρ της αποκλειστικής αρμοδιότητας της τακτικής ΓΣ.

    Η ανωτέρω, εγκριτική, απόφαση της ΓΣ θα πρέπει να είναι ειδική. Επομένως, η έγκριση αμοιβών ή άλλων παροχών στα μέλη του ΔΣ θα πρέπει να συνιστά αυτοτελές θέμα της ημερήσιας διάταξής της. Η απόφαση για την έγκριση, λαμβάνεται κατά τη συνήθη απαρτία και πλειοψηφία. Είναι όμως δυνατό να θεσπίζονται από το καταστατικό αυξημένα, αντίστοιχα, ποσοστά. Από το γράμμα της διάταξης συνάγεται ότι η έγκριση της ΓΣ για τη χορήγησης αμοιβών ή άλλων παροχών είναι δυνατό να αφορά μόνο την παρελθούσα εταιρική χρήση. Αντίστοιχη έγκριση για μελλοντικές καταβολές δεν μπορεί να λάβει χώρα-είναι όμως δυνατή η προκαταβολή έναντι μελλοντικών αμοιβών (όπως στη συνέχεια του παρόντος θα διαπιστώσουμε).

     

    Αμοιβές από τη συμμετοχή στα κέρδη χρήσης

    Για τη χορήγηση αμοιβών που συνίστανται στα κέρδη εταιρικής χρήσης απαραίτητη προηγούμενη προϋπόθεση είναι η σχετική πρόβλεψη στο καταστατικό της ΑΕ. Αρκεί, ωστόσο, η γενική, σχετική, πρόβλεψη. Ο καθορισμός του ύψους των εν λόγω αμοιβών είναι δυνατό να λάβει χώρα ύστερα από απόφαση της ΓΣ. Η απόφαση λαμβάνεται, όπως ορίζεται στην παράγραφο 2 του άρθρου 109, με απλή απαρτία. Ως ΓΣ, και στην περίπτωση αυτή, νοείται η τακτική.

    Οι αμοιβές στην προκείμενη περίπτωση λαμβάνονται από το υπόλοιπο των καθαρών κερδών που τυχόν απομένει ύστερα από την αφαίρεση των ποσών που αναλογούν για τον σχηματισμό του τακτικού αποθεματικού και τη διανομή του ελάχιστου μερίσματος (:άρθρα 160 §2 και 161 ν. 4548/2018). Είναι πάντως δυνατό, σε κάθε περίπτωση, να τίθενται περαιτέρω περιορισμοί από το καταστατικό.

    Οι συγκεκριμένες αμοιβές, επομένως, εξαρτώνται άμεσα από την ύπαρξη κερδών: Δεν είναι δυνατό να εγκρίνονται (και, πολύ περισσότερο, καταβάλλονται) τέτοιες αμοιβές όταν δεν υφίστανται κέρδη. Τούτο λειτουργεί υπέρ της εταιρείας με δύο τρόπους: (α) Δεν είναι δυνατό, να επιβαρύνεται η εταιρεία όταν δεν έχει κέρδη και (β) Παρέχεται (έμμεσο) κίνητρο στα μέλη του ΔΣ για τη μεγιστοποίηση της κερδοφορίας της ΑΕ.

     

    Η προκαταβολή αμοιβών

    Όπως ήδη και ανωτέρω αναφέρθηκε, είναι δυνατή η προκαταβολή αμοιβής σε μέλη του ΔΣ: «Η γενική συνέλευση μπορεί να επιτρέψει προκαταβολή αμοιβής για το χρονικό διάστημα μέχρι την επόμενη τακτική γενική συνέλευση. Η προκαταβολή της αμοιβής τελεί υπό την αίρεση της έγκρισής της από την επόμενη τακτική γενική συνέλευση» (άρθρο 109 §4 ν. 4548/18). Ο νόμος δεν προβαίνει σε προσδιορισμό των αμοιβών που είναι δυνατό να προκαταβάλλονται. Δεν θεωρείται πάντως εφικτή η προκαταβολή αμοιβής όταν πρόκειται για:

    (α) Συμμετοχή στα κέρδη

    Δεν θεωρείται δυνατή η προκαταβολή αμοιβών που συνίστανται σε συμμετοχή στα κέρδη της εταιρείας. Και τούτο γιατί, κατά το χρόνο της προκαταβολής, δεν είναι δυνατή η ασφαλής πρόβλεψη για την ύπαρξη καθαρών κερδών˙ πολύ περισσότερο ο προσδιορισμός των διαθέσιμων προς αμοιβές μελών ΔΣ καθαρών κερδών.

    (β) Αμοιβές που προβλέπονται από το καταστατικό

    Δεν θεωρείται επίσης δυνατή προκαταβολή αμοιβών, η χορήγηση των οποίων προβλέπεται στο καταστατικό της ΑΕ. Ο λόγος είναι ότι οι αμοιβές αυτές καταβάλλονται υπό τους όρους, προϋποθέσεις, κατά το χρόνο και με τη διαδικασία που εκεί προβλέπεται.

     

    Ο δικαστικός έλεγχος του ύψους των αμοιβών

    Το πλέγμα ρυθμίσεων που τίθεται από το άρθρο 109 ν. 4548/2018 δεν καθιστά ανέλεγτες τις αποφάσεις που αφορούν την καταβολή αμοιβών στα μέλη του ΔΣ˙ ακόμη κι όταν τηρηθούν, επακριβώς, οι προβλεπόμενες προϋποθέσεις. Η σχετική επιλογή μάλιστα του νομοθέτη μοιάζει εύλογη καθώς δεν είναι σπάνιο η μετοχική πλειοψηφία να αποφασίζει τη χορήγηση αδικαιολόγητα υψηλών αμοιβών σε μέλη του ΔΣ. Τέτοιες αποφάσεις λαμβάνονται, συνήθως, στις περιπτώσεις εκείνες που οι μέτοχοι της πλειοψηφίας (ή συνδεδεμένα με αυτούς πρόσωπα) συμβαίνει να είναι και μέλη του ΔΣ, χωρίς τα τελευταία πραγματικά να δικαιούνται τις αμοιβές που αποφασίζεται να τους καταβληθούν.

    Αναγνωρίζεται, στις περιπτώσεις αυτές, το δικαίωμα στους μειοψηφούντες μετόχους να αντιταχθούν σε απόφαση για την καταβολή αμοιβής ή παροχής, οποιασδήποτε μορφής, σε συγκεκριμένο μέλος του ΔΣ. Απαραίτητη (τυπική) προϋπόθεση, οι μειοψηφήσαντες μέτοχοι να εκπροσωπούν το 1/10 του καταβεβλημένου (κατά την ορθότερη άποψη) κεφαλαίου της ΑΕ. Εφόσον πληρούται η συγκεκριμένη τυπική προϋπόθεση, το δικαστήριο είναι δυνατό (ύστερα από αίτηση μετόχων, από εκείνους που αντιτάχθηκαν, που εκπροσωπούν το 1/20 του καταβεβλημένου κεφαλαίου-άρθρο 109 §5 ν. 4548/2018)) να αξιολογήσει, με βάση τα δεδομένα που θα του τεθούν υπόψη, πως η αμοιβή που αποφασίστηκε να καταβληθεί σε μέλος του ΔΣ είναι υπερβολική και θα πρέπει να μειωθεί.

    Η αίτηση προς το δικαστήριο θα πρέπει να υποβληθεί μέσα σε αποκλειστική προθεσμία δύο μηνών από την έγκριση της γενικής συνέλευσης. Σημειώνεται πάντως πως εκτός του πλαισίου του συγκεκριμένου δικαστικού ελέγχου βρίσκονται οι αμοιβές που καταβάλλονται στα μέλη του ΔΣ στη βάση ειδικής σχέσης/σύμβασης.

     

    Θα πρέπει να θεωρήσουμε εύλογο και, ταυτόχρονα, επιβεβλημένο να υπάρξει σαφής διαχωρισμός (πριν απ’ όλα στη σκέψη μας) των ιδιοτήτων του μετόχου, του μέλους του ΔΣ αλλά και του εργαζομένου/παρέχοντος τις υπηρεσίες του στην ΑΕ. Οφείλουμε, στο πλαίσιο αυτό, να αποδεχθούμε ότι τα συγκεκριμένα πρόσωπα (επιβάλλεται να) έχουν διαφορετικό όφελος από τη συμμετοχή τους στην ΑΕ. O μέτοχος από τα μερίσματα που του αναλογούν˙ ο εργαζόμενος/παρέχων τις υπηρεσίες του από τις αμοιβές που προβλέπουν οι σχετικές συμβάσεις˙ το μέλος του ΔΣ  από τις αμοιβές που προβλέπουν (ή όχι) οι καταστατικές ρυθμίσεις και ενδεχόμενες αποφάσεις των ΓΣ.

    Είναι αλήθεια πως (ιδίως) στο πλαίσιο των οικογενειακών ΑΕ οι προαναφερθείσες ιδιότητες «μπερδεύονται». Σ’ αυτές είναι που, κατά κύριο λόγο, θα πρέπει να υπάρξει διαχωρισμός των οικονομικών της επιχείρησης από την τσέπη του επιχειρηματία, η θέσπιση (των όχι υποχρεωτικών αλλά αναγκαίων-κατ’ ουσίαν) κανόνων εταιρικής διακυβέρνησης.

    Τούτο μάλιστα όχι προς όφελος μόνον των μετόχων μειοψηφίας. Προς όφελος, κατά κύριο λόγο, της επιχείρησης αλλά και της ανάπτυξής της.

    Σταύρος Κουμεντάκης
    Managing Partner

     

    Υ.Γ. Συνοπτική έκδοση του άρθρου δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ, στις 21 Μαρτίου 2021.

    Η πληροφόρηση που εμπεριέχεται στο παρόν άρθρο δεν συνιστά (ούτε και έχει σκοπό να αποτελέσει) νομική συμβουλή. Μια τέτοια νομική συμβουλή είναι δυνατό να παρασχεθεί μόνον από αρμόδιο δικηγόρο ο οποίος θα λάβει υπόψη του το σύνολο των δεδομένων που θα του εκθέσετε για την υπόθεσή σας. Αναλυτικά.

  • Ανώνυμη Εταιρεία: Συμβάσεις Μελών ΔΣ για Παροχή (Πρόσθετων) Υπηρεσιών

    Ανώνυμη Εταιρεία: Συμβάσεις Μελών ΔΣ για Παροχή (Πρόσθετων) Υπηρεσιών

    Το Διοικητικό Συμβούλιο της Ανώνυμης Εταιρείας είναι το όργανό της εκείνο, που επιφορτίζεται με τη διαχείριση και εκπροσώπησή της. Η ύπαρξή του προβλέπεται και η λειτουργία του διέπεται από το νόμο (κατά βάση: άρθρα 77-115 ν. 4548/18). Δρα, κατ’ αρχήν, συλλογικά. Η αρχή, ωστόσο, της συλλογικής του δράσης δεν συνιστά δίκαιο αναγκαστικό˙ είναι, κατά τούτο, δεκτική αποκλίσεων. Το ΔΣ είναι, από τη φύση του-όπως αναφέρθηκε ήδη, όργανο της ΑΕ. Τα μέλη του, ως μέλη συλλογικού οργάνου, θεωρείται ότι συνδέονται, αντίστοιχα, με σχέση οργανική με την ΑΕ. Η σχέση του μέλους ΔΣ με την ΑΕ είναι διττή. Διακρίνεται (:«θεωρία του χωρισμού») σε εξωτερική-οργανική και εσωτερική-υποκείμενη. Θα μας απασχολήσει στο παρόν η παροχή από μέρους του μέλους του ΔΣ, ανεξάρτητα με την οργανική του θέση και σχέση, πρόσθετων υπηρεσιών στην ΑΕ: στη βάση «ειδικής σχέσης». Με τον τύπο, ενδεικτικά, των συμβάσεων εργασίας, έργου, ανεξαρτήτων υπηρεσιών ή εντολής.

     

    Η ειδική σχέση μέλους ΔΣ και ΑΕ

    Συχνά συναντούμε, στην πράξη, να παρέχουν (τα) μέλη του ΔΣ πρόσθετες υπηρεσίες στην ΑΕ-ιδίως στο πλαίσιο της οικογενειακής ΑΕ. Πρόκειται για υπηρεσίες που εκφεύγουν από τα στενά όρια της διοίκησής της-όπως αυτά προσδιορίζονται από το νόμο. Βρίσκονται, με άλλα λόγια, έξω από το πλαίσιο των στενά εννοούμενων καθηκόντων που βαρύνουν τα μέλη του ΔΣ (ως μέλη, δηλ., του συγκεκριμένου οργάνου της ΑΕ). Οι υπηρεσίες αυτές παρέχονται στο πλαίσιο «ειδικής σχέσης» (:άρθρο 109  παρ. 3 ν. 4548/2018). Η συγκεκριμένη ειδική σχέση είναι δυνατό να περιβληθεί, ενδεικτικά, τον τύπο της σύμβασης εργασίας, έργου, ανεξαρτήτων υπηρεσιών ή εντολής. Σε κάθε περίπτωση, ο ορθός νομικός χαρακτηρισμός (και) της ειδικής αυτής σχέσης επαφίεται, όπως έχουμε ήδη αναλύσει, στη δικαστική κρίση.

    Με την ειδική αναφορά στη συγκεκριμένη («ειδική») σχέση, ο νομοθέτης επιβεβαιώνει ρητά τη δυνατότητα σύναψης τέτοιων συμβάσεων, με σκοπό να αρθεί οποιαδήποτε (ενδεχομένως υφιστάμενη) σχετική αμφιβολία. Κι ακόμα περισσότερο: καταδεικνύει τη διαφορετικότητά τους (των εν λόγω συμβάσεων και σχέσεων) από τη σχέση που συνδέει τα μέλη του ΔΣ με την εταιρεία εξαιτίας της εκλογής ή του διορισμού τους. Επιβεβαιώνει, με άλλα λόγια, πως πρόκειται για σχέσεις παράλληλες. Επίσης: σχέσεις απολύτως διακριτές-με βάση το περιεχόμενό τους.

     

    Το περιεχόμενο της ειδικής σχέσης

    Περιεχόμενο της παράλληλης (και ειδικής) συμβατικής σχέσης που είναι δυνατό να συνάψει το μέλος του ΔΣ αποτελεί, όπως ήδη αναφέρθηκε, η παροχή των (όποιων) πρόσθετων υπηρεσιών του. Το περιεχόμενο της, αντιδιαστέλλεται, με τον τρόπο αυτό, από το περιεχόμενο της οργανικής σχέσης που συνδέει την ΑΕ με το μέλος του ΔΣ της. Της (οργανικής) σχέσης που ετεροκαθορίζεται-από το νόμο ή το καταστατικό της ΑΕ.

    Περιεχόμενο των συγκεκριμένων, πρόσθετων, υπηρεσιών (και της συναφούς ειδικής σχέσης και σύμβασης) είναι δυνατό να αποτελέσει, μεταξύ άλλων, εκείνο του νομικού, οικονομικού ή τεχνικού συμβούλου. Το συνηθέστερο: η παροχή υπηρεσιών διευθύνοντος υπαλλήλου που προκύπτει, συνήθως, από σύμβαση εξαρτημένης εργασίας που συνάπτει το μέλος του ΔΣ με την ΑΕ.

    Η δυσχέρεια διάκρισης των δύο σχέσεων και ιδιοτήτων (μέλος του ΔΣ vs εργαζόμενος/παρέχων τις υπηρεσίες του στην ΑΕ) εξαρτάται από το εύρος και περιεχόμενό τους. Η διάκριση αυτή αποδεικνύεται ευχερέστερη όταν το μέλος συμμετέχει απλώς στο ΔΣ, χωρίς να είναι επιφορτισμένο ατομικά με την άσκηση (οργανικής) εξουσίας διοίκησης, διαχείρισης ή/και εκπροσώπησης. Αντίθετα, όταν το μέλος του ΔΣ ενεργεί ως υποκατάστατο όργανο, όταν δηλαδή, του έχουν μεταβιβασθεί συνολικά ή εν μέρει εξουσίες του ΔΣ, η διάκριση δεν μοιάζει ευχερής. Στις περιπτώσεις μάλιστα που το περιεχόμενο της ειδικής έννομης σχέσης άπτεται της διεύθυνσης της επιχείρησης και όχι απλώς ενός τομέα δράσης της, οι δυσχέρειες διάκρισης πολλαπλασιάζονται.

    Η διάκριση, ωστόσο, των επιμέρους, προαναφερθεισών, σχέσεων μοιάζει απολύτως αναγκαία. Τούτο γιατί είναι διαφορετικές οι ρυθμίσεις που επιφυλάσσει ο ν. 4548/2018 στη σύναψη και λειτουργία της ειδικής σχέσης που συνδέει την ΑΕ με το μέλος του ΔΣ της, σε σχέση με εκείνες που διέπουν  την οργανική του θέση (ως μέλους του ΔΣ).

     

    Η ειδική σχέση ως συναλλαγή της ΑΕ με συνδεδεμένο πρόσωπο

    Τα μέλη του ΔΣ εντάσσονται σ’ εκείνα που ο νόμος προσδιορίζει ως συνδεδεμένα με την ΑΕ πρόσωπα (:«μέρη»). Οι συναλλαγές της ΑΕ με συνδεδεμένα μέρη ρυθμίζονται, πλέον, στα άρθρα 99-101 ν. 4548/2018 (όπως αυτά αντικατέστησαν το γνωστό άρθρο 23α ν. 2190/1920). Πρόκειται για συναλλαγές με τα πρόσωπα εκείνα που, λόγω της θέσης τους, είναι ενδεχόμενο να επηρεάζουν το περιεχόμενο των εν λόγω συναλλαγών με γνώμονα το ίδιο συμφέρον τους. Κρίθηκε, ως εκ τούτου, αναγκαία η πρόβλεψη ενός ρυθμιστικού πλέγματος το οποίο αποσκοπεί στην προστασία της ΑΕ. Στις ανωτέρω συναλλαγές συγκαταλέγεται, εύλογα, και η σύναψη οποιασδήποτε ειδικής σχέσης (ενδ.: σύμβασης εργασίας, έργου, ανεξαρτήτων υπηρεσιών ή εντολής) της ΑΕ με μέλος του ΔΣ της.

     

    Οι προϋποθέσεις σύναψης ειδικής σύμβασης με συνδεδεμένα μέρη

    Για την έγκυρη σύναψη σύμβασης της ΑΕ με συνδεδεμένα μέρη (και εν προκειμένω, ειδικής σύμβασης εργασίας, έργου, ανεξαρτήτων υπηρεσιών ή εντολής με μέλη του ΔΣ) προβλέπεται η τήρηση μιας σειράς διαδικαστικών κανόνων και κανόνων δημοσιότητας (άρθρα 100 και 101 ν. 4548/2018). Οι κανόνες αυτοί, υπό το πρίσμα της σύναψης ειδικής σύμβασης μέλους ΔΣ με μη εισηγμένη ΑΕ, αναλύονται ως εξής:

    (α) Η  χορήγηση άδειας

    Γενικά

    Σύμφωνα με την παράγραφο 1 του άρθρου 100 ν. 4548/2018: «η άδεια κατάρτισης συναλλαγής της εταιρείας με συνδεδεμένο μέρος ή παροχής ασφαλειών και εγγυήσεων προς τρίτους υπέρ του συνδεδεμένου μέρους…παρέχεται με απόφαση του διοικητικού συμβουλίου…». Η παρεχόμενη άδεια έχει διάρκεια ισχύος, κατά βάση, έξι μηνών.

    Η άδεια πρέπει να είναι ειδική (άρθρο 99 ν. 4548/2018). Τούτο σημαίνει ότι η κατάρτιση της ειδικής σύμβασης θα πρέπει να συμπεριληφθεί στα θέματα της ημερήσιας διάταξης του ΔΣ. Επιπρόσθετα: το περιεχόμενό της (ιδίως το οικονομικό της αντικείμενο και η διάρκειά της) πρέπει να υποβληθεί στην κρίση του αρμοδίου για τη χορήγηση της άδειας οργάνου (ενδ.: 1990/2018 ΕφΘεσ).

    Ως αρμόδιο όργανο χορήγησης της άδειας προβλέπεται το Διοικητικό Συμβούλιο. Ρητά, μάλιστα, αποκλείεται, η δυνατότητα περαιτέρω, από μέρους του, ανάθεσης της συγκεκριμένης αρμοδιότητας (άρθρο 100 παρ. 2 ν. 4548/2018). Η πρόβλεψη αυτή του νομοθέτη εισάγει καινοτομία σε σχέση με το προϊσχύσαν καθεστώς, το οποίο απένειμε αρμοδιότητα στη ΓΣ (άρθρο 23α ν. 2120/1920). Στους δικαιολογητικούς λόγους της συγκεκριμένης επιλογής του νομοθέτη, λογίζεται η ταχύτερη και απλούστερη διαδικασία ελέγχου από το ΔΣ. Επιπλέον το ΔΣ, εξαιτίας των διαχειριστικών εξουσιών του, κρίνεται ως το πλέον κατάλληλο όργανο της ΑΕ για να αναγνωρίζει το επωφελές ή μη της σύναψης συμβάσεων (ως τέτοιες: η σύμβαση εργασίας, έργου, ανεξαρτήτων υπηρεσιών ή εντολής).

    Η αρμοδιότητα της ΓΣ ύστερα από αίτημα μετόχων

    Στην περίπτωση που το ΔΣ χορηγήσει άδεια για τη σύναψη ειδικής σχέσης της ΑΕ με μέλος του, υποχρεούται να προβεί σε ανακοίνωση της απόφασής του στο Γ.Ε.ΜΗ. Μέσα σε προθεσμία δέκα (10) ημερών από την ανακοίνωση αυτή, μέτοχοι της ΑΕ που εκπροσωπούν το 1/20 του κεφαλαίου δικαιούνται να αιτηθούν τη σύγκληση ΓΣ, προκειμένου η τελευταία να λάβει απόφαση για το ζήτημα της χορήγησης άδειας. Είναι μάλιστα δυνατή η (καταστατική) μείωση, του εν λόγω ποσοστού.

    Κάθε συναλλαγή με συνδεδεμένο πρόσωπο, για την οποία χορηγήθηκε άδεια από το ΔΣ, θεωρείται μεν εξ’ αρχής έγκυρη τελεί όμως υπό αναβλητική αίρεση. Είτε δηλαδή πρέπει να παρέλθει άπρακτη η προαναφερθείσα δεκαήμερη προθεσμία είτε την αποφασιστική αρμοδιότητα αναλαμβάνει η ΓΣ εξαιτίας αιτήματος του 1/20 των μετόχων της ΑΕ. Στην τελευταία περίπτωση, την άδεια για τη συναλλαγή πρέπει, εν τέλει, να χορηγήσει η ΓΣ. Η άδεια αυτή δεν χορηγείται αν αντιταχθούν μέτοχοι που εκπροσωπούν το 1/3 του μετοχικού κεφαλαίου (άρθρο 100 §5 ν. 4548/18-όπως ισχύει, ύστερα από τροποποίηση της αρχικής διατύπωσης της διάταξης, που προέβλεπε μη συμμετοχή των συνδεδεμένων μερών στον σχηματισμό απαρτίας και πλειοψηφίας, μετά και από δική μας δημόσια παρέμβαση).

    Η αρμοδιότητα της ΓΣ ελλείψει απαρτίας της ΓΣ

    Όπως έχουμε αναλύσει και σε προηγούμενη αρθρογραφία μας, ο νόμος αποστερεί το δικαίωμα ψήφου σε μέλος του ΔΣ για θέματα στα οποία ανακύπτει σύγκρουση συμφερόντων του ίδιου (ή συνδεδεμένων με αυτό μερών) και της ΑΕ. Τέτοια περίπτωση συνιστά και η σύναψη ειδικής σχέσης του μέλους ΔΣ με την ΑΕ. Ως εκ τούτου, στη λήψη της αναγκαίας σχετικής απόφασης προβαίνουν τα λοιπά μέλη του ΔΣ. Ενδέχεται, όμως, ο αποκλεισμός από την ψηφοφορία να αφορά τόσα μέλη, ώστε τα εναπομείναντα να μην σχηματίζουν απαρτία. Στην περίπτωση αυτή τα λοιπά, εναπομένοντα, μέλη (ανεξάρτητα μάλιστα από τον αριθμό τους) επιφορτίζονται με την υποχρέωση να προβούν σε σύγκληση ΓΣ (για τη λήψη απόφασης σχετικά με τη χορήγηση άδειας για τη σύναψη της ειδικής σχέσης).

     

    (β) Η τήρηση της διαδικασίας δημοσιότητας

    Προκειμένου να ολοκληρωθεί η διαδικασία χορήγησης άδειας για τη σύναψη ειδικής σύμβασης της ΑΕ με μέλος του ΔΣ, απαιτείται η τήρηση της δημοσιότητας που προβλέπεται από το νόμο. Ειδικότερα, σύμφωνα με το άρθρο 101 ν. 4548/2018: «Το διοικητικό συμβούλιο ανακοινώνει την παροχή άδειας για την κατάρτιση συναλλαγής είτε από το ίδιο είτε από τη γενική συνέλευση, καθώς και την άπρακτη παρέλευση της προθεσμίας της παραγράφου 3 του άρθρου 100 (ενν. η ανωτέρω αναφερόμενη δεκαήμερη προθεσμία)…». Η ανακοίνωση αυτή υποβάλλεται σε δημοσιότητα (:ανάρτηση στο Γ.Ε.ΜΗ) πριν από την ολοκλήρωση της συναλλαγής. Παράλληλα, η παράγραφος 2 του ίδιου ως άνω άρθρου ορίζει το ελάχιστο περιεχόμενο που πρέπει να φέρει η ανωτέρω ανακοίνωση.

