Blog

  • Πολιτικές για τη βία και παρενόχληση στην εργασία

    Πολιτικές για τη βία και παρενόχληση στην εργασία

    Πολιτικές για τη βία και παρενόχληση στην εργασία (Περιεχόμενο, προθεσμίες και επαπειλούμενες κυρώσεις)

    Ο πρόσφατος εργασιακός νόμος (ν. 4808/21, ΦΕΚ Α 101/19.6.21) δεν θα ήταν υπερβολή να λέγαμε πως, ουσιαστικά, «ξαναγράφει» το εργατικό δίκαιο. Αποδείχθηκε, ήδη, ως μείζονος σημασίας και σοβαρότητας για τους εργαζόμενους, τις επιχειρήσεις και την οικονομία. Μας απασχολεί, κατά τούτο, σε σειρά άρθρων μας. Τα θέματα που πραγματεύεται είναι πολλά και πολύ σημαντικά. Βαρύνουσας σημασίας, μεταξύ αυτών, το Μέρος ΙΙ που αναφέρεται στα μέτρα που λαμβάνονται και τις ρυθμίσεις που υιοθετούνται για την αποφυγή και διαχείριση φαινομένων βίας και παρενόχλησης στο χώρο εργασίας. Σημαντική υποχρέωση, μεταξύ των λοιπών, που γεννώνται για τις Επιχειρήσεις αποτελεί  η θέσπιση (και θέση σε εφαρμογή) Πολιτικών: για την καταπολέμηση της βίας και της παρενόχλησης  αλλά και για τη διαχείριση εσωτερικών καταγγελιών. Ποιο όμως το περιεχόμενό τους; Με ποιο τρόπο θα ευθυγραμμισθούν οι επιχειρήσεις στη συγκεκριμένη υποχρέωση; Πώς θα διαχειριστούν την, χωρίς ευθύνη τους, παρέλευση της προθεσμίας που ο νόμος τους παρείχε αλλά και τις επαπειλούμενες-σοβαρότατες, σχετικές, κυρώσεις;

     

    Πολιτικές για την καταπολέμηση βίας και παρενόχλησης

    Με τον νέο (και εισαγωγικά αναφερόμενο νόμο) θεσμοθετείται, για πρώτη φορά (άρ. 9), η ύπαρξη και εφαρμογή Πολιτικών για την καταπολέμηση της βίας και της παρενόχλησης.

    Εισαγωγικά να σημειωθεί πως η θέση τους  σε εφαρμογή θα έπρεπε να λάβει χώρα, κατά το νόμο, έως την 19.9.21.

    Η ύπαρξη των συγκεκριμένων Πολιτικών προσδιορίζεται ως υποχρεωτική για τις επιχειρήσεις με περισσότερους από είκοσι εργαζόμενους. Οφείλουν να περιλαμβάνουν, οπωσδήποτε, τη δήλωση του εργοδότη για μηδενική ανοχή σε φαινόμενα βίας και παρενόχλησης. Επίσης, τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις (τόσο των εργαζομένων όσο και του εργοδότη) για την πρόληψη και αντιμετώπιση τέτοιων περιστατικών ή συμπεριφορών.

    Περιλαμβάνουν επίσης (κατ’ ελάχιστο-μεταξύ άλλων κατά τη ρητή, απολύτως γενική όμως,  διατύπωση του άρ. 9 §2): εκτίμηση των σχετικών κινδύνων στην εργασία, μέτρα για την πρόληψη, τον έλεγχο, τον περιορισμό, την αντιμετώπιση & παρακολούθηση τέτοιων περιστατικών ή συμπεριφορών και κινδύνων, ενέργειες ενημέρωσης και ευαισθητοποίησης του προσωπικού, ορισμό συνδέσμου-προσώπου δηλ. αρμόδιου να καθοδηγεί και να ενημερώνει τους εργαζομένους για τέτοια θέματα, μέριμνα για την προστασία της απασχόλησης και την υποστήριξη εργαζομένων-θυμάτων ενδοοικογενειακής βίας.

     

    Πολιτικές για τη διαχείριση εσωτερικών καταγγελιών

    Παράλληλα με την ύπαρξη πολιτικών για την καταπολέμηση βίας και παρενόχλησης, υποχρεωτικές είναι (άρ. 10) και οι Πολιτικές για τη διαχείριση των συναφών εσωτερικών καταγγελιών. Ως υποχρεωτικές προσδιορίζονται, και εδώ, οι πολιτικές για τις επιχειρήσεις που απασχολούν περισσότερους από είκοσι εργαζόμενους.

    Οι Πολιτικές αυτές αφορούν τη διαχείριση καθώς και τη διαδικασία υποδοχής και εξέτασης των συγκεκριμένων καταγγελιών (με σεβασμό στην προστασία του θύματος και στην ανθρώπινη αξιοπρέπεια).

    Περιλαμβάνουν (κατ’ ελάχιστο κατά τη ρητή, απολύτως γενική επίσης, διατύπωση του άρ. 10 §2) ασφαλείς και εύκολα προσβάσιμους διαύλους επικοινωνίας για την υποδοχή των καταγγελιών, προσδιορισμό των αρμοδίων προσώπων για την παραλαβή, εξέταση και διαχείρισή τους, Υποχρεώνουν για διερεύνηση των καταγγελιών με αμεροληψία και προστασία της εμπιστευτικότητας και των προσωπικών δεδομένων των θυμάτων και των καταγγελλόμενων. Θεσμοθετούν την (απολύτως αναγκαία) απαγόρευση αντιποίνων και περαιτέρω θυματοποίησης του θιγόμενου προσώπου και τη συνεργασία με τις αρμόδιες αρχές. Προσδιορίζουν τις συνέπειες στην περίπτωση της διαπίστωσης παραβιάσεων.

     

    Πολιτικές: Διαδικασία και προϋποθέσεις για την εφαρμογή τους

    Οι Πολιτικές για την απαγόρευση της βίας και της παρενόχλησης (άρ. 9) όσο και οι αντίστοιχες για τη διαχείριση εσωτερικών καταγγελιών (άρ. 10) θα πρέπει να αποτελέσουν αντικείμενο συλλογικών διαπραγματεύσεων (ως περιεχόμενο ΕΣΣΕ ή Κανονισμού Εργασίας-άρ. 11). Στην περίπτωση όμως που δεν υπάρχουν συνδικαλιστικές οργανώσεις και συμβούλιο εργαζομένων, καταρτίζονται από τον εργοδότη ύστερα από ενημέρωση των εργαζομένων και ανάρτηση του σχετικού σχεδίου πολιτικής στον χώρο εργασίας ή γνωστοποίησής του, προκειμένου να λάβει απόψεις τους.

    Όταν υπάρχει Κανονισμός Εργασίας (ή υποχρέωση κατάρτισής του) θα πρέπει να αποτελέσουν, υποχρεωτικά, περιεχόμενό του προβλέψεις για πειθαρχικά παραπτώματα, πειθαρχική διαδικασία και πειθαρχικές ποινές στο πλαίσιο ή σε συνέχεια καταγγελιών για περιστατικά βίας και παρενόχλησης.

     

    Η (πολυ)αναμενόμενη Υπουργική Απόφαση

    Οι διατυπώσεις που υιοθετεί ο νόμος για το περιεχόμενο των Πολιτικών [:(α) για την καταπολέμηση βίας και παρενόχλησης και (β) για τη διαχείριση των συναφών εσωτερικών καταγγελιών] είναι απολύτως γενικόλογες και, για το λόγο αυτό, προβληματικές. Με άλλα λόγια, θα ήταν αδύνατο να συνταχθούν, σοβαρά κατά το περιεχόμενο, κείμενα με τα οποία θα εκπληρωνόταν η από το νόμο απορρέουσα υποχρέωση των εργοδοτών και επιχειρήσεων.

    Λύση φαινόταν ότι παρέχει συγκεκριμένη εξουσιοδοτική διάταξη (άρ. 22 §1) με βάση την οποία: «Με απόφαση του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων εκδίδονται υποδείγματα πολιτικής για την καταπολέμηση της βίας και της παρενόχλησης και για τη διαχείριση εσωτερικών καταγγελιών των άρθρων 9 και 10 με το ελάχιστο εκ του νόμου περιεχόμενο, καθώς και σχετικές οδηγίες προς τους υπόχρεους».

     

    Η προθεσμία για τη θέση σε εφαρμογή των Πολιτικών

    Κατά τη μεταβατική διάταξη του άρ. 23 §1: «η υποχρέωση του εργοδότη εκπληρώνεται με τη θέση σε ισχύ των συγκεκριμένων πολιτικών με δική του απόφαση που λαμβάνεται εντός τριών (3) μηνών από την έναρξη ισχύος του παρόντος, κατόπιν διαβούλευσης με τους εργαζομένους ή τους εκπροσώπους τους, σύμφωνα με όσα ορίζονται στην παρ. 1 του άρθρου 11».

    Η έναρξη ισχύος του συγκεκριμένου νόμου έλαβε χώρα με τη δημοσίευσή του (:11.6.2021). Επομένως η προθεσμία θέσης σε εφαρμογή των Ανωτέρω Πολιτικών έληγε, κατά τα προαναφερθέντα, στις 19.9.21.

    Πώς όμως θα ήταν δυνατό να συνταχθούν οι Πολιτικές και να τεθούν εμπρόθεσμα σε εφαρμογή (αφού ακολουθηθεί η προαναφερθείσα διαδικασία της διαβούλευσης) χωρίς την έκδοση της (πολυ)αναμενόμενης Υπουργικής Απόφασης;

     

    Η έκδοση της (πολυ)αναμενόμενης Υπουργικής Απόφασης

    Μετά από μακρά αναμονή εκδόθηκε η (πολυ)αναμενόμενη Υπουργική Απόφαση εκδόθηκε!

    Αναμέναμε να περιέχει (κατά τα νομοθετικώς επιβαλλόμενα-άρ. 22 §1) «υποδείγματα πολιτικής για την καταπολέμηση της βίας και της παρενόχλησης και για τη διαχείριση εσωτερικών καταγγελιών» (όπως εξάλλου είχε και ο υπογράφων αιτηθεί στο πλαίσιο του διαλόγου με τους Κοινωνικούς Εταίρους).

    Διαψευστήκαμε, εντούτοις, διαπιστώνοντας πως στη θέση των κρίσιμων (και κατά το νόμο αναγκαίων) στοιχείων των Υποδειγμάτων υπήρχαν …τελίτσες(!). Οι «οδηγίες» της συμπλήρωσής τους εμπεριείχαν θεωρητικές, επί το πλείστον, κατευθύνσεις.

    Ένα από τα θέματα που απασχολεί, ιδιαίτερα, επιχειρήσεις, HR managers, νομικούς συμβούλους επιχειρήσεων και επαγγελματίες που ασχολούνται με τα θέματα αυτά, είναι η ενότητα που αφορά την εκτίμηση των κινδύνων βίας και παρενόχληση στην εργασία. Ειδικά, όμως, όσον αφορά τη συγκεκριμένη ενότητα, η ανωτέρω ΥΑ (άρ. 3 §1.α) αναφέρει: «Στην πολιτική εντοπίζονται οι κίνδυνοι που συνδέονται με τη βία και παρενόχληση, λαμβάνοντας υπόψη, μεταξύ άλλων, τυχόν εγγενή επικινδυνότητα που πηγάζει από τη φύση της δραστηριότητας, τη θέση εργασίας, παράγοντες όπως το φύλο και η ηλικία ή άλλα χαρακτηριστικά που αποτελούν λόγους διάκρισης…».

    Είναι, πράγματι, εντυπωσιακό: Αναμένει, άραγε, η πολιτική ηγεσία του Υπουργείου ή/και τα ελεγκτικά όργανα του ΣΕΠΕ να γίνει αποδεκτό από μία, οποιαδήποτε, επιχείρηση η ύπαρξη (επαγγελματικού) κινδύνου βίας και παρενόχλησης στους δικούς της κόλπους;

    Κι ακόμα:

    Αναμέναμε πως η (πολυ)αναμενόμενη ΥΑ:

    (α) θα εκδιδόταν εγκαίρως προκειμένου εγκαίρως (επίσης) να συμμορφωθούν οι επιχειρήσεις καθώς είναι ήδη, από 19.9.21, εκπρόθεσμες,

    (β) θα παρείχε κάποιου είδους «περίοδο χάριτος» ή παράταση στην παρελθούσα, ήδη, προθεσμία συμμόρφωσης (με την έννοια, λ.χ., της γνωστοποίησης έναρξης διενέργειας των σχετικών ελέγχων μετά από τρίμηνο από την δημοσίευσή της-αν και ορθότερα θα απαιτείτο, γιατί όχι, νομοθετική παράταση),

    (γ) θα παρείχε χρηστικά υποδείγματα για τις επιχειρήσεις˙ δεν θα αναγκάζονταν να αυτοσχεδιάσουν ούτε, εκ νέου, να επιβαρυνθούν οικονομικά απευθυνόμενες στους κατάλληλους συμβούλους˙ δεν θα επικρέματο, απειλητική, η επιβολή εξοντωτικών κυρώσεων-χωρίς μάλιστα δική τους ευθύνη.

    Διαψευστήκαμε!

     

    Οι επαπειλούμενες κυρώσεις από τη μη (έγκαιρη) σύνταξη των Πολιτικών

    Καθώς οι επιχειρήσεις είναι, ανεξαιρέτως, εκπρόθεσμες από τη μη (έγκαιρη) συμμόρφωσή τους με τη σύνταξη και θέση σε εφαρμογή των ανωτέρω Πολιτικών, είναι προφανές ότι απειλούνται, ήδη, κυρώσεις σε βάρος τους. Οι διατάξεις του ά. 24 ν. 3996/2011 και των ά. 71, 72 §1 ν. 3850/2010 τις συγκεκριμενοποιούν, ως εξής:

    (α) διοικητικές κυρώσεις (:πρόστιμο από 300€ έως 50.000€ ή/και προσωρινή διακοπή της λειτουργίας συγκεκριμένης παραγωγικής διαδικασίας ή τμήματος ή τμημάτων ή του συνόλου της επιχείρησης ή εκμετάλλευσης για χρονικό διάστημα μέχρι έξι ημερών) και

    (β) ποινικές όμοιες (:φυλάκιση τουλάχιστον έξι μηνών ή χρηματική ποινή τουλάχιστον 900€ ή/και οι δύο αυτές ποινές).

     

    Είναι πρόδηλο πως η εφαρμογή σημαντικών νομοθετημάτων θα πρέπει να επιβάλλεται από την κρατική εξουσία (και) με την απειλή αυστηρών κυρώσεων για τους παραβάτες.

    Στη συγκεκριμένη όμως περίπτωση, χωρίς ευθύνη των επιχειρήσεων, εντοπίζεται (ήδη) παραβατική συμπεριφορά από μέρους τους (:μη σύνταξη και θέση σε εφαρμογή των ανωτέρω Πολιτικών) με σοβαρότατες κυρώσεις να απειλούνται σε βάρος τους. Ο υπογράφων, στο πλαίσιο του διαλόγου των Κοινωνικών Εταίρων με το Υπουργείο Εργασίας, είχε προτείνει τρίμηνη μεταβατική περίοδο (την οποία, εξάλλου, και ο νόμος παρείχε και με ευθύνη του αρμοδίου Υπουργείου ασκόπως δαπανήθηκε)-όμως: «φωνή βοώντος εν τη ερήμω»…

    Είναι προφανές πως η πολιτική ηγεσία του Υπουργείου Εργασίας θα πρέπει να λάβει τις δέουσες αποφάσεις και να παράσχει στις υπόχρεες επιχειρήσεις την απολύτως αναγκαία (και ηθικώς επιβεβλημένη) προθεσμία συμμόρφωσης.

    Άμεσα.-

    Σταύρος Κουμεντάκης
    Managing Partner

     

    Υ.Γ. Συνοπτική έκδοση του άρθρου δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ, στις 31 Οκτωβρίου 2021.

    Η πληροφόρηση που εμπεριέχεται στο παρόν άρθρο δεν συνιστά (ούτε και έχει σκοπό να αποτελέσει) νομική συμβουλή. Μια τέτοια νομική συμβουλή είναι δυνατό να παρασχεθεί μόνον από αρμόδιο δικηγόρο ο οποίος θα λάβει υπόψη του το σύνολο των δεδομένων που θα του εκθέσετε για την υπόθεσή σας. Αναλυτικά.

  • Υπερωρία και Υπερεργασία : Υπέρβαση χρονικών ορίων εργασίας

    Υπερωρία και Υπερεργασία : Υπέρβαση χρονικών ορίων εργασίας

    Τα χρονικά όρια εργασίας μας απασχόλησαν σε προηγούμενη αρθρογραφία μας-υπό το πρίσμα των ρυθμίσεων του πρόσφατου εργασιακού νόμου (ν. 4808/2021). Θα μας απασχολήσει, εδώ, η υπέρβασή τους: η υπερεργασία, η νόμιμη και η παράνομη υπερωρία (άρθρο 58 ν. 4808/2021). Προσεγγίσαμε τα συγκεκριμένα θέματα και στο πλαίσιο του προϊσχύσαντος νομοθετικού καθεστώτος. Καθώς όμως προκύπτουν σημαντικές διαφοροποιήσεις όσον αφορά την υπερωριακή απασχόληση, ενδιαφέρουσα προκύπτει και η επαναπροσέγγιση των θεμάτων που αφορούν, συνολικά, την υπέρβαση των χρονικών ορίων εργασίας.

     

    Η ρύθμιση του χρόνου εργασίας σε εθνικό επίπεδο

    Το Νόμιμο Ωράριο Εργασίας

    Στη χώρα μας, τα χρονικά όρια εργασίας των μισθωτών έχουν καθορίζονται με ειδικές διατάξεις-δημοσίας τάξεως μάλιστα.

    Τα ανώτατα χρονικά όρια εργασίας υπολογίζονται, κατά βάση, με περίοδο αναφοράς την ημέρα (ημερήσιο ωράριο). Το εβδομαδιαίο ωράριο προκύπτει με βάση υπολογισμού το αντίστοιχο ημερήσιο.

    Στο μυαλό των περισσοτέρων το ανώτατο χρονικά ημερήσιο ωράριο είναι συνυφασμένο με το 8ωρο. Ορθώς! (καταρχήν).

