Blog

  • Η προστασία του εμπορικού απορρήτου

    Η προστασία του εμπορικού απορρήτου

    Ι. Προοίμιο

    Η πλειονότητα των επιχειρήσεων, τόσο σε εθνικό όσο και σε διεθνές επίπεδο, βασίζεται (λιγότερο ή περισσότερο) στη αξιοποίηση εμπορικών απορρήτων για τη διασφάλιση της ανάπτυξής τους. Για κάποιες μάλιστα από αυτές αποτελεί κομβικό σημείο (sine qua non στοιχείο) για την ίδια την ύπαρξή τους.

    Το γεγονός αυτό έχει δημιουργήσει, διαχρονικά, την ανάγκη της νομοθετικής προστασίας των κρίσιμων αυτών εμπορικών απορρήτων. Η τελευταία επιτυγχανόταν μέχρι πρόσφατα μέσω, κατά βάση, των σχετικών διατάξεων του ν. 146/1914, οι οποίες όμως προέβλεπαν (κυρίως) ποινικές κυρώσεις για τις περιπτώσεις προσβολής εμπορικού απορρήτου.

     

    ΙΙ. Οι πρόσφατες ρυθμίσεις για την προστασία του εμπορικού απορρήτου

    Το διαφορετικό επίπεδο παροχής για την έννομη προστασία του εμπορικού απόρρητου στα κράτη μέλη της ΕΕ κατέστησε επιτακτική την έκδοση της Οδηγίας 2016/943 για την εναρμόνιση των δικαίων όλων των κρατών μελών με αυτή. Στη χώρα μας ενσωματώθηκαν στο εθνικό δίκαιο, με  τον πρόσφατο ν. 4605/2019, οι διατάξεις της συγκεκριμένης Οδηγίας για την προστασία τεχνογνωσιών και επιχειρηματικών πληροφοριών που δεν έχουν αποκαλυφθεί (εμπορικά απόρρητα). Οι διατάξεις του νέου νόμου καλύπτουν το κενό της παροχής αστικής προστασίας και ισχύουν παράλληλα με τις ανωτέρω αναφερόμενες διατάξεις του ν. 146/1914.

    Για να χαρακτηρισθεί μία πληροφορία ως εμπορικό απόρρητο θα πρέπει σωρευτικά:

    (α) η πληροφορία να είναι απόρρητη, με την έννοια ότι δεν είναι ευρέως γνωστή σε πρόσωπα που ανήκουν σε κύκλους που ασχολούνται με αυτό το είδος πληροφοριών ούτε άμεσα προσβάσιμες στα πρόσωπα αυτά,

    (β) να έχει εμπορική αξία που απορρέει από τον απόρρητο χαρακτήρα της και

    (γ) το πρόσωπο που έχει αποκτήσει νόμιμα τον έλεγχο επί της πληροφορίας αυτής να έχει καταβάλει εύλογες προσπάθειες για την προστασία του απόρρητου χαρακτήρα.

     

    Ενδεικτικά, απόρρητες μπορεί να είναι οι πληροφορίες σχετικά με τους πελάτες και προμηθευτές μιας επιχείρησης, εγχειρίδια και σχέδια, οικονομικά στοιχεία, know how, έρευνες αγοράς επί προϊόντων.

    Στον κάτοχο του εμπορικού απορρήτου μπορεί να παρασχεθεί προσωρινή δικαστική προστασία μέσω της λήψης ασφαλιστικών μέτρων.

    Περιεχόμενο των ασφαλιστικών μέτρων μπορεί να είναι:

    (α) η προσωρινή παύση ή απαγόρευση της χρήσης ή της αποκάλυψης του εμπορικού απορρήτου,

    (β) η απαγόρευση της παραγωγής, προσφοράς, διάθεσης στην αγορά, χρήσης παράνομων εμπορευμάτων ή/και της εισαγωγής, εξαγωγής ή αποθήκευσης τους (των παράνομων εμπορευμάτων),

    (γ) η κατάσχεση ή παράδοση εμπορευμάτων για τα οποία υπάρχουν υπόνοιες ότι είναι παράνομα.

    (Ξεχωριστό ενδιαφέρον παρουσιάζει η πρόβλεψη για εξάρτηση της λήψης ασφαλιστικών μέτρων από την καταβολή εγγυοδοσίας εκ μέρους του αιτούντος με σκοπό να εξασφαλιστεί η αποκατάσταση τυχόν ζημίας του  φερομένου ως παραβάτη αντιδίκου του).

    Ανάλογα μέτρα με τα παραπάνω είναι δυνατό να διαταχθούν και κατά την έκδοση της δικαστικής απόφασης επί της κύριας αγωγής. Κρίσιμη είναι η δυνατότητα του δικαστηρίου που δικάζει την αγωγή να διατάξει, αντί για το ζητούμενο με την αγωγή, την καταβολή αποζημίωσης. Αυτή η δυνατότητα ενεργοποιείται ύστερα από αίτημα του εναγόμενου εφόσον αυτός δεν γνώριζε ούτε όφειλε να γνωρίζει ότι το εμπορικό απόρρητο αποκτήθηκε παράνομα από τρίτο.

    Αποζημίωση μπορεί να διατάξει το δικαστήριο και ύστερα από αίτημα του ενάγοντος, στην περίπτωση που ο εναγόμενος γνώριζε ή όφειλε να γνωρίζει ότι προβαίνει σε παράνομη απόκτηση ή χρήση του εμπορικού απορρήτου.

    Το εμπορικό απόρρητο είναι δυνατό να παραβιασθεί και από εργαζόμενο. Η σχετική ευθύνη όμως έναντι του εργοδότη περιορίζεται αν ο παραβάτης-εργαζόμενος ενήργησε χωρίς δόλο.

     

    Στον αντίποδα του δικαιώματος για την προστασία του εμπορικού απορρήτου βρίσκεται το δικαίωμα στην ελευθερία της έκφρασης και της πληροφόρησης αλλά και η έννοια του δημόσιου συμφέροντος. Με το νέο νόμο επιχειρείται εξισορρόπηση των αντικρουόμενων αυτών συμφερόντων μέσω της πρόβλεψης των περιπτώσεων εκείνων κατά τις οποίες απορρίπτεται το σχετικό αίτημα για παροχή δικαστικής προστασίας. Συγκεκριμένα προβλέπεται ότι η αίτηση απορρίπτεται όταν η απόκτηση, χρήση ή αποκάλυψη του εμπορικού απορρήτου έχει πραγματοποιηθεί:

    (α) για την άσκηση του δικαιώματος στην ελευθερία της έκφρασης και της πληροφόρησης, συμπεριλαμβανομένου του σεβασμού της ελευθερίας και της πολυφωνίας των μέσων μαζικής ενημέρωσης,

    (β) για τη διαπίστωση αδικοπρακτικής συμπεριφοράς ή παράνομης δραστηριότητας, με την προϋπόθεση ότι ο εναγόμενος ενήργησε προς το σκοπό της προστασίας του γενικού δημόσιου συμφέροντος,

    (γ) από τους εργαζόμενους στους εκπροσώπους τους, στο πλαίσιο της νόμιμης άσκησης εκ μέρους των εκπροσώπων αυτών των καθηκόντων τους, εφόσον η αποκάλυψη αυτή ήταν αναγκαία για την άσκηση των συγκεκριμένων καθηκόντων και

    (δ) χάριν προστασίας εννόμου συμφέροντος που αναγνωρίζεται από το ενωσιακό ή εθνικό δίκαιο.

    Σε όλες τις παραπάνω περιπτώσεις, το δημόσιο συμφέρον και το δικαίωμα στην ελευθερία της έκφρασης και της πληροφόρησης υπερτερούν έναντι του δικαιώματος προστασίας του εκάστοτε εμπορικού απορρήτου.

     

    ΙΙΙ. Εν κατακλείδι

    Δεν είναι ασύνηθες να βρεθεί μία επιχείρηση αντιμέτωπη με την προσβολή εμπορικών απορρήτων της. Στην απευκταία αυτή περίπτωση, είναι εξαιρετικά σημαντική η δυνατότητα ευχερούς απόδειξης της προσβολής τους καθώς η δικαστική προστασία παρουσιάζεται ως αναπόφευκτη συνέπεια. Στο πλαίσιο αυτό είναι επιβεβλημένη, για κάθε επιχείρηση, η λήψη των αναγκαίων προληπτικών μέτρων, όπως, ενδεικτικά, ο ακριβής προσδιορισμός των εμπορικών απορρήτων και των προσώπων που έχει πρόσβαση σε αυτά, η ενίσχυση των ηλεκτρονικών συστημάτων της, η επιμόρφωση των εργαζομένων της. Ξεχωριστή θέση κατέχουν, αυτονοήτως, η κατάρτιση ειδικών ρητρών εμπιστευτικότητας και η συνάρτησή τους με συγκεκριμένες-αυξημένης βαρύτητας κυρώσεις.

    Κι όλα τούτα βεβαίως με την καθοδήγηση των τεχνικών και, αυτονοήτως, των νομικών συμβούλων της.

    Ευδοκία Κορνηλάκη
    Senior Associate

    Υ.Γ. Συνοπτική έκδοση του άρθρου δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ, στις 6 Οκτωβρίου 2019.

    η προστασία του εμπορικού απορρήτου από την Ευδοκία Κορνηλάκη

  • Η 4η Βιομηχανική Επανάσταση: ρυθμίζεται η ανάπτυξη;

    Η 4η Βιομηχανική Επανάσταση: ρυθμίζεται η ανάπτυξη;

    Ι. Προοίμιο

    Στους Λατίνους, κατά το Μεσαίωνα, ήταν οικεία η φράση «Graecum est; non legitur» Από τη συγκεκριμένη φαίνεται πως έλκει την καταγωγή της η παγκοσμίως γνωστή «Thats Greek to me» που χρησιμοποιήθηκε,  κοντά στην παρούσα μορφή της, το 1599 από τον  William Shakespeare στην  «Τραγωδία του Ιούλιου Καίσαρα».

    Στην ελληνική της εκδοχή («αυτά είναι κινέζικα») μας είναι εξαιρετικά οικεία-και ως φιλοσοφική, δυστυχώς, προσέγγιση: Υποδηλώνει ό,τι αδυνατούμε να αντιληφθούμε, ό,τι είναι τόσο δυσνόητο, που οποιαδήποτε προσπάθεια κατανόησής του μας μοιάζει ατελέσφορη.

    Ο όρος «4η Βιομηχανική Επανάσταση» (ή «Industry 4.0» ή «I 4.0» ή «4IR» ή «I.4») δεν κινούσε επαρκώς το ενδιαφέρον μου.

    Μέχρι πρότινος.

    Συνειδητοποίησα όμως (όχι, ευτυχώς, πολύ αργά) πως ο συγκεκριμένος όρος περιλαμβάνει μια, πραγματική, κοσμογονία. Εξελίξεις (λιγότερο ή περισσότερο) οικείες αλλά και παντελώς άγνωστες. Έννοιες για τις οποίες εύκολα θα ήταν δυνατό να υιοθετήσει κάποιος το: «αυτά είναι κινέζικα», υποδηλώνοντας αδιαφορία, ενδεχομένως απαξία και, ταυτόχρονα, παραίτηση. Μήπως όμως θα ήταν εξαιρετικά παρακινδυνευμένο;

     

    ΙΙ. Η Τέταρτη Βιομηχανική Επανάσταση

    Η πρώτη βιομηχανική επανάσταση, που ξεκίνησε στα τέλη του 18ου αιώνα στη Μεγάλη Βρετανία, χαρακτηρίστηκε από την βιομηχανική αξιοποίηση των μηχανών, της δύναμη του νερού και του ατμού. Η δεύτερη, στα τέλη του 19ου αιώνα, χαρακτηρίστηκε από τη μαζική παραγωγή, τις γραμμές συναρμολόγησης και την αξιοποίηση του ηλεκτρισμού. Η τρίτη, στα τέλη του 20ού, από την αξιοποίηση της ηλεκτρονικής και της πληροφορικής.

    Κι η τέταρτη που μόλις άρχισε;

    Η 4IR  ενισχύει αυτό που ονομάστηκε “έξυπνο εργοστάσιο”. Μέσα στα «έξυπνα» εργοστάσια, τα κυβερνο-φυσικά συστήματα παρακολουθούν και εποπτεύουν τις φυσικές διαδικασίες, δημιουργούν ένα εικονικό αντίγραφο του φυσικού κόσμου και παίρνουν αποκεντρωμένες αποφάσεις. Τα κυβερνο-φυσικά συστήματα επικοινωνούν και συνεργάζονται με ανθρώπους αλλά και (αυτόνομα) μεταξύ τους σε πραγματικό χρόνο. Η χρησιμοποιούμενη τεχνολογία βελτιώνεται με την εισαγωγή μεθόδων αυτοβελτιστοποίησης, αυτοδιάσπασης,  αυτοδιάγνωσης, τεχνητής νοημοσύνης και ευφυούς υποστήριξης των εργαζομένων.

    Φαίνεται όμως πως δεν υπάρχει κάποιο πεπερασμένο περιεχόμενο για την 4IR. Τα όριά της έχουν υπερβεί εκείνα των εργοστασίων. Ακόμα και των έξυπνων. Και, κατά τον Alec Ross («Οι βιομηχανίες του μέλλοντος», 2016): «Η επερχόμενη εποχή της παγκοσμιοποίησης θα απελευθερώσει ένα κύμα τεχνολογικών, οικονομικών και κοινωνιολογικών αλλαγών που θα είναι εξίσου σημαντικές με τις αλλαγές που κλόνισαν συθέμελα τη γενέτειρά μου κατά τον 20ό αιώνα και τις αλλαγές που προκλήθηκαν από την έλευση του διαδικτύου και της ψηφιοποίησης καθώς τελείωνα το κολέγιο, πριν από 20 χρόνια. Προσπαθήστε να φανταστείτε κάποια εξέλιξη σε τομείς επιχειρηματικής δραστηριότητας τόσο διαφορετικούς μεταξύ τους όσο οι βιοεπιστήμες, η χρηματοοικονομία, ο πόλεμος και η γεωργία, και να είστε βέβαιοι ότι κάποιος ήδη προσπαθεί να την αναπτύξει και να την εκμεταλλευτεί εμπορικά». Παρήλθε ήδη μια τριετία. Κάποιες από τις αλλαγές αυτές είναι απολύτως ευδιάκριτες. Κάποιες άλλες ήδη στην καθημερινότητα κάποιων από εμάς.

    Περαιτέρω όμως: η 4IR έχει καταστήσει, ήδη, δυσδιάκριτα τα όρια ανάμεσα στον φυσικό, βιολογικό και ψηφιακό κόσμο.

     

    ΙΙΙ. Οι τεχνολογίες που απαρτίζουν την 4IR και οι (κοσμογονικές) αλλαγές που τη συνοδεύουν

    Στο στενό πλαίσιο ενός άρθρου, προφανώς και δεν θα ήταν δυνατό να γίνει κάποια περιοριστική, αρκετά πλήρης έστω, αναφορά στο σύνολο των τεχνολογιών οι οποίες απαρτίζουν την 4IR-πολύ περισσότερο από έναν μη ειδήμονα. Ούτε, αντίστοιχα, στις κοσμογονικές αλλαγές που φέρνει στη βιομηχανική παραγωγή, στην παροχή υπηρεσιών (χρηματοοικονομικών και μη), στην οικονομία, στην κοινωνία, στις ανθρώπινες σχέσεις και όχι μόνον.

    Ενδεικτικά μόνον θα μπορούσαν να γίνουν κάποιες αναφορές, Και αυτές επιγραμματικά-ως πρόγευση:

    Internet of Things (ΙοΤ): Το Διαδίκτυο των πραγμάτων αποτελεί το δίκτυο επικοινωνίας μεταξύ «έξυπνων» συσκευών ή αντικειμένων (λ.χ. αυτοκίνητα, οικιακές ηλεκτρικές συσκευές, ρολόγια, ρούχα) που ενσωματώνουν ηλεκτρονικά μέσα, λογισμικό, αισθητήρες και συνδεσιμότητα σε δίκτυο ώστε να επιτρέπεται η μεταξύ τους διασύνδεση και ανταλλαγή δεδομένων. Η φιλοσοφία του IoT εστιάζει στη διασύνδεση όλων των ηλεκτρονικών συσκευών μεταξύ τους (τοπικό δίκτυο) ή/και στο διαδίκτυο (παγκόσμιο ιστό). Όταν περισσότερα αντικείμενα λειτουργούν από κοινού, λέγεται ότι αποκτούν «περιβαλλοντική νοημοσύνη» (ambient intelligence).  Με το IoT, οι συγκεκριμένες «έξυπνες» συσκευές και αντικείμενα ανταλλάσουν πολύτιμες πληροφορίες για την βέλτιστη αντιμετώπιση συγκεκριμένων αναγκών αλλά και, υπό προϋποθέσεις, είναι δυνατό να αποκτήσουν ενιαία υπολογιστική ισχύ.

    Robotics: Η Ρομποτική είναι κλάδος της αυτοματοποίησης, που έχει ως αντικείμενο τη μελέτη, το σχεδιασμό και τη λειτουργία των ρομπότ καθώς και την έρευνα για την περαιτέρω ανάπτυξή τους. Το ρομπότ αποτελεί, σύμφωνα με τον ορισμό του Ινστιτούτου Ρομπότ των ΗΠΑ,  «μια επαναπρογραμματιζόμενη πολυλειτουργική χειριστική διάταξη, σχεδιασμένη για τη μετακίνηση υλικών, εξαρτημάτων, εργαλείων και εξειδικευμένων διατάξεων, μέσω μεταβλητών, προγραμματισμένων κινήσεων για την εκτέλεση μιας σειράς εργασιών». Τα ρομπότ δεν αξιοποιούνται πλέον αποκλειστικά στη βιομηχανική παραγωγή αλλά εκτείνονται σε πληθώρα άλλων εφαρμογών (ενδ. ιατρική και οικιακή χρήση).

    Virtual Reality (VR): Η εικονική πραγματικότητα είναι μέθοδος οπτικοποίησης και επεξεργασίας περίπλοκων δεδομένων αλλά και αλληλεπίδρασης των χρηστών με ηλεκτρονικούς υπολογιστές. Στο πλαίσιο της VR ο χρήστης δημιουργεί την ψευδαίσθηση της ύπαρξής του σε ένα εικονικό περιβάλλον. Αξιοσημείωτο όμως είναι πως ο χρήστης, υπό προϋποθέσεις, αποκτά την ικανότητα να πλοηγηθεί και να αλληλεπιδράσει με αυτό.

    Augmented Reality: Η τεχνολογία της Επαυξημένης Πραγματικότητας είναι η τεχνολογία που ενισχύει τον φυσικό κόσμο με ψηφιακό υλικό. Χρησιμοποιείται περισσότερο σε κινητές συσκευές και συνδυάζει την προβολή του φυσικού κόσμου του οποίου όμως η απεικόνιση είναι επαυξημένη με ψηφιακές πληροφορίες (κείμενα, ήχους και video). Ο συνδυασμός της κάμερας με μία εικόνα δείκτη ή ακόμη και με το σύστημα GPS της κινητής συσκευής, επιτρέπουν την προβολή επιπλέον πληροφοριών για την εικόνα ή το γεωγραφικό σημείο αντίστοιχα, διαμορφώνοντας ένα επαυξημένο πληροφοριακά τελικό αποτέλεσμα. Οι προβολές δεδομένων είναι δυνατές είτε από τις οθόνες κινητών συσκευών είτε από ειδικά γυαλιά προβολής Augmented Reality.

    Artificial Intelligence (AI): H Τεχνητή Νοημοσύνη είναι ο τομέας της επιστήμης των υπολογιστών, ο οποίος ασχολείται με τη σχεδίαση ευφυών (νοημόνων) υπολογιστικών συστημάτων, δηλαδή συστημάτων που επιδεικνύουν χαρακτηριστικά που σχετίζονται με την ανθρώπινη νοημοσύνη και συμπεριφορά. Η κλασσική/συμβολική της μορφή (symbolic Al) βασίζεται στην κατανόηση των νοητικών διεργασιών και ασχολείται με την προσομοίωση της ανθρώπινης νοημοσύνης προσεγγίζοντάς την με αλγόριθμους και συστήματα που βασίζονται στη γνώση, χρησιμοποιώντας ως δομικές μονάδες τα σύμβολα (π.χ. συστήματα κανόνων). Η Υπολογιστική Νοημοσύνη (computational intelligence) ή Συνδετική (connectionist) ή μη συμβολική/υποσυμβολική βασίζεται στη μίμηση της βιολογικής λειτουργίας του εγκεφάλου, όπως η διαδικασία της εξέλιξης των ειδών ή η λειτουργία του εγκεφάλου (π.χ. νευρωνικά δίκτυα και γενετικοί αλγόριθμοι).

    Digital transformation: Ο ψηφιακός μετασχηματισμός είναι η ενσωμάτωση και αξιοποίηση της ψηφιακής τεχνολογίας στο σύνολο των τομέων λειτουργίας μιας επιχείρησης με σκοπό την ραγδαία αύξηση της απόδοσής της.

    Distributed Ledger Technology (DLT): Η Τεχνολογία Κατανεμημένου Καθολικού είναι ένα εργαλείο για την καταγραφή της κυριότητας – θα μπορούσε να αναφέρεται για παράδειγμα στην κυριότητα χρήματος ή περιουσιακών στοιχείων, όπως τα ακίνητα. Το κατανεμημένο καθολικό είναι μια βάση δεδομένων τα οποία αντί να αποθηκεύονται σε μια κεντρική τοποθεσία κατανέμονται σε δίκτυο περισσοτέρων υπολογιστών. Τα μέλη του δικτύου, ανάλογα  με τις άδειες που τους έχουν δοθεί, έχουν τη δυνατότητα να αποκτούν πρόσβαση στις πληροφορίες ή/και, κατά περίπτωση, να προσθέτουν δεδομένα. Ο περισσότερο κοινός τύπος τεχνολογίας κατανεμημένου καθολικού είναι η, ευρύτερα γνωστή, αλυσίδα συστοιχιών («blockchain»).

    Blockchain: Η Αλυσίδα Συστοιχιών είναι ο πιο κοινός τύπος τεχνολογίας κατανεμημένου καθολικού. Η ονομασία αυτή προέρχεται από το γεγονός ότι οι συναλλαγές ομαδοποιούνται προκειμένου να σχηματίσουν συστοιχίες («blocks») οι οποίες συνδέονται μεταξύ τους με χρονολογική σειρά σχηματίζοντας μια αλυσίδα («chain»). Η «αλυσίδα» προστατεύεται στο σύνολό της από σύνθετους μαθηματικούς αλγορίθμους με σκοπό να διασφαλίζεται η ακεραιότητα και η ασφάλεια των δεδομένων. Αυτή η αλυσίδα αποτελεί την ολοκληρωμένη καταγραφή όλων των συναλλαγών που περιλαμβάνονται στη βάση δεδομένων. Περισσότερο γνωστή χρήση του blockchain βασίζεται η δημιουργία και κυκλοφορία κρυπτονομισμάτων καθώς και η διενέργεια συναλλαγών με αυτά. Το blockchain λέγεται πως θα φέρει αλλαγές σημαντικότερες από εκείνες της δημιουργίας και επέκτασης σε ευρεία χρήση του διαδικτύου

    Smart Contract: Τα έξυπνα συμβόλαια είναι προγράμματα κώδικα τα οποία ενεργοποιούνται και εκτελούνται όταν ικανοποιηθούν συγκεκριμένες συνθήκες αυτόματα. Η σχετική διαδικασία καταγράφεται στο blockchain καθιστώντας με τον τρόπο αυτό την πληροφορία αμετάβλητη και αδιαμφισβήτητη. Τα έξυπνα συμβόλαια προσφέρουν ασφάλεια και μείωση κόστους.

    Platform economy: Πρόκειται για την τάση του εμπορίου να κινείται όλο και περισσότερο προς τα πρότυπα των επιχειρηματικών ψηφιακών πλατφορμών. Οι πλατφόρμες είναι συστήματα ηλεκτρονικών υπολογιστών που μπορούν να φιλοξενούν υπηρεσίες που επιτρέπουν στους καταναλωτές, τους επιχειρηματίες, τις επιχειρήσεις και το ευρύ κοινό να συνδέονται, να μοιράζονται πόρους ή να πωλούν προϊόντα.

    Sharesharing) economy: Με την αξιοποίηση της συμμετοχικής (ή συνεργατικής) οικονομίας και τη χρήση της κατάλληλης τεχνολογικής πλατφόρμας υποβοηθείται η επαφή και η συναλλαγή (με ή χωρίς αμοιβή) μεταξύ των άμεσα ενδιαφερομένων (του κατόχου, λ.χ., ενός διαμερίσματος που δεν χρησιμοποιείται, μιας θέσης αυτοκινήτου που δεν χρειάζεται ή του καθηγητή των αρχαίων ελληνικών με κάποιον ελεύθερο χρόνο και, αντίστοιχα, των δυνητικών αποδεκτών των συγκεκριμένων υπηρεσιών). Το αποτέλεσμα μιας τέτοιας οικονομίας είναι φθηνότερες και περισσότερο αποτελεσματικές υπηρεσίες για εκείνους που θα επέλεγαν να τις χρησιμοποιήσουν (όπως αυτές που παρέχονται από την Beat, την Uber ή την Airbnb).

