Blog

  • Λύση με Δικαστική Απόφαση – Αίτηση Έχοντος Έννομο Συμφέρον

    Λύση με Δικαστική Απόφαση – Αίτηση Έχοντος Έννομο Συμφέρον

    Λύση με Δικαστική Απόφαση – Αίτηση Έχοντος Έννομο Συμφέρον

    (άρ. 165 ν. 4548/2018)

    Σε προηγούμενη αρθρογραφία μας απασχόλησαν οι μη δικαστικοί λόγοι λύσης της ΑΕ. Εκείνοι, δηλ., που δεν προϋποθέτουν έκδοση δικαστικής απόφασης με αντικείμενο τη λύση της. Υπάρχουν, όμως, και οι περιπτώσεις που για τη λύση της ΑΕ προϋποτίθεται η έκδοση δικαστικής απόφασης. Πρόκειται για τις περιπτώσεις κατά τις οποίες θα ενεργοποιηθεί κάποιος που έχει έννομο συμφέρον (που εδώ θα μας απασχολήσουν) κι εκείνες που τη λύση, ειδικότερα, θα ζητήσει κάποιος μέτοχος.

    Γενικά

    Ο νομοθέτης αναθέτει στη δικαστική αρχή την εξέταση των προβλεπόμενων γεγονότων που απαριθμεί ως λόγους δικαστικής λύσης της ΑΕ, αποδεχόμενος τα υπέρτερα συμφέροντα που τίθενται υπό διακινδύνευση. Η εξέταση από το δικαστήριο λαμβάνει χώρα με πρωτοβουλία προσώπου, που αποδεικνύει έννομο συμφέρον.

    Με τη σχετική διάταξη εισάγεται αναγκαστικό δίκαιο, καθώς απαριθμούνται περιοριστικά οι λόγοι λύσης. Το προϊσχύσαν δίκαιο προέβλεπε τη δυνατότητα δικαστικής λύσης της ΑΕ, στην περίπτωση που η καθαρή θέση τής μειωνόταν κάτω από το 1/10 του καταβεβλημένου μετοχικού κεφαλαίου. Σχετική πρόβλεψη, ωστόσο, δεν υφίσταται στο ισχύον νομοθέτημα, καθώς ρυθμίζεται το ζήτημα από τις διατάξεις του Κώδικα Αφερεγγυότητας (ν.4738/2020). Ο τελευταίος προβλέπει αποτελεσματικότερους μηχανισμούς αντιμετώπισης της αφερεγγυότητας μίας εταιρείας, ακόμη και στο πρώιμο στάδιο της προπτωχευτικής διαδικασίας εξυγίανσης.

    Οι Λόγοι της Δικαστικής Λύσης

    (α) Μη Καταβολή του Μετοχικού Κεφαλαίου

    Ο νομοθέτης ορίζει ρητά με διατάξεις αναγκαστικού δικαίου το χρονικό πλαίσιο καταβολής του κεφαλαίου κατά τη σύσταση της εταιρείας. Από τον χρόνο σύστασης της εταιρείας υφίσταται προθεσμία δύο μηνών εντός των οποίων πρέπει να λάβει χώρα  η πιστοποίηση καταβολής του αρχικού μετοχικού κεφαλαίου (άρ. 20 § 6). Με την άπρακτη παρέλευση της συγκεκριμένης προθεσμίας, γεννάται λόγος δικαστικής λύσης της ΑΕ.

    Σημειώνεται ότι η διάταξη αναφέρεται στην παράλειψη ολοσχερούς καταβολής του κεφαλαίου και όχι στην πιστοποίησή της ή την τήρηση διατυπώσεων δημοσιότητας. Διευκρινίζεται ότι και η μερική μη καταβολή του κεφαλαίου υπάγεται στο πεδίο εφαρμογής της συγκεκριμένης ρύθμισης. Δεν αφορά, όμως, τη μη καταβολή της «υπέρ το άρτιο» διαφοράς η οποία, από μόνη της, δεν μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα τη δικαστική λύση της ΑΕ.

    Επισημαίνεται, πάντως, πως η μη καταβολή του κεφαλαίου θα πρέπει να συντρέχει και κατά τον χρόνο υποβολής της αίτησης λύσης της εταιρείας. Επομένως, η απλώς εκπρόθεσμη καταβολή του μετοχικού κεφαλαίου δεν συνιστά λόγο λύσης της ΑΕ.

    Υπό την έννοια του μετοχικού κεφαλαίου νοείται τόσο το ελάχιστο νόμιμο όσο και το τυχόν υψηλότερο που προβλέπεται από το καταστατικό. Ο λόγος λύσης τυγχάνει εφαρμογής και στην περίπτωση της μερικής καταβολής.

    (β) Έλλειψη του Ελάχιστου Νόμιμου Κεφαλαίου

    Ο νόμος (άρ.15 §2) προσδιορίζει το ποσό των 25.000€ ως το ελάχιστο νόμιμο του μετοχικού κεφαλαίου της ΑΕ, που πρέπει να συγκεντρωθεί κατά τη σύστασή της και να διατηρείται καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής της. Πρόκειται για χαρακτηριστικό γνώρισμα των ΑΕ ως, κατεξοχήν, κεφαλαιουχικών εταιρειών. Η μη τήρηση της συγκεκριμένης νομοθετικής επιταγής συνιστά λόγο δικαστικής λύσης της. Αντίστοιχα και σε περίπτωση μη συμμόρφωσης ΑΕ σε περίπωση επαύξησης του ελάχιστου νόμιμου στο μέλλον.

    (γ) Παράλειψη Υποβολής Χρηματοοικονομικών Καταστάσεων Για Δύο Συνεχείς Χρήσεις

    Η σύνταξη και δημοσίευση χρηματοοικονομικών καταστάσεων αποτελεί βασική υποχρέωση κάθε ΑΕ. Εφόσον παραλειφθεί η υποβολή τους για δύο συνεχόμενα διαχειριστικά έτη στην αρμόδια υπηρεσία ΓΕΜΗ, στοιχειοθετείται ο τρίτος λόγος δικαστικής λύσης της. Αδιάφορος είναι ο λόγος της παράλειψης (π.χ. η αδυναμία έγκρισής τους από τη ΓΣ ή μη σύγκλησης της ΓΣ).

    Επισημαίνεται ότι κρίσιμη είναι μόνο η τήρηση της υποχρέωσης υποβολής των καταστάσεων προς καταχώριση όχι, όμως, και η δημοσίευσή τους. Ακόμα κι αν εγκρίθηκαν, εφόσον παραλείφθηκε η υποβολή τους στην αρμόδια υπηρεσία, υφίσταται νόμιμος λόγος λύσης.

    Διαδικασία Δικαστικής Λύσης

    Ενεργητική Νομιμοποίηση

    Δικαιούνται να υποβάλουν αίτηση για δικαστική λύση της ΑΕ στη βάση των ανωτέρω λόγων εκείνοι που έχουν έννομο συμφέρον. Μεταξύ αυτών, αδιαμφισβήτητα, οι μέτοχοι της εταιρείας και τα μέλη του ΔΣ. Ενεργητικά νομιμοποιούνται, επίσης, και οι τρίτοι, εφόσον θα αποδείκνυαν έννομο συμφέρον. Η διάταξη σκοπεί στην προστασία όχι μόνον των μετόχων και των μελών του ΔΣ αλλά και τρίτων, οι οποίοι θεμελιώνουν δικαιολογημένο συμφέρον, το οποίο εξυπηρετείται με τη λύση της ΑΕ. Στο πλαίσιο αυτό, αίτηση για δικαστική λύση, εφόσον αποδείξουν έννομο συμφέρον, μπορούν να υποβάλλουν οι ελεγκτές και οι δανειστές της ΑΕ. Επομένως, στην περίπτωση των τρίτων, η ενεργητική νομιμοποίησή τους δεν προκύπτει με μόνη την επίκληση της ιδιότητάς τους ή και την περιγραφή της σχέσης τους με την ΑΕ˙ θα πρέπει, επιπρόσθετα, να αποδείξουν την ύπαρξη στο πρόσωπό τους άμεσου-ειδικού εννόμου συμφέροντος (κατ’ άρ. 68 ΚΠολΔ). Διευκρινίζεται, πάντως, πως το έννομο συμφέρον δεν είναι απαραίτητο να είναι οικονομικής φύσεως ούτε και να έχει αποκλειστικά ατομικό χαρακτήρα (ΜονΕφΑθ 3248/2022 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

    Το Δημόσιο (συμπεριλαμβανομένων των εποπτικών ή φορολογικών αρχών) δεν έχει γενική νομιμοποίηση (από τον νόμο) για υποβολή της αίτησης για δικαστική λύση της ΑΕ αλλά μόνον εφόσον αποδείξει ad hoc έννομο συμφέρον (ΠΠρΘεσσ 17046/2012 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

    Εκδίκαση Αίτησης

    Αρμόδιο για την εκδίκαση της αίτησης για τη λύση της ΑΕ ορίζεται το Μονομελές Πρωτοδικείο της έδρας της, το οποίο δικάζει κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας.

    Πρέπει, ωστόσο, να τονιστεί ότι δεν πρόκειται για μία υπόθεση γνήσιας εκούσιας δικαιοδοσίας. Στην πραγματικότητα, πρόκειται για ιδιωτικού δικαίου διαφορά, στην οποία είναι εμφανές το στοιχείο της αντιδικίας ανάμεσα στον αιτούντα και στην ΑΕ. Ακριβώς εξαιτίας του «μη γνήσιου» χαρακτήρα της, η διαφορά υπάγεται υποχρεωτικά σε διαμεσολάβηση κατά τον ν. 4640/2019.

    Ο ν. 4548/2018, πλέον, ρητά επιβάλλει την κλήση της ΑΕ, ώστε αυτή εκ του νόμου να θεωρείται «διάδικος». Έτσι, η αίτηση δικαστικής λύσης της θα πρέπει, αφενός, να στρέφεται και κατά της ίδιας της ΑΕ ως διαδίκου, και, αφετέρου, να της επιδίδεται με κλήση προς συζήτηση.

    Προσοχή πρέπει να δοθεί στην περίπτωση που αιτούντες της δικαστική λύση είναι τα μέλη του ΔΣ της εταιρείας. Απαραίτητος θα είναι, τότε, ο διορισμός προσωρινής διοίκησης κατά τα άρ. 69 ΑΚ και 786 ΚΠολΔ-αποκλειστικά προς τον σκοπό διεξαγωγής της επίμαχης δίκης. Κι αυτό, γιατί σε μία τέτοια περίπτωση εντοπίζεται «σύγκρουση συμφερόντων» μεταξύ του ΔΣ και του νομικού προσώπου που διοικεί.

    Προθεσμία Άρσης των Λόγων Λύσης

    Από τη στιγμή που διαγιγνώσκεται η συνδρομή όλων των ουσιαστικών και δικονομικών προϋποθέσεων δικαστικής λύσης, το δικαστήριο υποχρεούται να διατάξει τη λύση της ΑΕ. Ο δικαστής, ωστόσο, διαθέτει διακριτική ευχέρεια για χορήγηση «εύλογης προθεσμίας» για την άρση των λόγων λύσης της. Δικαιολογημένα παρέχεται στο δικαστήριο η δυνατότητα έκδοσης μη οριστικής απόφασης που παρέχει στην ΑΕ ένα χρονικό περιθώριο επανόρθωσης. Η δικαστική λύση είναι προφανώς ένα ιδιαίτερα επαχθές μέτρο και η καταφυγή σε αυτήν μόνον ως «ultima ratio» θα πρέπει να επιλεγεί για τον δικαστή.  Η εν λόγω προθεσμία μπορεί να διαρκεί από δύο έως τέσσερις μήνες, χωρίς δυνατότητα παράτασης. Για τη μη χορήγηση της απαιτείται ειδική αιτιολογία˙ για ποιο λόγο, δηλ. ο δικαστής κρίνει ότι το μέτρο αυτό είναι άσκοπο και ο λόγος λύσης δε είναι δυνατό να θεραπευθεί. Παράλληλα με τη χορήγηση της συγκεκριμένης προθεσμίας είναι δυνατό ο δικαστής να διατάξει μέτρα για την προσωρινή ρύθμιση των εταιρικών υποθέσεων (διορισμό προσωρινής διοίκησης,  χορήγηση δικαιώματος σύγκλησης της ΓΣ σε ορισμένους μετόχους).

    Έκδοση Δικαστικής Απόφασης

    Η δικαστική απόφαση που κηρύσσει τη λύση της εταιρείας έχει ισχύ erga omnes («έναντι πάντων»). Αμφισβήτηση δημιουργείται ως προς τον ακριβή χρόνο έναρξης των εννόμων συνεπειών της δικαστικής απόφασης. Με δεδομένο ότι ακολουθείται η διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας, τα έννομα αποτελέσματα της δικαστικής λύσης υποστηρίζεται ότι πρέπει να επέλθουν, άμεσα, με την έκδοση της οριστικής απόφασης. Ορθότερη, πάντως, θα πρέπει να θεωρηθεί η άποψη, ότι λόγω του διαπλαστικού της χαρακτήρα, η δικαστική λύση της ΑΕ θα πρέπει να εξαρτηθεί από τη τελεσιδικία της σχετικής απόφασης, καθώς ως (δραματικά) δραστικό μέτρο απαιτεί αυξημένο βαθμό δικονομικής ωριμότητας.