    Εκατό χρόνια πριν, το 1920, ψηφίστηκε ο ν. 2269/1920. Ο συγκεκριμένος νόμος προέβλεψε για τις βιομηχανικές επιχειρήσεις πως οι ώρες εργασίας δεν επιτρέπεται να υπερβαίνουν τις οκτώ ανά ημέρα και τις σαράντα οκτώ ανά εβδομάδα. Το 48ωρο επανήλθε με το  ν. 3385/2000-παρά τις ενδιάμεσες μειώσεις. Το 8ωρο επεκτάθηκε, σταδιακά, και σε εργαζομένους άλλων κλάδων.

    Τα ανωτέρω χρονικά όρια, ωστόσο, αφορούν επιχειρήσεις που εφαρμόζουν εξαήμερη εργασία.

    Με την από 26.02.1975 Ε.Γ.Σ.Σ.Ε. ρυθμίστηκε το σύστημα της πενθήμερης εργασίας. Κατά το σύστημα αυτό, ως ανώτατο νόμιμο ημερήσιο ωράριο προβλέφθηκε το 9ωρο, ενώ το ανώτατο εβδομαδιαίο ωράριο καθορίσθηκε στις 45 ώρες.

    Το Συμβατικό Ωράριο Εργασίας

    Ως συμβατικό ωράριο ορίζεται (ατυχώς-μάλλον) εκείνο που ρυθμίζεται από συλλογικές συμβάσεις εργασίας και διαιτητικές αποφάσεις. Τούτο (πιθανότατα) για να διακριθεί από το νόμιμο (όπως αναλύθηκε αμέσως ανωτέρω). Το συμβατικό ωράριο αποτέλεσε το μέσο μείωσης του εβδομαδιαίου ωραρίου-χωρίς την αντίστοιχη μείωση των μηνιαίων αποδοχών. Με την από 14.02.1984 Ε.Γ.Σ.Σ.Ε., το εβδομαδιαίο ωράριο περιορίσθηκε στις 40 ώρες-χωρίς αντίστοιχη μείωση του νόμιμου μισθού.

    Το νόμιμο και το συμβατικό ωράριο είναι εκείνα που οριοθετούν τα χρονικά όρια της υπερεργασίας και της υπερωρίας.

     

    Υπερεργασία

    Ως (θεσμοθετημένη) υπερεργασία θεωρείται ο χρόνος απασχόλησης που υπερβαίνει το συμβατικό ωράριο όχι όμως και το ανώτατο νόμιμο (για τις έννοιες του συμβατικού και νόμιμου ωραρίου, βλπτ.: «Διευθέτηση Του Χρόνου Απασχόλησης: Το Οκτάωρο Είναι Μια Παλιά, Πολύ Παλιά, Ιστορία…»). Η θεσμοθετημένη υπερεργασία υπολογίζεται σε εβδομαδιαία βάση.

    Στις επιχειρήσεις στις οποίες εφαρμόζεται σύστημα πενθήμερης εργασίας  και εβδομαδιαίο συμβατικό ωράριο των 40 ωρών, ο εργαζόμενος μπορεί να απασχολείται πέντε (5) επιπλέον ώρες την εβδομάδα-κατά την κρίση του εργοδότη. Οι ώρες αυτές συνιστούν υπερεργασία.

    Αντίστοιχα, στις επιχειρήσεις στις οποίες εφαρμόζεται σύστημα εξαήμερης εργασίας, (θεσμοθετημένη) υπερεργασία συνιστούν οι ώρες πέραν του συμβατικού ωραρίου (των 40 ωρών) και έως του νομίμου (των 48 ωρών) εβδομαδιαίως.

    Η θεσμοθετημένη υπερεργασία αμείβεται με το καταβαλλόμενο ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά 20%. Κατά ρητή πρόβλεψη του νόμου, οι ώρες υπερεργασίας δεν συνυπολογίζονται στα επιτρεπόμενα, σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις, όρια υπερωριακής απασχόλησης.

     

    Υπερωρία

    Ως υπερωρία νοείται η παροχή εργασίας που υπερβαίνει το συμβατικό και το νόμιμο ωράριο. Ο νόμος (:ά. 58 ν.4808/2021) διακρίνει την υπερωρία σε νόμιμη και παράνομη.

    Νόμιμη Υπερωρία

    Ο πρόσφατος νόμος  καθιστά περισσότερο απλό και ευχερή τον τρόπο εξεύρεσης της νόμιμης υπερωρίας-σε ημερήσια, εβδομαδιαία και ετήσια βάση. Καταργεί, συγκεκριμένα, παλαιότερες διακρίσεις μεταξύ διαφόρων κλάδων οικονομικής δραστηριότητας. Επιβάλλει κοινά χρονικά όρια νόμιμης υπερωριακής απασχόλησης για όλους τους εργαζόμενους-ανεξάρτητα από επιχείρηση ή οικονομική δραστηριότητα. Συγκεκριμένα:

    Στις επιχειρήσεις στις οποίες εφαρμόζεται το σύστημα της πενθήμερης εργασίας, υπερωριακή απασχόληση (ως προς όλες τις νόμιμες συνέπειες, διατυπώσεις και διαδικασίες έγκρισης) θεωρείται, ήδη, η απασχόληση του εργαζομένου πέραν των 45 ωρών την εβδομάδα. Αντίστοιχα, στις επιχειρήσεις στις οποίες εφαρμόζεται το σύστημα της εξαήμερης απασχόλησης, ως υπερωριακή θεωρείται η απασχόληση πέραν των 48 ωρών εβδομαδιαίως.

    Το ανώτατο όριο πραγματοποίησης υπερωριακής απασχόλησης σε ετήσια βάση αυξάνεται στις 150 ώρες. Κατά το προϊσχύσαν καθεστώς, περιοριζόταν (γενικά) στις 120. Ειδικά όμως για τους εργαζομένους σε βιομηχανίες και βιοτεχνικές επιχειρήσεις, τα ανώτατα όρια υπερωριακής απασχόλησης καθορίζονταν σε εξαμηνιαία βάση, με βάση αποφάσεις του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων.

    Το ανώτατο όριο ημερήσιας υπερωριακής απασχόλησης ορίζεται, πλέον, στις τρεις (3) ώρες. Κατά το προϊσχύσαν καθεστώς, τα ανώτατα όρια ημερήσιας υπερωριακής απασχόλησης, ανέρχονταν, ομοίως, στις τρεις (3) ώρες για τους εργαζομένους σε βιομηχανίες και βιοτεχνικές επιχειρήσεις. Αντίθετα, για τους λοιπούς κλάδους οικονομικών δραστηριοτήτων, τα ανώτατα αυτά όρια προσδιορίζονταν στις δύο (2) ώρες ημερησίως.

    Είναι σημαντινό όμως να σημειώσουμε ότι η νόμιμη υπερωριακή απασχόληση διενεργείται πάντοτε με την επιφύλαξη της τήρησης της διάταξης του άρθρου 6 του π.δ. 88/1999 (: «ο χρόνος εβδομαδιαίας εργασίας των μισθωτών δεν μπορεί να υπερβαίνει ανά περίοδο το πολύ τεσσάρων (4) μηνών τις σαράντα οκτώ (48) ώρες κατά μέσο όρο, συμπεριλαμβανομένων των υπερωριών.».

    Οι υπερωριακά εργαζόμενοι λαμβάνουν ως αμοιβή για κάθε ώρα υπερωριακής απασχόλησης ποσό ίσο με το καταβαλλόμενο ωρομίσθιο, προσαυξημένο κατά 40%.

    Τέλος, η υπ’ αριθμ. οικ. 64597/03.09.2021 Εγκύκλιος του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων αποσαφηνίζει ότι οι ώρες υπερωριακής απασχόλησης που πραγματοποιήθηκαν εντός του 2021, πριν από τη θέση σε ισχύ του ν. 4808/2021, αφαιρούνται από το ανώτατο ετήσιο όριο των 150 ωρών. Και τούτο, ανεξάρτητα από κλάδο οικονομικής δραστηριότητας.

    Παράνομη Υπερωρία

    Η υπερωριακή απασχόληση ενδέχεται να λαμβάνει χώρα χωρίς την τήρηση των νόμιμων προϋποθέσεων. Αυτό συμβαίνει: (α) όταν δεν τηρούνται οι νόμιμες διατυπώσεις αναγγελίας (προδήλωσης) της υπερωρίας στο Π.Σ. ΕΡΓΑΝΗ, ή (β) όταν παρέχεται υπερωριακή απασχόληση καθ’ υπέρβαση των ανώτατων επιτρεπόμενων χρονικών ορίων. Δηλαδή, με βάση όσα σήμερα ισχύουν, καθ’ υπέρβαση των τριών (3) ωρών ημερησίως και των 150 ετησίως. Στις περιπτώσεις αυτές ο ν. 4808/2021 χαρακτηρίζει παράνομη τυχόν παρασχεθείσα υπερωριακή απασχόληση-σε αντίθεση με όσα ίσχυαν με το προηγούμενο θεσμικό πλαίσιο. Προβλέπει, μάλιστα, ότι ο παρανόμως (υπερωριακώς) απασχολούμενος εργαζόμενος δικαιούται αποζημίωση ίση με το καταβαλλόμενο ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά 120% για κάθε ώρα παράνομης υπερωρίας.

    Αντίθετα, πριν από τη θέση σε ισχύ του ν. 4808/2021, ο εργαζόμενος που απασχολούνταν υπερωριακά καθ’ υπέρβαση των 120 ωρών, δικαιούνταν αμοιβή ίση με το καταβαλλόμενο ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά 60%. Επιπλέον, για τον χαρακτηρισμό της υπερωριακής απασχόλησης για την οποία δεν τηρούνταν οι προβλεπόμενες από το νόμο διατυπώσεις και διαδικασίες έγκρισης, χρησιμοποιούταν  ο όρος «κατ` εξαίρεση υπερωρία». Στην περίπτωση αυτή, για κάθε ώρα κατ’ εξαίρεση υπερωρίας, ο εργαζόμενος δικαιούνταν αποζημίωση ίση με το καταβαλλόμενο ωρομίσθιο, προσαυξημένο κατά 80%.

    Άδεια Υπερωριακής Απασχόλησης

    Η διάταξη του ά. 58 ν. 4808/2021 απλοποιεί, σημαντικά, τη διαδικασία χορήγησης άδειας υπερωριακής απασχόλησης σε επιχειρήσεις, επιπλέον των προβλεπόμενων ως επιτρεπτών ανώτατων ορίων υπερωριακής απασχόλησης.

    Συγκεκριμένα, η χορήγηση τέτοιας άδειας απαιτεί απόφαση του αρμοδίου οργάνου του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων. Η άδεια αυτή είναι δυνατό να παρασχεθεί για την απασχόληση μισθωτών όλων των επιχειρήσεων και εργασιών, σε περιπτώσεις επείγουσας φύσης εργασίας, η εκτέλεση της οποίας κρίνεται απολύτως επιβεβλημένη και δεν επιδέχεται αναβολή.

    Η αλλαγή που επιφέρει ο ν. 4808/2021 έγκειται στο γεγονός ότι δεν απαιτείται, πλέον, γνωμοδότηση του Ανώτατου Συμβουλίου Εργασίας (άρθρο 1 ν.δ. 264/1973).

    Μια τέτοια (ύστερα από άδεια του Υπουργού Εργασίας) υπερωριακή απασχόληση αμείβεται με ποσό ίσο με το καταβαλλόμενο ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά 60%.

     

     

    Ο πρόσφατος εργασιακός νόμος (:ν. 4808/2021) επαναπροσεγγίζει την υπέρβαση των χρονικών ορίων εργασίας. Χωρίς να διαφοροποιείται σε σχέση με όσα ίσχυαν για την υπερεργασία, βελτιώνει, απλοποιεί και εξορθολογίζει τις ρυθμίσεις που αφορούν την υπερωριακή απασχόληση.

    Η όλη νομοθετική επαναπροσέγγιση αλλά και οι συγκεκριμένες, επιμέρους, ρυθμίσεις κινούνται προς την ορθή κατεύθυνση.

    Θα πρέπει, κατά τούτο, να θεωρήσουμε  δεδομένο (κι όχι μόνον λογικά αναμενόμενο) πως θα έχουν θετική επίδραση στους εργαζόμενους, στη μισθωτή εργασία, στην επιχειρηματική δραστηριότητα αλλά και στην οικονομία.-

    Σταύρος Κουμεντάκης
    Managing Partner

     

    Υ.Γ. Συνοπτική έκδοση του άρθρου δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ, στις 24 Οκτωβρίου 2021.

    Η πληροφόρηση που εμπεριέχεται στο παρόν άρθρο δεν συνιστά (ούτε και έχει σκοπό να αποτελέσει) νομική συμβουλή. Μια τέτοια νομική συμβουλή είναι δυνατό να παρασχεθεί μόνον από αρμόδιο δικηγόρο ο οποίος θα λάβει υπόψη του το σύνολο των δεδομένων που θα του εκθέσετε για την υπόθεσή σας. Αναλυτικά.

  • Χρονικά Όρια Εργασίας

    Χρονικά Όρια Εργασίας

    Ζητήματα σχετικά με τα χρονικά όρια εργασίας μας έχουν απασχολήσει, με βάση το προϊσχύσαν νομοθετικό καθεστώς, σε σειρά προηγούμενων άρθρων μας. Ο πρόσφατος νόμος (ν. 4808/2021) αντιμετωπίζει τα σχετικά θέματα (μεταξύ άλλων) στο IV Μέρος του. Στο πλαίσιο της τρέχουσας σειράς αρθρογραφίας, που αναφέρεται στο νέο εργασιακό νόμο (κι έχοντας ήδη ολοκληρώσει τα θέματα τα σχετικά με τη βία και την παρενόχληση αλλά και τα θέματα των αδειών), θα μας απασχολήσουν στη συνέχεια του παρόντος σημαντικές, σχετικές, ρυθμίσεις. Εκείνες, ειδικότερα, που αφορούν τα χρονικά όρια εργασίας, την τετραήμερη εργασία, το διάλειμμα των εργαζομένων. Επίσης, η πρόσθετη εργασία εκείνων που παρέχουν τις υπηρεσίες τους σε καθεστώς μερικής απασχόλησης (άρθρα 56, 57 και 58).

     

    Καθιέρωση χρονικών ορίων εργασίας

    Η Αιτιολογική Έκθεση του ν. 4808/2021 σημειώνει ότι με το ά. 55 §1 αντιμετωπίζεται το ζήτημα του ορισμού του βασικού ωραρίου εργασίας. Στο πλαίσιο αυτής της διαχείρισης, ο νέος νόμος επιβεβαιώνει: (α) το οκτάωρο, ως πλήρη συμβατικό χρόνο ημερήσιας εργασίας κατά το πενθήμερο σύστημα εργασίας και (β) την απασχόληση έξι ωρών και σαράντα λεπτών, αντίστοιχα, κατά το εξαήμερο σύστημα.

    Η συγκεκριμένη διάταξη αναφέρεται σε δυνατότητα κατανομής των 40 ωρών σε πενθήμερη ή εξαήμερη εργασία στη βάση των διατάξεων που ισχύουν, των συλλογικών συμβάσεων εργασίας (Σ.Σ.Ε.) και των διαιτητικών αποφάσεων (Δ.Α.). Μοιάζει, στο σημείο αυτό, να καταλείπεται κενό ως προς την κατανομή των εβδομαδιαίων ορών εργασίας στη βάση ατομικών συμβάσεων και συμφωνιών. Μικρότερα ωράρια πλήρους απασχόλησης (σε ημερήσια και εβδομαδιαία βάση) συνεχίζουν να εφαρμόζονται.

     

    Η τετραήμερη εργασία

    Εντύπωση, πράγματι, προξενεί η ρύθμιση που προσδιορίζει ως πλήρη απασχόληση τις σαράντα ώρες εργασίας, που κατανέμονται σε τέσσερις, μόνον, ημέρες εβδομαδιαίως (ά. 55 §1). Προϋπόθεση της συγκεκριμένης κατανομής αποτελεί η εφαρμογή της στο πλαίσιο συστήματος διευθέτησης του χρόνου εργασίας-ύστερα δηλ., κατά βάση, από αίτημα του εργαζόμενου (α. 59 §1, ν. 4808/21 και §6 ά. 41 ν. 1892/21).

    Η συγκεκριμένη ρύθμιση (:τετραήμερη εργασία εβδομαδιαίως-δεκάωρη ημερησίως) δημιουργεί προβληματισμό σε σχέση με τη βασική όμοια, που θεσπίζει τη διευθέτηση του χρόνου εργασίας (ά. 41 ν. 1892/1990). Και τούτο γιατί, κατά το συγκεκριμένο-βασικό νόμο η διευθέτηση του χρόνου εργασίας είναι κατ’ έτος περιορισμένη: δεν είναι δυνατό υπερβαίνει είτε τους έξι συνολικά μήνες σε διάστημα δώδεκα μηνών (§1.α) είτε τις 32 εβδομάδες κατ’ έτος (§2.α).

    Πρόσφατη Εγκύκλιος του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων (υπ’ αριθμ. οικ. 64597/03.09.2021) προβλέπει, μεταξύ άλλων, πως στο πλαίσιο  της συγκεκριμένης, τετραήμερης, απασχόλησης, η εργασία δεν είναι επιτρεπτό να υπερβαίνει τις δέκα (10) ώρες ημερησίως και τις σαράντα (40) εβδομαδιαίως.

    Αναφέρει επίσης, ρητά, ότι θεσμοθετείται ένα νέο σύστημα οργάνωσης του χρόνου εργασίας, που θεωρείται ως πλήρη απασχόληση. Θα μπορούσε, άλλωστε, να υποστηρίξει κανείς ότι αν δεν επρόκειτο για τέτοιου είδους ρύθμιση, η θέσπισή του θα ήταν δυνατό να περιορισθεί ως προσθήκη του βασικού νομοθετήματος για τη διευθέτηση του χρόνου απασχόλησης (ά. 41 ν. 1892/1990).

