Blog

  • e-mail εργαζομένου, λύση σύμβασης εργασίας και GDPR

    e-mail εργαζομένου, λύση σύμβασης εργασίας και GDPR

    Η αντιμετώπιση ζητημάτων που αφορούν προσωπικά δεδομένα εργαζομένων, μας έχει απασχολήσει έντονα σε προηγούμενη αρθρογραφία μας. Ασχοληθήκαμε, μεταξύ άλλων, με τη χρήση συστημάτων οπτικής καταγραφής στους χώρους εργασίας˙ με την τηλεργασία και τον σεβασμό των προσωπικών δεδομένων των εξ αποστάσεως εργαζομένων˙ με το επιτρεπτό ή μη της παρακολούθησης της επαγγελματικής ηλεκτρονικής αλληλογραφίας των εργαζομένων και την εκεί σύγκρουση των δικαιωμάτων εργοδότη-εργαζόμενου. Όλα τούτα όμως αφορούν θέματα που αναφύονται κατά τη διάρκεια της εργασιακής σχέσης. Τι συμβαίνει, όμως, κατά (και μετά τη λύση της); Και, εν προκειμένω, ποια η τύχη της επαγγελματικής διεύθυνσης ηλεκτρονικού ταχυδρομείου (:e-mail) εργαζομένου που αποχωρεί από την εργασία του;

     

    Η στάση της Βελγικής Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα

    Γενικά

    Η τύχη του επαγγελματικού e-mail εργαζομένου, μετά την αποχώρησή του από την εργασία του, απασχόλησε τη Βελγική Αρχή Προστασίας Δεδομένων (The Litigation Chamber of the Belgian DPA). Σχετικά πρόσφατα (19.9.2020) εκδόθηκε η υπ’ αριθμ. 64/2020 απόφασή της. Μια απόφαση σημαντική που έχει, ήδη, δημιουργήσει προβληματισμούς και πονοκεφάλους τόσο στο Βέλγιο όσο και στην Ευρώπη. Βεβαίως και στη χώρα μας.

     

    Τα πραγματικά περιστατικά

    Η περίπτωση που κλήθηκε να διαχειριστεί η Βελγική Αρχή Προστασίας Δεδομένων (:«BDPA»), αφορούσε μια (αρχικά) οικογενειακή επιχείρηση. Η εταιρεία αυτή, αρκετά χρόνια μετά την ίδρυσή της, τον Νοέμβριο του 2016, απέλυσε αιφνίδια τον CEO της και τον υιό του ιδρυτή της. Στη συνέχεια, λύθηκαν οι εργασιακές σχέσεις και άλλων μελών της οικογένειας του ιδρυτή που εργάζονταν σ’ αυτή.

    Τον Μάρτιο του 2019, τρία χρόνια μετά την πρώτη απόλυση, διαπιστώθηκε πως εξακολουθούσαν να βρίσκονται σε χρήση οι επαγγελματικές ηλεκτρονικές διευθύνσεις των στελεχών και υπαλλήλων που απομακρύνθηκαν. Να σημειωθεί εδώ πως οι συγκεκριμένες ηλεκτρονικές διευθύνσεις απαρτιζόταν από το όνομα των εργαζομένων (όπως συνηθίζεται) και το όνομα της εταιρείας.

    Ο πρώην CEO απαίτησε την παύση της χρήσης των ηλεκτρονικών τους διευθύνσεων από την εταιρεία. Της υποθέσεως επιλήφθηκε, αρχικά, το τμήμα διαμεσολάβησης της BDPA. Στη σχετική διαδικασία (που, όμως, δεν τελεσφόρησε) η εταιρεία σημείωσε ότι οι εν λόγω διευθύνσεις είχαν μεν απενεργοποιηθεί, τα εισερχόμενα μηνύματα, ωστόσο,  προωθούνταν σε τρίτη ηλεκτρονική διεύθυνση της εταιρείας. Σκοπός της ως άνω πρακτικής ήταν, κατά δήλωση της εταιρείας, η αποτροπή απώλειας σημαντικών e-mail τρίτων, δεδομένης και της σημαντικής θέσης που κατείχαν οι αποχωρήσαντες (:CEO και άλλα στελέχη).

    Κατάληξη της ως άνω υπόθεσης αποτέλεσε η απόφαση του δικαστικού τμήματος της BDPA, που επέβαλε πρόστιμο 15.000€ στη συγκεκριμένη εταιρεία. Ένα πρόστιμο όμως που δεν στερούνταν αξίας δεδομένου και του μικρού μεγέθους της. Η τελευταία απασχολούσε δεκατρείς, μόλις, υπαλλήλους.

    Η σημασία όμως της συγκεκριμένης απόφασης έγκειται στις κατευθύνσεις που παρέχει, διάσπαρτες στο σώμα της, σχετικά με την αντιμετώπιση ανάλογων υποθέσεων.

     

    Οι κατευθύνσεις της υπ’ αριθμ. 64/2020 απόφασης της BDPA

    Τις κατευθύνσεις που παρέχει η BDPA με τη συγκεκριμένη απόφασή της, μπορούμε να διακρίνουμε σε δύο κατηγορίες. Η πρώτη αναφέρεται στη διαχείριση του συγκεκριμένου θέματος (:διαχείριση επαγγελματικoύ e-mail εργαζομένου) πριν τη λύση της εργασιακής σχέσης. Η δεύτερη, το διάστημα μετά τη λύση.

     

    Πριν τη λύση της εργασιακής σχέσης

    Κάθε εργασιακή σχέση (όπως εξάλλου και η ζωή) θα βρεθεί, κάποια στιγμή -και κατ’ αναπόδραστη συνέπεια- στο πέρας της. Ένα πέρας που συναρτάται με την οικειοθελή αποχώρηση του εργαζομένου (:παραίτηση), τη συνταξιοδότηση, την απόλυση ή τον θάνατό  του. Σε κάθε περίπτωση, η εταιρεία οφείλει να έχει μεριμνήσει εκ των προτέρων και (μεταξύ άλλων) για την τύχη του επαγγελματικού e-mail εργαζομένου. Ως εκ τούτου, όπως αναφέρει η BDPA, κάθε εταιρεία θα πρέπει να ενημερώνει τους εργαζομένους της για τον τρόπο που πρόκειται να διαχειριστεί  τα συγκεκριμένα e-mail τους  σε περίπτωση λύσης της εργασιακής σχέσης. Η ενημέρωση αυτή (μέσω της σχετικής Πολιτικής της εταιρείας), θα πρέπει να αναφέρει, διεξοδικά, τα βήματα που θα πρέπει να ακολουθούνται.

    Με βάση λοιπόν την ανωτέρω (:υπ’ αριθμ. 64/2020) απόφαση κατά τη φάση της (επικείμενης) αποχώρησης του εργαζομένου (αυτονοήτως, όταν δεν λαμβάνει χώρα αιφνιδίως):

    (α) Ο εργαζόμενος θα πρέπει να μπορεί να συλλέξει ή να διαγράψει τις ιδιωτικές ηλεκτρονικές επικοινωνίες του. Παράλληλα όμως, σε περίπτωση που ένα μέρος της επαγγελματικής του αλληλογραφίας είναι απαραίτητο για την εύρυθμη λειτουργία της επιχείρησης και πρέπει να ανακτηθεί, απαιτείται τούτο να γίνει πριν την αποχώρηση του εργαζομένου. Φυσικά και με την παρουσία του.

    (β) Ο εργαζόμενος, επίσης, θα πρέπει να ενημερώνεται για το «μπλοκάρισμα» της διεύθυνσης του επαγγελματικού του e-mail. Να σημειωθεί βέβαια πως η συγκεκριμένη απόφαση δεν απαιτεί την, με πανηγυρικό τρόπο, ειδική ενημέρωσή του. Ούτε όμως και  εξειδικεύει αν αρκεί η γενική πληροφόρηση που, τυχόν, περιλαμβάνεται στην Πολιτική της εταιρείας. Ορθότερο όμως θα ήταν να αποδεχθούμε πως αρκεί μια τέτοια, γενική, πληροφόρηση.

    (γ) Η εταιρεία θα πρέπει παράλληλα, πριν από τον αποκλεισμό της επαγγελματικής διεύθυνσης ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, να δημιουργήσει μια αυτοματοποιημένη απάντηση στους (προς εκείνη) αποστολείς ηλεκτρονικής αλληλογραφίας. Ενδιαφέρον είναι πως η εν λόγω  απόφαση προσδιορίζει και το περιεχόμενο της. Θα πρέπει, κατά την απόφαση: (i) να αναφέρει ότι ο εν λόγω εργαζόμενος δεν ασκεί πλέον τα καθήκοντά του στην εταιρεία και (ii) να ενημερώνει τους αποστολείς-τρίτους σχετικά με τα στοιχεία επικοινωνίας εκείνου με τον οποίο μπορούν, στο εξής, να επικοινωνούν-αντί εκείνου που αποχώρησε. Αυτονοήτως είναι δυνατό  να παρατίθεται για γενική (λ.χ.: info@…. ή sales@….) αντί μιας εξατομικευμένης/προσωπικής διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου.

    Η BDPA προκρίνει τη λύση της αυτοματοποιημένης απάντησης προς τον αποστολέα έναντι της «χειροκίνητης» προώθησης των e-mails σε άλλη διεύθυνση. Ο λόγος είναι προφανής: στην περίπτωση της «χειροκίνητης» προώθησης, εκείνος που τη διενεργεί μπορεί να λάβει γνώση ευαίσθητων πληροφοριών και δεδομένων που εμπίπτουν στη σφαίρα της ιδιωτικής ζωής του αποχωρήσαντα εργαζομένου.

    (δ)  Η εταιρεία θα πρέπει, το αργότερο μέχρι την ημέρα της πραγματικής αποχώρησης του εργαζομένου, να έχει «μπλοκάρει» τη διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου του.

     

    Μετά τη λύση της εργασιακής σχέσης

    Η ανωτέρω απόφαση δίνει, όπως ήδη αναφέραμε, σαφείς κατευθύνσεις (και) όσον αφορά το διάστημα που ακολουθεί τη, με οποιονδήποτε τρόπο, αποχώρηση του εργαζόμενου. Συγκεκριμένα, επισημαίνει ότι:

    (α) Η αυτοματοποιημένη απάντηση θα πρέπει να είναι ενεργή και να αποστέλλεται στους αποστολείς-τρίτους για χρονικό διάστημα ενός μήνα. Δέχεται, βέβαια, τη δυνατότητα παράτασης του διαστήματος αυτό. Η τυχόν παράτασή της όμως εξαρτάται από τη σημασία της θέσης εργασίας που κατείχε ο εργαζόμενος. Παράλληλα, όμως, θέτει συγκεκριμένες προϋποθέσεις από τις οποίες θα πρέπει αυτή να εξαρτάται. Ειδικότερα: (i) ενδεχόμενη παράταση δεν θα πρέπει να υπερβαίνει τους τρεις μήνες˙ (ii) θα πρέπει να αιτιολογείται η ανάγκη χρονικής επέκτασης αυτοματοποιημένης απάντησης˙ (iii) θα πρέπει ο (αποχωρήσας) εργαζόμενος να ενημερώνεται για την τυχόν παράταση (η απόφαση μάλιστα αξιολογεί πως το βέλτιστο (όχι όμως και αναγκαίο) θα ήταν να παρέχει τη σύμφωνη γνώμη του.

    (β) Η επαγγελματική διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου του εργαζομένου θα πρέπει, κατά την ως άνω απόφαση, να διαγράφεται μετά την παρέλευση του προαναφερθέντα μήνα (ή, κατά παράταση, τριμήνου-κατ’ ανώτατο όριο). Μετά την παρέλευσή του εν λόγω χρονικού διαστήματος ούτε αποστολή ούτε και λήψη e-mail εργαζομένου θα πρέπει να είναι εφικτή.

    Με άλλα λόγια: η απόφαση κρίνει ως νόμιμο λόγο για τη μη διαγραφή ενός τέτοιου e-mail (ταυτόχρονα με την αποχώρηση του εργαζομένου), την ανάγκη διασφάλισης της καλής λειτουργίας της εταιρείας. Κρίνει, ωστόσο, ότι μετά την παρέλευση του χρόνου που ορίζει για την αποστολή αυτοματοποιημένης απάντησης (1-3 μήνες), ο λόγος αυτός εκλείπει.

     

    Η ανωτέρω απόφαση της Βελγικής Aρχής έχει ιδιαίτερη αξία καθώς είναι η πρώτη, σε ευρωπαϊκό επίπεδο-εξ όσων γνωρίζουμε, με το συγκεκριμένο αντικείμενο. Επίσης γιατί έρχεται να ερμηνεύσει, στο δύσκολο αυτό θέμα, τον Ευρωπαϊκό Κανονισμό 679/2016 για τα προσωπικά δεδομένα (γνωστότερο ως GDPR). Η ερμηνεία αυτή θα αποτελέσει, το δίχως άλλο, «προηγούμενο» και για τις λοιπές Ευρωπαϊκές Αρχές-βεβαίως και για την Ελληνική.

    Είναι δεδομένο πως η εν λόγω απόφαση υπέρμετρα (κατά την άποψη του γράφοντος) περιορίζει την επιχειρηματική ελευθερία. Ιδίως όσον αφορά το μέγιστο διάστημα (:μήνας ή, κατ’ ανώτατο όριο, τρίμηνο) που αξιολογεί ως ικανό/αρκετό για την ενημέρωση των αποστολέων-τρίτων (λ.χ. πελατών και συνεργατών) της επιχείρησης/εργοδότη. Και πώς, άραγε, θα ήταν δυνατό να υποστηρίξει κάποιος πως μια τέτοια οριζόντια ρύθμιση θα ήταν το ίδιο επαρκής για ένα συνοικιακό κατάστημα λιανικής πώλησης  και μία πολυεθνική; Για έναν υπάλληλο και έναν CEO; Και, περαιτέρω, πόσο βλαπτική θα ήταν για μια ευρωπαϊκή επιχείρηση (που υπάγεται στον GDPR) η συγκεκριμένη οριζόντια ρύθμιση, σε αντίστιξη με μια άλλη (ανταγωνίστριά της) που δραστηριοποιείται σε κάποια χώρα άλλη-μη υπαγόμενη στον GDPR;

    Σε κάθε περίπτωση: η συγκεκριμένη  απόφαση της Βελγικής Aρχής είναι, ήδη, δεδομένη. Αποτελεί γεγονός-με την όποια νομική αξία μπορεί να έχει σε πανευρωπαϊκό επίπεδο. Ας ελπίσουμε όμως στην αναθεώρησή της από τις αντίστοιχες Αρχές των επιμέρους χωρών-μελών της ΕΕ, οι οποίες με βεβαιότητα θα κληθούν να διαχειριστούν αντίστοιχα θέματα.

    Μέχρι τότε μια και μόνη μπορεί να είναι η προτροπή (και) προς τις ελληνικές επιχειρήσεις: Γρηγορείτε!

    Σταύρος Κουμεντάκης
    Managing Partner

     

    Υ.Γ. Συνοπτική έκδοση του άρθρου δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ, στις 18 Απριλίου 2021.

    Η πληροφόρηση που εμπεριέχεται στο παρόν άρθρο δεν συνιστά (ούτε και έχει σκοπό να αποτελέσει) νομική συμβουλή. Μια τέτοια νομική συμβουλή είναι δυνατό να παρασχεθεί μόνον από αρμόδιο δικηγόρο ο οποίος θα λάβει υπόψη του το σύνολο των δεδομένων που θα του εκθέσετε για την υπόθεσή σας. Αναλυτικά.

  • Η Έκθεση Αποδοχών μελών ΔΣ της ΑΕ

    Η Έκθεση Αποδοχών μελών ΔΣ της ΑΕ

    Το θέμα των αμοιβών-αποδοχών των μελών ΔΣ μας έχει επανειλημμένα απασχολήσει, στο πλαίσιο της αρθρογραφίας μας. Επίσης, η σύγκρουση συμφερόντων των τελευταίων με την ΑΕ (και) για το συγκεκριμένο ζήτημα˙ oι συναφείς κίνδυνοι για την ΑΕ˙ το σχετικό ενδιαφέρον της εταιρείας, των μετόχων και, αυτονόητα, των ωφελουμένων-σαφώς και των τρίτων: επενδυτών και τραπεζών. Διαπιστώσαμε ήδη πως τα ζητήματα διαφάνειας και η ανάγκη συμμετοχής των μετόχων στην έγκριση των αμοιβών επιδιώκονται μέσω της αρχής «say on pay» (ενδ.: άρθρα 9α και 9β της Οδηγίας 2007/36/ΕΚ, όπως τροποποιήθηκε με την Οδηγία 2017/828/ΕΕ). Με βάση τη συγκεκριμένη αρχή, οι αποδοχές των μελών του ΔΣ πρέπει να ορίζονται κατά τέτοιο τρόπο, ώστε οι μέτοχοι να είναι σε θέση να  εκφράζουν σχετική γνώμη. Δεδομένων και των ανωτέρω, ο εθνικός μας νομοθέτης επαναπροσέγγισε με το νόμο για τις ΑΕ (:ν. 4548/2018) το συγκεκριμένο θέμα. Επέφερε, αφενός, κάποιες αλλαγές στη διαδικασία και τις προϋποθέσεις για τη χορήγηση αμοιβών στα μέλη του ΔΣ στη βάση της οργανικής τους σχέσης (:Ανώνυμη Εταιρεία: Αμοιβές Μελών ΔΣ). Ενσωμάτωσε, αφετέρου, δύο σημαντικάεργαλεία μετουσίωσης της παραπάνω αρχής στο εθνικό δίκαιο: (α) την Πολιτική Αποδοχών και (β) την Έκθεση Αποδοχών. Θα μας απασχολήσει, στη συνέχεια, η τελευταία.

     

    Νομοθετικό Πλαίσιο – Η διάκριση της Πολιτικής Αποδοχών από την Έκθεση Αποδοχών

    Tα θέματα τα σχετικά με την Πολιτική Αποδοχών και την Έκθεση Αποδοχών ρυθμίζονται στις διατάξεις των άρθρων 110-112 ν. 4548/2018. Με τον τρόπο αυτό, ενσωματώνονται στο ελληνικό δίκαιο οι διατάξεις των άρθρων 9α και 9β της προαναφερθείσας Οδηγίας 2007/36/ΕΚ-όπως ισχύει.

    Τα δύο, συγκεκριμένα, εργαλεία αποσκοπούν στη διαφάνεια και στη συμμετοχή των μετόχων στο ζήτημα της διαμόρφωσης των αμοιβών των μελών ΔΣ. Υποχρεωτικά για τις εισηγμένες ΑΕ. Προαιρετικά για τις λοιπές. Η Έκθεση Αποδοχών διατηρεί την αυτοτέλειά της έναντι της Πολιτικής Αποδοχών συναρτάται, εντούτοις, άρρηκτα με την τελευταία. Σε κάθε περίπτωση, πρόκειται για κείμενα διακριτά, που παρουσιάζουν δύο βασικές διαφορές:

    (α) Η Πολιτική Αποδοχών συνιστά το μέσο διάρθρωσης της στρατηγικής της ΑΕ ως προς τη χορήγηση αμοιβών στα μέλη του ΔΣ. Προωθεί, στο πλαίσιο αυτό, τη βιωσιμότητα και τα μακροπρόθεσμα συμφέροντά της. Προκύπτει, λοιπόν, ο μελλοντικός της χαρακτήρας. Αντίθετα, η Έκθεση Αποδοχών συνιστά μια ολοκληρωμένη επισκόπηση του συνόλου των αποδοχών που χορηγήθηκαν ανά μέλος του ΔΣ για την προηγούμενη εταιρική χρήση. Αφορά, δηλαδή, παρελθούσα χρήση και έχει χαρακτήρα απολογιστικό.

    (β) Όσον αφορά στην Πολιτική Αποδοχών, η ψήφος των μετόχων είναι δεσμευτική. Αντίθετα, επί της Έκθεσης Αποδοχών, η ψήφος τους έχει χαρακτήρα συμβουλευτικό.

     

    Υποκειμενικό και αντικειμενικό πεδίο εφαρμογής

    Η Έκθεση Αποδοχών καταρτίζεται συλλογικά από το ΔΣ της ΑΕ (:άρθρο 96 §2 ν. 4548/2018). Συλλογική είναι και η ευθύνη που φέρουν σε περίπτωση τυχόν παράβασης των διατάξεων αναφορικά με την Έκθεση Αποδοχών (:άρθρο 112 §6, εδ. β). Συνεπώς, τα μέλη του ΔΣ ευθύνονται σε περιπτώσεις παράβασης με βάση τη διάταξη του άρθρου 102 ν. 4548/2018. Ποινικά  με βάση τη διάταξη του άρθρου 179 §3 ν. 4548/2018.

    Η Έκθεση Αποδοχών οφείλει να περιλαμβάνει την ολοκληρωμένη επισκόπηση των αποδοχών των μελών του ΔΣ, που προβλέπονταν να καταβληθούν από την Πολιτική Αποδοχών του τελευταίου οικονομικού έτους (:άρθρο 112 §1 ν. 4548/2018). Ανεξάρτητα μάλιστα αν τα τελευταία (:μέλη ΔΣ) είναι νεότερα, παλαιότερα, εκτελεστικά, μη εκτελεστικά ή ανεξάρτητα. Η καταγραφή πρέπει να γίνεται, σε κάθε περίπτωση, κατά τρόπο σαφή και κατανοητό. Το υποκειμενικό της πεδίο ενδέχεται όμως να καταλαμβάνει και άλλα πρόσωπα. Όταν, λ.χ., με καταστατική ρύθμιση, επεκτείνεται η εφαρμογή των διατάξεων για την Πολιτική και Έκθεση Αποδοχών στα διοικητικά στελέχη, όπως αυτά ρυθμίζονται από τα ΔΛΠ (άρθρο 24 §9). Η τελευταία, στην περίπτωση αυτή, θα αναφέρεται στα καταβληθέντα (και) στα συγκεκριμένα πρόσωπα.

    Η έννοια των αποδοχών, στο πλαίσιο της Έκθεσης Αποδοχών, ταυτίζεται εννοιολογικά με την αντίστοιχη της Πολιτικής Αποδοχών. Με άλλα λόγια: η Έκθεση Αποδοχών περιλαμβάνει το σύνολο των αποδοχών που χορηγήθηκαν (ή εξακολουθούν να οφείλονται) στα μέλη του ΔΣ με την οργανική τους ιδιότητα και θέση. Δεν ενδιαφέρουν την Έκθεση Αποδοχών άλλες αμοιβές. Όπως, λ.χ., εκείνες που οφείλονται, σε ειδική σχέση εξαρτημένης εργασίας, εντολής, ανεξαρτήτων υπηρεσιών ή έργου (ενδ.: Ανώνυμη Εταιρεία: Συμβάσεις Μελών ΔΣ Για Παροχή (Πρόσθετων) Υπηρεσιών).

     

    Περιεχόμενο

    Το ελάχιστο περιεχόμενο της Έκθεσης Αποδοχών προβλέπεται στη διάταξη του άρθρου  112 §2, ν. 4548/2018. Παράλληλα, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έχει εκδώσει σχέδιο διαβούλευσης με κατευθυντήριες γραμμές για την τυποποιημένη παρουσίαση των πληροφοριών που περιλαμβάνει η έκθεση αποδοχών. Εκκρεμεί, ωστόσο, η έκδοση των οριστικών κατευθυντηρίων γραμμών.

    Το περιεχόμενο της Έκθεσης Αποδοχών αφορά τις αποδοχές καθενός, ξεχωριστά, μέλους του ΔΣ. Περιλαμβάνει-κατά βάση: (α)  το σύνολο των αποδοχών που καταβλήθηκαν καθώς και τον τρόπο βάσει του οποίου η χορήγησή τους βρίσκεται σε συμμόρφωση με την εγκεκριμένη Πολιτική Αποδοχών˙ (β) την ετήσια μεταβολή των αποδοχών, την απόδοση της εταιρείας και των μέσων αποδοχών των εργαζομένων, εκτός από τα στελέχη, κατά την τελευταία πενταετία. Στην Έκθεση Αποδοχών γίνεται, επίσης, μνεία: (γ) σε τυχόν αποδοχές πάσης φύσεως που προέρχονται από οποιαδήποτε εταιρεία ανήκει στον ίδιο όμιλο˙ (δ) στη συμμετοχή σε προγράμματα διάθεσης μετοχών˙ (ε) στα ασκηθέντα δικαιώματα προαίρεσης˙ (στ) σε πληροφορίες για τη χρήση της δυνατότητας ανάκτησης αποδοχών˙ (ζ) στις συνθήκες υπό τις οποίες έχουν λάβει χώρα παρεκκλίσεις, ενδεχομένως, από την εγκεκριμένη έκθεση αποδοχών (σύμφωνα με όσα προβλέπονται στη διάταξη του άρθρου 110 §6 (εκ παραδρομής στο άρθρο 112 §2 στ. ζ΄ γίνεται παραπομπή στην καταργηθείσα §7).

     

    Η συμβουλευτική ψήφος των μετόχων

    Οι μέτοχοι ψηφίζουν (κατά την τακτική ΓΣ στο πλαίσιο των θεμάτων της ημερήσιας διάταξης) επί της έκθεσης αποδοχών του τελευταίου οικονομικού έτους. Η ψήφος τους, ωστόσο, είναι συμβουλευτική. Τούτο σημαίνει ότι η απόφαση των μετόχων δεν δεσμεύει την ΑΕ, μολονότι η διεξαγωγή της ψηφοφορίας είναι υποχρεωτική. Το ΔΣ, ωστόσο, επιφορτίζεται με μια επιπλέον υποχρέωση αναφορικά με το αποτέλεσμα της ψηφοφορίας αυτής. Συγκεκριμένα, «…οφείλει να επεξηγεί στην επόμενη Έκθεση Αποδοχών τον τρόπο με οποίο ελήφθη υπόψη το ανωτέρω αποτέλεσμα της ψηφοφορίας…» (άρ. 112 §3 ν. 4548/2018). Συνάγεται, επομένως, ότι η ΑΕ είναι δυνατό να μη λάβει καθόλου υπόψη το ανωτέρω αποτέλεσμα, αρκεί να επεξηγεί τον τρόπο που λειτούργησε στην επόμενη Έκθεση Αποδοχών που θα υποβάλλει στη ΓΣ.

