Blog

  • Η Πρόταση ρύθμισης της Τεχνητής Νοημοσύνης

    Η Πρόταση ρύθμισης της Τεχνητής Νοημοσύνης

    H Τεχνητή Νοημοσύνη (Artificial Intelligence, στο εξής: “AI”) συνιστά, αναμφίβολα, «τεχνολογία του μέλλοντος». Εντούτοις, η χρήση, αξιοποίηση και επιρροή της στις διάφορες εκφάνσεις της ζωής και δραστηριότητες έχει, εδώ και καιρό, ξεκινήσει. Διεκδικεί μάλιστα, ολοένα, και μεγαλύτερο έδαφος-ακόμα και σε τομείς που δεν θα ήταν δυνατό πριν από μερικά χρόνια να διανοηθούμε. (Η AI, λ.χ., στην υπηρεσία της δικαιοσύνης μας απασχόλησε, ήδη, σε προηγούμενη αρθρογραφία μας).  Η ΕΕ αισθάνθηκε την ανάγκη, και ορθά-έστω και λίγο καθυστερημένα, να ξεκινήσει τη διαδικασία της ρύθμισής της. Όσο αυτό είναι εφικτό.

     

    Η ενασχόληση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής με την Τεχνητή Νοημοσύνη

    Η επίδειξη εμπιστοσύνης σε μια τεχνολογία εν πολλοίς άγνωστη, δυσχερώς κατανοητή ή, ενίοτε, απολύτως μη κατανοητή (για τους περισσότερους από εμάς), δεν αποτελεί εύκολο στόχο. Ακριβέστερα: μοιάζει απολύτως επικίνδυνη. Πολύ περισσότερο που οι επιμέρους παράμετροί της δεν έχει, έστω, επιχειρηθεί να ρυθμιστούν νομοθετικά.

    Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή προχώρησε πρόσφατα, στις 21 Απριλίου 2021, στη δημοσίευση της Πρότασης Κανονισμού  για τη θέσπιση εναρμονισμένων κανόνων σχετικά με την τεχνητή νοημοσύνη. Πρόκειται για την ευρωπαϊκή προσέγγιση που αποσκοπεί σε μια αξιόπιστη ΑΙ που θα υπηρετεί τις ευρωπαϊκές αρχές, αξίες και, ιδίως, τον άνθρωπο. Πρόκειται για μια προσπάθεια που αποσκοπεί στην άμβλυνση των (δεδομένων) κινδύνων που δημιουργούνται από την σταδιακή επέκτασή της

    Η συγκεκριμένη Πρόταση υλοποιεί την πολιτική δέσμευση της Προέδρου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ursula von der Leyen. Η τελευταία είχε έγκαιρα ανακοινώσει, στις πολιτικές κατευθύνσεις της για την Επιτροπή 2019-2024 («Μια Ένωση που επιδιώκει περισσότερα»), ότι η Επιτροπή θα προτείνει νομοθεσία για μια συντονισμένη ευρωπαϊκή προσέγγιση όσον αφορά τις επιπτώσεις της ΑΙ σε επίπεδο ανθρώπων και ηθικής.

     

    Ο ορισμός της ΑΙ

    Η ΑΙ συνιστά, όπως ήδη σημειώθηκε, αντικείμενο άγνωστο για τους περισσότερους από εμάς. Ακόμα όμως κι ο ορισμός της, δεν μοιάζει εύκολα κατανοητός: «σύστημα τεχνητής νοημοσύνης» είναι, κατά την Πρόταση, το «λογισμικό που αναπτύσσεται με μία ή περισσότερες από τις τεχνικές και προσεγγίσεις (όπως αυτές παρατίθενται στο Παράρτημα I της πρότασης) και μπορεί, για ένα δεδομένο σύνολο στόχων που έχουν καθοριστεί από τον άνθρωπο, να παράγει στοιχεία εξόδου όπως περιεχόμενο, προβλέψεις, συστάσεις ή αποφάσεις που επηρεάζουν τα περιβάλλοντα με τα οποία αλληλεπιδρά» (άρθρο 3 περ. 1).

     

    Ο σκοπός του (προτεινόμενου) Κανονισμού

    Η σημασία του προτεινόμενου Κανονισμού διαφαίνεται, με πλήρη ενάργεια, στο σκοπό που αναφέρεται στην παραπάνω Πρόταση. Ως τέτοιος, λοιπόν, (σκοπός) προσδιορίζεται η βελτίωση της λειτουργίας της εσωτερικής αγοράς με τη θέσπιση ενιαίου νομικού πλαισίου (ιδίως) για την ανάπτυξη, την εμπορία και τη χρήση της τεχνητής νοημοσύνης-σύμφωνα με τις αξίες της Ένωσης.

    Ο Κανονισμός προκύπτει λοιπόν πως επιδιώκει σκοπούς υπέρτερου δημοσίου συμφέροντος. Μεταξύ αυτών: υψηλό επίπεδο προστασίας της υγείας, της ασφάλειας και των θεμελιωδών δικαιωμάτων.

    Παράλληλα, αξιώνει την διασφάλιση της ελεύθερης κυκλοφορίας αγαθών και υπηρεσιών, που βασίζονται στην ΑΙ, σε διασυνοριακό επίπεδο. Με τον τρόπο αυτό επιδιώκει να εμποδίσει τα κράτη μέλη να επιβάλλουν περιορισμούς στην ανάπτυξη, την εμπορία και τη χρήση συστημάτων ΑΙ, στο μέτρο που οι περιορισμοί δεν προβλέπονται στον ίδιο τον Κανονισμό.

    Ο Κανονισμός αναγνωρίζει επίσης την αναγκαιότητα ομοιόμορφης ρύθμισης σε επίπεδο ΕΕ, ώστε να αποφευχθεί τυχόν κατακερματισμός της εσωτερικής αγοράς και να αποτραπεί τυχόν ανασφάλεια δικαίου. Η  ασφάλεια δικαίου, αντίθετα, κρίνεται αναγκαία για τη διευκόλυνση των επενδύσεων στην ΑΙ και την ανάπτυξη ενιαίας αγοράς για νόμιμα, ασφαλή και αξιόπιστα τέτοια συστήματα.

    Από το σύνολο της πρότασης διαφαίνεται η προσπάθεια επίτευξης ασφάλειας κατά την ανάπτυξη της ΑΙ και τη συμπόρευσή της με την ηθική και τις αξίες της ΕΕ. Γι΄αυτό, άλλωστε, η προσέγγιση των ρυθμίσεών της γίνεται υπό το πρίσμα των κινδύνων που επιφυλάσσει η χρήση των συστημάτων ΑΙ.

     

    Η προσέγγιση της χρήσης ΑΙ με βάση τον κίνδυνο

    Ο Κανονισμός ως προς τους τρόπους χρήσης της ΑΙ προβαίνει σε μια προσέγγιση με βάση τον κίνδυνο που δημιουργείται από την αξιοποίησή της. Συγκεκριμένα, οι χρήσεις τις ΑΙ διακρίνονται σε αυτές που δημιουργούν: (α) μη αποδεκτό κίνδυνο, (β) υψηλό κίνδυνο, (γ) χαμηλό-μη υψηλό κίνδυνο.

    Μη αποδεκτός κίνδυνος

    Ορισμένα συστήματα ΑΙ κρίνεται ότι δημιουργούν μη αποδεκτό κίνδυνο.

    Η χρήση τέτοιων συστημάτων θεωρείται μη αποδεκτή διότι αντιβαίνει στις αξίες της Ένωσης (παραβιάζει λ.χ. θεμελιώδη δικαιώματα). Πρόκειται για τα συστήματα εκείνα που έχουν σημαντικές δυνατότητες χειραγώγησης προσώπων μέσω τεχνικών που απευθύνονται στο υποσυνείδητο υπερκεράζοντας το συνειδητό τους. Πρόκειται, επίσης, για συστήματα που εκμεταλλεύονται τα τρωτά σημεία συγκεκριμένων ευάλωτων ομάδων, προκειμένου να στρεβλώσουν ουσιωδώς τη συμπεριφορά τους.

    Τέτοιου είδους χρήσεις της ΑΙ απαγορεύονται. Απαγορεύεται επίσης η χρήση συστημάτων βιομετρικής ταυτοποίησης εξ αποστάσεως-σε «πραγματικό χρόνο», σε δημόσια προσβάσιμους χώρους για σκοπούς επιβολής του νόμου. Ενδέχεται, εντούτοις, να υπάρξουν ορισμένες εξαιρέσεις.

    Υψηλός κίνδυνος

    Κάποια συστήματα ΑΙ κρίνεται ότι προκαλούν υψηλό κίνδυνο για την υγεία, την ασφάλεια και τα θεμελιώδη δικαιώματα των φυσικών προσώπων.

    Για τα συστήματα αυτά επιφυλάσσονται ειδικοί κανόνες. Συγκεκριμένα, τα συστήματα αυτά επιτρέπονται στην ευρωπαϊκή αγορά με την επιφύλαξη της συμμόρφωσης με ορισμένες υποχρεωτικές απαιτήσεις και της εκ των προτέρων αξιολόγησης της σχετικής συμμόρφωσης. Παράλληλα, ο Κανονισμός επιβάλλει σαφείς υποχρεώσεις στους παρόχους και στους χρήστες τέτοιων συστημάτων. Αποσκοπεί, στο πλαίσιο αυτό, στην ασφάλεια και τήρηση της ισχύουσας νομοθεσίας για την προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων καθ’ όλη τη διάρκεια του κύκλου ζωής τους.

    Στα εν λόγω συστήματα συγκαταλέγονται όσα χρησιμοποιούνται σε τομείς όπως:

    (α) Η βιομετρική ταυτοποίηση και κατηγοριοποίηση φυσικών προσώπων.

    (β) Η διαχείριση και λειτουργία υποδομών ζωτικής σημασίας (λ.χ. οδική κυκλοφορία, παροχή νερού, φυσικού αερίου, θέρμανσης και ηλεκτρικής ενέργειας).

    (γ) Η εκπαίδευση και επαγγελματική κατάρτιση (λ.χ. αξιολόγηση συμμετεχόντων σε εξετάσεις).

    (δ) Η απασχόληση, διαχείριση εργαζομένων και πρόσβαση στην αυτοαπασχόληση.

    (ε) Η πρόσβαση και απόλαυση βασικών ιδιωτικών υπηρεσιών και δημόσιων υπηρεσιών και παροχών (λ.χ. αξιολόγηση ή βαθμολόγηση της πιστοληπτικής ικανότητας φυσικών προσώπων).

    (στ) Η επιβολή του νόμου (λ.χ. αξιολόγηση της αξιοπιστίας των αποδεικτικών στοιχείων στο πλαίσιο της διερεύνησης ή της δίωξης ποινικών αδικημάτων).

    (ζ) Η διαχείριση της μετανάστευσης, του ασύλου και των συνοριακών ελέγχων (λ.χ. επαλήθευση της γνησιότητας των ταξιδιωτικών εγγράφων και των δικαιολογητικών εγγράφων φυσικών προσώπων).

    (η) Η απονομή δικαιοσύνης και δημοκρατικές διαδικασίες.

    Μη υψηλός κίνδυνος

    Για τα συστήματα ΑΙ μη υψηλού κινδύνου επιβάλλονται μόνο πολύ περιορισμένες υποχρεώσεις διαφάνειας.

     

    Η νομοθετική ρύθμιση για την Τεχνητή Νοημοσύνη οφείλει να είναι, σε κάθε περίπτωση, ανθρωποκεντρική. Η παραπάνω πρόταση σε σημαντικό βαθμό φαίνεται πως το επιδιώκει.

    Είναι σημαντικό, σε κάθε περίπτωση, που η παραπάνω Πρόταση καθιστά προτεραιότητά της τις αξίες της Ε.Ε. Είναι ενδιαφέρον πως κινείται (και ορθά) στη βάση των κινδύνων που ενδέχεται να προκύψουν από συστήματα ΑΙ.

    Οι εξελίξεις της τεχνολογίας είναι αληθινά ραγδαίες, ακόμα και για κείνους που ασχολούνται με εκείνη. Πολύ περισσότερο για μας-τους υπόλοιπους. Αναγκαία όμως προκύπτει η προστασία όλων (επαϊόντων και μη) από τους κινδύνους που συνεπάγεται η χρήση και αξιοποίηση των ευχερειών της Τεχνητής Νοημοσύνης. Το σχέδιο Κανονισμού κινείται (και) προς τη συγκεκριμένη κατεύθυνση.

    Ερώτημα πάντως που μέλλει να απαντηθεί από την επόμενη, μάλλον, γενιά:

    Είναι, άραγε, εφικτό να τεθεί η Τεχνητή Νοημοσύνη σε αυστηρά προσδιορισμένο πλαίσιο έξω από το οποίο δεν θα είναι δυνατό να κινηθεί;

    Φοβάμαι πως όχι.

    Σταύρος Κουμεντάκης
    Managing Partner

     

    Υ.Γ. Συνοπτική έκδοση του άρθρου δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ, στις 27 Ιουνίου 2021.

    Η πληροφόρηση που εμπεριέχεται στο παρόν άρθρο δεν συνιστά (ούτε και έχει σκοπό να αποτελέσει) νομική συμβουλή. Μια τέτοια νομική συμβουλή είναι δυνατό να παρασχεθεί μόνον από αρμόδιο δικηγόρο ο οποίος θα λάβει υπόψη του το σύνολο των δεδομένων που θα του εκθέσετε για την υπόθεσή σας. Αναλυτικά.

  • Απαγόρευση βίας και παρενόχλησης στην εργασία:  Η αντιστροφή του βάρους απόδειξης

    Απαγόρευση βίας και παρενόχλησης στην εργασία: Η αντιστροφή του βάρους απόδειξης

    Παρακολουθούμε, από το καλοκαίρι ακόμα, έντονη τη συζήτηση και εντονότατες τις αντιδράσεις επί του νομοσχεδίου για τα εργασιακά-πριν ακόμα δει το φως της δημοσιότητας. Εστιάζουν, κατά κύριο λόγο, οι πολέμιοι στα θέματα της διευθέτησης του χρόνου εργασίας, για  την οποία παλαιότερη αλλά και απολύτως πρόσφατη αρθρογραφία μας. Δεν είναι, φυσικά, το μόνο σημαντικό ζήτημα που τίθεται με το ν.4808/21 (ΦΕΚ Α 101/21). Ένα ακόμα σημαντικότερο, ίσως, είναι η (περιβόητη-πλην όμως όχι πολυσυζητημένη) «αντιστροφή του βάρους απόδειξης» σε θέματα βίας και παρενόχλησης. Δεν χρειάζεται να διαθέτει κάποιος προορατικό χάρισμα για να σχηματίσει τη βεβαιότητα, πως η συγκεκριμένη διάταξη μέλλει, δυστυχώς, να αποδειχθεί προβληματική.

     

    Η (εύλογη) απαγόρευση βίας και παρενόχλησης στην εργασία

    Περιστατικά βίας και παρενόχλησης στον χώρο της εργασίας είναι φαινόμενο παλαιό και, δυστυχώς σε όλους μας, λιγότερο ή περισσότερο οικείο. Είναι αλήθεια πως κανένας μας δεν θα μπορούσε να φανταστεί το μέγεθός του-μολονότι σαν κοινωνία καθόλου δεν το υποτιμούσαμε. Ώσπου μια απολύτως πρόσφατη έρευνα που έλαβε χώρα για λογαριασμό του ΣΔΑΔΕ ήρθε, ανώμαλα, να μας προσγειώσει.

    Λαμβανομένου, λοιπόν, υπόψη του μεγέθους του προβλήματος, με ικανοποίηση διαβάζουμε στο συγκεκριμένο νομοθέτημα.

    «Απαγορεύεται κάθε μορφής βία και παρενόχληση, που εκδηλώνεται κατά τη διάρκεια της εργασίας είτε συνδέεται με αυτήν είτε προκύπτει από αυτήν, συμπεριλαμβανομένης της βίας και παρενόχλησης λόγω φύλου και της σεξουαλικής παρενόχλησης» (άρθρο 4 §1).

     

    Η αντιστροφή του βάρους απόδειξης

    Η (υπό τον συγκεκριμένο τίτλο) διάταξη του άρθρου 15 του νομοσχεδίου που τέθηκε σε διαβούλευση, προέβλεπε:

    «Όταν το θιγόμενο πρόσωπο επικαλείται γεγονότα ή στοιχεία, από τα οποία πιθανολογείται η εκδήλωση περιστατικού βίας ή παρενόχλησης σύμφωνα με το παρόν Μέρος, ο καθ’ ου φέρει το βάρος να αποδείξει στο δικαστήριο ή ενώπιον αρμόδιας διοικητικής αρχής ότι δεν συνέτρεξαν τέτοιες περιστάσεις. Το προηγούμενο εδάφιο δεν ισχύει στην ποινική δίκη.»

    Η ίδια διάταξη (υπό τον τίτλο «βάρος απόδειξης»-αυτή την φορά) στο κείμενο που κατατέθηκε προς ψήφιση στη Βουλή (και εν τέλει ψηφίστηκε-άρθρο 15) έχει ως εξής:

    «Όταν το θιγόμενο πρόσωπο ισχυρίζεται ότι υφίσταται βία και παρενόχληση σύμφωνα με το παρόν Μέρος, εφαρμόζεται η παρ. 1 του άρθρου 24 του ν. 3896/2010 (Α ́ 207)».

    Η συγκεκριμένη διάταξη (άρθρο 24. §1, ν. 3896/2010) προβλέπει: «Όταν ένα πρόσωπο που εμπίπτει στο Πεδίο εφαρμογής του παρόντος νόμου ισχυρίζεται ότι υφίσταται μεταχείριση που ενέχει διάκριση λόγω φύλου, κατά τις ανωτέρω διατάξεις, και επικαλείται, ενώπιον δικαστηρίου ή άλλης αρμόδιας αρχής, γεγονότα ή στοιχεία από τα οποία πιθανολογείται άμεση ή έμμεση διάκριση λόγω φύλου, ή ότι εκδηλώθηκε σεξουαλική ή άλλη παρενόχληση κατά την έννοια του παρόντος νόμου, ο καθ` ου φέρει το βάρος να αποδείξει στο δικαστήριο ή σε άλλη αρμόδια αρχή, ότι δεν υπήρξε παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχείρισης ανδρών και γυναικών».

    Αποφεύγοντας περιττές, νομικής φύσεως, αναλύσεις σε μια απλή διαπίστωση καταλήγουμε: Τίποτα, σε ουσιαστικό επίπεδο, δεν διαφοροποιείται σε σχέση με την αρχική μορφή της διάταξης. Εκείνος που κατηγορείται για το περιστατικό βίας ή παρενόχλησης είναι εκείνος που πρέπει να αποδείξει πως το συγκεκριμένο περιστατικό ΔΕΝ έλαβε χώρα. Πόσο δίκαιη/ορθή/ακίνδυνη είναι αυτή η αντιστροφή του βάρους απόδειξης;

     

    Η αιτιολόγηση του νομοθέτη

    Στην Ανάλυση των Συνεπειών Ρύθμισης διαβάζουμε τις σκέψεις του συντάκτη της συγκεκριμένης διάταξης για το συγκεκριμένο θέμα:

    «Με το άρθρο 15, κατ’ αντιστοιχία με τα ισχύοντα στη νομοθεσία για την απαγόρευση των διακρίσεων, εξ ου και γίνεται παραπομπή σε αυτή, υλοποιείται η άμεση προστασία των θιγόμενων με την καθιέρωση δικονομικού κανόνα περί αντιστροφής του βάρους απόδειξης, όταν το θιγόμενο πρόσωπο επικαλείται γεγονότα ή στοιχεία, από τα οποία πιθανολογείται η εκδήλωση περιστατικού βίας ή παρενόχλησης κατά τις ανωτέρω διατάξεις, με αποτέλεσμα ο καθ’ ου να φέρει το βάρος να αποδείξει στο δικαστήριο ή ενώπιον αρμόδιας διοικητικής αρχής ότι δεν συνέτρεξαν τέτοιες περιστάσεις. Σημειώνεται ότι εισάγεται εξαίρεση από τον σχετικό κανόνα για την ποινική δίκη, όπου ισχύει το τεκμήριο της αθωότητας».

