Blog

  •  Περιεχόμενο Αποφασης Διάθεσης Μετοχών

     Περιεχόμενο Αποφασης Διάθεσης Μετοχών

    Σε προηγούμενη αρθρογραφία μας, μας απασχόλησε η διάθεση μετοχών (με ή χωρίς αντάλλαγμα) σε μέλη του ΔΣ της ΑΕ, στελέχη και εργαζομένους της. Επίσης σ’ εκείνους που παρέχουν υπηρεσίες τους σε αυτή. Μας απασχόλησε, επίσης, το πρόγραμμα διάθεσης μετοχών με τη μορφή δικαιώματος προαίρεσης (option) απόκτησής τους (:άρ. 113 ν. 4548/2018). Συγκεκριμένα, με τους δικαιούχους και τα αρμόδια όργανα για την έκδοσή του. Ποιο όμως μπορεί/οφείλει να είναι το περιεχόμενο μια τέτοιας απόφασης διάθεση μετοχών;

     

    Υποχρεωτικό και Δυνητικό Περιεχόμενο

    Το περιεχόμενο της απόφασης (της ΓΣ ή του ΔΣ) για την διάθεση μετοχών στο πλαίσιο προγράμματος ρυθμίζεται στο νόμο (άρ. 113 §2). Μια τέτοια απόφαση έχει ένα, κατ’ ελάχιστον, υποχρεωτικό περιεχόμενο, μπορεί όμως να έχει, επιπρόσθετα, και ένα δυνητικό, όμοιο.

     

    Υποχρεωτικό (Ελάχιστο) Περιεχόμενο Απόφασης

    Σύμφωνα με τον νόμο (άρ. 113 §2, εδ. β΄ και γ΄), ελάχιστο περιεχόμενο της απόφασης για τη διάθεση μετοχών αποτελούν:

    (α) Η προέλευση (και κατηγορία) των προς διάθεση μετοχών

    Ο προσδιορισμός της προέλευσης των μετοχών που πρόκειται να διατεθούν κρίνεται αναγκαίος (και) προκειμένου να καθίσταται σαφές το νομικό πλαίσιο που θα τίθεται σε  (συμπληρωματική) εφαρμογή σε κάθε μια περίπτωση.

    Συγκεκριμένα, εάν το πρόγραμμα αφορά σε διάθεση ίδιων μετοχών (που κατέχει, ήδη, ή πρόκειται να αποκτήσει η ΑΕ), εφαρμόζονται -συμπληρωματικά- όσα ειδικά προβλέπει ο νόμος για τις ίδιες μετοχές (:άρ. 113 §2, εδ. β΄σε συνδυασμό με άρ. 49 και 50 ν. 4548/2018 περί ιδίων μετοχών). Στην περίπτωση αυτή πρόκεται για παράγωγη κτήση μετοχών από τους δικαιούχους.

    Εάν, όμως, το πρόγραμμα αφορά σε μετοχές, οι οποίες πρόκειται να εκδοθούν ύστερα από αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου της ΑΕ τότε θα εφαρμόζονται -συμπληρωματικά- οι αντίστοιχες προβλέψεις του νόμου (άρ. 23 επ.). Ενδεικτικά, η απόφαση θα περιλαμβάνει (μεταξύ άλλων) την ονομαστική αξία των μετοχών και την προθεσμία καταβολής του κεφαλαίου. Στην περίπτωση, πάντως, αυτή θα πρόκειται για πρωτότυπη κτήση, από μέρους των δικαιούχων.

    Στο ανωτέρω πλαίσιο της συμπληρωματικής εφαρμογής διατάξεων του νόμου, επισημαίνεται πως σημαντικός είναι και ο προσδιορισμός της κατηγορίας των μετοχών που πρόκειται να διατεθούν. Και τούτο, παρά το γεγονός ότι ο νόμος δεν επιβάλλει, ως αναγκαίο, τον σχετικό προσδιορισμό. Η σχετική παράλειψη ορθά υποστηρίζεται ότι συνιστά ακούσια παραδρομή.

    Στο ίδιο, ακριβώς, πλαίσιο, εφόσον αποφασιστεί η διάθεση προνομιούχων μετοχών, θα πρέπει να έχει ληφθεί, προηγουμένως, η σχετική έγκριση από τους μετόχους τυχόν υπάρχουσας ειδικής κατηγορίας.

    (β) Ο ανώτατος αριθμός των προς διάθεση μετοχών

    Το αρμόδιο εταιρικό όργανο (:ΓΣ ή ΔΣ) καλείται να προσδιορίσει, επίσης, τον ανώτατο αριθμό των προς διάθεση μετοχών. Ανεξάρτητα, πάντως, από την προέλευσή τους, η συνολική ονομαστική αξία των μετοχών που θα διατεθούν δεν επιτρέπεται να υπερβαίνει, συνολικά, το ένα 1/10 του καταβεβλημένου (κατά τον χρόνο λήψης της απόφασης) μετοχικού κεφαλαίου (άρ. 113 §2, εδ. α΄).

    (γ) Η τιμή διάθεσης

    Η τιμή διάθεσης των εν λόγω μετοχών αποτελεί αναγκαίο στοιχείο της απόφασης του εκάστοτε αρμόδιου εταιρικού οργάνου-στην διακριτική ευχέρεια του οποίου, μάλιστα, επαφίεται. Το εν λόγω όργανο θα αποφασίσει, εναλλακτικά, είτε την τιμή διάθεσης είτε τη μέθοδο προσδιορισμού της. Όπως προκύπτει, πάντως, από το γράμμα του νόμου, δεν είναι αναγκαία η πρόβλεψη συγκεκριμένης τιμής. Είναι δυνατός ο προσδιορισμός εύρους τιμών (:κατώτατη και ανώτατη)  διάθεσης. Στην περίπτωση αυτή είτε η απόφαση της ΓΣ θα προβλέπει την τιμή διάθεσης, μέθοδο προσδιορισμού ή εύρος τιμών είτε το ΔΣ θα εξουσιοδοτηθεί για τον προσδιορισμό τους.

    Ο προσδιορισμός, πάντως, των προαναφερθέντων τιμών δεν θα πρέπει να εξέρχεται των ορίων του νόμου. Εάν, λ.χ., πρόκειται για διάθεση νεοεκδιδόμενων μετοχών ύστερα από αύξηση μετοχικού κεφαλαίου, η ελάχιστη τιμή των μετοχών δεν είναι δυνατό να υπολείπεται της ονομαστικής τους τιμής (άρ. 113 §2, με ρητή παραπομπή στο άρ. 35 §2).

    Επιπλέον περιορισμούς θέτει και η φύση του δικαιώματος προαίρεσης. Ειδικότερα, δεδομένου ότι με την άσκησή του (ή ακριβέστερα, την περιέλευση της σχετικής δήλωσης του δικαιούχου στην ΑΕ) καταρτίζεται, αυτόματα, η σκοπούμενη σύμβαση ανάληψης (ή πώλησης, επί ίδιων) μετοχών, θα πρέπει η τιμή τους να είναι ορισμένη ή, κατ’ ελάχιστον, οριστή. Σαφώς, αρκεί -όπως ήδη διαπιστώσαμε- η πρόβλεψη στην απόφαση του εταιρικού οργάνου της μεθόδου προσδιορισμού της τιμής διάθεσης (λ.χ., επί εισηγμένων μετοχών, ως μέσος όρος (ή ποσοστού της) της αγοραίας τιμής σε συγκεκριμένη περίοδο αναφοράς). Η πρόβλεψη, ωστόσο, μεγάλων περιθωρίων διακύμανσης, ενδέχεται να αναιρεί εν τέλει, όπως ορθά υποστηρίζεται, το οριστό του περιεχομένου του δικαιώματος.

    Δεδομένου, πάντως, του σκοπού του συγκεκριμένου, υπό εξέταση, θεσμού, ευκταίο είναι η διαμόρφωση της τιμής διάθεσης των μετοχών να καθιστά την απόκτησή τους ελκυστική για τους δυνητικούς δικαιούχους. Όσο η τιμή αυτή προσεγγίζει την εσωτερική, αγοραία (ή, κατά περίπτωση, χρηματιστηριακή) αξία της μετοχής, τόσο λιγότερο ελκυστικό θα καθίσταται το πρόγραμμα διάθεσης.

    (δ) Οι δικαιούχοι (ή οι κατηγορίες των δικαιούχων)

    Το αρμόδιο όργανο οφείλει, περαιτέρω, να καθορίζει τους δικαιούχους συμμετοχής στο πρόγραμμα διάθεσης μετοχών (είτε ατομικά είτε τις κατηγορίες τους).

    Εφόσον το πρόγραμμα στοχεύει (και) στην παροχή κινήτρων σε πρόσωπα που συνδέονται με εργασιακή σχέση με την ΑΕ, το εταιρικό όργανο που αποφασίζει υποχρεούται να λάβει υπόψη κατά τον εν λόγω καθορισμό (και τους όρους συμμετοχής στο πρόγραμμα) τις αρχές που  διαπνέουν το Εργατικό Δίκαιο. Εν προκειμένω: την αρχή της ίσης μεταχείρισης (η οποία καταλαμβάνει και τις παροχές σε είδος, όπως οι μετοχές, ως αντάλλαγμα για την παροχή εργασίας). Επίσης, την απαγόρευση των διακρίσεων.

    (ε) Η διάρκεια του προγράμματος

    Μολονότι η διάρκεια του προγράμματος πρέπει να περιλαμβάνεται στην σχετική απόφαση του αρμόδιου οργάνου, ο νόμος δεν προβλέπει, καταρχήν, ελάχιστη ή μέγιστη διάρκεια. Συνήθως η διάρκεια κυμαίνεται, σε πρακτικό επίπεδο, μεταξύ τριών και πέντε ετών. Σε περίπτωση, όμως, που οι υπό διάθεση μετοχές είναι ίδιες της ΑΕ, ισχύουν οι ειδικότερες, γι’ αυτές, προβλέψεις και χρονικά όρια του νόμου (άρ. 49).

    Η θέση σε ισχύ της απόφασης του εταιρικού οργάνου για τη θέσπιση του προγράμματος και η σύναψη των συμφώνων προαίρεσης με τους δικαιούχους τους σηματοδοτούν και την έναρξή του.

    Η διάρκεια του προγράμματος απαρτίζεται, κατά κανόνα, από δύο, επιμέρους, περιόδους.

    Η πρώτη αφορά την «περίοδο ωρίμανσης» (:«vesting period») μετά την πάροδο της οποίας οι δικαιούχοι έχουν δικαίωμα να ασκήσουν τα δικαιώματά τους. Η πρόβλεψη αυτής λειτουργεί, συχνά, σαν τρόπος ελέγχου και αξιολόγησης από την ΑΕ της αποδοτικότητας των δικαιούχων. Μάλιστα, η επιτυχής έκβαση του εν λόγω ελέγχου δεν αποκλείεται να έχει τεθεί ως αίρεση για την άσκηση του δικαιώματος προαίρεσης.

    Η δεύτερη αφορά την «περίοδο άσκησης» (:«exercise date»). Εντός αυτής είναι που ο εκάστοτε δικαιούχος θα έχει τη δυνατότητα να ασκήσει (ή μη) το δικαίωμά του.

    (στ) Οι όροι διάθεσης των μετοχών και λοιποί (συναφείς) όροι διάθεσης

    Για λόγους εταιρικού συμφέροντος, στην απόφαση για διάθεση μετοχών δεν αποκλείεται να τίθενται επιπρόσθετοι όροι από το αρμόδιο όργανο. Η πλήρωσή τους, μάλιστα, είναι ενδεχόμενο (και, κατά την άποψή μας, επιβεβλημένο) να συνιστά προϋπόθεση για την απόκτηση των μετοχών.

    Εκτός από την αποδοτικότητα, στην οποία ήδη αναφερθήκαμε, είναι ενδεχόμενο στο πρόγραμμα να προβλέπεται ως προϋπόθεση η διατήρηση της ιδιότητας του δικαιούχου (λ.χ. μέλος του ΔΣ, διευθυντικό στέλεχος, εργαζομένου κ.ο.κ) μέχρι την άσκηση του δικαιώματος προαίρεσης. Ή, ακόμη, η υποχρέωση διακράτησης των μετοχών για ένα ελάχιστο χρονικό διάστημα από την απόκτησή τους.

    Πιθανό, επίσης, να τάσσεται συγκεκριμένη προθεσμία σ’ εκείνον που αποκτά για την καταβολή στην ΑΕ του ανταλλάγματος για την απόκτηση των μετοχών.

     

    Δυνητικό Περιεχόμενο Απόφασης

    Εκτός από όσα ανωτέρω αναφέρονται ως υποχρεωτικά (αλλά και δυνητικά) στοιχεία του περιεχομένου της απόφασης διάθεσης, στο δυνητικό της περιεχόμενο είναι δυνατό να συμπεριληφθεί (άρ. 113 §2, εδ. δ΄):

    (α) Η ανάθεση στο ΔΣ του καθορισμού των δικαιούχων ή κατηγοριών τους. Στην πράξη, το ΔΣ εξειδικεύει απλώς τις ήδη διαμορφωθείσες από τη ΓΣ κατηγορίες, έχοντας λάβει υπόψη του κριτήρια επιλεξιμότητας (όπως η επιτυχής και αποτελεσματική παροχή των υπηρεσιών τους κ.α.).

    (β) Ο τρόπος άσκησης του δικαιώματος προαίρεσης. Λ.χ. το περιεχόμενο και ο τύπος της δήλωσης του δικαιούχου προς την ΑΕ για την άσκηση του δικαιώματός του.

    (γ) Οποιοσδήποτε άλλος όρος του προγράμματος διάθεσης μετοχών. Λ.χ. η πρόβλεψη στους όρους διάθεσης των μετοχών επιφύλαξης της εταιρείας αναφορικά με τον έκτακτο και οικειοθελή χαρακτήρα του σχετικού προγράμματος. Ο σχετικός όρος αποκτά σημασία στο πλαίσιο του Εργατικού Δικαίου. Συγκεκριμένα, όταν δικαιούχοι καθίστανται εργαζόμενοι, ο όρος αυτός αποτρέπει την ίδρυση δέσμευσης της ΑΕ για εκ νέου θέσπιση του προγράμματος στο μέλλον, οπότε και σε περίπτωση παράλειψης να συντελείται μονομερής βλαπτική μεταβολή των όρων εργασίας του δικαιούχου εργαζομένου.

     

    Επαρκώς μας κατευθύνει ο νόμος αναφορικά με το υποχρεωτικό περιεχόμενο της απόφασης του αρμοδίου οργάνου της ΑΕ για τους όρους του προγράμματος διάθεσης μετοχών. Ασφαλώς θα πρέπει σ’ αυτό (:το υποχρεωτικό περιεχόμενο) να εστιάσουμε την προσοχή μας- προκειμένου, αυτονοήτως, να αποφύγουμε ακυρότητες και προβλήματα. Οι πρόσθετοι όμως (δυνητικοί) όροι-εκτός, δηλ., όσων ο νόμος αξιώνει, δεν είναι λιγότερο σημαντικοί για την ΑΕ. Μέσω αυτών, ιδίως, θα διασφαλίσουμε την επιτυχία του, την επίτευξη των στόχων και ικανοποίηση των επιχειρηματικών αναγκών και επιδιώξεων της ΑΕ. Από την πλευρά, πάντως, των δικαιούχων αυτοί έχουν τη δυνατότητα να ασκήσουν (ή μη) το σχετικό δικαίωμα (:δικαίωμα προαίρεσης) για την έναντι ανταλλάγματος απόκτηση των μετοχών της ΑΕ, στο πλαίσιο του προγράμματος διάθεσης-εκτός κι αν πρόκειται για δωρεάν διάθεση. Περί αυτών, πάντως, σε επόμενη αρθρογραφία μας.

    Σταύρος Κουμεντάκης
    Managing Partner

     

    Υ.Γ. Συνοπτική έκδοση του άρθρου δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ, στις 20 Αυγούστου 2023.

    Η πληροφόρηση που εμπεριέχεται στο παρόν άρθρο δεν συνιστά (ούτε και έχει σκοπό να αποτελέσει) νομική συμβουλή. Μια τέτοια νομική συμβουλή είναι δυνατό να παρασχεθεί μόνον από αρμόδιο δικηγόρο ο οποίος θα λάβει υπόψη του το σύνολο των δεδομένων που θα του εκθέσετε για την υπόθεσή σας. Αναλυτικά.

  • Διάθεση Μετοχών: Δικαιούχοι & Όργανα

    Διάθεση Μετοχών: Δικαιούχοι & Όργανα

    Μας απασχόλησε, σε προηγούμενη αρθρογραφία μας, η διάθεση μετοχών (με ή χωρίς αντάλλαγμα) σε μέλη του ΔΣ της ΑΕ, στελέχη και εργαζομένους της. Επίσης σ’ εκείνους που παρέχουν υπηρεσίες τους σε αυτή. Θα μας απασχολήσει, εδώ, το πρόγραμμα διάθεσης μετοχών με τη μορφή δικαιώματος προαίρεσης (option) απόκτησής τους (:άρ. 113 ν. 4548/2018). Οι δικαιούχοι, ειδικότερα, και τα αρμόδια όργανα για την έκδοσή του.

     

    Δικαιούχοι Απόκτησης Μετοχών

    Η ΑΕ (ακριβέστερα η ΓΣ ή, υπό προϋποθέσεις, το ΔΣ της) είναι δυνατό να θεσπίσει πρόγραμμα διάθεσης μετοχών, με τη μορφή χορήγησης δικαιώματος προαίρεσης (option) προς τον σκοπό απόκτησης μετοχών της (άρ. 113 §1 ν. 4548/2018).

    Δικαιούχοι απόκτησης μετοχών στο πλαίσιο ενός τέτοιου προγράμματος είναι δυνατό να είναι τα μέλη του ΔΣ και το προσωπικό της ΑΕ που προβαίνει σε διάθεση μετοχών. Επίσης, φυσικά πρόσωπα που φέρουν τις αντίστοιχες ιδιότητες σε τυχόν συνδεδεμένα με την εν λόγω ΑΕ νομικά πρόσωπα (βλ. άρ. 32 ν. 4308/2014).

    Στην έννοια του «προσωπικού» εντάσσονται τα φυσικά πρόσωπα που απασχολούνται στην ΑΕ με σχέση εξαρτημένης εργασίας (σύμφωνα με τις θεωρίες περί εξάρτησης  που έχουν αναπτυχθεί στο πλαίσιο του Εργατικού Δικαίου). Στην έννοια του «προσωπικού» εμπίπτουν, επίσης, και οι διευθύνοντες υπάλληλοι [παρά το γεγονός ότι κατέχουν «…θέσιν εποπτείας ή διευθύνσεως, ή θέσιν εμπιστοσύνης» (: άρ. 2 περ. α΄ της Διεθνούς Συμβάσεως της Διεθνούς Διασκέψεως της Ουασινγκτώνος, που κυρώθηκε με το άρ. πρώτο του ν. 2269/1920) και παρά την υψηλού βαθμού ανεξαρτησία τους και τις σημαντικά ανώτερες αποδοχές τους σε σχέση με το λοιπό προσωπικό].

    Δικαίωμα απόκτησης μετοχών δεν αναγνωρίζεται, αντίθετα (κατά την ορθότερη άποψη-και παρά την έλλειψη σχετικής νομοθετικής πρόβλεψης), σε πρόσωπα που απασχολούνται στην εταιρεία σε προσωρινή, απλώς, βάση (λ.χ. σε περίπτωση εργαζομένου που απασχολείται στην ΑΕ στο πλαίσιο σύμβασης δανεισμού). Η συγκεκριμένη παραδοχή μοιάζει, μάλιστα, εύλογη καθώς τυχόν διάθεση μετοχών στους εργαζομένους αυτής της κατηγορίας δεν είναι δυνατό να ανταποκρίνεται στη δικαιολογητική βάση και τους σκοπούς του θεσμού: Την δημιουργία, δηλ. κινήτρων για την βελτιστοποίηση της απόδοσής τους και την εδραίωση ισχυρών δεσμών με την ΑΕ.

