Ετικέτα: ΑΕ

  • Αδικήματα σχετικά με τις χρηματοοικονομικές καταστάσεις & τον έλεγχο της ΑΕ

    Αδικήματα σχετικά με τις χρηματοοικονομικές καταστάσεις & τον έλεγχο της ΑΕ

    Αδικήματα σχετικά με τις χρηματοοικονομικές καταστάσεις & τον έλεγχο της ΑΕ

    (άρ. 179 §§ 3 & 5  ν.4548/2018)

     

    Στο πλαίσιο της διερεύνησης των ποινικών αδικημάτων που αναφέρονται στην εύρυθμη λειτουργία της ΑΕ μας απασχόλησε ήδη η σύναψη σύμβασης με συνδεδεμένο μέρος χωρίς την αναγκαία έγκριση καθώς και τα αδικήματα σχετικά με το κεφάλαιο της ΑΕ, από μέρους των κατά τον νόμο υπευθύνων. Ολοκληρώνοντας τη συγκεκριμένη ενότητα θα μας απασχολήσουν εδώ τα αδικήματα που συνδέονται με   τη σύνταξη των χρηματοοικονομικών καταστάσεων και εκθέσεων καθώς και τα σχετικά με την παρακώλυση της διενέργειας ελέγχου.

     

    Το Αδίκημα της Παράλειψης (ή Εκπρόθεσμης) Σύνταξης Χρηματοοικονομικών καταστάσεων και Λοιπών Εκθέσεων

    (§3)

    Στα καθήκοντα του ΔΣ συμπεριλαμβάνεται και η σύνταξη των ετήσιων χρηματοοικονομικών καταστάσεων και λοιπών εκθέσεων (έκθεση διαχείρισης, έκθεση βιωσιμότητας, έκθεση αποδοχών, δήλωση εταιρικής διακυβέρνησης κλπ)- (άρ.77 §1). Το περιεχόμενο των εκθέσεων αυτών ποικίλει, όπως έχει αναλυθεί και σε προηγούμενη αρθρογραφία μας.

    Η υποχρέωση σύνταξης των εν λόγω χρηματοοικονομικών καταστάσεων και των λοιπών εκθέσεων συνιστά μέσο του νομοθέτη για την εξασφάλιση της διαχειριστικής τάξης στην ΑΕ. Για την αποτελεσματική, μάλιστα, προστασία της κρίθηκε  επιβεβλημένη η ποινικοποίηση της μη προσήκουσας εκπλήρωσης (ή εκπρόθεσμης εκπλήρωσης) της σχετικής υποχρέωσης.

    Έννομο Αγαθό

    Προστατευόμενο έννομο αγαθό του αδικήματος αποτελεί η πίστη στην ορθή λειτουργία της ΑΕ. Η μη τήρηση των υποχρεώσεων για τη σύνταξη χρηματοοικονομικών καταστάσεων και λοιπών εκθέσεων συνδέεται άμεσα με την («προς τα έξω») εικόνα της. Το περιεχόμενο των καταστάσεων και εκθέσεων αποτελεί αντικατοπτρισμό της οικονομικής και όχι μόνο λειτουργίας της. Η υποβολή τους εξυπηρετεί σκοπούς πληροφόρησης του συναλλακτικού κοινού/συναλλασσομένων αλλά και απόδειξη τήρησης της διαχειριστικής τάξης στην ΑΕ. Η παράλειψη σύνταξης των καταστάσεων και εκθέσεων είναι δυνατό να βλάψει (και προφανώς βλάπτει) την εμπιστοσύνη των τρίτων προς την εύρυθμη λειτουργία του εταιρικού μορφώματος.

    Αντικειμενική υπόσταση

    Υποκείμενο

    Το αδίκημα της παράλειψης σύνταξης ή εκπρόθεσμης σύνταξης των χρηματοοικονομικών καταστάσεων και λοιπών εκθέσεων είναι γνήσιο ιδιαίτερο. Το αδίκημα τελείται μόνο από τους υπευθύνους για τη σύνταξη τους, δηλαδή τα μέλη του ΔΣ (άρ.77 §1).

    Αξιόποινη Συμπεριφορά

    Το αδίκημα τελείται διά παραλείψεως (έγκλημα γνήσιας παράλειψης). Η τέλεση του διά παραλείψεως αφορά τόσο τη μη σύνταξη όσο και την εκπρόθεσμη σύνταξη χρηματοοικονομικών καταστάσεων, καθώς στην πραγματικότητα η ειδική υπόσταση παραμένει η ίδια. Το συγκεκριμένο έγκλημα τελείται μόνο με την άπρακτη παρέλευση της προθεσμίας σύνταξης των χρηματοοικονομικών καταστάσεων και των λοιπών εκθέσεων. Πρόκειται για έγκλημα στιγμιαίο.

    Η προθεσμία για την σύνταξη των χρηματοοικονομικών καταστάσεων δεν αναφέρεται ρητά στον νόμο. Το απώτατο χρονικό σημείο σύνταξης τους διαπιστώνεται  εμμέσως και δεν είναι σταθερό. Σύμφωνα με το άρθρο 145 ν.4548/2018 οι ετήσιες και ενοποιημένες χρηματοοικονομικές καταστάσεις καταρτίζονται σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 4308/2014. Στο τελευταίο νομοθέτημα και συγκεκριμένα στο άρθρο 6 αυτού αναφέρεται ότι οι χρηματοοικονομικές καταστάσεις καταρτίζονται σε συντομότερο χρόνο από α) έξι μήνες από τη λήξη της περιόδου ή  β) το χρονικό όριο που επιτρέπει την εκπλήρωση των υποχρεώσεων που τίθενται από τη φορολογική ή άλλη νομοθεσία της χώρας.  Κατά το άρθρο 149 §1 οι νόμιμα εγκεκριμένες από την Τακτική ΓΣ χρηματοοικονομικές καταστάσεων των ΑΕ δημοσιεύονται στο Γ.Ε.ΜΗ. μέσα σε είκοσι ημέρες από την έγκρισή τους.  Η Τακτικής ΓΣ λαμβάνει χώρα έως τη δέκατη ημερολογιακή ημέρα του ένατου μήνα μετά τη λήξη της εταιρικής χρήσης (άρ.119 §1). Σύμφωνα με το άρθρο 123 §1, δέκα ημέρες πριν από την Τακτική ΓΣ, η ΑΕ θέτει στη διάθεση των μετόχων της τις ετήσιες χρηματοοικονομικές καταστάσεις της. Στη δεκαήμερη προθεσμία δεν συμπεριλαμβάνεται η ημέρα υποβολής τους και η ημέρα της συνεδρίασης της ΓΣ. Με βάση τα ανωτέρω διαπιστώνεται ότι οι χρηματοοικονομικές καταστάσεις της εταιρείας πρέπει να συντάσσονται τουλάχιστον δώδεκα ημέρες πριν τη συνεδρίαση της ΓΣ, ώστε να εκπληρώνεται η υποχρέωση έγκρισής του από την Τακτική ΓΣ και δημοσίευσής τους εντός είκοσι ημερών από τη διενέργεια αυτής.

    Όσον αφορά τις εισηγμένες ΑΕ, η σύνταξη των χρηματοοικονομικών καταστάσεων πρέπει να λάβει χώρα εντός τεσσάρων μηνών από τη λήψη της εταιρικής χρήσης (άρ.4 ν.3556/2007).

    Η έκθεση διαχείρισης (ατομική και ενοποιημένη) υποβάλλεται μαζί με τις χρηματοοικονομικές καταστάσεις δέκα ημέρες πριν από την Τακτική ΓΣ (άρ.123). Άρα, πρέπει να έχει συνταχθεί τουλάχιστον δώδεκα ημέρες πριν την Τακτική ΓΣ. Αντίστοιχα με όσα αναφέρθηκαν για τις χρηματοοικονομικές καταστάσεις των εισηγμένων ΑΕ ισχύουν και επί της έκθεσης διαχείρισης.

    Στις λοιπές εκθέσεις εντάσσεται και η πολιτική αποδοχών (άρ. 110). Η έκθεση αποδοχών υποβάλλεται στη ΓΣ για έγκριση. Επομένως, απώτατο χρονικό σημείο σύνταξης της αποτελεί η  αμέσως επόμενης ΓΣ (τακτική ή έκτακτη) μετά τη γέννηση της υποχρέωσης κατάρτισης.

    Η έκθεση αποδοχών του τελευταίου οικονομικού έτους (άρ.112)  υποβάλλεται προς συζήτηση στην Τακτική ΓΣ ως αντικείμενο της ημερήσιας διάταξης. Αναφέρεται, λοιπόν, στη θεωρία ότι η έκθεση αποδοχών πρέπει να συνταχθεί τουλάχιστον δώδεκα ημέρες πριν την Τακτική ΓΣ και να υποβληθεί στους μετόχους δέκα ημέρες πριν μαζί με τις χρηματοοικονομικές καταστάσεις (άρ.123).

     

    Το Αδίκημα της Παρακώλυσης Διενέργειας Ελέγχου (§5)

    Η ΑΕ υπόκειται ετησίως σε τακτικό έλεγχο των χρηματοοικονομικών της καταστάσεων. Πέραν αυτών είναι δυνατό να διαταχθεί και έκτακτος οικονομικός και διαχειριστικός έλεγχος αυτής. Ο έλεγχος διενεργείται από τους ελεγκτές ενώ για τις εισηγμένες ΑΕ αρμόδια είναι και η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς. Κατά τη διενέργεια του ελέγχου οι ελεγκτές δύνανται να αιτούνται τις απαραίτητες εκείνες πληροφορίες και στοιχεία για την επιτυχή διεκπεραίωση του έργου τους. Ακόμα, είναι δυνατό να ζητούν την συνεργασία των μελών του ΔΣ και των υπαλλήλων της εταιρείας προς τον ίδιο σκοπό. Σκοπός του ελέγχου της εταιρείας αποτελεί η πληρέστερη ενημέρωση των μετόχων (και της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς) για τυχόν πλημμέλειες στη (οικονομική και όχι μόνον) διοίκηση της εταιρείας. Η παρακώλυση διενέργειας του ελέγχου τιμωρείται από τον ποινικό νομοθέτη με στόχο την αποτελεσματικότητα της εν λόγω διαδικασίας.

    Έννομο Αγαθό

    Προστατευόμενο έννομο αγαθό είναι η διαχειριστική τάξη της εταιρείας. Αυτή θίγεται με τα προσκόμματα που δύνανται να τεθούν στο έργο των ελεγκτών.

    Αντικειμενική Υπόσταση

    Υποκείμενο

    Το αδίκημα είναι κοινό. Η διάταξη δεν καταγράφει συγκεκριμένα πρόσωπα που δύνανται να τελέσουν το αδίκημα. Βέβαια, τα πρόσωπα, στα οποία πιθανώς θα απευθυνθούν οι ελεγκτές είναι είτε τα μέλη του ΔΣ είτε υπάλληλοι της ΑΕ.

    Άδικη Πράξη

    Πρόκειται για αδίκημα συμπεριφοράς. Τελείται είτε με την παρακώλυση διενέργειας ελέγχου είτε  με την άρνηση παροχής πληροφοριών (πολύτροπο). Όσον αφορά την παρακώλυση λαμβάνοντας υπόψη την αντίστοιχη έννοια του ΠΚ (292 ΠΚ), πρόκειται για παρεμπόδιση ή διατάραξη του ελέγχου για μεγάλο χρονικό διάστημα ή σε μεγάλη έκταση. Υποστηρίζεται στη θεωρία ότι δεν αποτελεί παρακώλυση του ελέγχου ο ορισμός συγκεκριμένων ωρών για πρόσβαση των ελεγκτών στα εταιρικά στοιχεία, κατόπιν σχετικής συνεννόησης με τους ίδιους.

    Ως προς την άρνηση παροχής πληροφοριών, αυτή λαμβάνει χώρα μόνον υπό την προϋπόθεση ότι οι ελεγκτές νομίμως ζητούν αυτές. Είναι νόμιμη η αίτηση χορήγησης στοιχείων στο βαθμό που αυτά είναι σχετικά με τον έλεγχο της εταιρείας.

    Ειδικός Λόγος Άρσης Αδίκου

    Είναι δυνατόν το αίτημα των ελεγκτών προς τα μέλη του ΔΣ να αφορά πληροφορίες, οι οποίες είναι χρήσιμες για τον έλεγχο της εταιρείας αλλά οδηγούν στην ενοχοποίηση τους για παράνομη πράξη ή παράλειψη. Υποστηρίζεται ότι σε αυτήν την περίπτωση το άδικο της άρνησης χορήγησής τους αίρεται λόγω του δικαιώματος μη αυτοενοχοποίησης (άρ.104 ΚΠοινΔ, άρ.6 ΕΣΔΑ).

     

    Κοινά Χαρακτηριστικά

    Τα ανωτέρω αναλυθέντα αδικήματα εμφανίζουν ορισμένα κοινά χαρακτηριστικά, τα οποία καταγράφονται κατωτέρω:

    Υποκειμενική υπόσταση

    Για την υποκειμενική υπόσταση αρκεί ακόμα και ο ενδεχόμενος δόλος και στις δύο περιπτώσεις. Ειδικά, ως προς το αδίκημα παράλειψης σύνταξης (ή εκπρόθεσμης) χρηματοοικονομικών καταστάσεων υποστηρίζεται ότι ένδειξη έλλειψης δόλου αποτελεί το περιεχόμενο αυτών. Εφόσον η παράλειψη δεν στοχεύει «να κρύψει» την πραγματική και πιθανώς δυσμενή οικονομική κατάσταση της ΑΕ μπορεί να υποστηριχθεί ότι δεν υπήρχε δόλος παράλειψης σύνταξης των καταστάσεων.

