Ετικέτα: Διανομή Ποσών

  • Διανομή ποσών στους Μετόχους:  Έννοια & Απαγορεύσεις

    Διανομή ποσών στους Μετόχους:  Έννοια & Απαγορεύσεις

    Διανομή ποσών στους Μετόχους:  Έννοια & Απαγορεύσεις

    (άρ. 159 ν. 4548/2018)

    Σε προηγούμενη αρθρογραφία μας, μας απασχόλησαν οι προϋποθέσεις διανομής ποσών στους μετόχους της ΑΕ. Καθώς, όμως, η διανομή ποσών είναι, ενίοτε, απαγορευμένη, απαραίτητο είναι να γίνει κατανοητή η έννοια της, του γενικότερου, σχετικού, ρυθμιστικού πλαισίου και του περιεχομένου των υφιστάμενων απαγορεύσεων˙ ιδίως αυτών που αφορούν τις «κεκρυμμένες» διανομές.

    Υποκειμενικό Πεδίο Απαγόρευσης Διανομής

    Στο υποκειμενικό πεδίο εφαρμογής της απαγόρευσης διανομής εμπίπτουν οι ίδιοι οι μέτοχοι. Καθώς, όμως, μια τόσο στενή θεώρηση δεν εξασφαλίζει την αποτελεσματικότητα των σκοπών που ο νομοθέτης επιδιώκει, απομένουν ανοιχτές άλλες «δίοδοι» για την καταστρατήγηση της σχετικής απαγόρευσης. Γίνεται, λοιπόν, δεκτή μία υποκειμενική διεύρυνση του πεδίου εφαρμογής της απαγόρευσης:

    (α) Στα συνδεδεμένα με τους μετόχους φυσικά πρόσωπα και, ιδίως, στα στενά μέλη της οικογένειάς τους: Ως στενό μέλος ορίζεται το πρόσωπο που είναι μέλος της οικογένειάς του μετόχου, το οποίο αναμένεται ότι επηρεάζει ή επηρεάζεται από το πρόσωπο αυτό κατά την ενασχόλησή του με την ανώνυμη εταιρείας (:σύζυγος, σύντροφος με τον οποίο συγκατοικεί το πρόσωπο, τα εξαρτώμενα μέλη, συμπεριλαμβανομένων ανιόντων και κατιόντων-Παράρτημα Α ν.4308/2014).

    (β) Σε εταιρείες του ίδιου, κοινού, Ομίλου: Πρόκειται για εταιρείες με τις οποίες υφίσταται οικονομική σύνδεση, χωρίς, όμως, η σύνδεση αυτή να συνοδεύεται από κεφαλαιακή συμμετοχή, ώστε να εφαρμόζεται ευθέως η απαγόρευση. Συναλλαγή, επομένως, μεταξύ συνδεδεμένων εταιριών ελέγχεται ως πιθανώς απαγορευμένη διανομή.

    (γ) Σε καταπιστεύσαντα μέτοχο: Στην περίπτωση που ένας μέτοχος (καταπιστευματοδόχος) κατέχει και διαχειρίζεται τις μετοχές για λογαριασμό κάποιου τρίτου (καταπιστεύσαντος), η μετοχική ιδιότητα στην πραγματικότητα συντρέχει στο πρόσωπο, όχι του τυπικά κυρίου των μετοχών, αλλά του τρίτου. Έτσι, προς τον σκοπό μεγαλύτερης διασφάλισης των εταιρικών δανειστών, ορθότερο είναι περιουσιακές μετακινήσεις προς τον καταπιστεύσαντα να αντιμετωπίζονται ως διανομές σε μέτοχο.

