Blog

  • Οι προνομιούχες μετοχές

    Οι προνομιούχες μετοχές

    Προνομιούχες μετοχές (ως μέσο προσέλκυσης επενδυτικών κεφαλαίων)

    Εισαγωγικά

    Η έννοια του ηρωισμού συνδέεται στη σκέψη μας, σε ένα πρώτο επίπεδο, με πεδία των μαχών κι εθνικούς (:απολύτως παρεξηγημένη λέξη στις μέρες μας) απελευθερωτικούς αγώνες-γνωστή εξάλλου και η σχετική ρήση του Ουίνστων Τσώρτσιλ για τους ήρωες και του Έλληνες. Καθώς όμως σήμερα δεν υπάρχουν στη χώρα μας, κατά κυριολεξία, πεδία των μαχών, ήρωες (μικρότεροι ή μεγαλύτεροι) είναι κι εκείνοι, μεταξύ άλλων, που αγωνίζονται με αντίξοες συνθήκες τον «αγώνα τον καλό» σε διάφορα πεδία. Τέτοιοι περισσεύουν (και) στον χώρο των επιχειρήσεων: στον αγώνα της ανάπτυξης ή, έστω, της επιβίωσής τους. Κι όχι μόνο σήμερα αλλά από πάντα. Έχει γραφεί πως «στην Οδύσσεια ο ηρωισμός δεν είναι εκείνος των πεδίων των μαχών αλλά ο καρτερικός αγώνας επιβίωσης και της επιτυχίας των μετά τον πόλεμο ειρηνικών σκοπών όπως της ανάπτυξης, του εμπορίου…».

    Αποτελεί λοιπόν κανόνα για τις επιχειρήσεις που αγωνίζονται τον «αγώνα τον καλό» στο στίβο της ανάπτυξης (κι όχι μόνον της επιβίωσης) η ανάγκη (και, ενίοτε, διακαής πόθος) για την απόκτηση ρευστότητας. Άλλες φορές της βασικής κι άλλοτε της αναγκαίας για επενδύσεις. Καθώς το τραπεζικό σύστημα (κουβαλώντας τα δικά του βάρη κι ανομήματα) δεν τείνει «ευήκοον ους» σε τέτοιου είδους αιτήματα οι επιχειρηματίες (μικρότεροι ή μεγαλύτεροι ήρωες της καθημερινότητας) αναζητούν τη  δημιουργία των αναγκαίων προϋποθέσεων και κινήτρων για την προσέλκυση κεφαλαίων. Τέτοια κίνητρα, αξιοποιώντας τις ευχέρειες του νόμου, μπορούν να δοθούν, όπως ήδη έχει διατυπωθεί σε προηγούμενη αρθρογραφία μας, μέσω των warrants ή/και των εξαγοράσιμων μετοχών.

    Σε κάθε περίπτωση, τα νέα κεφάλαια   είναι δεδομένο πως με πολλαπλούς τρόπους θα ήταν δυνατό να διοχετευθούν σε μια επιχείρηση και, εν προκειμένω, σε μια ανώνυμη εταιρεία. Κάποιοι από αυτούς είναι η χρηματοδότηση μέσω δανείου ή ομολογιακού δανείου, η συμμετοχή σε αύξηση μετοχικού κεφαλαίου για την απόκτηση κοινών ή προνομιούχων μετοχών.

    Γιατί όμως οι προνομιούχες μετοχές να θεωρούνται μέσο ή μορφή χρηματοδότησης και, πολύ περισσότερο, ελκυστικότερη από άλλες (λ.χ. το ομολογιακό δάνειο ή τις κοινές μετοχές);

    Η οπτική του επενδυτή

    Ο επενδυτής (μικροεπενδυτής ή μη) αναζητεί πλέον διαφορετικές, απ’ ότι μέχρι σήμερα, εναλλακτικές για την τοποθέτηση των αποταμιεύσεών του. Εξάλλου, έχει προ πολλού παρέλθει η περίοδος κατά την οποία η τοποθέτηση χρημάτων στις τράπεζες και σε τραπεζικά προϊόντα θεωρείτο μια ασφαλής και, ταυτόχρονα, μια προσοδοφόρα τοποθέτηση.

    Οι επενδυτές, έχοντας πλέον επαρκώς συνειδητοποιήσει πως δεν υπάρχουν απολύτως ασφαλείς τοποθετήσεις (οι οποίες θα δικαιολογούσαν μηδενικά ή αρνητικά επιτόκια) αναζητούν πλέον άλλες, έστω και περισσότερο «επιθετικές»- εναλλακτικές λύσεις.

    Μεταξύ των περισσοτέρων εναλλακτικών λύσεων για τον επενδυτή εντάσσεται και η συμμετοχή του στο μετοχικό κεφάλαιο της εταιρείας-ως κύριος προνομιούχων μετοχών.

    Τα δυνητικά προνόμια των (προνομιούχων) μετοχών

    Τα προνόμια που είναι δυνατό να αναγνωρισθούν στις συγκεκριμένες μετοχές είναι δυνατό να κινούνται σε ένα εξαιρετικά ευρύ πλαίσιο: Μεταξύ αυτών εντάσσονται η μερική ή ολική απόληψη μερίσματος για τις προνομιούχες μετοχές πριν από τις κοινές, η προνομιακή απόδοση του κεφαλαίου που καταβλήθηκε από τους κατόχους των προνομιούχων μετοχών από το προϊόν ενδεχόμενης μείωσης κεφαλαίου ή εκκαθάρισης της εταιρικής περιουσίας -συμπεριλαμβανομένης και της συμμετοχής στα ποσά που καταβλήθηκαν τυχόν «υπέρ το άρτιο». Επιτρεπτή επίσης είναι ενδεχόμενη καταστατική ρύθμιση για προνομιακή καταβολή μερίσματος στις προνομιούχες μετοχές και για τις χρήσεις που δεν έλαβε χώρα διανομή μερίσματος.

    Σε ορισμένες όμως περιπτώσεις, περισσότερο ενδιαφέροντα θα ήταν δυνατό να φαντάζουν κάποια άλλα προνόμια-υπό την προϋπόθεση βεβαίως των σχετικών καταστατικών ρυθμίσεων. Τέτοια είναι:

    (α) Η παροχή σταθερού μερίσματος ή η συμμετοχή εν μέρει μόνο στα κέρδη της εταιρείας

    (β) Η απόληψη τόκου (με ενδεχόμενο περιορισμό τη μη συμμετοχή των συγκεκριμένων προνομιούχων μετοχών στα κέρδη της εταιρείας για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα)

    (γ) Η συμμετοχή, κατά προτεραιότητα, στα κέρδη της εταιρείας από συγκεκριμένη επιχειρηματική δραστηριότητα.

    Αξιοσημείωτο είναι πως τα προνόμια είναι δυνατό να μεταβληθούν στη διάρκεια του χρόνου όχι όμως και στη διάρκεια της ίδιας εταιρικής χρήσης. Αντίστοιχα και ο ενδεχόμενος περιορισμός του δικαιώματος ψήφου. Προϋπόθεση για τη σχετική απόφαση, όπως εξάλλου και για την κατάργηση των σχετικών προνομίων, η αυξημένη απαρτία και πλειοψηφία των προνομιούχων μετοχών.

    Θα μπορούσαν κάποια προνόμια να είναι ελκυστικά για τον επενδυτή;

    Στο ερώτημα αυτό μόνον καταφατική απάντηση μπορεί να δοθεί. Ας «φορέσουμε» για λίγο «τα παπούτσια» ενός επενδυτή-όπως ήδη τον γνωρίζουμε. Ο βέλτιστος για κείνον συνδυασμός είναι το τρίπτυχο: Ασφάλεια, απόδοση και δυνατότητα ρευστοποίησης της επένδυσής του-όποτε το επιλέξει. Κι αν αποστασιοποιηθούμε από το τελευταίο (καθώς η άμεση επένδυση σε εταιρείες δεν προσφέρεται για ευόδωση τέτοιας φύσης προσδοκιών) μπορούμε να εστιάσουμε στα υπόλοιπα δύο.

    Η συμμετοχή στο κεφάλαιο μιας επιχείρησης (μέσω της κατοχής προνομιούχων μετοχών) είναι δυνατό να συνδέεται (με βάση τόσο το γράμμα όσο και το πνεύμα του νόμου) με μια σταθερή απόδοση (λ.χ. σταθερό μέρισμα ή συγκεκριμένο τόκο). Είναι όμως δυνατό να συνδέεται και με μέρισμα (ή/και το σύνολο των κερδών) από την απόδοση συγκεκριμένης επιχειρηματικής δραστηριότητας, στην οποία ο συγκεκριμένος επενδυτής, ενδεχομένως, ιδιαίτερα προσβλέπει.

    Ποια είναι τα οφέλη της εταιρείας;

    Η εταιρεία μόνον χαρούμενη μπορεί να είναι από μια τέτοια, σαν την παραπάνω, «χρηματοδότηση».

    Στην περίπτωση που συμφωνείται η καταβολή τόκου, ο επενδυτής-μέτοχος αποβλέπει σε σταθερή απόδοση της επένδυσής του. Ακόμα κι αν το συμφωνημένο «αντάλλαγμα» για τον κάτοχο προνομιούχων μετοχών είναι ο τόκος, υπάρχουν σημαντικές διαφοροποιήσεις από μια αντίστοιχου ύψους χρηματοδότηση με τη μορφή του απλού ή ομολογιακού δανείου. Σημαντικό όμως είναι να έχουμε στο μυαλό μας πως η καταβολή τόκου στον μέτοχο-κάτοχο προνομιούχων μετοχών αποτελεί μεν έσοδο για τον τελευταίο πλην όμως για την εταιρεία θα αποτελεί (εκπεστέα από τα έσοδα) δαπάνη-πράγμα το οποίο δεν συμβαίνει βέβαια με τα διανεμόμενα κέρδη.

    Οι προνομιούχες μετοχές διευρύνουν την κεφαλαιακή βάση της εταιρείας και βελτιώνουν, αυτονοήτως, τους χρηματοοικονομικούς της δείκτες αλλά και την  πιστοληπτική  της ικανότητα. Ο πιστωτικός κίνδυνος του επόμενου (υποψήφιου) χρηματοδότη θα είναι (κατά κανόνα και εξ αντικειμένου) περισσότερο απομειωμένος. Κι αυτό σαν άμεση συνέπεια μπορεί να έχει όχι μόνον ευχερέστερη εξεύρεση (νέων) χρηματοδοτήσεων αλλά και, επιπρόσθετα, την εξεύρεση περισσότερο φθηνών χρηματοδοτήσεων (στη βάση της λογικής της μείωσης του πιστωτικού κινδύνου καθώς η κεφαλαιακή βάση και χρηματοοικονομικοί δείκτες της εταιρείας θα είναι περισσότερο ενισχυμένοι)

    Το δικαίωμα ψήφου

    Οι προνομιούχες μετοχές είναι δυνατόν να εκδοθούν με πλήρη (ή περιορισμένα) δικαιώματα ψήφου αλλά και χωρίς καθόλου τέτοια δικαιώματα. Η συγκεκριμένη δυνατότητα μπορεί να είναι για τις εταιρείες ελκυστική καθώς από τον επενδυτή αναζητούν, κατά κανόνα, τα κεφάλαιά του μόνον κι όχι την εμπλοκή του στη διοίκηση ή τη διαδικασία λήψης αποφάσεων στο πλαίσιο της Γενικής Συνέλευσης. Αντίστοιχα όμως η κεφαλαιακή ενίσχυση της επιχείρησης από τον επενδυτή μπορεί να του είναι αδιάφορο αν συνδέεται ή όχι με δικαίωμα ψήφου. Αν λάβουμε μάλιστα υπόψη μας πως τα δικαιώματα μειοψηφίας που παρέχει ο νόμος σε μικρομετόχους είναι, συχνά, χωρίς ιδιαίτερη αξία, εύκολα αντιλαμβανόμαστε πως το δικαίωμα ψήφου μάλλον δεν είναι από τα καθοριστικά στοιχεία για μια τέτοιας φύσης επενδυτική επιλογή.

    Το «way out» της επένδυσης

    Η δυνατότητα ρευστοποίησης της επένδυσης είναι, κάποιες φορές, μία σημαντική παράμετρος για την επιλογή της (της επένδυσης). Κι όταν ως μέσο κεφαλαιακής ενίσχυσης επιλεγεί η αύξηση μετοχικού κεφαλαίου με την έκδοση προνομιούχων μετοχών είναι δυνατό να καταστήσουμε περισσότερο ελκυστική τη σχετική επένδυση με τη ταυτόχρονη έκδοσή τους (των προνομιούχων μετοχών) ως εξαγοράσιμων: ως ένα, επιπρόσθετο, «προνόμιο». Στο συγκεκριμένο πλαίσιο ο χρόνος και τρόπος της ρευστοποίησης επένδυσης θα είναι εκ των προτέρων καθορισμένος. Επίσης καθορισμένο μπορεί να είναι και το συνολικό-τελικό όφελος του επενδυτή

    Η ευελιξία που διακρίνει τις προνομιούχες μετοχές

    Οι προνομιούχες μετοχές είναι δυνατό να εκδοθούν ως μετατρέψιμες σε κοινές ή σε μετοχές άλλης κατηγορίας. Επίσης δυνατή (με αυξημένη απαρτία και πλειοψηφία της Γενικής Συνέλευσης) η έκδοση νέων προνομιούχων μετοχών και (τηρουμένης πάντοτε της αρχής της ίσης μεταχείρισης) η μετατροπή των κοινών μετοχών σε προνομιούχες, η μετατροπή μέρους των προνομιούχων σε άλλη κατηγορία προνομιούχων. Τέλος η μετατροπή των προνομιούχων μετοχών σε κοινές.

    Εν κατακλείδι

    Ο θεσμός της έκδοσης των προνομιούχων μετοχών είναι σε σημαντικό βαθμό άγνωστος όσον αφορά τη δυνητική του αξιοποίηση σε επιχειρηματικό επίπεδο. Οι δυνατότητες όμως κι η ευελιξία που παρέχει ο νόμος, η δυνατότητα συνδυασμού του με παρεμφερείς θεσμούς (λ.χ. τις εξαγοράσιμες μετοχές) μπορούν να καταστήσουν τις προνομιούχες μετοχές σημαντικό (αλλά και ελκυστικό) εργαλείο στην προσπάθεια προσέλκυσης (φθηνών) επενδυτικών κεφαλαίων. Κι όσον αφορά τους επενδυτές; Η ενδεχόμενη αξίωσή τους για τοποθέτηση των κεφαλαίων τους σε μια επιχείρηση μέσω της λήψης μετοχών με προνόμια εστιασμένα στις επιθυμίες, ανάγκες και απαιτήσεις τους και με προκαθορισμένο χρόνο και τίμημα για την αποεπένδυσή τους μπορεί να καταστήσει περισσότερο ελκυστικό και ασφαλές το σχετικό εγχείρημά τους.

    stavros-koumentakis

    Σταύρος Κουμεντάκης
    Senior Partner

    Υ.Γ. Συνοπτική έκδοση αυτού του άρθρου δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ, στις 7 Απριλίου 2019.

  • Οι εξαγοράσιμες μετοχές

    Οι εξαγοράσιμες μετοχές

    Α. Οι εξαγοράσιμες μετοχές ως εργαλείο χρηματοδότησης επιχειρήσεων

    Μπορεί το εύρος της χρήσης των warrants να μοιάζει σχεδόν ανεξάντλητο (δείτε το σχετικό άρθρο) καθόλου όμως δεν είναι δυνατό να απομειωθεί η δυνητική αξιοποίηση των εξαγοράσιμων μετοχών στη λειτουργία της ανώνυμης εταιρείας. Σημείο συνάντησης  αμφοτέρων των  μέσων/μεθόδων η κάλυψη, έστω και μερική, των κεφαλαιακών αναγκών μιας επιχείρησης.

    Είναι δεδομένο πως οι επιχειρήσεις όταν στερούνται της αναγκαίας ρευστότητας αναζητούν πηγές εξωτερικής χρηματοδότησης. Το τραπεζικό σύστημα όμως δεν αποδεικνύεται ποτέ γενναιόδωρο μαζί τους-ιδίως την τρέχουσα περίοδο της βαθιάς οικονομικής ύφεσης που διέρχεται η χώρα.

    Εναλλακτικές, μεταξύ άλλων, λύσεις για τις επιχειρήσεις που είτε αντιμετωπίζουν προβλήματα ρευστότητας (ή ακόμα και φερεγγυότητας) είτε αναζητούν χρηματοδότηση των αναπτυξιακών τους πλάνων [είτε πρόκειται για start-ups είτε για αναπτυσσόμενες είτε/και, απλά, για υγιείς επιχειρήσεις-χωρίς όμως δυνατότητα (ή με δυσκολία) πρόσβασης σε τραπεζικό δανεισμό]:

    (α) η αναζήτηση άλλων εξωτερικών πηγών χρηματοδότησης (από επαγγελματίες ή μη-μεμονωμένους επενδυτές και

    (β) η κεφαλαιακή τους ενίσχυση είτε από τους μετόχους είτε από τρίτους-μη μετόχους (λ.χ. venture capital ή υποψηφίους μετόχους).

    Ειδικά όσον αφορά την τελευταία εναλλακτική (κεφαλαιακή ενίσχυση) εύλογα δημιουργούνται προβληματισμοί στους υποψηφίους να συμμετάσχουν μετόχους σχετικά με: (α) την απόδοση της επένδυσής τους, (β) τη διασφάλιση της δυνατότητάς τους να αποχωρήσουν από αυτήν και, αυτονοήτως, (γ) της διασφάλιση της δυνατότητας αποκόμισης του οφέλους στο οποίο, κατ’ ελάχιστον-αρχικά, προσέβλεπαν.

