Ετικέτα: Γενική Συνέλευση ΑΕ

  • Εκλογή Δ.Σ. και Αναπληρωματικά Μέλη

    Εκλογή Δ.Σ. και Αναπληρωματικά Μέλη

    Σε προηγούμενη αρθρογραφία μας ασχοληθήκαμε με το Διοικητικό Συμβούλιο της Ανώνυμης Εταιρείας. Συγκεκριμένα: με τη λειτουργία, την εξουσία, τα μέλη και τη θητεία τους. Καθώς όμως τα μέλη του δεν εκλέγονται μόνον από τη Γενική Συνέλευση, ενδιαφέροντα ζητήματα ανακύπτουν αναφορικά με τον τρόπο της εκλογής τους. Εδώ θα μας απασχολήσει ο κανόνας (:εκλογή από τη ΓΣ). Σε επόμενη αρθρογραφία θα ασχοληθούμε με τις εξαιρέσεις του.

     

    Η εκλογή του Δ.Σ. από τη Γ.Σ.

    Ο κανόνας

    Όπως και εισαγωγικά αναφέραμε, τα μέλη του ΔΣ εκλέγονται (:κανόνας) από τη ΓΣ-με την επιφύλαξη διαφορετικής ρύθμισης στο νόμο, (άρ. 78 §1, ν. 4548/2018Αιτ. Έκθεση ν. 4548/2018 επί άρ. 78). Ανάλογη ρύθμιση συναντούμε και στις προβλέψεις που αφορούν την αποκλειστική αρμοδιότητα της ΓΣ (άρ. 117 §1, περ. β΄). Με την εκλογή από τη ΓΣ εξυπηρετείται η αρχή της αυτονομίας και αυτοδιοίκησης της ΑΕ. Οι ιδιοκτήτες (:μέτοχοί) της αποκτούν λόγο και συμμετοχή στη διοίκηση της τελευταίας.

    Η σχετική αρμοδιότητα της ΓΣ δεν είναι δυνατό να ανατεθεί (ούτε από τη ΓΣ ή το καταστατικό) σε άλλο όργανο της ΑΕ ή τρίτο. Η ΓΣ λαμβάνει την απόφαση εκλογής του ΔΣ με συνήθη απαρτία και πλειοψηφία (άρ. 130 §1 και 132 §2, αντίστοιχα). Υπό την επιφύλαξη, βέβαια, ότι το καταστατικό δεν προβλέπει, εν προκειμένω, μεγαλύτερα ποσοστά απαρτίας και πλειοψηφίας (άρ. 130 §5 και 132 §3, αντίστοιχα). Είναι δυνατό, πάντως, να προβλέπεται και ομοφωνία.

    Οι Εξαιρέσεις

    Ο κανόνας εκλογής του ΔΣ από τη ΓΣ, ωστόσο, δεν είναι χωρίς εξαιρέσεις. Οι εξαιρέσεις που θεσπίζονται εκ του νόμου (για τις οποίες επόμενη αρθρογραφία μας)- συνοψίζονται στις ακόλουθες: (α) Στον ορισμό του πρώτου ΔΣ στο αρχικό καταστατικό της ΑΕ (άρ. 78 130 §2). (β) Στον απευθείας διορισμό μέλους/μελών ΔΣ από μέτοχο (άρ. 79). (γ) Στην εκλογή μελών από το ΔΣ, σε περίπτωση ελλιπούς ΔΣ (άρ. 82 130 §1). (δ) Στον διορισμό (προσωρινού) ΔΣ δυνάμει δικαστικής απόφασης (άρ. 69 ΑΚ).

     

    Εκλογή Δ.Σ. βάσει καταλόγων

    Γενικά

    Η εκλογή του ΔΣ από τη ΓΣ συνηθίζεται να λαμβάνει χώρα στη βάση του πλειοψηφικού συστήματος: εκλέγονται εκείνοι που θα λάβουν τις περισσότερες ψήφους. Προβλέπεται, όμως, κι ένα ακόμα (άρ. 80 §1):  η δυνατότητα, συγκεκριμένα, εκλογής μελών ΔΣ βάσει καταλόγων (:ψηφοδελτίων). Πρόκειται για δυνατότητα η οποία είχε εισαχθεί από το έτος 2007 (ν. 3604/2007) με σκοπό να άρει προγενέστερες αμφισβητήσεις της θεωρίας.

    Στο πλαίσιο του συγκεκριμένου συστήματος προβλέπεται ότι, υπό την προϋπόθεση σχετικής καταστατικής πρόβλεψης, οι υποψήφιοι για την εκλογή τους στο ΔΣ προτείνονται στη ΓΣ βάσει καταλόγων. Η ΓΣ εκλέγει από αυτούς ως μέλη ΔΣ κατά την αναλογία των ψήφων που λαμβάνει κάθε κατάλογος (άρ. 80 §1 εδ. α΄).

    Μέσω της συγκεκριμένης ρύθμισης εισάγεται το αναλογικό σύστημα εκλογής από τη ΓΣ. Ως αποτέλεσμα, επέρχεται αναλογικότερη εκπροσώπηση των μετόχων στη διοίκηση της ΑΕ˙ με ιδιαίτερο, βέβαια, ενδιαφέρον των μειοψηφούντων. Η αναλογική εκπροσώπηση στη διοίκηση της ΑΕ εγκυμονεί, όμως, κινδύνους για τη δυνατότητα λήψης αποφάσεων από το ΔΣ. Ιδίως για εκείνες που (στη βάση καταστατικής πρόβλεψης ή του νόμου) απαιτούν αυξημένη απαρτία και πλειοψηφία. Τα μέλη του ΔΣ που προέρχονται από τους μετόχους μειοψηφίας θα δικαιούνται (και είναι ενδεχόμενο), στην περίπτωση αυτή, να καταψηφίζουν.

    Υποστηρίζεται (και ορθά) πως αναλογικό και πλειοψηφικό σύστημα είναι δυνατό να συνυπάρχουν: ορισμένος αριθμός μελών ΔΣ είναι δυνατό να εκλέγεται στη βάση του πλειοψηφικού συστήματος και ο υπολειπόμενος στη βάση καταλόγων.

    Προϋποθέσεις

    (α) Καταστατική Πρόβλεψη: Όπως, ήδη, αναφέραμε η εκλογή βάσει καταλόγων προϋποθέτει σχετική καταστατική πρόβλεψη (:θετική προϋπόθεση).

    Tο καταστατικό, πάντως, θα πρέπει να εξειδικεύει τη διαδικασία που θα ακολουθείται για την εκλογή των μελών του ΔΣ βάσει καταλόγων, ώστε να αποφεύγονται τυχόν αμφισβητήσεις. Οι τρόποι εκλογής βάσει καταλόγων ποικίλουν. Είναι, μάλιστα, δυνατό να υφίσταται ένας, μόνον ,κατάλογος. Η ανάγκη εξειδίκευσης αφορά (ιδίως) στον τρόπο κατανομής των εδρών.

    Ανάλογα με τις σχετικές καταστατικές προβλέψεις, από τον κάθε κατάλογο εκλέγονται: είτε τα πρόσωπα που έλαβαν τις περισσότερες ψήφους είτε εκείνα που προηγούνται στη σειρά του καταλόγου. Οι υπόλοιποι θεωρούνται επιλαχόντες (άρ. 80 §1, εδ. γ΄ και δ΄), οι οποίοι λογίζονται, εκ του νόμου, ως αναπληρωματικά μέλη (άρ. 81 §1, εδ. β΄).

    Μια τέτοια καταστατική πρόβλεψη μπορεί να προβλέπεται στο αρχικό καταστατικό της ΑΕ. Μπορεί όμως να εισαχθεί ή/και να καταργηθεί με απόφαση της ΓΣ. Η σχετική απόφαση λαμβάνεται με απλή απαρτία και πλειοψηφία, εκτός κι αν το καταστατικό αξιώνει υψηλότερα ποσοστά (άρ. 80 §1 in fine).

    (β) Ανυπαρξία Καταστατικής Πρόβλεψης Απευθείας Διορισμού: Προκειμένου να λάβει χώρα εκλογή μελών ΔΣ στη βάση καταλόγων, προϋποτίθεται (:αρνητική προϋπόθεση) ανυπαρξία καταστατικής πρόβλεψης για απευθείας διορισμό μέλους/μελών ΔΣ από μέτοχο (άρ. 80 §2). Τούτο μοιάζει εύλογο, καθώς (:Αιτ. Έκθεση ν. 4548/2018 επί του άρ. 80) οι δύο δυνατότητες εξυπηρετούν τον ίδιο σκοπό: την εκπροσώπηση της μειοψηφίας στο ΔΣ.

     

    Αναπληρωματικά Μέλη

    Οριστική Αναπλήρωση

    Εκτός από τα (με όποιο τρόπο εκλεγέντα) μέλη του ΔΣ, σημαντικό ρόλο ενδέχεται να κληθούν να διαδραματίσουν τυχόν αναπληρωματικά τους. Ως τέτοια νοούνται εκείνα που (κατά βάση) εκλέγονται ή διορίζονται με σκοπό την αντικατάσταση μέλους/μελών σε περίπτωση απώλειας της ιδιότητας αυτού/αυτών.

    Η δυνατότητα εκλογής ή διορισμού αναπληρωματικών μελών (άρ. 81) αποσκοπεί στην αντιμετώπιση της περίπτωσης «κολοβού», όπως λέγεται, ΔΣ. Κατ’ επέκταση, στην αποτροπή δικαστικής προσφυγής για ορισμό προσωρινής διοίκησης (69 ΑΚ), η οποία πρέπει να επιλέγεται σε εξαιρετικές, μόνον, περιπτώσεις. Δεδομένης, μάλιστα, της σχετικής νομοθετικής πρόβλεψης, αντίστοιχη καταστατική πρόβλεψη δεν απαιτείται (Αιτ. Έκθεση ν. 4548/2018 επί άρ. 81).

    Εκείνος που εκλέγει ή διορίζει το ΔΣ (ή μέλη του), μπορεί να εκλέξει ή να διορίσει και αναπληρωματικά μέλη για την περίπτωση παραίτησης ή θανάτου των προσώπων που εκλέχτηκαν ή διορίστηκαν από αυτόν˙ εκείνων, επίσης, που για οποιονδήποτε άλλο λόγο έχασαν την ιδιότητα του μέλους του. Σε περίπτωση εκλογής μελών ΔΣ βάσει καταλόγων (άρ. 80), ως αναπληρωματικά μέλη λογίζονται οι επιλαχόντες.

    Σε αντίθεση με το προϊσχύσαν καθεστώς, η σχετική δυνατότητα αναπλήρωσης  παρέχεται σε όλες τις περιπτώσεις εκλογής ή διορισμού του ΔΣ (Αιτ. Έκθεση ν. 4548/2018 επί άρ. 81). Επομένως: όχι μόνον σε περίπτωση εκλογής από τη ΓΣ. Κατ’ ακολουθίαν, τα αναπληρωματικά μέλη: (α) είτε θα εκλέγονται από τη ΓΣ και θα ορίζονται στην απόφαση εκλογής του ΔΣ, (β) είτε θα γνωστοποιούνται στην ΑΕ από κοινού με το μέλος που διορίζεται, απευθείας, από μέτοχο, (γ) είτε ως τέτοιοι θα λογίζονται οι επιλαχόντες, σε περίπτωση εκλογής βάσει καταλόγων.

    Ορισμός αναπληρωματικών μελών δεν είναι, ωστόσο, δυνατό να λάβει χώρα (όπως γίνεται δεκτό) στο αρχικό καταστατικό της ΑΕ.

    Η εκλογή ή ο διορισμός αναπληρωματικού μέλους μπορεί να αφορά στην αναπλήρωση συγκεκριμένου μέλους ή οποιουδήποτε εξ αυτών-ανάλογα, βεβαίως, με την πράξη εκλογής ή διορισμού των αναπληρωματικών μελών. Αν δεν γίνεται κάποια σχετική αναφορά, τυχόν αναπλήρωση μπορεί να επέλθει για οποιοδήποτε υφιστάμενο μέλος.

    Περαιτέρω, απαιτείται ο διορισμός των αναπληρωματικών μελών να υποβάλλεται σε δημοσιότητα (άρ. 81 §1 in fine).

    Προσωρινή Αναπλήρωση Λόγω Σύγκρουσης Συμφερόντων

    Η αναπλήρωση μέλους ΔΣ λαμβάνει χώρα για το υπόλοιπο της θητείας του. Τυχόν αναπλήρωση δεν είναι δυνατό να λάβει χώρα εξαιτίας προσωρινού κωλύματος υφιστάμενου μέλους.

    Απόκλιση από τα ως άνω, δυνάμει ειδικότερης ρύθμισης, εισάγεται στην περίπτωση σύγκρουσης συμφερόντων μέλους ΔΣ με εκείνα της ΑΕ (άρ. 97 & 81 §2). Αναγκαία προϋπόθεση τούτο να  προβλέπεται στην πράξη εκλογής ή διορισμού του αναπληρωματικού μέλους. Όπως ρητά ορίζεται, στην περίπτωση αυτή η αναπλήρωση είναι προσωρινή και αφορά τις πράξεις για τις οποίες υφίσταται η σύγκρουση.

    Παράσταση Αναπληρωματικών Μελών Σε Συνεδριάσεις ΔΣ

    Προβλέπεται στο νόμο  (άρ. 81 §3) δυνατότητα παράστασης των αναπληρωματικών μελών στις συνεδριάσεις του ΔΣ-πριν ενεργοποιηθεί η από μέρους τους αναπλήρωση (τακτικού) μέλους. Η παράσταση αυτή κρίνεται αναγκαία, προκειμένου τα μέλη να ενημερώνονται για τα εταιρικά ζητήματα˙ να είναι σε θέση, κατά συνέπεια, να αναλάβουν τα καθήκοντά τους, σε περίπτωση που συντρέξει λόγος αναπλήρωσης.

    Στις εν λόγω συνεδριάσεις, τα αναπληρωματικά μέλη δεν έχουν δικαίωμα ψήφου ούτε και είναι αναγκαίο να προσκαλούνται στις συνεδριάσεις του οργάνου (Αιτ. Έκθεση ν. 4548/2018 επί άρ. 81). Είναι, όμως, δυνατό να λαμβάνουν τον λόγο και να εκφέρουν την άποψή τους-κατά την κρίση του προέδρου. Είναι, επίσης, δυνατό να αντιπροσωπεύουν στις συνεδριάσεις άλλο μέλος του ΔΣ (άρ. 92 §4).

     

    Αποτελεί κοινή γνώση (και τον κανόνα) πως τα μέλη του ΔΣ μιας ΑΕ εκλέγονται από τη ΓΣ της. Εκλέγει, η τελευταία, τα μέλη του ΔΣ είτε στη βάση μεμονωμένων υποψηφιοτήτων είτε υποψηφιοτήτων που συμπεριλαμβάνονται σε  καταλόγους-ψηφοδέλτια. Η τελευταία θα ήταν μια επιλογή ωφέλιμη μεν για τους μετόχους μειοψηφίας, προβληματική όμως (και κατά τούτο μη επιλέξιμη) από τους πλειοψηφούντες. Επιλέξιμη, εντούτοις, η επιλογή των αναπληρωματικών μελών του ΔΣ για την αντιμετώπιση (δυνητικά) προβληματικών καταστάσεων (λ.χ. ελλιπής σύνθεση του ΔΣ ή σύγκρουση συμφερόντων των μελών του). Επιλέξιμη, επίσης, σε κάποιες περιπτώσεις (και όχι ασυνήθης, ενίοτε-μάλιστα, αναγκαία) η εκλογή/ορισμός μελών ΔΣ-εκτός ΓΣ. Περί αυτών, όμως, σε επόμενη αρθρογραφία μας.-

    Σταύρος Κουμεντάκης
    Managing Partner

     

    Υ.Γ. Συνοπτική έκδοση του άρθρου δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ, στις 11 Δεκεμβρίου 2022.

    Η πληροφόρηση που εμπεριέχεται στο παρόν άρθρο δεν συνιστά (ούτε και έχει σκοπό να αποτελέσει) νομική συμβουλή. Μια τέτοια νομική συμβουλή είναι δυνατό να παρασχεθεί μόνον από αρμόδιο δικηγόρο ο οποίος θα λάβει υπόψη του το σύνολο των δεδομένων που θα του εκθέσετε για την υπόθεσή σας. Αναλυτικά.

  • Απόσβεση Μετοχικού Κεφαλαίου: Ένας Χρήσιμος Άγνωστος

    Απόσβεση Μετοχικού Κεφαλαίου: Ένας Χρήσιμος Άγνωστος

    Μας απασχόλησαν, σε προηγούμενη αρθρογραφία μας, επιμέρους παράμετροι του μετοχικού κεφαλαίου της ΑΕ: η κάλυψη, η καταβολή και η πιστοποίησή του. Επίσης, η αύξηση και μείωσή του. Διαπιστώσαμε, ήδη, πως το μετοχικό κεφάλαιο της ΑΕ (χρειάζεται να) προστατεύεται και διαφυλάσσεται-λόγω της φύσης και του σκοπού του. Κατά τούτο και η, κατ’ αρχήν, απαγόρευση επιστροφής στους μετόχους των εισφορών τους-πριν τη λύση και (ολοκλήρωση της) εκκαθάρισής της. Επιτρεπτή είναι, ωστόσο, η απόδοση στους μετόχους του συνόλου ή μέρους της ονομαστικής αξίας των μετοχών τους κατά τη διάρκεια λειτουργίας της ΑΕ, μέσω της απόσβεσης του μετοχικού της κεφαλαίου (άρθρο 32 ν. 4548/2018). Πρόκειται για έναν (εν πολλοίς) άγνωστο-πολυεπίπεδα, όμως, ωφέλιμο θεσμό. Χρήσιμη, κατά τούτο, η προσέγγιση των βασικών παραμέτρων του.

     

    Περιεχόμενο Και Φύση Της Απόσβεσης

    Η (μερική ή ολική) απόσβεση του μετοχικού κεφαλαίου της ΑΕ επιτρέπει σε/στους μετόχους της να εισπράξουν από αυτή μέρος ή το σύνολο της ονομαστικής αξίας των μετοχών τους. Και μάλιστα ενόσω η ΑΕ λειτουργεί.

    Καθόλου δεν προσκρούει ο θεσμός της απόσβεσης στην προαναφερθείσα απαγόρευση επιστροφής των εισφορών των μετόχων: τα ποσά που καταβάλλονται στους μετόχους αντιστοιχούν μεν αριθμητικά στην ονομαστική αξία των εισφορών τους δεν ταυτίζονται, όμως, με αυτές. Τα συγκεκριμένα, καταβαλλόμενα, ποσά δεν προέρχονται από τη δεσμευμένη εταιρική περιουσία. Προέρχονται, αντίθετα, από ειδικό αποθεματικό ή από κέρδη της ΑΕ. Για τον λόγο αυτό, άλλωστε, η απόσβεση κεφαλαίου συνιστά ένδειξη οικονομικής ευρωστίας της.

    Η απόσβεση είναι δυνατό να λάβει χώρα και μέσω μερικής ή ολικής απαλλαγής των ωφελούμενων μετόχων από την υποχρέωση καταβολής του ποσού του κεφαλαίου που έχουν μεν καλύψει, δεν έχουν όμως καταβάλει ακόμη (άρθρο 32 §3 in fine).

    Η νομική φύση της απόσβεσης έχει αποτελέσει αντικείμενο θεωρητικών συζητήσεων. Κατά την ορθότερη άποψη (και υποβοηθητική μάλιστα της καλύτερης κατανόησής της) η απόσβεση συνιστά ιδιόρρυθμη διανομή κερδών.

    Με την απόσβεση η ΑΕ καταβάλλει στους ωφελούμενους μετόχους ελεύθερη περιουσία με «αντίτιμο» την απόσβεση δύο συγκεκριμένων μελλοντικών, έναντι εκείνης, αξιώσεών τους. Συγκεκριμένα, των αξιώσεων: (α) διανομής ελάχιστου μερίσματος και (β) επιστροφής της εισφοράς ως προϊόν εκκαθάρισης (άρθρο 32 §4).

     

    Η Διάκριση Από Τη Μείωση Του Μετοχικού Κεφαλαίου

    Η απόσβεση κεφαλαίου δεν συνιστά μείωσή του. Η διαπίστωση, μάλιστα, αυτή είναι τόσο σημαντική, που ο ίδιος ο νομοθέτης έκρινε σκόπιμο να προβεί σε σχετική ρητή επισήμανση (άρθρο 32 §2).