    Κρίσιμος χρόνος για τη διαπίστωση της υπαγωγής σε μια από τις παραπάνω προϋποθέσεις είναι ο χρόνος κατάρτισης της υποσχετικής δικαιοπραξίας, καθώς σε αυτό το στάδιο διαμορφώνεται το περιεχόμενο της σύμβασης. Αντίθετα, εάν το υποσχετικό μέρος της συναλλαγής καταρτίστηκε πριν ο αντισυμβαλλόμενος της ΑΕ αποκτήσει τη μετοχική ιδιότητα, εκπληρώθηκε, όμως, σε χρόνο που είχε ήδη καταστεί μέτοχος, τότε η συναλλαγή αυτή καταρχήν δεν υπόκειται στον έλεγχο του άρ. 159 § 1.

    Η Έννοια Της Διανομής

    Ως διανομή νοείται, ιδίως, η καταβολή μερισμάτων και τόκων από μετοχές (αρ. 159§3). Πράγματι, αυτή αποτελεί την κατεξοχήν περίπτωση διανομής εταιρικής περιουσίας της ΑΕ, αφού απορρέει από (και στενά συνδέεται με) την ίδια τη μετοχική ιδιότητα. Ωστόσο καταστατικά είναι δυνατό να προβλεφθούν περαιτέρω περιπτώσεις διανομής, όπως λ.χ. η απόληψη τόκων υπέρ προνομιούχων μετόχων.

    Δεν είναι, όμως, περιοριστική η (προαναφερθείσα) αναφορά του νόμου (άρ. 159 §3). Υπάρχουν και λιγότερο «οφθαλμοφανείς» περιπτώσεις οι οποίες εμπίπτουν στην απαγόρευση διανομής, που τίθεται από την επίμαχη διάταξη. Πρόκειται για τις λεγόμενες «κεκρυμμένες διανομές περιουσίας». Στο πλαίσιο αυτό μπορούμε να πούμε πως η διάθεση περιουσίας κατά παράβαση των προϋποθέσεων για τη διανομή είναι δυνατό να λάβει χώρα τόσο φανερά όσο και συγκαλυμμένα.

    Φανερά Απαγορευμένη Διανομή Περιουσίας

    Η φανερά απαγορευμένη διανομή συνιστά μια μη συνήθη στην πράξη περίπτωση διανομής, καθώς είναι εύκολο να διαπιστωθεί ότι παραβιάζονται οι διατάξεις του νόμου. Περιπτώσεις φανερά απαγορευμένης διάθεσης περιουσίας αποτελούν  η διανομή με άκυρη/ακυρώσιμη απόφαση, η διανομή μερίσματος που δεν αντιστοιχεί σε διανεμήσιμα κέρδη, διανομή μεγαλύτερου μερίσματος από αυτό που επιτρέπεται να διανεμηθεί κ.ο.κ.

    Συγκαλυμμένη/Κεκρυμμένη Διανομή Περιουσίας

    Η συνηθέστερη στην πράξη περίπτωση απαγορευμένης διανομής περιουσίας είναι η συγκαλυμμένη διάθεση.

    Να σημειωθεί εδώ πως οι συναλλαγές της εταιρείας με τους μετόχους και η προς εκείνους διανομή περιουσίας, δεν είναι απαγορευμένες. Ωστόσο, αυτές πρέπει να λαμβάνουν χώρα υπό τις προβλεπόμενες στο νόμο προϋποθέσεις. Ειδικά ως προς τη διανομή περιουσίας επιβάλλεται να μην οδηγούμαστε εμμέσως σε επιστροφή περιουσίας πέραν των νομίμων κερδών και ορίων. Απαγορευμένη διάθεση υφίσταται σε κάθε περίπτωση ανισορροπίας παροχής και αντιπαροχής, με αποτέλεσμα ο μέτοχος να λαμβάνει παροχή, η οποία δεν αντιστοιχεί στην πραγματική αξία των μετοχών του. Αυτή ακριβώς η οικονομική διαφορά παροχής/αντιπαροχής θα στοιχειοθετεί το ποσό της κεκρυμμένης διανομής περιουσίας (ή, αλλιώς, της έμμεσης επιστροφής εισφοράς προς τον μέτοχο). Ωστόσο, για να κριθεί ως κεκρυμμένη διανομή, πρέπει, επιπρόσθετα, ο μέτοχος να λαμβάνει το περιουσιακό όφελος λόγω της μετοχικής του ιδιότητας και μόνον.