     

    Διατυπώσεις δημοσιότητας και Προσωπικά δεδομένα

    Η Έκθεση Αποδοχών υποβάλλεται σε συγκεκριμένες διατυπώσεις δημοσιότητας. Η ΑΕ, οφείλει όμως και να αναρτά στον διαδικτυακό της τόπο την Έκθεση Αποδοχών, αμέσως μετά τη σχετική ψηφοφορία της ΓΣ. Η ανάρτηση αυτή θα πρέπει να είναι δεκαετούς διάρκειας (άρθρο 112 §4 ν. 4548/2018).Το διάστημα τη ανάρτησης είναι δυνατό να υπερβαίνει και τα δέκα έτη, στην περίπτωση που δεν περιλαμβάνει πλέον προσωπικά δεδομένα των μελών του ΔΣ.

    Επιβεβαιώνουμε λοιπόν πως οι διατάξεις του ν. 4548/2018 συμπλέκονται (και) στην προκειμένη περίπτωση, με τις επιταγές του Κανονισμού 679/2016/ΕΚ για την Προστασία Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα. Όπως αναφέρθηκε, ήδη, η Έκθεση Αποδοχών αναφέρεται εξατομικευμένα σε κάθε μέλος του ΔΣ. Τούτου σημαίνει ότι λαμβάνει χώρα επεξεργασία των προσωπικών του δεδομένων. Νομική βάση της επεξεργασίας αυτής συνιστά η διάταξη του άρθρου 112 §5 ν. 4548/2018. Ως σκοπός της επεξεργασίας στη διάταξη αυτή ορίζεται η αύξηση της διαφάνειας «…όσον τις αποδοχές των μελών του διοικητικού συμβουλίου, με στόχο την ενίσχυση της λογοδοσίας των μελών και της εποπτείας των μετόχων επί των αποδοχών αυτών». Ωστόσο, από την ανωτέρω επεξεργασία και την Έκθεση Αποδοχών ρητώς εξαιρούνται οι ειδικές κατηγορίες δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα κατά το άρθρο 9 §1 του Κανονισμού. Πρόκειται για τα προσωπικά δεδομένα που αποκαλύπτουν «…τη φυλετική ή εθνοτική καταγωγή, τα πολιτικά φρονήματα, τις θρησκευτικές ή φιλοσοφικές πεποιθήσεις ή τη συμμετοχή σε συνδικαλιστική οργάνωση, καθώς και η επεξεργασία γενετικών δεδομένων, βιομετρικών δεδομένων με σκοπό την αδιαμφισβήτητη ταυτοποίηση προσώπου, δεδομένων που αφορούν την υγεία ή δεδομένων που αφορούν τη σεξουαλική ζωή φυσικού προσώπου ή τον γενετήσιο προσανατολισμό». Σε περίπτωση, λ.χ., που η χορήγηση επιδόματος εξαρτάται από τυχόν ασθένεια του μέλους του ΔΣ, η Έκθεση Αποδοχών πρέπει να περιλαμβάνει μόνο το ύψος του επιδόματος αυτού. Η αιτία πρέπει να ελλείπει.

     

    Ο δικαστικός έλεγχος και η δυνατότητα μείωσης των αποδοχών

    Και στην περίπτωση της Έκθεσης Αποδοχών εφαρμόζεται η διάταξη του άρθρου 109 §7 ν. 4548/2018 για τη δυνατότητα μείωσης αποδοχών ύστερα από την έκδοση δικαστικής απόφασης. Τέτοια μείωση ενδέχεται να λάβει χώρα στις περιπτώσεις που εμφιλοχώρησε ουσιώδης μεταβολή των συνθηκών υπό τις οποίες εγκρίθηκε η Πολιτική Αποδοχών και αυτή δεν αναθεωρήθηκε (άρθρο 110 §2 ν. 4548/2018). Πρόκειται, ουσιαστικά, για δικαστικό έλεγχο της Πολιτικής Αποδοχών. Η αίτηση προς το αρμόδιο δικαστήριο, στην περίπτωση αυτή, ασκείται μέσα σε αποκλειστική προθεσμία δύο (2) μηνών από την ψηφοφορία επί της Έκθεσης Αποδοχών.

    Ο έλεγχος της συμμόρφωσης με την εγκριθείσα Πολιτική Αποδοχών της ΑΕ διενεργείται από την Έκθεση Αποδοχών.  Δεν θα ήταν δυνατό, άλλωστε, να εγκρίνονται αμοιβές για τα μέλη του ΔΣ (ή/και συγκεκριμένα διευθυντικά στελέχη) χωρίς να προβλέπεται έλεγχος συμμόρφωσης.

     

    Η υποχρέωση σύνταξης Έκθεσης Αποδοχών (για τον έλεγχο της εγκριθείσας Πολιτικής Αποδοχών) βαρύνει, όπως και εισαγωγικά αναφέραμε, τις εταιρείες με μετοχές εισηγμένες σε ρυθμιζόμενη αγορά. Συμβάλλουν, αμφότερες, στην αύξηση της εταιρικής διαφάνειας και στην ενίσχυση της (αναγκαίας) εταιρικής διακυβέρνησης. Ενισχύεται η λογοδοσία των μελών του ΔΣ και η εποπτεία των μετόχων επί των αποδοχών τους. Προάγουν, κατά τούτο, το συμφέρον της εταιρείας και των μετόχων της. Καθιστούν περισσότερο διαφανείς (και, κατά τούτο, ελκυστικές για τους επενδυτές) τις εταιρείες στις οποίες αφορούν.

    Ευκταία, ως εκ τούτου, η εφαρμογή τους στο σύνολο των εταιρειών.

    Ακόμα και στις μη εισηγμένες.-

    Σταύρος Κουμεντάκης
    Managing Partner

     

    Υ.Γ. Συνοπτική έκδοση του άρθρου δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ, στις 11 Απριλίου 2021.

    Η πληροφόρηση που εμπεριέχεται στο παρόν άρθρο δεν συνιστά (ούτε και έχει σκοπό να αποτελέσει) νομική συμβουλή. Μια τέτοια νομική συμβουλή είναι δυνατό να παρασχεθεί μόνον από αρμόδιο δικηγόρο ο οποίος θα λάβει υπόψη του το σύνολο των δεδομένων που θα του εκθέσετε για την υπόθεσή σας. Αναλυτικά.

  • Η Πολιτική Αποδοχών μελών ΔΣ της ΑΕ

    Η Πολιτική Αποδοχών μελών ΔΣ της ΑΕ

    Οι αμοιβές των μελών του ΔΣ της ΑΕ αποτελούν ζήτημα «ζέον»˙ ενδιαφέρει όλους: την εταιρεία, τους μετόχους και, αυτονόητα, του ωφελούμενους. Ενδιαφέρει όμως και τους τρίτους: επενδυτές και τράπεζες. Ο εθνικός μας νομοθέτης επαναπροσέγγισε με το νόμο για τις ΑΕ (ν. 4548/2018) το συγκεκριμένο θέμα. Η διαδικασία και οι προϋποθέσεις για τη χορήγηση αμοιβών στα μέλη του ΔΣ στη βάση της οργανικής τους σχέσης μας απασχόλησε σε  προηγούμενη αρθρογραφία μας (:Ανώνυμη Εταιρεία: Αμοιβές Μελών ΔΣ). Στο παρόν θα μας απασχολήσει η Πολιτική Αποδοχών. Μια Πολιτική υποχρεωτική για τις εταιρείες με μετοχές εισηγμένες σε ρυθμιζόμενες αγορές (άρθρο 110 §1). Καλοδεχούμενη, αναμφίβολα, για τις υπόλοιπες.

    Οι αμοιβές των μελών του ΔΣ και η σύγκρουση συμφερόντων˙ η (παγκόσμια) συζήτηση

    Οι αμοιβές που λαμβάνουν τα μέλη του ΔΣ είναι δυνατό, υπό προϋποθέσεις, να αποβούν βλαπτικές για την ΑΕ. Πρόκειται, εξάλλου, για χαρακτηριστική περίπτωση σύγκρουσης συμφερόντων. Βλαπτικές είναι δυνατό, λ.χ., να αποδειχθούν όταν σε κάποιες περιπτώσεις συνδεθούν με την επίτευξη υψηλών στόχων (ενδ.: ο κύκλος εργασιών της εταιρείας). Είναι, τότε, δυνατό να επιλέξουν τα μέλη του ΔΣ-διοίκηση της ΑΕ, υπέρμετρη ανάληψη κινδύνων στον βωμό της επίτευξης, βραχυπρόθεσμου, ιδίου, οφέλους.

    Η πρόσφατη μακρόχρονη οικονομική κρίση «έφερε» και στη χώρα μας την παγκόσμια συζήτηση γύρω από τις υπέρογκες αμοιβές των μελών του ΔΣ. Βάση των σχετικών προβληματισμών αποτελεί, συχνά, η έλλειψη ικανής διαφάνειας αλλά και ουσιαστικής συμμετοχής των μετόχων στην έγκρισή τους. Στόχος τους η προάσπιση, εν τέλει, του εταιρικού συμφέροντος.

    Η επίτευξη του συγκεκριμένου στόχου επιδιώκεται μέσω της αρχής «say on pay» (ενδ.: άρθρα 9α και 9β της Οδηγίας 2007/36/ΕΚ, όπως τροποποιήθηκε με την Οδηγία 2017/828/ΕΕ). Με βάση τη συγκεκριμένη αρχή, οι αποδοχές των μελών του ΔΣ πρέπει να ορίζονται κατά τέτοιο τρόπο, ώστε οι μέτοχοι να είναι σε θέση να  εκφράζουν σχετική γνώμη. Εργαλείο υλοποίησης της η Πολιτική Αποδοχών (όπως, εξάλλου, και η Έκθεση Αποδοχών) που μεταφέρθηκαν, ήδη, στο εθνικό δίκαιο.

     

    Νομοθετικό πλαίσιο

    Ο εθνικός νομοθέτης ρύθμισε τα σχετικά με την Πολιτική Αποδοχών (και την Έκθεση Αποδοχών) στις διατάξεις των άρθρων 110-112 ν. 4548/2018. Ενσωμάτωσε, με τον τρόπο αυτό, στο ελληνικό δίκαιο τις διατάξεις των άρθρων 9α και 9β της προαναφερθείσας Οδηγίας-όπως ισχύει.

    Με την Πολιτική Αποδοχών (άρθρο 110 και 111 ν. 4548/2018), που θα μας απασχολήσει εν προκειμένω, διαρθρώνεται η στρατηγική της ΑΕ ως προς τη χορήγηση αμοιβών στα μέλη του ΔΣ. Προωθούνται, επίσης, η βιωσιμότητα και τα μακροπρόθεσμα συμφέροντά της. Περιεχόμενο της Έκθεσης Αποδοχών (άρθρο 112 ν. 4548/2018) συνιστούν οι αμοιβές που χορηγήθηκαν στα μέλη του ΔΣ (ή ακόμα οφείλονται από) την προηγούμενη εταιρική χρήση. Δεν είναι επιτρεπτές, αυτονόητα, οι αποκλίσεις των καταβληθεισών αποδοχών από όσα η Πολιτική Αποδοχών ορίζει.

     

    Η πολιτική αποδοχών

    Η υποχρέωση θέσπισης

    Όπως εισαγωγικά «βιαστήκαμε» να σημειώσουμε,  δεν υποχρεούνται σε θέσπιση Πολιτικής Αποδοχών όλες οι ΑΕ. Η υποχρέωση αυτή τυπικά βαρύνει, μόνον, εταιρείες με μετοχές εισηγμένες σε ρυθμιζόμενη αγορά. Τόσο για τα μέλη του ΔΣ όσο και για τον γενικό διευθυντή, εφόσον υπάρχει, και τον αναπληρωτή του (άρθρο 110 §1). Ωστόσο, με καταστατική ρύθμιση, είναι δυνατή η εφαρμογή των διατάξεων για την Πολιτική και Έκθεση Αποδοχών σε δύο, ακόμα, περιπτώσεις: (α) στα διοικητικά στελέχη, όπως αυτά ρυθμίζονται από τα ΔΛΠ (άρθρο 24 παρ. 9) και (β) στις ΑΕ με μη εισηγμένες μετοχές. Στοχεύουμε, στις περιπτώσεις αυτές, σε μεγαλύτερη διαφάνεια έναντι των μετόχων. Στο όφελος, εν τέλει, της ΑΕ.

    Η υποχρέωση θέσπισης Πολιτικής Αποδοχών καταλαμβάνει τις αποδοχές που χορηγούνται στα μέλη του ΔΣ με την οργανική τους ιδιότητα και θέση. Είναι, με άλλα λόγια, εκτός του  περιεχομένου της και ρυθμίσεών της άλλες αμοιβές. Όπως, λ.χ., εκείνες που οφείλονται, σε ειδική σχέση εξαρτημένης εργασίας, εντολής, ανεξαρτήτων υπηρεσιών ή έργου (ενδ.: Ανώνυμη Εταιρεία: Συμβάσεις Μελών ΔΣ Για Παροχή (Πρόσθετων) Υπηρεσιών).

     

    Η αρμοδιότητα της ΓΣ

    Αρμόδιο όργανο για την έγκριση της Πολιτικής Αποδοχών ορίζεται από το νόμο (άρθρο 110 §2) η ΓΣ. Πρόκειται για μετουσίωση της αρχής που ήδη αναφέραμε: «say on pay» [αρχή, η οποία, ωστόσο, ενυπήρχε, ήδη, στο προϊσχύσαν εθνικό δίκαιο (άρ. 24 παρ. 2 ν. 2190/1920)] Η ψήφος των μετόχων προβλέπεται ως δεσμευτική. Με άλλα λόγια: η ΑΕ δεν έχει δικαίωμα να αποκλίνει από την απόφαση των μετόχων της.

    Για τη λήψη της απόφασης της ΓΣ (για την έγκριση, δηλ., ή μη της Πολιτικής Αποδοχών) αρκεί απλή απαρτία και πλειοψηφία. Στην αρχική διατύπωση του ν. 4548/2018, προβλεπόταν πως στη σχετική ψηφοφορία δεν είχαν δικαίωμα ψήφου οι μέτοχοι που συνέπιπτε να είναι, οι ίδιοι, μέλη του ΔΣ. Τούτη η απαγόρευση δεν ισχύει πλέον (:καταργήθηκε με τον ν. 4587/2018).

    Σε περίπτωση έγκρισης της Πολιτικής Αποδοχών από τη ΓΣ, η διάρκειά της εκτείνεται, κατ’ ανώτατο όριο, σε μια τετραετία από τη σχετική απόφαση. Θα απαιτηθεί, ωστόσο,  νέα υποβολή και έγκριση της από τη ΓΣ, όταν ουσιωδώς μεταβληθούν (ακόμα και εντός της τετραετίας) οι συνθήκες υπό τις οποίες αυτή εγκρίθηκε (άρθρο 110 §2).

    Όταν η ΓΣ καλείται να εγκρίνει νέα Πολιτική Αποδοχών μετά τη λήξη της προηγούμενης, δικαιούται, φυσικά, να την απορρίψει. Στην περίπτωση αυτή η εταιρεία δεσμεύεται από την προηγούμενη-εγκεκριμένη. Η διάρκεια της τελευταίας παρατείνεται έως της επόμενη ΓΣ, οπότε και υποβάλλεται νέα, αναθεωρημένη, Πολιτική Αποδοχών (άρθρο 110 §4).

     

    Η δυνατότητα παρέκκλισης από την Πολιτική Αποδοχών

    Η υποχρέωση για την εκ νέου υποβολή προς έγκριση της Πολιτικής Αποδοχών θα πρέπει να διακριθεί από τη δυνατότητα παρέκκλισης (άρθρο 110 §6). Η συγκεκριμένη/προβλεπόμενη παρέκκλιση είναι, σε εξαιρετικές περιστάσεις, επιτρεπτή. Αρκεί να πληρούνται τρεις, βασικές, προϋποθέσεις. Συγκεκριμένα:

    (α) Η πρόβλεψη στην Πολιτική Αποδοχών των διαδικαστικών προϋποθέσεων εφαρμογής της παρέκκλισης.

    (β) Η πρόβλεψη στην Πολιτική Αποδοχών των στοιχείων ως προς τα οποία είναι δυνατό να λάβει χώρα η παρέκκλιση.

    (γ) Η αναγκαιότητα της παρέκκλισης για τη μακροπρόθεσμη εξυπηρέτηση των συμφερόντων της εταιρείας στο σύνολό της ή για τη διασφάλιση της βιωσιμότητάς της.

     

    Το αρμόδιο όργανο για την υποβολή στη ΓΣ

    Το ΔΣ είναι το αρμόδιο όργανο της εταιρείας για την υποβολή της Πολιτικής Αποδοχών στη ΓΣ προς έγκριση. Είναι αλήθεια πως η συγκεκριμένη αρμοδιότητα του ΔΣ δεν προκύπτει, ρητά, από τη διατύπωση του νόμου. Προβλέπεται, αντίθετα, ως συλλογικό καθήκον των μελών του ΔΣ η εξασφάλιση της σύνταξης και δημοσίευσης, μεταξύ άλλων, της Έκθεσης Αποδοχών (άρθρο 96 §2 ν. 4548/2018). Αντίστοιχη, ωστόσο, πρόβλεψη για την Πολιτική Αποδοχών δε συναντούμε. Τούτο, όμως, δεν σημαίνει πως τα μέλη του ΔΣ δεν έχουν υποχρέωση σύνταξης της Πολιτικής Αποδοχών και υποβολής της στη ΓΣ.

    Αντίθετη ερμηνεία δεν θα ήταν συμβατή και με τον πρόσφατο νόμο για την εταιρική διακυβέρνηση (ν. 4706/2020). Όπως και σε προηγούμενη αρθρογραφία μας αναφέραμε [Ο (Νέος) Νόμος Για Την Εταιρική Διακυβέρνηση (Και Η Συγκριτική Του Επισκόπηση Με Τον Προϋφιστάμενο)], ο σχετικός νόμος εισάγει, εκτός από την Επιτροπή Ελέγχου, δύο επιπλέον επιτροπές του ΔΣ (άρθρο 10): Την Επιτροπή Υποψηφιοτήτων και την Επιτροπή Αποδοχών. Η τελευταία επιφορτίζεται με την αρμοδιότητα να: «διατυπώνει προτάσεις προς το Διοικητικό Συμβούλιο σχετικά με την πολιτική αποδοχών που υποβάλλεται προς έγκριση στη γενική συνέλευση, σύμφωνα με την παρ. 2 του άρθρου 110 του ν. 4548/2018» (:άρθρο 11 περ. α). Επιπλέον, εξετάζει τις πληροφορίες που περιλαμβάνονται στην Έκθεση Αποδοχών, παρέχοντας γνώμη στο ΔΣ (άρ. 11 περ. γ).

     

    Το περιεχόμενο της Πολιτικής Αποδοχών

    Οι προβλέψεις της Πολιτικής Αποδοχών επιβάλλεται να καταγράφονται με τρόπο σαφή και κατανοητό. Το (ελάχιστο) περιεχόμενο της προσδιορίζεται, αρκετά αναλυτικά, στη διάταξη του άρθρου 111 §1 ν. 4548/2018 (που συνιστά ακριβή μεταφορά των σχετικών διατάξεων του άρθρου 9α της Οδηγίας 2007/36/ΕΚ).

    Ελάχιστο περιεχόμενό της, ενδεικτικά, θα πρέπει να αποτελεί ο τρόπος με τον οποίο η συγκεκριμένη Πολιτική Αποδοχών συνεισφέρει στην επιχειρηματική στρατηγική, στα μακροπρόθεσμα συμφέροντα και τη βιωσιμότητα της εταιρείας.  Επιπλέον, οι διαφορετικές συνιστώσες για τη χορήγηση σταθερών και μεταβλητών αποδοχών πάσης φύσεως καθώς και τα κριτήρια για τη χορήγησή τους. Οι μέθοδοι που χρησιμοποιούνται για την αξιολόγηση του βαθμού πλήρωσης των συγκεκριμένων κριτηρίων. Οι προϋποθέσεις για την αναβολή της καταβολής των μεταβλητών αποδοχών και η χρονική διάρκειά της. Η διάρκεια και το περιεχόμενο των συμβάσεων εργασίας των μελών του ΔΣ της εταιρείας˙ τυχόν υφιστάμενα συνταξιοδοτικά προγράμματα. Τυχόν δικαιώματα διάθεσης μετοχών και δικαιώματα προαίρεσης. Η διαδικασία λήψης αποφάσεων για την έγκριση και τον προσδιορισμό του περιεχομένου της πολιτικής αποδοχών κ.ο.κ.

     

    Οι διατυπώσεις δημοσιότητας

    Κεντρική στόχευση της Πολιτικής Αποδοχών των μελών του ΔΣ συνιστά η ενίσχυση της διαφάνειας. Δικαιολογητικός λόγος, η δυνατότητα διαρκούς ενημέρωσης του συνόλου των ενδιαφερομένων προσώπων (ιδίως μετόχων και επενδυτών). Δεν είναι παράδοξο λοιπόν που  η Πολιτική Αποδοχών υποβάλλεται σε δημοσιότητα (άρθρα 110 §5 καθώς και 12 & 13). Παράλληλα, όμως, πρέπει να παραμένει διαθέσιμη στον διαδικτυακό τόπο της εταιρείας για όσο χρόνο ισχύει (άρ. 110 παρ. 5).

     

    Η ύπαρξη και, ιδίως, η πιστή εφαρμογή της Πολιτικής Αποδοχών των μελών του ΔΣ, συνιστά σημαντική υποχρέωση των εταιρειών που έχουν μετοχές εισηγμένες σε ρυθμιζόμενη αγορά. Η συγκεκριμένη υποχρέωση απορρέει από τον (πρόσφατο) νόμο για τις Ανώνυμες Εταιρείες. Διαθέτει, εντούτοις, ισχυρά ερείσματα και στον (απολύτως πρόσφατο) νόμο για την εταιρική διακυβέρνηση.

    Η αξία της Πολιτικής Αποδοχών ακριβώς εκεί ερείδεται: στην ενίσχυση, δηλ., της εταιρικής διακυβέρνησης. Και όπου η τελευταία προκύπτει ενισχυμένη, ωφελημένες καταλήγουν οι εταιρείες που σ΄ αυτήν επενδύουν. Ποιος εξάλλου επενδυτής δεν θα δει θετικά μια εταιρεία που στην εταιρική διακυβέρνηση έχει επενδύσει; Ποια τράπεζα δεν θα αυξήσει κατά τι, έστω, την πιστοληπτική ικανότητα μιας εταιρείας με ισχυρές, σχετικές, επιδόσεις; Τα όποια σχετικά κόστη για την υιοθέτηση Πολιτικής Αποδοχών και η συμμόρφωση με το περιεχόμενό της, μοιάζουν μικρά σε σχέση με τα προσδοκώμενα και λογικώς αναμενόμενα οφέλη.

    Προφανώς και στις μη εισηγμένες εταιρείες.

    Ιδίως, ίσως, σ’ αυτές.-

    Σταύρος Κουμεντάκης
    Managing Partner

     

    Υ.Γ. Συνοπτική έκδοση του άρθρου δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ, στις 4 Απριλίου 2021.

     

    Η πληροφόρηση που εμπεριέχεται στο παρόν άρθρο δεν συνιστά (ούτε και έχει σκοπό να αποτελέσει) νομική συμβουλή. Μια τέτοια νομική συμβουλή είναι δυνατό να παρασχεθεί μόνον από αρμόδιο δικηγόρο ο οποίος θα λάβει υπόψη του το σύνολο των δεδομένων που θα του εκθέσετε για την υπόθεσή σας. Αναλυτικά.

  • Επιχειρήσεις: Επιβίωση & Ανάπτυξη. H (αναγκαία;) στροφή προς τις κεφαλαιαγορές;

    Επιχειρήσεις: Επιβίωση & Ανάπτυξη. H (αναγκαία;) στροφή προς τις κεφαλαιαγορές;

    Οι επιχειρήσεις χρειάζονται κεφάλαια (ίδια ή ξένα) για την επιβίωση και ανάπτυξή τους. Στην Ευρώπη στρέφονται στις τράπεζες, κατά κύριο λόγο, για την άντλησή τους. Η Ευρωπαϊκή οικονομία έχει, κατά τούτο, καταλήξει (και δεν μοιάζει απλώς) τραπεζοκεντρική. Πολύ περισσότερο η ελληνική. Η σύγκριση με τις ΗΠΑ, το Ηνωμένο Βασίλειο και την Ιαπωνία (:χώρες, δηλαδή, με αναπτυγμένες κεφαλαιαγορές) του λόγου το αληθές, απλά, αποδεικνύει. Δεν αποτελεί πόρισμα, απλά, θεωρητικών διαπιστώσεων: τα σχετικά μεγέθη δεν αφήνουν περιθώρια παρερμηνειών. Θα πρέπει, άραγε, να θεωρήσουμε δεδομένο πως η αναζήτηση κεφαλαίων από μέρους των ευρωπαϊκών επιχειρήσεων θα αρχίσει να στρέφεται εκτός τραπεζικού συστήματος-προς τις κεφαλαιαγορές λ.χ.; Και, σε καταφατική περίπτωση, τούτο, άραγε, θα ισχύει (και) για τις ελληνικές επιχειρήσεις; Κι αν ναι, πότε;

    Για τα πλεονεκτήματα (βεβαίως προϋποθέσεις και μειονεκτήματα) της χρηματοδότησης εκτός τραπεζικού συστήματος (κεφαλαιαγορές και όχι μόνον) θα μας δοθεί η ευκαιρία να ασχοληθούμε σε επόμενη αρθρογραφία μας. Αντίστοιχα και με τις προϋποθέσεις αύξησης της πιστοληπτικής ικανότητας των επιχειρήσεων. Ας επικεντρωθούμε, επί του παρόντος, στην απάντηση στα εισαγωγικά ερωτήματα.

