Blog

  • Η αποτίμηση της αξίας (μειοψηφικού ποσοστού) εταιρείας

    Η αποτίμηση της αξίας (μειοψηφικού ποσοστού) εταιρείας

    1. Προοίμιο

    Συχνά παρουσιάζεται η ανάγκη για τον υπολογισμό της εμπορικής αξίας μιας εταιρείας ή συγκεκριμένου (πλειοψηφικού ή μειοψηφικού) ποσοστού της. Η ανάγκη αυτή είναι δυνατό να συναρτάται με επιχειρηματικές συμφωνίες (λ.χ. εξαγορές, συγχωνεύσεις κ.λ.π.) ή δικαστικές διενέξεις.

    Σε περισσότερα σημεία του νόμου για τις ανώνυμες εταιρείες (ενδ.: α. 30, α. 45, α. 166 ν. 4548/2018 κ.ο.κ.) διαπιστώνουμε τις προβλέψεις του σχετικά με τον υπολογισμό της αξίας τους ή/και ποσοστό του μετοχικού τους κεφαλαίου.

    Σε προηγούμενη αρθρογραφία (ενδ.: Μειοψηφούντες μέτοχοι. Μέρος Α΄: Η αξίωση εξαγοράς των μετοχών τους από την Α.Ε., Μειοψηφούντες μέτοχοι. Μέρος Β΄: Η αξίωση εξαγοράς των μετοχών τους από τον μέτοχο πλειοψηφίας και Μειοψηφούντες μέτοχοι. Μέρος Γ΄: Το δικαίωμα της πλειοψηφίας για εξαγορά μετοχών μειοψηφίας) μας έχουν απασχολήσει θέματα όπου παρεμβαίνει η δικαστική κρίση και η κρίση πραγματογνωμόνων για το συγκεκριμένο θέμα. Με βάση ποια μεθοδολογία και ποιους υπολογισμούς, άραγε, θα καταλήξουν στην αποτίμησή τους;

    Υπάρχουν κάποιοι θεσμοθετημένοι κανόνες;

    Η απάντηση στο τελευταίο ερώτημα είναι αρνητική.

    Όσον αφορά στις εισηγμένες, σε οργανωμένες (ή τρίτες/εναλλακτικές) αγορές, εταιρείες υπάρχει μια βασική, αντικειμενική, παραδοχή: η χρηματιστηριακή τιμή της μετοχής. Η συνολική, χρηματιστηριακή,  αξία της εταιρείας είναι εύκολο να υπολογιστεί. Μεταβίβαση «πακέτων» μετοχών μπορεί να γίνει λίγο πάνω ή λίγο κάτω από την χρηματιστηριακή τους τιμή.

    Τι συμβαίνει όμως για τις μη εισηγμένες εταιρείες;

    Εταιρεία οι μετοχές της οποίας δεν είναι εισηγμένες, σε οργανωμένη (ή τρίτη) αγορά, δεν έχει αντικειμενικό “market value”. Κανείς δεν μπορεί με βεβαιότητα να προσδιορίσει την αξία των μετοχών της κάθε δεδομένη στιγμή. Καθώς δε γίνεται trading των μετοχών της, η αγορά δεν έχει την ευκαιρία να δείξει πόσο πραγματικά αξίζει για αυτήν.

    Υπάρχουν κάποιες μέθοδοι που γίνονται αποδεκτές σε διεθνές επίπεδο.

    Ειδικά μάλιστα όταν αναφερόμαστε σε υπολογισμούς τμήματος της αξίας μιας εταιρείας θα πρέπει, αρχικά, να υπολογιστεί η αξία της εταιρείας ως σύνολο με βάση συγκεκριμένα οικονομικά της στοιχεία.

     

    2. Υπολογισμός της αξίας μιας εταιρείας

    Οι ευρύτερα αποδεκτές, για το σκοπό αυτό, μέθοδοι αυτές βασίζονται κατά τους ειδήμονες:

    (α) στον Ισολογισμό της εταιρείας

    Ο υπολογισμός της αξίας της εταιρείας με βάση τον ισολογισμό της είναι μεν η απλούστερη μέθοδος, καθώς ο ισολογισμός είναι μία αντικειμενική «φωτογραφία» της εταιρείας κατά τη στιγμή σύνταξης αυτού, όμως από την άλλη δεν μπορεί να αποτυπώσει πραγματικά την αξία της. Αυτό, γιατί ο ισολογισμός δίνει μία στατική εικόνα της εταιρείας, όπως εξάλλου κάθε φωτογραφία. Ο ισολογισμός πάντως, παρότι δεν μπορεί από μόνος του να δώσει μία ολοκληρωμένη και αξιόπιστη εικόνα της αξίας της εταιρείας, είναι ένα χρήσιμο σημείο εκκίνησης για την απόκτηση μίας πραγματικά συνολικής εικόνας.

    (β) στα Αποτελέσματα Χρήσης

    Οι μέθοδοι υπολογισμού της αξίας της εταιρείας βάση του αποτελέσματος χρήσης εστιάζουν κυρίως στο μέγεθος των κερδών, μερισμάτων και πωλήσεων της εταιρείας. Οι μέθοδοι αυτές, όσον αφορά στις εταιρείες με μετοχές μη εισηγμένες σε κάποια αγορά, αναζητούν την αποδοτικότητα του κεφαλαίου. Αυτό είναι άλλωστε το (μόνο;) που ενδιαφέρει έναν επενδυτή. Για την αποτίμηση αυτή, ως κέρδη λαμβάνουμε τα κέρδη μετά τους φόρους.

    (γ) στην Υπεραξία της (Goodwill)

    Η υπεραξία μίας εταιρείας υπολογίζεται κυρίως στη βάση εκτίμησης της αξίας της εταιρείας με σκοπό την πώληση αυτής. Η υπεραξία είναι το επιπλέον της αντικειμενικής αξίας της εταιρείας που καταβάλλεται στον πωλητή της εταιρείας από τον αγοραστή της. Για τον υπολογισμό της υπεραξίας λαμβάνονται υπόψη τα άυλα assets της εταιρείας, όπως η φήμη της, το brand, η θέση αυτής στην αγορά, η εικόνα που έχει ο καταναλωτής αλλά και οι εργαζόμενοί της για αυτή κλπ.

    (δ) στις Προεξοφλημένες Ταμειακές Ροές της (Cash flow discounting).

    Η μέθοδος αυτή αποτιμά την εταιρεία βάσει των εκτιμώμενων μελλοντικών ταμειακών ροών της. Ουσιαστικά στόχος της μεθόδου αυτής είναι να αναδείξει μία εκτίμηση του εάν αξίζει ο ενδιαφερόμενος επενδυτής να «βάλει» χρήματα στην εταιρεία αυτή. Η εκτίμηση αυτή γίνεται βάσει της αρχής πως το να έχει κάποιος ένα x ποσό σήμερα έχει μεγαλύτερη αξία από το να λάβει το ίδιο ποσό σε ένα χρόνο. Αυτό, γιατί αν υποθέσουμε ότι έχουμε 1€ σήμερα με ένα ετήσιο επιτόκιο σε έναν αποταμιευτικό λογαριασμό της τάξεως του 5%, η αξία του 1€ μετά από ένα χρόνο θα είναι 1,05€. Εάν όμως μας οφείλεται σήμερα 1€ αλλά το λαμβάνουμε μετά από ένα χρόνο, η πραγματική σημερινή του αξία είναι 0,95€.

     

    3. Υπολογισμός της αξίας των μετοχών της

    Αφού υπολογιστεί η συνολική αξία της εταιρείας, στη συνέχεια αυτή η αξία θα διαιρεθεί με τον αριθμό των μετοχών της. Το αποτέλεσμα που θα προκύψει είναι η αξία κάθε μετοχής.

    Μέχρι εδώ κατανοητό και (μαθηματικά) λογικό. Οικονομικά όμως όχι αποδεκτό. Πώς είναι δυνατό να θεωρηθεί ότι η αξία ενός μειοψηφικού ποσοστού μίας εταιρείας, π.χ. 2%, είναι ανάλογη προς την αξία του 98% του κεφαλαίου της;

    Γίνεται, γενικά, αποδεκτό πως σε περίπτωση πώλησης μειοψηφικού ποσοστού μετοχών μίας εταιρείας, στο αποτέλεσμα της ανελαστικής αυτής μαθηματικής πράξης [(αξία εταιρείας/αριθμός μετοχών) x αριθμό μετοχών που πωλούνται] δίκαιο είναι να υπάρξει απομείωση. Η πρακτική μας έχει δείξει πως η έκπτωση αυτή (ασφαλώς) εξαρτάται από το ποσοστό επί της εταιρείας που πωλείται – στην πραγματικότητα από την έκταση της εξουσίας επί της εταιρείας που πωλείται.

    Όσο μικρότερο ποσοστό πωλείται, τόσο περιορισμένα αποδεικνύονται τα δικαιώματα τα οποία συνδέονται με τις μεταβιβαζόμενες μετοχές.

    Ας μιλήσουμε με νούμερα

    Η έκπτωση που γίνεται αποδεκτή σε διεθνές επίπεδο, κυμαίνεται εντός των κατωτέρω πλαισίων:

    Ποσοστό που πωλείται Έκπτωση που εφαρμόζεται
    < 10% 60% – 75%
    10% – 25% 45% – 55%
    26% – 49% 30% – 40%
    50% 15% – 25%
    >50% 5% – 10%

     

    Αξίζει δε στο σημείο αυτό να αναφερθεί και μία άποψη που διατυπώθηκε στη νομολογία των Αγγλικών δικαστηρίων (απόφαση Lynall, Lynall v IRC (1971) 47 TC 375), όπου υποστηρίχθηκε πως, κατά τον υπολογισμό της αξίας μετοχών οι οποίες δεν είναι εισηγμένες σε κάποια αγορά πρέπει, ανεξαρτήτως του ποσοστού που πωλείται, να εφαρμόζεται μία επιπλέον έκπτωση της τάξεως του 25% με 50%.

    Τίποτα δεν είναι απόλυτο

    Για να εφαρμοστεί στην πράξη η οποιαδήποτε έκπτωση, πρέπει ασφαλώς να ληφθούν υπόψη περισσότερες παράμετροι. Οι ανωτέρω, ποσοστιαίες, εκπτώσεις θα είναι, απλώς, μία βάση από την οποία θα ξεκινήσουν (ή/και όχι) οι διαπραγματεύσεις.

    Η έκπτωση εξαρτάται (ενδεικτικά και όχι περιοριστικά) εκτός από το ίδιο το ποσοστό που είναι προς πώληση και από τα ποσοστά των υπολοίπων μετόχων. Είναι διαφορετική, λ.χ. η τιμή η οποία είναι δυνατό να επιτευχθεί για ένα  μειοψηφικό ποσοστό της τάξης του 11% εάν οι λοιποί μέτοχοι κατέχουν από 5% και διαφορετική εάν κάποιος κατέχει το 40%. Η τιμή επίσης είναι δυνατό να επηρεαστεί και από ενδεχόμενη προνομιακή είσπραξη μερίσματος, τα τυχόν δικαιώματα διορισμού μελών του ΔΣ, νομικά ζητήματα σχετικά με τα δικαιώματα ψήφου στις Γενικές Συνελεύσεις, το πρόσωπο του αγοραστή (για τον μέτοχο που έχει το 98% μίας εταιρείας το μειοψηφικό ποσοστό του 2% έχει για αυτόν πολύ μεγαλύτερη αξία από όση έχει για κάποιον άσχετο με την εταιρεία) και λοιπά.

    Anti-embarrassment provision

    ‘Όταν το μειοψηφικό ποσοστό πωλείται σε υφιστάμενους μετόχους της εταιρείας, είναι δυνατό να συμφωνηθεί (σε εξωκαταστατική συμφωνία) ότι, εάν η εταιρεία πωληθεί από τον αγοραστή του μειοψηφικού ποσοστού σε υψηλότερη τιμή ανά μετοχή σε τρίτο πρόσωπο μέσα σε συγκεκριμένο χρονικό διάστημα, ο αρχικός πωλητής θα επωφεληθεί από την (υπερ)αξία που απέκτησαν οι μετοχές του.

     Αναγκαστική πώληση

    Δεν γίνεται κανένας λόγος για οποιαδήποτε έκπτωση, όταν η πώληση του μειοψηφικού ποσοστού είναι αναγκαστική (πχ άσκηση δικαιώματος για drag along).

     

    4. Συνοψίζοντας

    Κατανοούμε ως υποχρέωση, την εφαρμογή των κανόνων που μας έχουν επιβληθεί από κάποια κρατική εξουσία (λ.χ. νόμος) ή κάποια υπερεθνική ένωση (λ.χ. Κανονισμός της Ευρωπαϊκής ‘Ένωσης). Ωστόσο, προκύπτει πως, παρόμοια θέματα ρυθμίζονται (και) από άτυπους -και όχι επιβληθέντες με κρατική (ή υπερκρατική) εξουσία- κανόνες. Αυτοί ακριβώς οι άτυποι κανόνες συχνά αποδεικνύονται περισσότερο ισχυροί από τους λοιπούς-ιδίως όταν διαμορφώνονται από την «αγορά». Σε κάθε περίπτωση (και παρά τις εξαιρέσεις τους) οι κανόνες της αγοράς είναι αυτοί που, εν τέλει, ισχύουν: Η ελεύθερη αγορά (παρά την πληθώρα των πολεμίων της) πάντα γνωρίζει καλύτερα τι απαιτείται, γνωρίζει να αποτιμά, να εκτιμά και εν τέλει να αποδίδει σε όλα την πραγματική τους αξία και να τα τοποθετεί στην πραγματική τους θέση.

    Λήδα Κουμεντάκη
    Junior Associate

    Υ.Γ. Το άρθρο δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ, στις 9 Ιουνίου 2019.

    value of shareholding αποτίμηση

  • Οι μετοχικοί τίτλοι

    Οι μετοχικοί τίτλοι

    Προοίμιο

    «Χαρτιά γραμμένα, στόματα βουλωμένα» λέει ο θυμόσοφος λαός μας. Η συγκεκριμένη παροιμία αναφέρεται στη ανάγκη της γραπτής αποτύπωσης των συμφωνηθέντων. Καταγράφει όμως, επιπρόσθετα, με τρόπο λιτό και απολύτως ευκρινή, όχι μόνο τη σχέση που τους εξ ημών πρεσβύτερους συνδέει με το «χαρτί» αλλά και την ανασφάλειά μας από την έλλειψή του.

    Οι περισσότεροι, εξάλλου, από εμάς μεγαλώσαμε έχοντας καλά χαραγμένη στο υποσυνείδητό μας την ανάγκη να πάρουμε,  ένα «χαρτί»: Το χαρτί θα πιστοποιούσε το πέρας των πανεπιστημιακών μας σπουδών, τη σχετική, προαπαιτούμενη, γνώση αλλά και, προεχόντως, την δήθεν ένταξή μας στην ελίτ (!) των επιστημόνων της χώρας. Κι όταν μάλιστα το συγκεκριμένο «χαρτί» αυτόματα ενέτασσε τον κάτοχό του στη διάσημη «επετηρίδα» για την πρόσληψη στο δημόσιο ε, τότε, πια η (υποτιθέμενη) αξία του εκτινασσόταν στα ύψη!

    Άλλες εποχές τότε.

    Άλλες εποχές μεν η σχετική «εγγραφή» όμως στο υποσυνείδητο μας, λιγότερο ή περισσότερο, παρέμεινε.

    Εκτός από τα συγκεκριμένα «χαρτιά» υπήρχαν κι άλλα που, ως αξιόγραφα, είχαν μαι ιδιαίτερη αξία. Τέτοια ήταν και οι μετοχικοί τίτλοι. Κι όταν μιλούσαμε για μεταβίβαση μετοχών στο Χρηματιστήριο αναφερόμασταν σε ωραία (και με ασφάλεια;) τυπωμένους μετοχικούς τίτλους που «άλλαζαν χέρια» μέσω συμβάσεων που συνάπτονταν από τους φωνασκούντες (γύρω από το περίφημο «κάγκελο») χρηματιστές.

    Λίγο πριν την χαραυγή της τρέχουσας χιλιετίας (όταν αφήσαμε πια πίσω μας τους χρηματιστές και «συναντηθήκαμε» με τις χρηματιστηριακές εταιρείες) αρχίσαμε να μιλάμε για «αποϋλοποίηση μετοχών». Οι έντυπες μετοχές των εισηγμένων ανωνύμων εταιρειών θα έδιναν σταδιακά τη θέση τους σε μία, απλή, λογιστική εγγραφή κι οι μεταβιβάσεις τους θα ελάμβαναν χώρα (όχι πια στό «κάγκελο» αλλά) μέσω του Συστήματος Ηλεκτρονικών Συναλλαγών του Χρηματιστηρίου Αθηνών.

    Αυτά βέβαια για τις εισηγμένες.

    Σήμερα, στην εποχή της τεχνολογίας, το «χαρτί»-το έγγραφο συνολικά αρχίζει να χάνει, σταδιακά, την αξία του. Η πιστοποίηση της μετοχικής ιδιότητας δεν ήταν δυνατό να παραμένει άρρηκτα συνδεδεμένη με κάποιο έγγραφο.

     

    Μετοχικοί τίτλοι: η υποχρέωση έκδοσης οριστικών και όχι, πλέον, προσωρινών τίτλων

    Το μετοχικό κεφάλαιο της εταιρείας διαιρείται σε μετοχές (άρθρο 34, εδ. α, ν. 4548/2018). Οι μετοχές  είναι, πλέον,  μόνον ονομαστικές (άρθρο 40, παρ. 1, εδ. α). Όταν δεν υπάρχει διαφορετική ρύθμιση στο καταστατικό, η εταιρεία υποχρεούται (άρθρο 40, παρ. 3) να εκδώσει και παραδώσει στους μετόχους τίτλους, οι οποίοι ενσωματώνουν μία ή περισσότερες μετοχές (:απλοί ή, κατά περίπτωση, πολλαπλοί τίτλοι). Στη συνηθέστερη περίπτωση (της έκδοσης δηλ. τίτλων που ενσωματώνουν περισσότερες μετοχές), η εταιρεία είναι υποχρεωμένη να αντικαταστήσει τους υφιστάμενους τίτλους με νέους, οι οποίοι θα ενσωματώνουν μικρότερο αριθμό μετοχών.

    Το προϋφιστάμενο δίκαιο (άρθρο 8β, παρ. 3, ν. 2190/1920) προέβλεπε τη δυνατότητα έκδοσης προσωρινών τίτλων. Η πρόβλεψη αυτή δεν υφίσταται, πλέον, στο νέο νόμο και ως εκ τούτου αποτελεί παρελθόν η εποχή που (στην πράξη) μόνον προσωρινοί τίτλοι εκδίδονταν για τις ανώνυμες εταιρείες. Στο εξής: οριστικοί, μόνον, μετοχικοί τίτλοι.

    Επαφίεται βέβαια, σε κάθε περίπτωση, το δικαίωμα στους μετόχους να επιλέξουν αν θα προβούν στην έκδοση ή μη μετοχικών τίτλων (άρθρο 40, παρ. 4, εδ. α). Εφόσον μάλιστα αποφασίσουν να μην εκδώσουν μετοχικούς τίτλους, αυτόματα προκύπτει η ανάγκη προσδιορισμού του τρόπου απόδειξης της μετοχικής ιδιότητας, προκειμένου να είναι δυνατή η άσκηση των συναφών δικαιωμάτων. Οι μέτοχοι είναι εκείνοι που θα επιλέξουν (και ενσωματώσουν στο καταστατικό) τον συγκεκριμένο τρόπο απόδειξης. Αν όμως δεν το πράξουν, ο νόμος ορίζει (άρθρο 40, παρ. 4, εδ. γ) πως η απόδειξη της μετοχικής ιδιότητας γίνεται με βάση τα στοιχεία του βιβλίου μετόχων της εταιρείας. Καθώς όμως έχουμε εισέλθει στην “paperless” εποχή, ο νόμος παρέχει τη δυνατότητα στις εταιρείες (εισηγμένες και μη-άρθρο 34, εδ. α) να επιλέξουν να έχουν, εναλλακτικά με τις έγχαρτες, άυλες μετοχές· μετοχές δηλαδή που δεν ενσωματώνονται σε κάποιο «χαρτί» και δεν είναι τίποτα περισσότερο από μία, απλή, λογιστική εγγραφή.

