Ετικέτα: ανώνυμες εταιρείες

  • Ιδρυτικοί Τίτλοι: Κοινοί & Εξαιρετικοί

    Ιδρυτικοί Τίτλοι: Κοινοί & Εξαιρετικοί

    Η μετοχική ιδιότητα (η εταιρική, δηλαδή, συμμετοχή στην ΑΕ) προϋποθέτει κατοχή μετοχών. Η ΑΕ όμως είναι δυνατό να εκδώσει, για την εξυπηρέτηση των συμφερόντων της (για τη χρηματοδότησή της-λ.χ.) και άλλους τίτλους εκτός από τις μετοχές.  Μεταξύ των λοιπών τίτλων και οι ιδρυτικοί (:κοινοί ή εξαιρετικοί), οι οποίοι πολυεπίπεδα εξυπηρετούν την ΑΕ, τους μετόχους αλλά και τους κατόχους τους. Περί των κοινών και εξαιρετικών τίτλων, αλλά και των ιδιαιτεροτήτων τους, το παρόν.

     

    Έννοια & Ορισμοί 

    Η δυνατότητα έκδοσης κοινών και εξαιρετικών ιδρυτικών τίτλων εκ μέρους της ΑΕ ρυθμίζεται ρητά στον ν. 4548/2018 (άρ. 75 και 76 αντίστοιχα). Πρόκειται για όμοια, κατά βάση, ρύθμιση με αυτή του άρ. 15 του προϊσχύσαντος ν. 2190/1920.

    Η έκδοση των τίτλων αυτών αποσκοπεί στην ανταμοιβή ή προσέλκυση ιδρυτών της ΑΕ ή τρίτων (λ.χ. εργαζομένων, στελεχών ή μελών της διοίκησής της), για συγκεκριμένες, ωφέλιμες για εκείνη, ενέργειές τους ή, απλά, συνέργειες μαζί της.

    Η διάκριση των τίτλων σε κοινούς και εξαιρετικούς βασίζεται: (α) στη φύση της παροχής έναντι της οποίας εκδίδονται και (β) στον χρόνο έκδοσής τους. Ειδικότερα:

    Κοινοί Ιδρυτικοί Τίτλοι: Τους συγκεκριμένους τίτλους εκδίδει η ΑΕ κατά τον χρόνο της σύστασής της˙ αποκλείεται η έκδοσή τους σε χρόνο μεταγενέστερο (στο πλαίσιο, λ.χ., κάποιας αύξησης του μετοχικού της κεφαλαίου). Οι τίτλοι αυτοί χορηγούνται ως αντάλλαγμα/ανταμοιβή για υπηρεσίες που παρείχαν είτε ιδρυτές-μέτοχοι είτε τρίτοι κατά το στάδιο της ίδρυσης της ΑΕ (άρ. 75 §1). Στις υπηρεσίες αυτές συγκαταλέγονται ενέργειες που δεν είναι δυνατό να αποτιμηθούν σε χρήμα (λ.χ. παροχή εργασίας κατά την ίδρυση της εταιρείας).

    Εξαιρετικοί Ιδρυτικοί Τίτλοι: Αντίθετα με τους κοινούς, οι εξαιρετικοί ιδρυτικοί τίτλοι είναι δυνατό να εκδοθούν σε οποιονδήποτε χρόνο-τόσο κατά την ίδρυση της ΑΕ όσο και κατά τη διάρκεια της λειτουργίας της. Εκτός από το χρόνο έκδοσής τους, οι εξαιρετικοί τίτλοι διακρίνονται από τους κοινούς και όσον αφορά τη φύση της παροχής έναντι της οποίας χορηγούνται. Οι εξαιρετικοί τίτλοι συνιστούν ανταμοιβή του μετόχου ή του τρίτου για παροχές σε είδος προς την ΑΕ-αποτιμητές, όμως, σε χρήμα (άρ.76 §1). Αρκεί, στην περίπτωση αυτή, η απλή παραχώρηση αντικειμένου προς την ΑΕ-δεν απαιτείται, δηλαδή, η μεταβίβασή του κατά κυριότητα. Ως αντικείμενο σε είδος δεν νοείται, κατά συνέπεια, η καταβολή χρημάτων ούτε και μη αποτιμητές σε χρήμα παροχές (λ.χ. παροχή εργασίας-δεδομένης της παραπομπής του άρ. 76 §2 στο άρ. 17 περί εισφορών σε είδος).

     

    Δικαιώματα 

    Τόσο οι κοινοί, όσο και οι εξαιρετικοί ιδρυτικοί τίτλοι δεν έχουν ονομαστική αξία. Η χρηματική τους αξία δεν αντιστοιχεί, επομένως, σε τμήμα του μετοχικού κεφαλαίου της εταιρείας˙ δεν παρέχουν μετοχικά δικαιώματα στους δικαιούχους τους. Ο κάτοχος τους δεν διαθέτει δικαίωμα συμμετοχής στη διοίκηση και διαχείριση της εταιρείας, ούτε στο προϊόν της εκκαθάρισής της (άρ. 75 §2 και άρ. 76 §1 εδ. β΄).

    Το μοναδικό δικαίωμα που παρέχουν στους κατόχους τους είναι το (περιορισμένο) δικαίωμα συμμετοχής στα κέρδη της ΑΕ. Η ανταμοιβή, με άλλα λόγια, των κατόχων τους προϋποθέτει κερδοφόρο, μόνον, πορεία της ΑΕ-με την οποία και στενά συναρτάται.

    Το δικαίωμα απολήψεων στους εξαιρετικούς ιδρυτικούς τίτλους περιορίζεται καθ’ ύψος, με βάση όσα το καταστατικό της ΑΕ αλλά και ο νόμος (άρ. 76 §3 & 159) ορίζουν για τη διανομή ποσών στους μετόχους. Όσον αφορά τους κοινούς ιδρυτικούς τίτλους τίθεται (άρ. 75 §3) ένας πρόσθετος, ποσοτικός, περιορισμός: τα ποσά που διανέμονται σ’ αυτούς δεν είναι δυνατό να υπερβαίνουν το ¼ των καθαρών κερδών της ΑΕ, ύστερα από την αφαίρεση των ποσών για τον σχηματισμό τακτικού αποθεματικού (άρ. 158) καθώς και του ποσού για τη διανομή του ελάχιστου μερίσματος στους μετόχους της εταιρείας (άρ. 161). Παράνομες, επομένως, οι καθ’ υπέρβαση των ανωτέρω καταβολές.

    Προκειμένου να διασφαλίζεται το, αποκλειστικά περιουσιακής φύσης, δικαίωμά τους, οι δικαιούχοι έχουν, επιπλέον, δικαίωμα παρακολούθησης των συνεδριάσεων της ΓΣ-χωρίς, όμως, δικαίωμα ψήφου. Δικαιούνται, επίσης, να ενημερώνονται για την περιουσιακή κατάσταση της ΑΕ, χωρίς, ωστόσο, να διαθέτουν αξίωση επίδειξης των εταιρικών βιβλίων.

     

    Κοινοί Ιδρυτικοί Τίτλοι

    Προϋποθέσεις Έκδοσης

    Αποκλειστικό λόγο/σκοπό έκδοσης των κοινών ιδρυτικών τίτλων, όπως ανωτέρω επισημάνθηκε, είναι δυνατό να συνιστά η ανταμοιβή των ιδρυτών-μετόχων ή τρίτων για υπηρεσίες που παρείχαν κατά την ίδρυση της εταιρείας. Προϋποτίθεται, όμως,  σχετική καταστατική πρόβλεψη, η οποία θα πρέπει να είναι λεπτομερής όσον αφορά τους δικαιούχους τους (ιδρυτές της ΑΕ ή τρίτους) και τις υπηρεσίες που ανταμείβονται. Θα πρέπει, επίσης, να κάνει ρητή αναφορά στον αριθμό των τίτλων που εκδίδονται, που δεν μπορεί να υπερβαίνει το 1/10 του αριθμού των μετοχών-υπολογιζόμενου οποιουδήποτε τύπου (λ.χ. κοινές ή προνομιούχες μετοχές)-(άρ. 75 §1). Θα πρέπει, τέλος, να προσδιορίζεται και η διάρκεια τους, που είναι δυνατό να είναι αόριστη˙ να ταυτίζεται δηλ. με τη διάρκεια της ίδιας της ΑΕ-με την επιφύλαξη της εξαγοράς τους.

    Το Δικαίωμα Εξαγοράς Της ΑΕ

    Καθώς οι κοινοί ιδρυτικοί τίτλοι στοχεύουν στην ανταμοιβή των κατόχων τους για τις ενέργειές τους κατά τον χρόνο σύστασης ΑΕ, εύλογη κρίνεται η, περιορισμένη χρονικά, διαφύλαξη των δικαιωμάτων τους. Στο πλαίσιο αυτό η ίδια η -εκδότρια των τίτλων- ΑΕ δικαιούται να προβεί σε εξαγορά τους. Η εξαγορά λαμβάνει χώρα μετά την παρέλευση δεκαετίας από την έκδοσή τους˙ είναι όμως δυνατό να λάβει χώρα και νωρίτερα, εφόσον υπάρχει σχετική καταστατική πρόβλεψη (άρ. 75 §4). Η σχετική διευκρίνηση του νόμου επιβεβαίωσε την, ήδη, διαμορφωμένη θέση της θεωρίας, η οποία αποδεχόταν τη δυνατότητα εξαγοράς σε χρόνο βραχύτερο (βλ. σχετικά Αιτιολογική Έκθεση ν. 4548/2018 επί του άρθρου 75).

    Το (εκ του νόμου) δικαίωμα, και όχι υποχρέωση, εξαγοράς των τίτλων εκ μέρους της ΑΕ είναι διαπλαστικό και ασκείται μονομερώς. Μάλιστα, το δικαίωμά της δεν αποσβέννυται μετά την πάροδο της δεκαετίας κι ούτε είναι δυνατό να περιορισθεί ή καταργηθεί.

    Η λήψη της απόφασης για εξαγορά των κοινών ιδρυτικών τίτλων είναι δυνατό να ανήκει στη ΓΣ (προτιμητέο-καθώς σχετίζεται με περιουσιακά δικαιώματα των μετόχων)˙ είναι δυνατό, όμως, να ανατεθεί και στο ΔΣ.

    Σκοπό της εξαγοράς αποτελεί η ακύρωση των τίτλων έναντι καταβολής αντιτίμου στους δικαιούχους τους. Το αντάλλαγμα της εξαγοράς πρέπει να προσδιορίζεται από το καταστατικό της εταιρείας και δεν μπορεί να υπερβαίνει ό,τι ο νόμος ορίζει (άρ. 159) για τη διανομή ποσών στους μετόχους. Το αντάλλαγμα/αντίτιμο της εξαγοράς είναι δυνατό να διαφοροποιείται για κάθε δικαιούχο. Δεν επιτρέπεται πάντως, σε καμία περίπτωση, να υπερβαίνει το δεκαπλάσιο του μέσου ετήσιου μερίσματος που έλαβαν συνολικά οι δικαιούχοι των ιδρυτικών τίτλων κατά τη διάρκεια της τελευταίας πενταετίας πριν από την εξαγορά (άρ. 75 §5).

     

    Εξαιρετικοί Ιδρυτικοί Τίτλοι

    Αρμοδιότητα Της ΓΣ

    Όπως ανωτέρω επισημάνθηκε, τους εξαιρετικούς ιδρυτικούς τίτλους είναι δυνατό να εκδώσει η ΑΕ και κατά τη διάρκεια λειτουργίας της. Η σχετική απόφαση, που τροποποιεί το καταστατικό της, ανήκει στην ΓΣ και λαμβάνεται με αυξημένη απαρτία και πλειοψηφία (76 §2).

    Η απόφαση, αυτή, της ΓΣ οφείλει να βασίζεται (άρ. 76 §2) σε έκθεση αποτίμησης των (δεκτικών αποτίμησης αντικειμένων σε είδος. Η αποτίμησή τους λαμβάνει χώρα με ανάλογη εφαρμογή όσων προβλέπονται για την αποτίμηση εισφορών σε είδος (άρ. 17 και 18).  Με τον τρόπο αυτό επιτυγχάνεται η προστασία των μετόχων μειοψηφίας, καθώς και ο έλεγχος τυχόν καταχρηστικότητας της σχετικής απόφασης της ΓΣ. Να διευκρινισθεί εδώ, εκ περισσού πάντως, ότι τα παραχωρούμενα αντικείμενα δεν συνιστούν εισφορές σε είδος και κατά συνέπεια, δεν αποτελούν τμήμα του μετοχικού κεφαλαίου της ΑΕ.

    Το Ελεύθερο Των Όρων

    Σε αντίθεση με όσα ο νόμος ορίζει για τους κοινούς, οι επιμέρους όροι των εξαιρετικών ιδρυτικών τίτλων καθορίζονται ελεύθερα (άρ. 76 §3). Ανάλογα με τον χρόνο έκδοσης των εξαιρετικών ιδρυτικών τίτλων (κατά τη σύσταση της ΑΕ ή μεταγενέστερα), οι όροι τους θα προσδιορισθούν είτε από το αρχικό καταστατικό της είτε από μεταγενέστερη τροποποίησή του.

    «Οροφή» στο ποσό που είναι δυνατό να καταβληθεί στους δικαιούχους των εξαιρετικών ιδρυτικών τίτλων είναι ό,τι ο νόμος ορίζει (άρ. 159) για τη διανομή ποσών στους μετόχους. Έγκυρα, επομένως, μπορεί να καθορισθεί η συμμετοχή στα κέρδη των δικαιούχων των τίτλων, προνομιακά, πριν τη διανομή του ελάχιστου μερίσματος στους μετόχους.

    Να σημειωθεί εδώ πως η διάρκεια των εξαιρετικών ιδρυτικών τίτλων είναι ανεξάρτητη από τη διάρκεια της παραχώρησης των αντικειμένων σε είδος. Μάλιστα, το δικαίωμα εξαγοράς τους από την ΑΕ είναι χρονικά απεριόριστο και μπορεί να ασκηθεί ακόμη κι όσο διαρκεί η ως άνω παραχώρηση.

     

    Έκδοση, Καταχώρηση & Μεταβίβαση Των Ιδρυτικών Τίτλων   

    Τα συναφή με την έκδοση, καταχώρηση & μεταβίβαση των κοινών και εξαιρετικών ιδρυτικών τίτλων αντιμετωπίζονται με τρόπο ανάλογο όσων ισχύουν επί μετοχών (άρ. 40-42,  75 § 6 και 76 § 4). 

    Η έκδοση των τίτλων, σε έγχαρτη ή λογιστική μορφή, έχει προαιρετικό και δηλωτικό-νομιμοποιητικό χαρακτήρα. Οι ιδρυτικοί τίτλοι, εφόσον εκδοθούν, είναι αποκλειστικά ονομαστικοί. Τούτο υπαγορεύεται, μεταξύ άλλων, από την ανάγκη για έλεγχο και ασφαλή ταυτοποίηση των δικαιούχων των τίτλων. Οι τελευταίοι, μάλιστα, για λόγους διευκόλυνσης της ταυτοποίησής τους, καταχωρούνται στο ειδικό βιβλίο που τηρεί, ακόμη και ηλεκτρονικά,  η ΑΕ, κατά τα πρότυπα του βιβλίου μετόχων (του άρ. 40 § 2). 

    Η μεταβίβαση των τίτλων (στο πλαίσιο ειδικής ή καθολικής διαδοχής) είναι ελεύθερη.

     

    Οι κοινοί και εξαιρετικοί ιδρυτικοί τίτλοι αποτελούν ένα εξαιρετικό, κατά κυριολεξία, εργαλείο στα χέρια της ΑΕ, των ιδρυτικών μετόχων αλλά και της διοίκησής της. Παρέχουν περιορισμένο δικαίωμα συμμετοχής στα κέρδη της στους ωφελούμενους -χωρίς όμως να τους καθιστούν μετόχους ούτε και να τους προσφέρουν μετοχικά δικαιώματα (λ.χ. μειοψηφίας, συμμετοχής στη λήψη αποφάσεων, στην εκλογή διοίκησης κ.ο.κ). Από την άλλη πλευρά: οι ωφελούμενοι απολαμβάνουν, κατ΄αντιστοιχία, ένα από τα σημαντικότερα μετοχικά δικαιώματα (αυτό της συμμετοχής στα κέρδη), που υπό άλλες συνθήκες δεν θα εδικαιούντο. Μπορούν, κατά συνέπεια, οι ιδρυτικοί τίτλοι να αποτελέσουν ένα εξαιρετικό εργαλείο προσέλκυσης στελεχών, συνεργατών, συνεπενδυτών αλλά και απομείωσης του κόστους για την ΑΕ˙ εν τέλει: μεγιστοποίησης του οφέλους για τους μετόχους της.-

    Σταύρος Κουμεντάκης
    Managing Partner

     

    Υ.Γ. Συνοπτική έκδοση του άρθρου δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ, στις 27 Νοεμβρίου 2022.

    Η πληροφόρηση που εμπεριέχεται στο παρόν άρθρο δεν συνιστά (ούτε και έχει σκοπό να αποτελέσει) νομική συμβουλή. Μια τέτοια νομική συμβουλή είναι δυνατό να παρασχεθεί μόνον από αρμόδιο δικηγόρο ο οποίος θα λάβει υπόψη του το σύνολο των δεδομένων που θα του εκθέσετε για την υπόθεσή σας. Αναλυτικά.

  • Warrants: Άσκηση Δικαιώματος Απόκτησης Μετοχών

    Warrants: Άσκηση Δικαιώματος Απόκτησης Μετοχών

    Σε προηγούμενη αρθρογραφία μας απασχόλησε η έκδοση τίτλων κτήσης μετοχών (:warrants) καθώς και η απόκτησή τους από την ΑΕ που τους εξέδωσε (ή θυγατρική της). Με ποιο τρόπο, όμως, ασκείται το δικαίωμα προαίρεσης για απόκτηση των μετοχών που απορρέει από τα warrants; Ας δούμε τον τρόπο.

     

    Η Άσκηση Του Δικαιώματος Απόκτησης Μετοχών 

    Όπως έχουμε, ήδη, διαπιστώσει εκείνος που δικαιούται να ασκήσει (ή όχι) το δικαίωμα για απόκτηση μετοχών, που ενσωματώνουν τα warrants, είναι ο δικαιούχος τους. Τα σχετικά ζητήματα ρυθμίζονται στον νόμο για τις ΑΕ (άρ. 58, ν. 4548/18).

    Η άσκηση του συγκεκριμένου (διαπλαστικού) δικαιώματος είναι που δρομολογεί την αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου της ΑΕ.

    Να διευκρινιστεί, βέβαια, εδώ πως το συγκεκριμένο δικαίωμα αφορά τους τρίτους-κατόχους των warrants: Δεν είναι δυνατό να το ασκήσει η εκδότρια ΑΕ, στο μέτρο που αφορά τους ίδιους τίτλους κτήσης μετοχών ή τίτλους κτήσης μετοχών της μητρικής της, τους οποίους ενδεχομένως κατέχει (άρ. 58 §1 in fine).

