Κατηγορία: Άρθρα

  • Κορωνοϊός: Υποχρεωτικός ο εμβολιασμός εργαζομένων;

    Κορωνοϊός: Υποχρεωτικός ο εμβολιασμός εργαζομένων;

    AstraZeneca, Pfizer, Moderna, Johnson & Johnson, Sputnik, CoronaVac…: κυριαρχούν ήδη στη ζωή, στην ειδησεογραφία και τις συζητήσεις μας. Από τη μια πλευρά οι (ελάχιστοι-ευτυχώς) αρνητές τους κι από την άλλη όλοι εκείνοι που αδημονούν να εμβολιασθούν ή έχουν ήδη εμβολιαστεί. Στη μέση όσοι, ακόμα, προβληματίζονται. Μοιάζει φυσιολογικό που έχει ξεκινήσει η συζήτηση για τον υποχρεωτικό εμβολιασμό των εργαζομένων. Κι είναι μια συζήτηση έντονη και, ταυτόχρονα, παγκόσμια. Ας επιχειρήσουμε μια συνοπτική, νηφάλια πάντως, προσέγγισή του σχετικού θέματος.

     

    Το άνοιγμα της συζήτησης στη χώρα μας

    Η συζήτηση για την επιβολή της υποχρεωτικότητας του εμβολιασμού έχει ανοίξει, στην πραγματικότητα-χωρίς «τυμπανοκρουσίες», εδώ και περισσότερο από έναν χρόνο στη χώρα μας (:ν. 4675/2020, ΦΕΚ Α 54/11.3.20-που προέβλεπε τη δυνατότητα επιβολής εμβολιασμού «για την αποτροπή της διάδοσης νόσου»). Παραβλέποντας όμως το δεδομένο αυτό ο πρωθυπουργός το επανέφερε σε απολύτως πρόσφατη συνέντευξή του. Μεταξύ άλλων, ανέφερε:

    «…θεωρώ ότι η συζήτηση για τον υποχρεωτικό εμβολιασμό κάποιων κατηγοριών εργαζόμενων, ειδικά των υγειονομικών, πρέπει να ανοίξει. Δεν θέλω να κάνω τη συζήτηση αυτή τώρα, αλλά πιστεύω ότι τον Σεπτέμβρη – Οκτώβριο …θα πρέπει να συζητήσουμε πολύ σοβαρά και να συνομιλήσουμε και με τα υπόλοιπα κόμματα τον υποχρεωτικό εμβολιασμό κάποιων κατηγοριών, ειδικά των υγειονομικών».

    «…έχουμε συστήσει και μια καινούργια επιτροπή βιοηθικής …με υψηλοτάτου επιπέδου επιστήμονες … να γνωματεύσει …για την ηθική διάσταση του υποχρεωτικού εμβολιασμού σε κατηγορίες εργαζόμενων …ειδικά στους υγειονομικούς»

    Διευκρινίζει όμως, για την αποφυγή παρανοήσεων, πως: «…Κανείς εργοδότης δεν μπορεί να απολύσει έναν εργαζόμενο σε μια ιδιωτική επιχείρηση …επειδή ο εργαζόμενος θα επιλέξει να μην κάνει το εμβόλιο».

     

    Το νομοθετικό πλαίσιο στη χώρα μας

    Η υποχρεωτικότητα εμβολιασμού

    Το θέμα για την υποχρεωτικότητα εμβολιασμού κατά της λοίμωξης Covid-19 προβλέπεται στο άρθρο 4 § 3 περ. Αστ. iii.β. ν. 4675/2020: «β) Σε περιπτώσεις εμφάνισης κινδύνου διάδοσης μεταδοτικού νοσήματος, που ενδέχεται να έχει σοβαρές επιπτώσεις στη δημόσια υγεία, μπορεί να επιβάλλεται, με απόφαση του Υπουργού Υγείας, μετά από γνώμη της ΕΕΔΥ, υποχρεωτικότητα εμβολιασμού με σκοπό την αποτροπή της διάδοσης της νόσου. Με την ανωτέρω απόφαση ορίζονται η ομάδα του πληθυσμού ως προς την οποία καθίσταται υποχρεωτικός ο εμβολιασμός με καθορισμένο εμβόλιο, η τυχόν καθορισμένη περιοχή υπαγωγής στην υποχρεωτικότητα εμβολιασμού, το χρονικό διάστημα ισχύος της υποχρεωτικότητας του εμβολιασμού, το οποίο πρέπει πάντοτε να αποφασίζεται ως έκτακτο και προσωρινό μέτρο προστασίας της δημόσιας υγείας για συγκεκριμένη ομάδα του πληθυσμού, η ρύθμιση της διαδικασίας του εμβολιασμού και κάθε άλλη σχετική λεπτομέρεια».

    Δεν έχει, επί του παρόντος, εκδοθεί απόφαση του Υπουργού Υγείας, η οποία να καθορίζει ως υποχρεωτικό τον σχετικό εμβολιασμό. Με βάση όμως τις ως άνω πρωθυπουργικές αναφορές, δεν προβλέπεται να γίνει κάτι τέτοιο πριν το Φθινόπωρο.

     

    Η υποχρέωση προστασίας της υγείας των εργαζομένων (και όχι μόνον…)

    Οι εργοδότες υποχρεούνται να μεριμνούν για την υγεία των εργαζομένων τους. Είναι μια υποχρέωσή τους που απορρέει ευθέως από το νόμο (:«ο εργοδότης υποχρεούται να εξασφαλίζει την υγεία και την ασφάλεια των εργαζομένων…»-άρθρο 42 §1 ν. 3850/2010). Είναι όμως, ταυτόχρονα, μια παρεπόμενη υποχρέωσή τους (που απορρέει από την καλή πίστη) έναντι των λοιπών εργαζομένων.

    Και πέρα από το νόμο: δεν είναι χωρίς αξία η αιτιολόγηση της απόλυσης, στη βάση ηθικών αξιών, εκείνων που αρνούνται να εμβολιασθούν. Όταν, ιδίως, μιλάμε για εργαζόμενους σε ευαίσθητες, από τη φύση τους, δομές (λ.χ. νοσηλευτικά ιδρύματα ή γηροκομεία) η απάντηση μοιάζει περισσότερο ευχερής.

    Εύλογα πάντως θα μπορούσε κάποιος να υιοθετήσει τη θέση πως οι εργαζόμενοι που αρνούνται να εμβολιασθούν, παραβαίνουν την παρεπόμενη υποχρέωση προστασίας της υγείας των συναδέλφων τους. Πολύ περισσότερο εκείνων που καλούνται να φροντίσουν (ασθενείς, ηλικιωμένοι, κλπ)

     

    «Εικόνες» από τις ΗΠΑ, Γερμανία και Ιταλία

    ΗΠΑ: Ξεχωριστό ενδιαφέρον παρουσιάζει η από 16.12.20 Οδηγία της Επιτροπής Ίσων Ευκαιριών Απασχόλησης των ΗΠΑ (:Equal Employment Opportunity Commission). Οι εργοδότες, σύμφωνα με αυτήν, δικαιούνται να αξιώνουν από τους εργαζομένους τους να εμβολιαστούν. Οφείλουν, όμως, να εξαιρούν ανθρώπους που κωλύονται να εμβολιαστούν είτε για λόγους υγείας είτε για θρησκευτικούς λόγους. Για τους τελευταίους πρέπει να εξεύρουν τρόπους διευθέτησης της εργασίας (λ.χ. τηλεργασία), ώστε να μειωθούν τυχόν κίνδυνοι από τον μη εμβολιασμό. Εκτός αν από τη διευθέτηση αυτή, οι εργοδότες επωμίζονται σημαντικό βάρος (λ.χ. οικονομικό).

    Γερμανία: Από τις πρώτες μέρες του 2021 ο πρωθυπουργός της Βαυαρίας κ. Μάρκους Ζέντερ εισηγούνταν υπέρ του υποχρεωτικού εμβολιασμού κατά του κορωνοϊού για ορισμένες ομάδες εργαζομένων. Ενδεικτικά για το νοσηλευτικό προσωπικό σε νοσοκομεία και γηροκομεία. Η πρότασή του προκάλεσε έντονες αντιδράσεις. Μεταξύ των αντιδρούντων και ο Υπουργός Εργασίας, κ. Χουμπέρτους Χάιλ. Στους αντιδρούντες γρήγορα προστέθηκαν η κυβέρνηση, η αντιπολίτευση και οι συνδικαλιστές. Όλοι, φαίνεται, πως άρχισαν να τον «πετροβολούν».

    Ιταλία: Σε δικαστικό, πάντως, επίπεδο πρωτοπόρος αναδεικνύεται η Ιταλία. Λογικό εξάλλου αν αναλογιστεί κανείς το πλήγμα που υπέστη από την πανδημία. Νοσηλευτές σε δύο δομές νοσηλείας και περίθαλψης ηλικιωμένων ασθενών στο Veneto της Ιταλίας, αρνήθηκαν να εμβολιαστούν. Ο εργοδότης τους έθεσε σε υποχρεωτική άδεια με αποδοχές. Οι νοσηλευτές προσέφυγαν στο Δικαστήριο ζητώντας την επιστροφή στην εργασία τους. Το δικαστήριο απέρριψε την αίτησή τους. Κεντρικό (και πάντως ιδιαίτερα ενδιαφέρον) σκεπτικό της «επικύρωσης» της θέσης τους σε υποχρεωτική άδεια, αποτέλεσε η προστασία των ίδιων των εργαζομένων από τον κίνδυνο να νοσήσουν από λοίμωξη Covid-19, εξαιτίας της επαφής τους με τους νοσηλευόμενους και τους επισκέπτες-συνοδούς τους στις δομές.

     

    Οι πρώτες καταγγελίες συμβάσεων εργασίας στη χώρα μας

    Αποτελούν, ήδη, γεγονός στη χώρα μας οι δύο πρώτες καταγγελίες συμβάσεων εργασίας λόγω άρνησης εμβολιασμού.

    Η πρώτη περίπτωση αφορά καταγγελία σύμβασης εργασίας φυσικοθεραπευτή, εργαζόμενου σε γηροκομείο στην Ηλεία. Ο τελευταίος αρνήθηκε να εμβολιαστεί. Η σύμβαση εργασίας του καταγγέλθηκε εξαιτίας της συγκεκριμένης άρνησής του, με την αιτιολογία της ανάγκης προστασίας των ηλικιωμένων του γηροκομείου.

    Η δεύτερη, τέτοιας φύσης, καταγγελία αφορά στη σύμβαση εργασίας μιας εργαζόμενης σε φιλανθρωπικό ίδρυμα στην Κρήτη. Η συγκεκριμένη εργαζόμενη, σύμφωνα με τα σχετικά δημοσιεύματα, ζήτησε χρόνο, προκειμένου να εξετάσει το ενδεχόμενο του εμβολιασμού. Και εκείνη, τελικά, απολύθηκε.

     

    Η συνδρομή της υφιστάμενης νομολογίας

    Ζητήματα που άπτονται του υποχρεωτικού εμβολιασμού έχουν απασχολήσει σε πρόσφατες αποφάσεις τους τόσο το ΣτΕ όσο και το ΕΔΔΑ. Οι συγκεκριμένες  υποθέσεις, ωστόσο, αφορούσαν την άρνηση εμβολιασμού νηπίων και τη νομιμότητα της άρνησης αποδοχής ή εγγραφής τους στον παιδικό σταθμό ή το νηπιαγωγείο, αντίστοιχα. Το σκεπτικό και διατακτικό, εντούτοις, των ανωτέρων αποφάσεων μας δίνει κάποιες πρώτες απαντήσεις στα ερωτήματα σχετικά με την υποχρεωτικότητα ή μη του εμβολιασμού.

