Κατηγορία: Άρθρα

  • Blockchain: Η επανάσταση στην ασφάλεια των συναλλαγών!

    Blockchain: Η επανάσταση στην ασφάλεια των συναλλαγών!

    [vc_row][vc_column][vc_column_text]

    Το blockchain άρχισε να γίνεται γνωστό στο ευρύ κοινό μόνο μετά την «τρέλα» του bitcoin. Η σχετική όμως τεχνολογία δεν είναι νέα.

    Η τεχνολογία του Blockchain χρησιμοποιείται κυρίως (αλλά όχι μόνο) για τη δημιουργία και διακίνηση των διάφορων κρυπτονομισμάτων.

    Η προσέγγιση στο παρόν δεν είναι τεχνική και περιορίζεται στις οικονομικές συναλλαγές. Σημαντικό όμως να τονισθεί πως η εφαρμογή της συγκεκριμένης τεχνολογίας ΔΕΝ περιορίζεται στις οικονομικές συναλλαγές.

    Χωρίς το Blockchain

    Προκειμένου να πραγματοποιήσουμε μία περισσότερο ή λιγότερο σύνθετη οικονομική συναλλαγή, σε περιβάλλον άλλο εκτός του blockchain, πρέπει να απευθυνθούμε σε έναν ενδιάμεσο, τον οποίο εμείς και ο αντισυμβαλλόμενός μας εμπιστευόμαστε.

    Ας υποθέσουμε ότι πρέπει να γίνει μία πληρωμή. Για να λάβει χώρα η μεταφορά των χρημάτων πρέπει να δοθεί σχετική εντολή σε έναν τρίτο, ο οποίος πιθανότατα θα είναι κάποια τράπεζα. Μέχρι σήμερα εξάλλου πολύ λίγοι από τον Δυτικό κόσμο μπορούν να φανταστούν πως άλλες νομικές οντότητες και όχι τράπεζες θα «φυλλάσσουν» τα χρήματά τους. Στην Ασία λ.χ. το Alipay και το WeChat έχουν τον κυρίαρχο ρόλο του τρίτου στις καθημερινές συναλλαγές.

    Σε κάθε περίπτωση (τράπεζες ή τρίτοι) που παραλαμβάνουν χρήματα ή τα διατηρούν για λογαριασμό άλλων πωλούν την υπηρεσία της μεταφοράς τους. Συγκεκριμένα αφού επιβεβαιωθεί η κατοχή των χρημάτων αναλαμβάνουν να εντοπίσουν τον αποδέκτη της πληρωμής και την καταθέτουν στο λογαριασμό του. Ταυτόχρονα, και ανάλογα με το ποιες τράπεζες και χώρες εμπλέκονται στη διαδικασία, η μεταφορά αυτή μπορεί να πάρει μέχρι και μερικές ημέρες για να ολοκληρωθεί.

    Συνεπώς τώρα έχουμε δύο προβλήματα, τα οποία αμφότερα γεννώνται από την εμπλοκή τρίτου/ενδιάμεσου στη συναλλαγή: (i) υπάρχει μία οφειλόμενη αμοιβή στον τρίτο για τις υπηρεσίες του και (ii) απαιτείται χρόνος μέχρι την ολοκλήρωση της μεταφοράς.

    Εδώ λοιπόν έρχεται το blockchain.

     

    Οι καινοτομίες του blockchain

    Το blockchain ομοιάζει με μία βάση δεδομένων, κάτι που προφανώς από μόνο του δεν είναι καινοτόμο. Η καινοτομία είναι ότι, ενώ παραδοσιακά οι βάσεις δεδομένων έχουν ένα κεντρικό σημείο αναφοράς, μία «κεντρική αρχή» (έναν τρίτο, όπως ανωτέρω αναλύσαμε) η οποία καταγράφει και πιστοποιεί την εγκυρότητα δεδομένων. Αυτό, όμως, δεν ισχύει και για το blockchain.

    Η ανάγκη για την ύπαρξη και παρεμβολή τρίτων στις συναλλαγές ήταν, μέχρι τώρα αδιαμφισβήτητη: Εκείνοι που επιθυμούν να κάνουν μία συναλλαγή δεν μπορούν να εμπιστευθούν τυφλά ο ένας τον άλλο. Χρειάζονται λοιπόν να βρουν έναν τρίτο με κύρος, ο οποίος εμπιστεύονται πως είναι σε θέση να πιστοποιήσει την εγκυρότητα των δεδομένων.

    Τι θα γινόταν όμως αν η συναλλαγή δεν είχε κανένα ρίσκο; Εάν η πιστοποίηση των δεδομένων γινόταν αυτόματα; Εάν ακόμα και η ελάχιστη πληροφορία που δινόταν από οποιοδήποτε μέρος δεν ήταν έγκυρη η συναλλαγή αυτόματα θα σταματούσε και δεν υπήρχε οποιοδήποτε ρίσκο;

    Το blockchain κάνει ακριβώς αυτό.

     

    Ο μηχανισμός

    Παρακάτω ακολουθεί μία οπτικοποίηση της τεχνολογίας του blockchain:

    (α) Blocks

    Κάθε “block” περιέχει μία πληροφορία, στη μορφή ενός κώδικα. Αυτός ο κώδικας δίνει μία συγκεκριμένη ταυτότητα στο block. Για να γίνει ευκολότερα αντιληπτό, ας υποθέσουμε πως η ταυτότητα αυτή είναι ένα γράμμα του αλφαβήτου. Στην περίπτωση αυτή, το “block” το ονομάζουμε Α.

     (β) Αλυσίδα (“chain” – αλυσίδα συναλλαγών)

    Το blockchain αποτελείται από μία σειρά από “blocks”, το κάθε ένα από τα οποία περιέχει μία πληροφορία στο «εσωτερικό» του. Η «ταυτότητα» του block που έρχεται πριν από ένα block αναγράφεται στην πλευρά του block που το «ακουμπά»:

    Το χαρακτηριστικό αυτό διασφαλίζει ότι κανείς δεν μπορεί να «χακάρει» τον κώδικα που βρίσκεται μέσα σε blocks, και αυτό γιατί όχι μόνο θα απαιτούνταν πάρα πολύς χρόνος, αλλά θα άλλαζε και η ίδια η ταυτότητα του block (ας σημειωθεί εδώ ότι οι ταυτότητες εξαρτώνται από τον κώδικα και προσαρμόζονται στον κώδικα που βρίσκεται στο εσωτερικό του block). Αυτό σημαίνει πως εάν κάποιος «χάκαρε» το block B, αυτό δε θα λεγόταν πια B. Όμως, το block C θα πιστοποιούσε πως αμέσως πριν από αυτό θα έπρεπε να βρίσκεται το block B. Εάν ο πονηρός «χάκερ» άλλαζε και το block C για να δείχνει πως πριν από αυτό είναι το block με το όνομα που προέκυψε μετά το «χακάρισμα» του Β, αυτό δεν θα λέγονταν πλέον C και ούτω καθεξής.

    Για να λειτουργήσει ένα blockchain (για να καταστεί έγκυρη μία συναλλαγή και να φέρει αποτελέσματα, όπως θα δούμε παρακάτω), η αλυσίδα είναι αναγκαίο, κάθε στιγμή, να μπορεί να αυτοεπιβεβαιωθεί.

    Κάποιος θα ήταν δυνατό να αναρωτηθεί αν θα μπορούσαν να «χακαριστούν» όλα τα blocks στην αλυσίδα. Με την τεχνολογία, όμως, του blockchain να είναι τόσο ισχυρή όσο είναι σήμερα, δεν υπάρχει αρκετός χρόνος και υπολογιστική δύναμη στον κόσμο, ώστε να «χακαριστεί» ολόκληρη αλυσίδα από blocks.

    (γ) Εισαγωγή ενός νέου τρόπου καταγραφής των συναλλαγών.

    Οι αλυσίδες αυτές των blocks μοιάζουν αρκετά με ένα λογιστικό ημερολόγιο. Καταγράφουν όλες τις συναλλαγές, όλες τις χρεώσεις και τις πιστώσεις. Ένα απλουστευμένο παράδειγμα θα είχε ως εξής:

    1. X έχει 10 (Block A)
    2. Y έχει 2 (Block B)
    3. X δίνει 10 στον Y (Block C)
    4. X έχει 0 (Block D)
    5. Y έχει 12 (Block E)

    Το blockchain μπορεί ταυτόχρονα να μας πει πόσα (χρήματα) υπάρχουν και πού υπάρχουν (ποιος έχει πόσα). Συνεπώς δεν έχει οποιαδήποτε επίδραση το τι ισχυρίζεται ο αντισυμβαλλόμενός μας και κανέναν δε χρειάζεται να εμπιστευτούμε τυφλά -κανέναν γνωστό ή άγνωστο με τον οποίο θέλουμε να συναλλαχθούμε και κανέναν τρίτο/μεσάζοντα ο οποίος θα πιστοποιήσει ότι όλα όσα αντιπροσωπεύονται είναι αληθή. Το blockchain δε ζητά καν την εμπιστοσύνη μας. Κάθε τι που είναι καταγεγραμμένο εντός της αλυσίδας, είναι και βέβαιο.

    Οποιαδήποτε συναλλαγή δεν εγκρίνεται από το blockchain, δεν είναι έγκυρη. Ό,τι δεν εγκρίνεται δεν μπορεί να λάβει χώρα (η τεχνολογία δε θα επιτρέψει σε ανίσχυρη συναλλαγή να δημιουργήσει ένα νέο block στην αλυσίδα). Οι απαιτήσεις αυτές έχουν ως αποτέλεσμα την προστασία της αξιοπιστίας όλων των συναλλαγών που λαμβάνουν χώρα στο περιβάλλον του blockchain.

    Στο παράδειγμά μας, εάν ο Χ προσπαθούσε να δώσει 20 στον Y στο σημείο μηδέν, το blockchain δε θα επέτρεπε τη συναλλαγή, επειδή απλούστατα ο Χ δεν είχε 20, αλλά 10.

    Όμως πώς γίνεται το blockchain να ξέρει; Το blockchain δεν ξέρει ακριβώς. Ομοίως, χάρη στις αρχές που ακολουθούν, όλοι οι εμπλεκόμενοι στο δίκτυο ξέρουν. Με μόνη τη «γνώση» τους μάλιστα διασφαλίζουν πως οι συναλλαγές εντός του blockchain είναι έγκυρες και προστατεύονται μέσα στο διανεμημένο και αποκεντρωμένο σύστημα, το οποίο μέχρι και σήμερα φαίνεται πως δεν μπορεί να παραβιαστεί (unhackable).

     

     Αρχές που διέπουν το Blockchain

    Όλη η ουσία του blockchain, ό,τι το καθιστά το πλέον ασφαλές περιβάλλον για διενέργεια συναλλαγών, είναι οι αρχές από τις οποίες διέπεται:

    (α) Αρχή του δημόσιου λογιστικού ημερολογίου (Open Ledger Principle)

    Ο καθένας ο οποίος βρίσκεται στο περιβάλλον του blockchain έχει πρόσβαση σε όλα τα δεδομένα (ανοιχτές και δημόσιες πληροφορίες). Οι πληροφορίες όμως δεν υπάρχουν ολοκληρωμένες, αλλά υπάρχουν μόνο σκόρπια τμήματά τους, τα οποία μεμονωμένα δε βγάζουν νόημα. Αποτέλεσμα είναι όλοι να έχουν τις πληροφορίες αλλά κανενός τα δεδομένα στην πραγματικότητα να μην είναι δημόσια. Όλα είναι δημόσια και ιδιωτικά ταυτόχρονα!

    (β) Αρχή του διανεμημένου λογιστικού ημερολογίου (Distributed Ledger Principle)

    Η αρχή του δημόσιου λογιστικού ημερολογίου από μόνη της δε σημαίνει και πολλά, δίχως την αρχή του διανεμημένου λογιστικού ημερολογίου. Η τελευταία διασφαλίζει πως όλοι όσοι το επιθυμούν μπορούν να κρατήσουν ένα αντίγραφο του λογιστικού ημερολογίου, δηλαδή της αλυσίδας των blocks.

    (γ) Αρχή του κοινού λογιστικού ημερολογίου (Shared Ledger Principle)

    Εάν θέλει κάποιος να συναλλαγεί εντός του συστήματος του blockchain, πρέπει να δημοσιοποιήσει την πρόθεσή του αυτή. Το δίκτυο αμέσως θα λάβει την πληροφορία. Στο σημείο αυτό, η συναλλαγή ακόμα δεν έχει καταστεί έγκυρη, δε βρίσκεται μέσα στο «σύστημα» και συνεπώς δεν έχει λάβει χώρα στην πραγματικότητα. Δεν έχει δηλαδή ακόμα δημιουργήσει μία νέα καταγραφή στο λογιστικό ημερολόγιο, ένα νέο block. Τα blocks δημιουργούνται και προστίθενται στην αλυσίδα μόνο μέσω της διαδικασίας της εξόρυξης (mining).

    Όλες οι ανωτέρω αρχές μόνο πολύ μεγάλη ασφάλεια μπορούν να δημιουργήσουν σε όσους επιλέγουν να συναλλαχθούν μέσω blockchain. Αρκεί να φανταστεί κανείς πόσο πιο εύκολο θα ήταν να χακαριστεί μία κεντρική αρχή (για παράδειγμα μία τράπεζα), από ότι οι χιλιάδες που μπορεί να έχουν ένα αντίγραφο του λογιστικού αυτού ημερολογίου (κάτι το οποίο θα σήμαινε πως πρέπει να χακαριστούν όλα τα blocks στο blockchain και όλα τα αντίγραφα που υπάρχουν).

     

    Εξόρυξη (Mining)

    Εξόρυξη (mining) μπορεί να κάνει ο οποιοσδήποτε (miner). Οι miners είναι πρόσωπα τα οποία επιλέγουν να έχουν ένα αντίγραφο του λογιστικού ημερολογίου. Αυτό που κάνουν είναι να ανταγωνίζονται ο ένας τον άλλον (ανταγωνίζονται αυτοί οι οποίοι κρατούν αντίγραφο της ίδιας αλυσίδας), προκειμένου να είναι αυτοί οι πρώτοι που θα επικυρώσουν μία συναλλαγή και θα τη βάλουν μέσα στην αλυσίδα (ως ένα νέο block).

    Τα βήματα του mining είναι δύο:

    • Επικύρωση: οι miners ελέγχουν εάν μία συναλλαγή είναι έγκυρη, με βάση τα δεδομένα που έχουν ήδη επικυρωθεί και είναι μέσα σε blocks της αλυσίδας.
    • Σύνδεση ενός νέου block στην αλυσίδα: λαμβάνει χώρα με την «εύρεση ενός κλειδιού», το οποίο μαθηματικά επιτρέπει στους miners να προσθέσουν το νέο block. Φανταστείτε το σαν την επίλυση (με τη χρήση υπολογιστικής ισχύος) ενός πολύ δύσκολου και περίπλοκου αινίγματος.

    Ο πρώτος ο οποίος θα επικυρώσει μία συναλλαγή και θα προσθέσει ένα νέο block στην αλυσίδα λαμβάνει μία μικρή χρηματική αμοιβή.

     

    Εφαρμογή του blockchain

    Η ιδέα πίσω από την τεχνολογία του blockchain είναι ασύλληπτα ρηξικέλευθη. Εάν εφαρμοστεί, θα εξαλείψει την ανάγκη ύπαρξης οποιουδήποτε μεσάζοντα, συμπεριλαμβανομένων των τραπεζών ακόμη και των κυβερνήσεων, διασφαλίζοντας ταυτόχρονα πως οι συναλλαγές θα είναι όσο πιο προστατευμένες γίνεται!

