Blog

  • Δικαίωμα Συμμετοχής Στα Κέρδη & Διαδικασία Διάθεσης

    Δικαίωμα Συμμετοχής Στα Κέρδη & Διαδικασία Διάθεσης

    Δικαίωμα Συμμετοχής Στα Κέρδη

    & Διαδικασία Διάθεσης

    (άρ. 160 ν. 4548/2018)

    Σε προηγούμενη αρθρογραφία μας αναλύθηκε η έννοια της διανομής των κερδών της ΑΕ καθώς και οι προϋποθέσεις και περιορισμοί για την επιτρεπτή διανομή χρηματικών ποσών προς τους μετόχους. Αναγκαία, όμως,  είναι η πρόβλεψη ενός πλαισίου διανομής ως λογικό επακόλουθο του δικαιώματος συμμετοχής στα κέρδη. Θα μας απασχολήσει εδώ το συγκεκριμένο δικαίωμα, το δικαίωμα στο μέρισμα καθώς και η διαδικασία και οι προϋποθέσεις διάθεσης των κερδών.

    Το Δικαίωμα Συμμετοχής Στα Κέρδη

    Στενά συνδεδεμένο με την μετοχική ιδιότητα (αλλά και λογική απόρροια αυτής) είναι το δικαίωμα συμμετοχής στα κέρδη. Καθώς, μάλιστα, συνιστά το σπουδαιότερο περιουσιακό μετοχικό δικαίωμα, δικαιολογούνται ρυθμίσεις υποχρεωτικού (αναγκαστικού δικαίου) χαρακτήρα. Ως συνέπεια του αναγκαστικού δικαίου χαρακτήρα του απαγορεύεται, από τον νόμο, η κατάργησή του. Κι αυτό είτε για όλους τους μετόχους είτε για μερικούς, μόνον, από αυτούς. Η απαγόρευση, μάλιστα, αυτή φαντάζει εύλογη, δεδομένης της κεφαλαιουχικής φύσης της εταιρείας και της αρχής της ίσης μεταχείρισης των μετόχων. Σημειώνεται, επίσης, ότι  απαγορεύεται η μεμονωμένη εκχώρησή του χωρίς απόσπαση από τη μετοχική ιδιότητα. Η μεταβίβασή του να μπορεί να λάβει χώρα αποκλειστικά (και συνολικά) με τη μεταβίβαση καθεαυτής της μετοχής. Μεταβιβάσιμο όμως είναι, αντίθετα, το ειδικότερο δικαίωμα της αξίωσης καταβολής μερίσματος (κατ’ αρ. 33§5-για το οποίο η επόμενη ενότητα).

    Το δικαίωμα συμμετοχής στα κέρδη παρέχει στον μέτοχο μια αφηρημένη και γενική αξίωση συμμετοχής στα κέρδη, χωρίς να εγκαθιδρύει αυτόματα αγώγιμη αξίωση καταβολής ορισμένου ποσού. Ειδικότερη εκδοχή του συγκεκριμένου δικαιώματος είναι η αξίωση καταβολής μερίσματος.

    Η Αξίωση Καταβολής Μερίσματος

    Το αφηρημένο δικαίωμα συμμετοχής στα κέρδη συγκεκριμενοποιείται με τη γέννηση της αξίωσης καταβολής μερίσματος. Αποτελεί μια ειδικότερη αξίωση, συγκεκριμένη και σαφώς οριοθετημένη. Πρόκειται για τον μετασχηματισμό του ίδιου του αφηρημένου δικαιώματος συμμετοχής στα κέρδη σε μια ειδικότερη αξίωση. Χρόνο γέννησης της συνιστά η λήψη απόφασης ΓΣ για τη διανομή κερδών, η οποία αποτελεί και το τελικό τμήμα της διαδικασίας διανομής. Κατά την κρατούσα -ιδίως στη νομολογία- άποψη, ο μέτοχος γίνεται δανειστής της εταιρείας ως προς την καταβολή του μερίσματος μόνο από τη λήψη της απόφασης για τη διάθεση κερδών, και όχι από την (πρότερη) έγκριση των χρηματοοικονομικών καταστάσεων (ΠολΠρωτΘεσσ 5288/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

    Η αξίωση καταβολής μερίσματος (σε αντίθεση με το δικαίωμα διανομής κερδών) είναι δεκτική ενεχυρίασης, κατάσχεσης και συμψηφισμού (βλ. και αρ. 33 §5). Επιπλέον, εκτός αντίθετης καταστατικής πρόβλεψης, μπορεί να μεταβιβασθεί ελεύθερα, και μάλιστα, ακόμη και πριν από τη γέννησή της (ΑΠ 1543/2004  ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Ακριβώς αυτή η μεταβιβάσιμη φύση της αξίωσης καταβολής μερίσματος αποτελεί την (ίσως σπουδαιότερη) ειδοποιό διαφορά της σε σύγκριση με το γενικό δικαίωμα συμμετοχής στα κέρδη. Ακόμα, η αξίωση καταβολής μερίσματος είναι δυνατό να ενσωματωθεί σε αξιόγραφο, τα λεγόμενα «μερισματόγραφα»-όχι πια συνηθισμένα στην πράξη.

    Η γεννηθείσα ήδη αξίωση του μετόχου για καταβολή μερίσματος δεν μπορεί, πάντως, να ανατραπεί/θιγεί με μεταγενέστερη απόφαση της ΓΣ, η οποία ανακαλεί ή τροποποιεί (την προγενέστερη) απόφαση διάθεσης κερδών. Αποδεκτή εξαίρεση θα αποτελέσει η ρητή, μόνον, συναίνεση του θιγόμενου μετόχου. Αυτό ισχύει ακόμη και στην περίπτωση, που από τον χρόνο γένεσης των ατομικών αξιώσεων μέχρι την πραγματική καταβολή του μερίσματος, επιδεινωθούν ουσιωδώς τα οικονομικά της εταιρείας. Και στην περίπτωση, επίσης, που συμβεί άλλο γεγονός, εξαιτίας του οποίου η εκπλήρωση της υποχρέωσης της ΑΕ προς τους μετόχους διακινδυνεύει ουσιώδη επιχειρηματικά συμφέροντά της.

    Διαδικασία Διάθεσης των Κερδών

    Τη διαδικασία διανομής κερδών θα μπορούσαμε να τη οριοθετήσουμε ως εξής:

    (α) Προϋποθέσεις και Περιορισμοί Διανομής Ποσών

    «Προστάδιο» της διαδικασίας διανομής αποτελεί η πλήρωση των προϋποθέσεων και περιορισμών διανομής ποσών προς τους μετόχους (αρ. 159). Πρόκειται για ποσοτικούς περιορισμούς που τίθενται για την εξασφάλιση ενός ελάχιστου ύψους της περιουσίας της εταιρείας και των δανειστών της.

     

    (β) Ο Υπολογισμός Των Καθαρών Κερδών

    Τα καθαρά κέρδη της εταιρείας είναι εκείνα που (κατά τον νόμο) είναι δυνατό να διατεθούν. Τα καθαρά κέρδη  προκύπτουν από την κατάσταση αποτελεσμάτων σύμφωνα με τα Ελληνικά Λογιστικά Πρότυπα (Ν. 4308/2014). Πρόκειται για τη διαφορά εσόδων και κερδών με τα έξοδα και τις ζημίες της ίδιας περιόδου, τα οποία και καταγράφονται στην κατάσταση αποτελεσμάτων.

    Τα καθαρά κέρδη διακρίνονται από τα διανεμήσιμα κέρδη, τα οποία αποτελούν ευρύτερη έννοια και προσδιορίζονται, επίσης, στον νόμο (άρ. 159). Στα διανεμήσιμα κέρδη περιλαμβάνονται τα καθαρά κέρδη, τα κέρδη προηγούμενων χρήσεων-εφόσον υφίστανται αλλά και τυχόν αποθεματικά, των οποίων είναι επιτρεπτή η διανομή. Το άθροισμα αυτών αποτελεί το ανώτατο ποσό που είναι δυνατό να διανεμηθεί. Στην περίπτωση που δεν υφίστανται καθαρά κέρδη, τα λοιπά κονδύλια που απαρτίζουν τα διανεμήσιμα κέρδη (αποθεματικά, κέρδη προηγούμενων χρήσεων) μπορούν επίσης να διανεμηθούν, αφού καλυφθούν τυχόν ζημίες τη χρήσης.

    (γ) Πιστωτικά Κονδύλια Που Δεν Αποτελούν Πραγματοποιημένα Κέρδη

    Αφού προσδιοριστούν τα καθαρά κέρδη, επόμενο στάδιο αποτελεί η αφαίρεση των πιστωτικών κονδυλίων που δεν συνιστούν πραγματοποιημένα κέρδη. Τα ποσά αφαιρούνται από τα καθαρά κέρδη και όχι από τα διανεμήσιμα.

     

    (δ) Η Κράτηση Για Το Σχηματισμό Τακτικού Αποθεματικού

    Στη συνέχεια, από το ποσό  των καθαρών κερδών που απομένει (μετά την αφαίρεση των πιστωτικών κονδυλίων) κρατείται το ποσό, που προβλέπεται από τον νόμο και το καταστατικό, για τον σχηματισμό τακτικού αποθεματικού. Η εν λόγω κράτηση πραγματοποιείται από τα καθαρά κέρδη, ύστερα από την αφαίρεση τυχόν ζημιών προηγούμενων περιόδων που έχουν μεταφερθεί. Αντίθετα, εάν στη συγκεκριμένη εταιρική χρήση δεν υπάρχουν καθαρά κέρδη και η εταιρεία αποφασίσει να διανείμει κέρδη προηγούμενων περιόδων ή τυχόν αποθεματικά, τότε δεν θα γίνει κράτηση για τακτικό αποθεματικό.

     

    (ε) Κράτηση Για Καταβολή Ελάχιστου Μερίσματος

    Από το ποσό που απομένει μετά τις προαναφερθείσες απομειώσεις (:πιστωτικά κονδύλια και τακτικό αποθεματικό), κρατείται το απαιτούμενο ποσό για την καταβολή του ελάχιστου μερίσματος (άρ. 161). Σημειώνεται, πάντως,  ότι το ελάχιστο μέρισμα μπορεί να διανεμηθεί μόνον από τα καθαρά κέρδη, και όχι από τυχόν μεταφερόμενα από προηγούμενες χρήσεις (με τη μορφή αποθεματικών ή κερδών εις νέον).

     

    (στ) Λήψη Απόφασης ΓΣ

    Μετά τις ως άνω κρατήσεις και εφόσον παραμένουν ακόμη κέρδη (η διανομή των οποίων δεν απαγορεύεται), η διάθεση του εναπομείναντος ποσού πραγματοποιείται από τη ΓΣ. Σε περίπτωση ανυπαρξίας σχετικής καταστατικής πρόβλεψης, η ΓΣ αποφασίζει ελεύθερα τον τρόπο αξιοποίησης των κερδών. Έχει τη δυνατότητα, συγκεκριμένα, να διανείμει τα κέρδη στους μετόχους, να προβεί σε αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου με δωρεάν διανομή των νέων μετοχών στους μετόχους, να χρησιμοποιήσει τα κέρδη για σχηματισμό αποθεματικών, να τα διαθέσει στα μέλη του ΔΣ ή/και τους εργαζομένους καθώς και να τα μεταφέρει ως κέρδη εις νέον. Σε κάθε περίπτωση, η απόφαση της ΓΣ για τη διανομή του συνόλου ή μέρους των υπόλοιπων κερδών στους μετόχους ελέγχεται υπό το πρίσμα της καταχρηστικότητας (άρ. 137 §2 στ. β)-όπως εξάλλου και οι περισσότερες από τις αποφάσεις της (αν όχι όλες).

    Προθεσμία διανομής κερδών

    Τη διανομή των κερδών της ΑΕ αποφασίζει, κατά τα προαναφερθέντα, η τακτική ΓΣ που εγκρίνει τις ετήσιες χρηματοοικονομικές καταστάσεις. Τα μερίσματα που αναλογούν σε κάθε μέτοχο θα πρέπει να διανεμηθούν μέσα σε ένα δίμηνο από την διενέργειά της.

    Εμφάνιση Εικονικών Κερδών

    Ως εικονικά χαρακτηρίζονται τα κέρδη που είναι αποτέλεσμα ανακριβών λογιστικών εγγραφών. Η εμφάνιση ανύπαρκτων -στην πραγματικότητα- κερδών επιτυγχάνεται με τεχνικές υπερτίμησης στοιχείων του ενεργητικού ή/και, αντίστοιχα, υποτίμησης στοιχείων του παθητικού.

    Οι συγκεκριμένες πρακτικές λειτουργούν σε βάρος των εταιρικών δανειστών και, μάλιστα, ποικιλοτρόπως. Από την μία, εξαπατώνται, καθώς τους δημιουργείται η εντύπωση ότι συναλλάσσονται με μία οικονομικά εύρωστη και, ως εκ τούτου, φερέγγυα εταιρεία. Από την άλλη, με τη λήψη της απόφασης διανομής ανύπαρκτων κερδών, στην πραγματικότητα διατίθεται τμήμα της δεσμευμένης εταιρικής περιουσίας˙ καταστρατηγείται, επομένως, ο μηχανισμός προστασίας των εταιρικών δανειστών.

    Εικονικά κέρδη που διανεμήθηκαν κατ’ αυτόν τον τρόπο θα είναι επιστρεπτέα με βάση το άρθρο 163, ενώ η ίδια η απόφαση διανομής τους θα είναι άκυρη κατά το άρ. 138.

     

    Το δικαίωμα συμμετοχής στα κέρδη αποτελεί αναφαίρετο δικαίωμα για κάθε μέτοχο. Ειδικότερη έκφανσή του αποτελεί η αξίωση στο μέρισμα η οποία, σε αντίθεση με το δικαίωμα στα κέρδη, ελευθέρως (υπό προϋποθέσεις) μεταβιβάζεται. Η διανομή, πάντως των κερδών διέπεται αυστηρούς κανόνες-παρέκκλιση από τους οποίους δεν είναι εφικτή. Ποιο, όμως, είναι το ελάχιστο μέρισμα; Περί αυτού σε επόμενη αρθρογραφία μας.-

     

    Σταύρος Κουμεντάκης

    Managing Partner

    Koumentakis and Associates Law Firm

     

     

    Σημ.: Το παρόν άρθρο αποτελεί τμήμα ευρύτερης ενότητας αρθρογραφίας της Δικηγορικής μας Εταιρείας για τις ΑΕ. Στην ενότητα αυτή επιχειρούμε την ανάλυση, άρθρο προς άρθρο-με business view, πάντα, προσέγγιση, του νόμου για τις ΑΕ (:4548/2018).