     

    Η λύση της ΑΕ δεν συνιστά συμβατική, μόνον, ευχέρεια των μετόχων. Υπό συγκεκριμένες προϋποθέσεις (μη καταβολή του μετοχικού κεφαλαίου, έλλειψη του ελάχιστου νόμιμου κεφαλαίου και παράλειψη υποβολής χρηματοοικονομικών καταστάσεων για δύο συνεχείς χρήσεις) είναι δυνατή η προσφυγή στο αρμόδιο δικαστήριο για κείνον (μέτοχο, μέλος του ΔΣ, ελεγκτή, δανειστή ή τρίτο) που θα δικαιολογήσει σχετικό έννομο συμφέρον. Ειδικά όμως, επί υπάρξεως σπουδαίου λόγου, ο νόμος παρέχει δικαίωμα στους μετόχους που εκπροσωπούν ποσοστό μεγαλύτερο του 1/3 του μετοχικού κεφαλαίου να ζητήσουν, αυτοτελώς, τη λύση της ΑΕ. Περί αυτών, όμως, σε επόμενη αρθρογραφία μας.-

     

    Σταύρος Κουμεντάκης

    Managing Partner

    Koumentakis and Associates Law Firm

     

     

    Σημ.: Το παρόν άρθρο αποτελεί τμήμα ευρύτερης ενότητας αρθρογραφίας της Δικηγορικής μας Εταιρείας για τις ΑΕ. Στην ενότητα αυτή επιχειρούμε την ανάλυση, άρθρο προς άρθρο-με business view, πάντα, προσέγγιση, του νόμου για τις ΑΕ (:4548/2018).

  • Λόγοι Λύσης ΑΕ

    Λόγοι Λύσης ΑΕ

    Λόγοι Λύσης ΑΕ

    (άρ. 164 ν. 4548/2018)

    Εκτεταμένα μας απασχόλησε, μέχρι σήμερα, το νομικό καθεστώς που διέπει τη σύσταση και τη λειτουργία της ΑΕ. Στη ζωή και τη φύση, ωστόσο, δεν υφίσταται μόνον η γέννηση. Αντίστοιχα και στην ΑΕ υφίσταται και το ενδεχόμενο του πέρατος της ζωής της. Ο νόμος απαριθμεί, με τρόπο αποκλειστικό, τους λόγους λύσης μίας ΑΕ, θεσπίζοντας αυστηρό νομοθετικό πλαίσιο.

    Γενικά

    Ο νομοθέτης καθόρισε τους λόγους λύσης παραθέτοντας αντικειμενικά γεγονότα που οδηγούν στο «τέλος» της εταιρείας. Η απαρίθμηση τους είναι περιοριστική και οι σχετικές διατάξεις (:αναγκαστικού δικαίου) αποκλείουν πιθανές αποκλίσεις. Θα είναι άκυρη κάθε αντίθετη καταστατική ρήτρα ή απόφαση εταιρικού οργάνου (ακόμα και της ΓΣ), με την οποία αποκλείονται λόγοι λύσης ή προστίθενται επιπλέον. Διαφοροποιήσεις προβλέπονται για ειδικούς, μόνον, τύπους ΑΕ-όπως οι ασφαλιστικές και οι χρηματιστηριακές.

    Ο κεφαλαιουχικός χαρακτήρας των ΑΕ δεν θα δικαιολογούσε τη λύση τους για ζητήματα που αφορούν, προσωπικά, τους μετόχους. Γι’ αυτό και δεν συνιστούν λόγους λύσης η πτώχευση μετόχου, η απώλεια της δικαιοπρακτικής του ικανότητας ή, ακόμα, και ο θάνατός του. Υποστηρίζεται, εντούτοις (όχι, πάντως, αρκετά πειστικά), πως είναι επιτρεπτές παρεκκλίσεις από το γράμμα του νόμου, όταν καταστατικά θεσπίζονται προσωποπαγείς (και άλλοι) λόγοι λύσης στην περίπτωση ΑΕ με έντονο προσωπικό χαρακτήρα. Ενδεικτικά: στην περίπτωση των οικογενειακών εταιρειών.

    Στη λύση δεν είναι δυνατό να οδηγήσουν άλλα γεγονότα, τα οποία αφορούν την ΑΕ, στο μέτρο που νομοθετικά δεν προβλέπονται. Ενδεικτικά: η απώλεια της εταιρικής περιουσίας, η έλλειψη ή αδράνεια εταιρικών οργάνων, η αδυναμία εκπλήρωσης του εταιρικού σκοπού και οι συνεχείς ζημιογόνες χρήσεις. Επισημαίνεται, ακόμα, ότι η ΑΕ δε λύεται ούτε με καταγγελία εκ μέρους των μετόχων-ακόμα κι όταν πρόκειται για αορίστου χρόνου.

    Λόγοι Λύσης της ΑΕ

    Οι λόγοι λύσης θα μπορούσαν να διακριθούν σε δικαστικούς (άρ.164 §2) και μη-ανάλογα αν προϋποτίθεται (ή μη) η έκδοση σχετικής δικαστικής απόφασης. Εδώ, ειδικότερα, θα μας απασχολήσουν οι λόγοι λύσης που δεν προϋποθέτουν έκδοση δικαστικής απόφασης.

    (α) Παρέλευση Καταστατικού Χρόνου Διάρκειας

    Η διάρκεια της ΑΕ είναι δυνατόν να προβλεφθεί ως ορισμένου ή αορίστου χρόνου (άρ.8 ν.4548/2018). Στην περίπτωση που οριστεί ως ορισμένου, απαραίτητη είναι η καταστατική πρόβλεψη του χρόνου διάρκειάς της, ο οποίος πρέπει να ορίζεται σε έτη και να μην εξαρτάται από αιρέσεις και γεγονότα. Η σύντμηση του προβλεπόμενου χρόνου διάρκειας αλλά και η παράτασή του είναι δυνατές, εφόσον προηγηθεί απόφαση της ΓΣ και σχετική τροποποίηση του καταστατικού-που θα δημοσιευθούν όπως ο νόμος ορίζει.

    Στην περίπτωση της παρέλευσης του ορισμένου χρόνου διάρκειάς της, η ΑΕ λύεται αυτοδίκαια. Δεν απαιτείται, μάλιστα, τήρηση διατυπώσεων δημοσιότητας. Αν τέτοιες λάβουν χώρα έχουν δηλωτικό χαρακτήρα. Έτσι, η εταιρεία επέρχεται αυτομάτως στο στάδιο της εκκαθάρισης.

    Η τροποποίηση του καταστατικού (και η σχετική δημοσιότητα) για παράταση ή  σύντμηση της διάρκειας της ΑΕ πρέπει να λάβει χώρα πριν την πάροδο του προβλεπόμενου, καταστατικά, χρόνου. Σε διαφορετική περίπτωση, η ΑΕ λύεται αυτοδίκαια. Ενδεχόμενη παράταση δεν είναι δυνατό να λάβει χώρα άτυπα ή σιωπηρά. Εάν η απόφαση ή η δημοσιότητα της τροποποίησης συμβεί μετά την παρέλευση του ορισμένου χρόνου, δεν θα πρόκειται για παράταση αλλά για αναβίωση της ΑΕ-καθώς θα έχει προηγηθεί η αυτοδίκαιη λύση της.

    (β) Απόφαση ΓΣ για Λύση

    Ο νομοθέτης αναγνωρίζει το δικαίωμα στους μετόχους της ΑΕ να αποφασίσουν τη λύση της. Συγκεκριμένα, επιτρέπει στη ΓΣ-το ανώτατο εταιρικό όργανο της ΑΕ, να αποφασίσει με αυξημένη απαρτία και πλειοψηφία τη λύση της (άρθρα 130 § 3 & 132 §2). Η προϋπόθεση της αυξημένης απαρτίας ισχύει  για εισηγμένες και μη ΑΕ. Έχει, βέβαια, υποστηριχθεί (όχι ορθά) πως ως προς τις εισηγμένες ΑΕ απαιτείται η συγκέντρωση ποσοστών τέτοιων που προβλέπει ο νόμος για τη διαγραφή των μετοχών από τη ρυθμιζόμενη αγορά (cold delisting), δηλ. το 95% των δικαιωμάτων ψήφου (άρ.17 §5 ν.3371/2005). Σε κάθε περίπτωση: το καταστατικό των ΑΕ δύναται να προβλέπει υψηλότερα ποσοστά για η λύση της-σύμφωνα με όσα γενικά ισχύουν.

    Η απόφαση της ΓΣ της ΑΕ οδηγεί σε πρόωρη λύση, καθώς λαμβάνεται πριν από το πέρας της καταστατικά ορισμένης διάρκειας της ΑΕ. Συστατικό στοιχείο της σχετικής απόφασης αποτελεί η δημοσίευσή της στο ΓΕΜΗ. Η λήψη της απόφασης δεν επαρκεί για την επέλευση των σκοπούμενων εννόμων αποτελεσμάτων της. Η προϋπόθεση της δημοσιότητας δικαιολογείται, αφού η απόφαση για λύση συνεπάγεται τροποποίηση του καταστατικού για την οποία απαιτείται η τήρηση διατυπώσεων δημοσιότητας. Σημειώνεται ότι είναι η μοναδική περίπτωση λύσης, για την οποία απαιτείται δημοσιότητα.

    Η απόφαση δε είναι ανεκτό να εξαρτά τη λύση της από αιρέσεις και άλλα γεγονότα. Σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο θα επροκαλείτο αδικαιολόγητη ανασφάλεια στους μετόχους, εργαζόμενους, συναλλασσόμενους και δανειστές.

    Ζήτημα τίθεται ως προς τη δυνατότητα προσβολής της απόφασης ως καταχρηστικής (άρ. 137 §2  β’). Κατά μία άποψη (καθώς εναπόκειται στην ελεύθερη και ανέλεγκτη κρίση της μετοχικής πλειοψηφίας η συνέχιση ή μη της εταιρείας), θα πρέπει να απαλλαγεί η εν λόγω απόφαση από την εξέταση ως προς την καταχρηστικότητα της. Εξάλλου, ο ίδιος ο νομοθέτης δεν επιβάλλει ως προϋπόθεση για τη λήψη της απόφασης τη συνδρομή οποιουδήποτε (σπουδαίου) λόγου. Η αντίθετη άποψη και (ορθά) κρατούσα υποστηρίζει ότι (και) η απόφαση λύσης υπόκειται σε έλεγχο καταχρηστικότητας-λαμβάνοντας υπόψη τυχόν δόλια εξυπηρέτηση συμφερόντων της πλειοψηφίας.

    Σχετική ρήτρα του καταστατικού, η οποία αποκλείει τη λύση με απόφαση της ΓΣ, είναι άκυρη.

    (γ) Πτώχευση Εταιρείας

    Λύση της ΑΕ επιφέρει αυτοδικαίως και η κήρυξή της σε πτώχευση. Τα έννομα αποτελέσματα, στην περίπτωση αυτή, επέρχονται με την έκδοση της σχετικής δικαστικής απόφασης. Οι περαιτέρω διατυπώσεις δημοσιότητας (καταχώριση και δημοσίευση στο ΓΕΜΗ) έχουν αποκλειστικά δηλωτικό-πληροφοριακό χαρακτήρα.

    Την κήρυξη της πτώχευσης δεν ακολουθεί το στάδιο της εκκαθάρισης. Εφαρμόζεται, ως ειδικότερη, η πτωχευτική διαδικασία («…ως μορφή εκκαθάρισης..» ΜΠρΑθ 4395/2003 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) , κατά την οποία κεντρικό ρόλο διοίκησης της πτωχευτικής περιουσίας αναλαμβάνει ο σύνδικος. Καθ’ όλη την πτωχευτική διαδικασία η ΑΕ εξακολουθεί να υφίσταται ως νομικό πρόσωπο˙ επίσης και τα όργανά της.

    Μετά την ολοκλήρωση της πτωχευτικής διαδικασίας, η εταιρεία εξαφανίζεται. Ωστόσο, εάν τελικά απομείνει αδιανέμητη εταιρική περιουσία, οι εταίροι έχουν δύο εναλλακτικές: είτε να ακολουθήσουν τα στάδιο της εκκαθάρισης είτε να αποφασίσουν την αναβίωση της εταιρείας. Από τις παραπάνω περιπτώσεις πρέπει να διακρίνουμε την ανατροπή ή ανάκληση της δικαστικής απόφασης που κήρυξε την πτώχευση, καθώς σε μία τέτοια περίπτωση επέρχεται αυτοδίκαιη ανατροπή της λύσης της-αναδρομικά.

    (δ) Απόρριψη Αίτησης Πτώχευσης Λόγω Ανεπάρκειας Ενεργητικού

    Προϋπόθεση για την κήρυξη πτώχευσης αποτελεί, κατά νόμο, η επάρκεια της περιουσίας του οφειλέτη για την κάλυψη των εξόδων της πτωχευτικής διαδικασίας. Εάν το ενεργητικό του οφειλέτη δεν επαρκεί, τότε η αίτηση απορρίπτεται. Αν η ΑΕ δεν κηρυχθεί σε πτώχευση λόγω ανεπάρκειας της περιουσίας της, θα πρέπει να υποστεί τις ίδιες συνέπειες-ωσάν να είχε κηρυχθεί: να λυθεί, δηλ., αφού η λειτουργία της δεν είναι βιώσιμη. Οι συνέπειες της λύσης επέρχονται με τη δημοσίευση της δικαστικής απόφασης, και όχι από τις δηλωτικού, μόνον, χαρακτήρα δημοσιεύσεις στο ΓΕΜΗ και στο Ηλεκτρονικό Μητρώο Αφερεγγυότητας.

    Το δικαστήριο διαπιστώνει την ανεπάρκεια της περιουσίας με απλή πιθανολόγηση-στη βάση των οικονομικών στοιχείων που τίθενται υπόψη του. Σε αυτά υπολογίζει τα ταμειακά διαθέσιμα της οφειλέτιδος ΑΕ, τις εισπρακτέες απαιτήσεις της όπως και κάθε ευχερώς ρευστοποιήσιμο στοιχείο, που ανήκει στην περιουσία της. Στην τελευταία κατηγορία εντάσσονται και τα εμπραγμάτως βεβαρημένα περιουσιακά στοιχεία μετά την αφαίρεση της αξίας του βάρους, η αξία εκποίησης της ίδιας της επιχείρησης ως συνόλου καθώς και ο,τιδήποτε μπορεί να επανενταχθεί στην πτωχευτική περιουσία μέσω της πτωχευτικής ανάκλησης.