    Εκτός από τα ανωτέρω πρόσωπα, το πρόγραμμα διάθεσης μετοχών -όπως ίσχυε και βάσει της προϋφιστάμενης διάταξης (:άρ. 13 §13 ν. 2190/1920)- είναι δυνατό να απευθύνεται, επιπρόσθετα, και σε όποιον παρέχει τις υπηρεσίες του στην ΑΕ (που διαθέτει τις μετοχές της) σε σταθερή (και όχι αποσπασματική) βάση (:άρ. 113 §1 in fine). Μεταξύ των δικαιούχων είναι δυνατό να συμπεριληφθούν πρόσωπα που συνδέονται με την εταιρεία με σχέσεις ανεξαρτήτων υπηρεσιών, έμμισθης εντολής έργου κ.ο.κ. Στους δικαιούχους, πάντως, δεν είναι δυνατόν να συμπεριληφθούν όσοι παρέχουν τις υπηρεσίες τους σε σταθερή βάση σε συνδεδεμένες με την ΑΕ εταιρείες.

    Στην κατηγορία των δικαιούχων που παρέχουν τις υπηρεσίες τους σε σταθερή βάση είναι δυνατό να ενταχθούν, επομένως, τακτικοί συνεργάτες της εταιρείας  των οποίων η παροχή υπηρεσιών χαρακτηρίζεται από επαναληπτικότητα. Ως τέτοιοι θα ήταν δυνατό να είναι νομικοί/δικηγόροι, λογιστές, προμηθευτές, διανομείς κ.ο.κ. Δεν αρκεί, αυτονόητα, η όποια αποσπασματική και τυχαία συνεργασία. Ακριβώς λόγω της πολύτιμης (συνήθως) συνεισφοράς των ως άνω προσώπων στην εταιρική ανάπτυξη, είναι εύλογο η ΑΕ να επιθυμεί όχι μόνο την ανταμοιβή τους, αλλά και τη σύσφιξη και διατήρηση των μεταξύ αυτής και εκείνων δεσμών.

     

    Αρμόδιο Εταιρικό Όργανο

    Αρμοδιότητα ΓΣ

    Η αρμοδιότητα για τη λήψη απόφασης θέσπισης προγράμματος διάθεσης μετοχών με τη μορφή δικαιώματος προαίρεσης ανήκει, κατά νόμο, στην (καταστατική) ΓΣ. Περίληψη της σχετικής απόφασης της ΓΣ δημοσιεύεται στη μερίδα της εταιρείας στο Γ.Ε.ΜΗ (άρ. 113 §1 εδ. α΄).

    Η σπουδαιότητα της συγκεκριμένης απόφασης καθιστά κατανοητή την απαίτηση του νόμου για αυξημένη απαρτία και πλειοψηφία όσον αφορά τη λήψη της (άρ. 113 § 1 εδ. α’ -όπως αντίστοιχα, απαιτείται και στην (τακτική) αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου). Μέσω της  απόφασης αυτής, εξάλλου, μεταβάλλεται η μετοχική σύνθεση της ΑΕ και διατίθενται μετοχές σε τρίτα πρόσωπα. Μια τέτοια μεταβολή δεν μπορεί παρά να προϋποθέτει ευρεία αποδοχή από μέρους των μετόχων.

    Αξιοσημείωτο είναι πως στους μετόχους της ΑΕ δεν χορηγείται δικαίωμα προτίμησης σε περίπτωση αύξησης του μετοχικού κεφαλαίου με σκοπό τη διάθεση των μετοχών που θα προκύψουν στους δικαιούχους ενός τέτοιου προγράμματος (άρ. 113 §3 in fine). Εξάλλου, θέμα ενδεχόμενου αποκλεισμού του δικαιώματος προτίμησης των παλαιών μετόχων δεν τίθεται όταν η διανομή μετοχών απευθύνεται στο προσωπικό της ΑΕ (:άρ. 27 §2 in fine). Και περαιτέρω: αφού δεν υφίσταται, εξ αρχής, δικαίωμα προτίμησης, δεν είναι δυνατό να τεθεί επιγενομένως (παρά την διατύπωση του νόμου) ζήτημα αποκλεισμού του.

    Να σημειωθεί, τέλος, πως ανάγκη για την έγκριση προγράμματος διάθεσης μετοχών με απόφαση της ΓΣ δεν υφίσταται εάν αυτό έχει ήδη συμπεριληφθεί στην απόφαση της ΓΣ που εγκρίνει την Πολιτική Αποδοχών (βλ. Αιτ. Έκθεση ν. 4548/2018 επί του άρ. 113 §5).

    Αρμοδιότητα ΔΣ

    Από τη διαδικασία θέσπισης προγράμματος διάθεσης μετοχών ο νομοθέτης δεν απέκλεισε την εμπλοκή του ΔΣ. Ειδικότερα, το ΔΣ της εταιρείας είναι δυνατό:

    (α) Να αποκτήσει, κατ’ εξαίρεση, το ίδιο  το ΔΣ την αρμοδιότητα λήψης της σχετικής απόφασης, ύστερα από σχετική εξουσιοδότηση της ΓΣ, η οποία λαμβάνεται, επίσης, με αυξημένη απαρτία και πλειοψηφία (άρ. 113 §4).

    Στόχος της συγκεκριμένης ρύθμισης είναι, αφενός, η ελάφρυνση του έργου της ΓΣ και αφετέρου η κατάστρωση ενός, κατά το δυνατόν, ελκυστικού (κατά τις επικρατούσες συνθήκες της αγοράς) προγράμματος. Η εξουσιοδότηση της ΓΣ ακολουθεί, ειδικότερα, το αντίστοιχο πρότυπο που ισχύει και στην, κατ’ εξουσιοδότηση, αρμοδιότητα του ΔΣ για έκτακτη αύξηση (άρ. 24) του εταιρικού κεφαλαίου. Ιδίως δε σχετικά με την, κατ’ ανώτατο όριο, πενταετή διάρκειά της. Οι προαναφερθείσες εξουσιοδοτήσεις του ΔΣ (:για θέσπιση προγράμματος διάθεσης μετοχών και έκτακτη αύξηση) δεν επηρεάζουν η μία την άλλη-παρά το γεγονός ότι είναι, δυνητικά, συντρέχουσες (άρ. 113 §4 εδ. β΄). Και, περαιτέρω: η συνδρομή (ή μη) των προϋποθέσεων  που ισχύουν, από τον νόμο, στη μία περίπτωση (λ.χ. οι ποσοτικοί περιορισμοί του άρ. 24) ουδόλως επηρεάζουν την πλήρωση (ή μη) εκείνων που εφαρμόζονται στην άλλη.

    Παρόλο που σύμφωνα με το άρθρο 113 §4 εδ. γ΄ η απόφαση του ΔΣ «…λαμβάνεται με τους όρους που ισχύουν για την ΓΣ», απαιτείται συνήθης-μόνον, και όχι αυξημένη, απαρτία και (απόλυτη) πλειοψηφία των παρόντων και αντιπροσωπευομένων μελών του (:άρ. 92 §§1 και 2). Νομοθετική πρόβλεψη, εξάλλου, αυξημένων ποσοστών ως προς αποφάσεις του ΔΣ δεν υφίσταται.

    (β) Να συμμετέχει, εν μέρει, στον καθορισμό του ελάχιστου περιεχομένου του προγράμματος, ύστερα από σχετική εξουσιοδότηση της ΓΣ (άρ. 113 §2 εδ. γ΄).

    Η αποφασιστική αρμοδιότητα για τη διάθεση μετοχών δεν εκφεύγει, επομένως-εν προκειμένω, της ΓΣ. Στο ΔΣ είναι δυνατό, λ.χ., να ανατεθεί (και) ο προσδιορισμός των δικαιούχων.

    (γ) Να λαμβάνει εκτελεστικής φύσεως αποφάσεις και να προβαίνει σε ενέργειες υλοποίησης του προγράμματος διάθεσης.

    Η συγκεκριμένη αρμοδιότητα του ΔΣ δεν προϋποθέτει εξουσιοδότηση της ΓΣ. Προβλέπεται, αντίθετα, από τον νόμο.

    Στο πλαίσιο αυτό, στις εξουσίες του ΔΣ ανήκει, μεταξύ άλλων, η έκδοση των πιστοποιητικών δικαιωμάτων απόκτησης μετοχών στους δικαιούχους του προγράμματος που άσκησαν το δικαίωμα προαίρεσης (άρ. 113 §3 εδ. α΄). Η φύση των εν λόγω πιστοποιητικών είναι, αποκλειστικά, αποδεικτική. Τούτο συνεπάγεται ότι ενσωματώνει, απλώς, την αξίωση του δικαιούχου επί των προς απόκτηση μετοχών.

    Η έκδοση των συγκεκριμένων πιστοποιητικών δεν συνεπάγεται και την, αυτοδίκαιη, γέννηση της μετοχικής σχέσης. Τούτη εξαρτάται από την πλήρωση των προϋποθέσεων που έχουν τεθεί  στην εκάστοτε περίπτωση. Στο πλαίσιο αυτό, η έκδοση και παράδοση από το ΔΣ των προβλεπομένων από το πρόγραμμα μετοχών στους δικαιούχους τους καθώς και η κτήση, κατά συνέπεια, της ιδιότητας του μετόχου λαμβάνει χώρα, καταρχήν, με τη σύναψη της σύμβασης ανάληψης (νεοεκδιδόμενων) μετοχών ή πώλησης (των ήδη υπαρχουσών) ίδιων μετοχών της εταιρείας. Οι μετοχές που έχουν ήδη εκδοθεί παραδίδονται στους δικαιούχους τους ανά ημερολογιακό τρίμηνο-κατ’ ανώτατο όριο (άρ. 113 §3 εδ. α΄).

    Σε περίπτωση που διατίθενται μετοχές που θα προκύψουν ύστερα από αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου, το ΔΣ είναι υπεύθυνο για την πιστοποίηση της καταβολής του ποσού της αύξησης. Επίσης για την τροποποίηση του σχετικού άρθρου του καταστατικού της εταιρείας (άρ. 113 §3 εδ. α΄ και γ΄). Οι εν λόγω ενέργειες λαμβάνουν χώρα σε τακτική βάση- ανά ημερολογιακό τρίμηνο (κατά παρέκκλιση από τα οριζόμενα στο άρ. 20). Υπόκεινται, επίσης, στις συναφείς διατυπώσεις δημοσιότητας.

     

    Δικαιούχοι προγράμματος διάθεσης μετοχών με τη μορφή δικαιώματος προαίρεσης (option) απόκτησής τους είναι, κατά κύριο λόγο, εργαζόμενοι, στελέχη και μέλη του ΔΣ της ΑΕ. Μπορεί όμως να είναι και στενοί συνεργάτες, σε τακτική βάση, της εταιρείας. Αρμόδιο όργανο για την έκδοση ενός τέτοιου προγράμματος είναι η ΓΣ-υπό προϋποθέσεις και το ΔΣ. Οι αποφάσεις τους όμως χρήζουν ιδιαίτερης προσοχής. (Κι όχι μόνον σε ουσιαστικό αλλά) και σε νομικό επίπεδο. Αντίστοιχα, σοβαρά, θέματα ανακύπτουν στην περίπτωση δωρεάν διάθεσης μετοχών. Περί αυτών, όμως, σε επόμενη αρθρογραφία μας.-

    Σταύρος Κουμεντάκης
    Managing Partner

     

    Υ.Γ. Συνοπτική έκδοση του άρθρου δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ, στις 13 Αυγούστου 2023.

    Η πληροφόρηση που εμπεριέχεται στο παρόν άρθρο δεν συνιστά (ούτε και έχει σκοπό να αποτελέσει) νομική συμβουλή. Μια τέτοια νομική συμβουλή είναι δυνατό να παρασχεθεί μόνον από αρμόδιο δικηγόρο ο οποίος θα λάβει υπόψη του το σύνολο των δεδομένων που θα του εκθέσετε για την υπόθεσή σας. Αναλυτικά.

  • Διάθεση Μετοχών Σε Διοίκηση και Προσωπικό

    Διάθεση Μετοχών Σε Διοίκηση και Προσωπικό

    Η διάθεση μετοχών (με ή χωρίς αντάλλαγμα) σε μέλη του ΔΣ της ΑΕ, στελέχη και εργαζομένους της αποτελεί σύγχρονο και εναλλακτικό τρόπο (πρόσθετης-σε είδος) ανταμοιβής τους για τις υπηρεσίες τους. Ο θεσμός δεν είναι νέος. Η διάδοση και ανάπτυξή του, ωστόσο, στον ελληνικό εταιρικό κόσμο οφείλεται –θα έλεγε κανείς- στην (σχετικά πρόσφατη) κωδικοποίηση των (υπαρχουσών μεν διάσπαρτων όμως) συναφών ρυθμίσεων με τον νόμο για τις ΑΕ (άρ. 113 – 114 ν. 4548/2018). Τα οφέλη σημαντικά. Και οι κίνδυνοι, αντίστοιχα, όχι ήσσονος σημασίας.

     

    Ιστορική Αναδρομή – Ισχύον Νομοθετικό Πλαίσιο

    Ο θεσμός της διάθεσης μετοχών σε μέλη του ΔΣ της ΑΕ, σ’ εκείνους, γενικά, που ασκούν διοίκηση καθώς και στους εργαζομένους της εισήχθη στην Ελλάδα στα τέλη της δεκαετίας του 1980. Έκτοτε, όμως, γνώρισε πολλαπλές νομοθετικές παρεμβάσεις. Το βασικό πλέγμα διατάξεων θεσπίστηκε, κατ’ εξουσιοδότηση του αρ. 25 §2 ν. 1682/1987, με το π.δ. 30/1988. Το τελευταίο περιείχε ρυθμίσεις τόσο αναφορικά με τη δωρεάν παραχώρηση μετοχών τους εργαζομένους («stock awards»), όσο και τη χορήγηση δικαιωμάτων προαίρεσης απόκτησης μετοχών έναντι ανταλλάγματος («stock options») –(βλ. σχετικά, Αιτ. Έκθεση ν. 4548/2018 επί του άρ. 114).

    Ωστόσο, οι ρυθμίσεις του εν λόγω π.δ. για τα stock options (ορθά υποστηρίζεται πως) καταργήθηκαν σιωπηρά λόγω της ιδιαίτερης και λεπτομερούς ρύθμισης των δικαιωμάτων προαίρεσης από την (προϊσχύσασα, πλέον) παρ. 9 άρ. 13 του κ.ν. 2190/1920. Αντίθετα, μέχρι και τη θέση σε εφαρμογή του ν. 4548/2018, παρέμειναν σε ισχύ οι διατάξεις του ως άνω π.δ., οι οποίες σχετίζονταν με την απόκτηση και μετέπειτα διάθεση από την ΑΕ ίδιων μετοχών καθώς και την έκδοση και διάθεση μετοχών από κεφαλαιοποίηση κερδών (βλ. σχετικά, Αιτ. Έκθεση ν. 4548/2018 επί του άρ. 114).

    Σήμερα, η δυνατότητα θέσπισης «προγράμματος διάθεσης μετοχών στα μέλη του ΔΣ και το προσωπικό της εταιρείας με τη μορφή δικαιώματος προαίρεσης (option)» κατοχυρώνεται στον νόμο για τις ΑΕ (άρ. 113 ν. 4548/2018). Σύμφωνα με την Αιτ. Έκθεση του ν. 4548/2018 επί του συγκεκριμένου άρθρου, με την εν λόγω διάταξη επαναλαμβάνονται οι (ευέλικτες) προβλέψεις των παραγράφων 13 και 14 του άρθρου 13 κ.ν. 2190/1920 (όπως αυτές εισήχθησαν δυνάμει του άρθρου 19 ν. 3604/2007 και αντικατέστησαν την -ανωτέρω αναφερθείσα- παρ. 9 άρ. 13).

    Ως προς το ρυθμιστικό πλαίσιο της δυνατότητας δωρεάν παραχώρησης μετοχών (εκτός, δηλαδή, προγράμματος), τούτο εξακολουθούσε να προσδιορίζεται, όπως και ανωτέρω ειπώθηκε, ακόμη και μετά τη θέση σε εφαρμογή της παρ. 9 άρ. 13 του κ.ν. 2190/1920, από το ως άνω π.δ. Οι συναφείς του ρυθμίσεις έπαψαν, ωστόσο, να ισχύουν, το πρώτον, με την εισαγωγή της ισχύουσας (σήμερα) διάταξης του άρ. 114, ν. 4548/2018.

    Σύμφωνα με τον νόμο (:άρ. 114 §4 εδ. α΄4548/2018), επιτρέπεται η ΑΕ να αποφασίσει συνδυασμό των ως άνω εναλλακτικών συστημάτων διάθεσης μετοχών. Η συγκεκριμένη λύση εξυπηρετεί, θα έλεγε κανείς, ιδιαίτερα την (εκουσίως μη ρυθμιζόμενη-λόγω της πολυπλοκότητας που θα δημιουργούσε) περίπτωση διάθεσης μετοχών από την εταιρεία, όχι χωρίς αντάλλαγμα, αλλά, απλώς, σε χαμηλότερη τιμή της ονομαστικής τους αξίας (βλ. σχετικά, Αιτ. Έκθεση ν. 4548/2018 επί του άρ. 114).

     

    Η Συστηματική Ένταξη Των Ισχυουσών Ρυθμίσεων

    Τις ως άνω διακριτές διατάξεις περί διάθεσης μετοχών ο σύγχρονος νομοθέτης αποφάσισε να τις εντάξει, στο πλαίσιο του ν. 4548/2018, στην ενότητα περί αμοιβών των μελών ΔΣ.

    Υπό το προϊσχύσαν καθεστώς, οι αντίστοιχες διατάξεις συνιστούσαν μέρος της διάταξης περί αύξησης του μετοχικού κεφαλαίου. Η συστηματική ένταξη των, αυτοτελών πλέον, ρυθμίσεων περί διάθεσης μετοχών στην ενότητα περί αμοιβών των μελών ΔΣ καθίσταται ορθότερη υπό την ακόλουθη θέση: η διάθεση μετοχών δεν προϋποθέτει αύξηση μετοχικού κεφαλαίου. Είναι δυνατό, αντίθετα, να λάβει χώρα μέσω ήδη υφιστάμενων, ίδιων μετοχών.

    Ωστόσο, η ως άνω συστηματική ένταξη δεν ανταποκρίνεται στο εξής: Τυχόν μετοχές (υφιστάμενες ή νεοεκδοθείσες) δύναται να διατίθενται σε πρόσωπα που δεν συνιστούν μέλη του ΔΣ της ΑΕ, αλλά εμπίπτουν στο προσωπικό της.

    Σαφώς, η ως άνω συστηματική ένταξη γεννά το ζήτημα της εφαρμογής ή μη των λοιπών διατάξεων περί αμοιβών σε μέλη του ΔΣ (και εν γένει, στους διοικούντες την ΑΕ) στην περίπτωση της διάθεσης μετοχών. Εύλογα (υποστηρίζεται ότι) οι διατάξεις περί διάθεσης μετοχών είναι ειδικότερες και -καταρχήν- υπερισχύουν.

    Δεδομένων των ως άνω, δέον να επισημανθεί ότι στο πλαίσιο των άρ. 113 και 114 η έννοια των «προκαταβολών» αμοιβών δεν απαντάται. Και τούτο διότι, (όπως θα διαπιστώσουμε σε επόμενη αρθρογραφία μας), τα χρονικά σημεία άσκησης των δικαιωμάτων προαίρεσης (στην περίπτωση «προγράμματος διάθεσης» του άρ. 113) ή απόκτησης των δωρεάν μετοχών (του άρ. 114) είναι προκαθορισμένα.