     

    Η υπ’ αριθμ. 2387/2020 απόφαση του ΣτΕ

    Γονείς απευθύνθηκαν στο ΣτΕ ζητώντας την ακύρωση απόφασης του Δήμου Δράμας για τη διαγραφή τεσσάρων ανεμβολίαστων νηπίων τους από τους παιδικούς σταθμούς του Δήμου. Αιτιολογία της απόφασης του Δήμου ήταν η άρνηση των γονέων των νηπίων να συμμορφωθούν στις επανειλημμένες υποδείξεις της παιδιάτρου των παιδικών σταθμών για την εκκίνηση του προγράμματος των εμβολιασμών. Το ΣτΕ, με την υπ’ αριθμ. 2387/2020  απόφασή του, απέρριψε την αίτηση των γονέων. Ο Δήμος δικαιώθηκε.

    Η συγκεκριμένη απόφαση παρέχει κατευθυντήριες γραμμές στην προσπάθεια αναζήτησης της υποχρεωτικότητας ή μη του εμβολιασμού στους χώρους εργασίας. Επίσης για τη νομιμότητα της (συνακόλουθης) καταγγελίας σύμβασης εργασίας σε περίπτωση άρνησης εμβολιασμού.

    Και τούτο γιατί, όπως γίνεται δεκτό, στην απόφαση αυτή: «Το μέτρο του εμβολιασμού, καθ’ εαυτό, συνιστά σοβαρή μεν παρέμβαση στην ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας και στην ιδιωτική ζωή του ατόμου και δη στη σωματική και ψυχική ακεραιότητα αυτού, πλην όμως συνταγματικώς ανεκτή, υπό τις ακόλουθες προϋποθέσεις: α) ότι προβλέπεται από ειδική νομοθεσία, υιοθετούσα πλήρως τα έγκυρα και τεκμηριωμένα επιστημονικά, ιατρικά και επιδημιολογικά πορίσματα στον αντίστοιχο τομέα και β) ότι παρέχεται δυνατότητα εξαίρεσης από τον εμβολιασμό σε ειδικές ατομικές περιπτώσεις, για τις οποίες αυτός αντενδείκνυται.».

    Ξεχωριστό, μάλιστα, ενδιαφέρον παρουσιάζει η σκέψη της εν λόγω απόφασης, βάσει της οποίας, η άρνηση εμβολιασμού παραβιάζει την αρχή της ισότητας. Παραβίαση της αρχής της ισότητας υφίσταται όταν πρόσωπο αξιώνει το μη εμβολιασμό του επικαλούμενο ότι «δεν διατρέχει ατομικό κίνδυνο, εφόσον διαβιώνει σε ασφαλές περιβάλλον οφειλόμενο στο γεγονός ότι τα άλλα πρόσωπα του περιβάλλοντός του έχουν εμβολιαστεί».

     

    ΕΔΔΑ: Η υπόθεση Vavřička και λοιποί κατά Τσεχικής Δημοκρατίας

    Στην  υπόθεση Vavřička και λοιποί κατά Τσεχικής Δημοκρατίας, το τμήμα ευρείας συνθέσεως του ΕΔΔΑ (:Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου), έκρινε τον υποχρεωτικό εμβολιασμό των παιδιών στην Τσεχία σύμφωνο με την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ). Συγκεκριμένα, με την απολύτως πρόσφατη (από 8.4.21) απόφαση του, αξιολόγησε πως δεν υφίσταται παράβαση του άρθρου 8 της ΕΣΔΑ, το οποίο κατοχυρώνει το δικαίωμα σεβασμού της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής.

    Όπως, ειδικότερα, επισημαίνει το ΕΔΔΑ, ο υποχρεωτικός εμβολιασμός εντάσσεται καταρχήν στο πλαίσιο προστασίας και σεβασμού της ιδιωτικής ζωής κατά το άρθρο 8 της ΕΣΔΑ, καθώς συνιστά μια χωρίς συναίνεση ιατρική επέμβαση. Στην υπό κρίση περίπτωση, ωστόσο, δεν έλαβε χώρα κάποιος υποχρεωτικός εμβολιασμός. Αξιολόγησε, όμως, πως εκείνοι που είναι νομικά υπεύθυνοι για τον εμβολιασμό νηπίων και αρνούνται να συμμορφωθούν, θα πρέπει να αντιμετωπίσουν τις συνέπειες της άρνησής τους. Οι συνέπειες αυτές, στην προκείμενη περίπτωση, συνίσταντο στην άρνηση της πρόσβασης των νηπίων στην προσχολική εκπαίδευση καθώς και στην επιβολή προστίμου στον γονέα που αρνήθηκε να εμβολιάσει τα παιδιά του.

    Η συγκεκριμένη απόφαση προσεγγίζει από μια διαφορετική οπτική το θέμα για την υποχρεωτικότητα εμβολιασμού. Από την οπτική δηλ. των εννόμων συνεπειών που αντιμετωπίζει εκείνος που αρνείται τον εμβολιασμό.

    Το ΕΔΔΑ, εξετάζοντας, στη συγκεκριμένη περίπτωση, τον σκοπό, το πεδίο εφαρμογής και τις προβλεπόμενες εξαιρέσεις του επιβαλλόμενου μέτρου, προχώρησε σε έλεγχο αναλογικότητας. Έκανε μεν δεκτό ότι η ασφάλεια και η αποτελεσματικότητα των εμβολίων δεν είναι εγγυημένη, αποφάνθηκε, ωστόσο, ότι οι προβλεπόμενες, κατά το δίκαιο της Τσεχίας, συνέπειες σε περίπτωση άρνησης εμβολιασμού, τελούν σε σχέση αναλογικότητας με τον στόχο της προστασίας των πολιτών από σοβαρούς κινδύνους που αφορούν τη δημόσια υγεία.

     

    Όπως και εισαγωγικά αναφέρθηκε, η συζήτηση για την υποχρεωτικότητα (ή μη) του εμβολιασμού στους εργαζόμενους είναι και παγκόσμια και έντονη. Κι όσο περνά ο καιρός θα γίνεται, με βεβαιότητα, εντονότερη.

    Το θέμα απασχολεί και τις επιχειρήσεις και τους εργαζόμενους. Και, εν τέλει, όλους μας.

    Το νομοθετικό πλαίσιο στη χώρα μας είναι ήδη έτοιμο για την επιβολή (υπό όρους) υποχρεωτικότητας στον εμβολιασμό. Μια υπουργική απόφαση απομένει. Με βάση όμως τις πρόσφατες πρωθυπουργικές αναφορές, δεν θα πρέπει να την αναμένουμε πριν από το Φθινόπωρο. Μέχρι την έκδοσή της πάντως, οι εργοδότες δεν δικαιούνται να καταγγείλουν συμβάσεις εργασίας εργαζομένων τους εξαιτίας της άρνησής τους να εμβολιασθούν.

    (Ότ)αν όμως εκδοθεί μια τέτοια Υπουργική Απόφαση, το ΣτΕ μας έχει ήδη προϊδεάσει πως δεν θα πρέπει να αναμένουμε την ακύρωσή της.

    Κι αν οι παραπονούμενοι σκέπτονται να επικαλεστούν παραβίαση δικαιωμάτων από την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου, το αρμόδιο δικαστήριο (:ΕΔΔΑ) μας έχει, επίσης, προϊδεάσει για τη θέση του.

    Ευτυχώς.-

    Σταύρος Κουμεντάκης
    Managing Partner

    Υ.Γ. Συνοπτική έκδοση του άρθρου δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ, στις 9 Μαΐου 2021.

    Η πληροφόρηση που εμπεριέχεται στο παρόν άρθρο δεν συνιστά (ούτε και έχει σκοπό να αποτελέσει) νομική συμβουλή. Μια τέτοια νομική συμβουλή είναι δυνατό να παρασχεθεί μόνον από αρμόδιο δικηγόρο ο οποίος θα λάβει υπόψη του το σύνολο των δεδομένων που θα του εκθέσετε για την υπόθεσή σας. Αναλυτικά.

  • Τουρισμός: Ξενοδόχοι vs Τουριστικοί πράκτορες (:η ρύθμιση των μεταξύ τους σχέσεων)

    Τουρισμός: Ξενοδόχοι vs Τουριστικοί πράκτορες (:η ρύθμιση των μεταξύ τους σχέσεων)

    Μετά από ένα καταστροφικό (και για τον ελληνικό τουρισμό) 2020, προσβλέπουμε με περίσσεια ελπίδα (και συγκρατημένες προσδοκίες) στο 2021. Στόχος; Η μερική αποκατάσταση των (δραματικών) συνεπειών της πανδημίας.  Λόγω του μεγέθους του συγκεκριμένου κλάδου στη χώρα μας αλλά και της συνακόλουθης συμβολής του στην ελληνική οικονομία, θα αναμέναμε επαρκείς ρυθμίσεις όσον αφορά (και) τις κρίσιμες σχέσεις μεταξύ των ξενοδόχων και των τουριστικών πρακτόρων.

    Είναι, όμως, έτσι;

     

    Η συμβολή του τουρισμού στην Ελληνική Οικονομία

    Αν κάποιος αναζητούσε στοιχεία για τη συμβολή του τουρισμού στην ελληνική οικονομία θα έπρεπε μάλλον να ανατρέξει στο τελευταίο (ομαλό) έτος: το 2019.

    Με βάση, λοιπόν, σχετική μελέτη του ΣΕΤΕ, η άμεση συνεισφορά του τουρισμού στην οικονομία της χώρας εκτιμάται για το 2019 σε € 23,4 δισ.-μέγεθος που αντιστοιχεί στο 12,5% του ΑΕΠ. Αν μάλιστα συνυπολογίσουμε και τα πολλαπλασιαστικά οφέλη, η συνολική συνεισφορά του τουρισμού στην οικονομία της χώρας μας για το 2019 εκτιμάται μεταξύ € 51,6 και € 62,1 δισ.  (:27,5% έως 33,1% του ΑΕΠ).

    Τα μεγέθη αυτά είναι, αλήθεια, συγκλονιστικά. Αντίστοιχη και η σημασία του τουρισμού στην ελληνική οικονομία.

     

    Το «πάθος» μας για την πολυνομία και την υπερρύθμιση

    Είναι γνωστό πως η χώρα μας πάσχει από πολυνομία και υπερρύθμιση. Βρισκόμαστε απέναντι σε απίστευτο αριθμό νομοθετικών ρυθμίσεων. Με εντυπωσιακές, μάλιστα, λεπτομέρειες. Αρκεί να ρίξει κάποιος μια ματιά στην ΚΥΑ που εκδίδεται σε εβδομαδιαία βάση για τη ρύθμιση θεμάτων σχετικών με την σε εξέλιξη πανδημία (:«Έκτακτα μέτρα προστασίας της δημόσιας υγείας από τον κίνδυνο περαιτέρω διασποράς του κορωνοϊού COVID-19 στο σύνολο της Επικράτειας…»), προκειμένου να αντιληφθεί του λόγου το αληθές.

    Τι συμβαίνει όμως με τα θέματα που αναφύονται στη συγκεκριμένη «βαριά βιομηχανία» της χώρας μας; Τι συμβαίνει με τα θέματα που αναφύονται από τη σχέση των ξενοδόχων και τους πράκτορες;

     

    «Ξενοδοχειακή σύμβαση» vs σύμβαση «ξενίας»

    Οι σχέσεις του ξενοδόχου με τον ξενοδοχειακό πράκτορα (ή το τουριστικό γραφείο) διέπονται από μια ιδιαίτερη σύμβαση: αυτή που συνηθίζουμε να αποκαλούμε «ξενοδοχειακή σύμβαση».