    Πολλές κυβερνήσεις έχουν ενοχληθεί με τη συγκεκριμένη τεχνολογία. Κάποιες περισσότερο: Η Κίνα «απαγόρευσε» την αγορά και πώληση bitcoin.

    Με το bitcoin να έχει στο παρελθόν σχεδόν αγγίξει τα 20.000 USD ανά bitcoin, δισεκατομμύρια δολάρια αλλάζουν χέρια χωρίς κανέναν να καταγράφει τις συναλλαγές αυτές, χωρίς οποιαδήποτε τράπεζα να έχει εισπράξει κάποια προμήθεια, χωρίς κάποια κυβέρνηση να έχει τον παραμικρό έλεγχο στις ισοτιμίες. Και όλα αυτά συμβαίνουν επειδή η συγκεκριμένη αξιοποίηση του blockchain (ελάχιστη σε σχέση με το σύνολο) έγινε δημοφιλής!

    Το blockchain ανατρέπει, ήδη, τα δεδομένα των συναλλαγών. Χαρακτηρίζεται, όχι άδικα,  ως επίτευγμα ίσης -ή και μεγαλύτερης- σημασίας με αυτή του internet.

    Πρόσφατα, η Παγκόσμια Τράπεζα εξέδωσε ομόλογα σε πλατφόρμα blockchain. Στην Κύπρο οι αμοιβές μεγάλων δικηγορικών γραφείων καταβάλλονται ήδη σε bitcoin, ενώ το σχετικό νομοθετικό πλαίσιο είναι σε επεξεργασία.

    Επομένως: Δεν είναι μια τεχνολογία για συναλλαγές στο dark web αλλά μια τεχνολογία για όλους. Σήμερα.

    Με τα δεδομένα αυτά οφείλουμε όλοι (βεβαίως οι επιχειρήσεις και οι δικηγόροι) να προσαρμοσθούμε.

    Έγκαιρα!

     

    Λήδα Κουμεντάκη
    Junior Associate

     

    Υ.Γ. Συνοπτική έκδοση του άρθρου δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ, στις 4 Νοεμβρίου 2018.

  • Ασφάλιση των ηλεκτρονικών και διαδικτυακών κινδύνων

    Ασφάλιση των ηλεκτρονικών και διαδικτυακών κινδύνων

    [vc_row][vc_column][vc_column_text]

    Η ασφάλιση των ηλεκτρονικών και διαδικτυακών κινδύνων:
    Η σημασία για την επιχείρηση και ο ρόλος του Νομικού Συμβούλου

    Η κάλυψη των κινδύνων που προκύπτουν από την εφαρμογή των ηλεκτρονικών υπηρεσιών και τη χρήση του διαδικτύου αποτελεί  ένα νέο ασφαλιστικό προϊόν. Το προϊόν αυτό αναμένεται να παρουσιάσει ισχυρή ανάπτυξη τα επόμενα έτη λόγω της διαρκούς εξέλιξης της τεχνολογίας. Η περαιτέρω χρήση του διαδικτύου και των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, καθώς και η ανάπτυξη του υπολογιστικού νέφους (cloud computing) αποτελούν παράμετροι ανάδειξης της σημασίας του νέου αυτού προϊόντος. Επιπλέον, παράγοντα ενίσχυσής του συνιστά ο πολύ μικρός – αναλογικά με τη χρήση και τη διάδοση των διαδικτυακών υπηρεσιών – αριθμός εταιρειών και επιχειρήσεων που σήμερα διαθέτουν ασφάλιση έναντι της συγκεκριμένης κατηγορίας κινδύνων.

     

    Η ανάγκη ασφάλισης των ηλεκτρονικών και διαδικτυακών κινδύνων

    Έχει γίνει, πλέον, αποδεκτό ότι η εξέλιξη της τεχνολογίας και η ευρεία χρήση του διαδικτύου διαμορφώνει το έδαφος για την ανάπτυξη παραβατικών συμπεριφορών είτε από αμέλεια είτε από δόλο. Οι παραβατικές αυτές συμπεριφορές διαπιστώνονται τόσο στο επαγγελματικό πεδίο όσο και στο πλαίσιο της ιδιωτικής ζωής των πολιτών. Μάλιστα, αυξάνονται καθημερινά, καθώς ευνοούνται από τα νομοθετικά κενά που παρουσιάζονται στη ρύθμιση της χρήσης του διαδικτύου. Ευνοούνται, επίσης, και από το χαμηλό ποσοστό ασφάλισης των εταιρικών οντοτήτων που διαθέτει ασφάλιση έναντι των ηλεκτρονικών και διαδικτυακών κινδύνων.

    Στο πλαίσιο αυτό, θα πρέπει επίσης να ληφθεί υπόψη ότι σήμερα:

    (α) η προστασία των προσωπικών δεδομένων και της ιδιωτικής ζωής αποτελεί θεμελιώδες ανθρώπινο δικαίωμα, ενώ

    (β) οικοδομείται ένα αυστηρό νομοθετικό περιβάλλον τόσο στην Ευρωπαϊκή Ένωση όσο και, ειδικότερα, στην Ελλάδα για τη χρήση του διαδικτύου και του κυβερνοχώρου και, ειδικότερα, για την προστασία των προσωπικών δεδομένων των προσώπων και των χρηστών των ηλεκτρονικών υπηρεσιών.

    Κοινή, ωστόσο, διαπίστωση αποτελεί ότι το χάσμα μεταξύ της ηλεκτρονικής πραγματικότητας και των νομοθετικών ρυθμίσεών της επιπλέον κίνδυνο για τις επιχειρήσεις. Η ηλεκτρονική πραγματικότητα μεταβάλλεται, εξελίσσεται και αναπτύσσεται σε γοργούς ρυθμούς, ενώ οι νομοθετικές πρωτοβουλίες επιχειρούν να ακολουθήσουν τις εξελίξεις στον κυβερνοχώρο με καθυστέρηση και συχνά ατελώς.

    Συνακόλουθα, δεν καταλείπεται αμφιβολία ότι η ασφάλιση έναντι των ηλεκτρονικών και διαδικτυακών κινδύνων αποτελεί, πλέον, αναγκαιότητα.  Η αναγκαιότητα αυτή αφορά τις μεγάλες επιχειρήσεις, οι οποίες συνιστούν μεγάλους στόχους για κακόβουλες ενέργειες. Αφορά, όμως, και στις μικρότερες επιχειρήσεις, οι οποίες είναι περισσότερο ευπαθείς σε κακόβουλες ενέργειες και πιο ευάλωτες ως προς την αντιμετώπιση της ζημίας που μπορεί να προκληθεί απ’ αυτές.

     

    Η επιλογή του κατάλληλου ασφαλιστικού προϊόντος

    Σε αυτό το εταιρικό περιβάλλον της διαρκώς αναπτυσσόμενης και μεταβαλλόμενης ηλεκτρονικής πραγματικότητας είναι κρίσιμη η επιλογή του κατάλληλου ασφαλιστικού προϊόντος έναντι της συγκεκριμένης κατηγορίας κινδύνων.

    Η επιλογή αυτή δε μπορεί πια να λαμβάνει χώρα με γνώμονα το λιγότερο ακριβό ασφάλιστρο. Αντίθετα, η συγκεκριμένη επιλογή οφείλει να συνιστά μέρος μιας ολοκληρωμένης πολιτικής της εταιρικής οντότητας. Η πολιτική αυτή πρέπει να αποσκοπεί συνολικά στην αντιμετώπιση των παραβατικών συμπεριφορών που έχουν να κάνουν με τη χρήση του διαδικτύου και των ηλεκτρονικών υπηρεσιών. Η μέριμνα δε τόσο για το σχεδιασμό της ολοκληρωμένης εταιρικής αντίδρασης όσο και για την επιλογή του κατάλληλου ασφαλιστικού προϊόντος δε μπορεί παρά να αποτελεί αρμοδιότητα του νομικού συμβούλου της εταιρικής οντότητας.

    Σε γενικές γραμμές, πάντως, κάθε επιχείρηση οφείλει να σχεδιάσει την αντίδρασή της ηλεκτρονικές και διαδικτυακές παραβατικές συμπεριφορές και, συνακόλουθα, να επιλέξει το κατάλληλο ασφαλιστικό προϊόν, λαμβάνοντας υπόψη το αντικείμενό της, το βαθμό διείσδυσης των ηλεκτρονικών υπηρεσιών στη λειτουργία της, καθώς και το είδος και το εύρος των προσωπικών δεδομένων που επεξεργάζεται.

    Η ελληνική ασφαλιστική αγορά

    Διατρέχοντας τα προγράμματα ασφάλισης που προσφέρουν οι ασφαλιστικές εταιρείες που δραστηριοποιούνται στην Ελλάδα, διαπιστώνονται μεγάλες διαφοροποιήσεις και αποκλίσεις ως προς την κάλυψη έναντι των ηλεκτρονικών και διαδικτυακών κινδύνων. Συγκεκριμένα, διαπιστώνεται ότι οι μεγαλύτερες ασφαλιστικές εταιρείες στην Ελλάδα:

    (α) είτε δεν παρέχουν προγράμματα ασφάλισης για τους κινδύνους αυτούς,

    (β) είτε συμπεριλαμβάνουν την κάλυψη έναντι των συγκεκριμένων κινδύνων στην ασφάλιση ηλεκτρονικού εξοπλισμού ως προαιρετική και πρόσθετη κάλυψη της ασφάλισης επιχειρήσεων, χωρίς δηλαδή να παρέχουν εξειδικευμένο πρόγραμμα ασφάλισης,

    (γ) είτε έχουν εισαγάγει εξειδικευμένα και καινοτόμα προγράμματα ασφάλισης, τα συνδυάζουν την κάλυψη έναντι των ασφαλιστέων κινδύνων και την παροχή νομικών, τεχνικών και συμβουλευτικών υπηρεσιών, απαρτίζοντας ένα ενιαίο πακέτο.-

    Επομένως, καθίσταται σαφές ότι, σε ό,τι αφορά την αντιμετώπιση των κινδύνων που προκύπτουν από την εφαρμογή των ηλεκτρονικών υπηρεσιών και τη χρήση του διαδικτύου, τα εργαλεία υπάρχουν.

    Ευθύνη της εταιρικής οντότητας απέναντι στην υπόστασή της, στους εταίρους ή μετόχους της, στο προσωπικό της και τους τρίτους συναλλασσόμενους με αυτήν είναι να επιλέξει τα πιο κατάλληλα εργαλεία. Επιπρόσθετα, υποχρέωση του εταιρικού οργανισμού είναι να ενσωματώσει τα εργαλεία αυτά στο σχεδιασμό αντιμετώπισης των εν λόγω παραβατικών συμπεριφορών. Αντίστοιχα, ευθύνη του δικηγόρου – νομικού συμβούλου της επιχείρησης αποτελεί η αξιολόγηση των προσφερόμενων ασφαλιστικών προϊόντων και η υποβοήθηση της στην επιλογή της βέλτιστης λύσης. Επιπλέον, καθήκον του δικηγόρου – νομικού συμβούλου συνιστά και η μέγιστη δυνατή διασφάλιση της επιχείρησης μέσω του ελέγχου της ασφαλιστικής σύμβασης. Τέλος, σε περίπτωση επέλευσης του ασφαλισμένου κινδύνου, το καθήκον του δικηγόρου – νομικού συμβούλου εκτείνεται στη συγκρότηση για λογαριασμό της ασφαλιζόμενης επιχείρησης τεκμηριωμένης αξίωσης για την εκπλήρωση των υποχρεώσεων της ασφαλιστικής εταιρείας.

    Πέτρος Ταρνατώρος
    Senior Associate

     

    Υ.Γ. Το άρθρο δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ, στις 27 Οκτωβρίου 2018

     

  • Οι Κυβερνοεπιθέσεις και ο ρόλος του Νομικού Συμβούλου

    Οι Κυβερνοεπιθέσεις και ο ρόλος του Νομικού Συμβούλου

    [vc_row][vc_column][vc_column_text]

    «Υπάρχουν μόνο δύο είδη επιχειρήσεων: αυτές που τις έχουν ήδη χακάρει και αυτές τις οποίες θα χακάρουν στο μέλλον», δήλωσε το 2012 ο τότε  Διευθυντής του FBI Robert Mueller.

    Παρά την ψηφιοποίηση των πληροφοριών και την χρήση ηλεκτρονικών δικτύων για την διεκπεραίωση συναλλαγών και εργασιών, είναι προφανές πως οι περισσότερες επιχειρήσεις στην Ελλάδα δεν έχουν συναίσθηση των κινδύνων που διατρέχουν τόσο οι ίδιες όσο και τα δεδομένα των πελατών τους από τις κυβερνοεπιθέσεις.

    Οι νομικές συνέπειες της διαρροής δεδομένων από τις κυβερνοεπιθέσεις είναι, πάντοτε σοβαρές. Οι μεν βλαπτόμενοι τρίτοι δικαιούνται να κινηθούν δικαστικά σε βάρος της επιχείρησης για τη διαρροή των δεδομένων τους, οι δε αρμόδιες αρχές να επιβάλλουν τα πρόστιμα που προβλέπονται από τη νομοθεσία.

     

    Η οδηγία Νetwork and Information Security

    Οι περισσότεροι πλέον γνωρίζουν τον Γενικό Κανονισμό Προστασίας Δεδομένων 2016/679 (γνωστό και ως GDPR). Λίγοι όμως γνωρίζουν και την Οδηγία για τα Μέτρα για Υψηλό Κοινό Επίπεδο Ασφαλείας Συστημάτων Δικτύου και Πληροφοριών (Νetwork and Information Security Directive 2016/1148) που επίσης έπρεπε υποχρεωτικά να ενσωματωθεί στην εσωτερική νομοθεσία των κρατών – μελών τον Μάιο του 2018.

    Με τα παραπάνω νομοθετήματα η Ευρωπαϊκή Ένωση σκληραίνει τη στάση της στην απόδοση επιχειρηματικής ευθύνης για την παράλειψη προστασίας και ασφαλούς διαχείρισης των δεδομένων. Και τα δύο νομοθετήματα, προβλέπουν δυσμενείς συνέπειες σε βάρος της επιχείρησης για τη διαρροή δεδομένων.

     

    Ο ρόλος του Νομικού Συμβούλου

    Καθήκον του Νομικού Συμβούλου είναι η μέριμνα για την πιστή εφαρμογή της νομοθεσίας και των βέλτιστων πρακτικών (best practices), η άμβλυνση των συνεπειών από τυχόν παραβίαση και, ιδίως, η εναρμόνιση του συνόλου της επιχείρησης στην τήρηση του Σχεδίου Αντίδρασης (Incident Response Plan), το οποίο απαραίτητα πρέπει να διαθέτει κάθε επιχείρηση. Ένα Σχέδιο Αντίδρασης σε Κυβερνοεπίθεση ενδεικτικά περιλαμβάνει:

    • Τη σύνθεση του crisis management team και πότε/πως ενεργοποιείται.
    • Τους επικεφαλής των ομάδων ενέργειας, και πότε/πως ειδοποιούνται.
    • Το πρόσωπο που αποφασίζει (και το deadline λήψης απόφασης) για την ολοσχερή διακοπή (total shut down) λειτουργίας των δικτύων της εταιρείας ή την απόπειρα συνέχισης λειτουργίας ώστε να εντοπισθεί η προέλευση της κυβερνοεπίθεσης.
    • Τα έγγραφα που θα τεκμηριώνουν τον χρόνο συνειδητοποίησης της κυβερνοεπίθεσης και των ενεργειών που έλαβαν χώρα.
    • Τον υπεύθυνο επικοινωνίας που (ενδεχομένως) θα διαχειρισθεί επικοινωνιακό κομμάτι της αποκάλυψης.