     

    Το βιβλίο μετόχων

    Η απόδειξη της μετοχικής ιδιότητας συνεχίζει, κατά βάση, να γίνεται από το βιβλίο μετόχων, το οποίο κάθε ανώνυμη εταιρεία οφείλει να τηρεί (άρθρο 40, παρ. 2, εδ. 5). Στο βιβλίο μετόχων (άρθρο 40, παρ. 2, εδ. 2 & 3) καταχωρίζονται τα στοιχεία των μετόχων (ονοματεπώνυμο ή επωνυμία, διεύθυνση ή έδρα, επάγγελμα και εθνικότητα). Όχι όμως μόνον αυτά. Στο συγκεκριμένο βιβλίο αναγράφονται ο αριθμός και η κατηγορία των μετοχών (λ.χ. κοινές, προνομιούχες, εξαγοράσιμες κ.ο.κ.) που κάθε μέτοχος κατέχει καθώς και τα επ’ αυτών και από αυτές απορρέοντα δικαιώματά του (λ.χ. δικαιώματα πλήρους ή ψιλής κυριότητας, επικαρπίας, ψήφου, απόληψης κερδών κ.λ.π.).

    Η εμπειρία βέβαια έχει δείξει πως το βιβλίο μετόχων είναι μια, μάλλον, «πονεμένη ιστορία» για τις ανώνυμες εταιρείες: Άλλοτε διαπιστώνουμε πως τηρείται κι άλλοτε όχι. Κι όταν τηρείται μας εντυπωσιάζουν (αρνητικά-κατά κανόνα) τα σχετικά ευρήματα καθώς η τήρησή του δεν λαμβάνει χώρα από ανθρώπους που γνωρίζουν πώς διενεργείται με τον ορθό τρόπο. Τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι εταιρείες από τη μη ορθή τήρηση του σχετικού βιβλίου, αναδεικνύονται περισσότερο τα τελευταία χρόνια: πληθαίνουν εκείνοι (τράπεζες, fund, υποψήφιοι επενδυτές, αγοραστές μετοχών, δικαστήρια κλπ.) που, δικαιολογημένα, ζητούν πρόσβαση στα στοιχεία του.

    Όταν ορθά τηρείται το βιβλίο μετόχων, τα πράγματα μοιάζουν απλά:  Προκύπτουν όχι μόνον τα στοιχεία του μετόχου και ο αριθμός των μετοχών που κατέχει αλλά και το σύνολο των λοιπών αναγκαίων, και από το νόμο προβλεπόμενων, στοιχείων και δικαιωμάτων. Η (συνήθως) μη ορθή τήρηση του βιβλίου μετόχων φαίνεται πως είναι ο λόγος που (ο νόμος αναγνωρίζει πως) η απόδειξη της ιδιότητας του μετόχου δεν λαμβάνει χώρα, αποκλειστικά, με βάση τις καταχωρήσεις σ’ αυτό (άρθρο 40, παρ. 4, εδ. γ). Σε περίπτωση ανάγκης (όταν δηλ. η αποτύπωση στο βιβλίο μετόχων είτε δεν υφίσταται, είτε είναι λανθασμένη ή ελλιπής) ο μέτοχος μπορεί να επικαλεστεί και οποιοδήποτε άλλο έγγραφο έχει στην κατοχή του, δηλωτικό ή αποδεικτικό της μετοχικής του ιδιότητας και των συναφών δικαιωμάτων του.

     

    Μετοχικοί τίτλοι και ηλεκτρονική τήρηση του βιβλίου μετόχων

    Η πολύ σημαντική για την εταιρεία και τους μετόχους τήρηση του βιβλίου μετόχων δεν είναι αναγκαίο να γίνεται σε έγχαρτη μορφή. Κατά το νόμο (άρθρο 40, παρ. 2, εδ. 4) το συγκεκριμένο βιβλίο είναι δυνατό να τηρείται ηλεκτρονικά από την εταιρεία ή τρίτους. Η ηλεκτρονική τήρηση όμως από την ίδια την ανώνυμη εταιρεία δεν πιθανολογείται ότι θα λύσει προβλήματα που ούτως ή άλλως υφίστανται από την τήρησή του σε έγχαρτη μορφή.

    Τρίτοι που δικαιούνται να τηρούν ηλεκτρονικά βιβλία μετόχων είναι πιστωτικά ιδρύματα, επιχειρήσεις επενδύσεων (που διαθέτουν τέτοιο δικαίωμα) καθώς και κεντρικά αποθετήρια τίτλων. Υπό τις συνθήκες, βέβαια, που επικρατούν σήμερα στην ελληνική αγορά δεν μοιάζει πολύ ασφαλές να επέλεγε κάποια ανώνυμη εταιρεία την τήρηση των βιβλίων μετόχων της από τράπεζα ή ΕΠΕΥ. Ασφαλέστερη λύση φαίνεται πως θα είναι η τήρησή τους από το Κεντρικό Αποθετήριο του Χρηματιστηρίου Αθηνών όταν καταστεί εφικτή η επέκταση και στις μη εισηγμένες ανώνυμες εταιρείες η συγκεκριμένη υπηρεσία-που ούτως ή άλλως παρέχεται προς τις εισηγμένες. Η σχετική διαδικασία βρίσκεται ήδη σε εξέλιξη.

     

    Η τήρηση των μετοχών της εταιρείας σε λογιστική μορφή

    Οι μετοχικοί τίτλοι της εταιρείας δεν είναι, όπως είδαμε ήδη, αναγκαίο να εκδίδονται-πολύ περισσότερο να εκδίδονται έγχαρτες. Ο νόμος (άρθρο 40, παρ. 5) παρέχει επίσης τη δυνατότητα τήρησής τους σε λογιστική μορφή. Για τη διαδικασία αποϋλοποίησης ή ακινητοποίησης των μετοχών εφαρμογή έχει ο Κανονισμός (ΕΕ) 909/2014 και του Συμβουλίου της 23.7.2014. Σε κάθε περίπτωση, το καταστατικό είναι εκείνο που θα πρέπει να προβλέπει τον ειδικότερο τρόπο έκδοσης και τήρησης των μετοχών της σε κεντρικό αποθετήριο τίτλων.

     

    Εν κατακλείδι

    Η μέρα που οριστικά θα αποχωριστούμε το χαρτί δε μοιάζει πλέον μακρινή. Ο νέος νόμος για τις ανώνυμες εταιρείες παρέχει, σ’ αυτό το μεταβατικό στάδιο, την επιλογή της έκδοσης ή μη μετοχών και, σε καταφατική περίπτωση, της επιλογής ανάμεσα σε έγχαρτες ή άυλες μετοχές. Αντίστοιχα το βιβλίο μετόχων, με την ξεχωριστή αξία που του αναγνωρίζεται, μπορεί να τηρείται στην μορφή που όλοι γνωρίσαμε-ένα χοντρό δηλ. βιβλίο με, κατά κανόνα προβληματική τήρηση. Μπορεί  όμως και να τηρείται, απλά, σε ηλεκτρονική μορφή-ένα αρχείο δηλ. κάπου σε κάποιον υπολογιστή στο γραφείο μας ή στον κόσμο ή, απλά, σε κάποιο cloud.

    Φαίνεται πως η αξία της παροιμίας «χαρτιά γραμμένα, στόματα βουλωμένα» απομακρύνεται, με ταχείς ρυθμούς, από το παρόν και την καθημερινότητά μας. Και, αυτονοήτως, όσον αφορά τις Ανώνυμες Εταιρείες. Η εμμονή μας στο «χαρτί», στην (δήθεν) ασφάλεια που αυτό παρέχει αλλά και στις εμπειρίες του παρελθόντος, εύλογα θα ήταν δυνατό να χαρακτηριστεί από τους νεότερους με μία μόνον, απαξιωτική, λέξη:  αγκύλωση.

    Αν δεν καταφέρνουμε να συμπεριλαμβανόμαστε μεταξύ εκείνων που χαράσσουν τις νέες λεωφόρους τουλάχιστον ας επιδιώκουμε να παραμένουμε μεταξύ των χρηστών τους.

    stavros-koumentakis

    Σταύρος Κουμεντάκης
    Senior Partner

    Υ.Γ. Συνοπτική έκδοση αυτού του άρθρου δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ, στις 2 Ιουνίου 2019.

  • Νέα δεδομένα σχετικά με την καταγγελία της σύμβασης εργασίας αορίστου χρόνου

    Νέα δεδομένα σχετικά με την καταγγελία της σύμβασης εργασίας αορίστου χρόνου

    Η καταγγελία σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου: τα νέα, σημαντικά, δεδομένα

    1. Προοίμιο

    Φαίνεται πως το ζητούμενο για όλους μας, ανεξαρτήτως πολιτικών πεποιθήσεων και κομματικών τοποθετήσεων, είναι η επίτευξη της (πολυπόθητης) ανάπτυξης της χώρας μας. Μάλλον όλοι θα συμφωνήσουμε πως η ανάπτυξη προϋποθέτει, μεταξύ άλλων, ιδιωτικές επενδύσεις και δημιουργία νέων θέσεων εργασίας (όταν όμως καταφέρουμε, οριστικά, να απαγκιστρωθούμε από τη θέση του Καρλ Μαρξ: «Το κεφάλαιο είναι νεκρή εργασία που, σαν βρικόλακας, ζει μόνο ρουφώντας το αίμα της ζωντανής εργασίας. Κι όσο πιο πολύ ζει, τόσο πιο πολύ αίμα ρουφάει»)

    Στις εργασιακές σχέσεις έχουμε γνωρίσει στη χώρα μας όλα τα γνωστά μοντέλα: από εκείνο του «εργασιακού μεσαίωνα» μέχρι εκείνο των ανεξέλεγκτων (κατά κανόνα προεκλογικών-συχνά καταστροφικών) παροχών στους εργαζόμενους του ιδιωτικού και του δημόσιου τομέα.

    Θα συμφωνήσουμε επίσης (πιθανότατα), πως πάντοτε θα πρέπει να διαφυλάττουμε την εξισορρόπηση των αντιτιθέμενων συμφερόντων στις εργασιακές σχέσεις, ώστε η χώρα να μην οδηγηθεί σε αδιέξοδα από πρακτικές αντίστοιχες του παρελθόντος· αδιέξοδα που συνέβαλαν στην «κρίση» που μας έφερε στη σημερινή δυσμενή οικονομική κατάσταση.

    Υπάρχει μια έντονη συζήτηση τον τελευταίο μήνα (που κορυφώθηκε με την πρόσφατη ψήφιση, την Παρασκευή 17/5, του άρθρου 48 του ν. 4611/2019 με το οποίο αντικαταστάθηκε το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 3 του άρθρου 5 του ν. 3198/1955) σχετικά με το βαθμό που επηρεάζει τις εργασιακές σχέσεις, την ανάπτυξη και την ανταγωνιστικότητα, η δυσχέρανση της διαδικασίας για την καταγγελία σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου: Στις σχετικές προϋποθέσεις  προστέθηκε και η ύπαρξη «βάσιμου λόγου», η επίκληση και απόδειξη του οποίου βαρύνει τον εργοδότη.

    Τι συνέβαινε όμως στο παρελθόν και τι θα συμβαίνει από τώρα και στο εξής;

     

    2. Τα νέα (σημαντικά) δεδομένα για την καταγγελία σύμβασης

    2.1. Η καταγγελία σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου με βάση το προϋφιστάμενο δίκαιο

    Σύμφωνα με τη διάταξη του πρώτου εδαφίου της παρ. 3 του άρθρου 5 ν. 3198/1955:

    «3. Η καταγγελία της εργασιακής σχέσης θεωρείται έγκυρη, εφόσον έχει γίνει εγγράφως, έχει καταβληθεί η οφειλόμενη αποζημίωση και έχει καταχωρηθεί η απασχόληση του απολυόμενου στα τηρούμενα για το Ι.Κ.Α. μισθολόγια ή έχει ασφαλιστεί ο απολυόμενος».

    Επομένως: Η καταγγελία σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου ελάμβανε χώρα οποτεδήποτε χωρίς την επίκληση οποιουδήποτε λόγου από μέρους του εργοδότη. Μόνη υποχρέωση του τελευταίου η καταβολή της οφειλόμενης αποζημίωσης προς τον εργαζόμενο. Όταν όμως ο τελευταίος θεωρούσε ότι το δικαίωμα του εργοδότη ασκούνταν καταχρηστικά, είχε το δικαίωμα να προσφύγει στα αρμόδια δικαστήρια ζητώντας την ακύρωση της απόλυσης και την επαναπρόσληψή του. Το βάρος της απόδειξης των ισχυρισμών του έφερε ο ίδιος ο εργαζόμενος.

    2.2. H νέα νομοθετική ρύθμιση για την καταγγελία σύμβασης

    Με τη διάταξη του άρθρου 48 του ν. 4611/2019 αντικαθίσταται, με άμεση εφαρμογή, το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 3 του άρθρου 5 του ν. 3198/1955 (Α’ 98) ως εξής:

    «3. Η καταγγελία της εργασιακής σχέσης θεωρείται έγκυρη, μόνο αν οφείλεται σε βάσιμο λόγο, κατά την έννοια του άρθρου 24 του Αναθεωρημένου Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Χάρτη που κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν. 4359/2016 (Α΄5), έχει γίνει εγγράφως, έχει καταβληθεί η οφειλόμενη αποζημίωση και έχει καταχωρηθεί η απασχόληση του απολυόμενου στα τηρούμενα για το ν ΕΦΚΑ (τ. ΙΚΑ). μισθολόγια ή έχει ασφαλιστεί ο απολυόμενος. Σε περίπτωση αμφισβήτησης το βάρος επίκλησης και απόδειξης της συνδρομής των προϋποθέσεων έγκυρης καταγγελίας φέρει ο εργοδότης»

    Επομένως: αυτό που ο νόμος απαιτεί στο εξής προκειμένου να είναι έγκυρη η καταγγελία σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου είναι η ύπαρξη «βάσιμου λόγου», τον οποίο μάλιστα υποχρεούται να επικαλεστεί και αποδείξει ο καταγγέλλων εργοδότης. Για την έννοια του «βάσιμου λόγου» (αναλυτικά κατωτέρω υπό 3.3)  η διάταξη παραπέμπει στον Αναθεωρημένο Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Χάρτη [κατωτέρω υπό 3.1) που ήδη αποτελεί νόμο του κράτους-με αυξημένη μάλιστα τυπική ισχύ) και συγκεκριμένα στο άρθρο 24 αυτού (κατωτέρω υπό 3.2).

    2.3. Πώς διαφοροποιούνται τα δεδομένα στην καταγγελία σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου σε σχέση με το προϋφιστάμενο δίκαιο;

    Με το προϋφιστάμενο δίκαιο ο εργοδότης μπορούσε να καταγγείλει οποτεδήποτε τη σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου έχοντας ως βασική του υποχρέωση την καταβολή της αποζημίωσης απολύσεως. Όταν ο εργαζόμενος θεωρούσε που το δικαίωμά του ασκείται καταχρηστικά απευθυνόταν στα αρμόδια δικαστήρια και είχε ο ίδιος την ευθύνη και το βάρος της απόδειξης της καταχρηστικότητας της απόλυσής του.

    Με τη νέα ρύθμιση τα πράγματα αλλάζουν άρδην: ο εργοδότης είναι εκείνος που υποχρεούται και να επικαλεστεί αλλά και να αποδείξει τη συνδρομή των προϋποθέσεων για την έγκυρη καταγγελία σύμβασης, επομένως και την ύπαρξη του (αναγκαίου πλέον) βάσιμου λόγου.

    Η θέση αυτή φαίνεται εξάλλου ως συμβατή και με την αιτιολογική έκθεση της πρόσφατης (άρθρο 48 του ν. 4611/2019) νομοθετικής ρύθμισης της σχετικής με την αναγκαιότητα της ύπαρξης βάσιμου λόγου (δείτε την σχετική έκθεση) ( καθώς και με τις εκεί επικαλούμενες θέσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Κοινωνικών Δικαιωμάτων (ΕΕΚΔ) όσον αφορά τη διάταξη του άρθρου 24 ΑνΕΚΧ.

    2.4. Εν κατακλείδι

    Στην περίπτωση όπου γίνεται καταγγελία σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου ο εργοδότης δεν μπορεί πλέον να αρκείται (η επαναπαύεται) στην καταβολή της νόμιμης αποζημίωσης, όπως μέχρι το παρελθόν έπραττε. Θα πρέπει ήδη να έχει κατά νου πως για κάθε απόλυση θα πρέπει να υπάρχει βάσιμος λόγος. Ένας λόγος δηλ. που συνδέεται με την συμπεριφορά ή τις ικανότητες του εργαζομένου ή με τις λειτουργικές ανάγκες της επιχείρησης. Κι ακόμα περισσότερο: Η επίκληση και απόδειξη της ύπαρξης αυτού του βάσιμου λόγου αποτελεί δική του ευθύνη και βάρος.

    Τέλος: Η αναγκαιότητα της ύπαρξης βάσιμου λόγου για την καταγγελία σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου αλλά και της επίκλησης και απόδειξής του ως «βάρος» του καταγγείλαντα εργοδότη, είναι βέβαιο πως θα γεμίσει τις δικαστικές αίθουσες (μια «πρόγευση» από τη στάση των δικαστηρίων κατωτέρω υπό 4) θα «τονώσει» και τα οικονομικά ημών των δικηγόρων. Αμφοτέρων των πλευρών.

    Ας ελπίσουμε ότι αντίστοιχα θετικά θα λειτουργήσει όχι μόνον προς την κατεύθυνση της διασφάλισης των δικαιωμάτων των εργαζομένων (όπως οι προθέσεις του νομοθέτη) αλλά και προς την κατεύθυνση της ανάπτυξη της οικονομίας, των επιχειρήσεων και της χώρας.

     

    3. Ο αναθεωρημένος Ευρωπαϊκός Κοινωνικός Χάρτης και ο “βάσιμος” λόγος

    3.1. Ο Ευρωπαϊκός Κοινωνικός Χάρτης και ο Αναθεωρημένος Ευρωπαϊκός Κοινωνικός Χάρτης

    Σύμφωνα με την Αιτιολογική ΄Εκθεση για την «Κύρωση του Αναθεωρημένου Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Χάρτη»:

     «Ο Ευρωπαϊκός Κοινωνικός Χάρτης (ΕΚΧ), διεθνής σύμβαση για την προστασία των κοινωνικών δικαιωμάτων, υιοθετήθηκε το 1961 στο Συμβούλιο της Ευρώπης και κυρώθηκε από την Ελλάδα με τον Νόμο 1426/84 (ΦΕΚ 32 Α/21-3-84).

    Ο ΕΚΧ εξελίσσεται συνεχώς μέσω της νομολογίας της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Κοινωνικών Δικαιωμάτων, που επιβλέπει την εφαρμογή του, και μέσω της υιοθέτησης  των Πρωτοκόλλων στον ΕΚΧ,  που διευρύνουν τα προστατευόμενα δικαιώματα και βελτιώνουν το μηχανισμό ελέγχου. Το 1988 υιοθετήθηκε το Πρόσθετο Πρωτόκολλο στον ΕΚΧ, το οποίο επέκτεινε το πεδίο εφαρμογής του Χάρτη με την αναγνώριση νέων δικαιωμάτων. Το 1995 υιοθετήθηκε ένα νέο Πρόσθετο Πρωτόκολλο που προβλέπει το σύστημα Συλλογικών Καταγγελιών. Η Ελλάδα κύρωσε και τα δύο Πρόσθετα Πρωτόκολλα με το Ν. 2595/98 (ΦΕΚ 63/Α/24-3-98). Το 1991 υιοθετήθηκε το τροποποιητικό πρωτόκολλο που βελτίωσε τη διαδικασία ελέγχου της εφαρμογής του ΕΚΧ, το οποίο  κυρώθηκε από την Ελλάδα με το Ν. 2422/1996 (ΦΕΚ 144 Α/4-7-96).