    Είναι, άραγε, σωστό να λαμβάνει χώρα αντιστοίχιση με τη νομοθεσία για την απαγόρευση των διακρίσεων;

     

    Η απόδειξη αρνητικού γεγονότος

    Ο κανόνας

    Είναι γνωστό πως η απόδειξη αρνητικού γεγονότος είναι αδύνατη (λ.χ.: (λ.χ.: «δεν σου μίλησα άσχημα», «δεν σου έκανα κακό», «δεν έκλεψα το πορτοφόλι σου»). Κατά τούτο, εκείνος που επικαλείται ένα, οποιοδήποτε, γεγονός, οφείλει και να το αποδείξει (:338ΚΠολΔ).

    Η εξαίρεση στον κανόνα

    Εξαίρεση στον προαναφερόμενο (υπό α) κανόνα και αντιστροφή του βάρους απόδειξης εμπεριέχεται στην Οδηγία 54/2006 (άρθρο 19) και στον ν. 3896/2010 (άρθρο 24) που την ενσωμάτωσε. Επίσης και στην Οδηγία 43/2000 (άρθρο 8) και στον ν. 4443/2016 (άρθρο 9) που την ενσωμάτωσε.

    Είναι σημαντικό όμως να τονισθεί πως οι συγκεκριμένες Οδηγίες αφορούν την αντιμετώπιση των διακρίσεων (:γεγονότων δηλ. που έλαβαν χώρα) και την (αναγκαία) διασφάλιση της αρχής της ίσης μεταχείρισης των εργαζομένων.

    Για την αντιστροφή του βάρους απόδειξης, βάσει των εν λόγω Οδηγιών και συναφών νομοθετικών ρυθμίσεων, προϋποτίθεται ότι ο επικαλούμενος παραβίαση των διατάξεών τους θα έχει αποδείξει πλήρως πραγματικά περιστατικά ή, έστω, ενδείξεις βάσει των οποίων μπορεί να συναχθεί η αιτιώδης σύνδεση της λιγότερο ευνοϊκής μεταχείρισής του με κάποιο από τα προστατευόμενα (στις Οδηγίες αυτές) γνωρίσματα (:λόγους διάκρισης).

    Με άλλα λόγια: Στις περιπτώσεις αυτές (που καλύπτονται από τις εν λόγω Οδηγίες και νομοθετήματα), η διευκόλυνση του ενάγοντος αφορά στη δυσαπόδεικτη αιτιώδη συσχέτιση της δυσμενούς μεταχείρισής του με κάποιο από τα ύποπτα κριτήρια διάκρισης.

    Ειδικότερα: η περίπτωση της σεξουαλικής παρενόχλησης

    Ως διάκριση λόγω φύλου θεωρείται και η σεξουαλική παρενόχληση. Η αντιστροφή όμως του βάρους απόδειξης δεν σημαίνει, ότι τεκμαίρεται πως η τελευταία έλαβε, πράγματι, χώρα.

    Τεκμαίρεται, αντίθετα, η ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου-άρρηκτης, δηλ., σχέσης  μεταξύ της σεξουαλικής παρενόχλησης (ως λόγου διάκρισης) και της μη ευνοϊκής μεταχείρισης την οποία, ήδη, έχει αποδείξει ο ενάγων (εργαζόμενος) και έχει επικαλεστεί τις ενδείξεις που συνδέονται με αυτή.

    Στην περίπτωση αυτή, ο εναγόμενος (εργοδότης) πρέπει να αποδείξει το εξής αρνητικό γεγονός: ότι η διαφορετική μεταχείριση (γεγονός που έλαβε χώρα) δεν συνδέεται αιτιωδώς με κάποιο από τα προστατευόμενα, από τις Οδηγίες, γνωρίσματα (:λόγους διάκρισης).

    Επομένως: καθόλου αντίστοιχες δεν είναι οι περιπτώσεις που επιχειρεί ο συντάκτης της συγκεκριμένης ρύθμισης να συνδέσει…

    Το συμπέρασμα

    Είναι δεδομένο πως η χώρα μας δεν δεσμεύεται από κάποια Οδηγία ή Διεθνή Σύμβαση για την εν λόγω αντιστροφή του βάρους απόδειξης, όσον αφορά τέτοια περιστατικά.

    Υπό το πρίσμα όμως και των παραπάνω σκέψεων, δεν είναι νομικά ορθό, κατά την εδραία πεποίθηση του υπογράφοντος, να συσχετισθεί η αντιστροφή του βάρους απόδειξης στις ως άνω Οδηγίες με την αντιστροφή του βάρους απόδειξης του άρθρου 15.

     

    Οι (εύλογες) ανησυχίες

    Η επίμαχη διάταξη είναι αλήθεια πως γεννά εύλογες ανησυχίες καθώς ο εγκαλούμενος θα καλείται να αποδείξει ανυπαρξία «περιστατικού βίας ή παρενόχλησης»-με άλλα λόγια: ένα αρνητικό γεγονός. Ο κίνδυνος διαπόμπευσης και καταδίκης, σε κάθε επίπεδο, θα επικρέμαται «επί δικαίων και (όχι μόνον επί) αδίκων».

     

    Με όλο τον απαιτούμενο (απεριόριστο και απολύτως αναγκαίο) σεβασμό στα θύματα περιστατικών βίας ή παρενόχλησης, είναι εξαιρετικά επικίνδυνη η αντιστροφή του βάρους απόδειξης, που εισάγεται με το, προς ψήφιση, σχέδιο νόμου. Για όσο χρόνο η συγκεκριμένη διάταξη παραμείνει, είναι δεδομένο ότι αυτή που θα κινδυνεύσει περισσότερο είναι η αλήθεια: Ο κάθε δυσαρεστημένος εργαζόμενος (ή πρώην εργαζόμενος) «αδαπάνως» θα είναι δυνατό να επικαλεστεί περιστατικό βίας ή παρενόχλησης για την ενίσχυση της επιχειρηματολογίας του. Στη περίπτωση αυτή, ο καταγγελλόμενος (:συνάδελφος, προϊστάμενος, υφιστάμενος ή εργοδότης του) θα καλείται για το αδύνατο: την ανυπαρξία δηλ. του καταγγελλόμενου γεγονότος να αποδείξει.

    Όπερ άτοπο. Και, αυτονοήτως, άδικο.

    Ενδεχόμενη, πάντως, εμμονή στη συγκεκριμένη ρύθμιση (υπό το βάρος πολιτικών επιλογών ή, ενδεχόμενης, κοινωνικής πίεσης) είναι δεδομένο πως κάποιους θα κάνει, ξεχωριστά, χαρούμενους:

    Εμάς τους δικηγόρους!

    Ας επιλέξουμε.-

    Σταύρος Κουμεντάκης
    Managing Partner

     

    Υ.Γ. Συνοπτική έκδοση του άρθρου δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ, στις 20 Ιουνίου 2021.

    Η πληροφόρηση που εμπεριέχεται στο παρόν άρθρο δεν συνιστά (ούτε και έχει σκοπό να αποτελέσει) νομική συμβουλή. Μια τέτοια νομική συμβουλή είναι δυνατό να παρασχεθεί μόνον από αρμόδιο δικηγόρο ο οποίος θα λάβει υπόψη του το σύνολο των δεδομένων που θα του εκθέσετε για την υπόθεσή σας. Αναλυτικά.

  • Ο χρόνος εργασίας και η καταγραφή του

    Ο χρόνος εργασίας και η καταγραφή του

    Ολοένα και πιο έντονη γίνεται η συζήτηση, κατά το τελευταίο χρονικό διάστημα (αντίστοιχα και οι αντιδράσεις), επί του νομοσχεδίου για την εκτεταμένη αλλά και σημαντική αναμόρφωση του εργατικού δικαίου-η διαβούλευση επί του οποίου ολοκληρώθηκε απολύτως πρόσφατα (:27 Μαΐου 2021). Μεταξύ των θεμάτων που πραγματεύεται είναι κι εκείνα που αφορούν τον χρόνο εργασίας και την καταγραφή του. Τα σχετικά, χρονικά, όρια μας έχουν απασχολήσει, ήδη, σε προηγούμενη αρθρογραφία μας. Με αφορμή το συγκεκριμένο σχέδιο νόμου αξίζει να ρίξουμε μια ειδικότερη ματιά στα σχετικά θέματα, υπό το πρίσμα της ευρωπαϊκής νομοθεσίας και νομολογίας αλλά και όσων σήμερα ισχύουν στη χώρα μας.

     

    Η Οδηγία 2003/88 για τα χρονικά όρια εργασίας

    Γενικά

    Η Οδηγία 2003/88 αφορά την οργάνωση του χρόνου εργασίας και στοχεύει στη βελτίωση της ασφάλειας, της υγιεινής και της υγείας των εργαζομένων κατά την εργασία. Επιτάσσει να διατίθενται επαρκείς περίοδοι ανάπαυσης για τους εργαζομένους (Σκέψη 5).

    Στο συγκεκριμένο πλαίσιο, η Οδηγία αυτή προχωρά σε πολύ συγκεκριμένο προσδιορισμό των ελάχιστων περιόδων ημερήσιας και εβδομαδιαίας ανάπαυσης. Επίσης: των μεγίστων ορίων του εβδομαδιαίου χρόνου εργασίας. Αντίθετα, εξ αντιδιαστολής προκύπτουν τα ανώτατα ημερήσια χρονικά όρια της εργασίας.

    Τα χρονικά όρια εργασίας

    Ειδικότερα, ως προς τα ελάχιστα χρονικά όρια ημερήσιας και εβδομαδιαίας ανάπαυσης, η συγκεκριμένη Οδηγία προβλέπει ότι:

    Με περίοδο αναφοράς το εικοσιτετράωρο: Κάθε εργαζόμενος θα πρέπει να έχει στη διάθεσή του (ανά 24ωρο) ανάπαυση ελάχιστης διάρκειας ένδεκα συνεχών ωρών (άρθρο 3).

    Με περίοδο αναφοράς την εβδομάδα: Κάθε εργαζόμενος θα πρέπει να διαθέτει, ανά 7ήμερο, μια ελάχιστη περίοδο συνεχούς ανάπαυσης εικοσιτεσσάρων ωρών. Στο συγκεκριμένο 24ωρο προστίθενται και οι ένδεκα ώρες της (ελάχιστης) ημερήσιας ανάπαυσης (άρθρο 5 §1).

    Συνεπώς, εξ αντιδιαστολής προκύπτει ότι το ημερήσιο ωράριο δεν είναι δυνατό να υπερβαίνει τις δεκατρείς ώρες.

    Παράλληλα, η εν λόγω Οδηγία ρητά όρισε πως σε διάστημα επτά (7) ημερών, ο χρόνος εργασίας δεν επιτρέπεται να υπερβαίνει, κατά μέσο όρο, τις 48 ώρες (συµπεριλαµβανοµένων, μάλιστα, των υπερωριών – άρθρο 6 περ. β΄).

    Η επιβολή υποχρεώσεων στα κράτη-μέλη

    Η συγκεκριμένη Οδηγία επιτάσσει στα κράτη-μέλη να συμμορφώνονται με τις ελάχιστες προδιαγραφές της, ως προς τον ελάχιστο χρόνο ημερήσιας και εβδομαδιαίας ανάπαυσης και τον ανώτατο χρόνο εβδομαδιαίας εργασίας. Δεν προσδιορίζει, ωστόσο, τον τρόπο με τον οποίο τα κράτη-μέλη θα διασφαλίσουν τις προβλέψεις της, ο οποίος εναπόκειται στη διακριτική τους ευχέρεια. Με βάση το «γράμμα» της Οδηγίας, τα κράτη-μέλη υποχρεούνται να προβούν στη λήψη των «αναγκαίων μέτρων», ώστε να είναι συμβατά με τα ελάχιστα όρια προστασίας που θέτει στο σύνολό της η εν λόγω Οδηγία.

     

    Οι επιταγές του ΔΕΕ – Η καταγραφή του ημερήσιου χρόνου εργασίας

    Η διακριτική ευχέρεια, ωστόσο, των κρατών-μελών και το όριό της για τη λήψη των «αναγκαίων μέτρων» κρίνεται και περιορίζεται από το ΔΕΕ. Οι εθνικές προβλέψεις του κάθε κράτους-μέλους δεν είναι δυνατό να καθιστούν γράμμα κενό τις διατάξεις της ελάχιστης προστασίας, που θέτει η Οδηγία 2003/88 (Υπόθεση: C-55/18, Σκέψη 43).

    Το ΔΕΕ επίσης δέχεται, αυτονόητα, ότι τα κράτη-μέλη πρέπει να εγγυώνται την τήρηση των ανωτέρω, ελάχιστων, περιόδων αναπαύσεως. Επίσης, να εμποδίζουν κάθε υπέρβαση της μέγιστης εβδομαδιαίας διάρκειας εργασίας. Με τον τρόπο αυτό, διασφαλίζεται η πλήρης αποτελεσματικότητα της συγκεκριμένης Οδηγίας (Υπόθεση: C-55/18, Σκέψη 43).

    Το ΔΕΕ δέχεται, επιπλέον, ότι η Οδηγία 2003/88 δεν ορίζει τον συγκεκριμένο τρόπο με τον οποίο τα κράτη μέλη οφείλουν να διασφαλίζουν τις ανωτέρω εγγυήσεις. Δέχεται, ωστόσο, ότι, παρά το περιθώριο εκτιμήσεως των κρατών μελών, τα τελευταία οφείλουν να εγγυώνται την πλήρη και πρακτική αποτελεσματικότητα των ελάχιστων προδιαγραφών της Οδηγίας. Με άλλα λόγια: να διασφαλίζουν, πράγματι, στους εργαζομένους τις ελάχιστες περιόδους ημερήσιας και εβδομαδιαίας αναπαύσεως και την τήρηση του ανώτατου ορίου μέσης εβδομαδιαίας διάρκειας εργασίας (Υποθέσεις: C-14/04, Σκέψη 53, C‑484/04, Σκέψεις 39 και 40, C-243/09, Σκέψη 64).

    Στο ίδιο, ανωτέρω, πλαίσιο, το ΔΕΕ επιτάσσει ότι, προκειμένου να διασφαλίζεται η πρακτική αποτελεσματικότητα της Οδηγίας 2003/88, τα κράτη-μέλη οφείλουν να επιβάλλουν στους εργοδότες την υποχρέωση να εφαρμόζουν αντικειμενικό, αξιόπιστο και ευχερώς προσβάσιμο σύστημα μετρήσεως του ημερήσιου χρόνου εργασίας κάθε εργαζομένου (Υπόθεση: C-55/18, Σκέψη 60). Αντίθετα, δέχεται ότι η υποχρέωση καταγραφής μόνο των ωρών υπερωριακής απασχολήσεως δεν επιτυγχάνει τον σκοπό της Οδηγίας και δεν είναι συμβατή με αυτή (Υπόθεση: C-55/18, Σκέψη 52).

     

    Το εθνικό μας δίκαιο – Η κάρτα εργασίας

    Οι υποχρεώσεις του εργοδότη

    Στο εθνικό μας δίκαιο είναι γνωστό ότι δεν βρίσκεται σε ισχύ, μέχρι σήμερα τουλάχιστον, αντίστοιχη υποχρέωση καταγραφής του ημερήσιου χρόνου εργασίας κάθε εργαζομένου.

    Ο εργοδότης, ειδικότερα, υποχρεούται να καταχωρεί στο πληροφοριακό σύστημα ΕΡΓΑΝΗ (άρθρο 36 παρ. 1 ν. 4488/2017):

    (α) Κάθε αλλαγή ή τροποποίηση του ωραρίου ή της οργάνωσης του χρόνου εργασίας των εργαζομένων, το αργότερο έως και την ημέρα αλλαγής ή τροποποίησης του ωραρίου ή της οργάνωσης του χρόνου εργασίας (και σε κάθε περίπτωση πριν την ανάληψη υπηρεσίας από τους εργαζομένους),

    (β) την υπερεργασία και

    (γ) τη νόμιμη υπερωριακή απασχόληση.

    Η υποχρέωση καταγραφής του χρόνου εργασίας στη χώρα μας περιορίζεται, συνεπώς, στην καταγραφή στο ΕΡΓΑΝΗ της (νόμιμης) υπέρβασης των χρονικών ορίων εργασίας. Συνεπώς, η Ελλάδα οφείλει, βάσει του ενωσιακού δικαίου, να προβεί στη θέσπιση ενός συστήματος καταγραφής του συνολικού χρόνου ημερήσιας εργασίας κάθε εργαζομένου. Η επιλογή του συστήματος καταγραφής εναπόκειται στην διακριτική ευχέρεια του κράτους-μέλους. Ως εκ τούτου, δεν ενδιαφέρει αν θα είναι σε ψηφιακό ή υλικό φορέα.

    Η (δεκαετής) συζήτηση για την κάρτα εργασίας

    Παρά τη μη θέση σε ισχύ συστήματος καταγραφής του συνολικού χρόνου ημερήσιας εργασίας στο εθνικό μας δίκαιο, η θεσμοθέτηση της κάρτας εργασίας έχει λάβει χώρα προ δεκαετίας.

    Ειδικότερα, ο ν. 3996/2011 προβλέπει ότι «Με ευθύνη των επιχειρήσεων ενημερώνεται καθημερινά και σε πραγματικό χρόνο το ΙΚΑ – ΕΤΑΜ για το χρόνο εργασίας, την ώρα προσέλευσης και αποχώρησης των εργαζομένων της επιχείρησης οι οποίοι υπάγονται στην ασφάλιση του ΙΚΑ – ΕΤΑΜ. Η διαδικασία αυτή γίνεται με τη χρήση κάρτας εργασίας σε ηλεκτρονικό ρολόι παρουσίας προσωπικού (ωρομέτρηση) και τα στοιχεία διαβιβάζονται με ηλεκτρονικό ή άλλο τρόπο στο ΙΚΑ – ΕΤΑΜ…»  (άρθρο 26 παρ. 1 εδ. α΄ και β΄).

    Ωστόσο, η ως άνω διάταξη δεν έχει εφαρμοσθεί. Συγκεκριμένα, ποτέ δεν εκδόθηκε η αναγκαία ΥΑ, η οποία θα προέβαινε σε καθορισμό των τεχνικών προδιαγραφών για την υλοποίηση της πρόβλεψης σχετικά με την κάρτα εργασίας. Επιπλέον, ουδέποτε ολοκληρώθηκε η μελέτη δημοσιονομικής σκοπιμότητας, που προβλεπόταν για την υλοποίηση του συγκεκριμένου μέτρου (άρθρο 26 παρ. 6 ν. 3996/2011).

    Στη συνέχεια, με τον ν. 4144/2013, προβλέφθηκε ότι: «Ο εργοδότης υποχρεούται να καταχωρεί στο πληροφοριακό σύστημα του Υπουργείου Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης «ΕΡΓΑΝΗ» κάθε αλλαγή ή τροποποίηση του ωραρίου ή της οργάνωσης του χρόνου εργασίας των εργαζομένων, το αργότερο έως και την ημέρα αλλαγής ή τροποποίησης του ωραρίου ή της οργάνωσης του χρόνου εργασίας, και σε κάθε περίπτωση πριν την ανάληψη υπηρεσίας από τους εργαζομένους, καθώς και την υπερεργασία και τη νόμιμη κατά την ισχύουσα νομοθεσία υπερωριακή απασχόληση πριν την έναρξη πραγματοποίησής της» (άρθρο 80 παρ. 1 περ. α).

