Blog

  • Αναστολή συμβάσεων εργασίας Δεκεμβρίου 2020

    Αναστολή συμβάσεων εργασίας Δεκεμβρίου 2020

    Κορωνοϊός και Εργασιακές Σχέσεις (:Αναστολή συμβάσεων εργασίας για το μήνα Δεκέμβριο)

    Οι καθυστερήσεις που έλαβαν χώρα σε νομοθετικό (βεβαίως και υγιειονομικό επίπεδο) υπήρξαν αδικαιολόγητες κατά το κρίσιμο, δεύτερο, κύμα της Πανδημίας. Έχουμε αναφερθεί σ’ αυτές σε προηγούμενη αρθρογραφία μας. Αναφερθήκαμε εκεί και στο φαινόμενο της εκ των υστέρων νομοθέτησης που τόσα προβλήματα δημιουργεί στον επιχειρηματικό σχεδιασμό και στα εμπλεκόμενα πρόσωπα (επιχειρήσεις, εργαζόμενοι, λογιστές). Το φαινόμενο ξεπέρασε κάθε λογική όταν στις 26.11.20 δημοσιεύθηκε το νομοθετικό πλαίσιο για την αναστολή συμβάσεων εργασίας για το μήνα Νοέμβριο (:μολονότι είχε προαναγγελθεί από 31.10.20, από τα πρωθυπουργικά χείλη). Δημοσιεύθηκε ήδη (ΦΕΚ Β’ 5391/7.12.20) η ΚΥΑ 49989/20 που αφορά την αναστολή συμβάσεων εργασίας για το μήνα Δεκέμβριο. Αποτελεί μια μικρή, χρονική, πρόοδο.

    Ας δούμε όμως τις βασικές της πρόνοιες.

     

    Α. Επιχειρήσεις των οποίων αναστέλλεται η λειτουργία με εντολή δημόσιας αρχής.

    Ερώτημα 1ο: Ποιες επιχειρήσεις, ειδικότερα, αφορούν τα μέτρα;

    Αφορούν τις επιχειρήσεις, που εδρεύουν ή έχουν υποκατάστημα/τα σε περιφερειακές ενότητες, των οποίων αναστέλλεται η λειτουργία της έδρας ή των υποκαταστημάτων τους, με εντολή δημόσιας αρχής, βάσει Κωδικών Αριθμού Δραστηριότητας (ΚΑΔ), που ορίζονται από το Υπουργείο Οικονομικών (κεφ. Α, άρθρο 1 §1)

    Ερώτημα 2ο: Ποιων εργαζομένων οι συμβάσεις αναστέλλονται και για ποιο χρονικό διάστημα;

    Το μέτρο αφορά τους εργαζόμενους των ανωτέρω (Ερωτ. 1ο) επιχειρήσεων, οι οποίοι έχουν προσληφθεί έως και την 4η Νοεμβρίου 2020. Οι συμβάσεις τους τίθενται υποχρεωτικά σε αναστολή (ή παρατείνεται προϋφιστάμενη αναστολή τους) για το χρονικό διάστημα από 1.12.2020 έως και 31.12.2020 (κεφ. Α, άρθρα 1 §§1 & 2). Τα αντίστοιχα ισχύουν και για τους εργαζόμενους που έχουν ενταχθεί στον Μηχανισμό ΣΥΝ-ΕΡΓΑΣΙΑ (κεφ. Α, άρθρο 1 §2). Επίσης και για τους εργαζόμενους εκείνους που επιδοτούνται από το Ανοικτό Πρόγραμμα 100.000 νέων επιδοτούμενων θέσεων εργασίας (κεφ. Α, άρθρο 1 §3β).

     

    Ερώτημα 3ο: Τι συμβαίνει με τις συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου;

    Οι συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου των εργαζομένων, οι οποίες λήγουν μετά την ημερομηνία αναστολής της λειτουργίας των εργοδοτών τους με εντολή δημόσιας αρχής, τίθενται υποχρεωτικά σε αναστολή. Μετά το πέρας του διαστήματος της αναστολής, οι συμβάσεις εργασίας συνεχίζονται για τον συμφωνηθέντα, υπολειπόμενο, χρόνο. Η υποχρέωση αυτή δεν ισχύει  όταν υφίσταται αντικειμενική αδυναμία όπως, λ.χ., στις περιπτώσεις επιχειρήσεων που από τη μορφή ή το είδος ή τη δραστηριότητά τους έχουν συγκεκριμένο χρόνο λειτουργίας (κεφ. Α, άρθρο 1 §3a).

     

    Ερώτημα 4ο: Τι ισχύει όσον αφορά τις εξαιρέσιμες δραστηριότητες των συγκεκριμένων επιχειρήσεων;

    Οι συγκεκριμένες επιχειρήσεις, για τις περιπτώσεις εξαιρέσιμων δραστηριοτήτων από την απαγόρευση λειτουργίας τους έχουν τη δυνατότητα:

    (α) Να θέτουν εργαζόμενους (των οποίων οι συμβάσεις εργασίας τους δεν έχουν τεθεί σε αναστολή), σε καθεστώς τηλεργασίας, όταν αυτή είναι δυνατό να παρασχεθεί με τον συγκεκριμένο τρόπο (κεφ. Α, άρθρο 1 §4α),

    (β) Να προσλαμβάνουν εργαζομένους κάνοντας χρήση του προγράμματος «Ανοικτό Πρόγραμμα 100.000 νέων επιδοτούμενων θέσεων εργασίας».  Τους συγκεκριμένους εργαζόμενους είναι δυνατό να θέσουν σε τηλεργασία δεν είναι όμως δυνατό να τεθούν σε αναστολή οι συμβάσεις τους (κεφ. Α, άρθρο 1 §4β) και

    (γ) Να θέτουν σε αναστολή συμβάσεις εργασίας εργαζόμενών τους (κεφ. Α, άρθρο 1 §4γ).

     

    Ερώτημα 5ο: Είναι δυνατή η ανάκληση της αναστολής συμβάσεων εργασίας εργαζομένων των συγκεκριμένων επιχειρήσεων;

    Οι συγκεκριμένες επιχειρήσεις είναι δυνατό να προβαίνουν σε προσωρινή, μόνον, ανάκληση αναστολής συμβάσεων εργασίας εργαζομένων τους για κάλυψη έκτακτων, πρόσκαιρων, κατεπειγουσών και ανελαστικών αναγκών, στο πλαίσιο αντιμετώπισης του κορωνοϊού COVID-19 (κεφ. Α, άρθρο 1 §5).

     

    Ερώτημα 6ο: Ποιες οι υποχρεώσεις των συγκεκριμένων επιχειρήσεων;

    Οι εν λόγω επιχειρήσεις για όσο χρονικό διάστημα οι συμβάσεις των εργαζομένων τους τελούν σε αναστολή και, σε κάθε περίπτωση, μέχρι και την 31η Δεκεμβρίου 2020, υποχρεούνται να μην προβούν σε μειώσεις προσωπικού με καταγγελία σύμβασης εργασίας. Σε περίπτωση διενέργειας μιας τέτοιας καταγγελίας, αυτή είναι άκυρη (κεφ. Α, άρθρο 1 §6).

     

    Β. Πληττόμενες επιχειρήσεις

    Ερώτημα 7ο: Ποιες επιχειρήσεις, ειδικότερα, αφορούν τα μέτρα;

    Αφορούν τις επιχειρήσεις που ορίζονται από το Υπουργείο Οικονομικών, βάσει ΚΑΔ, ως πληττόμενες (κεφ. Β, άρθρο 1 §1).

     

    Ερώτημα 8ο: Ποιων εργαζομένων οι συμβάσεις είναι δυνατό να ανασταλούν και για ποιο χρονικό διάστημα;

    Το μέτρο αφορά τους εργαζόμενους των ανωτέρω (Ερωτ. 7ο) επιχειρήσεων. Οι συμβάσεις τους είναι δυνατό να τεθούν σε αναστολή (ή να παραταθεί προϋφιστάμενη αναστολή) από 1.12.2020 έως και 31.12.2020 κατ’ ανώτατο όριο (κεφ. Β, άρθρα 1 §1α & β). Τα αντίστοιχα ισχύουν και για τους εργαζόμενους που έχουν ενταχθεί στον Μηχανισμό ΣΥΝ-ΕΡΓΑΣΙΑ (κεφ. Β, άρθρο 1 §4). Επίσης και για τους εργαζόμενους εκείνους που επιδοτούνται από το Ανοικτό Πρόγραμμα 100.000 νέων επιδοτούμενων θέσεων εργασίας υπό την προϋπόθεση της θέσης σε αναστολή του συνόλου των εργαζομένων της επιχείρησης (κεφ. Β, άρθρο 1 §3).

     

    Ερώτημα 9ο: Τι συμβαίνει με τις συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου;

    Η αναστολή συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου των εργαζομένων, οι οποίες είχαν τεθεί σε αναστολή στο παρελθόν είναι δυνατό να παραταθεί έως 30.11.20-κατ’ ανώτατο όριο. Είναι δυνατό να τεθούν, για πρώτη φορά, σε αναστολή συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου εργαζομένων οι οποίοι είχαν προσληφθεί μέχρι την 4.11.20. Μετά το πέρας του διαστήματος της αναστολής, οι συμβάσεις εργασίας συνεχίζονται για τον συμφωνηθέντα, υπολειπόμενο, χρόνο. Η υποχρέωση αυτή δεν ισχύει  όταν υφίσταται αντικειμενική αδυναμία όπως, λ.χ., στις περιπτώσεις επιχειρήσεων που από τη μορφή ή το είδος ή τη δραστηριότητά τους έχουν συγκεκριμένο χρόνο λειτουργίας (κεφ. Β, άρθρο 2 §3).

     

    Ερώτημα 10ο: Είναι δυνατή η ανάκληση της αναστολής συμβάσεων εργασίας εργαζομένων των συγκεκριμένων επιχειρήσεων; Η αξιοποίηση του «ΣΥΝ-ΕΡΓΑΣΙΑ»;

    Οι συγκεκριμένες επιχειρήσεις είναι δυνατό να προβαίνουν σε ανάκληση της αναστολής συμβάσεων εργασίας εργαζομένων τους αλλά και να τις θέτουν εκ νέου σε αναστολή έως την 31.12.20 (κεφ. Β, άρθρο 2 §4). Σε αντίθεση με τα οριζόμενα για την ανάκληση της αναστολής από επιχειρήσεις των οποίων η λειτουργία έχει ανασταλεί με απόφαση της δημόσιας αρχής, οι πληττόμενες επιχειρήσεις δεν απαιτείται να προβάλουν κάποιο ιδιαίτερο λόγο για να ανακαλέσουν την αναστολή συμβάσεων εργασίας. Είναι επίσης δυνατό (κεφ. Β, άρθρο 2 §5α) να κάνουν χρήση του μηχανισμού ΣΥΝ-ΕΡΓΑΣΙΑ για τους εργαζομένους τους των οποίων οι συμβάσεις εργασίας δεν τελούν σε αναστολή.

     

    Ερώτημα 11ο: Τι ισχύει όσον αφορά την τηλεργασία;

    Οι συγκεκριμένες επιχειρήσεις υποχρεούνται να θέτουν σε τηλεργασία τους εργαζομένους τους των οποίων η εργασία μπορεί να παρασχεθεί με το σύστημα αυτό, σύμφωνα με όσα ορίζει η υπ’ αριθμ.  οικ. 44921/1377/2.11.20 ΚΥΑ (κεφ. Β, άρθρο 2 §5β).

     

    Ερώτημα 12ο: Ποιες οι υποχρεώσεις των συγκεκριμένων επιχειρήσεων;

    Οι εν λόγω επιχειρήσεις υποχρεούνται να μην προβούν σε μειώσεις προσωπικού με καταγγελία σύμβασης εργασίας για όσο χρονικό διάστημα οι συμβάσεις των εργαζομένων τους τελούν σε αναστολή, και σε κάθε περίπτωση, μέχρι και την 31η Δεκεμβρίου 2020. Σε περίπτωση διενέργειας μιας τέτοιας καταγγελίας, αυτή είναι άκυρη (κεφ. Β, άρθρο 2 §1).

    Υποχρεούνται επίσης να διατηρήσουν τον ίδιο αριθμό θέσεων εργασίας και με το ίδιο είδος σύμβασης εργασίας, για χρονικό διάστημα ίσο με το συνολικό χρονικό διάστημα της αναστολής των συμβάσεων εργασίας των εργαζομένων τους. Η υποχρέωση αυτή δεν υφίσταται όταν συντρέχει αντικειμενική αδυναμία εκπλήρωσής της, όπως σε περιπτώσεις επιχειρήσεων που από τη μορφή, το είδος ή τη δραστηριότητά τους έχουν συγκεκριμένο χρόνο λειτουργίας. Δεν υποχρεούνται να αναπληρώσουν τους οικειοθελώς αποχωρήσαντες, τους συνταξιοδοτούμενους, τους θανόντες κι εκείνους τους εργαζόμενους των οποίων η σύμβαση εργασίας τους λήγει κατά τη διάρκεια του ανωτέρω χρονικού διαστήματος (κεφ. Β, άρθρο 2 §2).

     

    Γ. Αποζημίωση ειδικού σκοπού

    Ερώτημα 13ο: Σε ποιο ποσό ανέρχεται η αποζημίωση ειδικού σκοπού; Ποιοι οι δικαιούχοι της;

    Οι εργαζόμενοι των οποίων οι συμβάσεις εργασίας τους τελούν σε αναστολή δικαιούνται αποζημίωση ειδικού σκοπού κατ’ αναλογία των ημερών διάρκειας της αναστολής των συμβάσεων εργασίας τους, με βάση υπολογισμού το ποσό των πεντακοσίων τριάντα τεσσάρων ευρώ (534,00 €) που αντιστοιχεί σε τριάντα (30) ημέρες (Κεφ. Γ, άρθρο 1 §1). Βαρύνει, εξ ολοκλήρου, τον κρατικό προϋπολογισμό (Κεφ. Γ, άρθρο 1 §1).

     

    Ερώτημα 14ο: Η αποζημίωση ειδικού σκοπού έχει επιβαρύνσεις; Κατάσχεται;

    Η αποζημίωση ειδικού σκοπού είναι αφορολόγητη, ανεκχώρητη και ακατάσχετη στα χέρια του Δημοσίου ή τρίτων, δεν υπόκειται σε οποιαδήποτε κράτηση, τέλος ή εισφορά, δεν δεσμεύεται και δεν συμψηφίζεται με βεβαιωμένα χρέη προς τη φορολογική διοίκηση και το Δημόσιο εν γένει, τους δήμους, τις περιφέρειες, τα ασφαλιστικά ταμεία ή τα πιστωτικά ιδρύματα (Κεφ. Γ, άρθρο 1 §2).

     

    Με την ανωτέρω αναφερόμενη ΚΥΑ ρυθμίζονται εντός του πρώτου δεκαημέρου του Δεκεμβρίου θέματα που θα ενδείκνυτο να είχαν ρυθμιστεί πριν την έναρξή του. Αποτελεί, εντούτοις, μια μικρή πρόοδο (σύμφωνα με όσα εισαγωγικά αναφέρθηκαν) σε σχέση με όσα αρνητικά έχουμε συνηθίσει στο πλαίσιο του δευτέρου κύματος της Πανδημίας.

    Ας ελπίσουμε ταχύτερη και  αποτελεσματικότερη να καταστεί και η διαχείριση της υγειονομικής κρίσης.-

    Σταύρος Κουμεντάκης
    Managing Partner

     

    Υ.Γ. Συνοπτική έκδοση του άρθρου δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ, στις 10 Δεκεμβρίου 2020.

     

    Η πληροφόρηση που εμπεριέχεται στο παρόν άρθρο δεν συνιστά (ούτε και έχει σκοπό να αποτελέσει) νομική συμβουλή. Μια τέτοια νομική συμβουλή είναι δυνατό να παρασχεθεί μόνον από αρμόδιο δικηγόρο ο οποίος θα λάβει υπόψη του το σύνολο των δεδομένων που θα του εκθέσετε για την υπόθεσή σας. Αναλυτικά.

  • Κορωνοϊός και Εργασιακές Σχέσεις: Αναστολή συμβάσεων εργασίας

    Κορωνοϊός και Εργασιακές Σχέσεις: Αναστολή συμβάσεων εργασίας

    Κατά το πρώτο κύμα της πανδημίας αντιμετωπίσαμε καταστάσεις πρωτόφαντες. Σε προσωπικό, εθνικό και παγκόσμιο επίπεδο. Επιτυχώς, εντούτοις-κατ’ αντικειμενική κρίση, κατάφερε να χειριστεί η Πολιτεία, την όλη κατάσταση. Επέτυχε τη μέγιστη δυνατή προστασία της ανθρώπινης ζωής, της υγείας, των επιχειρήσεων και των εργαζομένων. Θα ανέμενε κανείς πως στο δεύτερο κύμα όλα θα ήταν περισσότερο βελτιωμένα: τα αναγκαία μέτρα, ο χρόνος λήψης τους, τα αποτελέσματα.  Καταφέραμε το, φαινομενικά, ακατόρθωτο: Να λαμβάνουμε πάντοτε καθυστερημένα, το τελευταίο δίμηνο, κάθε αναγκαίο μέτρο. Τόσο καθυστερημένα μάλιστα, που η λήψη τους αποβαίνει, ενίοτε, απολύτως αναποτελεσματική. Το «γονατισμένο» ΕΣΥ και η ανεπάρκεια των ΜΕΘ των δημοσίων νοσοκομείων, του λόγου το αληθές αποδεικνύουν. Σε εντυπωσιακό βαθμό καθυστερημένες και οι αναγκαίες νομοθετικές ρυθμίσεις (η Επιστρεπτέα Προκαταβολή και η Kαταβολή Mειωμένου Mισθώματος πρόχειρα παραδείγματα). Τα αντίστοιχα, δυστυχώς, ισχύουν και για τις ρυθμίσεις που αφορούν τις αναστολές των συμβάσεων εργασίας…

     

    Περί της εκ των υστέρων νομοθέτησης…

    Η επιγενόμενη νομοθέτηση για τόσο σημαντικά θέματα και οι αναδρομικής ισχύος ρυθμίσεις δημιουργούν, το δίχως άλλο, ανασφάλεια δικαίου. Υποδηλώνουν, περαιτέρω, περιορισμένη διαχειριστική ικανότητα.

    Να θυμηθούμε πως η κανονική ροή για τη θέση σε εφαρμογή ενός νομοθετικού μέτρου είναι: (α) ψήφιση και δημοσίευση νόμου, (β) έκδοση και δημοσίευση Υπουργικής Απόφασης-όπου απαιτείται, (γ) εγκύκλιος του αρμόδιου Υπουργείου με τις αναγκαίες οδηγίες και (δ) έναρξη εφαρμογής. Ας θυμηθούμε όμως τα σχετικά με τις αναστολές των συμβάσεων εργασίας και την τηλεργασία.

    Το πρωθυπουργικό διάγγελμα της 31.10.20 μας είχε προϊδεάσει για τη λήψη μέτρων μεταξύ άλλων για την προστασία των επιχειρήσεων και των εργαζομένων. Δελτίο Τύπου της 5.11.20 του Υπουργείου Οικονομικών προανήγγειλε, μεταξύ άλλων, το μέτρο της αναστολής των συμβάσεων εργασίας που αφορούσε όχι μόνον τις επιχειρήσεις των οποίων διακόπηκε η λειτουργία με εντολή δημόσιας αρχής αλλά και τις πληττόμενες από το δεύτερο κύμα της πανδημίας.

    Στις 15.11.20 δόθηκαν οι πρώτες οδηγίες από το Υπουργείο Εργασίας για την υποβολή στο ΕΡΓΑΝΗ των δηλώσεων αναστολών για τον (ουσιαστικά παρελθόντα) μήνα Νοέμβριο και στις 18.11.20 οι συμπληρωματικές. Να σημειωθεί: χωρίς, οποιαδήποτε, νομοθετική βάση ή τεκμηρίωση.

    Τρεις, ολόκληρες, εβδομάδες μετά (στις 26.11.20) δημοσιεύθηκε ο ν. 4756/20 (ΦΕΚ Α’ 235/26.11.2020) όπου στις διατάξεις των άρθρων 68 και 69 διαχειριζόταν, επιτέλους, το θέμα της αναστολής των συμβάσεων εργασίας για τον μήνα Νοέμβριο(!). Ακολούθησε, αυθημερόν, η ΚΥΑ πολ. 48713/1232/26.11.20  (ΦΕΚ B’ 5246/26.11.2020-στο εξής: «ΚΥΑ») που εξειδίκευε το ίδιο θέμα-για τον μήνα Νοέμβριο επίσης(!).

    Με ποια δεδομένα θα μπορούσαν να λάβουν επιχειρηματικές αποφάσεις, άραγε, οι πληττόμενες (και σε περιορισμένη λειτουργία) επιχειρήσεις για τον μήνα Νοέμβριο, τη στιγμή που δεν είχαν γνώση του (ανύπαρκτου μέχρι την 26/11) θεσμικού πλαισίου;

    Σε κάθε περίπτωση: εργάσιμες επομένως ημέρες για τη διαχείριση του όλου θέματος (τόσο για τις πληγείσες όσο και για κείνες που τελεί σε αναστολή η λειτουργία τους-βεβαίως και για τους δύσμοιρου λογιστές τους): Η Παρασκευή 27 Νοεμβρίου και η Δευτέρα 30 Νοεμβρίου (αναδρομικά, βεβαίως, για ολόκληρο το μήνα Νοέμβριο)…

    Είναι προφανές πως όλα τούτα στερούνται σοβαρότητας.

    Ας δούμε όμως τις βασικές ρυθμίσεις της ως άνω ΚΥΑ (οι διατάξεις που στη συνέχεια αναφέρονται είναι εκείνης οι διατάξεις-με εξαίρεση όπου κάτι διαφορετικό αναφέρεται).

     

    Α. Επιχειρήσεις των οποίων αναστέλλεται η λειτουργία με εντολή δημόσιας αρχής

    Ερώτημα 1ο: Ποιες επιχειρήσεις, ειδικότερα, αφορούν τα μέτρα;

    Αφορούν τις επιχειρήσεις, που εδρεύουν ή έχουν υποκατάστημα/τα σε περιφερειακές ενότητες, των οποίων αναστέλλεται η λειτουργία της έδρας ή των υποκαταστημάτων τους, με εντολή δημόσιας αρχής, βάσει Κωδικών Αριθμού Δραστηριότητας (ΚΑΔ), που ορίζονται από το Υπουργείο Οικονομικών (κεφ. Α, άρθρο 1 §1).

     

    Ερώτημα 2ο: Ποιων εργαζομένων οι συμβάσεις αναστέλλονται και για ποιο χρονικό διάστημα;

    Το μέτρο αφορά τους εργαζόμενους των ανωτέρω (Ερωτ. 1ο) επιχειρήσεων, οι οποίοι έχουν προσληφθεί έως και την 4η Νοεμβρίου 2020. Οι συμβάσεις τους τίθενται υποχρεωτικά σε αναστολή (ή παρατείνεται προϋφιστάμενη αναστολή τους) για το χρονικό διάστημα, κατά περίπτωση,  από 1.11.2020 έως και 6.11.2020 ή 7.11.2020 έως και 30.11.2020 (κεφ. Α, άρθρα 1 §§1 & 2). Τα αντίστοιχα ισχύουν και για τους εργαζόμενους που έχουν ενταχθεί στον Μηχανισμό ΣΥΝ-ΕΡΓΑΣΙΑ (κεφ. Α, άρθρο 1 §3). Επίσης και για τους εργαζόμενους εκείνους που επιδοτούνται από το Ανοικτό Πρόγραμμα 100.000 νέων επιδοτούμενων θέσεων εργασίας (κεφ. Α, άρθρο 1 §4β).

     

    Ερώτημα 3ο: Τι συμβαίνει με τις συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου;

    Οι συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου των εργαζομένων, οι οποίες λήγουν μετά την ημερομηνία αναστολής της λειτουργίας των εργοδοτών τους με εντολή δημόσιας αρχής, τίθενται υποχρεωτικά σε αναστολή. Μετά το πέρας του διαστήματος της αναστολής, οι συμβάσεις εργασίας συνεχίζονται για τον συμφωνηθέντα, υπολειπόμενο, χρόνο. Η υποχρέωση αυτή δεν ισχύει  όταν υφίσταται αντικειμενική αδυναμία όπως, λ.χ., στις περιπτώσεις επιχειρήσεων που από τη μορφή ή το είδος ή τη δραστηριότητά τους έχουν συγκεκριμένο χρόνο λειτουργίας (κεφ. Α, άρθρο 1 §4β).

     

    Ερώτημα 4ο: Τι ισχύει όσον αφορά τις εξαιρέσιμες δραστηριότητες των συγκεκριμένων επιχειρήσεων;

    Οι συγκεκριμένες επιχειρήσεις, για τις περιπτώσεις εξαιρέσιμων δραστηριοτήτων από την απαγόρευση λειτουργίας τους έχουν τη δυνατότητα:

    (α) Να θέτουν εργαζόμενους (των οποίων οι συμβάσεις εργασίας τους δεν έχουν τεθεί σε αναστολή), σε καθεστώς τηλεργασίας, όταν αυτή είναι δυνατό να παρασχεθεί με τον συγκεκριμένο τρόπο (κεφ. Α, άρθρο 1 §5α) και

    (β) Να προσλαμβάνουν εργαζομένους κάνοντας χρήση του προγράμματος «Ανοικτό Πρόγραμμα 100.000 νέων επιδοτούμενων θέσεων εργασίας».  Τους συγκεκριμένους εργαζόμενους είναι δυνατό να θέσουν σε τηλεργασία δεν είναι όμως δυνατό να τεθούν σε αναστολή οι συμβάσεις τους (κεφ. Α, άρθρο 1 §5β).

     

    Ερώτημα 5ο: Είναι δυνατή η ανάκληση της αναστολής συμβάσεων εργασίας εργαζομένων των συγκεκριμένων επιχειρήσεων;

    Οι συγκεκριμένες επιχειρήσεις είναι δυνατό να προβαίνουν σε προσωρινή, μόνον, ανάκληση αναστολής συμβάσεων εργασίας εργαζομένων τους για κάλυψη έκτακτων, πρόσκαιρων, κατεπειγουσών και ανελαστικών αναγκών, στο πλαίσιο αντιμετώπισης του κορωνοϊού COVID-19 (κεφ. Α, άρθρο 1 §6).