    Από την απαγόρευση διάθεσης καταλαμβάνεται κάθε στοιχείο, το οποίο μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο διάθεσης από την εταιρεία προς τους μετόχους, ακόμα κι αν δεν αναφέρεται στον ισολογισμό. Απαγορευμένη διάθεση αποτελεί και η περίπτωση παραίτησης από την εκμετάλλευση επιχειρηματικής ευκαιρίας. Αντίθετα, η καταβολή αποζημίωσης στον μέτοχο για οποιαδήποτε αιτία (πχ για παράβαση του δικαίου της κεφαλαιαγοράς) δεν εμπίπτει στην απαγόρευση διανομής.

    Ως απαγορευμένη διανομή περιουσίας έχει κριθεί νομολογιακά και η περίπτωση καταβολής στον μέτοχο της διαφοράς μεταξύ της τιμής έκδοσης της μετοχής και της μεταγενέστερα υπολειπόμενης χρηματιστηριακής τιμής της (ΟλΑΠ 19/2006 areiospagos.gr).

     

    Ειδικές Περιπτώσεις Κεκρυμμένης Διάθεσης

    (α) Πιστώσεις της Εταιρείας προς τους Μετόχους

    Όχι σπάνια παρέχονται στην πράξη πιστώσεις προς τους μετόχους από την ίδια την ΑΕ. Κατεξοχήν παράδειγμα αποτελούν τα ενδοομιλικά δάνεια, που παρατηρούνται στο πεδίο των ομίλων επιχειρήσεων στο πλαίσιο κεντρικής διαχείρισης των διαθεσίμων. Τέτοιες πιστώσεις δεν μπορούν παρά να κινούν υποψίες.

    Παρά ταύτα, καταρχήν δεν απαγορεύονται, αφού η χορήγηση δανείου σε μέτοχο δε μεταβάλει λογιστικά το ενεργητικό της ΑΕ, ώστε να τεθεί ζήτημα απαγορευμένης διανομής. Αυτή η παραδοχή, ωστόσο, μπορεί να αληθεύει μόνο υπό δύο προϋποθέσεις: Πρώτον, το δάνειο θα πρέπει να είναι τοκοφόρο με το τρέχον ποσοστό επιτοκίου για ομοειδή δάνεια˙ εάν η πίστωση χορηγείται ατόκως ή μη εξαιρετικά χαμηλό επιτόκιο, πιθανώς θα κριθεί ως παράνομη διανομή εταιρικής περιουσίας. Δεύτερον, η εισπραξιμότητα της απαίτησης της ΑΕ θα πρέπει να μην είναι επισφαλής (ως τέτοια -επισφαλής- κρίνεται η δανειοδότηση ενός μετόχου οικονομικά αφερέγγυου, που δεν καλύπτεται επιπλέον με οποιαδήποτε, πρόσθετη, προσωπική ή εμπράγματη ασφάλεια).

    (β) Πιστώσεις των Μετόχων προς την Εταιρεία

    Ιδιαίτερη μορφή κεκρυμμένης διανομής μπορεί να προκύψει στο πλαίσιο παροχής πιστώσεων από τους μετόχους προς την εταιρεία. Οι μέτοχοι επιλέγουν να χρηματοδοτήσουν την εταιρεία είτε με παροχή δανείου είτε με παροχή εγγύησης για λήψη δανείου. Τα εν λόγω ποσά της χρηματοδότησης, καθώς δεν αποτελούν εισφορές (οι οποίες θα καταστούν ίδια κεφάλαια της εταιρεία), είναι επιστρεπτέα προς τους μετόχους. Με την τακτική, όμως, αυτή οι μέτοχοι  απαλλάσσονται από τον κίνδυνο μη επιστροφής των κεφαλαίων που εισφέρουν/προσφέρουν στην εταιρεία, όπως συμβαίνει στην περίπτωση των εισφορών.