    Digital energy:  Η ψηφιακή προσέγγιση της ενέργειας με βάση την οποία διαφοροποιούνται ολοκληρωτικά έννοιες όπως η εξοικονόμηση, η κατανάλωση, η αποθήκευση αλλά και η παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας με την βοήθεια της τεχνολογίας, της πληροφορικής, της ανάλυσης δεδομένων και των ψηφιακών μέσων. Ο τελικός καταναλωτής μετατρέπεται από έναν παθητικό «πληρωτή λογαριασμών» σε έναν έξυπνο δέκτη ψηφιακών υπηρεσιών από τον πάροχο ενέργειας. Οι καταναλωτές λ.χ. σε κάποιες Ευρωπαικές χώρες (UK, Ολλανδία, Γερμανία) έχουν τη δυνατότητα να αποθηκεύουν σε οικιακού τύπου μπαταρίες φθηνή ενέργεια από ΑΠΕ ή από το δίκτυο σε χαμηλή τιμή (πχ. νυχτερινό ή φθηνές ζώνες τιμολόγησης) και να την εκμεταλλεύονται σε άλλες ώρες της ημέρας για να καλύψουν αιχμές φορτίου, όταν η τιμή αγοράς της KWh θα έχει ανέβει ή θα υπάρχει μεγάλη ζήτηση από το δίκτυο.

    Digital health: Η ψηφιακή υγεία είναι η σύγκλιση των ψηφιακών τεχνολογιών με την υγεία, την υγειονομική περίθαλψη, τη διαβίωση και την κοινωνία, με σκοπό την αποτελεσματικότερη παροχή υγειονομικής περίθαλψης και, εν τέλει, την περισσότερο εξατομικευμένη και αποτελεσματική θεραπεία. Περιλαμβάνει τη χρήση επικοινωνιών, πληροφοριών και εξειδικευμένων τεχνολογιών. Οι τεχνολογίες αυτές περιλαμβάνουν, μεταξύ άλλων, λύσεις λογισμικού και υπηρεσιών (της τηλεϊατρικής και της ανάλυσης μέσω διαδικτύου συμπεριλαμβανομένων), εφαρμογών, φορητών συσκευών ή/και απομακρυσμένων αισθητήρων παρακολούθησης.

    Βιοτεχνολογία: Βιοτεχνολογία είναι το σύνολο των τεχνικών διαδικασιών που εστιάζουν στην καλύτερη αξιοποίηση και εκµετάλλευση των ιδιοτήτων της ζώσας ύλης (είτε οργανισμών είτε συστατικών αυτών-λ.χ ένζυµα), µε σκοπό την αύξηση της παραγωγής ήδη παραγόµενων προϊόντων και την δημιουργία ή παραγωγή νέων µε µεγάλη προστιθέµενη αξία και σηµασία για την ανθρωπότητα.

    Neurotechnology: Η νευροτεχνολογία είναι η τεχνολογία, η οποία μας επιτρέπει να κατανοήσουμε τη λειτουργία του εγκεφάλου, της συνείδησης και της σκέψης. Τα νευρικά δίκτυα, από την άλλη πλευρά, είναι η συγχώνευση αυτής της βιολογικής νοημοσύνης με τη μηχανική νοημοσύνη και συνήθως αναφέρεται στη σύνδεση μεταξύ του ανθρώπινου εγκεφάλου και των υπολογιστών.

    Drones: Διεθνώς ονομάζονται UAS (:Unmanned Aircraft System) ή UAV (:Unmanned Aircraft Vehicle) ή RPAS (Remotely Piloted Aircraft Systems). Η ΥΠΑ (Υπηρεσία Πολιτικής Αεροπορίας) χρησιμοποιεί τον όρο ΣμηΕΑ (:Συστήματα μη Επανδρωμένων Αεροσκαφών). Τα ΣμηΕΑ λοιπόν είναι ιπτάμενες μηχανές χωρίς πλήρωμα. Το μέγεθός τους ξεκινάει από πολύ μικρό (σε μέγεθος παιγνιδιού) και φτάνει μέχρι μεγέθους κανονικού αεροπλάνου. Αντί πιλότου έχουν έναν «χειριστή» που είτε τα κατευθύνει ο ίδιος από το έδαφος («τηλεκατευθυνόμενα») ή προγραμματίζει την πορεία τους πριν από την πτήση, ώστε να κινούνται αυτόματα ακολουθώντας προδιαγεγραμμένη πορεία στον αέρα («αυτοκατευθυνόμενα» – πλοηγούνται δηλαδή από πρόγραμμα «ηλεκτρονικών εντολών» το οποίο «φορτώνεται» στη μνήμη από πριν και εκτελείται την ώρα της πτήσης). Η χρήση τους είναι ήδη ευρύτατη: για ειρηνικούς (και μη) σκοπούς.

    3D Printing: Τρισδιάστατη εκτύπωση είναι η μέθοδος με την οποία κατασκευάζονται αντικείμενα μέσω της διαδοχικής πρόσθεσης επάλληλων στρώσεων υλικού. Οι τρισδιάστατοι εκτυπωτές χρησιμοποιούνται κυρίως για την κατασκευή φυσικών μοντέλων και πρωτοτύπων από σχεδιαστές, μηχανικούς και ομάδες ανάπτυξης νέων προϊόντων. Χρησιμοποιούνται όμως ήδη για την εκτύπωση εξαρτημάτων, ανταλλακτικών αλλά και μεγαλύτερων κατασκευών με χρήση διαφορετικών υλικών και διαφορετικές μηχανικές και φυσικές ιδιότητες.

     

    IV. Η 4IR και οι (αναγκαίες) νομοθετικές ρυθμίσεις

    Στην πλημμυρίδα των (συχνά απολύτως δυσνόητων) αλλαγών που μας κατακλύζει, εύλογα θα αναρωτιόταν κάποιος: Σε ποιο δίκαιο, ποιο ρυθμιστικό περιβάλλον και ποιες ρυθμίσεις υπάγονται οι σχέσεις και διαφορές που δημιουργούνται στο πλαίσιο των νέων τεχνολογιών που (κάποιες μόνον από αυτές) σκιαγραφήθηκαν παραπάνω; Με βάση ποιο νόμο, άραγε, απαντώνται τα (μετά βεβαιότητας) εκατοντάδες χιλιάδες, σχετικά, ερωτήματα που εύλογα θα ήταν δυνατό ή αναγκαίο να απευθυνθούν σε ένα δικηγόρο; Και ποιος θα ήταν ο κατάλληλος;

    Είναι περισσότερο από προφανές πως απάντηση στα συγκεκριμένα ερωτήματα δεν είναι δυνατό να υπάρξει: όταν οι επαΐοντες με ιδιαίτερη δυσκολία παρακολουθούν τις ραγδαίες εξελίξεις της τεχνολογίας (κι εμείς οι αδαείς απολύτως περιστασιακά και ασθμαίνοντας) ούτε λόγος να γίνεται για το (συνολικά) κατάλληλο νομοθετικό πλαίσιο, το εφαρμοστέο δίκαιο. Απλά: δεν υφίσταται.

    Αυτό βέβαια καθόλου δε σημαίνει πως θα ήταν δικαιολογημένη μια συνολική, σχετική, αδράνεια. Οι αλλαγές που επιτελούνται, λ.χ., στο χρηματοπιστωτικό σύστημα, την οικονομία και τη ζωή μας από την αξιοποίηση του blockchain είναι συγκλονιστικές. Ενδεικτικά: διενέργεια συναλλαγών μέσω κρυπτονομισμάτων (το πλέον γνωστό: bitcoin), οι μετατροπές είτε μεταξύ κρυπτονομισμάτων είτε μεταξύ αυτών και των γνωστών και ευρύτερα αποδεκτών νομισμάτων, η αποδοχή (από συγκεκριμένα κράτη) των bitcoin ως μέσο πληρωμής, είναι πλέον γεγονός. Δεν γίνεται παρά να ακολουθήσει η θεσμοθέτηση των κατάλληλων κανόνων για την προστασία των συναλλαγών και των συναλλασσομένων. Κάποιες χώρες έχουν κινηθεί ή κινούνται ήδη προς τη συγκεκριμένη κατεύθυνση. Ας παρακολουθούμε τα συμβαίνοντα σε διεθνές επίπεδο και (στην ανάγκη-ως κάποιο βαθμό) ας αντιγράψουμε του πρωτοπόρους.

     

    V. Εν κατακλείδι

    Οι αλλαγές που φέρνει μαζί της η Τέταρτη Βιομηχανική Επανάσταση είναι κοσμογονικές και δεν αφορούν μόνον τον χώρο της παραγωγής και των εργοστασίων-αφορούν, άμεσα και κατά κυριολεξία, τη ζωή και την καθημερινότητα του καθενός από εμάς.

    Αν καταφέρουμε να ξεπεράσουμε την αδυναμία ή άρνηση να αντιληφθούμε τα συμβαίνοντα αποφεύγοντας να υιοθετήσουμε, και εν προκειμένω, τη στάση «αυτά είναι κινέζικα», μπορούμε να αφουγκραστούμε, όσο μπορούμε, τους ειδικούς.

    Κι ακόμα περισσότερο, αυτό που επιβάλλεται να πράξουμε, έστω και εκ των υστέρων-έστω και ασθμαίνοντας, στην προσπάθειά μας να ακολουθήσουμε τις ραγδαίες εξελίξεις, είναι  να μεριμνήσουμε για τη θέσπιση των (μη υπαρκτών σήμερα) κατάλληλων κανόνων: τόσο σε εθνικό όσο και σε υπερεθνικό επίπεδο.

    Για την υποβοήθηση της υγιούς ανάπτυξης της χώρας μας.

    Για την προστασία των συναλλαγών και των συναλλασσομένων.

    Για τη δική μας, εν τέλει, προστασία και όφελος.

    stavros-koumentakis

    Σταύρος Κουμεντάκης
    Senior Partner

    Υ.Γ. Συνοπτικές εκδόσεις του άρθρου δημοσιεύτηκαν στην Εφημερίδα ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ, στις 29 Σεπτεμβρίου 2019 και στον ενημερωτικό ιστότοπο Capital.gr, στις 3 Οκτωβρίου 2019.

  • Οι ηλεκτρονικές πληρωμές (και η εξασφάλισή τους)

    Οι ηλεκτρονικές πληρωμές (και η εξασφάλισή τους)

    1. Προοίμιο

    «O σκοπός του νόμου δεν είναι να καταργεί ή να περιορίζει αλλά να διατηρεί και να διευρύνει την ελευθερία. Διότι …όπου δεν υπάρχει νόμος δεν υπάρχει ελευθερία» έγραφε το 1690 ο John Lock-Άγγλος φιλόσοφος με ιδιαίτερη επιρροή αλλά και θεωρητικός του Κοινωνικού Συμβολαίου (:Second Treatise of Government, Ch. VI, sec. 57).

    Φυσικά και θα ήταν δυνατό να υπάρξει ευρεία συζήτηση σχετικά με την εκπλήρωση (ή μη) του σκοπού του νόμου-ιδίως στα απολυταρχικά καθεστώτα. Η θέσπιση όμως κανόνων αποδεικνύεται, κάποιες φορές, ως ξεχωριστά σημαντική για τη διατήρηση και διεύρυνση της ελευθερίας. Στις περιπτώσεις αυτές μάλιστα γίνεται, κατά κανόνα, και ευρύτερα αποδεκτή.

    Μια από τις περιπτώσεις αυτές είναι κι εκείνη που αφορά τους κανόνες που αφορούν τη διασφάλιση των συναλλαγών και συναλλασσομένων αλλά και τη διατήρηση και διεύρυνση της ελευθερίας αμφοτέρων.

    Χρειαζόμαστε, στο πλαίσιο αυτό, την ύπαρξη (και εφαρμογή) τέτοιων κανόνων-παρότι ήδη έχουμε, ως χώρα, περίσσιους.

    Η Ευρωπαϊκή Ένωση πρωτοστατεί. Και, μάλιστα, προς την ορθή κατεύθυνση.

     

    2. Τα νέα δεδομένα που προκύπτουν από την Οδηγία (ΕΕ) 2015/2366 (:PSD 2)

    Αποτελεί ήδη, από 14.9.2019, εφαρμοστέο δίκαιο ο Κανονισμός (ΕΕ) 2018/389 της Ευρωπαϊκής Επιτροπής της 27ης Νοεμβρίου 2017. Ο συγκεκριμένος Κανονισμός αφορά τη συμπλήρωση της Οδηγίας (ΕΕ) 2015/2366 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (την οποία ακούμε και ως «Δεύτερη Οδηγία Παροχής Υπηρεσιών Πληρωμών»-PSD2). Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, απολύτως πρόσφατα, δημοσιοποίησε, κατά τρόπο ευσύνοπτο, τα νέα δεδομένα που προκύπτουν από την εφαρμογή της  PSD2 όσον αφορά τις ηλεκτρονικές πληρωμές στην Ευρώπη. Εισαγωγικά μάλιστα να σημειωθεί πως τα νέα αυτά δεδομένα και κανόνες καλύπτουν τις ηλεκτρονικές πληρωμές στο σύνολό τους (μεταξύ των οποίων μεταφορές πιστώσεων, πληρωμές με πιστωτικές ή χρεωστικές κάρτες).

    Συγκεκριμένα:

    2.1. Σχετικά με τα δικαιώματα του καταναλωτή

    Οι ηλεκτρονικές πληρωμές σε όλη την ΕΕ, την Ισλανδία, τη Νορβηγία και το Λιχτενστάιν, γίνονται πλέον φθηνότερες, ευκολότερες και ασφαλέστερες. Παρέχεται πλέον το ίδιο επίπεδο ασφάλειας κι ευκολίας σε σχέση με τη χώρα προέλευσης του καταναλωτή. Δεν γίνονται ανεκτές, τώρα πια, επιπρόσθετες χρεώσεις από έναν έμπορο όταν ο καταναλωτής εξοφλεί κάποια αγορά του ή κάποια υπηρεσία χρησιμοποιώντας μια κάρτα που εκδίδεται στην ΕΕ.

    Αναγνωρίζεται το δικαίωμα, σε οποιονδήποτε διαμένει νόμιμα στην Ευρώπη, να διαθέτει τραπεζικό λογαριασμό για  τις ηλεκτρονικές πληρωμές του (“Λογαριασμός Πληρωμών”): έναν λογαριασμό δηλαδή που συνοδεύεται από χρεωστική κάρτα, καλύπτει τις αναλήψεις μετρητών, τη φύλαξη κεφαλαίων και τη διενέργεια και τη λήψη πληρωμών σε ολόκληρη την Ευρώπη.

    2.2. Σχετικά με τις επιβαρύνσεις του καταναλωτή

    O Λογαριασμός Πληρωμών παρέχεται δωρεάν ή, έστω, με λογική αμοιβή. Οι διασυνοριακές πληρωμές σε ευρώ θα πρέπει να κοστίζουν πλέον όσο και οι εγχώριες. Οι αναλήψεις μετρητών σε ευρώ εκτός του τραπεζικού δικτύου ATM του δικαιούχου θα πρέπει επίσης να κοστίζουν το ίδιο στα υπόλοιπα κράτη-μέλη όπως και στη χώρα του δικαιούχου.

    2.3. Σχετικά με την ασφάλεια των συναλλαγών

    Από τις 14.9.2019, οι ηλεκτρονικές πληρωμές γίνονται περισσότερο ασφαλείς χάρη στην ισχυρή ταυτοποίηση των συναλλασσομένων, καθώς θα απαιτείται συνδυασμός διαφορετικών παραγόντων επαλήθευσης (λ.χ. όχι μόνον PIN αλλά και, επιπρόσθετα, το αποτύπωμα του δικαιούχου). Η ευθύνη του καταναλωτή σε περίπτωση μη εξουσιοδοτημένης πληρωμής (όπως λ.χ. εάν η πιστωτική του κάρτα έχει κλαπεί) περιορίζεται σε € 50-εκτός από τις περιπτώσεις βαριάς αμέλειας. Ο δικαιούχος του λογαριασμού δεν θα είναι υπεύθυνος για οποιαδήποτε μη εξουσιοδοτημένη πληρωμή διενεργείται μετά τη σχετική ενημέρωσή του προς την εκδότρια τράπεζα (λ.χ. σε περίπτωση κλοπής της κάρτας του) καθώς και για πληρωμή μέσω διαδικτύου, στην περίπτωση που ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών ή η τράπεζα δεν έχουν υλοποιήσει την «αυστηρή εξακρίβωση της ταυτότητας του πελάτη» (κατωτέρω υπό 4).Στην περίπτωση που το ύψος του λογαριασμού δεν είναι γνωστό εκ των προτέρων (λ.χ. στις περιπτώσεις ενοικίασης  αυτοκινήτων ή κάλυψης δαπανών διαμονής και καταναλώσεων σε ξενοδοχείο) ο ιδιοκτήτης της επιχείρησης δεν μπορεί να προβαίνει σε απεριόριστη χρέωση, παρά μόνο μέχρι ένα ποσό το οποίο θα έχει συμφωνηθεί εκ των προτέρων με τον κάτοχο της κάρτας. Στην περίπτωση εξουσιοδότησης μιας επιχείρησης για “άμεση χρέωση” ενός τραπεζικού λογαριασμού (λ.χ. στις περιπτώσεις εξόφλησης λογαριασμών ηλεκτρικού ρεύματος, κινητής τηλεφωνίας ή φυσικού αερίου),  ο δικαιούχος έχει στη διάθεσή του  οκτώ εβδομάδες για την αμφισβήτηση των ποσών που έχουν, ενδεχομένως, χρεωθεί αχρεωστήτως. Κι ακόμα περισσότερο: το συγκεκριμένο ποσό θα πρέπει να του επιστραφεί μέσα σε δέκα, μόνον,  εργάσιμες ημέρες.

    2.4. Σχετικά με τις (εύλογες) χρεώσεις

    Ο καταναλωτής έχει το δικαίωμα να γνωρίζει ποιες ακριβώς είναι χρεώσεις, εφόσον προβλέπονται τέτοιες, για τις ηλεκτρονικές πληρωμές του. Κατά κανόνα, οι έμποροι (είτε στους φυσικούς χώρους των καταστημάτων είτε και σε διαδικτυακή σύνδεση), δεν δικαιούνται να επιβάλλουν τιμή μεγαλύτερη από τη δημοσιευμένη (κάποιου είδους «προσαύξηση» δηλ.) όταν η εξόφλησή τους γίνεται με χρεωστικές ή πιστωτικές κάρτες. Σε ορισμένες μόνον περιπτώσεις (π.χ. για συγκεκριμένες κάρτες) είναι δυνατό να υπάρξει επιπλέον χρέωση θα πρέπει όμως να αντιστοιχεί στο πραγματικό κόστος του εμπόρου για τη συγκεκριμένη μέθοδο πληρωμής.

    2.5. Σχετικά με τις νέες τεχνολογίες

    Χάρις στην εξέλιξη της τεχνολογίας, παρέχεται ήδη η δυνατότητα της χρησιμοποίησης νέων, καινοτόμων χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών που προσφέρονται από τις αδειοδοτημένες τράπεζες και άλλους παρόχους υπηρεσιών για ηλεκτρονικές πληρωμές -εκτός της τράπεζας του δικαιούχου. Αυτό σημαίνει, για παράδειγμα, ότι κάποιος δικαιούχος είναι δυνατό να παρακολουθεί τα προσωπικά του οικονομικά στοιχεία και δεδομένα ή να πραγματοποιεί ηλεκτρονικές αγορές χωρίς πιστωτική ή χρεωστική κάρτα. Όμως, ακριβώς όπως οι τράπεζες, αυτοί οι νέοι πάροχοι υπηρεσιών πληρωμών θα πρέπει να διαθέτουν τις κατάλληλες άδειες να εποπτεύονται όπως κι εκείνες και, αυτονοήτως, να χειρίζονται τα δεδομένα των καταναλωτών με ασφάλεια. Οι κανόνες της ΕΕ διασφαλίζουν ότι οι ηλεκτρονικές πληρωμές διενεργούνται ομαλά. Στην περίπτωση όμως που παρουσιάζεται κάποιο πρόβλημα, η τράπεζα του καταναλωτή ή, κατά περίπτωση, ο διαφορετικός πάροχος υπηρεσιών πληρωμών οφείλει να απαντήσει στην καταγγελία του μέσα σε δέκα πέντε (15) εργάσιμες ημέρες. Κι αν μετά από την απάντηση ο δικαιούχος δεν είναι ακόμα ικανοποιημένος, έχει τη δυνατότητα να προσφύγει στην αρμόδια εθνική αρχή.

     

    3. Τα δεδομένα και η αναγκαιότητα εξασφάλισης των ηλεκτρονικών συναλλαγών

    Τα αρμόδια όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης έχει, εδώ και καιρό, απασχολήσει το θέμα της ασφάλειας των συναλλαγών και της προστασίας των συναλλασσομένων. Στο πλαίσιο αυτό έχει εκδοθεί και εφαρμόζεται, όπως ήδη αναφέρθηκε, εδώ και μερικές μέρες (από 14.9.2019-άρθρο 38 § 2), ο Κανονισμός (ΕΕ) 2018/389 της Ευρωπαϊκής Επιτροπής της 27ης Νοεμβρίου 2017. Ο συγκεκριμένος Κανονισμός αφορά, όπως επίσης αναφέρθηκε, τη συμπλήρωση της Οδηγίας (ΕΕ) 2015/2366 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (την οποία ακούμε και ως «Δεύτερη Οδηγία Παροχής Υπηρεσιών Πληρωμών»-PSD2) σχετικά με τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα για την αυστηρή εξακρίβωση ταυτότητας πελάτη και τα κοινά και ασφαλή ανοικτά πρότυπα επικοινωνίας.

    Είναι ιδιαίτερα ενδιαφέρον να εστιάσει κανείς σε κάποια από τα δεδομένα τα οποία ελήφθησαν υπόψη κατά την έκδοση των συγκεκριμένων νομοθετικών κειμένων (Οδηγίας και Κανονισμού). Συγκεκριμένα:

    Η Οδηγία (ΕΕ) 2015/2366 θεωρεί ως δεδομένη την αναγκαιότητα για «ασφαλείς ηλεκτρονικές πληρωμές» (οι οποίες μάλιστα χαρακτηρίζονται «ζωτικής σημασίας προκειμένου να υποστηριχθεί η ανάπτυξη της οικονομίας της Ένωσης…»), για κάλυψη των ρυθμιστικών κενών, για μεγαλύτερη νομική σαφήνεια.  Κάνει επίσης δεκτό το αυτονόητο: πως, δηλ., «…Οι ασφαλείς υπηρεσίες πληρωμών αποτελούν απαραίτητη προϋπόθεση για την εύρυθμη λειτουργία της αγοράς των υπηρεσιών πληρωμών. Οι χρήστες των υπηρεσιών πληρωμών θα πρέπει, επομένως, να προστατεύονται επαρκώς έναντι αυτών των κινδύνων. Οι υπηρεσίες πληρωμών είναι άκρως απαραίτητες για τη λειτουργία ζωτικών οικονομικών και κοινωνικών δραστηριοτήτων…».

    Στον Κανονισμό (ΕΕ) 2018/389 συναντάμε, επίσης, κάποιες πολύ ενδιαφέρουσες παραδοχές καθώς αναδεικνύονται, και εδώ, τα δεδομένα πάνω στα οποία στηρίχθηκε για την εισαγωγή των νέων ρυθμίσεων.

    Ενδεικτικά: «Οι υπηρεσίες πληρωμών που προσφέρονται ηλεκτρονικά θα πρέπει να πραγματοποιούνται με ασφάλεια, υιοθετώντας τεχνολογίες ικανές να εγγυώνται την ασφαλή εξακρίβωση της ταυτότητας του χρήστη και να μειώνουν, στον μεγαλύτερο δυνατό βαθμό, τον κίνδυνο απάτης. Η διαδικασία εξακρίβωσης θα πρέπει να περιλαμβάνει, κατά κανόνα, μηχανισμούς παρακολούθησης των συναλλαγών που θα εντοπίζουν απόπειρες χρήσης των απωλεσθέντων, κλαπέντων ή υπεξαιρεθέντων εξατομικευμένων διαπιστευτηρίων ασφαλείας χρήστη υπηρεσιών πληρωμών, και επιπλέον θα πρέπει να διασφαλίζει ότι ο χρήστης υπηρεσιών πληρωμών είναι ο νόμιμος χρήστης και άρα συναινεί στη μεταφορά χρηματικών ποσών και την πρόσβαση στις πληροφορίες λογαριασμού του διά της συνήθους χρήσης των εξατομικευμένων διαπιστευτηρίων ασφαλείας. Είναι ακόμη αναγκαίο να διευκρινιστούν οι απαιτήσεις της αυστηρής εξακρίβωσης της ταυτότητας του πελάτη…»

    Καθώς εξελίσσεται η τεχνολογία, εξελίσσονται και οι μέθοδοι απάτης με την αξιοποίησή της. Στο πλαίσιο αυτό ο Κανονισμός κάνει επίσης αποδεκτό πως «Καθώς οι μέθοδοι απάτης μεταβάλλονται διαρκώς, οι απαιτήσεις της αυστηρής εξακρίβωσης της ταυτότητας του πελάτη θα πρέπει να ευνοούν την εξεύρεση καινοτόμων τεχνικών λύσεων αντιμετώπισης των νέων απειλών για την ασφάλεια των ηλεκτρονικών πληρωμών που συνεχώς εμφανίζονται. Προκειμένου να διασφαλιστεί η αδιάλειπτη και αποτελεσματική εφαρμογή των απαιτήσεων που πρόκειται να θεσπιστούν, είναι επιπλέον σκόπιμο να απαιτείται τεκμηρίωση, περιοδική δοκιμή, αξιολόγηση και έλεγχος των μέτρων ασφαλείας για την εφαρμογή της αυστηρής εξακρίβωσης της ταυτότητας του πελάτη….».