    Τα διαδικαστικά έξοδα που πρέπει να καλύπτει η περιουσία του οφειλέτη αφορούν  τις προβλέψιμες δικαστικές και διαχειριστικές δαπάνες (π.χ. δαπάνες για είσπραξη των απαιτήσεων, για διοίκηση της πτωχευτικής περιουσίας, οι αμοιβές του συνδίκου και των πραγματογνωμόνων, τα έξοδα των προσκλήσεων και δημοσιεύσεων κλπ).

     Έννομες Συνέπειες Λύσης

    Επικρατεί ευρέως μία λανθασμένη ταύτιση της έννοιας της λύσης της εταιρείας με αυτή της εξαφάνισης του νομικού προσώπου από τον συναλλακτικό κόσμο (υπό την έννοια του άρθρου 72 ΑΚ). Η λύση της εταιρείας μεταβάλλει απλώς τον σκοπό της από παραγωγικό σε εκκαθαριστικό. Η ΑΕ εξακολουθεί να υφίσταται ως νομικό πρόσωπο (διαθέτοντας και πάλι δικαιοπρακτική ικανότητα και εμπορική ιδιότητα), δεν συνεχίζει, όμως, την παραγωγική της δραστηριότητα. Υφίσταται αποκλειστικά για τον σκοπό της εκκαθάρισής της, με την ολοκλήρωση της οποίας θα επέλθει τελικά και η εξαφάνισή της.

    Σημειώνεται, πάντως, ότι η νομολογία ακολουθεί μία ελαφρώς διαφορετική δογματική θεωρία (θεωρία του πλάσματος δικαίου), σύμφωνα με την οποία η ΑΕ «παύει να υφίσταται ως οικονομική οντότητα που διατηρεί την ταυτότητά της ως σύνολο οργανωμένων πόρων με σκοπό την άσκηση οικονομικής δραστηριότητας και κατά πλάσμα δικαίου υφίσταται μόνο μέχρι την περάτωση της εκκαθάρισης και για τις ανάγκες αυτής» (ΑΠ 435/2022 areiospagos.gr).

     

    Η λύση της εταιρείας δεν θα πρέπει να ταυτίζεται με το πέρασμά της στο (νομικό) «μη ον». Μια ΑΕ, πάντως, είναι δυνατό να λυθεί αφού προηγηθεί έκδοση σχετικής δικαστικής απόφασης ή και, σε κάποιες περιπτώσεις, χωρίς αυτή. Οι λόγοι που αφορούν την τελευταία περίπτωση (παρέλευση διάρκειας, απόφαση της ΓΣ, πτώχευση-ή ανυπαρξία των αναγκαίου ενεργητικού για την κήρυξή της) είναι, επίσης, αυστηρά περιορισμένοι και δεν είναι δυνατή (ούτε καταστατικά) η διεύρυνσή τους. Και οι λόγοι λύσης, πάντως, μιας ΑΕ με την έκδοση δικαστικής απόφασης είναι, επίσης, αυστηρά περιορισμένοι. Περί αυτών, πάντως, σε επόμενη αρθρογραφία μας.

     

    Σταύρος Κουμεντάκης

    Managing Partner

    Koumentakis and Associates Law Firm

     

     

    Σημ.: Το παρόν άρθρο αποτελεί τμήμα ευρύτερης ενότητας αρθρογραφίας της Δικηγορικής μας Εταιρείας για τις ΑΕ. Στην ενότητα αυτή επιχειρούμε την ανάλυση, άρθρο προς άρθρο-με business view, πάντα, προσέγγιση, του νόμου για τις ΑΕ (:4548/2018).

     

  • Επιστροφή Στην ΑΕ Παράνομα Εισπραχθέντων Ποσών

    Επιστροφή Στην ΑΕ Παράνομα Εισπραχθέντων Ποσών

    Επιστροφή Στην ΑΕ Παράνομα Εισπραχθέντων Ποσών

    (άρ. 163 ν. 4548/2018)

    Σε προηγούμενη αρθρογραφία μας προσεγγίσαμε το μετοχικό δικαίωμα συμμετοχής στα κέρδη. Ως αυστηρές (κι όχι άδικα) αξιολογούνται οι προϋποθέσεις για την τήρηση της νομιμότητας όσον αφορά τη διανομή κερδών. Σε περίπτωση παραβίασή τους, εύλογο είναι να προβλέπεται η επιστροφή των ποσών που, κατά παράβασή τους, εισπράχθηκαν.

    Εισαγωγικά

    Η διάταξη του άρθρου 163, που προβλέπει επιστροφή των παράνομα εισπραχθέντων ποσών [με την οποία ενσωματώθηκε -ήδη υπό την ισχύ του προηγούμενου νομοθετικού καθεστώτος για την ΑΕ κ.ν.2190/1920- η Οδ.2017/1132 (άρθρο 57)], συνιστά κυρωτικό κανόνα. Αποδέκτες της εν λόγω κύρωσης είναι (κατ’ αρχήν) οι μέτοχοι, καθώς η οποιαδήποτε διανομή (συνήθως) κερδών απευθύνεται προς αυτούς. Σημειώνεται ότι η διάταξη αφορά τις φανερές διαθέσεις της εταιρικής περιουσίας και συναπαρτίζει μαζί με άλλες (άρ.159-162) το πλέγμα των προστατευτικών νομοθετικών ρυθμίσεων για τη διατήρηση του μετοχικού κεφαλαίου. Όπως και στην περίπτωση απαγόρευσης επιστροφής της εισφοράς απαγορεύεται, εν προκειμένω για τον ίδιο επιδιωκόμενο σκοπό, η επιστροφή κάθε είδους ποσού, που αποτελεί μη σύννομη καταβολή τόσο με ευθεία επιστροφή της όσο και με συγκαλυπτομένη υπό δικαιοπραξία (907/2005 ΕφΠειραιά ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

    Αντικείμενο Αξίωσης Επιστροφής Παρανόμων Εισπραχθέντων

    Η αξίωση της εταιρείας για επιστροφή των παράνομα εισπραχθέντων παροχών συνίσταται στην απαίτηση για αποκατάσταση της λογιστικής αξίας της εταιρικής περιουσίας. Η αξίωση συνίσταται ειδικότερα στην επιστροφή του ποσού που διανεμήθηκε παράνομα. Το παράνομο συνίσταται στην παραβίαση των προϋποθέσεων και απαγορεύσεων του νόμου (άρ. 158-162). Στην περίπτωση που πρόκειται για χρηματική παροχή, η απαίτηση αφορά την καταβολή αντίστοιχου χρηματικού ποσού. Αν πάλι η παράβαση αφορά μεταβίβαση περιουσιακού αντικειμένου, ο μέτοχος οφείλει είτε την αυτούσια επιστροφή αυτού που μεταβιβάστηκε είτε την συμπλήρωση της εταιρικής περιουσίας με ποσό αντίστοιχης αξίας. Η επιλογή μιας από τις δύο μεθόδους επιστροφής εναπόκειται στη βούληση του μετόχου.

    Η εν λόγω αξίωση της εταιρείας αποτελεί ειδικότερη μορφή της αξίωσης αδικαιολόγητου πλουτισμού, όπως αυτή προβλέπεται στις διατάξεις του νόμου (άρ.904 ΑΚ). Η ικανοποίηση των συναφών αξιώσεων της εταιρείας, ωστόσο, θα μπορούσε να επιτευχθεί και μέσω των διατάξεων για τις αδικοπραξίες, καθώς η εταιρική περιουσία ζημιώθηκε λόγω της παράνομης διανομής. Σε θεωρητική περίπτωση, λοιπόν, που δεν προβλεπόταν ειδικά η αξίωση επιστροφής, η εταιρεία μπορούσε να επιδιώξει την ικανοποίησή της μέσω των γενικών διατάξεων.

    Φορέας Αξίωσης

    Η παρανόμως διανεμηθείσα περιουσία ανήκει στην εταιρεία και η επιστροφή μόνον σε αυτή νοείται. Φορέας, λοιπόν, της αξίωσης είναι το ίδιο το νομικό πρόσωπο της ΑΕ. Η άσκησή της συντελείται μέσω του ΔΣ. Ενδεχόμενη παράλειψη άσκησής της ελέγχεται από πλευράς ευθυνών των μελών του ΔΣ (άρ. 102 ν. 4548/2018).

    Αποδέκτης της Αξίωσης Επιστροφής της Παράνομης Παροχής

    Υπόχρεος, κατ’ αρχήν, για την επιστροφή της όποιας παράνομης παροχής είναι ο μέτοχος που παράνομα εισέπραξε ποσό από την εταιρική περιουσία. Ακόμη κι αν το πρόσωπο αυτό απώλεσε μεταγενέστερα τη μετοχική ιδιότητα, εξακολουθεί να ευθύνεται για την αποκατάσταση της λογιστικής διαφοράς, που προκάλεσε στην εταιρική περιουσία. Ο νέος μέτοχος που έλαβε τις μετοχές του παλαιού στον οποίο είχαν χορηγηθεί παρανόμως τα εν λόγω ποσά δε φέρει ευθύνη, εκτός κι αν συντρέξουν οι προϋποθέσεις των διατάξεων για την καταδολίευση δανειστών ή μεταβίβαση ομάδας περιουσίας (939 ή 479ΑΚ).

    Κακή Πίστη Αποδέκτη

    Στον νόμο (άρ. 163) αποτυπώνεται η γενικότερη αρχή της προστασίας του καλόπιστου λήπτη προβλέποντας μια υποκειμενική προϋπόθεση. Ο νομοθέτης απαλλάσσει τον μέτοχο από την υποχρέωση επιστροφής όσων παράνομα έλαβε, όταν χωρίς υπαιτιότητα αγνοούσε τον μη σύννομο χαρακτήρα της καταβολής. Ωστόσο, αν όφειλε να γνωρίζει, η άγνοια του αυτή δε είναι δυνατό να οδηγήσει σε απαλλαγή του. Νομολογιακά έχει κριθεί ότι από τη διάταξη του άρθρου 163 (παλαιό 46α του κ.ν.2190/1920) απορρέει υποχρέωση για τους μετόχους να εξετάζουν το σύννομο των καταβολών (907/2005 ΕφΠειραιά ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

    Το βάρος απόδειξης της κακής πίστης του λήπτη φέρει η ΑΕ, η οποία πρέπει να θεμελιώσει τη γνώση ή υπαίτια άγνοια του μετόχου, ώστε να επιτύχει την επιστροφή των παροχών. Ο βαθμός, πάντως, υπαιτιότητας κρίνεται ξεχωριστά για κάθε μέτοχο, αφού, φυσικά, ληφθούν υπόψη οι περιστάσεις, υπό τις οποίες ελήφθη η απόφαση για παροχή. Η υπαιτιότητα μετόχου που ασκεί διαχειριστικές εξουσίες ως μέλος του ΔΣ εύκολα θα αποδεικνυόταν, σε αντίθεση με την υπαιτιότητα ενός  μικρομετόχου, του οποίου η πληροφόρηση επί των οικονομικών στοιχείων της εταιρείας είναι, σαφέστατα, περισσότερο περιορισμένη-αν όχι ανύπαρκτη.

    Κεκρυμμένη Διανομή Εταιρικής Περιουσίας

    Σε περίπτωση παράνομης περιουσιακής μετακίνησης παροχών από την ΑΕ προς τρίτα πρόσωπα («κεκρυμμένη διανομή εταιρικής περιουσίας»), δημιουργείται μία «τριγωνική σχέση» μεταξύ εταιρείας, μετόχου και τρίτου-λήπτη. Για την επιστροφή των παρανόμως εισπραχθέντων θα πρέπει να κάνουμε τις κατωτέρω διακρίσεις:

    (α) Εάν λήπτης της παράνομης παροχής είναι πρόσωπο συνδεδεμένο με μέτοχο, ενεχόμενοι προς επιστροφή είναι τόσο ο μέτοχος όσο και ο ίδιος ο λήπτης. Όσον αφορά τον μέτοχο, ζήτημα ως προς τη νομική θεμελίωση της ευθύνης του δεν γεννάται, καθώς οι περιορισμοί των άρθρων 158 έως 162 εφαρμόζονται ευθέως σε αυτόν ούτως ή άλλως. Αντίθετα, η υποχρέωση του λήπτη προκύπτει μέσω τελολογικής ερμηνείας του ρυθμιστικού πλαισίου˙  και τούτο, στη βάση της σχέσης που τον συνδέει με τον μέτοχο και, φυσικά, προς τον σκοπό αποτελεσματικής προστασίας του μετοχικού κεφαλαίου. Η υποκειμενική, πάντως, προϋπόθεση γνώσης (ή υπαίτιας άγνοιας) της παράνομης καταβολής πρέπει να συντρέχει και στο πρόσωπο του τρίτου.

    (β) Εάν η παράνομη περιουσιακή μετακίνηση κατευθύνθηκε από την υποθυγατρική (καλύτερα: «εγγονή» εταιρεία) προς την μητρική (η οποία δεν συμμετέχει η ίδια στο μετοχικό κεφάλαιο της πρώτης αλλά μέσω της θυγατρικής), γίνεται τότε δεκτό ότι εις ολόκληρο ευθυνόμενες είναι τόσο η μητρική όσο και η θυγατρική. Δικαιολογημένα γεννάται ευθύνη και της θυγατρικής (παρ’ όλο που δεν ήταν η ίδια λήπτης της παράνομης παροχής), καθώς αξιοποιώντας τη δική της εταιρική ιδιότητα άσκησε η μητρική την επιρροή της.