     

    Εξαιρέσεις από την υποχρέωση χορήγησης άδειας

    Η περίπτωση της τρέχουσας συναλλαγής

    Η υποχρέωση χορήγησης άδειας παρέλκει στην περίπτωση που η συναλλαγή (στην προκειμένη περίπτωση η σύμβαση της ΑΕ με το μέλος του ΔΣ της) εμπίπτει στις τρέχουσες συναλλαγές. Ως τρέχουσες συναλλαγές ορίζονται, στο άρθρο 99 §3 περ. α΄ ν. 4548/2018, «…εκείνες, που είναι συνήθεις σε σχέση με τις εργασίες και το αντικείμενο της επιχειρηματικής δραστηριότητας της εταιρείας, ως προς το είδος και το μέγεθός τους και συνάπτονται με τους συνήθεις όρους της αγοράς». Επιπρόσθετα, κατά τη διαμορφωμένη υπό το προϊσχύσαν νομοθετικό καθεστώς νομολογία, ως τρέχουσα συναλλαγή νοείται «…εκείνη που βάσει του αντικειμένου της εμπίπτει στις συμβάσεις που καταρτίζονται στο πλαίσιο της καθημερινής δράσης της εταιρείας, ήτοι αυτή που οι όροι της είναι οι συνήθεις όροι των συμβάσεων που η εταιρεία συνάπτει με τους λοιπούς συναλλασσόμενους με αυτή.» (1245/2018 ΑΠ).

     

    Η περίπτωση της προϋφιστάμενης σύμβασης

    Μια διαφορετική περίπτωση εξαίρεσης από τη διαδικασία παροχής αδείας, συνιστά εκείνη κατά την οποία μέλος του ΔΣ συνδέεται με την ΑΕ με σύμβαση εργασίας, έργου, ανεξαρτήτων υπηρεσιών ή εντολής η οποία έχει συναφθεί πριν την εκλογή (ή το διορισμό) του (1364/1990 ΑΠ, 21/2019 ΜονΠρωτΒολ). Ζήτημα, ωστόσο, τίθεται όταν η προϋφιστάμενη σύμβαση τροποποιείται, ύστερα από την εκλογή/το διορισμό του μέλους του ΔΣ (:ενδ. αύξηση των συμφωνηθεισών αμοιβών). Ανάλογα με το περιεχόμενο των τροποποιούμενων όρων των εν λόγω συμβάσεων (εργασίας, έργου, ανεξαρτήτων υπηρεσιών ή εντολής) ενδέχεται να κριθεί αναγκαία η προηγούμενη έγκρισή τους από το αρμόδιο προς τούτο όργανο.

     

    Η αμοιβή των μελών ΔΣ στη  βάση της ειδικής τους σχέσης/σύμβασης

    Τα μέλη του ΔΣ τα οποία έχουν συνάψει σύμβαση εργασίας, έργου, ανεξαρτήτων υπηρεσιών ή εντολής με την ΑΕ δικαιούνται, εύλογα, να λάβουν αμοιβή-ακριβώς στη βάση της εν λόγω σύμβασης. Η συγκεκριμένη αμοιβή χορηγείται σωρευτικά με την (ενδεχόμενη) αμοιβή που λαμβάνει το μέλος του ΔΣ εξαιτίας της οργανικής του θέσης (της ιδιότητάς του, δηλ., ως μέλους του ΔΣ). Πρόκειται για αμοιβές οι οποίες, μολονότι προέρχονται από την ίδια ΑΕ και συμπίπτουν στο ίδιο πρόσωπο, έχουν διαφορετική νομική μεταχείριση. Έτσι, η αμοιβή από την ειδική σχέση/σύμβαση δεν απαιτεί προηγούμενη ρύθμισή της από τον νόμο ή το καταστατικό. Δεν απαιτεί ούτε έγκρισή της από τη ΓΣ (109 §1, ν. 4548/2018)-σε αντίθεση με την αμοιβή που, ενδεχομένως, χορηγείται στο πλαίσιο της οργανικής θέσης. Μάλιστα, ρητά εξαιρεί ο νόμος (άρθρο 109 §3, ν. 4548/2018) τη συμφωνημένη επί τη βάσει της ειδικής σύμβασης αμοιβή από την διαδικασία και τις προϋποθέσεις χορήγησης αμοιβών των μελών ΔΣ του άρθρου 109 ν. 4548/2018.

     

    Κάθε μέλος του ΔΣ είναι δυνατό, επομένως, να έχει και μια δεύτερη ιδιότητα στο πλαίσιο της ΑΕ: εκείνη που το συνδέει με μια πρόσθετη σχέση (εργασίας, έργου, ανεξαρτήτων υπηρεσιών ή εντολής) μαζί της. Οι δύο ιδιότητες/έννομες σχέσεις (οργανική και ειδική), είναι (και πρέπει να παραμένουν) πλήρως διακριτές. Η πρώτη (οργανική) διέπεται, αποκλειστικά, από τις αναγκαστικού δικαίου ρυθμίσεις του Δικαίου των Ανωνύμων Εταιρειών. Αντίθετα, το ρυθμιστικό πλαίσιο της δεύτερης (ειδικής) διέπεται, επιπρόσθετα, από Αστικού (ή Εργατικού) Δικαίου ρυθμίσεις-ανάλογα με τον συμβατικό τύπο ο οποίος κάθε φορά (κυρίως στη βάση φορολογικών και ασφαλιστικών πλεονεκτημάτων) επιλέγεται και στις οποίες, εν τέλει, υπάγεται.

    Ο διαχωρισμός όμως των ιδιοτήτων του μετόχου, του μέλους του ΔΣ και του εργαζομένου/παρέχοντος τις υπηρεσίες του στην ΑΕ είναι σημαντικό και για πληθώρα, άλλων, λόγων. Κάποιοι από αυτούς μας έχουν απασχολήσει ήδη στην αρθρογραφία μας (ενδ.: η ανάγκη διαχωρισμού των αμοιβών και οικονομικών του επιχειρηματία/μέλους του ΔΣ από το ταμείο της επιχείρησης, η αξιοποίηση των ευχερειών που παρέχει ο νόμος για τις ΑΕ όσον αφορά την άντληση ρευστότητας από τους επιχειρηματίες/μέλη του ΔΣ).

    Ο διαχωρισμός όμως των προαναφερθεισών ιδιοτήτων μοιάζει αναγκαίος στη βάση της ευθυγράμμισης με τους (μη αναγκαίους τυπικά για εκτός χρηματιστηρίου εταιρείες, απολύτως αναγκαίους όμως σε ουσιαστικό επίπεδο) κανόνες εταιρικής διακυβέρνησης.

    Κανόνες αναγκαίους για τη μετάβαση στη νέα εποχή˙ στην επόμενη μέρα.-

    Σταύρος Κουμεντάκης
    Managing Partner

     

    Υ.Γ. Συνοπτική έκδοση του άρθρου δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ, στις 14 Μαρτίου 2021.

    Η πληροφόρηση που εμπεριέχεται στο παρόν άρθρο δεν συνιστά (ούτε και έχει σκοπό να αποτελέσει) νομική συμβουλή. Μια τέτοια νομική συμβουλή είναι δυνατό να παρασχεθεί μόνον από αρμόδιο δικηγόρο ο οποίος θα λάβει υπόψη του το σύνολο των δεδομένων που θα του εκθέσετε για την υπόθεσή σας. Αναλυτικά.

  • ΔΣ vs ΑΕ: Η υποχρέωση παράλειψης ανταγωνισμού

    ΔΣ vs ΑΕ: Η υποχρέωση παράλειψης ανταγωνισμού

    Σε προηγούμενη αρθρογραφία μας ασχοληθήκαμε με τις πρόνοιες του νόμου σχετικά με την αντιμετώπιση των περιπτώσεων σύγκρουσης συμφερόντων των μελών του ΔΣ με την ΑΕ (ΔΣ Vs AE: Η Σύγκρουση Των Μεταξύ Τους Συμφερόντων). Μας απασχόλησε, ειδικότερα, η υποχρέωση πίστης των μελών του ΔΣ έναντι της ΑΕ. Στο πλαίσιο αυτής και η υποχρέωση προαγωγής του συμφέροντος της εταιρείας έναντι των ίδιων συμφερόντων (:θετική όψη). Στο παρόν άρθρο θα μας απασχολήσει μια άλλη όψη της (αρνητική αυτή τη φορά): η υποχρέωση για παράλειψη ανταγωνιστικών πράξεων.

     

    Οι ανταγωνιστικές πράξεις

    Η σύγκρουση συμφερόντων των μελών του ΔΣ έναντι της ΑΕ, είναι δυνατό να εμφανισθεί και με τη μορφή της διενέργειας ανταγωνιστικών πράξεων από μέρους των πρώτων. Στο πλαίσιο αυτό, ο νομοθέτης προέβη στη θέσπιση ειδικής, σχετικής, απαγόρευσης. Πρόκειται για την υποχρέωση παράλειψης ανταγωνισμού (άρθρο 98 ν. 4548/2018). Η τελευταία απορρέει, επίσης, από την υποχρέωση πίστης. Η νομολογία την αντιμετωπίζει ως την κυριότερη περίπτωση της υποχρέωση αυτής (ενδ. 797/2010 ΑΠ).

     

    Η νομοθετική ρύθμιση

    Το άρθρο 98§1 ν. 4548/2018 προβλέπει: «Απαγορεύεται στα μέλη του διοικητικού συμβουλίου που συμμετέχουν με οποιονδήποτε τρόπο στη διεύθυνση της εταιρείας, καθώς και στους διευθυντές αυτής, να ενεργούν, χωρίς άδεια της γενικής συνέλευσης ή σχετική πρόβλεψη του καταστατικού, για δικό τους λογαριασμό ή για λογαριασμό τρίτων, πράξεις που υπάγονται στους σκοπούς της εταιρείας, καθώς και να μετέχουν ως ομόρρυθμοι εταίροι ή ως μόνοι μέτοχοι ή εταίροι σε εταιρείες που επιδιώκουν τέτοιους σκοπούς».

    Η συγκεκριμένη νομοθετική ρύθμιση μοιάζει απολύτως δικαιολογημένη. Αρκεί να  αναλογιστεί κανείς το εύρος και είδος των πληροφοριών που έχουν στη διάθεσή τους όσοι ασκούν τη διοίκηση της εταιρείας. Πρόκειται για απόλυτα εμπιστευτικές πληροφορίες που συνδέονται, εν τέλει, με την προσπάθεια επικράτησης της ΑΕ έναντι των ανταγωνιστών της.

    Ποια, όμως, είναι τα πρόσωπα που έχουν πρόσβαση στις ανωτέρω πληροφορίες;

     

    Ποιους αφορά η υποχρέωση παράλειψης ανταγωνισμού;  Υποκειμενικό πεδίο εφαρμογής.

    Η απαγόρευση ανταγωνισμού αφορά κάθε πρόσωπο το οποίο μετέχει με οποιονδήποτε τρόπο στη διεύθυνση της ΑΕ. Τούτο σημαίνει ότι το πρόσωπο αυτό μπορεί να τελεί σε σχέση οργανική με το νομικό πρόσωπο. Να είναι, δηλαδή, μέλος του διοικητικού συμβουλίου. Ύστερα από την εκλογή του, λ.χ., ως μέλος. Εναλλακτικά: ύστερα από διορισμό του απευθείας από μέτοχο (με βάση καταστατική ρύθμιση) ή με βάση προσωρινό διορισμό του (:με βάση δικαστική απόφαση). Η απαγόρευση, όμως, αφορά εξίσου -κατά το γράμμα του νόμου- και τους διευθυντές-δηλαδή τα υποκατάστατα όργανα του ΔΣ. Η συγκεκριμένη  μάλιστα απαγόρευση δεν διαφοροποιείται στην περίπτωση του μονομελούς διοικητικού οργάνου. Υπό την επιφύλαξη, βέβαια, της μη σύμπτωσης στο ίδιο πρόσωπο των ιδιοτήτων του διοικητή και του μοναδικού μετόχου (στην περίπτωση της μονοπρόσωπης ΑΕ).

    Συζήτηση, ωστόσο, «έχει ανοίξει» σχετικά με το αν η απαγόρευση καταλαμβάνει αποκλειστικά τα εκτελεστικά όργανα της ΑΕ ή επεκτείνεται και στα μη εκτελεστικά. Κατά την κρατούσα (και, εκτιμούμε, ορθή) άποψη, η απαγόρευση αυτή αφορά αδιακρίτως τόσο τα εκτελεστικά όσο και τα μη εκτελεστικά όργανα της ΑΕ. Και τούτο καθώς δεν διαφοροποιείται στο νόμο το εύρος της υποχρέωσης πίστης των τελευταίων έναντι της ΑΕ.  Υποστηρίζεται επίσης ότι η απαγόρευση αυτή καταλαμβάνει, ομοίως, και τους εκκαθαριστές της ΑΕ, στους οποίους αναλογικά εφαρμόζονται οι διατάξεις για τη διαχείριση (άρθρο 167 παρ. 2 Ν. 4548/2018).

     

    Οι πράξεις ανταγωνισμού – Αντικειμενικό πεδίο εφαρμογής

    Το γράμμα του άρθρου 98 ν. 4548/2018 διευρύνει το αντικειμενικό πεδίο εφαρμογής της απαγόρευσης ανταγωνισμού σε σχέση με το προϊσχύσαν άρθρο (:άρθρο 23 ν. 2190/1920). Εξακολουθεί όμως να εμπίπτει στην απαγόρευση ανταγωνισμού η διενέργεια πράξεων από τα υπόχρεα πρόσωπα, οι οποίες υπάγονται στους καταστατικούς σκοπούς. Επίσης, η συμμετοχή των υπόχρεων προσώπων ως ομορρύθμων εταίρων σε προσωπικές εταιρείες που επιδιώκουν τους ανωτέρω σκοπούς. Περαιτέρω, όμως, η νέα διάταξη απαγορεύει, ρητά, στα πρόσωπα αυτά να μετέχουν ως μόνοι μέτοχοι ή ως εταίροι σε εταιρείες που επιδιώκουν τους ίδιους σκοπούς με την ΑΕ. Με τον τρόπο αυτό αντιμετωπίστηκαν οι αμφιγνωμίες σχετικά με την ενδεικτική ή αποκλειστική απαρίθμηση της προϊσχύσασας διάταξης και τη συμπερίληψη (ή μη) και άλλων εταιρικών τύπων στη διάταξη του άρθρου 23 ν. 2190/1920.

    Παράλληλα, σύμφωνα με την πάγια θέση της νομολογίας «…ανταγωνιστικές πράξεις θεωρούνται εκείνες που είναι όμοιες με αυτές που εμπίπτουν στο περιεχόμενο του εταιρικού σκοπού. Έτσι στην ανταγωνιστική δραστηριότητα περιλαμβάνεται ο άμεσος ανταγωνισμός με την ίδρυση ανταγωνιστικής επιχειρήσεως, αλλά και ο έμμεσος, με τη συμμετοχή σε ανταγωνιστική επιχείρηση» (797/2010 ΑΠ).

    Ως εταιρικοί σκοποί νοούνται (:λογικά αναμενόμενο), όσοι προβλέπονται από το καταστατικό. Ωστόσο, μείζονος σημασίας αποδεικνύεται η πραγματική οικονομική δραστηριότητα της εταιρείας. Στην δραστηριότητα αυτή περιλαμβάνονται τόσο οι ήδη ασκούμενες δραστηριότητες της ΑΕ όσο  και οι μελλοντικές. Εκείνες δηλαδή που είναι πιθανό (πολύ περισσότερο: αναμενόμενο) να ασκηθούν ακόμα και σε διαφορετική, συγγενή, αγορά.

     

    Η άρση της απαγόρευσης

    Η καταστατική πρόβλεψη περί άρσης της απαγόρευσης

    Η δυνατότητα πρόβλεψης του καταστατικού για την άρση της απαγόρευσης ανταγωνισμού δεν προβλεπόταν ρητά από το προϊσχύσαν δίκαιο. Έμοιαζε, ως εκ τούτου, αμφίβολο αν ήταν νόμιμη η γενική άρση της απαγόρευσης μέσω διάταξης του καταστατικού. Αν, δηλαδή, νομιμοποιούνταν η χορήγηση μιας γενικής άδειας-χωρίς αυτή να εξαρτάται από συγκεκριμένα πρόσωπα ή/και πράξεις. Μειοψηφούσες φωνές τάσσονταν υπέρ της συγκεκριμένης δυνατότητας. Κρατούσαν όμως οι αντίθετες, που εξέφραζαν βάσιμους φόβους για μια τέτοια δυνατότητα. Υποστήριζαν, ειδικότερα, ότι η εκ των προτέρων γενική καταστατική απαλλαγή συνιστά πηγή διακινδύνευσης της επιδίωξης του εταιρικού σκοπού. Τα υπόχρεα πρόσωπα μπορεί να βρίσκονται, με τον τρόπο αυτό, σε μια διαρκή σύγκρουση συμφερόντων με την ΑΕ. Μια σύγκρουση, που μπορεί να ελλοχεύει εσωτερικούς κινδύνους για την ΑΕ και την υπέρ του συμφέροντός της λειτουργία της.

    Ωστόσο, το άρθρο 98 §1 ν. 4548/2018 προβλέπει, πλέον, ρητά τη δυνατότητα καταστατικής άρσης της απαγόρευσης ανταγωνισμού. Ο νομοθέτης με την πρόβλεψη αυτή φαίνεται να επιδεικνύει εμπιστοσύνη στο πρόσωπο των ιδρυτών και μετόχων της ΑΕ. Διευρύνει τις καταστατικές ρυθμίσεις στις οποίες μπορούν οι τελευταίοι να προβούν. Αποδέχεται (και ορθά) πως είναι σε θέση να κατανοήσουν τα μειονεκτήματα αλλά και τους κινδύνους τέτοιων ρυθμίσεων.

    Τέτοιου περιεχομένου καταστατικές ρήτρες είναι δυνατό να περιλαμβάνονται από την αρχή στο καταστατικό. Είναι όμως δυνατό να προστεθούν και εκ των υστέρων-ύστερα από σχετική τροποποίηση. Για την τροποποίηση αυτή απαιτείται, αυτονόητα, απόφαση της ΓΣ, η οποία λαμβάνεται με απλή απαρτία και πλειοψηφία. Εξαίρεση στο συγκεκριμένο τρόπο λήψης απόφασης είναι δυνατό να λάβει χώρα με πρόβλεψη του καταστατικού. Στην περίπτωση αυτή είναι ανεκτή ρύθμιση για αυξημένη απαρτία και πλειοψηφία όσον αφορά το συγκεκριμένο ζήτημα.

     

    Η άδεια της Γενικής Συνέλευσης

    Ένας διαφορετικός τρόπος για τη νομιμοποίηση της διενέργειας μη επιτρεπτών ανταγωνιστικών πράξεων είναι η άδεια της Γενικής Συνέλευσης. Όπως η πράξη διορισμού του μέλος του ΔΣ, έτσι και η εν λόγω άδεια της ΓΣ χαρακτηρίζεται ως οργανικής φύσεως πράξη. Δεν απαιτείται αποδοχή της άδειας αυτής από τον υπόχρεο.

    Η χορήγηση της συγκεκριμένης άδειας εμπίπτει στην αποκλειστική αρμοδιότητα της ΓΣ. Δεν είναι δυνατή η περαιτέρω μεταβίβασή της. Η ΓΣ, επομένως, ως μόνη αρμόδια, δικαιούται να αποφασίσει για τη χορήγηση αυτή με απλή απαρτία και πλειοψηφία. Συμπεριλαμβανομένης, μάλιστα, της ψήφου του υπόχρεου που φέρει, ταυτόχρονα, και την ιδιότητα του μετόχου. Ο υπόχρεος-μέτοχος δεν στερείται το δικαίωμα ψήφου. Η σχετική απόφαση της Γενικής Συνέλευσης υπόκειται (όπως και κάθε άλλη) σε έλεγχο καταχρηστικότητας. Σε κάθε περίπτωση: το καταστατικό μπορεί να αξιώνει ποσοστά μεγαλύτερα από την απλή απαρτία και πλειοψηφία.

    Η απόφαση της ΓΣ για τη χορήγηση της ανωτέρω άδειας πρέπει, επιπλέον, να είναι ρητή και ειδική. Συναίνεσή που (θα υποστηριχθεί ότι) τεκμαίρεται ή που σιωπηρά συνάγεται, δεν αρκεί. Ως προς το περιεχόμενό της, η άδεια αυτή μπορεί να επιτρέπει συγκεκριμένες πράξεις ή να έχει γενικό χαρακτήρα. Να ορίζει συγκεκριμένη διάρκεια άσκησης των επιτρεπόμενων ανταγωνιστικών πράξεων ή να παρέχεται για αόριστο χρόνο. Είναι δυνατό επίσης να χορηγείται με την επιφύλαξη δικαιώματος ανάκλησης. Το περιεχόμενο της συγκεκριμένης απόφασης διαμορφώνεται στη βάση της αποφυγής κινδύνων που είναι δυνατό να ανακύψουν. Ως εκ τούτου, η απόφαση της ΓΣ (ως προϋπόθεση νόμιμης άσκησης ανταγωνιστικών πράξεων) πλεονεκτεί έναντι της αντίστοιχης καταστατικής άδειας. Η τελευταία δεν μπορεί να σταθμίσει τους συγκεκριμένους κινδύνους της περίπτωσης που θα εκάστοτε θα ανακύψει, δεδομένης της (κατ’ ανάγκη) γενικότητάς της.

    Η άδεια της Γενικής Συνέλευσης θα πρέπει να χορηγείται πριν τη συντέλεση των ανταγωνιστικών πράξεων. Τυχόν εκ των υστέρων άδεια συνιστά, κατά την κρατούσα άποψη, παραίτηση από τις αξιώσεις που είναι δυνατό να εγερθούν (άρθρο 98).

     

    Οι έννομες συνέπειες της σχετικής παράβασης

    Οι έννομες συνέπειες τυχόν παράβασης της απαγόρευσης διενέργειας ανταγωνιστικών πράξεων προβλέπονται στο άρθρο 98§2 ν. 4548/2018. Η ΑΕ ως φορέας των αξιώσεων δικαιούται να επιλέξει μεταξύ: (α) της αξίωσης αποζημίωσης, (β) του δικαιώματος οικονομικής της υποκατάστασης στη θέση του υποχρέου και (γ) της αξίωσης απόδοσης ή εκχώρησης της απαίτησης αμοιβής του υπόχρεου. Παράλληλα, διατηρεί (με βάση όσα γενικά ισχύουν) και πρόσθετες αξιώσεις. Μεταξύ αυτών: η αξίωση για την παύση και παράλειψη στο μέλλον των πράξεων ανταγωνισμού από τον υπόχρεο, το δικαίωμα ανάκλησης του υπόχρεου μέλους του ΔΣ ή το δικαίωμα καταγγελίας της σύμβασης του παραβάτη για σπουδαίο λόγο-όταν ο υπόχρεος συνδέεται συμβατικά με την ΑΕ. Σημειώνεται πως η άσκηση απαγορευμένων ανταγωνιστικών πράξεων, ως σύγκρουση συμφερόντων μεταξύ ΔΣ και ΑΕ μπορεί να οδηγήσει σε δικαστικό διορισμό προσωρινής διοίκησης (69 ΑΚ). Ενδεχομένως μάλιστα και να ενδείκνυται.

    Η περίπτωση της τέλεσης του αδικήματος της απιστίας (390ΠΚ) θα πρέπει, σε κάθε περίπτωση, να μην αποκλειστεί.

    Ειδικότερα (όσον αφορά τις αστικής φύσεως αξιώσεις της ΑΕ):

    (α) Ως προς την αξίωση αποζημίωσης

    Θεμελιωτική βάση της αξίωσης αποζημίωσης συνιστά αφενός η διάταξη του άρθρου 98 §2 αφετέρου οι διατάξεις για τις αδικοπραξίες. Για να γεννηθεί η αξίωση αποζημίωσης πρέπει να συντρέχει σειρά προϋποθέσεων. Μεταξύ αυτών ο νόμιμος λόγος ευθύνης και οι λοιπές προϋποθέσεις του δικαίου των αδικοπραξιών. Συγκεκριμένα: η ύπαρξη ζημίας και ο αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ του νόμιμου λόγου ευθύνης και της ζημίας που προκλήθηκε. Η εταιρεία υφίσταται ζημία στις περιπτώσεις εκείνες που λόγω της ανταγωνιστικής συμπεριφοράς του μέλους ΔΣ ή Διευθυντή απώλεσε επιχειρηματική ευκαιρία την οποία κατά τη συνήθη πορεία θα αναλάμβανε. Ή, ομοίως, στις περιπτώσεις που λόγω της ανωτέρω συμπεριφοράς χρειάστηκε να προβεί σε δαπάνες και να μειώσει το ενεργητικό της ή να αυξήσει το παθητικό της. Υπόχρεος σε αποζημίωση είναι, αυτονοήτως, το υπόχρεο σε μη διενέργεια πράξεων ανταγωνισμού πρόσωπο, ενώ η αποζημίωση που καλείται να καταβάλει πρέπει να αποκαθιστά τη πραγματική ζημία της ΑΕ.

    Σημαντικό πάντως να επισημανθεί το εύρος της (ενίοτε ανυπέρβλητης) δυσχέρειας που συναντούμε στην πράξη για τον ακριβή προσδιορισμό της πραγματικής ζημίας που υφίσταται η ΑΕ. Επίσης για τη σύνδεση της ζημίας με την απαγορευόμενη ανταγωνιστική πράξη (:αιτιώδης σύνδεσμος).

     

     (β) Ως προς το δικαίωμα οικονομικής υποκατάστασης της ΑΕ στη θέση του υποχρέου

    Είναι, κατά τα προαναφερθέντα, σημαντικές οι δυσχέρειες της απόδειξης του αιτιώδους συνδέσμου αλλά και του ύψους της προκληθείσας ζημίας. Αντιμετωπίζονται, εν μέρει, μέσω των υπολοίπων δικαιωμάτων της εταιρείας που της αναγνωρίζονται από το άρθρο 98 §2. Τέτοιο δικαίωμα συνιστά το δικαίωμα υποκατάστασης. Στη βάση του συγκεκριμένου δικαιώματος η ΑΕ δικαιούται να αξιώσει την απόδοση της εκάστοτε καθαρής ωφέλειας που αποκόμισε ο υπόχρεος, παραβαίνοντας την υποχρέωση μη διενέργειας πράξεων ανταγωνισμού. Θεωρείται, δηλαδή, ότι οι πράξεις στις οποίες προέβη ο υπόχρεος για λογαριασμού του έλαβαν χώρα για λογαριασμό της εταιρείας.

