Ετικέτα: Διαδοχή

  • Διάθεση Μετοχών Στο Πλαίσιο Προγράμματος: Δικαίωμα Προαίρεσης

    Διάθεση Μετοχών Στο Πλαίσιο Προγράμματος: Δικαίωμα Προαίρεσης

    Σε προηγούμενη αρθρογραφία μας, μας απασχόλησε η διάθεση μετοχών (με ή χωρίς αντάλλαγμα) σε μέλη του ΔΣ της ΑΕ, στελέχη και εργαζομένους της. Επίσης σ’ εκείνους που παρέχουν υπηρεσίες τους σε αυτή. Εν συνεχεία, ασχοληθήκαμε, με το πρόγραμμα διάθεσης μετοχών με τη μορφή δικαιώματος προαίρεσης (option) απόκτησής τους (:άρ. 113 ν. 4548/2018). Συγκεκριμένα, με τους δικαιούχους και τα αρμόδια όργανα για την έκδοσή του.  Επίσης με το περιεχόμενο της σχετικής απόφασης. Εδώ θα μας απασχολήσει το δικαίωμα προαίρεσης των δικαιούχων.

     

    Τα ενδεχόμενα και το σχετικό δικαίωμα των δικαιούχων

    Στο πλαίσιο προγράμματος της ΑΕ για την διάθεση μετοχών της δύο είναι τα ενδεχόμενα: είτε να προβλέπεται η καταβολή ανταλλάγματος από μέρους των δικαιούχων είτε να γίνεται δωρεάν η προς εκείνους διάθεσή τους. Στην πρώτη περίπτωση (της έναντι ανταλλάγματος κτήση τους) διαθέτουν οι δικαιούχοι δικαίωμα προαίρεσης. Συγκεκριμένα, την εξουσία (γιατί περί αυτής πρόκειται) να δημιουργήσουν, μονομερώς (χωρίς, δηλαδή, οποιαδήποτε σύμπραξη της ΑΕ, αλλά με δήλωση προς εκείνη), τη δημιουργία μίας νέας συμβατικής σχέσης: την απόκτηση, δηλ. μετοχών της. Γι’ αυτό, άλλωστε, το δικαίωμα προαίρεσης χαρακτηρίζεται ως δικαίωμα διαπλαστικού χαρακτήρα. Το δικαίωμα προαίρεσης είναι δυνατό, επομένως, να ασκηθεί ή να μην ασκηθεί. Λογική θα είχε, πάντως, η μη άσκησή του σε περίπτωση που επρόκειτο για διάθεση μετοχών της ΑΕ, έναντι ανταλλάγματος μη επωφελούς για τον αποκτώντα.

     

    Η αιτία και βάση ίδρυσης του συγκεκριμένου δικαιώματος

    Η αιτία και βάση ίδρυσης του συγκεκριμένου δικαιώματος (καθώς και το ειδικότερο περιεχόμενο και όροι άσκησής του) αναζητείται στο συμβατικά διαμορφωμένο κείμενο του «συμφώνου προαίρεσης». Το σύμφωνο εκείνο που (θεωρείται πως) έχει συναφθεί ανάμεσα  στους δικαιούχους και την υπόχρεη-διανέμουσα ΑΕ. Η άσκηση του συγκεκριμένου δικαιώματος επιφέρει άμεσες συνέπειες (:κτήση, κατά κύριο λόγο, μετοχών της ΑΕ από μέρους του δικαιούχου). Ακριβώς για το λόγο αυτό θα πρέπει να εμπεριέχεται στο εν λόγω σύμφωνο με τρόπο οριστό (αν όχι ορισμένο) το περιεχόμενο της μελλοντικής να συναφθεί–κύριας σύμβασης για την πρωτότυπη ή παράγωγη κτήση μετοχών.

     

    Το πλεονέκτημα και όφελος των δικαιούχων

    Στον, μελλοντικό, χρόνο σύναψης της κύριας σύμβασης κτήσης των μετοχών από μέρους των δικαιούχων εντοπίζεται το σημαντικότερο πλεονέκτημα που αποκτούν οι δικαιούχοι του δικαιώματος προαίρεσης. Και τούτο, διότι διαθέτουν την ευχέρεια στάθμισης των συγκυριών και επιλογής της άσκησης (ή μη) καθώς και, σε καταφατική περίπτωση, τον ακριβή -επωφελέστερο για κείνους- χρόνο άσκησης του δικαιώματος αυτού. Τους δικαιούχους, άλλωστε, ενδιαφέρει-κατά κύριο λόγο, η διαφορά της τιμής της προς εκείνους διάθεσης των μετοχών τους σε σχέση με την αγοραία αξία τους κατά τον ίδιο χρόνο.

     

    Οι αιρέσεις και προϋποθέσεις για την απόκτηση μετοχών

    Η απόκτηση από τον δικαιούχο νεοκδιδόμενων μετοχών της ΑΕ (που θα προέλθουν, δηλ. από αύξηση του μετοχικού της κεφαλαίου) προϋποθέτει, επίσης, περιέλευση της σχετικής δήλωσής του προς την ΑΕ. Η κατάρτιση όμως της κύριας σύμβασης-ανάληψης των μετοχών της ΑΕ τελεί, σε περίπτωση κτήσης μετοχών, που θα προέλθουν από αύξηση μετοχικού κεφαλαίου, υπό διπλή αναβλητική αίρεση: Η πρώτη αφορά τη λήψη απόφασης αύξησης του μετοχικού κεφαλαίου από το αρμόδιο εταιρικό όργανο. Η δεύτερη την από μέρους του δικαιούχου καταβολή του ποσού που έχει οριστεί για το σκοπό αυτό.

     

    Το αμεταβίβαστο του δικαιώματος προαίρεσης˙ αποζημιωτική ευθύνη της ΑΕ

    Το δικαίωμα προαίρεσης απόκτησης μετοχών είναι, από τη φύση του, προσωποπαγές και, ως εκ τούτου, αμεταβίβαστο πριν την άσκησή του. Αφότου, όμως, ο δικαιούχος καταστεί μέτοχος δεν εμποδίζεται, κατ’ αρχάς, να μεταβιβάσει τις μετοχές που απέκτησε με την προσδοκία απόληψης υπερτιμήματος. Το δικαίωμα, όμως, της περαιτέρω μεταβίβασής τους προϋποθέτει ανυπαρξία όρου στο σχετικό πρόγραμμα για την υποχρεωτική διακράτησή τους για συγκεκριμένο χρόνο. Προϋποθέτει, επίσης, την ανυπαρξία συναφών καταστατικών δεσμεύσεων (:δεσμευμένες μετοχές).

    Θα πρέπει, τέλος, να σημειωθεί πως δεν αποκλείεται, θεωρητικά τουλάχιστον, γέννεση αποζημιωτικής ευθύνης, κατά τις γενικές διατάξεις του ΑΚ, εις βάρος της ΑΕ. Μια τέτοια ευθύνη θα εγεννάτο υπέρ των δικαιούχων προσώπων σε περίπτωση που εξαιτίας υπαίτιας ενέργειας (πράξης ή παράλειψης) των διαχειριστών/εκπροσώπων της ΑΕ καταστεί αδύνατη ή ατελέσφορη η άσκηση του ως άνω δικαιώματός τους.

     

    Εναπόκειται στη διακριτική ευχέρεια των δικαιούχων να αποκτήσουν τις μετοχές που δωρεάν, ή έναντι ανταλλάγματος, τους προσφέρει η ΑΕ στο πλαίσιο προγράμματος διάθεσης μετοχών. Όταν οι εν λόγω μετοχές διατίθενται έναντι ανταλλάγματος, θα κληθούν να σταθμίσουν οι δικαιούχοι το σχετικό όφελος στη βάση του ποσού που θα κληθούν να καταβάλλουν σε σχέση με την αγοραία αξία των μετοχών τους. Η στάθμιση αυτή καταλήγει στην άσκηση (ή μη) από τους δικαιούχους σχετικού δικαιώματος προαιρέσεως που ο νόμος τους αναγνωρίζει. Το όφελος τους προϋποθέτει δυνατότητα άμεσης ή, σε μεταγενέστερο χρόνο, πώλησης των μετοχών τους. Τούτο θα παραπέμπει στις σχετικές προβλέψεις του προγράμματος διάθεσης των μετοχών. Επίσης, ειδικά για τις ΑΕ με μη εισηγμένες σε οργανωμένη αγορά μετοχές, στις σχετικές καταστατικές τους προβλέψεις. Το σημαντικότερο πάντως δεν είναι, σε κάθε περίπτωση, το νομικό σκέλος και οι σχετικές ρυθμίσεις. Αυτό που, σε κάθε περίπτωση, υπερέχει είναι οι επιχειρηματικές επιλογές και επίτευξη των επιδιώξεων της ΑΕ μέσω της έκδοσης του εν λόγω προγράμματος. Και όσον αφορά, ειδικότερα, την δωρεάν διάθεση μετοχών: σε επόμενη αρθρογραφία μας.-

    Σταύρος Κουμεντάκης
    Managing Partner

     

    Υ.Γ. Συνοπτική έκδοση του άρθρου δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ, στις 27 Αυγούστου 2023.

    Η πληροφόρηση που εμπεριέχεται στο παρόν άρθρο δεν συνιστά (ούτε και έχει σκοπό να αποτελέσει) νομική συμβουλή. Μια τέτοια νομική συμβουλή είναι δυνατό να παρασχεθεί μόνον από αρμόδιο δικηγόρο ο οποίος θα λάβει υπόψη του το σύνολο των δεδομένων που θα του εκθέσετε για την υπόθεσή σας. Αναλυτικά.

  • Δικαίωμα Προαίρεσης στη Μεταβίβαση Μετοχών

    Δικαίωμα Προαίρεσης στη Μεταβίβαση Μετοχών

    Oι μετοχές της ΑΕ είναι ελεύθερα μεταβιβάσιμες: κατά τη διάρκεια της λειτουργίας της, κατά το στάδιο της εκκαθάρισής της, κατά τη διάρκεια της υπαγωγής της σε συλλογική διαδικασία. Το επιτρεπτό της ελεύθερης μεταβίβασης των μετοχών της ΑΕ προκύπτει από την ομώνυμη αρχήπερί της οποίας προηγούμενη αρθρογραφία μας (άρ. 41 §1 και επ΄ αυτού αιτιολογική έκθεση ν. 4548/2018). Επισημάναμε, εντούτοις, ότι η συγκεκριμένη αρχή κάμπτεται σε δύο περιπτώσεις-όσον αφορά ΑΕ με μετοχές μη εισηγμένες σε ρυθμιζόμενη αγορά. Με την πρώτη από αυτές ασχοληθήκαμε ήδη (:δεσμευμένες μετοχέςάρ. 43)˙ πρόκειται για εκείνες οι οποίες υπόκεινται σε καταστατικούς περιορισμούς όσον αφορά τη μεταβίβασή τους. Εδώ θα μας απασχολήσει η δεύτερη, εξίσου ενδιαφέρουσα όμως, περίπτωση: το δικαίωμα προαίρεσης, όσον αφορά τη μεταβίβαση ή την απόκτηση μετοχών.

     

    Έννοια & Περιεχόμενο

    Είναι, κατά νόμο, εφικτή (άρ. 44 ν.  4548/2018 ) η σύναψη συμφωνίας των μετόχων, ανάμεσά τους ή με τρίτους, με την οποία παρέχεται το δικαίωμα προαίρεσης αγοράς (:call option) ή πώλησης (:put option) ονομαστικών μετοχών.

    Με μια τέτοια συμφωνία (:προαίρεσης) παρέχεται η εξουσία στον δικαιούχο να καταρτίζει με δική του μόνον (:«μονομερή») δήλωση μια άλλη-κύρια σύμβαση με τον δεσμευόμενο-υπόχρεο αντισυμβαλλόμενό του. Η σύμπραξη, δηλαδή-στην περίπτωση αυτή, του υπόχρεου δεν απαιτείται˙ αυτό, εξάλλου, είναι που διαφοροποιεί τη συμφωνία προαίρεσης από το γνωστό προσύμφωνο.

    Το δικαίωμα προαίρεσης συνιστά, κατ’ ακολουθίαν, περιουσιακό και διαπλαστικό δικαίωμα, που λειτουργεί ως εξής: Ο μέτοχος ή τρίτος υπέρ του οποίου το σχετικό δικαίωμα μπορεί, κατ΄αποτέλεσμα, να προβεί, μόνος αυτός, σε αγορά ή πώληση μετοχών. Επίσης, σε απόκτηση ή μεταβίβασή τους. Προϋποτίθεται η συμφωνία για την παροχή δικαιώματος προαίρεσης. Σ’ αυτήν την τελευταία, όμως, είναι αναγκαίο να προσδιορίζονται οι μετοχές στις οποίες αφορά˙ να συνάγεται, επίσης, το αντικείμενό της: δικαίωμα αγοράς ή πώλησής τους καθώς και οι επιμέρους όροι. Προκειμένου να προβεί ο δικαιούχος στην τελική σύμβαση αγοράς ή πώλησης των μετοχών για τις οποίες το δικαίωμα προαίρεσής του, αρκεί η μονομερή του δήλωση προς τον δεσμευόμενο/υπόχρεο-αντισυμβαλλόμενο του. Ο τελευταίος (:υπόχρεος), δεν δικαιούται να αρνηθεί την επέλευση των εννόμων συνεπειών της μονομερούς δήλωσης του δικαιούχου: του είχε, εξάλλου, ήδη παράσχει τη σχετική εξουσία.

    Η συμφωνία προαίρεσης είναι δυνατό να εμπεριέχει την καταβολή ανταλλάγματος από τον δικαιούχο στον δεσμευόμενο/υπόχρεο. Η τυχόν συμφωνία τέτοιου ανταλλάγματος επαρκώς επεξηγεί τον λόγο που η τιμή αγοράς των μετοχών είναι δυνατό να είναι υψηλότερη από την αξία τους (βλ. 4648/2014 ΕφΑθ, ΔΕΕ, 2/2015, σελ. 145 – 151).

    Μορφές Δικαιώματος Προαίρεσης

    Η συμφωνία του δικαιώματος προαίρεσης είναι δυνατό να λάβει (και) το περιεχόμενο των, μορφών δέσμευσης των μετοχών, οι οποίες ήδη μας απασχόλησαν (άρ. 43). Μεταξύ αυτών (και κατά την αιτιολογική έκθεση ν. 4548/2018 επί του άρθρου 44) οι συμφωνίες υποχρέωσης (:drag along) ή δικαιώματος (:tag along) της μειοψηφίας να πωλήσει μαζί με τους πλειοψηφούντες μετόχους. Οι δεσμευμένες μετοχές προϋποθέτουν, κατά τα προαναφερθέντα, καταστατική πρόβλεψη˙ η συμφωνία προαίρεσης όχι (:43 §2 περ. γ΄ και δ΄).

    Χρόνος Ενεργοποίησης Δικαιώματος

    Η συμφωνία προαίρεσης είναι δυνατό να τελεί υπό αναβλητική αίρεση ή προθεσμία. Στην περίπτωση αυτή το σχετικό δικαίωμα (:προαίρεσης) δεν θα ενεργοποιηθεί εξαρχής. Θα ενεργοποιηθεί είτε μόλις πληρωθεί η αίρεση (επέλθει δηλαδή το συμφωνημένο μέλλον και αβέβαιο γεγονός) είτε μόλις παρέλθει η συμφωνηθείσα προθεσμία (βλ. 4648/2014 ΕφΑθ).

    Καταχώριση Της Συμφωνίας Προαίρεσης

    Μια τέτοια συμφωνία (:στο πλαίσιο της οποίας παρέχεται δικαίωμα προαίρεσης) είναι δυνατό να καταγραφεί στο βιβλίο μετόχων ή, επί άυλων μετοχών, στο μητρώο, με επιμέλεια των συμβαλλομένων (άρ. 44 §1). Καθώς η καταχώριση της σχετικής συμφωνίας, είναι δυνητική για τα μέρη, η συντέλεση ή μη της καταχώρισης δεν επηρεάζει το κύρος της συμφωνίας. Μέσω αυτής, ωστόσο, επιτυγχάνεται η διαφάνεια και «δημοσιότητά» της. Αναγκαία, κατά τούτο, στη συντριπτική πλειονότητα των περιπτώσεων.

     

    Η Άσκηση Του Δικαιώματος Προαίρεσης

    Το δικαίωμα προαίρεσης, όπως ήδη επισημάνθηκε, ασκείται με μονομερή δήλωση του δικαιούχου προς τον δεσμευόμενο/υπόχρεο (και όχι προς την ΑΕ).

    Με την περιέλευση της δήλωσης σχετικά με την άσκηση του δικαιώματος στον δεσμευόμενο/υπόχρεο (ΑΚ 176), καταρτίζεται η συμφωνηθείσα κύρια σύμβαση. Γεννώνται, στην περίπτωση αυτή, τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις που απορρέουν από αυτή (εάν λ.χ. πρόκειται για πώληση, γεννώνται τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις των 513 επ., 534 επ. ΑΚ˙ ο αγοραστής γίνεται φορέας των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων που απορρέουν από τις μετοχές).

    Για τη δήλωση αυτή του δικαιούχου δεν απαιτείται συγκεκριμένος τύπος. Φυσιολογικό, εξάλλου, καθώς ούτε για τη μεταβίβαση των μετοχών απαιτείται συστατικός τύπος. Η άσκηση, επομένως, του δικαιώματος προαίρεσης μπορεί να γίνει γραπτά ή προφορικά, ρητά ή σιωπηρά (βλ. 4648/2014 ΕφΑθ). Ενδεδειγμένη, εν τούτοις (αν όχι αναγκαία-για λόγους απόδειξης και μόνον), η έγγραφη άσκηση.

    Σε περίπτωση που το ΔΣ της ΑΕ (ή εκείνος που τηρεί το μητρώο μετόχων) επιβεβαιώσει ότι ασκήθηκε το δικαίωμα προαίρεσης προσηκόντως (:πλήρωση, μεταξύ άλλων, των προϋποθέσεων και διατυπώσεων που συμφωνήθηκαν-συμπεριλαμβανομένης της καταβολής του τυχόν τιμήματος) οφείλει να καταχωρίσει «αμελλητί» στο βιβλίο ή στο μητρώο τη μεταβολή του μετόχου (άρ. 44 §1). Για τη συγκεκριμένη καταχώριση μάλιστα δεν απαιτείται (κατά ρητή παρέκκλιση όσων επιτάσσει το άρ. 41) σύμπραξη των μερών της μεταβίβασης. Επίσης: η καταχώριση δεν χρονολογείται κι ούτε υπογράφεται από τον μεταβιβάζοντα μέτοχο, τον αποκτώντα ή τους πληρεξουσίους τους (άρ. 41 §2, εδ. β΄).