    Κατά την απόσβεση του μετοχικού κεφαλαίου καταβάλλεται, όπως ήδη αναφέρθηκε, ελεύθερη περιουσία στους ωφελούμενους μετόχους. Αντίθετα, στη μείωση μετοχικού κεφαλαίου αποδεσμεύεται τμήμα του δεσμευμένου ποσού της ΑΕ, που αντιστοιχεί στο μετοχικό της κεφάλαιο.

    Στην περίπτωση, επομένως, της απόσβεσης, το μετοχικό κεφάλαιο της ΑΕ παραμένει αναλλοίωτο, ως μαθηματική (:αριθμητική) ποσότητα. Δεν διενεργείται, επομένως,  τροποποίηση του καταστατικού ούτε και (πολύ περισσότερο) απαιτείται έγκριση της διοίκησης. Δεν τυγχάνουν, εδώ, εφαρμογής οι διατάξεις για την προστασία των δανειστών εξ αφορμής της μείωσης του μετοχικού κεφαλαίου της ΑΕ.

     

    Η Διαδικασία Της Απόσβεσης

    Αρμόδιο Όργανο

    Αρμόδιο όργανο να αποφασίσει την απόσβεση κεφαλαίου είναι η ΓΣ (άρθρο 32 §1). Η απόφασή της θα αφορά συγκεκριμένη μόνον, επικείμενη, απόσβεση (όχι τυχόν μελλοντικές), της οποίας και τις ειδικότερες παραμέτρους της ρητά θα προσδιορίζει (ολική/μερική απόσβεση, πηγές χρηματοδότησης κ.ο.κ.).

    Η ΓΣ αποφασίζει, καταρχάς, με αυξημένη απαρτία και πλειοψηφία. Εφόσον, όμως, υφίσταται σχετική (αρχική ή επιγενόμενη) καταστατική πρόβλεψη, η ΓΣ μπορεί να αποφασίζει την απόσβεση του κεφαλαίου με απλή απαρτία και πλειοψηφία. Στην περίπτωση, όμως, της (επιγενόμενης) τροποποίησης του καταστατικού, η σχετική της τροποποίησης απόφαση της ΓΣ προϋποθέτει αυξημένη απαρτία και πλειοψηφία.

    Περιεχόμενο Απόφασης Απόσβεσης

    Όπως ήδη αναφέρθηκε, η απόφαση της ΓΣ προσδιορίζει τους ειδικότερους όρους της απόσβεσης˙  καθορίζει-μεταξύ άλλων: (α) Τις μετοχές που πρόκειται να αποσβεστούν (στη βάση και της αρχής της ίσης μεταχείρισης των μετόχων). (β) Το ύψος της ονομαστικής αξίας ανά μετοχή-όπως αυτή θα διαμορφωθεί. (γ) Τους τρόπους απόσβεσης. (δ) Τις πηγές χρηματοδότησης. (ε) Τον χρόνο διενέργειας της απόσβεσης. Όσον αφορά, ειδικότερα, τους τρόπους της απόσβεσης και της πηγές χρηματοδότησής της, λεκτέα τα ακόλουθα:

    Τρόποι Απόσβεσης

    Η απόσβεση μπορεί να είναι ολική (με καταβολή, δηλ., ολόκληρης της ονομαστικής αξίας του συνόλου των μετοχών ή μερική (με καταβολή ολόκληρης της ονομαστικής αξίας μέρους των μετοχών ή μέρους της ονομαστικής αξίας του συνόλου των μετοχών).

    Πηγές Χρηματοδότησης

    Τα ποσά χρηματοδότησης της απόσβεσης μπορούν να προέρχονται (άρθρο 32 §3):

    (α) Από Ειδικά Αποθεματικά:

    Η ΑΕ ενδέχεται να προβεί στον σχηματισμό ειδικών αποθεματικών με σκοπό την χρηματοδότηση μελλοντικών αποσβέσεων. Ο σχηματισμός των συγκεκριμένων αποθεματικών είναι δυνατό να προβλέπεται από το καταστατικό ή από απόφαση της ΓΣ.

    Είναι ενδεχόμενο, επίσης, να χρησιμοποιήσει η ΑΕ ελεύθερα αποθεματικά της για τη χρηματοδότηση της απόσβεσης. Στην περίπτωση αυτή, απαιτείται, καταρχήν, απόφαση της συνήθους ΓΣ (που αποφασίζει με απλή, δηλ., απαρτία και πλειοψηφία). Σε περίπτωση καταστατικής πρόβλεψης, όσον αφορά διαφορετική χρήση των εν λόγω αποθεματικών, είναι αναγκαία η τροποποίησή του.

    (β) Από Ελεύθερα Διανεμητέα Ποσά (Καθαρά Κέρδη):

    Η ΑΕ, μπορεί, επίσης, να χρησιμοποιήσει για την χρηματοδότηση της απόσβεσης ποσά που επιτρέπεται να διανεμηθούν (κατ’ άρθρα 159 και 160 ν. 4548/2018). Συγκεκριμένα: καθαρά κέρδη που προκύπτουν ύστερα από την αφαίρεση του τακτικού αποθεματικού και την καταβολή του ελάχιστου μερίσματος. Επίσης: κέρδη που έχουν συσσωρευθεί, λόγω μη διανομής τους, κατά τις προηγούμενες εταιρικές χρήσεις.

    Έγκριση Περισσότερων Κατηγοριών Μετόχων

    Στην ΑΕ ενδέχεται να υφίστανται περισσότερες κατηγορίες μετόχων. Με την απόσβεση του κεφαλαίου ενδέχεται να θίγονται τα συμφέροντα/δικαιώματα κάποιας από αυτές. Η εγκυρότητα της απόφασης απόσβεσης θα εξαρτάται, τότε, από την έγκριση των μετόχων που την συναπαρτίζουν.

    Η εν λόγω έγκριση παρέχεται σε ιδιαίτερη συνέλευση της συγκεκριμένης κατηγορίας μετόχων, που αποφασίζει με αυξημένη απαρτία και πλειοψηφία (άρθρο 32 §5). Για τη σύγκληση της συγκεκριμένης, ιδιαίτερης, συνέλευσης καθώς και τους όρους και προϋποθέσεις λήψης αποφάσεων από μέρους της, εφαρμόζονται οι σχετικές διατάξεις για τη ΓΣ των μετόχων (άρθρο 32 §6).

    Δημοσιότητα Της Απόφασης Απόσβεσης

    Η απόσβεση κεφαλαίου ενδιαφέρει όσους συναλλάσσονται με την ΑΕ αλλά και τυχόν υποψήφιους μετόχους της. Υποβάλλεται, ως εκ τούτου, σε διατυπώσεις δημοσιότητας (άρθρο 32 §1 in fine). Καθώς η απόσβεση δεν προϋποθέτει τροποποίηση του καταστατικού ούτε και έγκρισή της από τη διοίκηση, γίνεται δεκτό πως η δημοσιότητά της έχει, απλώς, δηλωτικό (και όχι συστατικό) χαρακτήρα.

    Αποσβεσμένες Μετοχές

    Σε περίπτωση απόσβεσης, οι μετοχές στις οποίες αντιστοιχεί η ονομαστική αξία που καταβάλλεται στους φορείς τους καλούνται «αποσβεσμένες». Πρόκειται, με άλλα λόγια, για τις «μετοχές επικαρπίας»-με βάση παλαιότερη ορολογία (όπως διευκρινίζει και  η Αιτ. Έκθεση του ν. 4548/2018). Ο συγκεκριμένος, όμως, όρος δεν πρέπει να συγχέεται με το δικαίωμα επικαρπίας, που συστήνεται επί μετοχών.

    Εφόσον διενεργηθεί απόσβεση μετοχών από ΑΕ που εκδίδει μετοχικούς τίτλους, ενδείκνυται η αντικατατάστασή τους από νέους με την ένδειξη: «αποσβεσμένες μετοχές».

     

    Συνέπειες Της Απόσβεσης Κεφαλαίου

    Όπως, ήδη, επισημάναμε, η απόσβεση δεν συνιστά, κατά κυριολεξία, επιστροφή εισφορών. Ως εκ τούτου, σε αντίθεση με τη μείωση, η συντέλεσή της δεν επιφέρει κατάργηση της μετοχικής σχέσης. Μεταβάλλει, ωστόσο, τα δικαιώματα που η σχέση αυτή παράγει.

    Συγκεκριμένα, ο φορέας αποσβεσμένων μετοχών διατηρεί την μετοχική του ιδιότητα και δικαιώματα˙ με εξαίρεση δύο: (α) το δικαίωμα στο ελάχιστο μέρισμα και (β) το δικαίωμα στο προϊόν της εκκαθάρισης. Κατ’ αντιστοιχία, αμφότερα, στην αποσβεσθείσα ονομαστική αξία των μετοχών του.

    Με άλλα λόγια: για το μη αποσβεσθέν τμήμα της ονομαστικής αξίας των μετοχών τους εξακολουθούν οι ωφελούμενοι μέτοχοι να διατηρούν, αναλογικά, τις προαναφερθείσες δύο αξιώσεις/δικαιώματα.

    Οι φορείς αποσβεσμένων μετοχών δικαιούνται κάθε επόμενο μέρισμα, που τυχόν διανεμηθεί-καθ’ υπέρβαση του ελαχίστου. Παράλληλα, σε περίπτωση που μετά την ικανοποίηση και των μη αποσβεσμένων μετοχών από το προϊόν της εκκαθάρισης υφίσταται περίσσευμα, στη διανομή του συμμετέχουν και οι αποσβεσμένες μετοχές.

     

    Χρησιμότητα Της Απόσβεσης

    Η απόσβεση του μετοχικού κεφαλαίου της ΑΕ είναι δυνατό να αποδειχθεί ιδιαίτερα και πολυεπίπεδα ωφέλιμη. Ενδεικτικά: είναι δυνατό να συνδράμει στην απόδοση ρευστότητας στους μετόχους που την έχουν ανάγκη. Είναι δυνατό να λειτουργήσει προς την κατεύθυνση της αναδιάταξης των διανεμομένων κερδών μεταξύ των μετόχων (καθώς οι κάτοχοι αποσβεσμένων μετοχών δεν θα έχουν πρόσβαση στο ελάχιστο μέρισμα που τους αναλογεί)-χωρίς όμως και να διαφοροποιεί τα δικαιώματα ψήφου και να διαταράσσει τις μετοχικές ισορροπίες. Είναι, επίσης, δυνατό να λειτουργήσει προς την κατεύθυνση της ελαχιστοποίησης του επενδυτικού κινδύνου και μεγιστοποίησης του επενδυτικού οφέλους καθώς ο επενδυτής-μέτοχος μπορεί να λάβει, ακόμα και άμεσα, τμήμα ή/και το σύνολο του κεφαλαίου που έχει επενδύσει στην ΑΕ. Είναι, τέλος, δυνατό να αξιοποιηθεί για φορολογικούς λόγους ή στο πλαίσιο φορολογικών σχεδιασμών.

     

    Η απόσβεση του μετοχικού κεφαλαίου της ΑΕ είναι ένας θεσμός που δεν είναι ευρύτερα γνωστός-ακόμα και στους εξ ημών φερόμενους ως επαΐοντες (:δικηγόρους, λογιστές, φοροτεχνικούς, ορκωτούς, οικονομικούς διευθυντές, συμβούλους κ.ο.κ.), οι οποίοι επαιρόμεθα για τη γνώση των σχετικών με την ΑΕ θεμάτων. Δεν αξιοποιείται, κατά τούτο, στο βαθμό που του αρμόζει. Εναπόκειται, επομένως, σε όλους μας (τους περί την ΑΕ εμπλεκόμενους-βεβαίως και τους επιχειρηματίες) να «ξαναδούμε» την απόσβεση του μετοχικού κεφαλαίου και αξιοποιήσουμε τις συναφείς ευκαιρίες και δυνατότητες.

    Και είναι πολλές!

    Σταύρος Κουμεντάκης
    Managing Partner

     

    Υ.Γ. Συνοπτική έκδοση του άρθρου δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ, στις 5 Ιουνίου 2022.

    Η πληροφόρηση που εμπεριέχεται στο παρόν άρθρο δεν συνιστά (ούτε και έχει σκοπό να αποτελέσει) νομική συμβουλή. Μια τέτοια νομική συμβουλή είναι δυνατό να παρασχεθεί μόνον από αρμόδιο δικηγόρο ο οποίος θα λάβει υπόψη του το σύνολο των δεδομένων που θα του εκθέσετε για την υπόθεσή σας. Αναλυτικά.

  • Το Δικαίωμα Προτίμησης Κατά Την Αύξηση Κεφαλαίου

    Το Δικαίωμα Προτίμησης Κατά Την Αύξηση Κεφαλαίου

    Σε προηγούμενη αρθρογραφία μας προσεγγίσαμε τα σχετικά με την αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου της ΑΕ. Εκεί, μας δόθηκε η ευκαιρία να διαπιστώσουμε τη σημασία της αύξησης στη χρηματοδότησή της και, κατ΄ επέκταση, την επίτευξη των καταστατικών της στόχων. Όσο προφανή όμως τα πλεονεκτήματά της άλλο τόσο δεδομένοι και οι συναφείς κίνδυνοι˙ ιδίως όσον αφορά τους παλαιούς μετόχους (ενδεικτικά: από τη διατάραξη των μετοχικών ισορροπιών, τις ανεπιθύμητες αλλαγές στη διοίκηση, ακόμα και την, σε κάποιες ακραίες περιπτώσεις, βίαιη έξοδο των μετόχων μειοψηφίας από την ΑΕ κλπ.). Τους συγκεκριμένους (και όχι μόνον) κινδύνους επιχειρεί να τιθασεύσει (ή, έστω, επαρκώς διαχειριστεί) ο νομοθέτης μέσω του δικαιώματος προτίμησης.

     

    Έννοια & Φορείς

    Την έννοια του δικαιώματος προτίμησης προσδιορίζει ο ίδιος ο νόμος: «Σε κάθε περίπτωση αύξησης του κεφαλαίου, που δεν γίνεται με εισφορά σε είδος, καθώς και σε περίπτωση έκδοσης ομολογιών με δικαίωμα μετατροπής σε μετοχές, παρέχεται δικαίωμα προτίμησης σε ολόκληρο το νέο κεφάλαιο ή το ομολογιακό δάνειο, υπέρ των μετόχων που υφίστανται κατά το χρόνο της έκδοσης, ανάλογα με τη συμμετοχή τους στο υφιστάμενο κεφάλαιο» (άρθρο 26§1 ν. 4548/18).

    Το συγκεκριμένο δικαίωμα δικαιούται να ασκήσει κάθε μέτοχος, που φέρει τη συγκεκριμένη ιδιότητα κατά το χρόνο λήψης της απόφασης για αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου. Αποκτά, μέσω αυτού, τη δυνατότητα να του παρασχεθούν νέες μετοχές, που εκδίδονται λόγω της αύξησης (ή έκδοσης των μετατρέψιμων ομολογιών), κατ’ αριθμό ανάλογες με εκείνες που ήδη διαθέτει. Στην περίπτωση που άλλος μεν μέτοχος έχει την ψιλή κυριότητα και άλλος την επικαρπία της μετοχής, το δικαίωμα προτίμησης αναγνωρίζεται στον ψιλό κύριο-με το επιχείρημα ότι δεν συνιστά καρπό ή ωφέλεια του μετοχικού δικαιώματος (ενδ.: 577/2010 ΕφΘεσσ).

    Το εν λόγω δικαίωμα γεννάται σε κάθε περίπτωση αύξησης (τακτικής ή έκτακτης) του μετοχικού κεφαλαίου. Ρητά εξαιρείται, ωστόσο, η περίπτωση της αύξησης με εισφορές σε είδος. Η πρόβλεψη μοιάζει εύλογη: οι εισφορές σε είδος αποσκοπούν, κατά βάση, σε περιουσιακά στοιχεία, τα οποία ανήκουν σε συγκεκριμένο, μόνον, πρόσωπο. Προβλέπεται, εντούτοις, πως το καταστατικό μπορεί να επεκτείνει το δικαίωμα προτίμησης και σε περιπτώσεις αύξησης με εισφορές σε είδος (άρθρο 26 §1, εδ. β΄).  

    Ένα, ειδικότερο, περιεχόμενο προβλέπεται στο δικαίωμα προτίμησης, στην περίπτωση που η ΑΕ έχει εκδώσει περισσότερες κατηγορίες μετοχών. Κατηγορίες μετοχών, λ.χ., στις οποίες δεν ταυτίζονται τα επιμέρους δικαιώματα ψήφου ή συμμετοχής στα κέρδη ή στη διανομή του προϊόντος της εκκαθάρισης. Είναι δυνατή στην περίπτωση αυτή, υπό την προϋπόθεση σχετικής καταστατικής πρόβλεψης, η αύξηση κεφαλαίου με μετοχές μιας, μόνον, από τις περισσότερες κατηγορίες. Το δικαίωμα προτίμησης παρέχεται, τότε-κατά προτεραιότητα, στους μετόχους της κατηγορίας, στην οποία ανήκουν οι νέες μετοχές. Εφόσον δεν ασκηθεί στο σύνολό του, καλούνται αναλογικά να το ασκήσουν, κατά το εναπομένον, οι μέτοχοι των λοιπών κατηγοριών.

     

    Νομική Φύση & Δυνατότητα Μεταβίβασης

    Όπως επισημαίνεται στη νομολογία (ενδ. 3403/2006 ΕφΑθ), το δικαίωμα προτίμησης ανήκει στα γενικά μετοχικά δικαιώματα. Σε εκείνα, δηλ., τα δικαιώματα που ανήκουν σε όλους τους μετόχους-κατ` αναλογία της συμμετοχής τους στο εταιρικό κεφάλαιο. Χαρακτηρίζεται ως μικτό μετοχικό δικαίωμα καθώς συγκεντρώνει στοιχεία περιουσιακών και διοικητικών δικαιωμάτων. Η άσκησή του εμπεριέχει δήλωση βούλησης του μετόχου για ανάληψη των νέων μετοχών της ΑΕ, κατ’ αναλογία του ποσοστού συμμετοχής του. Συνιστά, κατ’ ουσίαν, νόμιμο περιορισμό της συμβατικής ελευθερίας της ΑΕ.

    Ωστόσο, ως προς το μεταβιβαστό του εν λόγω δικαιώματος ανακύπτουν ορισμένα ζητήματα. Το δικαίωμα προτίμησης, έως ότου αποφασισθεί από το αρμόδιο όργανο η αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου, «..αποτελεί ένα αφηρημένο λανθάνον δικαίωμα (προκαταρκτικό) του οριστικού δικαιώματος (του συγκεκριμένου οριστικού δικαιώματος προτίμησης)» (ενδ. 3403/2006 ΕφΑθ). Το αφηρημένο αυτό δικαίωμα βρίσκεται, έτσι, σε μια κατάσταση «μετέωρη». Πιο συγκεκριμένα: τελεί υπό την αναβλητική αίρεση της λήψης απόφασης για την αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου.

    Κατά το στάδιο της συγκεκριμένης, αναβλητικής, αίρεσης, οι παλαιοί μέτοχοι δεν έχουν οποιαδήποτε αξίωση για ανάληψη νέων μετοχών. Ταυτόχρονα, το δικαίωμα προτίμησης συνδέεται άρρηκτα με την μετοχή και δεν είναι δυνατό να χωρισθεί απ` αυτήν. Δεν μπορεί, ως εκ τούτου, και να μεταβιβασθεί. Μετά, όμως, την πλήρωση της συγκεκριμένης αναβλητικής αίρεσης (:απόφαση για αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου), οι (υπό αίρεση) δικαιούχοι καθίστανται οριστικοί. Το συγκεκριμένο, πλέον, δικαίωμα προτίμησης συνιστά αυτοτελές ενοχικό δικαίωμα με περιουσιακό χαρακτήρα. Είναι δυνατό, ως εκ τούτου, να μεταβιβασθεί αυτοτελώς.

    Μερίδα, ωστόσο, της θεωρίας χαρακτηρίζει εσφαλμένη τη θέση αυτή της νομολογίας. Υποστηρίζεται ότι το αφηρημένο δικαίωμα προτίμησης, πρέπει να διακριθεί από το δικαίωμα προτίμησης που αφορά σε συγκεκριμένη αύξηση, ακόμη και μελλοντική ή ενδεχόμενη να λάβει χώρα. Το τελευταίο (:δικαίωμα προτίμησης που αφορά σε μελλοντική η ενδεχόμενη αύξηση) είναι μεταβιβάσιμο, ακόμη και πριν τη λήψη της σχετικής απόφασης-ως δικαίωμα προσδοκίας.