    Το ζήτημα, συνεπώς, που προκύπτει σε σχέση με τα επονομαζόμενα εξυγιαντικά δάνεια αποτελεί κατά πόσον αυτά αποτελούν αναπλήρωση του μετοχικού κεφαλαίου. Οι συνθήκες υπό τις οποίες μπορεί να χαρακτηριστεί ως εξυγιαντικό είναι οι εξής:

    (α) Ο δανειοδότης μέτοχος ασκεί σημαντική επιρροή στο μετοχικό κεφάλαιο της εταιρείας, η οποία του εξασφαλίζει τη δυνατότητα πληροφόρησης και επιρροής στη λήψη σημαντικών εταιρικών αποφάσεων. Αποφασιστική επιρροή τεκμαίρεται, για παράδειγμα, στην περίπτωση που ο εταίρος συμμετέχει τουλάχιστον στο 1/10 του μετοχικού κεφαλαίου, ή, ακόμη, κατέχει το δικαίωμα απευθείας διορισμού μελών του ΔΣ (άρ. 79)-ανεξαρτήτως του ποσοστού εταιρικής συμμετοχής του.

    (β) Το δάνειο αναπληρώνει λειτουργικά «ίδια κεφάλαια» της ΑΕ, υπό την έννοια ότι, αφενός η εταιρεία, δε θα μπορούσε να λάβει αντίστοιχη πίστωση από τρίτους με βάση τους συνήθεις όρους της αγοράς, και, αφετέρου, ότι δίχως αυτήν θα κατέρρεε οικονομικά (εξ ου και η ονομασία ενός τέτοιου δανείου ως «εξυγιαντικού»).

    Η συνδρομή των παραπάνω προϋποθέσεων δεν καθιστά, πάντως, την πίστωση άκυρη. Αντίθετα, αυτή όχι μόνο θα είναι ισχυρή, αλλά θα υπαχθεί αναγκαστικά στα «ίδια κεφάλαια» της ΑΕ. Έτσι, επιστροφή ποσού που πιστώθηκε στην εταιρεία μέσω εξυγιαντικού δανείου δεν θα επιτρέπεται ως κεκρυμμένη (άρα απαγορευμένη) διανομή.

     

    Η διανομή ποσών στους μετόχους της ΑΕ δεν είναι, πάντοτε, απαγορευμένη (η διανομή κερδών, μάλιστα, υπό προϋποθέσεις επιβεβλημένη). Διέπεται όμως, η εν λόγω διανομή, από αυστηρούς και διαυγείς κανόνες. Δεν αποτελεί σπάνιο φαινόμενο η προσπάθεια μετόχων (ιδίως εκείνων με σημαντική επιρροή) για την υπέρβαση των υφιστάμενων, σχετικών, νομοθετικών περιορισμών-κι όχι προς όφελος της ΑΕ. Η υπέρβαση (ή προσπάθεια υπέρβασής τους) συνδέεται με, όχι αμελητέες κυρώσεις. Επιβεβλημένο, επομένως, τις εν λόγω κυρώσεις και δυσμενείς συνέπειες να έχουμε κατά νου. Κι όσον αφορά, ειδικότερα, τους κανόνες για τη διανομή κερδών: σε επόμενη αρθρογραφία μας.-

     

     

    Σταύρος Κουμεντάκης

    Managing Partner

    Koumentakis and Associates Law Firm

     

     

    Σημ.: Το παρόν άρθρο αποτελεί τμήμα ευρύτερης ενότητας αρθρογραφίας της Δικηγορικής μας Εταιρείας για τις ΑΕ. Στην ενότητα αυτή επιχειρούμε την ανάλυση, άρθρο προς άρθρο-με business view, πάντα, προσέγγιση, του νόμου για τις ΑΕ (:4548/2018).

