Κατηγορία: Άρθρα

  • Οι εξαγοράσιμες μετοχές

    Οι εξαγοράσιμες μετοχές

    Α. Οι εξαγοράσιμες μετοχές ως εργαλείο χρηματοδότησης επιχειρήσεων

    Μπορεί το εύρος της χρήσης των warrants να μοιάζει σχεδόν ανεξάντλητο (δείτε το σχετικό άρθρο) καθόλου όμως δεν είναι δυνατό να απομειωθεί η δυνητική αξιοποίηση των εξαγοράσιμων μετοχών στη λειτουργία της ανώνυμης εταιρείας. Σημείο συνάντησης  αμφοτέρων των  μέσων/μεθόδων η κάλυψη, έστω και μερική, των κεφαλαιακών αναγκών μιας επιχείρησης.

    Είναι δεδομένο πως οι επιχειρήσεις όταν στερούνται της αναγκαίας ρευστότητας αναζητούν πηγές εξωτερικής χρηματοδότησης. Το τραπεζικό σύστημα όμως δεν αποδεικνύεται ποτέ γενναιόδωρο μαζί τους-ιδίως την τρέχουσα περίοδο της βαθιάς οικονομικής ύφεσης που διέρχεται η χώρα.

    Εναλλακτικές, μεταξύ άλλων, λύσεις για τις επιχειρήσεις που είτε αντιμετωπίζουν προβλήματα ρευστότητας (ή ακόμα και φερεγγυότητας) είτε αναζητούν χρηματοδότηση των αναπτυξιακών τους πλάνων [είτε πρόκειται για start-ups είτε για αναπτυσσόμενες είτε/και, απλά, για υγιείς επιχειρήσεις-χωρίς όμως δυνατότητα (ή με δυσκολία) πρόσβασης σε τραπεζικό δανεισμό]:

    (α) η αναζήτηση άλλων εξωτερικών πηγών χρηματοδότησης (από επαγγελματίες ή μη-μεμονωμένους επενδυτές και

    (β) η κεφαλαιακή τους ενίσχυση είτε από τους μετόχους είτε από τρίτους-μη μετόχους (λ.χ. venture capital ή υποψηφίους μετόχους).

    Ειδικά όσον αφορά την τελευταία εναλλακτική (κεφαλαιακή ενίσχυση) εύλογα δημιουργούνται προβληματισμοί στους υποψηφίους να συμμετάσχουν μετόχους σχετικά με: (α) την απόδοση της επένδυσής τους, (β) τη διασφάλιση της δυνατότητάς τους να αποχωρήσουν από αυτήν και, αυτονοήτως, (γ) της διασφάλιση της δυνατότητας αποκόμισης του οφέλους στο οποίο, κατ’ ελάχιστον-αρχικά, προσέβλεπαν.

    Τους συγκεκριμένους προβληματισμούς επιχείρησε να διασκεδάσει, από δεκαετίας και πλέον, ο τότε σε ισχύ νόμος για τις ανώνυμες εταιρείες με την εισαγωγή του θεσμού των εξαγοράσιμων μετοχών. Μέχρι τότε η από μέρους μας διαχείριση του σχετικού θέματος ήταν αναπόδραστα συνδεδεμένη με πολύπλοκες συμβατικές ρυθμίσεις-συμφωνίες μεταξύ των μετόχων. Ρυθμίσεις που προσδοκούσαν να καταστούν άρρηκτες και απολύτως εξασφαλισμένες. Είναι γνωστό όμως πως τέτοιου είδους συμφωνίες έχουν «ενοχικό», μόνον, χαρακτήρα, με την έννοια (και την ανάγκη) της προσφυγής στα αρμόδια δικαστήρια στην περίπτωση της άρνησης εκπλήρωσής τους από τους υπόχρεους, της προσδοκίας της έκδοσης ευνοϊκής απόφασης υπέρ του ενάγοντος και, το σημαντικότερο, της δυνατότητας «εκτέλεσης» σε βάρος του υπόχρεου-υλοποίησης δηλ. της ευνοϊκής απόφασης που ευελπιστούσαμε ότι θα εκδοθεί.

     

    Β. Η βασική λειτουργία των εξαγοράσιμων μετοχών

    Οι επιχειρήσεις που αντιμετωπίζουν προβλήματα ρευστότητας ή φερεγγυότητας ή απλά αναζητούν την χρηματοδότηση των business plans που έχουν συντάξει, είναι δυνατό να προσφύγουν στην έκδοση εξαγοράσιμων μετοχών (redeemable shares, actions rachetables). Οι συγκεκριμένες μετοχές είναι δυνατό να εκδοθούν από την εταιρεία (άρθρο 39 παρ. 1 ν. 4548/2018) είτε ως κοινές είτε ως προνομιούχες με (ή χωρίς) δικαίωμα ψήφου. Το σημαντικό στην συγκεκριμένη περίπτωση είναι πως οι εν λόγω μετοχές είναι υποχρεωτικό να εξαγορασθούν από την εκδότρια εταιρεία είτε με δήλωση της τελευταίας είτε του μετόχου που θα συμμετάσχει.

    Στην πρώτη περίπτωση (εξαγορά με δήλωση της εταιρείας) η εταιρεία και οι παλαιοί μέτοχοι διαφυλάσσουν (και διασφαλίζουν) το προϋφιστάμενο (και συνήθως οικογενειακό) μετοχικό σχήμα καθώς και τις σχετικές ισορροπίες σε περίπτωση επίτευξης του σκοπού-για τον οποίο η έκδοση των εξαγοράσιμων μετοχών.

    Στην δεύτερη περίπτωση (εξαγορά με δήλωση των κατόχων εξαγοράσιμων μετοχών) διασφαλίζεται, σε σημαντικό βαθμό, όχι μόνον η επιλογή του χρόνου υλοποίησης της σχετικής «συμφωνίας» αλλά και, προεχόντως, η ίδια η υλοποίησή της. Και τούτο γιατί αντισυμβαλλόμενος του εισφέροντος τα κεφάλαια-κατόχου εξαγοράσιμων μετοχών δεν είναι  κάποιος μεμονωμένος μέτοχος αλλά η ίδια η εταιρεία. Για την περαιτέρω διασφάλιση της θέσης του  κατόχου (ή υποψηφίου κατόχου) εξαγοράσιμων μετοχών περαιτέρω διασφαλίσεις (λ.χ. προσωπικές εγγυήσεις και εμπράγματες ασφάλειες από τους λοιπούς μετόχους) δεν είναι δυνατόν, φυσικά, να αποκλειστούν.

     

    Γ. Η αντιμετώπιση των εξαγοράσιμων μετοχών από το νέο νόμο για τις ανώνυμες εταιρείες

    Η απόφαση (άρθρο 39 παρ. 1ν. 4548/2018) για την αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου με έκδοση εξαγοράσιμων μετοχών μπορεί να λαμβάνεται από τη Γενική Συνέλευση ή, υπό προϋποθέσεις, από το Διοικητικό Συμβούλιο. Οι μετοχές αυτές είναι δυνατό να εκδοθούν και ως προνομιούχες με ή χωρίς δικαίωμα ψήφου. Η υλοποίηση της εξαγοράς τους είναι δυνατό να λάβει χώρα με δήλωση της εταιρείας ή του μετόχου και με ταυτόχρονη καταβολή του συμφωνηθέντος αντιτίμου της εξαγοράς.

    Οι προϋποθέσεις που ο νόμος θέτει για την υλοποίηση της εξαγοράς τους (άρθρο 39 παρ. 3) είναι:

    (α) να υπάρχει, φυσικά, (σχετική) καταστατική πρόβλεψη,

    (β) να είναι πλήρως εξοφλημένες

    (γ) η εξαγορά να γίνεται με χρήση ποσών τα οποία είναι επιτρεπτό να διανεμηθούν, με το προϊόν νέας έκδοσης μετοχών (προς το σκοπό, δηλ. της εξαγοράς) ή ποσών που απελευθερώνονται από τη μείωση του μετοχικού κεφαλαίου

    (δ) Ποσό ίσο με την ονομαστική αξία των εξαγοραζομένων μετοχών οφείλει να αποτελέσει ειδικό αποθεματικό (εκτός κι αν η εξαγορά έγινε με βάση το προϊόν νέας έκδοσης ή ποσών που προέρχονται από μείωση μετοχικού κεφαλαίου) το οποίο αφενός μεν δεν είναι, κατά βάση, δυνατό να διανεμηθεί  αφετέρου δε είναι δυνατό να χρησιμοποιηθεί μόνο για αύξηση μετοχικού κεφαλαίου (με κεφαλαιοποίηση αποθεματικού)

    (ε) Όταν λόγω της εξαγοράς προβλέπεται καταβολή πρόσθετου ποσού στους μετόχους, το ποσό αυτό μπορεί να καταβληθεί μόνον με χρήση ποσών των οποίων επιτρέπεται η διανομή, προέρχεται από μείωση μετοχικού κεφαλαίου ή από αποθεματικό διαφορετικό από εκείνο που ανωτέρω (υπό δ) αναφέρθηκε

    (στ) η εξαγορά υποβάλλεται σε δημοσιότητα.

    Η δήλωση των μετόχων για την εξαγορά (άρθρο 39 παρ. 4) είναι υποχρεωτική όταν πληρούνται οι σχετικοί όροι που θέτει το καταστατικό και, ταυτόχρονα, υπάρχουν στην εταιρεία ποσά διαθέσιμα για την εξαγορά-δυνάμενα να διανεμηθούν. Η τελευταία αυτή προϋπόθεση αποδεικνύεται πάρα πολύ σημαντική καθώς σε διαφορετική περίπτωση (:ανυπαρξία διαθέσιμων ποσών) η σχετική δήλωση της εξαγοράς από μέρους του μετόχου ΔΕΝ παράγει αποτελέσματα. Τυχόν παροχή εγγυήσεων ή άλλων ασφαλειών για τον κάτοχο εξαγοραζομένων μετοχών δεν έχει αξία: Η παροχή ασφαλειών, ως παρεπόμενη σύμβαση, μπορεί να λειτουργήσει ΜΟΝΟΝ όταν υπάρχουν διαθέσιμα κεφάλαια για την εξαγορά. Διαφορετικά αποδεικνύεται ως άνευ αντικειμένου.

    Σημειώνεται τέλος (άρθρο 39 παρ. 5) πως οι εξαγοράσιμες μετοχές υπάγονται στο καθεστώς των ιδίων μετοχών. Επίσης (άρθρο 39 παρ. 6) πως η Γενική Συνέλευση με αυξημένη απαρτία και πλειοψηφία είναι δυνατό να αποφασίσει τη μετατροπή μέρους των υφισταμένων μετοχών σε εξαγοράσιμες-τηρουμένης πάντα της αρχής της ίσης μεταχείρισης των μετόχων.

     

    Δ. Συμπερασματικά

    Η αξιοποίηση των εξαγοράσιμων μετοχών αποτελεί ένα, ακόμα, βέλος στη φαρέτρα της επιχείρησης έτσι ώστε να καταστήσει ελκυστική την αύξηση του μετοχικού της κεφαλαίου στην προσπάθεια υλοποίησης των επιχειρηματικών της στόχων (με την επισήμανση βέβαια πως η εξαγορά των εξαγοράσιμων μετοχών προϋποθέτει την ύπαρξη αντιστοίχων διαθεσίμων κεφαλαίων στην εταιρεία).

    Περαιτέρω: Η αξιοποίηση της ευχέρειας του νόμου για μετατροπή μετοχών σε εξαγοράσιμες μπορεί να αποτελέσει και μέσο απόδοσης στους μετόχους τμήματος της συμμετοχής τους στο μετοχικό κεφάλαιο.

    Η δυνητική (βέλτιστη ή/και πολυεπίπεδη) αξιοποίηση του συγκεκριμένου θεσμού συναρτάται (και πρέπει να συναρτάται) με τα εκάστοτε δεδομένα και τις ανάγκες της επιχείρησης. Όπως όμως και κάθε άλλη επιχειρηματική απόφαση συναρτάται (αυτονοήτως κι ακόμα περισσότερο) με τη στρατηγική και τα συμφέροντα των μετόχων πλειοψηφίας.

    Σ’ αυτούς τους τελευταίους και τους συμβούλους τους εναπόκειται ο βέλτιστος σχεδιασμός και υλοποίηση.

    stavros-koumentakis

    Σταύρος Κουμεντάκης
    Senior Partner

    Υ.Γ. Συνοπτική έκδοση αυτού του άρθρου δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ, στις 31 Μαρτίου 2019.

    εξαγοράσιμες μετοχές, σταύρος κουμεντάκης

  • Μεταβίβαση επιχείρησης: τα κρίσιμα θέματα

    Μεταβίβαση επιχείρησης: τα κρίσιμα θέματα

    Μεταβίβαση επιχείρησης: Τα κρίσιμα θέματα πίσω από την φαινόμενη επιχειρηματική ευκαιρία

    Η οικονομική κρίση που εξακολουθεί (παρά τα περί του αντιθέτου θρυλούμενα) να μαστίζει τη χώρα μας, αναδεικνύει επιχειρηματικές ευκαιρίες. Η απόκτηση επιχειρήσεων έναντι χαμηλού ανταλλάγματος, λόγω των συσσωρευμένων οικονομικών προβλημάτων είναι μια από αυτές. Ωστόσο η απόκτηση μίας επιχείρησης εκτός από επιχειρηματική ευκαιρία μπορεί ταυτόχρονα να αποτελέσει σοβαρό κίνδυνο για τα συμφέροντα του αποκτώντος.

    Ο κίνδυνος αυτός προκύπτει από τη διάταξη του άρθρου 479 του Αστικού Κώδικα. Με βάση τη διάταξη αυτή, εκείνος που αποκτά επιχείρηση ευθύνεται για τα, κατά το χρόνο της μεταβίβασης, χρέη της, έως την αξία των μεταβιβαζόμενων στοιχείων. Ιδιαίτερης προσοχής πρέπει να τύχει το γεγονός ότι την ίδια ευθύνη υπέχει ο αποκτών και σε περίπτωση μεταβίβασης μεμονωμένου στοιχείου της επιχείρησης, το οποίο όμως αποτελεί το μοναδικό ή το πιο σημαντικό στοιχείο της. Έτσι για παράδειγμα, η μεταβίβαση ενός σημαντικής αξίας ακινήτου ή της πελατείας μιας επιχείρησης, τα οποία αποτελούν το μοναδικό ή το σημαντικότερο περιουσιακό στοιχείο της,  συνεπάγεται τη γέννηση ευθύνης του αποκτώντος για τα χρέη της επιχείρησης, εφόσον όμως ο αποκτών γνωρίζει ότι αποκτά το μοναδικό ή το σημαντικότερο στοιχείο της επιχείρησης.

    Κρίσιμο είναι δε το γεγονός ότι για τη γέννηση της ευθύνης αυτής του αποκτώντος δεν απαιτείται να γνώριζε αυτός την ύπαρξη των χρεών κατά το χρόνο της μεταβίβασης.

    Ο αποκτών ευθύνεται, κατά το γράμμα του νόμου, «έως την αξία των μεταβιβαζόμενων στοιχείων». Κατά την μάλλον κρατούσα άποψη, σε σχέση με τα χρέη αυτά, υπέγγυα καθίστανται απέναντι στους δανειστές της επιχείρησης όχι μόνο τα στοιχεία που μεταβιβάστηκαν αλλά και η λοιπή περιουσία εκείνου που αποκτά. Η θέση μάλιστα του αποκτώντος καθίσταται (οικονομικά) δυσχερέστερη όταν αυτός έχει καταβάλει αντάλλαγμα για την απόκτηση της επιχείρησης: η σχετική ευθύνη του γεννιέται ανεξάρτητα του αν η μεταβίβαση έγινε από επαχθή ή χαριστική αιτία.

    Από τα παραπάνω καθίσταται πρόδηλη η αναγκαιότητα της διενέργειας «due diligence» πριν την απόκτηση μίας επιχείρησης. Της προσυμβατικής, δηλαδή, διαδικασίας ελέγχου από νομική, οικονομική κτλ. άποψη της προς πώληση επιχείρησης. Με τη συνδρομή κυρίως του νομικού και οικονομικού του σύμβουλου ο υποψήφιος αγοραστής ενημερώνεται για τη ρευστότητα, τις οφειλές, την περιουσιακή κατάσταση αλλά και τις νομικές σχέσεις της προς πώληση επιχείρησης. Μέσω του ελέγχου αυτού περιορίζεται σημαντικά –αν όχι πλήρως– ο κίνδυνος να βρεθεί ο «αγοραστής» υπόχρεος προς πληρωμή χρεών της μεταβιβασθείσας επιχείρησης, που ο ίδιος αγνοούσε.

    Τέλος, ο υποψήφιος αγοραστής μίας επιχείρησης θα πρέπει να γνωρίζει ότι από τη συντέλεση της μεταβίβασης υπεισέρχεται αυτοδικαίως στη θέση του εργοδότη έναντι των εργαζομένων της μεταβιβασθείσας επιχείρησης και ευθύνεται έναντι αυτών, υπό την προϋπόθεση ότι η επιχείρηση συνεχίζει τη λειτουργία της διατηρώντας την οικονομική της ενότητα. Στην περίπτωση που μεταβιβάζεται τμήμα επιχείρησης, ο αγοραστής υποκαθιστά αυτοδικαίως τον μεταβιβάσαντα μόνο στις εργασιακές σχέσεις με τους εργαζόμενους του συγκεκριμένου τμήματος.

    Εν κατακλείδι, κάθε υποψήφιος αγοραστής επιχείρησης, πριν ξεκινήσει τις διαπραγματεύσεις για την απόκτησή της επιβάλλεται, για την αποφυγή προβλημάτων, να έχει κατά νου όλους τους ανωτέρω παράγοντες και να λαμβάνει την κατάλληλη καθοδήγηση από τους νομικούς και οικονομικούς του συμβούλους.

    Ευδοκία Κορνηλάκη
    Senior Associate

    Υ.Γ. Το άρθρο δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ, στις 23 Μαρτίου 2019.

     

     

     

  • Η ασφάλιση της ευθύνης των Μελών του Δ.Σ. και των στελεχών Διοίκησης της Α.Ε.

    Η ασφάλιση της ευθύνης των Μελών του Δ.Σ. και των στελεχών Διοίκησης της Α.Ε.

    1.Εισαγωγικά

    Η ασφάλιση της ευθύνης των μελών του διοικητικού συμβουλίου της ανώνυμης εταιρείας και των στελεχών της διοίκησής της αποκαλείται στη διεθνή πρακτική ως «Directors’ and Officers’ liability insurance» ή «D & Os liability insurance». Η συγκεκριμένη ασφάλιση καλύπτει τη ζημία των προσώπων αυτών:

    (α) από την έγερση εναντίον τους αξιώσεων από τρίτους (δανειστές, εργαζόμενους, μετόχους) ή από την ίδια την εταιρεία για ζημιογόνες και αμελείς πράξεις ή παραλείψεις κατά την ενάσκηση των καθηκόντων τους και

    (β) για τους κινδύνους που έχουν αναληφθεί από τον ασφαλιστή.

    Στην ελληνική νομική ορολογία, αλλά και στο πλαίσιο του δικαίου της ιδιωτικής ασφάλισης, συνηθίζεται να αποκαλείται ως ασφάλιση της αστικής ευθύνης των μελών του διοικητικού συμβουλίου της ανώνυμης εταιρείας. Ωστόσο, το εύρος της σχετικής ασφαλιστικής σύμβασης υπερβαίνει την αστική ευθύνη, καθώς οι καλύψεις της εκτείνονται τόσο στα έξοδα της ποινικής δικής όσο και σε χρηματικές απαιτήσεις που εγείρονται σε διοικητικά δικαστήρια ή αρχές, όπως θα παρατεθεί παρακάτω. Επιπλέον, η σχετική ασφαλιστική κάλυψη δεν περιορίζεται μόνο στα πρόσωπα που απαρτίζουν το διοικητικό συμβούλιο της ανώνυμης εταιρείας αλλά εκτείνεται και στα μέλη της εκτελεστικής επιτροπής, στα υποκατάστατα μέλη καθώς και στα στελέχη, τα οποία ασκούν καθήκοντα διοίκησης. Μάλιστα, συχνά συμφωνείται η ασφαλιστική κάλυψη και των εξωτερικών διοικούντων, ακόμη και των συζύγων, των κληρονόμων ή των διαχειριστών κληρονομίας ως προς τις αξιώσεις που εγείρονται εναντίον τους σχετικά με παραβάσεις των καθηκόντων των ασφαλισμένων προσώπων.

    Συνακόλουθα, νομικά ορθότερο και πιο συμβατό στο περιεχόμενο της σχετικής ασφαλιστικής σύμβασης είναι να γίνεται λόγος για ασφάλιση της ευθύνης των μελών της διοίκησης ανωνύμων εταιρειών.