    Μέσω της άσκησης του δικαιώματος αυτού, η ΑΕ δεν υπεισέρχεται στις συμβατικές σχέσεις του υποχρέου με τους αντισυμβαλλομένους του και η ισχύς των συμβάσεων αυτών δεν θίγεται. Αντίθετα, ο υπόχρεος υπέχει υποχρέωση απόδοσης του συνόλου των ωφελειών που αποκόμισε αφού αφαιρεθούν οι δαπάνες στις οποίες προέβη.

     

    (γ) Ως προς την αξίωση απόδοσης ή εκχώρησης της απαίτησης αμοιβής του υποχρέου στην ΑΕ

    Ο υπόχρεος ενδέχεται, βέβαια, να προβαίνει σε διενέργεια ανταγωνιστικών πράξεων όχι για ίδιο λογαριασμό αλλά για λογαριασμό τρίτων. Στην περίπτωση αυτή, η ΑΕ διατηρεί το δικαίωμα να αξιώσει είτε την αμοιβή που έλαβε ο υπόχρεος για τη μεσολάβηση είτε την εκχώρηση της σχετικής απαίτησης έναντι του τρίτου.

    Η έννοια της αμοιβής πρέπει να ερμηνευθεί κατά τρόπο ευρύ. Συμπεριλαμβάνεται σε αυτή κάθε περιουσιακή ωφέλεια που αποκομίζει ο υπόχρεος από την παράνομη συμπεριφορά του. Οι περιουσιακές ωφέλειες του υποχρέου είναι δυνατό να πηγάζουν είτε από συμβατική σχέση (μεταξύ αυτού και του τρίτου) είτε από οργανική σχέση. Στην τελευταία περίπτωση εμπίπτει η συμμετοχή του υποχρέου σε ΔΣ άλλης εταιρείας που επιδιώκει σκοπούς ίδιους με την βλαπτόμενη ΑΕ. Οπότε στην περίπτωση αυτή, ο υπόχρεος οφείλει να αποδώσει πέραν των τυχόν μερισμάτων, αμοιβών κ.λπ. ως μέλος του ΔΣ και κάθε άλλη ωφέλεια που αποκόμισε (λ.χ. το δικαίωμα δωρεάν διάθεσης μετοχών ή το δικαίωμα προαίρεσης απόκτησης μετοχών-stock options).

     

    Η διάρκεια για την υποχρέωση παράλειψης ανταγωνισμού

    Κατά την πάγια θέση της νομολογίας «…Η υποχρέωση παράλειψης ανταγωνισμού παύει να ισχύει με την καθοιονδήποτε τρόπο λήξη ή με την παύση της ιδιότητας του συμβούλου, που συμμετέχει στη διεύθυνση της ανώνυμης εταιρείας ή του διευθυντή αυτής…». Ωστόσο, όπως γίνεται δεκτό, καθίσταται δυνατή η χρονική επέκταση της υποχρέωσης και μετά την παύση της ανωτέρω ιδιότητας ή την αποχώρηση του υποχρέου από την εταιρεία, με ρητή συμβατική υποχρέωση (ρήτρα μετασυμβατικής απαγόρευσης ανταγωνισμού). Η τελευταία είναι κατ` αρχήν έγκυρη (797/2010 ΑΠ). Το κύρος της ρήτρας απαγόρευσης ανταγωνισμού, ωστόσο, εξαρτάται, όπως δέχεται η νομολογία, «…από την διάρκεια της ισχύος της, την έκτασή της κατά τόπο, την επαγγελματική δραστηριότητα που απαγορεύθηκε και την αποζημίωση που δικαιούται η εταιρεία αν παραβλέψει ο υπόχρεος τη συμβατική του υποχρέωση ανταγωνιστικής δραστηριότητας…» (Ενδ. 5131/2011ΕφΑθ, 797/2010 ΑΠ).

     

    Παραγραφή

    Τέλος, το άρθρο 98§3 προβαίνει στην πρόβλεψη της παραγραφής των ανωτέρω αξιώσεων. Η παραγραφή που επιφυλάσσεται για τις αξιώσεις αυτές είναι σύντομη. Προβλέπεται, ειδικότερα, ότι οι ανωτέρω περιγραφόμενες αξιώσεις παραγράφονται μόλις ένα (1) έτος μετά την ανακοίνωσή τους σε συνεδρίαση του ΔΣ ή τη γνωστοποίησή τους στην εταιρεία. Συνεπώς, η δράση της ΑΕ για την αντιμετώπιση τέτοιων συμπεριφορών και την ικανοποίηση των ζημιών που υπέστη πρέπει είναι άμεση. Σε κάθε περίπτωση, η περιγραφή των αξιώσεων αυτών επέρχεται πέντε (5) έτη μετά την ενέργεια της απαγορευμένης πράξης.

     

    Η συμμετοχή σε Διοικητικό Συμβούλιο Ανώνυμης Εταιρείας δεν είναι χωρίς ευθύνες. Ούτε χωρίς περιορισμούς. Από τους σημαντικότερους: η απαγόρευση άσκησης ανταγωνιστικών δραστηριοτήτων.

    Ενδεχόμενη παράβαση για την σχετική υποχρέωση παράλειψης ανταγωνισμού δημιουργεί σημαντική (και συχνά δυσαπόδεικτη) ζημία της εταιρείας. Αυτονοήτως και υποχρέωση αποκατάστασής της από τον παραβάτη. Οι ποινικές ευθύνες (ενίοτε σοβαρές) δεν θα πρέπει να αποκλεισθούν.

    Η σχετική εγρήγορση κατά τη διάρκεια της λειτουργίας της εταιρείας δεν αρκεί. Απολύτως αναγκαίες καθίστανται οι σχετικές, ακριβείς και συγκεκριμένες κατά το περιεχόμενο, καταστατικές πρόνοιες.

    Περισσότερο αναγκαία όμως παρίσταται η ευλαβική συμμόρφωση των μελών του ΔΣ με τη σχετική τους υποχρέωση.

    Οι αρχές της Εταιρικής Διακυβέρνησης το επιβάλλουν.

    Ο νόμος θέτει τα αυστηρά όρια και τις επαπειλούμενες (αστικές και ποινικές) κυρώσεις.

    Εντούτοις: η παράλειψη τέτοιου είδους δράσεων σε βάρος του νομικού προσώπου θα πρέπει να βασίζεται στην ηθική και τη συνείδηση των μελών του ΔΣ.

    Αυτών ελλειπουσών τα μέλη του ΔΣ δεν μπορούν να έχουν θέση στο όργανο.

    Σταύρος Κουμεντάκης
    Managing Partner

     

    Υ.Γ. Συνοπτική έκδοση του άρθρου δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ, στις 28 Φεβρουαρίου 2021.

    υποχρέωση παράλειψης ανταγωνισμού

    Η πληροφόρηση που εμπεριέχεται στο παρόν άρθρο δεν συνιστά (ούτε και έχει σκοπό να αποτελέσει) νομική συμβουλή. Μια τέτοια νομική συμβουλή είναι δυνατό να παρασχεθεί μόνον από αρμόδιο δικηγόρο ο οποίος θα λάβει υπόψη του το σύνολο των δεδομένων που θα του εκθέσετε για την υπόθεσή σας. Αναλυτικά.

  • ΔΣ vs AE: Η σύγκρουση των μεταξύ τους συμφερόντων

    ΔΣ vs AE: Η σύγκρουση των μεταξύ τους συμφερόντων

    Τα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου μιας Ανώνυμης Εταιρείας εκλέγονται για να υπηρετούν και να προάγουν το εταιρικό της συμφέρον. Δεν αποκλείεται όμως το δικό τους, προσωπικό, συμφέρον να μην ευθυγραμμίζεται με το αντίστοιχο της εταιρείας. Ακόμα χειρότερα: να συγκρούεται μ΄εκείνο. Τότε μιλάμε για «σύγκρουση συμφερόντων». Πώς οριοθετείται; Με ποιον τρόπο μπορεί κανένας να τη διαχειριστεί; Πώς αντιμετωπίζεται; Ποιες είναι οι πρόνοιες του νόμου;

     

    Από τη σκοπιά της οικονομικής επιστήμης

    Στην οικονομική επιστήμη είναι γνωστό το πρόβλημα του εντολέα και του εντολοδόχου (agency problem). Ο εντολέας επιλέγει τον εντολοδόχο με σκοπό ο τελευταίος να διεξάγει υποθέσεις του πρώτου. Ο τελευταίος (:εντολοδόχος) έχει την ευθύνη των αποφάσεων που επηρεάζουν τον πλουτισμό του εντολέα. Το συγκεκριμένο πρόβλημα δημιουργείται, όταν ο εντολοδόχος ενεργεί μεν για λογαριασμό του εντολέα του, ενεργεί όμως με τρόπο που δεν εξυπηρετεί τα συμφέροντα του. Βασικός λόγος της ύπαρξης του προβλήματος αυτού συνιστά, κατά τους οικονομολόγους, η «ασυμμετρία της πληροφορίας».

    Υπάρχουν δύο κατηγορίες προβλημάτων λόγω ασυμμετρίας πληροφορίας. Πρόκειται για: (α) το πρόβλημα του ηθικού κινδύνου (moral hazard) και (β) το πρόβλημα της δυσμενούς επιλογής (adverse selection). Όσον αφορά την τελευταία (:δυσμενής επιλογή) τη συναντούμε στις περιπτώσεις εκείνες κατά τις οποίες ο εντολέας, λόγω ασσυμετρίας της πληροφορίας, επιλέγει ως εντολοδόχο πρόσωπο το οποίο δεν έχει τη δυνατότητα (ή τη διάθεση;) να πράξει υπέρ των συμφερόντων του (του εντολέα).

    Η σύγκρουση συμφερόντων μεταξύ μέλους ΔΣ και ΑΕ, ωστόσο, συγκαταλέγεται στο πρόβλημα του ηθικού κινδύνου. Συγκεκριμένα, ο εντολοδόχος, έχει μεν τη δυνατότητα να πράξει υπέρ των συμφερόντων του εντολέα αλλά επιλέγει να ενεργεί για την επιδίωξη των δικών του, προσωπικών, συμφερόντων.

     

    Η λύση στο πρόβλημα: Εταιρική Διακυβέρνηση και Δίκαιο της Ανώνυμης Εταιρείας

    Η (γενική) λύση στο πρόβλημα της σύγκρουσης συμφερόντων είναι διπλή. Η εφαρμογή των κανόνων της εταιρικής διακυβέρνησης από τη μια και η συμπόρευση με το δίκαιο της Ανώνυμης Εταιρείας από την άλλη.

    Προτάσσεται, λοιπόν, η εφαρμογή των κανόνων της εταιρικής διακυβέρνησης. Και τούτο, γιατί μέσω της ευθυγράμμισης μ’ εκείνους, καθίσταται δυνατή η διαφανής δράση των μελών του ΔΣ. Και κάτι ακόμα περισσότερο: η ελεγχόμενη διάρθρωση των εκατέρωθεν συμφερόντων.

    Ωστόσο, και ο νομοθέτης του δικαίου των Ανωνύμων Εταιρειών προβαίνει σε ειδικότερες ρυθμίσεις που αφορούν την αντιμετώπιση του προβλήματος της σύγκρουσης συμφερόντων του μέλους του ΔΣ με τα συμφέροντα της εταιρείας. Είναι γνωστό πως κάθε μέλος του ΔΣ αναλαμβάνει έναντι της ΑΕ υποχρέωση πίστης. Ειδικότερη έκφανσή της συνιστά η αποφυγή σύγκρουσης ιδίων συμφερόντων. Ο νομοθέτης έχει θεσπίσεις μηχανισμούς αντιμετώπισης τέτοιων περιπτώσεων σύγκρουσης. Για τη διαπίστωση, ωστόσο, τέτοιων περιπτώσεων, θα πρέπει να οριοθετηθούν εννοιολογικά το εταιρικό και το ίδιον συμφέρον των μελών του ΔΣ.

     

    Το εταιρικό συμφέρον

    Δεν έχει, προφανώς, νόημα στο πλαίσιο του παρόντος άρθρου να περιδιαβούμε θεωρητικές περιπλανήσεις μεταξύ μονιστικής ή πλουραλιστικής θεωρίας. Ας περιοριστούμε στο, κατά τον γράφοντα-με απλά λόγια, ισχύον: Το εταιρικό συμφέρον δεν είναι παρά το συμφέρον της Ανώνυμης Εταιρείας. Μπορούμε με ασφάλεια να το ταυτίσουμε με το συμφέρον των μετόχων εκείνης-ως σύνολο.

     

    Το «ίδιον συμφέρον» των μελών ΔΣ

    Η οριοθέτηση του εταιρικού συμφέροντος μοιάζει απλή. Ποιο όμως είναι το «ίδιον συμφέρον» των μελών του ΔΣ; Ως ίδιο νοείται το άμεσο και προσωπικό (λ.χ. οικονομικό, ηθικό κλπ.) συμφέρον ενός μέλους του, που η τυχόν ικανοποίησή του παρακωλύει την εκπλήρωση του εταιρικού συμφέροντος.

    Ωστόσο, το ίδιον συμφέρον του μέλους του ΔΣ δε χρειάζεται να συνδέεται, κατ’ ανάγκη, με το ίδιο το μέλος-σε προσωπική βάση. Ενδέχεται, δηλαδή, φορέας του συμφέροντος να είναι τρίτος. Όχι, όμως, οποιοσδήποτε τρίτος. Θα πρέπει να είναι πρόσωπο με το οποίο το μέλος του ΔΣ συνδέεται με κάποιο τρόπο και είναι δυνατό, κατά τεκμήριο, να του ασκεί επιρροή. Λόγω δε ακριβώς της συγκεκριμένης σχέσης μεταξύ του μέλους ΔΣ και τρίτου, το όφελος από την ικανοποίηση του συμφέροντος του τελευταίου είναι δυνατό να καρπωθεί, εν τέλει, (έστω και έμμεσα) το μέλος του ΔΣ. Συνεπώς, προκειμένου ένα «αλλότριο» συμφέρον να θεωρηθεί ως «ίδιον» συμφέρον του μέλους του ΔΣ θα πρέπει να εξεταστεί η έννομη σχέση που το συνδέει με τον τρίτο.

    Ο νομοθέτης προβαίνει σε προσδιορισμό των σχέσεων αυτών. Προβλέπει, ειδικότερα, ως περιπτώσεις κατά τις οποίες το αλλότριο συμφέρον καταλογίζεται ως ίδιο συμφέρον του μέλους του ΔΣ. Όταν, λ.χ., επίκειται συναλλαγή της εταιρείας με πρόσωπο του στενού οικογενειακού περιβάλλοντος του μέλους του ΔΣ. Επίσης, με νομικό πρόσωπο στο οποίο ασκεί έλεγχο το μέλος του ΔΣ (άρθρο 97 §3 σε συνδυασμό με τα άρθρα 99 §2 ν. 4548/2018 και 32 ν. 4308/2015).

     

    Σύγκρουση συμφερόντων: η διαπίστωση των περιπτώσεων

    Σύγκρουση συμφερόντων, λοιπόν, υφίσταται σε εκείνες τις περιπτώσεις, κατά τις οποίες η -αναγκαία για το όφελος της ΑΕ- ανεξάρτητη κρίση του μέλους του ΔΣ επηρεάζεται (ή ενδέχεται να επηρεαστεί) από την εμφιλοχώρηση ίδιου συμφέροντός του. Πρόκειται για τις περιπτώσεις που οι επιδιώξεις της ΑΕ δεν συμπλέουν (αντίθετα: αποκλίνουν) με αυτές του μέλους του ΔΣ. Ως εκ τούτου, η ικανοποίηση κάποιου από τα εκατέρωθεν συμφέροντα αποκλείει (συνολικά ή εν μέρει) την ικανοποίηση του άλλου συμφέροντος.

    Τέτοιου είδους συγκρούσεις ενδέχεται να παρουσιάζουν διάρκεια, όπως λ.χ. όταν το μέλος του ΔΣ αναπτύσσει δραστηριότητα ανταγωνιστική έναντι της ΑΕ. Μπορεί όμως και να ανακύπτουν στιγμιαία, όπως λ.χ. σε περιπτώσεις σύναψης σύμβασης πώλησης με συμβαλλόμενα μέρη την ΑΕ και το μέλος του ΔΣ της. Ωστόσο, η σύγκρουση αυτή απαιτείται να έχει ορισμένη ένταση, να είναι δηλ. «ουσιώδης».

    Στον αντίποδα βρίσκονται οι απομακρυσμένες συγκρούσεις, οι οποίες δεν χρειάζεται να μας ανησυχούν. Το γεγονός αυτό διαπιστώνει και η Αιτιολογική Έκθεση του άρθρου 97 ν. 4548/2019. Αναφέρει, συγκεκριμένα, πως μη ουσιώδεις ή απόμακρες συγκρούσεις συμφερόντων δεν δικαιολογούν την αποχή μέλους από την ψηφοφορία στο ΔΣ από τη λήψη απόφασης για το επίμαχο θέμα (που, όπως αμέσως στη συνέχεια θα δούμε, συνιστά τον δραστικότερο τρόπο αντιμετώπισης των περιπτώσεων σύγκρουσης συμφερόντων).

    Κάποιες περιπτώσεις μοιάζουν περισσότερο περίπλοκες: Τι συμβαίνει όταν, λ.χ., το μέλος του ΔΣ στο οποίο εντοπίζεται η σύγκρουση συμφερόντων είναι και (μεγαλο)μέτοχος της εταιρείας; Μην ξεχνάμε επίσης πως η συντριπτική πλειονότητα (:80%) των ελληνικών επιχειρήσεων είναι οικογενειακές…

     

    Σύγκρουση συμφερόντων: η αντιμετώπιση των περιπτώσεων

    Ο νόμος 4548/2018 αντιμετωπίζει τις περιπτώσεις σύγκρουσης συμφερόντων στο άρθρο 97. Προβλέπει, ειδικότερα, τρεις βασικούς κανόνες. Συγκεκριμένα: (α) την προτεραιότητα του εταιρικού συμφέροντος, (β) την υποχρέωση αποκάλυψης της περίπτωσης σύγκρουσης συμφερόντων μέλος ΔΣ, (γ) την απαγόρευση άσκησης του δικαιώματος ψήφου μέλους ΔΣ του οποίου το ίδιο συμφέρον συγκρούεται με εκείνο της ΑΕ.

    Εκτός από τις προβλέψεις του άρθρου 97 ν. 4548/2018, ο νομοθέτης αντιμετωπίζει, επιπλέον, στα άρθρα 99-101 ν. 4548/2018 κάποιες ειδικότερες περιπτώσεις. Εκείνες που αφορούν τη σύγκρουση συμφερόντων στις περιπτώσεις των συναλλαγών των μελών του ΔΣ με την ΑΕ. Το συγκεκριμένο ζήτημα, καθότι μεγάλο και ενδιαφέρον, θα μας απασχολήσει σε επόμενη αρθρογραφία μας.

    Ας προσεγγίσουμε όμως τους βασικούς κανόνες αντιμετώπισης της σύγκρουσης συμφερόντω :

    (α) Η προτεραιότητα του εταιρικού συμφέροντος

    Όπως ήδη αναφέρηκε, τα μέλη του ΔΣ επιφορτίζονται, με την εκλογή/ορισμό τους, με την υποχρέωση πίστης. Μια υποχρέωση που πάντοτε οφείλουν να τηρούν έναντι της ΑΕ. Περιεχόμενο της αποτελεί η αποδοχή της προτεραιότητας του εταιρικού συμφέροντος. Ως εκ τούτου, οι περιπτώσεις σύγκρουσης συμφερόντων μεταξύ ΑΕ και μέλους του ΔΣ της, θα πρέπει να επιλύονται, πάντοτε-κατά το νομοθέτη, με βάση την προτεραιότητα του συμφέροντος της ΑΕ.

    Ο νομοθέτης, εξάλλου, είναι απολύτως σαφής: Προβλέπει ότι τα μέλη του ΔΣ (όπως και κάθε τρίτο πρόσωπο στο οποίο έχουν ανατεθεί από αυτό αρμοδιότητες) οφείλουν «…να μην επιδιώκουν ίδια συμφέροντα που αντιβαίνουν στα συμφέροντα της εταιρείας» (άρθρο 97 §1 περ. α΄ ν. 4548/2018).

    Ωστόσο, η ανωτέρω αρχή δεν απαγορεύει στα μέλη του ΔΣ, εκ των προτέρων και αφηρημένα, να επιδιώκουν την ικανοποίηση ατομικών τους συμφερόντων, τα οποία σχετίζονται με τα συμφέροντα της ΑΕ. Αντίθετα απαγορεύει, συγκεκριμένα, η επιδίωξη αυτή να παρακωλύει, εν όλω ή εν μέρει, την ικανοποίηση των συμφερόντων της ΑΕ. Επομένως: το μέλος του ΔΣ, σαφώς και έχει το δικαίωμα να ενεργεί υπέρ των συμφερόντων του. Δικαιούται, λ.χ., να διαπραγματεύεται το ύψος του μισθού του, στις περιπτώσεις εκείνες, κατά τις οποίες πέραν της οργανικής του θέσης, συνδέεται με την εταιρεία με σχέση εξαρτημένης εργασίας ή ανεξαρτήτων υπηρεσιών.

     

    (β) Η υποχρέωση αποκάλυψης της περίπτωσης σύγκρουσης συμφερόντων

    Ο νομοθέτης έχει θεσπίσει μια ακόμη υποχρέωση για τα μέλη του ΔΣ, με σκοπό την πρόληψη των περιπτώσεων σύγκρουσης συμφερόντων που ενδέχεται να ανακύψουν. Πρόκειται για την υποχρέωση άμεσης, και με επάρκεια, αποκάλυψης στα υπόλοιπα μέλη των ιδίων συμφερόντων των μελών του ΔΣ, που είναι πιθανόν να ανακύψουν σε επικείμενες συναλλαγές της ΑΕ. Η αντίστοιχη υποχρέωση αυτή βαρύνει και κάθε τρίτο πρόσωπο στο οποίο έχουν ανατεθεί αρμοδιότητες από το ΔΣ.  Η εν λόγω υποχρέωση καταλαμβάνει και την αποκάλυψη αντίστοιχων συμφερόντων συνδεόμενων μαζί τους φυσικών και νομικών προσώπων (άρθρο 97 παρ. 1 περ. β΄ ν. 4548/2018).

    Η ενημέρωση πρέπει, λοιπόν, έχει ως αποδέκτες όλα τα μέλη του ΔΣ. Δεν προβλέπεται, ωστόσο, συγκεκριμένος τύπος. Ο υπόχρεος σε ενημέρωση μπορεί να επιλέξει προφορική η γραπτή ενημέρωση. Προτιμητέα, αυτονοήτως, για λόγους απόδειξης, η γραπτή ενημέρωση (λ.χ. η καταγραφή της σε πρακτικό ΔΣ, εφόσον αυτή λάβει χώρα κατά τη διάρκεια συνεδρίασής του ή, ακόμα καλύτερα, η γραπτή ενημέρωση πριν από την έναρξη της συζήτησης του επίμαχου θέματος).

    Η ενημέρωση όμως θα πρέπει να πραγματοποιείται, σε κάθε περίπτωση, εγκαίρως. Πριν δηλ. επέλθει η κατάσταση της σύγκρουσης συμφερόντων. Παράλληλα, ως προς το περιεχόμενό της, η ενημέρωση πρέπει να είναι επαρκής˙ απλή αναφορά της ενδεχόμενης σύγκρουσης συμφερόντων δεν αρκεί. Το μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου οφείλει να περιγράψει: (α) τη συναλλαγή της εταιρείας, στην οποία ενδέχεται να ανακύψει η σύγκρουση συμφερόντων και (β) τα ίδια συμφέροντά του σχετικά με αυτή.

    Με βάση τη συγκεκριμένη ενημέρωση, τα υπόλοιπα μέλη του ΔΣ πρέπει να είναι σε θέση να καταλήξουν σε τεκμηριωμένη άποψη για την ύπαρξη, πράγματι, περίπτωσης σύγκρουσης συμφερόντων. Επίσης, σχετικά με τους κινδύνους που δημιουργούνται για την εταιρεία.

    Σε περίπτωση που το υπόχρεο μέλος του ΔΣ παραλείψει την οφειλόμενη ενημέρωση δημιουργούνται ζητήματα ευθύνης του έναντι της εταιρείας. Εφόσον, αυτονοήτως, συντρέχουν και οι λοιπές προϋποθέσεις της γέννησής της.

     

    (γ) Η απαγόρευση ψήφου

    Ο νόμος προβλέπει (άρθρο 97 §3 ν. 4548/2018) την αποστέρηση του δικαιώματος ψήφου στο μέλος ΔΣ, στο οποίο εντοπίζεται η σύγκρουση συμφερόντων. Μοιάζει ο δραστικότερος τρόπο διαχείρισης μιας τέτοιας κατάστασης. Αντιμετωπίζεται, με τον τρόπο αυτό, η ενδεχόμενη έλλειψη αντικειμενικότητας ή/και η επιρροή του στα υπόλοιπα μέλη.

    Να σημειωθεί βεβαίως πως το μέλος του ΔΣ, στο πρόσωπο του οποίου συντρέχουν οι προϋποθέσεις αποστέρησης του δικαιώματος ψήφου, δεν λαμβάνεται υπόψη ούτε για τον σχηματισμό απαρτίας του ΔΣ ούτε και για το σχηματισμό της αναγκαίας για τη λήψη απόφασης πλειοψηφίας.