    Τους συγκεκριμένους προβληματισμούς επιχείρησε να διασκεδάσει, από δεκαετίας και πλέον, ο τότε σε ισχύ νόμος για τις ανώνυμες εταιρείες με την εισαγωγή του θεσμού των εξαγοράσιμων μετοχών. Μέχρι τότε η από μέρους μας διαχείριση του σχετικού θέματος ήταν αναπόδραστα συνδεδεμένη με πολύπλοκες συμβατικές ρυθμίσεις-συμφωνίες μεταξύ των μετόχων. Ρυθμίσεις που προσδοκούσαν να καταστούν άρρηκτες και απολύτως εξασφαλισμένες. Είναι γνωστό όμως πως τέτοιου είδους συμφωνίες έχουν «ενοχικό», μόνον, χαρακτήρα, με την έννοια (και την ανάγκη) της προσφυγής στα αρμόδια δικαστήρια στην περίπτωση της άρνησης εκπλήρωσής τους από τους υπόχρεους, της προσδοκίας της έκδοσης ευνοϊκής απόφασης υπέρ του ενάγοντος και, το σημαντικότερο, της δυνατότητας «εκτέλεσης» σε βάρος του υπόχρεου-υλοποίησης δηλ. της ευνοϊκής απόφασης που ευελπιστούσαμε ότι θα εκδοθεί.

     

    Β. Η βασική λειτουργία των εξαγοράσιμων μετοχών

    Οι επιχειρήσεις που αντιμετωπίζουν προβλήματα ρευστότητας ή φερεγγυότητας ή απλά αναζητούν την χρηματοδότηση των business plans που έχουν συντάξει, είναι δυνατό να προσφύγουν στην έκδοση εξαγοράσιμων μετοχών (redeemable shares, actions rachetables). Οι συγκεκριμένες μετοχές είναι δυνατό να εκδοθούν από την εταιρεία (άρθρο 39 παρ. 1 ν. 4548/2018) είτε ως κοινές είτε ως προνομιούχες με (ή χωρίς) δικαίωμα ψήφου. Το σημαντικό στην συγκεκριμένη περίπτωση είναι πως οι εν λόγω μετοχές είναι υποχρεωτικό να εξαγορασθούν από την εκδότρια εταιρεία είτε με δήλωση της τελευταίας είτε του μετόχου που θα συμμετάσχει.

    Στην πρώτη περίπτωση (εξαγορά με δήλωση της εταιρείας) η εταιρεία και οι παλαιοί μέτοχοι διαφυλάσσουν (και διασφαλίζουν) το προϋφιστάμενο (και συνήθως οικογενειακό) μετοχικό σχήμα καθώς και τις σχετικές ισορροπίες σε περίπτωση επίτευξης του σκοπού-για τον οποίο η έκδοση των εξαγοράσιμων μετοχών.

    Στην δεύτερη περίπτωση (εξαγορά με δήλωση των κατόχων εξαγοράσιμων μετοχών) διασφαλίζεται, σε σημαντικό βαθμό, όχι μόνον η επιλογή του χρόνου υλοποίησης της σχετικής «συμφωνίας» αλλά και, προεχόντως, η ίδια η υλοποίησή της. Και τούτο γιατί αντισυμβαλλόμενος του εισφέροντος τα κεφάλαια-κατόχου εξαγοράσιμων μετοχών δεν είναι  κάποιος μεμονωμένος μέτοχος αλλά η ίδια η εταιρεία. Για την περαιτέρω διασφάλιση της θέσης του  κατόχου (ή υποψηφίου κατόχου) εξαγοράσιμων μετοχών περαιτέρω διασφαλίσεις (λ.χ. προσωπικές εγγυήσεις και εμπράγματες ασφάλειες από τους λοιπούς μετόχους) δεν είναι δυνατόν, φυσικά, να αποκλειστούν.

     

    Γ. Η αντιμετώπιση των εξαγοράσιμων μετοχών από το νέο νόμο για τις ανώνυμες εταιρείες

    Η απόφαση (άρθρο 39 παρ. 1ν. 4548/2018) για την αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου με έκδοση εξαγοράσιμων μετοχών μπορεί να λαμβάνεται από τη Γενική Συνέλευση ή, υπό προϋποθέσεις, από το Διοικητικό Συμβούλιο. Οι μετοχές αυτές είναι δυνατό να εκδοθούν και ως προνομιούχες με ή χωρίς δικαίωμα ψήφου. Η υλοποίηση της εξαγοράς τους είναι δυνατό να λάβει χώρα με δήλωση της εταιρείας ή του μετόχου και με ταυτόχρονη καταβολή του συμφωνηθέντος αντιτίμου της εξαγοράς.

    Οι προϋποθέσεις που ο νόμος θέτει για την υλοποίηση της εξαγοράς τους (άρθρο 39 παρ. 3) είναι:

    (α) να υπάρχει, φυσικά, (σχετική) καταστατική πρόβλεψη,

    (β) να είναι πλήρως εξοφλημένες

    (γ) η εξαγορά να γίνεται με χρήση ποσών τα οποία είναι επιτρεπτό να διανεμηθούν, με το προϊόν νέας έκδοσης μετοχών (προς το σκοπό, δηλ. της εξαγοράς) ή ποσών που απελευθερώνονται από τη μείωση του μετοχικού κεφαλαίου

    (δ) Ποσό ίσο με την ονομαστική αξία των εξαγοραζομένων μετοχών οφείλει να αποτελέσει ειδικό αποθεματικό (εκτός κι αν η εξαγορά έγινε με βάση το προϊόν νέας έκδοσης ή ποσών που προέρχονται από μείωση μετοχικού κεφαλαίου) το οποίο αφενός μεν δεν είναι, κατά βάση, δυνατό να διανεμηθεί  αφετέρου δε είναι δυνατό να χρησιμοποιηθεί μόνο για αύξηση μετοχικού κεφαλαίου (με κεφαλαιοποίηση αποθεματικού)

    (ε) Όταν λόγω της εξαγοράς προβλέπεται καταβολή πρόσθετου ποσού στους μετόχους, το ποσό αυτό μπορεί να καταβληθεί μόνον με χρήση ποσών των οποίων επιτρέπεται η διανομή, προέρχεται από μείωση μετοχικού κεφαλαίου ή από αποθεματικό διαφορετικό από εκείνο που ανωτέρω (υπό δ) αναφέρθηκε

    (στ) η εξαγορά υποβάλλεται σε δημοσιότητα.

    Η δήλωση των μετόχων για την εξαγορά (άρθρο 39 παρ. 4) είναι υποχρεωτική όταν πληρούνται οι σχετικοί όροι που θέτει το καταστατικό και, ταυτόχρονα, υπάρχουν στην εταιρεία ποσά διαθέσιμα για την εξαγορά-δυνάμενα να διανεμηθούν. Η τελευταία αυτή προϋπόθεση αποδεικνύεται πάρα πολύ σημαντική καθώς σε διαφορετική περίπτωση (:ανυπαρξία διαθέσιμων ποσών) η σχετική δήλωση της εξαγοράς από μέρους του μετόχου ΔΕΝ παράγει αποτελέσματα. Τυχόν παροχή εγγυήσεων ή άλλων ασφαλειών για τον κάτοχο εξαγοραζομένων μετοχών δεν έχει αξία: Η παροχή ασφαλειών, ως παρεπόμενη σύμβαση, μπορεί να λειτουργήσει ΜΟΝΟΝ όταν υπάρχουν διαθέσιμα κεφάλαια για την εξαγορά. Διαφορετικά αποδεικνύεται ως άνευ αντικειμένου.

    Σημειώνεται τέλος (άρθρο 39 παρ. 5) πως οι εξαγοράσιμες μετοχές υπάγονται στο καθεστώς των ιδίων μετοχών. Επίσης (άρθρο 39 παρ. 6) πως η Γενική Συνέλευση με αυξημένη απαρτία και πλειοψηφία είναι δυνατό να αποφασίσει τη μετατροπή μέρους των υφισταμένων μετοχών σε εξαγοράσιμες-τηρουμένης πάντα της αρχής της ίσης μεταχείρισης των μετόχων.

     

    Δ. Συμπερασματικά

    Η αξιοποίηση των εξαγοράσιμων μετοχών αποτελεί ένα, ακόμα, βέλος στη φαρέτρα της επιχείρησης έτσι ώστε να καταστήσει ελκυστική την αύξηση του μετοχικού της κεφαλαίου στην προσπάθεια υλοποίησης των επιχειρηματικών της στόχων (με την επισήμανση βέβαια πως η εξαγορά των εξαγοράσιμων μετοχών προϋποθέτει την ύπαρξη αντιστοίχων διαθεσίμων κεφαλαίων στην εταιρεία).

    Περαιτέρω: Η αξιοποίηση της ευχέρειας του νόμου για μετατροπή μετοχών σε εξαγοράσιμες μπορεί να αποτελέσει και μέσο απόδοσης στους μετόχους τμήματος της συμμετοχής τους στο μετοχικό κεφάλαιο.

    Η δυνητική (βέλτιστη ή/και πολυεπίπεδη) αξιοποίηση του συγκεκριμένου θεσμού συναρτάται (και πρέπει να συναρτάται) με τα εκάστοτε δεδομένα και τις ανάγκες της επιχείρησης. Όπως όμως και κάθε άλλη επιχειρηματική απόφαση συναρτάται (αυτονοήτως κι ακόμα περισσότερο) με τη στρατηγική και τα συμφέροντα των μετόχων πλειοψηφίας.

    Σ’ αυτούς τους τελευταίους και τους συμβούλους τους εναπόκειται ο βέλτιστος σχεδιασμός και υλοποίηση.

    stavros-koumentakis

    Σταύρος Κουμεντάκης
    Senior Partner

    Υ.Γ. Συνοπτική έκδοση αυτού του άρθρου δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ, στις 31 Μαρτίου 2019.

    εξαγοράσιμες μετοχές, σταύρος κουμεντάκης

  • Μεταβίβαση επιχείρησης: τα κρίσιμα θέματα

    Μεταβίβαση επιχείρησης: τα κρίσιμα θέματα

    Μεταβίβαση επιχείρησης: Τα κρίσιμα θέματα πίσω από την φαινόμενη επιχειρηματική ευκαιρία

    Η οικονομική κρίση που εξακολουθεί (παρά τα περί του αντιθέτου θρυλούμενα) να μαστίζει τη χώρα μας, αναδεικνύει επιχειρηματικές ευκαιρίες. Η απόκτηση επιχειρήσεων έναντι χαμηλού ανταλλάγματος, λόγω των συσσωρευμένων οικονομικών προβλημάτων είναι μια από αυτές. Ωστόσο η απόκτηση μίας επιχείρησης εκτός από επιχειρηματική ευκαιρία μπορεί ταυτόχρονα να αποτελέσει σοβαρό κίνδυνο για τα συμφέροντα του αποκτώντος.

    Ο κίνδυνος αυτός προκύπτει από τη διάταξη του άρθρου 479 του Αστικού Κώδικα. Με βάση τη διάταξη αυτή, εκείνος που αποκτά επιχείρηση ευθύνεται για τα, κατά το χρόνο της μεταβίβασης, χρέη της, έως την αξία των μεταβιβαζόμενων στοιχείων. Ιδιαίτερης προσοχής πρέπει να τύχει το γεγονός ότι την ίδια ευθύνη υπέχει ο αποκτών και σε περίπτωση μεταβίβασης μεμονωμένου στοιχείου της επιχείρησης, το οποίο όμως αποτελεί το μοναδικό ή το πιο σημαντικό στοιχείο της. Έτσι για παράδειγμα, η μεταβίβαση ενός σημαντικής αξίας ακινήτου ή της πελατείας μιας επιχείρησης, τα οποία αποτελούν το μοναδικό ή το σημαντικότερο περιουσιακό στοιχείο της,  συνεπάγεται τη γέννηση ευθύνης του αποκτώντος για τα χρέη της επιχείρησης, εφόσον όμως ο αποκτών γνωρίζει ότι αποκτά το μοναδικό ή το σημαντικότερο στοιχείο της επιχείρησης.

    Κρίσιμο είναι δε το γεγονός ότι για τη γέννηση της ευθύνης αυτής του αποκτώντος δεν απαιτείται να γνώριζε αυτός την ύπαρξη των χρεών κατά το χρόνο της μεταβίβασης.

    Ο αποκτών ευθύνεται, κατά το γράμμα του νόμου, «έως την αξία των μεταβιβαζόμενων στοιχείων». Κατά την μάλλον κρατούσα άποψη, σε σχέση με τα χρέη αυτά, υπέγγυα καθίστανται απέναντι στους δανειστές της επιχείρησης όχι μόνο τα στοιχεία που μεταβιβάστηκαν αλλά και η λοιπή περιουσία εκείνου που αποκτά. Η θέση μάλιστα του αποκτώντος καθίσταται (οικονομικά) δυσχερέστερη όταν αυτός έχει καταβάλει αντάλλαγμα για την απόκτηση της επιχείρησης: η σχετική ευθύνη του γεννιέται ανεξάρτητα του αν η μεταβίβαση έγινε από επαχθή ή χαριστική αιτία.

    Από τα παραπάνω καθίσταται πρόδηλη η αναγκαιότητα της διενέργειας «due diligence» πριν την απόκτηση μίας επιχείρησης. Της προσυμβατικής, δηλαδή, διαδικασίας ελέγχου από νομική, οικονομική κτλ. άποψη της προς πώληση επιχείρησης. Με τη συνδρομή κυρίως του νομικού και οικονομικού του σύμβουλου ο υποψήφιος αγοραστής ενημερώνεται για τη ρευστότητα, τις οφειλές, την περιουσιακή κατάσταση αλλά και τις νομικές σχέσεις της προς πώληση επιχείρησης. Μέσω του ελέγχου αυτού περιορίζεται σημαντικά –αν όχι πλήρως– ο κίνδυνος να βρεθεί ο «αγοραστής» υπόχρεος προς πληρωμή χρεών της μεταβιβασθείσας επιχείρησης, που ο ίδιος αγνοούσε.

    Τέλος, ο υποψήφιος αγοραστής μίας επιχείρησης θα πρέπει να γνωρίζει ότι από τη συντέλεση της μεταβίβασης υπεισέρχεται αυτοδικαίως στη θέση του εργοδότη έναντι των εργαζομένων της μεταβιβασθείσας επιχείρησης και ευθύνεται έναντι αυτών, υπό την προϋπόθεση ότι η επιχείρηση συνεχίζει τη λειτουργία της διατηρώντας την οικονομική της ενότητα. Στην περίπτωση που μεταβιβάζεται τμήμα επιχείρησης, ο αγοραστής υποκαθιστά αυτοδικαίως τον μεταβιβάσαντα μόνο στις εργασιακές σχέσεις με τους εργαζόμενους του συγκεκριμένου τμήματος.

    Εν κατακλείδι, κάθε υποψήφιος αγοραστής επιχείρησης, πριν ξεκινήσει τις διαπραγματεύσεις για την απόκτησή της επιβάλλεται, για την αποφυγή προβλημάτων, να έχει κατά νου όλους τους ανωτέρω παράγοντες και να λαμβάνει την κατάλληλη καθοδήγηση από τους νομικούς και οικονομικούς του συμβούλους.

    Ευδοκία Κορνηλάκη
    Senior Associate

    Υ.Γ. Το άρθρο δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ, στις 23 Μαρτίου 2019.

     

     

     

  • Σεμινάριο για τον νέο νόμο για τις Α.Ε. στο Εμπορικό και Βιομηχανικό Επιμελητήριο Πειραιώς

    Σεμινάριο για τον νέο νόμο για τις Α.Ε. στο Εμπορικό και Βιομηχανικό Επιμελητήριο Πειραιώς

    [vc_row][vc_column][vc_column_text] Στο πλαίσιο των παρουσιάσεων και ενημερωτικών ημερίδων, τις οποίες διοργανώνει η ΚΟΥΜΕΝΤΑΚΗΣ & ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ πραγματοποιήθηκε σεμινάριο στο Εμπορικό & Βιομηχανικό Επιμελητήριο Πειραιώς με αντικείμενο τις ανάγκες και τις ευκαιρίες που δημιουργούνται για τον  επιχειρηματία όσον αφορά τις ρυθμίσεις του νέου νόμου για τις Ανώνυμες Εταιρείες.

    Με την συμμετοχή εκπροσώπων από το ΕΒΕΠ και των συνδιοργανωτών συνδέσμων και συλλόγων (Σύνδεσμος Βιομηχανιών Αττικής και Πειραιώς, Εμπορικός Σύλλογος Πειραιώς, Πανελλήνιος Σύλλογος Εφοδιαστών Πλοίων και Εξαγωγέων και Σύνδεσμος Εμπορικών Αντιπροσώπων και Διανομέων Πειραιώς) ο Σταύρος Κουμεντάκης, Senior Partner της εταιρείας, ανέδειξε τις πολλαπλές επιχειρηματικές ευκαιρίες που συνιστούν οι αλλαγές τις οποίες φέρνει ο νέος νόμος για τις Ανώνυμες Εταιρείες.

    Όπως χαρακτηριστικά ανέφερε ο κύριος Κουμεντάκης: «Ο νέος νόμος είναι μια σημαντική ευκαιρία για να γνωρίσουμε καλύτερα τη λειτουργία της Ανώνυμης Εταιρείας μας, να εξασφαλίσουμε την  καλύτερη προστασία των ιδρυτών, των μετόχων και της επένδυσης, να επανασχεδιάσουμε σε πιο σωστές βάσεις και να περιορίσουμε το κόστος λειτουργίας, να προσελκύσουμε νέα και να διατηρήσουμε τα πλέον ικανά στελέχη, να δημιουργήσουμε τις προϋποθέσεις για πρόσβαση σε φθηνά κεφάλαια, να αξιοποιήσουμε τη σύγχρονη τεχνολογία και τέλος να προετοιμάσουμε την επόμενη ημέρα της επιχείρησής μας».