    (γ) Εάν η παροχή δόθηκε σε παρένθετο πρόσωπο (:αχυράνθρωπο), τότε η ευθύνη γεννάται σε βάρος του κρυπτόμενου μετόχου, ως τελικού λήπτη της.

    Σε όλες τις παραπάνω περιπτώσεις, το υπόχρεο πρόσωπο οφείλει να επιστρέψει τα παρανόμως εισπραχθέντα ποσά. Υπάρχουν, όμως, και οι περιπτώσεις της «κεκρυμμένης διανομής εταιρικής περιουσίας», η οποία στην πράξη εκδηλώνεται με τη μετακίνηση όχι ποσών αλλά μη χρηματικών παροχών προς τους τρίτους – λήπτες (π.χ. μεταβίβαση κυριότητας ακινήτου). Περιεχόμενο της αξίωσης της ΑΕ, σε μια τέτοια περίπτωση, δεν θα είναι καθεαυτή η επιστροφή των ίδιων των παροχών αλλά η ποσοτική αποκατάσταση της εταιρικής περιουσίας (λογιστικά υπολογιζόμενης).

    Προθεσμία Παραγραφής της Αξίωσης

    Η εταιρική αξίωση για επιστροφή των παρανόμως εισπραχθέντων υπόκειται σε παραγραφή. Με δεδομένο ότι η σχετική νομοθετική ρύθμιση δεν προσδιορίζει ειδική την προθεσμία παραγραφής μιας τέτοιας αξίωση, εφαρμόζεται η γενική διάταξη του άρθρου 249 ΑΚ. Η αξίωση, δηλαδή, είναι δυνατό να ασκηθεί εντός είκοσι ετών από την γέννησή της.

     

    Ιδιαίτερα αυστηρές χαρακτηρίζονται οι προϋποθέσεις όσον αφορά τη διανομή κερδών (ή άλλων ποσών) προς τους μετόχους από την ΑΕ. Ενδεχόμενη παραβίασή τους δημιουργεί το υπόβαθρο για την αξίωση επιστροφής τους έναντι εκείνων που μη νόμιμα τις έλαβαν-είτε πρόκειται για τους ίδιους τους μετόχους είτε για τρίτους. Και τούτο, ανεξάρτητα από τις όποιες προσωπικές, αστικές και ποινικές, ευθύνες των προσώπων που εμπλέκονται˙ βεβαίως και των μελών του ΔΣ τα οποία θα σκεφτούν να μην ασκήσουν τις εύλογες-σύννομες αξιώσεις της ΑΕ. Ουδεμία, λοιπόν, χωρεί αμφιβολία ότι ιδιαίτερα προσεκτικοί θα πρέπει να είμαστε κατά την διαχείριση τέτοιας φύσης θεμάτων. Οι κίνδυνοι που ελλοχεύουν δεν είναι καθόλου αμελητέοι-

     

     

    Σταύρος Κουμεντάκης

    Managing Partner

    Koumentakis and Associates Law Firm

     

     

    Σημ.: Το παρόν άρθρο αποτελεί τμήμα ευρύτερης ενότητας αρθρογραφίας της Δικηγορικής μας Εταιρείας για τις ΑΕ. Στην ενότητα αυτή επιχειρούμε την ανάλυση, άρθρο προς άρθρο-με business view, πάντα, προσέγγιση, του νόμου για τις ΑΕ (:4548/2018).

     

     

    .

  • Γραμματειακή Υποστήριξη

    Γραμματειακή Υποστήριξη

    Περιγραφή της Εταιρείας μας
    Η Κουμεντάκης & Συνεργάτες Δικηγορική Εταιρεία, με έδρα στη Θεσσαλονίκη, παρέχει
    νομικές υπηρεσίες υψηλού επιπέδου. Με σχεδόν τριάντα χρόνια εμπειρία, στόχος μας είναι
    να είμαστε δίπλα τους πελάτες μας σε κάθε τους ανάγκη, ως ο στρατηγικός νομικός τους
    σύμβουλος, τόσο σε “legal” όσο και σε “beyond legal” ζητήματα. Παρέχουμε νομικές
    υπηρεσίες σε μεσαίες και μεγάλες επιχειρήσεις˙ υποστηρίζουμε την υγιή
    επιχειρηματικότητα σε όλο το φάσμα των δραστηριοτήτων της.
    Κύριο μέλημά μας είναι η διατήρηση ενός εξαιρετικού περιβάλλοντος εργασίας.

    Περιγραφή του Ρόλου
    Πρόκειται για εργασία πλήρους απασχόλησης στις εγκαταστάσεις της έδρας μας στη
    Θεσσαλονίκη.
    Ως γραμματέας, απαραίτητο είναι να μπορείτε να επικοινωνείτε με άνεση και σαφήνεια και
    να λαμβάνετε πρωτοβουλίες.
    Αν μπορείτε να οργανώσετε τις καθημερινές σας υποχρεώσεις και να διαχειρίζεστε σωστά
    τον χρόνο σας, αυτός ο ρόλος σας ταιριάζει! Η ικανότητα να αναλαμβάνετε δράση και να
    τηρείτε προθεσμίες είναι το κλειδί για να πετύχετε σε αυτή τη θέση.

    Αρμοδιότητες (μεταξύ άλλων):
    Διαχείριση και συντονισμός του καθημερινού προγράμματος των δικηγόρων
    Παρακολούθηση εκκρεμοτήτων
    Οργάνωση και επιβεβαίωση συναντήσεων
    Τακτοποίηση αρχείων και φακέλων, σύμφωνα με τις πρακτικές της Εταιρείας μας
    Παροχή βοήθειας σε διάφορα θέματα στον χώρο του γραφείου
    Εξωτερικές εργασίες

    Τι ζητάμε:
    Ανάλογη επαγγελματική εμπειρία
    Άνεση στην επικοινωνία και καλή σχέση με τους ανθρώπους
    Ικανότητα για την ταυτόχρονη διαχείριση περισσότερων θεμάτων
    Πολύ καλή γνώση του Microsoft Office (Word, Excel, Outlook κ.λπ.)
    Επιθυμητή η ικανοποιητική γνώση της αγγλικής γλώσσας

    Οι ενδιαφερόμενοι/ενδιαφερόμενες μπορούν να επικοινωνούν με info@klaw.gr

  • Legal course σε φοιτητές νομικής στο ΑΠΘ

    Legal course σε φοιτητές νομικής στο ΑΠΘ

    Στιγμιότυπα από το Legal Course με θέμα “Ανώνυμη Εταιρεία: η οπτική του Επιχειρηματία” που πραγματοποιήθηκε υπό την αιγίδα της ELSA Thessaloniki με ομιλητή των Managing Partner της Δικηγορικής μας Εταιρείας, Σταύρος Κουμεντάκης, σε φοιτητές της Νομικής Σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.
    Σας ευχαριστούμε για τη φιλοξενία και τη θερμή υποδοχή, δεσμευόμαστε να επιστρέψουμε!

     

  • Προσωρινό Μέρισμα & Μεταγενέστερη Διανομή

    Προσωρινό Μέρισμα & Μεταγενέστερη Διανομή

    Προσωρινό Μέρισμα & Μεταγενέστερη Διανομή

    (άρ. 162 ν. 4548/2018)

    Σε προηγούμενη αρθρογραφία μας μας απασχόλησε το δικαίωμα συμμετοχής στα κέρδη˙ και, μεταξύ άλλων, το ελάχιστο μέρισμα. Ιδιώνυμη περίπτωση διανομής, την οποία προβλέπει ο νομοθέτης, είναι η χορήγηση προσωρινού μερίσματος. Επίσης, η μεταγενέστερη της εταιρικής χρήσης διανομή κερδών και προαιρετικών αποθεματικών. Περί των αυτών και των σχετικών προϋποθέσεων το παρόν.

    Εισαγωγικά

    Η αξίωση των μετόχων για συμμετοχή στα κέρδη αποτελεί κίνητρο συμμετοχής στο μετοχικό κεφάλαιο της ΑΕ˙ έκφανση, επίσης, του κεφαλαιουχικού της χαρακτήρα. Οι προϋποθέσεις, όμως, για τη διανομή μερίσματος είναι πολλές. Η αναμονή για την καταβολή του είναι δυνατό να διαρκέσει για όχι αμελητέο χρονικό διάστημα. Το εύρος της διάρκειας, μάλιστα, γίνεται περισσότερο κατανοητό αν ληφθεί υπόψη η ανάγκη να προηγηθεί η έγκριση χρηματοοικονομικών καταστάσεων της ΑΕ και λήψη απόφασης από τη ΓΣ για διανομή κερδών. Το γεγονός, επίσης, ότι υφίσταται δίμηνο  περιθώριο  καταβολής των συναφών μερισμάτων από την ΑΕ. Για τη διευκόλυνση των μετόχων προκειμένου να καλυφθούν ενδεχόμενες πιεστικές ανάγκες τους παρέχεται, από τον νόμο, ευχέρεια για πρώιμη ικανοποίηση του δικαιώματός τους στη συμμετοχή στα κέρδη της. Υφίσταται, ταυτόχρονα, η δυνατότητα για μεταγενέστερη διανομή κερδών και προαιρετικών αποθεματικών (ρύθμιση, ωστόσο, που κρίνεται από μερίδα της θεωρίας ως προβληματική, όπως θα αναλυθεί κατωτέρω).

    Διανομή Προσωρινού Μερίσματος

    Κατά παρέκκλιση όσων προβλέπονται για την καταβολή του ελάχιστου μερίσματος, ο νομοθέτης επέλεξε ειδικότερες ρυθμίσεις για την διανομή προμερίσματος. Πρόκειται για διάταξη αναγκαστικού δικαίου, το περιεχόμενο της οποίας εφαρμόζεται χωρίς την εξάρτησή του από καταστατική πρόβλεψη. Υπό την έννοια αυτή, η ενεργοποίηση του άρ. 162 δεν επαφίεται στην καταστατική βούληση. Κι ούτε, πολύ περισσότερο, είναι δυνατός ο καταστατικός αποκλεισμός της δυνατότητας διανομής προσωρινού μερίσματος.

    Προϋποθέσεις Διανομής Προσωρινού Μερίσματος

    Για τη διανομή προσωρινού μερίσματος είναι αναγκαίο να συντρέχουν οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

    (α) Απόφαση του ΔΣ

    Ρωγμή στην αποκλειστική, κατ’ αρχήν, αρμοδιότητα της ΓΣ για διανομή ετήσιων κερδών (άρ. 117 παρ. 1 στ. ε’) αποτελεί η χορήγηση της αρμοδιότητας λήψης απόφασης για διανομή προσωρινού μερίσματος στο ΔΣ. Η εξουσία λήψης της σχετικής απόφασης στο ΔΣ, δικαιολογείται από την ανάγκη ταχείας ολοκλήρωσης της σχετικής διαδικασίας. Επιπρόσθετα, η απονομή αυτής της εξουσίας βασίζεται και στον διαχειριστικό χαρακτήρα της απόφασης. Κατά τη λήψη της, το ΔΣ ως αρμόδιο όργανο για την επίτευξη του εταιρικού σκοπού και τη διαφύλαξη της εύρυθμης οικονομικής πορείας της εταιρείας, οφείλει να εξετάσει το ζήτημα λαμβάνοντας υπόψη όσες πληροφορίες έχει στη διάθεσή του στο πλαίσιο του διαχειριστικού του ρόλου. Σημειώνεται ότι δεν είναι δυνατή η υποκατάσταση του ΔΣ για την συγκεκριμένη αρμοδιότητά του. Ακόμα, η εν λόγω εξουσία δεν αναλώνεται με την εφάπαξ λήψη απόφασης για διανομή προμερίσματος. Εφόσον πληρούται το σύνολο των προϋποθέσεων είναι πάντοτε εφικτό να λάβει χώρα περισσότερες φορές μέσα στην ίδια χρήση.

    (β) Κατάρτιση Χρηματοοικονομικών Καταστάσεων & Τήρηση Διατυπώσεων Δημοσιότητας

    Προϋπόθεση διανομής προσωρινού μερίσματος αποτελεί και η κατάρτιση και δημοσίευση χρηματοοικονομικών καταστάσεων. Δεν απαιτείται, πάντως, η έγκριση τους από τη ΓΣ, γι’ αυτό και παρέλκει ο έλεγχος από ορκωτούς ελεγκτές-λογιστές. Όσον αφορά την τήρηση διατυπώσεων δημοσιότητας, απαιτείται η δημοσίευση χρηματοοικονομικών καταστάσεων ένα δίμηνο πριν τη διανομή. (Να σημειωθεί, βέβαια, πως η πρόβλεψη της συγκεκριμένης, μακράς, δημοσιότητας σαφώς προσκρούει στην ανάγκη ταχείας διεκπεραίωσης της όλης διαδικασίας).

    (γ) Ανώτατο Ποσοτικό Όριο Προσωρινού Μερίσματος

    Ως προς το ανώτατο όριο προσωρινού μερίσματος, αυτό δεν διαφέρει από το αντίστοιχο του μερίσματος (κατ’ άρ. 159 §2). Σημαντική αλλαγή που επέφερε ο ν. 4548/2018 στη διάταξη αποτελεί η απάλειψη του (παλαιότερου) ποσοτικού περιορισμού του ημίσεος των καθαρών κερδών.