     

     

     

  • Προϋποθέσεις & Περιορισμοί  Διανομής Ποσών στους Μετόχους

    Προϋποθέσεις & Περιορισμοί Διανομής Ποσών στους Μετόχους

    Προϋποθέσεις & Περιορισμοί

    Διανομής Ποσών στους Μετόχους

    (άρ. 159 ν. 4548/2018)

    Σε προηγούμενη αρθρογραφία μας, μας απασχόλησε η υποχρέωση της ΑΕ για σχηματισμό τακτικού αποθεματικού. Το τελευταίο, δημιουργείται προς όφελος της εταιρικής περιουσίας και αποτελεί (όχι αμελητέο) περιορισμό στο δικαίωμα των μετόχων για απόληψη κερδών. Δεν θα πρέπει, πάντως, να διαλάθουν της προσοχής μας συγκεκριμένοι περιορισμοί και προϋποθέσεις για τη διανομή χρηματικών ποσών προς τους μετόχους. Περί αυτών το παρόν.

    Εισαγωγικά

    Βασικό μετοχικό δικαίωμα, συνυφασμένο με την μετοχή και τη φύση της κυριότητάς της, συνιστά το περιουσιακό δικαίωμα συμμετοχής στα κέρδη. Η διανομή των κερδών πλαισιώνεται με αναγκαστικού δικαίου ρυθμίσεις. Οι ρυθμίσεις αυτές προβλέπουν αυστηρούς όρους και προϋποθέσεις για την απόληψη των μερισμάτων, με σκοπό την προστασία των εταιρικών δανειστών. Η εν λόγω προστασία μοιάζει απολύτως εύλογη. Και, πολύ περισσότερο, αν ληφθούν υπόψη η απουσία ευθύνης των μετόχων για τα εταιρικά χρέη και η περιουσιακή αυτοτέλεια της ΑΕ σε σχέση με την περιουσία των μετόχων της.

    Η Αρχή Προστασίας του Μετοχικού Κεφαλαίου

    Οι υφιστάμενοι περιορισμοί για την απόληψη μερισμάτων εξυπηρετούν την «αρχή προστασίας ή διατήρησης του μετοχικού κεφαλαίου». Καθιερώνεται, στο πλαίσιο αυτών, ένας λογιστικός μηχανισμός, με την χρήση του οποίου τίθενται εμπόδια στη διανομή της εταιρικής περιουσίας, με σκοπό τη διατήρηση του μετοχικού κεφαλαίου. Υπό την έννοια του μετοχικού κεφαλαίου νοείται, λογιστικά, το ποσό, το οποίο αναγράφεται στο παθητικό του ισολογισμού (στην καθαρή θέση) και εκφράζει το μέγεθος της εταιρικής περιουσίας, που συγκεντρώνεται κατά την ίδρυση με τις εισφορές. Το μετοχικό κεφάλαιο πρέπει να μείνει αμετάβλητο. Σημειώνεται, πάντως, ότι δεν τίθενται υπό προστασία τα ίδια τα περιουσιακά στοιχεία, τα οποία αποτέλεσαν τη μετοχική εισφορά, υπό την έννοια της απαγόρευσης χρησιμοποίησης τους αλλά δεσμεύεται η αντίστοιχη αξία της εταιρικής περιουσίας.

    Η συγκεκριμένη αρχή έχει έρεισμα στον θεμελιώδη κανόνα της απαγόρευσης της άμεσης ή έμμεσης επιστροφής των εισφορών στους μετόχους (άρ.22 §2).  Οι μέτοχοι επιτρέπεται να αξιώσουν από την ΑΕ μόνο τα κέρδη που νόμιμα προκύπτουν με βάση τις ετήσιες χρηματοοικονομικές καταστάσεις. Ως «νομίμως προκύπτοντα» λογίζονται όσα αποτελούν το αποτέλεσμα των λογιστικών προσθαφαιρέσεων, όπως προσδιορίζονται από τη σχετική διάταξη (άρ.159) και στη συνέχεια αναλύονται. Κάθε περαιτέρω διανομή αποτελεί απαγορευμένη επιστροφή εισφοράς.