     

    Νόμιμη Άσκηση – Προϋποθέσεις 

    Τρόπος Και Τύπος

    Η άσκηση του δικαιώματος προαίρεσης των warrants προσομοιάζει στην άσκηση του δικαιώματος μετατροπής των μετατρέψιμων ομολογιών (βλ. και Αιτ. Έκθ. ν. 4548/2018-αρ. 58). Διενεργείται με ρητή (μονομερή και απευθυντέα) δήλωση του δικαιούχου των warrants προς την ΑΕ (άρ. 58 §1 εδ. α΄). Δεν απαιτείται, κατά νόμο, συγκεκριμένος τύπος, επιλέγεται εντούτοις, κατά τη συναλλακτική πρακτική, ο έγγραφος. Σε περίπτωση εισηγμένων τίτλων, θα πρέπει να ακολουθηθεί η ειδικά, προς τούτο, προβλεπόμενη διαδικασία.

    Ταυτόχρονα, ωστόσο, με τη συγκεκριμένη δήλωση, απαιτείται και η καταβολή του ήδη συμφωνημένου, κατά την έκδοση, ανταλλάγματος από τον δικαιούχο. Η ΑΕ δεν χρειάζεται να προβεί σε οποιαδήποτε άλλη ενέργεια, προκειμένου να επέλθει η αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου με την έκδοση νέων μετοχών. Οι σχετικές αποφάσεις έχουν ήδη ληφθεί από τον χρόνο, ακόμα, διάθεσης των τίτλων. Η ΑΕ από την πλευρά της έχει, ήδη, δεσμευθεί. Επαφίεται, πλέον, στην σχετική απόφαση του δικαιούχου για την άσκηση των συναφών δικαιωμάτων του.

    Συμβατικοί Όροι

    Η άσκηση του δικαιώματος από τον δικαιούχο των warrants δεν είναι, ωστόσο, παντελώς απαλλαγμένη από όρους και προϋποθέσεις. Τα warrants είναι λογικό να προβλέπουν διάφορες, σχετικές, δεσμεύσεις και διαδικασίες (αναφορικά, λ.χ., με τη διαδικασία υποβολής της δήλωσής του, την προθεσμία και το τίμημα απόκτησης των μετοχών που του αναλογούν). Είναι, επίσης, δυνατό να προβλέπουν ιδιαίτερα δικαιώματα της εκδότριας εταιρείας, τα οποία δυνητικά θα περιορίζουν, χρονικά ή ποσοτικά, τα αντίστοιχα του δικαιούχου των warrants (το χρονικά οριοθετημένο, λ.χ., δικαίωμα της ΑΕ για αναστολή ή αποκλεισμό της άσκησης του δικαιώματος προαίρεσης).

    Η Καταβολή Ανταλλάγματος 

    Η απόκτηση των μετοχών από μέρους του δικαιούχου των warrants δεν επέρχεται αυτοδίκαια με τη σχετική δήλωσή του. Προϋποτίθεται, αυτονόητα, η ολοσχερής καταβολή του (προσυμφωνημένου και προκαθορισμένου) τιμήματος των μετοχών που θα εκδοθούν (άρ. 58 § 1 εδ. α’). Μερική καταβολή του δεν είναι ανεκτή.

    Αν ο δικαιούχος των warrants παραλείψει να εξοφλήσει ολοσχερώς το συμφωνημένο τίμημα, δεν θα αποκτήσει τις μετοχές που του αναλογούν (σε αντίθεση με ό,τι ισχύει στην περίπτωση της σύμβασης ανάληψης μετοχών). Εκτός κι αν το αντίθετο έχει ρητά συμφωνηθεί κατά την έκδοση των warrants.

    Το Ανέκκλητο Της Δήλωσης 

    Η δήλωση του δικαιούχου των warrants για την απόκτηση των μετοχών που τους αντιστοιχούν είναι, καταρχάς, ανέκκλητη. Τούτο είναι συνεπές προς τον χαρακτήρα του δικαιώματος προαίρεσης ως διαπλαστικού. Οι εμπλεκόμενοι, όμως, είναι δυνατό να συμφωνήσουν δικαίωμα ανάκλησής της από μέρους του δικαιούχου (υπό συγκεκριμένους όρους και εντός αυστηρών χρονικών ορίων). Θα αμβλυνθούν, με τον τρόπο αυτό, κίνδυνοι και αμφιβολίες σχετικά με τον χρόνο μεταβολής του κεφαλαίου της ΑΕ. Η μη καταβολή, πάντως, του τιμήματος από μέρους του δικαιούχου των warrants -όταν αυτό είναι υποχρεωτικό- δεν μπορεί παρά να συνάγεται (σε πρακτικό, μάλιστα, επίπεδο) την ανάκληση της δήλωσης για την άσκηση του δικαιώματος απόκτησης των μετοχών.

    Η Παράδοση Του Τίτλου

    Εφόσον τα warrants ενσωματώνονται σε έγχαρτο τίτλο, υποχρεούται ο δικαιούχος τους να τον παραδώσει στην εκδότριά του.

     

    Συνέπειες Της Δήλωσης Άσκησης

    Η δήλωση άσκησης του δικαιώματος προαίρεσης από τον δικαιούχο των warrants αίρει, τελικά, το καθεστώς αβεβαιότητας της ΑΕ αλλά και των υφιστάμενων μετόχων. Η απόφαση για εταιρική συμμετοχή εκδηλώνεται πανηγυρικά και, υπό την προϋπόθεση της καταβολής του (πιθανότατα) προσυμφωνημένου τιμήματος, άμεσα θα ακολουθήσει η κτήση των μετοχών και της μετοχικής ιδιότητας από μέρους του.

     

    Συνέπειες Της Άσκησης Του Δικαιώματος

    Η Αύξηση Του Μετοχικού Κεφαλαίου

    Η άσκηση του δικαιώματος προαίρεσης, που απορρέει από τα warrants (:σχετική δήλωση και καταβολή του συμφωνημένου τιμήματος) επιφέρει: (α) την αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου της εκδότριας ΑΕ  (άρ. 58 § 3), (β) την (πρωτογενή) απόκτηση μετοχών από τον δικαιούχο του τίτλου και (γ) την κατάργηση του τίτλου του τελευταίου ως προς το δικαίωμα προαίρεσης-κατά το μέτρο και στο βαθμό που ήδη ασκήθηκε.

    Στη συγκεκριμένη αύξηση, ο χρόνος κάλυψης και καταβολής του μετοχικού κεφαλαίου, εκ των πραγμάτων, συμπίπτουν. Το ύψος της εισφοράς του νέου μετόχου θα αποτελείται, αθροιστικά, από το τίμημα που θα έχει καταβάλει και το αντάλλαγμα, εφόσον υπήρξε, για την απόκτηση των warrants στο παρελθόν. Το τελευταίο, μάλιστα, αντάλλαγμα θα πρέπει να έχει καταχωρισθεί σε ειδικό αποθεματικό «από την έκδοση τίτλων κτήσης μετοχών».

    Η ονομαστική αξία των μετοχών που εκδίδονται απαγορεύεται να υπερβαίνει το άθροισμα των δύο ποσών (:τίμημα και αντάλλαγμα που, ενδεχομένως, καταβλήθηκε κατά το παρελθόν-άρ. 58 §2). Αυτό, εξάλλου, επιβάλλεται από την απαγόρευση έκδοσης μετοχών υπό το άρτιο. Η τελευταία αποσκοπεί στη διασφάλιση καταβολής του συνόλου του μετοχικού κεφαλαίου.

    Ο δικαιούχος των warrants γίνεται, πρωτογενώς, μέτοχος της ΑΕ-χωρίς, μάλιστα, τη σύμπραξή της. Μεταβάλλονται, συνεπώς, οι υφιστάμενες μετοχικές ισορροπίες καθώς δεν αναγνωρίζεται δικαίωμα προτίμησης υπέρ των υφιστάμενων μετόχων στη συγκεκριμένη αύξηση μετοχικού κεφαλαίου (άρ. 58 § 4). Τούτοι, εξάλλου, ανάλωσαν το σχετικό τους δικαίωμα (ασκώντας το ή μη) κατά το στάδιο έκδοσης των τίτλων κτήσης μετοχών.

    Υποχρεώσεις ΑΕ

    Με την αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου, ο (πρώην κάτοχος των warrants) μέτοχος-πλέον, διατηρεί αξίωση (δηλωτικής, όμως, φύσης) έναντι της εταιρείας για καταχώριση στο βιβλίο μετόχων. Επιπρόσθετα, όμως, έχει αξίωση να του παραδοθούν έγχαρτοι μετοχικοί τίτλοι-εφόσον, βέβαια, η ΑΕ τηρεί τέτοιους.

    Στην περίπτωση που είχε αναγνωριστεί στον κάτοχο των warrants, από την εκδότρια ΑΕ, δικαίωμα μερικής άσκησης των δικαιωμάτων προαίρεσης, θα πρέπει να παραδοθούν νέοι τίτλοι για τα εναπομείναντα δικαιώματά του και τους μετοχικούς τίτλους που θα εκδοθούν-εφόσον, και εν προκειμένω, υπάρχουν τέτοιοι.

    Υποχρεώσεις ΔΣ

    Τα χρονικά περιθώρια για την άσκηση του δικαιώματος κατόχου των warrants είναι που προσδιορίζουν τον χρόνο για την τροποποίηση, εκ μέρους του ΔΣ της ΑΕ, του άρθρου του καταστατικού της σχετικά με  το μετοχικό κεφάλαιο. Σε κάθε περίπτωση, το ΔΣ υποχρεούται μέσα σε δύο (2) μήνες, από την άσκηση του εν λόγω δικαιώματος, να ολοκληρώσει την προσαρμογή του (άρ. 58 § 3 εδ. β΄). Υποστηρίζεται, από μερίδα της θεωρίας, υποχρέωση της ΑΕ να πιστοποιήσει την καταβολή των συναφών αυξήσεων του μετοχικού κεφαλαίου.

     

    Συνέπειες Της Μη Άσκησης Του Δικαιώματος

    Σε περίπτωση που άπρακτος παρέλθει ο χρόνος λήξης των warrants (συνεπώς και του ενσωματωμένου δικαιώματος προαίρεσης), θα επέλθει αφενός μεν η κατάργηση των σχετικών τίτλων και, ταυτόχρονα, η ματαίωση της αύξησης του μετοχικού κεφαλαίου.

    Ο τέως, πλέον, δικαιούχος των warrants δεν θα έχει αξίωση επιστροφής του τιμήματος που, ενδεχομένως, κατέβαλε σε προγενέστερο χρόνο (κατά την έκδοσή τους), για την απόκτησή τους. Τούτο μοιάζει εύλογο και για έναν, επιπρόσθετο, λόγο: το ποσό αυτό θα έχει καταχωριστεί από την ΑΕ, σε ειδικό αποθεματικό που δεν είναι δυνατό να διανεμηθεί.

     

    Όπως έχουμε πολυεπίπεδα, ήδη, διατυπώσει, τα warrants αποτελούν μέσο προσέλκυσης επενδυτικών κεφαλαίων και επενδυτών για την ΑΕ-συμφέρουσα δηλ. επιλογή για την ίδια. Από την άλλη πλευρά, ο κάτοχος των warrants προσελκύεται στην απόκτησή τους έχοντας κατά νου πως κάποια επόμενη χρονική στιγμή, εφόσον ο ίδιος το επιλέξει και αποτελέσει συμφέρουσα επιλογή για τον ίδιο, θα γίνει μέτοχος της. Προκειμένου να παραμείνουν ελκυστικά τα warrants η άσκηση των δικαιωμάτων του δικαιούχου τους και η απόκτηση της μετοχικής του ιδιότητας θα πρέπει να γίνεται εύκολα, και γρήγορα. Πρακτικά: Ο δικαιούχος των warrants, εφόσον το επιλέξει, καταβάλλει τα συμφωνηθέντα και μετατρέπεται σε μέτοχο της ΑΕ. Έτσι απλά.-

    Σταύρος Κουμεντάκης
    Managing Partner

     

    Υ.Γ. Συνοπτική έκδοση του άρθρου δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ, στις 20 Νοεμβρίου 2022.

    Η πληροφόρηση που εμπεριέχεται στο παρόν άρθρο δεν συνιστά (ούτε και έχει σκοπό να αποτελέσει) νομική συμβουλή. Μια τέτοια νομική συμβουλή είναι δυνατό να παρασχεθεί μόνον από αρμόδιο δικηγόρο ο οποίος θα λάβει υπόψη του το σύνολο των δεδομένων που θα του εκθέσετε για την υπόθεσή σας. Αναλυτικά.

  • Κτήση warrants από την ΑΕ

    Κτήση warrants από την ΑΕ

    Οι εταιρικοί τίτλοι κτήσης μετοχών (:warrants-διαπιστώσαμε ήδη πως) αποτελούν ένα εξαιρετικό εργαλείο προσέλκυσης επενδυτών και επενδυτικών κεφαλαίων στην ΑΕ. Προσεγγίσαμε μεταξύ άλλων,  στο πλαίσιο της σχετικής αρθρογραφίας μας, ζητήματα αναφορικά με την έκδοση των warrants και τη σχέση μεταξύ της εκδότριας ΑΕ και του κατόχου τους-τρίτου. Προς την κατεύθυνση της περαιτέρω διερεύνησης του συγκεκριμένου θεσμού, θα μας απασχολήσει, εδώ, ένα ενδιαφέρον ερώτημα: Επιτρέπεται, άραγε, η ΑΕ να καταστεί δικαιούχος warrants δικών της ή της μητρικής της εταιρείας;  Και, σε καταφατική περίπτωση, υπό ποιες προϋποθέσεις;

     

    Απόκτηση Ίδιων Τίτλων Κτήσης Μετοχών 

    Τα σχετικά με την πρωτότυπη και παράγωγη κτήση ίδιων warrants, ρυθμίζονται στο νόμο (άρ. 57 ν. 4548/2018) αναλογικά, με την απόκτηση, πρωτότυπη και παράγωγη, ιδίων μετοχών από την ΑΕ.

    Λόγοι προστασίας των μετόχων, της ΑΕ και των εταιρικών δανειστών απαγορεύουν (άρ. 57 §1 εδ. α’) την ανάληψη (:πρωτογενή κτήση) warrants από την ίδια-κατά την έκδοσή τους. Αποφεύγεται, με τον τρόπο αυτό, η μελλοντική αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου της ΑΕ με συμμετοχή της ίδιας (ύστερα από την άσκηση, δηλαδή, των ενσωματωμένων στα warrants δικαιωμάτων προαίρεσης). Απαγορεύεται, λογικά, και η ανάληψη warrants από τρίτο (λ.χ. μέλος του ΔΣ ή άλλο), που ενεργεί στο δικό του μεν όνομα για λογαριασμό, όμως, της ΑΕ.

    Απαγορεύεται, κατά λογική ακολουθία, (και) η ενεχυρίαση warrants, για εξασφάλιση απαιτήσεων της ΑΕ που η ίδια εξέδωσε (άρ. 57 §1 εδ. α’).

    Επιτρέπεται, αντίθετα, (άρ. 57§2) η παράγωγη-δευτερογενής απόκτηση warrants (λ.χ. μέσω αγοράς) από την ΑΕ. Οι όροι, στην περίπτωση αυτή, είναι αυστηρότεροι από εκείνους που αφορούν την  παράγωγη-δευτερογενή απόκτηση δικών της μετοχών.

    Επιτρέπεται, τέλος, στην ΑΕ να χρηματοδοτήσει τρίτους για να αποκτήσουν δικά της warrants (άρ. 57 §1 εδ. β’). Η οικονομική ενίσχυση τρίτων, άλλωστε, εξυπηρετεί, συχνά, την εξαγορά της (:leveraged buy-outs). Αναγκαία, όμως, προϋπόθεση αποτελεί η τήρηση των προϋποθέσεων για την απόκτηση ιδίων μετοχών από μέρους της ΑΕ.

     

    Ειδικότερα: Παράγωγη Κτήση Ίδιων Τίτλων Κτήσης Μετοχών 

    Πεδίο Εφαρμογής, Κίνδυνοι & Σκοπός

    Η απόκτηση warrants, κατά παράγωγο τρόπο, αναφέρεται σε αποκτήσεις (μέσω πώλησης λ.χ.-όπως ήδη αναφέρθηκε), που διενεργούνται από την ΑΕ. Αναφέρεται επίσης σε αποκτήσεις, από τρίτο πρόσωπο, το οποίο λειτουργεί στο όνομά του για λογαριασμό, όμως, της ΑΕ (:έμμεσος αντιπρόσωπος).

    Η απόκτηση warrants από μέρους της ΑΕ ελλοχεύει κινδύνους. Η καταβολή ανταλλάγματος από μέρους της εταιρείας παραβιάζει την αρχή της προστασίας του μετοχικού κεφαλαίου. Τα ταμειακά διαθέσιμα της αξιοποιούνται, στην περίπτωση αυτή, για απαγορευμένους, καταρχήν, σκοπούς: για την κτήση, δηλ. δικαιώματος προαίρεσης για απόκτηση των δικών της μετοχών (που ως ίδιες, η ΑΕ απαγορεύεται να αναλάβει). Ταυτόχρονα, στην περίπτωση αυτή, απομειώνεται η φερεγγυότητα της εταιρείας έναντι των πιστωτών της. Επίσης η πιστοληπτική της ικανότητα, η αξία της επένδυσης για τους μετόχους αλλά και το δυνητικό ενδιαφέρον υποψήφιων επενδυτών.

    Παρά τους προφανείς κινδύνους, ωστόσο, η απόκτηση ίδιων τίτλων κτήσης μετοχών από μέρους της ΑΕ, είναι πιθανό να εξυπηρετεί εύλογα επιχειρηματικά και επενδυτικά συμφέροντά της.

    Η ίδια, αυτή, κτήση από μέρους της ΑΕ μπορεί, καταρχάς, να αποτελέσει τον τρόπο αποφυγής της άσκησης του δικαιώματος προαίρεσης από τον μεταβιβάζοντα-δικαιούχο των warrants. Δεν θα υποχρεούται η ΑΕ, στην περίπτωση αυτή, σε μελλοντική αύξηση μετοχικού κεφαλαίου και έκδοση νέων μετοχών.

    Υπάρχει, όμως, και μια άλλη, επίσης ενδιαφέρουσα οπτική για την ΑΕ: η επενδυτική. Με την ίδια κτήση των warrants από μέρους της είναι δυνατό να επιτευχθεί: (α) Αποτελεσματικότερη αξιοποίηση των συνθηκών της αγοράς προς όφελος της τελευταίας (:ΑΕ)-καθώς θα έχει τη δυνατότητα, στη συνέχεια, να επαναδιαθέσει τους τίτλους σε υψηλότερη τιμή, σε νέους επενδυτές. (β) Διαφοροποίηση των δικαιούχων των  warrants-εφόσον με μια τέτοια επιλογή εξυπηρετούνται στρατηγικοί της στόχοι.