    Με τον συγκεκριμένο όρο (:«ξενοδοχειακή σύμβαση»-μεταφορά του διεθνώς χρησιμοποιούμενου όρου «Hotel Contract») αναφερόμαστε στη γραπτή (συνήθως) σύμβαση, με την οποία ο ξενοδόχος αναλαμβάνει την υποχρέωση έναντι του ξενοδοχειακού πράκτορα (ή τουριστικού γραφείου) να παράσχει ξενοδοχειακές υπηρεσίες. Οι συγκεκριμένες υπηρεσίες είναι δυνατό να αναφέρονται σε μια ή περισσότερες τουριστικές περιόδους. Είναι επίσης δυνατό να αναφέρονται είτε σε συγκεκριμένο είτε σε προσδιορισμένο (κατ’ ανώτατο ή/και κατώτατο) αριθμό/ποσοστό εναλλασσόμενων πελατών του πράκτορα.

    Οι σχέσεις, αντίθετα, του ξενοδόχου με τον πελάτη του διέπονται από μια διαφορετικού είδους σύμβαση. Όταν, με άλλα λόγια, συμφωνούμε, ως πελάτες, τη μίσθωση ενός ή περισσοτέρων δωματίων σε ένα ξενοδοχείο, μιλάμε για σύμβαση «ξενίας». Θα περιοριστούμε, στο παρόν, στα θέματα και αντιμετώπιση της ξενοδοχειακής σύμβασης.

     

    Η ξενοδοχειακή σύμβαση

    Δύο είναι, κατά βάση, οι μορφές της συγκεκριμένης σύμβασης, ανάλογα με τον αντικείμενο της: η σύμβαση εγγυημένης κράτησης και η σύμβαση «allotment».

     

    Η σύμβαση εγγυημένης κράτησης

    Είναι μια οριστική και «ξεκάθαρη», θα λέγαμε, συμφωνία ανάμεσα στον πράκτορα και τον ξενοδόχο. Ο τελευταίος (:ξενοδόχος) στην περίπτωση αυτή, αποδέχεται να παραχωρήσει, αντί συγκεκριμένου τιμήματος, συγκεκριμένο αριθμό καταλυμάτων και ξενοδοχειακές υπηρεσίες στους πελάτες του πράκτορα. Η χρονική περίοδος της μεταξύ τους συμφωνίας είναι, κατά κανόνα, ορισμένη.

    Ο επιχειρηματικός κίνδυνος στη σύμβαση εγγυημένης κράτησης, μεταφέρεται από τον ξενοδόχο στον πράκτορα. Ο πράκτορας οφείλει να καταβάλει το τίμημα που συμφωνήθηκε ανεξάρτητα να θα καταφέρει (ή όχι) να αξιοποιήσει τα καταλύματα που συμφώνησε. Λογικά απομειωμένο και το οφειλόμενο αντάλλαγμα από μέρους του πράκτορα.

     

    Η σύμβαση «allotment»

    Με τη συγκεκριμένη μορφή σύμβασης τα πράγματι μοιάζουν λιγότερο «βέβαια». Ο ξενοδόχος και ο πράκτορας δεν αναλαμβάνουν οριστικές υποχρεώσεις όσον αφορά το συμφωνημένο αριθμό καταλυμάτων. Συμφωνούν, αντίθετα, σε προσδιορισμό δύο ακραίων ποσοτικών ορίων (ενός ανώτατου και ενός κατώτατου), μέσα σε μια ή περισσότερες χρονικές περιόδους αναφοράς.

    Ο ξενοδόχος, στην περίπτωση αυτή, οφείλει να διατηρεί δεσμευμένο για τον πράκτορα το ανώτατο όριο κλινών που έχει συμφωνηθεί. Ο πράκτορας, από την άλλη, υποχρεούται να καλύψει  το κατώτατο όριο κλινών και να καταβάλει το αντίστοιχο μίσθωμα. Αν καλύψει λιγότερες κλίνες το οφειλόμενο, από μέρους του, ποσό θα είναι εκείνο που αντιστοιχεί στο κατώτερο όριο των συμφωνημένων κλινών. Αν καλύψει παραπάνω κλίνες από το κατώτερο όριο θα υποχρεούται να καταβάλει το, αντίστοιχο, υπερβάλλον.

    Γίνεται εύκολα αντιληπτό, επομένως, πως ο επιχειρηματικός κίνδυνος στη σύμβαση allotment μεταφέρεται στον ξενοδόχο. Ο τελευταίος μπορεί να βρεθεί αντιμέτωπος με την πιθανότητα της μη πλήρωσης των κλινών του ξενοδοχείου του, σε περίπτωση που ο τουριστικός πράκτορας δεν μπορέσει να καλύψει το (προσδοκώμενο) ανώτατο όριο.

     

    Οι υφιστάμενες (ελλείπουσες ή ανεπαρκείς) ρυθμίσεις

    Προκύπτει, από τα παραπάνω, ως προφανής η ξεχωριστή σημασία της ξενοδοχειακής σύμβασης για τον κλάδο του τουρισμού, για τα αμέσως και εμμέσως εμπλεκόμενα πρόσωπα αλλά και, εν τέλει, για την εθνική οικονομία.

    Παρά την ξεχωριστή, όμως, αυτή σημασία, η ξενοδοχειακή σύμβαση δεν απολαμβάνει αυτοτελή ρύθμιση στο ελληνικό δικαιϊκό σύστημα. Αποσπασματικές (και πάντως ατελείς και ατελέσφορες) είναι οι ρυθμίσεις της και οι σχετικές προσπάθειες. Με την υπ’ αριθμ. 503007/1976 κανονιστική διοικητική πράξη του Γενικού Γραμματέα του ΕΟΤ (στο εξής: Κανονισμός) επιχειρήθηκε η διαχείριση του συγκεκριμένου θέματος. Απέκτησε εκ των υστέρων,  και αναδρομικά, ισχύ νόμου (:άρθρο 8 ν. 1652/1986).  Ο εν λόγω Κανονισμός, ωστόσο, δεν παρουσιάζει ούτε νομοτεχνική αρτιότητά ούτε και λεκτική ακρίβεια. Επιπρόσθετα: δεν περιέχει ρητή αναφορά στη σύμβαση εγγυημένης κράτησης ενώ ελλιπώς διαχειρίζεται τη σύμβαση allotment.

     

    Οι ισχύουσες ρυθμίσεις

    Καθώς ελλείπουν, κατά τα προαναφερθέντα, ασφαλείς ρυθμίσεις για την ξενοδοχειακή σύμβαση, αναγκαζόμαστε να προστρέξουμε στις εξαιρετικά περιορισμένες και, δυστυχώς, ατελείς ρυθμίσεις του Κανονισμού και, συμπληρωματικά, στις γενικώς ισχύουσες ρυθμίσεις του Αστικού Κώδικα και σε μια δικαστική απόφαση (39/97 ΟλΑΠ). Ενδεικτικά:

    Για τις περιπτώσεις της προσυμβατικής ευθύνης του πράκτορα και του ξενοδόχου αλλά και της αθέτησης της υποχρέωσης του πράκτορα για την καταβολή του μισθώματος που συμφωνήθηκε, θα ανατρέξουμε στον Αστικό Κώδικα (197, 198 ΑΚ).

    Για την περίπτωση της μη καταβολής του μισθώματος, σύμφωνα με όσα συμφωνήθηκαν, θα προστρέξουμε στον Αστικό Κώδικα επίσης (340επ., 383, 387 §1 ΑΚ).

    Για την περίπτωση της μη παραλαβής ή πρόωρης απόδοσης των καταλυμάτων από μέρους του πράκτορα, για την άσκηση του δικαιώματος ακύρωσης [και το συναφές θέμα της οφειλής (ή μη) μειωμένου (ή του όλου) μισθώματος] θα ανατρέξουμε, ενδεικτικά, στον Κανονισμό (άρθρο 12 §3, 13 §1) και στις θέσεις που υιοθετεί η 38/1997 ΟλΑΠ-ενδεχομένως και στη διάταξη του άρθρου 596 εδ. β΄ΑΚ).

    Για την περίπτωση της ύπαρξης ή μη ανωτέρας βίας και των συνεπειών της θα ανατρέξουμε στον Αστικό Κώδικα (άρ. 596 εδ. α΄ ΑΚ) αλλά και στον Κανονισμό (άρθρο 8 §3).

    Αντίστοιχες, εργώδεις, προσπάθειες θα πρέπει να καταβάλλουμε για τη διαχείριση θεμάτων που προκύπτουν από παρεπόμενες υποχρεώσεις (καλής χρήσης του καταλύματος, πίστης και μη ανταγωνισμού, ενημέρωσης κλπ.). Δεδομένης όμως της έλλειψης σαφών ρυθμίσεων, πάντοτε σε ελλιπώς ασφαλή συμπεράσματα θα καταλήγουμε.

     

    Οι νομοθετικές ρυθμίσεις των σχέσεων ξενοδόχου-ξενοδοχειακού πράκτορα είναι εντυπωσιακά ελλιπείς και, σε σημαντικό βαθμό, προβληματικές˙ αντιστρόφως ανάλογης, πάντως, αξίας με τη σημασία του τουρισμού για τη χώρα μας και την εθνική της οικονομία. Αντιστρόφως ανάλογες, επίσης, με το μέγεθος (και εύρος) των προβλημάτων που καλούνται να διαχειριστούν τόσο οι ξενοδόχοι όσο και οι ξενοδοχειακοί πράκτορες.

    Ευκταίο θα ήταν να μην αναγκαζόμασταν να προστρέξουμε σε ένα προβληματικό, αόριστο και ελλιπές νομοθέτημα, στις γενικής φύσεως ρυθμίσεις του Αστικού Κώδικα, στη νομολογία του Αρείου Πάγου ή/και στις απόψεις της θεωρίας.

    Ευκταίο θα ήταν να μπορούσαμε να προστρέξουμε σε σαφείς νομοθετικές ρυθμίσεις ικανές να αντιμετωπίσουν την πληθώρα των θεμάτων που αναφύονται στο σημαντικότερο (καλώς ή κακώς) κομμάτι της ελληνικής οικονομίας.

    Ας αντιμετωπίσουμε την τρέχουσα προβληματική (και για τον τουρισμό) περίοδο ως ευκαιρία να διαχειριστούμε τέτοιας φύσης και σημασίας προβλήματα. Να θεσπίσουμε τα αναγκαία (και πολύτιμα) νομοθετήματα.

    Ευκταίο, εν τέλει, και για την εθνική μας οικονομία.

    Μέχρι τότε: Αναγκαίο το βάρος της διαχείρισης των σημαντικών (και, συχνά, ιδιαίτερα σημαντικής οικονομικής αξίας) θεμάτων να αναλαμβάνουν συμβάσεις που με λεπτολόγο διάθεση θα τα προσεγγίζουν.

    Σταύρος Κουμεντάκης
    Managing Partner

     

    Σημ.: Για την συγγραφή του άρθρου συμπεριλήφθηκαν στοιχεία (και) από μεταπτυχιακή εργασία της Χριστίνας Αθανασιάδου-Junior Associate της Koumentakis & Associates Law Firm

    Υ.Γ. Συνοπτική έκδοση του άρθρου δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ, στις 1-2 Μαΐου 2021.

    Η πληροφόρηση που εμπεριέχεται στο παρόν άρθρο δεν συνιστά (ούτε και έχει σκοπό να αποτελέσει) νομική συμβουλή. Μια τέτοια νομική συμβουλή είναι δυνατό να παρασχεθεί μόνον από αρμόδιο δικηγόρο ο οποίος θα λάβει υπόψη του το σύνολο των δεδομένων που θα του εκθέσετε για την υπόθεσή σας. Αναλυτικά.