    Ο νομικός σας σύμβουλος γνωρίζει ποιες είναι οι απαιτούμενες ενέργειες ώστε να καθίσταται σαφές στις Αρχές πως η επιχείρηση έκανε ό,τι καλύτερο ήταν δυνατό τόσο προληπτικά όσο και μετά την διαρροή των δεδομένων και να συλλεγεί το κατάλληλο αποδεικτικό υλικό. Κρίσιμος είναι ο ρόλος του νομικού συμβούλου και στην κατάρτιση αναφοράς η οποία με τρόπο σαφή και ευεξήγητο θα εντοπίζει τα αίτια της διαρροής και τα ευθυνόμενα πρόσωπα.

    Επίσης, ο νομικός σύμβουλος της επιχείρησης θα εντοπίσει τις πιθανότερες πηγές κινδύνου και θα είναι σε θέση να διαπραγματευθεί το περιεχόμενο των προτεινομένων συμβάσεων ασφάλισης και εν τέλει εισηγηθεί τη σύναψη της ενδεδειγμένης ασφαλιστικής κάλυψης έναντι κυβερνοεπίθεσης.

    Όλες οι παραπάνω ενέργειες του νομικού συμβούλου (: εσωτερικά policies, Σχέδιο Αντίδρασης, Ασφαλιστική Κάλυψη) κυρίως όμως η ευθυγράμμιση της επιχείρησης με όσα προβλέπονται, δεν μπορούν παρά να έχουν ως συνέπεια την επαύξηση της εμπιστοσύνης των πελατών και συνεργατών της προς την ίδια.

    Λάμπρος Τιμοθέου
    Partner

     

    Υ.Γ. Το άρθρο δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ, στις 21 Οκτωβρίου 2018

     

  • Επιχειρήσεις vs Επενδυτές/τράπεζες: Εξισορρόπηση συμφερόντων

    Επιχειρήσεις vs Επενδυτές/τράπεζες: Εξισορρόπηση συμφερόντων

    [vc_row][vc_column][vc_column_text]

    Τα χρηματοοικονομικά δεδομένα των επιχειρήσεων, οι εκάστοτε τρέχουσες συγκυρίες αλλά και οι επιχειρηματικοί σχεδιασμοί συχνά δημιουργούν την αναγκαιότητα αναζήτησης κεφαλαίων: συχνότερα με τη μορφή της κεφαλαιακής τους ενίσχυσης ή/και της χρηματοδότησής τους.

    Οι εκατέρωθεν προσδοκίες

    Το επιχειρηματικό συμφέρον οδηγεί στην αναζήτηση «φθηνών» κεφαλαίων (με την έννοια της μικρότερης δυνατής χρηματοοικονομικής επιβάρυνσης). Το ζητούμενο είναι να μην υπάρχουν σημαντικές δεσμεύσεις και παροχή εξασφαλίσεων και να υπάρχει μακρά περίοδος αποπληρωμής (όταν πρόκειται για δανεισμό).

    Οι επενδυτές (συνηθέστερα: μεμονωμένοι, funds, venture capital κ.ο.κ) και, σχετικά πρόσφατα, οι τράπεζες αναζητούν πάντοτε

    α) την μέγιστη δυνατή απόδοση.

    β) την συντομότερη δυνατή επιστροφή της επένδυσης,

    γ) την μέγιστη δυνατή εξασφάλιση.

    Οι εξασφαλίσεις

    Οι ενοχικές και οι εμπράγματες ασφάλειες (εγγυήσεις, προσημειώσεις, υποθήκες, ενέχυρα) έχουν χάσει σημαντικό τμήμα στην αξιακή κλίμακα των επενδυτών και των τραπεζών. Δεν είναι πλέον η βασική, βεβαίως ούτε και η μόνη, εξασφάλιση στην οποία προσβλέπουν. Συχνά απαιτούν (και, κατά κανόνα, επιτυγχάνουν) σημαντικές δεσμεύσεις της επιχείρησης-αντίθετα με τα δικά της συμφέροντα και ανάγκες. Επαπειλούμενη κύρωση, σε περίπτωση παραβίασης των συγκεκριμένων δεσμεύσεων είναι κάποιου τύπου ποινική ρήτρα (στην περίπτωση των επενδυτών) ή η αναγνώριση σχετικού λόγου καταγγελίας της χρηματοδότησης και αξίωσης άμεσης επιστροφής της (στην περίπτωση των τραπεζών).

    Περιορισμοί, δεσμεύσεις και υποχρεώσεις

    Οι επιβαλλόμενοι περιορισμοί, δεσμεύσεις και υποχρεώσεις είναι, κατά κανόνα, πολυποίκιλοι. Είναι δυνατόν να αφορούν στην εταιρεία, στην επιχειρηματική της δράση, στη διοίκηση και στους μετόχους της. Η πρόσβαση στα βιβλία και η στενή παρακολούθηση των οικονομικών στοιχείων της επιχείρησης είναι το ελάχιστο. Απολύτως ενδεικτικά θα μπορούσε κάποιος (σταχυολογώντας πρόσφατες εμπειρίες) να αναφερθεί στην αναγκαιότητα της σύμφωνης γνώμης του επενδυτή ή, κατά περίπτωση, της πιστώτριας τράπεζας σε περιπτώσεις όπως οι ακόλουθες:

    (α) Η έγκριση  του business plan.

    (β) Η σύνθεση του Διοικητικού Συμβουλίου (με απώτερο στόχο και τη συμμετοχή εκπροσώπων του επενδυτή σ’ αυτό).

    (γ) Η λήψη σημαντικών αποφάσεων (λ.χ. συγχώνευση, διάσπαση, απόσχιση κλάδου, διανομή προμερίσματος και μερίσματος, επιστροφή κεφαλαίου, αγορά, εκποίηση, εκμίσθωση, μίσθωση και leasing παγίων, ανάληψη σημαντικών υποχρεώσεων, παροχή εμπραγμάτων ασφαλειών κ.ο.κ.).

    (δ) Η χρηματοδότηση τρίτων είτε άμεσα (λ.χ. δάνεια), είτε έμμεσα (λ.χ. εγγυήσεις).

    (ε) Η τροποποίηση κρίσιμων διατάξεων του καταστατικού.

    (στ) Η αλλαγή στο μετοχικό σχήμα [μεταβιβάσεις μετοχών είτε μεταξύ των μετόχων είτε και προς τρίτους-συμπεριλαμβανομένης της παροχής μετοχών, ως κίνητρο, σε στελέχη, βλ. stock option(!)].

    (ζ) Η ασφάλιση των παγίων της επιχείρησης και η απαγόρευση εκχώρησης του ασφαλίσματος κ.ο.κ.

    Η πολυεπίπεδη λειτουργία των δεσμεύσεων

    Ανάληψη υποχρεώσεων και δεσμεύσεων τέτοιων όπως αυτές που  παραπάνω αναφέρονται λειτουργεί σε τρία επίπεδα:

    (α) Ο επενδυτής (ή, κατά περίπτωση, η Τράπεζα) αισθάνονται την (πράγματι αναγκαία για εκείνους) ασφάλεια προκειμένου να προχωρήσουν στην χρήσιμη, και ενίοτε κρίσιμη, για την επιχείρηση επένδυση ή χρηματοδότηση.

    (β) Η επιχείρηση, η διοίκησή της αλλά και οι μέτοχοι θα πρέπει να είναι έτοιμοι να αποδεχθούν έλεγχο, περιορισμούς ή/και (στη χειρότερη περίπτωση) δικαίωμα αρνησικυρίας (veto) σε σημαντικές επιχειρηματικές τους αποφάσεις.

    (γ) Η επιχείρηση από τη μία πλευρά και ο επενδυτής (ή, κατά περίπτωση, η Τράπεζα) από την άλλη συνδέονται με εξαιρετικά ισχυρούς δεσμούς καθ’ όλη την  περίοδο της συνεργασίας τους, οι οποίοι δεν είναι δυνατόν να διασπαστούν χωρίς δραματικές ή έστω εξαιρετικά δυσμενείς συνέπειες.

    Επιβολή δεσμεύσεων

    Οι αναλαμβανόμενες δεσμεύσεις της επιχείρησης είναι ενδεχόμενο να αποδειχθούν από διπλή σκοπιά προβληματικές-ιδιαίτερα όταν τους όρους επιβάλλει τράπεζα που χρηματοδοτεί:

    (α) Η δυνατότητα λήψης επιχειρηματικών αποφάσεων μεταφέρεται από την επιχείρηση, έστω και μερικά, σε (μεσαία ή ανώτερα) τραπεζικά στελέχη, τα οποία ούτε επιχειρηματίες είναι, ούτε σημαντική γνώση του αντικειμένου διαθέτουν. Το σημαντικότερο: ουδέποτε διατηρούν ουσιαστικό ρίσκο για τις επιλογές τους, ουδέποτε διακυβεύουν τη δική τους, προσωπική, περιουσία.

    (β) Η ελευθερία της επιχείρησης, της διοίκησής της και των μετόχων της περιορίζεται όσον αφορά την υλοποίηση των σχεδιασμών τους. Η επιχείρηση προσδένεται στο άρμα της πιστώτριας τράπεζας. Οποιαδήποτε σημαντική επιχειρηματική απόφαση δεν είναι δυνατό να ληφθεί χωρίς τη συναίνεση της τελευταίας. Η τράπεζα μάλιστα έχει την (κατά κανόνα ανέλεγκτη) επιλογή να εμποδίσει ή να εγκρίνει εν τέλει οποιαδήποτε επιχειρηματική κίνηση και οποιαδήποτε άλλη χρηματοδότηση. Έχει επίσης την επιλογή να χρηματοδοτήσει η ίδια την επιχειρηματική δράση της εταιρείας-αποκτώντας έτσι δεσπόζουσα θέση μεταξύ των πηγών χρηματοδότησής της.

    Η εξισορρόπηση των συμφερόντων

    Στο πλαίσιο μιας ελεύθερης οικονομίας όπως αυτή της χώρας μας ουδείς υποχρεούται στη σύναψη σύμβασης ή/και στην αποδοχή συγκεκριμένων δυσμενών συμβατικών ρυθμίσεων.

    Στην περίπτωση της αναζήτησης κεφαλαίων το ισχυρό μέλος δεν είναι, κατά κανόνα, η επιχείρηση: Συχνά θα «συρθεί» σε σύναψη συμβάσεων και συμβατικές ρυθμίσεις ακραία προβληματικές.

    Μοιάζει συχνά, και κατά λογική ακολουθία, ουτοπικό να μιλάμε για «εξισορρόπηση συμφερόντων».

    Ένα μόνον είναι το δεδομένο: Κανένας δεν θα καταφέρει να «ακούσει» την επιχείρηση όταν στο σύντομο ή απώτερο μέλλον επιχειρήσει να μιλήσει για «ψιλά γράμματα» ή να αναπαραγάγει τη διαβεβαίωση του αρμόδιου στελέχους των πιστωτών του (τράπεζας, fund ή venture capital): «έλα, μη δίνεις σημασία: τυπικά είναι αυτά-εδώ είμαστε»…

    stavros-koumentakis

    Σταύρος Κουμεντάκης
    Senior Partner

     

    Υ.Γ. Το άρθρο δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ, στις 14 Οκτωβρίου 2018 και στο portal makthes.gr 

     

  • Κεφαλαιακή ενίσχυση επιχείρησης: η σύμπραξη με επενδυτή

    Κεφαλαιακή ενίσχυση επιχείρησης: η σύμπραξη με επενδυτή

    [vc_row][vc_column][vc_column_text]Μια επιλογή για τη χρηματοδότηση των επενδυτικών σχεδίων μιας επιχείρησης (startup ή μη) είναι η κεφαλαιακή ενίσχυσή της. Όταν ο επιχειρηματίας διαθέτει κεφάλαια και επιλέγει να τα επενδύσει και να συνεχίσει μοναχικά την πορεία του τα πράγματα είναι, κατά κανόνα, απλά. Συχνά όμως αναγκάζεται ή επιλέγει να συμπράξει με κάποιον επενδυτή προσβλέποντας στην ενίσχυσή του και στη συνδρομή του. Ο επενδυτής μπορεί να είναι είτε μεμονωμένο πρόσωπο είτε επιχειρηματικό σχήμα (λ.χ. venture capital).

    Τρόποι «εισόδου» ενός επενδυτή σε μια εταιρεία

    Η είσοδος ενός επενδυτή σε ένα εταιρικό σχήμα (ας περιοριστούμε στην ανώνυμη εταιρεία) είναι δυνατό να γίνει με διαφορετικούς τρόπους. Η αγορά υφισταμένων μετοχών ή η συμμετοχή στην αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου είναι οι συνηθέστεροι. Υπάρχει, επιπρόσθετα, η περίπτωση του  ομολογιακού δανείου που μετατρέπεται σε μετοχές όταν ο δανειστής  ασκήσει το σχετικό δικαίωμά του μετατρέποντας την οικονομική του αξίωση σε μετοχές.

    Η συμμετοχή του επενδυτή στην κεφαλαιακή ενίσχυση

    Σε κάθε περίπτωση εισόδου επενδυτή στο μετοχικό κεφάλαιο μιας εταιρείας, κάποια από τα πρώτα, προς διευκρίνιση θέματα είναι:

    (α) εάν η συμμετοχή θα είναι μειοψηφική ή πλειοψηφική,

    (β) ποιό θα είναι το καταβλητέο ποσό από μέρους του και

    (γ) ποιό θα είναι το ποσοστό του μετοχικού κεφαλαίου στο οποίο θα αντιστοιχεί η συμμετοχή.

    Να σημειωθεί πως κάποια ποσοστά αξιολογούνται ως κρίσιμα στη λειτουργία της ανώνυμης εταιρείας, με τη διευκρίνιση πως στην περίπτωση που μιλάμε για πλειοψηφική συμμετοχή αντιμετωπίζουμε, ενδεχομένως, θέμα εξαγοράς της. Επίσης, πως ο επενδυτής πάντα θα προσβλέπει σε αυξημένο αριθμό μετοχών, ενώ ο επιχειρηματίας σε όσο το δυνατόν απομειωμένο. Σε νομικό επίπεδο υπάρχουν πάντοτε τα κατάλληλα εργαλεία για την υλοποίηση του αντικειμένου της μεταξύ τους συμφωνίας.

    O κοινός στόχος και η διασφάλιση του επενδυτή

    Ο βασικός λόγος για οποιαδήποτε επένδυση (είτε υψηλού είτε χαμηλού ρίσκου) είναι η αποκόμιση επιχειρηματικού κέρδους.

    Το κέρδος (:κοινός στόχος) είναι συνυφασμένο, μεταξύ άλλων, με την επιτυχή υλοποίηση του business plan, το οποίο έχει συμφωνηθεί ανάμεσα στον επιχειρηματία και τον επενδυτή. Συναρτάται επίσης με το ποσοστό του μετοχικού κεφαλαίου που θα διαθέτει καθένας από αυτούς καθώς και την πολιτική της διανομής των κερδών.

    Ο επενδυτής αξιώνει πάντοτε, για τη διασφάλιση των συμφερόντων του:

    (α) στενή και πολυεπίπεδη παρακολούθηση της λειτουργίας της εταιρείας (μεταξύ άλλων σε νομικό και οικονομικό επίπεδο),

    (β) συμμετοχή στη διοίκηση και στη διαμόρφωση της στρατηγικής,

    (γ) δικαίωμα veto σε κρίσιμες αποφάσεις,

    (δ) δεσμεύσεις των μετόχων (λ.χ. περιορισμός ή απαγόρευση μεταβίβασης μετοχών) κ.ο.κ.

    Exit strategy

    Ο επενδυτής συχνά αποζητά δεσμευτική συμφωνία για την αποκόμιση του κέρδους του και την αποχώρησή του από την επένδυση. Η συμφωνία αυτή (γνωστή και ως “exit strategy”) συμπεριλαμβάνει μεταξύ άλλων τον χρόνο, τις προϋποθέσεις και το ποσό το οποίο προσβλέπει να εισπράξει κατά τον χρόνο της αποχώρησής του.