    Στο ενημερωτικό video το οποίο παρουσιάστηκε, ως εισαγωγή, στο πλαίσιο του Σεμιναρίου (μπορείτε να το δείτε παρακάτω) περιγράφηκαν συνοπτικά οι πιο σημαντικές από τις αλλαγές, ενώ στην παρουσίαση που ακολούθησε αναλύθηκαν σε βάθος οι περισσότερο σημαντικοί άξονες του νόμου 4548/2018. Ιδιαίτερη έμφαση δόθηκε στην ανάγκη ενημέρωσης των επιχειρηματιών, οι οποίοι πρέπει να κατανοήσουν το νέο νόμο και να διασφαλίσουν ότι η γνώση αυτή υπάρχει στα στελέχη και στους στενούς συνεργάτες τους. Τέλος, αναδείχθηκε η επιτακτική αναγκαιότητα άμεσης προσαρμογής των καταστατικών όχι μόνο ως συμμόρφωση στο νέο νόμο αλλά, ιδίως, για την κάλυψη των αναγκών καθενός επιχειρηματία και καθεμιάς επιχείρησης, ώστε να καλυφθούν επαρκώς οι παρούσες και μελλοντικές απαιτήσεις-ιδίως εκείνες που αναφέρονται στην ασφαλή αναπτυξιακή τους πορεία.

    Στην εκδήλωση, εκτός από τον κύριο Κουμεντάκη, συμμετείχε με παρέμβασή του, επί των οικονομικών και φορολογικών θεμάτων του νέου νόμου, ο κύριος Παναγιώτης Παπασπύρου, οικονομολόγος, Πρόεδρος του Δ.Σ. & Διευθύνων Σύμβουλος της εταιρείας «Financial Management Consultants A.E.».

    Ο κύριος Κουμεντάκης και η ομάδα των Νομικών Συμβούλων της ΚΟΥΜΕΝΤΑΚΗΣ & ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ συνεχίζουν να ανταποκρίνονται, στο μέτρο του εφικτού, σε αιτήματα για αντίστοιχες ημερίδες και σεμινάρια σε όλη την Ελλάδα. Επόμενος σταθμός: Το Money Show στη Θεσσαλονίκη.

    [/vc_column_text][/vc_column][/vc_row][vc_row][vc_column][vc_text_separator title=”Gallery” border_width=”3″][/vc_column][/vc_row][vc_row][vc_column][vc_images_carousel images=”37018,37020,37022,37024″ img_size=”full” speed=”6000″ slides_per_view=”5″ hide_pagination_control=”yes”][/vc_column][/vc_row]

  • Η ασφάλιση της ευθύνης των Μελών του Δ.Σ. και των στελεχών Διοίκησης της Α.Ε.

    Η ασφάλιση της ευθύνης των Μελών του Δ.Σ. και των στελεχών Διοίκησης της Α.Ε.

    1.Εισαγωγικά

    Η ασφάλιση της ευθύνης των μελών του διοικητικού συμβουλίου της ανώνυμης εταιρείας και των στελεχών της διοίκησής της αποκαλείται στη διεθνή πρακτική ως «Directors’ and Officers’ liability insurance» ή «D & Os liability insurance». Η συγκεκριμένη ασφάλιση καλύπτει τη ζημία των προσώπων αυτών:

    (α) από την έγερση εναντίον τους αξιώσεων από τρίτους (δανειστές, εργαζόμενους, μετόχους) ή από την ίδια την εταιρεία για ζημιογόνες και αμελείς πράξεις ή παραλείψεις κατά την ενάσκηση των καθηκόντων τους και

    (β) για τους κινδύνους που έχουν αναληφθεί από τον ασφαλιστή.

    Στην ελληνική νομική ορολογία, αλλά και στο πλαίσιο του δικαίου της ιδιωτικής ασφάλισης, συνηθίζεται να αποκαλείται ως ασφάλιση της αστικής ευθύνης των μελών του διοικητικού συμβουλίου της ανώνυμης εταιρείας. Ωστόσο, το εύρος της σχετικής ασφαλιστικής σύμβασης υπερβαίνει την αστική ευθύνη, καθώς οι καλύψεις της εκτείνονται τόσο στα έξοδα της ποινικής δικής όσο και σε χρηματικές απαιτήσεις που εγείρονται σε διοικητικά δικαστήρια ή αρχές, όπως θα παρατεθεί παρακάτω. Επιπλέον, η σχετική ασφαλιστική κάλυψη δεν περιορίζεται μόνο στα πρόσωπα που απαρτίζουν το διοικητικό συμβούλιο της ανώνυμης εταιρείας αλλά εκτείνεται και στα μέλη της εκτελεστικής επιτροπής, στα υποκατάστατα μέλη καθώς και στα στελέχη, τα οποία ασκούν καθήκοντα διοίκησης. Μάλιστα, συχνά συμφωνείται η ασφαλιστική κάλυψη και των εξωτερικών διοικούντων, ακόμη και των συζύγων, των κληρονόμων ή των διαχειριστών κληρονομίας ως προς τις αξιώσεις που εγείρονται εναντίον τους σχετικά με παραβάσεις των καθηκόντων των ασφαλισμένων προσώπων.

    Συνακόλουθα, νομικά ορθότερο και πιο συμβατό στο περιεχόμενο της σχετικής ασφαλιστικής σύμβασης είναι να γίνεται λόγος για ασφάλιση της ευθύνης των μελών της διοίκησης ανωνύμων εταιρειών.

     

    2.Η ισχυρή ανάπτυξη του συγκεκριμένου ασφαλιστικού προϊόντος

    Η κάλυψη της ευθύνης των μελών της διοίκησης της ανώνυμης εταιρείας συνιστά ένα σχετικά νέο ασφαλιστικό προϊόν, το οποίο παρουσιάζει ισχυρή ανάπτυξη στη διεθνή επιχειρηματική κοινότητα. Η ανάπτυξη αυτή, ανάμεσα στα άλλα, οφείλεται:

    (α) στη νομολογιακή και νομοθετική επίταση της ευθύνης των μελών της διοίκησης έναντι της ίδιας της εταιρείας αλλά και έναντι των τρίτων,

    (β) στην υιοθέτηση διεθνών κανόνων εταιρικής διακυβέρνησης και στη σταδιακή επιβολή ενός ενιαίου εταιρικού κανονιστικού πλαισίου μέσω του ενωσιακού δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης,

    (γ) στην αύξηση της εταιρικής αφερεγγυότητας, όπως αυτή προκλήθηκε από την επέλευση της διεθνούς χρηματοπιστωτικής κρίσης των ετών 2007 – 2008, η οποία μετεξελίχθηκε σε διεθνή εταιρική οικονομική κρίση καθώς και

    (δ) στην τάση των εταιρικών δανειστών να στρέφονται πλέον και κατά των διοικούντων την εταιρική οντότητα ή αποκλειστικά κατ’ αυτών.

     

    3.Τα οικονομικά και επιχειρηματικά πλεονεκτήματα της σχετικής ασφάλισης

    Η ασφάλιση της ευθύνης των μελών της διοίκησης της ανώνυμης εταιρείας παρουσιάζει μια σειρά από πλεονεκτήματα που την καθιστούν ελκυστικό ασφαλιστικό προϊόν. Δε θα ήταν, μάλιστα, υπερβολή, αν τη χαρακτηρίζαμε επιβεβλημένη ενέργεια και δαπάνη για τα επιμέρους νομικά πρόσωπα. Ενδεικτικά, αναφέρονται κάποιοι από τους λόγους που επιβεβαιώνουν την αναγκαιότητα σύναψης της σχετικής ασφαλιστικής σύμβασης:

    (α) η εν λόγω ασφαλιστική κάλυψη συνιστά μια εναλλακτική μορφή χρηματοδότησης τόσο της εταιρείας όσο και των τρίτων προσώπων, ως προς τη ζημία, την οποία υπέστησαν με ευθύνη εκείνων που διοικούν την εταιρική οντότητα,

    (β) οι όροι και τα μεγέθη της σχετικής ασφαλιστικής σύμβασης καθιστούν ευχερή στους τρίτους και κυρίως στους μετόχους της λήπτριας της ασφάλισης εταιρείας την εκτίμηση του επιχειρηματικού κινδύνου της τελευταίας,

    (γ) η σύναψη της εν λόγω ασφαλιστικής σύμβασης εξασφαλίζει τον έλεγχο και την εποπτεία της εταιρείας (monitoring) και συμβάλλει στη συνετή διαχείριση του επιχειρηματικού ρίσκου (risk management),

    (δ) η προσφορά της συγκεκριμένης ασφαλιστικής κάλυψης αποτελεί αρκετά σημαντικό λόγο προσέλκυσης ικανών διοικητικών στελεχών, ενώ

    (ε) η σύναψη της συγκεκριμένης ασφαλιστικής σύμβασης προστατεύει το κύρος και τη φερεγγυότητα της εταιρείας.

     

    4.Η φύση της εν λόγω ασφαλιστικής σύμβασης

    4.1. Στο πλαίσιο του δικαίου της ιδιωτικής ασφάλισης, η ασφάλιση της ευθύνης των μελών της διοίκησης της ανώνυμης εταιρείας εντάσσεται στις ασφαλίσεις αστικής ευθύνης, αν και, σύμφωνα με τα παραπάνω αναφερόμενα, έχει ευρύτερο περιεχόμενο. Η εν λόγω ασφάλιση έχει καταρχήν γενικό χαρακτήρα και δεν είναι κατά νόμο υποχρεωτική. Συμπεριλαμβάνεται στις ασφαλίσεις ζημιών και όχι στις ασφαλίσεις προσώπων, καθώς αποκαθίσταται η συγκεκριμένη ζημία που προκαλείται στην περιουσία των ασφαλισμένων από την πραγματοποίηση του ασφαλισμένου κινδύνου. Επιπλέον δε, κατατάσσεται στις ασφαλίσεις παθητικού, καθώς ασφαλίζεται ο κίνδυνος δημιουργίας ή αύξησης του παθητικού στην περιουσία των ασφαλισμένων.

    4.2. Η ασφάλιση της ευθύνης των μελών της διοίκησης ανωνύμων εταιρειών, συνήθως, λαμβάνει τη μορφή της γνήσιας σύμβασης υπέρ τρίτου, καθώς εμπλέκονται τρία (3) διαφορετικά πρόσωπα:

    (α) η ανώνυμη εταιρεία με την ιδιότητα της λήπτριας της ασφάλισης, η οποία συνάπτει τη σχετική σύμβαση ως αντισυμβαλλόμενη του ασφαλιστή και, ταυτόχρονα, για λογαριασμό τρίτων προσώπων (δηλαδή, των μελών της διοίκησής της),

    (β) η ασφαλιστική επιχείρηση με την ιδιότητα του ασφαλιστή, η οποία και αναλαμβάνει την παραπάνω αναφερόμενη υποχρέωση αποκατάστασης της ζημίας στην περιουσία όχι της αντισυμβαλλόμενής της εταιρείας αλλά τρίτων προσώπων (δηλαδή των μελών της διοίκησής της) από την πραγματοποίηση του ασφαλισμένου κινδύνου  και

    (γ) τα μέλη της διοίκησης με την ιδιότητα των ασφαλισμένων αλλά και των δικαιούχων του ασφαλίσματος, καθώς στο πρόσωπό τους γεννάται άμεσα και απευθείας το δικαίωμα προσδοκίας στην ασφαλιστική αποζημίωση.

    4.3. Η παραπάνω αναφερόμενη νομική κατασκευή έχει ως έννομο αποτέλεσμα να καθίσταται υπεύθυνη για την τήρηση των υποχρεώσεων που απορρέουν από το σχετικό ασφαλιστήριο η ανώνυμη εταιρεία, λόγω της φέρουσας ιδιότητάς της ως λήπτριας της ασφάλισης. Επιπλέον, η ανώνυμη εταιρεία είναι και το πρόσωπο εκείνο, στο οποίο απονέμονται τα δικαιώματα καταγγελίας και τροποποίησης της ασφαλιστικής σύμβασης, καθώς και τα δικαιώματα υπαναχώρησης ή εναντίωσης από αυτήν. Αντίθετα, κύρια υποχρέωση των μελών της διοίκησης της ανώνυμης εταιρείας είναι η μη παράβαση των ασφαλιστικών βαρών, δηλαδή η τήρηση των κανόνων συμπεριφοράς εκείνων που θέτει ο νόμος ή η σχετική ασφαλιστική σύμβαση, προκειμένου να εκπληρωθεί η παροχή του ασφαλιστή και, ειδικότερα, προκειμένου να επέλθει η καταβολή του ασφαλίσματος από τον τελευταίο.

     

    5.Η ασφαλιστική κάλυψη

    5.1. Σύμφωνα με τα παραπάνω αναφερόμενα, το εύρος της σχετικής ασφαλιστικής σύμβασης υπερβαίνει την αστική ευθύνη των μελών της διοίκησης της ανώνυμης εταιρείας. Ωστόσο, καθώς το βασικό πεδίο της σχετικής ασφαλιστικής κάλυψης αναφέρεται στις αστικές αξιώσεις, κύρια βάση της συνιστά η ζημιογόνος πράξη που περιλαμβάνει κάθε πραγματική ή τεκμαιρόμενη παραβίαση των καθηκόντων των μελών της διοίκησης έναντι της εταιρείας. Επίσης, η συγκεκριμένη ασφαλιστική κάλυψη περιλαμβάνει κάθε άδικη και ζημιογόνο έναντι τρίτων πράξη ή παράλειψη, λάθος ή αμέλεια κατά την εκτέλεση των καθηκόντων των μελών της διοίκησης της εταιρικής οντότητας. Δηλαδή, καλύπτεται κάθε ατομική ευθύνη διοικητή του εταιρικού οργανισμού είτε αυτός ενάγεται εις ολόκληρον είτε από κοινού είτε αυτοτελώς. Στο πλαίσιο αυτό, καθίσταται σαφές ότι η σχετική ασφαλιστική κάλυψη εκτείνεται στην παράβαση ουσιαστικών κανόνων ιδιωτικού δικαίου που επισύρουν την ευθύνη των διοικούντων την εταιρεία. Ωστόσο, δεν καλύπτονται οι αξιώσεις αποζημίωσης, οι οποίες βασίζονται σε ειδικές συμφωνίες ή όρους που εισάγονται από διατάξεις ενδοτικού δικαίου και επιτείνουν την ευθύνη του νομικού προσώπου πέρα από τη νόμιμη πρόβλεψη.

    5.2. Σε κάθε περίπτωση, πάντως, οι καλύψεις της σχετικής ασφαλιστικής σύμβασης δεν εκτείνονται σε δραστηριότητες, οι οποίες είναι αντίθετες στη δημόσια τάξη, έχουν  αθέμιτο και ανήθικο χαρακτήρα και αντιτάσσονται ευθέως σε απαγορευτικές νομοθετικές διατάξεις. Για το λόγο αυτό, εξάλλου, εξαιρούνται από την κάλυψη ποινικές κυρώσεις, πρόστιμα και άλλες χρηματικές ποινές. Στα δε πρόστιμα συμπεριλαμβάνονται και αυτά, τα οποία επιβάλλονται από τις αρμόδιες εποπτικές αρχές. Παραταύτα, έγκυρα συνομολογείται η κάλυψη δικαστικών εξόδων της ποινικής δίωξης του ασφαλισμένου. Μάλιστα, σε ορισμένα ασφαλιστήρια συμφωνείται η κάλυψη των εξόδων της ποινικής διαδικασίας να λαμβάνει χώρα μόνο, εφόσον αποδειχθεί ή κηρυχθεί ο διοικητής αθώος.

    5.3. Περαιτέρω, πέρα από τις παραβάσεις των κανόνων του ιδιωτικού δικαίου, η σχετική ασφαλιστική κάλυψη είναι δυνατό να επεκταθεί και στις παραβάσεις κανόνων του δημοσίου δικαίου. Κριτήριο για τη σχετική ασφαλιστική κάλυψη συνιστά ο χαρακτήρας της αποζημίωσης που απορρέει από την αποζημίωση των δημοσίου δικαίου διατάξεων. Δηλαδή, εάν η εν λόγω αποζημίωση έχει χαρακτήρα αποκατάστασης της ζημίας εμπίπτει στην κάλυψη της ευθύνης των μελών της διοίκησης της ανώνυμης εταιρείας. Αντίθετα, εάν ο χαρακτήρας της αποζημίωσης είναι κυρωτικός, δεν καλύπτεται από τη σχετική ασφαλιστική σύμβαση. Συνακόλουθα, υπό την προϋπόθεση πάντοτε της τήρησης του σχετικού κριτηρίου, είναι δυνατή η κάλυψη χρηματικών απαιτήσεων  που εγείρονται ενώπιον διοικητικών δικαστηρίων ή διοικητικής εποπτικής αρχής, καθώς και των εξόδων της έρευνας από οποιαδήποτε αρμόδια αρχή.