    Υποχρέωση Επιστροφής

    Η ανάγκη ταχύτερης και απλούστερης διαδικασίας καταβολής του προμερίσματος απαίτησε τη διαφοροποίηση από όσα, παλαιότερα, ίσχυαν για το ελάχιστο μέρισμα. Σημειώνεται, ωστόσο, ότι η «υποχώρηση» του νομοθέτη για πρόωρη διανομή μερίσματος, εγκυμονεί κινδύνους εξαιτίας της μέλλουσας και αβέβαιης γέννησης της αξίωσης των μετόχων για μέρισμα. Η πρόωρη διάθεση κερδών είναι ενδεχόμενο να αποβεί σε βάρος του συμφέροντος των εταιρικών δανειστών ή/και της εταιρικής περιουσίας. Για την επίτευξη της αναγκαίας ισορροπίας και του περιορισμού των κινδύνων, η διανομή προσωρινού μερίσματος προβλέφθηκε ως αναστρέψιμη. Το προμέρισμα καταβάλλεται υπό τη «διαλυτική αίρεση» της απουσίας αντίστοιχου ύψους διανεμήσιμων κερδών και υπολειπόμενων διανεμηθέντων, για την αποφυγή «καταστρατήγησης της διάταξης του άρθρου 159» (Αιτιολ. Έκθεση επί του άρθρου 162).

    Η λήψη απόφασης από την Τακτική ΓΣ για μη διανομή ή για διανομή χαμηλότερων μερισμάτων (από τα προσωρινά) έχει σαν συνέπεια πως οι μέτοχοι έγιναν αδικαιολογήτως πλουσιότεροι. Και πως, κατά λογική ακολουθία, υποχρεούνται να επιστρέψουν ότι καθ’ υπέρβαση του (οριστικού) μερίσματος τους κατεβλήθη κατά τις διατάξεις του αδικαιολογήτου πλουτισμού (άρ. 904 ΑΚ). Η σχετική υποχρέωση δικαιολογείται καθώς, εν τέλει, το προσωρινό μέρισμα θα τους έχει καταβληθεί χωρίς νόμιμη αιτία από την περιουσία ή/και με ζημία της ΑΕ ή/και στη βάση αιτίας που δεν επακολούθησε.

    Από την παραπάνω αξίωση αδικαιολόγητου πλουτισμού της εταιρείας πρέπει να διακρίνεται η αξίωση «επιστροφής παράνομα εισπραχθέντων ποσών (άρ. 163). Πρόκειται για διαφορετική πραγματική περίπτωση. Η σχετική διαφοροποίηση αφορά τη νομική βάση για την επιστροφή όχι των αδικαιολογήτως αλλά των παρανόμως καταβληθέντων ποσών.

    Φορολογικά Ζητήματα

    Το προσωρινό μέρισμα εξομοιώνεται φορολογικά με το μέρισμα. Λόγω της εξάρτησης της καταβολής από διαλυτική αίρεση, ο κρίσιμος χρόνος για την ίδρυση σχετικής φορολογικής υποχρέωσης του μετόχου τοποθετείται στο χρονικό σημείο έγκρισης των ετήσιων χρηματοοικονομικών καταστάσεων από την Τακτική ΓΣ, και όχι ο χρόνος της καταβολής του προμερίσματος (άρ. 68 ν. 4172/2013).

    Μεταγενέστερη Διανομή Κερδών και Προαιρετικών Αποθεματικών

    Οι νομοθετικές προβλέψεις για το προμέρισμα αφορούν το προ του τέλους της χρήσης χρονικό διάστημα.  Ο νομοθέτης, παράλληλα με την ανωτέρω πρόβλεψη θέσπισε και μια, πρόσθετη, μεταγενέστερη δυνατότητα διανομής ποσών στους μετόχους. Πρόκειται, ειδικότερα, για τη δυνατότητα διανομής κερδών και προαιρετικών αποθεματικών, σε χρόνο μετά την έγκριση των χρηματοοικονομικών καταστάσεων από την Τακτική ΓΣ. Αφορά διανεμήσιμα κέρδη που δεν διατέθηκαν από τη ΓΣ ή από έκτακτα (αδιανέμητα) αποθεματικά.

    Προϋπόθεση διανομής κερδών και προαιρετικών αποθεματικών συνιστά η προηγούμενη λήψη απόφασης από το αρμόδιο όργανο. Την εν λόγω αρμοδιότητα έχει τόσο η ΓΣ όσο και το ΔΣ. Το εύρος της εξουσίας καθενός από τα δύο όργανα βρίσκεται σε αναλογία με το αντίστοιχο του άλλου˙ και τούτο υπό την έννοια ότι καθένα από τα εν λόγω όργανα έχει την ευχέρεια να αποφασίσει τη διάθεση των αποθεματικών, στο βαθμό και κατά το μέρος που δεν την έχει αποφασίσει το άλλο.

    Το ζήτημα του αρμόδιου οργάνου για τη διανομή προαιρετικών αποθεματικών αμφισβητούνταν έντονα υπό το προηγούμενο νομοθετικό καθεστώς. Τις αμφισβητήσεις αυτές ήρε πλέον ο ν. 4548/2018, ορίζοντας ρητά ότι τη λύση τους μπορεί να αποφασίσει τόσο το ΔΣ όσο και η επόμενη (τακτική ή έκτακτη) ΓΣ.

    Διευκρινίζεται ότι η απόφαση που λαμβάνεται τροποποιεί, όχι τον ισολογισμό που ενέκρινε η τακτική ΓΣ, αλλά την ίδια την απόφαση που έλαβε σχετικά με τον τρόπο διάθεσης των κερδών. Στον ισολογισμό όλα τα κέρδη απλώς εμφανίζονται στο κονδύλι αποτελέσματα εις νέον (με εξαίρεση την κράτηση για το τακτικό αποθεματικό), χωρίς να εξειδικεύεται σε αυτόν ο ειδικότερος τρόπος διανομής τους. Επισημαίνεται, λοιπόν, ότι δεν απαιτείται η κατάρτιση νέων ή τροποποίηση των υφισταμένων χρηματοοικονομικών καταστάσεων.

    Τέλος, η σχετική απόφαση της ΓΣ ή του ΔΣ πρέπει να υποβληθεί σε δημοσιότητα στο ΓΕΜΗ.

    Μερίδα, πάντως, της θεωρίας κρίνει την εν λόγω διάταξη ως ιδιαιτέρως προβληματική, καθώς παρέχει εξουσία στο ΔΣ για την ανατροπή της απόφασης που λήφθηκε από μέρους της ΓΣ αναφορικά με τη διανομή, χωρίς να την περιορίζει με πρόβλεψη ανώτερου ορίου.

     

    Για την κάλυψη της εύλογης προσδοκίας των μετόχων για συμμετοχή στα κέρδη της ΑΕ προβλέπεται όχι μόνον η αξίωση στο μέρισμα αλλά και η προσδοκία προσωρινού μερίσματος, εφόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις του νόμου. Ακόμα όμως και μετά το πέρας της οικονομικής χρήσης είναι δυνατή η διανομή κερδών και προαιρετικών αποθεματικών. Προσοχή, όμως: Οι προϋποθέσεις που θέτει ο νόμος είναι αυστηρές και ενδεχόμενες αποκλίσεις προβληματικές για τους εμπλεκόμενους! Σε κάθε περίπτωση: όσα κατά παράβαση του νόμου εισπράχθηκαν από τους μετόχους είναι υποχρεωτικό να επιστραφούν στην ΑΕ. Περί αυτών, όμως, σε επόμενη αρθρογραφία μας.-

     

     

    Σταύρος Κουμεντάκης

    Managing Partner

    Koumentakis and Associates Law Firm

     

     

    Σημ.: Το παρόν άρθρο αποτελεί τμήμα ευρύτερης ενότητας αρθρογραφίας της Δικηγορικής μας Εταιρείας για τις ΑΕ. Στην ενότητα αυτή επιχειρούμε την ανάλυση, άρθρο προς άρθρο-με business view, πάντα, προσέγγιση, του νόμου για τις ΑΕ (:4548/2018).

     

     

  • Ελάχιστο Μέρισμα

    Ελάχιστο Μέρισμα

    Ελάχιστο Μέρισμα

    (άρ. 161 ν. 4548/2018)

    Σε προηγούμενη αρθρογραφία μας ασχοληθήκαμε με το δικαίωμα συμμετοχής στα κέρδη, τις προϋποθέσεις διανομής ποσών στους μετόχους της ΑΕ καθώς και τη σχετική διαδικασία (διανομής στους μετόχους). Στο παρόν θα επικεντρωθούμε στο ελάχιστο μέρισμα.

    Εισαγωγικά

    Ο νομοθέτης, λαμβάνοντας υπόψη του την κεφαλαιουχική φύση της ΑΕ και (τη λογικά αναμενόμενη) συμμετοχή των μετόχων σε αυτήν για την απόκτηση κέρδους, ορθά επιλέγει τον προσδιορισμό ενός ελάχιστου ποσού που δικαιούνται να λάβουν: το μέρισμα. Με την καταβολή (ή την προσδοκία, έστω, καταβολής) του μερίσματος εξυπηρετείται ο στόχος για τον οποίο επιλέγουν να συμμετάσχουν οι μέτοχοι στο κεφάλαιο της ΑΕ.

    Σκοπός

    Δικαιολογητική βάση για την πρόβλεψη του πλαισίου ρύθμισης σχετικά με το ελάχιστο μέρισμα αποτελεί η εξισορρόπηση δύο αντικρουόμενων δυνάμεων:

    Η πλευρά των μικροεπενδυτών/μικρομετόχων επιθυμεί, πάντοτε σχεδόν, την καταβολή μερίσματος.

    Η πλευρά των μεγαλοεπενδυτών/μεγαλομετόχων επιδιώκει, όχι σπάνια, την ενίσχυση της εταιρικής περιουσίας (οι τελευταίοι, εξάλλου, πάντοτε έχουν την δυνατότητα να αποκομίζουν οικονομικά οφέλη από την ΑΕ-μέσω της προνομιακής σύναψης, λ.χ., συμβάσεων εργασίας, μέσω αμοιβών για τη συμμετοχή τους στο ΔΣ ή μέσω χρήσης περιουσιακών στοιχείων της ΑΕ). Η ενίσχυση, στο πλαίσιο αυτό, της εταιρικής περιουσίας επιτυγχάνεται με τη μη διανομή του μερίσματος.

    Ο νομοθέτης, εκτιμώντας ότι η πλευρά των μικρομετόχων αντιστοιχεί στη μειοψηφία του μετοχικού κεφαλαίου και η βούληση της δεν είναι δυνατό να επιδράσει δυναμικά στη λήψη αποφάσεων, επιδίωξε την προστασία της με την, κατ’ αρχήν, υποχρεωτική καταβολή μερίσματος. Μάλιστα, κατά το προηγούμενο νομοθετικό καθεστώς του Κ.Ν.2190/1920 ήταν απολύτως υποχρεωτική η καταβολή του. Ωστόσο, υπό το ισχύον νομοθετικό πλαίσιο τέθηκε μια διαβάθμιση στη συγκεκριμένη προστασία, όπως και στη συνέχεια αναλύεται.

    Δικαιούχοι Μερίσματος

    Φορέας της αξίωσης καταβολής μερίσματος είναι ο κύριος της μετοχής κατά τον χρόνο που γεννάται η σχετική αξίωση. Ο χρόνος αυτός, όπως έχει ήδη αναφερθεί σε προηγούμενη αρθρογραφία μας, τοποθετείται στο χρόνο λήψης της απόφασης ΓΣ για διανομή κερδών.

    Στην περίπτωση συγκυριότητας μετοχής, οι επιμέρους συγκύριοι δικαιούνται να λάβουν αναλογικά το μέρισμα που αναλογεί στη μετοχή. Στην περίπτωση επικαρπίας επί των μετοχών, φορέας της σχετικής αξίωσης είναι ο επικαρπωτής. Στην περίπτωση που έχει συσταθεί ενέχυρο επί μετοχών, φορέας της δεν θα είναι ο ενεχυρούχος δανειστής αλλά ο ίδιος ο κύριος.

    Το Ποσοστό του Ελάχιστου Μερίσματος

    Το ελάχιστο μέρισμα ορίζεται σε ποσοστό τριάντα πέντε τοις εκατό (35%) των καθαρών κερδών μετά την αφαίρεση των ποσών που ο νόμος αξιώνει (άρ.161 §1).

    Ως «καθαρά κέρδη» νοούνται εκείνα που απεικονίζονται στην κατάσταση αποτελεσμάτων, ύστερα από την αφαίρεση της κράτησης για σχηματισμό του τακτικού αποθεματικού και των λοιπών πιστωτικών κονδυλίων που δεν προέρχονται από πραγματοποιημένα κέρδη (άρ. 161 § 1 σε συνδυασμό με το άρ. 160).

    Παρά την, κατ’ αρχήν, υποχρεωτικότητα της διανομής μερίσματος, η Γενική Συνέλευση έχει τη δυνατότητα, υπό προϋποθέσεις, να περιορίσει το ποσοστό του ελάχιστου, καταβλητέου, μερίσματος.

    Εφόσον υφίσταται αυξημένη απαρτία και πλειοψηφία, είναι δυνατό να μειωθεί το ελάχιστο καταβλητέο μέρισμα όχι όμως και σε ποσοστό κάτω του 10% των καθαρών κερδών.

    Εφόσον υφίσταται απαρτία του ημίσεως, τουλάχιστον, του καταβεβλημένου κεφαλαίου και πλειοψηφία μεγαλύτερη του 80% του εκπροσωπούμενου στη Γενική Συνέλευση, η τελευταία (:ΓΣ) μπορεί να αποκλείσει τη διανομή μερίσματος (άρ. 130 §§ 3 & 4).