    Η συγκεκριμένη καταχώριση νομιμοποιεί τον δικαιούχο έναντι της εταιρείας. Η συντέλεσή της (ή μη), ωστόσο, δεν επηρεάζει το κύρος της μεταβίβασης.

     

    Η Κάμψη Της Αρχής Της Ελεύθερης Μεταβίβασης Των Μετοχών

    Η αρχή της ελεύθερης μεταβίβασης των μετοχών εξακολουθεί να ισχύει ακόμη και όταν έχει καταρτιστεί συμφωνία προαίρεσης. Προκειμένου να αποτραπεί το ενδεχόμενο μιας τέτοιας (απευκταίας για τον φορέα του δικαιώματος προαίρεσης) μεταβίβασης, απαιτείται σχετική ρήτρα στην συμφωνία προαίρεσης. Συγκεκριμένα, όπως ρητά προβλέπει ο νόμος, στην συμφωνία προαίρεσης «…μπορεί να τεθεί ρήτρα ότι μέχρι την άσκηση ή την απόσβεση του δικαιώματος προαίρεσης δεν επιτρέπεται να λάβει χώρα μεταβίβαση των μετοχών» (άρ. 44 §2, εδ. α΄).

    Ακόμη, όμως, και η ύπαρξη μιας τέτοιας ρήτρας, δεν καθιστά, καταρχάς, άκυρη την εκποιητική δικαιοπραξία (:μεταβίβαση) ανάμεσα στον δεσμευόμενο/υπόχρεο και το τρίτο, ως προς τη συμφωνία προαίρεσης, πρόσωπο. Τυχόν άσκηση, επομένως, του δικαιώματος προαίρεσης δεν μπορεί να ανατρέψει την εν λόγω εκποιητική δικαιοπραξία.

    Αντίθετα, η παραπάνω ρήτρα ισχύει έναντι τρίτων μόνο αν έχει ειδικά σημειωθεί στο βιβλίο μετόχων ή στο σχετικό μητρώο-επί άυλων μετοχών. Στην τελευταία περίπτωση είναι που λαμβάνει χώρα η καλούμενη «εμπραγμάτωση» της απαγόρευσης μεταβίβασης. Συνεπώς, σε περίπτωση μη εγγραφής της ρήτρας περί απαγόρευσης μεταβίβασης ή μη ειδικής μνείας της στο βιβλίο ή στο μητρώο μετόχων, τυχόν μεταβίβαση των μετοχών από τον δεσμευόμενο/υπόχρεο σε τρίτο, είναι έγκυρη. Ο δικαιούχος του δικαιώματος προαίρεσης μπορεί, ωστόσο, να αξιώσει αποζημίωση έναντι του αντισυμβαλλομένου του. Ενδεχομένως, να δικαιούται να στραφεί και έναντι του τρίτου από τις διατάξεις για την αδικοπραξία ή την καταδολίευση δανειστών (άρ. 914επ., 919 και 939επ. ΑΚ)˙ υπό την προϋπόθεση, όμως, ότι ο τρίτος γνώριζε τη συμφωνία περί δικαιώματος προαίρεσης.

    Ωστόσο, σε περίπτωση ειδικής μνείας της συγκεκριμένης ρήτρας στο βιβλίο (ή στο μητρώο) μετόχων, τυχόν μεταβίβαση των μετοχών από τον δεσμευόμενο/υπόχρεο σε τρίτο καθίσταται άκυρη. Πρόκειται, όπως γίνεται δεκτό, για ακυρότητα την οποία μπορεί να προβάλλει ο δικαιούχος του δικαιώματος προαίρεσης (:σχετική ακυρότητα).

     

    Η Απόσβεση Του Δικαιώματος Προαίρεσης

    Ιδιαίτερη σημασία παρουσιάζουν και οι περιπτώσεις απόσβεσης του δικαιώματος προαίρεσης (βλ. 4648/2014 ΕφΑθ).

    Το δικαίωμα προαίρεσης (γίνεται δεκτό πως) πρέπει να ασκηθεί μέσα σε εύλογο χρόνο. Δεδομένης, όμως, της αοριστίας της σχετικής έννοιας (:«εύλογος χρόνος»), οι συμβαλλόμενοι είναι αναγκαίο να συμφωνούν, ρητά, προθεσμία ή διαλυτική αίρεση (μετά την παρέλευση ή, αντίστοιχα, την πλήρωση της οποίας), το σχετικό δικαίωμα αποσβήνεται.

    Το δικαίωμα προαίρεσης είναι, επίσης, δυνατό να αποσβεσθεί με μεταγενέστερη αντίθετη συμφωνία των μερών (361 ΑΚ). Επίσης: σε περίπτωση μεταγενέστερης (ρητής ή σιωπηρής) παραίτησης του δικαιούχου.

    Επιπλέον, σε απόσβεση του σχετικού δικαιώματος προαιρέσεως είναι δυνατό να οδηγήσει η καταχρηστική του άσκηση ή αποδυνάμωση του σχετικού δικαιώματος (άρ. 281 ΑΚ). Επίσης, σε περίπτωση αντιφατικής συμπεριφοράς του υπόχρεου: όταν, λ.χ., ο ιδιοκτήτης των μετοχών έχει επιβαρύνει τις μετοχές με ενέχυρο δεν δικαιούται να αξιώσει  από τον φορέα του δικαιώματος προαίρεσης να τις αποκτήσει.

    Τέλος, σε απόσβεση του δικαιώματος προαιρέσεως μπορεί να οδηγήσει και τυχόν απρόβλεπτη μεταβολή των συνθηκών, η οποία καθιστά εξαιρετικά επαχθείς τις συνέπειες από την άσκηση του δικαιώματος προαιρέσεως (άρ. 388 ΑΚ).

     

    Περιορισμοί για τη μεταβίβαση των μετοχών ΑΕ με μετοχές μη εισηγμένες σε ρυθμιζόμενη αγορά είναι δυνατό να τίθενται από το καταστατικό της (οπότε κάνουμε λόγο για δεσμευμένες μετοχές) ή με συμφωνία ανάμεσα στον υπόχρεο/δεσμευόμενο και στον δικαιούχο. Στην τελευταία περίπτωση (:δικαίωμα προαίρεσης για την αγορά ή πώληση μετοχών) δεν απαιτείται τύπος. Οι κίνδυνοι, όμως, που εγκυμονεί το «άτυπο» της συγκεκριμένης συμφωνίας είναι εξαιρετικά σημαντικοί. Ακριβώς το δεδομένο αυτό είναι που επιβάλλει τη δημοσιοποίηση της σχετικής συμφωνίας στο βιβλίο ή μητρώο μετόχων. Κι ακόμα περισσότερο: τη γραπτή, λεπτομερή-ιδίως όμως απολύτως προσεκτική οριοθέτηση των εκατέρωθεν δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των εμπλεκομένων. Επίσης: των επιμέρους παραμέτρων της συμφωνίας τους.-

    Σταύρος Κουμεντάκης
    Managing Partner

     

    Υ.Γ. Συνοπτική έκδοση του άρθρου δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ, στις 31 Ιουλίου 2022.

     

    Η πληροφόρηση που εμπεριέχεται στο παρόν άρθρο δεν συνιστά (ούτε και έχει σκοπό να αποτελέσει) νομική συμβουλή. Μια τέτοια νομική συμβουλή είναι δυνατό να παρασχεθεί μόνον από αρμόδιο δικηγόρο ο οποίος θα λάβει υπόψη του το σύνολο των δεδομένων που θα του εκθέσετε για την υπόθεσή σας. Αναλυτικά.

  • Οι Δεσμευμένες Μετοχές

    Οι Δεσμευμένες Μετοχές

    Με αφορμή προηγούμενη αρθρογραφία μας αναφορικά με τη μεταβίβαση των μετοχών προσεγγίσαμε την ιδιαίτερα σημαντική αρχή της ελεύθερης μεταβίβασής τους (άρ. 41 §1 ν. 4548/2018). Μια αρχή που κάμπτεται, όμως, σε δύο κατηγορίες μετοχών: (α) αυτή των δεσμευμένων (άρ. 43) και (β) εκείνης για τις οποίες υπάρχει δικαίωμα προαίρεσης μεταβίβασης ή απόκτησής τους (άρ. 44). Στο παρόν θα μας απασχολήσουν οι πρώτες.

     

    Έννοια & Σκοπός Έκδοσης Δεσμευμένων Μετοχών

    Έννοια

    Κατά το νόμο (:άρ. 43 ν. 4548/2018) δεσμευμένες μετοχές υφίστανται όταν τίθενται  καταστατικοί περιορισμοί ως προς την εν ζωή μεταβίβασή τους, η οποία παύει, για το λόγο αυτό να είναι ελεύθερη. Μεταβιβάσεις, που λαμβάνουν χώρα κατά παράβαση των σχετικών καταστατικών απαγορεύσεων, είναι άκυρες (άρ. 43 §2 in fine).

    Το καταστατικό είναι δυνατό να επιτρέπει την έκδοση δεσμευμένων μετοχών, των οποίων η μεταβίβαση εξαρτάται από την έγκριση (του ΔΣ ή της ΓΣ) της ΑΕ (άρ. 43 §1). Περαιτέρω, το καταστατικό πρέπει να ορίζει τη διαδικασία, τους όρους και την προθεσμία, μέσα στην οποία η ΑΕ εγκρίνει τη μεταβίβαση ή προβαίνει στην υπόδειξη αγοραστή. Αν παρέλθει όμως, άπρακτη, η συγκεκριμένη προθεσμία, η μεταβίβαση των μετοχών είναι ελεύθερη.

    Το καταστατικό είναι δυνατό να ορίζει τους λόγους για τους οποίους επιτρέπεται το αρμόδιο όργανο να αρνηθεί την έγκριση της εκάστοτε μεταβίβασης των δεσμευμένων μετοχών. Ελλείψει σχετικής πρόβλεψης, το αρμόδιο όργανο ενεργεί κατά την ελεύθερη κρίση του. Σε κάθε περίπτωση, όμως, δεν είναι δυνατό να ασκείται κατά κατάχρηση δικαιώματος (άρ.  281 ΑΚ).

    Σκοπός Έκδοσης

    Μέσω της έκδοσης δεσμευμένων μετοχών επιτυγχάνεται η διατήρηση των μετοχικών ισορροπιών της ΑΕ. Επίσης, η αποτροπή της εισόδου στην ΑΕ, ως μετόχων, ανεπιθύμητων τρίτων (ενδ.: ανταγωνιστών ή αφερέγγυων προσώπων).

    Ο έλεγχος της εισόδου νέων μετόχων αποκτά ιδιαίτερη σημασία και αξία στις περιπτώσεις των οικογενειακών και ολιγομετοχικών ΑΕ. Η διατήρηση του χαρακτήρα και μετοχικών τους ισορροπιών ανάγεται, στη συντριπτική πλειονότητα των περιπτώσεων, σε ζωτικής σημασίας χαρακτηριστικό για τη συνέχιση της λειτουργίας τους.

    Οι δεσμευμένες μετοχές, επομένως, αξιοποιούνται για την εξυπηρέτηση αφενός μεν του (εταιρικού) συμφέροντος της ΑΕ αφετέρου δε του συμφέροντος των μετόχων πλειοψηφίας-εκείνων, ιδίως, που ασκούν (άμεσα ή έμμεσα) τη διοίκησή της.

     

    Θέσπιση & Κατάργηση Δεσμεύσεων Μεταβίβασης

    Η έκδοση δεσμευμένων μετοχών προϋποθέτει, κατά τα προαναφερθέντα, σχετική καταστατική πρόβλεψη (άρ. 43 §1, εδ. α΄). Η σχετική ρήτρα είναι δυνατό να έχει θεσπιστεί με το ιδρυτικό καταστατικό. Δυνατό να καταλαμβάνει τις μετοχές που εκδίδονται κατά την ίδρυση της ΑΕ αλλά και εκείνες (ή μόνον εκείνες) που θα προκύψουν από μελλοντικές αυξήσεις του μετοχικού της κεφαλαίου.

    Είναι, όμως, δυνατό να θεσπιστεί η συγκεκριμένη ρήτρα και σε επόμενη, χρονικά, τροποποίηση του καταστατικού. Απαιτείται, στην τελευταία περίπτωση, αυξημένη απαρτία και πλειοψηφία της ΓΣ, που θα λάβει τη σχετική απόφαση (άρ. 130 §3 και 132 §2). Οι μειοψηφήσαντες μέτοχοι θα δικαιούνται, στην περίπτωση αυτή, να ζητήσουν την εξαγορά των μετοχών τους από την ΑΕ (άρ. 45 §2, περ. β’).

    Το καταστατικό είναι δυνατό να επιτρέπει, απλά, την έκδοση δεσμευμένων μετοχών. Η απόφαση της έκδοσής τους ή μη θα εναπόκειται, τότε, στο όργανο που θα δικαιούται να λάβει τη σχετική απόφαση.

    Νοητή είναι επίσης και η κατάργηση τυχόν καταστατικής ρύθμισης όσον αφορά τη δέσμευση των μετοχών. Προϋποτίθεται πάροδος του χρόνου για τον οποίο είχε προβλεφθεί η δέσμευση. Εναλλακτικά: απόφαση της ΓΣ για τη σχετική καταστατική τροποποίηση, η οποία λαμβάνεται με αυξημένη απαρτία και πλειοψηφία. Σε περίπτωση κατάργησης της δέσμευσης ισχύει, εκ νέου, η αρχή της ελεύθερης μεταβίβασης των μετοχών.

     

    Περιορισμοί Μεταβίβασης

    Ως βασικός περιορισμός της ελεύθερης μεταβίβασης μετοχών προβλέπεται, κατά τα προαναφερθέντα, η παροχή έγκρισης από το αρμόδιο όργανο (:ΓΣ ή ΔΣ). Είναι, όμως, δυνατή η θέσπιση περαιτέρω καταστατικών περιορισμών (άρ. 43 §2). Η σχετική απαρίθμηση στο νόμο προσδιορίζεται ως ενδεικτική. Σημαντικό πάντως να σημειωθεί πως (παρά την κακότεχνη διατύπωση του νόμου), οι τιθέμενοι περιορισμοί δεν επιτρέπεται να καθιστούν αδύνατη τη μεταβίβαση. Οι απαριθμούμενοι στην §2 περιορισμοί είναι οι ακόλουθοι:

    Δικαίωμα Προτίμησης

    Στους δυνητικούς να προβλεφθούν περιορισμούς μεταβίβασης μετοχών εμπίπτει: «…α) το ανεπίτρεπτο της μεταβίβασης, αν οι μετοχές δεν προσφερθούν προηγουμένως στους λοιπούς μετόχους ή σε ορισμένους από αυτούς» (άρ. 43 §2, περ. α΄).

    Με βάση τη συγκεκριμένη νομοθετική ρύθμιση, το καταστατικό μπορεί να καθιερώνει, ως περιορισμό, δικαίωμα προτίμησης υπέρ των υφιστάμενων μετόχων ή ορισμένων από αυτούς (right of first refusal). Ο μέτοχος που προτίθεται να μεταβιβάσει τις μετοχές υποχρεούται, στην περίπτωση αυτή, να προσφέρει πρώτα τις μετοχές του στους ήδη υπάρχοντες (ή σε συγκεκριμένους) μετόχους της ΑΕ.

    Η εκάστοτε καταστατική ρύθμιση είναι αυτή που θα προσδιορίζει το περιεχόμενο του δικαιώματος προτίμησης καθώς και τη διαδικασία άσκησής του (λ.χ. τρόπος γνωστοποίησης μεταβιβάζοντος, προθεσμία απόκρισης υφιστάμενων μετόχων).

    Το συγκεκριμένο δικαίωμα προτίμησης δεν πρέπει να συγχέεται με το δικαίωμα προτίμησης στην αύξηση μετοχικού κεφαλαίου της ΑΕ. Το δικαίωμα προτίμησης, στην τελευταία περίπτωση, συνίσταται σε δικαίωμα των υφιστάμενων μετόχων για προνομιακή/πρωτότυπη κτήση νεοεκδιδόμενων μετοχών-στο πλαίσιο αύξησης του μετοχικού κεφαλαίου της ΑΕ.

    Υπόδειξη Του Αποκτώντος Από Την ΑΕ

    Άλλος περιορισμός που είναι δυνατό να τεθεί από το καταστατικό είναι η «…υπόδειξη, εκ μέρους της εταιρείας, μετόχου ή τρίτου που θα αποκτήσει τις μετοχές, αν ο μέτοχος επιθυμεί τη μεταβίβασή τους» (άρ. 43 §2, περ. β΄).

    Ο μέτοχος που επιθυμεί να μεταβιβάσει τις μετοχές του γνωστοποιεί, στο συγκεκριμένο πλαίσιο, τη σχετική επιθυμία του στην ΑΕ ή/και τους όρους μεταβίβασης που του προσφέρει τρίτος. Η ΑΕ, στην περίπτωση αυτή, μπορεί να υποδείξει άλλο πρόσωπο, στο οποίο, μόνον, ο μέτοχος υποχρεούται να μεταβιβάσει τις μετοχές του.

    Ο συγκεκριμένος περιορισμός διαφέρει από τον αντίστοιχο του δικαιώματος προτίμησης καθώς υποδεικνυόμενο πρόσωπο από την ΑΕ μπορεί να είναι τρίτος προς εκείνη. Όχι μόνον υφιστάμενος μέτοχος. Επίσης, στη συγκεκριμένη περίπτωση, η ΑΕ διατηρεί περισσότερο ενεργό ρόλο, καθώς αυτή, μέσω των αρμοδίων οργάνων της, είναι εκείνη που υποδεικνύει τον συγκεκριμένο μέτοχο, που θα αποκτήσει τις διαθέσιμες προς πώληση μετοχές.