     

    Ερώτημα 6ο: Ποιες οι υποχρεώσεις των συγκεκριμένων επιχειρήσεων;

    Οι εν λόγω επιχειρήσεις για όσο χρονικό διάστημα οι συμβάσεις των εργαζομένων τους τελούν σε αναστολή και, σε κάθε περίπτωση, μέχρι και την 30η Νοεμβρίου 2020, υποχρεούνται να μην προβούν σε μειώσεις προσωπικού με καταγγελία σύμβασης εργασίας. Σε περίπτωση διενέργειας μιας τέτοιας καταγγελίας, αυτή είναι άκυρη (κεφ. Α, άρθρο 1 §7).

     

    Β. Πληττόμενες επιχειρήσεις

    Ερώτημα 7ο: Ποιες επιχειρήσεις, ειδικότερα, αφορούν τα μέτρα;

    Αφορούν τις επιχειρήσεις που ορίζονται από το Υπουργείο Οικονομικών, βάσει ΚΑΔ, ως πληττόμενες (κεφ. Β, άρθρο 1 §1).

     

    Ερώτημα 8ο: Ποιων εργαζομένων οι συμβάσεις είναι δυνατό να ανασταλούν και για ποιο χρονικό διάστημα;

    Το μέτρο αφορά τους εργαζόμενους των ανωτέρω (Ερωτ. 7ο) επιχειρήσεων. Οι συμβάσεις τους είναι δυνατό να τεθούν σε αναστολή (ή να παραταθεί προϋφιστάμενη αναστολή) από 1.11.2020 έως και 30.11.2020 κατ’ ανώτατο όριο (κεφ. Β, άρθρα 1 §1). Τα αντίστοιχα ισχύουν και για τους εργαζόμενους που έχουν ενταχθεί στον Μηχανισμό ΣΥΝ-ΕΡΓΑΣΙΑ (κεφ. Β, άρθρο 1 §4). Επίσης και για τους εργαζόμενους εκείνους που επιδοτούνται από το Ανοικτό Πρόγραμμα 100.000 νέων επιδοτούμενων θέσεων εργασίας υπό την προϋπόθεση της θέσης σε αναστολή του συνόλου των εργαζομένων της επιχείρησης (κεφ. Β, άρθρο 1 §3).

     

    Ερώτημα 9ο: Τι συμβαίνει με τις συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου;

    Η αναστολή συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου των εργαζομένων, οι οποίες είχαν τεθεί σε αναστολή στο παρελθόν είναι δυνατό να παραταθεί έως 30.11.20-κατ’ ανώτατο όριο. Μετά το πέρας του διαστήματος της αναστολής, οι συμβάσεις εργασίας συνεχίζονται για τον συμφωνηθέντα, υπολειπόμενο, χρόνο. Η υποχρέωση αυτή δεν ισχύει  όταν υφίσταται αντικειμενική αδυναμία όπως, λ.χ., στις περιπτώσεις επιχειρήσεων που από τη μορφή ή το είδος ή τη δραστηριότητά τους έχουν συγκεκριμένο χρόνο λειτουργίας (κεφ. Β, άρθρο 2 §3).

     

    Ερώτημα 10ο: Είναι δυνατή η ανάκληση της αναστολής συμβάσεων εργασίας εργαζομένων των συγκεκριμένων επιχειρήσεων;

    Οι συγκεκριμένες επιχειρήσεις είναι δυνατό να προβαίνουν σε ανάκληση της αναστολής συμβάσεων εργασίας εργαζομένων τους αλλά και να τις θέτουν εκ νέου σε αναστολή έως την 30.11.20 (κεφ. Β, άρθρο 2 §4). Σε αντίθεση με τα οριζόμενα για την ανάκληση της αναστολής από επιχειρήσεις των οποίων η λειτουργία έχει ανασταλεί με απόφαση της δημόσιας αρχής, οι πληττόμενες επιχειρήσεις δεν απαιτείται να προβάλουν κάποιο ιδιαίτερο λόγο για να ανακαλέσουν την αναστολή συμβάσεων εργασίας.

     

    Ερώτημα 11ο: Τι ισχύει όσον αφορά την τηλεργασία;

    Οι συγκεκριμένες επιχειρήσεις υποχρεούνται να θέτουν σε τηλεργασία τους εργαζομένους τους σε ποσοστό 50% επί του συνόλου των εργαζομένων των οποίων η εργασία μπορεί να παρασχεθεί με το σύστημα αυτό) (κεφ. Β, άρθρο 2 §5β).

     

    Ερώτημα 12ο: Ποιες οι υποχρεώσεις των συγκεκριμένων επιχειρήσεων;

    Οι εν λόγω επιχειρήσεις υποχρεούνται να μην προβούν σε μειώσεις προσωπικού με καταγγελία σύμβασης εργασίας για όσο χρονικό διάστημα οι συμβάσεις των εργαζομένων τους τελούν σε αναστολή, και σε κάθε περίπτωση, μέχρι και την 30η Νοεμβρίου 2020. Σε περίπτωση διενέργειας μιας τέτοιας καταγγελίας, αυτή είναι άκυρη (κεφ. Β, άρθρο 2 §1).

    Υποχρεούνται επίσης να διατηρήσουν τον ίδιο αριθμό θέσεων εργασίας και με το ίδιο είδος σύμβασης εργασίας, για χρονικό διάστημα ίσο με το συνολικό χρονικό διάστημα της αναστολής των συμβάσεων εργασίας των εργαζομένων τους. Η υποχρέωση αυτή δεν υφίσταται όταν συντρέχει αντικειμενική αδυναμία εκπλήρωσής της, όπως σε περιπτώσεις επιχειρήσεων που από τη μορφή, το είδος ή τη δραστηριότητά τους έχουν συγκεκριμένο χρόνο λειτουργίας. Δεν υποχρεούνται να αναπληρώσουν τους οικειοθελώς αποχωρήσαντες, τους συνταξιοδοτούμενους, τους θανόντες κι εκείνους τους εργαζόμενους των οποίων η σύμβαση εργασίας τους λήγει κατά τη διάρκεια του ανωτέρω χρονικού διαστήματος.

     

    Γ. Αποζημίωση ειδικού σκοπού

    Ερώτημα 13ο: Σε ποιο ποσό ανέρχεται η αποζημίωση ειδικού σκοπού; Ποιοι οι δικαιούχοι της;

    Οι εργαζόμενοι των οποίων οι συμβάσεις εργασίας τους τελούν σε αναστολή δικαιούνται αποζημίωση ειδικού σκοπού κατ’ αναλογία των ημερών διάρκειας της αναστολής των συμβάσεων εργασίας τους, με βάση υπολογισμού το ποσό των οκτακοσίων ευρώ (800,00 €) που αντιστοιχεί σε τριάντα (30) ημέρες (Κεφ. Γ, άρθρο 1 §1). Βαρύνει, εξ ολοκλήρου, τον κρατικό προϋπολογισμό (Κεφ. Γ, άρθρο 1 §1).

     

    Ερώτημα 14ο: Η αποζημίωση ειδικού σκοπού έχει επιβαρύνσεις; Κατάσχεται;

    Η αποζημίωση ειδικού σκοπού είναι αφορολόγητη, ανεκχώρητη και ακατάσχετη στα χέρια του Δημοσίου ή τρίτων, δεν υπόκειται σε οποιαδήποτε κράτηση, τέλος ή εισφορά, δεν δεσμεύεται και δεν συμψηφίζεται με βεβαιωμένα χρέη προς τη φορολογική διοίκηση και το Δημόσιο εν γένει, τους δήμους, τις περιφέρειες, τα ασφαλιστικά ταμεία ή τα πιστωτικά ιδρύματα (Κεφ. Γ, άρθρο 1 §2).

     

    Δ. Ετήσια Κανονική Άδεια εργαζομένων

    Ερώτημα 15ο: Είναι δυνατή η μεταφορά της ετήσιας κανονικής άδειας του έτους 2020;

    Δεν είναι δυνατή, υπό φυσιολογικές συνθήκες, η μεταφορά της κανονικής άδειας εργαζομένου στο επόμενο έτος. Επιχειρήσεις όμως που απασχολούν εργαζόμενους των οποίων η σύμβαση εργασίας έχει τεθεί σε αναστολή από τον Μάρτιο του 2020 και συνεχίζει να τελεί σε αναστολή (συνεχώς ή κατά διαστήματα) μέχρι την 31η Δεκεμβρίου 2020 δικαιούνται να μεταφέρουν το σύνολο ή το υπόλοιπο των δικαιούμενων ημερών της ετήσιας κανονικής άδειας του έτους 2020, έως και την 30ή Ιουνίου 2021 (άρθρο 69 §1 ν. 4756/20). Αξιοσημείωτο πάντως είναι πως δεν «μεταφέρεται» και η καταβολή του επιδόματος αδείας (άρθρο 69 §1 ν. 4756/20).

     

    Τα συγκεκριμένα νομοθετήματα  (:ν. 4756/20 και ΚΥΑ πολ. 48713/1232/20) που δημοσιεύθηκαν στο τέλος του μήνα (26.11.20) για να ρυθμίσουν σοβαρότατα προβλήματα που άρχισαν 1η Νοεμβρίου, μόνον επίκαιρα δε μοιάζουν. Ούτε όμως και σοβαρά θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν καθώς εξέπνεαν σε δύο, μόνον, εργάσιμες από την ψήφισή τους.

    Τιμή στην Πολιτεία δεν περιποιούν.

    Το σημαντικότερο: Τον οφειλόμενο σεβασμό στις επιχειρήσεις και στους εργαζόμενους δεν επιδεικνύουν.

    Ας ελπίσουμε μάρτυρες νομοθετημάτων με τέτοια χαρακτηριστικά να μην ξαναγίνουμε.

    Είτε γιατί θα έχουμε καταφέρει να τιθασεύσουμε την πανδημία είτε γιατί θα έχει αποδειχθεί η Πολιτεία σοβαρότερη και καλύτερα προετοιμασμένη.

    Ευκταία, αμφότερα.-

    Σταύρος Κουμεντάκης
    Managing Partner

     

    Υ.Γ. Συνοπτική έκδοση του άρθρου δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ, στις 6 Δεκεμβρίου 2020.

     

    Η πληροφόρηση που εμπεριέχεται στο παρόν άρθρο δεν συνιστά (ούτε και έχει σκοπό να αποτελέσει) νομική συμβουλή. Μια τέτοια νομική συμβουλή είναι δυνατό να παρασχεθεί μόνον από αρμόδιο δικηγόρο ο οποίος θα λάβει υπόψη του το σύνολο των δεδομένων που θα του εκθέσετε για την υπόθεσή σας. Αναλυτικά.

  • Περί πανδημίας, μισθώσεων και μισθωμάτων

    Περί πανδημίας, μισθώσεων και μισθωμάτων

    Περί πανδημίας, μισθώσεων, μισθωμάτων… (…και αποτυχίας διαχείρισης της κρίσης ο λόγος)

    Διανύοντας τη δεύτερη, τραγική αυτή τη φορά, φάση της πανδημίας μετρούμε κρούσματα, θανάτους και, πριν απ΄ όλα, τις νοσηλείες στις ΜΕΘ-που ήδη έχουν «ξεχειλίσει». Παρακολουθούμε επίσης και την Πολιτεία να επιχειρεί, ασθμαίνουσα, να διαχειριστεί την πρωτόγνωρη υγειονομική, οικονομική (και όχι μόνον) κρίση. Και, επί του παρόντος, να μην τα καταφέρνει. Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός πως ακούμε υπουργικές και πρωθυπουργικές εξαγγελίες, ρυθμίσεις για επιχειρήσεις και εργαζόμενους, ρυθμίσεις για την τιθάσευση της πανδημίας και διαχείριση της κρίσης. Εντούτοις: οι νομοθετικές ρυθμίσεις εξαγγέλλονται, δελτία τύπου κυκλοφορούν και αναζητούμε, εις μάτην, τα ΦΕΚ όπου αποτυπώνονται. Δημοσιεύθηκε ήδη (ΦΕΚ Α’ 227/18.11.20) ο ν. 4753/18.11.2020 που επιχειρεί τη διαχείριση των μισθωμάτων και μισθώσεων από τον Σεπτέμβριο και εντεύθεν. Αρκετά καθυστερημένα και αρκούντως περιπεπλεγμένα.

    Ας επιχειρήσουμε την κατά ενότητα αποκωδικοποίηση των συγκεκριμένων-επίσης όψιμων, δυστυχώς, διατάξεων (άρθρα 33 & 34 ν. 4753/18.11.2020):

     

    Α. Ενότητα Πρώτη: Μισθώσεις που αφορούν επιχειρήσεις που (γενικά) πλήττονται λόγω του κορωνοϊού και εργαζομένους σ’ αυτές

    Με βάση τις ρυθμίσεις της §6 του δεύτερου άρθρου της από 20.3.2020 Πράξης Νομοθετικού Περιεχομένου (Α’ 68), η οποία κυρώθηκε με το άρθρο 1 του ν. 4683/2020 (Α’ 83)-ισχύουν, στο εξής, τα ακόλουθα όσον αφορά τις επιμέρους ελαφρύνσεις:

    Ερώτημα 1ο: Ποιες οι ελαφρύνσεις στα μισθώματα επιχειρήσεων που πλήττονται λόγω του κορωνοϊού;

    Ο μισθωτής επαγγελματικής μίσθωσης ακινήτου στο οποίο είναι εγκατεστημένη επιχείρηση, η οποία πλήττεται οικονομικά λόγω της πανδημίας, είναι δυνατό να απαλλαγεί από την υποχρέωση καταβολής τμήματος του οφειλομένου μισθώματος. Το τμήμα για το οποίο η απαλλαγή δεν μπορεί να είναι μικρότερο από το 30% του συνολικού μισθώματος για τους μήνες Σεπτέμβριο και Οκτώβριο 2020.

    Να σημειωθεί πως (:άρθρο δεύτερο, §1, εδ. β & γ, ν. 4683/20): το τέλος χαρτοσήμου και ο ΦΠΑ υπολογίζονται εκ νέου και επιβάλλονται επί του μισθώματος που προκύπτει από την ανωτέρω μερική καταβολή. Η μερική μη καταβολή του μισθώματος του πρώτου εδαφίου δεν γεννά δικαίωμα καταγγελίας της σύμβασης εις βάρος του μισθωτή ούτε οποιαδήποτε άλλη αστική αξίωση.

     

    Ερώτημα 2ο: Απαιτείται συμφωνία εκμισθωτή και μισθωτή για τη μείωση του μισθώματος;

    Για την εφαρμογή της κατά 30% (κατ’ ελάχιστον) μείωσης απαιτείται σχετική συμφωνία μεταξύ του εκμισθωτή και του μισθωτή. Δήλωση τους σχετική με τη συμφωνία υποβάλλεται ηλεκτρονικά στην Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων (ΑΑΔΕ). Ο Διοικητής της ΑΑΔΕ καθορίζει τον τρόπο, τον χρόνο καθώς και κάθε ειδικότερο θέμα για την υποβολή της.

     

    Ερώτημα 3ο: Ποιες επιχειρήσεις υπάγονται στις ρυθμίσεις για τη μείωση του μισθώματος;

    Αναφέρθηκε ήδη πως το δικαίωμα μείωσης, κατά 30%, κατ’ ελάχιστο του μισθώματος  αφορά μισθώσεις επιχειρήσεων που πλήττονται εξαιτίας της πανδημίας.

    Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών, μετά από εισήγηση του Διοικητή της ΑΑΔΕ, προσδιορίζονται οι πληγείσες επιχειρήσεις ανά κλάδο και ανά μήνα, καθώς και κάθε άλλη σχετική λεπτομέρεια.

    Σημειώνεται πάντως πως στην περίπτωση η εγκατεστημένη επιχείρηση εδρεύει ή έχει υποκατάστημα σε περιφερειακή ενότητα, η οποία εντάχθηκε για τουλάχιστον δεκατέσσερις (14) μέρες κατά τον μήνα Οκτώβριο 2020 σε επιδημιολογικό επίπεδο «πολύ υψηλό», ισχύουν όσα κατωτέρω (ερώτ. 7ο & επ.) αναφέρονται.

     

    Ερώτημα 4ο: Υπάρχουν αντίστοιχες πρόνοιες για τη μείωση του μισθώματος στις μισθώσεις κύριας κατοικίας εργαζομένων στις πληττόμενες επιχειρήσεις;

    Αντίστοιχες νομοθετικές πρόνοιες με όσα ανωτέρω αναφέρονται ισχύουν και στις μισθώσεις κύριας κατοικίας στις οποίες μισθωτής είναι εργαζόμενος ή σύζυγος ή το έτερο μέρος συμφώνου συμβίωσης εργαζομένου σε επιχείρηση πληττόμενη (ερώτ. 3ο). Η μείωση του μισθώματος της κύριας κατοικίας (κατ΄ ελάχιστον 30% ύστερα από συμφωνία μισθωτή-εκμισθωτή) αφορά τους μήνες Σεπτέμβριο και Οκτώβριο 2020. Αναγκαία προϋπόθεση να έχει ανασταλεί προσωρινά η σύμβαση εργασίας του μισθωτή-εργαζόμενου λόγω των μέτρων αποφυγής της διασποράς του κορωνοϊού.

     

    Ερώτημα 5ο: Υπάρχουν αντίστοιχες πρόνοιες για τη μείωση του μισθώματος στις μισθώσεις κύριας κατοικίας φοιτητών-τέκνων εργαζομένων στις πληττόμενες επιχειρήσεις;

    Στην περίπτωση που για την κάλυψη στεγαστικών αναγκών φοιτητή ιδρύματος τριτοβάθμιας εκπαίδευσης μισθώνεται κατοικία (εκτός του τόπου μόνιμης κατοικίας του) και, ταυτόχρονα, αποτελεί τέκνο-εξαρτώμενο μέλος εργαζόμενου (ερώτ. 4ο) σε πληττόμενη κατά τα άνω (ερώτ. 3ο) επιχείρηση, είναι δυνατή η απαλλαγή από τμήμα του συνολικού μισθώματος. Το τμήμα για το οποίο η απαλλαγή δεν μπορεί να είναι μικρότερο από το 30% του συνολικού μισθώματος. Απαιτείται, και εδώ, σχετική συμφωνία μεταξύ του εκμισθωτή και του μισθωτή και ηλεκτρονική τους δήλωση στην ΑΑΔΕ. Με απόφαση του Διοικητή της ΑΑΔΕ καθορίζονται ο τρόπος, ο χρόνος, καθώς και κάθε ειδικότερο θέμα για την υποβολή της εν λόγω δήλωσης.

     

    Β. Ενότητα Δεύτερη: Μισθώσεις που αφορούν επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται σε περιοχή σε επιδημιολογικό επίπεδο «πολύ υψηλό» και εργαζομένους σ’ αυτές.

    Με βάση την προστιθέμενη ήδη §7 του δεύτερου άρθρου της από 20.3.2020 Πράξης Νομοθετικού Περιεχομένου (Α’ 68), η οποία κυρώθηκε με το άρθρο 1 του ν. 4683/2020 (Α’ 83)-ισχύουν στο εξής τα ακόλουθα όσον αφορά τις επιμέρους ελαφρύνσεις:

    Ερώτημα 6ο: Ποια η ελάφρυνση στα μισθώματα των επιχειρήσεων που εδρεύουν ή έχουν υποκατάστημα σε περιοχή που εντάσσεται σε «πολύ υψηλό» επιδημιολογικό επίπεδο;

    Ο μισθωτής επαγγελματικής μίσθωσης ακινήτου στο οποίο είναι εγκατεστημένη επιχείρηση, η οποία εδρεύει ή έχει υποκατάστημα σε περιφερειακή ενότητα, η οποία εντάχθηκε για τουλάχιστον δεκατέσσερις (14) μέρες κατά τον μήνα Οκτώβριο 2020 σε επιδημιολογικό επίπεδο «πολύ υψηλό», και για την οποία ισχύουν, επιπρόσθετα, οι προϋποθέσεις που κατωτέρω (ερωτ. 8ο) αναφέρονται, απαλλάσσεται από την υποχρέωση καταβολής του 40% του συνολικού μισθώματος για τον μήνα Οκτώβριο 2020.

    Να σημειωθεί πως (:άρθρο δεύτερο, §1, εδ. β & γ, ν. 4683/20): το τέλος χαρτοσήμου και ο ΦΠΑ υπολογίζονται εκ νέου και επιβάλλονται επί του μισθώματος που προκύπτει από την ανωτέρω μερική καταβολή. Η μερική μη καταβολή του μισθώματος του πρώτου εδαφίου δεν γεννά δικαίωμα καταγγελίας της σύμβασης εις βάρος του μισθωτή ούτε οποιαδήποτε άλλη αστική αξίωση.

     

    Ερώτημα 7ο: Απαιτείται συμφωνία εκμισθωτή και μισθωτή για τη μείωση του μισθώματος;

    Στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν απαιτείται οποιαδήποτε συμφωνία μεταξύ εκμισθωτή και μισθωτή.

     

    Ερώτημα 8ο: Ποιες επιχειρήσεις υπάγονται στις ρυθμίσεις για τη μείωση του μισθώματος;

    Στις ρυθμίσεις για την υποχρεωτική μείωση, κατά 40%, υπάγονται οι μισθώσεις ακινήτων στα οποία είναι εγκατεστημένη επιχείρηση, η οποία εδρεύει ή έχει υποκατάστημα σε περιφερειακή ενότητα, η οποία εντάχθηκε για τουλάχιστον δεκατέσσερις (14) μέρες κατά τον μήνα Οκτώβριο 2020 σε επιδημιολογικό επίπεδο «πολύ υψηλό». Για τη συγκεκριμένη επιχείρηση θα πρέπει, επιπρόσθετα, να έχουν ληφθεί ειδικά και έκτακτα μέτρα περί αναστολής ή προσωρινής απαγόρευσης λειτουργίας για προληπτικούς ή κατασταλτικούς λόγους που σχετίζονται με τον κορωνοϊό COVID-19 ή, εναλλακτικά, να πλήττεται οικονομικά λόγω της διάδοσης του κορωνοϊού COVID-19.

    Οι πληγείσες, κατά τα άνω, επιχειρήσεις προσδιορίζονται με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών, μετά από εισήγηση του Διοικητή της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων (ΑΑΔΕ) ανά περιφερειακή ενότητα και ανά κλάδο. Με αντίστοιχη απόφαση ρυθμίζεται και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια για την εφαρμογή της συγκεκριμένης ρύθμισης.

     

    Ερώτημα 9ο: Υπάρχουν αντίστοιχες πρόνοιες για τη μείωση του μισθώματος στις μισθώσεις κύριας κατοικίας εργαζομένων στις συγκεκριμένες επιχειρήσεις;

    Αντίστοιχες νομοθετικές πρόνοιες με όσα ανωτέρω αναφέρονται ισχύουν και στις μισθώσεις κύριας κατοικίας στις οποίες μισθωτής είναι εργαζόμενος ή σύζυγος ή το έτερο μέρος συμφώνου συμβίωσης εργαζομένου σε επιχείρηση πληττόμενη. Η κατά 40% μείωση του μισθώματος της κύριας κατοικίας αφορά τον μήνα Οκτώβριο 2020. Αναγκαία προϋπόθεση να έχει ανασταλεί προσωρινά η σύμβαση εργασίας του μισθωτή-εργαζόμενου λόγω των μέτρων αποφυγής της διασποράς του κορωνοϊού.

     

    Ερώτημα 10ο: Υπάρχουν αντίστοιχες πρόνοιες για τη μείωση του μισθώματος στις μισθώσεις κύριας κατοικίας φοιτητών;

    Στην περίπτωση που για την κάλυψη στεγαστικών αναγκών φοιτητή ιδρύματος τριτοβάθμιας εκπαίδευσης μισθώνεται κατοικία (εκτός του τόπου μόνιμης κατοικίας του) και, ταυτόχρονα, αποτελεί τέκνο-εξαρτώμενο μέλος εργαζόμενου (ερώτ. 9ο) σε πληττόμενη επιχείρηση, ο μισθωτής απαλλάσσεται από το 40% του συνολικού μισθώματος για τον μήνα Οκτώβριο του 2020. Με απόφαση του Διοικητή της ΑΑΔΕ καθορίζονται ο τρόπος, ο χρόνος, καθώς και κάθε ειδικότερο θέμα για την υποβολή της εν λόγω δήλωσης. (Άρθρο 3 §5 ν. 4684/2020).

     

    Γ. Ενότητα Τρίτη: Μισθώσεις που αφορούν επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται σε περιοχή σε επιδημιολογικό επίπεδο «αυξημένου κινδύνου» ή για την οποία έχουν εκδοθεί έκτακτα μέτρα προστασίας δημόσιας υγείας και εργαζόμενους σ’ αυτές.

    Με βάση την προστιθέμενη ήδη §8  του δευτέρου άρθρου της από 20.3.2020 Πράξης Νομοθετικού Περιεχομένου (Α’ 68), η οποία κυρώθηκε με το άρθρο 1 του ν. 4683/2020 (Α’ 83)-ισχύουν στο εξής τα ακόλουθα:

     

    Ερώτημα 11ο: Ποια η ελάφρυνση στα μισθώματα επιχειρήσεων που εδρεύουν ή έχουν υποκατάστημα σε περιοχή που εντάσσεται σε επιδημιολογικό επίπεδο «αυξημένου κινδύνου»;

    Ο μισθωτής επαγγελματικής μίσθωσης ακινήτου στο οποίο είναι εγκατεστημένη επιχείρηση, η οποία εδρεύει ή έχει υποκατάστημα σε περιφερειακή ενότητα, η οποία εντάσσεται σε επιδημιολογικό επίπεδο αυξημένου κινδύνου [ή σε κάποια από τις κατηγορίες που κατωτέρω (ερωτ. 13ο) αναφέρονται], απαλλάσσεται από την υποχρέωση καταβολής του 40% του συνολικού μισθώματος αρχής γενομένης από τον μήνα Νοέμβριο 2020.

    Να σημειωθεί και εδώ πως (:άρθρο δεύτερο, §1, εδ. β & γ, ν. 4683/20): το τέλος χαρτοσήμου και ο ΦΠΑ υπολογίζονται εκ νέου και επιβάλλονται επί του μισθώματος που προκύπτει από την ανωτέρω μερική καταβολή. Η μερική μη καταβολή του μισθώματος του πρώτου εδαφίου δεν γεννά δικαίωμα καταγγελίας της σύμβασης εις βάρος του μισθωτή ούτε οποιαδήποτε άλλη αστική αξίωση.

     

    Ερώτημα 12ο: Απαιτείται συμφωνία εκμισθωτή και μισθωτή για τη μείωση του μισθώματος;

    Στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν απαιτείται, επίσης, οποιαδήποτε συμφωνία μεταξύ εκμισθωτή και μισθωτή.