    Συμβατικό πλαίσιο

    Για την επιτυχία ενός τέτοιου εγχειρήματος επιβάλλεται να υπάρξουν ασφαλείς συμβατικές δεσμεύσεις, εξωκαταστατική συμφωνία μετόχων ή/και καταστατικές τροποποιήσεις. Κρίσιμη παράμετρος για την επιτυχία του όλου εγχειρήματος είναι, πάντοτε, η λεπτομερής και ακριβής καταγραφή των συμφωνηθέντων, των εκατέρωθεν δικαιωμάτων και υποχρεώσεων. Σε κάθε περίπτωση ευκταίο είναι να μην προστρέξουν οι εμπλεκόμενοι σε τρίτους, για την ερμηνεία και εφαρμογή των συμφωνηθέντων,  οποτεδήποτε στο μέλλον.

    stavros-koumentakis

    Σταύρος Κουμεντάκης
    Senior Partner

     

    Υ.Γ. Το άρθρο δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ, στις 7 Οκτωβρίου 2018 και στο portal makthes.gr 

     

  • Startups: χρηματοδότηση, ρίσκο και βιωσιμότητα

    Startups: χρηματοδότηση, ρίσκο και βιωσιμότητα

    [vc_row][vc_column][vc_column_text]Startups: επιχειρηματικά εγχειρήματα (πρωτοεμφανιζόμενα και, συνήθως, πολλά υποσχόμενα) κατά τα πρώτα στάδια της λειτουργίας τους. Στη Νεοφυή επιχείρηση το αντικείμενο δραστηριότητας είναι σχεδόν πάντα άκρως πρωτότυπο, πρωτοποριακό αλλά και υψηλού κινδύνου (high risk-high reward).

    Η Χρηματοδότηση των startups

    Μια επιχειρηματική ιδέα, όσο καινοτόμος, δυναμική και πολλά υποσχόμενη να είναι, έχει ανάγκη κεφαλαίων για να μετουσιωθεί σε επιχειρηματικό εγχείρημα και όφελος. Τα συγκεκριμένα κεφάλαια, άλλοτε λιγότερο κι άλλοτε περισσότερο σημαντικά, ενδέχεται να προέλθουν από τις αποταμιεύσεις του “startupper” ή από το στενό του περιβάλλον.

    Η περίπτωση όμως της χρηματοδότησης από το περιβάλλον του “startupper” δεν είναι η πλέον συνήθης. Εναλλακτικές περιπτώσεις χρηματοδότησης προέρχονται από:

    (α) Τους Επιχειρηματικούς Αγγέλους. Οι “angel investors” είναι αυτοί που, πριν απ’ όλα, θα πιστέψουν στην καινοτόμο ιδέα και θα δεχθούν να την χρηματοδοτήσουν. Οι «αγγελικοί» επενδυτές θα δεχθούν να αναλάβουν υψηλό ρίσκο, ενεργώντας ατομικά ή  οργανωμένοι σε “angel fund”.

    (β) Τα  Venture Capitals. Πρόκειται για οργανωμένο fund επενδυτών,  με υψηλού επιπέδου επαγγελματίες. Προσφέρονται, εκτός από κεφάλαια, εμπειρία και γνώσεις, συνδρομή σε θέματα στρατηγικής, ανάπτυξης, πωλήσεων, διοίκησης, λειτουργίας, marketing κ.ο.κ.

    (γ) Τις πλατφόρμες Crowdfunding. Η χρηματοδότηση «από το πλήθος» θα προέλθει από την αξιοποίηση κάποιας οnline πλατφόρμας. Οι συμμετέχοντες χρηματοδοτούν την ιδέα με χαμηλού ύψους κεφάλαια ο καθένας. Στην Ελλάδα υφίσταται σχετική νομοθετική πρόβλεψη με περιορισμένη, μέχρι σήμερα, εφαρμογή.

    (δ) Τις τράπεζες. Αυτή η περίπτωση δεν είναι συνήθης στην χώρα μας, καθώς οι τράπεζες, κατά κανόνα, προσβλέπουν στη χρηματοδότηση υφιστάμενων επιχειρήσεων με ιστορικότητα και υγιή χρηματοοικονομικά στοιχεία.

    (ε) Την Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα συγκεκριμένα κεφάλαια διοχετεύονται απευθείας ή μέσω προγραμμάτων, που η διαχείρισή τους διενεργείται σε εθνικό επίπεδο.

    (στ) Τις Θερμοκοιτίδες Επιχειρήσεων. Οι “business Incubators” παρέχουν, κατά κανόνα, πρακτικής φύσεως διευκολύνσεις (χώρους, έπιπλα, εξοπλισμό, διοικητική υποστήριξη, επαφές) ή/και μικρή, βραχυχρόνια συνήθως, υποστήριξη και χρηματοδότηση.

    startups-funding

    Ρίσκο

    Ο νέος, αισιόδοξος και ελπιδοφόρος επιχειρηματίας δεν είναι λογικό να αναμένει τη χρηματοδότηση και την υποστήριξη κάποιου επενδυτή (ή, απλού, δανειστή) χωρίς να είναι έτοιμος να ρισκάρει. Και το συγκεκριμένο ρίσκο αφορά στην παροχή επαρκών εξασφαλίσεων (προσωπικών ή εμπράγματων – όταν διατίθενται). Αφορά επίσης, το συνηθέστερο, στην δέσμευση κάποιου σημαντικού τμήματος της επιχείρησης και της επιχειρηματικής του ελευθερίας. Αυτό μπορεί να μεταφραστεί σε μεταβίβαση στον επενδυτή μέρους του εταιρικού κεφαλαίου, σε αποδοχή δραστικών περιορισμών στη λήψη επιχειρηματικών αποφάσεων και άλλα.

     

    Η Βιωσιμότητα των startups

    Τα συμφέροντα του χρηματοδότη/επενδυτή και του επιχειρηματία είναι κατά ένα τμήμα ταυτιζόμενα και κατ’ άλλο αντικρουόμενα. Η βιωσιμότητα της νεοφυούς επιχείρησης αποτελεί κοινό στόχο. Η ταχεία και προσοδοφόρα αξιοποίηση της επιχειρηματικής ιδέας επίσης. Τι θα συμβεί όμως, εάν υπάρξουν συγκρούσεις για το εύρος εξουσιών ενός εκάστου; Πως θα αντιμετωπιστεί η αξίωση του επενδυτή για εξασφαλίσεις ή η πίεση για περιορισμό της επιχειρηματικής ελευθερίας του startuper και ιδιοκτήτη της ιδέας;

    Σε μία χώρα, όπου το 50% των startups αποτυγχάνει μέσα στην τριετία, η συνδρομή των κατάλληλων συμβούλων αποδεικνύεται κρίσιμη. Ιδίως σε νομικό επίπεδο.

    stavros-koumentakis

    Σταύρος Κουμεντάκης
    Senior Partner

     

    Υ.Γ. Το άρθρο δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ, στις 30 Σεπτεμβρίου 2018 και στο portal makthes.gr 

  • Οι οικειοθελείς παροχές στο πλαίσιο των σύγχρονων εργασιακών σχέσεων

    Οι οικειοθελείς παροχές στο πλαίσιο των σύγχρονων εργασιακών σχέσεων

    [vc_row][vc_column][vc_column_text]

    Οικειοθελείς παροχές: «Τι, εν τέλει, ισχύει;»

    Η καταβολή παροχών προς τον εργαζόμενο, πέρα από το μισθό που έχει συμβατικά καθορισθεί (είτε αυτός είναι ο νόμιμος, είτε υψηλότερος από το νόμιμο), αποτελεί πρακτική αρκετών εργοδοτών, η οποία τα τελευταία χρόνια της βαθιάς οικονομικής κρίσης τείνει να λάβει διαστάσεις παγιωμένης πρακτικής.

    Οι παροχές αυτές χαρακτηρίζονται «οικειοθελείς» και μπορεί να συνίστανται σε ορισμένο χρηματικό ποσό, σε είδος (π.χ. κουπόνια για αγορές από σούπερ μάρκετ, τρόφιμα, γεύμα κατά τη διάρκεια της εργασίας) ή ακόμη και σε κάλυψη δαπάνης για λογαριασμό του εργαζομένου (π.χ. κατάρτιση ομαδικής σύμβασης ασφάλισης και καταβολή των ασφαλίστρων).

    Η πρακτική αυτή έχει ως αποτέλεσμα να λαμβάνει ο εργαζόμενος το μισθό που έχει συμφωνήσει με τον εργοδότη και επιπρόσθετα να αποκομίζει στην πράξη επιπλέον «εισόδημα» κατά τη διάρκεια της εργασιακής σχέσης, το οποίο αποτιμάται στο ύψος της εκάστοτε καταβαλλόμενης παροχής. Το γεγονός της καταβολής των παροχών αυτών κατά τη διάρκεια και εξαιτίας της εργασιακής σχέσης συχνά δημιουργεί μία σύγχυση ως προς τη φύση τους και ειδικότερα ως προς το αν αυτές μπορούν να χαρακτηρισθούν ως «μισθός» του εργαζομένου.

    Η απάντηση στο συγκεκριμένο ερώτημα δεν είναι απλή και έχει επανειλημμένα απασχολήσει τα ελληνικά δικαστήρια στον ανώτατο βαθμό. Θα πρέπει όμως να σημειωθεί πως το συγκεκριμένο ερώτημα έχει, πριν ακόμα από τη νομική, και μια επιχειρηματική-σαφέστατα οικονομική διάσταση καθώς κεντρικό ερώτημα πολλών επιχειρηματιών είναι η υιοθέτηση μιας τέτοιας επιλογής ή όχι.

    Μια πρώτη απάντηση στα συγκεκριμένα ερωτήματα επιχειρείται με το παρόν.

     

    Δικαίωμα ή υποχρέωση του εργοδότη;

    Η καταβολή των πρόσθετων αυτών (οικειοθελών) παροχών λαμβάνει χώρα καταρχήν στο πλαίσιο της άσκησης της ελευθερίας του εργοδότη να προσφέρει στον εργαζόμενο «κάτι παραπάνω» από το μισθό που έχει συμβατικά συμφωνήσει. Αυτονοήτως, λοιπόν, ο εργοδότης (θα πρέπει να) μπορεί να διακόψει οποτεδήποτε και αναιτιολόγητα την καταβολή της εκάστοτε οικειοθελούς παροχής χωρίς να μπορεί να προβάλει  ο εργαζόμενος αξίωση για τη συνέχιση της καταβολής της.

    Ενδέχεται όμως, η χορήγηση μίας οικειοθελούς παροχής να εξελιχθεί σε επιχειρησιακή συνήθεια λόγω της αδιάλειπτης χορήγησής της για μεγάλο χρονικό διάστημα και της αποδοχής της από τον εργαζόμενο με αποτέλεσμα να παραχθεί σιωπηρή συμφωνία μεταξύ του εργοδότη και του εργαζομένου, πως η παροχή αυτή αποτελεί τμήμα του μισθού του τελευταίου. Στην περίπτωση αυτή γεννιέται υποχρέωση του εργοδότη για την καταβολή της παροχής και δεν μπορεί πλέον αυτός να προβεί στη μονομερή διακοπή της.

    Ωστόσο, εάν ο εργοδότης κατά την έναρξη χορήγησης μιας παροχής καταστήσει σαφές στον εργαζόμενο (λ.χ. στη σύμβαση εργασίας) ότι διατηρεί το δικαίωμα να διακόψει τη χορήγησή της οποτεδήποτε, αναιτιολόγητα και χωρίς τη σύμφωνη γνώμη του εργαζομένου, διατυπώνοντας με τον τρόπο αυτό τη λεγόμενη «επιφύλαξη ελευθεριότητας», δεν μπορεί – σε οποιαδήποτε περίπτωση – να θεωρηθεί, ότι η παροχή έχει μισθολογικό χαρακτήρα και επομένως ο εργαζόμενος δεν θα αποκτά αξίωση για την καταβολή της.

     

    «Επιφύλαξη ελευθεριότητας» και «ρήτρα ανακλήσεως» εκ μέρους του εργοδότη:
    η διάκριση των εννόμων (αλλά και οικονομικών) συνεπειών που επιφέρει η κάθε μία

    Ο Άρειος Πάγος για πρώτη φορά με την υπ’ αρ. 1174/2017 απόφασή του διαχώρισε την έννοια της «επιφύλαξης ελευθεριότητας» από αυτή της «ρήτρας ανακλήσεως», τις οποίες μπορεί να διατυπώσει ο εργοδότης κατά την έναρξη χορήγησης μίας οικειοθελούς παροχής.

    Στην περίπτωση της «ρήτρας ανακλήσεως» ο εργοδότης μπορεί να διακόψει τη χορήγηση της παροχής ασκώντας το σχετικό δικαίωμα ανακλήσεως με μονομερή δήλωση απευθυντέα προς τον εργαζόμενο. Κατ’ αποτέλεσμα τόσο η «επιφύλαξη ελευθεριότητας» όσο και η «ρήτρα ανακλήσεως» επιτρέπουν στον εργοδότη να διακόψει μονομερώς τη χορήγηση της παροχής.

    Υπάρχει όμως μία ουσιώδης διαφοροποίηση μεταξύ τους: Η διατύπωση της «επιφύλαξης ελευθεριότητας» αποκλείει τη δημιουργία επιχειρησιακής συνήθειας και άρα σιωπηρής συμβατικής ανάληψης υποχρέωσης του εργοδότη για χορήγηση της παροχής και αντίστοιχης αξίωσης του εργαζόμενου για την καταβολή της. Αντίθετα, η διατύπωση της «ρήτρας ανακλήσεως» δεν επιτελεί την ίδια λειτουργία: Η αξίωση του εργαζομένου να λάβει την παροχή γεννιέται αλλά η άσκηση του δικαιώματος ανακλήσεως επιφέρει την απώλεια της αξίωσης αυτής για το μέλλον.

    Από τη στιγμή λοιπόν που ο εργαζόμενος αποκτά αξίωση για την καταβολή της παροχής, το ύψος αυτής θα πρέπει να ληφθεί υπόψη για τον προσδιορισμό τόσο της αποζημίωσης απόλυσης όσο και κάθε άλλης παροχής που κατά νόμο λαμβάνει ο εργαζόμενος και για τον προσδιορισμό της οποίας λαμβάνεται υπόψη ο καταβαλλόμενος μισθός (ενδεικτικά: δώρα εορτών). Καθώς η επιλογή της μιας ή της άλλης ρήτρας έχει άμεσες οικονομικές συνέπειες στην επιβάρυνση της επιχείρησης, εύκολα γίνεται αντιληπτή η ιδιαίτερη αξία της συγκεκριμένης διάκρισης.

    dikhgoriko-grafeio-koumentakis-kai-synergates-law-firm-

    Οι πραγματικές διαστάσεις των οικειοθελών παροχών στις εργασιακές σχέσεις

    Όλο και περισσότερες επιχειρήσεις, βεβαρημένες από τις στερούμενες λογικής πολυποίκιλες επιβαρύνσεις, φαίνεται να αντιμετωπίζουν τις οικειοθελείς παροχές ως μέσο περιορισμού των συμβατικών τους υποχρεώσεων έναντι των εργαζομένων τους και άρα εξοικονόμησης (ή δυνητικής εξοικονόμησης) δαπανών. Η διαδικασία που ακολουθείται είναι, λίγο-πολύ, κοινή  τόσο για τους εν ενεργεία εργαζομένους της επιχείρησής τους όσο και για τους υπό πρόσληψη: αμφότεροι καλούνται να δεχθούν ως συμφωνημένη αμοιβή ένα συγκεκριμένο ποσό, το οποίο όμως διασπάται στο νόμιμο ελάχιστο μισθό (που θα αναγράφεται στη σύμβαση εργασίας) και στο υπόλοιπο, που (ρητά ή σιωπηρά) θα λαμβάνουν οι εργαζόμενοι ως κάποια από τις ανωτέρω αναφερόμενες μορφές οικειοθελούς παροχής.