    Υποστηρίζεται μάλιστα, πως το μέλος του οποίου τα ίδια συμφέροντα συγκρούονται με αυτά της εταιρείας δεν αρκεί να απέχει από την ψηφοφορία˙ επιβάλλεται να απέχει και από την κρίσιμη συνεδρίαση του ΔΣ. Ενδέχεται, κατά τους υποστηρικτές της συγκεκριμένης άποψης, να ασκήσει επιρροή στα υπόλοιπα μέλη του ΔΣ και να κατευθύνει τη λήψη απόφασης προς το ίδιο και όχι προς το εταιρικό συμφέρον. Ωστόσο, μια εκ των προτέρων, άκριτη, απαγόρευση συμμετοχής του δεν είναι δυνατό να θεωρηθεί, το δίχως άλλο, ορθή. Μην ξεχνάμε εξάλλου πως: «Μηδενί δίκην δικάσεις, πριν αμφοίν μύθον ακούσεις». Ασφαλέστερο πάντως θα ήταν να κρίνεται κατά περίπτωση το ζήτημα της συμμετοχής (ή μη) του εν λόγω μέλους του ΔΣ στην επίμαχη συνεδρίασή του.

    Η αποστέρηση, ωστόσο, του δικαιώματος ψήφου αφορά, όπως αναφέρθηκε ήδη, μόνον περιπτώσεις που η σύγκρουση συμφερόντων αξιολογείται ως ουσιώδης. Η σχετική κρίση εναπόκειται στα μέλη του ΔΣ. Ενδεχόμενη όμως εσφαλμένη αξιολόγηση καθιστά τη συμμετοχή του ενδιαφερόμενου μέλους του ΔΣ στην κρίσιμη συνεδρίαση ελλαττωματική. Η απόφαση που λαμβάνεται σε μια τέτοια συνεδρίαση δεν καθίσταται, ωστόσο, μη σύννομη (άρθρο 102 παρ. ν. 4548/2018) . Ενδιαφέρει, τελικά, η καθοριστική σημασία του ενδιαφερόμενου μέλους του ΔΣ για την επίτευξη της πλειοψηφίας καθώς και η (ενδεχόμενη) επιρροή που άσκησε στα υπόλοιπα μέλη.

    Μετά την αποστέρηση του δικαιώματος ψήφου του ενδιαφερόμενου μέλους του ΔΣ, στη λήψη απόφασης προβαίνουν τα υπόλοιπα μέλη. Αναγκαίο καθίσταται, βέβαια, να πληρούνται οι προϋποθέσεις σχηματισμού απαρτίας για τη λήψη απόφασης. Εφόσον τα εναπομένοντα μέλη του ΔΣ, για τα οποία δεν συντρέχει αδυναμία ψήφου, δεν σχηματίζουν απαρτία, οφείλουν να προβούν σε σύγκληση ΓΣ. Αποκλειστικός σκοπός τη τελευταίας θα είναι η λήψη της συγκεκριμένης απόφασης για την οποία εγείρονται ζητήματα σύγκρουσης συμφερόντων.

     

    Κυρώσεις

    Σε αστικό επίπεδο, η ενδεχόμενη παραβίαση της υποχρέωσης πίστης του μέλους του ΔΣ, με την αποφυγή της από μέρους του δήλωσης σύγκρουσης συμφερόντων, είναι δυνατό να αποτελέσει τη βάση για την αποκατάσταση της ζημίας που ενδεχομένως προξένησε στην εταιρεία. Πάντως, οι έννομες συνέπειες που ενδέχεται να επέλθουν εξαρτώνται κάθε φορά από τη μορφή που θα λάβει η παραβίαση. Τέτοιες έννομες συνέπειες λ.χ. συνιστά η ακυρότητα ψήφου μέλους ΔΣ ή πολύ περισσότερο η ακυρότητα της ειλημμένης απόφασης του ΔΣ.

    Σε ποινικό πάντως επίπεδο είναι δυνατό να συντρέχει και η περίπτωση της απιστίας (390ΠΚ). Στην περίπτωση αυτή («όποιος με γνώση ζημιώνει την περιουσία άλλου, της οποίας βάσει του νόμου ή δικαιοπραξίας έχει την επιμέλεια ή διαχείριση (ολική ή μερική ή μόνο για ορισμένη πράξη), τιμωρείται…»). Η ποινή θα είναι φυλάκιση «τουλάχιστον τριών (3) μηνών» ή, σε βαρύτερες περιπτώσεις, «κάθειρξη μέχρι δέκα ετών».

    Με δυο λόγια: Οι κυρώσεις δεν μοιάζουν, ούτε είναι, αμελητέες…

     

    Η συμμετοχή σε κάποιο Διοικητικό Συμβούλιο Ανώνυμης Εταιρείας μπορεί συχνά να μοιάζει εύκολη (ή τυπική) υπόθεση. Κάποιες φορές μάλιστα μπορεί και να είναι. Κάποιες άλλες όμως, όχι. Ενδεχομένως μάλιστα να αποδεικνύεται και ιδιαίτερα περίπλοκη. Η σύγκρουση συμφερόντων μέλους ΔΣ ανήκει στις τελευταίες.

    Δεν είναι πάντα εύκολη η διαχείριση τέτοιων θεμάτων. Πόσο εύκολα μπορεί να διαχειριστεί κάποιος μια τέτοια κατάσταση όταν το μέλος του ΔΣ (στο πρόσωπο του οποίου εντοπίζεται το πρόβλημα) είναι και μέτοχος ή, ακόμα χειρότερα, μεγαλομέτοχος  της εταιρείας; Όταν η σύγκρουση των συμφερόντων προέρχεται από (γνωστή ή μη) ανταγωνιστική δραστηριότητα του μέλους του ΔΣ;

    Η σύγκρουση συμφερόντων λαμβάνει διάφορες μορφές.

    Ο νόμος διαχειρίζεται (και ορθά) σε γενικές, μόνον, γραμμές το θέμα. Σημαντικές αποδεικνύονται οι καταστατικές πρόνοιες. Επίσης οι πρόνοιες που άπτονται κανόνων εταιρικής διακυβέρνησης.

    Η διαχείριση όμως καθεμιάς περίπτωσης δεν μπορεί να γίνει παρά στη βάση των δικών της, εξατομικευμένων, δεδομένων.

    Τότε μόνον θα αποβεί προς όφελος της εταιρείας & των μετόχων της και, γιατί όχι, του δικαίου.-

    Σταύρος Κουμεντάκης
    Managing Partner

     

    Υ.Γ. Συνοπτική έκδοση του άρθρου δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ, στις 7 Φεβρουαρίου 2021.

    Η πληροφόρηση που εμπεριέχεται στο παρόν άρθρο δεν συνιστά (ούτε και έχει σκοπό να αποτελέσει) νομική συμβουλή. Μια τέτοια νομική συμβουλή είναι δυνατό να παρασχεθεί μόνον από αρμόδιο δικηγόρο ο οποίος θα λάβει υπόψη του το σύνολο των δεδομένων που θα του εκθέσετε για την υπόθεσή σας. Αναλυτικά.

  • Ανώνυμη Εταιρεία ίσων συμμετοχών. Ευλογία ή κατάρα;

    Ανώνυμη Εταιρεία ίσων συμμετοχών. Ευλογία ή κατάρα;

    Πριν από εκατό, ακριβώς, ασχολήθηκε ο έλληνας νομοθέτης με την ανώνυμη εταιρεία-για πρώτη φορά. Είχε στο μυαλό του ένα νομικό πρόσωπο όπου οι μέτοχοι θα ήταν, κατά βάση, διαφορετικοί από εκείνους που ασκούν τη διοίκησή του. Οι μέτοχοι θα ασκούσαν τα δικαιώματά τους μέσω της Γενικής Συνέλευσης. Τα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου τη διοίκηση της εταιρείας. Ρόλοι διακριτοί. Διαπιστώνουμε, στο πέρασμα του χρόνου, πως η ιδιοκτησία (:μέτοχοι) «μπερδεύεται» ή ταυτίζεται με τη διοίκησή της. Συχνά οι συμμετοχές για λόγους (προβαλλόμενης) ισότητας (κατά κανόνα: εκατέρωθεν ανασφάλειας) διαμορφώνονται στο 50%-50% για τους δύο, μοναδικούς, μετόχους/ομάδες μετόχων. Κάποιοι θα χαρακτήριζαν τα συγκεκριμένα ποσοστά ευλογία. Κάποιοι άλλοι κατάρα. Για κείνους που γνωρίζουν: Δύο ίσες/μόνες συμμετοχές αποδεικνύονται προβληματικές για κάθε νομικό πρόσωπο. Ίσως, λίγο περισσότερο, στην ανώνυμη εταιρεία. Ίσως όμως κι όχι…

     

    Εικόνες βγαλμένες από τη ζωή (κι όχι από σενάρια ταινίας)…

    Κάθε νέα επιχειρηματική δραστηριότητα ξεκινά, κατά κανόνα, με τους καλύτερους οιωνούς. Όταν ο ιδρυτής είναι ένας τα πράγματα είναι περισσότερο απλά.

    Όταν δύο, λιγότερο…

    Στην αρχή μιας επιχειρηματικής συνέργειας, οι δύο, μόνοι, ιδρυτές & ισότιμοι συνεταίροι πορεύονται, συνήθως, αρμονικά. Στη συνέχεια όμως, κάποιες φορές, τα πράγματα διαφοροποιούνται. Ο ένας από τους δύο (η/και οι δύο) επιλέγει, κάποιες φορές, να ασκήσει εξουσία πάνω στον άλλο. Κάποιες άλλες οι, ενδεχομένως, προβληματικές-προσωπικές τους σχέσεις μεταφέρονται και στη διοίκηση της εταιρείας. Και, αυτονοήτως, στο ίδιο το νομικό πρόσωπο και την επιχειρηματική του δραστηριότητα. Τότε βρισκόμαστε μπροστά σε ένα πρόβλημα. Κάποτε πολύ σοβαρό.

    Στην ίδια κατάληξη είναι δυνατό να οδηγηθούμε όταν οι ιδρυτές-αδελφοί (ή αδελφικοί φίλοι) και κατά 50% μέτοχοι αντικατασταθούν, στο διάβα του χρόνου, από τους διαδόχους τους.  Διάδοχοι (ή κληρονόμοι) που θα επιδιώξουν να πάρουν το «πάνω χέρι» στο μεταξύ τους, άτυπο,  bras de fer.

    Τα αντίστοιχα θα συναντήσουμε όταν αποβιώσει ο μόνος ιδρυτής και μέτοχος της ανώνυμης εταιρείας κι αφήσει (εκ διαθήκης ή εξ αδιαθέτου) ισότιμους κληρονόμους και διαδόχους τα δυο του παιδιά. Παιδιά που μπορεί να μην αποδειχθούν αρκετά αγαπημένα, στο βωμό της άσκησης εξουσίας. Ρόλο εξάλλου, συχνά, αποκτούν (όπως όλοι γνωρίζουμε) και οι σύζυγοι-σύντροφοί τους.

    Τέτοιες (κι άλλες πολλές παρόμοιες) ιστορίες όλοι γνωρίζουμε. Κι όλοι συναντούμε. Κατά βάση πολύ συχνά. Περισσότερο στις οικογενειακές επιχειρήσεις (μην ξεχνάμε, εξάλλου, πως στη χώρα μας αποτελούν το 80% του συνόλου). Τέτοια φαινόμενα θα συναντήσουμε όμως σε όλες τις επιμέρους κατηγορίες επιχειρήσεων. Ανεξαιρέτως.

    Η συνέχεια;

    Γνωστή!

    Και όχι, κατά κανόνα, ευχάριστη…

     

    Η «ανώνυμη: 50/50»

    Με άλλα λόγια:

    Το βασικό πρόβλημα, σε πρακτικό επίπεδο, δημιουργείται όταν βρισκόμαστε μπροστά σε δύο μόνον, ίσες, συμμετοχές στα δικαιώματα ψήφου.

    Συνηθίζουμε να το αποδίδουμε με τον όρο «ανώνυμη: 50/50».

    Το γενεσιουργό χρονικό σημείο της δημιουργίας του ποικίλλει. Μπορεί να δημιουργείται από τη σύσταση, ακόμα, της εταιρείας (:ίδρυση με δύο, ίσες, συμμετοχές). Μπορεί και κατά τη διάρκεια της ζωής και λειτουργίας της (:επιγενόμενη διαμόρφωση δύο, ίσων, συμμετοχών).

    Οι «ίσες συμμετοχές» μπορεί, επίσης, να είναι αποτέλεσμα της ύπαρξης (ή δημιουργίας) συμπαγών ομάδων μετόχων (που συνδέονται, ή όχι, με εξωεταιρικές συμφωνίες). Που κάθε μια από τις συγκεκριμένες ομάδες κατέχει το 50% των δικαιωμάτων ψήφου μιας εταιρείας. Οι μέτοχοι (ή συμπαγείς ομάδες μετόχων) μπορεί, κάποιες φορές, να μην είναι δύο μόνον. Μια τέτοια περίπτωση θα συναντούσαμε, λ.χ., όταν δύο μέτοχοι (ή ομάδες μετόχων) κατέχουν ποσοστό 1/3 των μετοχών και δικαιωμάτων ψήφου η κάθε μία, ενώ οι μέτοχοι που εκπροσωπούν το τελευταίο 1/3 απέχουν από τη λήψη αποφάσεων.

    Η δύο, ίσες, συμμετοχές  αποκτούν χαρακτήρα προβληματικό, όταν οι κάτοχοι των από 50% δικαιωμάτων ψήφου  της εταιρείας, δεν ομονοούν στη λήψη κρίσιμων εταιρικών αποφάσεων ή/και στην εκλογή Διοικητικού Συμβουλίου.

    Όπως δέχεται και η νομολογία, «στις περιπτώσεις αυτές, η έλλειψη συνεννόησης μεταξύ των μετόχων, επιφέρει εμπλοκή της εταιρείας και η λειτουργία της οδηγείται σε αδιέξοδο («deadlock»), καθόσον είναι αδύνατη η επίτευξη απλής πλειοψηφίας στη ΓΣ για τη λήψη αποφάσεων, με κορυ­φαίο αποτέλεσμα της την αδυναμία της ΓΣ να εκλέξει ΔΣ.» (18191/2014 ΠολΠρωτΘεσ).

     

    Οι πρόνοιες του νομοθέτη

    Ο νομοθέτης δεν θα ήταν δυνατό να αγνοήσει τις συγκεκριμένες, προβληματικές, περιπτώσεις. Τις περιπτώσεις δηλ. εκείνες που η ανώνυμη εταιρεία παύει να είναι λειτουργική. Ακόμα χειρότερα εκείνες που αδρανοποιείται εξαιτίας αδυναμίας λήψης αποφάσεων σε επίπεδο Γενικής Συνέλευσης (ή/και Διοικητικού Συμβουλίου).

    Η δικαστική λύση της εταιρείας

    Ο νόμος γενικά παρέχει τη δυνατότητα λύσης της εταιρείας, «αν υφίσταται προς τούτο σπουδαίος λόγος, που, κατά τρόπο προφανή και μόνιμο, καθιστά τη συνέχιση της εταιρείας αδύνατη» (άρθρο 166 §1 ν. 4548/2018).

    Εξάλλου: «Σπουδαίος λόγος κατά την παράγραφο 1 υφίσταται, ιδίως, αν, λόγω ίσων συμμετοχών στην εταιρεία, η εκλογή διοικητικού συμβουλίου είναι αδύνατη ή η εταιρεία δεν μπορεί να λειτουργήσει». (άρθρο 166 παρ. 2).

    Η λύση της ανώνυμης εταιρείας κηρύσσεται με την έκδοση δικαστικής απόφασης. Διαδικαστικό προαπαιτούμενο: η υποβολή σχετικής αίτησης ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου της έδρας της εταιρείας. Μια αίτηση που κοινοποιείται στην τελευταία και εκδικάζεται με τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας (άρθρο 166 §3).

     

    Η εξαγορά των μετοχών της ανώνυμης εταιρείας

    Η λύση της εταιρείας πρέπει να αποτελεί, εύλογα, το έσχατο μέσο για την αντιμετώπιση των αδιεξόδων που δημιουργούνται σε μια εταιρεία «ίσων συμμετοχών». Και τούτο γιατί σαν άμεσή συνέπειά της έχει την απώλεια της μετοχικής ιδιότητας του συνόλου των μετόχων, την παύση της εταιρείας ως διαρκούς έννομης σχέσης και την οριστική εξαφάνιση της τελευταίας από τον νομικό και επιχειρηματικό κόσμο.

    Στην προσπάθειά του να αποφευχθεί η (έσχατη) επιλογή της λύσης της ανώνυμης εταιρείας, ο νομοθέτης προβλέπει/προκρίνει εναλλακτική. Μια λύση που προάγει τη συνέχιση της εταιρείας. Πρόκειται για το ενδεχόμενο (και δυνατότητα) εξαγοράς των μετοχών της εταιρείας. Συγκεκριμένα:

    …με απόφαση του Δικαστηρίου

    Το Δικαστήριο, το οποίο θα επιληφθεί του αιτήματος της λύσης της ανώνυμης εταιρείας, «…πριν εκδώσει την απόφασή του, παρέχει στην εταιρεία και τους μετόχους εύλογη προθεσμία για άρση των λόγων λύσης, ιδίως μέσω εξαγοράς μετοχών μεταξύ των μετόχων, εκτός αν αιτιολογημένα θεωρεί ότι το μέτρο αυτό είναι άσκοπο. Η προθεσμία αυτή μπορεί να είναι δύο (2) έως τέσσερις (4) μήνες. Αν παρασχεθεί η παραπάνω προθεσμία, το δικαστήριο μπορεί να διατάξει μέτρα για την προσωρινή ρύθμιση των εταιρικών υποθέσεων.» (άρθρο 166 παρ. 4). Μια τέτοια προθεσμία (:για την άρση των λόγων λύσης) δεν είναι δυνατό να παραταθεί (όπως το προϊσχύσαν νομοθετικό καθεστώς προέβλεπε).

    …και με πρωτοβουλία των λοιπών μετόχων

    Παρέχεται όμως και η δυνατότητα στους ίδιους τους μετόχους, οι οποίοι δεν επιθυμούν τη λύση της εταιρείας να διεκδικήσουν την εξαγορά των μετοχών εκείνου (ή εκείνων) που ζητούν τη δικαστική λύση της. Πρόκειται για τη δυνατότητα άσκησης (κύριας) παρέμβασης από (μη αιτούντες) μετόχους του 1/3 του κεφαλαίου (και όχι του 1/5 του προϋφιστάμενου νομικό καθεστώτος) στη διανοιγόμενη σχετικά με τη λύση της εταιρείας δίκη. Συγκεκριμένα:

    «Μέτοχοι που εκπροσωπούν το ένα τρίτο (1/3) τουλάχιστον του κεφαλαίου, μπορούν να παρέμβουν στη σχετική δίκη και να ζητήσουν την εξαγορά από αυτούς του συνόλου των μετοχών του αιτούντος ή των αιτούντων. Στην περίπτωση αυτή το δικαστήριο διατάσσει την εξαγορά και ορίζει και το αντάλλαγμα, που πρέπει να είναι δίκαιο και να ανταποκρίνεται στην αξία των μετοχών αυτών, καθώς και τους όρους καταβολής του. Για τον προσδιορισμό της αξίας, το δικαστήριο μπορεί να διατάξει πραγματογνωμοσύνη που διενεργείται, σύμφωνα με το άρθρο 17. Η αξία εξαγοράς δεν μπορεί να υπερβαίνει το ποσό που πιθανολογείται ότι θα λάβουν οι ενάγοντες σε περίπτωση εκκαθάρισης της εταιρείας, το οποίο το δικαστήριο μπορεί να προσαυξήσει μέχρι είκοσι τοις εκατό (20%)» (άρθρο 166 §5).

    Να σημειωθεί εδώ πως η συγκεκριμένη διάταξη απολύτως προσδιορίζει τη μέθοδο αποτίμησης των εξαγοραζόμενων μετοχών. Είναι γνωστό πως υπάρχουν περισσότεροι, τέτοιοι, μέθοδοι που παρέχουν τη δυνατότητα σ’ εκείνους που την διενεργούν να κινούνται σε ένα ευρύτατο πεδίο. Ο νομοθέτης εδώ ρητά επιλέγει την αξία «που πιθανολογείται ότι θα λάβουν οι ενάγοντες σε περίπτωση εκκαθάρισης της εταιρείας». Την αξία αυτή «το δικαστήριο μπορεί να προσαυξήσει μέχρι είκοσι τοις εκατό (20%)».

    Σε περίπτωση εξαγοράς μετοχών, σύμφωνα με αμέσως προαναφερθέντα τρόπο, «τυχόν διατάξεις του καταστατικού για δέσμευση των μετοχών αυτών…, δεν λαμβάνονται υπόψη, εκτός αν το καταστατικό προβλέπει διαφορετικά.» (άρθρο 166 παρ. 6).

     

    Η εξαίρεση των εισηγμένων εταιρειών

    Από την υπαγωγή στη δυνατότητα δικαστικής λύσης της εταιρείας για σπουδαίο λόγο (και κατ’ επέκταση για την ύπαρξη ίσων συμμετοχών σε αυτήν) εξαιρούνται, ρητά, οι ανώνυμες εταιρείες των οποίων οι μετοχές είναι εισηγμένες σε ρυθμιζόμενη αγορά (άρθρο 166 παρ. 9 ν. 4548/2018).

    Αντίστοιχη ρύθμιση συναντούμε και στο προϋφιστάμενο νομικό καθεστώς (άρθρο 48α παρ. 9 κ.ν. 2190/1920). Δικαιολογητικός λόγος της νομοθετικής αυτής επιλογής ευρίσκεται (και) στην αιτιολογική έκθεση του ν. 3604/2007, ο οποίος τροποποίησε την προαναφερθείσα διάταξη του άρθρου 48α. Συγκεκριμένα, όπως ρητώς σημειώνεται σε αυτή, οι διατάξεις του άρθρου 48α «…αφορούν μόνον τις μη εισηγμένες εταιρείες, διότι στις εισηγμένες ο μέτοχος μπορεί καταρχήν να εξέλθει της εταιρείας εκποιώντας τις μετοχές του.».

     

    Προϋποθέσεις άσκησης του δικαιώματος δικαστικής λύσης λόγω «ίσων συμμετοχών στην εταιρεία»

    Η διάταξη του άρθρου 166 ν. 4548/2018 έχει αναγκαστικό χαρακτήρα. Τούτο σημαίνει ότι τυχόν καταστατικές ρυθμίσεις, αντίθετες (ή αποκλίνουσες) κατά το περιεχόμενο με τη συγκεκριμένη διάταξη, είναι άκυρες. Οι προϋποθέσεις για την άσκηση του συγκεκριμένου δικαιώματος συνοψίζονται ως εξής:

    Η ενεργητική νομιμοποίηση

    Το δικαίωμα δικαστικής λύσης της εταιρείας νομιμοποιείται να ασκήσει εκείνος, μόνον, που φέρει τη μετοχική ιδιότητα. Ως εκ τούτου, μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου, δανειστές της εταιρείας και ελεγκτές δεν έχουν τη δυνατότητα να ζητήσουν το συγκεκριμένο δικαίωμα. Ακόμη και αν δικαιολογούν, με κάποιο τρόπο, σχετικό έννομο συμφέρον.

    Η προϋπόθεση της ύπαρξης μετοχικής ιδιότητας συμπληρώνεται και από την απαίτηση συγκεκριμένου, ελάχιστου, ποσοστού του μετοχικού κεφαλαίου. Οι αιτούντες μέτοχοι (ένας ή περισσότεροι) οφείλουν να συγκεντρώνουν, κατ’ ελάχιστο, το 1/3 του καταβεβλημένου μετοχικού κεφαλαίου. Κατά το γράμμα της σχετικής διάταξης, η απλή ανάληψη μετοχών δεν αρκεί. Πρέπει να έχει καταβληθεί και η αξία τους. Το είδος, όμως, των μετοχών προς συγκέντρωση του απαραίτητου 1/3 είναι αδιάφορο.

     

    Η ύπαρξη σπουδαίου λόγου

    Το δικαίωμα να ζητηθεί η λύση της ανώνυμης εταιρείας έχει, όπως αναφέρθηκε ήδη, μια κεντρική στόχευση. Τη λύση αδιεξόδων ενώπιον των οποίων είναι δυνατό να βρεθούν η ανώνυμη εταιρεία και οι μέτοχοί της.

    Απαιτείται, κατά τούτο, «σπουδαίος λόγος, που κατά τρόπο προφανή και μόνιμο, καθιστά τη συνέχιση της εταιρείας αδύνατη» (άρθρ. 166 §1).

    Ένας τέτοιος (κατ’ άρθρο 166 §2) σπουδαίος λόγος «υφίσταται, ιδίως, αν, λόγω ίσων συμμετοχών στην εταιρεία, η εκλογή διοικητικού συμβουλίου είναι αδύνατη ή η εταιρεία δεν μπορεί να λειτουργήσει».

    Επομένως: η ύπαρξη ίσων συμμετοχών δεν αρκεί για να ζητηθεί η λύση μιας ανώνυμης εταιρείας. Απαιτείται κι ένας σπουδαίος λόγος σαν κι εκείνο που απαιτεί ο νόμος. Η αδυναμία, λ.χ. εκλογής του ΔΣ και λειτουργίας της εταιρείας εξαιτίας της ύπαρξης δύο ισοδύναμων (ισοψηφούντων) μετόχων (ή ομάδων μετόχων) που αδυνατούν, συστηματικά, να ομονοήσουν στη λήψη αναγκαίων για τη λειτουργία της εταιρείας αποφάσεων.