    Συρροή

    Σε προηγούμενη αρθρογραφία μας αναλύθηκε το αδίκημα της σύνταξης ανακριβών ή παραπλανητικών χρηματοοικονομικών καταστάσεων (άρ.177 §1). Το τελευταίο αδίκημα εμπεριέχει την παράλειψη σύνταξης ορθών κατά περιεχόμενο χρηματοοικονομικών καταστάσεων. Υποστηρίζεται, λοιπόν, ότι το αδίκημα της παράλειψης σύνταξης χρηματοοικονομικών καταστάσεων αποτελεί εφεδρικό του εγκλήματος του άρθρου 177 §1 με το οποίο συρρέει φαινομενικά.

    Τόσο το αδίκημα της τρίτης παραγράφου όσο και της πέμπτης είναι δυνατόν να συρρέουν με ορισμένα αδικήματα του ειδικού μέρους του ΠΚ: υπεξαίρεση (375 ΠΚ), απάτη (386 ΠΚ), απιστία (390 ΠΚ), καταδολίευση δανειστών (397 ΠΚ), εκβίαση (385 ΠΚ) κλπ.

    Ποινική Κύρωση

    Τα ανωτέρω αναλυθέντα αδικήματα (άρ.179 §§3 & 5) τιμωρούνται με ποινή στερητική της ελευθερίας ή διαζευκτικά χρηματική ποινή. Ειδικότερα, προβλέπεται φυλάκιση από 10 ημέρες έως 3 έτη ή  χρηματική ποινή από 5.000€ έως 50.000€. Πρόκειται για πλημμελήματα.

    Δικονομικά

    Τα εν λόγω αδικήματα διώκονται αυτεπαγγέλτως.

    Καθ’ ύλην αρμόδιο είναι το Μονομελές Πλημμελειοδικείο.

    Καθώς με τις εν λόγω διατάξεις προστατεύεται άμεσα η ΑΕ και η εύρυθμη λειτουργία της, είναι δυνατή η υποβολή δήλωσης προς υποστήριξη της κατηγορίας από τα εν λόγω πρόσωπα.

     

    Σταύρος Κουμεντάκης

    Managing Partner

    Koumentakis and Associates Law Firm

     

     

    Σημ.: Το παρόν άρθρο αποτελεί τμήμα ευρύτερης ενότητας αρθρογραφίας της Δικηγορικής μας Εταιρείας για τις ΑΕ. Στην ενότητα αυτή επιχειρούμε την ανάλυση, άρθρο προς άρθρο-με business view, πάντα, προσέγγιση, του νόμου για τις ΑΕ (:4548/2018).

  • Αδικήματα σχετικά με το κεφάλαιο της ΑΕ

    Αδικήματα σχετικά με το κεφάλαιο της ΑΕ

    Αδικήματα σχετικά με το κεφάλαιο της ΑΕ

    (άρθρο 179 §§ 2 & 4,  ν.4548/2018)

    Στο πλαίσιο της διερεύνησης των ποινικών αδικημάτων που αναφέρονται στην εύρυθμη λειτουργία της ΑΕ μας απασχόλησε ήδη η σύναψη σύμβασης με συνδεδεμένο μέρος χωρίς την αναγκαία έγκριση. Στο πλαίσιο της ίδιας ενότητας, θα μας απασχολήσει εδώ η ποινική διάσταση της παραβίασης επιμέρους υποχρεώσεων αναφορικά με το μετοχικό κεφάλαιο της ΑΕ, από μέρους των κατά τον νόμο υπευθύνων.

    Η Μη Πιστοποίηση και η Ψευδής Πιστοποίηση Καταβολής του Κεφαλαίου (§2)

    Θεμελιώδες στοιχείο της ΑΕ με ιδιαίτερη, μάλιστα, σημασία για την εύρυθμη λειτουργία της αποτελεί το μετοχικό της κεφάλαιο. Τόσο κατά τη σύσταση της ΑΕ όσο και ενόψει αύξησής του, η πραγματική καταβολή του κεφαλαίου και η διατήρησή του αποτελεί κύριο μέλημα του νομοθέτη. Γνωστές προβληματικές (και εξοφθάλμως μη σύννομες) πρακτικές του παρελθόντος κατέστησαν επιτακτική τη λήψη σοβαρών αποτρεπτικών, μέτρων. Προεξάρχουσα θέση, μεταξύ αυτών, κατείχαν εκείνες της (με διάφορες μεθοδεύσεις) εικονικής καταβολής του μετοχικού κεφαλαίου, οι οποίες έθιγαν, εν τέλει, τον πυρήνα της υγιούς λειτουργίας της ΑΕ και την εμπιστοσύνη των τρίτων. Η αντιμετώπισή τους επιχειρήθηκε με πρόβλεψη τυπικών διαδικασιών πιστοποίησης της καταβολής και δηλωτικής δημοσιότητας της (πραγματικής) καταβολής του.

    Με την ευθύνη πιστοποίησης έχουν επιφορτιστεί τα μέλη ΔΣ και οι ορκωτοί ελεγκτές λογιστές ανάλογα με το μέγεθος της ΑΕ. Η παράλειψη εκπλήρωσης της υποχρέωσης πιστοποίησης καθώς και η ψευδής πιστοποίηση της καταβολής του μετοχικού κεφαλαίου επισύρει ποινικές κυρώσεις στο πλαίσιο εξασφάλισης της ακεραιότητας του.

    Έννομο Αγαθό

    Προστατευόμενο έννομο αγαθό του αδικήματος είναι η πίστη στην ορθή λειτουργία της ΑΕ. Ήδη αναφέρθηκε η σημασία του μετοχικού κεφαλαίου για τη λειτουργία της και τον αντίκτυπο που έχει για την εμπιστοσύνη των τρίτων προς την ΑΕ.

    Αντικειμενική υπόσταση

    Υποκείμενο

    Το αδίκημα της παράλειψης πιστοποίησης ή της ψευδούς πιστοποίησης του μετοχικού κεφαλαίου είναι γνήσιο ιδιαίτερο. Το αδίκημα τελείται μόνο από τους υπευθύνους για τη διενέργεια της πιστοποίησης. Η αρμοδιότητα πιστοποίησης της αύξησης του μετοχικού κεφαλαίου ανήκει στον ορκωτό ελεγκτή λογιστή ή σε ελεγκτική εταιρεία. Ωστόσο, στην περίπτωση πολύ μικρών ή μικρών εταιρειών, μη εισηγμένων σε ρυθμιζόμενη αγορά, η πιστοποίηση μπορεί να γίνει από το ίδιο το ΔΣ.  Κατά τη σύσταση της εταιρείας η καταβολή πιστοποιείται είτε από ορκωτό ελεγκτή λογιστή ή ελεγκτική εταιρεία είτε από το ΔΣ (άρ.20 §6). Τα μέλη του ΔΣ μπορεί να είναι εκτελεστικά ή μη. Όσον αφορά, ειδικότερα, την ψευδή πιστοποίηση από το ΔΣ, ενοχοποιούνται μόνον εκείνα από τα μέλη του τα οποία ψήφισαν ψήφισαν θετικά κατά τη λήψη της συλλογικής απόφασης.

    Αξιόποινη Συμπεριφορά

    Το αδίκημα είναι πολύτροπο, όσον αφορά τα μέλη του ΔΣ. Μπορεί να λάβει χώρα είτε με την πράξη της ψευδούς πιστοποίησης είτε με την παράλειψη πιστοποίησης εντός των προβλεπόμενων προθεσμιών. Επίσης, το αδίκημα είναι γνήσιας παράλειψης, καθώς στο κείμενο της διάταξης περιγράφεται η άδικη παράλειψη. Ακόμα, το άρθρο 179 §2 αποτελεί λευκό ποινικό νόμο, καθώς η αντικειμενική υπόσταση του αδικήματος συμπληρώνεται από το άρθρο 20 του ν.4548/2018 περί καταβολής και πιστοποίησης μετοχικού κεφαλαίου. Σημειώνεται ότι όσον αφορά τους ορκωτούς ελεγκτές, το αδίκημα τελείται μόνο με ψευδή πιστοποίηση και όχι με παράλειψή της.

    Ειδικότερα, στην περίπτωση της αρχικής καταβολής η πιστοποίηση πρέπει να λάβει χώρα εντός δύο μηνών από τη σύσταση. Όταν πρόκειται για αύξηση μετοχικού κεφαλαίου, η προθεσμία είναι ενός μήνα και εκκινεί από την παρέλευση προθεσμίας καταβολής του ποσού. Η παράλειψη, συνεπώς, της πιστοποίησης λαμβάνει  χώρα με την άπρακτη παρέλευση των ανωτέρω προθεσμιών.

    Ψευδής είναι η πιστοποίηση του μετοχικού κεφαλαίου, όταν το περιεχόμενό της δεν βρίσκεται σε συμφωνία με την πραγματικότητα. Πιστοποιήθηκε, δηλαδή, ότι καταβλήθηκε πλήρως ενώ δεν καταβλήθηκε καθόλου ή καταβλήθηκε μερικώς.

    Σημειώνεται πάντως, ότι αξιόποινη είναι η συμπεριφορά που αφορά την πιστοποίηση της καταβολής και όχι την καταβολή αυτή καθευατή.

    Το πρακτικό του ΔΣ και η έκθεση του ορκωτού ελεγκτή δημοσιεύονται στο ΓΕΜΗ. Η δημοσιότητα είναι δηλωτική και όχι συστατική. Η παράλειψη τήρησης της δημοσιότητας δεν εντάσσεται στην αξιόποινη συμπεριφορά του άρθρου 179 §2.

     

    Η Παράλειψη Αναπροσαρμογής του Κεφαλαίου (§4)

    Ο νόμος για τις ΑΕ προβλέπει σε ορισμένες περιπτώσεις την υποχρεωτική αναπροσαρμογή του μετοχικού κεφαλαίου. Η αναπροσαρμογή αυτού καθίσταται επιβεβλημένη για την εξασφάλιση της αληθούς εικόνας του μετοχικού κεφαλαίου προς τους τρίτους. Οι περιπτώσεις αυτές εντοπίζονται στις ακόλουθες διατάξεις:

    (α) Επί μερικής κάλυψης του μετοχικού κεφαλαίου (άρ.28 §2).

    (β) Επί άσκησης δικαιώματος κτήσης μετοχών (άρ.58 §3).

    (γ) Επί μετατροπής ομολογιακού δανείου σε μετοχές (άρ.71 §4).

    Έννομο Αγαθό

    Προστατευόμενο έννομο αγαθό είναι και σε αυτήν την περίπτωση η πίστη του κοινού στην εύρυθμη λειτουργία της ΑΕ.

    Αντικειμενική Υπόσταση

    Υποκείμενο

    Το αδίκημα είναι γνήσιο ιδιαίτερο και τελείται μόνο από τα μέλη του ΔΣ. Αδιάφορο παραμένει αν είναι εκτελεστικά ή μη. Γι’ αυτό και από την αντικειμενική υπόσταση του αδικήματος εξαιρείται η περίπτωση της αναπροσαρμογής του κεφαλαίου λόγω κεφαλαιοποίησης κερδών, τα οποία είναι διανεμητέα ως κέρδη (άρ.161 §3), καθώς σε αυτήν την περίπτωση αρμόδια για την αναπροσαρμογή είναι η ΓΣ.

    Άδικη Παράλειψη

    Η εξεταζόμενη διάταξη αποτελεί λευκό ποινικό κανόνα, καθώς η αντικειμενική υπόσταση συμπληρώνεται από τις διατάξεις που προβλέπουν την υποχρεωτική αναπροσαρμογή του κεφαλαίου (άρ.28 §2, άρ.58 §3, άρ.71 §4). Η αναπροσαρμογή του κεφαλαίου λαμβάνει χώρα με λήψη σχετικής απόφασης και τήρηση της δημοσιότητας που απαιτείται κατ’ άρθρο 12.

    Κοινά Χαρακτηριστικά

    Τα αδικήματα της παράλειψης πιστοποίησης, της ψευδούς πιστοποίησης και της παράλειψης αναπροσαρμογής κεφαλαίου εμφανίζουν ορισμένα κοινά χαρακτηριστικά, τα οποία καταγράφονται κατωτέρω:

    Υποκειμενική υπόσταση

    Για την υποκειμενική υπόσταση αρκεί ακόμα και ο ενδεχόμενος δόλος και στις δύο περιπτώσεις.

    Συρροή

    Σε προηγούμενη αρθρογραφία μας αναλύθηκε το αδίκημα της ψευδούς ή παραπλανητικής δήλωσης προς το κοινό (άρ.176). Το τελευταίο μπορεί να συρρέει με το έγκλημα της ψευδούς πιστοποίησης, όταν αυτό τελείται από μέλος του ΔΣ. Επίσης, ο ορκωτός ελεγκτής, όταν πιστοποιεί ψευδώς την καταβολή, τελεί ταυτοχρόνως και το αδίκημα της ψευδούς βεβαίωσης (242 ΠΚ), καθώς έχει κριθεί νομολογιακά ότι εντάσσεται στην έννοια του υπαλλήλου.

    Νοητή είναι η συρροή τόσο του αδικήματος της §2 του άρθρου 179 όσο και της παραγράφου §4 και με άλλα αδικήματα του ειδικού μέρους του ΠΚ: απάτη (386 ΠΚ), καταδολίευση δανειστών (397 ΠΚ), απιστία (390 ΠΚ), υπεξαίρεση (375 ΠΚ), πλαστογραφία (216 ΠΚ).