    Νομοθετική Ρύθμιση

    Ο νομοθέτης ρυθμίζει, με τη διάταξη του άρθρου 159 ν. 4548/2018, το ζήτημα της διανομής ποσών προς τους μετόχους με πρόβλεψη δύο ποσοτικών ορίων: ενός κατώτατου και ενός ανώτατου. Προσδιορίζει, συγκεκριμένα, το κατώτατο όριο του ύψους της εταιρικής περιουσίας, η υπέρβαση του οποίου συνιστά προϋπόθεση για ενεργοποίηση της δυνατότητας διανομής. Το ανώτατο ποσό, επίσης, το οποίο είναι δυνατό να διανεμηθεί από την εταιρική περιουσία-εφόσον στοιχειοθετείται η πρώτη προϋπόθεση.

    Το ύψος Της Εταιρικής Περιουσίας

    Προϋπόθεση της δυνατότητας διανομής κερδών προς τους μετόχους αποτελεί η υπέρβαση του ύψους των ιδίων κεφαλαίων, προσαυξημένων με τα ποσά που προβλέπονται στον νόμο. Η περιουσία δεν μπορεί να διανεμηθεί όταν δεν υπερβαίνει το συγκεκριμένο όριο αλλά κι όταν, μετά τη διανομή, θα υπολείπεται αυτού.

    Ίδια Κεφάλαια

    Σημείο αναφοράς για τη διανομή κερδών προς τους μετόχους αποτελεί το ποσό των «ιδίων κεφαλαίων» της ΑΕ. Από το ύψος τους εξαρτάται η ενεργοποίηση ή μη της δυνατότητας διανομής. Ως ίδια κεφάλαια λογίζεται η καθαρή θέση της ΑΕ, η οποία προκύπτει ύστερα από την αφαίρεση των υποχρεώσεων της ΑΕ από την αξία των περιουσιακών της στοιχείων.

    Προαπαιτούμενο της διανομής αποτελεί το ύψος της εταιρικής περιουσίας να υπερβαίνει το άθροισμα των ιδίων κεφαλαίων προσαυξημένων με τα ακόλουθα ποσά, τα οποία αναφέρονται στον ισολογισμό:

    (α) Το μετοχικό κεφάλαιο

    Αρχικά, τον λογιστικό «πήχη» για τη διανομή εταιρικής περιουσίας θέτει το μετοχικό κεφάλαιο. Ως κεφάλαιο, όμως, νοούμε εκείνο που, ήδη, έχει καταβληθεί. Στο δεύτερο εδάφιο της §1 του άρθρου 159 γίνεται λόγος για μείωση του ποσού του μετοχικού κεφαλαίου κατά το ποσό, το οποίο έχει καλυφθεί μεν αλλά δεν έχει καταβληθεί-όταν το τελευταίο δεν εμφανίζεται στο ενεργητικό του ισολογισμού. Η εν λόγω φράση, με την οποία προβλέπεται ότι είναι δυνατό να εμφανίζεται στο ενεργητικό του ισολογισμού το καλυφθέν ποσό του κεφαλαίου, ακόμα και αν δεν έχει καταβληθεί, αποτελεί μεταφορά από την Οδηγία (ΕΕ) 2017/1132. Ωστόσο, η εν λόγω μεταφορά δε είναι δυνατό να εφαρμοστεί κατά την ισχύουσα νομοθεσία για τα Ελληνικά Λογιστικά Πρότυπα. Και τούτο γιατί, σύμφωνα με αυτά, η καταγραφή στον ισολογισμό αφορά το καταβεβλημένο κεφάλαιο και όχι εκείνο που καλύφθηκε χωρίς να καταβληθεί. Επομένως, ως μετοχικό κεφάλαιο μόνον το ήδη καταβεβλημένο μπορεί να νοείται.

