Ετικέτα: ανώνυμες εταιρείες

  • Ανώνυμη Εταιρεία: Αμοιβές Μελών ΔΣ

    Ανώνυμη Εταιρεία: Αμοιβές Μελών ΔΣ

    Το Διοικητικό Συμβούλιο της Ανώνυμης Εταιρείας ενεργεί, κατ’ αρχήν, συλλογικά. Είναι όμως δυνατή (:κανόνας, μάλλον, ανεξαίρετος) η εκχώρηση εξουσιών δέσμευσης και εκπροσώπησης σε συγκεκριμένο/α μέλη του. Συνήθης επίσης είναι η σύνδεση των μελών του ΔΣ με την ΑΕ μέσω ειδικών σχέσεων. Με τον τύπο, ενδεικτικά, των συμβάσεων εργασίας, έργου, ανεξαρτήτων υπηρεσιών ή εντολής. Μέσω αυτών ρυθμίζονται (και) οι αμοιβές που η ΑΕ (οφείλει να) τους καταβάλει για τις συγκεκριμένες, πρόσθετες, υπηρεσίες τους. Τα θέματα αυτά μας απασχόλησαν, ήδη, σε προηγούμενη αρθρογραφία μας [:Συμβάσεις Μελών ΔΣ για Παροχή (Πρόσθετων) Υπηρεσιών]. Στο παρόν άρθρο θα μας απασχολήσουν τα θέματα των αμοιβών των μελών του ΔΣ που η ΑΕ (κάποιες φορές) τους καταβάλει στο πλαίσιο της εσωτερικής τους σχέσης. Στην τελευταία αυτή περίπτωση, η νομική βάση της καταβολής των αμοιβών πρέπει να αναζητηθεί στο καταστατικό, σε απόφαση της ΓΣ ή στην πολιτική αποδοχών που, ενδεχομένως, υιοθετεί η ΑΕ (:υποχρεωτικά εφόσον είναι εισηγμένη).

     

    Θέσπιση μηχανισμού ελέγχου στις αμοιβές μελών ΔΣ

    Όπως εξαγγέλλεται, ήδη, από την αιτιολογική έκθεση του ν. 4548/2018, αναμορφώνεται (με τα άρθρα 109 επ.), το καθεστώς αμοιβών των μελών του Δ.Σ. Επιλέγεται συγκεκριμένο πλαίσιο για την προστασία της ΑΕ και των μετόχων μειοψηφίας. Δικαιολογητικός λόγος; Ο κίνδυνος απομείωσης της εταιρικής περιουσίας της ΑΕ εξαιτίας υπέρογκων αμοιβών και άλλων, δυσανάλογων, παροχών.

    Αξιοσημείωτο πάντως είναι πως οι συγκεκριμένες (άρθρα 109 επ.) ρυθμίσεις «…δεν ισχύουν προκειμένου περί αποζημιώσεων και δαπανών που καταβάλλονται δυνάμει κατά νόμο εγκεκριμένης, όπου απαιτείται, έννομης σχέσης (π.χ. δαπάνες στο πλαίσιο εργασίας ή εντολής) ή/και προβλέπονται εκ του νόμου (π.χ. ΑΚ 723), όπως άλλωστε ισχύει και σήμερα, κατά πάγια θέση της νομολογίας». Με άλλα λόγια, ό,τι ρυθμίζεται σε αυτοτελείς συμβάσεις ανάμεσα στην Εταιρεία και τα μέλη του ΔΣ της: (α) ισχύει αυτοτελώς (αντιμετωπίσαμε εξάλλου τα συγκεκριμένα θέματα στην προαναφερθείσα αρθρογραφία μας) και (β) δεν καταλαμβάνεται από το ρυθμιστικό πεδίο των διατάξεων των οποίων η προσέγγιση επιχειρείται με το παρόν.

    Με γνώμονα λοιπόν το είδος των αμοιβών που είναι δυνατό να λάβουν τα μέλη του ΔΣ στο πλαίσιο της οργανικής τους σχέσης, οι όροι, η διαδικασία χορήγησής τους (αλλά και οι τιθέμενοι, σχετικοί, περιορισμοί) αναλύονται ως εξής:

    Αμοιβές και παροχές που δεν συνίστανται σε συμμετοχή στα κέρδη χρήσης

    Τα είδη των αμοιβών και λοιπών παροχών

    Η αμοιβή των έμμισθων συμβούλων συνίσταται σε πάγια, κατά κανόνα, «αντιμισθία». Τούτο ωστόσο, δεν αποτελεί κανόνα ανεξαίρετο. Το είδος της αμοιβής τους ποικίλλει-ανάλογα με την περίπτωση. Ενδέχεται να λαμβάνει, ενδεικτικά, τη μορφή αποζημίωσης ανά συνεδρία ή χορήγησης bonus. Άλλου είδους παροχές μπορεί να είναι η παροχή κατοικίας, ασφάλειας ή/και αυτοκινήτου.

     

    Ο καθορισμός αμοιβών στο καταστατικό ή στην πολιτική αποδοχών της εταιρείας

    Αμοιβές ή άλλες παροχές καταβάλλονται, καταρχήν, νόμιμα στα μέλη του ΔΣ-εφόσον όμως υφίσταται σχετική πρόβλεψη στο καταστατικό ή στην πολιτική αποδοχών της εταιρείας (άρθρο 109 §1 ν. 4548/18). Αναλυτικότερα:

    (α) Ως προς την (ενδεχόμενη) πρόβλεψη του καταστατικού

    Το καταστατικό είναι δυνατό να προβλέπει τη χορήγηση αμοιβής σε συγκεκριμένα (ή όλα τα) μέλη του ΔΣ. Το ενδεχόμενο αυτό μοιάζει περισσότερο θεωρητικό καθώς σπάνια και σε πολύ ειδικές, πάντως, περιπτώσεις θα το συναντήσουμε. Πρόκειται για αμοιβές, η χορήγηση των οποίων αφορά (αυτονόητα) το μέλλον. Αναδρομική πρόβλεψη αποκλείεται. Επιπρόσθετα: δεν αρκεί απλώς αναφορά στο καταστατικό όσον αφορά το δικαίωμα απόληψης αμοιβής. Η αμοιβή πρέπει να ορίζεται συγκεκριμένα (:καθ’ ύψος και κατά τις προϋποθέσεις της καταβολής της) στο καταστατικό.

    Στην περίπτωση που απαιτείται να μεσολαβήσει απόφαση ΓΣ για τον προσδιορισμό της, θεωρείται (και πρόκειται) για αμοιβή η οποία χορηγείται ύστερα από έγκριση της ΓΣ (ιδ. κατωτέρω) και όχι στη βάση καταστατικής πρόβλεψης.

    Θα πρέπει να θεωρήσουμε ότι στη ρύθμιση των αμοιβών που καθορίζονται από το καταστατικό, εντάσσεται κι εκείνη που προβλέπεται σ’ αυτό κατ’ ανώτατο όριο, της οποίας το τελικό ύψος καθορίζεται από απόφαση της ΓΣ. Δεν ισχύει όμως το ίδιο στις περιπτώσεις εκείνες που προβλέπεται στο καταστατικό το κατώτατο ύψος αυτής και επαφίεται στη Γενική Συνέλευση ο προσδιορισμός του τελικώς καταβλητέου ποσού. Θα πρέπει να θεωρήσουμε, στην τελευταία περίπτωση, πως πρόκειται για αμοιβή που προσδιορίζεται από τη Γενική Συνέλευση.

    Η καταστατική πρόβλεψη για την καταβολή αμοιβών σε/στα μέλη του ΔΣ είναι δυνατό να υπάρχει στο αρχικό καταστατικό της ΑΕ-από την ίδρυσή της δηλ. ακόμα. Είναι, ωστόσο, πιθανό η σχετική πρόβλεψη να εισαχθεί μεταγενέστερα-ύστερα από τροποποίηση, δηλ., του καταστατικού με απόφαση της ΓΣ. Αν δεν υπάρξει διαφορετική καταστατική πρόβλεψη, η σχετική απόφαση λαμβάνεται με τη συνήθη απαρτία και πλειοψηφία.

    (β) Ως προς την πολιτική αποδοχών

    Ο καθορισμός των αμοιβών στην πολιτική της εταιρείας ρυθμίζεται, συγκεκριμένα, από τα άρθρα 110-111 ν. 4548/2018. Οι ρυθμίσεις για την πολιτική των αποδοχών είναι υποχρεωτική για τις εταιρείες με μετοχές εισηγμένες σε οργανωμένη αγορά. Αυτό βέβαια δεν αποκλείει το ενδεχόμενο και οι λοιπές εταιρείες να υιοθετήσουν αντίστοιχη πολιτική αποδοχών. Για αυτές τις τελευταίες εταιρείες είναι αναγκαία, σε κάθε περίπτωση, η σχετική καταστατική πρόβλεψη. Η περαιτέρω ανάλυση, ωστόσο, της πολιτικής των αποδοχών μέλλει να αποτελέσει αντικείμενο αυτοτελούς αρθρογραφίας μας.

     

    Η χορήγηση αμοιβών ύστερα από ειδική απόφαση της ΓΣ

    Στην περίπτωση που δεν υπάρχει πρόβλεψη στο νόμο ή το καταστατικό της ΑΕ (και υπό την επιφύλαξη των διατάξεων για την πολιτική αποδοχών): «…αμοιβή ή παροχή που χορηγείται σε μέλος του διοικητικού συμβουλίου…βαρύνει την εταιρεία μόνο αν εγκριθεί με ειδική απόφαση της γενικής συνέλευσης…» (άρθρο 109 §1 ν. 4548/18).

    Σε αντίθεση με το προϊσχύσαν δίκαιο (άρθρο 24  §2 εδ. β΄ ν. 2190/1920), το άρθρο 109 αναφέρεται σε λήψη απόφασης ΓΣ και όχι τακτικής ΓΣ. Τούτο δεν σημαίνει, ωστόσο, ότι η σχετική αρμοδιότητα ανατίθεται, πλέον, και στην έκτακτη ΓΣ. Δεν είναι χωρίς αξία η επιχειρηματολογία υπέρ της αποκλειστικής αρμοδιότητας της τακτικής ΓΣ.

    Η ανωτέρω, εγκριτική, απόφαση της ΓΣ θα πρέπει να είναι ειδική. Επομένως, η έγκριση αμοιβών ή άλλων παροχών στα μέλη του ΔΣ θα πρέπει να συνιστά αυτοτελές θέμα της ημερήσιας διάταξής της. Η απόφαση για την έγκριση, λαμβάνεται κατά τη συνήθη απαρτία και πλειοψηφία. Είναι όμως δυνατό να θεσπίζονται από το καταστατικό αυξημένα, αντίστοιχα, ποσοστά. Από το γράμμα της διάταξης συνάγεται ότι η έγκριση της ΓΣ για τη χορήγησης αμοιβών ή άλλων παροχών είναι δυνατό να αφορά μόνο την παρελθούσα εταιρική χρήση. Αντίστοιχη έγκριση για μελλοντικές καταβολές δεν μπορεί να λάβει χώρα-είναι όμως δυνατή η προκαταβολή έναντι μελλοντικών αμοιβών (όπως στη συνέχεια του παρόντος θα διαπιστώσουμε).

     

    Αμοιβές από τη συμμετοχή στα κέρδη χρήσης

    Για τη χορήγηση αμοιβών που συνίστανται στα κέρδη εταιρικής χρήσης απαραίτητη προηγούμενη προϋπόθεση είναι η σχετική πρόβλεψη στο καταστατικό της ΑΕ. Αρκεί, ωστόσο, η γενική, σχετική, πρόβλεψη. Ο καθορισμός του ύψους των εν λόγω αμοιβών είναι δυνατό να λάβει χώρα ύστερα από απόφαση της ΓΣ. Η απόφαση λαμβάνεται, όπως ορίζεται στην παράγραφο 2 του άρθρου 109, με απλή απαρτία. Ως ΓΣ, και στην περίπτωση αυτή, νοείται η τακτική.

    Οι αμοιβές στην προκείμενη περίπτωση λαμβάνονται από το υπόλοιπο των καθαρών κερδών που τυχόν απομένει ύστερα από την αφαίρεση των ποσών που αναλογούν για τον σχηματισμό του τακτικού αποθεματικού και τη διανομή του ελάχιστου μερίσματος (:άρθρα 160 §2 και 161 ν. 4548/2018). Είναι πάντως δυνατό, σε κάθε περίπτωση, να τίθενται περαιτέρω περιορισμοί από το καταστατικό.

    Οι συγκεκριμένες αμοιβές, επομένως, εξαρτώνται άμεσα από την ύπαρξη κερδών: Δεν είναι δυνατό να εγκρίνονται (και, πολύ περισσότερο, καταβάλλονται) τέτοιες αμοιβές όταν δεν υφίστανται κέρδη. Τούτο λειτουργεί υπέρ της εταιρείας με δύο τρόπους: (α) Δεν είναι δυνατό, να επιβαρύνεται η εταιρεία όταν δεν έχει κέρδη και (β) Παρέχεται (έμμεσο) κίνητρο στα μέλη του ΔΣ για τη μεγιστοποίηση της κερδοφορίας της ΑΕ.

     

    Η προκαταβολή αμοιβών

    Όπως ήδη και ανωτέρω αναφέρθηκε, είναι δυνατή η προκαταβολή αμοιβής σε μέλη του ΔΣ: «Η γενική συνέλευση μπορεί να επιτρέψει προκαταβολή αμοιβής για το χρονικό διάστημα μέχρι την επόμενη τακτική γενική συνέλευση. Η προκαταβολή της αμοιβής τελεί υπό την αίρεση της έγκρισής της από την επόμενη τακτική γενική συνέλευση» (άρθρο 109 §4 ν. 4548/18). Ο νόμος δεν προβαίνει σε προσδιορισμό των αμοιβών που είναι δυνατό να προκαταβάλλονται. Δεν θεωρείται πάντως εφικτή η προκαταβολή αμοιβής όταν πρόκειται για:

    (α) Συμμετοχή στα κέρδη

    Δεν θεωρείται δυνατή η προκαταβολή αμοιβών που συνίστανται σε συμμετοχή στα κέρδη της εταιρείας. Και τούτο γιατί, κατά το χρόνο της προκαταβολής, δεν είναι δυνατή η ασφαλής πρόβλεψη για την ύπαρξη καθαρών κερδών˙ πολύ περισσότερο ο προσδιορισμός των διαθέσιμων προς αμοιβές μελών ΔΣ καθαρών κερδών.

    (β) Αμοιβές που προβλέπονται από το καταστατικό

    Δεν θεωρείται επίσης δυνατή προκαταβολή αμοιβών, η χορήγηση των οποίων προβλέπεται στο καταστατικό της ΑΕ. Ο λόγος είναι ότι οι αμοιβές αυτές καταβάλλονται υπό τους όρους, προϋποθέσεις, κατά το χρόνο και με τη διαδικασία που εκεί προβλέπεται.

     

    Ο δικαστικός έλεγχος του ύψους των αμοιβών

    Το πλέγμα ρυθμίσεων που τίθεται από το άρθρο 109 ν. 4548/2018 δεν καθιστά ανέλεγτες τις αποφάσεις που αφορούν την καταβολή αμοιβών στα μέλη του ΔΣ˙ ακόμη κι όταν τηρηθούν, επακριβώς, οι προβλεπόμενες προϋποθέσεις. Η σχετική επιλογή μάλιστα του νομοθέτη μοιάζει εύλογη καθώς δεν είναι σπάνιο η μετοχική πλειοψηφία να αποφασίζει τη χορήγηση αδικαιολόγητα υψηλών αμοιβών σε μέλη του ΔΣ. Τέτοιες αποφάσεις λαμβάνονται, συνήθως, στις περιπτώσεις εκείνες που οι μέτοχοι της πλειοψηφίας (ή συνδεδεμένα με αυτούς πρόσωπα) συμβαίνει να είναι και μέλη του ΔΣ, χωρίς τα τελευταία πραγματικά να δικαιούνται τις αμοιβές που αποφασίζεται να τους καταβληθούν.

    Αναγνωρίζεται, στις περιπτώσεις αυτές, το δικαίωμα στους μειοψηφούντες μετόχους να αντιταχθούν σε απόφαση για την καταβολή αμοιβής ή παροχής, οποιασδήποτε μορφής, σε συγκεκριμένο μέλος του ΔΣ. Απαραίτητη (τυπική) προϋπόθεση, οι μειοψηφήσαντες μέτοχοι να εκπροσωπούν το 1/10 του καταβεβλημένου (κατά την ορθότερη άποψη) κεφαλαίου της ΑΕ. Εφόσον πληρούται η συγκεκριμένη τυπική προϋπόθεση, το δικαστήριο είναι δυνατό (ύστερα από αίτηση μετόχων, από εκείνους που αντιτάχθηκαν, που εκπροσωπούν το 1/20 του καταβεβλημένου κεφαλαίου-άρθρο 109 §5 ν. 4548/2018)) να αξιολογήσει, με βάση τα δεδομένα που θα του τεθούν υπόψη, πως η αμοιβή που αποφασίστηκε να καταβληθεί σε μέλος του ΔΣ είναι υπερβολική και θα πρέπει να μειωθεί.

    Η αίτηση προς το δικαστήριο θα πρέπει να υποβληθεί μέσα σε αποκλειστική προθεσμία δύο μηνών από την έγκριση της γενικής συνέλευσης. Σημειώνεται πάντως πως εκτός του πλαισίου του συγκεκριμένου δικαστικού ελέγχου βρίσκονται οι αμοιβές που καταβάλλονται στα μέλη του ΔΣ στη βάση ειδικής σχέσης/σύμβασης.

     

    Θα πρέπει να θεωρήσουμε εύλογο και, ταυτόχρονα, επιβεβλημένο να υπάρξει σαφής διαχωρισμός (πριν απ’ όλα στη σκέψη μας) των ιδιοτήτων του μετόχου, του μέλους του ΔΣ αλλά και του εργαζομένου/παρέχοντος τις υπηρεσίες του στην ΑΕ. Οφείλουμε, στο πλαίσιο αυτό, να αποδεχθούμε ότι τα συγκεκριμένα πρόσωπα (επιβάλλεται να) έχουν διαφορετικό όφελος από τη συμμετοχή τους στην ΑΕ. O μέτοχος από τα μερίσματα που του αναλογούν˙ ο εργαζόμενος/παρέχων τις υπηρεσίες του από τις αμοιβές που προβλέπουν οι σχετικές συμβάσεις˙ το μέλος του ΔΣ  από τις αμοιβές που προβλέπουν (ή όχι) οι καταστατικές ρυθμίσεις και ενδεχόμενες αποφάσεις των ΓΣ.

    Είναι αλήθεια πως (ιδίως) στο πλαίσιο των οικογενειακών ΑΕ οι προαναφερθείσες ιδιότητες «μπερδεύονται». Σ’ αυτές είναι που, κατά κύριο λόγο, θα πρέπει να υπάρξει διαχωρισμός των οικονομικών της επιχείρησης από την τσέπη του επιχειρηματία, η θέσπιση (των όχι υποχρεωτικών αλλά αναγκαίων-κατ’ ουσίαν) κανόνων εταιρικής διακυβέρνησης.

    Τούτο μάλιστα όχι προς όφελος μόνον των μετόχων μειοψηφίας. Προς όφελος, κατά κύριο λόγο, της επιχείρησης αλλά και της ανάπτυξής της.

    Σταύρος Κουμεντάκης
    Managing Partner

     

    Υ.Γ. Συνοπτική έκδοση του άρθρου δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ, στις 21 Μαρτίου 2021.

    Η πληροφόρηση που εμπεριέχεται στο παρόν άρθρο δεν συνιστά (ούτε και έχει σκοπό να αποτελέσει) νομική συμβουλή. Μια τέτοια νομική συμβουλή είναι δυνατό να παρασχεθεί μόνον από αρμόδιο δικηγόρο ο οποίος θα λάβει υπόψη του το σύνολο των δεδομένων που θα του εκθέσετε για την υπόθεσή σας. Αναλυτικά.

  • Ανώνυμη Εταιρεία ίσων συμμετοχών. Ευλογία ή κατάρα;

    Ανώνυμη Εταιρεία ίσων συμμετοχών. Ευλογία ή κατάρα;

    Πριν από εκατό, ακριβώς, ασχολήθηκε ο έλληνας νομοθέτης με την ανώνυμη εταιρεία-για πρώτη φορά. Είχε στο μυαλό του ένα νομικό πρόσωπο όπου οι μέτοχοι θα ήταν, κατά βάση, διαφορετικοί από εκείνους που ασκούν τη διοίκησή του. Οι μέτοχοι θα ασκούσαν τα δικαιώματά τους μέσω της Γενικής Συνέλευσης. Τα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου τη διοίκηση της εταιρείας. Ρόλοι διακριτοί. Διαπιστώνουμε, στο πέρασμα του χρόνου, πως η ιδιοκτησία (:μέτοχοι) «μπερδεύεται» ή ταυτίζεται με τη διοίκησή της. Συχνά οι συμμετοχές για λόγους (προβαλλόμενης) ισότητας (κατά κανόνα: εκατέρωθεν ανασφάλειας) διαμορφώνονται στο 50%-50% για τους δύο, μοναδικούς, μετόχους/ομάδες μετόχων. Κάποιοι θα χαρακτήριζαν τα συγκεκριμένα ποσοστά ευλογία. Κάποιοι άλλοι κατάρα. Για κείνους που γνωρίζουν: Δύο ίσες/μόνες συμμετοχές αποδεικνύονται προβληματικές για κάθε νομικό πρόσωπο. Ίσως, λίγο περισσότερο, στην ανώνυμη εταιρεία. Ίσως όμως κι όχι…

     

    Εικόνες βγαλμένες από τη ζωή (κι όχι από σενάρια ταινίας)…

    Κάθε νέα επιχειρηματική δραστηριότητα ξεκινά, κατά κανόνα, με τους καλύτερους οιωνούς. Όταν ο ιδρυτής είναι ένας τα πράγματα είναι περισσότερο απλά.

    Όταν δύο, λιγότερο…

    Στην αρχή μιας επιχειρηματικής συνέργειας, οι δύο, μόνοι, ιδρυτές & ισότιμοι συνεταίροι πορεύονται, συνήθως, αρμονικά. Στη συνέχεια όμως, κάποιες φορές, τα πράγματα διαφοροποιούνται. Ο ένας από τους δύο (η/και οι δύο) επιλέγει, κάποιες φορές, να ασκήσει εξουσία πάνω στον άλλο. Κάποιες άλλες οι, ενδεχομένως, προβληματικές-προσωπικές τους σχέσεις μεταφέρονται και στη διοίκηση της εταιρείας. Και, αυτονοήτως, στο ίδιο το νομικό πρόσωπο και την επιχειρηματική του δραστηριότητα. Τότε βρισκόμαστε μπροστά σε ένα πρόβλημα. Κάποτε πολύ σοβαρό.