     

    Ερώτημα 13ο: Ποιες επιχειρήσεις υπάγονται στις ρυθμίσεις για τη μείωση του μισθώματος;

    Στις ρυθμίσεις για την υποχρεωτική μείωση, κατά 40%, υπάγονται οι μισθώσεις ακινήτων στα οποία είναι εγκατεστημένη επιχείρηση, η οποία εδρεύει ή έχει υποκατάστημα σε περιφερειακή ενότητα, η οποία εντάσσεται σε επιδημιολογικό επίπεδο αυξημένου κινδύνου, ή σε περιφερειακή ενότητα για την οποία έχουν εκδοθεί έκτακτα μέτρα προστασίας δημόσιας υγείας κατ’ εφαρμογή κανονιστικής πράξης. Για τη συγκεκριμένη επιχείρηση θα πρέπει, επιπρόσθετα, να έχουν ληφθεί ειδικά και έκτακτα μέτρα περί αναστολής ή προσωρινής απαγόρευσης λειτουργίας για προληπτικούς ή κατασταλτικούς λόγους που σχετίζονται με τον κορωνοϊό COVID-19 ή, εναλλακτικά, να πλήττεται οικονομικά λόγω της διάδοσης του κορωνοϊού COVID-19.

    Οι πληγείσες, κατά τα άνω, επιχειρήσεις προσδιορίζονται με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών, μετά από εισήγηση του Διοικητή της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων (ΑΑΔΕ) ανά περιφερειακή ενότητα και ανά κλάδο. Με αντίστοιχη απόφαση ρυθμίζεται και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια για την εφαρμογή της συγκεκριμένης ρύθμισης.

     

    Ερώτημα 14ο: Υπάρχουν αντίστοιχες πρόνοιες για τη μείωση του μισθώματος στις μισθώσεις κύριας κατοικίας;

    Αντίστοιχες νομοθετικές πρόνοιες με όσα ανωτέρω αναφέρονται ισχύουν και στις μισθώσεις κύριας κατοικίας στις οποίες μισθωτής είναι εργαζόμενος ή σύζυγος ή το έτερο μέρος συμφώνου συμβίωσης εργαζομένου σε επιχείρηση πληττόμενη. Η κατά 40% μείωση του μισθώματος της κύριας κατοικίας αφορά τους Νοέμβριο 2020 και εντεύθεν. Αναγκαία προϋπόθεση να έχει ανασταλεί προσωρινά η σύμβαση εργασίας του μισθωτή-εργαζόμενου λόγω των μέτρων αποφυγής της διασποράς του κορωνοϊού.

     

    Ερώτημα 15ο: Υπάρχουν αντίστοιχες πρόνοιες για τη μείωση του μισθώματος στις μισθώσεις κύριας κατοικίας φοιτητών;

    Στην περίπτωση που για την κάλυψη στεγαστικών αναγκών φοιτητή ιδρύματος τριτοβάθμιας εκπαίδευσης μισθώνεται κατοικία (εκτός του τόπου μόνιμης κατοικίας του) και, ταυτόχρονα, αποτελεί τέκνο-εξαρτώμενο μέλος εργαζόμενου (ερώτ. 14ο) σε πληττόμενη επιχείρηση, ο μισθωτής απαλλάσσεται από το 40% του συνολικού μισθώματος από τον μήνα Νοέμβριο του 2020 και εντεύθεν. Με απόφαση του Διοικητή της ΑΑΔΕ καθορίζονται ο τρόπος, ο χρόνος, καθώς και κάθε ειδικότερο θέμα για την υποβολή της εν λόγω δήλωσης. (Άρθρο 3 §6 ν. 4684/2020).

     

    Δ. Ενότητα Τέταρτη: «Αποζημίωση» των εκμισθωτών που εισπράττουν μειωμένο μίσθωμα κατά 40%

    Με βάση τις ρυθμίσεις του άρθρου 34 ν. 4753/2020 (Α’ 227)-ισχύουν τα ακόλουθα:

    Ερώτημα 16ο: Ποιοι εκμισθωτές δικαιούνται «επιστροφή» τμήματος της απώλειας του μειωμένου μισθώματος;

    Δικαιούχοι εκμισθωτές είναι τα φυσικά, μόνον, πρόσωπα τα οποία από τον μήνα Νοέμβριο και εφεξής, εισπράττουν μειωμένο μίσθωμα κατά 40%, σύμφωνα με διατάξεις στο πλαίσιο της αντιμετώπισης των επιπτώσεων του κορωνοϊού COVID-19.

     

    Ερώτημα 17ο: Σε ποιο ποσοστό ανέρχεται η «επιστροφή» τμήματος της απώλειας του μειωμένου μισθώματος;

    Οι κατά τα άνω (ερώτ. 16ο) εκμισθωτές-φυσικά πρόσωπα δικαιούνται να λάβουν από το Δημόσιο το ήμισυ της απώλειάς τους (ήτοι το 20% του μισθώματος) από τους μήνες Νοέμβριο 2020 και εντεύθεν.

     

    Ερώτημα 18ο: Ποια η διαδικασία της καταβολής στους εκμισθωτές του 20% του μισθώματος που κατά 60% μόνον εισέπραξαν;

    Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών, μετά από εισήγηση του Διοικητή της ΑΑΔΕ, δύναται να καθορίζονται οι ειδικότερες διαδικαστικές προϋποθέσεις, η διασταύρωση των στοιχείων, η διαδικασία καταβολής και κάθε άλλο θέμα για την εφαρμογή του παρόντος…

     

    Ε. Ενότητα Πέμπτη: Υπαγόμενες μισθώσεις

    Ερώτημα 19ο: Στην κατηγορία των επαγγελματικών/εμπορικών μισθώσεων ποιες, επιπρόσθετα, επιχειρήσεις υπάγονται;

    Στις κατά τα άνω ρυθμίσεις ως επαγγελματικές νοούνται και οι μισθώσεις προς εγκατάσταση κυλικείων ή αναψυκτηρίων και λοιπών επιχειρήσεων που λειτουργούν εντός χώρων, που ανήκουν κατά κυριότητα ή χρήση σε δημόσιες υπηρεσίες Υπουργείων ή υπεκμισθώνονται από αυτές, καθώς και εντός κτιρίων που στεγάζουν υπηρεσίες αυτών.

     

    Όπως και εισαγωγικά αναφέρθηκε, νομοθετικές ρυθμίσεις εξαγγέλλονται, δελτία τύπου κυκλοφορούν και αναζητούμε, εις μάτην, τα ΦΕΚ όπου αποτυπώνονται. Χαρακτηριστικά τρία παραδείγματα: Δελτία τύπου του Υπουργού Οικονομικών της 31.10.20 και της 5.11.20 που αφορούν εξαγγελθέντα και μη υλοποιηθέντα, ακόμα, μέτρα. Επίσης: ΚΥΑ της 13.11.20 (ΦΕΚ Β’ 5048/16.11.20) που αφορούσε, μεταξύ άλλων, δυνατότητα(!) αναστολής συμβάσεων εργασίας «από την 30ή/10/20 έως 31/10/20»(!!!).

    Γίνεται εύκολα αντιληπτό πως η κυβέρνηση καλείται να διαχειριστεί μια πρωτόγνωρη, πολυεπίπεδη, κρίση. Πλην όμως: Τα αποτελέσματα δεν μοιάζουν (ούτε είναι) το ίδιο επιτυχή όπως στο πρώτο κύμα της πανδημίας.

    Η αντιπολίτευση καθεύδει.

    Ο τύπος (κατ’ ουσίαν) επίσης…

    Όλα τούτα, βέβαια, μοιάζουν περιττή πολυτέλεια τη στιγμή που τα νοσοκομεία της «πρώτης γραμμής» στερούνται βασικών υλικών για τη διαχείριση των πολλών χιλιάδων περιστατικών που καλούνται να αντιμετωπίσουν˙ για τη διάσωση, εν τέλει, ανθρώπινων ζωών.

    Ας ελπίσουμε στην (κατά το δυνατό) ταχεία αναστροφή του φαινομένου.

    Ας εργαστούμε, ανεξαιρέτως, προς τη συγκεκριμένη κατεύθυνση.

    «Έκαστος εφ’ ω ετάχθη».-

    Σταύρος Κουμεντάκης
    Managing Partner

     

    Υ.Γ. Συνοπτική έκδοση του άρθρου δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ, στις 29 Νοεμβρίου 2020.

    Η πληροφόρηση που εμπεριέχεται στο παρόν άρθρο δεν συνιστά (ούτε και έχει σκοπό να αποτελέσει) νομική συμβουλή. Μια τέτοια νομική συμβουλή είναι δυνατό να παρασχεθεί μόνον από αρμόδιο δικηγόρο ο οποίος θα λάβει υπόψη του το σύνολο των δεδομένων που θα του εκθέσετε για την υπόθεσή σας. Αναλυτικά.

  • Επιστρεπτέα Προκαταβολή: δέκα + ένα ερωτήματα και οι απαντήσεις τους

    Επιστρεπτέα Προκαταβολή: δέκα + ένα ερωτήματα και οι απαντήσεις τους

    Το πέρασμα από το πρώτο κύμα της πανδημίας αποδείχθηκε επιτυχές. Την Πρωτομαγιά μάλιστα εκδόθηκε η ΠΝΠ που επιδίωκε να ρυθμίσει την επιστροφή στην κανονικότητα. Μια περίεργη όμως κανονικότητα-όπως επισημαίναμε στη σχετική αρθρογραφία μας. Το άρθρο έκλεινε: “Η επιστροφή στην «κανονικότητα» δεν προβλέπεται σύντομη-δεν είναι δυνατό εξάλλου. Το σημαντικότερο: Δεν είναι επίσης δυνατό, παρά τις όποιες προσδοκίες, να υπάρξει επιστροφή στην (προ πανδημίας) «κανονικότητα». Ας ελπίσουμε όμως πως, σε αντίθεση με τις προτροπές του Καβάφη «δεν θάναι μακρύς ο δρόμος…»”. Αποδείχθηκε, ήδη, ιδιαίτερα μακρύς ο συγκεκριμένος δρόμος. Το δεύτερο κύμα της πανδημίας όχι μόνον είναι σε εξέλιξη αλλά τρομάζει ακόμα περισσότερο. Το ΕΣΥ δοκιμάζει τα όριά του. Οι ΜΕΘ των δημοσίων νοσοκομείων εξαντλήθηκαν. Η Πολιτεία, αργά αυτή τη φορά, λαμβάνει(;)αναγκαία μέτρα. Εκδόθηκε ήδη η ΚΥΑ ΓΔΟΥ 281/13.11.20 (ΦΕΚ Β’ 5047/14.11.20) που αφορά την επιστρεπτέα προκαταβολή. Ας δούμε τις σχετικές νομοθετικές πρόνοιες όσον αφορά την υποστήριξη των επιχειρήσεων και, δι’ αυτών, των θέσεων εργασίας.

     

    Ερώτημα 1ο: Τι είναι η επιστρεπτέα προκαταβολή; Ποια περίοδο αφορά;

    Πρόκειται, ουσιαστικά, για μορφή οικονομικής ενίσχυσης των ιδιωτικών επιχειρήσεων, ανεξαρτήτως κλάδου, που επλήγησαν οικονομικά εξαιτίας της τρέχουσας πανδημίας. Η συγκεκριμένη ενίσχυση αφορά τους μήνες Σεπτέμβριο και Οκτώβριο του 2020 (άρθρο 1 §1).

     

    Ερώτημα 2ο: Είναι δυνατή η κατάσχεση της επιστρεπτέας προκαταβολής;

    Η επιστρεπτέα προκαταβολή (στο εξής: «ενίσχυση») είναι ακατάσχετη και αφορολόγητη. Επίσης: δεν είναι δυνατός ο συμψηφισμός της με οποιαδήποτε οφειλή (άρθρο 1 §3).

     

    Ερώτημα 3ο: Ποιοι οι δικαιούχοι της ενίσχυσης;

    Δικαιούχοι της επιστρεπτέας προκαταβολής ενίσχυσης είναι, κατά βάση (άρθρο 3):

    (α) Oι Δημοτικές Επιχειρήσεις Ύδρευσης και Αποχέτευσης (Δ.Ε.Υ.Α.) και οι Οργανισμοί Λιμένων και

    (β) Oι ιδιωτικές επιχειρήσεις (νομικά πρόσωπα και ατομικές επιχειρήσεις) καθώς και μη κερδοσκοπικές επιχειρήσεις που υπόκεινται σε ΦΠΑ, οι οποίες έχουν έδρα ή μόνιμη εγκατάσταση στην Ελλάδα ανεξαρτήτως Κωδικού Αριθμού Δραστηριότητας (ΚΑΔ). Στις συγκεκριμένες ιδιωτικές επιχειρήσεις δεν συμπεριλαμβάνονται εκείνες που απασχολούσαν περισσότερους από χίλιους (1.000) εργαζόμενους, κατά την 1η Σεπτεμβρίου 2020. Επίσης: ΝΠΔΔ ή ΝΠΙΔ με ειδικά χαρακτηριστικά.

     

    Ερώτημα 4ο: Ποια κριτήρια πρέπει να πληρούν οι δικαιούχοι της ενίσχυσης;

    Οι δικαιούχοι της επιστρεπτέας προκαταβολής θα πρέπει να πληρούν μια σειρά κριτηρίων (άρθρο 4 §§2 & 3), τα σημαντικότερα από τα οποία:

    (α) Να είναι σε λειτουργία, να έχουν πληγεί από την πανδημία και να μην έχουν υπαχθεί σε πτωχευτική διαδικασία,

    (β) Να έχουν υποβάλει δηλώσεις φόρου εισοδήματος και ΦΠΑ,

    (γ) Να παρουσιάζουν (κατά το δίμηνο Σεπτεμβρίου και Οκτωβρίου 2020) μείωση του κύκλου εργασιών τους κατά 20% τουλάχιστον. (Σημειώνεται πάντως πως δεν είναι αναγκαία η εν λόγω μείωση, όταν πρόκειται για επιχειρήσεις που υπάγονται σε κάποιους από τους ΚΑΔ που προβλέπει η συγκεκριμένη ΚΥΑ ή εδρεύουν σε περιοχές που έχουν πληγεί από τον μεσογειακό κυκλώνα «Ιανό»).

     

    Ερώτημα 5ο: Ποιο το ύψος της ενίσχυσης;

    Το ύψος της ενίσχυσης (άρθρο 4) προσδιορίζεται, τυποποιημένα, ως εξής:

    (α) Για τις επιχειρήσεις που είναι υποκείμενες σε ΦΠΑ, ισχύει ο ακόλουθος τύπος:

    Ενίσχυση = [(Κύκλος εργασιών αναφοράς – Άθροισμα κύκλου εργασιών μηνών Σεπτεμβρίου και Οκτωβρίου 2020) x ποσοστιαία διαφορά εκροών εισροών] – [αριθμός εργαζομένων σε αναστολή x 534],

    (β) Για τις επιχειρήσεις που δεν είναι υποκείμενες σε ΦΠΑ ή είναι υποκείμενες και απαλλασσόμενες από το ΦΠΑ, ισχύει ο ακόλουθος τύπος:

    Ενίσχυση = [(Ακαθάριστα έσοδα αναφοράς – Ακαθάριστα έσοδα μηνών Σεπτεμβρίου 2020 και Οκτωβρίου 2020) x ποσοστιαία διαφορά εσόδων εξόδων] – [αριθμός εργαζομένων σε αναστολή x 534].

     

    Ερώτημα 6ο: Υπάρχουν ανώτερα και κατώτερα όρια όσον αφορά την ενίσχυση;

    Θεσπίζονται ελάχιστα αλλά και ανώτατα όρια (όσον αφορά το ύψος της ενίσχυσης) ανά επιχείρηση και όμιλο επιχειρήσεων (άρθρο 4§2). Εξαρτάται από το μέγεθος, τον αριθμό των εργαζομένων τους και τις λοιπές, σχετικές, προϋποθέσεις. Όσον αφορά εκείνες που λαμβάνουν ενίσχυση βάσει του Προσωρινού Πλαισίου [C(2020)1863/19.3.20 ανακοίνωση Ευρωπαϊκής Επιτροπής] το ανώτατο όριο σε όμιλο επιχειρήσεων δεν μπορεί να υπερβεί τα 800.000€. Ειδικά όσον αφορά όμιλο επιχειρήσεων πρωτογενούς γεωργικής παραγωγής δεν είναι δυνατό να υπερβεί τα 100.000€ και τα 120.000€ για όμιλο επιχειρήσεων αλιείας και υδατοκαλλιέργειας. Για τις επιχειρήσεις που λαμβάνουν την ενίσχυση βάσει του Κανονισμού de minimis (1407/2013) το συνολικό ποσό ενισχύσεων ήσσονος σημασίας που λαμβάνουν κατά την τριετία 2018-2020 δεν μπορεί να υπερβεί τα 200.000€. Όσον αφορά εκείνες που δραστηριοποιούνται στις οδικές εμπορευματικές μεταφορές για λογαριασμό τρίτων δεν μπορεί να υπερβεί το ποσό των 100.000€ (σε επίπεδο ομίλου επίσης).

     

    Ερώτημα 7ο: Μέχρι πότε και με ποια διαδικασία υποβάλλεται η αίτηση  για τη χορήγηση της ενίσχυσης;

    Οι αιτήσεις από τις ενδιαφερόμενες επιχειρήσεις υποβάλλονται ηλεκτρονικά έως την 30η Νοεμβρίου 2020 το αργότερο (άρθρο 6 §2).

    Η αίτηση υποβάλλεται στην ηλεκτρονική πλατφόρμα «myBusinessSupport» η οποία αποτελεί εφαρμογή του Ο.Π.Σ. TAXISnet της ΑΑΔΕ (https://www.aade.gr/mybusinesssupport)-(άρθρο 6 §1).

     

    Ερώτημα 8ο: Επιστρέφεται η ενίσχυση; Σε ποιο βαθμό και με ποιες προϋποθέσεις;

    Το ήμισυ (50%) του ποσού της ενίσχυσης δεν επιστρέφεται από την επιχείρηση, υπό μια σημαντική προϋπόθεση: τη διατήρηση των θέσεων εργασίας της έως την 31η Μαρτίου 2021. Συγκεκριμένα, η επιχείρηση που λαμβάνει την ενίσχυση υποχρεούται να διατηρήσει από την 1η Σεπτεμβρίου 2020 έως την 31η Μαρτίου 2021 το επίπεδο απασχόλησης που είχε κατά την 1η Σεπτεμβρίου 2020. Σε περίπτωση που το επίπεδο απασχόλησης που είχε η επιχείρηση κατά την 1η Σεπτεμβρίου 2020 είναι υψηλότερο από αυτό που είχε κατά την 1η Μαρτίου 2020, η επιχείρηση υποχρεούται να διατηρήσει από την 1η Σεπτεμβρίου 2020 έως την 31 Μαρτίου 2021 το επίπεδο απασχόλησης που είχε κατά την 1η Μαρτίου 2020. Εξαιρούνται οι λύσεις συμβάσεων ένεκα συνταξιοδότησης ή θανάτου, οι λύσεις συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου και οι οικειοθελείς παραιτήσεις (άρθρο 9 §§1 & 8). Σε περίπτωση παραβίασης της σχετικής υποχρέωσης η επιχείρηση υποχρεούται να επιστρέψει άμεσα και έντοκα το σύνολο της ενίσχυσης (Ερώτημα 11ο).

     

    Ερώτημα 9ο: Ποια η επιβάρυνση και ποια η περίοδος επιστροφής της ενίσχυσης;

    Για το χρονικό διάστημα ως την 31η Δεκεμβρίου 2021 παρέχεται άτοκη περίοδος χάριτος χωρίς υποχρέωση επιστροφής κεφαλαίου ή τόκων. Στη συνέχεια, το ανεξόφλητο υπόλοιπο αποπληρώνεται σε σαράντα (40) ισόποσες τοκοχρεωλυτικές μηνιαίες δόσεις, εκάστης εξ αυτών καταβλητέας την τελευταία ημέρα του μήνα. Το ποσό της ενίσχυσης που πρέπει να επιστραφεί επιβαρύνεται με επιτόκιο 0,74% (άρθρα 9 §2 & 2 §4).

    Σε περίπτωση μη εμπρόθεσμης καταβολής των οφειλόμενων ποσών, εφαρμόζονται οι διατάξεις του ΚΕΔΕ (άρθρο 9 §§2, 3, 4 & 7).

     

    Ερώτημα 10ο: Οι επιχειρήσεις που λαμβάνουν την ενίσχυση υποχρεούνται να διατηρήσουν τις θέσεις εργασίας τους;

    Είναι προφανές πως ένα τέτοιο μέτρο δεν θα μπορούσε παρά να συνοδεύεται από υποχρέωση διατήρησης θέσεων εργασίας (άρθρο 10 §1). Συγκεκριμένα, η επιχείρηση που λαμβάνει την ενίσχυση υποχρεούται να διατηρήσει από την 1η Σεπτεμβρίου 2020 έως την 31η Δεκεμβρίου 2020 το επίπεδο απασχόλησης που είχε κατά την 1η Σεπτεμβρίου 2020. Σε περίπτωση που το επίπεδο απασχόλησης που είχε η επιχείρηση κατά την 1η Σεπτεμβρίου 2020 είναι υψηλότερο από αυτό που είχε κατά την 1η Μαρτίου 2020, η επιχείρηση υποχρεούται να διατηρήσει από την 1η Σεπτεμβρίου 2020 έως την 31η Δεκεμβρίου 2020 το επίπεδο απασχόλησης που είχε κατά την 1η Μαρτίου 2020. Εξαιρούνται οι λύσεις συμβάσεων ένεκα συνταξιοδότησης ή θανάτου, οι λύσεις συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου και οι οικειοθελείς παραιτήσεις.

     

    Ερώτημα 11ο: Ποιες οι κυρώσεις για τις επιχειρήσεις σε περίπτωση παραβίασης των υποχρεώσεών τους από την ΚΥΑ;

    Σε περίπτωση παραβίασης από μέρους της επιχείρησης των όρων της ΚΥΑ, υπέρβασης του ανώτατου ορίου ενίσχυσης ή υποβολής ψευδών στοιχείων, υποχρεούται (ανεξάρτητα, προφανώς, από τις λοιπές κυρώσεις) σε άμεση επιστροφή του συνόλου της χορηγηθείσας ενίσχυσης και μάλιστα έντοκα από την ημερομηνία που τέθηκε στη διάθεσή της (ανεξάρτητα δηλ. από το πότε, πράγματι, την ανέλαβε (άρθρο 10 §5).

     

    Το δεύτερο κύμα της πανδημίας μας έβγαλε (Πολιτεία και όλους εμάς-με εξαίρεση τους «ψεκασμένους») από τη θερινή ραστώνη και, αντίστοιχο, εφησυχασμό. Οι χιλιάδες των ημερήσιων θετικών διαγνώσεων (και με το ΕΣΥ πέρα, μάλλον, από τα όριά του) επιβάλλουν τη λήψη νομοθετικών μέτρων.

    Δυστυχώς όμως όσα μέχρι σήμερα ελήφθησαν αποδεικνύονται, επί του παρόντος, αναποτελεσματικά.

    Ας ελπίσουμε τουλάχιστον πως μέτρα όπως οι ενισχύσεις, υπό τη μορφή της επιστρεπτέας προκαταβολής, θα συνδράμουν αποτελεσματικά προς την κατεύθυνση της ενίσχυσης των επιχειρήσεων και, αυτονοήτως, της διάσωσης πολύτιμων θέσεων εργασίας.-

    Σταύρος Κουμεντάκης
    Managing Partner

     

    Υ.Γ. Συνοπτική έκδοση του άρθρου δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ και στο makthes, στις 17 Νοεμβρίου 2020.

     

    Η πληροφόρηση που εμπεριέχεται στο παρόν άρθρο δεν συνιστά (ούτε και έχει σκοπό να αποτελέσει) νομική συμβουλή. Μια τέτοια νομική συμβουλή είναι δυνατό να παρασχεθεί μόνον από αρμόδιο δικηγόρο ο οποίος θα λάβει υπόψη του το σύνολο των δεδομένων που θα του εκθέσετε για την υπόθεσή σας. Αναλυτικά.

  • Οικογενειακές επιχειρήσεις……η πρόκληση της διαδοχής και της μεταβίβασης

    Οικογενειακές επιχειρήσεις……η πρόκληση της διαδοχής και της μεταβίβασης

    Οι οικογενειακές επιχειρήσεις αποτελούν τη συντριπτική πλειονότητα των επιχειρήσεων, σε παγκόσμιο, ευρωπαϊκό, βεβαίως και σε εθνικό επίπεδο. Στη χώρα μας αποτελούν το 80% του συνόλου και το 44,3% των εισηγμένων. Αποδεικνύονται, κατ’ ακολουθίαν,  εξαιρετικά σημαντικές για την οικονομία (και) της χώρας μας. Παράγουν οικονομικό και κοινωνικό πλούτο, δημιουργούν και διατηρούν θέσεις εργασίας. Προσφέρουν, συχνά, καινοτομία. Παρά την πολυεπίπεδη όμως συνεισφορά τους, δεν συνιστούν σταθεροποιητικό παράγοντα των επιμέρους οικονομιών. Η εσωστρέφεια που παρουσιάζουν, η μικρή παραγωγικότητα και, ιδίως, η πρόκληση (και συνήθως αδυναμία) διαδοχής, καθιστούν το μέλλον τους αβέβαιο και το περιβάλλον τους, εξ αυτού του λόγου, ανασφαλές.

     

    Το (αποδεδειγμένα) δύσκολο εγχείρημα της διαδοχής

    Το εγχείρημα της διαδοχής σε οικογενειακές επιχειρήσεις αποδεικνύεται εξαιρετικά δυσχερές. Η δυσκολία του επιβεβαιώνεται από πορίσματα της έρευνας «Μελέτη για τη Διαδοχή και Μεταβίβαση των ΜΜ Εμπορικών Επιχειρήσεων» που εκπονήθηκε υπό την αιγίδα του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης και της Εθνικής Συνομοσπονδίας Ελληνικού Εμπορίου. Μεταξύ αυτών:  «…σύμφωνα με τα στατιστικά στοιχεία του Ward 14 το 30% των οικογενειακών επιχειρήσεων υπολογίζεται ότι περνάει με  επιτυχία  στα  χέρια  της δεύτερης γενιάς, και περίπου το 15% έχουν περάσει με επιτυχία στη τρίτη γενιά, ενώ μακροβιότερες καταλήγουν να είναι μόνο 3 στις 100 επιχειρήσεις».