    Μάλιστα, η ως ανωτέρω διαμορφωθείσα κατάσταση πρέπει να οδηγεί σε αδυναμία εκλογής Διοικητικού Συμβουλίου ή να εμποδίζει γενικότερα τη λειτουργία της εταιρείας. Ειδικότερα:

    ΄Οσον αφορά την αδυναμία εκλογής Διοικητικού Συμβουλίου:

    Η αδυναμία, εν προκειμένω, αφορά τη Γενική Συνέλευση. Συγκεκριμένα, την περίπτωση κατά την οποία η Γενική Συνέλευση, αδυνατεί, να λάβει απόφαση ως προς την εκλογή Διοικητικού Συμβουλίου. Προαπαιτούμενο, μάλιστα, η «…κατάσταση που εμφανίζει στοιχεία μονιμότητας.» (3494/2010 ΠολΠρωτΑθ). Καθώς, η επικαλούμενη αδυναμία λήψης απόφασης, λόγου χάρη, σε μία και μοναδική (έκτακτη) γενική συνέλευση «…στερείται πρωτίστως του στοιχείου της μονιμότητας που απαιτείται να συντρέχει, προκειμέ­νου να στοιχειοθετηθεί ο σπουδαίος λόγος, για την κατά­φαση της δικαστικής λύσης …της ανώνυμης εταιρείας.». Ενώ, παράλληλα, γενικές δηλώσεις του αιτούντος ότι «…προτί­θεται να καταψηφίσει στο μέλλον οποιαδήποτε πρόταση ή ζήτημα τεθεί στη ΓΣ…και θα αφορά σε μείζονος σημασία θέματα για τη λειτουργία της ανώνυμης εταιρείας, όπως την έγκριση ισολογισμών και ότι το γεγονός αυτός θα καταστήσει σε κάθε περίπτωση κατά τρόπο προφανή και μόνιμο αδύνατη τη συνέχιση της εταιρείας, δεν αρκεί για να καταστήσει νόμω βάσιμο το αγωγικό αίτημα του…, καθόσον δεν παρέχεται προ­ληπτική δικαστική προστασία…» (18191/2014 ΠολΠρωτΘεσσ).

     

    ΄Οσον αφορά την αδυναμία λειτουργίας της εταιρείας:

    Η αδυναμία, στην περίπτωση αυτή, αφορά στο Διοικητικό Συμβούλιο. Πρόκειται για την περίπτωση κατά την οποία εντοπίζεται πλασματική έλλειψη διοίκησης. Με άλλα λόγια: υφίσταται μεν Διοικητικό Συμβούλιο, αδυνατεί, όμως, να λάβει αποφάσεις. Το συγκεκριμένο γεγονός εμποδίζει τη λειτουργία της ανώνυμης εταιρείας. Μάλιστα, κατά τρόπο καθολικό και μόνιμο.

    Διαφορετική όμως είναι περίπτωση που η λειτουργία της ανώνυμης εταιρείας δεν εμποδίζεται κατά τρόπο καθολικό και μόνιμο. Στην περίπτωση δηλ. που «…η αδυναμία λήψης αποφάσεων τοποθετείται στο επίπεδο του Δ.Σ., είτε επειδή έχει επέλθει πραγματική έλλειψη διοίκησης λόγω π.χ. θανάτου ή παραίτησης κάποιων ή όλων των μελών του ΔΣ, είτε επειδή έχει επέλθει πλασματική έλλειψη διοίκησης εξαιτίας λ.χ. πείσματος ή ισχυρογνωμοσύνης των μελών του…, σιωπηρής παραίτησης-αποχής από τη λήψη αποφάσεων…, διαφωνιών των μελών με αδυναμία συγκρότησης της διοίκησης σε σώμα…, το πρόβλημα μπορεί να αρθεί ακόμη και με ανάκληση των μελών ΔΣ και το διορισμό νέων από τη ΓΣ, ύστερα από το διορισμό προσωρινής διοίκησης που θα συγκαλέσει τη ΓΣ». (18191/2014 ΠολΠρωτΘεσ).

    Συνεπώς, η αδυναμία λήψης αποφάσεων του Διοικητικού Συμβουλίου, που είναι δυνατό να αντιμετωπιστεί με:

    (α) ανάκληση των μελών του και εκλογή νέων από τη Γενική Συνέλευση ή/και

    (β) διορισμό προσωρινής διοίκησης κατά το άρθρο 69 ΑΚ,

    δεν μπορούν να αποτελέσουν σπουδαίο λόγο δικαστικής λύσης της ανώνυμης εταιρείας. Υπό την προϋπόθεση, βέβαια, ότι η εσωτερική εμπλοκή δεν είναι μόνιμη και, παράλληλα, υφιστάμενη και στους κόλπους της Γενικής Συνέλευσης. Είναι σαφές πως η ανώνυμη εταιρεία δεν μπορεί να λειτουργεί, αενάως, με δικαστικά διορισμένες διοικήσεις.

    Οι κατά τα ανωτέρω ασυμφωνίες των μετόχων ή των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου θα πρέπει να καταδεικνύονται μέσα από τα πρακτικά των συνεδριάσεων της Γενικής Συνέλευσης ή του Διοικητικού Συμβουλίου. Παράλληλα, οι συσχετισμοί δυνάμεων είναι δυνατό να προκύπτουν και από άλλα στοιχεία, όπως λόγου χάρη, από εξωεταιρικές συμφωνίες των μετόχων (18191/2014 ΠολΠρωτΘεσ, 3494/2010 ΠολΠρωτΑθ).

     

    Οι ίσες συμμετοχές σε μια ανώνυμη εταιρεία (ιδίως στην περίπτωση του 50/50) δημιουργούν, όχι σπάνια, προβλήματα ανυπέρβλητα.

    Στη Γενική Συνέλευση που καλείται, λ.χ., να εκλέξει Διοικητικό Συμβούλιο απαιτείται ομοφωνία. Αν η ομοφωνία ελλείπει, κατά τρόπο διαρκή και μόνιμο, η ανώνυμη εταιρεία παραμένει ακέφαλη. Ακέφαλη όμως παραμένει η εταιρεία και στην περίπτωση που υπάρχει μεν Διοικητικό Συμβούλιο, αδυνατεί όμως να λάβει αποφάσεις.

    Και στις δύο, προαναφερθείσες, περιπτώσεις η εταιρεία δεν μπορεί να λειτουργήσει.

    Για την αντιμετώπιση του εξαιρετικά σοβαρού προβλήματος ο νόμος παρέχει συγκεκριμένα, αρκετά αποτελεσματικά, εργαλεία. Η λύση (ή απειλή της λύσης) της εταιρείας είναι ένα τέτοιο. Τόσο ισχυρό μάλιστα που, κάποιες φορές, σοκάρει. Δικαιολογημένα. Γιατί κάποιες φορές απαιτούνται τέτοιες (σοκαριστικές και ακραίες) λύσεις, μήπως και την ύστατη στιγμή διασφαλισθεί η επιβίωση της εταιρείας.

    Είναι προφανές πως οι λύσεις που παρέχει ο νόμος θα πρέπει, ως ύστατο μέτρο, να υιοθετούνται.

    Πριν από τις συγκεκριμένες ακραίες λύσεις υπάρχουν, αναμφίβολα, άλλες ηπιότερες.

    Οι εξωεταιρικές συμφωνίες μετόχων, οι καταστατικές ρυθμίσεις και πρόνοιες, η ρύθμιση των δικαιωμάτων μειοψηφίας είναι κάποια από αυτά.

    Και πριν από όλα:

    Η αποφυγή, κατά το δυνατόν, ίδρυσης και λειτουργίας ανώνυμης εταιρείας με μοιρασμένες στα δύο τις μετοχές και δικαιώματα ψήφου.

    Η ευθύνη των ιδρυτών, των μεταβιβαζόντων μετόχων κι εκείνων που σχεδιάζουν διαδοχή αποδεικνύεται εξαιρετικά σοβαρή. Είναι, εντούτοις, και απολύτως διαχειρίσιμη.

    Αρκεί να λάβει χώρα έγκαιρη διαχείριση του όλου θέματος. Πριν, κατ’ ανάγκη, τη δημιουργία του προβλήματος.

    Εκ των υστέρων λύσεις, μολονότι οδυνηρές, και πάλι υφίστανται.

    Σε κάθε περίπτωση: λύσεις-«κονσέρβα» δεν υπάρχουν.

    Tailor made.

    Πάντοτε.-

    Σταύρος Κουμεντάκης
    Managing Partner

     

    Υ.Γ. Συνοπτική έκδοση του άρθρου δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ, στις 18 Οκτωβρίου 2020.

    εταιρεία ίσων συμμετοχών

    Η πληροφόρηση που εμπεριέχεται στο παρόν άρθρο δεν συνιστά (ούτε και έχει σκοπό να αποτελέσει) νομική συμβουλή. Μια τέτοια νομική συμβουλή είναι δυνατό να παρασχεθεί μόνον από αρμόδιο δικηγόρο ο οποίος θα λάβει υπόψη του το σύνολο των δεδομένων που θα του εκθέσετε για την υπόθεσή σας. Αναλυτικά.

  • Παρουσίαση του νέου νόμου για τις Α.Ε. στην Μαμάρας και Συνεργάτες

    Παρουσίαση του νέου νόμου για τις Α.Ε. στην Μαμάρας και Συνεργάτες

    [vc_row][vc_column][vc_column_text]

    Παρουσίαση του νέου νόμου για τις Α.Ε. στην Μαμάρας και Συνεργάτες

    Μια ακόμη παρουσίαση, στο πλαίσιο των ημερίδων που διοργανώνει η ΚΟΥΜΕΝΤΑΚΗΣ & ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ με θέμα τον νέο νόμο για τις Ανώνυμες Εταιρείες πραγματοποιήθηκε με επιτυχία. Συγκεκριμένα, η πρόσφατη παρουσίαση πραγματοποιήθηκε στην εταιρεία Μαμάρας και Συνεργάτες, γνωστή εταιρεία Οικονομικών Συμβούλων.

    Ο κύριος Σταύρος Κουμεντάκης, Senior Partner, ανέδειξε την επιχειρηματική ευκαιρία που συνιστούν οι αλλαγές τις οποίες φέρνει ο νέος νόμος για τις Ανώνυμες Εταιρείες, παρουσίασε το γενικότερο πλαίσιο και αναφέρθηκε εκτενώς σε επιμέρους ρυθμίσεις του, σε θέματα προστασίας των πελατών έναντι “εσωτερικών και εξωτερικών κινδύνων” και στην αξιοποίηση των ευχερειών που παρέχει ο νόμος 4548/2018 για λογαριασμό των επιχειρήσεων σε πτυχές, όπως:

    • η μείωση του κόστους τους
    • η προσέλκυση και διατήρηση ικανών στελεχών
    • η προσέλκυση επενδυτών
    • η αξιοποίηση της τεχνολογίας.

    Ο κ. Κουμεντάκης, ανάφερε χαρακτηριστικά ότι “ο νέος νόμος για τις Ανώνυμες Εταιρείες αποτελεί μια σημαντική ευκαιρία για τις επιχειρήσεις την οποία δεν πρέπει να αφήσουν να χαθεί. Ο Ν. 4548/2018 διευρύνει την ευθύνη και έκθεση των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου σε επίπεδο αστικών, ποινικών και διοικητικών κυρώσεων, γεγονός που μπορεί να αποτελέσει ένα, δυνητικά σοβαρό, πρόβλημα αν δεν υπάρξουν οι αντίστοιχες προβλέψεις και ασφαλιστικές καλύψεις”. Επισήμανε επίσης, πως “είναι άμεση η ανάγκη ρυθμίσεων του νέου καταστατικού των ανωνύμων εταιρειών”.

    Στην παρουσίαση του κ. Σταύρου Κουμεντάκη συμμετείχαν η Διοίκηση και στελέχη της εταιρείας Μαμάρας και Συνεργάτες και ήταν μια άριστη ευκαιρία για ευρεία ανταλλαγή απόψεων πάνω σε εξαιρετικά σημαντικές πτυχές του νόμου.

    Η Μαμάρας  & Συνεργάτες  ιδρύθηκε το 1990, έχει την έδρα της στην Θεσσαλονίκη και παρέχει εξειδικευμένες συμβουλευτικές υπηρεσίες υψηλής αξίας σε επιχειρήσεις όλων των κλάδων.[/vc_column_text][/vc_column][/vc_row][vc_row][vc_column][vc_text_separator title=”Gallery” border_width=”3″][/vc_column][/vc_row][vc_row][vc_column][vc_images_carousel images=”37490,37484,37488″ img_size=”” speed=”6000″ slides_per_view=”6″ hide_pagination_control=”yes”][/vc_column][/vc_row]

  • Διοικητικό Συμβούλιο ή Σύμβουλος-Διαχειριστής;

    Διοικητικό Συμβούλιο ή Σύμβουλος-Διαχειριστής;

    Σύμβουλος-Διαχειριστής ή Διοικητικό Συμβούλιο;

    1. Προοίμιο

    Η πολυδιάστατη προσωπικότητα και το συγγραφικό έργο του Αυστριακού-Αμερικανού πανεπιστημιακού δασκάλου, συγγραφέα και συμβούλου Peter Ferdinand Drucker  προσέδωσε στην εκατονταετή, σχεδόν, ζωή του (:1909-2005) ύψιστες τιμές και τίτλους. Κάποιοι του απέδωσαν τον τίτλο  του «Ιδρυτή του σύγχρονου management». Μολονότι νεότεροι ήδη τον αμφισβητούν, οι ρήσεις του παραμένουν με ιδιαίτερη αξία. Μεταξύ των λοιπών: «Ο αρχηγός μιας ομάδας πρέπει να μπορεί να πει: “Αυτό πρέπει να γίνει. Θα το κάνεις εσύ. Με αυτόν τον τρόπο”. Η επιβίωση της ομάδας εξαρτάται απ’ αυτήν την αδιαμφισβήτητη εξουσία. Χωρίς αυτήν, κανένας δεν αισθάνεται σιγουριά».

     

    2. Τα δεδομένα μεταβάλλονται

    Τα πολυπρόσωπα/πολυμετοχικά αλλά και οικονομικά ισχυρότερα επιχειρηματικά σχήματα φέρουν, κατά κανόνα, τη μορφή της ανώνυμης εταιρείας. Αναπόσπαστο τμήμα της λειτουργίας της: το Διοικητικό Συμβούλιο. Το συγκεκριμένο συλλογικό όργανο είναι εκείνο που κατά το νόμο είχε αποκλειστικά την εξουσία της διοίκησής της.

    Μέχρι την 31.12.2018.

    Την εξουσία της διοίκησης της ανώνυμης εταιρείας, κατά κανόνα-σε ουσιαστικό επίπεδο, ασκούσε/ασκεί ο (ικανός ή λιγότερο ικανός) «αρχηγός της ομάδας» του Peter Drucker που φαίνεται πως υπάρχει σε κάθε επιχείρηση.

    Τα δεδομένα έχουν  όμως-ήδη (από 1.1.2019) μεταβληθεί όσον αφορά τις (κατά το νόμο Μικρές και Πολύ Μικρές) Επιχειρήσεις αλλά και τις μη εισηγμένες σε οργανωμένη αγορά εταιρείες.

     

    3. Το «Μονομελές Διοικητικό Όργανο» ή «Σύμβουλος-Διαχειριστής»

    Σύμφωνα με το άρθρο 115 ν. 4548/2018, το Διοικητικό Συμβούλιο της ανώνυμης εταιρείας είναι δυνατό να υποκατασταθεί από έναν, μόνον, διαχειριστή-όπως μέχρι τώρα ίσχυε για τις προσωπικές και λοιπές κεφαλαιουχικές εταιρείες.

    Η συγκεκριμένη διάταξη, καθώς συνιστά μια ιδιαίτερα σημαντική διαφοροποίηση σε σχέση με το προϋφιστάμενο θεσμικό πλαίσιο, φαίνεται πως έχει καταστεί η περισσότερο «διάσημη» από το σύνολο των εκατόν ενενήντα (190) διατάξεων του νέου νόμου.

    Ο τίτλος που έμελλε να αποδοθεί στο συγκεκριμένο, ένα πρόσωπο (που και τυπικά πλέον είναι δυνατό να λειτουργεί αντί του Διοικητικού Συμβουλίου) είναι: «Μονομελές Διοικητικό Όργανο»  ή «Σύμβουλος-Διαχειριστής» (στο εξής, για συντομία, «Σύμβουλος-Διαχειριστής»).

    Από 1.1.2019 λοιπόν (και υπό την προϋπόθεση της σχετικής καταστατικής πρόβλεψης)  οι Μικρές και Πολύ Μικρές Επιχειρήσεις καθώς και οι μη εισηγμένες σε οργανωμένη αγορά εταιρείες, μπορούν (και) τυπικά να εμπιστεύονται τη διοίκησή τους σε ένα, μόνον, πρόσωπο και αυτός είναι ο Σύμβουλος-Διαχειριστής.

     

    4. Το νομικό πλαίσιο που διέπει τον «Σύμβουλο-Διαχειριστή»

    Η διάταξη του άρθρου 115 παρ. 2 του νέου νόμου για τις ανώνυμες εταιρείες ρυθμίζει τα θέματα που σχετίζονται με το Σύμβουλο-Διαχειριστή παραπέμποντας στους «κανόνες που ισχύουν για το Διοικητικό Συμβούλιο, στο βαθμό που είναι συμβατές με το χαρακτήρα του ως μονομελούς οργάνου». Ειδική (ενδεικτική πάντως-ιδ. και παρ. 5 του ίδιου άρθρου) αναφορά κάνει η συγκεκριμένη διάταξη σε θέματα διορισμού, προϋποθέσεων εκλογιμότητας, θητείας, αρμοδιοτήτων, καθηκόντων, εξουσιών του Συμβούλου-Διαχειριστή, το διορισμό αναπληρωματικού του, την αστική και ποινική του ευθύνη, την αμοιβή του και τα συναφή, με αυτά, θέματα, παραπέμποντας στις σχετικές διατάξεις του νόμου για το Διοικητικό Συμβούλιο).

     

    5. Η υποχρέωση ενημέρωσης του «Συμβούλου-Διαχειριστή», η τήρηση Πρακτικών και η σύναψη συμβάσεων που τον αφορούν

    Μεταξύ των υποχρεώσεων  καθενός μέλους του Διοικητικού Συμβουλίου εντάσσεται και η υποχρέωση ενημέρωσης των υπολοίπων μελών του (λ.χ. η υποχρέωση αποκάλυψης στα λοιπά μέλη ιδίων συμφερόντων ή καταστάσεων σύγκρουσης συμφερόντων με τα αντίστοιχα της εταιρείας-άρθρο 97 παρ. 1). Δεδομένης της έλλειψης άλλων μελών διοίκησης, η υποχρέωση ενημέρωσης του υπόχρεου μεταφέρεται (άρθρο 115 παρ. 3)  προς τους μετόχους της εταιρείας είτε στο πλαίσιο γενικής συνέλευσης είτε ατομικά προς ένα έκαστο εξ αυτών.

    Περαιτέρω: οι αποφάσεις του Συμβούλου-Διαχειριστή (όσες δεν αφορούν τη τρέχουσα διαχείρισή του) καταχωρούνται (άρθρο 115 παρ. 4) στο σχετικό βιβλίο πρακτικών (άρθρο 93), το οποίο βέβαια μπορεί να τηρείται και ηλεκτρονικά-όπως εξάλλου συμβαίνει και για το Διοικητικό Συμβούλιο.

    Τέλος: για τη σύναψη συμβάσεων του Συμβούλου-Διαχειριστή με την ανώνυμη εταιρεία, αποφάσεις (κατ’ άρθρο 99) λαμβάνει και εγκρίσεις παρέχει η Γενική Συνέλευση (άρθρο 115 παρ. 3)-αντί του, μη υφισταμένου στην προκειμένη περίπτωση, Διοικητικού Συμβουλίου.

     

    6. Η χρησιμότητα της εκλογής Συμβούλου-Διαχειριστή αντί Διοικητικού Συμβουλίου

    Η εισηγητική έκθεση του νέου νόμου για τις ανώνυμες εταιρείες αναφέρει, μεταξύ άλλων, όσον αφορά το συγκεκριμένο, νέο, θεσμό: «Η δυνατότητα αυτή ελπίζεται να μειώσει το κόστος λειτουργίας των μη εισηγμένων ανωνύμων εταιρειών, που επιθυμούν να ενταχθούν στο σύστημα αυτό, αν από τη φύση τους δεν έχουν το μέγεθος που να δικαιολογεί την απασχόληση σε διοικητική θέση περισσοτέρων ατόμων. ‘Αλλωστε η πείρα έχει δείξει ότι σε πολλές μικρές Α.Ε. η διοίκηση ασκείται ουσιαστικά από ένα άτομο, ενώ τα λοιπά μέλη διαδραματίζουν απλό διακοσμητικό ρόλο».

    Η συγκεκριμένη παραδοχή, παρ’ ότι μη αναμενόμενη στο πλαίσιο μιας εισηγητικής έκθεσης, ανταποκρίνεται, εντούτοις, στην πραγματικότητα. Και τούτο γιατί, με πανηγυρικό τρόπο, επιβεβαιώνει την (αληθή) διαπίστωση πως σε κάθε ομάδα υπάρχει ένας «αρχηγός» αλλά και πως, κατά βάση, στις μικρότερες (και όχι μόνον) εταιρείες στη χώρα μας ο ρόλος του Διοικητικού Συμβουλίου παραμένει διακοσμητικός.

    Με την επιλογή λοιπόν του Συμβούλου-Διαχειριστή αντί του Διοικητικού Συμβουλίου, η διοίκηση της ανώνυμης εταιρείας ανταποκρίνεται περισσότερο στις κρατούσες συνθήκες, καθώς ανατίθεται σ’ εκείνο μόνον το πρόσωπο που την ασκεί πραγματικά. Επιπρόσθετα, γίνεται λιγότερο κοστοβόρα αλλά και περισσότερο ευέλικτη. Η ίδια εξάλλου η εισηγητική έκθεση αναφέρει: «Επιπλέον η δυνατότητα εκλογής «συμβούλου-διαχειριστή» απλουστεύει τις ρυθμίσεις στις οποίες υπόκειται η εταιρεία».

    Δεν είναι όμως οι συγκεκριμένοι, μόνον, λόγοι για τους οποίους μια ανώνυμη εταιρεία θα ενδείκνυτο να επιλέξει Σύμβουλο-Διαχειριστή αντί του, μέχρι πρότινος αναγκαίου, Διοικητικού Συμβουλίου.

    Αναφερθήκαμε ήδη σε προγενέστερη αρθρογραφία μας (Ευθύνη Μελών ΔΣ της Ανώνυμης Εταιρείας-Μέρος Α’ και Ευθύνη Μελών ΔΣ της Ανώνυμης Εταιρείας-Μέρος Β’) στα είδη και το εύρος της ευθύνης των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου. Δεν είναι σπάνιες οι περιπτώσεις που ο βασικός (κατά κανόνα ένας) επιχειρηματίας αναζητούσε, με του «Διογένη τον φανό», τη συμπλήρωση των λοιπών θέσεων των μελών του (κατ΄ ελάχιστον τριμελούς) Διοικητικού Συμβουλίου. Κι ούτε είναι ασυνήθεις οι περιπτώσεις εκείνων που αποδέχθηκαν την, εξ ανάγκης (ή εκ πονηρίας-λίγη αξία έχει), πρόταση του επιχειρηματία να «κοσμήσουν με την παρουσία» τους το συγκεκριμένο όργανο και βρέθηκαν συρόμενοι στις δικαστικές αίθουσες προσπαθώντας να αποδείξουν πως είναι τίμιοι ή «αθώοι του αίματος»… Με άλλα λόγια: όταν περιορίσουμε τον αριθμό των εμπλεκομένων προσώπων μειώνουμε, αυτόματα, το εύρος των προσώπων που είναι δυνατό να εμπλακούν σε δικαστικές διενέξεις ή/και να εκτεθούν, καθ’ οιονδήποτε τρόπο, σε νομικούς κινδύνους.

     

    7. Οι κίνδυνοι από τη συγκεκριμένη επιλογή

    Δεν είναι όμως η συγκεκριμένη επιλογή (αυτή της εκλογής Συμβούλου-Διαχειριστή αντί του Διοικητικού Συμβουλίου) χωρίς κινδύνους: Οι μέτοχοι θα πρέπει συνειδητά, και σε τυπικό μάλιστα επίπεδο, να αποδεχθούν την «ενός ανδρός αρχή» με ό,τι καλό (βεβαίως και επικίνδυνο) συνεπάγεται.

    Η προς τα έξω εικόνα της επιχείρησης; Οι υποψήφιοι μέτοχοι, επενδυτές ή χρηματοδότες θα αποδεχθούν άραγε τον, ουσιαστικά-σε ένα πρώτο επίπεδο, ανέλεγκτο χαρακτήρα της διοίκησης του  Συμβούλου-Διαχειριστή;

    Δε φαντάζει εξαιρετικά πιθανό…

    Οι κίνδυνοι άραγε αυξάνονται για τον Σύμβουλο-Διαχειριστή ή/και για τον μόνο (ή βασικό) συμμετέχοντα στο μετοχικό σχήμα της εταιρείας;

    Υπάρχει μια μεγάλη, διαρκής, συζήτηση σχετικά με το θέμα των προϋποθέσεων της άρσης της νομικής προσωπικότητας της εταιρείας (της ταύτισης δηλ., και σε τυπικό επίπεδο, του νομικού προσώπου με το φυσικό πρόσωπο-ιδιοκτήτη του και «το άνοιγμα του δρόμου» για την προβολή αξιώσεων σε βάρος του). Το θέμα αυτό γίνεται περισσότερο έντονο σε ολιγομελή-ιδίως μονομετοχικά σχήματα. Σε κάθε περίπτωση ένα πρέπει να είναι ξεκάθαρο: Η επιλογή Συμβούλου-Διαχειριστή, αντί Διοικητικού Συμβουλίου, δεν μπορεί να οδηγήσει, αφεαυτής, στην ταύτιση (σε νομικό επίπεδο) της ανώνυμης εταιρείας με τον μόνο εκπρόσωπό της. Η άρση της νομικής της προσωπικότητας, με τους όρους και προϋποθέσεις που έχουν τεθεί από τη νομολογία (ιδίως), δεν μπορεί να αναφέρεται στην περίπτωση αυτή. Η άρση της νομικής προσωπικότητας προεχόντως αναφέρεται στις περιπτώσεις όπου ένας μόνον μέτοχος ή ένας εταίρος καταλαμβάνουν (ή τείνουν να καταλάβουν-άμεσα ή έμμεσα) το κεφάλαιο και τη λειτουργία του νομικού προσώπου-κρυπτόμενοι πίσω από το νομικό ένδυμά του. Στοιχείο, αναμφισβήτητα, υπέρ της κατάφασης της άρσης της νομικής προσωπικότητας θα είναι και η κατάληψη της διοίκησης της ανώνυμης εταιρείας από Σύμβουλο-Διαχειριστή/μόνο μέτοχο της ανώνυμης εταιρείας.