    Στην ίδια κατάληξη είναι δυνατό να οδηγηθούμε όταν οι ιδρυτές-αδελφοί (ή αδελφικοί φίλοι) και κατά 50% μέτοχοι αντικατασταθούν, στο διάβα του χρόνου, από τους διαδόχους τους.  Διάδοχοι (ή κληρονόμοι) που θα επιδιώξουν να πάρουν το «πάνω χέρι» στο μεταξύ τους, άτυπο,  bras de fer.

    Τα αντίστοιχα θα συναντήσουμε όταν αποβιώσει ο μόνος ιδρυτής και μέτοχος της ανώνυμης εταιρείας κι αφήσει (εκ διαθήκης ή εξ αδιαθέτου) ισότιμους κληρονόμους και διαδόχους τα δυο του παιδιά. Παιδιά που μπορεί να μην αποδειχθούν αρκετά αγαπημένα, στο βωμό της άσκησης εξουσίας. Ρόλο εξάλλου, συχνά, αποκτούν (όπως όλοι γνωρίζουμε) και οι σύζυγοι-σύντροφοί τους.

    Τέτοιες (κι άλλες πολλές παρόμοιες) ιστορίες όλοι γνωρίζουμε. Κι όλοι συναντούμε. Κατά βάση πολύ συχνά. Περισσότερο στις οικογενειακές επιχειρήσεις (μην ξεχνάμε, εξάλλου, πως στη χώρα μας αποτελούν το 80% του συνόλου). Τέτοια φαινόμενα θα συναντήσουμε όμως σε όλες τις επιμέρους κατηγορίες επιχειρήσεων. Ανεξαιρέτως.

    Η συνέχεια;

    Γνωστή!

    Και όχι, κατά κανόνα, ευχάριστη…

     

    Η «ανώνυμη: 50/50»

    Με άλλα λόγια:

    Το βασικό πρόβλημα, σε πρακτικό επίπεδο, δημιουργείται όταν βρισκόμαστε μπροστά σε δύο μόνον, ίσες, συμμετοχές στα δικαιώματα ψήφου.

    Συνηθίζουμε να το αποδίδουμε με τον όρο «ανώνυμη: 50/50».

    Το γενεσιουργό χρονικό σημείο της δημιουργίας του ποικίλλει. Μπορεί να δημιουργείται από τη σύσταση, ακόμα, της εταιρείας (:ίδρυση με δύο, ίσες, συμμετοχές). Μπορεί και κατά τη διάρκεια της ζωής και λειτουργίας της (:επιγενόμενη διαμόρφωση δύο, ίσων, συμμετοχών).

    Οι «ίσες συμμετοχές» μπορεί, επίσης, να είναι αποτέλεσμα της ύπαρξης (ή δημιουργίας) συμπαγών ομάδων μετόχων (που συνδέονται, ή όχι, με εξωεταιρικές συμφωνίες). Που κάθε μια από τις συγκεκριμένες ομάδες κατέχει το 50% των δικαιωμάτων ψήφου μιας εταιρείας. Οι μέτοχοι (ή συμπαγείς ομάδες μετόχων) μπορεί, κάποιες φορές, να μην είναι δύο μόνον. Μια τέτοια περίπτωση θα συναντούσαμε, λ.χ., όταν δύο μέτοχοι (ή ομάδες μετόχων) κατέχουν ποσοστό 1/3 των μετοχών και δικαιωμάτων ψήφου η κάθε μία, ενώ οι μέτοχοι που εκπροσωπούν το τελευταίο 1/3 απέχουν από τη λήψη αποφάσεων.

    Η δύο, ίσες, συμμετοχές  αποκτούν χαρακτήρα προβληματικό, όταν οι κάτοχοι των από 50% δικαιωμάτων ψήφου  της εταιρείας, δεν ομονοούν στη λήψη κρίσιμων εταιρικών αποφάσεων ή/και στην εκλογή Διοικητικού Συμβουλίου.

    Όπως δέχεται και η νομολογία, «στις περιπτώσεις αυτές, η έλλειψη συνεννόησης μεταξύ των μετόχων, επιφέρει εμπλοκή της εταιρείας και η λειτουργία της οδηγείται σε αδιέξοδο («deadlock»), καθόσον είναι αδύνατη η επίτευξη απλής πλειοψηφίας στη ΓΣ για τη λήψη αποφάσεων, με κορυ­φαίο αποτέλεσμα της την αδυναμία της ΓΣ να εκλέξει ΔΣ.» (18191/2014 ΠολΠρωτΘεσ).

     

    Οι πρόνοιες του νομοθέτη

    Ο νομοθέτης δεν θα ήταν δυνατό να αγνοήσει τις συγκεκριμένες, προβληματικές, περιπτώσεις. Τις περιπτώσεις δηλ. εκείνες που η ανώνυμη εταιρεία παύει να είναι λειτουργική. Ακόμα χειρότερα εκείνες που αδρανοποιείται εξαιτίας αδυναμίας λήψης αποφάσεων σε επίπεδο Γενικής Συνέλευσης (ή/και Διοικητικού Συμβουλίου).

    Η δικαστική λύση της εταιρείας

    Ο νόμος γενικά παρέχει τη δυνατότητα λύσης της εταιρείας, «αν υφίσταται προς τούτο σπουδαίος λόγος, που, κατά τρόπο προφανή και μόνιμο, καθιστά τη συνέχιση της εταιρείας αδύνατη» (άρθρο 166 §1 ν. 4548/2018).

    Εξάλλου: «Σπουδαίος λόγος κατά την παράγραφο 1 υφίσταται, ιδίως, αν, λόγω ίσων συμμετοχών στην εταιρεία, η εκλογή διοικητικού συμβουλίου είναι αδύνατη ή η εταιρεία δεν μπορεί να λειτουργήσει». (άρθρο 166 παρ. 2).

    Η λύση της ανώνυμης εταιρείας κηρύσσεται με την έκδοση δικαστικής απόφασης. Διαδικαστικό προαπαιτούμενο: η υποβολή σχετικής αίτησης ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου της έδρας της εταιρείας. Μια αίτηση που κοινοποιείται στην τελευταία και εκδικάζεται με τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας (άρθρο 166 §3).

     

    Η εξαγορά των μετοχών της ανώνυμης εταιρείας

    Η λύση της εταιρείας πρέπει να αποτελεί, εύλογα, το έσχατο μέσο για την αντιμετώπιση των αδιεξόδων που δημιουργούνται σε μια εταιρεία «ίσων συμμετοχών». Και τούτο γιατί σαν άμεσή συνέπειά της έχει την απώλεια της μετοχικής ιδιότητας του συνόλου των μετόχων, την παύση της εταιρείας ως διαρκούς έννομης σχέσης και την οριστική εξαφάνιση της τελευταίας από τον νομικό και επιχειρηματικό κόσμο.

    Στην προσπάθειά του να αποφευχθεί η (έσχατη) επιλογή της λύσης της ανώνυμης εταιρείας, ο νομοθέτης προβλέπει/προκρίνει εναλλακτική. Μια λύση που προάγει τη συνέχιση της εταιρείας. Πρόκειται για το ενδεχόμενο (και δυνατότητα) εξαγοράς των μετοχών της εταιρείας. Συγκεκριμένα:

    …με απόφαση του Δικαστηρίου

    Το Δικαστήριο, το οποίο θα επιληφθεί του αιτήματος της λύσης της ανώνυμης εταιρείας, «…πριν εκδώσει την απόφασή του, παρέχει στην εταιρεία και τους μετόχους εύλογη προθεσμία για άρση των λόγων λύσης, ιδίως μέσω εξαγοράς μετοχών μεταξύ των μετόχων, εκτός αν αιτιολογημένα θεωρεί ότι το μέτρο αυτό είναι άσκοπο. Η προθεσμία αυτή μπορεί να είναι δύο (2) έως τέσσερις (4) μήνες. Αν παρασχεθεί η παραπάνω προθεσμία, το δικαστήριο μπορεί να διατάξει μέτρα για την προσωρινή ρύθμιση των εταιρικών υποθέσεων.» (άρθρο 166 παρ. 4). Μια τέτοια προθεσμία (:για την άρση των λόγων λύσης) δεν είναι δυνατό να παραταθεί (όπως το προϊσχύσαν νομοθετικό καθεστώς προέβλεπε).

    …και με πρωτοβουλία των λοιπών μετόχων

    Παρέχεται όμως και η δυνατότητα στους ίδιους τους μετόχους, οι οποίοι δεν επιθυμούν τη λύση της εταιρείας να διεκδικήσουν την εξαγορά των μετοχών εκείνου (ή εκείνων) που ζητούν τη δικαστική λύση της. Πρόκειται για τη δυνατότητα άσκησης (κύριας) παρέμβασης από (μη αιτούντες) μετόχους του 1/3 του κεφαλαίου (και όχι του 1/5 του προϋφιστάμενου νομικό καθεστώτος) στη διανοιγόμενη σχετικά με τη λύση της εταιρείας δίκη. Συγκεκριμένα:

    «Μέτοχοι που εκπροσωπούν το ένα τρίτο (1/3) τουλάχιστον του κεφαλαίου, μπορούν να παρέμβουν στη σχετική δίκη και να ζητήσουν την εξαγορά από αυτούς του συνόλου των μετοχών του αιτούντος ή των αιτούντων. Στην περίπτωση αυτή το δικαστήριο διατάσσει την εξαγορά και ορίζει και το αντάλλαγμα, που πρέπει να είναι δίκαιο και να ανταποκρίνεται στην αξία των μετοχών αυτών, καθώς και τους όρους καταβολής του. Για τον προσδιορισμό της αξίας, το δικαστήριο μπορεί να διατάξει πραγματογνωμοσύνη που διενεργείται, σύμφωνα με το άρθρο 17. Η αξία εξαγοράς δεν μπορεί να υπερβαίνει το ποσό που πιθανολογείται ότι θα λάβουν οι ενάγοντες σε περίπτωση εκκαθάρισης της εταιρείας, το οποίο το δικαστήριο μπορεί να προσαυξήσει μέχρι είκοσι τοις εκατό (20%)» (άρθρο 166 §5).

    Να σημειωθεί εδώ πως η συγκεκριμένη διάταξη απολύτως προσδιορίζει τη μέθοδο αποτίμησης των εξαγοραζόμενων μετοχών. Είναι γνωστό πως υπάρχουν περισσότεροι, τέτοιοι, μέθοδοι που παρέχουν τη δυνατότητα σ’ εκείνους που την διενεργούν να κινούνται σε ένα ευρύτατο πεδίο. Ο νομοθέτης εδώ ρητά επιλέγει την αξία «που πιθανολογείται ότι θα λάβουν οι ενάγοντες σε περίπτωση εκκαθάρισης της εταιρείας». Την αξία αυτή «το δικαστήριο μπορεί να προσαυξήσει μέχρι είκοσι τοις εκατό (20%)».

    Σε περίπτωση εξαγοράς μετοχών, σύμφωνα με αμέσως προαναφερθέντα τρόπο, «τυχόν διατάξεις του καταστατικού για δέσμευση των μετοχών αυτών…, δεν λαμβάνονται υπόψη, εκτός αν το καταστατικό προβλέπει διαφορετικά.» (άρθρο 166 παρ. 6).

     

    Η εξαίρεση των εισηγμένων εταιρειών

    Από την υπαγωγή στη δυνατότητα δικαστικής λύσης της εταιρείας για σπουδαίο λόγο (και κατ’ επέκταση για την ύπαρξη ίσων συμμετοχών σε αυτήν) εξαιρούνται, ρητά, οι ανώνυμες εταιρείες των οποίων οι μετοχές είναι εισηγμένες σε ρυθμιζόμενη αγορά (άρθρο 166 παρ. 9 ν. 4548/2018).

    Αντίστοιχη ρύθμιση συναντούμε και στο προϋφιστάμενο νομικό καθεστώς (άρθρο 48α παρ. 9 κ.ν. 2190/1920). Δικαιολογητικός λόγος της νομοθετικής αυτής επιλογής ευρίσκεται (και) στην αιτιολογική έκθεση του ν. 3604/2007, ο οποίος τροποποίησε την προαναφερθείσα διάταξη του άρθρου 48α. Συγκεκριμένα, όπως ρητώς σημειώνεται σε αυτή, οι διατάξεις του άρθρου 48α «…αφορούν μόνον τις μη εισηγμένες εταιρείες, διότι στις εισηγμένες ο μέτοχος μπορεί καταρχήν να εξέλθει της εταιρείας εκποιώντας τις μετοχές του.».

     

    Προϋποθέσεις άσκησης του δικαιώματος δικαστικής λύσης λόγω «ίσων συμμετοχών στην εταιρεία»

    Η διάταξη του άρθρου 166 ν. 4548/2018 έχει αναγκαστικό χαρακτήρα. Τούτο σημαίνει ότι τυχόν καταστατικές ρυθμίσεις, αντίθετες (ή αποκλίνουσες) κατά το περιεχόμενο με τη συγκεκριμένη διάταξη, είναι άκυρες. Οι προϋποθέσεις για την άσκηση του συγκεκριμένου δικαιώματος συνοψίζονται ως εξής:

    Η ενεργητική νομιμοποίηση

    Το δικαίωμα δικαστικής λύσης της εταιρείας νομιμοποιείται να ασκήσει εκείνος, μόνον, που φέρει τη μετοχική ιδιότητα. Ως εκ τούτου, μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου, δανειστές της εταιρείας και ελεγκτές δεν έχουν τη δυνατότητα να ζητήσουν το συγκεκριμένο δικαίωμα. Ακόμη και αν δικαιολογούν, με κάποιο τρόπο, σχετικό έννομο συμφέρον.

    Η προϋπόθεση της ύπαρξης μετοχικής ιδιότητας συμπληρώνεται και από την απαίτηση συγκεκριμένου, ελάχιστου, ποσοστού του μετοχικού κεφαλαίου. Οι αιτούντες μέτοχοι (ένας ή περισσότεροι) οφείλουν να συγκεντρώνουν, κατ’ ελάχιστο, το 1/3 του καταβεβλημένου μετοχικού κεφαλαίου. Κατά το γράμμα της σχετικής διάταξης, η απλή ανάληψη μετοχών δεν αρκεί. Πρέπει να έχει καταβληθεί και η αξία τους. Το είδος, όμως, των μετοχών προς συγκέντρωση του απαραίτητου 1/3 είναι αδιάφορο.

     

    Η ύπαρξη σπουδαίου λόγου

    Το δικαίωμα να ζητηθεί η λύση της ανώνυμης εταιρείας έχει, όπως αναφέρθηκε ήδη, μια κεντρική στόχευση. Τη λύση αδιεξόδων ενώπιον των οποίων είναι δυνατό να βρεθούν η ανώνυμη εταιρεία και οι μέτοχοί της.

    Απαιτείται, κατά τούτο, «σπουδαίος λόγος, που κατά τρόπο προφανή και μόνιμο, καθιστά τη συνέχιση της εταιρείας αδύνατη» (άρθρ. 166 §1).

    Ένας τέτοιος (κατ’ άρθρο 166 §2) σπουδαίος λόγος «υφίσταται, ιδίως, αν, λόγω ίσων συμμετοχών στην εταιρεία, η εκλογή διοικητικού συμβουλίου είναι αδύνατη ή η εταιρεία δεν μπορεί να λειτουργήσει».

    Επομένως: η ύπαρξη ίσων συμμετοχών δεν αρκεί για να ζητηθεί η λύση μιας ανώνυμης εταιρείας. Απαιτείται κι ένας σπουδαίος λόγος σαν κι εκείνο που απαιτεί ο νόμος. Η αδυναμία, λ.χ. εκλογής του ΔΣ και λειτουργίας της εταιρείας εξαιτίας της ύπαρξης δύο ισοδύναμων (ισοψηφούντων) μετόχων (ή ομάδων μετόχων) που αδυνατούν, συστηματικά, να ομονοήσουν στη λήψη αναγκαίων για τη λειτουργία της εταιρείας αποφάσεων.

    Μάλιστα, η ως ανωτέρω διαμορφωθείσα κατάσταση πρέπει να οδηγεί σε αδυναμία εκλογής Διοικητικού Συμβουλίου ή να εμποδίζει γενικότερα τη λειτουργία της εταιρείας. Ειδικότερα:

    ΄Οσον αφορά την αδυναμία εκλογής Διοικητικού Συμβουλίου:

    Η αδυναμία, εν προκειμένω, αφορά τη Γενική Συνέλευση. Συγκεκριμένα, την περίπτωση κατά την οποία η Γενική Συνέλευση, αδυνατεί, να λάβει απόφαση ως προς την εκλογή Διοικητικού Συμβουλίου. Προαπαιτούμενο, μάλιστα, η «…κατάσταση που εμφανίζει στοιχεία μονιμότητας.» (3494/2010 ΠολΠρωτΑθ). Καθώς, η επικαλούμενη αδυναμία λήψης απόφασης, λόγου χάρη, σε μία και μοναδική (έκτακτη) γενική συνέλευση «…στερείται πρωτίστως του στοιχείου της μονιμότητας που απαιτείται να συντρέχει, προκειμέ­νου να στοιχειοθετηθεί ο σπουδαίος λόγος, για την κατά­φαση της δικαστικής λύσης …της ανώνυμης εταιρείας.». Ενώ, παράλληλα, γενικές δηλώσεις του αιτούντος ότι «…προτί­θεται να καταψηφίσει στο μέλλον οποιαδήποτε πρόταση ή ζήτημα τεθεί στη ΓΣ…και θα αφορά σε μείζονος σημασία θέματα για τη λειτουργία της ανώνυμης εταιρείας, όπως την έγκριση ισολογισμών και ότι το γεγονός αυτός θα καταστήσει σε κάθε περίπτωση κατά τρόπο προφανή και μόνιμο αδύνατη τη συνέχιση της εταιρείας, δεν αρκεί για να καταστήσει νόμω βάσιμο το αγωγικό αίτημα του…, καθόσον δεν παρέχεται προ­ληπτική δικαστική προστασία…» (18191/2014 ΠολΠρωτΘεσσ).

     

    ΄Οσον αφορά την αδυναμία λειτουργίας της εταιρείας:

    Η αδυναμία, στην περίπτωση αυτή, αφορά στο Διοικητικό Συμβούλιο. Πρόκειται για την περίπτωση κατά την οποία εντοπίζεται πλασματική έλλειψη διοίκησης. Με άλλα λόγια: υφίσταται μεν Διοικητικό Συμβούλιο, αδυνατεί, όμως, να λάβει αποφάσεις. Το συγκεκριμένο γεγονός εμποδίζει τη λειτουργία της ανώνυμης εταιρείας. Μάλιστα, κατά τρόπο καθολικό και μόνιμο.

    Διαφορετική όμως είναι περίπτωση που η λειτουργία της ανώνυμης εταιρείας δεν εμποδίζεται κατά τρόπο καθολικό και μόνιμο. Στην περίπτωση δηλ. που «…η αδυναμία λήψης αποφάσεων τοποθετείται στο επίπεδο του Δ.Σ., είτε επειδή έχει επέλθει πραγματική έλλειψη διοίκησης λόγω π.χ. θανάτου ή παραίτησης κάποιων ή όλων των μελών του ΔΣ, είτε επειδή έχει επέλθει πλασματική έλλειψη διοίκησης εξαιτίας λ.χ. πείσματος ή ισχυρογνωμοσύνης των μελών του…, σιωπηρής παραίτησης-αποχής από τη λήψη αποφάσεων…, διαφωνιών των μελών με αδυναμία συγκρότησης της διοίκησης σε σώμα…, το πρόβλημα μπορεί να αρθεί ακόμη και με ανάκληση των μελών ΔΣ και το διορισμό νέων από τη ΓΣ, ύστερα από το διορισμό προσωρινής διοίκησης που θα συγκαλέσει τη ΓΣ». (18191/2014 ΠολΠρωτΘεσ).

    Συνεπώς, η αδυναμία λήψης αποφάσεων του Διοικητικού Συμβουλίου, που είναι δυνατό να αντιμετωπιστεί με:

    (α) ανάκληση των μελών του και εκλογή νέων από τη Γενική Συνέλευση ή/και

    (β) διορισμό προσωρινής διοίκησης κατά το άρθρο 69 ΑΚ,

    δεν μπορούν να αποτελέσουν σπουδαίο λόγο δικαστικής λύσης της ανώνυμης εταιρείας. Υπό την προϋπόθεση, βέβαια, ότι η εσωτερική εμπλοκή δεν είναι μόνιμη και, παράλληλα, υφιστάμενη και στους κόλπους της Γενικής Συνέλευσης. Είναι σαφές πως η ανώνυμη εταιρεία δεν μπορεί να λειτουργεί, αενάως, με δικαστικά διορισμένες διοικήσεις.

    Οι κατά τα ανωτέρω ασυμφωνίες των μετόχων ή των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου θα πρέπει να καταδεικνύονται μέσα από τα πρακτικά των συνεδριάσεων της Γενικής Συνέλευσης ή του Διοικητικού Συμβουλίου. Παράλληλα, οι συσχετισμοί δυνάμεων είναι δυνατό να προκύπτουν και από άλλα στοιχεία, όπως λόγου χάρη, από εξωεταιρικές συμφωνίες των μετόχων (18191/2014 ΠολΠρωτΘεσ, 3494/2010 ΠολΠρωτΑθ).

     

    Οι ίσες συμμετοχές σε μια ανώνυμη εταιρεία (ιδίως στην περίπτωση του 50/50) δημιουργούν, όχι σπάνια, προβλήματα ανυπέρβλητα.

    Στη Γενική Συνέλευση που καλείται, λ.χ., να εκλέξει Διοικητικό Συμβούλιο απαιτείται ομοφωνία. Αν η ομοφωνία ελλείπει, κατά τρόπο διαρκή και μόνιμο, η ανώνυμη εταιρεία παραμένει ακέφαλη. Ακέφαλη όμως παραμένει η εταιρεία και στην περίπτωση που υπάρχει μεν Διοικητικό Συμβούλιο, αδυνατεί όμως να λάβει αποφάσεις.

    Και στις δύο, προαναφερθείσες, περιπτώσεις η εταιρεία δεν μπορεί να λειτουργήσει.

    Για την αντιμετώπιση του εξαιρετικά σοβαρού προβλήματος ο νόμος παρέχει συγκεκριμένα, αρκετά αποτελεσματικά, εργαλεία. Η λύση (ή απειλή της λύσης) της εταιρείας είναι ένα τέτοιο. Τόσο ισχυρό μάλιστα που, κάποιες φορές, σοκάρει. Δικαιολογημένα. Γιατί κάποιες φορές απαιτούνται τέτοιες (σοκαριστικές και ακραίες) λύσεις, μήπως και την ύστατη στιγμή διασφαλισθεί η επιβίωση της εταιρείας.

    Είναι προφανές πως οι λύσεις που παρέχει ο νόμος θα πρέπει, ως ύστατο μέτρο, να υιοθετούνται.