     

    2.Η ισχυρή ανάπτυξη του συγκεκριμένου ασφαλιστικού προϊόντος

    Η κάλυψη της ευθύνης των μελών της διοίκησης της ανώνυμης εταιρείας συνιστά ένα σχετικά νέο ασφαλιστικό προϊόν, το οποίο παρουσιάζει ισχυρή ανάπτυξη στη διεθνή επιχειρηματική κοινότητα. Η ανάπτυξη αυτή, ανάμεσα στα άλλα, οφείλεται:

    (α) στη νομολογιακή και νομοθετική επίταση της ευθύνης των μελών της διοίκησης έναντι της ίδιας της εταιρείας αλλά και έναντι των τρίτων,

    (β) στην υιοθέτηση διεθνών κανόνων εταιρικής διακυβέρνησης και στη σταδιακή επιβολή ενός ενιαίου εταιρικού κανονιστικού πλαισίου μέσω του ενωσιακού δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης,

    (γ) στην αύξηση της εταιρικής αφερεγγυότητας, όπως αυτή προκλήθηκε από την επέλευση της διεθνούς χρηματοπιστωτικής κρίσης των ετών 2007 – 2008, η οποία μετεξελίχθηκε σε διεθνή εταιρική οικονομική κρίση καθώς και

    (δ) στην τάση των εταιρικών δανειστών να στρέφονται πλέον και κατά των διοικούντων την εταιρική οντότητα ή αποκλειστικά κατ’ αυτών.

     

    3.Τα οικονομικά και επιχειρηματικά πλεονεκτήματα της σχετικής ασφάλισης

    Η ασφάλιση της ευθύνης των μελών της διοίκησης της ανώνυμης εταιρείας παρουσιάζει μια σειρά από πλεονεκτήματα που την καθιστούν ελκυστικό ασφαλιστικό προϊόν. Δε θα ήταν, μάλιστα, υπερβολή, αν τη χαρακτηρίζαμε επιβεβλημένη ενέργεια και δαπάνη για τα επιμέρους νομικά πρόσωπα. Ενδεικτικά, αναφέρονται κάποιοι από τους λόγους που επιβεβαιώνουν την αναγκαιότητα σύναψης της σχετικής ασφαλιστικής σύμβασης:

    (α) η εν λόγω ασφαλιστική κάλυψη συνιστά μια εναλλακτική μορφή χρηματοδότησης τόσο της εταιρείας όσο και των τρίτων προσώπων, ως προς τη ζημία, την οποία υπέστησαν με ευθύνη εκείνων που διοικούν την εταιρική οντότητα,

    (β) οι όροι και τα μεγέθη της σχετικής ασφαλιστικής σύμβασης καθιστούν ευχερή στους τρίτους και κυρίως στους μετόχους της λήπτριας της ασφάλισης εταιρείας την εκτίμηση του επιχειρηματικού κινδύνου της τελευταίας,

    (γ) η σύναψη της εν λόγω ασφαλιστικής σύμβασης εξασφαλίζει τον έλεγχο και την εποπτεία της εταιρείας (monitoring) και συμβάλλει στη συνετή διαχείριση του επιχειρηματικού ρίσκου (risk management),

    (δ) η προσφορά της συγκεκριμένης ασφαλιστικής κάλυψης αποτελεί αρκετά σημαντικό λόγο προσέλκυσης ικανών διοικητικών στελεχών, ενώ

    (ε) η σύναψη της συγκεκριμένης ασφαλιστικής σύμβασης προστατεύει το κύρος και τη φερεγγυότητα της εταιρείας.

     

    4.Η φύση της εν λόγω ασφαλιστικής σύμβασης

    4.1. Στο πλαίσιο του δικαίου της ιδιωτικής ασφάλισης, η ασφάλιση της ευθύνης των μελών της διοίκησης της ανώνυμης εταιρείας εντάσσεται στις ασφαλίσεις αστικής ευθύνης, αν και, σύμφωνα με τα παραπάνω αναφερόμενα, έχει ευρύτερο περιεχόμενο. Η εν λόγω ασφάλιση έχει καταρχήν γενικό χαρακτήρα και δεν είναι κατά νόμο υποχρεωτική. Συμπεριλαμβάνεται στις ασφαλίσεις ζημιών και όχι στις ασφαλίσεις προσώπων, καθώς αποκαθίσταται η συγκεκριμένη ζημία που προκαλείται στην περιουσία των ασφαλισμένων από την πραγματοποίηση του ασφαλισμένου κινδύνου. Επιπλέον δε, κατατάσσεται στις ασφαλίσεις παθητικού, καθώς ασφαλίζεται ο κίνδυνος δημιουργίας ή αύξησης του παθητικού στην περιουσία των ασφαλισμένων.

    4.2. Η ασφάλιση της ευθύνης των μελών της διοίκησης ανωνύμων εταιρειών, συνήθως, λαμβάνει τη μορφή της γνήσιας σύμβασης υπέρ τρίτου, καθώς εμπλέκονται τρία (3) διαφορετικά πρόσωπα:

    (α) η ανώνυμη εταιρεία με την ιδιότητα της λήπτριας της ασφάλισης, η οποία συνάπτει τη σχετική σύμβαση ως αντισυμβαλλόμενη του ασφαλιστή και, ταυτόχρονα, για λογαριασμό τρίτων προσώπων (δηλαδή, των μελών της διοίκησής της),

    (β) η ασφαλιστική επιχείρηση με την ιδιότητα του ασφαλιστή, η οποία και αναλαμβάνει την παραπάνω αναφερόμενη υποχρέωση αποκατάστασης της ζημίας στην περιουσία όχι της αντισυμβαλλόμενής της εταιρείας αλλά τρίτων προσώπων (δηλαδή των μελών της διοίκησής της) από την πραγματοποίηση του ασφαλισμένου κινδύνου  και

    (γ) τα μέλη της διοίκησης με την ιδιότητα των ασφαλισμένων αλλά και των δικαιούχων του ασφαλίσματος, καθώς στο πρόσωπό τους γεννάται άμεσα και απευθείας το δικαίωμα προσδοκίας στην ασφαλιστική αποζημίωση.

    4.3. Η παραπάνω αναφερόμενη νομική κατασκευή έχει ως έννομο αποτέλεσμα να καθίσταται υπεύθυνη για την τήρηση των υποχρεώσεων που απορρέουν από το σχετικό ασφαλιστήριο η ανώνυμη εταιρεία, λόγω της φέρουσας ιδιότητάς της ως λήπτριας της ασφάλισης. Επιπλέον, η ανώνυμη εταιρεία είναι και το πρόσωπο εκείνο, στο οποίο απονέμονται τα δικαιώματα καταγγελίας και τροποποίησης της ασφαλιστικής σύμβασης, καθώς και τα δικαιώματα υπαναχώρησης ή εναντίωσης από αυτήν. Αντίθετα, κύρια υποχρέωση των μελών της διοίκησης της ανώνυμης εταιρείας είναι η μη παράβαση των ασφαλιστικών βαρών, δηλαδή η τήρηση των κανόνων συμπεριφοράς εκείνων που θέτει ο νόμος ή η σχετική ασφαλιστική σύμβαση, προκειμένου να εκπληρωθεί η παροχή του ασφαλιστή και, ειδικότερα, προκειμένου να επέλθει η καταβολή του ασφαλίσματος από τον τελευταίο.

     

    5.Η ασφαλιστική κάλυψη

    5.1. Σύμφωνα με τα παραπάνω αναφερόμενα, το εύρος της σχετικής ασφαλιστικής σύμβασης υπερβαίνει την αστική ευθύνη των μελών της διοίκησης της ανώνυμης εταιρείας. Ωστόσο, καθώς το βασικό πεδίο της σχετικής ασφαλιστικής κάλυψης αναφέρεται στις αστικές αξιώσεις, κύρια βάση της συνιστά η ζημιογόνος πράξη που περιλαμβάνει κάθε πραγματική ή τεκμαιρόμενη παραβίαση των καθηκόντων των μελών της διοίκησης έναντι της εταιρείας. Επίσης, η συγκεκριμένη ασφαλιστική κάλυψη περιλαμβάνει κάθε άδικη και ζημιογόνο έναντι τρίτων πράξη ή παράλειψη, λάθος ή αμέλεια κατά την εκτέλεση των καθηκόντων των μελών της διοίκησης της εταιρικής οντότητας. Δηλαδή, καλύπτεται κάθε ατομική ευθύνη διοικητή του εταιρικού οργανισμού είτε αυτός ενάγεται εις ολόκληρον είτε από κοινού είτε αυτοτελώς. Στο πλαίσιο αυτό, καθίσταται σαφές ότι η σχετική ασφαλιστική κάλυψη εκτείνεται στην παράβαση ουσιαστικών κανόνων ιδιωτικού δικαίου που επισύρουν την ευθύνη των διοικούντων την εταιρεία. Ωστόσο, δεν καλύπτονται οι αξιώσεις αποζημίωσης, οι οποίες βασίζονται σε ειδικές συμφωνίες ή όρους που εισάγονται από διατάξεις ενδοτικού δικαίου και επιτείνουν την ευθύνη του νομικού προσώπου πέρα από τη νόμιμη πρόβλεψη.

    5.2. Σε κάθε περίπτωση, πάντως, οι καλύψεις της σχετικής ασφαλιστικής σύμβασης δεν εκτείνονται σε δραστηριότητες, οι οποίες είναι αντίθετες στη δημόσια τάξη, έχουν  αθέμιτο και ανήθικο χαρακτήρα και αντιτάσσονται ευθέως σε απαγορευτικές νομοθετικές διατάξεις. Για το λόγο αυτό, εξάλλου, εξαιρούνται από την κάλυψη ποινικές κυρώσεις, πρόστιμα και άλλες χρηματικές ποινές. Στα δε πρόστιμα συμπεριλαμβάνονται και αυτά, τα οποία επιβάλλονται από τις αρμόδιες εποπτικές αρχές. Παραταύτα, έγκυρα συνομολογείται η κάλυψη δικαστικών εξόδων της ποινικής δίωξης του ασφαλισμένου. Μάλιστα, σε ορισμένα ασφαλιστήρια συμφωνείται η κάλυψη των εξόδων της ποινικής διαδικασίας να λαμβάνει χώρα μόνο, εφόσον αποδειχθεί ή κηρυχθεί ο διοικητής αθώος.

    5.3. Περαιτέρω, πέρα από τις παραβάσεις των κανόνων του ιδιωτικού δικαίου, η σχετική ασφαλιστική κάλυψη είναι δυνατό να επεκταθεί και στις παραβάσεις κανόνων του δημοσίου δικαίου. Κριτήριο για τη σχετική ασφαλιστική κάλυψη συνιστά ο χαρακτήρας της αποζημίωσης που απορρέει από την αποζημίωση των δημοσίου δικαίου διατάξεων. Δηλαδή, εάν η εν λόγω αποζημίωση έχει χαρακτήρα αποκατάστασης της ζημίας εμπίπτει στην κάλυψη της ευθύνης των μελών της διοίκησης της ανώνυμης εταιρείας. Αντίθετα, εάν ο χαρακτήρας της αποζημίωσης είναι κυρωτικός, δεν καλύπτεται από τη σχετική ασφαλιστική σύμβαση. Συνακόλουθα, υπό την προϋπόθεση πάντοτε της τήρησης του σχετικού κριτηρίου, είναι δυνατή η κάλυψη χρηματικών απαιτήσεων  που εγείρονται ενώπιον διοικητικών δικαστηρίων ή διοικητικής εποπτικής αρχής, καθώς και των εξόδων της έρευνας από οποιαδήποτε αρμόδια αρχή.

    5.4. Τέλος, οι εξαιρέσεις που εισάγονται στις σχετικές ασφαλιστικές συμβάσεις εμπίπτουν σε πολλαπλές κατηγοριοποιήσεις, ανάλογα με την πρακτική των ασφαλιστικών επιχειρήσεων και τα υιοθετούμενα από αυτές κριτήρια. Προς αποφυγή μακροσκελών και περιττών ως προς την παρούσα ανάλυση αναπτύξεων, σκόπιμες κρίνονται οι ακόλουθες συνοπτικές επισημάνσεις:

    (α) από τη σχετική ασφαλιστική κάλυψη εξαιρούνται αξιώσεις που καλύπτονται από άλλα ασφαλιστήρια, στις οποίες συμπεριλαμβάνονται ενδεικτικά οι αξιώσεις που καλύπτονται από ασφαλιστήρια επαγγελματικής αστικής ευθύνης,

    (β) επιπλέον, εξαιρούνται από την κάλυψη αυτή πράξεις, οι οποίες εμπεριέχουν μεγάλο ρίσκο για τον ασφαλιστή, στις οποίες συνήθως συμπεριλαμβάνονται η ευθύνη των μελών της διοίκησης ανώνυμης εταιρείας για δυσφήμιση και για προσβολή προσωπικότητας, οι αξιώσεις που συνδέονται με την πτώχευση της εταιρείας καθώς και οι ζημίες που σχετίζονται με μετασχηματισμούς εταιρειών,

    (γ) περαιτέρω, από την ασφαλιστική κάλυψη της ευθύνης των μελών της διοίκησης ανώνυμης εταιρείας εξαιρούνται οι αξιώσεις που εγείρονται σε δικαστήρια εκτός της Ευρωπαϊκής Ένωσης ΕΕ ή προέρχονται από την παράβαση νομοθεσίας κρατών εκτός Ευρωπαϊκής Ένωσης,

    (δ) τέλος, εύλογα εξαιρούνται από την εν λόγω ασφαλιστική κάλυψη οι περιπτώσεις δόλιας πρόκλησης της ασφαλιστικής περίπτωσης. Συγκεκριμένα, εξαιρούνται οι ζημίες, για τις οποίες εγείρονται αξιώσεις τρίτων ή της λήπτριας της ασφάλισης ανώνυμης εταιρείας, όπως αυτές προκαλούνται από δόλια παράβαση του διαχειριστικού καθήκοντος ή των διατάξεων του νόμου από τη διοίκηση της εταιρικής οντότητας. Σ’ αυτές συμπεριλαμβάνονται, ενδεικτικά, οι δωροδοκίες και άλλες συναφείς πράξεις χρηματισμού.

     

    6.Οι ασφαλιστικές ρήτρες

    Πέρα από τις παραπάνω αναφερόμενες εξαιρέσεις, στη σχετική ασφαλιστική σύμβαση έχουν εφαρμογή ειδικές ρήτρες, οι οποίες αναφέρονται αποκλειστικά στη συγκεκριμένη ασφαλιστική σύμβαση ή διαμορφώθηκαν με αφορμή την ανάπτυξη της σχετικής ασφάλισης και οι οποίες ουσιαστικά περιορίζουν σημαντικά την ευθύνη του ασφαλιστή. Ειδικότερα, μπορούν να συμπεριληφθούν στο ασφαλιστήριο:

    (α) η ρήτρα ομίλου, η οποία επιτρέπει την ενιαία διαπίστωση και μεταχείριση του ασφαλιστικού κινδύνου και, επιπλέον, επιβαρύνει με λιγότερα έξοδα τον όμιλο, καλύπτοντας με ένα ομαδικό ασφαλιστήριο όλες τις εταιρικές οντότητες ενός ομίλου,

    (β) η ρήτρα ίδιας συμμετοχής των ασφαλισμένων, η οποία επιφέρει την ανάληψη από το ασφαλισμένο μέλος της διοίκησης της ανώνυμης εταιρείας ενός τμήματος και, συγκεκριμένα, ενός ορισμένου ποσού ή ποσοστού, της αποζημίωσης γενικά ή ανά ασφαλιστική περίπτωση,

    (γ) η ρήτρα της σειριακής ζημίας (άλλως αλυσιδωτής ζημίας), η οποία περιορίζει περισσότερες απαιτήσεις που εγείρονται με βάση την ίδια άδικη πράξη στο ίδιο ασφαλιστικό ποσό και στην ίδια ασφαλιστική περίοδο, καθώς λογίζονται ως μια και μόνη απαίτηση,

    (δ) η ρήτρα απόλυσης του συγκεκριμένου μέλους της διοίκησης της ανώνυμης εταιρείας, η οποία επιβάλλει στην εταιρική οντότητα την προηγούμενη καταγγελία της σχέσης με το εν λόγω πρόσωπο ως αναγκαία προϋπόθεση για την ενεργοποίηση της ασφαλιστικής κάλυψης,

    (ε) η ρήτρα ασφαλισμένου κατά ασφαλισμένου, η οποία δεν επιτρέπει την κάλυψη αξιώσεων που εγείρει ασφαλισμένο μέλος της διοίκησης της εταιρικής οντότητας σε βάρος άλλου ασφαλισμένου είτε ευθέως είτε αναγωγικά. Η συγκεκριμένη ρήτρα εμφανίζεται σε μια παραλλαγή της ως ρήτρα μη κάλυψης ίδιας ζημίας, η οποία περιορίζει ή αποτρέπει τη σχετική ασφαλιστική κάλυψη. Ο περιορισμός αυτός λαμβάνει χώρα ανάλογα με το βαθμό και στο μέτρο της συμμετοχής των εμπλεκόμενων ασφαλισμένων προσώπων στη διοίκηση της λήπτριας της ασφάλισης και περιλαμβάνει αξιώσεις προσώπων που συνδέονται άμεσα ή έμμεσα με ένα από τα ασφαλισμένα πρόσωπα. Λόγο δε της εισαγωγής της συνιστά η αποφυγή δημιουργίας καταστάσεων σύγκρουσης συμφερόντων, συμπαιγνιών και καταχρηστικών συμπεριφορών, αλλά και η αποφυγή άντλησης πλουτισμού.

     

    7.Επίλογος

    7.1. Η θέσπιση του Νόμου 4548/2018 για την αναμόρφωση του δικαίου των ανωνύμων εταιρειών επέφερε μια σειρά από αλλαγές, σαρωτικές ενίοτε, στη λειτουργία των εταιρικών οντοτήτων. Σε ό,τι αφορά στην ευθύνη των μελών της διοίκησής τους, σε προηγούμενο σημείωμα του ιστολογίου της παρούσας διαδικτυακής σελίδας παρατέθηκαν αναλυτικά οι ενδοεταιρικές και οι ποινικές ευθύνες τους, όπως διαμορφώνονται πλέον με το νέο νομοθετικό καθεστώς (διαβάστε σχετικά στο πρώτο μέρος του άρθρου για την ευθύνη των μελών του Δ.Σ.). Εύκολα διαπιστώνεται η επίταση της ποινικοποίησης της επιχειρηματικότητας και εξίσου εύκολα διακρίνεται η οριοθέτηση της διακριτικής ευχέρειας των εταιρικών διοικητών ως προς την επίτευξη του εταιρικού σκοπού.

    7.2. Περαιτέρω, σε άλλο σημείωμα του αυτού ιστολογίου παρατέθηκαν εξίσου αναλυτικά οι διοικητικές και ποινικές ευθύνες των εταιρικών διοικητών έναντι του Δημοσίου και των Ασφαλιστικών Οργανισμών, όπως απορρέουν από τη φορολογική, ασφαλιστική και τελωνειακή νομοθεσία, καθώς και οι ευθύνες που τους αποδίδουν συγκεκριμένες διατάξεις του Αστικού, του Πτωχευτικού και του Ποινικού Κώδικα (διαβάστε σχετικά στο δεύτερο μέρος του άρθρου για την ευθύνη των μελών του Δ.Σ.). Με σαφήνεια διαπιστώνεται η έκθεση των μελών της διοίκησης της ανώνυμης εταιρείας σε εξαιρετικά σοβαρούς κινδύνους.

    7.3. Είναι προφανές, επομένως, ότι η ασφάλιση της ευθύνης των εταιρικών διοικητών αποτελεί ένα ικανό μέσο άμυνας και διασφάλισης αυτών έναντι των κινδύνων που απορρέουν από την εταιρική διακυβέρνηση και την αυστηροποίηση του νομοθετικού περιβάλλοντος. Η σύναψη δε της σχετικής ασφαλιστικής σύμβασης, σύμφωνα με τα παραπάνω αναλυτικά αναφερόμενα, διακρίνεται από ισχυρά οικονομικά και επιχειρηματικά πλεονεκτήματα: αρτιότερη εταιρική οργάνωση, υψηλότερο κύρος και εταιρική φερεγγυότητα, ευκρινέστερη επιχειρηματική εικόνα και δυνατότητα προσέλκυσης ικανών διοικητικών στελεχών. Ας μην κλείνουμε πλέον τα μάτια στις διεθνείς επιχειρηματικές συναλλακτικές πρακτικές και στους διεθνείς κανόνες εταιρικής διακυβέρνησης: η διάδοση και καθιέρωση αυτών των ασφαλιστηρίων συμβολαίων και στην ελληνική επιχειρηματική κοινότητα αποτελεί τη μόνη ενδεδειγμένη επιλογή.