     

    Το σχέδιο νόμου

    Η (εκ νέου) πρόβλεψη της κάρτας εργασίας

    Στο σχέδιο νόμου που εισαγωγικά αναφέρθηκε προβλέπεται, μεταξύ των λοιπών ρυθμίσεων, και η θεσμοθέτηση της ψηφιακής κάρτας εργασίας (άρθρο 74 ΣχΝ). Ορίζεται, συγκεκριμένα, πως οι «Επιχειρήσεις – εργοδότες υποχρεούνται να διαθέτουν και να λειτουργούν ηλεκτρονικό σύστημα μέτρησης του χρόνου εργασίας των εργαζομένων τους, άμεσα συνδεδεμένο και διαλειτουργικό, σε πραγματικό χρόνο, με το Π.Σ. ΕΡΓΑΝΗ ΙΙ» (άρθρο 74 παρ. 1 ΣχΝ).

    «Η μέτρηση του χρόνου εργασίας πραγματοποιείται με τη χρήση ψηφιακής κάρτας εργασίας. Με τη χρήση της, καταγράφεται σε πραγματικό χρόνο στο Π.Σ. ΕΡΓΑΝΗ ΙΙ κάθε μεταβολή που αφορά στον χρόνο εργασίας των εργαζομένων, όπως ιδίως, η ώρα έναρξης και λήξης της εργασίας, το διάλειμμα, η υπέρβαση του νόμιμου ωραρίου εργασίας και κάθε είδους άδεια» (άρθρο 74 παρ. 2 ΣχΝ).

    Οι προβληματισμοί

    Η παραπάνω πρόβλεψη της ψηφιακής κάρτας εργασίας φαίνεται, καταρχάς, συμβατή με της επιταγές του ΔΕΕ. Προκύπτουν, ωστόσο, συγκεκριμένοι προβληματισμοί όσον αφορά την εφαρμογή του συγκεκριμένου  μέτρου. Σχετίζονται, κατά βάση, (και) με τα εκκρεμή ζητήματα που πρέπει να ρυθμιστούν με τις προβλεπόμενες προς έκδοση Υπουργικές Αποφάσεις.  Μεταξύ άλλων εκείνα που αφορούν: (α) την Ψηφιακή Κάρτα Εργασίας (άρθρο 79 παρ. 1 ΣχΝ), (β) την προστασία των προσωπικών δεδομένων (άρθρο 79 παρ. 2 ΣχΝ), (γ) τα χαρακτηριστικά των επιχειρήσεων (κλάδος, μέγεθος, είδος) στις οποίες θα εφαρμοστεί το σύστημα της ψηφιακής κάρτας εργασίας και (δ) τους εργαζόμενους που θα εμπίπτουν στην κατηγορία των διευθυνόντων υπαλλήλων  (άρθρο 79 παρ. 4 ΣχΝ).

    Τέλος, ιδιαίτεροι προβληματισμοί δημιουργούνται σχετικά με τις συνέπειες που δημιουργούνται όταν ο εργαζόμενος παραλείψει, από παραδρομή, την υποχρεωτική καταγραφή (γιατί ξέχασε, λ.χ., να «περάσει» την ψηφιακή κάρτα από το καταγραφικό).

    Στο ΣχΝ προβλέπεται ότι «Εάν, κατά τον επιτόπιο έλεγχο σε επιχείρηση, διαπιστωθεί ότι η ψηφιακή κάρτα εργαζόμενου δεν είναι ενεργοποιημένη, επιβάλλεται στον εργοδότη πρόστιμο δέκα χιλιάδων πεντακοσίων (10.500) ευρώ ανά εργαζόμενο που δεν έχει ενεργοποιημένη ψηφιακή κάρτα. Σε περίπτωση που σε τρεις ελέγχους, εντός χρονικού διαστήματος δώδεκα (12) μηνών, διαπιστωθεί η παράβαση της παρούσας επιβάλλεται προσωρινή διακοπή λειτουργίας της επιχείρησης για χρονικό διάστημα δεκαπέντε (15) ημερών. (άρθρο 74 §4 ΣχΝ).

    Το πρόστιμο των 10.500€ προβλέπεται, ήδη, στις περιπτώσεις διαπίστωσης τυχόν αδήλωτης εργασίας. Αντίθετα, στις περιπτώσεις που κατά τον επιτόπιο έλεγχο προβλέπονται αποκλίσεις μεταξύ του πίνακα προσωπικού σε συγκεκριμένη ημέρα και των (δηλωμένων) εργαζομένων, τα πρόστιμα που επιφυλάσσονται είναι πολύ μικρότερα.

    Μοιάζει, λοιπόν, στερούμενη λογικής η εξομοίωση του προστίμου για την αδήλωτη εργασία με την τυχόν περίπτωση (ακουσίου) λάθους καταγραφής του ημερήσιου ωραρίου εργαζομένου. Ως εκ τούτου, θα πρέπει να γίνει σαφής προσδιορισμός της περίπτωσης «της μη ενεργοποιημένης κάρτας». Δεν είναι δυνατό να επιφυλάσσεται η ίδια μεταχείριση στην περίπτωση εκείνη που η ψηφιακή κάρτα εργασίας δεν ενεργοποιήθηκε ποτέ από εργαζόμενο συγκεκριμένης επιχείρησης, με την περίπτωση εκείνη που σε συγκεκριμένη ημέρα ο εργαζόμενος, από παραδρομή, δεν την ενεργοποίησε.

     

    Ο Έλληνας νομοθέτης επέδειξε προφανή, μέχρι σήμερα, ατολμία όσων προβλέπει η ευρωπαϊκή νομοθεσία για τα χρονικά όρια εργασίας. Επίσης, για την εφαρμογή των μέτρων εκείνων που ο ίδιος θέσπισε για την επιβεβαίωση των χρονικών ορίων εργασίας (:κάρτα εργασίας).

    Ήρθε, ήδη, η ώρα αφενός μεν να ευθυγραμμισθεί με τις σχετικές κατευθύνσεις της ευρωπαϊκής νομοθεσίας αφετέρου να υιοθετήσει τα αναγκαία μέτρα για την επιβολή της.

    Ας ελπίσουμε πως το νομοσχέδιο που, εν τέλει, θα ψηφιστεί θα καταφέρει να επιτύχει την αναγκαία ισορροπία (και όσον αφορά τα χρονικά όρια εργασίας) ανάμεσα στην ευρωπαϊκή νομοθεσία και νομολογία, τα δικαιώματα των εργαζομένων αλλά και, αυτονοήτως, την υποβοήθηση της επιχειρηματικότητας.-

    Σταύρος Κουμεντάκης
    Managing Partner

     

    Υ.Γ. Συνοπτική έκδοση του άρθρου δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ, στις 13 Ιουνίου 2021.

    Η πληροφόρηση που εμπεριέχεται στο παρόν άρθρο δεν συνιστά (ούτε και έχει σκοπό να αποτελέσει) νομική συμβουλή. Μια τέτοια νομική συμβουλή είναι δυνατό να παρασχεθεί μόνον από αρμόδιο δικηγόρο ο οποίος θα λάβει υπόψη του το σύνολο των δεδομένων που θα του εκθέσετε για την υπόθεσή σας. Αναλυτικά.

  • Κριτήρια ESG (Περιβάλλον, Κοινωνία, Διακυβέρνηση), Επιχειρήσεις και Ανάπτυξη

    Κριτήρια ESG (Περιβάλλον, Κοινωνία, Διακυβέρνηση), Επιχειρήσεις και Ανάπτυξη

    Πολύς ο λόγος για τα κριτήρια ESG: για την αξία τους, τη σημασία της υιοθέτησής τους από τις επιχειρήσεις αλλά και τον τρόπο που τα αξιολογούν οι επενδυτές, τα χρηματιστήρια και το χρηματοπιστωτικό σύστημα. Η παγκόσμια συζήτηση έχει φτάσει, από καιρό, στη χώρα μας. Το θέμα δεν είναι πια θεωρητικό˙ αναφέρεται στην προσέλκυση επενδυτικών κεφαλαίων, στην πιστοληπτική ικανότητα των επιχειρήσεων και, εν τέλει, στην ανάπτυξη. Ας δούμε γιατί.

     

    Τι είναι τα κριτήρια ESG;

    ESG είναι η συντομογραφία των λέξεων Environmental (:Περιβάλλον), Social (:Κοινωνία), και Governance (:Διακυβέρνηση). Τα συγκεκριμένα (:ESG) κριτήρια είναι ένα σύνολο προτύπων για τις λειτουργίες μιας εταιρείας που χρησιμοποιούν κοινωνικά συνειδητοί επενδυτές για τον έλεγχο δυνητικών επενδύσεων. Τα περιβαλλοντικά κριτήρια εξετάζουν την απόδοση μιας εταιρείας ως διαχειριστή της φύσης. Τα κοινωνικά κριτήρια εξετάζουν με ποιο τρόπο η επιχείρηση διαχειρίζεται τις σχέσεις της με τους υπαλλήλους, προμηθευτές, πελάτες και τις κοινότητες όπου λειτουργεί. Η διακυβέρνηση ασχολείται με την ηγεσία μιας εταιρείας, τις αμοιβές της διοίκησης και των ανώτερων στελεχών, τους ελέγχους, τους εσωτερικούς ελέγχους και τα δικαιώματα των μετόχων.

    Με τα συγκεκριμένα κριτήρια όμως δεν ασχολούνται μόνον οι επενδυτές και οι επιχειρήσεις. Απασχολούν, ήδη, και την ΕΕ. Στο πλαίσιο αυτό, συναντά κανείς σωρεία νομοθετημάτων σχετικών με τα ESG κριτήρια, που αναδεικνύουν το υψηλό ενδιαφέρον της τελευταίας.

     

    Η (αληθινή) αξία των ESG κριτηρίων

    Το 2015 οι παγκόσμιοι ηγέτες ενέκριναν ομόφωνα την Ατζέντα 2030 για τη Βιώσιμη Ανάπτυξη. Κατά τον ΓΓ του ΟΗΕ, Αντόνιο Γκουτέρες, «Οι στόχοι για τη Βιώσιμη Ανάπτυξη είναι το μονοπάτι που μας οδηγεί σε ένα κόσμο δικαιότερο, πιο ειρηνικό και ευημερούντα, και σε έναν υγιή πλανήτη».

    Κατά συνέπεια: το θέμα δεν έχει νομοθετικό, μόνον, υπόβαθρο ούτε και νομική, κατά  βάση, αξία.

    Αποδεικνύεται, όμως, πως έχει ιδιαίτερη αξία (και) για τις επιχειρήσεις.

    Προλογίζοντας ο Γιώργος Σεραφείμ (καθηγητής στο Harvard Business School, Πρόεδρος του Ελληνικού Συμβουλίου Εταιρικής Διακυβέρνησης και μέλος της Διοικούσας Επιτροπής του Χρηματιστηρίου Αθηνών) τον Οδηγό Δημοσιοποίησης Πληροφοριών ESG του Χρηματιστηρίου Αθηνών αναφέρει: «εταιρείες που βελτιώνουν τις επιδόσεις τους σε θέματα περιβάλλοντος, κοινωνίας και εταιρικής διακυβέρνησης (ESG) …βελτιώνουν την πρόσβασή τους σε κεφάλαια, τη δέσμευση των εργαζομένων τους, την ικανοποίηση των πελατών τους και τις σχέσεις τους με την κοινωνία και τα ενδιαφερόμενα μέρη».

    Στο συγκεκριμένο Οδηγό διαβάζουμε:

    «Η βιώσιμη ανάπτυξη αποτελεί παγκόσμια προτεραιότητα… Με τη θέσπιση των Στόχων Βιώσιμης Ανάπτυξης (ΣΒΑ) των Ηνωμένων Εθνών έχει διαμορφωθεί μια νέα αντίληψη σχετικά με το ρόλο των εταιρειών και όλο και περισσότερες επιχειρήσεις προβαίνουν στη μέτρηση, τη δημοσιοποίηση και τη διαχείριση των κινδύνων και των ευκαιριών που αφορούν τη βιώσιμη ανάπτυξη. Μέσω δεικτών που καταγράφουν επιδόσεις σε θέματα περιβάλλοντος, κοινωνίας και εταιρικής διακυβέρνησης …αποτυπώνεται η ικανότητα των εταιρειών να δημιουργούν αξία και να διαμορφώνουν αποτελεσματικές στρατηγικές με μακροπρόθεσμο ορίζοντα….

    Παράλληλα, ακαδημαϊκές έρευνες έχουν διαπιστώσει την ύπαρξη ισχυρής σχέσης μεταξύ των επιδόσεων σε θέματα ESG και των χρηματοοικονομικών επιδόσεων των εταιρειών, γεγονός που αποδεικνύει ότι τα δεδομένα ESG είναι ουσιαστικά από χρηματοοικονομικής απόψεως και, συνεπώς, συναφή για τους επενδυτές. Τα δεδομένα ESG που δημοσιοποιούν οι εταιρείες παρέχουν στους επενδυτές σημαντικές πληροφορίες για τις δραστηριότητες, την ανταγωνιστική θέση και τη μακροπρόθεσμη στρατηγική τους».

     

    To Σύμφωνο PRI

    To Σύμφωνο PRI [:PRI Initiative (Principles for Responsible Investment)] είναι μια επενδυτική πρωτοβουλία που αναπτύσσεται σε συνεργασία με την UNEP Finance Initiative και το UN Global Compact˙ μια πρωτοβουλία που προϋποθέτει τη δέσμευση των συμμετεχόντων στα ESG κριτήρια.

    Τα δημοσιευμένα στοιχεία για την αυξανόμενη αποδοχή του Συμφώνου PRI μοιάζουν εντυπωσιακά: Στη συγκεκριμένη πρωτοβουλία συμμετέχουν, ήδη, 170 επενδυτές που διαχειρίζονται 36τρις(!) USD καθώς και 26(!) Οργανισμοί Αξιολόγησης Πιστοληπτικής Ικανότητας [:(CRAs)Credit Rating Agencies]. Επίσης: Τέσσερις εκθέσεις έχουν δημοσιευτεί ως μέρος της συγκεκριμένης πρωτοβουλίας και έχουν οργανωθεί πάνω από είκοσι φόρουμ σε όλο τον κόσμο για τους επαγγελματίες του κλάδου.

    Αξιοσημείωτες είναι και οι αρχές επί των οποίων δεσμεύονται οι συγκεκριμένοι επενδυτές και Οργανισμοί:

    Αρχή 1: Θα ενσωματώσουμε θέματα ESG στην ανάλυση των επενδύσεων και στις διαδικασίες λήψης αποφάσεων.

    Αρχή 2: Θα είμαστε ενεργοί κάτοχοι και θα ενσωματώσουμε ζητήματα ESG στις πολιτικές και τις πρακτικές μας.

    Αρχή 3: Θα επιδιώξουμε την κατάλληλη αποκάλυψη για θέματα ESG από τις οντότητες στις οποίες επενδύουμε.

    Αρχή 4: Θα προωθήσουμε την αποδοχή και την εφαρμογή των Αρχών στον κλάδο των επενδύσεων.

    Αρχή 5: Θα συνεργαστούμε για να ενισχύσουμε την αποτελεσματικότητά μας στην εφαρμογή των Αρχών.

    Αρχή 6: Θα αναφέρουμε τις δραστηριότητές μας και την πρόοδό μας σχετικά με την εφαρμογή των Αρχών.

     

    ESG: Winning in the long run

    Από όσα παραπάνω αναφέρονται δεν απομένει οποιαδήποτε αμφιβολία ούτε για τη σημασία που δίνουν οι επενδυτές στην υιοθέτηση των ESG κριτηρίων ούτε και για το γεγονός πως οι επιχειρήσεις (και) σ’ αυτά, ιδιαίτερα, θα πρέπει να εστιάσουν.

    Στο κατά τα άνω πλαίσιο και (σχετικά) πρόσφατη εκδήλωση του Χρηματιστηρίου Αθηνών: ESG: Winning in the long run. Η υψηλή συμμετοχή στη συγκεκριμένη εκδήλωση καταδεικνύει και το υψηλό, αντίστοιχα, ενδιαφέρον. Πολλές, επίσης, και ενδιαφέρουσες συμμετοχές και παρουσιάσεις, που κατέδειξαν αυτή, ακριβώς, τη αξία της υιοθέτησης των συγκεκριμένων κριτηρίων από τις επιχειρήσεις.

    Σε δύο, μόνον, σημεία των τοποθετήσεων, που έλαβαν χώρα, θα εστιάσουμε:

    «Εταιρείες κοινωνικά υπεύθυνες προφανώς γίνονται ελκυστικότερες σε διεθνές επίπεδο και αντίστροφα» (:κ. Βασ. Λαζαράκου, Πρόεδρος της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς)

    «Σύμφωνα με εκτιμήσεις τα επόμενα τρία-τέσσερα χρόνια παραπάνω από το 50% των ΑΚ θα επενδύεται σε στρατηγικές οι οποίες θα έχουν κριτήρια ESG. (H υιοθέτηση των ESG κριτηρίων) δεν είναι κάτι, όπως θα λέγαμε, nice to have αλλά must have» (:κ. Θεοφ. Μυλωνάς, Πρόεδρος Ένωσης Θεσμικών Επενδυτών)

    Στη βάση (και) των συγκεκριμένων δεδομένων, ο CEO του Χρηματιστηρίου Αθηνών κ. Σωκράτης Λαζαρίδης γνωστοποίησε τον προγραμματισμό της δημιουργίας, έως τον Οκτώβριο,  δείκτη που θα περιλαμβάνει τις επαρκώς ευαισθητοποιημένες, σε θέματα ESG, εισηγμένες εταιρείες. Αναμένεται, ως φυσικό επακόλουθο, η αύξηση του ενδιαφέροντος των επενδυτών για τις μετοχές των εν λόγω (προνομιούχων) εταιρειών.

     

    Επιχειρήσεις που πληρούν τα κριτήρια ESG και επενδυτικά κεφάλαια

    Θα ανέμενε κάποιος πως η υιοθέτηση των συγκεκριμένων κριτηρίων συνιστά περίσσιο, μόνον, βάρος (και κόστος-χωρίς όφελος) για τις επιχειρήσεις. Είναι όμως έτσι;

    H Morningstar είναι μία εταιρεία χρηματοοικονομικών υπηρεσιών έρευνας και διαχείρισης επενδύσεων διεθνούς κύρους. Υψηλού κύρους, αντίστοιχα, και οι έρευνές της. Σε μια σχετικά πρόσφατη (:30.6.20) έρευνά της (:“How Does European Sustainable Funds’ Performance Measure Up?”) συναντούμε εξαιρετικά ενδιαφέροντα στοιχεία. Πολύ περισσότερο, καθώς γίνεται συγκριτική επισκόπηση των αποδόσεων των Sustainable Funds σε σχέση με τα παραδοσιακά-τα Traditional Funds.

    Να διευκρινίσουμε στο σημείο αυτό, πως ως Sustainable Funds προσδιορίζονται εκείνα που χρησιμοποιούν κριτήρια περιβαλλοντικής, κοινωνικής και εταιρικής διακυβέρνησης (ESG) για την αξιολόγηση των επενδύσεων ή της κοινωνικής τους επίδρασης. Αντίθετα, τα παραδοσιακά (:Traditional Funds) δεν εστιάζουν στην ύπαρξη (ή μη) τέτοιου είδους κριτηρίων για την αξιολόγηση είτε των επενδύσεών τους είτε/και δυνητικών επενδύσεων.