    5.4. Τέλος, οι εξαιρέσεις που εισάγονται στις σχετικές ασφαλιστικές συμβάσεις εμπίπτουν σε πολλαπλές κατηγοριοποιήσεις, ανάλογα με την πρακτική των ασφαλιστικών επιχειρήσεων και τα υιοθετούμενα από αυτές κριτήρια. Προς αποφυγή μακροσκελών και περιττών ως προς την παρούσα ανάλυση αναπτύξεων, σκόπιμες κρίνονται οι ακόλουθες συνοπτικές επισημάνσεις:

    (α) από τη σχετική ασφαλιστική κάλυψη εξαιρούνται αξιώσεις που καλύπτονται από άλλα ασφαλιστήρια, στις οποίες συμπεριλαμβάνονται ενδεικτικά οι αξιώσεις που καλύπτονται από ασφαλιστήρια επαγγελματικής αστικής ευθύνης,

    (β) επιπλέον, εξαιρούνται από την κάλυψη αυτή πράξεις, οι οποίες εμπεριέχουν μεγάλο ρίσκο για τον ασφαλιστή, στις οποίες συνήθως συμπεριλαμβάνονται η ευθύνη των μελών της διοίκησης ανώνυμης εταιρείας για δυσφήμιση και για προσβολή προσωπικότητας, οι αξιώσεις που συνδέονται με την πτώχευση της εταιρείας καθώς και οι ζημίες που σχετίζονται με μετασχηματισμούς εταιρειών,

    (γ) περαιτέρω, από την ασφαλιστική κάλυψη της ευθύνης των μελών της διοίκησης ανώνυμης εταιρείας εξαιρούνται οι αξιώσεις που εγείρονται σε δικαστήρια εκτός της Ευρωπαϊκής Ένωσης ΕΕ ή προέρχονται από την παράβαση νομοθεσίας κρατών εκτός Ευρωπαϊκής Ένωσης,

    (δ) τέλος, εύλογα εξαιρούνται από την εν λόγω ασφαλιστική κάλυψη οι περιπτώσεις δόλιας πρόκλησης της ασφαλιστικής περίπτωσης. Συγκεκριμένα, εξαιρούνται οι ζημίες, για τις οποίες εγείρονται αξιώσεις τρίτων ή της λήπτριας της ασφάλισης ανώνυμης εταιρείας, όπως αυτές προκαλούνται από δόλια παράβαση του διαχειριστικού καθήκοντος ή των διατάξεων του νόμου από τη διοίκηση της εταιρικής οντότητας. Σ’ αυτές συμπεριλαμβάνονται, ενδεικτικά, οι δωροδοκίες και άλλες συναφείς πράξεις χρηματισμού.

     

    6.Οι ασφαλιστικές ρήτρες

    Πέρα από τις παραπάνω αναφερόμενες εξαιρέσεις, στη σχετική ασφαλιστική σύμβαση έχουν εφαρμογή ειδικές ρήτρες, οι οποίες αναφέρονται αποκλειστικά στη συγκεκριμένη ασφαλιστική σύμβαση ή διαμορφώθηκαν με αφορμή την ανάπτυξη της σχετικής ασφάλισης και οι οποίες ουσιαστικά περιορίζουν σημαντικά την ευθύνη του ασφαλιστή. Ειδικότερα, μπορούν να συμπεριληφθούν στο ασφαλιστήριο:

    (α) η ρήτρα ομίλου, η οποία επιτρέπει την ενιαία διαπίστωση και μεταχείριση του ασφαλιστικού κινδύνου και, επιπλέον, επιβαρύνει με λιγότερα έξοδα τον όμιλο, καλύπτοντας με ένα ομαδικό ασφαλιστήριο όλες τις εταιρικές οντότητες ενός ομίλου,

    (β) η ρήτρα ίδιας συμμετοχής των ασφαλισμένων, η οποία επιφέρει την ανάληψη από το ασφαλισμένο μέλος της διοίκησης της ανώνυμης εταιρείας ενός τμήματος και, συγκεκριμένα, ενός ορισμένου ποσού ή ποσοστού, της αποζημίωσης γενικά ή ανά ασφαλιστική περίπτωση,

    (γ) η ρήτρα της σειριακής ζημίας (άλλως αλυσιδωτής ζημίας), η οποία περιορίζει περισσότερες απαιτήσεις που εγείρονται με βάση την ίδια άδικη πράξη στο ίδιο ασφαλιστικό ποσό και στην ίδια ασφαλιστική περίοδο, καθώς λογίζονται ως μια και μόνη απαίτηση,

    (δ) η ρήτρα απόλυσης του συγκεκριμένου μέλους της διοίκησης της ανώνυμης εταιρείας, η οποία επιβάλλει στην εταιρική οντότητα την προηγούμενη καταγγελία της σχέσης με το εν λόγω πρόσωπο ως αναγκαία προϋπόθεση για την ενεργοποίηση της ασφαλιστικής κάλυψης,

    (ε) η ρήτρα ασφαλισμένου κατά ασφαλισμένου, η οποία δεν επιτρέπει την κάλυψη αξιώσεων που εγείρει ασφαλισμένο μέλος της διοίκησης της εταιρικής οντότητας σε βάρος άλλου ασφαλισμένου είτε ευθέως είτε αναγωγικά. Η συγκεκριμένη ρήτρα εμφανίζεται σε μια παραλλαγή της ως ρήτρα μη κάλυψης ίδιας ζημίας, η οποία περιορίζει ή αποτρέπει τη σχετική ασφαλιστική κάλυψη. Ο περιορισμός αυτός λαμβάνει χώρα ανάλογα με το βαθμό και στο μέτρο της συμμετοχής των εμπλεκόμενων ασφαλισμένων προσώπων στη διοίκηση της λήπτριας της ασφάλισης και περιλαμβάνει αξιώσεις προσώπων που συνδέονται άμεσα ή έμμεσα με ένα από τα ασφαλισμένα πρόσωπα. Λόγο δε της εισαγωγής της συνιστά η αποφυγή δημιουργίας καταστάσεων σύγκρουσης συμφερόντων, συμπαιγνιών και καταχρηστικών συμπεριφορών, αλλά και η αποφυγή άντλησης πλουτισμού.

     

    7.Επίλογος

    7.1. Η θέσπιση του Νόμου 4548/2018 για την αναμόρφωση του δικαίου των ανωνύμων εταιρειών επέφερε μια σειρά από αλλαγές, σαρωτικές ενίοτε, στη λειτουργία των εταιρικών οντοτήτων. Σε ό,τι αφορά στην ευθύνη των μελών της διοίκησής τους, σε προηγούμενο σημείωμα του ιστολογίου της παρούσας διαδικτυακής σελίδας παρατέθηκαν αναλυτικά οι ενδοεταιρικές και οι ποινικές ευθύνες τους, όπως διαμορφώνονται πλέον με το νέο νομοθετικό καθεστώς (διαβάστε σχετικά στο πρώτο μέρος του άρθρου για την ευθύνη των μελών του Δ.Σ.). Εύκολα διαπιστώνεται η επίταση της ποινικοποίησης της επιχειρηματικότητας και εξίσου εύκολα διακρίνεται η οριοθέτηση της διακριτικής ευχέρειας των εταιρικών διοικητών ως προς την επίτευξη του εταιρικού σκοπού.

    7.2. Περαιτέρω, σε άλλο σημείωμα του αυτού ιστολογίου παρατέθηκαν εξίσου αναλυτικά οι διοικητικές και ποινικές ευθύνες των εταιρικών διοικητών έναντι του Δημοσίου και των Ασφαλιστικών Οργανισμών, όπως απορρέουν από τη φορολογική, ασφαλιστική και τελωνειακή νομοθεσία, καθώς και οι ευθύνες που τους αποδίδουν συγκεκριμένες διατάξεις του Αστικού, του Πτωχευτικού και του Ποινικού Κώδικα (διαβάστε σχετικά στο δεύτερο μέρος του άρθρου για την ευθύνη των μελών του Δ.Σ.). Με σαφήνεια διαπιστώνεται η έκθεση των μελών της διοίκησης της ανώνυμης εταιρείας σε εξαιρετικά σοβαρούς κινδύνους.

    7.3. Είναι προφανές, επομένως, ότι η ασφάλιση της ευθύνης των εταιρικών διοικητών αποτελεί ένα ικανό μέσο άμυνας και διασφάλισης αυτών έναντι των κινδύνων που απορρέουν από την εταιρική διακυβέρνηση και την αυστηροποίηση του νομοθετικού περιβάλλοντος. Η σύναψη δε της σχετικής ασφαλιστικής σύμβασης, σύμφωνα με τα παραπάνω αναλυτικά αναφερόμενα, διακρίνεται από ισχυρά οικονομικά και επιχειρηματικά πλεονεκτήματα: αρτιότερη εταιρική οργάνωση, υψηλότερο κύρος και εταιρική φερεγγυότητα, ευκρινέστερη επιχειρηματική εικόνα και δυνατότητα προσέλκυσης ικανών διοικητικών στελεχών. Ας μην κλείνουμε πλέον τα μάτια στις διεθνείς επιχειρηματικές συναλλακτικές πρακτικές και στους διεθνείς κανόνες εταιρικής διακυβέρνησης: η διάδοση και καθιέρωση αυτών των ασφαλιστηρίων συμβολαίων και στην ελληνική επιχειρηματική κοινότητα αποτελεί τη μόνη ενδεδειγμένη επιλογή.

    7.4.  Τέλος, ο ρόλος του νομικού συμβούλου της επιχείρησης αποδεικνύεται καθοριστικός στη διαχείριση των θεμάτων των σχετικών με την ασφάλιση της ευθύνης των μελών της διοίκησης της ανώνυμης εταιρείας. Στο πλαίσιο αυτό, ευθύνη του συγκεκριμένου νομικού συμβούλου αποτελεί η στενή συνεργασία του με το μεσίτη ασφαλίσεων, με τον οποίο συνεργάζεται ο εταιρικός οργανισμός, για την αξιολόγηση των προσφερόμενων (περισσότερων) ασφαλιστικών επιλογών και προϊόντων και η υποβοήθησή του στην επιλογή της βέλτιστης λύσης. Επιπλέον, καθήκον του νομικού συμβούλου συνιστά η μέγιστη διασφάλιση της λήπτριας της ασφάλισης ανώνυμης εταιρείας και των ασφαλισμένων εταιρικών διοικητών με τον έλεγχο της νομιμότητας σύναψης και του έγκυρου περιεχομένου της σχετικής ασφαλιστικής σύμβασης. Τέλος, σε περίπτωση επέλευσης του ασφαλισμένου κινδύνου, ο νομικός σύμβουλος οφείλει να προβεί στη συγκρότηση τεκμηριωμένης αξίωσης για την εκπλήρωση των υποχρεώσεων του ασφαλιστή και, ειδικότερα, για την καταβολή του ασφαλίσματος.

    Θα πρέπει να είναι απόλυτα διαυγές:

    Σε οποιοδήποτε στάδιο (από αυτά που παραπάνω παρατέθηκαν) παραληφθεί η λήψη της κατάλληλης νομικής συμβουλής είναι εξαιρετικά πιθανό το δυνητικό κόστος της επιχείρησης να αποδειχθεί δυσθεώρητα υψηλό.

    Πέτρος Ταρνατώρος
    Senior Associate

    Υ.Γ. Το άρθρο δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ, στις 17 Μαρτίου 2019

  • Ευθύνη Μελών Δ.Σ. της Α.Ε.: Οι λοιπές ευθύνες

    Ευθύνη Μελών Δ.Σ. της Α.Ε.: Οι λοιπές ευθύνες

    Ευθύνες των Μελών του Διοικητικού Συμβουλίου Ανωνύμων Εταιρειών
    Μέρος 2ο: Οι λοιπές ευθύνες (εκτός εκείνων που απορρέουν από το νόμο για τις Α.Ε.)

    Α. Προοίμιο

    Είναι σημαντική, εκτιμώ, τόσο για τα μέλη όσο και για τα υποψήφια μέλη διοικητικών συμβουλίων η καλύτερη κατανόηση των ευθυνών που αναλαμβάνουν. Εξίσου σημαντικό βέβαια είναι και να μην «χάσουν τον ύπνο τους» εκείνοι που αρέσκονται να διαβάζουν άρθρα σαν και το παρόν. Στην περίπτωση όμως κατά την οποία εγώ αποτελέσω την αιτία για ένα τέτοιο γεγονός δηλώνω δημόσια ότι είμαι έτοιμος να αναλάβω τις σχετικές ευθύνες αλλά και να υποστώ τις σχετικές συνέπειες (και τούτο παρά τα όσα είχε, ήδη, προείπει, ο Όμηρος στην Ιλιάδα (Ραψωδία Β΄):  «Αυτός που βρίσκεται στην εξουσία, δεν μπορεί να κοιμηθεί ήσυχα μια ολόκληρη νύχτα»)…

     

    Β. Γενικά

    Όπως είχε ήδη αναφερθεί στο πρώτο μέρος του παρόντος άρθρου «το εύρος της ευθύνης εκείνων που ασκούν εξουσία σε μια Ανώνυμη Εταιρεία καθώς και οι κίνδυνοι που αντιμετωπίζουν δεν είναι, συνολικά, καταγεγραμμένοι». Η όποια προσπάθεια καταγραφής δεν μπορεί παρά να είναι σχετική όσον αφορά την πληρότητά της. Το σημαντικότερο όμως: γεμίζει δέος όσον αφορά το εύρος, βάθος (και βάρος) των δυνητικών ευθυνών των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου.

    Στο παρόν επιχειρείται μια προσέγγιση, κατ’ ανάγκην περιορισμένη, των κινδύνων στους οποίους εκτίθενται τα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου Ανώνυμης Εταιρείας-πέραν εκείνων που απορρέουν από τον πρόσφατο νόμο για τις Ανώνυμες Εταιρείες (Ευθύνες μελών Δ.Σ. των Α.Ε. Μέρος 1ο: Οι Ευθύνες Που Απορρέουν Από Το Νέο Νόμο Για Τις Ανώνυμες Εταιρείες). Η πολυνομία αλλά και η εφευρετικότητα των εκάστοτε (φερομένων ως) ζημιωμένων διευρύνει, δυσθεώρητα πολύ, το εύρος και μέγεθος των δυνητικών κινδύνων τους οποίους αντιμετωπίζουν τα συγκεκριμένα πρόσωπα.

    Σημαντικό πάντως να υπομνησθεί, και εν προκειμένω, πως «η ιδιότητα του μη εκτελεστικού μέλους του Διοικητικού Συμβουλίου δεν σημαίνει, αυτόματα, ανυπαρξία ευθυνών».

    Γ. Ευθύνη απέναντι στο Δημόσιο και τους Δημόσιους Ασφαλιστικούς Οργανισμούς

    1.Γενικά

    Στη βάση της αρχής της αυτοτέλειας των νομικών προσώπων, τα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου δεν ευθύνονται για τα χρέη της ανώνυμης εταιρείας.

    Μια από τις ιδιαίτερα σημαντικές εξαιρέσεις του συγκεκριμένου κανόνα αναφέρεται στην περίπτωση που η ανώνυμη εταιρεία έχει χρέη προς το δημόσιο-βεβαίως και τους Δημόσιους Ασφαλιστικούς Οργανισμούς. Στην περίπτωση αυτή συναντούμε τη διάρρηξη της αρχής της αυτοτέλειας (“piercing the corporate vale”- “διάτρηση του παραπειστικού προπετάσματος ορισμένων επιχειρήσεων”).

    Τέτοιες είναι και οι περιπτώσεις που αντιμετωπίζονται στη συνέχεια.

     

    2.Ευθύνη από φορολογικής φύσεως παραβάσεις

    2.1. Προσωπική και αλληλέγγυα ευθύνη των εμπλεκομένων στη Διοίκηση

    Οι διευθυντές, πρόεδροι, διαχειριστές, διευθύνοντες σύμβουλοι και εντεταλμένοι στη διοίκηση νομικών προσώπων ευθύνονται προσωπικά και αλληλέγγυα με την εταιρεία τόσο το χρόνο της λειτουργίας και συγχώνευσης τους όσο και (μαζί με τους εκκαθαριστές) κατά το χρόνο  της διάλυσής τους (άρθρο 50 ν. 4174/2013-«Κώδικας Φορολογικής Διαδικασίας»):

    (α) για την πληρωμή των οφειλομένων φόρων τόκων, προστίμων αλλά και των παρακρατούμενων φόρων,

    (β) για μη απόδοση παρακρατουμένων και επιρριπτομένων φόρων καθώς και μη απόδοση ΦΠΑ.

    (γ) για την πληρωμή του ΕΝΦΙΑ, σε περίπτωση που επιβλήθηκαν τόκοι και πρόστιμα λόγω δικών τους πράξεων ή παραλείψεων

     

    2.2. Ποινική ευθύνη των εμπλεκομένων (και μη) στη Διοίκηση

    Γενικά-περί της ποινικής ευθύνης 

    Προκειμένου αφενός μεν να επιβληθεί η εκπλήρωση των φορολογικών υποχρεώσεων των επιμέρους νομικών προσώπων (βεβαίως και των ανωνύμων εταιρειών) αφετέρου δε η αποτροπή φορολογικής και τελωνειακής φύσεως αδικημάτων έχει επιλεγεί σε σειρά νομοθετημάτων η ποινική ευθύνη όσων εμπλέκονται στη διοίκηση των υπόχρεων νομικών προσώπων.

    Στο πλαίσιο αυτό (και όσον αφορά τις ημεδαπές ανώνυμες εταιρείες) ως ποινικώς ευθυνόμενα πρόσωπα προσδιορίζονται (με σχεδόν ταυτόσημες διατυπώσεις στα επιμέρους-κατωτέρω αναφερόμενα, νομοθετήματα) οι πρόεδροι των Διοικητικών Συμβουλίων, οι διευθύνοντες, εντεταλμένοι ή συμπράττοντες σύμβουλοι, οι διοικητές ή γενικοί διευθυντές ή διευθυντές και κάθε πρόσωπο εντεταλμένο είτε άμεσα από το νόμο είτε από ιδιωτική βούληση είτε από δικαστική απόφαση στη διοίκηση ή διαχείριση αυτών. Όταν ελλείπουν όλα τα παραπάνω πρόσωπα, οι ποινές επιβάλλονται κατά των μελών των διοικητικών συμβουλίων των εταιρειών αυτών, εφόσον ασκούν πράγματι προσωρινά ή διαρκώς ένα από τα προαναφερόμενα καθήκοντα.