     

    Δικαίωμα Προτίμησης Δευτέρου Βαθμού

    Σημαντική πρόβλεψη του ν. 4548/2018 (η οποία επισημαίνεται και στην Αιτιολογική Έκθεση του νόμου επί του άρθρου 26), συνιστά η πρόβλεψη του δικαιώματος προτίμησης «δευτέρου βαθμού» στις αδιάθετες μετοχές.

    Ορίζεται, συγκεκριμένα, ότι, εφόσον παραμείνουν αδιάθετες μετοχές μετά τη (μη) άσκηση του δικαιώματος προτίμησης, μπορεί να παρέχεται προτεραιότητα ως προς αυτές «…στους μετόχους, που άσκησαν ήδη το δικαίωμα προτίμησης, καθώς και σε άλλα πρόσωπα που κατέχουν εν γένει τίτλους μετατρέψιμους σε μετοχές»-(τέτοιοι, λ.χ., συνιστούν οι μετατρέψιμες και ανταλλάξιμες ομολογίες και τα warrants, άρθρο 26 §4 in fine).

    Το συγκεκριμένο δικαίωμα προτίμησης δευτέρου βαθμού μπορεί να προβλέπεται από το καταστατικό. Στην περίπτωση όμως που δεν υπάρχει τέτοια καταστατική πρόβλεψη, το περιεχόμενο (και οι δικαιούχοι) του προσδιορίζονται από το Διοικητικό Συμβούλιο που θα κληθεί να διαθέσει τις μετοχές που απέμειναν αδιάθετες.

     

    Πρόσκληση Άσκησης

    Προκειμένου να ασκηθεί το δικαίωμα προτίμησης θα πρέπει να προηγηθεί η σχετική πρόσκληση. Επίσης η δημοσίευσή της στο Γ.Ε.ΜΗ. με επιμέλεια της ΑΕ (άρθρο 26 §3). Η προθεσμία άσκησής του συνιστά υποχρεωτικό περιεχόμενό της. Το καταστατικό είναι δυνατό να επιβάλλει ευρύτερη δημοσιότητα.

    Είναι, όμως, δυνατό να παραλειφθεί η σχετική πρόσκληση και, κατ’ επέκταση, η γνωστοποίηση της σχετικής προθεσμίας, στις ακόλουθες δύο, εναλλακτικά, περιπτώσεις: (α) εφόσον στη ΓΣ που αποφάσισε την αύξηση παρέστησαν όλοι οι μέτοχοι-που εκπροσωπούν το σύνολο του μετοχικού κεφαλαίου και έλαβαν γνώση της προθεσμίας που τάχθηκε για την άσκηση του δικαιώματος προτίμησης ή/και (β) εφόσον το σύνολο των μετόχων δήλωσε, με οποιονδήποτε τρόπο, ότι θα ασκήσει ή δεν θα ασκήσει το σχετικό δικαίωμα. Στις δύο, συγκεκριμένες, περιπτώσεις, τυχόν εμμονή στις διατυπώσεις δημοσιότητας θα καθίστατο, απλώς, τυπολατρική και αδικαιολόγητη.

    Από τη δυνατότητα παράλειψης εξαιρείται, ωστόσο, η περίπτωση που, στο πλαίσιο τακτικής αύξησης, εξουσιοδοτείται το ΔΣ, να προσδιορίσει την τιμή διάθεσης των νέων μετοχών. Επίσης, επί εκδόσεως προνομιούχων μετοχών με δικαίωμα απόληψης τόκου, το επιτόκιο και τον τρόπο υπολογισμού του (άρθρο 25 §2). Μοιάζουν εύλογες οι συγκεκριμένες εξαιρέσεις καθώς, και στις δύο περιπτώσεις, οι μέτοχοι αγνοούν ουσιαστικές πληροφορίες για την άσκηση του δικαιώματος προτίμησής τους.

    Εναλλακτικά με τη δημοσίευση της πρόσκλησης στο Γ.Ε.ΜΗ για την άσκηση του δικαιώματος προτίμησης, παρέχεται δυνατότητα αντικατάστασής της με συστημένη, «επί αποδείξει», επιστολή προς τους μετόχους˙ και τούτο, χωρίς να είναι αναγκαία σχετική καταστατική πρόβλεψη.

    Η προθεσμία άσκησης του δικαιώματος προτίμησης εκκινεί από την με οποιαδήποτε, κατά τα ανωτέρω, γνώση της σχετικής πρόσκλησης από τους μετόχους [ή από τον χρόνο λήψης της σχετικής απόφασης του ΔΣ, το νωρίτερο, στην περίπτωση εξουσιοδότησής του στο πλαίσιο τακτικής αύξησης (άρθρο 25 §2)].

     

    Προθεσμία Άσκησης

    Το όργανο της ΑΕ (ΓΣ ή ΔΣ) που αποφασίζει την αύξηση προβαίνει και στον ορισμό της προθεσμίας εντός της οποίας είναι δυνατή η άσκηση το δικαιώματος προτίμησης (άρθρο 26 §2). Η προθεσμία, όμως, αυτή δεν είναι δυνατό να είναι μικρότερη των δεκατεσσάρων (14) ημερών κι ούτε να υπερβεί την προθεσμία καταβολής της αύξησης-δηλ. τους τέσσερις (4) μήνες (άρθρο 20 §2).

    Σε περίπτωση που το όργανο της ΑΕ που αποφασίζει την αύξηση παραλείψει να ορίσει την προθεσμία άσκησης του δικαιώματος προτίμησης, θα οριστεί με απόφαση του ΔΣ (άρθρο 26 §3). Πάντοτε όμως μέσα στα προαναφερθέντα χρονικά όρια (:14 ημέρες έως 4 μήνες).

    Ειδικά όσον αφορά τον προσδιορισμό της προθεσμίας άσκησης του δικαιώματος προτίμησης από τους λοιπούς (άλλων κατηγοριών) μετόχους, αρμόδιο όργανο ορίζεται, επίσης, εκείνο που αποφασίζει την αύξηση. Η σχετική προθεσμία δεν μπορεί να είναι μικρότερη των δέκα (10) ημερών. Εκκινεί από την επομένη της λήξης της προθεσμίας άσκησης του δικαιώματος προτίμησης για τους μετόχους της κατηγορίας στην οποία ανήκουν οι νέες μετοχές (άρθρο 26 §2 in fine).

     

    Μη Άσκηση Του Δικαιώματος Προτίμησης

    Εφόσον παρέλθουν άπρακτες οι (ανωτέρω) προθεσμίες άσκησης του δικαιώματος προτίμησης, ακολουθεί η ελεύθερη διάθεση των μετοχών-υπό την επιφύλαξη αντίθετης πρόβλεψης του καταστατικού (άρθρο 26 §4).

    Αρμόδιο όργανο για την ελεύθερη διάθεση των μετοχών είναι ΔΣ. Γίνεται, μάλιστα, δεκτό ότι δικαιούται να προβεί σε ελεύθερη διάθεσή τους και πριν την άπρακτη παρέλευση των προθεσμιών που ανωτέρω αναφέρθηκαν. Απαιτείται, ωστόσο, η ύπαρξη ανέκκλητων δηλώσεων του συνόλου των μετόχων, που δεν άσκησαν το δικαίωμά τους, ότι δεν θα το ασκήσουν.

    Ο νόμος θέτει περιορισμό ως προς την ελεύθερη διάθεση των μετοχών από το ΔΣ. Συγκεκριμένα, το ΔΣ δεν μπορεί να διαθέσει τις αδιάθετες μετοχές σε τιμή κατώτερη της τιμής που καταβάλλουν οι υφιστάμενοι μέτοχοι. Κατά τα λοιπά, προβαίνει στη διάθεση κατά την κρίση του, με γνώμονα σαφώς το εταιρικό συμφέρον.

     

    Το δικαίωμα προτίμησης στην αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου της ΑΕ διασφαλίζει τους, κατά το χρόνο της σχετικής απόφασης, μετόχους. Διασφαλίζει, μεταξύ άλλων, πως δεν θα απομειωθεί, χωρίς να το επιλέξουν (ή αποδεχθούν), η μετοχική τους συμμετοχή, δεν θα διαταραχθούν οι μετοχικές ισορροπίες, δεν θα επηρεαστεί η διοίκηση της ΑΕ. Η συγκεκριμένη διασφάλιση είναι μεν κρίσιμη, όχι όμως χωρίς εξαιρέσεις. Περί αυτών, των κρίσιμων δηλ. εξαιρέσεων και των συνεπειών τους: σε επόμενη αρθρογραφία μας.

    Σταύρος Κουμεντάκης
    Managing Partner

     

    Υ.Γ. Συνοπτική έκδοση του άρθρου δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ, στις 10 Απριλίου 2022.

    Η πληροφόρηση που εμπεριέχεται στο παρόν άρθρο δεν συνιστά (ούτε και έχει σκοπό να αποτελέσει) νομική συμβουλή. Μια τέτοια νομική συμβουλή είναι δυνατό να παρασχεθεί μόνον από αρμόδιο δικηγόρο ο οποίος θα λάβει υπόψη του το σύνολο των δεδομένων που θα του εκθέσετε για την υπόθεσή σας. Αναλυτικά.

  • Η Αύξηση Μετοχικού Κεφαλαίου

    Η Αύξηση Μετοχικού Κεφαλαίου

    Σε προηγούμενη αρθρογραφία μας είχαμε την ευκαιρία να διαπιστώσουμε τη σπουδαιότητα του μετοχικού κεφαλαίου. Επίσης, τη διαφοροποίησή του από την εταιρική περιουσία της ΑΕ, που υπόκειται σε συνεχείς-αλλεπάλληλες μεταβολές. Το μετοχικό κεφάλαιο, αντίθετα, «…αποτελεί “αμετάβλητη” μαθηματική ποσότητα, που αναγράφεται στο καταστατικό της εταιρείας και το οποίο κατά την ίδρυσή της αντιστοιχεί στο άθροισμα της αξίας των εισφορών» (:Αιτ. Έκθ. ν. ΑΕ-4548/2018). Αυτό δεν σημαίνει, ωστόσο, ότι το μετοχικό κεφάλαιο δεν μπορεί, υπό προϋποθέσεις, να αυξομειωθεί. Θα επικεντρωθούμε στο παρόν στην αύξησή του καθώς και σε, συγκεκριμένα, ενδιαφέροντα (κάποια, ίσως, και κρίσιμα) σημεία της. Κατά τα λοιπά: έπεται συνέχεια!

     

    Οι κίνδυνοι

    Η αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου (με εξαίρεση την «ονομαστική»-για την οποία αμέσως στη συνέχεια) αποτελεί μια από τις κυριότερες μορφές χρηματοδότησης της ΑΕ: το «αντίπαλο δέος», θα λέγαμε, της χρηματοδότησης μέσω (τραπεζικού) δανεισμού.

    Η χρηματοδότηση της εταιρείας μέσω της αύξησης του μετοχικού της κεφαλαίου παρουσιάζει σειρά πλεονεκτημάτων έναντι του (τραπεζικού) δανεισμού της. Καθώς, όμως, το αντικείμενό μας δεν είναι η χρηματοδότηση της ΑΕ, θα περιοριστούμε στα σημαντικότερα από αυτά.

    Συγκεκριμένα: Ανάμεσα στους επενδυτές/χρηματοδότες/μετόχους και την ΑΕ δημιουργείται μετοχική και όχι πιστωτική σχέση. Η ΑΕ δεν υποχρεούται, ως εκ τούτου-και, καταρχήν, δεν επιτρέπεται, να επιστρέψει το κεφάλαιο, στους επενδυτές/μετόχους της. Ούτε όμως οφείλει σε αυτούς τόκο-τουλάχιστον κατά κανόνα. Οι μέτοχοι, αντίθετα, της ΑΕ προσβλέπουν (κατά κανόνα επίσης) στην, υπό προϋποθέσεις, απόληψη μερισμάτων και τη συμμετοχή τους στα κέρδη της-εφόσον υπάρχουν. Περαιτέρω: η αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου της ΑΕ ενισχύει τη φερεγγυότητα της τελευταίας, σε αντίθεση με την ανάληψη χρέους μέσω δανεισμού.

    Δεν πρέπει, όμως, να διαφεύγει της προσοχής μας πως η χρηματοδότηση μέσω αύξησης κεφαλαίου μπορεί να οδηγήσει, εφόσον το επιλέξουν/αποδεχθούν/ανεχθούν οι υφιστάμενοι μέτοχοι, στην είσοδο νέων (μετόχων) στην ΑΕ. Τούτο, ιδίως, συμβαίνει όταν η χρηματοδότηση αναζητείται από ανώνυμο πλήθος χρηματοδοτών/δυνητικών μετόχων μέσω ρυθμιζόμενης αγοράς. Η αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου της ΑΕ είναι δυνατό, κατά συνέπεια, να επιφέρει αλλαγές, κάποιες φορές σημαντικές, στις (μετοχικές) ισορροπίες και τη διοίκηση της εταιρείας.

     

    Οι Διακρίσεις Της Αύξησης Μετοχικού Κεφαλαίου

    Με τον όρο αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου δεν υπονοείται όμως, πάντοτε, τρόπος χρηματοδότησής της. Ας δούμε γιατί:

    Ονομαστική & Πραγματική Αύξηση

    Η συγκεκριμένη διάκριση αποτελεί απόρροια της διάκρισης του μετοχικού κεφαλαίου από την εταιρική περιουσία. Ειδικότερα:

    Ονομαστική Αύξηση

    Η συγκεκριμένη (:ονομαστική) αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου δεν συνιστά αύξηση της εταιρικής περιουσίας της ΑΕ. Πρόκειται, απλά, για λογιστική αναπροσαρμογή του μετοχικού κεφαλαίου. Μια αναπροσαρμογή που θα επιλεγεί από τους μετόχους στη βάση της αποτύπωσης της μεγαλύτερης αξίας, που έχει προσλάβει η εταιρική περιουσία εξαιτίας της ύπαρξης (εμφανών ή αφανών) αποθεματικών.

    Στην περίπτωση αυτή, η ΑΕ μπορεί να προβεί στην αύξηση της ονομαστικής αξίας των υφιστάμενων μετοχών της. Εναλλακτικά, όμως, είναι δυνατό να εκδώσει νέες μετοχές και να τις παραχωρήσει, χωρίς αντάλλαγμα, στους υφιστάμενους μετόχους της-κατά τον λόγο της συμμετοχής τους στο μετοχικό κεφάλαιο. Στην περίπτωση αυτή, οι μέτοχοι δεν καταβάλλουν εισφορές. Αντίθετα, «…αποκτούν τις νέες μετοχές αυτομάτως… χωρίς να χρειάζεται προς τούτο οποιαδήποτε δήλωση βουλήσεως. Μάλιστα, η κτήση των νέων μετοχών από τους παλαιούς μετόχους… είναι αναγκαστική με την έννοια ότι δεν επιτρέπεται αποκλίνουσα ρύθμιση με απόφαση της Γ.Σ. ή ρύθμιση τέτοια που η απόκτηση αυτή θα εξαρτάται από την πλήρωση προϋποθέσεων» (ενδ.: 577/2010 ΕφΘεσσ).

    Αξιοσημείωτο μάλιστα είναι πως η απόφαση για ονομαστική αύξηση λαμβάνεται από τη ΓΣ με απλή απαρτία και πλειοψηφία (άρθρο 130 §3).

    Πραγματική Αύξηση

    Η πραγματική αύξηση συνιστά, ταυτόχρονα, αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου της ΑΕ και της εταιρικής της περιουσίας καθώς, μέσω αυτής, εισρέουν νέα περιουσιακά στοιχεία.

    Περαιτέρω, η πραγματική αύξηση διακρίνεται σε αύξηση κεφαλαίου: (α) με κεφαλαιοποίηση κερδών και (β) με καταβολή εισφορών. Πραγματική είναι και η υπό αίρεση αύξηση κεφαλαίου (:περιπτώσεις έκδοσης μετατρέψιμου ομολογιακού δανείου-άρθρο 71 και χορήγησης δικαιώματος  προαιρέσεως απόκτησης μετοχών-άρθρο 113). Παραλλαγή της αύξησης με εισφορές συνιστά και η πρακτική των προκαταβολών των μετόχων για μελλοντική αύξηση κεφαλαίου. Περαιτέρω:

    (α) Πραγματική αύξηση με κεφαλαιοποίηση κερδών: Πρόκειται για την αύξηση που πραγματοποιείται με κεφαλαιοποίηση (του συνόλου ή μέρους) των καθαρών, προς διανομή, κερδών της ΑΕ. Τα κεφαλαιοποιούμενα είναι ενδεχόμενο να αντιστοιχούν στο ελάχιστο ή/και στο πρόσθετο μέρισμα των μετόχων (άρθρο 161 §3).

    Στην περίπτωση αυτή, οι μέτοχοι δεν λαμβάνουν μέρισμα ή, τουλάχιστον, το σύνολό του. Το, σε διαφορετική περίπτωση, διανεμητέο ποσό κεφαλαιοποιείται. Στους δικαιούχους μετόχους διανέμονται μετοχές, κατά το λόγο της συμμετοχής ενός εκάστου στο μετοχικό κεφάλαιο.

    Η απόφαση για την συγκεκριμένη αύξηση λαμβάνεται από τη ΓΣ με απλή, επίσης, απαρτία και πλειοψηφία.

    (β) Πραγματική αύξηση με καταβολή εισφορών: Πρόκειται για αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου με καταβολή εισφορών σε χρήμα ή σε είδος.

    Στην περίπτωση αυτή, εκδίδονται νέες μετοχές για την κάλυψη της πρόσθετης (αριθμητικής) αξίας του κεφαλαίου ή έως την κάλυψη αυτού. Τις μετοχές αυτές αναλαμβάνουν (:σύμβαση ανάληψης) είτε υφιστάμενοι είτε/και (κατά περίπτωση) νέοι μέτοχοι. Οι μέτοχοι υποχρεούνται, ως εκ τούτου, να καταβάλουν την ονομαστική (ή/και, κατά περίπτωση, την υπέρ το άρτιο) αξία των νέων μετοχών.

    Η πραγματική αύξηση με καταβολή εισφορών θα μας απασχολήσει στη συνέχεια.

    Τακτική & Έκτακτη Αύξηση

    Με κριτήριο το όργανο που αποφασίζει την πραγματική αύξηση με καταβολή εισφορών, η τελευταία διακρίνεται, περαιτέρω, σε τακτική και έκτακτη (άρθρο 23 εδ. α΄).

    Τακτική Αύξηση: Είναι η αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου της ΑΕ, που αποφασίζεται από τη ΓΣ με αυξημένη απαρτία και πλειοψηφία.

    Έκτακτη Αύξηση: Είναι η αύξηση εκείνη, η οποία αποφασίζεται είτε από τη ΓΣ με απλή απαρτία και πλειοψηφία είτε από το ΔΣ. Η συγκεκριμένη αύξηση, λόγω του ειδικότερου ενδιαφέροντός της, θα μας απασχολήσει σε επόμενη αρθρογραφία μας.

     

    Το Περιεχόμενο Της Απόφασης Αύξησης

    Το ελάχιστο περιεχόμενο της απόφασης του, κατά περίπτωση αρμοδίου, οργάνου της ΑΕ για αύξηση του μετοχικού της κεφαλαίου προσδιορίζεται στο νόμο (άρθρο 12 §1, περ. δ΄)˙ είτε πρόκειται για τακτική είτε για έκτακτη αύξηση. Η σχετική απόφαση δημοσιεύεται, πάντοτε, στο Γ.Ε.ΜΗ.

    Συγκεκριμένα, σε κάθε περίπτωση αύξησης του κεφαλαίου, η απόφαση του αρμόδιου οργάνου της εταιρείας πρέπει να αναφέρει-τουλάχιστον (άρθρο 25 §1):

    (α) Το ποσό της αύξησης του μετοχικού κεφαλαίου. Το αρμόδιο κάθε φορά όργανο προβαίνει, καταρχήν, ελεύθερα στον ορισμό του ποσού της αύξησης. Ωστόσο, στην περίπτωση της έκτακτης αύξησης, ο νομοθέτης θέτει συγκεκριμένους περιορισμούς ως προς τα ανώτατα όρια της αύξησης (άρθρο 24 §1 και 2).