    Πριν από τις συγκεκριμένες ακραίες λύσεις υπάρχουν, αναμφίβολα, άλλες ηπιότερες.

    Οι εξωεταιρικές συμφωνίες μετόχων, οι καταστατικές ρυθμίσεις και πρόνοιες, η ρύθμιση των δικαιωμάτων μειοψηφίας είναι κάποια από αυτά.

    Και πριν από όλα:

    Η αποφυγή, κατά το δυνατόν, ίδρυσης και λειτουργίας ανώνυμης εταιρείας με μοιρασμένες στα δύο τις μετοχές και δικαιώματα ψήφου.

    Η ευθύνη των ιδρυτών, των μεταβιβαζόντων μετόχων κι εκείνων που σχεδιάζουν διαδοχή αποδεικνύεται εξαιρετικά σοβαρή. Είναι, εντούτοις, και απολύτως διαχειρίσιμη.

    Αρκεί να λάβει χώρα έγκαιρη διαχείριση του όλου θέματος. Πριν, κατ’ ανάγκη, τη δημιουργία του προβλήματος.

    Εκ των υστέρων λύσεις, μολονότι οδυνηρές, και πάλι υφίστανται.

    Σε κάθε περίπτωση: λύσεις-«κονσέρβα» δεν υπάρχουν.

    Tailor made.

    Πάντοτε.-

    Σταύρος Κουμεντάκης
    Managing Partner

     

    Υ.Γ. Συνοπτική έκδοση του άρθρου δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ, στις 18 Οκτωβρίου 2020.

    εταιρεία ίσων συμμετοχών

    Η πληροφόρηση που εμπεριέχεται στο παρόν άρθρο δεν συνιστά (ούτε και έχει σκοπό να αποτελέσει) νομική συμβουλή. Μια τέτοια νομική συμβουλή είναι δυνατό να παρασχεθεί μόνον από αρμόδιο δικηγόρο ο οποίος θα λάβει υπόψη του το σύνολο των δεδομένων που θα του εκθέσετε για την υπόθεσή σας. Αναλυτικά.

  • Εξωεταιρικές Συμφωνίες Μετόχων: η διασφάλιση των μετόχων μειοψηφίας

    Εξωεταιρικές Συμφωνίες Μετόχων: η διασφάλιση των μετόχων μειοψηφίας

    Το καταστατικό μιας εταιρείας είναι ο «νόμος» που διέπει (συμπληρωματικά με το εκάστοτε ισχύον θεσμικό πλαίσιο) τη λειτουργία της. Το καταστατικό όμως δεν αρκεί, πάντοτε, για τη ρύθμιση του συνόλου των συναφών σχέσεων. Ιδίως εκείνων που αναπτύσσονται μεταξύ των μετόχων. Παρουσιάζεται, τότε, η ανάγκη για πρόσθετες συμφωνίες. Συμφωνίες που είτε κινούνται στα όρια του νόμου είτε δεν είναι επιθυμητό να έχουν τη δημοσιότητα, που ο νόμος επιφυλάσσει στο καταστατικό και τις ρυθμίσεις του. Μιλάμε, στην περίπτωση αυτή, για εξωεταιρικές (παραεταιρικές ή εξωκαταστατικές) συμφωνίες. Ποια όμως η αξία τους; Ποια η αντιμετώπιση που επιφυλάσσει ο νόμος και η νομολογία στις συγκεκριμένες συμφωνίες;

    Το συγκεκριμένο θέμα μοιάζει (και είναι) τεράστιο. Ας επιχειρήσουμε, όμως, μια σύντομη και ουσιαστική προσέγγισή του. Υπό το πρίσμα, ιδίως, της ΑΕ.

     

    Ο κεφαλαιουχικός και σωματειακός χαρακτήρας της ΑΕ. Η νόθευσή τους

    Η ανώνυμη εταιρεία ανήκει στην κατηγορία των κεφαλαιουχικών εταιρειών. Ως τέτοια, η ευόδωση του εταιρικού της σκοπού προϋποθέτει  περιουσιακή, μόνον, συμβολή των μετόχων. Προσωπική συμβολή τους δεν είναι νομικά αναγκαία. Δεν είναι, ουδεκάν, ανεκτή αν τούτο δεν επιτρέψουν τα καταστατικά της όργανα. Ας λάβουμε υπόψη μας και τη «σωματειακή οργάνωση» της ανώνυμης εταιρείας. Στο πλαίσιο αυτής (της σωματειακής οργάνωσης), η λειτουργία της Α.Ε. δεν συναρτάται από τη βούληση ενός εκάστου των μετόχων.

    Η κτήση της ιδιότητας του μετόχου σε μια Α.Ε. δημιουργεί σχέσεις μεταξύ αυτού και εκείνης (:μέτοχος-Α.Ε.). Όχι, κατά βάση, και μεταξύ των μετόχων.

    Οι μέτοχοι της Α.Ε. αποβλέπουν, σαφώς, στα χαρακτηριστικά και στα πλεονεκτήματα του κεφαλαιουχικού της χαρακτήρα. Ενδεχομένως και στη «σωματειακή» της οργάνωση.

    Δεν είναι λίγες, ωστόσο, οι περιπτώσεις που οι μέτοχοι έχουν (και) άλλες επιδιώξεις. Τη νόθευση, λ.χ., του αμιγώς κεφαλαιουχικού και σωματειακού χαρακτήρα της Α.Ε. Την εισαγωγή στη λειτουργία και οργάνωσή της στοιχείων των προσωπικών εταιρειών. Οι συγκεκριμένες επιδιώξεις/ανάγκες καλύπτονται, ιδίως, μέσω καταστατικών ρητρών. Κάποιες φορές, όταν αυτό δεν είναι εφικτό (ή δεν επιθυμούμε να γίνεται, ευρύτερα, ορατό) μέσω εξωεταιρικών συμφωνιών.

    Τις συμφωνίες αυτές συναντούμε, όχι σπάνια, σε οικογενειακές Α.Ε. Επίσης όμως και στις λοιπές (και πολυμετοχικές) Α.Ε. για την εξυπηρέτηση (μόνιμη ή πρόσκαιρη) κοινών, μεταξύ των μετόχων, επιδιώξεων.

     

    Η έννοια των εξωεταιρικών συμφωνιών

    Εξωεταιρικές συμφωνίες, κατά τη νομολογία, είναι οι «αυτοτελείς, γραπτές ή προφορικές δεσμεύσεις ενοχικής φύσης, που υποχρεώνουν τους συμβληθέντες (και μόνο αυτούς) σε ορισμένη συμπεριφορά πέρα από την έναντι της εταιρίας συμπεριφορά που επιβάλλουν οι καταστατικές διατάξεις και ο νόμος». (ενδ.: 25/2012 ΠολΠρωτΣαμ).

    Από τα πλέον συνήθη παραδείγματα τέτοιων συμφωνιών είναι εκείνες που αναφέρονται στην άσκηση, προς συγκεκριμένη κατεύθυνση του δικαιώματος ψήφου στη Γενική Συνέλευση και στο Διοικητικό Συμβούλιο. Κατά το προϋφιστάμενο δίκαιο συναντούσαμε, ως περιεχόμενο, συμβατικούς περιορισμούς στη μεταβίβαση μετοχών. Ήδη όμως, ικανές σχετικές ευχέρειες αναγνωρίζονται στο πλαίσιο των καταστατικών ρυθμίσεων.

     

    Οι στοχεύσεις. Τα εξυπηρετούμενα συμφέροντα

    Οι εξωεταιρικές συμφωνίες δεν συνάπτονται για να προάγουν τα συμφέροντα της εταιρείας. Κεντρική τους στόχευση αποτελεί η εξυπηρέτηση των συμφερόντων των συμβαλλομένων μετόχων. Κατά βάση των μειοψηφούντων.

    Οι μειοψηφούντες λοιπόν είναι εκείνοι που, κατά κανόνα, θα αξιώσουν τη σύναψή της. Ως προαπαιτούμενο για την είσοδό τους στην εταιρεία και τη διασφάλιση της επένδυσής τους. Ως εχέγγυο λειτουργίας της εταιρείας με βάση συγκεκριμένους, προσυμφωνημένους, κανόνες. Ως μέσο δέσμευσης των πλειοψηφούντων προς μια συγκεκριμένη κατεύθυνση. Ως εργαλείο δημιουργίας ισχυρών μειοψηφιών-με δικαιώματα διευρυμένα σε σχέση με εκείνα που από το νόμο και το καταστατικό αναγνωρίζονται στους μετόχους μειοψηφίας. Ως «καταστατικό χάρτη» των συμπραττόντων με σκοπό τη δημιουργία ισχυρών μειοψηφιών ή πλειοψηφίας και απόλαυσης των συναφών δικαιωμάτων.

     

    Το νομικό καθεστώς των εξωεταιρικών συμφωνιών

    Οι εξωεταιρικές συμφωνίες δεν καλύπτονται από αυτοτελή νομοθετική ρύθμιση.

    Δεν προβλέπονται και δεν κατοχυρώνονται από ειδική διάταξη νόμου.

    Παρόλα αυτά, η συνομολόγηση και ρύθμιση τέτοιων συμφωνιών είναι, καταρχήν, επιτρεπτή. Επαφίεται στην ελευθερία των συμβάσεων (361 ΑΚ). Ελεύθερα λοιπόν, κατά βάση, μπορεί να διαμορφωθεί το περιεχόμενό τους. Ελεύθερες επίσης και οι επιμέρους ρυθμίσεις που θέτουν τις κυρώσεις για την περίπτωση της παραβίασής τους.

     

    Επιμέρους διακρίσεις και χαρακτηριστικά των εξωεταιρικών συμφωνιών

    Το περιεχόμενο και τα επιμέρους χαρακτηριστικά των εξωεταιρικών συμφωνιών καθορίζονται από τη βούληση και τις εκάστοτε ανάγκες των συμβαλλομένων μετόχων.

    Επιμέρους χαρακτηριστικά που προσδίδουν, κάθε φορά, διαφορετικό περιεχόμενο στις συμφωνίες αυτές είναι δυνατό να αποτελέσουν:

    (α) Ο χρόνος σύναψής τους: Οι εξωεταιρικές συμφωνίες είναι δυνατό να συναφθούν κατά την ίδρυση της εταιρείας. Ενδεχομένως όμως και σε χρόνο μεταγενέστερο-κατά τη λειτουργία της.

    (β) Ο χρόνος διάρκειάς τους: Οι εξωεταιρικές συμφωνίες μπορεί να συνομολογηθούν για ορισμένη ή αόριστη διάρκεια.

    (γ) Η ενσωμάτωσή τους (ή μη) στο καταστατικό: Μια τέτοια συμφωνία είναι δυνατό να ενσωματωθεί στο καταστατικό της εταιρείας. Τότε, αυτονοήτως, χάνει τον χαρακτήρα της εξωεταιρικής συμφωνίας. Κάνουμε λόγο, στην περίπτωση αυτή, για  εσωκαταστατική συμφωνία. Μια τέτοια (εσωκαταστατική) συμφωνία είναι δυνατό να εξειδικεύει διάταξη του νόμου, που διέπει τις ανώνυμες εταιρείες (ν. 4548/2018).

    Ενδέχεται, όμως, το περιεχόμενο της εξωεταιρικής συμφωνίας να μην είναι ανεκτή είτε από το νόμο είτε ως καταστατική ρύθμιση. Στην περίπτωση αυτή, είναι ενδεχόμενη η (κατά μετατροπή-182 ΑΚ) ισχύς της ως ενοχική συμφωνία των συμβληθέντων.

    (δ) Ως προς τη δημιουργία υποχρεώσεων σε βάρος ενός μόνον ή όλων εκ των συμβληθέντων: Οι εξωεταιρικές συμφωνίες μετόχων διακρίνονται σε μονομερείς και πολυμερείς.

    Μονομερείς συμφωνίες είναι όσες γεννούν υποχρεώσεις σε βάρος ενός μόνον ή περισσοτέρων συμβαλλόμενων. Στην περίπτωση, λ.χ., συμφωνίας για άσκηση δικαιώματος ψήφου προς συγκεκριμένη κατεύθυνση. Οι μονομερείς εξωεταιρικές συμφωνίες δύναται να λάβουν διάφορους νομικούς χαρακτηρισμούς. Ιδίως αυτόν της εντολής (713 ΑΚ).

    Πολυμερείς είναι οι συμφωνίες, στις οποίες όλοι οι συμβαλλόμενοι αναλαμβάνουν υποχρεώσεις έναντι αλλήλων. Συνήθης νομική μορφή τους είναι αυτή της αστικής εταιρείας (741 ΑΚ).

    (ε) Ως προς το περιεχόμενό τους: Οι εξωεταιρικές συμφωνίες, ανάλογα με το περιεχόμενο το οποίο λαμβάνουν, διακρίνονται σε συμβάσεις ιδίας ενέργειας και σε συμβάσεις εγγύησης. Στην τελευταία περίπτωση, περιεχόμενό τους συνιστά η εγγύηση επίδειξης ορισμένης συμπεριφοράς.

     

    Η εξασφάλιση της τήρησης εξωεταιρικής συμφωνίας

    Η παραβίαση εξωεταιρικής συμφωνίας δημιουργεί αξίωση αποζημίωσης σε βάρος του παραβάτη.

    Δεν είναι ασύνηθες να συνομολογείται, επιπρόσθετα-για τη διασφάλιση της πιστής εφαρμογής της, ποινική ρήτρα. Η αντισυμβατική συμπεριφορά επιφέρει την κατάπτωσή της. Το δικαστήριο όμως είναι τελικά εκείνο που θα αποφασίσει την κατάπτωσή της ή μη. Επίσης, την ενδεχόμενη μείωσή της στο «προσήκον μέτρο» (άρθρο 409 ΑΚ).

    Η τήρηση μιας εξωεταιρικής συμφωνίας είναι δυνατό να επιδιωχθεί και με άλλα, πρόσθετα, μέτρα. Με την παράδοση, λ.χ., σε τρίτο των μετοχών των οποίων το δικαίωμα ψήφου δεσμεύεται ή, μέσω, της εισφοράς τους σε άλλη, τρίτη, εταιρεία.

     

    Η ισχύς και δεσμευτικότητα των εξωεταιρικών συμφωνιών

    Οι εξωεταιρικές συμφωνίες είναι ενοχικές φύσεως. Διέπονται, ως εκ τούτου, από το αστικό δίκαιο.

    Αναφορικά με τη σχέση μεταξύ αυτών και των καταστατικών προβλέψεων έχουν διατυπωθεί, στη θεωρία, δύο διακριτές απόψεις.

    Η θεωρία του χωρισμού

    Κρατούσα είναι η θεωρία του χωρισμού μεταξύ του καταστατικού και της εκάστοτε εξωεταιρικής συμφωνίας. Σύμφωνα με τη θεωρία αυτή, οι εξωεταιρικές συμφωνίες, λόγω τις διαφορετικής τους νομικής φύσης, βαίνουν παράλληλα προς τις καταστατικές ρυθμίσεις.

    Οι καταστατικές ρυθμίσεις, κατά την ίδια θεωρία, είναι εκείνες που υπερισχύουν έναντι των εξωεταιρικών. Οι πρώτες ρυθμίζονται αποκλειστικά από το εταιρικό, οι δεύτερες από το αστικό δίκαιο.

     

    Η θεωρία της ενότητας

    Έχει, ωστόσο, υποστηριχθεί και η θεωρία της ενότητας του καταστατικού και της συνομολογούμενης εξωεταιρικής συμφωνίας από το σύνολο των μετόχων.

    Υποστηρίζεται, στη βάση αυτής, πως η εξωεταιρική συμφωνία λαμβάνει χαρακτήρα ερμηνευτικό των διατάξεων του καταστατικού-ως προς τον τρόπο οργάνωσης, λειτουργίας και διοίκησης της εταιρείας. Συνεπώς, η ισχύς της επεκτείνεται, πέραν των συμβληθέντων και στο νομικό πρόσωπο της εταιρείας. Οι εξωεταιρικές συμφωνίες, στην περίπτωση αυτή, λαμβάνουν χαρακτήρα καταστατικής σύμβασης.

     

    Οι συνέπειες (& αξιώσεις) από την παραβίαση εξωεταιρικής συμφωνίας

    Είναι σημαντικός ο, κατά τα προαναφερθέντα, ενοχικός χαρακτήρας των εξωεταιρικών συμφωνιών. Η εκάστοτε εξωεταιρική συμφωνία των μετόχων, «…ισχύει μεταξύ των σ’ αυτή συμβληθέντων, μη έχουσα συνέπειες εταιρικού δικαίου και μη δεσμεύουσα…» όσους δεν έχουν συμβληθεί (ΑΠ 1121/2006).

    Οι αξιώσεις, επομένως, που εγείρονται σε περιπτώσεις παραβίασής τους αφορούν την καταβολή αποζημίωσης. Μια τέτοια αποζημίωση καλύπτει τη θετική ζημία και, επιπρόσθετα, το τυχόν διαφυγόν κέρδος. Και την κατάπτωση, αυτονοήτως, ποινικής ρήτρας-εφόσον μια τέτοια έχει συνομολογηθεί. Που, όχι σπάνια, επιλέγεται ως λύση δεδομένου πως είναι πάντοτε-εξαιρετικά δυσχερής ο προσδιορισμός της οφειλόμενης και καταβλητέας αποζημίωσης.

    Στις περιπτώσεις που μέσω των εξωεταιρικών συμφωνιών επιδιώκεται η προάσπιση των δικαιωμάτων της μειοψηφίας, ο μειοψηφών μέτοχος δεν έχει το δικαίωμα, σε περίπτωση παραβίασης, να επιδιώξει την εκτέλεσή τους. Και τούτο γιατί: «…δεν υπάρχει η δυνατότητα του μετόχου της μειοψηφίας να αξιώσει από τον αντισυμβαλλόμενο αυτού σε παραεταιρική συμφωνία πλειοψηφούντα μέτοχο την εκπλήρωση από αυτόν των μεταξύ τους συμφωνηθέντων και ιδίως να αξιώσει την καταδίκη του σε δήλωση βούλησης σύμφωνη με το περιεχόμενο της εν λόγω συμφωνίας» (569/2007 ΠολΠρωΑθ). Στο σημείο αυτό, ακριβώς, εστιάζεται και ο κίνδυνος που διατρέχει ο καλόπιστος συμβαλλόμενος σε μια εξωεταιρική συμφωνία. Να την παραβιάσει, δηλ., σκοπίμως ο κακόπιστος χωρίς να καθίσταται εφικτό να εξαναγκαστεί δικαστικά η εφαρμογή της.

    Γίνεται όμως δεκτό πως, παρά την επικράτηση της θεωρίας του χωρισμού, η παραβίαση εξωεταιρικής συμφωνίας είναι δυνατό να επιφέρει ακυρότητα απόφασης γενικής συνέλευσης των μετόχων που ελήφθη κατά παράβασή της. Συγκεκριμένα, έχει κριθεί νομολογιακά η ακυρότητα απόφασης γενικής συνέλευσης των μετόχων ένεκα (καταχρηστικής) παραβίασης εξωεταιρικής συμφωνίας (ΑΠ 1121/2006).

     

    Η εγκυρότητα (και ακυρότητα) εξωεταιρικών συμφωνιών

    Οι εξωεταιρικές συμφωνίες, όπως και ανωτέρω αναφέρθηκε, είναι (καταρχήν) επιτρεπτές. Θεμελιώνονται νομοθετικά στην ελευθερία των συμβάσεων (361 ΑΚ). Το περιεχόμενο τους επαφίεται στη βούληση των συμβαλλομένων.

    Αυτονοήτως, λοιπόν, οι εξωεταιρικές συμφωνίες ελέγχονται ως προς το κύρος τους, όπως και κάθε σύμβαση. Ισχύουν  δηλ., και στην περίπτωση αυτή, οι λόγοι ακυρωσίας λόγω απάτης, πλάνης και απειλής. Βεβαίως και οι λόγοι ακυρότητας. Δεν νοείται, λ.χ., να αντίκεινται στα χρηστά ήθη.

    Παράλληλα, όμως, οι εξωεταιρικές συμφωνίες είναι έγκυρες, εφόσον δεν παραβιάζουν διατάξεις του καταστατικού, του εταιρικού δικαίου ή άλλες δημόσιας τάξης.

    Εχει κριθεί νομολογιακά, λ.χ., πως η «…υποκατάσταση του διοικητικού συμβουλίου με εξωεταιρική συμφωνία δεν είναι νόμιμη» ( 1631/2006 ΑΠ).

    Ειδικά: το θέμα της ομοφωνίας

    Ένα από τα θέματα που, όχι σπάνια, απασχολεί τους μετόχους μειοψηφίας είναι η (δυνατότητα ή μη) αξίωσης ομοφωνίας. Έχει κριθεί πως “…η εκ της ως άνω συμφωνίας απορρέουσα υποχρέωση ομοφωνίας στη λήψη των αποφάσεων για ζητήματα αρμοδιότητας και λειτουργίας τόσο της Γ.Σ. όσο και του Δ.Σ. αντιβαίνει στην έννοια των χρηστών ηθών όπως αυτή διατυπώνεται στα άρθρα 178 και 179 του Α.Κ.  για το λόγο ότι μια υποχρέωση λήψης όλων των αποφάσεων ομοφώνως από τους μετόχους, εντασσόμενη μάλιστα σε μία μακρόχρονη σύμβαση, η διάρκεια ισχύος της οποίας εκτείνεται εις το διηνεκές, καλύπτοντας τη διάρκεια ζωής της εταιρίας, χωρίς να προβλέπεται δυνατότητα καταγγελίας της και υπό την απειλή μιας εξαιρετικά υψηλής ποινικής ρήτρας σε περίπτωση παραβάσεως αυτής, περιορίζει υπέρμετρα την ελεύθερη άσκηση των εταιρικών δικαιωμάτων από τους μετόχους”.(25/2012 ΠολΠρωτΣαμ)

     

    Ο νόμος και το καταστατικό μιας (ανώνυμης) εταιρείας δεν είναι πάντοτε εφικτό να καλύψουν τις σύνθετες σχέσεις που αναπτύσσονται μεταξύ των μετόχων της. Να διασφαλίσουν τις πάντοτε επιθυμητές, μεταξύ τους, ισορροπίες. Να διαχειριστούν επιτυχώς προβλήματα που είναι δυνατό να αναφυούν στο μέλλον. Να απαντήσουν (παρόντες ή και μελλοντικούς) προβληματισμούς.

    Οι εξωεταιρικές συμφωνίες είναι εκείνες που επιχειρούν να δώσουν λύσεις. Η δεσμευτικότητά τους όμως μοιάζει (και είναι) σε νομικό επίπεδο περιορισμένη. Η προσπάθεια ενίσχυσής τους είναι δυνατό να αποβεί, εν τέλει, σε βάρος εκείνου τα δικαιώματα του οποίου στοχεύει να διασφαλίσει.

    Οι διατάξεις τους αποδεικνύονται, πάντοτε, κρίσιμες.