     

     

  • Μπορεί ο νόμος για τις ΑΕ να αξιοποιηθεί ως business opportunity;

    Μπορεί ο νόμος για τις ΑΕ να αξιοποιηθεί ως business opportunity;

    Μπορεί ο νόμος για τις ΑΕ να αξιοποιηθεί ως business opportunity;

    Τη σχετική βεβαιότητα κατέδειξε ο Managing Partner της Δικηγορικής μας Εταιρείας, κ. Σταύρος Κουμεντάκης, στα ανώτερα διοικητικά στελέχη του, από 25ετίας συνεργάτη μας, Ομίλου ARTION.

    Η σχετική ημερίδα ήταν η πρώτη της ενότητας με θέμα «Φωτίζοντας το νέο νόμο για τις Ανώνυμες Εταιρείες (Ν.4548/2018) και έλαβε χώρα στις φιλόξενες-κεντρικές εγκαταστάσεις του Ομίλου, στο Μαρούσι.

     

    Λίγα λόγια για την παρουσίαση

    Ο κ. Κουμεντάκης παρουσίασε το γενικότερο πλαίσιο του πρόσφατου νόμου για τις Ανώνυμες Εταιρείες και προχώρησε στην  παρουσίαση  των σημαντικότερων παραμέτρων του νομοθετήματος. Αξιοσημείωτο είναι πως οι επιμέρους πτυχές του φωτίστηκαν ακόμη περισσότερο μέσα από την σημαντική διάδραση και την ουσιαστική και συνεχή ανταλλαγή απόψεων με τους (εξαιρετικά υψηλού επιπέδου) συμμετέχοντες. Από τη συζήτηση αναδείχθηκαν καίρια ζητήματα, όπως η αναγκαιότητα της άμεσης και εξατομικευμένης προσαρμογής του καταστατικού και της λειτουργίας κάθε μίας ΑΕ στις ανάγκες της ίδιας και των μετόχων της. Ακόμη, διερευνήθηκαν οι παρεχόμενες από τον νέο νόμο ευχέρειες σε μια σειρά από κρίσιμα για τους επιχειρηματίες ζητήματα, όπως:

    • Η προστασία του επιχειρηματία και των «ανθρώπων» του
    • Η υποβοήθηση της διαδοχής
    • Η προσέλκυση (φθηνών) επενδυτικών κεφαλαίων
    • Η προσέλκυση και διατήρηση ικανών στελεχών
    • Η μείωση του λειτουργικού κόστους
    • Η αξιοποίηση της τεχνολογίας

     

     

    Λίγα λόγια για τον Όμιλο ARTION

    Ο Όμιλος Εταιρειών ARTION δραστηριοποιείται στο χώρο των λογιστικών, φοροτεχνικών, εξειδικευμένων συμβουλευτικών υπηρεσιών καθώς και υπηρεσιών μηχανογράφησης. Σήμερα, αριθμώντας ήδη περισσότερα από 40 έτη επιχειρηματικού βίου, 200+ έμπειρα/εξαιρετικά υψηλού επιπέδου στελέχη και 1.500+ πελάτες, έχει πλέον καθιερωθεί ως ένας από τους σημαντικότερους ελληνικούς ομίλους (αν όχι ο σημαντικότερος) του είδους του.

    Είμαστε περήφανοι που είμαστε συνεργάτες τους!

     

  • Διανομή ποσών στους Μετόχους:  Έννοια & Απαγορεύσεις

    Διανομή ποσών στους Μετόχους:  Έννοια & Απαγορεύσεις

    Διανομή ποσών στους Μετόχους:  Έννοια & Απαγορεύσεις

    (άρ. 159 ν. 4548/2018)

    Σε προηγούμενη αρθρογραφία μας, μας απασχόλησαν οι προϋποθέσεις διανομής ποσών στους μετόχους της ΑΕ. Καθώς, όμως, η διανομή ποσών είναι, ενίοτε, απαγορευμένη, απαραίτητο είναι να γίνει κατανοητή η έννοια της, του γενικότερου, σχετικού, ρυθμιστικού πλαισίου και του περιεχομένου των υφιστάμενων απαγορεύσεων˙ ιδίως αυτών που αφορούν τις «κεκρυμμένες» διανομές.

    Υποκειμενικό Πεδίο Απαγόρευσης Διανομής

    Στο υποκειμενικό πεδίο εφαρμογής της απαγόρευσης διανομής εμπίπτουν οι ίδιοι οι μέτοχοι. Καθώς, όμως, μια τόσο στενή θεώρηση δεν εξασφαλίζει την αποτελεσματικότητα των σκοπών που ο νομοθέτης επιδιώκει, απομένουν ανοιχτές άλλες «δίοδοι» για την καταστρατήγηση της σχετικής απαγόρευσης. Γίνεται, λοιπόν, δεκτή μία υποκειμενική διεύρυνση του πεδίου εφαρμογής της απαγόρευσης:

    (α) Στα συνδεδεμένα με τους μετόχους φυσικά πρόσωπα και, ιδίως, στα στενά μέλη της οικογένειάς τους: Ως στενό μέλος ορίζεται το πρόσωπο που είναι μέλος της οικογένειάς του μετόχου, το οποίο αναμένεται ότι επηρεάζει ή επηρεάζεται από το πρόσωπο αυτό κατά την ενασχόλησή του με την ανώνυμη εταιρείας (:σύζυγος, σύντροφος με τον οποίο συγκατοικεί το πρόσωπο, τα εξαρτώμενα μέλη, συμπεριλαμβανομένων ανιόντων και κατιόντων-Παράρτημα Α ν.4308/2014).

    (β) Σε εταιρείες του ίδιου, κοινού, Ομίλου: Πρόκειται για εταιρείες με τις οποίες υφίσταται οικονομική σύνδεση, χωρίς, όμως, η σύνδεση αυτή να συνοδεύεται από κεφαλαιακή συμμετοχή, ώστε να εφαρμόζεται ευθέως η απαγόρευση. Συναλλαγή, επομένως, μεταξύ συνδεδεμένων εταιριών ελέγχεται ως πιθανώς απαγορευμένη διανομή.

    (γ) Σε καταπιστεύσαντα μέτοχο: Στην περίπτωση που ένας μέτοχος (καταπιστευματοδόχος) κατέχει και διαχειρίζεται τις μετοχές για λογαριασμό κάποιου τρίτου (καταπιστεύσαντος), η μετοχική ιδιότητα στην πραγματικότητα συντρέχει στο πρόσωπο, όχι του τυπικά κυρίου των μετοχών, αλλά του τρίτου. Έτσι, προς τον σκοπό μεγαλύτερης διασφάλισης των εταιρικών δανειστών, ορθότερο είναι περιουσιακές μετακινήσεις προς τον καταπιστεύσαντα να αντιμετωπίζονται ως διανομές σε μέτοχο.

    Κρίσιμος χρόνος για τη διαπίστωση της υπαγωγής σε μια από τις παραπάνω προϋποθέσεις είναι ο χρόνος κατάρτισης της υποσχετικής δικαιοπραξίας, καθώς σε αυτό το στάδιο διαμορφώνεται το περιεχόμενο της σύμβασης. Αντίθετα, εάν το υποσχετικό μέρος της συναλλαγής καταρτίστηκε πριν ο αντισυμβαλλόμενος της ΑΕ αποκτήσει τη μετοχική ιδιότητα, εκπληρώθηκε, όμως, σε χρόνο που είχε ήδη καταστεί μέτοχος, τότε η συναλλαγή αυτή καταρχήν δεν υπόκειται στον έλεγχο του άρ. 159 § 1.

    Η Έννοια Της Διανομής

    Ως διανομή νοείται, ιδίως, η καταβολή μερισμάτων και τόκων από μετοχές (αρ. 159§3). Πράγματι, αυτή αποτελεί την κατεξοχήν περίπτωση διανομής εταιρικής περιουσίας της ΑΕ, αφού απορρέει από (και στενά συνδέεται με) την ίδια τη μετοχική ιδιότητα. Ωστόσο καταστατικά είναι δυνατό να προβλεφθούν περαιτέρω περιπτώσεις διανομής, όπως λ.χ. η απόληψη τόκων υπέρ προνομιούχων μετόχων.

    Δεν είναι, όμως, περιοριστική η (προαναφερθείσα) αναφορά του νόμου (άρ. 159 §3). Υπάρχουν και λιγότερο «οφθαλμοφανείς» περιπτώσεις οι οποίες εμπίπτουν στην απαγόρευση διανομής, που τίθεται από την επίμαχη διάταξη. Πρόκειται για τις λεγόμενες «κεκρυμμένες διανομές περιουσίας». Στο πλαίσιο αυτό μπορούμε να πούμε πως η διάθεση περιουσίας κατά παράβαση των προϋποθέσεων για τη διανομή είναι δυνατό να λάβει χώρα τόσο φανερά όσο και συγκαλυμμένα.

    Φανερά Απαγορευμένη Διανομή Περιουσίας

    Η φανερά απαγορευμένη διανομή συνιστά μια μη συνήθη στην πράξη περίπτωση διανομής, καθώς είναι εύκολο να διαπιστωθεί ότι παραβιάζονται οι διατάξεις του νόμου. Περιπτώσεις φανερά απαγορευμένης διάθεσης περιουσίας αποτελούν  η διανομή με άκυρη/ακυρώσιμη απόφαση, η διανομή μερίσματος που δεν αντιστοιχεί σε διανεμήσιμα κέρδη, διανομή μεγαλύτερου μερίσματος από αυτό που επιτρέπεται να διανεμηθεί κ.ο.κ.

    Συγκαλυμμένη/Κεκρυμμένη Διανομή Περιουσίας

    Η συνηθέστερη στην πράξη περίπτωση απαγορευμένης διανομής περιουσίας είναι η συγκαλυμμένη διάθεση.

    Να σημειωθεί εδώ πως οι συναλλαγές της εταιρείας με τους μετόχους και η προς εκείνους διανομή περιουσίας, δεν είναι απαγορευμένες. Ωστόσο, αυτές πρέπει να λαμβάνουν χώρα υπό τις προβλεπόμενες στο νόμο προϋποθέσεις. Ειδικά ως προς τη διανομή περιουσίας επιβάλλεται να μην οδηγούμαστε εμμέσως σε επιστροφή περιουσίας πέραν των νομίμων κερδών και ορίων. Απαγορευμένη διάθεση υφίσταται σε κάθε περίπτωση ανισορροπίας παροχής και αντιπαροχής, με αποτέλεσμα ο μέτοχος να λαμβάνει παροχή, η οποία δεν αντιστοιχεί στην πραγματική αξία των μετοχών του. Αυτή ακριβώς η οικονομική διαφορά παροχής/αντιπαροχής θα στοιχειοθετεί το ποσό της κεκρυμμένης διανομής περιουσίας (ή, αλλιώς, της έμμεσης επιστροφής εισφοράς προς τον μέτοχο). Ωστόσο, για να κριθεί ως κεκρυμμένη διανομή, πρέπει, επιπρόσθετα, ο μέτοχος να λαμβάνει το περιουσιακό όφελος λόγω της μετοχικής του ιδιότητας και μόνον.

    Από την απαγόρευση διάθεσης καταλαμβάνεται κάθε στοιχείο, το οποίο μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο διάθεσης από την εταιρεία προς τους μετόχους, ακόμα κι αν δεν αναφέρεται στον ισολογισμό. Απαγορευμένη διάθεση αποτελεί και η περίπτωση παραίτησης από την εκμετάλλευση επιχειρηματικής ευκαιρίας. Αντίθετα, η καταβολή αποζημίωσης στον μέτοχο για οποιαδήποτε αιτία (πχ για παράβαση του δικαίου της κεφαλαιαγοράς) δεν εμπίπτει στην απαγόρευση διανομής.

    Ως απαγορευμένη διανομή περιουσίας έχει κριθεί νομολογιακά και η περίπτωση καταβολής στον μέτοχο της διαφοράς μεταξύ της τιμής έκδοσης της μετοχής και της μεταγενέστερα υπολειπόμενης χρηματιστηριακής τιμής της (ΟλΑΠ 19/2006 areiospagos.gr).

     

    Ειδικές Περιπτώσεις Κεκρυμμένης Διάθεσης

    (α) Πιστώσεις της Εταιρείας προς τους Μετόχους

    Όχι σπάνια παρέχονται στην πράξη πιστώσεις προς τους μετόχους από την ίδια την ΑΕ. Κατεξοχήν παράδειγμα αποτελούν τα ενδοομιλικά δάνεια, που παρατηρούνται στο πεδίο των ομίλων επιχειρήσεων στο πλαίσιο κεντρικής διαχείρισης των διαθεσίμων. Τέτοιες πιστώσεις δεν μπορούν παρά να κινούν υποψίες.

    Παρά ταύτα, καταρχήν δεν απαγορεύονται, αφού η χορήγηση δανείου σε μέτοχο δε μεταβάλει λογιστικά το ενεργητικό της ΑΕ, ώστε να τεθεί ζήτημα απαγορευμένης διανομής. Αυτή η παραδοχή, ωστόσο, μπορεί να αληθεύει μόνο υπό δύο προϋποθέσεις: Πρώτον, το δάνειο θα πρέπει να είναι τοκοφόρο με το τρέχον ποσοστό επιτοκίου για ομοειδή δάνεια˙ εάν η πίστωση χορηγείται ατόκως ή μη εξαιρετικά χαμηλό επιτόκιο, πιθανώς θα κριθεί ως παράνομη διανομή εταιρικής περιουσίας. Δεύτερον, η εισπραξιμότητα της απαίτησης της ΑΕ θα πρέπει να μην είναι επισφαλής (ως τέτοια -επισφαλής- κρίνεται η δανειοδότηση ενός μετόχου οικονομικά αφερέγγυου, που δεν καλύπτεται επιπλέον με οποιαδήποτε, πρόσθετη, προσωπική ή εμπράγματη ασφάλεια).

    (β) Πιστώσεις των Μετόχων προς την Εταιρεία

    Ιδιαίτερη μορφή κεκρυμμένης διανομής μπορεί να προκύψει στο πλαίσιο παροχής πιστώσεων από τους μετόχους προς την εταιρεία. Οι μέτοχοι επιλέγουν να χρηματοδοτήσουν την εταιρεία είτε με παροχή δανείου είτε με παροχή εγγύησης για λήψη δανείου. Τα εν λόγω ποσά της χρηματοδότησης, καθώς δεν αποτελούν εισφορές (οι οποίες θα καταστούν ίδια κεφάλαια της εταιρεία), είναι επιστρεπτέα προς τους μετόχους. Με την τακτική, όμως, αυτή οι μέτοχοι  απαλλάσσονται από τον κίνδυνο μη επιστροφής των κεφαλαίων που εισφέρουν/προσφέρουν στην εταιρεία, όπως συμβαίνει στην περίπτωση των εισφορών.