    (β) Τον τρόπο κάλυψης της αύξησης (ανάλογα, δηλ., αν πρόκειται να καταβληθούν εισφορές σε χρήμα ή σε είδος). Στην περίπτωση των εισφορών σε είδος, όπως σε προηγούμενη αρθρογραφία μας έχουμε επισημάνει, η σχετική απόφαση πρέπει να πληροί τις προϋποθέσεις του νόμου (άρθρο 17). 

    (γ) Την προθεσμία κάλυψης της αύξησης (βλ. σχετικά προηγούμενη αρθρογραφία).

    (δ) Τον αριθμό των μετοχών που θα εκδοθούν.

    (ε) Το είδος των μετοχών που θα εκδοθούν: αν πρόκειται, δηλ. για κοινές, προνομιούχες ή εξαγοράσιμες (ονομαστικές όμως, σε κάθε περίπτωση) μετοχές.

    (στ) Την ονομαστική αξία των μετοχών. Ο προσδιορισμός της ονομαστικής αξίας πρέπει να εμπίπτει εντός των ορίων που θέτει ο νόμος: η ονομαστική αξία κάθε μετοχής δεν μπορεί να ορισθεί σε ποσό κατώτερο των 0,04€ ούτε ανώτερο των 100€ (άρθρο 35 §1, εδ. α΄).

    (ζ) Την τιμή διάθεσης των μετοχών. Ο καθορισμός της τιμής διάθεσης αποβαίνει εξαιρετικά κρίσιμος. Τυχόν χαμηλή τιμή σε σύγκριση με την πραγματική της αξία συνιστά υποχρηματοδότηση της ΑΕ. Επιπλέον, σε περίπτωση εισόδου νέων μετόχων, (μερική τουλάχιστον) απαξίωση των μετοχών των υφισταμένων. Αντίθετα, τυχόν υψηλή τιμή καθιστά δυσχερή τη συμμετοχή στην αύξηση και, κατ’ επέκταση, τη χρηματοδότηση της ΑΕ.

    Σε κάθε περίπτωση, η τιμή διάθεσης δεν είναι δυνατό να υπολείπεται της ονομαστικής αξίας της μετοχής. Συγκεκριμένα, προβλέπεται ότι «…απαγορεύεται η έκδοση μετοχών σε τιμή κατώτερη του αρτίου» (άρθρο 35 §1).

    Η ΓΣ είναι δυνατό, στην περίπτωση της τακτικής αύξησης και μόνον, να εξουσιοδοτήσει το ΔΣ (με την απόφαση της αύξησης), προκειμένου να «…προσδιορίσει την τιμή διάθεσης των νέων μετοχών, ή, επί εκδόσεως προνομιούχων μετοχών με δικαίωμα απόληψης τόκου, το επιτόκιο και τον τρόπο υπολογισμού του». Η εξουσιοδότηση υποβάλλεται σε δημοσιότητα και η διάρκεια ισχύος της δεν είναι δυνατό να υπερβαίνει το ένα έτος (άρθρο 25 §2). Η συγκεκριμένη δυνατότητα παρέχει στο ΔΣ την ευχέρεια εξεύρεσης της καταλληλότερης στιγμής εντός έτους από την απόφαση αύξησης να προσδιορίσει την καλύτερη δυνατή τιμή. Αν, ωστόσο, το ΔΣ δεν αξιοποιήσει τη σχετική δυνατότητα, η αύξηση ματαιώνεται.

     

    Η Έγκριση Κατηγορίας ή Κατηγοριών Μετόχων

    Συναντάται, συχνά, στις ΑΕ η ύπαρξη περισσότερων κατηγοριών μετόχων (λ.χ. προνομιούχες). Προβλέπεται, για τις περιπτώσεις αυτές, πως η απόφαση της ΓΣ για τακτική ή έκτακτη αύξηση του κεφαλαίου καθώς και η απόφασή της που παρέχει εξουσία στο ΔΣ για έκτακτη αύξηση «…υπόκεινται στην έγκριση της κατηγορίας ή των κατηγοριών των μετόχων, των οποίων τα δικαιώματα θίγονται από τις αποφάσεις αυτές» (άρθρο 25 §3).

    Η έγκριση της απόφασης της ΓΣ, που παρέχεται με απόφαση των μετόχων της κατηγορίας που θίγεται, λαμβάνεται σε ιδιαίτερη συνέλευση με αυξημένη απαρτία και πλειοψηφία (άρθρο 25 §3 και 4).

     

    Ο Έλεγχος Καταχρηστικότητας

    Η απόφαση για την (τακτική ή έκτακτη) αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου, υπόκειται σε έλεγχο καταχρηστικότητας. Κατά τη νομολογία, η απόφαση της ΓΣ για αύξηση προσκρούει στη γενική απαγόρευση καταχρήσεως δικαιώματος βάσει του άρθρου 281 ΑΚ όταν συντρέχουν, σωρευτικά, οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

    «(α) η εταιρία να μην έχει κάποια ειδικότερη και συγκεκριμένη ανάγκη για την αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου της,

    (β) οι μέτοχοι της πλειοψηφίας να γνωρίζουν ότι οι αντίστοιχοι μέτοχοι της μειοψηφίας δεν είναι πράγματι σε θέση να συμμετάσχουν στη σχεδιαζόμενη αύξηση λόγω οικονομικής αδυναμίας και όχι λόγω απλής αντιθέσεώς τους στην αύξηση και

    (γ) αποκλειστική επιδίωξη και σκοπός της πλειοψηφίας να επιτύχει διά της αυξήσεως του μετοχικού κεφαλαίου την ενίσχυση της δικής της θέσεως και την αντίστοιχη αποδυνάμωση της θέσεως της μειοψηφίας…» (ενδ.: 265/2011 ΠΠρωτΑθ και 155/1985 ΑΠ, 832/1976 ΑΠ).

    Σε περίπτωση καταχρηστικότητας της απόφασης του οργάνου που την έλαβε είναι δυνατή η κατά το νόμο ακύρωσή της (άρθρα 137 επί ΓΣ και 95 επί ΔΣ).

     

    Η Δυνατότητα Μερικής Κάλυψης

    Η απόφαση για την αύξηση του κεφαλαίου τροποποιεί, όπως επισημάναμε ήδη, το καταστατικό της ΑΕ. Η κάλυψη της αύξησης ακολουθεί τη συγκεκριμένη τροποποίηση. Η κάλυψη, ωστόσο, ενδέχεται να μην είναι πλήρης ή και να μην λάβει καθόλου χώρα. Στην περίπτωση αυτή η αύξηση ματαιώνεται. Είναι δυνατό, πάντως, να «διασωθεί» η αύξηση όταν δεν είναι πλήρης-αρκεί στη σχετική απόφαση να προβλέπεται η συγκεκριμένη δυνατότητα (άρθρο 28).

    Εφόσον λάβει χώρα μερική κάλυψη, το ΔΣ καλείται να προσαρμόσει το άρθρο του καταστατικού περί του κεφαλαίου στο ύψος της μερικής κάλυψης. Η απόφαση αυτή του ΔΣ δεν συνιστά τροποποίηση του καταστατικού.

    Ο νόμος προβλέπει ότι η ως άνω απόφαση πραγματοποιείται παράλληλα με την πιστοποίηση της καταβολής του κεφαλαίου. Ωστόσο, όπως σε προηγούμενη αρθρογραφία έχουμε επισημάνει, η πιστοποίηση είναι δυνατό να συντελείται και από άλλο πρόσωπο (:ορκωτό ελεγκτή-λογιστή ή ελεγκτική εταιρεία). Γεγονός που, εν προκειμένω, παραβλέπει ο νόμος.

     

    Η αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου της ΑΕ, που ανωτέρω μας απασχόλησε, είναι, σε κάθε περίπτωση, παράγοντας υγείας της εταιρείας. Η διενέργειά της, όμως, χρειάζεται, πάντοτε, προσεκτικό σχεδιασμό. Βασικές παράμετροι προς τη συγκεκριμένη κατεύθυνση: οι καταστατικές ρυθμίσεις, η τήρηση των (κατά το νόμο) διαδικαστικών προϋποθέσεων αλλά και οι σχετικές «στρατηγικές» επιλογές. Όλα τούτα είναι ικανά να βοηθήσουν είτε (αμιγώς) προς την κατεύθυνση της ενίσχυσης της εταιρείας είτε/και προς την κατεύθυνση της ενίσχυσης της πλειοψηφίας, τη συρρίκνωση της μειοψηφίας ή, κατά περίπτωση, την προστασία της τελευταίας. Η οπτική θα παραλλάσσει ανάλογα με το σχεδιασμό και συμφέροντα εκείνου που έχει τη δυνατότητα να λαμβάνει αποφάσεις αλλά κι εκείνου που αισθάνεται «πληττόμενος».

    Οι πρόνοιες, πάντως, του νόμου είναι σημαντικές αλλά και, σε σημαντικό βαθμό, ικανές για την προάσπιση των, επιμέρους, συμφερόντων.

    Ιδίως της εταιρείας.-

    Σταύρος Κουμεντάκης
    Managing Partner

     

    Υ.Γ. Συνοπτική έκδοση του άρθρου δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ, στις 20 Μαρτίου 2022.

    Η πληροφόρηση που εμπεριέχεται στο παρόν άρθρο δεν συνιστά (ούτε και έχει σκοπό να αποτελέσει) νομική συμβουλή. Μια τέτοια νομική συμβουλή είναι δυνατό να παρασχεθεί μόνον από αρμόδιο δικηγόρο ο οποίος θα λάβει υπόψη του το σύνολο των δεδομένων που θα του εκθέσετε για την υπόθεσή σας. Αναλυτικά.

  • Ανώνυμη Εταιρεία: Αμοιβές Μελών ΔΣ

    Ανώνυμη Εταιρεία: Αμοιβές Μελών ΔΣ

    Το Διοικητικό Συμβούλιο της Ανώνυμης Εταιρείας ενεργεί, κατ’ αρχήν, συλλογικά. Είναι όμως δυνατή (:κανόνας, μάλλον, ανεξαίρετος) η εκχώρηση εξουσιών δέσμευσης και εκπροσώπησης σε συγκεκριμένο/α μέλη του. Συνήθης επίσης είναι η σύνδεση των μελών του ΔΣ με την ΑΕ μέσω ειδικών σχέσεων. Με τον τύπο, ενδεικτικά, των συμβάσεων εργασίας, έργου, ανεξαρτήτων υπηρεσιών ή εντολής. Μέσω αυτών ρυθμίζονται (και) οι αμοιβές που η ΑΕ (οφείλει να) τους καταβάλει για τις συγκεκριμένες, πρόσθετες, υπηρεσίες τους. Τα θέματα αυτά μας απασχόλησαν, ήδη, σε προηγούμενη αρθρογραφία μας [:Συμβάσεις Μελών ΔΣ για Παροχή (Πρόσθετων) Υπηρεσιών]. Στο παρόν άρθρο θα μας απασχολήσουν τα θέματα των αμοιβών των μελών του ΔΣ που η ΑΕ (κάποιες φορές) τους καταβάλει στο πλαίσιο της εσωτερικής τους σχέσης. Στην τελευταία αυτή περίπτωση, η νομική βάση της καταβολής των αμοιβών πρέπει να αναζητηθεί στο καταστατικό, σε απόφαση της ΓΣ ή στην πολιτική αποδοχών που, ενδεχομένως, υιοθετεί η ΑΕ (:υποχρεωτικά εφόσον είναι εισηγμένη).

     

    Θέσπιση μηχανισμού ελέγχου στις αμοιβές μελών ΔΣ

    Όπως εξαγγέλλεται, ήδη, από την αιτιολογική έκθεση του ν. 4548/2018, αναμορφώνεται (με τα άρθρα 109 επ.), το καθεστώς αμοιβών των μελών του Δ.Σ. Επιλέγεται συγκεκριμένο πλαίσιο για την προστασία της ΑΕ και των μετόχων μειοψηφίας. Δικαιολογητικός λόγος; Ο κίνδυνος απομείωσης της εταιρικής περιουσίας της ΑΕ εξαιτίας υπέρογκων αμοιβών και άλλων, δυσανάλογων, παροχών.

    Αξιοσημείωτο πάντως είναι πως οι συγκεκριμένες (άρθρα 109 επ.) ρυθμίσεις «…δεν ισχύουν προκειμένου περί αποζημιώσεων και δαπανών που καταβάλλονται δυνάμει κατά νόμο εγκεκριμένης, όπου απαιτείται, έννομης σχέσης (π.χ. δαπάνες στο πλαίσιο εργασίας ή εντολής) ή/και προβλέπονται εκ του νόμου (π.χ. ΑΚ 723), όπως άλλωστε ισχύει και σήμερα, κατά πάγια θέση της νομολογίας». Με άλλα λόγια, ό,τι ρυθμίζεται σε αυτοτελείς συμβάσεις ανάμεσα στην Εταιρεία και τα μέλη του ΔΣ της: (α) ισχύει αυτοτελώς (αντιμετωπίσαμε εξάλλου τα συγκεκριμένα θέματα στην προαναφερθείσα αρθρογραφία μας) και (β) δεν καταλαμβάνεται από το ρυθμιστικό πεδίο των διατάξεων των οποίων η προσέγγιση επιχειρείται με το παρόν.

    Με γνώμονα λοιπόν το είδος των αμοιβών που είναι δυνατό να λάβουν τα μέλη του ΔΣ στο πλαίσιο της οργανικής τους σχέσης, οι όροι, η διαδικασία χορήγησής τους (αλλά και οι τιθέμενοι, σχετικοί, περιορισμοί) αναλύονται ως εξής:

    Αμοιβές και παροχές που δεν συνίστανται σε συμμετοχή στα κέρδη χρήσης

    Τα είδη των αμοιβών και λοιπών παροχών

    Η αμοιβή των έμμισθων συμβούλων συνίσταται σε πάγια, κατά κανόνα, «αντιμισθία». Τούτο ωστόσο, δεν αποτελεί κανόνα ανεξαίρετο. Το είδος της αμοιβής τους ποικίλλει-ανάλογα με την περίπτωση. Ενδέχεται να λαμβάνει, ενδεικτικά, τη μορφή αποζημίωσης ανά συνεδρία ή χορήγησης bonus. Άλλου είδους παροχές μπορεί να είναι η παροχή κατοικίας, ασφάλειας ή/και αυτοκινήτου.

     

    Ο καθορισμός αμοιβών στο καταστατικό ή στην πολιτική αποδοχών της εταιρείας

    Αμοιβές ή άλλες παροχές καταβάλλονται, καταρχήν, νόμιμα στα μέλη του ΔΣ-εφόσον όμως υφίσταται σχετική πρόβλεψη στο καταστατικό ή στην πολιτική αποδοχών της εταιρείας (άρθρο 109 §1 ν. 4548/18). Αναλυτικότερα:

    (α) Ως προς την (ενδεχόμενη) πρόβλεψη του καταστατικού

    Το καταστατικό είναι δυνατό να προβλέπει τη χορήγηση αμοιβής σε συγκεκριμένα (ή όλα τα) μέλη του ΔΣ. Το ενδεχόμενο αυτό μοιάζει περισσότερο θεωρητικό καθώς σπάνια και σε πολύ ειδικές, πάντως, περιπτώσεις θα το συναντήσουμε. Πρόκειται για αμοιβές, η χορήγηση των οποίων αφορά (αυτονόητα) το μέλλον. Αναδρομική πρόβλεψη αποκλείεται. Επιπρόσθετα: δεν αρκεί απλώς αναφορά στο καταστατικό όσον αφορά το δικαίωμα απόληψης αμοιβής. Η αμοιβή πρέπει να ορίζεται συγκεκριμένα (:καθ’ ύψος και κατά τις προϋποθέσεις της καταβολής της) στο καταστατικό.

    Στην περίπτωση που απαιτείται να μεσολαβήσει απόφαση ΓΣ για τον προσδιορισμό της, θεωρείται (και πρόκειται) για αμοιβή η οποία χορηγείται ύστερα από έγκριση της ΓΣ (ιδ. κατωτέρω) και όχι στη βάση καταστατικής πρόβλεψης.

    Θα πρέπει να θεωρήσουμε ότι στη ρύθμιση των αμοιβών που καθορίζονται από το καταστατικό, εντάσσεται κι εκείνη που προβλέπεται σ’ αυτό κατ’ ανώτατο όριο, της οποίας το τελικό ύψος καθορίζεται από απόφαση της ΓΣ. Δεν ισχύει όμως το ίδιο στις περιπτώσεις εκείνες που προβλέπεται στο καταστατικό το κατώτατο ύψος αυτής και επαφίεται στη Γενική Συνέλευση ο προσδιορισμός του τελικώς καταβλητέου ποσού. Θα πρέπει να θεωρήσουμε, στην τελευταία περίπτωση, πως πρόκειται για αμοιβή που προσδιορίζεται από τη Γενική Συνέλευση.

    Η καταστατική πρόβλεψη για την καταβολή αμοιβών σε/στα μέλη του ΔΣ είναι δυνατό να υπάρχει στο αρχικό καταστατικό της ΑΕ-από την ίδρυσή της δηλ. ακόμα. Είναι, ωστόσο, πιθανό η σχετική πρόβλεψη να εισαχθεί μεταγενέστερα-ύστερα από τροποποίηση, δηλ., του καταστατικού με απόφαση της ΓΣ. Αν δεν υπάρξει διαφορετική καταστατική πρόβλεψη, η σχετική απόφαση λαμβάνεται με τη συνήθη απαρτία και πλειοψηφία.

    (β) Ως προς την πολιτική αποδοχών

    Ο καθορισμός των αμοιβών στην πολιτική της εταιρείας ρυθμίζεται, συγκεκριμένα, από τα άρθρα 110-111 ν. 4548/2018. Οι ρυθμίσεις για την πολιτική των αποδοχών είναι υποχρεωτική για τις εταιρείες με μετοχές εισηγμένες σε οργανωμένη αγορά. Αυτό βέβαια δεν αποκλείει το ενδεχόμενο και οι λοιπές εταιρείες να υιοθετήσουν αντίστοιχη πολιτική αποδοχών. Για αυτές τις τελευταίες εταιρείες είναι αναγκαία, σε κάθε περίπτωση, η σχετική καταστατική πρόβλεψη. Η περαιτέρω ανάλυση, ωστόσο, της πολιτικής των αποδοχών μέλλει να αποτελέσει αντικείμενο αυτοτελούς αρθρογραφίας μας.

     

    Η χορήγηση αμοιβών ύστερα από ειδική απόφαση της ΓΣ

    Στην περίπτωση που δεν υπάρχει πρόβλεψη στο νόμο ή το καταστατικό της ΑΕ (και υπό την επιφύλαξη των διατάξεων για την πολιτική αποδοχών): «…αμοιβή ή παροχή που χορηγείται σε μέλος του διοικητικού συμβουλίου…βαρύνει την εταιρεία μόνο αν εγκριθεί με ειδική απόφαση της γενικής συνέλευσης…» (άρθρο 109 §1 ν. 4548/18).

    Σε αντίθεση με το προϊσχύσαν δίκαιο (άρθρο 24  §2 εδ. β΄ ν. 2190/1920), το άρθρο 109 αναφέρεται σε λήψη απόφασης ΓΣ και όχι τακτικής ΓΣ. Τούτο δεν σημαίνει, ωστόσο, ότι η σχετική αρμοδιότητα ανατίθεται, πλέον, και στην έκτακτη ΓΣ. Δεν είναι χωρίς αξία η επιχειρηματολογία υπέρ της αποκλειστικής αρμοδιότητας της τακτικής ΓΣ.

    Η ανωτέρω, εγκριτική, απόφαση της ΓΣ θα πρέπει να είναι ειδική. Επομένως, η έγκριση αμοιβών ή άλλων παροχών στα μέλη του ΔΣ θα πρέπει να συνιστά αυτοτελές θέμα της ημερήσιας διάταξής της. Η απόφαση για την έγκριση, λαμβάνεται κατά τη συνήθη απαρτία και πλειοψηφία. Είναι όμως δυνατό να θεσπίζονται από το καταστατικό αυξημένα, αντίστοιχα, ποσοστά. Από το γράμμα της διάταξης συνάγεται ότι η έγκριση της ΓΣ για τη χορήγησης αμοιβών ή άλλων παροχών είναι δυνατό να αφορά μόνο την παρελθούσα εταιρική χρήση. Αντίστοιχη έγκριση για μελλοντικές καταβολές δεν μπορεί να λάβει χώρα-είναι όμως δυνατή η προκαταβολή έναντι μελλοντικών αμοιβών (όπως στη συνέχεια του παρόντος θα διαπιστώσουμε).