    Οι διατυπώσεις τους επίσης.

    stavros-koumentakis

    Σταύρος Κουμεντάκης
    Managing Partner

     

    Υ.Γ. Συνοπτική έκδοση του άρθρου δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ, στις 23 Αυγούστου 2020.

    εξωεταιρικές συμφωνίες

    Η πληροφόρηση που εμπεριέχεται στο παρόν άρθρο δεν συνιστά (ούτε και έχει σκοπό να αποτελέσει) νομική συμβουλή. Μια τέτοια νομική συμβουλή είναι δυνατό να παρασχεθεί μόνον από αρμόδιο δικηγόρο ο οποίος θα λάβει υπόψη του το σύνολο των δεδομένων που θα του εκθέσετε για την υπόθεσή σας. Αναλυτικά.

  • Νομικά πρόσωπα και πραγματικοί δικαιούχοι

    Προοίμιο

    «Μακάριοι οι κατέχοντες» είναι η γνωστή ρήση που εν πολλοίς διαπνέει, ακόμα και σήμερα, ως σύστημα αξιών, την ηθική της κοινωνίας μας. Είναι η έκφραση που αποδίδει τη λατινική ρήση «Beati possidentes» πατέρας της οποίας, για κάποιους, ο Ευριπίδης.

    Φαίνεται όμως πως η διεθνής έννομη τάξη δεν συμφωνεί, πλέον/άκριτα, με τέτοιου είδους παραδοχές. Τα περιουσιακά στοιχεία ερευνώνται, εξονυχιστικά πλέον, για τη νομιμότητα της προέλευσής τους. Η νομιμοποίηση εσόδων από μη νόμιμες δραστηριότητες ολοένα και περισσότερο δυσχεραίνεται.

    Η ονομαστικοποίηση των ανωνύμων μετοχών κινείται στο συγκεκριμένο πλαίσιο. Στο ίδιο πλαίσιο κινείται και η ταυτοποίηση των αληθών μετόχων των ανωνύμων εταιρειών. Πολύ περισσότερο: η διερεύνηση των πραγματικών δικαιούχων των προσώπων δηλ. που καλύπτονται, ενδεχομένως, «πίσω» από εκείνους που εμφανίζονται ως μέτοχοι. Προς την κατεύθυνση της αποκάλυψης των πραγματικών δικαιούχων κινούνται, απολύτως συστηματικά: (α) ο νόμος 4557/2018 (που πρόσφατα επικαιροποιήθηκε) καθώς και (β) η απολύτως πρόσφατη Υπουργική Απόφαση για τη δημιουργία του Κεντρικού Μητρώου Πραγματικών Δικαιούχων.

     

    Το «ξέπλυμα»

    Τα πράγματα δεν είναι απλά!

    Η Europol, μεταξύ άλλων-σε διευρωπαϊκό επίπεδο, επιδιώκει να εντοπίσει κάθε στοιχείο ενεργητικού που δεν προέρχεται από σύννομες δραστηριότητες, να ανιχνεύσει ενδεχόμενη προσπάθεια εισαγωγής του στη νόμιμη οικονομία αλλά και τα σχετικά δίκτυα ξεπλύματος βρώμικου χρήματος. Αναλυτικά: «..Το μεγαλύτερο μέρος του οργανωμένου εγκλήματος μοιράζεται έναν κοινό παρονομαστή – το οικονομικό κίνητρο. Οι ομάδες οργανωμένου εγκλήματος ενισχύουν τα περιουσιακά τους στοιχεία και στη συνέχεια τους εισάγουν στη νόμιμη οικονομία μέσω διαφορετικών προγραμμάτων νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες. Η ανίχνευση αυτών των στοιχείων ενεργητικού σημαίνει τον εντοπισμό των δικτύων» (με άλλα λόγια: “follow the money”)

    Η συγκεκριμένη στόχευση είναι κοινή και διεθνής. Στο πλαίσιο της συγκεκριμένης στόχευσης αλλά, κυρίως, της παρακολούθησης του διεθνούς γίγνεσθαι και ευρωπαϊκών οδηγιών υφίσταται (διαρκώς εκσυγχρονιζόμενο και ενισχυόμενο), το σχετικό νομοθετικό πλαίσιο στη χώρα μας.

     

    Ο ν. 4557/2018 για τη νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες

    Ο συγκεκριμένος νόμος επιγράφεται: «Πρόληψη και καταστολή της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας-ενσωμάτωση της Οδηγίας 2015/849/EE)»

    Στην εισαγωγική του, μάλιστα, διάταξη (άρθρο 1) προσδιορίζεται ως σκοπός των ρυθμίσεών του: «η ενσωμάτωση στην ελληνική έννομη τάξη της Οδηγίας (ΕΕ) 2015/849 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 20ής Μαΐου 2015 «σχετικά με την πρόληψη της χρησιμοποίησης του χρηματοπιστωτικού συστήματος για τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή για τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας, την τροποποίηση του Κανονισμού (ΕΕ) 648/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, και την κατάργηση της Οδηγίας 2005/60/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και της Οδηγίας 2006/70/ΕΚ της Επιτροπής» (ΕΕ L 141/5.6.2015) και η κωδικοποίηση των σχετικών διατάξεων της εθνικής νομοθεσίας».

     

    Ποιους, άραγε, αφορά ο συγκεκριμένος νόμος;

    Στη διάταξη του άρθρου 2 του συγκεκριμένου νόμου προσδιορίζεται το αντικείμενο του: «η πρόληψη και καταστολή της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας…»,

    Από μια πρώτη ανάγνωση της συγκεκριμένης διάταξης προκύπτει πως είναι κάτι που ούτε εμάς αφορά ούτε (τους περισσότερους από) τους γνωστούς μας. Με λίγο μεγαλύτερη, όμως, προσοχή, διαπιστώνουμε πως δεν αναφέρεται αποκλειστικά στα έσοδα που προέρχονται από την τρομοκρατία, τα όπλα, τα ναρκωτικά, το εμπόριο ανθρώπων ή άλλες τέτοιες, απολύτως απεχθείς-για τους περισσότερους, δραστηριότητες. Το έδαφος εφαρμογής του είναι απολύτως ευρύ. Στην παράγραφο 3 του άρθρου 2 αναφέρεται πως: «Νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες υπάρχει και όταν οι δραστηριότητες από τις οποίες προέρχεται η προς νομιμοποίηση περιουσία έχουν λάβει χώρα στο έδαφος άλλου κράτους, εφόσον αυτές θα ήταν βασικό αδίκημα αν διαπράττονταν στην Ελλάδα και θεωρούνται αξιόποινες, σύμφωνα με τη νομοθεσία του κράτους αυτού»

     

    Το «βασικό αδίκημα»

    Το περίφημο «βασικό αδίκημα» είναι, όσον αφορά τον  συγκεκριμένο και τους συναφείς νόμους, κάθε αδίκημα που δημιουργεί (αθέμιτο) περιουσιακό όφελος και είναι δυνατό να αποτελέσει τη βάση της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες (ξέπλυμα χρήματος). Στη σχετική λίστα θα συναντήσουμε όχι μόνον πράξεις με μέγιστη, σε κοινωνικό επίπεδο, απαξία (λ.χ. σχετιζόμενες με την τρομοκρατία, την εμπορία ανθρώπων, τα ναρκωτικά ή τα όπλα) αλλά και αδικήματα (παρ. 4 περ. ιστ) που σχετίζονται με τη φοροδιαφυγή, τη μη καταβολή χρεών προς το δημόσιο αλλά και εκείνα που τιμωρούνται, με ελάχιστη ποινή έξι (6) μηνών, από τα οποία «προκύπτει περιουσιακό όφελος»: η συγκεκριμένη λίστα λοιπόν αποδεικνύεται ιδιαίτερα μακρά και εξαιρετικά ευρεία.

     

    Ειδικό (και Κεντρικό) Μητρώο Πραγματικών Δικαιούχων

    Γενικά

    Ο ν. 4557/2018 στη διάταξη του άρθρου 20 (όπως αυτό πολύ πρόσφατα τροποποιήθηκε με το άρθρο 62 ν.4607/2019-ΦΕΚ Α 65/24.4.2019) προβλέπει τη δημιουργία Ειδικού αλλά και Κεντρικού Μητρώου Πραγματικών Δικαιούχων. Στο πλαίσιο της συγκεκριμένης ρύθμισης ο  εκπρόσωπος κάθε νομικού προσώπου που εδρεύει στην Ελλάδα ή ασκεί δραστηριότητα που φορολογείται στη χώρα μας, υποχρεούται να τηρεί σε Ειδικό Μητρώο Πραγματικών Δικαιούχων λεπτομερή στοιχεία για τους πραγματικούς δικαιούχους-ιδιοκτήτες του. Το Ειδικό αυτό Μητρώο καταχωρίζεται στο Κεντρικό Μητρώο Πραγματικών Δικαιούχων, το οποίο τηρείται στη Γενική Γραμματεία Πληροφοριακών Συστημάτων του Υπουργείου Οικονομίας και Οικονομικών

     

    Οι πληροφορίες που καταχωρίζονται στο Ειδικό Μητρώο

    Η παρ. 1 του άρθρου 20 του ν. 4557/2018 προβλέπει πως: «1. Οι εταιρικές και άλλες οντότητες που έχουν έδρα στην Ελλάδα ή ασκούν επιχειρηματική δραστηριότητα που φορολογείται στην Ελλάδα υποχρεούνται να συλλέγουν και να φυλάσουν σε ειδικό μητρώο που τηρούν στην έδρα τους, επαρκείς, ακριβείς και επίκαιρες πληροφορίες σχετικά με τους πραγματικούς δικαιούχους τους. Οι πληροφορίες αυτές περιλαμβάνουν τουλάχιστον το ονοματεπώνυμο, την ημερομηνία γέννησης, την υπηκοότητα και τη χώρα διαμονής των πραγματικών δικαιούχων, καθώς επίσης και το είδος και την έκταση των δικαιωμάτων που κατέχουν. Συμπληρώνονται δε με κάθε αναγκαίο στοιχείο για την ταυτοποίηση του πραγματικού δικαιούχου. Το ειδικό αυτό μητρώο τηρείται επαρκώς τεκμηριωμένο και επικαιροποιημένο με ευθύνη του νομίμου εκπροσώπου … και … καταχωρίζεται στο Κεντρικό Μητρώο Πραγματικών Δικαιούχων …μέσα σε εξήντα (60) ημέρες από την ημερομηνία σταδιακής έναρξης καταχώρισης ανά είδος εταιρικής οντότητας που καθορίζει η απόφαση της παραγράφου 11. Η καταχώριση αλλαγών στα στοιχεία των πραγματικών δικαιούχων γίνεται μέσα σε εξήντα (60) ημέρες από την ημερομηνία επέλευσής τους.».

    Η τήρηση και διασυνδέσεις του Κεντρικού Μητρώου

    Οι παρ. 4 και 5 του άρθρου 20 του ν. 4557/2018 προβλέπουν, μεταξύ άλλων, πως:

    «4. Στη Γραμματεία Πληροφοριακών Συστημάτων (Γ.Γ.Π.Σ.) δημιουργείται, με χρήση διαδικτυακής ηλεκτρονικής εφαρμογής, Κεντρικό Μητρώο Πραγματικών Δικαιούχων, το οποίο συνδέεται ηλεκτρονικά με το Α.Φ.Μ. κάθε νομικού προσώπου ή νομικής οντότητας και για το οποίο η Α.Α.Δ.Ε. διαθέτει τα απαραίτητα στοιχεία από το φορολογικό μητρώο κατά παρέκκλιση των κειμένων διατάξεων..

    1. Το Κεντρικό Μητρώο μπορεί, επίσης, να συνδέεται με το Γενικό Εμπορικό Μητρώο (Γ.Ε.ΜΗ.) του Υπουργείου Οικονομίας και Ανάπτυξης…»

    Οι κυρώσεις από τη μη τήρηση του Μητρώου Πραγματικών Δικαιούχων

    Σε περίπτωση μη συμμόρφωσης με την υποχρέωση τήρησης του Μητρώου Πραγματικών Δικαιούχων προβλέπονται κυρώσεις (παρ. 8 και 9 του άρθρου 20 του ν. 4557/2018): Η μη χορήγηση αποδεικτικού φορολογικής ενημερότητας των υπόχρεων νομικών προσώπων, η επιβολή προστίμου ύψους δέκα χιλιάδων (10.000) ευρώ (που διπλασιάζεται σε περίπτωση μη συμμόρφωσης) είναι κάποιες, μόνον, από αυτές. Οι λοιπές: σοβαρότερες!

     

    Η (εφαρμοστική) απόφαση του Υπουργού Οικονομικών

    Στη διάταξη της παρ. 11 του άρθρου 20 του ν. 4557/2018 προβλεπόταν έκδοση απόφασης του Υπουργού Οικονομικών για την έναρξη και τις λεπτομέρειες λειτουργίας του Κεντρικού Μητρώου Πραγματικών Δικαιούχων. Εξεδόθη ήδη, πολύ πρόσφατα, η σχετική, υπ’ αριθμόν 67343 ΕΞ 2019 απόφαση του Υπουργού Οικονομικών (ΦΕΚ τ. Β’ 2443/20.6.2019): Το Μητρώο Πραγματικών Δικαιούχων είναι πλέον γεγονός.

    Η υποχρέωση καταχώρισης των στοιχείων των πραγματικών δικαιούχων στο σχετικό Μητρώο για την πλειονότητα των εταιρικών μορφωμάτων (ΟΕ, ΕΕ, ΕΠΕ, ΑΕ)  εκτείνεται στο χρονικό διάστημα από 14.10.2019 έως 29.11.2019. Για τα λοιπά νομικά πρόσωπα ξεκινά από 16.9.2019.

     

    Εν κατακλείδι

    Μπορεί, ενδεχομένως, να αξιολογούνται (από κάποιους) ως «μακάριοι οι κατέχοντες». Δεν είναι, εντούτοις, δυνατό να παραμείνουν «μακάριοι» εκείνοι που επέλεξαν να κρατήσουν μακριά από την κοινή θέα τα περιουσιακά τους στοιχεία.

    Όταν βέβαια τα συγκεκριμένα περιουσιακά στοιχεία αποκτήθηκαν από αξιόμεμπτες δραστηριότητες ποιος θα μπορούσε (εκτός των αμέσως ενδιαφερομένων) ο,τιδήποτε να σχολιάσει;

    Όταν όμως τα συγκεκριμένα  περιουσιακά στοιχεία αποκτήθηκαν απολύτως νόμιμα και οι «κατέχοντες» επέλεξαν να μην τα παρουσιάζουν σε «γυάλινο κλωβό» ως στάση ζωής, για την προστασία τους, στο πλαίσιο του εθνικού ή διεθνή φορολογικού  τους σχεδιασμού ή/και για οποιονδήποτε άλλο (μη ηθικά κατακριτέο) λόγο;

    Η αιτιολογική βάση της καταγραφής των Πραγματικών Δικαιούχων δεν είναι, βεβαίως, αξιόμεμπτη. Ο περιορισμός όμως της οικονομικής ελευθερίας των εν λόγω δικαιούχων δεν  μπορεί να περάσει απαρατήρητος-τουλάχιστον για τους εξ αυτών δικαίους. Κι ακόμα περισσότερο: δεν είναι χωρίς σημασία οι (απολύτως απτοί) κίνδυνοι που διατρέχουν τα εν λόγω πρόσωπα από τη (μη νόμιμη) δημοσιοποίηση των οικονομικών τους στοιχείων και δεδομένων ή/και από την πρόσβαση μη δικαιουμένων προσώπων στο Κεντρικό Μητρώο Πραγματικών Δικαιούχων.

    Σε κάθε περίπτωση: Η πρόσφατη δημοσίευση της Απόφασης του Υπουργού Οικονομικών που ενεργοποιεί τις διατάξεις του νόμου για τη δημιουργία του Κεντρικού Μητρώου Πραγματικών Δικαιούχων είναι πλέον γεγονός. Εντός συγκεκριμένων προθεσμιών θα πρέπει να υπάρξει πλήρης συμμόρφωση από τα υπόχρεα νομικά (και φυσικά) πρόσωπα.

    Όλα, πλέον, σε κοινή (σχεδόν) θέα και, σε κάθε περίπτωση, «υπό τα όμματα» των αρχών.

    Οι από το νόμο προσδιοριζόμενες κυρώσεις δεν είναι αμελητέες. Η μη συμμόρφωση όμως ή (πολύ περισσότερο) η απόκρυψη των Πραγματικών Δικαιούχων είναι βέβαιο πως θα δημιουργήσει, περαιτέρω, σοβαρά προβλήματα τόσο στους εμπλεκόμενους όσο και στους υπόχρεους.

    Εν τέλει: “Beati possidentes;”

    stavros-koumentakis

    Σταύρος Κουμεντάκης
    Senior Partner

    Υ.Γ. Συνοπτική έκδοση αυτού του άρθρου δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ, στις 30 Ιουνίου 2019.

    μητρώο πραγματικών δικαιούχων

     

  • Διοικητικό Συμβούλιο ή Σύμβουλος-Διαχειριστής;

    Διοικητικό Συμβούλιο ή Σύμβουλος-Διαχειριστής;

    Σύμβουλος-Διαχειριστής ή Διοικητικό Συμβούλιο;

    1. Προοίμιο

    Η πολυδιάστατη προσωπικότητα και το συγγραφικό έργο του Αυστριακού-Αμερικανού πανεπιστημιακού δασκάλου, συγγραφέα και συμβούλου Peter Ferdinand Drucker  προσέδωσε στην εκατονταετή, σχεδόν, ζωή του (:1909-2005) ύψιστες τιμές και τίτλους. Κάποιοι του απέδωσαν τον τίτλο  του «Ιδρυτή του σύγχρονου management». Μολονότι νεότεροι ήδη τον αμφισβητούν, οι ρήσεις του παραμένουν με ιδιαίτερη αξία. Μεταξύ των λοιπών: «Ο αρχηγός μιας ομάδας πρέπει να μπορεί να πει: “Αυτό πρέπει να γίνει. Θα το κάνεις εσύ. Με αυτόν τον τρόπο”. Η επιβίωση της ομάδας εξαρτάται απ’ αυτήν την αδιαμφισβήτητη εξουσία. Χωρίς αυτήν, κανένας δεν αισθάνεται σιγουριά».

     

    2. Τα δεδομένα μεταβάλλονται

    Τα πολυπρόσωπα/πολυμετοχικά αλλά και οικονομικά ισχυρότερα επιχειρηματικά σχήματα φέρουν, κατά κανόνα, τη μορφή της ανώνυμης εταιρείας. Αναπόσπαστο τμήμα της λειτουργίας της: το Διοικητικό Συμβούλιο. Το συγκεκριμένο συλλογικό όργανο είναι εκείνο που κατά το νόμο είχε αποκλειστικά την εξουσία της διοίκησής της.

    Μέχρι την 31.12.2018.

    Την εξουσία της διοίκησης της ανώνυμης εταιρείας, κατά κανόνα-σε ουσιαστικό επίπεδο, ασκούσε/ασκεί ο (ικανός ή λιγότερο ικανός) «αρχηγός της ομάδας» του Peter Drucker που φαίνεται πως υπάρχει σε κάθε επιχείρηση.

    Τα δεδομένα έχουν  όμως-ήδη (από 1.1.2019) μεταβληθεί όσον αφορά τις (κατά το νόμο Μικρές και Πολύ Μικρές) Επιχειρήσεις αλλά και τις μη εισηγμένες σε οργανωμένη αγορά εταιρείες.

     

    3. Το «Μονομελές Διοικητικό Όργανο» ή «Σύμβουλος-Διαχειριστής»

    Σύμφωνα με το άρθρο 115 ν. 4548/2018, το Διοικητικό Συμβούλιο της ανώνυμης εταιρείας είναι δυνατό να υποκατασταθεί από έναν, μόνον, διαχειριστή-όπως μέχρι τώρα ίσχυε για τις προσωπικές και λοιπές κεφαλαιουχικές εταιρείες.

    Η συγκεκριμένη διάταξη, καθώς συνιστά μια ιδιαίτερα σημαντική διαφοροποίηση σε σχέση με το προϋφιστάμενο θεσμικό πλαίσιο, φαίνεται πως έχει καταστεί η περισσότερο «διάσημη» από το σύνολο των εκατόν ενενήντα (190) διατάξεων του νέου νόμου.

    Ο τίτλος που έμελλε να αποδοθεί στο συγκεκριμένο, ένα πρόσωπο (που και τυπικά πλέον είναι δυνατό να λειτουργεί αντί του Διοικητικού Συμβουλίου) είναι: «Μονομελές Διοικητικό Όργανο»  ή «Σύμβουλος-Διαχειριστής» (στο εξής, για συντομία, «Σύμβουλος-Διαχειριστής»).

    Από 1.1.2019 λοιπόν (και υπό την προϋπόθεση της σχετικής καταστατικής πρόβλεψης)  οι Μικρές και Πολύ Μικρές Επιχειρήσεις καθώς και οι μη εισηγμένες σε οργανωμένη αγορά εταιρείες, μπορούν (και) τυπικά να εμπιστεύονται τη διοίκησή τους σε ένα, μόνον, πρόσωπο και αυτός είναι ο Σύμβουλος-Διαχειριστής.

     

    4. Το νομικό πλαίσιο που διέπει τον «Σύμβουλο-Διαχειριστή»

    Η διάταξη του άρθρου 115 παρ. 2 του νέου νόμου για τις ανώνυμες εταιρείες ρυθμίζει τα θέματα που σχετίζονται με το Σύμβουλο-Διαχειριστή παραπέμποντας στους «κανόνες που ισχύουν για το Διοικητικό Συμβούλιο, στο βαθμό που είναι συμβατές με το χαρακτήρα του ως μονομελούς οργάνου». Ειδική (ενδεικτική πάντως-ιδ. και παρ. 5 του ίδιου άρθρου) αναφορά κάνει η συγκεκριμένη διάταξη σε θέματα διορισμού, προϋποθέσεων εκλογιμότητας, θητείας, αρμοδιοτήτων, καθηκόντων, εξουσιών του Συμβούλου-Διαχειριστή, το διορισμό αναπληρωματικού του, την αστική και ποινική του ευθύνη, την αμοιβή του και τα συναφή, με αυτά, θέματα, παραπέμποντας στις σχετικές διατάξεις του νόμου για το Διοικητικό Συμβούλιο).

     

    5. Η υποχρέωση ενημέρωσης του «Συμβούλου-Διαχειριστή», η τήρηση Πρακτικών και η σύναψη συμβάσεων που τον αφορούν

    Μεταξύ των υποχρεώσεων  καθενός μέλους του Διοικητικού Συμβουλίου εντάσσεται και η υποχρέωση ενημέρωσης των υπολοίπων μελών του (λ.χ. η υποχρέωση αποκάλυψης στα λοιπά μέλη ιδίων συμφερόντων ή καταστάσεων σύγκρουσης συμφερόντων με τα αντίστοιχα της εταιρείας-άρθρο 97 παρ. 1). Δεδομένης της έλλειψης άλλων μελών διοίκησης, η υποχρέωση ενημέρωσης του υπόχρεου μεταφέρεται (άρθρο 115 παρ. 3)  προς τους μετόχους της εταιρείας είτε στο πλαίσιο γενικής συνέλευσης είτε ατομικά προς ένα έκαστο εξ αυτών.