    Κι επίσης: «Καθώς ο κίνδυνος απάτης είναι μεγαλύτερος για τις πράξεις ηλεκτρονικής πληρωμής εξ αποστάσεως, είναι αναγκαία η θέσπιση πρόσθετων εγγυήσεων για την αυστηρή εξακρίβωση της ταυτότητας του πελάτη κατά τη διενέργεια των εν λόγω συναλλαγών, ώστε να διασφαλίζεται ότι τα στοιχεία συνδέουν δυναμικά τη συναλλαγή με συγκεκριμένο ποσό και δικαιούχο που καθορίζονται από τον πληρωτή κατά την έναρξη της συναλλαγής».

    Και τέλος: «Για να διασφαλιστεί η εφαρμογή της αυστηρής εξακρίβωσης της ταυτότητας του πελάτη, είναι επιπλέον αναγκαίο να απαιτούνται επαρκή χαρακτηριστικά ασφαλείας για τα στοιχεία της αυστηρής εξακρίβωσης της ταυτότητας του πελάτη που αφορούν γνώση (στοιχείο το οποίο μόνο ο χρήστης γνωρίζει), όπως μήκος ή πολυπλοκότητα, για τα στοιχεία που αφορούν κατοχή (στοιχείο το οποίο μόνο ο χρήστης κατέχει), όπως …που αφορούν κάποιο μοναδικό φυσικό χαρακτηριστικό του χρήστη …όπως προδιαγραφές αλγόριθμου, βιομετρικό αισθητήρα και χαρακτηριστικά προστασίας υποδειγμάτων…».

     

    4. Η «αυστηρή εξακρίβωση της ταυτότητας του πελάτη»

    Από τα παραπάνω δεδομένα προκύπτει πως η «αυστηρή εξακρίβωση της ταυτότητας του πελάτη» αποδεικνύεται εξαιρετικά σημαντικό στοιχείο προς την κατεύθυνση της επίτευξης της ασφάλειας των συναλλαγών για τις οποίες οι ξεχωριστές επισημάνσεις της Οδηγίας και του Κανονισμού που αναφέρθηκαν παραπάνω. Αυτή (η «αυστηρή εξακρίβωση») δεν είναι, ανεξαιρέτως, αναγκαία. Στις περισσότερες όμως περιπτώσεις, αντίθετα, εμφανίζεται ως επιβεβλημένη η ανάγκη αυστηρής εξακρίβωσης των στοιχείων του συναλλασσομένου, λήψης κατάλληλων-αυξημένων μέτρων ασφαλείας αλλά και ασφαλούς σύνδεσης συγκεκριμένης συναλλαγής με συγκεκριμένο δικαιούχο (περί αυτών: άρθρο 97 Οδηγίας (ΕΕ) 2015/2366).

    Τέτοιες περιπτώσεις είναι, μεταξύ άλλων, εκείνες που οι πάροχοι υπηρεσιών πληρωμών (ενδ.: τα πιστωτικά ιδρύματα, τα ιδρύματα ηλεκτρονικού χρήματος, τα γραφεία ταχυδρομικών επιταγών, τα ιδρύματα πληρωμών κλπ.): (α)  αποκτούν πρόσβαση στον λογαριασμό πληρωμών του πελάτη διαδικτυακά, (β)  διενεργούν την έναρξη πράξης πληρωμής ηλεκτρονικά, (γ)  εκτελούν οιαδήποτε ενέργεια, εξ αποστάσεως, η οποία μπορεί να ενέχει κίνδυνο απάτης ή άλλων παραβιάσεων.

    Στις συγκεκριμένες, λοιπόν, περιπτώσεις οι πάροχοι υπηρεσιών πληρωμών εφαρμόζουν αυστηρή εξακρίβωση της ταυτότητας του πελάτη, η οποία περιλαμβάνει στοιχεία τα οποία συνδέουν δυναμικά και με ασφάλεια, τη συναλλαγή με συγκεκριμένο ποσό και συγκεκριμένο δικαιούχο.

    Στην περίπτωση όμως που, παρ’ ελπίδα, οι εν λόγω πάροχοι παραλείψουν τη σχετική τους υποχρέωση, η ευθύνη και οι σχετικές συνέπειες βαρύνουν εκείνους και όχι τους (ανυπαίτιους) καταναλωτές.

     

    5. Εν κατακλείδι

    Οι υπηρεσίες πληρωμών έχουν, από αιώνων, αποδειχθεί αναγκαίες για τη λειτουργία ζωτικών οικονομικών και κοινωνικών δραστηριοτήτων: κανένας δεν θα μπορούσε φανταστεί λειτουργούσα οποιαδήποτε οικονομία χωρίς ασφαλείς υπηρεσίες πληρωμών. Στο πλαίσιο της σύγχρονης, παγκοσμιοποιημένης ήδη, οικονομίας οι ασφαλείς ηλεκτρονικές πληρωμές αποδεικνύονται ως ζωτικής σημασίας (“conditio sine qua non”) προκειμένου να υποστηριχθεί η (σε εθνικό, ευρωπαϊκό και παγκόσμιο επίπεδο) επιθυμητή, και σε κάποιες περιπτώσεις απολύτως αναγκαία, ανάπτυξη.

    Η «αυστηρή εξακρίβωση της ταυτότητας του πελάτη» κινείται, αυτονοήτως, προς την κατεύθυνση και της ασφάλειας αλλά και της διευκόλυνσης των συναλλαγών. Βεβαίως και των συναλλασσομένων. Οι σχετικοί, προερχόμενοι από την Ευρωπαϊκή Ένωση, κανόνες πληρούν, στη συγκεκριμένη περίπτωση, την εισαγωγικώς διατυπωθείσα απαίτηση του John Lock όσον αφορά την (επιθυμητή) στόχευση του νόμου.

    H ανάπτυξη αποδεικνύεται στενά συνυφασμένη (και) με την ασφάλεια των συναλλαγών. Κι από την ανάπτυξη δεν μπορεί παρά να είμαστε περισσότερο ωφελημένοι. Όλοι μας.

    Έτσι, από 14.9.2019, δικαιούμαστε να είμαστε λίγο περισσότερο χαρούμενοι. Και, προεχόντως, να αισθανόμαστε περισσότερο ασφαλείς.

    stavros-koumentakis

    Σταύρος Κουμεντάκης
    Senior Partner

    Υ.Γ. Συνοπτική έκδοση αυτού του άρθρου δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ, στις 22 Σεπτεμβρίου 2019.

    Η πληροφόρηση που εμπεριέχεται στο παρόν άρθρο δεν συνιστά (ούτε και έχει σκοπό να αποτελέσει) νομική συμβουλή. Μια τέτοια νομική συμβουλή είναι δυνατό να παρασχεθεί μόνον από αρμόδιο δικηγόρο ο οποίος θα λάβει υπόψη του το σύνολο των δεδομένων που θα του εκθέσετε για την υπόθεσή σας. Αναλυτικά.

  • Παρουσίαση του νέου νόμου για τις Α.Ε. στο Stand του Πανεπ. Μακεδονίας στην ΔΕΘ

    Παρουσίαση του νέου νόμου για τις Α.Ε. στο Stand του Πανεπ. Μακεδονίας στην ΔΕΘ

    [vc_row][vc_column][vc_column_text]Στο πλαίσιο της Διεθνούς Έκθεσης Θεσσαλονίκης και της παρουσίασης του Μεταπτυχιακού Προγράμματος Σπουδών στην «Φορολογική, Λογιστική και Χρηματοοικονομική Διοίκηση Στρατηγικών Αποφάσεων» του Πανεπιστημίου της Μακεδονίας, η ΚΟΥΜΕΝΤΑΚΗΣ & ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ συμμετείχε με ομιλία του Senior Partner, κ. Σταύρου Κουμεντάκη με θέμα: «Φωτίζοντας τον νέο Νόμο για τις Ανώνυμες Επιχειρήσεις».

    Η παρουσίαση του ΠΜΣ έγινε από τον Διευθυντή του Προγράμματος καθηγητή κ. Καραγιώργο Θεοφάνη και την παρακολούθησαν φοιτητές και απόφοιτοι του πανεπιστημίου.

    Παρευρέθηκαν ο πρώην Πρύτανης του Πανεπιστημίου Μακεδονίας και τέως Πρόεδρος του Τμήματος Οργάνωσης και Διοίκησης Επιχειρήσεων καθηγητής κ. Ιωάννης Χατζηδημητρίου, και οι διδάσκοντες καθηγητές του Μεταπτυχιακού κ. Δημήτριος Σουμπενιώτης, κ. Ιορδάνης Ελευθερίαδης, κ. Γεώργιος Δρογαλάς. Ακόμα, παρευρέθηκαν οι διδάσκοντες του Π.Μ.Σ. και Στελέχη της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων κα. Μαρίνα Γρηγοράκη και κ. Αναστάσιος Παρτάλης και οι Διδάκτορες κ. Αλκιβιάδης Καραγιώργος και κ. Ιωάννης Κρουστάλης. Τέλος, χαιρετισμό απεύθυναν ο Περιφερειακός Διευθυντής Φορολογίας Βορείου Ελλάδος κ. Νικόλαος Τυροβούζης, και ο Προϊστάμενος Ελέγχου στο Κέντρο Ελέγχου Μεγάλων Επιχειρήσεων της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων και Διδάσκοντας στο ΠΜΣ κ. Γρηγόριος Λάζος.

    Την παρουσίαση τίμησε με την παρουσία του ο Υπουργός Μακεδονίας – Θράκης κ. Θεόδωρος Καράογλου.

     

    Ο νέος νόμος για τις Ανώνυμες Εταιρείες

    Στην παρουσίαση του ο Σταύρος Κουμεντάκης, Senior Partner της KOUMENTAKIS & ASSOCIATES ανέδειξε τις πολλαπλές επιχειρηματικές ευκαιρίες που συνιστούν οι αλλαγές τις οποίες φέρνει ο νέος νόμος για τις Ανώνυμες Εταιρείες.

    Όπως χαρακτηριστικά ανέφερε ο κύριος Κουμεντάκης: «Ο νέος νόμος 4548/2018 είναι μια σημαντική ευκαιρία για να γνωρίσουμε καλύτερα τη λειτουργία της Ανώνυμης Εταιρείας μας, να εξασφαλίσουμε την  καλύτερη προστασία των ιδρυτών, των μετόχων και της επένδυσης, να επανασχεδιάσουμε σε πιο σωστές βάσεις και να περιορίσουμε το κόστος λειτουργίας, να προσελκύσουμε νέα και να διατηρήσουμε τα πλέον ικανά στελέχη, να δημιουργήσουμε τις προϋποθέσεις για πρόσβαση σε φθηνά κεφάλαια, να αξιοποιήσουμε τη σύγχρονη τεχνολογία και τέλος να προετοιμάσουμε την επόμενη ημέρα της επιχείρησής μας».

     

    Το Π.Μ.Σ. στην Φορολογική, Λογιστική και Χρηματοοικονομική Διοίκηση Στρατηγικών Αποφάσεων

    To Πρόγραμμα Μεταπτυχιακών Σπουδών στη Φορολογική, Λογιστική και Χρηματοοικονομική Διοίκηση Στρατηγικών Αποφάσεων στοχεύει στην εξειδίκευση των πτυχιούχων των Ανωτάτων Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων, ώστε να μπορούν να συμβάλουν στην προαγωγή των γνώσεων στο ευρύτερο γνωστικό αντικείμενο και στην ανάπτυξη στελεχών ικανών να δραστηριοποιηθούν επαγγελματικά στον χώρο των επιχειρήσεων ή της δημόσιας διοίκησης και να προωθήσουν την ανάπτυξη της έρευνας και των εφαρμογών της στην πράξη στα αντίστοιχα γνωστικά αντικείμενα.[/vc_column_text][/vc_column][/vc_row][vc_row][vc_column][vc_text_separator title=”Gallery” border_width=”3″][/vc_column][/vc_row][vc_row][vc_column][vc_images_carousel images=”37767,37769,37771,37773,37775,37777,37779,37781,37783″ img_size=”full” speed=”6000″ slides_per_view=”5″ hide_pagination_control=”yes”][/vc_column][/vc_row]

  • Το κεφάλαιο της Α.Ε.: Εισφορές σε είδος και αποτίμηση των εταιρικών εισφορών

    Το κεφάλαιο της Α.Ε.: Εισφορές σε είδος και αποτίμηση των εταιρικών εισφορών

    Το κεφάλαιο της Ανώνυμης Εταιρείας: Εισφορές σε είδος & αποτίμηση (ή μη) των εταιρικών εισφορών

    1. Προοίμιο

    «Κάποιοι επιζητούν το δικό τους δίκαιο μερίδιο. Και το δικό σου»

    [:παράφραση του αποφθεύγματος “all some folks want is their fair share and yours” του Arnold H. Glas(g)ow-διάσημου αμερικανού επιχειρηματία (1905-1998) ο οποίος δραστηριοποιήθηκε, με επιτυχία, επί εξήντα έτη στο χώρο των χιουμοριστικών περιοδικών].

    Αρκετοί είναι εκείνοι που δεν αρκούνται σ΄ αυτό που πράγματι τους αναλογεί. Επιζητούν κάτι κι από το δικό σου μερίδιο-ίσως κι ολόκληρο το δικό σου μερίδιο.

    Ο χώρος των επιχειρήσεων και των ανωνύμων εταιρειών δεν θα μπορούσε να αποτελέσει εξαίρεση καθώς η παραγωγή πλούτου δημιουργεί ή υποδαυλίζει καταπλεονεκτικές συμπεριφορές.

    Σε προηγούμενη αρθρογραφία μας είδαμε τον τρόπο που αντιμετωπίζονται από τον πρόσφατο νόμο για τις ΑΕ τα θέματα τα σχετικά με το ύψος, την κάλυψη, την καταβολή και την πιστοποίηση του μετοχικού κεφαλαίου.

    Τι συμβαίνει όμως όταν, αντί χρημάτων, οι εισφορές των μετόχων λαμβάνουν χώρα με εισφορές σε είδος;

    Πώς διασφαλίζεται η δίκαιη αποτίμησή τους στο πλαίσιο του μετοχικού κεφαλαίου της ανώνυμης εταιρείας και πώς θα αποφευχθούν ενδεχόμενες αδηφάγες ορέξεις του εισφέροντος ή, κατά περίπτωση,  των λοιπών μετόχων;

     

    2. Οι εισφορές σε είδος για τον σχηματισμό του μετοχικού κεφαλαίου της Ανώνυμης Εταιρείας

    2.1. Γενικά

    Με βάση όσα ισχύουν στο υφιστάμενο νομοθετικό πλαίσιο για τις ΑΕ (άρθρο 17 παρ. 1, ν. 4548/2019) είναι δυνατό να προβλεφθεί εισφορά σε είδος για τη συμπλήρωση του μετοχικού κεφαλαίου της ανώνυμης εταιρείας. Η εισφορά σε είδος είναι κάτι διαφορετικό-αποτιμητό όμως σε χρήματα.

    Εισφορές σε είδος είναι δυνατό να αποτελέσουν, μεταξύ άλλων, ακίνητα (λ.χ. οικόπεδα, αγροτεμάχια, εργοστάσια, κτίσματα), κινητά (λ.χ. μεταφορικά μέσα, εμπορεύματα, πρώτες ύλες, μεταφορικά μέσα, έπιπλα), άυλα στοιχεία (λ.χ. μετοχές άλλων εταιρειών, σήματα, διπλώματα ευρεσιτεχνίας), κλάδοι επιχειρήσεων ή και ολόκληρες επιχειρήσεις.

    2.2. Ο χρόνος διενέργειας για τις εισφορές σε είδος.

    Η εισφορά σε είδος μπορεί να λάβει χώρα είτε στο ιδρυτικό στάδιο είτε κατά τη διάρκεια της ζωής της ανώνυμης εταιρείας. Στην πρώτη περίπτωση η σχετική πρόβλεψη οφείλει να γίνεται στο καταστατικό της εταιρείας και στην δεύτερη στην απόφαση του εταιρικού οργάνου για την αύξηση του κεφαλαίου. Και στη μια και στην άλλη περίπτωση αναφέρονται το είδος της εισφοράς, το πρόσωπο που αναλαμβάνει την υποχρέωση να την καταβάλει και το ποσό του κεφαλαίου και αριθμό μετοχών, στο οποίο αυτή αντιστοιχεί.

    2.3. Η ανάληψη υποχρέωσης εκτέλεσης εργασιών και η παροχή υπηρεσιών ως εισφορές σε είδος.

    Ειδικά προβλέπονται ως επιτρεπτές από το ισχύον θεσμικό πλαίσιο για τις ΙΚΕ (άρθρο 78 § 1 ν. 4072/2012) οι εξωκεφαλαιακές εισφορές, οι οποίες συνίστανται σε παροχές που δεν μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο κεφαλαιακής εισφοράς. Στο πλαίσιο αυτό (και υπό την προϋπόθεση της  σχετικής καταστατικής πρόβλεψης) τμήμα του εταιρικού κεφαλαίου μιας ΙΚΕ είναι δυνατό (άρθρο 78 § 2 ν. 4072/2012)  να αποτελέσει ανάληψη υποχρέωσης εκτέλεσης εργασιών ή παροχής υπηρεσιών.

    Αντίθετα όμως με ό,τι συμβαίνει στις ΙΚΕ, στις Ανώνυμες Εταιρείες, οι εισφορές σε είδος αποτελούνται «μόνο από στοιχεία ενεργητικού, τα οποία μπορούν να τύχουν χρηματικής αποτίμησης». Ειδική αναφορά (για να μην υπάρξει οποιαδήποτε παρανόηση σε σχέση με όσα προβλέπονται από την προαναφερθείσα διάταξη του άρθρου 78 § 2 ν. 4072/2012) γίνεται ακριβώς στις απαιτήσεις που προκύπτουν από ανάληψη υποχρέωσης εκτέλεσης εργασιών ή παροχής υπηρεσιών: τέτοιες απαιτήσεις δεν είναι δυνατό (άρθρο 17 παρ. 2)  να αποτελέσουν εισφορές σε είδος για το κεφάλαιο της ανώνυμης εταιρείας.

     

    3. Η αποτίμηση για τις εισφορές σε είδος

    3.1. Γενικά

    Η αποτίμηση της αξίας των εισφορών σε είδος δεν επαφίεται στους μετόχους. Τούτο μοιάζει όχι μόνο φυσιολογικό αλλά και επιβεβλημένο προς την κατεύθυνση της διαφύλαξης των συμφερόντων του εισφέροντος, των υπολοίπων μετόχων-βεβαίως και της εταιρείας.

    Προβλέπεται συγκεκριμένο πλαίσιο όσον αφορά τα πρόσωπα τα οποία είναι δυνατό να προβούν στην αποτίμηση των εισφορών σε είδος, στα ασυμβίβαστά τους, το περιεχόμενο και τις παραδοχές της έκθεσης αποτίμησης που θα πρέπει να συνταχθεί.

    3.2. Οι διενεργούντες την αποτίμηση και τα ασυμβίβαστα-η κατάργηση της «Επιτροπής του άρθρου 9»

    Με το προϋφιστάμενο δίκαιο (:άρθρο 9 ν. 2190/1920) προβλεπόταν πως για την «εξακρίβωση  της αξίας των εταιρικών εισφορών σε είδος κατά τη σύσταση της εταιρείας, καθώς και σε κάθε αύξηση του κεφαλαίου της, γίνεται μετά από γνωμοδότηση τριμελούς επιτροπής εμπειρογνωμόνων που αποτελείται από  έναν ή δύο υπαλλήλους του  Υπουργείου Ανάπτυξης Τομέας Εμπορίου) ή της αρμόδιας Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης, πτυχιούχους ανωτάτης σχολής, με τριετή τουλάχιστον υπηρεσία ή από έναν ή δύο ορκωτούς ελεγκτές-λογιστές η ορκωτούς εκτιμητές και από έναν εμπειρογνώμονα, εκπρόσωπο του αρμόδιου Επιμελητηρίου». Συνηθίσαμε να αποκαλούμε τη συγκεκριμένη επιτροπή ως «Επιτροπή του άρθρου 9» και να την χρησιμοποιούμε, απολύτως διεκπεραιωτικά, για την σύνταξη της κατά το νόμο αναγκαίας εκθέσεως αποτίμησης εισφορών σε είδος. Η αξιοπιστία των αποτελεσμάτων της ήταν, πάντοτε, περιορισμένη. Από το έτος 2007 (με το ν. 3604/2007) παρεχόταν, εναλλακτικά, η δυνατότητα σύνταξης της ίδιας έκθεσης (αποτίμησης εισφορών σε είδος) από ορκωτούς ελεγκτές λογιστές ή από ελεγκτική εταιρεία. Ήδη καταργήθηκε, και ορθά, η «Επιτροπή του άρθρου 9» διατηρήθηκε όμως η συγκεκριμένη, εναλλακτική, επιλογή.

    Στο πλαίσιο αυτό σήμερα, για την εξακρίβωση της αξίας των εισφορών σε είδος (είτε κατά τη σύσταση της ανώνυμης εταιρείας είτε σε αύξηση του κεφαλαίου της) μόνη οδός (άρθρο 17 παρ. 3) είναι η σύνταξη έκθεσης αποτίμησης είτε από δύο ορκωτούς ελεγκτές λογιστές είτε από ελεγκτική εταιρεία είτε, κατά περίπτωση, από δύο ανεξάρτητους πιστοποιημένους εκτιμητές. Ο χρόνος σύνταξης της έκθεσης αποτίμησης δεν θα πρέπει να απέχει περισσότερο από έξη μήνες από τη διενέργεια της εισφοράς σε είδος (άρθρο 17 παρ. 9). Για την διαχείριση ειδικών περιπτώσεων όπου απαιτούνται εξειδικευμένες γνώσεις ή διεθνής εμπειρία επιτρέπεται η πρόσληψη (από τους ελεγκτές ή τους πιστοποιημένους εκτιμητές) ειδικών εκτιμητών, ημεδαπών ή αλλοδαπών, για την εκτίμηση περιουσιακών στοιχείων.

    3.3. Η δημοσιότητα της έκθεσης αποτίμησης

    Ο νομοθέτης αναγνωρίζει ιδιαίτερη αξία στην έκθεση αποτίμησης. Καθιστά υποχρεωτική, στο πλαίσιο της αρχής της διαφάνειας, την καταχώρησή της στο ΓΕΜΗ με μέριμνα των ενδιαφερομένων και το Διοικητικό Συμβούλιο της εταιρείας υπεύθυνο για τη συγκεκριμένη δημοσιότητα (άρθρο 17 §8 σε συνδυασμό με το άρθρο 13).

     

    4. Τα ασυμβίβαστα εκείνων που συντάσσουν την έκθεση αποτίμησης

    Εκείνοι που θα συντάξουν την έκθεση αποτίμησης (ή θα εμπλακούν καθ’ οιονδήποτε τρόπο σε αυτήν) διέπονται από μια σειρά ασυμβιβάστων (άρθρο 17 §4):  δεν μπορούν να είναι μέλη του διοικητικού συμβουλίου της εταιρείας, πρόσωπα που διατηρούν οποιαδήποτε επιχειρηματική σχέση ή επαγγελματική συνεργασία με την εταιρεία ή/και εκείνον ο οποίος διενεργεί την εισφορά ή να είναι συγγενείς τους μέχρι δεύτερου βαθμού ή σύζυγοι των συγκεκριμένων προσώπων.

    Ειδικά όσον αφορά τους ορκωτούς ελεγκτές λογιστές και τις ελεγκτικές εταιρείες, των οποίων είναι μέλη, δεν πρέπει να συντρέχουν κωλύματα ή ασυμβίβαστα, που θα απέκλειαν τη διενέργεια τακτικού ελέγχου από τα πρόσωπα αυτά, ούτε τα τελευταία θα πρέπει να έχουν αναλάβει κατά την τελευταία τριετία τον τακτικό έλεγχο της εταιρείας ή συνδεδεμένης με αυτήν (κατά την έννοια του άρθρου 32 του ν. 4308/2014) εταιρείας.