    Το γεγονός ότι πρόκειται περί ενός νέου συστήματος οργάνωσης του χρόνου εργασίας, που θεωρείται ως πλήρη απασχόληση, πρακτικά επιβεβαιώνεται και από την πρόβλεψη της εν λόγω Εγκυκλίου για προσδιορισμό ως περιόδου αναφοράς: (α) τους έξι μήνες εντός ενός ημερολογιακού έτους ή, εναλλακτικά, (β) το ένα ημερολογιακό έτος (:πρόβλεψη που ευθέως αποκλίνει από τις αντίστοιχες περιόδους αναφοράς του ά. 41 ν. 1892/1990).

    Με βάση τα παραπάνω δεδομένα (και παρά τις επιφυλάξεις μέρους της επιστημονικής κοινότητας), η τετραήμερη (και σαραντάωρη) εβδομαδιαίως απασχόληση του εργαζόμενου είναι δυνατό, χωρίς πρόβλημα, να εφαρμόζεται σε μόνιμη βάση,  υπό την αυτονόητη προϋπόθεση της συμφωνίας εργαζόμενου-εργοδότη.

    Ευκταίο βέβαια θα ήταν αν η θέσπιση του συγκεκριμένου, νέου, συστήματος ελάμβανε χώρα με τρόπο περισσότερο ευθύ και όχι, κατά τα ελλείποντα, μέσω μιας εγκυκλίου. Μιας εγκυκλίου που όχι μόνον το νόμο δεν είναι σε θέση να τροποποιήσει αλλά και, ήδη, ερμηνευτικούς προβληματισμούς έχει δημιουργήσει.

     

    Διάλειμμα σε ώρα εργασίας

    Η διάταξη του ά. 56 (που τροποποιεί το ά. 4 π.δ. 88/1999) αφορά στην ανάπαυση των εργαζομένων και συγκεκριμένα, το διάλειμμα σε ώρα εργασίας. Η συγκεκριμένη ρύθμιση μειώνει, κατά δύο ώρες, τον ελάχιστο χρόνο εργασίας, ο οποίος υποχρέωνε τον εργοδότη να χορηγήσει διάλειμμα στον εργαζόμενο. Έτσι, η ισχύουσα διάταξη προβλέπει ότι όταν ο χρόνος ημερήσιας εργασίας υπερβαίνει τις τέσσερις (4) συνεχόμενες ώρες (αντί των έξι κατά το προϋφιστάμενο καθεστώς), χορηγείται διάλειμμα. Η διάρκεια του εκτείνεται από δέκα πέντε (15) έως τριάντα (30), κατ΄ ανώτατο όριο, λεπτά και δεν συγκαταλέγεται στον χρόνο εργασίας.

    Η θέσπιση ανώτατης διάρκειας του διαλείμματος αποσκοπεί στην αντιμετώπιση καταχρηστικών πρακτικών. Στην αποτροπή, συγκεκριμένα, της έμμεσης διεύρυνσης του ωραρίου εργασίας μέσω της μεγάλης διάρκειας διαλειμμάτων κατά την διάρκεια των οποίων οι εργαζόμενοι παρέχουν, στην πραγματικότητα, την εργασία τους (όπως, σε κάποιες περιπτώσεις, συνέβαινε στο πλαίσιο του προϋφιστάμενου καθεστώτος).

    Η νέα ρύθμιση διατηρεί σε ισχύ την §2 του ά. 4 του π.δ. 88/1999 σχετικά με τον καθορισμό των τεχνικών λεπτομερειών χορήγησης του διαλείμματος, μεταξύ των οποίων και η διάρκειά του. Συγκεκριμένα, το σύνολο των όρων χορήγησης (συνεχίζει να) καθορίζεται σε επίπεδο επιχείρησης και ειδικότερα, στη βάση διαβούλευσης μεταξύ του εργοδότη και εκπροσώπων των εργαζομένων (ν. 1264/1982). Στο πλαίσιο της συγκεκριμένης διαβούλευσης πρέπει να εκτιμώνται οι κίνδυνοι που συνδέονται με την οργάνωση του χρόνου εργασίας. Οι κίνδυνοι αυτοί καταγράφονται βάσει της γραπτής εκτίμησης κινδύνου, που αφορά στα θέματα υγείας και ασφάλειας των εργαζομένων (π.δ. 17/1996).

    Ως προς την εν λόγω ρύθμιση, η Εγκύκλιος διευκρινίζει ότι από τη θέση σε ισχύ του ά. 56, παύουν να ισχύουν τυχόν δυσμενέστεροι (ευλόγως: όχι οι ευνοϊκότεροι). όροι συμβάσεων εργασίας σχετικά με τους όρους χορήγησης διαλείμματος. Ως εκ τούτου, σε περίπτωση που συμφωνείται σε επιχείρηση πως ο χρόνος διαλείμματος εμπεριέχεται στον χρόνο εργασίας (δηλ., δεν επιμηκύνεται κατά το διάλειμμα), ο όρος αυτός εξακολουθεί να βρίσκεται σε ισχύ.

    Διασαφηνίζεται, παράλληλα, πως είναι δυνατή η χορήγηση διαλείμματος διάρκειας άνω των τριάντα λεπτών. Η μεγαλύτερη διάρκεια πρέπει να είναι απόρροια της φύσης (και έντασης) της παρεχόμενης εργασίας. Περαιτέρω, πρέπει να συμφωνείται εντός του πλαισίου της ανωτέρω αναφερόμενης διαβούλευσης.

    Τέλος, η §3 του ά. 56 αφορά στους εργαζομένους με διακεκομμένο ωράριο (όλες ή ορισμένες ημέρες της εβδομάδας). Κατά τη νέα ρύθμιση, οι εργαζόμενοι αυτοί δικαιούνται διάλειμμα ανάμεσα στα επιμέρους τμήματα του ωραρίου τους. Η διάρκεια όμως της συγκεκριμένης ανάπαυσής τους δεν μπορεί, στην περίπτωση αυτή,  να είναι μικρότερη από τις τρεις ώρες.

     

    Πρόσθετη εργασία εργαζομένων μερικής απασχόλησης

    Το ά. 57 ρυθμίζει το ζήτημα της παροχής πρόσθετης εργασίας από εργαζομένους με σύμβαση μερικής απασχόλησης (ά. 38 ν. 1892/1990). Κατά το προϊσχύσαν καθεστώς προβλεπόταν, ήδη, ότι σε περιπτώσεις ανάγκης για πρόσθετη εργασία (:πέρα από τη συμφωνηθείσα), ο εργαζόμενος έχει υποχρέωση να την παράσχει. Υπό την προϋπόθεση, όμως, ότι  είναι σε θέση να το κάνει και η άρνησή του δεν είναι αντίθετη στην καλή πίστη.

    Η νέα ρύθμιση, όμως, προβλέπει πως πρόσθετη εργασία μπορεί να παρασχεθεί (και) σε ώρες που δεν είναι συνεχόμενες με το συμφωνημένο ωράριο του μερικώς απασχολούμενου. Με την προϋπόθεση, βέβαια, της συμφωνίας του εργαζομένου και με την επιφύλαξη των διατάξεων για την ημερήσια ανάπαυση.

    Εργασία που ενδεχομένως παρασχεθεί, πέρα από τη συμφωνημένη, αμείβεται με προσαύξηση 12% επί της συμφωνηθείσας αμοιβής για κάθε επιπλέον ώρα παροχής εργασίας (διατηρείται, δηλαδή, σε ισχύ η προϋφιστάμενη, σχετική, πρόβλεψη). Περαιτέρω, επισημαίνεται ότι, και υπό το ισχύον καθεστώς, ο μερικώς απασχολούμενος μπορεί να αρνηθεί την παροχή της ως άνω πρόσθετης εργασίας, όταν αυτή λαμβάνει χώρα κατά συνήθη τρόπο. Διευκρινίζεται, παράλληλα, ότι η πρόσθετη αυτή εργασία είναι δυνατό να πραγματοποιηθεί, κατ’ ανώτατο όριο, μέχρι τη συμπλήρωση του πλήρους ημερήσιου ωραρίου του συγκρίσιμου εργαζομένου.

    Κατ’ ουσία, το νέο στοιχείο που εισάγει η προαναφερόμενη νέα ρύθμιση είναι η δυνατότητα που παρέχεται στον εργοδότη και στον μερικώς απασχολούμενο να εργάζεται (ο τελευταίος) ασυνεχώς σε σχέση με το συμφωνημένο ωράριο του. Και τούτο σε αντίθεση με το προϋφιστάμενο καθεστώς (:ά. 38 ν. 1892/1990), όπου ήταν δυνατή η πρόσθετη εργασία μισθωτού μερικής απασχόλησης μόνο αμέσως πριν την έναρξη ή μετά τη λήξη του συμφωνημένου ωραρίου εργασίας.

     

    Ο πρόσφατος εργασιακός νόμος επιβεβαιώνει, ως προς τα χρονικά όρια εργασίας, την «ιερή» ρύθμιση των σαράντα ωρών εβδομαδιαίως. Επεμβαίνει όμως, επί τα βελτίω, σε άλλες σημαντικές ενότητες του συγκεκριμένου θέματος (δηλ. τα χρονικά όρια εργασίας). Προεξάρχουσα θέση μεταξύ αυτών κατέχει η (άτολμη) θέσπιση εβδομάδας τεσσάρων ημερών (και σαράντα ωρών). Σημαντική επίσης είναι η υποχρέωση παροχής διαλείμματος μετά τετράωρο (κι όχι μετά εξάωρο)-με διάρκεια από 15’ έως 30’ αλλά και η δυνατότητα των μερικώς απασχολουμένων να παρέχουν πρόσθετη εργασία όχι, αποκλειστικά, σε συνέχεια του ωραρίου τους.

    Προσβλέπουμε, με βάση τα παραπάνω, στη θετική αξιοποίηση των συγκεκριμένων ρυθμίσεων. Τόσο για τους εργαζόμενους όσο και για τις επιχειρήσεις.

    Αυτονοήτως και προς όφελος της οικονομίας της χώρας.-

    Σταύρος Κουμεντάκης
    Managing Partner

     

    Υ.Γ. Συνοπτική έκδοση του άρθρου δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ, στις 17 Οκτωβρίου 2021.

    Η πληροφόρηση που εμπεριέχεται στο παρόν άρθρο δεν συνιστά (ούτε και έχει σκοπό να αποτελέσει) νομική συμβουλή. Μια τέτοια νομική συμβουλή είναι δυνατό να παρασχεθεί μόνον από αρμόδιο δικηγόρο ο οποίος θα λάβει υπόψη του το σύνολο των δεδομένων που θα του εκθέσετε για την υπόθεσή σας. Αναλυτικά.

  • Άδειες αναψυχής & άνευ αποδοχών-αργίες

    Άδειες αναψυχής & άνευ αποδοχών-αργίες

    Σε προηγούμενη αρθρογραφία μας απασχόλησαν οι διατάξεις του ν. 4808/2021, αναφορικά με τις άδειες των εργαζομένων που σχετίζονται με την οικογένεια. Συγκεκριμένα, οι άδειες που στοχεύουν στην εξισορρόπηση επαγγελματικής και προσωπικής ζωής για γονείς και φροντιστές. Επίσης, οι άδειες που στοχεύουν στην προστασία της οικογένειας. Επιπλέον, αναλύσαμε τις διατάξεις οι οποίες αποσκοπούν στην εξασφάλιση ενός ελάχιστου πεδίου προστασίας όσων ασκούν τα δικαιώματά τους σχετικά με τη λήψη των προαναφερόμενων αδειών.

    Θα κλείσουμε τις αναφορές στις άδειες με εκείνες που δεν εντάσσονται στις παραπάνω ενότητες: την ετήσια άδεια αναψυχής καθώς και την άδεια άνευ αποδοχών.

    Θα αναφερθούμε, επ’ ευκαιρία, και στις αργίες, όπως αυτές κωδικοποιούνται και καθιερώνονται στο πλαίσιο του ίδιου νόμου.

     

    Ετήσια άδεια αναψυχής

    Κάθε χρόνο δίνεται η δυνατότητα στον εργαζόμενο να απέχει, για κάποιες μέρες, από την παροχή εργασίας στον εργοδότη του, διατηρώντας όμως την αξίωσή του για αποδοχές. Αναφερόμαστε, τότε, στην ετήσια άδεια αναψυχής. Σκοπός της, η ανάπαυση και αναψυχή του εργαζομένου.

    Όπως, πάγια, δέχεται η νομολογία του ΔΕΕ, η άδεια αναψυχής έχει διπλό σκοπό: την παροχή στον εργαζόμενο ενός χρονικού διαστήματος χαλαρώσεως και ψυχαγωγίας αλλά και της δυνατότητας να αναπληρώσει τις δυνάμεις του (ενδ.: C-520/06, σκέψη 25). Δεν μπορεί, επομένως, παρά να υπάρξει αυτούσια παροχή της. Αυτό, με απλά λόγια, σημαίνει πως η χορήγηση ελεύθερου χρόνου δεν μπορεί να αντικατασταθεί, νόμιμα, με χρηματική αποζημίωση. Ακόμη κι αν συναινεί, το αποδέχεται ή το ζητά ο εργαζόμενος. Εξαίρεση συνιστά η περίπτωση λύσης της εργασιακής σχέσης, οπότε, στην περίπτωση αυτή, η χρηματική αντικατάσταση κρίνεται επιβεβλημένη.

    Το νομοθετικό πλαίσιο

    Σε ενωσιακό επίπεδο, το δικαίωμα λήψης ετήσιας άδειας αναψυχής καθιερώνει η Οδηγία 2003/88. Συγκεκριμένα, στο άρθρο 7 προβλέπει ως ελάχιστο διάστημα διάρκειας της εν λόγω άδειας τις τέσσερις (4) εβδομάδες. Αντίστοιχα, σε εθνικό επίπεδο, το γενικό νομοθετικό πλαίσιο ως προς την άδεια αναψυχής θέτει ο α.ν. 539/1945. Ο τελευταίος, ρυθμίζει ζητήματα όπως η διάρκεια της συγκεκριμένης άδειας, οι προϋποθέσεις λήψης της και οι χρηματικές παροχές που συνδέονται με τη χορήγησή της.

    Επιπλέον, ο α.ν. 539/1945 προέβλεπε -μέχρι τη θέση σε ισχύ του 4808/2021- ότι ο εργοδότης όφειλε να χορηγήσει τη συγκεκριμένη άδεια έως το τέλος καθενός ημερολογιακού έτους. Θεωρούνταν, τελευταία ημέρα του έτους, ως «δήλη» ημέρα. Ως εκ τούτου, η παρέλευσή της καθιστούσε τον εργοδότη υπερήμερο και είχε σαν συνέπεια αστικές, ποινικές και διοικητικές κυρώσεις σε βάρος του. Στο πλαίσιο αυτό, και δεδομένης της πρόβλεψης δικαιώματος μεταφοράς της άδειας, η όποια (εναπομένουσα-μη εκπληρωθείσα) αξίωση του εργαζομένου για τη λήψη της ετήσιας άδειάς του μετατρεπόταν, μετά την 1.1 κάθε έτους, σε χρηματική.

    Ωστόσο, όπως επεσήμανε (και) η θεωρία, η απόλυτη απαγόρευση του δικαιώματος μεταφοράς της άδειας αναψυχής αντέβαινε στο ενωσιακό δίκαιο. Όπως δέχεται το ΔΕΕ, το άρθρο 7 §1 της Οδηγίας 2003/88 απαγορεύει εθνικές διατάξεις ή πρακτικές, οι οποίες προβλέπουν ότι το δικαίωμα ετήσιας άδειας μετ’ αποδοχών αποσβέννυται κατά τη λήξη της περιόδου αναφοράς ή/και μιας περιόδου μεταφοράς που καθορίζεται από το εθνικό δίκαιο. Είναι μάλιστα ενδιαφέρον πως αυτό ισχύει ακόμη και όταν, ο εργαζόμενος, λόγω κωλύματος στο πρόσωπό του (λ.χ. αναρρωτική άδεια) δεν μπόρεσε να ασκήσει το δικαίωμά του για ετήσια άδεια μετ’ αποδοχών (ενδ.: C-520/06, σκέψη 25).

    Το ΔΕΕ, βέβαια, επισημαίνει ότι ο χρόνος μεταφοράς δεν είναι δυνατό να είναι απεριόριστος. Η μεταφορά, όπως το ίδιο δέχεται, δεν θα πρέπει να υπερβαίνει ένα συγκεκριμένο χρονικό όριο, πέραν του οποίου η ετήσια άδεια παύει να έχει ευεργετικά αποτελέσματα για τον εργαζόμενο ως χρόνος αναπληρώσεως δυνάμεων και έχει απλώς την έννοια του χρόνου χαλαρώσεως και ψυχαγωγίας (C-214/16 σκέψη 33).

    Η πρόσφατη ρύθμιση

    Το άρθρο 61 του ν. 4808/2021 επιφέρει ενδιαφέρουσες μεταβολές ως προς τον χρόνο παροχής της άδειας αναψυχής. Διατηρεί, καταρχάς, τους ήδη υφιστάμενους δύο περιορισμούς ως προς τη συγκεκριμένη παροχή. Προβλέπει, δηλαδή, ότι ο εργοδότης υποχρεούται να χορηγήσει την εν λόγω άδεια μέσα σε δύο (2) μήνες από τη σχετική αίτηση του εργαζομένου. Παράλληλα, οι άδειες του μισού, έστω, προσωπικού πρέπει να χορηγούνται από 1 Μαΐου έως 30 Σεπτεμβρίου. [Δεν απαντάται, βέβαια το ερώτημα-ούτε με τη συγκεκριμένη διάταξη, τι θα (πρέπει να) συμβεί αν, θεωρητικά, όλοι οι εργαζόμενοι μιας επιχείρησης αιτηθούν την άδειά τους την 30ή Ιουνίου ενός έτους για το δίμηνο Ιουλίου-Αυγούστου]…

    Η καινοτομία συνίσταται πως η παραπάνω διάταξη τροποποιεί το χρονικό σημείο απόσβεσης του δικαιώματος για λήψη της άδειας αναψυχής. Ορίζει, συγκεκριμένα, ότι «…η δικαιούμενη, κατ’ έτος, άδεια πρέπει να εξαντλείται μέχρι το πρώτο τρίμηνο του επόμενου ημερολογιακού έτους».