  • Χρηματοδότηση Μικρομεσαίων Επιχειρήσεων και Χρηματιστήριο

    Χρηματοδότηση Μικρομεσαίων Επιχειρήσεων και Χρηματιστήριο

    Αποτελεί κοινό τόπο πως οι Μικρομεσαίες Επιχειρήσεις (:ΜΜΕ) χρειάζονται στήριξη για την επιβίωση και ανάπτυξή τους-ιδίως υπό τις παρούσες συνθήκες. Χρειάζονται, προεχόντως, χρηματοδότηση. Διαπιστώσαμε ήδη πως η ευρωπαϊκή και η εθνική μας οικονομία είναι, χωρίς αμφιβολία, τραπεζοκεντρικές. Κι αυτό είναι κάτι που επιβάλλεται, για πολλούς λόγους, να αλλάξει. Οι τράπεζες ούτε μπορούν ούτε θέλουν (ούτε όμως και ενδείκνυται) να αναλάβουν το βάρος της χρηματοδότησης των επιχειρήσεων που τη χρειάζονται. Τόσο η οικονομία όσο και οι ΜΜΕ, ιδίως, έχουν (αδήριτη) ανάγκη να ενεργοποιηθούν και αξιοποιήσουν περισσότερες, διαφορετικές, πηγές χρηματοδότησης. Μια από αυτές, αναμφίβολα, και οι κεφαλαιαγορές-το χρηματιστήριο. Τα στοιχεία της ΕΕ μας δείχνουν πως μόνο το 10%(!) της εξωτερικής χρηματοδότησης των ευρωπαϊκών ΜΜΕ (δηλ. από τρίτες-εκτός της εταιρείας πηγές) προέρχεται από τις κεφαλαιαγορές. Η ΕΕ, μολονότι με αργούς ρυθμούς, εργάζεται ήδη προς την κατεύθυνση της υποβοήθησης των ΜΜΕ στα πρώτα, σχετικά, βήματά τους.

    Ας ρίξουμε μια ματιά, επί του παρόντος, στις διεργασίες που λαμβάνουν χώρα σε ευρωπαϊκό επίπεδο όσον αφορά την υποβοήθηση των ΜΜΕ στα πρώτα βήματά τους στον μαγικό(;) κόσμο των κεφαλαιαγορών.

     

    Οι παραδοχές της ΕΕ για τις ΜΜΕ

    «Υπάρχουν 24 εκ. ΜΜΕ στην ΕΕ των 27.  Εκπροσωπούν την ραχοκοκαλιά της οικονομίας. Δημιουργούν περισσότερο από το μισό του ΑΕΠ της ΕΕ ενώ ταυτόχρονα απασχολούσαν περισσότερους από 100εκ. υπαλλήλους πριν από την έναρξη της πανδημίας». «Θα πρέπει να θεωρήσουμε δεδομένη, στη βάση αυτή, και υπό το φως της κρίσης του Covid, την αναγκαιότητα της αναθεώρησης της Στρατηγικής για τις ΜΜΕ» που «αποφασίστηκε στις 10.3.20-μια μόλις μέρα πριν ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας σημάνει συναγερμό για την πανδημία του Covid-19» (:Δελτίο Τύπου της 13.11.20 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου).

    Ουδεμία  αμφισβήτηση επιδέχονται οι συγκεκριμένες, από τα πλέον επίσημα χείλη, παραδοχές. Τα δεδομένα μάλιστα που εμπεριέχουν είναι που καθιστούν αναγκαία την ενεργοποίηση όλων μας. Προεχόντως όμως της ΕΕ. Αυτονοήτως και της εθνικής μας κυβέρνησης.

     

    Ο «γολγοθάς» των χρηματιστηρίων

    Η πορεία των δημόσιων προσφορών στις Ευρωπαϊκές Κεφαλαιαγορές

    Ας ρίξουμε μια ματιά στις αρχικές δημόσιες προσφορές της τελευταίας δεκαετίας (2009-2019) στην Ευρώπη:

    Μόνον ανθούσα δεν θα ήταν δυνατό να χαρακτηρίσουμε, λοιπόν, την πορεία τους (των αρχικών δημόσιων προσφορών) κατά την τελευταία δεκαετία. Τούτο αντανακλά όμως και το ενδιαφέρον των επιχειρήσεων για εισαγωγές των μετοχών τους σε ρυθμιζόμενες αγορές. Αντίστοιχα και των επενδυτών για τις κεφαλαιαγορές.

     

    Η πορεία του ελληνικού χρηματιστηρίου κατά την τελευταία 20ετία

    Την άνθηση (αλλά και) φρενίτιδα του ελληνικού χρηματιστηρίου, που είχε τη γνωστή (τεχνικά και λογικά αναμενόμενη) κατάρρευση του 1999, ακολούθησε η συρρίκνωση της επόμενης εικοσαετίας.

    Ας ρίξουμε και μια συνολική-συνοπτική ματιά στα εξαιρετικά ενδιαφέροντα στοιχεία του Χρηματιστηρίου Αθηνών, από την 1.1.2000-έως 26.3.21 (που ευγενικά μας παρέσχε και με την άδειά του δημοσιοποιούνται):

    Οι, γνωστές σε όλους-εργώδεις θα λέγαμε, προσπάθειες του Χρηματιστηρίου Αθηνών, αποδεικνύεται πως αποδίδουν καρπούς τα τελευταία χρόνια στην αγορά εταιρικών ομολόγων. Ωφελημένες βέβαια, επί του παρόντος, οι μεγαλύτερες επιχειρήσεις.

    Κι η αγορά των μετοχών;

    Ας ρίξουμε μια ματιά στην (προβληματική) τριετία 2013-2015: αντλήθηκαν €50δις. Επίσης: το πρώτο τρίμηνο του 2021 αντλήθηκαν περισσότερα από €2,3δις. Αν και το θέμα μοιάζει πολυπαραγοντικό, προκύπτει πως το χρηματιστήριο μπορεί να βοηθήσει στην άντληση κεφαλαίων. Οι ΜΜΕ δικαιούνται, αυτονόητα, το δικό τους μερίδιο. Και, βεβαίως, τη σχετική συνδρομή.

    Η ΕΕ κινείται, ήδη, προς τη συγκεκριμένη κατεύθυνση…

     

    ΕΕ: Η δημιουργία ενός fund για την υποβοήθηση των ΜΜΕ κατά και μετά την εισαγωγή τους στο χρηματιστήριο

    Οι (βασικές-αρχικές) παραδοχές για την αναγκαιότητα της δημιουργίας ενός τέτοιου fund

    Πριν από ένα έτος (:10.3.20) η Ευρωπαϊκή Επιτροπή προχώρησε σε Ανακοίνωση προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και λοιπά όργανα της ΕΕ με τίτλο «Στρατηγική για τις ΜΜΕ με στόχο μια βιώσιμη και ψηφιακή Ευρώπη».

    Στην παραπάνω (εξαιρετικά ενδιαφέρουσα) Ανακοίνωση, γίνονται σημαντικές παραδοχές. Μεταξύ αυτών:

    «Οι ΜΜΕ στην Ευρώπη έχουν περιορισμένες δυνατότητες αναπτυξιακής χρηματοδότησης, όπως η εισαγωγή τους στις κεφαλαιαγορές μέσω αρχικής δημόσιας προσφοράς. Οι κεφαλαιαγορές αποτελούν σημαντική πηγή χρηματοδότησης για την ανάπτυξη των ΜΜΕ σε επιχειρήσεις μεσαίας κεφαλαιοποίησης και, εν τέλει, σε μεγάλες επιχειρήσεις. Ωστόσο, ο αριθμός των αρχικών δημόσιων προσφορών ΜΜΕ μειώθηκε δραστικά την περίοδο μετά τη χρηματοπιστωτική κρίση και έκτοτε δεν έχει ανακάμψει. Το 2019 η αξία και ο αριθμός των ευρωπαϊκών αρχικών δημόσιων προσφορών συνέχισαν την πτωτική πορεία τους, κατά 40 % και 47 %, αντίστοιχα, σε σχέση με το 2018»

    Προκειμένου να αντιμετωπισθεί το συγκεκριμένο πρόβλημα γίνεται δεκτό από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή πως θα ήταν ιδιαίτερα χρήσιμη η δημιουργία ενός fund για την υποβοήθηση της εισαγωγής στο χρηματιστήριο των ΜΜΕ κατά και μετά τη διαδικασία εγγραφής. Με τον τρόπο αυτό θα στρέφονταν περισσότερες, ταχέως αναπτυσσόμενες και καινοτόμες ΜΜΕ, στις κεφαλαιαγορές για άντληση των αναγκαίων κεφαλαίων για την ανάπτυξή τους. Περισσότεροι ιδιώτες επενδυτές θα προσελκύονταν από τις κεφαλαιαγορές. Η οικονομία (ευρωπαϊκή και, γιατί όχι, εθνική) θα κατέληγε λιγότερο «τραπεζοκεντρική». Μια τέτοια επιλογή μόνον θετικά αποτελέσματα θα ήταν δυνατό να έχει.

    Στο παραπάνω πλαίσιο η Ευρωπαϊκή Επιτροπή δεσμεύτηκε, μεταξύ άλλων, να  «στηρίξει τις αρχικές δημόσιες προσφορές ΜΜΕ με επενδύσεις που θα διοχετεύονται μέσω ενός νέου ιδιωτικού-δημόσιου ταμείου, το οποίο θα δημιουργηθεί υπό την ομπρέλα του προγράμματος InvestEU, που θα αρχίσει να εφαρμόζεται το 2021 στο πλαίσιο της Ένωσης Κεφαλαιαγορών».

     

    Πρόταση ψηφίσματος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου

    Τον παρελθόντα Σεπτέμβριο (:16.9.20) κατατέθηκε Πρόταση ψηφίσματος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου σχετικά με την περαιτέρω προώθηση της Ένωσης Κεφαλαιαγορών (CMU): βελτίωση της πρόσβασης σε χρηματοδότηση μέσω κεφαλαιαγορών, ιδίως για τις ΜΜΕ, και περαιτέρω διευκόλυνση της συμμετοχής ιδιωτών επενδυτών.

    Στη συγκεκριμένη πρόταση καταγράφεται (αιτ. σκέψη 9) η «πτώση των αγορών αρχικής δημόσιας προσφοράς (IPO) στην ΕΕ, η οποία αντικατοπτρίζει την περιορισμένη ελκυστικότητά τους ιδίως για τις μικρότερες εταιρείες». Το φαινόμενο αυτό οφείλεται, μεταξύ άλλων-κατά την πρόταση, στο γεγονός «ότι οι ΜΜΕ αντιμετωπίζουν δυσανάλογη διοικητική επιβάρυνση και έξοδα συμμόρφωσης με τις απαιτήσεις καταχώρισης». Υπογραμμίζει πως «πρέπει να βελτιωθεί η αποτελεσματικότητα και η σταθερότητα των χρηματοπιστωτικών αγορών και να διευκολυνθεί η καταχώριση εταιρειών». Επίσης πως «είναι αναγκαία η διασφάλιση ενός ελκυστικού περιβάλλοντος πριν και μετά τις αρχικές δημόσιες προσφορές για τις ΜΜΕ». Ενθαρρύνει, στο πλαίσιο αυτό, «τη δημιουργία και την απόδοση προτεραιότητας σε ένα μεγάλο ιδιωτικό πανευρωπαϊκό ταμείο, ένα Ταμείο IPO, για τη στήριξη της χρηματοδότησης των ΜΜΕ».

     

    Γνωμοδότηση της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής

    Στις 11.12.20 η Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή (ΕΟΚΕ) προχώρησε στην έκδοση Γνωμοδότησης με θέμα την προαναφερθείσα ανακοίνωση της Επιτροπής προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. Η ΕΟΚΕ λοιπόν (αιτ. σκέψη 5.4) «επικροτεί την ανάπτυξη ενός ιδιωτικού-δημόσιου ταμείου, το οποίο θα επικεντρώνεται στις αρχικές δημόσιες προσφορές, και τάσσεται απερίφραστα υπέρ της δημιουργίας χρηματοδοτικών μέσων με ίδια κεφάλαια, οιονεί ίδια κεφάλαια, κεφαλαία επιχειρηματικού κινδύνου και επιμερισμού του κινδύνου για τις ΜΜΕ». Στο ίδιο αυτό πλαίσιο «εκτιμά ότι η προώθηση των εν λόγω μέσων και η διασφάλιση της προσβασιμότητας είναι ιδιαίτερης σημασίας για καινοτόμες εταιρείες μικρής και μεσαίας κεφαλαιοποίησης».