    Ποινική Κύρωση

    Τα ανωτέρω αδικήματα (άρ.179 §§2 & 4) τιμωρούνται με ποινή στερητική της ελευθερίας ή διαζευκτικά χρηματική ποινή. Ειδικότερα, προβλέπεται φυλάκιση από 10 ημέρες έως 3 έτη ή  χρηματική ποινή από 5.000€ έως 50.000€.

    Δικονομικά Ζητήματα

    Τα συγκεκριμένα αδικήματα είναι πλημμελήματα και διώκονται αυτεπαγγέλτως. Αρμόδιο καθ’ ύλην είναι το Μονομελές Πλημμελειοδικείο (άρ.115 ΚΠοινΔ). Καθώς με τις προαναφερθείσες διατάξεις προστατεύονται άμεσα η ΑΕ και η εύρυθμη λειτουργία της, είναι δυνατή η υποβολή δήλωσης προς υποστήριξη της κατηγορίας από μέρους της. Και η παράσταση, επίσης, πολιτικής αγωγής.

     

    Προκειμένου ο νομοθέτης να αποτρέψει προβληματικές πρακτικές του παρελθόντος που συνδέονται με το μετοχικό κεφάλαιο της ΑΕ (αλλά και προκειμένου, εν τέλει, να διασφαλίσει την εύρυθμη λειτουργία της) επέλεξε, εύλογα, να συνδέσει με ποινικές κυρώσεις την παραβίαση των σχετικών διατάξεων. Μεταξύ αυτών οι διατάξεις (και συναφείς ποινικές ευθύνες) που συνδέονται με την παράλειψη ή ψευδή πιστοποίηση του μετοχικού κεφαλαίου της ΑΕ αλλά και την παράλειψη της αναπροσαρμογής του. Τα υπόχρεα πρόσωπα οφείλουν, και για την προσωπική τους διασφάλιση, ιδιαίτερη προσοχή και επιμέλεια. Με ποινικές, όμως, ευθύνες απειλούνται και τα μέλη του ΔΣ που παραλείπουν να συντάξουν (ή συντάσσουν εκπρόθεσμα) σημαντικά έγγραφα της ΑΕ (λ.χ. χρηματοοικονομικές καταστάσεις). Περί αυτών, όμως, σε επόμενη αρθρογραφία μας.-

     

     

    Σταύρος Κουμεντάκης

    Managing Partner

    Koumentakis and Associates Law Firm

     

     

    Σημ.: Το παρόν άρθρο αποτελεί τμήμα ευρύτερης ενότητας αρθρογραφίας της Δικηγορικής μας Εταιρείας για τις ΑΕ. Στην ενότητα αυτή επιχειρούμε την ανάλυση, άρθρο προς άρθρο-με business view, πάντα, προσέγγιση, του νόμου για τις ΑΕ (:4548/2018).

     

  • Ποινικές Ευθύνες Ελεγκτών: Εχεμύθεια & Ψευδής Γνώμη

    Ποινικές Ευθύνες Ελεγκτών: Εχεμύθεια & Ψευδής Γνώμη

    Ποινικές Ευθύνες Ελεγκτών: Εχεμύθεια & Ψευδής Γνώμη

    (άρθρο 178 §§2 & 3  ν.4548/2018)

     

    Σε προηγούμενη αρθρογραφία μας, μας απασχόλησε η ποινική ευθύνη των ελεγκτών της ΑΕ σχετικά με τις χρηματοοικονομικές καταστάσεις. Εδώ, θα αναφερθούμε στις λοιπές ποινικές ευθύνες που εγκαθιδρύονται στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων τους.

    Το Αδίκημα Παραβίασης Καθήκοντος Εχεμύθειας (§2)

    Γενικά

    Ο ελεγκτής, κατά την άσκηση των καθηκόντων του-και προκειμένου να φέρει επιτυχώς σε πέρας το έργο του, λαμβάνει γνώση κρίσιμων εταιρικών ζητημάτων και απορρήτων. Κι όπως είναι φυσικό, η πρόσβαση στα εταιρικά, επιχειρηματικά και λοιπά απόρρητα, άρρηκτα συνδέεται με ισχυρό καθήκον εχεμύθειας. Το εν λόγω καθήκον μοιάζει απολύτως αναγκαίο για την προστασία των εν λόγω απορρήτων. Εκτός, όμως, από τις πληροφορίες στις οποίες ο ελεγκτής αποκτά πρόσβαση, στο προστατευτικό πεδίο του καθήκοντος εχεμύθειας εντάσσεται και το ίδιο το αποτέλεσμα του ελέγχου. Το καθήκον εχεμύθειας απορρέει από περισσότερες νομοθετικές, εθνικές και ευρωπαϊκές, ρυθμίσεις (ενδ.: αρ. 23 Οδ. 2006/43/ΕΚ, άρ. 24 ν.4449/2017). Γίνεται, στο πλαίσιο αυτό,  σαφής η πρόθεση του νομοθέτη για τη μέγιστη δυνατή προστασία των εμπιστευτικών πληροφοριών. Εκτός, όμως, από τις συγκεκριμένες διατάξεις ο νομοθέτης πρόβλεψε (και) ποινική ευθύνη για τους παραβάτες του καθήκοντος εχεμύθειας, προκειμένου να προσδώσει πληρέστερη προστασία στην τήρησή του.

    Έννομο Αγαθό

    Κάθε ΑΕ είναι φορέας δικαιώματος στα επιχειρηματικά και λοιπά απόρρητά της-όπως εξάλλου συμβαίνει και με κάθε νομικό πρόσωπο. Το εν λόγω επιχειρηματικό απόρρητο καταλαμβάνει, μεταξύ άλλων, τα εμπιστευτικά και απόρρητα έγγραφα της ΑΕ, στα οποία αποτυπώνονται οικονομικά, νομικά και άλλου είδους στοιχεία-κρίσιμα για την πορεία της εταιρείας. Το προστατευόμενο έννομο αγαθό της διάταξης που μας απασχολεί είναι ακριβώς το συγκεκριμένο επιχειρηματικό απόρρητο. Πρόκειται, μάλιστα, για ατομικό έννομο αγαθό, καθώς το επιχειρηματικό απόρρητο αναγνωρίζεται ως περιουσιακό δικαίωμα της ΑΕ και προστατεύεται ως τέτοιο.

    Αντικειμενική Υπόσταση

    Υποκείμενο

    Το καθήκον εχεμύθειας αφορά τόσο τους τακτικούς ελεγκτές όσο και εκείνους που διενεργούν τον έκτακτο έλεγχο της ΑΕ (άρ.143 §2 εδ. γ΄ν.4548/2018). Δράστης, επομένως, του εν λόγω αδικήματος μπορεί είναι τόσο ο τακτικός ελεγκτής όσο και το πρόσωπο που διενεργεί έκτακτο έλεγχο (κατά τα άρ. 142 και 143). Πρόκειται, συνεπώς, για γνήσιο ιδιαίτερο αδίκημα και έγκλημα καθήκοντος.

    Αξιόποινη Συμπεριφορά

    Η αξιόποινη συμπεριφορά του δράστη συνίσταται στην παραβίαση του καθήκοντος εχεμύθειας. Η παραβίαση αυτή μπορεί να λάβει χώρα με ενέργεια  ή, ακόμα, και με  παράλειψη. Η ενέργεια, ειδικότερα, είναι ενδεχόμενο να συνίσταται σε γνωστοποίηση απόρρητων πληροφοριών. Σημειώνεται ότι δεν αποτελεί παραβίαση του καθήκοντος εχεμύθειας και στοιχειοθέτηση του αδικήματος η περίπτωση εκπλήρωσης νομικής υποχρέωσης, η οποία επιβάλει την πληροφόρηση από μέρους του ελεγκτή. Δεν τελεί, λ.χ., το αδίκημα του άρθρου 178 §2 ο ελεγκτής που χορηγεί πληροφορίες προς ενημέρωση του μετόχου, που άσκησε νομίμως το δικαίωμα πληροφόρησης του άρθρου 141, η από μέρους του ενημέρωση του Οικονομικού Εισαγγελέα ή, εν γένει, η παροχή πληροφοριών προς αρμόδιες αρχές.

    Υποκειμενική Υπόσταση

    Το αδίκημα τελείται με δόλο οποιουδήποτε βαθμού. Αρκεί, επομένως, ακόμα και η αποδοχή, από μέρους του ελεγκτή, του ενδεχομένου παραβίασης του καθήκοντος εχεμύθειας με την ενέργεια ή παράλειψή του.

    Συρροή

    Το επιχειρηματικό απόρρητο προστατεύεται ποινικά και στο ειδικό μέρος του ΠΚ. Οι σχετικές διατάξεις που συρρέουν με το αδίκημα του άρθρου 178 §2, είναι εκείνες του  άρ. 370 ΠΚ (:παραβίαση απορρήτου εγγράφων), 371 ΠΚ (:παραβίαση επαγγελματικής εχεμύθειας) αλλά και τα αδικήματα σχετικά με τα πληροφοριακά συστήματα-εφόσον οι απόρρητες πληροφορίες αποτελούν περιεχόμενό τους (άρθρα 370Β, 370Γ, 370Δ).

    Συμμετοχή

    Νοείται συμμετοχική ευθύνη για πρόσωπα που δεν έχουν την ιδιότητα του ελεγκτή. Σε αυτήν, βέβαια, την περίπτωση η ευθύνη τους θα εξεταστεί υπό το πρίσμα του άρθρου 49 ΠΚ.

    Ποινική Κύρωση

    Το συγκεκριμένο αδίκημα είναι πλημμέλημα και τιμωρείται με ποινή στερητική της ελευθερίας ή/και χρηματική ποινή. Προβλέπεται, συγκεκριμένα, φυλάκιση από δέκα ημέρες έως τρία (3) έτη ή/και χρηματική ποινή από 10.000 έως 100.000€.

    Δικονομικά Ζητήματα

    Αρμόδιο καθ’ ύλην είναι το Μονομελές Πλημμελειοδικείο (άρ.115 ΚΠοινΔ). Το συγκεκριμένο αδίκημα διώκεται κατ’ έγκληση. Είναι δυνατή η υποβολή δήλωσης προς υποστήριξη της κατηγορίας. Καθώς φορέας του προστατευόμενου εννόμου αγαθού του επιχειρηματικού απορρήτου είναι η ίδια η ΑΕ, η τελευταία είναι δυνατό να υποβάλει, διά του ΔΣ, τη σχετική δήλωση.

     

    Το Αδίκημα της Ψευδούς Γνώμης Επί Έκθεσης Βιωσιμότητας (§3)

    Με πρόσφατη τροποποίηση του ν.4548/2018 προβλέφθηκε για ορισμένες ΑΕ η (ενωσιακής) προέλευσης υποχρέωση για συμπερίληψη στις εκθέσεις διαχείρισης των  πληροφοριών, που είναι αναγκαίες για την κατανόηση των επιπτώσεων της επιχείρησης σε θέματα βιωσιμότητας. Οι εν λόγω πληροφορίες αφορούν επιπλέον την κατανόηση του τρόπου με τον οποίο τα θέματα βιωσιμότητας επηρεάζουν την εξέλιξη, τις επιδόσεις και τη θέση της επιχείρησης.  Πρόκειται για την επονομαζόμενη έκθεση βιωσιμότητας. Για τη διασφάλιση της ακρίβειας της ακρίβειας του περιεχομένου των εκθέσεων βιωσιμότητας προβλέφθηκε διευρυμένος υποχρεωτικός λογιστικός έλεγχός τους. Στο πλαίσιο του εν λόγω ελέγχου καθίσταται υποχρεωτική η διατύπωση γνώμης για την νομιμότητα σύνταξης των εκθέσεων βιωσιμότητας. Αντικείμενο του ελέγχου αποτελεί και ο τρόπος προσδιορισμού των πληροφοριών που περιλαμβάνονται στην έκθεση βιωσιμότητας.

    Ο νομοθέτης επιδιώκοντας να ενισχύσει την εμπιστοσύνη προς το περιεχόμενο των εκθέσεων βιωσιμότητας πρόβλεψε, πρόσφατα, ποινική ευθύνη σχετικά με τον εν λόγω έλεγχο. Συγκεκριμένα με το άρ. 13 του ν.5164/2024 (ΦΕΚ Α’ 202/12-12-2024) προστέθηκε ένα ακόμα αδίκημα στο άρθρο 178, το οποίο αφορά την ποινική ευθύνη των ελεγκτών.

    Έννομο Αγαθό

    Προστατευόμενο έννομο αγαθό του αδικήματος αποτελεί η εμπιστοσύνη του κοινού στην ορθή λειτουργία της ΑΕ. Πρόκειται για υπερατομικό έννομο αγαθό.

    Αντικειμενική Υπόσταση

    Υποκείμενο

    Δράστης του αδικήματος είναι είτε ο ελεγκτής είτε ο ανεξάρτητος πάροχος υπηρεσιών διασφάλισης της υποβολής εκθέσεων βιωσιμότητας. Πρόκειται για ένα ακόμα γνήσιο ιδιαίτερο αδίκημα, για τη στοιχειοθέτηση του οποίου απαιτείται η συγκεκριμένη ιδιότητα.

    Αξιόποινη Συμπεριφορά

    Το αδίκημα τελείται με τη διατύπωση ψευδούς γνώμης σχετικά με το περιεχόμενο έκθεσης βιωσιμότητας, που έχει υποβληθεί για τη συμμόρφωση προς τον ν. 4548/2018.

    Υποκειμενική Υπόσταση

    Το αδίκημα τελείται με δόλο σκοπού και άμεσο δόλο˙ δεν αρκεί ο ενδεχόμενος δόλος. Η διάταξη απαιτεί γνώση του ψεύδους της διατυπωθείσας γνώμης.