    Το γεγονός όμως της άσκησης ή μη τέτοιας φύσης καθηκόντων είναι, εν τέλει, θέμα ουσίας, πράγμα το οποίο εξηγεί την (συχνά αδικαιολόγητη) επιλογή των αρμοδίων εισαγγελικών λειτουργών να οδηγούν στην «βάσανο του ακροατηρίου» το σύνολο των μελών των διοικητικών συμβουλίων των εμπλεκομένων νομικών προσώπων. (Και τούτο ανεξάρτητα την ύπαρξη ή μη εκτελεστικών και μη εκτελεστικών μελών στα διοικητικά συμβούλια). Η λογική «ας βρουν το δίκιο τους στο ακροατήριο» είναι, στην περίπτωση αυτή, αδικαιολόγητα επιβαρυντική για την απονομή της δικαιοσύνης. Το σημαντικότερο όμως: δημιουργεί δυσθεώρητα υψηλό κόστος σε οικονομικό, προσωπικό, κοινωνικό, οικογενειακό και επαγγελματικό επίπεδο προσώπων τα οποία καθόλου και καθ’ οιονδήποτε τρόπο δεν θα ήταν δυνατό να υποστηριχθεί πως έχουν οποιαδήποτε ευθύνη.

     

    Ειδικότερα:

    Το αδίκημα της φοροδιαφυγής

    Η παραβίαση διατάξεων του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας αντιμετωπίζεται με αυστηρότητα από τις διατάξεις των άρθρων 66επ. του εν λόγω νόμου (ν. 4174/2013, όπως αυτά ισχύουν μετά την επαναπροσέγγισή τους από το άρθρο 8 ν. 4337/2015-«Μέτρα Εφαρμογής Μνημονίου»). Στη διάταξη του άρθρου 66 του ν. 4174/2013 οριοθετείται και αντιμετωπίζεται το αδίκημα της φοροδιαφυγής με επαπειλούμενη ποινή φυλάκισης ή, στις περισσότερο σημαντικές περιπτώσεις, την κάθειρξη.

    Αυτουργοί του αδικήματος της φοροδιαφυγής που διαπράττεται από ημεδαπή ανώνυμη εταιρεία θεωρούνται και εν προκειμένω όσοι, καθ’ οιονδήποτε τρόπο, εμπλέκονται στη διοίκηση των ανωνύμων εταιρειών και, υπό τις προαναφερθείσες προϋποθέσεις, το σύνολο των μελών των διοικητικών τους συμβουλίων  (άρθρο 67 ν. 4174/2013)

    Το αδίκημα της μη καταβολής βεβαιωμένων οφειλών στο Δημόσιο κλπ.

    Η μη καταβολή βεβαιωμένων οφειλών στο Δημόσιο, τα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, τις επιχειρήσεις και τους οργανισμούς του ευρύτερου δημόσιου τομέα αποτελεί και εδώ ποινικό αδίκημα για όσους, καθ’ οιονδήποτε τρόπο, εμπλέκονται στη διοίκηση των ανωνύμων εταιρειών και, υπό τις προαναφερθείσες προϋποθέσεις, το σύνολο των μελών των διοικητικών τους συμβουλίων  (άρθρο 25 ν. 1882/1990-«Φοροδιαφυγή, Φορολογία και λοιπές διατάξεις)

     

    3.Ευθύνη από τελωνειακής φύσεως παραβάσεις

    Με βάση όσα ο Τελωνειακός Κώδικας (ν. 2960/2001) ορίζει, τελωνειακή οφειλή είναι η υποχρέωση κάθε φυσικού ή νομικού προσώπου έναντι Τελωνειακής Αρχής για καταβολή του συνόλου των δασμών, των φόρων, συμπεριλαμβανομένου του φόρου προστιθέμενης αξίας (Φ.Π.Α.), και των λοιπών δικαιωμάτων του Δημοσίου, που αναλογούν σε εμπορεύματα και τα επιβαρύνουν κατά τις οικείες διατάξεις. Για την καταβολή της τελωνειακής οφειλής ευθύνονται επίσης, προσωπικά και αλληλέγγυα, μεταξύ άλλων, οι εκπρόσωποι των νομικών προσώπων καθώς και οι εκκαθαριστές ανωνύμων εταιρειών (άρθρο 29 ν. 2960/2001)

    Όσον αφορά ειδικά τις ημεδαπές ανώνυμες εταιρίες ευθύνονται αλληλεγγύως και στη συγκεκριμένη περίπτωση (και με την προσωπική τους περιουσία) όσοι, καθ’ οιονδήποτε τρόπο, εμπλέκονται στη διοίκηση των ανωνύμων εταιρειών και, υπό τις προαναφερθείσες προϋποθέσεις, το σύνολο των μελών των διοικητικών τους συμβουλίων   (άρθρο 153 ν. 2960/2001):

    Τα ίδια, προαναφερθέντα, πρόσωπα θεωρούνται αυτουργοί ή, κατά περίπτωση συνεργοί των αδικημάτων της λαθρεμπορίας και, κατ’ ακολουθίαν, εκτίθενται στις σχετικές (όχι ήσσονος σημασίας) ποινικές κυρώσεις (άρθρο 153 ν. 2960/2001)

     

    4.Ευθύνη από μη καταβολή Ασφαλιστικών Εισφορών

    Στη διάταξη του άρθρου 26 του ν. 1846/1951 (:«Θεσμικός περί ΙΚΑ νόμος») γίνεται αναφορά στους υπόχρεους για τις ασφαλιστικές εισφορές και στον τρόπο καταβολής τους. Η υποχρέωση αυτή καταλαμβάνει επίσης τα πρόσθετα τέλη, προσαυξήσεις και λοιπές επιβαρύνσεις που οφείλονται προς τους Φορείς Κοινωνικής Ασφάλισης-ανεξάρτητα από τον χρόνο της βεβαίωσής τους.

    Ευθύνονται αλληλέγγυα και εις ολόκληρον με την εργοδότρια εταιρεία (τόσο κατά τη διάρκεια της λειτουργίας της όσο και κατά το χρόνο λύσης ή συγχώνευσης της) εκείνοι που είναι νόμιμοι εκπρόσωποι, πρόεδροι, διαχειριστές, διευθύνοντες σύμβουλοι, εντεταλμένοι στη διοίκηση και εκκαθαριστές νομικών προσώπων, (άρθρο 31 ν. 4321/2015).

    Η υποχρέωση των συγκεκριμένων προσώπων δεν καταλαμβάνει (αυτονοήτως) τον χρόνο μετά την απομάκρυνση ή παραίτησή τους.

    Με τη διάταξη του άρθρου 1 ν. 86/1967 ποινικοποιείται για τους υπόχρεους τόσο η μη καταβολή εργοδοτικών εισφορών όσο και η παρακράτηση και μη απόδοση των εισφορών των εργαζομένων

     

    Δ. Ευθύνη από ρυθμίσεις του Αστικού Κώδικα

    Από τη διάταξη του άρθρου 71ΑΚ): Το νομικό πρόσωπο (εν προκειμένω η Ανώνυμη Εταιρεία) ευθύνεται (άρθρο 71) τόσο για τις πράξεις όσο και για τις παραλείψεις εκείνων (:φυσικών προσώπων) που το αντιπροσωπεύουν, εφόσον γεννάται υποχρέωση αποζημίωσης και έλαβαν χώρα κατά την άσκηση των καθηκόντων τους. Η ευθύνη (όταν υφίσταται) του υπαίτιου αντιπροσώπου, εκπροσώπου/μέλους του Διοικητικού Συμβουλίου είναι σωρευτική και εις ολόκληρον.

    Από τις διατάξεις των άρθρων 71, 197 & 198 ΑΚ): Η ευθύνη αυτή αναφέρεται στη ζημία που προξενείται στον αντισυμβαλλόμενο κατά τη διεξαγωγή διαπραγματεύσεων, ανεξάρτητα αν ακολούθησε (ή όχι) η σύναψη σύμβασης. Η συγκεκριμένη ευθύνη είναι δυνατό να καταλογισθεί και στο μέλος του ΔΣ που έδρασε υπαίτια στο πλαίσιο των συγκεκριμένων διαπραγματεύσεων.

    Από τη διάταξη, μεταξύ άλλων, του άρθρου 914 ΑΚ): Ευθύνη των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου είναι δυνατό να τεκμηριωθεί και στις γενικές διατάξεις για την αποζημίωση του Αστικού Κώδικα. Δύο είναι οι περισσότερο ενδιαφέρουσες περιπτώσεις στη συγκεκριμένη ενότητα:

    (α) Η ευθύνη των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου έναντι των μετόχων όταν συνδέεται με πράξεις και παραλείψεις τους και, δι’ αυτών, θίγεται «ο πυρήνας των μετοχικών τους δικαιωμάτων καθόσον εξέρχονται των ορίων της συνήθους διαχείρισης και ως τέτοιες θα έπρεπε να λαμβάνονται (ύστερα από έγκριση) ή τουλάχιστον να τελούν σε γνώση των μετόχων» (ΜΠρωτΑθ 12468/2012)

    (β) Η ευθύνη των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου έναντι των τρίτων-εν γένει (με περισσότερο ενδιαφέρουσα την περίπτωση του εργατικού ατυχήματος). Ενδιαφέρον είναι πως με βάση την υφιστάμενη νομολογία (ενδ.: ΑΠ 472/2018), η ιδιότητα ενός μέλους ως μη εκτελεστικού ΔΕΝ αρκεί για την απαλλαγή του από οποιαδήποτε, τέτοια, ευθύνη. Αυτό που ερευνάται, σε κάθε περίπτωση, είναι η ύπαρξη πταίσματος στο πρόσωπο του μέλους και όχι η ιδιότητα του ως εκτελεστικού ή μη.

     

    Ε. Ευθύνη από ρυθμίσεις του Πτωχευτικού Κώδικα

    Η ευθύνη των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου που γεννάται από τις διατάξεις του Πτωχευτικού Κώδικα είναι τόσο αστικής όσο και ποινικής φύσεως.

    (α) Η αστική τους ευθύνη αναφέρεται στην υποχρέωση αποκατάστασης της ζημίας των πιστωτών (άρθρο 98 ΠτΚ) σε περίπτωση που είτε δεν κατατεθεί εγκαίρως αίτηση για πτώχευση, είτε η πτώχευση της εταιρείας προκλήθηκε από δόλο ή βαρεία αμέλειά τους.

    (β) Η ποινική τους ευθύνη (όπως εξάλλου και η ευθύνη των διαχειριστών, των μελών της διοίκησης και των διευθυντών των εταιρειών εν γένει) συναρτάται με ενέργειές τους που είτε προκαλούν της πτώχευση της εταιρείας είτε δυσχεραίνουν  την ικανοποίηση των πτωχευτικών πιστωτών είτε συναρτώνται με παράλειψη νομίμων σχετικών υποχρεώσεών τους (άρθρο 171 επ. ΠτΚ)

     

    ΣΤ. Ευθύνη από ρυθμίσεις του Ποινικού Κώδικα-ειδικά το αδίκημα της απιστίας

    Διάσπαρτες είναι οι διατάξεις του Ποινικού Κώδικα στη νομοτυπική μορφή των οποίων θα ήταν δυνατό να ενταχθούν πράξεις και παραλείψεις των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου Ανώνυμης Εταιρείας.

    Από τις πλέον συνήθως επαπειλούμενες είναι εκείνη της απιστίας του άρθρου 390 ΠΚ. Με βάση τη συγκεκριμένη διάταξη απιστία τελεί όποιος με γνώση ζημιώνει την περιουσία άλλου, της οποίας έχει, βάσει του νόμου ή δικαιοπραξίας, την επιμέλεια ή διαχείριση. Προκειμένου περί διαχειριστικών αδικημάτων σε βάρος της περιουσίας νομικού προσώπου, το έγκλημα αυτό το τελούν (και εκτίθενται στις αντίστοιχες ποινικές κυρώσεις) όσοι παραβιάζουν τους κανόνες της επιμελούς διαχείρισης-βεβαίως και τα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου της Ανώνυμης Εταιρείας.

     

    Ζ. Εν κατακλείδι

    Η ευθύνη των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου (ιδίως των εκτελεστικών) είναι σε κάποιες περιπτώσεις αντικειμενική και δεδομένη. Αυτό βέβαια αυτονοήτως προϋποθέτει καταστάσεις που δημιουργούν τέτοιου είδους ευθύνες. Είναι επίσης δεδομένο πως στο πλαίσιο άσκησης της επιχειρηματικότητας, ιδίως στη χώρα μας, η δυνητική έκθεση του νομικού προσώπου (και των μελών του ΔΣ) σε κινδύνους μοιάζει μάλλον φυσιολογική και λογικά αναμενόμενη.

    Στο πρώτο μέρος του παρόντος άρθρου κατέληγα: “Όχι πως κάθε μέλος Διοικητικού Συμβουλίου είναι δεδομένο πως «θα μπλέξει» αλλά καλό είναι να θυμόμαστε πως η (συν)άσκηση εξουσίας δεν είναι ένα, απλό, αφροδισιακό”.

    Αναρωτιέμαι, όμως, εν τέλει: Η γνώση (η υπόμνηση) των ευθυνών από την άσκηση εξουσίας και των σχετικών κινδύνων που αντιμετωπίζουν εκείνοι που την ασκούν θα ήταν δυνατό, άραγε, να λειτουργήσει κατασταλτικά στις σχετικές ορμόνες;

    Ή μήπως όχι;

    stavros-koumentakis

    Σταύρος Κουμεντάκης
    Senior Partner

    Υ.Γ. Συνοπτική έκδοση αυτού του άρθρου δημοσιεύεται σήμερα 10 Μαρτίου 2019, στην Εφημερίδα ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ.

    Σταύρος Κουμεντάκης

  • Ευθύνη Μελών Δ.Σ. της Α.Ε.: Οι Ευθύνες Που Απορρέουν Από Το Νέο Νόμο

    Ευθύνη Μελών Δ.Σ. της Α.Ε.: Οι Ευθύνες Που Απορρέουν Από Το Νέο Νόμο

    Ευθύνες των Μελών του Διοικητικού Συμβουλίου Ανωνύμων Εταιρειών
    Μέρος 1ο: Οι ευθύνες που απορρέουν από το νέο νόμο για τις Ανώνυμες Εταιρείες.

    Α. ΓΕΝΙΚΑ

    Προοίμιο

    Η εξουσία στην Ελλάδα πάντοτε (ιδιαίτερα και τους περισσότερους-αν όχι όλους) μας προσέλκυε. Είτε για την άσκησή της είτε για τη συναναστροφή με κείνους που τη νέμονται. Λησμονούμε όμως πως η εξουσία, κάποια στιγμή, τελειώνει. Λησμονούμε (;) επίσης πως η άσκησή της εγκυμονεί κινδύνους. Κάποιες φορές σοβαρούς.

    Όταν ο Χ. Κίσινγκερ κατέληγε πως «η εξουσία είναι το υπέρτατο αφροδισιακό» μπορούμε να είμαστε βέβαιοι πως κάτι περισσότερο από εμάς γνώριζε. Για τις συνέπειες από την άσκησή της; Είχε μιλήσει ήδη ο Όμηρος:  «Αυτός που βρίσκεται στην εξουσία, δε μπορεί να κοιμηθεί ήσυχα μια ολόκληρη νύχτα». Κι ακολούθησε, αρκετά μεταγενέστερα, ο Τσαρλς Κάλεμπ Κόλτον για να διευκρινίσει: «Τα βάσανα της εξουσίας είναι πραγματικά, οι χαρές της φανταστικές». 

    Το εύρος της ευθύνης των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου

    Η διοίκηση των νομικών προσώπων συναρτάται με την άσκηση εξουσίας. Είναι αλήθεια όμως πως, αν ανατρέξει κάποιος στην εγχώρια (βεβαίως και διεθνή) βιβλιογραφία δεν είναι δυνατό, δυστυχώς, να εντοπίσει μια μελέτη, ένα σύγγραμμα στα οποία θα καταγράφεται το σύνολο των κινδύνων που συνολικά επιφέρει η άσκησή της. Πολλά επιμέρους ναι. Ένα συνολικό όχι. Τι σημαίνει αυτό σε πρακτικό επίπεδο: πως το εύρος της ευθύνης εκείνων που ασκούν εξουσία, καθώς και οι κίνδυνοι που αντιμετωπίζουν δεν είναι ούτε απολύτως καταγεγραμμένα ούτε και προσδιορίσιμα μεγέθη.

    Στο περιβάλλον λειτουργίας των ανωνύμων εταιρειών, όπως αυτό έχει σήμερα διαμορφωθεί, η μεγαλύτερη ανησυχία των διοικούντων είναι το εύρος της ευθύνης τους: για πράξεις ή -χειρότερα- για παραλείψεις τους.

    Στο πλαίσιο αυτό (και με αφορμή όχι μόνο το νέο νόμο για τις ανώνυμες εταιρείες, αλλά και διαχρονικά ερωτήματα και προβληματισμούς των ενδιαφερομένων-εμπλεκομένων προσώπων) επιχειρείται η προσέγγιση κάποιων βασικών πεδίων της ευθύνης των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου. 