     

    Αποδόσεις και βαθμός επιβίωσης των Sustainable Funds σε σχέση με τα Traditional Funds

    Στην προαναφερθείσα έρευνα της Morningstar γίνεται συγκριτική επισκόπηση των Sustainable και των Traditional Funds όσον αφορά τον βαθμό επιβίωσης αλλά και, κυρίως, τις αποδόσεις τους. Η υπεροχή των πρώτων μοιάζει προφανής σε παγκόσμιο και ευρωπαϊκό επίπεδο σε βάθος έτους, τριετίας, πενταετίας και δεκαετίας. Να διευκρινιστεί πως, για τις ανάγκες του παρόντος, εστιάζουμε μεν στα τμήματα εκείνα της έρευνας που αναφέρονται στις επενδύσεις σε παγκόσμιο και ευρωπαϊκό επίπεδο, δεν προκύπτουν όμως σημαντικές διαφοροποιήσεις από τα υπόλοιπα τμήματά της.

     

    Αποδόσεις των Sustainable Funds σε παγκόσμιο επίπεδο

    Στον πίνακα που ακολουθεί καταγράφονται οι επιδόσεις και αποδόσεις των Sustainable Funds που επενδύουν, παγκοσμίως, σε εταιρείες μεγάλης κεφαλαιοποίησης-Blend Equity˙ συγκεκριμένα:

    Από τα παραπάνω δεδομένα προκύπτει πως, πέραν του αυξημένου ποσοστού επιβίωσης των Sustainable Funds, οι μέσες αποδόσεις τους από τις προαναφερθείσες επενδύσεις, κυμαίνονται από 6,9% σε βάθος δεκαετίας έως 25,7% σε επίπεδο έτους. Αντίθετα, οι μέσες αποδόσεις των Traditional Funds περιορίζονται στο 6,3% σε βάθος δεκαετίας και φτάνουν στο 23,3% σε επίπεδο έτους.

     

    Αποδόσεις των Sustainable Funds που επενδύουν στην Ευρώπη

    Στον κατωτέρω πίνακα καταγράφονται οι επιδόσεις και αποδόσεις των Sustainable Funds που επενδύουν στην Ευρώπη-επίσης σε εταιρείες μεγάλης κεφαλαιοποίησης/Blend Equity˙ συγκεκριμένα:

    Τα ποσοστά επιβίωσης των Sustainable Funds είναι, στην περίπτωση αυτή, εξαιρετικά αυξημένα σε σχέση με τα Traditional Funds. Αυξημένες όμως είναι και οι αποδόσεις των Sustainable Funds, που επενδύουν στις συγκεκριμένες ευρωπαϊκές εταιρείες: κυμαίνονται από 6,8% σε βάθος δεκαετίας έως 26,2% σε επίπεδο έτους. Αντίθετα, οι μέσες αποδόσεις των Traditional Funds περιορίζονται στο 6,6% σε βάθος δεκαετίας και φτάνουν έως 24,2% σε επίπεδο έτους.

     

    Αποδόσεις των Sustainable Funds που επενδύουν στην Ευρωζώνη

    Στον πίνακα που ακολουθεί, καταγράφονται οι επιδόσεις και αποδόσεις των Sustainable Funds που επενδύουν στην Ευρωζώνη σε εταιρείες μεγάλης κεφαλαιοποίησης-Blend Equity˙ συγκεκριμένα:

    Τα ποσοστά επιβίωσης των Sustainable Funds είναι, και στην περίπτωση αυτή, εξαιρετικά αυξημένα, σε σχέση με τα Traditional Funds. Αντίστοιχα και οι μέσες αποδόσεις των Sustainable Funds που επενδύουν στην Ευρωζώνη στις συγκεκριμένες εταιρείες: κυμαίνονται από 5,6% σε βάθος δεκαετίας έως 24,4% σε επίπεδο έτους. Αντίθετα οι μέσες αποδόσεις των Traditional Funds περιορίζονται στο 5,5% σε βάθος δεκαετίας και φτάνουν έως 23,7% σε επίπεδο έτους.

     

    Συμπέρασμα

    Ως απολύτως προφανές προκύπτει, από τα παραπάνω, το συμπέρασμα, πως τα Funds εκείνα (:Sustainable Funds) που εστιάζουν σε επενδύσεις με κριτήρια ESG έχουν εμφανώς καλύτερα ποσοστά επιβίωσης αλλά και καλύτερες αποδόσεις έναντι των λοιπών (:Traditional Funds). Οι επιχειρήσεις, λοιπόν, που πληρούν τα εν λόγω (:ESG) κριτήρια είναι εκείνες που θα λαμβάνουν «τη μερίδα του λέοντος», όσον αφορά  το ενδιαφέρον των σημαντικών επενδυτών. Τα κεφάλαια για την ανάπτυξή τους αλλά και η ανάπτυξή τους εν τέλει μοιάζει να είναι, με τον τρόπο αυτό,  ευκολότερα (αλλά και περισσότερο) εξασφαλισμένα.

     

    Το ενδιαφέρον της παγκόσμιας κοινότητας, των επενδυτικών κεφαλαίων και των χρηματιστηρίων (τελευταία και των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων), προκύπτει ως απολύτως πρόδηλο όσον αφορά την υιοθέτηση των κριτηρίων ESG. Αναδεικνύεται, κατ’ ακολουθίαν, ως εξαιρετικά σημαντική η υιοθέτησή τους από τις εταιρείες μεγάλης κεφαλαιοποίησης αλλά κι εκείνες των οποίων μετοχές είναι εισηγμένες σε οργανωμένες αγορές.

    Το θέμα όμως δεν θα πρέπει να απασχολεί τις συγκεκριμένες μεγαλύτερες, μόνον, εταιρείες. (Θα πρέπει να) απασχολεί το σύνολο των επιχειρήσεων που βρίσκονται (ή είναι ενδεχόμενο να βρεθούν) στο στόχαστρο επενδυτών. Εκείνες των οποίων η πιστοληπτική ικανότητα αξιολογείται. Εκείνες που είτε επιθυμούν να προβάλλουν τα επιτεύγματά τους στους συγκεκριμένους τομείς είτε, απλά, αξιολογούνται ως προς αυτά.

    Σημαντικό όμως να υπομνησθεί, πως οι νεότερες γενιές καταναλωτών δεν ενδιαφέρονται μόνο για τη σχέση ποιότητας/τιμής του προϊόντος ή της υπηρεσίας που αγοράζουν˙ αντιμετωπίζουν με αυστηρότητα, ήδη, τις επιδόσεις των επιχειρήσεων (και) στους συγκεκριμένους, προαναφερθέντες, τομείς.

    Είναι, λοιπόν, προφανές πως η υιοθέτηση των κριτηρίων ESG από κάποιες επιχειρήσεις, τις τοποθετεί σε (πολυεπίπεδα) πλεονεκτικότερη θέση.  . (Στο πλαίσιο αυτό, εξάλλου, και το απονεμόμενο στις επιχειρήσεις «Σήμα Ισότητας» που προβλέπεται από το ν/σ για τα εργασιακά θέματα-για το οποίο επόμενη αρθρογραφία μας).

    Αναγκαίο, επομένως, το σχετικό ESG-«διαβατήριο» για την ανάπτυξη και, σε κάποιες περιπτώσεις, την επιβίωση των επιχειρήσεων.-

    Σταύρος Κουμεντάκης
    Managing Partner

     

    Υ.Γ. Συνοπτική έκδοση του άρθρου δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ, στις 6 Ιουνίου 2021.

    κριτήρια ESG

    Η πληροφόρηση που εμπεριέχεται στο παρόν άρθρο δεν συνιστά (ούτε και έχει σκοπό να αποτελέσει) νομική συμβουλή. Μια τέτοια νομική συμβουλή είναι δυνατό να παρασχεθεί μόνον από αρμόδιο δικηγόρο ο οποίος θα λάβει υπόψη του το σύνολο των δεδομένων που θα του εκθέσετε για την υπόθεσή σας. Αναλυτικά.

  • Επαγγελματική Ασθένεια & Covid-19

    Επαγγελματική Ασθένεια & Covid-19

    Φαντάζει, ήδη, μακρινή η 11.3.2020, οπότε ο ΠΟΥ κήρυξε, ως πανδημία, τη λοίμωξη Covid-19 (που προέρχεται, όπως μάθαμε, από τον Κορωνοϊό-2019 SARS-CoV-2). Μπήκε, έκτοτε και «για τα καλά», στην έγκλειστη-μέχρι πρότινος ζωή και καθημερινότητά μας. Συνεχίζουμε όμως να μετράμε, καθημερινά-εξαιτίας της, κρούσματα, διασωληνώσεις, θανάτους. Κεντρική μέριμνα της πολιτείας υπήρξε, από την αρχή, η διασφάλιση της ζωής και της υγείας των πολιτών. Ακολούθως, η διασφάλιση της επιβίωσης των επιχειρήσεων και, εν τέλει, της οικονομίας. Προϊόντος του χρόνου, η χρήση εμβολίων βοηθά στη σταδιακή «επιστροφή στην κανονικότητα». Η πανδημία, εντούτοις, δεν έληξε. Εφησυχασμός δεν δικαιολογείται˙ τουλάχιστον όχι ακόμα. Στο πλαίσιο αυτό μάλλον θα πρέπει (επιτέλους) να δούμε θέματα που «διέλαθαν», ενδεχομένως, της προσοχής μας ή αξιολογήσαμε, από παραδρομή, ως «ήσσονος σημασίας». Ένα τέτοιο είναι κι εκείνο που αφορά την υπαγωγή της συγκεκριμένης λοίμωξης στις επαγγελματικές ασθένειες.

     

    Η υπαγωγή της λοίμωξης Covid-19 στις επαγγελματικές ασθένειες

    Το θέμα τέθηκε, για πρώτη φορά, από δημόσια χείλη αρκετά καθυστερημένα-ένα έτος σχεδόν μετά την έναρξη της πανδημίας (:μόλις στις 12.02.2021). Συγκεκριμένα, μέσω ανακοίνωσης του Γραφείου Τύπου του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων, επισημάνθηκε από τον αρμόδιο Υφυπουργό, ότι στην χώρα μας, «αναγνωρίζεται» (:πόθεν άραγε;) ο κορωνοϊός ως παράγοντας κινδύνου για την υγεία και την ασφάλεια των εργαζομένων. Γνωστοποιήθηκε, επιπρόσθετα, ότι στο Υπουργείο Εργασίας επεξεργάζονται την προοπτική τροποποίησης του Εθνικού Καταλόγου Επαγγελματικών Ασθενειών (:π.δ. 41/2012), ώστε να καταχωρηθεί σε αυτόν η ασθένεια με αίτιο τον Κορωνοϊό-2019 SARS-CoV-2. Διατυπώθηκε, ωστόσο, η ανάγκη εξεύρεσης δικλείδων, ώστε η λοίμωξη Covid-19 να σχετίζεται, ως επαγγελματική ασθένεια, με τον επαγγελματικό χώρο του ασθενούς και όχι με την ευρύτερη κοινωνική του δραστηριότητα.

     

    Η επαγγελματική ασθένεια

    Προκειμένου να αξιολογηθεί η εξαγγελία(;) του αρμόδιου Υπουργείου, αναγκαίο μοιάζει να αναλυθεί η έννοια της επαγγελματικής ασθένειας. Επίσης: τα επιμέρους χαρακτηριστικά της.

    Ως τέτοια (:επαγγελματική) νοείται η ασθένεια, η οποία, κατά τα διδάγματα της ιατρικής επιστήμης, είναι πιθανότερο να προσβάλει συγκεκριμένη κατηγορία εργαζομένων, περισσότερο από άλλες ομάδες πληθυσμού, εξαιτίας ακριβώς της φύσης της εργασίας που οι πρώτοι παρέχουν. Η ίδια η εργασία, δηλαδή, αποτελεί στην περίπτωση αυτή, αιτία εκδήλωσης της συγκεκριμένης ασθένειας.

    Στο εθνικό μας δίκαιο και, ειδικότερα, στο δίκαιο της κοινωνικής ασφάλισης, η έννοια της επαγγελματικής ασθένειας «διαθέτει» έναν πιο συγκεκριμένο προσδιορισμό. Η χώρα μας, συμμορφούμενη με τη Σύσταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής 2003/670 ΕΚ «Σχετικά με τον ευρωπαϊκό κατάλογο των επαγγελματικών ασθενειών», προέβη σε προσάρτηση του καταλόγου αυτού και σε (περιοριστική) απαρίθμηση των επαγγελματικών ασθενειών (άρθρο 2 π.δ. 41/2012).

    Η χώρα μας, επομένως, έχει υιοθετήσει ένα «κλειστό» σύστημα προσδιορισμού των επαγγελματικών ασθενειών. Ως συνέπεια του «numerus clausus» αυτών, ο χαρακτηρισμός της λοίμωξης Covid-19 ως επαγγελματικής ασθένειας είναι αναγκαίο να γίνει με ρητή συμπερίληψή του στον εθνικό κατάλογο των επαγγελματικών ασθενειών.

    Οι επαγγελματικές ασθένειες, όπως αυτές απαριθμούνται στον εθνικό κατάλογο, διακρίνονται σε πέντε ευρύτερες κατηγορίες. Πρόκειται, ειδικότερα, για τις:

    (α) Ασθένειες που προκαλούνται από χημικούς παράγοντες.

    (β) Ασθένειες του δέρματος που προκαλούνται από ουσίες και παράγοντες που δεν περιλαμβάνονται σε άλλες θέσεις.

    (γ) Ασθένειες που προκαλούνται από την εισπνοή ουσιών και παραγόντων που δεν καταγράφονται σε άλλες θέσεις.

    (δ) Λοιμώδεις και παρασιτικές ασθένειες.

    (ε) Ασθένειες προκαλούμενες από τους απαριθμούμενους στο π.δ. φυσικούς παράγοντες.

    Από την ανωτέρω διάκριση, διαφαίνεται η δυνατότητα (ενδεχομένως) υπαγωγής της επαγγελματικής ασθένειας στην κατηγορία των λοιμωδών και παρασιτικών ασθενειών.

     

    Η διάκριση της επαγγελματικής ασθένειας από το εργατικό ατύχημα

    Με το εργατικό ατύχημα είχαμε ασχοληθεί σε προηγούμενη αρθρογραφία μας. Προσδιορίσαμε, εκεί, το εργατικό ατύχημα ως κάθε βίαιο συμβάν που επιφέρει βλάβη στην υγεία του εργαζομένου ή απώλεια της ζωής του. Προϋπόθεση: να έλαβε χώρα κατά την εκτέλεση της εργασίας ή εξ αφορμής της. Να υφίσταται, δηλαδή, «αιτιώδης σύνδεσμος» μεταξύ εργασίας και ατυχήματος (:σχέση αιτίου-αιτιατού). Εξαίρεση από τα ανωτέρω: η περίπτωση που ο παθών προκάλεσε με δόλο το ατύχημα (άρ. 1 ν. 551/1915).

    Η επαγγελματική ασθένεια διακρίνεται όμως, ως προς κάποια, επιμέρους, χαρακτηριστικά της, από το εργατικό ατύχημα. Σε αντίθεση με τον «βίαιο» και αιφνίδιο χαρακτήρα του εργατικού ατυχήματος, η επαγγελματική ασθένεια επέρχεται, κατά κανόνα, με τρόπο βραδύ. Επίσης: το εργατικό ατύχημα είναι δυνατό να επέλθει και εξ αφορμής της εργασίας, ως έμμεσο, δηλ., αποτέλεσμά της. Αντίθετα, η επαγγελματική ασθένεια οφείλεται σε αυτή, καθεαυτή, την εργασία.

    Κάποιες φορές όμως και η ασθένεια μπορεί να συνιστά εργατικό ατύχημα. Ασθένεια λοιπόν που συνιστά εργατικό ατύχημα, είναι εκείνη που βρίσκεται σε λανθάνουσα κατάσταση και εκδηλώνεται (ή επιδεινώνεται) από «μη κανονικές» συνθήκες εργασίας, οι οποίες φέρουν χαρακτήρα βίαιου συμβάντος. Μιλάμε, στην περίπτωση αυτή, για επαγγελματική ασθένεια που συνιστά εργατικό ατύχημα.

    Αντίστοιχη περίπτωση είναι κι εκείνη κατά την οποία εργαζόμενος παρέχει τις υπηρεσίες του υπό κανονικές και συμφωνημένες συνθήκες, ωστόσο ασθενεί. Εφόσον ενημερώσει τον εργοδότη του για την ασθένειά του, ο τελευταίος (εργοδότης) οφείλει να απασχολεί τον (ασθενή) εργαζόμενο σε διαφορετική θέση εργασίας-κατάλληλη για την κατάσταση της υγείας του. Αν, παρ’ ελπίδα, εξακολουθήσει να τον απασχολεί υπό τις ίδιες συνθήκες κατά τις οποίες εκδηλώθηκε η ασθένεια, τυχόν επιδείνωση θα θεωρηθεί ότι συνιστά εργατικό ατύχημα.

     

    Η επαγγελματική ασθένεια και οι ασφαλιστικές παροχές

    Η επαγγελματική ασθένεια αντιμετωπίζεται, μόνον, κοινωνικοασφαλιστικά. Ειδικότερα από άποψη κοινωνικής ασφάλισης και, κατ’ επέκταση, των χορηγούμενων ασφαλιστικών παροχών, εξομοιώνεται με το εργατικό ατύχημα (άρθρα 8 §4 & 34 §1 ΑΝ 1846/1951). Συνεπώς, ο εργαζόμενος που νοσεί από επαγγελματική ασθένεια δικαιούται τις προβλεπόμενες και παρεχόμενες από τον Ε.Φ.Κ.Α. παροχές ιατροφαρμακευτικής και νοσοκομειακής περίθαλψης, επιδομάτων, συντάξεως του νοσούντα ή των μελών της οικογένειάς του στην περίπτωση θανάτου του. Η πρόβλεψη σύνταξης, παρουσιάζεται, εν προκειμένω, ως μείζονος σημασίας. Αυτονοήτως, ο καθένας απεύχεται τον θάνατο εργαζομένων λόγω Covid-19. Τούτο δεν σημαίνει όμως ότι δεν πρέπει να υπάρξει μέρινα για τις περιπτώσεις αυτές. Ιδίως στις εργασικές ομάδες που εμφανίζουν αυξημένες πιθανότητες να νοσήσουν. Πόσοι, άραγε, θάνατοι σημειώθηκαν στο νοσηλευτικό προσωπικό της χώρας μας από την έναρξη της πανδημίας;

     

    Η αδυναμία θεμελίωσης εργατικού ατυχήματος εξαιτίας της λοίμωξης Covid-19

    Ενδεχόμενες προσπάθειες αντιμετώπισης και διαχείρισης της λοίμωξης Covid-19 ως εργατικό ατύχημα δεν είναι δυνατό να θεμελιωθούν νομικά, κατά τρόπο ευχερή και αναμφισβήτητο. Κι αυτό για δύο λόγους:

    (α) Η μετάδοση της συγκεκριμένης νόσου δεν είναι δυνατό να εμπίπτει στην έννοια των «δυσμενών» και «εξαιρετικών» συνθηκών εργασίας, ούτε στην έννοια του «βίαιου συμβάντος». Είναι, εξάλλου, γνωστό πως η μετάδοσή της λαμβάνει χώρα και υπό απολύτως φυσιολογικές συνθήκες εργασίας (αν και, σε κάποιες περιπτώσεις, η πιθανότητα μετάδοσης είναι γνωστό πως είναι, λόγω της φύσης της εργασίας, σημαντικά αυξημένη).