    Επιπλέον, λόγω των αυξημένων-από τον νόμο, εξασφαλίσεων που διέπουν τη διάθεση μετοχών, δεν φαίνεται να καταλείπεται περιθώριο δικαστηριακής επέμβασης, με σκοπό τη μείωση της αμοιβής μέλους ΔΣ σύμφωνα με όσα ο νόμος προβλέπει (:άρ. 109 §5 ν. 4548/2018). Μία τέτοια απόφαση, θα αντιπαρατίθετο με τετελεσμένα αλλά και, μάλλον, μη αναστρέψιμα γεγονότα. Σε πρακτικό επίπεδο: θα απαιτούσε, στην πράξη, δυσανάλογες και μάλλον ανεφάρμοστες αποκαταστατικές ενέργειες (:επιστροφή των μετοχών που διατέθηκαν και, κατ’ αποτέλεσμα, περαιτέρω διατάραξη της μετοχικής σύνθεσης της ΑΕ).

    Καταφάσκεται, όμως, η δυνατότητα εφαρμογής των διατάξεων που αφορούν στην πολιτική αποδοχών (άρ. 111) και την έκθεση αποδοχών (άρ. 112). Ως προς τις εισηγμένες εταιρείες, μάλιστα, υφίσταται, από τον νόμο, υποχρέωση ένταξης σε αυτές (πολιτική-έκθεση αποδοχών) των δικαιωμάτων συμμετοχής σε πρόγραμμα διάθεσης μετοχών ή/και κτήσης δωρεάν μετοχών σ’ εκείνους που ασκούν τη διοίκηση της ΑΕ (άρ. 109 §1 και άρ. 110 §1). Ως προς τις λοιπές ΑΕ αντίστοιχη υποχρέωση είναι δυνατό να γεννηθεί στη βάση καταστατικής πρόβλεψης (άρ. 110 §1 εδ. γ΄).

    Είναι ενδεχόμενο η διάθεση μετοχών σε μέλος ΔΣ να λάβει χώρα στη βάση -όχι της οργανικής, αλλά- της τυχόν, ειδικής σχέσης που τον συνδέει με την ΑΕ (λ.χ. εργασίας). Ορθότερη κρίνεται στην περίπτωση αυτή η τήρηση -παράλληλα με τις διατάξεις για τη διάθεση μετοχών και- των ειδικών ρυθμίσεων που αφορούν συναλλαγές με συνδεδεμένα μέρη (:αρ. 99-101 ν. 4548/2018).

     

    Δικαιολογητική Βάση & Σκοπός Ρυθμίσεων

    Η διανομή μετοχών σε εργαζομένους, μέλη του ΔΣ ή/και στα πρόσωπα, γενικά, που παρέχουν υπηρεσίες προς την ΑΕ συνιστά διαφορετική (:διακριτή) μέθοδο αποζημίωσης και ανταμοιβής τους. Πρόκειται, κατά κανόνα, για ελκυστικό εργαλείο (ενεργούς) παραμονής των δικαιούχων στους κόλπους της εταιρείας. Συνιστά, όμως, και εργαλείο επίτευξης στόχων αλλά και σημαντικό κίνητρο ποιοτικότερης απόδοσης. Στο πλαίσιο όμως αυτό, δεν αποκλείεται να παρασυρθούν οι δικαιούχοι σε λήψη και εκτέλεση δυνητικά επωφελών επιχειρηματικών αποφάσεων, με σκοπό (και) την επίτευξη στόχων αλλά και τη αποκόμιση (και) άλλων-νέων μετοχών. Τέτοιες αποφάσεις ενέχουν, όμως, σημαντικούς επιχειρηματικούς κινδύνους-για τους οποίους στη συνέχεια του παρόντος.

    Οι δικαιούχοι των μετοχών προσδοκούν (βάσιμα άλλωστε) την εδραίωση της σχέση τους με την ΑΕ (και) σε διαφορετικά/πρόσθετα θεμέλια-ύστερα από την από μέρους τους απόκτηση μετοχών της ΑΕ αλλά και την εδραίωση της ιδιότητας του «μετόχου-(συν)ιδιοκτήτη». Η σύγκρουση των συμφερόντων που εντοπίζεται ανάμεσα σ’ εκείνους που ασκούν τη διοίκηση της ΑΕ και την ίδια την ΑΕ (και τους μετόχους της) αμβλύνεται. Ειδικά ως προς τους εργαζομένους, η παραδοσιακή σχέση εξάρτησης μεταξύ αυτών και της εργοδότριας ΑΕ παύει να είναι ο μοναδικός δεσμός.

     

    Πρόσθετο «εισόδημα» δικαιούχων και καταβολή του

    Βασική στόχευση του ανωτέρω θεσμού (πέραν της δημιουργίας κινήτρων για τους δικαιούχους-προς όφελος της ΑΕ), δεν είναι η προσαύξηση της περιουσίας των τελευταίων. Αντίθετα, η δημιουργία εναλλακτικού (και συμπληρωματικού) εισοδήματος για τους δικαιούχους. Η καταβολή, μάλιστα, αυτού του είδους της αμοιβής από την ΑΕ -δεδομένου ότι δεν συνιστά μισθό ή κάποιου είδους αντάλλαγμα ή αποζημίωση- είναι ιδιαίτερα συμφέρουσα. Και τούτο γιατί δεν εντάσσεται στις πάγιες επιβαρύνσεις της αλλά εντοπίζεται στον χρόνο διάθεσης των δωρεάν μετοχών ή στη χορήγηση μερισμάτων στους μετόχους.

    Από την άλλη πλευρά, οι δικαιούχοι της κατά τα άνω διανομής μετοχών προσβλέπουν (δευτερευόντως) στη σχετική «επένδυση» και στις προσόδους της (ενδ.: μερίσματα). Προσβλέπουν, όμως-σε κάθε περίπτωση, στη δυνατότητα ρευστοποίησης (και εν τέλει ρευστοποίηση) για την αποκόμιση του όποιου οικονομικού οφέλους. Στους μελλοντικούς αγοραστές των μετοχών-επενδυτές εναπόκειται η καταβολή του. Από εκείνους αναμένεται η από μέρους των δικαιούχων είσπραξη της διαφοράς που θα προκύψει μεταξύ του προνομιακού (ή ανύπαρκτου) τιμήματος κτήσης των μετοχών και του τιμήματος της μελλοντικής πώλησής τους.

    Οι διατιθέμενες μετοχές είναι ενδεχόμενο να διαπραγματεύονται σε οργανωμένη αγορά. Το τίμημα που θα καταβληθεί στους ιδιοκτήτες των εν λόγω μετοχών εξαρτάται από την αγοραία-χρηματιστηριακή τους αξία. Βάσει (και) αυτής θα επιλέξουν τον χρόνο άσκησης του δικαιώματος πώλησής τους-όταν το επιδιωκόμενο όφελος κρίνουν ότι τους ικανοποιεί.

     

    Οι (όχι αμελητέοι) κίνδυνοι για την ΑΕ και τους μετόχους της…

    Η κατά τα άνω προνομιακή διάθεση μετοχών (κατ’ άρ. 113 & 114 ν. 4548/2018) είναι δυνατό να έχει σημαντικά (βραχυπρόθεσμα, ιδίως) οφέλη. Μεταξύ αυτών αξίζει να εστιάσει κάποιος στην ώθηση (κάποιες φορές σημαντική) της κερδοφορίας της ΑΕ. Επίσης στις υψηλές αποδόσεις για τους δικαιούχους. Είναι όμως πιθανό, μεσομακροπρόθεσμα, μια τέτοια προνομιακή διάθεση μετοχών να αποβεί βλαπτική για τα εταιρικά συμφέροντα. Ενδεχομένως, μάλιστα, και να προκαλέσει οικονομική ζημία στην εταιρεία και στους υφιστάμενους μετόχους. Ιδίως, όταν η εν λόγω διάθεση γίνεται κατά τρόπο αλόγιστο ή/και χωρίς επαρκείς διασφαλίσεις για την εταιρεία και τους μετόχους.

    Για την άμβλυνση των συναφών κινδύνων, ευκταίο η απόφαση για διάθεση μετοχών να στηρίζεται σε ρεαλιστικές οικονομικές προοπτικές. Αντίστοιχα ρεαλιστικοί θα πρέπει να είναι και οι (ενδεχομένως) τιθέμενοι στόχοι. Επίσης να παρακολουθούνται στενά τα οικονομικά αποτελέσματα της εταιρείας αλλά και οι επιχειρηματικές αποφάσεις που λαμβάνουν οι δικαιούχοι. Να παρακολουθείται στενά και αξιολογείται, αδιάλειπτα, η απόδοση των τελευταίων.

     

    …ειδικά για τις μη εισηγμένες ΑΕ

    Όσον αφορά, πάντως, στις ΑΕ των οποίων οι μετοχές δεν αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης σε οργανωμένη αγορά ελλοχεύουν ιδιαίτεροι κίνδυνοι από την (μελλοντική) ρευστοποίηση των μετοχών που αποτέλεσαν το αντικείμενο διάθεσης από μέρους της εν λόγω ΑΕ. Τα μέλη του ΔΣ ή οι εργαζόμενοι που τις απέκτησαν θα προσδοκούν να αποκομίσουν όφελος από τη ρευστοποίησή τους. Ακριβώς αυτό, όμως, είναι και το περισσότερο ευαίσθητο και επικίνδυνο σημείο: Δυνητικοί αγοραστές τους μπορούν να είναι επενδυτές, μέτοχοι της ίδιας της ΑΕ-ακόμα και ανταγωνιστές της. Δεν θα πρέπει, εξάλλου, να ξεχνάμε πως οι δικαιούχοι-αποδέκτες της διάθεσης των μετοχών είναι άνθρωποι˙ επομένως: δεκτικοί θανάτου, δικαιοπρακτικής ανικανότητας αλλά και μεταβολών ως προς αισθήματα και δεσμεύσεις τους απέναντι στην εταιρεία και τους ιδιοκτήτες της.

    Κρίνεται, κατά τούτο, απολύτως αναγκαίο τυχόν κίνητρα υπέρ μελών ΔΣ ή εργαζομένων της ΑΕ για την απόκτηση μετοχών της να αφορούν δεσμευμένες και όχι ελεύθερα μεταβιβάσιμες μετοχές-εφόσον πρόκειται για εταιρείες με μετοχές εισηγμένες σε οργανωμένη αγορά.

     

    Η δωρεάν (ή έναντι μειωμένου ανταλλάγματος) διάθεση μετοχών της ΑΕ σε μέλη του ΔΣ, της διοίκησης, στελέχη ή εργαζομένους της, μπορεί να καταστεί εργαλείο πολύτιμο για την ώθηση της κερδοφορίας και περαιτέρω ανάπτυξη της εταιρείας. Είναι, σε κάθε περίπτωση, εργαλείο ελκυστικό για τους αποδέκτες των μετοχών. Είναι όμως δεδομένο πως, ειδικά για τις ΑΕ των οποίων οι μετοχές δεν αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης σε οργανωμένη αγορά οι κίνδυνοι που ελλοχεύουν δεν είναι διόλου αμελητέοι. Και, σε κάθε περίπτωση, επιβεβλημένο να αντιμετωπισθούν. Περί της διαδικασίας, πάντως, και προϋποθέσεων διάθεσης των εν λόγω μετοχών, επόμενη αρθρογραφία μας.-

    Σταύρος Κουμεντάκης
    Managing Partner

     

    Υ.Γ. Συνοπτική έκδοση του άρθρου δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ, στις 8 Αυγούστου 2023.

    Η πληροφόρηση που εμπεριέχεται στο παρόν άρθρο δεν συνιστά (ούτε και έχει σκοπό να αποτελέσει) νομική συμβουλή. Μια τέτοια νομική συμβουλή είναι δυνατό να παρασχεθεί μόνον από αρμόδιο δικηγόρο ο οποίος θα λάβει υπόψη του το σύνολο των δεδομένων που θα του εκθέσετε για την υπόθεσή σας. Αναλυτικά.

  • Leasing: Μορφές & επιμέρους νομικά ζητήματα

    Leasing: Μορφές & επιμέρους νομικά ζητήματα

    Σε προηγούμενη αρθρογραφία μας, αναφερθήκαμε στα βασικά στοιχεία της χρηματοδοτικής μίσθωσης καθώς και στην οικονομική της σημασία για την επιχείρηση. Θα μας απασχολήσουν, εδώ, οι διάφορες μορφές με τις οποίες εμφανίζεται η σύμβαση leasing. Επίσης και τα κρίσιμα νομικά ζητήματα που ενδέχεται να ανακύψουν στο πλαίσιο της σύναψης και της λειτουργίας της.

     

    Μορφές εμφάνισης της χρηματοδοτικής μίσθωσης

    Στο πλαίσιο της αρχής της ελευθερίας των συμβάσεων και δεδομένου ότι οι περισσότερες διατάξεις του σχετικού νόμου (:ν. 1665/1986) είναι ενδοτικού δικαίου, η χρηματοδοτική μίσθωση εμφανίζεται στις συναλλαγές σε διάφορες παραλλαγές. Συνοπτικά:

    1. Απλή χρηματοδοτική μίσθωση (financial leasing)

    Η πλέον σημαντική μορφή χρηματοδοτικής μίσθωσης είναι η απλή χρηματοδοτική μίσθωση (:financial leasing στις διεθνείς συναλλαγές). Ο υποψήφιος μισθωτής απευθύνεται αρχικά στον προμηθευτή και διαπραγματεύεται (συνήθως αυτός) τις προδιαγραφές του πράγματος και το τίμημα. Στη συνέχεια απευθύνεται στην εταιρεία leasing, η οποία αγοράζει ή εισάγει στο όνομά της το πράγμα με τους όρους που συμφώνησε ο μισθωτής, καταβάλει το τίμημα και εντέλλεται τον προμηθευτή να παραδώσει το πράγμα στον μισθωτή, με τον οποίο έχει εν τω μεταξύ συνάψει τη σύμβαση leasing.

    1. Μικτή χρηματοδοτική μίσθωση (operating leasing)

    Βασικό χαρακτηριστικό της μικτής χρηματοδοτικής μίσθωσης αποτελεί το γεγονός ότι η εκμισθώτρια εταιρεία leasing αναλαμβάνει την πρόσθετη υποχρέωση (εκτός από την παραχώρηση της χρήσης του αντικειμένου) να το διατηρεί κατά τη διάρκεια της μίσθωσης κατάλληλο για τη χρήση που συμφωνήθηκε. Αναλαμβάνει, δηλαδή, την υποχρέωση συντήρησης, επισκευής κτλ. Αυτή η μορφή προτιμάται σε περιπτώσεις που ο υποψήφιος μισθωτής επιθυμεί να καλύψει μία βραχυχρόνια ανάγκη της επιχείρησής του και η διάρκεια της μίσθωσης είναι κατά κανόνα σύντομη. Η εταιρεία leasing, αναλαμβάνοντας την συγκεκριμένη υποχρέωση, οφείλει να διατηρεί το πράγμα σε καλή κατάσταση. Η πρόσθετη ωφέλειά της είναι πως διατηρεί τη δυνατότητα να συνάπτει αντίστοιχες, διαδοχικές, συμβάσεις αποκομίζοντας κέρδος από την επαναλαμβανόμενη μίσθωση του ίδιου πράγματος.

    1. Αντίστροφη χρηματοδοτική μίσθωση (sale and lease back)

    Στην αντίστροφη χρηματοδοτική μίσθωση η εκμισθώτρια εταιρεία leasing έχει προηγουμένως αγοράσει από τον μισθωτή το πράγμα (κινητό ή ακίνητο) που θα αποτελέσει το αντικείμενο της χρηματοδοτικής μίσθωσης. Με τον τρόπο αυτό ο μισθωτής επιτυγχάνει να ενισχύσει τη ρευστότητά του από το εισπραττόμενο τίμημα χωρίς παράλληλα να στερείται τη χρήση του πράγματος. Στην πράξη καταρτίζονται δύο συμβάσεις (πώληση και μίσθωση), οι οποίες όμως τελούν σε τόσο στενή συνάρτηση μεταξύ τους ώστε η κατάρτιση της μίας να αποτελεί δικαιοπρακτικό θεμέλιο (ή αίρεση) για την κατάρτιση της άλλης. Στο ίδιο πλαίσιο, η λύση της μίας αποτελεί σπουδαίο λόγο για την καταγγελία της άλλης.

    1. Χρηματοδοτική υπομίσθωση

    Στη μορφή αυτή η εταιρεία leasing δεν αγοράζει το προς μίσθωση αντικείμενο αλλά το μισθώνει από τρίτο και, στη συνέχεια, το υπεκμισθώνει στον (υπο)μισθωτή. Η μορφή αυτή εξυπηρετεί τις εταιρείες leasing, οι οποίες δεν αναλαμβάνουν το πλήρες κόστος αλλά και τον κίνδυνο απόκτησης του πράγματος. Αυτό, ιδίως, συμβαίνει στις περιπτώσεις που το μίσθιο αποτελεί κάποιο εξειδικευμένο αντικείμενο με σπάνια ζήτηση.

     

    Επιμέρους νομικά ζητήματα

    Η χρηματοδοτική μίσθωση διέπεται από το ν. 1665/1986, που δεν ρυθμίζει, όμως, την ανώμαλη εξέλιξη της σύμβασης. Το γεγονός ότι συνιστά, ουσιαστικά, μια αρρύθμιστη σύμβαση, έχει δημιουργήσει νομικούς προβληματισμούς ως προς τη νομική της φύση αλλά και τους κανόνες δικαίου που πρέπει να εφαρμόζονται. Αναντίρρητα πρόκειται για μία μικτή σύμβαση, στην οποία ενυπάρχουν υποχρεωτικά στοιχεία μίσθωσης πράγματος και συμφώνου προαιρέσεως και δυνητικά περιλαμβάνονται στοιχεία πώλησης, εντολής κ.α. Παρά το γεγονός ότι υφίσταται διχογνωμία αναφορικά με το εάν το επικρατέστερο στοιχείο της σύμβασης leasing είναι το μισθωτικό ή το πιστωτικό, κρίνεται σκόπιμο κάθε σύμβαση χρηματοδοτικής μίσθωσης να αντιμετωπίζεται εξατομικευμένα ανάλογα με τα επιμέρους στοιχεία της.

    Αμέσως κατωτέρω επιχειρείται η παρουσίαση των κυριότερων νομικών ζητημάτων που ενδέχεται να ανακύψουν στο πλαίσιο μιας σύμβασης leasing, η εκτενέστερη ανάπτυξη των οποίων εκφεύγει, προδήλως, των ορίων του παρόντος άρθρου.

    1. Η σχέση της εκμισθώτριας με τον προμηθευτή

    Η εκμισθώτρια συνδέεται με τον προμηθευτή του προς μίσθωση πράγματος με σύμβαση πώλησης. Ωστόσο, πρόκειται για μία σύμβαση πώλησης που παρουσιάζει αρκετές ιδιαιτερότητες και βάσιμα υποστηρίζεται ότι πρόκειται για γνήσια σύμβαση υπέρ τρίτου (του μισθωτή). Ειδικότερα, η εκμισθώτρια αναθέτει συνήθως στον μισθωτή τη διεξαγωγή των διαπραγματεύσεων με τον προμηθευτή, ο οποίος οφείλει να παραδώσει το αντικείμενο της πώλησης (μίσθιο) στον μισθωτή. Εγείρεται, βέβαια, εδώ το ζήτημα της ευθύνης από τις διαπραγματεύσεις αναφορικά με το εάν, σε περίπτωση ζημίας του προμηθευτή, την ευθύνη φέρει η εκμισθώτρια ή ο μισθωτής. Και τούτο μολονότι η ευθύνη της εκμισθώτριας φαίνεται να προκύπτει από το ότι ο μισθωτής ενεργεί ως βοηθός εκπληρώσεως της εκμισθώτριας (ΑΚ 334). Με την οφειλόμενη παράδοση του μισθίου από τον προμηθευτή στον μισθωτή η εκμισθώτρια εκπληρώνει τη σχετική της υποχρέωση έναντι του τελευταίου και αποκτά η ίδια την κυριότητα του μισθίου.