     

    8. Εν κατακλείδι

    Στο έργο «Ιστορίαι» ο Θουκυδίδης, σκιαγραφώντας την προσωπικότητα του Περικλή και αποτιμώντας την πολιτική του, αναφέρει [2.65.10]: «ἐγίγνετό τε λόγῳ μὲν  δημοκρατία, ἔργῳ δὲ ὑπὸ τοῦ πρώτου ἀνδρὸς ἀρχή». Οι αποστάσεις ανάμεσα στη δημοκρατία και τη μοναρχία είχαν, στην περίπτωση αυτή, σαφώς σμικρυνθεί.

    Τη λειτουργία της ανώνυμης εταιρείας την είχαμε, εδώ και μια εκατονταετία, ταυτίσει με την ύπαρξη του Διοικητικού Συμβουλίου. Το συγκεκριμένο συλλογικό όργανο  λειτουργούσε/λειτουργεί, στη συντριπτική πλειονότητα των περιπτώσεων, μόνον τυπικά-όπως εξάλλου γενναία παραδέχεται και η εισηγητική έκθεση του πρόσφατου νόμου για τις ανώνυμες εταιρείες. Οι (αληθινές) συνεδριάσεις του Διοικητικού Συμβουλίου έχουν παραχωρήσει τη θέση τους στα πρακτικά που, «αραιά και που» χρειάζεται να υπογραφούν από τα μέλη του. Τις περισσότερες, μάλιστα, φορές υπογράφονταν/υπογράφονται αφού είχαν δημοσιευθεί στο ΓΕΜΗ (παλιότερα στο ΦΕΚ) και είχαν κυκλοφορήσει ακριβή αντίγραφα και αποσπάσματά τους, από εκείνον που ο Drucker χαρακτηρίζει «αρχηγό»-ασκώντας την «πρώτου ανδρός αρχή» του Περικλή.

    Ο «νεαρός» θεσμός του Μονομελούς Οργάνου Διοίκησης/Συμβούλου-Διαχειριστή έρχεται δυναμικά στο προσκήνιο, με σκοπό να ευθυγραμμίσει τη λειτουργία του Διοικητικού Συμβουλίου με όσα η πράξη στη διαδρομή των ετών έχει επιβάλλει. Έρχεται για να διευκολύνει τη ζωή και τη λειτουργία της ανώνυμης εταιρείας. Έρχεται για να μειώσει τον αριθμό των προσώπων που εκτίθενται έναντι του Δημοσίου, των Φορέων Κοινωνικής Ασφάλισης αλλά και των τρίτων με τις προσωπικές («ὧν οὐκ ἔστιν ἀριθμός») διοικητικής, ποινικής και αστικής φύσεως ευθύνες τους.

    Η προσεκτική αξιοποίηση του συγκεκριμένου θεσμού και η λελογισμένη χρήση του προδικάζουν, το δίχως άλλο, την επιτυχία του.

    stavros-koumentakis

    Σταύρος Κουμεντάκης
    Senior Partner

    Υ.Γ. Συνοπτική έκδοση αυτού του άρθρου δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ, στις 16 Ιουνίου 2019.

    consultant-manager σύμβουλος-διαχειριστής

  • Η ασφάλιση της ευθύνης των Μελών του Δ.Σ. και των στελεχών Διοίκησης της Α.Ε.

    Η ασφάλιση της ευθύνης των Μελών του Δ.Σ. και των στελεχών Διοίκησης της Α.Ε.

    1.Εισαγωγικά

    Η ασφάλιση της ευθύνης των μελών του διοικητικού συμβουλίου της ανώνυμης εταιρείας και των στελεχών της διοίκησής της αποκαλείται στη διεθνή πρακτική ως «Directors’ and Officers’ liability insurance» ή «D & Os liability insurance». Η συγκεκριμένη ασφάλιση καλύπτει τη ζημία των προσώπων αυτών:

    (α) από την έγερση εναντίον τους αξιώσεων από τρίτους (δανειστές, εργαζόμενους, μετόχους) ή από την ίδια την εταιρεία για ζημιογόνες και αμελείς πράξεις ή παραλείψεις κατά την ενάσκηση των καθηκόντων τους και

    (β) για τους κινδύνους που έχουν αναληφθεί από τον ασφαλιστή.

    Στην ελληνική νομική ορολογία, αλλά και στο πλαίσιο του δικαίου της ιδιωτικής ασφάλισης, συνηθίζεται να αποκαλείται ως ασφάλιση της αστικής ευθύνης των μελών του διοικητικού συμβουλίου της ανώνυμης εταιρείας. Ωστόσο, το εύρος της σχετικής ασφαλιστικής σύμβασης υπερβαίνει την αστική ευθύνη, καθώς οι καλύψεις της εκτείνονται τόσο στα έξοδα της ποινικής δικής όσο και σε χρηματικές απαιτήσεις που εγείρονται σε διοικητικά δικαστήρια ή αρχές, όπως θα παρατεθεί παρακάτω. Επιπλέον, η σχετική ασφαλιστική κάλυψη δεν περιορίζεται μόνο στα πρόσωπα που απαρτίζουν το διοικητικό συμβούλιο της ανώνυμης εταιρείας αλλά εκτείνεται και στα μέλη της εκτελεστικής επιτροπής, στα υποκατάστατα μέλη καθώς και στα στελέχη, τα οποία ασκούν καθήκοντα διοίκησης. Μάλιστα, συχνά συμφωνείται η ασφαλιστική κάλυψη και των εξωτερικών διοικούντων, ακόμη και των συζύγων, των κληρονόμων ή των διαχειριστών κληρονομίας ως προς τις αξιώσεις που εγείρονται εναντίον τους σχετικά με παραβάσεις των καθηκόντων των ασφαλισμένων προσώπων.

    Συνακόλουθα, νομικά ορθότερο και πιο συμβατό στο περιεχόμενο της σχετικής ασφαλιστικής σύμβασης είναι να γίνεται λόγος για ασφάλιση της ευθύνης των μελών της διοίκησης ανωνύμων εταιρειών.

     

    2.Η ισχυρή ανάπτυξη του συγκεκριμένου ασφαλιστικού προϊόντος

    Η κάλυψη της ευθύνης των μελών της διοίκησης της ανώνυμης εταιρείας συνιστά ένα σχετικά νέο ασφαλιστικό προϊόν, το οποίο παρουσιάζει ισχυρή ανάπτυξη στη διεθνή επιχειρηματική κοινότητα. Η ανάπτυξη αυτή, ανάμεσα στα άλλα, οφείλεται:

    (α) στη νομολογιακή και νομοθετική επίταση της ευθύνης των μελών της διοίκησης έναντι της ίδιας της εταιρείας αλλά και έναντι των τρίτων,

    (β) στην υιοθέτηση διεθνών κανόνων εταιρικής διακυβέρνησης και στη σταδιακή επιβολή ενός ενιαίου εταιρικού κανονιστικού πλαισίου μέσω του ενωσιακού δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης,

    (γ) στην αύξηση της εταιρικής αφερεγγυότητας, όπως αυτή προκλήθηκε από την επέλευση της διεθνούς χρηματοπιστωτικής κρίσης των ετών 2007 – 2008, η οποία μετεξελίχθηκε σε διεθνή εταιρική οικονομική κρίση καθώς και

    (δ) στην τάση των εταιρικών δανειστών να στρέφονται πλέον και κατά των διοικούντων την εταιρική οντότητα ή αποκλειστικά κατ’ αυτών.

     

    3.Τα οικονομικά και επιχειρηματικά πλεονεκτήματα της σχετικής ασφάλισης

    Η ασφάλιση της ευθύνης των μελών της διοίκησης της ανώνυμης εταιρείας παρουσιάζει μια σειρά από πλεονεκτήματα που την καθιστούν ελκυστικό ασφαλιστικό προϊόν. Δε θα ήταν, μάλιστα, υπερβολή, αν τη χαρακτηρίζαμε επιβεβλημένη ενέργεια και δαπάνη για τα επιμέρους νομικά πρόσωπα. Ενδεικτικά, αναφέρονται κάποιοι από τους λόγους που επιβεβαιώνουν την αναγκαιότητα σύναψης της σχετικής ασφαλιστικής σύμβασης:

    (α) η εν λόγω ασφαλιστική κάλυψη συνιστά μια εναλλακτική μορφή χρηματοδότησης τόσο της εταιρείας όσο και των τρίτων προσώπων, ως προς τη ζημία, την οποία υπέστησαν με ευθύνη εκείνων που διοικούν την εταιρική οντότητα,

    (β) οι όροι και τα μεγέθη της σχετικής ασφαλιστικής σύμβασης καθιστούν ευχερή στους τρίτους και κυρίως στους μετόχους της λήπτριας της ασφάλισης εταιρείας την εκτίμηση του επιχειρηματικού κινδύνου της τελευταίας,

    (γ) η σύναψη της εν λόγω ασφαλιστικής σύμβασης εξασφαλίζει τον έλεγχο και την εποπτεία της εταιρείας (monitoring) και συμβάλλει στη συνετή διαχείριση του επιχειρηματικού ρίσκου (risk management),

    (δ) η προσφορά της συγκεκριμένης ασφαλιστικής κάλυψης αποτελεί αρκετά σημαντικό λόγο προσέλκυσης ικανών διοικητικών στελεχών, ενώ

    (ε) η σύναψη της συγκεκριμένης ασφαλιστικής σύμβασης προστατεύει το κύρος και τη φερεγγυότητα της εταιρείας.

     

    4.Η φύση της εν λόγω ασφαλιστικής σύμβασης

    4.1. Στο πλαίσιο του δικαίου της ιδιωτικής ασφάλισης, η ασφάλιση της ευθύνης των μελών της διοίκησης της ανώνυμης εταιρείας εντάσσεται στις ασφαλίσεις αστικής ευθύνης, αν και, σύμφωνα με τα παραπάνω αναφερόμενα, έχει ευρύτερο περιεχόμενο. Η εν λόγω ασφάλιση έχει καταρχήν γενικό χαρακτήρα και δεν είναι κατά νόμο υποχρεωτική. Συμπεριλαμβάνεται στις ασφαλίσεις ζημιών και όχι στις ασφαλίσεις προσώπων, καθώς αποκαθίσταται η συγκεκριμένη ζημία που προκαλείται στην περιουσία των ασφαλισμένων από την πραγματοποίηση του ασφαλισμένου κινδύνου. Επιπλέον δε, κατατάσσεται στις ασφαλίσεις παθητικού, καθώς ασφαλίζεται ο κίνδυνος δημιουργίας ή αύξησης του παθητικού στην περιουσία των ασφαλισμένων.

    4.2. Η ασφάλιση της ευθύνης των μελών της διοίκησης ανωνύμων εταιρειών, συνήθως, λαμβάνει τη μορφή της γνήσιας σύμβασης υπέρ τρίτου, καθώς εμπλέκονται τρία (3) διαφορετικά πρόσωπα:

    (α) η ανώνυμη εταιρεία με την ιδιότητα της λήπτριας της ασφάλισης, η οποία συνάπτει τη σχετική σύμβαση ως αντισυμβαλλόμενη του ασφαλιστή και, ταυτόχρονα, για λογαριασμό τρίτων προσώπων (δηλαδή, των μελών της διοίκησής της),

    (β) η ασφαλιστική επιχείρηση με την ιδιότητα του ασφαλιστή, η οποία και αναλαμβάνει την παραπάνω αναφερόμενη υποχρέωση αποκατάστασης της ζημίας στην περιουσία όχι της αντισυμβαλλόμενής της εταιρείας αλλά τρίτων προσώπων (δηλαδή των μελών της διοίκησής της) από την πραγματοποίηση του ασφαλισμένου κινδύνου  και

    (γ) τα μέλη της διοίκησης με την ιδιότητα των ασφαλισμένων αλλά και των δικαιούχων του ασφαλίσματος, καθώς στο πρόσωπό τους γεννάται άμεσα και απευθείας το δικαίωμα προσδοκίας στην ασφαλιστική αποζημίωση.

    4.3. Η παραπάνω αναφερόμενη νομική κατασκευή έχει ως έννομο αποτέλεσμα να καθίσταται υπεύθυνη για την τήρηση των υποχρεώσεων που απορρέουν από το σχετικό ασφαλιστήριο η ανώνυμη εταιρεία, λόγω της φέρουσας ιδιότητάς της ως λήπτριας της ασφάλισης. Επιπλέον, η ανώνυμη εταιρεία είναι και το πρόσωπο εκείνο, στο οποίο απονέμονται τα δικαιώματα καταγγελίας και τροποποίησης της ασφαλιστικής σύμβασης, καθώς και τα δικαιώματα υπαναχώρησης ή εναντίωσης από αυτήν. Αντίθετα, κύρια υποχρέωση των μελών της διοίκησης της ανώνυμης εταιρείας είναι η μη παράβαση των ασφαλιστικών βαρών, δηλαδή η τήρηση των κανόνων συμπεριφοράς εκείνων που θέτει ο νόμος ή η σχετική ασφαλιστική σύμβαση, προκειμένου να εκπληρωθεί η παροχή του ασφαλιστή και, ειδικότερα, προκειμένου να επέλθει η καταβολή του ασφαλίσματος από τον τελευταίο.

     

    5.Η ασφαλιστική κάλυψη

    5.1. Σύμφωνα με τα παραπάνω αναφερόμενα, το εύρος της σχετικής ασφαλιστικής σύμβασης υπερβαίνει την αστική ευθύνη των μελών της διοίκησης της ανώνυμης εταιρείας. Ωστόσο, καθώς το βασικό πεδίο της σχετικής ασφαλιστικής κάλυψης αναφέρεται στις αστικές αξιώσεις, κύρια βάση της συνιστά η ζημιογόνος πράξη που περιλαμβάνει κάθε πραγματική ή τεκμαιρόμενη παραβίαση των καθηκόντων των μελών της διοίκησης έναντι της εταιρείας. Επίσης, η συγκεκριμένη ασφαλιστική κάλυψη περιλαμβάνει κάθε άδικη και ζημιογόνο έναντι τρίτων πράξη ή παράλειψη, λάθος ή αμέλεια κατά την εκτέλεση των καθηκόντων των μελών της διοίκησης της εταιρικής οντότητας. Δηλαδή, καλύπτεται κάθε ατομική ευθύνη διοικητή του εταιρικού οργανισμού είτε αυτός ενάγεται εις ολόκληρον είτε από κοινού είτε αυτοτελώς. Στο πλαίσιο αυτό, καθίσταται σαφές ότι η σχετική ασφαλιστική κάλυψη εκτείνεται στην παράβαση ουσιαστικών κανόνων ιδιωτικού δικαίου που επισύρουν την ευθύνη των διοικούντων την εταιρεία. Ωστόσο, δεν καλύπτονται οι αξιώσεις αποζημίωσης, οι οποίες βασίζονται σε ειδικές συμφωνίες ή όρους που εισάγονται από διατάξεις ενδοτικού δικαίου και επιτείνουν την ευθύνη του νομικού προσώπου πέρα από τη νόμιμη πρόβλεψη.

    5.2. Σε κάθε περίπτωση, πάντως, οι καλύψεις της σχετικής ασφαλιστικής σύμβασης δεν εκτείνονται σε δραστηριότητες, οι οποίες είναι αντίθετες στη δημόσια τάξη, έχουν  αθέμιτο και ανήθικο χαρακτήρα και αντιτάσσονται ευθέως σε απαγορευτικές νομοθετικές διατάξεις. Για το λόγο αυτό, εξάλλου, εξαιρούνται από την κάλυψη ποινικές κυρώσεις, πρόστιμα και άλλες χρηματικές ποινές. Στα δε πρόστιμα συμπεριλαμβάνονται και αυτά, τα οποία επιβάλλονται από τις αρμόδιες εποπτικές αρχές. Παραταύτα, έγκυρα συνομολογείται η κάλυψη δικαστικών εξόδων της ποινικής δίωξης του ασφαλισμένου. Μάλιστα, σε ορισμένα ασφαλιστήρια συμφωνείται η κάλυψη των εξόδων της ποινικής διαδικασίας να λαμβάνει χώρα μόνο, εφόσον αποδειχθεί ή κηρυχθεί ο διοικητής αθώος.

    5.3. Περαιτέρω, πέρα από τις παραβάσεις των κανόνων του ιδιωτικού δικαίου, η σχετική ασφαλιστική κάλυψη είναι δυνατό να επεκταθεί και στις παραβάσεις κανόνων του δημοσίου δικαίου. Κριτήριο για τη σχετική ασφαλιστική κάλυψη συνιστά ο χαρακτήρας της αποζημίωσης που απορρέει από την αποζημίωση των δημοσίου δικαίου διατάξεων. Δηλαδή, εάν η εν λόγω αποζημίωση έχει χαρακτήρα αποκατάστασης της ζημίας εμπίπτει στην κάλυψη της ευθύνης των μελών της διοίκησης της ανώνυμης εταιρείας. Αντίθετα, εάν ο χαρακτήρας της αποζημίωσης είναι κυρωτικός, δεν καλύπτεται από τη σχετική ασφαλιστική σύμβαση. Συνακόλουθα, υπό την προϋπόθεση πάντοτε της τήρησης του σχετικού κριτηρίου, είναι δυνατή η κάλυψη χρηματικών απαιτήσεων  που εγείρονται ενώπιον διοικητικών δικαστηρίων ή διοικητικής εποπτικής αρχής, καθώς και των εξόδων της έρευνας από οποιαδήποτε αρμόδια αρχή.

    5.4. Τέλος, οι εξαιρέσεις που εισάγονται στις σχετικές ασφαλιστικές συμβάσεις εμπίπτουν σε πολλαπλές κατηγοριοποιήσεις, ανάλογα με την πρακτική των ασφαλιστικών επιχειρήσεων και τα υιοθετούμενα από αυτές κριτήρια. Προς αποφυγή μακροσκελών και περιττών ως προς την παρούσα ανάλυση αναπτύξεων, σκόπιμες κρίνονται οι ακόλουθες συνοπτικές επισημάνσεις:

    (α) από τη σχετική ασφαλιστική κάλυψη εξαιρούνται αξιώσεις που καλύπτονται από άλλα ασφαλιστήρια, στις οποίες συμπεριλαμβάνονται ενδεικτικά οι αξιώσεις που καλύπτονται από ασφαλιστήρια επαγγελματικής αστικής ευθύνης,

    (β) επιπλέον, εξαιρούνται από την κάλυψη αυτή πράξεις, οι οποίες εμπεριέχουν μεγάλο ρίσκο για τον ασφαλιστή, στις οποίες συνήθως συμπεριλαμβάνονται η ευθύνη των μελών της διοίκησης ανώνυμης εταιρείας για δυσφήμιση και για προσβολή προσωπικότητας, οι αξιώσεις που συνδέονται με την πτώχευση της εταιρείας καθώς και οι ζημίες που σχετίζονται με μετασχηματισμούς εταιρειών,

    (γ) περαιτέρω, από την ασφαλιστική κάλυψη της ευθύνης των μελών της διοίκησης ανώνυμης εταιρείας εξαιρούνται οι αξιώσεις που εγείρονται σε δικαστήρια εκτός της Ευρωπαϊκής Ένωσης ΕΕ ή προέρχονται από την παράβαση νομοθεσίας κρατών εκτός Ευρωπαϊκής Ένωσης,

    (δ) τέλος, εύλογα εξαιρούνται από την εν λόγω ασφαλιστική κάλυψη οι περιπτώσεις δόλιας πρόκλησης της ασφαλιστικής περίπτωσης. Συγκεκριμένα, εξαιρούνται οι ζημίες, για τις οποίες εγείρονται αξιώσεις τρίτων ή της λήπτριας της ασφάλισης ανώνυμης εταιρείας, όπως αυτές προκαλούνται από δόλια παράβαση του διαχειριστικού καθήκοντος ή των διατάξεων του νόμου από τη διοίκηση της εταιρικής οντότητας. Σ’ αυτές συμπεριλαμβάνονται, ενδεικτικά, οι δωροδοκίες και άλλες συναφείς πράξεις χρηματισμού.

     

    6.Οι ασφαλιστικές ρήτρες

    Πέρα από τις παραπάνω αναφερόμενες εξαιρέσεις, στη σχετική ασφαλιστική σύμβαση έχουν εφαρμογή ειδικές ρήτρες, οι οποίες αναφέρονται αποκλειστικά στη συγκεκριμένη ασφαλιστική σύμβαση ή διαμορφώθηκαν με αφορμή την ανάπτυξη της σχετικής ασφάλισης και οι οποίες ουσιαστικά περιορίζουν σημαντικά την ευθύνη του ασφαλιστή. Ειδικότερα, μπορούν να συμπεριληφθούν στο ασφαλιστήριο:

    (α) η ρήτρα ομίλου, η οποία επιτρέπει την ενιαία διαπίστωση και μεταχείριση του ασφαλιστικού κινδύνου και, επιπλέον, επιβαρύνει με λιγότερα έξοδα τον όμιλο, καλύπτοντας με ένα ομαδικό ασφαλιστήριο όλες τις εταιρικές οντότητες ενός ομίλου,

    (β) η ρήτρα ίδιας συμμετοχής των ασφαλισμένων, η οποία επιφέρει την ανάληψη από το ασφαλισμένο μέλος της διοίκησης της ανώνυμης εταιρείας ενός τμήματος και, συγκεκριμένα, ενός ορισμένου ποσού ή ποσοστού, της αποζημίωσης γενικά ή ανά ασφαλιστική περίπτωση,

    (γ) η ρήτρα της σειριακής ζημίας (άλλως αλυσιδωτής ζημίας), η οποία περιορίζει περισσότερες απαιτήσεις που εγείρονται με βάση την ίδια άδικη πράξη στο ίδιο ασφαλιστικό ποσό και στην ίδια ασφαλιστική περίοδο, καθώς λογίζονται ως μια και μόνη απαίτηση,

    (δ) η ρήτρα απόλυσης του συγκεκριμένου μέλους της διοίκησης της ανώνυμης εταιρείας, η οποία επιβάλλει στην εταιρική οντότητα την προηγούμενη καταγγελία της σχέσης με το εν λόγω πρόσωπο ως αναγκαία προϋπόθεση για την ενεργοποίηση της ασφαλιστικής κάλυψης,

    (ε) η ρήτρα ασφαλισμένου κατά ασφαλισμένου, η οποία δεν επιτρέπει την κάλυψη αξιώσεων που εγείρει ασφαλισμένο μέλος της διοίκησης της εταιρικής οντότητας σε βάρος άλλου ασφαλισμένου είτε ευθέως είτε αναγωγικά. Η συγκεκριμένη ρήτρα εμφανίζεται σε μια παραλλαγή της ως ρήτρα μη κάλυψης ίδιας ζημίας, η οποία περιορίζει ή αποτρέπει τη σχετική ασφαλιστική κάλυψη. Ο περιορισμός αυτός λαμβάνει χώρα ανάλογα με το βαθμό και στο μέτρο της συμμετοχής των εμπλεκόμενων ασφαλισμένων προσώπων στη διοίκηση της λήπτριας της ασφάλισης και περιλαμβάνει αξιώσεις προσώπων που συνδέονται άμεσα ή έμμεσα με ένα από τα ασφαλισμένα πρόσωπα. Λόγο δε της εισαγωγής της συνιστά η αποφυγή δημιουργίας καταστάσεων σύγκρουσης συμφερόντων, συμπαιγνιών και καταχρηστικών συμπεριφορών, αλλά και η αποφυγή άντλησης πλουτισμού.

     

    7.Επίλογος

    7.1. Η θέσπιση του Νόμου 4548/2018 για την αναμόρφωση του δικαίου των ανωνύμων εταιρειών επέφερε μια σειρά από αλλαγές, σαρωτικές ενίοτε, στη λειτουργία των εταιρικών οντοτήτων. Σε ό,τι αφορά στην ευθύνη των μελών της διοίκησής τους, σε προηγούμενο σημείωμα του ιστολογίου της παρούσας διαδικτυακής σελίδας παρατέθηκαν αναλυτικά οι ενδοεταιρικές και οι ποινικές ευθύνες τους, όπως διαμορφώνονται πλέον με το νέο νομοθετικό καθεστώς (διαβάστε σχετικά στο πρώτο μέρος του άρθρου για την ευθύνη των μελών του Δ.Σ.). Εύκολα διαπιστώνεται η επίταση της ποινικοποίησης της επιχειρηματικότητας και εξίσου εύκολα διακρίνεται η οριοθέτηση της διακριτικής ευχέρειας των εταιρικών διοικητών ως προς την επίτευξη του εταιρικού σκοπού.

    7.2. Περαιτέρω, σε άλλο σημείωμα του αυτού ιστολογίου παρατέθηκαν εξίσου αναλυτικά οι διοικητικές και ποινικές ευθύνες των εταιρικών διοικητών έναντι του Δημοσίου και των Ασφαλιστικών Οργανισμών, όπως απορρέουν από τη φορολογική, ασφαλιστική και τελωνειακή νομοθεσία, καθώς και οι ευθύνες που τους αποδίδουν συγκεκριμένες διατάξεις του Αστικού, του Πτωχευτικού και του Ποινικού Κώδικα (διαβάστε σχετικά στο δεύτερο μέρος του άρθρου για την ευθύνη των μελών του Δ.Σ.). Με σαφήνεια διαπιστώνεται η έκθεση των μελών της διοίκησης της ανώνυμης εταιρείας σε εξαιρετικά σοβαρούς κινδύνους.

    7.3. Είναι προφανές, επομένως, ότι η ασφάλιση της ευθύνης των εταιρικών διοικητών αποτελεί ένα ικανό μέσο άμυνας και διασφάλισης αυτών έναντι των κινδύνων που απορρέουν από την εταιρική διακυβέρνηση και την αυστηροποίηση του νομοθετικού περιβάλλοντος. Η σύναψη δε της σχετικής ασφαλιστικής σύμβασης, σύμφωνα με τα παραπάνω αναλυτικά αναφερόμενα, διακρίνεται από ισχυρά οικονομικά και επιχειρηματικά πλεονεκτήματα: αρτιότερη εταιρική οργάνωση, υψηλότερο κύρος και εταιρική φερεγγυότητα, ευκρινέστερη επιχειρηματική εικόνα και δυνατότητα προσέλκυσης ικανών διοικητικών στελεχών. Ας μην κλείνουμε πλέον τα μάτια στις διεθνείς επιχειρηματικές συναλλακτικές πρακτικές και στους διεθνείς κανόνες εταιρικής διακυβέρνησης: η διάδοση και καθιέρωση αυτών των ασφαλιστηρίων συμβολαίων και στην ελληνική επιχειρηματική κοινότητα αποτελεί τη μόνη ενδεδειγμένη επιλογή.