    Το ζήτημα, συνεπώς, που προκύπτει σε σχέση με τα επονομαζόμενα εξυγιαντικά δάνεια αποτελεί κατά πόσον αυτά αποτελούν αναπλήρωση του μετοχικού κεφαλαίου. Οι συνθήκες υπό τις οποίες μπορεί να χαρακτηριστεί ως εξυγιαντικό είναι οι εξής:

    (α) Ο δανειοδότης μέτοχος ασκεί σημαντική επιρροή στο μετοχικό κεφάλαιο της εταιρείας, η οποία του εξασφαλίζει τη δυνατότητα πληροφόρησης και επιρροής στη λήψη σημαντικών εταιρικών αποφάσεων. Αποφασιστική επιρροή τεκμαίρεται, για παράδειγμα, στην περίπτωση που ο εταίρος συμμετέχει τουλάχιστον στο 1/10 του μετοχικού κεφαλαίου, ή, ακόμη, κατέχει το δικαίωμα απευθείας διορισμού μελών του ΔΣ (άρ. 79)-ανεξαρτήτως του ποσοστού εταιρικής συμμετοχής του.

    (β) Το δάνειο αναπληρώνει λειτουργικά «ίδια κεφάλαια» της ΑΕ, υπό την έννοια ότι, αφενός η εταιρεία, δε θα μπορούσε να λάβει αντίστοιχη πίστωση από τρίτους με βάση τους συνήθεις όρους της αγοράς, και, αφετέρου, ότι δίχως αυτήν θα κατέρρεε οικονομικά (εξ ου και η ονομασία ενός τέτοιου δανείου ως «εξυγιαντικού»).

    Η συνδρομή των παραπάνω προϋποθέσεων δεν καθιστά, πάντως, την πίστωση άκυρη. Αντίθετα, αυτή όχι μόνο θα είναι ισχυρή, αλλά θα υπαχθεί αναγκαστικά στα «ίδια κεφάλαια» της ΑΕ. Έτσι, επιστροφή ποσού που πιστώθηκε στην εταιρεία μέσω εξυγιαντικού δανείου δεν θα επιτρέπεται ως κεκρυμμένη (άρα απαγορευμένη) διανομή.

     

    Η διανομή ποσών στους μετόχους της ΑΕ δεν είναι, πάντοτε, απαγορευμένη (η διανομή κερδών, μάλιστα, υπό προϋποθέσεις επιβεβλημένη). Διέπεται όμως, η εν λόγω διανομή, από αυστηρούς και διαυγείς κανόνες. Δεν αποτελεί σπάνιο φαινόμενο η προσπάθεια μετόχων (ιδίως εκείνων με σημαντική επιρροή) για την υπέρβαση των υφιστάμενων, σχετικών, νομοθετικών περιορισμών-κι όχι προς όφελος της ΑΕ. Η υπέρβαση (ή προσπάθεια υπέρβασής τους) συνδέεται με, όχι αμελητέες κυρώσεις. Επιβεβλημένο, επομένως, τις εν λόγω κυρώσεις και δυσμενείς συνέπειες να έχουμε κατά νου. Κι όσον αφορά, ειδικότερα, τους κανόνες για τη διανομή κερδών: σε επόμενη αρθρογραφία μας.-

     

     

    Σταύρος Κουμεντάκης

    Managing Partner

    Koumentakis and Associates Law Firm

     

     

    Σημ.: Το παρόν άρθρο αποτελεί τμήμα ευρύτερης ενότητας αρθρογραφίας της Δικηγορικής μας Εταιρείας για τις ΑΕ. Στην ενότητα αυτή επιχειρούμε την ανάλυση, άρθρο προς άρθρο-με business view, πάντα, προσέγγιση, του νόμου για τις ΑΕ (:4548/2018).

     

     

     

  • Προϋποθέσεις & Περιορισμοί  Διανομής Ποσών στους Μετόχους

    Προϋποθέσεις & Περιορισμοί Διανομής Ποσών στους Μετόχους

    Προϋποθέσεις & Περιορισμοί

    Διανομής Ποσών στους Μετόχους

    (άρ. 159 ν. 4548/2018)

    Σε προηγούμενη αρθρογραφία μας, μας απασχόλησε η υποχρέωση της ΑΕ για σχηματισμό τακτικού αποθεματικού. Το τελευταίο, δημιουργείται προς όφελος της εταιρικής περιουσίας και αποτελεί (όχι αμελητέο) περιορισμό στο δικαίωμα των μετόχων για απόληψη κερδών. Δεν θα πρέπει, πάντως, να διαλάθουν της προσοχής μας συγκεκριμένοι περιορισμοί και προϋποθέσεις για τη διανομή χρηματικών ποσών προς τους μετόχους. Περί αυτών το παρόν.

    Εισαγωγικά

    Βασικό μετοχικό δικαίωμα, συνυφασμένο με την μετοχή και τη φύση της κυριότητάς της, συνιστά το περιουσιακό δικαίωμα συμμετοχής στα κέρδη. Η διανομή των κερδών πλαισιώνεται με αναγκαστικού δικαίου ρυθμίσεις. Οι ρυθμίσεις αυτές προβλέπουν αυστηρούς όρους και προϋποθέσεις για την απόληψη των μερισμάτων, με σκοπό την προστασία των εταιρικών δανειστών. Η εν λόγω προστασία μοιάζει απολύτως εύλογη. Και, πολύ περισσότερο, αν ληφθούν υπόψη η απουσία ευθύνης των μετόχων για τα εταιρικά χρέη και η περιουσιακή αυτοτέλεια της ΑΕ σε σχέση με την περιουσία των μετόχων της.

    Η Αρχή Προστασίας του Μετοχικού Κεφαλαίου

    Οι υφιστάμενοι περιορισμοί για την απόληψη μερισμάτων εξυπηρετούν την «αρχή προστασίας ή διατήρησης του μετοχικού κεφαλαίου». Καθιερώνεται, στο πλαίσιο αυτών, ένας λογιστικός μηχανισμός, με την χρήση του οποίου τίθενται εμπόδια στη διανομή της εταιρικής περιουσίας, με σκοπό τη διατήρηση του μετοχικού κεφαλαίου. Υπό την έννοια του μετοχικού κεφαλαίου νοείται, λογιστικά, το ποσό, το οποίο αναγράφεται στο παθητικό του ισολογισμού (στην καθαρή θέση) και εκφράζει το μέγεθος της εταιρικής περιουσίας, που συγκεντρώνεται κατά την ίδρυση με τις εισφορές. Το μετοχικό κεφάλαιο πρέπει να μείνει αμετάβλητο. Σημειώνεται, πάντως, ότι δεν τίθενται υπό προστασία τα ίδια τα περιουσιακά στοιχεία, τα οποία αποτέλεσαν τη μετοχική εισφορά, υπό την έννοια της απαγόρευσης χρησιμοποίησης τους αλλά δεσμεύεται η αντίστοιχη αξία της εταιρικής περιουσίας.

    Η συγκεκριμένη αρχή έχει έρεισμα στον θεμελιώδη κανόνα της απαγόρευσης της άμεσης ή έμμεσης επιστροφής των εισφορών στους μετόχους (άρ.22 §2).  Οι μέτοχοι επιτρέπεται να αξιώσουν από την ΑΕ μόνο τα κέρδη που νόμιμα προκύπτουν με βάση τις ετήσιες χρηματοοικονομικές καταστάσεις. Ως «νομίμως προκύπτοντα» λογίζονται όσα αποτελούν το αποτέλεσμα των λογιστικών προσθαφαιρέσεων, όπως προσδιορίζονται από τη σχετική διάταξη (άρ.159) και στη συνέχεια αναλύονται. Κάθε περαιτέρω διανομή αποτελεί απαγορευμένη επιστροφή εισφοράς.

    Νομοθετική Ρύθμιση

    Ο νομοθέτης ρυθμίζει, με τη διάταξη του άρθρου 159 ν. 4548/2018, το ζήτημα της διανομής ποσών προς τους μετόχους με πρόβλεψη δύο ποσοτικών ορίων: ενός κατώτατου και ενός ανώτατου. Προσδιορίζει, συγκεκριμένα, το κατώτατο όριο του ύψους της εταιρικής περιουσίας, η υπέρβαση του οποίου συνιστά προϋπόθεση για ενεργοποίηση της δυνατότητας διανομής. Το ανώτατο ποσό, επίσης, το οποίο είναι δυνατό να διανεμηθεί από την εταιρική περιουσία-εφόσον στοιχειοθετείται η πρώτη προϋπόθεση.

    Το ύψος Της Εταιρικής Περιουσίας

    Προϋπόθεση της δυνατότητας διανομής κερδών προς τους μετόχους αποτελεί η υπέρβαση του ύψους των ιδίων κεφαλαίων, προσαυξημένων με τα ποσά που προβλέπονται στον νόμο. Η περιουσία δεν μπορεί να διανεμηθεί όταν δεν υπερβαίνει το συγκεκριμένο όριο αλλά κι όταν, μετά τη διανομή, θα υπολείπεται αυτού.

    Ίδια Κεφάλαια

    Σημείο αναφοράς για τη διανομή κερδών προς τους μετόχους αποτελεί το ποσό των «ιδίων κεφαλαίων» της ΑΕ. Από το ύψος τους εξαρτάται η ενεργοποίηση ή μη της δυνατότητας διανομής. Ως ίδια κεφάλαια λογίζεται η καθαρή θέση της ΑΕ, η οποία προκύπτει ύστερα από την αφαίρεση των υποχρεώσεων της ΑΕ από την αξία των περιουσιακών της στοιχείων.

    Προαπαιτούμενο της διανομής αποτελεί το ύψος της εταιρικής περιουσίας να υπερβαίνει το άθροισμα των ιδίων κεφαλαίων προσαυξημένων με τα ακόλουθα ποσά, τα οποία αναφέρονται στον ισολογισμό:

    (α) Το μετοχικό κεφάλαιο

    Αρχικά, τον λογιστικό «πήχη» για τη διανομή εταιρικής περιουσίας θέτει το μετοχικό κεφάλαιο. Ως κεφάλαιο, όμως, νοούμε εκείνο που, ήδη, έχει καταβληθεί. Στο δεύτερο εδάφιο της §1 του άρθρου 159 γίνεται λόγος για μείωση του ποσού του μετοχικού κεφαλαίου κατά το ποσό, το οποίο έχει καλυφθεί μεν αλλά δεν έχει καταβληθεί-όταν το τελευταίο δεν εμφανίζεται στο ενεργητικό του ισολογισμού. Η εν λόγω φράση, με την οποία προβλέπεται ότι είναι δυνατό να εμφανίζεται στο ενεργητικό του ισολογισμού το καλυφθέν ποσό του κεφαλαίου, ακόμα και αν δεν έχει καταβληθεί, αποτελεί μεταφορά από την Οδηγία (ΕΕ) 2017/1132. Ωστόσο, η εν λόγω μεταφορά δε είναι δυνατό να εφαρμοστεί κατά την ισχύουσα νομοθεσία για τα Ελληνικά Λογιστικά Πρότυπα. Και τούτο γιατί, σύμφωνα με αυτά, η καταγραφή στον ισολογισμό αφορά το καταβεβλημένο κεφάλαιο και όχι εκείνο που καλύφθηκε χωρίς να καταβληθεί. Επομένως, ως μετοχικό κεφάλαιο μόνον το ήδη καταβεβλημένο μπορεί να νοείται.

    (β) Αποθεματικά

    Στην έννοια των αποθεματικών της συγκεκριμένης διάταξης εντάσσεται το τακτικό αποθεματικό (άρ. 158). Και άλλα, επίσης, είδη αποθεματικών, ο σχηματισμός των οποίων επιβάλλεται από ειδική διάταξη νόμου αλλά και τα αποθεματικά ο σχηματισμός των οποίων προβλέπεται τυχόν από το καταστατικό.

    (γ) Λοιπά Μη Διανεμητέα Πιστωτικά Κονδύλια της Καθαρής Θέσης

    Στον λογιστικό πήχη προστίθενται και τα πιστωτικά κονδύλια της καθαρής θέσης της εταιρείας, τα οποία δε είναι δυνατό να διανεμηθούν (άρ.26 §1 ν.4308/2014). Στα λοιπά μη διανεμητέα πιστωτικά κονδύλια καθαρής θέσης περιλαμβάνονται το κονδύλι «υπέρ το άρτιο», το οποίο προκύπτει από την έκδοση μετοχών σε τιμή ανώτερη του αρτίου (άρ. 35 § 3), οι καταθέσεις μετόχων, οι όποιες αποτελούν ανέκκλητες προκαταβολές έναντι μελλοντικής αύξησης του μετοχικού κεφαλαίου (άρ. 20 § 3) (εν δυνάμει μετοχικό κεφάλαιο), το ποσό κόστους κτήσης των ιδίων τίτλων της εταιρείας, οι διαφορές εύλογης αξίας, οι οποίες προκύπτουν από την επιμέτρηση ενσώματων παγίων, διαθέσιμων προς πώληση και στοιχείων αντιστάθμισης ταμειακών ροών με τη μέθοδο της εύλογης αξίας (άρ. 26 § 1 στοιχ. δ και άρ. 24). Τέλος, οι συναλλαγματικές διαφορές, οι οποίες αφορούν νομισματικά στοιχεία (απαιτήσεις/υποχρεώσεις) σε ξένο νόμισμα σε επενδύσεις σε αλλοδαπή δραστηριότητα, και προκύπτουν κατά τη μετατροπή μεταξύ της ημέρας συναλλαγής και της ημέρας κλεισίματος του ισολογισμού.

    Όσον αφορά το κονδύλι των «αποτελεσμάτων εις νέον», αυτό δεν συμπεριλαμβάνεται στα αποθεματικά, αν και εντάσσεται στον υπολογαριασμό «Αποθεματικά και αποτελέσματα εις νέον». Σε αυτό εμπεριέχονται τα κέρδη ή οι ζημίες των προηγούμενων χρήσεων και της κλειόμενης περιόδου. Εάν το κονδύλιο των αποτελεσμάτων εις νέον εμφανίζει θετικό πρόσημο, τότε προστίθενται στα ίδια κεφάλαια αυξάνοντας το μέγεθος των ιδίων κεφαλαίων προσαυξημένων με τα ανωτέρω ποσά. Στην περίπτωση, αντίθετα, που είναι αρνητικό, αφαιρείται από τα ίδια κεφάλαια.