    Οι μεν εν ενεργεία εργαζόμενοι συμφωνούν να υπογράψουν τροποποίηση της σύμβασης εργασίας τους, στην οποία ουσιαστικά αποτυπώνεται η μείωση του μισθού τους στο νόμιμο, οι δε υπό πρόσληψη συμφωνούν να υπογράψουν σύμβαση εργασίας δεχόμενοι ως συμβατικό μισθό τον ελάχιστο νόμιμο. Και οι δύο κατηγορίες εργαζομένων προσβλέπουν στη μονιμότερη τήρηση της πρόσθετης συμφωνίας για την καταβολή της οικειοθελούς παροχής, η οποία θα συμπληρώνει το ποσό του συμφωνημένου μισθού.

     

    Οικειοθελείς παροχές: η φορολογική αντιμετώπιση

    Ο νομοθέτης δεν αντιμετωπίζει ενιαία τις οικειοθελείς παροχές από τη σκοπιά της φορολόγησής τους. Καταρχήν ισχύει ο γενικός κανόνας της φορολόγησής τους, εφόσον η αξία τους υπερβαίνει το ποσό των 300,00 € ετησίως. Ωστόσο οι υποπεριπτώσεις για τον τρόπο προσδιορισμού της αξίας τους αλλά και οι ρητές εξαιρέσεις από τον κανόνα είναι αρκετές (και συναρτώμενες με το ύψος των παροχών ανά προβλεπόμενη κατηγορία) με αποτέλεσμα να πρέπει ο εργαζόμενος να ερευνήσει σε ποια υποπερίπτωση ανήκει η παροχή που λαμβάνει ώστε να γνωρίζει, αν θα φορολογηθεί για αυτή την παροχή. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελούν οι διατακτικές σίτισης (δηλαδή τα ευρέως χρησιμοποιούμενα κουπόνια για το σούπερ μάρκετ), οι οποίες δεν φορολογούνται εφόσον δεν υπερβαίνουν το ποσό των 6,00 € ημερησίως, ήτοι των 120,00 € μηνιαίως.

    Για το φορολογικό νομοθέτη λοιπόν, είναι αδιάφορος ο νομικός χαρακτηρισμός της παροχής αλλά ιδιαίτερα κρίσιμο το ύψος αυτής.

     

    Αντί επιλόγου

    Η από μέρους των επιχειρήσεων επιλογή για οικειοθελείς παροχές στο πλαίσιο συμβάσεων εξαρτημένης εργασίας (είτε από ελευθεριότητα παρεχομένων είτε ελευθέρως ανακλητών) υιοθετείται ολοένα και συχνότερα στο πλαίσιο της εύλογης προσπάθειας αποκόμισης θεμιτού οφέλους ή απομείωσης αθέμιτου κόστους. Σε κάθε περίπτωση απαιτείται ιδιαίτερη προσοχή στην διατύπωση των σχετικών διατάξεων και ρητρών προκειμένου και το μέγιστο όφελος να επιτευχθεί και η διακινδύνευση να είναι η ελάχιστη δυνατή.

    Η συμβολή του νομικού παραστάτη (και εν προκειμένω) του νομικού συμβούλου καθίσταται ιδιαίτερα σημαντική.

    [/vc_column_text][/vc_column][/vc_row]

  • Cyber Risk: Ο ρόλος του Νομικού Συμβούλου

    Cyber Risk: Ο ρόλος του Νομικού Συμβούλου

    [vc_row][vc_column][vc_column_text]

    1. Ο κίνδυνος της κυβερνοεπίθεσης: Αφορά όλους ή αποκλειστικά τους «εκλεκτούς» και «διάσημους»;

    «Πολλοί άνθρωποι που εργάζονται στον τομέα της κυβερνοασφάλειας θα σας πουν ότι δεν είναι ζήτημα του εάν θα δεχθεί μια επιχείρηση κυβερνοεπίθεση αλλά του πότε θα την δεχθεί, υπό οποιαδήποτε μορφή. Είτε έχεις δεχθεί κυβερνοεπίθεση και δεν το έχεις καταλάβει είτε υπέστης κυβερνοεπίθεση και το ξέρεις είτε θα υποστείς κυβερνοεπίθεση κάποια στιγμή στο μέλλον».

    Αυτή είναι η δήλωση του Martin Felli (CLO της JDA Software, μιας από τις μεγαλύτερες εταιρείες παγκοσμίως σε software εφοδιαστικών αλυσίδων), προς τον Dominic Carman, ο οποίος διεξήγε ειδική έρευνα για λογαριασμό της Kroll.

    Αυτό που λέει ο Felli είναι στην πραγματικότητα μια επεξήγηση της δήλωσης του πρώην Διευθυντή του FBI Robert Mueller, ο οποίος ήδη από το 2012, δήλωσε: «Υπάρχουν μόνο δύο είδη επιχειρήσεων: αυτές που τις έχουν ήδη χακάρει και αυτές τις οποίες θα χακάρουν στο μέλλον».

    Παρά την διαρκή ψηφιοποίηση των πάσης φύσεως πληροφοριών και την χρήση ηλεκτρονικών δικτύων για την διεκπεραίωση πάσης φύσεως συναλλαγών και εργασιών, είναι περισσότερο από προφανές πως οι περισσότερες επιχειρήσεις στην Ελλάδα δεν έχουν συναίσθηση των κινδύνων που διατρέχουν τόσο οι ίδιες όσο και τα δεδομένα των πελατών τους από τις πάσης φύσεως και μορφής κυβερνοεπιθέσεις

    Όμως γιατί ο νομικός σας σύμβουλος να ασχοληθεί με αυτό το θέμα; Δεν είναι, άραγε, θέμα του ΙΤ;

    Για να επιχειρήσουμε μια ικανοποιητική απάντηση στο συγκεκριμένο ερώτημα, πρέπει να στρέψουμε το βλέμμα μας στο πρόσφατο παρελθόν…

    1. Η δημοσιοποίηση της απώλειας ή διαρροής πληροφοριών και οι συνέπειές της-Γενικά.

    Η δημόσια εκδήλωση – αποκάλυψη μιας απώλειας ή διαρροής πληροφοριών πάσης φύσεως (είτε αυτά είναι προσωπικά δεδομένα πελατών είτε είναι επιχειρηματικά απόρρητα) ξεκινά με την δημόσια παραδοχή αυτής της διαρροής. Μια τέτοια δημόσια παραδοχή είναι δυνατό να γίνει είτε στο ευρύ κοινό είτε σε περιορισμένο κύκλο νομικών και φυσικών προσώπων, τα δεδομένα των οποίων έχουν απωλεσθεί ή διαρρεύσει από την κυβερνοεπίθεση.

    Και στις δύο περιπτώσεις (:δημόσια ή περιορισμένη παραδοχή της κυβερνοεπίθεσης) οι νομικές συνέπειες είναι, πάντοτε σοβαρές. Οι μεν βλαπτόμενοι τρίτοι δικαιούνται να κινηθούν δικαστικά σε βάρος της επιχείρησης που δέχθηκε την κυβερνοεπίθεση οι δε αρμόδιες αρχές να επιβάλλουν τα πρόστιμα που προβλέπονται από το υφιστάμενο θεσμικό πλαίσιο. Το εύρος των αποζημιώσεων που θα επιδικαστούν και των προστίμων που θα επιβληθούν θα είναι, πάντοτε, ευθέως ανάλογο της έκτασης της διαρροής και της σοβαρότητας των δεδομένων που απωλέσθηκαν ή υποκλάπηκαν

    Και στις δύο περιπτώσεις (στην πρώτη άμεσα, στη δεύτερη εν καιρώ) η αναπόφευκτη δημοσιοποίηση προσελκύει, επιπρόσθετα, το ενδιαφέρον των media και προκαλεί, αναπόφευκτα, σοβαρότατο πλήγμα στο κύρος και τη φήμη της επιχείρησης. Αυτή η δεύτερη συνέπεια της κυβερνοεπίθεσης είναι εξίσου σοβαρή (πολλές φορές σημαντικότερη) με τις νομικές συνέπειες που έχει η δημοσιοποίηση (αγωγές, διοικητικά πρόστιμα, ποινικές ευθύνες).

    1. «Δεν έλαβε χώρα ενδελεχής διερεύνηση των αιτιών της διαρροής πληροφοριών»: Η περίπτωση της Yahoo

    Σχετικά πρόσφατα (το 2016) η Yahoo αποκάλυψε δύο αυτοτελή περιστατικά υποκλοπής των δεδομένων της από hackers, οι οποίοι απέκτησαν πρόσβαση σε δεδομένα ενός δισεκατομμυρίου χρηστών (:το νούμερο προκαλεί, πράγματι,  ίλιγγο). Το πρώτο συνέβη το 2014 και κρατήθηκε, αρχικά, μυστικό. Όταν όμως το 2016 έγινε και δεύτερη παραβίαση, η εταιρεία αναγκάσθηκε να προβεί σε συνολική αποκάλυψη.

    Το σοκ για τον επιχειρηματικό κόσμο των Ηνωμένων Πολιτειών ήταν τόσο μεγάλο που μια λεπτομέρεια πέρασε ίσως απαρατήρητη: Ο πρώτος που παραιτήθηκε ήταν ο Head IT της Yahoo (:αναμενόμενο) ο δεύτερος όμως ήταν ο επικεφαλής Νομικός Σύμβουλος. Γιατί όμως αυτή η δεύτερη παραίτηση;

    Η Ειδική Επιτροπή που ορίσθηκε από το Διοικητικό Συμβούλιο της Yahoo για τη διερεύνηση των συνθηκών των διαρροών, τόσο αυτής του 2016 όσο κι εκείνης του 2014, έκρινε πως όλη η ομάδα των Νομικών Συμβούλων της Yahoo απέτυχε να διερευνήσει ενδελεχώς τα αίτια και τις συνθήκες των παραβιάσεων του 2014. Και τούτο παρά το ότι διέθετε και τα στοιχεία και τις προϋποθέσεις για να το επιτύχει. Η συγκεκριμένη λοιπόν αποτυχία από μέρους της ομάδας των Νομικών Συμβούλων είχε ως πρώτο αποτέλεσμα να μην ληφθεί οποιοδήποτε ουσιαστικό μέτρο και ως τελικό-δραματικό αυτή τη φορά (αποτέλεσμα) να καταστεί εφικτή η εκτεταμένη παραβίαση του 2016.

    Ποιο ήταν το καθήκον λοιπόν που παρέλειψε ο Επικεφαλής Νομικός Σύμβουλος της Yahoo; Ποιο αντίστοιχο καθήκον βαρύνει τους Νομικούς Συμβούλους των επιχειρήσεων;

    1. Οι αλλαγές που φέρνουν στο παγκόσμιο επιχειρηματικό περιβάλλον ο Κανονισμός ΕΕ GDPR και η Οδηγία NIS

    Το 2016 η Ευρωπαϊκή Ένωση νομοθέτησε δύο σημαντικότατα νομοθετήματα : Τον Γενικό Κανονισμό Προστασίας Δεδομένων (General Data Protection Regulation 2016/679) και την Οδηγία για τα Μέτρα για Υψηλό Κοινό Επίπεδο Ασφαλείας Συστημάτων Δικτύου και Πληροφοριών σε ολόκληρη την Ένωση (Νetwork and Information Security Directive 2016/1148).

    Τον πρώτο εξ αυτών (GDPR) αρκετοί, ήδη, γνωρίζουν. Την δεύτερη όμως οι περισσότεροι αγνοούν, παρά το γεγονός ότι και αυτή πρέπει υποχρεωτικά να ενσωματωθεί στην εσωτερική νομοθεσία των κρατών – μελών από τον Μάιο του 2018. Τα κράτη – μέλη υποχρεούνται μέχρι τον Νοέμβριο του 2018 να ταυτοποιήσουν τους φορείς και παρόχους εκμετάλλευσης βασικών υπηρεσιών (οι οποίοι έχουν πλέον αυξημένη ευθύνη τήρησης υψηλών μέτρων ασφαλείας).

    Τα συγκεκριμένοι νομοθετήματα θα επηρεάσουν (ακριβέστερα: επηρεάζουν ήδη) άμεσα και καίρια, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, το σύνολο των επιχειρήσεων που διαχειρίζονται Προσωπικά Δεδομένα ευρωπαίων πολιτών. Τονίζεται ότι δεν αφορούν μόνο τις ευρωπαϊκές επιχειρήσεις αλλά και τις εκτός Ευρωπαϊκής Ένωσης οντότητες που διαχειρίζονται δεδομένα πολιτών της Ένωσης.

    Στην Ευρώπη (όπως νωρίτερα στην Βόρεια Αμερική) κάτι σημαντικό αλλάζει σε σχέση με την εκτίμηση των κινδύνων που εγκυμονεί η ηλεκτρονική διαχείριση δεδομένων. Η στάση των νομοθετικών οργάνων και ελεγκτικών αρχών φαίνεται πως σκληραίνει απότομα και σημαντικά. Με τα παραπάνω νομοθετήματα η Ευρωπαϊκή Ένωση γίνεται η αιχμή του δόρατος σχετικά με την απόδοση επιχειρηματικής ευθύνης όσον αφορά την παράλειψη προστασίας και ασφαλούς διαχείρισης των πληροφοριών που, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, διαχειρίζονται οι επιχειρήσεις.

    Και τα δύο νομοθετήματα, πέρα από όλες τις άλλες συνέπειες τους και τις πολλαπλές παραμέτρους κανονιστικής συμμόρφωσης που δημιουργούν, επισωρεύουν και πρόσθετες δυσμενείς συνέπειες σε περίπτωση κυβερνοεπίθεσης που ως αποτέλεσμά της μπορεί να έχει τη διαρροή δεδομένων.

    1. Ο ρόλος του Νομικού Συμβούλου της επιχείρησης

    Μέσα σε αυτό το περιβάλλον των ραγδαίων (μα και ταυτόχρονα σημαντικών) αλλαγών επιχειρηματικών συμπεριφορών και πρακτικών που επιφέρουν οι σύγχρονες νομοθετικές τάσεις, ο ρόλος του Νομικού Συμβούλου μιας επιχείρησης αποδεικνύεται εκτεταμένος και, συνάμα, καίριος .

    Ο Νομικός Σύμβουλος μιας επιχείρησης οφείλει, ως επικεφαλής της οικείας ομάδας, να σχεδιάσει, επιβλέψει και δοκιμάσει εκ των προτέρων ένα Σχέδιο Αντίδρασης (Incident Response Plan) για την περίπτωση κυβερνοεπίθεσης.

    Φαντάζει ίσως περίεργο ότι ένας νομικός είναι επικεφαλής μιας τέτοιας προσπάθειας και όχι ο IT Manager. Κι όμως, μόνο με αυτόν τον τρόπο μπορεί να υπάρξει αποτελεσματική προστασία των συμφερόντων της επιχείρησης έναντι των συνεπειών που θα έχει μια ενδεχόμενη απώλεια ή διαρροή δεδομένων.

    Στο τεχνικό σκέλος είναι προφανής (όσο και αυτονόητη) η συνδρομή των ειδικών εκείνων που θα εντοπίσουν το είδος της εισβολής, την αδυναμία που έτυχε εκμετάλλευσης, την ταυτοποίηση του όγκου των δεδομένων που διέρρευσαν κλπ. Κύριο μέλημα όμως του Νομικού Συμβούλου θα είναι η όχι μόνον η γνωστοποίηση στη διοίκηση και τα αρμόδια στελέχη της επιχείρησης αλλά και η μέριμνα για την πιστή εφαρμογή όσων προβλέπονται από την νομοθεσία και τις βέλτιστες πρακτικές (best practices), η άμβλυνση των συνεπειών από τυχόν παραβίαση και, ιδίως, η εναρμόνιση του συνόλου των τμημάτων της επιχείρησης στην τήρηση του Σχεδίου Αντίδρασης.