    Περαιτέρω: οι αποφάσεις του Συμβούλου-Διαχειριστή (όσες δεν αφορούν τη τρέχουσα διαχείρισή του) καταχωρούνται (άρθρο 115 παρ. 4) στο σχετικό βιβλίο πρακτικών (άρθρο 93), το οποίο βέβαια μπορεί να τηρείται και ηλεκτρονικά-όπως εξάλλου συμβαίνει και για το Διοικητικό Συμβούλιο.

    Τέλος: για τη σύναψη συμβάσεων του Συμβούλου-Διαχειριστή με την ανώνυμη εταιρεία, αποφάσεις (κατ’ άρθρο 99) λαμβάνει και εγκρίσεις παρέχει η Γενική Συνέλευση (άρθρο 115 παρ. 3)-αντί του, μη υφισταμένου στην προκειμένη περίπτωση, Διοικητικού Συμβουλίου.

     

    6. Η χρησιμότητα της εκλογής Συμβούλου-Διαχειριστή αντί Διοικητικού Συμβουλίου

    Η εισηγητική έκθεση του νέου νόμου για τις ανώνυμες εταιρείες αναφέρει, μεταξύ άλλων, όσον αφορά το συγκεκριμένο, νέο, θεσμό: «Η δυνατότητα αυτή ελπίζεται να μειώσει το κόστος λειτουργίας των μη εισηγμένων ανωνύμων εταιρειών, που επιθυμούν να ενταχθούν στο σύστημα αυτό, αν από τη φύση τους δεν έχουν το μέγεθος που να δικαιολογεί την απασχόληση σε διοικητική θέση περισσοτέρων ατόμων. ‘Αλλωστε η πείρα έχει δείξει ότι σε πολλές μικρές Α.Ε. η διοίκηση ασκείται ουσιαστικά από ένα άτομο, ενώ τα λοιπά μέλη διαδραματίζουν απλό διακοσμητικό ρόλο».

    Η συγκεκριμένη παραδοχή, παρ’ ότι μη αναμενόμενη στο πλαίσιο μιας εισηγητικής έκθεσης, ανταποκρίνεται, εντούτοις, στην πραγματικότητα. Και τούτο γιατί, με πανηγυρικό τρόπο, επιβεβαιώνει την (αληθή) διαπίστωση πως σε κάθε ομάδα υπάρχει ένας «αρχηγός» αλλά και πως, κατά βάση, στις μικρότερες (και όχι μόνον) εταιρείες στη χώρα μας ο ρόλος του Διοικητικού Συμβουλίου παραμένει διακοσμητικός.

    Με την επιλογή λοιπόν του Συμβούλου-Διαχειριστή αντί του Διοικητικού Συμβουλίου, η διοίκηση της ανώνυμης εταιρείας ανταποκρίνεται περισσότερο στις κρατούσες συνθήκες, καθώς ανατίθεται σ’ εκείνο μόνον το πρόσωπο που την ασκεί πραγματικά. Επιπρόσθετα, γίνεται λιγότερο κοστοβόρα αλλά και περισσότερο ευέλικτη. Η ίδια εξάλλου η εισηγητική έκθεση αναφέρει: «Επιπλέον η δυνατότητα εκλογής «συμβούλου-διαχειριστή» απλουστεύει τις ρυθμίσεις στις οποίες υπόκειται η εταιρεία».

    Δεν είναι όμως οι συγκεκριμένοι, μόνον, λόγοι για τους οποίους μια ανώνυμη εταιρεία θα ενδείκνυτο να επιλέξει Σύμβουλο-Διαχειριστή αντί του, μέχρι πρότινος αναγκαίου, Διοικητικού Συμβουλίου.

    Αναφερθήκαμε ήδη σε προγενέστερη αρθρογραφία μας (Ευθύνη Μελών ΔΣ της Ανώνυμης Εταιρείας-Μέρος Α’ και Ευθύνη Μελών ΔΣ της Ανώνυμης Εταιρείας-Μέρος Β’) στα είδη και το εύρος της ευθύνης των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου. Δεν είναι σπάνιες οι περιπτώσεις που ο βασικός (κατά κανόνα ένας) επιχειρηματίας αναζητούσε, με του «Διογένη τον φανό», τη συμπλήρωση των λοιπών θέσεων των μελών του (κατ΄ ελάχιστον τριμελούς) Διοικητικού Συμβουλίου. Κι ούτε είναι ασυνήθεις οι περιπτώσεις εκείνων που αποδέχθηκαν την, εξ ανάγκης (ή εκ πονηρίας-λίγη αξία έχει), πρόταση του επιχειρηματία να «κοσμήσουν με την παρουσία» τους το συγκεκριμένο όργανο και βρέθηκαν συρόμενοι στις δικαστικές αίθουσες προσπαθώντας να αποδείξουν πως είναι τίμιοι ή «αθώοι του αίματος»… Με άλλα λόγια: όταν περιορίσουμε τον αριθμό των εμπλεκομένων προσώπων μειώνουμε, αυτόματα, το εύρος των προσώπων που είναι δυνατό να εμπλακούν σε δικαστικές διενέξεις ή/και να εκτεθούν, καθ’ οιονδήποτε τρόπο, σε νομικούς κινδύνους.

     

    7. Οι κίνδυνοι από τη συγκεκριμένη επιλογή

    Δεν είναι όμως η συγκεκριμένη επιλογή (αυτή της εκλογής Συμβούλου-Διαχειριστή αντί του Διοικητικού Συμβουλίου) χωρίς κινδύνους: Οι μέτοχοι θα πρέπει συνειδητά, και σε τυπικό μάλιστα επίπεδο, να αποδεχθούν την «ενός ανδρός αρχή» με ό,τι καλό (βεβαίως και επικίνδυνο) συνεπάγεται.

    Η προς τα έξω εικόνα της επιχείρησης; Οι υποψήφιοι μέτοχοι, επενδυτές ή χρηματοδότες θα αποδεχθούν άραγε τον, ουσιαστικά-σε ένα πρώτο επίπεδο, ανέλεγκτο χαρακτήρα της διοίκησης του  Συμβούλου-Διαχειριστή;

    Δε φαντάζει εξαιρετικά πιθανό…

    Οι κίνδυνοι άραγε αυξάνονται για τον Σύμβουλο-Διαχειριστή ή/και για τον μόνο (ή βασικό) συμμετέχοντα στο μετοχικό σχήμα της εταιρείας;

    Υπάρχει μια μεγάλη, διαρκής, συζήτηση σχετικά με το θέμα των προϋποθέσεων της άρσης της νομικής προσωπικότητας της εταιρείας (της ταύτισης δηλ., και σε τυπικό επίπεδο, του νομικού προσώπου με το φυσικό πρόσωπο-ιδιοκτήτη του και «το άνοιγμα του δρόμου» για την προβολή αξιώσεων σε βάρος του). Το θέμα αυτό γίνεται περισσότερο έντονο σε ολιγομελή-ιδίως μονομετοχικά σχήματα. Σε κάθε περίπτωση ένα πρέπει να είναι ξεκάθαρο: Η επιλογή Συμβούλου-Διαχειριστή, αντί Διοικητικού Συμβουλίου, δεν μπορεί να οδηγήσει, αφεαυτής, στην ταύτιση (σε νομικό επίπεδο) της ανώνυμης εταιρείας με τον μόνο εκπρόσωπό της. Η άρση της νομικής της προσωπικότητας, με τους όρους και προϋποθέσεις που έχουν τεθεί από τη νομολογία (ιδίως), δεν μπορεί να αναφέρεται στην περίπτωση αυτή. Η άρση της νομικής προσωπικότητας προεχόντως αναφέρεται στις περιπτώσεις όπου ένας μόνον μέτοχος ή ένας εταίρος καταλαμβάνουν (ή τείνουν να καταλάβουν-άμεσα ή έμμεσα) το κεφάλαιο και τη λειτουργία του νομικού προσώπου-κρυπτόμενοι πίσω από το νομικό ένδυμά του. Στοιχείο, αναμφισβήτητα, υπέρ της κατάφασης της άρσης της νομικής προσωπικότητας θα είναι και η κατάληψη της διοίκησης της ανώνυμης εταιρείας από Σύμβουλο-Διαχειριστή/μόνο μέτοχο της ανώνυμης εταιρείας.

     

    8. Εν κατακλείδι

    Στο έργο «Ιστορίαι» ο Θουκυδίδης, σκιαγραφώντας την προσωπικότητα του Περικλή και αποτιμώντας την πολιτική του, αναφέρει [2.65.10]: «ἐγίγνετό τε λόγῳ μὲν  δημοκρατία, ἔργῳ δὲ ὑπὸ τοῦ πρώτου ἀνδρὸς ἀρχή». Οι αποστάσεις ανάμεσα στη δημοκρατία και τη μοναρχία είχαν, στην περίπτωση αυτή, σαφώς σμικρυνθεί.

    Τη λειτουργία της ανώνυμης εταιρείας την είχαμε, εδώ και μια εκατονταετία, ταυτίσει με την ύπαρξη του Διοικητικού Συμβουλίου. Το συγκεκριμένο συλλογικό όργανο  λειτουργούσε/λειτουργεί, στη συντριπτική πλειονότητα των περιπτώσεων, μόνον τυπικά-όπως εξάλλου γενναία παραδέχεται και η εισηγητική έκθεση του πρόσφατου νόμου για τις ανώνυμες εταιρείες. Οι (αληθινές) συνεδριάσεις του Διοικητικού Συμβουλίου έχουν παραχωρήσει τη θέση τους στα πρακτικά που, «αραιά και που» χρειάζεται να υπογραφούν από τα μέλη του. Τις περισσότερες, μάλιστα, φορές υπογράφονταν/υπογράφονται αφού είχαν δημοσιευθεί στο ΓΕΜΗ (παλιότερα στο ΦΕΚ) και είχαν κυκλοφορήσει ακριβή αντίγραφα και αποσπάσματά τους, από εκείνον που ο Drucker χαρακτηρίζει «αρχηγό»-ασκώντας την «πρώτου ανδρός αρχή» του Περικλή.

    Ο «νεαρός» θεσμός του Μονομελούς Οργάνου Διοίκησης/Συμβούλου-Διαχειριστή έρχεται δυναμικά στο προσκήνιο, με σκοπό να ευθυγραμμίσει τη λειτουργία του Διοικητικού Συμβουλίου με όσα η πράξη στη διαδρομή των ετών έχει επιβάλλει. Έρχεται για να διευκολύνει τη ζωή και τη λειτουργία της ανώνυμης εταιρείας. Έρχεται για να μειώσει τον αριθμό των προσώπων που εκτίθενται έναντι του Δημοσίου, των Φορέων Κοινωνικής Ασφάλισης αλλά και των τρίτων με τις προσωπικές («ὧν οὐκ ἔστιν ἀριθμός») διοικητικής, ποινικής και αστικής φύσεως ευθύνες τους.

    Η προσεκτική αξιοποίηση του συγκεκριμένου θεσμού και η λελογισμένη χρήση του προδικάζουν, το δίχως άλλο, την επιτυχία του.

    stavros-koumentakis

    Σταύρος Κουμεντάκης
    Senior Partner

    Υ.Γ. Συνοπτική έκδοση αυτού του άρθρου δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ, στις 16 Ιουνίου 2019.

    consultant-manager σύμβουλος-διαχειριστής

  • Η αποτίμηση της αξίας (μειοψηφικού ποσοστού) εταιρείας

    Η αποτίμηση της αξίας (μειοψηφικού ποσοστού) εταιρείας

    1. Προοίμιο

    Συχνά παρουσιάζεται η ανάγκη για τον υπολογισμό της εμπορικής αξίας μιας εταιρείας ή συγκεκριμένου (πλειοψηφικού ή μειοψηφικού) ποσοστού της. Η ανάγκη αυτή είναι δυνατό να συναρτάται με επιχειρηματικές συμφωνίες (λ.χ. εξαγορές, συγχωνεύσεις κ.λ.π.) ή δικαστικές διενέξεις.

    Σε περισσότερα σημεία του νόμου για τις ανώνυμες εταιρείες (ενδ.: α. 30, α. 45, α. 166 ν. 4548/2018 κ.ο.κ.) διαπιστώνουμε τις προβλέψεις του σχετικά με τον υπολογισμό της αξίας τους ή/και ποσοστό του μετοχικού τους κεφαλαίου.

    Σε προηγούμενη αρθρογραφία (ενδ.: Μειοψηφούντες μέτοχοι. Μέρος Α΄: Η αξίωση εξαγοράς των μετοχών τους από την Α.Ε., Μειοψηφούντες μέτοχοι. Μέρος Β΄: Η αξίωση εξαγοράς των μετοχών τους από τον μέτοχο πλειοψηφίας και Μειοψηφούντες μέτοχοι. Μέρος Γ΄: Το δικαίωμα της πλειοψηφίας για εξαγορά μετοχών μειοψηφίας) μας έχουν απασχολήσει θέματα όπου παρεμβαίνει η δικαστική κρίση και η κρίση πραγματογνωμόνων για το συγκεκριμένο θέμα. Με βάση ποια μεθοδολογία και ποιους υπολογισμούς, άραγε, θα καταλήξουν στην αποτίμησή τους;

    Υπάρχουν κάποιοι θεσμοθετημένοι κανόνες;

    Η απάντηση στο τελευταίο ερώτημα είναι αρνητική.

    Όσον αφορά στις εισηγμένες, σε οργανωμένες (ή τρίτες/εναλλακτικές) αγορές, εταιρείες υπάρχει μια βασική, αντικειμενική, παραδοχή: η χρηματιστηριακή τιμή της μετοχής. Η συνολική, χρηματιστηριακή,  αξία της εταιρείας είναι εύκολο να υπολογιστεί. Μεταβίβαση «πακέτων» μετοχών μπορεί να γίνει λίγο πάνω ή λίγο κάτω από την χρηματιστηριακή τους τιμή.

    Τι συμβαίνει όμως για τις μη εισηγμένες εταιρείες;

    Εταιρεία οι μετοχές της οποίας δεν είναι εισηγμένες, σε οργανωμένη (ή τρίτη) αγορά, δεν έχει αντικειμενικό “market value”. Κανείς δεν μπορεί με βεβαιότητα να προσδιορίσει την αξία των μετοχών της κάθε δεδομένη στιγμή. Καθώς δε γίνεται trading των μετοχών της, η αγορά δεν έχει την ευκαιρία να δείξει πόσο πραγματικά αξίζει για αυτήν.

    Υπάρχουν κάποιες μέθοδοι που γίνονται αποδεκτές σε διεθνές επίπεδο.

    Ειδικά μάλιστα όταν αναφερόμαστε σε υπολογισμούς τμήματος της αξίας μιας εταιρείας θα πρέπει, αρχικά, να υπολογιστεί η αξία της εταιρείας ως σύνολο με βάση συγκεκριμένα οικονομικά της στοιχεία.

     

    2. Υπολογισμός της αξίας μιας εταιρείας

    Οι ευρύτερα αποδεκτές, για το σκοπό αυτό, μέθοδοι αυτές βασίζονται κατά τους ειδήμονες:

    (α) στον Ισολογισμό της εταιρείας

    Ο υπολογισμός της αξίας της εταιρείας με βάση τον ισολογισμό της είναι μεν η απλούστερη μέθοδος, καθώς ο ισολογισμός είναι μία αντικειμενική «φωτογραφία» της εταιρείας κατά τη στιγμή σύνταξης αυτού, όμως από την άλλη δεν μπορεί να αποτυπώσει πραγματικά την αξία της. Αυτό, γιατί ο ισολογισμός δίνει μία στατική εικόνα της εταιρείας, όπως εξάλλου κάθε φωτογραφία. Ο ισολογισμός πάντως, παρότι δεν μπορεί από μόνος του να δώσει μία ολοκληρωμένη και αξιόπιστη εικόνα της αξίας της εταιρείας, είναι ένα χρήσιμο σημείο εκκίνησης για την απόκτηση μίας πραγματικά συνολικής εικόνας.

    (β) στα Αποτελέσματα Χρήσης

    Οι μέθοδοι υπολογισμού της αξίας της εταιρείας βάση του αποτελέσματος χρήσης εστιάζουν κυρίως στο μέγεθος των κερδών, μερισμάτων και πωλήσεων της εταιρείας. Οι μέθοδοι αυτές, όσον αφορά στις εταιρείες με μετοχές μη εισηγμένες σε κάποια αγορά, αναζητούν την αποδοτικότητα του κεφαλαίου. Αυτό είναι άλλωστε το (μόνο;) που ενδιαφέρει έναν επενδυτή. Για την αποτίμηση αυτή, ως κέρδη λαμβάνουμε τα κέρδη μετά τους φόρους.

    (γ) στην Υπεραξία της (Goodwill)

    Η υπεραξία μίας εταιρείας υπολογίζεται κυρίως στη βάση εκτίμησης της αξίας της εταιρείας με σκοπό την πώληση αυτής. Η υπεραξία είναι το επιπλέον της αντικειμενικής αξίας της εταιρείας που καταβάλλεται στον πωλητή της εταιρείας από τον αγοραστή της. Για τον υπολογισμό της υπεραξίας λαμβάνονται υπόψη τα άυλα assets της εταιρείας, όπως η φήμη της, το brand, η θέση αυτής στην αγορά, η εικόνα που έχει ο καταναλωτής αλλά και οι εργαζόμενοί της για αυτή κλπ.

    (δ) στις Προεξοφλημένες Ταμειακές Ροές της (Cash flow discounting).

    Η μέθοδος αυτή αποτιμά την εταιρεία βάσει των εκτιμώμενων μελλοντικών ταμειακών ροών της. Ουσιαστικά στόχος της μεθόδου αυτής είναι να αναδείξει μία εκτίμηση του εάν αξίζει ο ενδιαφερόμενος επενδυτής να «βάλει» χρήματα στην εταιρεία αυτή. Η εκτίμηση αυτή γίνεται βάσει της αρχής πως το να έχει κάποιος ένα x ποσό σήμερα έχει μεγαλύτερη αξία από το να λάβει το ίδιο ποσό σε ένα χρόνο. Αυτό, γιατί αν υποθέσουμε ότι έχουμε 1€ σήμερα με ένα ετήσιο επιτόκιο σε έναν αποταμιευτικό λογαριασμό της τάξεως του 5%, η αξία του 1€ μετά από ένα χρόνο θα είναι 1,05€. Εάν όμως μας οφείλεται σήμερα 1€ αλλά το λαμβάνουμε μετά από ένα χρόνο, η πραγματική σημερινή του αξία είναι 0,95€.

     

    3. Υπολογισμός της αξίας των μετοχών της

    Αφού υπολογιστεί η συνολική αξία της εταιρείας, στη συνέχεια αυτή η αξία θα διαιρεθεί με τον αριθμό των μετοχών της. Το αποτέλεσμα που θα προκύψει είναι η αξία κάθε μετοχής.

    Μέχρι εδώ κατανοητό και (μαθηματικά) λογικό. Οικονομικά όμως όχι αποδεκτό. Πώς είναι δυνατό να θεωρηθεί ότι η αξία ενός μειοψηφικού ποσοστού μίας εταιρείας, π.χ. 2%, είναι ανάλογη προς την αξία του 98% του κεφαλαίου της;

    Γίνεται, γενικά, αποδεκτό πως σε περίπτωση πώλησης μειοψηφικού ποσοστού μετοχών μίας εταιρείας, στο αποτέλεσμα της ανελαστικής αυτής μαθηματικής πράξης [(αξία εταιρείας/αριθμός μετοχών) x αριθμό μετοχών που πωλούνται] δίκαιο είναι να υπάρξει απομείωση. Η πρακτική μας έχει δείξει πως η έκπτωση αυτή (ασφαλώς) εξαρτάται από το ποσοστό επί της εταιρείας που πωλείται – στην πραγματικότητα από την έκταση της εξουσίας επί της εταιρείας που πωλείται.

    Όσο μικρότερο ποσοστό πωλείται, τόσο περιορισμένα αποδεικνύονται τα δικαιώματα τα οποία συνδέονται με τις μεταβιβαζόμενες μετοχές.

    Ας μιλήσουμε με νούμερα

    Η έκπτωση που γίνεται αποδεκτή σε διεθνές επίπεδο, κυμαίνεται εντός των κατωτέρω πλαισίων:

    Ποσοστό που πωλείται Έκπτωση που εφαρμόζεται
    < 10% 60% – 75%
    10% – 25% 45% – 55%
    26% – 49% 30% – 40%
    50% 15% – 25%
    >50% 5% – 10%

     

    Αξίζει δε στο σημείο αυτό να αναφερθεί και μία άποψη που διατυπώθηκε στη νομολογία των Αγγλικών δικαστηρίων (απόφαση Lynall, Lynall v IRC (1971) 47 TC 375), όπου υποστηρίχθηκε πως, κατά τον υπολογισμό της αξίας μετοχών οι οποίες δεν είναι εισηγμένες σε κάποια αγορά πρέπει, ανεξαρτήτως του ποσοστού που πωλείται, να εφαρμόζεται μία επιπλέον έκπτωση της τάξεως του 25% με 50%.

    Τίποτα δεν είναι απόλυτο

    Για να εφαρμοστεί στην πράξη η οποιαδήποτε έκπτωση, πρέπει ασφαλώς να ληφθούν υπόψη περισσότερες παράμετροι. Οι ανωτέρω, ποσοστιαίες, εκπτώσεις θα είναι, απλώς, μία βάση από την οποία θα ξεκινήσουν (ή/και όχι) οι διαπραγματεύσεις.

    Η έκπτωση εξαρτάται (ενδεικτικά και όχι περιοριστικά) εκτός από το ίδιο το ποσοστό που είναι προς πώληση και από τα ποσοστά των υπολοίπων μετόχων. Είναι διαφορετική, λ.χ. η τιμή η οποία είναι δυνατό να επιτευχθεί για ένα  μειοψηφικό ποσοστό της τάξης του 11% εάν οι λοιποί μέτοχοι κατέχουν από 5% και διαφορετική εάν κάποιος κατέχει το 40%. Η τιμή επίσης είναι δυνατό να επηρεαστεί και από ενδεχόμενη προνομιακή είσπραξη μερίσματος, τα τυχόν δικαιώματα διορισμού μελών του ΔΣ, νομικά ζητήματα σχετικά με τα δικαιώματα ψήφου στις Γενικές Συνελεύσεις, το πρόσωπο του αγοραστή (για τον μέτοχο που έχει το 98% μίας εταιρείας το μειοψηφικό ποσοστό του 2% έχει για αυτόν πολύ μεγαλύτερη αξία από όση έχει για κάποιον άσχετο με την εταιρεία) και λοιπά.