    1. Η εκχώρηση των δικαιωμάτων της εκμισθώτριας από την πώληση στο μισθωτή

    Είναι συνήθης στην πράξη η συνομολόγηση όρου σύμφωνα με τον οποίο η εκμισθώτρια δεν υπέχει οποιαδήποτε ευθύνη έναντι του μισθωτή για νομικά ή πραγματικά ελαττώματα ή για έλλειψη συνομολογημένων ιδιοτήτων. Ως «αντίβαρο» για τον αποκλεισμό της ευθύνης αυτής συνηθίζεται να συμφωνείται η εκχώρηση από την εκμισθώτρια προς τον μισθωτή των σχετικών αξιώσεών της έναντι του προμηθευτή. Πρόκειται για εκχώρηση συγκεκριμένων αξιώσεων και όχι για μεταβίβαση του συνόλου του συμβατικού δεσμού.

    Τόσο ο αποκλεισμός της ευθύνης της εκμισθώτριας όσο και η ως άνω εκχώρηση είναι σκόπιμο να συμφωνούνται ρητά στη σύμβαση, ώστε να μην απαιτείται ερμηνεία της σύμβασης για να διαπιστωθεί εάν υφίσταται αποκλεισμός της ευθύνης και εκχώρηση των αξιώσεων αντίστοιχα.

    Η ευθύνη για τις άλλες περιπτώσεις μη εκπλήρωσης, δηλαδή της μη παράδοσης ή της καθυστερημένης παράδοσης, βαρύνει την εκμισθώτρια, όπως και στην κοινή μίσθωση. Η συνομολόγηση σχετικής απαλλακτικής ρήτρας με ταυτόχρονη εκχώρηση στο μισθωτή των αντίστοιχων αξιώσεων δεν είναι βέβαιο πως θα κριθεί έγκυρη. Ακόμα όμως και στην περίπτωση αυτή (:κρίση σχετικά με την εγκυρότητά της) δεν θα οδηγηθούμε, κατά κανόνα, στην απαλλαγή της εκμισθώτριας εάν ο μισθωτής δεν καταφέρει να ικανοποιηθεί από τον προμηθευτή. Η οριστική απόφανση επί του ζητήματος είναι θέμα διατύπωσης και ερμηνείας της σχετικής απαλλακτικής ρήτρας.

    1. Η ανάληψη από τον μισθωτή του κινδύνου της τυχαίας βλάβης ή καταστροφής του αντικειμένου της χρηματοδοτικής μίσθωσης

    Είναι συνήθης η συνομολόγηση όρου στη σύμβαση leasing σύμφωνα με τον οποίο, σε αντίθεση με την κοινή μίσθωση, ο μισθωτής θα φέρει τον κίνδυνο της τυχαίας βλάβης, καταστροφής ή κλοπής του μισθίου. Τούτο σημαίνει ότι ο μισθωτής, σε οποιαδήποτε από τις περιπτώσεις αυτές, θα εξακολουθήσει να οφείλει τα μισθώματα στην εκμισθώτρια. Κι όχι μόνον αυτό: θα οφείλει να αποζημιώσει την τελευταία σε περίπτωση που κατά τη λήξη της σύμβασης δεν είναι σε θέση να της αποδώσει τη χρήση του μισθίου.

    Ο συγκεκριμένος όρος έχει ως συνέπεια διατάραξη της ισορροπίας των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλομένων σε βάρος του μισθωτή (που αντιβαίνει στα άρθρα 2 § 6 ν. 2251/1994 και 288 ΑΚ). Εύλογα, επομένως, θα ήταν δυνατό να θεωρηθεί άκυρος ως καταχρηστικός.

    Μια τέτοια, ενδεχόμενη, ακυρότητα μπορεί να αποφευχθεί με την εκχώρηση των αξιώσεων που διατηρεί η εκμισθώτρια στον μισθωτή έναντι της ασφαλιστικής εταιρείας για την ασφαλιστική αποζημίωση (:ο μισθωτής υπέχει εκ του νόμου υποχρέωση να διατηρεί ασφαλισμένο το πράγμα για όλους τους ανωτέρω κινδύνους, αλλά ο λήπτης του ασφαλίσματος είναι η εκμισθώτρια ως κυρία του μισθίου). Επίσης και έναντι του τρίτου που έβλαψε ή κατέστρεψε το πράγμα.

    1. Το κύρος των Γενικών Όρων Συναλλαγών (ΓΟΣ) που περιλαμβάνονται στη σύμβαση leasing

    Είναι σύνηθες στη συναλλακτική πρακτική οι εταιρείες leasing να συμπεριλαμβάνουν στη σύμβαση προδιατυπωμένους όρους (Γενικοί Όροι Συναλλαγών-ΓΟΣ), που (συνήθως) δεν έχουν καταστεί αντικείμενο προγενέστερης ατομικής διαπραγμάτευσης με τον υποψήφιο μισθωτή. Το κύρος των ρητρών υπέρ της εκμισθώτριας σχετικά με τον αποκλεισμό ή τον περιορισμό της ευθύνης της που περιλαμβάνονται σε ΓΟΣ κρίνονται με βάση τις σχετικές διατάξεις του Αστικού Κώδικα. Σε κάθε περίπτωση για την εγκυρότητα των ΓΟΣ θα πρέπει να ελέγχεται εάν υφίσταται ουσιώδης διατάραξη των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων σε βάρος του μισθωτή (η οποία προσκρούει στις διατάξεις των άρθρων 2 § 6 ν. 2251/1994 και 288 ΑΚ). Αξίζει να σημειωθεί, ότι σε περίπτωση που στους ΓΟΣ προβλέπεται παραίτηση του μισθωτή από το δικαίωμα καταγγελίας της σύμβασης για σπουδαίο λόγο, η παραίτηση αυτή θα πρέπει να θεωρηθεί άκυρη. Και τούτο γιατί το δικαίωμα καταγγελίας για σπουδαίο λόγο εδράζεται στην ως αναγκαστικού δικαίου διάταξη του ΑΚ.

     

    Η χρηματοδοτική μίσθωση αποτελεί, αναντίρρητα, εργαλείο χρήσιμο στα χέρια των επιχειρήσεων εξαιτίας των οικονομικών και φορολογικών πλεονεκτημάτων που παρουσιάζει. Οι ιδιαιτερότητες, ωστόσο, της νομικής της φύσης -αλλά και τα (πολύπλοκα) νομικά ζητήματα που αναφύονται στο πλαίσιο σύναψής της- απαιτούν την ιδιαίτερη προσοχή των επιχειρήσεων που την επιλέγουν για την εξυπηρέτηση των λειτουργικών τους αναγκών. Με την κατάλληλη, όμως, νομική καθοδήγηση, τόσο κατά τη σύναψη όσο και κατά τη λειτουργία των συμβάσεων χρηματοδοτικής μίσθωσης, οι επιχειρήσεις θα απολαύσουν τα σχετικά οφέλη προστατεύοντας, ταυτόχρονα, τα συμφέροντά τους με το βέλτιστο δυνατό τρόπο.-

    Ευδοκία Κορνηλάκη

    Ευδοκία Κορνηλάκη
    Partner

     

    Υ.Γ. Συνοπτική έκδοση του άρθρου δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ, στις 30 Ιουλίου 2023.

    Η πληροφόρηση που εμπεριέχεται στο παρόν άρθρο δεν συνιστά (ούτε και έχει σκοπό να αποτελέσει) νομική συμβουλή. Μια τέτοια νομική συμβουλή είναι δυνατό να παρασχεθεί μόνον από αρμόδιο δικηγόρο ο οποίος θα λάβει υπόψη του το σύνολο των δεδομένων που θα του εκθέσετε για την υπόθεσή σας. Αναλυτικά.

  • Σύμβαση leasing: Οφέλη για την επιχείρηση

    Σύμβαση leasing: Οφέλη για την επιχείρηση

    Η σύμβαση της χρηματοδοτικής μίσθωσης (όπως αποδόθηκε στα ελληνικά ο αγγλικός όρος «leasing») αποτελεί μία σύγχρονη μορφή σύμβασης, χρησιμοποιούμενη ευρύτατα σε πολλές  χώρες του κόσμου, επειδή συνιστά ένα εξαιρετικά χρήσιμο εργαλείο χρηματοδότησης στα χέρια των επιχειρήσεων. Η χρηματοδοτική μίσθωση στην Ελλάδα διέπεται από το ν. 1665/1986, πλην όμως έμεινε αρρύθμιστη η περίπτωση της ανώμαλης εξέλιξης της σύμβασης. Μέχρι πρόσφατα χρηματοδοτική μίσθωση μπορούσε να συνάψει μόνο επιχείρηση ή πρόσωπο που ασκεί σχετικό επάγγελμα. Η δυνατότητα σύναψης χρηματοδοτικής μίσθωσης επεκτάθηκε πρόσφατα (:άρ. 131 του ν. 4887/2022 που τροποποίησε το άρ. 1 του ν. 1665/1986) και στους ιδιώτες.  Η χρησιμότητα, ωστόσο, της σύμβασης αυτής παραμένει, χωρίς αμφιβολία, ιδιαίτερης αξίας˙ κυρίως για τις επιχειρήσεις.

     

    Χρησιμότητα της σύμβασης leasing

    Η σύμβαση leasing παρέχει τη δυνατότητα στον επιχειρηματία, ο οποίος χρειάζεται για την άσκηση της δραστηριότητάς του, είτε κτιριακές εγκαταστάσεις (ενδ: γραφεία, αποθήκες, εργοστάσια) είτε επαγγελματικό εξοπλισμό (ενδ: οχήματα, ειδικά μηχανήματα ανάλογα με το αντικείμενό του) ενώ δεν ενδιαφέρεται, αρχικά τουλάχιστον, για την κτήση της κυριότητας επ’ αυτών, να αποκτήσει τη χρήση τους με τη μίσθωσή τους από την εκμισθώτρια (εταιρεία ειδικού σκοπού) καταβάλλοντας σε αυτή το συμφωνημένο μίσθωμα. Επιτυγχάνει, έτσι, να καλύψει τη σχετική λειτουργική του ανάγκη χωρίς να απαιτηθεί η εκ μέρους του εκταμίευση του ποσού (συνήθως ιδιαίτερα υψηλού) ή η έντοκη δανειοδότησή του για την απόκτηση της κυριότητας του ακινήτου ή κινητού πράγματος.

     

    Αντικείμενο

    Αντικείμενο της χρηματοδοτικής μίσθωσης μπορεί να είναι οποιοδήποτε κινητό πράγμα (συμπεριλαμβανομένων των αεροσκαφών και των ιδιωτικών ή επαγγελματικών πλοίων αναψυχής) ή ακίνητο.

     

    Εκμισθωτής και μισθωτής

    Εκμισθωτής μπορεί να είναι μόνο ανώνυμη εταιρεία ή χρηματοδοτικό/πιστωτικό ίδρυμα με αποκλειστικό σκοπό τη σύναψη συμβάσεων leasing (:άρ. 2 § 1 του ως άνω νόμου). Από την άλλη πλευρά, μισθωτής μπορεί να είναι οποιοδήποτε φυσικό ή νομικό πρόσωπο, είτε επιχείρηση είτε και ιδιώτης  (σύμφωνα την ανωτέρω αναφερόμενη αλλαγή που επήλθε με τον ν. 4887/2022).

     

    Η εμπλοκή της εταιρείας leasing

    Η εταιρεία leasing – εκμισθώτρια συχνά αποκτά την κυριότητα του προς μίσθωση πράγματος, κατόπιν υπόδειξης από τον υποψήφιο μισθωτή, ο οποίος και καθορίζει τα ειδικότερα χαρακτηριστικά του. Σε κάποιες περιπτώσεις μάλιστα, ο υποψήφιος μισθωτής αναλαμβάνει τις διαπραγματεύσεις με τον πωλητή – προμηθευτή, ο οποίος θα πωλήσει στην εταιρεία leasing το αντικείμενο της σύμβασης χρηματοδοτικής μίσθωσης.

     

    Το μίσθωμα

    Το μίσθωμα υπολογίζεται με τρόπο, ώστε το ποσό που θα καταβληθεί συνολικά από τον μισθωτή καθ’ όλη τη διάρκεια της σύμβασης leasing να καλύπτει: (α) Το κεφάλαιο για την απόκτηση του πράγματος (ολικά ή κατά το μεγαλύτερο μέρος), (β) Τους τόκους, (γ) Τα λειτουργικά έξοδα της εκμισθώτριας και (δ) Το κέρδος της εκμισθώτριας

    Ταυτόχρονα το μίσθωμα προσδιορίζεται σε ποσό, το οποίο ο επιχειρηματίας θα έχει -κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων- τη δυνατότητα να καταβάλλει καθ’ όλη τη διάρκεια ισχύος της σύμβασης leasing.

     

    Βασικοί όροι

    Βασικοί (συνήθεις) όροι που περιέχονται στη σύμβαση leasing (:άρθρο 1 ν. 1665/1986) προβλέπουν ότι κατά τη λήξη της ο μισθωτής έχει τις εξής δυνατότητες:

    (α) να ανανεώσει μονομερώς τη μίσθωση για ορισμένο χρόνο καταβάλλοντας ορισμένο (και πολύ μειωμένο σε σχέση με το αρχικά συμβατικώς συμφωνημένο) μίσθωμα

    (β) να αγοράσει με δήλωσή του προς την εκμισθώτρια το αντικείμενο της σύμβασης leasing (ακόμη και πριν τη λήξη της σύμβασης) καταβάλλοντας ένα πολύ μειωμένο -σε σχέση με την εμπορική αξία του πράγματος- τίμημα, το οποίο καθορίζεται στη σύμβαση leasing

    (γ) να επιστρέψει το αντικείμενο της σύμβασης στην εκμισθώτρια

    Οι ως άνω (υπό α και β) δυνατότητες συνιστούν το λεγόμενο «δικαίωμα προαιρέσεως» του μισθωτή.

    Η διάρκεια της χρηματοδοτικής μίσθωσης είναι πάντα ορισμένη και μάλιστα προβλέπεται ελάχιστη διάρκεια τριών ετών για τα κινητά, πέντε ετών για τα αεροσκάφη και δέκα ετών για τα ακίνητα (:αρ. 3 § 1 του ν. 1665/1986).

     

    Κατάρτιση

    Τέλος, η σύμβαση leasing καταρτίζεται υποχρεωτικά εγγράφως. Σε περίπτωση που αφορά κινητό πράγμα αρκεί το ιδιωτικό έγγραφο ενώ σε περίπτωση μίσθωσης ακινήτου απαιτείται ο συμβολαιογραφικός τύπος. Όλες οι συμβάσεις leasing καταχωρίζονται σε ειδικό βιβλίο στο Πρωτοδικείο Αθηνών. Όταν αφορά ακίνητο, η σύμβαση εγγράφεται στα οικεία βιβλία μεταγραφών της περιφέρειας όπου βρίσκεται το ακίνητο. Αν αφορά αεροσκάφος, στα αντίστοιχα μητρώα αεροσκαφών.

     

    Η οικονομική σημασία της σύμβασης leasing για την επιχείρηση

    Η σύμβαση χρηματοδοτικής μίσθωσης αποτελεί μία ευέλικτη μορφή χρηματοδότησης με σημαντικά οφέλη για τις μικρομεσαίες, κυρίως, επιχειρήσεις. Τα οικονομικά πλεονεκτήματα της σύμβασης αυτής έχουν οδηγήσει πλήθος επιχειρήσεων στην επιλογή της. Ιδίως, όταν παρίσταται ανάγκη απόκτησης ή εκσυγχρονισμού του εξοπλισμού τους. Επίσης, σε περίπτωση που η επιχείρηση επιδιώκει την επέκταση ή ανανέωση των χώρων της επαγγελματικής της  εγκατάστασης.

    Το βασικότερο ίσως πλεονέκτημα της σύμβασης αυτής συνίσταται στο ότι επιχείρηση μπορεί να αποκτήσει τη χρήση του αγαθού που χρειάζεται για την άσκηση (ή/και βελτίωση, αύξηση απόδοσης, επέκταση) της δραστηριότητάς της χωρίς την ταυτόχρονη διάθεση ίδιων κεφαλαίων (που θα απαιτούνταν για την αντίστοιχη αγορά) ή την προσφυγή σε τραπεζικό δανεισμό. Με τον τρόπο αυτό χρησιμοποιεί το πράγμα που χρειάζεται, αποκομίζει έσοδα (και) από την εκμετάλλευση του πράγματος τα οποία καλύπτουν, έστω μερικώς, το συμφωνημένο μίσθωμα. Παράλληλα, το ποσό που εξοικονομείται με τη σύναψη της χρηματοδοτικής μίσθωσης μπορεί να διατεθεί/επενδυθεί για άλλους, επιχειρηματικούς σκοπούς.

    Ένα άλλο σημαντικό πλεονέκτημα εντοπίζεται στο γεγονός ότι το αντικείμενο της χρηματοδοτικής μίσθωσης, αφού δεν ανήκει στην περιουσία του μισθωτή, δεν μπορεί να κατασχεθεί από τους δανειστές του. Στο ίδιο πλαίσιο, τα αντικείμενα της χρηματοδοτικής μίσθωσης δεν εμφανίζονται στους ισολογισμούς της επιχείρησης ως στοιχεία του ενεργητικού της.

     

    Φορολογικά οφέλη

    Η χρηματοδοτική μίσθωση είναι ελκυστική τόσο για τις εταιρείες leasing όσο και για τις επιχειρήσεις που θα την επιλέξουν ως μέσο χρηματοδότησης γιατί ο νόμος (αρ. 6, ν. 1665/1986) παρέχει πολλά φορολογικά οφέλη. Ειδικότερα:

    Α. Απαλλάσσονται από οποιονδήποτε φόρο, τέλος, εισφορά, δικαίωμα υπέρ του Δημοσίου και γενικώς τρίτων (εξαιρουμένων του φόρου εισοδήματος και του ΦΠΑ):

    (i) Οι συμβάσεις με τις οποίες περιέρχονται στις εταιρείες leasing (κατά κυριότητα ή κατοχή) τα κινητά πράγματα (εξαιρουμένων των μεταφορικών μέσων) που θα αποτελέσουν αντικείμενο χρηματοδοτικής μίσθωσης

    (ii) Οι συμβάσεις χρηματοδοτικής μίσθωσης

    (iii) Οι συμβάσεις εκχώρησης δικαιωμάτων ή αναδοχής υποχρεώσεων από χρηματοδοτική μίσθωση

    (iv) Τα μισθώματα από συμβάσεις χρηματοδοτικής μίσθωσης και τα παραστατικά είσπραξής τους

    (v) Το τίμημα της πώλησης του αντικειμένου της χρηματοδοτικής μίσθωσης από την εταιρεία leasing στον επιχειρηματία – μισθωτή

     

    B. Απαλλάσσονται από το φόρο μεταβίβασης ακινήτων:

    (i) Η μεταβίβαση του μισθίου ακινήτου από την εκμισθώτρια προς τον μισθωτή κατά τη λήξη της σύμβασης leasing

    (ii) Η εξαγορά του μισθίου ακινήτου από τον μισθωτή πριν τη λήξη της χρηματοδοτικής μίσθωσης

    (iii) Οι συμβάσεις αγοράς ακινήτων από εταιρείες leasing με σκοπό τη χρηματοδοτική μίσθωση του πωλητή του ακινήτου, ο οποίος αποκτά την ιδιότητα του χρηματοδοτικού μισθωτή (πρόκειται για την αντίστροφη χρηματοδοτική μίσθωση για την οποία θα γίνει λόγος σε επόμενο άρθρο).