    Το 1996 ο Ευρωπαϊκός Κοινωνικός Χάρτης  αναθεωρήθηκε προκειμένου να γίνει ακόμη πιο επίκαιρος και να συμπεριλάβει νέα δικαιώματα. Ο Αναθεωρημένος Ευρωπαϊκός Κοινωνικός Χάρτης υιοθετήθηκε στις 3 Μαΐου 1996, στο Στρασβούργο, όπου και άνοιξε για υπογραφή, ετέθη δε διεθνώς σε ισχύ την 1η Ιουλίου 1999,  με τη συμπλήρωση των απαιτούμενων για τούτο τριών κυρώσεων. Συμπεριλαμβάνει στο σκεπτικό του τις εξελίξεις στην εργατική νομοθεσία και στην κοινωνική πολιτική, όσες μεσολάβησαν από τη θέσπιση του Χάρτη του 1961, και αποβλέπει τελικώς στο να τον αντικαταστήσει.

    …………..

    Τα δικαιώματα που προστατεύονται από τον ΕΚΧ εντάσσονται σε  τέσσερις θεματικούς τομείς: α) Απασχόληση, Κατάρτιση και Ίσες Ευκαιρίες, β) Υγεία, Κοινωνική Ασφάλιση και Κοινωνική Προστασία, γ) Εργασιακά Δικαιώματα  και δ) Προστασία των Παιδιών, της Οικογένειας και των Μεταναστών.

    …………….

    Η Ελλάδα έχει ήδη υπογράψει τον Αναθεωρημένο Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Χάρτη από τις 3 Μαΐου του 1996. Η κύρωση του Αναθεωρημένου Χάρτη βελτιώνει αδιαμφισβήτητα, το επίπεδο της παρεχόμενης προστασίας στον τομέα της κοινωνικής πολιτικής και αποδεικνύει το έμπρακτο ενδιαφέρον της χώρας μας στο τομέα της προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.

    …………………..»

    Ο Αναθεωρημένος Ευρωπαϊκός Κοινωνικός Χάρτης είναι ήδη εσωτερικό δίκαιο καθώς η κύρωσή του έλαβε χώρα με το ν. 4359/16. Είναι μάλιστα αυξημένης τυπικής ισχύος, με βάση και το άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγματος.

     3.2. Το άρθρο 24 του Αναθεωρημένου Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Χάρτη (:ΑνΕΚΧ)

    Ο Ευρωπαϊκός Κοινωνικός Χάρτης (ΕΚΧ) είναι, όπως ήδη αναφέρθηκε, διεθνής σύμβαση για την προστασία των κοινωνικών δικαιωμάτων. Το 1996 ο ΕΚΧ  αναθεωρήθηκε προκειμένου να γίνει ακόμη πιο επίκαιρος και να συμπεριλάβει νέα δικαιώματα.

    Σύμφωνα με το άρθρο 24 του ΑνΕΚΧ: «Με σκοπό τη διασφάλιση της αποτελεσματικής άσκησης του δικαιώματος προστασίας των εργαζομένων σε περιπτώσεις λύσης της σχέσης εργασίας, τα μέρη αναλαμβάνουν να αναγνωρίζουν: α. το δικαίωμα όλων των εργαζομένων να μη λύεται η εργασιακή τους σχέση χωρίς βάσιμο λόγο που να συνδέεται με την ικανότητα ή τη συμπεριφορά τους ή να βασίζεται στις λειτουργικές απαιτήσεις της επιχείρησης, της εγκατάστασης ή της υπηρεσίας, β. το δικαίωμα των εργαζομένων, των οποίων η εργασιακή σχέση λύεται χωρίς βάσιμο λόγο, σε επαρκή αποζημίωση ή άλλη κατάλληλη επανόρθωση. Για αυτόν το σκοπό τα μέρη αναλαμβάνουν να διασφαλίζουν ότι ο εργαζόμενος, που θεωρεί ότι η σχέση εργασίας του έχει λυθεί χωρίς βάσιμο λόγο, έχει το δικαίωμα προσφυγής σε αμερόληπτο όργανο».

     3.3. Τι είναι ο «βάσιμος λόγος» κατά το άρθρο 24 του ΑνΕΚΧ

    Γίνεται δεκτό πως ο βάσιμος λόγος που απαιτείται από το άρθρο 24 του ΑνΕΚΧ (και ήδη από την παρούσα διατύπωση της παρ. 3 του άρθρου 5 ν. 3198/1955) είναι εκείνος που δικαιολογεί την ορθή χρήση (και όχι κατάχρηση του δικαιώματος) της καταγγελίας.

    Κατά τη γνώμη της Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής επί του Σχεδίου Νόμου «Κύρωση Αναθεωρημένου Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Χάρτη»: «Το άρθρο 24 αναφέρεται στην αιτιολογημένη απόλυση, που επίσης εξαιρείται της κυρώσεως.

    Δεν υφίσταται κώλυμα για την κύρωση του άρθρου αυτού, στο βαθμό που η αιτιολογία της απολύσεως συμπίπτει με τα όσα επιβάλλει η εφαρμογή του άρθ. 281 ΑΚ με το οποίο ελέγχεται η καλόπιστη και σύμφωνα με τον οικονομικό και κοινωνικό σκοπό του δικαιώματος για την καταγγελία σύμβασης εργασίας από τον εργοδότη. Οι λόγοι καταγγελίας που αναφέρονται στη περ. α’ του άρθ. 24 σχετίζονται με τους λόγους που αίρουν τον καταχρηστικό χαρακτήρα της καταγγελίας της σύμβασης εργασίας…»

    Η μέχρι σήμερα θέση της θεωρίας όσον αφορά το περιεχόμενο του «βάσιμου λόγου» κατά βάση ταυτίζεται με την κατά τα άνω γνώμη της Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής επί του Σχεδίου Νόμου «Κύρωση Αναθεωρημένου Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Χάρτη».

    Βάσιμος λοιπόν είναι κάθε λόγος που συνδέεται με το πρόσωπο του εργαζόμενου, τη λειτουργία ή τη συμπεριφορά του στο πλαίσιο της εργασιακής σχέσης, την οικονομοτεχνική κατάσταση της επιχείρησης (χωρίς να είναι αναγκαία και η ύπαρξη οικονομικής φύσης δυσχερειών) ή τις λειτουργικές της απαιτήσεις. Τέτοιος βάσιμος λόγος βέβαια δεν θα μπορούσε να γίνει ανεκτός εκτός του συγκεκριμένου πλαισίου: Απόλυση  εργαζομένου δεν θα γινόταν ανεκτή για λόγους άσχετους με την εργασιακή του σχέση και την επιχείρηση (λ.χ. εκδικητικότητα, συνδικαλιστική δράση, σεξουαλικός προσανατολισμός, πολιτικές πεποιθήσεις, φυλετικές διακρίσεις κλπ.-

    Επομένως (θα μπορούσαμε να καταλήξουμε πως βάσιμος είναι κάθε λόγος που επιδρά αρνητικά στην εργασιακή σχέση και δικαιολογεί τη διακοπή της από μέρους του εργοδότη.

     

    4. Ποιά θα είναι η στάση των Δικαστηρίων;

    (Μια πρόγευση του μέλλοντος …από το παρελθόν)

    Προφανώς και δεν μπορούμε να έχουμε γνώση της νομολογιακής αντιμετώπισης αυτής της, απολύτως πρόσφατης, νομοθετικής ρύθμισης. Εντούτοις υπάρχει μια πολύ ενδιαφέρουσα απόφαση που μας έρχεται από το παρελθόν.

    Η απόφαση ΜονΠρωτΠειρ 3220/2017 είναι σίγουρα η πρώτη (και η μόνη μέχρι σήμερα, εξ όσων ο γράφων γνωρίζει, δημοσιευμένη-απόφαση που δέχεται πως το καθεστώς της αναιτιώδους καταγγελίας (με την προϋφιστάμενη διατύπωση του πρώτου εδαφίου της παρ. 3 του άρθρου 5 ν. 3198/1955) δεν ήταν συμβατό με το άρθρο 24 του ΑνΕΚΧ. Η συγκεκριμένη απόφαση, έκανε αποδεκτό πως ο ΑνΕΚΧ είχε ήδη (μετά την κύρωσή του με το Ν. 4359/16-με βάση και το άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγματος), αυξημένη έναντι των κοινών νόμων ισχύ. Και συνέχιζε, κάνοντας αποδεκτά, μεταξύ άλλων, και τα ακόλουθα:

    «Με την ως άνω διάταξη (το άρθρο 24 του ΑνΕΚΧ) εισάγεται για πρώτη φορά στο ευρωπαϊκό δίκαιο δικαιωμάτων του ανθρώπου ένα νέο θεμελιώδες δικαίωμα, που συνίσταται στην προστασία του εργαζομένου από την απόλυση με πρωτοβουλία του εργοδότη του. Η βασική δε αντίληψη που διέπει τη νέα ρύθμιση είναι ότι η αυθαίρετη και αδικαιολόγητη απομάκρυνση του εργαζόμενου από την θέση εργασίας του προσβάλλει την αξία και την αξιοπρέπειά του. Η προστασία που διασφαλίζει το άρθρο 24 του Αναθ. ΕΚΧ έχει τρεις βασικούς άξονες: α) κάθε λύση εργασιακής σύμβασης με πρωτοβουλία του εργοδότη πρέπει να στηρίζεται σε «έγκυρη αιτία» ή ορθότερα σε «βάσιμο λόγο» (valid reason), ο οποίος να συνδέεται με την συμπεριφορά ή τις ικανότητες του εργαζομένου ή με τις λειτουργικές ανάγκες της επιχείρησης, β) ο εργοδότης υποχρεούται να «αποζημιώνει καταλλήλως» τον αδικαιολογήτως απολυθέντα ή να παρέχει άλλη κατάλληλη επανόρθωση, και γ) πρέπει να διασφαλίζεται επαρκής έννομη προστασία.

    Μετά την κύρωση του άρθρου 24 του Αναθ. ΕΚΧ γίνεται αντιληπτό ότι το καθεστώς της «αναιτιώδους» εργοδοτικής καταγγελίας δεν είναι συμβατό με την απόλυση για βάσιμο λόγο που εγγυάται το νέο άρθρο. Συνεπώς εισάγεται ευθέως στο ελληνικό δίκαιο η αρχή της δικαιολογημένης καταγγελίας και εφεξής τα ελληνικά δικαστήρια θα πρέπει να ερευνούν την ύπαρξη ή μη βάσιμου λόγου και να θεωρούν ως άκυρη κάθε απόλυση που δεν στηρίζεται σε τέτοιον. Αυτό μπορεί να γίνει είτε με ευθεία αναγωγή στο άρθρο 24, η διατύπωση του οποίου, τουλάχιστον όσον αφορά στο ζήτημα αυτό, είναι ακριβής, σαφής και απαλλαγμένη από αιρέσεις, σε συνδυασμό βέβαια προς τις διατάξεις των άρθρων 174 και 180 ΑΚ ―λύση που κρίνεται ως ορθότερη από το παρόν Δικαστήριο―, είτε ερμηνευτικά με τη διαμεσολάβηση του άρθρου 281 ΑΚ, οπότε ως καταχρηστική θα θεωρείται κάθε απόλυση που δεν είναι σύμφωνη με τους όρους του άρθρου 24 του Αναθ. ΕΚΧ.(παρ. 23)

    Όσον αφορά δε στις συνέπειες της αδικαιολόγητης καταγγελίας ―εκτός από την ακυρότητα αυτής σύμφωνα με τα άρθρα 174 και 180 ΑΚ― ορίζεται ότι ο εργοδότης οφείλει επαρκή αποζημίωση ή άλλης μορφής επανόρθωση, την οποία προβλέπει το εθνικό δίκαιο, έχει δε νομολογηθεί από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή Κοινωνικών Δικαιωμάτων ότι η προβλεπόμενη ακυρότητα της απόλυσης και εντεύθεν η αξίωση αποδοχών υπερημερίας και η επαναπρόσληψη του ακύρως απολυθέντος συνιστούν επαρκή επανόρθωση, οπότε δεν χρειάζεται να καταβληθεί χρηματική αποζημίωση για την παράνομη απόλυση (Γαβαλάς, Τι αλλάζει στο εργατικό δίκαιο μετά την κύρωση του Αναθεωρημένου Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Χάρτη, ΕΕργΔ 2016, 130 επ.).

    Ενόψει δε όλων των ανωτέρω, καθίσταται σαφές ότι οι μέχρι τώρα παραδοχές της νομολογίας ότι δεν συντρέχει περίπτωση καταχρηστικής καταγγελίας όταν δεν υπάρχει γι’ αυτή κάποια αιτία (λόγω του «αναιτιώδους» χαρακτήρα της) και ότι για να θεωρηθεί η καταγγελία άκυρη ως καταχρηστική δεν αρκεί οι λόγοι που επικαλέστηκε γι’ αυτή ο εργοδότης να ήταν αναληθείς ή να μην υπήρχε κάποια εμφανής αιτία, αλλά απαιτείται η καταγγελία να οφείλεται σε συγκεκριμένους λόγους εξαιτίας των οποίων η άσκηση του σχετικού δικαιώματος του εργοδότη υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλει το άρθρο 281 ΑΚ….., θα πρέπει να θεωρηθεί ότι έρχεται σε αντίθεση με τη διάταξη του άρθρου 24 του Αναθ. ΕΚΧ, η οποία απαγορεύει την αυθαίρετη και αδικαιολόγητη απόλυση του εργαζομένου».

    Με άλλα λόγια: Οι δικαστικές αποφάσεις που θα επιλαμβάνονται των υποθέσεων που θα αφορούν αγωγές ακύρωσης καταγγελιών συμβάσεων εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου θα επικεντρώνονται στη διερεύνηση της ύπαρξης «βάσιμου λόγου». Όταν ο εργοδότης καταφέρνει να αποδείξει την ύπαρξη «βάσιμου λόγου» (ο οποίος θα συνδέεται με τη συμπεριφορά ή τις ικανότητες του εργαζόμενου ή με τις λειτουργικές ανάγκες της επιχείρησης) η σχετική αγωγή θα απορρίπτεται. Όταν όμως ο δικαστής δεν πεισθεί από την επιχειρηματολογία του εργοδότη, η αγωγή του εργαζομένου θα γίνεται δεκτή και ο εργοδότης θα υποχρεώνεται σε επαναπρόσληψη και σε καταβολή μισθών υπερημερίας.

    Πεδίον δόξης λαμπρόν!

    stavros-koumentakis

    Σταύρος Κουμεντάκης
    Senior Partner

    Υ.Γ. Συνοπτική έκδοση αυτού του άρθρου δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ, στις 25 Μαΐου 2019.

    καταγγελία σύμβασης

  • Μειοψηφούντες Μέτοχοι: Το Δικαίωμα Της Πλειοψηφίας Για Την Εξαγορά Των Μετοχών Μειοψηφίας

    Μειοψηφούντες Μέτοχοι: Το Δικαίωμα Της Πλειοψηφίας Για Την Εξαγορά Των Μετοχών Μειοψηφίας

    Μειοψηφούντες μέτοχοι.

    Μέρος Γ΄: Το δικαίωμα του μετόχου Πλειοψηφίας για την εξαγορά μετοχών Μειοψηφίας

    1. Προοίμιο

    Ενστερνιζόμουν, ανέκαθεν, τη θέση πως «το δίκαιο δεν είναι τίποτα άλλο παρά το συμφέρον του ισχυρού». Θα μπορούσα μάλιστα, πολύ εύκολα, να διεκδικήσω την πατρότητα της συγκεκριμένης ρήσης: (α) αν  δεν με είχε προλάβει (είκοσι τέσσερις, μόλις, αιώνες πριν) ο Πλάτωνας στην Πολιτεία-Λόγος Πρώτος (:«φημί γαρ εγώ είναι το δίκαιον ουκ άλλο τι το του κρείττονος ξυμφέρον») και (β) αν  το συγκεκριμένο εδάφιο δεν το είχα συναντήσει, κατ’ επανάληψη, στο διαδίκτυο.

    Τάδε έφη λοιπόν ο Πλάτωνας κι από τον ρου της ιστορίας αποδεικνύεται πως δεν είχε κι άδικο. Η συγκεκριμένη θέση φαίνεται, μάλιστα, πως έχει γενική ισχύ: στις διακρατικές σχέσεις, στην άσκηση της κρατικής εξουσίας, στις οικογενειακές & προσωπικές σχέσεις και όχι μόνον! Ειδικά όσον αφορά τις ενδοεταιρικές σχέσεις είναι κάτι που αναδεικνύεται, διαχρονικά, στη σχετική νομοθεσία. Θα μπορούσε κάποιος να χρησιμοποιήσει ως παράδειγμα την εξουσία της πλειοψηφίας επί της μειοψηφίας. Χωρίς να παραγνωρίζει κανένας τους περιορισμούς της συγκεκριμένης εξουσίας στο νόμο για τις ανώνυμες εταιρείες διαπιστώνουμε την πολυεπίπεδη αναγνώριση της εξουσίας της πλειοψηφίας.

    Η άποψη και θέσεις της μειοψηφίας δεν είναι πάντοτε ελκυστικές. Ενίοτε ούτε και ανεκτές. Ιδίως στις περιπτώσεις όπου η επιχείρηση είναι (μοιάζει να είναι ή προβλέπεται να γίνει) ανθούσα. Καθώς και σ’ εκείνες που η μειοψηφία διεκδικεί τα δικαιώματα που έχει (ή που φαντάζεται πως έχει).

    Οι μέτοχοι που ατομικά ή κατά σύμπραξη συγκεντρώνουν κάτι περισσότερο από το 50% έως κάτι λιγότερο από το 95% του μετοχικού κεφαλαίου της ανώνυμης εταιρείας ουδέν δικαιούνται (ευθέως) να πράξουν αν αξιολογήσουν, κατά την ελεύθερη κρίση τους, πως «καιρός είναι τώρα να ξεφορτωθούμε τους μετόχους μειοψηφίας». Ποικιλοτρόπως είναι δυνατό να κινηθούν είτε σε παρασκηνιακό επίπεδο είτε στα όρια του νόμου. Άμεσα όμως μπορεί ο μέτοχος που συγκεντρώνει ποσοστό ίσο ή μεγαλύτερο από το 95% του μετοχικού κεφαλαίου να ασκήσει τα δικαιώματα που του αναγνωρίζει ο νόμος για τις ανώνυμες εταιρείες (άρθρο 47 ν. 4548/2019).

    Αναφερθήκαμε ήδη στην (καλυπτόμενη από το νόμο) αξίωση του μετόχου μειοψηφίας να εξαγοράσει η εταιρεία ή, κατά περίπτωση, ο μέτοχος πλειοψηφίας τις μετοχές του καθώς και στις σχετικές προϋποθέσεις και διαδικασία (δείτε τα σχετικά άρθρα “Μειοψηφούντες μέτοχοι. Μέρος Α΄: Η αξίωση εξαγοράς των μετοχών τους από την Α.Ε.” και  “Μειοψηφούντες μέτοχοι. Μέρος Β΄: Η αξίωση εξαγοράς των μετοχών τους από τον μέτοχο πλειοψηφίας“). Στην προκειμένη περίπτωση θα μας απασχολήσει η υποχρέωση του μετόχου μειοψηφίας να ανεχθεί την εξαγορά των μετοχών του από τον μέτοχο πλειοψηφίας-στη διεθνή ορολογία squeeze out. Και τούτο κατ’ απόκλιση (και εν προκειμένω) της αρχής της ελευθερίας των συμβάσεων (κατ’ άρθρο 361 ΑΚ) αλλά και της οικονομικής ελευθερίας που προσδιορίζεται από τη διάταξη του άρθρου 5 παρ. 1 του Συντάγματος.