     

    Η διαχείριση της διαδοχής στις οικογενειακές επιχειρήσεις

    Προκειμένου να αποδειχθεί επιτυχές το εγχείρημα της διαδοχής στις επόμενες γενιές, απαιτείται σημαντική προσπάθεια και προετοιμασία. Δεν αρκεί, αυτονοήτως, η επιλογή του (κατά την άποψη του ιδρυτή ή βασικού μετόχου) βέλτιστου διαδόχου. Απαιτείται, πριν από ο,τιδήποτε άλλο, ειλικρινής δέσμευση του ίδιου (:ιδρυτή ή βασικού ιδιοκτήτη). Απαιτείται, επίσης, η παράλληλη εμπλοκή συμβούλων υπό διάφορες ιδιότητες και στενή συνεργασία μαζί του. Απαιτείται σημαντική, και συντονισμένη, προσπάθεια.

    Η παραδοσιακή προσέγγιση της διαδοχής στις οικογενειακές επιχειρήσεις μοιάζει απλούστατη. Εστιάζει, αποκλειστικά, στην παράδοση των ηνίων της επιχείρησης στον διάδοχο. Μια παράδοση που έχει, κατά βάση, δυο στάδια (η σειρά τυχαία): Το ένα αφορά τη σε νομικό επίπεδο μεταβίβαση της εταιρικής συμμετοχής από τον ιδρυτή (ή βασικό ιδιοκτήτη) στον διάδοχο. Το άλλο τη μεταβίβαση της διοίκησης και την εγκαθίδρυση του διαδόχου στη θέση του μεταβιβάζοντος.

    Η σύγχρονη προσέγγιση (ενδ.: «Η διαδικασία διαδοχής στις οικογενειακές επιχειρήσεις»- Α. Κεφαλά, Χ. Γεωργίου) αντιµετωπίζει τη διαδοχή ως µια µακροχρόνια διαδικασία που αναλύεται σε επιμέρους φάσεις. Αναλυτικότερα:

    Φάση Α’: Διάγνωση της υγείας (και ενδεχόμενων παθογενειών) της οικογένειας.

    Φάση Β’: Διάγνωση της υγείας (και ενδεχόμενων παθογενειών) της επιχείρησης.

    Φάση Γ’: Δημιουργία του μοντέλου της Σύγχρονης Επιχείρησης και Στρατηγική Ευθυγράμμιση με το Όραμα του Ιδρυτή.

    Φάση Δ’: Υλοποίηση της Στρατηγικής Ευθυγράμμισης.

    Ανεξάρτητα πάντως από τη μεθοδολογία που θα επέλεγε κάποιος (ιδ. και προαναφερθείσα μελέτη καθώς και υιοθετούμενες από διάφορους συμβούλους πρακτικές και μεθόδους), ένα είναι βέβαιο:  η διαδικασία της διαδοχής στις οικογενειακές επιχειρήσεις ούτε είναι ούτε και θα πρέπει να αντιμετωπίζεται ως μια απλή διαδικασία.

     

    Η μεταβίβαση της οικογενειακής επιχείρησης

    Οι (δυνητικές) νομικές ενέργειες και διαδικαστικά βήματα της διαδοχής παραλλάσσουν ανάλογα με τον εταιρικό τύπο της οικογενειακής επιχείρησης. Αδυνατώντας στο πλαίσιο ενός άρθρου να καταγράψουμε τα συμβαίνοντα σε όλους τους εταιρικούς τύπους, θα περιοριστούμε εν προκειμένω στο σημαντικότερο από αυτούς: την ανώνυμη εταιρεία. Επίσης στις πλέον συνήθεις, σε νομικό επίπεδο, δυνατές επιλογές.

     

    «Εν ζωή» ή «αιτία θανάτου»;

    Ο χρόνος, το αποτέλεσμα και όροι της μεταβίβασης της οικογενειακής επιχείρησης είναι δυνατό να επιλεγούν (ή να μην επιλεγούν) από τον ιδιοκτήτη της. Στην τελευταία  περίπτωση (:μη επιλογή) επαφίεται στα «τυχηρά», στον «πανδαμάτορα χρόνο», στη διάρκεια της ζωής του, στις προβλέψεις του νόμου και, ενδεχομένως, στο αποτέλεσμα της «μάχης» των τυχόν επιγόνων του.

    Με άλλα λόγια: Η μεταβίβαση της οικογενειακής επιχείρησης είναι δυνατό να λάβει χώρα, με τους όρους που ο ιδιοκτήτης της θα επιλέξει κατά τη διάρκεια της ζωής του (:μεταβίβαση «εν ζωή»). Σε διαφορετική περίπτωση, η μεταβίβαση θα συνδεθεί χρονικά, και κατ’ αναπόδραστη συνέπεια, με την (άγνωστη για όλους μας) διάρκεια της ζωής του (:μεταβίβαση «αιτία θανάτου»). Στην τελευταία περίπτωση, οι όροι και τα αποτελέσματα της μεταβίβασης θα είναι εκείνα που το κληρονομικό δίκαιο, γενικά, προβλέπει. Ενδεχομένως και κάποια διαθήκη του ιδιοκτήτη. Ειδικά επί ανωνύμων εταιρειών θα τύχει εφαρμογής και η οικεία διάταξη (:άρθρο 42 ν. 4548/2018).

    Είναι αλήθεια όμως πως οι συγκεκριμένες προβλέψεις του νόμου δεν ρυθμίζουν την ομαλή διαδοχή και μετάβαση στην επόμενη γενιά. Ούτε όμως και τη διασφαλίζουν˙ και πώς θα μπορούσαν άλλωστε…

     

    Οι εναλλακτικές επιλογές της «εν ζωή» μεταβίβασης

    Στην οικογενειακή ανώνυμη  εταιρεία, οι επιμέρους επιλογές για την «εν ζωή» μεταβίβαση των μετοχών του βασικού (ή μόνου) μετόχου στο πλαίσιο της διαδοχής, είναι (κατά βάση) τρεις: η πώληση, η γονική παροχή και η δωρεά. Ο δρόμος που θα επιλεγεί προϋποθέτει τη βέλτιστη, φορολογικά, λύση. Και, κατά τούτο, τον βέλτιστο φορολογικό (βεβαίως και νομικό) σχεδιασμό.

    Επίσης: οι μετοχές που πρόκειται να μεταβιβαστούν στο πλαίσιο της διαδοχής είναι δυνατό να μεταβιβαστούν κατά πλήρη κυριότητα ή κατά ψιλή μόνον κυριότητα-με παρακράτηση, δηλ. της επικαρπίας.

    Ας δούμε αναλυτικότερα τις επιμέρους επιλογές.

     

    Η μεταβίβαση των μετοχών κατά πλήρη κυριότητα

    Στις ανώνυμες εταιρείες ισχύει, καταρχήν, η αρχή της ελεύθερης μεταβίβασης των μετοχών (άρθρο 41 §1, ν. 4548/18). Οι μετοχές εκδίδονται, κατ’ εξαίρεση μόνον, ως δεσμευμένες (άρθρο 43, ν. 4548/18). Επίσης: είναι δυνατή η έκδοση (ή μη) φυσικών τίτλων μετοχών. Στην περίπτωση που έχουν εκδοθεί φυσικοί τίτλοι, εκτός από τη μεταβίβαση της κυριότητας επί της μετοχής πρέπει να μεταβιβασθεί και ο ίδιος ο τίτλος. Να λάβουν χώρα, δηλαδή, εκτός από τη συμφωνία για τη μεταβίβαση των μετοχών από τον μέτοχο στον διάδοχο και, επιπρόσθετα, η παράδοση των σχετικών τίτλων.

    Η μεταβίβαση των μετοχών πρέπει να καταχωρείται στο βιβλίο μετόχων (άρθρο 41 παρ. 2 ν. 4548/2018).

    Θα πρέπει να σημειωθεί πάντως πως, υπό το πρίσμα της διαδοχής, η μεταβίβαση των μετοχών, όταν λαμβάνει χώρα κατά πλήρη κυριότητα, σηματοδοτεί, ταυτόχρονα, και κάτι ακόμα-ίσως ακόμα πιο σημαντικό. Συγκεκριμένα την οριστική, πλήρη και μη αναστρέψιμη αποχώρηση του μεταβιβάζοντος από το κεφάλαιο (και όχι μόνον) της οικογενειακής επιχείρησης. Και εν τέλει, την πλήρη αντικατάστασή του από τον διάδοχο.

    Περίσσεια να πούμε πως, ειδικά στην περίπτωση αυτή, η ορθή επιλογή διαδόχου αποκτά μια ακόμα πιο σημαντική αξία.

     

    Η μεταβίβαση της ψιλής, μόνον, κυριότητας των μετοχών

    Οι μετοχές της ανώνυμης εταιρείας είναι δυνατό να αποτελέσουν αντικείμενο επικαρπίας (άρθρο 54 παρ. 1 ν. 4548/2018). Η επικαρπία μπορεί να συσταθεί με συμφωνία (άρθρα 1143 ΑΚ) μεταξύ του μεταβιβάζοντος μετόχου-επικαρπωτή και του ψιλού κυρίου-διαδόχου. Επίσης: για ορισμένο η αόριστο χρόνο. Σε κάθε περίπτωση, και για όσο διαρκεί το εν λόγω εμπράγματο δικαίωμα, ο επικαρπωτής έχει εξουσία χρήσης και κάρπωσης (1142ΑΚ). Τούτο, πρακτικά, σημαίνει πως (αν και μπορεί να υπάρξουν διαφορετικές συμφωνίες) ο επικαρπωτής των μετοχών έχει το δικαίωμα να εισπράττει τα διανεμόμενα μερίσματα˙ επίσης να ψηφίζει στις Γενικές Συνελεύσεις της εταιρείας (άρθρο 1177 ΑΚ & 54 §2, ν. 4548/2018).

    Αναλυτικότερα, στην περίπτωση που ο μεταβιβάζων υιοθετήσει τη μεταβίβαση των μετοχών του (όχι κατά πλήρη αλλά) κατά ψιλή μόνον κυριότητα-διατηρώντας για τον ίδιο την επικαρπία:

    (α) Εξασφαλίζει τον βιοπορισμό του για τον χρόνο μετά τη μεταβίβαση.

    Αναλυτικότερα:

    Είναι ενδεχόμενο να προσβλέπει ο μεταβιβάζων στα μερίσματα που αντιστοιχούν στις μεταβιβαζόμενες μετοχές για τον βιοπορισμό του. Ή, ευρύτερα, στην από μέρους του ιδίου διαχείρισή τους. Σε κάποιες περιπτώσεις η (επαρκής) διασφάλιση του μεταβιβάζοντος καθίσταται ανάγκη λιγότερο ή περισσότερο επιτακτική.  Δεν είναι, άλλωστε, λίγα τα παραδείγματα της (επιγενόμενης) επίδειξης αχαριστίας από μέρους του διαδόχου. Η διατήρηση της επικαρπίας από μέρους του μεταβιβάζοντος αποτελεί επαρκές αντιστάθμισμα στους θεωρητικούς (ή/και πρακτικούς, κάποιες φορές και ορατούς) κινδύνους.

    Να σημειωθεί πάντως πως, παρά τη διατήρηση της επικαρπίας από τον μεταβιβάζοντα, είναι δυνατή η συμφωνία για τη μεταβίβαση του μερίσματος σε τρίτο, πλην του επικαρπωτή, πρόσωπο (άρθρο 33 §5 ν. 4548/18.

    (β) Εξασφαλίζει τη διατήρηση της θέσης και εξουσίας του στο ανώτατο όργανο της ανώνυμης εταιρείας.

    Αναλυτικότερα:

    Είναι επίσης ενδεχόμενο ο μεταβιβάζων να επιθυμεί (για κάποιο χρόνο και σε κάποιο βαθμό)  να διατηρήσει την εμπλοκή του στη διοίκηση  και λειτουργία της ανώνυμης εταιρείας. Διατηρώντας για τον ίδιο την επικαρπία διατηρεί,  ταυτόχρονα, το δικαίωμα συμμετοχής στη Γενική Συνέλευση. Επίσης (και το σημαντικότερο) και το δικαίωμα ψήφου-στο όνομα μάλιστα και για λογαριασμό του. Δεν λειτουργεί, δηλαδή, ως πληρεξούσιος του ψιλού κυρίου και διαδόχου μετόχου (άρθρα 1177 ΑΚ και 54 § 2, ν. 4548/2018).

    Είναι, ωστόσο, δυνατή η συμφωνία μεταξύ του μεταβιβάζοντος μετόχου-επικαρπωτή και του αποκτώντος ψιλού κυρίου-διαδόχου για την άσκηση του δικαιώματος ψήφου από τον τελευταίο. Η συμφωνία αυτή, προκειμένου να ισχύει έναντι της εταιρείας, πρέπει να καταχωρισθεί στο βιβλίο μετόχων. Η συμφωνία πάντως αυτή είναι δυνατό να λάβει χώρα σε οποιαδήποτε χρονική στιγμή μετά τη σύσταση της επικαρπίας.

    Στην περίπτωση πάντως που ο επικαρπωτής μέτοχος εκχωρήσει το δικαίωμα ψήφου επί των μετοχών που μεταβιβάσθηκαν επιδεικνύει τη μέγιστη δυνατή εμπιστοσύνη στους διαδόχους του. Η διαδοχή θα έχει, τουλάχιστον σε αυτήν την ενότητα, επέλθει. Ο διάδοχος θα είναι εκείνος που τυπικά θα δικαιούται να λάβει τις  μείζονος σημασίας αποφάσεις για τη διοίκηση και λειτουργία της οικογενειακής επιχείρησης. Σε πρακτικό επίπεδο: Το δικαίωμα στην εκλογή του Διοικητικού Συμβουλίου και, εν γένει, στη διοίκηση της οικογενειακής επιχείρησης.

     

    Η επιλογή(;) της «αιτία θανάτου» μεταβίβασης

    Τους «πονοκεφάλους» της «εν ζωή» μεταβίβασης είναι δυνατό ο βασικός (ή μόνος) μέτοχος της ανώνυμης εταιρείας απολύτως να αποφύγει. Με ποιον τρόπο; Αποφεύγοντας, κατά τη διάρκεια της ζωής του, οποιαδήποτε επιλογή ή προετοιμασία. Η συγκεκριμένη επιλογή (ακριβέστερα: άρνηση επιλογής) μοιάζει, σίγουρα, βολική. Είναι δεδομένο όμως πως δεν θα διασφαλίσει με τον τρόπο αυτό, «ουδέ κατ’ ελάχιστον», τη διαδοχή της επιχείρησής του. Εξάλλου, ο βασικός (ή μόνος) μέτοχος ενδεχομένως να αξιολογεί πως το θέμα της διαδοχής  δεν είναι αρκούντως σημαντικό ή, έστω, μείζονος προτεραιότητας για τον ίδιο.

    Οι επιλογές πάντως που διατηρεί για την «αιτία θανάτου» μεταβίβαση των μετοχών της επιχείρησής του είναι δύο. Η πρώτη να αφήσει τα πράγματα στα «χέρια του νόμου» υιοθετώντας την επιλογή της εξ αδιαθέτου διαδοχής-ό,τι δηλ. ο νόμος προβλέπει για τους κληρονόμους τους. Η δεύτερη να υιοθετήσει τις βέλτιστες για τον ίδιο λύσεις συντάσσοντας την κατάλληλη, κατ’ εκείνον, διαθήκη προκειμένου να μεταβιβαστούν οι μετοχές και εταιρεία του στα πρόσωπα, με τον τρόπο και κατ’ αριθμό που ο ίδιος θα επιλέξει.

     

    Η επιτυχημένη διαδοχή, στις οικογενειακές επιχειρήσεις, αποτελεί διαδικασία πολυσύνθετη. Προϋποθέτει  δέσμευση όλων των εμπλεκομένων. Προϋποθέτει προσπάθεια, υπομονή, επιμονή και, βεβαίως, χρόνο.

    Ο τελευταίος όμως(:χρόνος) δεν είναι πάντοτε «πανδαμάτωρ» ούτε και «πάντων ιατρός».

    Κατά τούτο: Ευκταίος ο προσεκτικός σχεδιασμός της διαδοχής και ολοκλήρωσή της κατά τη διάρκεια της ενεργούς ζωής του βασικού ή μόνου ιδιοκτήτη.

    Το σημαντικότερο: η διάθεση και δέσμευση να αφιερωθεί ο αναγκαίος χρόνος και όση ενέργεια απαιτεί η κάθε μια, ξεχωριστά, περίπτωση.

    Υπό τις συγκεκριμένες προϋποθέσεις: το αποτέλεσμα μέλλει να μας ανταμείψει.-

    Σταύρος Κουμεντάκης
    Managing Partner

     

    Υ.Γ. Συνοπτική έκδοση του άρθρου δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ, στις 15 Νοεμβρίου 2020.

    οικογενειακές επιχειρήσεις

    Η πληροφόρηση που εμπεριέχεται στο παρόν άρθρο δεν συνιστά (ούτε και έχει σκοπό να αποτελέσει) νομική συμβουλή. Μια τέτοια νομική συμβουλή είναι δυνατό να παρασχεθεί μόνον από αρμόδιο δικηγόρο ο οποίος θα λάβει υπόψη του το σύνολο των δεδομένων που θα του εκθέσετε για την υπόθεσή σας. Αναλυτικά.

  • Ο Τεχνικός Ασφαλείας και η προστασία της ζωής και της υγείας του εργαζομένου

    Ο Τεχνικός Ασφαλείας και η προστασία της ζωής και της υγείας του εργαζομένου

    Η υποχρέωση προστασίας της ζωής και της υγείας του εργαζομένου – Ο Τεχνικός Ασφαλείας

    Σε προηγούμενη αρθρογραφία μας αναφερθήκαμε στις παρεπόμενες υποχρεώσεις του Εργοδότη από τη σύμβαση και σχέση εργασίας που αναπτύσσεται με τους εργαζομένους του. Τις υποχρεώσεις που χαρακτηρίζονται μεν «παρεπόμενες» δεν είναι όμως, καθόλου, ήσσονος σημασίας και αξίας. Πώς άλλωστε θα χαρακτήριζε κάποιος ως ήσσονος σημασίας υποχρεώσεις που συνδέονται με την προστασία της ζωής και υγείας του εργαζομένου; Η εκπλήρωσή τους επιβάλλεται (και ορθά) από το υφιστάμενο θεσμικό πλαίσιο. Η έλευση της πανδημίας εξάλλου μας υπέμνησε, εντονότατα, την αξία τους. Η ζωή και η υγεία όμως αποτελούν αγαθά τα οποία οφείλουμε, διαχρονικά, να προστατεύουμε. Αυτονοήτως και στο εργασιακό περιβάλλον. Ο Τεχνικός Ασφαλείας (οφείλει να) λειτουργεί προς τη συγκεκριμένη κατεύθυνση.  Αντίστοιχα και ο Ιατρός Εργασίας που μας απασχόλησαν στην προαναφερθείσα αρθρογραφία μας.

    Ας επιχειρήσουμε στο παρόν την προσέγγιση του θεσμού του Τεχνικού Ασφαλείας.

     

    Η κύρια και οι παρεπόμενες υποχρεώσεις του εργοδότη από τη σύμβαση εργασίας

    Είδαμε ήδη σε προηγούμενη αρθρογραφία μας πως κύρια υποχρέωση του εργοδότη συνιστά η καταβολή στον εργαζόμενο του νόμιμου ή, κατά περίπτωση, του συμφωνημένου μισθού (648 ΑΚ). Τον εργοδότη όμως βαρύνει και η «υποχρέωση πρόνοιας» που εξειδικεύεται σε μια σειρά παρεπόμενων υποχρεώσεων. Μεταξύ αυτών κι εκείνες που συνδέονται με την προστασία προσωπικών και περιουσιακών αγαθών των εργαζομένων. Την προστασία, δηλ., της ζωής και της υγείας, της προσωπικότητας και της περιουσίας τους.

    Η εκπλήρωση των συγκεκριμένων υποχρεώσεων δεν επαφίεται στην καλή διάθεση του εργοδότη. Η Πολιτεία δεν έχει επιλέξει να παραμείνει απαθής θεατής τους. Επιβάλλει και επιβλέπει την εκπλήρωσή τους με βάση το υφιστάμενο θεσμικό πλαίσιο. Ενδεχόμενη παραβίαση των παρεπομένων υποχρεώσεων συνδέεται με σειρά αστικών, ποινικών και διοικητικών κυρώσεων. Τα δεδομένα αυτά είναι που, μεταξύ άλλων, καταδεικνύουν την ιδιαίτερη μέριμνα της Πολιτείας ως προς την τήρησή τους.

     

    Ειδικότερα: η υποχρέωση προστασίας της ζωής και της υγείας του εργαζόμενου

    Η υποχρέωση προστασίας της ζωής και της υγείας των εργαζομένων διασφαλίζεται από σειρά διατάξεων αστικού, δημοσίου και ποινικού δικαίου.

    Η υποχρέωση του εργοδότη να προστατεύει τη ζωή και την υγεία του εργαζομένου στο πλαίσιο της εργασιακής σχέσης θεσπίζεται από τον Αστικό Κώδικα. Η σχετική διάταξη (662 ΑΚ) προβλέπει: «Ο εργοδότης οφείλει να διαρρυθμίζει τα σχετικά με την εργασία και με το χώρο της καθώς και τα σχετικά με τη διαμονή, τις εγκαταστάσεις και τα μηχανήματα ή εργαλεία, έτσι ώστε να προστατεύεται η ζωή και η υγεία του εργαζομένου.».

    Υφίσταται, επιπρόσθετα, ένα πλέγμα διατάξεων δημοσίου δικαίου, που στοχεύει στην πληρέστερη προστασία των εργαζομένων. Οι διατάξεις αυτές συνιστούν τη νομοθεσία για την υγιεινή και ασφάλεια στην εργασία.

    Πρόκειται για τις διατάξεις εκείνες που εντάσσονται είτε στη γενική είτε στην ειδική, σχετική, νομοθεσία. Ορισμένα, δηλ., νομοθετήματα αφορούν το σύνολο των εργαζομένων, ενώ άλλα συγκεκριμένες κατηγορίες εργασίας (λ.χ. ΠΔ 788/1980 «περί μέτρων ασφαλείας κατά την εκτέλεσιν οικοδομικών έργων»).

    Ορόσημο στη νομοθεσία για την υγιεινή και ασφάλεια των εργαζομένων αποτελεί ο ν. 1568/1995 (:«Υγιεινή-Ασφάλεια εργαζομένων»). Ο συγκεκριμένος νόμος υπήρξε καινοτόμος στο πεδίο της υποχρέωσης πρόληψης για την προστασία της ζωής και της υγείας των εργαζομένων. Το πεδίο εφαρμογής του εκτείνεται, εκτός από ελάχιστες εξαιρέσεις, στο σύνολο των δραστηριοτήτων του ιδιωτικού και δημόσιου τομέα. Μετά την έκδοση του συγκεκριμένου νόμου, εκδόθηκαν διάφορα, συμπληρωματικά, νομοθετήματα. Το σύνολο τους κωδικοποιήθηκε με τον ν. 3850/2010.

    Οι καινοτομίες του ν. 1568/1995 αφορούσαν την εισαγωγή εντελώς νέων θεσμών στον τομέα της ασφάλειας και της υγιεινής της εργασίας στη χώρα μας. Ως τέτοιοι και οι θεσμοί του Τεχνικού Ασφαλείας και του Ιατρού Εργασίας-ήδη εμπεριεχόμενοι στο ν. 3850/2010.

     

    Ο Τεχνικός Ασφαλείας

    Η υποχρέωση απασχόλησης Τεχνικού Ασφαλείας

    Η υποχρέωση απασχόλησης Τεχνικού Ασφαλείας αφορά το σύνολο των επιχειρήσεων. Και τούτο ανεξάρτητα από τον αριθμό των εργαζομένων που απασχολούν (άρθρο 8 §1 & 2 ν. 3850/2010).

     

    Ο ρόλος και τα καθήκοντα του Τεχνικού Ασφαλείας

    Ο ρόλος του Τεχνικού Ασφαλείας (που οργανωτικά υπάγεται απευθείας στη διοίκηση της εταιρείας) είναι προληπτικός και συμβουλευτικός. Αποσκοπεί στη δημιουργία ενός ασφαλούς εργασιακού περιβάλλοντος εργασίας με απώτερο σκοπό την αποτροπή εργατικών ατυχημάτων.

    Οι συμβουλευτικές αρμοδιότητες του Τεχνικού Ασφαλείας προβλέπονται λεπτομερώς στη διάταξη του άρθρου 14 ν. 3850/2010.

    Ο Τεχνικός Ασφαλείας «παρέχει στον εργοδότη υποδείξεις και συμβουλές, γραπτά ή προφορικά, σε θέματα σχετικά με την υγεία και ασφάλεια των εργαζομένων και την πρόληψη των εργατικών ατυχημάτων. Τις γραπτές υποδείξεις ο τεχνικός ασφάλειας καταχωρεί σε ειδικό βιβλίο της επιχείρησης, το οποίο σελιδομετρείται και θεωρείται από την Επιθεώρηση Εργασίας. Ο εργοδότης έχει υποχρέωση να λαμβάνει γνώση ενυπογράφως των υποδείξεων που καταχωρούνται σε αυτό το βιβλίο». (άρθρο 14 §1)

    Επιπλέον, «συμβουλεύει σε θέματα σχεδιασμού, προγραμματισμού, κατασκευής και συντήρησης των εγκαταστάσεων, εισαγωγής νέων παραγωγικών διαδικασιών, προμήθειας μέσων και εξοπλισμού, επιλογής και ελέγχου της αποτελεσματικότητας των ατομικών μέσων προστασίας, καθώς και διαμόρφωσης και διευθέτησης των θέσεων και του περιβάλλοντος εργασίας και γενικά οργάνωσης της παραγωγικής διαδικασίας» (άρθρο 14 §2 περ. α).

    Παράλληλα, «ελέγχει την ασφάλεια των εγκαταστάσεων και των τεχνικών μέσων, πριν από τη λειτουργία τους, καθώς και των παραγωγικών διαδικασιών και μεθόδων εργασίας πριν από την εφαρμογή τους και επιβλέπει την εφαρμογή των μέτρων υγείας και ασφάλειας των εργαζομένων και πρόληψης των ατυχημάτων, ενημερώνοντας σχετικά τους αρμόδιους προϊσταμένους των τμημάτων ή τη διεύθυνση της επιχείρησης (άρθρο 14 §2 περ. β).