     

    5. Το περιεχόμενο της έκθεσης αποτίμησης

    Σε κάθε περίπτωση αποτίμησης οποιουδήποτε περιουσιακού στοιχείου μπορεί να υποστηριχθούν αξίες σε ένα σημαντικό, κατά κανόνα, εύρος τιμών. Οι συγκεκριμένες αξίες επιβάλλεται να είναι τεκμηριωμένες με βάση κάποια από τις ευρύτερα αποδεκτές μεθόδους αποτίμησης. Προκειμένου να ενισχυθεί η αξιοπιστία και η χρηστικότητα της έκθεσης αποτίμησης, έχει θεσπισθεί (άρθρο 17 §§ 5 & 6) σειρά κανόνων όσον αφορά το περιεχόμενό της.

    Στο πλαίσιο αυτό, η έκθεση αποτίμησης οφείλει (άρθρο 17 § 5) να περιέχει την περιγραφή κάθε εισφοράς σε είδος, να αναφέρει τις μεθόδους αποτίμησης που χρησιμοποιήθηκαν και να καταλήγει σε συγκεκριμένη αξία (:τελική τιμή) για την συγκεκριμένα εισφορά. Αυτή η τελική τιμή της έκθεσης αποτίμησης είναι και το ανώτατο όριο τιμής στην οποία μπορεί να υπολογισθεί η αξία της εισφοράς σε είδος (άρθρο 17 §7)

    Όσον αφορά την εκτίμηση πάγιων περιουσιακών στοιχείων συντρέχουν κάποιοι επιπρόσθετοι κανόνες (άρθρο 17 §6): επιβάλλεται να λαμβάνεται υπόψη και να γίνεται αναφορά στην έκθεση αποτίμησης στην πραγματική και νομική κατάσταση των συγκεκριμένων περιουσιακών στοιχείων αλλά και τα τυχόν βάρη τους (ενδ.: προσημειώσεις, υποθήκες, ενέχυρα).

    Ειδικά επί ακινήτων θα πρέπει, επιπρόσθετα, να λαμβάνεται υπόψη και να γίνεται ειδική αναφορά στην αξία και τους τίτλους κτήσης, στην εμπορικότητα της περιοχής τους, στις προοπτικές ανάπτυξης, στις πραγματικές τρέχουσες τιμές, στην άδεια οικοδομής και σε αντίστοιχη τεχνική έκθεση μηχανικού.

    Επί μηχανημάτων, μεταφορικών μέσων και επίπλων, θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη και να γίνεται ειδική αναφορά στην χρονολογία και στην αξία κτήσης τους, στον βαθμό χρησιμοποίησης, συντήρησης και εμπορευσιμότητάς τους, στην ενδεχόμενη τεχνολογική απαξίωσή τους και στις τρέχουσες τιμές για ίδια ή παρεμφερή πάγια στοιχεία.

     

    6. Το ενδεχόμενο μη αποτίμησης των εταιρικών εισφορών

    Η διενέργεια της έκθεσης αποτίμησης των εισφορών σε είδος είναι, κατά κανόνα, υποχρεωτική.

    Η εταιρεία είναι δυνατό, υπό προϋποθέσεις, να αποφύγει την σύνταξη της έκθεσης αποτίμησης όταν σύμφωνα με το καταστατικό ή την απόφαση του εταιρικού οργάνου που αποφασίζει την αύξηση κεφαλαίου όταν:

    (α) το αντικείμενο της εισφοράς σε είδος είναι μέσα χρηματαγοράς ή κινητές αξίες (άρθρο 18 §1)

    (Στην περίπτωση αυτή αποτιμώνται στη μέση σταθμισμένη τιμή, στην οποία αποτέλεσαν αντικείμενο διαπραγμάτευσης σε ρυθμιζόμενη αγορά κατά το τελευταίο εξάμηνο πριν από την ημερομηνία πραγματοποίησης της σχετικής εισφοράς).

    (β) το αντικείμενο της εισφοράς σε είδος έχει ήδη αποτελέσει αντικείμενο αποτίμησης για την εύλογη αξία τους από αναγνωρισμένο ανεξάρτητο εμπειρογνώμονα (άρθρο 18 §2)

    Στην περίπτωση αυτή η αποτίμηση δεν μπορεί να απέχει περισσότερο από έξη μήνες από την πραγματοποίηση της σχετικής εισφοράς.

    ) η εύλογη αξία του αντικειμένου της εισφοράς σε είδος προκύπτει από τους υποχρεωτικούς λογαριασμούς του προηγούμενου οικονομικού έτους, εφόσον οι λογαριασμοί αυτοί αποτέλεσαν αντικείμενο ελέγχου (άρθρο 18 §3) στο πλαίσιο του υποχρεωτικού ελέγχου των ετήσιων και των ενοποιημένων χρηματοοικονομικών καταστάσεων (ν. 4336/2015 και 4449/2017).

    Σε κάθε μια από τις παραπάνω τρεις περιπτώσεις, η αξία των εισφορών σε είδος θα πρέπει όμως (όταν συντρέχουν κάποιες προϋποθέσεις), να αναπροσαρμοσθεί με πρωτοβουλία και ευθύνη του διοικητικού συμβουλίου και να συνταχθεί σχετική έκθεση αποτίμησης. Τούτο είναι, λ.χ., υποχρεωτικό όταν η μέση σταθμισμένη τιμή ή, κατά περίπτωση, η εύλογη αξία των εισφορών σε είδος έχει επηρεασθεί από εξαιρετικές περιστάσεις που μπορούν να μεταβάλουν (ή έχουν μεταβάλει) αισθητά την αξία των παραπάνω περιουσιακών στοιχείων κατά τον χρόνο πραγματοποίησης της εισφοράς

    Η εταιρεία είναι δυνατό, κατά τα προαναφερθέντα, να επιλέξει-αποφύγει την έκθεση αποτίμησης. Στην περίπτωση όμως αυτή το Διοικητικό Συμβούλιο της εταιρείας υποχρεούται (άρθρο 18 παρ. 4) να υποβάλει σε δημοσιότητα στο ΓΕΜΗ σειρά στοιχείων που την υποκαθιστούν. Συγκεκριμένα: (α) περιγραφή της σχετικής εισφοράς σε είδος, (β) την αξία της, την προέλευση της αποτίμησης αυτής και, εφόσον απαιτείται, τη μέθοδο αποτίμησης,  (γ) δήλωση για το αν η αξία που προκύπτει αντιστοιχεί τουλάχιστον στον αριθμό, την ονομαστική αξία και, ενδεχομένως, στο πρόσθετο ποσό που καταβάλλεται επί των μετοχών που πρόκειται να εκδοθούν έναντι της εν λόγω εισφοράς και (δ) δήλωση ότι δεν συντρέχουν νέες περιστάσεις όσον αφορά την αρχική αποτίμηση.

    Εισφορά σε είδος είναι δυνατό να αποφασισθεί στο πλαίσιο (έκτακτης) αύξησης του μετοχικού κεφαλαίου της εταιρείας με απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου (κατ’ εξουσιοδότηση του καταστατικού ή απόφασης Γενικής Συνέλευσης-κατ΄άρθρο 24 §1). Στην περίπτωση αυτή, και υπό την προϋπόθεση πως η εισφορά σε είδος λαμβάνει χώρα χωρίς αποτίμηση-σύμφωνα με όσα παραπάνω αναφέρθηκαν, είναι επίσης υποχρεωτική η δημοσίευση  στο ΓΕΜΗ σειράς στοιχείων που την υποκαθιστούν.

     

    7. Εν κατακλείδι

    Η κεφαλαιακή ενίσχυση της ανώνυμης εταιρείας είναι παράγοντας υγείας για την ίδια και την δραστηριότητά της. Η επιβεβαίωση της δυνατότητας  κεφαλαιακής ενίσχυσής της μέσω εισφορών σε είδος όπως και η κατάργηση παρωχημένων ρυθμίσεων (λ.χ. η «Επιτροπή του άρθρου 9») κινείται αναμφίβολα προς την ορθή κατεύθυνση.

    Η θέσπιση αυστηρών κανόνων όσον αφορά την αποτίμηση των εισφορών σε είδος δεν χωρεί αμφιβολία πως διασφαλίζει τη δικαιοσύνη μεταξύ των μετόχων αλλά και τα δικαιώματά τους. Κι ακόμα περισσότερο: λειτουργεί αποτρεπτικά για κείνους που «επιζητούν το δικό τους δίκαιο μερίδιο. Και το δικό σου».

    stavros-koumentakis

    Σταύρος Κουμεντάκης
    Senior Partner

    Υ.Γ. Συνοπτική έκδοση αυτού του άρθρου δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ, την 15η Σεπτεμβρίου 2019.

  • GDPR: Συστήματα οπτικής καταγραφής στους χώρους εργασίας

    GDPR: Συστήματα οπτικής καταγραφής στους χώρους εργασίας

    GDPR: Η χρήση συστημάτων οπτικής καταγραφής στους χώρους εργασίας (ν. 4624/2019)

    1. Προοίμιο

    “Big brother is watching you” (:«Ο μεγάλος αδελφός σας βλέπει») είναι η γνωστή «ατάκα» που μας συνδέει με τον George Orwell και το ευρύτατα γνωστό μυθιστόρημά του «1984». Στο συγκεκριμένο μυθιστόρημα ο Big Brother είναι ένας φανταστικός χαρακτήρας-ηγέτης και σύμβολο. Το Ingsoc όμως, κυβερνών κόμμα της Ωκεανίας, ασκεί εξουσία πάνω στους κατοίκους της χώρας στο όνομα και για λογαριασμό του. Στην κοινωνία που περιγράφει ο G. Orwell, κάθε πολίτης (με εξαίρεση τους Proles) βρίσκεται υπό συνεχή παρακολούθηση από τις αρχές, μέσω ηλεκτρονικών συστημάτων.

    Γνωρίζουμε βέβαια πως Ωκεανία δεν υφίσταται ούτε, έστω στο μυθιστόρημα, ο «Μεγάλος Αδελφός». Έχουμε όμως ταυτίσει τον Big Brother με φαινόμενα παρακολούθησης κατά κατάχρηση, κυβερνητικής ιδίως-και όχι μόνον, εξουσίας.

    Η ανάγκη για οπτική καταγραφή είναι παρούσα στις σύγχρονες κοινωνίες για την προστασία προσώπων και αγαθών. Εύλογα λοιπόν κάποιος θα αναρωτηθεί «και οι νομοταγείς τί, άραγε, έχουν να φοβηθούν», ανοίγοντας μια μεγάλη συζήτηση περί ατομικών ελευθεριών και θεμελιωδών δικαιωμάτων με σοβαρή, εκατέρωθεν, επιχειρηματολογία.

    Στη σύγχρονη επιχείρηση πάντως, η ανάγκη για προστασία προσώπων και αγαθών είναι όχι μόνον παρούσα αλλά και περισσότερο έντονη. Και τούτο γιατί καταλαμβάνει τα «δικά μας» πρόσωπα και τα «δικά μας» αγαθά.

    Στο πλαίσιο των συγκεκριμένων προβληματισμών, η χρήση συστημάτων οπτικής καταγραφής έχει τεθεί υπό καθεστώς ρύθμισης τόσο σε ευρωπαϊκό όσο και σε εθνικό επίπεδο. Μια από τις παραμέτρους της είναι εκείνες που αφορούν τις επιχειρήσεις που τα χρησιμοποιούν αλλά και τους εργαζόμενους που βρίσκονται στην εμβέλειά τους.

    Οι ρυθμίσεις για το (ευρύτερο) θέμα των προσωπικών δεδομένων αποτυπώνονται σήμερα, σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης, στον Κανονισμό (ΕΕ) 2016/679 και στην Οδηγία (EE) 2016/680 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 27ης Απριλίου 2016. Θέματα που απορρέουν από τη συγκεκριμένη νομοθεσία μας έχουν επανειλημμένα απασχολήσει (ενδ. όσον αφορά την εφαρμογή της στις εργασιακές σχέσεις, την χρήση βιομετρικών δεδομένων στο πλαίσιο της σύμβασης εργασίας, την έναρξη επιβολής κυρώσεων για παραβιάσεις του σχετικού Κανονισμού κ.ο.κ.)

    Με βάση τη διάταξη του άρθρου 63 παρ. 1 της τελευταίας υφίστατο υποχρέωση ενσωμάτωσης των ρυθμίσεών της στα εθνικά δίκαια έως τις 6.5.2018.

    Οι Ισπανοί και οι Έλληνες αδιαφορήσαμε.

     

    2. Η παραπομπή της Ελλάδος από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή

    Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή με δελτίο τύπου της στις 25.7.2019 γνωστοποίησε την απόφασή της να παραπέμψει την Ελλάδα (και την Ισπανία) στο Δικαστήριο της ΕΕ, επειδή δεν μετέφεραν στο εθνικό τους δίκαιο τους υφιστάμενους, προαναφερθέντες, ενωσιακούς κανόνες. Ειδικά όσον αφορά την περίπτωση της Ελλάδας, η Επιτροπή κάλεσε το Δικαστήριο της ΕΕ να της επιβάλει χρηματική ποινή 5.287,50€ για κάθε μέρα μη συμμόρφωσης (από 6.5.2018) και, σε περίπτωση μη περαιτέρω συμμόρφωσης-μετά την έκδοση της σχετικής δικαστικής απόφασης, 22.169,70€ ημερησίως αλλά και εφάπαξ 1.310.000€.

    Η χώρα μας αναγκάστηκε να προβεί, εσπευσμένα-με τη διαδικασία του κατεπείγοντος, στην ψήφιση του σχετικού νόμου (ν. 4624/2019). Ένα από τα σημαντικότερα θέματα προσωπικών δεδομένων (που απασχολεί την πλειονότητα των επιχειρήσεων αλλά και τους εργαζόμενους) είναι το θέμα της οπτικής καταγραφής, μέσω κλειστού κυκλώματος, στους χώρους εργασίας.

     

    3. Οι ρυθμίσεις του πρόσφατου ν. 4624/2019 για την οπτική καταγραφή

    3.1. Το περιεχόμενο των §§ 7 & 8 του άρθρου 27 ν. 4624/2019

    Η διάταξη του άρθρου 27 του συγκεκριμένου νόμου αναφέρεται στην επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα στο πλαίσιο των σχέσεων απασχόλησης. Οι παράγραφοι (7) και (8) ρυθμίζουν τα θέματα που δημιουργούνται από την (υπό προϋποθέσεις επιτρεπτή) χρήση του σε χώρους εργασίας. Συγκεκριμένα προβλέπουν:

    «7. Η επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα μέσω κλειστού κυκλώματος οπτικής καταγραφής εντός των χώρων εργασίας, είτε είναι δημοσίως προσβάσιμοι είτε μη, επιτρέπεται μόνο εάν είναι απαραίτητη για την προστασία προσώπων και αγαθών. Τα δεδομένα που συλλέγονται μέσω κλειστού κυκλώματος οπτικής καταγραφής δεν επιτρέπεται να χρησιμοποιηθούν ως κριτήριο για την αξιολόγηση της αποδοτικότητας των εργαζομένων. Οι εργαζόμενοι ενημερώνονται εγγράφως, είτε σε γραπτή είτε σε ηλεκτρονική μορφή για την εγκατάσταση και λειτουργία κλειστού κυκλώματος οπτικής καταγραφής εντός των χώρων εργασίας.

    8. Για τους σκοπούς του παρόντος νόμου ως εργαζόμενοι νοούνται οι απασχολούμενοι με οποιαδήποτε σχέση εργασίας ή σύμβαση έργου ή παροχής υπηρεσιών στο δημόσιο και στον ιδιωτικό φορέα, ανεξαρτήτως του κύρους της σύμβασης, οι υποψήφιοι για εργασία και οι πρώην απασχολούμενοι».

    3.2. Τα συμπεράσματα από τις ρυθμίσεις για την οπτική καταγραφή.

    Από τη διατύπωση των διατάξεων του άρθρου 27 §§ 7 & 8  ν. 4624/2019 προκύπτουν τα ακόλουθα συμπεράσματα:

    (α) Η χρήση κλειστού κυκλώματος οπτικής καταγραφής μέσα σε χώρους εργασίας:

    i. είναι επιτρεπτή (αποκλειστικά) εάν είναι απαραίτητη για την προστασία προσώπων και αγαθών

    ii. δεν είναι ανεκτή (καθ΄οιονδήποτε τρόπο) για την αξιολόγηση της αποδοτικότητας των εργαζομένων (αν και θα πρέπει να επισημανθεί πως, παρά τη ρητή απαγόρευση του νόμου, κανείς δεν είναι δυνατό να αποτρέψει τον εργοδότη από τον, σε πρακτικό επίπεδο, έλεγχο της συμπεριφοράς και της αποδοτικότητας των εργαζομένων του που βρίσκονται στην εμβέλεια υφιστάμενου και νόμιμου κυκλώματος οπτικής καταγραφής)

    (β) Οι εργαζόμενοι είναι υποχρεωτικό να ενημερωθούν είτε με έγγραφο είτε με  email για την εγκατάσταση και λειτουργία κλειστού κυκλώματος οπτικής καταγραφής εντός των χώρων εργασίας.

    (γ) Ως εργαζόμενοι νοούνται εκείνοι που συνδέονται με την επιχείρηση:

    i. με συμβάσεις εργασίας ορισμένου ή αορίστου χρόνου, πλήρους ή μερικής απασχόλησης

    ii. με συμβάσεις έργου ή παροχής (ανεξαρτήτων) υπηρεσιών

    iii. οι υποψήφιοι για πρόσληψη (για τους οποίους όμως είναι δεδομένο πως, υπό τη συγκεκριμένη διατύπωση, θα υπάρξουν δυσκολίες όσον αφορά την έγγραφη ενημέρωσή τους).

    iv. οι πρώην εργαζόμενοι.

    3.3. Για την ιστορία: Η αρχική διατύπωση της διάταξης για την οπτική καταγραφή.

    Η αρχική διατύπωση του δευτέρου και τρίτου εδαφίου της παραγράφου 7 προέβλεπε:

    «Τα δεδομένα που συλλέγονται μέσω κλειστού κυκλώματος οπτικής καταγραφής δεν επιτρέπεται να χρησιμοποιηθούν ως αποκλειστικό κριτήριο για την αξιολόγηση της συμπεριφοράς και της αποδοτικότητας των εργαζομένων. Οι εργαζόμενοι ενημερώνονται εγγράφως, είτε σε γραπτή είτε σε ηλεκτρονική μορφή για την εισαγωγή και χρήση μεθόδων ελέγχου και παρακολούθησης».

    Επομένως: Υπό την αρχική διατύπωση της σχετικής διάταξης ήταν σαφές πως τα κλειστά κυκλώματα οπτικής καταγραφής θα ήταν δυνατό να χρησιμοποιηθούν ως (ένα από τα περισσότερα-μη αποκλειστικό πάντως) κριτήριο για την αξιολόγηση της συμπεριφοράς και της αποδοτικότητας των εργαζομένων.

    Εκ περισσού επίσης σημειώνεται πως στην αρχική διατύπωση του σχεδίου νόμου δεν υπήρχε η αποσαφήνιση σχετικά με εκείνους που συμπεριλαμβάνονται στην έννοια του εργαζομένου. Με τη προσθήκη της παραγράφου 8 και αποσαφηνίστηκε αλλά και (ορθά διευρύνθηκε) η έννοιά του.

    3.4.  Η αιτιολογική έκθεση.

    Η αιτιολογική έκθεση για τις παραγράφους 7 και 8 του άρθρου 27 ανέφερε:

    «Με την παράγραφο 7 τίθεται η πρόβλεψη ότι η παρακολούθηση μέσω συστημάτων καταγραφής στο χώρο εργασίας (είτε αυτός είναι δημοσίως προσβάσιμος είτε μη) επιτρέπεται υπό προϋποθέσεις και για την επίτευξη συγκεκριμένων σκοπών, ενώ προβλέπεται ρητά η υποχρέωση έγγραφης ενημέρωσης των εργαζομένων για την εισαγωγή και χρήση μεθόδων ελέγχου και παρακολούθησης εντός των εργασιακών χώρων (βλ. και άρθρο 13 παράγραφος 1 του ΓΚΠΔ).

    Τέλος, με την παράγραφο 8 για να αποφευχθεί τυχόν ασάφεια ως προς το πεδίο εφαρμογής ορίζεται η έννοια του εργαζομένου στην οποία περιλαμβάνεται ακόμα και ο παρέχων υπηρεσίες σε εθελοντική βάση, καθώς και ο ασκούμενος σε ένα επάγγελμα, προς το σκοπό επαγγελματικής του κατάρτισης».

     

    4. Οι (σχετικά) πρόσφατες αποφάσεις της ΑΠΔΠΧ για την οπτική καταγραφή και οι σχετικές κατευθύνσεις της

    Οι πλέον πρόσφατες αποφάσεις της Αρχής είναι του έτους 2018 (υπό το πρίσμα βεβαίως του προϊσχύσαντος θεσμικού πλαισίου, ήτοι του ν. 2472/1997): η 40/2018 που αφορούσε εταιρεία εστίασης και η (περισσότερο γνωστή) 41/2018 που αφορούσε δικηγορική εταιρεία.

    Οι αποφάσεις αυτές αντιμετώπισαν παρεμφερή θέματα (εγκατάσταση κλειστού κυκλώματος για την οπτική καταγραφή) σε χώρους εργασίας. Και στις δύο περιπτώσεις επεβλήθηκαν πρόστιμα στους υπευθύνους επεξεργασίας (5.000€ στην πρώτη και 50.000€ στη δεύτερη περίπτωση). Ταυτόσημες όμως είναι και οι παραδοχές τους. Συγκεκριμένα, αμφότερες, αναφέρουν (παρέχοντας, εμμέσως, και τις αναγκαίες κατευθύνσεις για το σύνολο των επιχειρήσεων):

    (α) «…τα δεδομένα ήχου και εικόνας, εφόσον αναφέρονται σε πρόσωπα, συνιστούν δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα».

    (β) «Η αποθήκευση και διαβίβαση εικόνας προσώπου, η οποία συλλέγεται από σύστημα βιντεοεπιτήρησης, που λειτουργεί μόνιμα, συνεχώς ή κατά τακτά χρονικά διαστήματα, σε κλειστό ή ανοικτό χώρο συγκέντρωσης ή διέλευσης προσώπων, συνιστά επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα…»

    (γ) «Βασική προϋπόθεση …για τη νομιμότητα της επεξεργασίας προσωπικών δεδομένων είναι η τήρηση της αναλογικότητας, υπό την έννοια ότι τα συλλεγόμενα δεδομένα πρέπει να είναι αναγκαία και πρόσφορα για τον επιδιωκόμενο σκοπό, ο οποίος θα πρέπει να μη δύναται να επιτευχθεί με ηπιότερα μέσα…»

    (δ) «Περαιτέρω, τα σημεία εγκατάστασης των καμερών και ο τρόπος λήψης των δεδομένων πρέπει να προσδιορίζονται με τέτοιο τρόπο, ώστε τα δεδομένα που συλλέγονται να μην είναι περισσότερα από όσα είναι απολύτως αναγκαία για την εκπλήρωση του σκοπού της επεξεργασίας και να μη θίγονται τα θεμελιώδη δικαιώματα των προσώπων που ευρίσκονται στο χώρο που επιτηρείται και ιδίως να μην παραβιάζεται αυτό το οποίο μπορεί να θεωρηθεί ως «νόμιμη προσδοκία ορισμένου βαθμού προστασίας της ιδιωτικής ζωής» σε συγκεκριμένο χώρο».

    (ε) «Επίσης …το σύστημα δεν θα πρέπει να χρησιμοποιείται για την επιτήρηση των εργαζομένων εντός των χώρων εργασίας, εκτός από ειδικές εξαιρετικές περιπτώσεις όπου αυτό δικαιολογείται από τη φύση και τις συνθήκες εργασίας και είναι απαραίτητο για την προστασία της υγείας και της ασφάλειας των εργαζομένων ή την προστασία κρίσιμων χώρων εργασίας (π.χ. στρατιωτικά εργοστάσια, τράπεζες, εγκαταστάσεις υψηλού κινδύνου). Για παράδειγμα, σε έναν τυπικό χώρο γραφείων επιχείρησης, η βιντεοεπιτήρηση πρέπει να περιορίζεται σε χώρους εισόδου και εξόδου, χωρίς να επιτηρούνται συγκεκριμένες αίθουσες γραφείων ή διάδρομοι. Εξαίρεση μπορεί να αποτελούν συγκεκριμένοι χώροι, όπως ταμεία ή χώροι με χρηματοκιβώτια, ηλεκτρομηχανολογικό εξοπλισμό κλπ., υπό τον όρο ότι οι κάμερες εστιάζουν στο αγαθό που προστατεύουν κι όχι στους χώρους των εργαζομένων. Επίσης, σε ειδικούς χώρους, όπως χώροι με ηλεκτρομηχανολογικές εγκαταστάσεις ο υπεύθυνος βάρδιας ή ο υπεύθυνος ασφαλείας μπορεί να παρακολουθεί σε πραγματικό χρόνο τους χειριστές μηχανημάτων υψηλής επικινδυνότητας, με σκοπό να επέμβει άμεσα αν συμβεί κάποιο περιστατικό ασφαλείας».