     

    2. Το δικαίωμα του πλειοψηφούντος μετόχου για την εξαγορά μετοχών μειοψηφίας

    2.1 Η προϋπόθεση της ιδιοκτησίας του 95% και πλέον του μετοχικού κεφαλαίου

    Στις περιπτώσεις των μη εισηγμένων εταιρειών (καθώς για τις εισηγμένες ισχύουν, κατά βάση, οι ρυθμίσεις για τη δημόσια πρόταση αγοράς κινητών αξιών και επικουρικά εκείνες του νόμου για τις ανώνυμες εταιρείες) η πρώτη, καθοριστική, προϋπόθεση αναφέρεται στο ποσοστό του μετοχικού κεφαλαίου του πλειοψηφούντος μετόχου. Η ρύθμιση του νόμου για τις Α.Ε. (άρθρο 47 παρ. 1 ν. 4548/2018) αναφέρεται στον μέτοχο που συγκεντρώνει, κατ’ ελάχιστον, ποσοστό 95% του μετοχικού κεφαλαίου. Εκ περισσού διευκρινίζεται πως το ποσοστό του πλειοψηφούντος μετόχου λογίζεται με βάση την ονομαστική αξία των μετοχών του επί του (συνολικού) μετοχικού κεφαλαίου. Δεν έχει σημασία αν κάποιος μέτοχος διαθέτει το 95% ή περισσότερο των κοινών ή προνομιούχων μετοχών καθώς καθοριστικό στοιχείο αναδεικνύεται η ποσοστιαία συμμετοχή του στο μετοχικό κεφάλαιο της εταιρείας.

    2.2 Η προϋπόθεση της συγκέντρωσης του 95% σε έναν μέτοχο.

    Το δικαίωμα της απόκτησης των μετοχών του μειοψηφούντος μετόχου ανήκει στον μέτοχο που έχει συγκεντρώσει ποσοστό 95% και πλέον-μετά τη σύσταση της ανώνυμης εταιρείας. Στην περίπτωση όμως που ο εξ αρχής πλειοψηφών μέτοχος (από την ίδρυση, ακόμα, της ανώνυμης εταιρείας) κάλυψε ποσοστό  95% τουλάχιστον του μετοχικού κεφαλαίου δεν του αναγνωρίζεται το δικαίωμα να κινηθεί με βάση τη συγκεκριμένη διάταξη. Με άλλα λόγια: ο εξ αρχής μέτοχος-κάτοχος ποσοστού 95% και πλέον του μετοχικού κεφαλαίου της ανώνυμης εταιρείας δεν δικαιούται, οποιαδήποτε χρονική στιγμή στο μέλλον, να αξιώσει την εξαγορά μετοχών μειοψηφίας.

    Είναι σημαντικό να τονισθεί πως η συγκεκριμένη διάταξη αναφέρεται ρητά στο δικαίωμα του ενός, μόνον, πλειοψηφούντος μετόχου. Επομένως θα πρέπει να αποκλεισθεί το ενδεχόμενο της (ευκαιριακής ή περισσότερο μόνιμης) σύμπραξης περισσοτέρων μετόχων για τη συγκέντρωση ποσοστού 95% και πλέον του μετοχικού κεφαλαίου με σκοπό την άσκηση του δικαιώματος εξαγοράς των μετοχών των υπολοίπων, μειοψηφούντων, μετόχων.

    Αν ανατρέξουμε στην ακριβώς «αντίπερα όχθη» δεν θα συναντήσουμε αντίστοιχη ρύθμιση: ο μέτοχος μειοψηφίας ο οποίος έχει στην κυριότητά του ποσοστό μικρότερο του 5% του μετοχικού κεφαλαίου δικαιούται (άρθρο 46 παρ. 1) να αξιώσει από τον μέτοχο που συγκεντρώνει το 95% και πλέον του μετοχικού κεφαλαίου την εξαγορά των μετοχών του. Είδαμε όμως στο σχετικό άρθρο πως στο ποσοστό του πλειοψηφούντος μετόχου προσμετρώνται τα ποσοστά διαφόρων φυσικών και νομικών προσώπων (ανιόντες, κατιόντες, σύζυγοι, συγκατοικούντες σύντροφοι, συνδεδεμένα νομικά πρόσωπα). Στην εξεταζόμενη όμως περίπτωση ο νόμος αξιώνει ένας, μόνον, να είναι ο μέτοχος που συγκεντρώνει το 95% και πλέον του μετοχικού κεφαλαίου.

    Θα πρέπει βέβαια να σημειωθεί πως αν αναφερόμαστε σε νομικό πρόσωπο (λ.χ. εταιρεία holding ή άλλης μορφής πολυμετοχικό σχήμα) η οποία διαθέτει το 95% και πλέον του μετοχικού κεφαλαίου ένας θα πρέπει να λογίζεται ο μέτοχος, ανεξάρτητα από τον αριθμό των μετόχων-εταίρων του. Αντίστοιχα, θα πρέπει να προσμετρήσουμε στις μετοχές που κατά κυριότητα ανήκουν σε συγκεκριμένο μέτοχο κι εκείνες που του έχουν μεταβιβασθεί με άλλο τρόπο (λ.χ. καταπιστευματικά).

    2.3 Προθεσμία

    Το δικαίωμα του πλειοψηφούντος μετόχου (του κατέχοντος ποσοστό 95% και πλέον  του μετοχικού κεφαλαίου) για την άσκηση του δικαιώματός του από τη συγκεκριμένη διάταξη, υπόκειται σε πενταετή αποσβεστική προθεσμία. Χρόνος έναρξης της συγκεκριμένης προθεσμίας είναι ο χρόνος απόκτησης ή, κατά περίπτωση, υπέρβασης του 95% του μετοχικού κεφαλαίου από τον μέτοχο πλειοψηφίας. Μετά την παρέλευση της συγκεκριμένης πενταετούς προθεσμίας, ο προαναφερθείς μέτοχος πλειοψηφίας ουδέν δικαιούται να πράξει για την εξαγορά των μετοχών των μειοψηφούντων μετόχων.

    Εκ περισσού σημειώνεται πως ο νόμος δεν επιβάλει στον πλειοψηφούντα μέτοχο τη γνωστοποίηση (του χρόνου έναρξης της συγκεκριμένης προθεσμίας, δηλ.) της απόκτησης ή υπέρβασης του ποσοστού του 95% του μετοχικού κεφαλαίου.

    2.4 Η δικαστική απόφαση και η σχετική πραγματογνωμοσύνη

    Το αίτημα του μετόχου πλειοψηφίας για την εξαγορά των μετοχών των μειοψηφούντων αξιολογείται από το αρμόδιο Δικαστήριο κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας (άρθρο 47 παρ. 2). Το τελευταίο είναι που θα κρίνει αν πληρούνται οι προϋποθέσεις που θέτει ο νόμος. Εφόσον η σχετική αίτηση γίνει αποδεκτή, το Δικαστήριο ορίζει το δίκαιο και εύλογο τίμημα (:αντάλλαγμα της εξαγοράς των μετοχών του μειοψηφούντος). Για τον προσδιορισμό του τιμήματος θα ληφθεί υπόψη, αυτονοήτως, η αξία της εταιρείας-συνολικά. Σχετικά με το θέμα αυτό ο αιτών μέτοχος πλειοψηφίας υποβάλλει στο δικαστήριο πραγματογνωμοσύνη που, κατά κανόνα,  διενεργείται (άρθρο 47 παρ. 2, σε συνδυασμό με το άρθρο 17 παρ. 3) από δύο ορκωτούς ελεγκτές-λογιστές ή μία ελεγκτική εταιρεία. Στους πραγματογνώμονες παρέχεται κάθε αναγκαίο οικονομικό στοιχείο από το Διοικητικό Συμβούλιο της Εταιρείας. Η συγκεκριμένη πραγματογνωμοσύνη όμως, παρ’ ότι από το νόμο υποχρεωτική η υποβολή της, δεν αναδεικνύεται ως δεσμευτική για το δικαστήριο.

    2.5 Η κατάθεση του ανταλλάγματος σε Πιστωτικό Ίδρυμα

    Μετά την έκδοση της δικαστικής απόφασης και την ενδεχόμενη αποδοχή της αίτησης του πλειοψηφούντος μετόχου, ο τελευταίος υποχρεούται να καταθέσει το αντάλλαγμα που ορίσθηκε ως αναλογούν σε Πιστωτικό Ίδρυμα υπέρ των μειοψηφούντων μετόχων. Η καταβολή προς τους τελευταίους θα λάβει χώρα ύστερα από επιβεβαίωση της νομιμοποίησής τους. Σε περίπτωση όμως που παρέλθει εξάμηνο από τον χρόνο της κατάθεσης στο Πιστωτικό Ίδρυμα, το τελευταίο διατηρεί το δικαίωμα να μεταφέρει στο Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων το μη αναληφθέν τμήμα του παρακατατεθέντος ποσού.

    2.6 Η Δημόσια Δήλωση

    Η άσκηση του δικαιώματος του μετόχου πλειοψηφίας για την εξαγορά των μετοχών των μειοψηφούντων μετόχων λαμβάνει χώρα με δημόσια δήλωσή του (στο ΓΕΜΗ). Η συγκεκριμένη δημόσια δήλωση, κατά βάση, περιλαμβάνει (άρθρο 47 παρ. 4):

    (α) Τα στοιχεία της εταιρείας και του πλειοψηφούντος μετόχου καθώς και το ποσοστό που τελευταίος κατέχει στην εταιρεία,

    (β) Τα στοιχεία και το περιεχόμενο της εκδοθείσας δικαστικής απόφασης της σχετικής με το θέμα της εξαγοράς.

    (γ) Τα στοιχεία του Πιστωτικού Ιδρύματος στο οποίο έχει γίνει η παρακατάθεση του ανταλλάγματος που ορίσθηκε από την εκδοθείσα δικαστική απόφαση καθώς και

    (δ) Τις τυχόν προϋποθέσεις για την ανάληψη του ανταλλάγματος από τους μετόχους μειοψηφίας.

    2.7 Η υποχρέωση του μετόχου πλειοψηφίας για δημόσια δήλωση ή ατομική ειδοποίηση των μετόχων μειοψηφίας.

    Η μεταβίβαση των μετοχών από τους μετόχους μειοψηφίας δεν χρειάζεται, στην περίπτωση αυτή, οποιαδήποτε σύμβαση. Η συγκεκριμένη μεταβίβαση ολοκληρώνεται με δύο, εναλλακτικά, τρόπους. Η επιλογή εναπόκειται στη διακριτική ευχέρεια του μετόχου πλειοψηφίας. Συγκεκριμένα:

    (α) Η προαναφερθείσα (υπό 2.6) δήλωση του μετόχου πλειοψηφίας υποβάλλεται σε δημοσιότητα (άρθρο 47 παρ. 4). Από την ημερομηνία της δημοσίευσης (στο ΓΕΜΗ) οι μετοχές περιέρχονται, αυτοδικαίως, στον μέτοχο πλειοψηφίας. Το μόνο δικαίωμα που διατηρεί ο μέτοχος μειοψηφίας από τις μετοχές του, μετά τη συγκεκριμένη δημοσίευση, είναι να αναλάβει το αντάλλαγμα για την εξαγορά τους-όπως αυτό προσδιορίστηκε από την εκδοθείσα δικαστική απόφαση.

    (β) Η δημοσιότητα της εν λόγω (υπό α) δήλωσης μπορεί να αντικατασταθεί από ατομικές γνωστοποιήσεις του μετόχου πλειοψηφίας προς έναν έκαστο των μετόχων μειοψηφίας (επιδιδόμενες, ασφαλέστερα, με δικαστικό επιμελητή). Η αυτοδίκαιη μεταβίβαση των μετοχών των τελευταίων λαμβάνει χώρα μετά τη δεύτερη ατομική γνωστοποίηση προς τον μέτοχο μειοψηφίας (η οποία δεν θα απέχει περισσότερες από δεκαπέντε ημέρες από την πρώτη). Απαιτείται όμως και τρίτη ατομική γνωστοποίηση προς τον μέτοχο μειοψηφίας με την επίκληση των στοιχείων των δύο πρώτων.

    2.8 Είναι δυνατή η καθυστέρηση της εκτέλεσης της απόφασης για την εξαγορά μετοχών μειοψηφίας;

    Με ρητή διάταξη του νόμου (άρθρο 47 παρ. 7) αποσαφηνίζεται πως δεν είναι δυνατή η καθυστέρηση της εκτέλεσης της απόφασης, η οποία κάνει αποδεκτή την αίτηση του μετόχου πλειοψηφίας. Τυχόν άσκηση ενδίκων μέσων, αιτήσεως ανάκλησης, μεταρρύθμισης ή τριτανακοπής δεν είναι δυνατό να δημιουργήσει κώλυμα ή χρονική υστέρηση στη μεταβίβαση των μετοχών στον πλειοψηφούντα με το αντάλλαγμα που ορίσθηκε για την εξαγορά.

     

    3. Εν κατακλείδι

    Μίλησε ήδη ο Πλάτωνας, κατά τα εισαγωγικώς αναφερόμενα, για το συμφέρον του ισχυρού και την προστασία που του επιφυλάσσει το δίκαιο. Δεν χρειάζεται και εδώ να επαναλάβω τη σχετική του θέση.

    Είναι αλήθεια πως η δυνατότητα που αναγνωρίζεται στον μέτοχο πλειοψηφίας (που διαθέτει ποσοστό τουλάχιστον 95% του μετοχικού κεφαλαίου της ανώνυμης εταιρείας) για την εξαγορά των μετοχών της εναπομένουσας μειοψηφίας κινείται, προεχόντως, προς την κατεύθυνση της εξυπηρέτησης των δικών συμφερόντων.

    Το πιθανότερο όμως είναι πως και τα δικαιώματα και αξιώσεις των μειοψηφούντων ικανοποιεί. Και τούτο γιατί παρέχει στους μειοψηφούντες αντάλλαγμα (κατά τεκμήριο δίκαιο) για μετοχές (α) με περιορισμένα δικαιώματα, (β) οι οποίες το πιθανότερο θα ήταν δυνατό να εκποιηθούν μόνον προς τον πλειοψηφούντα και ύστερα από δικαστικό εξαναγκασμό του-με έξοδα όμως των μειοψηφούντων.

    Η συγκεκριμένη διαδικασία θα πρέπει να αποδεχθούμε, ως πιθανότερη εκδοχή, πως θα έχει θετικά αποτελέσματα και για την ανώνυμη εταιρεία την οποία αφορά. Η αποκατάσταση της τυχόν διαρραγείσας ενότητας και ηρεμίας μεταξύ των μετόχων δεν είναι δυνατό να έχει αρνητικά αποτελέσματα στην επίτευξη του εταιρικού σκοπού.

    Ας μη έχουμε όμως ψευδαισθήσεις: η εμπειρία έχει δείξει πως η μειοψηφία αξιολογείται, κατά κανόνα, ως ενοχλητική. Δεν χρειάζονται μάλιστα συγκροτημένες ενέργειες από μέρους της για να εισέλθει στον χώρο της ενόχλησης. Η διατύπωση μιας διαφορετικής, έστω, άποψης θα ήταν αρκετή για να εισπράξει μια τέτοια αξιολόγηση από τον πλειοψηφούντα. Προς εκατονταετίας εξάλλου, στη Δίκη του ο Κάφκα διατύπωσε, ενδεχομένως με τρόπο ωμό, την πραγματικότητα «ο καθένας έχει το δικαίωμα να έχει τη δική του άποψη αρκεί να συμφωνεί με τη δική μου»:-λιγότερο ή περισσότερο αφορά τον καθένα μας.

    Με ασφάλεια λοιπόν μπορούμε να συμπεράνουμε πως η συγκεκριμένη διάταξη είναι μία από τις ασφαλείς οδούς που (κατά νόμο) δικαιούται ο μέτοχος πλειοψηφίας να βαδίσει για την απαλλαγή του από τους διαφορετική άποψη έχοντες αλλά και την εδραίωση της μονοκρατορίας του!

    stavros-koumentakis

    Σταύρος Κουμεντάκης
    Senior Partner

    Υ.Γ. Συνοπτική έκδοση αυτού του άρθρου δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ, στις 19 Μαΐου 2019.

    εξαγορά μετοχών μειοψηφίας

  • Μειοψηφούντες Μέτοχοι: Η Αξίωση Εξαγοράς Των Μετοχών Τους Από Τον Μέτοχο Πλειοψηφίας

    Μειοψηφούντες Μέτοχοι: Η Αξίωση Εξαγοράς Των Μετοχών Τους Από Τον Μέτοχο Πλειοψηφίας

    Μειοψηφούντες μέτοχοι.

    Μέρος Β΄: Η αξίωση εξαγοράς των μετοχών τους από τον Μέτοχο Πλειοψηφίας

    1. Προοίμιο

    Σε μια ευνομούμενη πολιτεία αυτονόητη μοιάζει η αρχή της ελευθερίας των συμβάσεων. Στη χώρα μας τη συναντούμε στη διάταξη του άρθρου 361 ΑΚ (: «Για τη σύσταση η αλλοίωση ενοχής με δικαιοπραξία απαιτείται σύμβαση, εφόσον ο νόμος δεν ορίζει διαφορετικά»). Η συγκεκριμένη αρχή βάση της έχει τη διάταξη του άρθρου 5 παρ. 1 του Συντάγματος, η οποία αναφέρεται, μεταξύ των άλλων, στην οικονομική ελευθερία.

    Επιμέρους στοιχεία της αρχής της ελευθερίας των συμβάσεων είναι η ελευθερία της σύναψης (ή μη) σύμβασης καθώς και (σε καταφατική περίπτωση) επιλογής του αντισυμβαλλομένου και του περιεχομένου της.

    Στη βάση της συγκεκριμένης αρχής ουδείς υποχρεούται να συνάψει οποιαδήποτε σύμβαση (πολύ περισσότερο με συγκεκριμένο περιεχόμενο) εκτός κι αν ο νόμος «ορίζει διαφορετικά».

    Στο πλαίσιο της Ανώνυμης Εταιρείας, αντίστοιχα, ουδείς υποχρεούται να αγοράσει τις μετοχές του μειοψηφούντος μετόχου. Όταν μάλιστα το ποσοστό του τελευταίου είναι ελάχιστο και δεν έχει οποιαδήποτε αξία στον σχηματισμό της πολυπόθητης πλειοψηφίας, το περισσότερο πιθανό είναι και πως κανένας θα ενδιαφέρεται (ή θα κάνει πως δεν ενδιαφέρεται) να τις αγοράσει.

    Ανάμεσα στα άλλα που είχε πει ο τεράστιος (αμερικανός ηθοποιός και σκηνοθέτης) Κλιντ Ήστγουντ είναι: «αν θέλεις εγγύηση αγόρασε μια τοστιέρα». Αν ο μέτοχος μειοψηφίας καταλήξει πως η επένδυσή του δεν είναι προσοδοφόρα ή, πολύ περισσότερο, προβληματική για τον ίδιο δεν μπορεί να την επιστρέψει: οι μετοχές δεν είναι τοστιέρες. Οι μετοχές δεν καλύπτονται από τις εγγυήσεις που αναφέρονται στις τοστιέρες.

    Ένα πρώτο συμπέρασμα θα μπορούσε λοιπόν να είναι πως, κατ’ αρχήν, δεν μπορεί να υποχρεωθεί κάποιος να αποκτήσει τις μετοχές του μετόχου μειοψηφίας゙ εκτός κι αν πληρούνται συγκεκριμένες προϋποθέσεις…

    Αναφερθήκαμε ήδη στην (καλυπτόμενη από το νόμο) αξίωση του μετόχου μειοψηφίας να εξαγοράσει η εταιρεία τις μετοχές του καθώς και στις σχετικές προϋποθέσεις και διαδικασία (διαβάστε στο σχετικό άρθρο). Στην προκειμένη περίπτωση θα μας απασχολήσει η (δυνητική) αξίωση του μειοψηφούντος για την εξαγορά των μετοχών του από τον μέτοχο πλειοψηφίας.