    Ποινική Κύρωση

    Το συγκεκριμένο αδίκημα είναι πλημμέλημα και τιμωρείται με ποινή στερητική της ελευθερίας ή/και χρηματική ποινή. Προβλέπεται, συγκεκριμένα, φυλάκιση από δέκα ημέρες έως τρία (3) έτη ή/και χρηματική ποινή από 10.000 έως 100.000€.

    Δικονομικά Ζητήματα

    Το συγκεκριμένο αδίκημα διώκεται αυτεπαγγέλτως. Αρμόδιο καθ’ ύλην είναι το Μονομελές Πλημμελειοδικείο (άρ.115 ΚΠοινΔ). Καθώς με τις εν λόγω διατάξεις δεν προστατεύεται άμεσα η εταιρική περιουσία ή η περιουσία των μετόχων ή των εταιρικών δανειστών, δεν είναι δυνατή η υποβολή δήλωσης προς υποστήριξη της κατηγορίας από τα εν λόγω πρόσωπα. Ούτε, επίσης, και η παράσταση πολιτικής αγωγής.

     

    Καθώς ο ελεγκτής της ΑΕ έρχεται σε επαφή με σωρεία επιχειρηματικών απορρήτων, εύλογο είναι να διασφαλίζεται και επιβάλλεται η τήρησή τους με σειρά (και ποινικής φύσεως) νομοθετικών ρυθμίσεων. Αντίστοιχα όμως και στην περίπτωση του ελεγκτή που καλείται να εκφέρει άποψη επί εκθέσεως βιωσιμότητας: η υποχρέωση αλήθειας δεν αποτελεί ευχή μόνον του νομοθέτη. Συνδέεται και με ποινικές, επίσης, κυρώσεις. Απαιτείται, και εν προκειμένω, ιδιαίτερη προσοχή. Κι όσον αφορά, ειδικότερα, την υποχρέωση διαφύλαξης της εύρυθμης (βεβαίως και σύννομης) λειτουργίας της ΑΕ συναντούμε σειρά (και ποινικής φύσεως) ρυθμίσεων για όλους τους εμπλεκόμενους. Περί αυτών, όμως, σε επόμενη αρθρογραφία μας.-

     

     

    Σταύρος Κουμεντάκης

    Managing Partner

    Koumentakis and Associates Law Firm

     

     

    Σημ.: Το παρόν άρθρο αποτελεί τμήμα ευρύτερης ενότητας αρθρογραφίας της Δικηγορικής μας Εταιρείας για τις ΑΕ. Στην ενότητα αυτή επιχειρούμε την ανάλυση, άρθρο προς άρθρο-με business view, πάντα, προσέγγιση, του νόμου για τις ΑΕ (:4548/2018).

  • Ψευδείς ή Παραπλανητικές Δηλώσεις της ΑΕ Προς Το Κοινό

    Ψευδείς ή Παραπλανητικές Δηλώσεις της ΑΕ Προς Το Κοινό

    Ψευδείς ή Παραπλανητικές Δηλώσεις της ΑΕ Προς Το Κοινό

    (άρ.176 ν.4548/2018)

     

    Ασχοληθήκαμε, ήδη, με τη σύσταση, τη λειτουργία αλλά και τη λύση της ΑΕ. Η ΑΕ αποτελεί τη βασική μορφή κεφαλαιουχικής εταιρείας στο ελληνικό νομικό και οικονομικό σύστημα˙ συνιστά τη “ραχοκοκαλιά” της ελληνικής οικονομίας. Εύλογο, επομένως, προκύπτει το ενδιαφέρον του νομοθέτη για τη διασφάλιση της σύννομης λειτουργίας της˙ για τη λήψη, επίσης, των ενδεδειγμένων μέτρων για την επίτευξή της˙ για την αποφυγή τυχόν βλαπτικών συνεπειών, που είναι ενδεχόμενο να προκληθούν κατά τη διάρκεια της λειτουργίας της˙ για την θέσπιση κυρώσεων σε περίπτωση παραβάσεων της σχετικής νομοθεσίας. Κι όλα τούτα για την προάσπιση της σωρείας των υφιστάμενων συμφερόντων (μετόχων, δανειστών, τρίτων αλλά και, εν γένει, της ίδιας της οικονομίας). Μια ομάδα επαπειλούμενων κυρώσεων αφορά τις ψευδείς ή παραπλανητικές δηλώσεις προς το κοινό. Περί αυτών το παρόν.

    Το Ειδικό Ποινικό Δίκαιο των ΑΕ

    Οι ποινικές διατάξεις της ΑΕ υφίσταντο και κατά το προηγούμενο νομοθετικό καθεστώς. Η νομοθέτης προχώρησε σε ελάχιστες παρεμβάσεις σε αυτό το τμήμα της νομοθεσίας με τον (σχετικά) πρόσφατο νόμο για τις ΑΕ. Ο τελευταίος περιλαμβάνει σειρά ποινικών διατάξεων με τις οποίες εγκαθιδρύεται άδικο για συμπεριφορές που αφορούν τη λειτουργία της εταιρείας και την πλήρωση των υποχρεώσεων που πηγάζουν από τον ίδιο τον νόμο για τις ΑΕ (:ν.4548/2018).

    Η ελάχιστη νομολογιακή επεξεργασία, που έχει υποστεί το συγκεκριμένο μέρος της εταιρικής νομοθεσίας, καταδεικνύει την περιορισμένη χρησιμότητα και δυναμική του. Γίνεται, κατά τούτο, περισσότερο από φανερή η μη αναλογική χρήση του ποινικού δικαίου στην προκειμένη περίπτωση. Αντί της χρήσης του ως έσχατη λύση (ultimum remedium) χρησιμοποιείται, συμβολικά, επιδιώκοντας τη συμμόρφωση με την εταιρική νομοθεσία.

    Το Αδίκημα της Ψευδούς ή Παραπλανητικής δήλωσης προς το Κοινό: Το Προστατευόμενο Έννομο Αγαθό

    Πρώτο μεταξύ των αδικημάτων του ειδικού ποινικού δικαίου της ΑΕ ρυθμίζεται το αδίκημα της ψευδούς ή παραπλανητικής δήλωσης προς το κοινό.

    Ο νομοθέτης επιλέγοντας την ποινικοποίηση των σχετικών συμπεριφορών, στόχευσε στην προστασία της εμπιστοσύνης στη λειτουργία της ΑΕ. Η εν λόγω νομοθετική επιλογή έρχεται σε συνάρτηση με την παραδοχή ότι ο εταιρικός τύπος της ΑΕ αποτελεί τη βασική κεφαλαιουχική εταιρεία. Η οικονομική σημασία που διαθέτει στο πλαίσιο της ελληνικής οικονομικής τάξης καθιστούν δικαιολογημένη την αυτοτελή προστασία της λειτουργίας της. Πρόκειται, συνεπώς, για ένα υπερατομικό έννομο αγαθό χωρίς να προσδιορίζεται εκ των προτέρων ο κύκλος των θιγόμενων προσώπων. Αντικείμενο προστασίας δεν αποτελεί η εξατομικευμένη περιουσία συγκεκριμένων ατόμων.

    Αντικειμενική Υπόσταση

    Υποκείμενο

    Πρόκειται για ένα γνήσιο ιδιαίτερο αδίκημα. Η τέλεση του συγκεκριμένου αδικήματος προϋποθέτει συγκεκριμένες ιδιότητες του δράστη (περί των οποίων αμέσως στη συνέχεια). Η διενέργεια σχετικών πράξεων από άλλα πρόσωπα δε αρκεί για να οδηγήσει στην πλήρωση των στοιχείων της αντικειμενικής υπόστασης του εν λόγω αδικήματος. Εμπλοκή τρίτων μόνον στο συγκεκριμένο αδίκημα, μόνον στο πλαίσιο συμμετοχής είναι δυνατό να νοηθεί (άρ.49 §1 ΠΚ). Τυχόν de facto διοικητής δε μπορεί να καταστεί αυτουργός του αδικήματος.

    Οι ιδιότητες που προϋποτίθενται για τη θεμελίωση του άδικου χαρακτήρα της πράξης είναι οι εξής:

    (α) Ιδρυτές

    Οι ιδρυτές αναφέρονται στο άρθρο 4 §1 του ν. 4548/2018. Πρόκειται για τα πρόσωπα που συμβάλλονται στην εταιρική σύμβαση. Τα πρόσωπα που ιδρύουν την εταιρεία κατά κανόνα καλύπτουν και το αρχικό μετοχικό κεφάλαιο. Ταυτίζονται, κατά κανόνα, με τους μετόχους. Είναι, ωστόσο, δυνατό τα πρόσωπα που ιδρύουν την ΑΕ να διακρίνονται από αυτούς που αναλαμβάνουν τις μετοχές. Συνεπώς, ο μέτοχος που αναλαμβάνει μετοχές κατά την κάλυψη του αρχικού μετοχικού κεφαλαίου, αν δεν είναι και ιδρυτής, δε είναι δυνατό να φέρει αυτουργική ευθύνη για ψευδείς ή παραπλανητικές δηλώσεις. Σε κάθε περίπτωση, πρόδηλο καθίσταται πως η τέλεση του αδικήματος από τους ιδρυτές αφορά το ιδρυτικό, και μόνον, στάδιο της ΑΕ. Υπενθυμίζεται ότι το ιδρυτικό στάδιο προσδιορίζεται χρονικά από το σημείο της σύναψης της εταιρικής σύμβασης μέχρι τη δημοσίευσή της στο Γ.Ε.ΜΗ.

    (β) Μέλη ΔΣ

    Κάθε μέλος του ΔΣ είναι δυνατό να τελέσει το αδίκημα˙ εκτελεστικό και μη. Στην περίπτωση λήψης σχετικής απόφασης από συλλογικό όργανο, ευθύνη φέρει το σύνολο των μελών που συμμετείχαν και υπερψήφισαν. Δηλαδή η ευθύνη δεν περιορίζεται στο όργανο που, απλά, εκτέλεσε την αντίστοιχη απόφαση.

    Σε αντίθεση με την περίπτωση των ιδρυτών, η δράση των μελών του ΔΣ εξετάζεται κατά τη διάρκεια λειτουργίας της ΑΕ.

    (γ) Διευθυντές

    Πρόκειται για εκείνους που διαθέτουν εταιρικό αξίωμα και, συγκεκριμένα, για τα κατ’ άρθρο 87 υποκατάστατα πρόσωπα. Είναι δυνατό, στο πλαίσιο αυτό, να είναι μέλη του ΔΣ ή τρίτοι. Κρίσιμη, μάλιστα, αποδεικνύεται η άσκηση αρμοδιοτήτων που συναρτώνται με την εξωτερίκευση ψευδών ή παραπλανητικών δηλώσεων (λ.χ. γενικός διευθυντής ή διευθυντής οικονομικών υπηρεσιών).

    Ψευδής ή Παραπλανητική Δήλωση

    Ως ψευδής νοείται η δήλωση που δεν ανταποκρίνεται στην αλήθεια. Ως παραπλανητική λογίζεται η δήλωση που είναι μεν αληθής ανακριβής όμως, η οποία προκαλεί εντυπώσεις διαφορετικές από το αληθές περιεχόμενό της. Οι εντυπώσεις αυτές προκαλούνται, συνήθως, λόγω ελλιπών στοιχείων.

    Το περιεχόμενο της δήλωσης πρέπει να αφορά την κάλυψη ή καταβολή του μετοχικού κεφαλαίου. Επίσης, η δήλωση είναι δυνατό να αφορά στοιχεία, από τα οποία εξαρτάται η εγγραφή (ή μη) του κοινού σε εταιρικούς τίτλους. Η δήλωση πρέπει να κρίνεται ως σημαντική ως προς το περιεχόμενό της και δυνάμενη να επηρεάσει το επενδυτικό κοινό. Το τελευταίο δεν προσδιορίζεται εκ των προτέρων αλλά αφορά αόριστο αριθμό προσώπων. Δεν πρόκειται για εσωτερική πληροφόρηση που περιορίζεται εντός της εταιρείας.

    Κρίσιμο στοιχείο του άδικου χαρακτήρα της δήλωσης αποτελεί η εξωτερίκευσή της. Χρόνος τέλεσης του αδικήματος είναι το χρονικό σημείο εξωτερίκευσης της δήλωσης κατά το οποίο γίνεται προσιτό το περιεχόμενό της προς το κοινό. Ο τρόπος με τον οποίο λαμβάνει χώρα η γνωστοποίηση της δήλωσης (δημοσίευση στο διαδίκτυο, στα Μ.Μ.Ε.) είναι αδιάφορος.

    Το αδίκημα είναι υπαλλακτικώς μικτό, δηλαδή τελείται με δύο τρόπους, οι οποίοι δε είναι δυνατό να συγχωνευθούν σε μια πράξη και να συνυπάρξουν. Ειδικότερα, το αδίκημα τελείται:

    (α) με δήλωση που αφορά την κάλυψη ή την καταβολή μετοχικού κεφαλαίου.

    Η δήλωση πρέπει να αφορά είτε την κάλυψη (:ανάληψη μετοχών κατά το ιδρυτικό στάδιο) είτε κατά την αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου είτε κατά την καταβολή του. Ως προς την τελευταία περίπτωση το ψευδές και παραπλανητικό περιεχόμενο θα αφορά την εκπλήρωση ή μη υποχρέωσης καταβολής εισφορών. Ο λόγος για τον οποίο η επαπειλούμενη τιμωρία του δράστη, που πληροί κατά τον ως άνω τρόπο την ειδική υπόσταση του αδικήματος, εδράζεται στην ανάγκη διασφάλισης του ελάχιστου νόμιμου (και, σε κάθε περίπτωση, του δηλούμενου) μετοχικού κεφαλαίου.