     

    Η πορεία/το (πρόσκαιρο;) τέλμα για τη δημιουργία του fund

    Είναι γνωστό όμως πως οι ρυθμοί στην ΕΕ δεν είναι, πάντοτε, εξαιρετικά ταχείς. Διαπιστώνουμε λοιπόν πως υφίστανται κι άλλοι ανησυχούντες για την ταχεία εξέλιξη του όλου θέματος: Στο πλαίσιο του ασκούμενου κοινοβουλευτικού ελέγχου, υπεβλήθη στις 7.1.21 σχετική Κοινοβουλευτική Ερώτηση στην οποία τονίζεται η έλλειψη δέσμευσης της Επιτροπής για την ανάληψη ουσιώδους δράσης και τη δημιουργία δεσμευτικού  χρονοδιαγράμματος όσον αφορά την υλοποίηση δημιουργίας του προαναφερθέντος fund.

     

    Οι αναφορές στο πλαίσιο του προγράμματος InvestEU

    Εκδόθηκε, απολύτως πρόσφατα (στις 24.3.21) ο Κανονισμός (ΕΕ) 2021/523 για τη θέσπιση του προγράμματος  InvestEu.

    Διαβάζουμε, μεταξύ άλλων (αιτ. σκέψη  (21):  «Οι ΜΜΕ αντιπροσωπεύουν το 99 % και πλέον των επιχειρήσεων στην Ένωση και η οικονομική τους αξία είναι σημαντική και κρίσιμη. Ωστόσο, αντιμετωπίζουν δυσκολίες κατά την πρόσβαση σε χρηματοδότηση λόγω του εκτιμώμενου υψηλού κινδύνου που ενέχουν και της έλλειψης επαρκών εγγυήσεων. Δημιουργούνται επίσης πρόσθετες προκλήσεις δεδομένου ότι οι ΜΜΕ και οι επιχειρήσεις της κοινωνικής οικονομίας οφείλουν να παραμείνουν ανταγωνιστικές… Οι ΜΜΕ έχουν πληγεί ιδιαίτερα από την κρίση της COVID-19… Επιπλέον, οι ΜΜΕ και οι επιχειρήσεις της κοινωνικής οικονομίας έχουν πρόσβαση σε πιο περιορισμένο σύνολο πηγών χρηματοδότησης από ό,τι οι μεγαλύτερες επιχειρήσεις… Η δυσκολία πρόσβασης σε χρηματοδότηση είναι ακόμη μεγαλύτερη για τις ΜΜΕ των οποίων οι δραστηριότητες επικεντρώνονται σε άυλα στοιχεία ενεργητικού. Οι ΜΜΕ στην Ένωση εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από τις τράπεζες και από τον δανεισμό… Η στήριξη των ΜΜΕ που αντιμετωπίζουν τις ανωτέρω προκλήσεις με τη διευκόλυνση της πρόσβασής τους σε χρηματοδότηση και με την παροχή πιο διαφοροποιημένων πηγών χρηματοδότησης είναι αναγκαία για να αυξηθεί η ικανότητα των ΜΜΕ να χρηματοδοτούν τη δημιουργία τους, καθώς και την ανάπτυξη, την καινοτομία και τη βιώσιμη ανάπτυξη, να διασφαλίζουν την ανταγωνιστικότητά τους και την αντοχή τους έναντι οικονομικών κλυδωνισμών, ώστε η οικονομία και το χρηματοπιστωτικό σύστημα να γίνονται πιο ανθεκτικά σε περιόδους οικονομικής κάμψης και να διατηρείται η ικανότητα των ΜΜΕ να δημιουργούν θέσεις εργασίας και κοινωνική ευημερία. Ο παρών κανονισμός …Θα πρέπει επίσης να μεγιστοποιήσει την ικανότητα παρέμβασης δημόσιων/ιδιωτικών μέσων χρηματοδότησης, όπως το Ταμείο εισαγωγής στο χρηματιστήριο για τις ΜΜΕ, με στόχο τη στήριξη των ΜΜΕ μέσω της διοχέτευσης περισσότερων ιδιωτικών όσο και δημόσιων ιδίων κεφαλαίων, ιδίως σε εταιρείες στρατηγικής σημασίας».

     

    Είναι άραγε το χρηματιστήριο το κατάλληλο μέσο άντλησης κεφαλαίων για τις επιχειρήσεις;

    Για κάποιες αποδεικνύεται πολύτιμο˙ για άλλες λιγότερο˙ για άλλες απολύτως ακατάλληλο. Σε επόμενη, μάλιστα, αρθρογραφία μας θα επιχειρήσουμε να προσεγγίσουμε κάποιες παραμέτρους του σχετικού ερωτήματος. Ας σημειωθεί όμως, εισαγωγικά, πως ο κόσμος του χρηματιστηρίου δεν έχει αποδειχθεί για όλους μαγικός: ούτε για τους επενδυτές ούτε και για τις επιχειρήσεις.

    Σ’ εκείνες όμως από τις επιχειρήσεις (ιδίως τις ΜΜΕ) για τις οποίες θα αξιολογούνταν ως το βέλτιστο, σχετικό, εργαλείο, θα πρέπει να παρασχεθεί η κατάλληλη πληροφόρηση και, αυτονοήτως, η ενδεδειγμένη συνδρομή. Στο πλαίσιο, ιδιαίτερα, της τελευταίας, σημαντικό ρόλο αναμένεται να επιτελέσει το fund που, όπως και ανωτέρω αναφέρθηκε,  σχεδιάζεται εδώ και καιρό από την Ε.Ε. Αντίστοιχες δράσεις δρομολογούνται και από το ΧΑ και την ελληνική πολιτεία (με τις οποίες επίσης θα ασχοληθούμε σε επόμενη αρθρογραφία μας).

    Ευελπιστούμε να μην βραδύνουν.

    Για το καλό των επιχειρήσεων.

    Για το καλό των κεφαλαιαγορών.

    Για το καλό (και) της εθνικής μας οικονομίας..

    Για το καλό, εν τέλει, όλων μας.

    Σταύρος Κουμεντάκης
    Managing Partner

     

    Υ.Γ. Συνοπτική έκδοση του άρθρου δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ, στις 25 Απριλίου 2021.

    Η πληροφόρηση που εμπεριέχεται στο παρόν άρθρο δεν συνιστά (ούτε και έχει σκοπό να αποτελέσει) νομική συμβουλή. Μια τέτοια νομική συμβουλή είναι δυνατό να παρασχεθεί μόνον από αρμόδιο δικηγόρο ο οποίος θα λάβει υπόψη του το σύνολο των δεδομένων που θα του εκθέσετε για την υπόθεσή σας. Αναλυτικά.

  • e-mail εργαζομένου, λύση σύμβασης εργασίας και GDPR

    e-mail εργαζομένου, λύση σύμβασης εργασίας και GDPR

    Η αντιμετώπιση ζητημάτων που αφορούν προσωπικά δεδομένα εργαζομένων, μας έχει απασχολήσει έντονα σε προηγούμενη αρθρογραφία μας. Ασχοληθήκαμε, μεταξύ άλλων, με τη χρήση συστημάτων οπτικής καταγραφής στους χώρους εργασίας˙ με την τηλεργασία και τον σεβασμό των προσωπικών δεδομένων των εξ αποστάσεως εργαζομένων˙ με το επιτρεπτό ή μη της παρακολούθησης της επαγγελματικής ηλεκτρονικής αλληλογραφίας των εργαζομένων και την εκεί σύγκρουση των δικαιωμάτων εργοδότη-εργαζόμενου. Όλα τούτα όμως αφορούν θέματα που αναφύονται κατά τη διάρκεια της εργασιακής σχέσης. Τι συμβαίνει, όμως, κατά (και μετά τη λύση της); Και, εν προκειμένω, ποια η τύχη της επαγγελματικής διεύθυνσης ηλεκτρονικού ταχυδρομείου (:e-mail) εργαζομένου που αποχωρεί από την εργασία του;

     

    Η στάση της Βελγικής Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα

    Γενικά

    Η τύχη του επαγγελματικού e-mail εργαζομένου, μετά την αποχώρησή του από την εργασία του, απασχόλησε τη Βελγική Αρχή Προστασίας Δεδομένων (The Litigation Chamber of the Belgian DPA). Σχετικά πρόσφατα (19.9.2020) εκδόθηκε η υπ’ αριθμ. 64/2020 απόφασή της. Μια απόφαση σημαντική που έχει, ήδη, δημιουργήσει προβληματισμούς και πονοκεφάλους τόσο στο Βέλγιο όσο και στην Ευρώπη. Βεβαίως και στη χώρα μας.

     

    Τα πραγματικά περιστατικά

    Η περίπτωση που κλήθηκε να διαχειριστεί η Βελγική Αρχή Προστασίας Δεδομένων (:«BDPA»), αφορούσε μια (αρχικά) οικογενειακή επιχείρηση. Η εταιρεία αυτή, αρκετά χρόνια μετά την ίδρυσή της, τον Νοέμβριο του 2016, απέλυσε αιφνίδια τον CEO της και τον υιό του ιδρυτή της. Στη συνέχεια, λύθηκαν οι εργασιακές σχέσεις και άλλων μελών της οικογένειας του ιδρυτή που εργάζονταν σ’ αυτή.

    Τον Μάρτιο του 2019, τρία χρόνια μετά την πρώτη απόλυση, διαπιστώθηκε πως εξακολουθούσαν να βρίσκονται σε χρήση οι επαγγελματικές ηλεκτρονικές διευθύνσεις των στελεχών και υπαλλήλων που απομακρύνθηκαν. Να σημειωθεί εδώ πως οι συγκεκριμένες ηλεκτρονικές διευθύνσεις απαρτιζόταν από το όνομα των εργαζομένων (όπως συνηθίζεται) και το όνομα της εταιρείας.

    Ο πρώην CEO απαίτησε την παύση της χρήσης των ηλεκτρονικών τους διευθύνσεων από την εταιρεία. Της υποθέσεως επιλήφθηκε, αρχικά, το τμήμα διαμεσολάβησης της BDPA. Στη σχετική διαδικασία (που, όμως, δεν τελεσφόρησε) η εταιρεία σημείωσε ότι οι εν λόγω διευθύνσεις είχαν μεν απενεργοποιηθεί, τα εισερχόμενα μηνύματα, ωστόσο,  προωθούνταν σε τρίτη ηλεκτρονική διεύθυνση της εταιρείας. Σκοπός της ως άνω πρακτικής ήταν, κατά δήλωση της εταιρείας, η αποτροπή απώλειας σημαντικών e-mail τρίτων, δεδομένης και της σημαντικής θέσης που κατείχαν οι αποχωρήσαντες (:CEO και άλλα στελέχη).

    Κατάληξη της ως άνω υπόθεσης αποτέλεσε η απόφαση του δικαστικού τμήματος της BDPA, που επέβαλε πρόστιμο 15.000€ στη συγκεκριμένη εταιρεία. Ένα πρόστιμο όμως που δεν στερούνταν αξίας δεδομένου και του μικρού μεγέθους της. Η τελευταία απασχολούσε δεκατρείς, μόλις, υπαλλήλους.

    Η σημασία όμως της συγκεκριμένης απόφασης έγκειται στις κατευθύνσεις που παρέχει, διάσπαρτες στο σώμα της, σχετικά με την αντιμετώπιση ανάλογων υποθέσεων.