    Παρά τη συγκεκριμένη προσθήκη, το γράμμα του νόμου δεν φαίνεται να συμμορφώνεται με το ενωσιακό δίκαιο. Συγκεκριμένα, όπως διαφαίνεται από τη νέα ρύθμιση και επισημαίνεται στην υπ’ αριθμ. 64597/03.09.2021 Εγκύκλιο του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων με θέμα: «Οδηγίες για την εφαρμογή του Κεφαλαίου Α΄ «ΡΥΘΜΙΣΕΙΣ ΑΤΟΜΙΚΟΥ ΕΡΓΑΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ» (άρθρα 55-67) του μέρους IV του Ν. 4808/2021 (Α’101)», με την εν λόγω προσθήκη παρατείνεται το χρονικό διάστημα εντός του οποίου μπορεί να χορηγηθεί ετήσια άδεια. Παράλληλα, ως δήλη ημέρα, λήψης του συνόλου της δικαιούμενης αδείας από τον εργαζόμενο θεωρείται η 31η Μαρτίου.

    Η νέα ρύθμιση, λοιπόν, δεν αναπληρώνει το κενό της έλλειψης δικαιώματος μεταφοράς. Αντίθετα, παρατείνει τον χρόνο εκπλήρωσης, χωρίς να θέτει λόγους που να δικαιολογούν τη χορήγηση της άδειας μετά την παρέλευση του ημερολογιακού έτους (βλ. αντίθετα τη σχετική ρύθμιση του γερμανικού δικαίου-άρθρο 7 BUrlG «Χρόνος λήψεως της άδειας, μεταφορά και αποζημίωση μη ληφθείσας άδειας). Ως εκ τούτου, η νέα ρύθμιση ενδέχεται να οδηγήσει, και πάλι, σε καταστρατηγήσεις.

     

    Άδεια άνευ αποδοχών

    Το άρθρο 62 ν. 4808/2021 θεσμοθετεί την άδεια άνευ αποδοχών. Η συγκεκριμένη άδεια περιβάλλεται τη μορφή διάταξης νόμου, για πρώτη φορά, στην εθνική έννομη τάξη. Ωστόσο, δεν αποτελεί θεσμό άγνωστο καθώς στην πράξη παρεχόταν, ήδη, σε εργαζομένους και πριν από τη γενική της καθιέρωση.

    Το προϊσχύσαν καθεστώς

    Δεδομένου ότι έλειπε, με βάση το προϊσχύσαν καθεστώς, η γενική νομοθετική ρύθμιση, η άδεια άνευ αποδοχών καθιερωνόταν για συγκεκριμένες, μόνον, κατηγορίες εργαζομένων με βάση συλλογικές ρυθμίσεις (σ.σ.ε. ή δ.α.), κανονισμούς εργασίας ή ειδικές διατάξεις.

    Βέβαια, η άδεια αυτή μπορούσε, επίσης, να παρασχεθεί σε εργαζόμενο στη βάση συμφωνίας του με τον εργοδότη. Η χορήγησή της, επομένως, δεν ήταν υποχρεωτική, ούτε μπορούσε να επιβληθεί μονομερώς ούτε από τον εργαζόμενο ούτε από τον εργοδότη.

    Όπως, πάντως, γινόταν πάγια δεκτό από την νομολογία, η άδεια άνευ αποδοχών συνιστούσε τυπική περίπτωση αναστολής της εργασιακής συμβάσεως, στη βάση συμφωνίας που καταρτίζονταν ανάμεσα στον εργοδότη και τον μισθωτό. Η συγκεκριμένη αναγνώριση του χαρακτήρα της ως συμβατική αναστολή επηρέαζε τη διαμόρφωση των υποχρεώσεων και τα δικαιωμάτων των μερών.

    Ειδικότερα, κατά τη διάρκεια της άδειας αυτής ο εργαζόμενος δεν όφειλε, φυσικά, να παρέχει τις υπηρεσίες του. Αντίστοιχα, ο εργοδότης δεν είχε υποχρέωση να καταβάλει μισθούς και, ως εκ τούτου, δεν είχε υποχρέωση κάλυψης των ασφαλιστικών εισφορών του εργαζομένου. Ωστόσο, η διάρκεια της εν λόγω άδειας θεωρούνταν χρόνος εργασίας, αφού με τη χορήγησή της δεν επερχόταν λύση της σύμβασης εργασίας. Επροσμετράτο, επομένως, στον καθορισμό του ύψους τυχόν αποζημίωσης απόλυσης (ενδ. 751/2018 ΑΠ). Παράλληλα, με τη λήξη της συγκεκριμένης άδειας, ο εργαζόμενος έπρεπε να επανέλθει στην προηγούμενη θέση εργασίας και στα καθήκοντά του.

    Ισχύουσα ρύθμιση

    Όσα αμέσως παραπάνω αναφέρονται επιβεβαίωσε, κατά βάση, η ρύθμιση του άρθρου 62 ν. 4808/2021. Με τη διάταξη αυτή καθιερώνεται, όπως ήδη αναφέρθηκε, για πρώτη φορά-ρητά μάλιστα, ο θεσμός της άδειας άνευ αποδοχών στον ιδιωτικό τομέα.

    Προϋπόθεση χορήγησης της συνιστά η ατομική έγγραφη συμφωνία μεταξύ εργοδότη και εργαζομένου. Τίθεται, ως ανώτατο όριο διάρκειας της άδειας αυτής, το ένα έτος. Ωστόσο, παρέχεται δυνατότητα παράτασής της με νεότερη συμφωνία των μερών.

    Είναι δυνατή η, εξ αρχής, παροχή άδειας άνευ αποδοχών διάρκειας μεγαλύτερης του έτους; Όχι ορθά, κατά την άποψή μας, τίθεται ανώτατο όριο στη χορήγησή της αφού γίνεται, εξ αρχής, αποδεκτή η δυνατότητα συμβατικής παράτασής της. Επομένως: είναι προφανώς δυνατή η συμφωνία διάρκειας μεγαλύτερης του έτους, προτιμητέο όμως να συμφωνείται ετήσιας, αρχικά, διάρκειας και, στη συνέχεια-προς αποφυγή προβλημάτων και προβληματισμών, να παρατείνεται με βάση τη συγκεκριμένη ρύθμιση.

    Ο νέος νόμος αναγνωρίζει ρητά τον χαρακτήρα της άδειας άνευ αποδοχών ως συμβατικής αναστολής. Ορίζει, συγκεκριμένα, πως κατά τη διάρκειά της, η σύμβαση εργασίας τίθεται σε αναστολή και δεν οφείλονται ασφαλιστικές εισφορές. Επιπλέον, θεσπίζεται υποχρέωση ανάρτησης της έγγραφης ατομικής συμφωνίας για τη χορήγηση της άδειας άνευ αποδοχών στο Πληροφοριακό Σύστημα «ΕΡΓΑΝΗ» από τον εργοδότη, ενώ αντίγραφό της πρέπει να γνωστοποιείται στον e-ΕΦΚΑ.

    Επιπλέον, στην §2 της ίδιας διάταξης προσδιορίζεται ότι μετά τη λήξη της άδειας άνευ αποδοχών αναβιώνουν τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις των μερών από τη σύμβαση εξαρτημένης εργασίας.

    Τέλος, το γεγονός ότι η διάρκεια της άδειας άνευ αποδοχών θεωρείται χρόνος εργασίας επιβεβαιώνεται και από την πρόσφατη, υπ’ αριθμ. 64597/03.09.2021, Εγκύκλιο του Υπουργείου Εργασίας. Η συγκεκριμένη Εγκύκλιος επισημαίνει ότι για τη λήψη και τον υπολογισμό των ημερών της ετήσιας άδειας των εργαζομένων λαμβάνεται υπόψη το χρονικό διάστημα κατά το οποίο ο εργαζόμενος τελούσε σε άδεια άνευ αποδοχών, παραπέμποντας, ομοίως, στο άρθρο 2 §2 α.ν. 539/1945.

     

    Αργίες

    Με τη διάταξη του άρθρου 60, ο ν. 4808/2021 κωδικοποιεί σε μία ενιαία διάταξη τις ημέρες υποχρεωτικής αργίας. Επιπλέον, διευρύνει των κατάλογο των ήδη υφιστάμενων αργιών. Προσθέτει στις υπάρχουσες αργίες την 1η Ιανουαρίου και την εορτή των Θεοφανίων.

    Ως εκ τούτου, ο ενιαίος, πλέον, κατάλογος αργιών περιλαμβάνει τις ακόλουθες: (α) 1η Ιανουαρίου, (β) εορτή των Θεοφανίων (:6η Ιανουαρίου), (γ) 25η Μαρτίου, (δ) Δευτέρα του Πάσχα, (ε) 1η Μαΐου, (στ) εορτή της Κοιμήσεως της Θεοτόκου (:15η Αυγούστου), (ζ) 28η Οκτωβρίου, (η) εορτή της Γεννήσεως του Χριστού (:25η Δεκεμβρίου), (θ) 26η Δεκεμβρίου.

    Παράλληλα, στην §2 της ίδιας διάταξης προβλέπεται η δυνατότητα καθορισμού επιπλέον εορτών, μέχρι πέντε κατ’ έτος, ως ημερών υποχρεωτικής ή προαιρετικής αργίας για το σύνολο της χώρας. Η αρμοδιότητα για τον εν λόγω καθορισμό παρέχεται στον Υπουργό Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων. Οι σχετικές αποφάσεις του εκδίδονται ύστερα από γνωμοδότηση του Ανώτατου Συμβουλίου Εργασίας (ΑΣΕ) και δημοσιεύονται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.

    Επιπλέον, παρέχεται η δυνατότητα καθορισμού κάποιων ημερών ως τοπικών αργιών. Αρμόδιοι για τον καθορισμό τους ορίζονται οι Περιφερειάρχες, χωρίς την προϋπόθεση της προηγούμενης γνωμοδότησης του ΑΣΕ. Η συγκεκριμένη διαδικασία ακολουθείται, αντίστοιχα, σε εθνικό και τοπικό επίπεδο, για την κατάργηση ή αλλαγή των προβλεπόμενων αργιών.

    Τέλος, ειδική μνεία θα πρέπει να γίνει στο άρθρο 63 ν. 4808/2021: αφορά στις εξαιρέσεις από την υποχρεωτική ανάπαυση της Κυριακής και από τις προαναφερθείσες ημέρες αργίας. Τροποποιούνται με τη διάταξη αυτή και προστίθενται στα άρθρα 7 και 9 του β.δ. 748/1966 επιπλέον οικονομικές δραστηριότητες, οι οποίες ανήκουν στις επιχειρήσεις που επιτρέπεται να απασχολούν προσωπικό κατά τις Κυριακές και τις επίσημες αργίες. Αυτονοήτως, στις περιπτώσεις αυτές λαμβάνουν χώρα οι προστατευτικές ρυθμίσεις που αφορούν στην επιπρόσθετη αμοιβή των εργαζομένων και στη χορήγηση στους τελευταίους εβδομαδιαίων αναπαύσεων.

     

    Η ετήσια άδεια αναψυχής καθώς και η (στην πράξη, ενίοτε, παρεχόμενη) άδεια άνευ αποδοχών εξυπηρετεί διαφορετικές ανάγκες των εργαζομένων. Το νέο θεσμικό πλαίσιο επιχείρησε να διορθώσει τα κακώς κείμενα της πρώτης και το νομοθετικό κενό που αφορούσε τη δεύτερη. Και στις δύο περιπτώσεις οι ρυθμίσεις δεν υπήρξαν απολύτως επιτυχείς. Είναι όμως δεδομένο ότι, έστω και μερικώς, καλύπτουν προβλήματα που οι επιχειρήσεις-βεβαίως και οι εργαζόμενοι, επί μακρόν, αντιμετώπιζαν. Προσβλέπουμε σε μελλοντικές, αναγκαίες όμως, βελτιώσεις.

    Αντίστοιχα και στο θέμα της Κυριακής αργίας (και σ’ αυτήν ακόμα περισσότερο). Οι σχετικές ρυθμίσεις παραμένουν ατελείς. Τα βήματα δειλά. Εθελοτυφλούμε στο μέτρο που επιλέγουμε να μην αφήσουμε την αγορά σε περιβάλλον αυτορρύθμισης. Εθελοτυφλούμε στο μέτρο που πιστεύουμε ότι όσα συμβαίνουν στον δυτικό κόσμο έχουμε τη δύναμη, μόνοι εμείς, να τα αποτρέψουμε.

    Επί του παρόντος.-

    Σταύρος Κουμεντάκης
    Managing Partner

     

    Υ.Γ. Συνοπτική έκδοση του άρθρου δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ, στις 10 Οκτωβρίου 2021.

    Η πληροφόρηση που εμπεριέχεται στο παρόν άρθρο δεν συνιστά (ούτε και έχει σκοπό να αποτελέσει) νομική συμβουλή. Μια τέτοια νομική συμβουλή είναι δυνατό να παρασχεθεί μόνον από αρμόδιο δικηγόρο ο οποίος θα λάβει υπόψη του το σύνολο των δεδομένων που θα του εκθέσετε για την υπόθεσή σας. Αναλυτικά.

  • Άδειες εργαζομένων (η προστασία των εργαζομένων που τις λαμβάνουν)

    Άδειες εργαζομένων (η προστασία των εργαζομένων που τις λαμβάνουν)

    Ο πρόσφατος νόμος για τις εργασιακές σχέσεις (:ν. 4808/2021) αφιερώνει μια εκτεταμένη ενότητα στις άδειες των εργαζομένων. Μας απασχόλησαν ήδη οι άδειες που στοχεύουν στην εξισορρόπηση επαγγελματικής και προσωπικής ζωής για γονείς και φροντιστές. Μας απασχόλησαν επίσης και οι άδειες που στοχεύουν στην προστασία της οικογένειας. Είναι γνωστό όμως στους «παροικούντες την Ιερουσαλήμ», πως οι εργαζόμενοι συχνά δεν τολμούν, για ευνόητους λόγους, να αξιώσουν το σύνολο των αδειών που δικαιούνται. Αυτή ακριβώς ήταν η αιτία, προφανώς, που ανάγκασε το νομοθέτη να παράσχει αυτοτελή και ειδική, σχετική, προστασία. Στο πλαίσιο αυτό θα μας απασχολήσουν, στη συνέχεια, οι διατάξεις που στοχεύουν στην προστασία των εργαζομένων εκείνων, οποίοι ασκούν δικαιώματά τους για τη λήψη άδειας ή ευέλικτης ρύθμισης.

     

    Απαγόρευση διακρίσεων (άρθρο 47)

    Η απαγόρευση διακρίσεων διαπνέει το σύνολο του εργατικού δικαίου. Η συγκεκριμένη ρύθμιση κινείται προς τη συγκεκριμένη, ακριβώς, κατεύθυνση. Θεσπίζεται, στο πλαίσιο αυτό, απαγόρευση δυσμενούς (ή λιγότερο ευνοϊκής) μεταχείρισης για τους εργαζόμενους, οι οποίοι είτε (α) θα ασκήσουν δικαιώματα για λήψη άδειας ή επίτευξη ευέλικτης ρύθμισης στην εργασία τους είτε (β) θα υποβάλλουν καταγγελία εντός της επιχείρησης ή θα κινήσουν νομική διαδικασία για σχετική συμμόρφωση (της επιχείρησης).

     

    Προστασία από την απόλυση και βάρος απόδειξης (άρθρο 48)

    Η συγκεκριμένη ρύθμιση αφορά την προστασία των εργαζομένων από την απόλυση. Απαγορεύεται, συγκεκριμένα, η απόλυση εργαζόμενου επειδή ζήτησε ή έλαβε άδεια ή ευέλικτη ρύθμιση ή/και άσκησε δικαιώματα σχετικά με αυτές.

    Αν όμως, παρ’ ελπίδα, λάβει χώρα απόλυση εργαζομένου για έναν τέτοιο λόγο ή μετά από ένα τέτοιο γεγονός, ο εργοδότης είναι υποχρεωμένος να γνωστοποιήσει, εγγράφως, τους λόγους της απόλυσης. Στην περίπτωση, μάλιστα, που δεν τηρηθεί η σχετική υποχρέωση, δημιουργείται τεκμήριο (μαχητό) υπέρ της παράβασης της απαγόρευσης απόλυσης.

    Να σημειωθεί, όμως, πως η συγκεκριμένη διάταξη είναι, δυστυχώς, αρκετά κακογραμμένη. Δεν καθορίζεται ως προϋπόθεση, ενδεικτικά, κάποιο διάστημα μέσα στο οποίο θα πρέπει να έχει ζητηθεί λ.χ. η άδεια. Μπορεί, δηλαδή, δύο χρόνια μετά τη διατύπωση ενός τέτοιου αιτήματος να προβάλλει ο εργαζόμενος συναφή λόγο ακυρότητας; Κάτι τέτοιο θα ήταν, προφανώς, καταχρηστικό˙ δυστυχώς όμως η διατύπωση της διάταξης δεν το αποκλείει.

    Στο πλαίσιο της ανωτέρω προστασίας του εργαζομένου, προβλέπεται και αντιστροφή του βάρος απόδειξης προς όφελος εκείνου (του εργαζομένου). Συγκεκριμένα, σε περίπτωση τέτοιας διένεξης, ο εργαζόμενος αρκεί να παραθέσει πραγματικά περιστατικά, που μοιάζουν ικανά να στηρίξουν την πεποίθηση πως απολύθηκε για έναν από τους παραπάνω, απαγορευμένους, λόγους. Στην περίπτωση αυτή, ο εργοδότης είναι εκείνος που φέρει το βάρος απόδειξης της συντέλεσης της απόλυσης για διαφορετικούς (από τους απαγορευμένους) λόγους. Η ρύθμιση όμως αυτή δεν ισχύει στην ποινική δίκη.