    Ο Νομικός σας Σύμβουλος (οφείλει να) γνωρίζει ποιες είναι οι πρόνοιες εκείνες (πριν την κυβερνοεπίθεση) αλλά και οι απαιτούμενες ενέργειες (μετά την κυβερνοεπίθεση και τη διαρροή δεδομένων) ώστε:

    • Να καθίσταται σαφές στις αρμόδιες ελεγκτικές και δικαστικές Αρχές πως η επιχείρηση έκανε ό,τι καλύτερο ήταν δυνατό τόσο προληπτικά (πριν από την κυβερνοεπίθεση) όσο και μετά την διαρροή των δεδομένων.
    • Να εντοπισθούν κατά τρόπο σαφή και ευεξήγητο (σε μη ειδικούς) τα αίτια της διαρροής, τα πρόσωπα που τυχόν ευθύνονται, η ύπαρξη δόλου ή αμέλειας που συνετέλεσαν στην διαρροή των πληροφοριών.
    • Η δημιουργία βέλτιστων συνθηκών και αποδεικτικού υλικού για την επιδίωξη της τιμωρίας των αυτουργών ή/και υπευθύνων της επίθεσης ενώπιον των αρμοδίων αρχών και οργάνων.
    • Η επικοινωνιακή διαχείριση των συνεπειών της αποκάλυψης της απώλειας/διαρροής δεδομένων εξαιτίας της κυβερνοεπίθεσης.

    Ο Νομικός Σύμβουλος της επιχείρησης θα εντοπίσει τους συγκεκριμένους κινδύνους για κάθε επιχείρηση-πελάτη του ανάλογα με τη δραστηριότητα που ασκεί και την έκθεση της στην διαχείριση δεδομένων (:gap analysis). Σε συνεργασία με το ΙΤ της επιχείρησης θα μελετήσει ο Νομικός Σύμβουλος τα πιθανά σενάρια κυβερνοεπίθεσης και θα καταρτίσει ένα Σχέδιο Αντίδρασης, το οποίο θα είναι απλό και κατανοητό για όλα τα στελέχη και τμήματα της επιχείρησης όσο και, ιδίως, για έναν δικαστή που ενδεχομένως επιληφθεί μεταγενεστέρως.

    Για να γίνει απόλυτα κατανοητό αυτό ας προστρέξουμε σε ένα απλό παράδειγμα: Ο δικηγόρος που υπερασπίζεται έναν πελάτη του για ιατρική αμέλεια δεν χρειάζεται να είναι νευροχειρουργός. Αρκεί να έχει προετοιμασθεί ώστε να αντιλαμβάνεται την φιλοσοφία και ακολουθία του πρωτοκόλλου που όφειλε να ακολουθήσει ο πελάτης του για να ανταποκριθεί στο επίδικο περιστατικό. Ο Νομικός Σύμβουλος της επιχείρησης, αφού κατανοήσει, με την πολύτιμη βοήθεια του IT, τα τεχνικά ζητήματα, θα «μεταφράσει» με τρόπο κατανοητό τις απαραίτητες ενέργειες και διαδικασίες, ώστε αυτές να είναι απλές και κατανοητές τόσο από τη Διοίκηση της επιχείρησης και τους εργαζόμενους όσο και από τρίτους (ελεγκτικές αρχές, δικαιοσύνη).

    Είναι μάλιστα χαρακτηριστικό ότι ήδη στις ΗΠΑ και στη Μεγάλη Βρετανία, οι μεγάλες δικηγορικές εταιρείες έχουν αναπτύξει δικά τους τμήματα Κυβερνοασφάλειας, ώστε να παρέχουν το σύνολο των υπηρεσιών που απαιτούνται (legal και IT).

    1. To ζήτημα της Κυβερνοασφάλειας και η ένταξή του στα κανονιστικά έγγραφα της επιχείρησης

    To ζήτημα της Κυβερνοασφάλειας, με πρωτοβουλία του Νομικού Συμβούλου πρέπει να ενταχθεί στα κανονιστικά έγγραφα της επιχείρησης (Κανονισμός Εργασίας, Εσωτερικός Κανονισμός Λειτουργίας, Εγκεκριμένες Οδηγίες (Policies) για την διαχείριση δεδομένων ή/και Η/Υ κλπ).

    Ενδεικτικά και μόνον να σημειωθεί πως ένα Σχέδιο Αντίδρασης σε Κυβερνοεπίθεση πρέπει να περιλαμβάνει (ενδεικτικά-μεταξύ πολλών άλλων):

    • Ποιοι είναι οι επικεφαλής των ομάδων ενέργειας, πότε και πως ειδοποιούνται
    • Ποιος αποφασίζει και εντός ποιου χρονικού διαστήματος για την (ενδεχόμενη) ολοσχερή διακοπή (total shut down) λειτουργίας των δικτύων της εταιρείας ή την απόπειρα συνέχισης λειτουργίας ώστε να εντοπισθεί η προέλευση της κυβερνοεπίθεσης
    • Ποιος είναι ο εξωτερικός συνεργάτης που (ενδεχομένως) πρέπει να επιληφθεί της παρακολούθησης των συστημάτων.
    • Ποιές και τί είδους είναι οι έγγραφες ειδοποιήσεις και αναφορές που θα αποτελέσουν την αρχή απόδειξης του χρόνου συνειδητοποίησης της κυβερνοεπίθεσης και των ενεργειών που έλαβαν χώρα
    • Ποιος είναι υπεύθυνος επικοινωνίας και PR που (ενδεχομένως) πρέπει να διαχειρισθεί το επικοινωνιακό κομμάτι της αποκάλυψης
    1. Μήπως ΚΑΙ για την ασφάλιση αστικής ευθύνης θα πρέπει να μεριμνήσει ο Νομικός Σύμβουλος;

    Στο ίδιο πλαίσιο, ο Νομικός Σύμβουλος της επιχείρησης θα εντοπίσει με ακρίβεια τις πιθανότερες πηγές κινδύνου και θα έχει τη δυνατότητα να επιλέξει  την σωστή ασφάλιση αστικής ευθύνης έναντι κυβερνοεπίθεσης. Και τούτο σε αντίστιξη με τη συνήθη επιχειρηματική τακτική που το μεν επιλέγεται η φθηνότερη προσφορά το δε υπογράφεται το πρώτο κείμενο/σχέδιο ασφαλιστικής σύμβασης που θα σταλεί από την επιλεγείσα ασφαλιστική εταιρεία (το οποίο ενδεχομένως αφενός μεν να καλύπτει και απολύτως περιττούς κινδύνους αφετέρου δε να μην καλύπτει τα απολύτως αναγκαία).

    1. Η σύνδεση της αξιοπιστίας της επιχείρησης με την προστασία της

    Όλες οι παραπάνω ενέργειες του Νομικού Συμβούλου (:ύπαρξη σαφών κανονιστικών εγγράφων, policies, Σχεδίου Αντίδρασης, Ασφαλιστικής Κάλυψης κλπ) κυρίως όμως η ευθυγράμμιση της επιχείρησης και των στελεχών της με όσα προβλέπουν, δεν μπορούν παρά να έχουν ως συνέπεια την επαύξηση της εμπιστοσύνης των πελατών και συνεργατών της προς την ίδια

    Δεδομένου μάλιστα ότι όλοι επιθυμούμε να συνεργαζόμαστε με αξιόπιστους εταίρους, τα (περιφερειακά) οφέλη της επιχείρησης είναι περισσότερο από προφανή: οι πελάτες βλέπουν ότι έχουν να κάνουν με έναν σοβαρό business partner και όχι με ένα «μαγαζάκι».

    1. Η δημιουργία συνθηκών αποτροπής μιας «εσωτερικής» κυβερνοεπίθεσης

    Τα τελευταία χρόνια βρισκόμαστε, δυστυχώς, μπροστά σε φαινόμενα παραβίασης επιχειρηματικών απορρήτων επιχειρήσεων από (δυσαρεστημένα ή μη, παραμένοντα ή υπό αποχώρηση) στελέχη τους στο πλαίσιο ενός μακροπρόθεσμου ή ευκαιριακού σχεδιασμού τους. Τη νομολογία μας έχουν απασχολήσει κάποιες μεμονωμένες, μέχρι σήμερα, περιπτώσεις στελεχών τα οποία είτε ήθελαν (απλώς) τη βλάβη της εργοδότριας επιχείρησης είτε τον προσωπικό τους πλουτισμό είτε την μετακίνησή τους σε ανταγωνιστή-συνοδεία της προίκας των επιχειρηματικών απορρήτων του προηγούμενου εργοδότη τους.

    Η προστασία της επιχείρησης από τα (κακόβουλα) στελέχη της μολονότι δεν είναι αυτόματη ή αυτονόητη είναι, εντούτοις, σε πολύ σημαντικό βαθμό εφικτή με σημαντικά ερείσματα στο υφιστάμενο θεσμικό πλαίσιο αλλά και στο Σύνταγμα (http://koumentakislaw.gr/epixeirhseis-kai-empisteftikothta/)

    Τι συμβαίνει λοιπόν όταν η κυβερνοεπίθεση προέρχεται «εκ των έσω» όταν δηλ. δράστης είναι στέλεχος της επιχείρησης; Υπάρχει δυνατότητα προστασίας και αποτροπής; Υπάρχει δυνατότητα (στην περίπτωση του απευκταίου) διάγνωσης της προέλευσης και ταυτοποίησης των δραστών με σκοπό τον (εσωτερικό) παραδειγματισμό και (μελλοντική) αποτροπή;

    Ο Νομικός Σύμβουλος είναι εκείνος που οφείλει να δημιουργήσει το πλαίσιο και υπόβαθρο των επιχειρηματικών απορρήτων. Ακριβώς στο ίδιο αυτό πλαίσιο (αυτονοήτως σε στενή συνεργασία με το τμήμα ΙΤ) οφείλει να δημιουργήσει συνθήκες αποτροπής μιας «εσωτερικής κυβερνοεπίθεσης», η οποία θα ήταν δυνατό να πλήξει καίρια τα συμφέροντα της επιχείρησης που εκπροσωπεί. Εκείνος είναι που πρώτος οφείλει να «κρούσει» τον κώδωνα του κινδύνου αλλά κι εκείνος που θα πρέπει να  προτρέψει την επιχείρηση στη θέσπιση κατάλληλων πολιτικών και διαδικασιών για την ασφαλή χρήση των δικτύων της εταιρείας, τις ηλεκτρονικές επικοινωνίες, τον έλεγχο της πρόσβασης στα συστήματα και αρχεία της εταιρείας από τα στελέχη της.

    1. Αντί Επιλόγου

    Οι εκάστοτε διαθέσιμοι πόροι είναι, πάντοτε, περιορισμένοι. Η ανάγκη για την ορθολογική διαχείρισή τους περισσότερο από προφανής και σε ό,τι συναρτάται με τη μέγιστη δυνατή  προστασία από το Cyber Risk.

    Εάν δεν γίνει έγκαιρη και ενδελεχής αναγνώριση των αναγκών και πιθανών κινδύνων για την συγκεκριμένη επιχείρηση, το πιθανότερο είναι ότι οι πόροι της επιχείρησης θα «ξοδευτούν» με τρόπο που δεν θα είναι ο βέλτιστος.

    Ο νομικός σας σύμβουλος μπορεί να σας οδηγήσει σε ορθολογικότερη και αποτελεσματικότερη χρησιμοποίηση των διαθέσιμων πόρων και να αναλάβει την ευθύνη συντονισμού όλων των εμπλεκομένων.

    Μα κι αν δεν επιλέξετε να του αναθέσετε τα συγκεκριμένα project, αναζητείστε τουλάχιστον τη συνδρομή του. Να είσθε βέβαιοι ότι το αποτέλεσμα θα είναι απείρως καλύτερο.

    [/vc_column_text][/vc_column][/vc_row]

  • Επιχειρήσεις και Εμπιστευτικότητα

    Επιχειρήσεις και Εμπιστευτικότητα

    [vc_row][vc_column][vc_column_text]

    1. Η σημασία της διασφάλισης της εμπιστευτικότητας

    Κάθε επιχείρηση αντιμετωπίζει σωρεία προκλήσεων για να καταστεί και παραμείνει υγιής αλλά και για να διατηρήσει τα υψηλά standards τα οποία έχει ενδεχομένως επιτύχει, όσον αφορά τη λειτουργία, την αποτελεσματικότητα και την κερδοφορία της. Η διατήρηση (και, πολύ περισσότερο, η επαύξηση) του μεριδίου της αγοράς της στις γεωγραφικές περιοχές της δραστηριοποίησής της προϋποθέτει υπερπήδηση, καθημερινά, σειράς εμποδίων.

    Η επίτευξη και διατήρηση της υγιούς επιχειρηματικότητας είναι πάντοτε όχι μόνον ένα ζητούμενο αλλά και μια καθημερινή πρόκληση. Μια από τις προϋποθέσεις της μάλιστα συναρτάται με την διασφάλιση πως εκείνες οι πληροφορίες που η επιχείρηση προσδιορίζει ως εμπιστευτικές θα διατηρηθούν ως τέτοιες και, μεταξύ άλλων, δεν θα διαχυθούν στον ανταγωνισμό.

    Σε κάποιες, ειδικές, περιπτώσεις η υποχρέωση διαφύλαξης της εμπιστευτικότητας των πληροφοριών τις οποίες διακινεί η επιχείρηση επιβάλλεται από το θεσμικό πλαίσιο (ιδ. κατωτέρω σχετικά με τα προσωπικά δεδομένα). Στις περιπτώσεις αυτές οι συνέπειες δεν αναφέρονται στην ομαλή λειτουργία και ανάπτυξη της επιχείρησης. Οι συνέπειες μπορεί να αναφέρονται σε απροσδιόριστα υψηλά πρόστιμα και ποινικές κυρώσεις!

    1. Πρόσωπα που καταλαμβάνει η υποχρέωση εμπιστευτικότητας

    Η υποχρέωση διαφύλαξης της εμπιστευτικότητας είναι μια υποχρέωση που καταλαμβάνει όλους. Ανεξαιρέτως!

    Όπως δεν εξαιρείται ο εργάτης ή ο κλητήρας μιας επιχείρησης έτσι (αυτονοήτως) δεν εξαιρούνται τα στελέχη, το ανώτερο management, ο Διευθύνων Σύμβουλος ή ακόμα και ο βασικός μέτοχος. Είναι σημαντικό, όμως, να τονισθεί πως η συγκεκριμένη υποχρέωση καταλαμβάνει και οποιονδήποτε τρίτο που γίνεται κοινωνός εμπιστευτικών πληροφοριών, λ.χ. ένας στενός συνεργάτης ή σύμβουλος μιας επιχείρησης.

    1. Μορφή και τρόπος γνώσης των προστατευόμενων πληροφοριών

    Δεν έχει οποιαδήποτε σημασία για την προστασία τους η μορφή των πληροφοριών: Μπορεί να πρόκειται για έγγραφα, για ηλεκτρονικά αρχεία ακόμα και για προφορική πληροφόρηση που διαχέεται σε συγκεκριμένο αριθμό προσώπων και αφορά συγκεκριμένη επιχείρηση ή όμιλο επιχειρήσεων.