    7.4.  Τέλος, ο ρόλος του νομικού συμβούλου της επιχείρησης αποδεικνύεται καθοριστικός στη διαχείριση των θεμάτων των σχετικών με την ασφάλιση της ευθύνης των μελών της διοίκησης της ανώνυμης εταιρείας. Στο πλαίσιο αυτό, ευθύνη του συγκεκριμένου νομικού συμβούλου αποτελεί η στενή συνεργασία του με το μεσίτη ασφαλίσεων, με τον οποίο συνεργάζεται ο εταιρικός οργανισμός, για την αξιολόγηση των προσφερόμενων (περισσότερων) ασφαλιστικών επιλογών και προϊόντων και η υποβοήθησή του στην επιλογή της βέλτιστης λύσης. Επιπλέον, καθήκον του νομικού συμβούλου συνιστά η μέγιστη διασφάλιση της λήπτριας της ασφάλισης ανώνυμης εταιρείας και των ασφαλισμένων εταιρικών διοικητών με τον έλεγχο της νομιμότητας σύναψης και του έγκυρου περιεχομένου της σχετικής ασφαλιστικής σύμβασης. Τέλος, σε περίπτωση επέλευσης του ασφαλισμένου κινδύνου, ο νομικός σύμβουλος οφείλει να προβεί στη συγκρότηση τεκμηριωμένης αξίωσης για την εκπλήρωση των υποχρεώσεων του ασφαλιστή και, ειδικότερα, για την καταβολή του ασφαλίσματος.

    Θα πρέπει να είναι απόλυτα διαυγές:

    Σε οποιοδήποτε στάδιο (από αυτά που παραπάνω παρατέθηκαν) παραληφθεί η λήψη της κατάλληλης νομικής συμβουλής είναι εξαιρετικά πιθανό το δυνητικό κόστος της επιχείρησης να αποδειχθεί δυσθεώρητα υψηλό.

    Πέτρος Ταρνατώρος
    Senior Associate

    Υ.Γ. Το άρθρο δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ, στις 17 Μαρτίου 2019

  • Ευθύνη Μελών Δ.Σ. της Α.Ε.: Οι λοιπές ευθύνες

    Ευθύνη Μελών Δ.Σ. της Α.Ε.: Οι λοιπές ευθύνες

    Ευθύνες των Μελών του Διοικητικού Συμβουλίου Ανωνύμων Εταιρειών
    Μέρος 2ο: Οι λοιπές ευθύνες (εκτός εκείνων που απορρέουν από το νόμο για τις Α.Ε.)

    Α. Προοίμιο

    Είναι σημαντική, εκτιμώ, τόσο για τα μέλη όσο και για τα υποψήφια μέλη διοικητικών συμβουλίων η καλύτερη κατανόηση των ευθυνών που αναλαμβάνουν. Εξίσου σημαντικό βέβαια είναι και να μην «χάσουν τον ύπνο τους» εκείνοι που αρέσκονται να διαβάζουν άρθρα σαν και το παρόν. Στην περίπτωση όμως κατά την οποία εγώ αποτελέσω την αιτία για ένα τέτοιο γεγονός δηλώνω δημόσια ότι είμαι έτοιμος να αναλάβω τις σχετικές ευθύνες αλλά και να υποστώ τις σχετικές συνέπειες (και τούτο παρά τα όσα είχε, ήδη, προείπει, ο Όμηρος στην Ιλιάδα (Ραψωδία Β΄):  «Αυτός που βρίσκεται στην εξουσία, δεν μπορεί να κοιμηθεί ήσυχα μια ολόκληρη νύχτα»)…

     

    Β. Γενικά

    Όπως είχε ήδη αναφερθεί στο πρώτο μέρος του παρόντος άρθρου «το εύρος της ευθύνης εκείνων που ασκούν εξουσία σε μια Ανώνυμη Εταιρεία καθώς και οι κίνδυνοι που αντιμετωπίζουν δεν είναι, συνολικά, καταγεγραμμένοι». Η όποια προσπάθεια καταγραφής δεν μπορεί παρά να είναι σχετική όσον αφορά την πληρότητά της. Το σημαντικότερο όμως: γεμίζει δέος όσον αφορά το εύρος, βάθος (και βάρος) των δυνητικών ευθυνών των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου.

    Στο παρόν επιχειρείται μια προσέγγιση, κατ’ ανάγκην περιορισμένη, των κινδύνων στους οποίους εκτίθενται τα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου Ανώνυμης Εταιρείας-πέραν εκείνων που απορρέουν από τον πρόσφατο νόμο για τις Ανώνυμες Εταιρείες (Ευθύνες μελών Δ.Σ. των Α.Ε. Μέρος 1ο: Οι Ευθύνες Που Απορρέουν Από Το Νέο Νόμο Για Τις Ανώνυμες Εταιρείες). Η πολυνομία αλλά και η εφευρετικότητα των εκάστοτε (φερομένων ως) ζημιωμένων διευρύνει, δυσθεώρητα πολύ, το εύρος και μέγεθος των δυνητικών κινδύνων τους οποίους αντιμετωπίζουν τα συγκεκριμένα πρόσωπα.

    Σημαντικό πάντως να υπομνησθεί, και εν προκειμένω, πως «η ιδιότητα του μη εκτελεστικού μέλους του Διοικητικού Συμβουλίου δεν σημαίνει, αυτόματα, ανυπαρξία ευθυνών».

    Γ. Ευθύνη απέναντι στο Δημόσιο και τους Δημόσιους Ασφαλιστικούς Οργανισμούς

    1.Γενικά

    Στη βάση της αρχής της αυτοτέλειας των νομικών προσώπων, τα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου δεν ευθύνονται για τα χρέη της ανώνυμης εταιρείας.

    Μια από τις ιδιαίτερα σημαντικές εξαιρέσεις του συγκεκριμένου κανόνα αναφέρεται στην περίπτωση που η ανώνυμη εταιρεία έχει χρέη προς το δημόσιο-βεβαίως και τους Δημόσιους Ασφαλιστικούς Οργανισμούς. Στην περίπτωση αυτή συναντούμε τη διάρρηξη της αρχής της αυτοτέλειας (“piercing the corporate vale”- “διάτρηση του παραπειστικού προπετάσματος ορισμένων επιχειρήσεων”).

    Τέτοιες είναι και οι περιπτώσεις που αντιμετωπίζονται στη συνέχεια.

     

    2.Ευθύνη από φορολογικής φύσεως παραβάσεις

    2.1. Προσωπική και αλληλέγγυα ευθύνη των εμπλεκομένων στη Διοίκηση

    Οι διευθυντές, πρόεδροι, διαχειριστές, διευθύνοντες σύμβουλοι και εντεταλμένοι στη διοίκηση νομικών προσώπων ευθύνονται προσωπικά και αλληλέγγυα με την εταιρεία τόσο το χρόνο της λειτουργίας και συγχώνευσης τους όσο και (μαζί με τους εκκαθαριστές) κατά το χρόνο  της διάλυσής τους (άρθρο 50 ν. 4174/2013-«Κώδικας Φορολογικής Διαδικασίας»):

    (α) για την πληρωμή των οφειλομένων φόρων τόκων, προστίμων αλλά και των παρακρατούμενων φόρων,

    (β) για μη απόδοση παρακρατουμένων και επιρριπτομένων φόρων καθώς και μη απόδοση ΦΠΑ.

    (γ) για την πληρωμή του ΕΝΦΙΑ, σε περίπτωση που επιβλήθηκαν τόκοι και πρόστιμα λόγω δικών τους πράξεων ή παραλείψεων

     

    2.2. Ποινική ευθύνη των εμπλεκομένων (και μη) στη Διοίκηση

    Γενικά-περί της ποινικής ευθύνης 

    Προκειμένου αφενός μεν να επιβληθεί η εκπλήρωση των φορολογικών υποχρεώσεων των επιμέρους νομικών προσώπων (βεβαίως και των ανωνύμων εταιρειών) αφετέρου δε η αποτροπή φορολογικής και τελωνειακής φύσεως αδικημάτων έχει επιλεγεί σε σειρά νομοθετημάτων η ποινική ευθύνη όσων εμπλέκονται στη διοίκηση των υπόχρεων νομικών προσώπων.

    Στο πλαίσιο αυτό (και όσον αφορά τις ημεδαπές ανώνυμες εταιρείες) ως ποινικώς ευθυνόμενα πρόσωπα προσδιορίζονται (με σχεδόν ταυτόσημες διατυπώσεις στα επιμέρους-κατωτέρω αναφερόμενα, νομοθετήματα) οι πρόεδροι των Διοικητικών Συμβουλίων, οι διευθύνοντες, εντεταλμένοι ή συμπράττοντες σύμβουλοι, οι διοικητές ή γενικοί διευθυντές ή διευθυντές και κάθε πρόσωπο εντεταλμένο είτε άμεσα από το νόμο είτε από ιδιωτική βούληση είτε από δικαστική απόφαση στη διοίκηση ή διαχείριση αυτών. Όταν ελλείπουν όλα τα παραπάνω πρόσωπα, οι ποινές επιβάλλονται κατά των μελών των διοικητικών συμβουλίων των εταιρειών αυτών, εφόσον ασκούν πράγματι προσωρινά ή διαρκώς ένα από τα προαναφερόμενα καθήκοντα.

    Το γεγονός όμως της άσκησης ή μη τέτοιας φύσης καθηκόντων είναι, εν τέλει, θέμα ουσίας, πράγμα το οποίο εξηγεί την (συχνά αδικαιολόγητη) επιλογή των αρμοδίων εισαγγελικών λειτουργών να οδηγούν στην «βάσανο του ακροατηρίου» το σύνολο των μελών των διοικητικών συμβουλίων των εμπλεκομένων νομικών προσώπων. (Και τούτο ανεξάρτητα την ύπαρξη ή μη εκτελεστικών και μη εκτελεστικών μελών στα διοικητικά συμβούλια). Η λογική «ας βρουν το δίκιο τους στο ακροατήριο» είναι, στην περίπτωση αυτή, αδικαιολόγητα επιβαρυντική για την απονομή της δικαιοσύνης. Το σημαντικότερο όμως: δημιουργεί δυσθεώρητα υψηλό κόστος σε οικονομικό, προσωπικό, κοινωνικό, οικογενειακό και επαγγελματικό επίπεδο προσώπων τα οποία καθόλου και καθ’ οιονδήποτε τρόπο δεν θα ήταν δυνατό να υποστηριχθεί πως έχουν οποιαδήποτε ευθύνη.

     

    Ειδικότερα:

    Το αδίκημα της φοροδιαφυγής

    Η παραβίαση διατάξεων του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας αντιμετωπίζεται με αυστηρότητα από τις διατάξεις των άρθρων 66επ. του εν λόγω νόμου (ν. 4174/2013, όπως αυτά ισχύουν μετά την επαναπροσέγγισή τους από το άρθρο 8 ν. 4337/2015-«Μέτρα Εφαρμογής Μνημονίου»). Στη διάταξη του άρθρου 66 του ν. 4174/2013 οριοθετείται και αντιμετωπίζεται το αδίκημα της φοροδιαφυγής με επαπειλούμενη ποινή φυλάκισης ή, στις περισσότερο σημαντικές περιπτώσεις, την κάθειρξη.

    Αυτουργοί του αδικήματος της φοροδιαφυγής που διαπράττεται από ημεδαπή ανώνυμη εταιρεία θεωρούνται και εν προκειμένω όσοι, καθ’ οιονδήποτε τρόπο, εμπλέκονται στη διοίκηση των ανωνύμων εταιρειών και, υπό τις προαναφερθείσες προϋποθέσεις, το σύνολο των μελών των διοικητικών τους συμβουλίων  (άρθρο 67 ν. 4174/2013)

    Το αδίκημα της μη καταβολής βεβαιωμένων οφειλών στο Δημόσιο κλπ.

    Η μη καταβολή βεβαιωμένων οφειλών στο Δημόσιο, τα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, τις επιχειρήσεις και τους οργανισμούς του ευρύτερου δημόσιου τομέα αποτελεί και εδώ ποινικό αδίκημα για όσους, καθ’ οιονδήποτε τρόπο, εμπλέκονται στη διοίκηση των ανωνύμων εταιρειών και, υπό τις προαναφερθείσες προϋποθέσεις, το σύνολο των μελών των διοικητικών τους συμβουλίων  (άρθρο 25 ν. 1882/1990-«Φοροδιαφυγή, Φορολογία και λοιπές διατάξεις)

     

    3.Ευθύνη από τελωνειακής φύσεως παραβάσεις

    Με βάση όσα ο Τελωνειακός Κώδικας (ν. 2960/2001) ορίζει, τελωνειακή οφειλή είναι η υποχρέωση κάθε φυσικού ή νομικού προσώπου έναντι Τελωνειακής Αρχής για καταβολή του συνόλου των δασμών, των φόρων, συμπεριλαμβανομένου του φόρου προστιθέμενης αξίας (Φ.Π.Α.), και των λοιπών δικαιωμάτων του Δημοσίου, που αναλογούν σε εμπορεύματα και τα επιβαρύνουν κατά τις οικείες διατάξεις. Για την καταβολή της τελωνειακής οφειλής ευθύνονται επίσης, προσωπικά και αλληλέγγυα, μεταξύ άλλων, οι εκπρόσωποι των νομικών προσώπων καθώς και οι εκκαθαριστές ανωνύμων εταιρειών (άρθρο 29 ν. 2960/2001)

    Όσον αφορά ειδικά τις ημεδαπές ανώνυμες εταιρίες ευθύνονται αλληλεγγύως και στη συγκεκριμένη περίπτωση (και με την προσωπική τους περιουσία) όσοι, καθ’ οιονδήποτε τρόπο, εμπλέκονται στη διοίκηση των ανωνύμων εταιρειών και, υπό τις προαναφερθείσες προϋποθέσεις, το σύνολο των μελών των διοικητικών τους συμβουλίων   (άρθρο 153 ν. 2960/2001):

    Τα ίδια, προαναφερθέντα, πρόσωπα θεωρούνται αυτουργοί ή, κατά περίπτωση συνεργοί των αδικημάτων της λαθρεμπορίας και, κατ’ ακολουθίαν, εκτίθενται στις σχετικές (όχι ήσσονος σημασίας) ποινικές κυρώσεις (άρθρο 153 ν. 2960/2001)

     

    4.Ευθύνη από μη καταβολή Ασφαλιστικών Εισφορών

    Στη διάταξη του άρθρου 26 του ν. 1846/1951 (:«Θεσμικός περί ΙΚΑ νόμος») γίνεται αναφορά στους υπόχρεους για τις ασφαλιστικές εισφορές και στον τρόπο καταβολής τους. Η υποχρέωση αυτή καταλαμβάνει επίσης τα πρόσθετα τέλη, προσαυξήσεις και λοιπές επιβαρύνσεις που οφείλονται προς τους Φορείς Κοινωνικής Ασφάλισης-ανεξάρτητα από τον χρόνο της βεβαίωσής τους.

    Ευθύνονται αλληλέγγυα και εις ολόκληρον με την εργοδότρια εταιρεία (τόσο κατά τη διάρκεια της λειτουργίας της όσο και κατά το χρόνο λύσης ή συγχώνευσης της) εκείνοι που είναι νόμιμοι εκπρόσωποι, πρόεδροι, διαχειριστές, διευθύνοντες σύμβουλοι, εντεταλμένοι στη διοίκηση και εκκαθαριστές νομικών προσώπων, (άρθρο 31 ν. 4321/2015).

    Η υποχρέωση των συγκεκριμένων προσώπων δεν καταλαμβάνει (αυτονοήτως) τον χρόνο μετά την απομάκρυνση ή παραίτησή τους.

    Με τη διάταξη του άρθρου 1 ν. 86/1967 ποινικοποιείται για τους υπόχρεους τόσο η μη καταβολή εργοδοτικών εισφορών όσο και η παρακράτηση και μη απόδοση των εισφορών των εργαζομένων

     

    Δ. Ευθύνη από ρυθμίσεις του Αστικού Κώδικα

    Από τη διάταξη του άρθρου 71ΑΚ): Το νομικό πρόσωπο (εν προκειμένω η Ανώνυμη Εταιρεία) ευθύνεται (άρθρο 71) τόσο για τις πράξεις όσο και για τις παραλείψεις εκείνων (:φυσικών προσώπων) που το αντιπροσωπεύουν, εφόσον γεννάται υποχρέωση αποζημίωσης και έλαβαν χώρα κατά την άσκηση των καθηκόντων τους. Η ευθύνη (όταν υφίσταται) του υπαίτιου αντιπροσώπου, εκπροσώπου/μέλους του Διοικητικού Συμβουλίου είναι σωρευτική και εις ολόκληρον.

    Από τις διατάξεις των άρθρων 71, 197 & 198 ΑΚ): Η ευθύνη αυτή αναφέρεται στη ζημία που προξενείται στον αντισυμβαλλόμενο κατά τη διεξαγωγή διαπραγματεύσεων, ανεξάρτητα αν ακολούθησε (ή όχι) η σύναψη σύμβασης. Η συγκεκριμένη ευθύνη είναι δυνατό να καταλογισθεί και στο μέλος του ΔΣ που έδρασε υπαίτια στο πλαίσιο των συγκεκριμένων διαπραγματεύσεων.

    Από τη διάταξη, μεταξύ άλλων, του άρθρου 914 ΑΚ): Ευθύνη των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου είναι δυνατό να τεκμηριωθεί και στις γενικές διατάξεις για την αποζημίωση του Αστικού Κώδικα. Δύο είναι οι περισσότερο ενδιαφέρουσες περιπτώσεις στη συγκεκριμένη ενότητα:

    (α) Η ευθύνη των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου έναντι των μετόχων όταν συνδέεται με πράξεις και παραλείψεις τους και, δι’ αυτών, θίγεται «ο πυρήνας των μετοχικών τους δικαιωμάτων καθόσον εξέρχονται των ορίων της συνήθους διαχείρισης και ως τέτοιες θα έπρεπε να λαμβάνονται (ύστερα από έγκριση) ή τουλάχιστον να τελούν σε γνώση των μετόχων» (ΜΠρωτΑθ 12468/2012)

    (β) Η ευθύνη των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου έναντι των τρίτων-εν γένει (με περισσότερο ενδιαφέρουσα την περίπτωση του εργατικού ατυχήματος). Ενδιαφέρον είναι πως με βάση την υφιστάμενη νομολογία (ενδ.: ΑΠ 472/2018), η ιδιότητα ενός μέλους ως μη εκτελεστικού ΔΕΝ αρκεί για την απαλλαγή του από οποιαδήποτε, τέτοια, ευθύνη. Αυτό που ερευνάται, σε κάθε περίπτωση, είναι η ύπαρξη πταίσματος στο πρόσωπο του μέλους και όχι η ιδιότητα του ως εκτελεστικού ή μη.

     

    Ε. Ευθύνη από ρυθμίσεις του Πτωχευτικού Κώδικα

    Η ευθύνη των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου που γεννάται από τις διατάξεις του Πτωχευτικού Κώδικα είναι τόσο αστικής όσο και ποινικής φύσεως.

    (α) Η αστική τους ευθύνη αναφέρεται στην υποχρέωση αποκατάστασης της ζημίας των πιστωτών (άρθρο 98 ΠτΚ) σε περίπτωση που είτε δεν κατατεθεί εγκαίρως αίτηση για πτώχευση, είτε η πτώχευση της εταιρείας προκλήθηκε από δόλο ή βαρεία αμέλειά τους.

    (β) Η ποινική τους ευθύνη (όπως εξάλλου και η ευθύνη των διαχειριστών, των μελών της διοίκησης και των διευθυντών των εταιρειών εν γένει) συναρτάται με ενέργειές τους που είτε προκαλούν της πτώχευση της εταιρείας είτε δυσχεραίνουν  την ικανοποίηση των πτωχευτικών πιστωτών είτε συναρτώνται με παράλειψη νομίμων σχετικών υποχρεώσεών τους (άρθρο 171 επ. ΠτΚ)

     

    ΣΤ. Ευθύνη από ρυθμίσεις του Ποινικού Κώδικα-ειδικά το αδίκημα της απιστίας

    Διάσπαρτες είναι οι διατάξεις του Ποινικού Κώδικα στη νομοτυπική μορφή των οποίων θα ήταν δυνατό να ενταχθούν πράξεις και παραλείψεις των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου Ανώνυμης Εταιρείας.