     

    Αμοιβές από τη συμμετοχή στα κέρδη χρήσης

    Για τη χορήγηση αμοιβών που συνίστανται στα κέρδη εταιρικής χρήσης απαραίτητη προηγούμενη προϋπόθεση είναι η σχετική πρόβλεψη στο καταστατικό της ΑΕ. Αρκεί, ωστόσο, η γενική, σχετική, πρόβλεψη. Ο καθορισμός του ύψους των εν λόγω αμοιβών είναι δυνατό να λάβει χώρα ύστερα από απόφαση της ΓΣ. Η απόφαση λαμβάνεται, όπως ορίζεται στην παράγραφο 2 του άρθρου 109, με απλή απαρτία. Ως ΓΣ, και στην περίπτωση αυτή, νοείται η τακτική.

    Οι αμοιβές στην προκείμενη περίπτωση λαμβάνονται από το υπόλοιπο των καθαρών κερδών που τυχόν απομένει ύστερα από την αφαίρεση των ποσών που αναλογούν για τον σχηματισμό του τακτικού αποθεματικού και τη διανομή του ελάχιστου μερίσματος (:άρθρα 160 §2 και 161 ν. 4548/2018). Είναι πάντως δυνατό, σε κάθε περίπτωση, να τίθενται περαιτέρω περιορισμοί από το καταστατικό.

    Οι συγκεκριμένες αμοιβές, επομένως, εξαρτώνται άμεσα από την ύπαρξη κερδών: Δεν είναι δυνατό να εγκρίνονται (και, πολύ περισσότερο, καταβάλλονται) τέτοιες αμοιβές όταν δεν υφίστανται κέρδη. Τούτο λειτουργεί υπέρ της εταιρείας με δύο τρόπους: (α) Δεν είναι δυνατό, να επιβαρύνεται η εταιρεία όταν δεν έχει κέρδη και (β) Παρέχεται (έμμεσο) κίνητρο στα μέλη του ΔΣ για τη μεγιστοποίηση της κερδοφορίας της ΑΕ.

     

    Η προκαταβολή αμοιβών

    Όπως ήδη και ανωτέρω αναφέρθηκε, είναι δυνατή η προκαταβολή αμοιβής σε μέλη του ΔΣ: «Η γενική συνέλευση μπορεί να επιτρέψει προκαταβολή αμοιβής για το χρονικό διάστημα μέχρι την επόμενη τακτική γενική συνέλευση. Η προκαταβολή της αμοιβής τελεί υπό την αίρεση της έγκρισής της από την επόμενη τακτική γενική συνέλευση» (άρθρο 109 §4 ν. 4548/18). Ο νόμος δεν προβαίνει σε προσδιορισμό των αμοιβών που είναι δυνατό να προκαταβάλλονται. Δεν θεωρείται πάντως εφικτή η προκαταβολή αμοιβής όταν πρόκειται για:

    (α) Συμμετοχή στα κέρδη

    Δεν θεωρείται δυνατή η προκαταβολή αμοιβών που συνίστανται σε συμμετοχή στα κέρδη της εταιρείας. Και τούτο γιατί, κατά το χρόνο της προκαταβολής, δεν είναι δυνατή η ασφαλής πρόβλεψη για την ύπαρξη καθαρών κερδών˙ πολύ περισσότερο ο προσδιορισμός των διαθέσιμων προς αμοιβές μελών ΔΣ καθαρών κερδών.

    (β) Αμοιβές που προβλέπονται από το καταστατικό

    Δεν θεωρείται επίσης δυνατή προκαταβολή αμοιβών, η χορήγηση των οποίων προβλέπεται στο καταστατικό της ΑΕ. Ο λόγος είναι ότι οι αμοιβές αυτές καταβάλλονται υπό τους όρους, προϋποθέσεις, κατά το χρόνο και με τη διαδικασία που εκεί προβλέπεται.

     

    Ο δικαστικός έλεγχος του ύψους των αμοιβών

    Το πλέγμα ρυθμίσεων που τίθεται από το άρθρο 109 ν. 4548/2018 δεν καθιστά ανέλεγτες τις αποφάσεις που αφορούν την καταβολή αμοιβών στα μέλη του ΔΣ˙ ακόμη κι όταν τηρηθούν, επακριβώς, οι προβλεπόμενες προϋποθέσεις. Η σχετική επιλογή μάλιστα του νομοθέτη μοιάζει εύλογη καθώς δεν είναι σπάνιο η μετοχική πλειοψηφία να αποφασίζει τη χορήγηση αδικαιολόγητα υψηλών αμοιβών σε μέλη του ΔΣ. Τέτοιες αποφάσεις λαμβάνονται, συνήθως, στις περιπτώσεις εκείνες που οι μέτοχοι της πλειοψηφίας (ή συνδεδεμένα με αυτούς πρόσωπα) συμβαίνει να είναι και μέλη του ΔΣ, χωρίς τα τελευταία πραγματικά να δικαιούνται τις αμοιβές που αποφασίζεται να τους καταβληθούν.

    Αναγνωρίζεται, στις περιπτώσεις αυτές, το δικαίωμα στους μειοψηφούντες μετόχους να αντιταχθούν σε απόφαση για την καταβολή αμοιβής ή παροχής, οποιασδήποτε μορφής, σε συγκεκριμένο μέλος του ΔΣ. Απαραίτητη (τυπική) προϋπόθεση, οι μειοψηφήσαντες μέτοχοι να εκπροσωπούν το 1/10 του καταβεβλημένου (κατά την ορθότερη άποψη) κεφαλαίου της ΑΕ. Εφόσον πληρούται η συγκεκριμένη τυπική προϋπόθεση, το δικαστήριο είναι δυνατό (ύστερα από αίτηση μετόχων, από εκείνους που αντιτάχθηκαν, που εκπροσωπούν το 1/20 του καταβεβλημένου κεφαλαίου-άρθρο 109 §5 ν. 4548/2018)) να αξιολογήσει, με βάση τα δεδομένα που θα του τεθούν υπόψη, πως η αμοιβή που αποφασίστηκε να καταβληθεί σε μέλος του ΔΣ είναι υπερβολική και θα πρέπει να μειωθεί.

    Η αίτηση προς το δικαστήριο θα πρέπει να υποβληθεί μέσα σε αποκλειστική προθεσμία δύο μηνών από την έγκριση της γενικής συνέλευσης. Σημειώνεται πάντως πως εκτός του πλαισίου του συγκεκριμένου δικαστικού ελέγχου βρίσκονται οι αμοιβές που καταβάλλονται στα μέλη του ΔΣ στη βάση ειδικής σχέσης/σύμβασης.

     

    Θα πρέπει να θεωρήσουμε εύλογο και, ταυτόχρονα, επιβεβλημένο να υπάρξει σαφής διαχωρισμός (πριν απ’ όλα στη σκέψη μας) των ιδιοτήτων του μετόχου, του μέλους του ΔΣ αλλά και του εργαζομένου/παρέχοντος τις υπηρεσίες του στην ΑΕ. Οφείλουμε, στο πλαίσιο αυτό, να αποδεχθούμε ότι τα συγκεκριμένα πρόσωπα (επιβάλλεται να) έχουν διαφορετικό όφελος από τη συμμετοχή τους στην ΑΕ. O μέτοχος από τα μερίσματα που του αναλογούν˙ ο εργαζόμενος/παρέχων τις υπηρεσίες του από τις αμοιβές που προβλέπουν οι σχετικές συμβάσεις˙ το μέλος του ΔΣ  από τις αμοιβές που προβλέπουν (ή όχι) οι καταστατικές ρυθμίσεις και ενδεχόμενες αποφάσεις των ΓΣ.

    Είναι αλήθεια πως (ιδίως) στο πλαίσιο των οικογενειακών ΑΕ οι προαναφερθείσες ιδιότητες «μπερδεύονται». Σ’ αυτές είναι που, κατά κύριο λόγο, θα πρέπει να υπάρξει διαχωρισμός των οικονομικών της επιχείρησης από την τσέπη του επιχειρηματία, η θέσπιση (των όχι υποχρεωτικών αλλά αναγκαίων-κατ’ ουσίαν) κανόνων εταιρικής διακυβέρνησης.

    Τούτο μάλιστα όχι προς όφελος μόνον των μετόχων μειοψηφίας. Προς όφελος, κατά κύριο λόγο, της επιχείρησης αλλά και της ανάπτυξής της.

    Σταύρος Κουμεντάκης
    Managing Partner

     

    Υ.Γ. Συνοπτική έκδοση του άρθρου δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ, στις 21 Μαρτίου 2021.

    Η πληροφόρηση που εμπεριέχεται στο παρόν άρθρο δεν συνιστά (ούτε και έχει σκοπό να αποτελέσει) νομική συμβουλή. Μια τέτοια νομική συμβουλή είναι δυνατό να παρασχεθεί μόνον από αρμόδιο δικηγόρο ο οποίος θα λάβει υπόψη του το σύνολο των δεδομένων που θα του εκθέσετε για την υπόθεσή σας. Αναλυτικά.

  • Ανώνυμη Εταιρεία: Συμβάσεις Μελών ΔΣ για Παροχή (Πρόσθετων) Υπηρεσιών

    Ανώνυμη Εταιρεία: Συμβάσεις Μελών ΔΣ για Παροχή (Πρόσθετων) Υπηρεσιών

    Το Διοικητικό Συμβούλιο της Ανώνυμης Εταιρείας είναι το όργανό της εκείνο, που επιφορτίζεται με τη διαχείριση και εκπροσώπησή της. Η ύπαρξή του προβλέπεται και η λειτουργία του διέπεται από το νόμο (κατά βάση: άρθρα 77-115 ν. 4548/18). Δρα, κατ’ αρχήν, συλλογικά. Η αρχή, ωστόσο, της συλλογικής του δράσης δεν συνιστά δίκαιο αναγκαστικό˙ είναι, κατά τούτο, δεκτική αποκλίσεων. Το ΔΣ είναι, από τη φύση του-όπως αναφέρθηκε ήδη, όργανο της ΑΕ. Τα μέλη του, ως μέλη συλλογικού οργάνου, θεωρείται ότι συνδέονται, αντίστοιχα, με σχέση οργανική με την ΑΕ. Η σχέση του μέλους ΔΣ με την ΑΕ είναι διττή. Διακρίνεται (:«θεωρία του χωρισμού») σε εξωτερική-οργανική και εσωτερική-υποκείμενη. Θα μας απασχολήσει στο παρόν η παροχή από μέρους του μέλους του ΔΣ, ανεξάρτητα με την οργανική του θέση και σχέση, πρόσθετων υπηρεσιών στην ΑΕ: στη βάση «ειδικής σχέσης». Με τον τύπο, ενδεικτικά, των συμβάσεων εργασίας, έργου, ανεξαρτήτων υπηρεσιών ή εντολής.

     

    Η ειδική σχέση μέλους ΔΣ και ΑΕ

    Συχνά συναντούμε, στην πράξη, να παρέχουν (τα) μέλη του ΔΣ πρόσθετες υπηρεσίες στην ΑΕ-ιδίως στο πλαίσιο της οικογενειακής ΑΕ. Πρόκειται για υπηρεσίες που εκφεύγουν από τα στενά όρια της διοίκησής της-όπως αυτά προσδιορίζονται από το νόμο. Βρίσκονται, με άλλα λόγια, έξω από το πλαίσιο των στενά εννοούμενων καθηκόντων που βαρύνουν τα μέλη του ΔΣ (ως μέλη, δηλ., του συγκεκριμένου οργάνου της ΑΕ). Οι υπηρεσίες αυτές παρέχονται στο πλαίσιο «ειδικής σχέσης» (:άρθρο 109  παρ. 3 ν. 4548/2018). Η συγκεκριμένη ειδική σχέση είναι δυνατό να περιβληθεί, ενδεικτικά, τον τύπο της σύμβασης εργασίας, έργου, ανεξαρτήτων υπηρεσιών ή εντολής. Σε κάθε περίπτωση, ο ορθός νομικός χαρακτηρισμός (και) της ειδικής αυτής σχέσης επαφίεται, όπως έχουμε ήδη αναλύσει, στη δικαστική κρίση.

    Με την ειδική αναφορά στη συγκεκριμένη («ειδική») σχέση, ο νομοθέτης επιβεβαιώνει ρητά τη δυνατότητα σύναψης τέτοιων συμβάσεων, με σκοπό να αρθεί οποιαδήποτε (ενδεχομένως υφιστάμενη) σχετική αμφιβολία. Κι ακόμα περισσότερο: καταδεικνύει τη διαφορετικότητά τους (των εν λόγω συμβάσεων και σχέσεων) από τη σχέση που συνδέει τα μέλη του ΔΣ με την εταιρεία εξαιτίας της εκλογής ή του διορισμού τους. Επιβεβαιώνει, με άλλα λόγια, πως πρόκειται για σχέσεις παράλληλες. Επίσης: σχέσεις απολύτως διακριτές-με βάση το περιεχόμενό τους.

     

    Το περιεχόμενο της ειδικής σχέσης

    Περιεχόμενο της παράλληλης (και ειδικής) συμβατικής σχέσης που είναι δυνατό να συνάψει το μέλος του ΔΣ αποτελεί, όπως ήδη αναφέρθηκε, η παροχή των (όποιων) πρόσθετων υπηρεσιών του. Το περιεχόμενο της, αντιδιαστέλλεται, με τον τρόπο αυτό, από το περιεχόμενο της οργανικής σχέσης που συνδέει την ΑΕ με το μέλος του ΔΣ της. Της (οργανικής) σχέσης που ετεροκαθορίζεται-από το νόμο ή το καταστατικό της ΑΕ.

    Περιεχόμενο των συγκεκριμένων, πρόσθετων, υπηρεσιών (και της συναφούς ειδικής σχέσης και σύμβασης) είναι δυνατό να αποτελέσει, μεταξύ άλλων, εκείνο του νομικού, οικονομικού ή τεχνικού συμβούλου. Το συνηθέστερο: η παροχή υπηρεσιών διευθύνοντος υπαλλήλου που προκύπτει, συνήθως, από σύμβαση εξαρτημένης εργασίας που συνάπτει το μέλος του ΔΣ με την ΑΕ.

    Η δυσχέρεια διάκρισης των δύο σχέσεων και ιδιοτήτων (μέλος του ΔΣ vs εργαζόμενος/παρέχων τις υπηρεσίες του στην ΑΕ) εξαρτάται από το εύρος και περιεχόμενό τους. Η διάκριση αυτή αποδεικνύεται ευχερέστερη όταν το μέλος συμμετέχει απλώς στο ΔΣ, χωρίς να είναι επιφορτισμένο ατομικά με την άσκηση (οργανικής) εξουσίας διοίκησης, διαχείρισης ή/και εκπροσώπησης. Αντίθετα, όταν το μέλος του ΔΣ ενεργεί ως υποκατάστατο όργανο, όταν δηλαδή, του έχουν μεταβιβασθεί συνολικά ή εν μέρει εξουσίες του ΔΣ, η διάκριση δεν μοιάζει ευχερής. Στις περιπτώσεις μάλιστα που το περιεχόμενο της ειδικής έννομης σχέσης άπτεται της διεύθυνσης της επιχείρησης και όχι απλώς ενός τομέα δράσης της, οι δυσχέρειες διάκρισης πολλαπλασιάζονται.

    Η διάκριση, ωστόσο, των επιμέρους, προαναφερθεισών, σχέσεων μοιάζει απολύτως αναγκαία. Τούτο γιατί είναι διαφορετικές οι ρυθμίσεις που επιφυλάσσει ο ν. 4548/2018 στη σύναψη και λειτουργία της ειδικής σχέσης που συνδέει την ΑΕ με το μέλος του ΔΣ της, σε σχέση με εκείνες που διέπουν  την οργανική του θέση (ως μέλους του ΔΣ).

     

    Η ειδική σχέση ως συναλλαγή της ΑΕ με συνδεδεμένο πρόσωπο

    Τα μέλη του ΔΣ εντάσσονται σ’ εκείνα που ο νόμος προσδιορίζει ως συνδεδεμένα με την ΑΕ πρόσωπα (:«μέρη»). Οι συναλλαγές της ΑΕ με συνδεδεμένα μέρη ρυθμίζονται, πλέον, στα άρθρα 99-101 ν. 4548/2018 (όπως αυτά αντικατέστησαν το γνωστό άρθρο 23α ν. 2190/1920). Πρόκειται για συναλλαγές με τα πρόσωπα εκείνα που, λόγω της θέσης τους, είναι ενδεχόμενο να επηρεάζουν το περιεχόμενο των εν λόγω συναλλαγών με γνώμονα το ίδιο συμφέρον τους. Κρίθηκε, ως εκ τούτου, αναγκαία η πρόβλεψη ενός ρυθμιστικού πλέγματος το οποίο αποσκοπεί στην προστασία της ΑΕ. Στις ανωτέρω συναλλαγές συγκαταλέγεται, εύλογα, και η σύναψη οποιασδήποτε ειδικής σχέσης (ενδ.: σύμβασης εργασίας, έργου, ανεξαρτήτων υπηρεσιών ή εντολής) της ΑΕ με μέλος του ΔΣ της.

     

    Οι προϋποθέσεις σύναψης ειδικής σύμβασης με συνδεδεμένα μέρη

    Για την έγκυρη σύναψη σύμβασης της ΑΕ με συνδεδεμένα μέρη (και εν προκειμένω, ειδικής σύμβασης εργασίας, έργου, ανεξαρτήτων υπηρεσιών ή εντολής με μέλη του ΔΣ) προβλέπεται η τήρηση μιας σειράς διαδικαστικών κανόνων και κανόνων δημοσιότητας (άρθρα 100 και 101 ν. 4548/2018). Οι κανόνες αυτοί, υπό το πρίσμα της σύναψης ειδικής σύμβασης μέλους ΔΣ με μη εισηγμένη ΑΕ, αναλύονται ως εξής:

    (α) Η  χορήγηση άδειας

    Γενικά

    Σύμφωνα με την παράγραφο 1 του άρθρου 100 ν. 4548/2018: «η άδεια κατάρτισης συναλλαγής της εταιρείας με συνδεδεμένο μέρος ή παροχής ασφαλειών και εγγυήσεων προς τρίτους υπέρ του συνδεδεμένου μέρους…παρέχεται με απόφαση του διοικητικού συμβουλίου…». Η παρεχόμενη άδεια έχει διάρκεια ισχύος, κατά βάση, έξι μηνών.

    Η άδεια πρέπει να είναι ειδική (άρθρο 99 ν. 4548/2018). Τούτο σημαίνει ότι η κατάρτιση της ειδικής σύμβασης θα πρέπει να συμπεριληφθεί στα θέματα της ημερήσιας διάταξης του ΔΣ. Επιπρόσθετα: το περιεχόμενό της (ιδίως το οικονομικό της αντικείμενο και η διάρκειά της) πρέπει να υποβληθεί στην κρίση του αρμοδίου για τη χορήγηση της άδειας οργάνου (ενδ.: 1990/2018 ΕφΘεσ).

    Ως αρμόδιο όργανο χορήγησης της άδειας προβλέπεται το Διοικητικό Συμβούλιο. Ρητά, μάλιστα, αποκλείεται, η δυνατότητα περαιτέρω, από μέρους του, ανάθεσης της συγκεκριμένης αρμοδιότητας (άρθρο 100 παρ. 2 ν. 4548/2018). Η πρόβλεψη αυτή του νομοθέτη εισάγει καινοτομία σε σχέση με το προϊσχύσαν καθεστώς, το οποίο απένειμε αρμοδιότητα στη ΓΣ (άρθρο 23α ν. 2120/1920). Στους δικαιολογητικούς λόγους της συγκεκριμένης επιλογής του νομοθέτη, λογίζεται η ταχύτερη και απλούστερη διαδικασία ελέγχου από το ΔΣ. Επιπλέον το ΔΣ, εξαιτίας των διαχειριστικών εξουσιών του, κρίνεται ως το πλέον κατάλληλο όργανο της ΑΕ για να αναγνωρίζει το επωφελές ή μη της σύναψης συμβάσεων (ως τέτοιες: η σύμβαση εργασίας, έργου, ανεξαρτήτων υπηρεσιών ή εντολής).