     

    Κεφαλαιαγορά: ΗΠΑ vs ΕΕ

    Ένας δείκτης που συνηθίζεται να χρησιμοποιείται για την αξιολόγηση του μεγέθους της ανάπτυξης μιας κεφαλαιαγοράς είναι αυτός που προκύπτει από τη σχέση Κεφαλαιοποίηση αγοράς/ ΑΕΠ.

    Σε σχετικά  πρόσφατο report της FESE (:Federation of European Stocks Exchanges/ Ένωση Ευρωπαϊκών Χρηματιστηρίων) γίνεται μια καταγραφή ενδιαφερόντων στατιστικών (με βάση τα τελευταία δημοσιευμένα-κατά τη σύνταξή του, από την Παγκόσμια Τράπεζα, στοιχεία της 31.12.18). Συγκεκριμένα:

    Ας περιοριστούμε στον Δείκτη: Κεφαλαιοποίηση της αγοράς/ΑΕΠ. Παρατηρούμε πως ανέρχεται:

    Στο 156% για τις ΗΠΑ,

    Στο 50% για την EU27 και

    Στο 68% για την Ευρώπη (EU27 + Μεγάλη Βρετανία + Ελβετία +Νορβηγία).

    Επομένως: για την Ευρωπαϊκή Ένωση των 27 ο σχετικός δείκτης περιορίζεται στο 1/3 των ΗΠΑ.

    Προκύπτει, κατ’ ακολουθίαν-ως απολύτως προφανής διαπίστωση, η υστέρηση της ευρωπαϊκής κεφαλαιαγοράς έναντι εκείνης των ΗΠΑ.

    Προκύπτει επίσης, ως αυταπόδεικτη, η εξαιρετικά περιορισμένη αξιοποίηση των ευρωπαϊκών χρηματιστηρίων για την άντληση κεφαλαίων από μέρους των ευρωπαϊκών επιχειρήσεων.

     

    «Η ελληνική οικονομία είναι κατ’ εξοχήν τραπεζοκεντρική»

    Σε διαδικτυακή εκδήλωση του ΙΟΒΕ της 17.12.20 με αντικείμενο «Χρηματοδότηση, ιδιωτικό χρέος και επανεκκίνηση της οικονομίας» συμμετείχε, μεταξύ άλλων, ο Διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος κ. Στουρνάρας. Η ομιλία του, λόγω της θέσης του, είχε, όπως είναι φυσικό, ιδιαίτερη βαρύτητα.

    Αναφερόμενος στην ελληνική οικονομία ο κ. Στουρνάρας, είπε: «Η ελληνική οικονομία είναι κατ’ εξοχήν τραπεζοκεντρική. Τι εννοώ μ’ αυτό; Ας υποθέσουμε ότι απαιτούνται εκατό μονάδες χρηματοδότησης. Κι ας δούμε την Αμερική, την Ευρώπη και την Ελλάδα. Από τις 100 μονάδες χρηματοδότησης στην Αμερική το μισό, περίπου το 50%, αντλείται από τις κεφαλαιαγορές˙ το άλλο μισό από τις τράπεζες. Στην Ευρώπη χοντρικά το 75% αντλείται από τις τράπεζες και το 25% από τις κεφαλαιαγορές. Στην Ελλάδα το 95% από τις τράπεζες και το 5% από τις κεφαλαιαγορές. Άρα λοιπόν η Ελλάδα είναι μια κατ’ εξοχήν τραπεζοκεντρική χώρα κι οι τράπεζες παίζουν έναν πολύ σημαντικό ρόλο στη χρηματοδότηση και στην οικονομική ανάπτυξη».

    Εντούτοις: Όπως και στη συνέχεια θα καταδειχθεί, η αλήθεια είναι (δυστυχώς) δυσμενέστερη. Η χρηματοδότηση προς τις επιχειρήσεις από τις ευρωπαϊκές κεφαλαιαγορές κατέχει ακόμα μικρότερο ποσοστό από αυτό που ο κεντρικός μας τραπεζίτης υποστηρίζει. (Με ασφάλεια θα υποθέσουμε το αντίστοιχο και για τις ελληνικές επιχειρήσεις…).

    Κι αν αναζητήσουμε την αιτιολογία; Θα πρέπει, προεχόντως, να την αποδώσουμε στην διάρθρωση και σύνθεση της ευρωπαϊκής οικονομίας. Περισσότερο όμως: στην γενικότερη κουλτούρα που επικρατεί στον τομέα της χρηματοδότησης των επιχειρήσεων στη γηραιά ήπειρο.

     

    Η συμμετοχή της κεφαλαιαγοράς στη χρηματοδότηση των ελληνικών επιχειρήσεων

    Δεν φαίνεται, δυστυχώς, να υπάρχουν (δημοσιευμένα-επεξεργασμένα) στοιχεία όσον αφορά τη χρηματοδότηση των ελληνικών επιχειρήσεων εκτός του τραπεζικού συστήματος. Ακόμα όμως κι αν δεχθούμε ως ακριβή την (μάλλον αισιόδοξη) προσέγγιση του κ. Στουρνάρα (:5% συμμετοχή της κεφαλαιαγοράς επί του συνόλου), τα συμπεράσματα παραμένουν απολύτως απογοητευτικά.

    Οι εταιρείες με εισηγμένες μετοχές, με βάση στοιχεία της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, περιορίζονται: (α)  στις εκατόν εβδομήντα μία (171) για την Κύρια Αγορά και (β) στις ένδεκα (11) για την ΕΝ.Α (:ΕΝαλλακτική Αγορά).

    Επομένως: οι εκατόν ογδόντα δύο (182) εταιρείες με εισηγμένες μετοχές στην Ελλάδα (ενδεχομένως κι εκείνες που υπήρξαν) μοιράζονται το 5% που αντιστοιχεί στη χρηματοδότηση από την ελληνική κεφαλαιαγορά.

    Για το υπόλοιπο (το 95%) που αναλογεί στη χρηματοδότηση (κατά βάση) από το τραπεζικό σύστημα διαγκωνίζονται οι 182 προαναφερθείσες μαζί με τις υπόλοιπες από τις 821.540(!) ελληνικές επιχειρήσεις. (Ο συνολικός τους αριθμός προκύπτει από τα δημοσιευμένα στοιχεία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής του 2019).

     

    Τα στοιχεία της ΕΕ για την πρόσβαση των ΜΜΕ στις κεφαλαιαγορές

    Το (διπλό-δευτερεύον) πρόβλημα της ΕΕ

    Η διαπίστωση του κεντρικού τραπεζίτη της χώρας μας (:«Η ελληνική οικονομία είναι κατ’ εξοχήν τραπεζοκεντρική») προσδιορίζει το πρόβλημα. Το μέγεθος όμως της εξάρτησης της ευρωπαϊκής οικονομίας και, κατ’ ακολουθίαν, της ελληνικής από το τραπεζικό σύστημα μοιάζει  περισσότερο σοβαρό και ανησυχητικό από ό,τι ο ίδιος επισημαίνει.

    (Ασφαλής) πηγή μας, τα στοιχεία και η θέση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, που διατυπώνονται στην: «Αξιοποίηση του πλήρους δυναμικού των ευρωπαϊκών ΜΜΕ». Από τα εκεί αναφερόμενα προκύπτει πως :

    (α) Μόνο το 10%(!) της εξωτερικής χρηματοδότησης των ευρωπαϊκών ΜΜΕ (δηλ. από τρίτες-εκτός της εταιρείας πηγές) προέρχεται από τις κεφαλαιαγορές  και

    (β) Μόνο το 11% των επιχειρήσεων στην Ευρώπη θεωρεί τα ίδια κεφάλαια ως βιώσιμη χρηματοδοτική επιλογή. Το σημαντικότερο: μόνο το 1% την έχει χρησιμοποιήσει.

     

    Οι δράσεις της ΕΕ για τη διαχείρισή του

    Προκειμένου να διαχειριστεί η ΕΕ το παραπάνω (διπλό & εξαιρετικά σοβαρό) πρόβλημα αποφάσισε τη δημιουργία:

    (α) Ενός fund για την εισαγωγή των  ΜΜΕ στο χρηματιστήριο.

    Το συγκεκριμένο ιδιωτικό/δημόσιο fund συστάθηκε στο πλαίσιο του προγράμματος InvestEU. Μέσω αυτού θα διοχετεύονται επενδύσεις για την τόνωση της χρηματοδότησης εταιρειών καθώς και fund που διοικούνται από γυναίκες.

    (β) Της πρωτοβουλίας ESCALAR

    Η συγκεκριμένη πρωτοβουλία κατατείνει στη δημιουργία μηχανισμού για την ενίσχυση του μεγέθους των κεφαλαίων επιχειρηματικών συμμετοχών και την προσέλκυση περισσότερων ιδιωτικών επενδύσεων. Σκοπός της: η ενίσχυση επιχειρήσεων υψηλού δυναμικού ανάπτυξης.

    Μέλλει να αποδειχθεί η επιτυχία αμφοτέρων…

     

    Το πραγματικό (:κυρίαρχο) πρόβλημα της ΕΕ και η διαχείρισή του

    Το πραγματικό πρόβλημα που η ΕΕ καλείται να διαχειριστεί, φαίνεται πως δεν είναι (μόνον) η δημιουργία των προϋποθέσεων για την καλύτερη πρόσβαση των επιχειρήσεων στις κεφαλαιαγορές.

    Το πραγματικό (και κυρίαρχο) πρόβλημα της ΕΕ έγκειται στον περιορισμό της περαιτέρω επέκτασης του χρηματοπιστωτικού συστήματος στον χώρο της ΕΕ. Στον περιορισμό, συνακόλουθα, των κινδύνων, που η εν λόγω επέκταση συνεπάγεται.

    Το σημαντικότερο: στον περιορισμό της εξουσίας των τραπεζών και τραπεζιτών σε βάρος της πολιτικής εξουσίας της ΕΕ.

    Οι προαναφερθείσες δράσεις της ΕΕ προς τη συγκεκριμένη κατεύθυνση, κατά βάση, κατατείνουν.

     

    Μήπως στις ευρωπαϊκές ΜΜΕ διατίθενται λιγότερα χρήματα από τις αντίστοιχες των ΗΠΑ;

    Η Ένωση Χρηματοοικονομικών Αγορών στην Ευρώπη (AFME) σε συνεργασία με την Boston Consulting Group προχώρησαν, από κοινού-πριν από μια εξαετία (:2/2015) στην έκδοση ενός ενδιαφέροντος report: «Bridging the growth gap Investor views on European and US capital markets and how they drive investment and economic growth» (:«Γεφυρώνοντας το χάσμα ανάπτυξης-Οι απόψεις των επενδυτών σχετικά με τις ευρωπαϊκές και αμερικανικές κεφαλαιαγορές και με ποιον τρόπο οδηγούν τις επενδύσεις και την οικονομική ανάπτυξη»).

    Διαβάζουμε στο συγκεκριμένο report, μεταξύ άλλων, πως στις ευρωπαϊκές ΜΜΕ διατίθενται περισσότερα χρήματα από τις αντίστοιχες των ΗΠΑ. Κατά τις εκτιμήσεις της ανάλυσης, στις ΜΜΕ (εταιρείες με Κύκλο Εργασιών μικρότερο από 50 εκ.€) της Ευρώπης έχει διατεθεί σχεδόν διπλάσια χρηματοδότηση (έναντι των ΗΠΑ) από τράπεζες, μη τράπεζες και κυβερνήσεις. Τα στοιχεία προκύπτουν ως ιδιαίτερα ενδιαφέροντα. Συγκεκριμένα:

    Από τα παραπάνω προκύπτει, ενδεικτικά, πως το 2013 (που λαμβάνεται υπόψη ως έτος αναφοράς), δόθηκαν 926 δισ. Ευρώ νέας χρηματοδότησης, όλων των τύπων, στις ΜΜΕ της Ευρώπης, έναντι 571 δισ. ευρώ στις ΗΠΑ. Τα δεδομένα, και στις δύο περιοχές, εξαιρούν τη χρηματοδότηση που παρέχεται από προσωπική χρηματοδότηση (συμπεριλαμβανομένων κεφαλαίων που διατίθενται στις ΜΜΕ από τους ιδιοκτήτες τους μέσω του προσωπικού τους πλούτου και διακρατούμενων κερδών).

    Με βάση την ίδια, ανωτέρω, ανάλυση: έρευνες και συνεντεύξεις διαπιστώνουν πως οι ευρωπαϊκές ΜΜΕ προτιμούν έντονα τον τραπεζικό δανεισμό έναντι προσωπικών ή εναλλακτικών πηγών χρηματοδότησης. Αυτό, εξάλλου, αποδεικνύεται από τον ανεπτυγμένο χαρακτήρα των τελευταίων (όπως τα venture capital και το angel investing-διαθέσιμα σε μικρότερες ΜΜΕ στην Ευρώπη.

    Το 2013, για παράδειγμα, επενδύθηκαν 26 δισ. Ευρώ από εταιρείες venture capital σε ΜΜΕ στις ΗΠΑ-έναντι μόνο 5 δισ. ευρώ στις αντίστοιχες ευρωπαϊκές. Κατά την ίδια περίοδο, επενδύθηκαν 20 δισ. Ευρώ από angel investors σε ΜΜΕ των ΗΠΑ-έναντι μόνον 6 δισ. ευρώ στην Ευρώπη.

    Επομένως: δεν λείπουν τα χρήματα που διοχετεύονται στις ευρωπαϊκές επιχειρήσεις. Το πρόβλημα είναι πως οι επιχειρήσεις τα αναζητούν (προεχόντως) από τις τράπεζες. Με τον τρόπο όμως αυτό οι τράπεζες αναδεικνύονται «κυρίαρχες του παιχνιδιού». Τούτο όχι μόνον δεν επιλύει τα υφιστάμενα προβλήματα αλλά, αντιθέτως, τα πολλαπλασιάζει.

     

    Πρόβλημα…

    Αποτελεί κοινή διαπίστωση πως η γιγάντωση του (παγκόσμιου και ευρωπαϊκού) τραπεζικού συστήματος, εγκυμονεί σοβαρούς κινδύνους για την οικονομία. Απεδείχθη, ήδη, πως οι συγκεκριμένοι κίνδυνοι δεν είναι θεωρητικοί. Τόσο στις ΗΠΑ όσο και στην Ευρώπη-πρόσφατα και στο πλαίσιο της (μακράς-ευρωπαϊκής) χρηματοοικονομικής κρίσης. Εθνικές οικονομίες έφτασαν στα όρια της κατάρρευσης εξαιτίας της γιγάντωσης και σαθρών θεμελίων του τραπεζικού συστήματος (βλ., λ.χ., Κύπρος και, δευτερευόντως, Ελλάδα).

    Επίσης: η στάση του τραπεζικού συστήματος έναντι των ΜΜΕ στην Ευρώπη και τη χώρα μας έχει διαγνωσθεί ως σοβαρό πρόβλημα. Ήδη και στο πλαίσιο της σε εξέλιξη, ακόμα, υγειονομικής/χρηματο-οικονομικής κρίσης.

     

    …vs επιχειρηματική ευκαιρία

    Μήπως όμως τα συγκεκριμένα, προαναφερθέντα, προβλήματα θα πρέπει να μας βοηθήσουν να σκεφτούμε «out of the box»; Να μας αναγκάσουν να τα αντιμετωπίσουμε (και διαχειριστούμε) ως καθαρή, πλέον, ευκαιρία; Μια ευκαιρία για σταδιακή απαγκίστρωση των ΜΜΕ (αλλά και της εθνικής οικονομίας) από τις  αγκυλώσεις και κινδύνους του τραπεζικού συστήματος;

    Μήπως ήρθε η ώρα να στραφούν οι ΜΜΕ επιχειρήσεις (και) της χώρας μας στη χρηματοδότησή τους εκτός αυτού (του τραπεζικού συστήματος);

    Να αξιοποιήσουν τις (δεδομένες-εναλλακτικές) ευκαιρίες χρηματοδότησης που υπάρχουν «εκεί έξω»; (Και που ολοένα θα πληθαίνουν..)

    (Και) στην ελληνική κεφαλαιαγορά;

    Δεν χωρεί αμφιβολία!

    Ήρθε (όπως θα καταδειχθεί & σε επόμενη αρθρογραφία μας) η ώρα.-

    Σταύρος Κουμεντάκης
    Managing Partner

     

    Υ.Γ. Συνοπτική έκδοση του άρθρου δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ, στις 28 Μαρτίου 2021.

    Η πληροφόρηση που εμπεριέχεται στο παρόν άρθρο δεν συνιστά (ούτε και έχει σκοπό να αποτελέσει) νομική συμβουλή. Μια τέτοια νομική συμβουλή είναι δυνατό να παρασχεθεί μόνον από αρμόδιο δικηγόρο ο οποίος θα λάβει υπόψη του το σύνολο των δεδομένων που θα του εκθέσετε για την υπόθεσή σας. Αναλυτικά.

  • Ανώνυμη Εταιρεία: Αμοιβές Μελών ΔΣ

    Ανώνυμη Εταιρεία: Αμοιβές Μελών ΔΣ

    Το Διοικητικό Συμβούλιο της Ανώνυμης Εταιρείας ενεργεί, κατ’ αρχήν, συλλογικά. Είναι όμως δυνατή (:κανόνας, μάλλον, ανεξαίρετος) η εκχώρηση εξουσιών δέσμευσης και εκπροσώπησης σε συγκεκριμένο/α μέλη του. Συνήθης επίσης είναι η σύνδεση των μελών του ΔΣ με την ΑΕ μέσω ειδικών σχέσεων. Με τον τύπο, ενδεικτικά, των συμβάσεων εργασίας, έργου, ανεξαρτήτων υπηρεσιών ή εντολής. Μέσω αυτών ρυθμίζονται (και) οι αμοιβές που η ΑΕ (οφείλει να) τους καταβάλει για τις συγκεκριμένες, πρόσθετες, υπηρεσίες τους. Τα θέματα αυτά μας απασχόλησαν, ήδη, σε προηγούμενη αρθρογραφία μας [:Συμβάσεις Μελών ΔΣ για Παροχή (Πρόσθετων) Υπηρεσιών]. Στο παρόν άρθρο θα μας απασχολήσουν τα θέματα των αμοιβών των μελών του ΔΣ που η ΑΕ (κάποιες φορές) τους καταβάλει στο πλαίσιο της εσωτερικής τους σχέσης. Στην τελευταία αυτή περίπτωση, η νομική βάση της καταβολής των αμοιβών πρέπει να αναζητηθεί στο καταστατικό, σε απόφαση της ΓΣ ή στην πολιτική αποδοχών που, ενδεχομένως, υιοθετεί η ΑΕ (:υποχρεωτικά εφόσον είναι εισηγμένη).

     

    Θέσπιση μηχανισμού ελέγχου στις αμοιβές μελών ΔΣ

    Όπως εξαγγέλλεται, ήδη, από την αιτιολογική έκθεση του ν. 4548/2018, αναμορφώνεται (με τα άρθρα 109 επ.), το καθεστώς αμοιβών των μελών του Δ.Σ. Επιλέγεται συγκεκριμένο πλαίσιο για την προστασία της ΑΕ και των μετόχων μειοψηφίας. Δικαιολογητικός λόγος; Ο κίνδυνος απομείωσης της εταιρικής περιουσίας της ΑΕ εξαιτίας υπέρογκων αμοιβών και άλλων, δυσανάλογων, παροχών.

    Αξιοσημείωτο πάντως είναι πως οι συγκεκριμένες (άρθρα 109 επ.) ρυθμίσεις «…δεν ισχύουν προκειμένου περί αποζημιώσεων και δαπανών που καταβάλλονται δυνάμει κατά νόμο εγκεκριμένης, όπου απαιτείται, έννομης σχέσης (π.χ. δαπάνες στο πλαίσιο εργασίας ή εντολής) ή/και προβλέπονται εκ του νόμου (π.χ. ΑΚ 723), όπως άλλωστε ισχύει και σήμερα, κατά πάγια θέση της νομολογίας». Με άλλα λόγια, ό,τι ρυθμίζεται σε αυτοτελείς συμβάσεις ανάμεσα στην Εταιρεία και τα μέλη του ΔΣ της: (α) ισχύει αυτοτελώς (αντιμετωπίσαμε εξάλλου τα συγκεκριμένα θέματα στην προαναφερθείσα αρθρογραφία μας) και (β) δεν καταλαμβάνεται από το ρυθμιστικό πεδίο των διατάξεων των οποίων η προσέγγιση επιχειρείται με το παρόν.

    Με γνώμονα λοιπόν το είδος των αμοιβών που είναι δυνατό να λάβουν τα μέλη του ΔΣ στο πλαίσιο της οργανικής τους σχέσης, οι όροι, η διαδικασία χορήγησής τους (αλλά και οι τιθέμενοι, σχετικοί, περιορισμοί) αναλύονται ως εξής:

    Αμοιβές και παροχές που δεν συνίστανται σε συμμετοχή στα κέρδη χρήσης

    Τα είδη των αμοιβών και λοιπών παροχών

    Η αμοιβή των έμμισθων συμβούλων συνίσταται σε πάγια, κατά κανόνα, «αντιμισθία». Τούτο ωστόσο, δεν αποτελεί κανόνα ανεξαίρετο. Το είδος της αμοιβής τους ποικίλλει-ανάλογα με την περίπτωση. Ενδέχεται να λαμβάνει, ενδεικτικά, τη μορφή αποζημίωσης ανά συνεδρία ή χορήγησης bonus. Άλλου είδους παροχές μπορεί να είναι η παροχή κατοικίας, ασφάλειας ή/και αυτοκινήτου.

     

    Ο καθορισμός αμοιβών στο καταστατικό ή στην πολιτική αποδοχών της εταιρείας

    Αμοιβές ή άλλες παροχές καταβάλλονται, καταρχήν, νόμιμα στα μέλη του ΔΣ-εφόσον όμως υφίσταται σχετική πρόβλεψη στο καταστατικό ή στην πολιτική αποδοχών της εταιρείας (άρθρο 109 §1 ν. 4548/18). Αναλυτικότερα:

    (α) Ως προς την (ενδεχόμενη) πρόβλεψη του καταστατικού

    Το καταστατικό είναι δυνατό να προβλέπει τη χορήγηση αμοιβής σε συγκεκριμένα (ή όλα τα) μέλη του ΔΣ. Το ενδεχόμενο αυτό μοιάζει περισσότερο θεωρητικό καθώς σπάνια και σε πολύ ειδικές, πάντως, περιπτώσεις θα το συναντήσουμε. Πρόκειται για αμοιβές, η χορήγηση των οποίων αφορά (αυτονόητα) το μέλλον. Αναδρομική πρόβλεψη αποκλείεται. Επιπρόσθετα: δεν αρκεί απλώς αναφορά στο καταστατικό όσον αφορά το δικαίωμα απόληψης αμοιβής. Η αμοιβή πρέπει να ορίζεται συγκεκριμένα (:καθ’ ύψος και κατά τις προϋποθέσεις της καταβολής της) στο καταστατικό.

    Στην περίπτωση που απαιτείται να μεσολαβήσει απόφαση ΓΣ για τον προσδιορισμό της, θεωρείται (και πρόκειται) για αμοιβή η οποία χορηγείται ύστερα από έγκριση της ΓΣ (ιδ. κατωτέρω) και όχι στη βάση καταστατικής πρόβλεψης.

    Θα πρέπει να θεωρήσουμε ότι στη ρύθμιση των αμοιβών που καθορίζονται από το καταστατικό, εντάσσεται κι εκείνη που προβλέπεται σ’ αυτό κατ’ ανώτατο όριο, της οποίας το τελικό ύψος καθορίζεται από απόφαση της ΓΣ. Δεν ισχύει όμως το ίδιο στις περιπτώσεις εκείνες που προβλέπεται στο καταστατικό το κατώτατο ύψος αυτής και επαφίεται στη Γενική Συνέλευση ο προσδιορισμός του τελικώς καταβλητέου ποσού. Θα πρέπει να θεωρήσουμε, στην τελευταία περίπτωση, πως πρόκειται για αμοιβή που προσδιορίζεται από τη Γενική Συνέλευση.

    Η καταστατική πρόβλεψη για την καταβολή αμοιβών σε/στα μέλη του ΔΣ είναι δυνατό να υπάρχει στο αρχικό καταστατικό της ΑΕ-από την ίδρυσή της δηλ. ακόμα. Είναι, ωστόσο, πιθανό η σχετική πρόβλεψη να εισαχθεί μεταγενέστερα-ύστερα από τροποποίηση, δηλ., του καταστατικού με απόφαση της ΓΣ. Αν δεν υπάρξει διαφορετική καταστατική πρόβλεψη, η σχετική απόφαση λαμβάνεται με τη συνήθη απαρτία και πλειοψηφία.