    Οι συγκεκριμένες αποφάσεις, τόσο για μείωση του ποσοστού του ελάχιστου μερίσματος όσο και για μη διανομή του, ελέγχονται από πλευράς καταχρηστικότητας. Η Αιτιολογική Έκθεση του ν. 4548/2018 ρητά αναφέρει ότι «άρνηση της πλειοψηφίας να εγκρίνει μέρισμα παρά την ύπαρξη ικανών κερδών μπορεί κατά τις περιστάσεις να κριθεί καταχρηστική». Η λήψη σχετικής απόφασης κρίνεται, λ.χ., ως καταχρηστική, εφόσον διαπιστώνεται εξυπηρέτηση, όχι του εταιρικού συμφέροντος (πχ σημαντικές ζημίες μετά το τέλος της χρήσης που θέτουν σε κίνδυνο την εταιρεία), αλλά αυτού της πλειοψηφίας αλλά και ελλείψει αιτιολογίας γι’ αυτήν  (ΠολΠρωτΗρ 178/2018, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

    Οι Μορφές της Διανομής του Μερίσματος

    Οι τρόποι με τους οποίους είναι δυνατό να διανεμηθεί το (ελάχιστο) μέρισμα, είναι οι εξής:

    (α) Καταβολή σε Μετρητά

    Η καταβολή του ελάχιστου μερίσματος σε μετρητά αποτελεί τον κανόνα (άρ.161 §1). Αποκλίσεις  εισάγονται μόνο υπό τις προϋποθέσεις του νόμου.

    (β) Κεφαλαιοποίηση Μερίσματος

    Με απόφαση που λαμβάνεται με αυξημένη απαρτία και πλειοψηφία, η ΓΣ είναι δυνατό να αποφασίσει την κεφαλαιοποίηση των κερδών και τη διανομή του μερίσματος στους μετόχους, υπό τη μορφή νέων μετοχών. Οι νέες μετοχές παραδίδονται δωρεάν στους μετόχους ανάλογα με το ποσοστό συμμετοχής τους στο κεφάλαιο. Δεν εμποδίζεται, βέβαια, η ΓΣ να αποφασίσει αντί της έκδοσης νέων μετοχών, την αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου διά της αύξησης της ονομαστικής αξίας των υφιστάμενων μετοχών. Από λογιστικής άποψης, δεν πρόκειται για διανομή κερδών αλλά (λόγω της κεφαλαιοποίησης) για αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου. Αξιοσημείωτο, μάλιστα είναι, πως η αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου με κεφαλαιοποίηση κερδών είναι απαλλαγμένη από τον φόρο συγκεντρώσεως κεφαλαίου (άρ.22 §2 Ν.1676/1986).

    Η κεφαλαιοποίηση των κερδών ως μορφή διανομής του ελάχιστου μερίσματος ωφελεί τόσο την εταιρεία όσο και τους εταιρικούς δανειστές. Το διανεμητέο ποσό εντάσσεται στο εταιρικό κεφάλαιο και ως εκ τούτου υπάγεται στους υποχρεωτικούς μηχανισμούς δέσμευσης, άρα και προστασίας του.

    (γ) Χορήγηση Τίτλων Εισηγμένων Εταιρειών

    Η δυνατότητα καταβολής του μερίσματος σε είδος αποτελεί καινοτομία του ν. 4548/2018. Προβλέπεται, συγκεκριμένα, η δυνατότητα χορήγησης τίτλων ημεδαπών ή αλλοδαπών εταιρειών ή κυριότητας της ίδιας της εταιρείας, οι οποίες είναι εισηγμένοι σε ρυθμιζόμενη αγορά (άρ. 161 § 4 εδ.α’).  Ως «τίτλοι» νοούνται, όχι μόνο οι μετοχές αλλά και οι ομολογίες.

    Οι προϋποθέσεις χορήγησης τίτλων ως μορφή διανομής μερίσματος είναι οι εξής:

    (1) Η υπαγωγή της εταιρείας σε υποχρεωτικό ή προαιρετικό έλεγχο από ορκωτό ελεγκτή ή ελεγκτική εταιρεία.

    (2) Η αποτίμηση των διανεμόμενων τίτλων σύμφωνα με τον νόμο (άρ. 17 και 18 του Ν.4548/2018).

    (3) Η τήρηση της αρχής της ίσης μεταχείρισης. Η εν λόγω αρχή επιβάλλει τη διανομή του ίδιου είδους μερίσματος σε όλους τους μετόχους-προϋπόθεση, η οποία εφαρμόζεται σε κάθε είδος διανομής.

    (δ) Διανομή Περιουσιακών Στοιχείων

    Μορφή διανομής μερίσματος σε είδος αποτελεί και η χορήγηση περιουσιακών στοιχείων της εταιρείας. Η εν λόγω διανομή είναι δυνατή υπό τις ίδιες, προαναφερθείσες, προϋποθέσεις για τη χορήγηση τίτλων αντί μερίσματος. Στην συγκεκριμένη, όμως, περίπτωση απαιτείται η λήψη απόφασης από της ΓΣ με ομοφωνία, όχι μόνον των παριστάμενων, αλλά του συνόλου των μετόχων-που εκπροσωπούν το σύνολο του μετοχικού κεφαλαίου.

    Διανομή Περαιτέρω Κερδών

    Μετά την κράτηση από τα καθαρά κέρδη του ποσού που αντιστοιχεί στο ελάχιστο μέρισμα, είναι δυνατό να απομείνει υπόλοιπο. Το εν λόγω ποσό είναι δυνατό να διανεμηθεί ως περαιτέρω (δεύτερο) μέρισμα (άρ.161 §5). Το καταστατικό, μάλιστα, είναι δυνατό να προβλέπει τον τρόπο διανομής του. Η ΓΣ, σε κάθε περίπτωση, μπορεί να αποφασίσει τη διανομή του συγκεκριμένου, δεύτερου, μερίσματος με λήψη απόφασης με απλή απαρτία και πλειοψηφία. Οι προϋποθέσεις διανομής του μερίσματος σε είδος εφαρμόζονται και στην προκειμένη περίπτωση.

    Παράνομη Μη Διανομή του Ελάχιστου Μερίσματος

    Η απόφαση της ΓΣ για μη διανομή του ελάχιστου, υποχρεωτικού, μερίσματος είναι άκυρη, στο μέτρο που αντιτίθεται στις προϋποθέσεις του νόμου (αρ. 161). Την ακυρότητα αυτή θα μπορεί να προβάλει οποιοσδήποτε έχει έννομο συμφέρον (κατ’ άρθρο 138). Επιπλέον, η παράνομη προσβολή του δικαιώματος του μετόχου στο ελάχιστο μέρισμα μπορεί να δημιουργήσει και υποχρέωση της ΑΕ προς αποζημίωσή του.

    Χρόνος Καταβολής Μερίσματος

    Η καταβολή του μερίσματος θα πρέπει να λάβει χώρα εντός δύο μηνών από τη λήψη απόφασης για διανομή κερδών. Με την παρέλευση της δίμηνης προθεσμίας και την παράλειψη καταβολής του μερίσματος εκ μέρους της εταιρείας, η τελευταία περιέρχεται σε υπερημερία. Και τούτο δίχως την ανάγκη προηγούμενης όχλησής της από τον μέτοχο (άρ. 341 §1 ΑΚ).

    Η αξίωση του μετόχου για την καταβολή του μερίσματος υπόκειται σε πενταετή παραγραφή. Εντούτοις, η μη είσπραξη της απαίτησης από τον μέτοχο δεν ωφελεί στην πραγματικότητα την εταιρεία. Και τούτο γιατί δεν είναι δυνατό να θεωρηθεί ότι διατηρεί το ποσό αυτό λόγω δωρεάς ή ανώμαλης παρακαταθήκης.

    Απόδειξη Καταβολής του Μερίσματος

    Για την απόδειξη καταβολής του μερίσματος, δεν αρκεί μόνο η καταχώριση του μερίσματος στα βιβλία της εταιρίας, η καταβολή του σχετικού φόρου ούτε και η δήλωσή του στην οικονομική εφορία με τις δηλώσεις φορολογίας εισοδήματος. Η καταβολή αποδεικνύεται με την προσκόμιση αποδείξεων πληρωμής ή ενταλμάτων είσπραξης ή κατάθεσης του προϊόντος του μερίσματος σε τραπεζικό ή επενδυτικό λογαριασμό που έχει υποδείξει ο μέτοχος (ΕφΑθ 8397/1995).

    Επιπλέον, η υπογραφή του ισολογισμού της εταιρίας, από μέτοχο που κατέχει επιπροσθέτως τη θέση προέδρου, αναπληρωτού ή μέλους του ΔΣ, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι συνιστά εξόφληση του μερίσματος ή παραίτηση από τη διεκδίκησή του.

     

    Εύλογη παρίσταται η αξίωση του μετόχου για την απόλαυση ενός τμήματος, έστω, από τα κέρδη της ΑΕ. Για την προστασία των μικρομετόχων έχουν τεθεί αναγκαστικού δικαίου ρυθμίσεις, προκειμένου να διασφαλιστεί η διανομή και καταβολή ενός ελάχιστου μερίσματος. Ακόμα όμως κι όταν υφίσταται η πλειοψηφία που ο νόμος αξιώνει για τον περιορισμό ή τον αποκλεισμό του, πάντοτε θα υφίσταται ο έλεγχος της καταχρηστικότητας. Τι συμβαίνει όμως όταν προκύπτει η ανάγκη διανομής προσωρινού μερίσματος; Είναι, άραγε, εφικτή; Κι αν ναι υπό ποιες προϋποθέσεις; Περί αυτών σε επόμενη αρθρογραφία μας.-

     

     

    Σταύρος Κουμεντάκης

    Managing Partner

    Koumentakis and Associates Law Firm

     

     

    Σημ.: Το παρόν άρθρο αποτελεί τμήμα ευρύτερης ενότητας αρθρογραφίας της Δικηγορικής μας Εταιρείας για τις ΑΕ. Στην ενότητα αυτή επιχειρούμε την ανάλυση, άρθρο προς άρθρο-με business view, πάντα, προσέγγιση, του νόμου για τις ΑΕ (:4548/2018).

  • Βιβλίο Μετόχων (:Η Λύση Του Νόμου & Του Αποθετηρίου)

    Βιβλίο Μετόχων (:Η Λύση Του Νόμου & Του Αποθετηρίου)

    Βιβλίο Μετόχων

    (:Η Λύση Του Νόμου & Του Αποθετηρίου)

    (άρθρ. 40 §2 ν. 4548/18)

    Με αφορμή παλαιότερη αρθρογραφία μας για τη μεταβίβαση των μετοχών ήρθαμε σε επαφή με το βιβλίο μετόχων. Ποια, όμως, η νομική αξία και ποια η σημασία του; Τι συμβαίνει στην πράξη και ποια τα προβλήματα; Ποιες οι υφιστάμενες λύσεις;

    Η αξία και σημασία του βιβλίου μετόχων

    Το βιβλίο μετόχων ανέκαθεν ήταν (και πάντοτε παραμένει) ένα εξαιρετικά σημαντικό βιβλίο της ΑΕ. Κι είναι σημαντική η τήρησή του για την ΑΕ καθώς μέσω, κατά βάση, του εν λόγω βιβλίου προκύπτουν οι μέτοχοί της και οι μετοχές τους. Είναι, επίσης, σημαντική για τους μετόχους καθώς μέσω αυτού νομιμοποιούνται έναντι της ΑΕ. Είναι, τέλος, σημαντική η τήρησή του και για τους τρίτους (λ.χ. αρμόδιες αρχές, χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, υποψήφιοι επενδυτές ή αγοραστές) καθώς από τις καταχωρίσεις του  προκύπτουν, με τρόπο αδιαμφισβήτητο, οι μέτοχοι της ΑΕ.

    Το υφιστάμενο θεσμικό πλαίσιο

    Κάθε Ανώνυμη Εταιρεία οφείλει να τηρεί βιβλίο μετόχων σε φυσική ή ηλεκτρονική μορφή. Στο βιβλίο αυτό καταχωρίζονται τα στοιχεία των μετόχων (:ονοματεπώνυμο/επωνυμία, διεύθυνση κατοικίας/έδρας, επάγγελμα και εθνικότητα). Για κάθε μέτοχο θα πρέπει να αναγράφεται ο αριθμός και η κατηγορία των μετοχών που κατέχει. Μέτοχος έναντι της ΑΕ θεωρείται εκείνος που είναι εγγεγραμμένος στο συγκεκριμένο βιβλίο.

    Η εν ζωή μεταβίβαση μετοχών με καταχώριση στο βιβλίο μετόχων

    Η μεταβίβαση των μετοχών, που δεν τηρούνται σε λογιστική μορφή γίνεται με καταχώριση στο βιβλίο μετόχων. Η συγκεκριμένη, όμως, καταχώριση είναι υποχρεωτικό να χρονολογείται και υπογράφεται από τον μεταβιβάζοντα και τον αποκτώντα (ή τους πληρεξουσίους τους).

    Το βιβλίο μετόχων, όπως και εισαγωγικά αναφέρθηκε είτε (κατά κανόνα) δεν τηρείται είτε, στην καλύτερη περίπτωση, πλημμελώς τηρείται. Δεδομένων των ελλιπώς τηρούμενων, διαχρονικά και κατά κανόνα, βιβλίων μετόχων, θεσπίστηκαν, και ορθά, εξαιρέσεις από την υποχρέωση υπογραφής της (καταχωρισμένης στο βιβλίο μετόχων) μεταβίβασης. Συγκεκριμένα, όταν: (α) η εταιρεία λάβει αντίγραφο της σύμβασης μεταβίβασης μετοχών με τις υπογραφές των συμβαλλομένων ή πληροφορηθεί την κατάρτισή της με άλλο τρόπο-καταστατικώς προβλεπόμενο, (β) το βιβλίο μετόχων τηρείται ηλεκτρονικά από κεντρικό αποθετήριο τίτλων, πιστωτικό ίδρυμα ή από ΕΠΕΥ.