    Τρόπος Απόκτησης

    Η απόκτηση των warrants που έχει εκδόσει μια ΑΕ-από την ίδια, δεν είναι δυνατό να λάβει χώρα, φυσικά, μονομερώς˙ προϋποτίθεται, αντίθετα, η σύμπραξη του εκάστοτε δικαιούχου-κατόχου τους. Ο συνηθέστερος τρόπος είναι αυτός της πώλησης και μεταβίβασης τους από τον τελευταίο (:δικαιούχο τους) προς την ΑΕ. Δεν είναι σπάνια, ωστόσο, στη διεθνή συναλλακτική πρακτική, η ρήτρα εξαγοράς («ανάκλησης») των τίτλων κτήσης μετοχών. Μια τέτοια ρήτρα τίθεται στη σύμβαση έκδοσης των συγκεκριμένων τίτλων και τους καθιστά εξαγοράσιμους από την εκδότρια. Διαμορφώνεται, με τον τρόπο αυτό, (διαπλαστικό-κερδοσκοπικής φύσης) δικαίωμα προαίρεσης υπέρ της ΑΕ. Η άσκησή του τελεί υπό προκαθορισμένους όρους αναφορικά, ιδίως, με το χρόνο άσκησης αλλά και το τίμημα της εξαγοράς.

     

    Προϋποθέσεις Παράγωγης Κτήσης

    Περιπτώσεις συναλλαγών που αφορούν παράγωγη κτήση warrants από επαχθή αιτία (λ.χ. μέσω πώλησης) είναι μεν επιτρεπτές, προβλέπονται όμως αυξημένες προϋποθέσεις (συγκριτικά με εκείνες για την απόκτηση ιδίων μετοχών).  Κι αυτό επειδή, οι ιδιοκατεχόμενοι τίτλοι είναι μεν δυνατό να παρουσιάσουν επενδυτικό ενδιαφέρον απαγορεύεται όμως η άσκησης εκ μέρους της εταιρείας των ενσωματωμένων, σε τίτλους δικούς της ή της μητρικής της, δικαιωμάτων προαίρεσης  (άρ.58 § 1 εδ. β’).  

    Αρμοδιότητα

    Η απόφαση της ΑΕ για την απόκτηση warrants, που η ίδια εξέδωσε, ανήκει στο ΔΣ της-ως συλλογικό όργανο. Η σχετική έγκριση παρέχεται σε χρόνο προγενέστερο της απόκτησης και έχει συγκεκριμένη χρονική διάρκεια ισχύος. Η εξουσιοδότηση υποκατάστατου οργάνου ρητά απαγορεύεται (άρ. 57 §2 εδ. α’).

    Στη σχετική απόφαση του το ΔΣ θα πρέπει να αιτιολογήσει και συνδέσει τη συγκεκριμένη απόκτηση με την εξυπηρέτηση του εταιρικού συμφέροντος (άρ. 57 §2 εδ. α’ και β’). Θα πρέπει επίσης, στην ίδια απόφαση, να προσδιορίζονται τα κατώτατα και τα ανώτατα όρια της αξίας απόκτησης, όπως αυτά προκύπτουν από την, υποχρεωτική προς τούτο, έκθεση ορκωτού ελεγκτή λογιστή ή λογιστικής εταιρείας (άρ. 57 §3 περ. α). Η επαχθής απόκτηση, δεν επιτρέπεται  να έχει ως αποτέλεσμα τη μείωση των ιδίων κεφαλαίων σε ποσό κατώτερο από εκείνο που ο νόμος ορίζει (άρ. 57 §3 περ. β και 159§1).

    Στην περίπτωση που συντρέχουν εξαιρετικοί οικονομικοί λόγοι, η απόφαση για απόκτηση ίδιων μετοχών θα πρέπει να ληφθεί από τη συνήθη ΓΣ της ΑΕ.

    Τα περί ευθύνης των μελών του ΔΣ ζητήματα καθορίζονται από τους κανόνες επιμελούς διαχείρισης (άρ. 96 επ.). Ποινικές ευθύνες τους, επίσης, δεν αποκλείονται (άρ. 177 παρ. 3).

    Ειδικότεροι Όροι

    Η σύμβαση της εκδότριας με τον δικαιούχο των τίτλων (ή/και ειδικές νομοθετικές ρυθμίσεις) είναι δυνατό να οριοθετούν περαιτέρω την απόκτηση ίδιων τίτλων. Σε κάθε περίπτωση, ωστόσο, η ΑΕ, τόσο κατά τη διαδικασία αγοράς, όσο και εξαγοράς-ανάκλησης των τίτλων, οφείλει να τηρεί την αρχή της ίσης μεταχείρισης των κατόχων τους (άρ. 57§ 2 εδ. α’).  Εάν οι τίτλοι αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης σε ρυθμιζόμενη αγορά ή ΠΜΔ, πρέπει να τηρούνται, επιπλέον, οι διατάξεις για την αποφυγή κατάχρησης της αγοράς.

    Καθολική Μεταβίβαση Περιουσίας Ή Από Χαριστική Αιτία

    Αντίθετα με τους αμέσως ανωτέρω αναφερόμενους περιορισμούς και προϋποθέσεις που αφορούν την απόκτηση warrants από επαχθή αιτία, η απόκτηση ίδιων τίτλων από μέρους της ΑΕ στο πλαίσιο καθολικής μεταβίβασης περιουσίας (λ.χ. εξαγορά με απορρόφηση) ή από χαριστική αιτία (λ.χ. δωρεά) δεν απαιτείται τήρησή τους (άρ. 57§ 2 εδ. γ’).

     

    Συνέπειες Ίδιας Κτήσης-Υποχρεώσεις ΑΕ

    Τα ίδια warrants που αποκτά η ΑΕ, ακόμα και δικά της, ανήκουν στο ενεργητικό (:χρεόγραφα) της εταιρείας. Η τύχη, όμως, των warrants, που δυνητικά θα αποκτήσει η ΑΕ είναι, όπως προκύπτει, προκαθορισμένη (άρ. 57 § 4)˙  τους συγκεκριμένους τίτλους οφείλει να ακυρώσει αμέσως, εφόσον με την ίδια κτήση επιδίωκε την απόσβεση των υποχρεώσεών της ως εκδότρια. Εάν όμως η ΑΕ έγινε κάτοχος τους χωρίς καταβολή ανταλλάγματος, τότε έχει στη διάθεσή της χρονικό περιθώριο ενός μήνα για την ακύρωση των τίτλων ή την επαναδιάθεσή τους.

    Εταιρείες με εισηγμένους τίτλους μετοχών οφείλουν να ενημερώνουν το επενδυτικό κοινό για την ίδια κτήση.

    Κτήση ίδιων τίτλων μετοχών κατά παράβαση των ανωτέρω γεννά υποχρέωση μεταβίβασής τους εντός ενός έτους, διαφορετικά οι τίτλοι ακυρώνονται (άρ. 57 §5).

     

    Διαπιστώσαμε ήδη, στο πλαίσιο προηγούμενης αρθρογραφίας μας, πως η κτήση warrants (:τίτλοι κτήσης μετοχών) συνιστούν ένα εξαιρετικό επενδυτικό εργαλείο. Η αξιοποίησή τους, όμως, απαιτεί ιδιαίτερη προσοχή. Η απόκτησή τους, λ.χ., από μέρους της ΑΕ που τα εξέδωσε είναι απαγορευμένο να λαμβάνει χώρα κατά την έκδοσή τους. Αντίθετα, και υπό αυστηρές προϋποθέσεις είναι δυνατό να λαμβάνει χώρα απόκτησή τους από την εκδότρια ΑΕ, σε επόμενη της έκδοσής τους χρονική στιγμή-μέσω αγοράς τους, λ.χ., από τον φορέα τους. Οι σκοποί και τα συμφέροντα της ΑΕ που είναι δυνατό να εξυπηρετηθούν στην περίπτωση αυτή δεν είναι αμελητέα! Σε κάθε περίπτωση: προκειμένου να ολοκληρωθεί η εικόνα μας για τα warrants θα πρέπει να προσεγγίσουμε και τον τρόπο άσκησης του δικαιώματος προαίρεσης, το οποίο εμπερικλείουν, για αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου της ΑΕ. Περί αυτών, όμως, σε επόμενη αρθρογραφία μας.-

    Σταύρος Κουμεντάκης
    Managing Partner

     

    Υ.Γ. Συνοπτική έκδοση του άρθρου δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ, στις 13 Νοεμβρίου 2022.

    Η πληροφόρηση που εμπεριέχεται στο παρόν άρθρο δεν συνιστά (ούτε και έχει σκοπό να αποτελέσει) νομική συμβουλή. Μια τέτοια νομική συμβουλή είναι δυνατό να παρασχεθεί μόνον από αρμόδιο δικηγόρο ο οποίος θα λάβει υπόψη του το σύνολο των δεδομένων που θα του εκθέσετε για την υπόθεσή σας. Αναλυτικά.

  • Οι εκδιδόμενοι από την ΑΕ τίτλοι (και) ως μέσο χρηματοδότησής της

    Οι εκδιδόμενοι από την ΑΕ τίτλοι (και) ως μέσο χρηματοδότησής της

    Προφανής, όσο και αναγκαία, προϋπόθεση για την επίτευξη του (εταιρικού) σκοπού της ΑΕ, αποτελεί η χρηματοδότησή της. Εφικτή, ενδέχεται να αποδεικνύεται, η αυτοχρηματοδότησή της-μέσω της επιχειρηματικής δραστηριότητας ή/και των αποθεματικών της. Κι αν ανέφικτη, ασφαλή εναλλακτική συνιστά η εξωτερική χρηματοδότησή της.  Μεταξύ των πηγών της τελευταίας, πέραν της πλέον προφανούς και συνήθους (:τραπεζικός δανεισμός), η έκδοση τίτλων. Περί αυτών, ως πρόγευση, το παρόν. Αναλυτικότερα, για τους επιμέρους τίτλους και δυνατότητες, επόμενη αρθρογραφία μας.

     

    Είδη Εκδιδόμενων Τίτλων

    Η ΑΕ δικαιούται να προβεί στην έκδοση συγκεκριμένων τίτλων (:άρ. 33 §1 ν. 4548/2018). Ο σχετικός κατάλογος είναι καταρχήν, και κατά την Αιτ. Έκθεση, περιοριστικός (:«numerus clausus»). Τα είδη τίτλων, που είναι δυνατό να εκδώσει η ΑΕ, είναι αυτά που στη συνέχεια αναφέρονται:

    Μετοχές

    Η έννοια τους πολυσήμαντη!

    Ως μετοχή νοείται, κατ’ αρχάς, ένα τμήμα/μερίδιο του μετοχικού κεφαλαίου. Το τελευταίο (:μετοχικό κεφάλαιο) της ΑΕ, διαιρείται σε ισότιμα, τέτοια, μερίδια. Το άθροισμα της ονομαστικής αξίας των επιμέρους μετοχών/μεριδίων είναι που συναπαρτίζει το μετοχικό κεφάλαιο.

    Ως μετοχή νοείται, επίσης, το μετοχικό δικαίωμα, η μετοχική, δηλ., σχέση.

    Νοείται, επιπρόσθετα, και ο τίτλος-το αξιόγραφο, δηλ., στο οποίο ενσωματώνεται το μετοχικό  δικαίωμα, εφόσον η ΑΕ εκδίδει μετοχές.

    Οι μετοχές ρυθμίζονται στα άρθρα 34 έως 55 ν. 4548/2018.

    Ομολογίες

    Σε ομολογίες διαιρείται το ομολογιακό δάνειο, το οποίο εκδίδεται από την ΑΕ (άρ. 59 §1 εδ. α΄ ν. 4548/2018). Πιο συγκεκριμένα: το ποσό του ομολογιακού δανείου διαιρείται σε ίσα τμήματα, καθένα από τα οποία αποτελεί την ονομαστική αξία της ομολογίας, στην οποία ενσωματώνεται. Οι ομολογίες μπορεί να είναι ονομαστικές ή ανώνυμες. Για το ομολογιακό δάνειο είναι δυνατό να εκδοθεί και μία, μόνη, ομολογία.

    Οι ομολογίες ρυθμίζονται στα άρθρα 59 έως 74 ν. 4548/2018.

    Τίτλοι Κτήσεις Μετοχών (Warrants)

    Πρόκειται, επίσης, για τίτλους που εκδίδονται από την ΑΕ. Παρέχουν το διαπλαστικό δικαίωμα στους δικαιούχους τους (:δικαίωμα προαίρεσης) να αποκτήσουν, με μόνη τη δική τους δήλωση, μετοχές της εκδότριας έναντι προσυμφωνημένου τιμήματος. Η δήλωση αυτή είναι υποχρεωτικό να απευθυνθεί στην ΑΕ μέσα σε (προ)καθορισμένη προθεσμία.

    Τα warrants ρυθμίζονται στα άρθρα 56 έως 58 ν. 4548/2018.

    Ιδρυτικοί Τίτλοι

    Διακρίνονται σε κοινούς (άρθρο 75) και εξαιρετικούς (άρθρο 76).

    Οι πρώτοι (:κοινοί) χορηγούνται σε ιδρυτές της ΑΕ, ως ανταμοιβή για υπηρεσίες που προσέφεραν κατά τη σύστασή της. Οι τίτλοι αυτοί δεν έχουν ονομαστική αξία και δεν παρέχουν δικαίωμα συμμετοχής στη διοίκηση ΑΕ ούτε και στο προϊόν εκκαθάρισής της. Παρέχουν, όμως, δικαίωμα απόληψης έως του ¼ των καθαρών κερδών, μετά την αφαίρεση των ποσών για τον σχηματισμό του τακτικού αποθεματικού και τη διανομή του πρώτου μερίσματος.

    Οι εξαιρετικοί ιδρυτικοί τίτλοι, αντίθετα, συνιστούν αντάλλαγμα για την παραχώρηση προς την εταιρία, κατά τη σύστασή της ή τη λειτουργία της, συγκεκριμένων αντικειμένων (όχι χρημάτων). Τα αντικείμενα αυτά, ωστόσο, δεν συνιστούν εισφορές σε είδος και η αξία τους δεν εκπροσωπεί τμήμα του μετοχικού κεφαλαίου.

    Οι ιδρυτικοί τίτλοι ρυθμίζονται στα άρθρα 75 και 76 ν. 4548/2018.

    Άλλοι(;)Τίτλοι

    Ο νόμος (άρ. 33) παρέχει τη δυνατότητα στην ΑΕ να εκδώσει, εκτός από τους παραπάνω, και άλλους τίτλους-που τυχόν προβλέπονται από ειδικές διατάξεις. Άλλοι, όμως, τίτλοι, διαφορετικοί από τους ανωτέρω -και μη προβλεπόμενοι από ειδική νομοθεσία- δεν είναι δυνατό να εκδοθούν.

    Υποστηρίζεται, ωστόσο, ότι η εισαγωγικά αναφερόμενη αρχή του numerus clausus δεν ισχύει κατά τρόπο απόλυτο: η ΑΕ μπορεί να προβεί στην σύνδεση διαφορετικών τίτλων ή στην έκδοση επιμέρους κατηγοριών τους. Δυνατή, επίσης, και η ελεύθερη μεταβίβαση περιουσιακών δικαιωμάτων, που απορρέουν από αυτούς.

    Οι επιμέρους κατηγορίες τίτλων, είναι δυνατό να οδηγούν σε μορφώματα (:υβρίδια), που συνδυάζουν χαρακτηριστικά περισσοτέρων, λ.χ., των μετοχών και των ομολογιών. Τέτοια παραδείγματα συνιστούν οι μετατρέψιμες σε μετοχές ομολογίες καθώς και οι εξαγοράσιμες μετοχές (άρ. 71 & 39 αντίστοιχα).

     

    Δυνατότητα Έκδοσης Περισσότερων Κατηγοριών Τίτλων

    Ο νόμος (άρ. 33 §2) παρέχει τη δυνατότητα στην ΑΕ να εκδίδει τίτλους επιμέρους κατηγοριών-στο πλαίσιο, όμως, των αποφάσεων των αρμοδίων οργάνων της και του νόμου. Στην περίπτωση των μετοχών, λ.χ., τέτοιες κατηγορίες συνιστούν οι προνομιούχες και οι εξαγοράσιμες.

    Ταυτόχρονα, ίδιου «τύπου» μετοχές, λ.χ. οι προνομιούχες, μπορεί να διακρίνονται σε περισσότερες κατηγορίες-ανάλογα με το προνόμιο που παρέχουν.

    Περαιτέρω, η ΑΕ μπορεί να εκδίδει τίτλους της ίδιας κατηγορίας σε διαδοχικές, χρονικά, σειρές. Η έκδοσή τους αυτή μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα τη διαφορετική ονομαστική αξία των μετοχών κάθε σειράς. Διαφορετικής σειράς μετοχές, πάντως, δεν απαιτείται, απαραίτητα, να εκδίδονται σε διαφορετικά χρονικά σημεία.

     

    Δυνατότητα Σύνδεσης Περισσότερων Τίτλων

    Ο νόμος για τις ΑΕ (άρ. 33 §3) εισάγει μια καινοτόμο δυνατότητα: αυτή της σύνδεσης περισσότερων ειδών ή κατηγοριών τίτλων (stapling). Όπως επισημαίνεται και στην Αιτιολογική Έκθεση της συγκεκριμένης διάταξης, πρόκειται για πρακτική γνωστή στις διεθνείς αγορές.

    Η συγκεκριμένη πρακτική, είναι δυνατό να λάβει χώρα σε περίπτωση ταυτόχρονης έκδοσης περισσότερων ειδών ή κατηγοριών μετοχών. Εφόσον συντρέχει η προϋπόθεση αυτή, είναι δυνατόν να προβλέπεται στους όρους έκδοσης των τίτλων αυτών (λ.χ. στο καταστατικό για τις μετοχές ή στο πρόγραμμα έκδοσης ομολογιών για τις ομολογίες) ότι: «…η κτήση τίτλου ενός είδους ή μιας κατηγορίας επιτρέπεται μόνο με την προϋπόθεση ταυτόχρονης κτήσης ορισμένου αριθμού εκδιδόμενων τίτλων άλλου είδους ή άλλης κατηγορίας».