    (β) Ως προς την πολιτική αποδοχών

    Ο καθορισμός των αμοιβών στην πολιτική της εταιρείας ρυθμίζεται, συγκεκριμένα, από τα άρθρα 110-111 ν. 4548/2018. Οι ρυθμίσεις για την πολιτική των αποδοχών είναι υποχρεωτική για τις εταιρείες με μετοχές εισηγμένες σε οργανωμένη αγορά. Αυτό βέβαια δεν αποκλείει το ενδεχόμενο και οι λοιπές εταιρείες να υιοθετήσουν αντίστοιχη πολιτική αποδοχών. Για αυτές τις τελευταίες εταιρείες είναι αναγκαία, σε κάθε περίπτωση, η σχετική καταστατική πρόβλεψη. Η περαιτέρω ανάλυση, ωστόσο, της πολιτικής των αποδοχών μέλλει να αποτελέσει αντικείμενο αυτοτελούς αρθρογραφίας μας.

     

    Η χορήγηση αμοιβών ύστερα από ειδική απόφαση της ΓΣ

    Στην περίπτωση που δεν υπάρχει πρόβλεψη στο νόμο ή το καταστατικό της ΑΕ (και υπό την επιφύλαξη των διατάξεων για την πολιτική αποδοχών): «…αμοιβή ή παροχή που χορηγείται σε μέλος του διοικητικού συμβουλίου…βαρύνει την εταιρεία μόνο αν εγκριθεί με ειδική απόφαση της γενικής συνέλευσης…» (άρθρο 109 §1 ν. 4548/18).

    Σε αντίθεση με το προϊσχύσαν δίκαιο (άρθρο 24  §2 εδ. β΄ ν. 2190/1920), το άρθρο 109 αναφέρεται σε λήψη απόφασης ΓΣ και όχι τακτικής ΓΣ. Τούτο δεν σημαίνει, ωστόσο, ότι η σχετική αρμοδιότητα ανατίθεται, πλέον, και στην έκτακτη ΓΣ. Δεν είναι χωρίς αξία η επιχειρηματολογία υπέρ της αποκλειστικής αρμοδιότητας της τακτικής ΓΣ.

    Η ανωτέρω, εγκριτική, απόφαση της ΓΣ θα πρέπει να είναι ειδική. Επομένως, η έγκριση αμοιβών ή άλλων παροχών στα μέλη του ΔΣ θα πρέπει να συνιστά αυτοτελές θέμα της ημερήσιας διάταξής της. Η απόφαση για την έγκριση, λαμβάνεται κατά τη συνήθη απαρτία και πλειοψηφία. Είναι όμως δυνατό να θεσπίζονται από το καταστατικό αυξημένα, αντίστοιχα, ποσοστά. Από το γράμμα της διάταξης συνάγεται ότι η έγκριση της ΓΣ για τη χορήγησης αμοιβών ή άλλων παροχών είναι δυνατό να αφορά μόνο την παρελθούσα εταιρική χρήση. Αντίστοιχη έγκριση για μελλοντικές καταβολές δεν μπορεί να λάβει χώρα-είναι όμως δυνατή η προκαταβολή έναντι μελλοντικών αμοιβών (όπως στη συνέχεια του παρόντος θα διαπιστώσουμε).

     

    Αμοιβές από τη συμμετοχή στα κέρδη χρήσης

    Για τη χορήγηση αμοιβών που συνίστανται στα κέρδη εταιρικής χρήσης απαραίτητη προηγούμενη προϋπόθεση είναι η σχετική πρόβλεψη στο καταστατικό της ΑΕ. Αρκεί, ωστόσο, η γενική, σχετική, πρόβλεψη. Ο καθορισμός του ύψους των εν λόγω αμοιβών είναι δυνατό να λάβει χώρα ύστερα από απόφαση της ΓΣ. Η απόφαση λαμβάνεται, όπως ορίζεται στην παράγραφο 2 του άρθρου 109, με απλή απαρτία. Ως ΓΣ, και στην περίπτωση αυτή, νοείται η τακτική.

    Οι αμοιβές στην προκείμενη περίπτωση λαμβάνονται από το υπόλοιπο των καθαρών κερδών που τυχόν απομένει ύστερα από την αφαίρεση των ποσών που αναλογούν για τον σχηματισμό του τακτικού αποθεματικού και τη διανομή του ελάχιστου μερίσματος (:άρθρα 160 §2 και 161 ν. 4548/2018). Είναι πάντως δυνατό, σε κάθε περίπτωση, να τίθενται περαιτέρω περιορισμοί από το καταστατικό.

    Οι συγκεκριμένες αμοιβές, επομένως, εξαρτώνται άμεσα από την ύπαρξη κερδών: Δεν είναι δυνατό να εγκρίνονται (και, πολύ περισσότερο, καταβάλλονται) τέτοιες αμοιβές όταν δεν υφίστανται κέρδη. Τούτο λειτουργεί υπέρ της εταιρείας με δύο τρόπους: (α) Δεν είναι δυνατό, να επιβαρύνεται η εταιρεία όταν δεν έχει κέρδη και (β) Παρέχεται (έμμεσο) κίνητρο στα μέλη του ΔΣ για τη μεγιστοποίηση της κερδοφορίας της ΑΕ.

     

    Η προκαταβολή αμοιβών

    Όπως ήδη και ανωτέρω αναφέρθηκε, είναι δυνατή η προκαταβολή αμοιβής σε μέλη του ΔΣ: «Η γενική συνέλευση μπορεί να επιτρέψει προκαταβολή αμοιβής για το χρονικό διάστημα μέχρι την επόμενη τακτική γενική συνέλευση. Η προκαταβολή της αμοιβής τελεί υπό την αίρεση της έγκρισής της από την επόμενη τακτική γενική συνέλευση» (άρθρο 109 §4 ν. 4548/18). Ο νόμος δεν προβαίνει σε προσδιορισμό των αμοιβών που είναι δυνατό να προκαταβάλλονται. Δεν θεωρείται πάντως εφικτή η προκαταβολή αμοιβής όταν πρόκειται για:

    (α) Συμμετοχή στα κέρδη

    Δεν θεωρείται δυνατή η προκαταβολή αμοιβών που συνίστανται σε συμμετοχή στα κέρδη της εταιρείας. Και τούτο γιατί, κατά το χρόνο της προκαταβολής, δεν είναι δυνατή η ασφαλής πρόβλεψη για την ύπαρξη καθαρών κερδών˙ πολύ περισσότερο ο προσδιορισμός των διαθέσιμων προς αμοιβές μελών ΔΣ καθαρών κερδών.

    (β) Αμοιβές που προβλέπονται από το καταστατικό

    Δεν θεωρείται επίσης δυνατή προκαταβολή αμοιβών, η χορήγηση των οποίων προβλέπεται στο καταστατικό της ΑΕ. Ο λόγος είναι ότι οι αμοιβές αυτές καταβάλλονται υπό τους όρους, προϋποθέσεις, κατά το χρόνο και με τη διαδικασία που εκεί προβλέπεται.

     

    Ο δικαστικός έλεγχος του ύψους των αμοιβών

    Το πλέγμα ρυθμίσεων που τίθεται από το άρθρο 109 ν. 4548/2018 δεν καθιστά ανέλεγτες τις αποφάσεις που αφορούν την καταβολή αμοιβών στα μέλη του ΔΣ˙ ακόμη κι όταν τηρηθούν, επακριβώς, οι προβλεπόμενες προϋποθέσεις. Η σχετική επιλογή μάλιστα του νομοθέτη μοιάζει εύλογη καθώς δεν είναι σπάνιο η μετοχική πλειοψηφία να αποφασίζει τη χορήγηση αδικαιολόγητα υψηλών αμοιβών σε μέλη του ΔΣ. Τέτοιες αποφάσεις λαμβάνονται, συνήθως, στις περιπτώσεις εκείνες που οι μέτοχοι της πλειοψηφίας (ή συνδεδεμένα με αυτούς πρόσωπα) συμβαίνει να είναι και μέλη του ΔΣ, χωρίς τα τελευταία πραγματικά να δικαιούνται τις αμοιβές που αποφασίζεται να τους καταβληθούν.

    Αναγνωρίζεται, στις περιπτώσεις αυτές, το δικαίωμα στους μειοψηφούντες μετόχους να αντιταχθούν σε απόφαση για την καταβολή αμοιβής ή παροχής, οποιασδήποτε μορφής, σε συγκεκριμένο μέλος του ΔΣ. Απαραίτητη (τυπική) προϋπόθεση, οι μειοψηφήσαντες μέτοχοι να εκπροσωπούν το 1/10 του καταβεβλημένου (κατά την ορθότερη άποψη) κεφαλαίου της ΑΕ. Εφόσον πληρούται η συγκεκριμένη τυπική προϋπόθεση, το δικαστήριο είναι δυνατό (ύστερα από αίτηση μετόχων, από εκείνους που αντιτάχθηκαν, που εκπροσωπούν το 1/20 του καταβεβλημένου κεφαλαίου-άρθρο 109 §5 ν. 4548/2018)) να αξιολογήσει, με βάση τα δεδομένα που θα του τεθούν υπόψη, πως η αμοιβή που αποφασίστηκε να καταβληθεί σε μέλος του ΔΣ είναι υπερβολική και θα πρέπει να μειωθεί.

    Η αίτηση προς το δικαστήριο θα πρέπει να υποβληθεί μέσα σε αποκλειστική προθεσμία δύο μηνών από την έγκριση της γενικής συνέλευσης. Σημειώνεται πάντως πως εκτός του πλαισίου του συγκεκριμένου δικαστικού ελέγχου βρίσκονται οι αμοιβές που καταβάλλονται στα μέλη του ΔΣ στη βάση ειδικής σχέσης/σύμβασης.

     

    Θα πρέπει να θεωρήσουμε εύλογο και, ταυτόχρονα, επιβεβλημένο να υπάρξει σαφής διαχωρισμός (πριν απ’ όλα στη σκέψη μας) των ιδιοτήτων του μετόχου, του μέλους του ΔΣ αλλά και του εργαζομένου/παρέχοντος τις υπηρεσίες του στην ΑΕ. Οφείλουμε, στο πλαίσιο αυτό, να αποδεχθούμε ότι τα συγκεκριμένα πρόσωπα (επιβάλλεται να) έχουν διαφορετικό όφελος από τη συμμετοχή τους στην ΑΕ. O μέτοχος από τα μερίσματα που του αναλογούν˙ ο εργαζόμενος/παρέχων τις υπηρεσίες του από τις αμοιβές που προβλέπουν οι σχετικές συμβάσεις˙ το μέλος του ΔΣ  από τις αμοιβές που προβλέπουν (ή όχι) οι καταστατικές ρυθμίσεις και ενδεχόμενες αποφάσεις των ΓΣ.

    Είναι αλήθεια πως (ιδίως) στο πλαίσιο των οικογενειακών ΑΕ οι προαναφερθείσες ιδιότητες «μπερδεύονται». Σ’ αυτές είναι που, κατά κύριο λόγο, θα πρέπει να υπάρξει διαχωρισμός των οικονομικών της επιχείρησης από την τσέπη του επιχειρηματία, η θέσπιση (των όχι υποχρεωτικών αλλά αναγκαίων-κατ’ ουσίαν) κανόνων εταιρικής διακυβέρνησης.

    Τούτο μάλιστα όχι προς όφελος μόνον των μετόχων μειοψηφίας. Προς όφελος, κατά κύριο λόγο, της επιχείρησης αλλά και της ανάπτυξής της.

    Σταύρος Κουμεντάκης
    Managing Partner

     

    Υ.Γ. Συνοπτική έκδοση του άρθρου δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ, στις 21 Μαρτίου 2021.

    Η πληροφόρηση που εμπεριέχεται στο παρόν άρθρο δεν συνιστά (ούτε και έχει σκοπό να αποτελέσει) νομική συμβουλή. Μια τέτοια νομική συμβουλή είναι δυνατό να παρασχεθεί μόνον από αρμόδιο δικηγόρο ο οποίος θα λάβει υπόψη του το σύνολο των δεδομένων που θα του εκθέσετε για την υπόθεσή σας. Αναλυτικά.

  • Ανώνυμη Εταιρεία: Συμβάσεις Μελών ΔΣ για Παροχή (Πρόσθετων) Υπηρεσιών

    Ανώνυμη Εταιρεία: Συμβάσεις Μελών ΔΣ για Παροχή (Πρόσθετων) Υπηρεσιών

    Το Διοικητικό Συμβούλιο της Ανώνυμης Εταιρείας είναι το όργανό της εκείνο, που επιφορτίζεται με τη διαχείριση και εκπροσώπησή της. Η ύπαρξή του προβλέπεται και η λειτουργία του διέπεται από το νόμο (κατά βάση: άρθρα 77-115 ν. 4548/18). Δρα, κατ’ αρχήν, συλλογικά. Η αρχή, ωστόσο, της συλλογικής του δράσης δεν συνιστά δίκαιο αναγκαστικό˙ είναι, κατά τούτο, δεκτική αποκλίσεων. Το ΔΣ είναι, από τη φύση του-όπως αναφέρθηκε ήδη, όργανο της ΑΕ. Τα μέλη του, ως μέλη συλλογικού οργάνου, θεωρείται ότι συνδέονται, αντίστοιχα, με σχέση οργανική με την ΑΕ. Η σχέση του μέλους ΔΣ με την ΑΕ είναι διττή. Διακρίνεται (:«θεωρία του χωρισμού») σε εξωτερική-οργανική και εσωτερική-υποκείμενη. Θα μας απασχολήσει στο παρόν η παροχή από μέρους του μέλους του ΔΣ, ανεξάρτητα με την οργανική του θέση και σχέση, πρόσθετων υπηρεσιών στην ΑΕ: στη βάση «ειδικής σχέσης». Με τον τύπο, ενδεικτικά, των συμβάσεων εργασίας, έργου, ανεξαρτήτων υπηρεσιών ή εντολής.

     

    Η ειδική σχέση μέλους ΔΣ και ΑΕ

    Συχνά συναντούμε, στην πράξη, να παρέχουν (τα) μέλη του ΔΣ πρόσθετες υπηρεσίες στην ΑΕ-ιδίως στο πλαίσιο της οικογενειακής ΑΕ. Πρόκειται για υπηρεσίες που εκφεύγουν από τα στενά όρια της διοίκησής της-όπως αυτά προσδιορίζονται από το νόμο. Βρίσκονται, με άλλα λόγια, έξω από το πλαίσιο των στενά εννοούμενων καθηκόντων που βαρύνουν τα μέλη του ΔΣ (ως μέλη, δηλ., του συγκεκριμένου οργάνου της ΑΕ). Οι υπηρεσίες αυτές παρέχονται στο πλαίσιο «ειδικής σχέσης» (:άρθρο 109  παρ. 3 ν. 4548/2018). Η συγκεκριμένη ειδική σχέση είναι δυνατό να περιβληθεί, ενδεικτικά, τον τύπο της σύμβασης εργασίας, έργου, ανεξαρτήτων υπηρεσιών ή εντολής. Σε κάθε περίπτωση, ο ορθός νομικός χαρακτηρισμός (και) της ειδικής αυτής σχέσης επαφίεται, όπως έχουμε ήδη αναλύσει, στη δικαστική κρίση.

    Με την ειδική αναφορά στη συγκεκριμένη («ειδική») σχέση, ο νομοθέτης επιβεβαιώνει ρητά τη δυνατότητα σύναψης τέτοιων συμβάσεων, με σκοπό να αρθεί οποιαδήποτε (ενδεχομένως υφιστάμενη) σχετική αμφιβολία. Κι ακόμα περισσότερο: καταδεικνύει τη διαφορετικότητά τους (των εν λόγω συμβάσεων και σχέσεων) από τη σχέση που συνδέει τα μέλη του ΔΣ με την εταιρεία εξαιτίας της εκλογής ή του διορισμού τους. Επιβεβαιώνει, με άλλα λόγια, πως πρόκειται για σχέσεις παράλληλες. Επίσης: σχέσεις απολύτως διακριτές-με βάση το περιεχόμενό τους.

     

    Το περιεχόμενο της ειδικής σχέσης

    Περιεχόμενο της παράλληλης (και ειδικής) συμβατικής σχέσης που είναι δυνατό να συνάψει το μέλος του ΔΣ αποτελεί, όπως ήδη αναφέρθηκε, η παροχή των (όποιων) πρόσθετων υπηρεσιών του. Το περιεχόμενο της, αντιδιαστέλλεται, με τον τρόπο αυτό, από το περιεχόμενο της οργανικής σχέσης που συνδέει την ΑΕ με το μέλος του ΔΣ της. Της (οργανικής) σχέσης που ετεροκαθορίζεται-από το νόμο ή το καταστατικό της ΑΕ.

    Περιεχόμενο των συγκεκριμένων, πρόσθετων, υπηρεσιών (και της συναφούς ειδικής σχέσης και σύμβασης) είναι δυνατό να αποτελέσει, μεταξύ άλλων, εκείνο του νομικού, οικονομικού ή τεχνικού συμβούλου. Το συνηθέστερο: η παροχή υπηρεσιών διευθύνοντος υπαλλήλου που προκύπτει, συνήθως, από σύμβαση εξαρτημένης εργασίας που συνάπτει το μέλος του ΔΣ με την ΑΕ.

    Η δυσχέρεια διάκρισης των δύο σχέσεων και ιδιοτήτων (μέλος του ΔΣ vs εργαζόμενος/παρέχων τις υπηρεσίες του στην ΑΕ) εξαρτάται από το εύρος και περιεχόμενό τους. Η διάκριση αυτή αποδεικνύεται ευχερέστερη όταν το μέλος συμμετέχει απλώς στο ΔΣ, χωρίς να είναι επιφορτισμένο ατομικά με την άσκηση (οργανικής) εξουσίας διοίκησης, διαχείρισης ή/και εκπροσώπησης. Αντίθετα, όταν το μέλος του ΔΣ ενεργεί ως υποκατάστατο όργανο, όταν δηλαδή, του έχουν μεταβιβασθεί συνολικά ή εν μέρει εξουσίες του ΔΣ, η διάκριση δεν μοιάζει ευχερής. Στις περιπτώσεις μάλιστα που το περιεχόμενο της ειδικής έννομης σχέσης άπτεται της διεύθυνσης της επιχείρησης και όχι απλώς ενός τομέα δράσης της, οι δυσχέρειες διάκρισης πολλαπλασιάζονται.

    Η διάκριση, ωστόσο, των επιμέρους, προαναφερθεισών, σχέσεων μοιάζει απολύτως αναγκαία. Τούτο γιατί είναι διαφορετικές οι ρυθμίσεις που επιφυλάσσει ο ν. 4548/2018 στη σύναψη και λειτουργία της ειδικής σχέσης που συνδέει την ΑΕ με το μέλος του ΔΣ της, σε σχέση με εκείνες που διέπουν  την οργανική του θέση (ως μέλους του ΔΣ).

     

    Η ειδική σχέση ως συναλλαγή της ΑΕ με συνδεδεμένο πρόσωπο

    Τα μέλη του ΔΣ εντάσσονται σ’ εκείνα που ο νόμος προσδιορίζει ως συνδεδεμένα με την ΑΕ πρόσωπα (:«μέρη»). Οι συναλλαγές της ΑΕ με συνδεδεμένα μέρη ρυθμίζονται, πλέον, στα άρθρα 99-101 ν. 4548/2018 (όπως αυτά αντικατέστησαν το γνωστό άρθρο 23α ν. 2190/1920). Πρόκειται για συναλλαγές με τα πρόσωπα εκείνα που, λόγω της θέσης τους, είναι ενδεχόμενο να επηρεάζουν το περιεχόμενο των εν λόγω συναλλαγών με γνώμονα το ίδιο συμφέρον τους. Κρίθηκε, ως εκ τούτου, αναγκαία η πρόβλεψη ενός ρυθμιστικού πλέγματος το οποίο αποσκοπεί στην προστασία της ΑΕ. Στις ανωτέρω συναλλαγές συγκαταλέγεται, εύλογα, και η σύναψη οποιασδήποτε ειδικής σχέσης (ενδ.: σύμβασης εργασίας, έργου, ανεξαρτήτων υπηρεσιών ή εντολής) της ΑΕ με μέλος του ΔΣ της.

     

    Οι προϋποθέσεις σύναψης ειδικής σύμβασης με συνδεδεμένα μέρη

    Για την έγκυρη σύναψη σύμβασης της ΑΕ με συνδεδεμένα μέρη (και εν προκειμένω, ειδικής σύμβασης εργασίας, έργου, ανεξαρτήτων υπηρεσιών ή εντολής με μέλη του ΔΣ) προβλέπεται η τήρηση μιας σειράς διαδικαστικών κανόνων και κανόνων δημοσιότητας (άρθρα 100 και 101 ν. 4548/2018). Οι κανόνες αυτοί, υπό το πρίσμα της σύναψης ειδικής σύμβασης μέλους ΔΣ με μη εισηγμένη ΑΕ, αναλύονται ως εξής:

    (α) Η  χορήγηση άδειας

    Γενικά

    Σύμφωνα με την παράγραφο 1 του άρθρου 100 ν. 4548/2018: «η άδεια κατάρτισης συναλλαγής της εταιρείας με συνδεδεμένο μέρος ή παροχής ασφαλειών και εγγυήσεων προς τρίτους υπέρ του συνδεδεμένου μέρους…παρέχεται με απόφαση του διοικητικού συμβουλίου…». Η παρεχόμενη άδεια έχει διάρκεια ισχύος, κατά βάση, έξι μηνών.

    Η άδεια πρέπει να είναι ειδική (άρθρο 99 ν. 4548/2018). Τούτο σημαίνει ότι η κατάρτιση της ειδικής σύμβασης θα πρέπει να συμπεριληφθεί στα θέματα της ημερήσιας διάταξης του ΔΣ. Επιπρόσθετα: το περιεχόμενό της (ιδίως το οικονομικό της αντικείμενο και η διάρκειά της) πρέπει να υποβληθεί στην κρίση του αρμοδίου για τη χορήγηση της άδειας οργάνου (ενδ.: 1990/2018 ΕφΘεσ).

    Ως αρμόδιο όργανο χορήγησης της άδειας προβλέπεται το Διοικητικό Συμβούλιο. Ρητά, μάλιστα, αποκλείεται, η δυνατότητα περαιτέρω, από μέρους του, ανάθεσης της συγκεκριμένης αρμοδιότητας (άρθρο 100 παρ. 2 ν. 4548/2018). Η πρόβλεψη αυτή του νομοθέτη εισάγει καινοτομία σε σχέση με το προϊσχύσαν καθεστώς, το οποίο απένειμε αρμοδιότητα στη ΓΣ (άρθρο 23α ν. 2120/1920). Στους δικαιολογητικούς λόγους της συγκεκριμένης επιλογής του νομοθέτη, λογίζεται η ταχύτερη και απλούστερη διαδικασία ελέγχου από το ΔΣ. Επιπλέον το ΔΣ, εξαιτίας των διαχειριστικών εξουσιών του, κρίνεται ως το πλέον κατάλληλο όργανο της ΑΕ για να αναγνωρίζει το επωφελές ή μη της σύναψης συμβάσεων (ως τέτοιες: η σύμβαση εργασίας, έργου, ανεξαρτήτων υπηρεσιών ή εντολής).

    Η αρμοδιότητα της ΓΣ ύστερα από αίτημα μετόχων

    Στην περίπτωση που το ΔΣ χορηγήσει άδεια για τη σύναψη ειδικής σχέσης της ΑΕ με μέλος του, υποχρεούται να προβεί σε ανακοίνωση της απόφασής του στο Γ.Ε.ΜΗ. Μέσα σε προθεσμία δέκα (10) ημερών από την ανακοίνωση αυτή, μέτοχοι της ΑΕ που εκπροσωπούν το 1/20 του κεφαλαίου δικαιούνται να αιτηθούν τη σύγκληση ΓΣ, προκειμένου η τελευταία να λάβει απόφαση για το ζήτημα της χορήγησης άδειας. Είναι μάλιστα δυνατή η (καταστατική) μείωση, του εν λόγω ποσοστού.

    Κάθε συναλλαγή με συνδεδεμένο πρόσωπο, για την οποία χορηγήθηκε άδεια από το ΔΣ, θεωρείται μεν εξ’ αρχής έγκυρη τελεί όμως υπό αναβλητική αίρεση. Είτε δηλαδή πρέπει να παρέλθει άπρακτη η προαναφερθείσα δεκαήμερη προθεσμία είτε την αποφασιστική αρμοδιότητα αναλαμβάνει η ΓΣ εξαιτίας αιτήματος του 1/20 των μετόχων της ΑΕ. Στην τελευταία περίπτωση, την άδεια για τη συναλλαγή πρέπει, εν τέλει, να χορηγήσει η ΓΣ. Η άδεια αυτή δεν χορηγείται αν αντιταχθούν μέτοχοι που εκπροσωπούν το 1/3 του μετοχικού κεφαλαίου (άρθρο 100 §5 ν. 4548/18-όπως ισχύει, ύστερα από τροποποίηση της αρχικής διατύπωσης της διάταξης, που προέβλεπε μη συμμετοχή των συνδεδεμένων μερών στον σχηματισμό απαρτίας και πλειοψηφίας, μετά και από δική μας δημόσια παρέμβαση).

    Η αρμοδιότητα της ΓΣ ελλείψει απαρτίας της ΓΣ

    Όπως έχουμε αναλύσει και σε προηγούμενη αρθρογραφία μας, ο νόμος αποστερεί το δικαίωμα ψήφου σε μέλος του ΔΣ για θέματα στα οποία ανακύπτει σύγκρουση συμφερόντων του ίδιου (ή συνδεδεμένων με αυτό μερών) και της ΑΕ. Τέτοια περίπτωση συνιστά και η σύναψη ειδικής σχέσης του μέλους ΔΣ με την ΑΕ. Ως εκ τούτου, στη λήψη της αναγκαίας σχετικής απόφασης προβαίνουν τα λοιπά μέλη του ΔΣ. Ενδέχεται, όμως, ο αποκλεισμός από την ψηφοφορία να αφορά τόσα μέλη, ώστε τα εναπομείναντα να μην σχηματίζουν απαρτία. Στην περίπτωση αυτή τα λοιπά, εναπομένοντα, μέλη (ανεξάρτητα μάλιστα από τον αριθμό τους) επιφορτίζονται με την υποχρέωση να προβούν σε σύγκληση ΓΣ (για τη λήψη απόφασης σχετικά με τη χορήγηση άδειας για τη σύναψη της ειδικής σχέσης).