    (δ) Τα Μη Πραγματοποιημένα Κέρδη

    Τα «πραγματοποιημένα κέρδη», ορίζονται στη λογιστική ως τα κέρδη που είναι αποτέλεσμα συναλλαγών και γεγονότων. Αντίθετα, τα «μη πραγματοποιημένα κέρδη» προκύπτουν από θετικές μεταβολές, που προέρχονται από αυξομειώσεις στην αξία περιουσιακών στοιχείων ή υποχρεώσεων λόγω της εφαρμογής της μεθόδου επιμέτρησης στην εύλογη αξία (άρ. 24 ν.4308/2014).

    Μη πραγματοποιημένα κέρδη αποτελούν οι αναστροφές προβλέψεων και απομειώσεων. Πρόκειται για διόρθωση προβλέψεων και απομειώσεων που έλαβαν χώρα στο παρελθόν, οι οποίες όταν διενεργήθηκαν μείωσαν το αποτέλεσμα της χρήσης, και λόγω της μεταφοράς του αποτελέσματος της κάθε χρήσης στα αποτελέσματα εις νέον της καθαρής θέσης, η μείωση αυτή εξακολούθησε να βαραίνει και τις επόμενες χρήσεις. Έχει υποστηριχθεί πάντως και η άποψη ότι οι αναστροφές αυτές δεν θα πρέπει να προστεθούν στο κεφάλαιο, αλλά ότι θα πρέπει να αυξήσουν τα προς διάθεση κέρδη.

    Το Διανεμήσιμο Κέρδος

    Πέραν της ανωτέρω προϋπόθεσης (:το ύψος της εταιρικής περιουσίας να υπερβαίνει το άθροισμα των ιδίων κεφαλαίων προσαυξημένων με τα πραοαναφερθέντα κονδύλια), ο νομοθέτης θέτει περιορισμό και ως προς το ποσό που είναι δυνατό να διανεμηθεί στους μετόχους. Τα δεδομένα λαμβάνονται από την κατάσταση αποτελεσμάτων.

    Πρώτον για να είναι δυνατή η διανομή θα πρέπει η καθαρή θέση της εταιρείας (ίδια κεφάλαια) να υπερβαίνει το ποσό του μετοχικού κεφαλαίου προσαυξημένου με τα κονδύλια του άρθρου 159 (υπέρ το άρτιο, διαφορές εύλογης αξίας, αποθεματικά). Εφόσον πληρούται η συγκεκριμένη προϋπόθεση, αφαιρείται από το ποσό των ιδίων κεφαλαίων το άθροισμα του μετοχικού κεφαλαίου και των ανωτέρω κονδυλίων. Η διαφορά που προκύπτει αποτελεί το ανώτατο όριο, το οποίο αποτελεί το ποσό που δύναται να διανεμηθεί στους μετόχους.

    Κρίσιμος Χρόνος Υπολογισμού

    Κρίσιμος χρόνος για τον υπολογισμό των λογιστικών δεδομένων αποτελεί η ημερομηνία ισολογισμού, δηλαδή η ημερομηνία λήξης της περιόδου. Επομένως, λογιστικές μεταβολές που έλαβαν χώρα στα οικονομικά στοιχεία της εταιρείας σε χρόνο μεταγενέστερο της ημερομηνίας ισολογισμού, δεν θα ληφθούν υπόψη για την εξεύρεση των κερδών της συγκεκριμένης χρήσης.

     

    Η προστασία των εταιρικών δανειστών, ιδίως όμως η προστασία της ίδιας της ΑΕ επιβάλλει συγκεκριμένους, αυστηρούς, κανόνες και προϋποθέσεις όσον αφορά τα ποσά που είναι δυνατό να διανεμηθούν στους μετόχους. Τι συνιστά, όμως, διανομή; Περί αυτής σε επόμενη αρθρογραφία μας.

     

    Σταύρος Κουμεντάκης

    Managing Partner

    Koumentakis and Associates Law Firm

     

     

    Σημ.: Το παρόν άρθρο αποτελεί τμήμα ευρύτερης ενότητας αρθρογραφίας της Δικηγορικής μας Εταιρείας για τις ΑΕ. Στην ενότητα αυτή επιχειρούμε την ανάλυση, άρθρο προς άρθρο-με business view, πάντα, προσέγγιση, του νόμου για τις ΑΕ (:4548/2018).

  • Συμμετοχή στο 1ο Job Fair της ELSA Thessaloniki & ELSA Greece

    Συμμετοχή στο 1ο Job Fair της ELSA Thessaloniki & ELSA Greece

    Η εξωστρέφεια είναι ένα κομμάτι του χαρακτήρα μας. Μια στάση ζωής για την ίδια τη ζωή. Το άνοιγμα όμως ενός διάλογου με τη νέα γενιά επιστημόνων είναι πάντοτε κάτι πολύ περισσότερο από μια ανατροφοδότηση. Είναι επένδυση στο μέλλον, εστία αναζωογόνησης και πηγή έμπνευσης.

     

    Η συμμετοχή μας στο 1ο Job Fair της ELSA Thessaloniki & ELSA Greece την Κυριακή 16 Μαρτίου στο χώρο του ΚΕ.Δ.Ε.Α. του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης (Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης | Aristotle University of Thessaloniki (AUTH)) μας έδωσε μια μοναδική ευκαιρία  να μοιραστούμε τις αξίες, τους προβληματισμούς και τις φιλοδοξίες μας με την μελλοντική γενιά νομικών. Ακόμη να παρουσιάσουμε σε αυτούς την δικηγορική μας εταιρεία ως επαγγελματική οπτική και προοπτική αλλά και ως στρατηγικό συνεργάτη. Αισθανόμαστε μεγάλη χαρά και τιμή γι’ αυτό!

     

    Εκφράζουμε τις ευχαριστίες μας προς την Elsa Thessaloniki για την εμπιστοσύνη της προς την εταιρεία μας και προς τα πρόσωπα που την απαρτίζουν! Τη συγχαίρουμε για την άψογη συνεργασία, οργάνωση και φιλοξενία! Η στήριξή μας είναι σταθερή και αδιαπραγμάτευτη!

     

    Προσβλέπουμε στις επόμενες συνεργασίες…

     

  • Ενώσεις Μετόχων

    Ενώσεις Μετόχων

    Ενώσεις Μετόχων

     (άρ. 144 ν. 4548/2018)

    Οι μέτοχοι της ΑΕ είναι εκείνοι από τους οποίους απορρέει κάθε εξουσία που ασκείται στο όνομα τους ή/και στο όνομα της ίδιας της ΑΕ. Λογικό, επομένως, σειρά διατάξεων του νόμου εκείνους να αφορούν ή δικαιώματα εκείνων να επιχειρούν να προστατεύσουν. Τα δικαιώματά τους, όμως, προϋποθέτουν κάποια, ελάχιστα, ποσοστά συμμετοχής στο μετοχικό κεφάλαιο, που όλοι οι μέτοχοι δεν διαθέτουν. Κι αν τα διαθέτουν, δεν είναι βέβαιο ότι θα διαθέσουν τους αναγκαίους για την άσκησή τους οικονομικούς πόρους (ενίοτε) και χρόνο (:πάντοτε). Τη λύση έρχεται να δώσει ο «νεαρός» θεσμός των Ενώσεων Μετόχων, περί του οποίου το παρόν.

    Δικαιολογητική Βάση Πρόβλεψης Της Ένωσης Μετόχων

    Συχνά συναντούμε το φαινόμενο, ιδίως στις πολυμετοχικές (εισηγμένες ή μη) ΑΕ, να μην δραστηριοποιούνται αρκετά (κάποιες φορές καθόλου) οι μικρομέτοχοι. Κι όχι σπάνια, συνειδητά να απέχουν από τα εταιρικά δρώμενα. Η αδράνεια αυτή συχνά οφείλεται στην έλλειψη γνώσης και πόρων των μικρομετόχων να προσαρμοστούν στις απαιτητικές προϋποθέσεις του νόμου για την άσκηση των μετοχικών τους δικαιωμάτων. Στην αναντιστοιχία, επίσης, στη σχέση κόστους/οφέλους.

    Η απουσία κάποιων μετόχων από τα εταιρικά δρώμενα (ή/και η σχετική άγνοιά τους) διευρύνει την εξουσία εκείνων που ενεργά συμμετέχουν˙ αντίστοιχα εκείνων που διοικούν την ΑΕ. Διευρύνεται, επομένως, το ενδεχόμενο αυθαιρεσιών˙ όχι, προφανώς, προς όφελος της ΑΕ.

    Η εν λόγω προβληματική εκτείνεται και εκτός εθνικών συνόρων. Σε ενωσιακό επίπεδο υφίσταται σχετική Οδηγία (Οδ.2017/828/ΕΕ, η οποία τροποποίησε την Οδ.2007/36/ΕΚ), η οποία αναγνωρίζει δικαιώματα των μετόχων των εισηγμένων ΑΕ προσβλέποντας στην περισσότερο ενεργή συμμετοχής τους.

    Η άσκηση των δικαιωμάτων των μετόχων δεν μπορεί να είναι υποχρεωτική από τον νόμο. Η υποβοήθησή της άσκησής τους, όμως, μπορεί να αποτελεί μέλημά του. Η Ένωση Μετόχων αποτελεί έναν θεσμό, στόχος του οποίου αποτελεί, ακριβώς, η στήριξη των μετόχων (κατά βάση: των μικρομετόχων) στην άσκηση των εν λόγω δικαιωμάτων τους. Στην ελληνική έννομη τάξη καθιερώθηκε πολύ πρόσφατα (:2018) αλλά δεν πρόκειται για θεσμό άγνωστο στην αλλοδαπή. Είχαν προηγηθεί η Γαλλία και η Γερμανία, η πρώτη εμφάνισή του, όμως, συντελέστηκε σε χώρες του αγγλοσαξωνικού δικαίου.

    Υποβοηθάται, λοιπόν-μέσω του συγκεκριμένου θεσμού, η άσκηση των δικαιωμάτων των (μικρο)μετόχων, όταν στερούνται των αναγκαίων πόρων ή ποσοστών στο μετοχικό κεφάλαιο της ΑΕ. Να σημειωθεί, βέβαια, πως ακόμα και πριν την πρόβλεψη του εν λόγω θεσμού δεν ήταν απαγορευμένος ο συνασπισμός μετόχων για την από κοινού άσκηση των δικαιωμάτων τους: Οι ενδιαφερόμενοι θα μπορούσαν να συνασπιστούν (και πράγματι συνασπίζονταν) σε ήδη προβλεπόμενες μορφές ενώσεων (όπως αυτές των επαγγελματικών σωματείων) είτε με εξωεταιρικές συμφωνίες. Δεν αποδείχθηκαν, ωστόσο, επαρκείς.

    Αντικείμενο Του Δικαιώματος

    Ο νόμος (αρ. 144) προβλέπει (και ρυθμίζει) τη δυνατότητα των μετόχων να συστήσουν μια  ένωση με αντικείμενο την άσκηση δικαιωμάτων μειοψηφίας της ΑΕ.

    Εκείνοι που θα συμμετάσχουν στην σύσταση της ένωσης πρέπει να έχουν τη μετοχική ιδιότητα˙ όχι, κατ’ ανάγκην, της ίδιας ΑΕ. Σε μια Ένωση Μετόχων μπορούν να συμμετέχουν μέτοχοι περισσοτέρων ΑΕ. Η ιδιότητα του μέλους μιας ένωσης δεν στερεί το δικαίωμα στο φορέα της να συμμετάσχει και σε άλλη, αντίστοιχης φύσης, ένωση-μολονότι θα ετίθεντο θέματα σύγκρουσης συμφερόντων. Φυσικά και, στο πλαίσιο αυτό, θα πρέπει να ληφθούν καταστατικές πρόνοιες για την πρόληψη δυνητικών προβλημάτων.

    Οι ενώσεις μετόχων στοχεύουν, κατά βάση, στην άσκηση δικαιωμάτων μειοψηφίας, στην οποία δεν θα ήταν δυνατό να προβεί το κάθε μέλος της, χωριστά, ελλείψει (ενδεχομένως) της συγκέντρωσης του ελάχιστου εκπροσωπούμενου μετοχικού κεφαλαίου. Η ένωση θα είναι το ασκών το δικαίωμα πρόσωπο (ως μη δικαιούχος διάδικος) στο όνομα της μεν αλλά για λογαριασμό των μελών-μετόχων της.

    Η ένωση ασκεί, κατά τα προαναφερθέντα, τα πάσης φύσεως δικαιώματα μειοψηφίας που προβλέπονται στον ν. 4548/2018. Ενδεικτικά: δικαίωμα σε έκτακτο έλεγχο (άρ. 141 και 143), δικαίωμα εναντίωσης στη λήψη απόφασης χωρίς συνεδρίαση (άρ.135 παρ.4), δικαίωμα σύγκλησης ΓΣ για την παροχή άδειας κατάρτισης συναλλαγής με συνδεδεμένο μέρος (άρ.100 παρ.3 κλπ). Μη καταγράφοντας αναλυτικά ο νομοθέτης τα δικαιώματα, τα οποία δικαιούται να ασκεί η ένωση, αφήνει περιθώριο για συμπερίληψη σε αυτά και όσων μπορεί να προβλεφθούν στο μέλλον.

    Διευκρινίζεται, πάντως, ότι στα εν λόγω δικαιώματα δεν συμπεριλαμβάνονται τα ατομικά δικαιώματα, τα οποία κάθε μέτοχος ασκεί αποκλειστικά στη βάση της μετοχικής του ιδιότητας-χωρίς να απαιτείται η συγκέντρωση ενός ελάχιστου ποσοστού μετοχικού κεφαλαίου.

    Μέλη της Ένωσης Μετόχων μπορεί να είναι φυσικά αλλά και, ελλείψει νομοθετικής απαγόρευσης, νομικά πρόσωπα.