     

    2. Το δικαίωμα της μειοψηφίας για την εξαγορά των μετοχών της από τον μέτοχο πλειοψηφίας

    Η προϋπόθεση της μη υπέρβασης του 5% του μετοχικού κεφαλαίου

    Στις περιπτώσεις των μη εισηγμένων εταιρειών (καθώς για τις εισηγμένες ισχύουν, κατά βάση, οι ρυθμίσεις για τη δημόσια πρόταση αγοράς κινητών αξιών και επικουρικά εκείνες του νόμου για τις ανώνυμες εταιρείες) η πρώτη, καθοριστική, προϋπόθεση  αναφέρεται στο ποσοστό του μετοχικού κεφαλαίου του μειοψηφούντος μετόχου. Η ρύθμιση του νόμου για τις Α.Ε. (άρθρο 45 παρ. 1 ν. 4548/2018) αναφέρεται σ’ εκείνους από τους μετόχους που συγκεντρώνουν συνολικά, και κατ’ ανώτατο όριο, ποσοστό 5% του μετοχικού κεφαλαίου. Εκ περισσού διευκρινίζεται πως το ποσοστό του μειοψηφούντος μετόχου λογίζεται με βάση την ονομαστική αξία των μετοχών του σε σχέση με εκείνη του (συνολικού) μετοχικού κεφαλαίου. Δεν έχει σημασία αν κάποιος μέτοχος διαθέτει το 5% ή λιγότερο των κοινών ή προνομιούχων μετοχών καθώς καθοριστικό στοιχείο αναδεικνύεται η ποσοστιαία συμμετοχή στο μετοχικό κεφάλαιο της εταιρείας.

    Περαιτέρω: οι μειοψηφούντες μέτοχοι που διαθέτουν μετοχές που αντιστοιχούν σε ποσοστό μεγαλύτερο από το 5% του μετοχικού κεφαλαίου, δεν δικαιούνται να αξιώσουν την μεταβίβαση των μετοχών τους σε οποιονδήποτε μέτοχο. Ουδεκάν μετοχές τους που αντιστοιχούν στο 5%.

    Η συγκεκριμένη ρύθμιση μοιάζει λογική. Η συντριπτική πλειονότητα των δικαιωμάτων μειοψηφίας που αναγνωρίζει ο νόμος για τις ανώνυμες εταιρείες αναφέρεται σε μετόχους που διαθέτουν ποσοστό μεγαλύτερο από το 5% του μετοχικού κεφαλαίου. Όταν δεν το διαθέτει, η δυνατότητα προστασίας του μοιάζει, και είναι, εξαιρετικά περιορισμένη.

    Η προϋπόθεση της συγκέντρωσης (άμεσα και έμμεσα) του 95% σε έναν (;) μέτοχο.

    Η υποχρέωση της απόκτησης των μετοχών του μειοψηφούντος μετόχου βαρύνει, σε ένα πρώτο επίπεδο, το μέτοχο που έχει συγκεντρώσει ποσοστό 95% και πλέον-μετά τη σύσταση της ανώνυμης εταιρείας. Η περίπτωση όμως που ο μειοψηφών μέτοχος εξ αρχής (κατά την ίδρυση, δηλ., της εταιρείας) αποδέχθηκε την κατοχή ποσοστού μικρότερου από 5%, παραπέμπει σε συνειδητή επιλογή του και αποδοχή της μειωμένης προστασίας του από το νόμο. Στο ενδεχόμενο αυτό ο νομοθέτης δεν έχει επιλέξει να επιβάλλει στον πλειοψηφούντα την υποχρέωση εξαγοράς των μετοχών του μειοψηφούντος.

    Αξιοσημείωτο όμως είναι πως για τον υπολογισμό της υπέρβασης ή μη του ποσοστού του 95% από τον μέτοχο πλειοψηφίας προσμετρώνται, εκτός από τις δικές του ψήφους, κι εκείνες νομικών ή φυσικών προσώπων που συνδέονται με τον συγκεκριμένο (πλειοψηφούντα) μέτοχο.  Τα νομικά πρόσωπα (επιχειρήσεις) των οποίων οι μετοχές προσμετρώνται σ’ εκείνες του μετόχου πλειοψηφίας προκύπτουν από παραπομπή που γίνεται στη διάταξη του άρθρου 32 ν. 4308/2014. Οι προσμετρώμενες μετοχές φυσικών προσώπων είναι εκείνες που ανήκουν στα στενά μέλη της οικογένειας (του μετόχου πλειοψηφίας) όπως αυτά προσδιορίζονται στο Παράρτημα Α΄ του ίδιου νόμου. Ειδικότερα:

    Όσον αφορά τα συνδεδεμένα νομικά πρόσωπα η διάταξη του άρθρου 32 ν. 4308/2014 είναι εξαντλητικώς λεπτομερής. Προφανώς παρέλκει, εν προκειμένω, η εξαντλητική αναφορά, ερμηνεία και εξειδίκευση. Ένας γενικός κανόνας όμως που θα ήταν χρήσιμο (στο πλαίσιο του παρόντος)  να έχουμε κατά νου, συμπεριλαμβάνει μητρικές και θυγατρικές εταιρείες του μετόχου πλειοψηφίας (ή συνδεδεμένες με τον μέτοχο πλειοψηφίας). Επίσης, νομικά πρόσωπα που επιλέγουν ή υποχρεώνονται από τη νομοθεσία να συντάσσουν ενοποιημένες χρηματοοικονομικές καταστάσεις με τον μέτοχο πλειοψηφίας (ή συνδεδεμένα με τον μέτοχο πλειοψηφίας).

    Όσον αφορά τα φυσικά πρόσωπα-στενά μέλη της οικογένειας του μετόχου πλειοψηφίας, των οποίων οι μετοχές προσμετρώνται σ’ εκείνες του τελευταίου, μας καθοδηγεί το Παράρτημα Α του ν. 4308/2014. Σύμφωνα με τη συγκεκριμένη ρύθμιση στενό μέλος της οικογένειας ενός προσώπου (στην προκειμένη περίπτωση του μετόχου πλειοψηφίας) είναι οι ανιόντες, οι κατιόντες, οι σύζυγοι και οι συγκατοικούντες σύντροφοι.

    Προθεσμία

    Το δικαίωμα του μετόχου μειοψηφίας (του κατέχοντος ποσοστό έως 5%) του μετοχικού κεφαλαίου) για την άσκηση του δικαιώματός του υπόκειται σε πενταετή αποσβεστική προθεσμία. Χρόνος έναρξης της συγκεκριμένης προθεσμίας είναι ο χρόνος απόκτησης ή, κατά περίπτωση, υπέρβασης του 95% του μετοχικού κεφαλαίου από τον μέτοχο πλειοψηφίας και τα συνδεδεμένα με αυτόν φυσικά και νομικά πρόσωπα. Μετά την παρέλευση της συγκεκριμένης πενταετούς προθεσμίας, ο προαναφερθείς μέτοχος μειοψηφίας δεν δικαιούται να ασκήσει το δικαίωμά του για την εξαγορά των μετοχών του από τον μέτοχο του 95+% του μετοχικού κεφαλαίου.

    Ο υποχρεούμενος σε εξαγορά μέτοχος

    Η διάταξη του άρθρου 45 ν. 4548/2019 αναφέρεται σε υποχρέωση του μετόχου πλειοψηφίας να προβεί σε εξαγορά των μετοχών του μετόχου που συγκεντρώνει, κατ’ ανώτατο όριο, το 5% του μετοχικού κεφαλαίου. Αναφέρθηκε ήδη η περίπτωση όπου στο ποσοστό του πλειοψηφούντος μετόχου προσμετρώνται (για την συμπλήρωση ή υπέρβαση του 95%) ποσοστά συνδεδεμένων επιχειρήσεων ή στενών μελών της οικογένειάς του. Στην περίπτωση αυτή, θα πρέπει να αποδεχθούμε ως αναγκαίο να υποχρεωθούν τα συγκεκριμένα νομικά και φυσικά πρόσωπα να αποκτήσουν, κατά την αναλογία της συμμετοχής τους στο μετοχικό κεφάλαιο, τις μετοχές του μειοψηφούντος. Αντίστοιχα βέβαια και να καταβάλουν το τίμημα που θα προσδιοριστεί από το αρμόδιο Δικαστήριο. Η συγκεκριμένη αντιμετώπιση μοιάζει αναγκαία καθώς, σε αντίθετη περίπτωση, η εξαγορά των μετοχών του μειοψηφούντος μετόχου θα διατάρασσε, ανεπίτρεπτα, τις υφιστάμενες μετοχικές ισορροπίες.

    Η δικαστική απόφαση για την αξίωση εξαγοράς μετοχών

    Το αίτημα του μετόχου μειοψηφίας για την εξαγορά των μετοχών του από τον πλειοψηφούντα μέτοχο αξιολογείται από το αρμόδιο Δικαστήριο (άρθρο 46 παρ. 2 σε συνδυασμό με τη διάταξη του άρθρου 45 παρ. 4). Το τελευταίο είναι που θα κρίνει αν πληρούνται οι προϋποθέσεις που θέτει ο νόμος. Εφόσον η σχετική αγωγή γίνει αποδεκτή, το Δικαστήριο ορίζει το δίκαιο και εύλογο τίμημα (:αντάλλαγμα της εξαγοράς των μετοχών του μειοψηφούντος) καθώς και τους όρους της καταβολής του. Για τον προσδιορισμό του τιμήματος λαμβάνεται υπόψη η αξία της εταιρείας. Λογικά αναμενόμενο (κι όχι μόνο νομικά επιτρεπτό)  είναι στην περίπτωση αυτή να ζητηθεί σχετική πραγματογνωμοσύνη η οποία διενεργείται, κατά κανόνα, από δύο ορκωτούς ελεγκτές-λογιστές ή μία ελεγκτική εταιρεία. Η πραγματογνωμοσύνη αυτή εξάλλου είναι που θα αξιολογήσει και την εκατέρωθεν, σχετική, επιχειρηματολογία.

     

    Εν κατακλείδι

    Η προστασία του μετόχου μειοψηφίας που δεν συγκεντρώνει ποσοστό 5% του μετοχικού κεφαλαίου, είναι εξαιρετικά περιορισμένη με βάση τις προβλέψεις του νόμου. Ως αντιστάθμισμα (και κατ’ απόκλιση της συνταγματικά κατοχυρωμένης οικονομικής ελευθερίας αλλά και της αρχής της ελευθερίας των συμβάσεων) του αναγνωρίζεται η δυνατότητα να αξιώσει τη μεταβίβαση των μετοχών του στον μέτοχο εκείνο που διαθέτει ποσοστό 95%, και πλέον, του μετοχικού κεφαλαίου.

    Ο νόμος δεν επιβάλει στον μέτοχο της ανώνυμης εταιρείας τη γνωστοποίηση της απόκτησης ή υπέρβασης του ποσοστού του 95% του μετοχικού κεφαλαίου ούτε και τη συγκέντρωση του συγκεκριμένου ποσοστού μέσω συνδεδεμένων φυσικών και νομικών προσώπων. Απαιτείται, κατά τούτο, εγρήγορση του μετόχου μειοψηφίας για την αξιοποίηση των δικαιωμάτων που του παρέχει ο νόμος. Ο κίνδυνος που διατρέχει, σε διαφορετική περίπτωση, είναι διπλός: αφενός μεν να απωλέσει οριστικά την ευκαιρία να επιβάλει την εξαγορά των μετοχών του στον μέτοχο πλειοψηφίας αφετέρου δε να μην επιτύχει ένα ικανοποιητικό τίμημα για τη μεταβίβασή τους.

    Ο μέτοχος πλειοψηφίας, από την άλλη πλευρά, έχει κάθε λόγο να επιδιώξει να κινηθεί εκτός των ορίων της επίμαχης ρύθμισης στην περίπτωση της απόκτησης μετοχών και υπέρβασης της «βάσης» του 95% του μετοχικού κεφαλαίου. Στην περίπτωση που το επιτύχει θα είναι σε θέση να επιβάλει όρους επαχθείς στον μέτοχο μειοψηφίας. Η σχετική διαπραγμάτευση θα μπορούσε να ξεκινά με την υπενθύμιση της εισαγωγικά αναφερθείσας ρήσης του Κλιντ Ήστγουντ…

    stavros-koumentakis

    Σταύρος Κουμεντάκης
    Senior Partner

    Υ.Γ. Συνοπτική έκδοση αυτού του άρθρου δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ, στις 12 Μαΐου 2019.

  • Μειοψηφούντες Μέτοχοι: Η Αξίωση Εξαγοράς Των Μετοχών Τους Από Την Εταιρεία

    Μειοψηφούντες Μέτοχοι: Η Αξίωση Εξαγοράς Των Μετοχών Τους Από Την Εταιρεία

    Μειοψηφούντες μέτοχοι.

    Μέρος Α΄: Η αξίωση εξαγοράς των μετοχών τους από την Ανώνυμη Εταιρεία.

    Η ύπαρξη και άσκηση των δικαιωμάτων της μειοψηφίας -όπως αυτά περιγράφηκαν σε προγενέστερη αρθρογραφία – “Η μειοψηφία και τα δικαιώματά της στην Ανώνυμη Εταιρεία” και “Τα δικαιώματα μειοψηφίας στην Α.Ε.: ο έκτακτος έλεγχος“- δεν είναι πάντα αρκετές για την επίτευξη της αναγκαίας ισορροπίας στις σχέσεις της (της μειοψηφίας) με την εταιρεία. Ούτε και, εν τέλει, μέσα στην ίδια την εταιρεία.

    Κάποιες φορές το «διαζύγιο» μοιάζει αναγκαίο…

    Οι πλειοψηφούντες μέτοχοι ασκώντας το δικαίωμα ψήφου δικαιούνται (και ορθά) να λαμβάνουν αποφάσεις κρίσιμες για το μέλλον της εταιρείας. Κρίσιμες, κατά λογική ακολουθία, και για το μέλλον των μειοψηφούντων. Κάποιες φορές μάλιστα και δυνητικά βλαπτικές για τους τελευταίους.

    Ποιες είναι αυτές οι δυνητικά βλαπτικές αποφάσεις; Και, σε περίπτωση λήψης τους, οι μέτοχοι της μειοψηφίας παραμένουν, άραγε, απροστάτευτοι; Και υπό ποιες προϋποθέσεις θα ήταν δυνατό να εκδοθεί «διαζευκτήριο» ανάμεσα στην εταιρεία και τους μετόχους μειοψηφίας;

    Κατά τον Άγγλο ηθοποιό Κάρι Γκράντ: «το διαζύγιο είναι ένα παιχνίδι που παίζεται από δικηγόρους». Και από το συγκεκριμένο «διαζύγιο» δεν θα ήταν δυνατό να λείψουν…

     

    Αιτίες για την αξίωση εξαγοράς μετοχών

    Είναι δεδομένο πως στο πλαίσιο του δημοκρατίας (και του δικαίου της Ανώνυμης Εταιρείας) οι πλειοψηφούντες είναι εκείνοι που λαμβάνουν τις αποφάσεις. Κάποιες φορές όμως  οι ίδιες αυτές αποφάσεις θα ήταν δυνατό να αξιολογηθεί πως καθιστούν «κατά τρόπο προφανή, ιδιαίτερα ασύμφορη» την παραμονή των μετόχων μειοψηφίας στην εταιρεία (άρθρο 45 παρ. 1, εδ. α ν. 4548/2019). Η αξιολόγηση βέβαια αυτή ανήκει, κατ’ αρχάς, στους ίδιους του μετόχους μειοψηφίας. Οι τελευταίοι θα ασκήσουν τα εκ του νόμου δικαιώματά τους στην περίπτωση που υιοθετήσουν τη συγκεκριμένη θέση.

    Ο νόμος  για τις ΑΕ (άρθρο 45 παρ. 2) αναγνωρίζει ως δυνητικά βλαπτικές για τους μετόχους μειοψηφίας αποφάσεις που αφορούν: (α) τη μεταφορά της έδρας της εταιρείας σε άλλο κράτος, (β) την εισαγωγή περιορισμών στη μεταβίβαση μετοχών, (γ) την αλλαγή εταιρικού σκοπού και, τέλος, (δ) κάθε άλλο γεγονός το οποίο, κατά το καταστατικό της εταιρείας, ενεργοποιεί αντίστοιχα δικαιώματα των συγκεκριμένων μετόχων. Στην τελευταία, όμως, περίπτωση είναι αναγκαίο να προβλέπεται προθεσμία για την άσκησή τους.

     

    Η «διέξοδος» των μετόχων μειοψηφίας και οι σχετικές προϋποθέσεις για την αξίωση εξαγοράς μετοχών

    Σε περίπτωση που λάβει χώρα κάποιο από τα προαναφερθέντα γεγονότα, ο νόμος παρέχει (σημαντική) προστασία στους μετόχους μειοψηφίας: τους αναγνωρίζεται το δικαίωμα να προσφύγουν στο αρμόδιο Δικαστήριο ζητώντας την εξαγορά των μετοχών τους από την εταιρεία (άρθρο 45 παρ. 1: «δικαιωματική εξαγορά»-διεθνώς γνωστή με τον αγγλοσαξωνικό όρο sell out). Επιβάλλει όμως διπλή προϋπόθεση στους προσφεύγοντες (και διεκδικούντες την προστασία τους) μετόχους: Αφενός μεν την παράστασή τους στη Γενική Συνέλευση που έλαβε τις επίμαχες αποφάσεις αφετέρου δε τη σχετική εναντίωσή τους. Ενδεχόμενη απουσία τους από την κρίσιμη Γενική Συνέλευση, υπερψήφιση της σχετικής απόφασης ή αποχή κατά την ψηφοφορία, τους αφαιρεί το προαναφερθέν δικαίωμα (να προσφύγουν δηλαδή στο Δικαστήριο ζητώντας την εξαγορά των μετοχών τους). Στην περίπτωση πάντως που καταστατική πρόβλεψη αναφέρεται σε γεγονός που δεν συναρτάται με λήψη απόφασης Γενικής Συνέλευσης, η εν λόγω (διπλή) προϋπόθεση δεν υφίσταται.

    Η προθεσμία εντός της οποίας θα πρέπει να «κινηθεί»-να ασκήσει δηλ. την αγωγή και το σχετικό δικαίωμά του ο (βλαπτόμενος) μέτοχος μειοψηφίας είναι τρεις μήνες από την ολοκλήρωση της τροποποίησης του καταστατικού. Η προθεσμία αυτή ισχύει στις περιπτώσεις της μεταφοράς της έδρας της εταιρείας σε άλλο κράτος, της εισαγωγής περιορισμών στη μεταβίβαση μετοχών και την αλλαγή του εταιρικού σκοπού. Στις λοιπές περιπτώσεις που τυχόν προβλέπονται από το καταστατικό ισχύουν οι σ’ αυτό αναφερόμενες προθεσμίες.

     

    Η περίπτωση της εισαγωγής περιορισμών στη μεταβίβαση των μετοχών

    Το εταιρικό συμφέρον επιτάσσει τη διασφάλιση της συνέχειας της εταιρείας. Κι αυτή συναρτάται, κάποιες φορές σε σημαντικό βαθμό, από τη μετοχική της σύνθεση. Η εισαγωγή περιορισμών στη μεταβίβαση των μετοχών κάποιες φορές αποδεικνύεται καθοριστικής σημασίας (διαβάστε το άρθρο για τις Δεσμευμένες μετοχές). Οι σχετικές προβλέψεις στο καταστατικό κατά την ίδρυση της εταιρείας μοιάζει να αποτελούν στοιχείο «εκ των ων ου άνευ» για τη διασφάλιση των σχέσεων μεταξύ των μετόχων και την ευόδωση του εταιρικού σκοπού.

    Στη συντριπτική πλειονότητα των περιπτώσεων δεν προβλέπονται, δυστυχώς, τέτοιοι καταστατικοί περιορισμοί κατά την ίδρυση της εταιρείας. Όταν εκ των υστέρων διαπιστωθεί η σχετική ανάγκη, οι μέτοχοι πλειοψηφίας είναι, πράγματι, δυνατό να επιβάλλουν την αναγκαία καταστατική τροποποίηση. Στους μετόχους όμως μειοψηφίας αναγνωρίζεται τότε (εύλογα) το δικαίωμα να ζητήσουν την εξαγορά των μετοχών τους και, εν τέλει, την έξοδό τους από την εταιρεία. Στο δικαστήριο εναπόκειται να αποφασίσει για το εύλογο του αιτήματος των μετόχων μειοψηφίας και, ιδίως, «αν η παραμονή τους σ’ αυτήν καθίσταται, κατά τρόπο προφανή, ιδιαίτερα ασύμφορη». Με άλλα λόγια: ήσσονος σημασίας περιορισμοί στη μεταβίβαση των μετοχών δεν θα ήταν δυνατό να δικαιολογήσουν την ικανοποίηση του αιτήματος των μετόχων μειοψηφίας.