     

    (β) Η τήρηση της διαδικασίας δημοσιότητας

    Προκειμένου να ολοκληρωθεί η διαδικασία χορήγησης άδειας για τη σύναψη ειδικής σύμβασης της ΑΕ με μέλος του ΔΣ, απαιτείται η τήρηση της δημοσιότητας που προβλέπεται από το νόμο. Ειδικότερα, σύμφωνα με το άρθρο 101 ν. 4548/2018: «Το διοικητικό συμβούλιο ανακοινώνει την παροχή άδειας για την κατάρτιση συναλλαγής είτε από το ίδιο είτε από τη γενική συνέλευση, καθώς και την άπρακτη παρέλευση της προθεσμίας της παραγράφου 3 του άρθρου 100 (ενν. η ανωτέρω αναφερόμενη δεκαήμερη προθεσμία)…». Η ανακοίνωση αυτή υποβάλλεται σε δημοσιότητα (:ανάρτηση στο Γ.Ε.ΜΗ) πριν από την ολοκλήρωση της συναλλαγής. Παράλληλα, η παράγραφος 2 του ίδιου ως άνω άρθρου ορίζει το ελάχιστο περιεχόμενο που πρέπει να φέρει η ανωτέρω ανακοίνωση.

     

    Εξαιρέσεις από την υποχρέωση χορήγησης άδειας

    Η περίπτωση της τρέχουσας συναλλαγής

    Η υποχρέωση χορήγησης άδειας παρέλκει στην περίπτωση που η συναλλαγή (στην προκειμένη περίπτωση η σύμβαση της ΑΕ με το μέλος του ΔΣ της) εμπίπτει στις τρέχουσες συναλλαγές. Ως τρέχουσες συναλλαγές ορίζονται, στο άρθρο 99 §3 περ. α΄ ν. 4548/2018, «…εκείνες, που είναι συνήθεις σε σχέση με τις εργασίες και το αντικείμενο της επιχειρηματικής δραστηριότητας της εταιρείας, ως προς το είδος και το μέγεθός τους και συνάπτονται με τους συνήθεις όρους της αγοράς». Επιπρόσθετα, κατά τη διαμορφωμένη υπό το προϊσχύσαν νομοθετικό καθεστώς νομολογία, ως τρέχουσα συναλλαγή νοείται «…εκείνη που βάσει του αντικειμένου της εμπίπτει στις συμβάσεις που καταρτίζονται στο πλαίσιο της καθημερινής δράσης της εταιρείας, ήτοι αυτή που οι όροι της είναι οι συνήθεις όροι των συμβάσεων που η εταιρεία συνάπτει με τους λοιπούς συναλλασσόμενους με αυτή.» (1245/2018 ΑΠ).

     

    Η περίπτωση της προϋφιστάμενης σύμβασης

    Μια διαφορετική περίπτωση εξαίρεσης από τη διαδικασία παροχής αδείας, συνιστά εκείνη κατά την οποία μέλος του ΔΣ συνδέεται με την ΑΕ με σύμβαση εργασίας, έργου, ανεξαρτήτων υπηρεσιών ή εντολής η οποία έχει συναφθεί πριν την εκλογή (ή το διορισμό) του (1364/1990 ΑΠ, 21/2019 ΜονΠρωτΒολ). Ζήτημα, ωστόσο, τίθεται όταν η προϋφιστάμενη σύμβαση τροποποιείται, ύστερα από την εκλογή/το διορισμό του μέλους του ΔΣ (:ενδ. αύξηση των συμφωνηθεισών αμοιβών). Ανάλογα με το περιεχόμενο των τροποποιούμενων όρων των εν λόγω συμβάσεων (εργασίας, έργου, ανεξαρτήτων υπηρεσιών ή εντολής) ενδέχεται να κριθεί αναγκαία η προηγούμενη έγκρισή τους από το αρμόδιο προς τούτο όργανο.

     

    Η αμοιβή των μελών ΔΣ στη  βάση της ειδικής τους σχέσης/σύμβασης

    Τα μέλη του ΔΣ τα οποία έχουν συνάψει σύμβαση εργασίας, έργου, ανεξαρτήτων υπηρεσιών ή εντολής με την ΑΕ δικαιούνται, εύλογα, να λάβουν αμοιβή-ακριβώς στη βάση της εν λόγω σύμβασης. Η συγκεκριμένη αμοιβή χορηγείται σωρευτικά με την (ενδεχόμενη) αμοιβή που λαμβάνει το μέλος του ΔΣ εξαιτίας της οργανικής του θέσης (της ιδιότητάς του, δηλ., ως μέλους του ΔΣ). Πρόκειται για αμοιβές οι οποίες, μολονότι προέρχονται από την ίδια ΑΕ και συμπίπτουν στο ίδιο πρόσωπο, έχουν διαφορετική νομική μεταχείριση. Έτσι, η αμοιβή από την ειδική σχέση/σύμβαση δεν απαιτεί προηγούμενη ρύθμισή της από τον νόμο ή το καταστατικό. Δεν απαιτεί ούτε έγκρισή της από τη ΓΣ (109 §1, ν. 4548/2018)-σε αντίθεση με την αμοιβή που, ενδεχομένως, χορηγείται στο πλαίσιο της οργανικής θέσης. Μάλιστα, ρητά εξαιρεί ο νόμος (άρθρο 109 §3, ν. 4548/2018) τη συμφωνημένη επί τη βάσει της ειδικής σύμβασης αμοιβή από την διαδικασία και τις προϋποθέσεις χορήγησης αμοιβών των μελών ΔΣ του άρθρου 109 ν. 4548/2018.

     

    Κάθε μέλος του ΔΣ είναι δυνατό, επομένως, να έχει και μια δεύτερη ιδιότητα στο πλαίσιο της ΑΕ: εκείνη που το συνδέει με μια πρόσθετη σχέση (εργασίας, έργου, ανεξαρτήτων υπηρεσιών ή εντολής) μαζί της. Οι δύο ιδιότητες/έννομες σχέσεις (οργανική και ειδική), είναι (και πρέπει να παραμένουν) πλήρως διακριτές. Η πρώτη (οργανική) διέπεται, αποκλειστικά, από τις αναγκαστικού δικαίου ρυθμίσεις του Δικαίου των Ανωνύμων Εταιρειών. Αντίθετα, το ρυθμιστικό πλαίσιο της δεύτερης (ειδικής) διέπεται, επιπρόσθετα, από Αστικού (ή Εργατικού) Δικαίου ρυθμίσεις-ανάλογα με τον συμβατικό τύπο ο οποίος κάθε φορά (κυρίως στη βάση φορολογικών και ασφαλιστικών πλεονεκτημάτων) επιλέγεται και στις οποίες, εν τέλει, υπάγεται.

    Ο διαχωρισμός όμως των ιδιοτήτων του μετόχου, του μέλους του ΔΣ και του εργαζομένου/παρέχοντος τις υπηρεσίες του στην ΑΕ είναι σημαντικό και για πληθώρα, άλλων, λόγων. Κάποιοι από αυτούς μας έχουν απασχολήσει ήδη στην αρθρογραφία μας (ενδ.: η ανάγκη διαχωρισμού των αμοιβών και οικονομικών του επιχειρηματία/μέλους του ΔΣ από το ταμείο της επιχείρησης, η αξιοποίηση των ευχερειών που παρέχει ο νόμος για τις ΑΕ όσον αφορά την άντληση ρευστότητας από τους επιχειρηματίες/μέλη του ΔΣ).

    Ο διαχωρισμός όμως των προαναφερθεισών ιδιοτήτων μοιάζει αναγκαίος στη βάση της ευθυγράμμισης με τους (μη αναγκαίους τυπικά για εκτός χρηματιστηρίου εταιρείες, απολύτως αναγκαίους όμως σε ουσιαστικό επίπεδο) κανόνες εταιρικής διακυβέρνησης.

    Κανόνες αναγκαίους για τη μετάβαση στη νέα εποχή˙ στην επόμενη μέρα.-

    Σταύρος Κουμεντάκης
    Managing Partner

     

    Υ.Γ. Συνοπτική έκδοση του άρθρου δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ, στις 14 Μαρτίου 2021.

    Η πληροφόρηση που εμπεριέχεται στο παρόν άρθρο δεν συνιστά (ούτε και έχει σκοπό να αποτελέσει) νομική συμβουλή. Μια τέτοια νομική συμβουλή είναι δυνατό να παρασχεθεί μόνον από αρμόδιο δικηγόρο ο οποίος θα λάβει υπόψη του το σύνολο των δεδομένων που θα του εκθέσετε για την υπόθεσή σας. Αναλυτικά.

  • Ο νέος “πτωχευτικός” νόμος: Η  πτώχευση – ο τελευταίος σταθμός ;

    Ο νέος “πτωχευτικός” νόμος: Η  πτώχευση – ο τελευταίος σταθμός ;

    Με το άρθρο αυτό ολοκληρώνεται μια ενότητα αρθρογραφίας  που σκοπό είχε την καλύτερη  κατανόηση του νέου «πτωχευτικού» νόμου. Στο πλαίσιο αυτό ξεκινήσαμε από τις βασικές πρόνοιες και καινοτομίες του, την αναγκαιότητα, το ρυθμιστικό πεδίο και τη σημασία του. Προχωρήσαμε στις επιμέρους προβλέψεις του. Πρώτος σταθμός μας: η έγκαιρη προειδοποίηση. Ακολούθησε ο εξωδικαστικός μηχανισμός ρύθμισης οφειλών και η διαδικασία της εξυγίανσης.

    Κλείνουμε, προσώρας, με αυτό που λογικώς αναμένουμε από κάθε πτωχευτικό νόμο  (και που, εν τέλει, δεν αποτελεί, εν προκειμένω, παρά μόνον μία ενότητά του): την πτώχευση (: άρθρα 75 έως 211 του ν. 4738/2020).

    Είναι προφανές πως η εξαντλητική παρουσίαση των εκατόν τριάντα έξι (136) άρθρων εκφεύγει των σκοπών και ορίων του παρόντος. Περιοριζόμαστε, ως εκ τούτου, στα κρισιμότερα: στην ανάδειξη, δηλαδή, της βούλησης του νομοθέτη όσον αφορά τον σκοπό της πτώχευσης και, συνακόλουθα, των μέσων επίτευξής του.

     

    Περί σκοπού και μέσων

    Ως «προγραμματικός» σκοπός της πτώχευσης εξαγγέλλεται η συλλογική ικανοποίηση των πιστωτών του οφειλέτη. Με ποια, όμως, μέσα εξυπηρετείται;

    Η ρευστοποίηση ως μέσο συλλογικής ικανοποίησης των πιστωτών

    Ο νέος «πτωχευτικός» νόμος αναδεικνύει πλέον τη ρευστοποίηση ως μόνη και αποκλειστική δυνατότητα εξέλιξης της πτώχευσης.

    Αντίθετα, ο Πτωχευτικός Κώδικας, μετά την πολυεπίπεδη τροποποίηση που υπέστη-ιδίως 2016, προέβλεπε την ισοδύναμη εναλλακτική δυνατότητα του σχεδίου (ενδοπτωχευτικής)_ αναδιοργάνωσης και την ικανοποίηση των πιστωτών με τη διατήρηση της επιχείρησης. Οι πιστωτές μπορούσαν να επιλέξουν τον έναν (ρευστοποίηση) ή τον άλλο δρόμο (διατήρηση επιχείρησης). Τούτο άλλωστε ήταν συνεπές με την επιλογή του, μεταξύ άλλων, για, «α) τη μεγιστοποίηση της αξίας των περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη, ιδίως με τη συνέχιση ή την αναδιοργάνωση τα επιχείρησης όταν αυτό είναι επωφελές για τους πιστωτές, β) την εξισορρόπηση μεταξύ εκκαθάρισης της πτωχευτικής περιουσίας και αναδιοργάνωσης της επιχείρησης του οφειλέτη».

    Ο νέος «πτωχευτικός» νόμος, αντίθετα, στοχεύει ρητά και αποκλειστικά, στην άμεση ρευστοποίηση, μέσω της οποίας αναμένεται να επιτευχθεί η «ταχεία επιστροφή παραγωγικών μέσων σε δυνητικά παραγωγικές χρήσεις». Ο νέος «πτωχευτικός» νόμος στερεί, δηλαδή, από πιστωτές και οφειλέτη, το δικαίωμα να επιλέξουν την ανόρθωση της επιχείρησής του και να τερματίσουν, με τον τρόπο αυτό, την κηρυχθείσα πτώχευση. (Όπως, αναλογικά, θα επιχειρούσαν να αποτρέψουν την πτώχευση κατά το προπτωχευτικό στάδιο της εξυγίανσης και στο πλαίσιο της γνωστής διαδικασίας/οικείας διεξόδου του «άρθρου 99»).

    Ο νομοθέτης επέλεξε λοιπόν να μην εμπιστευθεί (και περαιτέρω βελτιώσει) τον θεσμό της αναδιοργάνωσης της επιχείρησης μέσα στην πτώχευση. Επέλεξε, αντίθετα, να τον καταργήσει. Ισχυρό, υποθέτουμε, επιχείρημα ο μικρός αριθμός σχεδίων αναδιοργάνωσης που αποδείχθηκαν ικανά να τελεσφορήσουν στη διάρκεια του χρόνου. Ωστόσο, δεν αντέδρασε με τον ίδιο (δραστικό) τρόπο (και ορθά) με άλλους χαμηλής (μέχρι σήμερα) αποτελεσματικότητας θεσμούς. Επιχείρησε, για παράδειγμα, να βελτιώσει (και να μην καταργήσει)  τον εξωδικαστικό μηχανισμό και να καθιερώσει έτσι έναν οριζόντιο «πτωχευτικό» δίκαιο του αυτοματισμού και της πλατφόρμας.

    Επιπρόσθετα: ο νομοθέτης δεν επέλεξε να αντικαταστήσει τον θεσμό της (ενδοπτωχευτικής) αναδιοργάνωσης με άλλον ομόρροπο. Τούτο αποδεικνύει την επι-στροφή σε μια αμιγώς οικονομική πρόσληψη του πτωχευτικού φαινομένου, αποψιλωμένη από τις ιδιάζουσες κοινωνικές και άλλες συνδηλώσεις του.

    Είναι γνωστό πως ο σκοπός του νόμου αποτελεί παραδοσιακό εργαλείο ερμηνείας στα χέρια του εφαρμοστή του. Γίνεται, στο πλαίσιο αυτό, αντιληπτό πως η συγκεκριμένη μετατόπιση (:οπισθοδρόμηση) ενδέχεται να αποκτήσει ιδιαίτερη αξία στο επίπεδο της δικαστικής κρίσης.

     

    Η ρευστοποίηση ως μέσο

    Στο πλαίσιο του νέου «πτωχευτικού» νόμου, ο σύνδικος (τον οποίο έχει δικαίωμα να υποδείξει ο πιστωτής) προβαίνει «αμελλητί» στη ρευστοποίηση του ενεργητικού της περιουσίας του οφειλέτη. Αρκεί, απλώς, να έχει ολοκληρώσει την απογραφή του (ενεργητικού).

    Μετά (δε) την ολοκλήρωση της απογραφής (και) του παθητικού («εξέλεγξη πιστώσεων»), ο σύνδικος προβαίνει στη διανομή του προϊόντος της ρευστοποίησης του ενεργητικού στους πιστωτές.

    Η «καινοτομία» λοιπόν του νέου νόμου έγκειται στο εξής: ο σύνδικος μπορεί να προχωρήσει ταχύτατα στη ρευστοποίηση της περιουσίας του οφειλέτη, ενώ ακόμα  δεν έχει ολοκληρωθεί η διαδικασία της επαλήθευσης των απαιτήσεων σε βάρος του. Τη στιγμή μάλιστα που η τελευταία έχει απλουστευθεί σε σημαντικό βαθμό με τον νέο νόμο. Είναι ερώτημα κατά πόσο δικαιολογείται (και δικαιοπολιτικά) αυτή η σπουδή.

     

    Τα δύο είδη ρευστοποίησης

    Όπως γνωρίζουμε, σε ρευστοποίηση υπόκειται είτε το σύνολο της περιουσίας του οφειλέτη (ή επιμέρους λειτουργικά της σύνολα) είτε τα κατ’ ιδίαν στοιχεία της.

    Η ρευστοποίηση όμως του συνόλου της περιουσίας του οφειλέτη υπόκειται σε αυστηρές προϋποθέσεις. Μοιάζει, εκ του αποτελέσματος, να καταλήγουμε στην (ευκολότερη) ρευστοποίηση των κατ’ ιδίαν περιουσιακών του στοιχείων ως κανόνα, και υπό το καθεστώς του νέου νόμου. Αναλυτικότερα:

    Η ρευστοποίηση του συνόλου της πτωχευτικής περιουσίας ή επιμέρους λειτουργικών συνόλων της

    Για να «τρέξει» ρευστοποίηση του συνόλου της περιουσίας του οφειλέτη ή επιμέρους λειτουργικών συνόλων της θα πρέπει να υποβληθεί σχετική αίτηση ή να ασκηθεί πρόσθετη παρέμβαση. Δικαιούνται να τις υποβάλουν: πιστωτής ή πιστωτές του οφειλέτη, οι οποίοι εκπροσωπούν το τριάντα τοις εκατό (30%) τουλάχιστον του συνόλου των σε βάρος του απαιτήσεων. Διευκρινίζεται ότι στους αιτούντες θα πρέπει να περιλαμβάνονται ενέγγυοι πιστωτές που εκπροσωπούν τουλάχιστον το είκοσι τοις εκατό (20%) της κατηγορίας τους. Επιπρόσθετα: μια τέτοια διαδικασία εκκινεί μόνο όταν πρόκειται για επιχείρηση και η πτώχευση δεν είναι μικρού αντικειμένου. Επί της αίτησης/αιτήματος αποφαίνεται το πτωχευτικό δικαστήριο-στην προκειμένη περίπτωση το Πολυμελές Πρωτοδικείο.

    Η «καινοτομία» του νέου «πτωχευτικού» νόμου έγκειται λοιπόν στο εξής: υπό το καθεστώς του Πτωχευτικού Κώδικα, η συνέλευση των πιστωτών έπρεπε να αποφασίσει την εκποίηση της επιχείρησης του οφειλέτη ως σύνολο (ή επιμέρους λειτουργικών συνόλων της). Στη συνέχεια, η απόφαση αυτή θα έπρεπε να εγκριθεί από τον εισηγητή. Εφόσον δεν είχε ασκηθεί κατ’ αυτής εμπρόθεσμη προσφυγή (ή η εμπροθέσμως ασκηθείσα προσφυγή δεν γινόταν δεκτή), τότε μπορούσε να εκτελεστεί. Σήμερα, η διαδικασία αυτή έχει καταργηθεί.

     

    Ο ρόλος της συνέλευσης των πιστωτών

    Η συνέλευση, ωστόσο, των πιστωτών διατηρεί τον τελευταίο λόγο: αυτή είναι που θα εγκρίνει (ή όχι) την εκποίηση της επιχείρησης του οφειλέτη ως συνόλου (ή επιμέρους λειτουργικών συνόλων της). Και έχει δύο δυνατότητες:

    Πρώτη δυνατότητα: να αξιολογήσει (η συνέλευση  των πιστωτών) πως είναι συμφέρουσα η προσφορά που κατατέθηκε στο πλαίσιο του αναγκαίου δημόσιου πλειοδοτικού διαγωνισμού (που διενεργείται με μέριμνα του συνδίκου). Εγκρίνει, στην περίπτωση αυτή, τη σχετική συναλλαγή. Ακολουθεί, στη συνέχεια, η σύναψη της σχετικής σύμβασης μεταβίβασης.

    Δεύτερη δυνατότητα: να απορρίψει τη συναλλαγή του συνδίκου. Τότε, εφόσον δεν μεσολαβήσει άλλη απόφασή της, οδηγούμαστε σε ρευστοποίηση (μεν) των κατ’ ιδίαν (δε) περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη.

     

    Η ενσωμάτωση των διατάξεων της ειδικής διαχείρισης

    Στην περίπτωση της ρευστοποίησης του συνόλου της περιουσίας του οφειλέτη ή επιμέρους λειτουργικών της συνόλων, ο νομοθέτης ενσωματώνει πλέον τις διατάξεις τις ειδικής διαχείρισης (ν. 4307/2014), με τις αναγκαίες προσαρμογές ασφαλώς, στο πνεύμα του «ολιστικού» εγχειρήματος που επιχειρεί και την επακόλουθη κατάργηση της συγκεκριμένης εξωπτωχευτικής αυτής διαδικασίας.

     

    Οι φορολογικές διευκολύνσεις

    Επίσης, όσον αφορά τις πολύ σημαντικές φορολογικές, ιδίως, διευκολύνσεις, ο νέος νόμος προβλέπει ότι αυτές καλύπτουν την «εκκαθάριση του Κεφαλαίου Α του Πέμπτου Μέρους του Δευτέρου Βιβλίου», δίχως δηλαδή διάκριση αν αφορά αποκλειστικώς τη ρευστοποίηση του συνόλου της περιουσίας του οφειλέτη ή επιμέρους λειτουργικών συνόλων αυτής (Κεφάλαιο Β του Πέμπτου Μέρους του Δευτέρου Βιβλίου) (όπως υπό το καθεστώς του Πτωχευτικού Κώδικα) ή/και των κατ’ ιδίαν περιουσιακών στοιχεία του (Κεφάλαιο Γ του Πέμπτου Μέρους του Δευτέρου Βιβλίου). Στις προθέσεις του εικάζουμε βάσιμα ότι είναι να εμπίπτουν και τα δύο είδη ρευστοποίησης.

     

    Η ρευστοποίηση των επιμέρους περιουσιακών στοιχείων

    Στην περίπτωση της ρευστοποίησης κατ’ ιδίαν περιουσιακών στοιχείων της πτωχευτικής περιουσίας διενεργείται, αντί του δημόσιου πλειοδοτικού διαγωνισμού (ηλεκτρονικού πλέον χωρίς όμως να τίθεται τιμή πρώτης προσφοράς) διενεργείται (εξίσου ηλεκτρονικός) πλειστηριασμός.

    Είναι όμως ενδεχόμενo ο πλειστηριασμός να αποβεί άγονος. Επαναλαμβάνεται, στην περίπτωση αυτή, με (αυτόματα) μειωμένη τιμή πρώτης προσφοράς. Στα ¾, συγκεκριμένα, της μέσης τιμής των εκτιμήσεων των πιστοποιημένων εκτιμητών. Θεσπίζεται πλέον παρέκκλιση από τα ισχύοντα με βάση τον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας (στον οποίο κατά τα λοιπά παραπέμπει) υπό την έννοια ότι δεν μεσολαβεί πλέον δικαστική κρίση,. Σε τυχόν επόμενους άγονους πλειστηριασμούς, η μείωση απόκειται στην απρόσβλητη με ένδικα μέσα απόφαση του εισηγητή. Αν και πάλι επαναληφθεί το φαινόμενο (της μη εμφάνισης πλειοδοτών) τότε υπάρχει το ενδεχόμενο ενός πλειστηριασμού χωρίς τιμή πρώτης προσφοράς-πριν το εκπλειστηριαζόμενο καταλήξει, τελικά, στο Δημόσιο.

     

    Η «διευκόλυνση» της διαδικασίας ρευστοποίησης

    Ο νέος «πτωχευτικός» νόμος επιφέρει τρεις, κυρίως,  αλλαγές στο επίπεδο της παρεχόμενης προστασίας στη συγκεκριμένη διαδικασία ρευστοποίησης:

    (α) Καταργεί τη δυνατότητα άσκησης ανακοπής κατά της εκτελεστικής διαδικασίας που οδηγεί σε ρευστοποίηση και

    (β) Ορίζει με συγκεκριμένο τρόπο ποιος δικαιούται να ασκήσει ανακοπή κατά του πίνακα κατάταξης, αντί της γενικής και αφηρημένες πρόβλεψης του Πτωχευτικού Κώδικα περί «εννόμου συμφέροντος». Η συγκεκριμένη, ωστόσο, επιλογή ενδέχεται να οδηγήσει σε περιορισμό των δικαιούχων.

    (γ) Συντέμνει την προθεσμία εντός της οποίας «εισάγονται» τυχόν περισσότερες ανακοπές ενώπιον του πτωχευτικού δικαστηρίου-το οποίο αποφαίνεται αμετακλήτως.

     

    Οι πτωχεύσεις μικρού αντικειμένου

    Το εύρος εφαρμογής

    Ο νομοθέτης του νέου «πτωχευτικού» νόμου βελτίωσε περαιτέρω το πλαίσιο που διέπει τις πτωχεύσεις μικρού αντικειμένου (:«μικρές πτωχεύσεις»).

    Η ιδέα, εξάλλου, για μια περισσότερο σύντομη και ελαφριά διαδικασία είναι γνωστή, και έτυχε ιδιαίτερης επεξεργασίας κατά τις τροποποιήσεις του 2016 και 2017.

    Είναι γνωστό πως το επιχειρηματικό βάρος (που αναλαμβάνουν) και το οικονομικό αποτύπωμα που έχουν οι «μικρές» επιχειρήσεις στη χώρα μας (και όχι μόνο), μοιάζει αντιστρόφως ανάλογο του μεγέθους τους. Είναι σκόπιμο, κατά τούτο, να δοθεί ιδιαίτερη βαρύτητα στο συγκεκριμένο κεφάλαιο του νέου νόμου.