     

    5. Εν κατακλείδι

    Μεγάλος Αδελφός στο μυθιστόρημα του George Orwell «1984» δεν υπήρχε, η ηλεκτρονική παρακολούθηση προσώπων όμως, στο όνομά του, ήταν όχι μόνον δυνατή αλλά και, σε ευρύτατο επίπεδο, παρούσα.

    Η τεχνολογία και η νομοθεσία, σε ευρωπαϊκό και εθνικό επίπεδο, επιτρέπουν τη δημιουργία αντίστοιχων συνθηκών καθώς επιτρέπουν την παρακολούθηση και οπτική καταγραφή (και) εντός των χώρων εργασίας. «Για την προστασία προσώπων και αγαθών»-αποκλειστικά.

    Η υφιστάμενη νομοθετική ρύθμιση (άρθρο 27 §7 ν. 4624/2019) λειτουργεί προστατευτικά για τις επιχειρήσεις, κι ακόμα περισσότερο, για τους εργαζόμενους. Αντίστοιχα και η Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα με τις προαναφερθείσες, σχετικά πρόσφατες, αποφάσεις της.

    Οι ποινικές και διοικητικές κυρώσεις, σε περίπτωση παραβάσεων των σχετικών υποχρεώσεων, δεν είναι αμελητέες.

    Για την αποφυγή των προβλεπόμενων, επαχθών, κυρώσεων παρουσιάζεται ως επιβεβλημένη η απόλυτη ευθυγράμμιση των επιχειρήσεων με τις επιταγές του υφιστάμενου νομοθετικού πλαισίου αλλά και με τις λεπτομερείς κατευθύνσεις που έχει, ήδη, παράσχει η ΑΠΔΠΧ.

    Σήμερα.

    stavros-koumentakis

    Σταύρος Κουμεντάκης
    Senior Partner

    Υ.Γ. Συνοπτική έκδοση αυτού του άρθρου δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ, στις 8 Σεπτεμβρίου 2019.

  • Το κεφάλαιο Ανώνυμης Εταιρείας: Ύψος, Κάλυψη, Καταβολή και Πιστοποίηση

    Το κεφάλαιο Ανώνυμης Εταιρείας: Ύψος, Κάλυψη, Καταβολή και Πιστοποίηση

    Το κεφάλαιο Ανώνυμης Εταιρείας: ύψος, κάλυψη, καταβολή και πιστοποίηση

    1. Προοίμιο

    «Θα ήθελα ο αγαπητός μου Καρλ να μπορούσε να ασχοληθεί λίγο και με την απόκτηση του κεφαλαίου, εκτός από τη συγγραφή του», φέρεται να έγραψε, ομολογουμένως με κάποιο παράπονο, η Johanna Bertha Julie Jenny von Westphalen.

    Ο «αγαπητός της Κάρλ» ήταν ο παιδικός της έρωτας και μετέπειτα σύζυγός της Karl Heinrich Marx-θεμελιωτής του κομμουνισμού και (φυσικά) εκ των μεγίστων εχθρών του κεφαλαίου.

    Ο «αγαπητός Κάρλ» λοιπόν φαίνεται πως συνάντησε πολύ νωρίς τον αντίλογο στις ιδέες του (σχετικά παράπονα και, πιθανότατα, τη γνωστή απευκταία γκρίνια)-κατά κυριολεξία «μέσα στο σπίτι του». Γιατί, καλή μεν η θεωρία, ο παιδικός (και δια βίου) έρωτας με την Τζένη, πλην όμως η πολυμελής οικογένεια τους χρειαζόταν, μεταξύ άλλων, στέγη, τροφή, ένδυση.

    Η ύπαρξη λοιπόν του «λαομίσητου» κεφαλαίου αποδείχθηκε αναγκαία αρχικά (19ος αιώνας) στο σπίτι του κεντρικού πολέμιού του και, στη συνέχεια (20ος αιώνας), σε παγκόσμιο επίπεδο.

    Εντύπωση όμως προξενεί το γεγονός πως η πλειονότητα εκείνων που αυτοπροσδιορίζονται ως αριστεροί (δηλ. περισσότεροι από τους μισούς κατοίκους της χώρας μας), στο κεφάλαιο προσβλέπουν για την επίτευξη της πολυπόθητης ανάπτυξης.

    Στο κεφάλαιο (της), κατ’ ακολουθίαν, προσβλέπει και η ανώνυμη εταιρεία για την πραγμάτωση του εταιρικού της σκοπού και τη δική της αναπτυξιακή πορεία.

    Ουδόλως διαθέτει, βέβαια, ο γράφων ικανότητες συγγραφής πονήματος αξίας αντίστοιχης με το «Κεφάλαιο» του Καρλ Μαρξ. Στο πλαίσιο αυτό περιορίζεται στο παρόν στην καταγραφή θεμάτων που άπτονται της κάλυψης, της καταβολής και της πιστοποίησης για το μετοχικό κεφάλαιο Ανώνυμης Εταιρείας.

     

    2. Το μετοχικό κεφάλαιο Ανώνυμης Εταιρείας και το ελάχιστο ύψος του (καταβεβλημένου) μετοχικού κεφαλαίου

    Ο κεφαλαιουχικός χαρακτήρας της Ανώνυμης Εταιρείας επιβάλλει την ύπαρξη κεφαλαίου τόσο κατά τη σύσταση όσο και κατά τη λειτουργία της. Ως κεφάλαιο Ανώνυμης εταιρείας κατά την ίδρυση προσδιορίζουμε το άθροισμα της αξίας των εισφορών των μετόχων, το οποίο στην πορεία αναδιαμορφώνεται με βάση τις ανάγκες της εταιρείας και τις επιλογές των μετόχων της. Δεν έχει οποιαδήποτε σχέση το μετοχικό κεφάλαιο της εταιρείας (:σταθερό μέγεθος μεταβαλλόμενο μόνον με τροποποίηση του καταστατικού της) με την εταιρική περιουσία (:μέγεθος διαρκώς μεταβαλλόμενο στη ζωή της εταιρείας),

    Ως ελάχιστο μετοχικό κεφάλαιο Ανώνυμης Εταιρείας προσδιορίζεται ήδη (εξαιρουμένων βεβαίως ειδικών περιπτώσεων) το ποσό των 25.000€ (άρθρο 15 § 2 ν. 4548/2019).

    Για τις περιπτώσεις μάλιστα των Ανωνύμων Εταιρειών που το κεφάλαιό τους υπολείπεται του συγκεκριμένου ποσού, υπάρχει υποχρέωση να προβούν σε σχετική αύξηση (με απλή, και όχι αυξημένη, απαρτία και πλειοψηφία ή να μετατραπούν σε εταιρεία άλλης μορφής μέχρι, το αργότερο, την 31.12.2019).  Σε περίπτωση άπρακτης παρέλευσης της σχετικής προθεσμίας δεν θα μπορεί να πραγματοποιηθεί – μέχρις ότου συντελεστεί η σχετική αύξηση – οποιαδήποτε καταχώριση της ανώνυμης εταιρείας στο ΓΕΜΗ (άρθρο 183 § 2).

    Το ελάχιστο κεφάλαιο των 25.000€ θα πρέπει να είναι ολοσχερώς καταβεβλημένο. Στις περιπτώσεις όπου έχει προβλεφθεί μερική καταβολή του μετοχικού κεφαλαίου το καταβεβλημένο τμήμα του δεν μπορεί, επίσης, να υπολείπεται του συγκεκριμένου ποσού (των 25.000€).

     

    3. Η κάλυψη για το μετοχικό κεφάλαιο Ανώνυμης Εταιρείας

    Η καταβολή του μετοχικού κεφαλαίου είναι δυνατό να γίνεται είτε σε χρήμα είτε σε είδος. Η «κάλυψη» του μετοχικού κεφαλαίου γίνεται, σε πρακτικό επίπεδο, με την ανάληψη της υποχρέωσης καταβολής του (:υποσχετική σύμβαση-άρθρο 16 § 1).

    Κατά την ίδρυση το αρχικό μετοχικό κεφάλαιο ανώνυμης εταιρείας καλύπτεται (άρθρο 16 § 2) από έναν ή περισσότερους ιδρυτές, σύμφωνα με όσα ορίζει το καταστατικό. Κατά την αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου της ανώνυμης εταιρείας το ποσό της αύξησης καλύπτεται (άρθρο 16 § 2 επίσης) από τους μετόχους της ή τρίτους. Εκείνοι που έχουν αναλάβει την υποχρέωση να καλύψουν το αρχικό κεφάλαιο ή αυτό που αντιστοιχεί σε επιγενόμενη αύξησή του, υποχρεούνται να το καταβάλουν σε ειδικά προς τούτο ορισμένο τραπεζικό λογαριασμό της εταιρείας (άρθρο 20 § 3). Η καταβολή θα είναι συνολική ή μερική-όταν βεβαίως συντρέχουν οι προϋποθέσεις του νόμου (άρθρο 21) και του καταστατικού.

    Είναι πάντοτε δυνατό, υπό προϋποθέσεις όμως, να προσφύγει η ανώνυμη εταιρεία στο κοινό για την ολική ή μερική κάλυψη του κεφαλαίου της (αρχικού ή ύστερα από αύξησή του) ή/και για την κάλυψη ομολογιακού δανείου μετατρέψιμου σε μετοχές. Στην περίπτωση όμως αυτή ακολουθείται μια διαφορετική διαδικασία, με βάση τη νομοθεσία που αναφέρεται στις δημόσιες προσφορές κινητών αξιών (άρθρο 16 § 3). Η παραβίαση των σχετικών διατάξεων για τη δημόσια προσφορά επισύρει σημαντικές διοικητικές και ποινικές κυρώσεις.

     

    4. Η καταβολή του μετοχικού κεφαλαίου

    Το αρχικό μετοχικό κεφάλαιο της Ανώνυμης εταιρείας καταβάλλεται (και πρέπει να καταβάλλεται) κατά τη σύσταση της εταιρείας (άρθρο 20 §1), αμέσως μετά την ολοκλήρωση της διαδικασίας ίδρυσης και το άνοιγμα του σχετικού τραπεζικού λογαριασμού (άρθρο 20 §3-ανωτέρω υπό 3).

    Η μη καταβολή του αρχικού μετοχικού κεφαλαίου δεν επηρεάζει πλέον το κύρος της εταιρείας, καθιστά όμως εφικτή την υποβολή αίτησης για τη λύση της στο αρμόδιο δικαστήριο από οποιονδήποτε έχει έννομο συμφέρον. Η λύση της ανώνυμης εταιρείας θα διαταχθεί στην περίπτωση που το (αρχικό) μετοχικό κεφάλαιο εξακολουθεί να μην έχει καταβληθεί κατά τον χρόνο υποβολής της σχετικής αίτησης (άρθρο 165 §1). Σε κάθε περίπτωση, η καθυστέρηση της καταβολής του μετοχικού κεφαλαίου επιφέρει σοβαρές συνέπειες (βλ. κατωτέρω υπό 7).

    Σε περίπτωση αύξησης του μετοχικού κεφαλαίου της εταιρείας το όργανό της που λαμβάνει τη σχετική απόφαση (:ΓΣ ή ΔΣ) αποφασίζει την προθεσμία καταβολής του ποσού της. Η προθεσμία αυτή δεν μπορεί να είναι μικρότερη των δεκατεσσάρων (14) ημερών, ούτε μεγαλύτερη των τεσσάρων (4) μηνών από την ημέρα που καταχωρίσθηκε η απόφαση αυτή στο Γ.Ε.ΜΗ (άρθρο 20 §2).

    Η καταβολή σε μετρητά του αρχικού κεφαλαίου, των τυχόν αυξήσεων του, καθώς και οι καταθέσεις μετόχων με προορισμό τη μελλοντική αύξηση του κεφαλαίου, θα πρέπει, όπως και ανωτέρω αναφέρθηκε (υπό 3), να διενεργούνται υποχρεωτικά με κατάθεση σε ειδικό τραπεζικό λογαριασμό της εταιρείας. Αντί κατάθεσης σε τραπεζικό λογαριασμό της εταιρείας, το ποσό του κεφαλαίου ή της αύξησης μπορεί (με εξαίρεση τις εισηγμένες εταιρείες) να χρησιμοποιηθεί ποσό που δαπανήθηκε στο πλαίσιο των εταιρικών σκοπών (εφόσον υπάρχει σχετική καταστατική πρόβλεψη ή πρόβλεψη στην απόφαση της αύξησης (άρθρο 20 §3).

     

    5. Η καταβολή ποσού αύξησης του μετοχικού κεφαλαίου με συμψηφισμό χρέους της εταιρείας

    Για πρώτη φορά με τον πρόσφατο νόμο η καταβολή ποσού αύξησης του μετοχικού κεφαλαίου είναι δυνατό να λάβει χώρα και με συμψηφισμό ισόποσου χρέους της εταιρείας (άρθρο 20 §4). Υπάρχει όμως μια διπλή προϋπόθεση για το συγκεκριμένο συμψηφισμό:

    (α) να υφίσταται σχετική πρόβλεψη στην απόφαση της αύξησης του μετοχικού κεφαλαίου καθώς ρητά απαγορεύεται ο μονομερής συμψηφισμός και

    (β) ο συμψηφισμός να συνοδεύεται από βεβαίωση ορκωτού ελεγκτή λογιστή ή ελεγκτικής εταιρείας ότι το χρέος αυτό είναι, όπως προκύπτει από τα βιβλία της εταιρείας, υπαρκτό, ληξιπρόθεσμο και δεν εξαρτάται από αίρεση-σε περίπτωση όμως, ειδικά, μη ληξιπρόθεσμου χρέους θα πρέπει να αποτιμάται η παρούσα αξία του (σύμφωνα με το άρθρο 17).

    Σημαντικό πάντως να τονισθεί πως οι συγκεκριμένες προϋποθέσεις δεν εφαρμόζονται όταν γίνεται κεφαλαιοποίηση απαιτήσεων στο πλαίσιο σχεδίου εξυγίανσης ή αναδιοργάνωσης κατά τις διατάξεις του Πτωχευτικού Κώδικα.

    Σε κάθε περίπτωση: η καταβολή μέσω συμψηφισμού και ο αριθμός των μετοχών που αναλαμβάνονται και στις οποίες αντιστοιχεί  ο συμψηφισμός υποβάλλονται σε δημοσιότητα στο ΓΕΜΗ.

     

    6. Η πιστοποίηση της καταβολής του μετοχικού κεφαλαίου

    Με το προϋφιστάμενο δίκαιο (του ν. 2190/1920) η πιστοποίηση της καταβολής του μετοχικού κεφαλαίου γινόταν από το Διοικητικό Συμβούλιο και η εξακρίβωση της καταβολής εναπόκειτο στην εποπτεία του αρμόδιου υπουργού-ουσιαστικά στον έλεγχο της αρμόδιας αρχής. Ο συγκεκριμένος έλεγχος είχε σκοπό να επιβεβαιώσει την πραγματική καταβολή του μετοχικού κεφαλαίου αλλά και να ελέγξει αν το Διοικητικό Συμβούλιο εκτέλεσε ορθά την υποχρέωσή του για τη σχετική πιστοποίηση.

    Με τον πρόσφατο νόμο δεν προβλέπεται πλέον διοικητικός έλεγχος της καταβολής.

    Η εμπρόθεσμη (ή μη) καταβολή του μετοχικού κεφαλαίου (αρχικού ή ύστερα από αύξηση) πρέπει να πιστοποιείται. Πιστοποίηση καταβολής δεν απαιτείται, αν η αύξηση κεφαλαίου δεν γίνεται με νέες εισφορές (άρθρο 20 §5).

    Η πιστοποίηση πρέπει να λάβει χώρα μέσα στο πρώτο δίμηνο από τη σύσταση της εταιρείας και μέσα σε ένα (1) μήνα από τη λήξη της προθεσμίας καταβολής του ποσού της αύξησης του μετοχικού της κεφαλαίου. Για την πλειονότητα των ανωνύμων εταιρειών (πολύ μικρές και μικρές-μη εισηγμένες) η πιστοποίηση μπορεί να γίνει από το ίδιο το διοικητικό συμβούλιο, που συνέρχεται σε συνεδρίαση μέσα στις παραπάνω προθεσμίες, με θέμα ημερήσιας διάταξης την πιστοποίηση της καταβολής ή μη του κεφαλαίου. Στις μεγάλες και πολύ μεγάλες ανώνυμες εταιρείες η πιστοποίηση γίνεται με έκθεση ορκωτού ελεγκτή λογιστή ή ελεγκτικής εταιρείας, με μέριμνα του διοικητικού συμβουλίου-μέσα στις παραπάνω προθεσμίες. Όσον αφορά ειδικά την πιστοποίηση της καταβολής του μετοχικού κεφαλαίου γίνεται από ορκωτό ελεγκτή λογιστή, ελεγκτική εταιρεία ή το διοικητικό συμβούλιο (άρθρο 20 §6).

    Η έκθεση του ορκωτού ελεγκτή λογιστή ή της ελεγκτικής εταιρείας ή το πρακτικό του διοικητικού συμβουλίου πρέπει να αναφέρουν και τις ειδικές περιστάσεις καταβολής του δευτέρου εδαφίου της παραγράφου 3 ή ότι η καταβολή έγινε με συμψηφισμό, σύμφωνα με την παράγραφο 4. Επί εισφορών σε χρήμα που καταβάλλονται στον ειδικό τραπεζικό λογαριασμό της παραγράφου 3, τόσο η έκθεση του ορκωτού ελεγκτή λογιστή ή της ελεγκτικής εταιρείας όσο και το πρακτικό του διοικητικού συμβουλίου πρέπει να στηρίζονται σε απόσπασμα κίνησης του λογαριασμού αυτού, χορηγούμενο από το πιστωτικό ίδρυμα. Το απόσπασμα αυτό θα πρέπει να επισυνάπτεται στην παραπάνω έκθεση ή το πρακτικό του Διοικητικού Συμβουλίου.

    Επομένως: δεν αρκούν ένα ή περισσότερα καταθετήρια στον τραπεζικό λογαριασμό της εταιρείας. Από το απόσπασμα του τραπεζικού λογαριασμού θα προκύπτουν και τυχόν αναλήψεις. «Έξυπνες» πρακτικές του παρελθόντος (διαδοχικές μικρές καταθέσεις και μικρές αναλήψεις με σκοπό τη συμπλήρωση του συνολικού κεφαλαίου: εικονικές δηλ. καταβολές) αποτελούν, απλά, παρελθόν.

    Η έκθεση του ορκωτού ελεγκτή λογιστή ή της ελεγκτικής εταιρείας καθώς και το πρακτικό του Διοικητικού Συμβουλίου για την πιστοποίηση της καταβολής υποβάλλονται σε δημοσιότητα (άρθρο 20 §7).

    Στην περίπτωση σύστασης ανώνυμης εταιρείας ή αύξησης κεφαλαίου με εισφορά σε είδος, η πιστοποίηση καταβολής μπορεί να γίνει από το ίδιο το διοικητικό συμβούλιο ανεξαρτήτως του μεγέθους της ανώνυμης εταιρείας αφού ολοκληρωθεί η διαδικασία μεταβίβασης (άρθρο 20 §8).

    Σε κάθε περίπτωση: Ο ορκωτός ελεγκτής λογιστής ή η ελεγκτική εταιρεία που πιστοποιούν την καταβολή του κεφαλαίου, δεν μπορεί να διενεργούν και τον τακτικό έλεγχο της εταιρείας. Επίσης ο ορκωτός ελεγκτής λογιστής δεν μπορεί να ανήκει σε ελεγκτική εταιρεία που διενεργεί τον συγκεκριμένο έλεγχο (άρθρο 20 §10).

     

    7. Ποιο το «επιτίμιο» της μη εμπρόθεσμης καταβολής του αναληφθέντος (αρχικού ή από αύξηση) μετοχικού κεφαλαίου;

    Το ενδεχόμενο της μη εμπρόθεσμης καταβολής του ποσού του αρχικού μετοχικού κεφαλαίου ή της αύξησης του από εκείνον που ανέλαβε την καταβολή του, επιφέρει (αυστηρές) κυρώσεις για τον υπόχρεο και αναγκαίες εξελίξεις για την εταιρεία (άρθρα 20 §9 και 21 §§5 & 6). Σε μια τέτοια περίπτωση, το διοικητικό συμβούλιο της εταιρείας τάσσει προθεσμία ενός (1) μηνός στον υπόχρεο για την εξόφληση των οφειλομένων. Ταυτόχρονα όμως οφείλει να τον προειδοποιήσει για τις συνέπειες της άπρακτης παρέλευσης της προθεσμίας αυτής.

    Ποιες είναι αυτές οι συνέπειες; Σε ενδεχόμενη άπρακτη παρέλευση της ταχθείσας προθεσμίας, η εταιρεία ακυρώνει τις (μη ολοσχερώς εξοφληθείσες) μετοχές και παρακρατεί υπέρ αυτής τυχόν από μέρους του προκαταβληθέντα (περιλαμβανομένων δόσεων ή, ενδεχόμενης, διαφοράς υπέρ το άρτιο). Ταυτόχρονα όμως η εταιρεία θα προβεί στην έκδοση νέων μετοχών, ίσων κατ’  αριθμό με τις ακυρωθείσες, τις οποίες αρχικά θα προσφέρει στους λοιπούς μετόχους (:δικαίωμα προτίμησης). Σε περίπτωση μη εκδήλωσης ενδιαφέροντος από μέρους των παλαιών μετόχων, προβαίνει στην ελεύθερη διάθεσή τους.

    Αν συμβεί να είναι δεσμευμένες οι ακυρωθείσες μετοχές καθώς και αν η διάθεση των, σε αντικατάστασή τους, εκδοθεισών νέων αποβεί συνολικά ή κατά ένα μέρος άκαρπη, η εταιρεία υποχρεούται να προβεί σε μείωση του κεφαλαίου (στην πρώτη επόμενη γενική συνέλευση) κατά το ποσό της ονομαστικής αξίας των μη εκποιηθεισών μετοχών.

    Είναι σημαντικό να τονισθεί πως το τμήμα της ονομαστικής αξίας των μετοχών που δεν καταβλήθηκε μέσα στις υφιστάμενες προθεσμίες επιβαρύνει, σε κάθε περίπτωση, τον υπόχρεο μέτοχο με το νόμιμο επιτόκιο έως την ακύρωση των μετοχών. Περαιτέρω ποινικές ρήτρες ή άλλες αξιώσεις της εταιρείας σε βάρος του υπόχρεου είναι δυνατό να προβλεφθούν στο καταστατικό της εταιρείας ή στην απόφαση για αύξηση του μετοχικού της κεφαλαίου.

     

    8. Εν κατακλείδι

    Η κεφαλαιακή επάρκεια ήταν διαχρονικά αναγκαία. Μεταξύ άλλων για το νοικοκυριό της Jenny Marx αλλά και για τις επιχειρήσεις τις εποχής της και του σήμερα.

    Η ύπαρξη του αναγκαίου μετοχικού κεφαλαίου στις ανώνυμες εταιρείες καθίσταται αναγκαία για την επίτευξη του εταιρικού σκοπού. Μεθοδεύσεις του παρελθόντος που σκοπό είχαν την εικονική καταβολή του δεν έχουν θέση ούτε στον πρόσφατο νόμο ούτε και στη σύγχρονη πραγματικότητα.

    Το σημαντικότερο: Η κεφαλαιακή επάρκεια των επιχειρήσεων αποτελεί αναγκαία προϋπόθεση για την (πολυπόθητη) ανάπτυξη εκείνων και της χώρας.

    stavros-koumentakis

    Σταύρος Κουμεντάκης
    Senior Partner

    Υ.Γ. Συνοπτική έκδοση αυτού του άρθρου δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ, την 1η Σεπτεμβρίου 2019.