    (β) με σκοπό την εγγραφή σε τίτλους που εκδίδει η εταιρεία και αφορά στοιχεία αυτής, τα οποία ασκούν ουσιώδη επιρροή επί των εταιρικών υποθέσεων.

    Ο δεύτερος περιγραφόμενος τρόπος στοιχειοθέτησης της αντικειμενικής υπόστασης του αδικήματος αφορά την περίπτωση δημόσιας προσφοράς τίτλων της ΑΕ στο κοινό. Οι τίτλοι που εκδίδει η ΑΕ είναι οι μετοχές, οι ομολογίες, τα warrants, οι ιδρυτικοί και εξαιρετικοί τίτλοι (άρ.33). Η έκδοσή τους εξυπηρετεί, κατά βάση, την χρηματοδότηση της ΑΕ. Η πληροφόρηση, λοιπόν, που επιτυγχάνεται με τις ψευδείς ή παραπλανητικές δηλώσεις θα πρέπει να αφορά στοιχεία ουσιώδη για την πορεία των εταιρικών υποθέσεων, από τα οποία εξαρτάται η επένδυση του κοινού στην ΑΕ. Τα στοιχεία αυτά δεν είναι απαραίτητο να αναφέρονται σε γεγονότα. Μπορεί να έχουν αξιολογικό χαρακτήρα και να αφορούν στοιχεία που επηρεάζουν ουσιωδώς την πρόθεση του επενδυτικού κοινού. Οι σχετικές πληροφορίες πιθανώς να συμπεριλαμβάνονται και στις χρηματοοικονομικές καταστάσεις.

    Απόπειρα

    Το έγκλημα τελείται σε μορφή απόπειρας στην περίπτωση που συνταχθεί δήλωση ψευδής ή παραπλανητική αλλά αυτή δεν περιέλθει, εν τέλει, σε γνώση του κοινού. Επίσης, θα πρόκειται για απόπειρα στην περίπτωση που ανακλήθηκε ή διορθώθηκε. Κρίσιμο, λοιπόν, είναι το χρονικό σημείο της εξωτερίκευσης της δήλωσης για την πλήρωση του συνόλου των στοιχείων της αντικειμενικής υπόστασης, ώστε αυτό να θεωρηθεί ολοκληρωμένο.

    Υποκειμενική Υπόσταση

    Το αδίκημα τελείται με δόλο τουλάχιστον β’ βαθμού. Απαιτείται, λοιπόν, γνώση για το ψευδές ή παραπλανητικό περιεχόμενο και βούληση για την εξωτερίκευσή του. Άγνοια των περιστατικών αυτών αποτελεί πραγματική πλάνη που είναι δυνατό να αποκλείσει τον καταλογισμό του δράστη. Ως προς τον δεύτερο τρόπο τέλεσης το αδίκημα είναι υπερχειλούς υποκειμενικής υπόστασης. Απαιτείται επιπλέον σκοπός για επένδυση του επενδυτικού κοινού με εγγραφή σε τίτλους, η οποία επιδιώκεται μέσω της δήλωσης.

    Ποινή

    Το αδίκημα του άρθρου 176 είναι πλημμέλημα. Η προβλεπόμενη κύρωση κυμαίνεται σε ποινή φυλάκισης από 10 ημέρες έως 5 έτη. Παράλληλα, απειλείται σωρευτικά χρηματική ποινή. Κατώτερο όριο της τελευταίας αποτελεί το ποσό των 10.000€ και ανώτερο το ποσό των 100.000€.

    Συρροή

    Το αδίκημα εμφανίζει ένα ειδικότερο περιεχόμενο σε σχέση με τις διατάξεις του Ειδικού Μέρους του ΠΚ για τα αδικήματα κατά της περιουσίας. Τυχόν συρροή τους πιθανώς να είναι αληθινή λόγω του ατομικού χαρακτήρα του προστατευόμενου έννομου αγαθού στις διατάξεις αυτές. Ειδικά ως προς την απάτη (άρ.386 ΠΚ) η συρροή είναι αληθινή και λόγω του περαιτέρω αποτελέσματος περιουσιακής διάθεσης, που απαιτείται για τη στοιχειοθέτηση της. Το αδίκημα της απάτης είναι αποτελέσματος, από την επέλευση του οποίου εξαρτάται η γέννηση της ευθύνης. Πρόκειται για αδίκημα βλάβης. Αντιθέτως, το αδίκημα της ψευδούς ή παραπλανητικής δήλωσης είναι αφηρημένης διακινδύνευσης και δεν απαιτείται η πρόκληση βλάβης σε συγκεκριμένη περιουσία.

    Ειδικά ως προς τον δεύτερο τρόπο τέλεσης του αδικήματος, είναι δυνατή η συρροή και με τα εγκλήματα της κεφαλαιαγοράς (χειραγώγηση μέσω διάδοσης πληροφοριών άρθρο 28 επ. ν.4443/2016). Οι διατάξεις τις Κεφαλαιαγοράς συρρέουν φαινομενικά και ως ειδικότερες τυγχάνουν εφαρμογής. Στην περίπτωση μη πλήρωσης των στοιχείων της αντικειμενικής υπόστασης αυτών, το άρθρο 176 εφαρμόζεται λόγω του επικουρικού του χαρακτήρα.

    Πιθανή είναι η συρροή και με τις λοιπές ποινικές διατάξεις του ν.4548/2018.

    Συμμετοχή

    Όπως αναφέρθηκε και ανωτέρω πρόκειται για ιδιαίτερο αδίκημα. Στην περίπτωση πλήρωσης των λοιπών στοιχείων της αντικειμενικής υπόστασης από πρόσωπο που δεν διαθέτει τις προβλεπόμενες ιδιότητες, η ευθύνη του μόνον στο πλαίσιο συμμετοχής μπορεί να κριθεί (άρ.49 παρ.1 ΠΚ). Οι συμμέτοχοι σε αυτήν την περίπτωση θα τιμωρηθούν με μειωμένη ποινή.

    Δικονομικά Ζητήματα

    Διώκεται αυτεπαγγέλτως. Αρμόδιο καθ’ ύλην είναι το Μονομελές Πλημμελειοδικείο (άρ.115 ΚΠοινΔ). Λόγω του υπερατομικού χαρακτήρα του προστατευόμενου εννόμου αγαθού δεν είναι δυνατή η υποβολή δήλωσης προς υποστήριξη της κατηγορίας και παράσταση πολιτικής αγωγής.

     

    Για την επιβολή της εφαρμογής της νομοθεσίας που διέπει την ΑΕ, ο νομοθέτης επέλεξε, μεταξύ άλλων, την απειλή ποινικής φύσεως κυρώσεων για τους δράστες. Ειδικά όσον αφορά ψευδείς ή παραπλανητικές δηλώσεις προς το κοινό, οι επαπειλούμενες ποινές είναι στο υψηλότερο επίπεδο από τις προβλεπόμενες στην οικεία ενότητα. Αντίστοιχα υψηλή θα πρέπει να είναι και η προσοχή που θα πρέπει να επιδεικνύεται από τα πρόσωπα που καταλαμβάνει: ιδρυτές, διευθυντές και μέλη του ΔΣ. Ειδικά, μάλιστα, για τα τελευταία, ιδιαίτερη κατηγορία παραβάσεων προβλέπεται. Περί αυτής, όμως, σε επόμενη αρθρογραφία μας.-

     

     

    Σταύρος Κουμεντάκης

    Managing Partner

    Koumentakis and Associates Law Firm

     

     

    Σημ.: Το παρόν άρθρο αποτελεί τμήμα ευρύτερης ενότητας αρθρογραφίας της Δικηγορικής μας Εταιρείας για τις ΑΕ. Στην ενότητα αυτή επιχειρούμε την ανάλυση, άρθρο προς άρθρο-με business view, πάντα, προσέγγιση, του νόμου για τις ΑΕ (:4548/2018).

     

     

  • Λόγοι Λύσης ΑΕ

    Λόγοι Λύσης ΑΕ

    Λόγοι Λύσης ΑΕ

    (άρ. 164 ν. 4548/2018)

    Εκτεταμένα μας απασχόλησε, μέχρι σήμερα, το νομικό καθεστώς που διέπει τη σύσταση και τη λειτουργία της ΑΕ. Στη ζωή και τη φύση, ωστόσο, δεν υφίσταται μόνον η γέννηση. Αντίστοιχα και στην ΑΕ υφίσταται και το ενδεχόμενο του πέρατος της ζωής της. Ο νόμος απαριθμεί, με τρόπο αποκλειστικό, τους λόγους λύσης μίας ΑΕ, θεσπίζοντας αυστηρό νομοθετικό πλαίσιο.

    Γενικά

    Ο νομοθέτης καθόρισε τους λόγους λύσης παραθέτοντας αντικειμενικά γεγονότα που οδηγούν στο «τέλος» της εταιρείας. Η απαρίθμηση τους είναι περιοριστική και οι σχετικές διατάξεις (:αναγκαστικού δικαίου) αποκλείουν πιθανές αποκλίσεις. Θα είναι άκυρη κάθε αντίθετη καταστατική ρήτρα ή απόφαση εταιρικού οργάνου (ακόμα και της ΓΣ), με την οποία αποκλείονται λόγοι λύσης ή προστίθενται επιπλέον. Διαφοροποιήσεις προβλέπονται για ειδικούς, μόνον, τύπους ΑΕ-όπως οι ασφαλιστικές και οι χρηματιστηριακές.

    Ο κεφαλαιουχικός χαρακτήρας των ΑΕ δεν θα δικαιολογούσε τη λύση τους για ζητήματα που αφορούν, προσωπικά, τους μετόχους. Γι’ αυτό και δεν συνιστούν λόγους λύσης η πτώχευση μετόχου, η απώλεια της δικαιοπρακτικής του ικανότητας ή, ακόμα, και ο θάνατός του. Υποστηρίζεται, εντούτοις (όχι, πάντως, αρκετά πειστικά), πως είναι επιτρεπτές παρεκκλίσεις από το γράμμα του νόμου, όταν καταστατικά θεσπίζονται προσωποπαγείς (και άλλοι) λόγοι λύσης στην περίπτωση ΑΕ με έντονο προσωπικό χαρακτήρα. Ενδεικτικά: στην περίπτωση των οικογενειακών εταιρειών.

    Στη λύση δεν είναι δυνατό να οδηγήσουν άλλα γεγονότα, τα οποία αφορούν την ΑΕ, στο μέτρο που νομοθετικά δεν προβλέπονται. Ενδεικτικά: η απώλεια της εταιρικής περιουσίας, η έλλειψη ή αδράνεια εταιρικών οργάνων, η αδυναμία εκπλήρωσης του εταιρικού σκοπού και οι συνεχείς ζημιογόνες χρήσεις. Επισημαίνεται, ακόμα, ότι η ΑΕ δε λύεται ούτε με καταγγελία εκ μέρους των μετόχων-ακόμα κι όταν πρόκειται για αορίστου χρόνου.

    Λόγοι Λύσης της ΑΕ

    Οι λόγοι λύσης θα μπορούσαν να διακριθούν σε δικαστικούς (άρ.164 §2) και μη-ανάλογα αν προϋποτίθεται (ή μη) η έκδοση σχετικής δικαστικής απόφασης. Εδώ, ειδικότερα, θα μας απασχολήσουν οι λόγοι λύσης που δεν προϋποθέτουν έκδοση δικαστικής απόφασης.

    (α) Παρέλευση Καταστατικού Χρόνου Διάρκειας

    Η διάρκεια της ΑΕ είναι δυνατόν να προβλεφθεί ως ορισμένου ή αορίστου χρόνου (άρ.8 ν.4548/2018). Στην περίπτωση που οριστεί ως ορισμένου, απαραίτητη είναι η καταστατική πρόβλεψη του χρόνου διάρκειάς της, ο οποίος πρέπει να ορίζεται σε έτη και να μην εξαρτάται από αιρέσεις και γεγονότα. Η σύντμηση του προβλεπόμενου χρόνου διάρκειας αλλά και η παράτασή του είναι δυνατές, εφόσον προηγηθεί απόφαση της ΓΣ και σχετική τροποποίηση του καταστατικού-που θα δημοσιευθούν όπως ο νόμος ορίζει.

    Στην περίπτωση της παρέλευσης του ορισμένου χρόνου διάρκειάς της, η ΑΕ λύεται αυτοδίκαια. Δεν απαιτείται, μάλιστα, τήρηση διατυπώσεων δημοσιότητας. Αν τέτοιες λάβουν χώρα έχουν δηλωτικό χαρακτήρα. Έτσι, η εταιρεία επέρχεται αυτομάτως στο στάδιο της εκκαθάρισης.

    Η τροποποίηση του καταστατικού (και η σχετική δημοσιότητα) για παράταση ή  σύντμηση της διάρκειας της ΑΕ πρέπει να λάβει χώρα πριν την πάροδο του προβλεπόμενου, καταστατικά, χρόνου. Σε διαφορετική περίπτωση, η ΑΕ λύεται αυτοδίκαια. Ενδεχόμενη παράταση δεν είναι δυνατό να λάβει χώρα άτυπα ή σιωπηρά. Εάν η απόφαση ή η δημοσιότητα της τροποποίησης συμβεί μετά την παρέλευση του ορισμένου χρόνου, δεν θα πρόκειται για παράταση αλλά για αναβίωση της ΑΕ-καθώς θα έχει προηγηθεί η αυτοδίκαιη λύση της.