    Ταυτόχρονα, ο Τεχνικός Ασφαλείας είναι επιφορτισμένος και με αρμοδιότητες επίβλεψης, οι οποίες προβλέπονται λεπτομερώς στη διάταξη του άρθρου 15 §1 ν. 3850/2010. Συγκεκριμένα, οφείλει:

    «α) να επιθεωρεί τακτικά τις θέσεις εργασίας από πλευράς υγείας και ασφάλειας των εργαζομένων, να αναφέρει στον εργοδότη οποιαδήποτε παράλειψη των μέτρων υγείας και ασφάλειας, να προτείνει μέτρα αντιμετώπισης της και να επιβλέπει την εφαρμογή τους,

    β) να επιβλέπει την ορθή χρήση των ατομικών μέσων προστασίας,

    γ) να ερευνά τα αίτια των εργατικών ατυχημάτων, να αναλύει και αξιολογεί τα αποτελέσματα των ερευνών του και να προτείνει μέτρα για την αποτροπή παρόμοιων ατυχημάτων,

    δ) να εποπτεύει την εκτέλεση ασκήσεων πυρασφάλειας και συναγερμού για τη διαπίστωση ετοιμότητας προς αντιμετώπιση ατυχημάτων».

     

    Τέλος, με σκοπό τη βελτίωση των συνθηκών εργασίας, υποχρεούται (άρθρο 15 §2 ν. 3850/2010):

    «α) να μεριμνά ώστε οι εργαζόμενοι στην επιχείρηση να τηρούν τους κανόνες υγείας και ασφάλειας των εργαζομένων και να τους ενημερώνει και καθοδηγεί για την αποτροπή του επαγγελματικού κινδύνου που συνεπάγεται η εργασία τους,

    β) να συμμετέχει στην κατάρτιση και εφαρμογή των προγραμμάτων εκπαίδευσης των εργαζομένων σε θέματα υγείας και ασφάλειας.».

     

    Ποιος μπορεί να ασκεί καθήκοντα Tεχνικού Aσφαλείας;

    Ο εργοδότης έχει διάφορες επιλογές ως προς τον καθορισμό του Τεχνικού Ασφαλείας. Μπορεί να επιλέξει ως Τεχνικό Ασφαλείας ήδη εργαζόμενο της επιχείρησής του ή τρίτο πρόσωπο. Μπορεί, επίσης, να επιλέξει τη λήψη των εν λόγω υπηρεσιών από εταιρεία Εξωτερικών Υπηρεσιών Προστασίας και Πρόληψης (ΕΞ.Υ.Π.Π.). Σε κάποιες περιπτώσεις δικαιούται να ασκεί και ο ίδιος ο εργοδότης καθήκοντα Τεχνικού Ασφαλείας. Μπορεί επίσης να υιοθετήσει συνδυασμό των συγκεκριμένων επιλογών (άρθρο 9 §1 ν. 3850/2010).

    Η επιλογή, όμως, του Τεχνικού Ασφαλείας από τον εργοδότη δεν είναι χωρίς προϋποθέσεις. Αποτελεί, αντίθετα, συνάρτηση της κατηγορίας στην οποία ανήκει η εκάστοτε επιχείρηση και του αριθμού των εργαζομένων που απασχολεί.

    Οι επιχειρήσεις κατατάσσονται σε τρεις κατηγορίες (Α, Β και Γ) ανάλογα με τον κλάδο της οικονομικής τους δραστηριότητας (άρθρο 10 ν. 3850/2010). Η συγκεκριμένη κατηγοριοποίηση αποδεικνύεται ιδιαίτερα σημαντική, καθώς βάσει αυτής καθορίζονται: (α) οι ώρες απασχόλησης του τεχνικού ασφάλειας (άρθρο 21 ν.3850/2010) και (β) τα προσόντα που πρέπει αυτός να διαθέτει (άρθρο 11 ν. 3850/2010).

     

    Η υποχρέωση γνωστοποίησης στην Επιθεώρηση Εργασίας

    Ο εργοδότης υποχρεούται να γνωστοποιήσει εγγράφως στην Επιθεώρηση Εργασίας εκείνον που αναλαμβάνει καθήκοντα Τεχνικού Ασφαλείας. Όταν είναι τρίτος υποχρεούται να κοινοποιήσει αντίγραφο της σύμβασης πρόσληψής του. Όταν πρόκειται για ΕΞ.Υ.Π.Π οφείλει, επίσης, να κοινοποιήσει τη σχετική σύμβαση, η οποία μάλιστα πρέπει να φέρει το προκαθορισμένο από το νόμο περιεχόμενο (άρθρο 9 §7 ν. 3859/2010). Όταν, τέλος, ως Τεχνικός Ασφαλείας, ορίζεται εργαζόμενος της επιχείρησης οφείλει να κοινοποιήσει στην Επιθεώρηση Εργασίας αντίγραφο της γραπτής ανάθεσης των καθηκόντων και, επιπρόσθετα, την αντίστοιχη δήλωση αποδοχής του.

     

    Η Εκτίμηση του Επαγγελματικού Κινδύνου

    Η Εκτίμηση Επαγγελματικού Κινδύνου είναι η γραπτή εκτίμηση των κινδύνων που δημιουργούνται κατά την εργασία. Κινδύνων που αφορούν την ασφάλεια και την υγεία των εργαζομένων. Αφορά τους υφιστάμενους κινδύνους και, επιπρόσθετα, εκείνους που είναι ενδεχόμενο να εμφανισθούν. Συμπεριλαμβάνει, αυτονοήτως, και τις ομάδες των εργαζομένων που εκτίθενται σε ιδιαίτερους κινδύνους.

    Η Εκτίμηση Επαγγελματικού Κινδύνου συνιστά, δυστυχώς, μια μάλλον υποβαθμισμένη υποχρέωση στη σκέψη των περισσοτέρων από εμάς. Είναι, ωστόσο, ιδιαίτερα σημαντική. Και, το σημαντικότερο, κατά νόμο υποχρεωτική για όλες, ανεξαιρέτως, τις επιχειρήσεις. Υπάγεται στις ειδικές υποχρεώσεις του εργοδότη (άρθρο 43 ν. 3850/2010).

    Στην εκπόνηση της Εκτίμησης Επαγγελματικού Κινδύνου είναι δυνατό να προβαίνει: (α) ο Τεχνικός Ασφαλείας, (β) ο Ιατρός Εργασίας, (γ) η ΕΣ.Υ.Π.Π. ή ΕΞ.Υ.Π.Π.

     

    Σκοπός της είναι:

    «α) να εντοπισθούν οι πηγές του επαγγελματικού κινδύνου, δηλαδή τι θα μπορούσε να προκαλέσει κινδύνους για την ασφάλεια και υγεία των εργαζομένων,

    β) να διαπιστωθεί κατά πόσο και με τι μέτρα μπορούν οι πηγές κινδύνων να εξαλειφθούν ή οι κίνδυνοι αυτοί να αποφευχθούν, και αν αυτό δεν είναι δυνατόν,

    γ) να καταγραφούν τα μέτρα πρόληψης που ήδη εφαρμόζονται και να προταθούν αυτά που πρέπει συμπληρωματικά να ληφθούν για τον έλεγχο των κινδύνων και την προστασία των εργαζομένων».

     

    Μεταξύ των σημαντικότερων υποχρεώσεων του Εργοδότη κυρίαρχη θέση κατέχουν η διασφάλιση της ζωής και της υγείας των εργαζομένων του. Υφίσταται, σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν, επαρκές νομοθετικό πλαίσιο που προσδιορίζει και επαρκώς εξειδικεύει τις υποχρεώσεις του. Όπως και εισαγωγικά αναφέραμε σημαίνουσα, μεταξύ αυτών, θέση κατέχουν ο Τεχνικός Ασφαλείας, ο Ιατρός Εργασίας και η Εκτίμηση Επαγγελματικού Κινδύνου.

    Ο Τεχνικός Ασφαλείας και οι υπηρεσίες του δεν θα πρέπει να προσεγγίζονται ως ένα ακόμα «βάρος» της επιχείρησης. Την αξία τους διαπιστώνουμε, κατά κανόνα, όταν «συμβεί το κακό». Ανατρέχουμε τότε (εμείς, εκείνος και η Επιθεώρηση Εργασίας) στις υποδείξεις του στο οικείο βιβλίο-αντίστοιχα και στην Εκτίμηση Επαγγελματικού Κινδύνου.

    Εκ των υστέρων.

    Δυστυχώς.

    Ας επιχειρήσουμε να δούμε τα πράγματα «αλλιώς».

     

    Η επιλογή και αξιοποίηση των υπηρεσιών του κατάλληλου Τεχνικού Ασφαλείας διασφαλίζει τη ζωή και την υγεία των εργαζομένων της επιχείρησης. Αποτελεί σταθεροποιητικό παράγοντα στις σχέσεις επιχείρησης-εργαζομένων. Αυξάνει τον βαθμό ικανοποίησης των τελευταίων. Μειώνει τις δυνητικές εμπλοκές (αστικές, ποινικές, διοικητικές-και όχι μόνον) της επιχείρησης. Αυξάνει το κύρος της. Μειώνει τα κόστη της. Βοηθά τον επιχειρηματία και το ανώτερο management να εστιάσουν στην ανάπτυξη της επιχείρησης και εν τέλει στην ευημερία.

    Κι όταν το (πάντοτε απευκταίο) εργατικό ατύχημα λάβει χώρα, ένα είναι βέβαιο: οι συνέπειές του θα είναι περισσότερο μετριασμένες σε σχέση με την (ενδεχόμενη) μη εφαρμογή των υποδειχθέντων από τον Τεχνικό Ασφαλείας μέτρων.

    Ας υποστηρίξουμε, λοιπόν, και περαιτέρω ενισχύσουμε τον θεσμό και το έργο του Τεχνικού Ασφαλείας.

    Μόνον οφέλη για τους εργαζόμενους και, αυτονοήτως, για την επιχείρηση είναι δυνατό να αποκομίσουμε!

    Σταύρος Κουμεντάκης
    Managing Partner

     

    Υ.Γ. Συνοπτική έκδοση του άρθρου δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ, στις 8 Νοεμβρίου 2020.

    τεχνικός ασφαλείας

    Η πληροφόρηση που εμπεριέχεται στο παρόν άρθρο δεν συνιστά (ούτε και έχει σκοπό να αποτελέσει) νομική συμβουλή. Μια τέτοια νομική συμβουλή είναι δυνατό να παρασχεθεί μόνον από αρμόδιο δικηγόρο ο οποίος θα λάβει υπόψη του το σύνολο των δεδομένων που θα του εκθέσετε για την υπόθεσή σας. Αναλυτικά.

  • Ιατρός Εργασίας & Εκτίμηση Επαγγελματικού Κινδύνου

    Ιατρός Εργασίας & Εκτίμηση Επαγγελματικού Κινδύνου

    Η υποχρέωση προστασίας της ζωής και της υγείας του εργαζομένου

    Ιατρός Εργασίας & Εκτίμηση Επαγγελματικού Κινδύνου

    Η αιφνίδια έλευση της πανδημίας αποτέλεσε εξαιρετικά δραστική και πολυεπίπεδα σημαντική υπόμνηση προς όλους μας. Μεταξύ άλλων και όσον αφορά την αξία και σημασία της ζωής και της υγείας. Γενικά. Σε κάθε έκφανση της ζωής-όλων μας. Σαφώς και στο περιβάλλον εργασίας. Κι όσον αφορά το τελευταίο, οφείλουμε να θυμηθούμε πως αποτελεί υποχρέωση του εργοδότη η προστασία της ζωής και της υγείας των εργαζομένων του. Και, μολονότι δεν αποτελεί την κύρια υποχρέωση του εργοδότη, δεν σημαίνει πως αξιολογείται και ως ήσσονος σημασίας. Πως μπαίνει σε «δεύτερη μοίρα». Η πολιτεία έχει, εξάλλου, θεσπίσει ένα πλέγμα διατάξεων που οριοθετούν τη συγκεκριμένη υποχρέωση. Στο πλαίσιο αυτό σημαίνοντα ρόλο κατέχουν ο Τεχνικός Ασφαλείας και ο Ιατρός Εργασίας. Βεβαίως και η Εκτίμηση Επαγγελματικού Κινδύνου.

    Ας επιχειρήσουμε την προσέγγιση των τελευταίων.

     

    Οι κύρια και παρεπόμενες υποχρεώσεις του εργοδότη από τη σύμβαση εργασίας

    Η σύμβαση εξαρτημένης εργασίας μεταξύ εργοδότη και εργαζομένου είναι δυνατό να συναφθεί γραπτά ή (ακόμα και) προφορικά. Ανεξάρτητα πάντως από τον τρόπο σύναψής της δημιουργεί ένα πλέγμα  δικαιωμάτων και υποχρεώσεων˙ τόσο για την επιχείρηση (εργοδότη) όσο και για τον εργαζόμενο.

    Κύρια υποχρέωση του εργοδότη συνιστά η καταβολή στον εργαζόμενο του νόμιμου ή, κατά περίπτωση, του συμφωνημένου μισθού (648 ΑΚ). Ο εργοδότης όμως, αναλαμβάνει και μια σειρά παρεπόμενων υποχρεώσεων. Πρόκειται για κείνες που συνθέτουν την «υποχρέωση πρόνοιας» του εργοδότη.

    Μεταξύ των παρεπομένων υποχρεώσεων κι εκείνες που συνδέονται με την προστασία των προσωπικών και περιουσιακών αγαθών των εργαζομένων. Την προστασία, δηλ., της ζωής και της υγείας, της προσωπικότητας και της περιουσίας του.

    Ενδεχόμενη παραβίασή της συνδέεται με σειρά αστικών, ποινικών και διοικητικών κυρώσεων. Το δεδομένο αυτό είναι που, μεταξύ άλλων, καταδεικνύει την ιδιαίτερη μέριμνα της Πολιτείας ως προς την τήρησή της.

     

    Ειδικότερα: η υποχρέωση προστασίας της ζωής και της υγείας του εργαζόμενου

    Η υποχρέωση προστασίας της ζωής και της υγείας των εργαζομένων διασφαλίζεται από σειρά διατάξεων αστικού, δημοσίου και ποινικού δικαίου.

    Η υποχρέωση του εργοδότη να προστατεύει τη ζωή και την υγεία του εργαζομένου στο πλαίσιο της εργασιακής σχέσης θεσπίζεται από τον Αστικό Κώδικα. Η σχετική διάταξη (662 ΑΚ) προβλέπει: «Ο εργοδότης οφείλει να διαρρυθμίζει τα σχετικά με την εργασία και με το χώρο της καθώς και τα σχετικά με τη διαμονή, τις εγκαταστάσεις και τα μηχανήματα ή εργαλεία, έτσι ώστε να προστατεύεται η ζωή και η υγεία του εργαζομένου.».

    Υφίσταται, επιπρόσθετα, ένα πλέγμα διατάξεων δημοσίου δικαίου, που στοχεύει στην πληρέστερη προστασία των εργαζομένων. Οι διατάξεις αυτές συνιστούν τη νομοθεσία για την υγιεινή και ασφάλεια στην εργασία.

    Πρόκειται για τις διατάξεις εκείνες που εντάσσονται είτε στη γενική είτε στην ειδική, σχετική, νομοθεσία. Ορισμένα, δηλ., νομοθετήματα αφορούν το σύνολο των εργαζομένων, ενώ άλλα συγκεκριμένες κατηγορίες εργασίας (λ.χ. ΠΔ 788/1980 «περί μέτρων ασφαλείας κατά την εκτέλεσιν οικοδομικών έργων»).

    Ορόσημο στη νομοθεσία για την υγιεινή και ασφάλεια των εργαζομένων αποτελεί ο ν. 1568/1995 (:«Υγιεινή-Ασφάλεια εργαζομένων»). Ο συγκεκριμένος νόμος υπήρξε καινοτόμος στο πεδίο της υποχρέωσης πρόληψης για την προστασία της ζωής και της υγείας των εργαζομένων. Το πεδίο εφαρμογής του εκτείνεται, εκτός από ελάχιστες εξαιρέσεις, στο σύνολο των δραστηριοτήτων του ιδιωτικού και δημόσιου τομέα. Μετά την έκδοση του συγκεκριμένου νόμου, εκδόθηκαν διάφορα, συμπληρωματικά, νομοθετήματα. Το σύνολο τους κωδικοποιήθηκε με τον ν. 3850/2010.

    Οι καινοτομίες του ν. 1568/1995 αφορούσαν την εισαγωγή εντελώς νέων θεσμών στον τομέα της ασφάλειας και της υγιεινής της εργασίας στη χώρα μας. Ως τέτοιοι και οι θεσμοί του Τεχνικού Ασφαλείας και του Ιατρού Εργασίας-ήδη εμπεριεχόμενοι στο ν. 3850/2010.

     

    Ο Ιατρός Εργασίας

    Η υποχρέωση απασχόλησης Ιατρού Εργασίας

    Όσες επιχειρήσεις απασχολούν περισσότερους από πενήντα (50) εργαζόμενους υποχρεούνται να απασχολούν (εκτός από τεχνικό ασφαλείας) και ιατρό εργασίας (άρθρο 8 παρ. 2 ν. 3850/2010). Για τον υπολογισμό του αριθμό απασχολουμένων συνυπολογίζονται οι εργαζόμενοι όλων των Παραρτημάτων, Υποκαταστημάτων, των χωριστών εγκαταστάσεων και αυτοτελών εκμεταλλεύσεων της κύριας επιχείρησης.

     

    Ο ρόλος και τα καθήκοντα του Ιατρού Εργασίας

    Ο Ιατρός Εργασίας επιφορτίζεται με ιατρικές και συμβουλευτικές αρμοδιότητες. Ο ρόλος του είναι κατά βάση προληπτικός.  Οργανωτικά υπάγεται, απευθείας, στη διοίκηση της εταιρείας.

    Ο Ιατρός Εργασίας «παρέχει υποδείξεις και συμβουλές στον εργοδότη, στους εργαζομένους και στους εκπροσώπους τους, γραπτά ή προφορικά, σχετικά με τα μέτρα που πρέπει να λαμβάνονται για τη σωματική και ψυχική υγεία των εργαζομένων…».

    Τις γραπτές υποδείξεις ο ιατρός εργασίας  τις καταχωρεί στο ειδικό βιβλίο, που καταχωρεί τις υποδείξεις του και ο Τεχνικός Ασφαλείας. Ο εργοδότης λαμβάνει γνώση, ενυπόγραφα, των υποδείξεων που καταχωρούνται στο συγκεκριμένο βιβλίο (άρθρο 17 παρ. 1 ν. 3850/2010).

    Ο Ιατρός Εργασίας, σύμφωνα με το άρθρο 17 παρ. 2 ν. 3850/2010, παρέχει συμβουλές σε θέματα:

    «α) σχεδιασμού, προγραμματισμού, τροποποίησης της παραγωγικής διαδικασίας, κατασκευής και συντήρησης εγκαταστάσεων, σύμφωνα με τους κανόνες υγείας και ασφάλειας των εργαζομένων,

    β) λήψης μέτρων προστασίας κατά την εισαγωγή και χρήση υλών και προμήθειας μέσων εξοπλισμού,

    γ) φυσιολογίας και ψυχολογίας της εργασίας, εργονομίας και υγιεινής της εργασίας, της διευθέτησης και διαμόρφωσης των θέσεων και του περιβάλλοντος της εργασίας και της οργάνωσης της παραγωγικής διαδικασίας,

    δ) οργάνωσης υπηρεσίας παροχής πρώτων βοηθειών,

    ε) αρχικής τοποθέτησης και αλλαγής θέσης εργασίας για λόγους υγείας, προσωρινά ή μόνιμα, καθώς και ένταξης ή επανένταξης μειονεκτούντων ατόμων στην παραγωγική διαδικασία, ακόμη και με υπόδειξη αναμόρφωσης της θέσης εργασίας.».

    Ας επισημανθεί όμως πως ο ιατρός εργασίας δεν επιτρέπεται να χρησιμοποιείται για να επαληθεύει το δικαιολογημένο ή μη, λόγω νόσου, απουσίας εργαζομένου.

    Κρείσσονος σημασίας υποχρέωση του ιατρού εργασίας αποτελεί η υποχρέωση επίβλεψης της υγείας των εργαζομένων, όπως αυτή, λεπτομερώς, προβλέπεται στο άρθρο 18 ν. 3850/2010.

    Συγκεκριμένα, ο Ιατρός Εργασίας προβαίνει: «…σε ιατρικό έλεγχο των εργαζομένων σχετικό με τη θέση εργασίας τους, μετά την πρόσληψη τους ή την αλλαγή θέσης εργασίας, καθώς και σε περιοδικό ιατρικό έλεγχο κατά την κρίση του επιθεωρητή εργασίας… Μεριμνά για τη διενέργεια ιατρικών εξετάσεων και μετρήσεων παραγόντων του εργασιακού περιβάλλοντος σε εφαρμογή των διατάξεων που ισχύουν κάθε φορά. Εκτιμά την καταλληλότητα των εργαζομένων για τη συγκεκριμένη εργασία…».

    Επιπλέον, μεταξύ άλλων «… επιβλέπει την εφαρμογή των μέτρων προστασίας της υγείας των εργαζομένων και πρόληψης των ατυχημάτων. Για το σκοπό αυτό:

    α) επιθεωρεί τακτικά τις θέσεις εργασίας και αναφέρει οποιαδήποτε παράλειψη, προτείνει μέτρα αντιμετώπισης των παραλείψεων και επιβλέπει την εφαρμογή τους,

    β) επεξηγεί την αναγκαιότητα της σωστής χρήσης των ατομικών μέτρων προστασίας,

    γ) ερευνά τις αιτίες των ασθενειών που οφείλονται στην εργασία, αναλύει και αξιολογεί τα αποτελέσματα των ερευνών και προτείνει μέτρα για την πρόληψη των ασθενειών αυτών,

    δ) επιβλέπει τη συμμόρφωση των εργαζομένων στους κανόνες υγείας και ασφάλειας των εργαζομένων, ενημερώνει τους εργαζομένους για τους κινδύνους που προέρχονται από την εργασία τους, καθώς και για τους τρόπους πρόληψης τους,

    ε) παρέχει επείγουσα θεραπεία σε περίπτωση ατυχήματος ή αιφνίδιας νόσου».

     

    Ποιος μπορεί να ασκεί καθήκοντα Ιατρού Εργασίας;

    Καθήκοντα Ιατρού Εργασίας δικαιούνται να ασκούν ιατροί. Με την ΠΝΠ της 20.3.20 αντικαταστάθηκε το άρθρο 16 του κώδικα νόμων για την υγεία και ασφάλεια των εργαζομένων (ΚΝΥΑΕ) που κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν. 3850/2010 (Α´ 84). Με βάση τη σχετική διάταξη (άρθρο 16§1), καθήκοντα ιατρού εργασίας μπορούν να ασκούν:

    «α) Οι ιατροί που κατέχουν την ειδικότητα της ιατρικής της εργασίας,

    β) Οι ιατροί που κατέχουν τίτλο οιασδήποτε ειδικότητας, πλην της ιατρικής της εργασίας, και έχουν εκτελέσει καθήκοντα ιατρού εργασίας σε επιχειρήσεις προ της 15ης Μαΐου 2009,

    γ) Οι ιατροί χωρίς ειδικότητα οι οποίοι έχουν ασκήσει καθήκοντα ιατρού εργασίας σε επιχειρήσεις συνεχώς επί επτά (7) τουλάχιστον έτη μέχρι και τις 15 Μαΐου 2009.

    Αξιοσημείωτη όμως είναι η (προστεθείσα από την εν λόγω ΠΝΠ) §2 του ίδιου άρθρου, με βάση την οποία:

    «2. Οι ιατροί της παρ. 1 μπορούν να ασκούν καθήκοντα ιατρού εργασίας σε όλες τις περιφέρειες ιατρικών συλλόγων της χώρας, χωρίς άδεια των συλλόγων αυτών».

    Η εν λόγω προσθήκη αποδείχθηκε ιδιαίτερα κρίσιμη (όπως αναφέραμε και σε προηγούμενη αρθρογραφία μας-ερώτημα 8ο) «καθώς (νομοθετικές) αγκυλώσεις του απολύτως πρόσφατου παρελθόντος (συνδεόμενες με κακές συντεχνιακές πρακτικές) δημιουργούσαν σοβαρά προβλήματα στην επιλογή Ιατρού Εργασίας. Για την επιλογή ιατρού εργασίας (που δεν είχε τη συγκεκριμένη ειδικότητα-παρότι ήταν ενταγμένος στους Ειδικούς Καταλόγους) απαιτείτο, μέχρι τότε, βεβαίωση του οικείου Ιατρικού Συλλόγου περί μη ύπαρξης διαθέσιμου Ειδικού στην περιφέρεια του(!!!)»

    Για την απασχόληση του Ιατρού Εργασίας, ο εργοδότης έχει τη δυνατότητα να επιλέξει όσον αφορά την ανάθεση των καθηκόντων ιατρού εργασίας: (α) σε εργαζομένους στην επιχείρηση, (β) σε άτομα εκτός της επιχείρησης,  (γ) σε εταιρεία που παρέχει Εξωτερικές Υπηρεσίες Προστασίας και Πρόληψης (ΕΞ. Υ.Π.Π.) και,  τέλος, (δ) συνδυασμό τους (άρθρο 9 §1 ν. 3850/2010).

     

    Η υποχρέωση γνωστοποίησης στην Επιθεώρηση Εργασίας

    Ο εργοδότης υποχρεούται να γνωστοποιήσει εγγράφως στην Επιθεώρηση Εργασίας εκείνον που αναλαμβάνει καθήκοντα Ιατρού Εργασίας. Όταν είναι τρίτος υποχρεούται να κοινοποιήσει αντίγραφο της σύμβασης πρόσληψής του. Όταν πρόκειται για ΕΞ.Υ.Π.Π οφείλει, επίσης, να κοινοποιήσει τη σχετική σύμβαση, η οποία μάλιστα πρέπει να φέρει το προκαθορισμένο από το νόμο περιεχόμενο (άρθρο 9 §7 ν. 3859/2010).

     

    Η Εκτίμηση του Επαγγελματικού Κινδύνου

    Η Εκτίμηση Επαγγελματικού Κινδύνου είναι η γραπτή εκτίμηση των κινδύνων που δημιουργούνται κατά την εργασία. Κινδύνων που αφορούν την ασφάλεια και την υγεία των εργαζομένων. Αφορά τους υφιστάμενους κινδύνους και, επιπρόσθετα, εκείνους που είναι ενδεχόμενο να εμφανισθούν. Συμπεριλαμβάνει, αυτονοήτως, και τις ομάδες των εργαζομένων που εκτίθενται σε ιδιαίτερους κινδύνους.