    Η συγκεκριμένη διάταξη περιλαμβάνει, επιπρόσθετα, προβλέψεις ειδικής προστασίας από την απόλυση. Συγκεκριμένα, σύμφωνα και με όσα ήδη ίσχυαν, απαγορεύεται απόλυση εγκύου -και μετέπειτα μητέρας- για διάστημα 18 μηνών από τον τοκετό (ή και μεγαλύτερο για λόγους ασθενείας), εκτός αν υπάρχει σπουδαίος λόγος. Καινοτομία, ωστόσο, συνιστά η παρεμφερής απαγόρευση, η οποία θεσπίζεται και για τον εργαζόμενο πατέρα διάρκειας έξι μηνών από τον τοκετό υπό την επιφύλαξη, κι εδώ, ύπαρξης σπουδαίου λόγου. Ρητά προβλέπεται όμως ότι ως σπουδαίος λόγος δεν μπορεί να θεωρηθεί η μείωση απόδοσης λόγω της εγκυμοσύνης της μητέρας ή των οικογενειακών υποχρεώσεων του εργαζόμενου γονέα.

     

    Έννομη προστασία (άρθρο 49)

    Η συγκεκριμένη διάταξη καθορίζει την έννομη προστασία που δικαιούνται οι εργαζόμενοι, όταν θεωρούν ότι θίγονται εξαιτίας παραβίασης δικαιωμάτων τους σχετικών με τις άδειες. Κάθε εργαζόμενος, λοιπόν, δικαιούται να ζητήσει προστασία, για την αιτία αυτή, ενώπιον των αρμοδίων δικαστηρίων. Επίσης να προσφύγει στις αρμόδιες διοικητικές αρχές (μεταξύ των οποίων το ΣΕΠΕ και ο Συνήγορος του Πολίτη).

    Παράλληλα, προβλέπεται η (υπό προϋποθέσεις) δυνατότητα σε νομικά πρόσωπα και ενώσεις προσώπων (μεταξύ των οποίων και συνδικαλιστικές οργανώσεις) να προσφύγουν στο όνομα και για λογαριασμό των εργαζόμενων που θίγονται.

     

    Κυρώσεις (άρθρο 50)

    Η παραβίαση των υποχρεώσεων των εργοδοτών για θέματα που σχετίζονται με τις άδειες, δεν είναι χωρίς κυρώσεις και κόστος. Συγκεκριμένα, στον παραβάτη εργοδότη επιβάλλονται διοικητικές κυρώσεις (:πρόστιμο από 300€ έως 50.000€). Σε περίπτωση υποτροπής επιβάλλεται προσωρινή διακοπή της λειτουργίας της επιχείρησης ή τμήματος/τμημάτων της (άρθρο 24 ν. 3996/2011). Επίσης, προβλέπονται ποινικές κυρώσεις [:φυλάκιση τουλάχιστον 6 μηνών ή/και πρόστιμο 900€ (άρθρο 28 ν. 3996/2011)].

    Παράλληλα, τυχόν παραβίαση της αρχής απαγόρευσης των διακρίσεων επιφέρει, μεταξύ άλλων, αξίωση πλήρους αποζημίωσης του θύματος (θετική, αποθετική ζημία και ηθική βλάβη).

     

    Κάποιοι εργοδότες, όπως και εισαγωγικά αναφέρθηκε, δεν «τιμούν» τις υποχρεώσεις τους, όσον αφορά τη χορήγηση των οφειλομένων αδειών προς τους εργαζομένους τους. Δαμόκλειος σπάθη επικρέμαται, «επί της κεφαλής αυτών», σειρά δυνητικών κυρώσεων που απορρέουν από τον πρόσφατο εργασιακό νόμο. Κυρώσεις αστικές, διοικητικές και ποινικές: Καμιά, όμως, από αυτές «ήσσονος σημασίας».

    Κι είναι αλήθεια πως οι επαπειλούμενες κυρώσεις δεν καθιστούν μια κοινωνία δίκαιη κι ούτε νομοταγείς τους πολίτες της.

    Είναι βέβαιο, όμως, πως οι συγκεκριμένες (απολύτως αποτρεπτικές) ρυθμίσεις θα καταστήσουν, το δίχως άλλο, τους εργοδότες περισσότερο προσεκτικούς, όσον αφορά το ενδεχόμενο καταστρατήγησης δικαιωμάτων των εργαζομένων τους.

    Σταύρος Κουμεντάκης
    Managing Partner

     

    Υ.Γ. Συνοπτική έκδοση του άρθρου δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ, στις 3 Οκτωβρίου 2021.

    Η πληροφόρηση που εμπεριέχεται στο παρόν άρθρο δεν συνιστά (ούτε και έχει σκοπό να αποτελέσει) νομική συμβουλή. Μια τέτοια νομική συμβουλή είναι δυνατό να παρασχεθεί μόνον από αρμόδιο δικηγόρο ο οποίος θα λάβει υπόψη του το σύνολο των δεδομένων που θα του εκθέσετε για την υπόθεσή σας. Αναλυτικά.

  • Άδειες εργαζομένων (:προστασία της οικογένειας και των εργαζομένων)

    Άδειες εργαζομένων (:προστασία της οικογένειας και των εργαζομένων)

    Το ζήτημα των αδειών των εργαζομένων, υπό το πρίσμα του πρόσφατου νόμου (ν. 4808/2021), ξεκίνησε να μας απασχολεί σε προηγούμενη αρθρογραφία μας. Προσεγγίσαμε, ήδη, τις άδειες που στοχεύουν στην εξισορρόπηση επαγγελματικής και προσωπικής ζωής για γονείς και φροντιστές και θεσμοθετήθηκαν στο πλαίσιο της Οδηγίας 2019/1158/ΕΕ. Εδώ, θα μας απασχολήσουν οι άδειες που στοχεύουν στην προστασία της οικογένειας. Στο επόμενο, και τελευταίο, άρθρο της συγκεκριμένης ενότητας, θα μας απασχολήσει η προστασία των εργαζομένων που κάνουν χρήση του δικαιώματός τους να λαμβάνουν άδειες ή αντίστοιχες, ευέλικτες ρυθμίσεις.

     

    Άδεια και ειδική προστασία μητρότητας (άρθρα 34 & 36)

    Με την πρώτη από τις συγκεκριμένες διατάξεις επεκτείνεται το δικαίωμα λήψης του μεταγενέθλιου τμήματος της άδειας μητρότητας, διάρκειας εννέα εβδομάδων (και) στις εργαζόμενες μητέρες που υιοθετούν στην οικογένειά τους τέκνο έως οκτώ (8) ετών. Αναγνωρίζεται επίσης, στις ίδιες μητέρες, το δικαίωμα λήψης των πάσης φύσεως αποδοχών και επιδομάτων, που συνδέονται με την ως άνω άδεια.

    Με προϋφιστάμενη ρύθμιση προβλέφθηκαν, από το έτος 2017, τα αντίστοιχα δικαιώματα και για τις παρένθετες μητέρες.

    Με τη δεύτερη από τις παραπάνω διατάξεις (άρθρο 36) επεκτείνεται η ειδική παροχή προστασίας της μητρότητας του άρθρου 142 ν. 3655/2008 (:επίδομα από τον ΟΑΕΔ κλπ) στις θετές και τεκμαιρόμενες μητέρες.

     

    Άδεια για ιατρικώς υποβοηθούμενη αναπαραγωγή (άρθρο 35)

    Η συγκεκριμένη ρύθμιση παρέχει δικαίωμα λήψης άδειας επτά (7) εργάσιμων ημερών με αποδοχές σε εργαζόμενες, οι οποίες υποβάλλονται σε μεθόδους ιατρικώς υποβοηθούμενης αναπαραγωγής. Προϋπόθεση αποτελεί η βεβαίωση του θεράποντος ιατρού ή του διευθυντή μονάδας ιατρικώς υποβοηθούμενης αναπαραγωγής.

     

    Άδεια φροντίδας τέκνου (άρθρο 37)

    Με τη συγκεκριμένη διάταξη κωδικοποιούνται ήδη ισχύουσες ρυθμίσεις για την άδεια φροντίδας τέκνου μετ’ αποδοχών. Αφορά, εναλλακτικά, και στους δύο (φυσικούς, θετούς, ανάδοχους, τεκμαιρόμενους) γονείς. Αξιοσημείωτο, μάλιστα, είναι ότι παρέχεται ακόμα κι αν δεν εργάζεται ο άλλος από τους γονείς.

    Ο χρόνος έναρξης του δικαιώματος λήψης της συγκεκριμένης άδειας ποικίλλει. Η αφετηρία της καθορίζεται από τη λήξη της άδειας μητρότητας ή της ειδικής προστασίας της μητρότητας (άρθρο 36) ή της γονικής άδειας (άρθρο 28). Ο νόμος, επομένως, προσδίδει νομοθετική ισχύ στην υπ’ αριθμ. 124/2018 Γνωμοδότηση ΝΣΚ. Η τελευταία καθιστά σαφές ότι η άδεια φροντίδας παιδιού χορηγείται στο ακέραιο, ανεξαρτήτως της χορήγησης της ειδικής παροχής προστασίας της μητρότητας και της γονικής άδειας.

    Η συγκεκριμένη άδεια εκτείνεται σε χρονικό διάστημα τριάντα (30) μηνών από την έναρξή της. Κατά το διάστημα αυτό, ο εργαζόμενος γονέας δικαιούται να εργάζεται με μειωμένο ωράριο, κατά μία (1) ώρα, στη βάση της σχετικής αίτησής του. Μπορεί, μάλιστα, να περιλαμβάνει προσέλευση αργότερα από τον προσδιορισμένο χρόνο, αποχώρηση νωρίτερα ή ενδιάμεση διακοπή. Εναλλακτικά, μπορεί να συμφωνηθεί:

    (α) Απασχόληση κατά μειωμένο ωράριο δύο (2) ώρων για διάστημα δέκα οκτώ (18) μηνών και μιας (1) ώρας για το επόμενο εξάμηνο,

    (β) Χορήγηση πλήρων ημερών άδειας, εντός της εβδομάδας, αντίστοιχου συνολικού αριθμού ωρών, τις οποίες δικαιούται ο εργαζόμενος γονέας στο πλαίσιο της συγκεκριμένης άδειας.

    (γ) Ισόχρονη συνεχόμενη άδεια, που χορηγείται εφάπαξ ή τμηματικά.

    Για τους θετούς ή αναδόχους γονείς το δικαίωμα λήψης της προκείμενης άδειας γεννιέται από την ένταξη τέκνου έως οκτώ (8) ετών στην οικογένεια.

    Στις περιπτώσεις διαζυγίου, διάστασης ή γέννησης τέκνου χωρίς γάμο των γονέων, την προκείμενη άδεια δικαιούται ο γονέας που έχει την επιμέλεια, με την επιφύλαξη διαφορετικής συμφωνίας των γονέων.

    Παράλληλα, ο νόμος ρυθμίζει ρητά και τις περιπτώσεις μερικής απασχόλησης. Στις περιπτώσεις αυτές, η άδεια φροντίδας χορηγείται αναλογικά με τον ημερήσιο χρόνο εργασίας.

     

    Άδεια παρακολούθησης σχολικής επίδοσης (άρθρο 38)

    Η συγκεκριμένη ρύθμιση προβλέπει το δικαίωμα χορήγησης άδειας παρακολούθησης της σχολικής επίδοσης τέκνων σε εργαζόμενους γονείς πλήρους ή μερικής απασχόλησης. Επεκτείνει, μάλιστα, το δικαίωμα των γονέων στην εν λόγω άδεια μέχρι το 18ο έτος ηλικίας (συμπληρωμένο) του παιδιού αντί του 16ου που ίσχυε μέχρι πρότινος, καθώς και, ανεξαρτήτως ηλικίας, στην περίπτωση τέκνων με αναπηρία.

    Με την άδεια αυτή (μετ’ αποδοχών-έως τέσσερις εργάσιμες ημέρες κατ’ έτος) χορηγείται το δικαίωμα σε εργαζόμενο γονέα να απουσιάζει από την εργασία για ορισμένες ώρες (ή/και ολόκληρη ημέρα) προκειμένου να επισκεφθεί το σχολείο του τέκνου του.

    Το δικαίωμα λήψης της συγκεκριμένης άδειας είναι κοινό για τους δύο γονείς. Χρήση της, ως εκ τούτου, είναι δυνατό να κάνει είτε ένας από αυτούς είτε από κοινού, μοιράζοντας τον χρόνο της. Απαιτούνται, επομένως, κοινές δηλώσεις των γονέων στους εργοδότες τους με περιεχόμενο τον τρόπο λήψης της εν λόγω άδειας.

     

    Άδεια γάμου (άρθρο 39)

    Πρόκειται για άδεια που χορηγείται με αποδοχές και δεν συμψηφίζεται με την ετήσια άδεια του εργαζομένου. Η διάρκειά της αντιστοιχεί σε μια πλήρη εργάσιμη εβδομάδα. Σε πέντε (5) ημέρες δηλ. επί πενθήμερης εργασίας και σε έξι (6) ημέρες σε περιπτώσεις εξαήμερης. Χορηγείται και στην περίπτωση σύναψης συμφώνου συμβίωσης.

     

    Άδεια προγεννητικών εξετάσεων (άρθρο 40)

    Η συγκεκριμένη διάταξη προβλέπει το δικαίωμα απαλλαγής εγκύων εργαζομένων από την εργασία, χωρίς περικοπή αποδοχών, προκειμένου να υποβληθούν σε εξετάσεις προγεννητικού ελέγχου εφόσον οι σχετικές εξετάσεις πρέπει να διενεργηθούν κατά τον χρόνο εργασίας.

     

    Μειωμένο ωράριο γονέων παιδιών με αναπηρία (άρθρο 41)

    Η εν λόγω ρύθμιση αφορά γονείς (φυσικούς, θετούς, ανάδοχους, τεκμαιρόμενους), οι οποίοι έχουν παιδιά με πνευματική, ψυχική ή σωματική αναπηρία. Στους γονείς αυτούς παρέχεται το δικαίωμα να ζητήσουν μείωση ωραρίου κατά μια ώρα ημερησίως, με ανάλογη περικοπή των αποδοχών τους. Απαραίτητες προϋποθέσεις συνιστούν:

    (α) η πιστοποίηση της αναπηρίας από τον οικείο ασφαλιστικό φορέα και

    (β) η απασχόληση σε επιχείρηση ή εκμετάλλευση, όπου απασχολούνται τουλάχιστον 50 άτομα.

     

    Άδεια λόγω ασθενείας παιδιού ή άλλου εξαρτώμενου μέλους (άρθρο 42)

    Με τη διάταξη αυτή παρέχεται στον εργαζόμενο δικαίωμα λήψης άδειας χωρίς αποδοχές σε περίπτωση ασθένειας εξαρτώμενων παιδιών ή άλλων μελών της οικογένειας (όπως ορίζονται στην §2 του άρθρου). Ανέρχεται σε έως έξι (6) εργάσιμες ημέρες ετησίως και χορηγείται εφάπαξ ή τμηματικά. Σε περίπτωση γονέα (φυσικού, θετού, αναδόχου, τεκμαιρόμενου), ο οποίος φροντίζει δύο παιδιά, η διάρκεια της άδειας αυξάνεται σε οκτώ (8) ημέρες. Αν προστατεύει περισσότερα από δύο παιδιά, σε δεκατέσσερις (14) ημέρες.

     

    Άδεια λόγω σοβαρών νοσημάτων παιδιών (άρθρο 43)

    Με τη διάταξη αυτή επαναλαμβάνονται και κωδικοποιούνται οι διατάξεις του άρθρου 51 §1 ν. 4075/2012. Συγκεκριμένα, παρέχεται το δικαίωμα λήψης ειδικής γονικής άδειας σε εργαζόμενους γονείς (φυσικούς, θετούς, αναδόχους, τεκμαιρόμενους) λόγω σοβαρών ασθενειών των τέκνων τους. Μάλιστα, η νέα ρύθμιση καταργεί -για τη χορήγηση της εν λόγω άδειας- το όριο ηλικίας των δέκα οκτώ (18) ετών των παιδιών για συγκεκριμένες ασθένειες (βαριά νοητική στέρηση, σύνδρομο DOWN, αυτισμός).

    Η διάρκεια της άδειας αυτής ανέρχεται σε δέκα (10) εργάσιμες ημέρες ετησίως με αποδοχές. Η εν λόγω άδεια αποτελεί ατομικό δικαίωμα κάθε εργαζόμενου γονέα. Χορηγείται, με απόλυτη προτεραιότητα, εφόσον εξαντληθούν άλλες άδειες με αποδοχές-εκτός από την ετήσια κανονική.

     

    Άδεια λόγω νοσηλείας παιδιών (άρθρο 44)

    Με τη συγκεκριμένη διάταξη επαναλαμβάνονται και κωδικοποιούνται οι ρυθμίσεις του άρθρου 51 §2 ν. 4075/2012. Η διάταξη αυτή παρέχει σε εργαζόμενους γονείς (θετούς, φυσικούς, αναδόχους, τεκμαιρόμενους) το δικαίωμα λήψης ειδικής γονικής άδειας, λόγω νοσηλείας των παιδιών τους-εξαιτίας ασθένειας ή ατυχήματος. Η νέα ρύθμιση καταργεί το προϋφιστάμενο όριο ηλικίας των δέκα οκτώ (18) ετών και χορηγείται ανεξάρτητα από την ηλικία του τέκνου.

    Η άδεια αυτή είναι άνευ αποδοχών και διαρκεί όσο και η νοσηλεία (του τέκνου). Σε κάθε περίπτωση, όμως, η διάρκειά της δεν μπορεί να υπερβαίνει τις τριάντα (30) ημέρες ετησίως. Η εν λόγω άδεια αποτελεί ατομικό δικαίωμα κάθε εργαζόμενου γονέα και χορηγείται εφόσον εξαντληθούν συναφή δικαιώματα με αποδοχές-εκτός από την ετήσια κανονική άδεια.

     

    Άδεια για μονογονεϊκές οικογένειες (άρθρο 45)

    Η διάταξη αυτή κωδικοποιεί και προσδίδει νομοθετική ισχύ στο άρθρο 7 ΕΓΣΣΕ/15.4.2002. Αφορά, συγκεκριμένα, εργαζόμενους γονείς (φυσικούς, θετούς, αναδόχους, τεκμαιρόμενους), είτε χήρους είτε άγαμους, που έχουν την αποκλειστική επιμέλεια του τέκνου τους. Στους γονείς αυτούς χορηγείται άδεια, με αποδοχές, έξι (6) εργάσιμων ημερών ετησίως, επιπλέον αυτής που δικαιούνται με βάση άλλες διατάξεις. Στην περίπτωση που ο δικαιούχος της συγκεκριμένης άδειας έχει τρία ή περισσότερα τέκνα, η διάρκειά της αυξάνεται σε οκτώ (8) εργάσιμες ημέρες ετησίως.