    Νομική Μορφή Ένωσης Μετόχων

    Η Ένωση Μετόχων έχει τη μορφή σωματείου (αρ. 144). Η ίδρυση και λειτουργία της ένωσης εδράζεται στη συγκεκριμένη διάταξη, στις διατάξεις του ΑΚ που διέπουν τα σωματεία αλλά και σ’ εκείνες του καταστατικού της-ως σωματείου. Το κείμενο του καταστατικού θα έχει ως ελάχιστο περιεχόμενο τα ζητήματα της άσκησης των δικαιωμάτων, ιδίως της τυχόν προηγούμενης διαβούλευσης των μελών της ένωσης, της παροχής πληροφοριών, της ενδεχόμενης ανάγκης προηγούμενης ειδικότερης εντολής από μέρους των μελών της-μετόχων ή ανάκλησης της τελευταίας. Η Ένωση Μετόχων μπορεί, κατά τα λοιπά, να λειτουργήσει ευέλικτα-με τον τρόπο που θα επιλέξουν τα μέλη της, δίχως να απαιτείται η ρύθμιση περαιτέρω θεμάτων.

    Μετά την τροποποίηση της διάταξης του άρ.144 με τον νόμο 5019/2023 δεν προβλέπεται πλέον η εγγραφή της Ένωσης Μετόχων στο Μητρώο Ενώσεων Καταναλωτών (άρ.10 ν.2251/1994). Σύμφωνα με την Αιτιολογική Έκθεση του τροποποιητικού αυτού νόμου, ο νομοθέτης έκρινε ότι πρέπει η εν λόγω πρόβλεψη να καταργηθεί, καθώς οι ενώσεις μετόχων ΑΕ δεν συσχετίζονται με τις ενώσεις καταναλωτών, με αποτέλεσμα να μην υφίσταται δικαιολογητική βάση για την καταγραφή τους στο μητρώο ενώσεων καταναλωτών.

    Επίσης, με το ίδιο νομοθέτημα καταργήθηκε και η πρόβλεψη για έκδοση προεδρικού διατάγματος για τον τρόπο λειτουργίας της Ένωσης.

    Σκοπός Της Ένωσης Μετόχων

    Σκοπός της Ένωσης Μετόχων μπορεί να είναι πέραν της άσκησης των δικαιωμάτων τους και η πληροφόρηση γύρω από αυτά. Επίσης, η επίτευξη συντονισμού και συνεννόησης μεταξύ επενδυτών και μετόχων. Στο πλαίσιο αυτό είναι δυνατό να παρέχει η Ένωση Μετόχων, και μέσω διαδικτύου, πληροφορίες αναφορικά με τα δικαιώματα που έχουν οι μέτοχοι και οι επενδυτές στις ΑΕ για τις οποίες συστάθηκε. Επίσης, να παρέχει δυνατότητα επώνυμης συνεννόησης ανάμεσά τους για την άσκηση των δικαιωμάτων ενόψει ΓΣ.

    Σε κάθε περίπτωση: Ο σκοπός της ένωσης προβλέπεται στο καταστατικό της. Περιορίζεται ή διευρύνεται κατά τη βούληση των μελών της.

    Η Άσκηση Των Δικαιωμάτων

    Όπως ήδη αναφέρθηκε, η Ένωση Μετόχων ασκεί τα δικαιώματα μειοψηφίας στο όνομά της αλλά για λογαριασμό των μελών της. Η άσκηση των δικαιωμάτων απαιτεί προηγούμενη ενημέρωση προς την ΑΕ, της οποίας οι μέτοχοι τυγχάνουν μέλη της, σχετικά με τη σύστασή της, το καταστατικό της, τα ονόματα των μετόχων-μελών της για λογαριασμό των οποίων ασκείται το δικαίωμα.

    Ενώσεις Μετόχων Και Μετοχικός Ακτιβισμός

    Οι Ενώσεις Μετόχων έχουν σχετισθεί με την έννοια του μετοχικού ακτιβισμού.
    Η έννοια του μετοχικού ακτιβισμού συμπεριλαμβάνει τη δράση των μετόχων (εισηγμένων, κατά κύριο λόγο) ΑΕ, η οποία προσανατολίζεται στην ενεργό συμμετοχή των μικρομετόχων ασκώντας (κατά βάση) τα δικαιώματα που τους παρέχει ο νόμος. Στόχος τους να διαδραματίσουν σημαντικό ρόλο στην πορεία της ΑΕ και να ελέγξουν τον τρόπο διαχείρισης των εταιρικών ζητημάτων. Εντοπίζεται, λοιπόν, στενή σύνδεση του σκοπού των ενώσεων μετόχων με τον μετοχικό ακτιβισμό.

     

    Ο θεσμός της Ένωσης Μετόχων είναι μεν νέος, παλαιόθεν, όμως, τον έχουμε συναντήσει στο ελληνικό επιχειρηματικό γίγνεσθαι (ιδίως στον χώρο των εισηγμένων ΑΕ): Τα αρνητικά παραδείγματα υπερτερούν, καθώς προετάσσετο η προάσπιση και ενίσχυση των συμφερόντων των εμπλεκομένων φυσικών προσώπων και όχι των αντίστοιχων των ΑΕ για τις οποία συνεστήθησαν. Ευελπιστούμε ότι ο εν λόγω θεσμός θα υπηρετεί, στο εξής, τις ΑΕ και μόνον.-

     

    Σταύρος Κουμεντάκης

    Managing Partner

    Koumentakis and Associates Law Firm

     

     

    Σημ.: Το παρόν άρθρο αποτελεί τμήμα ευρύτερης ενότητας αρθρογραφίας της Δικηγορικής μας Εταιρείας για τις ΑΕ. Στην ενότητα αυτή επιχειρούμε την ανάλυση, άρθρο προς άρθρο-με business view, πάντα, προσέγγιση, του νόμου για τις ΑΕ (:4548/2018).

     

     

     

  • Διενέργεια Έκτακτου Ελέγχου

    Διενέργεια Έκτακτου Ελέγχου

    Διενέργεια Έκτακτου Ελέγχου

    (άρ. 143 ν. 4548/2018)

    Σε προηγούμενη αρθρογραφία μας ασχοληθήκαμε με το δικαίωμα της μικρής μειοψηφίας και Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς για υποβολή αίτησης έκτακτου ελέγχου. Επίσης, με το αντίστοιχο δικαίωμα της μεγάλης μειοψηφίας. Στο παρόν θα ασχοληθούμε με τη διενέργεια του Έκτακτου Ελέγχου. Για τα πρόσωπα των ελεγκτών, τον διορισμό, την αμοιβή, το έργο και τις αρμοδιότητές τους. Επίσης για το περιεχόμενο, αυτό καθευατό, του έκτακτου ελέγχου.

    Ρυθμιστικό πλαίσιο

    Ο νομοθέτης επέλεξε να ρυθμίσει τα βασικά διαδικαστικά ζητήματα του έκτακτου ελέγχου. Εφαρμόζονται, κατά τα λοιπά-αναλογικά, οι διατάξεις για τον τακτικό έλεγχο.

    Διορισμός ελεγκτών

    Αρμόδια πρόσωπα για τη διενέργεια του έκτακτου ελέγχου είναι οι ελεγκτές εκείνοι, οι οποίοι θα διοριστούν από το αρμόδιο δικαστήριο-σε περίπτωση αποδοχής της σχετικής αίτησης.

    Η διάταξη προβλέπει ότι η ανάθεση του εν λόγω έργου γίνεται σε τουλάχιστον έναν «ορκωτό ελεγκτή λογιστή» ή σε «ελεγκτική εταιρεία». Ο νόμος 4449/2017 προσδιορίζει ποιο πρόσωπο είναι «Ορκωτός Ελεγκτής Λογιστής»: το φυσικό, εκείνο, πρόσωπο που έχει λάβει άδεια, σύμφωνα με τον νόμο, να διενεργεί υποχρεωτικούς ελέγχους. Κι αντίστοιχα για την «Ελεγκτική εταιρεία»: το νομικό πρόσωπο ή οποιαδήποτε άλλη οντότητα, ανεξαρτήτως νομικής μορφής, που έχει λάβει άδεια, να διενεργεί υποχρεωτικούς ελέγχους ή έχει λάβει άδεια από άλλο κράτος μέλος, σύμφωνα με την Οδηγία 2006/43/ ΕΚ, να διενεργεί υποχρεωτικούς ελέγχους.

    Το δικαστήριο, επιπλέον, έχει την ευχέρεια να διορίζει αντί των ανωτέρω (φυσικών και νομικών προσώπων/οντοτήτων) ως ελεγκτές κατόχους άδειας Λογιστή Φοροτεχνικού Α΄ τάξης του ν. 2515/1997, οι οποίοι είναι μέλη του Οικονομικού Επιμελητηρίου. Επισημαίνεται ότι η ευχέρεια αυτή του δικαστηρίου υφίσταται κατ’ εξαίρεση. Η ανάθεση θα πρέπει να λάβει χώρα σε ορκωτούς ελεγκτές όταν, λόγω της πολυπλοκότητας, του μεγέθους της εταιρείας ή/και τις ειδικές περιστάσεις υπό τις οποίες θα διενεργηθεί ο έλεγχος, απαιτείται ένα αυστηρότερο πλαίσιο στη διαδικασία ελέγχου.

    Στον κύκλο, τέλος, των προσώπων στα οποία μπορεί να ανατεθεί ο έλεγχος νομιμότητας και χρηστότητας της διοίκησης, ο οποίος απαιτεί ειδικότερες γνώσεις,  συμπεριλαμβάνονται και πρόσωπα, τα οποία τις διαθέτουν και κρίνεται αναγκαία η συνδρομή τους.

    Οι ελεγκτές είναι δυνατό να αντικατασταθούν με απόφαση του δικαστηρίου που τους διόρισε ύστερα από αίτημα εκείνων που ζήτησαν τον έλεγχο. Η αντικατάσταση μπορεί να προκύψει σε περίπτωση αδράνειας ή ανικανότητας εκείνου που διορίσθηκε ή, τέλος, σε περίπτωση παραιτήσεώς του.

    Οι αποφάσεις διορισμού και αντικατάστασης των ελεγκτών υπόκεινται σε ένδικα μέσα.

    Αμοιβή Ελεγκτών

    Η αμοιβή των ελεγκτών ορίζεται στην απόφαση με την οποία ανατίθενται τα καθήκοντα του ελεγκτή. Η αμοιβή πρέπει να καταβληθεί με την περάτωση του έργου του ελεγκτή.

    Το δικαστήριο, λαμβάνοντας υπόψιν τις όποιες ειδικές περιστάσεις, θα κρίνει αν θα επιρρίψει το βάρος καταβολής της αμοιβής στην εταιρεία ή στον αιτούντα. Επίσης, μπορεί να αποφασίσει μεν ότι θα βαρύνει τον αιτούντα μέτοχο η καταβολή της αμοιβής του ελεγκτή αλλά να του αναγνωρίζει το δικαίωμα να την αναζητήσει από την εταιρεία. Βασικό κριτήριο για το δικαστήριο αποτελεί, εύλογα, η διασφάλιση της καταβολής της αμοιβής του ελεγκτή. Αν κρίνει ότι λόγω της οικονομικής θέσης στην οποία έχει περιέλθει ή επίκειται να περιέλθει η εταιρεία, η τελευταία δε θα είναι σε θέση να την καταβάλει, θα βαρύνει τον αιτούντα. Αποτρέπεται, με τον τρόπο αυτό, η παρελκυστική άσκηση του δικαιώματος ελέγχου.

    Το ποσό που θα ορίσει το δικαστήριο ως αμοιβή μπορεί να αναθεωρηθεί. Η εν λόγω αναθεώρηση είναι δυνατό να προκύψει, όταν μετά την ολοκλήρωση του ελέγχου διαπιστώνεται ότι το έργο των ελεγκτών ήταν σημαντικά μικρότερης ή μεγαλύτερης έκτασης από ό,τι είχε υπολογιστεί. Η αμοιβή αναθεωρείται ύστερα από αίτηση του ελεγκτή ή εκείνου που  βαρύνεται με την καταβολή της.

    Τα δικαιώματα, υποχρεώσεις και καθήκοντα των Ελεγκτών

    Όπως ήδη αναφέρθηκε, ανάμεσα στα πρόσωπα στα οποία μπορεί να ανατεθεί ο έλεγχος εντάσσονται και οι ορκωτοί ελεγκτές λογιστές. Τα εν λόγω πρόσωπα υπάγονται στις ρυθμίσεις του νόμου 4449/2017 και βαρύνονται με τις εκεί αναφερόμενες υποχρεώσεις και καθήκοντα. Πέραν από τα ανωτέρω οι ελεγκτές κάθε κατηγορίας (τόσο οι ορκωτοί ελεγκτές όσο και οι λογιστές Α΄ τάξης) διαθέτουν το δικαίωμα ενημέρωσης και την υποχρέωση εχεμύθειας  που έχει ο τακτικός ελεγκτής. Γι’ αυτό και πρέπει να τους παρέχεται απρόσκοπτη πρόσβαση στα βιβλία και στοιχεία που είναι απαραίτητα για την εκπλήρωση του έργου τους. Η ίδια η απόφαση του δικαστηρίου μπορεί να προβλέπει ειδικότερα δικαιώματα και υποχρεώσεις τους.

    Η παραβίαση του καθήκοντος εχεμύθειας αλλά και η παρακώλυση του έργου των ελεγκτών ή μη παροχή των αναγκαίων για τον έλεγχο πληροφοριών, επισύρει ποινικές κυρώσεις (άρ. 178 και 179 αντίστοιχα).

    Περάτωση Του Ελέγχου

    Η δικαστική απόφαση μπορεί να ορίσει και την προθεσμία εντός της οποίας οφείλουν οι ελεγκτές να περατώσουν το έργο τους. Σε κάθε περίπτωση, αν δεν έχει οριστεί σχετικό χρονικό περιθώριο, οφείλουν να ολοκληρώσουν τον έλεγχο χωρίς υπαίτια καθυστέρηση.

    Στην περίπτωση που οι ελεγκτές δεν καταφέρουν να τηρήσουν την προβλεπόμενη προθεσμία, εφόσον κρίνεται και αποδεικνύεται ότι οι εργασίες του ελέγχου ήταν μεγαλύτερης έκτασης από ότι είχε, αρχικά, υπολογιστεί, το δικαστήριο μπορεί να παρατείνει την προθεσμία διενέργειάς του.

    Την ολοκλήρωση των εργασιών ακολουθεί η σύνταξη και υποβολή της έκθεσης έκτακτου ελέγχου. Στα πρόσωπα, στα οποία υποβάλλεται η εν λόγω έκθεση, συγκαταλέγεται η ίδια η εταιρεία αλλά και οι αιτούντες (ακόμη και στην περίπτωση που δε διαθέτουν πλέον τη μετοχική ιδιότητα). Το Διοικητικό Συμβούλιο οφείλει να ενημερώσει τους μετόχους της ΑΕ στην πρώτη, επόμενη, Γενική της Συνέλευση.