     

    Οι κατευθύνσεις της υπ’ αριθμ. 64/2020 απόφασης της BDPA

    Τις κατευθύνσεις που παρέχει η BDPA με τη συγκεκριμένη απόφασή της, μπορούμε να διακρίνουμε σε δύο κατηγορίες. Η πρώτη αναφέρεται στη διαχείριση του συγκεκριμένου θέματος (:διαχείριση επαγγελματικoύ e-mail εργαζομένου) πριν τη λύση της εργασιακής σχέσης. Η δεύτερη, το διάστημα μετά τη λύση.

     

    Πριν τη λύση της εργασιακής σχέσης

    Κάθε εργασιακή σχέση (όπως εξάλλου και η ζωή) θα βρεθεί, κάποια στιγμή -και κατ’ αναπόδραστη συνέπεια- στο πέρας της. Ένα πέρας που συναρτάται με την οικειοθελή αποχώρηση του εργαζομένου (:παραίτηση), τη συνταξιοδότηση, την απόλυση ή τον θάνατό  του. Σε κάθε περίπτωση, η εταιρεία οφείλει να έχει μεριμνήσει εκ των προτέρων και (μεταξύ άλλων) για την τύχη του επαγγελματικού e-mail εργαζομένου. Ως εκ τούτου, όπως αναφέρει η BDPA, κάθε εταιρεία θα πρέπει να ενημερώνει τους εργαζομένους της για τον τρόπο που πρόκειται να διαχειριστεί  τα συγκεκριμένα e-mail τους  σε περίπτωση λύσης της εργασιακής σχέσης. Η ενημέρωση αυτή (μέσω της σχετικής Πολιτικής της εταιρείας), θα πρέπει να αναφέρει, διεξοδικά, τα βήματα που θα πρέπει να ακολουθούνται.

    Με βάση λοιπόν την ανωτέρω (:υπ’ αριθμ. 64/2020) απόφαση κατά τη φάση της (επικείμενης) αποχώρησης του εργαζομένου (αυτονοήτως, όταν δεν λαμβάνει χώρα αιφνιδίως):

    (α) Ο εργαζόμενος θα πρέπει να μπορεί να συλλέξει ή να διαγράψει τις ιδιωτικές ηλεκτρονικές επικοινωνίες του. Παράλληλα όμως, σε περίπτωση που ένα μέρος της επαγγελματικής του αλληλογραφίας είναι απαραίτητο για την εύρυθμη λειτουργία της επιχείρησης και πρέπει να ανακτηθεί, απαιτείται τούτο να γίνει πριν την αποχώρηση του εργαζομένου. Φυσικά και με την παρουσία του.

    (β) Ο εργαζόμενος, επίσης, θα πρέπει να ενημερώνεται για το «μπλοκάρισμα» της διεύθυνσης του επαγγελματικού του e-mail. Να σημειωθεί βέβαια πως η συγκεκριμένη απόφαση δεν απαιτεί την, με πανηγυρικό τρόπο, ειδική ενημέρωσή του. Ούτε όμως και  εξειδικεύει αν αρκεί η γενική πληροφόρηση που, τυχόν, περιλαμβάνεται στην Πολιτική της εταιρείας. Ορθότερο όμως θα ήταν να αποδεχθούμε πως αρκεί μια τέτοια, γενική, πληροφόρηση.

    (γ) Η εταιρεία θα πρέπει παράλληλα, πριν από τον αποκλεισμό της επαγγελματικής διεύθυνσης ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, να δημιουργήσει μια αυτοματοποιημένη απάντηση στους (προς εκείνη) αποστολείς ηλεκτρονικής αλληλογραφίας. Ενδιαφέρον είναι πως η εν λόγω  απόφαση προσδιορίζει και το περιεχόμενο της. Θα πρέπει, κατά την απόφαση: (i) να αναφέρει ότι ο εν λόγω εργαζόμενος δεν ασκεί πλέον τα καθήκοντά του στην εταιρεία και (ii) να ενημερώνει τους αποστολείς-τρίτους σχετικά με τα στοιχεία επικοινωνίας εκείνου με τον οποίο μπορούν, στο εξής, να επικοινωνούν-αντί εκείνου που αποχώρησε. Αυτονοήτως είναι δυνατό  να παρατίθεται για γενική (λ.χ.: info@…. ή sales@….) αντί μιας εξατομικευμένης/προσωπικής διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου.

    Η BDPA προκρίνει τη λύση της αυτοματοποιημένης απάντησης προς τον αποστολέα έναντι της «χειροκίνητης» προώθησης των e-mails σε άλλη διεύθυνση. Ο λόγος είναι προφανής: στην περίπτωση της «χειροκίνητης» προώθησης, εκείνος που τη διενεργεί μπορεί να λάβει γνώση ευαίσθητων πληροφοριών και δεδομένων που εμπίπτουν στη σφαίρα της ιδιωτικής ζωής του αποχωρήσαντα εργαζομένου.

    (δ)  Η εταιρεία θα πρέπει, το αργότερο μέχρι την ημέρα της πραγματικής αποχώρησης του εργαζομένου, να έχει «μπλοκάρει» τη διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου του.

     

    Μετά τη λύση της εργασιακής σχέσης

    Η ανωτέρω απόφαση δίνει, όπως ήδη αναφέραμε, σαφείς κατευθύνσεις (και) όσον αφορά το διάστημα που ακολουθεί τη, με οποιονδήποτε τρόπο, αποχώρηση του εργαζόμενου. Συγκεκριμένα, επισημαίνει ότι:

    (α) Η αυτοματοποιημένη απάντηση θα πρέπει να είναι ενεργή και να αποστέλλεται στους αποστολείς-τρίτους για χρονικό διάστημα ενός μήνα. Δέχεται, βέβαια, τη δυνατότητα παράτασης του διαστήματος αυτό. Η τυχόν παράτασή της όμως εξαρτάται από τη σημασία της θέσης εργασίας που κατείχε ο εργαζόμενος. Παράλληλα, όμως, θέτει συγκεκριμένες προϋποθέσεις από τις οποίες θα πρέπει αυτή να εξαρτάται. Ειδικότερα: (i) ενδεχόμενη παράταση δεν θα πρέπει να υπερβαίνει τους τρεις μήνες˙ (ii) θα πρέπει να αιτιολογείται η ανάγκη χρονικής επέκτασης αυτοματοποιημένης απάντησης˙ (iii) θα πρέπει ο (αποχωρήσας) εργαζόμενος να ενημερώνεται για την τυχόν παράταση (η απόφαση μάλιστα αξιολογεί πως το βέλτιστο (όχι όμως και αναγκαίο) θα ήταν να παρέχει τη σύμφωνη γνώμη του.

    (β) Η επαγγελματική διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου του εργαζομένου θα πρέπει, κατά την ως άνω απόφαση, να διαγράφεται μετά την παρέλευση του προαναφερθέντα μήνα (ή, κατά παράταση, τριμήνου-κατ’ ανώτατο όριο). Μετά την παρέλευσή του εν λόγω χρονικού διαστήματος ούτε αποστολή ούτε και λήψη e-mail εργαζομένου θα πρέπει να είναι εφικτή.

    Με άλλα λόγια: η απόφαση κρίνει ως νόμιμο λόγο για τη μη διαγραφή ενός τέτοιου e-mail (ταυτόχρονα με την αποχώρηση του εργαζομένου), την ανάγκη διασφάλισης της καλής λειτουργίας της εταιρείας. Κρίνει, ωστόσο, ότι μετά την παρέλευση του χρόνου που ορίζει για την αποστολή αυτοματοποιημένης απάντησης (1-3 μήνες), ο λόγος αυτός εκλείπει.

     

    Η ανωτέρω απόφαση της Βελγικής Aρχής έχει ιδιαίτερη αξία καθώς είναι η πρώτη, σε ευρωπαϊκό επίπεδο-εξ όσων γνωρίζουμε, με το συγκεκριμένο αντικείμενο. Επίσης γιατί έρχεται να ερμηνεύσει, στο δύσκολο αυτό θέμα, τον Ευρωπαϊκό Κανονισμό 679/2016 για τα προσωπικά δεδομένα (γνωστότερο ως GDPR). Η ερμηνεία αυτή θα αποτελέσει, το δίχως άλλο, «προηγούμενο» και για τις λοιπές Ευρωπαϊκές Αρχές-βεβαίως και για την Ελληνική.

    Είναι δεδομένο πως η εν λόγω απόφαση υπέρμετρα (κατά την άποψη του γράφοντος) περιορίζει την επιχειρηματική ελευθερία. Ιδίως όσον αφορά το μέγιστο διάστημα (:μήνας ή, κατ’ ανώτατο όριο, τρίμηνο) που αξιολογεί ως ικανό/αρκετό για την ενημέρωση των αποστολέων-τρίτων (λ.χ. πελατών και συνεργατών) της επιχείρησης/εργοδότη. Και πώς, άραγε, θα ήταν δυνατό να υποστηρίξει κάποιος πως μια τέτοια οριζόντια ρύθμιση θα ήταν το ίδιο επαρκής για ένα συνοικιακό κατάστημα λιανικής πώλησης  και μία πολυεθνική; Για έναν υπάλληλο και έναν CEO; Και, περαιτέρω, πόσο βλαπτική θα ήταν για μια ευρωπαϊκή επιχείρηση (που υπάγεται στον GDPR) η συγκεκριμένη οριζόντια ρύθμιση, σε αντίστιξη με μια άλλη (ανταγωνίστριά της) που δραστηριοποιείται σε κάποια χώρα άλλη-μη υπαγόμενη στον GDPR;

    Σε κάθε περίπτωση: η συγκεκριμένη  απόφαση της Βελγικής Aρχής είναι, ήδη, δεδομένη. Αποτελεί γεγονός-με την όποια νομική αξία μπορεί να έχει σε πανευρωπαϊκό επίπεδο. Ας ελπίσουμε όμως στην αναθεώρησή της από τις αντίστοιχες Αρχές των επιμέρους χωρών-μελών της ΕΕ, οι οποίες με βεβαιότητα θα κληθούν να διαχειριστούν αντίστοιχα θέματα.

    Μέχρι τότε μια και μόνη μπορεί να είναι η προτροπή (και) προς τις ελληνικές επιχειρήσεις: Γρηγορείτε!

    Σταύρος Κουμεντάκης
    Managing Partner

     

    Υ.Γ. Συνοπτική έκδοση του άρθρου δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ, στις 18 Απριλίου 2021.

    Η πληροφόρηση που εμπεριέχεται στο παρόν άρθρο δεν συνιστά (ούτε και έχει σκοπό να αποτελέσει) νομική συμβουλή. Μια τέτοια νομική συμβουλή είναι δυνατό να παρασχεθεί μόνον από αρμόδιο δικηγόρο ο οποίος θα λάβει υπόψη του το σύνολο των δεδομένων που θα του εκθέσετε για την υπόθεσή σας. Αναλυτικά.