     

    Γ. Τα μισθώματα που καταβάλει η μισθώτρια επιχείρηση θεωρούνται λειτουργικές της δαπάνες και εκπίπτουν από τα ακαθάριστα έσοδά της

    Δ. Τα δικαιώματα των συμβολαιογράφων ενώπιον των οποίων καταρτίζονται οι συμβάσεις leasing περιορίζονται στα κατώτατα όρια των δικαιωμάτων τους που ισχύουν για συμβάσεις δανείων ή πιστώσεων από τράπεζες επενδύσεων για παραγωγικές επενδύσεις

    Ε. Σε περίπτωση σύστασης εμπράγματης εξασφάλισης για απαιτήσεις της εταιρείας leasing που απορρέουν από τη χρηματοδοτική μίσθωση, καθώς και για την εξάλειψη των σχετικών βαρών, προβλέπεται η καταβολή μειωμένων τελών για την καταχώρισή τους.

    ΣΤ. Οι συμβάσεις δανείων και πιστώσεων προς εταιρείες leasing από τράπεζες καθώς και οι συμβάσεις χρηματοδοτικής μίσθωσης μεταξύ τους και όλες οι συναφείς με αυτές πράξεις (ενδ: εξόφληση δανείου, καταβολή μισθώματος) απαλλάσσονται από κάθε φόρο, τέλος ή επιβάρυνση υπέρ του Δημοσίου.

    Διευκρινίζεται, ωστόσο, ότι σε περίπτωση που η μισθώτρια επιχείρηση αγοράσει το μίσθιο ακίνητο πριν την πάροδο τριετίας από την έναρξη της μίσθωσης ή ο μισθωτής μεταβιβάσει τα απορρέοντα από τη σύμβαση χρηματοδοτικής μίσθωσης δικαιώματα και υποχρεώσεις σε τρίτο ή το ακίνητο παραμείνει στην κυριότητα της εταιρείας leasing λόγω μη εξόφλησης του συμφωνηθέντος τιμήματος ή η τελευταία το μεταβιβάσει σε τρίτο αίρεται η απαλλαγή από το φόρο μεταβίβασης ακινήτων, ο οποίος πρέπει να καταβληθεί εφάπαξ.

     

    Η σύμβαση leasing συνοδεύεται από σειρά πλεονεκτημάτων  (φορολογικών και όχι μόνον) για την επιχείρηση. Το εύρος και η αξία των συγκεκριμένων πλεονεκτημάτων αποτελούν αδιαμφισβήτητα ένα ισχυρό κίνητρο συνάψεως συμβάσεων χρηματοδοτικής μίσθωσης για πλήθος ελληνικών επιχειρήσεων. Σ’ αυτά, εξάλλου, έγκειται και η επιτυχία του θεσμού στη χώρα μας. Η σύμβαση leasing παρουσιάζεται σε διάφορες μορφές και δημιουργεί διάφορους νομικούς (με πρακτική σημασία όμως) προβληματισμούς. Περί αυτών επόμενη αρθρογραφία μας.

    Ευδοκία Κορνηλάκη

    Ευδοκία Κορνηλάκη
    Partner

     

    Υ.Γ. Συνοπτική έκδοση του άρθρου δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ, στις 23 Ιουλίου 2023.

    Η πληροφόρηση που εμπεριέχεται στο παρόν άρθρο δεν συνιστά (ούτε και έχει σκοπό να αποτελέσει) νομική συμβουλή. Μια τέτοια νομική συμβουλή είναι δυνατό να παρασχεθεί μόνον από αρμόδιο δικηγόρο ο οποίος θα λάβει υπόψη του το σύνολο των δεδομένων που θα του εκθέσετε για την υπόθεσή σας. Αναλυτικά.

  • Ευθύνη Μελών ΔΣ: Έγκριση Συνολικής Διαχείρισης

    Ευθύνη Μελών ΔΣ: Έγκριση Συνολικής Διαχείρισης

    Σε προηγούμενη αρθρογραφία μας, μας απασχόλησε η ενδοεταιρική (εσωτερική) ευθύνη των διοικούντων την ΑΕ. Είναι άραγε δυνατό να αρθεί τέτοια ευθύνη με την από μέρους της ΓΣ έγκριση της συνολικής διαχείρισης των διοικητών της ΑΕ (άρ. 108 ν. 4548/2018); Και, περαιτέρω, ποιο το δυνατό ή ενδεδειγμένο περιεχόμενο μιας τέτοιας έγκρισης;

     

    Η Ρύθμιση

    Κατά το νόμο (αρ. 108 §1 εδ. α΄): «Με απόφαση της γενικής συνέλευσης, που λαμβάνεται με φανερή ψηφοφορία μετά την έγκριση των ετήσιων χρηματοοικονομικών καταστάσεων, μπορεί να εγκρίνεται η συνολική διαχείριση που έλαβε χώρα κατά την αντίστοιχη εταιρική χρήση».

    Η ρύθμιση αυτή αποκλίνει σημαντικά από το προηγούμενο νομοθετικό καθεστώς. Η ΓΣ δεν «απαλλάσσει», όπως παλαιότερα, το ΔΣ «από πάσης ευθύνης» (:πρόβλεψη που είχε δημιουργήσει δυσεπίλυτα νομικά προβλήματα, ιδίως ως προς τη θέση της «απαλλαγής» αυτής στο σύστημα της ευθύνης του ΔΣ). Εγκρίνει, αντίθετα, τη «συνολική διαχείριση», τη διακυβέρνηση, δηλαδή, της εταιρείας γενικά. Δεν εγκρίνει επιμέρους πράξεις ή παραλείψεις που έχουν, τυχόν, βλάψει την εταιρεία. Η ευθύνη του ΔΣ παραμένει ακέραιη, και κρίνεται με βάση τις οικείες διατάξεις (ιδίως των άρθρων 102 επ.-βλ. και Αιτιολογική Έκθεση ν. 4548/2018 επί του άρθρου 108).

    Με μια τέτοια απόφασή της η ΓΣ αξιολογεί και (κατά κανόνα/συνήθεια), εγκρίνει τον τρόπο διοίκησης της εταιρείας από το ΔΣ κατά την ελεγχόμενη εταιρική χρήση. Καταδεικνύει, δηλαδή-με την έγκρισή της, την ικανοποίηση (ή μη) της ΓΣ από τον τρόπο διοίκησης της ΑΕ. Χαρακτηρίζεται, για το λόγο αυτό, και ως «πολιτική απόφαση» ή απόφαση με «ηθική σημασία/αξία»).

    Όπως και σε κάθε απόφασή της, η ΓΣ δεν υποχρεούται να αποφαίνεται αιτιολογημένα για την έγκριση (ή μη) της συνολικής διαχείρισης. Και, καθώς μια τέτοια (θετική) απόφαση δεν είναι δεσμευτική για τη ΓΣ, είναι δυνατό, να ανακαλέσει ελεύθερα, εκ των υστέρων, τα μέλη του ΔΣ (άρ. 77 §2 εδ. β΄).

     

    Απόφαση Επί Της Συνολικής Διαχείρισης

    Αντικείμενο

    Η ανωτέρω απόφαση της ΓΣ έχει ως περιεχόμενο την έγκριση ή μη της διαχείρισης εκείνων που διοίκησαν την ΑΕ κατά τη διάρκεια της χρήσης που παρήλθε. Η αξιολόγηση αυτή είναι δυνατό να λάβει τον χαρακτήρα της επιβεβαίωσης ή, εναλλακτικά, της μομφής της επιχειρηματικής στρατηγικής και δράσης του ΔΣ. Η αρνητική απόφαση της ΓΣ, στην τελευταία περίπτωση, θα καταδεικνύει την ανεπιτυχή, υπό επιχειρηματικό πρίσμα, διαχείριση από μέρος των διοικούντων.

    Χρόνος Λήψης Απόφασης

    Η ΓΣ αποφασίζει επί του θέματος της έγκρισης (ή μη) της συνολικής διαχείρισης μετά την έγκριση των ετήσιων χρηματοοικονομικών καταστάσεων. Με τον τρόπο αυτό οι μέτοχοι έχουν στη διάθεση τους μια έγκυρη βάση και επαρκή, κατά τεκμήριο τουλάχιστον, πληροφόρηση, προκείμενου να λάβουν την εν λόγω απόφασή τους.

    Η συνέλευση των μετόχων μπορεί να λάβει τη σχετική απόφαση είτε στην ίδια την τακτική ΓΣ που αφορά την έγκριση των χρηματοοικονομικών καταστάσεων είτε σε μεταγενέστερο χρονικό σημείο (:έκτακτη ΓΣ). Στην πρώτη περίπτωση (αναγκαίο είναι να) προηγείται στην ημερήσια διάταξη το θέμα των χρηματοοικονομικών καταστάσεων.

    Υπενθυμίζεται πως απώτερο χρονικό σημείο για την έγκριση των χρηματοοικονομικών καταστάσεων είναι, το συνηθέστερο, η 10η Σεπτεμβρίου του έτους που ακολουθεί τη λήξη της εταιρικής χρήσης-όταν η εταιρική χρήση λήγει την 31η Δεκεμβρίου. Αντίστοιχα η 10η Μαρτίου όταν η εταιρική χρήση λήγει την 30ή Ιουνίου (άρ. 119 §1). Δεν προκύπτει, όμως, από το νόμο κάποιος περιορισμός ως προς τον χρόνο λήψης της απόφασης για την έγκριση της συνολικής διαχείρισης.

    Πρόσωπα Που Αφορά Η Απόφαση

    Υπεύθυνο για τη διοίκηση της εταιρείας και, κατ’ επέκταση, τη διαχείριση της εταιρικής περιουσίας είναι το ΔΣ. Εύλογο, συνεπώς, η απόφαση της ΓΣ να αφορά τα μέλη του ΔΣ. Τούτο δε σημαίνει ότι η απόφαση κατονομάζει συγκεκριμένους συμβούλους αλλά, τουναντίον, αφορά όλο το ΔΣ συνολικά. Δεν αποκλείεται, πάντως, η έγκριση της διαχείρισης κάποιων μελών και μη έγκριση της διαχείρισης κάποιων άλλων. Η απόφαση έγκρισης της συνολικής διαχείρισης καταλαμβάνει (άρ. 102 §5), και τα τυχόν υποκατάστατα όργανα (άρ. 87).

    Η σχετική απόφαση, όμως, δεν καταλαμβάνει τους ελεγκτές της εταιρείας για τους οποίους λαμβάνεται αυτοτελής απόφαση.

     

    Ψηφοφορία

    Διαδικασία

    Όπως ρητά ορίζει ο νόμος, η ψηφοφορία είναι φανερή. Αυτό δικαιολογείται από τον χαρακτήρα της σχετικής απόφασης και της ανάγκης για διαφάνεια.

    Υπό το προηγούμενο νομοθετικό καθεστώς, η αντίστοιχη διάταξη (άρ. 35 ν. 2190/1920) προέβλεπε ψηφοφορία με ονομαστική κλήση. Τούτο δεν σήμαινε, όμως-κατ’ ανάγκη, ότι η σχετική ψηφοφορία ήταν φανερή. Είχε υποστηριχθεί, τότε, ότι μετά την ονομαστική κλήση του, ο εκάστοτε μέτοχος ψήφιζε με ψηφοδέλτιο. Ωστόσο, η νέα πρόβλεψη ήρε προγενέστερες αμφισβητήσεις υπέρ της φανερής ψηφοφορίας.

    Τέλος, η ψηφοφορία είναι ειδική. Η σχετική πρόβλεψη υφίστατο ήδη από το προηγούμενο νομοθετικό καθεστώς και εξακολουθεί να ισχύει (παρότι δεν προβλέπεται ρητώς). Τούτο σημαίνει ότι η απόφαση επί της έγκρισης της διαχείρισης είναι διακριτή. Αποτελεί, δηλ., ξεχωριστό θέμα ημερήσιας διάταξης από την έγκριση των χρηματοοικονομικών καταστάσεων, για το οποίο λαμβάνεται αυτοτελής απόφαση.

    Δικαίωμα Συμμετοχής

    Στη ψηφοφορία της ΓΣ για την έγκριση (ή μη) της συνολικής διαχείρισης μετέχουν, αυτονοήτως, οι μέτοχοι της εταιρείας. Δεν απαγορεύεται η συμμετοχή των συμβούλων ως μετόχων ή εκπροσώπων μετόχων στην εν λόγω ψηφοφορία. Μπορούν να ασκήσουν, κατ’ αρχήν, ακώλυτα το (ενδεχόμενο) δικαίωμα ψήφου τους.

    Σύμφωνα, όμως, με ειδική ρύθμιση (άρ. 108 §2) στην ψηφοφορία αυτή δικαιούνται να μετέχουν τα μέλη του ΔΣ: (α) μόνο με μετοχές των οποίων είναι κύριοι ή (β) ως αντιπρόσωποι μετόχων, εφόσον όμως έχουν λάβει σχετική εξουσιοδότηση με ρητές και συγκεκριμένες οδηγίες ψήφου.

    Επομένως, οι σύμβουλοι μπορούν να εξουσιοδοτούνται να ψηφίζουν για λογαριασμό (τρίτων) μετόχων. Η σχετική εξουσιοδότηση προϋποθέτει ρητές και συγκεκριμένες οδηγίες. Σκοπός είναι να αποφευχθεί η εξυπηρέτηση ίδιων συμφερόντων των μελών του ΔΣ και η εξασφάλιση ψήφου υπέρ της συνολικής διαχείρισης. Ως εκ τούτου, αναγκαίο είναι να μην καταλείπεται περιθώριο στον εξουσιοδοτούμενο-σύμβουλο να αποφασίσει αυτός περί της έγκρισης της διαχείρισης.

    Τα αντίστοιχα ισχύουν και για την εξουσιοδότηση (και συμμετοχή στην σχετική ψηφοφορία της Γενικής Συνέλευσης) των υπαλλήλων της εταιρείας. Και τούτο γιατί θα μπορούσαν, οι τελευταίοι να επηρεαστούν από την διοίκηση λόγω της εξαρτημένης φύσης της εργασίας τους και της ενδεχόμενης συμμετοχής τους στην υπό αξιολόγηση διαχείριση. Τα πρόσωπα αυτά μπορεί να είναι είτε απλοί υπάλληλοι της εταιρείας είτε υποκατάστατα όργανα (οπότε και ισχύει ότι ανωτέρω επισημάνθηκε για τα μέλη του ΔΣ), τα οποία καλούνται να ασκήσουν αυτοί το δικαίωμα ψήφου τρίτων μετόχων.

    Έννομες Συνέπειες

    Ο νόμος διακρίνει την απόφαση για την έγκριση της συνολικής διαχείρισης από την παραίτηση της εταιρείας από τις αξιώσεις της λόγω ευθύνης μέλους του ΔΣ ή τον συμβιβασμό της. Οι ενέργειες αυτές της εταιρείας μπορούν να λάβουν χώρα «…μόνο με τις προϋποθέσεις της παραγράφου 7 του άρθρου 102». Όπως ήδη, παραπάνω, διαπιστώσαμε, ανεξάρτητα από το περιεχόμενο της απόφασης της ΓΣ, η ευθύνη του ΔΣ παραμένει ακέραιη. Κρίνεται κατά τις διατάξεις για την ευθύνη των μελών του ΔΣ.

    Στο παραπάνω πλαίσιο, μοναδική έννομη (αλλά και πρακτική) συνέπεια της έγκρισης της συνολικής διαχείρισης είναι η συνεκτίμησή της σε τυχόν δίκη με αντικείμενο την αποκατάσταση της ζημίας της εταιρείας από πράξεις ή παραλείψεις μελών του ΔΣ. Η ενδεχόμενη έγκριση της συνολικής διαχείρισης θα συνεκτιμηθεί -εφόσον τούτη παρασχέθηκε- όταν θα κριθεί δικαστικά το θέμα της ευθύνης (βλ. Αιτιολογική Έκθεση ν. 4548/2018 επί του άρθρου 108). Κατ’ ουσίαν, το εναγόμενο μέλος ΔΣ μπορεί να επικαλεστεί, στη σχετική δίκη, προηγούμενη έγκριση της συνολικής διαχείρισης από τη ΓΣ. Μολονότι, βέβαια, τούτο δεν αποτελεί, αυτοδίκαια,  λόγο απαλλαγής από τυχόν ευθύνη του. Αντίστροφα, τυχόν μη έγκριση, δεν αποτελεί απόδειξη τυχόν ευθύνης ούτε όμως και προαπαιτούμενο για την κατάφασή της.

    Σε κάθε περίπτωση, ενδέχεται η ΓΣ, παρά την έγκριση της συνολικής διαχείρισης, να προβεί μεταγενέστερα σε έγερση αξιώσεων κατά μελών του ΔΣ. Αν και μπορεί να φαίνεται (και υπό προϋποθέσεις να είναι) καταχρηστική μια τέτοια στάση, η έγερση αξιώσεων της εταιρείας μετά από μια θετική απόφασή της για την έγκριση της συνολικής διαχείρισης, ενδέχεται να δικαιολογείται. Για τους ακόλουθους, ιδίως, λόγους: Αφενός μπορεί οι μέτοχοι να έλαβαν γνώση, σε χρόνο μεταγενέστερο της έγκρισης της διαχείρισης, των πραγματικών γεγονότων που στοιχειοθετούν ευθύνη μελών του ΔΣ. Αφετέρου, δεν αποκλείεται την εναγωγή των μελών του ΔΣ να επιδιώκει, όπως έχει δικαίωμα, η μειοψηφία, που εκπροσωπεί το 1/20 του καταβεβλημένου κεφαλαίου (άρ. 104 §1). Μειοψηφία που ακόμη κι αν ήταν σχηματισμένη κατά το χρόνο έγκρισης της διαχείρισης, δε θα μπορούσε να έχει επηρεάσει τη σχετική ψηφοφορία και απόφαση.

    Συνεπώς, προκειμένου να συνεκτιμηθεί η έγκριση της συνολικής διαχείρισης (και να θεωρηθεί καταχρηστική η έγερση αξιώσεων κατά των μελών Του ΔΣ), θα πρέπει η ΓΣ να έλαβε επαρκή, σχετική, πληροφόρηση και να αποφάσισε με βάση αυτή.

    Τέλος, σκόπιμο να επισημανθεί ότι υπάρχει ανοικτή συζήτηση ως προς το χρόνο που μπορεί να συνεκτιμηθεί η έγκριση της συνολικής διαχείρισης. Μερίδα της θεωρίας υποστηρίζει ότι η συνεκτίμηση είναι δυνατή μόνο κατά το στάδιο της κύριας δίκης για την αποζημίωση της εταιρείας από μέλη του ΔΣ της-όπως, άλλωστε, προβλέπει και ο νόμος. Ορθότερη όμως φαίνεται η θέση πως μια τέτοια έγκριση μπορεί να συνεκτιμηθεί και κατά τα στάδια διερεύνησης της σκοπιμότητας άσκησης της εταιρικής αγωγής (άρ. 105 §2 εδ. γ΄ και 105 §6).