    (β) Μοιάζει, μάλλον, αδύνατη η διαπίστωση του αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ αιτίου (:παροχή εργασίας) και αποτελέσματος (:νόσος). Εστίες μόλυνσης είναι δυνατό να υπάρξουν εντός των χώρων εργασίας, αυτονοήτως όμως και εκτός αυτών. Δεν είναι δυνατό, ως εκ τούτου, να διαπιστωθεί, με βεβαιότητα, αν ένας εργαζόμενος προσεβλήθη από τη νόσο κατά την παροχή της εργασίας του ή όχι.

     

    Η ένταξη της λοίμωξης Covid-19 στον κατάλογο των επαγγελματικών ασθενειών

    Δεδομένων των ανωτέρω, η θεμελίωση τυχόν εργατικού ατυχήματος εξαιτίας του Covid-19 φαίνεται, μάλλον, αδύνατη. Το γεγονός αυτό σε συνδυασμό με τη μη υπαγωγή της λοίμωξης του Covid-19 στον εθνικό κατάλογο επαγγελματικών ασθενειών δημιουργεί έλλειμμα προστασίας και κοινωνικής πρόνοιας. Ιδίως για συγκεκριμένες ομάδες εργαζομένων. Αντίθετα, η υπαγωγή της λοίμωξης Covid-19 στον εθνικό κατάλογο των επαγγελματικών ασθενειών θα δημιουργήσει αντίστοιχο τεκμήριο απαλλάσσοντας τον εργαζόμενο/ασφαλισμένο από το αντίστοιχο βάρος απόδειξης. Ως συνέπεια της υπαγωγής, το κενό προστασίας θα καλυφθεί.

    Εκ περισσού να σημειώσουμε πως η εισαγωγή του Covid-19 στις επαγγελματικές ασθένειες είναι δυνατό να αφορά, αποκλειστικά, συγκεκριμένα επαγγέλματα. Επαγγέλματα, δηλαδή, τα οποία λόγω της φύσης τους ενέχουν περισσότερες πιθανότητες μετάδοσης της νόσου για τους εργαζομένους σε αυτά. Αντίστοιχοι περιορισμοί προβλέπονται, εξάλλου, και από το υφιστάμενο θεσμικό πλαίσιο (:π.δ. 41/2012).

     

    Σήμερα, που άρχισε «να καταλαγιάζει», λίγο-λίγο, «ο κουρνιαχτός» από την πανδημία και τις συνέπειές της, είναι ώρα να σκύψουμε, λίγο περισσότερο, στα κρούσματα, στα θύματα και τις οικογένειές τους. Σ’ εκείνους που προηγήθηκαν και σ’ εκείνους που (δυστυχώς) θα ακολουθήσουν. Ιδίως σ’ εκείνους που προσβλήθηκαν και σ’ εκείνους που κινδυνεύουν περισσότερο, λόγω της εργασίας τους, να προσβληθούν και να βιώσουν τις δυσμενείς συνέπειες (βραχυπρόθεσμες και μεσομακροπρόθεσμες) της νόσου.

    Η υπαγωγή της λοίμωξης Covid-19 στον εθνικό κατάλογο τον επαγγελματικών ασθενειών μοιάζει όχι μόνον ορθότερη, συνεπέστερη και ασφαλέστερη αλλά και, κοινωνικά, περισσότερο δίκαιη.

    Σταύρος Κουμεντάκης
    Managing Partner

     

    Υ.Γ. Συνοπτική έκδοση του άρθρου δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ, στις 30 Μαΐου 2021.

    Η πληροφόρηση που εμπεριέχεται στο παρόν άρθρο δεν συνιστά (ούτε και έχει σκοπό να αποτελέσει) νομική συμβουλή. Μια τέτοια νομική συμβουλή είναι δυνατό να παρασχεθεί μόνον από αρμόδιο δικηγόρο ο οποίος θα λάβει υπόψη του το σύνολο των δεδομένων που θα του εκθέσετε για την υπόθεσή σας. Αναλυτικά.

  • Mεταβίβαση επιχείρησης & εργασιακές σχέσεις

    Mεταβίβαση επιχείρησης & εργασιακές σχέσεις

    Ο επιχειρηματίας δικαιούται, στο πλαίσιο της επιχειρηματικής του ελευθερίας και δράσης, να λαμβάνει τις βέλτιστες αποφάσεις. Κάποιες αποφάσεις του είναι δυνατόν να διαφοροποιήσουν σημαντικά την παρούσα κατάσταση της επιχείρησής του. Κάποιες άλλες μπορεί ακόμα και να σημάνουν την αλλαγή του προσώπου που τη λειτουργεί και την εκμεταλλεύεται. Εκποιήσεις, εξαγορές, συγχωνεύσεις, αποσχίσεις αποτελούν (όχι σπάνιες) επιχειρηματικές αποφάσεις, οι οποίες ενδέχεται να σημαίνουν εκείνο που ο νόμος θεωρεί  «μεταβίβαση επιχείρησης». Όταν όμως επέλθει η «μεταβίβαση επιχείρησης» επέρχονται, αυτοδίκαια, και οι έννομες συνέπειές της. Κάποιες από αυτές αφορούν και την αυτοδίκαιη μεταβίβαση των εργασιακών σχέσεων στη νέα επιχείρηση. Το ενδεχόμενο αυτό μπορεί να είναι θετικό. Μπορεί όμως κι επικίνδυνο. Ιδίως για κείνον που τις αποκτά.

     

    Το ρυθμιστικό πλαίσιο του θεσμού της μεταβίβασης επιχείρησης

    Το ενωσιακό δίκαιο

    Η πρώτη προσπάθεια ρύθμισης του ζητήματος της μεταβίβασης επιχείρησης σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης έλαβε χώρα το 1977 με την Οδηγία 77/187. Τροποποιήθηκε, στη συνέχεια, το 1998 με την Οδηγία 98/50. Κωδικοποιήθηκε, εν τέλει, με την, σήμερα ισχύουσα, 2001/23.

    Κεντρική στόχευση, ήδη, της πρώτης Οδηγίας (:77/187) αποτέλεσε η προστασία των εργαζομένων και η διατήρηση των θέσεων και των όρων εργασίας. Κι όλα τούτα στην  περίπτωση της μεταβολής στη διάρθρωση των επιχειρήσεων που διενεργείται μέσω μεταβιβάσεων επιχειρήσεων, εγκαταστάσεων ή τμημάτων εγκαταστάσεων ή επιχειρήσεων σε άλλους επιχειρηματίες. Επίσης, η σύγκλιση του επιπέδου προστασίας μεταξύ των δικαίων των κρατών μελών, η ρύθμιση, τελικά, μιας ενιαίας αγοράς.

    Σε πρόσφατες αποφάσεις του, όμως, το ΔΕΕ, αποκλίνοντας από την έως τότε πάγια νομολογία του, δέχεται ότι η Οδηγία επιδιώκει, επιπρόσθετα, και την προστασία των συμφερόντων του προσώπου που αποκτά την επιχείρηση. Έχει κρίνει, χαρακτηριστικά, πως η Οδηγία «…δεν έχει αποκλειστικό σκοπό τη διαφύλαξη, σε περίπτωση μεταβιβάσεως επιχειρήσεως, των συμφερόντων των εργαζομένων, αλλά επιδιώκει τη διασφάλιση δίκαιης ισορροπίας μεταξύ των συμφερόντων τους αφενός και των συμφερόντων του εκδοχέα, αφετέρου…» (ΔΕΕ, C-426/11, Alemo-Herron κ.λ.π.).

     

    Το εθνικό δίκαιο

    Η μέριμνα όμως του νομοθέτη για την προστασία των δικαιωμάτων των εργαζομένων, σε περίπτωση μεταβίβασης της επιχείρησης, εκδηλώθηκε από νωρίς (και) σε επίπεδο εθνικού δικαίου. Με τις διατάξεις, συγκεκριμένα, των άρθρων 6 §1 Ν. 2112/1920 και 9 §1 Β.Δ. 16/18.7.1920 που προβλέπουν, πως η με οποιονδήποτε τρόπο μεταβολή του προσώπου του εργοδότη δεν επηρεάζει την εφαρμογή των διατάξεων οι οποίες έχουν θεσπισθεί υπέρ των μισθωτών για την καταγγελία της σύμβασης εργασίας. Το άρθρο 8 Π.Δ. της 8.12.1928 όρισε πως, σε περίπτωση στράτευσης, όταν επέλθει μεταβολή του προσώπου του εργοδότη, οι υποχρεώσεις, που καθιερώνει το νομοθέτημα αυτό για τους εργοδότες, μεταβιβάζονται αυτοδικαίως στο νέο εργοδότη. Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 6 παρ. 2 Ν. 3239/1955, οι υποχρεώσεις και τα δικαιώματα που προκύπτουν από συλλογική σύμβαση εργασίας μεταβιβάζονται, αυτοδικαίως, στους διαδόχους του εργοδότη που δεσμεύονται απ’ αυτήν.

    Πέρα από τις παραπάνω αποσπασματικές ρυθμίσεις εκδόθηκε, αρχικά, το Π.Δ. 572/2002, προκειμένου η ελληνική νομοθεσία να εναρμονισθεί με την Οδηγία 77/187. Στη συνέχεια, ενόψει της νεότερης Οδηγίας 98/50, εκδόθηκε το ισχύον σήμερα Π.Δ. 178/2002 (που κατήργησε το προϊσχύσαν Π.Δ. 527/1988).

     

    Οι προϋποθέσεις της «μεταβίβασης επιχείρησης»

    Η Οδηγία 2001/23 προβλέπει ότι: «…θεωρείται ως μεταβίβαση, κατά την έννοια της παρούσας Οδηγίας, η μεταβίβαση μιας οικονομικής οντότητας που διατηρεί την ταυτότητά της, η οποία νοείται ως σύνολο οργανωμένων πόρων με σκοπό την άσκηση οικονομικής δραστηριότητας, είτε κυρίας είτε δευτερεύουσας» (άρθρο 1 §1 περ. β).

    Για να υπάρξει, λοιπόν, «μεταβίβαση επιχείρησης» και να έχει εφαρμογή η συγκεκριμένη Οδηγία και το Π.Δ. 178/2002, πρέπει να συντρέχουν οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

    (α) Η μεταβιβαζόμενη μονάδα θα πρέπει να συνιστά, πριν από την μεταβίβαση, «οικονομική οντότητα».

    (β) Ως προς την οικονομική αυτή οντότητα θα πρέπει να λάβει χώρα μεταβίβαση, η οποία προϋποθέτει αφενός την αλλαγή του φορέα της αφετέρου τη διατήρηση της ταυτότητάς της.

     

    Ο χαρακτηρισμός μιας μονάδας ως οικονομικής οντότητας

    Από το άρθρο 1 §1.β. της Οδηγίας και την πάγια νομολογία του ΔΕΕ, προκύπτει ότι δύο είναι τα στοιχεία που χαρακτηρίζουν μια μονάδα ως οικονομική οντότητα. Συγκεκριμένα:

    (α) θα πρέπει να πρόκειται για σύνολο οργανωμένων πόρων, δηλαδή ένα σύνολο που απαρτίζεται από ανθρώπινο δυναμικό, υλικά και άυλα στοιχεία και

    (β) το οργανωμένο σύνολο να επιδιώκει ορισμένο οικονομικό σκοπό (ακόμη και μη κερδοσκοπικό).

    Το ΔΕΕ έχει, επιπρόσθετα, κρίνει πως η μεταβίβαση θα πρέπει να αφορά μια, σε μόνιμη βάση, οργανωμένη οικονομική μονάδα. Η δραστηριότητα, δηλαδή, της τελευταίας δεν πρέπει να περιορίζεται στην εκτέλεση συγκεκριμένου, μόνον, έργου.

    Να επισημανθεί, επίσης, πως το ΔΕΕ έχει αποφανθεί, πως η οικονομική οντότητα δεν ταυτίζεται με την ίδια τη δραστηριότητα που αυτή ασκεί. Η παραδοχή αυτή οδηγεί στο συμπέρασμα ότι αν έχουμε μεταβίβαση δραστηριότητας δεν σημαίνει, το δίχως άλλο, πως υπάρχει και μεταβίβαση της οντότητας.

    Στην έννοια της οικονομικής οντότητας, εκτός από την επιχείρηση-συνολικά, εμπίπτουν και τα επιμέρους τμήματά της. Το τμήμα της επιχείρησης, όμως, πρέπει κατά το ΔΕΕ, να έχει λειτουργική αυτονομία χωρίς, κατ΄ ανάγκην, να απαιτείται να είναι πλήρης (ΔΕΕ, C-664/17, Ελληνικά Ναυπηγεία).

     

    Η έννοια της μεταβίβασης της οικονομικής οντότητας

    Αφού επιβεβαιωθεί η ύπαρξη της οικονομικής οντότητας, στη βάση των δύο, προαναφερόμενων, προϋποθέσεων, ακολουθεί ο έλεγχος της ύπαρξης της μεταβίβασης της. Συγκεκριμένα ελέγχεται:

    (α) Αν η μεταβιβαζόμενη οικονομική οντότητα διατηρεί την ταυτότητά της μετά τη μεταβίβαση.

    (β) Αν υπάρχει μεταβολή του φορέα της οικονομικής οντότητας. Αν, δηλαδή, αλλάζει ο υπεύθυνος της εκμετάλλευσης της επιχείρησης, χωρίς να ενδιαφέρει αν μεταβιβάζεται και η κυριότητά της.

     

    Η διατήρηση της ταυτότητας της οικονομικής οντότητας

    Σύμφωνα με τη νομολογία του ΔΕΕ, η κρίση για τη διατήρηση (ή μη) της ταυτότητας της οικονομικής οντότητας, εξαρτάται από τη συνολική εκτίμηση των συνθηκών καθεμιάς περίπτωσης. Στο παραπάνω πλαίσιο, το ΔΕΕ θεωρεί κάποια στοιχεία ως κρίσιμα για τη διαπίστωση της διατήρησης της ταυτότητας.

    Πρόκειται για:

    (i) τη μεταβίβαση ή μη υλικών στοιχείων (ενδ.: εξοπλισμός και εγκαταστάσεις),

    (ii) τη μεταβίβαση ή μη άυλων στοιχείων καθώς και την αξία τους (ενδ.: σήμα, διπλώματα ευρεσιτεχνίας, διακριτικοί τίτλοι),

    (iii) τη πρόσληψη ή μη σημαντικού μέρους εργατικού δυναμικού από το νέο επιχειρηματία,

    (iv) τη μεταβίβαση ή μη της πελατείας,

    (v) τον βαθμό ομοιότητας των δραστηριοτήτων, που ασκούνται πριν και μετά τη μεταβίβαση και

    (vi) τη διάρκεια της τυχόν διακοπής των συγκεκριμένων (υπό v) δραστηριοτήτων.

    Τα παραπάνω στοιχεία δεν είναι αναγκαίο να συντρέχουν σωρευτικά. Αντίθετα, λαμβάνονται υπόψη ως ενδείξεις στο πλαίσιο των ειδικότερων συνθηκών που ισχύουν σε καθεμιά, ξεχωριστή, περίπτωση.

    Κρίσιμο, πάντως, είναι να διακρίνουμε αν μεταβιβάζεται ένας οργανισμός που επιζεί της αλλαγής του φορέα του. Αντίθετα, αν απλώς εκποιούνται κάποια περιουσιακά στοιχεία της επιχείρησης, χωρίς να συνέχονται λειτουργικά μεταξύ τους, τότε μεταβίβαση δεν θεωρείται ότι λαμβάνει χώρα.

     

    Μεταβολή του φορέα της οικονομικής οντότητας

    Η μεταβίβαση επιχείρησης προϋποθέτει την μεταβολή του φορέα της. Ως φορέας της οικονομικής οντότητας νοείται το φυσικό ή νομικό πρόσωπο, το οποίο την εκμεταλλεύεται και τη λειτουργεί στο όνομα και για λογαριασμό του (1553/2002 ΑΠ). Ο φορέας της επιχείρησης συνιστά και τον εργοδότη των εργαζόμενων στην πρώτη. Όταν υπάρχει μεταβολή του φορέα μεταβάλλεται και ο εργοδότης.

     

    Συνέπειες από την μεταβίβαση επιχείρησης

    Η αυτοδίκαιη μεταβίβαση της εργασιακής σχέσης

    Σύμφωνα με το εθνικό μας δίκαιο (:άρθρο 4 §1 ΠΔ 178/2002), διά της μεταβιβάσεως της οικονομικής οντότητας-και από τον χρόνο διενέργειάς της, το σύνολο των (υφισταμένων) δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, που έχει ο μεταβιβάζων από τη σύμβαση (ή τη σχέση) εργασίας, μεταβιβάζονται στον διάδοχο. Πρόκειται για μια, από το νόμο, μεταβίβαση του συνόλου της εργασιακής σχέσης (1478/2006 ΑΠ). Από το χρονικό, λοιπόν, σημείο της μεταβίβασης, ο διάδοχος εργοδότης υπεισέρχεται αυτοδίκαια στη θέση του προηγούμενου (εργοδότη), όσον αφορά τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις που απορρέουν από τη σχέση εργασίας. Παράλληλα, με τη μεταβίβαση των εργασιακών σχέσεων, ο νέος εργοδότης υποχρεούται να τηρεί και τους όρους εργασίας που προβλέπονται από συλλογικές συμβάσεις εργασίας, διαιτητικές αποφάσεις και κανονισμούς εργασίας (:άρθρο 4 §2 Π.Δ. 178/2002).

     

    Η προστασία από τις απολύσεις

    Η μεταβίβαση επιχείρησης ή εγκατάστασης δεν συνιστά, καθ’ εαυτή, λόγο απόλυσης εργαζομένων (άρθρο 5 §1 ΠΔ 178/2002). Η συγκεκριμένη ρύθμιση εισάγει, επομένως, έναν αυτοτελή λόγο ακυρότητας της απόλυσης και συμπληρώνει τη προστασία που παρέχει η γενική ρύθμιση (:άρθρο 4 §1 ΠΔ 178/2002).

    Υποστηρίζεται, βέβαια, πως η διάταξη του άρθρου 5 §1 ΠΔ 178/2002 δεν απαγορεύει τις απολύσεις, όταν αυτές είναι συνέπεια της λήψης μέτρων, με σκοπό την ορθολογικότερη οργάνωση και την εξυγίανση της επιχείρησης, ενόψει της βελτίωσης των προοπτικών πώλησής της. Σε κάθε περίπτωση, όμως, η παράβαση του άρθρου 5 §1 από τον διάδοχο επιφέρει όλες τις συνέπειες της άκυρης καταγγελίας (υποχρέωση καταβολής μισθών υπερημερίας, αξίωση για πραγματική απασχόληση κλπ).

     

    Στον επιχειρηματία ανήκει, αυτονόητα, ο σχεδιασμός που αφορά το μέλλον της επιχείρησής του. Η από μέρους του όμως υιοθέτηση των βέλτιστων, κατ’ εκείνον-σχετικών, επιλογών δεν είναι, κατά βάση, χωρίς συνέπειες. Σημαντική θέση κατέχουν οι εργασιακές σχέσεις, μεταξύ των παραμέτρων εκείνων που, στο πλαίσιο αυτό, θα πρέπει να λάβει υπόψη του.

    Σημαντικό όμως να επισημάνουμε πως η υιοθέτηση της μιας ή της άλλης επιλογής δεν αφορά μόνον  τον επιχειρηματία που, ενδεχομένως, μεταβιβάζει την επιχείρησή του. Αφορά αντίστοιχα, ίσως και περισσότερο, τον επιχειρηματία που αποκτά.