    7.4.  Τέλος, ο ρόλος του νομικού συμβούλου της επιχείρησης αποδεικνύεται καθοριστικός στη διαχείριση των θεμάτων των σχετικών με την ασφάλιση της ευθύνης των μελών της διοίκησης της ανώνυμης εταιρείας. Στο πλαίσιο αυτό, ευθύνη του συγκεκριμένου νομικού συμβούλου αποτελεί η στενή συνεργασία του με το μεσίτη ασφαλίσεων, με τον οποίο συνεργάζεται ο εταιρικός οργανισμός, για την αξιολόγηση των προσφερόμενων (περισσότερων) ασφαλιστικών επιλογών και προϊόντων και η υποβοήθησή του στην επιλογή της βέλτιστης λύσης. Επιπλέον, καθήκον του νομικού συμβούλου συνιστά η μέγιστη διασφάλιση της λήπτριας της ασφάλισης ανώνυμης εταιρείας και των ασφαλισμένων εταιρικών διοικητών με τον έλεγχο της νομιμότητας σύναψης και του έγκυρου περιεχομένου της σχετικής ασφαλιστικής σύμβασης. Τέλος, σε περίπτωση επέλευσης του ασφαλισμένου κινδύνου, ο νομικός σύμβουλος οφείλει να προβεί στη συγκρότηση τεκμηριωμένης αξίωσης για την εκπλήρωση των υποχρεώσεων του ασφαλιστή και, ειδικότερα, για την καταβολή του ασφαλίσματος.

    Θα πρέπει να είναι απόλυτα διαυγές:

    Σε οποιοδήποτε στάδιο (από αυτά που παραπάνω παρατέθηκαν) παραληφθεί η λήψη της κατάλληλης νομικής συμβουλής είναι εξαιρετικά πιθανό το δυνητικό κόστος της επιχείρησης να αποδειχθεί δυσθεώρητα υψηλό.

    Πέτρος Ταρνατώρος
    Senior Associate

    Υ.Γ. Το άρθρο δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ, στις 17 Μαρτίου 2019

  • Ευθύνη Μελών Δ.Σ. της Α.Ε.: Οι λοιπές ευθύνες

    Ευθύνη Μελών Δ.Σ. της Α.Ε.: Οι λοιπές ευθύνες

    Ευθύνες των Μελών του Διοικητικού Συμβουλίου Ανωνύμων Εταιρειών
    Μέρος 2ο: Οι λοιπές ευθύνες (εκτός εκείνων που απορρέουν από το νόμο για τις Α.Ε.)

    Α. Προοίμιο

    Είναι σημαντική, εκτιμώ, τόσο για τα μέλη όσο και για τα υποψήφια μέλη διοικητικών συμβουλίων η καλύτερη κατανόηση των ευθυνών που αναλαμβάνουν. Εξίσου σημαντικό βέβαια είναι και να μην «χάσουν τον ύπνο τους» εκείνοι που αρέσκονται να διαβάζουν άρθρα σαν και το παρόν. Στην περίπτωση όμως κατά την οποία εγώ αποτελέσω την αιτία για ένα τέτοιο γεγονός δηλώνω δημόσια ότι είμαι έτοιμος να αναλάβω τις σχετικές ευθύνες αλλά και να υποστώ τις σχετικές συνέπειες (και τούτο παρά τα όσα είχε, ήδη, προείπει, ο Όμηρος στην Ιλιάδα (Ραψωδία Β΄):  «Αυτός που βρίσκεται στην εξουσία, δεν μπορεί να κοιμηθεί ήσυχα μια ολόκληρη νύχτα»)…

     

    Β. Γενικά

    Όπως είχε ήδη αναφερθεί στο πρώτο μέρος του παρόντος άρθρου «το εύρος της ευθύνης εκείνων που ασκούν εξουσία σε μια Ανώνυμη Εταιρεία καθώς και οι κίνδυνοι που αντιμετωπίζουν δεν είναι, συνολικά, καταγεγραμμένοι». Η όποια προσπάθεια καταγραφής δεν μπορεί παρά να είναι σχετική όσον αφορά την πληρότητά της. Το σημαντικότερο όμως: γεμίζει δέος όσον αφορά το εύρος, βάθος (και βάρος) των δυνητικών ευθυνών των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου.

    Στο παρόν επιχειρείται μια προσέγγιση, κατ’ ανάγκην περιορισμένη, των κινδύνων στους οποίους εκτίθενται τα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου Ανώνυμης Εταιρείας-πέραν εκείνων που απορρέουν από τον πρόσφατο νόμο για τις Ανώνυμες Εταιρείες (Ευθύνες μελών Δ.Σ. των Α.Ε. Μέρος 1ο: Οι Ευθύνες Που Απορρέουν Από Το Νέο Νόμο Για Τις Ανώνυμες Εταιρείες). Η πολυνομία αλλά και η εφευρετικότητα των εκάστοτε (φερομένων ως) ζημιωμένων διευρύνει, δυσθεώρητα πολύ, το εύρος και μέγεθος των δυνητικών κινδύνων τους οποίους αντιμετωπίζουν τα συγκεκριμένα πρόσωπα.

    Σημαντικό πάντως να υπομνησθεί, και εν προκειμένω, πως «η ιδιότητα του μη εκτελεστικού μέλους του Διοικητικού Συμβουλίου δεν σημαίνει, αυτόματα, ανυπαρξία ευθυνών».

    Γ. Ευθύνη απέναντι στο Δημόσιο και τους Δημόσιους Ασφαλιστικούς Οργανισμούς

    1.Γενικά

    Στη βάση της αρχής της αυτοτέλειας των νομικών προσώπων, τα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου δεν ευθύνονται για τα χρέη της ανώνυμης εταιρείας.

    Μια από τις ιδιαίτερα σημαντικές εξαιρέσεις του συγκεκριμένου κανόνα αναφέρεται στην περίπτωση που η ανώνυμη εταιρεία έχει χρέη προς το δημόσιο-βεβαίως και τους Δημόσιους Ασφαλιστικούς Οργανισμούς. Στην περίπτωση αυτή συναντούμε τη διάρρηξη της αρχής της αυτοτέλειας (“piercing the corporate vale”- “διάτρηση του παραπειστικού προπετάσματος ορισμένων επιχειρήσεων”).

    Τέτοιες είναι και οι περιπτώσεις που αντιμετωπίζονται στη συνέχεια.

     

    2.Ευθύνη από φορολογικής φύσεως παραβάσεις

    2.1. Προσωπική και αλληλέγγυα ευθύνη των εμπλεκομένων στη Διοίκηση

    Οι διευθυντές, πρόεδροι, διαχειριστές, διευθύνοντες σύμβουλοι και εντεταλμένοι στη διοίκηση νομικών προσώπων ευθύνονται προσωπικά και αλληλέγγυα με την εταιρεία τόσο το χρόνο της λειτουργίας και συγχώνευσης τους όσο και (μαζί με τους εκκαθαριστές) κατά το χρόνο  της διάλυσής τους (άρθρο 50 ν. 4174/2013-«Κώδικας Φορολογικής Διαδικασίας»):

    (α) για την πληρωμή των οφειλομένων φόρων τόκων, προστίμων αλλά και των παρακρατούμενων φόρων,

    (β) για μη απόδοση παρακρατουμένων και επιρριπτομένων φόρων καθώς και μη απόδοση ΦΠΑ.

    (γ) για την πληρωμή του ΕΝΦΙΑ, σε περίπτωση που επιβλήθηκαν τόκοι και πρόστιμα λόγω δικών τους πράξεων ή παραλείψεων

     

    2.2. Ποινική ευθύνη των εμπλεκομένων (και μη) στη Διοίκηση

    Γενικά-περί της ποινικής ευθύνης 

    Προκειμένου αφενός μεν να επιβληθεί η εκπλήρωση των φορολογικών υποχρεώσεων των επιμέρους νομικών προσώπων (βεβαίως και των ανωνύμων εταιρειών) αφετέρου δε η αποτροπή φορολογικής και τελωνειακής φύσεως αδικημάτων έχει επιλεγεί σε σειρά νομοθετημάτων η ποινική ευθύνη όσων εμπλέκονται στη διοίκηση των υπόχρεων νομικών προσώπων.

    Στο πλαίσιο αυτό (και όσον αφορά τις ημεδαπές ανώνυμες εταιρείες) ως ποινικώς ευθυνόμενα πρόσωπα προσδιορίζονται (με σχεδόν ταυτόσημες διατυπώσεις στα επιμέρους-κατωτέρω αναφερόμενα, νομοθετήματα) οι πρόεδροι των Διοικητικών Συμβουλίων, οι διευθύνοντες, εντεταλμένοι ή συμπράττοντες σύμβουλοι, οι διοικητές ή γενικοί διευθυντές ή διευθυντές και κάθε πρόσωπο εντεταλμένο είτε άμεσα από το νόμο είτε από ιδιωτική βούληση είτε από δικαστική απόφαση στη διοίκηση ή διαχείριση αυτών. Όταν ελλείπουν όλα τα παραπάνω πρόσωπα, οι ποινές επιβάλλονται κατά των μελών των διοικητικών συμβουλίων των εταιρειών αυτών, εφόσον ασκούν πράγματι προσωρινά ή διαρκώς ένα από τα προαναφερόμενα καθήκοντα.

    Το γεγονός όμως της άσκησης ή μη τέτοιας φύσης καθηκόντων είναι, εν τέλει, θέμα ουσίας, πράγμα το οποίο εξηγεί την (συχνά αδικαιολόγητη) επιλογή των αρμοδίων εισαγγελικών λειτουργών να οδηγούν στην «βάσανο του ακροατηρίου» το σύνολο των μελών των διοικητικών συμβουλίων των εμπλεκομένων νομικών προσώπων. (Και τούτο ανεξάρτητα την ύπαρξη ή μη εκτελεστικών και μη εκτελεστικών μελών στα διοικητικά συμβούλια). Η λογική «ας βρουν το δίκιο τους στο ακροατήριο» είναι, στην περίπτωση αυτή, αδικαιολόγητα επιβαρυντική για την απονομή της δικαιοσύνης. Το σημαντικότερο όμως: δημιουργεί δυσθεώρητα υψηλό κόστος σε οικονομικό, προσωπικό, κοινωνικό, οικογενειακό και επαγγελματικό επίπεδο προσώπων τα οποία καθόλου και καθ’ οιονδήποτε τρόπο δεν θα ήταν δυνατό να υποστηριχθεί πως έχουν οποιαδήποτε ευθύνη.

     

    Ειδικότερα:

    Το αδίκημα της φοροδιαφυγής

    Η παραβίαση διατάξεων του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας αντιμετωπίζεται με αυστηρότητα από τις διατάξεις των άρθρων 66επ. του εν λόγω νόμου (ν. 4174/2013, όπως αυτά ισχύουν μετά την επαναπροσέγγισή τους από το άρθρο 8 ν. 4337/2015-«Μέτρα Εφαρμογής Μνημονίου»). Στη διάταξη του άρθρου 66 του ν. 4174/2013 οριοθετείται και αντιμετωπίζεται το αδίκημα της φοροδιαφυγής με επαπειλούμενη ποινή φυλάκισης ή, στις περισσότερο σημαντικές περιπτώσεις, την κάθειρξη.

    Αυτουργοί του αδικήματος της φοροδιαφυγής που διαπράττεται από ημεδαπή ανώνυμη εταιρεία θεωρούνται και εν προκειμένω όσοι, καθ’ οιονδήποτε τρόπο, εμπλέκονται στη διοίκηση των ανωνύμων εταιρειών και, υπό τις προαναφερθείσες προϋποθέσεις, το σύνολο των μελών των διοικητικών τους συμβουλίων  (άρθρο 67 ν. 4174/2013)

    Το αδίκημα της μη καταβολής βεβαιωμένων οφειλών στο Δημόσιο κλπ.

    Η μη καταβολή βεβαιωμένων οφειλών στο Δημόσιο, τα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, τις επιχειρήσεις και τους οργανισμούς του ευρύτερου δημόσιου τομέα αποτελεί και εδώ ποινικό αδίκημα για όσους, καθ’ οιονδήποτε τρόπο, εμπλέκονται στη διοίκηση των ανωνύμων εταιρειών και, υπό τις προαναφερθείσες προϋποθέσεις, το σύνολο των μελών των διοικητικών τους συμβουλίων  (άρθρο 25 ν. 1882/1990-«Φοροδιαφυγή, Φορολογία και λοιπές διατάξεις)

     

    3.Ευθύνη από τελωνειακής φύσεως παραβάσεις

    Με βάση όσα ο Τελωνειακός Κώδικας (ν. 2960/2001) ορίζει, τελωνειακή οφειλή είναι η υποχρέωση κάθε φυσικού ή νομικού προσώπου έναντι Τελωνειακής Αρχής για καταβολή του συνόλου των δασμών, των φόρων, συμπεριλαμβανομένου του φόρου προστιθέμενης αξίας (Φ.Π.Α.), και των λοιπών δικαιωμάτων του Δημοσίου, που αναλογούν σε εμπορεύματα και τα επιβαρύνουν κατά τις οικείες διατάξεις. Για την καταβολή της τελωνειακής οφειλής ευθύνονται επίσης, προσωπικά και αλληλέγγυα, μεταξύ άλλων, οι εκπρόσωποι των νομικών προσώπων καθώς και οι εκκαθαριστές ανωνύμων εταιρειών (άρθρο 29 ν. 2960/2001)

    Όσον αφορά ειδικά τις ημεδαπές ανώνυμες εταιρίες ευθύνονται αλληλεγγύως και στη συγκεκριμένη περίπτωση (και με την προσωπική τους περιουσία) όσοι, καθ’ οιονδήποτε τρόπο, εμπλέκονται στη διοίκηση των ανωνύμων εταιρειών και, υπό τις προαναφερθείσες προϋποθέσεις, το σύνολο των μελών των διοικητικών τους συμβουλίων   (άρθρο 153 ν. 2960/2001):

    Τα ίδια, προαναφερθέντα, πρόσωπα θεωρούνται αυτουργοί ή, κατά περίπτωση συνεργοί των αδικημάτων της λαθρεμπορίας και, κατ’ ακολουθίαν, εκτίθενται στις σχετικές (όχι ήσσονος σημασίας) ποινικές κυρώσεις (άρθρο 153 ν. 2960/2001)

     

    4.Ευθύνη από μη καταβολή Ασφαλιστικών Εισφορών

    Στη διάταξη του άρθρου 26 του ν. 1846/1951 (:«Θεσμικός περί ΙΚΑ νόμος») γίνεται αναφορά στους υπόχρεους για τις ασφαλιστικές εισφορές και στον τρόπο καταβολής τους. Η υποχρέωση αυτή καταλαμβάνει επίσης τα πρόσθετα τέλη, προσαυξήσεις και λοιπές επιβαρύνσεις που οφείλονται προς τους Φορείς Κοινωνικής Ασφάλισης-ανεξάρτητα από τον χρόνο της βεβαίωσής τους.

    Ευθύνονται αλληλέγγυα και εις ολόκληρον με την εργοδότρια εταιρεία (τόσο κατά τη διάρκεια της λειτουργίας της όσο και κατά το χρόνο λύσης ή συγχώνευσης της) εκείνοι που είναι νόμιμοι εκπρόσωποι, πρόεδροι, διαχειριστές, διευθύνοντες σύμβουλοι, εντεταλμένοι στη διοίκηση και εκκαθαριστές νομικών προσώπων, (άρθρο 31 ν. 4321/2015).

    Η υποχρέωση των συγκεκριμένων προσώπων δεν καταλαμβάνει (αυτονοήτως) τον χρόνο μετά την απομάκρυνση ή παραίτησή τους.

    Με τη διάταξη του άρθρου 1 ν. 86/1967 ποινικοποιείται για τους υπόχρεους τόσο η μη καταβολή εργοδοτικών εισφορών όσο και η παρακράτηση και μη απόδοση των εισφορών των εργαζομένων

     

    Δ. Ευθύνη από ρυθμίσεις του Αστικού Κώδικα

    Από τη διάταξη του άρθρου 71ΑΚ): Το νομικό πρόσωπο (εν προκειμένω η Ανώνυμη Εταιρεία) ευθύνεται (άρθρο 71) τόσο για τις πράξεις όσο και για τις παραλείψεις εκείνων (:φυσικών προσώπων) που το αντιπροσωπεύουν, εφόσον γεννάται υποχρέωση αποζημίωσης και έλαβαν χώρα κατά την άσκηση των καθηκόντων τους. Η ευθύνη (όταν υφίσταται) του υπαίτιου αντιπροσώπου, εκπροσώπου/μέλους του Διοικητικού Συμβουλίου είναι σωρευτική και εις ολόκληρον.

    Από τις διατάξεις των άρθρων 71, 197 & 198 ΑΚ): Η ευθύνη αυτή αναφέρεται στη ζημία που προξενείται στον αντισυμβαλλόμενο κατά τη διεξαγωγή διαπραγματεύσεων, ανεξάρτητα αν ακολούθησε (ή όχι) η σύναψη σύμβασης. Η συγκεκριμένη ευθύνη είναι δυνατό να καταλογισθεί και στο μέλος του ΔΣ που έδρασε υπαίτια στο πλαίσιο των συγκεκριμένων διαπραγματεύσεων.

    Από τη διάταξη, μεταξύ άλλων, του άρθρου 914 ΑΚ): Ευθύνη των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου είναι δυνατό να τεκμηριωθεί και στις γενικές διατάξεις για την αποζημίωση του Αστικού Κώδικα. Δύο είναι οι περισσότερο ενδιαφέρουσες περιπτώσεις στη συγκεκριμένη ενότητα:

    (α) Η ευθύνη των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου έναντι των μετόχων όταν συνδέεται με πράξεις και παραλείψεις τους και, δι’ αυτών, θίγεται «ο πυρήνας των μετοχικών τους δικαιωμάτων καθόσον εξέρχονται των ορίων της συνήθους διαχείρισης και ως τέτοιες θα έπρεπε να λαμβάνονται (ύστερα από έγκριση) ή τουλάχιστον να τελούν σε γνώση των μετόχων» (ΜΠρωτΑθ 12468/2012)

    (β) Η ευθύνη των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου έναντι των τρίτων-εν γένει (με περισσότερο ενδιαφέρουσα την περίπτωση του εργατικού ατυχήματος). Ενδιαφέρον είναι πως με βάση την υφιστάμενη νομολογία (ενδ.: ΑΠ 472/2018), η ιδιότητα ενός μέλους ως μη εκτελεστικού ΔΕΝ αρκεί για την απαλλαγή του από οποιαδήποτε, τέτοια, ευθύνη. Αυτό που ερευνάται, σε κάθε περίπτωση, είναι η ύπαρξη πταίσματος στο πρόσωπο του μέλους και όχι η ιδιότητα του ως εκτελεστικού ή μη.

     

    Ε. Ευθύνη από ρυθμίσεις του Πτωχευτικού Κώδικα

    Η ευθύνη των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου που γεννάται από τις διατάξεις του Πτωχευτικού Κώδικα είναι τόσο αστικής όσο και ποινικής φύσεως.

    (α) Η αστική τους ευθύνη αναφέρεται στην υποχρέωση αποκατάστασης της ζημίας των πιστωτών (άρθρο 98 ΠτΚ) σε περίπτωση που είτε δεν κατατεθεί εγκαίρως αίτηση για πτώχευση, είτε η πτώχευση της εταιρείας προκλήθηκε από δόλο ή βαρεία αμέλειά τους.

    (β) Η ποινική τους ευθύνη (όπως εξάλλου και η ευθύνη των διαχειριστών, των μελών της διοίκησης και των διευθυντών των εταιρειών εν γένει) συναρτάται με ενέργειές τους που είτε προκαλούν της πτώχευση της εταιρείας είτε δυσχεραίνουν  την ικανοποίηση των πτωχευτικών πιστωτών είτε συναρτώνται με παράλειψη νομίμων σχετικών υποχρεώσεών τους (άρθρο 171 επ. ΠτΚ)

     

    ΣΤ. Ευθύνη από ρυθμίσεις του Ποινικού Κώδικα-ειδικά το αδίκημα της απιστίας

    Διάσπαρτες είναι οι διατάξεις του Ποινικού Κώδικα στη νομοτυπική μορφή των οποίων θα ήταν δυνατό να ενταχθούν πράξεις και παραλείψεις των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου Ανώνυμης Εταιρείας.

    Από τις πλέον συνήθως επαπειλούμενες είναι εκείνη της απιστίας του άρθρου 390 ΠΚ. Με βάση τη συγκεκριμένη διάταξη απιστία τελεί όποιος με γνώση ζημιώνει την περιουσία άλλου, της οποίας έχει, βάσει του νόμου ή δικαιοπραξίας, την επιμέλεια ή διαχείριση. Προκειμένου περί διαχειριστικών αδικημάτων σε βάρος της περιουσίας νομικού προσώπου, το έγκλημα αυτό το τελούν (και εκτίθενται στις αντίστοιχες ποινικές κυρώσεις) όσοι παραβιάζουν τους κανόνες της επιμελούς διαχείρισης-βεβαίως και τα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου της Ανώνυμης Εταιρείας.

     

    Ζ. Εν κατακλείδι

    Η ευθύνη των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου (ιδίως των εκτελεστικών) είναι σε κάποιες περιπτώσεις αντικειμενική και δεδομένη. Αυτό βέβαια αυτονοήτως προϋποθέτει καταστάσεις που δημιουργούν τέτοιου είδους ευθύνες. Είναι επίσης δεδομένο πως στο πλαίσιο άσκησης της επιχειρηματικότητας, ιδίως στη χώρα μας, η δυνητική έκθεση του νομικού προσώπου (και των μελών του ΔΣ) σε κινδύνους μοιάζει μάλλον φυσιολογική και λογικά αναμενόμενη.

    Στο πρώτο μέρος του παρόντος άρθρου κατέληγα: “Όχι πως κάθε μέλος Διοικητικού Συμβουλίου είναι δεδομένο πως «θα μπλέξει» αλλά καλό είναι να θυμόμαστε πως η (συν)άσκηση εξουσίας δεν είναι ένα, απλό, αφροδισιακό”.

    Αναρωτιέμαι, όμως, εν τέλει: Η γνώση (η υπόμνηση) των ευθυνών από την άσκηση εξουσίας και των σχετικών κινδύνων που αντιμετωπίζουν εκείνοι που την ασκούν θα ήταν δυνατό, άραγε, να λειτουργήσει κατασταλτικά στις σχετικές ορμόνες;

    Ή μήπως όχι;

    stavros-koumentakis

    Σταύρος Κουμεντάκης
    Senior Partner

    Υ.Γ. Συνοπτική έκδοση αυτού του άρθρου δημοσιεύεται σήμερα 10 Μαρτίου 2019, στην Εφημερίδα ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ.

    Σταύρος Κουμεντάκης

  • Ευθύνη Μελών Δ.Σ. της Α.Ε.: Οι Ευθύνες Που Απορρέουν Από Το Νέο Νόμο

    Ευθύνη Μελών Δ.Σ. της Α.Ε.: Οι Ευθύνες Που Απορρέουν Από Το Νέο Νόμο

    Ευθύνες των Μελών του Διοικητικού Συμβουλίου Ανωνύμων Εταιρειών
    Μέρος 1ο: Οι ευθύνες που απορρέουν από το νέο νόμο για τις Ανώνυμες Εταιρείες.

    Α. ΓΕΝΙΚΑ

    Προοίμιο

    Η εξουσία στην Ελλάδα πάντοτε (ιδιαίτερα και τους περισσότερους-αν όχι όλους) μας προσέλκυε. Είτε για την άσκησή της είτε για τη συναναστροφή με κείνους που τη νέμονται. Λησμονούμε όμως πως η εξουσία, κάποια στιγμή, τελειώνει. Λησμονούμε (;) επίσης πως η άσκησή της εγκυμονεί κινδύνους. Κάποιες φορές σοβαρούς.

    Όταν ο Χ. Κίσινγκερ κατέληγε πως «η εξουσία είναι το υπέρτατο αφροδισιακό» μπορούμε να είμαστε βέβαιοι πως κάτι περισσότερο από εμάς γνώριζε. Για τις συνέπειες από την άσκησή της; Είχε μιλήσει ήδη ο Όμηρος:  «Αυτός που βρίσκεται στην εξουσία, δε μπορεί να κοιμηθεί ήσυχα μια ολόκληρη νύχτα». Κι ακολούθησε, αρκετά μεταγενέστερα, ο Τσαρλς Κάλεμπ Κόλτον για να διευκρινίσει: «Τα βάσανα της εξουσίας είναι πραγματικά, οι χαρές της φανταστικές». 

    Το εύρος της ευθύνης των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου

    Η διοίκηση των νομικών προσώπων συναρτάται με την άσκηση εξουσίας. Είναι αλήθεια όμως πως, αν ανατρέξει κάποιος στην εγχώρια (βεβαίως και διεθνή) βιβλιογραφία δεν είναι δυνατό, δυστυχώς, να εντοπίσει μια μελέτη, ένα σύγγραμμα στα οποία θα καταγράφεται το σύνολο των κινδύνων που συνολικά επιφέρει η άσκησή της. Πολλά επιμέρους ναι. Ένα συνολικό όχι. Τι σημαίνει αυτό σε πρακτικό επίπεδο: πως το εύρος της ευθύνης εκείνων που ασκούν εξουσία, καθώς και οι κίνδυνοι που αντιμετωπίζουν δεν είναι ούτε απολύτως καταγεγραμμένα ούτε και προσδιορίσιμα μεγέθη.