    Στην περίπτωση που η ελεγχόμενη εταιρεία είναι εισηγμένη, η έκθεση υποβάλλεται και στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς-ακόμη και αν δεν είχε αιτηθεί αυτή τον έλεγχο.

    Στην περίπτωση, τέλος, που διαπιστωθεί τέλεση αξιόποινων πράξεων, η έκθεση υποβάλλεται και στην αρμόδια εισαγγελική Αρχή.

    Το περιεχόμενο του Έκτακτου Ελέγχου

    Ο έλεγχος νομιμότητας, ο οποίος διατάσσεται από το δικαστήριο, αφορά την πιθανολογούμενη πράξη ή παράλειψη, η οποία αναφέρεται στην αίτηση των μετόχων. Κατά την κρατούσα θέση στη νομολογία, τα αρμόδια δικαστήρια διατάζουν τη διενέργεια ελέγχου νομιμότητας και σκοπιμότητας της διαχείρισης της εταιρείας κατά τρόπο γενικό, χωρίς να εξειδικεύουν το αντικείμενο του ελέγχου (1484/2019 ΑΠ, ΤΝΠ Qualex). Ωστόσο, το γράμμα και ο σκοπός του νόμου, σύμφωνα με τη θεωρία, θέτουν συγκεκριμένες προϋποθέσεις για την πλήρωση των οποίων απαιτείται περιορισμός του εύρους του ελέγχου που διατάσσεται. Στην περίπτωση που, ειδικότερα, ο νομοθέτης απαιτεί συγκεκριμένους λόγους για τους οποίους θα αιτηθεί έλεγχο το δικαιούμενο πρόσωπο, ο έλεγχος πρέπει να περιορίζεται στις συγκεκριμένες πράξεις και όχι γενικά και αφηρημένα σε κάθε πτυχή της διοίκησης της εταιρείας (ΜονΠρωτ Ρόδου 31/2018, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

     

    Ο έκτακτος έλεγχος της ΑΕ που προβλέπεται στον νόμο διενεργείται από συγκεκριμένα πρόσωπα και διέπεται, επίσης, από συγκεκριμένους κανόνες. Αντίστοιχοι, βέβαια, είναι και οι κανόνες που διέπουν την αμοιβή, το έργο και τις αρμοδιότητες των ελεγκτών. Και, καθώς, συγκεκριμένες είναι οι αιτίες και αιτιάσεις που κατατείνουν στη διενέργεια των ελέγχων τους, συγκεκριμένο και περιορισμένο θα πρέπει να είναι και το εύρος του: για τη διασφάλιση των συμφερόντων της ίδιας της ΑΕ.-

     

    Σταύρος Κουμεντάκης

    Managing Partner

    Koumentakis and Associates Law Firm

     

     

    Σημ.: Το παρόν άρθρο αποτελεί τμήμα ευρύτερης ενότητας αρθρογραφίας της Δικηγορικής μας Εταιρείας για τις ΑΕ. Στην ενότητα αυτή επιχειρούμε την ανάλυση, άρθρο προς άρθρο-με business view, πάντα, προσέγγιση, του νόμου για τις ΑΕ (:4548/2018).

  • Ανάκληση εργαζομένων κρίσιμης ειδικότητας: αναγκαία διαχείριση

    Ανάκληση εργαζομένων κρίσιμης ειδικότητας: αναγκαία διαχείριση

    Ανάκληση εργαζομένων κρίσιμης ειδικότητας: αναγκαία διαχείριση

    Ας υποθέσουμε ότι σε μια βιομηχανία ο συντηρητής βάρδιας αποχωρεί λόγω αιφνίδιας ασθένειας και, στη συνέχεια, παρουσιάζεται σοβαρή βλάβη σε σημαντικό μηχάνημα, που χρήζει άμεσης διαχείρισης. Είναι, υπό τα παρόντα δεδομένα, (νομικά) αδύνατο να  κληθεί ο συντηρητής της προηγούμενης βάρδιας για την αποκατάστασή της όταν δεν έχει συμπληρωθεί η (κατά την Οδηγία 2003/88/ΕΚ) ενδεκάωρη ανάπαυσή του. Ο προβληματισμός γίνεται ακόμα πιο ενδιαφέρων, αν υποθέσουμε ότι σε κάποιο μεγάλο νοσοκομείο ο ανελκυστήρας των φορείων ακινητοποείται λόγω βλάβης και αδυναμίας διαχείρισης του προβλήματος καθώς ο (διαθέσιμος) συντηρητής δεν έχει συμπληρώσει ενδεκάωρη ανάπαυση. Και σε μια επιχείρηση διάσωσης; Τι θα πρέπει να συμβεί; Να κλείσουμε τα μάτια αναμένοντας να συμπληρωθούν οι ένδεκα, πολύτιμες, ώρες για την ανάκληση εργαζομένων κρίσιμης ειδικότητας; Η απάντηση είναι ναι, εφόσον μιλάμε για τη χώρα μας. Εναλλακτικά: να παρανομήσουμε.

    Η ενδεκάωρη ανάπαυση και οι δυνητικές παρεκκλίσεις

    Η Ευρωπαϊκή Οδηγία 2003/88/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 4.11.23 προβλέπει (αρ. 3) έναν γενικό κανόνα ημερήσιας ανάπαυσης: Τα κράτη µέλη θεσπίζουν τα αναγκαία μέτρα ώστε κάθε εργαζόμενος να διαθέτει, ανά εικοσιτετράωρο, περίοδο ανάπαυσης ελάχιστης διάρκειας ένδεκα συναπτών ωρών.

    Προβλέπεται, όμως-λογικά, και το ενδεχόμενο αναγκαίων παρεκκλίσεων. Παρεκκλίσεις, συγκεκριμένα, από τον προαναφερθέντα, γενικό, κανόνα (αρθ. 17 §§2 & 3) είναι δυνατό να θεσμοθετηθούν υπό συγκεκριμένες, αυστηρές, προϋποθέσεις. Σε κάθε περίπτωση, πάντως, αποκλειστικά μέσω (α) της νομοθετικής, κανονιστικής ή διοικητικής οδού ή (β) με συμφωνίες μεταξύ των κοινωνικών εταίρων.

    Οι εν λόγω παρεκκλίσεις είναι δυνατό να λάβουν χώρα, υπό τον όρο ότι στους οικείους εργαζομένους θα χορηγούνται ισοδύναμες περίοδοι αντισταθμιστικής ανάπαυσης. Εναλλακτικά, σε εξαιρετικές περιπτώσεις (όπου είναι αντικειµενικώς αδύνατη η χορήγηση ισοδύναμων περιόδων αντισταθµιστικής ανάπαυσης), θα πρέπει να παρασχεθεί κατάλληλη προστασία στους οικείους εργαζοµένους.

    Παρεκκλίσεις, πάντως, είναι δυνατό να λάβουν χώρα σε συγκεκριμένες, μόνον, δραστηριότητες. Συγκεκριμένα: Aνοικτής θάλασσας˙ φύλαξης και επίβλεψης που χαρακτηρίζονται από την ανάγκη συνεχούς παρουσίας για την προστασία των αγαθών και των προσώπων, ιδίως όταν πρόκειται για φύλακες και θυρωρούς ή επιχειρήσεις φύλαξης˙ ύπαρξη ανάγκης να εξασφαλισθεί η συνέχεια της υπηρεσίας ή της παραγωγής, ιδίως στους τομείς νοσηλείας ή/και περίθαλψης, λιμένων και αερολιμένων, τύπου, ραδιοφωνίας, τηλεόρασης, κινηματογράφου, ταχυδρομείων  ή τηλεπικοινωνιών, τις υπηρεσίες ασθενοφόρων, τις πυροσβεστικές υπηρεσίες ή την πολιτική άμυνα˙ βιομηχανίας˙ έρευνας και ανάπτυξης˙ γεωργίας˙ μεταφοράς επιβατών με τακτικές αστικές μεταφορές.

    Ειδικά όσον αφορά παρεκκλίσεις από τον γενικό κανόνα για την εργασία κατά βάρδιες είναι δυνατόν να επιτρέπονται (αρ. 17 §4) κάθε φορά που ο εργαζόµενος αλλάζει βάρδια και δεν µπορεί να συμπληρώσει τα ελάχιστα όρια ημερήσιας ή/και εβδοµαδιαίας ανάπαυσης ανάµεσα στο τέλος μίας βάρδιας και στην αρχή της επόμενης. Επίσης για τις δραστηριότητες που χαρακτηρίζονται από τµηµατικές περιόδους ηµερήσιας εργασίας, ιδίως προσωπικού, το οποίο ασχολείται µε δραστηριότητες καθαρισµού.

    Το παράδειγμα της Γαλλίας

    Στη χώρα μας, όπως εισαγωγικά αναφέρθηκε, δεν έχουν αξιοποιηθεί, δυστυχώς, οι ευχέρειες που η ανωτέρω Οδηγία παρέχει. Είναι παντού, άραγε, έτσι;

    Φωτεινό παράδειγμα η Γαλλία, η οποία έχει ήδη, επιτυχώς, διαχειριστεί το συγκεκριμένο ζήτημα.

    Ευθυγραμμιζόμενη με την ευρωπαϊκή νομοθεσία έχει θέσει τον γενικό κανόνα της ημερήσιας ανάπαυσης (αρ. L.3131-1 του Εργατικού Κώδικα/Code du Travail). Στο πλαίσιο της συγκεκριμένης ρύθμισης, κάθε εργαζόμενος δικαιούται ημερήσια ανάπαυση ελάχιστης διάρκειας έντεκα συνεχόμενων ωρών, εκτός από τις περιπτώσεις που προβλέπονται στα άρθρα L.3131-2 και L.3131-3, ή σε περίπτωση έκτακτης ανάγκης, υπό προϋποθέσεις που καθορίζονται με διάταγμα (προεδρικό ή πρωθυπουργικό).

    Παρεκκλίσεις, συγκεκριμένα, από την ελάχιστη περίοδο ημερήσιας ανάπαυσης που προβλέπεται στο άρθρο L. 3131-1, είναι δυνατό να καθορισθούν, υπό όρους, με διάταγμα, ιδίως για δραστηριότητες που χαρακτηρίζονται από την ανάγκη διασφάλισης της συνέχειας των υπηρεσιών.

    Στο πλαίσιο, ακριβώς, της συγκεκριμένης ευχέρειας έχει θεσμοθετηθεί (art. 8 du Décret n°2000-118) πως: Η ελάχιστη περίοδος ημερήσιας ανάπαυσης που ορίζεται σε ένδεκα ώρες, μπορεί να αρθεί, όταν σωρευτικά συντρέχουν οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

    (α) σε περίπτωση επείγουσας εργασίας, η άμεση εκτέλεση της οποίας είναι απαραίτητη για:  την οργάνωση μέτρων διάσωσης, την πρόληψη επικείμενων ατυχημάτων, την επισκευή βλαβών σε εξοπλισμό, εγκαταστάσεις ή κτίρια,

    (β) με την αποκλειστική ευθύνη του εργοδότη, ο οποίος οφείλει να ενημερώσει άμεσα τον επιθεωρητή εργασίας και

    (γ) χορήγηση στους ενδιαφερόμενους εργαζομένους τουλάχιστον ισοδύναμων περιόδων ανάπαυσης, το αργότερο πριν από το τέλος της ημερολογιακής εβδομάδας, που ακολουθεί την εβδομάδα κατά την οποία μειώθηκε η ημερήσια ανάπαυση.

    Η (μη) διαχείριση του προβλήματος στη χώρα μας

    Μέχρι σήμερα, δυστυχώς, αυτό που έχουμε επιλέξει, ως Πολιτεία, να πράξουμε είναι «να αποστρέφουμε την κεφαλή». Για σχετική πρόβλεψη στο ΕΡΓΑΝΗ, ούτε λόγος, φυσικά, να γίνεται…

    Κι επειδή μια επιχείρηση διάσωσης, λ.χ., δεν είναι δυνατό να αναμένει την συμπλήρωση ενδεκάωρης ανάπαυσης για την ανάκληση των εργαζομένων κρίσιμης ειδικότητας, το βάρος μετατίθεται στους εργοδότες που συνειδητά θα παρανομήσουν˙ φυσικά και στους φιλότιμους, εκ των εργαζομένων, που δεν θα αρνηθούν να συμπράξουν. Η Πολιτεία πάντοτε, όμως, θα επιτηρεί τους «παρανομούντες» και θα καραδοκεί, αυτονοήτως, για την επιβολή των, όχι αμελητέων, κυρώσεων.

    Η πρόταση

    Στην περίπτωση που επιλέξουμε να διαχειριστούμε το ανωτέρω, σημαντικό, πρόβλημα η λύση μοιάζει  αφοπλιστικά απλή: ας ακολουθήσουμε το παράδειγμα της Γαλλίας. Ας προσθέσουμε, απλά, ένα εδάφιο 3 στην παρ. 3 αρ. 175 ΠΔ 80/2022, ως εξής:

    «Ειδικότερα παρέκκλιση από την ελάχιστη ημερήσια ανάπαυση των έντεκα (11) ωρών κατά το άρθρο 164 επιτρέπεται και χωρίς συλλογική σύμβαση ή συμφωνία, υπό την αποκλειστική ευθύνη του εργοδότη, ο οποίος πρέπει να ενημερώσει άμεσα την Επιθεώρηση Εργασίας, σε περίπτωση επειγουσών εργασιών, η άμεση εκτέλεση των οποίων είναι απαραίτητη για την οργάνωση μέτρων διάσωσης, την πρόληψη επικείμενων ατυχημάτων ή την επιδιόρθωση βλαβών σε εξοπλισμό, εγκαταστάσεις ή κτήρια».

     

    Συχνά στη χώρα μας εθελοτυφλούμε˙ ολιγωρούμε  απέναντι στα προφανή. Οι λύσεις είναι, κατά βάση, αφοπλιστικά απλές. Έτσι και στη συγκεκριμένη περίπτωση: την ενδεκάωρη ανάπαυση των εργαζομένων οφείλουμε, πράγματι, ως κόρη οφθαλμού να διαφυλάσσουμε. Υπερτερούν όμως, κάποια αγαθά: η ζωή, λ.χ., και η υγεία. Ας προχωρήσουμε, επομένως, στα προφανή.-

     

     

    Σταύρος Κουμεντάκης

    Managing Partner

    Koumentakis and Associates Law Firm

     

  • Αίτηση Έκτακτου Ελέγχου Μεγάλης Μειοψηφίας

    Αίτηση Έκτακτου Ελέγχου Μεγάλης Μειοψηφίας

    Αίτηση Έκτακτου Ελέγχου Μεγάλης Μειοψηφίας

    (άρ. 142 παρ.3 ν. 4548/2018)

     

    Σε προηγούμενη αρθρογραφία μας ασχοληθήκαμε με την αίτηση έκτακτου ελέγχου της ΑΕ από τη «μικρή» μειοψηφία. Στο πλαίσιο της ίδιας θεματικής θα επιχειρήσουμε την προσέγγιση της δυνατότητας υποβολής αίτησης έκτακτου ελέγχου της ΑΕ από τη «μεγάλη» μειοψηφία.