    Tag Along Right

    Ως δυνητικός περιορισμός προβλέπεται, επίσης, ο όρος σύμφωνα με τον οποίο «…προκειμένου να εγκριθεί η μεταβίβαση μετοχών σε τρίτο, ο τρίτος θα δεσμευθεί να αποκτήσει μετοχές και άλλων μετόχων, που θα προσφερθούν με τους ίδιους όρους με τους οποίους εγκρίνεται η μεταβίβαση ή και διαφορετικούς όρους, κατά τις διατάξεις του καταστατικού» (άρ. 43 §2, περ. γ΄).

    Πρόκειται, στην προκειμένη περίπτωση, για δικαίωμα συμμεταβίβασης μετοχών των λοιπών μετόχων που δεν έχουν διαπραγματευτεί με τον τρίτο που επιθυμεί να αποκτήσει μετοχές της ΑΕ. Το δικαίωμα αυτό καλείται και δικαίωμα προσκολλήσεως (:tag along right). Αποσκοπεί στη διευκόλυνση εξόδου της μειοψηφίας, τα δικαιώματα της οποίας διασφαλίζει. Μέσω αυτού, τυχόν μειοψηφία προστατεύεται σε περίπτωση που δεν επιθυμεί να εγκλωβιστεί στην ΑΕ με άγνωστο/μη αποδεκτό από την ίδια πλειοψηφούντα μέτοχο.

    Drag Along Right

    Τέλος, ως περιορισμός προβλέπεται και ο όρος βάσει του οποίου «…σε περίπτωση μεταβίβασης μετοχών από μέτοχο σε τρίτο, οι λοιποί μέτοχοι θα υποχρεούνται να μεταβιβάσουν και αυτοί στον τρίτο ποσοστό αντίστοιχο μετοχών, σύμφωνα με τις διατάξεις του καταστατικού» (άρ. 43 §2, περ. δ΄).

    Η συγκεκριμένη πρόβλεψη θεμελιώνει το δικαίωμα συμπαρασύρσεως (:drag along right). Αναφέρεται στην περίπτωσης ύπαρξης προσφοράς για αγορά του συνόλου των μετοχών ή του πλειοψηφικού πακέτου από τρίτο. Εφόσον, στην περίπτωση αυτή, οι μέτοχοι συγκεκριμένης πλειοψηφίας συμφωνούν στην αγορά (του συνόλου της ΑΕ) από τον τρίτο, οι λοιποί μέτοχοι υποχρεούνται να (συμ)μεταβιβάσουν στον τελευταίο και τις δικές τους μετοχές. Μάλιστα, υπό τους ίδιους όρους και προϋποθέσεις με τους οποίους ο πλειοψηφών συμφώνησε.

    Το συγκεκριμένο δικαίωμα εξυπηρετεί, κατά τούτο, την πλειοψηφία. Επίσης, την ολοκλήρωση της αγοράς από τον τρίτο, που ευλόγως, ενδέχεται να μην επιθυμεί την ύπαρξη μειοψηφίας στην ΑΕ.

     

    Υποχρέωση Εξαγοράς Δεσμευμένων Μετοχών

    Ο νόμος θεσπίζει τη δυνατότητα πρόβλεψης υποχρέωσης της ΑΕ να εξαγοράζει τις δεσμευμένες μετοχές. Συγκεκριμένα: «…το καταστατικό μπορεί να προβλέπει ότι …αν η εταιρεία αρνηθεί να εγκρίνει τη μεταβίβαση των μετοχών ή δεν δίνει απάντηση στο μέτοχο μέσα στην προβλεπόμενη από το καταστατικό προθεσμία, υποχρεούται ύστερα από αίτηση του μετόχου και μέσα σε…3 μήνες από την υποβολή της, να εξαγοράσει τις μετοχές…» (άρ. 43§3).

    Παρά την κακότεχνη διατύπωση της σχετικής ρύθμισης, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η σχετική δυνατότητα εξαγοράς, μπορεί να προβλεφθεί καταστατικά για κάθε προβλεπόμενο περιορισμό μεταβίβασης στον οποίο εμπλέκεται η ΑΕ. Έτσι, αποφεύγεται η πιθανότητα εγκλωβισμού στην ΑΕ μετόχου, ο οποίο θέλει να αποχωρήσει από αυτή.

     

    Οι Περιπτώσεις Θανάτου, Κατάσχεσης, Πτώχευσης, Άλλης Συλλογικής Διαδικασίας Εκποίησης

    Οι περιορισμοί στη μεταβίβαση των μετοχών δεν ισχύουν, κατά βάση, σε περίπτωση θανάτου, κατάσχεσης, πτώχευσης ή υπαγωγής του μετόχου σε άλλη συλλογική διαδικασία εκποίησης της περιουσίας του (άρ. 43 §4).

    Το καταστατικό, ωστόσο, μπορεί να ορίζει πως στις συγκεκριμένες περιπτώσεις οι μετοχές εξαγοράζονται από πρόσωπο που υποδεικνύει η ΑΕ (ή από εκείνους τους μετόχους της που θα ασκήσουν δικαίωμα προτίμησης). Το καταβληθησόμενο τίμημα θα προσδιορισθεί από το αρμόδιο δικαστήριο, με τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας.

    Η συγκεκριμένη υπόδειξη, από μέρους της ΑΕ, οφείλει να λάβει χώρα μέσα σε  αποκλειστική προθεσμία ενός μήνα από τότε που (η ΑΕ) πληροφορήθηκε κάποιο από τα συγκεκριμένα γεγονότα. Οφείλει, επίσης, να γνωστοποιείται, ανάλογα με την περίπτωση, στον μέτοχο, τον κληρονόμο ή κληροδόχο, τον δανειστή, τον σύνδικο ή το όργανο της άλλης συλλογικής διαδικασίας.

    Η σχετική πρόβλεψη εξυπηρετεί το εταιρικό συμφέρον και τους λοιπούς μετόχους. Ο προσδιορισμός του τιμήματος εξαγοράς από το αρμόδιο δικαστήριο είναι δεδομένο πως θα καθυστερήσει σημαντικά την ολοκλήρωση της σχετικής διαδικασίας. Ευκταίο θα ήταν να γινόταν νομολογιακά αποδεκτός ο σχετικός καταστατικός προσδιορισμός του.

     

    Οι Περιορισμοί Μεταβίβασης Ομολογιών

    Οι περιορισμοί μεταβίβασης των μετοχών, μπορούν αντίστοιχα να εφαρμοστούν στην περίπτωση του ομολογιακού δανείου. Συγκεκριμένα, ο νόμος προβλέπει ότι η σχετική εφαρμογή των περιορισμών αυτών μπορεί να αποτελέσει απόφαση του οργάνου που αποφασίζει την έκδοση ομολογιακού δανείου με ονομαστικές, μετατρέψιμες ή ανταλλάξιμες ομολογίες. Σε περίπτωση, μάλιστα, μεταβίβασης ομολογιών κατά παράβαση των περιορισμών που τυχόν αποφασίζονται, αυτή είναι άκυρη (άρ. 43 §5).

     

    Η έκδοση δεσμευμένων μετοχών, μετοχών δηλ. για τις οποίες τίθενται καταστατικοί περιορισμοί στη μεταβίβασή τους, συναρτάται με τη διαφύλαξη μετοχικών ισορροπιών αλλά και, σε σημαντικό βαθμό, με την ίδια την ύπαρξη της ΑΕ. Η εμπειρία δείχνει πως η ενδεχόμενη μη θέσπισή τους είναι δυνατό να έχει ολέθρια αποτελέσματα για την τελευταία. Επιβεβλημένη, ως εκ τούτου (κι όχι μόνον ευκταία) η προσεκτική θέσπιση των βέλτιστων, κατά περίπτωση, περιορισμών. Αντίστοιχα σημαντική όμως και η, υπό προϋποθέσεις, συμφωνία για την παροχή δικαιώματος προαίρεσης για μεταβίβαση ή απόκτηση μετοχών μη εισηγμένων σε ρυθμιζόμενη αγορά. Περί αυτού όμως επόμενη αρθρογραφία μας.-

    Σταύρος Κουμεντάκης
    Managing Partner

     

    Υ.Γ. Συνοπτική έκδοση του άρθρου δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ, στις 24 Ιουλίου 2022.

     

    Η πληροφόρηση που εμπεριέχεται στο παρόν άρθρο δεν συνιστά (ούτε και έχει σκοπό να αποτελέσει) νομική συμβουλή. Μια τέτοια νομική συμβουλή είναι δυνατό να παρασχεθεί μόνον από αρμόδιο δικηγόρο ο οποίος θα λάβει υπόψη του το σύνολο των δεδομένων που θα του εκθέσετε για την υπόθεσή σας. Αναλυτικά.

  • Το Δικαίωμα Προτίμησης Κατά Την Αύξηση Κεφαλαίου

    Το Δικαίωμα Προτίμησης Κατά Την Αύξηση Κεφαλαίου

    Σε προηγούμενη αρθρογραφία μας προσεγγίσαμε τα σχετικά με την αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου της ΑΕ. Εκεί, μας δόθηκε η ευκαιρία να διαπιστώσουμε τη σημασία της αύξησης στη χρηματοδότησή της και, κατ΄ επέκταση, την επίτευξη των καταστατικών της στόχων. Όσο προφανή όμως τα πλεονεκτήματά της άλλο τόσο δεδομένοι και οι συναφείς κίνδυνοι˙ ιδίως όσον αφορά τους παλαιούς μετόχους (ενδεικτικά: από τη διατάραξη των μετοχικών ισορροπιών, τις ανεπιθύμητες αλλαγές στη διοίκηση, ακόμα και την, σε κάποιες ακραίες περιπτώσεις, βίαιη έξοδο των μετόχων μειοψηφίας από την ΑΕ κλπ.). Τους συγκεκριμένους (και όχι μόνον) κινδύνους επιχειρεί να τιθασεύσει (ή, έστω, επαρκώς διαχειριστεί) ο νομοθέτης μέσω του δικαιώματος προτίμησης.

     

    Έννοια & Φορείς

    Την έννοια του δικαιώματος προτίμησης προσδιορίζει ο ίδιος ο νόμος: «Σε κάθε περίπτωση αύξησης του κεφαλαίου, που δεν γίνεται με εισφορά σε είδος, καθώς και σε περίπτωση έκδοσης ομολογιών με δικαίωμα μετατροπής σε μετοχές, παρέχεται δικαίωμα προτίμησης σε ολόκληρο το νέο κεφάλαιο ή το ομολογιακό δάνειο, υπέρ των μετόχων που υφίστανται κατά το χρόνο της έκδοσης, ανάλογα με τη συμμετοχή τους στο υφιστάμενο κεφάλαιο» (άρθρο 26§1 ν. 4548/18).

    Το συγκεκριμένο δικαίωμα δικαιούται να ασκήσει κάθε μέτοχος, που φέρει τη συγκεκριμένη ιδιότητα κατά το χρόνο λήψης της απόφασης για αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου. Αποκτά, μέσω αυτού, τη δυνατότητα να του παρασχεθούν νέες μετοχές, που εκδίδονται λόγω της αύξησης (ή έκδοσης των μετατρέψιμων ομολογιών), κατ’ αριθμό ανάλογες με εκείνες που ήδη διαθέτει. Στην περίπτωση που άλλος μεν μέτοχος έχει την ψιλή κυριότητα και άλλος την επικαρπία της μετοχής, το δικαίωμα προτίμησης αναγνωρίζεται στον ψιλό κύριο-με το επιχείρημα ότι δεν συνιστά καρπό ή ωφέλεια του μετοχικού δικαιώματος (ενδ.: 577/2010 ΕφΘεσσ).

    Το εν λόγω δικαίωμα γεννάται σε κάθε περίπτωση αύξησης (τακτικής ή έκτακτης) του μετοχικού κεφαλαίου. Ρητά εξαιρείται, ωστόσο, η περίπτωση της αύξησης με εισφορές σε είδος. Η πρόβλεψη μοιάζει εύλογη: οι εισφορές σε είδος αποσκοπούν, κατά βάση, σε περιουσιακά στοιχεία, τα οποία ανήκουν σε συγκεκριμένο, μόνον, πρόσωπο. Προβλέπεται, εντούτοις, πως το καταστατικό μπορεί να επεκτείνει το δικαίωμα προτίμησης και σε περιπτώσεις αύξησης με εισφορές σε είδος (άρθρο 26 §1, εδ. β΄).  

    Ένα, ειδικότερο, περιεχόμενο προβλέπεται στο δικαίωμα προτίμησης, στην περίπτωση που η ΑΕ έχει εκδώσει περισσότερες κατηγορίες μετοχών. Κατηγορίες μετοχών, λ.χ., στις οποίες δεν ταυτίζονται τα επιμέρους δικαιώματα ψήφου ή συμμετοχής στα κέρδη ή στη διανομή του προϊόντος της εκκαθάρισης. Είναι δυνατή στην περίπτωση αυτή, υπό την προϋπόθεση σχετικής καταστατικής πρόβλεψης, η αύξηση κεφαλαίου με μετοχές μιας, μόνον, από τις περισσότερες κατηγορίες. Το δικαίωμα προτίμησης παρέχεται, τότε-κατά προτεραιότητα, στους μετόχους της κατηγορίας, στην οποία ανήκουν οι νέες μετοχές. Εφόσον δεν ασκηθεί στο σύνολό του, καλούνται αναλογικά να το ασκήσουν, κατά το εναπομένον, οι μέτοχοι των λοιπών κατηγοριών.

     

    Νομική Φύση & Δυνατότητα Μεταβίβασης

    Όπως επισημαίνεται στη νομολογία (ενδ. 3403/2006 ΕφΑθ), το δικαίωμα προτίμησης ανήκει στα γενικά μετοχικά δικαιώματα. Σε εκείνα, δηλ., τα δικαιώματα που ανήκουν σε όλους τους μετόχους-κατ` αναλογία της συμμετοχής τους στο εταιρικό κεφάλαιο. Χαρακτηρίζεται ως μικτό μετοχικό δικαίωμα καθώς συγκεντρώνει στοιχεία περιουσιακών και διοικητικών δικαιωμάτων. Η άσκησή του εμπεριέχει δήλωση βούλησης του μετόχου για ανάληψη των νέων μετοχών της ΑΕ, κατ’ αναλογία του ποσοστού συμμετοχής του. Συνιστά, κατ’ ουσίαν, νόμιμο περιορισμό της συμβατικής ελευθερίας της ΑΕ.

    Ωστόσο, ως προς το μεταβιβαστό του εν λόγω δικαιώματος ανακύπτουν ορισμένα ζητήματα. Το δικαίωμα προτίμησης, έως ότου αποφασισθεί από το αρμόδιο όργανο η αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου, «..αποτελεί ένα αφηρημένο λανθάνον δικαίωμα (προκαταρκτικό) του οριστικού δικαιώματος (του συγκεκριμένου οριστικού δικαιώματος προτίμησης)» (ενδ. 3403/2006 ΕφΑθ). Το αφηρημένο αυτό δικαίωμα βρίσκεται, έτσι, σε μια κατάσταση «μετέωρη». Πιο συγκεκριμένα: τελεί υπό την αναβλητική αίρεση της λήψης απόφασης για την αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου.

    Κατά το στάδιο της συγκεκριμένης, αναβλητικής, αίρεσης, οι παλαιοί μέτοχοι δεν έχουν οποιαδήποτε αξίωση για ανάληψη νέων μετοχών. Ταυτόχρονα, το δικαίωμα προτίμησης συνδέεται άρρηκτα με την μετοχή και δεν είναι δυνατό να χωρισθεί απ` αυτήν. Δεν μπορεί, ως εκ τούτου, και να μεταβιβασθεί. Μετά, όμως, την πλήρωση της συγκεκριμένης αναβλητικής αίρεσης (:απόφαση για αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου), οι (υπό αίρεση) δικαιούχοι καθίστανται οριστικοί. Το συγκεκριμένο, πλέον, δικαίωμα προτίμησης συνιστά αυτοτελές ενοχικό δικαίωμα με περιουσιακό χαρακτήρα. Είναι δυνατό, ως εκ τούτου, να μεταβιβασθεί αυτοτελώς.

    Μερίδα, ωστόσο, της θεωρίας χαρακτηρίζει εσφαλμένη τη θέση αυτή της νομολογίας. Υποστηρίζεται ότι το αφηρημένο δικαίωμα προτίμησης, πρέπει να διακριθεί από το δικαίωμα προτίμησης που αφορά σε συγκεκριμένη αύξηση, ακόμη και μελλοντική ή ενδεχόμενη να λάβει χώρα. Το τελευταίο (:δικαίωμα προτίμησης που αφορά σε μελλοντική η ενδεχόμενη αύξηση) είναι μεταβιβάσιμο, ακόμη και πριν τη λήψη της σχετικής απόφασης-ως δικαίωμα προσδοκίας.

     

    Δικαίωμα Προτίμησης Δευτέρου Βαθμού

    Σημαντική πρόβλεψη του ν. 4548/2018 (η οποία επισημαίνεται και στην Αιτιολογική Έκθεση του νόμου επί του άρθρου 26), συνιστά η πρόβλεψη του δικαιώματος προτίμησης «δευτέρου βαθμού» στις αδιάθετες μετοχές.

    Ορίζεται, συγκεκριμένα, ότι, εφόσον παραμείνουν αδιάθετες μετοχές μετά τη (μη) άσκηση του δικαιώματος προτίμησης, μπορεί να παρέχεται προτεραιότητα ως προς αυτές «…στους μετόχους, που άσκησαν ήδη το δικαίωμα προτίμησης, καθώς και σε άλλα πρόσωπα που κατέχουν εν γένει τίτλους μετατρέψιμους σε μετοχές»-(τέτοιοι, λ.χ., συνιστούν οι μετατρέψιμες και ανταλλάξιμες ομολογίες και τα warrants, άρθρο 26 §4 in fine).

    Το συγκεκριμένο δικαίωμα προτίμησης δευτέρου βαθμού μπορεί να προβλέπεται από το καταστατικό. Στην περίπτωση όμως που δεν υπάρχει τέτοια καταστατική πρόβλεψη, το περιεχόμενο (και οι δικαιούχοι) του προσδιορίζονται από το Διοικητικό Συμβούλιο που θα κληθεί να διαθέσει τις μετοχές που απέμειναν αδιάθετες.