    Παράλληλα, στους όρους έκδοσης των εν λόγω τίτλων, μπορεί να προβλέπεται, επίσης, ότι οι συνδεδεμένοι τίτλοι μπορούν να μεταβιβασθούν ή επιβαρυνθούν μόνο από κοινού. Η υποχρέωση, μάλιστα, κοινής διάθεσης, μπορεί να προβλέπεται για ορισμένο χρόνο ή έως την πλήρωση συγκεκριμένης αίρεσης. Μπορεί, όμως, να προβλέπεται και για όλη τη διάρκεια της ΑΕ. Τούτη, όμως, η υποχρέωση κοινής διάθεσης των τίτλων ενδέχεται να απομειώνει την εμπορευσιμότητά τους και να δυσχεραίνει, εν τέλει, την ίδια τη μεταβίβασή τους. Ιδίως, αν τίθεται χωρίς χρονικό περιορισμό ή υπό την πλήρωση αίρεσης.

    Η συγκεκριμένη πρακτική «…επιτρέπει μια χαλάρωση της αρχής του κλειστού αριθμού» (βλ. Αιτ. Έκθεση επί του άρθρου 33). Τούτο, ωστόσο, δεν σημαίνει ότι η άσκηση της συγκεκριμένης πρακτικής δημιουργεί νέο είδος τίτλου. Δημιουργεί, αντίθετα, δικαιούχους διαφορετικών τίτλων, στο πρόσωπο των οποίων συνυπάρχουν διαφορετικές ιδιότητες απέναντι στην ΑΕ.

    Μπορεί, λ.χ., κάποιος να καθίσταται, ταυτόχρονα μέτοχος και δανειστής της ΑΕ. Τούτο θα συμβαίνει όταν η σύνδεση αφορά μετοχές και ομολογίες. Στην περίπτωση αυτή, ωστόσο, ενδέχεται να συνυπάρχουν αντικρουόμενα συμφέροντα στο πρόσωπο του συγκεκριμένου δικαιούχου.

    Τέτοιες συγκρούσεις συμφερόντων εμφανίζονται, κυρίως, σε περιόδους χρηματοοικονομικής δυσχέρειας. Στις περιόδους αυτές, οι μέτοχοι είναι ενδεχόμενο να προσφύγουν στην ανάληψη δραστηριοτήτων με μεγάλο κίνδυνο.  Μπορεί, επίσης, να αποφασίζουν διανομές ή την καταβολή πρόσθετων μερισμάτων υπέρ των ιδίων. Η πρακτική αυτή έχει ως αποτέλεσμα την μείωση των διαθέσιμων ποσών για την ίδια την ΑΕ και τους ομολογιούχους. Ο φορέας, λοιπόν, συνδεδεμένων τίτλων θα καλείται, κάθε φορά, να επιλέξει τα συμφέροντα που θα επιχειρήσει να ικανοποιήσει.

     

    Η (Μη;) Δυνατότητα Χωριστής Διάθεσης Δικαιωμάτων Τίτλων

    Ο νόμος (άρ. 33, §§4 & 5) διατηρεί την αρχή, καταρχήν, του αδιαίρετου του τίτλου. Τούτο σημαίνει ότι τα δικαιώματα επί των τίτλων είναι δυνατό να διατίθενται μόνο στο σύνολό τους. Μια κινητή αξία, ως εκ τούτου, δεν είναι δυνατό να διασπαστεί σε επιμέρους δικαιώματα, με την επιφύλαξη των διατάξεων για την κοινωνία, το ενέχυρο και την επικαρπία.

    Ωστόσο, ο ανωτέρω κανόνας δεν τηρείται απαρέγκλιτα. Παρέχεται, κατ’ εξαίρεση, η δυνατότητα χωριστής μεταβίβασης περιουσιακών, μόνον, δικαιωμάτων που απορρέουν από τον τίτλο. Συγκεκριμένα: «…οι απαιτήσεις απόληψης κερδών, τόκων ή χρεολυσίων, καθώς και άλλα αυτοτελή περιουσιακά δικαιώματα που γεννώνται από τους τίτλους μεταβιβάζονται ελεύθερα». Η συγκεκριμένη δυνατότητα, που υφίστατο και υπό το προϊσχύσαν δίκαιο, δεν αφορά, όμως, τα δικαιώματα διοίκησης της ΑΕ (λ.χ. το δικαίωμα ψήφου).

    Η Αιτιολογική Έκθεση του ν. 4587/2018 -που τροποποίησε την §5- απαριθμεί μεταξύ των άλλων αυτοτελών περιουσιακών δικαιωμάτων, ενδεικτικά, το δικαίωμα προτίμησης, το δικαίωμα στο προϊόν μείωσης ή απόσβεσης του κεφαλαίου και το δικαίωμα στο προϊόν εκκαθάρισης.

    Ωστόσο, οι ανωτέρω εξαιρέσεις, είναι δυνατό να αποκλεισθούν, με αποτέλεσμα την επιστροφή στον κανόνα του αδιαιρέτου. Συγκεκριμένα, ο νόμος προβλέπει ότι οι εν λόγω εξαιρέσεις τελούν υπό την διαφορετική πρόβλεψη του καταστατικού ή των όρων έκδοσης των οικείων τίτλων (άρθρο 33 §5 in fine).

    Η συγκεκριμένη πρόβλεψη ωστόσο, έχει δεχτεί κριτική. Η κριτική αυτή βασίζεται στο ότι το καταστατικό ή οι όροι έκδοσης των λοιπών τίτλων είναι δυνατό, κατ’ αυτόν τον τρόπο, να επεμβαίνουν και να θέτουν φραγμούς στις αποφάσεις που αφορούν την περιουσία του φορέα του τίτλου. Επίσης, στη δημιουργία καθεστώτος ανασφάλειας στις συναλλαγές. Και τούτο γιατί είναι ενδεχόμενο να μεταβιβάζει δικαιώματα ο φορέας του τίτλου, χωρίς όμως και να έχει το σχετικό δικαίωμα.

     

    Η ΑΕ είναι δυνατό να προβεί στην έκδοση περισσότερων κατηγοριών τίτλων, αξιοποιώντας τις ευχέρειες που της παρέχει ο νόμος. Παρά το γεγονός ότι ο νόμος αναφέρεται στον περιορισμένο αριθμό τους είναι, εντούτοις, δυνατή η δημιουργία και αξιοποίηση υβριδίων τους-με χαρακτηριστικά περισσοτέρων. Σε κάθε περίπτωση: οι ευχέρειες που παρέχει ο νόμος για τις ΑΕ είναι πολλαπλές και αξιοποιήσιμες προς την κατεύθυνση της ικανοποίησης του εταιρικού συμφέροντος και των επιμέρους (χρηματοδοτικών και λοιπών) αναγκών της. Εναπόκειται σ’ εκείνες (τις ΑΕ) και τους συμβούλους τους η επιλογή των βέλτιστων˙ επίσης: ο (βέλτιστος) σχεδιασμός τους.

    Περί αυτών, όμως, σε επόμενη αρθρογραφία μας.-

    Σταύρος Κουμεντάκης
    Managing Partner

     

    Υ.Γ. Συνοπτική έκδοση του άρθρου δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ, στις 12 Ιουνίου 2022.

    Η πληροφόρηση που εμπεριέχεται στο παρόν άρθρο δεν συνιστά (ούτε και έχει σκοπό να αποτελέσει) νομική συμβουλή. Μια τέτοια νομική συμβουλή είναι δυνατό να παρασχεθεί μόνον από αρμόδιο δικηγόρο ο οποίος θα λάβει υπόψη του το σύνολο των δεδομένων που θα του εκθέσετε για την υπόθεσή σας. Αναλυτικά.

  • Μείωση ΜΚ: Αναποτελεσματική Προστασία των Δανειστών

    Μείωση ΜΚ: Αναποτελεσματική Προστασία των Δανειστών

    Σε προηγούμενη αρθρογραφία μας ασχοληθήκαμε με την έννοια της μείωσης του μετοχικού κεφαλαίου και τις διακρίσεις της˙ σε επόμενη αρθρογραφία μας με την ακολουθητέα διαδικασία, τις τεχνικές και τις προϋποθέσεις της. Εδώ θα μας απασχολήσει το θέμα της μείωσης από μια κρίσιμη, λίγο διαφορετική, σκοπιά: εκείνη της προστασίας των δανειστών. Επίσης τα (έννομα) αποτελέσματα και η (αν)αποτελεσματικότητά της.

    Η Προστασία Των Δανειστών

    Πεδίο Εφαρμογής

    Οι προστατευτικές διατάξεις για τους δανειστές αφορούν, κατά βάση, τις περιπτώσεις πραγματικής μείωσης-όταν, δηλ., η αποδεσμευμένη εταιρική περιουσία πρόκειται να καταβληθεί στους μετόχους. Αφορούν, επίσης, τις περιπτώσεις που η μείωση του κεφαλαίου γίνεται με (ολική ή μερική) απαλλαγή των μετόχων από την υποχρέωση καταβολής μετοχικού κεφαλαίου, που ανελήφθη μεν δεν έλαβε όμως χώρα-εν τέλει (άρθρο 30 §4 ν. 4548/18).

    Περιεχόμενο Της Προστασίας

    Οι δανειστές της ΑΕ  έναν, μόνον, τρόπο έχουν να προστατευθούν σε περίπτωση πραγματικής μείωσης του μετοχικού της κεφαλαίου-εφόσον, βεβαίως, την πληροφορηθούν: τη δημιουργία αναχωμάτων όσον αφορά την καταβολή στους μετόχους του αποδεσμευόμενου κεφαλαίου.

    Συγκεκριμένα, εφόσον τηρηθούν οι σχετικές προϋποθέσεις, γεννάται αξίωση ενός εκάστου μετόχου, έναντι της ΑΕ, για την καταβολή του προϊόντος της μείωσης που του αναλογεί. Η καταβολή αυτή, όμως, δεν είναι δυνατό να λάβει χώρα πριν παρέλθει, άκαρπη, η προθεσμία υποβολής αντιρρήσεων των δανειστών ή (εφόσον τέτοιες υποβληθούν) αφού τηρηθούν όσα ο νόμος ορίζει.

    Αντιρρήσεις Δανειστών Ληξιπρόθεσμων Απαιτήσεων

    Όπως προκύπτει από τη ρύθμιση του νόμου (άρθρο 30 §1) προστατεύονται, καταρχάς, οι δανειστές των οποίων οι απαιτήσεις έγιναν ληξιπρόθεσμες πριν τη δημοσιοποίηση της απόφασης της ΑΕ για τη μείωση του μετοχικού της κεφαλαίου (άρθρο 29 §4 ν. 4548/2018 – βλ. προηγούμενη αρθρογραφία μας). Υποστηρίζεται όμως (και ορθά) ότι προστατεύονται και εκείνοι των οποίων οι αξιώσεις έγιναν ληξιπρόθεσμες έως τον χρόνο της συναφούς καταβολής προς τους μετόχους.

    Δεν είναι, κατά τούτο, δυνατό να λάβει χώρα οποιαδήποτε καταβολή στους μετόχους της ΑΕ από ενδεχόμενη μείωση του μετοχικού της κεφαλαίου, πριν την παρέλευση της προθεσμίας εντός της οποίας οι δανειστές της εταιρείας, έχουν το δικαίωμα να υποβάλλουν τις σχετικές αντιρρήσεις τους˙ το σημαντικότερο: πριν ολοσχερώς εξοφληθούν ή, έστω, διακανονισθούν οι απαιτήσεις των δανειστών που θα υποβάλλουν τέτοιες. Με τη συγκεκριμένη επιλογή του ο νομοθέτης: (α) περιορίζει, σε λογικά επίπεδα, το εύρος των προστατευόμενων αξιώσεων (β) προβλέπει τη δυνατότητα διακανονισμού -κι όχι μόνον της εξόφλησης- των ληξιπρόθεσμων αξιώσεων.

    Η συγκεκριμένη ρύθμιση μοιάζει, όμως, ανεπιεικής ως προς τους ακούσιους δανειστές (εκείνους, λ.χ., που ζημιώθηκαν από αδικοπραξία). Οι τελευταίοι δεν θα διαθέτουν, πιθανότατα, τους πόρους ή/και τη γνώση να παρακολουθούν τις ενέργειες της ΑΕ ούτε/και να προβάλλουν, εμπρόθεσμα, αντιρρήσεις. Θα μπορούσε όμως κάποιος να υποστηρίξει πως, εν μέρει-τουλάχιστον, προστατεύονται από τις διατάξεις για το ελάχιστο όριο του μετοχικού κεφαλαίου καθώς και από το δικαίωμά τους να στραφούν κατά των υπαιτίων φυσικών προσώπων.

    Η Υποβολή Αντιρρήσεων

    Τρόπος Υποβολής Και Περιεχόμενο Αντιρρήσεων

    Δεν υπάρχει νομοθετική πρόβλεψη όσον αφορά τη ακολουθητέα διαδικασία υποβολής των ανωτέρω αντιρρήσεων των δανειστών, την τυποποίηση ή/και κάποιο, ελάχιστο, περιεχόμενό τους. Προτιμητέο, ωστόσο, για λόγους απόδειξης, να λαμβάνει χώρα εγγράφως η υποβολή τους. Ακόμα καλύτερα: με εξώδικη επιστολή, ώστε να μην τίθενται θέμα απόδειξης-ιδίως ως προς το περιεχόμενο και το εμπρόθεσμο της υποβολής τους. Ειδικά, μάλιστα, ως προς το περιεχόμενο, είναι σημαντικό να αναφέρουν (και αποδεικνύουν) το ληξιπρόθεσμο των προβαλλομένων αξιώσεων καθώς και τον χρόνο που αυτές κατέστησαν ληξιπρόθεσμες.

    Χρόνος Υποβολής Αντιρρήσεων

    Οι συγκεκριμένες αντιρρήσεις των δανειστών θα πρέπει να υποβληθούν στην ΑΕ μέσα σε προθεσμία σαράντα (40) ημερών (αντί 60 κατά το προϊσχύσαν δίκαιο) από τη δημοσιότητα της εταιρικής απόφασης για τη μείωση του μετοχικού κεφαλαίου (άρθρο 29 §4 ν. 4548/2018 – βλ. προηγούμενη αρθρογραφία μας). Ως αφετηρία της συγκεκριμένης προθεσμίας θα πρέπει να θεωρήσουμε την ημερομηνία ανάρτησής της στον διαδικτυακό τόπο του Γ.ΕΜ.Η. (άρθρο 12 ν. 4548/2018) και όχι στον διαδικτυακό τόπο της εταιρείας.

    Αντιρρήσεις Δανειστών Μη Ληξιπρόθεσμων Απαιτήσεων

    (Και) οι δανειστές, όμως, της ΑΕ με μη ληξιπρόθεσμες αξιώσεις προστατεύονται, επίσης, από τις συνέπειες της μείωσης του μετοχικού της κεφαλαίου (άρθρο 30 § 2). Δικαιούνται, και εκείνοι επίσης, να υποβάλλουν στην εταιρεία αντιρρήσεις κατά της πραγματοποίησης καταβολών αποδεσμευόμενης εταιρικής περιουσίας-λόγω μείωσης του μετοχικού της κεφαλαίου. Αρκεί να τίθεται, πράγματι, σε κίνδυνο η ικανοποίηση των απαιτήσεών τους.

    Η υποβολή των αντιρρήσεων των συγκεκριμένων δανειστών θα πρέπει να λάβει χώρα μέσα σε τριάντα (30) ημέρες από τη δημοσίευση της απόφασης για τη μείωση του μετοχικού κεφαλαίου της. Ως προς τη διαδικασία και περιεχόμενο υποβολής τους ισχύουν, αντίστοιχα, όσα ήδη, αμέσως ανωτέρω αναφέραμε.

    Στην περίπτωση που υποβληθούν αντιρρήσεις από τους δανειστές με μη ληξιπρόθεσμες αξιώσεις, η ΑΕ δικαιούται να τις προεξοφλήσει, να τους παράσχει επαρκείς εξασφαλίσεις ή να λειτουργήσει συνδυαστικά. Τυχόν διαφωνίες θα λυθούν, κατ’ ανάγκη, δικαστικά.

    Η Δικαστική Επίλυση Των Αντιρρήσεων

    Κατά το νόμο: «για το βάσιμο ή μη των αντιρρήσεων των δανειστών μη ληξιπρόθεσμων απαιτήσεων…συμπεριλαμβανομένων εκείνων που αφορούν την επάρκεια των προσφερόμενων από την εταιρεία ασφαλειών, αποφαίνεται το δικαστήριο» (άρθρο 30 §3, εδ. α΄).

    Το γράμμα του νόμου φαίνεται να καταλαμβάνει μόνο τις απαιτήσεις δανειστών μη ληξιπρόθεσμων απαιτήσεων. Ωστόσο, αβάσιμες ενδέχεται να είναι και απαιτήσεις, οι οποίες προβάλλονται, λ.χ., ως ληξιπρόθεσμες-χωρίς όμως και πράγματι να είναι. Τέτοιου είδους (κακόπιστες) απαιτήσεις ενδέχεται να έχουν σκοπό, απλώς, να ματαιώσουν την ολοκλήρωση της διαδικασίας μείωσης του μετοχικού κεφαλαίου της ΑΕ. Υποστηρίζεται, και ορθά, η αναλογική εφαρμογή (και στην προκειμένη περίπτωση) της δικαστικής διαδικασίας που αφορά στις αντιρρήσεις δανειστών μη ληξιπρόθεσμων αντιρρήσεων.

    Αρμόδιο Δικαστήριο Και Διαδικασία

    Αρμόδιο δικαστήριο για την επίλυση των συγκεκριμένων διαφορών είναι το Μονομελές Πρωτοδικείο της έδρας της ΑΕ˙ διαδικασία αυτή της Εκούσιας Δικαιοδοσίας.

    Κατά την εκδίκαση της σχετικής αίτησης της ΑΕ είναι δυνατό να παρέμβουν και αντιλέξουν οι δανειστές που υπέβαλαν τις αντιρρήσεις τους.

    Η Δικαστική Κρίση

    Το αρμόδιο δικαστήριο αποφαίνεται σχετικά με τη βασιμότητα ή μη των αντιρρήσεων των δανειστών. Είναι ενδεχόμενο οι δανειστές με μη ληξιπρόθεσμες απαιτήσεις να αποδείξουν, ότι η πραγματοποίηση των καταβολών ενόψει της εταιρικής περιουσίας που θα απομείνει (μετά την πραγματοποίηση της μείωσης-λαμβανομένων υπόψη και των τυχόν ασφαλειών, που ήδη διαθέτουν) θέτει σε κίνδυνο την ικανοποίηση των απαιτήσεών τους. Η απόφαση που θα εκδοθεί, στην περίπτωση αυτή, θα επιτρέψει την καταβολή των αποδεσμευόμενων με τη μείωση ποσών, στη βάση τήρησης όρων ή παροχής επαρκών ασφαλειών που το ίδιο καθορίζει.

    Δεν απαιτείται, πάντως, οι ασφάλειες να χορηγούνται από την ίδια την ΑΕ. Είναι δυνατή η παροχή τους (και) από τρίτους (λ.χ. τους μετόχους). Οι συγκεκριμένοι τρίτοι δικαιούνται, μάλιστα, να παρέμβουν στη σχετική δίκη, ώστε να καταστεί εφικτό το δικαστήριο να διατάξει την από μέρους τους παροχή των εν λόγω ασφαλειών.