    Η Εκτίμηση Επαγγελματικού Κινδύνου συνιστά, δυστυχώς, μια μάλλον υποβαθμισμένη υποχρέωση στη σκέψη των περισσοτέρων από εμάς. Είναι, ωστόσο, ιδιαίτερα σημαντική. Και, το σημαντικότερο, κατά νόμο υποχρεωτική για όλες, ανεξαιρέτως, τις επιχειρήσεις. Υπάγεται στις ειδικές υποχρεώσεις του εργοδότη (άρθρο 43 ν. 3850/2010). Η πρόσφατη μάλιστα πανδημία κατέστησε αναγκαία την επικαιροποίησή της καθώς νέους, πρωτόγνωρους, κινδύνους καλούμασταν να διαχειριστούμε (όπως επισημάναμε σε προγενέστερη, ήδη από 15.3.20, αρθρογραφία μας-ερ.7ο)

    Στην εκπόνηση της Εκτίμησης Επαγγελματικού Κινδύνου είναι δυνατό να προβαίνει: (α) ο Τεχνικός Ασφαλείας, (β) ο Ιατρός Εργασίας, (γ) η ΕΣ.Υ.Π.Π. ή ΕΞ.Υ.Π.Π.

    Σκοπός της είναι:

    «α) να εντοπισθούν οι πηγές του επαγγελματικού κινδύνου, δηλαδή τι θα μπορούσε να προκαλέσει κινδύνους για την ασφάλεια και υγεία των εργαζομένων,

    β) να διαπιστωθεί κατά πόσο και με τι μέτρα μπορούν οι πηγές κινδύνων να εξαλειφθούν ή οι κίνδυνοι αυτοί να αποφευχθούν, και αν αυτό δεν είναι δυνατόν,

    γ) να καταγραφούν τα μέτρα πρόληψης που ήδη εφαρμόζονται και να προταθούν αυτά που πρέπει συμπληρωματικά να ληφθούν για τον έλεγχο των κινδύνων και την προστασία των εργαζομένων».

     

    Μεταξύ των σημαντικότερων υποχρεώσεων του Εργοδότη κυρίαρχη θέση κατέχουν η διασφάλιση της ζωής και της υγείας των εργαζομένων του. Υφίσταται επαρκές νομοθετικό πλαίσιο που προσδιορίζει και επαρκώς εξειδικεύει τις υποχρεώσεις του. Όπως και εισαγωγικά αναφέραμε σημαίνουσα, μεταξύ αυτών, θέση κατέχουν ο Τεχνικός Ασφαλείας, ο Ιατρός Εργασίας και η Εκτίμηση Επαγγελματικού Κινδύνου.

    Η υποχρέωση απασχόλησης Ιατρού Εργασίας αποτελούσε, μέχρι την έναρξη της πανδημίας, ένα ακόμα -χωρίς αντίκρυσμα- «βάρος» για τη συντριπτική πλειονότητα των υπόχρεων επιχειρήσεων. Οι αγκυλώσεις του υφισταμένου μέχρι τον Μάρτιο του 2020 θεσμικού πλαισίου (που υπέκυπτε σε συγκεκριμένες συντεχνιακές λογικές) συνέτειναν στην αίσθηση του «βάρους».

    Τα πράγματα όμως μεταβλήθηκαν. Το θεσμικό πλαίσιο που αφορούσε τους γιατρούς εργασίας απαλλάχθηκε από τα συντεχνιακά βάρη.

    Η πανδημία άλλαξε, συνολικά, τη ζωή όλων μας. Ανέδειξε, ακόμα περισσότερο, την αξία των ιατρών εργασίας.

    Ήδη απολαμβάνουμε τις υπηρεσίες τους.

    Αξίζει περαιτέρω να τις αξιοποιήσουμε.

    Ιδίως υπό τις παρούσες συνθήκες.

    Σταύρος Κουμεντάκης
    Managing Partner

     

    Υ.Γ. Συνοπτική έκδοση του άρθρου δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ, την 1η Νοεμβρίου 2020.

    ιατρός εργασίας

    Η πληροφόρηση που εμπεριέχεται στο παρόν άρθρο δεν συνιστά (ούτε και έχει σκοπό να αποτελέσει) νομική συμβουλή. Μια τέτοια νομική συμβουλή είναι δυνατό να παρασχεθεί μόνον από αρμόδιο δικηγόρο ο οποίος θα λάβει υπόψη του το σύνολο των δεδομένων που θα του εκθέσετε για την υπόθεσή σας. Αναλυτικά.

  • Οικογενειακές επιχειρήσεις, διαζύγιο και αξίωση συμμετοχής στα αποκτήματα

    Οικογενειακές επιχειρήσεις, διαζύγιο και αξίωση συμμετοχής στα αποκτήματα

    Οι οικογενειακές επιχειρήσεις στη χώρα μας αποτελούν (όπως έχουμε ήδη διαπιστώσει σε προηγούμενη αρθρογραφία μας) τη συντριπτική πλειονότητα του συνόλου των επιχειρήσεων. Υπολογίζεται πως το 80% των επιχειρήσεων είναι οικογενειακές (στοιχεία έτους 2016) και το 44,3% των εισηγμένων (στοιχεία συναλλαγών α’ εξ. 2020).  Μεταξύ αυτών συμπεριλαμβάνονται και επιχειρήσεις που συνεταίροι/συμμέτοχοι είναι σύζυγοι. Επίσης, κάποιες άλλες που βασικός (ή μοναδικός) μέτοχος είναι ο ένας από τους συζύγους. Τα πράγματα, πολυεπίπεδα, «μπερδεύονται» όταν υπάρξει απόκλιση από το ευαγγελικό: «Οὕς ὁ Θεός συνέζευξεν, ἄνθρωπος μή χωριζέτω» (Ματθ. ιθ´, 6 & Μάρκ. ι´, 9). Από θεολογική, κοινωνική, κοινωνιολογική (και όχι μόνον) σκοπιά. Βεβαίως και από νομική. Τι συμβαίνει με τα αποκτήματα (:περιουσιακά στοιχεία που αποκτήθηκαν κατά την διάρκεια γάμου που λύθηκε); Και τι, ειδικότερα, συμβαίνει με τις εταιρικές συμμετοχές;

     

    Η αξίωση συμμετοχής στα αποκτήματα

    Γενικά

    Η αξίωση συμμετοχής στα αποκτήματα (:1400 ΑΚ) εισήχθη το 1983 στο δικαιϊκό μας σύστημα. Ο σχετικός νόμος (:ν. 1329/1983) αποσκοπούσε «στην εφαρμογή της συνταγματικής αρχής της ισότητας ανδρών και γυναικών στον Αστικό Κώδικα…». Κι ακόμα: «…στον μερικό εκσυγχρονισμό των διατάξεων του Αστικού Κώδικα που αφορούν το Οικογενειακό Δίκαιο».

    Η αξίωση συμμετοχής στα αποκτήματα προϋποθέτει την εφαρμογή του συστήματος της περιουσιακής αυτοτέλειας των συζύγων (1397 ΑΚ). Δεν υφίσταται επί κοινοκτημοσύνης (άρθρα 1403 επ. ΑΚ).

     

    Η αξίωση συμμετοχής στα αποκτήματα: η νομοθετική ρύθμιση.

    Δεν είναι ασύνηθες να αυξάνεται η περιουσία του ενός, μόνον, συζύγου κατά τη διάρκεια της έγγαμης συμβίωσης. Και τούτο, μολονότι και ο έτερος σύζυγος έχει συμβάλει στη συγκεκριμένη επαύξηση. Η εν λόγω συμβολή μεταφράζεται, συχνά, σε ικανοποίηση δευτερεύουσας(;) αξίας οικογενειακών αναγκών. Ενδεικτικά: οικιακές εργασίες, κάλυψη των αναγκών των τέκνων της οικογένειας κλπ. Κάποιες άλλες φορές όμως μεταφράζεται σε ουσιαστική συνδρομή στην επιχειρηματική δραστηριότητα του έτερου συζύγου (λ.χ. παροχή εργασίας στην επιχείρησή του άνευ αμοιβής, παροχή ιδεών για ανάπτυξη επιχειρηματικής δραστηριότητας (1298/2016 ΜονΠρωτΘεσ).

    Για την αποκατάσταση της συγκεκριμένης αδικίας «ανέλαβε δράση» ο νομοθέτης. Η διάταξη του άρθρου 1400 παρ. 1 ΑΚ προβλέπει πως: «Αν ο γάμος λυθεί ή ακυρωθεί και η περιουσία του ενός συζύγου έχει, αφότου τελέσθηκε ο γάμος, αυξηθεί, ο άλλος σύζυγος, εφόσον συνέβαλε με οποιονδήποτε τρόπο στην αύξηση αυτή, δικαιούται να απαιτήσει την απόδοση του μέρους της αύξησης το οποίο προέρχεται από τη δική του συμβολή. Τεκμαίρεται ότι η συμβολή αυτή ανέρχεται στο ένα τρίτο της αύξησης, εκτός αν αποδειχθεί μεγαλύτερη ή μικρότερη ή καμία συμβολή.».

    Με απλά λόγια: Μετά τη λύση (ή ακύρωση) του γάμου ο (μη επωφεληθείς) σύζυγος δικαιούται να αξιώσει από τον έτερο, του οποίου τα περιουσιακά στοιχεία αυξήθηκαν κατά τη διάρκεια του γάμου, το μερίδιο που του αναλογεί (με βάση τη δική του συμβολή) στην επαύξηση. Η συγκεκριμένη συμβολή όμως θα πρέπει (για να αποζημιωθεί) να υπερβαίνει το μέτρο. Δηλαδή την μεταξύ των συζύγων (δεδομένη) υποχρέωση για συνεισφορά στις οικογενειακές ανάγκες ανάλογα με τις δυνάμεις τους (:1389 ΑΚ). Μόνον τότε η συμβολή λαμβάνεται υπόψη για τον καθορισμό του ύψους της αξίωσης συμμετοχής στα αποκτήματα.

     

    Το σύστημα της περιουσιακής αυτοτέλειας (ή του χωρισμού των περιουσιών)

    Η προαναφερθείσα αξίωση συμμετοχής στα αποκτήματα προϋποθέτει την εφαρμογή (άλλως μη απόκλιση από το σύστημα) της περιουσιακής αυτοτέλειας (ή του χωρισμού των περιουσιών) των συζύγων. Το εν λόγω σύστημα προβλέπεται στη διάταξη του άρθρου 1397 ΑΚ. Η συγκεκριμένη διάταξη ορίζει πως: «…ο γάμος δεν μεταβάλει την περιουσιακή αυτοτέλεια των συζύγων». Οι περιουσίες των δύο συζύγων είναι διακριτές μεταξύ τους.

    Είτε, επομένως, πρόκειται για κινητή είτε για ακίνητη περιουσία˙ είτε αυτή αποκτήθηκε πριν ή μετά τη σύναψη του γάμου, η περιουσία του κάθε συζύγου αποτελεί την ατομική (ξεχωριστή από του άλλου) περιουσία του. Ο κάθε σύζυγος δικαιούται, κατ’ αποτέλεσμα, να διαχειρίζεται την ατομική του περιουσία όπως εκείνος κρίνει. Και, αυτονοήτως, να τη διαθέτει ελεύθερα.

    Είναι συχνή η απόκτηση κοινών περιουσιακών στοιχείων και από τους δύο (μαζί) συζύγους. Οι σχέσεις τους όσον αφορά τα συγκεκριμένα, κοινά, περιουσιακά στοιχεία δεν διαφοροποιούνται από την ύπαρξη της συζυγίας. Διέπονται, και στην προκειμένη περίπτωση, από τις διατάξεις της κοινωνίας δικαιώματος και της συγκυριότητας (άρθρα 785 επ. και 1113 επ. ΑΚ).

     

    Η αδυναμία προβολής αξίωσης συμμετοχής στα αποκτήματα: Το σύστημα της κοινοκτημοσύνης

    Είναι εφικτή (κατ’ απόκλιση του συστήματος της προαναφερθείσας περιουσιακής αυτοτέλειας των συζύγων) η συμβατική επιλογή του συστήματος της κοινοκτημοσύνης (άρθρο 1403επ. ΑΚ). Το συγκεκριμένο σύστημα αναφέρεται στην περίπτωση εκείνη που οι σύζυγοι επιλέγουν, συμβατικά, την εγκαθίδρυση «…κοινωνίας κατά ίσα μέρη σε περιουσιακά τους στοιχεία χωρίς δικαίωμα διάθεσης, από τον καθένα τους, του ιδανικού του μεριδίου».

    Η επιλογή του συστήματος της κοινοκτημοσύνης είναι δυνατό να λάβει χώρα είτε πριν ή κατά τη διάρκεια του γάμου. Όταν όμως επιλεγεί δεν μπορεί εκ των υστέρων να προβληθεί αξίωση συμμετοχής στα αποκτήματα. Ο σκοπός που καλείται να υπηρετήσει η εν λόγω αξίωση καλύπτεται από την κοινοκτημοσύνη.

     

    Οι προϋποθέσεις γέννησης της αξίωσης συμμετοχής στα αποκτήματα

    Έγινε, ήδη, λόγος για την αρνητική προϋπόθεση που πρέπει να συντρέχει προκειμένου να είναι εφικτή η γέννηση της αξίωσης συμμετοχής στα αποκτήματα. Συγκεκριμένα: η μη επιλογή του συστήματος της κοινοκτημοσύνης.

    Προκειμένου όμως να εγερθεί η αξίωση συμμετοχής στα αποκτήματα θα πρέπει να συντρέχουν τρεις ακόμη, σωρευτικά, προϋποθέσεις. Συγκεκριμένα:

    (α) Να έχει λυθεί ή να έχει ακυρωθεί ο γάμος (ή, κατ’ αναλογική εφαρμογή, να έχει συμπληρωθεί, τουλάχιστον τριετής, διάσταση των συζύγων –άρθρο 1400 παρ. 2 ΑΚ).

    Η λύση του γάμου επέρχεται είτε με το θάνατο ενός από τους συζύγους των συζύγων είτε με την έκδοση διαζυγίου. Στην τελευταία περίπτωση (:έκδοση διαζυγίου) καθώς και της ακύρωσης του γάμου, η αξίωση συμμετοχής στα αποκτήματα γεννιέται μετά το αμετάκλητο της σχετικής δικαστικής απόφασης (1438 εδ. 2, 1381 ΑΚ). Ενδεχόμενη υπαιτιότητα του ενός ή του άλλου συζύγου είναι αδιάφορη.

     

    (β) Να έχει συντελεστεί επαύξηση της περιουσίας κάποιου από τους συζύγους (ή και των δύο) κατά τη διάρκεια του γάμου.

    Η επαύξηση της περιουσίας πρέπει να έχει λάβει χώρα κατά τη διάρκεια του γάμου. Η επαύξηση προκύπτει από τη σύγκριση της περιουσίας καθενός συζύγου στην αρχή και στη λήξη του γάμου.

    Ως αρχική περιουσία λαμβάνεται υπόψη η καθαρή περιουσία κατά το χρόνο τέλεσης του γάμου. Η περιουσία, με άλλα λόγια, που προκύπτει μετά την αφαίρεση του παθητικού από το ενεργητικό.

    Ως τελική περιουσία λαμβάνεται υπόψη η καθαρή περιουσία κατά τη λήξη του γάμου. Το χρονικό σημείο υπολογισμού της τελικής περιουσίας σε περίπτωση λήξης του γάμου με διαζύγιο ή ακύρωσής του, καθώς και σε περίπτωση τριετούς διάστασης αποτελεί ζήτημα αμφιλεγόμενο. Έχουν διατυπωθεί διάφορες απόψεις.

    Μια πρώτη άποψη δέχεται, ως χρόνος υπολογισμού της τελικής περιουσίας, τον χρόνο του αμετακλήτου της απόφασης του διαζυγίου ή της ακύρωσης του γάμου ή της συμπλήρωσης της τριετούς διάστασης.

    Μια δεύτερη (ορθότερη, αποτελεσματικότερη και δικαιότερη κατά τον υπογράφοντα) άποψη δέχεται να τοποθετηθεί, ο χρόνος υπολογισμού της τελικής περιουσίας στο χρονικό σημείο επίδοσης της αγωγής διαζυγίου ή ακύρωσης του γάμου, ή της έναρξης της τριετούς διάστασης. Με τον τρόπο αυτό αποφεύγεται η πιθανότητα προσπάθειας του υπόχρεου συζύγου να «απομειώσει τον πλουτισμό του».

    Μια Τρίτη, ενδιάμεση, άποψη δέχεται πως μετά τον χρόνο επίδοσης της αγωγής διαζυγίου ή ακύρωσης του γάμου ή της έναρξης της τριετούς διάστασης, παύει να ισχύει υπέρ του δικαιούχου συζύγου το τεκμήριο της συμβολής κατά 1/3. Ο δικαιούχος σύζυγος, λοιπόν, καλείται, μετέπειτα, να αποδείξει οποιοδήποτε ποσοστό συνεισφοράς του.

     

    (γ) Να υπάρχει συμβολή του ετέρου συζύγου στην προαναφερόμενη περιουσιακή επαύξηση.

    Η συμβολή ενός από τους συζύγους στην επαύξηση της περιουσίας του άλλου λαμβάνεται υπόψη ανεξάρτητα από τον τρόπο με τον οποίο λαμβάνει χώρα. Πρόκειται, δηλαδή, για οποιαδήποτε δραστηριότητα του δικαιούχου συζύγου, η οποία τελεί σε σχέση αιτίου και αιτιατού με την περιουσιακή επαύξηση της περιουσίας του υπόχρεου συζύγου.

     

    Η φύση της αξίωσης συμμετοχής στα αποκτήματα

    Η αξίωση συμμετοχής στα αποκτήματα συνιστά ενοχική αξίωση, περιουσιακού χαρακτήρα. Το γεγονός ότι απορρέει από τον δεσμό του γάμου την καθιστά προσωποπαγή. Γεννάται, δηλαδή, στο πρόσωπο του δικαιούχου συζύγου και αποσβέννυται με τον θάνατό του, καθώς δεν συνιστά αξίωση κληρονομητή. Επιπρόσθετα: δεν εκχωρείται εν ζωή. Εξαίρεση στα προαναφερθέντα υφίσταται εφόσον η αξίωση έχει αναγνωριστεί συμβατικά ή ο δικαιούχος σύζυγος επέδωσε σχετική αγωγή.

    Στη βάση του ενοχικού και περιουσιακού της χαρακτήρα εγείρεται και το αμφιλεγόμενο ζήτημα της εκπλήρωσής της με χρηματική (υποχρεωτικά) ή αυτούσια απόδοση των αποκτημάτων.

    Κατά μια άποψη, η αξίωση της συμμετοχής στα αποκτήματα είναι υποχρεωτικά χρηματική. Στο πλαίσιο αυτής, ασκώντας την αξίωσή του ο δικαιούχος σύζυγος δεν είναι δυνατό να λάβει αυτούσια περιουσιακά στοιχεία που ανήκουν στον έτερο σύζυγο και αποτελούν μέρος της επαύξησης της περιουσίας του. Αντίθετα, η αύξηση της περιουσίας του υπολογίζεται μόνο λογιστικά και αποδίδεται στον δικαιούχο σύζυγο χρηματικά.

    Κατά την ορθότερη όμως άποψη, η αυτούσια απόδοση είναι δυνατή. Πολλές φορές, μάλιστα, και επιθυμητή από τα μέρη. Κατά την άποψη αυτή, ο δικαιούχος σύζυγος δικαιούται να αξιώσει και ο υπόχρεος να ζητήσει να καταβάλλει αυτούσιο το ανάλογο μέρος των αποκτημάτων. Στη βάση αυτής, η δικαστική κρίση μπορεί να διατάξει, στη βάση ανάλογων αιτημάτων, την απόδοση είτε ποσοστού συγκυριότητας στα αποκτήματα είτε ορισμένου ή ορισμένων πραγμάτων ίσης αξίας με το ποσοστό συμμετοχής του δικαιούχου στην αύξηση περιουσίας του άλλου (ΟλΑΠ 28/1996).

     

    Τα περιουσιακά στοιχεία που εντάσσονται στα αποκτήματα και η αξίωση επί μετοχών

    Στην έννοια των αποκτημάτων δεν περιλαμβάνονται όλα, ανεξαιρέτως, τα περιουσιακά στοιχεία που αποκτά ο υπόχρεος σύζυγος, ύστερα από την τέλεση του γάμου. Εξαιρείται ό,τι αποκτήθηκε λόγω δωρεάς, κληρονομίας ή κληροδοσίας ή με διάθεση των αποκτημάτων από τις αιτίες αυτές.

    Στα αποκτήματα μπορούν να συγκαταλέγονται εμπράγματα δικαιώματα, καθώς και δικαιώματα νομής και κατοχής σε κινητά ή ακίνητα, χρήματα και χρηματικές καταθέσεις, πιστωτικοί τίτλοι, πνευματικά δικαιώματα, ομόλογα αλλά και μέλλουσες απαιτήσεις (λ.χ. μισθώματα, μερίσματα). Επίσης και τυχόν μετοχές ανώνυμης εταιρείας. Ομοίως και τα μερίδια σε ΕΠΕ, ΙΚΕ ή προσωπικές εταιρείες και συνεταιρισμούς.

    Θα πρέπει όμως να διακριθούν τα περιουσιακά στοιχεία του νομικού προσώπου από εκείνα του μετόχου/εταίρου-συζύγου. Ο τελευταίος έχει στην ιδιοκτησία του μετοχές, μερίδια ή εταιρικές συμμετοχές. Στο νομικό πρόσωπο (στο οποίο συμμετέχει) ανήκει η εταιρική του περιουσία. Ακόμη και όταν πρόκειται για μονοπρόσωπη εταιρεία, που ανήκει στον υπόχρεο σύζυγο.

     

    Η εξασφάλιση της αξίωσης συμμετοχής στα αποκτήματα – Η περίπτωση της διεκδίκησης μετοχών

    Η αναγνώριση της αξίωσης συμμετοχής στα αποκτήματα αποσκοπεί στην αποκατάσταση της δικαιοσύνης μεταξύ των συζύγων. Αποκατάσταση η οποία ενδέχεται, όμως, να ματαιωθεί. Αιτία της ματαίωσης η συνειδητοποίηση από τους συζύγους της επικείμενης λύσης του γάμου.

    Ευλόγως, μόλις οι σχέσεις των συζύγων διαταραχθούν, ο σύζυγος του οποίου η περιουσία έχει επαυξηθεί ενδέχεται να επιδιώξει την μείωση του πλουτισμού του. Εικονικές διαθέσεις των περιουσιακών του στοιχείων, εικονικές αναλήψεις υποχρεώσεων και ρευστοποιήσεις, χαριστικές δικαιοπραξίες και αδικαιολόγητες σπατάλες, αποτελούν συνήθεις τρόπους απομείωσης της περιουσίας του υπόχρεου συζύγου. Κατά το διάστημα αυτό, ο δικαιούχος έχει απλώς προσδοκία δικαιώματος. Δεν έχει, νομικά, τη δυνατότητα να ασκήσει την αγωγή του 1400 ΑΚ (ΑΠ 87/1998).

    Έτσι, η αποτελεσματική προσωρινή προστασία της αξίωσης μέχρι την οριστική ικανοποίησή της αναδεικνύεται, κάποιες φορές, ως ζωτικής σημασίας. Και τούτο γιατί, σύμφωνα και με όσα ήδη αναφέρθηκαν, η έναρξη των διαδικασιών για την οριστική ικανοποίηση της εν λόγω αξίωσης θα πρέπει να ακολουθήσει τη λύση ή ακύρωση του γάμου με αμετάκλητη δικαστική απόφαση. Εναλλακτικά, τη συμπλήρωση τριετούς διάστασης.

     

    Η παροχή νόμιμου τίτλου εγγραφής υποθήκης

    Ο νομοθέτης επέλεξε να εντάξει τον δικαιούχο σύζυγο του άρθρου 1400 ΑΚ στα πρόσωπα, στα οποία χορηγεί τίτλο εγγραφής υποθήκης από το νόμο (1262 αρ. 4 ΑΚ). Γεγονός που αποδεικνύει ότι αντιμετωπίζει τον τελευταίο ως δανειστή στον οποίο προσιδιάζει ιδιαίτερη προστασία.

    Αξιοσημείωτο είναι πως η παροχή νόμιμου τίτλου εγγραφής υποθήκης (1262 αρ. 4 ΑΚ) δεν προϋποθέτει την άσκηση αγωγής διαζυγίου ή αποκτημάτων. Η υποθήκη είναι δυνατό να εγγραφεί οποτεδήποτε κατά τη διάρκεια του γάμου-ακόμη και πριν από τη λύση ή ακύρωση του ή τη συμπλήρωση τριετούς διάστασης.

     

    Η προσωρινή προστασία του άρθρου 1402 ΑΚ

    Ρητή και αυτοτελής αξίωση παροχής ασφάλειας στο δικαιούχο σύζυγο προβλέπεται και από τη διάταξη του άρθρου 1402ΑΚ που, συγκεκριμένα, αναφέρει πως: «Με την επιφύλαξη της διάταξης του άρθρου 1262 αριθ. 4, ο καθένας  από  τους  συζύγους έχει το δικαίωμα, στην περίπτωση που ασκήθηκε αγωγή διαζυγίου ή ακύρωσης του γάμου ή που ο ίδιος άσκησε με αγωγή την αξίωση του άρθρου 1400, να ζητήσει από τον  άλλο  σύζυγο  ή  από  τους κληρονόμους  του  την  παροχή  ασφάλειας, αν εξαιτίας της συμπεριφοράς τους υπάρχει βάσιμος φόβος ότι κινδυνεύει αυτή η αξίωσή του.»

    Προϋποθέσεις παροχής της εν λόγω ασφάλειας, οι οποίες πρέπει να συντρέχουν σωρευτικά αποτελούν: (α) αφενός η προηγούμενη άσκηση (από οποιονδήποτε από τους συζύγους) αγωγής διαζυγίου ή αγωγής ακύρωσης του γάμου ή (ειδικά από το σύζυγο που ζητεί την ασφάλεια) αγωγής συμμετοχής στα αποκτήματα, (β) αφετέρου η ύπαρξη βάσιμου φόβου ότι κινδυνεύει η αξίωση της ΑΚ 1400 εξαιτίας της συμπεριφοράς του άλλου συζύγου ή των κληρονόμων του.

     

    Η δυνατότητα αίτησης λήψης ασφαλιστικών μέτρων

    Η δυνατότητα λήψης ασφαλιστικών μέτρων, παράλληλα με τα προαναφερθέντα εξασφαλιστικά μέτρα των άρθρων 1262 αρ. 4 και 1402 ΑΚ αμφισβητήθηκε ρητά και δίχασε τη θεωρία. Μέχρι πρόσφατα.