    Anti-embarrassment provision

    ‘Όταν το μειοψηφικό ποσοστό πωλείται σε υφιστάμενους μετόχους της εταιρείας, είναι δυνατό να συμφωνηθεί (σε εξωκαταστατική συμφωνία) ότι, εάν η εταιρεία πωληθεί από τον αγοραστή του μειοψηφικού ποσοστού σε υψηλότερη τιμή ανά μετοχή σε τρίτο πρόσωπο μέσα σε συγκεκριμένο χρονικό διάστημα, ο αρχικός πωλητής θα επωφεληθεί από την (υπερ)αξία που απέκτησαν οι μετοχές του.

     Αναγκαστική πώληση

    Δεν γίνεται κανένας λόγος για οποιαδήποτε έκπτωση, όταν η πώληση του μειοψηφικού ποσοστού είναι αναγκαστική (πχ άσκηση δικαιώματος για drag along).

     

    4. Συνοψίζοντας

    Κατανοούμε ως υποχρέωση, την εφαρμογή των κανόνων που μας έχουν επιβληθεί από κάποια κρατική εξουσία (λ.χ. νόμος) ή κάποια υπερεθνική ένωση (λ.χ. Κανονισμός της Ευρωπαϊκής ‘Ένωσης). Ωστόσο, προκύπτει πως, παρόμοια θέματα ρυθμίζονται (και) από άτυπους -και όχι επιβληθέντες με κρατική (ή υπερκρατική) εξουσία- κανόνες. Αυτοί ακριβώς οι άτυποι κανόνες συχνά αποδεικνύονται περισσότερο ισχυροί από τους λοιπούς-ιδίως όταν διαμορφώνονται από την «αγορά». Σε κάθε περίπτωση (και παρά τις εξαιρέσεις τους) οι κανόνες της αγοράς είναι αυτοί που, εν τέλει, ισχύουν: Η ελεύθερη αγορά (παρά την πληθώρα των πολεμίων της) πάντα γνωρίζει καλύτερα τι απαιτείται, γνωρίζει να αποτιμά, να εκτιμά και εν τέλει να αποδίδει σε όλα την πραγματική τους αξία και να τα τοποθετεί στην πραγματική τους θέση.

    Λήδα Κουμεντάκη
    Junior Associate

    Υ.Γ. Το άρθρο δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ, στις 9 Ιουνίου 2019.

    value of shareholding αποτίμηση

  • Οι μετοχικοί τίτλοι

    Οι μετοχικοί τίτλοι

    Προοίμιο

    «Χαρτιά γραμμένα, στόματα βουλωμένα» λέει ο θυμόσοφος λαός μας. Η συγκεκριμένη παροιμία αναφέρεται στη ανάγκη της γραπτής αποτύπωσης των συμφωνηθέντων. Καταγράφει όμως, επιπρόσθετα, με τρόπο λιτό και απολύτως ευκρινή, όχι μόνο τη σχέση που τους εξ ημών πρεσβύτερους συνδέει με το «χαρτί» αλλά και την ανασφάλειά μας από την έλλειψή του.

    Οι περισσότεροι, εξάλλου, από εμάς μεγαλώσαμε έχοντας καλά χαραγμένη στο υποσυνείδητό μας την ανάγκη να πάρουμε,  ένα «χαρτί»: Το χαρτί θα πιστοποιούσε το πέρας των πανεπιστημιακών μας σπουδών, τη σχετική, προαπαιτούμενη, γνώση αλλά και, προεχόντως, την δήθεν ένταξή μας στην ελίτ (!) των επιστημόνων της χώρας. Κι όταν μάλιστα το συγκεκριμένο «χαρτί» αυτόματα ενέτασσε τον κάτοχό του στη διάσημη «επετηρίδα» για την πρόσληψη στο δημόσιο ε, τότε, πια η (υποτιθέμενη) αξία του εκτινασσόταν στα ύψη!

    Άλλες εποχές τότε.

    Άλλες εποχές μεν η σχετική «εγγραφή» όμως στο υποσυνείδητο μας, λιγότερο ή περισσότερο, παρέμεινε.

    Εκτός από τα συγκεκριμένα «χαρτιά» υπήρχαν κι άλλα που, ως αξιόγραφα, είχαν μαι ιδιαίτερη αξία. Τέτοια ήταν και οι μετοχικοί τίτλοι. Κι όταν μιλούσαμε για μεταβίβαση μετοχών στο Χρηματιστήριο αναφερόμασταν σε ωραία (και με ασφάλεια;) τυπωμένους μετοχικούς τίτλους που «άλλαζαν χέρια» μέσω συμβάσεων που συνάπτονταν από τους φωνασκούντες (γύρω από το περίφημο «κάγκελο») χρηματιστές.

    Λίγο πριν την χαραυγή της τρέχουσας χιλιετίας (όταν αφήσαμε πια πίσω μας τους χρηματιστές και «συναντηθήκαμε» με τις χρηματιστηριακές εταιρείες) αρχίσαμε να μιλάμε για «αποϋλοποίηση μετοχών». Οι έντυπες μετοχές των εισηγμένων ανωνύμων εταιρειών θα έδιναν σταδιακά τη θέση τους σε μία, απλή, λογιστική εγγραφή κι οι μεταβιβάσεις τους θα ελάμβαναν χώρα (όχι πια στό «κάγκελο» αλλά) μέσω του Συστήματος Ηλεκτρονικών Συναλλαγών του Χρηματιστηρίου Αθηνών.

    Αυτά βέβαια για τις εισηγμένες.

    Σήμερα, στην εποχή της τεχνολογίας, το «χαρτί»-το έγγραφο συνολικά αρχίζει να χάνει, σταδιακά, την αξία του. Η πιστοποίηση της μετοχικής ιδιότητας δεν ήταν δυνατό να παραμένει άρρηκτα συνδεδεμένη με κάποιο έγγραφο.

     

    Μετοχικοί τίτλοι: η υποχρέωση έκδοσης οριστικών και όχι, πλέον, προσωρινών τίτλων

    Το μετοχικό κεφάλαιο της εταιρείας διαιρείται σε μετοχές (άρθρο 34, εδ. α, ν. 4548/2018). Οι μετοχές  είναι, πλέον,  μόνον ονομαστικές (άρθρο 40, παρ. 1, εδ. α). Όταν δεν υπάρχει διαφορετική ρύθμιση στο καταστατικό, η εταιρεία υποχρεούται (άρθρο 40, παρ. 3) να εκδώσει και παραδώσει στους μετόχους τίτλους, οι οποίοι ενσωματώνουν μία ή περισσότερες μετοχές (:απλοί ή, κατά περίπτωση, πολλαπλοί τίτλοι). Στη συνηθέστερη περίπτωση (της έκδοσης δηλ. τίτλων που ενσωματώνουν περισσότερες μετοχές), η εταιρεία είναι υποχρεωμένη να αντικαταστήσει τους υφιστάμενους τίτλους με νέους, οι οποίοι θα ενσωματώνουν μικρότερο αριθμό μετοχών.

    Το προϋφιστάμενο δίκαιο (άρθρο 8β, παρ. 3, ν. 2190/1920) προέβλεπε τη δυνατότητα έκδοσης προσωρινών τίτλων. Η πρόβλεψη αυτή δεν υφίσταται, πλέον, στο νέο νόμο και ως εκ τούτου αποτελεί παρελθόν η εποχή που (στην πράξη) μόνον προσωρινοί τίτλοι εκδίδονταν για τις ανώνυμες εταιρείες. Στο εξής: οριστικοί, μόνον, μετοχικοί τίτλοι.

    Επαφίεται βέβαια, σε κάθε περίπτωση, το δικαίωμα στους μετόχους να επιλέξουν αν θα προβούν στην έκδοση ή μη μετοχικών τίτλων (άρθρο 40, παρ. 4, εδ. α). Εφόσον μάλιστα αποφασίσουν να μην εκδώσουν μετοχικούς τίτλους, αυτόματα προκύπτει η ανάγκη προσδιορισμού του τρόπου απόδειξης της μετοχικής ιδιότητας, προκειμένου να είναι δυνατή η άσκηση των συναφών δικαιωμάτων. Οι μέτοχοι είναι εκείνοι που θα επιλέξουν (και ενσωματώσουν στο καταστατικό) τον συγκεκριμένο τρόπο απόδειξης. Αν όμως δεν το πράξουν, ο νόμος ορίζει (άρθρο 40, παρ. 4, εδ. γ) πως η απόδειξη της μετοχικής ιδιότητας γίνεται με βάση τα στοιχεία του βιβλίου μετόχων της εταιρείας. Καθώς όμως έχουμε εισέλθει στην “paperless” εποχή, ο νόμος παρέχει τη δυνατότητα στις εταιρείες (εισηγμένες και μη-άρθρο 34, εδ. α) να επιλέξουν να έχουν, εναλλακτικά με τις έγχαρτες, άυλες μετοχές· μετοχές δηλαδή που δεν ενσωματώνονται σε κάποιο «χαρτί» και δεν είναι τίποτα περισσότερο από μία, απλή, λογιστική εγγραφή.

     

    Το βιβλίο μετόχων

    Η απόδειξη της μετοχικής ιδιότητας συνεχίζει, κατά βάση, να γίνεται από το βιβλίο μετόχων, το οποίο κάθε ανώνυμη εταιρεία οφείλει να τηρεί (άρθρο 40, παρ. 2, εδ. 5). Στο βιβλίο μετόχων (άρθρο 40, παρ. 2, εδ. 2 & 3) καταχωρίζονται τα στοιχεία των μετόχων (ονοματεπώνυμο ή επωνυμία, διεύθυνση ή έδρα, επάγγελμα και εθνικότητα). Όχι όμως μόνον αυτά. Στο συγκεκριμένο βιβλίο αναγράφονται ο αριθμός και η κατηγορία των μετοχών (λ.χ. κοινές, προνομιούχες, εξαγοράσιμες κ.ο.κ.) που κάθε μέτοχος κατέχει καθώς και τα επ’ αυτών και από αυτές απορρέοντα δικαιώματά του (λ.χ. δικαιώματα πλήρους ή ψιλής κυριότητας, επικαρπίας, ψήφου, απόληψης κερδών κ.λ.π.).

    Η εμπειρία βέβαια έχει δείξει πως το βιβλίο μετόχων είναι μια, μάλλον, «πονεμένη ιστορία» για τις ανώνυμες εταιρείες: Άλλοτε διαπιστώνουμε πως τηρείται κι άλλοτε όχι. Κι όταν τηρείται μας εντυπωσιάζουν (αρνητικά-κατά κανόνα) τα σχετικά ευρήματα καθώς η τήρησή του δεν λαμβάνει χώρα από ανθρώπους που γνωρίζουν πώς διενεργείται με τον ορθό τρόπο. Τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι εταιρείες από τη μη ορθή τήρηση του σχετικού βιβλίου, αναδεικνύονται περισσότερο τα τελευταία χρόνια: πληθαίνουν εκείνοι (τράπεζες, fund, υποψήφιοι επενδυτές, αγοραστές μετοχών, δικαστήρια κλπ.) που, δικαιολογημένα, ζητούν πρόσβαση στα στοιχεία του.

    Όταν ορθά τηρείται το βιβλίο μετόχων, τα πράγματα μοιάζουν απλά:  Προκύπτουν όχι μόνον τα στοιχεία του μετόχου και ο αριθμός των μετοχών που κατέχει αλλά και το σύνολο των λοιπών αναγκαίων, και από το νόμο προβλεπόμενων, στοιχείων και δικαιωμάτων. Η (συνήθως) μη ορθή τήρηση του βιβλίου μετόχων φαίνεται πως είναι ο λόγος που (ο νόμος αναγνωρίζει πως) η απόδειξη της ιδιότητας του μετόχου δεν λαμβάνει χώρα, αποκλειστικά, με βάση τις καταχωρήσεις σ’ αυτό (άρθρο 40, παρ. 4, εδ. γ). Σε περίπτωση ανάγκης (όταν δηλ. η αποτύπωση στο βιβλίο μετόχων είτε δεν υφίσταται, είτε είναι λανθασμένη ή ελλιπής) ο μέτοχος μπορεί να επικαλεστεί και οποιοδήποτε άλλο έγγραφο έχει στην κατοχή του, δηλωτικό ή αποδεικτικό της μετοχικής του ιδιότητας και των συναφών δικαιωμάτων του.

     

    Μετοχικοί τίτλοι και ηλεκτρονική τήρηση του βιβλίου μετόχων

    Η πολύ σημαντική για την εταιρεία και τους μετόχους τήρηση του βιβλίου μετόχων δεν είναι αναγκαίο να γίνεται σε έγχαρτη μορφή. Κατά το νόμο (άρθρο 40, παρ. 2, εδ. 4) το συγκεκριμένο βιβλίο είναι δυνατό να τηρείται ηλεκτρονικά από την εταιρεία ή τρίτους. Η ηλεκτρονική τήρηση όμως από την ίδια την ανώνυμη εταιρεία δεν πιθανολογείται ότι θα λύσει προβλήματα που ούτως ή άλλως υφίστανται από την τήρησή του σε έγχαρτη μορφή.

    Τρίτοι που δικαιούνται να τηρούν ηλεκτρονικά βιβλία μετόχων είναι πιστωτικά ιδρύματα, επιχειρήσεις επενδύσεων (που διαθέτουν τέτοιο δικαίωμα) καθώς και κεντρικά αποθετήρια τίτλων. Υπό τις συνθήκες, βέβαια, που επικρατούν σήμερα στην ελληνική αγορά δεν μοιάζει πολύ ασφαλές να επέλεγε κάποια ανώνυμη εταιρεία την τήρηση των βιβλίων μετόχων της από τράπεζα ή ΕΠΕΥ. Ασφαλέστερη λύση φαίνεται πως θα είναι η τήρησή τους από το Κεντρικό Αποθετήριο του Χρηματιστηρίου Αθηνών όταν καταστεί εφικτή η επέκταση και στις μη εισηγμένες ανώνυμες εταιρείες η συγκεκριμένη υπηρεσία-που ούτως ή άλλως παρέχεται προς τις εισηγμένες. Η σχετική διαδικασία βρίσκεται ήδη σε εξέλιξη.

     

    Η τήρηση των μετοχών της εταιρείας σε λογιστική μορφή

    Οι μετοχικοί τίτλοι της εταιρείας δεν είναι, όπως είδαμε ήδη, αναγκαίο να εκδίδονται-πολύ περισσότερο να εκδίδονται έγχαρτες. Ο νόμος (άρθρο 40, παρ. 5) παρέχει επίσης τη δυνατότητα τήρησής τους σε λογιστική μορφή. Για τη διαδικασία αποϋλοποίησης ή ακινητοποίησης των μετοχών εφαρμογή έχει ο Κανονισμός (ΕΕ) 909/2014 και του Συμβουλίου της 23.7.2014. Σε κάθε περίπτωση, το καταστατικό είναι εκείνο που θα πρέπει να προβλέπει τον ειδικότερο τρόπο έκδοσης και τήρησης των μετοχών της σε κεντρικό αποθετήριο τίτλων.

     

    Εν κατακλείδι

    Η μέρα που οριστικά θα αποχωριστούμε το χαρτί δε μοιάζει πλέον μακρινή. Ο νέος νόμος για τις ανώνυμες εταιρείες παρέχει, σ’ αυτό το μεταβατικό στάδιο, την επιλογή της έκδοσης ή μη μετοχών και, σε καταφατική περίπτωση, της επιλογής ανάμεσα σε έγχαρτες ή άυλες μετοχές. Αντίστοιχα το βιβλίο μετόχων, με την ξεχωριστή αξία που του αναγνωρίζεται, μπορεί να τηρείται στην μορφή που όλοι γνωρίσαμε-ένα χοντρό δηλ. βιβλίο με, κατά κανόνα προβληματική τήρηση. Μπορεί  όμως και να τηρείται, απλά, σε ηλεκτρονική μορφή-ένα αρχείο δηλ. κάπου σε κάποιον υπολογιστή στο γραφείο μας ή στον κόσμο ή, απλά, σε κάποιο cloud.

    Φαίνεται πως η αξία της παροιμίας «χαρτιά γραμμένα, στόματα βουλωμένα» απομακρύνεται, με ταχείς ρυθμούς, από το παρόν και την καθημερινότητά μας. Και, αυτονοήτως, όσον αφορά τις Ανώνυμες Εταιρείες. Η εμμονή μας στο «χαρτί», στην (δήθεν) ασφάλεια που αυτό παρέχει αλλά και στις εμπειρίες του παρελθόντος, εύλογα θα ήταν δυνατό να χαρακτηριστεί από τους νεότερους με μία μόνον, απαξιωτική, λέξη:  αγκύλωση.

    Αν δεν καταφέρνουμε να συμπεριλαμβανόμαστε μεταξύ εκείνων που χαράσσουν τις νέες λεωφόρους τουλάχιστον ας επιδιώκουμε να παραμένουμε μεταξύ των χρηστών τους.

    stavros-koumentakis

    Σταύρος Κουμεντάκης
    Senior Partner

    Υ.Γ. Συνοπτική έκδοση αυτού του άρθρου δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ, στις 2 Ιουνίου 2019.

  • Μειοψηφούντες Μέτοχοι: Το Δικαίωμα Της Πλειοψηφίας Για Την Εξαγορά Των Μετοχών Μειοψηφίας

    Μειοψηφούντες Μέτοχοι: Το Δικαίωμα Της Πλειοψηφίας Για Την Εξαγορά Των Μετοχών Μειοψηφίας

    Μειοψηφούντες μέτοχοι.

    Μέρος Γ΄: Το δικαίωμα του μετόχου Πλειοψηφίας για την εξαγορά μετοχών Μειοψηφίας

    1. Προοίμιο

    Ενστερνιζόμουν, ανέκαθεν, τη θέση πως «το δίκαιο δεν είναι τίποτα άλλο παρά το συμφέρον του ισχυρού». Θα μπορούσα μάλιστα, πολύ εύκολα, να διεκδικήσω την πατρότητα της συγκεκριμένης ρήσης: (α) αν  δεν με είχε προλάβει (είκοσι τέσσερις, μόλις, αιώνες πριν) ο Πλάτωνας στην Πολιτεία-Λόγος Πρώτος (:«φημί γαρ εγώ είναι το δίκαιον ουκ άλλο τι το του κρείττονος ξυμφέρον») και (β) αν  το συγκεκριμένο εδάφιο δεν το είχα συναντήσει, κατ’ επανάληψη, στο διαδίκτυο.

    Τάδε έφη λοιπόν ο Πλάτωνας κι από τον ρου της ιστορίας αποδεικνύεται πως δεν είχε κι άδικο. Η συγκεκριμένη θέση φαίνεται, μάλιστα, πως έχει γενική ισχύ: στις διακρατικές σχέσεις, στην άσκηση της κρατικής εξουσίας, στις οικογενειακές & προσωπικές σχέσεις και όχι μόνον! Ειδικά όσον αφορά τις ενδοεταιρικές σχέσεις είναι κάτι που αναδεικνύεται, διαχρονικά, στη σχετική νομοθεσία. Θα μπορούσε κάποιος να χρησιμοποιήσει ως παράδειγμα την εξουσία της πλειοψηφίας επί της μειοψηφίας. Χωρίς να παραγνωρίζει κανένας τους περιορισμούς της συγκεκριμένης εξουσίας στο νόμο για τις ανώνυμες εταιρείες διαπιστώνουμε την πολυεπίπεδη αναγνώριση της εξουσίας της πλειοψηφίας.

    Η άποψη και θέσεις της μειοψηφίας δεν είναι πάντοτε ελκυστικές. Ενίοτε ούτε και ανεκτές. Ιδίως στις περιπτώσεις όπου η επιχείρηση είναι (μοιάζει να είναι ή προβλέπεται να γίνει) ανθούσα. Καθώς και σ’ εκείνες που η μειοψηφία διεκδικεί τα δικαιώματα που έχει (ή που φαντάζεται πως έχει).

    Οι μέτοχοι που ατομικά ή κατά σύμπραξη συγκεντρώνουν κάτι περισσότερο από το 50% έως κάτι λιγότερο από το 95% του μετοχικού κεφαλαίου της ανώνυμης εταιρείας ουδέν δικαιούνται (ευθέως) να πράξουν αν αξιολογήσουν, κατά την ελεύθερη κρίση τους, πως «καιρός είναι τώρα να ξεφορτωθούμε τους μετόχους μειοψηφίας». Ποικιλοτρόπως είναι δυνατό να κινηθούν είτε σε παρασκηνιακό επίπεδο είτε στα όρια του νόμου. Άμεσα όμως μπορεί ο μέτοχος που συγκεντρώνει ποσοστό ίσο ή μεγαλύτερο από το 95% του μετοχικού κεφαλαίου να ασκήσει τα δικαιώματα που του αναγνωρίζει ο νόμος για τις ανώνυμες εταιρείες (άρθρο 47 ν. 4548/2019).

    Αναφερθήκαμε ήδη στην (καλυπτόμενη από το νόμο) αξίωση του μετόχου μειοψηφίας να εξαγοράσει η εταιρεία ή, κατά περίπτωση, ο μέτοχος πλειοψηφίας τις μετοχές του καθώς και στις σχετικές προϋποθέσεις και διαδικασία (δείτε τα σχετικά άρθρα “Μειοψηφούντες μέτοχοι. Μέρος Α΄: Η αξίωση εξαγοράς των μετοχών τους από την Α.Ε.” και  “Μειοψηφούντες μέτοχοι. Μέρος Β΄: Η αξίωση εξαγοράς των μετοχών τους από τον μέτοχο πλειοψηφίας“). Στην προκειμένη περίπτωση θα μας απασχολήσει η υποχρέωση του μετόχου μειοψηφίας να ανεχθεί την εξαγορά των μετοχών του από τον μέτοχο πλειοψηφίας-στη διεθνή ορολογία squeeze out. Και τούτο κατ’ απόκλιση (και εν προκειμένω) της αρχής της ελευθερίας των συμβάσεων (κατ’ άρθρο 361 ΑΚ) αλλά και της οικονομικής ελευθερίας που προσδιορίζεται από τη διάταξη του άρθρου 5 παρ. 1 του Συντάγματος.