     

    Πρόσκληση Άσκησης

    Προκειμένου να ασκηθεί το δικαίωμα προτίμησης θα πρέπει να προηγηθεί η σχετική πρόσκληση. Επίσης η δημοσίευσή της στο Γ.Ε.ΜΗ. με επιμέλεια της ΑΕ (άρθρο 26 §3). Η προθεσμία άσκησής του συνιστά υποχρεωτικό περιεχόμενό της. Το καταστατικό είναι δυνατό να επιβάλλει ευρύτερη δημοσιότητα.

    Είναι, όμως, δυνατό να παραλειφθεί η σχετική πρόσκληση και, κατ’ επέκταση, η γνωστοποίηση της σχετικής προθεσμίας, στις ακόλουθες δύο, εναλλακτικά, περιπτώσεις: (α) εφόσον στη ΓΣ που αποφάσισε την αύξηση παρέστησαν όλοι οι μέτοχοι-που εκπροσωπούν το σύνολο του μετοχικού κεφαλαίου και έλαβαν γνώση της προθεσμίας που τάχθηκε για την άσκηση του δικαιώματος προτίμησης ή/και (β) εφόσον το σύνολο των μετόχων δήλωσε, με οποιονδήποτε τρόπο, ότι θα ασκήσει ή δεν θα ασκήσει το σχετικό δικαίωμα. Στις δύο, συγκεκριμένες, περιπτώσεις, τυχόν εμμονή στις διατυπώσεις δημοσιότητας θα καθίστατο, απλώς, τυπολατρική και αδικαιολόγητη.

    Από τη δυνατότητα παράλειψης εξαιρείται, ωστόσο, η περίπτωση που, στο πλαίσιο τακτικής αύξησης, εξουσιοδοτείται το ΔΣ, να προσδιορίσει την τιμή διάθεσης των νέων μετοχών. Επίσης, επί εκδόσεως προνομιούχων μετοχών με δικαίωμα απόληψης τόκου, το επιτόκιο και τον τρόπο υπολογισμού του (άρθρο 25 §2). Μοιάζουν εύλογες οι συγκεκριμένες εξαιρέσεις καθώς, και στις δύο περιπτώσεις, οι μέτοχοι αγνοούν ουσιαστικές πληροφορίες για την άσκηση του δικαιώματος προτίμησής τους.

    Εναλλακτικά με τη δημοσίευση της πρόσκλησης στο Γ.Ε.ΜΗ για την άσκηση του δικαιώματος προτίμησης, παρέχεται δυνατότητα αντικατάστασής της με συστημένη, «επί αποδείξει», επιστολή προς τους μετόχους˙ και τούτο, χωρίς να είναι αναγκαία σχετική καταστατική πρόβλεψη.

    Η προθεσμία άσκησης του δικαιώματος προτίμησης εκκινεί από την με οποιαδήποτε, κατά τα ανωτέρω, γνώση της σχετικής πρόσκλησης από τους μετόχους [ή από τον χρόνο λήψης της σχετικής απόφασης του ΔΣ, το νωρίτερο, στην περίπτωση εξουσιοδότησής του στο πλαίσιο τακτικής αύξησης (άρθρο 25 §2)].

     

    Προθεσμία Άσκησης

    Το όργανο της ΑΕ (ΓΣ ή ΔΣ) που αποφασίζει την αύξηση προβαίνει και στον ορισμό της προθεσμίας εντός της οποίας είναι δυνατή η άσκηση το δικαιώματος προτίμησης (άρθρο 26 §2). Η προθεσμία, όμως, αυτή δεν είναι δυνατό να είναι μικρότερη των δεκατεσσάρων (14) ημερών κι ούτε να υπερβεί την προθεσμία καταβολής της αύξησης-δηλ. τους τέσσερις (4) μήνες (άρθρο 20 §2).

    Σε περίπτωση που το όργανο της ΑΕ που αποφασίζει την αύξηση παραλείψει να ορίσει την προθεσμία άσκησης του δικαιώματος προτίμησης, θα οριστεί με απόφαση του ΔΣ (άρθρο 26 §3). Πάντοτε όμως μέσα στα προαναφερθέντα χρονικά όρια (:14 ημέρες έως 4 μήνες).

    Ειδικά όσον αφορά τον προσδιορισμό της προθεσμίας άσκησης του δικαιώματος προτίμησης από τους λοιπούς (άλλων κατηγοριών) μετόχους, αρμόδιο όργανο ορίζεται, επίσης, εκείνο που αποφασίζει την αύξηση. Η σχετική προθεσμία δεν μπορεί να είναι μικρότερη των δέκα (10) ημερών. Εκκινεί από την επομένη της λήξης της προθεσμίας άσκησης του δικαιώματος προτίμησης για τους μετόχους της κατηγορίας στην οποία ανήκουν οι νέες μετοχές (άρθρο 26 §2 in fine).

     

    Μη Άσκηση Του Δικαιώματος Προτίμησης

    Εφόσον παρέλθουν άπρακτες οι (ανωτέρω) προθεσμίες άσκησης του δικαιώματος προτίμησης, ακολουθεί η ελεύθερη διάθεση των μετοχών-υπό την επιφύλαξη αντίθετης πρόβλεψης του καταστατικού (άρθρο 26 §4).

    Αρμόδιο όργανο για την ελεύθερη διάθεση των μετοχών είναι ΔΣ. Γίνεται, μάλιστα, δεκτό ότι δικαιούται να προβεί σε ελεύθερη διάθεσή τους και πριν την άπρακτη παρέλευση των προθεσμιών που ανωτέρω αναφέρθηκαν. Απαιτείται, ωστόσο, η ύπαρξη ανέκκλητων δηλώσεων του συνόλου των μετόχων, που δεν άσκησαν το δικαίωμά τους, ότι δεν θα το ασκήσουν.

    Ο νόμος θέτει περιορισμό ως προς την ελεύθερη διάθεση των μετοχών από το ΔΣ. Συγκεκριμένα, το ΔΣ δεν μπορεί να διαθέσει τις αδιάθετες μετοχές σε τιμή κατώτερη της τιμής που καταβάλλουν οι υφιστάμενοι μέτοχοι. Κατά τα λοιπά, προβαίνει στη διάθεση κατά την κρίση του, με γνώμονα σαφώς το εταιρικό συμφέρον.

     

    Το δικαίωμα προτίμησης στην αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου της ΑΕ διασφαλίζει τους, κατά το χρόνο της σχετικής απόφασης, μετόχους. Διασφαλίζει, μεταξύ άλλων, πως δεν θα απομειωθεί, χωρίς να το επιλέξουν (ή αποδεχθούν), η μετοχική τους συμμετοχή, δεν θα διαταραχθούν οι μετοχικές ισορροπίες, δεν θα επηρεαστεί η διοίκηση της ΑΕ. Η συγκεκριμένη διασφάλιση είναι μεν κρίσιμη, όχι όμως χωρίς εξαιρέσεις. Περί αυτών, των κρίσιμων δηλ. εξαιρέσεων και των συνεπειών τους: σε επόμενη αρθρογραφία μας.

    Σταύρος Κουμεντάκης
    Managing Partner

     

    Υ.Γ. Συνοπτική έκδοση του άρθρου δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ, στις 10 Απριλίου 2022.

    Η πληροφόρηση που εμπεριέχεται στο παρόν άρθρο δεν συνιστά (ούτε και έχει σκοπό να αποτελέσει) νομική συμβουλή. Μια τέτοια νομική συμβουλή είναι δυνατό να παρασχεθεί μόνον από αρμόδιο δικηγόρο ο οποίος θα λάβει υπόψη του το σύνολο των δεδομένων που θα του εκθέσετε για την υπόθεσή σας. Αναλυτικά.

  • Κοινή Επενδυτική Μερίδα

    Κοινή Επενδυτική Μερίδα

    Όλοι γνωρίζουμε τον Κοινό, τραπεζικό, Λογαριασμό. Με την αξιοποίηση των ευχερειών του, περισσότεροι από ένας καταθέτες μπορούν να παρακάμψουν την κληρονομική διαδοχή και να αποφύγουν την καταβολή φόρου κληρονομιάς και δωρεάς. Σε ένα πρώτο επίπεδο-τουλάχιστον. Τι συμβαίνει όμως όταν το κοινό περιουσιακό στοιχείο περισσοτέρων είναι άυλες μετοχές, αντί χρηματικών καταθέσεων; Τη λύση μπορούμε να αναζητήσουμε στην Κοινή Επενδυτική Μερίδα, που μας παρέχει αντίστοιχες ευχέρειες, όπως αυτές αποτυπώνονται στον Κανονισμό ΕΛ.Κ.Α.Τ.-που πρόσφατα εγκρίθηκε με απόφαση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς (:6/904/26.2.2021 (ΦΕΚ B1007/16.03.2021). Ας ξεκινήσουμε όμως από τις ρυθμίσεις του Κοινού τραπεζικού Λογαριασμού που αντίστοιχες θα συναντήσουμε και στην Κοινή Επενδυτική Μερίδα.

     

    Ο Κοινός τραπεζικός Λογαριασμός

    Ο Κοινός τραπεζικός Λογαριασμός διέπεται από τις διατάξεις του νόμου (ν. 5638/1932 «περί καταθέσεως εις κοινόν λογαριασμόν»). Η εισροή κεφαλαίων από το εξωτερικό και, ειδικότερα, η εισροή κεφαλαίων Ελλήνων που διαβιούσαν στην αλλοδαπή ήταν ο σκοπός της εισαγωγής του στην ελληνική πραγματικότητα. Ο στόχος αυτός, άλλωστε, ρητά διατυπώνεται και στην Αιτιολογική Έκθεση του σχετικού νομοθετήματος.

    Ο Έλληνας νομοθέτης αποσκοπούσε, συγκεκριμένα, να καταστήσει ανταγωνιστικές τις ελληνικές τράπεζες σε σχέση με τις αντίστοιχες του εξωτερικού. Τον στόχο αυτό επεδίωξε να υλοποιήσει με τη θέσπιση ενός μέσου καταθέσεων, που θα προσέφερε σειρά ευνοϊκών ρυθμίσεων για τους καταθέτες. Μεταξύ αυτών, η απαλλαγή από τον φόρο κληρονομιάς και η δυνατότητα παράκαμψης της κληρονομικής διαδοχής.

    Όσον αφορά, ειδικότερα, την περίπτωση της κληρονομικής διαδοχής προβλέπεται η δυνατότητα συμφωνίας με βάση την οποία «…άμα τω θανάτω οιουδήποτε των δικαιούχων η κατάθεσις και ο εκ ταύτης λογαριασμός περιέρχεται αυτοδικαίως εις τους λοιπούς επιζώντας μέχρι του τελευταίου τούτων». Ο όρος αυτός, μάλιστα, συνοδεύεται από μια άκρως συμφέρουσα ρύθμιση για τους λοιπούς επιζώντες. Προβλέπεται, συγκεκριμένα, ότι στην περίπτωση θανάτου ενός από τους δικαιούχους «…η κατάθεσις περιέρχεται εις αυτούς (:τους λοιπούς επιζώντες) ελευθέρα παντός φόρου κληρονομίας ή άλλου τέλους. Αντιθέτως η απαλλαγή αυτή δεν επεκτείνεται επί των κληρονόμων του τελευταίου απομείναντος δικαιούχου» (άρθρο 2 ν. 5638/1932).

    Από το γράμμα του νόμου συνάγεται, όπως και εισαγωγικά εξάλλου αναφέραμε, πως αντικείμενο του κοινού λογαριασμού μπορούν να αποτελέσουν, αποκλειστικά, χρηματικές καταθέσεις (άρθρο 1 ν. 5638/1932).

    Είναι προφανές πως, με βάση τα παραπάνω δεδομένα, δεν καλύπτονται από το συγκεκριμένο νομοθέτημα μη χρηματικές αξίες. Κινητές αξίες και χρεόγραφα-λ.χ. Σε ορισμένες περιπτώσεις, ωστόσο, ο νομοθέτης επέλεξε την αναλογική εφαρμογή των ευνοϊκών ρυθμίσεων του νόμου για τον κοινό λογαριασμό. Ενδεικτικά: στους τίτλους του Δημοσίου με λογιστική μορφή. Στην περίπτωση της Κοινής Επενδυτικής Μερίδας επίσης. Η τελευταία αφορά στην κατοχή αΰλων τίτλων-μετοχών δηλ., μεταξύ άλλων, που είναι εισηγμένες στο ελληνικό χρηματιστήριο.

     

    Η συγκυριότητα επί αΰλων τίτλων

    Η κατοχή αΰλων τίτλων και η ανάπτυξη επενδυτικής δραστηριότητας στην ελληνική Κεφαλαιαγορά μέσω ανοίγματος Λογαριασμού Αξιογράφων, προϋποθέτει για τον καθένα επενδυτή να νομιμοποιείται-να διαθέτει Μερίδα δηλ. στο όνομά του. Η τελευταία περιέχει τα στοιχεία αναγνώρισής του και λαμβάνει από την ΕΛ.Κ.Α.Τ., κατά το άνοιγμά της, έναν Κωδικό Αριθμό Μερίδας Μητρώου (Κ.Α.Μ.ΜΗ.) που είναι μοναδικός στο Σ.Α.Τ. και δεν μεταβάλλεται (:Ενότητα III, Mέρος 4, 4.1 και 4.3. Κανονισμού της Ελληνικό Κεντρικό Αποθετήριο Τίτλων ΑΕ-ΕΛ.Κ.Α.Τ., το περιεχόμενο του οποίου ενέκρινε με πρόσφατη απόφασή της  η Επιτροπής Κεφαλαιαγορά: 6/904/26.2.2021 (ΦΕΚ B1007/16.03.2021), στη βάση της διάταξης του άρθρου 4 ν. 4569/2018 και του Κανονισμού (ΕΕ) 909/2014 (CSDR)

    Είναι ενδεχόμενο, κάποιες φορές, δύο ή περισσότεροι επενδυτές να είναι συγκύριοι κάποιων μετοχών. Στην περίπτωση αυτή προϋποτίθεται, κατ’ αντιστοιχία όσων ισχύουν για τις έγχαρτες μετοχές, η σύμπραξη όλων, ανεξαιρέτως, των συγκυρίων για κάθε σχετική με αυτές πράξη.

    Στην περίπτωση που υπάρχει συγκυριότητα σε άυλους τίτλους προβλέπεται η δυνατότητα σχηματισμού Μερίδας Συγκυρίων. Προϋποτίθεται πως κάθε ένας από τους συγκυρίους διαθέτει αυτοτελή Μερίδα Πελάτη. Η Μερίδα  Συγκυρίων προσδιορίζεται αφενός από τα πρόσωπα των συγκυρίων αφετέρου από το ποσοστό συγκυριότητάς τους στις αξίες (Ενότητα III, Μέρος 5, 5.2.2. Κανονισμού ΕΛ.Κ.Α.Τ.).

    Για τους κοινούς τίτλους που είναι καταχωρισμένοι σε Μερίδα Συγκυριών, προβλέπεται πως σε περίπτωση οποιασδήποτε μεταβολής των συγκυρίων ή του ποσοστού συγκυριότητας στις συγκεκριμένες αξίες, απαιτείται δημιουργία νέας Μερίδας Συγκυρίων. Η νέα, αυτή, Μερίδα προσδιορίζεται, επίσης, από τα νέα στοιχεία των συγκυρίων και τα νέα ποσοστά συγκυριότητας.

    Δεν απαιτείται, κατ’ εξαίρεση, δημιουργία νέας Μερίδας Επενδυτή Συγκυρίων στην περίπτωση θανάτου κάποιου από αυτούς. Στην περίπτωση αυτή, η ΕΛ.Κ.Α.Τ. μεταβάλλει τα πρόσωπα των συνδικαιούχων εγγράφοντας στη θέση του  θανόντος τους κληρονόμους του. Αυτονοήτως, μεταβάλλοντας, αντίστοιχα, τα ποσοστά συγκυριότητας (:Ενότητα III, Μέρος 5, 52.7. Κανονισμού ΕΛ.Κ.Α.Τ.).

    Όσα αμέσως παραπάνω αναφέρονται δεν ισχύουν, ωστόσο, στην περίπτωση που αξιοποιηθεί η δυνατότητα καταχώρισης σε Κ.Ε.Μ.

     

    Η Κοινή Επενδυτική Μερίδα-Γενικά

    Η Κοινή Επενδυτική Μερίδα (:Κ.Ε.Μ.) είναι δυνατό να δημιουργηθεί με αίτηση δύο ή περισσότερων φυσικών προσώπων εφόσον ενεργούν ως συνδικαιούχοι κοινού λογαριασμού αξιογράφων κατά τις διατάξεις της παρ. 6 του άρθρου 13 του ν. 4569/2018. Νομικό πρόσωπο, επομένως, δεν μπορεί να συμπράξει στη δημιουργία Κ.Ε.Μ. (:Ενότητα III, Μέρος 5, 5.1.1. Κανονισμού ΕΛ.Κ.Α.Τ.)

    Η Κ.Ε.Μ. προσδιορίζεται, σαφώς, από τα πρόσωπα των συνδικαιούχων, τα οποία -όπως προβλέπεται- είναι από κοινού κύριοι των αξιών που καταχωρούνται σε αυτή (:5.2. Κανονισμού ΕΛ.Κ.Α.Τ.).

    Όπως, ήδη, ανωτέρω επισημάναμε, ιδιαιτερότητα της Κ.Ε.Μ. αποτελεί το γεγονός ότι η μερίδα αυτή διέπεται από τις διατάξεις που διέπουν τον Κοινό, τραπεζικό, Λογαριασμό (:ν. 5638/1932).

     

    Τα χαρακτηριστικά της Κ.Ε.Μ.

    Γενικά

    Η σύμβαση σύναψης της Κ.Ε.Μ. περιέχει τους επιμέρους όρους για τη λειτουργία της. Η δημιουργία Κ.Ε.Μ., ωστόσο, διακρίνεται για συγκεκριμένα χαρακτηριστικά της.