    Έπειτα από την τροποποίηση της διάταξης του άρθρου 682 ΚΠολΔ (με το ν. 4335/2015), η αξίωση συμμετοχής στα αποκτήματα είναι δυνατό, πριν ακόμα γεννηθεί, να καταστεί αντικείμενο προσωρινής δικαστικής προστασίας με τη μορφή ασφαλιστικών μέτρων. Ακόμα δηλαδή και πριν από την αμετάκλητη λύση ή ακύρωση του γάμου ή/και τη συμπλήρωση τριών (3) ετών από τη διάσταση των συζύγων. Και τούτο γιατί συνιστά μελλοντική απαίτηση, που υπάγεται στο άρθρο 682 ΚΠολΔ (1298/2016 ΜονΠρωτΘεσ).

    Απαραίτητη προϋπόθεση να συντρέχει επείγουσα περίπτωση ή επικείμενος κίνδυνος που να απαιτεί τη λήψη των ασφαλιστικών μέτρων.

     

    Τα (ενδεχόμενα) ασφαλιστικά μέτρα

    Ο δικαιούχος σύζυγος είναι ενδεχόμενο να αποβλέπει στην απόκτηση μετοχών της ανώνυμης εταιρείας (ή εταιρικής συμμετοχής σε άλλη εταιρεία) στην ανάπτυξη της οποίας συνέβαλε ή στην χρηματική ικανοποίησή του μέσω αυτών δικαιούται. Στην περίπτωση αυτή δικαιούται , να ζητήσει από το αρμόδιο Δικαστήριο, για την εξασφάλισή του, τη λήψη ασφαλιστικών μέτρων. Συγκεκριμένα: συντηρητική κατάσχεση (707επ. ΚΠολΔ) ή μεσεγγύηση (725επ. ΚΠολΔ).

    Μέσω των συγκεκριμένων μέτρων επιδιώκεται η επιβολή νομικής δέσμευσης επί των μετοχών. Ειδικότερα:

    Με το ασφαλιστικό μέτρο της συντηρητικής κατάσχεσης δεσμεύονται προσωρινά περιουσιακά στοιχεία του οφειλέτη προκειμένου να εξασφαλιστεί η ικανοποίηση της χρηματικής ή δυνάμενης να τραπεί σε χρήμα απαίτησης.

    Το ασφαλιστικό μέτρο της δικαστικής μεσεγγύησης διατάσσεται για την εξασφάλιση μη χρηματικών απαιτήσεων. Και συγκεκριμένα, σε διαφορές σχετικές με την κυριότητα, τη νομή ή την κατοχή πράγματος, η οποιασδήποτε άλλης διαφοράς σχετικά με το πράγμα (βεβαίως και επί μετοχών).

    Σε κάθε περίπτωση, το Δικαστήριο κρίνει και διατάσσει τη λήψη κάθε πρόσφορου και αναγκαίου ασφαλιστικού μέτρου για την προστασία της μέλλουσας αξίωσης της συμμετοχής στα αποκτήματα.

     

    Ενδεχόμενη λύση ενός γάμου γεννά σωρεία προβλημάτων. Μεταξύ αυτών η διευθέτηση των κοινών περιουσιακών στοιχείων αλλά και η αξίωση συμμετοχής του λιγότερο ευνοημένου στα αποκτήματα του περισσότερο ευνοημένου συζύγου. Στα κοινά περιουσιακά στοιχεία δεν είναι σπάνιο να συναντήσουμε εταιρεία στην οποία οι σύζυγοι θα συμμετέχουν κατά 50% ο καθένας από αυτούς (για την περίπτωση αυτή προηγούμενη αρθρογραφία μας).

    Προβληματική μοιάζει (και) η περίπτωση όπου μόνος (βασικός ή απλός) μέτοχος ,εταίρος ή ιδιοκτήτης νομικού προσώπου είναι ο ένας από τους συζύγους. Ο έτερος έχει, κατά βάση, αξίωση συμμετοχής (και) στις μετοχές (ή άλλη εταιρική συμμετοχή) του ιδιοκτήτη συζύγου.

    Ευκταία, αυτονοήτως, η εκτός δικαστικών αιθουσών διευθέτηση της όλης διαφοράς.

    Σε διαφορετική περίπτωση ωφελημένη δεν θα είναι, με βεβαιότητα, η επιχείρηση.

    Και, σε σημαντικό βαθμό, ούτε οι σύζυγοι.-

    Σταύρος Κουμεντάκης
    Managing Partner

     

    Υ.Γ. Συνοπτική έκδοση του άρθρου δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ, στις 25 Οκτωβρίου 2020.

    οικογενειακές επιχειρήσεις

    Η πληροφόρηση που εμπεριέχεται στο παρόν άρθρο δεν συνιστά (ούτε και έχει σκοπό να αποτελέσει) νομική συμβουλή. Μια τέτοια νομική συμβουλή είναι δυνατό να παρασχεθεί μόνον από αρμόδιο δικηγόρο ο οποίος θα λάβει υπόψη του το σύνολο των δεδομένων που θα του εκθέσετε για την υπόθεσή σας. Αναλυτικά.

  • Ανώνυμη Εταιρεία ίσων συμμετοχών. Ευλογία ή κατάρα;

    Ανώνυμη Εταιρεία ίσων συμμετοχών. Ευλογία ή κατάρα;

    Πριν από εκατό, ακριβώς, ασχολήθηκε ο έλληνας νομοθέτης με την ανώνυμη εταιρεία-για πρώτη φορά. Είχε στο μυαλό του ένα νομικό πρόσωπο όπου οι μέτοχοι θα ήταν, κατά βάση, διαφορετικοί από εκείνους που ασκούν τη διοίκησή του. Οι μέτοχοι θα ασκούσαν τα δικαιώματά τους μέσω της Γενικής Συνέλευσης. Τα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου τη διοίκηση της εταιρείας. Ρόλοι διακριτοί. Διαπιστώνουμε, στο πέρασμα του χρόνου, πως η ιδιοκτησία (:μέτοχοι) «μπερδεύεται» ή ταυτίζεται με τη διοίκησή της. Συχνά οι συμμετοχές για λόγους (προβαλλόμενης) ισότητας (κατά κανόνα: εκατέρωθεν ανασφάλειας) διαμορφώνονται στο 50%-50% για τους δύο, μοναδικούς, μετόχους/ομάδες μετόχων. Κάποιοι θα χαρακτήριζαν τα συγκεκριμένα ποσοστά ευλογία. Κάποιοι άλλοι κατάρα. Για κείνους που γνωρίζουν: Δύο ίσες/μόνες συμμετοχές αποδεικνύονται προβληματικές για κάθε νομικό πρόσωπο. Ίσως, λίγο περισσότερο, στην ανώνυμη εταιρεία. Ίσως όμως κι όχι…

     

    Εικόνες βγαλμένες από τη ζωή (κι όχι από σενάρια ταινίας)…

    Κάθε νέα επιχειρηματική δραστηριότητα ξεκινά, κατά κανόνα, με τους καλύτερους οιωνούς. Όταν ο ιδρυτής είναι ένας τα πράγματα είναι περισσότερο απλά.

    Όταν δύο, λιγότερο…

    Στην αρχή μιας επιχειρηματικής συνέργειας, οι δύο, μόνοι, ιδρυτές & ισότιμοι συνεταίροι πορεύονται, συνήθως, αρμονικά. Στη συνέχεια όμως, κάποιες φορές, τα πράγματα διαφοροποιούνται. Ο ένας από τους δύο (η/και οι δύο) επιλέγει, κάποιες φορές, να ασκήσει εξουσία πάνω στον άλλο. Κάποιες άλλες οι, ενδεχομένως, προβληματικές-προσωπικές τους σχέσεις μεταφέρονται και στη διοίκηση της εταιρείας. Και, αυτονοήτως, στο ίδιο το νομικό πρόσωπο και την επιχειρηματική του δραστηριότητα. Τότε βρισκόμαστε μπροστά σε ένα πρόβλημα. Κάποτε πολύ σοβαρό.

    Στην ίδια κατάληξη είναι δυνατό να οδηγηθούμε όταν οι ιδρυτές-αδελφοί (ή αδελφικοί φίλοι) και κατά 50% μέτοχοι αντικατασταθούν, στο διάβα του χρόνου, από τους διαδόχους τους.  Διάδοχοι (ή κληρονόμοι) που θα επιδιώξουν να πάρουν το «πάνω χέρι» στο μεταξύ τους, άτυπο,  bras de fer.

    Τα αντίστοιχα θα συναντήσουμε όταν αποβιώσει ο μόνος ιδρυτής και μέτοχος της ανώνυμης εταιρείας κι αφήσει (εκ διαθήκης ή εξ αδιαθέτου) ισότιμους κληρονόμους και διαδόχους τα δυο του παιδιά. Παιδιά που μπορεί να μην αποδειχθούν αρκετά αγαπημένα, στο βωμό της άσκησης εξουσίας. Ρόλο εξάλλου, συχνά, αποκτούν (όπως όλοι γνωρίζουμε) και οι σύζυγοι-σύντροφοί τους.

    Τέτοιες (κι άλλες πολλές παρόμοιες) ιστορίες όλοι γνωρίζουμε. Κι όλοι συναντούμε. Κατά βάση πολύ συχνά. Περισσότερο στις οικογενειακές επιχειρήσεις (μην ξεχνάμε, εξάλλου, πως στη χώρα μας αποτελούν το 80% του συνόλου). Τέτοια φαινόμενα θα συναντήσουμε όμως σε όλες τις επιμέρους κατηγορίες επιχειρήσεων. Ανεξαιρέτως.

    Η συνέχεια;

    Γνωστή!

    Και όχι, κατά κανόνα, ευχάριστη…

     

    Η «ανώνυμη: 50/50»

    Με άλλα λόγια:

    Το βασικό πρόβλημα, σε πρακτικό επίπεδο, δημιουργείται όταν βρισκόμαστε μπροστά σε δύο μόνον, ίσες, συμμετοχές στα δικαιώματα ψήφου.

    Συνηθίζουμε να το αποδίδουμε με τον όρο «ανώνυμη: 50/50».

    Το γενεσιουργό χρονικό σημείο της δημιουργίας του ποικίλλει. Μπορεί να δημιουργείται από τη σύσταση, ακόμα, της εταιρείας (:ίδρυση με δύο, ίσες, συμμετοχές). Μπορεί και κατά τη διάρκεια της ζωής και λειτουργίας της (:επιγενόμενη διαμόρφωση δύο, ίσων, συμμετοχών).

    Οι «ίσες συμμετοχές» μπορεί, επίσης, να είναι αποτέλεσμα της ύπαρξης (ή δημιουργίας) συμπαγών ομάδων μετόχων (που συνδέονται, ή όχι, με εξωεταιρικές συμφωνίες). Που κάθε μια από τις συγκεκριμένες ομάδες κατέχει το 50% των δικαιωμάτων ψήφου μιας εταιρείας. Οι μέτοχοι (ή συμπαγείς ομάδες μετόχων) μπορεί, κάποιες φορές, να μην είναι δύο μόνον. Μια τέτοια περίπτωση θα συναντούσαμε, λ.χ., όταν δύο μέτοχοι (ή ομάδες μετόχων) κατέχουν ποσοστό 1/3 των μετοχών και δικαιωμάτων ψήφου η κάθε μία, ενώ οι μέτοχοι που εκπροσωπούν το τελευταίο 1/3 απέχουν από τη λήψη αποφάσεων.

    Η δύο, ίσες, συμμετοχές  αποκτούν χαρακτήρα προβληματικό, όταν οι κάτοχοι των από 50% δικαιωμάτων ψήφου  της εταιρείας, δεν ομονοούν στη λήψη κρίσιμων εταιρικών αποφάσεων ή/και στην εκλογή Διοικητικού Συμβουλίου.

    Όπως δέχεται και η νομολογία, «στις περιπτώσεις αυτές, η έλλειψη συνεννόησης μεταξύ των μετόχων, επιφέρει εμπλοκή της εταιρείας και η λειτουργία της οδηγείται σε αδιέξοδο («deadlock»), καθόσον είναι αδύνατη η επίτευξη απλής πλειοψηφίας στη ΓΣ για τη λήψη αποφάσεων, με κορυ­φαίο αποτέλεσμα της την αδυναμία της ΓΣ να εκλέξει ΔΣ.» (18191/2014 ΠολΠρωτΘεσ).

     

    Οι πρόνοιες του νομοθέτη

    Ο νομοθέτης δεν θα ήταν δυνατό να αγνοήσει τις συγκεκριμένες, προβληματικές, περιπτώσεις. Τις περιπτώσεις δηλ. εκείνες που η ανώνυμη εταιρεία παύει να είναι λειτουργική. Ακόμα χειρότερα εκείνες που αδρανοποιείται εξαιτίας αδυναμίας λήψης αποφάσεων σε επίπεδο Γενικής Συνέλευσης (ή/και Διοικητικού Συμβουλίου).

    Η δικαστική λύση της εταιρείας

    Ο νόμος γενικά παρέχει τη δυνατότητα λύσης της εταιρείας, «αν υφίσταται προς τούτο σπουδαίος λόγος, που, κατά τρόπο προφανή και μόνιμο, καθιστά τη συνέχιση της εταιρείας αδύνατη» (άρθρο 166 §1 ν. 4548/2018).

    Εξάλλου: «Σπουδαίος λόγος κατά την παράγραφο 1 υφίσταται, ιδίως, αν, λόγω ίσων συμμετοχών στην εταιρεία, η εκλογή διοικητικού συμβουλίου είναι αδύνατη ή η εταιρεία δεν μπορεί να λειτουργήσει». (άρθρο 166 παρ. 2).

    Η λύση της ανώνυμης εταιρείας κηρύσσεται με την έκδοση δικαστικής απόφασης. Διαδικαστικό προαπαιτούμενο: η υποβολή σχετικής αίτησης ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου της έδρας της εταιρείας. Μια αίτηση που κοινοποιείται στην τελευταία και εκδικάζεται με τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας (άρθρο 166 §3).

     

    Η εξαγορά των μετοχών της ανώνυμης εταιρείας

    Η λύση της εταιρείας πρέπει να αποτελεί, εύλογα, το έσχατο μέσο για την αντιμετώπιση των αδιεξόδων που δημιουργούνται σε μια εταιρεία «ίσων συμμετοχών». Και τούτο γιατί σαν άμεσή συνέπειά της έχει την απώλεια της μετοχικής ιδιότητας του συνόλου των μετόχων, την παύση της εταιρείας ως διαρκούς έννομης σχέσης και την οριστική εξαφάνιση της τελευταίας από τον νομικό και επιχειρηματικό κόσμο.

    Στην προσπάθειά του να αποφευχθεί η (έσχατη) επιλογή της λύσης της ανώνυμης εταιρείας, ο νομοθέτης προβλέπει/προκρίνει εναλλακτική. Μια λύση που προάγει τη συνέχιση της εταιρείας. Πρόκειται για το ενδεχόμενο (και δυνατότητα) εξαγοράς των μετοχών της εταιρείας. Συγκεκριμένα:

    …με απόφαση του Δικαστηρίου

    Το Δικαστήριο, το οποίο θα επιληφθεί του αιτήματος της λύσης της ανώνυμης εταιρείας, «…πριν εκδώσει την απόφασή του, παρέχει στην εταιρεία και τους μετόχους εύλογη προθεσμία για άρση των λόγων λύσης, ιδίως μέσω εξαγοράς μετοχών μεταξύ των μετόχων, εκτός αν αιτιολογημένα θεωρεί ότι το μέτρο αυτό είναι άσκοπο. Η προθεσμία αυτή μπορεί να είναι δύο (2) έως τέσσερις (4) μήνες. Αν παρασχεθεί η παραπάνω προθεσμία, το δικαστήριο μπορεί να διατάξει μέτρα για την προσωρινή ρύθμιση των εταιρικών υποθέσεων.» (άρθρο 166 παρ. 4). Μια τέτοια προθεσμία (:για την άρση των λόγων λύσης) δεν είναι δυνατό να παραταθεί (όπως το προϊσχύσαν νομοθετικό καθεστώς προέβλεπε).

    …και με πρωτοβουλία των λοιπών μετόχων

    Παρέχεται όμως και η δυνατότητα στους ίδιους τους μετόχους, οι οποίοι δεν επιθυμούν τη λύση της εταιρείας να διεκδικήσουν την εξαγορά των μετοχών εκείνου (ή εκείνων) που ζητούν τη δικαστική λύση της. Πρόκειται για τη δυνατότητα άσκησης (κύριας) παρέμβασης από (μη αιτούντες) μετόχους του 1/3 του κεφαλαίου (και όχι του 1/5 του προϋφιστάμενου νομικό καθεστώτος) στη διανοιγόμενη σχετικά με τη λύση της εταιρείας δίκη. Συγκεκριμένα:

    «Μέτοχοι που εκπροσωπούν το ένα τρίτο (1/3) τουλάχιστον του κεφαλαίου, μπορούν να παρέμβουν στη σχετική δίκη και να ζητήσουν την εξαγορά από αυτούς του συνόλου των μετοχών του αιτούντος ή των αιτούντων. Στην περίπτωση αυτή το δικαστήριο διατάσσει την εξαγορά και ορίζει και το αντάλλαγμα, που πρέπει να είναι δίκαιο και να ανταποκρίνεται στην αξία των μετοχών αυτών, καθώς και τους όρους καταβολής του. Για τον προσδιορισμό της αξίας, το δικαστήριο μπορεί να διατάξει πραγματογνωμοσύνη που διενεργείται, σύμφωνα με το άρθρο 17. Η αξία εξαγοράς δεν μπορεί να υπερβαίνει το ποσό που πιθανολογείται ότι θα λάβουν οι ενάγοντες σε περίπτωση εκκαθάρισης της εταιρείας, το οποίο το δικαστήριο μπορεί να προσαυξήσει μέχρι είκοσι τοις εκατό (20%)» (άρθρο 166 §5).

    Να σημειωθεί εδώ πως η συγκεκριμένη διάταξη απολύτως προσδιορίζει τη μέθοδο αποτίμησης των εξαγοραζόμενων μετοχών. Είναι γνωστό πως υπάρχουν περισσότεροι, τέτοιοι, μέθοδοι που παρέχουν τη δυνατότητα σ’ εκείνους που την διενεργούν να κινούνται σε ένα ευρύτατο πεδίο. Ο νομοθέτης εδώ ρητά επιλέγει την αξία «που πιθανολογείται ότι θα λάβουν οι ενάγοντες σε περίπτωση εκκαθάρισης της εταιρείας». Την αξία αυτή «το δικαστήριο μπορεί να προσαυξήσει μέχρι είκοσι τοις εκατό (20%)».

    Σε περίπτωση εξαγοράς μετοχών, σύμφωνα με αμέσως προαναφερθέντα τρόπο, «τυχόν διατάξεις του καταστατικού για δέσμευση των μετοχών αυτών…, δεν λαμβάνονται υπόψη, εκτός αν το καταστατικό προβλέπει διαφορετικά.» (άρθρο 166 παρ. 6).

     

    Η εξαίρεση των εισηγμένων εταιρειών

    Από την υπαγωγή στη δυνατότητα δικαστικής λύσης της εταιρείας για σπουδαίο λόγο (και κατ’ επέκταση για την ύπαρξη ίσων συμμετοχών σε αυτήν) εξαιρούνται, ρητά, οι ανώνυμες εταιρείες των οποίων οι μετοχές είναι εισηγμένες σε ρυθμιζόμενη αγορά (άρθρο 166 παρ. 9 ν. 4548/2018).

    Αντίστοιχη ρύθμιση συναντούμε και στο προϋφιστάμενο νομικό καθεστώς (άρθρο 48α παρ. 9 κ.ν. 2190/1920). Δικαιολογητικός λόγος της νομοθετικής αυτής επιλογής ευρίσκεται (και) στην αιτιολογική έκθεση του ν. 3604/2007, ο οποίος τροποποίησε την προαναφερθείσα διάταξη του άρθρου 48α. Συγκεκριμένα, όπως ρητώς σημειώνεται σε αυτή, οι διατάξεις του άρθρου 48α «…αφορούν μόνον τις μη εισηγμένες εταιρείες, διότι στις εισηγμένες ο μέτοχος μπορεί καταρχήν να εξέλθει της εταιρείας εκποιώντας τις μετοχές του.».

     

    Προϋποθέσεις άσκησης του δικαιώματος δικαστικής λύσης λόγω «ίσων συμμετοχών στην εταιρεία»

    Η διάταξη του άρθρου 166 ν. 4548/2018 έχει αναγκαστικό χαρακτήρα. Τούτο σημαίνει ότι τυχόν καταστατικές ρυθμίσεις, αντίθετες (ή αποκλίνουσες) κατά το περιεχόμενο με τη συγκεκριμένη διάταξη, είναι άκυρες. Οι προϋποθέσεις για την άσκηση του συγκεκριμένου δικαιώματος συνοψίζονται ως εξής:

    Η ενεργητική νομιμοποίηση

    Το δικαίωμα δικαστικής λύσης της εταιρείας νομιμοποιείται να ασκήσει εκείνος, μόνον, που φέρει τη μετοχική ιδιότητα. Ως εκ τούτου, μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου, δανειστές της εταιρείας και ελεγκτές δεν έχουν τη δυνατότητα να ζητήσουν το συγκεκριμένο δικαίωμα. Ακόμη και αν δικαιολογούν, με κάποιο τρόπο, σχετικό έννομο συμφέρον.

    Η προϋπόθεση της ύπαρξης μετοχικής ιδιότητας συμπληρώνεται και από την απαίτηση συγκεκριμένου, ελάχιστου, ποσοστού του μετοχικού κεφαλαίου. Οι αιτούντες μέτοχοι (ένας ή περισσότεροι) οφείλουν να συγκεντρώνουν, κατ’ ελάχιστο, το 1/3 του καταβεβλημένου μετοχικού κεφαλαίου. Κατά το γράμμα της σχετικής διάταξης, η απλή ανάληψη μετοχών δεν αρκεί. Πρέπει να έχει καταβληθεί και η αξία τους. Το είδος, όμως, των μετοχών προς συγκέντρωση του απαραίτητου 1/3 είναι αδιάφορο.

     

    Η ύπαρξη σπουδαίου λόγου

    Το δικαίωμα να ζητηθεί η λύση της ανώνυμης εταιρείας έχει, όπως αναφέρθηκε ήδη, μια κεντρική στόχευση. Τη λύση αδιεξόδων ενώπιον των οποίων είναι δυνατό να βρεθούν η ανώνυμη εταιρεία και οι μέτοχοί της.

    Απαιτείται, κατά τούτο, «σπουδαίος λόγος, που κατά τρόπο προφανή και μόνιμο, καθιστά τη συνέχιση της εταιρείας αδύνατη» (άρθρ. 166 §1).

    Ένας τέτοιος (κατ’ άρθρο 166 §2) σπουδαίος λόγος «υφίσταται, ιδίως, αν, λόγω ίσων συμμετοχών στην εταιρεία, η εκλογή διοικητικού συμβουλίου είναι αδύνατη ή η εταιρεία δεν μπορεί να λειτουργήσει».

    Επομένως: η ύπαρξη ίσων συμμετοχών δεν αρκεί για να ζητηθεί η λύση μιας ανώνυμης εταιρείας. Απαιτείται κι ένας σπουδαίος λόγος σαν κι εκείνο που απαιτεί ο νόμος. Η αδυναμία, λ.χ. εκλογής του ΔΣ και λειτουργίας της εταιρείας εξαιτίας της ύπαρξης δύο ισοδύναμων (ισοψηφούντων) μετόχων (ή ομάδων μετόχων) που αδυνατούν, συστηματικά, να ομονοήσουν στη λήψη αναγκαίων για τη λειτουργία της εταιρείας αποφάσεων.

    Μάλιστα, η ως ανωτέρω διαμορφωθείσα κατάσταση πρέπει να οδηγεί σε αδυναμία εκλογής Διοικητικού Συμβουλίου ή να εμποδίζει γενικότερα τη λειτουργία της εταιρείας. Ειδικότερα:

    ΄Οσον αφορά την αδυναμία εκλογής Διοικητικού Συμβουλίου:

    Η αδυναμία, εν προκειμένω, αφορά τη Γενική Συνέλευση. Συγκεκριμένα, την περίπτωση κατά την οποία η Γενική Συνέλευση, αδυνατεί, να λάβει απόφαση ως προς την εκλογή Διοικητικού Συμβουλίου. Προαπαιτούμενο, μάλιστα, η «…κατάσταση που εμφανίζει στοιχεία μονιμότητας.» (3494/2010 ΠολΠρωτΑθ). Καθώς, η επικαλούμενη αδυναμία λήψης απόφασης, λόγου χάρη, σε μία και μοναδική (έκτακτη) γενική συνέλευση «…στερείται πρωτίστως του στοιχείου της μονιμότητας που απαιτείται να συντρέχει, προκειμέ­νου να στοιχειοθετηθεί ο σπουδαίος λόγος, για την κατά­φαση της δικαστικής λύσης …της ανώνυμης εταιρείας.». Ενώ, παράλληλα, γενικές δηλώσεις του αιτούντος ότι «…προτί­θεται να καταψηφίσει στο μέλλον οποιαδήποτε πρόταση ή ζήτημα τεθεί στη ΓΣ…και θα αφορά σε μείζονος σημασία θέματα για τη λειτουργία της ανώνυμης εταιρείας, όπως την έγκριση ισολογισμών και ότι το γεγονός αυτός θα καταστήσει σε κάθε περίπτωση κατά τρόπο προφανή και μόνιμο αδύνατη τη συνέχιση της εταιρείας, δεν αρκεί για να καταστήσει νόμω βάσιμο το αγωγικό αίτημα του…, καθόσον δεν παρέχεται προ­ληπτική δικαστική προστασία…» (18191/2014 ΠολΠρωτΘεσσ).

     

    ΄Οσον αφορά την αδυναμία λειτουργίας της εταιρείας:

    Η αδυναμία, στην περίπτωση αυτή, αφορά στο Διοικητικό Συμβούλιο. Πρόκειται για την περίπτωση κατά την οποία εντοπίζεται πλασματική έλλειψη διοίκησης. Με άλλα λόγια: υφίσταται μεν Διοικητικό Συμβούλιο, αδυνατεί, όμως, να λάβει αποφάσεις. Το συγκεκριμένο γεγονός εμποδίζει τη λειτουργία της ανώνυμης εταιρείας. Μάλιστα, κατά τρόπο καθολικό και μόνιμο.