    Η αρμοδιότητα της ΓΣ ύστερα από αίτημα μετόχων

    Στην περίπτωση που το ΔΣ χορηγήσει άδεια για τη σύναψη ειδικής σχέσης της ΑΕ με μέλος του, υποχρεούται να προβεί σε ανακοίνωση της απόφασής του στο Γ.Ε.ΜΗ. Μέσα σε προθεσμία δέκα (10) ημερών από την ανακοίνωση αυτή, μέτοχοι της ΑΕ που εκπροσωπούν το 1/20 του κεφαλαίου δικαιούνται να αιτηθούν τη σύγκληση ΓΣ, προκειμένου η τελευταία να λάβει απόφαση για το ζήτημα της χορήγησης άδειας. Είναι μάλιστα δυνατή η (καταστατική) μείωση, του εν λόγω ποσοστού.

    Κάθε συναλλαγή με συνδεδεμένο πρόσωπο, για την οποία χορηγήθηκε άδεια από το ΔΣ, θεωρείται μεν εξ’ αρχής έγκυρη τελεί όμως υπό αναβλητική αίρεση. Είτε δηλαδή πρέπει να παρέλθει άπρακτη η προαναφερθείσα δεκαήμερη προθεσμία είτε την αποφασιστική αρμοδιότητα αναλαμβάνει η ΓΣ εξαιτίας αιτήματος του 1/20 των μετόχων της ΑΕ. Στην τελευταία περίπτωση, την άδεια για τη συναλλαγή πρέπει, εν τέλει, να χορηγήσει η ΓΣ. Η άδεια αυτή δεν χορηγείται αν αντιταχθούν μέτοχοι που εκπροσωπούν το 1/3 του μετοχικού κεφαλαίου (άρθρο 100 §5 ν. 4548/18-όπως ισχύει, ύστερα από τροποποίηση της αρχικής διατύπωσης της διάταξης, που προέβλεπε μη συμμετοχή των συνδεδεμένων μερών στον σχηματισμό απαρτίας και πλειοψηφίας, μετά και από δική μας δημόσια παρέμβαση).

    Η αρμοδιότητα της ΓΣ ελλείψει απαρτίας της ΓΣ

    Όπως έχουμε αναλύσει και σε προηγούμενη αρθρογραφία μας, ο νόμος αποστερεί το δικαίωμα ψήφου σε μέλος του ΔΣ για θέματα στα οποία ανακύπτει σύγκρουση συμφερόντων του ίδιου (ή συνδεδεμένων με αυτό μερών) και της ΑΕ. Τέτοια περίπτωση συνιστά και η σύναψη ειδικής σχέσης του μέλους ΔΣ με την ΑΕ. Ως εκ τούτου, στη λήψη της αναγκαίας σχετικής απόφασης προβαίνουν τα λοιπά μέλη του ΔΣ. Ενδέχεται, όμως, ο αποκλεισμός από την ψηφοφορία να αφορά τόσα μέλη, ώστε τα εναπομείναντα να μην σχηματίζουν απαρτία. Στην περίπτωση αυτή τα λοιπά, εναπομένοντα, μέλη (ανεξάρτητα μάλιστα από τον αριθμό τους) επιφορτίζονται με την υποχρέωση να προβούν σε σύγκληση ΓΣ (για τη λήψη απόφασης σχετικά με τη χορήγηση άδειας για τη σύναψη της ειδικής σχέσης).

     

    (β) Η τήρηση της διαδικασίας δημοσιότητας

    Προκειμένου να ολοκληρωθεί η διαδικασία χορήγησης άδειας για τη σύναψη ειδικής σύμβασης της ΑΕ με μέλος του ΔΣ, απαιτείται η τήρηση της δημοσιότητας που προβλέπεται από το νόμο. Ειδικότερα, σύμφωνα με το άρθρο 101 ν. 4548/2018: «Το διοικητικό συμβούλιο ανακοινώνει την παροχή άδειας για την κατάρτιση συναλλαγής είτε από το ίδιο είτε από τη γενική συνέλευση, καθώς και την άπρακτη παρέλευση της προθεσμίας της παραγράφου 3 του άρθρου 100 (ενν. η ανωτέρω αναφερόμενη δεκαήμερη προθεσμία)…». Η ανακοίνωση αυτή υποβάλλεται σε δημοσιότητα (:ανάρτηση στο Γ.Ε.ΜΗ) πριν από την ολοκλήρωση της συναλλαγής. Παράλληλα, η παράγραφος 2 του ίδιου ως άνω άρθρου ορίζει το ελάχιστο περιεχόμενο που πρέπει να φέρει η ανωτέρω ανακοίνωση.

     

    Εξαιρέσεις από την υποχρέωση χορήγησης άδειας

    Η περίπτωση της τρέχουσας συναλλαγής

    Η υποχρέωση χορήγησης άδειας παρέλκει στην περίπτωση που η συναλλαγή (στην προκειμένη περίπτωση η σύμβαση της ΑΕ με το μέλος του ΔΣ της) εμπίπτει στις τρέχουσες συναλλαγές. Ως τρέχουσες συναλλαγές ορίζονται, στο άρθρο 99 §3 περ. α΄ ν. 4548/2018, «…εκείνες, που είναι συνήθεις σε σχέση με τις εργασίες και το αντικείμενο της επιχειρηματικής δραστηριότητας της εταιρείας, ως προς το είδος και το μέγεθός τους και συνάπτονται με τους συνήθεις όρους της αγοράς». Επιπρόσθετα, κατά τη διαμορφωμένη υπό το προϊσχύσαν νομοθετικό καθεστώς νομολογία, ως τρέχουσα συναλλαγή νοείται «…εκείνη που βάσει του αντικειμένου της εμπίπτει στις συμβάσεις που καταρτίζονται στο πλαίσιο της καθημερινής δράσης της εταιρείας, ήτοι αυτή που οι όροι της είναι οι συνήθεις όροι των συμβάσεων που η εταιρεία συνάπτει με τους λοιπούς συναλλασσόμενους με αυτή.» (1245/2018 ΑΠ).

     

    Η περίπτωση της προϋφιστάμενης σύμβασης

    Μια διαφορετική περίπτωση εξαίρεσης από τη διαδικασία παροχής αδείας, συνιστά εκείνη κατά την οποία μέλος του ΔΣ συνδέεται με την ΑΕ με σύμβαση εργασίας, έργου, ανεξαρτήτων υπηρεσιών ή εντολής η οποία έχει συναφθεί πριν την εκλογή (ή το διορισμό) του (1364/1990 ΑΠ, 21/2019 ΜονΠρωτΒολ). Ζήτημα, ωστόσο, τίθεται όταν η προϋφιστάμενη σύμβαση τροποποιείται, ύστερα από την εκλογή/το διορισμό του μέλους του ΔΣ (:ενδ. αύξηση των συμφωνηθεισών αμοιβών). Ανάλογα με το περιεχόμενο των τροποποιούμενων όρων των εν λόγω συμβάσεων (εργασίας, έργου, ανεξαρτήτων υπηρεσιών ή εντολής) ενδέχεται να κριθεί αναγκαία η προηγούμενη έγκρισή τους από το αρμόδιο προς τούτο όργανο.

     

    Η αμοιβή των μελών ΔΣ στη  βάση της ειδικής τους σχέσης/σύμβασης

    Τα μέλη του ΔΣ τα οποία έχουν συνάψει σύμβαση εργασίας, έργου, ανεξαρτήτων υπηρεσιών ή εντολής με την ΑΕ δικαιούνται, εύλογα, να λάβουν αμοιβή-ακριβώς στη βάση της εν λόγω σύμβασης. Η συγκεκριμένη αμοιβή χορηγείται σωρευτικά με την (ενδεχόμενη) αμοιβή που λαμβάνει το μέλος του ΔΣ εξαιτίας της οργανικής του θέσης (της ιδιότητάς του, δηλ., ως μέλους του ΔΣ). Πρόκειται για αμοιβές οι οποίες, μολονότι προέρχονται από την ίδια ΑΕ και συμπίπτουν στο ίδιο πρόσωπο, έχουν διαφορετική νομική μεταχείριση. Έτσι, η αμοιβή από την ειδική σχέση/σύμβαση δεν απαιτεί προηγούμενη ρύθμισή της από τον νόμο ή το καταστατικό. Δεν απαιτεί ούτε έγκρισή της από τη ΓΣ (109 §1, ν. 4548/2018)-σε αντίθεση με την αμοιβή που, ενδεχομένως, χορηγείται στο πλαίσιο της οργανικής θέσης. Μάλιστα, ρητά εξαιρεί ο νόμος (άρθρο 109 §3, ν. 4548/2018) τη συμφωνημένη επί τη βάσει της ειδικής σύμβασης αμοιβή από την διαδικασία και τις προϋποθέσεις χορήγησης αμοιβών των μελών ΔΣ του άρθρου 109 ν. 4548/2018.

     

    Κάθε μέλος του ΔΣ είναι δυνατό, επομένως, να έχει και μια δεύτερη ιδιότητα στο πλαίσιο της ΑΕ: εκείνη που το συνδέει με μια πρόσθετη σχέση (εργασίας, έργου, ανεξαρτήτων υπηρεσιών ή εντολής) μαζί της. Οι δύο ιδιότητες/έννομες σχέσεις (οργανική και ειδική), είναι (και πρέπει να παραμένουν) πλήρως διακριτές. Η πρώτη (οργανική) διέπεται, αποκλειστικά, από τις αναγκαστικού δικαίου ρυθμίσεις του Δικαίου των Ανωνύμων Εταιρειών. Αντίθετα, το ρυθμιστικό πλαίσιο της δεύτερης (ειδικής) διέπεται, επιπρόσθετα, από Αστικού (ή Εργατικού) Δικαίου ρυθμίσεις-ανάλογα με τον συμβατικό τύπο ο οποίος κάθε φορά (κυρίως στη βάση φορολογικών και ασφαλιστικών πλεονεκτημάτων) επιλέγεται και στις οποίες, εν τέλει, υπάγεται.

    Ο διαχωρισμός όμως των ιδιοτήτων του μετόχου, του μέλους του ΔΣ και του εργαζομένου/παρέχοντος τις υπηρεσίες του στην ΑΕ είναι σημαντικό και για πληθώρα, άλλων, λόγων. Κάποιοι από αυτούς μας έχουν απασχολήσει ήδη στην αρθρογραφία μας (ενδ.: η ανάγκη διαχωρισμού των αμοιβών και οικονομικών του επιχειρηματία/μέλους του ΔΣ από το ταμείο της επιχείρησης, η αξιοποίηση των ευχερειών που παρέχει ο νόμος για τις ΑΕ όσον αφορά την άντληση ρευστότητας από τους επιχειρηματίες/μέλη του ΔΣ).

    Ο διαχωρισμός όμως των προαναφερθεισών ιδιοτήτων μοιάζει αναγκαίος στη βάση της ευθυγράμμισης με τους (μη αναγκαίους τυπικά για εκτός χρηματιστηρίου εταιρείες, απολύτως αναγκαίους όμως σε ουσιαστικό επίπεδο) κανόνες εταιρικής διακυβέρνησης.

    Κανόνες αναγκαίους για τη μετάβαση στη νέα εποχή˙ στην επόμενη μέρα.-

    Σταύρος Κουμεντάκης
    Managing Partner

     

    Υ.Γ. Συνοπτική έκδοση του άρθρου δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ, στις 14 Μαρτίου 2021.

    Η πληροφόρηση που εμπεριέχεται στο παρόν άρθρο δεν συνιστά (ούτε και έχει σκοπό να αποτελέσει) νομική συμβουλή. Μια τέτοια νομική συμβουλή είναι δυνατό να παρασχεθεί μόνον από αρμόδιο δικηγόρο ο οποίος θα λάβει υπόψη του το σύνολο των δεδομένων που θα του εκθέσετε για την υπόθεσή σας. Αναλυτικά.

  • Ανώνυμη Εταιρεία ίσων συμμετοχών. Ευλογία ή κατάρα;

    Ανώνυμη Εταιρεία ίσων συμμετοχών. Ευλογία ή κατάρα;

    Πριν από εκατό, ακριβώς, ασχολήθηκε ο έλληνας νομοθέτης με την ανώνυμη εταιρεία-για πρώτη φορά. Είχε στο μυαλό του ένα νομικό πρόσωπο όπου οι μέτοχοι θα ήταν, κατά βάση, διαφορετικοί από εκείνους που ασκούν τη διοίκησή του. Οι μέτοχοι θα ασκούσαν τα δικαιώματά τους μέσω της Γενικής Συνέλευσης. Τα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου τη διοίκηση της εταιρείας. Ρόλοι διακριτοί. Διαπιστώνουμε, στο πέρασμα του χρόνου, πως η ιδιοκτησία (:μέτοχοι) «μπερδεύεται» ή ταυτίζεται με τη διοίκησή της. Συχνά οι συμμετοχές για λόγους (προβαλλόμενης) ισότητας (κατά κανόνα: εκατέρωθεν ανασφάλειας) διαμορφώνονται στο 50%-50% για τους δύο, μοναδικούς, μετόχους/ομάδες μετόχων. Κάποιοι θα χαρακτήριζαν τα συγκεκριμένα ποσοστά ευλογία. Κάποιοι άλλοι κατάρα. Για κείνους που γνωρίζουν: Δύο ίσες/μόνες συμμετοχές αποδεικνύονται προβληματικές για κάθε νομικό πρόσωπο. Ίσως, λίγο περισσότερο, στην ανώνυμη εταιρεία. Ίσως όμως κι όχι…

     

    Εικόνες βγαλμένες από τη ζωή (κι όχι από σενάρια ταινίας)…

    Κάθε νέα επιχειρηματική δραστηριότητα ξεκινά, κατά κανόνα, με τους καλύτερους οιωνούς. Όταν ο ιδρυτής είναι ένας τα πράγματα είναι περισσότερο απλά.

    Όταν δύο, λιγότερο…

    Στην αρχή μιας επιχειρηματικής συνέργειας, οι δύο, μόνοι, ιδρυτές & ισότιμοι συνεταίροι πορεύονται, συνήθως, αρμονικά. Στη συνέχεια όμως, κάποιες φορές, τα πράγματα διαφοροποιούνται. Ο ένας από τους δύο (η/και οι δύο) επιλέγει, κάποιες φορές, να ασκήσει εξουσία πάνω στον άλλο. Κάποιες άλλες οι, ενδεχομένως, προβληματικές-προσωπικές τους σχέσεις μεταφέρονται και στη διοίκηση της εταιρείας. Και, αυτονοήτως, στο ίδιο το νομικό πρόσωπο και την επιχειρηματική του δραστηριότητα. Τότε βρισκόμαστε μπροστά σε ένα πρόβλημα. Κάποτε πολύ σοβαρό.

    Στην ίδια κατάληξη είναι δυνατό να οδηγηθούμε όταν οι ιδρυτές-αδελφοί (ή αδελφικοί φίλοι) και κατά 50% μέτοχοι αντικατασταθούν, στο διάβα του χρόνου, από τους διαδόχους τους.  Διάδοχοι (ή κληρονόμοι) που θα επιδιώξουν να πάρουν το «πάνω χέρι» στο μεταξύ τους, άτυπο,  bras de fer.

    Τα αντίστοιχα θα συναντήσουμε όταν αποβιώσει ο μόνος ιδρυτής και μέτοχος της ανώνυμης εταιρείας κι αφήσει (εκ διαθήκης ή εξ αδιαθέτου) ισότιμους κληρονόμους και διαδόχους τα δυο του παιδιά. Παιδιά που μπορεί να μην αποδειχθούν αρκετά αγαπημένα, στο βωμό της άσκησης εξουσίας. Ρόλο εξάλλου, συχνά, αποκτούν (όπως όλοι γνωρίζουμε) και οι σύζυγοι-σύντροφοί τους.

    Τέτοιες (κι άλλες πολλές παρόμοιες) ιστορίες όλοι γνωρίζουμε. Κι όλοι συναντούμε. Κατά βάση πολύ συχνά. Περισσότερο στις οικογενειακές επιχειρήσεις (μην ξεχνάμε, εξάλλου, πως στη χώρα μας αποτελούν το 80% του συνόλου). Τέτοια φαινόμενα θα συναντήσουμε όμως σε όλες τις επιμέρους κατηγορίες επιχειρήσεων. Ανεξαιρέτως.

    Η συνέχεια;

    Γνωστή!

    Και όχι, κατά κανόνα, ευχάριστη…

     

    Η «ανώνυμη: 50/50»

    Με άλλα λόγια:

    Το βασικό πρόβλημα, σε πρακτικό επίπεδο, δημιουργείται όταν βρισκόμαστε μπροστά σε δύο μόνον, ίσες, συμμετοχές στα δικαιώματα ψήφου.

    Συνηθίζουμε να το αποδίδουμε με τον όρο «ανώνυμη: 50/50».

    Το γενεσιουργό χρονικό σημείο της δημιουργίας του ποικίλλει. Μπορεί να δημιουργείται από τη σύσταση, ακόμα, της εταιρείας (:ίδρυση με δύο, ίσες, συμμετοχές). Μπορεί και κατά τη διάρκεια της ζωής και λειτουργίας της (:επιγενόμενη διαμόρφωση δύο, ίσων, συμμετοχών).

    Οι «ίσες συμμετοχές» μπορεί, επίσης, να είναι αποτέλεσμα της ύπαρξης (ή δημιουργίας) συμπαγών ομάδων μετόχων (που συνδέονται, ή όχι, με εξωεταιρικές συμφωνίες). Που κάθε μια από τις συγκεκριμένες ομάδες κατέχει το 50% των δικαιωμάτων ψήφου μιας εταιρείας. Οι μέτοχοι (ή συμπαγείς ομάδες μετόχων) μπορεί, κάποιες φορές, να μην είναι δύο μόνον. Μια τέτοια περίπτωση θα συναντούσαμε, λ.χ., όταν δύο μέτοχοι (ή ομάδες μετόχων) κατέχουν ποσοστό 1/3 των μετοχών και δικαιωμάτων ψήφου η κάθε μία, ενώ οι μέτοχοι που εκπροσωπούν το τελευταίο 1/3 απέχουν από τη λήψη αποφάσεων.

    Η δύο, ίσες, συμμετοχές  αποκτούν χαρακτήρα προβληματικό, όταν οι κάτοχοι των από 50% δικαιωμάτων ψήφου  της εταιρείας, δεν ομονοούν στη λήψη κρίσιμων εταιρικών αποφάσεων ή/και στην εκλογή Διοικητικού Συμβουλίου.

    Όπως δέχεται και η νομολογία, «στις περιπτώσεις αυτές, η έλλειψη συνεννόησης μεταξύ των μετόχων, επιφέρει εμπλοκή της εταιρείας και η λειτουργία της οδηγείται σε αδιέξοδο («deadlock»), καθόσον είναι αδύνατη η επίτευξη απλής πλειοψηφίας στη ΓΣ για τη λήψη αποφάσεων, με κορυ­φαίο αποτέλεσμα της την αδυναμία της ΓΣ να εκλέξει ΔΣ.» (18191/2014 ΠολΠρωτΘεσ).

     

    Οι πρόνοιες του νομοθέτη

    Ο νομοθέτης δεν θα ήταν δυνατό να αγνοήσει τις συγκεκριμένες, προβληματικές, περιπτώσεις. Τις περιπτώσεις δηλ. εκείνες που η ανώνυμη εταιρεία παύει να είναι λειτουργική. Ακόμα χειρότερα εκείνες που αδρανοποιείται εξαιτίας αδυναμίας λήψης αποφάσεων σε επίπεδο Γενικής Συνέλευσης (ή/και Διοικητικού Συμβουλίου).

    Η δικαστική λύση της εταιρείας

    Ο νόμος γενικά παρέχει τη δυνατότητα λύσης της εταιρείας, «αν υφίσταται προς τούτο σπουδαίος λόγος, που, κατά τρόπο προφανή και μόνιμο, καθιστά τη συνέχιση της εταιρείας αδύνατη» (άρθρο 166 §1 ν. 4548/2018).

    Εξάλλου: «Σπουδαίος λόγος κατά την παράγραφο 1 υφίσταται, ιδίως, αν, λόγω ίσων συμμετοχών στην εταιρεία, η εκλογή διοικητικού συμβουλίου είναι αδύνατη ή η εταιρεία δεν μπορεί να λειτουργήσει». (άρθρο 166 παρ. 2).