    Κάθε Συμμετέχων σε Λογαριασμό Αξιογράφων Κοινής Επενδυτικής Μερίδας υλοποιεί με ευθύνη του κάθε πράξη που αφορά στη λειτουργία του σχετικού Λογαριασμού Αξιογράφων στο Σ.Α.Τ., ενεργώντας για λογαριασμό (και) των συνδικαιούχων. Κάθε συνδικαιούχος, επομένως, μπορεί να ενεργεί ατομικά, χωρίς τη σύμπραξη των λοιπών (:5.1.6. Κανονισμού ΕΛ.Κ.Α.Τ.). Μεταξύ των συνδικαιούχων, ωστόσο, καθορίζεται η ιεραρχική τους σειρά, η οποία υποδεικνύει εκείνον που νομιμοποιείται να ενεργεί ως εκπρόσωπος όλων (:5.1.5.β. Κανονισμού ΕΛ.Κ.Α.Τ.)

     

    Η περίπτωση θανάτου κάποιου από τους συνδικαιούχους

    Η μεταβολή των προσώπων που αποτελούν τους συνδικαιούχους της Κ.Ε.Μ. δεν είναι δυνατή. Συγκεκριμένα, σε περίπτωση θανάτου συνδικαιούχου (και εφόσον δεν έχει δηλωθεί η εφαρμογή του όρου του εδαφ. α΄ του άρθρου 2 του ν. 5638/1932), το υπόλοιπο Αξιογράφων που αντιστοιχεί στα δικαιώματα των κληρονόμων ή κληροδοτών μεταφέρεται σε δικούς τους Λογαριασμούς Αξιογράφων Μερίδων (5.1.8. Κανονισμού ΕΛ.Κ.Α.Τ.).

    Ωστόσο, διαφορετική είναι η περίπτωση κατά την οποία εφαρμόζεται η διάταξη του άρθρου 2 ν. 5638/1932. Στην τελευταία περίπτωση, οι αξίες  περιέρχονται αυτοδίκαια στους λοιπούς συνδικαιούχους. Συγκεκριμένα, η ΕΛ.Κ.Α.Τ. τροποποιεί τα στοιχεία της Κ.Ε.Μ, καθώς διαγράφει τα στοιχεία του θανόντα. Όμως, η ιεραρχική σειρά των συνδικαιούχων διατηρείται, όπως αυτή είχε εξαρχής αποτυπωθεί (:5.1.9. Κανονισμού ΕΛ.Κ.Α.Τ.).

    Ενδέχεται, βέβαια, ως λογικό επακόλουθο, ύστερα από τον θάνατο των λοιπών συνδικαιούχων, να απομείνει μόνο ένας επιζών. Στην περίπτωση αυτή, οι καταχωρημένες στην Κ.Ε.Μ. αξίες περιέρχονται στον τελευταίο εναπομείναντα. Ο τελευταίος υποχρεούται, στην περίπτωση αυτή, να προβεί σε ενοποίηση της Κ.Ε.Μ. με την ατομική του Μερίδα Πελάτη (:5.1.9. Κανονισμού ΕΛ.Κ.Α.Τ.).

     

     

    Οι διατάξεις για τους Κοινούς τραπεζικούς Λογαριασμούς (:ν. 5638/1932) είναι απολύτως ευνοϊκές για τους συνδικαιούχους τους. Η εφαρμογή τους στις Κοινές Επενδυτικές Μερίδες, στοχεύει να παράσχει (και παρέχει) στις τελευταίες και τους συγκυρίους τους αντίστοιχες διευκολύνσεις με αυτές του κοινού, τραπεζικού, λογαριασμού.

    Οι ευχέρειες που παρουσιάζει η δημιουργία Κ.Ε.Μ. εντοπίζεται, σαφώς, σε θέματα κληρονομικής διαδοχής, καθώς, σε περίπτωση θανάτου ενός δικαιούχου Κ.Ε.Μ., οι αξίες που βρίσκονται στην κοινή επενδυτική μερίδα περιέρχονται αυτοδικαίως στους συνδικαιούχους του.

    Τα πλεονεκτήματα της Κοινής Επενδυτικής Μερίδας είναι πολλαπλά.

    Η αξιοποίησή τους είναι δυνατό να λειτουργήσει, το δίχως άλλο, (και) στο πλαίσιο ενός ευρύτερου φορολογικού (οικογενειακού ή μη) σχεδιασμού και προγραμματισμού, που αφορά (και) τη διαχείριση μετοχών εισηγμένων εταιρειών και μερισμάτων.

    Προσοχή όμως!

    Η αξιοποίηση των πλεονεκτημάτων και ευχερειών τόσο του Κοινού τραπεζικού Λογαριασμού όσο και της Κοινής Επενδυτικής Μερίδας δεν είναι, πάντοτε, χωρίς παγίδες…

    Σταύρος Κουμεντάκης
    Managing Partner

     

    Υ.Γ. Συνοπτική έκδοση του άρθρου δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ, στις 18 Ιουλίου 2021.

    Η πληροφόρηση που εμπεριέχεται στο παρόν άρθρο δεν συνιστά (ούτε και έχει σκοπό να αποτελέσει) νομική συμβουλή. Μια τέτοια νομική συμβουλή είναι δυνατό να παρασχεθεί μόνον από αρμόδιο δικηγόρο ο οποίος θα λάβει υπόψη του το σύνολο των δεδομένων που θα του εκθέσετε για την υπόθεσή σας. Αναλυτικά.

  • Οικογενειακές επιχειρήσεις & διαδοχή… (η προστασία των διαδόχων μειοψηφίας & της εταιρείας)

    Οικογενειακές επιχειρήσεις & διαδοχή… (η προστασία των διαδόχων μειοψηφίας & της εταιρείας)

    Οι οικογενειακές επιχειρήσεις πολυεπίπεδα μας απασχόλησαν και μας απασχολούν. Μεταξύ άλλων: ως σημαντική παράμετρος της εθνικής οικονομίας και ως «σταυρόλεξο για δυνατούς λύτες» στο πλαίσιο της διαδικασίας διαδοχής. Αποδεικνύεται εξάλλου (το θέμα της διαδοχής) κυρίαρχο στις συγκεκριμένες επιχειρήσεις. Απασχολεί (και) εκείνον που ετοιμάζεται να παραδώσει, με δυσκολία πάντοτε, τη σκυτάλη στους διαδόχους του. Η διαδικασία, ο χρόνος και ο τρόπος της «αποκοπής» του από τα μετοχικά του δικαιώματα και η μεταβίβασή τους στον διάδοχο αποτέλεσαν αντικείμενο ενασχόλησης προηγούμενης αρθρογραφίας μας. Ομοίως και οι κίνδυνοι της «επόμενης μέρας» (εκείνης, δηλ., που ακολουθεί την διαδοχή) και οι τρόποι της διαχείρισής τους. Οπότε και επισημάναμε ότι μείζον θέμα αναδεικνύεται, πάντοτε, το πρόσωπο του διαδόχου-εκείνου στον οποίο θα παραδοθούν τα ηνία της επιχείρησης. Όχι σπάνια όμως θα πρέπει να αφεθούν και σε άλλους, πλην εκείνου, μειοψηφικά ποσοστά. Είναι δεδομένο πως και για κείνους (:τους διαδόχους μειοψηφίας) θα πρέπει να ληφθούν οι δέουσες πρόνοιες. Πρόνοιες που, πριν από όλα, θα αφορούν την προστασία και των δικών τους δικαιωμάτων. Στον περιορισμό, με άλλα λόγια, της «μονοκρατορίας» του πλειοψηφούντος.

    Ο δρόμος είναι ένας και μοναδικός: οι κατάλληλες καταστατικές ρυθμίσεις.

    Ας προσεγγίσουμε τις βασικότερες από αυτές-ειδικά στο πλαίσιο της ανώνυμης εταιρείας.

     

    Οι καταστατικές διασφαλίσεις των διαδόχων

    Είναι δεδομένο, όπως και εισαγωγικά υπονοήθηκε, πως ο μεταβιβάζων μέτοχος θα πρέπει να προσθέσει μια ακόμα μέριμνα στις ουκ ολίγες της διαδοχής. Οφείλει, συγκεκριμένα, να επαναπροσεγγίσει τις καταστατικές ρυθμίσεις της εταιρείας του στη βάση της πρόνοιας, κατ’ ελάχιστο, για: (α) τη διασφάλιση των δικαιωμάτων της μειοψηφίας, (β) τη διαφύλαξη των ποσοστών των μετόχων και την αποτροπή «κακόβουλων» αυξήσεων του μετοχικού κεφαλαίου, (γ) την εξίσωση των οικονομικών ωφελειών των μετόχων μέσω της (ενδεχόμενης) έκδοσης προνομιούχων μετοχών.

    Ειδικότερα:

    (α) Τα δικαιώματα της μειοψηφίας

    Η ιδιαίτερη σημασία των δικαιωμάτων της μειοψηφίας και η ασφάλεια που παρέχουν στους μειοψηφούντες μετόχους δεν θα μπορούσαν να μην μας έχουν απασχολήσει (ιδ. Η Μειοψηφία Και Τα Δικαιώματά Της Στην Ανώνυμη Εταιρεία & Τα Δικαιώματα Μειοψηφίας Στην Ανώνυμη Εταιρεία: Ο Έκτακτος Έλεγχος).

    Όπως, ήδη, επισημάναμε, ο σχετικά πρόσφατος νόμος για τις ανώνυμες εταιρείες (ν. 4548/2018) αναγνωρίζει (όπως και ο προκάτοχός του άλλωστε) σειρά δικαιωμάτων στους μειοψηφούντες μετόχους. Δικαιωμάτων που συναρτώνται με το ύψος του μετοχικού κεφαλαίου που καθένας χωριστά ή περισσότεροι μαζί εκπροσωπούν. Τα δικαιώματα μειοψηφίας με ενάργεια καταγράφονται σε επιμέρους διατάξεις του συγκεκριμένου νόμου (το άρθρο 141-κατά βάση αλλά και, διάσπαρτα, στις λοιπές διατάξεις του). Ξεχωριστού ενδιαφέροντος, όμως, είναι τα δικαιώματα που αναγνωρίζει ο νόμος (άρθρο 142) στους μειοψηφούντες μετόχους (εκείνους που εκπροσωπούν το 1/20 και 1/5 του μετοχικού κεφαλαίου) όσον αφορά τον έλεγχο της εταιρείας.

    Τα ποσοστά εκπροσώπησης του μετοχικού κεφαλαίου, τα οποία απαιτούνται για την άσκηση των δικαιωμάτων της μειοψηφίας δεν είναι υψηλά. Είναι, ωστόσο, δυνατό να μειωθούν ακόμα περισσότερο.  Η διάταξη του άρθρου 141 §13 είναι εκείνη που προβλέπει πως: «το καταστατικό μπορεί να μειώσει, όχι όμως πέραν του μισού, τα ποσοστά του καταβεβλημένου κεφαλαίου, που απαιτούνται για την άσκηση των δικαιωμάτων, σύμφωνα με το παρόν άρθρο». Αντίστοιχη η ρύθμιση και του άρθρου 142 §3 όσον αφορά τα δικαιώματα που αντιστοιχούν στους μετόχους που εκπροσωπούν το 1/5 του μετοχικού κεφαλαίου.

    Οι προβλέψεις, ενδεχομένως και διεύρυνση, των δικαιωμάτων μειοψηφίας παρέχουν τη δυνατότητα στο μέτοχο που μεταβιβάζει για μια «προστατευμένη» διαδοχή. Μια διαδοχή με διττή στόχευση: που θα προσφέρει ασφαλή πλειοψηφία για τη διοίκηση της ανώνυμης εταιρείας και, ταυτόχρονα, επαρκώς θα διασφαλίζει τους μειοψηφούντες και τα δικαιώματά τους. Αισθητά περιορίζοντας, κατ΄επιλογή, την «ενός ανδρός αρχή» του πλειοψηφούντος διαδόχου.

     

    (β) Οι ιδιαίτερες πρόνοιες όσον αφορά τη λήψη αποφάσεων αύξησης μετοχικού κεφαλαίου

    Είναι ενδεχόμενο να επιλέξει ο μεταβιβάζων να προσφέρει στον διάδοχο αυξημένη πλειοψηφία. Κάποιες φορές, μάλιστα, μεγαλύτερη από τα 2/3 του μετοχικού κεφαλαίου. Είναι, ενδεχομένως, χρήσιμος στην περίπτωση αυτή ο περιορισμός των δικαιωμάτων του (νέου) πλειοψηφούντος μετόχου. Ο λόγος; Η αποτροπή του δραστικού περιορισμού των ποσοστών και δικαιωμάτων των μειοψηφούντων μετόχων μέσω της, χωρίς την έγκρισή τους, αύξησης του μετοχικού κεφαλαίου της επιχείρησης.

    Από την άλλη πλευρά, μοιάζει ενδεδειγμένη, σε κάποιες περιπτώσεις, η μεταβίβαση σε έναν από τους διαδόχους μετοχών που θα κατέληγε σε μια, αυξημένη, πλειοψηφία (μεγαλύτερη από τα 2/3) του μετοχικού κεφαλαίου. Μια τέτοια μεταβίβαση θα ενδείκνυτο, λ.χ., να λάβει χώρα στην περίπτωση που ο συγκεκριμένος διάδοχος θα ήταν και ο μόνος που θα επιθυμούσε να ασχοληθεί με την οικογενειακή επιχείρηση. Στον (δοκιμασμένο αυτόν) διάδοχο θα πρέπει, πιθανότατα, να παρασχεθεί το κατάλληλο κίνητρο, ώστε: (α) ο ίδιος απερίσπαστα να κινείται για το συλλογικό συμφέρον της οικογενειακής επιχείρησης και ταυτόχρονα (β) να διαθέτει τις προϋποθέσεις για την απρόσκοπτη λήψη αποφάσεων από τη Γενική Συνέλευση.

    Ενδεχομένως, και στην περίπτωση αυτή, θα ήταν αναγκαία η προάσπιση των ποσοστών της μειοψηφίας από τυχόν διαδοχικές αυξήσεις του μετοχικού κεφαλαίου με μονομερείς, μάλιστα, αποφάσεις του πλειοψηφούντος. Αυξήσεις που, χωρίς να είναι αναγκαίες, θα ήταν δυνατό να οδηγήσουν σε εκμηδένιση των μετοχικών ποσοστών των μειοψηφούντων. Πολύ περισσότερο όταν οι μειοψηφούντες μέτοχοι δεν διαθέτουν (ή δεν επιθυμούν να διαθέσουν) το κεφάλαιο για να συμμετάσχουν σ’ αυτές.

    Σε όλες τις παραπάνω περιπτώσεις δημιουργούνται προβλήματα. Ως μόνη (κατά βάση) λύση παρουσιάζεται η καταστατική αύξηση της πλειοψηφίας, άνω των 2/3, για τη λήψη απόφασης αύξησης του μετοχικού κεφαλαίου (άρθρα 23, 117, 130 παρ. 3 και 132 παρ. 3 ν. 4548/2018).

     

    (γ) Η έκδοση προνομιούχων μετοχών

    Ένας «αιρετικός» τρόπος (οιονεί) εξίσωσης των διαφορετικών ποσοστών και μετοχικών δικαιωμάτων των διαδόχων αποτελεί και η έκδοση προνομιούχων μετοχών (άρθρο 38 ν. 4548/2018-υπό την προϋπόθεση, βέβαια, της ύπαρξης σχετικής καταστατικής ρύθμισης).

    Οι προνομιούχες μετοχές μπορούν να καταστούν χρηστικό εργαλείο στα χέρια του μεταβιβάζοντος, ώστε ο τελευταίος να διατηρήσει τις ισορροπίες μεταξύ των διαδόχων του. Ο (δυνητικός) κάτοχός τους-μειοψηφών μέτοχος θα μπορεί να προσβλέπει, λ.χ., σε απόληψη ενός σταθερού μερίσματος, χωρίς πρόσθετη αξίωση στα κέρδη και τη διοίκηση της εταιρείας. Είναι, σε κάποιες περιπτώσεις, η ενδεδειγμένη λύση: (α) για τον μειοψηφούντα μέτοχο ο οποίος θα εξασφαλίζει, με τον τρόπο αυτό, ένα μέσο βιοπορισμού και (β) για τον πλειοψηφούντα, ο οποίος θα έχει κίνητρο αύξησης του οικονομικού αποτελέσματος της οικογενειακής επιχείρησης-ωφελούμενος ο ίδιος, μόνον, την υπεραξία.

     

    Η υιοθέτηση προβλέψεων του νόμου για την Εταιρική Διακυβέρνησης

    Η ορθή διοίκηση της οικογενειακής (και όχι μόνον) επιχείρησης αποτελεί προϋπόθεση της μακροημέρευσής της. Σε μια οικογενειακή, ωστόσο, επιχείρηση, η λήψη των αποφάσεων δεν είναι πάντοτε απαλλαγμένη από υποκειμενικά στοιχεία, προσωπικά χαρακτηριστικά και συναισθηματικές φορτίσεις.

    Λύσεις στο συγκεκριμένο πρόβλημα παρέχει ο πρόσφατος νόμος για την Εταιρική Διακυβέρνηση (:ν. 4706/2020). Μολονότι δεν είναι υποχρεωτική η εφαρμογή του για τις μη εισηγμένες, κάθε εταιρεία εντούτοις ενδείκνυται να υιοθετεί ρυθμίσεις του. Έστω μερικά, έστω αποσπασματικά. Εξάλλου, κάθε ρύθμιση εταιρικής διακυβέρνησης αυξάνει την πιστοληπτική ικανότητα της επιχείρησης που αφορά και, εν τέλει, την αξία της.

    Μια από τις πρόνοιες (και) του συγκεκριμένου νόμου είναι η ύπαρξη ανεξάρτητων μη εκτελεστικών μελών στο Διοικητικό Συμβούλιο. Κατά το νόμο (άρθρο 9 παρ. 1 ν. 4706/2020), «ένα μη εκτελεστικό μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου θεωρείται ανεξάρτητο εφόσον κατά τον ορισμό και κατά τη διάρκεια της θητείας του δεν κατέχει άμεσα ή έμμεσα ποσοστό δικαιωμάτων ψήφου μεγαλύτερο του μηδέν κόμμα πέντε τοις εκατό (0,5%) του μετοχικού κεφαλαίου της Εταιρείας και είναι απαλλαγμένο από οικονομικές, επιχειρηματικές, οικογενειακές ή άλλου είδους σχέσεις εξάρτησης, οι οποίες μπορούν να επηρεάσουν τις αποφάσεις του και την ανεξάρτητη και αντικειμενική κρίση του.».