    (β) Αποθεματικά

    Στην έννοια των αποθεματικών της συγκεκριμένης διάταξης εντάσσεται το τακτικό αποθεματικό (άρ. 158). Και άλλα, επίσης, είδη αποθεματικών, ο σχηματισμός των οποίων επιβάλλεται από ειδική διάταξη νόμου αλλά και τα αποθεματικά ο σχηματισμός των οποίων προβλέπεται τυχόν από το καταστατικό.

    (γ) Λοιπά Μη Διανεμητέα Πιστωτικά Κονδύλια της Καθαρής Θέσης

    Στον λογιστικό πήχη προστίθενται και τα πιστωτικά κονδύλια της καθαρής θέσης της εταιρείας, τα οποία δε είναι δυνατό να διανεμηθούν (άρ.26 §1 ν.4308/2014). Στα λοιπά μη διανεμητέα πιστωτικά κονδύλια καθαρής θέσης περιλαμβάνονται το κονδύλι «υπέρ το άρτιο», το οποίο προκύπτει από την έκδοση μετοχών σε τιμή ανώτερη του αρτίου (άρ. 35 § 3), οι καταθέσεις μετόχων, οι όποιες αποτελούν ανέκκλητες προκαταβολές έναντι μελλοντικής αύξησης του μετοχικού κεφαλαίου (άρ. 20 § 3) (εν δυνάμει μετοχικό κεφάλαιο), το ποσό κόστους κτήσης των ιδίων τίτλων της εταιρείας, οι διαφορές εύλογης αξίας, οι οποίες προκύπτουν από την επιμέτρηση ενσώματων παγίων, διαθέσιμων προς πώληση και στοιχείων αντιστάθμισης ταμειακών ροών με τη μέθοδο της εύλογης αξίας (άρ. 26 § 1 στοιχ. δ και άρ. 24). Τέλος, οι συναλλαγματικές διαφορές, οι οποίες αφορούν νομισματικά στοιχεία (απαιτήσεις/υποχρεώσεις) σε ξένο νόμισμα σε επενδύσεις σε αλλοδαπή δραστηριότητα, και προκύπτουν κατά τη μετατροπή μεταξύ της ημέρας συναλλαγής και της ημέρας κλεισίματος του ισολογισμού.

    Όσον αφορά το κονδύλι των «αποτελεσμάτων εις νέον», αυτό δεν συμπεριλαμβάνεται στα αποθεματικά, αν και εντάσσεται στον υπολογαριασμό «Αποθεματικά και αποτελέσματα εις νέον». Σε αυτό εμπεριέχονται τα κέρδη ή οι ζημίες των προηγούμενων χρήσεων και της κλειόμενης περιόδου. Εάν το κονδύλιο των αποτελεσμάτων εις νέον εμφανίζει θετικό πρόσημο, τότε προστίθενται στα ίδια κεφάλαια αυξάνοντας το μέγεθος των ιδίων κεφαλαίων προσαυξημένων με τα ανωτέρω ποσά. Στην περίπτωση, αντίθετα, που είναι αρνητικό, αφαιρείται από τα ίδια κεφάλαια.

    (δ) Τα Μη Πραγματοποιημένα Κέρδη

    Τα «πραγματοποιημένα κέρδη», ορίζονται στη λογιστική ως τα κέρδη που είναι αποτέλεσμα συναλλαγών και γεγονότων. Αντίθετα, τα «μη πραγματοποιημένα κέρδη» προκύπτουν από θετικές μεταβολές, που προέρχονται από αυξομειώσεις στην αξία περιουσιακών στοιχείων ή υποχρεώσεων λόγω της εφαρμογής της μεθόδου επιμέτρησης στην εύλογη αξία (άρ. 24 ν.4308/2014).