    Σε περίπτωση υποβολής αντιρρήσεων από περισσότερους δανειστές, εκδίδεται μία απόφαση ως προς όλες, προκειμένου να αποφευχθούν αντιφατικές αποφάσεις. Είναι δυνατό, σε θεωρητικό, τουλάχιστον, επίπεδο να υφίστανται πρόσθετες, εκκρεμείς, εμπροθέσμως, όμως, υποβληθείσες αντιρρήσεις. Στην περίπτωση αυτή, η απόφαση που έχει εκδοθεί μπορεί (και πρέπει) να μεταρρυθμιστεί, ώστε να καταστούν επιτρεπτές οι καταβολές στους μετόχους.

    Τα Έννομα Αποτελέσματα

    Της Πρόωρης Καταβολής

    Σε περίπτωση που η ΑΕ προβεί σε καταβολές αποδεσμευμένης εταιρικής περιουσίας στους μετόχους χωρίς την τήρηση των προϋποθέσεων του νόμου, οι σχετικές καταβολές είναι άκυρες. Πρόκειται για ακυρότητα σχετική υπέρ των δανειστών της ΑΕ, όπως αυτοί προσδιορίστηκαν ανωτέρω.

    Στην περίπτωση ακυρότητας των προαναφερθεισών καταβολών, οι μέτοχοι οφείλουν να επιστρέψουν το ποσό που εισέπραξαν στην ΑΕ, σύμφωνα με τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού. Τη σχετική, μάλιστα, αξίωση της ΑΕ κατά των μετόχων νομιμοποιούνται να ασκήσουν πλαγιαστικά οι προαναφερθέντες δανειστές.

    Ο νόμος δεν θεσπίζει ειδική ευθύνη του ΔΣ σε περίπτωση άκυρης καταβολής. Ενδέχεται, ωστόσο, να στοιχειοθετηθεί αδικοπρακτική ευθύνη των μελών του ή/και των μετόχων που ωφελήθηκαν (σύμφωνα, λ.χ., με τις διατάξεις για την καταδολίευση δανειστών).

    Γίνεται, βέβαια, δεκτό ότι η ως άνω ακυρότητα των πρόωρων καταβολών είναι ιάσιμη. Μπορεί, συγκεκριμένα, να θεραπευθεί εφόσον παρέλθει άπρακτη η προαναφερθείσα προθεσμία των σαράντα ημερών. Εφόσον, δηλ., δεν υποβληθούν αντιρρήσεις.  Σε περίπτωση που υποβληθούν τέτοιες, θεραπεία επέρχεται, εφόσον μετά τις καταβολές: (α) εξοφληθούν ή διακανονισθούν οι ληξιπρόθεσμες απαιτήσεις, (β) προεξοφληθούν οι μη ληξιπρόθεσμες απαιτήσεις ή δοθούν επαρκείς ασφάλειες ή τέλος, σε περίπτωση μη συναινετικής λύσης, τηρηθούν οι όροι της εκδοθησόμενης δικαστικής κρίσης.

    Της Απόφασης Μείωσης

    Δεδομένων των όσων ανωτέρω αναπτύχθηκαν, διαφαίνεται ότι οι αντιρρήσεις αφορούν στην καταβολή της αποδεσμευμένης εταιρικής περιουσίας. Αντίθετα, η απόφαση περί μείωσης δεν επηρεάζεται από αυτές. Η ισχύς της εκκινεί από την τήρηση των διατυπώσεων δημοσιότητας.

    Ωστόσο, στην περίπτωση της πραγματικής μείωσης, η αξίωση των μετόχων για είσπραξης του προϊόντος της, προϋποθέτει την τήρηση των προστατευτικών διατάξεων για τους δανειστές.

    Αντίθετα, στην ονομαστική μείωση, ήδη από τη δημοσιότητα της απόφασης, ισχύει η νέα ονομαστική αξία των μετοχών. Τυχόν εκκρεμότητα αντικατάστασης των παλαιών τίτλων με νέους δεν ενδιαφέρει.

     

    Είναι δεδομένο πως οι δανειστές της ΑΕ (με ληξιπρόθεσμες, ή μη, απαιτήσεις) έχουν ανάγκη προστασίας σε περίπτωση μείωσης του μετοχικού της κεφαλαίου. Ο νομοθέτης δεν θα ήταν δυνατό να μην τους την παράσχει. Η προστασία όμως είναι, σε πρακτικό επίπεδο, αμφιλεγόμενη. Ποιος δανειστής, άραγε, εξαντλεί ένα τμήμα, έστω, του χρόνου του στην αναζήτηση του ενδεχόμενου, η οφειλέτριά του ΑΕ να έχει προχωρήσει σε μείωση του μετοχικού της κεφαλαίου (και απόδοσή του στους μετόχους) με σκοπό να τον καταδολιεύσει; Δεδομένου όμως ότι αυτό είναι το μόνο μέσο που του παρέχεται από το νόμο, ο δανειστής της ΑΕ τούτο, ακριβώς, οφείλει: να βρίσκεται, δηλ., σε συνεχή εγρήγορση.-

    Σταύρος Κουμεντάκης
    Managing Partner

     

    Υ.Γ. Συνοπτική έκδοση του άρθρου δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ, στις 29 Μαΐου 2022.

    Η πληροφόρηση που εμπεριέχεται στο παρόν άρθρο δεν συνιστά (ούτε και έχει σκοπό να αποτελέσει) νομική συμβουλή. Μια τέτοια νομική συμβουλή είναι δυνατό να παρασχεθεί μόνον από αρμόδιο δικηγόρο ο οποίος θα λάβει υπόψη του το σύνολο των δεδομένων που θα του εκθέσετε για την υπόθεσή σας. Αναλυτικά.

  • Παραβάσεις μελών ΔΣ ΑΕ

    Παραβάσεις μελών ΔΣ ΑΕ

    Σήμερα εστιάζουμε στο άρθρο 177 του ν. 4548/2018 περί (ποινικών) «παραβάσεων μελών διοικητικού συμβουλίου», το οποίο αποσκοπεί, μεταξύ άλλων, στη διαφύλαξη του εταιρικού κεφαλαίου και των συμφερόντων των πιστωτών.

    Η εν θέματι διάταξη τυποποιεί ως αξιόποινες πέντε διαφορετικές συμπεριφορές με κοινό συνεκτικό στοιχείο την ιδιότητα του δράστη: οποιοδήποτε (ακόμα και μη εκτελεστικό) μέλος διοικητικού συμβουλίου. Κατηγοριοποιούμε τις συμπεριφορές σε δύο ενότητες:

    (α) Η πρώτη ενότητα (§§ 1, 2 & 5) περιλαμβάνει: (αα) την πρωτογενή υποχρέωση σύνταξης και έγκρισης ουσιωδώς ακριβών, μη παραπλανητικών (βλ. σχετική αρθρογραφία μας-Φ. 17.03.2022) και κατά νόμο, ως προς το περιεχόμενό τους, χρηματοοικονομικών ή ενοποιημένων καταστάσεων της εταιρείας, εκθέσεων διαχείρισης (οι οποίες δεν συμπεριλαμβάνονται στις χρηματοοικονομικές καταστάσεις) και κάθε άλλης υποχρεωτικής από τον νόμο ετήσιας έκθεσης και (αβ) τη δευτερογενή απαγόρευση διανομής κερδών ή άλλων ωφελημάτων σε μετόχους της εταιρείας ή τρίτο πρόσωπο, στις περιπτώσεις που δεν τηρείται το πρωτογενές (υπό αα) καθήκον αληθολογίας, ακρίβειας και συμμόρφωσης προς τον νόμο, πολλώ δε μάλλον όταν δεν έχουν συνταχθεί οι εν λόγω καταστάσεις κ.λπ..

    (β) Η δεύτερη ενότητα (§§ 3 & 4) περιλαμβάνει: (βα) την απαγόρευση της εν γνώσει εξαγοράς εξαγοράσιμων μετοχών ή πρόκλησης απόκτησης από την εταιρεία ιδίων μετοχών της ή τίτλων κτήσης μετοχών της ή μετοχών της μητρικής της ή τίτλων κτήσης μετοχών της μητρικής της, κατά παράβαση του νόμου (άρ. 39, 48, 49, 52 & 57) αλλά και (ββ) την απαγόρευση χορήγησης προκαταβολής, δανείου ή εγγύησης είτε επιβαρύνοντας την εταιρεία, με σκοπό να αποκτήσει τρίτος μετοχές αυτής, είτε επιβαρύνοντας θυγατρική της, με σκοπό να αποκτήσει τρίτος μετοχές της μητρικής της, κατά παράβαση του νόμου (άρ. 51).

    Οποιοδήποτε μέλος του ΔΣ υποπέσει σε κάποια από τις ανωτέρω παραβάσεις (είτε της πρώτης είτε της δεύτερης ενότητας) τιμωρείται αυστηρά: με φυλάκιση (έως 5 έτη) και με χρηματική ποινή από 10.000 μέχρι 100.000 ευρώ.

    Προκρίνουμε ως σημαντικό να υπογραμμίσουμε την αξιολογική ασυμμετρία (πλέον αντινομία) η οποία διαπιστώνεται εν προκειμένω μεταξύ ΑΕ αφενός και ΕΠΕ (άρ. 60 ν. 3190/1955) και ΙΚΕ (άρ. 119 ν. 4072/2012) αφετέρου:

    οι όμοιες επί της ουσίας πράξεις της πρώτης ενότητας (αα, αβ), στην μεν περίπτωση της ΑΕ τιμωρούνται και μάλιστα αυστηρότατα, στις δε περιπτώσεις της ΕΠΕ και της ΙΚΕ δεν τιμωρούνται ούτε στο ελάχιστο – αποτελούσαν πταισματικής βαρύτητας αδικοπραγίες οι οποίες καταργήθηκαν στο σύνολό τους.

    Επ’ ουδενί δεν κλείνουμε το μάτι σε μια εκ του πονηρού «στροφή» προς τις ΕΠΕ και τις ΙΚΕ, όπου, σε τελική ανάλυση, έχουν εφαρμογή οι διατάξεις του κοινού Ποινικού Κώδικα.

    Ούτε ενδίδουμε στους πειρασμούς μιας άνευ όρων ποινικής παρέμβασης στις λοιπές εταιρικές μορφές ή μιας αναιτιολόγητης κατάργησης του άρ. 177: συνιστά ηθική και πολιτική μας ήττα η συμμόρφωσή (ή μη) στον νόμο απλώς από αντανακλαστικά φόβου.

    Ο νομοθέτης ωστόσο οφείλει να είναι συνεπής (:να μην εκπέμπει αντιφατικά μηνύματα), δίκαιος (:να εφαρμόζει, εν προκειμένω, την αρχή της ισότητας) και σε εγρήγορση (:να αντιλαμβάνεται πότε λοξοδρομεί): διαφορετικά, αναιρεί τον λόγο ύπαρξης των διατάξεων που θεσπίζει και αποδεικνύεται αναποτελεσματικός και άδικος κατά τη ρύθμιση ενός τόσο σύνθετου φαινομένου όπως είναι η επιχειρηματικότητα.

    Γιώργος Καρανικόλας
    Senior Associate

     

    Υ.Γ. Συνοπτική έκδοση του άρθρου δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ, στις 22 Μαΐου 2022.

    Η πληροφόρηση που εμπεριέχεται στο παρόν άρθρο δεν συνιστά (ούτε και έχει σκοπό να αποτελέσει) νομική συμβουλή. Μια τέτοια νομική συμβουλή είναι δυνατό να παρασχεθεί μόνον από αρμόδιο δικηγόρο ο οποίος θα λάβει υπόψη του το σύνολο των δεδομένων που θα του εκθέσετε για την υπόθεσή σας. Αναλυτικά.

  • Εισφορές Σε Είδος

    Εισφορές Σε Είδος

    Σε προηγούμενη αρθρογραφία μας ασχοληθήκαμε με το μετοχικό κεφάλαιο της ΑΕ. Είχαμε την ευκαιρία να προσεγγίσουμε την  αναμφισβήτητη σημασία του για την ύπαρξη, επιβίωση και ανάπτυξη της ΑΕ. Ασχοληθήκαμε, μεταξύ άλλων, και με τη δυνητική σύνθεσή του. Αναφερθήκαμε, στο πλαίσιο της τελευταίας, στο είδος των εισφορών (:χρηματικές και σε είδος) που είναι δυνατό να συναπαρτίζουν το μετοχικό κεφάλαιο. Οι τελευταίες (:εισφορές σε είδος), λόγω της σημασίας και των ιδιαιτεροτήτων τους, είναι που θα μας απασχολήσουν στο παρόν.

     

    Έννοια Και Περιεχόμενο

    Η έννοια των εισφορών σε είδος προκύπτει από τον ίδιο τον νόμο (:άρθρο 17 ν. 4548/2018). Ο προσδιορισμός τους μάλιστα γίνεται (§1) με τρόπο αρνητικό: Πρόκειται για τις εισφορές εκείνες «…που δεν είναι σε χρήμα». Περαιτέρω, μάλιστα, προσδιορίζεται (§2) ότι «οι εισφορές σε είδος αποτελούνται μόνο από στοιχεία ενεργητικού, τα οποία μπορούν να τύχουν χρηματικής αποτίμησης». Η συγκεκριμένη θέση δημιουργεί, όμως, ερωτηματικά. Και τούτο γιατί κάθε στοιχείο του ενεργητικού, ανεξαίρετα, μπορεί να τύχει χρηματικής αποτίμησης (ακριβέστερα: «επιμέτρησης» κατά τα Ελληνικά Λογιστικά Πρότυπα-κεφ. 5, ν. 4308/2014).

    Το πλαίσιο, ωστόσο, της αποτίμησης άλλοτε είναι διαυγέστερο και συγκεκριμένο κι άλλοτε περισσότερο θολό και συζητήσιμο. Τις ασάφειες και σημαντικές αποκλίσεις είναι που θέλησε να περιορίσει ο νομοθέτης. Εξαίρεσε, κατά τούτο, από τις εισφορές σε είδος, ρητά, τις απαιτήσεις εκείνες που είναι αβέβαιες ως προς την εκπλήρωσή τους: απαιτήσεις, οι οποίες ενδέχεται, αυθαίρετα, να υπερεκτιμηθούν.

    Δεν είναι δυνατό, επίσης, να αποτελέσουν εισφορές σε είδος (§2), «…απαιτήσεις που προκύπτουν από ανάληψη υποχρέωσης εκτέλεσης εργασιών ή παροχής υπηρεσιών». Η πρόβλεψη αυτή διαφέρει από τα ισχύοντα στην ΙΚΕ. Στον συγκεκριμένο εταιρικό τύπο, η εισφορά εργασίας ή υπηρεσιών είναι επιτρεπτή ως εξωκεφαλαιακή εισφορά (:άρθρο 78 ν. 4072/2012). Η ΑΕ, αντίθετα είναι δυνατό, σε αντίστοιχη περίπτωση, να χορηγήσει σε εκείνους που παρέχουν εργασία ή υπηρεσίες (όχι μετοχές αλλά) ιδρυτικούς τίτλους. Καθίστανται, με τον τρόπο αυτό, πιστωτές της ΑΕ.

    Παραδείγματα εισφορών σε είδος συνιστούν, μεταξύ άλλων, η μεταβίβαση κατά κυριότητα ή η παραχώρηση χρήσης κινητών ή ακινήτων, η μεταβίβαση δικαιωμάτων, λ.χ. βιομηχανικής ιδιοκτησίας (: σήμα, ευρεσιτεχνία), επιχείρησης ή κλάδου της, απαιτήσεων και αξιογράφων.

     

    Τα Προσδιοριστικά Στοιχεία Της Εισφοράς Σε Είδος

    Η εισφορά σε είδος στο μετοχικό κεφάλαιο της ΑΕ προϋποθέτει (άρθρο 17 §1) την αναφορά συγκεκριμένων στοιχείων˙ συγκεκριμένα: (α) του είδους της εισφοράς, (β) εκείνου που αναλαμβάνει την υποχρέωση να την καταβάλει και (γ) του ποσού του κεφαλαίου στο οποίο αντιστοιχεί η συγκεκριμένη εισφορά. Οι συγκεκριμένες αναφορές λαμβάνουν χώρα στο καταστατικό (:εφόσον πρόκειται για καταβολή του αρχικού κεφαλαίου της ΑΕ) ή, κατά περίπτωση, στην απόφαση του αρμόδιου εταιρικού οργάνου, ΓΣ ή ΔΣ, (:όταν πρόκειται για αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου):

    Κατά την ίδρυση της ΑΕ: Ο τρόπος καταβολής του κεφαλαίου συγκαταλέγεται μεταξύ των στοιχείων που συνιστούν ελάχιστο υποχρεωτικό περιεχόμενο του καταστατικού (άρθρο 5 §1, στ. δ΄). Συνεπώς, η αναφορά των συγκεκριμένων, υποχρεωτικών, στοιχείων δεν είναι ανεκτό να λείπει. Τυχόν παράλειψη τους, μάλιστα, ενδέχεται να οδηγήσει σε δικαστική ακύρωση της εταιρείας (άρθρο 11 παρ. 1, περ. α΄).

    Κατά την αύξηση του μετοχικού της κεφαλαίου: Αρνητικές έννομες συνέπειες είναι δυνατό να επέλθουν και στην περίπτωση που η απόφαση του οργάνου που αποφασίζει την αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου (ΔΣ ή ΓΣ) παραλείπει τα προαναφερθέντα, υποχρεωτικά, στοιχεία. Οι αποφάσεις αυτές υπόκεινται σε ακυρότητα (άρθρα 138 επί ΓΣ και 95 επί ΔΣ).

    Να σημειωθεί, πάντως, πως στην περίπτωση που το καταστατικό ή η απόφαση για την αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου «…δεν ορίζει την κατηγορία των εισφορών (δηλαδή, εάν αυτές θα είναι σε χρήμα ή σε είδος), τότε θεωρείται ότι όλες οι εισφορές είναι σε χρήμα» (ενδ.: 2331/2006 ΕφΘεσ).

     

    Η Υποχρέωση Αποτίμησης

    Προϋπόθεση έγκυρης καταβολής των εισφορών σε είδος είναι η αποτίμησή τους, η «επίσημη», δηλ., διακρίβωση της αξίας τους. Η συγκεκριμένη διακρίβωση λαμβάνει χώρα κατά τη διενέργεια της εισφοράς (κατά τη σύσταση της ΑΕ ή, κατά περίπτωση, την αύξηση του κεφαλαίου της).

    Ο εκτιμητικός έλεγχος των εισφορών σε είδος αποσκοπεί στην αποφυγή του κινδύνου υπερτίμησης των εισφορών αυτών και δημιουργίας, κατά το υπερβάλλον, ενός πλασματικού μετοχικού κεφαλαίου.