    Από τις πλέον συνήθως επαπειλούμενες είναι εκείνη της απιστίας του άρθρου 390 ΠΚ. Με βάση τη συγκεκριμένη διάταξη απιστία τελεί όποιος με γνώση ζημιώνει την περιουσία άλλου, της οποίας έχει, βάσει του νόμου ή δικαιοπραξίας, την επιμέλεια ή διαχείριση. Προκειμένου περί διαχειριστικών αδικημάτων σε βάρος της περιουσίας νομικού προσώπου, το έγκλημα αυτό το τελούν (και εκτίθενται στις αντίστοιχες ποινικές κυρώσεις) όσοι παραβιάζουν τους κανόνες της επιμελούς διαχείρισης-βεβαίως και τα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου της Ανώνυμης Εταιρείας.

     

    Ζ. Εν κατακλείδι

    Η ευθύνη των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου (ιδίως των εκτελεστικών) είναι σε κάποιες περιπτώσεις αντικειμενική και δεδομένη. Αυτό βέβαια αυτονοήτως προϋποθέτει καταστάσεις που δημιουργούν τέτοιου είδους ευθύνες. Είναι επίσης δεδομένο πως στο πλαίσιο άσκησης της επιχειρηματικότητας, ιδίως στη χώρα μας, η δυνητική έκθεση του νομικού προσώπου (και των μελών του ΔΣ) σε κινδύνους μοιάζει μάλλον φυσιολογική και λογικά αναμενόμενη.

    Στο πρώτο μέρος του παρόντος άρθρου κατέληγα: “Όχι πως κάθε μέλος Διοικητικού Συμβουλίου είναι δεδομένο πως «θα μπλέξει» αλλά καλό είναι να θυμόμαστε πως η (συν)άσκηση εξουσίας δεν είναι ένα, απλό, αφροδισιακό”.

    Αναρωτιέμαι, όμως, εν τέλει: Η γνώση (η υπόμνηση) των ευθυνών από την άσκηση εξουσίας και των σχετικών κινδύνων που αντιμετωπίζουν εκείνοι που την ασκούν θα ήταν δυνατό, άραγε, να λειτουργήσει κατασταλτικά στις σχετικές ορμόνες;

    Ή μήπως όχι;

    stavros-koumentakis

    Σταύρος Κουμεντάκης
    Senior Partner

    Υ.Γ. Συνοπτική έκδοση αυτού του άρθρου δημοσιεύεται σήμερα 10 Μαρτίου 2019, στην Εφημερίδα ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ.

    Σταύρος Κουμεντάκης

  • Ευθύνη Μελών Δ.Σ. της Α.Ε.: Οι Ευθύνες Που Απορρέουν Από Το Νέο Νόμο

    Ευθύνη Μελών Δ.Σ. της Α.Ε.: Οι Ευθύνες Που Απορρέουν Από Το Νέο Νόμο

    Ευθύνες των Μελών του Διοικητικού Συμβουλίου Ανωνύμων Εταιρειών
    Μέρος 1ο: Οι ευθύνες που απορρέουν από το νέο νόμο για τις Ανώνυμες Εταιρείες.

    Α. ΓΕΝΙΚΑ

    Προοίμιο

    Η εξουσία στην Ελλάδα πάντοτε (ιδιαίτερα και τους περισσότερους-αν όχι όλους) μας προσέλκυε. Είτε για την άσκησή της είτε για τη συναναστροφή με κείνους που τη νέμονται. Λησμονούμε όμως πως η εξουσία, κάποια στιγμή, τελειώνει. Λησμονούμε (;) επίσης πως η άσκησή της εγκυμονεί κινδύνους. Κάποιες φορές σοβαρούς.

    Όταν ο Χ. Κίσινγκερ κατέληγε πως «η εξουσία είναι το υπέρτατο αφροδισιακό» μπορούμε να είμαστε βέβαιοι πως κάτι περισσότερο από εμάς γνώριζε. Για τις συνέπειες από την άσκησή της; Είχε μιλήσει ήδη ο Όμηρος:  «Αυτός που βρίσκεται στην εξουσία, δε μπορεί να κοιμηθεί ήσυχα μια ολόκληρη νύχτα». Κι ακολούθησε, αρκετά μεταγενέστερα, ο Τσαρλς Κάλεμπ Κόλτον για να διευκρινίσει: «Τα βάσανα της εξουσίας είναι πραγματικά, οι χαρές της φανταστικές». 

    Το εύρος της ευθύνης των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου

    Η διοίκηση των νομικών προσώπων συναρτάται με την άσκηση εξουσίας. Είναι αλήθεια όμως πως, αν ανατρέξει κάποιος στην εγχώρια (βεβαίως και διεθνή) βιβλιογραφία δεν είναι δυνατό, δυστυχώς, να εντοπίσει μια μελέτη, ένα σύγγραμμα στα οποία θα καταγράφεται το σύνολο των κινδύνων που συνολικά επιφέρει η άσκησή της. Πολλά επιμέρους ναι. Ένα συνολικό όχι. Τι σημαίνει αυτό σε πρακτικό επίπεδο: πως το εύρος της ευθύνης εκείνων που ασκούν εξουσία, καθώς και οι κίνδυνοι που αντιμετωπίζουν δεν είναι ούτε απολύτως καταγεγραμμένα ούτε και προσδιορίσιμα μεγέθη.

    Στο περιβάλλον λειτουργίας των ανωνύμων εταιρειών, όπως αυτό έχει σήμερα διαμορφωθεί, η μεγαλύτερη ανησυχία των διοικούντων είναι το εύρος της ευθύνης τους: για πράξεις ή -χειρότερα- για παραλείψεις τους.

    Στο πλαίσιο αυτό (και με αφορμή όχι μόνο το νέο νόμο για τις ανώνυμες εταιρείες, αλλά και διαχρονικά ερωτήματα και προβληματισμούς των ενδιαφερομένων-εμπλεκομένων προσώπων) επιχειρείται η προσέγγιση κάποιων βασικών πεδίων της ευθύνης των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου. 

    Οι ποινικές ευθύνες-γενικά

    Η ποινικοποίηση επιμέρους δράσεων της επιχειρηματικότητας, επιχειρηματικών επιλογών και αποφάσεων της διοίκησης μιας ανώνυμης εταιρείας είναι ένα (όχι θεωρητικό) ενδεχόμενο. Η είσοδος των εισαγγελέων στην καθημερινότητα της διοίκησης των επιχειρήσεων, αλλά και η προσπάθεια (κάποιων από αυτούς) για μεταμόρφωσή τους σε «Αντόνιο Ντι Πιέτρο» της οικονομικής κι επιχειρηματικής ζωής της χώρας με υιοθέτηση δράσεων τύπου «Καθαρά Χέρια», λειτουργεί κάποιες φορές εξυγιαντικά και κάποιες άλλες αποτρεπτικά ευεργετικών επιχειρηματικών αποφάσεων.

    Από την άλλη πλευρά είναι απολύτως συνήθεις οι ποινικές (και όχι μόνον) εμπλοκές μελών του Διοικητικού Συμβουλίου (όχι κατ’ ανάγκη των εκτελεστικών-μόνον) από παραλείψεις που αφορούν υποχρεώσεις έναντι του Δημοσίου (λ.χ. μη εξόφληση βεβαιωμένων οφειλών, μη απόδοση παρακρατουμένων φόρων-βλ. ΦΠΑ, μη εξόφληση ασφαλιστικών εισφορών). Επίσης όχι ασυνήθεις είναι και οι εμπλοκές μελών του Διοικητικού Συμβουλίου (όχι μόνον ποινικές) από γεγονότα που συνδέονται (ή επιχειρείται να συνδεθούν) με την επιχειρηματικότητα. Μη λησμονούμε επίσης το ενδεχόμενο να βρεθεί κάποιο μέλος ΔΣ «τυλιγμένο σε μία κόλλα χαρτί» είτε έχει ευθύνη είτε όχι-για οποιοδήποτε θέμα.

    Σε ποιους τομείς άραγε εκτείνεται η ευθύνη των μελών του ΔΣ της σύγχρονης ΑΕ; Επιχειρείται στο παρόν, μια πρώτη καταγραφή των ευθυνών (αστικής και ποινικής φύσεως) που απορρέουν από το νέο νόμο για τις Ανώνυμες Εταιρείες. 

    Η ενδοεταιρική ευθύνη με βάση το νέο νόμο για τις Ανώνυμες Εταιρείες

    Τα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου μιας Ανώνυμης Εταιρείας ευθύνονται για την αποκατάσταση τυχόν ζημίας της από πράξεις και παραλείψεις τους. Η ευθύνη μπορεί να είναι είτε ατομική είτε συλλογική (και εις ολόκληρον) για όλα τα μέλη. Το αρμόδιο Δικαστήριο είναι δυνατό να επιμερίσει τις ευθύνες μεταξύ των μελών ανάλογα με τα δεδομένα, αλλά και τις ιδιότητες ενός εκάστου.

    Η παραγραφή των αξιώσεων της εταιρείας σε βάρος των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου είναι μεν τριετής, αναστέλλεται όμως για όσο χρόνο έχουν τη συγκεκριμένη ιδιότητα. Κατ’ ανώτατο όριο για μια δεκαετία. Τι σημαίνει αυτό σε πρακτικό επίπεδο; Αν λ.χ. ο CEO μιας ανώνυμης εταιρείας κάτι «δεν έκανε καλά» προ επταετίας – κατά την άσκηση των καθηκόντων του και πουλήσει σήμερα την εταιρεία (ως, ενδεχομένως, βασικός μέτοχος και ιδιοκτήτης της), η εταιρεία (υπό το νέο ιδιοκτησιακό της καθεστώς) δικαιούται να ασκήσει τις αξιώσεις της σε βάρος του εντός δεκαετίας από την παράνομη πράξη ή παράλειψη.

    Η έγκριση των οικονομικών καταστάσεων, της διαχείρισης των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου και η ενδεχόμενη απαλλαγή τους από «κάθε ευθύνη» από την τακτική Γενική Συνέλευση ΔΕ λογίζεται ως παραίτηση. Θα «συνεκτιμηθεί» ενδεχομένως, ανάμεσα στ’ άλλα, από το αρμόδιο Δικαστήριο.

    Οι προϋποθέσεις για την άσκηση της εταιρικής αγωγής αλλά και η ίδια η άσκησή της είναι σαφώς και σε ικανό βαθμό καταγεγραμμένες και λεπτομερείς στο νέο νόμο. Η άσκηση μάλιστα της εταιρικής αγωγής είναι δυνατό να ανατεθεί από το αρμόδιο δικαστήριο (όταν δεν αποτελεί επιλογή του Διοικητικού Συμβουλίου) σε Ειδικό, προς τούτο οριζόμενο, Εκπρόσωπο. 

    Οι ποινικές ευθύνες των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου με βάση το νέο νόμο για τις Ανώνυμες Εταιρείες

    Ο νέος νόμος αφιερώνει (και λογικά) μια ξεχωριστή ενότητα για τις ποινικές ευθύνες (και) των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου. Η επαπειλούμενη ποινή φυλάκισης για τους παραβάτες δεν είναι εκείνη που δημιουργεί ανησυχία καθώς δεν αναμένεται ότι θα οδηγηθεί κανένας από αυτούς στη φυλακή-εξ αυτού του λόγου και μόνον. Ενδιαφέρον όμως έχουν οι επαπειλούμενες χρηματικές ποινές (από 5.000€ έως 100.000€): Μπορούμε να έχουμε βεβαιότητα πως από κανέναν δεν περισσεύουν τέτοια χρηματικά ποσά. Η άσκηση καθηκόντων μέλους Διοικητικού Συμβουλίου δεν είναι μια ιστορία χωρίς (και) αξιομνημόνευτους ποινικούς κινδύνους. Θα ήταν εξαιρετικά χρήσιμο για κείνα από τα μέλη που είτε έχουν «χαλαρή συνείδηση» είτε τους ζητείται να λάβουν αποφάσεις και παράσχουν διαβεβαιώσεις σε συγκεκριμένα θέματα (σε ψευδή, λ.χ., πιστοποίηση μετοχικού κεφαλαίου ή σε έγκριση χρηματοοικονομικών καταστάσεων που δεν είναι «απολύτως ακριβείς») να το ξανασκεφτούν. Είναι επίσης δεδομένο πως θα πρέπει να επιδεικνύουν τη μέγιστη δυνατή επιμέλεια κατά την άσκηση των καθηκόντων τους και πιστά να τηρούν (με τη συνδρομή και των κατάλληλων συμβούλων) το νόμο. 

    Συμπερασματικά

    Η αποδοχή μιας «τιμητικής» πρότασης για είσοδο σε Διοικητικό Συμβούλιο Ανώνυμης Εταιρείας, η εξυπηρέτηση ενός καλού φίλου για τον ίδιο λόγο («για να συμπληρωθούν τα τρία, κατ΄ελάχιστον, μέλη») αλλά και η συμμετοχή στο αντίστοιχο όργανο της οικογενειακής επιχείρησης, δεν είναι μια απόφαση που πρέπει «ελαφρά τη καρδία» να λαμβάνεται. Όχι πως κάθε μέλος Διοικητικού Συμβουλίου είναι δεδομένο πως «δε θα αποφύγει τα μπλεξίματα», αλλά καλό είναι να γνωρίζουμε πως η (συν)άσκηση εξουσίας δεν είναι ένα, απλό, αφροδισιακό.

     

    Β. ΕΙΔΙΚΟΤΕΡΑ (& επί λεπτομερειών)

    1. Η ενδοεταιρική ευθύνη των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου με βάση το νέο νόμο για τις ΑΕ

    Το μέγεθος και η προϋποθέσεις της ευθύνης των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου

    Τα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου Ανώνυμης Εταιρείας ευθύνονται για την αποκατάσταση της ζημίας της από πράξεις και παραλείψεις τους (άρθρο 102 παρ. 1 ν. 4548/2018).

    Δεν υφίσταται ευθύνη όταν τα μέλη καταφέρουν να αποδείξουν ότι κατέβαλαν «επιμέλεια συνετού επιχειρηματία» (άρθρο 102 παρ. 2 ν. 4548/2018).

    Όταν μάλιστα έχουμε να κάνουμε με κοινή πράξη των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου (λ.χ. απόφαση Δ.Σ.) γίνεται δεκτή η εις ολόκληρον ευθύνη όλων των μελών του. Το αρμόδιο Δικαστήριο διατηρεί το δικαίωμα να επιμερίσει την ευθύνη σε έναν έκαστο των εμπλεκομένων, αλλά και να ρυθμίσει το δικαίωμα της αναγωγής μεταξύ τους (άρθρο 102 παρ. 3 ν. 4548/2018).

    Γίνεται δεκτό πως δεν υφίσταται ευθύνη των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου όταν, κατά βάση, καταφέρουν να αποδείξουν πως οι πράξεις ή παραλείψεις τους: (α) βασίζονται σε προηγούμενη σύννομη απόφαση της ΓΣ ή (β) αφορούν εύλογη επιχειρηματική απόφαση που έχει ληφθεί  με καλή πίστη, επαρκή πληροφόρηση και με αποκλειστικό κριτήριο το εταιρικό συμφέρον καθώς και (γ) στηρίζονται σε εισήγηση ανεξάρτητου οργάνου ή επιτροπής (άρθρο 102 παρ. 4 ν. 4548/2018)

     

    Η παραγραφή των αξιώσεων της ΑΕ και η παραίτησή της από αυτές

    Η παραγραφή των αξιώσεων της Ανώνυμης Εταιρείας σε βάρος των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου είναι τριετής κι αναστέλλεται για όσο χρόνο διατηρείται η ιδιότητα του μέλους. Σε κάθε περίπτωση επέρχεται μετά από δεκαετία (άρθρο 102 παρ. 6 ν. 4548/2018)

    Είναι δυνατή η παραίτηση της Ανώνυμης Εταιρείας από τις αξιώσεις σε βάρος των μελών του Διοικητικού της Συμβουλίου μετά από μια διετία και με την υποχρεωτική συγκατάθεση της Γενικής Συνέλευσης, εφόσον δεν υπάρχει αντίθεση του 10% του μετοχικού κεφαλαίου (άρθρο 102 παρ. 7 ν. 4548/2018)

     

    Οι προϋποθέσεις και η διαδικασία άσκησης των αξιώσεων της Εταιρείας σε βάρος των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου της. Η εμπλοκή των μετόχων

    Το Διοικητικό Συμβούλιο υποχρεούται να ασκήσει τις αξιώσεις της εταιρείας σε  βάρος των υπόχρεων σε αποζημίωση μελών του, «σταθμίζοντας το εταιρικό συμφέρον». Σε κάθε περίπτωση τα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου υποχρεούνται να παράσχουν επαρκείς εξηγήσεις στους μετόχους, όταν παραλείψουν να εκπληρώσουν τη συγκεκριμένη υποχρέωσή τους (άρθρο 103 ν. 4548/2018).

    Μέτοχοι της εταιρείας που έχουν, προ εξαμήνου, αποκτήσει ποσοστό μεγαλύτερο από 5% του μετοχικού κεφαλαίου δικαιούνται να υποβάλλουν αίτημα προς το Διοικητικό Συμβούλιου για την άσκηση αξιώσεων σε βάρος μελών του (άρθρο 104 παρ. 1 ν. 4548/2018). Με το εν λόγω αίτημα κοινοποιούν την αναγκαία πληροφόρηση και τα στοιχεία για την τεκμηρίωση της ζημίας και παρέχουν προθεσμία ενός μηνός, κατ’ ελάχιστον, για αξιολόγηση και λήψη της σχετικής απόφασης (άρθρο 104 παρ. 2 ν. 4548/2018).

    Το Διοικητικό Συμβούλιο λαμβάνει τη σχετική απόφαση ύστερα από ακρόαση κατονομαζομένων μελών, χωρίς, όμως, να έχουν δικαίωμα ψήφου οι εμπλεκομένοι. Αν τα υπόλοιπα μέλη  δε σχηματίζουν απαρτία, θεωρείται ότι δε λαμβάνεται απόφαση (άρθρο 104 παρ. 3 ν. 4548/2018).

    Όταν το αίτημα για την άσκηση της εταιρικής αγωγής υποβάλλεται από την πλειοψηφία των μετόχων, η άσκησή της είναι υποχρεωτική για το Διοικητικό Συμβούλιο (άρθρο 104 παρ. 4 ν. 4548/2018)

    Η πλειοψηφία των μετόχων που υπέβαλαν αίτημα προς το Διοικητικό Συμβούλιο  για άσκηση εταιρικής αγωγής, δικαιούται να προσφύγει στο αρμόδιο δικαστήριο, όταν: (α) απορριφθεί το σχετικό αίτημά τους, (β) παρέλθει άπρακτη η ταχθείσα προθεσμία αξιολόγησης, (γ) παρέλθει άπρακτο ένα τετράμηνο από την απόφαση για την άσκηση της αγωγής, (δ) δεν κατέστη δυνατή η λήψη απόφασης από το Διοικητικό Συμβούλιο ή  (ε) παρέλθει άπρακτο ένα δίμηνο, χωρίς να ασκηθεί αγωγή στην περίπτωση που το αίτημα υποβάλλεται από την πλειοψηφία των μετόχων (άρθρο 105 παρ. 1 ν. 4548/2018).

    Το αρμόδιο δικαστήριο κάνει δεκτή την αίτηση των μετόχων, όταν δεν υφίσταται υπέρτερο συμφέρον για τη μη άσκηση της αιτούμενης αγωγής. Στην περίπτωση αυτή ορίζει Ειδικό (ίσως και Αναπληρωτή) Εκπρόσωπο για άσκηση της εταιρικής αγωγής (άρθρο 105 παρ. 2 ν. 4548/2018).

     

    Ο Ειδικός Εκπρόσωπος για την άσκηση της εταιρικής αγωγής

    Ο Ειδικός Εκπρόσωπος: (α) έχει ως ειδική και μόνη εξουσία την άσκηση της αγωγής, αλλά και την ταχεία και επιμελή άσκηση δίκης, (β) έχει πρόσβαση σε στοιχεία, έγγραφα και πληροφορίες, (γ) δεσμεύεται από την ιστορική (όχι όμως και τη νομική) βάση της δικαστικής απόφασης. Το Δικαστήριο είναι δυνατό να του επιδικάσει εύλογη αμοιβή (άρθρο 105 παρ. 4 και 5 ν. 4548/2018).

    Ο Ειδικός Εκπρόσωπος, μετά τον ορισμό του, είναι δυνατό να καταλήξει αρνητικά όσον αφορά την ευθύνη των κατονομαζομένων μελών Δ.Σ. Στην περίπτωση αυτή ενημερώνει σχετικά το Διοικητικό Συμβούλιο, αλλά και τους μετόχους που ζήτησαν την άσκηση της σχετικής αγωγής. Οι συγκεκριμένοι μέτοχοι, όμως, είναι δυνατό να επανέλθουν με νέα αίτησή τους (άρθρο 105 παρ. 6 ν. 4548/2018).