    Κρίσιμη, στο πλαίσιο αυτό, αναδεικνύεται η αξιολόγηση των επιμέρους δεδομένων, στη βάση των παραδοχών που και παραπάνω αναφέρθηκαν. Απολύτως αναγκαία η απομείωση του «νομικού κινδύνου» και, κατ’ ακολουθίαν, η απομείωση του συναφούς επιχειρηματικού ρίσκου.

    Απολύτως αναγκαία, κατά τούτο, (και) η νηφάλια αξιολόγηση των (νομικών) δεδομένων, με σκοπό τη λήψη των βέλτιστων δυνατών (αυτονοήτως και περισσότερο διασφαλιστικών-για όλους) αποφάσεων.-

    Σταύρος Κουμεντάκης
    Managing Partner

     

    Υ.Γ. Συνοπτική έκδοση του άρθρου δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ, στις 23 Μαΐου 2021.

    Η πληροφόρηση που εμπεριέχεται στο παρόν άρθρο δεν συνιστά (ούτε και έχει σκοπό να αποτελέσει) νομική συμβουλή. Μια τέτοια νομική συμβουλή είναι δυνατό να παρασχεθεί μόνον από αρμόδιο δικηγόρο ο οποίος θα λάβει υπόψη του το σύνολο των δεδομένων που θα του εκθέσετε για την υπόθεσή σας. Αναλυτικά.

  • 27ος Διάπλους Αιγαίου – Υπερήφανοι Υποστηρικτές

    27ος Διάπλους Αιγαίου – Υπερήφανοι Υποστηρικτές

    Στο πλαίσιο του προγράμματος Εταιρικής Ευθύνης η KOUMENTAKIS AND ASSOCIATES LAW FIRM είναι φέτος περήφανος Υποστηρικτής της Ομάδας Αιγαίου κα του 27ου Διάπλου του Αιγαίου Πελάγους ο οποίος διεξάγεται από την Πέμπτη 13 Μαΐου έως την Δευτέρα 24 Μαΐου 2021.

    Η Ομάδα Αιγαίου

    Η Ομάδα Αιγαίου είναι μια Αστική Μη Κερδοσκοπική Εταιρεία, η οποία δραστηριοποιείται από το 1995 στα μικρά και ακριτικά νησιά του Αρχιπελάγους προσφέροντας, σε αμιγώς εθελοντική βάση, ιατρικές υπηρεσίες, έργα για αναβάθμιση υποδομών, ενημέρωση σε επίκαιρα θέματα καθώς  και διεξαγωγή πολιτιστικών δραστηριοτήτων. Η Ομάδα Αιγαίου έχει πάνω από 150 μέλη & δόκιμα μέλη, πάνω από 5.000 φίλοι και υποστηρικτές στην Ελλάδα και στο εξωτερικό, περισσότερους από 50 ιατρούς από 25 διαφορετικές ειδικότητες, 11 φουσκωτά σκάφη (προσφορά των μελών) για την εκτέλεση των αποστολών, 1 ειδικά διαμορφωμένο σκάφος Υποστήριξης Αποστολών, ενώ πάνω από 150 εταιρείες υποστηρίζουν το έργο της.

     

    Ο 27ος Διάπλους Αιγαίου

    Ο 27ος Διάπλους Αιγαίου θα διεξαχθεί στο διάστημα 13-24/5/2021. Η Ομάδα θα διανύσει περισσότερα από 435 ναυτικά μίλια και θα κάνει στάσεις σε 10 νησιά, σε 7 εκ των οποίων θα διενεργηθούν και ιατρικές, αιματολογικές και μικροβιολογικές εξετάσεις στους κατοίκους.

    Τα νησιά τα οποία θα επισκεφθεί η Ομάδα Αιγαίου στον 27ο Διάπλου είναι:
    • Επίσκεψη Φούρνους- Θύμαινα
    • Αγαθονήσι
    • Αρκοί
    • Λειψοί
    • Πάτμος
    • Επίσκεψη στην κυρά Ρήνη στην Κίναρο
    • Αμοργός
    • Φολέγανδρος
    • Κουφονήσι

    Κατά την διάρκεια του 27ου Διάπλου θα δωρηθεί εκπαιδευτικό και παιδαγωγικό υλικό στα σχολεία των νησιών, συνοδευόμενο από έργα υποδομής, ενώ θα πραγματοποιηθούν και πολιτιστικές εκδηλώσεις, πάντα σε εναρμονισμό με τα μέτρα πρόληψης της μετάδοσης του Covid-19. Πιο συγκεκριμένα θα παραδοθούν και τα κάτωθι έργα :

    • Ανακατασκευή πολυγηπέδου στο σχολείο των Φούρνων
    • Ράμπα ΑΜΕΑ ελεύθερη πρόσβαση στη θάλασσα στη Πάτμο
    • Ράμπα ΑΜΕΑ ελεύθερη πρόσβαση στη θάλασσα στην Ίο
    • Γήπεδο μπάσκετ στη Δονούσα
    • Γυμναστήριο στην Αρκεσίνη Αμοργού
    • Ειδικό σκέπαστρο ασθενοφόρου στο Πολυδύναμο Κέντρο Υγείας στους Λειψούς
    • Κατασκευή παιδικής χαράς στο Κουφονήσι σύμφωνα με τις ισχύουσες προδιαγραφές της Ευρωπαϊκής Ένωσης
  • Κορωνοϊός: Υποχρεωτικός ο εμβολιασμός εργαζομένων;

    Κορωνοϊός: Υποχρεωτικός ο εμβολιασμός εργαζομένων;

    AstraZeneca, Pfizer, Moderna, Johnson & Johnson, Sputnik, CoronaVac…: κυριαρχούν ήδη στη ζωή, στην ειδησεογραφία και τις συζητήσεις μας. Από τη μια πλευρά οι (ελάχιστοι-ευτυχώς) αρνητές τους κι από την άλλη όλοι εκείνοι που αδημονούν να εμβολιασθούν ή έχουν ήδη εμβολιαστεί. Στη μέση όσοι, ακόμα, προβληματίζονται. Μοιάζει φυσιολογικό που έχει ξεκινήσει η συζήτηση για τον υποχρεωτικό εμβολιασμό των εργαζομένων. Κι είναι μια συζήτηση έντονη και, ταυτόχρονα, παγκόσμια. Ας επιχειρήσουμε μια συνοπτική, νηφάλια πάντως, προσέγγισή του σχετικού θέματος.

     

    Το άνοιγμα της συζήτησης στη χώρα μας

    Η συζήτηση για την επιβολή της υποχρεωτικότητας του εμβολιασμού έχει ανοίξει, στην πραγματικότητα-χωρίς «τυμπανοκρουσίες», εδώ και περισσότερο από έναν χρόνο στη χώρα μας (:ν. 4675/2020, ΦΕΚ Α 54/11.3.20-που προέβλεπε τη δυνατότητα επιβολής εμβολιασμού «για την αποτροπή της διάδοσης νόσου»). Παραβλέποντας όμως το δεδομένο αυτό ο πρωθυπουργός το επανέφερε σε απολύτως πρόσφατη συνέντευξή του. Μεταξύ άλλων, ανέφερε:

    «…θεωρώ ότι η συζήτηση για τον υποχρεωτικό εμβολιασμό κάποιων κατηγοριών εργαζόμενων, ειδικά των υγειονομικών, πρέπει να ανοίξει. Δεν θέλω να κάνω τη συζήτηση αυτή τώρα, αλλά πιστεύω ότι τον Σεπτέμβρη – Οκτώβριο …θα πρέπει να συζητήσουμε πολύ σοβαρά και να συνομιλήσουμε και με τα υπόλοιπα κόμματα τον υποχρεωτικό εμβολιασμό κάποιων κατηγοριών, ειδικά των υγειονομικών».

    «…έχουμε συστήσει και μια καινούργια επιτροπή βιοηθικής …με υψηλοτάτου επιπέδου επιστήμονες … να γνωματεύσει …για την ηθική διάσταση του υποχρεωτικού εμβολιασμού σε κατηγορίες εργαζόμενων …ειδικά στους υγειονομικούς»

    Διευκρινίζει όμως, για την αποφυγή παρανοήσεων, πως: «…Κανείς εργοδότης δεν μπορεί να απολύσει έναν εργαζόμενο σε μια ιδιωτική επιχείρηση …επειδή ο εργαζόμενος θα επιλέξει να μην κάνει το εμβόλιο».

     

    Το νομοθετικό πλαίσιο στη χώρα μας

    Η υποχρεωτικότητα εμβολιασμού

    Το θέμα για την υποχρεωτικότητα εμβολιασμού κατά της λοίμωξης Covid-19 προβλέπεται στο άρθρο 4 § 3 περ. Αστ. iii.β. ν. 4675/2020: «β) Σε περιπτώσεις εμφάνισης κινδύνου διάδοσης μεταδοτικού νοσήματος, που ενδέχεται να έχει σοβαρές επιπτώσεις στη δημόσια υγεία, μπορεί να επιβάλλεται, με απόφαση του Υπουργού Υγείας, μετά από γνώμη της ΕΕΔΥ, υποχρεωτικότητα εμβολιασμού με σκοπό την αποτροπή της διάδοσης της νόσου. Με την ανωτέρω απόφαση ορίζονται η ομάδα του πληθυσμού ως προς την οποία καθίσταται υποχρεωτικός ο εμβολιασμός με καθορισμένο εμβόλιο, η τυχόν καθορισμένη περιοχή υπαγωγής στην υποχρεωτικότητα εμβολιασμού, το χρονικό διάστημα ισχύος της υποχρεωτικότητας του εμβολιασμού, το οποίο πρέπει πάντοτε να αποφασίζεται ως έκτακτο και προσωρινό μέτρο προστασίας της δημόσιας υγείας για συγκεκριμένη ομάδα του πληθυσμού, η ρύθμιση της διαδικασίας του εμβολιασμού και κάθε άλλη σχετική λεπτομέρεια».

    Δεν έχει, επί του παρόντος, εκδοθεί απόφαση του Υπουργού Υγείας, η οποία να καθορίζει ως υποχρεωτικό τον σχετικό εμβολιασμό. Με βάση όμως τις ως άνω πρωθυπουργικές αναφορές, δεν προβλέπεται να γίνει κάτι τέτοιο πριν το Φθινόπωρο.

     

    Η υποχρέωση προστασίας της υγείας των εργαζομένων (και όχι μόνον…)

    Οι εργοδότες υποχρεούνται να μεριμνούν για την υγεία των εργαζομένων τους. Είναι μια υποχρέωσή τους που απορρέει ευθέως από το νόμο (:«ο εργοδότης υποχρεούται να εξασφαλίζει την υγεία και την ασφάλεια των εργαζομένων…»-άρθρο 42 §1 ν. 3850/2010). Είναι όμως, ταυτόχρονα, μια παρεπόμενη υποχρέωσή τους (που απορρέει από την καλή πίστη) έναντι των λοιπών εργαζομένων.

    Και πέρα από το νόμο: δεν είναι χωρίς αξία η αιτιολόγηση της απόλυσης, στη βάση ηθικών αξιών, εκείνων που αρνούνται να εμβολιασθούν. Όταν, ιδίως, μιλάμε για εργαζόμενους σε ευαίσθητες, από τη φύση τους, δομές (λ.χ. νοσηλευτικά ιδρύματα ή γηροκομεία) η απάντηση μοιάζει περισσότερο ευχερής.

    Εύλογα πάντως θα μπορούσε κάποιος να υιοθετήσει τη θέση πως οι εργαζόμενοι που αρνούνται να εμβολιασθούν, παραβαίνουν την παρεπόμενη υποχρέωση προστασίας της υγείας των συναδέλφων τους. Πολύ περισσότερο εκείνων που καλούνται να φροντίσουν (ασθενείς, ηλικιωμένοι, κλπ)

     

    «Εικόνες» από τις ΗΠΑ, Γερμανία και Ιταλία

    ΗΠΑ: Ξεχωριστό ενδιαφέρον παρουσιάζει η από 16.12.20 Οδηγία της Επιτροπής Ίσων Ευκαιριών Απασχόλησης των ΗΠΑ (:Equal Employment Opportunity Commission). Οι εργοδότες, σύμφωνα με αυτήν, δικαιούνται να αξιώνουν από τους εργαζομένους τους να εμβολιαστούν. Οφείλουν, όμως, να εξαιρούν ανθρώπους που κωλύονται να εμβολιαστούν είτε για λόγους υγείας είτε για θρησκευτικούς λόγους. Για τους τελευταίους πρέπει να εξεύρουν τρόπους διευθέτησης της εργασίας (λ.χ. τηλεργασία), ώστε να μειωθούν τυχόν κίνδυνοι από τον μη εμβολιασμό. Εκτός αν από τη διευθέτηση αυτή, οι εργοδότες επωμίζονται σημαντικό βάρος (λ.χ. οικονομικό).

    Γερμανία: Από τις πρώτες μέρες του 2021 ο πρωθυπουργός της Βαυαρίας κ. Μάρκους Ζέντερ εισηγούνταν υπέρ του υποχρεωτικού εμβολιασμού κατά του κορωνοϊού για ορισμένες ομάδες εργαζομένων. Ενδεικτικά για το νοσηλευτικό προσωπικό σε νοσοκομεία και γηροκομεία. Η πρότασή του προκάλεσε έντονες αντιδράσεις. Μεταξύ των αντιδρούντων και ο Υπουργός Εργασίας, κ. Χουμπέρτους Χάιλ. Στους αντιδρούντες γρήγορα προστέθηκαν η κυβέρνηση, η αντιπολίτευση και οι συνδικαλιστές. Όλοι, φαίνεται, πως άρχισαν να τον «πετροβολούν».

    Ιταλία: Σε δικαστικό, πάντως, επίπεδο πρωτοπόρος αναδεικνύεται η Ιταλία. Λογικό εξάλλου αν αναλογιστεί κανείς το πλήγμα που υπέστη από την πανδημία. Νοσηλευτές σε δύο δομές νοσηλείας και περίθαλψης ηλικιωμένων ασθενών στο Veneto της Ιταλίας, αρνήθηκαν να εμβολιαστούν. Ο εργοδότης τους έθεσε σε υποχρεωτική άδεια με αποδοχές. Οι νοσηλευτές προσέφυγαν στο Δικαστήριο ζητώντας την επιστροφή στην εργασία τους. Το δικαστήριο απέρριψε την αίτησή τους. Κεντρικό (και πάντως ιδιαίτερα ενδιαφέρον) σκεπτικό της «επικύρωσης» της θέσης τους σε υποχρεωτική άδεια, αποτέλεσε η προστασία των ίδιων των εργαζομένων από τον κίνδυνο να νοσήσουν από λοίμωξη Covid-19, εξαιτίας της επαφής τους με τους νοσηλευόμενους και τους επισκέπτες-συνοδούς τους στις δομές.

     

    Οι πρώτες καταγγελίες συμβάσεων εργασίας στη χώρα μας

    Αποτελούν, ήδη, γεγονός στη χώρα μας οι δύο πρώτες καταγγελίες συμβάσεων εργασίας λόγω άρνησης εμβολιασμού.

    Η πρώτη περίπτωση αφορά καταγγελία σύμβασης εργασίας φυσικοθεραπευτή, εργαζόμενου σε γηροκομείο στην Ηλεία. Ο τελευταίος αρνήθηκε να εμβολιαστεί. Η σύμβαση εργασίας του καταγγέλθηκε εξαιτίας της συγκεκριμένης άρνησής του, με την αιτιολογία της ανάγκης προστασίας των ηλικιωμένων του γηροκομείου.

    Η δεύτερη, τέτοιας φύσης, καταγγελία αφορά στη σύμβαση εργασίας μιας εργαζόμενης σε φιλανθρωπικό ίδρυμα στην Κρήτη. Η συγκεκριμένη εργαζόμενη, σύμφωνα με τα σχετικά δημοσιεύματα, ζήτησε χρόνο, προκειμένου να εξετάσει το ενδεχόμενο του εμβολιασμού. Και εκείνη, τελικά, απολύθηκε.

     

    Η συνδρομή της υφιστάμενης νομολογίας

    Ζητήματα που άπτονται του υποχρεωτικού εμβολιασμού έχουν απασχολήσει σε πρόσφατες αποφάσεις τους τόσο το ΣτΕ όσο και το ΕΔΔΑ. Οι συγκεκριμένες  υποθέσεις, ωστόσο, αφορούσαν την άρνηση εμβολιασμού νηπίων και τη νομιμότητα της άρνησης αποδοχής ή εγγραφής τους στον παιδικό σταθμό ή το νηπιαγωγείο, αντίστοιχα. Το σκεπτικό και διατακτικό, εντούτοις, των ανωτέρων αποφάσεων μας δίνει κάποιες πρώτες απαντήσεις στα ερωτήματα σχετικά με την υποχρεωτικότητα ή μη του εμβολιασμού.

     

    Η υπ’ αριθμ. 2387/2020 απόφαση του ΣτΕ

    Γονείς απευθύνθηκαν στο ΣτΕ ζητώντας την ακύρωση απόφασης του Δήμου Δράμας για τη διαγραφή τεσσάρων ανεμβολίαστων νηπίων τους από τους παιδικούς σταθμούς του Δήμου. Αιτιολογία της απόφασης του Δήμου ήταν η άρνηση των γονέων των νηπίων να συμμορφωθούν στις επανειλημμένες υποδείξεις της παιδιάτρου των παιδικών σταθμών για την εκκίνηση του προγράμματος των εμβολιασμών. Το ΣτΕ, με την υπ’ αριθμ. 2387/2020  απόφασή του, απέρριψε την αίτηση των γονέων. Ο Δήμος δικαιώθηκε.

    Η συγκεκριμένη απόφαση παρέχει κατευθυντήριες γραμμές στην προσπάθεια αναζήτησης της υποχρεωτικότητας ή μη του εμβολιασμού στους χώρους εργασίας. Επίσης για τη νομιμότητα της (συνακόλουθης) καταγγελίας σύμβασης εργασίας σε περίπτωση άρνησης εμβολιασμού.

    Και τούτο γιατί, όπως γίνεται δεκτό, στην απόφαση αυτή: «Το μέτρο του εμβολιασμού, καθ’ εαυτό, συνιστά σοβαρή μεν παρέμβαση στην ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας και στην ιδιωτική ζωή του ατόμου και δη στη σωματική και ψυχική ακεραιότητα αυτού, πλην όμως συνταγματικώς ανεκτή, υπό τις ακόλουθες προϋποθέσεις: α) ότι προβλέπεται από ειδική νομοθεσία, υιοθετούσα πλήρως τα έγκυρα και τεκμηριωμένα επιστημονικά, ιατρικά και επιδημιολογικά πορίσματα στον αντίστοιχο τομέα και β) ότι παρέχεται δυνατότητα εξαίρεσης από τον εμβολιασμό σε ειδικές ατομικές περιπτώσεις, για τις οποίες αυτός αντενδείκνυται.».

    Ξεχωριστό, μάλιστα, ενδιαφέρον παρουσιάζει η σκέψη της εν λόγω απόφασης, βάσει της οποίας, η άρνηση εμβολιασμού παραβιάζει την αρχή της ισότητας. Παραβίαση της αρχής της ισότητας υφίσταται όταν πρόσωπο αξιώνει το μη εμβολιασμό του επικαλούμενο ότι «δεν διατρέχει ατομικό κίνδυνο, εφόσον διαβιώνει σε ασφαλές περιβάλλον οφειλόμενο στο γεγονός ότι τα άλλα πρόσωπα του περιβάλλοντός του έχουν εμβολιαστεί».