    Οι ποινικές ευθύνες-γενικά

    Η ποινικοποίηση επιμέρους δράσεων της επιχειρηματικότητας, επιχειρηματικών επιλογών και αποφάσεων της διοίκησης μιας ανώνυμης εταιρείας είναι ένα (όχι θεωρητικό) ενδεχόμενο. Η είσοδος των εισαγγελέων στην καθημερινότητα της διοίκησης των επιχειρήσεων, αλλά και η προσπάθεια (κάποιων από αυτούς) για μεταμόρφωσή τους σε «Αντόνιο Ντι Πιέτρο» της οικονομικής κι επιχειρηματικής ζωής της χώρας με υιοθέτηση δράσεων τύπου «Καθαρά Χέρια», λειτουργεί κάποιες φορές εξυγιαντικά και κάποιες άλλες αποτρεπτικά ευεργετικών επιχειρηματικών αποφάσεων.

    Από την άλλη πλευρά είναι απολύτως συνήθεις οι ποινικές (και όχι μόνον) εμπλοκές μελών του Διοικητικού Συμβουλίου (όχι κατ’ ανάγκη των εκτελεστικών-μόνον) από παραλείψεις που αφορούν υποχρεώσεις έναντι του Δημοσίου (λ.χ. μη εξόφληση βεβαιωμένων οφειλών, μη απόδοση παρακρατουμένων φόρων-βλ. ΦΠΑ, μη εξόφληση ασφαλιστικών εισφορών). Επίσης όχι ασυνήθεις είναι και οι εμπλοκές μελών του Διοικητικού Συμβουλίου (όχι μόνον ποινικές) από γεγονότα που συνδέονται (ή επιχειρείται να συνδεθούν) με την επιχειρηματικότητα. Μη λησμονούμε επίσης το ενδεχόμενο να βρεθεί κάποιο μέλος ΔΣ «τυλιγμένο σε μία κόλλα χαρτί» είτε έχει ευθύνη είτε όχι-για οποιοδήποτε θέμα.

    Σε ποιους τομείς άραγε εκτείνεται η ευθύνη των μελών του ΔΣ της σύγχρονης ΑΕ; Επιχειρείται στο παρόν, μια πρώτη καταγραφή των ευθυνών (αστικής και ποινικής φύσεως) που απορρέουν από το νέο νόμο για τις Ανώνυμες Εταιρείες. 

    Η ενδοεταιρική ευθύνη με βάση το νέο νόμο για τις Ανώνυμες Εταιρείες

    Τα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου μιας Ανώνυμης Εταιρείας ευθύνονται για την αποκατάσταση τυχόν ζημίας της από πράξεις και παραλείψεις τους. Η ευθύνη μπορεί να είναι είτε ατομική είτε συλλογική (και εις ολόκληρον) για όλα τα μέλη. Το αρμόδιο Δικαστήριο είναι δυνατό να επιμερίσει τις ευθύνες μεταξύ των μελών ανάλογα με τα δεδομένα, αλλά και τις ιδιότητες ενός εκάστου.

    Η παραγραφή των αξιώσεων της εταιρείας σε βάρος των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου είναι μεν τριετής, αναστέλλεται όμως για όσο χρόνο έχουν τη συγκεκριμένη ιδιότητα. Κατ’ ανώτατο όριο για μια δεκαετία. Τι σημαίνει αυτό σε πρακτικό επίπεδο; Αν λ.χ. ο CEO μιας ανώνυμης εταιρείας κάτι «δεν έκανε καλά» προ επταετίας – κατά την άσκηση των καθηκόντων του και πουλήσει σήμερα την εταιρεία (ως, ενδεχομένως, βασικός μέτοχος και ιδιοκτήτης της), η εταιρεία (υπό το νέο ιδιοκτησιακό της καθεστώς) δικαιούται να ασκήσει τις αξιώσεις της σε βάρος του εντός δεκαετίας από την παράνομη πράξη ή παράλειψη.

    Η έγκριση των οικονομικών καταστάσεων, της διαχείρισης των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου και η ενδεχόμενη απαλλαγή τους από «κάθε ευθύνη» από την τακτική Γενική Συνέλευση ΔΕ λογίζεται ως παραίτηση. Θα «συνεκτιμηθεί» ενδεχομένως, ανάμεσα στ’ άλλα, από το αρμόδιο Δικαστήριο.

    Οι προϋποθέσεις για την άσκηση της εταιρικής αγωγής αλλά και η ίδια η άσκησή της είναι σαφώς και σε ικανό βαθμό καταγεγραμμένες και λεπτομερείς στο νέο νόμο. Η άσκηση μάλιστα της εταιρικής αγωγής είναι δυνατό να ανατεθεί από το αρμόδιο δικαστήριο (όταν δεν αποτελεί επιλογή του Διοικητικού Συμβουλίου) σε Ειδικό, προς τούτο οριζόμενο, Εκπρόσωπο. 

    Οι ποινικές ευθύνες των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου με βάση το νέο νόμο για τις Ανώνυμες Εταιρείες

    Ο νέος νόμος αφιερώνει (και λογικά) μια ξεχωριστή ενότητα για τις ποινικές ευθύνες (και) των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου. Η επαπειλούμενη ποινή φυλάκισης για τους παραβάτες δεν είναι εκείνη που δημιουργεί ανησυχία καθώς δεν αναμένεται ότι θα οδηγηθεί κανένας από αυτούς στη φυλακή-εξ αυτού του λόγου και μόνον. Ενδιαφέρον όμως έχουν οι επαπειλούμενες χρηματικές ποινές (από 5.000€ έως 100.000€): Μπορούμε να έχουμε βεβαιότητα πως από κανέναν δεν περισσεύουν τέτοια χρηματικά ποσά. Η άσκηση καθηκόντων μέλους Διοικητικού Συμβουλίου δεν είναι μια ιστορία χωρίς (και) αξιομνημόνευτους ποινικούς κινδύνους. Θα ήταν εξαιρετικά χρήσιμο για κείνα από τα μέλη που είτε έχουν «χαλαρή συνείδηση» είτε τους ζητείται να λάβουν αποφάσεις και παράσχουν διαβεβαιώσεις σε συγκεκριμένα θέματα (σε ψευδή, λ.χ., πιστοποίηση μετοχικού κεφαλαίου ή σε έγκριση χρηματοοικονομικών καταστάσεων που δεν είναι «απολύτως ακριβείς») να το ξανασκεφτούν. Είναι επίσης δεδομένο πως θα πρέπει να επιδεικνύουν τη μέγιστη δυνατή επιμέλεια κατά την άσκηση των καθηκόντων τους και πιστά να τηρούν (με τη συνδρομή και των κατάλληλων συμβούλων) το νόμο. 

    Συμπερασματικά

    Η αποδοχή μιας «τιμητικής» πρότασης για είσοδο σε Διοικητικό Συμβούλιο Ανώνυμης Εταιρείας, η εξυπηρέτηση ενός καλού φίλου για τον ίδιο λόγο («για να συμπληρωθούν τα τρία, κατ΄ελάχιστον, μέλη») αλλά και η συμμετοχή στο αντίστοιχο όργανο της οικογενειακής επιχείρησης, δεν είναι μια απόφαση που πρέπει «ελαφρά τη καρδία» να λαμβάνεται. Όχι πως κάθε μέλος Διοικητικού Συμβουλίου είναι δεδομένο πως «δε θα αποφύγει τα μπλεξίματα», αλλά καλό είναι να γνωρίζουμε πως η (συν)άσκηση εξουσίας δεν είναι ένα, απλό, αφροδισιακό.

     

    Β. ΕΙΔΙΚΟΤΕΡΑ (& επί λεπτομερειών)

    1. Η ενδοεταιρική ευθύνη των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου με βάση το νέο νόμο για τις ΑΕ

    Το μέγεθος και η προϋποθέσεις της ευθύνης των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου

    Τα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου Ανώνυμης Εταιρείας ευθύνονται για την αποκατάσταση της ζημίας της από πράξεις και παραλείψεις τους (άρθρο 102 παρ. 1 ν. 4548/2018).

    Δεν υφίσταται ευθύνη όταν τα μέλη καταφέρουν να αποδείξουν ότι κατέβαλαν «επιμέλεια συνετού επιχειρηματία» (άρθρο 102 παρ. 2 ν. 4548/2018).

    Όταν μάλιστα έχουμε να κάνουμε με κοινή πράξη των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου (λ.χ. απόφαση Δ.Σ.) γίνεται δεκτή η εις ολόκληρον ευθύνη όλων των μελών του. Το αρμόδιο Δικαστήριο διατηρεί το δικαίωμα να επιμερίσει την ευθύνη σε έναν έκαστο των εμπλεκομένων, αλλά και να ρυθμίσει το δικαίωμα της αναγωγής μεταξύ τους (άρθρο 102 παρ. 3 ν. 4548/2018).

    Γίνεται δεκτό πως δεν υφίσταται ευθύνη των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου όταν, κατά βάση, καταφέρουν να αποδείξουν πως οι πράξεις ή παραλείψεις τους: (α) βασίζονται σε προηγούμενη σύννομη απόφαση της ΓΣ ή (β) αφορούν εύλογη επιχειρηματική απόφαση που έχει ληφθεί  με καλή πίστη, επαρκή πληροφόρηση και με αποκλειστικό κριτήριο το εταιρικό συμφέρον καθώς και (γ) στηρίζονται σε εισήγηση ανεξάρτητου οργάνου ή επιτροπής (άρθρο 102 παρ. 4 ν. 4548/2018)

     

    Η παραγραφή των αξιώσεων της ΑΕ και η παραίτησή της από αυτές

    Η παραγραφή των αξιώσεων της Ανώνυμης Εταιρείας σε βάρος των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου είναι τριετής κι αναστέλλεται για όσο χρόνο διατηρείται η ιδιότητα του μέλους. Σε κάθε περίπτωση επέρχεται μετά από δεκαετία (άρθρο 102 παρ. 6 ν. 4548/2018)

    Είναι δυνατή η παραίτηση της Ανώνυμης Εταιρείας από τις αξιώσεις σε βάρος των μελών του Διοικητικού της Συμβουλίου μετά από μια διετία και με την υποχρεωτική συγκατάθεση της Γενικής Συνέλευσης, εφόσον δεν υπάρχει αντίθεση του 10% του μετοχικού κεφαλαίου (άρθρο 102 παρ. 7 ν. 4548/2018)

     

    Οι προϋποθέσεις και η διαδικασία άσκησης των αξιώσεων της Εταιρείας σε βάρος των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου της. Η εμπλοκή των μετόχων

    Το Διοικητικό Συμβούλιο υποχρεούται να ασκήσει τις αξιώσεις της εταιρείας σε  βάρος των υπόχρεων σε αποζημίωση μελών του, «σταθμίζοντας το εταιρικό συμφέρον». Σε κάθε περίπτωση τα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου υποχρεούνται να παράσχουν επαρκείς εξηγήσεις στους μετόχους, όταν παραλείψουν να εκπληρώσουν τη συγκεκριμένη υποχρέωσή τους (άρθρο 103 ν. 4548/2018).

    Μέτοχοι της εταιρείας που έχουν, προ εξαμήνου, αποκτήσει ποσοστό μεγαλύτερο από 5% του μετοχικού κεφαλαίου δικαιούνται να υποβάλλουν αίτημα προς το Διοικητικό Συμβούλιου για την άσκηση αξιώσεων σε βάρος μελών του (άρθρο 104 παρ. 1 ν. 4548/2018). Με το εν λόγω αίτημα κοινοποιούν την αναγκαία πληροφόρηση και τα στοιχεία για την τεκμηρίωση της ζημίας και παρέχουν προθεσμία ενός μηνός, κατ’ ελάχιστον, για αξιολόγηση και λήψη της σχετικής απόφασης (άρθρο 104 παρ. 2 ν. 4548/2018).

    Το Διοικητικό Συμβούλιο λαμβάνει τη σχετική απόφαση ύστερα από ακρόαση κατονομαζομένων μελών, χωρίς, όμως, να έχουν δικαίωμα ψήφου οι εμπλεκομένοι. Αν τα υπόλοιπα μέλη  δε σχηματίζουν απαρτία, θεωρείται ότι δε λαμβάνεται απόφαση (άρθρο 104 παρ. 3 ν. 4548/2018).

    Όταν το αίτημα για την άσκηση της εταιρικής αγωγής υποβάλλεται από την πλειοψηφία των μετόχων, η άσκησή της είναι υποχρεωτική για το Διοικητικό Συμβούλιο (άρθρο 104 παρ. 4 ν. 4548/2018)

    Η πλειοψηφία των μετόχων που υπέβαλαν αίτημα προς το Διοικητικό Συμβούλιο  για άσκηση εταιρικής αγωγής, δικαιούται να προσφύγει στο αρμόδιο δικαστήριο, όταν: (α) απορριφθεί το σχετικό αίτημά τους, (β) παρέλθει άπρακτη η ταχθείσα προθεσμία αξιολόγησης, (γ) παρέλθει άπρακτο ένα τετράμηνο από την απόφαση για την άσκηση της αγωγής, (δ) δεν κατέστη δυνατή η λήψη απόφασης από το Διοικητικό Συμβούλιο ή  (ε) παρέλθει άπρακτο ένα δίμηνο, χωρίς να ασκηθεί αγωγή στην περίπτωση που το αίτημα υποβάλλεται από την πλειοψηφία των μετόχων (άρθρο 105 παρ. 1 ν. 4548/2018).

    Το αρμόδιο δικαστήριο κάνει δεκτή την αίτηση των μετόχων, όταν δεν υφίσταται υπέρτερο συμφέρον για τη μη άσκηση της αιτούμενης αγωγής. Στην περίπτωση αυτή ορίζει Ειδικό (ίσως και Αναπληρωτή) Εκπρόσωπο για άσκηση της εταιρικής αγωγής (άρθρο 105 παρ. 2 ν. 4548/2018).

     

    Ο Ειδικός Εκπρόσωπος για την άσκηση της εταιρικής αγωγής

    Ο Ειδικός Εκπρόσωπος: (α) έχει ως ειδική και μόνη εξουσία την άσκηση της αγωγής, αλλά και την ταχεία και επιμελή άσκηση δίκης, (β) έχει πρόσβαση σε στοιχεία, έγγραφα και πληροφορίες, (γ) δεσμεύεται από την ιστορική (όχι όμως και τη νομική) βάση της δικαστικής απόφασης. Το Δικαστήριο είναι δυνατό να του επιδικάσει εύλογη αμοιβή (άρθρο 105 παρ. 4 και 5 ν. 4548/2018).

    Ο Ειδικός Εκπρόσωπος, μετά τον ορισμό του, είναι δυνατό να καταλήξει αρνητικά όσον αφορά την ευθύνη των κατονομαζομένων μελών Δ.Σ. Στην περίπτωση αυτή ενημερώνει σχετικά το Διοικητικό Συμβούλιο, αλλά και τους μετόχους που ζήτησαν την άσκηση της σχετικής αγωγής. Οι συγκεκριμένοι μέτοχοι, όμως, είναι δυνατό να επανέλθουν με νέα αίτησή τους (άρθρο 105 παρ. 6 ν. 4548/2018).

    Σε περίπτωση πρωτόδικης απόρριψης της αγωγής, το Διοικητικό Συμβούλιο, ύστερα από σχετική εισήγηση του Ειδικού Εκπροσώπου, είναι δυνατό να παραιτηθεί από την άσκηση ενδίκων μέσων (άρθρο 105 παρ. 7 ν. 4548/2018)

     

    Η αναστολή των παραγραφών και οι δαπάνες που αφορούν τις σχετικές δίκες

    Η υποβολή αίτησης των μετόχων προς το Διοικητικό Συμβούλιο για την άσκηση των εταιρικών αξιώσεων αναστέλλει, κατά βάση, τις παραγραφές (άρθρο 106 παρ. 1 ν. 4548/2018).

    Οι δαπάνες της δίκης για τον ορισμό του Ειδικού Εκπροσώπου, της δίκης σε βάρος των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου, αλλά και η τυχόν αμοιβή του βαρύνουν την εταιρεία (άρθρο 106 παρ. 3 ν. 4548/2018)

     

    Άμεση ζημία τρίτων από πράξεις ή παραλείψεις μελών του Διοικητικού Συμβουλίου

    Οι διατάξεις του ν. 4548/2018 όσον αφορά την ευθύνη των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου δεν επηρεάζουν ή περιορίζουν την ευθύνη τους όσον αφορά τις αξιώσεις από άμεση ζημία μετόχων ή τρίτων, την οποία υπέστησαν από πράξεις ή παραλείψεις τους (των μελών του ΔΣ). Δεν επηρεάζουν, επίσης, την ευθύνη των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου έναντι των εταιρικών πιστωτών από τη διάταξη του άρθρου 98 του Πτωχευτικού Κώδικα (:μη έγκαιρη υποβολή της αιτήσεως πτώχευσης της ανώνυμης εταιρείας, καθώς και πρόκληση της παύσης πληρωμών από δόλο ή βαρεία αμέλεια των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου)-(άρθρο 107 παρ. 3 ν. 4548/2018).

     

    Η απαλλαγή των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου από την τακτική Γενική Συνέλευση

    Είναι δυνατή η έγκριση από τη Γενική Συνέλευση της συνολικής διαχείρισης από τα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου κατά την έγκριση των ετήσιων χρηματοοικονομικών καταστάσεών της και η απαλλαγή τους από «κάθε ευθύνη». Η συγκεκριμένη όμως, έγκριση-όταν και εφόσον αυτή πραγματοποιηθεί ΔΕ λογίζεται ως παραίτηση από αξιώσεις της εταιρείας (για τη νομότυπη παραίτηση απαιτείται η εφαρμογή άρθρου 102 παρ. 7). Μια τέτοια έγκριση εκτιμάται «αναλόγως» από το Δικαστήριο (με ό,τι αυτό σημαίνει) που τυχόν επιληφθεί στο μέλλον αξιώσεις της εταιρείας σε βάρος των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου (άρθρο 108 παρ. 1 ν. 4548/2018).