     

    Με βάση το προγενέστερο δίκαιο οι Γενικές Συνελεύσεις των ΑΕ ελάμβαναν αποφάσεις «για την απαλλαγή του ΔΣ από κάθε ευθύνη». Τέτοιες αποφάσεις και διατυπώσεις δεν έχουν, πλέον, ούτε νομικό υπόβαθρο ούτε και νομική αξία. Η δυνατότητα που παρέχει ο νόμος για έγκριση της διαχείρισης των μελών του ΔΣ μπορεί, εκτός από την ηθική της αξία, να αποκτήσει ιδιαίτερη σημασία σε μία δίκη για την αποκατάσταση της ζημίας της ΑΕ σε βάρος μέλους/μελών του ΔΣ. Θα πρέπει, κατά τούτο, να είμαστε απολύτως προσεκτικοί είτε ως παρέχοντες την έγκριση είτε/και ως αιτούντες τη λήψη της.-

    Σταύρος Κουμεντάκης
    Managing Partner

     

    Υ.Γ. Συνοπτική έκδοση του άρθρου δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ, στις 16 Ιουλίου 2023.

    Η πληροφόρηση που εμπεριέχεται στο παρόν άρθρο δεν συνιστά (ούτε και έχει σκοπό να αποτελέσει) νομική συμβουλή. Μια τέτοια νομική συμβουλή είναι δυνατό να παρασχεθεί μόνον από αρμόδιο δικηγόρο ο οποίος θα λάβει υπόψη του το σύνολο των δεδομένων που θα του εκθέσετε για την υπόθεσή σας. Αναλυτικά.

  • Ομιλία σε εκδήλωση του ΣΘΕΒ για την διαδοχή στις οικογενειακές επιχειρήσεις

    Ομιλία σε εκδήλωση του ΣΘΕΒ για την διαδοχή στις οικογενειακές επιχειρήσεις

    Την Τρίτη 27 Ιουνίου, ο Σταύρος Κουμεντάκης συμμετείχε σε εκδήλωση που διοργάνωσε ο Σύνδεσμος Θεσσαλικών Επιχειρήσεων και Βιομηχανιών (ΣΘΕΒ) στα πλαίσια της παρουσίασης του βιβλίου του κ. Χρήστου Γεωργίου, Γενικού Διευθυντή του Ερευνητικού Ινστιτούτου «ΙΝΣΒΕ» του ΣΒΕ με τίτλο: «Προετοιμάζοντας τη διαδοχή».

    Στόχος της εκδήλωσης ήταν η ανταλλαγή απόψεων για τη σπουδαιότητα της σωστής διαδοχής και τις μακροχρόνιες διαδικασίες στις οποίες οι ίδιοι οι επιχειρηματίες πρέπει να εμπλακούν για να είναι, τελικά, πετυχημένη η διαδοχή αυτή.

    Ο Σταύρος Κουμεντάκης, Managing Partner δικηγορικής εταιρίας «ΚΟΥΜΕΝΤΑΚΗΣ & ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ» στην παρουσίασή του πραγματεύτηκε τη σημασία των οικογενειακών επιχειρήσεων στην πραγματική οικονομία και άγγιξε τις βάσεις και προϋποθέσεις για την ομαλή διαδοχή. Ιδιαίτερη έμφαση δόθηκε στο νομικό υπόβαθρο: στις αναγκαίες, δηλαδή, καταστατικές ρυθμίσεις και στους κανόνες εταιρικής διακυβέρνησης – βεβαίως όμως και στην αξία και σημασία αμφοτέρων για την επιβίωση και ανάπτυξη του συνόλου των οικογενειακών επιχειρήσεων.

    Ο Πρόεδρος του ΣΘΕΒ κ. Γιώργος Ρουπακιάς, τόνισε μεταξύ άλλων, πως, οι οικογενειακές επιχειρήσεις αποτελούν τη ραχοκοκαλιά της οικονομίας και είναι ασφαλές να πούμε ότι η συνεισφορά τους τόσο στις οικονομικές επιδόσεις της χώρας, όσο και στην κοινωνική ευημερία, είναι σημαντική για αυτό και το γεγονός πως, μόνο το 30% περνά στη δεύτερη γενιά δείχνει το πόσο δύσκολη είναι η διαδικασία της διαδοχής αλλά και πόσο αυξάνει ο βαθμός δυσκολίας από γενιά σε γενιά.

    Η επιτυχημένη διαδοχή σε μια οικογενειακή επιχείρηση προϋποθέτει την ύπαρξη κανόνων. Κι αυτό για να επιλύονται οι αναπόφευκτες συγκρούσεις μεταξύ των μελών της οικογένειας. Αυτά τόνισε κατά την ομιλία του ο Δρ. Χρήστος Ε. Γεωργίου, Γενικός Διευθυντής του «Ινστιτούτου του Συνδέσμου Βιομηχανιών Ελλάδος» και συγγραφέας του πρακτικού οδηγού: «Προετοιμάζοντας τη διαδοχή». Παράλληλα, υποστήριξε ότι η διαδοχή μπορεί να υλοποιηθεί μέσω της εφαρμογής συγκεκριμένης επιστημονικής μεθοδολογίας, γι’ αυτό και δεν αποτελεί ένα απλό γεγονός, αλλά μια μακροχρόνια διαδικασία σχεδιασμού και εφαρμογής, που προετοιμάζει την οικογένεια και την επιχείρηση. Τέλος, προέτρεψε τα μέλη των οικογενειών να ξεκινήσουν τη διαδικασία της διαδοχής χωρίς δισταγμούς, αφού σε μια οικογενειακή επιχείρηση το μεγαλύτερο πρόβλημα που υπάρχει διαχρονικά είναι ο σχεδιασμός της διαδοχής.

    Στην συνέχεια τον λόγο πήρε ο κ. Ελευθέριος Σαΐτης, Πρόεδρος των εταιριών «Kronos», «Intercomm Foods», «Agrophoenix» ο οποίος ανέφερε πως το θέμα της διαδοχής στις οικογενειακές επιχειρήσεις είναι ένα θέμα πολύπλοκο, ευαίσθητο, και χρίζει μεγάλης ανάλυσης κάτω από προϋποθέσεις, γιατί η διαδοχή δεν είναι εύκολη υπόθεση αλλά όταν υπάρχει κουλτούρα η μετάβαση θα είναι πιο ομαλή είτε αναλαμβάνουν παιδιά είτε άλλα συγγενικά πρόσωπα.

    Τέλος,ο πρώην Πρύτανης του Πανεπιστημίου Μακεδονίας, Καθηγητής Τμήματος Οργάνωσης και Διοίκησης Επιχειρήσεων κ. Γιάννης Χατζηδημητρίου τόνισε ιδιαίτερα πως οι γονείς – επιχειρηματίες χρειάζεται από πολύ νωρίς, και με έξυπνο και διπλωματικό τρόπο, να παρακινήσουν τα παιδιά τους να ενδιαφερθούν και, αν είναι δυνατόν, να τα καταφέρουν να αγαπήσουν την ενασχόλησή τους με τα διοικητικά της οικογενειακής επιχείρησης. Αν οι γονείς βεβαιωθούν ότι τα παιδιά πράγματι ενδιαφέρονται και τους αρέσει να ασχοληθούν με την επιχείρηση, τότε χρειάζεται να τα εκπαιδεύσουν κατάλληλα εμπειρικά μέσα στην επιχείρηση, αλλά και επιστημονικά στη διοίκηση επιχειρήσεων, έτσι ώστε οι «διάδοχοι» να αποδειχθούν άξιοι συνεχιστές των γονιών τους στη διοίκηση της επιχείρησης. Στην περίπτωση, ωστόσο, που κανένα από τα παιδιά δεν θα ενδιαφερθεί να ασχοληθεί με την επιχείρηση, θα είναι τραγικό λάθος των γονιών να τους αναγκάσουν να ασχοληθούν, καθώς αυτό θα έχει καταστροφικές επιπτώσεις για την οικογενειακή επιχείρηση. Σε αυτή την περίπτωση, η καλύτερη επιλογή είναι η πρόσληψη άξιων και έμπειρων διοικητικών στελεχών από την αγορά τα οποία σταδιακά θα αναλάβουν τη διοίκηση της επιχείρησης ή η πώληση της επιχείρησης.

    Την εκδήλωση συντόνισε η κα Έλενα Καματέρη, Γενική Διευθύντρια του ΣΘΕΒ και μετά το πέρας των ομιλιών ακολούθησε συζήτηση και τοποθετήσεις με τους παριστάμενους ενώ στους συμμετέχοντες διανεμήθηκε το βιβλίο του Δρ. Χ. Γεωργίου, προσφορά του κ. Ελ. Σαΐτη.

  • Ευθύνη Μελών ΔΣ. Ζημία Μετόχων και Εταιρικών Δανειστών

    Ευθύνη Μελών ΔΣ. Ζημία Μετόχων και Εταιρικών Δανειστών

    Σε προηγούμενή αρθρογραφία μας, μας απασχόλησε η «εξωτερική» ευθύνη των διοικητών της ΑΕ. Από την από μέρους τους πρόκληση, δηλ., άμεσης (περιουσιακής) ζημίας σε τρίτους και μετόχους κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους. Η διάκριση της άμεσης από την έμμεση ζημία των μετόχων παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον και, ως εκ τούτου, εδώ θα μας απασχολήσει. Θα μας απασχολήσει όμως κι ένα άλλο σημαντικό ζήτημα: η ευθύνη των μελών ΔΣ έναντι των εταιρικών δανειστών λόγω πρόκλησης ή παρέλκυσης της πτώχευσης (άρ. 107 ν. 4548/2018).

     

    Αποκατάσταση Άμεσης Ζημίας Μετόχων: Διάκριση Από Έμμεση

    Η «κακοδιαχείριση» των εταιρικών υποθέσεων από μέλη του ΔΣ ενδέχεται να ζημιώσει προσωπικά και άμεσα τους μετόχους. Οι τελευταίοι, στην περίπτωση άμεσης ζημίας, αποκτούν, ατομικές αξιώσεις αποζημίωσης. Για τον προσδιορισμό και καλύτερη κατανόηση της άμεσης ζημίας, κρίνεται χρήσιμη η συγκριτική της επισκόπηση με την έμμεση (αντανακλαστική) ζημία.

    Ως έμμεση ζημία χαρακτηρίζεται εκείνη που ναι μεν υπάρχει, παρουσιάζεται, όμως, εξασθενημένη και αιτιωδώς απομακρυσμένη από το νόμιμο λόγο ευθύνης. Η αποκατάσταση της έμμεσης ζημίας είναι δυνατό να αξιωθεί από την ΑΕ-μόνον, μέσα από την άσκηση εταιρικής αγωγής (κι όχι από τους μετόχους που εμμέσως ζημιώθηκαν).

    (Μη) Αποκατάσταση Έμμεσης Ζημίας Μετόχων

    Η περιουσία της ΑΕ είναι ιδιαίτερη και διακριτή από τις ατομικές περιουσίες των μετόχων της.

    Αποζημιωτική ευθύνη του ΔΣ δεν γεννάται και, γενικά, ζήτημα αποκατάστασης ζημίας μετόχων δεν ανακύπτει, εάν αποτέλεσμα της παράνομης και υπαίτιας δράσης των μελών του είναι η μείωση της καθαρής εταιρικής περιουσίας.  Στην περίπτωση αυτή η ΑΕ θα είναι η μοναδική αμέσως ζημιωθείσα και δικαιούχος αποζημίωσης. Ο μέτοχος ενδέχεται να ζημιώνεται «αντανακλαστικά» (λ.χ. λόγω πτώσης της χρηματιστηριακής αξίας των μετοχών του ή μείωσης της εσωτερικής τους αξίας ή επειδή έλαβε μικρότερο μέρισμα). Μολονότι υφίστανται, στην περίπτωση αυτή, δυσμενείς συνέπειες λόγω αδικοπραξίας που τελέστηκε σε βάρος της εταιρείας, δεν νομιμοποιείται, ωστόσο, σε άσκηση ατομικής αγωγής ο μέτοχος (ΑΠ 413/2020, ΑΠ 925/2007, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

    Ομοίως, ούτε δικαίωμα άσκησης πρόσθετης παρέμβασης εκ μέρους μετόχου υπέρ της ΑΕ αναγνωρίζεται στην αγωγή που ενδεχομένως ασκήσει η τελευταία για την αποζημίωσή της. Υποστηρίζεται, ωστόσο (μεμονωμένα πάντως), ότι σε περίπτωση μη έγερσης της εταιρικής αγωγής, ο μέτοχος μπορεί να επιδιώξει αποκατάσταση της έμμεσης ζημίας δυνάμει των άρ. 919 ή 281 και 914 ΑΚ.

    Αποκατάσταση Άμεσης Ζημίας Μετόχων

    Στην εταιρική περιουσία δεν περιέρχεται, ούτε στις εξουσίες του ΔΣ εμπίπτει, ο «πυρήνας» των μετοχικών σχέσεων. Από αυτή δεν απορρέουν τα δικαιώματα των μετόχων. Τούτα σχετίζονται με τη διατήρηση της θέσης και της δυναμικής των μετόχων στην εταιρεία. Τυχόν προσβολή (με θετική πράξη ή δια παραλείψεως) της θέσης αυτής (είτε της ίδιας είτε σε σύγκριση με τους λοιπούς μετόχους) συνιστά, ακριβώς, την άμεση, προσωπική και αυτοτελή ζημία των μετόχων.

    Αδιάφορο εάν δημιουργείται τυχόν, παράλληλη, περιουσιακή ζημία (και) της εταιρείας. Η προσωπική αποζημιωτική αξίωση του μετόχου έναντι του υπαίτιου προσώπου είναι πλήρως αποκομμένη από την εταιρική αγωγή (αρ. 102 επ. ν. 4548/2018).

    Απευθείας ευθύνη των μελών της διοίκησης της ΑΕ έναντι των μετόχων της γεννάται λόγω εξωδικαιοπρακτικών παραβάσεων. Η παράνομη, υπαίτια και ζημιογόνα συμπεριφορά τους θα (πρέπει να) πληροί, με άλλα λόγια, τις νομικές προϋποθέσεις που ιδρύουν αποζημιωτική ευθύνη εις βάρος τους (λ.χ. 914, 919, 281 ΑΚ). Τούτο ισχύει, άλλωστε, δεδομένης (και) της ανυπαρξίας συμβατικής σχέσης ανάμεσα στους μετόχους και τα μέλη του ΔΣ.

    Άμεση ζημία, όχι σπάνια, εδραιώνεται -κατά τη νομολογία- στο γεγονός ότι «η ζημιογόνα πράξη των μελών του ΔΣ, αυτοτελώς θεωρούμενη, συνιστά συγχρόνως και παράνομη επέμβαση στην υπόσταση και τον πυρήνα του μετοχικού δικαιώματος, συνιστά δηλαδή και ως προς τους μετόχους συμπεριφορά που αντιβαίνει στα χρηστά ήθη, η οποία και συνιστά αδικοπραξία, από την οποία απορρέει άμεση και αυτοτελής υποχρέωση προς αποζημίωση» (βλ. ΑΠ 1214/2021, ΑΠ 413/2020, ΑΠ 1298/2006 – ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

    Παραδείγματα Άμεσης Ζημίας Μετόχων & Έννομες Συνέπειες

    Προκειμένου ο μέτοχος που ζημιώθηκε να νομιμοποιηθεί ενεργητικά για την άσκηση ατομικής αγωγής απαιτείται να υπήρξε μέτοχος κατά τον χρόνο επέλευσης της ζημίας. Θα δικαιούται, τότε, αποκατάσταση της (άμεσης) ζημίας που υπέστη, λ.χ., από:

    (α) Ανεπίτρεπτη επέμβαση του ΔΣ στα μετοχικά του δικαιώματα. Ενδεικτικά, σε περίπτωση περιορισμού ή αποκλεισμού του δικαιώματος προτίμησης σε αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου: με απόφαση του ΔΣ ή της ΓΣ (στη βάση εισήγησης του ΔΣ), μολονότι απουσιάζει ουσιαστικό και επιτακτικό, προς τούτο, εταιρικό συμφέρον. Η (άμεση) ζημία του μετόχου είναι στην περίπτωση αυτή προφανής. Έχει, αφενός, παρανόμως απωλέσει το νόμιμο δικαίωμά του να συμμετάσχει (και, συνήθως, με ευνοϊκούς όρους) σε αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου. Καθίσταται, αφετέρου, παθητικός παρατηρητής της (όχι σπάνια δραματικής) μείωσης του ποσοστού και αξίας της εταιρικής του συμμετοχής.

    (β) Απευθείας διάθεση των νέων μετοχών από το ΔΣ σε τρίτους-χωρίς την τήρηση των προϋποθέσεων του νόμου.

    (γ) Σφετερισμό εξουσιών της ΓΣ με λήψη αποφάσεων από μέρους του ΔΣ, που εμπίπτουν στην αποκλειστική αρμοδιότητά της (άρ. 117 ν. 4548/2018).

    (δ) Δυσμενείς συνέπειες εις βάρος της εταιρικής συμμετοχής των μετόχων από ενδεχόμενη, μη δίκαιη, διαμόρφωση από το ΔΣ των όρων εταιρικού μετασχηματισμού και της σχέσης ανταλλαγής (βλ. άρ. 19 § 1, άρ. 71 § 1, άρ. 115 § 1 ν. 4601/2019).

    Στις παραπάνω, ενδεικτικές, περιπτώσεις, αποζημιωτική ευθύνη επιρρίπτεται όχι μόνον στα υπαίτια μέλη του ΔΣ και διοικητές της ΑΕ αλλά και στην ίδια την εταιρεία (σύμφωνα με το άρ. 71 ΑΚ), η οποία θα ευθύνεται εις ολόκληρον.

     

    Δίκαιο Της Κεφαλαιαγοράς

    Υπό το πρίσμα του δικαίου της κεφαλαιαγοράς, το ατομικό συμφέρον των υποψήφιων (και όχι μόνο) επενδυτών ή μετόχων επιτάσσει την ίδρυση συλλογικής ευθύνης των μελών του ΔΣ για ορθή, ακριβή και αληθή πληροφόρηση στο πλαίσιο του ενημερωτικού δελτίου (βλ. άρ. 61 σε συνδ. με άρ. 60 §1 περ. β’ ν. 4706/2020). Ενδεχόμενη παραβίαση (και) της εν λόγω υποχρέωσης γεννά, κατά τούτο, αξιώσεις αποκατάστασης της ζημίας που εκείνοι (:επενδυτές, μέτοχοι) υπέστησαν.

     

    Πτώχευση ΑΕ & Βλάβη Εταιρικών Πιστωτών

    Στην περίπτωση μη επιμελούς διαχείρισης της εταιρικής περιουσίας, είναι δυνατό να ανακύψει ευθύνη των μελών του ΔΣ της ΑΕ (και) έναντι των εταιρικών πιστωτών. Στις περιπτώσεις, ιδίως, παρέλκυσης ή πρόκλησης πτώχευσης της εταιρείας (άρ. 127 ν. 4738/2020/ΠτΚ). Η γέννηση της εν λόγω ευθύνης θα είναι, επομένως, αποτέλεσμα διάπραξης των αντίστοιχων ειδικών πτωχευτικών αδικημάτων. Η ζημία των δανειστών, ενδέχεται μάλιστα, να μην είναι πάντοτε άμεση (βλ., όμως, Αιτ. Έκθ. επί του άρ. 107 που αναφέρεται, αδιάκριτα και γενικά, σε «άμεση» ζημία τρίτων). Αναλυτικότερα:

    Παρέλκυση Της Πτώχευσης

    Επί αφερεγγυότητας της ΑΕ, τα μέλη του ΔΣ της εταιρείας οφείλουν να υποβάλουν αίτηση πτώχευσης εντός τριάντα (30) ημερών από την παύση πληρωμών (άρ. 79 §5 ΠτΚ). Επιδιώκεται, στην περίπτωση αυτή, η αποτροπή της ανάληψης επιπλέον επιχειρηματικών κινδύνων σε βάρος των συμφερόντων των δανειστών αλλά και των μετόχων.