    Για τις περιπτώσεις όμως που από την ίδρυση της εταιρείας έχουν προβλεφθεί οι αναγκαίοι περιορισμοί στη μεταβίβαση των μετοχών ούτε λόγος να γίνεται για αντίστοιχα δικαιώματα των μετόχων μειοψηφίας.

     

    Η περίπτωση της τροποποίησης του εταιρικού σκοπού

    Αντίστοιχη αξιολόγηση βέβαια θα κάνει το Δικαστήριο και στην περίπτωση που ο αιτών μέτοχος μειοψηφίας παραπονείται (και ασκεί τα σχετικά του δικαιώματα) εξ αιτίας τροποποίησης του εταιρικού σκοπού. Εύλογα θα θεωρούνταν ιδιαίτερα ασύμφορη για τον αιτούντα η μετατροπή, λ.χ., μιας εταιρείας holding σε εταιρεία παραγωγής CDs. Αντίθετα δεν θα ήταν δυνατή η (σοβαρή) υποστήριξη από τον μέτοχο μειοψηφίας αιτήματος εξαγοράς των μετοχών του από μια (ανώδυνη) επέκταση των εταιρικών δραστηριοτήτων.

     

    Η δικαστική απόφαση για την αξίωση εξαγοράς μετοχών

    Το αίτημα του μετόχου μειοψηφίας για την εξαγορά των μετοχών του από την εταιρεία αξιολογείται από το αρμόδιο Δικαστήριο (άρθρο 45 παρ. 4). Το τελευταίο είναι που θα κρίνει αν πληρούνται οι προϋποθέσεις που θέτει ο νόμος αλλά και την ουσιαστική βασιμότητα της σχετικής επιχειρηματολογίας του αιτούντος. Εφόσον η σχετική αγωγή γίνει αποδεκτή, το Δικαστήριο ορίζει το δίκαιο και εύλογο τίμημα (:αντάλλαγμα της εξαγοράς των μετοχών του μειοψηφούντος) καθώς και τους όρους της καταβολής του. Για τον προσδιορισμό του τιμήματος λαμβάνεται υπόψη η αξία της εταιρείας. Λογικά αναμενόμενο (κι όχι μόνο νομικά επιτρεπτό)  είναι στην περίπτωση αυτή να ζητηθεί σχετική πραγματογνωμοσύνη η οποία διενεργείται, κατά κανόνα, από δύο ορκωτούς ελεγκτές-λογιστές ή μία ελεγκτική εταιρεία. Η πραγματογνωμοσύνη αυτή εξάλλου είναι που θα αξιολογήσει και την εκατέρωθεν επιχειρηματολογία.

    Η δικαστική απόφαση είναι πάντοτε δεσμευτική για την εταιρεία (άρθρο 45 παρ. 5). Για την περίπτωση της υπαίτιας μη συμμόρφωσής της εντός της προθεσμίας που θα ταχθεί από τη δικαστική απόφαση είναι δυνατό να διαταχθεί η λύση της.

    Εντούτοις η δικαστική απόφαση δεν είναι υποχρεωτικά δεσμευτική για τον αιτούντα μέτοχο. Εφόσον το τίμημα το οποίο θα προσδιορίσει η δικαστική απόφαση δεν αξιολογηθεί (από τον αιτούντα) ως ικανοποιητικό, δικαιούται να αρνηθεί την ολοκλήρωση της σχετικής διαδικασίας (:μεταβίβασης των μετοχών του στην εταιρεία). Στην περίπτωση αυτή βέβαια επιβαρύνεται με τα έξοδα της σχετικής δίκης.

     

    Εν κατακλείδι

    Η συνύπαρξη στη ζωή δεν είναι πάντα εύκολη-ενδεχομένως κάποτε και μη ανεκτή. Αντίστοιχα και στις επιχειρήσεις-πολύ περισσότερο όταν διακυβεύονται ιδιαίτερα σημαντικά (κάποιες φορές) οικονομικά συμφέροντα. Ο νόμος αναγνωρίζει στο μέτοχο μειοψηφίας το δικαίωμα να ζητήσει τη «διάζευξη» καθώς και την «αποζημίωσή» του από την εταιρεία όταν συντρέξουν κάποιες σημαντικές προϋποθέσεις. Είναι, πάντως, ιδιαίτερα σημαντικό να τονισθεί πως η σημασία του καταστατικού αναδεικνύεται, για μια ακόμα φορά, ως ξεχωριστή. Οι σχετικές προβλέψεις του είτε θα πρέπει να λαμβάνουν χώρα εγκαίρως (δηλ. κατά την ίδρυση της εταιρείας) είτε με τρόπο που δεν θίγονται οι μέτοχοι μειοψηφίας (εκτός κι αν το ζητούμενο είναι, ακριβώς, να θιγούν τα δικαιώματά τους)…

    Ουδεμία αμφιβολία χωρεί πως οι συγκεκριμένες νομοθετικές ρυθμίσεις αποτελούν μέσο προστασίας των μετόχων μειοψηφίας. Καθώς όμως (και) το συγκεκριμένο διαζύγιο, όπως ήδη αναφέρθηκε, «είναι ένα παιχνίδι που παίζεται από δικηγόρους», είναι ενδεχόμενο να καταστεί όπλο, σημαντικό, στα χέρια της πλειοψηφίας.

    Ιδιαίτερη προσοχή, επομένως, τόσο στο καταστατικό όσο και στους δικηγόρους…

    stavros-koumentakis

    Σταύρος Κουμεντάκης
    Senior Partner

    Υ.Γ. Συνοπτική έκδοση αυτού του άρθρου δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ, στις 5 Μαΐου 2019.

  • Ημερίδα για το νέο νόμο για τις Α.Ε. στο Money Show 2019

    Ημερίδα για το νέο νόμο για τις Α.Ε. στο Money Show 2019

    [vc_row][vc_column][vc_column_text] Το Σάββατο 13 Απριλίου πραγματοποιήθηκε στο ξενοδοχείο Hyatt, στο πλαίσιο του 30ου Money Show, ημερίδα με θέμα “Οι οικογενειακές επιχειρήσεις στο νέο επιχειρηματικό περιβάλλον“. Η ημερίδα συνδιοργανώθηκε από την Capital Markets Experts, το Ινστιτούτο Συνδέσμου Ελλήνων Οικονομικών Διευθυντών και την δικηγορική εταιρεία ΚΟΥΜΕΝΤΑΚΗΣ & ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ.

    Σε μια κατάμεστη αίθουσα οι ενδιαφερόμενοι είχαν την ευκαιρία να ακούσουν ομιλίες σε τρεις διαφορετικούς άξονες. Πιο συγκεκριμένα, ο Πρόεδρος του ΣΕΟΔΙ αναφέρθηκε στον ρόλο του Οικουμενικού Διευθυντή στο πλαίσιο μιας οικογενειακής επιχείρησης, ο κύριος Βασίλειος Μάργαρης, ιδρυτής και εντεταλμένος Σύμβουλος της Capital Markets Experts αναφέρθηκε στην αναγκαιότητα εισόδου μιας οικογενειακής επιχείρησης στο Χρηματιστήριο, ενώ τέλος ο κ. Σταύρος Κουμεντάκης, Senior Partner της ΚΟΥΜΕΝΤΑΚΗΣ & ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ παρουσίασε συνοπτικά το νέο νόμο για τις Ανώνυμες Εταιρείες και αναφέρθηκε στην εφαρμογή του στις οικογενειακές επιχειρήσεις.

    Ο Σταύρος Κουμεντάκης ανέδειξε τις πολλαπλές επιχειρηματικές ευκαιρίες που συνιστούν οι αλλαγές τις οποίες φέρνει ο νέος νόμος για τις Ανώνυμες Εταιρείες και σημείωσε πως ο Νόμος 4548/2018, ο οποίος έχει αρχίσει να εφαρμόζεται ήδη, προσφέρει πολλαπλά οφέλη στα οποία πρέπει να εστιάσουμε. Στον σχετικό ΔΕΚΑΛΟΓΟ, ο κύριος Κουμεντάκης τόνισε πως ο νέος νόμος για τις Ανώνυμες Εταιρείες προσφέρει ευχέρειες για:
    (1) Γρήγορο & οικονομικό ξεκίνημα,
    (2) Προσέλκυση & διατήρηση στελεχών,
    (3) Μείωση κόστους,
    (4) Προσέλκυση επενδυτικών κεφαλαίων,
    (5) Διάφορους τρόπους άντλησης ρευστότητας,
    (6) Δυνατότητα διαχείρισης των μικρομετόχων,
    (7) Αξιοποίηση τεχνολογίας,
    (8) Δυνατότητες για την προετοιμασία της διαδοχής,
    (9) Προστασία επένδυσης και
    (10) Προστασία προσώπων.

    Όπως χαρακτηριστικά ανέφερε ο κύριος Κουμεντάκης: «Ο νέος νόμος είναι μια σημαντική ευκαιρία για να γνωρίσουμε καλύτερα τη λειτουργία της Ανώνυμης Εταιρείας μας. Με την σωστή καθοδήγηση και την εφαρμογή του νέου νόμου, μπορούμε να εξασφαλίσουμε καλύτερη προστασία των ιδρυτών, των μετόχων και της επένδυσης, να επανασχεδιάσουμε σε πιο σωστές βάσεις και να περιορίσουμε το κόστος λειτουργίας. Μπορούμε επίσης να προσελκύσουμε νέα και να διατηρήσουμε τα πλέον ικανά στελέχη, να δημιουργήσουμε τις προϋποθέσεις για πρόσβαση σε φθηνά κεφάλαια και να αξιοποιήσουμε τη σύγχρονη τεχνολογία, ενώ τέλος, έχουμε την δυνατότητα να προετοιμάσουμε καλύτερα την επόμενη ημέρα της επιχείρησής μας».

    Στην σχετική παρουσίαση και σε ενημερωτικό video περιγράφηκαν συνοπτικά οι πιο σημαντικές από τις αλλαγές και δόθηκε ιδιαίτερη έμφαση στην ανάγκη ενημέρωσης των επιχειρηματιών, οι οποίοι πρέπει να κατανοήσουν το νέο νόμο και να διασφαλίσουν ότι η γνώση αυτή υπάρχει στα στελέχη και στους στενούς συνεργάτες τους. Τέλος, αναδείχθηκε η επιτακτική αναγκαιότητα άμεσης προσαρμογής των καταστατικών όχι μόνο ως συμμόρφωση στο νέο νόμο αλλά, ιδίως, για την κάλυψη των αναγκών καθενός επιχειρηματία και καθεμιάς επιχείρησης, ώστε να καλυφθούν επαρκώς οι παρούσες και μελλοντικές απαιτήσεις-ιδίως εκείνες που αναφέρονται στην ασφαλή αναπτυξιακή τους πορεία.

    [/vc_column_text][/vc_column][/vc_row][vc_row][vc_column][vc_text_separator title=”Gallery” border_width=”3″][/vc_column][/vc_row][vc_row][vc_column][vc_images_carousel images=”37166,37164,37162,37160″ img_size=”full” speed=”6000″ slides_per_view=”5″ hide_pagination_control=”yes”][/vc_column][/vc_row]

  • Τα δικαιώματα μειοψηφίας στην Ανώνυμη Εταιρεία: ο έκτακτος έλεγχος

    Τα δικαιώματα μειοψηφίας στην Ανώνυμη Εταιρεία: ο έκτακτος έλεγχος

    Η μειοψηφία και τα δικαιώματά της στην Ανώνυμη Εταιρεία: εσωτερικός εχθρός ή παράγοντας υγείας;

    Μέρος Β’- Ο έκτακτος έλεγχος

    Κατά τον Σόλωνα τον Αθηναίο: «Η καλύτερη διακυβέρνηση είναι εκείνη όπου ο λαός υπακούει στους άρχοντες και οι άρχοντες στους νόμους». Στο διάβα βέβαια της ιστορίας αποδείχθηκε πως καθένας που κυβερνά ενστερνίζεται (εμφανώς ή, έστω, κατά βάθος) τη ρήση του Λουδοβίκου ΙΔ’ «L’ etat c’ est moi» (:«το κράτος είμαι εγώ»-για την οποία έχουμε ήδη αναφερθεί στο Α’ Μέρος του παρόντος). Για τη διασφάλιση μάλιστα της νομιμότητας στο πλαίσιο της  κοινοβουλευτικής δημοκρατίας λειτουργεί (και ορθά) η αρχή: «η κυβέρνηση κυβερνά η αντιπολίτευση ελέγχει».

    Κι όλα τούτα βέβαια δεν αφορούν, αποκλειστικά, την πολιτική καθώς εύκολα (και εύλογα) θα ήταν δυνατό να κάνει κάποιος την προβολή στη ζωή και στις επιχειρήσεις: Έτσι, προφανώς, γεννήθηκε η ανάγκη του ελέγχου της εκάστοτε (μικρής ή μεγάλης) πλειοψηφίας από τους εκάστοτε μειοψηφούντες. Για τη διασφάλιση της περιουσίας των τελευταίων αλλά και της περιουσίας της επιχείρησης. Για τη διασφάλιση της ευημερίας και ανάπτυξής της.

    Και εν τέλει: Εταιρεία τελούσα υπό το άγρυπνο μάτι πολλαπλών ελέγχων και ελεγκτών προϊδεάζει (και τους δυνητικούς επενδυτές ή/και δανειστές) για διαυγή οικονομικά και «καθαρές» εικόνες…

     

    Τακτικός και έκτακτος έλεγχος στην Ανώνυμη Εταιρεία

    Για τα δικαιώματα μειοψηφίας στην ανώνυμη εταιρεία έχουμε ήδη αναφερθεί σε προηγούμενο άρθρο. Στο παρόν περιοριζόμαστε στα δικαιώματα μειοψηφίας τα οποία συναρτώνται με την άσκηση εκτάκτου ελέγχου.

    Ο τακτικός έλεγχος διακρίνεται για την περιοδικότητά του καθώς συνδέεται με την έγκριση των ετήσιων οικονομικών καταστάσεων από τη Γενική Συνέλευση όσων από τις εταιρείες αφορά (πάντως όχι υποχρεωτικά για κείνες που χαρακτηρίζονται μικρές και πολύ μικρές οντότητες). Κατά συνέπεια, ο έκτακτος έλεγχος είναι δυνατό να διενεργηθεί σε εταιρεία η οποία τελεί υπό τακτικό έλεγχο.

    Στο συγκεκριμένο πλαίσιο δεν είναι παράδοξο να υπάρξει αλληλοεπικάλυψη (μερική ή συνολική) συγκεκριμένων  περιοχών ελέγχου: ο έλεγχος λ.χ. του ταμείου αποτελεί αντικείμενο του τακτικού ελέγχου είναι όμως δυνατό να αποτελέσει και αντικείμενο εκτάκτου ελέγχου.

    Σε κάθε περίπτωση ο έκτακτος έλεγχος:

    (α) μπορεί να καταλαμβάνει και περιοχές που δεν καλύπτονται από τον τακτικό έλεγχο όπως, λ.χ., η σκοπιμότητα της διαχείρισης της εταιρείας,

    (β) είναι, πάντοτε, περισσότερο στοχευμένος από τον τακτικό,

    (γ) διενεργείται, κατά βάση, από πρόσωπα διάφορα εκείνων που διενεργούν τον τακτικό έλεγχο και με διαφορετικό τρόπο διοριζόμενα,

    (δ) καταλήγει σε πόρισμα που δεν απευθύνεται, κατά βάση, στους ίδιους αποδέκτες.

     

    Είδη, προϋποθέσεις και διαδικασία εκτάκτου ελέγχου

    Στην περίπτωση που πιθανολογείται η διενέργεια πράξεων αντίθετα στο νόμο, το καταστατικό ή/και σε αποφάσεις της Γενικής Συνέλευσης, μέτοχοι που εκπροσωπούν ποσοστό μεγαλύτερο από το 1/20 του μετοχικού κεφαλαίου της Ανώνυμης Εταιρείας (ή, επί εισηγμένων, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς) δικαιούνται να υποβάλουν αίτημα στο αρμόδιο Δικαστήριο για τη διενέργεια του σχετικού ελέγχου (άρθρο 142 παρ. 1 & 2, ν. 4548/2018). Ο σχετική αίτηση υποβάλλεται εντός τριετίας από την έγκριση των χρηματοοικονομικών καταστάσεων της χρήσης στην οποία φαίνεται να αφορούν οι καταγγελλόμενες πράξεις.

    Στην περίπτωση όμως που από τις περιστάσεις προκύπτει πως η διοίκηση της εταιρείας δεν ασκείται χρηστά ή με τρόπο συνετό, μέτοχοι που εκπροσωπούν ποσοστό μεγαλύτερο από το 1/5 του μετοχικού της κεφαλαίου, δικαιούνται να υποβάλουν αίτημα στο αρμόδιο Δικαστήριο για τη διενέργεια του σχετικού ελέγχου (άρθρο 142, παρ. 3, ν. 4548/2018).

    Το δικαστήριο λαμβάνει απόφαση σχετικά με την αποδοχή ή μη του αιτήματος ελέγχου αφού ελέγξει τη συνδρομή ή μη των προαναφερθεισών προϋποθέσεων. Είναι ενδεχόμενο οι αιτούντες μέτοχοι μειοψηφίας να εκπροσωπούνται στο Διοικητικό Συμβούλιο (είτε γιατί έχουν διορίσει απευθείας μέλη του είτε γιατί έχουν εκλεγεί μέλη του δυνάμει καταλόγων που έχουν υποδειχθεί από τους συγκεκριμένους μετόχους). Στην περίπτωση αυτή το δικαστήριο μπορεί και να αξιολογήσει πως δεν δικαιολογείται η υποβολή του σχετικού αιτήματος το οποίο, σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο, θα απορρίψει.

     

    Οι ελεγκτές και η διενέργεια του (έκτακτου) ελέγχου

    Στην περίπτωση που το δικαστήριο κάνει αποδεκτό το αίτημα ελέγχου, ορίζει τα πρόσωπα που θα τον διενεργήσουν (άρθρο 143). Τα πρόσωπα στα οποία ανατίθεται ο έλεγχος είναι δυνατό να είναι:

    (α) ελεγκτική εταιρεία ή ένας, τουλάχιστον, ορκωτός ελεγκτής,

    (β) κάτοχοι άδειας λογιστή Α’ τάξεως-μέλη του οικείου Οικονομικού Επιμελητηρίου και, επιπρόσθετα (όταν τίθεται θέμα νομιμότητας ή χρηστότητας της διαχείρισης)

    (γ) πρόσωπα με τις τυχόν απαιτούμενες ειδικές, κατά περίπτωση, γνώσεις.

    Το δικαστήριο, εφόσον κάνει αποδεκτή της σχετική αίτηση, ορίζει και το ύψος της αμοιβής των ελεγκτών που διόρισε καθώς και διαδικαστικά θέματα που αφορούν τον χρόνο καταβολής της, ενδεχόμενη προκαταβολή και εκείνον τον οποίο βαρύνει (αν δηλ. υπόχρεοι στην εξόφλησή της είναι οι αιτούντες ή η ελεγχόμενη εταιρεία).

    Οι ελεγκτές που θα ορισθούν οφείλουν να ολοκληρώσουν τον έλεγχο που τους ανατέθηκε στο συντομότερο δυνατό χρόνο. Το σχετικό πόρισμα παραδίδουν στον αιτούντα αλλά και στην Εταιρεία. Το Διοικητικό της Συμβούλιο οφείλει να ενημερώσει σχετικά τους μετόχους της εταιρείας (το αργότερο στην επόμενη Γενική Συνέλευση) καθώς και την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς-στην περίπτωση που πρόκειται για εισηγμένη εταιρεία.