    Αιτήσεις Ελέγχου Μικρής & Μεγάλης Μειοψηφίας˙ Διαφορές

    Οι βασικές διαφορές στα δικαιώματα ελέγχου της Μικρής και Μεγάλης Μειοψηφίας, εδράζονται στο ποσοστό του μετοχικού κεφαλαίου, που προϋποθέτει την άσκηση καθενός από αυτά και, φυσικά, στο εύρος των δικαιωμάτων που παρέχονται. Όσον αφορά, ειδικότερα, το εύρος του δικαιώματος της μεγάλης πλειοψηφίας, δικαιολογείται από το αυξημένο μετοχικό ποσοστό που προϋποθέτει. Αντικείμενο του εν λόγω ελέγχου, όπως και στη συνέχεια θα αναλυθεί, δεν αποτελεί συγκεκριμένη πράξη αλλά το σύνολο της διαχείρισης της εταιρείας. Δεν προβλέπεται, μάλιστα, χρονικός περιορισμός, όπως ισχύει με το δικαίωμα της μικρής μειοψηφίας για υποβολή αίτησης έκτακτου ελέγχου.

    Επισημαίνεται, πάντως, πως και τα δύο, επιμέρους, δικαιώματα ελέγχου, μπορούν να ασκηθούν και σωρευτικά: η άσκηση του ενός δεν αποκλείει την άσκηση του άλλου.

    Προϋποθέσεις

    Δικαιούχοι

    Οι μέτοχοι που δικαιούνται να υποβάλλουν την αίτηση ελέγχου θα πρέπει να συγκεντρώνουν ποσοστό ίσο με το 1/5 του καταβεβλημένου μετοχικού κεφαλαίου. Ωστόσο, Το καταστατικό, ωστόσο, είναι δυνατό να αξιώνει, νομίμως, μικρότερο ποσοστό. Επισημαίνεται ότι απαραίτητο στοιχείο για να είναι ορισμένη η αίτηση για τον έκτακτο διαχειριστικό έλεγχο της ΑΕ, αποτελεί η αναφορά σε αυτήν (και, φυσικά, η απόδειξη) του ποσοστού συμμετοχής του αιτούντος μετόχου στο κεφάλαιό της˙ επίσης, η απόδειξη της καταβολής του (ΕιρΣπάρτη 56/2017 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

    Σε αντίθεση με το δικαίωμα της μικρής μειοψηφίας, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς δε δικαιούται να υποβάλει αίτημα για Έκτακτο Έλεγχο εξαιτίας ύπαρξης ενδείξεων μη χρηστής και συνετής διαχείρισης.

    Υποβολή Αίτησης και Αρμόδιο Δικαστήριο

    Εκείνοι που διαθέτουν τις προϋποθέσεις του νόμου, δικαιούνται να υποβάλουν αίτηση με περιεχόμενο το αίτημα για διενέργεια έκτακτου ελέγχου. Αρμόδιο να δικάσει τη σχετική αίτηση είναι το Μονομελές Πρωτοδικείο της έδρας της ΑΕ με τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας. Η προβληματική για τη φύση της ένδικης διαφοράς αναπτύχθηκε, ήδη, στο άρθρο μας για την αίτηση έκτακτου ελέγχου της μικρής μειοψηφίας.

    Αντικείμενο Αίτησης

    Η υποβολή αίτησης ελέγχου απαιτεί ενδείξεις μη χρηστής ή/και συνετής διαχείρισης από μέρους της διοικούσας πλειοψηφίας.

    Να σημειωθεί, εισαγωγικά, πως οι συγκεκριμένες έννοιες, καθόσον από τη φύση τους αόριστες, είναι δυνατό να λειτουργήσουν βλαπτικά για την ΑΕ και να συνδράμουν σε εκβιαστικές κινήσεις της αιτούσας μειοψηφίας σε βάρος της διοικούσας πλειοψηφίας. Στο αρμόδιο Δικαστήριο εναπόκειται να κάνει τη δέουσα, κατά περίπτωση, υπαγωγή και αξιολόγηση.

    Ως προς τη μη χρηστή διοίκηση, αυτή κρίνεται με βάση την έννοια των χρηστών ηθών αλλά και τις κρατούσες αντιλήψεις για τον μέσο χρηστό άνθρωπο. Όσον αφορά τη συνετή διαχείριση, σημείο αναφοράς αποτελεί η ευθύνη των μελών του ΔΣ και η πιθανότητα κινδύνου που εμπεριείχαν πράξεις ή παραλείψεις τους σύμφωνα με την κρίση του συνετού επιχειρηματία. Παραδείγματα τέτοιων πράξεων αποτελούν η παράλειψη σύγκλησης ΓΣ, οι λογιστικές παραλείψεις, η παράλειψη διανομής κερδών παρά την ύπαρξη κερδοφορίας, οι παραβιάσεις επί του ισολογισμού, η ίδρυση ανταγωνιστικής εταιρείας, η διενέργεια σοβαρών συναλλαγών για την εταιρία (χωρίς ενημέρωση ή απόφαση του ΔΣ), η παροχή υψηλών πιστώσεων σε αφερέγγυους πελάτες, η μη έκδοση μετοχικών τίτλων, η άρνηση του ΔΣ στο αίτημα πληροφόρησης των μετόχων της μειοψηφίας για την οικονομική πορεία της εταιρείας (ΕφΛαρ 263/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), η πραγματοποίηση αλόγιστων δαπανών προς εξυπηρέτηση προσωπικών αναγκών και επιδιώξεων, η υπερβολική αύξηση υποχρεώσεων εταιρείας έναντι των προμηθευτών της, η ανταγωνιστική δράση μέλους του ΔΣ, η μη άσκηση της διοίκησης προς όφελος της εταιρείας, η μη σύνταξη ισολογισμών, η απασχόληση υπαλλήλων της ΑΕ σε άλλη εταιρία ελεγχόμενη από μέτοχο. Δεν αρκεί, πάντως, η ύπαρξη ζημιών, αν και αποτελούν ένδειξη μη συνετούς διαχείρισης.

    Οι ενδείξεις βασίζονται συνολικά στην πορεία της εταιρείας αλλά και σε συγκεκριμένα στοιχεία. Ωστόσο, δεν αρκούν αόριστες αναφορές. Απαιτείται η επίκληση και απόδειξη συγκεκριμένων πραγματικών περιστατικών, τα οποία φανερώνουν τη μη συνετή διοίκηση της εταιρείας. Λόγω της έκτασης του αντικειμένου του ελέγχου της μεγάλης μειοψηφίας, ο νομοθέτης δεν αρκείται στην πιθανολόγηση μη συνετής και χρηστής διαχείρισης αλλά απαιτεί την απόδειξή της. Να σημειωθεί, όμως, πως δε φτάνει στο βαθμό να αξιώνει πλήρη απόδειξη αλλά αρκεί, στην πραγματικότητα, ισχυρή πιθανολόγηση. Μοιάζει, τούτο, λογικό καθώς πλήρη απόδειξη μόνον μέσω του ελέγχου είναι δυνατό να λάβει χώρα.

    Περιεχόμενο ελέγχου

    Ο έλεγχος που, ενδεχομένως, διαταχθεί από το Δικαστήριο, σε ικανοποίηση της σχετικής, κατά τα άνω, αίτησης, δεν αφορά μεμονωμένες πράξεις αλλά το σύνολο της διαχείρισης της ΑΕ. Ο έλεγχος που διατάσσεται είναι νομιμότητας και σκοπιμότητας. Δεν εξαντλείται στη διαπίστωση των πράξεων αλλά εξετάζει και το βαθμό οφέλους και ζημίας που προκαλείται στην ΑΕ από αυτές. Διευκρινίζεται ότι η σκοπιμότητα δεν αφορά τις διαχειριστικές πράξεις.

    Η καλή πορεία της ΑΕ αποτελεί, κατά κανόνα, τεκμήριο συνετούς και χρηστής διαχείρισης. Από την άλλη, τα κακά αποτελέσματα της εταιρείας δεν αρκούν, από μόνα τους, για τη πιθανολόγηση της μη χρηστής και συνετής διαχείρισης, ώστε από μόνα τους να παρέχουν τη δυνατότητα αίτησης ελέγχου (1439/2015 ΑΠ, ΤΝΠ Qualex).

    Λόγος Αποκλεισμού Έκτακτου Ελέγχου

    Το Δικαστήριο έχει τη δυνατότητα να κρίνει μη δικαιολογημένη την υποβολή αίτησης ελέγχου εκ μέρους των μετόχων. Συγκεκριμένα, αν οι μέτοχοι εκπροσωπούνται στο ΔΣ λόγω απευθείας διορισμού μέλους αυτού (άρ.79) ή λόγω εκλογής μελών ΔΣ βάσει καταλόγων (άρ.80), το δικαστήριο μπορεί να κρίνει ότι δεν είναι δικαιολογημένη η υποβολή αίτησης είτε εκ μέρους της μεγάλης είτε εκ μέρους της μικρής μειοψηφίας. Μάλιστα, σύμφωνα με πρόσφατο νομολογιακό παράδειγμα (1787/2023 ΜονΠρωτΑθηνών, ΤΝΠ Qualex), ο συγκεκριμένος λόγος άρνησης, που επαφίεται στην ευχέρεια του Δικαστηρίου, περιορίζεται, αποκλειστικά, στην περίπτωση της άσκησης της αίτησης εκ μέρους της μεγάλης μειοψηφίας.

    Δικαιολογητική βάση της πρόβλεψης για τη συγκεκριμένη, προαναφερθείσα, ευχέρεια (και άρνηση ελέγχου) του αρμόδιου Δικαστηρίου, συνιστά το τεκμήριο της ενημέρωσης του αιτούντος μετόχου για τον τρόπο άσκησης της διοίκησης και την πορεία της εταιρείας μέσω του μέλους που τον «εκπροσωπεί» στο ΔΣ. Ωστόσο, δεν συνιστά τεκμήριο αμάχητο για πραγματική πληροφόρηση˙ δεν αποκλείεται, σε κάθε περίπτωση, η δυνατότητα αίτησης ελέγχου, αφού ο αιτών μέτοχος μπορεί να μη είχε (δια του ορισθέντος από τον ίδιο μέλους του ΔΣ) πρόσβαση στις κρίσιμες πληροφορίες.

    Υποστηρίζεται (και ορθά) ότι στην περίπτωση που ναι μεν το μέλος του ΔΣ έχει διορισθεί από έναν εκ των αιτούντων αλλά οι αιτούντες αποτελούν μια, ενιαία, ομάδα μετόχων,  μπορεί να αποκλειστεί η δυνατότητα υποβολής (ή, κατά περίπτωση, αποκλειστεί η ικανοποίηση) αίτησης ελέγχου εκ μέρους των προαναφερθέντων αιτούντων.

    Να διευκρινιστεί εδώ, πως όσον αφορά τον συγκεκριμένο λόγο αποκλεισμού έκτακτου ελέγχου, αυτός θα πρέπει να διακριθεί από την καταχρηστικότητα. Καταχρηστική είναι η αίτηση, όταν ο μέτοχος (αποδεικνύεται πως) έχει πρόσβαση στα στοιχεία που θα αποτελέσουν το αντικείμενο ελέγχου. Βέβαια, η ύπαρξη της ιδιότητας του μέλους του ΔΣ στο πρόσωπο του αιτούντος για χρονικό διάστημα για το οποίο αιτείται έλεγχο, δεν καθιστά καταχρηστική την αίτησή του. Αν, ωστόσο, ο αιτών μέτοχος είναι μέλος του ΔΣ κατά την υποβολή της αίτησης ελέγχου, καθώς έχει άμεση πρόσβαση στο αντικείμενο του ελέγχου, θα πρέπει να κριθεί η αίτησή του απαράδεκτη ελλείψει εννόμου συμφέροντος.

     

    Η εξουσία που παρέχεται στη μεγάλη μειοψηφία (1/5 και πλέον) των μετοχών της ΑΕ να ζητήσουν τη διενέργεια έκτακτου ελέγχου της ΑΕ είναι εξαιρετικά ευρεία. Επικίνδυνη, επομένως, για την ΑΕ αλλά και για τους ίδιους τους φορείς της. Πολύ περισσότερο που βασικές προϋποθέσεις για την άσκηση της σχετικής αίτησης (:ενδείξεις μη χρηστής ή/και συνετής διαχείρισης) συνιστούν αόριστες νομικές έννοιες. Εναπόκειται, και πάλι, στον δικαστή που θα κληθεί να λάβει τη σχετική απόφαση αν δικαιολογείται ο αιτούμενος έλεγχος της ΑΕ, η αναστάτωση επιφέρει και συνέπειές του, από τη φύση και βαρύτητα των καταγγελλομένων. Για τον τρόπο, πάντως, της διενέργειάς του, σε επόμενη αρθρογραφία μας.-

     

     

    Σταύρος Κουμεντάκης

    Managing Partner

    Koumentakis and Associates Law Firm

     

     

    Σημ.: Το παρόν άρθρο αποτελεί τμήμα ευρύτερης ενότητας αρθρογραφίας της Δικηγορικής μας Εταιρείας για τις ΑΕ. Στην ενότητα αυτή επιχειρούμε την ανάλυση, άρθρο προς άρθρο-με business view, πάντα, προσέγγιση, του νόμου για τις ΑΕ (:4548/2018).

     

     

  • Αίτηση Έκτακτου Ελέγχου Μικρής Μειοψηφίας & Επ. Κεφαλαιαγοράς

    Αίτηση Έκτακτου Ελέγχου Μικρής Μειοψηφίας & Επ. Κεφαλαιαγοράς

    Αίτηση Έκτακτου Ελέγχου Μικρής Μειοψηφίας & Επ. Κεφαλαιαγοράς

     (άρ. 142 §§ 1, 2 & 5 ν. 4548/2018)

    Μας απασχόλησαν, ήδη, τα δικαιώματα που παρέχει ο νομοθέτης στους μετόχους της μειοψηφίας. Εδώ θα μας απασχολήσει ακόμα ένα σημαντικό προνόμιο, που τους παρέχει ο νομοθέτης για την εξασφάλιση της θέσης και δικαιωμάτων τους. Πρόκειται για την αίτηση Έκτακτου Ελέγχου της εταιρείας. Το συγκεκριμένο (σχετικά περιορισμένο) δικαίωμα αναγνωρίζεται στη μικρή μειοψηφία και την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς καθώς και (ευρύτερο) στη μεγάλη μειοψηφία. Εδώ θα μας απασχολήσει το πρώτο.