  • Η Έκθεση Αποδοχών μελών ΔΣ της ΑΕ

    Η Έκθεση Αποδοχών μελών ΔΣ της ΑΕ

    Το θέμα των αμοιβών-αποδοχών των μελών ΔΣ μας έχει επανειλημμένα απασχολήσει, στο πλαίσιο της αρθρογραφίας μας. Επίσης, η σύγκρουση συμφερόντων των τελευταίων με την ΑΕ (και) για το συγκεκριμένο ζήτημα˙ oι συναφείς κίνδυνοι για την ΑΕ˙ το σχετικό ενδιαφέρον της εταιρείας, των μετόχων και, αυτονόητα, των ωφελουμένων-σαφώς και των τρίτων: επενδυτών και τραπεζών. Διαπιστώσαμε ήδη πως τα ζητήματα διαφάνειας και η ανάγκη συμμετοχής των μετόχων στην έγκριση των αμοιβών επιδιώκονται μέσω της αρχής «say on pay» (ενδ.: άρθρα 9α και 9β της Οδηγίας 2007/36/ΕΚ, όπως τροποποιήθηκε με την Οδηγία 2017/828/ΕΕ). Με βάση τη συγκεκριμένη αρχή, οι αποδοχές των μελών του ΔΣ πρέπει να ορίζονται κατά τέτοιο τρόπο, ώστε οι μέτοχοι να είναι σε θέση να  εκφράζουν σχετική γνώμη. Δεδομένων και των ανωτέρω, ο εθνικός μας νομοθέτης επαναπροσέγγισε με το νόμο για τις ΑΕ (:ν. 4548/2018) το συγκεκριμένο θέμα. Επέφερε, αφενός, κάποιες αλλαγές στη διαδικασία και τις προϋποθέσεις για τη χορήγηση αμοιβών στα μέλη του ΔΣ στη βάση της οργανικής τους σχέσης (:Ανώνυμη Εταιρεία: Αμοιβές Μελών ΔΣ). Ενσωμάτωσε, αφετέρου, δύο σημαντικάεργαλεία μετουσίωσης της παραπάνω αρχής στο εθνικό δίκαιο: (α) την Πολιτική Αποδοχών και (β) την Έκθεση Αποδοχών. Θα μας απασχολήσει, στη συνέχεια, η τελευταία.

     

    Νομοθετικό Πλαίσιο – Η διάκριση της Πολιτικής Αποδοχών από την Έκθεση Αποδοχών

    Tα θέματα τα σχετικά με την Πολιτική Αποδοχών και την Έκθεση Αποδοχών ρυθμίζονται στις διατάξεις των άρθρων 110-112 ν. 4548/2018. Με τον τρόπο αυτό, ενσωματώνονται στο ελληνικό δίκαιο οι διατάξεις των άρθρων 9α και 9β της προαναφερθείσας Οδηγίας 2007/36/ΕΚ-όπως ισχύει.

    Τα δύο, συγκεκριμένα, εργαλεία αποσκοπούν στη διαφάνεια και στη συμμετοχή των μετόχων στο ζήτημα της διαμόρφωσης των αμοιβών των μελών ΔΣ. Υποχρεωτικά για τις εισηγμένες ΑΕ. Προαιρετικά για τις λοιπές. Η Έκθεση Αποδοχών διατηρεί την αυτοτέλειά της έναντι της Πολιτικής Αποδοχών συναρτάται, εντούτοις, άρρηκτα με την τελευταία. Σε κάθε περίπτωση, πρόκειται για κείμενα διακριτά, που παρουσιάζουν δύο βασικές διαφορές:

    (α) Η Πολιτική Αποδοχών συνιστά το μέσο διάρθρωσης της στρατηγικής της ΑΕ ως προς τη χορήγηση αμοιβών στα μέλη του ΔΣ. Προωθεί, στο πλαίσιο αυτό, τη βιωσιμότητα και τα μακροπρόθεσμα συμφέροντά της. Προκύπτει, λοιπόν, ο μελλοντικός της χαρακτήρας. Αντίθετα, η Έκθεση Αποδοχών συνιστά μια ολοκληρωμένη επισκόπηση του συνόλου των αποδοχών που χορηγήθηκαν ανά μέλος του ΔΣ για την προηγούμενη εταιρική χρήση. Αφορά, δηλαδή, παρελθούσα χρήση και έχει χαρακτήρα απολογιστικό.

    (β) Όσον αφορά στην Πολιτική Αποδοχών, η ψήφος των μετόχων είναι δεσμευτική. Αντίθετα, επί της Έκθεσης Αποδοχών, η ψήφος τους έχει χαρακτήρα συμβουλευτικό.

     

    Υποκειμενικό και αντικειμενικό πεδίο εφαρμογής

    Η Έκθεση Αποδοχών καταρτίζεται συλλογικά από το ΔΣ της ΑΕ (:άρθρο 96 §2 ν. 4548/2018). Συλλογική είναι και η ευθύνη που φέρουν σε περίπτωση τυχόν παράβασης των διατάξεων αναφορικά με την Έκθεση Αποδοχών (:άρθρο 112 §6, εδ. β). Συνεπώς, τα μέλη του ΔΣ ευθύνονται σε περιπτώσεις παράβασης με βάση τη διάταξη του άρθρου 102 ν. 4548/2018. Ποινικά  με βάση τη διάταξη του άρθρου 179 §3 ν. 4548/2018.

    Η Έκθεση Αποδοχών οφείλει να περιλαμβάνει την ολοκληρωμένη επισκόπηση των αποδοχών των μελών του ΔΣ, που προβλέπονταν να καταβληθούν από την Πολιτική Αποδοχών του τελευταίου οικονομικού έτους (:άρθρο 112 §1 ν. 4548/2018). Ανεξάρτητα μάλιστα αν τα τελευταία (:μέλη ΔΣ) είναι νεότερα, παλαιότερα, εκτελεστικά, μη εκτελεστικά ή ανεξάρτητα. Η καταγραφή πρέπει να γίνεται, σε κάθε περίπτωση, κατά τρόπο σαφή και κατανοητό. Το υποκειμενικό της πεδίο ενδέχεται όμως να καταλαμβάνει και άλλα πρόσωπα. Όταν, λ.χ., με καταστατική ρύθμιση, επεκτείνεται η εφαρμογή των διατάξεων για την Πολιτική και Έκθεση Αποδοχών στα διοικητικά στελέχη, όπως αυτά ρυθμίζονται από τα ΔΛΠ (άρθρο 24 §9). Η τελευταία, στην περίπτωση αυτή, θα αναφέρεται στα καταβληθέντα (και) στα συγκεκριμένα πρόσωπα.

    Η έννοια των αποδοχών, στο πλαίσιο της Έκθεσης Αποδοχών, ταυτίζεται εννοιολογικά με την αντίστοιχη της Πολιτικής Αποδοχών. Με άλλα λόγια: η Έκθεση Αποδοχών περιλαμβάνει το σύνολο των αποδοχών που χορηγήθηκαν (ή εξακολουθούν να οφείλονται) στα μέλη του ΔΣ με την οργανική τους ιδιότητα και θέση. Δεν ενδιαφέρουν την Έκθεση Αποδοχών άλλες αμοιβές. Όπως, λ.χ., εκείνες που οφείλονται, σε ειδική σχέση εξαρτημένης εργασίας, εντολής, ανεξαρτήτων υπηρεσιών ή έργου (ενδ.: Ανώνυμη Εταιρεία: Συμβάσεις Μελών ΔΣ Για Παροχή (Πρόσθετων) Υπηρεσιών).

     

    Περιεχόμενο

    Το ελάχιστο περιεχόμενο της Έκθεσης Αποδοχών προβλέπεται στη διάταξη του άρθρου  112 §2, ν. 4548/2018. Παράλληλα, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έχει εκδώσει σχέδιο διαβούλευσης με κατευθυντήριες γραμμές για την τυποποιημένη παρουσίαση των πληροφοριών που περιλαμβάνει η έκθεση αποδοχών. Εκκρεμεί, ωστόσο, η έκδοση των οριστικών κατευθυντηρίων γραμμών.

    Το περιεχόμενο της Έκθεσης Αποδοχών αφορά τις αποδοχές καθενός, ξεχωριστά, μέλους του ΔΣ. Περιλαμβάνει-κατά βάση: (α)  το σύνολο των αποδοχών που καταβλήθηκαν καθώς και τον τρόπο βάσει του οποίου η χορήγησή τους βρίσκεται σε συμμόρφωση με την εγκεκριμένη Πολιτική Αποδοχών˙ (β) την ετήσια μεταβολή των αποδοχών, την απόδοση της εταιρείας και των μέσων αποδοχών των εργαζομένων, εκτός από τα στελέχη, κατά την τελευταία πενταετία. Στην Έκθεση Αποδοχών γίνεται, επίσης, μνεία: (γ) σε τυχόν αποδοχές πάσης φύσεως που προέρχονται από οποιαδήποτε εταιρεία ανήκει στον ίδιο όμιλο˙ (δ) στη συμμετοχή σε προγράμματα διάθεσης μετοχών˙ (ε) στα ασκηθέντα δικαιώματα προαίρεσης˙ (στ) σε πληροφορίες για τη χρήση της δυνατότητας ανάκτησης αποδοχών˙ (ζ) στις συνθήκες υπό τις οποίες έχουν λάβει χώρα παρεκκλίσεις, ενδεχομένως, από την εγκεκριμένη έκθεση αποδοχών (σύμφωνα με όσα προβλέπονται στη διάταξη του άρθρου 110 §6 (εκ παραδρομής στο άρθρο 112 §2 στ. ζ΄ γίνεται παραπομπή στην καταργηθείσα §7).

     

    Η συμβουλευτική ψήφος των μετόχων

    Οι μέτοχοι ψηφίζουν (κατά την τακτική ΓΣ στο πλαίσιο των θεμάτων της ημερήσιας διάταξης) επί της έκθεσης αποδοχών του τελευταίου οικονομικού έτους. Η ψήφος τους, ωστόσο, είναι συμβουλευτική. Τούτο σημαίνει ότι η απόφαση των μετόχων δεν δεσμεύει την ΑΕ, μολονότι η διεξαγωγή της ψηφοφορίας είναι υποχρεωτική. Το ΔΣ, ωστόσο, επιφορτίζεται με μια επιπλέον υποχρέωση αναφορικά με το αποτέλεσμα της ψηφοφορίας αυτής. Συγκεκριμένα, «…οφείλει να επεξηγεί στην επόμενη Έκθεση Αποδοχών τον τρόπο με οποίο ελήφθη υπόψη το ανωτέρω αποτέλεσμα της ψηφοφορίας…» (άρ. 112 §3 ν. 4548/2018). Συνάγεται, επομένως, ότι η ΑΕ είναι δυνατό να μη λάβει καθόλου υπόψη το ανωτέρω αποτέλεσμα, αρκεί να επεξηγεί τον τρόπο που λειτούργησε στην επόμενη Έκθεση Αποδοχών που θα υποβάλλει στη ΓΣ.

     

    Διατυπώσεις δημοσιότητας και Προσωπικά δεδομένα

    Η Έκθεση Αποδοχών υποβάλλεται σε συγκεκριμένες διατυπώσεις δημοσιότητας. Η ΑΕ, οφείλει όμως και να αναρτά στον διαδικτυακό της τόπο την Έκθεση Αποδοχών, αμέσως μετά τη σχετική ψηφοφορία της ΓΣ. Η ανάρτηση αυτή θα πρέπει να είναι δεκαετούς διάρκειας (άρθρο 112 §4 ν. 4548/2018).Το διάστημα τη ανάρτησης είναι δυνατό να υπερβαίνει και τα δέκα έτη, στην περίπτωση που δεν περιλαμβάνει πλέον προσωπικά δεδομένα των μελών του ΔΣ.