     

    2. Το δικαίωμα του πλειοψηφούντος μετόχου για την εξαγορά μετοχών μειοψηφίας

    2.1 Η προϋπόθεση της ιδιοκτησίας του 95% και πλέον του μετοχικού κεφαλαίου

    Στις περιπτώσεις των μη εισηγμένων εταιρειών (καθώς για τις εισηγμένες ισχύουν, κατά βάση, οι ρυθμίσεις για τη δημόσια πρόταση αγοράς κινητών αξιών και επικουρικά εκείνες του νόμου για τις ανώνυμες εταιρείες) η πρώτη, καθοριστική, προϋπόθεση αναφέρεται στο ποσοστό του μετοχικού κεφαλαίου του πλειοψηφούντος μετόχου. Η ρύθμιση του νόμου για τις Α.Ε. (άρθρο 47 παρ. 1 ν. 4548/2018) αναφέρεται στον μέτοχο που συγκεντρώνει, κατ’ ελάχιστον, ποσοστό 95% του μετοχικού κεφαλαίου. Εκ περισσού διευκρινίζεται πως το ποσοστό του πλειοψηφούντος μετόχου λογίζεται με βάση την ονομαστική αξία των μετοχών του επί του (συνολικού) μετοχικού κεφαλαίου. Δεν έχει σημασία αν κάποιος μέτοχος διαθέτει το 95% ή περισσότερο των κοινών ή προνομιούχων μετοχών καθώς καθοριστικό στοιχείο αναδεικνύεται η ποσοστιαία συμμετοχή του στο μετοχικό κεφάλαιο της εταιρείας.

    2.2 Η προϋπόθεση της συγκέντρωσης του 95% σε έναν μέτοχο.

    Το δικαίωμα της απόκτησης των μετοχών του μειοψηφούντος μετόχου ανήκει στον μέτοχο που έχει συγκεντρώσει ποσοστό 95% και πλέον-μετά τη σύσταση της ανώνυμης εταιρείας. Στην περίπτωση όμως που ο εξ αρχής πλειοψηφών μέτοχος (από την ίδρυση, ακόμα, της ανώνυμης εταιρείας) κάλυψε ποσοστό  95% τουλάχιστον του μετοχικού κεφαλαίου δεν του αναγνωρίζεται το δικαίωμα να κινηθεί με βάση τη συγκεκριμένη διάταξη. Με άλλα λόγια: ο εξ αρχής μέτοχος-κάτοχος ποσοστού 95% και πλέον του μετοχικού κεφαλαίου της ανώνυμης εταιρείας δεν δικαιούται, οποιαδήποτε χρονική στιγμή στο μέλλον, να αξιώσει την εξαγορά μετοχών μειοψηφίας.

    Είναι σημαντικό να τονισθεί πως η συγκεκριμένη διάταξη αναφέρεται ρητά στο δικαίωμα του ενός, μόνον, πλειοψηφούντος μετόχου. Επομένως θα πρέπει να αποκλεισθεί το ενδεχόμενο της (ευκαιριακής ή περισσότερο μόνιμης) σύμπραξης περισσοτέρων μετόχων για τη συγκέντρωση ποσοστού 95% και πλέον του μετοχικού κεφαλαίου με σκοπό την άσκηση του δικαιώματος εξαγοράς των μετοχών των υπολοίπων, μειοψηφούντων, μετόχων.

    Αν ανατρέξουμε στην ακριβώς «αντίπερα όχθη» δεν θα συναντήσουμε αντίστοιχη ρύθμιση: ο μέτοχος μειοψηφίας ο οποίος έχει στην κυριότητά του ποσοστό μικρότερο του 5% του μετοχικού κεφαλαίου δικαιούται (άρθρο 46 παρ. 1) να αξιώσει από τον μέτοχο που συγκεντρώνει το 95% και πλέον του μετοχικού κεφαλαίου την εξαγορά των μετοχών του. Είδαμε όμως στο σχετικό άρθρο πως στο ποσοστό του πλειοψηφούντος μετόχου προσμετρώνται τα ποσοστά διαφόρων φυσικών και νομικών προσώπων (ανιόντες, κατιόντες, σύζυγοι, συγκατοικούντες σύντροφοι, συνδεδεμένα νομικά πρόσωπα). Στην εξεταζόμενη όμως περίπτωση ο νόμος αξιώνει ένας, μόνον, να είναι ο μέτοχος που συγκεντρώνει το 95% και πλέον του μετοχικού κεφαλαίου.

    Θα πρέπει βέβαια να σημειωθεί πως αν αναφερόμαστε σε νομικό πρόσωπο (λ.χ. εταιρεία holding ή άλλης μορφής πολυμετοχικό σχήμα) η οποία διαθέτει το 95% και πλέον του μετοχικού κεφαλαίου ένας θα πρέπει να λογίζεται ο μέτοχος, ανεξάρτητα από τον αριθμό των μετόχων-εταίρων του. Αντίστοιχα, θα πρέπει να προσμετρήσουμε στις μετοχές που κατά κυριότητα ανήκουν σε συγκεκριμένο μέτοχο κι εκείνες που του έχουν μεταβιβασθεί με άλλο τρόπο (λ.χ. καταπιστευματικά).

    2.3 Προθεσμία

    Το δικαίωμα του πλειοψηφούντος μετόχου (του κατέχοντος ποσοστό 95% και πλέον  του μετοχικού κεφαλαίου) για την άσκηση του δικαιώματός του από τη συγκεκριμένη διάταξη, υπόκειται σε πενταετή αποσβεστική προθεσμία. Χρόνος έναρξης της συγκεκριμένης προθεσμίας είναι ο χρόνος απόκτησης ή, κατά περίπτωση, υπέρβασης του 95% του μετοχικού κεφαλαίου από τον μέτοχο πλειοψηφίας. Μετά την παρέλευση της συγκεκριμένης πενταετούς προθεσμίας, ο προαναφερθείς μέτοχος πλειοψηφίας ουδέν δικαιούται να πράξει για την εξαγορά των μετοχών των μειοψηφούντων μετόχων.

    Εκ περισσού σημειώνεται πως ο νόμος δεν επιβάλει στον πλειοψηφούντα μέτοχο τη γνωστοποίηση (του χρόνου έναρξης της συγκεκριμένης προθεσμίας, δηλ.) της απόκτησης ή υπέρβασης του ποσοστού του 95% του μετοχικού κεφαλαίου.

    2.4 Η δικαστική απόφαση και η σχετική πραγματογνωμοσύνη

    Το αίτημα του μετόχου πλειοψηφίας για την εξαγορά των μετοχών των μειοψηφούντων αξιολογείται από το αρμόδιο Δικαστήριο κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας (άρθρο 47 παρ. 2). Το τελευταίο είναι που θα κρίνει αν πληρούνται οι προϋποθέσεις που θέτει ο νόμος. Εφόσον η σχετική αίτηση γίνει αποδεκτή, το Δικαστήριο ορίζει το δίκαιο και εύλογο τίμημα (:αντάλλαγμα της εξαγοράς των μετοχών του μειοψηφούντος). Για τον προσδιορισμό του τιμήματος θα ληφθεί υπόψη, αυτονοήτως, η αξία της εταιρείας-συνολικά. Σχετικά με το θέμα αυτό ο αιτών μέτοχος πλειοψηφίας υποβάλλει στο δικαστήριο πραγματογνωμοσύνη που, κατά κανόνα,  διενεργείται (άρθρο 47 παρ. 2, σε συνδυασμό με το άρθρο 17 παρ. 3) από δύο ορκωτούς ελεγκτές-λογιστές ή μία ελεγκτική εταιρεία. Στους πραγματογνώμονες παρέχεται κάθε αναγκαίο οικονομικό στοιχείο από το Διοικητικό Συμβούλιο της Εταιρείας. Η συγκεκριμένη πραγματογνωμοσύνη όμως, παρ’ ότι από το νόμο υποχρεωτική η υποβολή της, δεν αναδεικνύεται ως δεσμευτική για το δικαστήριο.

    2.5 Η κατάθεση του ανταλλάγματος σε Πιστωτικό Ίδρυμα

    Μετά την έκδοση της δικαστικής απόφασης και την ενδεχόμενη αποδοχή της αίτησης του πλειοψηφούντος μετόχου, ο τελευταίος υποχρεούται να καταθέσει το αντάλλαγμα που ορίσθηκε ως αναλογούν σε Πιστωτικό Ίδρυμα υπέρ των μειοψηφούντων μετόχων. Η καταβολή προς τους τελευταίους θα λάβει χώρα ύστερα από επιβεβαίωση της νομιμοποίησής τους. Σε περίπτωση όμως που παρέλθει εξάμηνο από τον χρόνο της κατάθεσης στο Πιστωτικό Ίδρυμα, το τελευταίο διατηρεί το δικαίωμα να μεταφέρει στο Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων το μη αναληφθέν τμήμα του παρακατατεθέντος ποσού.

    2.6 Η Δημόσια Δήλωση

    Η άσκηση του δικαιώματος του μετόχου πλειοψηφίας για την εξαγορά των μετοχών των μειοψηφούντων μετόχων λαμβάνει χώρα με δημόσια δήλωσή του (στο ΓΕΜΗ). Η συγκεκριμένη δημόσια δήλωση, κατά βάση, περιλαμβάνει (άρθρο 47 παρ. 4):

    (α) Τα στοιχεία της εταιρείας και του πλειοψηφούντος μετόχου καθώς και το ποσοστό που τελευταίος κατέχει στην εταιρεία,

    (β) Τα στοιχεία και το περιεχόμενο της εκδοθείσας δικαστικής απόφασης της σχετικής με το θέμα της εξαγοράς.

    (γ) Τα στοιχεία του Πιστωτικού Ιδρύματος στο οποίο έχει γίνει η παρακατάθεση του ανταλλάγματος που ορίσθηκε από την εκδοθείσα δικαστική απόφαση καθώς και

    (δ) Τις τυχόν προϋποθέσεις για την ανάληψη του ανταλλάγματος από τους μετόχους μειοψηφίας.

    2.7 Η υποχρέωση του μετόχου πλειοψηφίας για δημόσια δήλωση ή ατομική ειδοποίηση των μετόχων μειοψηφίας.

    Η μεταβίβαση των μετοχών από τους μετόχους μειοψηφίας δεν χρειάζεται, στην περίπτωση αυτή, οποιαδήποτε σύμβαση. Η συγκεκριμένη μεταβίβαση ολοκληρώνεται με δύο, εναλλακτικά, τρόπους. Η επιλογή εναπόκειται στη διακριτική ευχέρεια του μετόχου πλειοψηφίας. Συγκεκριμένα:

    (α) Η προαναφερθείσα (υπό 2.6) δήλωση του μετόχου πλειοψηφίας υποβάλλεται σε δημοσιότητα (άρθρο 47 παρ. 4). Από την ημερομηνία της δημοσίευσης (στο ΓΕΜΗ) οι μετοχές περιέρχονται, αυτοδικαίως, στον μέτοχο πλειοψηφίας. Το μόνο δικαίωμα που διατηρεί ο μέτοχος μειοψηφίας από τις μετοχές του, μετά τη συγκεκριμένη δημοσίευση, είναι να αναλάβει το αντάλλαγμα για την εξαγορά τους-όπως αυτό προσδιορίστηκε από την εκδοθείσα δικαστική απόφαση.

    (β) Η δημοσιότητα της εν λόγω (υπό α) δήλωσης μπορεί να αντικατασταθεί από ατομικές γνωστοποιήσεις του μετόχου πλειοψηφίας προς έναν έκαστο των μετόχων μειοψηφίας (επιδιδόμενες, ασφαλέστερα, με δικαστικό επιμελητή). Η αυτοδίκαιη μεταβίβαση των μετοχών των τελευταίων λαμβάνει χώρα μετά τη δεύτερη ατομική γνωστοποίηση προς τον μέτοχο μειοψηφίας (η οποία δεν θα απέχει περισσότερες από δεκαπέντε ημέρες από την πρώτη). Απαιτείται όμως και τρίτη ατομική γνωστοποίηση προς τον μέτοχο μειοψηφίας με την επίκληση των στοιχείων των δύο πρώτων.

    2.8 Είναι δυνατή η καθυστέρηση της εκτέλεσης της απόφασης για την εξαγορά μετοχών μειοψηφίας;

    Με ρητή διάταξη του νόμου (άρθρο 47 παρ. 7) αποσαφηνίζεται πως δεν είναι δυνατή η καθυστέρηση της εκτέλεσης της απόφασης, η οποία κάνει αποδεκτή την αίτηση του μετόχου πλειοψηφίας. Τυχόν άσκηση ενδίκων μέσων, αιτήσεως ανάκλησης, μεταρρύθμισης ή τριτανακοπής δεν είναι δυνατό να δημιουργήσει κώλυμα ή χρονική υστέρηση στη μεταβίβαση των μετοχών στον πλειοψηφούντα με το αντάλλαγμα που ορίσθηκε για την εξαγορά.

     

    3. Εν κατακλείδι

    Μίλησε ήδη ο Πλάτωνας, κατά τα εισαγωγικώς αναφερόμενα, για το συμφέρον του ισχυρού και την προστασία που του επιφυλάσσει το δίκαιο. Δεν χρειάζεται και εδώ να επαναλάβω τη σχετική του θέση.

    Είναι αλήθεια πως η δυνατότητα που αναγνωρίζεται στον μέτοχο πλειοψηφίας (που διαθέτει ποσοστό τουλάχιστον 95% του μετοχικού κεφαλαίου της ανώνυμης εταιρείας) για την εξαγορά των μετοχών της εναπομένουσας μειοψηφίας κινείται, προεχόντως, προς την κατεύθυνση της εξυπηρέτησης των δικών συμφερόντων.

    Το πιθανότερο όμως είναι πως και τα δικαιώματα και αξιώσεις των μειοψηφούντων ικανοποιεί. Και τούτο γιατί παρέχει στους μειοψηφούντες αντάλλαγμα (κατά τεκμήριο δίκαιο) για μετοχές (α) με περιορισμένα δικαιώματα, (β) οι οποίες το πιθανότερο θα ήταν δυνατό να εκποιηθούν μόνον προς τον πλειοψηφούντα και ύστερα από δικαστικό εξαναγκασμό του-με έξοδα όμως των μειοψηφούντων.

    Η συγκεκριμένη διαδικασία θα πρέπει να αποδεχθούμε, ως πιθανότερη εκδοχή, πως θα έχει θετικά αποτελέσματα και για την ανώνυμη εταιρεία την οποία αφορά. Η αποκατάσταση της τυχόν διαρραγείσας ενότητας και ηρεμίας μεταξύ των μετόχων δεν είναι δυνατό να έχει αρνητικά αποτελέσματα στην επίτευξη του εταιρικού σκοπού.

    Ας μη έχουμε όμως ψευδαισθήσεις: η εμπειρία έχει δείξει πως η μειοψηφία αξιολογείται, κατά κανόνα, ως ενοχλητική. Δεν χρειάζονται μάλιστα συγκροτημένες ενέργειες από μέρους της για να εισέλθει στον χώρο της ενόχλησης. Η διατύπωση μιας διαφορετικής, έστω, άποψης θα ήταν αρκετή για να εισπράξει μια τέτοια αξιολόγηση από τον πλειοψηφούντα. Προς εκατονταετίας εξάλλου, στη Δίκη του ο Κάφκα διατύπωσε, ενδεχομένως με τρόπο ωμό, την πραγματικότητα «ο καθένας έχει το δικαίωμα να έχει τη δική του άποψη αρκεί να συμφωνεί με τη δική μου»:-λιγότερο ή περισσότερο αφορά τον καθένα μας.

    Με ασφάλεια λοιπόν μπορούμε να συμπεράνουμε πως η συγκεκριμένη διάταξη είναι μία από τις ασφαλείς οδούς που (κατά νόμο) δικαιούται ο μέτοχος πλειοψηφίας να βαδίσει για την απαλλαγή του από τους διαφορετική άποψη έχοντες αλλά και την εδραίωση της μονοκρατορίας του!

    stavros-koumentakis

    Σταύρος Κουμεντάκης
    Senior Partner

    Υ.Γ. Συνοπτική έκδοση αυτού του άρθρου δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ, στις 19 Μαΐου 2019.

    εξαγορά μετοχών μειοψηφίας

  • Μειοψηφούντες Μέτοχοι: Η Αξίωση Εξαγοράς Των Μετοχών Τους Από Τον Μέτοχο Πλειοψηφίας

    Μειοψηφούντες Μέτοχοι: Η Αξίωση Εξαγοράς Των Μετοχών Τους Από Τον Μέτοχο Πλειοψηφίας

    Μειοψηφούντες μέτοχοι.

    Μέρος Β΄: Η αξίωση εξαγοράς των μετοχών τους από τον Μέτοχο Πλειοψηφίας

    1. Προοίμιο

    Σε μια ευνομούμενη πολιτεία αυτονόητη μοιάζει η αρχή της ελευθερίας των συμβάσεων. Στη χώρα μας τη συναντούμε στη διάταξη του άρθρου 361 ΑΚ (: «Για τη σύσταση η αλλοίωση ενοχής με δικαιοπραξία απαιτείται σύμβαση, εφόσον ο νόμος δεν ορίζει διαφορετικά»). Η συγκεκριμένη αρχή βάση της έχει τη διάταξη του άρθρου 5 παρ. 1 του Συντάγματος, η οποία αναφέρεται, μεταξύ των άλλων, στην οικονομική ελευθερία.

    Επιμέρους στοιχεία της αρχής της ελευθερίας των συμβάσεων είναι η ελευθερία της σύναψης (ή μη) σύμβασης καθώς και (σε καταφατική περίπτωση) επιλογής του αντισυμβαλλομένου και του περιεχομένου της.

    Στη βάση της συγκεκριμένης αρχής ουδείς υποχρεούται να συνάψει οποιαδήποτε σύμβαση (πολύ περισσότερο με συγκεκριμένο περιεχόμενο) εκτός κι αν ο νόμος «ορίζει διαφορετικά».

    Στο πλαίσιο της Ανώνυμης Εταιρείας, αντίστοιχα, ουδείς υποχρεούται να αγοράσει τις μετοχές του μειοψηφούντος μετόχου. Όταν μάλιστα το ποσοστό του τελευταίου είναι ελάχιστο και δεν έχει οποιαδήποτε αξία στον σχηματισμό της πολυπόθητης πλειοψηφίας, το περισσότερο πιθανό είναι και πως κανένας θα ενδιαφέρεται (ή θα κάνει πως δεν ενδιαφέρεται) να τις αγοράσει.

    Ανάμεσα στα άλλα που είχε πει ο τεράστιος (αμερικανός ηθοποιός και σκηνοθέτης) Κλιντ Ήστγουντ είναι: «αν θέλεις εγγύηση αγόρασε μια τοστιέρα». Αν ο μέτοχος μειοψηφίας καταλήξει πως η επένδυσή του δεν είναι προσοδοφόρα ή, πολύ περισσότερο, προβληματική για τον ίδιο δεν μπορεί να την επιστρέψει: οι μετοχές δεν είναι τοστιέρες. Οι μετοχές δεν καλύπτονται από τις εγγυήσεις που αναφέρονται στις τοστιέρες.

    Ένα πρώτο συμπέρασμα θα μπορούσε λοιπόν να είναι πως, κατ’ αρχήν, δεν μπορεί να υποχρεωθεί κάποιος να αποκτήσει τις μετοχές του μετόχου μειοψηφίας゙ εκτός κι αν πληρούνται συγκεκριμένες προϋποθέσεις…

    Αναφερθήκαμε ήδη στην (καλυπτόμενη από το νόμο) αξίωση του μετόχου μειοψηφίας να εξαγοράσει η εταιρεία τις μετοχές του καθώς και στις σχετικές προϋποθέσεις και διαδικασία (διαβάστε στο σχετικό άρθρο). Στην προκειμένη περίπτωση θα μας απασχολήσει η (δυνητική) αξίωση του μειοψηφούντος για την εξαγορά των μετοχών του από τον μέτοχο πλειοψηφίας.

     

    2. Το δικαίωμα της μειοψηφίας για την εξαγορά των μετοχών της από τον μέτοχο πλειοψηφίας

    Η προϋπόθεση της μη υπέρβασης του 5% του μετοχικού κεφαλαίου

    Στις περιπτώσεις των μη εισηγμένων εταιρειών (καθώς για τις εισηγμένες ισχύουν, κατά βάση, οι ρυθμίσεις για τη δημόσια πρόταση αγοράς κινητών αξιών και επικουρικά εκείνες του νόμου για τις ανώνυμες εταιρείες) η πρώτη, καθοριστική, προϋπόθεση  αναφέρεται στο ποσοστό του μετοχικού κεφαλαίου του μειοψηφούντος μετόχου. Η ρύθμιση του νόμου για τις Α.Ε. (άρθρο 45 παρ. 1 ν. 4548/2018) αναφέρεται σ’ εκείνους από τους μετόχους που συγκεντρώνουν συνολικά, και κατ’ ανώτατο όριο, ποσοστό 5% του μετοχικού κεφαλαίου. Εκ περισσού διευκρινίζεται πως το ποσοστό του μειοψηφούντος μετόχου λογίζεται με βάση την ονομαστική αξία των μετοχών του σε σχέση με εκείνη του (συνολικού) μετοχικού κεφαλαίου. Δεν έχει σημασία αν κάποιος μέτοχος διαθέτει το 5% ή λιγότερο των κοινών ή προνομιούχων μετοχών καθώς καθοριστικό στοιχείο αναδεικνύεται η ποσοστιαία συμμετοχή στο μετοχικό κεφάλαιο της εταιρείας.

    Περαιτέρω: οι μειοψηφούντες μέτοχοι που διαθέτουν μετοχές που αντιστοιχούν σε ποσοστό μεγαλύτερο από το 5% του μετοχικού κεφαλαίου, δεν δικαιούνται να αξιώσουν την μεταβίβαση των μετοχών τους σε οποιονδήποτε μέτοχο. Ουδεκάν μετοχές τους που αντιστοιχούν στο 5%.

    Η συγκεκριμένη ρύθμιση μοιάζει λογική. Η συντριπτική πλειονότητα των δικαιωμάτων μειοψηφίας που αναγνωρίζει ο νόμος για τις ανώνυμες εταιρείες αναφέρεται σε μετόχους που διαθέτουν ποσοστό μεγαλύτερο από το 5% του μετοχικού κεφαλαίου. Όταν δεν το διαθέτει, η δυνατότητα προστασίας του μοιάζει, και είναι, εξαιρετικά περιορισμένη.

    Η προϋπόθεση της συγκέντρωσης (άμεσα και έμμεσα) του 95% σε έναν (;) μέτοχο.

    Η υποχρέωση της απόκτησης των μετοχών του μειοψηφούντος μετόχου βαρύνει, σε ένα πρώτο επίπεδο, το μέτοχο που έχει συγκεντρώσει ποσοστό 95% και πλέον-μετά τη σύσταση της ανώνυμης εταιρείας. Η περίπτωση όμως που ο μειοψηφών μέτοχος εξ αρχής (κατά την ίδρυση, δηλ., της εταιρείας) αποδέχθηκε την κατοχή ποσοστού μικρότερου από 5%, παραπέμπει σε συνειδητή επιλογή του και αποδοχή της μειωμένης προστασίας του από το νόμο. Στο ενδεχόμενο αυτό ο νομοθέτης δεν έχει επιλέξει να επιβάλλει στον πλειοψηφούντα την υποχρέωση εξαγοράς των μετοχών του μειοψηφούντος.