    Δεν έχει όμως οποιαδήποτε σημασία και ο τρόπος περιέλευσης σε γνώση των πληροφοριών τις οποίες καταλαμβάνει η υποχρέωση εμπιστευτικότητας. Μπορεί να πρόκειται για πληροφορίες των οποίων (λ.χ.) ένα στέλεχος καθίσταται κοινωνός κατά την ενάσκηση των καθηκόντων του στον χώρο εργασίας του ή ακόμα και εκτός αυτού (λ.χ. στις εγκαταστάσεις πελατών της επιχείρησης). Μπορεί ακόμα να πρόκειται για πληροφορίες που αφορούν θέματα που χειρίζεται ο υπόχρεος, συνάδελφοί του, συνεργάτες ή σύμβουλοι της επιχείρησης. Μπορεί, τέλος, να πρόκειται για θέματα που αφορούν ακόμα και πελάτες της τελευταίας.

    1. Προστατευόμενες πληροφορίες

    Οι πληροφορίες που καταλαμβάνονται από την υποχρέωση εμπιστευτικότητας μπορεί να αναφέρονται στο εμπορικό know-how (εμπορικής φύσεως πληροφορίες: λ.χ. κατάλογοι πελατών και προμηθευτών, κοστολόγια και υπολογισμοί τιμών, στρατηγικές πωλήσεων, μέθοδοι marketing κ.ο.κ.) ή/και στο τεχνικό know-how (τεχνογνωσία-πληροφορίες τεχνικής φύσεως). Μπορεί να αφορούν μεθοδολογία, διαδικασίες, σχεδιασμό, στοιχεία, εξέλιξη και αποτελέσματα οποιασδήποτε επιχειρηματικής δραστηριότητας, διαδικασίας, έρευνας, παραγωγή προϊόντος ή παροχή υπηρεσίας, Μπορεί να αφορούν διαδικασίες, πολιτικές, έγγραφα εποπτικών αρχών που συνδέονται με την επιχείρηση. Μπορεί, εν τέλει, να αφορούν οτιδήποτε σημαντικό για την επιχείρηση.

    1. Ειδικά για τα προσωπικά (απλά και ευαίσθητα) δεδομένα

    Κάποιες όμως από τις προστατευόμενες πληροφορίες είναι μάλιστα δυνατό να συνδέονται με προσωπικά δεδομένα-απλά και ευαίσθητα. Το ενδεχόμενο αυτό δημιουργεί επιπρόσθετες υποχρεώσεις για τις επιχειρήσεις όπως προβλέπεται τόσο με βάση το υφιστάμενο θεσμικό πλαίσιο (Οδηγία ΕΕ/1995/46 που ενσωματώθηκε με τον ν. 2472/1997) όσο και μ’ εκείνο του νέου Κανονισμού (ΕΕ/2016/679) ο οποίος θα τεθεί σε εφαρμογή από 25.5.2018 και εντεύθεν-ανεξάρτητα από την ψήφιση ή μη (του αναμενόμενου) εφαρμοστικού νόμου.

    Το σημαντικό όμως δεν είναι μόνον οι επιπρόσθετες υποχρεώσεις των επιχειρήσεων που δημιουργούνται από υφιστάμενο και νέο θεσμικό πλαίσιο όσον αφορά τα απλά και ευαίσθητα δεδομένα αλλά και, ιδίως, οι επαπειλούμενες κυρώσεις σε περίπτωση μη συμμόρφωσης ή/και παραβίασης (περί όλων αυτών όμως ιδ. στη σχετική δημοσίευση “Προστασία Προσωπικών δεδομένων και Επιχειρήσεις“)

    1. Οι υποχρεώσεις των στελεχών και των συνεργατών

    Στις συμβάσεις που συνδέουν τους κάθε λογής εργαζόμενους κι εξωτερικούς συνεργάτες με μια επιχείρηση (πρέπει να) εμπεριέχονται ρυθμίσεις τέτοιες που να περιορίζουν τη χρήση των πληροφοριών των οποίων γίνονται κοινωνοί κατά τη διάρκεια και στο πλαίσιο της συνεργασίας τους και μόνον. Κι ακόμα περισσότερο: (οφείλουν να) ρυθμίζουν τις υποχρεώσεις των εργαζομένων και συνεργατών κατά το χρονικό διάστημα μετά τη λήξη της συνεργασίας τους (λ.χ. επιστροφή εντύπων, εγγράφων, σημειώσεων, διαγραφή ή επιστροφή ηλεκτρονικών αρχείων) καθώς και τις κυρώσεις από την παραβίαση των σχετικών (συμβατικών και μετασυμβατικών) υποχρεώσεών τους (συνήθως υψηλές ποινικές ρήτρες-πέραν των γενικής φύσεως αξιώσεων αποζημίωσης).

     

    1. Ειδικά η ΑΠ 1/2017

    Απόφαση-σταθμός για το συγκεκριμένο θέμα υπήρξε η συγκεκριμένη απόφαση.

    Mε αυτήν έγινε δεκτό πως συνταγματικά κατοχυρωμένα δικαιώματα (μεταξύ άλλων και των εργαζομένων) όπως αυτά του απορρήτου των επιστολών και της επικοινωνίας (19Σ), του απαραβίαστου της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής (9Σ) και της προστασίας των προσωπικών δεδομένων (9Α Σ) είναι δυνατόν να περιοριστούν με βάση την επίσης συνταγματικά κατοχυρωμένη αρχή της αναλογικότητας (25Σ).

    Στο πλαίσιο, λοιπόν, της εκδίκασης της συγκεκριμένης απόφασης κρίθηκε πως το δικαίωμα της έννομης προστασίας (20 παρ. 1 Σ) και της επιχειρηματικής ελευθερίας (5 & 106 παρ. 2. Σ) ενός εργοδότη/μιας επιχείρησης είναι δυνατό να υπερισχύσουν των προαναφερθέντων δικαιωμάτων των εργαζομένων.

    Τι σήμαινε όμως πρακτικά ο περιορισμός συνταγματικά κατοχυρωμένων δικαιωμάτων των εργαζομένων στην συγκεκριμένη και αντίστοιχες υποθέσεις;

    Αναγνωρίστηκε το δικαίωμα του Εργοδότη (του οποίου τα προαναφερθέντα-αντίστοιχα συνταγματικά κατοχυρωμένα δικαιώματα θεωρήθηκε ότι, στην συγκεκριμένη περίπτωση και υπό τις συγκεκριμένες συνθήκες, υπερτερούσαν):

    • Να παρακολουθεί την ηλεκτρονική (επαγγελματική και προσωπική) αλληλογραφία των εργαζομένων του όπως αυτή αποτυπώνεται στους υπολογιστές και λοιπά μέσα της επιχείρησής του
    • Να ανασύρει τη διαγραφείσα αλληλογραφία από τους εν λόγω υπολογιστές ιδιοκτησίας του
    • Να καταγράφει τα στοιχεία που αντλούνται από τους υπολογιστές της επιχείρησής του και, ιδίως,
    • Να ασκεί νόμιμα δικαιώματά του με βάση στοιχεία που εμπεριέχονται σε επαγγελματική ή προσωπική αλληλογραφία των εργαζομένων του η οποία έλαβε χώρα μέσα από υπολογιστές της επιχείρησης ακόμα και αν αυτά είχαν εντωμεταξύ διαγραφεί.

    Δεν απομένει οποιαδήποτε αμφιβολία πως η συγκεκριμένη απόφαση είναι εξαιρετικά σημαντική: Η Επιχείρηση δεν παραμένει (νομικά) απροστάτευτη έναντι κακοπροαίρετων εργαζομένων οι οποίοι, υπό το πρόσχημα συνταγματικώς κατοχυρωμένων δικαιωμάτων τους επιχειρούν να την βλάψουν προσδοκώντας σε ίδιον όφελος.

    1. Πότε υποχωρεί η υποχρέωση εμπιστευτικότητας;

    Η υποχρέωση εμπιστευτικότητας υποχωρεί:

    • όταν οι πληροφορίες στις οποίες αναφέρεται είναι δημόσια (και εκ των προτέρων) γνωστές
    • όταν υπάρχει υποχρέωση αποκάλυψης των συγκεκριμένων πληροφοριών από το υφιστάμενο θεσμικό πλαίσιο ή επιβάλλεται από αρμόδια αρχή ή το αρμόδιο δικαστήριο.
    1. Ρυθμίσεις σχετικά με την εμπιστευτικότητα στο επίπεδο της επιχείρησης

    Σε επίπεδο επιχείρησης οι διατάξεις που αφορούν την εμπιστευτικότητα εμπεριέχονται κατά κανόνα (ή πρέπει να εμπεριέχονται):

    • στις συμβάσεις εργασίας, ανεξαρτήτων υπηρεσιών, έργου κ.λ.π. της επιχείρησης
    • στον Κανονισμό Εργασίας της επιχείρησης (όταν υφίσταται)
    • στον Code of Ethics (ή, κατ’ άλλους, Code of Conduct)-Κώδικα Ηθικής και Δεοντολογίας της επιχείρησης
    • στα NDA’s (ή συμβάσεις εμπιστευτικότητας) τόσο της επιχείρησης όσο και των πελατών της (στο μέτρο που οι τελευταίες καλύπτουν και την ίδια την επιχείρηση και, αυτονοήτως, τους εργαζόμενούς της)
    1. Ρυθμίσεις σχετικά με την εμπιστευτικότητα στο επίπεδο της νομοθεσίας-γενικά

    Στις περιπτώσεις που (αντίθετα από όσα έχουν συμφωνηθεί ή όσα ο νόμος επιτάσσει) εκείνος που παραβιάζει την υποχρέωση εμπιστευτικότητας προξενεί ζημία, ο υπαίτιος υποχρεούται να την αποκαταστήσει στο σύνολό της (θετική και αποθετική-αρθρ. 914 ΑΚ, ηθική βλάβη-932ΑΚ)

    Ανεξάρτητα όμως από τις αστικές αξιώσεις που διατηρεί εκείνος που ζημιώθηκε σε βάρος του υπαίτιου υπάρχει σωρεία ποινικών διατάξεων που αναφέρονται στον ποινικό κολασμό του παραβάτη [ενδ.: 370 ΠΚ (παραβίαση απορρήτου επιστολών), 370Α ΠΚ (παραβίαση απορρήτου τηλεφωνικής συνομιλίας και της προφορικής συνομιλίας), 370Γ ΠΚ (παράνομη πρόσβαση σε πληροφοριακό σύστημα) και οι συναφείς 370Β ΠΚ, 370Δ ΠΚ, 370Ε ΠΚ]

    Υπάρχουν βέβαια και οι διατάξεις που αναφέρονται σε ειδικά θέματα που δημιουργούνται από την παραβίαση της εμπιστευτικότητας, όπως (ενδεικτικά):

    11.Ειδικότερες ρυθμίσεις:

    (α) Όσον αφορά παραβίαση των προσωπικών δεδομένων

    Κάθε φορά που η παραβίαση της υποχρέωσης εμπιστευτικότητας συνδέεται με παραβίαση προσωπικών δεδομένων συντρέχουν διοικητικές, ποινικές και αστικές κυρώσεις που άμεσα ή έμμεσα βαρύνουν (και) τον παραβάτη.

    Με βάση το υφιστάμενο θεσμικό πλαίσιο (ν. 2472/1997) που ισχύει μέχρι τις 25.5.2018-οπότε και τίθεται σε εφαρμογή ο Κανονισμός 2016/679- http://koumentakislaw.gr/prostasia-prosopikon-dedomenon-kai-epixeirhseis/ σε περίπτωση παραβίασης προσωπικών δεδομένων προβλέπονται συγκεκριμένες διοικητικές κυρώσεις (αρθρ. 21), ποινικές κυρώσεις (αρθρ. 22) αλλά και αστική ευθύνη του παραβάτη (αρθρ. 23).

    Στον Κανονισμό βέβαια 2016/679 προβλέπονται αντίστοιχα πολύ σοβαρές διοικητικές κυρώσεις (αρθρ. 83και αστική ευθύνη εκείνου που παραβιάζει προσωπικά δεδομένα (αρ. 82). Αναμένεται από τον εφαρμοστικό νόμο που τελεί ήδη υπό επεξεργασία να εξειδικεύσει περαιτέρω τις εν λόγω κυρώσεις ή επιβάλλει και επιπρόσθετες (λ.χ. ποινικές) για τους παραβάτες (αρ. 84).

    (β) Όσον αφορά τον αθέμιτο ανταγωνισμό

    Στις περιπτώσεις που μέσω της παραβίασης της εμπιστευτικότητας έχουμε παραβίαση των διατάξεων του αθέμιτου ανταγωνισμού (ν. 146/1914) προβλέπονται τόσο ποινικές κυρώσεις (αρθρ. 16 & 17) όσο αστικές (αρθρ. 18) κυρώσεις.

    (γ) Όσον αφορά Κώδικες Δεοντολογίας

    Δεν είναι ασύνηθες την λειτουργία επιμέρους επιχειρηματικών κλάδων να διέπουν Κώδικες Δεοντολογίας. Στους Κώδικες αυτούς συχνά συναντούμε διάφορες διατάξεις που αφορούν την υποχρέωση διασφάλισης εμπιστευτικών δεδομένων και κυρωτικές διατάξεις για το ενδεχόμενο της παραβίασής τους. (Ενδ.: Κώδικας Ελληνικής Φαρμακευτικής Δεοντολογίας-διατάξεις των αρθρ. 26-κεφ. Α και 4 του κεφ. Γ)

    1. Κυρώσεις από την παραβίαση της εμπιστευτικότητας: Νομικής, επιχειρηματικής φύσεως και όχι μόνον…

    Γενικά θα μπορούσε να πει κανείς, λαμβάνοντας υπόψη του τα ανωτέρω δεδομένα, πως η υποχρέωση διαφύλαξης της εμπιστευτικότητας βρίσκει άμεσα ή έμμεσα ερείσματα σε όλο, σχεδόν, το φάσμα του δικαίου (λ.χ. αστικό, ποινικό, διοικητικό). Ειδικότερες διατάξεις του υφισταμένου θεσμικού πλαισίου όσο και των εκάστοτε δημιουργούμενων συμβατικών σχέσεων εξειδικεύουν τόσο την εν λόγω υποχρέωση όσο και τις πολυποίκιλες συνέπειες από την παραβίασή της.

    Οι προβλεπόμενες κυρώσεις αφορούν τους παραβάτες-φυσικά πρόσωπα αλλά και, κάποιες φορές, τις αμέσως ή εμμέσως εμπλεκόμενες επιχειρήσεις: Αυτές που δεν έπραξαν τα δέοντα για να προφυλάξουν τους θιγόμενους κι εκείνες που ώθησαν τους παραβάτες στις έκνομες ενέργειές τους.

    Οι κυρώσεις όμως δεν είναι μόνον νομικές:

    Όσον αφορά τα φυσικά πρόσωπα-παραβάτες της εν λόγω υποχρέωσης συνοδεύονται και από την αντίστοιχη προσωπική και επαγγελματική απαξία.

    Όσον αφορά όμως τις επιχειρήσεις στις οποίες οι παραβάτες απασχολούνταν οι συνέπειες είναι, ενίοτε, δυσβάστακτες: Πόση ζωή μπορεί, άραγε, να έχει μια επιχείρηση όταν δει στοιχεία, προσωπικά δεδομένα (ή, ακόμα, χειρότερα ευαίσθητα προσωπικά δεδομένα) πελατών της να διακινούνται στο διαδίκτυο; Πόση ζωή μπορεί να έχει μια επιχείρηση που κρίσιμα επιχειρηματικά μυστικά της (είτε αφορούν συνταγές είτε πελατολόγιο είτε μεθόδους παραγωγής ή marketing είτε ό,τι άλλο) διαχέονται στον ανταγωνιστές της;

    1. Αναγκαιότητα τήρησης και συνέπειες από τη μη εφαρμογή της εμπιστευτικότητας-ο ρόλος του Νομικού Συμβούλου

    Η αποθήκευση και διάχυση της πληροφορίας (και σε επίπεδο επιχείρησης) αποτελεί στοιχείο της καθημερινότητας-τέτοιο που μοιάζει να μην διαφοροποιείται από ζωτικές, ανθρώπινες, λειτουργίες.