    Στην ψηφοφορία για την έγκριση συνολικής διαχείρισης λαμβάνουν μέρος τα μέλη του Δ.Σ. και υπάλληλοι της ανώνυμης εταιρείας με τις δικές τους μετοχές, καθώς και με τις μετοχές που εκπροσωπούν, εφόσον τους έχουν παρασχεθεί ρητές και συγκεκριμένες οδηγίες ψήφου (άρθρο 108 παρ. 2 ν. 4548/2018).

     

    2.Οι ποινικές ευθύνες των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου από το νόμο για τις Ανώνυμες Εταιρείες

    Ψευδείς ή παραπλανητικές δηλώσεις προς το κοινό (άρθρο 176 ν. 4548/2018)

    Απειλείται ποινή φυλάκισης και χρηματική ποινή 10.000€ έως 100.000€ όσον αφορά εν γνώσει ψευδή ή παραπλανητική δήλωση προς το κοινό ιδρυτή, μέλους του Διοικητικού Συμβουλίου ή διευθυντή της εταιρείας σχετικά με: (α) την κάλυψη ή καταβολή του κεφαλαίου, (β) στοιχεία της εταιρείας με ουσιώδη επιρροή επί των εταιρικών υποθέσεων-με σκοπό την εγγραφή σε τίτλους που εκδίδει η εταιρεία. 

     

    Παραβάσεις μελών Διοικητικού Συμβουλίου (άρθρο 177 ν. 4548/2018)

    Απειλείται ποινή φυλάκισης και χρηματική ποινή 10.000€ έως 100.000€ όσον αφορά μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου το οποίο:
    (α) Συντάσσει ή εγκρίνει (εν γνώσει του) ανακριβείς ή παραπλανητικές χρηματοοικονομικές καταστάσεις ή τις συντάσσει κατά παράβαση του νόμου ως προς το περιεχόμενό τους
    (β) Προβαίνει σε διανομή κερδών ή άλλων ωφελημάτων προς τους μετόχους ή τρίτους που δεν προκύπτουν από τις χρηματοοικονομικές καταστάσεις της εταιρείας ή χωρίς τη σύνταξη χρηματοοικονομικών καταστάσεων ή με βάση (εν γνώσει του) ανακριβείς, παραπλανητικές ή κατά παράβαση του νόμου συνταγείσες χρηματοοικονομικές καταστάσεις
    (γ) Εξαγοράζει εξαγοράσιμες μετοχές κατά παράβαση της σχετικής διάταξης (άρθρο 39)
    (δ) Προκαλεί την απόκτηση από την εταιρεία  [κατά παράβαση των σχετικών διατάξεων (άρθρο 48, 49, 52 ή 57)] ιδίων μετοχών (ή της μητρικής της) ή τίτλων κτήσης μετοχών (της ίδιας ή μητρικής της)
    (ε) Χορηγεί προκαταβολή, δάνειο ή εγγύηση (κατά παράβαση του άρθρου 51) είτε επιβαρύνοντας την εταιρεία με σκοπό να αποκτήσει τρίτος μετοχές της είτε επιβαρύνοντας θυγατρική της  με σκοπό να αποκτήσει τρίτος μετοχές της μητρικής της
    (στ) Συντάσσει (εν γνώσει του) αναληθή ή ελλιπή έκθεση διαχείρισης ή άλλη υποχρεωτική κατά το νόμο ετήσια έκθεση.

     

    Παραβάσεις σχετικά με την εύρυθμη λειτουργία της εταιρείας (άρθρο 179 ν. 4548/2018)

    Απειλείται ποινή φυλάκισης μέχρι τριών ετών ή χρηματική ποινή 5.000€ έως 50.000€:
    (α) Σε όποιον συνάπτει σύμβαση για λογαριασμό της εταιρείας, χωρίς την προηγούμενη άδεια που απαιτείται κατά το άρθρο 100. (Το αξιόποινο εξαλείφεται αν δοθεί μεταγενεστέρως η αναγκαία άδεια)
    (β) Στο μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου που παραβιάζει την υποχρέωση πιστοποίησης καταβολής του κεφαλαίου μέσα στην προθεσμία του άρθρου 20 ή προβαίνει σε ψευδή πιστοποίησή του
    (γ) Στο μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου που παραλείπει να συντάξει ή συντάσσει εκπρόθεσμα: τις ετήσιες χρηματοοικονομικές καταστάσεις της εταιρείας, τις ενοποιημένες χρηματοοικονομικές καταστάσεις, την ετήσια έκθεση διαχείρισης, την ενοποιημένη ετήσια έκθεση διαχείρισης ή την πολιτική αποδοχών, την έκθεση αποδοχών ή άλλη κατά το νόμο ετήσια έκθεση
    (δ) Στο μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου που παραβιάζει την υποχρέωση αναπροσαρμογής του μετοχικού κεφαλαίου
    (ε) Σε όποιον παρακωλύει τη διενέργεια ελέγχου της εταιρείας από τους τακτικούς ελεγκτές ή τους ελεγκτές που ορίσθηκαν για τη διενέργεια έκτακτου ελέγχου ή δεν παρέχει στους ελεγκτές τις πληροφορίες που υποχρεούται να παράσχει.

     

    Παραβάσεις σχετικά με τη Γενική Συνέλευση των μετόχων και των ομολογιούχων (άρθρο 180 ν. 4548/2018)

    Απειλείται χρηματική ποινή 5.000€ έως 15.000€:
    (α) Σε όποιον παραλείπει να συγκαλέσει τη Γενική Συνέλευση των μετόχων ή των ομολογιούχων ή να συμπεριλάβει συγκεκριμένο θέμα στην Ημερήσια Διάταξη κατά παράβαση του νόμου ή του προγράμματος έκδοσης ομολογιών
    (β) Σε όποιον εν γνώσει του μετέχει ή ψηφίζει, χωρίς δικαίωμα, σε Γενική Συνέλευση μετόχων ή ομολογιούχων
    (γ) Στο μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου που παραβιάζει την υποχρέωση παροχής πληροφοριών σε μετόχους.

     

    Επιβολή ποινικών και διοικητικών κυρώσεων (άρθρο 181 ν. 4548/2018)

    Η επιβολή ποινικών ΔΕΝ αποκλείει, κατά τη συγκεκριμένη διάταξη, την επιβολή διοικητικών κυρώσεων. Τούτο με απλά λόγια σημαίνει πως μπορεί μεν, στο πλαίσιο κάποιας ποινικής διαδικασίας, να επιβληθούν ποινές σε κάποιο μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου, πλην όμως και οι όποιες διοικητικές μπορεί να έπονται…

     

    Γ. Επίλογος

    Το εύρος της ευθύνης των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου δεν εξαντλείται, δυστυχώς, στις ανωτέρω ενότητες και διατάξεις (πολύ περισσότερο στην “business view” θεώρησή τους). Θα επιδιωχθεί όμως, σε επόμενα άρθρα, η καταγραφή των λοιπών ενοτήτων ευθύνης τους και, βεβαίως, ο τρόπος μετριασμού της. Κυρίως όμως ο τρόπος άρσης των (δυνητικά) δυσμενών συνεπειών αλλά και των σχετικών κινδύνων που διατρέχουν τα συγκεκριμένα μέλη.

    stavros-koumentakis

    Σταύρος Κουμεντάκης
    Senior Partner

    Υ.Γ. Συνοπτική έκδοση αυτού του άρθρου δημοσιεύτηκε στις 3 Μαρτίου 2019, στην Εφημερίδα ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ.

    stavros-koumentakis-article-ευθύνη-μελών-δσ

  • GDPR: H Eπόμενη Mέρα. Βιομετρικά δεδομένα και εργασία

    GDPR: H Eπόμενη Mέρα. Βιομετρικά δεδομένα και εργασία

    Ο Ευρωπαϊκός Κανονισμός για τα Προσωπικά Δεδομένα έχει ήδη τεθεί σε εφαρμογή  την 25η Μαϊου 2018 και ισχύει ως έχει για όλα τα κράτη- μέλη ανεξαρτήτως περαιτέρω (μη αναγκαίας αλλά πιθανής) ενσωμάτωσης- εξειδίκευσης (σε κάποια κεφάλαια) στην εθνική νομοθεσία. Και τούτο γιατί, σε αντίθεση με την Οδηγία, ο Κανονισμός είναι άμεσα και άνευ ετέρου εφαρμοστέος. Η συμμόρφωση όλων θα πρέπει να είναι έκτοτε (και εσαεί) αδιάλειπτη.

    Τα σχετικά θέματα που αντιμετωπίζουν οι επιχειρήσεις είναι πολυποίκιλα και επηρεάζουν πολλές εκφάνσεις της δραστηριότητάς τους. Ο έλεγχος της εισόδου και εξόδου των εργαζομένων, με τη λήψη βιομετρικών δεδομένων, ιδίως σε επιχειρήσεις με πολυάριθμο προσωπικό, είναι ένα τέτοιο ζήτημα.

    Γιατί; Γιατί ενώ μπορώ να «χτυπήσω την κάρτα» του συναδέλφου μου και να «κλέψει» λίγο πρωινό ύπνο, δεν μπορώ να εξαπατήσω το έξυπνο μηχάνημα που «διαβάζει δακτυλικά αποτυπώματα ή την ίριδα». Ο GDPR, θέτει αυστηρούς φραγμούς σε τέτοιες επιλογές.

     

    Η πρόβλεψη του Κανονισμού για τα βιομετρικά δεδομένα

    Σύμφωνα με το άρθρο 9 παρ.1 του Γενικού Κανονισμού ΕΕ/2016/679  απαγορεύεται εν γένει η επεξεργασία βιομετρικών δεδομένων με σκοπό την αδιαμφισβήτητη ταυτοποίηση προσώπου. Τέτοιου είδους επεξεργασία καθίσταται επιτρεπτή, κατ’ εξαίρεση,   κατόπιν ρητής συναίνεσης του Υποκειμένου των δεδομένων βάσει του άρθρου 9 παρ. 2  περ. α  του Γενικού Κανονισμού ΕΕ/2016/679, και πάντως σύμφωνα με το κείμενο  κατευθυντηρίων γραμμών υπ’ αρ. 259/28.11.2017  «Guidelines on Consent under Regulation  2016/679» (όπως τροποποιήθηκε την 10.4.2018 και ακολούθως υιοθετήθηκε από το European Data Protection Board). Επιπρόσθετα: Αποτελεί αποκρυσταλλωμένη θέση του Working Party 29 ότι δεν μπορεί να γίνει λόγος για ελεύθερη παροχή συγκατάθεσης σε περίπτωση κατάφασης «ανισορροπίας δυνάμεων», όπως συμβαίνει εκ των πραγμάτων στη σχέση εργοδότη-εργαζομένου, Έτσι και στον όρο 3.1.1 των ίδιων ως άνω Guidelines.

    Οι διατάξεις του άρθρου 9 παρ. 2 του Γενικού Κανονισμού ΕΕ/2016/679, ήτοι η εξαίρεση κατά την οποία είναι επιτρεπτή η  χρήση βιομετρικών δεδομένων κατόπιν συναίνεσης του υποκειμένου των δεδομένων, δεν περιλαμβάνουν ως νομιμοποιητική βάση τη σύναψη οποιασδήποτε άλλης σύμβασης εκτός αυτής με πάροχο υγείας της περίπτωσης η του ίδιου άρθρου. Επιπλέον, ούτε και το έννομο συμφέρον του Υπεύθυνου Επεξεργασίας θα δικαιολογούσε κατά το ίδιο άρθρο μία τέτοια επιλογή. Συγκεκριμένα τα Recitals (σημ. Αιτιολογικές Σκέψεις) 51-52  του Γενικού Κανονισμού αναφέρονται στην επεξεργασία ειδικών κατηγοριών δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και εισάγουν παρέκκλιση μόνο για την περίπτωση παροχών ή/και αξιώσεων στον τομέα υγειονομικής ασφάλειας, κοινωνικής προστασίας, περίθαλψης, κοινωνικής μέριμνας κ.α.

     

    Η θέση της ελληνικής Αρχής Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα

    Την τελευταία εικοσαετία της εφαρμογής του ν. 2472/1997 (τις βασικές αρχές του οποίου ως προς το συγκεκριμένο θέμα ακολουθεί ο προαναφερθείς Κανονισμός) η Αρχή έχει εκδώσει μια σειρά αποφάσεων σχετικά με τη λήψη και επεξεργασία βιομετρικών δεδομένων στον εργασιακό χώρο. Πρόσφατα, εξάλλου, δημοσιεύθηκε και αντίστοιχη  απόφαση του Γραφείου του Επιτρόπου Κύπρου.  Στις συγκεκριμένες αποφάσεις αναπτύσσεται η θέση ότι μία τέτοιου είδους επεξεργασία δεν είναι αναγκαία για την επίτευξη του σκοπού παρακολούθησης εισόδου/εξόδου και τήρησης του ωραρίου από τους εργαζόμενους. Κατ’ ακολουθίαν τέτοιες καταγραφές συνιστούν, εν τέλει, υπέρβαση, της οποίας ο καταχρηστικός χαρακτήρας δεν αίρεται ούτε από τυχόν παρασχεθείσα συγκατάθεση του εργαζομένου. Εξαίρεση, βέβαια, αποτελεί ο έλεγχος (και έγκριση) της  πρόσβασης σε εγκαταστάσεις υψίστης ασφαλείας και πάντως υπό αυστηρές προϋποθέσεις (μη αποθήκευση, μη σύνδεση με κεντρικό σύστημα κ.ά.).

     

    Ενδεικτική του πλαισίου της «εξαίρεσης»: η απόφαση 56/2009 της ΑΠΔΠΧ

    Η ελληνική Αρχή με την 56/2009 απόφασή της αποδέχθηκε (και δεν έκρινε ως τελικά παράνομη) τη χρήση εξοπλισμού αναγνώρισης δακτυλικού αποτυπώματος επειδή αφορούσε σε συγκεκριμένους εργαζομένους που θα είχαν ειδική πρόσβαση σε ένα συγκεκριμμένο χώρο, «…όπου παράγονται και τηρούνται τα ιδιωτικά κλειδιά των Αρχών Πιστοποίησης τα οποία υπογράφουν τα Αναγνωρισμένα Πιστοποιητικά τελικών χρηστών».  Ο συγκεκριμένος χώρος θα ήταν δυνατό να χαρακτηρισθεί ως υψίστης ασφαλείας και η δικαιολόγηση της επιλογής αυτής είναι η προστασία του δημοσίου συμφέροντος. Η συγκεκριμένη απόφαση μάλιστα, αφορά σε λόγους αρχής και ουσίας και  όχι τεχνικούς. [Εκ περισσού να σημειωθεί ότι ο χρησιμοποιούμενος εξοπλισμός πληρούσε όλες τις αναγκαίες προδιαγραφές: (α) κρυπτογράφηση δεδομένων, (β) μη διατήρηση δεδομένων και (γ) τοπικό χαρακτήρα- μη σύνδεση με κεντρικό σύστημα].

     

    Ενδεικτική της πάγιας θέσης της ελληνικής Αρχής η απόφαση 50/2007 ΑΠΔΠΧ

    Η απόφαση 50/2007 για άλλη υπόθεση είναι ενδεικτική της πάγιας θέσης της Αρχής. Στη συγκεκριμένη υπόθεση η επιχειρηματολογία της ελεγχόμενης εταιρείας βασίστηκε στο γεγονός ότι «το σύστημα βασίζεται στη μέθοδο της γεωμετρίας του δακτύλου και ότι τα στοιχεία που συλλέγονται από αυτό καταγράφονται και αποθηκεύονται σε αρχείο που κρυπτογραφείται ενώ δεν συλλέγονται ούτε αποθηκεύονται δακτυλικά αποτυπώματα». Τα συγκεκριμένα επιχειρήματα  προσπεράστηκαν εύκολα από την Αρχή, η οποία επέμεινε πως «η εισαγωγή και χρήση βιομετρικών δεδομένων συνιστά επεξεργασία προσωπικών δεδομένων εργαζομένων, η οποία δεν είναι αναγκαία για την επίτευξη των σκοπών του ελέγχου εισόδου και εξόδου σε εγκαταστάσεις/κτίρια και τήρησης του ωραρίου προσέλευσης και αποχώρησής τους και είναι, συνεπώς, παράνομη.»

     

    Εν τέλει

    Η παρακολούθηση της πιστής τήρησης του ωραρίου των εργαζομένων δεν μπορεί να λαμβάνει χώρα, στη συντριπτική πλειονότητα των περιπτώσεων, με τη χρήση βιομετρικών δεδομένων (όπως, λ.χ. δακτυλικά αποτυπώματα).

    Με την ορθή και ουσιαστική διάγνωση των αναγκών αλλά και του μοντέλου λειτουργίας κάθε επιχείρησης, είναι δυνατόν, να αξιοποιηθούν τα κατάλληλα εργαλεία και να διαμορφωθούν οι κατάλληλες δομές ή/και υποδομές και διαδικασίες  για την επίτευξη του εκάστοτε ζητούμενου. Και τούτο με την αυτονόητη (διπλή) στόχευση: και η επιχείρηση να μην βλάπτεται και τα δικαιώματα των εργαζομένων να μην θίγονται.

    Πετρινή Νάιδου
    Senior Associate

    Υ.Γ. Συνοπτική έκδοση του άρθρου δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ, στις 24 Φεβρουαρίου 2019.