    Αρμόδια Πρόσωπα

    Ο νομοθέτης ιδιαίτερα αποβλέπει στην αξιοπιστία και φερεγγυότητα των προσώπων που θα διεξάγουν την αποτίμηση των εισφορών σε είδος. Ως εκ τούτου, προβλέπει ότι η έκθεση αποτίμησης συντάσσεται «…από δύο ορκωτούς ελεγκτές λογιστές ή ελεγκτική εταιρεία ή, κατά περίπτωση, από δύο ανεξάρτητους πιστοποιημένους εκτιμητές» (άρθρο 17 §3).

    Μέσω της ανάθεσης της αποτίμησης στα συγκεκριμένα πρόσωπα, ο ν. 4548/2018 αποσκοπεί, και ορθά, στην απομείωση της κρατικής εποπτείας της ΑΕ. Προς την επίτευξη του σκοπού αυτού, άλλωστε, προέβη στην αναγκαία κατάργηση της (γνωστής, αμφιβόλου φερεγγυότητας και αξιοπιστίας και, σε κάθε περίπτωση, παρωχημένης) Επιτροπής του άρθρου 9 ν. 2190/1920 (ήτοι: της τριμελούς εκτιμητικής επιτροπής, που αποτελείτο, κατά βάση, από δημοσίους υπαλλήλους). Η τελευταία ήταν επιφορτισμένη, όχι πάντως αποκλειστικά-υπό το προϊσχύσαν καθεστώς, με τη διενέργεια της αποτίμησης.

    Περαιτέρω, καθίσταται επιτρεπτή η πρόσληψη από τους ελεγκτές ή τους πιστοποιημένους εκτιμητές ειδικών εκτιμητών, ημεδαπών ή αλλοδαπών, για την αποτίμηση περιουσιακών στοιχείων που απαιτούν εξειδικευμένες γνώσεις ή διεθνή εμπειρία.

    Αποφυγή Σύγκρουσης Συμφερόντων & Διασφάλιση Ανεξαρτησίας

    Ο νομοθέτης θέλησε, εύλογα, να διασφαλίσει την αξιοπιστία της αποτίμησης των εισφορών σε είδος. Επιδιώκει, συγκεκριμένα, την αποφυγή σύγκρουσης συμφερόντων των προσώπων που προβαίνουν στην εκτίμηση. Επίσης, τη διαφύλαξη της ανεξαρτησίας και αμεροληψίας τους.

    Για τον σκοπό αυτό, προβλέπει μια σειρά κωλυμάτων, τα οποία δεν γίνεται ανεκτό να συντρέχουν στα αρμόδια-προαναφερθέντα πρόσωπα. Συγκεκριμένα, τα πρόσωπα αυτά δεν μπορούν: (α) να είναι εκείνοι που διενεργούν την εισφορά σε είδος, (β) να είναι μέλη του διοικητικού συμβουλίου της ΑΕ, (γ) να διατηρούν επιχειρηματική ή άλλη επαγγελματική σχέση με την εταιρεία ή τον εισφέροντα ή (δ) να είναι συγγενείς με τα συγκεκριμένα πρόσωπα μέχρι δεύτερου βαθμού ή σύζυγοί τους.

    Περαιτέρω, προβλέπει ότι: (ε) «…για τους ορκωτούς ελεγκτές λογιστές και για τις ελεγκτικές εταιρείες, των οποίων είναι μέλη, δεν πρέπει να συντρέχουν κωλύματα ή ασυμβίβαστα, που θα απέκλειαν τη διενέργεια τακτικού ελέγχου από τα πρόσωπα αυτά, ούτε τα τελευταία θα πρέπει να έχουν αναλάβει τον τακτικό έλεγχο της εταιρείας ή συνδεδεμένης με αυτήν εταιρεία…κατά την τελευταία τριετία.» (άρθρο 17 §4).

    Περιεχόμενο Έκθεσης Αποτίμησης

    Η Έκθεση Αποτίμησης θα πρέπει, κατά νόμο (άρθρο 17 §5)  να περιέχει: (α) την περιγραφή κάθε εισφοράς σε είδος, (β) αναφορά στις μεθόδους αποτίμησης που εφαρμόστηκαν-η επιλογή των οποίων επαφίεται στον εκτιμητή και (γ) την άποψη για την αξία της κάθε εισφοράς. Σε περίπτωση μάλιστα, που η αποτίμηση καταλήγει σε εύρος τιμών, η έκθεση οφείλει να υποδεικνύει μια τελική τιμή.

    Περαιτέρω, ο νόμος προσδιορίζει τους παράγοντες που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη στην έκθεση για την εκτίμηση παγίων περιουσιακών στοιχείων (άρθρο 17 §6). Ο χαρακτηρισμός ενός στοιχείου εξαρτάται από τη διαρκή χρήση του από την εταιρεία (η οποία πρέπει να υπερβαίνει μια ετήσια περίοδο-ν. 4308/2014, Παράρτημα Α΄).Η τιμή στην οποία καταλήγει η έκθεση αποτίμησης είναι η ανώτατη δυνατή τιμή, με την οποία μπορεί να ισούται η εισφορά σε είδος (άρθρο 17 §7).

    Διάρκεια Αξιοποίησης Της Έκθεσης Αποτίμησης

    Η καταβολή των εισφορών σε είδος, με βάση την έκθεση αποτίμησης, δεν επιτρέπεται να λάβει χώρα μετά την πάροδο εξαμήνου από τον χρόνο σύνταξής της. Αν η εξάμηνη προθεσμία παρέλθει, θα πρέπει να λάβει χώρα νέα αποτίμηση προκειμένου να μην πάσχει η καταβολή των εισφορών σε είδος (άρθρο 17 §9).

    Δημοσιότητα Της Έκθεσης Αποτίμησης

    Οι εκθέσεις αποτίμησης των εισφορών σε είδος απαιτείται να δημοσιεύονται στο Γ.Ε.ΜΗ.  Η δημοσίευση λαμβάνει χώρα με μέριμνα των ενδιαφερομένων. Σημειώνεται, πάντως, πως η εκάστοτε έκθεση αποτίμησης, αποστέλλεται απευθείας στο Γ.Ε.ΜΗ., χωρίς να υπόκειται σε οποιαδήποτε έγκριση ή αποδοχή από τη Διοίκηση (:Αιτ. Έκθεση ν. 4548/2018 επί του άρθρου 17). Υπογραμμίζεται, επίσης, ότι επί νέων εταιρειών η δημοσιότητα πραγματοποιείται ταυτόχρονα με την εγγραφή της εταιρείας στο Γ.Ε.ΜΗ (άρθρο 17 §8, εδ. β΄).

     

    Εξαιρέσεις Από Την Υποχρέωση Αποτίμησης

    Η αποτίμηση των εισφορών σε είδος δεν είναι υποχρεωτική σε κάθε περίπτωση. Οι διατάξεις του άρθρου 18 ν. 4548/2018 παρέχουν στην ΑΕ τη δυνατότητα να αποφύγει, εφόσον το επιθυμεί, την αποτίμηση συγκεκριμένων-εισφερόμενων περιουσιακών στοιχείων (ιδ. αμέσως στη συνέχεια). Η δυνατότητα αυτή παρέχεται τόσο κατά την ίδρυση της ΑΕ όσο και σε τυχόν αύξηση του κεφαλαίου της. Αποφασίζεται δε, αντίστοιχα, είτε από τους ιδρυτές στο καταστατικό της ΑΕ είτε από το όργανό της που αποφασίζει την αύξηση.

    Η  συγκεκριμένη (διευκολυντική) δυνατότητα παρέχεται σε τρεις, μόνον, περιπτώσεις και εφόσον συντρέχουν οι ειδικότερες προϋποθέσεις που προβλέπει ο νόμος. Συγκεκριμένα, δεν απαιτείται αποτίμηση, όταν αντικείμενο της εισφοράς σε είδος:

    (α) Είναι μέσα χρηματαγοράς ή κινητές αξίες.

    (β) Είναι περιουσιακά στοιχεία, διαφορετικά από κινητές αξίες ή μέσα χρηματαγοράς, τα οποία έχουν ήδη αποτελέσει αντικείμενο αποτίμησης για την εύλογη αξία τους από αναγνωρισμένο ανεξάρτητο εμπειρογνώμονα.

    (γ) Είναι περιουσιακά στοιχεία, διαφορετικά από τις κινητές αξίες ή τα μέσα χρηματαγοράς, η εύλογη αξία των οποίων προκύπτει, για καθένα από αυτά, από τους υποχρεωτικούς λογαριασμούς του προηγούμενου οικονομικού έτους.

    Κοινό χαρακτηριστικό των ανωτέρω εξαιρέσεων αποτελεί το γεγονός ότι η αξία των εισφερόμενων περιουσιακών στοιχείων έχει, ήδη, προσδιοριστεί από αξιόπιστες πηγές. Απαιτείται, ωστόσο, νέα αποτίμηση, σε περίπτωση που από τον χρόνο υπολογισμού της αξίας των στοιχείων που εισφέρονται, έχει εμφιλοχωρήσει γεγονός που επηρεάζει την αξία τους.

    Εφόσον πραγματοποιούνται εισφορές σε είδος χωρίς αποτίμηση, το ΔΣ υποχρεούται να προβεί σε δήλωση, η οποία εμπεριέχει, συγκεκριμένα, διευκρινιστικά στοιχεία (άρθρο 18). Η δήλωση αυτή αποσκοπεί στην ενημέρωση τυχόν ενδιαφερομένων και πρέπει διενεργηθεί εντός μηνός από την πραγματοποίηση των ως άνω εισφορών. Σε περίπτωση παράλειψής της, γεννάται ευθύνη των μελών του ΔΣ.

     

    Οι Κίνδυνοι Για Την ΑΕ, Τους Μετόχους & Τους Δανειστές

    Μέσω των αυστηρών ρυθμίσεων, όπως ανωτέρω αναλύθηκαν, ο νομοθέτης επεδίωξε να ελαχιστοποιήσει τους κινδύνους, που απορρέουν από τις εισφορές σε είδος. Μερικοί από αυτούς:

    (α) Κίνδυνος υπερτίμησης των εισφορών σε είδος και του (συνολικού) μετοχικού κεφαλαίου: Η τυχόν υπερτίμηση θα είχε ως συνέπεια η (αληθινή) αξία των εισφορών να υπολείπεται της εμφαινόμενης, γεγονός που θα επηρέαζε την (τελική) αξία του μετοχικού κεφαλαίου. Το ενδεχόμενο αυτό εγκυμονεί κινδύνους, ιδίως για τους δανειστές της ΑΕ.

    (β) Κίνδυνος για τους μετόχους μειοψηφίας: Η πλειοψηφία των μετόχων είναι δυνατό να προσφύγει στις εισφορές σε είδος, αποσκοπώντας στην απομείωση (ή εξαΰλωση) της παρουσίας, αρχικά, και αποπομπή, στη συνέχεια, της μειοψηφίας. Ωστόσο, μια τέτοιου είδους απόφαση θα ήταν δυνατό, υπό προϋποθέσεις, να αξιολογηθεί ως καταχρηστική (και, ως εκ τούτου) ακυρώσιμη, στην περίπτωση που αποδεικνυόταν ότι δεν εξυπηρετεί το εταιρικό συμφέρον.

    (γ) Κίνδυνος για τα συμφέροντα τρίτων και ιδίως, δανειστών της ΑΕ: μέσω των, λεγόμενων, συγκεκαλυμμένων εισφορών (:κατά την ίδρυση ή αύξηση καταβάλλεται, καταρχάς, εισφορά σε χρήμα, η οποία επιστρέφεται, ωστόσο, στον εισφέροντα μέσω σύναψης σύμβασης μεταβίβασης προς την ΑΕ συγκεκριμένου περιουσιακού του στοιχείου με σκοπό  την αποφυγή της αποτίμησης). Για την απομείωση του συγκεκριμένου κινδύνου τίθενται, από το νόμο, συγκεκριμένοι περιορισμοί και απαγορεύσεις.

    Προς αποφυγή, μάλιστα, του συγκεκριμένου κινδύνου, απαγορεύεται, κατ’ αρχήν, η απόκτηση από την ΑΕ, εντός των δύο πρώτων ετών από τη σύστασή της, στοιχείων του ενεργητικού της (άρθρο 19), όταν πωλητές είναι: οι ιδρυτές, μέτοχοι εκπροσωπούντες ποσοστό άνω του 1/20 του καταβεβλημένου κεφαλαίου ή μέλη ΔΣ, συγγενικά τους πρόσωπα ή πρόσωπα που ελέγχονται από αυτούς. Επίσης όταν ο πωλητής απέκτησε από τα πρόσωπα αυτά κατά το τελευταίο 12μηνο πριν τη μεταβίβαση. Θα πρέπει, ωστόσο, να σημειωθεί ότι το περιορισμένο πεδίο εφαρμογής της ανωτέρω απαγόρευσης δεν καλύπτει, με επάρκεια, τον εν λόγω κίνδυνο.

     

    Ουδεμία αμφιβολία χωρεί πως η επάρκεια (ακόμα καλύτερα: η περίσσεια) του μετοχικού κεφαλαίου στην ανώνυμη εταιρεία συνιστά παράγοντα υγείας: Διευκολύνει την επίτευξη των καταστατικών της σκοπών αλλά και την ανάπτυξή της. Αυξάνει την πιστοληπτική της ικανότητα και την καθιστά ελκυστικότερη στους δυνητικούς επενδυτές. Διευκολύνει, πάντοτε, τη διοίκηση στο έργο της και, πολυεπίπεδα, προάγει τα συμφέροντα των μετόχων της.

    Τα πράγματα είναι απλά, αν όχι αυτονόητα, όταν οι εισφορές που συναπαρτίζουν το μετοχικό κεφάλαιο είναι χρηματικές˙ περιπλέκονται όταν είναι σε είδος. Ειδικά όσον αφορά την τελευταία περίπτωση (:εισφορές σε είδος) για την προστασία της εταιρείας, των μετόχων (μειοψηφούντων κατά κανόνα) αλλά και των τρίτων-δανειστών τίθεται, από το νόμο-και ορθά, σειρά προϋποθέσεων προκειμένου να ενσωματωθούν στο μετοχικό κεφάλαιο. Το ζητούμενο είναι, πάντοτε, η υγεία της επιχείρησης. Ευκταία, συνεπώς, όχι μόνον η κεφαλαιακή της ενίσχυση αλλά και η πιστή (ουσιαστική-κι όχι μόνον «κατά τον τύπο») εφαρμογή των κανόνων που διέπουν την ενσωμάτωση εισφορών σε είδος. Το όφελος θα είναι, την περίπτωση αυτή, πολυεπίπεδο. Εξάλλου, αντίθετες πρακτικές ή ελλιπής συμμόρφωση όχι μόνον βλάπτουν (και) την επιχείρηση αλλά και επιτυχώς είναι δυνατό να αντιμετωπισθούν από το νόμο.-

    Σταύρος Κουμεντάκης
    Managing Partner

     

    Υ.Γ. Συνοπτική έκδοση του άρθρου δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ, στις 13 Μαρτίου 2022.

    Η πληροφόρηση που εμπεριέχεται στο παρόν άρθρο δεν συνιστά (ούτε και έχει σκοπό να αποτελέσει) νομική συμβουλή. Μια τέτοια νομική συμβουλή είναι δυνατό να παρασχεθεί μόνον από αρμόδιο δικηγόρο ο οποίος θα λάβει υπόψη του το σύνολο των δεδομένων που θα του εκθέσετε για την υπόθεσή σας. Αναλυτικά.

  • Οι ποινικές ευθύνες στην Ανώνυμη Εταιρεία

    Οι ποινικές ευθύνες στην Ανώνυμη Εταιρεία

    Τα άρθρα 176-181 του ν. 4548/2018 τυποποιούν τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες θεμελιώνονται ποινικές ευθύνες σε βάρος όσων δραστηριοποιούνται στο πλαίσιο μιας ανώνυμης εταιρείας.

    Μολονότι πρόκειται για ιδιαιτέρως διαδεδομένο εταιρικό τύπο, το οποίο θα δικαιολογούσε ανάλογους ρυθμούς παραγωγής αρθρογραφίας και νομολογίας ποινικού ενδιαφέροντος, εντούτοις οι ρυθμοί είναι εντυπωσιακά χαμηλοί.

     

    Εντός του ν. 4548/2018 ποινικές διατάξεις: πρώτη προσέγγιση

    Η περιορισμένη πρακτική εφαρμογή των εν θέματι διατάξεων δεν δηλώνει ότι οι απορρέουσες από αυτές ποινικές ευθύνες είναι μειωμένης βαρύτητας και σημασίας.

    Τα τυποποιούμενα στα άρθρα 176 και 177 του ν. 4548/2018 πλημμελήματα, για παράδειγμα, απειλούν ποινή φυλάκισης η οποία αγγίζει το ανώτατο όριο των πέντε ετών, η δε αναστολή εκτέλεσης ποινής μεγαλύτερης των τριών ετών συνιστά πιο σύνθετη δικαστική κρίση.

    Εξάλλου, δεν πρέπει να παραβλέπεται ο στιγματισμός ο οποίος εγγενώς συνοδεύει κάθε ποινή: υπό το πρίσμα της επαγγελματικής φήμης, ενδεχόμενη ποινική καταδίκη «ναρκοθετεί» την ανάπτυξη ή και την επιβίωση του νομικού προσώπου, ακόμη και αν επιβάλλεται σε βάρος ενός φυσικού προσώπου.

     

    Εκτός του ν. 4548/2018 ποινικές διατάξεις: ενδεικτική απαρίθμηση

    Ποινικές ευθύνες απορρέουν και εκτός του ν. 4548/2018. Πηγή τέτοιων διατάξεων είναι, πρωτίστως, ο Ποινικός Κώδικας. Πρόκειται για της βαρύτατης απαξίας πράξεις κατά των εννόμων αγαθών ιδίως της ιδιοκτησίας, της περιουσίας, του απορρήτου, των υπομνημάτων.

    Παράλληλα, ζήτημα ποινικής ευθύνης ανακύπτει σε περιπτώσεις φορολογικής και ασφαλιστικής φύσης οφειλών ανώνυμης εταιρείας.

    Τέλος, είναι δυνατόν να συντρέξει περίπτωση εφαρμογής διατάξεων οι οποίες απαγορεύουν τη νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και συνοδεύονται από βαρύτατες κυρώσεις.

     

    Η ιδεολογική αφετηρία του συντάκτη του ν. 4548/2018

    Ο συντάκτης του ν. 4548/2018 εμφορείται από την άποψη ότι δεν συντρέχει λόγος «κατάστρωσης ειδικής ποινικής μεταχείρισης για τις ανώνυμες εταιρείες». Το γεγονός επομένως ότι οι ποινικές διατάξεις του ν. 4548/2018 δεν αιτιολογούνται επί της ουσίας δεν θα πρέπει να μας εκπλήσσει, όσο και αν μας δυσαρεστεί.