    Γενικά

    Σκοπός

    Σκοπός της αίτησης Έκτακτου Ελέγχου της εταιρείας αποτελεί η πληρέστερη ενημέρωση των μετόχων (και της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς-όσον αφορά εισηγμένες εταιρείες) για τυχόν πλημμέλειες στη διοίκηση της εταιρείας, οι οποίες δεν εντοπίστηκαν κατά τον Τακτικό Έλεγχο. Επίσης, για συγκέντρωση αποδεικτικών στοιχείων με σκοπό την άσκηση αγωγής αποζημίωσης στην περίπτωση πλημμελούς άσκησης των διαχειριστικών καθηκόντων από το ΔΣ, εξαιτίας της οποίας προκλήθηκε ζημία στην εταιρεία.

    Διάκριση από Τακτικό Έλεγχο

    Η διενέργεια έκτακτου ελέγχου αντιδιαστέλλεται με τον τακτικό έλεγχο. Ο τελευταίος αφορά τον έλεγχο της λογιστικής και διαχειριστικής κατάστασης της εταιρείας και τις χρηματοοικοικονομικές της καταστάσεις. Η διενέργεια του είναι κατά κανόνα υποχρεωτική και λαμβάνει χώρα σε διαρκή βάση από τους διορισμένους ελεγκτές της ΑΕ. Δεν ρυθμίζεται στον νόμο για τις ΑΕ (:ν.4548/2018) αλλά σε ειδικότερο νομοθέτημα (:ν.4449/2017).

    Ο Τακτικός και ο Έκτακτος Έλεγχος σε κάποια σημεία τέμνονται. Συνιστούν, όμως, ανεξάρτητες διαδικασίες. Σημαντικό να σημειωθεί πως ο ένας έλεγχος δεν αποκλείει τον άλλο: η έγκριση των χρηματοοικονομικών καταστάσεων και της διαχείρισης του ΔΣ δεν αποκλείει τη διενέργεια Έκτακτου Ελέγχου. Υποστηρίζεται, μάλιστα (κι όχι άδικα), πως ο Έκτακτος Έλεγχος λειτουργεί συμπληρωματικά στον Τακτικό και καλύπτει όσες πτυχές εκφεύγουν του αντικειμένου και ορίων του τελευταίου.

    Προϋποθέσεις

    Υποβολή Αίτησης

    Εκείνοι στους οποίους αναγνωρίζεται το συγκεκριμένο δικαίωμα οφείλουν να υποβάλουν αίτηση στο αρμόδιο δικαστήριο για τη διενέργεια Έκτακτου Ελέγχου και τον διορισμό ελεγκτών, που θα αναλάβουν το συγκεκριμένο έργο.

    Δικαιούχοι

    Δικαιούνται να υποβάλλουν αίτηση διενέργειας Έκτακτου Ελέγχου μέτοχοι της «μικρής» μειοψηφίας. Αναγκαία προϋπόθεση, επομένως, είναι να συγκεντρώνει/νουν ποσοστό ίσο, κατ’ ελάχιστο, με το 1/20 του καταβεβλημένου μετοχικού κεφαλαίου.

    Θα πρέπει να υπογραμμισθεί, εκ περισσού, πως δεν μπορεί να προβεί στην άσκηση του συγκεκριμένου δικαιώματος οποιοσδήποτε μέτοχος-αποκλειστικά και μόνο επειδή διαθέτει τη μετοχική ιδιότητα κι ανεξάρτητα από το ποσοστό του. Ο αποκλεισμός ενός τέτοιου ενδεχόμενου και η απαραίτητη συγκέντρωση ενός ελάχιστου ποσοστού αποκλείει τη διακινδύνευση κοινολόγησης απόρρητων πληροφοριών της εταιρείας σε οποιονδήποτε-και τον κάτοχο, έστω, μιας μετοχής της ΑΕ. Επιπλέον, με την πρόβλεψη ενός ελάχιστου ποσοστού εξισορροπούνται, ως κάποιο βαθμό, τα συμφέροντα των μετόχων της μειοψηφίας με αυτά της εταιρείας.

    Το αναγκαίο ποσοστό του μετοχικού κεφαλαίου

    Στα δικαιώματα μειοψηφίας (άρ.141), που ήδη μας απασχόλησαν, το απαραίτητο ποσοστό μπορεί να μειωθεί με καταστατική πρόβλεψη, με κατώτατο όριο το ½ εκείνου που προβλέπεται στον νόμο. Το εν λόγω ποσοστό δεν μπορεί, όμως, να αυξηθεί αλλά ούτε και να τεθούν επιπλέον προϋποθέσεις και περιορισμοί για την άσκηση του δικαιώματος ελέγχου.

    Κρίσιμος χρόνος κατά τον οποίο πρέπει να διαθέτει την ιδιότητα του μετόχου ο αιτών (μέτοχος) και να συγκεντρώνει το ελάχιστο μετοχικό ποσοστό είναι ο χρόνος άσκησης του δικαιώματος. Υποστηρίζεται και η άποψη σύμφωνα με την οποία η ιδιότητα και το ποσοστό πρέπει να εξακολουθούν να υφίστανται και κατά την συζήτηση της αίτησης στο δικαστήριο. Η άποψη αυτή, ωστόσο, αφήνει το περιθώριο στην πλειοψηφία να προβεί στην αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου με αποτέλεσμα να μειωθεί το ποσοστό των αιτούντων και να μην πληρούται η προϋπόθεση του ελάχιστου καταβεβλημένου μετοχικού κεφαλαίου. Ισορροπώντας ανάμεσα στις δύο θέσεις μια τρίτη άποψη προτείνει την προϋπόθεση συγκέντρωσης του κεφαλαίου και κατά την συζήτηση αλλά αν έχει μεσολαβήσει αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου και μείωση του ποσοστού που συγκεντρώνουν οι αιτούντες, αρκούνται στην απόδειξη ότι διαθέτουν τον αριθμό των μετοχών που ήταν απαραίτητος για να ασκήσουν το δικαίωμα κατά το χρόνο άσκησης του.

    Επί επικαρπίας και ενεχύρου μετοχών, το δικαίωμα που εδώ ερευνάται, ανήκει στο πρόσωπο που διαθέτει, κατά τα συμφωνηθέντα, το δικαίωμα ψήφου (άρθρο 54 §3). Eπί συγκυριότητας μετοχών πρέπει να οριστεί ειδικός εκπρόσωπος για να προβεί στην άσκησή του.

    Πέρα από τους μετόχους της «μικρής» μειοψηφίας, επί εισηγμένων εταιρειών δυνατότητα να αιτηθεί Έκτακτο έλεγχο διαθέτει και η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς. Ο νομοθέτης ζυγίζοντας τη βαρύτητα που έχει η λειτουργία της ΑΕ για την εθνική οικονομία και το γεγονός ότι τα συμφέροντα που διακυβεύονται γύρω από αυτήν, ξεπερνούν τα ενδοεταιρικά, παρέσχε το εν λόγω δικαίωμα και στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς.

    Η απόδειξη συγκέντρωσης του ελάχιστου ποσοστού

    Διαδικαστική προϋπόθεση της δίκης (η οποία όταν ελλείπει η αίτηση απορρίπτεται ως ουσία αβάσιμη) είναι η απόδειξη του αριθμού των μετοχών που συγκεντρώνει ο αιτών. Ο τρόπος απόδειξης είναι ταυτόσημος με αυτόν που απαιτείται για τα λοιπά δικαιώματα μειοψηφίας του άρθρου 141 ν.4548/2018.

    Χρονικό Περιθώριο Υποβολής Αίτησης

    Η υποβολή αίτησης ελέγχου υπόκειται σε χρονικό περιορισμό. Δεν είναι δυνατό να ασκηθεί μετά την παρέλευση τριών ετών από την έγκριση των χρηματοοικονομικών καταστάσεων της χρήσης, εντός της οποίας είχαν τελεστεί οι πράξεις (ή παραλείψεις) που καταγγέλθηκαν.

    Αρμόδιο Δικαστήριο και Διαδικασία

    Αρμόδιο να δικάσει την αίτηση ελέγχου είναι το Μονομελές Πρωτοδικείο της έδρας της ΑΕ με τη διαδικασία της εκούσιας διαδικασίας.

    Διχογνωμία υφίσταται γύρω από το ζήτημα της φύσης της συγκεκριμένης υπόθεσης, δηλαδή αν πρόκειται για υπόθεση γνήσιας ή μη γνήσιας εκούσιας διαδικασίας. Σύμφωνα με μερίδα της νομολογίας, πρόκειται περί μη γνήσιας υπόθεσης εκούσιας δικαιοδοσίας. Στο πλαίσιο αυτής η αίτηση (οφείλει να) στρέφεται κατά του νομικού προσώπου της Α.Ε. αλλά και κατά των ελεγχόμενων μελών του ΔΣ, που υπέπεσαν στις παραβάσεις, οπότε ομοδικούν με το νομικό πρόσωπο της εταιρίας (ΚΠολΔ 74 § 2) (ΕφΑθ 46/2021 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Ωστόσο, υφίσταται και αντίθετη άποψη, η οποία υποστηρίζεται με παλαιότερη νομολογία, κατά την οποία ως γνήσια υπόθεση εκούσιας δικαιοδοσίας η αίτηση δεν στρέφεται κατά της ΑΕ, πλην όμως αυτή δύναται να ασκήσει παρέμβαση για να καταστεί διάδικο μέρος (ΕφΑθ 4958/1994 ΕΕμπΔ 1994).

    Λόγοι Αίτησης Ελέγχου Και Πιθανολόγηση Παραβίασης

    Η διάταξη αναφέρει ότι οι μέτοχοι της μικρής μειοψηφίας δικαιούνται να ζητήσουν τον έλεγχο της εταιρείας, εφόσον πιθανολογούν την παραβίαση διατάξεων του νόμου, του καταστατικού ή αποφάσεων της ΓΣ.

    Όπως ρητά αναφέρει η διάταξη, απαιτείται πιθανολόγηση παραβίασης και όχι η βεβαιότητα. Ο αιτών πιθανολογεί την ύπαρξη συγκεκριμένων πραγματικών περιστατικών και όχι την πιθανολόγηση παραβιάσεων (1484/2019 ΑΠ, ΤΝΠ Qualex).

    Η παραβίαση αυτών λαμβάνει χώρα κατά την άσκηση της διοίκησης της εταιρείας. Ελλείψει ειδικότερης πρόβλεψης κάθε παραβίαση, ανεξάρτητητα από αντικείμενο και (παραβιαζόμενη) διάταξη, μπορεί να αποτελέσει λόγο για έλεγχο. Ωστόσο, υπάρχει και αντίθετη άποψη στη νομολογία, σύμφωνα με την οποία οι παραβιασθείσες διατάξεις πρέπει να αφορούν τα συμφέροντα της μειοψηφίας (1484/2019 ΑΠ, Qualex). Ακόμα και αν δεν υιοθετηθεί η τελευταία θέση, δε φαίνεται δυνατή η προβολή ως λόγου για έλεγχο της παραβίασης διάταξης επουσιώδους σημασίας.

    Τα πραγματικά περιστατικά μπορεί να είναι πράξεις ή παραλείψεις εταιρικών οργάνων κατά την άσκηση της διοίκησης της εταιρείας. Απαιτείται η αναφορά συγκεκριμένων πράξεων ή παραλείψεων και όχι η αόριστη καταγγελία για παραβιάσεις διατάξεων και αποφάσεων. Επομένως, πρέπει να εξειδικεύονται στην αίτηση συγκεκριμένες πράξεις ή παραλείψεις (αρκεί και μόνον μία).

    Νομολογιακά παραδείγματα πράξεων και παραλείψεων που συνιστούν παραβάσεις του νόμου αποτελούν η παράβαση των διατυπώσεων του νόμου για την πιστοποίηση της αύξησης του κεφαλαίου (763/1999, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), η εγγραφή διογκωμένων εξόδων στα εταιρικά βιβλία (444/2009 ΕφΠειρ, ΤΝΠ Qualex), η παράβαση φορολογικών διατάξεων (4958/1994 ΕφΑθηνών, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) κλπ.

    Αφού διαπιστωθεί ότι πράγματι υπήρξε το συγκεκριμένο γεγονός, το δικαστήριο θα προβεί στην υπαγωγή και στον χαρακτηρισμό της πράξης ή παράλειψης ως παραβίασης (ή όχι) και, συνακόλουθα, θα διατάξει (ή όχι) έκτακτο έλεγχο.

     

    Η εξουσία που παρέχεται στη μικρή μειοψηφία (1/20 και πλέον) των μετοχών της ΑΕ να ζητήσουν τη διενέργεια έκτακτου ελέγχου της είναι, κατά βάση, εξαιρετικά ευρεία. Το ερώτημα όμως που θα απασχολήσει τον δικαστή που θα κληθεί να λάβει τη σχετική απόφαση είναι κρίσιμο: δικαιολογείται ο αιτούμενος έλεγχος της ΑΕ, η αναστάτωση επιφέρει και συνέπειές του, από τη φύση και βαρύτητα των καταγγελλομένων; Αντίστοιχο ερώτημα (που, μάλιστα, τίθεται περισσότερο έντονα) είναι εκείνο που αφορά δυνητικό αίτημα της μεγάλης, λεγόμενης, μειοψηφίας της ΑΕ (1/5 και πλέον των μετοχών της ΑΕ). Περί του τελευταίου, αυτού, ελέγχου σε επόμενη αρθρογραφία μας.-

     

     

    Σταύρος Κουμεντάκης

    Managing Partner

    Koumentakis and Associates Law Firm

     

     

    Σημ.: Το παρόν άρθρο αποτελεί τμήμα ευρύτερης ενότητας αρθρογραφίας της Δικηγορικής μας Εταιρείας για τις ΑΕ. Στην ενότητα αυτή επιχειρούμε την ανάλυση, άρθρο προς άρθρο-με business view, πάντα, προσέγγιση, του νόμου για τις ΑΕ (:4548/2018).

     

     

Η περιοχή αυτή είναι καταχωρημένη στο wpml.org ως περιοχή ανάπτυξης. Μεταβείτε σε τοποθεσία παραγωγής με κλειδί στο remove this banner.