    Διαφορετική όμως είναι περίπτωση που η λειτουργία της ανώνυμης εταιρείας δεν εμποδίζεται κατά τρόπο καθολικό και μόνιμο. Στην περίπτωση δηλ. που «…η αδυναμία λήψης αποφάσεων τοποθετείται στο επίπεδο του Δ.Σ., είτε επειδή έχει επέλθει πραγματική έλλειψη διοίκησης λόγω π.χ. θανάτου ή παραίτησης κάποιων ή όλων των μελών του ΔΣ, είτε επειδή έχει επέλθει πλασματική έλλειψη διοίκησης εξαιτίας λ.χ. πείσματος ή ισχυρογνωμοσύνης των μελών του…, σιωπηρής παραίτησης-αποχής από τη λήψη αποφάσεων…, διαφωνιών των μελών με αδυναμία συγκρότησης της διοίκησης σε σώμα…, το πρόβλημα μπορεί να αρθεί ακόμη και με ανάκληση των μελών ΔΣ και το διορισμό νέων από τη ΓΣ, ύστερα από το διορισμό προσωρινής διοίκησης που θα συγκαλέσει τη ΓΣ». (18191/2014 ΠολΠρωτΘεσ).

    Συνεπώς, η αδυναμία λήψης αποφάσεων του Διοικητικού Συμβουλίου, που είναι δυνατό να αντιμετωπιστεί με:

    (α) ανάκληση των μελών του και εκλογή νέων από τη Γενική Συνέλευση ή/και

    (β) διορισμό προσωρινής διοίκησης κατά το άρθρο 69 ΑΚ,

    δεν μπορούν να αποτελέσουν σπουδαίο λόγο δικαστικής λύσης της ανώνυμης εταιρείας. Υπό την προϋπόθεση, βέβαια, ότι η εσωτερική εμπλοκή δεν είναι μόνιμη και, παράλληλα, υφιστάμενη και στους κόλπους της Γενικής Συνέλευσης. Είναι σαφές πως η ανώνυμη εταιρεία δεν μπορεί να λειτουργεί, αενάως, με δικαστικά διορισμένες διοικήσεις.

    Οι κατά τα ανωτέρω ασυμφωνίες των μετόχων ή των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου θα πρέπει να καταδεικνύονται μέσα από τα πρακτικά των συνεδριάσεων της Γενικής Συνέλευσης ή του Διοικητικού Συμβουλίου. Παράλληλα, οι συσχετισμοί δυνάμεων είναι δυνατό να προκύπτουν και από άλλα στοιχεία, όπως λόγου χάρη, από εξωεταιρικές συμφωνίες των μετόχων (18191/2014 ΠολΠρωτΘεσ, 3494/2010 ΠολΠρωτΑθ).

     

    Οι ίσες συμμετοχές σε μια ανώνυμη εταιρεία (ιδίως στην περίπτωση του 50/50) δημιουργούν, όχι σπάνια, προβλήματα ανυπέρβλητα.

    Στη Γενική Συνέλευση που καλείται, λ.χ., να εκλέξει Διοικητικό Συμβούλιο απαιτείται ομοφωνία. Αν η ομοφωνία ελλείπει, κατά τρόπο διαρκή και μόνιμο, η ανώνυμη εταιρεία παραμένει ακέφαλη. Ακέφαλη όμως παραμένει η εταιρεία και στην περίπτωση που υπάρχει μεν Διοικητικό Συμβούλιο, αδυνατεί όμως να λάβει αποφάσεις.

    Και στις δύο, προαναφερθείσες, περιπτώσεις η εταιρεία δεν μπορεί να λειτουργήσει.

    Για την αντιμετώπιση του εξαιρετικά σοβαρού προβλήματος ο νόμος παρέχει συγκεκριμένα, αρκετά αποτελεσματικά, εργαλεία. Η λύση (ή απειλή της λύσης) της εταιρείας είναι ένα τέτοιο. Τόσο ισχυρό μάλιστα που, κάποιες φορές, σοκάρει. Δικαιολογημένα. Γιατί κάποιες φορές απαιτούνται τέτοιες (σοκαριστικές και ακραίες) λύσεις, μήπως και την ύστατη στιγμή διασφαλισθεί η επιβίωση της εταιρείας.

    Είναι προφανές πως οι λύσεις που παρέχει ο νόμος θα πρέπει, ως ύστατο μέτρο, να υιοθετούνται.

    Πριν από τις συγκεκριμένες ακραίες λύσεις υπάρχουν, αναμφίβολα, άλλες ηπιότερες.

    Οι εξωεταιρικές συμφωνίες μετόχων, οι καταστατικές ρυθμίσεις και πρόνοιες, η ρύθμιση των δικαιωμάτων μειοψηφίας είναι κάποια από αυτά.

    Και πριν από όλα:

    Η αποφυγή, κατά το δυνατόν, ίδρυσης και λειτουργίας ανώνυμης εταιρείας με μοιρασμένες στα δύο τις μετοχές και δικαιώματα ψήφου.

    Η ευθύνη των ιδρυτών, των μεταβιβαζόντων μετόχων κι εκείνων που σχεδιάζουν διαδοχή αποδεικνύεται εξαιρετικά σοβαρή. Είναι, εντούτοις, και απολύτως διαχειρίσιμη.

    Αρκεί να λάβει χώρα έγκαιρη διαχείριση του όλου θέματος. Πριν, κατ’ ανάγκη, τη δημιουργία του προβλήματος.

    Εκ των υστέρων λύσεις, μολονότι οδυνηρές, και πάλι υφίστανται.

    Σε κάθε περίπτωση: λύσεις-«κονσέρβα» δεν υπάρχουν.

    Tailor made.

    Πάντοτε.-

    Σταύρος Κουμεντάκης
    Managing Partner

     

    Υ.Γ. Συνοπτική έκδοση του άρθρου δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ, στις 18 Οκτωβρίου 2020.

    εταιρεία ίσων συμμετοχών

    Η πληροφόρηση που εμπεριέχεται στο παρόν άρθρο δεν συνιστά (ούτε και έχει σκοπό να αποτελέσει) νομική συμβουλή. Μια τέτοια νομική συμβουλή είναι δυνατό να παρασχεθεί μόνον από αρμόδιο δικηγόρο ο οποίος θα λάβει υπόψη του το σύνολο των δεδομένων που θα του εκθέσετε για την υπόθεσή σας. Αναλυτικά.

  • Ευπαθείς Ομάδες και (τηλ)εργασία υπό το καθεστώς πανδημίας…

    Ευπαθείς Ομάδες και (τηλ)εργασία υπό το καθεστώς πανδημίας…

    Το θέμα της (τρέχουσας) πανδημίας απασχολεί όλους. Περισσότερο όμως οι κίνδυνοι που διατρέχουμε-όλοι, εξάλλου, θα θέλαμε να τους απομειώσουμε. Η τηλεργασία κινείται προς τη κατεύθυνση της απομείωσής τους. Το συγκεκριμένο θέμα (της τηλεργασίας) μας έχει επανειλημμένα (και σε επίπεδο αρθρογραφίας) απασχολήσει. Τελευταία, με αφορμή την Π.Ν.Π της 22.8.2020 (ΦΕΚ Α’ 161/22.8.20) – (η οποία κυρώθηκε με το άρθρο 2 του ν. 4722/2020 (Α’ 177) και συμπληρώθηκε με το άρθρο 21 αυτού) που επιχείρησε να διαχειριστεί το θέμα τηλεργασία και ευπαθείς ομάδες. Η διαχείριση όμως που έλαβε χώρα από μέρους της εν λόγω ΠΝΠ δεν ήταν πλήρης: ούτε τις ευπαθείς ομάδες προσδιόριζε ούτε και συνοδευόταν από κάποια σχετική Υπουργική Απόφαση. Παρέπεμπε σε μέλλουσα να εκδοθεί ΚΥΑ-των Υπουργών Εργασίας & Κοινωνικών Υποθέσεων και Υγείας. Χρειάστηκε να παρέλθουν δύο (2) ολόκληροι μήνες και να εκδοθούν δύο ΚΥΑ για να αποσαφηνιστεί, ως κάποιο βαθμό, το θέμα.

    Η αναστάτωση που, εντωμεταξύ, δημιούργησε στις Επιχειρήσεις και στους εργαζόμενους υπήρξε (αχρείαστα) μεγάλη.

     

    Εργαζόμενοι vs Eπιχειρήσεις

    Το σύνολο των εργαζομένων θα επέλεγε, μάλλον ανεξαιρέτως, την τηλεργασία-αν είχε την ευχέρεια της επιλογής. Όχι όμως και το σύνολο των επιχειρήσεων. Οι επιχειρήσεις που δεν την υιοθετούν ως γενική επιλογή, δέχονται σωρεία αιτημάτων από εργαζόμενους για την κατ’ εξαίρεση(;) έγκριση («για κείνους ειδικά») της τηλεργασίας. Οι προβαλλόμενοι λόγοι είναι, κατά βάση, ιατρικής φύσεως. Άλλοτε αφορούν τους ίδιους τους εργαζόμενους ή οικείους τους. Άλλοτε αποτελούν εκδήλωση της επιθυμίας των εργαζομένων για απομείωση της έκθεσης στο κίνδυνο προσβολής από τον (ενίοτε φονικό) ιό. Η μετακίνηση, εξάλλου, με τα ΜΜΜ δημιουργεί εύλογες ανησυχίες. Η πολύωρη συνύπαρξη με περισσότερους (συναδέλφους) επίσης. Σεβαστοί, σε ανθρώπινο επίπεδο, οι επικαλούμενοι λόγοι σεβαστές και οι ανησυχίες.

    Τί όμως προβλέπεται σε νομικό επίπεδο εν τέλει; Πότε είναι υποχρεωτική η αξίωση των εργαζομένων για τηλεργασία; Και πότε όχι;

     

    Ας επιχειρήσουμε την αποκωδικοποίηση του σχετικού θεσμικού πλαισίου.

    Ερώτημα 1ο: Ποιοι εργαζόμενοι ανήκουν σε ευπαθείς ομάδες;

    Οι εργαζόμενοι που υπάγονται στην κατηγορία των ευπαθών ομάδων προσδιορίζονται στη διάταξη του άρθρου 1 της υπ’ αριθμ. 37095/1436 ΚΥΑ [των Υπουργών Εργασίας & Κοινωνικών Υποθέσεων και Υγείας (ΦΕΚ Β’ 4011/18.9.20)]. Κατανέμονται σε δύο μεγάλες κατηγορίες: του Υψηλού και του Ενδιάμεσου Κινδύνου (άρθρο 1.1). Λεπτομερής προσδιορισμός του περιεχομένου των συγκεκριμένων κατηγοριών καθώς και η σχετική περιπτωσιολογία λαμβάνει επίσης χώρα στη συγκεκριμένη διάταξη.

    Αξιοσημείωτο είναι πως «όταν ένα άτομο  συγκεντρώνει περισσότερα του ενός κριτήρια της κατηγορίας ενδιάμεσου κινδύνου, τότε θεωρείται αυτόματα ότι ανήκει στην ομάδα υψηλού κινδύνου» (άρθρο 1.2 37095/1436 ΚΥΑ και άρθρο 1 τελ. εδάφιο της υπ’ αριθμ. 39363/1537 ΚΥΑ [των Υπουργών Εργασίας & Κοινωνικών Υποθέσεων και Υγείας (ΦΕΚ Β’ 4262/30.9.20)]).

     

    Ερώτημα 2ο: Ποιος/πώς πιστοποιεί την ένταξη εργαζομένου σε κάποια κατηγορία ευπαθών ομάδων;

    Δεν αρκεί η διαβεβαίωση του εργαζομένου προς τον εργοδότη του πως ανήκει σε συγκεκριμένη κατηγορία ευπαθών ομάδων. Απαιτείται σχετική πιστοποίηση. Η εν λόγω πιστοποίηση λαμβάνει χώρα με αιτιολογημένη γνωμάτευση του ιατρού σχετικής ειδικότητας. Ο γνωματεύων ιατρός μπορεί να είναι είτε ο θεράπων είτε τρίτος «Υγειονομικής Δομής (δημόσιας ή ιδιωτικής) για περιπτώσεις ειδικών θεραπευτικών μεθόδων όπως χημειοθεραπεία, ακτινοθεραπεία και ανοσοθεραπεία».

    Σημαντικό όμως είναι να σημειωθεί πως στη συγκεκριμένη γνωμάτευση θα «πρέπει να αναφέρεται επακριβώς η υπαγωγή του εργαζομένου» σε μία από τις προαναφερθείσες κατηγορίες του υψηλού ή ενδιάμεσου κινδύνου (άρθρο 2, 39363/1537 ΚΥΑ). Δεν αρκεί η απλή αναφορά στην ασθένεια του εργαζομένου.

     

    Ερώτημα 3ο: Ποιο δικαίωμα αναγνωρίζεται στους εργαζόμενους που ανήκουν σε ευπαθείς ομάδες «υψηλού κινδύνου»;

    Οι εργαζόμενοι που ανήκουν σε ομάδες Υψηλού Κινδύνου έχουν το δικαίωμα να (ζητούν να) παρέχουν την εργασία τους με το σύστημα της εξ αποστάσεως εργασίας (άρθρο 2.Α.1 της 39363/1537 ΚΥΑ). Τούτο όμως αποτελεί δικαίωμα όχι (και) υποχρέωση του εργαζόμενου που ανήκει στη συγκεκριμένη ομάδα.

    Επομένως: ένας εργαζόμενος που ανήκει στην ομάδα Υψηλού Κινδύνου, μπορεί να ασκήσει (ή να μην ασκήσει) το συγκεκριμένο δικαίωμά του. Ακόμα όμως κι αν δεν ασκήσει, ο εργοδότης δεν απαλλάσσεται από κάθε υποχρέωση (σχετ.: 12ο Ερώτημα).

     

    Ερώτημα 4ο: Πώς γνωστοποιεί ο εργαζόμενος στον εργοδότη, ότι ανήκει σε ομάδα Υψηλού Κινδύνου και αιτείται την εξ αποστάσεως εργασία;

    Το αίτημα του εργαζόμενου διαβιβάζεται «εγκαίρως στον εργοδότη, με κάθε πρόσφορο μέσο, όπως τηλέφωνο, ηλεκτρονικό ταχυδρομείο ή γραπτό μήνυμα κινητού τηλεφώνου» (άρθρο 2.Α.2 της 39363/1537 ΚΥΑ).

    Δεν αρκεί όμως η υποβολή του αιτήματος του εργαζόμενου προς τον εργοδότη του. Απαιτείται να προσκομίσει «εντός ευλόγου χρόνου …σχετικό ιατρικό πιστοποιητικό». (άρθρο 2.Α.3 της 39363/1537 ΚΥΑ). Πρόκειται, ουσιαστικά, για τη γνωμάτευση της υπαγωγής τους στην κατηγορία Υψηλού Κινδύνου-ιδ. ανωτέρω 2ο Ερώτημα).

     

    Ερώτημα 5ο: Ποιες οι υποχρεώσεις του εργοδότη όσον αφορά τους εργαζόμενους που ανήκουν σε ομάδα Υψηλού Κινδύνου;

    Η φύση της εργασίας του εργαζόμενου που ανήκει σε ομάδα Υψηλού Κινδύνου προσδιορίζει τη δυνατότητά του (ή μη) να εργάζεται εξ αποστάσεως.

    Εφόσον είναι εφικτή η τηλεργασία, «ο εργοδότης οφείλει να αποδεχθεί το αίτημα του εργαζόμενου» (άρθρο 2.Α.4 της 39363/1537 ΚΥΑ). Στην περίπτωση αυτή ο εργαζόμενος θα συνεχίσει, μέσω τηλεργασίας, να παρέχει τις υπηρεσίες του προς τον εργοδότη.

     

    Ερώτημα 6ο: Τι συμβαίνει όταν η τηλεργασία εργαζόμενου που ανήκει σε ομάδα Υψηλού Κινδύνου αποδεικνύεται ανέφικτη;

    Είναι ενδεχόμενο να  αποδεικνύεται ανέφικτη η τηλεργασία εργαζόμενου που ανήκει σε ομάδα Υψηλού Κινδύνου (γιατί, λ.χ., ο εργαζόμενος παρέχει χειρωνακτική εργασία). Στην περίπτωση αυτή «ο εργοδότης οφείλει να λάβει μέτρα, ώστε ο αιτών εργαζόμενος που ανήκει σε ευπαθή ομάδα να μην παρέχει εργασία για την εκτέλεση της οποίας έρχεται σε επαφή με κοινό». (Ως κοινό πάντως δεν νοούνται οι λοιποί εργαζόμενοι στην ίδια επιχείρηση).   

    Ο εργοδότης υποχρεούται, περαιτέρω,  «…να εξετάσει, ανάλογα με τις ανάγκες της επιχείρησης, τη δυνατότητα της πρόσκαιρης απασχόλησης του εργαζόμενου‐αιτούντα σε άλλη θέση εργασίας, προκειμένου να διασφαλιστεί η προστασία της υγείας του». Από την άλλη πλευρά πάλι, «ο εργαζόμενος οφείλει να αποδεχθεί την …πρόταση του εργοδότη, εκτός κι αν αδυνατεί να το πράξει για σπουδαίο και σοβαρό κατ’ αντικειμενική κρίση λόγο». Τον συγκεκριμένο λόγο θα πρέπει «…να εκθέσει εγγράφως προς τον εργοδότη του». (άρθρο 2.Α.5 της 39363/1537 ΚΥΑ).

     

    Ερώτημα 7ο: Υπό ποιες προϋποθέσεις (και για πόσο χρόνο) τίθεται σε αναστολή η σύμβαση εργασίας εργαζόμενου που ανήκει σε ομάδα Υψηλού Κινδύνου;

    Είναι ενδεχόμενο να αποδεικνύεται ανέφικτη η τηλεργασία εργαζόμενου που ανήκει σε ομάδα Υψηλού Κινδύνου. Είναι επίσης ενδεχόμενο να αποβούν άκαρπες οι προσπάθειες της επιχείρησης να τον απασχολήσει «σε άλλη θέση εργασίας, προκειμένου να διασφαλιστεί η προστασία της υγείας του». Στην περίπτωση αυτή ο εργοδότης ενημερώνει, εγγράφως, τον συγκεκριμένο εργαζόμενο «για τους λόγους αδυναμίας εφαρμογής αυτών και θέτει σε αναστολή τη σύμβασης εργασίας του» (άρθρο 2.Α.6 της 39363/1537 ΚΥΑ).

    Το δικαίωμα αυτό έχει ο εργοδότης ανεξάρτητα από τον ΚΑΔ της δραστηριότητάς του. Η εν λόγω αναστολή δεν είναι δυνατό να εκτείνεται σε χρόνο πέραν της 31.12.20 (άρθρο 3 της 39363/1537 ΚΥΑ).

     

    Ερώτημα 8ο: Λαμβάνουν μισθό ή αποζημίωση οι εργαζόμενοι που ανήκουν σε ομάδα Υψηλού Κινδύνου και τελούν σε αναστολή οι συμβάσεις τους;

    Οι συγκεκριμένοι εργαζόμενοι (ανήκοντες σε ομάδα Υψηλού Κινδύνου των οποίων οι συμβάσεις εργασίας τους τίθενται σε αναστολή) δεν υποχρεούνται να παρέχουν την εργασία τους στην επιχείρηση στην οποία εργάζονται. Ούτε και ο εργοδότης τους, κατά λογική ακολουθία, υποχρεούται να τους καταβάλει μισθό. Στο μέτρο που οι εν λόγω εργαζόμενοι δεν συνδέονται με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας με άλλον εργοδότη, είναι δικαιούχοι αποζημίωσης ειδικού σκοπού (άρθρο 4§1 της 39363/1537 ΚΥΑ).

     

    Ερώτημα 9ο: Ποιο το ύψος και ποια η μεταχείριση της αποζημίωσης ειδικού σκοπού;

    Η αποζημίωση ειδικού σκοπού «…υπολογίζεται ανά μήνα κατ΄ αναλογία των ημερών κατά τις οποίες η σύμβαση εργασίας των ανωτέρω εργαζομένων τελεί σε αναστολή με βάση υπολογισμού το ποσό των …534,00 ευρώ που αντιστοιχεί σε τριάντα (30) ημερολογιακές ημέρες». Στους συγκεκριμένους εργαζόμενους «…παρέχεται πλήρης ασφαλιστική κάλυψη επί του ονομαστικού τους μισθού, για τις ημέρες που η σύμβαση εργασίας τελεί σε αναστολή» (άρθρο 4§2 της 39363/1537 ΚΥΑ).

    Η αποζημίωση ειδικού σκοπού «…είναι αφορολόγητη, ανεκχώρητη και ακατάσχετη …δεν υπόκειται σε οποιαδήποτε κράτηση, τέλος ή εισφορά, συμπεριλαμβανομένης και της ειδικής εισφοράς αλληλεγγύης…, δεν δεσμεύεται και δεν συμψηφίζεται με βεβαιωμένα χρέη προς την φορολογική διοίκηση και το Δημόσιο εν γένει, τους δήμους, τις περιφέρειες, τα ασφαλιστικά ταμεία ή τα πιστωτικά ιδρύματα» (άρθρο 4§3 της 39363/1537 ΚΥΑ).

     

    Ερώτημα 10ο: Ποια η διαδικασία της λήψης της αποζημίωσης ειδικού σκοπού;

    Η καταβολή της αποζημίωσης ειδικού σκοπού προϋποθέτει την υποβολή και καταχώρηση σχετικών με το θέμα υπευθύνων δηλώσεων στο ΕΡΓΑΝΗ τόσο από τους εργοδότες όσο και από τους εργαζόμενους (άρθρο 5 της 39363/1537 ΚΥΑ).

     

    Ερώτημα 11ο: Ποια η μεταχείριση εργαζομένων που ανήκουν σε ομάδες Ενδιαμέσου Κινδύνου;

    Ο εργοδότης στον οποίο γνωστοποιείται η ένταξη εργαζόμενου σε ομάδα Ενδιαμέσου Κινδύνου, υποχρεούται αρχικά να διερευνήσει το ενδεχόμενο της τηλεργασίας. Στην περίπτωση που αυτό δεν καταστεί εφικτό, τον απασχολεί πρόσκαιρα σε θέση εργασίας στην οποία δεν έρχεται σε επαφή με το κοινό (άρθρο 2.Β της 39363/1537 ΚΥΑ).

    Σε κάθε περίπτωση: δεν τίθεται θέμα αναστολής της σύμβασης εργασίας εργαζομένου ο οποίος ανήκει σε ομάδα Ενδιαμέσου Κινδύνου.

     

    Ερώτημα 12ο: Ποια τα Γενικά Μέτρα Προστασίας που ούτως ή άλλως θα πρέπει να λαμβάνει η επιχείρηση;

    Ο εργαζόμενος που ανήκει σε ευπαθείς ομάδες (είτε Υψηλού είτε Ενδιαμέσου Κινδύνου) δικαιούται να ασκήσει (ή όχι) το δικαίωμά του σε εξ αποστάσεως εργασία ή την παροχή των υπηρεσιών του μακριά από το κοινό.

    Ο εργοδότης όμως υποχρεούται, σε κάθε περίπτωση, «στη λήψη αυξημένων μέτρων προστασίας, βάσει της εκτίμησης επαγγελματικού κινδύνου, καθώς και στην πλήρη εφαρμογή τόσο της νομοθεσίας για την υγεία και ασφάλεια στην εργασία».  Υποχρεούται επίσης να ευθυγραμμίζεται με τις ειδικότερες διατάξεις «που ρυθμίζουν ζητήματα εφαρμογής μέτρων δημόσιας υγείας, όπως τήρηση αποστάσεων και χρήση μάσκας, σε εργασιακούς χώρους, ανά κλάδο και τόπο οικονομικής δραστηριότητας» (άρθρο 2.Γ της 39363/1537 ΚΥΑ).

    Να επισημανθεί (και) εδώ η (βαρύνουσα-επιπρόσθετη) σημασία και αξία της εκτίμησης επαγγελματικού κινδύνου. Η συγκεκριμένη εκτίμηση αποδεικνύεται, για μια ακόμα φορά, εξαιρετικά σημαντική. Ακόμα περισσότερο, η ευθυγράμμιση του συνόλου των επιχειρήσεων με αυτήν.

     

    Ερώτημα 12ο: Ποια η χρονική διάρκεια των συγκεκριμένων μέτρων;

    Η χρονική διάρκεια ισχύος των συγκεκριμένων, προαναφερθέντων, μέτρων εκτείνεται μέχρι την 31.12.20 (άρθρο 6 της 39363/1537 ΚΥΑ).

     

     

    Το σύνολο των μέτρων που ελήφθησαν από την έναρξη, ακόμα, της πανδημίας πρωταρχικό  γνώμονα είχε/έχει την διασφάλιση της ζωής και υγείας.

    Οι Κοινές Υπουργικές Αποφάσεις που προσδιορίζουν την έννοια των ευπαθών ομάδων αλλά και τη μεταχείριση των εργαζομένων που εντάσσονται σε αυτές, κινούνται προς τη συγκεκριμένη κατεύθυνση. Στοχεύουν επαρκώς να διασφαλίσουν τα συγκεκριμένα αγαθά (:ζωή και υγεία) των εργαζομένων.

    Στοχεύουν όμως και σε κάτι ακόμα σημαντικό: την οριοθέτηση του σημείου ισορροπίας ανάμεσα στις εύλογες ανάγκες των εργαζομένων που εντάσσονται στις ευπαθείς ομάδες και εκείνες των επιχειρήσεων που απασχολούν τους συγκεκριμένους εργαζόμενους.

    Σε ικανό βαθμό το επιτυγχάνουν.-

    Σταύρος Κουμεντάκης
    Managing Partner

     

    Υ.Γ. Συνοπτική έκδοση του άρθρου δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ, στις 11 Οκτωβρίου 2020.

    ευπαθείς ομάδες και τηλεργασία

    Η πληροφόρηση που εμπεριέχεται στο παρόν άρθρο δεν συνιστά (ούτε και έχει σκοπό να αποτελέσει) νομική συμβουλή. Μια τέτοια νομική συμβουλή είναι δυνατό να παρασχεθεί μόνον από αρμόδιο δικηγόρο ο οποίος θα λάβει υπόψη του το σύνολο των δεδομένων που θα του εκθέσετε για την υπόθεσή σας. Αναλυτικά.

Η περιοχή αυτή είναι καταχωρημένη στο wpml.org ως περιοχή ανάπτυξης. Μεταβείτε σε τοποθεσία παραγωγής με κλειδί στο remove this banner.