    Τα συγκεκριμένα μέλη επιφορτίζονται με την εποπτεία των εκτελεστικών. Από τα μέλη αυτά (ανεξάρτητα μη εκτελεστικά) αναμένεται, περισσότερο αμερόληπτη και διαυγής κρίση στη λήψη αποφάσεων. Προστασία, με άλλα λόγια, της εταιρείας και των μειοψηφούντων μετόχων.

    Η αλλαγή της κουλτούρας μας προς την κατεύθυνση των ορθών επιχειρηματικών πρακτικών, κρίνεται αναγκαία σε κάθε τύπο επιχείρησης. Αξιολογείται όμως ως εξαιρετικά χρήσιμη και στη συντριπτική πλειονότητα των περιπτώσεων της διαδοχής σε οικογενειακές  επιχειρήσεις.

     

    Η επιλογή εκείνου του διαδόχου στον οποίο θα παραδοθούν «τα κλειδιά» της οικογενειακής επιχείρησης είναι ένα μόνον (κι όχι το πρώτο) βήμα στη μακρά και επίπονη διαδικασία της διαδοχής. Στον συγκεκριμένο διάδοχο είναι δεδομένο πως θα πρέπει να διασφαλιστούν οι προϋποθέσεις για την απρόσκοπτη άσκηση διοίκησης. Και των λοιπών (κατά κανόνα ασθενέστερων) μετόχων-διαδόχων μειοψηφίας όμως τα δικαιώματα είναι αναγκαίο, ταυτόχρονα, επαρκώς να διασφαλιστούν.

    Κάθε περίπτωση είναι, αναμφίβολα, ξεχωριστή. Με τις δικές της ιδιαιτερότητες.

    Τα κατάλληλα εργαλεία δεν λείπουν.

    Εύκολα μπορούν να αναζητηθούν στις ρυθμίσεις του νόμου για την Εταιρική Διακυβέρνηση. Επίσης σ’ εκείνον για τις ανώνυμες εταιρείες-όταν τέτοια είναι η οικογενειακή επιχείρηση. Αξίζει κανένας να ξεκινήσει από τα δικαιώματα μειοψηφίας και το καταστατικό της.

    Αξίζει να σκύψουμε, με περισσή προσοχή, στο σύνολο των παραμέτρων της διαδοχής. Και στις λεπτομέρειές της.

    Ένα είναι βέβαιο: Το αποτέλεσμα δεν θα μας απογοητεύσει…

    Σταύρος Κουμεντάκης
    Managing Partner

     

    Υ.Γ. Συνοπτική έκδοση του άρθρου δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ, στις 10 Ιανουαρίου 2021.

    Η πληροφόρηση που εμπεριέχεται στο παρόν άρθρο δεν συνιστά (ούτε και έχει σκοπό να αποτελέσει) νομική συμβουλή. Μια τέτοια νομική συμβουλή είναι δυνατό να παρασχεθεί μόνον από αρμόδιο δικηγόρο ο οποίος θα λάβει υπόψη του το σύνολο των δεδομένων που θα του εκθέσετε για την υπόθεσή σας. Αναλυτικά.

  • Μειοψηφούντες Μέτοχοι: Το Δικαίωμα Της Πλειοψηφίας Για Την Εξαγορά Των Μετοχών Μειοψηφίας

    Μειοψηφούντες Μέτοχοι: Το Δικαίωμα Της Πλειοψηφίας Για Την Εξαγορά Των Μετοχών Μειοψηφίας

    Μειοψηφούντες μέτοχοι.

    Μέρος Γ΄: Το δικαίωμα του μετόχου Πλειοψηφίας για την εξαγορά μετοχών Μειοψηφίας

    1. Προοίμιο

    Ενστερνιζόμουν, ανέκαθεν, τη θέση πως «το δίκαιο δεν είναι τίποτα άλλο παρά το συμφέρον του ισχυρού». Θα μπορούσα μάλιστα, πολύ εύκολα, να διεκδικήσω την πατρότητα της συγκεκριμένης ρήσης: (α) αν  δεν με είχε προλάβει (είκοσι τέσσερις, μόλις, αιώνες πριν) ο Πλάτωνας στην Πολιτεία-Λόγος Πρώτος (:«φημί γαρ εγώ είναι το δίκαιον ουκ άλλο τι το του κρείττονος ξυμφέρον») και (β) αν  το συγκεκριμένο εδάφιο δεν το είχα συναντήσει, κατ’ επανάληψη, στο διαδίκτυο.

    Τάδε έφη λοιπόν ο Πλάτωνας κι από τον ρου της ιστορίας αποδεικνύεται πως δεν είχε κι άδικο. Η συγκεκριμένη θέση φαίνεται, μάλιστα, πως έχει γενική ισχύ: στις διακρατικές σχέσεις, στην άσκηση της κρατικής εξουσίας, στις οικογενειακές & προσωπικές σχέσεις και όχι μόνον! Ειδικά όσον αφορά τις ενδοεταιρικές σχέσεις είναι κάτι που αναδεικνύεται, διαχρονικά, στη σχετική νομοθεσία. Θα μπορούσε κάποιος να χρησιμοποιήσει ως παράδειγμα την εξουσία της πλειοψηφίας επί της μειοψηφίας. Χωρίς να παραγνωρίζει κανένας τους περιορισμούς της συγκεκριμένης εξουσίας στο νόμο για τις ανώνυμες εταιρείες διαπιστώνουμε την πολυεπίπεδη αναγνώριση της εξουσίας της πλειοψηφίας.

    Η άποψη και θέσεις της μειοψηφίας δεν είναι πάντοτε ελκυστικές. Ενίοτε ούτε και ανεκτές. Ιδίως στις περιπτώσεις όπου η επιχείρηση είναι (μοιάζει να είναι ή προβλέπεται να γίνει) ανθούσα. Καθώς και σ’ εκείνες που η μειοψηφία διεκδικεί τα δικαιώματα που έχει (ή που φαντάζεται πως έχει).

    Οι μέτοχοι που ατομικά ή κατά σύμπραξη συγκεντρώνουν κάτι περισσότερο από το 50% έως κάτι λιγότερο από το 95% του μετοχικού κεφαλαίου της ανώνυμης εταιρείας ουδέν δικαιούνται (ευθέως) να πράξουν αν αξιολογήσουν, κατά την ελεύθερη κρίση τους, πως «καιρός είναι τώρα να ξεφορτωθούμε τους μετόχους μειοψηφίας». Ποικιλοτρόπως είναι δυνατό να κινηθούν είτε σε παρασκηνιακό επίπεδο είτε στα όρια του νόμου. Άμεσα όμως μπορεί ο μέτοχος που συγκεντρώνει ποσοστό ίσο ή μεγαλύτερο από το 95% του μετοχικού κεφαλαίου να ασκήσει τα δικαιώματα που του αναγνωρίζει ο νόμος για τις ανώνυμες εταιρείες (άρθρο 47 ν. 4548/2019).

    Αναφερθήκαμε ήδη στην (καλυπτόμενη από το νόμο) αξίωση του μετόχου μειοψηφίας να εξαγοράσει η εταιρεία ή, κατά περίπτωση, ο μέτοχος πλειοψηφίας τις μετοχές του καθώς και στις σχετικές προϋποθέσεις και διαδικασία (δείτε τα σχετικά άρθρα “Μειοψηφούντες μέτοχοι. Μέρος Α΄: Η αξίωση εξαγοράς των μετοχών τους από την Α.Ε.” και  “Μειοψηφούντες μέτοχοι. Μέρος Β΄: Η αξίωση εξαγοράς των μετοχών τους από τον μέτοχο πλειοψηφίας“). Στην προκειμένη περίπτωση θα μας απασχολήσει η υποχρέωση του μετόχου μειοψηφίας να ανεχθεί την εξαγορά των μετοχών του από τον μέτοχο πλειοψηφίας-στη διεθνή ορολογία squeeze out. Και τούτο κατ’ απόκλιση (και εν προκειμένω) της αρχής της ελευθερίας των συμβάσεων (κατ’ άρθρο 361 ΑΚ) αλλά και της οικονομικής ελευθερίας που προσδιορίζεται από τη διάταξη του άρθρου 5 παρ. 1 του Συντάγματος.

     

    2. Το δικαίωμα του πλειοψηφούντος μετόχου για την εξαγορά μετοχών μειοψηφίας

    2.1 Η προϋπόθεση της ιδιοκτησίας του 95% και πλέον του μετοχικού κεφαλαίου

    Στις περιπτώσεις των μη εισηγμένων εταιρειών (καθώς για τις εισηγμένες ισχύουν, κατά βάση, οι ρυθμίσεις για τη δημόσια πρόταση αγοράς κινητών αξιών και επικουρικά εκείνες του νόμου για τις ανώνυμες εταιρείες) η πρώτη, καθοριστική, προϋπόθεση αναφέρεται στο ποσοστό του μετοχικού κεφαλαίου του πλειοψηφούντος μετόχου. Η ρύθμιση του νόμου για τις Α.Ε. (άρθρο 47 παρ. 1 ν. 4548/2018) αναφέρεται στον μέτοχο που συγκεντρώνει, κατ’ ελάχιστον, ποσοστό 95% του μετοχικού κεφαλαίου. Εκ περισσού διευκρινίζεται πως το ποσοστό του πλειοψηφούντος μετόχου λογίζεται με βάση την ονομαστική αξία των μετοχών του επί του (συνολικού) μετοχικού κεφαλαίου. Δεν έχει σημασία αν κάποιος μέτοχος διαθέτει το 95% ή περισσότερο των κοινών ή προνομιούχων μετοχών καθώς καθοριστικό στοιχείο αναδεικνύεται η ποσοστιαία συμμετοχή του στο μετοχικό κεφάλαιο της εταιρείας.

    2.2 Η προϋπόθεση της συγκέντρωσης του 95% σε έναν μέτοχο.

    Το δικαίωμα της απόκτησης των μετοχών του μειοψηφούντος μετόχου ανήκει στον μέτοχο που έχει συγκεντρώσει ποσοστό 95% και πλέον-μετά τη σύσταση της ανώνυμης εταιρείας. Στην περίπτωση όμως που ο εξ αρχής πλειοψηφών μέτοχος (από την ίδρυση, ακόμα, της ανώνυμης εταιρείας) κάλυψε ποσοστό  95% τουλάχιστον του μετοχικού κεφαλαίου δεν του αναγνωρίζεται το δικαίωμα να κινηθεί με βάση τη συγκεκριμένη διάταξη. Με άλλα λόγια: ο εξ αρχής μέτοχος-κάτοχος ποσοστού 95% και πλέον του μετοχικού κεφαλαίου της ανώνυμης εταιρείας δεν δικαιούται, οποιαδήποτε χρονική στιγμή στο μέλλον, να αξιώσει την εξαγορά μετοχών μειοψηφίας.

    Είναι σημαντικό να τονισθεί πως η συγκεκριμένη διάταξη αναφέρεται ρητά στο δικαίωμα του ενός, μόνον, πλειοψηφούντος μετόχου. Επομένως θα πρέπει να αποκλεισθεί το ενδεχόμενο της (ευκαιριακής ή περισσότερο μόνιμης) σύμπραξης περισσοτέρων μετόχων για τη συγκέντρωση ποσοστού 95% και πλέον του μετοχικού κεφαλαίου με σκοπό την άσκηση του δικαιώματος εξαγοράς των μετοχών των υπολοίπων, μειοψηφούντων, μετόχων.

    Αν ανατρέξουμε στην ακριβώς «αντίπερα όχθη» δεν θα συναντήσουμε αντίστοιχη ρύθμιση: ο μέτοχος μειοψηφίας ο οποίος έχει στην κυριότητά του ποσοστό μικρότερο του 5% του μετοχικού κεφαλαίου δικαιούται (άρθρο 46 παρ. 1) να αξιώσει από τον μέτοχο που συγκεντρώνει το 95% και πλέον του μετοχικού κεφαλαίου την εξαγορά των μετοχών του. Είδαμε όμως στο σχετικό άρθρο πως στο ποσοστό του πλειοψηφούντος μετόχου προσμετρώνται τα ποσοστά διαφόρων φυσικών και νομικών προσώπων (ανιόντες, κατιόντες, σύζυγοι, συγκατοικούντες σύντροφοι, συνδεδεμένα νομικά πρόσωπα). Στην εξεταζόμενη όμως περίπτωση ο νόμος αξιώνει ένας, μόνον, να είναι ο μέτοχος που συγκεντρώνει το 95% και πλέον του μετοχικού κεφαλαίου.

    Θα πρέπει βέβαια να σημειωθεί πως αν αναφερόμαστε σε νομικό πρόσωπο (λ.χ. εταιρεία holding ή άλλης μορφής πολυμετοχικό σχήμα) η οποία διαθέτει το 95% και πλέον του μετοχικού κεφαλαίου ένας θα πρέπει να λογίζεται ο μέτοχος, ανεξάρτητα από τον αριθμό των μετόχων-εταίρων του. Αντίστοιχα, θα πρέπει να προσμετρήσουμε στις μετοχές που κατά κυριότητα ανήκουν σε συγκεκριμένο μέτοχο κι εκείνες που του έχουν μεταβιβασθεί με άλλο τρόπο (λ.χ. καταπιστευματικά).

    2.3 Προθεσμία

    Το δικαίωμα του πλειοψηφούντος μετόχου (του κατέχοντος ποσοστό 95% και πλέον  του μετοχικού κεφαλαίου) για την άσκηση του δικαιώματός του από τη συγκεκριμένη διάταξη, υπόκειται σε πενταετή αποσβεστική προθεσμία. Χρόνος έναρξης της συγκεκριμένης προθεσμίας είναι ο χρόνος απόκτησης ή, κατά περίπτωση, υπέρβασης του 95% του μετοχικού κεφαλαίου από τον μέτοχο πλειοψηφίας. Μετά την παρέλευση της συγκεκριμένης πενταετούς προθεσμίας, ο προαναφερθείς μέτοχος πλειοψηφίας ουδέν δικαιούται να πράξει για την εξαγορά των μετοχών των μειοψηφούντων μετόχων.

    Εκ περισσού σημειώνεται πως ο νόμος δεν επιβάλει στον πλειοψηφούντα μέτοχο τη γνωστοποίηση (του χρόνου έναρξης της συγκεκριμένης προθεσμίας, δηλ.) της απόκτησης ή υπέρβασης του ποσοστού του 95% του μετοχικού κεφαλαίου.

    2.4 Η δικαστική απόφαση και η σχετική πραγματογνωμοσύνη

    Το αίτημα του μετόχου πλειοψηφίας για την εξαγορά των μετοχών των μειοψηφούντων αξιολογείται από το αρμόδιο Δικαστήριο κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας (άρθρο 47 παρ. 2). Το τελευταίο είναι που θα κρίνει αν πληρούνται οι προϋποθέσεις που θέτει ο νόμος. Εφόσον η σχετική αίτηση γίνει αποδεκτή, το Δικαστήριο ορίζει το δίκαιο και εύλογο τίμημα (:αντάλλαγμα της εξαγοράς των μετοχών του μειοψηφούντος). Για τον προσδιορισμό του τιμήματος θα ληφθεί υπόψη, αυτονοήτως, η αξία της εταιρείας-συνολικά. Σχετικά με το θέμα αυτό ο αιτών μέτοχος πλειοψηφίας υποβάλλει στο δικαστήριο πραγματογνωμοσύνη που, κατά κανόνα,  διενεργείται (άρθρο 47 παρ. 2, σε συνδυασμό με το άρθρο 17 παρ. 3) από δύο ορκωτούς ελεγκτές-λογιστές ή μία ελεγκτική εταιρεία. Στους πραγματογνώμονες παρέχεται κάθε αναγκαίο οικονομικό στοιχείο από το Διοικητικό Συμβούλιο της Εταιρείας. Η συγκεκριμένη πραγματογνωμοσύνη όμως, παρ’ ότι από το νόμο υποχρεωτική η υποβολή της, δεν αναδεικνύεται ως δεσμευτική για το δικαστήριο.

    2.5 Η κατάθεση του ανταλλάγματος σε Πιστωτικό Ίδρυμα

    Μετά την έκδοση της δικαστικής απόφασης και την ενδεχόμενη αποδοχή της αίτησης του πλειοψηφούντος μετόχου, ο τελευταίος υποχρεούται να καταθέσει το αντάλλαγμα που ορίσθηκε ως αναλογούν σε Πιστωτικό Ίδρυμα υπέρ των μειοψηφούντων μετόχων. Η καταβολή προς τους τελευταίους θα λάβει χώρα ύστερα από επιβεβαίωση της νομιμοποίησής τους. Σε περίπτωση όμως που παρέλθει εξάμηνο από τον χρόνο της κατάθεσης στο Πιστωτικό Ίδρυμα, το τελευταίο διατηρεί το δικαίωμα να μεταφέρει στο Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων το μη αναληφθέν τμήμα του παρακατατεθέντος ποσού.

    2.6 Η Δημόσια Δήλωση

    Η άσκηση του δικαιώματος του μετόχου πλειοψηφίας για την εξαγορά των μετοχών των μειοψηφούντων μετόχων λαμβάνει χώρα με δημόσια δήλωσή του (στο ΓΕΜΗ). Η συγκεκριμένη δημόσια δήλωση, κατά βάση, περιλαμβάνει (άρθρο 47 παρ. 4):

    (α) Τα στοιχεία της εταιρείας και του πλειοψηφούντος μετόχου καθώς και το ποσοστό που τελευταίος κατέχει στην εταιρεία,

    (β) Τα στοιχεία και το περιεχόμενο της εκδοθείσας δικαστικής απόφασης της σχετικής με το θέμα της εξαγοράς.

    (γ) Τα στοιχεία του Πιστωτικού Ιδρύματος στο οποίο έχει γίνει η παρακατάθεση του ανταλλάγματος που ορίσθηκε από την εκδοθείσα δικαστική απόφαση καθώς και

    (δ) Τις τυχόν προϋποθέσεις για την ανάληψη του ανταλλάγματος από τους μετόχους μειοψηφίας.

    2.7 Η υποχρέωση του μετόχου πλειοψηφίας για δημόσια δήλωση ή ατομική ειδοποίηση των μετόχων μειοψηφίας.