    Σε περίπτωση πρωτόδικης απόρριψης της αγωγής, το Διοικητικό Συμβούλιο, ύστερα από σχετική εισήγηση του Ειδικού Εκπροσώπου, είναι δυνατό να παραιτηθεί από την άσκηση ενδίκων μέσων (άρθρο 105 παρ. 7 ν. 4548/2018)

     

    Η αναστολή των παραγραφών και οι δαπάνες που αφορούν τις σχετικές δίκες

    Η υποβολή αίτησης των μετόχων προς το Διοικητικό Συμβούλιο για την άσκηση των εταιρικών αξιώσεων αναστέλλει, κατά βάση, τις παραγραφές (άρθρο 106 παρ. 1 ν. 4548/2018).

    Οι δαπάνες της δίκης για τον ορισμό του Ειδικού Εκπροσώπου, της δίκης σε βάρος των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου, αλλά και η τυχόν αμοιβή του βαρύνουν την εταιρεία (άρθρο 106 παρ. 3 ν. 4548/2018)

     

    Άμεση ζημία τρίτων από πράξεις ή παραλείψεις μελών του Διοικητικού Συμβουλίου

    Οι διατάξεις του ν. 4548/2018 όσον αφορά την ευθύνη των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου δεν επηρεάζουν ή περιορίζουν την ευθύνη τους όσον αφορά τις αξιώσεις από άμεση ζημία μετόχων ή τρίτων, την οποία υπέστησαν από πράξεις ή παραλείψεις τους (των μελών του ΔΣ). Δεν επηρεάζουν, επίσης, την ευθύνη των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου έναντι των εταιρικών πιστωτών από τη διάταξη του άρθρου 98 του Πτωχευτικού Κώδικα (:μη έγκαιρη υποβολή της αιτήσεως πτώχευσης της ανώνυμης εταιρείας, καθώς και πρόκληση της παύσης πληρωμών από δόλο ή βαρεία αμέλεια των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου)-(άρθρο 107 παρ. 3 ν. 4548/2018).

     

    Η απαλλαγή των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου από την τακτική Γενική Συνέλευση

    Είναι δυνατή η έγκριση από τη Γενική Συνέλευση της συνολικής διαχείρισης από τα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου κατά την έγκριση των ετήσιων χρηματοοικονομικών καταστάσεών της και η απαλλαγή τους από «κάθε ευθύνη». Η συγκεκριμένη όμως, έγκριση-όταν και εφόσον αυτή πραγματοποιηθεί ΔΕ λογίζεται ως παραίτηση από αξιώσεις της εταιρείας (για τη νομότυπη παραίτηση απαιτείται η εφαρμογή άρθρου 102 παρ. 7). Μια τέτοια έγκριση εκτιμάται «αναλόγως» από το Δικαστήριο (με ό,τι αυτό σημαίνει) που τυχόν επιληφθεί στο μέλλον αξιώσεις της εταιρείας σε βάρος των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου (άρθρο 108 παρ. 1 ν. 4548/2018).

    Στην ψηφοφορία για την έγκριση συνολικής διαχείρισης λαμβάνουν μέρος τα μέλη του Δ.Σ. και υπάλληλοι της ανώνυμης εταιρείας με τις δικές τους μετοχές, καθώς και με τις μετοχές που εκπροσωπούν, εφόσον τους έχουν παρασχεθεί ρητές και συγκεκριμένες οδηγίες ψήφου (άρθρο 108 παρ. 2 ν. 4548/2018).

     

    2.Οι ποινικές ευθύνες των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου από το νόμο για τις Ανώνυμες Εταιρείες

    Ψευδείς ή παραπλανητικές δηλώσεις προς το κοινό (άρθρο 176 ν. 4548/2018)

    Απειλείται ποινή φυλάκισης και χρηματική ποινή 10.000€ έως 100.000€ όσον αφορά εν γνώσει ψευδή ή παραπλανητική δήλωση προς το κοινό ιδρυτή, μέλους του Διοικητικού Συμβουλίου ή διευθυντή της εταιρείας σχετικά με: (α) την κάλυψη ή καταβολή του κεφαλαίου, (β) στοιχεία της εταιρείας με ουσιώδη επιρροή επί των εταιρικών υποθέσεων-με σκοπό την εγγραφή σε τίτλους που εκδίδει η εταιρεία. 

     

    Παραβάσεις μελών Διοικητικού Συμβουλίου (άρθρο 177 ν. 4548/2018)

    Απειλείται ποινή φυλάκισης και χρηματική ποινή 10.000€ έως 100.000€ όσον αφορά μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου το οποίο:
    (α) Συντάσσει ή εγκρίνει (εν γνώσει του) ανακριβείς ή παραπλανητικές χρηματοοικονομικές καταστάσεις ή τις συντάσσει κατά παράβαση του νόμου ως προς το περιεχόμενό τους
    (β) Προβαίνει σε διανομή κερδών ή άλλων ωφελημάτων προς τους μετόχους ή τρίτους που δεν προκύπτουν από τις χρηματοοικονομικές καταστάσεις της εταιρείας ή χωρίς τη σύνταξη χρηματοοικονομικών καταστάσεων ή με βάση (εν γνώσει του) ανακριβείς, παραπλανητικές ή κατά παράβαση του νόμου συνταγείσες χρηματοοικονομικές καταστάσεις
    (γ) Εξαγοράζει εξαγοράσιμες μετοχές κατά παράβαση της σχετικής διάταξης (άρθρο 39)
    (δ) Προκαλεί την απόκτηση από την εταιρεία  [κατά παράβαση των σχετικών διατάξεων (άρθρο 48, 49, 52 ή 57)] ιδίων μετοχών (ή της μητρικής της) ή τίτλων κτήσης μετοχών (της ίδιας ή μητρικής της)
    (ε) Χορηγεί προκαταβολή, δάνειο ή εγγύηση (κατά παράβαση του άρθρου 51) είτε επιβαρύνοντας την εταιρεία με σκοπό να αποκτήσει τρίτος μετοχές της είτε επιβαρύνοντας θυγατρική της  με σκοπό να αποκτήσει τρίτος μετοχές της μητρικής της
    (στ) Συντάσσει (εν γνώσει του) αναληθή ή ελλιπή έκθεση διαχείρισης ή άλλη υποχρεωτική κατά το νόμο ετήσια έκθεση.

     

    Παραβάσεις σχετικά με την εύρυθμη λειτουργία της εταιρείας (άρθρο 179 ν. 4548/2018)

    Απειλείται ποινή φυλάκισης μέχρι τριών ετών ή χρηματική ποινή 5.000€ έως 50.000€:
    (α) Σε όποιον συνάπτει σύμβαση για λογαριασμό της εταιρείας, χωρίς την προηγούμενη άδεια που απαιτείται κατά το άρθρο 100. (Το αξιόποινο εξαλείφεται αν δοθεί μεταγενεστέρως η αναγκαία άδεια)
    (β) Στο μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου που παραβιάζει την υποχρέωση πιστοποίησης καταβολής του κεφαλαίου μέσα στην προθεσμία του άρθρου 20 ή προβαίνει σε ψευδή πιστοποίησή του
    (γ) Στο μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου που παραλείπει να συντάξει ή συντάσσει εκπρόθεσμα: τις ετήσιες χρηματοοικονομικές καταστάσεις της εταιρείας, τις ενοποιημένες χρηματοοικονομικές καταστάσεις, την ετήσια έκθεση διαχείρισης, την ενοποιημένη ετήσια έκθεση διαχείρισης ή την πολιτική αποδοχών, την έκθεση αποδοχών ή άλλη κατά το νόμο ετήσια έκθεση
    (δ) Στο μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου που παραβιάζει την υποχρέωση αναπροσαρμογής του μετοχικού κεφαλαίου
    (ε) Σε όποιον παρακωλύει τη διενέργεια ελέγχου της εταιρείας από τους τακτικούς ελεγκτές ή τους ελεγκτές που ορίσθηκαν για τη διενέργεια έκτακτου ελέγχου ή δεν παρέχει στους ελεγκτές τις πληροφορίες που υποχρεούται να παράσχει.

     

    Παραβάσεις σχετικά με τη Γενική Συνέλευση των μετόχων και των ομολογιούχων (άρθρο 180 ν. 4548/2018)

    Απειλείται χρηματική ποινή 5.000€ έως 15.000€:
    (α) Σε όποιον παραλείπει να συγκαλέσει τη Γενική Συνέλευση των μετόχων ή των ομολογιούχων ή να συμπεριλάβει συγκεκριμένο θέμα στην Ημερήσια Διάταξη κατά παράβαση του νόμου ή του προγράμματος έκδοσης ομολογιών
    (β) Σε όποιον εν γνώσει του μετέχει ή ψηφίζει, χωρίς δικαίωμα, σε Γενική Συνέλευση μετόχων ή ομολογιούχων
    (γ) Στο μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου που παραβιάζει την υποχρέωση παροχής πληροφοριών σε μετόχους.

     

    Επιβολή ποινικών και διοικητικών κυρώσεων (άρθρο 181 ν. 4548/2018)

    Η επιβολή ποινικών ΔΕΝ αποκλείει, κατά τη συγκεκριμένη διάταξη, την επιβολή διοικητικών κυρώσεων. Τούτο με απλά λόγια σημαίνει πως μπορεί μεν, στο πλαίσιο κάποιας ποινικής διαδικασίας, να επιβληθούν ποινές σε κάποιο μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου, πλην όμως και οι όποιες διοικητικές μπορεί να έπονται…

     

    Γ. Επίλογος

    Το εύρος της ευθύνης των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου δεν εξαντλείται, δυστυχώς, στις ανωτέρω ενότητες και διατάξεις (πολύ περισσότερο στην “business view” θεώρησή τους). Θα επιδιωχθεί όμως, σε επόμενα άρθρα, η καταγραφή των λοιπών ενοτήτων ευθύνης τους και, βεβαίως, ο τρόπος μετριασμού της. Κυρίως όμως ο τρόπος άρσης των (δυνητικά) δυσμενών συνεπειών αλλά και των σχετικών κινδύνων που διατρέχουν τα συγκεκριμένα μέλη.

    stavros-koumentakis

    Σταύρος Κουμεντάκης
    Senior Partner

    Υ.Γ. Συνοπτική έκδοση αυτού του άρθρου δημοσιεύτηκε στις 3 Μαρτίου 2019, στην Εφημερίδα ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ.

    stavros-koumentakis-article-ευθύνη-μελών-δσ

  • GDPR: H Eπόμενη Mέρα. Βιομετρικά δεδομένα και εργασία

    GDPR: H Eπόμενη Mέρα. Βιομετρικά δεδομένα και εργασία

    Ο Ευρωπαϊκός Κανονισμός για τα Προσωπικά Δεδομένα έχει ήδη τεθεί σε εφαρμογή  την 25η Μαϊου 2018 και ισχύει ως έχει για όλα τα κράτη- μέλη ανεξαρτήτως περαιτέρω (μη αναγκαίας αλλά πιθανής) ενσωμάτωσης- εξειδίκευσης (σε κάποια κεφάλαια) στην εθνική νομοθεσία. Και τούτο γιατί, σε αντίθεση με την Οδηγία, ο Κανονισμός είναι άμεσα και άνευ ετέρου εφαρμοστέος. Η συμμόρφωση όλων θα πρέπει να είναι έκτοτε (και εσαεί) αδιάλειπτη.

    Τα σχετικά θέματα που αντιμετωπίζουν οι επιχειρήσεις είναι πολυποίκιλα και επηρεάζουν πολλές εκφάνσεις της δραστηριότητάς τους. Ο έλεγχος της εισόδου και εξόδου των εργαζομένων, με τη λήψη βιομετρικών δεδομένων, ιδίως σε επιχειρήσεις με πολυάριθμο προσωπικό, είναι ένα τέτοιο ζήτημα.

    Γιατί; Γιατί ενώ μπορώ να «χτυπήσω την κάρτα» του συναδέλφου μου και να «κλέψει» λίγο πρωινό ύπνο, δεν μπορώ να εξαπατήσω το έξυπνο μηχάνημα που «διαβάζει δακτυλικά αποτυπώματα ή την ίριδα». Ο GDPR, θέτει αυστηρούς φραγμούς σε τέτοιες επιλογές.

     

    Η πρόβλεψη του Κανονισμού για τα βιομετρικά δεδομένα

    Σύμφωνα με το άρθρο 9 παρ.1 του Γενικού Κανονισμού ΕΕ/2016/679  απαγορεύεται εν γένει η επεξεργασία βιομετρικών δεδομένων με σκοπό την αδιαμφισβήτητη ταυτοποίηση προσώπου. Τέτοιου είδους επεξεργασία καθίσταται επιτρεπτή, κατ’ εξαίρεση,   κατόπιν ρητής συναίνεσης του Υποκειμένου των δεδομένων βάσει του άρθρου 9 παρ. 2  περ. α  του Γενικού Κανονισμού ΕΕ/2016/679, και πάντως σύμφωνα με το κείμενο  κατευθυντηρίων γραμμών υπ’ αρ. 259/28.11.2017  «Guidelines on Consent under Regulation  2016/679» (όπως τροποποιήθηκε την 10.4.2018 και ακολούθως υιοθετήθηκε από το European Data Protection Board). Επιπρόσθετα: Αποτελεί αποκρυσταλλωμένη θέση του Working Party 29 ότι δεν μπορεί να γίνει λόγος για ελεύθερη παροχή συγκατάθεσης σε περίπτωση κατάφασης «ανισορροπίας δυνάμεων», όπως συμβαίνει εκ των πραγμάτων στη σχέση εργοδότη-εργαζομένου, Έτσι και στον όρο 3.1.1 των ίδιων ως άνω Guidelines.

    Οι διατάξεις του άρθρου 9 παρ. 2 του Γενικού Κανονισμού ΕΕ/2016/679, ήτοι η εξαίρεση κατά την οποία είναι επιτρεπτή η  χρήση βιομετρικών δεδομένων κατόπιν συναίνεσης του υποκειμένου των δεδομένων, δεν περιλαμβάνουν ως νομιμοποιητική βάση τη σύναψη οποιασδήποτε άλλης σύμβασης εκτός αυτής με πάροχο υγείας της περίπτωσης η του ίδιου άρθρου. Επιπλέον, ούτε και το έννομο συμφέρον του Υπεύθυνου Επεξεργασίας θα δικαιολογούσε κατά το ίδιο άρθρο μία τέτοια επιλογή. Συγκεκριμένα τα Recitals (σημ. Αιτιολογικές Σκέψεις) 51-52  του Γενικού Κανονισμού αναφέρονται στην επεξεργασία ειδικών κατηγοριών δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και εισάγουν παρέκκλιση μόνο για την περίπτωση παροχών ή/και αξιώσεων στον τομέα υγειονομικής ασφάλειας, κοινωνικής προστασίας, περίθαλψης, κοινωνικής μέριμνας κ.α.

     

    Η θέση της ελληνικής Αρχής Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα

    Την τελευταία εικοσαετία της εφαρμογής του ν. 2472/1997 (τις βασικές αρχές του οποίου ως προς το συγκεκριμένο θέμα ακολουθεί ο προαναφερθείς Κανονισμός) η Αρχή έχει εκδώσει μια σειρά αποφάσεων σχετικά με τη λήψη και επεξεργασία βιομετρικών δεδομένων στον εργασιακό χώρο. Πρόσφατα, εξάλλου, δημοσιεύθηκε και αντίστοιχη  απόφαση του Γραφείου του Επιτρόπου Κύπρου.  Στις συγκεκριμένες αποφάσεις αναπτύσσεται η θέση ότι μία τέτοιου είδους επεξεργασία δεν είναι αναγκαία για την επίτευξη του σκοπού παρακολούθησης εισόδου/εξόδου και τήρησης του ωραρίου από τους εργαζόμενους. Κατ’ ακολουθίαν τέτοιες καταγραφές συνιστούν, εν τέλει, υπέρβαση, της οποίας ο καταχρηστικός χαρακτήρας δεν αίρεται ούτε από τυχόν παρασχεθείσα συγκατάθεση του εργαζομένου. Εξαίρεση, βέβαια, αποτελεί ο έλεγχος (και έγκριση) της  πρόσβασης σε εγκαταστάσεις υψίστης ασφαλείας και πάντως υπό αυστηρές προϋποθέσεις (μη αποθήκευση, μη σύνδεση με κεντρικό σύστημα κ.ά.).

     

    Ενδεικτική του πλαισίου της «εξαίρεσης»: η απόφαση 56/2009 της ΑΠΔΠΧ

    Η ελληνική Αρχή με την 56/2009 απόφασή της αποδέχθηκε (και δεν έκρινε ως τελικά παράνομη) τη χρήση εξοπλισμού αναγνώρισης δακτυλικού αποτυπώματος επειδή αφορούσε σε συγκεκριμένους εργαζομένους που θα είχαν ειδική πρόσβαση σε ένα συγκεκριμμένο χώρο, «…όπου παράγονται και τηρούνται τα ιδιωτικά κλειδιά των Αρχών Πιστοποίησης τα οποία υπογράφουν τα Αναγνωρισμένα Πιστοποιητικά τελικών χρηστών».  Ο συγκεκριμένος χώρος θα ήταν δυνατό να χαρακτηρισθεί ως υψίστης ασφαλείας και η δικαιολόγηση της επιλογής αυτής είναι η προστασία του δημοσίου συμφέροντος. Η συγκεκριμένη απόφαση μάλιστα, αφορά σε λόγους αρχής και ουσίας και  όχι τεχνικούς. [Εκ περισσού να σημειωθεί ότι ο χρησιμοποιούμενος εξοπλισμός πληρούσε όλες τις αναγκαίες προδιαγραφές: (α) κρυπτογράφηση δεδομένων, (β) μη διατήρηση δεδομένων και (γ) τοπικό χαρακτήρα- μη σύνδεση με κεντρικό σύστημα].

     

    Ενδεικτική της πάγιας θέσης της ελληνικής Αρχής η απόφαση 50/2007 ΑΠΔΠΧ

    Η απόφαση 50/2007 για άλλη υπόθεση είναι ενδεικτική της πάγιας θέσης της Αρχής. Στη συγκεκριμένη υπόθεση η επιχειρηματολογία της ελεγχόμενης εταιρείας βασίστηκε στο γεγονός ότι «το σύστημα βασίζεται στη μέθοδο της γεωμετρίας του δακτύλου και ότι τα στοιχεία που συλλέγονται από αυτό καταγράφονται και αποθηκεύονται σε αρχείο που κρυπτογραφείται ενώ δεν συλλέγονται ούτε αποθηκεύονται δακτυλικά αποτυπώματα». Τα συγκεκριμένα επιχειρήματα  προσπεράστηκαν εύκολα από την Αρχή, η οποία επέμεινε πως «η εισαγωγή και χρήση βιομετρικών δεδομένων συνιστά επεξεργασία προσωπικών δεδομένων εργαζομένων, η οποία δεν είναι αναγκαία για την επίτευξη των σκοπών του ελέγχου εισόδου και εξόδου σε εγκαταστάσεις/κτίρια και τήρησης του ωραρίου προσέλευσης και αποχώρησής τους και είναι, συνεπώς, παράνομη.»

     

    Εν τέλει

    Η παρακολούθηση της πιστής τήρησης του ωραρίου των εργαζομένων δεν μπορεί να λαμβάνει χώρα, στη συντριπτική πλειονότητα των περιπτώσεων, με τη χρήση βιομετρικών δεδομένων (όπως, λ.χ. δακτυλικά αποτυπώματα).

    Με την ορθή και ουσιαστική διάγνωση των αναγκών αλλά και του μοντέλου λειτουργίας κάθε επιχείρησης, είναι δυνατόν, να αξιοποιηθούν τα κατάλληλα εργαλεία και να διαμορφωθούν οι κατάλληλες δομές ή/και υποδομές και διαδικασίες  για την επίτευξη του εκάστοτε ζητούμενου. Και τούτο με την αυτονόητη (διπλή) στόχευση: και η επιχείρηση να μην βλάπτεται και τα δικαιώματα των εργαζομένων να μην θίγονται.

    Πετρινή Νάιδου
    Senior Associate

    Υ.Γ. Συνοπτική έκδοση του άρθρου δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ, στις 24 Φεβρουαρίου 2019.