    Εφόσον δεν εκπληρωθεί, εγκαίρως, η εν λόγω υποχρέωση των μελών του ΔΣ, γεννάται, καταρχήν, ευθύνη εις βάρος των υπαίτιων προσώπων. Η «εξωτερική», αυτή, αστική ευθύνη είναι ατομική, και εις ολόκληρο, για την αποκατάσταση της ζημίας των εταιρικών πιστωτών (άρ. 127 §1 ΠτΚ). Αρκεί, εν προκειμένω, να βαρύνονται με ελαφρά αμέλεια. Ευθύνη φέρει, επίσης, και εκείνος που (πιθανώς να) προέτρεψε τα υπεύθυνα πρόσωπα (άρ. 127 §2 εδ. α΄ ΠτΚ).

    Προβλέπονται, ωστόσο, περιπτώσεις απαλλαγής των μελών του ΔΣ λόγω (ανυπαίτιας και δικαιολογημένης) καθυστέρησης (άρ. 127 §3 ΠτΚ).

    Η περιουσιακή βλάβη των δανειστών συνίσταται στη μείωση του πτωχευτικού μερίσματος μέσω της απομείωσης της πτωχευτικής περιουσίας-εξαιτίας της καθυστέρησης των μελών του ΔΣ. Η ζημία τους είναι, επομένως, έμμεση. Τούτο επιβεβαιώνεται, άλλωστε, και από την (αποκλειστική) νομιμοποίηση του συνδίκου να προβάλλει τις αποζημιωτικές αξιώσεις (άρ. 127 §2 εδ. β΄ ΠτΚ). Η αποκατάσταση της εν λόγω ζημίας λαμβάνει χώρα με καταβολή στην εταιρική (:πτωχευτική-πλέον) περιουσία μέσω της οποίας επέρχεται, αντίστοιχα, αύξηση του πτωχευτικού μερίσματος.

    Οι δανειστές μπορούν, μόνο κατ’ εξαίρεση, να προβάλλουν τις αξιώσεις τους ατομικά. Κι αυτό επί μη πλήρωσης των προϋποθέσεων κινητοποίησης της πτωχευτικής διαδικασίας ή λόγω παύσης αυτής (δεδομένης, ωστόσο, της ύπαρξης κατάστασης παύσης πληρωμών).

    Ως προς το ύψος της ζημίας, τούτο θα προκύπτει από τη διαφορά μεταξύ του πραγματικού και του υποθετικού (:επί έγκαιρης αίτησης) πτωχευτικού μερίσματος. Επιπλέον, η «μερισματική» ζημία, καθώς είναι συλλογική, επηρεάζει, ομοιόμορφα, όλους τους εταιρικούς πιστωτές με απαιτήσεις που είχαν γεννηθεί κατά της ΑΕ (ήδη) κατά τον χρόνο της παρέλκυσης της πτώχευσης.

    Ζημία πιθανό να υφίστανται και νέοι πιστωτές-αντισυμβαλλόμενοι, δηλαδή, της ΑΕ ενώ η εταιρεία βρισκόταν, ήδη, σε κατάσταση παρέλκυσης της πτώχευσης. Θα δικαιούνται, επομένως, βάσει των γενικών διατάξεων (άρ. 914 ΑΚ), να αξιώσουν ανάλογη αποκατάσταση της ατομικής τους περιουσίας.

    Τα μέλη του ΔΣ θα ευθύνονται, τέλος, και έναντι των δανειστών οι απαιτήσεις των οποίων δημιουργήθηκαν από την 31η ημέρα παύσης πληρωμών έως και την ημέρα υποβολής της εν λόγω αίτησης ( άρ. 127 §1 περ. β΄ ΠτΚ).

    Πρόκληση Της Πτώχευσης

    Εις ολόκληρον ευθύνη των μελών του ΔΣ έναντι των πιστωτών για πρόκληση της πτώχευσης της εταιρείας θα ανακύπτει (και) εάν η ΑΕ περιήλθε σε κατάσταση παύσης πληρωμών εξαιτίας υπαίτιων ενεργειών τους.

    Απαιτείται, στην περίπτωση αυτή, δόλος ή βαριά αμέλεια (άρ. 127 §4 ΠτΚ). Τους πιστωτές βαρύνει η (εξ ορισμού δυσχερής) απόδειξη της υπαιτιότητας.

    Η ζημία των πιστωτών είναι, στην περίπτωση αυτή, άμεση. Δεν διέρχεται, επομένως, από την εταιρική (:πτωχευτική) περιουσία κι ούτε διεκδικείται από τον σύνδικο. Ο σύνδικος, όμως, νομιμοποιείται, σε κάθε περίπτωση, να εγείρει τις αξιώσεις της εταιρείας έναντι των υπαιτίων (βάσει του άρ. 73 ΑΚ).

    Αντίστοιχη ευθύνη με τα υπαίτια μέλη του ΔΣ θα έχει και εκείνος ο οποίος, ενδεχομένως, τα προέτρεψε στις ζημιογόνες ενέργειές τους (άρ. 127 §4 εδ. β΄).

     

    Οι μέτοχοι δικαιούνται να αξιώσουν από τα μέλη του ΔΣ την αποκατάσταση της άμεσης, μόνον, ζημίας που υπέστησαν από ζημιογόνες πράξεις και παραλείψεις των τελευταίων. Δεν δικαιούνται, κατά συνέπεια, να αξιώσουν την αποκατάσταση της όποιας έμμεσης ζημία τους (εξαιτίας, λ.χ., της απομείωσης της εταιρικής περιουσίας ή της μείωσης της αξίας των μετοχών τους). Οι τρίτοι, επίσης, δικαιούνται να στραφούν κατά των μελών του ΔΣ που, ενδεχομένως, προκάλεσαν πτώχευση ή παρελκυστικά λειτούργησαν σε μια τέτοια περίπτωση. Πάντως, η άρση, απομείωση ή άμβλυνση της ευθύνης των μελών του ΔΣ δεν είναι εύκολη υπόθεση. Ακόμα κι αν η ΓΣ εγκρίνει τη διαχείρισή τους ή τα απαλλάξει από την ευθύνη τους. Περί αυτών, όμως, σε επόμενη αρθρογραφία μας.-

    Σταύρος Κουμεντάκης
    Managing Partner

     

    Υ.Γ. Συνοπτική έκδοση του άρθρου δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ, στις 9 Ιουλίου 2023.

    Η πληροφόρηση που εμπεριέχεται στο παρόν άρθρο δεν συνιστά (ούτε και έχει σκοπό να αποτελέσει) νομική συμβουλή. Μια τέτοια νομική συμβουλή είναι δυνατό να παρασχεθεί μόνον από αρμόδιο δικηγόρο ο οποίος θα λάβει υπόψη του το σύνολο των δεδομένων που θα του εκθέσετε για την υπόθεσή σας. Αναλυτικά.

  • Ευθύνη Μελών ΔΣ: Άμεση Ζημία Τρίτων

    Ευθύνη Μελών ΔΣ: Άμεση Ζημία Τρίτων

    Σε σειρά προηγούμενων άρθρων μας, μας απασχόλησε, ήδη, η «ενδοεταιρική» (εσωτερική) ευθύνη εκείνων που διοικούν την ΑΕ -έναντι αυτής- σε περίπτωση παράβασης των καθηκόντων τους. Στο πλαίσιο της ευθύνης αυτής, ασχοληθήκαμε με την άσκηση της εταιρικής αγωγής, με πρωτοβουλία του ΔΣ. Και, σε περίπτωση αδράνειας, άρνησης ή αδυναμίας του, με πρωτοβουλία των μετόχων. Δεν είναι, όμως, ήσσονος σημασίας και η άλλη πλευρά του ίδιου νομίσματος: η «εξωτερική» ευθύνη των διοικητών της ΑΕ (αυτή τη φορά) για την άμεση ζημία μετόχων ή τρίτων εξαιτίας της (παράνομης και υπαίτιας) δράσης τους. Περί αυτής το παρόν.

     

    Γενικές Παρατηρήσεις – Σκοπός της Ρύθμισης

    Με την άσκηση της εταιρικής αγωγής εξυπηρετείται (αποκλειστικά) το συμφέρον της εταιρείας για την αποκατάσταση της ζημίας που η ίδια υπέστη από πταίσμα διοικητικού της οργάνου κατά τη διοίκηση των εταιρικών της υποθέσεων.

    Οι διατάξεις του νόμου για τις ΑΕ που σχετίζονται με τις αξιώσεις της εταιρείας έναντι των υπαίτιων για την περιουσιακή της ζημία διοικητών της (άρ. 102 επ. ν. 4548/2018) καθόλου δεν θίγουν την ευθύνη των τελευταίων στην περίπτωση πρόκλησης άμεσης ζημίας σε μετόχους της ή τρίτους (άρ. 107). Επίσης, ούτε την ευθύνη τους για πρόκληση ή παρέλκυση της πτώχευσης (βλ. Αιτιολογική Έκθεση ν. 4548/2018 επί του άρ. 107).

    Ανεξάρτητα, λοιπόν, από την ύπαρξη ενδοεταιρικής ευθύνης μελών του ΔΣ (και τυχόν υποκαταστάτων-άρ. 87) ευθύνονται, προσωπικά, (και) για την αποκατάσταση της «άμεσης» ζημίας που έχουν τυχόν προκαλέσει σε μετόχους ή τρίτους. Στην έννοια των τρίτων εμπίπτουν πρόσωπα με τα οποία η εταιρεία, συνήθως, θα έχει ήδη συνάψει (ή/και όχι) συναλλακτικές σχέσεις. Ενδεικτικά: εργαζόμενοι, προμηθευτές, πελάτες κ.ο.κ. Εντάσσονται, επιπλέον, οι εταιρικοί δανειστές, καθώς και οι ανταγωνιστές (:ιδίως για παραβάσεις του δικαίου του αθέμιτου ανταγωνισμού).

    Η ΑΕ δεν έχει, επομένως, τη δυνατότητα να αποκλείσει μια τέτοια (έναντι τρίτων) ευθύνη των διοικητών της. Ούτε, φυσικά, και να αποκλείσει την έγερση αποζημιωτικών αξιώσεων από τρίτους που ζημιώθηκαν από τα συγκεκριμένα πρόσωπα. Καμιά αξία δεν θα είχαν, προς τη συγκεκριμένη κατεύθυνση, εταιρικές αποφάσεις για την άσκηση (ή μη) εταιρικής αγωγής ούτε και η έγκριση (ή μη) της συνολικής διαχείρισης του ΔΣ (:για την οποία επόμενη αρθρογραφία μας).

    Να διευκρινιστεί εδώ πως η σχετική ρύθμιση του νόμου, για την έναντι τρίτων ευθύνη των διοικητών της ΑΕ (άρ. 107) δεν εισάγει ειδικότερη/ιδιαίτερη περίπτωση ευθύνης τους κι ούτε αποτελεί νομική βάση θεμελιωτική της ευθύνης τους.  Αποσαφηνίζει το, μάλλον, αυτονόητο: στην περίπτωση που η ΑΕ αποφασίσει να στραφεί (ή όχι) κατά των διοικητών της, να εγκρίνει τη διαχείρισή τους ή/και να τους «απαλλάξει από κάθε ευθύνη» καθόλου δεν επηρεάζονται οι τρίτοι βλαπτόμενοι-ακόμα κι αν είναι μέτοχοι της.

     

    Ευθύνη Διοικητών & Ευθύνη ΑΕ: Νομικές Βάσεις & Ερείσματα

    Με βάση και όσα παραπάνω αναφέρθηκαν, η έναντι τρίτων (και μετόχων) ευθύνη εκείνων που διοικούν την ΑΕ πρέπει να αναζητείται και να θεμελιώνεται με νομικές βάσεις εκτός του νόμου για τις ΑΕ. Συνηθέστερη, στην πράξη, είναι η περίπτωση της αποζημιωτικής ευθύνης από αδικοπραξία (914-919 ΑΚ). Αποζημιωτική, επίσης, ευθύνη συντρέχει, κάποιες φορές, σε περίπτωση ζημίας που προκλήθηκε από ακύρωση δικαιοπραξίας (145ΑΚ), αυτοδικία (283ΑΚ), κατάσταση ανάγκης (286 ΑΚ).

    Η ευθύνη, ωστόσο, δεν περιορίζεται στους προσωπικά υπευθύνους διοικητές της ΑΕ.  Η ευθύνη εκτείνεται και εις βάρος της ίδιας της εταιρείας (άρ 71 ΑΚ). Με βάση, εξάλλου, την οργανική θεωρία, τα διοικητικά όργανα της ΑΕ διεξάγουν με δική τους πρωτοβουλία μεν τις υποθέσεις της, ενσαρκώνουν, όμως-ταύτοχρονα, τη βούληση της εταιρείας (βλ. άρ. 65, 67, 68 ΑΚ).

    Δεν επέρχεται, πάντως, στην περίπτωση αυτή μεταβίβαση της ευθύνης αποκλειστικά στην ΑΕ. Ιδρύεται πρόσθετη ευθύνη της μαζί μ’ εκείνη του υπαίτιου, κατά περίπτωση, νόμιμου εκπροσώπου (25/2000 ΑΠ, 594/2022 ΕφΠειρ, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Η ευθύνη του τελευταίου είναι, πάντοτε, ανεξάρτητη και αυτοτελής (αφού, άλλωστε, στηρίζεται σε διαφορετικές νόμιμες βάσεις). Η έκταση των ευθυνών της ΑΕ και του υπαίτιου οργάνου της -κατά συνέπεια και ο βαθμός ικανοποίησης των απαιτήσεων- είναι δυνατό να διαφοροποιείται ανάμεσά τους.

     

    Ίδρυση Εις Ολόκληρον Ευθύνης Διοικητών & ΑΕ: Προϋποθέσεις

    Για την επίρριψη αποζημιωτικής ευθύνης (και) στην εταιρεία για ζημιογόνα πράξη ή παράλειψη οργάνων της, απαιτείται, καταρχήν, η συνδρομή σειράς προϋποθέσεων (1885/2014 ΑΠ, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Ειδικότερα:

    (α) Ενέργεια (:θετική πράξη ή παράλειψη) προσώπων με (οργανική) εξουσία εκπροσώπησης της εταιρείας: (λ.χ. μέλη ΔΣ και υποκατάστατα-άρ. 87). Να σημειωθεί εδώ πως ευθύνη της εταιρείας υπάρχει ακόμη κι εάν το υπαίτιο πρόσωπο έχει, απλώς, αντιπροσωπευτική εξουσία (που δεν πηγάζει από τον νόμο ή το καταστατικό)˙ ενδεικτικά: η περίπτωση υψηλόβαθμου υπαλλήλου σε υποκατάστημα (1885/2014 ΑΠ, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Στην τελευταία περίπτωση, η αποζημιωτική ευθύνη θα θεμελιώνεται σε διαφορετικές νομικές βάσεις (:άρ. 922, 926 ή και 334 ΑΚ).

    (β) Ύπαρξη «εσωτερικής» αιτιώδους συνάφειας: Η ζημιογόνος ενέργεια θα πρέπει να έλαβε χώρα κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του εκάστοτε αρμόδιου και υπεύθυνου οργάνου. Αιτιώδης συνάφεια θεμελιώνεται ακόμη κι εάν το υπεύθυνο πρόσωπο (μέλος ΔΣ/υποκατάστατο) ενήργησε καθ’ υπέρβαση των καθηκόντων του ή κατά κατάχρηση των εξουσιών του. Ευθύνη όμως της εταιρείας δεν τεκμηριώνεται στην περίπτωση που οι ζημιογόνες πράξεις ή παραλείψεις έλαβαν χώρα (απλώς) επ’ ευκαιρία ή εξ αφορμής των ανατεθειμένων καθηκόντων και αφορούσαν αποκλειστικά το πρόσωπο του νόμιμου εκπροσώπου (1498/2004 ΑΠ, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

    (γ) Τρόπος δράσης που δεν οδηγεί σε δικαιοπρακτική παράβαση (:λ.χ. αθέτηση συμβατικών υποχρεώσεων-1498/2004 ΑΠ, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Απαιτείται, αντίθετα, πλήρωση των νομικών προϋποθέσεων που γεννούν αποζημιωτική ευθύνη σε βάρος του υπαιτίου (λ.χ. και συνήθως: 914 επ. ΑΚ. Επίσης: 143, 283, 286 ΑΚ). Επισημαίνεται, επιπλέον, ότι ο παράνομος χαρακτήρας της συμπεριφοράς ενδέχεται να μην συντρέχει, αποκλειστικά και μόνο, σε περίπτωση παράβασης συγκεκριμένου κανόνα δικαίου. Αρκεί, αντίθετα, δράση (ή παράλειψη) κατά τρόπο αντίθετο προς το γενικότερο πνεύμα δικαίου και τις επιταγές της έννομης τάξης. Παρανομία, συνεπώς, θα στοιχειοθετείται και ευθύνη, κατά συνέπεια, θα δημιουργείται ακόμη και σε περίπτωση παράβασης της γενικής υποχρέωσης πρόνοιας και ασφάλειας· όταν δεν θα έχουν ληφθεί, δηλαδή, τα απαραίτητα μέτρα επιμέλειας (με μέτρο τη μέση συμπεριφορά του συνετού ανθρώπου) για την αποφυγή πρόκλησης ζημίας σε έννομα αγαθά τρίτων (ενδ.:252/2013 ΑΠ – ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Η οργανωτική αυτή παράλειψη, συνήθως, θα «χρεώνεται» σε συγκεκριμένο, σχετικά επιφορτισμένο, πρόσωπο. Σαφώς, τα προαναφερόμενα προϋποθέτουν ότι γίνεται δεκτή η ως άνω γενική υποχρέωση πρόνοιας (και η περίπτωση παράβασής της) κατά την ανάλυση του «παρανόμου» στο άρθρ. 914 ΑΚ.

    (δ) Ύπαρξη «εξωτερικής» αιτιώδους συνάφειας μεταξύ νόμιμου λόγου ευθύνης και προξενηθείσας ζημίας. Η ζημία, με άλλα λόγια, θα πρέπει να είναι αποτέλεσμα πράξεων ή παραλείψεων του αρμόδιου και υπεύθυνου οργάνου.

    (ε) Υπαιτιότητα υπαίτιου προσώπου. Ως προς τη στοιχειοθέτηση ατομικής ευθύνης, απαιτείται το υπαίτιο πρόσωπο να βαρύνεται με υπαιτιότητα (:δόλος ή αμέλεια). Υποστηρίζεται, ωστόσο, σε επίπεδο θεωρίας, ότι η συνδρομή της ερευνάται μόνο εφόσον προβλέπεται, ρητά, από τον κανόνα που θεμελιώνει την ευθύνη· συνεπώς, η αναφορά σε «υπαίτιο» πρόσωπο υποδηλώνει, απλώς, το πρόσωπο που ενήργησε παράνομα. Αυτονοήτως, όμως, η ίδια η εταιρεία δεν είναι δυνατό να αδικοπρακτεί, αφού η υπαιτιότητα, ως ψυχική κατάσταση, ταιριάζει σε φυσικά πρόσωπα. Επιβαρύνεται αντίθετα -σύμφωνα με τα ανωτέρω- με την αδικοπρακτική ευθύνη των υπαίτιων οργάνων που την εκπροσωπούν.

    Εφόσον πληρούνται οι ανωτέρω προυποθέσεις, και ως εκ τούτου, ευθύνεται και η εταιρεία μαζί με το όργανο, τότε έναντι του τρίτου (παρανόμως και υπαιτίως ζημιωθέντα) ιδρύεται παθητική εις ολόκληρον μεταξύ τους ευθύνη (άρ. 71 εδ. β΄ ΑΚ). Συνεπώς, ο δικαιούχος αποζημίωσης θα δικαιούται να στραφεί, κατά απόλυτη διακριτική ευχέρεια, εναντίον είτε της εταιρείας είτε/και του προσωπικά υπεύθυνου προσώπου.