    Αξιοσημείωτο όμως είναι πως για τον υπολογισμό της υπέρβασης ή μη του ποσοστού του 95% από τον μέτοχο πλειοψηφίας προσμετρώνται, εκτός από τις δικές του ψήφους, κι εκείνες νομικών ή φυσικών προσώπων που συνδέονται με τον συγκεκριμένο (πλειοψηφούντα) μέτοχο.  Τα νομικά πρόσωπα (επιχειρήσεις) των οποίων οι μετοχές προσμετρώνται σ’ εκείνες του μετόχου πλειοψηφίας προκύπτουν από παραπομπή που γίνεται στη διάταξη του άρθρου 32 ν. 4308/2014. Οι προσμετρώμενες μετοχές φυσικών προσώπων είναι εκείνες που ανήκουν στα στενά μέλη της οικογένειας (του μετόχου πλειοψηφίας) όπως αυτά προσδιορίζονται στο Παράρτημα Α΄ του ίδιου νόμου. Ειδικότερα:

    Όσον αφορά τα συνδεδεμένα νομικά πρόσωπα η διάταξη του άρθρου 32 ν. 4308/2014 είναι εξαντλητικώς λεπτομερής. Προφανώς παρέλκει, εν προκειμένω, η εξαντλητική αναφορά, ερμηνεία και εξειδίκευση. Ένας γενικός κανόνας όμως που θα ήταν χρήσιμο (στο πλαίσιο του παρόντος)  να έχουμε κατά νου, συμπεριλαμβάνει μητρικές και θυγατρικές εταιρείες του μετόχου πλειοψηφίας (ή συνδεδεμένες με τον μέτοχο πλειοψηφίας). Επίσης, νομικά πρόσωπα που επιλέγουν ή υποχρεώνονται από τη νομοθεσία να συντάσσουν ενοποιημένες χρηματοοικονομικές καταστάσεις με τον μέτοχο πλειοψηφίας (ή συνδεδεμένα με τον μέτοχο πλειοψηφίας).

    Όσον αφορά τα φυσικά πρόσωπα-στενά μέλη της οικογένειας του μετόχου πλειοψηφίας, των οποίων οι μετοχές προσμετρώνται σ’ εκείνες του τελευταίου, μας καθοδηγεί το Παράρτημα Α του ν. 4308/2014. Σύμφωνα με τη συγκεκριμένη ρύθμιση στενό μέλος της οικογένειας ενός προσώπου (στην προκειμένη περίπτωση του μετόχου πλειοψηφίας) είναι οι ανιόντες, οι κατιόντες, οι σύζυγοι και οι συγκατοικούντες σύντροφοι.

    Προθεσμία

    Το δικαίωμα του μετόχου μειοψηφίας (του κατέχοντος ποσοστό έως 5%) του μετοχικού κεφαλαίου) για την άσκηση του δικαιώματός του υπόκειται σε πενταετή αποσβεστική προθεσμία. Χρόνος έναρξης της συγκεκριμένης προθεσμίας είναι ο χρόνος απόκτησης ή, κατά περίπτωση, υπέρβασης του 95% του μετοχικού κεφαλαίου από τον μέτοχο πλειοψηφίας και τα συνδεδεμένα με αυτόν φυσικά και νομικά πρόσωπα. Μετά την παρέλευση της συγκεκριμένης πενταετούς προθεσμίας, ο προαναφερθείς μέτοχος μειοψηφίας δεν δικαιούται να ασκήσει το δικαίωμά του για την εξαγορά των μετοχών του από τον μέτοχο του 95+% του μετοχικού κεφαλαίου.

    Ο υποχρεούμενος σε εξαγορά μέτοχος

    Η διάταξη του άρθρου 45 ν. 4548/2019 αναφέρεται σε υποχρέωση του μετόχου πλειοψηφίας να προβεί σε εξαγορά των μετοχών του μετόχου που συγκεντρώνει, κατ’ ανώτατο όριο, το 5% του μετοχικού κεφαλαίου. Αναφέρθηκε ήδη η περίπτωση όπου στο ποσοστό του πλειοψηφούντος μετόχου προσμετρώνται (για την συμπλήρωση ή υπέρβαση του 95%) ποσοστά συνδεδεμένων επιχειρήσεων ή στενών μελών της οικογένειάς του. Στην περίπτωση αυτή, θα πρέπει να αποδεχθούμε ως αναγκαίο να υποχρεωθούν τα συγκεκριμένα νομικά και φυσικά πρόσωπα να αποκτήσουν, κατά την αναλογία της συμμετοχής τους στο μετοχικό κεφάλαιο, τις μετοχές του μειοψηφούντος. Αντίστοιχα βέβαια και να καταβάλουν το τίμημα που θα προσδιοριστεί από το αρμόδιο Δικαστήριο. Η συγκεκριμένη αντιμετώπιση μοιάζει αναγκαία καθώς, σε αντίθετη περίπτωση, η εξαγορά των μετοχών του μειοψηφούντος μετόχου θα διατάρασσε, ανεπίτρεπτα, τις υφιστάμενες μετοχικές ισορροπίες.

    Η δικαστική απόφαση για την αξίωση εξαγοράς μετοχών

    Το αίτημα του μετόχου μειοψηφίας για την εξαγορά των μετοχών του από τον πλειοψηφούντα μέτοχο αξιολογείται από το αρμόδιο Δικαστήριο (άρθρο 46 παρ. 2 σε συνδυασμό με τη διάταξη του άρθρου 45 παρ. 4). Το τελευταίο είναι που θα κρίνει αν πληρούνται οι προϋποθέσεις που θέτει ο νόμος. Εφόσον η σχετική αγωγή γίνει αποδεκτή, το Δικαστήριο ορίζει το δίκαιο και εύλογο τίμημα (:αντάλλαγμα της εξαγοράς των μετοχών του μειοψηφούντος) καθώς και τους όρους της καταβολής του. Για τον προσδιορισμό του τιμήματος λαμβάνεται υπόψη η αξία της εταιρείας. Λογικά αναμενόμενο (κι όχι μόνο νομικά επιτρεπτό)  είναι στην περίπτωση αυτή να ζητηθεί σχετική πραγματογνωμοσύνη η οποία διενεργείται, κατά κανόνα, από δύο ορκωτούς ελεγκτές-λογιστές ή μία ελεγκτική εταιρεία. Η πραγματογνωμοσύνη αυτή εξάλλου είναι που θα αξιολογήσει και την εκατέρωθεν, σχετική, επιχειρηματολογία.

     

    Εν κατακλείδι

    Η προστασία του μετόχου μειοψηφίας που δεν συγκεντρώνει ποσοστό 5% του μετοχικού κεφαλαίου, είναι εξαιρετικά περιορισμένη με βάση τις προβλέψεις του νόμου. Ως αντιστάθμισμα (και κατ’ απόκλιση της συνταγματικά κατοχυρωμένης οικονομικής ελευθερίας αλλά και της αρχής της ελευθερίας των συμβάσεων) του αναγνωρίζεται η δυνατότητα να αξιώσει τη μεταβίβαση των μετοχών του στον μέτοχο εκείνο που διαθέτει ποσοστό 95%, και πλέον, του μετοχικού κεφαλαίου.

    Ο νόμος δεν επιβάλει στον μέτοχο της ανώνυμης εταιρείας τη γνωστοποίηση της απόκτησης ή υπέρβασης του ποσοστού του 95% του μετοχικού κεφαλαίου ούτε και τη συγκέντρωση του συγκεκριμένου ποσοστού μέσω συνδεδεμένων φυσικών και νομικών προσώπων. Απαιτείται, κατά τούτο, εγρήγορση του μετόχου μειοψηφίας για την αξιοποίηση των δικαιωμάτων που του παρέχει ο νόμος. Ο κίνδυνος που διατρέχει, σε διαφορετική περίπτωση, είναι διπλός: αφενός μεν να απωλέσει οριστικά την ευκαιρία να επιβάλει την εξαγορά των μετοχών του στον μέτοχο πλειοψηφίας αφετέρου δε να μην επιτύχει ένα ικανοποιητικό τίμημα για τη μεταβίβασή τους.

    Ο μέτοχος πλειοψηφίας, από την άλλη πλευρά, έχει κάθε λόγο να επιδιώξει να κινηθεί εκτός των ορίων της επίμαχης ρύθμισης στην περίπτωση της απόκτησης μετοχών και υπέρβασης της «βάσης» του 95% του μετοχικού κεφαλαίου. Στην περίπτωση που το επιτύχει θα είναι σε θέση να επιβάλει όρους επαχθείς στον μέτοχο μειοψηφίας. Η σχετική διαπραγμάτευση θα μπορούσε να ξεκινά με την υπενθύμιση της εισαγωγικά αναφερθείσας ρήσης του Κλιντ Ήστγουντ…

    stavros-koumentakis

    Σταύρος Κουμεντάκης
    Senior Partner

    Υ.Γ. Συνοπτική έκδοση αυτού του άρθρου δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ, στις 12 Μαΐου 2019.

  • Μειοψηφούντες Μέτοχοι: Η Αξίωση Εξαγοράς Των Μετοχών Τους Από Την Εταιρεία

    Μειοψηφούντες Μέτοχοι: Η Αξίωση Εξαγοράς Των Μετοχών Τους Από Την Εταιρεία

    Μειοψηφούντες μέτοχοι.

    Μέρος Α΄: Η αξίωση εξαγοράς των μετοχών τους από την Ανώνυμη Εταιρεία.

    Η ύπαρξη και άσκηση των δικαιωμάτων της μειοψηφίας -όπως αυτά περιγράφηκαν σε προγενέστερη αρθρογραφία – “Η μειοψηφία και τα δικαιώματά της στην Ανώνυμη Εταιρεία” και “Τα δικαιώματα μειοψηφίας στην Α.Ε.: ο έκτακτος έλεγχος“- δεν είναι πάντα αρκετές για την επίτευξη της αναγκαίας ισορροπίας στις σχέσεις της (της μειοψηφίας) με την εταιρεία. Ούτε και, εν τέλει, μέσα στην ίδια την εταιρεία.

    Κάποιες φορές το «διαζύγιο» μοιάζει αναγκαίο…

    Οι πλειοψηφούντες μέτοχοι ασκώντας το δικαίωμα ψήφου δικαιούνται (και ορθά) να λαμβάνουν αποφάσεις κρίσιμες για το μέλλον της εταιρείας. Κρίσιμες, κατά λογική ακολουθία, και για το μέλλον των μειοψηφούντων. Κάποιες φορές μάλιστα και δυνητικά βλαπτικές για τους τελευταίους.

    Ποιες είναι αυτές οι δυνητικά βλαπτικές αποφάσεις; Και, σε περίπτωση λήψης τους, οι μέτοχοι της μειοψηφίας παραμένουν, άραγε, απροστάτευτοι; Και υπό ποιες προϋποθέσεις θα ήταν δυνατό να εκδοθεί «διαζευκτήριο» ανάμεσα στην εταιρεία και τους μετόχους μειοψηφίας;

    Κατά τον Άγγλο ηθοποιό Κάρι Γκράντ: «το διαζύγιο είναι ένα παιχνίδι που παίζεται από δικηγόρους». Και από το συγκεκριμένο «διαζύγιο» δεν θα ήταν δυνατό να λείψουν…

     

    Αιτίες για την αξίωση εξαγοράς μετοχών

    Είναι δεδομένο πως στο πλαίσιο του δημοκρατίας (και του δικαίου της Ανώνυμης Εταιρείας) οι πλειοψηφούντες είναι εκείνοι που λαμβάνουν τις αποφάσεις. Κάποιες φορές όμως  οι ίδιες αυτές αποφάσεις θα ήταν δυνατό να αξιολογηθεί πως καθιστούν «κατά τρόπο προφανή, ιδιαίτερα ασύμφορη» την παραμονή των μετόχων μειοψηφίας στην εταιρεία (άρθρο 45 παρ. 1, εδ. α ν. 4548/2019). Η αξιολόγηση βέβαια αυτή ανήκει, κατ’ αρχάς, στους ίδιους του μετόχους μειοψηφίας. Οι τελευταίοι θα ασκήσουν τα εκ του νόμου δικαιώματά τους στην περίπτωση που υιοθετήσουν τη συγκεκριμένη θέση.

    Ο νόμος  για τις ΑΕ (άρθρο 45 παρ. 2) αναγνωρίζει ως δυνητικά βλαπτικές για τους μετόχους μειοψηφίας αποφάσεις που αφορούν: (α) τη μεταφορά της έδρας της εταιρείας σε άλλο κράτος, (β) την εισαγωγή περιορισμών στη μεταβίβαση μετοχών, (γ) την αλλαγή εταιρικού σκοπού και, τέλος, (δ) κάθε άλλο γεγονός το οποίο, κατά το καταστατικό της εταιρείας, ενεργοποιεί αντίστοιχα δικαιώματα των συγκεκριμένων μετόχων. Στην τελευταία, όμως, περίπτωση είναι αναγκαίο να προβλέπεται προθεσμία για την άσκησή τους.

     

    Η «διέξοδος» των μετόχων μειοψηφίας και οι σχετικές προϋποθέσεις για την αξίωση εξαγοράς μετοχών

    Σε περίπτωση που λάβει χώρα κάποιο από τα προαναφερθέντα γεγονότα, ο νόμος παρέχει (σημαντική) προστασία στους μετόχους μειοψηφίας: τους αναγνωρίζεται το δικαίωμα να προσφύγουν στο αρμόδιο Δικαστήριο ζητώντας την εξαγορά των μετοχών τους από την εταιρεία (άρθρο 45 παρ. 1: «δικαιωματική εξαγορά»-διεθνώς γνωστή με τον αγγλοσαξωνικό όρο sell out). Επιβάλλει όμως διπλή προϋπόθεση στους προσφεύγοντες (και διεκδικούντες την προστασία τους) μετόχους: Αφενός μεν την παράστασή τους στη Γενική Συνέλευση που έλαβε τις επίμαχες αποφάσεις αφετέρου δε τη σχετική εναντίωσή τους. Ενδεχόμενη απουσία τους από την κρίσιμη Γενική Συνέλευση, υπερψήφιση της σχετικής απόφασης ή αποχή κατά την ψηφοφορία, τους αφαιρεί το προαναφερθέν δικαίωμα (να προσφύγουν δηλαδή στο Δικαστήριο ζητώντας την εξαγορά των μετοχών τους). Στην περίπτωση πάντως που καταστατική πρόβλεψη αναφέρεται σε γεγονός που δεν συναρτάται με λήψη απόφασης Γενικής Συνέλευσης, η εν λόγω (διπλή) προϋπόθεση δεν υφίσταται.

    Η προθεσμία εντός της οποίας θα πρέπει να «κινηθεί»-να ασκήσει δηλ. την αγωγή και το σχετικό δικαίωμά του ο (βλαπτόμενος) μέτοχος μειοψηφίας είναι τρεις μήνες από την ολοκλήρωση της τροποποίησης του καταστατικού. Η προθεσμία αυτή ισχύει στις περιπτώσεις της μεταφοράς της έδρας της εταιρείας σε άλλο κράτος, της εισαγωγής περιορισμών στη μεταβίβαση μετοχών και την αλλαγή του εταιρικού σκοπού. Στις λοιπές περιπτώσεις που τυχόν προβλέπονται από το καταστατικό ισχύουν οι σ’ αυτό αναφερόμενες προθεσμίες.

     

    Η περίπτωση της εισαγωγής περιορισμών στη μεταβίβαση των μετοχών

    Το εταιρικό συμφέρον επιτάσσει τη διασφάλιση της συνέχειας της εταιρείας. Κι αυτή συναρτάται, κάποιες φορές σε σημαντικό βαθμό, από τη μετοχική της σύνθεση. Η εισαγωγή περιορισμών στη μεταβίβαση των μετοχών κάποιες φορές αποδεικνύεται καθοριστικής σημασίας (διαβάστε το άρθρο για τις Δεσμευμένες μετοχές). Οι σχετικές προβλέψεις στο καταστατικό κατά την ίδρυση της εταιρείας μοιάζει να αποτελούν στοιχείο «εκ των ων ου άνευ» για τη διασφάλιση των σχέσεων μεταξύ των μετόχων και την ευόδωση του εταιρικού σκοπού.

    Στη συντριπτική πλειονότητα των περιπτώσεων δεν προβλέπονται, δυστυχώς, τέτοιοι καταστατικοί περιορισμοί κατά την ίδρυση της εταιρείας. Όταν εκ των υστέρων διαπιστωθεί η σχετική ανάγκη, οι μέτοχοι πλειοψηφίας είναι, πράγματι, δυνατό να επιβάλλουν την αναγκαία καταστατική τροποποίηση. Στους μετόχους όμως μειοψηφίας αναγνωρίζεται τότε (εύλογα) το δικαίωμα να ζητήσουν την εξαγορά των μετοχών τους και, εν τέλει, την έξοδό τους από την εταιρεία. Στο δικαστήριο εναπόκειται να αποφασίσει για το εύλογο του αιτήματος των μετόχων μειοψηφίας και, ιδίως, «αν η παραμονή τους σ’ αυτήν καθίσταται, κατά τρόπο προφανή, ιδιαίτερα ασύμφορη». Με άλλα λόγια: ήσσονος σημασίας περιορισμοί στη μεταβίβαση των μετοχών δεν θα ήταν δυνατό να δικαιολογήσουν την ικανοποίηση του αιτήματος των μετόχων μειοψηφίας.

    Για τις περιπτώσεις όμως που από την ίδρυση της εταιρείας έχουν προβλεφθεί οι αναγκαίοι περιορισμοί στη μεταβίβαση των μετοχών ούτε λόγος να γίνεται για αντίστοιχα δικαιώματα των μετόχων μειοψηφίας.

     

    Η περίπτωση της τροποποίησης του εταιρικού σκοπού

    Αντίστοιχη αξιολόγηση βέβαια θα κάνει το Δικαστήριο και στην περίπτωση που ο αιτών μέτοχος μειοψηφίας παραπονείται (και ασκεί τα σχετικά του δικαιώματα) εξ αιτίας τροποποίησης του εταιρικού σκοπού. Εύλογα θα θεωρούνταν ιδιαίτερα ασύμφορη για τον αιτούντα η μετατροπή, λ.χ., μιας εταιρείας holding σε εταιρεία παραγωγής CDs. Αντίθετα δεν θα ήταν δυνατή η (σοβαρή) υποστήριξη από τον μέτοχο μειοψηφίας αιτήματος εξαγοράς των μετοχών του από μια (ανώδυνη) επέκταση των εταιρικών δραστηριοτήτων.

     

    Η δικαστική απόφαση για την αξίωση εξαγοράς μετοχών

    Το αίτημα του μετόχου μειοψηφίας για την εξαγορά των μετοχών του από την εταιρεία αξιολογείται από το αρμόδιο Δικαστήριο (άρθρο 45 παρ. 4). Το τελευταίο είναι που θα κρίνει αν πληρούνται οι προϋποθέσεις που θέτει ο νόμος αλλά και την ουσιαστική βασιμότητα της σχετικής επιχειρηματολογίας του αιτούντος. Εφόσον η σχετική αγωγή γίνει αποδεκτή, το Δικαστήριο ορίζει το δίκαιο και εύλογο τίμημα (:αντάλλαγμα της εξαγοράς των μετοχών του μειοψηφούντος) καθώς και τους όρους της καταβολής του. Για τον προσδιορισμό του τιμήματος λαμβάνεται υπόψη η αξία της εταιρείας. Λογικά αναμενόμενο (κι όχι μόνο νομικά επιτρεπτό)  είναι στην περίπτωση αυτή να ζητηθεί σχετική πραγματογνωμοσύνη η οποία διενεργείται, κατά κανόνα, από δύο ορκωτούς ελεγκτές-λογιστές ή μία ελεγκτική εταιρεία. Η πραγματογνωμοσύνη αυτή εξάλλου είναι που θα αξιολογήσει και την εκατέρωθεν επιχειρηματολογία.

    Η δικαστική απόφαση είναι πάντοτε δεσμευτική για την εταιρεία (άρθρο 45 παρ. 5). Για την περίπτωση της υπαίτιας μη συμμόρφωσής της εντός της προθεσμίας που θα ταχθεί από τη δικαστική απόφαση είναι δυνατό να διαταχθεί η λύση της.

    Εντούτοις η δικαστική απόφαση δεν είναι υποχρεωτικά δεσμευτική για τον αιτούντα μέτοχο. Εφόσον το τίμημα το οποίο θα προσδιορίσει η δικαστική απόφαση δεν αξιολογηθεί (από τον αιτούντα) ως ικανοποιητικό, δικαιούται να αρνηθεί την ολοκλήρωση της σχετικής διαδικασίας (:μεταβίβασης των μετοχών του στην εταιρεία). Στην περίπτωση αυτή βέβαια επιβαρύνεται με τα έξοδα της σχετικής δίκης.

     

    Εν κατακλείδι

    Η συνύπαρξη στη ζωή δεν είναι πάντα εύκολη-ενδεχομένως κάποτε και μη ανεκτή. Αντίστοιχα και στις επιχειρήσεις-πολύ περισσότερο όταν διακυβεύονται ιδιαίτερα σημαντικά (κάποιες φορές) οικονομικά συμφέροντα. Ο νόμος αναγνωρίζει στο μέτοχο μειοψηφίας το δικαίωμα να ζητήσει τη «διάζευξη» καθώς και την «αποζημίωσή» του από την εταιρεία όταν συντρέξουν κάποιες σημαντικές προϋποθέσεις. Είναι, πάντως, ιδιαίτερα σημαντικό να τονισθεί πως η σημασία του καταστατικού αναδεικνύεται, για μια ακόμα φορά, ως ξεχωριστή. Οι σχετικές προβλέψεις του είτε θα πρέπει να λαμβάνουν χώρα εγκαίρως (δηλ. κατά την ίδρυση της εταιρείας) είτε με τρόπο που δεν θίγονται οι μέτοχοι μειοψηφίας (εκτός κι αν το ζητούμενο είναι, ακριβώς, να θιγούν τα δικαιώματά τους)…

    Ουδεμία αμφιβολία χωρεί πως οι συγκεκριμένες νομοθετικές ρυθμίσεις αποτελούν μέσο προστασίας των μετόχων μειοψηφίας. Καθώς όμως (και) το συγκεκριμένο διαζύγιο, όπως ήδη αναφέρθηκε, «είναι ένα παιχνίδι που παίζεται από δικηγόρους», είναι ενδεχόμενο να καταστεί όπλο, σημαντικό, στα χέρια της πλειοψηφίας.

    Ιδιαίτερη προσοχή, επομένως, τόσο στο καταστατικό όσο και στους δικηγόρους…

    stavros-koumentakis

    Σταύρος Κουμεντάκης
    Senior Partner

    Υ.Γ. Συνοπτική έκδοση αυτού του άρθρου δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ, στις 5 Μαΐου 2019.

Η περιοχή αυτή είναι καταχωρημένη στο wpml.org ως περιοχή ανάπτυξης. Μεταβείτε σε τοποθεσία παραγωγής με κλειδί στο remove this banner.