     

    Όπως και εισαγωγικά, αλλά και σε επιμέρους ρυθμίσεις, αναφέραμε, επιχειρήθηκε με τον (ανωτέρω) πρόσφατο νόμο η συγκέντρωση και κωδικοποίηση των διατάξεων που αναφέρονται στις άδειες τις σχετικές με την προστασία της οικογένειας. Επίσης, η (αναγκαία) επέκταση των σχετικών αδειών σε εργαζόμενες/ους που τις έχουν ανάγκη αλλά και η ευθυγράμμιση με τις συνθήκες της εποχής.

    Κοινός παρονομαστής των συγκεκριμένων ρυθμίσεων αποτελεί η (απολύτως αναγκαία) προστασία της οικογένειας αλλά και, αυτονοήτως, των εργαζόμενων γονέων.

    Είναι δεδομένο πως συγκεκριμένες ρυθμίσεις δεν είναι νομοτεχνικά άρτιες. Δεδομένο επίσης πως ρυθμίσεις σαν κι αυτές δεν θα λύσουν το δημογραφικό πρόβλημα της χώρας μας˙ θα συνδράμουν όμως, αναμφίβολα, στην υποβοήθηση της καθημερινότητας των εργαζομένων, την ελάφρυνσή τους και, μέσω αυτών στην υποβοήθηση των ίδιων των επιχειρήσεων, στις οποίες παρέχουν τις υπηρεσίες τους.

    Προκειμένου, όμως, να μην καταστούν «γράμμα κενό» οι συγκεκριμένες ρυθμίσεις, ο νομοθέτης έκρινε σκόπιμο, και ορθά, να προστατεύσει τους εργαζόμενους που κάνουν χρήση των σχετικών δικαιωμάτων τους. Για την προστασία όμως αυτή θα μιλήσουμε σε επόμενο, και τελευταίο της συγκεκριμένης ενότητας, άρθρο μας.-

     

    Σταύρος Κουμεντάκης
    Managing Partner

     

    Υ.Γ. Συνοπτική έκδοση του άρθρου δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ, στις 26 Σεπτεμβρίου 2021.

    Η πληροφόρηση που εμπεριέχεται στο παρόν άρθρο δεν συνιστά (ούτε και έχει σκοπό να αποτελέσει) νομική συμβουλή. Μια τέτοια νομική συμβουλή είναι δυνατό να παρασχεθεί μόνον από αρμόδιο δικηγόρο ο οποίος θα λάβει υπόψη του το σύνολο των δεδομένων που θα του εκθέσετε για την υπόθεσή σας. Αναλυτικά.

  • Άδειες εργαζομένων (:ισορροπία επαγγελματικής ζωής για γονείς και φροντιστές)

    Άδειες εργαζομένων (:ισορροπία επαγγελματικής ζωής για γονείς και φροντιστές)

    Ο νέος εργασιακός νόμος (ν. 4808/2021), οι ρυθμίσεις του αλλά και η αναγκαιότητα «τομών» στις εργασιακές σχέσεις απασχολούν όλους μας πριν, ακόμα, την ψήφισή του. Πολύ περισσότερο, σήμερα. Εύλογα, θα μπορούσε να σημειώσει κάποιος, καθώς  διαφοροποιείται, σε σημαντικό βαθμό, η ματιά του νομοθέτη όσον αφορά τις εργασιακές σχέσεις και το (μέχρι πρότινος) ισχύον εργατικό δίκαιο. Ένα τμήμα του νέου νόμου αναφέρεται στις άδειες των εργαζομένων. Επεκτείνει κάποιες από τις υφιστάμενες και θεσμοθετεί νέες. Σημαντικότερες, όσον αφορά την κοινωνική τους αξία, εκείνες  που αφορούν τον θεσμό της οικογένειας. Ξεχωριστά σημαντικές κι εκείνες που στοχεύουν στην υποβοήθηση της ισορροπίας επαγγελματικής και ιδιωτικής ζωής για γονείς και φροντιστές. Στο παρόν άρθρο θα μας απασχολήσουν, κυρίως, οι τελευταίες. Σε επόμενο άρθρο θα μας απασχολήσουν οι ρυθμίσεις για τις άδειες εργαζομένων τις σχετικές με την προστασία της οικογένειας.

     

    Αντιμετώπιση στερεοτύπων μεταξύ ανδρών και γυναικών

    Οι ρυθμίσεις για τις άδειες του Κεφαλαίου Α΄ είναι εκείνες που θεσμοθετήθηκαν στο πλαίσιο της Οδηγίας 2019/1158/ΕΕ. Στοχεύουν στην αντιμετώπιση των στερεοτύπων στα επαγγέλματα & τους ρόλους ανδρών και γυναικών˙ στην αντιμετώπιση, επίσης, των διακρίσεων.

    Μέσω της θεσμοθέτησης (και με τις συγκεκριμένες διατάξεις) ενός κατώτατου επιπέδου προστασίας των εργαζομένων επιδιώκεται, μεσοπρόθεσμα, η ενίσχυση της γυναικείας απασχόλησης. Επίσης, ο θεσμός της («εν ευρεία εννοία»)  οικογένειας. Οι συγκεκριμένες στοχεύσεις επιχειρούνται, μέσω ρυθμίσεων που επιτρέπουν (και βελτιώνουν) το συνδυασμό επαγγελματικής και ιδιωτικής ζωής. Επίσης, μέσω της αποτελεσματικής εφαρμογής της αρχής της ισότητας ανδρών και γυναικών, ώστε να έχουν ίσες ευκαιρίες πρόσβασης στην αγορά εργασίας.

    Θεσπίζονται, στο πλαίσιο αυτό, κίνητρα, ώστε και οι άνδρες να αναλαμβάνουν σε μεγαλύτερο βαθμό οικογενειακές υποχρεώσεις (λ.χ. η καθιέρωση αμοιβής για, μέχρι πρότινος, άδειες εργαζομένων χωρίς αποδοχές). Λαμβάνονται πρόνοιες για την προστασία της απασχόλησης των ανδρών (λ.χ. προστασία πατέρα από την απόλυση, κατ’ αντιστοιχία με την προστασία της μητέρας-άρθρο 66 §1 περ. γγ). Η Ανεξάρτητη Αρχή του Συνηγόρου του Πολίτη, ορίζεται ως αρμόδιος Εθνικός Φορέας για την παρακολούθηση και προώθηση της εφαρμογής της αρχής των ίσων ευκαιριών και της ίσης μεταχείρισης ανδρών και γυναικών (άρθρο 32).

    Θεσπίζεται, επίσης,  σειρά διευκολύνσεων σε εργαζόμενους γονείς και φροντιστές που παρέχουν φροντίδα σε συγγενείς ή συνοίκους με σημαντικά προβλήματα υγείας.

     

    Άδεια πατρότητας

    Ο νέος νόμος (:άρθρο 27) επεκτείνει σημαντικά την άδεια πατρότητας. Αντί των δύο ημερών του παρελθόντος, ο (επικείμενος) πατέρας δικαιούται πλέον άδεια δεκατεσσάρων (14) ημερών. Η άδεια αυτή είναι με αποδοχές και παρέχεται, χωρίς προϋποθέσεις, λόγω γέννησης τέκνου-η διάρκειά της υπερβαίνει τις δέκα ημέρες, που θέτει ως ελάχιστη διάρκεια η προαναφερθείσα Οδηγία. Παράλληλα, θεσπίζεται ένας ευέλικτος τρόπος κατανομής της. Ο επικείμενος πατέρας, δικαιούται να λάβει δύο ημέρες άδεια πριν την αναμενόμενη ημέρα τοκετού, ενώ τις υπόλοιπες δώδεκα, συνολικά ή τμηματικά, μέσα σε τριάντα ημέρες από την ημερομηνία της γέννησης. Εναλλακτικά: και οι δεκατέσσερις μέρες λαμβάνονται μέσα στις επόμενες τριάντα ημέρες από τη γέννηση.

    Προκειμένου όμως να προφυλάσσεται η εύρυθμη λειτουργία της επιχείρησης, ο εργαζόμενος γνωστοποιεί στον εργοδότη, έγκαιρα, την πιθανολογούμενη ημέρα τοκετού. Η γνωστοποίηση μπορεί να λάβει χώρα γραπτά, ηλεκτρονικά ή με οποιονδήποτε άλλο τρόπο εξυπηρετεί τα μέρη (:υπ’ αριθμ. 47972/07.07.2021 Εγκύκλιος Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων).

    Οι αντίστοιχες ρυθμίσεις ισχύουν και σε περίπτωση υιοθεσίας και αναδοχής τέκνου έως οκτώ (8) ετών στην οικογένεια-από την ένταξή του σ’ αυτήν.

     

    Γονική άδεια

    Η διάρκεια και η επιδότησή της

    Η διάρκεια της γονικής άδειας εργαζόμενων γονέων και όσων ασκούν τη γονική μέριμνα ορίζεται (:άρθρο 28) στους τέσσερις (4) μήνες. Είναι δυνατό να ληφθεί συνεχόμενα ή τμηματικά, μέχρις ότου το τέκνο συμπληρώσει τα οκτώ του χρόνια. Χρόνος έναρξης της συγκεκριμένης άδειας η γέννηση του τέκνου ή (σε περίπτωση υιοθεσίας ή αναδοχής) η ένταξή του στην οικογένεια.

    Η άδεια αυτή προβλεπόταν, με βάση τα προϊσχύοντα, ως άνευ αποδοχών (άρθρο 50 § 3 ν. 4075/2012). Ήδη προβλέπεται, με τον ν. 4808/2021-για πρώτη φορά, η επιδότησή της. Για διάστημα δύο μηνών (από τους συνολικά τέσσερις) καταβάλλεται από τον ΟΑΕΔ, μηνιαίο επίδομα ίσο με το άθροισμα του ελάχιστου νομοθετημένου μισθού και της αναλογίας δώρων εορτών και επιδόματος αδείας. Για το υπολειπόμενο διάστημα, συνάγεται -από το γράμμα του νόμου- ότι εναπόκειται στη συμφωνία εργαζόμενου και εργοδότη τυχόν καταβολή αποδοχών (:§ 9 in fine).

    Οι προϋποθέσεις

    Η χορήγηση της γονικής άδειας δεν είναι χωρίς προϋποθέσεις. Απαιτείται ο δικαιούχος να έχει συμπληρώσει ένα έτος εργασίας στον ίδιο εργοδότη. Είτε συνεχόμενα είτε βάσει διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου (με την επιφύλαξη, πάντοτε, τυχόν ευνοϊκότερων ρυθμίσεων). Σε περίπτωση περισσότερων τέκνων, το δικαίωμα γονικής άδειας είναι αυτοτελές για καθένα από αυτά. Ωστόσο, από τη λήξη της άδειας που χορηγήθηκε για το προηγούμενο τέκνο πρέπει να μεσολαβήσει διάστημα ενός έτους πραγματικής απασχόλησης στον ίδιο εργοδότη (και εδώ υπό την επιφύλαξη ευνοϊκότερων ρυθμίσεων). Παράλληλα, σε περίπτωση πολύδυμων τέκνων, το δικαίωμα άδειας αφορά κάθε τέκνο ξεχωριστά. Ωστόσο, η επιδότηση από τον ΟΑΕΔ καταβάλλεται για τέσσερις μήνες, ανεξάρτητα από τον αριθμό των τέκνων που γεννήθηκαν.

    Ειδικές ρυθμίσεις για μονογονεϊκές οικογένειες

    Ο νέος νόμος εισάγει, επιπλέον, ιδιαίτερη ρύθμιση για ειδικές κατηγορίες μονογονεϊκών οικογενειών. Προβλέπει, συγκεκριμένα, ότι γονείς μόνοι, λόγω θανάτου, ολικής αφαίρεσης γονικής μέριμνας ή μη αναγνώρισης του τέκνου από τον άλλο γονέα, δικαιούνται διπλάσια την προβλεπόμενη γονική άδεια αλλά και το επίδομα του ΟΑΕΔ.

    Σε περίπτωση συνυπηρέτησης των δύο γονέων

    Στην περίπτωση απασχόλησης και των δύο γονέων από τον ίδιο εργοδότη, με κοινή τους δήλωση, προσδιορίζουν τη σειρά που θα λάβουν την άδειά τους αλλά και τη διάρκειά της.

    Επί σύμβασης ορισμένου χρόνου

    Τυχόν λήξη σύμβασης ορισμένου χρόνου σηματοδοτεί τη διακοπή ληφθείσας γονικής άδειας. Μπορεί, ωστόσο, να συνεχιστεί είτε στον ίδιο εργοδότη (ύστερα από ανανέωση ή παράταση τη σύμβασης ορισμένου χρόνου) είτε σε διαφορετικό εργοδότη (ύστερα από τη συμπλήρωση ενός έτους από την έναρξη της νέας σύμβασης εργασίας.

    Αντικατάσταση με μειωμένο ωράριο ή μερική απασχόληση

    Η γονική άδεια μπορεί να παρασχεθεί και με άλλον ευέλικτο τρόπο (λ.χ. μειωμένο ωράριο, μερική απασχόληση) ανάλογα με το αίτημα του εργαζομένου και τις δυνατότητες της επιχείρησης. Το αίτημα αυτό υποβάλλεται (εγγράφως ή ηλεκτρονικά) τουλάχιστον ένα μήνα πριν-με την εξαίρεση έκτακτων λόγων. Ο εργοδότης, αντίστοιχα, υποχρεούται να διεκπεραιώσει το αίτημα στον αιτούμενο χρόνο, εφόσον δεν διαταράσσεται σοβαρά η εύρυθμη λειτουργία της επιχείρησης. Σε κάθε περίπτωση, όμως, ο εργοδότης υποχρεούται να χορηγήσει την αιτούμενη άδεια μέσα σε δύο μήνες από το αίτημα. Παράλληλα, θεσπίζεται προτεραιότητα στη χορήγηση σχετικής άδειας σε ειδικές περιπτώσεις. Τυχόν άρνηση του εργοδότη θα πρέπει να τεκμηριώνεται εγγράφως.

    Χρόνος ασφάλισης

    Η γονική άδεια αναρτάται στο ΕΡΓΑΝΗ. Ως προς την ασφάλιση του εργαζομένου για τον χρόνο που διαρκεί επισημαίνονται τα εξής. Ο χρόνος των δύο μηνών της επιδότησης από τον ΟΑΕΔ λογίζεται ως χρόνος ασφάλισης. Ως προς τους δύο μη επιδοτούμενους μήνες -και εφόσον δεν έχει συμφωνηθεί η καταβολή αποδοχών-προβλέπεται μερική ασφαλιστική κάλυψη. Πλήρης κάλυψη καθίσταται δυνατή, ύστερα από αναγνώριση του χρόνου απουσίας.

    Απαγόρευση διακρίσεων

    Μετά τη λήξη της γονικής άδειας, ο εργαζόμενος επιστρέφει στην ίδια ή σε ισοδύναμη ή ανάλογη θέση. Σαφώς, με τους ίδιους όρους εργασίας. Παράλληλα, επωφελείται από τυχόν βελτιώσεις που, δικαιωματικά, θα του αναλογούσαν.

    Η χορήγηση της άδειας αυτής δεν δικαιολογεί, αυτονοήτως, διακρίσεις σε βάρος των δικαιούχων. Οι συγκεκριμένοι εργαζόμενοι, κατά την απουσία τους, ενημερώνονται για τυχόν προαγωγές και κενές θέσεις εργασίας. Επίσης, ο χρόνος απουσίας λογίζεται ως χρόνος υπηρεσίας για τον υπολογισμό αποδοχών, τη χορήγηση ετήσιας άδειας και σχετικού επιδόματος, την επαγγελματική εξέλιξη και την αποζημίωση απολύσεως.

     

    Άδεια φροντιστή

    Η συγκεκριμένη άδεια (:άρθρο 26) χορηγείται σε εργαζομένους που παρέχουν προσωπική φροντίδα ή υποστήριξη σε συγγενή (όπως αυτός ορίζεται στο άρθρο 26 περ. δ΄) ή σύνοικο, οι οποίοι έχουν ανάγκη σημαντικής φροντίδας ή υποστήριξης για σοβαρό ιατρικό λόγο (για τον ορισμό φροντιστή: άρθρο 26 περ. στ΄). Η συγκεκριμένη ανάγκη πρέπει να βεβαιώνεται με ιατρική γνωμάτευση. Σκοπός της συγκεκριμένης διάταξης είναι η αποτροπή αποχωρήσεων από την αγορά εργασίας εργαζομένων που φέρουν συγκεκριμένα, αυξημένα, οικογενειακά βάρη.

    Προϋπόθεση χορήγησης της εν λόγω άδειας είναι η συμπλήρωση εξάμηνης απασχόλησης (συνεχόμενης ή βάσει διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου) στον ίδιο εργοδότη.

    Η διάρκεια της άδειας φροντιστή ανέρχεται σε πέντε εργάσιμες ημέρες για κάθε ημερολογιακό έτος. Παρέχεται χωρίς αποδοχές (βλ. και υπ’ αριθμ. 47972/07.07.2021 Εγκύκλιο του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων), παρά τα αντίθετα προβλεπόμενα στο σχετικό νομοσχέδιο και αιτιολογική του έκθεση.

     

    Απουσία από την εργασία για λόγους ανωτέρας βίας

    Ο ν. 4808/2021 προβλέπει τη δυνατότητα λήψης άδειας για λόγους ανωτέρας βίας (άρθρο 30). Η άδεια αυτή χορηγείται, σε γονείς ή φροντιστές σε περιπτώσεις ανωτέρας βίας που συνδέονται με έκτακτα οικογενειακά ζητήματα (ασθένεια ή ατύχημα). Ασθένεια ή ατύχημα πρέπει να βεβαιώνεται με ιατρική γνωμάτευση νοσοκομείου ή θεράποντος ιατρού. Η διάρκεια της συγκεκριμένης άδειας είναι έως μια ημέρα κάθε φορά και δύο, συνολικά, ετησίως. Παρέχεται με αποδοχές, μολονότι τούτο δεν απαιτείται από την Οδηγία 2019/1158/ΕΕ. Επισημαίνεται πως η συγκεκριμένη άδεια χορηγείται επιπρόσθετα με άλλες απουσίες του εργαζόμενου λόγω ανυπαίτιου κωλύματος (:657 και 658 ΑΚ).