    Η λύση της ανώνυμης εταιρείας κηρύσσεται με την έκδοση δικαστικής απόφασης. Διαδικαστικό προαπαιτούμενο: η υποβολή σχετικής αίτησης ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου της έδρας της εταιρείας. Μια αίτηση που κοινοποιείται στην τελευταία και εκδικάζεται με τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας (άρθρο 166 §3).

     

    Η εξαγορά των μετοχών της ανώνυμης εταιρείας

    Η λύση της εταιρείας πρέπει να αποτελεί, εύλογα, το έσχατο μέσο για την αντιμετώπιση των αδιεξόδων που δημιουργούνται σε μια εταιρεία «ίσων συμμετοχών». Και τούτο γιατί σαν άμεσή συνέπειά της έχει την απώλεια της μετοχικής ιδιότητας του συνόλου των μετόχων, την παύση της εταιρείας ως διαρκούς έννομης σχέσης και την οριστική εξαφάνιση της τελευταίας από τον νομικό και επιχειρηματικό κόσμο.

    Στην προσπάθειά του να αποφευχθεί η (έσχατη) επιλογή της λύσης της ανώνυμης εταιρείας, ο νομοθέτης προβλέπει/προκρίνει εναλλακτική. Μια λύση που προάγει τη συνέχιση της εταιρείας. Πρόκειται για το ενδεχόμενο (και δυνατότητα) εξαγοράς των μετοχών της εταιρείας. Συγκεκριμένα:

    …με απόφαση του Δικαστηρίου

    Το Δικαστήριο, το οποίο θα επιληφθεί του αιτήματος της λύσης της ανώνυμης εταιρείας, «…πριν εκδώσει την απόφασή του, παρέχει στην εταιρεία και τους μετόχους εύλογη προθεσμία για άρση των λόγων λύσης, ιδίως μέσω εξαγοράς μετοχών μεταξύ των μετόχων, εκτός αν αιτιολογημένα θεωρεί ότι το μέτρο αυτό είναι άσκοπο. Η προθεσμία αυτή μπορεί να είναι δύο (2) έως τέσσερις (4) μήνες. Αν παρασχεθεί η παραπάνω προθεσμία, το δικαστήριο μπορεί να διατάξει μέτρα για την προσωρινή ρύθμιση των εταιρικών υποθέσεων.» (άρθρο 166 παρ. 4). Μια τέτοια προθεσμία (:για την άρση των λόγων λύσης) δεν είναι δυνατό να παραταθεί (όπως το προϊσχύσαν νομοθετικό καθεστώς προέβλεπε).

    …και με πρωτοβουλία των λοιπών μετόχων

    Παρέχεται όμως και η δυνατότητα στους ίδιους τους μετόχους, οι οποίοι δεν επιθυμούν τη λύση της εταιρείας να διεκδικήσουν την εξαγορά των μετοχών εκείνου (ή εκείνων) που ζητούν τη δικαστική λύση της. Πρόκειται για τη δυνατότητα άσκησης (κύριας) παρέμβασης από (μη αιτούντες) μετόχους του 1/3 του κεφαλαίου (και όχι του 1/5 του προϋφιστάμενου νομικό καθεστώτος) στη διανοιγόμενη σχετικά με τη λύση της εταιρείας δίκη. Συγκεκριμένα:

    «Μέτοχοι που εκπροσωπούν το ένα τρίτο (1/3) τουλάχιστον του κεφαλαίου, μπορούν να παρέμβουν στη σχετική δίκη και να ζητήσουν την εξαγορά από αυτούς του συνόλου των μετοχών του αιτούντος ή των αιτούντων. Στην περίπτωση αυτή το δικαστήριο διατάσσει την εξαγορά και ορίζει και το αντάλλαγμα, που πρέπει να είναι δίκαιο και να ανταποκρίνεται στην αξία των μετοχών αυτών, καθώς και τους όρους καταβολής του. Για τον προσδιορισμό της αξίας, το δικαστήριο μπορεί να διατάξει πραγματογνωμοσύνη που διενεργείται, σύμφωνα με το άρθρο 17. Η αξία εξαγοράς δεν μπορεί να υπερβαίνει το ποσό που πιθανολογείται ότι θα λάβουν οι ενάγοντες σε περίπτωση εκκαθάρισης της εταιρείας, το οποίο το δικαστήριο μπορεί να προσαυξήσει μέχρι είκοσι τοις εκατό (20%)» (άρθρο 166 §5).

    Να σημειωθεί εδώ πως η συγκεκριμένη διάταξη απολύτως προσδιορίζει τη μέθοδο αποτίμησης των εξαγοραζόμενων μετοχών. Είναι γνωστό πως υπάρχουν περισσότεροι, τέτοιοι, μέθοδοι που παρέχουν τη δυνατότητα σ’ εκείνους που την διενεργούν να κινούνται σε ένα ευρύτατο πεδίο. Ο νομοθέτης εδώ ρητά επιλέγει την αξία «που πιθανολογείται ότι θα λάβουν οι ενάγοντες σε περίπτωση εκκαθάρισης της εταιρείας». Την αξία αυτή «το δικαστήριο μπορεί να προσαυξήσει μέχρι είκοσι τοις εκατό (20%)».

    Σε περίπτωση εξαγοράς μετοχών, σύμφωνα με αμέσως προαναφερθέντα τρόπο, «τυχόν διατάξεις του καταστατικού για δέσμευση των μετοχών αυτών…, δεν λαμβάνονται υπόψη, εκτός αν το καταστατικό προβλέπει διαφορετικά.» (άρθρο 166 παρ. 6).

     

    Η εξαίρεση των εισηγμένων εταιρειών

    Από την υπαγωγή στη δυνατότητα δικαστικής λύσης της εταιρείας για σπουδαίο λόγο (και κατ’ επέκταση για την ύπαρξη ίσων συμμετοχών σε αυτήν) εξαιρούνται, ρητά, οι ανώνυμες εταιρείες των οποίων οι μετοχές είναι εισηγμένες σε ρυθμιζόμενη αγορά (άρθρο 166 παρ. 9 ν. 4548/2018).

    Αντίστοιχη ρύθμιση συναντούμε και στο προϋφιστάμενο νομικό καθεστώς (άρθρο 48α παρ. 9 κ.ν. 2190/1920). Δικαιολογητικός λόγος της νομοθετικής αυτής επιλογής ευρίσκεται (και) στην αιτιολογική έκθεση του ν. 3604/2007, ο οποίος τροποποίησε την προαναφερθείσα διάταξη του άρθρου 48α. Συγκεκριμένα, όπως ρητώς σημειώνεται σε αυτή, οι διατάξεις του άρθρου 48α «…αφορούν μόνον τις μη εισηγμένες εταιρείες, διότι στις εισηγμένες ο μέτοχος μπορεί καταρχήν να εξέλθει της εταιρείας εκποιώντας τις μετοχές του.».

     

    Προϋποθέσεις άσκησης του δικαιώματος δικαστικής λύσης λόγω «ίσων συμμετοχών στην εταιρεία»

    Η διάταξη του άρθρου 166 ν. 4548/2018 έχει αναγκαστικό χαρακτήρα. Τούτο σημαίνει ότι τυχόν καταστατικές ρυθμίσεις, αντίθετες (ή αποκλίνουσες) κατά το περιεχόμενο με τη συγκεκριμένη διάταξη, είναι άκυρες. Οι προϋποθέσεις για την άσκηση του συγκεκριμένου δικαιώματος συνοψίζονται ως εξής:

    Η ενεργητική νομιμοποίηση

    Το δικαίωμα δικαστικής λύσης της εταιρείας νομιμοποιείται να ασκήσει εκείνος, μόνον, που φέρει τη μετοχική ιδιότητα. Ως εκ τούτου, μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου, δανειστές της εταιρείας και ελεγκτές δεν έχουν τη δυνατότητα να ζητήσουν το συγκεκριμένο δικαίωμα. Ακόμη και αν δικαιολογούν, με κάποιο τρόπο, σχετικό έννομο συμφέρον.

    Η προϋπόθεση της ύπαρξης μετοχικής ιδιότητας συμπληρώνεται και από την απαίτηση συγκεκριμένου, ελάχιστου, ποσοστού του μετοχικού κεφαλαίου. Οι αιτούντες μέτοχοι (ένας ή περισσότεροι) οφείλουν να συγκεντρώνουν, κατ’ ελάχιστο, το 1/3 του καταβεβλημένου μετοχικού κεφαλαίου. Κατά το γράμμα της σχετικής διάταξης, η απλή ανάληψη μετοχών δεν αρκεί. Πρέπει να έχει καταβληθεί και η αξία τους. Το είδος, όμως, των μετοχών προς συγκέντρωση του απαραίτητου 1/3 είναι αδιάφορο.

     

    Η ύπαρξη σπουδαίου λόγου

    Το δικαίωμα να ζητηθεί η λύση της ανώνυμης εταιρείας έχει, όπως αναφέρθηκε ήδη, μια κεντρική στόχευση. Τη λύση αδιεξόδων ενώπιον των οποίων είναι δυνατό να βρεθούν η ανώνυμη εταιρεία και οι μέτοχοί της.

    Απαιτείται, κατά τούτο, «σπουδαίος λόγος, που κατά τρόπο προφανή και μόνιμο, καθιστά τη συνέχιση της εταιρείας αδύνατη» (άρθρ. 166 §1).

    Ένας τέτοιος (κατ’ άρθρο 166 §2) σπουδαίος λόγος «υφίσταται, ιδίως, αν, λόγω ίσων συμμετοχών στην εταιρεία, η εκλογή διοικητικού συμβουλίου είναι αδύνατη ή η εταιρεία δεν μπορεί να λειτουργήσει».

    Επομένως: η ύπαρξη ίσων συμμετοχών δεν αρκεί για να ζητηθεί η λύση μιας ανώνυμης εταιρείας. Απαιτείται κι ένας σπουδαίος λόγος σαν κι εκείνο που απαιτεί ο νόμος. Η αδυναμία, λ.χ. εκλογής του ΔΣ και λειτουργίας της εταιρείας εξαιτίας της ύπαρξης δύο ισοδύναμων (ισοψηφούντων) μετόχων (ή ομάδων μετόχων) που αδυνατούν, συστηματικά, να ομονοήσουν στη λήψη αναγκαίων για τη λειτουργία της εταιρείας αποφάσεων.

    Μάλιστα, η ως ανωτέρω διαμορφωθείσα κατάσταση πρέπει να οδηγεί σε αδυναμία εκλογής Διοικητικού Συμβουλίου ή να εμποδίζει γενικότερα τη λειτουργία της εταιρείας. Ειδικότερα:

    ΄Οσον αφορά την αδυναμία εκλογής Διοικητικού Συμβουλίου:

    Η αδυναμία, εν προκειμένω, αφορά τη Γενική Συνέλευση. Συγκεκριμένα, την περίπτωση κατά την οποία η Γενική Συνέλευση, αδυνατεί, να λάβει απόφαση ως προς την εκλογή Διοικητικού Συμβουλίου. Προαπαιτούμενο, μάλιστα, η «…κατάσταση που εμφανίζει στοιχεία μονιμότητας.» (3494/2010 ΠολΠρωτΑθ). Καθώς, η επικαλούμενη αδυναμία λήψης απόφασης, λόγου χάρη, σε μία και μοναδική (έκτακτη) γενική συνέλευση «…στερείται πρωτίστως του στοιχείου της μονιμότητας που απαιτείται να συντρέχει, προκειμέ­νου να στοιχειοθετηθεί ο σπουδαίος λόγος, για την κατά­φαση της δικαστικής λύσης …της ανώνυμης εταιρείας.». Ενώ, παράλληλα, γενικές δηλώσεις του αιτούντος ότι «…προτί­θεται να καταψηφίσει στο μέλλον οποιαδήποτε πρόταση ή ζήτημα τεθεί στη ΓΣ…και θα αφορά σε μείζονος σημασία θέματα για τη λειτουργία της ανώνυμης εταιρείας, όπως την έγκριση ισολογισμών και ότι το γεγονός αυτός θα καταστήσει σε κάθε περίπτωση κατά τρόπο προφανή και μόνιμο αδύνατη τη συνέχιση της εταιρείας, δεν αρκεί για να καταστήσει νόμω βάσιμο το αγωγικό αίτημα του…, καθόσον δεν παρέχεται προ­ληπτική δικαστική προστασία…» (18191/2014 ΠολΠρωτΘεσσ).

     

    ΄Οσον αφορά την αδυναμία λειτουργίας της εταιρείας:

    Η αδυναμία, στην περίπτωση αυτή, αφορά στο Διοικητικό Συμβούλιο. Πρόκειται για την περίπτωση κατά την οποία εντοπίζεται πλασματική έλλειψη διοίκησης. Με άλλα λόγια: υφίσταται μεν Διοικητικό Συμβούλιο, αδυνατεί, όμως, να λάβει αποφάσεις. Το συγκεκριμένο γεγονός εμποδίζει τη λειτουργία της ανώνυμης εταιρείας. Μάλιστα, κατά τρόπο καθολικό και μόνιμο.

    Διαφορετική όμως είναι περίπτωση που η λειτουργία της ανώνυμης εταιρείας δεν εμποδίζεται κατά τρόπο καθολικό και μόνιμο. Στην περίπτωση δηλ. που «…η αδυναμία λήψης αποφάσεων τοποθετείται στο επίπεδο του Δ.Σ., είτε επειδή έχει επέλθει πραγματική έλλειψη διοίκησης λόγω π.χ. θανάτου ή παραίτησης κάποιων ή όλων των μελών του ΔΣ, είτε επειδή έχει επέλθει πλασματική έλλειψη διοίκησης εξαιτίας λ.χ. πείσματος ή ισχυρογνωμοσύνης των μελών του…, σιωπηρής παραίτησης-αποχής από τη λήψη αποφάσεων…, διαφωνιών των μελών με αδυναμία συγκρότησης της διοίκησης σε σώμα…, το πρόβλημα μπορεί να αρθεί ακόμη και με ανάκληση των μελών ΔΣ και το διορισμό νέων από τη ΓΣ, ύστερα από το διορισμό προσωρινής διοίκησης που θα συγκαλέσει τη ΓΣ». (18191/2014 ΠολΠρωτΘεσ).

    Συνεπώς, η αδυναμία λήψης αποφάσεων του Διοικητικού Συμβουλίου, που είναι δυνατό να αντιμετωπιστεί με:

    (α) ανάκληση των μελών του και εκλογή νέων από τη Γενική Συνέλευση ή/και

    (β) διορισμό προσωρινής διοίκησης κατά το άρθρο 69 ΑΚ,

    δεν μπορούν να αποτελέσουν σπουδαίο λόγο δικαστικής λύσης της ανώνυμης εταιρείας. Υπό την προϋπόθεση, βέβαια, ότι η εσωτερική εμπλοκή δεν είναι μόνιμη και, παράλληλα, υφιστάμενη και στους κόλπους της Γενικής Συνέλευσης. Είναι σαφές πως η ανώνυμη εταιρεία δεν μπορεί να λειτουργεί, αενάως, με δικαστικά διορισμένες διοικήσεις.

    Οι κατά τα ανωτέρω ασυμφωνίες των μετόχων ή των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου θα πρέπει να καταδεικνύονται μέσα από τα πρακτικά των συνεδριάσεων της Γενικής Συνέλευσης ή του Διοικητικού Συμβουλίου. Παράλληλα, οι συσχετισμοί δυνάμεων είναι δυνατό να προκύπτουν και από άλλα στοιχεία, όπως λόγου χάρη, από εξωεταιρικές συμφωνίες των μετόχων (18191/2014 ΠολΠρωτΘεσ, 3494/2010 ΠολΠρωτΑθ).

     

    Οι ίσες συμμετοχές σε μια ανώνυμη εταιρεία (ιδίως στην περίπτωση του 50/50) δημιουργούν, όχι σπάνια, προβλήματα ανυπέρβλητα.

    Στη Γενική Συνέλευση που καλείται, λ.χ., να εκλέξει Διοικητικό Συμβούλιο απαιτείται ομοφωνία. Αν η ομοφωνία ελλείπει, κατά τρόπο διαρκή και μόνιμο, η ανώνυμη εταιρεία παραμένει ακέφαλη. Ακέφαλη όμως παραμένει η εταιρεία και στην περίπτωση που υπάρχει μεν Διοικητικό Συμβούλιο, αδυνατεί όμως να λάβει αποφάσεις.

    Και στις δύο, προαναφερθείσες, περιπτώσεις η εταιρεία δεν μπορεί να λειτουργήσει.

    Για την αντιμετώπιση του εξαιρετικά σοβαρού προβλήματος ο νόμος παρέχει συγκεκριμένα, αρκετά αποτελεσματικά, εργαλεία. Η λύση (ή απειλή της λύσης) της εταιρείας είναι ένα τέτοιο. Τόσο ισχυρό μάλιστα που, κάποιες φορές, σοκάρει. Δικαιολογημένα. Γιατί κάποιες φορές απαιτούνται τέτοιες (σοκαριστικές και ακραίες) λύσεις, μήπως και την ύστατη στιγμή διασφαλισθεί η επιβίωση της εταιρείας.

    Είναι προφανές πως οι λύσεις που παρέχει ο νόμος θα πρέπει, ως ύστατο μέτρο, να υιοθετούνται.

    Πριν από τις συγκεκριμένες ακραίες λύσεις υπάρχουν, αναμφίβολα, άλλες ηπιότερες.

    Οι εξωεταιρικές συμφωνίες μετόχων, οι καταστατικές ρυθμίσεις και πρόνοιες, η ρύθμιση των δικαιωμάτων μειοψηφίας είναι κάποια από αυτά.

    Και πριν από όλα:

    Η αποφυγή, κατά το δυνατόν, ίδρυσης και λειτουργίας ανώνυμης εταιρείας με μοιρασμένες στα δύο τις μετοχές και δικαιώματα ψήφου.

    Η ευθύνη των ιδρυτών, των μεταβιβαζόντων μετόχων κι εκείνων που σχεδιάζουν διαδοχή αποδεικνύεται εξαιρετικά σοβαρή. Είναι, εντούτοις, και απολύτως διαχειρίσιμη.

    Αρκεί να λάβει χώρα έγκαιρη διαχείριση του όλου θέματος. Πριν, κατ’ ανάγκη, τη δημιουργία του προβλήματος.

    Εκ των υστέρων λύσεις, μολονότι οδυνηρές, και πάλι υφίστανται.

    Σε κάθε περίπτωση: λύσεις-«κονσέρβα» δεν υπάρχουν.

    Tailor made.

    Πάντοτε.-

    Σταύρος Κουμεντάκης
    Managing Partner

     

    Υ.Γ. Συνοπτική έκδοση του άρθρου δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ, στις 18 Οκτωβρίου 2020.

    εταιρεία ίσων συμμετοχών

    Η πληροφόρηση που εμπεριέχεται στο παρόν άρθρο δεν συνιστά (ούτε και έχει σκοπό να αποτελέσει) νομική συμβουλή. Μια τέτοια νομική συμβουλή είναι δυνατό να παρασχεθεί μόνον από αρμόδιο δικηγόρο ο οποίος θα λάβει υπόψη του το σύνολο των δεδομένων που θα του εκθέσετε για την υπόθεσή σας. Αναλυτικά.

  • Η μειοψηφία και τα δικαιώματά της στην Ανώνυμη Εταιρεία

    Η μειοψηφία και τα δικαιώματά της στην Ανώνυμη Εταιρεία

    Η μειοψηφία και τα δικαιώματά της στην Ανώνυμη Εταιρεία: εσωτερικός εχθρός ή παράγοντας υγείας;

    Μέρος Α’

    «Letat cest moi» (:«το κράτος είμαι εγώ») είναι η, περισσότερο κι από τον Λουδοβίκο ΙΔ’, γνωστή ρήση του, που παραπέμπει στην παντοδυναμία του ηγεμόνα και, κατ’ ακολουθίαν, στην αδυναμία της ύπαρξης της διαφορετικής άποψης. Στη Γαλλία του δέκατου έβδομου-δέκατου όγδοου αιώνα κάθε μειοψηφούσα άποψη αξιολογούνταν, προφανώς, ως αποκρουστέα: ο Ηγεμόνας εγνώριζε!