    Η νομιμοποίηση του νέου κυρίου έναντι της ΑΕ˙ η καταχώριση στο βιβλίο μετόχων

    Η ανωτέρω διαδικασία για την μεταβίβαση μετοχών (:εγγραφή και υπογραφή στο βιβλίο μετόχων) ρυθμίζει, στην πραγματικότητα, τη νομιμοποίηση έναντι της ΑΕ εκείνου που αποκτά τις μεταβιβαζόμενες μετοχές. Στο πλαίσιο αυτό και έναντι της ΑΕ, δικαιώματα ασκεί και υποχρεώσεις (απορρέουσες από τη μετοχική σχέση) αναλαμβάνει εκείνος που είναι εγγεγραμμένος στο βιβλίο μετόχων. (Και τούτο μολονότι η σύμβαση μεταβίβασης ανάμεσα στον μέτοχο που μεταβιβάζει και σ’ εκείνον που αποκτά δεσμεύει, κατά την κρατούσα άποψη, τα μέρη και δεν επηρεάζεται από την καταχώριση στο βιβλίο μετόχων)

    Η νομιμοποίηση του κληρονόμου έναντι της ΑΕ˙ η καταχώριση στο βιβλίο μετόχων

    Οι μετοχές (όπως εξάλλου και η μετοχική σχέση-ως περιουσιακή) αποτελούν αντικείμενο κληρονομικής διαδοχής. Εφαρμόζονται, στην περίπτωση αυτή, οι διατάξεις του κληρονομικού δικαίου. Κατά τον χρόνο επαγωγής της κληρονομιάς (1710 ΑΚ) λαμβάνει χώρα αυτοδικαίως η κληρονομική διαδοχή επί των μετοχών.  Προκειμένου ο κληρονόμος ή κληροδόχος να νομιμοποιηθεί έναντι της ΑΕ, απαιτείται (άρ. 42) η εγγραφή του στο υποχρεωτικώς τηρούμενο από την ΑΕ βιβλίο μετόχων. Ύστερα από τη συγκεκριμένη εγγραφή, ο κληρονόμος ή κληροδόχος έχει τη δυνατότητα να ασκήσει τα δικαιώματά του -αναλαμβάνοντας, βεβαίως, και τις όποιες  υποχρεώσεις- απορρέουν από τη μετοχική σχέση.

    Η εγγραφή λαμβάνει χώρα μόλις προσκομιστούν στην εκδότρια ΑΕ, ή στο πρόσωπο που τηρεί το βιβλίο μετόχων, τα έγγραφα που αποδεικνύουν τη διαδοχή (λ.χ. κληρονομητήριο, δικαστική απόφαση δημοσίευσης διαθήκης, σχετικά νομιμοποιητικά έγγραφα κλπ).

    Ηλεκτρονική (Ή Από Τρίτο) Τήρηση του Βιβλίου Μετόχων

    Το καταστατικό μπορεί, κατά τον νόμο (αρ. 40 §2), να προβλέπει την ηλεκτρονική τήρηση του βιβλίου μετόχων ή/και την τήρησή του από κεντρικό αποθετήριο τίτλων, πιστωτικό ίδρυμα ή από επιχείρηση επενδύσεων, που έχουν το δικαίωμα να φυλάσσουν χρηματοπιστωτικά μέσα.

    Η μη (ή πλημμελής) τήρηση του βιβλίου μετόχων

    Όπως και εισαγωγικά αναφέρθηκε για το βιβλίο μετόχων, παρά τα όσα το υφιστάμενο θεσμικό πλαίσιο ορίζει και την πολλαπλή του αξία και σημασία, ο κανόνας είναι πως είτε καθόλου είτε πλημμελώς τηρείται. Κι αυτό γιατί, στην πράξη, είτε δεν γνωρίζουμε την ανάγκη της ύπαρξης και σημασία της τήρησής του είτε, ως πάρεργο, σε κάποιον (γνωρίζει-δεν γνωρίζει) την αναθέτουμε. Κι όταν τρίτοι (λ.χ. δημόσιες αρχές, τράπεζα, υποψήφιος επενδυτής, δικαστήριο κλπ) αξιώσουν επίδειξή του, τότε θα αναζητήσουμε την ύπαρξη και ορθή τήρησή του. Τότε, κατά κανόνα, θα είναι αργά˙ τότε, εναλλακτικά, θα επιχειρήσουμε την εκ του μηδενός ανασύνθεσή του. Τι θα συμβεί όμως με τις εκδόσεις τίτλων ή μεταβιβάσεις μετοχών που χάνονται στο βάθος του χρόνου; Τι θα συμβεί με τις ελλείπουσες υπογραφές;

    Το Κεντρικό Αποθετήριο Τίτλων: η λύση στο πρόβλημα!

    Το Κεντρικό Αποθετήριο Τίτλων έχει ήδη αναπτύξει σχετική υπηρεσία, που απευθύνεται στις Ανώνυμες Εταιρείες που επιθυμούν την αρχική καταχώριση των μη εισηγμένων τίτλων τους (μετοχές ή ομόλογα) με ψηφιακό τρόπο.

    Τα οφέλη για τις ΑΕ είναι προφανή˙ ενδεικτικά: (α) η αξιόπιστη τήρηση του βιβλίου μετόχων (ή/και ομολογιούχων) στο Σύστημα Αΰλων Τίτλων, (β) η αξιόπιστη παρουσίαση της μετοχικής σύνθεσης (ή/και των ομολογιούχων) της ΑΕ όπου/όταν παρουσιάζεται σχετική ανάγκη (λ.χ. συμμετοχή σε διαγωνισμούς, εξαγορές, εταιρικοί μετασχηματισμοί, χρηματοδοτήσεις, (γ) η αποσύνδεση της τήρησης του μετοχολογίου από πρόσωπα που γνωρίζουν (ή όχι) τον τρόπο τήρησής του και την διατήρηση ή μη της παρουσίας τους στην επιχείρηση, (δ) η απαλλαγή από προβλήματα που συνδέονται με την ελλιπή γνώση ή άγνοια των εκάστοτε υπευθύνων για την τήρηση του βιβλίου μετόχων (ή/και των ομολογιούχων).

    Τα οφέλη για τους μετόχους (και ομολογιούχους) είναι, επίσης, προφανή: (α)  η ευχερής απόδειξη της ιδιότητάς τους ως μετόχων (ή/και ομολογιούχων), (β) η ασφαλής τήρηση των τίτλων τους, (γ) η δυνατότητα τήρησης των τίτλων τους σε Κοινή Επενδυτική Μερίδα, (δ) η δυνατότητα δέσμευσης τίτλων για σκοπούς φύλαξης του δικαιούχου ή του πρώτου συνδικαιούχου σε περίπτωση της Κοινής Επενδυτικής Μερίδας, (ε) η διευκόλυνση της χρηματοδότησης από χρηματοπιστωτικά ιδρύματα μέσω της ενεχύρασης των τίτλων τους στο Σύστημα Αΰλων Τίτλων.

     

    Η τήρηση του βιβλίου μετόχων δεν είναι μόνον, κατά νόμο, υποχρεωτική˙ η ορθή τήρησή του αποβαίνει πολύτιμη για τις ΑΕ, τους συναλλασσόμενους τρίτους και, ιδίως, τους ίδιους τους μετόχους της. Ειδικά μάλιστα για τους τελευταίους πολλαπλάσια αποδεικνύονται τα οφέλη μέσω της καταχώρισης των (μη εισηγμένων) τίτλων τους σε Κοινή Επενδυτική Μερίδα. Περί αυτής, όμως, σε επόμενη αρθρογραφία μας.-

     

     

    Σταύρος Κουμεντάκης

    Managing Partner

    Koumentakis and Associates Law Firm

     

     

    Σημ.: Το παρόν άρθρο αποτελεί τμήμα ευρύτερης ενότητας αρθρογραφίας της Δικηγορικής μας Εταιρείας για τις ΑΕ. Στην ενότητα αυτή επιχειρούμε την ανάλυση, άρθρο προς άρθρο-με business view, πάντα, προσέγγιση, του νόμου για τις ΑΕ (:4548/2018).

  • Κοινή Επενδυτική Μερίδα (& μη εισηγμένες μετοχές)

    Κοινή Επενδυτική Μερίδα (& μη εισηγμένες μετοχές)

    Κοινή Επενδυτική Μερίδα

    (& μη εισηγμένες μετοχές)

    Μας απασχόλησε σε προηγούμενη αρθρογραφία μας η τήρηση μετοχών μίας μη εισηγμένης ΑΕ σε άυλη μορφή από το Ελληνικό Κεντρικό Αποθετήριο Τίτλων (μέλους του Ομίλου Χρηματιστηρίου Αθηνών, στο εξής: «Αποθετήριο») κατόπιν αρχικής καταχώρισης των τίτλων της σε αυτό. Συγκεκριμένα, σε Λογαριασμούς Αξιογράφων στο Σύστημα Άυλων Τίτλων (στο εξής: «Σ.Α.Τ.»), όπως στην περίπτωση μετοχών εισηγμένων στο Χρηματιστήριο Αθηνών. Επιφυλαχθήκαμε να προσεγγίσουμε και τα επιπρόσθετα, εξαιρετικά σημαντικά, οφέλη μιας τέτοιας επιλογής από την (ενδεχόμενη) ένταξη των μη εισηγμένων μετοχών ή ομολόγων σε Κοινή Επενδυτική Μερίδα (στο εξής: «Κ.Ε.Μ»). Περί αυτών το παρόν.

    Εισαγωγικά

    Όλοι γνωρίζουμε τον Κοινό, τραπεζικό, Λογαριασμό. Με την αξιοποίηση των ευχερειών του, περισσότεροι από ένας καταθέτες μπορούν να παρακάμψουν την κληρονομική διαδοχή και να αποφύγουν την καταβολή φόρου κληρονομιάς και δωρεάς˙ σε ένα πρώτο επίπεδο-τουλάχιστον. Τι συμβαίνει όμως όταν το κοινό περιουσιακό στοιχείο περισσοτέρων είναι άυλοι τίτλοι (μετοχές ή ομόλογα), αντί χρηματικών καταθέσεων; Και τι συμβαίνει όταν οι τίτλοι είναι μιας κοινής-μη εισηγμένης ΑΕ που θα επιλέξουμε να καταχωρίσουμε (γιατί τώρα πια μπορούμε) στο Αποθετήριο.

     

    Ο Κοινός τραπεζικός Λογαριασμός

    Ο Κοινός τραπεζικός Λογαριασμός διέπεται από τις διατάξεις του ειδικού, σχετικού, νόμου (ν. 5638/1932 «περί καταθέσεως εις κοινόν λογαριασμόν»).

    Όσον αφορά, ειδικότερα, την περίπτωση της κληρονομικής διαδοχής προβλέπεται η δυνατότητα συμφωνίας, με βάση την οποία «…άμα τω θανάτω οιουδήποτε των δικαιούχων η κατάθεσις και ο εκ ταύτης λογαριασμός περιέρχεται αυτοδικαίως εις τους λοιπούς επιζώντας μέχρι του τελευταίου τούτων». Ο όρος αυτός, μάλιστα, συνοδεύεται από μια άκρως συμφέρουσα ρύθμιση για τους λοιπούς επιζώντες:  στην περίπτωση θανάτου ενός από τους δικαιούχους «…η κατάθεσις περιέρχεται εις αυτούς (:τους λοιπούς επιζώντες) ελευθέρα παντός φόρου κληρονομίας ή άλλου τέλους. Αντιθέτως η απαλλαγή αυτή δεν επεκτείνεται επί των κληρονόμων του τελευταίου απομείναντος δικαιούχου» (άρθρο 2 ν. 5638/1932).

    Από το γράμμα του νόμου συνάγεται, όπως και εισαγωγικά εξάλλου αναφέραμε, πως αντικείμενο του κοινού λογαριασμού μπορούν να αποτελέσουν, αποκλειστικά, χρηματικές καταθέσεις (άρθρο 1 ν. 5638/1932).

    Είναι προφανές πως, με βάση τα παραπάνω δεδομένα, δεν καλύπτονται από το συγκεκριμένο νομοθέτημα μη χρηματικές αξίες. Κινητές αξίες και χρεόγραφα-λ.χ.

    Σε ορισμένες περιπτώσεις, ωστόσο, ο νομοθέτης επέλεξε την αναλογική εφαρμογή των ευνοϊκών ρυθμίσεων του νόμου για τον κοινό λογαριασμό. Ενδεικτικά: στους τίτλους του Δημοσίου με λογιστική μορφή. Στην περίπτωση της Κοινής Επενδυτικής Μερίδας (για την οποία στη συνέχεια) επίσης. Η τελευταία αφορά στην κατοχή μετοχών ή ομολόγων, που είναι εισηγμένα στο ελληνικό χρηματιστήριο. Αφορά, όμως-ήδη, και τους τίτλους  ΑΕ (μετοχές ή ομόλογα) που δεν είναι εισηγμένοι σ’ αυτό. Περί αυτών, στη συνέχεια.

    Καταχώριση μη εισηγμένων τίτλων στο Ελληνικό Κεντρικό Αποθετήριο Τίτλων

    Κατά τον νόμο (αρ. 12 §1 ν. 4569/2018) είναι δυνατή η καταχώριση στο Αποθετήριο μη εισηγμένων τίτλων, εφόσον το καταστατικό της εταιρείας που τις εξέδωσε προβλέπει τον τρόπο έκδοσης ή καταχώρισής τους σ’ αυτό. Το Αποθετήριο έχει, ήδη, αναπτύξει σχετική υπηρεσία (την register@ATHEXCSD), όπως ήδη έχουμε διαπιστώσει στην εισαγωγικά αναφερόμενη αρθρογραφία μας που απευθύνεται στις Ανώνυμες Εταιρείες που επιθυμούν την αρχική καταχώριση των μη εισηγμένων τίτλων τους (μετοχές ή ομόλογα) σε άυλη μορφή, στο Σ.Α.Τ. Για την καταχώριση στο Αποθετήριο των εν λόγω τίτλων αρκεί, απλώς (άρ. 4 στ. 44 & Τμήμα Γ ́ του Παρ. Ι ν. 4514/2018), να είναι δεκτικοί διαπραγμάτευσης˙ να μην υπάρχουν, δηλ., σχετικοί περιορισμοί, όπως καταστατικές δεσμεύσεις.