    Σημαντικό όμως να υπογραμμισθεί πως θεσπίζεται αυτοτελής υποχρέωση των ελεγκτών να υποβάλλουν το πόρισμά τους στην αρμόδια εισαγγελική αρχή στην περίπτωση που διαπιστώσουν την τέλεση ποινικών αδικημάτων.

     

    Έκτακτος έλεγχος: Ευλογία ή κατάρα

    Ο έκτακτος έλεγχος διενεργείται, κατά κανόνα, είτε όταν υπάρχουν στοιχεία ή υπόνοιες κακοδιαχείρισης είτε όταν το ζητούμενο για τους αιτούντες είναι η άσκηση πίεσης στους ασκούντες τη διοίκηση.

    Λαμβανομένου υπόψη του δυνητικού εύρους και βάθους του διενεργηθησόμενου ελέγχου, ο έκτακτος έλεγχος είναι δυνατό να  λειτουργήσει:

    (α) αποτρεπτικά παρανόμων ή παρατύπων πράξεων,

    (β) ως μέσο άσκησης πίεσης σε βάρος των ασκούντων τη διοίκηση ή (υπό προϋποθέσεις) εκβίασής τους,

    (γ) ως (κρίσιμο) αποδεικτικό στοιχείο στο πλαίσιο έγερσης αξιώσεων σε βάρος των εμπλεκομένων προσώπων.

    Από τα παραπάνω προκύπτει πως το δικαίωμα διενέργειας έκτακτου ελέγχου έχει ξεχωριστή σημασία στη λειτουργία και (υπό προϋποθέσεις) στην ίδια τη ζωή της ανώνυμης εταιρείας. Τούτο μάλιστα γίνεται περισσότερο αντιληπτό όταν εντοπισθούν ποινικά κολάσιμες πράξεις, οπότε είναι υποχρεωτικό να εμπλακεί και ο αρμόδιος εισαγγελέας.

    Σε κάθε περίπτωση: Η ανάδειξη παρατύπων ή παρανόμων πράξεων μέσα από μια επίσημη (δικαστικώς μάλιστα διαταχθείσα) διαδικασία ελέγχου δεν μπορεί παρά να δημιουργήσει προβλήματα στην ίδια την εταιρεία-κι όχι μόνον στα, κατά περίπτωση, καθύλη ή κατά νόμο υπαίτια πρόσωπα.

     

    Εν κατακλείδι

    Η αναγνώριση δικαιώματος (έκτακτου) ελέγχου της ανώνυμης εταιρείας από μειοψηφούντες μετόχους δεν υπάρχει αμφιβολία πως λειτουργεί κάποιες φορές θετικά (ενίοτε μάλιστα ευεργετικά) στην άσκηση της διοίκησής της αλλά και στην  επίτευξη του εταιρικού σκοπού. Δεν υπάρχει επίσης αμφιβολία πως λειτουργεί προς την κατεύθυνση της υποβοήθησης της ανάπτυξης της επιχειρηματικότητας αλλά και των δυνητικών συνεργειών.

    Η μεσολάβηση του αρμόδιου δικαστηρίου για την διερεύνηση της πλήρωσης των προϋποθέσεων για την διενέργεια του έκτακτου ελέγχου προσθέτει κύρος στη σχετική διαδικασία αλλά και ιδιαίτερη βαρύτητα στο αποτέλεσμά του. Είναι, κατά βάση, ένα αποτέλεσμα που δύσκολα μπορεί να αγνοηθεί από τα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου, τους μετόχους αλλά και τις αρμόδιες αρχές. (Και ειδικά ως προς τις τελευταίες ας έχουμε πάντα κατά νου πως καμία επιχείρηση είναι δυνατό να λειτουργεί απολύτως άμεμπτα…)

    Κατ’ ακολουθίαν: ενδεχόμενη κατάχρηση (κάποιες φορές και η απλή άσκηση) του συγκεκριμένου δικαιώματος λειτουργεί βλαπτικά όχι μόνον για τον ασκούντα τη διοίκηση-μέτοχο πλειοψηφίας αλλά και για το ίδιο το νομικό πρόσωπο στο οποίο αφορά. Υπό το συγκεκριμένο πρίσμα οφείλουμε όλοι (μέτοχοι της πλειοψηφίας και της μειοψηφίας, νομικοί παραστάτες, επιλαμβανόμενα τέτοιων υποθέσεων δικαστήρια) να λειτουργούμε προς την κατεύθυνση της εξισορρόπησης των ενδεχομένως αντιτιθεμένων συμφερόντων και, εν τέλει, προς την κατεύθυνση της διασφάλισης των συμφερόντων της ανώνυμης εταιρείας.

    Μόνον.-

    stavros-koumentakis

    Σταύρος Κουμεντάκης
    Senior Partner

    Υ.Γ. Συνοπτική έκδοση αυτού του άρθρου δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ, στις 27 Απριλίου 2019.

    δικαιώματα μειοψηφίας

  • Η μειοψηφία και τα δικαιώματά της στην Ανώνυμη Εταιρεία

    Η μειοψηφία και τα δικαιώματά της στην Ανώνυμη Εταιρεία

    Η μειοψηφία και τα δικαιώματά της στην Ανώνυμη Εταιρεία: εσωτερικός εχθρός ή παράγοντας υγείας;

    Μέρος Α’

    «Letat cest moi» (:«το κράτος είμαι εγώ») είναι η, περισσότερο κι από τον Λουδοβίκο ΙΔ’, γνωστή ρήση του, που παραπέμπει στην παντοδυναμία του ηγεμόνα και, κατ’ ακολουθίαν, στην αδυναμία της ύπαρξης της διαφορετικής άποψης. Στη Γαλλία του δέκατου έβδομου-δέκατου όγδοου αιώνα κάθε μειοψηφούσα άποψη αξιολογούνταν, προφανώς, ως αποκρουστέα: ο Ηγεμόνας εγνώριζε!

    Για την αντιπολίτευση έχουν διατυπωθεί, διαχρονικά, διάφορες απόψεις (όπου κι όταν) γινόταν αποδεκτή η ύπαρξή της. Μια από τις χαρακτηριστικές εκείνη του Βλαντιμίρ Ίλιτς Λένιν: «Ο καλύτερος τρόπος να ελέγχεις την αντιπολίτευση είναι να την καθοδηγείς». Στην περίπτωση αυτή έχουμε μεν αναγνώριση του δικαιώματος ύπαρξης της (μειοψηφούσας) αντιπολίτευσης με (αναγνωρισμένα όμως) δικαιώματα «καθοδήγησής» της από την κυβερνώσα (και πλειοψηφούσα)  συμπολίτευση.

    Περιττό βέβαια να μιλήσουμε και στις δύο, προαναφερθείσες, περιπτώσεις για την προστασία των μειοψηφούντων.

    Ας αναλογιστούμε, κατ’ αντιστοιχία, τι θα σήμαινε η μη αναγνώριση οποιουδήποτε δικαιώματος στους μειοψηφούντες στο πλαίσιο οποιουδήποτε επιχειρηματικού σχηματισμού.

    Μήπως λοιπόν η (επί της ουσίας) αναγνώριση και διασφάλιση των δικαιωμάτων μειοψηφίας στα εταιρικά σχήματα συνιστά παράγοντα ασφάλειας όχι μόνο για του μειοψηφούντες αλλά και για τους υποψήφιους επενδυτές και δανειστές;

     

    1.Τα δικαιώματα μειοψηφίας στην Ανώνυμη Εταιρεία

    Υπό το πρίσμα των ανωτέρω σκέψεων φαντάζει ως περισσότερο από προφανής η αναγνώριση δικαιωμάτων μειοψηφίας στους (αντίστοιχους) μετόχους-και όχι μόνο υπό το πρίσμα του συνταγματικώς προστατευόμενου αγαθού της ιδιοκτησίας. Ως απολύτως φυσιολογική φαντάζει, επίσης, και η επιλογή του σύγχρονου νομοθέτη για την (ελαφρά) ενίσχυση των δικαιωμάτων των μειοψηφούντων μετόχων στον πρόσφατο νόμο για τις ανώνυμες εταιρείες.

    Είναι αλήθεια βέβαια πως πάντοτε θα πρέπει να «βάζουμε στη ζυγαριά» τα δικαιώματα των πλειοψηφούντων μετόχων με τα αντίστοιχα των μειοψηφούντων. Το αποτέλεσμα σε οποιαδήποτε περίπτωση δεν μπορεί να είναι είτε η φαλκίδευση της εύρυθμης λειτουργίας της εταιρείας είτε των δικαιωμάτων των τελευταίων (των μειοψηφούντων). Η χρυσή τομή, τουλάχιστον όσον αφορά τις προθέσεις του νομοθέτη, φαίνεται πως σε σημαντικό βαθμό αποτυπώνεται στον πρόσφατο νόμο.

    Η αναγνώριση (σε τυπικό επίπεδο) και η ύπαρξη (σε ουσιαστικό) δικαιωμάτων μειοψηφίας άλλοτε αυτών που ο νόμος επιβάλλει κι άλλοτε όσων ο επενδυτής (ή δανειστής) απαιτεί, αποτελεί αναγκαία προϋπόθεση για την αναζήτηση και ανεύρεση επενδυτικών (ή δανειακών) κεφαλαίων-κατά κανόνα κρίσιμων για την εύρυθμη λειτουργία της ανώνυμης εταιρείας.

     

    2.Το εύρος και είδος των δικαιωμάτων μειοψηφίας στην ανώνυμη εταιρεία

    Ο σε ισχύ, ήδη, νόμος για τις ανώνυμες εταιρείες αναγνωρίζει (όπως και ο προκάτοχός του εξάλλου) σειρά δικαιωμάτων στους μειοψηφούντες μετόχους ανάλογα με το ύψος του μετοχικού κεφαλαίου που ένας έκαστος ή περισσότεροι εξ αυτών εκπροσωπούν. Τα δικαιώματα μειοψηφίας διαλαμβάνονται αφενός μεν στη διάταξη του άρθρου 141 του νέου νόμου αφετέρου δε, διάσπαρτα, στις λοιπές διατάξεις του. Ξεχωριστού ενδιαφέροντος όμως είναι τα δικαιώματα που αναγνωρίζει ο νόμος στους μειοψηφούντες μετόχους (εκείνους που εκπροσωπούν το 1/20 και 1/5 του μετοχικού κεφαλαίου) όσον αφορά τον έλεγχο της εταιρείας. Περί αυτών όμως, λόγω της σοβαρότητάς τους θα ασχοληθούμε σε άρθρο που θα ακολουθήσει.

    Κατά τα λοιπά, επιχειρείται μια ενδεικτική σταχυολόγηση των δικαιωμάτων μειοψηφίας κατανεμημένα σε δύο ενότητες: Αυτή που αφορά τα (κατά τεκμήριο) περισσότερο σημαντικά κι εκείνη που αφορά τα λοιπά, επιμέρους, δικαιώματα.

     

    3.Τα περισσότερο σημαντικά θέματα

    3.1 Η έγκριση της σύναψης (κατ’ αρχήν) απαγορευομένων να συναφθούν συμβάσεων

    Οι μέτοχοι που εκπροσωπούν το 1/20 του μετοχικού κεφαλαίου δικαιούνται (:άρθρο 100 παρ. 3) να ζητήσουν τη σύγκληση Γενικής Συνέλευσης για λήψη οριστικής απόφασης επί της παροχής άδειας σύναψης σύμβασης για τις περιπτώσεις των οποίων απαγορεύεται η σύναψη χωρίς ειδική άδεια του Διοικητικού Συμβουλίου (κατ’ άρθρο 99 επ.). Στη Γενική Συνέλευση που συγκαλείται για το σκοπό αυτό, αναγνωρίζεται (:άρθρο 100 παρ. 4) δικαίωμα των μετόχων της εταιρείας να αντιλέξουν στην παροχή  άδειας σύναψης σύμβασης ως εξής: (α) στις εισηγμένες εταιρείες των μετόχων που εκπροσωπούν ποσοστό ίσο ή μεγαλύτερο από το 1/20 του μετοχικού κεφαλαίου και (β) στις μη εισηγμένες εταιρείες των μετόχων που εκπροσωπούν ποσοστό ίσο ή μεγαλύτερο από το 1/3 του μετοχικού κεφαλαίου (ειδικά για το τελευταίο αυτό θέμα δείτε σχετικό άρθρο.

    3.2 Τα κρίσιμα θέματα αρμοδιότητας ΓΣ

    Οι μέτοχοι που εκπροσωπούν ποσοστό ίσο ή μεγαλύτερο από το 1/3 του μετοχικού κεφαλαίου δικαιούνται (:άρθρο 132 παρ. 3) να αντιλέξουν στη λήψη αποφάσεων για κρίσιμα θέματα που αφορούν τη λειτουργία της εταιρείας (ενδ.: τη μεταβολή της εθνικότητας της εταιρείας, του αντικειμένου της, την επαύξηση των υποχρεώσεων των μετόχων, την τακτική αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου, τη μεταβολή του τρόπου διάθεσης των κερδών, τη συγχώνευση, τη διάσπαση, τη μετατροπή, την αναβίωση, την παράταση της διάρκειας ή τη διάλυση της εταιρείας, την παροχή ή ανανέωση της εξουσίας προς το διοικητικό συμβούλιο για αύξηση του κεφαλαίου κλπ.).

    3.3 Η διανομή του ελαχίστου μερίσματος

    Αναγνωρίζεται δικαίωμα (:άρθρο 161 παρ. 2) στους μετόχους που εκπροσωπούν ποσοστό ίσο ή μεγαλύτερο από το 1/3 του μετοχικού κεφαλαίου να αντιλέξουν στη λήψη αποφάσεων από τη Γενική Συνέλευση για μείωση της διανομής του ελαχίστου μερίσματος σε ποσοστό μικρότερο του 35% των καθαρών κερδών (μετά την αφαίρεση της κράτησης για το τακτικό αποθεματικό και των λοιπών πιστωτικών κονδυλίων της κατάστασης των αποτελεσμάτων που δεν προέρχονται από πραγματοποιηθέντα κέρδη). Στους μετόχους που εκπροσωπούν ποσοστό ίσο ή μεγαλύτερο από το 1/5 του μετοχικού κεφαλαίου αναγνωρίζεται δικαίωμα να αντιλέξουν στη λήψη αποφάσεων από τη Γενική Συνέλευση για (καθ’ ολοκληρίαν) μη διανομή ή μείωση της διανομής του ελαχίστου μερίσματος σε ποσοστό μικρότερο του 10% των καθαρών κερδών.

     

    4.Επιμέρους δικαιώματα των μετόχων

    4.1 Δικαιώματα μεμονωμένων μετόχων

    Στο νόμο για τις ανώνυμες εταιρείες αναγνωρίζεται σειρά δικαιωμάτων στους μεμονωμένους μετόχους της ανώνυμης εταιρείας. Ενδεικτικά:

    Το δικαίωμα (:άρθρο 79 παρ. 1), εφόσον προβλέπεται σχετικά από το καταστατικό, να διορίζει κάποιος μέτοχος απευθείας μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου, ο αριθμός των οποίων δεν θα πρέπει να υπερβαίνει τα 2/5 του προβλεπόμενου συνολικού αριθμού των μελών αυτού.

    Το δικαίωμα (επί μη εισηγμένης εταιρείας-κατ’ άρθρο 122 παρ. 4) να ζητήσει ο μέτοχος από την εταιρεία να του αποστέλλει με email ατομική πληροφόρηση για επικείμενες γενικές συνελεύσεις τουλάχιστον δέκα (10) ημέρες πριν από την ημέρα της Γενικής Συνέλευσης

    Το δικαίωμα (:άρθρο 123 παρ. 1) να ζητήσει από την εταιρεία να θέτει στη διάθεσή του τις ετήσιες χρηματοοικονομικές καταστάσεις της εταιρείας καθώς και τις σχετικές εκθέσεις του Διοικητικού Συμβουλίου τουλάχιστον δέκα (10) ημέρες πριν από την ημέρα της Τακτικής Γενικής Συνέλευσης

    Το δικαίωμα (:άρθρο 141 παρ. 10) να ζητήσει από την εταιρεία να θέσει στη διάθεσή του, εντός 20ημέρου, πληροφόρηση για το ύψος του κεφαλαίου της εταιρείας, τις κατηγορίες των μετοχών που έχουν εκδοθεί και τον αριθμό των μετοχών κάθε κατηγορίας, ιδίως προνομιούχων, (με τα δικαιώματα που κάθε κατηγορία παρέχει) καθώς και τον αριθμό των δεσμευμένων μετοχών με τους προβλεπόμενους, κατά περίπτωση, περιορισμούς

    Το (υπό προϋποθέσεις) δικαίωμα (:άρθρο 141 παρ. 11) να ζητήσει από την εταιρεία να θέσει στη διάθεσή του στοιχεία των μετόχων της εταιρείας με ποσοστό μεγαλύτερο από 1%.

    Το δικαίωμα σε περίπτωση λύσης και εκκαθάρισης της εταιρείας (:άρθρο 168 παρ. 4) να ζητήσει από το αρμόδιο δικαστήριο, εντός τριμήνου από τη λύση της εταιρείας, να καθορίσει την κατώτατη τιμή πώλησης των ακινήτων, κλάδων ή τμημάτων ή του συνόλου της επιχείρησης υπό εκκαθάριση.

    Το δικαίωμα (:άρθρο 184 παρ. 5) κάθε μετόχου που έχει ανώνυμες μετοχές να ζητήσει μέχρι την 31.12.2019 από το αρμόδιο δικαστήριο να υποχρεωθεί η εταιρεία να τον εγγράψει στο βιβλίο μετόχων, να εκδώσει και να του παραδώσει νέες ονομαστικές μετοχές.

    4.2 Δικαιώματα που αφορούν τη μειοψηφία του 1/20 του μετοχικού κεφαλαίου

    Στον ίδιο νόμο αναγνωρίζεται σειρά δικαιωμάτων στους μετόχους που συγκεντρώνουν ποσοστό μεγαλύτερο από 1/20 του μετοχικού κεφαλαίου. Ενδεικτικά:

    Το δικαίωμα (:άρθρο 102 παρ. 7 εδ. β’) της συγκατάθεσης στην παραίτηση ή στον συμβιβασμό της εταιρείας αναφορικά με τις αξιώσεις της προς αποζημίωση έναντι μελών του Διοικητικού Συμβουλίου, μετά την άσκηση της σχετικής αγωγής.

    Το δικαίωμα (:άρθρο 104 παρ.1) της υποβολής αιτήματος για την άσκηση αξιώσεων της εταιρείας σε βάρος μελών του Διοικητικού Συμβουλίου (στο πλαίσιο της ενδοεταιρικής τους ευθύνης).

    Το δικαίωμα (:άρθρο 109 παρ. 5 εδ. β΄) της υποβολής αίτησης στο αρμόδιο δικαστήριο για μείωση του ύψους της αμοιβής ή παροχής που καταβλήθηκε ή αποφασίστηκε να καταβληθεί σε συγκεκριμένο μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου (υπό την προϋπόθεση της εναντίωσης, κατά τη σχετική Γενική Συνέλευση) μετόχων που εκπροσωπούν το 1/10 του μετοχικού κεφαλαίου).

    Δικαίωμα (:άρθρο 137 παρ. 3 εδ. β΄) της άσκησης αγωγής για ακύρωση απόφασης η οποία ελήφθη χωρίς να έχουν παρασχεθεί στους ενάγοντες οι οφειλόμενες πληροφορίες.

    Το δικαίωμα υποβολής αιτήματος στο Διοικητικό Συμβούλιο της εταιρείας για  σύγκληση Γενικής Συνέλευσης (:άρθρο 141 παρ. 1), για εγγραφή θεμάτων στην Ημερήσια Διάταξη της Γενικής Συνέλευσης (:άρθρο 141 παρ. 2), για παροχή πληροφόρησης για καταβληθέντα και παροχές προς μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου και τους Διευθύνοντες (:άρθρο 141 παρ. 6), για  αναβολή λήψης αποφάσεων Γενικής Συνέλευσης (:άρθρο 141 παρ. 5) και, τέλος, για διενέργεια φανερής ψηφοφορίας (:άρθρο 141 παρ. 9).