     

  • Κοινοί Ιδρυτικοί Τίτλοι

    Κοινοί Ιδρυτικοί Τίτλοι

    Μια παλιά ιστορία

    Κατά τη δεκαετία του 1990 ένας επιχειρηματίας, με μεγάλη οικονομική επιφάνεια, αποφάσιζε το επόμενο επιχειρηματικό του εγχείρημα. Δεν είχε αμφιβολία (και ορθά όπως αποδείχθηκε) για την επιτυχία του. Το όλο εγχείρημα, εκτός από το στιβαρό business plan, βασιζόταν σε δύο πυλώνες:

    (α) στην πολυμετοχικότητα (με τη συμμετοχή εύρωστων οικονομικά μετόχων) και

    (β) στη συμμετοχή στο μετοχικό σχήμα συγκεκριμένων, υψηλού επιπέδου στελεχών, με ποσοστό 10% του συνολικού μετοχικού κεφαλαίου-χωρίς όμως την καταβολή χρημάτων από μέρους τους.

    Το μετοχικό κεφάλαιο της νέας, τότε, ανώνυμης εταιρείας  ήταν εξαιρετικά υψηλό κι η συμφωνία με τους λοιπούς, (συμ)μετόχους, απλή: Το 90% της συμμετοχής τους θα οδηγούνταν στον τραπεζικό λογαριασμό της εταιρείας (για να σχηματισθεί το μετοχικό κεφάλαιο) με καταθέτες του ίδιους. Το υπόλοιπο 10% θα οδηγούνταν και πάλι στον εταιρικό τραπεζικό λογαριασμό αλλά με (φερόμενους) καταθέτες τα προαναφερθέντα στελέχη. Έτσι θα επιτυγχανόταν η υλοποίηση του σχεδιασμού αλλά και η συμμετοχή των εν λόγω στελεχών στο μετοχικό κεφάλαιο της εταιρείας. Και μάλιστα χωρίς να καταβάλουν τα ίδια τα στελέχη χρήματα εξ ιδίων.

    Να σημειωθεί εδώ ότι τη δεκαετία του 1990 δεν περνούσε από το μυαλό κανενός ότι ένας τέτοιος σχεδιασμός θα μπορούσε να ελεγχθεί ως δωρεά (από τους μετόχους προς τα ωφελούμενα στελέχη). Σήμερα, σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο, θα προβάλαμε όλες τις επακόλουθες, δυνητικά αρνητικές ή πολύ δυσάρεστες, συνέπειες (αστικές, φορολογικές και ποινικές).

    Το συγκεκριμένο επιχειρηματικό εγχείρημα είχε σημαντική επιτυχία.

    Με μία μικρή, όμως, παρενέργεια: Οι σχέσεις των ανθρώπων ποτέ, κατά κανόνα, δεν αποδεικνύονται αιώνιες. Κι όπως συνηθίζω να λέω, οι άνθρωποι είναι ενδεχόμενο να μαλώσουν, να αρρωστήσουν ή να τρελαθούν. Επιπρόσθετα, βέβαιο, πως κάποια στιγμή θα εγκαταλείψουν τα εγκόσμια.

    (Και) στη συγκεκριμένη περίπτωση ήταν νομοτελειακό να συμβούν κάποια από τα συγκεκριμένα ενδεχόμενα…

    Έκτοτε, με βάση τις συγκεκριμένες αρνητικές εμπειρίες, απέτρεπα τους πελάτες και φίλους να προχωρούν σε τέτοιους σχεδιασμούς. Άλλοτε οι εισηγήσεις μου γινόταν αποδεκτές κι άλλοτε όχι. (Δυστυχώς)

    Ο νόμος, όμως, τότε δεν παρείχε τα εργαλεία που παρέχει σήμερα.

     

    Τα αντιτιθέμενα συμφέροντα και οι διαθέσιμες λύσεις

    Είναι δεδομένο πως, σε ένα πρώτο επίπεδο, τα συμφέροντα της επιχείρησης και των στελεχών της δεν είναι συμπλέοντα.

    Η επιχείρηση, ιδίως η νεοϊδρυόμενη, χρειάζεται στελέχη που θα δίνουν τον καλύτερό τους εαυτό στην επίτευξη του σκοπού της χωρίς, ταυτόχρονα, να επιβαρύνεται με τους υψηλούς μισθούς στους οποίους εκείνα θα προσβλέπουν. Χρειάζεται επίσης στελέχη τα οποία θα μοιραστούν το όραμά της και (σε περίπτωση επίτευξης των στόχων της-γιατί όχι) να αμειφθούν ανάλογα.

    Τα στελέχη από την άλλη πλευρά προσβλέπουν, και ευλόγως, σε υλικές και ηθικές ανταμοιβές. Η συμμετοχή στα κέρδη της εταιρείας είναι μια επιπρόσθετη αντιπαροχή διόλου ευκαταφρόνητη. Κι όχι μόνον σε υλικό επίπεδο.

    Βεβαίως υπάρχει πάντα η λύση των stock options με ό,τι θετικό κι ό,τι αρνητικό τη συνοδεύει – δείτε το σχετικό άρθρο για τα Stock options.

    Μια λύση, για συγκεκριμένες περιπτώσεις σαφέστατα περισσότερο ελκυστική, φαντάζει εκείνη της έκδοσης των Κοινών Ιδρυτικών Τίτλων.

     

    Οι Κοινοί Ιδρυτικοί Τίτλοι

    Ο συγκεκριμένος τύπος τίτλων παρέχει σημαντικές ευχέρειες στους ιδρυτές.

    Κάποιοι από τους ιδρυτές (:οι μέτοχοι) θα συμπράξουν για τη δημιουργία της εταιρείας και τη συγκέντρωση του αρχικού μετοχικού κεφαλαίου.

    Σε κάποιους άλλους (από τους ιδρυτές ή τρίτους-λ.χ. στελέχη) είναι δυνατό να αναγνωρισθεί, μέσω των Κοινών Ιδρυτικών Τίτλων, το δικαίωμα απόληψης τμήματος των κερδών της ανώνυμης εταιρείας. Και τούτο χωρίς οι ίδιοι να είναι μέτοχοι. Χωρίς δηλ. να έχουν συμμετάσχει στη συγκέντρωση του αρχικού μετοχικού κεφαλαίου.

     

    Το θεσμικό πλαίσιο που διέπει τους Κοινούς Ιδρυτικούς Τίτλους

    Με βάση τις προβλέψεις του νέου νόμου για τις ανώνυμες εταιρείες (άρθρο 75 ν. 4548/2018) οι Κοινοί Ιδρυτικοί Τίτλοι παρέχονται σε ορισμένους από τους ιδρυτές (ή/και όλους) καθώς και σε τρίτους. Ο λόγος της συγκεκριμένης παροχής προσδιορίζεται «ως ανταμοιβή για συγκεκριμένες ενέργειές τους κατά τη σύσταση της εταιρείας». Κατ΄ αριθμό μάλιστα δεν είναι δυνατό να υπερβαίνουν ποσοστό 10% του συνολικού αριθμού των μετοχών που εκδίδονται.

     

    Ποια δικαιώματα παρέχουν και ποια όχι οι Κοινοί Ιδρυτικοί Τίτλοι

    Το αποκλειστικό προνόμιο (πάντως όχι ήσσονος σημασίας-άρθρο 75 παρ. 3 ν. 4548/2018) των Κοινών Ιδρυτικών Τίτλων είναι το δικαίωμα απόληψης ποσού ίσου (κατ’ ανώτατο όριο) με το 25% των καθαρών κερδών ύστερα από την αφαίρεση των ποσών για το τακτικό αποθεματικό (άρθρο 158 ν. 4548/2018) και του ελαχίστου μερίσματος (άρθρο 161 ν. 4548/2018). Τι σημαίνει αυτό σε πρακτικό επίπεδο; Ότι εκείνοι (ιδρυτές ή τρίτοι) οι οποίοι έλαβαν κατά την ίδρυση της εταιρείας Κοινούς Ιδρυτικούς Τίτλους:

    (α) δικαιούνται να λάβουν το ¼ του υπερβάλλοντος του ελάχιστου μερίσματος. Κι αυτό χωρίς να συνεισφέρουν, ούτε στο ελάχιστο, στη συγκέντρωση του μετοχικού κεφαλαίου και

    (β) δεν δικαιούνται να λάβουν ο,τιδήποτε όταν δεν θα διανεμηθεί το ελάχιστο  (άρθρο 161 ν. 4548/2018) ή καθόλου (άρθρο 159 ν. 4548/2018) μέρισμα (άρθρο 75 παρ. 5, ν. 4548/2018)

    Οι Κοινοί Ιδρυτικοί Τίτλοι, που πάντως δεν έχουν ονομαστική αξία, δεν παρέχουν άλλα, επιπρόσθετα, δικαιώματα στους κατόχους τους (όπως λ.χ. συμμετοχή στη διοίκηση και διαχείριση της εταιρείας, ψήφου στις Γενικές Συνελεύσεις, συμμετοχής στο προϊόν της εκκαθάρισης-άρθρο 75 παρ. 2 ν. 4548/2018)

     

    Το δικαίωμα της εξαγοράς

    Μοιάζει λογικό να μην διατηρούνται στο διηνεκές τα δικαιώματα που απορρέουν από τους Κοινούς Ιδρυτικούς Τίτλους. Εξάλλου, η δικαιολογητική βάση της έκδοσης και παράδοσής τους στους ιδρυτές (ή τρίτους) είναι η «ανταμοιβή για συγκεκριμένες ενέργειές τους κατά τη σύσταση της εταιρείας».

    Έτσι οι Κοινοί Ιδρυτικοί Τίτλοι, μπορούν να εξαγοραστούν από την εταιρεία μια δεκαετία μετά την έκδοσή τους (άρθρο 75 παρ. 4 ν. 4548/2018). Η εξαγορά όμως μπορεί να λάβει χώρα και νωρίτερα εφόσον υπάρχει σχετική πρόβλεψη στο καταστατικό.

    Το αντίτιμο της εξαγοράς τους από την εταιρεία θα είναι αυτό που ορίζει το καταστατικό. Σε κάθε περίπτωση όμως δεν είναι δυνατό να υπερβαίνει το δεκαπλάσιο του μέσου ετήσιου μερίσματος που έλαβαν κατά την τελευταία πενταετία.

     

    Η έκδοση, η καταχώρηση και η μεταβίβαση των Κοινών Ιδρυτικών Τίτλων

    Ο νόμος αντιμετωπίζει τα συγκεκριμένα θέματα κατ’ αντιστοιχία εκείνων που αναφέρονται στις μετοχές (άρθρο 75 παρ. 6 και 40 έως 42 ν. 4548/2018). Στο πλαίσιο αυτό είναι δυνατό να εκδίδονται ή όχι τίτλοι (σε έγχαρτη ή λογιστική μορφή). Παράλληλα η καταχώρησή τους είναι δυνατό να λαμβάνει χώρα σε συγκεκριμένο βιβλίο (αντίστοιχο του Βιβλίου Μετόχων) το οποίο όμως είναι δυνατό να τηρείται και ηλεκτρονικά. Η μεταβίβασή τους (με ειδική ή καθολική διαδοχή) είναι ελεύθερη.

    Το καταστατικό της εταιρείας είναι αυτό που προσδιορίζει τον τρόπο απόδειξης της ιδιότητα του κατόχου. Η παράδοση στην εταιρεία του εγγράφου για τη μεταβίβασή τους ή η αξιοποίηση άλλων τρόπων που προβλέπει το καταστατικό είναι, σε κάθε περίπτωση, αρκετές για τη «νομιμοποίηση» του κατόχου τους. Σε περίπτωση, τέλος, θανάτου του κατόχου τους τα δικαιώματά του κληρονομούνται και αναγνωρίζονται στο πρόσωπο εκείνου/ων που θα αποδείξουν την ιδιότητά τους ως κληρονόμων

     

    Συμπερασματικά:

    Η αξιοποίηση του θεσμού των Κοινών Ιδρυτικών Τίτλων μοιάζει (και είναι) εξαιρετικό εργαλείο για τις υπό σύσταση ανώνυμες εταιρείες. Κι αυτό γιατί (μεταξύ άλλων), ο συγκεκριμένος θεσμός:

    (α) αναγνωρίζει σε συγκεκριμένα πρόσωπα (ιδρυτές, εργαζομένους ή τρίτους) τις υπηρεσίες που παρέχουν κατά την ίδρυση της ανώνυμης εταιρείας,

    (β) ανταμείβει τις συγκεκριμένες υπηρεσίες τους και συνδέει την ανταμοιβή τους με την κερδοφόρο, μόνον, πορεία της εταιρείας-χωρίς να απαιτείται να εισφέρουν χρήματα στο μετοχικό της κεφάλαιο,

    (γ) συνδέει τους κατόχους τους με την κερδοφόρο και αναπτυξιακή πορεία της επιχείρησης και ταυτίζει, σε σημαντικό βαθμό, τα συμφέροντα αμφοτέρων (κατόχων Κοινών Ιδρυτικών Τίτλων και επιχείρησης)

     (δ) δεν αναβαθμίζει τους κάτοχους τους σε μετόχους (με αποτέλεσμα οι κάτοχοί τους να μην έχουν τα δικαιώματα εκείνων και, ιδίως, τα δικαιώματα ψήφου και μειοψηφίας, το δικαίωμα εκλογής του Διοικητικού Συμβουλίου, απόληψης του προϊόντος της εκκαθάρισης κ.ο.κ.)

     (ε) περιορίζει χρονικά την παρουσία και τα δικαιώματα των κατόχων τους στην εταιρεία και προσδιορίζει/περιορίζει το ύψος της αποζημίωσής τους κατά τον χρόνο της εξαγοράς των τίτλων που κατέχουν.

    Με άλλα λόγια: Ο συγκεκριμένος θεσμός είναι δυνατό να άρει τις επιφυλάξεις και των πλέον δύσπιστων, όπως ο υπογράφων, όσον αφορά τη συμμετοχή συγκεκριμένων προσώπων (λ.χ. στελεχών ή τρίτων) στο επιχειρηματικό γίγνεσθαι και οικονομικό αποτέλεσμα μιας ανώνυμης εταιρείας.

    stavros-koumentakis

    Σταύρος Κουμεντάκης
    Senior Partner

    Υ.Γ. Συνοπτική έκδοση αυτού του άρθρου δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ, στις 17 Φεβρουαρίου 2019.

     

  • Η απασχόληση εργαζομένων σε περισσότερες εταιρείες του ιδίου Ομίλου

    Η απασχόληση εργαζομένων σε περισσότερες εταιρείες του ιδίου Ομίλου

    Η απασχόληση εργαζομένων σε περισσότερες εταιρείες του ιδίου Ομίλου: ένα χρόνιο πρόβλημα βρήκε την λύση του.

     

    Ο «πονοκέφαλος» των επικεφαλής των HR: Είναι δυνατόν εργοδότης να είναι ο «Όμιλος»;

    Αποτελούσε πάντοτε πρόβλημα, όχι ασήμαντο, για τους επικεφαλής των τμημάτων HR Ομίλων εταιρειών που δραστηριοποιούνται στη χώρα μας (βεβαίως και για τους ίδιους τους επικεφαλής των Ομίλων) η απασχόληση εργαζομένων σε περισσότερες από μια εταιρείες του ιδίου ομίλου.

    Και τούτο γιατί, μολονότι προσλαμβάνονται και αμείβονται από μία από τις εταιρείες που συναπαρτίζουν τον ενιαίο Όμιλο, καλούνται, εντούτοις, να απασχολούνται και σε αντικείμενα που αφορούν άλλες, «αδελφές», εταιρείες.

    Κατά το ελληνικό δίκαιο όμως ο Όμιλος δεν μπορεί να θεωρηθεί ενιαίος εργοδότης, έτσι που για διάφορα δικαιώματα του μισθωτού (μισθοί, αποζημιώσεις κλπ) να είναι υπεύθυνες όλες οι εταιρείες ανεξαρτήτως του ποια εταιρεία τον απασχολεί σε κάθε συγκεκριμένη χρονική στιγμή (ΑΠ 650/82 και  ΑΠ 10/18-ΝΟΜΟΣ)

     

    Σημαντικές έννοιες: Εργοδότης και Όμιλος εταιρειών

    Η έννοια του Εργοδότη

    Στο πλαίσιο της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας, εργοδότης θεωρείται κάθε φυσικό και νομικό πρόσωπο, στην υπηρεσία του οποίου διατελεί, με σχέση εξαρτημένης εργασίας άλλο φυσικό πρόσωπο, το οποίο του παρέχει την εργασία αυτή και όχι απαραιτήτως το πρόσωπο το οποίο προέβη στην πρόσληψή του. Συνήθως, αλλά όχι πάντοτε, εργοδότης είναι ο κύριος της επιχειρήσεως προς εξυπηρέτηση των συμφερόντων της οποίας συνάπτεται η σύμβαση. (ΑΠ 1290/2010, ΑΠ 873/2009 και ΑΠ 10/18-ΝΟΜΟΣ)

    Η έννοια του Ομίλου εταιρειών, της μητρικής και της θυγατρικής

    Γίνεται δεκτό (υπό το πρίσμα των ορισμών του ν. 4308/2014-Παράρτημα Α και του άρθρου 2 περ. ζ ν. 4172/2013) ότι ο όμιλος εταιρειών χαρακτηρίζεται από κοινή διεύθυνση, κοινή οικονομική πολιτική, κοινή χρηματοδότηση, δηλ. κοινά οικονομικά συμφέροντα. Ενώ συντίθεται από πολλά αυτοτελή νομικά πρόσωπα αποτελεί μια οικονομική ενότητα (ΑΠ 10/18-ΝΟΜΟΣ)

    Εξάλλου, κατά τους ορισμούς του Παραρτήματος Α του ν. 4308/2014:

    (α) Ομιλος (Group) εταιρειών είναι «η μητρική επιχείρηση και όλες οι θυγατρικές της»,

    (β)  Μητρική επιχείρηση (Parent company) είναι «η οντότητα που ελέγχει μία ή περισσότερες θυγατρικές οντότητες και

    (γ) Θυγατρική οντότητα (subsidiary) εκείνη η «οντότητα που ελέγχεται από μια μητρική οντότητα, άμεσα ή έμμεσα»..

     

    Η παροχή, κεντρικά, επί μέρους υπηρεσιών  στις εταιρείες του Ομίλου.

    Για λόγους διευκόλυνσης της άσκησης της διοίκησης αλλά και για λόγους οικονομίας κλίμακας, οι περισσότερες από τις εταιρείες του ιδίου Ομίλου μοιράζονται συχνά την ίδια έδρα και τις ίδιες εγκαταστάσεις. Έτσι το λογιστήριο, το HR, το τμήμα προμηθειών, η γραμματεία, η υποδοχή, το τμήμα ποιότητας κ.ο.κ. δεν μπορούν παρά να παρέχουν τις υπηρεσίες τους σε όλες, ταυτόχρονα, τις (συστεγαζόμενες ή μη) εταιρείες του ίδιου ομίλου. Το ίδιο και οι υπάλληλοι που απασχολούνται σ’ αυτές. Ο CEO, o CFO, o COO, δεν είναι (κατά κανόνα) περισσότεροι του ενός σε κάθε Όμιλο εταιρειών. Οι υπάλληλοι του λογιστηρίου καταχωρούν τις συναλλαγές των περισσοτέρων εταιρειών του Ομίλου κι η υποδοχή δεν καλωσορίζει τους επισκέπτες της εργοδότριάς τους, μόνον, εταιρείας.

    Όχι σπάνια οι εταιρείες του Ομίλου βρίσκονται σε διαφορετικές έδρες-ακόμα και σε διαφορετικές πόλεις. Στην περίπτωση αυτοί στελέχη κι εργαζόμενοι καλούνται συχνά να μετακινηθούν στις έδρες άλλων εταιρειών του ίδιου Ομίλου με σκοπό να παράσχουν (και) σ’ εκείνες (κι όχι στην εργοδότρια εταιρεία τις πολύτιμες υπηρεσίες τους

     

    Η «θέση» των επιμέρους εμπλεκομένων κι η αντίστοιχη των νομικών συμβούλων: Οι HR managers σε απόγνωση!

    Το συγκεκριμένο πρόβλημα θα μπορούσε να χαρακτηριστεί παλαιό, κλασσικό αλλά και, ταυτόχρονα, αρκετά σοβαρό με πολυεπίπεδες, πάντως, επιπτώσεις. Καθίσταται όμως πολυπλοκότερο αν το δει κάποιος από την οπτική γωνία των επιμέρους εμπλεκομένων. (Μεταξύ άλλων:)

    Οι CEO αξιώνουν (και εύλογα) τη μέγιστη δυνατή, σε επίπεδο ομίλου, αξιοποίηση του έμψυχου δυναμικού.

    Οι CFO απαιτούν (προϋπολογιστικά και απολογιστικά-εύλογα επίσης) την κατανομή του κόστους της απασχόλησης ανά νομικό πρόσωπο.