     

    Ευέλικτες ρυθμίσεις για γονείς και φροντιστές

    Οι γονείς παιδιών έως δώδεκα (12) ετών ή φροντιστές έχουν το δικαίωμα (άρθρο 31) να ζητούν, για τη διευκόλυνσή τους, ευέλικτες ρυθμίσεις εργασίας (ιδίως τηλεργασία, μειωμένο ωράριο, μερική απασχόληση). Προϋπόθεση αποτελεί η συμπλήρωση εξάμηνης απασχόλησης (συνεχόμενα ή μέσω διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου), στον ίδιο εργοδότη.

    Ο εργοδότης οφείλει να εξετάζει και διεκπεραιώνει κάθε σχετικό αίτημα εντός μηνός. Κάθε απόρριψη ή αναβολή διεκπεραίωσης του οφείλει να είναι τεκμηριωμένη.

    Με τη λήξη της περιορισμένης διάρκειας ευέλικτης ρύθμισης, ο εργαζόμενος επανέρχεται στην ίδια θέση και μορφή εργασίας που κατείχε προγενέστερα. Διατηρεί όμως το δικαίωμα να επιστρέψει στη ίδια ή ισοδύναμη θέση εργασίας και νωρίτερα από τη συμφωνηθείσα ημερομηνία, αν έχουν μεταβληθεί τα δεδομένα. Σχετική αίτησή του τελεί υπό την έγκριση του εργοδότη.

     

    Είναι αλήθεια πως οι γυναίκες εργαζόμενοι υφίστανται (και σε πρακτικό επίπεδο) σειρά διακρίσεων στον χώρο εργασίας τους-και όχι μόνον στη χώρα μας. Πολύ περισσότερο οι, εξ αυτών, μητέρες.

    Οι ρυθμίσεις για τις παραπάνω άδειες εργαζομένων στοχεύουν, και ορθά, στην άρση των σχετικών διακρίσεων, στην αντιμετώπιση των (υπαρκτών) στερεοτύπων μεταξύ ανδρών και γυναικών, στην επίτευξη της (αναγκαίας) ισορροπίας της επαγγελματικής και της ιδιωτικής ζωής για γονείς και φροντιστές, και στην υποβοήθηση, εν τέλει, της λειτουργίας της οικογένειας-με ευρεία έννοια.

    Οι συγκεκριμένες ρυθμίσεις αποτελούν ένα γενναίο βήμα σε σχέση με όσα, μέχρι πρότινος, ίσχυαν. Όχι, ενδεχομένως, απολύτως ικανοποιητικό αλλά, σε κάθε περίπτωση, ικανό να δώσει βάση για αναφορές σε κράτος με «κοινωνικό πρόσωπο».

    Διαυγέστερη εικόνα θα αποκτήσουμε πάντως, για το θέμα αυτό, στο επόμενο άρθρο, που αφορά τις ρυθμίσεις για τις άδειες τις σχετικές με την (απολύτως αναγκαία-σε κάθε περίπτωση) προστασία της οικογένειας.-

    Σταύρος Κουμεντάκης
    Managing Partner

     

    Υ.Γ. Συνοπτική έκδοση του άρθρου δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ, στις 19 Σεπτεμβρίου 2021.

    Η πληροφόρηση που εμπεριέχεται στο παρόν άρθρο δεν συνιστά (ούτε και έχει σκοπό να αποτελέσει) νομική συμβουλή. Μια τέτοια νομική συμβουλή είναι δυνατό να παρασχεθεί μόνον από αρμόδιο δικηγόρο ο οποίος θα λάβει υπόψη του το σύνολο των δεδομένων που θα του εκθέσετε για την υπόθεσή σας. Αναλυτικά.

  • ΣΔΑΔΕ-Συνάντηση Γνώσης: Η Βία και Παρενόχληση στην Εργασία

    ΣΔΑΔΕ-Συνάντηση Γνώσης: Η Βία και Παρενόχληση στην Εργασία

    Ο πρόσφατος εργασιακός νόμος και ειδικότερα οι προβλέψεις για το θέμα της Βίας και Παρενόχλησης στον χώρο της εργασίας υπήρξε η αφορμή για μια online Συνάντηση Γνώσης, την οποία διοργάνωσε ο ΣΔΑΔΕ (Σύνδεσμος Διοίκησης Ανθρωπίνου Δυναμικού Ελλάδος).

    Μετά από πρόσκληση του Δ.Σ. του Συνδέσμου ο κύριος Σταύρος Κουμεντάκης,  πραγματοποίησε σχετική παρουσίαση, ενώ έδωσε απαντήσεις σε πληθώρα κρίσιμων ερωτημάτων, τα οποία απορρέουν από την πρόσφατη νομοθεσία. Όπως χαρακτηριστικά δήλωσε ο κύριος Κουμεντάκης: “Η επιλογή μου από τον ΣΔΑΔΕ ως εισηγητή σε ένα τόσο σημαντικό θέμα αποτέλεσε ξεχωριστή χαρά και ιδιαίτερη τιμή. Απόλαυσα όλη την διαδικασία όπου το κοινό-μέλη με σφυροκοπούσε επί 1.5 ώρα με ευφυείς όσο και σύνθετες ερωτήσεις. Ερωτήσεις που αποδεικνύουν τους σοβαρούς προβληματισμούς που γεννούν οι σχετικές ρυθμίσεις. Ευχαριστώ θερμά τον σύνδεσμο, τα μέλη και το Δ.Σ. και εύχομαι να συνεχίσετε να υπηρετείτε τους υψηλούς στόχους σας και τους ευγενείς σκοπούς σας και να υπηρετείτε τις επιχειρήσεις, το στελεχιακό δυναμικό και τους εργαζόμενους με την ίδια θέρμη με την οποία με υποδεχθήκατε στους κόλπους σας”.

    Στο video που ακολουθεί μπορείτε να παρακολουθήσετε ολόκληρη την παρουσίαση:

    Σύνδεσμος Διοίκησης Ανθρώπινου Δυναμικού Ελλάδος

    Ο Σύνδεσμος Διοίκησης Ανθρώπινου Δυναμικού Ελλάδας (ΣΔΑΔΕ), ιδρύθηκε το 1978 με την τότε επωνυμία Σύνδεσμος Στελεχών Διοίκησης Προσωπικού (ΣΣΔΠ) από εμπνευσμένα για την εποχή στελέχη στον χώρο της Διοίκησης Προσωπικού. Από τότε μέχρι τώρα πολλά έχουν αλλάξει, η ραγδαία εξέλιξη της τεχνολογίας, η ανακατάταξη των αγορών, το άνοιγμα των συνόρων και η παγκοσμιοποίηση επέφεραν τεράστιες αλλαγές σε όλα τα επίπεδα. Μία παράμετρος παραμένει όμως αναλλοίωτη, σε όλες αυτές τις αλλαγές ανεξαρτήτως εποχών, τυχαίνει δε να είναι και η πιο σημαντική: ΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ. Οι άνθρωποι λοιπόν ήταν και θα είναι πάντα στο κέντρο του ενδιαφέροντος των στελεχών της Διοίκησης Ανθρώπινου Δυναμικού και κατ’ επέκταση και του ΣΔΑΔΕ.
    Οι σκοποί του ΣΔΑΔΕ ήταν και θα είναι η προαγωγή του θεσμού και του έργου των στελεχών της Διεύθυνσης Ανθρώπινου Δυναμικού καθώς και η ανάπτυξη και η σύσφιγξη των επαγγελματικών σχέσεων μεταξύ των μελών για την ανταλλαγή απόψεων, γνωμών και εμπειριών καθώς και την μελέτη για διερεύνηση θεμάτων σχετικών με τη Διοίκηση Ανθρώπινου Δυναμικού και τις ανθρώπινες σχέσεις, για την δημιουργία και ανάπτυξη σχέσεων στην Ελλάδα και διεθνώς με αντίστοιχους συνδέσμους ομοειδών σκοπών, για την επιμόρφωση των στελεχών της Διεύθυνσης Ανθρώπινου Δυναμικού και για την παρακολούθηση των εξελίξεων πάνω στα θέματα της Διοίκησης Ανθρώπινου Δυναμικού μέσα στις επιχειρήσεις.

  • Επιχειρηματικοί Άγγελοι – κίνητρα και προστασία

    Επιχειρηματικοί Άγγελοι – κίνητρα και προστασία

    Το θέμα της χρηματοδότησης των startups μας έχει απασχολήσει σε παλαιότερη αρθρογραφία μας. Σε προηγούμενη, επίσης, αρθρογραφία μας, μας δόθηκε η ευκαιρία να προσεγγίσουμε και, εν πολλοίς, καλύτερα κατανοήσουμε τον τρόπο λειτουργίας και τη σημασία των Επιχειρηματικών Αγγέλων˙ για τις startups, ιδίως, που δραστηριοποιούνται στην Ευρώπη, στις ΗΠΑ αλλά και στη χώρα μας. Στο παρόν θα επικεντρωθούμε στα κίνητρα που παρέχει η ελληνική πολιτεία για την ανάπτυξη του σχετικού θεσμού και, μέσω αυτού, της επιχειρηματικότητας και ελληνικής οικονομίας. Επίσης, ακροθιγώς, στην προστασία την οποία οι Επιχειρηματικοί Άγγελοι και οι επιχειρήσεις θα πρέπει να απολαμβάνουν-έναντι αλλήλων.

     

    Η προσέλκυση επενδυτικών κεφαλαίων από Επιχειρηματικούς Αγγέλους-τα κίνητρα

    Γενικά

    Η επενδυτική κουλτούρα στη χώρα μας καθόλου δεν προσιδιάζει στην αντίστοιχη των ΗΠΑ, ουδεκάν την ευρωπαϊκή. Την παρουσία, κατά τούτο, Επιχειρηματικών Αγγέλων στη χώρα μας ανύπαρκτη, μάλλον, θα μπορούσαμε να τη χαρακτηρίσουμε. Είναι, όμως, απολύτως προφανής η σημασία τους στις οικονομίες όπου δραστηριοποιούνται. Στο πλαίσιο αυτό έμοιαζε αναγκαίο να υπάρξουν κίνητρα για την προσέλκυση και ενεργοποίησή τους.

    Ήδη από έτους, έστω καθυστερημένα, υπήρξε η κατάλληλη νομοθετική ρύθμιση (:άρ. 49,   ν. 4712/2020), η οποία θα δημιουργούσε τα αναγκαία κίνητρα για εκείνους που θα ενδιαφέρονταν να λειτουργήσουν ως επενδυτικοί Άγγελοι. Με την εν λόγω νομοθετική ρύθμιση προστέθηκε η αναγκαία διάταξη στον Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος (:άρ. 70Α ν. 4172/2013).

     

    Τα φορολογικά κίνητρα

    Η συγκεκριμένη, λοιπόν, διάταξη προβλέπει (:§1), πως όταν φορολογούμενος-φυσικό πρόσωπο εισφέρει κεφάλαιο σε κεφαλαιουχική εταιρεία, που είναι εγγεγραμμένη στο Εθνικό Μητρώο Νεοφυών Επιχειρήσεων, ποσό ίσο με το 50% της εισφοράς του, εκπίπτει από το φορολογητέο εισόδημά του-εντός, μάλιστα, του έτους στο οποίο πραγματοποιήθηκε η εισφορά του.

    Προβλέπει, επίσης (:§2), πως:

    (α) οι συγκεκριμένες φορολογικές ελαφρύνσεις μπορούν να αφορούν εισφορές μέχρι του συνολικού ποσού των 300.000€ ανά επενδυτή και φορολογικό έτος,

    (β) οι εισφορές κεφαλαίων διενεργούνται σε έως τρεις (3), κατά τον μέγιστο αριθμό, διαφορετικές νεοφυείς επιχειρήσεις και

    (γ) μέχρι του ποσού των 100.000€ ανά επιχείρηση.

    Προκειμένου, τέλος, να αποφευχθούν προβλήματα, καταγράφει ως αναγκαία (:§3) τη διενέργεια της χρηματοδότησης μέσω τραπεζικής κατάθεσης. Θέτει, επίσης, αυστηρές διοικητικές κυρώσεις για την περίπτωση κατά την οποία αποδειχθεί πρόθεση καταστρατήγησης του νόμου και αποκόμισης φορολογικού οφέλους χωρίς πραγματική πρόθεση χρηματοδότησης.

     

    Η πολυαναμενόμενη ΚΥΑ και ο τρόπος εισφοράς κεφαλαίου

    Το πρόβλημα όμως στο συγκεκριμένο νομοθέτημα ήταν πως, προαπαιτούμενο για την έναρξη της εφαρμογής του, αποτελούσε (:§4) η έκδοση ΚΥΑ για τις αναγκαίες λεπτομέρειες. Η εν λόγω ΚΥΑ δημοσιεύθηκε, επιτέλους, με καθυστέρηση έτους(!). Πρόκειται λοιπόν για την ΚΥΑ υπ’ αριθμ. 39937/5.4.21 (ΦΕΚ Β 1415/9.4.21), η οποία καθορίζει, πράγματι, τις αναγκαίες λεπτομέρειες για την εφαρμογή της προαναφερθείσας διάταξης. Ενδιαφέρον παρουσιάζει η διάταξη της §2 του άρθρου 3, η οποία ορίζει πως:

    «2. Η εισφορά κεφαλαίου σε νεοφυή επιχείρηση πραγματοποιείται μέσω αύξησης του μετοχικού ή εταιρικού της κεφαλαίου με την έκδοση νέων μετοχών ή εταιρικών μεριδίων, αντίστοιχα, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στις κείμενες διατάξεις που ρυθμίζουν τη διαδικασία αύξησης κεφαλαίου των ΑΕ, ΕΠΕ και ΙΚΕ».

     

    Οι περιορισμοί των φορολογικών ελαφρύνσεων

    Ο τρόπος, επομένως, οικονομικής ενίσχυσης από μέρους των Επιχειρηματικών Αγγέλων είναι σημαντικός, γι’ αυτούς, από φορολογική άποψη. Για την επίτευξη των φορολογικών ελαφρύνσεων που προαναφέρθηκαν, προϋποτίθεται η διενέργεια της οικονομικής τους ενίσχυσης των startups μέσω, αποκλειστικά, εισφοράς στο μετοχικό τους κεφάλαιο. Πιο συγκεκριμένα, μέσω αύξησης στο μετοχικό ή εταιρικό κεφάλαιο με την έκδοση νέων μετοχών ή εταιρικών μεριδίων. Μιας αύξησης την οποία (ολικά ή μερικά) θα καλύψει ο Επιχειρηματικός Άγγελος.

    Προκύπτει λοιπόν, εξ αντιδιαστολής, πως ο Επιχειρηματικός Άγγελος δεν μπορεί να προβλέπει σε φορολογική ελάφρυνση όταν, μεταξύ άλλων, αναλαμβάνει την κάλυψη χρηματοδοτικών αναγκών της startup με άλλο τρόπο. Ενδεικτικά μέσω:

    (α) ομολογιακού δανείου μετατρέψιμου σε μετοχές,

    (β) κοινού δανείου ή στο πλαίσιο bridge financing.

    Να διευκρινίσουμε, εκ περισσού,  πως φυσικά και δεν αποκλείεται μια τέτοιας μορφής χρηματοδότηση από μέρους του Επιχειρηματικού Αγγέλου. Απλά θα στερηθεί των φορολογικών πλεονεκτημάτων, τα οποία σε περίπτωση απόκτησης τμήματος του μετοχικού κεφαλαίου θα του αναλογούσαν.

     

    Η προστασία των Επιχειρηματικών Αγγέλων και των startups

    Τα φορολογικά κίνητρα, που προβλέπονται από τη σχετικά πρόσφατη, ανωτέρω αναφερόμενη ΚΥΑ, για τις επενδύσεις των Επιχειρηματικών Αγγέλων, είναι συνεπή με την εισαγωγικά αναφερόμενη νομοθετική ρύθμιση. Και τούτο γιατί μόνον εισφορές σε κεφαλαιουχική εταιρεία (:ΑΕ, ΕΠΕ και ΙΚΕ) παρέχουν φορολογικά κίνητρα στους Επενδυτικούς Αγγέλους. Αυτή τους όμως η συμμετοχή στο μετοχικό/εταιρικό κεφάλαιο των startups είναι που θα πρέπει να θέτει σε εγρήγορση (βεβαίως και νομική) τόσο τους ιδιοκτήτες των νεοφυών επιχειρήσεων όσο και τους ίδιους τους Επιχειρηματικούς Αγγέλους.

    Από την πλευρά των πρώτων (:επιχειρηματιών) θα πρέπει να γίνει απολύτως κατανοητό, πως η εμπλοκή ενός άμεσου «συνεταίρου» στο εταιρικό κεφάλαιο σημαίνει λειτουργία των οργάνων της εταιρείας τους. Σημαίνει λειτουργία της εταιρείας αρκούντως τυπική και με βάση κάποιους, ελάχιστους, κανόνες εταιρικής διακυβέρνησης-ακόμα κι αν τυπικά δεν υπόκεινται σ’ αυτούς. Σημαίνει διαφάνεια και ανοχή ελέγχων. Σημαίνει διαχωρισμό των οικονομικών της επιχείρησης από τα αντίστοιχα του επιχειρηματία. Σημαίνει, εν τέλει, πως θα πρέπει να υπάρξει μετάβαση σε ένα νέο τρόπο λειτουργίας διαφορετικό από εκείνον που ήταν ο, μέχρι πρότινος, οικείος γι’ αυτούς.