    (β) Απόφαση ΓΣ για Λύση

    Ο νομοθέτης αναγνωρίζει το δικαίωμα στους μετόχους της ΑΕ να αποφασίσουν τη λύση της. Συγκεκριμένα, επιτρέπει στη ΓΣ-το ανώτατο εταιρικό όργανο της ΑΕ, να αποφασίσει με αυξημένη απαρτία και πλειοψηφία τη λύση της (άρθρα 130 § 3 & 132 §2). Η προϋπόθεση της αυξημένης απαρτίας ισχύει  για εισηγμένες και μη ΑΕ. Έχει, βέβαια, υποστηριχθεί (όχι ορθά) πως ως προς τις εισηγμένες ΑΕ απαιτείται η συγκέντρωση ποσοστών τέτοιων που προβλέπει ο νόμος για τη διαγραφή των μετοχών από τη ρυθμιζόμενη αγορά (cold delisting), δηλ. το 95% των δικαιωμάτων ψήφου (άρ.17 §5 ν.3371/2005). Σε κάθε περίπτωση: το καταστατικό των ΑΕ δύναται να προβλέπει υψηλότερα ποσοστά για η λύση της-σύμφωνα με όσα γενικά ισχύουν.

    Η απόφαση της ΓΣ της ΑΕ οδηγεί σε πρόωρη λύση, καθώς λαμβάνεται πριν από το πέρας της καταστατικά ορισμένης διάρκειας της ΑΕ. Συστατικό στοιχείο της σχετικής απόφασης αποτελεί η δημοσίευσή της στο ΓΕΜΗ. Η λήψη της απόφασης δεν επαρκεί για την επέλευση των σκοπούμενων εννόμων αποτελεσμάτων της. Η προϋπόθεση της δημοσιότητας δικαιολογείται, αφού η απόφαση για λύση συνεπάγεται τροποποίηση του καταστατικού για την οποία απαιτείται η τήρηση διατυπώσεων δημοσιότητας. Σημειώνεται ότι είναι η μοναδική περίπτωση λύσης, για την οποία απαιτείται δημοσιότητα.

    Η απόφαση δε είναι ανεκτό να εξαρτά τη λύση της από αιρέσεις και άλλα γεγονότα. Σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο θα επροκαλείτο αδικαιολόγητη ανασφάλεια στους μετόχους, εργαζόμενους, συναλλασσόμενους και δανειστές.

    Ζήτημα τίθεται ως προς τη δυνατότητα προσβολής της απόφασης ως καταχρηστικής (άρ. 137 §2  β’). Κατά μία άποψη (καθώς εναπόκειται στην ελεύθερη και ανέλεγκτη κρίση της μετοχικής πλειοψηφίας η συνέχιση ή μη της εταιρείας), θα πρέπει να απαλλαγεί η εν λόγω απόφαση από την εξέταση ως προς την καταχρηστικότητα της. Εξάλλου, ο ίδιος ο νομοθέτης δεν επιβάλλει ως προϋπόθεση για τη λήψη της απόφασης τη συνδρομή οποιουδήποτε (σπουδαίου) λόγου. Η αντίθετη άποψη και (ορθά) κρατούσα υποστηρίζει ότι (και) η απόφαση λύσης υπόκειται σε έλεγχο καταχρηστικότητας-λαμβάνοντας υπόψη τυχόν δόλια εξυπηρέτηση συμφερόντων της πλειοψηφίας.

    Σχετική ρήτρα του καταστατικού, η οποία αποκλείει τη λύση με απόφαση της ΓΣ, είναι άκυρη.

    (γ) Πτώχευση Εταιρείας

    Λύση της ΑΕ επιφέρει αυτοδικαίως και η κήρυξή της σε πτώχευση. Τα έννομα αποτελέσματα, στην περίπτωση αυτή, επέρχονται με την έκδοση της σχετικής δικαστικής απόφασης. Οι περαιτέρω διατυπώσεις δημοσιότητας (καταχώριση και δημοσίευση στο ΓΕΜΗ) έχουν αποκλειστικά δηλωτικό-πληροφοριακό χαρακτήρα.

    Την κήρυξη της πτώχευσης δεν ακολουθεί το στάδιο της εκκαθάρισης. Εφαρμόζεται, ως ειδικότερη, η πτωχευτική διαδικασία («…ως μορφή εκκαθάρισης..» ΜΠρΑθ 4395/2003 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) , κατά την οποία κεντρικό ρόλο διοίκησης της πτωχευτικής περιουσίας αναλαμβάνει ο σύνδικος. Καθ’ όλη την πτωχευτική διαδικασία η ΑΕ εξακολουθεί να υφίσταται ως νομικό πρόσωπο˙ επίσης και τα όργανά της.

    Μετά την ολοκλήρωση της πτωχευτικής διαδικασίας, η εταιρεία εξαφανίζεται. Ωστόσο, εάν τελικά απομείνει αδιανέμητη εταιρική περιουσία, οι εταίροι έχουν δύο εναλλακτικές: είτε να ακολουθήσουν τα στάδιο της εκκαθάρισης είτε να αποφασίσουν την αναβίωση της εταιρείας. Από τις παραπάνω περιπτώσεις πρέπει να διακρίνουμε την ανατροπή ή ανάκληση της δικαστικής απόφασης που κήρυξε την πτώχευση, καθώς σε μία τέτοια περίπτωση επέρχεται αυτοδίκαιη ανατροπή της λύσης της-αναδρομικά.

    (δ) Απόρριψη Αίτησης Πτώχευσης Λόγω Ανεπάρκειας Ενεργητικού

    Προϋπόθεση για την κήρυξη πτώχευσης αποτελεί, κατά νόμο, η επάρκεια της περιουσίας του οφειλέτη για την κάλυψη των εξόδων της πτωχευτικής διαδικασίας. Εάν το ενεργητικό του οφειλέτη δεν επαρκεί, τότε η αίτηση απορρίπτεται. Αν η ΑΕ δεν κηρυχθεί σε πτώχευση λόγω ανεπάρκειας της περιουσίας της, θα πρέπει να υποστεί τις ίδιες συνέπειες-ωσάν να είχε κηρυχθεί: να λυθεί, δηλ., αφού η λειτουργία της δεν είναι βιώσιμη. Οι συνέπειες της λύσης επέρχονται με τη δημοσίευση της δικαστικής απόφασης, και όχι από τις δηλωτικού, μόνον, χαρακτήρα δημοσιεύσεις στο ΓΕΜΗ και στο Ηλεκτρονικό Μητρώο Αφερεγγυότητας.

    Το δικαστήριο διαπιστώνει την ανεπάρκεια της περιουσίας με απλή πιθανολόγηση-στη βάση των οικονομικών στοιχείων που τίθενται υπόψη του. Σε αυτά υπολογίζει τα ταμειακά διαθέσιμα της οφειλέτιδος ΑΕ, τις εισπρακτέες απαιτήσεις της όπως και κάθε ευχερώς ρευστοποιήσιμο στοιχείο, που ανήκει στην περιουσία της. Στην τελευταία κατηγορία εντάσσονται και τα εμπραγμάτως βεβαρημένα περιουσιακά στοιχεία μετά την αφαίρεση της αξίας του βάρους, η αξία εκποίησης της ίδιας της επιχείρησης ως συνόλου καθώς και ο,τιδήποτε μπορεί να επανενταχθεί στην πτωχευτική περιουσία μέσω της πτωχευτικής ανάκλησης.

    Τα διαδικαστικά έξοδα που πρέπει να καλύπτει η περιουσία του οφειλέτη αφορούν  τις προβλέψιμες δικαστικές και διαχειριστικές δαπάνες (π.χ. δαπάνες για είσπραξη των απαιτήσεων, για διοίκηση της πτωχευτικής περιουσίας, οι αμοιβές του συνδίκου και των πραγματογνωμόνων, τα έξοδα των προσκλήσεων και δημοσιεύσεων κλπ).

     Έννομες Συνέπειες Λύσης

    Επικρατεί ευρέως μία λανθασμένη ταύτιση της έννοιας της λύσης της εταιρείας με αυτή της εξαφάνισης του νομικού προσώπου από τον συναλλακτικό κόσμο (υπό την έννοια του άρθρου 72 ΑΚ). Η λύση της εταιρείας μεταβάλλει απλώς τον σκοπό της από παραγωγικό σε εκκαθαριστικό. Η ΑΕ εξακολουθεί να υφίσταται ως νομικό πρόσωπο (διαθέτοντας και πάλι δικαιοπρακτική ικανότητα και εμπορική ιδιότητα), δεν συνεχίζει, όμως, την παραγωγική της δραστηριότητα. Υφίσταται αποκλειστικά για τον σκοπό της εκκαθάρισής της, με την ολοκλήρωση της οποίας θα επέλθει τελικά και η εξαφάνισή της.

    Σημειώνεται, πάντως, ότι η νομολογία ακολουθεί μία ελαφρώς διαφορετική δογματική θεωρία (θεωρία του πλάσματος δικαίου), σύμφωνα με την οποία η ΑΕ «παύει να υφίσταται ως οικονομική οντότητα που διατηρεί την ταυτότητά της ως σύνολο οργανωμένων πόρων με σκοπό την άσκηση οικονομικής δραστηριότητας και κατά πλάσμα δικαίου υφίσταται μόνο μέχρι την περάτωση της εκκαθάρισης και για τις ανάγκες αυτής» (ΑΠ 435/2022 areiospagos.gr).

     

    Η λύση της εταιρείας δεν θα πρέπει να ταυτίζεται με το πέρασμά της στο (νομικό) «μη ον». Μια ΑΕ, πάντως, είναι δυνατό να λυθεί αφού προηγηθεί έκδοση σχετικής δικαστικής απόφασης ή και, σε κάποιες περιπτώσεις, χωρίς αυτή. Οι λόγοι που αφορούν την τελευταία περίπτωση (παρέλευση διάρκειας, απόφαση της ΓΣ, πτώχευση-ή ανυπαρξία των αναγκαίου ενεργητικού για την κήρυξή της) είναι, επίσης, αυστηρά περιορισμένοι και δεν είναι δυνατή (ούτε καταστατικά) η διεύρυνσή τους. Και οι λόγοι λύσης, πάντως, μιας ΑΕ με την έκδοση δικαστικής απόφασης είναι, επίσης, αυστηρά περιορισμένοι. Περί αυτών, πάντως, σε επόμενη αρθρογραφία μας.

     

    Σταύρος Κουμεντάκης

    Managing Partner

    Koumentakis and Associates Law Firm

     

     

    Σημ.: Το παρόν άρθρο αποτελεί τμήμα ευρύτερης ενότητας αρθρογραφίας της Δικηγορικής μας Εταιρείας για τις ΑΕ. Στην ενότητα αυτή επιχειρούμε την ανάλυση, άρθρο προς άρθρο-με business view, πάντα, προσέγγιση, του νόμου για τις ΑΕ (:4548/2018).

     

  • Προσωρινό Μέρισμα & Μεταγενέστερη Διανομή

    Προσωρινό Μέρισμα & Μεταγενέστερη Διανομή

    Προσωρινό Μέρισμα & Μεταγενέστερη Διανομή

    (άρ. 162 ν. 4548/2018)

    Σε προηγούμενη αρθρογραφία μας μας απασχόλησε το δικαίωμα συμμετοχής στα κέρδη˙ και, μεταξύ άλλων, το ελάχιστο μέρισμα. Ιδιώνυμη περίπτωση διανομής, την οποία προβλέπει ο νομοθέτης, είναι η χορήγηση προσωρινού μερίσματος. Επίσης, η μεταγενέστερη της εταιρικής χρήσης διανομή κερδών και προαιρετικών αποθεματικών. Περί των αυτών και των σχετικών προϋποθέσεων το παρόν.

    Εισαγωγικά

    Η αξίωση των μετόχων για συμμετοχή στα κέρδη αποτελεί κίνητρο συμμετοχής στο μετοχικό κεφάλαιο της ΑΕ˙ έκφανση, επίσης, του κεφαλαιουχικού της χαρακτήρα. Οι προϋποθέσεις, όμως, για τη διανομή μερίσματος είναι πολλές. Η αναμονή για την καταβολή του είναι δυνατό να διαρκέσει για όχι αμελητέο χρονικό διάστημα. Το εύρος της διάρκειας, μάλιστα, γίνεται περισσότερο κατανοητό αν ληφθεί υπόψη η ανάγκη να προηγηθεί η έγκριση χρηματοοικονομικών καταστάσεων της ΑΕ και λήψη απόφασης από τη ΓΣ για διανομή κερδών. Το γεγονός, επίσης, ότι υφίσταται δίμηνο  περιθώριο  καταβολής των συναφών μερισμάτων από την ΑΕ. Για τη διευκόλυνση των μετόχων προκειμένου να καλυφθούν ενδεχόμενες πιεστικές ανάγκες τους παρέχεται, από τον νόμο, ευχέρεια για πρώιμη ικανοποίηση του δικαιώματός τους στη συμμετοχή στα κέρδη της. Υφίσταται, ταυτόχρονα, η δυνατότητα για μεταγενέστερη διανομή κερδών και προαιρετικών αποθεματικών (ρύθμιση, ωστόσο, που κρίνεται από μερίδα της θεωρίας ως προβληματική, όπως θα αναλυθεί κατωτέρω).

    Διανομή Προσωρινού Μερίσματος

    Κατά παρέκκλιση όσων προβλέπονται για την καταβολή του ελάχιστου μερίσματος, ο νομοθέτης επέλεξε ειδικότερες ρυθμίσεις για την διανομή προμερίσματος. Πρόκειται για διάταξη αναγκαστικού δικαίου, το περιεχόμενο της οποίας εφαρμόζεται χωρίς την εξάρτησή του από καταστατική πρόβλεψη. Υπό την έννοια αυτή, η ενεργοποίηση του άρ. 162 δεν επαφίεται στην καταστατική βούληση. Κι ούτε, πολύ περισσότερο, είναι δυνατός ο καταστατικός αποκλεισμός της δυνατότητας διανομής προσωρινού μερίσματος.