    Οι εργαζόμενοι άλλοτε δυσανασχετούν με τις τέτοιου είδους υποχρεώσεις που (επίσημα ή ανεπίσημα) τους επιβάλλονται κι άλλοτε «κρατούν σημειώσεις» με σκοπό να στραφούν δικαστικά κατά των περισσοτέρων εταιρειών του ιδίου ομίλου που απασχολήθηκαν. Απίθανο να μην έχουν αναρωτηθεί για τη συγκεκριμένη «αταξία»: «είναι δυνατόν άλλη εταιρεία να με έχει προσλάβει και για περισσότερες να απασχολούμαι;».

    Οι νομικοί σύμβουλοι συχνά προτείνουν λύσεις ανεφάρμοστες, ελάχιστα υλοποιήσιμες ή, σε πρακτικό επίπεδο, προβληματικές (λ.χ.: πρόσληψη από τη μία και δανεισμός στις υπόλοιπες, περισσότερες προσλήψεις- μειωμένης απασχόλησης, για τον ίδιο εργαζόμενο, σε κάθε μια από τις περισσότερες εταιρείες του ομίλου-με συγκεκριμένες ώρες και ημέρες απασχόλησης για την κάθε μια από τις εμπλεκόμενες, κ.ο.κ.). Όλες όμως οι λύσεις έχουν ένα κοινό πρόβλημα: Την αδυναμία του εκ των προτέρων (κάποιες φορές και εκ των υστέρων) ακριβούς προσδιορισμού του χρόνου που θα απαιτηθεί να εργασθεί (ή, αντίστοιχα, εργάσθηκε) ο εργαζόμενος για κάθε μία εταιρεία του Ομίλου. Κι ύστερα: το κόστος! Οποιαδήποτε από τις λύσεις αυτές δημιουργεί, εκτός από αναστάτωση στον οργανισμό και στους εργαζόμενους αυξημένο κόστος για τον Όμιλο.

    Οι HR managers, κάποιες φορές σε απόγνωση, καλούνται να συμβιβάσουν τα ασυμβίβαστα…

     

    Η νομολογιακή αντιμετώπιση

    Η (σχετικά πρόσφατη) απόφαση 10/2018 του Αρείου Πάγου, έρχεται να επιβεβαιώσει παλαιότερη απόφασή του (:ΑΠ  1222/2003) με την οποία δίνεται η λύση: «Έτσι, επί ομίλου εταιρειών, που έχουν κοινά οικονομικά συμφέροντα, ακόμη και στην περίπτωση που η σύμβαση εργασίας του μισθωτού καταρτίστηκε με μία από τις εταιρείες του ομίλου και η αξιοποίησή της εργασίας του γίνεται και από άλλες εταιρείες του ίδιου ομίλου, εργοδότης παραμένει η αντισυμβαλλόμενη του μισθωτού εταιρεία, η οποία ασκεί διευθυντικό έλεγχο επί της εργασίας του και ευθύνεται για την πληρωμή των πάσης φύσεως αποδοχών του)

    Με απλά λόγια γίνεται αποδεκτό με τη συγκεκριμένη απόφαση πως:

    • Είναι δυνατό να προσληφθεί ένας εργαζόμενος από την α-ΑΕ και να παρέχει τις υπηρεσίες του όχι μόνον στη συγκεκριμένη ΑΕ (την α-ΑΕ) αλλά, επιπρόσθετα, στις β-AE και γ-AE, εταιρείες του ιδίου ομίλου.
    • Στο συγκεκριμένο παράδειγμα εργοδότης τους εργαζόμενου παραμένει η εταιρεία με την οποία συνεβλήθη ο εργαζόμενος στη σύμβαση εργασίας του (η α-ΑΕ) μολονότι παρέχει τις υπηρεσίες του και σε άλλες εταιρείες (β-AE και γ-AE) του ιδίου ομίλου.

     

    Η λύση του «γόρδιου» δεσμού

    Όπως προκύπτει από τη νομολογία του ανώτατου ακυρωτικού είναι αποδεκτό ο εργαζόμενος να παρέχει τις υπηρεσίες του και σε άλλες εταιρείες του ιδίου ομίλου και όχι μόνον σε εκείνη από την οποία προσλήφθηκε.

    Η παραδοχή αυτή αποδεικνύεται εξαιρετικά σημαντική για τους ομίλους εταιρειών. Υπό την προϋπόθεση (αυτονοήτως) των κατάλληλων συμβατικών ρυθμίσεων):

    (α) ο εργαζόμενος δεν δικαιούται να αντιλέξει στην παροχή των υπηρεσιών του σε άλλες εταιρείες του ιδίου ομίλου

    (β) οι λοιπές εταιρείες, εκτός εκείνης που τον προσέλαβε, δεν εκτίθενται σε νομικούς κινδύνους έναντι του εργαζομένου ή/και της πολιτείας

    (γ) οι επιμέρους εταιρείες που συναπαρτίζουν τον όμιλο δικαιούνται απρόσκοπτα να αξιοποιήσουν τις υπηρεσίες του εργαζόμενου σε μία από αυτές.

    Ένα χρόνιο πρόβλημα αποδεικνύεται πως έχει την (απλή) λύση του!

    stavros-koumentakis

    Σταύρος Κουμεντάκης
    Senior Partner

    Υ.Γ. Συνοπτική έκδοση αυτού του άρθρου δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ, στις 10 Φεβρουαρίου 2019.

  • Stock Options

    Stock Options

    Stock Options: Πρόγραμμα διάθεσης μετοχών σε μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου, εργαζόμενους και μόνιμους συνεργάτες.

     

    Α. Γενικά

    Τι είναι τα Stock Options;

    Τα Stock Options αποτελούν θεσμό για τον οποίο δεν υπάρχει μακρά εμπειρία στη χώρα μας. Σε διεθνές, όμως, επίπεδο υπάρχει όχι μόνον μακρά εμπειρία αλλά και διάφορες κατηγορίες τους.

    Εκείνα που είναι περισσότερο γνωστά στην Ελλάδα (και θα μας απασχολήσουν εν προκειμένω) είναι εκείνα που προορίζονται να λειτουργήσουν ως κίνητρα προς το ανώτερο και ανώτατο στελεχιακό δυναμικό. Κι επιπρόσθετα: τους στενούς-μόνιμους συνεργάτες μιας επιχείρησης. Στη συνέχεια, για λόγους συντομίας, όλοι οι δυνητικοί δικαιούχοι θα αναφέρονται, συνολικά, ως «στελέχη». Η διεθνώς αποδεκτή σχετική ορολογία για τα stock options αυτής της κατηγορίας είναι «Employee Stock Option» και συντομογραφικά «ΕSO».

    Τα συγκεκριμένα Stock Options, σε πρακτικό επίπεδο, δεν είναι παρά το δικαίωμα (προαίρεσης-option) που αποκτά κάποιο στέλεχος (ή ομάδα στελεχών) μιας επιχείρησης για την αγορά (σε μία ή περισσότερες επόμενες χρονικές στιγμές), μετοχών της επιχείρησης σε προκαθορισμένη, ελκυστική, τιμή. Με τίμημα που το ίδιο το στέλεχος καλείται να καταβάλει.

    Κατά το αμερικανικό μοντέλο (:american options) το συγκεκριμένο δικαίωμα ασκείται όποτε επιλέξει ο δικαιούχος, από τη στιγμή της έκδοσης (του Stock Option) μέχρι τη λήξη του. Κατά το ευρωπαϊκό μοντέλο (:european options ή share options στο Ηνωμένο Βασίλειο) το συγκεκριμένο δικαίωμα ασκείται από τον δικαιούχο κατά τη στιγμή της λήξης του ή/και σε προκαθορισμένες, ενδιάμεσες χρονικές στιγμές.

    Ενδεχόμενη αποχώρηση του στελέχους πριν τον χρόνο κατά τον οποίο μπορεί να γίνει άσκηση του σχετικού δικαιώματος σημαίνει, κατά κανόνα, και την απώλειά του.

    Πώς λειτουργούν τα Stock Options;

    Κατ’ αρχάς να σημειώσουμε πως τα Stock Options δεν (πρέπει να) αφορούν το σύνολο των στελεχών.

    Ακόμα όμως και με το συγκεκριμένο περιορισμό θα πρέπει να δεχτούμε πως δύο είναι οι κατηγορίες στελεχών στις οποίες απευθύνονται: Σε εκείνα τα οποία η επιχείρηση επιδιώκει να προσελκύσει κι εκείνα με τα οποία ήδη συνδέεται με κάποιας μορφής συμβατική σχέση, συνηθέστερα, εργασίας.

    Από την άλλη πλευρά οι επιχειρήσεις οι οποίες θα αποφασίσουν να εκδώσουν ESO μπορεί να είναι όλων των κατηγοριών: Start-ups, επιχειρήσεις με κάποια ιστορία (με προβλήματα ρευστότητας ή περιορισμένες οικονομικές δυνατότητες), επιχειρήσεις αναπτυσσόμενες (και πολλά υποσχόμενες) ή ακόμα και αναπτυγμένες (με σημαντική οικονομική επιφάνεια). Κοινό χαρακτηριστικό όλων: Η προσπάθεια δημιουργίας κινήτρων σε στελέχη είτε για την έναρξη είτε για τη συνέχιση της συνεργασίας μαζί τους.

    Τόσο η κεντρική πρόταση της επιχείρησης που αποφασίζει την έκδοσή τους όσο και οι επιμέρους παράμετροι γνωστοί: «Έλα (ή μείνε) μαζί μας και θα έχεις σοβαρές προσδοκίες να αποκομίσεις σημαντικά οφέλη από την αύξηση της αξίας της επιχείρησης (κατ’ αναλογίαν του τμήματός της που αντιστοιχούν στα stock option που λαμβάνεις)».

    Διεθνώς, υιοθετείται (τουλάχιστον όσον αφορά τις εταιρείες με εισηγμένες μετοχές) και μία εναλλακτική της (άμεσης) παροχής ESO. Η επιχείρηση αναλαμβάνει την υποχρέωση αντί να παραδώσει Stock Options στο στέλεχος να του καταβάλει χρήματα σε προκαθορισμένες χρονικές στιγμές στο μέλλον. Συγκεκριμένα, τη διαφορά της παρούσας αξίας συμφωνηθέντος αριθμού μετοχών σε σχέση με την τιμή που θα έχουν στις εν λόγω προκαθορισμένες μελλοντικές ημερομηνίες.

     Τα Stock Options από την πλευρά της επιχείρησης και του στελέχους

    Με την υιοθέτηση των Stock Options η επιχείρηση δημιουργεί σημαντικά κίνητρα για την προσέλκυση ενός «ακριβού» στελέχους, καθώς δεν τον αντιμετωπίζει πλέον ως απλό υπάλληλο. Το στέλεχος αναβαθμίζεται από το επίπεδο του απλού (και ελάχιστα σημαντικού) εργαζομένου σ’ εκείνο του δυνητικού αυριανού μετόχου, συμμετόχου στο όραμα, την αναπτυξιακή και, κατ΄ αποτέλεσμα, κερδοφόρο πορεία της επιχείρησης.

    Η επιχείρηση (start-up, προβληματική, αναπτυσσόμενη ή αναπτυγμένη) με τον τρόπο αυτό επιτυγχάνει τριπλό στόχο: (α) μειώνει τις οικονομικές απαιτήσεις του στελέχους όσον αφορά τις προσδοκώμενες σταθερές αποδοχές του, (β) αυξάνει τη δέσμευσή του έναντι της επιχείρησης (γ) αυξάνει (λογικά) την ποιοτική και ποσοτική του απόδοση.

    Το στέλεχος, από την άλλη πλευρά, «προσδένεται» με ισχυρότερους δεσμούς στο άρμα της επιχείρησης καθώς δεν αποτελεί πλέον απλό εργαζόμενο αλλά αναβαθμίζεται σε δυνητικό (ή αυριανό) μέτοχο. Κι ακόμα περισσότερο: Προσβλέποντας στα κέρδη που θα ήταν δυνατό να αποκομίσει από την παραμονή του στην επιχείρηση, δύσκολα θα σκεφτεί να μην αποδώσει το μέγιστο του δυναμικού του ή να αποχωρήσει πριν το «πλήρωμα του χρόνου».

    Με την αξιοποίηση του θεσμού των Stock Options, ο στόχος των μετόχων, της διοίκησης και των συγκεκριμένων στελεχών γίνεται κοινός: η ανάπτυξη της αξίας της επιχείρησης και, κατ’ ακολουθίαν, της αξίας των μετοχών της.

    Ειδικά: Οι ανησυχίες του επιχειρηματία και ο τρόπος με τον οποίο είναι δυνατό να διασκεδασθούν.

    Υπάρχει όμως και σοβαρή (και απολύτως εύλογη) επιχειρηματολογία στη βάση της οποίας ένας επιχειρηματίας (ιδίως σε ολιγομετοχικά σχήματα) δεν θα επέλεγε να διαθέσει Stock Option σε στελέχη του. Ας καταγραφούν, μεταξύ άλλων, τα περισσότερο συνήθη: Τι θα συμβεί αν, αφού ασκηθούν τα σχετικά δικαιώματα, το στέλεχος (μέτοχος όντας) αποχωρήσει (παραιτηθεί ή απολυθεί), πτωχεύσει, αποβιώσει ή διαταραχθεί η ψυχική του υγεία; Συνεταίρος θα παραμείνει ένας παλαιός φίλος κι αυριανός εχθρός; Ή μήπως η χήρα και τα ορφανά του; Ή μήπως κάποιος σύνδικος, κάποιος άσχετος ή, ακόμα χειρότερα, ο σημαντικότερος ανταγωνιστής της επιχείρησης;

    Στα κρίσιμα αυτά ερωτήματα μπορούν να δοθούν όχι μόνον ικανοποιητικές απαντήσεις αλλά και απολύτως επαρκείς διασφαλίσεις. Ο συνδυασμός επιμέρους ευχερειών που απορρέουν από το νόμο μπορεί, με ασφάλεια, να επιτύχει το ζητούμενο.

    Ο συνδυασμός λ.χ. των stock options με τις πρόνοιες που αφορούν την έκδοση δεσμευμένων μετοχών είναι δυνατό να δημιουργήσει αισθήματα ασφάλειας για τέτοιας φύσης ανησυχίες (Για τα θέματα που αφορούν την έκδοση των δεσμευμένων μετοχών μπορείτε να διαβάσετε το άρθρο Δεσμευμένες μετοχές.

     

    Β. Οι ρυθμίσεις του νέου νόμου για τις Ανώνυμες Εταιρείες

    Σε διαδικαστικό επίπεδο, για την έκδοση των Stock Options προϋποτίθεται (άρθρο 113 παρ. 1) απόφαση Γενικής Συνέλευσης σχετικά με τους δικαιούχους του προγράμματος (μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου, στελέχη ή/και πρόσωπα που παρέχουν τις υπηρεσίες τους σε σταθερή βάση) αλλά και τις επιμέρους λεπτομέρειες της έκδοσης. Στο πλαίσιο αυτό η απόφαση της Γενικής Συνέλευσης προσδιορίζει (άρθρο 113 παρ. 2) αν τα Stock Οptions θα εκδοθούν με χρήση ιδίων μετοχών της εταιρείας ή αύξηση του μετοχικού της Κεφαλαίου, τον ανώτατο αριθμό των μετοχών που θα εκδοθούν, την τιμή διάθεσης ή της μέθοδο προσδιορισμού της, τους όρους διάθεσης των μετοχών, τη διάρκεια και τους δικαιούχους του προγράμματος, τον τρόπο άσκησης των σχετικών δικαιωμάτων. Ειδικά όμως όσον αφορά τους δικαιούχους είναι δυνατό να ανατεθεί στο Διοικητικό Συμβούλιο ο καθορισμός από εκείνο (το Δ.Σ.) είτε των δικαιούχων, ονομαστικά, ή των ομάδων των δικαιούχων

    Τα Stock Οptions που θα εκδοθούν δεν είναι δυνατό να υπερβαίνουν το 10%, κατ’ ανώτατο όριο, του μετοχικού κεφαλαίου (άρθρο 113 παρ. 2) αν και στην πράξη δύσκολα θα υπερέβαιναν και αυτό το 1% ή 2%.

    Αξιοσημείωτο επίσης είναι πως η Γενική Συνέλευση είναι δυνατό να εκχωρήσει (άρθρο 113 παρ. 4), για μια πενταετία τη σχετική της εξουσία στο Διοικητικό Συμβούλιο αν και χρειάζεται ιδιαίτερη φειδώ στην εκχώρηση ενός τέτοιου δικαιώματος μια και θα ήταν δυνατό να οδηγήσει, ενδεχομένως, σε δυσάρεστες ανατροπές ευαίσθητων ισορροπιών μεταξύ των μετόχων.

    Σε κάθε περίπτωση, το Διοικητικό Συμβούλιο είναι το όργανο εκείνο (άρθρο 113 παρ. 3) που

    (α) εκδίδει τα πιστοποιητικά άσκησης των σχετικών δικαιωμάτων αλλά και

    (β) (ανά ημερολογιακό τρίμηνο) είτε παραδίδει τις μετοχές που αφορά η άσκηση των Stock Οptions είτε αυξάνει κεφάλαιο και τροποποιεί το καταστατικό (εκδίδοντας και παραδίδοντας τις νεοεκδιδόμενες μετοχές και πιστοποιώντας τη σχετική αύξηση).

     

    Γ. Επίλογος

    Η αξιοποίηση από την επιχείρηση ενός σύγχρονου εργαλείου, όπως αυτό των Stock Options, μπορεί να λειτουργήσει ευεργετικά σε διάφορα επίπεδα. Αν και μοιάζει απλουστευμένη η σχετική προσέγγιση, οι δυνητικοί κίνδυνοι για τον επιχειρηματία είναι δυνατό σε σημαντικό επίπεδο (με τη χρήση ασφαλών νομικών εργαλείων) να απομειωθούν-αν όχι να εκμηδενισθούν. Παράλληλα ο σχεδιασμός του σχετικού προϊόντος μπορεί να διασφαλίσει σε σημαντικό βαθμό το εκάστοτε κεντρικό ζητούμενο της επιχείρησης: είτε πρόκειται για προσέλκυση ικανών στελεχών είτε για τη διατήρηση των ικανοτέρων είτε/και για τη μεγιστοποίηση όσων τα ωφελούμενα στελέχη είναι σε θέση να προσφέρουν.

    stavros-koumentakis

    Σταύρος Κουμεντάκης
    Senior Partner

    Υ.Γ. Συνοπτική έκδοση αυτού του άρθρου δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ, στις 3 Φεβρουαρίου 2019.

  • Τίτλοι κτήσης μετοχών (:warrants)

    Τίτλοι κτήσης μετοχών (:warrants)

    Α. Εισαγωγικά

    Τα warrants αποτελούν ένα σύγχρονο χρηματοπιστωτικό μέσο, γνωστό σ’ εκείνους που διακονούν την οικονομική επιστήμη αλλά και στους ασχολούμενους με τα χρηματιστήρια ανά τον κόσμο. Τα warrants, ελάχιστα γνωστά στο ευρύ κοινό, είναι δυνατό, να αποτελέσουν μέσο προσέλκυσης χρηματοδότησης αλλά και υποβοήθησης της ανάπτυξης των επιχειρήσεων. Η λειτουργία τους είναι διπλή: Από τη μία πλευρά  ευθυγραμμίζουν την προσδοκώμενη μελλοντική θετική πορεία της εταιρείας με επιμέρους συμφέροντα τρίτων αμέσως ή εμμέσως εμπλεκομένων. Από την άλλη διευρύνουν το πλαίσιο εκείνων που «διαγκωνίζονται» για την επιτυχία του εταιρικού εγχειρήματος-που γίνεται πλέον στόχος κοινός για περισσότερους. Τα warrants μπορεί να αποδειχθούν ελκυστικότερα της έκδοσης προνομιούχων μετοχών ή ομολογιακού δανείου μετατρέψιμου σε μετοχές.

    Ας τα γνωρίσουμε όμως καλύτερα.

     

    Β. Η γνωριμία με τα warrants, η εθνική και διεθνής εμπειρία

    Τι είναι τα warrants

    Με βάση το νόμο για τις ανώνυμες εταιρείες (άρθρο 56 παρ. 1) τίτλοι κτήσης μετοχών (:warrants) είναι εκείνοι που εκδίδονται από μια ανώνυμη εταιρεία και παρέχουν το διαπλαστικό δικαίωμα στους δικαιούχους τους (:δικαίωμα προαιρέσεως) να αποκτήσουν (ακριβέστερα: να αγοράσουν) μετοχές της (της εκδότριας-στην περίπτωση αυτή μιλάμε για εταιρικά warrants).