    Η μεταβίβαση των μετοχών από τους μετόχους μειοψηφίας δεν χρειάζεται, στην περίπτωση αυτή, οποιαδήποτε σύμβαση. Η συγκεκριμένη μεταβίβαση ολοκληρώνεται με δύο, εναλλακτικά, τρόπους. Η επιλογή εναπόκειται στη διακριτική ευχέρεια του μετόχου πλειοψηφίας. Συγκεκριμένα:

    (α) Η προαναφερθείσα (υπό 2.6) δήλωση του μετόχου πλειοψηφίας υποβάλλεται σε δημοσιότητα (άρθρο 47 παρ. 4). Από την ημερομηνία της δημοσίευσης (στο ΓΕΜΗ) οι μετοχές περιέρχονται, αυτοδικαίως, στον μέτοχο πλειοψηφίας. Το μόνο δικαίωμα που διατηρεί ο μέτοχος μειοψηφίας από τις μετοχές του, μετά τη συγκεκριμένη δημοσίευση, είναι να αναλάβει το αντάλλαγμα για την εξαγορά τους-όπως αυτό προσδιορίστηκε από την εκδοθείσα δικαστική απόφαση.

    (β) Η δημοσιότητα της εν λόγω (υπό α) δήλωσης μπορεί να αντικατασταθεί από ατομικές γνωστοποιήσεις του μετόχου πλειοψηφίας προς έναν έκαστο των μετόχων μειοψηφίας (επιδιδόμενες, ασφαλέστερα, με δικαστικό επιμελητή). Η αυτοδίκαιη μεταβίβαση των μετοχών των τελευταίων λαμβάνει χώρα μετά τη δεύτερη ατομική γνωστοποίηση προς τον μέτοχο μειοψηφίας (η οποία δεν θα απέχει περισσότερες από δεκαπέντε ημέρες από την πρώτη). Απαιτείται όμως και τρίτη ατομική γνωστοποίηση προς τον μέτοχο μειοψηφίας με την επίκληση των στοιχείων των δύο πρώτων.

    2.8 Είναι δυνατή η καθυστέρηση της εκτέλεσης της απόφασης για την εξαγορά μετοχών μειοψηφίας;

    Με ρητή διάταξη του νόμου (άρθρο 47 παρ. 7) αποσαφηνίζεται πως δεν είναι δυνατή η καθυστέρηση της εκτέλεσης της απόφασης, η οποία κάνει αποδεκτή την αίτηση του μετόχου πλειοψηφίας. Τυχόν άσκηση ενδίκων μέσων, αιτήσεως ανάκλησης, μεταρρύθμισης ή τριτανακοπής δεν είναι δυνατό να δημιουργήσει κώλυμα ή χρονική υστέρηση στη μεταβίβαση των μετοχών στον πλειοψηφούντα με το αντάλλαγμα που ορίσθηκε για την εξαγορά.

     

    3. Εν κατακλείδι

    Μίλησε ήδη ο Πλάτωνας, κατά τα εισαγωγικώς αναφερόμενα, για το συμφέρον του ισχυρού και την προστασία που του επιφυλάσσει το δίκαιο. Δεν χρειάζεται και εδώ να επαναλάβω τη σχετική του θέση.

    Είναι αλήθεια πως η δυνατότητα που αναγνωρίζεται στον μέτοχο πλειοψηφίας (που διαθέτει ποσοστό τουλάχιστον 95% του μετοχικού κεφαλαίου της ανώνυμης εταιρείας) για την εξαγορά των μετοχών της εναπομένουσας μειοψηφίας κινείται, προεχόντως, προς την κατεύθυνση της εξυπηρέτησης των δικών συμφερόντων.

    Το πιθανότερο όμως είναι πως και τα δικαιώματα και αξιώσεις των μειοψηφούντων ικανοποιεί. Και τούτο γιατί παρέχει στους μειοψηφούντες αντάλλαγμα (κατά τεκμήριο δίκαιο) για μετοχές (α) με περιορισμένα δικαιώματα, (β) οι οποίες το πιθανότερο θα ήταν δυνατό να εκποιηθούν μόνον προς τον πλειοψηφούντα και ύστερα από δικαστικό εξαναγκασμό του-με έξοδα όμως των μειοψηφούντων.

    Η συγκεκριμένη διαδικασία θα πρέπει να αποδεχθούμε, ως πιθανότερη εκδοχή, πως θα έχει θετικά αποτελέσματα και για την ανώνυμη εταιρεία την οποία αφορά. Η αποκατάσταση της τυχόν διαρραγείσας ενότητας και ηρεμίας μεταξύ των μετόχων δεν είναι δυνατό να έχει αρνητικά αποτελέσματα στην επίτευξη του εταιρικού σκοπού.

    Ας μη έχουμε όμως ψευδαισθήσεις: η εμπειρία έχει δείξει πως η μειοψηφία αξιολογείται, κατά κανόνα, ως ενοχλητική. Δεν χρειάζονται μάλιστα συγκροτημένες ενέργειες από μέρους της για να εισέλθει στον χώρο της ενόχλησης. Η διατύπωση μιας διαφορετικής, έστω, άποψης θα ήταν αρκετή για να εισπράξει μια τέτοια αξιολόγηση από τον πλειοψηφούντα. Προς εκατονταετίας εξάλλου, στη Δίκη του ο Κάφκα διατύπωσε, ενδεχομένως με τρόπο ωμό, την πραγματικότητα «ο καθένας έχει το δικαίωμα να έχει τη δική του άποψη αρκεί να συμφωνεί με τη δική μου»:-λιγότερο ή περισσότερο αφορά τον καθένα μας.

    Με ασφάλεια λοιπόν μπορούμε να συμπεράνουμε πως η συγκεκριμένη διάταξη είναι μία από τις ασφαλείς οδούς που (κατά νόμο) δικαιούται ο μέτοχος πλειοψηφίας να βαδίσει για την απαλλαγή του από τους διαφορετική άποψη έχοντες αλλά και την εδραίωση της μονοκρατορίας του!

    stavros-koumentakis

    Σταύρος Κουμεντάκης
    Senior Partner

    Υ.Γ. Συνοπτική έκδοση αυτού του άρθρου δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ, στις 19 Μαΐου 2019.

    εξαγορά μετοχών μειοψηφίας

  • Μειοψηφούντες Μέτοχοι: Η Αξίωση Εξαγοράς Των Μετοχών Τους Από Τον Μέτοχο Πλειοψηφίας

    Μειοψηφούντες Μέτοχοι: Η Αξίωση Εξαγοράς Των Μετοχών Τους Από Τον Μέτοχο Πλειοψηφίας

    Μειοψηφούντες μέτοχοι.

    Μέρος Β΄: Η αξίωση εξαγοράς των μετοχών τους από τον Μέτοχο Πλειοψηφίας

    1. Προοίμιο

    Σε μια ευνομούμενη πολιτεία αυτονόητη μοιάζει η αρχή της ελευθερίας των συμβάσεων. Στη χώρα μας τη συναντούμε στη διάταξη του άρθρου 361 ΑΚ (: «Για τη σύσταση η αλλοίωση ενοχής με δικαιοπραξία απαιτείται σύμβαση, εφόσον ο νόμος δεν ορίζει διαφορετικά»). Η συγκεκριμένη αρχή βάση της έχει τη διάταξη του άρθρου 5 παρ. 1 του Συντάγματος, η οποία αναφέρεται, μεταξύ των άλλων, στην οικονομική ελευθερία.

    Επιμέρους στοιχεία της αρχής της ελευθερίας των συμβάσεων είναι η ελευθερία της σύναψης (ή μη) σύμβασης καθώς και (σε καταφατική περίπτωση) επιλογής του αντισυμβαλλομένου και του περιεχομένου της.

    Στη βάση της συγκεκριμένης αρχής ουδείς υποχρεούται να συνάψει οποιαδήποτε σύμβαση (πολύ περισσότερο με συγκεκριμένο περιεχόμενο) εκτός κι αν ο νόμος «ορίζει διαφορετικά».

    Στο πλαίσιο της Ανώνυμης Εταιρείας, αντίστοιχα, ουδείς υποχρεούται να αγοράσει τις μετοχές του μειοψηφούντος μετόχου. Όταν μάλιστα το ποσοστό του τελευταίου είναι ελάχιστο και δεν έχει οποιαδήποτε αξία στον σχηματισμό της πολυπόθητης πλειοψηφίας, το περισσότερο πιθανό είναι και πως κανένας θα ενδιαφέρεται (ή θα κάνει πως δεν ενδιαφέρεται) να τις αγοράσει.

    Ανάμεσα στα άλλα που είχε πει ο τεράστιος (αμερικανός ηθοποιός και σκηνοθέτης) Κλιντ Ήστγουντ είναι: «αν θέλεις εγγύηση αγόρασε μια τοστιέρα». Αν ο μέτοχος μειοψηφίας καταλήξει πως η επένδυσή του δεν είναι προσοδοφόρα ή, πολύ περισσότερο, προβληματική για τον ίδιο δεν μπορεί να την επιστρέψει: οι μετοχές δεν είναι τοστιέρες. Οι μετοχές δεν καλύπτονται από τις εγγυήσεις που αναφέρονται στις τοστιέρες.

    Ένα πρώτο συμπέρασμα θα μπορούσε λοιπόν να είναι πως, κατ’ αρχήν, δεν μπορεί να υποχρεωθεί κάποιος να αποκτήσει τις μετοχές του μετόχου μειοψηφίας゙ εκτός κι αν πληρούνται συγκεκριμένες προϋποθέσεις…

    Αναφερθήκαμε ήδη στην (καλυπτόμενη από το νόμο) αξίωση του μετόχου μειοψηφίας να εξαγοράσει η εταιρεία τις μετοχές του καθώς και στις σχετικές προϋποθέσεις και διαδικασία (διαβάστε στο σχετικό άρθρο). Στην προκειμένη περίπτωση θα μας απασχολήσει η (δυνητική) αξίωση του μειοψηφούντος για την εξαγορά των μετοχών του από τον μέτοχο πλειοψηφίας.

     

    2. Το δικαίωμα της μειοψηφίας για την εξαγορά των μετοχών της από τον μέτοχο πλειοψηφίας

    Η προϋπόθεση της μη υπέρβασης του 5% του μετοχικού κεφαλαίου

    Στις περιπτώσεις των μη εισηγμένων εταιρειών (καθώς για τις εισηγμένες ισχύουν, κατά βάση, οι ρυθμίσεις για τη δημόσια πρόταση αγοράς κινητών αξιών και επικουρικά εκείνες του νόμου για τις ανώνυμες εταιρείες) η πρώτη, καθοριστική, προϋπόθεση  αναφέρεται στο ποσοστό του μετοχικού κεφαλαίου του μειοψηφούντος μετόχου. Η ρύθμιση του νόμου για τις Α.Ε. (άρθρο 45 παρ. 1 ν. 4548/2018) αναφέρεται σ’ εκείνους από τους μετόχους που συγκεντρώνουν συνολικά, και κατ’ ανώτατο όριο, ποσοστό 5% του μετοχικού κεφαλαίου. Εκ περισσού διευκρινίζεται πως το ποσοστό του μειοψηφούντος μετόχου λογίζεται με βάση την ονομαστική αξία των μετοχών του σε σχέση με εκείνη του (συνολικού) μετοχικού κεφαλαίου. Δεν έχει σημασία αν κάποιος μέτοχος διαθέτει το 5% ή λιγότερο των κοινών ή προνομιούχων μετοχών καθώς καθοριστικό στοιχείο αναδεικνύεται η ποσοστιαία συμμετοχή στο μετοχικό κεφάλαιο της εταιρείας.

    Περαιτέρω: οι μειοψηφούντες μέτοχοι που διαθέτουν μετοχές που αντιστοιχούν σε ποσοστό μεγαλύτερο από το 5% του μετοχικού κεφαλαίου, δεν δικαιούνται να αξιώσουν την μεταβίβαση των μετοχών τους σε οποιονδήποτε μέτοχο. Ουδεκάν μετοχές τους που αντιστοιχούν στο 5%.

    Η συγκεκριμένη ρύθμιση μοιάζει λογική. Η συντριπτική πλειονότητα των δικαιωμάτων μειοψηφίας που αναγνωρίζει ο νόμος για τις ανώνυμες εταιρείες αναφέρεται σε μετόχους που διαθέτουν ποσοστό μεγαλύτερο από το 5% του μετοχικού κεφαλαίου. Όταν δεν το διαθέτει, η δυνατότητα προστασίας του μοιάζει, και είναι, εξαιρετικά περιορισμένη.

    Η προϋπόθεση της συγκέντρωσης (άμεσα και έμμεσα) του 95% σε έναν (;) μέτοχο.

    Η υποχρέωση της απόκτησης των μετοχών του μειοψηφούντος μετόχου βαρύνει, σε ένα πρώτο επίπεδο, το μέτοχο που έχει συγκεντρώσει ποσοστό 95% και πλέον-μετά τη σύσταση της ανώνυμης εταιρείας. Η περίπτωση όμως που ο μειοψηφών μέτοχος εξ αρχής (κατά την ίδρυση, δηλ., της εταιρείας) αποδέχθηκε την κατοχή ποσοστού μικρότερου από 5%, παραπέμπει σε συνειδητή επιλογή του και αποδοχή της μειωμένης προστασίας του από το νόμο. Στο ενδεχόμενο αυτό ο νομοθέτης δεν έχει επιλέξει να επιβάλλει στον πλειοψηφούντα την υποχρέωση εξαγοράς των μετοχών του μειοψηφούντος.

    Αξιοσημείωτο όμως είναι πως για τον υπολογισμό της υπέρβασης ή μη του ποσοστού του 95% από τον μέτοχο πλειοψηφίας προσμετρώνται, εκτός από τις δικές του ψήφους, κι εκείνες νομικών ή φυσικών προσώπων που συνδέονται με τον συγκεκριμένο (πλειοψηφούντα) μέτοχο.  Τα νομικά πρόσωπα (επιχειρήσεις) των οποίων οι μετοχές προσμετρώνται σ’ εκείνες του μετόχου πλειοψηφίας προκύπτουν από παραπομπή που γίνεται στη διάταξη του άρθρου 32 ν. 4308/2014. Οι προσμετρώμενες μετοχές φυσικών προσώπων είναι εκείνες που ανήκουν στα στενά μέλη της οικογένειας (του μετόχου πλειοψηφίας) όπως αυτά προσδιορίζονται στο Παράρτημα Α΄ του ίδιου νόμου. Ειδικότερα:

    Όσον αφορά τα συνδεδεμένα νομικά πρόσωπα η διάταξη του άρθρου 32 ν. 4308/2014 είναι εξαντλητικώς λεπτομερής. Προφανώς παρέλκει, εν προκειμένω, η εξαντλητική αναφορά, ερμηνεία και εξειδίκευση. Ένας γενικός κανόνας όμως που θα ήταν χρήσιμο (στο πλαίσιο του παρόντος)  να έχουμε κατά νου, συμπεριλαμβάνει μητρικές και θυγατρικές εταιρείες του μετόχου πλειοψηφίας (ή συνδεδεμένες με τον μέτοχο πλειοψηφίας). Επίσης, νομικά πρόσωπα που επιλέγουν ή υποχρεώνονται από τη νομοθεσία να συντάσσουν ενοποιημένες χρηματοοικονομικές καταστάσεις με τον μέτοχο πλειοψηφίας (ή συνδεδεμένα με τον μέτοχο πλειοψηφίας).

    Όσον αφορά τα φυσικά πρόσωπα-στενά μέλη της οικογένειας του μετόχου πλειοψηφίας, των οποίων οι μετοχές προσμετρώνται σ’ εκείνες του τελευταίου, μας καθοδηγεί το Παράρτημα Α του ν. 4308/2014. Σύμφωνα με τη συγκεκριμένη ρύθμιση στενό μέλος της οικογένειας ενός προσώπου (στην προκειμένη περίπτωση του μετόχου πλειοψηφίας) είναι οι ανιόντες, οι κατιόντες, οι σύζυγοι και οι συγκατοικούντες σύντροφοι.

    Προθεσμία

    Το δικαίωμα του μετόχου μειοψηφίας (του κατέχοντος ποσοστό έως 5%) του μετοχικού κεφαλαίου) για την άσκηση του δικαιώματός του υπόκειται σε πενταετή αποσβεστική προθεσμία. Χρόνος έναρξης της συγκεκριμένης προθεσμίας είναι ο χρόνος απόκτησης ή, κατά περίπτωση, υπέρβασης του 95% του μετοχικού κεφαλαίου από τον μέτοχο πλειοψηφίας και τα συνδεδεμένα με αυτόν φυσικά και νομικά πρόσωπα. Μετά την παρέλευση της συγκεκριμένης πενταετούς προθεσμίας, ο προαναφερθείς μέτοχος μειοψηφίας δεν δικαιούται να ασκήσει το δικαίωμά του για την εξαγορά των μετοχών του από τον μέτοχο του 95+% του μετοχικού κεφαλαίου.

    Ο υποχρεούμενος σε εξαγορά μέτοχος

    Η διάταξη του άρθρου 45 ν. 4548/2019 αναφέρεται σε υποχρέωση του μετόχου πλειοψηφίας να προβεί σε εξαγορά των μετοχών του μετόχου που συγκεντρώνει, κατ’ ανώτατο όριο, το 5% του μετοχικού κεφαλαίου. Αναφέρθηκε ήδη η περίπτωση όπου στο ποσοστό του πλειοψηφούντος μετόχου προσμετρώνται (για την συμπλήρωση ή υπέρβαση του 95%) ποσοστά συνδεδεμένων επιχειρήσεων ή στενών μελών της οικογένειάς του. Στην περίπτωση αυτή, θα πρέπει να αποδεχθούμε ως αναγκαίο να υποχρεωθούν τα συγκεκριμένα νομικά και φυσικά πρόσωπα να αποκτήσουν, κατά την αναλογία της συμμετοχής τους στο μετοχικό κεφάλαιο, τις μετοχές του μειοψηφούντος. Αντίστοιχα βέβαια και να καταβάλουν το τίμημα που θα προσδιοριστεί από το αρμόδιο Δικαστήριο. Η συγκεκριμένη αντιμετώπιση μοιάζει αναγκαία καθώς, σε αντίθετη περίπτωση, η εξαγορά των μετοχών του μειοψηφούντος μετόχου θα διατάρασσε, ανεπίτρεπτα, τις υφιστάμενες μετοχικές ισορροπίες.