    Για την αντιπολίτευση έχουν διατυπωθεί, διαχρονικά, διάφορες απόψεις (όπου κι όταν) γινόταν αποδεκτή η ύπαρξή της. Μια από τις χαρακτηριστικές εκείνη του Βλαντιμίρ Ίλιτς Λένιν: «Ο καλύτερος τρόπος να ελέγχεις την αντιπολίτευση είναι να την καθοδηγείς». Στην περίπτωση αυτή έχουμε μεν αναγνώριση του δικαιώματος ύπαρξης της (μειοψηφούσας) αντιπολίτευσης με (αναγνωρισμένα όμως) δικαιώματα «καθοδήγησής» της από την κυβερνώσα (και πλειοψηφούσα)  συμπολίτευση.

    Περιττό βέβαια να μιλήσουμε και στις δύο, προαναφερθείσες, περιπτώσεις για την προστασία των μειοψηφούντων.

    Ας αναλογιστούμε, κατ’ αντιστοιχία, τι θα σήμαινε η μη αναγνώριση οποιουδήποτε δικαιώματος στους μειοψηφούντες στο πλαίσιο οποιουδήποτε επιχειρηματικού σχηματισμού.

    Μήπως λοιπόν η (επί της ουσίας) αναγνώριση και διασφάλιση των δικαιωμάτων μειοψηφίας στα εταιρικά σχήματα συνιστά παράγοντα ασφάλειας όχι μόνο για του μειοψηφούντες αλλά και για τους υποψήφιους επενδυτές και δανειστές;

     

    1.Τα δικαιώματα μειοψηφίας στην Ανώνυμη Εταιρεία

    Υπό το πρίσμα των ανωτέρω σκέψεων φαντάζει ως περισσότερο από προφανής η αναγνώριση δικαιωμάτων μειοψηφίας στους (αντίστοιχους) μετόχους-και όχι μόνο υπό το πρίσμα του συνταγματικώς προστατευόμενου αγαθού της ιδιοκτησίας. Ως απολύτως φυσιολογική φαντάζει, επίσης, και η επιλογή του σύγχρονου νομοθέτη για την (ελαφρά) ενίσχυση των δικαιωμάτων των μειοψηφούντων μετόχων στον πρόσφατο νόμο για τις ανώνυμες εταιρείες.

    Είναι αλήθεια βέβαια πως πάντοτε θα πρέπει να «βάζουμε στη ζυγαριά» τα δικαιώματα των πλειοψηφούντων μετόχων με τα αντίστοιχα των μειοψηφούντων. Το αποτέλεσμα σε οποιαδήποτε περίπτωση δεν μπορεί να είναι είτε η φαλκίδευση της εύρυθμης λειτουργίας της εταιρείας είτε των δικαιωμάτων των τελευταίων (των μειοψηφούντων). Η χρυσή τομή, τουλάχιστον όσον αφορά τις προθέσεις του νομοθέτη, φαίνεται πως σε σημαντικό βαθμό αποτυπώνεται στον πρόσφατο νόμο.

    Η αναγνώριση (σε τυπικό επίπεδο) και η ύπαρξη (σε ουσιαστικό) δικαιωμάτων μειοψηφίας άλλοτε αυτών που ο νόμος επιβάλλει κι άλλοτε όσων ο επενδυτής (ή δανειστής) απαιτεί, αποτελεί αναγκαία προϋπόθεση για την αναζήτηση και ανεύρεση επενδυτικών (ή δανειακών) κεφαλαίων-κατά κανόνα κρίσιμων για την εύρυθμη λειτουργία της ανώνυμης εταιρείας.

     

    2.Το εύρος και είδος των δικαιωμάτων μειοψηφίας στην ανώνυμη εταιρεία

    Ο σε ισχύ, ήδη, νόμος για τις ανώνυμες εταιρείες αναγνωρίζει (όπως και ο προκάτοχός του εξάλλου) σειρά δικαιωμάτων στους μειοψηφούντες μετόχους ανάλογα με το ύψος του μετοχικού κεφαλαίου που ένας έκαστος ή περισσότεροι εξ αυτών εκπροσωπούν. Τα δικαιώματα μειοψηφίας διαλαμβάνονται αφενός μεν στη διάταξη του άρθρου 141 του νέου νόμου αφετέρου δε, διάσπαρτα, στις λοιπές διατάξεις του. Ξεχωριστού ενδιαφέροντος όμως είναι τα δικαιώματα που αναγνωρίζει ο νόμος στους μειοψηφούντες μετόχους (εκείνους που εκπροσωπούν το 1/20 και 1/5 του μετοχικού κεφαλαίου) όσον αφορά τον έλεγχο της εταιρείας. Περί αυτών όμως, λόγω της σοβαρότητάς τους θα ασχοληθούμε σε άρθρο που θα ακολουθήσει.

    Κατά τα λοιπά, επιχειρείται μια ενδεικτική σταχυολόγηση των δικαιωμάτων μειοψηφίας κατανεμημένα σε δύο ενότητες: Αυτή που αφορά τα (κατά τεκμήριο) περισσότερο σημαντικά κι εκείνη που αφορά τα λοιπά, επιμέρους, δικαιώματα.

     

    3.Τα περισσότερο σημαντικά θέματα

    3.1 Η έγκριση της σύναψης (κατ’ αρχήν) απαγορευομένων να συναφθούν συμβάσεων

    Οι μέτοχοι που εκπροσωπούν το 1/20 του μετοχικού κεφαλαίου δικαιούνται (:άρθρο 100 παρ. 3) να ζητήσουν τη σύγκληση Γενικής Συνέλευσης για λήψη οριστικής απόφασης επί της παροχής άδειας σύναψης σύμβασης για τις περιπτώσεις των οποίων απαγορεύεται η σύναψη χωρίς ειδική άδεια του Διοικητικού Συμβουλίου (κατ’ άρθρο 99 επ.). Στη Γενική Συνέλευση που συγκαλείται για το σκοπό αυτό, αναγνωρίζεται (:άρθρο 100 παρ. 4) δικαίωμα των μετόχων της εταιρείας να αντιλέξουν στην παροχή  άδειας σύναψης σύμβασης ως εξής: (α) στις εισηγμένες εταιρείες των μετόχων που εκπροσωπούν ποσοστό ίσο ή μεγαλύτερο από το 1/20 του μετοχικού κεφαλαίου και (β) στις μη εισηγμένες εταιρείες των μετόχων που εκπροσωπούν ποσοστό ίσο ή μεγαλύτερο από το 1/3 του μετοχικού κεφαλαίου (ειδικά για το τελευταίο αυτό θέμα δείτε σχετικό άρθρο.

    3.2 Τα κρίσιμα θέματα αρμοδιότητας ΓΣ

    Οι μέτοχοι που εκπροσωπούν ποσοστό ίσο ή μεγαλύτερο από το 1/3 του μετοχικού κεφαλαίου δικαιούνται (:άρθρο 132 παρ. 3) να αντιλέξουν στη λήψη αποφάσεων για κρίσιμα θέματα που αφορούν τη λειτουργία της εταιρείας (ενδ.: τη μεταβολή της εθνικότητας της εταιρείας, του αντικειμένου της, την επαύξηση των υποχρεώσεων των μετόχων, την τακτική αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου, τη μεταβολή του τρόπου διάθεσης των κερδών, τη συγχώνευση, τη διάσπαση, τη μετατροπή, την αναβίωση, την παράταση της διάρκειας ή τη διάλυση της εταιρείας, την παροχή ή ανανέωση της εξουσίας προς το διοικητικό συμβούλιο για αύξηση του κεφαλαίου κλπ.).

    3.3 Η διανομή του ελαχίστου μερίσματος

    Αναγνωρίζεται δικαίωμα (:άρθρο 161 παρ. 2) στους μετόχους που εκπροσωπούν ποσοστό ίσο ή μεγαλύτερο από το 1/3 του μετοχικού κεφαλαίου να αντιλέξουν στη λήψη αποφάσεων από τη Γενική Συνέλευση για μείωση της διανομής του ελαχίστου μερίσματος σε ποσοστό μικρότερο του 35% των καθαρών κερδών (μετά την αφαίρεση της κράτησης για το τακτικό αποθεματικό και των λοιπών πιστωτικών κονδυλίων της κατάστασης των αποτελεσμάτων που δεν προέρχονται από πραγματοποιηθέντα κέρδη). Στους μετόχους που εκπροσωπούν ποσοστό ίσο ή μεγαλύτερο από το 1/5 του μετοχικού κεφαλαίου αναγνωρίζεται δικαίωμα να αντιλέξουν στη λήψη αποφάσεων από τη Γενική Συνέλευση για (καθ’ ολοκληρίαν) μη διανομή ή μείωση της διανομής του ελαχίστου μερίσματος σε ποσοστό μικρότερο του 10% των καθαρών κερδών.

     

    4.Επιμέρους δικαιώματα των μετόχων

    4.1 Δικαιώματα μεμονωμένων μετόχων

    Στο νόμο για τις ανώνυμες εταιρείες αναγνωρίζεται σειρά δικαιωμάτων στους μεμονωμένους μετόχους της ανώνυμης εταιρείας. Ενδεικτικά:

    Το δικαίωμα (:άρθρο 79 παρ. 1), εφόσον προβλέπεται σχετικά από το καταστατικό, να διορίζει κάποιος μέτοχος απευθείας μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου, ο αριθμός των οποίων δεν θα πρέπει να υπερβαίνει τα 2/5 του προβλεπόμενου συνολικού αριθμού των μελών αυτού.

    Το δικαίωμα (επί μη εισηγμένης εταιρείας-κατ’ άρθρο 122 παρ. 4) να ζητήσει ο μέτοχος από την εταιρεία να του αποστέλλει με email ατομική πληροφόρηση για επικείμενες γενικές συνελεύσεις τουλάχιστον δέκα (10) ημέρες πριν από την ημέρα της Γενικής Συνέλευσης

    Το δικαίωμα (:άρθρο 123 παρ. 1) να ζητήσει από την εταιρεία να θέτει στη διάθεσή του τις ετήσιες χρηματοοικονομικές καταστάσεις της εταιρείας καθώς και τις σχετικές εκθέσεις του Διοικητικού Συμβουλίου τουλάχιστον δέκα (10) ημέρες πριν από την ημέρα της Τακτικής Γενικής Συνέλευσης

    Το δικαίωμα (:άρθρο 141 παρ. 10) να ζητήσει από την εταιρεία να θέσει στη διάθεσή του, εντός 20ημέρου, πληροφόρηση για το ύψος του κεφαλαίου της εταιρείας, τις κατηγορίες των μετοχών που έχουν εκδοθεί και τον αριθμό των μετοχών κάθε κατηγορίας, ιδίως προνομιούχων, (με τα δικαιώματα που κάθε κατηγορία παρέχει) καθώς και τον αριθμό των δεσμευμένων μετοχών με τους προβλεπόμενους, κατά περίπτωση, περιορισμούς

    Το (υπό προϋποθέσεις) δικαίωμα (:άρθρο 141 παρ. 11) να ζητήσει από την εταιρεία να θέσει στη διάθεσή του στοιχεία των μετόχων της εταιρείας με ποσοστό μεγαλύτερο από 1%.

    Το δικαίωμα σε περίπτωση λύσης και εκκαθάρισης της εταιρείας (:άρθρο 168 παρ. 4) να ζητήσει από το αρμόδιο δικαστήριο, εντός τριμήνου από τη λύση της εταιρείας, να καθορίσει την κατώτατη τιμή πώλησης των ακινήτων, κλάδων ή τμημάτων ή του συνόλου της επιχείρησης υπό εκκαθάριση.

    Το δικαίωμα (:άρθρο 184 παρ. 5) κάθε μετόχου που έχει ανώνυμες μετοχές να ζητήσει μέχρι την 31.12.2019 από το αρμόδιο δικαστήριο να υποχρεωθεί η εταιρεία να τον εγγράψει στο βιβλίο μετόχων, να εκδώσει και να του παραδώσει νέες ονομαστικές μετοχές.

    4.2 Δικαιώματα που αφορούν τη μειοψηφία του 1/20 του μετοχικού κεφαλαίου

    Στον ίδιο νόμο αναγνωρίζεται σειρά δικαιωμάτων στους μετόχους που συγκεντρώνουν ποσοστό μεγαλύτερο από 1/20 του μετοχικού κεφαλαίου. Ενδεικτικά:

    Το δικαίωμα (:άρθρο 102 παρ. 7 εδ. β’) της συγκατάθεσης στην παραίτηση ή στον συμβιβασμό της εταιρείας αναφορικά με τις αξιώσεις της προς αποζημίωση έναντι μελών του Διοικητικού Συμβουλίου, μετά την άσκηση της σχετικής αγωγής.

    Το δικαίωμα (:άρθρο 104 παρ.1) της υποβολής αιτήματος για την άσκηση αξιώσεων της εταιρείας σε βάρος μελών του Διοικητικού Συμβουλίου (στο πλαίσιο της ενδοεταιρικής τους ευθύνης).

    Το δικαίωμα (:άρθρο 109 παρ. 5 εδ. β΄) της υποβολής αίτησης στο αρμόδιο δικαστήριο για μείωση του ύψους της αμοιβής ή παροχής που καταβλήθηκε ή αποφασίστηκε να καταβληθεί σε συγκεκριμένο μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου (υπό την προϋπόθεση της εναντίωσης, κατά τη σχετική Γενική Συνέλευση) μετόχων που εκπροσωπούν το 1/10 του μετοχικού κεφαλαίου).

    Δικαίωμα (:άρθρο 137 παρ. 3 εδ. β΄) της άσκησης αγωγής για ακύρωση απόφασης η οποία ελήφθη χωρίς να έχουν παρασχεθεί στους ενάγοντες οι οφειλόμενες πληροφορίες.

    Το δικαίωμα υποβολής αιτήματος στο Διοικητικό Συμβούλιο της εταιρείας για  σύγκληση Γενικής Συνέλευσης (:άρθρο 141 παρ. 1), για εγγραφή θεμάτων στην Ημερήσια Διάταξη της Γενικής Συνέλευσης (:άρθρο 141 παρ. 2), για παροχή πληροφόρησης για καταβληθέντα και παροχές προς μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου και τους Διευθύνοντες (:άρθρο 141 παρ. 6), για  αναβολή λήψης αποφάσεων Γενικής Συνέλευσης (:άρθρο 141 παρ. 5) και, τέλος, για διενέργεια φανερής ψηφοφορίας (:άρθρο 141 παρ. 9).

    Το δικαίωμα (:άρθρο 142 παρ. 1) υποβολής αιτήματος στο αρμόδιο δικαστήριο για έκτακτο έλεγχο της εταιρείας, σε περίπτωση πράξεων που παραβιάζουν διατάξεις του νόμου ή του καταστατικού της εταιρείας ή  αποφάσεων της Γενικής Συνέλευσης.

    Το δικαίωμα (:άρθρο 169 παρ. 2), σε περίπτωση απόρριψης ή μη έγκρισης του σχεδίου επιτάχυνσης και περάτωσης της εκκαθάρισης, υποβολής αιτήματος στο αρμόδιο δικαστήριο για έγκριση του ανωτέρω σχεδίου ή τον ορισμό άλλων καταλλήλων μέτρων.

    4.3 Δικαιώματα που αφορούν τη μειοψηφία του 1/10 του μετοχικού κεφαλαίου

    Στους μετόχους που συγκεντρώνουν ποσοστό μεγαλύτερο από 1/10 του μετοχικού κεφαλαίου Περαιτέρω, αναγνωρίζεται σειρά δικαιωμάτων. Ειδικότερα:

    Το δικαίωμα (:άρθρο 79 παρ. 3 εδ. γ’) υποβολής αίτησης στο αρμόδιο δικαστήριο για ανάκληση συμβούλου που διορίστηκε από μέτοχο (στο πλαίσιο άσκησης σχετικού καταστατικού του δικαιώματος-σύμφωνα με την παράγραφο 1 του ίδιου άρθρου), λόγω σπουδαίου λόγου στο πρόσωπό του διορισθέντος.

    Το δικαίωμα (:άρθρο 102 παρ. 7 εδ. α’) συγκατάθεσης στην παραίτηση ή στον συμβιβασμό της εταιρείας αναφορικά με τις αξιώσεις της προς αποζημίωση έναντι μελών του Διοικητικού Συμβουλίου, πριν την πιθανή άσκηση της σχετικής αγωγής.

    Το δικαίωμα πληροφόρησης  σχετικά με την πορεία των εταιρικών υποθέσεων και την περιουσιακή κατάσταση της εταιρείας (:άρθρο 141 παρ. 7).

    Το δικαίωμα, τέλος, υποβολής αιτήματος στο δικαστήριο να διακόψει ή παραλείψει το στάδιο της εκκαθάρισης και να λάβει χώρα άμεση διαγραφή της εταιρείας από το ΓΕΜΗ-στην περίπτωση που η περιουσία της εταιρείας δεν αναμένεται να επαρκέσει για την κάλυψη των δαπανών της εκκαθάρισης (:άρθρο 167 παρ. 6).

    4.4 Δικαίωμα που αφορά τη μειοψηφία του 1/5 του μετοχικού κεφαλαίου

    Στις μη εισηγμένες εταιρείες αναγνωρίζεται το δικαίωμα (:άρθρο 135 παρ. 1 περ. δ’) στους μετόχους που εκπροσωπούν ποσοστό ίσο ή μεγαλύτερο από το 1/5 του μετοχικού κεφαλαίου να αντιλέξουν στη λήψη αποφάσεων από τη Γενική Συνέλευση με ψηφοφορία χωρίς συνεδρίαση.

    Επιπλέον, αναγνωρίζεται στην μειοψηφία του 1/5 του μετοχικού κεφαλαίου το δικαίωμα (:άρθρο 142 παρ. 3) να ζητήσουν από το δικαστήριο τον έκτακτο έλεγχο της εταιρείας, σε περίπτωση που η διοίκηση των εταιρικών υποθέσεων δεν ασκείται όπως επιβάλλει η χρηστή και συνετή διαχείριση.

     

    5. Ενώσεις μετόχων

    Οι Ενώσεις Μετόχων (:θεσμός πρωτοεμφανιζόμενος στο νέο νόμο για τις Ανώνυμες Εταιρείες-άρθρο 144) δικαιούνται να ασκούν τα δικαιώματα που αναγνωρίζονται στους επιμέρους όχι όμως και εκείνα που αφορούν έναν έκαστο αυτοτελώς.

     

    Εν κατακλείδι

    Ο νόμος για τις Ανώνυμες Εταιρείες αναγνωρίζει (και ορθά) σειρά δικαιωμάτων στους μετόχους που διαθέτουν μειοψηφικά ποσοστά του μετοχικού κεφαλαίου. Όπως είναι φυσικό, τα δικαιώματα της μειοψηφίας γίνονται περισσότερο σημαντικά όσο μεγαλύτερο ποσοστό του μετοχικού κεφαλαίου κατέχει o μέτοχος. Από τα περισσότερο σημαντικά μάλιστα είναι εκείνα του ελέγχου της πλειοψηφίας και των πεπραγμένων της τα οποία όμως, λόγω της σοβαρότητάς τους, θα μας απασχολήσουν σε επόμενο άρθρο.

    Η ύπαρξη και η δυνατότητα άσκησης των δικαιωμάτων της μειοψηφίας λειτουργεί, κατ’ αρχήν, ευεργετικά για την εταιρεία και την επίτευξη των εταιρικών στόχων-βεβαίως και την προσέλκυση επενδυτικών κεφαλαίων. Απολύτως βλαπτική όμως για την εταιρεία είναι η κατάχρηση των δικαιωμάτων της μειοψηφίας όπως εξάλλου και η άσκησή τους προς όφελος του ασκούντος μετόχου και όχι της εταιρείας. Δεδομένου όμως ότι αυτό που (πρέπει να) προέχει είναι το συμφέρον της επιχείρησης και όχι εκείνο των επιμέρους μετόχων, τέτοιες καταστάσεις είναι που χρήζουν πρόληψης αλλά και της, κατά περίπτωση, αποφασιστικής αντιμετώπισης. Είναι σημαντικό όμως να μην ξεχνούμε, σε κάθε περίπτωση, πως αυτό που προέχει είναι το εταιρικό συμφέρον.

    Μόνον.-

    stavros-koumentakis

    Σταύρος Κουμεντάκης
    Senior Partner

    Υ.Γ. Συνοπτική έκδοση αυτού του άρθρου δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ, στις 21 Απριλίου 2019.

    dikaiomata-meiopsifias

Η περιοχή αυτή είναι καταχωρημένη στο wpml.org ως περιοχή ανάπτυξης. Μεταβείτε σε τοποθεσία παραγωγής με κλειδί στο remove this banner.