    Δεν αποκλείεται, επιπλέον, η ζημία που έχει υποστεί ο τρίτος να γεννά αξίωση απόδοσης του αδικαιολόγητου πλουτισμού (βλ. 904 ΑΚ). Καθώς, όμως, ο πλουτισμός δεν είναι δυνατό να διατηρείται στο πρόσωπο του υπαίτιου φυσικού προσώπου, μια τέτοια αξίωση μόνον κατά της εταιρείας είναι δυνατό να στραφεί.

    Εις ολόκληρον ευθύνη του υπαίτιου προσώπου (διοικούντος την ΑΕ) δεν ιδρύεται, κατ’ ορθότερη άποψη, σε περίπτωση ευθύνης από διαπραγματεύσεις (άρ. 197 – 198 ΑΚ). Και τούτο διότι υποκείμενο των διαπραγματεύσεων είναι η εταιρεία. Τα αντίστοιχα ισχύουν, τέλος, και επί (τυχόν) ευθύνης από διακινδύνευση.

     

    Αντισυμβατική Συμπεριφορά Μελών ΔΣ

    Δεν είναι απίθανο συμβατικές υποχρεώσεις που έχει αναλάβει η εταιρεία να αθετηθούν πλήρως ή να εκπληρωθούν πλημμελώς. Η αντισυμβατική συμπεριφορά θα εκδηλωθεί, στην περίπτωση αυτή, από τα όργανα που είναι επιφορτισμένα με την εκπροσώπησή της στην εκάστοτε συμβατική σχέση.

    Ο τρίτος που ζημιώθηκε-αντισυμβαλλόμενος της εταιρείας δικαιούται (κατ’ επίκληση του άρ. 71 εδ. β΄ ΑΚ) να στραφεί κατά της εταιρείας για την ικανοποίηση της (δευτερογενούς) αξίωσής του προς αποζημίωση. Δεν δικαιούται, όμως, να στραφεί (και) κατά του οργάνου της που ενήργησε αντισυμβατικά: το «υπαίτιο» φυσικό πρόσωπο βρίσκεται εκτός της συμβατικής σχέσης και δεν υπέχει, οποιαδήποτε, ενδοσυμβατική ευθύνη.

     

    Η ευθύνη των μελών του ΔΣ και των υποκαταστάτων οργάνων είναι (γνωστό πως είναι) ιδιαίτερα εκτεταμένη. Δεν περιορίζεται στα στενά όρια της ΑΕ κι ούτε η ΑΕ, μόνον, είναι δυνατό να αξιώσει την αποκατάσταση της ζημίας που, ενδεχομένως, της προξένησαν. Και τρίτοι είναι δυνατό, υπό προϋποθέσεις, να αναζητήσουν την αποκατάσταση της ζημίας τους από διοικητές της ΑΕ. Κι όταν αυτή τεκμηριώνεται είναι, κατά βάση, ευθύνη εις ολόκληρον-τόσο για την ΑΕ όσο και για τα υπαίτια φυσικά πρόσωπα-διοικητές της. Ευθύνη όμως έχουν οι τελευταίοι και έναντι των πιστωτών της εταιρείας σε περίπτωση πρόκλησης ή παρέλκυσης της πτώχευσης. Περί αυτής, όμως, επόμενη αρθρογραφία μας.-

    Σταύρος Κουμεντάκης
    Managing Partner

     

    Υ.Γ. Συνοπτική έκδοση του άρθρου δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ, στις 2 Ιουλίου 2023.

    Η πληροφόρηση που εμπεριέχεται στο παρόν άρθρο δεν συνιστά (ούτε και έχει σκοπό να αποτελέσει) νομική συμβουλή. Μια τέτοια νομική συμβουλή είναι δυνατό να παρασχεθεί μόνον από αρμόδιο δικηγόρο ο οποίος θα λάβει υπόψη του το σύνολο των δεδομένων που θα του εκθέσετε για την υπόθεσή σας. Αναλυτικά.

  • Υποχρεώσεις και Δικαιώματα Ειδικού Εκπροσώπου

    Υποχρεώσεις και Δικαιώματα Ειδικού Εκπροσώπου

    Ασχοληθήκαμε, ήδη, με τις προϋποθέσεις διορισμού και τις εξουσίες του ειδικού εκπροσώπου για την άσκηση των αξιώσεων της εταιρείας σε βάρος των μελών του ΔΣ που τη ζημίωσαν. Στο παρόν θα μας απασχολήσουν οι υποχρεώσεις και τα δικαιώματά του, η αμοιβή και, ενδεχόμενη, αντικατάστασή του. Επίσης ζητήματα παραγραφής των συναφών αξιώσεων.

     

    Υποχρεώσεις Ειδικού Εκπροσώπου

    Υποχρέωση Πίστης & Επιμέλειας

    Ο ειδικός εκπρόσωπος συνιστά όργανο της διοίκησης της ΑΕ (δικαστικά, έστω, διορισμένο). Δεδομένης της ιδιότητάς του αυτής και στο πλαίσιο της εξουσίας του για την άσκηση της εταιρικής αγωγής, υποχρεούται να επιδείξει την απαιτούμενη επιμέλεια και πίστη έναντι της ΑΕ. Υπέχει, κι εκείνος-έναντι της ΑΕ, τις αντίστοιχες υποχρεώσεις των μελών του ΔΣ (:εν γένει, τα όργανα διοίκησής της -λ.χ. υποκατάστατα). Στο συγκεκριμένο πλαίσιο, ο νόμος προβλέπει, ρητά, ότι «ο ειδικός εκπρόσωπος έχει υποχρέωση εχεμύθειας, όπως και τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου.» (άρ. 105 §5 εδ. γ΄). Σε περίπτωση παράβασης των συγκεκριμένων υποχρεώσεων ευθύνεται, για κάθε πταίσμα, όπως και τα μέλη του ΔΣ (άρ. 102 §§1 και 5).

    Βέβαια, λόγω της φύσης και περιορισμένης αρμοδιότητάς του ειδικού εκπροσώπου είναι περιορισμένο το περιεχόμενο της ευθύνης του.

    Δεδομένου ότι ο ειδικός εκπρόσωπος δεν καλείται να λάβει επιχειρηματικές αποφάσεις, δεν εφαρμόζεται: (α) Το μέτρο επιμέλειας του συνετού επαγγελματία (άρ. 102 §2) ούτε και (β) ο κανόνας της εύλογης επιχειρηματικής απόφασης ως λόγος απαλλαγής από την ευθύνη του (άρ. 102 §4).

    Υποχρέωση Ενημέρωσης

    Στην υποχρέωση επιμέλειας του ειδικού εκπροσώπου εμπεριέχεται και η υποχρέωση ενημέρωσης των οργάνων της ΑΕ: διευρυμένη, έναντι της ΓΣ-περιορισμένη έναντι του ΔΣ. Η διαφοροποίηση αυτή μοιάζει απολύτως εύλογη καθώς ο ειδικός εκπρόσωπος διορίζεται ύστερα από πρωτοβουλία των μετόχων. Και, ακριβέστερα, εξαιτίας ακριβώς της άρνησης, αδράνειας ή αδυναμίας του ΔΣ να κάνει δεκτό το αίτημα των μετόχων για την άσκηση εταιρικής αγωγής. Κι ας μην ξεχνάμε πως μέλη του ΔΣ είναι αυτά κατά των οποίων ασκείται η εταιρική αγωγή. Συνεπώς, το εύρος της υποχρέωσης ενημέρωσης του ΔΣ οφείλει να μην θέτει υπό διακινδύνευση την επιτυχή έκβαση της δίκης επί της εταιρικής αγωγής. Κι ακόμα περισσότερο: η ενημέρωση του ΔΣ θα πρέπει να περιοριστεί σε ειδικές, μόνον, περιπτώσεις και να λάβει χώρα εφόσον συντρέχουν συγκεκριμένες προϋποθέσεις. Συγκεκριμένα, εφόσον η εν λόγω ενημέρωση είναι αναγκαία για την άσκηση των εξουσιών του ΔΣ και, ταυτόχρονα, διασφαλίζεται η προστασία της αξίωσης της εταιρείας για αποζημίωση.

    Η υποχρέωση ενημέρωσης προς τη ΓΣ είναι, αντίθετα, ευρεία. Θεωρείται, μάλιστα, ότι ο ειδικός εκπρόσωπος υποκαθιστά το ΔΣ στην υποχρέωσή του να παρέχει στη ΓΣ πληροφορίες σχετικές με τις εταιρικές υποθέσεις, ύστερα από αίτηση οποιουδήποτε μετόχου (άρ. 141 §6 εδ. α΄). Η υποχρέωση αυτή εύλογα περιορίζεται σε θέματα σχετικά με την εταιρική αγωγή.

    Σε δύο  περιπτώσεις ρητά προβλέπεται υποχρέωση ενημέρωσης του ειδικού εκπροσώπου έναντι της ΓΣ και του ΔΣ. Συγκεκριμένα:

    (α) Όταν, μετά την άσκηση εταιρικής αγωγής, συγκαλείται ΓΣ με θέμα ημερήσιας διάταξης την παραίτηση ή το συμβιβασμό της εταιρείας από τις αξιώσεις της. «…Στην συνέλευση αυτή καλείται να παραστεί και ο ειδικός εκπρόσωπος που τυχόν έχει ορισθεί» (άρ. 102 §7 εδ. γ΄).

    (β) Όταν τίθεται ζήτημα παραίτησης από τα ένδικα μέσα, σε περίπτωση απόρριψης της εταιρικής αγωγής. Ειδικότερα, σε περίπτωση κατ’ ουσίαν απόρριψης της αγωγής σε πρώτο ή δεύτερο βαθμό, το ΔΣ μπορεί να παραιτηθεί των ενδίκων μέσων. Τούτο, κατόπιν σχετικής εισήγησης του ειδικού εκπροσώπου (άρ. 105 §7).

    Θα πρέπει όμως ιδιαίτερα να επισημανθεί πως η, κατά τον νόμο, διαφοροποίηση της υποχρέωσης ενημέρωσης του ειδικού εκπροσώπου έναντι του ΔΣ και της ΓΣ μοιάζει, μόνον, θεωρητική. Και τούτο γιατί δύσκολα θα μπορούσε να φανταστεί κάποιος ελληνική ΑΕ που τα μέλη του ΔΣ της δεν έχουν πρόσβαση στις συζητήσεις και πρακτικά της ΓΣ της και, όχι σπάνια, συμμετοχή στις εργασίες της με την ιδιότητα του μετόχου.

     

    Δικαιώματα Ειδικού Εκπροσώπου

    Ενημέρωσης -Πρόσβασης Στα Έγγραφα

    Ο ειδικός εκπρόσωπος δικαιούται πρόσβαση στα έγγραφα της εταιρείας κατά την άσκηση των καθηκόντων του ως ad hoc οργάνου. Συγκεκριμένα: «ο ειδικός εκπρόσωπος έχει εξουσία πρόσβασης σε έγγραφα και πληροφορίες, η γνώση των οποίων είναι κατά εύλογη κρίση απαραίτητη για την άσκηση της αγωγής και τη διεξαγωγή της σχετικής δίκης.» (άρ. 105 §4 τελ. εδ.). Υποχρεούται, δηλ., η εταιρεία, επί σχετικού αιτήματός του, να του παρέχει πρόσβαση και αντίγραφα των βιβλίων, εγγράφων και αρχείων της εταιρείας που περιέχουν κρίσιμες πληροφορίες για την άσκηση και εκδίκαση της εταιρικής αγωγής.

    Το συγκεκριμένο δικαίωμα του ειδικού εκπροσώπου, δεν είναι απεριόριστο. Δεν θα πρέπει, αυτονόητα,  να παραβιάζει την αρχή της αναλογικότητας ούτε και να υπερβαίνει το σκοπό της άσκησης της εταιρικής αγωγής. Τούτο, όμως, σε καμιά περίπτωση δεν συνεπάγεται απόλυτο περιορισμό των ενεργειών του ειδικού εκπροσώπου σε πρόσβαση μόνο στα έγγραφα που αναφέρονται στην ιστορική βάση, η οποία καθορίζεται από το δικαστήριο κατά τον διορισμό του (άρ. 105 §5). Αντίθετη θέση θα καθιστούσε ατελέσφορο το δικαίωμα ενημέρωσης καθώς τούτο θα αφορούσε πληροφορίες ήδη γνωστές.

    Περίσσεια θεωρητική μοιάζει η διχογνωμία σχετικά με το πρόσωπο κατά του οποίου στρέφεται η εν λόγω αξίωση του ειδικού εκπροσώπου. Θα ασκηθεί κατά της εταιρείας, του ΔΣ ή του συγκεκριμένου μέλους του που, ενδεχομένως, κατέχει το εταιρικό έγγραφο; Προφανώς θα ασκηθεί κατά της ΑΕ (που νόμιμα εκπροσωπείται από το ΔΣ της) και, εφόσον συγκεκριμένο μέλος κατέχει σημαντικό έγγραφο, και κατά του τελευταίου.

    Αμοιβή και Δαπάνες Ειδικού Εκπροσώπου

    Το δικαστήριο, κατά τη διακριτική του ευχέρεια, μπορεί να επιδικάσει εύλογη αμοιβή στον ειδικό εκπρόσωπο (άρ. 105 §5 τελ. εδ.), η οποία βαρύνει την ΑΕ.

    Για τη χορήγηση της εν λόγω «εύλογης» αμοιβής το δικαστήριο αποφασίζει-κατά την πάγια σχετική νομολογία- «…λαμβάνοντας υπόψη τη φύση, τον αριθμό, τη χρονική διάρκεια, την αναγκαιότητα και σοβαρότητα των παρασχεθεισών από τον αιτούντα (ειδικό εκπρόσωπο) κατά το επίδικο διάστημα υπηρεσιών, τον καταβληθέντα κόπο, το επιτευχθέν αποτέλεσμα…» (57/1998 ΕφΠειρ, συναφώς 84/2016 ΕφΛαρ, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

    Η εν λόγω αμοιβή, όμως, δεν απομειώνεται από τις δαπάνες τις δίκης: Την ΑΕ βαρύνει «η δαπάνη της δίκης για το διορισμό του ειδικού εκπροσώπου και τη διεξαγωγή του δικαστικού αγώνα…» (άρ. 106 §3). Επίσης με τα έξοδα κοινοποίησης της απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου για τον διορισμό του.

     

    Αντικατάσταση Ειδικού Εκπροσώπου

    Ο ειδικός εκπρόσωπος αποτελεί όργανο προσωρινής διοίκησης, που διορίζεται από το δικαστήριο για συγκεκριμένο, μόνον, σκοπό: την άσκηση της εταιρικής αγωγής. Ως τέτοιο είναι δυνατό να αντικατασταθεί εφόσον συντρέχει σπουδαίος λόγος (άρ. 786 §3 ΚΠολΔ). Άλλωστε, έτσι, εξυπηρετείται η αποτελεσματική επιδίωξη των αξιώσεων της εταιρείας και η αποκατάσταση της ζημίας που η τελευταία υπέστη.

    Για την αντικατάσταση του ειδικού εκπροσώπου απαιτούνται σωρευτικά: (α) αίτηση προς το δικαστήριο όποιου έχει έννομο συμφέρον-ακόμα και ατομικά ενεργούντος μετόχου (στη σχετική συζήτηση θα πρέπει να συμμετέχει, φυσικά, και ο ειδικός εκπρόσωπος) και (β) συνδρομή σπουδαίου λόγου.

    Ειδικά για τη συνδρομή του σπουδαίου λόγου προϋποτίθεται διακινδύνευση των συμφερόντων της εταιρείας. Κρίνεται, κατά τη νομολογία, ότι συντρέχει τέτοιος (:σπουδαίος λόγος) σε περίπτωση που ο ειδικός εκπρόσωπος εκτελεί πλημμελώς τα καθήκοντά του. Ήτοι την αποκλειστική του εξουσία, περιεχόμενο της οποίας είναι η «…εμπρόθεσμη άσκηση της εταιρικής αγωγής και τη διεξαγωγή του δικαστικού αγώνα με την επιμέλεια που επιβάλλεται στις συναλλαγές, υπό τις συγκεκριμένες συνθήκες…» (189/2018 ΑΠ, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Μάλιστα, δεν ενδιαφέρει αν ενεργεί με δόλο.

     

    Αναστολή Παραγραφής

    Οι αξιώσεις της εταιρείας από την ευθύνη της διοίκησης υπόκεινται σε παραγραφή. Η, κατά νόμο, τριετής παραγραφή αναστέλλεται ενόσω ο υπεύθυνος έχει την ιδιότητα του μέλους του διοικητικού συμβουλίου ή του υποκατάστατου οργάνου (άρ. 102 §6) και εκτείνεται, κατά μέγιστο όριο, στη δεκαετία. Η εν λόγω προθεσμία αναστέλλεται, περαιτέρω (106 §1 εδ. α΄), από την υποβολή της αίτησης των μετόχων προς το ΔΣ για την άσκηση της εταιρικής αγωγής (άρ. 104) και έως την έκδοση της απόφασης του Μον. Πρωτοδικείου επί της αιτήσεως των μετόχων (άρ. 106 §1 εδ. β΄). Στην περίπτωση που, για οποιοδήποτε λόγο, δεν διοριστεί αμέσως ειδικός εκπρόσωπος, η αναστολή της παραγραφής εξακολουθεί να υφίσταται. Κι αν το δικαστήριο απορρίψει την αίτηση των μετόχων για τον διορισμό ειδικού εκπροσώπου, η αναστολή συνεχίζεται μέχρι η απόφαση να τελεσιδικήσει.

    Σκόπιμο να σημειωθεί ότι η αναστολή της παραγραφής (άρ. 106 §1 εδ. α΄) δεν επανεκκινεί αν ασκηθεί νέα αίτηση διορισμού ειδικού εκπροσώπου των μετόχων, σε περίπτωση που αυτός, πριν την άσκηση της εταιρικής αγωγής, κρίνει ότι δεν υπάρχει ευθύνη μελών της διοίκησης (άρ. 105 §6).

     

    Στον ειδικό εκπρόσωπο για την άσκηση των αξιώσεων της ΑΕ σε βάρος μελών του ΔΣ αναγνωρίζεται, εύλογα, σειρά δικαιωμάτων. Βαρύνεται, όμως, και με σειρά υποχρεώσεων. Ενδεχόμενη παραβίαση των τελευταίων δημιουργεί τη βάση, κατ’ αναπόδραστη συνέπεια, για αντικατάστασή του. Κεντρικό ζητούμενο, πάντοτε, η βέλτιστη δυνατή άσκηση των δικαιωμάτων της ΑΕ έναντι εκείνων που τη ζημίωσαν. Όταν εξαντληθεί, όμως, η άσκηση των αξιώσεων της εταιρείας έναντι των συγκεκριμένων προσώπων απαλλάσσονται από τις λοιπές, έναντι τρίτων, αστικές και ποινικές τους ευθύνες; Περί του θέματος σε επόμενη αρθρογραφία μας.-

    Σταύρος Κουμεντάκης
    Managing Partner

     

    Υ.Γ. Συνοπτική έκδοση του άρθρου δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ, στις 25 Ιουνίου 2023.

    Η πληροφόρηση που εμπεριέχεται στο παρόν άρθρο δεν συνιστά (ούτε και έχει σκοπό να αποτελέσει) νομική συμβουλή. Μια τέτοια νομική συμβουλή είναι δυνατό να παρασχεθεί μόνον από αρμόδιο δικηγόρο ο οποίος θα λάβει υπόψη του το σύνολο των δεδομένων που θα του εκθέσετε για την υπόθεσή σας. Αναλυτικά.

Η περιοχή αυτή είναι καταχωρημένη στο wpml.org ως περιοχή ανάπτυξης. Μεταβείτε σε τοποθεσία παραγωγής με κλειδί στο remove this banner.