    Μη πραγματοποιημένα κέρδη αποτελούν οι αναστροφές προβλέψεων και απομειώσεων. Πρόκειται για διόρθωση προβλέψεων και απομειώσεων που έλαβαν χώρα στο παρελθόν, οι οποίες όταν διενεργήθηκαν μείωσαν το αποτέλεσμα της χρήσης, και λόγω της μεταφοράς του αποτελέσματος της κάθε χρήσης στα αποτελέσματα εις νέον της καθαρής θέσης, η μείωση αυτή εξακολούθησε να βαραίνει και τις επόμενες χρήσεις. Έχει υποστηριχθεί πάντως και η άποψη ότι οι αναστροφές αυτές δεν θα πρέπει να προστεθούν στο κεφάλαιο, αλλά ότι θα πρέπει να αυξήσουν τα προς διάθεση κέρδη.

    Το Διανεμήσιμο Κέρδος

    Πέραν της ανωτέρω προϋπόθεσης (:το ύψος της εταιρικής περιουσίας να υπερβαίνει το άθροισμα των ιδίων κεφαλαίων προσαυξημένων με τα πραοαναφερθέντα κονδύλια), ο νομοθέτης θέτει περιορισμό και ως προς το ποσό που είναι δυνατό να διανεμηθεί στους μετόχους. Τα δεδομένα λαμβάνονται από την κατάσταση αποτελεσμάτων.

    Πρώτον για να είναι δυνατή η διανομή θα πρέπει η καθαρή θέση της εταιρείας (ίδια κεφάλαια) να υπερβαίνει το ποσό του μετοχικού κεφαλαίου προσαυξημένου με τα κονδύλια του άρθρου 159 (υπέρ το άρτιο, διαφορές εύλογης αξίας, αποθεματικά). Εφόσον πληρούται η συγκεκριμένη προϋπόθεση, αφαιρείται από το ποσό των ιδίων κεφαλαίων το άθροισμα του μετοχικού κεφαλαίου και των ανωτέρω κονδυλίων. Η διαφορά που προκύπτει αποτελεί το ανώτατο όριο, το οποίο αποτελεί το ποσό που δύναται να διανεμηθεί στους μετόχους.

    Κρίσιμος Χρόνος Υπολογισμού

    Κρίσιμος χρόνος για τον υπολογισμό των λογιστικών δεδομένων αποτελεί η ημερομηνία ισολογισμού, δηλαδή η ημερομηνία λήξης της περιόδου. Επομένως, λογιστικές μεταβολές που έλαβαν χώρα στα οικονομικά στοιχεία της εταιρείας σε χρόνο μεταγενέστερο της ημερομηνίας ισολογισμού, δεν θα ληφθούν υπόψη για την εξεύρεση των κερδών της συγκεκριμένης χρήσης.

     

    Η προστασία των εταιρικών δανειστών, ιδίως όμως η προστασία της ίδιας της ΑΕ επιβάλλει συγκεκριμένους, αυστηρούς, κανόνες και προϋποθέσεις όσον αφορά τα ποσά που είναι δυνατό να διανεμηθούν στους μετόχους. Τι συνιστά, όμως, διανομή; Περί αυτής σε επόμενη αρθρογραφία μας.

     

    Σταύρος Κουμεντάκης

    Managing Partner

    Koumentakis and Associates Law Firm

     

     

    Σημ.: Το παρόν άρθρο αποτελεί τμήμα ευρύτερης ενότητας αρθρογραφίας της Δικηγορικής μας Εταιρείας για τις ΑΕ. Στην ενότητα αυτή επιχειρούμε την ανάλυση, άρθρο προς άρθρο-με business view, πάντα, προσέγγιση, του νόμου για τις ΑΕ (:4548/2018).

Η περιοχή αυτή είναι καταχωρημένη στο wpml.org ως περιοχή ανάπτυξης. Μεταβείτε σε τοποθεσία παραγωγής με κλειδί στο remove this banner.