    Εύλογα, βέβαια, θα ήταν δυνατό να υποστηρίξει κάποιος πως αρμοδιότεροι να μιλήσουν για το τι πραγματικά είναι τα warrants μάλλον δεν είναι οι δικηγόροι. Και τούτο γιατί, κατά μία ευρύτερη (και ορθή) άποψη πρόκειται για χρηματιστηριακό παράγωγο που δημιουργεί το δικαίωμα (όχι όμως και την υποχρέωση) να αγοράσει κάποιος (ή να πουλήσει) μια μετοχή σε συγκεκριμένη τιμή (:εξάσκησης) πριν την εκπνοή του (ενδεικτικός ορισμός: https://www.investopedia.com/terms/w/warrant.asp). Το θεσμικό πλαίσιο εν τούτοις που διέπει τη λειτουργία των warrants επιδρά, πολυεπίπεδα, όχι μόνο στη λειτουργία της ανώνυμης εταιρείας αλλά και στις σχέσεις που διαμορφώνονται γύρω από αυτήν. Δεν θα μπορούσε επομένως να λείπουν οι σχετικές ρυθμίσεις από το νέο νόμο για τις ανώνυμες εταιρείες (άρθρα 56 έως 58). Δεν θα μπορούσε επίσης να μην απασχολήσει και το νομικό κόσμο της χώρας. [Το πιο πλήρες, επί του παρόντος, έργο στη χώρα μας είναι το: «Τίτλοι Κτήσης Μετοχών (Warrants) εταιρικοί και καλυμμένοι», Ιωάννη Λιναρίτη, Νομική Βιβλιοθήκη, 2018)].

     Η χρήση των warrants στο πλαίσιο της ανακεφαλαιοποίησης των ελληνικών τραπεζών (2012-2013)

    Η εμπειρία της ανακεφαλαιοποίησης των ελληνικών τραπεζών είναι αυτή που μας έφερε για πρώτη φορά σε επαφή με τα warrants (κατ’ ακρίβεια με τα covered warrants-κατ’ αντιδιαστολή με τα προαναφερθέντα εταιρικά warrants). Το σχετικό νομοθετικό πλαίσιο είχε διαμορφωθεί ήδη το έτος 2010 (από το άρθρο 7α παρ. 1 και 2 ν. 3864/2010, όπως ίσχυσε με τις μεταγενέστερες αυτού τροποποιήσεις των ετών 2012-2013), πριν την αντικατάστασή του από το άρθρο 2 ν. 4254/2014. Εξειδικεύθηκε περαιτέρω με τις σχετικές Πράξεις Υπουργικού Συμβουλίου υπ’ αριθμ. 38/2012, 6/2013 και 43/2015.

    Η προσπάθεια προσέλκυσης ιδιωτών επενδυτών για την ανακεφαλαιοποίηση των συστημικών τραπεζών πέτυχε (έστω εν μέρει) με τη χρησιμοποίηση των warrants ως “γλυκαντικών” (“sweeteners”-στη διεθνή ορολογία).

    Έτσι, όσοι αποφάσισαν να συμμετάσχουν στην ανακεφαλαιοποίηση των ελληνικών τραπεζών τη διετία 2012-2013 βρέθηκαν να έχουν στα χέρια τους warrants. Με βάση λοιπόν την ΠΥΣ 38/2012 ελάμβαναν (οι δικαιούχοι των τίτλων) από το Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (ΤΧΣ), δωρεάν, έναν Τίτλο για κάθε μία κοινή μετοχή του Πιστωτικού Ιδρύματος που αποκτούσαν. Στη συγκεκριμένη ΠΥΣ υπήρχε πρόβλεψη για αναπροσαρμογή του αριθμού των μετοχών που αναλογούσαν σε κάθε τίτλο «σε περίπτωση εταιρικών πράξεων». Η σχετική πρόβλεψη εξειδικεύθηκε περαιτέρω με την ΠΥΣ 43/2015.

    Οι δικαιούχοι λοιπόν των  warrants αποκτούσαν το δικαίωμα να τα εξασκήσουν πενήντα τέσσερις μήνες (54) μήνες από την ημερομηνία έκδοσης των τίτλων-εξαμηνιαίως. Τιμή άσκησης των δικαιωμάτων ορίστηκε η τιμή κτήσης των αντίστοιχων μετοχών από το ΤΧΣ, πλέον επιτοκίου 3% και ενός περιθωρίου (ανάλογο με τον χρόνο άσκησης του σχετικού δικαιώματος) επί τον αριθμό των μετοχών που εδικαιούτο να αποκτήσει ο κάτοχος του τίτλου κατά την άσκηση του δικαιώματός του.

     Η αποτίμηση των warrants

    Από το έτος 1973 υιοθετείται (με διάφορες συμπληρωματικές επεμβάσεις κι αναπροσαρμογές) το μοντέλο “Black-Scholes” στην διεθνή βιβλιογραφία για την αποτίμηση (και) των warrants. Το συγκεκριμένο μοντέλο λαμβάνει υπόψη του: (α) τρεις βασικές παραμέτρους για τον προσδιορισμό της αξίας τους: την τιμή άσκησης, τον υπολειπόμενο χρόνο μέχρι την ημερομηνία λήξης και τη χρηματιστηριακή τιμή της μετοχής και (β) τρεις, τουλάχιστον, επιπρόσθετες παραμέτρους χρηματοοικονομικής φύσεως: την αναμενόμενη μερισματική απόδοση της υποκείμενης μετοχής (dividend yield), το επιτόκιο χρηματαγοράς καταθέσεων χωρίς κίνδυνο (risk free interest rate) και την αναμενόμενη μεταβλητότητα (volatility) της υποκείμενης μετοχής.

    Πρακτικά όμως για όλους εμάς τους μη οικονομολόγους: Όταν η τιμή της μετοχής κατά τον χρόνο άσκησης του σχετικού δικαιώματος (εκείνου δηλαδή που έχει αποκτηθεί με το warrant-κατά το χρόνο κτήσης του) υπολείπεται του ποσού που θα πρέπει να καταβληθεί (ανά μετοχή) για την άσκησή του, δεν έχει νόημα να βάλουμε οποιαδήποτε άλλη παράμετρο στην εξίσωση. Αυτό και έγινε στην προαναφερθείσα περίπτωση της ανακεφαλαιοποίησης των τραπεζών: Η τιμή της μετοχής των συστημικών τραπεζών καταβαραθρώθηκε, σε αντίθεση με την τιμή άσκησης των warrants που είχε, εξ αρχής, συμφωνηθεί σταθερή-κατά τις επιμέρους χρονικές περιόδους δυνητικής άσκησής τους.

    Έτσι, οι ιδιώτες που συμμετείχαν στην ανακεφαλαιοποίηση των συστημικών τραπεζών έλαβαν μεν warrants, τα οποία όμως ουδέποτε εξάσκησαν καθώς η τιμή των μετοχών στις οποίες αναφέρονταν υπολείπονταν σαφώς της τιμής εξάσκησης τους (των warrants).

    Το συγκεκριμένο εγχείρημα δεν έμελλε να στεφθεί με επιτυχία.

     Η άσκηση των δικαιωμάτων από τα warrants και τα σχετικά ερωτήματα

    Όσον αφορά τις εισηγμένες εταιρείες (όπως παραπάνω οι «συστημικές» τράπεζες) η προαναφερθείσα λογική μοιάζει τόσο αυτονόητη όσο και απλοϊκή: Για ποιον λόγο να ασκήσω το δικαίωμά μου από το warrant όταν χρηματοοικονομικά με συμφέρει να αγοράσω την αντίστοιχη μετοχή από την χρηματιστηριακή αγορά με μικρότερο κόστος;

    Συμβαίνει όμως το ίδιο και στις μη εισηγμένες εταιρείες; Σε εκείνες δηλ. που οι μετοχές τους δεν διαπραγματεύονται σε κάποια οργανωμένη αγορά, με αποτέλεσμα να μην είναι ελεύθερα διαθέσιμες; Και τι συμβαίνει όταν διαθέσιμες είναι δυνατό να καταστούν στο πλαίσιο, μόνον, μιας ελεύθερης συναλλαγής όπου ταυτίζονται οι «δηλώσεις βούλησης» του πωλητή και του αγοραστή;

    Και, εν τέλει, το κεντρικό ερώτημα: Είναι τα warrants ένας αποτυχημένος και μη λειτουργικός θεσμός; Ή μπορεί, άραγε, να αξιοποιηθεί πολυεπίπεδα στο πλαίσιο της ενίσχυσης της επιχειρηματικότητας; Στη συνέχεια επιχειρείται απάντηση στα συγκεκριμένα, κομβικά, ερωτήματα.

     Η δυνητική χρήση και αξιοποίηση των warrants

    Το εύρος της δυνητικής αξιοποίησης των warrants μοιάζει, σχεδόν, ανεξάντλητο.

    Τα warrants μπορούν να αποτελέσουν μέσο (κυρίως όμως: κίνητρο) χρηματοδότησης επιχειρήσεων-δεν είναι εξάλλου τυχαίος ο όρος «sweetener» που ήδη αναφέρθηκε και διεθνώς χρησιμοποιείται: Συμμετέχω σήμερα σε μια αύξηση μετοχικού κεφαλαίου και έχω προσδοκία ότι στο (εγγύς ή απώτερο) μέλλον θα αποκτήσω, ΑΝ το επιλέξω, με ευνοϊκούς όρους (σε σχέση με τα τότε δεδομένα) κάποιον επιπρόσθετο αριθμό μετοχών.

    Η συγκεκριμένη λογική μπορεί να αποδειχθεί ελκυστική όχι μόνον για προσέλκυση συμμετοχής σε αύξηση μετοχικού κεφαλαίου start-ups αλλά και αντίστοιχα αναπτυσσόμενων ή/και, απλά, υγιών επιχειρήσεων. Από την άλλη πλευρά είναι δυνατό να αποδειχθεί ελκυστική στην προσπάθεια κεφαλαιακής ενίσχυσης επιχειρήσεων με προβλήματα ρευστότητας & φερεγγυότητας και αδυναμία ή δυσκολία άντλησης εξωτερικής χρηματοδότησης ή (κοινής) κεφαλαιακής ενίσχυσης. Αποδεικνύεται εργαλείο στρατηγικής για τα venture capital (:κεφάλαια επιχειρηματικών συμμετοχών), για μεμονωμένους επενδυτές αλλά και εργαλείο προσωπικών στρατηγικών μεμονωμένων μετόχων.

    Περαιτέρω όμως δεν είναι δυνατό να μη γίνει αναφορά στη δυνητική αξιοποίηση των  warrants ως κινήτρου για εκείνους που ασκούν διοίκηση στην εταιρεία, για στελέχη, για συνεργάτες, προμηθευτές ή πιστωτές. Κι όσον αφορά τους τελευταίους (προμηθευτές ή πιστωτές)-επιπρόσθετα ως μέσο μερικής ή ολικής εξόφλησης ή ευνοϊκής διευθέτησης οικονομικής φύσεως υποχρεώσεων.

    Σε όλες τις παραπάνω περιπτώσεις τα warrants μπορούν να έχουν μια διπλή λειτουργία: (α) Να ευθυγραμμίσουν την (προσδοκώμενη) μελλοντική θετική πορεία και ευημερία της εταιρείας με επιμέρους συμφέροντα τρίτων αμέσως ή εμμέσως εμπλεκομένων (και όχι μόνον των μετόχων) αλλά και (β) Να διευρύνουν το πλαίσιο εκείνων που (για απτούς λόγους-άμεσου συμφέροντος) «διαγκωνίζονται» για την επιτυχία του εταιρικού εγχειρήματος που γίνεται πλέον στόχος κοινός

    Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις τα warrants μπορεί πολυεπίπεδα να αποδειχθούν (και είναι) ελκυστικότερα και προτιμητέα της έκδοσης προνομιούχων μετοχών ή ομολογιακού δανείου μετατρέψιμου σε μετοχές

     

    Γ. Η αντιμετώπιση (και ρύθμιση) των warrants από το νόμο για τις ΑΕ

    Έχοντας κατά νου όσα παραπάνω (υπό Α) εισαγωγικά αναφέρθηκαν μπορεί να γίνει περισσότερο κατανοητή η επιλογή της σχετικής νομοπαρασκευαστικής επιτροπής (βεβαίως και του έλληνα νομοθέτη) για την ένταξη των warrants στο ρυθμιστικό πεδίο του νέου νόμου για τις ανώνυμες εταιρείες.

    Δυνατότητα έκδοσης warrants

    Με τη διάταξη του άρθρου 56 παρ. 1 του νέου νόμου, ορίζεται αρμόδιο όργανο για την έκδοση των warrants η Γενική Συνέλευση η οποία αποφασίζει με αυξημένη απαρτία και πλειοψηφία. Απλή απαρτία και πλειοψηφία της Γενικής Συνέλευσης ή απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου αρκεί όταν υφίσταται σχετική καταστατική πρόβλεψη (παρ. 2 αναλογικά εφαρμοζομένων των διατάξεων για την έκτακτη αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου-κατ’ αρθρ. 24)

    Επιμέρους παράμετροι απόφασης του αρμοδίου οργάνου

    Το εκάστοτε αρμόδιο όργανο της ανώνυμης εταιρείας στην απόφασή του για την έκδοση των warrants (η οποία υπόκειται στη δημοσιότητα του νόμου για την αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου) διαλαμβάνει τα σχετικά:

    (α) με τον χρόνο, τον τρόπο, το τυχόν τίμημα για την έκδοση των τίτλων και τον τρόπο καταβολής του
    (β) την προθεσμία και τους λοιπούς όρους της άσκησης του δικαιώματος που ενσωματώνουν οι τίτλοι
    (γ) την κατηγορία και τον αριθμό μετοχών που θα εκδοθούν μετά την τυχόν άσκηση του
    (δ) την αξία ή τον τρόπο υπολογισμού της αξίας μετοχών που θα καταβληθεί κατά την άσκηση του δικαιώματος
    (ε) τον αριθμό των μετοχών των οποίων παρέχει δικαίωμα κτήσης κάθε τίτλος
    (στ) την προσαρμογή όρων των τίτλων και των δικαιωμάτων τους σε περίπτωση εταιρικών πράξεων και
    (ζ) κάθε άλλη σχετική λεπτομέρεια

     Λοιπά θέματα σχετικά με την έκδοση των warrants

    Οι υφιστάμενοι μέτοχοι κατά τον χρόνο της έκδοσης των warrants διατηρούν (άρθρο 56 παρ. 6) σχετικό δικαίωμα προτίμησης κατά την έκδοσή τους-και ευλόγως καθώς η μελλοντική άσκησή τους θα διατάρασσε τις όποιες ισορροπίες του μετοχικού κεφαλαίου. Παράλληλα μπορεί να αναγνωρισθεί (άρθρο 56 παρ. 7) η δυνατότητα μερικής κάλυψης των warrants των οποίων θα αποφασισθεί η έκδοση (κατ’ αναλογική εφαρμογή του άρθρου 28 για τη μερική κάλυψη της αύξησης του μετοχικού κεφαλαίου). Τέλος ορίζεται (άρθρο 56 παρ. 8) πως οι σχετικοί τίτλοι είναι ονομαστικοί-ευλόγως και εν προκειμένω καθώς και οι μετοχές των ανωνύμων εταιρειών μόνον ονομαστικές μπορεί να είναι.

     Απόκτηση ιδίων warrants από την εταιρεία (άρθρο 57)

    Η ανώνυμη εταιρεία δεν είναι δυνατό να προβεί σε κάλυψη δικών της warrants ή να λάβει ως ενέχυρο warrants δικά της ή μητρικής της.

    Εντούτοις, η εταιρεία είναι δυνατό να αποκτήσει δικά της warrants (εκτός των περιπτώσεων κτήσης από καθολική διαδοχή ή χαριστική αιτία) ύστερα από απόφαση του Διοικητικού της Συμβουλίου με την οποία: (α) αιτιολογείται το εταιρικό συμφέρον, (β) καταγράφεται ο σκοπός και οι όροι της απόκτησης, (γ) προσδιορίζεται ο ανώτατος αριθμός των τίτλων που θα αποκτηθούν, (δ) η διάρκεια της έγκρισης (max 12 μήνες) καθώς και (ε) η ελάχιστη και μέγιστη αξία της απόκτησης.

    Για τη συγκεκριμένη απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου προϋποτίθεται έκθεση ορκωτού λογιστή περί του ευλόγου της αξίας της απόκτησης. Η συγκεκριμένη αξία δεν μπορεί να έχει σαν αποτέλεσμα τη μείωση του μετοχικού κεφαλαίου σε χαμηλότερα επίπεδα από αυτά που προσδιορίζονται στη διάταξη του άρθρ. 159 §1.

    Στην περίπτωση που η εκδότρια αποφασίσει να αποκτήσει (και εν τέλει αποκτήσει) δικά της warrants με σκοπό την απόσβεσή τους, υποχρεούται σε άμεση ακύρωση. Επίσης όταν η εκδότρια αποκτήσει δικά της warrants είτε λόγω καθολικής διαδοχής είτε από χαριστική αιτία υποχρεούται να λάβει απόφαση, εντός μηνός, είτε για την ακύρωσή τους είτε για την εκ νέου διάθεσή τους. Σε κάθε περίπτωση πάντως απόκτησης από την εταιρεία δικών της warrants (κατά παράβαση των συγκεκριμένων διατάξεων) υποχρεούται να τα μεταβιβάσει το αργότερο μέσα σε ένα έτος από την απόκτησή τους.

     Άσκηση δικαιώματος από τα warrants (αρθρ. 58)

    Το δικαίωμα που απορρέει από τα warrants είναι, όπως ήδη αναφέρθηκε, δικαίωμα προαιρέσεως. Τούτο σημαίνει πως η άσκηση του σχετικού δικαιώματος από μέρους του δικαιούχου τους είναι μονομερής. Μόνη προϋπόθεση για την άσκησή του αποτελεί η καταβολή στην εταιρεία του (εκ προοιμίου) δεδομένου τιμήματος.

    Η ονομαστική αξία των μετοχών που θα εκδοθούν δεν είναι πάντως επιτρεπτό να υπερβαίνει το άθροισμα του ποσού που κατεβλήθη κατά την απόκτηση των warrants και εκείνου που κατεβλήθη κατά την άσκηση του σχετικού δικαιώματος.

    Όταν πάντως ασκηθεί το σχετικό δικαίωμα που απορρέει από τα warrants λαμβάνει χώρα αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου. Στη συγκεκριμένη αύξηση οι παλαιοί μέτοχοι δεν έχουν, ευλόγως, δικαίωμα προτίμησης. Το Διοικητικό Συμβούλιο υποχρεούται να αναπροσαρμόσει, εντός διμήνου, το μετοχικό κεφάλαιο της εταιρείας.

    Σημειώνεται τέλος ότι προσδιορίζεται ως υποχρεωτική η σύσταση αποθεματικού στην εκδότρια εταιρεία για όσο διάστημα παραμένουν σε ισχύ τα warrants. Το αποθεματικό αυτό δεν είναι δυνατό να διανεμηθεί και είναι κατ’ ελάχιστο ίσο  με την αξία που καταβλήθηκε κατά την έκδοσή τους.

     

    Δ. Επίλογος

    Από όσα παραπάνω αναφέρονται δε νομίζω πως απομένει οποιαδήποτε αμφιβολία πως η ένταξη στο εθνικό δίκαιο των τίτλων κτήσης μετοχών παρέχει ένα σπουδαίο (πολυ)εργαλείο στις ανώνυμες εταιρείες. Ένα εργαλείο σημαντικό για τη χρηματοδότηση και τη διευκόλυνση της χρηματοδότησής τους, για τη δημιουργία κινήτρων για την υποβοήθηση της παραγωγικής, αποτελεσματικής και εν τέλει βέλτιστης λειτουργίας και αναπτυξιακής τους πορείας. Κυρίως όμως: ένα εργαλείο που διευρύνει καθοριστικά τον κύκλο των φυσικών και νομικών προσώπων των άμεσα και έμμεσα (λιγότερο ή περισσότερο) συνδεδεμένων με αυτήν με παράλληλα, εν πολλοίς, συμφέροντα όσον αφορά την επίτευξη του εταιρικού σκοπού.

    Εναπόκειται στις επιχειρήσεις, τους επιχειρηματίες, τους χρηματοοικονομικούς (ιδίως όμως εμάς τους νομικούς) τους συμβούλους η βέλτιστη αξιοποίησή του.

    stavros-koumentakis

    Σταύρος Κουμεντάκης
    Senior Partner

    Υ.Γ. Συνοπτική έκδοση αυτού του άρθρου δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ, στις 27 Ιανουαρίου 2019.

Η περιοχή αυτή είναι καταχωρημένη στο wpml.org ως περιοχή ανάπτυξης. Μεταβείτε σε τοποθεσία παραγωγής με κλειδί στο remove this banner.