     

    ΕΔΔΑ: Η υπόθεση Vavřička και λοιποί κατά Τσεχικής Δημοκρατίας

    Στην  υπόθεση Vavřička και λοιποί κατά Τσεχικής Δημοκρατίας, το τμήμα ευρείας συνθέσεως του ΕΔΔΑ (:Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου), έκρινε τον υποχρεωτικό εμβολιασμό των παιδιών στην Τσεχία σύμφωνο με την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ). Συγκεκριμένα, με την απολύτως πρόσφατη (από 8.4.21) απόφαση του, αξιολόγησε πως δεν υφίσταται παράβαση του άρθρου 8 της ΕΣΔΑ, το οποίο κατοχυρώνει το δικαίωμα σεβασμού της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής.

    Όπως, ειδικότερα, επισημαίνει το ΕΔΔΑ, ο υποχρεωτικός εμβολιασμός εντάσσεται καταρχήν στο πλαίσιο προστασίας και σεβασμού της ιδιωτικής ζωής κατά το άρθρο 8 της ΕΣΔΑ, καθώς συνιστά μια χωρίς συναίνεση ιατρική επέμβαση. Στην υπό κρίση περίπτωση, ωστόσο, δεν έλαβε χώρα κάποιος υποχρεωτικός εμβολιασμός. Αξιολόγησε, όμως, πως εκείνοι που είναι νομικά υπεύθυνοι για τον εμβολιασμό νηπίων και αρνούνται να συμμορφωθούν, θα πρέπει να αντιμετωπίσουν τις συνέπειες της άρνησής τους. Οι συνέπειες αυτές, στην προκείμενη περίπτωση, συνίσταντο στην άρνηση της πρόσβασης των νηπίων στην προσχολική εκπαίδευση καθώς και στην επιβολή προστίμου στον γονέα που αρνήθηκε να εμβολιάσει τα παιδιά του.

    Η συγκεκριμένη απόφαση προσεγγίζει από μια διαφορετική οπτική το θέμα για την υποχρεωτικότητα εμβολιασμού. Από την οπτική δηλ. των εννόμων συνεπειών που αντιμετωπίζει εκείνος που αρνείται τον εμβολιασμό.

    Το ΕΔΔΑ, εξετάζοντας, στη συγκεκριμένη περίπτωση, τον σκοπό, το πεδίο εφαρμογής και τις προβλεπόμενες εξαιρέσεις του επιβαλλόμενου μέτρου, προχώρησε σε έλεγχο αναλογικότητας. Έκανε μεν δεκτό ότι η ασφάλεια και η αποτελεσματικότητα των εμβολίων δεν είναι εγγυημένη, αποφάνθηκε, ωστόσο, ότι οι προβλεπόμενες, κατά το δίκαιο της Τσεχίας, συνέπειες σε περίπτωση άρνησης εμβολιασμού, τελούν σε σχέση αναλογικότητας με τον στόχο της προστασίας των πολιτών από σοβαρούς κινδύνους που αφορούν τη δημόσια υγεία.

     

    Όπως και εισαγωγικά αναφέρθηκε, η συζήτηση για την υποχρεωτικότητα (ή μη) του εμβολιασμού στους εργαζόμενους είναι και παγκόσμια και έντονη. Κι όσο περνά ο καιρός θα γίνεται, με βεβαιότητα, εντονότερη.

    Το θέμα απασχολεί και τις επιχειρήσεις και τους εργαζόμενους. Και, εν τέλει, όλους μας.

    Το νομοθετικό πλαίσιο στη χώρα μας είναι ήδη έτοιμο για την επιβολή (υπό όρους) υποχρεωτικότητας στον εμβολιασμό. Μια υπουργική απόφαση απομένει. Με βάση όμως τις πρόσφατες πρωθυπουργικές αναφορές, δεν θα πρέπει να την αναμένουμε πριν από το Φθινόπωρο. Μέχρι την έκδοσή της πάντως, οι εργοδότες δεν δικαιούνται να καταγγείλουν συμβάσεις εργασίας εργαζομένων τους εξαιτίας της άρνησής τους να εμβολιασθούν.

    (Ότ)αν όμως εκδοθεί μια τέτοια Υπουργική Απόφαση, το ΣτΕ μας έχει ήδη προϊδεάσει πως δεν θα πρέπει να αναμένουμε την ακύρωσή της.

    Κι αν οι παραπονούμενοι σκέπτονται να επικαλεστούν παραβίαση δικαιωμάτων από την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου, το αρμόδιο δικαστήριο (:ΕΔΔΑ) μας έχει, επίσης, προϊδεάσει για τη θέση του.

    Ευτυχώς.-

    Σταύρος Κουμεντάκης
    Managing Partner

    Υ.Γ. Συνοπτική έκδοση του άρθρου δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ, στις 9 Μαΐου 2021.

    Η πληροφόρηση που εμπεριέχεται στο παρόν άρθρο δεν συνιστά (ούτε και έχει σκοπό να αποτελέσει) νομική συμβουλή. Μια τέτοια νομική συμβουλή είναι δυνατό να παρασχεθεί μόνον από αρμόδιο δικηγόρο ο οποίος θα λάβει υπόψη του το σύνολο των δεδομένων που θα του εκθέσετε για την υπόθεσή σας. Αναλυτικά.

  • Τουρισμός: Ξενοδόχοι vs Τουριστικοί πράκτορες (:η ρύθμιση των μεταξύ τους σχέσεων)

    Τουρισμός: Ξενοδόχοι vs Τουριστικοί πράκτορες (:η ρύθμιση των μεταξύ τους σχέσεων)

    Μετά από ένα καταστροφικό (και για τον ελληνικό τουρισμό) 2020, προσβλέπουμε με περίσσεια ελπίδα (και συγκρατημένες προσδοκίες) στο 2021. Στόχος; Η μερική αποκατάσταση των (δραματικών) συνεπειών της πανδημίας.  Λόγω του μεγέθους του συγκεκριμένου κλάδου στη χώρα μας αλλά και της συνακόλουθης συμβολής του στην ελληνική οικονομία, θα αναμέναμε επαρκείς ρυθμίσεις όσον αφορά (και) τις κρίσιμες σχέσεις μεταξύ των ξενοδόχων και των τουριστικών πρακτόρων.

    Είναι, όμως, έτσι;

     

    Η συμβολή του τουρισμού στην Ελληνική Οικονομία

    Αν κάποιος αναζητούσε στοιχεία για τη συμβολή του τουρισμού στην ελληνική οικονομία θα έπρεπε μάλλον να ανατρέξει στο τελευταίο (ομαλό) έτος: το 2019.

    Με βάση, λοιπόν, σχετική μελέτη του ΣΕΤΕ, η άμεση συνεισφορά του τουρισμού στην οικονομία της χώρας εκτιμάται για το 2019 σε € 23,4 δισ.-μέγεθος που αντιστοιχεί στο 12,5% του ΑΕΠ. Αν μάλιστα συνυπολογίσουμε και τα πολλαπλασιαστικά οφέλη, η συνολική συνεισφορά του τουρισμού στην οικονομία της χώρας μας για το 2019 εκτιμάται μεταξύ € 51,6 και € 62,1 δισ.  (:27,5% έως 33,1% του ΑΕΠ).

    Τα μεγέθη αυτά είναι, αλήθεια, συγκλονιστικά. Αντίστοιχη και η σημασία του τουρισμού στην ελληνική οικονομία.

     

    Το «πάθος» μας για την πολυνομία και την υπερρύθμιση

    Είναι γνωστό πως η χώρα μας πάσχει από πολυνομία και υπερρύθμιση. Βρισκόμαστε απέναντι σε απίστευτο αριθμό νομοθετικών ρυθμίσεων. Με εντυπωσιακές, μάλιστα, λεπτομέρειες. Αρκεί να ρίξει κάποιος μια ματιά στην ΚΥΑ που εκδίδεται σε εβδομαδιαία βάση για τη ρύθμιση θεμάτων σχετικών με την σε εξέλιξη πανδημία (:«Έκτακτα μέτρα προστασίας της δημόσιας υγείας από τον κίνδυνο περαιτέρω διασποράς του κορωνοϊού COVID-19 στο σύνολο της Επικράτειας…»), προκειμένου να αντιληφθεί του λόγου το αληθές.

    Τι συμβαίνει όμως με τα θέματα που αναφύονται στη συγκεκριμένη «βαριά βιομηχανία» της χώρας μας; Τι συμβαίνει με τα θέματα που αναφύονται από τη σχέση των ξενοδόχων και τους πράκτορες;

     

    «Ξενοδοχειακή σύμβαση» vs σύμβαση «ξενίας»

    Οι σχέσεις του ξενοδόχου με τον ξενοδοχειακό πράκτορα (ή το τουριστικό γραφείο) διέπονται από μια ιδιαίτερη σύμβαση: αυτή που συνηθίζουμε να αποκαλούμε «ξενοδοχειακή σύμβαση».

    Με τον συγκεκριμένο όρο (:«ξενοδοχειακή σύμβαση»-μεταφορά του διεθνώς χρησιμοποιούμενου όρου «Hotel Contract») αναφερόμαστε στη γραπτή (συνήθως) σύμβαση, με την οποία ο ξενοδόχος αναλαμβάνει την υποχρέωση έναντι του ξενοδοχειακού πράκτορα (ή τουριστικού γραφείου) να παράσχει ξενοδοχειακές υπηρεσίες. Οι συγκεκριμένες υπηρεσίες είναι δυνατό να αναφέρονται σε μια ή περισσότερες τουριστικές περιόδους. Είναι επίσης δυνατό να αναφέρονται είτε σε συγκεκριμένο είτε σε προσδιορισμένο (κατ’ ανώτατο ή/και κατώτατο) αριθμό/ποσοστό εναλλασσόμενων πελατών του πράκτορα.

    Οι σχέσεις, αντίθετα, του ξενοδόχου με τον πελάτη του διέπονται από μια διαφορετικού είδους σύμβαση. Όταν, με άλλα λόγια, συμφωνούμε, ως πελάτες, τη μίσθωση ενός ή περισσοτέρων δωματίων σε ένα ξενοδοχείο, μιλάμε για σύμβαση «ξενίας». Θα περιοριστούμε, στο παρόν, στα θέματα και αντιμετώπιση της ξενοδοχειακής σύμβασης.

     

    Η ξενοδοχειακή σύμβαση

    Δύο είναι, κατά βάση, οι μορφές της συγκεκριμένης σύμβασης, ανάλογα με τον αντικείμενο της: η σύμβαση εγγυημένης κράτησης και η σύμβαση «allotment».

     

    Η σύμβαση εγγυημένης κράτησης

    Είναι μια οριστική και «ξεκάθαρη», θα λέγαμε, συμφωνία ανάμεσα στον πράκτορα και τον ξενοδόχο. Ο τελευταίος (:ξενοδόχος) στην περίπτωση αυτή, αποδέχεται να παραχωρήσει, αντί συγκεκριμένου τιμήματος, συγκεκριμένο αριθμό καταλυμάτων και ξενοδοχειακές υπηρεσίες στους πελάτες του πράκτορα. Η χρονική περίοδος της μεταξύ τους συμφωνίας είναι, κατά κανόνα, ορισμένη.

    Ο επιχειρηματικός κίνδυνος στη σύμβαση εγγυημένης κράτησης, μεταφέρεται από τον ξενοδόχο στον πράκτορα. Ο πράκτορας οφείλει να καταβάλει το τίμημα που συμφωνήθηκε ανεξάρτητα να θα καταφέρει (ή όχι) να αξιοποιήσει τα καταλύματα που συμφώνησε. Λογικά απομειωμένο και το οφειλόμενο αντάλλαγμα από μέρους του πράκτορα.

     

    Η σύμβαση «allotment»

    Με τη συγκεκριμένη μορφή σύμβασης τα πράγματι μοιάζουν λιγότερο «βέβαια». Ο ξενοδόχος και ο πράκτορας δεν αναλαμβάνουν οριστικές υποχρεώσεις όσον αφορά το συμφωνημένο αριθμό καταλυμάτων. Συμφωνούν, αντίθετα, σε προσδιορισμό δύο ακραίων ποσοτικών ορίων (ενός ανώτατου και ενός κατώτατου), μέσα σε μια ή περισσότερες χρονικές περιόδους αναφοράς.

    Ο ξενοδόχος, στην περίπτωση αυτή, οφείλει να διατηρεί δεσμευμένο για τον πράκτορα το ανώτατο όριο κλινών που έχει συμφωνηθεί. Ο πράκτορας, από την άλλη, υποχρεούται να καλύψει  το κατώτατο όριο κλινών και να καταβάλει το αντίστοιχο μίσθωμα. Αν καλύψει λιγότερες κλίνες το οφειλόμενο, από μέρους του, ποσό θα είναι εκείνο που αντιστοιχεί στο κατώτερο όριο των συμφωνημένων κλινών. Αν καλύψει παραπάνω κλίνες από το κατώτερο όριο θα υποχρεούται να καταβάλει το, αντίστοιχο, υπερβάλλον.

    Γίνεται εύκολα αντιληπτό, επομένως, πως ο επιχειρηματικός κίνδυνος στη σύμβαση allotment μεταφέρεται στον ξενοδόχο. Ο τελευταίος μπορεί να βρεθεί αντιμέτωπος με την πιθανότητα της μη πλήρωσης των κλινών του ξενοδοχείου του, σε περίπτωση που ο τουριστικός πράκτορας δεν μπορέσει να καλύψει το (προσδοκώμενο) ανώτατο όριο.

     

    Οι υφιστάμενες (ελλείπουσες ή ανεπαρκείς) ρυθμίσεις

    Προκύπτει, από τα παραπάνω, ως προφανής η ξεχωριστή σημασία της ξενοδοχειακής σύμβασης για τον κλάδο του τουρισμού, για τα αμέσως και εμμέσως εμπλεκόμενα πρόσωπα αλλά και, εν τέλει, για την εθνική οικονομία.

    Παρά την ξεχωριστή, όμως, αυτή σημασία, η ξενοδοχειακή σύμβαση δεν απολαμβάνει αυτοτελή ρύθμιση στο ελληνικό δικαιϊκό σύστημα. Αποσπασματικές (και πάντως ατελείς και ατελέσφορες) είναι οι ρυθμίσεις της και οι σχετικές προσπάθειες. Με την υπ’ αριθμ. 503007/1976 κανονιστική διοικητική πράξη του Γενικού Γραμματέα του ΕΟΤ (στο εξής: Κανονισμός) επιχειρήθηκε η διαχείριση του συγκεκριμένου θέματος. Απέκτησε εκ των υστέρων,  και αναδρομικά, ισχύ νόμου (:άρθρο 8 ν. 1652/1986).  Ο εν λόγω Κανονισμός, ωστόσο, δεν παρουσιάζει ούτε νομοτεχνική αρτιότητά ούτε και λεκτική ακρίβεια. Επιπρόσθετα: δεν περιέχει ρητή αναφορά στη σύμβαση εγγυημένης κράτησης ενώ ελλιπώς διαχειρίζεται τη σύμβαση allotment.

     

    Οι ισχύουσες ρυθμίσεις

    Καθώς ελλείπουν, κατά τα προαναφερθέντα, ασφαλείς ρυθμίσεις για την ξενοδοχειακή σύμβαση, αναγκαζόμαστε να προστρέξουμε στις εξαιρετικά περιορισμένες και, δυστυχώς, ατελείς ρυθμίσεις του Κανονισμού και, συμπληρωματικά, στις γενικώς ισχύουσες ρυθμίσεις του Αστικού Κώδικα και σε μια δικαστική απόφαση (39/97 ΟλΑΠ). Ενδεικτικά:

    Για τις περιπτώσεις της προσυμβατικής ευθύνης του πράκτορα και του ξενοδόχου αλλά και της αθέτησης της υποχρέωσης του πράκτορα για την καταβολή του μισθώματος που συμφωνήθηκε, θα ανατρέξουμε στον Αστικό Κώδικα (197, 198 ΑΚ).

    Για την περίπτωση της μη καταβολής του μισθώματος, σύμφωνα με όσα συμφωνήθηκαν, θα προστρέξουμε στον Αστικό Κώδικα επίσης (340επ., 383, 387 §1 ΑΚ).

    Για την περίπτωση της μη παραλαβής ή πρόωρης απόδοσης των καταλυμάτων από μέρους του πράκτορα, για την άσκηση του δικαιώματος ακύρωσης [και το συναφές θέμα της οφειλής (ή μη) μειωμένου (ή του όλου) μισθώματος] θα ανατρέξουμε, ενδεικτικά, στον Κανονισμό (άρθρο 12 §3, 13 §1) και στις θέσεις που υιοθετεί η 38/1997 ΟλΑΠ-ενδεχομένως και στη διάταξη του άρθρου 596 εδ. β΄ΑΚ).

    Για την περίπτωση της ύπαρξης ή μη ανωτέρας βίας και των συνεπειών της θα ανατρέξουμε στον Αστικό Κώδικα (άρ. 596 εδ. α΄ ΑΚ) αλλά και στον Κανονισμό (άρθρο 8 §3).

    Αντίστοιχες, εργώδεις, προσπάθειες θα πρέπει να καταβάλλουμε για τη διαχείριση θεμάτων που προκύπτουν από παρεπόμενες υποχρεώσεις (καλής χρήσης του καταλύματος, πίστης και μη ανταγωνισμού, ενημέρωσης κλπ.). Δεδομένης όμως της έλλειψης σαφών ρυθμίσεων, πάντοτε σε ελλιπώς ασφαλή συμπεράσματα θα καταλήγουμε.

     

    Οι νομοθετικές ρυθμίσεις των σχέσεων ξενοδόχου-ξενοδοχειακού πράκτορα είναι εντυπωσιακά ελλιπείς και, σε σημαντικό βαθμό, προβληματικές˙ αντιστρόφως ανάλογης, πάντως, αξίας με τη σημασία του τουρισμού για τη χώρα μας και την εθνική της οικονομία. Αντιστρόφως ανάλογες, επίσης, με το μέγεθος (και εύρος) των προβλημάτων που καλούνται να διαχειριστούν τόσο οι ξενοδόχοι όσο και οι ξενοδοχειακοί πράκτορες.

    Ευκταίο θα ήταν να μην αναγκαζόμασταν να προστρέξουμε σε ένα προβληματικό, αόριστο και ελλιπές νομοθέτημα, στις γενικής φύσεως ρυθμίσεις του Αστικού Κώδικα, στη νομολογία του Αρείου Πάγου ή/και στις απόψεις της θεωρίας.

    Ευκταίο θα ήταν να μπορούσαμε να προστρέξουμε σε σαφείς νομοθετικές ρυθμίσεις ικανές να αντιμετωπίσουν την πληθώρα των θεμάτων που αναφύονται στο σημαντικότερο (καλώς ή κακώς) κομμάτι της ελληνικής οικονομίας.

    Ας αντιμετωπίσουμε την τρέχουσα προβληματική (και για τον τουρισμό) περίοδο ως ευκαιρία να διαχειριστούμε τέτοιας φύσης και σημασίας προβλήματα. Να θεσπίσουμε τα αναγκαία (και πολύτιμα) νομοθετήματα.

    Ευκταίο, εν τέλει, και για την εθνική μας οικονομία.

    Μέχρι τότε: Αναγκαίο το βάρος της διαχείρισης των σημαντικών (και, συχνά, ιδιαίτερα σημαντικής οικονομικής αξίας) θεμάτων να αναλαμβάνουν συμβάσεις που με λεπτολόγο διάθεση θα τα προσεγγίζουν.

    Σταύρος Κουμεντάκης
    Managing Partner

     

    Σημ.: Για την συγγραφή του άρθρου συμπεριλήφθηκαν στοιχεία (και) από μεταπτυχιακή εργασία της Χριστίνας Αθανασιάδου-Junior Associate της Koumentakis & Associates Law Firm

    Υ.Γ. Συνοπτική έκδοση του άρθρου δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ, στις 1-2 Μαΐου 2021.