    Ο νέος νόμος διευρύνει σημαντικά το πεδίο εφαρμογής του ρυθμιστικού πλαισίου των μικρών πτωχεύσεων, δεδομένου ότι πλέον υπάγονται σε αυτές οι μικρές οντότητες, όπως ορίζονται στο άρθρο 2 του νόμου 4308/2014. Μικρές οντότητες, με βάση τη συγκεκριμένη διάταξη, είναι εκείνες που δεν υπερβαίνουν τα όρια δύο τουλάχιστον από τα ακόλουθα τρία κριτήρια: (α) Σύνολο ενεργητικού: 4εκ.€, (β) Καθαρό ύψος κύκλου εργασιών: 8εκ.€ και (γ) Μέσος όρος απασχολουμένων: 50 άτομα.

    Γίνεται εύκολα αντιληπτό πόσο τεράστιο αριθμό επιχειρήσεων αφορά και τι αντίκτυπο έχει αυτό για την οικονομία.

     

    Τα «διαδικαστικά» και οι προϋποθέσεις

    Στις «μικρές» λοιπόν πτωχεύσεις, αρμόδιο πτωχευτικό δικαστήριο είναι το Ειρηνοδικείο, αντί του Πολυμελούς Πρωτοδικείου που είναι αρμόδιο για τις λοιπές.

    Η σχετική αίτηση υποβάλλεται ηλεκτρονικά, γεγονός που συνιστά σημαντική αλλαγή. Γίνεται δεκτή αν δεν υποβληθεί παρέμβαση εντός τριάντα (30) ημερών από τη δημοσίευσή της, ήτοι με μόνη την παρέλευση του συγκεκριμένου χρονικού διαστήματος.

    Ισχύει εν προκειμένω το (καινοφανές) τεκμήριο παύσης πληρωμών, το οποίο προσδιορίζεται στο 60% των ληξιπρόθεσμων υποχρεώσεων του οφειλέτη προς το Δημόσιο, τους Φορείς Κοινωνικής Ασφάλισης ή πιστωτικά ή χρηματοδοτικά ιδρύματα, αντί του 40% που είναι για τις λοιπές πτωχεύσεις.

     

    Η ρευστοποίηση της περιουσίας του οφειλέτη

    Η ρευστοποίηση στην προκειμένη περίπτωση αφορά, αποκλειστικά, τη ρευστοποίηση των επιμέρους περιουσιακών του στοιχείων. Όχι την επιχείρηση εν συνόλω ούτε επιμέρους λειτουργικές της ενότητες.

    Προκειμένου όμως να κριθεί αν περιουσία του οφειλέτη επαρκεί για την κάλυψη των εξόδων της διαδικασίας, λαμβάνονται υπόψη: (α) τα μη βεβαρυμμένα στοιχεία της και (β) τα ετήσια εισοδήματα του οφειλέτη-πέραν των εύλογων δαπανών διαβίωσης. Αν αυτά δεν επαρκούν, τότε ούτε σύνδικος διορίζεται.  Διατάσσεται από τον εισηγητή, απλώς,  η καταχώριση του ονόματος ή της επωνυμίας του οφειλέτη στο Ηλεκτρονικό Μητρώο Φερεγγυότητας. Επέρχονται, με τον τρόπο αυτό, οι προβλεπόμενες συνέπειες.

    Οι υφιστάμενες (γενικές) ρυθμίσεις απλοποιούνται. Ο σύνδικος απολαμβάνει μεγαλύτερη ελευθερία. Διατηρεί, στο πλαίσιο αυτό, τη δυνατότητα να ενεργεί χωρίς την άδεια του εισηγητή.

     

    Το χρονικό εύρος της όλης διαδικασίας και η επιτάχυνσή της

    Στην περίπτωση που μετά την παρέλευση ενός έτους (αντί τριών-όπως υπό το καθεστώς του Πτωχευτικού Κώδικα) από την κήρυξη της απλοποιημένης διαδικασίας η πτώχευση δεν έχει περατωθεί, ο σύνδικος υποχρεούται να υποβάλει στον εισηγητή έκθεση, στην οποία εξηγεί τους λόγους της καθυστέρησης.

    Να σημειωθεί εδώ πως η αντίστοιχη, γενική, ρύθμιση προβλέπει πως μετά παρέλευση 5 ετών (αντί 15 όπως υπό το καθεστώς του Πτωχευτικού Κώδικα)  από την κήρυξη της πτώχευσης, επέρχονται αυτοδικαίως (και χωρίς άλλη διατύπωση) τα αποτελέσματα της περάτωσης της πτώχευσης.

    Η ταχύτητα, ασφαλώς, με την οποία εκτυλίσσεται η πτωχευτική διαδικασία είναι στοιχείο σημαντικό. Η επίτευξή του, ωστόσο, απαιτεί σχεδιασμό σε επίπεδο ρυθμίσεων αλλά και ανθρώπινου δυναμικού (ορθολογική κατανομή στη βάση αναγκών και κατάρτιση επί του αντικειμένου όλων των εμπλεκόμενων κατά το μέρος των καθηκόντων τους) καθώς επίσης και υποδομές (ψηφιακές και μη). Σε διαφορετικά περίπτωση, θα πρόκειται για μία ακόμη εξαγγελία κενή περιεχομένου, για μια ακόμη προθεσμία η οποία δεν τηρείται. Ή που, εναλλακτικά, θα αποδειχθεί ατελέσφορη.

    Ωστόσο, το κρίσιμο ερώτημα είναι αν για τις μικρές, ειδικά, επιχειρήσεις λαμβάνεται ιδιαίτερη πρόνοια (:κίνητρα) κατά το στάδιο, ήδη, της πρόληψης της αφερεγγυότητας. Η απάντηση, δυστυχώς, είναι αρνητική. Και υπό την έννοια αυτή ο (διακηρυγμένος) «ολιστικός» χαρακτήρας του νομοθετήματος πλήττεται. Μαζί με αυτόν: η οικονομία και οι άνθρωποι.

    Θα πρέπει, κατ’ ακολουθίαν, να θεωρήσουμε αναγκαίο (και αποδεχθούμε) πως οι μικρές επιχειρήσεις έχουν ανάγκη ιδιαίτερης ενίσχυσης για να προστρέξουν στα (και αξιοποιήσουν τα) αναγκαία, ήδη νομοθετημένα, εργαλεία για την αποτροπή της πτώχευσής τους.

    Εξίσου επιτακτική ανάγκη, με την ταχεία διεκπεραίωση της-όταν, παρ΄ ελπίδα, επέλθει.

     

    Η πρόταξη του οικονομικού έναντι του δικαιο-κρατικού κριτηρίου

    Ο νέος «πτωχευτικός» νόμος επισπεύσθηκε από το Υπουργείο Οικονομικών, αντί του Υπουργείου Δικαιοσύνης.

    Η αλλαγή αυτή αρμοδιότητας ίσως σημαίνει κάτι περισσότερο από γραφειοκρατική «αλλαγή χαρτοφυλακίου». Να θεωρήσουμε πως (απο)δεικνύει την πρόταξη του οικονομικού κριτηρίου έναντι του δίκαιο-κρατικού όμοιου.

    Το κράτος δικαίου ωστόσο είναι το κατεξοχήν, προς την υγιή επιχειρηματικότητα, φιλικό περιβάλλον: αυτό προνοεί για μια γρήγορη, αποτελεσματική και ορθή, δίκαιη απονομή της δικαιοσύνης.

    Στα εμπλεκόμενα μέρη εναπόκειται να αξιολογήσουν αν ο νομοθέτης «κλείνει το μάτι» στη μια ή στην άλλη πλευρά ή, εναλλακτικά, αν ορθοτομεί. Δυστυχώς: εκ των υστέρων.

     

    Η χρήση των εργαλείων που ο νέος «πτωχευτικός» νόμος παρέχει δεν αποτελεί καθήκον του νομοθέτη. Εκείνος περιορίζεται να τα παράσχει˙ ήδη το έπραξε. Η σκυτάλη πέρασε στα δικά μας χέρια (:επιχειρήσεις, νομικοί παραστάτες, σύνδικοι, δικαιοσύνη). Σ΄ εμάς, κατά τούτο,  απόκειται (στο μέτρο της αρμοδιότητας και εμπλοκής ενός εκάστου) η βέλτιστη δυνατή αξιοποίησή τους.

    Μόνον τότε η πτώχευση θα αποδειχθεί, όπως οι επιχειρήσεις και η εθνική οικονομία έχουν ανάγκη, ένας «σταθμός μετεπιβίβασης» στη διαδικασία του επιχειρείν. Ένας σταθμός σημαντικός μεν που θα παρέχει όμως τη δυνατότητα στον επιχειρηματία για μια νέα διαδρομή˙ ενδεχομένως: στροφή ή ανα-στροφή.

    Ο καλόπιστος και έντιμος, εξάλλου, επιχειρηματίας (αλλά και η επιχειρηματικότητα εν γένει) δικαιούται (αλλά και αξίζει) μια, ουσιαστική, δεύτερη ευκαιρία.

    Μόνον τότε η δεύτερη ευκαιρία θα αποδειχθεί πως δεν αποτελεί απλή διακήρυξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή του Έλληνα νομοθέτη.

    Μόνον τότε η δεύτερη ευκαιρία θα αποδειχθεί εργαλείο χρηστικό για την απομείωση του ιδιωτικού χρέους˙ ανάκαμψης και ανάπτυξης της εθνικής μας οικονομίας.

    Σταύρος Κουμεντάκης
    Managing Partner

     

    Υ.Γ. Συνοπτική έκδοση του άρθρου δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ, στις 7 Μαρτίου 2021.

    Η πληροφόρηση που εμπεριέχεται στο παρόν άρθρο δεν συνιστά (ούτε και έχει σκοπό να αποτελέσει) νομική συμβουλή. Μια τέτοια νομική συμβουλή είναι δυνατό να παρασχεθεί μόνον από αρμόδιο δικηγόρο ο οποίος θα λάβει υπόψη του το σύνολο των δεδομένων που θα του εκθέσετε για την υπόθεσή σας. Αναλυτικά.

  • ΔΣ vs ΑΕ: Η υποχρέωση παράλειψης ανταγωνισμού

    ΔΣ vs ΑΕ: Η υποχρέωση παράλειψης ανταγωνισμού

    Σε προηγούμενη αρθρογραφία μας ασχοληθήκαμε με τις πρόνοιες του νόμου σχετικά με την αντιμετώπιση των περιπτώσεων σύγκρουσης συμφερόντων των μελών του ΔΣ με την ΑΕ (ΔΣ Vs AE: Η Σύγκρουση Των Μεταξύ Τους Συμφερόντων). Μας απασχόλησε, ειδικότερα, η υποχρέωση πίστης των μελών του ΔΣ έναντι της ΑΕ. Στο πλαίσιο αυτής και η υποχρέωση προαγωγής του συμφέροντος της εταιρείας έναντι των ίδιων συμφερόντων (:θετική όψη). Στο παρόν άρθρο θα μας απασχολήσει μια άλλη όψη της (αρνητική αυτή τη φορά): η υποχρέωση για παράλειψη ανταγωνιστικών πράξεων.

     

    Οι ανταγωνιστικές πράξεις

    Η σύγκρουση συμφερόντων των μελών του ΔΣ έναντι της ΑΕ, είναι δυνατό να εμφανισθεί και με τη μορφή της διενέργειας ανταγωνιστικών πράξεων από μέρους των πρώτων. Στο πλαίσιο αυτό, ο νομοθέτης προέβη στη θέσπιση ειδικής, σχετικής, απαγόρευσης. Πρόκειται για την υποχρέωση παράλειψης ανταγωνισμού (άρθρο 98 ν. 4548/2018). Η τελευταία απορρέει, επίσης, από την υποχρέωση πίστης. Η νομολογία την αντιμετωπίζει ως την κυριότερη περίπτωση της υποχρέωση αυτής (ενδ. 797/2010 ΑΠ).

     

    Η νομοθετική ρύθμιση

    Το άρθρο 98§1 ν. 4548/2018 προβλέπει: «Απαγορεύεται στα μέλη του διοικητικού συμβουλίου που συμμετέχουν με οποιονδήποτε τρόπο στη διεύθυνση της εταιρείας, καθώς και στους διευθυντές αυτής, να ενεργούν, χωρίς άδεια της γενικής συνέλευσης ή σχετική πρόβλεψη του καταστατικού, για δικό τους λογαριασμό ή για λογαριασμό τρίτων, πράξεις που υπάγονται στους σκοπούς της εταιρείας, καθώς και να μετέχουν ως ομόρρυθμοι εταίροι ή ως μόνοι μέτοχοι ή εταίροι σε εταιρείες που επιδιώκουν τέτοιους σκοπούς».

    Η συγκεκριμένη νομοθετική ρύθμιση μοιάζει απολύτως δικαιολογημένη. Αρκεί να  αναλογιστεί κανείς το εύρος και είδος των πληροφοριών που έχουν στη διάθεσή τους όσοι ασκούν τη διοίκηση της εταιρείας. Πρόκειται για απόλυτα εμπιστευτικές πληροφορίες που συνδέονται, εν τέλει, με την προσπάθεια επικράτησης της ΑΕ έναντι των ανταγωνιστών της.

    Ποια, όμως, είναι τα πρόσωπα που έχουν πρόσβαση στις ανωτέρω πληροφορίες;

     

    Ποιους αφορά η υποχρέωση παράλειψης ανταγωνισμού;  Υποκειμενικό πεδίο εφαρμογής.

    Η απαγόρευση ανταγωνισμού αφορά κάθε πρόσωπο το οποίο μετέχει με οποιονδήποτε τρόπο στη διεύθυνση της ΑΕ. Τούτο σημαίνει ότι το πρόσωπο αυτό μπορεί να τελεί σε σχέση οργανική με το νομικό πρόσωπο. Να είναι, δηλαδή, μέλος του διοικητικού συμβουλίου. Ύστερα από την εκλογή του, λ.χ., ως μέλος. Εναλλακτικά: ύστερα από διορισμό του απευθείας από μέτοχο (με βάση καταστατική ρύθμιση) ή με βάση προσωρινό διορισμό του (:με βάση δικαστική απόφαση). Η απαγόρευση, όμως, αφορά εξίσου -κατά το γράμμα του νόμου- και τους διευθυντές-δηλαδή τα υποκατάστατα όργανα του ΔΣ. Η συγκεκριμένη  μάλιστα απαγόρευση δεν διαφοροποιείται στην περίπτωση του μονομελούς διοικητικού οργάνου. Υπό την επιφύλαξη, βέβαια, της μη σύμπτωσης στο ίδιο πρόσωπο των ιδιοτήτων του διοικητή και του μοναδικού μετόχου (στην περίπτωση της μονοπρόσωπης ΑΕ).

    Συζήτηση, ωστόσο, «έχει ανοίξει» σχετικά με το αν η απαγόρευση καταλαμβάνει αποκλειστικά τα εκτελεστικά όργανα της ΑΕ ή επεκτείνεται και στα μη εκτελεστικά. Κατά την κρατούσα (και, εκτιμούμε, ορθή) άποψη, η απαγόρευση αυτή αφορά αδιακρίτως τόσο τα εκτελεστικά όσο και τα μη εκτελεστικά όργανα της ΑΕ. Και τούτο καθώς δεν διαφοροποιείται στο νόμο το εύρος της υποχρέωσης πίστης των τελευταίων έναντι της ΑΕ.  Υποστηρίζεται επίσης ότι η απαγόρευση αυτή καταλαμβάνει, ομοίως, και τους εκκαθαριστές της ΑΕ, στους οποίους αναλογικά εφαρμόζονται οι διατάξεις για τη διαχείριση (άρθρο 167 παρ. 2 Ν. 4548/2018).

     

    Οι πράξεις ανταγωνισμού – Αντικειμενικό πεδίο εφαρμογής

    Το γράμμα του άρθρου 98 ν. 4548/2018 διευρύνει το αντικειμενικό πεδίο εφαρμογής της απαγόρευσης ανταγωνισμού σε σχέση με το προϊσχύσαν άρθρο (:άρθρο 23 ν. 2190/1920). Εξακολουθεί όμως να εμπίπτει στην απαγόρευση ανταγωνισμού η διενέργεια πράξεων από τα υπόχρεα πρόσωπα, οι οποίες υπάγονται στους καταστατικούς σκοπούς. Επίσης, η συμμετοχή των υπόχρεων προσώπων ως ομορρύθμων εταίρων σε προσωπικές εταιρείες που επιδιώκουν τους ανωτέρω σκοπούς. Περαιτέρω, όμως, η νέα διάταξη απαγορεύει, ρητά, στα πρόσωπα αυτά να μετέχουν ως μόνοι μέτοχοι ή ως εταίροι σε εταιρείες που επιδιώκουν τους ίδιους σκοπούς με την ΑΕ. Με τον τρόπο αυτό αντιμετωπίστηκαν οι αμφιγνωμίες σχετικά με την ενδεικτική ή αποκλειστική απαρίθμηση της προϊσχύσασας διάταξης και τη συμπερίληψη (ή μη) και άλλων εταιρικών τύπων στη διάταξη του άρθρου 23 ν. 2190/1920.

    Παράλληλα, σύμφωνα με την πάγια θέση της νομολογίας «…ανταγωνιστικές πράξεις θεωρούνται εκείνες που είναι όμοιες με αυτές που εμπίπτουν στο περιεχόμενο του εταιρικού σκοπού. Έτσι στην ανταγωνιστική δραστηριότητα περιλαμβάνεται ο άμεσος ανταγωνισμός με την ίδρυση ανταγωνιστικής επιχειρήσεως, αλλά και ο έμμεσος, με τη συμμετοχή σε ανταγωνιστική επιχείρηση» (797/2010 ΑΠ).

    Ως εταιρικοί σκοποί νοούνται (:λογικά αναμενόμενο), όσοι προβλέπονται από το καταστατικό. Ωστόσο, μείζονος σημασίας αποδεικνύεται η πραγματική οικονομική δραστηριότητα της εταιρείας. Στην δραστηριότητα αυτή περιλαμβάνονται τόσο οι ήδη ασκούμενες δραστηριότητες της ΑΕ όσο  και οι μελλοντικές. Εκείνες δηλαδή που είναι πιθανό (πολύ περισσότερο: αναμενόμενο) να ασκηθούν ακόμα και σε διαφορετική, συγγενή, αγορά.

     

    Η άρση της απαγόρευσης

    Η καταστατική πρόβλεψη περί άρσης της απαγόρευσης

    Η δυνατότητα πρόβλεψης του καταστατικού για την άρση της απαγόρευσης ανταγωνισμού δεν προβλεπόταν ρητά από το προϊσχύσαν δίκαιο. Έμοιαζε, ως εκ τούτου, αμφίβολο αν ήταν νόμιμη η γενική άρση της απαγόρευσης μέσω διάταξης του καταστατικού. Αν, δηλαδή, νομιμοποιούνταν η χορήγηση μιας γενικής άδειας-χωρίς αυτή να εξαρτάται από συγκεκριμένα πρόσωπα ή/και πράξεις. Μειοψηφούσες φωνές τάσσονταν υπέρ της συγκεκριμένης δυνατότητας. Κρατούσαν όμως οι αντίθετες, που εξέφραζαν βάσιμους φόβους για μια τέτοια δυνατότητα. Υποστήριζαν, ειδικότερα, ότι η εκ των προτέρων γενική καταστατική απαλλαγή συνιστά πηγή διακινδύνευσης της επιδίωξης του εταιρικού σκοπού. Τα υπόχρεα πρόσωπα μπορεί να βρίσκονται, με τον τρόπο αυτό, σε μια διαρκή σύγκρουση συμφερόντων με την ΑΕ. Μια σύγκρουση, που μπορεί να ελλοχεύει εσωτερικούς κινδύνους για την ΑΕ και την υπέρ του συμφέροντός της λειτουργία της.

    Ωστόσο, το άρθρο 98 §1 ν. 4548/2018 προβλέπει, πλέον, ρητά τη δυνατότητα καταστατικής άρσης της απαγόρευσης ανταγωνισμού. Ο νομοθέτης με την πρόβλεψη αυτή φαίνεται να επιδεικνύει εμπιστοσύνη στο πρόσωπο των ιδρυτών και μετόχων της ΑΕ. Διευρύνει τις καταστατικές ρυθμίσεις στις οποίες μπορούν οι τελευταίοι να προβούν. Αποδέχεται (και ορθά) πως είναι σε θέση να κατανοήσουν τα μειονεκτήματα αλλά και τους κινδύνους τέτοιων ρυθμίσεων.

    Τέτοιου περιεχομένου καταστατικές ρήτρες είναι δυνατό να περιλαμβάνονται από την αρχή στο καταστατικό. Είναι όμως δυνατό να προστεθούν και εκ των υστέρων-ύστερα από σχετική τροποποίηση. Για την τροποποίηση αυτή απαιτείται, αυτονόητα, απόφαση της ΓΣ, η οποία λαμβάνεται με απλή απαρτία και πλειοψηφία. Εξαίρεση στο συγκεκριμένο τρόπο λήψης απόφασης είναι δυνατό να λάβει χώρα με πρόβλεψη του καταστατικού. Στην περίπτωση αυτή είναι ανεκτή ρύθμιση για αυξημένη απαρτία και πλειοψηφία όσον αφορά το συγκεκριμένο ζήτημα.

     

    Η άδεια της Γενικής Συνέλευσης

    Ένας διαφορετικός τρόπος για τη νομιμοποίηση της διενέργειας μη επιτρεπτών ανταγωνιστικών πράξεων είναι η άδεια της Γενικής Συνέλευσης. Όπως η πράξη διορισμού του μέλος του ΔΣ, έτσι και η εν λόγω άδεια της ΓΣ χαρακτηρίζεται ως οργανικής φύσεως πράξη. Δεν απαιτείται αποδοχή της άδειας αυτής από τον υπόχρεο.

    Η χορήγηση της συγκεκριμένης άδειας εμπίπτει στην αποκλειστική αρμοδιότητα της ΓΣ. Δεν είναι δυνατή η περαιτέρω μεταβίβασή της. Η ΓΣ, επομένως, ως μόνη αρμόδια, δικαιούται να αποφασίσει για τη χορήγηση αυτή με απλή απαρτία και πλειοψηφία. Συμπεριλαμβανομένης, μάλιστα, της ψήφου του υπόχρεου που φέρει, ταυτόχρονα, και την ιδιότητα του μετόχου. Ο υπόχρεος-μέτοχος δεν στερείται το δικαίωμα ψήφου. Η σχετική απόφαση της Γενικής Συνέλευσης υπόκειται (όπως και κάθε άλλη) σε έλεγχο καταχρηστικότητας. Σε κάθε περίπτωση: το καταστατικό μπορεί να αξιώνει ποσοστά μεγαλύτερα από την απλή απαρτία και πλειοψηφία.

    Η απόφαση της ΓΣ για τη χορήγηση της ανωτέρω άδειας πρέπει, επιπλέον, να είναι ρητή και ειδική. Συναίνεσή που (θα υποστηριχθεί ότι) τεκμαίρεται ή που σιωπηρά συνάγεται, δεν αρκεί. Ως προς το περιεχόμενό της, η άδεια αυτή μπορεί να επιτρέπει συγκεκριμένες πράξεις ή να έχει γενικό χαρακτήρα. Να ορίζει συγκεκριμένη διάρκεια άσκησης των επιτρεπόμενων ανταγωνιστικών πράξεων ή να παρέχεται για αόριστο χρόνο. Είναι δυνατό επίσης να χορηγείται με την επιφύλαξη δικαιώματος ανάκλησης. Το περιεχόμενο της συγκεκριμένης απόφασης διαμορφώνεται στη βάση της αποφυγής κινδύνων που είναι δυνατό να ανακύψουν. Ως εκ τούτου, η απόφαση της ΓΣ (ως προϋπόθεση νόμιμης άσκησης ανταγωνιστικών πράξεων) πλεονεκτεί έναντι της αντίστοιχης καταστατικής άδειας. Η τελευταία δεν μπορεί να σταθμίσει τους συγκεκριμένους κινδύνους της περίπτωσης που θα εκάστοτε θα ανακύψει, δεδομένης της (κατ’ ανάγκη) γενικότητάς της.

    Η άδεια της Γενικής Συνέλευσης θα πρέπει να χορηγείται πριν τη συντέλεση των ανταγωνιστικών πράξεων. Τυχόν εκ των υστέρων άδεια συνιστά, κατά την κρατούσα άποψη, παραίτηση από τις αξιώσεις που είναι δυνατό να εγερθούν (άρθρο 98).

     

    Οι έννομες συνέπειες της σχετικής παράβασης

    Οι έννομες συνέπειες τυχόν παράβασης της απαγόρευσης διενέργειας ανταγωνιστικών πράξεων προβλέπονται στο άρθρο 98§2 ν. 4548/2018. Η ΑΕ ως φορέας των αξιώσεων δικαιούται να επιλέξει μεταξύ: (α) της αξίωσης αποζημίωσης, (β) του δικαιώματος οικονομικής της υποκατάστασης στη θέση του υποχρέου και (γ) της αξίωσης απόδοσης ή εκχώρησης της απαίτησης αμοιβής του υπόχρεου. Παράλληλα, διατηρεί (με βάση όσα γενικά ισχύουν) και πρόσθετες αξιώσεις. Μεταξύ αυτών: η αξίωση για την παύση και παράλειψη στο μέλλον των πράξεων ανταγωνισμού από τον υπόχρεο, το δικαίωμα ανάκλησης του υπόχρεου μέλους του ΔΣ ή το δικαίωμα καταγγελίας της σύμβασης του παραβάτη για σπουδαίο λόγο-όταν ο υπόχρεος συνδέεται συμβατικά με την ΑΕ. Σημειώνεται πως η άσκηση απαγορευμένων ανταγωνιστικών πράξεων, ως σύγκρουση συμφερόντων μεταξύ ΔΣ και ΑΕ μπορεί να οδηγήσει σε δικαστικό διορισμό προσωρινής διοίκησης (69 ΑΚ). Ενδεχομένως μάλιστα και να ενδείκνυται.