    Η δικαστική απόφαση για την αξίωση εξαγοράς μετοχών

    Το αίτημα του μετόχου μειοψηφίας για την εξαγορά των μετοχών του από τον πλειοψηφούντα μέτοχο αξιολογείται από το αρμόδιο Δικαστήριο (άρθρο 46 παρ. 2 σε συνδυασμό με τη διάταξη του άρθρου 45 παρ. 4). Το τελευταίο είναι που θα κρίνει αν πληρούνται οι προϋποθέσεις που θέτει ο νόμος. Εφόσον η σχετική αγωγή γίνει αποδεκτή, το Δικαστήριο ορίζει το δίκαιο και εύλογο τίμημα (:αντάλλαγμα της εξαγοράς των μετοχών του μειοψηφούντος) καθώς και τους όρους της καταβολής του. Για τον προσδιορισμό του τιμήματος λαμβάνεται υπόψη η αξία της εταιρείας. Λογικά αναμενόμενο (κι όχι μόνο νομικά επιτρεπτό)  είναι στην περίπτωση αυτή να ζητηθεί σχετική πραγματογνωμοσύνη η οποία διενεργείται, κατά κανόνα, από δύο ορκωτούς ελεγκτές-λογιστές ή μία ελεγκτική εταιρεία. Η πραγματογνωμοσύνη αυτή εξάλλου είναι που θα αξιολογήσει και την εκατέρωθεν, σχετική, επιχειρηματολογία.

     

    Εν κατακλείδι

    Η προστασία του μετόχου μειοψηφίας που δεν συγκεντρώνει ποσοστό 5% του μετοχικού κεφαλαίου, είναι εξαιρετικά περιορισμένη με βάση τις προβλέψεις του νόμου. Ως αντιστάθμισμα (και κατ’ απόκλιση της συνταγματικά κατοχυρωμένης οικονομικής ελευθερίας αλλά και της αρχής της ελευθερίας των συμβάσεων) του αναγνωρίζεται η δυνατότητα να αξιώσει τη μεταβίβαση των μετοχών του στον μέτοχο εκείνο που διαθέτει ποσοστό 95%, και πλέον, του μετοχικού κεφαλαίου.

    Ο νόμος δεν επιβάλει στον μέτοχο της ανώνυμης εταιρείας τη γνωστοποίηση της απόκτησης ή υπέρβασης του ποσοστού του 95% του μετοχικού κεφαλαίου ούτε και τη συγκέντρωση του συγκεκριμένου ποσοστού μέσω συνδεδεμένων φυσικών και νομικών προσώπων. Απαιτείται, κατά τούτο, εγρήγορση του μετόχου μειοψηφίας για την αξιοποίηση των δικαιωμάτων που του παρέχει ο νόμος. Ο κίνδυνος που διατρέχει, σε διαφορετική περίπτωση, είναι διπλός: αφενός μεν να απωλέσει οριστικά την ευκαιρία να επιβάλει την εξαγορά των μετοχών του στον μέτοχο πλειοψηφίας αφετέρου δε να μην επιτύχει ένα ικανοποιητικό τίμημα για τη μεταβίβασή τους.

    Ο μέτοχος πλειοψηφίας, από την άλλη πλευρά, έχει κάθε λόγο να επιδιώξει να κινηθεί εκτός των ορίων της επίμαχης ρύθμισης στην περίπτωση της απόκτησης μετοχών και υπέρβασης της «βάσης» του 95% του μετοχικού κεφαλαίου. Στην περίπτωση που το επιτύχει θα είναι σε θέση να επιβάλει όρους επαχθείς στον μέτοχο μειοψηφίας. Η σχετική διαπραγμάτευση θα μπορούσε να ξεκινά με την υπενθύμιση της εισαγωγικά αναφερθείσας ρήσης του Κλιντ Ήστγουντ…

    stavros-koumentakis

    Σταύρος Κουμεντάκης
    Senior Partner

    Υ.Γ. Συνοπτική έκδοση αυτού του άρθρου δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ, στις 12 Μαΐου 2019.

  • Μειοψηφούντες Μέτοχοι: Η Αξίωση Εξαγοράς Των Μετοχών Τους Από Την Εταιρεία

    Μειοψηφούντες Μέτοχοι: Η Αξίωση Εξαγοράς Των Μετοχών Τους Από Την Εταιρεία

    Μειοψηφούντες μέτοχοι.

    Μέρος Α΄: Η αξίωση εξαγοράς των μετοχών τους από την Ανώνυμη Εταιρεία.

    Η ύπαρξη και άσκηση των δικαιωμάτων της μειοψηφίας -όπως αυτά περιγράφηκαν σε προγενέστερη αρθρογραφία – “Η μειοψηφία και τα δικαιώματά της στην Ανώνυμη Εταιρεία” και “Τα δικαιώματα μειοψηφίας στην Α.Ε.: ο έκτακτος έλεγχος“- δεν είναι πάντα αρκετές για την επίτευξη της αναγκαίας ισορροπίας στις σχέσεις της (της μειοψηφίας) με την εταιρεία. Ούτε και, εν τέλει, μέσα στην ίδια την εταιρεία.

    Κάποιες φορές το «διαζύγιο» μοιάζει αναγκαίο…

    Οι πλειοψηφούντες μέτοχοι ασκώντας το δικαίωμα ψήφου δικαιούνται (και ορθά) να λαμβάνουν αποφάσεις κρίσιμες για το μέλλον της εταιρείας. Κρίσιμες, κατά λογική ακολουθία, και για το μέλλον των μειοψηφούντων. Κάποιες φορές μάλιστα και δυνητικά βλαπτικές για τους τελευταίους.

    Ποιες είναι αυτές οι δυνητικά βλαπτικές αποφάσεις; Και, σε περίπτωση λήψης τους, οι μέτοχοι της μειοψηφίας παραμένουν, άραγε, απροστάτευτοι; Και υπό ποιες προϋποθέσεις θα ήταν δυνατό να εκδοθεί «διαζευκτήριο» ανάμεσα στην εταιρεία και τους μετόχους μειοψηφίας;

    Κατά τον Άγγλο ηθοποιό Κάρι Γκράντ: «το διαζύγιο είναι ένα παιχνίδι που παίζεται από δικηγόρους». Και από το συγκεκριμένο «διαζύγιο» δεν θα ήταν δυνατό να λείψουν…

     

    Αιτίες για την αξίωση εξαγοράς μετοχών

    Είναι δεδομένο πως στο πλαίσιο του δημοκρατίας (και του δικαίου της Ανώνυμης Εταιρείας) οι πλειοψηφούντες είναι εκείνοι που λαμβάνουν τις αποφάσεις. Κάποιες φορές όμως  οι ίδιες αυτές αποφάσεις θα ήταν δυνατό να αξιολογηθεί πως καθιστούν «κατά τρόπο προφανή, ιδιαίτερα ασύμφορη» την παραμονή των μετόχων μειοψηφίας στην εταιρεία (άρθρο 45 παρ. 1, εδ. α ν. 4548/2019). Η αξιολόγηση βέβαια αυτή ανήκει, κατ’ αρχάς, στους ίδιους του μετόχους μειοψηφίας. Οι τελευταίοι θα ασκήσουν τα εκ του νόμου δικαιώματά τους στην περίπτωση που υιοθετήσουν τη συγκεκριμένη θέση.

    Ο νόμος  για τις ΑΕ (άρθρο 45 παρ. 2) αναγνωρίζει ως δυνητικά βλαπτικές για τους μετόχους μειοψηφίας αποφάσεις που αφορούν: (α) τη μεταφορά της έδρας της εταιρείας σε άλλο κράτος, (β) την εισαγωγή περιορισμών στη μεταβίβαση μετοχών, (γ) την αλλαγή εταιρικού σκοπού και, τέλος, (δ) κάθε άλλο γεγονός το οποίο, κατά το καταστατικό της εταιρείας, ενεργοποιεί αντίστοιχα δικαιώματα των συγκεκριμένων μετόχων. Στην τελευταία, όμως, περίπτωση είναι αναγκαίο να προβλέπεται προθεσμία για την άσκησή τους.

     

    Η «διέξοδος» των μετόχων μειοψηφίας και οι σχετικές προϋποθέσεις για την αξίωση εξαγοράς μετοχών

    Σε περίπτωση που λάβει χώρα κάποιο από τα προαναφερθέντα γεγονότα, ο νόμος παρέχει (σημαντική) προστασία στους μετόχους μειοψηφίας: τους αναγνωρίζεται το δικαίωμα να προσφύγουν στο αρμόδιο Δικαστήριο ζητώντας την εξαγορά των μετοχών τους από την εταιρεία (άρθρο 45 παρ. 1: «δικαιωματική εξαγορά»-διεθνώς γνωστή με τον αγγλοσαξωνικό όρο sell out). Επιβάλλει όμως διπλή προϋπόθεση στους προσφεύγοντες (και διεκδικούντες την προστασία τους) μετόχους: Αφενός μεν την παράστασή τους στη Γενική Συνέλευση που έλαβε τις επίμαχες αποφάσεις αφετέρου δε τη σχετική εναντίωσή τους. Ενδεχόμενη απουσία τους από την κρίσιμη Γενική Συνέλευση, υπερψήφιση της σχετικής απόφασης ή αποχή κατά την ψηφοφορία, τους αφαιρεί το προαναφερθέν δικαίωμα (να προσφύγουν δηλαδή στο Δικαστήριο ζητώντας την εξαγορά των μετοχών τους). Στην περίπτωση πάντως που καταστατική πρόβλεψη αναφέρεται σε γεγονός που δεν συναρτάται με λήψη απόφασης Γενικής Συνέλευσης, η εν λόγω (διπλή) προϋπόθεση δεν υφίσταται.

    Η προθεσμία εντός της οποίας θα πρέπει να «κινηθεί»-να ασκήσει δηλ. την αγωγή και το σχετικό δικαίωμά του ο (βλαπτόμενος) μέτοχος μειοψηφίας είναι τρεις μήνες από την ολοκλήρωση της τροποποίησης του καταστατικού. Η προθεσμία αυτή ισχύει στις περιπτώσεις της μεταφοράς της έδρας της εταιρείας σε άλλο κράτος, της εισαγωγής περιορισμών στη μεταβίβαση μετοχών και την αλλαγή του εταιρικού σκοπού. Στις λοιπές περιπτώσεις που τυχόν προβλέπονται από το καταστατικό ισχύουν οι σ’ αυτό αναφερόμενες προθεσμίες.

     

    Η περίπτωση της εισαγωγής περιορισμών στη μεταβίβαση των μετοχών

    Το εταιρικό συμφέρον επιτάσσει τη διασφάλιση της συνέχειας της εταιρείας. Κι αυτή συναρτάται, κάποιες φορές σε σημαντικό βαθμό, από τη μετοχική της σύνθεση. Η εισαγωγή περιορισμών στη μεταβίβαση των μετοχών κάποιες φορές αποδεικνύεται καθοριστικής σημασίας (διαβάστε το άρθρο για τις Δεσμευμένες μετοχές). Οι σχετικές προβλέψεις στο καταστατικό κατά την ίδρυση της εταιρείας μοιάζει να αποτελούν στοιχείο «εκ των ων ου άνευ» για τη διασφάλιση των σχέσεων μεταξύ των μετόχων και την ευόδωση του εταιρικού σκοπού.

    Στη συντριπτική πλειονότητα των περιπτώσεων δεν προβλέπονται, δυστυχώς, τέτοιοι καταστατικοί περιορισμοί κατά την ίδρυση της εταιρείας. Όταν εκ των υστέρων διαπιστωθεί η σχετική ανάγκη, οι μέτοχοι πλειοψηφίας είναι, πράγματι, δυνατό να επιβάλλουν την αναγκαία καταστατική τροποποίηση. Στους μετόχους όμως μειοψηφίας αναγνωρίζεται τότε (εύλογα) το δικαίωμα να ζητήσουν την εξαγορά των μετοχών τους και, εν τέλει, την έξοδό τους από την εταιρεία. Στο δικαστήριο εναπόκειται να αποφασίσει για το εύλογο του αιτήματος των μετόχων μειοψηφίας και, ιδίως, «αν η παραμονή τους σ’ αυτήν καθίσταται, κατά τρόπο προφανή, ιδιαίτερα ασύμφορη». Με άλλα λόγια: ήσσονος σημασίας περιορισμοί στη μεταβίβαση των μετοχών δεν θα ήταν δυνατό να δικαιολογήσουν την ικανοποίηση του αιτήματος των μετόχων μειοψηφίας.

    Για τις περιπτώσεις όμως που από την ίδρυση της εταιρείας έχουν προβλεφθεί οι αναγκαίοι περιορισμοί στη μεταβίβαση των μετοχών ούτε λόγος να γίνεται για αντίστοιχα δικαιώματα των μετόχων μειοψηφίας.

     

    Η περίπτωση της τροποποίησης του εταιρικού σκοπού

    Αντίστοιχη αξιολόγηση βέβαια θα κάνει το Δικαστήριο και στην περίπτωση που ο αιτών μέτοχος μειοψηφίας παραπονείται (και ασκεί τα σχετικά του δικαιώματα) εξ αιτίας τροποποίησης του εταιρικού σκοπού. Εύλογα θα θεωρούνταν ιδιαίτερα ασύμφορη για τον αιτούντα η μετατροπή, λ.χ., μιας εταιρείας holding σε εταιρεία παραγωγής CDs. Αντίθετα δεν θα ήταν δυνατή η (σοβαρή) υποστήριξη από τον μέτοχο μειοψηφίας αιτήματος εξαγοράς των μετοχών του από μια (ανώδυνη) επέκταση των εταιρικών δραστηριοτήτων.

     

    Η δικαστική απόφαση για την αξίωση εξαγοράς μετοχών

    Το αίτημα του μετόχου μειοψηφίας για την εξαγορά των μετοχών του από την εταιρεία αξιολογείται από το αρμόδιο Δικαστήριο (άρθρο 45 παρ. 4). Το τελευταίο είναι που θα κρίνει αν πληρούνται οι προϋποθέσεις που θέτει ο νόμος αλλά και την ουσιαστική βασιμότητα της σχετικής επιχειρηματολογίας του αιτούντος. Εφόσον η σχετική αγωγή γίνει αποδεκτή, το Δικαστήριο ορίζει το δίκαιο και εύλογο τίμημα (:αντάλλαγμα της εξαγοράς των μετοχών του μειοψηφούντος) καθώς και τους όρους της καταβολής του. Για τον προσδιορισμό του τιμήματος λαμβάνεται υπόψη η αξία της εταιρείας. Λογικά αναμενόμενο (κι όχι μόνο νομικά επιτρεπτό)  είναι στην περίπτωση αυτή να ζητηθεί σχετική πραγματογνωμοσύνη η οποία διενεργείται, κατά κανόνα, από δύο ορκωτούς ελεγκτές-λογιστές ή μία ελεγκτική εταιρεία. Η πραγματογνωμοσύνη αυτή εξάλλου είναι που θα αξιολογήσει και την εκατέρωθεν επιχειρηματολογία.

    Η δικαστική απόφαση είναι πάντοτε δεσμευτική για την εταιρεία (άρθρο 45 παρ. 5). Για την περίπτωση της υπαίτιας μη συμμόρφωσής της εντός της προθεσμίας που θα ταχθεί από τη δικαστική απόφαση είναι δυνατό να διαταχθεί η λύση της.

    Εντούτοις η δικαστική απόφαση δεν είναι υποχρεωτικά δεσμευτική για τον αιτούντα μέτοχο. Εφόσον το τίμημα το οποίο θα προσδιορίσει η δικαστική απόφαση δεν αξιολογηθεί (από τον αιτούντα) ως ικανοποιητικό, δικαιούται να αρνηθεί την ολοκλήρωση της σχετικής διαδικασίας (:μεταβίβασης των μετοχών του στην εταιρεία). Στην περίπτωση αυτή βέβαια επιβαρύνεται με τα έξοδα της σχετικής δίκης.

     

    Εν κατακλείδι

    Η συνύπαρξη στη ζωή δεν είναι πάντα εύκολη-ενδεχομένως κάποτε και μη ανεκτή. Αντίστοιχα και στις επιχειρήσεις-πολύ περισσότερο όταν διακυβεύονται ιδιαίτερα σημαντικά (κάποιες φορές) οικονομικά συμφέροντα. Ο νόμος αναγνωρίζει στο μέτοχο μειοψηφίας το δικαίωμα να ζητήσει τη «διάζευξη» καθώς και την «αποζημίωσή» του από την εταιρεία όταν συντρέξουν κάποιες σημαντικές προϋποθέσεις. Είναι, πάντως, ιδιαίτερα σημαντικό να τονισθεί πως η σημασία του καταστατικού αναδεικνύεται, για μια ακόμα φορά, ως ξεχωριστή. Οι σχετικές προβλέψεις του είτε θα πρέπει να λαμβάνουν χώρα εγκαίρως (δηλ. κατά την ίδρυση της εταιρείας) είτε με τρόπο που δεν θίγονται οι μέτοχοι μειοψηφίας (εκτός κι αν το ζητούμενο είναι, ακριβώς, να θιγούν τα δικαιώματά τους)…

    Ουδεμία αμφιβολία χωρεί πως οι συγκεκριμένες νομοθετικές ρυθμίσεις αποτελούν μέσο προστασίας των μετόχων μειοψηφίας. Καθώς όμως (και) το συγκεκριμένο διαζύγιο, όπως ήδη αναφέρθηκε, «είναι ένα παιχνίδι που παίζεται από δικηγόρους», είναι ενδεχόμενο να καταστεί όπλο, σημαντικό, στα χέρια της πλειοψηφίας.

    Ιδιαίτερη προσοχή, επομένως, τόσο στο καταστατικό όσο και στους δικηγόρους…

    stavros-koumentakis

    Σταύρος Κουμεντάκης
    Senior Partner

    Υ.Γ. Συνοπτική έκδοση αυτού του άρθρου δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ, στις 5 Μαΐου 2019.

Η περιοχή αυτή είναι καταχωρημένη στο wpml.org ως περιοχή ανάπτυξης. Μεταβείτε σε τοποθεσία παραγωγής με κλειδί στο remove this banner.