    κεφάλαιο της ανώνυμης

  • Κατάργηση συνευθύνης αναθέτοντος, εργολάβου υπεργολάβου έναντι εργαζομένων

    Κατάργηση συνευθύνης αναθέτοντος, εργολάβου υπεργολάβου έναντι εργαζομένων

    Η κατάργηση της αλληλέγγυας και εις ολόκληρον ευθύνης του αναθέτοντος, εργολάβου και υπεργολάβου έναντι των εργαζομένων: Το πρόβλημα με τη συλλογική ευθύνη κι ενοχή

    1. Προοίμιο

    1.1. Για τη συλλογική ευθύνη και ενοχή

    «Δε γνωρίζω πότε εμφανίστηκε για πρώτη φορά ο όρος «συλλογική ευθύνη», είμαι πάντως δικαιολογημένα βέβαιη ότι όχι μόνον αυτός αλλά και τα προβλήματα που υπονοεί, οφείλουν τη σηµασία και το γενικότερο ενδιαφέρον τους στα πολιτικά αδιέξοδα, σε αντιδιαστολή προς τα νομικά ή τα ηθικά. Οι νομικοί και οι ηθικοί κανόνες έχουν από κοινού ένα πολύ σημαντικό στοιχείο – αναφέρονται πάντοτε στο πρόσωπο και σε ό,τι αυτό το πρόσωπο έχει κάνει· εάν το πρόσωπο τυγχάνει να εμπλέκεται σε ένα κοινό εγχείρημα, όπως στην περίπτωση του οργανωμένου εγκλήματος, εκείνο που πρόκειται να κριθεί εξακολουθεί να είναι το ίδιο το πρόσωπο, ο βαθμός συμμετοχής του, ο συγκεκριμένος ρόλος του, και ούτω καθεξής, και όχι η ομάδα. Η ιδιότητα του ως μέλος παίζει ρόλο μόνο στο βαθμό που καθιστά περισσότερο πιθανή τη διάπραξη εγκλήματος από τον ίδιο· κι αυτό κατ’ αρχήν δε διαφέρει από το να έχει κακή φήμη ή βεβαρημένο ποινικό μητρώο. Είτε ο κατηγορούμενος υπήρξε μέλος της Μαφίας είτε μέλος των SS ή κάποιας άλλης εγκληματικής ή πολιτικής οργάνωσης, διαβεβαιώνοντάς μας ότι ήταν απλώς ένα γρανάζι που δρούσε μόνο κάτω από τις διαταγές των ανωτέρων του και έκανε ό,τι θα είχε κάνει εξίσου καλά οποιοσδήποτε άλλος, τη στιγμή που εμφανίζεται σ’ ένα δικαστήριο, εμφανίζεται ως πρόσωπο και κρίνεται σύμφωνα με ό,τι ο ίδιος έκανε. Είναι τέτοιο το μεγαλείο των δικαστικών διαδικασιών, ώστε ακόμη κι ένα γρανάζι μπορεί να γίνει και πάλι πρόσωπο»

    Αυτά, μεταξύ άλλων, έγγραφε η Γερμανοαμερικανίδα, εβραϊκής καταγωγής, Johanna “Hannah” Arendt,  από τους πιο σημαντικούς πολιτικούς φιλοσόφους του 20ού αιώνα, στο έργο της για την  Συλλογική Ευθύνη (:απόσπασμα από το έργο της Collective Responsibility, Schocken Books, Νέα Υόρκη, 2003-μτφρ. Δημ. Καψάλη)

    1.2. Για τη συλλογική ευθύνη και ενοχή του αναθέτοντος, εργολάβου και υπεργολάβου

    Αντίθετα με όσα (μάλλον αυτονόητα) η Hannah Arendt, η λογική αλλά και το δίκαιο υποστήριζαν, με το προϋφιστάμενο θεσμικό πλαίσιο (άρθρο 9 ν. 4554/2018) θεσπίστηκε η έννοια την εις ολόκληρον συλλογική ευθύνη και ενοχή περισσοτέρων φυσικών και νομικών προσώπων (αναθέτοντος, εργολάβου, υπεργολάβου)-ανεξάρτητα από την, εν τοις πράγμασιν, εμπλοκή ενός εκάστου. Το αντικείμενο: οι υποχρεώσεις που απορρέουν από (ενδεχόμενη) παραβίαση δικαιωμάτων εργαζομένων σε εργολάβους και υπεργολάβους.

    Πόσο δίκαιο άραγε;

     

    2. Η ανάγκη(;) της καθιέρωσης της κοινής και αλληλέγγυας ευθύνης του αναθέτοντος, εργολάβου και υπεργολάβου-η αιτιολογική έκθεση.

    Κατά το παρελθόν έτος διαπιστώθηκε λοιπόν από την εκτελεστική εξουσία η ανάγκη της καθιέρωσης της κοινής και αλληλέγγυας και εις ολόκληρον ευθύνης του αναθέτοντος, του εργολάβου και του υπεργολάβου ως μέσο για την αντιμετώπιση της αδήλωτης και ανασφάλιστης εργασίας. Η βάση των σκέψεων του νομοθέτη για τη δημιουργία του αναγκαίου νομοθετικού πλαισίου για τη διαχείριση του συγκεκριμένου θέματος, καταγράφεται στη σχετική αιτιολογική έκθεση του ν. 4554/2018:

    2.1. Γενικές αναφορές

    Η σχετική αιτιολογική έκθεση ανέφερε, μεταξύ άλλων, για το συγκεκριμένο ζήτημα:
    «1. Από τις παρεμβάσεις που έγιναν στην ελληνική αγορά εργασίας κατά την εφαρμογή του προγράμματος δημοσιονομικής προσαρμογής, ενισχύθηκε η αδήλωτη ή υποδηλωμένη εργασία. …Οι προτεινόμενες ρυθμίσεις εισάγουν μια νέα αρχιτεκτονική στα πρόστιμα που επιβάλλονται από το ΣΕΠΕ στους εργοδότες που απασχολούν αδήλωτους εργαζόμενους, δίδοντας κίνητρα για την κανονικοποίηση της αγοράς εργασίας και αποβλέποντας στην προστασία των εργαζομένων και τη δημιουργία νέων θέσεων ασφαλισμένης εργασίας».

    Ειδικά δε όσον αφορά το θέμα της αδήλωτης εργασίας σε εργαζόμενους που απασχολούνται σε επιχειρήσεις (:εργολάβους) που αναλαμβάνουν την εκτέλεση έργων για λογαριασμό πελατών τους, η αιτιολογική έκθεση ανέφερε:

    «2. Πολύ συχνό πλέον φαινόμενο αποτελεί η ανάθεση εκτέλεσης επιμέρους εργασιών μιας επιχείρησης σε εξωτερικό συνεργάτη (εργολάβο), δηλαδή σε μια άλλη επιχείρηση που συνήθως εξειδικεύεται σε έναν ή περισσότερους τομείς. Οι εργασίες αυτές εκτελούνται από εργαζομένους, που έχουν εργοδότη τον εργολάβο και όχι τον επιχειρηματία που ανέθεσε σε αυτόν την εκτέλεση του συγκεκριμένου έργου με την καταβολή αντιτίμου, γεγονός που πολλές φορές έχει δυσμενείς επιπτώσεις στα δικαιώματα των εργαζομένων…»

    Επομένως: Οι (γενικές) προθέσεις περισσότερο από αγαθές!

    2.2. Ειδικά ως προς  τις ρυθμίσεις του άρθρου 9

    Η αιτιολογική έκθεση ανέφερε, μεταξύ άλλων, σχετικά με την επίμαχη διάταξη:

    «…Πολλές επιχειρήσεις τείνουν ολοένα και συχνότερα να αναθέτουν επιμέρους εξειδικευμένες ή εντατικές εργασίες σε εργολάβους, με κύριο σκοπό τη μείωση του παραγωγικού κόστους.

    ….Η εκτεταμένη εφαρμογή της μορφής αυτής απασχόλησης δημιουργεί ρευστά όρια μεταξύ νόμιμων και παράνομων πρακτικών, αυξάνει την αδήλωτη και υποδηλωμένη εργασία και συντελεί, εν γένει, στην παραβίαση των δικαιωμάτων των εργαζομένων.
    Με τις προτεινόμενες ρυθμίσεις εισάγεται για πρώτη φορά στο ελληνικό δίκαιο ένα ολοκληρωμένο σύστημα κανόνων που ρυθμίζει την ευθύνη αναθέτοντα, εργολάβου και υπεργολάβου έναντι των εργαζομένων των τελευταίων κατά την εκτέλεση ενός ανατεθειμένου έργου. Η εισαγόμενη αλληλέγγυα και εις ολόκληρον ευθύνη εργοδότη και εργολάβου καταλαμβάνει όλα τα πεδία των δικαιωμάτων των εργαζομένων…»

     

    3. Η καθιέρωση της κοινής και αλληλέγγυας ευθύνης του αναθέτοντος, εργολάβου και υπεργολάβου και τα σχετικά προβλήματα από τη θέσπισή της.

    Στη βάση λοιπόν των ανωτέρω, υπό 2, σκέψεων της εκτελεστικής εξουσίας, θεσπίστηκε η διάταξη του άρθρου 9 ν. 4554/2018 και, δι’ αυτής, η αλληλέγγυα και εις ολόκληρον ευθύνη του εργοδότη (:αναθέτοντος), του εργολάβου και του τυχόν υπεργολάβου έναντι των εργαζομένων. Κάθε μία από τις θεμελιωτικές της σχετικής ευθύνης επιμέρους ρυθμίσεις της συγκεκριμένης διάταξης, λειτουργούσε επιβαρυντικά για τους αναθέτοντες (φυσικά πρόσωπα & επιχειρήσεις) και, επιπρόσθετα, δημιουργούσε σοβαρά (δυσεπίλυτα κατά κανόνα) προβλήματα στην εφαρμογή της. Συγκεκριμένα:

    3.1. Σχετικά με την εις ολόκληρον ευθύνη του εργοδότη και του εργολάβου.

    (α) Η διάταξη της παρ. 1 του άρθρου 9 ανέφερε:

    «Κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο που αναθέτει, στο πλαίσιο της επιχειρηματικής του δραστηριότητας, την εκτέλεση έργου ή τμήματος έργου (αναθέτων) σε άλλο φυσικό ή νομικό πρόσωπο (εργολάβο) ευθύνεται εις ολόκληρον και αλληλεγγύως με τον εργολάβο έναντι των εργαζομένων του τελευταίου για την καταβολή των οφειλόμενων αποδοχών, ασφαλιστικών εισφορών, καθώς και των τυχόν οφειλόμενων αποζημιώσεων απόλυσης.

    Η ανωτέρω ευθύνη περιορίζεται στα δικαιώματα των εργαζομένων που απορρέουν από τη συμβατική σχέση μεταξύ του αναθέτοντα και του εργολάβου για το συγκεκριμένο έργο ή τμήμα έργου.

    Σε περίπτωση ανάθεσης της εκτέλεσης του έργου ή τμήματος του έργου από τον εργολάβο σε υπεργολάβο, η εις ολόκληρον και αλληλέγγυα ευθύνη αφορά τον αναθέτοντα, τον εργολάβο και τον υπεργολάβο, υπό την επιφύλαξη του προηγούμενου εδαφίου».

    (β) Το πρόβλημα

    Η συγκεκριμένη ρύθμιση κατελάμβανε κάθε μικρότερη, μεγαλύτερη ή τεράστια σε μέγεθος επιχείρηση. Κατελάμβανε επίσης και κάθε φυσικό πρόσωπο-αναθέτοντα εργοδότη. Κι όλοι αυτοί υποχρεούντο, ανεξάρτητα από την ευθύνη ενός εκάστου, «για την καταβολή των οφειλόμενων αποδοχών, ασφαλιστικών εισφορών, καθώς και των τυχόν οφειλόμενων αποζημιώσεων απόλυσης» των εργαζομένων που τυχόν απασχολήθηκαν σε έργο που είχαν αναθέσει σε κάποιον εργολάβο. Η υποχρέωση αυτή υπήρχε ανεξάρτητα από την εξόφληση των υποχρεώσεών τους προς τον συγκεκριμένο εργολάβο.

    3.2. Σχετικά με τη σύναψη σύμβασης έργου  μεταξύ εργοδότη και εργολάβου ή/και εργολάβου και υπεργολάβου

    (α) Η διάταξη της παρ. 3 ανέφερε:

    «Στη σύμβαση ανάθεσης έργου ή τμήματος του έργου περιλαμβάνεται ειδικός όρος για την υποχρέωση τήρησης από τον εργολάβο των διατάξεων της εργατικής και ασφαλιστικής νομοθεσίας, της νομοθεσίας για την υγεία και ασφάλεια των εργαζομένων, καθώς και της νομοθεσίας για την πρόληψη του επαγγελματικού κινδύνου.

    Ο ίδιος ειδικός όρος περιλαμβάνεται και στη σύμβαση που συνάπτει ο εργολάβος με τον υπεργολάβο».

    (β) Το πρόβλημα

    Για τις συμβάσεις, πλην ελαχίστων εξαιρέσεων (λ.χ. μεταβιβάσεις ακινήτων) δεν απαιτείται έγγραφος τύπος. Η συγκεκριμένη διάταξη επέβαλε τη σύνταξη, τη σύναψη και συγκεκριμένο περιεχόμενο στη σύμβαση έργου. Προφανώς και η επιβάρυνση (χρονική και οικονομική του αναθέτοντος και του εργολάβου) δεν υπήρξαν σημαντικοί παράμετροι για το νομοθέτη.

    3.3. Σχετικά με την γραφειοκρατία που επιβαλλόταν να υπάρχει

    (α) Οι διατάξεις των παρ. 2, 4 & 6 ανέφεραν:

    «2. Εργολάβος που αναθέτει την εκτέλεση του έργου ή τμήματος του έργου σε υπεργολάβο, ο οποίος θα απασχολήσει προσωπικό για την εκτέλεσή του, υποχρεούται άμεσα να ενημερώνει εγγράφως τον αναθέτοντα»

     «4. Ο εργολάβος υποχρεούται να αποστέλλει κάθε μήνα στον αναθέτοντα αποδείξεις καταβολής των αποδοχών και των τυχόν οφειλόμενων αποζημιώσεων απόλυσης και βεβαιώσεις καταβολής των ασφαλιστικών εισφορών των εργαζομένων του, καθώς και των εργαζομένων του υπεργολάβου σε περίπτωση υπεργολαβίας.

    Την υποχρέωση του προηγούμενου εδαφίου έχει και ο υπεργολάβος έναντι του εργολάβου».

    «6. α) Ο εργολάβος ή και ο υπεργολάβος υποχρεούνται να αναγράφουν τα στοιχεία του αναθέτοντα ή του εργολάβου, αντίστοιχα, στον πίνακα προσωπικού που υποβάλλουν στο Σ.ΕΠ.Ε., για κάθε εργαζόμενο που απασχολούν εκτός της έδρας της επιχείρησής τους. Ο εργολάβος ή και ο υπεργολάβος, που απασχολούν εργαζόμενους σε δύο ή περισσότερα έργα, υποχρεούνται να αναγράφουν στον πίνακα προσωπικού το ωράριο απασχόλησης των εργαζομένων σε κάθε έργο χωριστά, καθώς και τα στοιχεία καθενός αναθέτοντα ή εργολάβου, αντίστοιχα.

    β) Ο εργολάβος ή και ο υπεργολάβος υποχρεούνται να εφοδιάζουν τους εργαζομένους με αντίγραφο ή απόσπασμα του πίνακα προσωπικού, όταν εργάζονται εκτός της έδρας της επιχείρησής τους.

    γ) Όταν οι εργαζόμενοι του εργολάβου ή και του υπεργολάβου εργάζονται στις εγκαταστάσεις του αναθέτοντα, ο τελευταίος αναρτά στο χώρο εργασίας αντίγραφο του πίνακα προσωπικού της περίπτωσης β

    Σε περίπτωση παράβασης των υποχρεώσεων της παρούσας παραγράφου, επιβάλλονται οι κυρώσεις που προβλέπονται στις διατάξεις του ν. 3996/2011 (Α’ 170)».

     (β) Το πρόβλημα

    Στην περίπτωση που τα εμπλεκόμενα πρόσωπα (αναθέτοντες-εργοδότες, εργολάβοι και υπεργολάβοι) απεφάσιζαν να ευθυγραμμισθούν, ως όφειλαν, με τις ανωτέρω υποχρεώσεις τους, θα όφειλαν να έχουν (κι αν δεν έχουν να δημιουργήσουν) μια αυτοτελή υπηρεσία για την εκπλήρωση των δικών τους υποχρεώσεων, για τη σχετική ενημέρωση των αντισυμβαλλομένων τους αλλά και για την παρακολούθηση της εκπλήρωσης (ή μη) των υποχρεώσεων των τελευταίων (των αντισυμβαλλομένων τους): Το κόστος δυσθεώρητα υψηλό και η αποτελεσματικότητα ελεγκτέα. Κι ας μην ξεχνάμε: αναθέτων, εργολάβος ή υπεργολάβος θα μπορούσε να είναι οποιαδήποτε ελάχιστου μεγέθους επιχείρηση ή/και φυσικό πρόσωπο.

    3.5. Σχετικά με το δικαίωμα αναγωγής

    (α) Η διάταξη της παρ. 5 ανέφερε:

    «Ο αναθέτων διατηρεί το δικαίωμα αναγωγής, σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις, ιδίως εάν επέδειξε τη δέουσα επιμέλεια ως προς την εκπλήρωση των υποχρεώσεων του εργολάβου και του τυχόν υπεργολάβου προς τους εργαζομένους τους. Δέουσα επιμέλεια θεωρείται ότι υπάρχει, ιδίως όταν ο αναθέτων σωρευτικά:

    α) αξιώνει από τον εργολάβο, σύμφωνα με την παράγραφο 4, την αποστολή των μηνιαίων αποδείξεων καταβολής των αποδοχών και των τυχόν οφειλόμενων αποζημιώσεων απόλυσης, καθώς και των μηνιαίων βεβαιώσεων καταβολής των ασφαλιστικών εισφορών των εργαζομένων του εργολάβου και του τυχόν υπεργολάβου,

    β) αποστέλλει εξώδικη δήλωση στον εργολάβο και τον τυχόν υπεργολάβο αμέσως μετά τη διαπίστωση της παράβασης των υποχρεώσεών τους έναντι των εργαζομένων τους ή της μη τήρησης της υποχρέωσης της περίπτωσης α’, καλώντας τους να συμμορφωθούν εντός δεκαπέντε (15) ημερών, και

    γ) καταγγέλλει τη σύμβαση με τον εργολάβο αμέσως μετά την άπρακτη παρέλευση της προθεσμίας των δεκαπέντε (15) ημερών από την κοινοποίηση της εξώδικης δήλωσης της περίπτωσης β

    Δικαίωμα αναγωγής, υπό τους ίδιους όρους, έχει και ο εργολάβος έναντι του υπεργολάβου».

    (β) Το πρόβλημα

    Αν υποθέσουμε, προς στιγμή, ότι έφθασε η ώρα που θα κάνουμε service στο (προσωπικό-άνευ, ενδεχομένως, αξίας) αυτοκίνητό μας. Το πηγαίνουμε στο συνεργείο και λέμε στο μάστορα να κάνει ότι πρέπει (:προφορική σύμβαση έργου/ανάθεση). Η εργασία αποδεικνύεται λίγο μεγαλύτερη απ’ ότι υπολογίζαμε και διαρκεί μια ολόκληρη μέρα. Ο μάστορας όμως δεν πληρώνει τον μηχανικό που χρησιμοποίησε για τη συγκεκριμένη δουλειά ούτε και τον εμφανίζει ως εργαζόμενο τη συγκεκριμένη ημέρα. Ο μηχανικός (με βάση την διάταξη του άρθρου 9) εδικαιούτο να στραφεί και σε βάρος μας κι εμείς πιθανότατα θα αναγκαζόμασταν να του δώσουμε το μεροκάματο και τις σχετικές ασφαλιστικές εισφορές-παρά το γεγονός ότι είχαμε εξοφλήσει κανονικά το service: θα δικαιούμασταν να στραφούμε κατά του μάστορα αναζητώντας ότι είχαμε καταβάλει στην περίπτωση που θα είχαμε εκπληρώσει τις (ανωτέρω, υπό α) υποχρεώσεις μας. Διαφορετικά: ατυχήσαμε…

     

    7. Η αναδρομικότητα της κατάργησης της επίμαχης διάταξης

    Με βάση τη διάταξη του άρθρου 117 παρ. 1 ν. 4623/2119 (ΦΕΚ τ. Α 134/9.8.2019) προβλέπεται πως «το άρθρο 9 του ν. 4554/2018 καταργείται αφότου ίσχυσε».

    Ως προς το θέμα της αναδρομικότητας της κατάργησης της συγκεκριμένης διάταξης, δεν υπάρχει οποιοδήποτε  πρόβλημα αντισυνταγματικότητας, παρ’ ότι κι εδώ ετέθη (όπως ετέθη και αναφορικά με την αναδρομική κατάργηση του «βασίμου λόγου»). Τόσο η θεωρία όσο και η νομολογία (και σε επίπεδο ανωτάτων ακυρωτικών δικαστηρίων-ΑΠ & ΣτΕ) ταυτίζονται όσον αφορά τη δυνατότητα θέσπισης αναδρομικού νόμου-εφόσον βέβαια δεν θίγονται συνταγματικώς κατοχυρωμένα δικαιώματα. Κι εδώ δεν θίγονται.  (Εκ περισσού βέβαια να σημειωθεί πως θα ετίθετο θέμα αντισυνταγματικότητας εφόσον προσεδίδετο αναδρομική ισχύς σε φορολογικό, ποινικό ή ψευδοερμηνευτικό νόμο).

     

    8. Εν κατακλείδι

    Είναι βέβαιο πως ο νομοθέτης κατά την ψήφιση του άρθρου 9 ν. 4554/2018 είχε, ενδεχομένως, στο μυαλό του την προστασία των δικαιωμάτων των εργαζομένων από εκείνους που (κατά το γνωστό αντάρτικο τραγούδι) ως «μαύρα κοράκια με νύχια γαμψά πέσανε πάνω στην εργατιά».

    Διέλαθε όμως της προσοχής του πως οι διατάξεις αυτές καταλάμβαναν όχι μόνον εκείνους (τους ελάχιστους) που σκοπό τους είχαν την μεγιστοποίηση του κέρδους μέσα από την φαλκίδευση των δικαιωμάτων των εργαζομένων τους αλλά και, γενικά, όλους όσοι ανέθεταν κάποιο έργο: ακόμα και τη καλοκάγαθη και συμπαθητική κ. Ευλαλία τη γειτόνισσα-συνταξιούχο που ανέθετε σε κάποιον ελαιοχρωματιστή να της βάψει το μοναδικό της δωμάτιο (αντί 50€ «μαζί με τα χρώματα») κι εκείνος δεν πλήρωνε το βοηθό που χρησιμοποίησε για το δίωρο που διάρκεσε το βάψιμο.

    Θα σκεφτόταν άραγε κανένας σοβαρά να εξηγήσει στην κ. Ευλαλία τις υποχρεώσεις της από τη παραπάνω διάταξη;

    Και τι θα συνέβαινε άραγε αν το ΣΕΠΕ κάνοντας έλεγχο στο δωμάτιο της κ. Ευλαλίας δεν εντόπιζε τον πίνακα προσωπικού του ελαιοχρωματιστή-τον οποίο όφειλε η καϋμένη να αναρτήσει με βάση τη διάταξη του άρθρου 9 § 6γ ν. 4554/2018;

    Προφανώς οι κυρώσεις θα ήταν, κατά την ίδια διάταξη, αυτές του ν. 3996/2011.

    Σας προλαβαίνω: όχι ο δια πυράς θάνατος ούτε ο ανασκολοπισμός της κ. Ευλαλίας! Μόνον(;) διοικητικές κυρώσεις (:πρόστιμο 300€ έως 50.000€-άρθρο 24) βεβαίως όμως και ποινικές (:φυλάκιση τουλάχιστον έξι μηνών ή/και χρηματική ποινή τουλάχιστον 900€-άρθρο 28).

    Το παράδειγμα της κ. Ευλαλίας μοιάζει φαιδρό, όμως δεν είναι: αυτά προέβλεπε η διάταξη του άρθρου 9 ν. 4554/2018 για όλους ανεξαιρέτως-τους πονηρούς αλλά και τους τιμίους, τις μεγαλύτερες ελληνικές βιομηχανίες, το ψιλικατζίδικο της γειτονιάς αλλά και την, προαναφερθείσα, καλοκάγαθη και συμπαθητική, κ. Ευλαλία.

    Η επίμαχη διάταξη καταργήθηκε με το άρθρο 117 §1 ν. 4623/9.8.2019.

    Ευτυχώς.-

    stavros-koumentakis

    Σταύρος Κουμεντάκης
    Senior Partner

    Υ.Γ. Συνοπτική έκδοση αυτού του άρθρου δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ, στις 25 Αυγούστου 2019.

  • Η κατάργηση του «βασίμου λόγου»

    Η κατάργηση του «βασίμου λόγου»

    Η Καταγγελία Της Σύμβασης Εξαρτημένης Εργασίας Αορίστου Χρόνου: Η κατάργηση του «βασίμου λόγου»

    1. Προοίμιο

    Το δοκίμιο “Vom Kriege” (:Περί Πολέμου), στο οποίο αναλύεται η εξέλιξη της θεωρίας, στρατηγικής, τακτικής και φιλοσοφίας του πολέμου δεν είναι σύγχρονο. Διδάσκεται εντούτοις, ακόμα και σήμερα – εκατόν ογδόντα οκτώ χρόνια μετά τον θάνατο του συγγραφέα του (Πρώσου στρατιωτικού και συγγραφέα Carl Philipp Gottlieb von Clausewitz), σε στρατιωτικές ακαδημίες, σε σχολές διοίκησης επιχειρήσεων και σχολές μάρκετινγκ.

    Μάλλον θα πρέπει να διδάσκεται, αν δεν διδάσκεται ήδη, και στις κομματικές ακαδημίες.

     «Το βασικό στον αιφνιδιασμό είναι η αστραπιαία ταχύτητα με μυστικότητα» διακήρυττε ο Clausewitz.

    Σε μια τέτοια κίνηση απόλυτου (ευχάριστου για κάποιους και δυσάρεστου για κάποιους άλλους) αιφνιδιασμού παραπέμπει η κατατεθείσα στη Βουλή των Ελλήνων την 8η Αυγούστου (και ψηφισθείσα εν τέλει) τροπολογία με μια μεγάλη, απολύτως ευδιάκριτη, σφραγίδα «ΕΚΠΡΟΘΕΣΜΟΣ»-επάνω δεξιά: η τροπολογία που αφορούσε, μεταξύ άλλων, την κατάργηση του (περιβόητου ήδη) «βασίμου λόγου».