    Η περίπτωση της τέλεσης του αδικήματος της απιστίας (390ΠΚ) θα πρέπει, σε κάθε περίπτωση, να μην αποκλειστεί.

    Ειδικότερα (όσον αφορά τις αστικής φύσεως αξιώσεις της ΑΕ):

    (α) Ως προς την αξίωση αποζημίωσης

    Θεμελιωτική βάση της αξίωσης αποζημίωσης συνιστά αφενός η διάταξη του άρθρου 98 §2 αφετέρου οι διατάξεις για τις αδικοπραξίες. Για να γεννηθεί η αξίωση αποζημίωσης πρέπει να συντρέχει σειρά προϋποθέσεων. Μεταξύ αυτών ο νόμιμος λόγος ευθύνης και οι λοιπές προϋποθέσεις του δικαίου των αδικοπραξιών. Συγκεκριμένα: η ύπαρξη ζημίας και ο αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ του νόμιμου λόγου ευθύνης και της ζημίας που προκλήθηκε. Η εταιρεία υφίσταται ζημία στις περιπτώσεις εκείνες που λόγω της ανταγωνιστικής συμπεριφοράς του μέλους ΔΣ ή Διευθυντή απώλεσε επιχειρηματική ευκαιρία την οποία κατά τη συνήθη πορεία θα αναλάμβανε. Ή, ομοίως, στις περιπτώσεις που λόγω της ανωτέρω συμπεριφοράς χρειάστηκε να προβεί σε δαπάνες και να μειώσει το ενεργητικό της ή να αυξήσει το παθητικό της. Υπόχρεος σε αποζημίωση είναι, αυτονοήτως, το υπόχρεο σε μη διενέργεια πράξεων ανταγωνισμού πρόσωπο, ενώ η αποζημίωση που καλείται να καταβάλει πρέπει να αποκαθιστά τη πραγματική ζημία της ΑΕ.

    Σημαντικό πάντως να επισημανθεί το εύρος της (ενίοτε ανυπέρβλητης) δυσχέρειας που συναντούμε στην πράξη για τον ακριβή προσδιορισμό της πραγματικής ζημίας που υφίσταται η ΑΕ. Επίσης για τη σύνδεση της ζημίας με την απαγορευόμενη ανταγωνιστική πράξη (:αιτιώδης σύνδεσμος).

     

     (β) Ως προς το δικαίωμα οικονομικής υποκατάστασης της ΑΕ στη θέση του υποχρέου

    Είναι, κατά τα προαναφερθέντα, σημαντικές οι δυσχέρειες της απόδειξης του αιτιώδους συνδέσμου αλλά και του ύψους της προκληθείσας ζημίας. Αντιμετωπίζονται, εν μέρει, μέσω των υπολοίπων δικαιωμάτων της εταιρείας που της αναγνωρίζονται από το άρθρο 98 §2. Τέτοιο δικαίωμα συνιστά το δικαίωμα υποκατάστασης. Στη βάση του συγκεκριμένου δικαιώματος η ΑΕ δικαιούται να αξιώσει την απόδοση της εκάστοτε καθαρής ωφέλειας που αποκόμισε ο υπόχρεος, παραβαίνοντας την υποχρέωση μη διενέργειας πράξεων ανταγωνισμού. Θεωρείται, δηλαδή, ότι οι πράξεις στις οποίες προέβη ο υπόχρεος για λογαριασμού του έλαβαν χώρα για λογαριασμό της εταιρείας.

    Μέσω της άσκησης του δικαιώματος αυτού, η ΑΕ δεν υπεισέρχεται στις συμβατικές σχέσεις του υποχρέου με τους αντισυμβαλλομένους του και η ισχύς των συμβάσεων αυτών δεν θίγεται. Αντίθετα, ο υπόχρεος υπέχει υποχρέωση απόδοσης του συνόλου των ωφελειών που αποκόμισε αφού αφαιρεθούν οι δαπάνες στις οποίες προέβη.

     

    (γ) Ως προς την αξίωση απόδοσης ή εκχώρησης της απαίτησης αμοιβής του υποχρέου στην ΑΕ

    Ο υπόχρεος ενδέχεται, βέβαια, να προβαίνει σε διενέργεια ανταγωνιστικών πράξεων όχι για ίδιο λογαριασμό αλλά για λογαριασμό τρίτων. Στην περίπτωση αυτή, η ΑΕ διατηρεί το δικαίωμα να αξιώσει είτε την αμοιβή που έλαβε ο υπόχρεος για τη μεσολάβηση είτε την εκχώρηση της σχετικής απαίτησης έναντι του τρίτου.

    Η έννοια της αμοιβής πρέπει να ερμηνευθεί κατά τρόπο ευρύ. Συμπεριλαμβάνεται σε αυτή κάθε περιουσιακή ωφέλεια που αποκομίζει ο υπόχρεος από την παράνομη συμπεριφορά του. Οι περιουσιακές ωφέλειες του υποχρέου είναι δυνατό να πηγάζουν είτε από συμβατική σχέση (μεταξύ αυτού και του τρίτου) είτε από οργανική σχέση. Στην τελευταία περίπτωση εμπίπτει η συμμετοχή του υποχρέου σε ΔΣ άλλης εταιρείας που επιδιώκει σκοπούς ίδιους με την βλαπτόμενη ΑΕ. Οπότε στην περίπτωση αυτή, ο υπόχρεος οφείλει να αποδώσει πέραν των τυχόν μερισμάτων, αμοιβών κ.λπ. ως μέλος του ΔΣ και κάθε άλλη ωφέλεια που αποκόμισε (λ.χ. το δικαίωμα δωρεάν διάθεσης μετοχών ή το δικαίωμα προαίρεσης απόκτησης μετοχών-stock options).

     

    Η διάρκεια για την υποχρέωση παράλειψης ανταγωνισμού

    Κατά την πάγια θέση της νομολογίας «…Η υποχρέωση παράλειψης ανταγωνισμού παύει να ισχύει με την καθοιονδήποτε τρόπο λήξη ή με την παύση της ιδιότητας του συμβούλου, που συμμετέχει στη διεύθυνση της ανώνυμης εταιρείας ή του διευθυντή αυτής…». Ωστόσο, όπως γίνεται δεκτό, καθίσταται δυνατή η χρονική επέκταση της υποχρέωσης και μετά την παύση της ανωτέρω ιδιότητας ή την αποχώρηση του υποχρέου από την εταιρεία, με ρητή συμβατική υποχρέωση (ρήτρα μετασυμβατικής απαγόρευσης ανταγωνισμού). Η τελευταία είναι κατ` αρχήν έγκυρη (797/2010 ΑΠ). Το κύρος της ρήτρας απαγόρευσης ανταγωνισμού, ωστόσο, εξαρτάται, όπως δέχεται η νομολογία, «…από την διάρκεια της ισχύος της, την έκτασή της κατά τόπο, την επαγγελματική δραστηριότητα που απαγορεύθηκε και την αποζημίωση που δικαιούται η εταιρεία αν παραβλέψει ο υπόχρεος τη συμβατική του υποχρέωση ανταγωνιστικής δραστηριότητας…» (Ενδ. 5131/2011ΕφΑθ, 797/2010 ΑΠ).

     

    Παραγραφή

    Τέλος, το άρθρο 98§3 προβαίνει στην πρόβλεψη της παραγραφής των ανωτέρω αξιώσεων. Η παραγραφή που επιφυλάσσεται για τις αξιώσεις αυτές είναι σύντομη. Προβλέπεται, ειδικότερα, ότι οι ανωτέρω περιγραφόμενες αξιώσεις παραγράφονται μόλις ένα (1) έτος μετά την ανακοίνωσή τους σε συνεδρίαση του ΔΣ ή τη γνωστοποίησή τους στην εταιρεία. Συνεπώς, η δράση της ΑΕ για την αντιμετώπιση τέτοιων συμπεριφορών και την ικανοποίηση των ζημιών που υπέστη πρέπει είναι άμεση. Σε κάθε περίπτωση, η περιγραφή των αξιώσεων αυτών επέρχεται πέντε (5) έτη μετά την ενέργεια της απαγορευμένης πράξης.

     

    Η συμμετοχή σε Διοικητικό Συμβούλιο Ανώνυμης Εταιρείας δεν είναι χωρίς ευθύνες. Ούτε χωρίς περιορισμούς. Από τους σημαντικότερους: η απαγόρευση άσκησης ανταγωνιστικών δραστηριοτήτων.

    Ενδεχόμενη παράβαση για την σχετική υποχρέωση παράλειψης ανταγωνισμού δημιουργεί σημαντική (και συχνά δυσαπόδεικτη) ζημία της εταιρείας. Αυτονοήτως και υποχρέωση αποκατάστασής της από τον παραβάτη. Οι ποινικές ευθύνες (ενίοτε σοβαρές) δεν θα πρέπει να αποκλεισθούν.

    Η σχετική εγρήγορση κατά τη διάρκεια της λειτουργίας της εταιρείας δεν αρκεί. Απολύτως αναγκαίες καθίστανται οι σχετικές, ακριβείς και συγκεκριμένες κατά το περιεχόμενο, καταστατικές πρόνοιες.

    Περισσότερο αναγκαία όμως παρίσταται η ευλαβική συμμόρφωση των μελών του ΔΣ με τη σχετική τους υποχρέωση.

    Οι αρχές της Εταιρικής Διακυβέρνησης το επιβάλλουν.

    Ο νόμος θέτει τα αυστηρά όρια και τις επαπειλούμενες (αστικές και ποινικές) κυρώσεις.

    Εντούτοις: η παράλειψη τέτοιου είδους δράσεων σε βάρος του νομικού προσώπου θα πρέπει να βασίζεται στην ηθική και τη συνείδηση των μελών του ΔΣ.

    Αυτών ελλειπουσών τα μέλη του ΔΣ δεν μπορούν να έχουν θέση στο όργανο.

    Σταύρος Κουμεντάκης
    Managing Partner

     

    Υ.Γ. Συνοπτική έκδοση του άρθρου δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ, στις 28 Φεβρουαρίου 2021.

    υποχρέωση παράλειψης ανταγωνισμού

    Η πληροφόρηση που εμπεριέχεται στο παρόν άρθρο δεν συνιστά (ούτε και έχει σκοπό να αποτελέσει) νομική συμβουλή. Μια τέτοια νομική συμβουλή είναι δυνατό να παρασχεθεί μόνον από αρμόδιο δικηγόρο ο οποίος θα λάβει υπόψη του το σύνολο των δεδομένων που θα του εκθέσετε για την υπόθεσή σας. Αναλυτικά.

  • Ο νέος “πτωχευτικός” νόμος. Η Διαδικασία της Εξυγίανσης

    Ο νέος “πτωχευτικός” νόμος. Η Διαδικασία της Εξυγίανσης

    Με προηγούμενη αρθρογραφία μας, προσεγγίσαμε βασικές ενότητες του νέου «πτωχευτικού» νόμου. Εξετάσαμε τις βασικές πρόνοιες και καινοτομίες του, την αναγκαιότητα, το ρυθμιστικό πεδίο και τη σημασία του. Προχωρήσαμε στις επιμέρους προβλέψεις του. Ξεκινήσαμε από την έγκαιρη προειδοποίηση και προχωρήσαμε στον εξωδικαστικό μηχανισμό ρύθμισης οφειλών.

    Ο βηματισμός του νομοθέτη, τον οποίο ακολουθούμε σε αυτή μας τη συγγραφική διαδρομή, μας οδηγεί στη θεματική ενότητα της προπτωχευτικής διαδικασίας της εξυγίανσης (άρθρα 31 έως 69 του ν. 4738/2020).

    Εστιάζουμε στις κυριότερες προβλέψεις της, τους βασικούς αρμούς της οποίας επιχειρούμε να αναδείξουμε.

     

    Εισαγωγικές παρατηρήσεις

    Η προπτωχευτική διαδικασία της εξυγίανσης αφορά τη γνωστή σε όλους μας «διαδικασία του άρθρου 99» (ν. 3588/2007). Η συγκεκριμένη διαδικασία  είχε ήδη αναμορφωθεί εκ βάθρων (με τον ν. 4446/2016 που αντικατέστησε τα άρθρα 99 έως 106στ και κατήργησε τα άρθρα 106ζ έως 106ια του ν. 3588/2007).

    Η αρχή της μη χειροτέρευσης της θέσης των πιστωτών παραμένει θεμελιώδης και υπό το καθεστώς του νέου νόμου (βλ. άρθρο 99 παρ. 2 του ν. 3588/2007 και άρθρο 31 του ν. 4738/2020).

    Οι αντίστοιχες ρυθμίσεις (της διαδικασίας εξυγίανσης) εκτείνονται (μόλις) στα άρθρα 99 έως 106στ ν. 3588/2007. Υπό το νέο ρυθμιστικό πλαίσιο καταλαμβάνει πληθώρα άρθρων (:άρθρα 31 έως 69 ν. 4738/2020).

    Εύλογα δημιουργείται το ερώτημα, αν πρόκειται για συνολική (και εκ βάθρων) αλλαγή όσων ισχύουν μέχρι σήμερα.

    Η απάντηση είναι ωστόσο αρνητική.

    Περιορισμένες είναι οι κρίσιμες αλλαγές (κάποιες από αυτές θετικές) που έλαβαν χώρα. Ο νομοθέτης επέλεξε, κατά βάση, την επαναμορφοποίηση του σχετικού κεφαλαίου στη λογική των πολλών μικρών άρθρων-έναντι λίγων και μακροσκελών. Πρόκειται για επιλογή η οποία καθιστά περισσότερο εύληπτο και εύχρηστο το κείμενο του νόμου. Με την ευκαιρία αυτή προχώρησε, κατά περίπτωση, σε προσθήκες και αναδιατυπώσεις.

     

    Σκοπός της εξυγίανσης

    Ο σκοπός της διαδικασίας εξυγίανσης παραμένει ο ίδιος: η «διατήρηση, αξιοποίηση, αναδιάρθρωση και ανόρθωση της επιχείρησης» (βλ. άρθρο 99 παρ. 2 του ν. 3588/2007 και άρθρο 31 του ν. 4738/2020).

     

    Η μοναδική συλλογική, προπτωχευτική, διαδικασία

    Σε αντίθεση με το παρελθόν, η διαδικασία εξυγίανσης συνιστά πλέον τη μοναδική, όντως συλλογική, προπτωχευτική διαδικασία. Για τρεις, κατά βάση, λόγους:

    (α) Αφορά το σύνολο των πιστωτών

    Από τον εξωδικαστικό μηχανισμό ρύθμισης οφειλών εξαιρούνται οι μη θεσμικοί πιστωτές (βλ. άρθρο 5). Εξαιρούνται οι προμηθευτές, λ.χ., του οφειλέτη. Ως εκ τούτου δεν πρόκειται ούτε για συλλογική ούτε άλλωστε για, κατ’ ακρίβεια, ισότιμη διαδικασία: επιφυλάσσεται προνομιακή μεταχείριση στους χρηματοδοτικούς φορείς. Αντίθετα, η διαδικασία εξυγίανσης αφορά το σύνολο των πιστωτών

    (β) Αδυναμία υποβολής  νέων αιτήσεων ειδικής διαχείρισης

    Από την έναρξη ισχύος του νέου νόμου, παύει η δυνατότητα υποβολής νέων αιτήσεων ειδικής διαχείρισης βάσει των διατάξεων των άρθρων 68 έως και 77 του ν. 4307/2014 (βλ. άρθρο 265 παρ. 1 περ. γ), η οποία αποτελούσε μια προπτωχευτική λύση, με ιδιαίτερη αξία τα τελευταία χρόνια. Ο νέος νόμος αξιοποιεί μόνο τις εκκαθαριστικής υφής προβλέψεις του θεσμού της ειδικής διαχείρισης και, αποκλειστικά, στο στάδιο της πτώχευσης⸱

    (γ) Κατάργηση ενδοπτωχευτικής διαδικασίας εξυγίανσης

    Ο νέος νόμος καταργεί τον θεσμό της ενδοπτωχευτικής διαδικασίας εξυγίανσης με την υποβολή σχεδίου αναδιοργάνωσης (άρθρα 108 επ. του ν. 3588/2007), ο οποίος διασφάλιζε μια διέξοδο έναντι της ρευστοποίησης σε περίπτωση πτώχευσης. Ο νέος νόμος αναδεικνύει τη ρευστοποίηση ως μοναδικό μέσο συλλογικής ικανοποίησης σε περίπτωση πτώχευσης (βλ. άρθρο 75).

    Υπό το πρίσμα των ανωτέρω, η προπτωχευτική διαδικασία της εξυγίανσης αποτελεί τη μοναδική εναλλακτική δυνατότητα συλλογικής ικανοποίησης, η οποία δεν προηγείται, απλώς, χρονικά από την πτώχευση. Έχει ως σκοπό την αποτροπή της.

     

    Πεδίο εφαρμογής

    Υπό το νέο νόμο διευρύνονται τα όρια του πεδίου εφαρμογής του θεσμού της εξυγίανσης:

    (α) Όσον αφορά το υποκειμενικό πεδίο εφαρμογής

    Αφορά κάθε πρόσωπο το οποίο «ασκεί επιχειρηματική δραστηριότητα» (και όχι «κάθε πρόσωπο φυσικό ή νομικό με πτωχευτική ικανότητα», όπως ορίζει το άρθρο 99 παρ. 1 του ν. 3588/2007). Τα πρόσωπα που ασκούν επιχειρηματική δραστηριότητα είναι δυνατό, υπό τις λοιπές προϋποθέσεις του άρθρου 32 παρ. 1, να ζητήσουν από το αρμόδιο δικαστήριο την επικύρωση της συνυποβαλλόμενης συμφωνίας εξυγίανσης (του άρθρου 34). Μην ξεχνάμε εξάλλου πως πτωχευτική ικανότητα αναγνωρίζεται πλέον σε κάθε φυσικό πρόσωπο. (Ας σημειωθεί εδώ πως η πτωχευτική ικανότητα αποσυνδέεται πλέον από την εμπορική ιδιότητα (άρθρο 76)-σε αντίθεση με το  καθεστώς του ν. 3588/2007). Εξάλλου, και η υπό ενσωμάτωση οδηγία 2019/1023 παραπέμπει σε επιχειρηματίες (βλ. άρθρο 2 παρ. 1 περ. 9 της οδηγίας).

    (β) Όσον αφορά το αντικειμενικό πεδίο εφαρμογής

    Τα πρόσωπα που ασκούν επιχειρηματική δραστηριότητα έχουν δικαίωμα να προσφύγουν στη διαδικασία της εξυγίανσης. Και τούτο ακόμη και όταν δεν συντρέχει «παρούσα ή επαπειλούμενη αδυναμία εκπλήρωσης» (όπως ο προηγούμενος νόμο απαιτούσε). Αρκεί, απλώς, πιθανότητα αφερεγγυότητας, η οποία να μπορεί να αρθεί με την υπαγωγή τους σε εξυγίανση (βλ. άρθρο 32 παρ. 2).

     

    Συμφωνία εξυγίανσης και απαιτούμενη πλειοψηφία πιστωτών

    Το άρθρο 34 αποτελεί κομβικής σημασίας διάταξη του θεσμού της εξυγίανσης (βλ. σε συνδυασμό με το άρθρο 100 του ν. 3588/2007). Πιο συγκεκριμένα, το άρθρο 34 αναφέρεται σε δύο ενδεχόμενα:

    (α) Ο οφειλέτης συναινεί στη συμφωνία εξυγίανσης

    Στην περίπτωση αυτή είναι αναγκαίο να συμφωνούν οι πιστωτές που εκπροσωπούν το πενήντα τοις εκατό (50%) των απαιτήσεων που έχουν ειδικό προνόμιο και το πενήντα τοις εκατό (50%) των λοιπών απαιτήσεων (§ 1). Υπό το καθεστώς του ν. 3588/2007 το αντίστοιχο ποσοστό ανερχόταν στο εξήντα τοις εκατό (60%) του συνόλου των απαιτήσεων, στο οποίο περιλαμβάνεται το σαράντα τοις εκατό (40%) των τυχόν εμπραγμάτως ή με προσημείωση υποθήκης εξασφαλισμένων απαιτήσεων (άρθρο 100 παρ. 1 του ν. 3588/2007).

    (β) Ο οφειλέτης δεν συναινεί στη συμφωνία εξυγίανσης

    Οι πιστωτές είναι δυνατό να επιχειρήσουν επικύρωση συμφωνίας εξυγίανσης ακόμη και όταν δεν συναινεί ο οφειλέτης. Με βάση όσα ίσχυαν υπό τον προϊσχύσαντα νόμο (ν. 3588/2007), «αναγκαστική εξυγίανση» προβλεπόταν μόνο όταν ο οφειλέτης βρισκόταν κατά το χρόνο σύναψης της συμφωνίας σε παύση πληρωμών. Ο νέος νόμος προβλέπει τρεις επιπλέον νέες περιπτώσεις (βλ. άρθρα 34, παρ. 2 περ. β έως δ). Περισσότερο «ενδιαφέρουσα» εκείνη που  ο οφειλέτης έχει παραλείψει να υποβάλει προς καταχώριση οικονομικές καταστάσεις δυο (2) τουλάχιστον διαδοχικών διαχειριστικών χρήσεων.

     

    Επικύρωση της συμφωνίας εξυγίανσης

    Συναφές προς το άρθρο 34 είναι το άρθρο 54, το οποίο αφορά την επικύρωση της συμφωνία εξυγίανσης.

    Στο άρθρο 54 λοιπόν εισάγεται, στο πλαίσιο μεταφοράς της οδηγίας 2019/2013, ο θεσμός της «διακατηγοριακής παράκαμψης», τον οποίο δεν συναντήσαμε στο αντίστοιχο άρθρο 106β του ν. 3588/2007.

    Είναι λοιπόν ενδεχόμενο να μη συναινούν ανέγγυοι πιστωτές. Προκειμένου να (παρα)καμφθεί τυχόν αντίδρασή τους, προβλέπεται [υπό προϋποθέσεις-εναλλακτικά προς τις προαναφερθείσες πλειοψηφίες (άρθρο 34 §1: 50% & 50%)], επικύρωση συμφωνίας που έχει εγκριθεί από πιστωτές που εκπροσωπούν περισσότερο από το εξήντα τοις εκατό (60%) του συνόλου των απαιτήσεων κατά του οφειλέτη και περισσότερο από πενήντα τοις εκατό (50%) των απαιτήσεων με ειδικό προνόμιο.

     

    Νομοθετικές επιλογές, πέραν της προοπτικής ενσωμάτωσης της οδηγίας 2019/1023.

    Πέρα από τις αναγκαίες βελτιώσεις και προσαρμογές με βάση τη οδηγία 2019/1023, ο νομοθέτης προχώρησε και σε ορισμένες επιπλέον επιλογές. Ενδεικτικά, οι ακόλουθες:

    Το τεκμήριο της συναίνεσης του Δημοσίου και των Δημοσίων Φορέων

    Η συναίνεση του Δημοσίου και των δημοσίων φορέων στη διαδικασία εξυγίανσης δεν είναι πάντοτε αναγκαίο να είναι ρητή. Με το άρθρο 37 παρ. 2, εισάγεται (υπό προϋποθέσεις) τεκμήριο συναίνεσής τους σε συμφωνία εξυγίανσης, ακόμα και αν δεν την υπογράφουν. Με τη διάταξη αυτή ο νομοθέτης επιδιώκει να επιλύσει το πρόβλημα που ανέκυπτε στην πράξη, το Δημόσιο και γενικά οι φορείς του δημοσίου να μην συναινούν «σχεδόν ποτέ» (βλ. αιτιολογική έκθεση επί του άρθρου 124) .

    Η έλλειψη ευθύνης των υπαλλήλων

    Με το άρθρο 38 καθιερώνεται η απαλλαγή κάθε υπαλλήλου, κατά την έννοια του άρθρου 13 περ. α του Ποινικού Κώδικα, που υπογράφει τη συμφωνία εξυγίανσης ή ψηφίζει θετικώς, από οποιαδήποτε ποινική, αστική ή πειθαρχική ευθύνη. Γίνεται δε ρητή παραπομπή στις προβλέψεις του άρθρου 65 §§1 & 2 ν. 4472/2017. Επισημαίνεται ωστόσο ότι όσον αφορά τα λοιπά συμπράττοντα στελέχη και δη των χρηματοδοτικών φορέων καταργούνται οι αντίστοιχες προβλέψεις των παρ. 3 και 4 του άρθρου 65 του ν. 4472/2017 (βλ. άρθρο 265 παρ. 2). Ύστατο και μόνο προστατευτικό των αγαθών ανάχωμα: οι περί απιστίας προβλέψεις του άρθρου 390ΠΚ (η ενεργοποίηση των οποίων προϋποθέτει υποβολή εγκλήσεως).

    Η (συνοπτική) αιτιολογία των σχετικών δικαστικών αποφάσεων

    Το άρθρο 93 παρ. 3 του Συντάγματος αξιώνει ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογίας στις δικαστικές αποφάσεις.