    Η διαφύλαξη της ακεραιότητας και εμπιστευτικότητας των πληροφοριών, ανεξάρτητα από την αποφυγή των εκάστοτε επαπειλούμενων κυρώσεων, διασφαλίζει την ύπαρξη υψηλών επαγγελματικών προτύπων (ιδίως) για τις επιχειρήσεις τις οποίες αφορά. Το γεγονός αυτό, κατ’ αναπόδραστη συνέπεια, αντανακλάται στην ύπαρξη και ανάπτυξή της, στις σχέσεις με τους πελάτες και προμηθευτές της. Αντανακλάται στους μετόχους, εργαζόμενους, συνεργάτες και οικογένειές τους.

    Δεν χωρεί οποιαδήποτε αμφιβολία πως η διασφάλιση της εμπιστευτικότητας αποτελεί υποχρέωση όλων όσων αμέσως ή εμμέσως εμπλεκόμαστε στη λειτουργία της επιχείρησης. Η ευθύνη όμως του νομικού συμβούλου είναι λίγο περισσότερο ιδιαίτερη καθώς φέρει το βάρος : (α) της ενημέρωσης των εμπλεκομένων, (β) της δημιουργίας ενός, συναφούς, αποτρεπτικού για την παραβίασή της πλέγματος συμβατικών και λοιπών ρυθμίσεων και (γ) της διαχείρισης των κρίσιμων καταστάσεων που δημιουργούνται στην περίπτωση της παραβίασης των πάσης φύσεως εμπιστευτικών πληροφοριών.

    Δεν είναι εξάλλου ήσσονος σημασίας και η εμπλοκή του Νομικού σας Συμβούλου στα θέματα Κινδύνων Κυβερνοχώρου (Cyber Risk), για τα οποία έχει ήδη προβλέψει η Οδηγία 2016/1148 που αφορά τα Μέτρα για Υψηλό Κοινό Επίπεδο Ασφαλείας Συστημάτων Δικτύου και Πληροφοριών σε ολόκληρη την Ένωση (Network and Information Security Directive 2016/1148-η γνωστή και ως NIS)-περί αυτών όμως θα ακολουθήσει εξειδικευμένη εξέταση και αποτύπωσή του στο ίδιο site.

    1. Η πρόκληση (αντί επιλόγου)

    Σε κάθε περίπτωση, είναι περισσότερο από προφανές πως η διασφάλιση της εμπιστευτικότητας αποτελεί μία από τις προκλήσεις της σύγχρονης επιχείρησης. Εναπόκειται σ’ εμάς, τους αμέσως και εμμέσως εμπλεκόμενους (ιδίως στους εξ ημών Νομικούς Συμβούλους), να συνδράμουμε και ανταποκριθούμε θετικά στη συγκεκριμένη πρόκληση βάζοντας το δικό μας λιθαράκι στην από όλους ευκταία διασφάλιση και ανάπτυξη της υγιούς επιχειρηματικότητας.

    Koumentakis-and-Associates-Stavros-Koumentakis

    Σταύρος Κουμεντάκης
    Senior Partner

    [/vc_column_text][/vc_column][/vc_row]

  • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων και Επιχειρήσεις

    Προστασία Προσωπικών Δεδομένων και Επιχειρήσεις

    [vc_row][vc_column][vc_column_text]

    Ευρωπαϊκή επιταγή η ενίσχυση για την Προστασία Προσωπικών Δεδομένων. Νέοι κανόνες συμμόρφωσης (Κανονισμός 2016/679)

     

    Προοίμιο: Τι σημαίνει άραγε η μη συμμόρφωση

    Είναι αλήθεια πως κάθε νέα υποχρέωση που δημιουργείται σε μια επιχείρηση επιβαρύνει το λειτουργικό της κόστος. Θα μπορούσε όμως κανένας να εισηγηθεί τη μη συμμόρφωση με τις υποχρεώσεις που απορρέουν από τον συγκεκριμένο Κανονισμό για την Προστασία Προσωπικών Δεδομένων;

    Η συγκεκριμένη περίπτωση δεν είναι από αυτές που θα μπορούσαν να μας αφήσουν αδιάφορους. Ο Ευρωπαϊκός Κανονισμός 2016/679) ισχύει χωρίς να υπάρχει ανάγκη επικύρωσής του από τον Έλληνα νομοθέτη.

    Οι κυρώσεις που απειλούνται; Δυσβάστακτες! Χωρίς να υπεισέλθουμε στις ποινικές κυρώσεις, τα ανώτατα όρια των διοικητικών κυρώσεων (πρόστιμα) κινούνται στα 10.000.000 ή 20.000.000€ και ποσοστιαία στο 2% ή 4% αντιστοίχως του παγκόσμιου κύκλου εργασιών του παραβάτη (αν τα προαναφερθέντα ποσά υπολείπονται των αντίστοιχων  ποσοστών επί του παγκόσμιου κύκλου εργασιών του!)

    Τα πράγματα ΔΕΝ είναι απλά…

     

    Το υφιστάμενο θεσμικό πλαίσιο

    Την ανάγκη προστασίας των προσώπων από την διαρκώς κλιμακούμενη (λόγω της ραγδαίας προόδου της τεχνολογίας) έκθεση των Προσωπικών τους Δεδομένων, και την διαμόρφωση ενός εξασφαλιστικού modus operandi των φορέων που επεξεργάζονται δεδομένα,  υπογραμμίζει ο Ευρωπαϊκός Κανονισμός 679 της 27.4.2016, που τίθεται σε πλήρη εφαρμογή για όλα τα κράτη μέλη (βεβαίως και την χώρα μας) την 25.5.2018.  

    Με τον ν. 2472/1997 περί Προστασίας του ατόμου από την επεξεργασία Προσωπικών Δεδομένων (και τις αναθεωρήσεις του) ο Έλληνας νομοθέτης ενσωμάτωσε την ευρωπαϊκή Οδηγία 95/46/ΕΚ «Για την προστασία των προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και της ελεύθερης κυκλοφορίας των δεδομένων αυτών».

    Τα βασικά θεμέλια για την Προστασία Προσωπικών Δεδομένων που είχαν ήδη τεθεί, λοιπόν, είκοσι χρόνια πριν αφορούσαν στον προσδιορισμό:

    (α) των  βασικών εννοιών όπως «αρχείο», «υποκείμενο δεδομένων», «δεδομένα απλά», «δεδομένα ευαίσθητα», «υπεύθυνος επεξεργασίας», «εκτελών την επεξεργασία»,

    (β) των δικαιωμάτων των Υποκειμένων της Επεξεργασίας (του καθενός από  εμάς)

    (γ) των υποχρεώσεων των Υπευθύνων Επεξεργασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα (φυσικών και νομικών προσώπων, φορέων και οργανισμών με τους οποίους στην καθημερινότητά μας καλούμαστε να έχουμε συναλλαγές, από τον εργοδότη μας μέχρι το μητρώο μιας Εφορίας) και

    (δ) την σύσταση της Αρχής Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα η οποία θα λειτουργούσε στο εξής ανεξάρτητα, εποπτικά και ως θεσμική εγγυήτρια για τον έλεγχο τήρησης των ευρωπαϊκών επιταγών.

    Η Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα έχει συσταθεί και λειτουργεί έκτοτε έχει δε πλούσια δράση και έχει απασχολήσει με τις αποφάσεις της όχι μόνο τον νομικό κόσμο αλλά και το σύνολο της κοινής γνώμης όπως στην περίπτωση της αναγραφής του θρησκεύματος στις ταυτότητες.

    Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο επιλέγει με τον εν λόγω Κανονισμό μία πιο δυναμική θέση έναντι της προηγούμενης Οδηγίας, καθώς ο πρώτος αποτελεί δίκαιο αυξημένης τυπικής ισχύος (υπέρκειται του νόμου του κάθε κράτους μέλους) και είναι (σε αντίθεση με την Οδηγία) εφαρμοστέος οριζόντια κατά τρόπο άμεσο (δεν απαιτείται ενσωμάτωσή του από το εθνικό νομοθέτη).

     

    Η αυστηροποίηση για την προστασία προσωπικών δεδομένων στο πλαίσιο του ευρωπαϊκού Κανονισμού

    Με τον Κανονισμό αυστηροποιείται το πλαίσιο προστασίας και ειδικά:

    (α) ο Υπεύθυνος Επεξεργασίας υποχρεούται να επιλέγει τα πλέον εξασφαλιστικά, οργανωτικά και τεχνικά μέτρα τόσο κατά τη στιγμή του καθορισμού των μέσων συλλογής και επεξεργασίας των δεδομένων όσο και κατά τη στιγμή της επεξεργασίας τους.

    Οι υποχρεώσεις του Υπευθύνου και του Εκτελούντος την επεξεργασία διευρύνονται (:τήρηση αρχείου- συγκεκριμένων προδιαγραφών- δραστηριοτήτων επεξεργασίας) ενώ αποκτά συγκεκριμένη ευθύνη να λάβει και να είναι σε θέση να αποδείξει ότι έχει λάβει όλα τα απαραίτητα μέτρα για να διασφαλίσει ότι η επεξεργασία διενεργείται σύμφωνα με τον Κανονισμό.

    (β) Διευρύνονται τα δικαιώματα των Υποκειμένων, περιλαμβάνοντας τα δικαιώματα: (i) στην πρόσβαση, (ii) στη διόρθωση (ή συμπλήρωση) (iii) στη λήθη (διαγραφή των δεδομένων υπό προϋποθέσεις), (iv) στην εναντίωση (v) στη φορητότητα των δεδομένων.

     (γ) Προβλέπεται ειδικά για περιπτώσεις συστηματικής, εκτενούς και ευρείας κλίμακας αξιολόγησης προσωπικών δεδομένων ή συστηματικής παρακολούθησης σε μεγάλη κλίμακα δημοσίων χώρων υποχρέωση για διεξαγωγή μίας εκτίμησης αντικτύπου (impact assessment) των πιθανών κινδύνων και επιπτώσεων για τα δικαιώματα και τις ελευθερίες των ατόμων, από τον τρόπο, το πλαίσιο, το εύρος και τον σκοπό που τελείται η επεξεργασία.

    (δ) ο Υπεύθυνος επεξεργασίας υποχρεούται να ενημερώνει άμεσα την αρχή για κάθε παραβίαση της ασφάλειας του συστήματός του (μέσα σε 72 ώρες από τη στιγμή που θα λάβει γνώση)

    (ε) ο Υπεύθυνος Επεξεργασίας (στις περιπτώσεις που λεπτομερώς ορίζονται στον Κανονισμό, ενδεικτικά επεξεργασία δεδομένων σε μεγάλη κλίμακα ή/και ευαίσθητων δεδομένων) ορίζει έναν Υπεύθυνο Προστασίας Δεδομένων (Data Protection Officer) ήτοι ένα εσωτερικό εποπτικό όργανο (υπάλληλο ή εξωτερικό συνεργάτη), που δρα ανεξάρτητα (σημ: όπως έναν τεχνικός ασφαλείας) και ο οποίος θα διασφαλίζει την τήρηση του κανονιστικού πλαισίου (του Κανονισμού σε συνδυασμό με όποια ειδικότερη ρύθμιση, τυχόν, προβλέψει ο εθνικός νομοθέτης, στα πεδία που του δίνεται διακριτική ευχέρεια) και έχει άμεση επαφή, συνεργασία και υποχρέωση αναφοράς για κάθε παραβίαση στην Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα.

    (στ) Προβλέπονται σημαντικά αυστηρότερες από τις υφιστάμενες διοικητικές και ποινικές κυρώσεις με τα πρόστιμα να κινούνται στα 10.000.000 ή 20.000.000€ ή και ποσοστιαία επί του κύκλου εργασιών της επιχείρησης ανάλογα με την περίπτωση και τον φορέα παραβίασης (αν το ποσοστό αυτό υπερβαίνει τα ως άνω ποσά).

    Σημαντική διαφορά με το ισχύον νομικό πλαίσιο είναι ότι δεν προβλέπονται Γνωστοποιήσεις στην Αρχή παρά η διαθεσιμότητα του υλικού (:αρχείου επεξεργασίας) σε άμεση ζήτηση της Αρχής. Ωστόσο, ο κάθε εθνικός νομοθέτης μπορεί να εξειδικεύσει τις απαιτήσεις του και να ζητήσει Γνωστοποιήσεις ή έκδοση Αδειών ειδικά σε περιπτώσεις που αφορούν σε επεξεργασία Ευαίσθητων Προσωπικών Δεδομένων. Για την εξέταση του ενδεχομένου λήψης νομοθετικών μέτρων για την εφαρμογή του Κανονισμού έχει ήδη συσταθεί (ΦΕΚ 1913/27.6.2016) νομοπαρασκευαστική επιτροπή της οποίας το έργο αναμένουμε να ολοκληρωθεί πριν τον χρόνο εφαρμογής του Κανονισμού.

    Είναι επιβεβλημένο κάθε Υπεύθυνος Επεξεργασίας να ελέγξει (με τους κατάλληλους προς τούτο συνεργάτες) το status ασφαλείας των τεχνικών του συστημάτων και της οργανωτικής του δομής ώστε να είναι σε ετοιμότητα να εναρμονισθεί με τις απαιτήσεις του Κανονισμού.

     

    Υπάρχει, άραγε, χρόνος;

    Όπως ήδη αναφέρθηκε η ημερομηνία εφαρμογής του νέου Ευρωπαϊκού Κανονισμού είναι η 25.5.2018-σε μια πρώτη ανάγνωση δηλαδή έχουμε αρκετό χρόνο για να δράσουμε. Είναι όμως έτσι;

    Πολλοί παράγοντες είναι αυτοί που θα πρέπει να αξιολογηθούν για να απαντήσουμε: «εντάξει, έχουμε καιρό».

    Το είδος της επιχειρηματικής δραστηριότητας, η συμμόρφωση με το σήμερα ισχύον θεσμικό πλαίσιο, η συγκέντρωση (ή/και διακίνηση) ευαίσθητων, εκτός από τα απλά, προσωπικών δεδομένων, κ.ο.κ.

    Κι ας μη βιαστούμε να απαντήσουμε πως «ευαίσθητα προσωπικά δεδομένα εμείς δεν διαθέτουμε». Μήπως ζητάμε ποινικά μητρώα για κάποιους από τους εργαζόμενους μας; Μήπως διαθέτουμε κάποιο αρχείο για την κατάσταση της υγείας κάποιων από αυτούς; Μήπως διαθέτουμε κάμερες ασφαλείας για την ασφάλεια της επιχείρησής μας;

     

    Συμπέρασμα

    Μολονότι αναμένουμε (και) όσα ο εθνικός νομοθέτης θα επιβάλλει, το θεσμικό πλαίσιο για την προστασία των προσωπικών δεδομένων έχει ήδη καταστεί περισσότερο περίπλοκο. Οι επαπειλούμενες κυρώσεις όχι μόνον δεν είναι αμελητέες αλλά και, κατ’ ακρίβεια, δραματικά υψηλές.

    Η προετοιμασία της επιχείρησης, τις περισσότερες φορές, ούτε εύκολη ούτε ταχεία.

    Η ανάγκη για λεπτομερέστερη ενημέρωση, μια πρώτη αξιολόγηση και τα πρώτα διαδικαστικά βήματα, παρούσα.

    Σήμερα!

    [/vc_column_text][/vc_column][/vc_row]

Η περιοχή αυτή είναι καταχωρημένη στο wpml.org ως περιοχή ανάπτυξης. Μεταβείτε σε τοποθεσία παραγωγής με κλειδί στο remove this banner.