     

  • Ημερίδα για τον νέο νόμο για τις Α.Ε. στην Φοροεπίλυσις, στο Ηράκλειο Κρήτης

    Ημερίδα για τον νέο νόμο για τις Α.Ε. στην Φοροεπίλυσις, στο Ηράκλειο Κρήτης

    [vc_row][vc_column][vc_column_text] Μια ακόμη παρουσίαση, στο πλαίσιο των ημερίδων που διοργανώνει η ΚΟΥΜΕΝΤΑΚΗΣ & ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ με θέμα τον νέο νόμο για τις Ανώνυμες Εταιρείες πραγματοποιήθηκε με επιτυχία. Συγκεκριμμένα, η πρόσφατη παρουσίαση πραγματοποιήθηκε στο Ηράκλειο της Κρήτης, στην εταιρεία Φοροεπίλυσις, μια ραγδαία αναπτυσσόμενη εταιρεία παροχής λογιστικών, οικονομικών και φοροτεχνικών υπηρεσιών.

    Ο κύριος Σταύρος Κουμεντάκης, Senior Partner, ανέδειξε την επιχειρηματική ευκαιρία που συνιστούν οι αλλαγές τις οποίες φέρνει ο νέος νόμος για τις Ανώνυμες Εταιρείες, παρουσίασε το γενικότερο πλαίσιο και αναφέρθηκε εκτενώς σε επιμέρους ρυθμίσεις του, σε θέματα προστασίας των πελατών έναντι “εσωτερικών και εξωτερικών κινδύνων” και στην αξιοποίηση των ευχερειών που παρέχει ο νόμος 4548/2018 για λογαριασμό των επιχειρήσεων σε πτυχές, όπως:

    • η μείωση του κόστους τους
    • η προσέλκυση και διατήρηση ικανών στελεχών
    • η προσέλκυση επενδυτών
    • η αξιοποίηση της τεχνολογίας.

    Ο κ. Κουμεντάκης, ανάφερε χαρακτηριστικά ότι “ο νέος νόμος για τις Ανώνυμες Εταιρείες αποτελεί μια σημαντική ευκαιρία για τις επιχειρήσεις την οποία δεν πρέπει να αφήσουν να χαθεί. Ο Ν. 4548/2018 διευρύνει την ευθύνη και έκθεση των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου σε επίπεδο αστικών, ποινικών και διοικητικών κυρώσεων, γεγονός που μπορεί να αποτελέσει ένα, δυνητικά σοβαρό, πρόβλημα αν δεν υπάρξουν οι αντίστοιχες προβλέψεις και ασφαλιστικές καλύψεις”. Επισήμανε επίσης, πως “είναι άμεση η ανάγκη ρυθμίσεων του νέου καταστατικού των ανωνύμων εταιρειών”.

    Την παρουσίαση του κ. Σταύρου Κουμεντάκη στην Φοροεπίλυσις, παρακολούθησαν η Διοίκηση της εταιρείας και τα στελέχη της, ενώ ήταν μια άριστη ευκαιρία για ευρεία ανταλλαγή απόψεων στις συγκεκριμένες, εξαιρετικά σημαντικές (για τις επιχειρήσεις, επιχειρηματίες και μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου) ενότητες.

    [/vc_column_text][/vc_column][/vc_row][vc_row][vc_column][vc_text_separator title=”Gallery” border_width=”3″][/vc_column][/vc_row][vc_row][vc_column][vc_images_carousel images=”36883,36885,36887,36889,36891,36893,36895″ img_size=”” speed=”6000″ slides_per_view=”6″ hide_pagination_control=”yes”][/vc_column][/vc_row]

  • Κοινοί Ιδρυτικοί Τίτλοι

    Κοινοί Ιδρυτικοί Τίτλοι

    Μια παλιά ιστορία

    Κατά τη δεκαετία του 1990 ένας επιχειρηματίας, με μεγάλη οικονομική επιφάνεια, αποφάσιζε το επόμενο επιχειρηματικό του εγχείρημα. Δεν είχε αμφιβολία (και ορθά όπως αποδείχθηκε) για την επιτυχία του. Το όλο εγχείρημα, εκτός από το στιβαρό business plan, βασιζόταν σε δύο πυλώνες:

    (α) στην πολυμετοχικότητα (με τη συμμετοχή εύρωστων οικονομικά μετόχων) και

    (β) στη συμμετοχή στο μετοχικό σχήμα συγκεκριμένων, υψηλού επιπέδου στελεχών, με ποσοστό 10% του συνολικού μετοχικού κεφαλαίου-χωρίς όμως την καταβολή χρημάτων από μέρους τους.

    Το μετοχικό κεφάλαιο της νέας, τότε, ανώνυμης εταιρείας  ήταν εξαιρετικά υψηλό κι η συμφωνία με τους λοιπούς, (συμ)μετόχους, απλή: Το 90% της συμμετοχής τους θα οδηγούνταν στον τραπεζικό λογαριασμό της εταιρείας (για να σχηματισθεί το μετοχικό κεφάλαιο) με καταθέτες του ίδιους. Το υπόλοιπο 10% θα οδηγούνταν και πάλι στον εταιρικό τραπεζικό λογαριασμό αλλά με (φερόμενους) καταθέτες τα προαναφερθέντα στελέχη. Έτσι θα επιτυγχανόταν η υλοποίηση του σχεδιασμού αλλά και η συμμετοχή των εν λόγω στελεχών στο μετοχικό κεφάλαιο της εταιρείας. Και μάλιστα χωρίς να καταβάλουν τα ίδια τα στελέχη χρήματα εξ ιδίων.

    Να σημειωθεί εδώ ότι τη δεκαετία του 1990 δεν περνούσε από το μυαλό κανενός ότι ένας τέτοιος σχεδιασμός θα μπορούσε να ελεγχθεί ως δωρεά (από τους μετόχους προς τα ωφελούμενα στελέχη). Σήμερα, σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο, θα προβάλαμε όλες τις επακόλουθες, δυνητικά αρνητικές ή πολύ δυσάρεστες, συνέπειες (αστικές, φορολογικές και ποινικές).

    Το συγκεκριμένο επιχειρηματικό εγχείρημα είχε σημαντική επιτυχία.

    Με μία μικρή, όμως, παρενέργεια: Οι σχέσεις των ανθρώπων ποτέ, κατά κανόνα, δεν αποδεικνύονται αιώνιες. Κι όπως συνηθίζω να λέω, οι άνθρωποι είναι ενδεχόμενο να μαλώσουν, να αρρωστήσουν ή να τρελαθούν. Επιπρόσθετα, βέβαιο, πως κάποια στιγμή θα εγκαταλείψουν τα εγκόσμια.

    (Και) στη συγκεκριμένη περίπτωση ήταν νομοτελειακό να συμβούν κάποια από τα συγκεκριμένα ενδεχόμενα…

    Έκτοτε, με βάση τις συγκεκριμένες αρνητικές εμπειρίες, απέτρεπα τους πελάτες και φίλους να προχωρούν σε τέτοιους σχεδιασμούς. Άλλοτε οι εισηγήσεις μου γινόταν αποδεκτές κι άλλοτε όχι. (Δυστυχώς)

    Ο νόμος, όμως, τότε δεν παρείχε τα εργαλεία που παρέχει σήμερα.

     

    Τα αντιτιθέμενα συμφέροντα και οι διαθέσιμες λύσεις

    Είναι δεδομένο πως, σε ένα πρώτο επίπεδο, τα συμφέροντα της επιχείρησης και των στελεχών της δεν είναι συμπλέοντα.

    Η επιχείρηση, ιδίως η νεοϊδρυόμενη, χρειάζεται στελέχη που θα δίνουν τον καλύτερό τους εαυτό στην επίτευξη του σκοπού της χωρίς, ταυτόχρονα, να επιβαρύνεται με τους υψηλούς μισθούς στους οποίους εκείνα θα προσβλέπουν. Χρειάζεται επίσης στελέχη τα οποία θα μοιραστούν το όραμά της και (σε περίπτωση επίτευξης των στόχων της-γιατί όχι) να αμειφθούν ανάλογα.

    Τα στελέχη από την άλλη πλευρά προσβλέπουν, και ευλόγως, σε υλικές και ηθικές ανταμοιβές. Η συμμετοχή στα κέρδη της εταιρείας είναι μια επιπρόσθετη αντιπαροχή διόλου ευκαταφρόνητη. Κι όχι μόνον σε υλικό επίπεδο.

    Βεβαίως υπάρχει πάντα η λύση των stock options με ό,τι θετικό κι ό,τι αρνητικό τη συνοδεύει – δείτε το σχετικό άρθρο για τα Stock options.

    Μια λύση, για συγκεκριμένες περιπτώσεις σαφέστατα περισσότερο ελκυστική, φαντάζει εκείνη της έκδοσης των Κοινών Ιδρυτικών Τίτλων.

     

    Οι Κοινοί Ιδρυτικοί Τίτλοι

    Ο συγκεκριμένος τύπος τίτλων παρέχει σημαντικές ευχέρειες στους ιδρυτές.

    Κάποιοι από τους ιδρυτές (:οι μέτοχοι) θα συμπράξουν για τη δημιουργία της εταιρείας και τη συγκέντρωση του αρχικού μετοχικού κεφαλαίου.

    Σε κάποιους άλλους (από τους ιδρυτές ή τρίτους-λ.χ. στελέχη) είναι δυνατό να αναγνωρισθεί, μέσω των Κοινών Ιδρυτικών Τίτλων, το δικαίωμα απόληψης τμήματος των κερδών της ανώνυμης εταιρείας. Και τούτο χωρίς οι ίδιοι να είναι μέτοχοι. Χωρίς δηλ. να έχουν συμμετάσχει στη συγκέντρωση του αρχικού μετοχικού κεφαλαίου.

     

    Το θεσμικό πλαίσιο που διέπει τους Κοινούς Ιδρυτικούς Τίτλους

    Με βάση τις προβλέψεις του νέου νόμου για τις ανώνυμες εταιρείες (άρθρο 75 ν. 4548/2018) οι Κοινοί Ιδρυτικοί Τίτλοι παρέχονται σε ορισμένους από τους ιδρυτές (ή/και όλους) καθώς και σε τρίτους. Ο λόγος της συγκεκριμένης παροχής προσδιορίζεται «ως ανταμοιβή για συγκεκριμένες ενέργειές τους κατά τη σύσταση της εταιρείας». Κατ΄ αριθμό μάλιστα δεν είναι δυνατό να υπερβαίνουν ποσοστό 10% του συνολικού αριθμού των μετοχών που εκδίδονται.

     

    Ποια δικαιώματα παρέχουν και ποια όχι οι Κοινοί Ιδρυτικοί Τίτλοι

    Το αποκλειστικό προνόμιο (πάντως όχι ήσσονος σημασίας-άρθρο 75 παρ. 3 ν. 4548/2018) των Κοινών Ιδρυτικών Τίτλων είναι το δικαίωμα απόληψης ποσού ίσου (κατ’ ανώτατο όριο) με το 25% των καθαρών κερδών ύστερα από την αφαίρεση των ποσών για το τακτικό αποθεματικό (άρθρο 158 ν. 4548/2018) και του ελαχίστου μερίσματος (άρθρο 161 ν. 4548/2018). Τι σημαίνει αυτό σε πρακτικό επίπεδο; Ότι εκείνοι (ιδρυτές ή τρίτοι) οι οποίοι έλαβαν κατά την ίδρυση της εταιρείας Κοινούς Ιδρυτικούς Τίτλους:

    (α) δικαιούνται να λάβουν το ¼ του υπερβάλλοντος του ελάχιστου μερίσματος. Κι αυτό χωρίς να συνεισφέρουν, ούτε στο ελάχιστο, στη συγκέντρωση του μετοχικού κεφαλαίου και

    (β) δεν δικαιούνται να λάβουν ο,τιδήποτε όταν δεν θα διανεμηθεί το ελάχιστο  (άρθρο 161 ν. 4548/2018) ή καθόλου (άρθρο 159 ν. 4548/2018) μέρισμα (άρθρο 75 παρ. 5, ν. 4548/2018)

    Οι Κοινοί Ιδρυτικοί Τίτλοι, που πάντως δεν έχουν ονομαστική αξία, δεν παρέχουν άλλα, επιπρόσθετα, δικαιώματα στους κατόχους τους (όπως λ.χ. συμμετοχή στη διοίκηση και διαχείριση της εταιρείας, ψήφου στις Γενικές Συνελεύσεις, συμμετοχής στο προϊόν της εκκαθάρισης-άρθρο 75 παρ. 2 ν. 4548/2018)

     

    Το δικαίωμα της εξαγοράς

    Μοιάζει λογικό να μην διατηρούνται στο διηνεκές τα δικαιώματα που απορρέουν από τους Κοινούς Ιδρυτικούς Τίτλους. Εξάλλου, η δικαιολογητική βάση της έκδοσης και παράδοσής τους στους ιδρυτές (ή τρίτους) είναι η «ανταμοιβή για συγκεκριμένες ενέργειές τους κατά τη σύσταση της εταιρείας».

    Έτσι οι Κοινοί Ιδρυτικοί Τίτλοι, μπορούν να εξαγοραστούν από την εταιρεία μια δεκαετία μετά την έκδοσή τους (άρθρο 75 παρ. 4 ν. 4548/2018). Η εξαγορά όμως μπορεί να λάβει χώρα και νωρίτερα εφόσον υπάρχει σχετική πρόβλεψη στο καταστατικό.

    Το αντίτιμο της εξαγοράς τους από την εταιρεία θα είναι αυτό που ορίζει το καταστατικό. Σε κάθε περίπτωση όμως δεν είναι δυνατό να υπερβαίνει το δεκαπλάσιο του μέσου ετήσιου μερίσματος που έλαβαν κατά την τελευταία πενταετία.

     

    Η έκδοση, η καταχώρηση και η μεταβίβαση των Κοινών Ιδρυτικών Τίτλων

    Ο νόμος αντιμετωπίζει τα συγκεκριμένα θέματα κατ’ αντιστοιχία εκείνων που αναφέρονται στις μετοχές (άρθρο 75 παρ. 6 και 40 έως 42 ν. 4548/2018). Στο πλαίσιο αυτό είναι δυνατό να εκδίδονται ή όχι τίτλοι (σε έγχαρτη ή λογιστική μορφή). Παράλληλα η καταχώρησή τους είναι δυνατό να λαμβάνει χώρα σε συγκεκριμένο βιβλίο (αντίστοιχο του Βιβλίου Μετόχων) το οποίο όμως είναι δυνατό να τηρείται και ηλεκτρονικά. Η μεταβίβασή τους (με ειδική ή καθολική διαδοχή) είναι ελεύθερη.

    Το καταστατικό της εταιρείας είναι αυτό που προσδιορίζει τον τρόπο απόδειξης της ιδιότητα του κατόχου. Η παράδοση στην εταιρεία του εγγράφου για τη μεταβίβασή τους ή η αξιοποίηση άλλων τρόπων που προβλέπει το καταστατικό είναι, σε κάθε περίπτωση, αρκετές για τη «νομιμοποίηση» του κατόχου τους. Σε περίπτωση, τέλος, θανάτου του κατόχου τους τα δικαιώματά του κληρονομούνται και αναγνωρίζονται στο πρόσωπο εκείνου/ων που θα αποδείξουν την ιδιότητά τους ως κληρονόμων

     

    Συμπερασματικά:

    Η αξιοποίηση του θεσμού των Κοινών Ιδρυτικών Τίτλων μοιάζει (και είναι) εξαιρετικό εργαλείο για τις υπό σύσταση ανώνυμες εταιρείες. Κι αυτό γιατί (μεταξύ άλλων), ο συγκεκριμένος θεσμός:

    (α) αναγνωρίζει σε συγκεκριμένα πρόσωπα (ιδρυτές, εργαζομένους ή τρίτους) τις υπηρεσίες που παρέχουν κατά την ίδρυση της ανώνυμης εταιρείας,

    (β) ανταμείβει τις συγκεκριμένες υπηρεσίες τους και συνδέει την ανταμοιβή τους με την κερδοφόρο, μόνον, πορεία της εταιρείας-χωρίς να απαιτείται να εισφέρουν χρήματα στο μετοχικό της κεφάλαιο,

    (γ) συνδέει τους κατόχους τους με την κερδοφόρο και αναπτυξιακή πορεία της επιχείρησης και ταυτίζει, σε σημαντικό βαθμό, τα συμφέροντα αμφοτέρων (κατόχων Κοινών Ιδρυτικών Τίτλων και επιχείρησης)

     (δ) δεν αναβαθμίζει τους κάτοχους τους σε μετόχους (με αποτέλεσμα οι κάτοχοί τους να μην έχουν τα δικαιώματα εκείνων και, ιδίως, τα δικαιώματα ψήφου και μειοψηφίας, το δικαίωμα εκλογής του Διοικητικού Συμβουλίου, απόληψης του προϊόντος της εκκαθάρισης κ.ο.κ.)

     (ε) περιορίζει χρονικά την παρουσία και τα δικαιώματα των κατόχων τους στην εταιρεία και προσδιορίζει/περιορίζει το ύψος της αποζημίωσής τους κατά τον χρόνο της εξαγοράς των τίτλων που κατέχουν.

    Με άλλα λόγια: Ο συγκεκριμένος θεσμός είναι δυνατό να άρει τις επιφυλάξεις και των πλέον δύσπιστων, όπως ο υπογράφων, όσον αφορά τη συμμετοχή συγκεκριμένων προσώπων (λ.χ. στελεχών ή τρίτων) στο επιχειρηματικό γίγνεσθαι και οικονομικό αποτέλεσμα μιας ανώνυμης εταιρείας.

    stavros-koumentakis

    Σταύρος Κουμεντάκης
    Senior Partner

    Υ.Γ. Συνοπτική έκδοση αυτού του άρθρου δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ, στις 17 Φεβρουαρίου 2019.

     

Η περιοχή αυτή είναι καταχωρημένη στο wpml.org ως περιοχή ανάπτυξης. Μεταβείτε σε τοποθεσία παραγωγής με κλειδί στο remove this banner.