    Όμως, με το άρθρο 56 του νέου «πτωχευτικού» νόμου, εισάγεται για πρώτη φορά (όχι μόνο στο πεδίο της εξυγίανσης αλλά και γενικότερα της έννομης τάξης ενδεχομένως), η πρόβλεψη η απόφαση με την οποία επικυρώνεται η συμφωνία εξυγίανσης να περιέχει συνοπτική μόνον αιτιολογία με απλή αναφορά στο κεφάλαιο της έκθεσης του εμπειρογνώμονα, από την οποία προκύπτει η συνδρομή κάθε απαιτούμενου για την επικύρωση της συμφωνίας στοιχείου (εφόσον δεν έχει ασκηθεί παρέμβασή κατά της επικύρωσης της συμφωνίας). Ήδη διαφαίνεται η δυσκολία συμβιβασμού της πρόβλεψης αυτής με το δικαίωμα τριτανακοπής κατά της επικυρωτικής απόφασης από πρόσωπο που δεν παρέστη στη συζήτηση και δεν είχε κλητευθεί νομίμως (βλ. άρθρο 57).

     

    Εξωδικαστικός μηχανισμός ρύθμισης οφειλών και διαδικασία εξυγίανσης: Ομοιότητες και διαφορές

    Τόσο ο εξωδικαστικός μηχανισμός ρύθμισης οφειλών όσο και η προπτωχευτική διαδικασία εξυγίανσης εντάσσονται στο δεύτερο μέρος του πρώτου βιβλίου του νέου «πτωχευτικού» νόμου, με σκοπό την πρόληψη της αφερεγγυότητας. Υπ’ αυτήν την έννοια κρίνεται σκόπιμο να καταγραφούν ορισμένες prima facie διαφορές μεταξύ των δύο θεσμών.

    Ο εξωδικαστικός μηχανισμός ρύθμισης οφειλών, αποτελεί μια εξωδικαστική διαδικασία. Η προπτωχευτική διαδικασία εξυγίανσης είναι, αντίθετα, μια διαδικασία η οποία εκκινεί μεν εκτός δικαστηρίου, απαιτείται ωστόσο η δικαστική της επικύρωση της συμφωνίας η οποία ενδεχομένως επιτευχθεί (βλ. άρθρα 33, 54).

    Στην διαδικασία της  εξυγίανσης ενδέχεται επίσης να «συρθεί», εκών-άκων, ο οφειλέτης. Αντίθετα η οικειοθελής συμμετοχή του τελευταίου στον εξωδικαστικό μηχανισμό προϋποτίθεται ως δεδομένη (εκεί, εξάλλου, το ζητούμενο μάλλον έγκειται στην εν γένει υποστήριξη του θεσμού από τους χρηματοδοτικούς φορείς).

    Προς ευόδωση μιας διαδικασίας εξυγίανσης προβλέπεται, μεταξύ άλλων, ενδιάμεση χρηματοδότηση (βλ. άρθρο 39 παρ. 1 περ. θ) και μεγαλύτερα περιθώρια αναστολής των ατομικών διώξεων (βλ. άρθρα 50, 52) κ.ά.

     

    Το προϊσχύσαν δίκαιο και η αξιοποίηση των προβλέψεών του

    Η ελληνική έννομη τάξη διέθετε ήδη και πριν από τον ν. 4738/2020 επαρκές προπτωχευτικό πλαίσιο, ιδίως όσον αφορά την εξυγίανση, καθ’ ομολογίαν του νομοθέτη του (βλ. αιτιολογική έκθεση επί του άρθρου 122, ν.4738/2020).

    Ο νομοθέτης του 4738/2020 ορθώς λοιπόν αξιοποίησε το πλαίσιο του ν. 3588/2007, το οποίο άλλωστε με τον ν. 4446/2016 είχε εναρμονιστεί με το υπό διαμόρφωση τότε νέο ενωσιακό πλαίσιο σε πολύ μεγάλο βαθμό. Επίσης, ορθά μετέφερε στην ελληνική έννομη τάξη τις τελικώς αποκρυσταλλωμένες ρυθμίσεις της οδηγίας 2019/1023, επικαιροποιώντας το ισχύον καθεστώς κατά το ελλείπον μέρος.

     

    Η εξισορρόπηση αντίθετων συμφερόντων

    Ο νομοθέτης όμως επιχείρησε και ορισμένες αλλαγές σε σχέση με τα προϊσχύοντα. Αλλαγές που προβληματίζουν τον θεωρητικό του δικαίου˙ ενδεχομένως αύριο και τον εφαρμοστή του.

    Ο νομοθέτης επιλέγει (και ορθά) ένα ευέλικτο σχήμα προκειμένου να αποτραπεί η πτώχευση, προβλέποντας εργαλεία ώστε να επιτυγχάνεται η άρση της εκάστοτε κωλυσιεργίας (λ.χ. των μετόχων κατ’ άρθρο 35 παρ. 3 και 101 του ν. 3588/2007) αλλά και του Δημοσίου ή/και αυτού ακόμη του οφειλέτη).

     

    Είναι δεδομένη και από όλους αποδεκτή η σπουδαιότητα του θεσμού της εξυγίανσης ως του μοναδικού, κατ’ ουσίαν, εργαλείου συλλογικής προληπτικής αναδιάρθρωσης. Απόκειται σε όλους μας (νομικούς της θεωρίας και της πράξης, εφαρμοστές του δικαίου αλλά και, προεχόντως, πιστωτές και οφειλέτες-κατά το μέτρο της ευθύνης του καθενός), η μέγιστη δυνατή αξιοποίηση του συγκεκριμένου εργαλείου-προληπτικού και αποτρεπτικού της πτώχευσης. Επίσης: η διαρκής προσπάθεια αξιοποίησης και βελτιστοποίησής του, λ.χ. με την παροχή κινήτρων για τη χρήση του, τη διασφάλιση εγγυημένα αξιόπιστων επιχειρηματικών σχεδίων (βλ. άρθρο 43), εμπλοκή διαρκώς επιμορφούμενων εμπειρογνωμόνων (άρθρα 65 επ) κ.ο.κ.

    Στην περίπτωση μη επαρκούς αξιοποίησης του συγκεκριμένου θεσμού, ως μόνη εναλλακτική θα απομένει η πτώχευση. Απευκταίο, αυτονοήτως, για τις βιώσιμες επιχειρήσεις.

    Μην ξεχνάμε, εξάλλου, πως κάθε υγιής επιχείρηση θα βρεθεί κάποιες φορές σε πρόσκαιρες (περισσότερο ή λιγότερο σημαντικές) οικονομικές δυσκολίες. Άλλες φορές τα αίτια θα αφορούν την ίδια. Άλλες θα συνδέονται με απροσδόκητα φαινόμενα-όπως η παρούσα υγειονομική και οικονομική κρίση.  Η παροχή των κατάλληλων εργαλείων για να τις υπερβούν, η διάσωση (και γιατί όχι) ο πολλαπλασιασμός των θέσεων εργασίας, είναι, το δίχως άλλο, επιβεβλημένη.

    Συνιστά ηθική και πολιτική αξίωση μιας κοινωνικά δίκαιης ανάπτυξης.

    Αποτελεί, κατά τούτο, καθήκον όλων μας.

     

    Σταύρος Κουμεντάκης
    Managing Partner

     

    Υ.Γ. Συνοπτική έκδοση του άρθρου δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ, στις 21 Φεβρουαρίου 2021.

    Η πληροφόρηση που εμπεριέχεται στο παρόν άρθρο δεν συνιστά (ούτε και έχει σκοπό να αποτελέσει) νομική συμβουλή. Μια τέτοια νομική συμβουλή είναι δυνατό να παρασχεθεί μόνον από αρμόδιο δικηγόρο ο οποίος θα λάβει υπόψη του το σύνολο των δεδομένων που θα του εκθέσετε για την υπόθεσή σας. Αναλυτικά.

  • Περί πανδημίας, μισθωμάτων, αξιογράφων και ενισχύσεων ο λόγος…

    Περί πανδημίας, μισθωμάτων, αξιογράφων και ενισχύσεων ο λόγος…

    Η πανδημία καλά κρατεί. Ετοιμαζόμαστε(;) για τη διαχείριση του (δυστυχώς με βεβαιότητα αναμενομένου) «τρίτου κύματος». Πλήττεται, βαρύτατα, η δημόσια υγεία. Αντίστοιχα βαρύτατο είναι και το πλήγμα που δέχεται (και) η εθνική οικονομία˙ κατ΄ αναπόδραστη συνέπεια και οι επιχειρήσεις. Ένα νέο πακέτο μέτρων αποτελεί ήδη πραγματικότητα. Αφορά τα μισθώματα των πληττομένων επιχειρήσεων, τα αξιόγραφα που έχουν εκδοθεί από αυτές καθώς και την ενίσχυσή τους με την μορφή πάγιων δαπανών. Ο ν. 4772/2021 (ΦΕΚ Α’ 17/05.02.2021) αποτελεί ήδη γεγονός. Αξίζει να εστιάσουμε στις σχετικές πρόνοιές του.

     

    Α. Ενότητα πρώτη: Μισθώματα

    Ερώτημα 1ο: Ποιες επιχειρήσεις απαλλάσσονται ολοσχερώς από την υποχρέωση καταβολής μισθώματος και για ποιους μήνες;

    Οι επιχειρήσεις (η λειτουργία των οποίων έχει ανασταλεί ή απαγορευθεί ή, έστω, πλήττονται λόγω της πανδημίας) απαλλάσσονται από την υποχρέωση καταβολής του συνολικού μισθώματος, για τους μήνες Ιανουάριο και Φεβρουάριο 2021. Οι συγκεκριμένες, πληγείσες, επιχειρήσεις ορίζονται ανά κλάδο και ανά μήνα με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών (άρθρο 26).

     

    Ερώτημα 2ο: Ποια η φορολογική αντιμετώπιση του (τμήματος ή του συνόλου του) μηνιαίου μισθώματος που δεν εισπράττεται;

    Όταν, λόγω της πανδημίας, υπάρχει είτε πλήρης απαλλαγή από την καταβολή του μισθώματος (βλ. ανωτέρω για Ιανουάριο και Φεβρουάριο του 2021) είτε μειωμένη καταβολή μισθώματος (κατά 40% από το νόμο ή κατά, τουλάχιστον, 30% ύστερα από συμφωνία εκμισθωτή-μισθωτή) το ποσό του μισθώματος που δεν εισπράττεται, δεν υπόκειται σε φόρο εισοδήματος και ειδική εισφορά αλληλεγγύης (άρθρο 27 §1).

     

    Ερώτημα 3ο: Επί φυσικών προσώπων-εκμισθωτών σε ποιες περιπτώσεις μειώνονται φορολογικές τους υποχρεώσεις και σε ποιες αναλαμβάνει το Δημόσιο να καταβάλει ποσοστό του μισθώματος που δεν εισέπραξαν;

    Τα φυσικά πρόσωπα-εκμισθωτές που, λόγω της πανδημίας, εισπράττουν μειωμένο μίσθωμα (κατά 40% από το νόμο ή κατά, τουλάχιστον, 30% ύστερα από συμφωνία εκμισθωτή-μισθωτή) έχουν δικαίωμα έκπτωσης ποσού 20% επί του (60%) των μισθωμάτων (έως και το μίσθωμα που αφορά στον  10/2020) πριν την ως άνω μείωση, από οφειλές προς τη φορολογική αρχή από τις 31.7.2020 και μετά (πλην εκείνων που αφορούν ρυθμίσεις ή διευκολύνσεις τμηματικής καταβολής, οφειλών υπέρ αλλοδαπού δημοσίου και από ανάκτηση κρατικών ενισχύσεων). Στα συγκεκριμένα φυσικά πρόσωπα-εκμισθωτές για τον Νοέμβριο του 2020 και έπειτα θα καταβληθεί από το Δημόσιο, αντί της έκπτωσης, το 50% των μισθωμάτων των μηνών αυτών. Ειδικά όσον αφορά τους μήνες Ιανουάριο και Φεβρουάριο 2021 δικαιούνται να τους καταβληθεί από το Δημόσιο, αντί της έκπτωσης, το 80% των μισθωμάτων των μηνών αυτών (άρθρο 27 §2α).

     

    Ερώτημα 4ο: Επί νομικών προσώπων-εκμισθωτών σε ποιες περιπτώσεις αναλαμβάνει το Δημόσιο να καταβάλει ποσοστό του μισθώματος που δεν εισέπραξαν;

    Στα νομικά πρόσωπα-εκμισθωτές που, λόγω της πανδημίας, δεν εισπράττουν μίσθωμα τους μήνες Ιανουάριο και Φεβρουάριο 2021 θα καταβληθεί από το Δημόσιο το 60% των μισθωμάτων των μηνών αυτών (άρθρο 27 §2α).

     

    Ερώτημα 5ο: Κινδυνεύουν από κατασχέσεις οι καταβολές του Δημοσίου σε φυσικά και νομικά πρόσωπα-εκμισθωτές που αφορούν ποσοστά των μισθωμάτων που δεν εισπράττονται λόγω πανδημίας;

    Το ποσό που καταβάλλεται από το Δημόσιο στους εν λόγω εκμισθωτές, το οποίο αφορά ποσοστό των μισθωμάτων που δεν εισπράττονται λόγω πανδημίας, δεν εμπίπτει σε καμία κατηγορία εισοδήματος, δεν υπόκειται σε οποιονδήποτε φόρο, τέλος, εισφορά ή άλλη κράτηση υπέρ του Δημοσίου (συμπεριλαμβανομένης και της ειδικής εισφοράς αλληλεγγύης), είναι ανεκχώρητο και ακατάσχετο στα χέρια του Δημοσίου ή τρίτων, δεν δεσμεύεται και δεν συμψηφίζεται με βεβαιωμένα χρέη προς το Δημόσιο, τα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, τους Οργανισμούς Τοπικής Αυτοδιοίκησης, τα νομικά πρόσωπα των τελευταίων, τα ασφαλιστικά ταμεία και τα πιστωτικά ιδρύματα (άρθρο 27 §2β).

     

    Β. Ενότητα δεύτερη: Αξιόγραφα

    Ερώτημα 6ο: Αναστέλλεται η προθεσμία εξόφλησης αξιογράφων; Ποιων επιχειρήσεων; Ποιων αξιογράφων; Για πόσο χρόνο; Με ποιες προϋποθέσεις;

    Το μέτρο αφορά: (α) τις πληγείσες επιχειρήσεις (που είτε έχουν αναστείλει τη δραστηριότητά τους είτε έχουν πληγεί δραστικά λόγω της πανδημίας-όπως προσδιορίζονται κατά ΚΑΔ με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών), οι οποίες εμφανίζουν μειωμένο κύκλο εργασιών κατά το διάστημα Οκτωβρίου – Δεκεμβρίου 2020 κατά ποσοστό μεγαλύτερο του 40% σε σχέση με τον κύκλο εργασιών του αντίστοιχου διαστήματος του έτους 2019 και (β) την αναστολή προθεσμιών λήξης, εμφάνισης και πληρωμής των αξιογράφων που οι ίδιες εξέδωσαν (από 25.1.21 έως 28.2.21) κατά 75 ημέρες από την ημερομηνία που αναγράφεται σε καθένα αξιόγραφο (άρθρο 28 §1α).

     

    Ερώτημα 7ο: Ποια η ακολουθητέα διαδικασία για την αναστολή προθεσμίας εξόφλησης αξιογράφων;

    Οποιοσδήποτε έχει δικαίωμα ή υποχρέωση από τα αξιόγραφα που προαναφέρθηκαν (Ερώτ. 6ο), δηλ.: εκδότης, αποδέκτης ή κομιστής τους, δικαιούται να διαβιβάσει τα στοιχεία των αξιογράφων στις τράπεζες μέσα σε έξι (6) εργάσιμες ημέρες από την επόμενη της συμπερίληψης των συγκεκριμένων ΚΑΔ στις πληττόμενες επιχειρήσεις ή εντός έξι (6) εργάσιμων ημερών από σχετική Υπουργική Απόφαση, μέσω ειδικής σχετικής ηλεκτρονικής εφαρμογής των πιστωτικών ιδρυμάτων του συστήματος πληρωμών ΔΙΑΣ (άρθρο 28 §1β).

     

    Ερώτημα 8ο: Τι συμβαίνει με τις «σφραγισμένες» επιταγές του Ιανουαρίου του 2021; Ποια η αντιμετώπισή τους;

    Τα αξιόγραφα που οφείλονται από πληττόμενες επιχειρήσεις (Ερώτ. 6ο), επί των οποίων έχει βεβαιωθεί ή πρόκειται να βεβαιωθεί αδυναμία πληρωμής από την πληρώτρια τράπεζα από την 2η.1.2021 έως τη δημοσίευση της σχετικής Υπουργικής Απόφασης, δεν καταχωρίζονται σε (ή αν καταχωρίστηκαν διαγράφονται από) αρχεία δεδομένων οικονομικής συμπεριφοράς. Αρκεί όμως να εξοφληθούν εντός 75 ημερών από τη σφράγιση ή τη λήξη τους. Για τις απαιτήσεις που απορρέουν από τα συγκεκριμένα αξιόγραφα, η έκδοση διαταγής πληρωμής, καθώς και η λήψη πάσης φύσεως μέτρων ή η διενέργεια πράξεων αναγκαστικής εκτέλεσης αναστέλλονται κατά 75 ημέρες από τη σφράγιση ή τη λήξη τους (άρθρο 28 §2).

     

    Ερώτημα 9ο: Ποιους κομιστές αξιογράφων αφορά η παράταση εξόφλησης ΦΠΑ;

    Αφορά: Κομιστές αξιογράφων που δεν εντάσσονται σε πληττόμενους λόγω της πανδημίας κλάδους ούτε όμως ανήκουν σε ΚΑΔ που παρουσιάζουν σημαντική αύξηση του κύκλου των συναλλαγών τους στη διάρκεια της κρίσης από την πανδημία.

    Προϋπόθεση: Το σύνολο της αξίας των αξιογράφων που κατέχουν ως κομιστές και αναστέλλεται η εξόφλησή τους υπερβαίνει το 20% του μέσου μηνιαίου κύκλου εργασιών του προηγουμένου φορολογικού έτους.

    Παράταση προθεσμιών καταβολής μέχρι και την 31η.5.2021: (α) των βεβαιωμένων στις Δ.Ο.Υ./Ελεγκτικά Κέντρα χρεωστικών οφειλών από δηλώσεις Φ.Π.Α., οι οποίες έληξαν από 1.1.2021-31.1.2021, καθώς και (β) των προθεσμιών καταβολής Φ.Π.Α. που βεβαιώθηκαν ή θα βεβαιωθούν, με καταληκτική ημερομηνία υποβολής την 31.1.2021 και την 28.2.2021 (άρθρο 28 §3α).

     

    Ερώτημα 10ο: Ποιους κομιστές αξιογράφων αφορά η παράταση εξόφλησης των δικών τους αξιογράφων; Ποιας διάρκειας η παράταση;

    Αφορά: Κομιστές αξιογράφων που δεν εντάσσονται σε πληττόμενους λόγω της πανδημίας κλάδους ούτε όμως ανήκουν σε ΚΑΔ που παρουσιάζουν σημαντική αύξηση του κύκλου των συναλλαγών τους στη διάρκεια της κρίσης από την πανδημία.

    Προϋπόθεση: Το σύνολο της αξίας των αξιογράφων που κατέχουν ως κομιστές και αναστέλλεται η εξόφλησή τους υπερβαίνει το 50% του μέσου μηνιαίου κύκλου εργασιών του προηγουμένου φορολογικού έτους.

    Παράταση εξόφλησης των δικών τους αξιογράφων: Τα αξιόγραφα που οφείλονται από τους προαναφερθέντες κομιστές αξιογράφων, επί των οποίων έχει βεβαιωθεί ή πρόκειται να βεβαιωθεί αδυναμία πληρωμής από την πληρώτρια τράπεζα από την 2.1.2021 έως 28.2.21, δεν καταχωρίζονται σε (ή αν καταχωρίστηκαν διαγράφονται από) αρχεία δεδομένων οικονομικής συμπεριφοράς. Αρκεί όμως να εξοφληθούν εντός 75 ημερών από τη σφράγιση ή τη λήξη τους (άρθρο 28 §3β).

     

    Ερώτημα 11ο: Δικαιούνται ο υπόχρεος για την πληρωμή αξιογράφου και ο κομιστής του να συμφωνήσουν εξόφληση στην ημερομηνία έκδοσης/λήξης του;

    Το δικαίωμα του υπόχρεου πληρωμής αξιογράφου για την παράταση της προθεσμίας εξόφλησής του δεν τον εμποδίζει να συμφωνήσει με τον κομιστή και δικαιούχο είσπραξής του την εξόφληση στην αναγραφόμενη ημερομηνία έκδοσης/λήξης του (άρθρο 28 §4).

     

    Ερώτημα 12ο: Τι συμβαίνει με τις προθεσμίες εξόφλησης αξιογράφων που έχουν ήδη παραταθεί;

    Με διάφορα νομοθετήματα έχουν παραταθεί οι προθεσμίες εξόφλησης αξιογράφων. Οι τεθείσες προθεσμίες εξόφλησης της 30.9.20 και της 31.10.20 παρατείνονται περαιτέρω έως την 30.4.21. Μέχρι τη συγκεκριμένη ημερομηνία (30.4.21) αναστέλλονται η έκδοση διαταγής πληρωμής, καθώς και η λήψη πάσης φύσεως μέτρων ή η διενέργεια πράξεων αναγκαστικής εκτέλεσης (άρθρο 28 §5).

     

    Ερώτημα 13ο: Τι συμβαίνει με τις επιταγές που «σφραγίσθηκαν» ή συναλλαγματικές που δεν πληρώθηκαν από 1.11.20 και εντεύθεν;

    Αξιόγραφα που εκδόθηκαν από επιχειρήσεις που προσδιορίζονται στην ΠΝΠ της 22.8.2020 (άρθρο 7 §3), επί των οποίων (αξιογράφων) έχει βεβαιωθεί ή πρόκειται να βεβαιωθεί αδυναμία πληρωμής από την πληρώτρια τράπεζα από την 1η Νοεμβρίου 2020 και εντεύθεν, δεν καταχωρίζονται σε αρχεία δεδομένων οικονομικής συμπεριφοράς, εάν αποδεδειγμένα εξοφληθούν έως τις 30 Απριλίου 2021. Για τις απαιτήσεις που απορρέουν από τα συγκεκριμένα αξιόγραφα, η έκδοση διαταγής πληρωμής, καθώς και η λήψη πάσης φύσεως μέτρων ή η διενέργεια πράξεων αναγκαστικής εκτέλεσης αναστέλλονται έως τις 30 Απριλίου 2021 (άρθρο 28 §6).

    Τα αντίστοιχα ισχύουν και για τα αξιόγραφα τα οποία καταλαμβάνονται από (νομοθετική) παράταση της προθεσμίας εξόφλησης έως την 31.12.20 (δυνάμει του άρθρο 35 του ν.4735/2020). Η εν λόγω προθεσμία παρατείνεται περαιτέρω έως την 30.4.21 (άρθρο 28 §7).

     

    Γ. Ενότητα τρίτη: Ενισχύσεις επιχειρήσεων με τη μορφή παγίων δαπανών

    Ερώτημα 14ο: Σε τι συνίσταται και ποιους αφορά η ενίσχυση επιχειρήσεων με τη μορφή πάγιων δαπανών;

    Σε επιχειρήσεις που επλήγησαν οικονομικά λόγω της εμφάνισης και διάδοσης του κορωνοϊού COVID-19, είναι δυνατό να χορηγείται ενίσχυση, με τη μορφή της επιδότησης παγίων δαπανών, στο πλαίσιο της στήριξης για μη καλυπτόμενες πάγιες δαπάνες επιχειρήσεων. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Εργασίας & Κοινωνικών Υποθέσεων θα καθοριστούν οι σχετικές λεπτομέρειες (άρθρο 29).

     

    Οι επιχειρήσεις πλήττονται βαρύτατα-ταυτόχρονα με την εθνική οικονομία. Με στοχευμένες ρυθμίσεις επιχειρείται η υποβοήθησή τους στη διαχείριση μέρους, κατ’ ανάγκην, των προβλημάτων που αντιμετωπίζουν. Δεν μοιάζει όμως αρκετή η απαλλαγή τους από τμήμα των οφειλομένων μισθωμάτων. Ούτε η χρονική μετάθεση υποχρεώσεών τους προς το Δημόσιο ή εκείνων που απορρέουν από αξιόγραφα. Εξάλλου, κι όσο αφορά τα τελευταία (αξιόγραφα) στην εξόφλησή τους προσβλέπουν οι κομιστές τους για την αντιμετώπιση των δικών τους οικονομικών θεμάτων.

    Έχουμε πολλά επενδύσει, όλοι μας, στο εμβόλιο για τη διαχείριση (και)  της τρέχουσας οικονομικής κρίσης. Δεν φαίνεται, επί του παρόντος τουλάχιστον, να αποδίδουν οι σχετικές «επενδύσεις». Θα πρέπει, κατά τούτο, άλλα δραστικότερα (και περισσότερο άμεσα) μέτρα να επιλεγούν και εφαρμοστούν.

    Πριν είναι αργά.-

    Σταύρος Κουμεντάκης
    Managing Partner

     

    Υ.Γ. Συνοπτική έκδοση του άρθρου δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ, στις 14 Φεβρουαρίου 2021.

    Η πληροφόρηση που εμπεριέχεται στο παρόν άρθρο δεν συνιστά (ούτε και έχει σκοπό να αποτελέσει) νομική συμβουλή. Μια τέτοια νομική συμβουλή είναι δυνατό να παρασχεθεί μόνον από αρμόδιο δικηγόρο ο οποίος θα λάβει υπόψη του το σύνολο των δεδομένων που θα του εκθέσετε για την υπόθεσή σας. Αναλυτικά.

Η περιοχή αυτή είναι καταχωρημένη στο wpml.org ως περιοχή ανάπτυξης. Μεταβείτε σε τοποθεσία παραγωγής με κλειδί στο remove this banner.