    Η πληροφόρηση που εμπεριέχεται στο παρόν άρθρο δεν συνιστά (ούτε και έχει σκοπό να αποτελέσει) νομική συμβουλή. Μια τέτοια νομική συμβουλή είναι δυνατό να παρασχεθεί μόνον από αρμόδιο δικηγόρο ο οποίος θα λάβει υπόψη του το σύνολο των δεδομένων που θα του εκθέσετε για την υπόθεσή σας. Αναλυτικά.

  • Χρηματοδότηση Μικρομεσαίων Επιχειρήσεων και Χρηματιστήριο

    Χρηματοδότηση Μικρομεσαίων Επιχειρήσεων και Χρηματιστήριο

    Αποτελεί κοινό τόπο πως οι Μικρομεσαίες Επιχειρήσεις (:ΜΜΕ) χρειάζονται στήριξη για την επιβίωση και ανάπτυξή τους-ιδίως υπό τις παρούσες συνθήκες. Χρειάζονται, προεχόντως, χρηματοδότηση. Διαπιστώσαμε ήδη πως η ευρωπαϊκή και η εθνική μας οικονομία είναι, χωρίς αμφιβολία, τραπεζοκεντρικές. Κι αυτό είναι κάτι που επιβάλλεται, για πολλούς λόγους, να αλλάξει. Οι τράπεζες ούτε μπορούν ούτε θέλουν (ούτε όμως και ενδείκνυται) να αναλάβουν το βάρος της χρηματοδότησης των επιχειρήσεων που τη χρειάζονται. Τόσο η οικονομία όσο και οι ΜΜΕ, ιδίως, έχουν (αδήριτη) ανάγκη να ενεργοποιηθούν και αξιοποιήσουν περισσότερες, διαφορετικές, πηγές χρηματοδότησης. Μια από αυτές, αναμφίβολα, και οι κεφαλαιαγορές-το χρηματιστήριο. Τα στοιχεία της ΕΕ μας δείχνουν πως μόνο το 10%(!) της εξωτερικής χρηματοδότησης των ευρωπαϊκών ΜΜΕ (δηλ. από τρίτες-εκτός της εταιρείας πηγές) προέρχεται από τις κεφαλαιαγορές. Η ΕΕ, μολονότι με αργούς ρυθμούς, εργάζεται ήδη προς την κατεύθυνση της υποβοήθησης των ΜΜΕ στα πρώτα, σχετικά, βήματά τους.

    Ας ρίξουμε μια ματιά, επί του παρόντος, στις διεργασίες που λαμβάνουν χώρα σε ευρωπαϊκό επίπεδο όσον αφορά την υποβοήθηση των ΜΜΕ στα πρώτα βήματά τους στον μαγικό(;) κόσμο των κεφαλαιαγορών.

     

    Οι παραδοχές της ΕΕ για τις ΜΜΕ

    «Υπάρχουν 24 εκ. ΜΜΕ στην ΕΕ των 27.  Εκπροσωπούν την ραχοκοκαλιά της οικονομίας. Δημιουργούν περισσότερο από το μισό του ΑΕΠ της ΕΕ ενώ ταυτόχρονα απασχολούσαν περισσότερους από 100εκ. υπαλλήλους πριν από την έναρξη της πανδημίας». «Θα πρέπει να θεωρήσουμε δεδομένη, στη βάση αυτή, και υπό το φως της κρίσης του Covid, την αναγκαιότητα της αναθεώρησης της Στρατηγικής για τις ΜΜΕ» που «αποφασίστηκε στις 10.3.20-μια μόλις μέρα πριν ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας σημάνει συναγερμό για την πανδημία του Covid-19» (:Δελτίο Τύπου της 13.11.20 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου).

    Ουδεμία  αμφισβήτηση επιδέχονται οι συγκεκριμένες, από τα πλέον επίσημα χείλη, παραδοχές. Τα δεδομένα μάλιστα που εμπεριέχουν είναι που καθιστούν αναγκαία την ενεργοποίηση όλων μας. Προεχόντως όμως της ΕΕ. Αυτονοήτως και της εθνικής μας κυβέρνησης.

     

    Ο «γολγοθάς» των χρηματιστηρίων

    Η πορεία των δημόσιων προσφορών στις Ευρωπαϊκές Κεφαλαιαγορές

    Ας ρίξουμε μια ματιά στις αρχικές δημόσιες προσφορές της τελευταίας δεκαετίας (2009-2019) στην Ευρώπη:

    Μόνον ανθούσα δεν θα ήταν δυνατό να χαρακτηρίσουμε, λοιπόν, την πορεία τους (των αρχικών δημόσιων προσφορών) κατά την τελευταία δεκαετία. Τούτο αντανακλά όμως και το ενδιαφέρον των επιχειρήσεων για εισαγωγές των μετοχών τους σε ρυθμιζόμενες αγορές. Αντίστοιχα και των επενδυτών για τις κεφαλαιαγορές.

     

    Η πορεία του ελληνικού χρηματιστηρίου κατά την τελευταία 20ετία

    Την άνθηση (αλλά και) φρενίτιδα του ελληνικού χρηματιστηρίου, που είχε τη γνωστή (τεχνικά και λογικά αναμενόμενη) κατάρρευση του 1999, ακολούθησε η συρρίκνωση της επόμενης εικοσαετίας.

    Ας ρίξουμε και μια συνολική-συνοπτική ματιά στα εξαιρετικά ενδιαφέροντα στοιχεία του Χρηματιστηρίου Αθηνών, από την 1.1.2000-έως 26.3.21 (που ευγενικά μας παρέσχε και με την άδειά του δημοσιοποιούνται):

    Οι, γνωστές σε όλους-εργώδεις θα λέγαμε, προσπάθειες του Χρηματιστηρίου Αθηνών, αποδεικνύεται πως αποδίδουν καρπούς τα τελευταία χρόνια στην αγορά εταιρικών ομολόγων. Ωφελημένες βέβαια, επί του παρόντος, οι μεγαλύτερες επιχειρήσεις.

    Κι η αγορά των μετοχών;

    Ας ρίξουμε μια ματιά στην (προβληματική) τριετία 2013-2015: αντλήθηκαν €50δις. Επίσης: το πρώτο τρίμηνο του 2021 αντλήθηκαν περισσότερα από €2,3δις. Αν και το θέμα μοιάζει πολυπαραγοντικό, προκύπτει πως το χρηματιστήριο μπορεί να βοηθήσει στην άντληση κεφαλαίων. Οι ΜΜΕ δικαιούνται, αυτονόητα, το δικό τους μερίδιο. Και, βεβαίως, τη σχετική συνδρομή.

    Η ΕΕ κινείται, ήδη, προς τη συγκεκριμένη κατεύθυνση…

     

    ΕΕ: Η δημιουργία ενός fund για την υποβοήθηση των ΜΜΕ κατά και μετά την εισαγωγή τους στο χρηματιστήριο

    Οι (βασικές-αρχικές) παραδοχές για την αναγκαιότητα της δημιουργίας ενός τέτοιου fund

    Πριν από ένα έτος (:10.3.20) η Ευρωπαϊκή Επιτροπή προχώρησε σε Ανακοίνωση προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και λοιπά όργανα της ΕΕ με τίτλο «Στρατηγική για τις ΜΜΕ με στόχο μια βιώσιμη και ψηφιακή Ευρώπη».

    Στην παραπάνω (εξαιρετικά ενδιαφέρουσα) Ανακοίνωση, γίνονται σημαντικές παραδοχές. Μεταξύ αυτών:

    «Οι ΜΜΕ στην Ευρώπη έχουν περιορισμένες δυνατότητες αναπτυξιακής χρηματοδότησης, όπως η εισαγωγή τους στις κεφαλαιαγορές μέσω αρχικής δημόσιας προσφοράς. Οι κεφαλαιαγορές αποτελούν σημαντική πηγή χρηματοδότησης για την ανάπτυξη των ΜΜΕ σε επιχειρήσεις μεσαίας κεφαλαιοποίησης και, εν τέλει, σε μεγάλες επιχειρήσεις. Ωστόσο, ο αριθμός των αρχικών δημόσιων προσφορών ΜΜΕ μειώθηκε δραστικά την περίοδο μετά τη χρηματοπιστωτική κρίση και έκτοτε δεν έχει ανακάμψει. Το 2019 η αξία και ο αριθμός των ευρωπαϊκών αρχικών δημόσιων προσφορών συνέχισαν την πτωτική πορεία τους, κατά 40 % και 47 %, αντίστοιχα, σε σχέση με το 2018»

    Προκειμένου να αντιμετωπισθεί το συγκεκριμένο πρόβλημα γίνεται δεκτό από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή πως θα ήταν ιδιαίτερα χρήσιμη η δημιουργία ενός fund για την υποβοήθηση της εισαγωγής στο χρηματιστήριο των ΜΜΕ κατά και μετά τη διαδικασία εγγραφής. Με τον τρόπο αυτό θα στρέφονταν περισσότερες, ταχέως αναπτυσσόμενες και καινοτόμες ΜΜΕ, στις κεφαλαιαγορές για άντληση των αναγκαίων κεφαλαίων για την ανάπτυξή τους. Περισσότεροι ιδιώτες επενδυτές θα προσελκύονταν από τις κεφαλαιαγορές. Η οικονομία (ευρωπαϊκή και, γιατί όχι, εθνική) θα κατέληγε λιγότερο «τραπεζοκεντρική». Μια τέτοια επιλογή μόνον θετικά αποτελέσματα θα ήταν δυνατό να έχει.

    Στο παραπάνω πλαίσιο η Ευρωπαϊκή Επιτροπή δεσμεύτηκε, μεταξύ άλλων, να  «στηρίξει τις αρχικές δημόσιες προσφορές ΜΜΕ με επενδύσεις που θα διοχετεύονται μέσω ενός νέου ιδιωτικού-δημόσιου ταμείου, το οποίο θα δημιουργηθεί υπό την ομπρέλα του προγράμματος InvestEU, που θα αρχίσει να εφαρμόζεται το 2021 στο πλαίσιο της Ένωσης Κεφαλαιαγορών».

     

    Πρόταση ψηφίσματος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου

    Τον παρελθόντα Σεπτέμβριο (:16.9.20) κατατέθηκε Πρόταση ψηφίσματος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου σχετικά με την περαιτέρω προώθηση της Ένωσης Κεφαλαιαγορών (CMU): βελτίωση της πρόσβασης σε χρηματοδότηση μέσω κεφαλαιαγορών, ιδίως για τις ΜΜΕ, και περαιτέρω διευκόλυνση της συμμετοχής ιδιωτών επενδυτών.

    Στη συγκεκριμένη πρόταση καταγράφεται (αιτ. σκέψη 9) η «πτώση των αγορών αρχικής δημόσιας προσφοράς (IPO) στην ΕΕ, η οποία αντικατοπτρίζει την περιορισμένη ελκυστικότητά τους ιδίως για τις μικρότερες εταιρείες». Το φαινόμενο αυτό οφείλεται, μεταξύ άλλων-κατά την πρόταση, στο γεγονός «ότι οι ΜΜΕ αντιμετωπίζουν δυσανάλογη διοικητική επιβάρυνση και έξοδα συμμόρφωσης με τις απαιτήσεις καταχώρισης». Υπογραμμίζει πως «πρέπει να βελτιωθεί η αποτελεσματικότητα και η σταθερότητα των χρηματοπιστωτικών αγορών και να διευκολυνθεί η καταχώριση εταιρειών». Επίσης πως «είναι αναγκαία η διασφάλιση ενός ελκυστικού περιβάλλοντος πριν και μετά τις αρχικές δημόσιες προσφορές για τις ΜΜΕ». Ενθαρρύνει, στο πλαίσιο αυτό, «τη δημιουργία και την απόδοση προτεραιότητας σε ένα μεγάλο ιδιωτικό πανευρωπαϊκό ταμείο, ένα Ταμείο IPO, για τη στήριξη της χρηματοδότησης των ΜΜΕ».

     

    Γνωμοδότηση της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής

    Στις 11.12.20 η Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή (ΕΟΚΕ) προχώρησε στην έκδοση Γνωμοδότησης με θέμα την προαναφερθείσα ανακοίνωση της Επιτροπής προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. Η ΕΟΚΕ λοιπόν (αιτ. σκέψη 5.4) «επικροτεί την ανάπτυξη ενός ιδιωτικού-δημόσιου ταμείου, το οποίο θα επικεντρώνεται στις αρχικές δημόσιες προσφορές, και τάσσεται απερίφραστα υπέρ της δημιουργίας χρηματοδοτικών μέσων με ίδια κεφάλαια, οιονεί ίδια κεφάλαια, κεφαλαία επιχειρηματικού κινδύνου και επιμερισμού του κινδύνου για τις ΜΜΕ». Στο ίδιο αυτό πλαίσιο «εκτιμά ότι η προώθηση των εν λόγω μέσων και η διασφάλιση της προσβασιμότητας είναι ιδιαίτερης σημασίας για καινοτόμες εταιρείες μικρής και μεσαίας κεφαλαιοποίησης».

     

    Η πορεία/το (πρόσκαιρο;) τέλμα για τη δημιουργία του fund

    Είναι γνωστό όμως πως οι ρυθμοί στην ΕΕ δεν είναι, πάντοτε, εξαιρετικά ταχείς. Διαπιστώνουμε λοιπόν πως υφίστανται κι άλλοι ανησυχούντες για την ταχεία εξέλιξη του όλου θέματος: Στο πλαίσιο του ασκούμενου κοινοβουλευτικού ελέγχου, υπεβλήθη στις 7.1.21 σχετική Κοινοβουλευτική Ερώτηση στην οποία τονίζεται η έλλειψη δέσμευσης της Επιτροπής για την ανάληψη ουσιώδους δράσης και τη δημιουργία δεσμευτικού  χρονοδιαγράμματος όσον αφορά την υλοποίηση δημιουργίας του προαναφερθέντος fund.

     

    Οι αναφορές στο πλαίσιο του προγράμματος InvestEU

    Εκδόθηκε, απολύτως πρόσφατα (στις 24.3.21) ο Κανονισμός (ΕΕ) 2021/523 για τη θέσπιση του προγράμματος  InvestEu.

    Διαβάζουμε, μεταξύ άλλων (αιτ. σκέψη  (21):  «Οι ΜΜΕ αντιπροσωπεύουν το 99 % και πλέον των επιχειρήσεων στην Ένωση και η οικονομική τους αξία είναι σημαντική και κρίσιμη. Ωστόσο, αντιμετωπίζουν δυσκολίες κατά την πρόσβαση σε χρηματοδότηση λόγω του εκτιμώμενου υψηλού κινδύνου που ενέχουν και της έλλειψης επαρκών εγγυήσεων. Δημιουργούνται επίσης πρόσθετες προκλήσεις δεδομένου ότι οι ΜΜΕ και οι επιχειρήσεις της κοινωνικής οικονομίας οφείλουν να παραμείνουν ανταγωνιστικές… Οι ΜΜΕ έχουν πληγεί ιδιαίτερα από την κρίση της COVID-19… Επιπλέον, οι ΜΜΕ και οι επιχειρήσεις της κοινωνικής οικονομίας έχουν πρόσβαση σε πιο περιορισμένο σύνολο πηγών χρηματοδότησης από ό,τι οι μεγαλύτερες επιχειρήσεις… Η δυσκολία πρόσβασης σε χρηματοδότηση είναι ακόμη μεγαλύτερη για τις ΜΜΕ των οποίων οι δραστηριότητες επικεντρώνονται σε άυλα στοιχεία ενεργητικού. Οι ΜΜΕ στην Ένωση εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από τις τράπεζες και από τον δανεισμό… Η στήριξη των ΜΜΕ που αντιμετωπίζουν τις ανωτέρω προκλήσεις με τη διευκόλυνση της πρόσβασής τους σε χρηματοδότηση και με την παροχή πιο διαφοροποιημένων πηγών χρηματοδότησης είναι αναγκαία για να αυξηθεί η ικανότητα των ΜΜΕ να χρηματοδοτούν τη δημιουργία τους, καθώς και την ανάπτυξη, την καινοτομία και τη βιώσιμη ανάπτυξη, να διασφαλίζουν την ανταγωνιστικότητά τους και την αντοχή τους έναντι οικονομικών κλυδωνισμών, ώστε η οικονομία και το χρηματοπιστωτικό σύστημα να γίνονται πιο ανθεκτικά σε περιόδους οικονομικής κάμψης και να διατηρείται η ικανότητα των ΜΜΕ να δημιουργούν θέσεις εργασίας και κοινωνική ευημερία. Ο παρών κανονισμός …Θα πρέπει επίσης να μεγιστοποιήσει την ικανότητα παρέμβασης δημόσιων/ιδιωτικών μέσων χρηματοδότησης, όπως το Ταμείο εισαγωγής στο χρηματιστήριο για τις ΜΜΕ, με στόχο τη στήριξη των ΜΜΕ μέσω της διοχέτευσης περισσότερων ιδιωτικών όσο και δημόσιων ιδίων κεφαλαίων, ιδίως σε εταιρείες στρατηγικής σημασίας».

     

    Είναι άραγε το χρηματιστήριο το κατάλληλο μέσο άντλησης κεφαλαίων για τις επιχειρήσεις;

    Για κάποιες αποδεικνύεται πολύτιμο˙ για άλλες λιγότερο˙ για άλλες απολύτως ακατάλληλο. Σε επόμενη, μάλιστα, αρθρογραφία μας θα επιχειρήσουμε να προσεγγίσουμε κάποιες παραμέτρους του σχετικού ερωτήματος. Ας σημειωθεί όμως, εισαγωγικά, πως ο κόσμος του χρηματιστηρίου δεν έχει αποδειχθεί για όλους μαγικός: ούτε για τους επενδυτές ούτε και για τις επιχειρήσεις.

    Σ’ εκείνες όμως από τις επιχειρήσεις (ιδίως τις ΜΜΕ) για τις οποίες θα αξιολογούνταν ως το βέλτιστο, σχετικό, εργαλείο, θα πρέπει να παρασχεθεί η κατάλληλη πληροφόρηση και, αυτονοήτως, η ενδεδειγμένη συνδρομή. Στο πλαίσιο, ιδιαίτερα, της τελευταίας, σημαντικό ρόλο αναμένεται να επιτελέσει το fund που, όπως και ανωτέρω αναφέρθηκε,  σχεδιάζεται εδώ και καιρό από την Ε.Ε. Αντίστοιχες δράσεις δρομολογούνται και από το ΧΑ και την ελληνική πολιτεία (με τις οποίες επίσης θα ασχοληθούμε σε επόμενη αρθρογραφία μας).

    Ευελπιστούμε να μην βραδύνουν.

    Για το καλό των επιχειρήσεων.

    Για το καλό των κεφαλαιαγορών.

    Για το καλό (και) της εθνικής μας οικονομίας..

    Για το καλό, εν τέλει, όλων μας.

    Σταύρος Κουμεντάκης
    Managing Partner

     

    Υ.Γ. Συνοπτική έκδοση του άρθρου δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ, στις 25 Απριλίου 2021.

    Η πληροφόρηση που εμπεριέχεται στο παρόν άρθρο δεν συνιστά (ούτε και έχει σκοπό να αποτελέσει) νομική συμβουλή. Μια τέτοια νομική συμβουλή είναι δυνατό να παρασχεθεί μόνον από αρμόδιο δικηγόρο ο οποίος θα λάβει υπόψη του το σύνολο των δεδομένων που θα του εκθέσετε για την υπόθεσή σας. Αναλυτικά.

Η περιοχή αυτή είναι καταχωρημένη στο wpml.org ως περιοχή ανάπτυξης. Μεταβείτε σε τοποθεσία παραγωγής με κλειδί στο remove this banner.