    Από την πλευρά των δεύτερων (:Επιχειρηματικών Αγγέλων) θα πρέπει να λάβουν χώρα οι αναγκαίοι έλεγχοι (νομικοί και όχι μόνον). Επίσης να ελεγχθούν οι καταστατικές εκείνες ρυθμίσεις (ενδεχομένως και να απαιτηθεί να λάβουν χώρα προσαρμογές) σε μια σειρά θεμάτων. Μεταξύ αυτών: εκείνα που αφορούν τη διαδικασία λήψης αποφάσεων, τα δικαιώματα μειοψηφίας, τα ποσοστά απαρτίας και πλειοψηφίας, τη διοίκηση, τη μεταβίβαση μετοχών ή, κατά περίπτωση, εταιρικών μεριδίων.

    Εναπόκειται, αυτονοήτως, στις προβλέψεις της αρχικής τους συμφωνίας η δεσμευτική καταγραφή των επιμέρους παραμέτρων της, ο τρόπος εξόδου των Επιχειρηματικών Αγγέλων από την επένδυση καθώς και οι εκατέρωθεν (νομικές και όχι μόνον) εξασφαλίσεις..

     

    Τα δεδομένα που αφορούν την παρουσία των Επιχειρηματικών Αγγέλων σε παγκόσμιο επίπεδο μοιάζουν εντυπωσιακά. Ιδιαίτερα σημαντική, κατά τούτο, και η υποβοήθηση της οικονομίας των χωρών όπου αναπτύσσεται η παρουσία τους.

    Στο συγκεκριμένο πλαίσιο είναι που τους παρασχέθηκαν και τα (εισαγωγικά αναφερόμενα)-πρόσφατα φορολογικά κίνητρα. Ευελπιστούμε, κατά τούτο, στην επιβεβαίωση της εκτίμησης για: «…αναθέρμανση του σχετικού θεσμού, που θα συμβάλλει στην ενίσχυση της επιχειρηματικότητας και της οικονομίας της χώρας μας» του εκλιπόντα Προέδρου του ΕΒΕΑ-Κων/νου Μίχαλου.

    Τα φορολογικά κίνητρα όμως, παρ’ ότι δεν καλύπτουν το σύνολο των δυνητικών ενδεχομένων, δεν μοιάζουν αρκετά. Ούτε η, απολύτως αναγκαία, διασφάλιση των εμπλεκομένων (:επενδυτών και επιχειρήσεων).

    Το πρώτο που θα πρέπει να συμβεί είναι η ενεργοποίηση και μεταστροφή της αντίληψης των εγχώριων επενδυτών-δυνητικών  Επιχειρηματικών Αγγέλων. (Εκτός κι αν ασθμαίνοντες ακολουθήσουν, κατά το συνήθως συμβαίνον, αλλοδαπούς Επενδυτικούς Αγγέλους, οι οποίοι πρώτοι θα κινηθούν-αξιοποιώντας σχετικές επιχειρηματικές ευκαιρίες).

    Ίδωμεν…

    Σταύρος Κουμεντάκης
    Managing Partner

     

    Υ.Γ. Συνοπτική έκδοση του άρθρου δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ, στις 12 Σεπτεμβρίου 2021.

    Η πληροφόρηση που εμπεριέχεται στο παρόν άρθρο δεν συνιστά (ούτε και έχει σκοπό να αποτελέσει) νομική συμβουλή. Μια τέτοια νομική συμβουλή είναι δυνατό να παρασχεθεί μόνον από αρμόδιο δικηγόρο ο οποίος θα λάβει υπόψη του το σύνολο των δεδομένων που θα του εκθέσετε για την υπόθεσή σας. Αναλυτικά.

  • Η βία και παρενόχληση στην εργασία: τα δικαιώματα των θιγομένων και ο ρόλος του ΣΕΠΕ

    Η βία και παρενόχληση στην εργασία: τα δικαιώματα των θιγομένων και ο ρόλος του ΣΕΠΕ

    Σε προηγούμενη αρθρογραφία μας, μας απασχόλησε η έκταση του συγκεκριμένου φαινομένου, οι υποχρεώσεις του εργοδότη, ο νέος (διευρυμένος) ρόλος του Ιατρού Εργασίας καθώς και οι σχετικές (αναγκαίες πλέον) Πολιτικές και συναφείς πρόνοιες του Κανονισμού Εργασίας. Το θέμα θα «κλείσει», στο παρόν άρθρο, με τα δικαιώματα των θιγομένων προσώπων, τον διευρυμένο ρόλο του ΣΕΠΕ αλλά και κάποιες «παγίδες» του σχετικού νόμου.

     

    Δικαιώματα και προστασία των θιγομένων (α. 12)

    Τα θιγόμενα πρόσωπα (ακόμα και αν έχει λήξει η επίμαχη σχέση που τους συνέδεε με την επιχείρηση), δικαιούνται:

    (α) να ζητήσουν δικαστική προστασία αξιώνοντας την αποκατάσταση της θετικής και αποθετικής τους ζημίας αλλά και της ηθικής τους βλάβης,

    (β) να προσφύγουν στην Επιθεώρηση Εργασίας και  στο Συνήγορο του Πολίτη και, επιπρόσθετα,

    (γ) να υποβάλουν καταγγελία εντός της επιχείρησης.

    Όταν ο παραβάτης είναι εργαζόμενος (ή με άλλη σχέση απασχολούμενος) ο εργοδότης υποχρεούται να λάβει τα απαραίτητα μέτρα σε βάρος του καταγγελλόμενου, για την παρεμπόδιση και μη επανάληψη ανάλογων περιστατικών/συμπεριφορών. Ως τέτοια μέτρα, που υποχρεούται να λάβει ο εργοδότης,  είναι (ενδεικτικά): οι συστάσεις, ενδεχόμενες αλλαγές στη θέση, το ωράριο, τον τόπο ή τον τρόπο παροχής εργασίας του καταγγελλόμενου. Επίσης η καταγγελία της σχέσης απασχόλησης ή συνεργασίας του τελευταίου (:καταγγελλόμενου). Να σημειωθεί βέβαια εδώ πως υπάρχει ένας (αυτονόητος) περιορισμός: το δικαίωμα της καταγγελίας  δεν θα πρέπει να ασκείται καταχρηστικά σε βάρος του καταγγελλόμενου.

    Εξαιρετικά διευρυμένα παρουσιάζονται τα δικαιώματα του θιγόμενου:

    Ο θιγόμενος λοιπόν δικαιούται να αποχωρήσει από τον εργασιακό χώρο για εύλογο χρόνο (ύστερα όμως από έγγραφη ενημέρωση του εργοδότη). Αξιοσημείωτο είναι πως η μη παροχή, για την αιτία αυτή, της εργασίας του δεν του στερεί το μισθό του. Δεν είναι όμως ανεκτή, επιπρόσθετα, οποιαδήποτε δυσμενής συνέπεια σε βάρος του  (ιδίως, όταν ο εργοδότης είναι ο δράστης ή όταν δεν λαμβάνει τα αναγκαία μέτρα ή όταν τα μέτρα αυτά δεν είναι ικανά για να ανακόψουν την προβληματική συμπεριφορά). Στην περίπτωση που ο εργοδότης διαφωνεί με την αποχώρηση του θιγόμενου εργαζόμενου από την εργασία του, η μόνη δυνατότητά του είναι να προσφύγει στην Επιθεώρηση Εργασίας (α. 18).

    Να σημειωθεί τέλος πως σε περίπτωση παραβίασης από μέρους του Εργοδότη, ή εκπροσώπου του, των απαγορεύσεων που τίθενται από το νόμο όσον αφορά τα θέματα βίας και παρενόχλησης, επιβάλλονται διοικητικές κυρώσεις (ά. 19, §2, περ. α’).

     

    Απαγόρευση αντιποίνων

    Προκειμένου να παρασχεθεί η αναγκαία υποστήριξη στον θιγόμενο εργαζόμενο, προβλέπεται, με ρητή απαγόρευση, η λήψη οποιωνδήποτε αντιποίνων ή αντιμέτρων σε βάρος του (α. 13).

    Απαγορεύεται, ενδεικτικά, οποιαδήποτε δυσμενής μεταχείρισή του. Επίσης, η καταγγελία της σύμβασής του (ή εξαναγκασμός του σε παραίτηση). Να σημειωθεί πως, εκ περισσού, προσδιορίζονται ως άκυρες τέτοιες ενέργειες αντιποίνων στην περίπτωση που, παρά ταύτα, λάβουν χώρα.

     

    Δυνατότητα προσφυγής από ενώσεις προσώπων (α. 14)

    Ενδιαφέρον είναι πως τα δικαιώματα του θιγόμενου εργαζόμενου είναι δυνατό να ασκηθούν (και) από νομικά πρόσωπα, ενώσεις προσώπων και συνδικαλιστικές οργανώσεις. Αναγκαία προϋπόθεση να δικαιολογούν έννομο συμφέρον και, επιπρόσθετα να διαθέτουν τη συναίνεση του θιγόμενου.

    Στο πλαίσιο αυτό είναι δυνατό να ασκηθεί, λ.χ. από μια συνδικαλιστική οργάνωση, προσφυγή στο όνομα του θιγόμενου (ή παρέμβαση προς υποστήριξή του) ενώπιον των αρμόδιων διοικητικών ή δικαστικών αρχών.

    Αναγνωρίζεται δικαίωμα στο θιγόμενο, αυτονόητα, να παρέμβει ή/και να ματαιώσει μια τέτοια διαδικασία, που τρίτος δηλ. ξεκίνησε για λογαριασμό του, σχετικά με τα συγκεκριμένα θέματα.

     

    Το βάρος απόδειξης και η αντιστροφή του

    Το βάρος απόδειξης βαρύνει, κατά το νόμο (α. 15), τον καταγγελλόμενο (με εξαίρεση την ποινική δίκη). Τι σημαίνει αυτό; Ότι ο καταγγελλόμενος είναι αυτός που βαρύνεται με την υποχρέωση να αποδείξει ότι το περιστατικό/γεγονός, που του αποδίδεται, δεν έλαβε χώρα. Όπερ άτοπο και, εκ των πραγμάτων, αδύνατο. Η (νομικής φύσεως) επιχειρηματολογία που υιοθέτησαν οι συντάκτες της διάταξης στερείται ερεισμάτων.

    Η αντιστροφή του βάρους απόδειξης σε θέματα βίας και παρενόχλησης μας έχει απασχολήσει, εκτενώς, σε προηγούμενη αρθρογραφία μας. Κλείνοντας το συγκεκριμένο άρθρο καταλήγαμε:

    «Με όλο τον απαιτούμενο (απεριόριστο και απολύτως αναγκαίο) σεβασμό στα θύματα περιστατικών βίας ή παρενόχλησης, είναι εξαιρετικά επικίνδυνη η αντιστροφή του βάρους απόδειξης, που εισάγεται με το, προς ψήφιση, σχέδιο νόμου. Για όσο χρόνο η συγκεκριμένη διάταξη παραμείνει, είναι δεδομένο ότι αυτή που θα κινδυνεύσει περισσότερο είναι η αλήθεια: Ο κάθε δυσαρεστημένος εργαζόμενος (ή πρώην εργαζόμενος) «αδαπάνως» θα είναι δυνατό να επικαλεστεί περιστατικό βίας ή παρενόχλησης για την ενίσχυση της επιχειρηματολογίας του. Στη περίπτωση αυτή, ο καταγγελλόμενος (:συνάδελφος, προϊστάμενος, υφιστάμενος ή εργοδότης του) θα καλείται για το αδύνατο: την ανυπαρξία δηλ. του καταγγελλόμενου γεγονότος να αποδείξει.

    Όπερ άτοπο. Και, αυτονοήτως, άδικο.

    Ενδεχόμενη, πάντως, εμμονή στη συγκεκριμένη ρύθμιση (υπό το βάρος πολιτικών επιλογών ή, ενδεχόμενης, κοινωνικής πίεσης) είναι δεδομένο πως κάποιους θα κάνει, ξεχωριστά, χαρούμενους:

    Εμάς τους δικηγόρους!

    Ας επιλέξουμε.-»

     

    Ο ρόλος του ΣΕΠΕ

    Στο ΣΕΠΕ συστήνεται (α. 16 & 17) Αυτοτελές Τμήμα για την παρακολούθηση της βίας και παρενόχλησης στην εργασία. Αντικείμενό του είναι η επίλυση των συναφών εργατικών διαφορών, ο έλεγχος της τήρησης των σχετικών με το θέμα υποχρεώσεων των επιχειρήσεων. Επίσης, η παροχή συμβουλών σε επιχειρήσεις και εργαζόμενους καθώς και η τήρηση Μητρώου Εργοδοτών στους οποίους επιβλήθηκαν σχετικές κυρώσεις.

    Σε περίπτωση καταγγελίας (α. 18 & 19) ενώπιον του ΣΕΠΕ ενημερώνεται, όπου απαιτείται, ο Συνήγορος του Πολίτη. Η εξέταση της σχετικής υπόθεσης διενεργείται κατά προτεραιότητα, σε σχέση με τις λοιπές υποθέσεις που εκκρεμούν ενώπιον του. Η σχετική διαδικασία οφείλει όχι μόνον να ολοκληρωθεί εντός διμήνου αλλά και να  διασφαλίζει την ιδιωτικότητα των εμπλεκομένων προσώπων και τα προσωπικά τους δεδομένα.

    Σε περίπτωση επιβεβαίωσης περιστατικών που υπάγονται στις προβλέψεις του νόμου επιβάλλονται, με το πέρας της σχετικής διαδικασίας, διοικητικές κυρώσεις. Είναι εκείνες που θα προβλεφθούν από Υπουργική Απόφαση που μέλλει να εκδοθεί (α. 22) η οποία, επιπρόσθετα, θα αντιμετωπίζει τα διαδικαστικά θέματα που συναρτώνται με την εξέταση των σχετικών διαφορών.

     

    Ειδικά: τα προσωρινά μέτρα που λαμβάνονται από το ΣΕΠΕ

    Δεδομένης της ιδιαιτερότητας (αλλά και της φύσης των σχετικών με το θέμα διαφορών), αναγκαία παρουσιάζεται η δυνατότητα λήψης προσωρινών μέτρων από το ΣΕΠΕ (α. 19 §3), προκειμένου να υπάρξει άμεση, κατά το δυνατόν, διαχείριση μιας κατάστασης-επείγουσας κατά κανόνα.

    Στην περίπτωση λοιπόν που πιθανολογείται κίνδυνος (για τη ζωή, την υγεία ή την ασφάλεια εργαζομένου) καλείται «αμμελητί» ο καταγγελλόμενος για παροχή εξηγήσεων. Το ΣΕΠΕ διατηρεί τη δυνατότητα να προχωρήσει σε έκδοση εντολής, με άμεση ισχύ, προς τον εργοδότη με αντικείμενο ένα ή περισσότερα από τα παρακάτω προσωρινά μέτρα-διάρκειας έως ότου παύσει αποδεδειγμένα να υφίσταται κίνδυνος. Δικαιούται, συγκεκριμένα, να διατάξει:

    (α) την απομάκρυνση του καταγγέλλοντος από τον χώρο εργασίας με καταβολή του συνόλου των αποδοχών του,

    (β) την αλλαγή βαρδιών του προσωπικού,

    (γ) τη μετακίνηση του καταγγελλόμενου σε άλλο τμήμα εργασίας,

    (δ) την απασχόληση του καταγγελλόμενου με τηλεργασία ή εξ αποστάσεως εργασία αναλόγως προς τη φύση των καθηκόντων.

    Να σημειωθεί εδώ πως στην τελική διατύπωση του νόμου (σε αντίθεση με το νομοσχέδιο που τέθηκε σε διαβούλευση) προκύπτει, λογικά, ως δυνατή η ανάκληση ή διατήρηση των προσωρινών μέτρων που θα αποφασισθούν από το ΣΕΠΕ με το πόρισμα επί της διαφοράς ή του ελέγχου ή με νέα απόφαση του Επιθεωρητή Εργασίας.

    Στην περίπτωση, τέλος, που ο εργοδότης δεν θα συμμορφωθεί με τα προσωρινά μέτρα που ορίζει η εντολή, επιβάλλεται πρόστιμο για κάθε ημέρα παράλειψης εφαρμογής τους.

     

    Η βία και παρενόχληση στο πλαίσιο της σχέσης εργασίας (ή με αφορμή αυτή) αποτελεί, δυστυχώς, ένα φαινόμενο εντυπωσιακό κατ’ έκταση-όπως πρόσφατη έρευνα έχει καταδείξει.

    Αποτελεί, πράγματι, ζητούμενο η διασφάλιση αισθήματος ασφάλειας στο χώρο εργασίας για το σύνολο των εργαζομένων-ιδίως των εξ αυτών γυναικών-που περισσότερο αποδεικνύεται ότι πλήττονται.

    Οι πρόνοιες του πρόσφατου εργασιακού νόμου για θέματα βίας και παρενόχλησης είναι απολύτως επαρκείς. Αναμένεται, μάλιστα, ότι θα αποδειχθούν ικανές για τη διαχείριση του υπαρκτού, και σοβαρότατου, σχετικού προβλήματος.

    Ελλοχεύει, βέβαια, ο κίνδυνος να χρησιμοποιηθεί ο νόμος, ως μέσο πίεσης, για την επίτευξη αθέμιτου οφέλους. Τέτοια φαινόμενα έχουν αρχίσει ήδη, δυστυχώς, να παρουσιάζονται.

    Ευελπιστούμε, εντούτοις, για την αξιοποίησή του προς όφελος των πληττομένων και αδυνάτων.

    Αποκλειστικά.-

    Σταύρος Κουμεντάκης
    Managing Partner

     

    Υ.Γ. Συνοπτική έκδοση του άρθρου δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ, στις 5 Σεπτεμβρίου 2021.

    Η πληροφόρηση που εμπεριέχεται στο παρόν άρθρο δεν συνιστά (ούτε και έχει σκοπό να αποτελέσει) νομική συμβουλή. Μια τέτοια νομική συμβουλή είναι δυνατό να παρασχεθεί μόνον από αρμόδιο δικηγόρο ο οποίος θα λάβει υπόψη του το σύνολο των δεδομένων που θα του εκθέσετε για την υπόθεσή σας. Αναλυτικά.

Η περιοχή αυτή είναι καταχωρημένη στο wpml.org ως περιοχή ανάπτυξης. Μεταβείτε σε τοποθεσία παραγωγής με κλειδί στο remove this banner.