    Επίσης, ενώ ο νομοθέτης διακηρύττει ως σκοπό του την «αναμόρφωση του δικαίου της ανώνυμης εταιρείας µε νέο νομοθέτημα», όσον αφορά τις ποινικές ευθύνες περιορίστηκε σε μια «ελαφρά αναμόρφωση», όπως υποστηρίζει, του προϊσχύσαντος πλαισίου.

    Είναι ανοικτό το ζήτημα λοιπόν εάν με τις επιλογές του ανταποκρίθηκε στις σύγχρονες ανάγκες, για παράδειγμα, για απολύτως διαφανή εταιρική λειτουργία και κυκλοφορία των κεφαλαιακών ροών.

    Υπό αυτό το πρίσμα, δεδομένου ότι το ενδιαφέρον υπερβαίνει τα στενά ενδοεταιρικά μετοχικά συμφέροντα, θα μπορούσε να αξιολογηθεί το εύρος του πεδίου εφαρμογής των άρθρων 176-181 του ν. 4548/2018, το ύψος των απειλούμενων ποινών και η θέση τους σε ένα ευρύτερο ρυθμιστικό πλαίσιο ενός κοινωνικά δίκαιου επιχειρείν.

     

    Είναι ο «πληθωρισμός» ποινικών ρυθμίσεων λύση;

    Η θέση μας ασφαλώς δεν συνηγορεί υπέρ ενός «πληθωρισμού» ποινικής φύσης διατάξεων. Ο δημοκρατικός ποινικός νομοθέτης γνωρίζει τα νομιμοποιημένα όρια της ποινικοποίησης πράξεων, η οποία πρέπει να συνιστά το τελευταίο μέσο επίτευξης ενός σκοπού. Τα όρια του παρόντος δεν μας επιτρέπουν να συζητήσουμε άλλα εργαλεία.

    Το βήμα προς μια ανώνυμη εταιρεία ενέχει σημαντικό μη οικονομικό ρίσκο. Οι ενδιαφερόμενοι οφείλουν να είναι πλήρως ενημερωμένοι: το «ανώνυμο» (της εταιρείας) δεν σημαίνει και «ανώδυνο» (για το φυσικό πρόσωπο).

     

    Γιώργος Καρανικόλας
    Senior Associate

     

    Υ.Γ. Συνοπτική έκδοση του άρθρου δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ, στις 6 Μαρτίου 2022.

    Η πληροφόρηση που εμπεριέχεται στο παρόν άρθρο δεν συνιστά (ούτε και έχει σκοπό να αποτελέσει) νομική συμβουλή. Μια τέτοια νομική συμβουλή είναι δυνατό να παρασχεθεί μόνον από αρμόδιο δικηγόρο ο οποίος θα λάβει υπόψη του το σύνολο των δεδομένων που θα του εκθέσετε για την υπόθεσή σας. Αναλυτικά.

  • Η Έκθεση Αποδοχών μελών ΔΣ της ΑΕ

    Η Έκθεση Αποδοχών μελών ΔΣ της ΑΕ

    Το θέμα των αμοιβών-αποδοχών των μελών ΔΣ μας έχει επανειλημμένα απασχολήσει, στο πλαίσιο της αρθρογραφίας μας. Επίσης, η σύγκρουση συμφερόντων των τελευταίων με την ΑΕ (και) για το συγκεκριμένο ζήτημα˙ oι συναφείς κίνδυνοι για την ΑΕ˙ το σχετικό ενδιαφέρον της εταιρείας, των μετόχων και, αυτονόητα, των ωφελουμένων-σαφώς και των τρίτων: επενδυτών και τραπεζών. Διαπιστώσαμε ήδη πως τα ζητήματα διαφάνειας και η ανάγκη συμμετοχής των μετόχων στην έγκριση των αμοιβών επιδιώκονται μέσω της αρχής «say on pay» (ενδ.: άρθρα 9α και 9β της Οδηγίας 2007/36/ΕΚ, όπως τροποποιήθηκε με την Οδηγία 2017/828/ΕΕ). Με βάση τη συγκεκριμένη αρχή, οι αποδοχές των μελών του ΔΣ πρέπει να ορίζονται κατά τέτοιο τρόπο, ώστε οι μέτοχοι να είναι σε θέση να  εκφράζουν σχετική γνώμη. Δεδομένων και των ανωτέρω, ο εθνικός μας νομοθέτης επαναπροσέγγισε με το νόμο για τις ΑΕ (:ν. 4548/2018) το συγκεκριμένο θέμα. Επέφερε, αφενός, κάποιες αλλαγές στη διαδικασία και τις προϋποθέσεις για τη χορήγηση αμοιβών στα μέλη του ΔΣ στη βάση της οργανικής τους σχέσης (:Ανώνυμη Εταιρεία: Αμοιβές Μελών ΔΣ). Ενσωμάτωσε, αφετέρου, δύο σημαντικάεργαλεία μετουσίωσης της παραπάνω αρχής στο εθνικό δίκαιο: (α) την Πολιτική Αποδοχών και (β) την Έκθεση Αποδοχών. Θα μας απασχολήσει, στη συνέχεια, η τελευταία.

     

    Νομοθετικό Πλαίσιο – Η διάκριση της Πολιτικής Αποδοχών από την Έκθεση Αποδοχών

    Tα θέματα τα σχετικά με την Πολιτική Αποδοχών και την Έκθεση Αποδοχών ρυθμίζονται στις διατάξεις των άρθρων 110-112 ν. 4548/2018. Με τον τρόπο αυτό, ενσωματώνονται στο ελληνικό δίκαιο οι διατάξεις των άρθρων 9α και 9β της προαναφερθείσας Οδηγίας 2007/36/ΕΚ-όπως ισχύει.

    Τα δύο, συγκεκριμένα, εργαλεία αποσκοπούν στη διαφάνεια και στη συμμετοχή των μετόχων στο ζήτημα της διαμόρφωσης των αμοιβών των μελών ΔΣ. Υποχρεωτικά για τις εισηγμένες ΑΕ. Προαιρετικά για τις λοιπές. Η Έκθεση Αποδοχών διατηρεί την αυτοτέλειά της έναντι της Πολιτικής Αποδοχών συναρτάται, εντούτοις, άρρηκτα με την τελευταία. Σε κάθε περίπτωση, πρόκειται για κείμενα διακριτά, που παρουσιάζουν δύο βασικές διαφορές:

    (α) Η Πολιτική Αποδοχών συνιστά το μέσο διάρθρωσης της στρατηγικής της ΑΕ ως προς τη χορήγηση αμοιβών στα μέλη του ΔΣ. Προωθεί, στο πλαίσιο αυτό, τη βιωσιμότητα και τα μακροπρόθεσμα συμφέροντά της. Προκύπτει, λοιπόν, ο μελλοντικός της χαρακτήρας. Αντίθετα, η Έκθεση Αποδοχών συνιστά μια ολοκληρωμένη επισκόπηση του συνόλου των αποδοχών που χορηγήθηκαν ανά μέλος του ΔΣ για την προηγούμενη εταιρική χρήση. Αφορά, δηλαδή, παρελθούσα χρήση και έχει χαρακτήρα απολογιστικό.

    (β) Όσον αφορά στην Πολιτική Αποδοχών, η ψήφος των μετόχων είναι δεσμευτική. Αντίθετα, επί της Έκθεσης Αποδοχών, η ψήφος τους έχει χαρακτήρα συμβουλευτικό.

     

    Υποκειμενικό και αντικειμενικό πεδίο εφαρμογής

    Η Έκθεση Αποδοχών καταρτίζεται συλλογικά από το ΔΣ της ΑΕ (:άρθρο 96 §2 ν. 4548/2018). Συλλογική είναι και η ευθύνη που φέρουν σε περίπτωση τυχόν παράβασης των διατάξεων αναφορικά με την Έκθεση Αποδοχών (:άρθρο 112 §6, εδ. β). Συνεπώς, τα μέλη του ΔΣ ευθύνονται σε περιπτώσεις παράβασης με βάση τη διάταξη του άρθρου 102 ν. 4548/2018. Ποινικά  με βάση τη διάταξη του άρθρου 179 §3 ν. 4548/2018.

    Η Έκθεση Αποδοχών οφείλει να περιλαμβάνει την ολοκληρωμένη επισκόπηση των αποδοχών των μελών του ΔΣ, που προβλέπονταν να καταβληθούν από την Πολιτική Αποδοχών του τελευταίου οικονομικού έτους (:άρθρο 112 §1 ν. 4548/2018). Ανεξάρτητα μάλιστα αν τα τελευταία (:μέλη ΔΣ) είναι νεότερα, παλαιότερα, εκτελεστικά, μη εκτελεστικά ή ανεξάρτητα. Η καταγραφή πρέπει να γίνεται, σε κάθε περίπτωση, κατά τρόπο σαφή και κατανοητό. Το υποκειμενικό της πεδίο ενδέχεται όμως να καταλαμβάνει και άλλα πρόσωπα. Όταν, λ.χ., με καταστατική ρύθμιση, επεκτείνεται η εφαρμογή των διατάξεων για την Πολιτική και Έκθεση Αποδοχών στα διοικητικά στελέχη, όπως αυτά ρυθμίζονται από τα ΔΛΠ (άρθρο 24 §9). Η τελευταία, στην περίπτωση αυτή, θα αναφέρεται στα καταβληθέντα (και) στα συγκεκριμένα πρόσωπα.

    Η έννοια των αποδοχών, στο πλαίσιο της Έκθεσης Αποδοχών, ταυτίζεται εννοιολογικά με την αντίστοιχη της Πολιτικής Αποδοχών. Με άλλα λόγια: η Έκθεση Αποδοχών περιλαμβάνει το σύνολο των αποδοχών που χορηγήθηκαν (ή εξακολουθούν να οφείλονται) στα μέλη του ΔΣ με την οργανική τους ιδιότητα και θέση. Δεν ενδιαφέρουν την Έκθεση Αποδοχών άλλες αμοιβές. Όπως, λ.χ., εκείνες που οφείλονται, σε ειδική σχέση εξαρτημένης εργασίας, εντολής, ανεξαρτήτων υπηρεσιών ή έργου (ενδ.: Ανώνυμη Εταιρεία: Συμβάσεις Μελών ΔΣ Για Παροχή (Πρόσθετων) Υπηρεσιών).

     

    Περιεχόμενο

    Το ελάχιστο περιεχόμενο της Έκθεσης Αποδοχών προβλέπεται στη διάταξη του άρθρου  112 §2, ν. 4548/2018. Παράλληλα, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έχει εκδώσει σχέδιο διαβούλευσης με κατευθυντήριες γραμμές για την τυποποιημένη παρουσίαση των πληροφοριών που περιλαμβάνει η έκθεση αποδοχών. Εκκρεμεί, ωστόσο, η έκδοση των οριστικών κατευθυντηρίων γραμμών.

    Το περιεχόμενο της Έκθεσης Αποδοχών αφορά τις αποδοχές καθενός, ξεχωριστά, μέλους του ΔΣ. Περιλαμβάνει-κατά βάση: (α)  το σύνολο των αποδοχών που καταβλήθηκαν καθώς και τον τρόπο βάσει του οποίου η χορήγησή τους βρίσκεται σε συμμόρφωση με την εγκεκριμένη Πολιτική Αποδοχών˙ (β) την ετήσια μεταβολή των αποδοχών, την απόδοση της εταιρείας και των μέσων αποδοχών των εργαζομένων, εκτός από τα στελέχη, κατά την τελευταία πενταετία. Στην Έκθεση Αποδοχών γίνεται, επίσης, μνεία: (γ) σε τυχόν αποδοχές πάσης φύσεως που προέρχονται από οποιαδήποτε εταιρεία ανήκει στον ίδιο όμιλο˙ (δ) στη συμμετοχή σε προγράμματα διάθεσης μετοχών˙ (ε) στα ασκηθέντα δικαιώματα προαίρεσης˙ (στ) σε πληροφορίες για τη χρήση της δυνατότητας ανάκτησης αποδοχών˙ (ζ) στις συνθήκες υπό τις οποίες έχουν λάβει χώρα παρεκκλίσεις, ενδεχομένως, από την εγκεκριμένη έκθεση αποδοχών (σύμφωνα με όσα προβλέπονται στη διάταξη του άρθρου 110 §6 (εκ παραδρομής στο άρθρο 112 §2 στ. ζ΄ γίνεται παραπομπή στην καταργηθείσα §7).

     

    Η συμβουλευτική ψήφος των μετόχων

    Οι μέτοχοι ψηφίζουν (κατά την τακτική ΓΣ στο πλαίσιο των θεμάτων της ημερήσιας διάταξης) επί της έκθεσης αποδοχών του τελευταίου οικονομικού έτους. Η ψήφος τους, ωστόσο, είναι συμβουλευτική. Τούτο σημαίνει ότι η απόφαση των μετόχων δεν δεσμεύει την ΑΕ, μολονότι η διεξαγωγή της ψηφοφορίας είναι υποχρεωτική. Το ΔΣ, ωστόσο, επιφορτίζεται με μια επιπλέον υποχρέωση αναφορικά με το αποτέλεσμα της ψηφοφορίας αυτής. Συγκεκριμένα, «…οφείλει να επεξηγεί στην επόμενη Έκθεση Αποδοχών τον τρόπο με οποίο ελήφθη υπόψη το ανωτέρω αποτέλεσμα της ψηφοφορίας…» (άρ. 112 §3 ν. 4548/2018). Συνάγεται, επομένως, ότι η ΑΕ είναι δυνατό να μη λάβει καθόλου υπόψη το ανωτέρω αποτέλεσμα, αρκεί να επεξηγεί τον τρόπο που λειτούργησε στην επόμενη Έκθεση Αποδοχών που θα υποβάλλει στη ΓΣ.

     

    Διατυπώσεις δημοσιότητας και Προσωπικά δεδομένα

    Η Έκθεση Αποδοχών υποβάλλεται σε συγκεκριμένες διατυπώσεις δημοσιότητας. Η ΑΕ, οφείλει όμως και να αναρτά στον διαδικτυακό της τόπο την Έκθεση Αποδοχών, αμέσως μετά τη σχετική ψηφοφορία της ΓΣ. Η ανάρτηση αυτή θα πρέπει να είναι δεκαετούς διάρκειας (άρθρο 112 §4 ν. 4548/2018).Το διάστημα τη ανάρτησης είναι δυνατό να υπερβαίνει και τα δέκα έτη, στην περίπτωση που δεν περιλαμβάνει πλέον προσωπικά δεδομένα των μελών του ΔΣ.

    Επιβεβαιώνουμε λοιπόν πως οι διατάξεις του ν. 4548/2018 συμπλέκονται (και) στην προκειμένη περίπτωση, με τις επιταγές του Κανονισμού 679/2016/ΕΚ για την Προστασία Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα. Όπως αναφέρθηκε, ήδη, η Έκθεση Αποδοχών αναφέρεται εξατομικευμένα σε κάθε μέλος του ΔΣ. Τούτου σημαίνει ότι λαμβάνει χώρα επεξεργασία των προσωπικών του δεδομένων. Νομική βάση της επεξεργασίας αυτής συνιστά η διάταξη του άρθρου 112 §5 ν. 4548/2018. Ως σκοπός της επεξεργασίας στη διάταξη αυτή ορίζεται η αύξηση της διαφάνειας «…όσον τις αποδοχές των μελών του διοικητικού συμβουλίου, με στόχο την ενίσχυση της λογοδοσίας των μελών και της εποπτείας των μετόχων επί των αποδοχών αυτών». Ωστόσο, από την ανωτέρω επεξεργασία και την Έκθεση Αποδοχών ρητώς εξαιρούνται οι ειδικές κατηγορίες δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα κατά το άρθρο 9 §1 του Κανονισμού. Πρόκειται για τα προσωπικά δεδομένα που αποκαλύπτουν «…τη φυλετική ή εθνοτική καταγωγή, τα πολιτικά φρονήματα, τις θρησκευτικές ή φιλοσοφικές πεποιθήσεις ή τη συμμετοχή σε συνδικαλιστική οργάνωση, καθώς και η επεξεργασία γενετικών δεδομένων, βιομετρικών δεδομένων με σκοπό την αδιαμφισβήτητη ταυτοποίηση προσώπου, δεδομένων που αφορούν την υγεία ή δεδομένων που αφορούν τη σεξουαλική ζωή φυσικού προσώπου ή τον γενετήσιο προσανατολισμό». Σε περίπτωση, λ.χ., που η χορήγηση επιδόματος εξαρτάται από τυχόν ασθένεια του μέλους του ΔΣ, η Έκθεση Αποδοχών πρέπει να περιλαμβάνει μόνο το ύψος του επιδόματος αυτού. Η αιτία πρέπει να ελλείπει.

     

    Ο δικαστικός έλεγχος και η δυνατότητα μείωσης των αποδοχών

    Και στην περίπτωση της Έκθεσης Αποδοχών εφαρμόζεται η διάταξη του άρθρου 109 §7 ν. 4548/2018 για τη δυνατότητα μείωσης αποδοχών ύστερα από την έκδοση δικαστικής απόφασης. Τέτοια μείωση ενδέχεται να λάβει χώρα στις περιπτώσεις που εμφιλοχώρησε ουσιώδης μεταβολή των συνθηκών υπό τις οποίες εγκρίθηκε η Πολιτική Αποδοχών και αυτή δεν αναθεωρήθηκε (άρθρο 110 §2 ν. 4548/2018). Πρόκειται, ουσιαστικά, για δικαστικό έλεγχο της Πολιτικής Αποδοχών. Η αίτηση προς το αρμόδιο δικαστήριο, στην περίπτωση αυτή, ασκείται μέσα σε αποκλειστική προθεσμία δύο (2) μηνών από την ψηφοφορία επί της Έκθεσης Αποδοχών.

    Ο έλεγχος της συμμόρφωσης με την εγκριθείσα Πολιτική Αποδοχών της ΑΕ διενεργείται από την Έκθεση Αποδοχών.  Δεν θα ήταν δυνατό, άλλωστε, να εγκρίνονται αμοιβές για τα μέλη του ΔΣ (ή/και συγκεκριμένα διευθυντικά στελέχη) χωρίς να προβλέπεται έλεγχος συμμόρφωσης.

     

    Η υποχρέωση σύνταξης Έκθεσης Αποδοχών (για τον έλεγχο της εγκριθείσας Πολιτικής Αποδοχών) βαρύνει, όπως και εισαγωγικά αναφέραμε, τις εταιρείες με μετοχές εισηγμένες σε ρυθμιζόμενη αγορά. Συμβάλλουν, αμφότερες, στην αύξηση της εταιρικής διαφάνειας και στην ενίσχυση της (αναγκαίας) εταιρικής διακυβέρνησης. Ενισχύεται η λογοδοσία των μελών του ΔΣ και η εποπτεία των μετόχων επί των αποδοχών τους. Προάγουν, κατά τούτο, το συμφέρον της εταιρείας και των μετόχων της. Καθιστούν περισσότερο διαφανείς (και, κατά τούτο, ελκυστικές για τους επενδυτές) τις εταιρείες στις οποίες αφορούν.