    Η συγκυριότητα επί αΰλων τίτλων-γενικά

    Είναι ενδεχόμενο, κάποιες φορές, δύο ή περισσότεροι επενδυτές να είναι συγκύριοι κάποιων άυλων τίτλων. Στην περίπτωση αυτή προϋποτίθεται, κατ’ αντιστοιχία όσων ισχύουν για τους έγχαρτους τίτλους, η σύμπραξη όλων, ανεξαιρέτως, των συγκυρίων για κάθε σχετική με αυτούς πράξη.

    Στην περίπτωση που υπάρχει συγκυριότητα σε άυλους τίτλους προβλέπεται η δυνατότητα σχηματισμού Μερίδας Συγκυρίων. Προϋποτίθεται, βέβαια, πως κάθε ένας από τους συγκυρίους διαθέτει αυτοτελή Μερίδα Πελάτη. Η Μερίδα  Συγκυρίων προσδιορίζεται από τα πρόσωπα των συγκυρίων˙ το ποσοστό συγκυριότητάς τους στις κινητές αξίες  προκύπτει από τον Λογαριασμό Αξιογράφων (Ενότητα III, Μέρος 5, 5.2.2. Κανονισμού Λειτουργίας Αποθετηρίου).

    Για τους κοινούς τίτλους που είναι καταχωρισμένοι σε Μερίδα Συγκυρίων, προβλέπεται πως σε περίπτωση οποιασδήποτε μεταβολής των συγκυρίων απαιτείται δημιουργία νέας Μερίδας Συγκυρίων.

    Δεν απαιτείται, κατ’ εξαίρεση, δημιουργία νέας Μερίδας Επενδυτή Συγκυρίων στην περίπτωση θανάτου κάποιου από αυτούς. Στην περίπτωση αυτή, το Αποθετήριο μεταβάλλει τα πρόσωπα των συνδικαιούχων εγγράφοντας στη θέση του  θανόντος τους κληρονόμους του. Αυτονοήτως, μεταβάλλοντας, αντίστοιχα, τα ποσοστά συγκυριότητας (:Ενότητα III, Μέρος 5, 5.2.7. Κανονισμού Λειτουργίας Αποθετηρίου).

    Όσα αμέσως παραπάνω αναφέρονται δεν ισχύουν, ωστόσο, στην περίπτωση που αξιοποιηθεί η δυνατότητα καταχώρισης σε Κοινή Επενδυτική Μερίδα.

    Η Κοινή Επενδυτική Μερίδα

    Γενικά

    Η Κ.Ε.Μ. είναι δυνατό να δημιουργηθεί με συμφωνία  και αίτηση δύο ή περισσότερων φυσικών προσώπων εφόσον ενεργούν ως συνδικαιούχοι κοινού λογαριασμού αξιογράφων (:κατά τις διατάξεις του αρ. 13 §6 ν. 4569/2018). Νομικό πρόσωπο δεν μπορεί να συμπράξει στη δημιουργία Κ.Ε.Μ. (:Ενότητα III, Μέρος 5, 5.1.1. Κανονισμού Λειτουργίας Αποθετηρίου).

    Η Κ.Ε.Μ. προσδιορίζεται, σαφώς, από τα πρόσωπα των συνδικαιούχων, τα οποία -όπως προβλέπεται- είναι από κοινού κύριοι των αξιών που καταχωρίζονται σε αυτή (:Ενότητα III, Μέρος 5, 5.1.2. Κανονισμού Λειτουργίας Αποθετηρίου).

    Όπως, ήδη, ανωτέρω επισημάναμε, ιδιαιτερότητα της Κ.Ε.Μ. αποτελεί το γεγονός ότι η μερίδα αυτή είναι δυνατό να διέπεται από τις διατάξεις του Κοινού, τραπεζικού, Λογαριασμού (:ν. 5638/1932).

    Τα χαρακτηριστικά της Κ.Ε.Μ.

    Η σύμβαση σύναψης της Κ.Ε.Μ. περιέχει τους επιμέρους όρους για τη λειτουργία της. Η δημιουργία Κ.Ε.Μ., ωστόσο, διακρίνεται για συγκεκριμένα χαρακτηριστικά της.

    Καθένας που συμμετέχει σε Λογαριασμό Αξιογράφων Κ.Ε.Μ υλοποιεί με ευθύνη του κάθε πράξη που αφορά στη λειτουργία του σχετικού Λογαριασμού Αξιογράφων στο Σ.Α.Τ., ενεργώντας για λογαριασμό (και) των συνδικαιούχων. Κάθε συνδικαιούχος, επομένως, μπορεί να ενεργεί ατομικά, χωρίς τη σύμπραξη των λοιπών (:5.1.6. Κανονισμού Λειτουργίας Αποθετηρίου). Μεταξύ των συνδικαιούχων, ωστόσο, καθορίζεται η ιεραρχική τους σειρά, η οποία υποδεικνύει εκείνον που νομιμοποιείται να ενεργεί ως εκπρόσωπος όλων. Ενδεικτικά: για την άσκηση μετοχικού δικαιώματος, δικαιώματος προτίμησης ή τη διενέργεια άλλων εταιρικών πράξεων, ως και την υποβολή αιτήσεων δέσμευσης ή μετατροπής Αξιογράφων, όπου συντρέχει περίπτωση, ή τη χορήγηση σχετικών βεβαιώσεων από το Αποθετήριο -εκτός αν άλλως ορίζεται ρητά (:5.1.5.β. Κανονισμού Λειτουργίας Αποθετηρίου).  

    Επιπρόσθετα, παρέχεται στον πρώτο συνδικαιούχο η δυνατότητα φύλαξης των τίτλων του, με δέσμευσή τους μέσω του θεματοφύλακα (Πιστωτικό Ίδρυμα ή ΕΠΕΥ), που χειρίζεται την Κ.Ε.Μ. Παρέχεται, στην περίπτωση αυτή, η δυνατότητα μεταβιβάσεων μόνο μετά την άρση της δέσμευσης κατ’ εντολή του πρώτου συνδικαιούχου απευθείας προς το Αποθετήριο (:Μέρος 5 της Απόφασης 8 ΔΣ Αποθετηρίου, Υπηρεσία “Safe Box”).

    Η περίπτωση θανάτου κάποιου από τους συνδικαιούχους

    Σε περίπτωση θανάτου συνδικαιούχου, το υπόλοιπο Αξιογράφων περιέρχεται αυτοδίκαια στους λοιπούς συνδικαιούχους (εφόσον έχει επιλεγεί η εφαρμογή του όρου του αρ. 2, εδ. α’ ν. 5638/1932). Συγκεκριμένα, το Αποθετήριο τροποποιεί τα στοιχεία της Κ.Ε.Μ, καθώς διαγράφει τα στοιχεία του θανόντα. Διατηρείται, όμως, η ιεραρχική σειρά των συνδικαιούχων-όπως αυτή είχε εξαρχής αποτυπωθεί (:5.1.9. Κανονισμού Λειτουργίας Αποθετηρίου).

    Ενδέχεται, βέβαια, ως λογικό επακόλουθο, ύστερα από τον θάνατο των λοιπών συνδικαιούχων, να απομείνει μόνο ένας επιζών. Στην περίπτωση αυτή, οι καταχωρισμένες στην Κ.Ε.Μ. αξίες περιέρχονται στον τελευταίο εναπομείναντα. Ο τελευταίος υποχρεούται, στην περίπτωση αυτή, να προβεί σε ενοποίηση της Κ.Ε.Μ. με την ατομική του Μερίδα Πελάτη (:5.1.10. Κανονισμού Λειτουργίας Αποθετηρίου).

    Η φορολογική αντιμετώπιση των Κ.Ε.Μ. κατ’ αντιστοιχία του κοινού λογαριασμού.

    Είναι δυνατό να προβλεφθεί κατά την δημιουργία της K.E.M. από τους συνδικαιούχους της, πως σε περίπτωση θανάτου ενός από αυτούς, οι μετοχές που συμπεριλαμβάνονται σ’ αυτή θα περιέρχονται αυτοδίκαια στους επιζώντες (:άρ. 25 § 2γ ν. 2961/2001, όπως ισχύει-σε συνδυασμό με αρ. 2, εδ. α’ ν. 5638/1932 & Ενότητα III Μέρος 5, §5.1.5.δ Κανονισμού Λειτουργίας Αποθετηρίου). Εφόσον τούτο επιλέξουν οι συνδικαιούχοι, εν λόγω μετοχές όχι μόνον περιέρχονται αυτοδίκαια στους επιζώντες αλλά και απαλλάσσονται (οι τελευταίοι) από οποιοδήποτε φόρο κληρονομιάς (σύμφωνα με το αρ. 57 του Ν. 4916/2022).

    Διαπιστώνουμε, επομένως, εξίσωση της φορολογικής αντιμετώπισης-μεταχείρισης των Κ.Ε.Μ με όσα στον Κοινό Τραπεζικό Λογαριασμό ισχύουν (εφόσον, βεβαίως, οι συνδικαιούχοι το επιλέξουν).

    Τα οφέλη της Κ.Ε.Μ.

    Οι διατάξεις για τους Κοινούς τραπεζικούς Λογαριασμούς (:ν. 5638/1932) είναι απολύτως ευνοϊκές για τους συνδικαιούχους τους. Η εφαρμογή τους στις Κοινές Επενδυτικές Μερίδες (ακόμα κι όταν περιέχουν μη εισηγμένους τίτλους), στοχεύει να παράσχει (και παρέχει) στις τελευταίες και τους συνδικαιούχους τους αντίστοιχες διευκολύνσεις με αυτές του κοινού, τραπεζικού, λογαριασμού. Οι ευχέρειες που παρουσιάζει η δημιουργία Κ.Ε.Μ. εντοπίζονται, σαφώς, σε θέματα κληρονομικής διαδοχής, καθώς, σε περίπτωση θανάτου ενός δικαιούχου Κ.Ε.Μ., οι αξίες που βρίσκονται στην κοινή επενδυτική μερίδα περιέρχονται αυτοδικαίως (και χωρίς φορολογική επιβάρυνση) στους συνδικαιούχους τους.

     

    Τα πλεονεκτήματα της Κοινής Επενδυτικής Μερίδας είναι πολλαπλά. Η αξιοποίησή τους είναι δυνατό να λειτουργήσει, το δίχως άλλο, (και) στο πλαίσιο ενός ευρύτερου (οικογενειακού ή μη) φορολογικού σχεδιασμού και προγραμματισμού, που αφορά (και) τη διαχείριση μετοχών (και μη) εισηγμένων εταιρειών και μερισμάτων. Προσοχή όμως! Η αξιοποίηση των πλεονεκτημάτων και ευχερειών τόσο του Κοινού τραπεζικού Λογαριασμού όσο και της Κοινής Επενδυτικής Μερίδας δεν είναι, πάντοτε, χωρίς παγίδες…

     

     

    Σταύρος Κουμεντάκης

    Managing Partner

    Koumentakis and Associates Law Firm

     

  • Επίσκεψη Ομάδας Φοιτητών της ELSA Thessaloniki στα γραφεία μας

    Επίσκεψη Ομάδας Φοιτητών της ELSA Thessaloniki στα γραφεία μας

    Είχαμε τη μεγάλη χαρά να φιλοξενήσουμε στις εγκαταστάσεις μας, στις 3 Απριλίου, υπό την αιγίδα της ELSA Thessaloniki, ομάδα φοιτητών της νομικής σχολής του ΑΠΘ.

    Κατά τη διάρκεια της επίσκεψης, οι φοιτητές ξεναγήθηκαν στα γραφεία της Εταιρείας μας, μίλησαν με τους συνεργάτες μας για το μέλλον της δικηγορίας στην Ελλάδα και για τις ευκαιρίες καριέρας που θα τους παρουσιαστούν.

    Η συνάντηση συντονίστηκε από τον Πέτρο Ταρνατώρο, Senior Partner και τη Λήδα Κουμεντάκη, Manager της Δικηγορικής μας Εταιρείας. Η συζήτηση εστίασε σε θέματα που αφορούν την καθημερινότητα ενός δικηγόρου, τον τρόπο που (συν)εργαζόμαστε ως ομάδα, τους τομείς στους οποίους εξειδικευόμαστε καθώς και την εξέλιξη του επαγγέλματος, ενώ αναλύθηκε η σημασία της συμβουλευτικής δικηγορίας στη σύγχρονη νομική πρακτική και στην υποστήριξη της υγιούς επιχειρηματικότητας.

    Ευχαριστούμε θερμά την ομάδα της ELSA Thessaloniki για την επίσκεψη και τη συμμετοχή στη συζήτηση. Ανυπομονούμε να υποστηρίξουμε κάθε επόμενή της δράση και κάθε δράση που στόχο έχουν να ενδυναμώσουν τη σύνδεση της δικηγορίας με τη νέα γενιά νομικών.

    ELSA Thessaloniki είναι το τοπικό παράρτημα της European Law Students’ Association. Η ELSA είναι η μεγαλύτερη φοιτητική οργάνωση νομικών στην Ευρώπη και στόχο έχει την προώθηση της ακαδημαϊκής και επαγγελματικής εξέλιξης των φοιτητών νομικής μέσω της ενίσχυσης των διεθνών νομικών συνεργασιών και της ανάπτυξης της νομικής σκέψης.

     

Η περιοχή αυτή είναι καταχωρημένη στο wpml.org ως περιοχή ανάπτυξης. Μεταβείτε σε τοποθεσία παραγωγής με κλειδί στο remove this banner.