     

    2. Βάσιμος λόγος: η προβληματική και τα προβλήματα από τη θέσπιση του

    Σε προηγούμενη αρθρογραφία μας καταγράφηκαν τα δεδομένα που προέκυπταν από τη θέσπιση (με το άρθρο 48 του ν. 4611/2019) της ύπαρξης του «βασίμου λόγου» ως προϋπόθεση της εγκυρότητας της καταγγελίας της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας, τις διαφοροποιήσεις σε σχέση με το προϋφιστάμενο καθεστώς και τους κινδύνους που δημιουργούνταν από τη θέσπισή του. Οι διατυπωθείσες επιφυλάξεις του γράφοντος δεν ήταν οι μοναδικές για τη συγκεκριμένη νομοθετική ρύθμιση ούτε και ήσσονος σημασίας και βαρύτητας οι σε βάρος της αντιδράσεις από μέρους της επιχειρηματικής και επιστημονικής κοινότητας. Στο βραχύ βίο της σχετικής διάταξης δυστυχώς επιβεβαιώθηκαν οι διατυπωθείσες επιφυλάξεις. Επιπρόσθετα: οι σε βάρος της αντιδράσεις αποδείχθηκαν δικαιολογημένες. Η επιβολή της επίκλησης και του βάρους απόδειξης στον εργοδότη όσον αφορά την ύπαρξη «βασίμου λόγου» στην καταγγελία σύμβασης εργασίας αορίστου χρόνου, άρχισε να τροφοδοτεί τις (ενίοτε στερούμενες νομιμότητας και ηθικής) προσδοκίες των κακοπροαίρετων.

    Μετά την διαδικασία της απόλυσης του εργαζομένου και πριν την έγερση αγωγής ακολουθεί, συνήθως η εμπλοκή του νομικού παραστάτη καθώς και διερευνητική διαδικασία ενώπιον της Επιθεώρησης Εργασίας. Σ’ αυτά τα ενδιάμεσα στάδια αποδείχθηκε, ήδη, η ορθότητα των διατυπωθεισών εντάσεων και εκδηλωθεισών αντιδράσεων όσον αφορά τη θέσπιση του «βασίμου λόγου».

    Φαίνεται πως, από την θέσπισή του ο «βάσιμος λόγος» επηρέασε αρνητικά και την αγορά εργασίας: Το ισοζύγιο εργασίας (προσλήψεις-απολύσεις) απεδείχθη αρνητικό κατά τον παρελθόντα μήνα (Ιούλιο) με απώλεια 14.691 θέσεων εργασίας (σημειώνεται ότι ο βάσιμος λόγος άρχισε να ισχύει έλαβε χώρα στις 17.5.2019-ΦΕΚ τ. Α 73/17.5.2019)

    Η διάταξη αυτή αποδείχθηκε πολλαπλώς προβληματική καθώς προέκυπταν ως δεδομένα:

    (α) Ο στιγματισμός του εργαζόμενου με οποιαδήποτε από τις επιλογές  «βασίμου λόγου» τις σχετικές με τη «συμπεριφορά» ή τις «ικανότητες» του σε περίπτωση καταγγελίας της σύμβασής του

    (β) Η επιφυλακτικότητα των εργοδοτών να συνάπτουν συμβάσεις εργασίας αορίστου χρόνου (γεγονός που αποτυπώθηκε στη δημιουργία αρνητικού ισοζυγίου στη σχέση προσλήψεις-απολύσεις)

    (γ) Η επιλογή συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου (που στη λήξη τους δεν απαιτείτο οποιοσδήποτε «βάσιμος» λόγος) και

    (δ) Η δημιουργία (ηθικά κατακριτέων) προσδοκιών στους εκ των απολυθέντων εργαζομένων κακόπιστους και τους νομικούς παραστάτες τους και, κατ’ ακολουθία, η διόγκωση των σχετικών εξωδίκων και δικαστικών αντιπαραθέσεων.

    Ανεξάρτητα πάντως από την πολεμική που δέχθηκε η συγκεκριμένη διάταξη δεν προσδοκούσαμε, είναι αλήθεια, πως τα αντανακλαστικά της Πολιτείας θα ήταν τόσο γρήγορα. Η κατάργηση του «βασίμου λόγου» αποτέλεσε, κατά τα προαναφερθέντα κίνηση απόλυτου αιφνιδιασμού. Για πολλούς, μεταξύ των οποίων και ο γράφων, μια απολύτως ευχάριστη έκπληξη (όπως εξάλλου και η άρση της απολύτως προβληματικής-αλληλέγγυας ευθύνης του αναθέτοντος, εργολάβου και υπεργολάβου καθώς και η κατάργηση της αναστολής των αποσβεστικών προθεσμιών που συναρτώνται με την άσκηση δικαιωμάτων των εργαζομένων) και στοιχείο επιστροφής στην «κανονικότητα».

     

    3. Βάσιμος λόγος: ποιο είναι όμως το περιεχόμενο του;

    Υπενθυμίζεται πως με τη διάταξη του άρθρου 48 του ν. 4611/2019 αντικαταστάθηκε, με άμεση εφαρμογή, το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 3 του άρθρου 5 του ν. 3198/1955 (Α’ 98) ως εξής:

    «3. Η καταγγελία της εργασιακής σχέσης θεωρείται έγκυρη, μόνο αν οφείλεται σε βάσιμο λόγο, κατά την έννοια του άρθρου 24 του Αναθεωρημένου Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Χάρτη που κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν. 4359/2016 (Α΄5), έχει γίνει εγγράφως, έχει καταβληθεί η οφειλόμενη αποζημίωση και έχει καταχωρηθεί η απασχόληση του απολυόμενου στα τηρούμενα για το ν ΕΦΚΑ (τ. ΙΚΑ). μισθολόγια ή έχει ασφαλιστεί ο απολυόμενος. Σε περίπτωση αμφισβήτησης το βάρος επίκλησης και απόδειξης της συνδρομής των προϋποθέσεων έγκυρης καταγγελίας φέρει ο εργοδότης»

    Επομένως: αυτό που η συγκεκριμένη διάταξη απαιτούσε (προκειμένου  να είναι έγκυρη, από 17.5.2019 και εντεύθεν, η καταγγελία μιας σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου) ήταν η ύπαρξη «βασίμου λόγου». Τον συγκεκριμένο μάλιστα λόγο υποχρεούτο (:Εγγρ. 26100/98/7.6.3019 Υπ. Εργασίας, Κοιν. Ασφαλ. και Κοιν. Αλληλεγγύης)  να καταγράψει στη σχετική φόρμα καταγγελίας που καταχωρούσε στο ΕΡΓΑΝΗ ο καταγγέλλων εργοδότης, επιλέγοντας έναν από τους τρεις, περιοριστικά αναφερόμενους, «βασίμους λόγους»:

    (α) Ικανότητα εργαζομένου κατά την εκτέλεση της εργασίας,

    (β)  Συμπεριφορά του εργαζομένου και

    (γ)  Λειτουργικές απαιτήσεις της επιχείρησης

    Αξιοσημείωτο είναι πως ο εργοδότης δεν είχε τη δυνατότητα να αποφύγει τη συγκεκριμένη επιλογή ούτε όμως (και το σημαντικότερο) να επιλέξει συνδυασμό περισσοτέρων.

     

    4. Τι συνέβαινε με το προϋφιστάμενο, της 17.5.2019, δίκαιο;

    Με το προϋφιστάμενο, μέχρι την 17.5.2019, νομοθετικό πλαίσιο ο εργοδότης είχε το δικαίωμα να καταγγείλει οποτεδήποτε τη σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, έχοντας ως βασική του υποχρέωση την καταβολή της αποζημίωσης απολύσεως. Όταν ο εργαζόμενος θεωρούσε πως το συγκεκριμένο δικαίωμα του εργοδότη ασκείται καταχρηστικά, προσέφευγε στα αρμόδια δικαστήρια: εκεί όμως ο ίδιος ο εργαζόμενος είχε την ευθύνη και το βάρος της απόδειξης της καταχρηστικότητας της απόλυσής του.

    Με την επίμαχη ρύθμιση (της θέσπισης του «βασίμου λόγου») ο εργοδότης ήταν εκείνος που υποχρεούτο και να επικαλεστεί και να αποδείξει τη συνδρομή των προϋποθέσεων της έγκυρης καταγγελίας, επομένως και την ύπαρξή του (του «βασίμου λόγου»).

     

    5. Το Άρθρο 24 του Αναθεωρημένου Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Χάρτη

    Η θέσπιση της ύπαρξης βασίμου λόγου ως στοιχείο της εγκυρότητας της καταγγελίας της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου βασίσθηκε, κατά την αιτιολογική έκθεση της καταργηθείσας διάταξης, στο άρθρο 24 του Αναθεωρημένου Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Χάρτη το οποίο αναφέρει:

    «Με σκοπό τη διασφάλιση της αποτελεσματικής άσκησης του δικαιώματος προστασίας των εργαζομένων σε περιπτώσεις λύσης της σχέσης εργασίας, τα μέρη αναλαμβάνουν να αναγνωρίζουν: α. το δικαίωμα όλων των εργαζομένων να μη λύεται η εργασιακή τους σχέση χωρίς βάσιμο λόγο που να συνδέεται με την ικανότητα ή τη συμπεριφορά τους ή να βασίζεται στις λειτουργικές απαιτήσεις της επιχείρησης, της εγκατάστασης ή της υπηρεσίας, β. το δικαίωμα των εργαζομένων, των οποίων η εργασιακή σχέση λύεται χωρίς βάσιμο λόγο, σε επαρκή αποζημίωση ή άλλη κατάλληλη επανόρθωση. Για αυτόν το σκοπό τα μέρη αναλαμβάνουν να διασφαλίζουν ότι ο εργαζόμενος, που θεωρεί ότι η σχέση εργασίας του έχει λυθεί χωρίς βάσιμο λόγο, έχει το δικαίωμα προσφυγής σε αμερόληπτο όργανο».

    Για τη φύση του Αναθεωρημένου Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Χάρτη, το περιεχόμενο του άρθρου 24 αυτού και του «βασίμου λόγου» αλλά και τη με βάση τη δεδομένη νομοθετική ρύθμιση (:άρθρο 48 του ν. 4611/2019) προβλεπόμενη στάση των δικαστηρίων, αναλυτικά στην προγενέστερη, σχετική, αρθογραφία μας.

     

    6. Βάσιμος λόγος: η αιτιολογική έκθεση για την κατάργηση του

    Η αιτιολογική έκθεση της τροπολογίας για την κατάθεση του «βασίμου» λόγου υιοθετεί, όπως είναι φυσικό, συγκεκριμένες πολιτικές θέσεις. Ενδιαφέρον όμως παρουσιάζει η επίκληση στοιχείων της μείζονος σκέψης της 1512/2018 απόφασης του ΑΠ.

    6.1. Οι επικαλούμενες παραδοχές της απόφασης 1512/2018 του Αρείου Πάγου

    Η αιτιολογική έκθεση επικαλείται συγκεκριμένα τμήματα της εν λόγω απόφασης του Ανώτατου Ακυρωτικού. Συγκεκριμένα:

    «1. Από τις διατάξεις των άρθρων 669 παρ.2 ΑΚ, 1 του ν. 2112/ 1920 και 1, 5 του ν. 3198/1955 συνάγεται ότι η καταγγελία της σύμβασης εργασίας αορίστου χρόνου συνιστά δικαίωμα του εργοδότη ή του εργαζόμενου και είναι μονομερής, αναιτιώδης δικαιοπραξία. Ως εκ τούτου, το κύρος αυτής δεν εξαρτάται από την ύπαρξη ή την ελαττωματικότητα της αιτίας, για την οποία γίνεται. Η άσκησή της, όμως, δεν επιτρέπεται να υπερβαίνει, προφανώς, τα όρια που διαγράφει η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή ο οικονομικός σκοπός αυτής (ΑΚ 281). Οπότε, σε περίπτωση τέτοιας υπέρβασης, η καταγγελία καθίσταται απαγορευμένη, ως καταχρηστική και, κατά συνέπεια, άκυρη (ΑΚ 174, 180). Ειδικότερα, η εκ μέρους του εργοδότη καταγγελία της σύμβασης εργασίας θεωρείται καταχρηστική, όταν υπαγορεύεται από κίνητρα ξένα προς το σκοπό, για τον οποίο έχει προβλεφθεί, ως δικαίωμα. Αυτό μπορεί να συμβεί σε περιπτώσεις, κατά τις οποίες η καταγγελία γίνεται από εμπάθεια ή διάθεση εκδικήσεως, ύστερα από προηγηθείσα νόμιμη, αλλά μη αρεστή στον εργοδότη, συμπεριφορά του εργαζόμενου. Δεν θεωρείται καταχρηστική η καταγγελία, όταν δεν υπάρχει γι’ αυτήν κάποια εμφανής ή αληθής αιτία. Ο εργαζόμενος, επιδιώκοντας την αναγνώριση της ακυρότητας της καταγγελίας, πρέπει να επικαλεστεί και να αποδείξει συγκεκριμένα περιστατικά, εξ αιτίας των οποίων η άσκηση του σχετικού δικαιώματος του εργοδότη υπερβαίνει, προφανώς, τα όρια που διαγράφει η ΑΚ 281 και, εκ του λόγου αυτού, καθίσταται απαγορευμένη.

    1. Το ως άνω νομικό καθεστώς δεν άλλαξε μετά την κύρωση (άρθρο πρώτο του ν. 4359/2016, που ισχύει από 20-1-2016) του Αναθεωρημένου Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Χάρτη (στο εξής: ΑναθΕΚΧ). Πράγματι, είναι αληθές ότι με το άρθρο 24 στοιχείο α’ του ΑναθΕΚΧ αναγνωρίζεται “το δικαίωμα όλων των εργαζομένων να μη λύεται η εργασιακή τους σχέση χωρίς βάσιμο λόγο που να συνδέεται με την ικανότητα ή τη συμπεριφορά τους ή να βασίζεται στις λειτουργικές απαιτήσεις της επιχείρησης, της εγκατάστασης ή της υπηρεσίας”. Περαιτέρω, όμως, με το άρθρο 24 στοιχείο β’ του ΑναθΕΚΧ, ως συνέπεια της παραβίασης του ως άνω δικαιώματος προβλέπεται μόνο “το δικαίωμα των εργαζομένων, των οποίων η εργασιακή σχέση λύεται χωρίς βάσιμο λόγο, σε επαρκή αποζημίωση ή άλλη κατάλληλη επανόρθωση.

    Από τις διατάξεις αυτές συνάγεται ότι ακόμη κι αν δεν υπάρχει βάσιμος λόγος για την καταγγελία της συμβάσεως ή σχέσεως εργασίας αορίστου χρόνου εκ μέρους του εργοδότη, το κύρος της καταγγελίας δεν θίγεται”.

    6.2. Οι (μη) επικαλούμενες παραδοχές της απόφασης 1512/2018 του Αρείου Πάγου

    Η ίδια όμως απόφαση του ΑΠ συνεχίζει:

    «..Η δε υποχρέωση του εργοδότη να αποζημιώσει τον εργαζόμενο αναγνωρίζεται από παλιά στο εσωτερικό δίκαιο (….) για κάθε περίπτωση καταγγελίας (με εξαίρεση εκείνη που γίνεται λόγω υποβολής μηνύσεως) και δεν αίρεται ακόμη και όταν ο εργοδότης θα μπορούσε να αποδείξει βάσιμο λόγο για τη λύση του ενοχικού δεσμού. Ως εκ τούτου, η θετική ή αποφατική αναφορά σε βάσιμο λόγο καταγγελίας αποβαίνει αλυσιτελής. Γι’ αυτό και το κύρος της ήδη γενομένης καταγγελίας εξακολουθεί να ελέγχεται εξατομικευμένα μόνο με την εφαρμογή της ΑΚ 281, όπως και προηγουμένως, ύστερα από αγωγή του εργαζόμενου στο αρμόδιο δικαστήριο».

    6.3. Συμπεράσματα

    Ανεξάρτητα από τις όποιες επιφυλάξεις και κριτική θα ήταν δυνατό σε θεωρητικό επίπεδο να διατυπωθούν όσον αφορά τις παραδοχές της συγκεκριμένης απόφασης του ΑΠ, το ανώτατο ακυρωτικό της χώρας μας κάνει αποδεκτά, μεταξύ άλλων, τα ακόλουθα δεδομένα:

    (α) Η καταγγελία τη σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου αποτελεί δικαίωμα του εργοδότη

    (β) όταν το δικαίωμα του εργοδότη για την απόλυση εργαζομένου ασκείται  καταχρηστικά (γεγονός το οποίο οφείλει να αποδείξει ο εργαζόμενος), η σχετική καταγγελία είναι άκυρη.

    (γ) η κύρωση του Αναθεωρημένου Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Χάρτη δεν διαφοροποιεί τα προϋφιστάμενα στη χώρα μας νομικά δεδομένα καθώς «ακόμη κι αν δεν υπάρχει βάσιμος λόγος για την καταγγελία της συμβάσεως ή σχέσεως εργασίας αορίστου χρόνου εκ μέρους του εργοδότη, το κύρος της καταγγελίας δεν θίγεται». Επομένως, συνεχίζει, «θετική ή αποφατική αναφορά σε βάσιμο λόγο καταγγελίας αποβαίνει αλυσιτελής …το κύρος της ήδη γενομένης καταγγελίας εξακολουθεί να ελέγχεται εξατομικευμένα μόνο με την εφαρμογή της ΑΚ 281, όπως και προηγουμένως, ύστερα από αγωγή του εργαζόμενου στο αρμόδιο δικαστήριο»

    Με βάση τις συγκεκριμένες παραδοχές, η εν λόγω απόφαση του ΑΠ κάνει αποδεκτό πως το προϋφιστάμενο της θέσπισης του «βασίμου λόγου» νομοθετικό καθεστώς, ήταν απολύτως επαρκές σε σχέση με τις κατευθύνσεις του Αναθεωρημένου Ευρωπαϊκού Κοινωνικό Χάρτη.

     

    7. Βάσιμος λόγος: η αναδρομικότητα της κατάργησης του

    Με βάση τη διάταξη του άρθρου 117 παρ. 2α ν. 4623/2119 (ΦΕΚ τ. Α 134/9.8.2019) προβλέπεται πως η (και κατά την άποψή μας προβληματική) διάταξη του άρθρου 48 ν. 4611/2019 «καταργείται αφότου ίσχυσε» καθώς και ότι, εκ περισσού, «Δεν θίγονται οι διατάξεις του ν. 2112/1920 όπως ισχύει και του ν. 3198/1955 όπως ισχύει, σε συνδυασμό με το άρθρο 24 του Αναθεωρημένου Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Χάρτη, που κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν. 4359/2016 (A ́ 5)».

    Ως προς το θέμα της αναδρομικότητας της κατάργησης της υποχρέωσης επίκλησης «βασίμου λόγου» (σε περίπτωση καταγγελίας σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου και του βάρους της απόδειξης τη συνδρομής του στο πρόσωπο του καταγγέλλοντα εργοδότη) φαίνεται πως, παρ’ ότι ετέθη, δεν υπάρχει οποιοδήποτε  πρόβλημα αντισυνταγματικότητας. Τόσο η θεωρία όσο και η νομολογία (και σε επίπεδο ανωτάτων ακυρωτικών δικαστηρίων-ΑΠ & ΣτΕ) ταυτίζονται όσον αφορά τη δυνατότητα θέσπισης αναδρομικού νόμου-εφόσον βέβαια δεν θίγονται συνταγματικώς κατοχυρωμένα δικαιώματα. Κι εδώ δεν θίγονται.  (Εκ περισσού βέβαια να σημειωθεί πως θα ετίθετο θέμα αντισυνταγματικότητας εφόσον προσεδίδετο αναδρομική ισχύς σε φορολογικό, ποινικό ή ψευδοερμηνευτικό νόμο).

    Ως προς το θέμα της επιβεβαιώσεως της ισχύος των διατάξεων του ν. 2112/1920, 3198/1955 και του άρθρου 24 του Αναθεωρημένου Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Χάρτη, η αναφορά γίνεται εκ περισσού. Στο πλαίσιο αυτό στην Έκθεση Συνεπειών Ρυθμίσεων (τη συνοδευτική της τροπολογίας) αναφέρεται: «Με την κατάργηση των ανωτέρω διατάξεων διασφαλίζονται τα δικαιώματα των εργαζομένων, η εργασιακή ειρήνη, οι προσλήψεις και οι θέσεις εργασίας, αποτρέποντας τη σύγχυση, εξασφαλίζοντας περαιτέρω την ανάπτυξη και αποκαθιστώντας την κανονικότητα στην αγορά εργασίας, σύμφωνα πάντα με τον Ευρωπαϊκό και Εθνικό νομοθέτη και την νομολογία του Εθνικού Δικαστή».

     

    8. Εν κατακλείδι

    Η επιβολή της ύπαρξης κι επίκλησης «βασίμου λόγου» όσον αφορά τη νομιμότητα της καταγγελίας σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου υπήρξε πολυεπίπεδα προβληματική. Αντίστοιχα και η επιβολή στον καταγγέλλοντα εργοδότη του βάρους της απόδειξης της συνδρομής του. Τα δεδομένα που αποδεικνύουν «του λόγου το αληθές» ανεδείχθησαν ήδη, στο βραχύ βίο της καταργηθείσας ήδη σχετικής διάταξης, σε επιστημονικό, επιχειρηματικό, κοινωνικό, οικονομικό και εργασιακό επίπεδα.

    Η απολύτως (με όρους Clausewitz) αιφνιδιαστική, εισαγωγή προς ψήφιση της τροπολογίας για την άρση του «βασίμου λόγου» καθόλου δεν μειώνουν την παρούσα και μελλοντική αξία της κατάργησής του.

    Τα θετικά αποτελέσματα της συγκεκριμένης κατάργησης (και της επιστροφής στο πολυεπίπεδα δοκιμασμένο αλλά και υγιές νομοθετικό πλαίσιο και περιβάλλον) μετά βεβαιότητας θα διαφανούν στο αμέσως προσεχές διάστημα. Και σε επίπεδο απασχολησιμότητας.

    stavros-koumentakis

    Σταύρος Κουμεντάκης
    Senior Partner

    Υ.Γ. Συνοπτική έκδοση αυτού του άρθρου δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ, στις 18 Αυγούστου 2019.

  • GDPR: Άρχισαν τα «όργανα» (:πρόστιμα)

    Ι. Προοίμιο

    «Ἔστι Δίκης ὀφθαλμός, ὅς τὰ πάνθ’ ὁρᾷ» έγραφε ο Μένανδρος στα Μονόστιχα του.

    Η συγκεκριμένη φράση παραπέμπει, λιγότερο ή περισσότερο, σ’ αυτό που έχουμε συνηθίσει να αναφέρουμε ως «θεία δίκη» η οποία πάντοτε, αργά ή γρήγορα, «απονέμει δικαιοσύνη». Καθώς, στην πραγματικότητα, «θεία δίκη» (συχνά και ανθρώπινη) δεν υπάρχει ούτε και κάποια εξουσία ή αρχή διαθέτει «Δίκης ὀφθαλμόν, ὅς τὰ πάνθ’ ὁρᾷ». Βεβαίως ούτε και η Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα (στο εξής: «Αρχή») διαθέτει τέτοιου είδους «τὰ πάνθ’ ὁρώντα» οφθαλμό.

    Αντίθετα: Καλά γνωρίζουμε την ύπαρξη του ανθρώπινου οφθαλμού που (συχνά άγρυπνα) παρακολουθεί τα συμβαίνοντα και, ενίοτε, αρμοδίως τα καταγγέλλει: και στην Αρχή (άλλη, μεγάλη, συζήτηση η ηθική διάσταση της καταγγελίας και η ηθική του καταγγέλλοντος). Όσον αφορά όμως ειδικότερα την τελευταία (την Αρχή) υποχρεούται να κάνει χρήση του ανθρώπινου οφθαλμού (του δικού της ή εκείνου των επωνύμως ή ανωνύμως καταγγελλόντων) στο πλαίσιο της εκπλήρωσης των κατά το νόμο καθηκόντων της. Ιδίως εκείνο του θεματοφύλακα του Γενικού Κανονισμού Προστασίας Δεδομένων (στο εξής: «Κανονισμός») και επιβάλλοντος τις προβλεπόμενες κυρώσεις σε περίπτωση αποκλίσεων από όσα εκείνος επιτάσσει.

     

    ΙΙ. Όλα ξεκίνησαν όταν…

    Η Ένωση Λογιστών Ελεγκτών Περιφέρειας Αττικής (και, αυτονοήτως, πίσω από αυτήν, κάποιος δυσαρεστημένος, για άσχετα μάλλον θέματα, υπάλληλος) υπέβαλε τον Δεκέμβριο του 2017 καταγγελία σε βάρος της PriceWaterhouseCoopers ΑΕ (στη συνέχεια: «PWC». Η συγκεκριμένη καταγγελία απευθυνόταν στην Αρχή καθώς και (προφανώς για άσκηση μεγαλύτερης πίεσης) στο Υπουργείο Εργασίας και στο ΣΕΠΕ.