    Ευκταία, ως εκ τούτου, η εφαρμογή τους στο σύνολο των εταιρειών.

    Ακόμα και στις μη εισηγμένες.-

    Σταύρος Κουμεντάκης
    Managing Partner

     

    Υ.Γ. Συνοπτική έκδοση του άρθρου δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ, στις 11 Απριλίου 2021.

    Η πληροφόρηση που εμπεριέχεται στο παρόν άρθρο δεν συνιστά (ούτε και έχει σκοπό να αποτελέσει) νομική συμβουλή. Μια τέτοια νομική συμβουλή είναι δυνατό να παρασχεθεί μόνον από αρμόδιο δικηγόρο ο οποίος θα λάβει υπόψη του το σύνολο των δεδομένων που θα του εκθέσετε για την υπόθεσή σας. Αναλυτικά.

  • Η Πολιτική Αποδοχών μελών ΔΣ της ΑΕ

    Η Πολιτική Αποδοχών μελών ΔΣ της ΑΕ

    Οι αμοιβές των μελών του ΔΣ της ΑΕ αποτελούν ζήτημα «ζέον»˙ ενδιαφέρει όλους: την εταιρεία, τους μετόχους και, αυτονόητα, του ωφελούμενους. Ενδιαφέρει όμως και τους τρίτους: επενδυτές και τράπεζες. Ο εθνικός μας νομοθέτης επαναπροσέγγισε με το νόμο για τις ΑΕ (ν. 4548/2018) το συγκεκριμένο θέμα. Η διαδικασία και οι προϋποθέσεις για τη χορήγηση αμοιβών στα μέλη του ΔΣ στη βάση της οργανικής τους σχέσης μας απασχόλησε σε  προηγούμενη αρθρογραφία μας (:Ανώνυμη Εταιρεία: Αμοιβές Μελών ΔΣ). Στο παρόν θα μας απασχολήσει η Πολιτική Αποδοχών. Μια Πολιτική υποχρεωτική για τις εταιρείες με μετοχές εισηγμένες σε ρυθμιζόμενες αγορές (άρθρο 110 §1). Καλοδεχούμενη, αναμφίβολα, για τις υπόλοιπες.

    Οι αμοιβές των μελών του ΔΣ και η σύγκρουση συμφερόντων˙ η (παγκόσμια) συζήτηση

    Οι αμοιβές που λαμβάνουν τα μέλη του ΔΣ είναι δυνατό, υπό προϋποθέσεις, να αποβούν βλαπτικές για την ΑΕ. Πρόκειται, εξάλλου, για χαρακτηριστική περίπτωση σύγκρουσης συμφερόντων. Βλαπτικές είναι δυνατό, λ.χ., να αποδειχθούν όταν σε κάποιες περιπτώσεις συνδεθούν με την επίτευξη υψηλών στόχων (ενδ.: ο κύκλος εργασιών της εταιρείας). Είναι, τότε, δυνατό να επιλέξουν τα μέλη του ΔΣ-διοίκηση της ΑΕ, υπέρμετρη ανάληψη κινδύνων στον βωμό της επίτευξης, βραχυπρόθεσμου, ιδίου, οφέλους.

    Η πρόσφατη μακρόχρονη οικονομική κρίση «έφερε» και στη χώρα μας την παγκόσμια συζήτηση γύρω από τις υπέρογκες αμοιβές των μελών του ΔΣ. Βάση των σχετικών προβληματισμών αποτελεί, συχνά, η έλλειψη ικανής διαφάνειας αλλά και ουσιαστικής συμμετοχής των μετόχων στην έγκρισή τους. Στόχος τους η προάσπιση, εν τέλει, του εταιρικού συμφέροντος.

    Η επίτευξη του συγκεκριμένου στόχου επιδιώκεται μέσω της αρχής «say on pay» (ενδ.: άρθρα 9α και 9β της Οδηγίας 2007/36/ΕΚ, όπως τροποποιήθηκε με την Οδηγία 2017/828/ΕΕ). Με βάση τη συγκεκριμένη αρχή, οι αποδοχές των μελών του ΔΣ πρέπει να ορίζονται κατά τέτοιο τρόπο, ώστε οι μέτοχοι να είναι σε θέση να  εκφράζουν σχετική γνώμη. Εργαλείο υλοποίησης της η Πολιτική Αποδοχών (όπως, εξάλλου, και η Έκθεση Αποδοχών) που μεταφέρθηκαν, ήδη, στο εθνικό δίκαιο.

     

    Νομοθετικό πλαίσιο

    Ο εθνικός νομοθέτης ρύθμισε τα σχετικά με την Πολιτική Αποδοχών (και την Έκθεση Αποδοχών) στις διατάξεις των άρθρων 110-112 ν. 4548/2018. Ενσωμάτωσε, με τον τρόπο αυτό, στο ελληνικό δίκαιο τις διατάξεις των άρθρων 9α και 9β της προαναφερθείσας Οδηγίας-όπως ισχύει.

    Με την Πολιτική Αποδοχών (άρθρο 110 και 111 ν. 4548/2018), που θα μας απασχολήσει εν προκειμένω, διαρθρώνεται η στρατηγική της ΑΕ ως προς τη χορήγηση αμοιβών στα μέλη του ΔΣ. Προωθούνται, επίσης, η βιωσιμότητα και τα μακροπρόθεσμα συμφέροντά της. Περιεχόμενο της Έκθεσης Αποδοχών (άρθρο 112 ν. 4548/2018) συνιστούν οι αμοιβές που χορηγήθηκαν στα μέλη του ΔΣ (ή ακόμα οφείλονται από) την προηγούμενη εταιρική χρήση. Δεν είναι επιτρεπτές, αυτονόητα, οι αποκλίσεις των καταβληθεισών αποδοχών από όσα η Πολιτική Αποδοχών ορίζει.

     

    Η πολιτική αποδοχών

    Η υποχρέωση θέσπισης

    Όπως εισαγωγικά «βιαστήκαμε» να σημειώσουμε,  δεν υποχρεούνται σε θέσπιση Πολιτικής Αποδοχών όλες οι ΑΕ. Η υποχρέωση αυτή τυπικά βαρύνει, μόνον, εταιρείες με μετοχές εισηγμένες σε ρυθμιζόμενη αγορά. Τόσο για τα μέλη του ΔΣ όσο και για τον γενικό διευθυντή, εφόσον υπάρχει, και τον αναπληρωτή του (άρθρο 110 §1). Ωστόσο, με καταστατική ρύθμιση, είναι δυνατή η εφαρμογή των διατάξεων για την Πολιτική και Έκθεση Αποδοχών σε δύο, ακόμα, περιπτώσεις: (α) στα διοικητικά στελέχη, όπως αυτά ρυθμίζονται από τα ΔΛΠ (άρθρο 24 παρ. 9) και (β) στις ΑΕ με μη εισηγμένες μετοχές. Στοχεύουμε, στις περιπτώσεις αυτές, σε μεγαλύτερη διαφάνεια έναντι των μετόχων. Στο όφελος, εν τέλει, της ΑΕ.

    Η υποχρέωση θέσπισης Πολιτικής Αποδοχών καταλαμβάνει τις αποδοχές που χορηγούνται στα μέλη του ΔΣ με την οργανική τους ιδιότητα και θέση. Είναι, με άλλα λόγια, εκτός του  περιεχομένου της και ρυθμίσεών της άλλες αμοιβές. Όπως, λ.χ., εκείνες που οφείλονται, σε ειδική σχέση εξαρτημένης εργασίας, εντολής, ανεξαρτήτων υπηρεσιών ή έργου (ενδ.: Ανώνυμη Εταιρεία: Συμβάσεις Μελών ΔΣ Για Παροχή (Πρόσθετων) Υπηρεσιών).

     

    Η αρμοδιότητα της ΓΣ

    Αρμόδιο όργανο για την έγκριση της Πολιτικής Αποδοχών ορίζεται από το νόμο (άρθρο 110 §2) η ΓΣ. Πρόκειται για μετουσίωση της αρχής που ήδη αναφέραμε: «say on pay» [αρχή, η οποία, ωστόσο, ενυπήρχε, ήδη, στο προϊσχύσαν εθνικό δίκαιο (άρ. 24 παρ. 2 ν. 2190/1920)] Η ψήφος των μετόχων προβλέπεται ως δεσμευτική. Με άλλα λόγια: η ΑΕ δεν έχει δικαίωμα να αποκλίνει από την απόφαση των μετόχων της.

    Για τη λήψη της απόφασης της ΓΣ (για την έγκριση, δηλ., ή μη της Πολιτικής Αποδοχών) αρκεί απλή απαρτία και πλειοψηφία. Στην αρχική διατύπωση του ν. 4548/2018, προβλεπόταν πως στη σχετική ψηφοφορία δεν είχαν δικαίωμα ψήφου οι μέτοχοι που συνέπιπτε να είναι, οι ίδιοι, μέλη του ΔΣ. Τούτη η απαγόρευση δεν ισχύει πλέον (:καταργήθηκε με τον ν. 4587/2018).

    Σε περίπτωση έγκρισης της Πολιτικής Αποδοχών από τη ΓΣ, η διάρκειά της εκτείνεται, κατ’ ανώτατο όριο, σε μια τετραετία από τη σχετική απόφαση. Θα απαιτηθεί, ωστόσο,  νέα υποβολή και έγκριση της από τη ΓΣ, όταν ουσιωδώς μεταβληθούν (ακόμα και εντός της τετραετίας) οι συνθήκες υπό τις οποίες αυτή εγκρίθηκε (άρθρο 110 §2).

    Όταν η ΓΣ καλείται να εγκρίνει νέα Πολιτική Αποδοχών μετά τη λήξη της προηγούμενης, δικαιούται, φυσικά, να την απορρίψει. Στην περίπτωση αυτή η εταιρεία δεσμεύεται από την προηγούμενη-εγκεκριμένη. Η διάρκεια της τελευταίας παρατείνεται έως της επόμενη ΓΣ, οπότε και υποβάλλεται νέα, αναθεωρημένη, Πολιτική Αποδοχών (άρθρο 110 §4).

     

    Η δυνατότητα παρέκκλισης από την Πολιτική Αποδοχών

    Η υποχρέωση για την εκ νέου υποβολή προς έγκριση της Πολιτικής Αποδοχών θα πρέπει να διακριθεί από τη δυνατότητα παρέκκλισης (άρθρο 110 §6). Η συγκεκριμένη/προβλεπόμενη παρέκκλιση είναι, σε εξαιρετικές περιστάσεις, επιτρεπτή. Αρκεί να πληρούνται τρεις, βασικές, προϋποθέσεις. Συγκεκριμένα:

    (α) Η πρόβλεψη στην Πολιτική Αποδοχών των διαδικαστικών προϋποθέσεων εφαρμογής της παρέκκλισης.

    (β) Η πρόβλεψη στην Πολιτική Αποδοχών των στοιχείων ως προς τα οποία είναι δυνατό να λάβει χώρα η παρέκκλιση.

    (γ) Η αναγκαιότητα της παρέκκλισης για τη μακροπρόθεσμη εξυπηρέτηση των συμφερόντων της εταιρείας στο σύνολό της ή για τη διασφάλιση της βιωσιμότητάς της.

     

    Το αρμόδιο όργανο για την υποβολή στη ΓΣ

    Το ΔΣ είναι το αρμόδιο όργανο της εταιρείας για την υποβολή της Πολιτικής Αποδοχών στη ΓΣ προς έγκριση. Είναι αλήθεια πως η συγκεκριμένη αρμοδιότητα του ΔΣ δεν προκύπτει, ρητά, από τη διατύπωση του νόμου. Προβλέπεται, αντίθετα, ως συλλογικό καθήκον των μελών του ΔΣ η εξασφάλιση της σύνταξης και δημοσίευσης, μεταξύ άλλων, της Έκθεσης Αποδοχών (άρθρο 96 §2 ν. 4548/2018). Αντίστοιχη, ωστόσο, πρόβλεψη για την Πολιτική Αποδοχών δε συναντούμε. Τούτο, όμως, δεν σημαίνει πως τα μέλη του ΔΣ δεν έχουν υποχρέωση σύνταξης της Πολιτικής Αποδοχών και υποβολής της στη ΓΣ.

    Αντίθετη ερμηνεία δεν θα ήταν συμβατή και με τον πρόσφατο νόμο για την εταιρική διακυβέρνηση (ν. 4706/2020). Όπως και σε προηγούμενη αρθρογραφία μας αναφέραμε [Ο (Νέος) Νόμος Για Την Εταιρική Διακυβέρνηση (Και Η Συγκριτική Του Επισκόπηση Με Τον Προϋφιστάμενο)], ο σχετικός νόμος εισάγει, εκτός από την Επιτροπή Ελέγχου, δύο επιπλέον επιτροπές του ΔΣ (άρθρο 10): Την Επιτροπή Υποψηφιοτήτων και την Επιτροπή Αποδοχών. Η τελευταία επιφορτίζεται με την αρμοδιότητα να: «διατυπώνει προτάσεις προς το Διοικητικό Συμβούλιο σχετικά με την πολιτική αποδοχών που υποβάλλεται προς έγκριση στη γενική συνέλευση, σύμφωνα με την παρ. 2 του άρθρου 110 του ν. 4548/2018» (:άρθρο 11 περ. α). Επιπλέον, εξετάζει τις πληροφορίες που περιλαμβάνονται στην Έκθεση Αποδοχών, παρέχοντας γνώμη στο ΔΣ (άρ. 11 περ. γ).

     

    Το περιεχόμενο της Πολιτικής Αποδοχών

    Οι προβλέψεις της Πολιτικής Αποδοχών επιβάλλεται να καταγράφονται με τρόπο σαφή και κατανοητό. Το (ελάχιστο) περιεχόμενο της προσδιορίζεται, αρκετά αναλυτικά, στη διάταξη του άρθρου 111 §1 ν. 4548/2018 (που συνιστά ακριβή μεταφορά των σχετικών διατάξεων του άρθρου 9α της Οδηγίας 2007/36/ΕΚ).

    Ελάχιστο περιεχόμενό της, ενδεικτικά, θα πρέπει να αποτελεί ο τρόπος με τον οποίο η συγκεκριμένη Πολιτική Αποδοχών συνεισφέρει στην επιχειρηματική στρατηγική, στα μακροπρόθεσμα συμφέροντα και τη βιωσιμότητα της εταιρείας.  Επιπλέον, οι διαφορετικές συνιστώσες για τη χορήγηση σταθερών και μεταβλητών αποδοχών πάσης φύσεως καθώς και τα κριτήρια για τη χορήγησή τους. Οι μέθοδοι που χρησιμοποιούνται για την αξιολόγηση του βαθμού πλήρωσης των συγκεκριμένων κριτηρίων. Οι προϋποθέσεις για την αναβολή της καταβολής των μεταβλητών αποδοχών και η χρονική διάρκειά της. Η διάρκεια και το περιεχόμενο των συμβάσεων εργασίας των μελών του ΔΣ της εταιρείας˙ τυχόν υφιστάμενα συνταξιοδοτικά προγράμματα. Τυχόν δικαιώματα διάθεσης μετοχών και δικαιώματα προαίρεσης. Η διαδικασία λήψης αποφάσεων για την έγκριση και τον προσδιορισμό του περιεχομένου της πολιτικής αποδοχών κ.ο.κ.

     

    Οι διατυπώσεις δημοσιότητας

    Κεντρική στόχευση της Πολιτικής Αποδοχών των μελών του ΔΣ συνιστά η ενίσχυση της διαφάνειας. Δικαιολογητικός λόγος, η δυνατότητα διαρκούς ενημέρωσης του συνόλου των ενδιαφερομένων προσώπων (ιδίως μετόχων και επενδυτών). Δεν είναι παράδοξο λοιπόν που  η Πολιτική Αποδοχών υποβάλλεται σε δημοσιότητα (άρθρα 110 §5 καθώς και 12 & 13). Παράλληλα, όμως, πρέπει να παραμένει διαθέσιμη στον διαδικτυακό τόπο της εταιρείας για όσο χρόνο ισχύει (άρ. 110 παρ. 5).

     

    Η ύπαρξη και, ιδίως, η πιστή εφαρμογή της Πολιτικής Αποδοχών των μελών του ΔΣ, συνιστά σημαντική υποχρέωση των εταιρειών που έχουν μετοχές εισηγμένες σε ρυθμιζόμενη αγορά. Η συγκεκριμένη υποχρέωση απορρέει από τον (πρόσφατο) νόμο για τις Ανώνυμες Εταιρείες. Διαθέτει, εντούτοις, ισχυρά ερείσματα και στον (απολύτως πρόσφατο) νόμο για την εταιρική διακυβέρνηση.

    Η αξία της Πολιτικής Αποδοχών ακριβώς εκεί ερείδεται: στην ενίσχυση, δηλ., της εταιρικής διακυβέρνησης. Και όπου η τελευταία προκύπτει ενισχυμένη, ωφελημένες καταλήγουν οι εταιρείες που σ΄ αυτήν επενδύουν. Ποιος εξάλλου επενδυτής δεν θα δει θετικά μια εταιρεία που στην εταιρική διακυβέρνηση έχει επενδύσει; Ποια τράπεζα δεν θα αυξήσει κατά τι, έστω, την πιστοληπτική ικανότητα μιας εταιρείας με ισχυρές, σχετικές, επιδόσεις; Τα όποια σχετικά κόστη για την υιοθέτηση Πολιτικής Αποδοχών και η συμμόρφωση με το περιεχόμενό της, μοιάζουν μικρά σε σχέση με τα προσδοκώμενα και λογικώς αναμενόμενα οφέλη.

    Προφανώς και στις μη εισηγμένες εταιρείες.

    Ιδίως, ίσως, σ’ αυτές.-

    Σταύρος Κουμεντάκης
    Managing Partner

     

    Υ.Γ. Συνοπτική έκδοση του άρθρου δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ, στις 4 Απριλίου 2021.

     

    Η πληροφόρηση που εμπεριέχεται στο παρόν άρθρο δεν συνιστά (ούτε και έχει σκοπό να αποτελέσει) νομική συμβουλή. Μια τέτοια νομική συμβουλή είναι δυνατό να παρασχεθεί μόνον από αρμόδιο δικηγόρο ο οποίος θα λάβει υπόψη του το σύνολο των δεδομένων που θα του εκθέσετε για την υπόθεσή σας. Αναλυτικά.

Η περιοχή αυτή είναι καταχωρημένη στο wpml.org ως περιοχή ανάπτυξης. Μεταβείτε σε τοποθεσία παραγωγής με κλειδί στο remove this banner.