    Στο περιβάλλον λειτουργίας των ανωνύμων εταιρειών, όπως αυτό έχει σήμερα διαμορφωθεί, η μεγαλύτερη ανησυχία των διοικούντων είναι το εύρος της ευθύνης τους: για πράξεις ή -χειρότερα- για παραλείψεις τους.

    Στο πλαίσιο αυτό (και με αφορμή όχι μόνο το νέο νόμο για τις ανώνυμες εταιρείες, αλλά και διαχρονικά ερωτήματα και προβληματισμούς των ενδιαφερομένων-εμπλεκομένων προσώπων) επιχειρείται η προσέγγιση κάποιων βασικών πεδίων της ευθύνης των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου. 

    Οι ποινικές ευθύνες-γενικά

    Η ποινικοποίηση επιμέρους δράσεων της επιχειρηματικότητας, επιχειρηματικών επιλογών και αποφάσεων της διοίκησης μιας ανώνυμης εταιρείας είναι ένα (όχι θεωρητικό) ενδεχόμενο. Η είσοδος των εισαγγελέων στην καθημερινότητα της διοίκησης των επιχειρήσεων, αλλά και η προσπάθεια (κάποιων από αυτούς) για μεταμόρφωσή τους σε «Αντόνιο Ντι Πιέτρο» της οικονομικής κι επιχειρηματικής ζωής της χώρας με υιοθέτηση δράσεων τύπου «Καθαρά Χέρια», λειτουργεί κάποιες φορές εξυγιαντικά και κάποιες άλλες αποτρεπτικά ευεργετικών επιχειρηματικών αποφάσεων.

    Από την άλλη πλευρά είναι απολύτως συνήθεις οι ποινικές (και όχι μόνον) εμπλοκές μελών του Διοικητικού Συμβουλίου (όχι κατ’ ανάγκη των εκτελεστικών-μόνον) από παραλείψεις που αφορούν υποχρεώσεις έναντι του Δημοσίου (λ.χ. μη εξόφληση βεβαιωμένων οφειλών, μη απόδοση παρακρατουμένων φόρων-βλ. ΦΠΑ, μη εξόφληση ασφαλιστικών εισφορών). Επίσης όχι ασυνήθεις είναι και οι εμπλοκές μελών του Διοικητικού Συμβουλίου (όχι μόνον ποινικές) από γεγονότα που συνδέονται (ή επιχειρείται να συνδεθούν) με την επιχειρηματικότητα. Μη λησμονούμε επίσης το ενδεχόμενο να βρεθεί κάποιο μέλος ΔΣ «τυλιγμένο σε μία κόλλα χαρτί» είτε έχει ευθύνη είτε όχι-για οποιοδήποτε θέμα.

    Σε ποιους τομείς άραγε εκτείνεται η ευθύνη των μελών του ΔΣ της σύγχρονης ΑΕ; Επιχειρείται στο παρόν, μια πρώτη καταγραφή των ευθυνών (αστικής και ποινικής φύσεως) που απορρέουν από το νέο νόμο για τις Ανώνυμες Εταιρείες. 

    Η ενδοεταιρική ευθύνη με βάση το νέο νόμο για τις Ανώνυμες Εταιρείες

    Τα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου μιας Ανώνυμης Εταιρείας ευθύνονται για την αποκατάσταση τυχόν ζημίας της από πράξεις και παραλείψεις τους. Η ευθύνη μπορεί να είναι είτε ατομική είτε συλλογική (και εις ολόκληρον) για όλα τα μέλη. Το αρμόδιο Δικαστήριο είναι δυνατό να επιμερίσει τις ευθύνες μεταξύ των μελών ανάλογα με τα δεδομένα, αλλά και τις ιδιότητες ενός εκάστου.

    Η παραγραφή των αξιώσεων της εταιρείας σε βάρος των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου είναι μεν τριετής, αναστέλλεται όμως για όσο χρόνο έχουν τη συγκεκριμένη ιδιότητα. Κατ’ ανώτατο όριο για μια δεκαετία. Τι σημαίνει αυτό σε πρακτικό επίπεδο; Αν λ.χ. ο CEO μιας ανώνυμης εταιρείας κάτι «δεν έκανε καλά» προ επταετίας – κατά την άσκηση των καθηκόντων του και πουλήσει σήμερα την εταιρεία (ως, ενδεχομένως, βασικός μέτοχος και ιδιοκτήτης της), η εταιρεία (υπό το νέο ιδιοκτησιακό της καθεστώς) δικαιούται να ασκήσει τις αξιώσεις της σε βάρος του εντός δεκαετίας από την παράνομη πράξη ή παράλειψη.

    Η έγκριση των οικονομικών καταστάσεων, της διαχείρισης των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου και η ενδεχόμενη απαλλαγή τους από «κάθε ευθύνη» από την τακτική Γενική Συνέλευση ΔΕ λογίζεται ως παραίτηση. Θα «συνεκτιμηθεί» ενδεχομένως, ανάμεσα στ’ άλλα, από το αρμόδιο Δικαστήριο.

    Οι προϋποθέσεις για την άσκηση της εταιρικής αγωγής αλλά και η ίδια η άσκησή της είναι σαφώς και σε ικανό βαθμό καταγεγραμμένες και λεπτομερείς στο νέο νόμο. Η άσκηση μάλιστα της εταιρικής αγωγής είναι δυνατό να ανατεθεί από το αρμόδιο δικαστήριο (όταν δεν αποτελεί επιλογή του Διοικητικού Συμβουλίου) σε Ειδικό, προς τούτο οριζόμενο, Εκπρόσωπο. 

    Οι ποινικές ευθύνες των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου με βάση το νέο νόμο για τις Ανώνυμες Εταιρείες

    Ο νέος νόμος αφιερώνει (και λογικά) μια ξεχωριστή ενότητα για τις ποινικές ευθύνες (και) των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου. Η επαπειλούμενη ποινή φυλάκισης για τους παραβάτες δεν είναι εκείνη που δημιουργεί ανησυχία καθώς δεν αναμένεται ότι θα οδηγηθεί κανένας από αυτούς στη φυλακή-εξ αυτού του λόγου και μόνον. Ενδιαφέρον όμως έχουν οι επαπειλούμενες χρηματικές ποινές (από 5.000€ έως 100.000€): Μπορούμε να έχουμε βεβαιότητα πως από κανέναν δεν περισσεύουν τέτοια χρηματικά ποσά. Η άσκηση καθηκόντων μέλους Διοικητικού Συμβουλίου δεν είναι μια ιστορία χωρίς (και) αξιομνημόνευτους ποινικούς κινδύνους. Θα ήταν εξαιρετικά χρήσιμο για κείνα από τα μέλη που είτε έχουν «χαλαρή συνείδηση» είτε τους ζητείται να λάβουν αποφάσεις και παράσχουν διαβεβαιώσεις σε συγκεκριμένα θέματα (σε ψευδή, λ.χ., πιστοποίηση μετοχικού κεφαλαίου ή σε έγκριση χρηματοοικονομικών καταστάσεων που δεν είναι «απολύτως ακριβείς») να το ξανασκεφτούν. Είναι επίσης δεδομένο πως θα πρέπει να επιδεικνύουν τη μέγιστη δυνατή επιμέλεια κατά την άσκηση των καθηκόντων τους και πιστά να τηρούν (με τη συνδρομή και των κατάλληλων συμβούλων) το νόμο. 

    Συμπερασματικά

    Η αποδοχή μιας «τιμητικής» πρότασης για είσοδο σε Διοικητικό Συμβούλιο Ανώνυμης Εταιρείας, η εξυπηρέτηση ενός καλού φίλου για τον ίδιο λόγο («για να συμπληρωθούν τα τρία, κατ΄ελάχιστον, μέλη») αλλά και η συμμετοχή στο αντίστοιχο όργανο της οικογενειακής επιχείρησης, δεν είναι μια απόφαση που πρέπει «ελαφρά τη καρδία» να λαμβάνεται. Όχι πως κάθε μέλος Διοικητικού Συμβουλίου είναι δεδομένο πως «δε θα αποφύγει τα μπλεξίματα», αλλά καλό είναι να γνωρίζουμε πως η (συν)άσκηση εξουσίας δεν είναι ένα, απλό, αφροδισιακό.

     

    Β. ΕΙΔΙΚΟΤΕΡΑ (& επί λεπτομερειών)

    1. Η ενδοεταιρική ευθύνη των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου με βάση το νέο νόμο για τις ΑΕ

    Το μέγεθος και η προϋποθέσεις της ευθύνης των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου

    Τα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου Ανώνυμης Εταιρείας ευθύνονται για την αποκατάσταση της ζημίας της από πράξεις και παραλείψεις τους (άρθρο 102 παρ. 1 ν. 4548/2018).

    Δεν υφίσταται ευθύνη όταν τα μέλη καταφέρουν να αποδείξουν ότι κατέβαλαν «επιμέλεια συνετού επιχειρηματία» (άρθρο 102 παρ. 2 ν. 4548/2018).

    Όταν μάλιστα έχουμε να κάνουμε με κοινή πράξη των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου (λ.χ. απόφαση Δ.Σ.) γίνεται δεκτή η εις ολόκληρον ευθύνη όλων των μελών του. Το αρμόδιο Δικαστήριο διατηρεί το δικαίωμα να επιμερίσει την ευθύνη σε έναν έκαστο των εμπλεκομένων, αλλά και να ρυθμίσει το δικαίωμα της αναγωγής μεταξύ τους (άρθρο 102 παρ. 3 ν. 4548/2018).

    Γίνεται δεκτό πως δεν υφίσταται ευθύνη των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου όταν, κατά βάση, καταφέρουν να αποδείξουν πως οι πράξεις ή παραλείψεις τους: (α) βασίζονται σε προηγούμενη σύννομη απόφαση της ΓΣ ή (β) αφορούν εύλογη επιχειρηματική απόφαση που έχει ληφθεί  με καλή πίστη, επαρκή πληροφόρηση και με αποκλειστικό κριτήριο το εταιρικό συμφέρον καθώς και (γ) στηρίζονται σε εισήγηση ανεξάρτητου οργάνου ή επιτροπής (άρθρο 102 παρ. 4 ν. 4548/2018)

     

    Η παραγραφή των αξιώσεων της ΑΕ και η παραίτησή της από αυτές

    Η παραγραφή των αξιώσεων της Ανώνυμης Εταιρείας σε βάρος των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου είναι τριετής κι αναστέλλεται για όσο χρόνο διατηρείται η ιδιότητα του μέλους. Σε κάθε περίπτωση επέρχεται μετά από δεκαετία (άρθρο 102 παρ. 6 ν. 4548/2018)

    Είναι δυνατή η παραίτηση της Ανώνυμης Εταιρείας από τις αξιώσεις σε βάρος των μελών του Διοικητικού της Συμβουλίου μετά από μια διετία και με την υποχρεωτική συγκατάθεση της Γενικής Συνέλευσης, εφόσον δεν υπάρχει αντίθεση του 10% του μετοχικού κεφαλαίου (άρθρο 102 παρ. 7 ν. 4548/2018)

     

    Οι προϋποθέσεις και η διαδικασία άσκησης των αξιώσεων της Εταιρείας σε βάρος των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου της. Η εμπλοκή των μετόχων

    Το Διοικητικό Συμβούλιο υποχρεούται να ασκήσει τις αξιώσεις της εταιρείας σε  βάρος των υπόχρεων σε αποζημίωση μελών του, «σταθμίζοντας το εταιρικό συμφέρον». Σε κάθε περίπτωση τα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου υποχρεούνται να παράσχουν επαρκείς εξηγήσεις στους μετόχους, όταν παραλείψουν να εκπληρώσουν τη συγκεκριμένη υποχρέωσή τους (άρθρο 103 ν. 4548/2018).

    Μέτοχοι της εταιρείας που έχουν, προ εξαμήνου, αποκτήσει ποσοστό μεγαλύτερο από 5% του μετοχικού κεφαλαίου δικαιούνται να υποβάλλουν αίτημα προς το Διοικητικό Συμβούλιου για την άσκηση αξιώσεων σε βάρος μελών του (άρθρο 104 παρ. 1 ν. 4548/2018). Με το εν λόγω αίτημα κοινοποιούν την αναγκαία πληροφόρηση και τα στοιχεία για την τεκμηρίωση της ζημίας και παρέχουν προθεσμία ενός μηνός, κατ’ ελάχιστον, για αξιολόγηση και λήψη της σχετικής απόφασης (άρθρο 104 παρ. 2 ν. 4548/2018).

    Το Διοικητικό Συμβούλιο λαμβάνει τη σχετική απόφαση ύστερα από ακρόαση κατονομαζομένων μελών, χωρίς, όμως, να έχουν δικαίωμα ψήφου οι εμπλεκομένοι. Αν τα υπόλοιπα μέλη  δε σχηματίζουν απαρτία, θεωρείται ότι δε λαμβάνεται απόφαση (άρθρο 104 παρ. 3 ν. 4548/2018).

    Όταν το αίτημα για την άσκηση της εταιρικής αγωγής υποβάλλεται από την πλειοψηφία των μετόχων, η άσκησή της είναι υποχρεωτική για το Διοικητικό Συμβούλιο (άρθρο 104 παρ. 4 ν. 4548/2018)

    Η πλειοψηφία των μετόχων που υπέβαλαν αίτημα προς το Διοικητικό Συμβούλιο  για άσκηση εταιρικής αγωγής, δικαιούται να προσφύγει στο αρμόδιο δικαστήριο, όταν: (α) απορριφθεί το σχετικό αίτημά τους, (β) παρέλθει άπρακτη η ταχθείσα προθεσμία αξιολόγησης, (γ) παρέλθει άπρακτο ένα τετράμηνο από την απόφαση για την άσκηση της αγωγής, (δ) δεν κατέστη δυνατή η λήψη απόφασης από το Διοικητικό Συμβούλιο ή  (ε) παρέλθει άπρακτο ένα δίμηνο, χωρίς να ασκηθεί αγωγή στην περίπτωση που το αίτημα υποβάλλεται από την πλειοψηφία των μετόχων (άρθρο 105 παρ. 1 ν. 4548/2018).

    Το αρμόδιο δικαστήριο κάνει δεκτή την αίτηση των μετόχων, όταν δεν υφίσταται υπέρτερο συμφέρον για τη μη άσκηση της αιτούμενης αγωγής. Στην περίπτωση αυτή ορίζει Ειδικό (ίσως και Αναπληρωτή) Εκπρόσωπο για άσκηση της εταιρικής αγωγής (άρθρο 105 παρ. 2 ν. 4548/2018).

     

    Ο Ειδικός Εκπρόσωπος για την άσκηση της εταιρικής αγωγής

    Ο Ειδικός Εκπρόσωπος: (α) έχει ως ειδική και μόνη εξουσία την άσκηση της αγωγής, αλλά και την ταχεία και επιμελή άσκηση δίκης, (β) έχει πρόσβαση σε στοιχεία, έγγραφα και πληροφορίες, (γ) δεσμεύεται από την ιστορική (όχι όμως και τη νομική) βάση της δικαστικής απόφασης. Το Δικαστήριο είναι δυνατό να του επιδικάσει εύλογη αμοιβή (άρθρο 105 παρ. 4 και 5 ν. 4548/2018).

    Ο Ειδικός Εκπρόσωπος, μετά τον ορισμό του, είναι δυνατό να καταλήξει αρνητικά όσον αφορά την ευθύνη των κατονομαζομένων μελών Δ.Σ. Στην περίπτωση αυτή ενημερώνει σχετικά το Διοικητικό Συμβούλιο, αλλά και τους μετόχους που ζήτησαν την άσκηση της σχετικής αγωγής. Οι συγκεκριμένοι μέτοχοι, όμως, είναι δυνατό να επανέλθουν με νέα αίτησή τους (άρθρο 105 παρ. 6 ν. 4548/2018).

    Σε περίπτωση πρωτόδικης απόρριψης της αγωγής, το Διοικητικό Συμβούλιο, ύστερα από σχετική εισήγηση του Ειδικού Εκπροσώπου, είναι δυνατό να παραιτηθεί από την άσκηση ενδίκων μέσων (άρθρο 105 παρ. 7 ν. 4548/2018)

     

    Η αναστολή των παραγραφών και οι δαπάνες που αφορούν τις σχετικές δίκες

    Η υποβολή αίτησης των μετόχων προς το Διοικητικό Συμβούλιο για την άσκηση των εταιρικών αξιώσεων αναστέλλει, κατά βάση, τις παραγραφές (άρθρο 106 παρ. 1 ν. 4548/2018).

    Οι δαπάνες της δίκης για τον ορισμό του Ειδικού Εκπροσώπου, της δίκης σε βάρος των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου, αλλά και η τυχόν αμοιβή του βαρύνουν την εταιρεία (άρθρο 106 παρ. 3 ν. 4548/2018)

     

    Άμεση ζημία τρίτων από πράξεις ή παραλείψεις μελών του Διοικητικού Συμβουλίου

    Οι διατάξεις του ν. 4548/2018 όσον αφορά την ευθύνη των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου δεν επηρεάζουν ή περιορίζουν την ευθύνη τους όσον αφορά τις αξιώσεις από άμεση ζημία μετόχων ή τρίτων, την οποία υπέστησαν από πράξεις ή παραλείψεις τους (των μελών του ΔΣ). Δεν επηρεάζουν, επίσης, την ευθύνη των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου έναντι των εταιρικών πιστωτών από τη διάταξη του άρθρου 98 του Πτωχευτικού Κώδικα (:μη έγκαιρη υποβολή της αιτήσεως πτώχευσης της ανώνυμης εταιρείας, καθώς και πρόκληση της παύσης πληρωμών από δόλο ή βαρεία αμέλεια των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου)-(άρθρο 107 παρ. 3 ν. 4548/2018).

     

    Η απαλλαγή των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου από την τακτική Γενική Συνέλευση

    Είναι δυνατή η έγκριση από τη Γενική Συνέλευση της συνολικής διαχείρισης από τα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου κατά την έγκριση των ετήσιων χρηματοοικονομικών καταστάσεών της και η απαλλαγή τους από «κάθε ευθύνη». Η συγκεκριμένη όμως, έγκριση-όταν και εφόσον αυτή πραγματοποιηθεί ΔΕ λογίζεται ως παραίτηση από αξιώσεις της εταιρείας (για τη νομότυπη παραίτηση απαιτείται η εφαρμογή άρθρου 102 παρ. 7). Μια τέτοια έγκριση εκτιμάται «αναλόγως» από το Δικαστήριο (με ό,τι αυτό σημαίνει) που τυχόν επιληφθεί στο μέλλον αξιώσεις της εταιρείας σε βάρος των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου (άρθρο 108 παρ. 1 ν. 4548/2018).

    Στην ψηφοφορία για την έγκριση συνολικής διαχείρισης λαμβάνουν μέρος τα μέλη του Δ.Σ. και υπάλληλοι της ανώνυμης εταιρείας με τις δικές τους μετοχές, καθώς και με τις μετοχές που εκπροσωπούν, εφόσον τους έχουν παρασχεθεί ρητές και συγκεκριμένες οδηγίες ψήφου (άρθρο 108 παρ. 2 ν. 4548/2018).

     

    2.Οι ποινικές ευθύνες των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου από το νόμο για τις Ανώνυμες Εταιρείες

    Ψευδείς ή παραπλανητικές δηλώσεις προς το κοινό (άρθρο 176 ν. 4548/2018)

    Απειλείται ποινή φυλάκισης και χρηματική ποινή 10.000€ έως 100.000€ όσον αφορά εν γνώσει ψευδή ή παραπλανητική δήλωση προς το κοινό ιδρυτή, μέλους του Διοικητικού Συμβουλίου ή διευθυντή της εταιρείας σχετικά με: (α) την κάλυψη ή καταβολή του κεφαλαίου, (β) στοιχεία της εταιρείας με ουσιώδη επιρροή επί των εταιρικών υποθέσεων-με σκοπό την εγγραφή σε τίτλους που εκδίδει η εταιρεία. 

     

    Παραβάσεις μελών Διοικητικού Συμβουλίου (άρθρο 177 ν. 4548/2018)

    Απειλείται ποινή φυλάκισης και χρηματική ποινή 10.000€ έως 100.000€ όσον αφορά μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου το οποίο:
    (α) Συντάσσει ή εγκρίνει (εν γνώσει του) ανακριβείς ή παραπλανητικές χρηματοοικονομικές καταστάσεις ή τις συντάσσει κατά παράβαση του νόμου ως προς το περιεχόμενό τους
    (β) Προβαίνει σε διανομή κερδών ή άλλων ωφελημάτων προς τους μετόχους ή τρίτους που δεν προκύπτουν από τις χρηματοοικονομικές καταστάσεις της εταιρείας ή χωρίς τη σύνταξη χρηματοοικονομικών καταστάσεων ή με βάση (εν γνώσει του) ανακριβείς, παραπλανητικές ή κατά παράβαση του νόμου συνταγείσες χρηματοοικονομικές καταστάσεις
    (γ) Εξαγοράζει εξαγοράσιμες μετοχές κατά παράβαση της σχετικής διάταξης (άρθρο 39)
    (δ) Προκαλεί την απόκτηση από την εταιρεία  [κατά παράβαση των σχετικών διατάξεων (άρθρο 48, 49, 52 ή 57)] ιδίων μετοχών (ή της μητρικής της) ή τίτλων κτήσης μετοχών (της ίδιας ή μητρικής της)
    (ε) Χορηγεί προκαταβολή, δάνειο ή εγγύηση (κατά παράβαση του άρθρου 51) είτε επιβαρύνοντας την εταιρεία με σκοπό να αποκτήσει τρίτος μετοχές της είτε επιβαρύνοντας θυγατρική της  με σκοπό να αποκτήσει τρίτος μετοχές της μητρικής της
    (στ) Συντάσσει (εν γνώσει του) αναληθή ή ελλιπή έκθεση διαχείρισης ή άλλη υποχρεωτική κατά το νόμο ετήσια έκθεση.

     

    Παραβάσεις σχετικά με την εύρυθμη λειτουργία της εταιρείας (άρθρο 179 ν. 4548/2018)

    Απειλείται ποινή φυλάκισης μέχρι τριών ετών ή χρηματική ποινή 5.000€ έως 50.000€:
    (α) Σε όποιον συνάπτει σύμβαση για λογαριασμό της εταιρείας, χωρίς την προηγούμενη άδεια που απαιτείται κατά το άρθρο 100. (Το αξιόποινο εξαλείφεται αν δοθεί μεταγενεστέρως η αναγκαία άδεια)
    (β) Στο μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου που παραβιάζει την υποχρέωση πιστοποίησης καταβολής του κεφαλαίου μέσα στην προθεσμία του άρθρου 20 ή προβαίνει σε ψευδή πιστοποίησή του
    (γ) Στο μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου που παραλείπει να συντάξει ή συντάσσει εκπρόθεσμα: τις ετήσιες χρηματοοικονομικές καταστάσεις της εταιρείας, τις ενοποιημένες χρηματοοικονομικές καταστάσεις, την ετήσια έκθεση διαχείρισης, την ενοποιημένη ετήσια έκθεση διαχείρισης ή την πολιτική αποδοχών, την έκθεση αποδοχών ή άλλη κατά το νόμο ετήσια έκθεση
    (δ) Στο μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου που παραβιάζει την υποχρέωση αναπροσαρμογής του μετοχικού κεφαλαίου
    (ε) Σε όποιον παρακωλύει τη διενέργεια ελέγχου της εταιρείας από τους τακτικούς ελεγκτές ή τους ελεγκτές που ορίσθηκαν για τη διενέργεια έκτακτου ελέγχου ή δεν παρέχει στους ελεγκτές τις πληροφορίες που υποχρεούται να παράσχει.

     

    Παραβάσεις σχετικά με τη Γενική Συνέλευση των μετόχων και των ομολογιούχων (άρθρο 180 ν. 4548/2018)

    Απειλείται χρηματική ποινή 5.000€ έως 15.000€:
    (α) Σε όποιον παραλείπει να συγκαλέσει τη Γενική Συνέλευση των μετόχων ή των ομολογιούχων ή να συμπεριλάβει συγκεκριμένο θέμα στην Ημερήσια Διάταξη κατά παράβαση του νόμου ή του προγράμματος έκδοσης ομολογιών
    (β) Σε όποιον εν γνώσει του μετέχει ή ψηφίζει, χωρίς δικαίωμα, σε Γενική Συνέλευση μετόχων ή ομολογιούχων
    (γ) Στο μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου που παραβιάζει την υποχρέωση παροχής πληροφοριών σε μετόχους.

     

    Επιβολή ποινικών και διοικητικών κυρώσεων (άρθρο 181 ν. 4548/2018)

    Η επιβολή ποινικών ΔΕΝ αποκλείει, κατά τη συγκεκριμένη διάταξη, την επιβολή διοικητικών κυρώσεων. Τούτο με απλά λόγια σημαίνει πως μπορεί μεν, στο πλαίσιο κάποιας ποινικής διαδικασίας, να επιβληθούν ποινές σε κάποιο μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου, πλην όμως και οι όποιες διοικητικές μπορεί να έπονται…

     

    Γ. Επίλογος

    Το εύρος της ευθύνης των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου δεν εξαντλείται, δυστυχώς, στις ανωτέρω ενότητες και διατάξεις (πολύ περισσότερο στην “business view” θεώρησή τους). Θα επιδιωχθεί όμως, σε επόμενα άρθρα, η καταγραφή των λοιπών ενοτήτων ευθύνης τους και, βεβαίως, ο τρόπος μετριασμού της. Κυρίως όμως ο τρόπος άρσης των (δυνητικά) δυσμενών συνεπειών αλλά και των σχετικών κινδύνων που διατρέχουν τα συγκεκριμένα μέλη.

    stavros-koumentakis

    Σταύρος Κουμεντάκης
    Senior Partner

    Υ.Γ. Συνοπτική έκδοση αυτού του άρθρου δημοσιεύτηκε στις 3 Μαρτίου 2019, στην Εφημερίδα ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ.

    stavros-koumentakis-article-ευθύνη-μελών-δσ

Η περιοχή αυτή είναι καταχωρημένη στο wpml.org ως περιοχή ανάπτυξης. Μεταβείτε σε τοποθεσία παραγωγής με κλειδί στο remove this banner.