    Το δικαίωμα (:άρθρο 142 παρ. 1) υποβολής αιτήματος στο αρμόδιο δικαστήριο για έκτακτο έλεγχο της εταιρείας, σε περίπτωση πράξεων που παραβιάζουν διατάξεις του νόμου ή του καταστατικού της εταιρείας ή  αποφάσεων της Γενικής Συνέλευσης.

    Το δικαίωμα (:άρθρο 169 παρ. 2), σε περίπτωση απόρριψης ή μη έγκρισης του σχεδίου επιτάχυνσης και περάτωσης της εκκαθάρισης, υποβολής αιτήματος στο αρμόδιο δικαστήριο για έγκριση του ανωτέρω σχεδίου ή τον ορισμό άλλων καταλλήλων μέτρων.

    4.3 Δικαιώματα που αφορούν τη μειοψηφία του 1/10 του μετοχικού κεφαλαίου

    Στους μετόχους που συγκεντρώνουν ποσοστό μεγαλύτερο από 1/10 του μετοχικού κεφαλαίου Περαιτέρω, αναγνωρίζεται σειρά δικαιωμάτων. Ειδικότερα:

    Το δικαίωμα (:άρθρο 79 παρ. 3 εδ. γ’) υποβολής αίτησης στο αρμόδιο δικαστήριο για ανάκληση συμβούλου που διορίστηκε από μέτοχο (στο πλαίσιο άσκησης σχετικού καταστατικού του δικαιώματος-σύμφωνα με την παράγραφο 1 του ίδιου άρθρου), λόγω σπουδαίου λόγου στο πρόσωπό του διορισθέντος.

    Το δικαίωμα (:άρθρο 102 παρ. 7 εδ. α’) συγκατάθεσης στην παραίτηση ή στον συμβιβασμό της εταιρείας αναφορικά με τις αξιώσεις της προς αποζημίωση έναντι μελών του Διοικητικού Συμβουλίου, πριν την πιθανή άσκηση της σχετικής αγωγής.

    Το δικαίωμα πληροφόρησης  σχετικά με την πορεία των εταιρικών υποθέσεων και την περιουσιακή κατάσταση της εταιρείας (:άρθρο 141 παρ. 7).

    Το δικαίωμα, τέλος, υποβολής αιτήματος στο δικαστήριο να διακόψει ή παραλείψει το στάδιο της εκκαθάρισης και να λάβει χώρα άμεση διαγραφή της εταιρείας από το ΓΕΜΗ-στην περίπτωση που η περιουσία της εταιρείας δεν αναμένεται να επαρκέσει για την κάλυψη των δαπανών της εκκαθάρισης (:άρθρο 167 παρ. 6).

    4.4 Δικαίωμα που αφορά τη μειοψηφία του 1/5 του μετοχικού κεφαλαίου

    Στις μη εισηγμένες εταιρείες αναγνωρίζεται το δικαίωμα (:άρθρο 135 παρ. 1 περ. δ’) στους μετόχους που εκπροσωπούν ποσοστό ίσο ή μεγαλύτερο από το 1/5 του μετοχικού κεφαλαίου να αντιλέξουν στη λήψη αποφάσεων από τη Γενική Συνέλευση με ψηφοφορία χωρίς συνεδρίαση.

    Επιπλέον, αναγνωρίζεται στην μειοψηφία του 1/5 του μετοχικού κεφαλαίου το δικαίωμα (:άρθρο 142 παρ. 3) να ζητήσουν από το δικαστήριο τον έκτακτο έλεγχο της εταιρείας, σε περίπτωση που η διοίκηση των εταιρικών υποθέσεων δεν ασκείται όπως επιβάλλει η χρηστή και συνετή διαχείριση.

     

    5. Ενώσεις μετόχων

    Οι Ενώσεις Μετόχων (:θεσμός πρωτοεμφανιζόμενος στο νέο νόμο για τις Ανώνυμες Εταιρείες-άρθρο 144) δικαιούνται να ασκούν τα δικαιώματα που αναγνωρίζονται στους επιμέρους όχι όμως και εκείνα που αφορούν έναν έκαστο αυτοτελώς.

     

    Εν κατακλείδι

    Ο νόμος για τις Ανώνυμες Εταιρείες αναγνωρίζει (και ορθά) σειρά δικαιωμάτων στους μετόχους που διαθέτουν μειοψηφικά ποσοστά του μετοχικού κεφαλαίου. Όπως είναι φυσικό, τα δικαιώματα της μειοψηφίας γίνονται περισσότερο σημαντικά όσο μεγαλύτερο ποσοστό του μετοχικού κεφαλαίου κατέχει o μέτοχος. Από τα περισσότερο σημαντικά μάλιστα είναι εκείνα του ελέγχου της πλειοψηφίας και των πεπραγμένων της τα οποία όμως, λόγω της σοβαρότητάς τους, θα μας απασχολήσουν σε επόμενο άρθρο.

    Η ύπαρξη και η δυνατότητα άσκησης των δικαιωμάτων της μειοψηφίας λειτουργεί, κατ’ αρχήν, ευεργετικά για την εταιρεία και την επίτευξη των εταιρικών στόχων-βεβαίως και την προσέλκυση επενδυτικών κεφαλαίων. Απολύτως βλαπτική όμως για την εταιρεία είναι η κατάχρηση των δικαιωμάτων της μειοψηφίας όπως εξάλλου και η άσκησή τους προς όφελος του ασκούντος μετόχου και όχι της εταιρείας. Δεδομένου όμως ότι αυτό που (πρέπει να) προέχει είναι το συμφέρον της επιχείρησης και όχι εκείνο των επιμέρους μετόχων, τέτοιες καταστάσεις είναι που χρήζουν πρόληψης αλλά και της, κατά περίπτωση, αποφασιστικής αντιμετώπισης. Είναι σημαντικό όμως να μην ξεχνούμε, σε κάθε περίπτωση, πως αυτό που προέχει είναι το εταιρικό συμφέρον.

    Μόνον.-

    stavros-koumentakis

    Σταύρος Κουμεντάκης
    Senior Partner

    Υ.Γ. Συνοπτική έκδοση αυτού του άρθρου δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ, στις 21 Απριλίου 2019.

    dikaiomata-meiopsifias

  • Η απόσβεση του Κεφαλαίου

    Η απόσβεση του Κεφαλαίου

    Η πρώτη αναφορά στο θέμα της απόσβεσης του κεφαλαίου ανάγεται στο 1920-στο αρχικό κείμενο του προϊσχύσαντος νόμου για τις ανώνυμες εταιρείες (:ν. 2190/1920). Ο Πατριάρχης του Δικαίου των Ανωνύμων Εταιρειών Ι. Πασσιάς στον πρώτο τόμο του μνημειώδους έργου του (:«Το Δίκαιον της Ανωνύμου Εταιρείας») αναφερόταν σ’ αυτόν δίνοντας και την ιστορική του διάσταση.

    Η νομοθετική ρύθμιση του συγκεκριμένου θέματος, μετά τη συστηματικότερη πλέον αντιμετώπισή του (στη δεύτερη φάση της «ζωής» του), πλησιάζει την τριακονταπενταετία. Όμως, παρά την εκατονταετή ζωή του ο εν λόγω θεσμός είναι, εν τούτοις, από τους ελάχιστα γνωστούς και αξιοποιημένους θεσμούς στο δίκαιο των ανωνύμων εταιρειών.  Κι όσο ελάχιστα γνωστός είναι τόσο ξεχωριστά επωφελής θα μπορούσε να αποδειχθεί για τους μετόχους. Και τούτο γιατί στη χώρα μας  «μπερδεύουμε» (συχνά-χωρίς αληθινά να χρειάζεται), την τσέπη μας με το ταμείο της επιχείρησής μας μολονότι υπάρχουν κι άλλοι νόμιμοι (κι όχι μόνον νομότυποι) τρόποι για την μεταφορά ρευστότητας από το ταμείο εκείνης (:της ανώνυμης εταιρείας) στην τσέπη εκείνου (:του μετόχου). Στους ευρύτερα γνωστούς νόμιμους τρόπους θα μπορούσε κάποιος να συμπεριλάβει τη διανομή κερδών και τη μείωση του μετοχικού κεφαλαίου.

     

    Τι είναι λοιπόν η απόσβεση του κεφαλαίου; Συνιστά, άραγε, μείωση;

    Ένας από τους νόμιμους τρόπους μεταφοράς ρευστότητας από το ταμείο της επιχείρησης είναι κι αυτός της απόσβεσης του μετοχικού κεφαλαίου. Ο νομοθέτης «αισθάνθηκε» την ανάγκη (αν και, ως γνωστόν, ανάλγητος)  να σημειώσει, σε μια αυτοτελή-ξεχωριστή παράγραφο της σχετικής διάταξης, πως «η απόσβεση δεν συνιστά μείωση του κεφαλαίου». Γιατί όμως χρειάσθηκε να κάνει τη συγκεκριμένη αποσαφήνιση; Εύλογο, καθώς το ερώτημα «δηλαδή μείωση;» δημιουργήθηκε στον καθένα από εμάς όταν για πρώτη φορά ήρθαμε σε επαφή με το συγκεκριμένο θεσμό.

    Η απόσβεση λοιπόν του μετοχικού κεφαλαίου ΔΕΝ συνιστά μείωσή του. Η μείωση του μετοχικού κεφαλαίου έχει σαν αποτέλεσμα την αναδιαμόρφωσή του-την απομείωσή του δηλ. κατά το ποσό που αποφασίσθηκε από τη Γενική Συνέλευση και τον προσδιορισμό του σε ένα νέο, χαμηλότερο, ύψος.

    Σημαντικό να επαναληφθεί πως με την απόσβεση ΔΕΝ επηρεάζεται το μετοχικό κεφάλαιο, το οποίο παραμένει σταθερό και μετά την απόσβεση.

     

    Οι προϋποθέσεις της απόσβεσης

    Οι προϋποθέσεις για την απόσβεση (μερική ή ολική του κεφαλαίου) είναι, μόλις, δύο:

    (α) Για την έναρξη της σχετικής διαδικασίας: Απόφαση της Γενικής Συνέλευσης είτε με αυξημένη απαρτία και πλειοψηφία είτε (εφόσον υπάρχει σχετική καταστατική πρόβλεψη) με απλή απαρτία και πλειοψηφία και

    (β) Για την υλοποίηση της σχετικής απόφασης: Η χρησιμοποίηση αποθεματικών ή ποσών από τα κέρδη της τρέχουσας χρήσης (βλ. αμέσως κατωτέρω).

     

    Η υλοποίηση της απόσβεσης

    Η απόσβεση υλοποιείται, κατά τη διατύπωση του νόμου, με καταβολή στους μετόχους του συνόλου ή μέρους της ονομαστικής αξίας των μετοχών τους. Η συγκεκριμένη όμως καταβολή λαμβάνει χώρα (όχι με απομείωση του κεφαλαίου αλλά) με τη χρησιμοποίηση σχηματισμένων ειδικών αποθεματικών τα οποία είναι δυνατό να διανεμηθούν. Εκ περισσού να σημειωθεί πως η συγκεκριμένη καταβολή βεβαίως θα ήταν δυνατό να λάβει χώρα και από το υπόλοιπο κερδών της χρήσης μετά τη διανομή του πρώτου μερίσματος, το σχηματισμό του τακτικού αποθεματικού  και (αυτονοήτως) την πληρωμή του αναλογούντος φόρου. Επειδή ακριβώς τα χρήματα που καταβάλλονται στο μέτοχο στο πλαίσιο της απόσβεσης δεν λαμβάνονται από το μετοχικό κεφάλαιο, θεωρείται μάλλον ατυχής η ονοματοδοσία της (:«απόσβεση κεφαλαίου»). Μάλλον ορθά καθώς είναι εκείνη που δημιουργεί τον προαναφερθέντα προβληματισμό (:«δηλαδή μείωση;»).

     

    Οι ωφελούμενοι και το «τίμημα»

    Με την απόσβεση δεν ωφελούνται (κατ’ ανάγκη) όλοι οι μέτοχοι. Με την απόσβεση είναι δυνατή η μεταφορά ρευστότητας από την εταιρεία είτε σε όλους είτε/και σε συγκεκριμένο/ους, μόνον, μέτοχο/μετόχους.

    Λέγεται πώς «όλα στη ζωή έχουν ένα τίμημα». Ανεξάρτητα αν κάποιος υιοθετεί τη συγκεκριμένη θέση-γενικά, ξεκάθαρο είναι το «τίμημα» στη συγκεκριμένη περίπτωση: Οι μέτοχοι των οποίων οι μετοχές έχουν αποσβεστεί διατηρούν μεν τα  δικαιώματά τους από τη μετοχική σχέση όχι όμως κι εκείνα που αναφέρονται στη συμμετοχή τους στη διανομή του πρώτου μερίσματος και στο δικαίωμά τους για την επιστροφή της εισφοράς τους, σε περίπτωση εκκαθάρισης της εταιρείας.

    Επομένως: Το δικαίωμα στο πρώτο μέρισμα περιορίζεται σ’ εκείνες μόνον από τις μετοχές για τις οποίες δεν έχει λάβει χώρα απόσβεση της ονομαστικής τους αξίας. Το υπερβάλλον του ελαχίστου μερίσματος κατανέμεται στο σύνολο των μετοχών, μεταξύ αυτών και εκείνες των οποίων έχει αποσβεσθεί η ονομαστική τους αξία. Κι όσον αφορά το δικαίωμα στη διανομή του προϊόντος της εκκαθάρισης, προηγούνται οι λοιπές μετοχές (πλην εκείνων για τις οποίες η απόσβεση) και, ακολούθως, το υπερβάλλον κατανέμεται στο σύνολο, ανεξαιρέτως, των μετοχών (επομένως και σ’ εκείνες των έχουν αποσβεσθεί η ονομαστική τους αξία).

     

    Ο διαχωρισμός των μετοχών

    Μετά την απόσβεση της ονομαστικής αξίας κάποιων μετοχών τα μετοχικά τους δικαιώματα διαφοροποιούνται (καλύτερα: απομειώνονται) έναντι των υπολοίπων. Η προστασία των δικαιωμάτων των υπολοίπων μετοχών και των καλόπιστων τρίτων επιβάλλει (αν και δεν υπάρχει σχετική πρόβλεψη στο νόμο) δύο, εναλλακτικές, επιλογές: (α) την ακύρωση των παλαιών (εχόντων πλήρη δικαιώματα) μετοχικών τίτλων σε συνδυασμό την έκδοση νέων-με σχετική σημείωση στο σώμα τους ή, απλούστερα, (β) τη σημείωση στο σώμα των συγκεκριμένων μετοχών της απόσβεσης της ονομαστικής τους αξίας.

    Σε κάθε περίπτωση, οι νέες μετοχές (αποδυναμωμένες κατά τα προαναφερθέντα δικαιώματα) καλούνται στην πράξη και την επιστήμη (ακατανόητο όμως γιατί) «μετοχές επικαρπίας»-συμπληρωματικά με τον προσδιορισμό τους ως κοινών ή προνομιούχων (δηλ.: «κοινές μετοχές επικαρπίας» ή, κατά περίπτωση,  «προνομιούχες μετοχές επικαρπίας»).

     

    Η συμμετοχή των «μετοχών επικαρπίας» σε ενδεχόμενη μείωση του μετοχικού κεφαλαίου

    Το σχετικό ερώτημα τέθηκε στον γράφοντα, σε περισσότερες από μία περιπτώσεις, από επιχειρηματίες οι οποίοι με περισσό ενδιαφέρον άκουγαν την περιγραφή του συγκεκριμένου θεσμού. Είναι αλήθεια πως το συγκεκριμένο θέμα δεν φαίνεται να έχει απασχολήσει ιδιαίτερα τη θεωρία και νομολογία. Με αφορμή την επανάληψη του σχετικού θεσμού στο νέο νόμο για τις ανώνυμες εταιρείες αλλά και τις συζητήσεις του προηγουμένου εδαφίου ακούστηκαν διαμετρικά αντίθετες απόψεις. Δεν διατηρώ οποιαδήποτε επιφύλαξη πως η ορθότερη είναι αυτή που αναγνωρίζει το δικαίωμα συμμετοχής των μετοχών επικαρπίας σε επιγενόμενη μείωση του μετοχικού κεφαλαίου, η οποία λαμβάνει χώρα με απόδοση τμήματος του κεφαλαίου στους μετόχους. Η επιχειρηματολογία προς τη συγκεκριμένη κατεύθυνση έχει δύο πολύ σοβαρούς άξονες:

    (α) Η (μη επιδεχόμενη αμφισβήτησης) διατύπωση του νόμου, η οποία αναφέρεται, περιοριστικά, στα δικαιώματα τα οποία στερούνται οι μετοχές επικαρπίας (μεταξύ των οποίων δεν αναφέρεται το δικαίωμα συμμετοχής τους σε επιγενόμενη μείωση με απόδοση τμήματος του κεφαλαίου στους μετόχους) και

    (β) Το γεγονός ότι η απόδοση στους μετόχους του προϊόντος της απόσβεσης λαμβάνει χώρα είτε με χρησιμοποίηση ειδικών αποθεματικών, των οποίων είναι επιτρεπτή η διανομή είτε με χρησιμοποίηση κερδών της τρέχουσας χρήσης μετά το πρώτο μέρισμα και το σχηματισμό του τακτικού αποθεματικού-επομένως δεν χρησιμοποιείται ο λογαριασμός «μετοχικό κεφάλαιο», ο οποίος (ούτως ή άλλως) παραμένει αναλλοίωτος μετά την απόσβεση.

     

    Η «επαναφορά» των μετοχών επικαρπίας στο πριν την απόσβεση καθεστώς

    Ένα ακόμα, εξαιρετικά ενδιαφέρον, ερώτημα που δέχθηκε ο γράφων σε μια από τις  παρουσιάσεις του συγκεκριμένου θεσμού είναι το ενδεχόμενο να επανέλθουν οι μετοχές επικαρπίας στο προϋφιστάμενο καθεστώς τους. Το ερώτημα αυτό (λόγω και της περιορισμένης εφαρμογής του θεσμού) δεν φαίνεται να έχει απασχολήσει τη νομολογία-ουδεκάν τη θεωρία. Για την απάντηση όμως με (σχετική) ευκολία θα μπορούσαμε να τοποθετηθούμε καταφατικά (υπέρ, δηλ. του επιτρεπτού) στη βάση της παραδοχής πως ένα τέτοιο ενδεχόμενο δεν είναι ένα απαγορευτέο, από το νόμο. Εντούτοις επιφυλάξεις διατυπώνονται όσον αφορά την λογιστική διαχείριση του όλου θέματος καθώς η επιστροφή (οριστικώς) διανεμηθέντων αποθεματικών δεν φαίνεται να είναι μια  αποδεκτή λύση.

     

    Εν κατακλείδι

    Ο θεσμός της απόσβεσης του μετοχικού κεφαλαίου είναι ένας παλαιός θεσμός του δικαίου των ανωνύμων εταιρειών. Δεδομένου όμως ότι δεν έχει καταστεί ευρύτερα γνωστός δεν έχει τύχει της δέουσας προσοχής σε επιστημονικό και, κυρίως, σε επιχειρηματικό επίπεδο. Κατ’ αποτέλεσμα: δεν έχει αρκούντως αξιοποιηθεί. Από όσα όμως παραπάνω εκτίθενται δεν εκτιμώ πως απομένει οποιαδήποτε αμφιβολία σχετικά με τη χρησιμότητά του ή τη δυνατότητα πολυεπίπεδης αξιοποίησής του υπέρ των μετόχων της ανώνυμης εταιρείας.

    stavros-koumentakis

    Σταύρος Κουμεντάκης
    Senior Partner

    Υ.Γ. Συνοπτική έκδοση αυτού του άρθρου δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ, στις 14 Απριλίου 2019.

    aposbesh-kefalaiou

Η περιοχή αυτή είναι καταχωρημένη στο wpml.org ως περιοχή ανάπτυξης. Μεταβείτε σε τοποθεσία παραγωγής με κλειδί στο remove this banner.