    Προϋποθέσεις Διανομής Προσωρινού Μερίσματος

    Για τη διανομή προσωρινού μερίσματος είναι αναγκαίο να συντρέχουν οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

    (α) Απόφαση του ΔΣ

    Ρωγμή στην αποκλειστική, κατ’ αρχήν, αρμοδιότητα της ΓΣ για διανομή ετήσιων κερδών (άρ. 117 παρ. 1 στ. ε’) αποτελεί η χορήγηση της αρμοδιότητας λήψης απόφασης για διανομή προσωρινού μερίσματος στο ΔΣ. Η εξουσία λήψης της σχετικής απόφασης στο ΔΣ, δικαιολογείται από την ανάγκη ταχείας ολοκλήρωσης της σχετικής διαδικασίας. Επιπρόσθετα, η απονομή αυτής της εξουσίας βασίζεται και στον διαχειριστικό χαρακτήρα της απόφασης. Κατά τη λήψη της, το ΔΣ ως αρμόδιο όργανο για την επίτευξη του εταιρικού σκοπού και τη διαφύλαξη της εύρυθμης οικονομικής πορείας της εταιρείας, οφείλει να εξετάσει το ζήτημα λαμβάνοντας υπόψη όσες πληροφορίες έχει στη διάθεσή του στο πλαίσιο του διαχειριστικού του ρόλου. Σημειώνεται ότι δεν είναι δυνατή η υποκατάσταση του ΔΣ για την συγκεκριμένη αρμοδιότητά του. Ακόμα, η εν λόγω εξουσία δεν αναλώνεται με την εφάπαξ λήψη απόφασης για διανομή προμερίσματος. Εφόσον πληρούται το σύνολο των προϋποθέσεων είναι πάντοτε εφικτό να λάβει χώρα περισσότερες φορές μέσα στην ίδια χρήση.

    (β) Κατάρτιση Χρηματοοικονομικών Καταστάσεων & Τήρηση Διατυπώσεων Δημοσιότητας

    Προϋπόθεση διανομής προσωρινού μερίσματος αποτελεί και η κατάρτιση και δημοσίευση χρηματοοικονομικών καταστάσεων. Δεν απαιτείται, πάντως, η έγκριση τους από τη ΓΣ, γι’ αυτό και παρέλκει ο έλεγχος από ορκωτούς ελεγκτές-λογιστές. Όσον αφορά την τήρηση διατυπώσεων δημοσιότητας, απαιτείται η δημοσίευση χρηματοοικονομικών καταστάσεων ένα δίμηνο πριν τη διανομή. (Να σημειωθεί, βέβαια, πως η πρόβλεψη της συγκεκριμένης, μακράς, δημοσιότητας σαφώς προσκρούει στην ανάγκη ταχείας διεκπεραίωσης της όλης διαδικασίας).

    (γ) Ανώτατο Ποσοτικό Όριο Προσωρινού Μερίσματος

    Ως προς το ανώτατο όριο προσωρινού μερίσματος, αυτό δεν διαφέρει από το αντίστοιχο του μερίσματος (κατ’ άρ. 159 §2). Σημαντική αλλαγή που επέφερε ο ν. 4548/2018 στη διάταξη αποτελεί η απάλειψη του (παλαιότερου) ποσοτικού περιορισμού του ημίσεος των καθαρών κερδών.

    Υποχρέωση Επιστροφής

    Η ανάγκη ταχύτερης και απλούστερης διαδικασίας καταβολής του προμερίσματος απαίτησε τη διαφοροποίηση από όσα, παλαιότερα, ίσχυαν για το ελάχιστο μέρισμα. Σημειώνεται, ωστόσο, ότι η «υποχώρηση» του νομοθέτη για πρόωρη διανομή μερίσματος, εγκυμονεί κινδύνους εξαιτίας της μέλλουσας και αβέβαιης γέννησης της αξίωσης των μετόχων για μέρισμα. Η πρόωρη διάθεση κερδών είναι ενδεχόμενο να αποβεί σε βάρος του συμφέροντος των εταιρικών δανειστών ή/και της εταιρικής περιουσίας. Για την επίτευξη της αναγκαίας ισορροπίας και του περιορισμού των κινδύνων, η διανομή προσωρινού μερίσματος προβλέφθηκε ως αναστρέψιμη. Το προμέρισμα καταβάλλεται υπό τη «διαλυτική αίρεση» της απουσίας αντίστοιχου ύψους διανεμήσιμων κερδών και υπολειπόμενων διανεμηθέντων, για την αποφυγή «καταστρατήγησης της διάταξης του άρθρου 159» (Αιτιολ. Έκθεση επί του άρθρου 162).

    Η λήψη απόφασης από την Τακτική ΓΣ για μη διανομή ή για διανομή χαμηλότερων μερισμάτων (από τα προσωρινά) έχει σαν συνέπεια πως οι μέτοχοι έγιναν αδικαιολογήτως πλουσιότεροι. Και πως, κατά λογική ακολουθία, υποχρεούνται να επιστρέψουν ότι καθ’ υπέρβαση του (οριστικού) μερίσματος τους κατεβλήθη κατά τις διατάξεις του αδικαιολογήτου πλουτισμού (άρ. 904 ΑΚ). Η σχετική υποχρέωση δικαιολογείται καθώς, εν τέλει, το προσωρινό μέρισμα θα τους έχει καταβληθεί χωρίς νόμιμη αιτία από την περιουσία ή/και με ζημία της ΑΕ ή/και στη βάση αιτίας που δεν επακολούθησε.

    Από την παραπάνω αξίωση αδικαιολόγητου πλουτισμού της εταιρείας πρέπει να διακρίνεται η αξίωση «επιστροφής παράνομα εισπραχθέντων ποσών (άρ. 163). Πρόκειται για διαφορετική πραγματική περίπτωση. Η σχετική διαφοροποίηση αφορά τη νομική βάση για την επιστροφή όχι των αδικαιολογήτως αλλά των παρανόμως καταβληθέντων ποσών.

    Φορολογικά Ζητήματα

    Το προσωρινό μέρισμα εξομοιώνεται φορολογικά με το μέρισμα. Λόγω της εξάρτησης της καταβολής από διαλυτική αίρεση, ο κρίσιμος χρόνος για την ίδρυση σχετικής φορολογικής υποχρέωσης του μετόχου τοποθετείται στο χρονικό σημείο έγκρισης των ετήσιων χρηματοοικονομικών καταστάσεων από την Τακτική ΓΣ, και όχι ο χρόνος της καταβολής του προμερίσματος (άρ. 68 ν. 4172/2013).

    Μεταγενέστερη Διανομή Κερδών και Προαιρετικών Αποθεματικών

    Οι νομοθετικές προβλέψεις για το προμέρισμα αφορούν το προ του τέλους της χρήσης χρονικό διάστημα.  Ο νομοθέτης, παράλληλα με την ανωτέρω πρόβλεψη θέσπισε και μια, πρόσθετη, μεταγενέστερη δυνατότητα διανομής ποσών στους μετόχους. Πρόκειται, ειδικότερα, για τη δυνατότητα διανομής κερδών και προαιρετικών αποθεματικών, σε χρόνο μετά την έγκριση των χρηματοοικονομικών καταστάσεων από την Τακτική ΓΣ. Αφορά διανεμήσιμα κέρδη που δεν διατέθηκαν από τη ΓΣ ή από έκτακτα (αδιανέμητα) αποθεματικά.

    Προϋπόθεση διανομής κερδών και προαιρετικών αποθεματικών συνιστά η προηγούμενη λήψη απόφασης από το αρμόδιο όργανο. Την εν λόγω αρμοδιότητα έχει τόσο η ΓΣ όσο και το ΔΣ. Το εύρος της εξουσίας καθενός από τα δύο όργανα βρίσκεται σε αναλογία με το αντίστοιχο του άλλου˙ και τούτο υπό την έννοια ότι καθένα από τα εν λόγω όργανα έχει την ευχέρεια να αποφασίσει τη διάθεση των αποθεματικών, στο βαθμό και κατά το μέρος που δεν την έχει αποφασίσει το άλλο.

    Το ζήτημα του αρμόδιου οργάνου για τη διανομή προαιρετικών αποθεματικών αμφισβητούνταν έντονα υπό το προηγούμενο νομοθετικό καθεστώς. Τις αμφισβητήσεις αυτές ήρε πλέον ο ν. 4548/2018, ορίζοντας ρητά ότι τη λύση τους μπορεί να αποφασίσει τόσο το ΔΣ όσο και η επόμενη (τακτική ή έκτακτη) ΓΣ.

    Διευκρινίζεται ότι η απόφαση που λαμβάνεται τροποποιεί, όχι τον ισολογισμό που ενέκρινε η τακτική ΓΣ, αλλά την ίδια την απόφαση που έλαβε σχετικά με τον τρόπο διάθεσης των κερδών. Στον ισολογισμό όλα τα κέρδη απλώς εμφανίζονται στο κονδύλι αποτελέσματα εις νέον (με εξαίρεση την κράτηση για το τακτικό αποθεματικό), χωρίς να εξειδικεύεται σε αυτόν ο ειδικότερος τρόπος διανομής τους. Επισημαίνεται, λοιπόν, ότι δεν απαιτείται η κατάρτιση νέων ή τροποποίηση των υφισταμένων χρηματοοικονομικών καταστάσεων.

    Τέλος, η σχετική απόφαση της ΓΣ ή του ΔΣ πρέπει να υποβληθεί σε δημοσιότητα στο ΓΕΜΗ.

    Μερίδα, πάντως, της θεωρίας κρίνει την εν λόγω διάταξη ως ιδιαιτέρως προβληματική, καθώς παρέχει εξουσία στο ΔΣ για την ανατροπή της απόφασης που λήφθηκε από μέρους της ΓΣ αναφορικά με τη διανομή, χωρίς να την περιορίζει με πρόβλεψη ανώτερου ορίου.

     

    Για την κάλυψη της εύλογης προσδοκίας των μετόχων για συμμετοχή στα κέρδη της ΑΕ προβλέπεται όχι μόνον η αξίωση στο μέρισμα αλλά και η προσδοκία προσωρινού μερίσματος, εφόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις του νόμου. Ακόμα όμως και μετά το πέρας της οικονομικής χρήσης είναι δυνατή η διανομή κερδών και προαιρετικών αποθεματικών. Προσοχή, όμως: Οι προϋποθέσεις που θέτει ο νόμος είναι αυστηρές και ενδεχόμενες αποκλίσεις προβληματικές για τους εμπλεκόμενους! Σε κάθε περίπτωση: όσα κατά παράβαση του νόμου εισπράχθηκαν από τους μετόχους είναι υποχρεωτικό να επιστραφούν στην ΑΕ. Περί αυτών, όμως, σε επόμενη αρθρογραφία μας.-

     

     

    Σταύρος Κουμεντάκης

    Managing Partner

    Koumentakis and Associates Law Firm

     

     

    Σημ.: Το παρόν άρθρο αποτελεί τμήμα ευρύτερης ενότητας αρθρογραφίας της Δικηγορικής μας Εταιρείας για τις ΑΕ. Στην ενότητα αυτή επιχειρούμε την ανάλυση, άρθρο προς άρθρο-με business view, πάντα, προσέγγιση, του νόμου για τις ΑΕ (:4548/2018).

     

     

  • Ελάχιστο Μέρισμα

    Ελάχιστο Μέρισμα

    Ελάχιστο Μέρισμα

    (άρ. 161 ν. 4548/2018)

    Σε προηγούμενη αρθρογραφία μας ασχοληθήκαμε με το δικαίωμα συμμετοχής στα κέρδη, τις προϋποθέσεις διανομής ποσών στους μετόχους της ΑΕ καθώς και τη σχετική διαδικασία (διανομής στους μετόχους). Στο παρόν θα επικεντρωθούμε στο ελάχιστο μέρισμα.

    Εισαγωγικά

    Ο νομοθέτης, λαμβάνοντας υπόψη του την κεφαλαιουχική φύση της ΑΕ και (τη λογικά αναμενόμενη) συμμετοχή των μετόχων σε αυτήν για την απόκτηση κέρδους, ορθά επιλέγει τον προσδιορισμό ενός ελάχιστου ποσού που δικαιούνται να λάβουν: το μέρισμα. Με την καταβολή (ή την προσδοκία, έστω, καταβολής) του μερίσματος εξυπηρετείται ο στόχος για τον οποίο επιλέγουν να συμμετάσχουν οι μέτοχοι στο κεφάλαιο της ΑΕ.

    Σκοπός

    Δικαιολογητική βάση για την πρόβλεψη του πλαισίου ρύθμισης σχετικά με το ελάχιστο μέρισμα αποτελεί η εξισορρόπηση δύο αντικρουόμενων δυνάμεων:

    Η πλευρά των μικροεπενδυτών/μικρομετόχων επιθυμεί, πάντοτε σχεδόν, την καταβολή μερίσματος.

    Η πλευρά των μεγαλοεπενδυτών/μεγαλομετόχων επιδιώκει, όχι σπάνια, την ενίσχυση της εταιρικής περιουσίας (οι τελευταίοι, εξάλλου, πάντοτε έχουν την δυνατότητα να αποκομίζουν οικονομικά οφέλη από την ΑΕ-μέσω της προνομιακής σύναψης, λ.χ., συμβάσεων εργασίας, μέσω αμοιβών για τη συμμετοχή τους στο ΔΣ ή μέσω χρήσης περιουσιακών στοιχείων της ΑΕ). Η ενίσχυση, στο πλαίσιο αυτό, της εταιρικής περιουσίας επιτυγχάνεται με τη μη διανομή του μερίσματος.