    Το αντικείμενο της καταγγελίας αφορούσε παράνομη επεξεργασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα των εργαζομένων (στη συνέχεια: «Δεδομένα») της PWC. Κατά την καταγγελία, η παράνομη επεξεργασία αφορούσε την «∆ήλωση Αποδοχής όρων Επεξεργασίας Προσωπικών ∆εδομένων» καθώς και τις νέες ατομικές συμβάσεις, οι οποίες περιελάμβαναν εδάφια που αναφέρονταν στην παροχή της συναίνεσης των εργαζομένων στην επεξεργασία προσωπικών τους δεδομένων και την περαιτέρω, ποικιλότροπη, παρακολούθησή τους στον χώρο εργασίας (κατά παράβαση του ν. 2472/1997). Τα δύο κείμενα (σύμβαση εργασίας και δήλωση) αξίωνε η PWC, δεδομένης της πλεονεκτικής της θέσης ως εργοδότριας-πάντα κατά την καταγγελία- να υπογράψουν, εξαναγκαζόμενοι, οι εργαζόμενοι της.

     

    ΙΙΙ. Οι, κατά τον Κανονισμό, προϋποθέσεις για τη σύννομη επεξεργασία των προσωπικών δεδομένων

    Ο Κανονισμός άρχισε να εφαρμόζεται, με καθολική ισχύ, στις 25.5.2018. Διάταξη με ιδιαίτερο ενδιαφέρον στη συγκεκριμένη περίπτωση είναι αυτή του άρθρου 6 παρ. 1, η οποία προβλέπει:

    « 1. Η επεξεργασία είναι σύννομη μόνο εάν και εφόσον ισχύει τουλάχιστον μία από τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

    α)  το υποκείμενο των δεδομένων έχει συναινέσει στην επεξεργασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα του για έναν ή περισσότερους συγκεκριμένους σκοπούς,

    β)  η επεξεργασία είναι απαραίτητη για την εκτέλεση σύμβασης της οποίας το υποκείμενο των δεδομένων είναι συμβαλλόμενο μέρος ή για να ληφθούν μέτρα κατ’ αίτηση του υποκειμένου των δεδομένων πριν από τη σύναψη σύμβασης,

    γ)  η επεξεργασία είναι απαραίτητη για τη συμμόρφωση με έννομη υποχρέωση του υπευθύνου επεξεργασίας,

    δ)  η επεξεργασία είναι απαραίτητη για τη διαφύλαξη ζωτικού συμφέροντος του υποκειμένου των δεδομένων ή άλλου φυσικού προσώπου,

    ε)  η επεξεργασία είναι απαραίτητη για την εκπλήρωση καθήκοντος που εκτελείται προς το δημόσιο συμφέρον ή κατά την άσκηση δημόσιας εξουσίας που έχει ανατεθεί στον υπεύθυνο επεξεργασίας,

    στ) η επεξεργασία είναι απαραίτητη για τους σκοπούς των έννομων συμφερόντων που επιδιώκει ο υπεύθυνος επεξεργασίας ή τρίτος, εκτός εάν έναντι των συμφερόντων αυτών υπερισχύει το συμφέρον ή τα θεμελιώδη δικαιώματα και οι ελευθερίες του υποκειμένου των δεδομένων που επιβάλλουν την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, ιδίως εάν το υποκείμενο των δεδομένων είναι παιδί.

    Το στοιχείο στ) του πρώτου εδαφίου δεν εφαρμόζεται στην επεξεργασία που διενεργείται από δημόσιες αρχές κατά την άσκηση των καθηκόντων τους».

     

    IV. Η διαδικασία που ακολουθήθηκε από την Αρχή για την έκδοση της υπ΄ αριθμόν 26/2019 απόφασής της.

    Η Αρχή, ασχολούμενη για πρώτη φορά με θέμα που σχετιζόταν με την εφαρμογή του Κανονισμού, δαπάνησε σημαντικό χρόνο στη διερεύνησή του όλου θέματος, υποβάλλοντας σωρεία ερωτημάτων και αιτημάτων. H Αρχή όμως, για την αποφυγή παρανοήσεων και δημιουργία νομολογιακού δεδομένου, αισθάνεται την ανάγκη να επισημάνει στην απόφασή της: πως «εξαιτίας του ότι διανύεται το πρώτο χρονικό διάστημα εφαρμογής του ΓΚΠ∆, υποβάλλει ερωτήματα και αιτήματα στο πλαίσιο άσκησης των συναφών ερευνητικών – ελεγκτικών εξουσιών της, ώστε να διευκολύνει την από μέρους των υπευθύνων επεξεργασίας τεκμηρίωση της λογοδοσίας. Ο υπεύθυνος επεξεργασίας οφείλει στο πλαίσιο των ελέγχων – ερευνών της Αρχής να παρουσιάζει από μόνος του και χωρίς σχετικά ερωτήματα και αιτήσεις της Αρχής τα μέτρα και πολιτικές που υιοθέτησε στο πλαίσιο της εσωτερικής οργάνωσης της συμμόρφωσης του, καθώς αυτός τελεί σε γνώση τους, αφού σχεδίασε και υλοποίησε τη σχετική οργάνωση» (§ 8).

    Τι σημαίνει αυτό;

    Σε κάποιον επόμενο, πάντως όχι μακρινό, χρόνο η Αρχή θα αξιώνει από τον Υπεύθυνο Επεξεργασίας την «τεκμηρίωση της λογοδοσίας» του, χωρίς η ίδια να αισθάνεται πως πρέπει να λειτουργεί με τη μαιευτική μέθοδο. Αν εκείνος τα καταφέρει έχει καλώς. Κι αν όμως όχι, πάλι έχει καλώς…

     

    V. Η παραδοχές της εκδοθείσας (με αριθμό 26/2019) απόφασης της Αρχής

    Στη συγκεκριμένη απόφαση γίνεται μια σειρά ιδιαίτερα σημαντικών παραδοχών. Επιχειρείται η καταγραφή των, κατά την άποψη του γράφοντος, ευρύτερου ενδιαφέροντος:

    i. Η επιλογή της νομικής βάσης για την επεξεργασία των Δεδομένων

    (α) Κατά την Αρχή (§ 6):

    «Η συλλογή και επεξεργασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα δεν θα πρέπει να λαμβάνει χώρα μυστικά ή με απόκρυψή της από το υποκείμενο των δεδομένων, καθώς και με απόκρυψη όλων των αναγκαίων πληροφοριών (εκτός εάν προβλέπεται από τη νομοθεσία τηρουμένων των προϋποθέσεων του άρθρου 8 ΕΣ∆Α). Η αναγνώριση και επιλογή της κατάλληλης νομικής βάσης εκ των προβλεπομένων στο άρθρο 6 παρ. 1 ΓΚΠ∆ είναι στενά συνδεδεμένη με την αρχή της θεμιτής ή δίκαιης επεξεργασίας καθώς και με την αρχή του περιορισμού του σκοπού, ο δε υπεύθυνος επεξεργασίας οφείλει όχι μόνο να επιλέξει την κατάλληλη νομική βάση προ της έναρξης της επεξεργασίας, αλλά και να ενημερώσει κατ’ αρ. 13 παρ. 1 εδ. γ’ και 14 παρ. 1 εδ. γ’ ΓΚΠ∆ για την χρήση της το υποκείμενο των δεδομένων, καθώς η επιλογή της κάθε νομικής βάσης ασκεί έννομη επιρροή στην εφαρμογή των δικαιωμάτων των υποκειμένων.

    Έτσι, το υποκείμενο των δεδομένων θα πρέπει να ενημερώνεται για τα δικαιώματά του, για τον νόμιμο και εύλογα αναμενόμενο από το ίδιο, αληθινό τρόπο και σκοπό επεξεργασίας, ο οποίος δεν πρέπει να αντίκειται στις ομοίως εύλογες και θεμιτές προσδοκίες προστασίας της ιδιωτικότητάς του, ούτε να οδηγεί εν αγνοία του στην πρόκληση κινδύνων για τα θεμελιώδη δικαιώματα και τις ελευθερίες του, ειδικότερα για το δικαίωμα στην προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα.

    Στο πλαίσιο της αρχής της θεμιτής ή δίκαιης επεξεργασίας με διαφανή τρόπο είναι ιδιαίτερα σημαντικό ο υπεύθυνος επεξεργασίας να επιλέξει την κατάλληλη νομική βάση, ώστε να μην δημιουργηθεί στο υποκείμενο των δεδομένων η εσφαλμένη εντύπωση ότι παρέχει τη συγκατάθεσή του σύμφωνα με το άρθρο 6 παρ. 1 εδ. α’ ΓΚΠ∆, όταν στην πραγματικότητα η επεξεργασία βασίζεται στην εκτέλεση σύμβασης».

    Συμπέρασμα:

    Η επιλογή της κατάλληλης νομικής βάσης για την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα (στο εξής: Δεδομένα) είναι εξαιρετικά σημαντική. Θα πρέπει να αντλείται από τη δεξαμενή της §1 του άρθρου 6 του Κανονισμού και να γνωστοποιείται στο υποκείμενο πριν από την έναρξη της επεξεργασίας τους

    ii. Η επίκληση της ταυτόχρονης εφαρμογής περισσοτέρων νομικών βάσεων για την επεξεργασία Δεδομένων

    (α) Κατά την Αρχή (§ 12):

     «Έτσι, ενώ για την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα του εργαζομένου που σχετίζονται άμεσα με την εργασιακή του απασχόληση θα εφαρμοσθεί η νομική βάση του άρθρου 6 παρ. 1 εδ. β’ ΓΚΠ∆ ή για την εκπλήρωση των υποχρεώσεων του εργοδότη σε σχέση με την κοινωνική ασφάλιση του εργαζομένου ή των συναφών φορολογικών υποχρεώσεων θα εφαρμοσθεί η νομική βάση του άρθρου 6 παρ. 1 εδ. γ’ ΓΚΠ∆ ή για την προστασία της περιουσίας και της εύρυθμης λειτουργίας της επιχείρησης θα εφαρμοσθεί η νομική βάση του άρθρου 6 παρ. 1 εδ. στ’ ΓΚΠ∆, εν τούτοις, η νομική βάση της συγκατάθεσης κατ’ άρθρο 6 παρ. 1 εδ. α’ ΓΚΠ∆ θα εφαρμοσθεί στις περιπτώσεις που δεν απομένει καμία άλλη νομική βάση εφαρμογής, όπως π.χ. στην περίπτωση κατά την οποία ο εργοδότης ζητά την συγκατάθεση των εργαζομένων προκειμένου να πάρουν μέρος στην μαγνητοσκόπηση στιγμών από τον εργασιακό τους βίο … ή π.χ. για την φωτογράφιση των εργαζομένων προκειμένου να αναρτηθεί η φωτογραφία τους στο εταιρικό ενδοδίκτυο (intranet) μαζί με τα υπόλοιπα στοιχεία επικοινωνίας τους…».

    (β) Συμπέρασμα

    Η επιλογή της συγκατάθεσης του υποκειμένου ως νομική βάση της επεξεργασίας των Δεδομένων του δεν μπορεί να αποτελεί πανάκεια: θα εφαρμοστεί, αποκλειστικά, στις περιπτώσεις εκείνες που δεν απομένει άλλη νομική βάση εφαρμογής.

    iii. Σχετικά με την ορθή εφαρμογή της νομικής βάσης της συγκατάθεσης-γενικά

    (α) Κατά την Αρχή

    (§ 14): Όταν εφαρμόζεται ορθά η νομική βάση της συγκατάθεσης, υπό την έννοια ότι ουδεμία άλλη νομική βάση τυγχάνει εφαρμογής, η μη χορήγηση ή η ανάκλησή της ισοδυναμεί με απόλυτη απαγόρευση επεξεργασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα.

    (§ 21): «Πέραν όσων προαναφέρθηκαν, θα πρέπει να επισημανθεί συμπληρωματικά ότι, σε περίπτωση κατά την οποία ο υπεύθυνος επεξεργασίας έχει αμφιβολίες για τη νομιμότητα της επεξεργασίας, οφείλει σύμφωνα με τις διατάξεις του ΓΚΠ∆ και ιδίως με βάση τις αρχές του άρθρου 5 παρ. 1 ΓΚΠ∆ και την υποχρέωση λογοδοσίας κατά την παράγραφο 2 του ίδιου άρθρου, να άρει αυτές προ της επεξεργασίας ή να απέχει από την επεξεργασία μέχρι την άρση των αμφιβολιών».

    (§ 24): «Με δεδομένο δε ότι η εταιρία επέλεξε τη νομική βάση της συγκατάθεσης, όφειλε σύμφωνα με τα προεκτεθέντα (βλ. παρ.14) να έχει προηγουμένως εξετάσει και αποκλείσει την εφαρμογή των λοιπών νομικών βάσεων, τεκμηριώνοντας και τους σχετικούς λόγους της επιλογής αυτής, ώστε η Αρχή να έχει τη δυνατότητα ελέγχου της ορθότητας της επιλογής αυτής. Επομένως, η εταιρία, κατά τούτο, παραβίασε την αρχή της λογοδοσίας».

    (β) Συμπέρασμα

    Όταν εφαρμόζεται ορθά η νομική βάση της συγκατάθεσης για την επεξεργασία Δεδομένων, η μη χορήγηση ή ανάκλησή της συγκατάθεσης, ισοδυναμεί με απόλυτη απαγόρευση της επεξεργασίας τους. Σε περίπτωση αμφιβολιών ο υπεύθυνος επεξεργασίας υποχρεούται να μην προβεί σε οποιαδήποτε επεξεργασία μέχρι την άρση τους και την (προηγούμενη) τεκμηρίωση της επιλογής του.

    iv. Σχετικά με την ορθή εφαρμογή της νομικής βάσης της συγκατάθεσης-στο πλαίσιο ελέγχου των ηλεκτρονικών επικοινωνιών των εργαζομένων

    (α) Κατά την Αρχή

    (§ 16): «Η συγκατάθεση δεν συνιστά την κατάλληλη νομική βάση για την επεξεργασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα των εργαζομένων στο πλαίσιο ελέγχου των ηλεκτρονικών επικοινωνιών αυτών, αλλά η κατ’ αρ. 6 παρ. 1 εδ. στ’ ΓΚΠ∆ νομική βάση, όπως προεκτέθηκε… Αντίστοιχα, στην περίπτωση αυτή, προβληματική θα ήταν η επιλογή της νομικής βάσης της εκτέλεσης της εργασιακής σύμβασης κατ’ αρ. 6 παρ. 1 εδ. β’ ΓΚΠ∆ καθώς αφενός ενδέχεται (αναλόγως της φύσης της απασχόλησης) η συναφής επεξεργασία να υπερβαίνει το αναγκαίο για την εκτέλεση της (σύμβασης εργασίας) μέτρο…, αφετέρου, βάσιμα υποστηρίζεται… ότι ο έλεγχος των υπαλλήλων για σκοπούς ασφάλειας ή διαχείρισης, η εγκατάσταση και λειτουργία συστημάτων καταγγελίας παρατυπιών και η προστασία της φυσικής ασφάλειας καθώς και των ΤΠ και δικτύων θεωρούνται κατά βάση… έννομο συμφέρον του υπευθύνου επεξεργασίας, εφόσον αυτό είναι «αποδεκτό βάσει του νόμου»…»

    (§ 23): «Η Αρχή έχει αναλυτικά αναφερθεί στις προϋποθέσεις, διαδικασίες και εγγυήσεις ελέγχου των μέσων επικοινωνίας και ηλεκτρονικού εξοπλισμού των εργαζομένων από τον εργοδότη με την υπ’ αρ. 34/2018 απόφασή της, στο πλαίσιο της οποίας έκρινε ότι ανάμεσα στις προϋποθέσεις σύννομης επεξεργασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα περιλαμβάνεται και η κατάρτιση και εφαρμογή εσωτερικού κανονισμού για την ορθή χρήση και λειτουργία του εξοπλισμού και του δικτύου πληροφορικής και επικοινωνιών, παραθέτοντας μάλιστα ελάχιστο περιεχόμενο αυτού (πολιτικές κ.λπ)».

    (β) Συμπέρασμα

    Το θέμα των προϋποθέσεων, διαδικασιών και εγγυήσεων ελέγχου των μέσων επικοινωνίας και ηλεκτρονικού εξοπλισμού των εργαζομένων είναι ένα εξαιρετικά ευρύ και σημαντικό θέμα που εξέρχεται των ορίων του παρόντος. Αυτό που μπορεί να επισημανθεί στην προκειμένη περίπτωση είναι πως, κατά βάση, πρέπει να διενεργείται στο πλαίσιο του άρθρου 6 παρ. 1στ του Κανονισμού: όταν δηλ. η επεξεργασία είναι απαραίτητη για τους σκοπούς των έννομων συμφερόντων που επιδιώκει ο υπεύθυνος επεξεργασίας ή τρίτος-με τους εκεί διαλαμβανόμενους βέβαια σημαντικούς περιορισμούς.

    v. Σχετικά με τη μεταφορά του βάρους της λογοδοσίας στους εργαζόμενους

    (α) Κατά την Αρχή (§ 24):

    «Επιπλέον, όπως αναφέρθηκε στην υπ’ αρ. 18 ii σκέψη της παρούσας η εταιρία μετέφερε και βάρυνε τους εργαζόμενους με την υποχρέωση λογοδοσίας, με την οποία η ίδια ήταν επιφορτισμένη σε εκείνη την περίπτωση, κατά παράβαση του άρθρου 5 παρ. 2 ΓΚΠ∆. Ειδικότερα, η εταιρία ζήτησε από τους εργαζόμενους να υπογράψουν στο Παράρτημα Ι ότι «αναγνωρίζουν»:

    Πρώτον…

    Δεύτερον…

    Με τον τρόπο αυτό, η εταιρία μετέθεσε το βάρος λογοδοσίας ως προς την εφαρμογή της αρχής της ελαχιστοποίησης των δεδομένων στα υποκείμενα, ενώ όφειλε η ίδια στο πλαίσιο της εσωτερικής οργάνωσης και συμμόρφωσης να αξιολογήσει από μόνη της ποια δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα είναι συναφή και πρόσφορα προς τον επιδιωκόμενο νόμιμο σκοπό επεξεργασίας, δοθέντος και του ότι η εταιρία ζητά από τους εργαζόμενους τα στοιχεία (δεδομένα) που της είναι αναγκαία για την επίτευξη των σκοπών της. Σε αντίθετη περίπτωση, οι εργαζόμενοι θα προσκόμιζαν όποια στοιχεία (δεδομένα) επιθυμούσαν οι ίδιοι ή ακόμη και κανένα στοιχείο (δεδομένο).

    Εν όψει των ανωτέρω και συνδυαστικά προς τη δήλωση της εταιρίας στο μετ’ ακρόαση υπόμνημά της προς την Αρχή σύμφωνα με την οποία: «[…] αντιμέτωποι με το (ακόμη) νέο και εξειδικευμένο δίκαιο της προστασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, υιοθετήσαμε συντηρητική προσέγγιση και, αποβλέποντας στη μέγιστη δυνατή διασφάλισή μας, αλλά και προκειμένου να μην διακινδυνεύσουμε ούτε καν να θεωρηθεί ότι ενδεχομένως να παραβιάζουμε δικαίωμα μισθωτού μας, ζητήσαμε και τη συναίνεση του προσωπικού μας»…, προκύπτει ότι η εταιρία θεώρησε εσφαλμένα ότι με την υπογραφή από τα υποκείμενα των δεδομένων των προβλέψεων που περιλαμβάνονται στο Παράρτημα Ι «απαλλάσσεται κάθε ευθύνης», την στιγμή κατά την οποία μάλιστα, οι εργαζόμενοι δεν έχουν συνήθως, όπως προαναφέρθηκε, τις ειδικές γνώσεις προκειμένου να προβούν σε έλεγχο νομιμότητας τήρησης των αρχών του άρθρου 5 παρ. 1 ΓΚΠ∆, με τον οποίο βαρύνεται κατ’ αρ. 5 παρ. 2 ΓΚΠ∆ ο υπεύθυνος επεξεργασίας. Επομένως, η εταιρία και στην περίπτωση αυτή, παραβίασε την αρχή της λογοδοσίας.

    Τέλος, η εταιρία με την επιλογή ακατάλληλων νομικών βάσεων επεξεργασίας κατ’ αρ. 6 παρ. 1 ΓΚ∆Π (αρχικά της συγκατάθεσης και εν συνεχεία της εκτέλεσης σύμβασης για το σύνολο των σκοπών επεξεργασίας) παραβίασε την εκ του άρθρου 5 παρ. 2 υποχρέωσή της να τηρήσει και να αποδείξει την συμμόρφωσή της με την παράγραφο 1 του ίδιου άρθρου (αρχή της λογοδοσίας)».

    (β) Συμπέρασμα:

    Η υποχρέωση λογοδοσίας είναι μια σημαντική υποχρέωση του Υπευθύνου Επεξεργασίας με την οποία αποκλειστικά ο ίδιος βαρύνεται, κατά τον Κανονισμό. Η μεταφορά της συγκεκριμένης υποχρέωσης και του σχετικού βάρους στον εργαζόμενο (πως, λ.χ., «όλα καλά τα κάνει» ο Υπεύθυνος) είναι όχι μόνον ατελέσφορη αλλά και απολύτως επιβαρυντική και προβληματική για τον Υπεύθυνο Επεξεργασίας

     

    VI. Το διατακτικό της με αριθμό 26/2019 απόφασης της Αρχής

    Με τη συγκεκριμένη απόφασή της η Αρχή επέβαλε στην PWC: (α) την εντός τριμήνου ευθυγράμμισή της με τις διατάξεις του Κανονισμού και (β) «…αποτελεσματικό, αναλογικό και αποτρεπτικό διοικητικό χρηματικό πρόστιμο» ύψους 150.000€».

     

    VII. Εν κατακλείδι

    Η συντριπτική πλειονότητα των επιχειρήσεων της χώρας μας: είτε δεν ασχολήθηκε καθόλου με το GDPR μέχρι (ή/και μετά) την έναρξη ισχύος του Κανονισμού (25.5.2018) λόγω άγνοιας, αδιαφορίας ή προσδοκίας «κάποιας παράτασης»  είτε ασχολήθηκε πλημμελώς (από επιλογή, στη λογική «κάτι να κάνουμε-το ελάχιστο/το φθηνότερο» ή από κακή επιλογή συμβούλων).

    Η Αρχή με τη συγκεκριμένη, 26/2019, απόφασή της μας δείχνει ότι η «περίοδος χάριτος» έληξε κι επίσης πως «κάθε κατεργάρης στον πάγκο του». Η περίπτωση η οποία την απασχόλησε είναι ενδεικτική του γεγονότος πως το μέγεθος ή/και η εξειδίκευση εκείνου που εκτελεί την επεξεργασία δε θα πρέπει να μας προϊδεάζει προς οποιαδήποτε κατεύθυνση. Μεταξύ άλλων: ούτε για την εφαρμογή (ορθή ή μη) του Κανονισμού ούτε για την ευνοϊκή αντιμετώπισή του από την Αρχή.

    Η λογική που διαπνέει τον Κανονισμό είναι εκείνη της αυτορρύθμισης. Η Αρχή ούτε εγκρίνει τη σχετική συμμόρφωση των επιχειρήσεων ούτε και πληροφορείται ενδεχόμενες αποκλίσεις. Εκτός κι αν…

    Εκτός κι αν διενεργήσει κάποιον έλεγχο αυτοβούλως, όπως εξάλλου δικαιούται, είτε δεχθεί καταγγελία.

    Ο αρχικοί φόβοι μας, πριν ακόμα από την ημερομηνία έναρξης εφαρμογής του Κανονισμού, δυστυχώς επιβεβαιώνονται: οι επιχειρήσεις στην πλειονότητά τους (α), είναι ελλιπώς ή καθόλου προετοιμασμένες για τη συμμόρφωσή τους με τον Κανονισμό και (β) είναι εκτεθειμένες σε σοβαρές κυρώσεις

    Υπάρχει ακόμα χρόνος;

    Φυσικά! Μέχρις ότου, όμως, ο «ὀφθαλμός, ὅς τὰ πάνθ’ ὁρᾷ», εντοπίσει τα κακώς κείμενα και επιλέξει αρμοδίως να τα καταγγείλει: προφανώς όχι για την επίτευξη κάποιου υψηλού ιδεώδους (λ.χ. του δικαίου) αλλά, πιθανότατα, από ευτελή κίνητρα κινούμενος…

    stavros-koumentakis

    Σταύρος Κουμεντάκης
    Senior Partner

    Υ.Γ. Συνοπτική έκδοση αυτού του άρθρου δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ, στις 11 Αυγούστου 2019.

Η περιοχή αυτή είναι καταχωρημένη στο wpml.org ως περιοχή ανάπτυξης. Μεταβείτε σε τοποθεσία παραγωγής με κλειδί στο remove this banner.