    Ο νομοθέτης, εκτιμώντας ότι η πλευρά των μικρομετόχων αντιστοιχεί στη μειοψηφία του μετοχικού κεφαλαίου και η βούληση της δεν είναι δυνατό να επιδράσει δυναμικά στη λήψη αποφάσεων, επιδίωξε την προστασία της με την, κατ’ αρχήν, υποχρεωτική καταβολή μερίσματος. Μάλιστα, κατά το προηγούμενο νομοθετικό καθεστώς του Κ.Ν.2190/1920 ήταν απολύτως υποχρεωτική η καταβολή του. Ωστόσο, υπό το ισχύον νομοθετικό πλαίσιο τέθηκε μια διαβάθμιση στη συγκεκριμένη προστασία, όπως και στη συνέχεια αναλύεται.

    Δικαιούχοι Μερίσματος

    Φορέας της αξίωσης καταβολής μερίσματος είναι ο κύριος της μετοχής κατά τον χρόνο που γεννάται η σχετική αξίωση. Ο χρόνος αυτός, όπως έχει ήδη αναφερθεί σε προηγούμενη αρθρογραφία μας, τοποθετείται στο χρόνο λήψης της απόφασης ΓΣ για διανομή κερδών.

    Στην περίπτωση συγκυριότητας μετοχής, οι επιμέρους συγκύριοι δικαιούνται να λάβουν αναλογικά το μέρισμα που αναλογεί στη μετοχή. Στην περίπτωση επικαρπίας επί των μετοχών, φορέας της σχετικής αξίωσης είναι ο επικαρπωτής. Στην περίπτωση που έχει συσταθεί ενέχυρο επί μετοχών, φορέας της δεν θα είναι ο ενεχυρούχος δανειστής αλλά ο ίδιος ο κύριος.

    Το Ποσοστό του Ελάχιστου Μερίσματος

    Το ελάχιστο μέρισμα ορίζεται σε ποσοστό τριάντα πέντε τοις εκατό (35%) των καθαρών κερδών μετά την αφαίρεση των ποσών που ο νόμος αξιώνει (άρ.161 §1).

    Ως «καθαρά κέρδη» νοούνται εκείνα που απεικονίζονται στην κατάσταση αποτελεσμάτων, ύστερα από την αφαίρεση της κράτησης για σχηματισμό του τακτικού αποθεματικού και των λοιπών πιστωτικών κονδυλίων που δεν προέρχονται από πραγματοποιημένα κέρδη (άρ. 161 § 1 σε συνδυασμό με το άρ. 160).

    Παρά την, κατ’ αρχήν, υποχρεωτικότητα της διανομής μερίσματος, η Γενική Συνέλευση έχει τη δυνατότητα, υπό προϋποθέσεις, να περιορίσει το ποσοστό του ελάχιστου, καταβλητέου, μερίσματος.

    Εφόσον υφίσταται αυξημένη απαρτία και πλειοψηφία, είναι δυνατό να μειωθεί το ελάχιστο καταβλητέο μέρισμα όχι όμως και σε ποσοστό κάτω του 10% των καθαρών κερδών.

    Εφόσον υφίσταται απαρτία του ημίσεως, τουλάχιστον, του καταβεβλημένου κεφαλαίου και πλειοψηφία μεγαλύτερη του 80% του εκπροσωπούμενου στη Γενική Συνέλευση, η τελευταία (:ΓΣ) μπορεί να αποκλείσει τη διανομή μερίσματος (άρ. 130 §§ 3 & 4).

    Οι συγκεκριμένες αποφάσεις, τόσο για μείωση του ποσοστού του ελάχιστου μερίσματος όσο και για μη διανομή του, ελέγχονται από πλευράς καταχρηστικότητας. Η Αιτιολογική Έκθεση του ν. 4548/2018 ρητά αναφέρει ότι «άρνηση της πλειοψηφίας να εγκρίνει μέρισμα παρά την ύπαρξη ικανών κερδών μπορεί κατά τις περιστάσεις να κριθεί καταχρηστική». Η λήψη σχετικής απόφασης κρίνεται, λ.χ., ως καταχρηστική, εφόσον διαπιστώνεται εξυπηρέτηση, όχι του εταιρικού συμφέροντος (πχ σημαντικές ζημίες μετά το τέλος της χρήσης που θέτουν σε κίνδυνο την εταιρεία), αλλά αυτού της πλειοψηφίας αλλά και ελλείψει αιτιολογίας γι’ αυτήν  (ΠολΠρωτΗρ 178/2018, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

    Οι Μορφές της Διανομής του Μερίσματος

    Οι τρόποι με τους οποίους είναι δυνατό να διανεμηθεί το (ελάχιστο) μέρισμα, είναι οι εξής:

    (α) Καταβολή σε Μετρητά

    Η καταβολή του ελάχιστου μερίσματος σε μετρητά αποτελεί τον κανόνα (άρ.161 §1). Αποκλίσεις  εισάγονται μόνο υπό τις προϋποθέσεις του νόμου.

    (β) Κεφαλαιοποίηση Μερίσματος

    Με απόφαση που λαμβάνεται με αυξημένη απαρτία και πλειοψηφία, η ΓΣ είναι δυνατό να αποφασίσει την κεφαλαιοποίηση των κερδών και τη διανομή του μερίσματος στους μετόχους, υπό τη μορφή νέων μετοχών. Οι νέες μετοχές παραδίδονται δωρεάν στους μετόχους ανάλογα με το ποσοστό συμμετοχής τους στο κεφάλαιο. Δεν εμποδίζεται, βέβαια, η ΓΣ να αποφασίσει αντί της έκδοσης νέων μετοχών, την αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου διά της αύξησης της ονομαστικής αξίας των υφιστάμενων μετοχών. Από λογιστικής άποψης, δεν πρόκειται για διανομή κερδών αλλά (λόγω της κεφαλαιοποίησης) για αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου. Αξιοσημείωτο, μάλιστα είναι, πως η αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου με κεφαλαιοποίηση κερδών είναι απαλλαγμένη από τον φόρο συγκεντρώσεως κεφαλαίου (άρ.22 §2 Ν.1676/1986).

    Η κεφαλαιοποίηση των κερδών ως μορφή διανομής του ελάχιστου μερίσματος ωφελεί τόσο την εταιρεία όσο και τους εταιρικούς δανειστές. Το διανεμητέο ποσό εντάσσεται στο εταιρικό κεφάλαιο και ως εκ τούτου υπάγεται στους υποχρεωτικούς μηχανισμούς δέσμευσης, άρα και προστασίας του.

    (γ) Χορήγηση Τίτλων Εισηγμένων Εταιρειών

    Η δυνατότητα καταβολής του μερίσματος σε είδος αποτελεί καινοτομία του ν. 4548/2018. Προβλέπεται, συγκεκριμένα, η δυνατότητα χορήγησης τίτλων ημεδαπών ή αλλοδαπών εταιρειών ή κυριότητας της ίδιας της εταιρείας, οι οποίες είναι εισηγμένοι σε ρυθμιζόμενη αγορά (άρ. 161 § 4 εδ.α’).  Ως «τίτλοι» νοούνται, όχι μόνο οι μετοχές αλλά και οι ομολογίες.

    Οι προϋποθέσεις χορήγησης τίτλων ως μορφή διανομής μερίσματος είναι οι εξής:

    (1) Η υπαγωγή της εταιρείας σε υποχρεωτικό ή προαιρετικό έλεγχο από ορκωτό ελεγκτή ή ελεγκτική εταιρεία.

    (2) Η αποτίμηση των διανεμόμενων τίτλων σύμφωνα με τον νόμο (άρ. 17 και 18 του Ν.4548/2018).

    (3) Η τήρηση της αρχής της ίσης μεταχείρισης. Η εν λόγω αρχή επιβάλλει τη διανομή του ίδιου είδους μερίσματος σε όλους τους μετόχους-προϋπόθεση, η οποία εφαρμόζεται σε κάθε είδος διανομής.

    (δ) Διανομή Περιουσιακών Στοιχείων

    Μορφή διανομής μερίσματος σε είδος αποτελεί και η χορήγηση περιουσιακών στοιχείων της εταιρείας. Η εν λόγω διανομή είναι δυνατή υπό τις ίδιες, προαναφερθείσες, προϋποθέσεις για τη χορήγηση τίτλων αντί μερίσματος. Στην συγκεκριμένη, όμως, περίπτωση απαιτείται η λήψη απόφασης από της ΓΣ με ομοφωνία, όχι μόνον των παριστάμενων, αλλά του συνόλου των μετόχων-που εκπροσωπούν το σύνολο του μετοχικού κεφαλαίου.

    Διανομή Περαιτέρω Κερδών

    Μετά την κράτηση από τα καθαρά κέρδη του ποσού που αντιστοιχεί στο ελάχιστο μέρισμα, είναι δυνατό να απομείνει υπόλοιπο. Το εν λόγω ποσό είναι δυνατό να διανεμηθεί ως περαιτέρω (δεύτερο) μέρισμα (άρ.161 §5). Το καταστατικό, μάλιστα, είναι δυνατό να προβλέπει τον τρόπο διανομής του. Η ΓΣ, σε κάθε περίπτωση, μπορεί να αποφασίσει τη διανομή του συγκεκριμένου, δεύτερου, μερίσματος με λήψη απόφασης με απλή απαρτία και πλειοψηφία. Οι προϋποθέσεις διανομής του μερίσματος σε είδος εφαρμόζονται και στην προκειμένη περίπτωση.

    Παράνομη Μη Διανομή του Ελάχιστου Μερίσματος

    Η απόφαση της ΓΣ για μη διανομή του ελάχιστου, υποχρεωτικού, μερίσματος είναι άκυρη, στο μέτρο που αντιτίθεται στις προϋποθέσεις του νόμου (αρ. 161). Την ακυρότητα αυτή θα μπορεί να προβάλει οποιοσδήποτε έχει έννομο συμφέρον (κατ’ άρθρο 138). Επιπλέον, η παράνομη προσβολή του δικαιώματος του μετόχου στο ελάχιστο μέρισμα μπορεί να δημιουργήσει και υποχρέωση της ΑΕ προς αποζημίωσή του.

    Χρόνος Καταβολής Μερίσματος

    Η καταβολή του μερίσματος θα πρέπει να λάβει χώρα εντός δύο μηνών από τη λήψη απόφασης για διανομή κερδών. Με την παρέλευση της δίμηνης προθεσμίας και την παράλειψη καταβολής του μερίσματος εκ μέρους της εταιρείας, η τελευταία περιέρχεται σε υπερημερία. Και τούτο δίχως την ανάγκη προηγούμενης όχλησής της από τον μέτοχο (άρ. 341 §1 ΑΚ).

    Η αξίωση του μετόχου για την καταβολή του μερίσματος υπόκειται σε πενταετή παραγραφή. Εντούτοις, η μη είσπραξη της απαίτησης από τον μέτοχο δεν ωφελεί στην πραγματικότητα την εταιρεία. Και τούτο γιατί δεν είναι δυνατό να θεωρηθεί ότι διατηρεί το ποσό αυτό λόγω δωρεάς ή ανώμαλης παρακαταθήκης.

    Απόδειξη Καταβολής του Μερίσματος

    Για την απόδειξη καταβολής του μερίσματος, δεν αρκεί μόνο η καταχώριση του μερίσματος στα βιβλία της εταιρίας, η καταβολή του σχετικού φόρου ούτε και η δήλωσή του στην οικονομική εφορία με τις δηλώσεις φορολογίας εισοδήματος. Η καταβολή αποδεικνύεται με την προσκόμιση αποδείξεων πληρωμής ή ενταλμάτων είσπραξης ή κατάθεσης του προϊόντος του μερίσματος σε τραπεζικό ή επενδυτικό λογαριασμό που έχει υποδείξει ο μέτοχος (ΕφΑθ 8397/1995).

    Επιπλέον, η υπογραφή του ισολογισμού της εταιρίας, από μέτοχο που κατέχει επιπροσθέτως τη θέση προέδρου, αναπληρωτού ή μέλους του ΔΣ, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι συνιστά εξόφληση του μερίσματος ή παραίτηση από τη διεκδίκησή του.

     

    Εύλογη παρίσταται η αξίωση του μετόχου για την απόλαυση ενός τμήματος, έστω, από τα κέρδη της ΑΕ. Για την προστασία των μικρομετόχων έχουν τεθεί αναγκαστικού δικαίου ρυθμίσεις, προκειμένου να διασφαλιστεί η διανομή και καταβολή ενός ελάχιστου μερίσματος. Ακόμα όμως κι όταν υφίσταται η πλειοψηφία που ο νόμος αξιώνει για τον περιορισμό ή τον αποκλεισμό του, πάντοτε θα υφίσταται ο έλεγχος της καταχρηστικότητας. Τι συμβαίνει όμως όταν προκύπτει η ανάγκη διανομής προσωρινού μερίσματος; Είναι, άραγε, εφικτή; Κι αν ναι υπό ποιες προϋποθέσεις; Περί αυτών σε επόμενη αρθρογραφία μας.-

     

     

    Σταύρος Κουμεντάκης

    Managing Partner

    Koumentakis and Associates Law Firm

     

     

    Σημ.: Το παρόν άρθρο αποτελεί τμήμα ευρύτερης ενότητας αρθρογραφίας της Δικηγορικής μας Εταιρείας για τις ΑΕ. Στην ενότητα αυτή επιχειρούμε την ανάλυση, άρθρο προς άρθρο-με business view, πάντα, προσέγγιση, του νόμου για τις ΑΕ (:4548/2018).

Η περιοχή αυτή είναι καταχωρημένη στο wpml.org ως περιοχή ανάπτυξης. Μεταβείτε σε τοποθεσία παραγωγής με κλειδί στο remove this banner.