    Επιβεβαιώνουμε λοιπόν πως οι διατάξεις του ν. 4548/2018 συμπλέκονται (και) στην προκειμένη περίπτωση, με τις επιταγές του Κανονισμού 679/2016/ΕΚ για την Προστασία Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα. Όπως αναφέρθηκε, ήδη, η Έκθεση Αποδοχών αναφέρεται εξατομικευμένα σε κάθε μέλος του ΔΣ. Τούτου σημαίνει ότι λαμβάνει χώρα επεξεργασία των προσωπικών του δεδομένων. Νομική βάση της επεξεργασίας αυτής συνιστά η διάταξη του άρθρου 112 §5 ν. 4548/2018. Ως σκοπός της επεξεργασίας στη διάταξη αυτή ορίζεται η αύξηση της διαφάνειας «…όσον τις αποδοχές των μελών του διοικητικού συμβουλίου, με στόχο την ενίσχυση της λογοδοσίας των μελών και της εποπτείας των μετόχων επί των αποδοχών αυτών». Ωστόσο, από την ανωτέρω επεξεργασία και την Έκθεση Αποδοχών ρητώς εξαιρούνται οι ειδικές κατηγορίες δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα κατά το άρθρο 9 §1 του Κανονισμού. Πρόκειται για τα προσωπικά δεδομένα που αποκαλύπτουν «…τη φυλετική ή εθνοτική καταγωγή, τα πολιτικά φρονήματα, τις θρησκευτικές ή φιλοσοφικές πεποιθήσεις ή τη συμμετοχή σε συνδικαλιστική οργάνωση, καθώς και η επεξεργασία γενετικών δεδομένων, βιομετρικών δεδομένων με σκοπό την αδιαμφισβήτητη ταυτοποίηση προσώπου, δεδομένων που αφορούν την υγεία ή δεδομένων που αφορούν τη σεξουαλική ζωή φυσικού προσώπου ή τον γενετήσιο προσανατολισμό». Σε περίπτωση, λ.χ., που η χορήγηση επιδόματος εξαρτάται από τυχόν ασθένεια του μέλους του ΔΣ, η Έκθεση Αποδοχών πρέπει να περιλαμβάνει μόνο το ύψος του επιδόματος αυτού. Η αιτία πρέπει να ελλείπει.

     

    Ο δικαστικός έλεγχος και η δυνατότητα μείωσης των αποδοχών

    Και στην περίπτωση της Έκθεσης Αποδοχών εφαρμόζεται η διάταξη του άρθρου 109 §7 ν. 4548/2018 για τη δυνατότητα μείωσης αποδοχών ύστερα από την έκδοση δικαστικής απόφασης. Τέτοια μείωση ενδέχεται να λάβει χώρα στις περιπτώσεις που εμφιλοχώρησε ουσιώδης μεταβολή των συνθηκών υπό τις οποίες εγκρίθηκε η Πολιτική Αποδοχών και αυτή δεν αναθεωρήθηκε (άρθρο 110 §2 ν. 4548/2018). Πρόκειται, ουσιαστικά, για δικαστικό έλεγχο της Πολιτικής Αποδοχών. Η αίτηση προς το αρμόδιο δικαστήριο, στην περίπτωση αυτή, ασκείται μέσα σε αποκλειστική προθεσμία δύο (2) μηνών από την ψηφοφορία επί της Έκθεσης Αποδοχών.

    Ο έλεγχος της συμμόρφωσης με την εγκριθείσα Πολιτική Αποδοχών της ΑΕ διενεργείται από την Έκθεση Αποδοχών.  Δεν θα ήταν δυνατό, άλλωστε, να εγκρίνονται αμοιβές για τα μέλη του ΔΣ (ή/και συγκεκριμένα διευθυντικά στελέχη) χωρίς να προβλέπεται έλεγχος συμμόρφωσης.

     

    Η υποχρέωση σύνταξης Έκθεσης Αποδοχών (για τον έλεγχο της εγκριθείσας Πολιτικής Αποδοχών) βαρύνει, όπως και εισαγωγικά αναφέραμε, τις εταιρείες με μετοχές εισηγμένες σε ρυθμιζόμενη αγορά. Συμβάλλουν, αμφότερες, στην αύξηση της εταιρικής διαφάνειας και στην ενίσχυση της (αναγκαίας) εταιρικής διακυβέρνησης. Ενισχύεται η λογοδοσία των μελών του ΔΣ και η εποπτεία των μετόχων επί των αποδοχών τους. Προάγουν, κατά τούτο, το συμφέρον της εταιρείας και των μετόχων της. Καθιστούν περισσότερο διαφανείς (και, κατά τούτο, ελκυστικές για τους επενδυτές) τις εταιρείες στις οποίες αφορούν.

    Ευκταία, ως εκ τούτου, η εφαρμογή τους στο σύνολο των εταιρειών.

    Ακόμα και στις μη εισηγμένες.-

    Σταύρος Κουμεντάκης
    Managing Partner

     

    Υ.Γ. Συνοπτική έκδοση του άρθρου δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ, στις 11 Απριλίου 2021.

    Η πληροφόρηση που εμπεριέχεται στο παρόν άρθρο δεν συνιστά (ούτε και έχει σκοπό να αποτελέσει) νομική συμβουλή. Μια τέτοια νομική συμβουλή είναι δυνατό να παρασχεθεί μόνον από αρμόδιο δικηγόρο ο οποίος θα λάβει υπόψη του το σύνολο των δεδομένων που θα του εκθέσετε για την υπόθεσή σας. Αναλυτικά.

  • Η Πολιτική Αποδοχών μελών ΔΣ της ΑΕ

    Η Πολιτική Αποδοχών μελών ΔΣ της ΑΕ

    Οι αμοιβές των μελών του ΔΣ της ΑΕ αποτελούν ζήτημα «ζέον»˙ ενδιαφέρει όλους: την εταιρεία, τους μετόχους και, αυτονόητα, του ωφελούμενους. Ενδιαφέρει όμως και τους τρίτους: επενδυτές και τράπεζες. Ο εθνικός μας νομοθέτης επαναπροσέγγισε με το νόμο για τις ΑΕ (ν. 4548/2018) το συγκεκριμένο θέμα. Η διαδικασία και οι προϋποθέσεις για τη χορήγηση αμοιβών στα μέλη του ΔΣ στη βάση της οργανικής τους σχέσης μας απασχόλησε σε  προηγούμενη αρθρογραφία μας (:Ανώνυμη Εταιρεία: Αμοιβές Μελών ΔΣ). Στο παρόν θα μας απασχολήσει η Πολιτική Αποδοχών. Μια Πολιτική υποχρεωτική για τις εταιρείες με μετοχές εισηγμένες σε ρυθμιζόμενες αγορές (άρθρο 110 §1). Καλοδεχούμενη, αναμφίβολα, για τις υπόλοιπες.

    Οι αμοιβές των μελών του ΔΣ και η σύγκρουση συμφερόντων˙ η (παγκόσμια) συζήτηση

    Οι αμοιβές που λαμβάνουν τα μέλη του ΔΣ είναι δυνατό, υπό προϋποθέσεις, να αποβούν βλαπτικές για την ΑΕ. Πρόκειται, εξάλλου, για χαρακτηριστική περίπτωση σύγκρουσης συμφερόντων. Βλαπτικές είναι δυνατό, λ.χ., να αποδειχθούν όταν σε κάποιες περιπτώσεις συνδεθούν με την επίτευξη υψηλών στόχων (ενδ.: ο κύκλος εργασιών της εταιρείας). Είναι, τότε, δυνατό να επιλέξουν τα μέλη του ΔΣ-διοίκηση της ΑΕ, υπέρμετρη ανάληψη κινδύνων στον βωμό της επίτευξης, βραχυπρόθεσμου, ιδίου, οφέλους.

    Η πρόσφατη μακρόχρονη οικονομική κρίση «έφερε» και στη χώρα μας την παγκόσμια συζήτηση γύρω από τις υπέρογκες αμοιβές των μελών του ΔΣ. Βάση των σχετικών προβληματισμών αποτελεί, συχνά, η έλλειψη ικανής διαφάνειας αλλά και ουσιαστικής συμμετοχής των μετόχων στην έγκρισή τους. Στόχος τους η προάσπιση, εν τέλει, του εταιρικού συμφέροντος.

    Η επίτευξη του συγκεκριμένου στόχου επιδιώκεται μέσω της αρχής «say on pay» (ενδ.: άρθρα 9α και 9β της Οδηγίας 2007/36/ΕΚ, όπως τροποποιήθηκε με την Οδηγία 2017/828/ΕΕ). Με βάση τη συγκεκριμένη αρχή, οι αποδοχές των μελών του ΔΣ πρέπει να ορίζονται κατά τέτοιο τρόπο, ώστε οι μέτοχοι να είναι σε θέση να  εκφράζουν σχετική γνώμη. Εργαλείο υλοποίησης της η Πολιτική Αποδοχών (όπως, εξάλλου, και η Έκθεση Αποδοχών) που μεταφέρθηκαν, ήδη, στο εθνικό δίκαιο.

     

    Νομοθετικό πλαίσιο

    Ο εθνικός νομοθέτης ρύθμισε τα σχετικά με την Πολιτική Αποδοχών (και την Έκθεση Αποδοχών) στις διατάξεις των άρθρων 110-112 ν. 4548/2018. Ενσωμάτωσε, με τον τρόπο αυτό, στο ελληνικό δίκαιο τις διατάξεις των άρθρων 9α και 9β της προαναφερθείσας Οδηγίας-όπως ισχύει.

    Με την Πολιτική Αποδοχών (άρθρο 110 και 111 ν. 4548/2018), που θα μας απασχολήσει εν προκειμένω, διαρθρώνεται η στρατηγική της ΑΕ ως προς τη χορήγηση αμοιβών στα μέλη του ΔΣ. Προωθούνται, επίσης, η βιωσιμότητα και τα μακροπρόθεσμα συμφέροντά της. Περιεχόμενο της Έκθεσης Αποδοχών (άρθρο 112 ν. 4548/2018) συνιστούν οι αμοιβές που χορηγήθηκαν στα μέλη του ΔΣ (ή ακόμα οφείλονται από) την προηγούμενη εταιρική χρήση. Δεν είναι επιτρεπτές, αυτονόητα, οι αποκλίσεις των καταβληθεισών αποδοχών από όσα η Πολιτική Αποδοχών ορίζει.

     

    Η πολιτική αποδοχών

    Η υποχρέωση θέσπισης

    Όπως εισαγωγικά «βιαστήκαμε» να σημειώσουμε,  δεν υποχρεούνται σε θέσπιση Πολιτικής Αποδοχών όλες οι ΑΕ. Η υποχρέωση αυτή τυπικά βαρύνει, μόνον, εταιρείες με μετοχές εισηγμένες σε ρυθμιζόμενη αγορά. Τόσο για τα μέλη του ΔΣ όσο και για τον γενικό διευθυντή, εφόσον υπάρχει, και τον αναπληρωτή του (άρθρο 110 §1). Ωστόσο, με καταστατική ρύθμιση, είναι δυνατή η εφαρμογή των διατάξεων για την Πολιτική και Έκθεση Αποδοχών σε δύο, ακόμα, περιπτώσεις: (α) στα διοικητικά στελέχη, όπως αυτά ρυθμίζονται από τα ΔΛΠ (άρθρο 24 παρ. 9) και (β) στις ΑΕ με μη εισηγμένες μετοχές. Στοχεύουμε, στις περιπτώσεις αυτές, σε μεγαλύτερη διαφάνεια έναντι των μετόχων. Στο όφελος, εν τέλει, της ΑΕ.

    Η υποχρέωση θέσπισης Πολιτικής Αποδοχών καταλαμβάνει τις αποδοχές που χορηγούνται στα μέλη του ΔΣ με την οργανική τους ιδιότητα και θέση. Είναι, με άλλα λόγια, εκτός του  περιεχομένου της και ρυθμίσεών της άλλες αμοιβές. Όπως, λ.χ., εκείνες που οφείλονται, σε ειδική σχέση εξαρτημένης εργασίας, εντολής, ανεξαρτήτων υπηρεσιών ή έργου (ενδ.: Ανώνυμη Εταιρεία: Συμβάσεις Μελών ΔΣ Για Παροχή (Πρόσθετων) Υπηρεσιών).

     

    Η αρμοδιότητα της ΓΣ

    Αρμόδιο όργανο για την έγκριση της Πολιτικής Αποδοχών ορίζεται από το νόμο (άρθρο 110 §2) η ΓΣ. Πρόκειται για μετουσίωση της αρχής που ήδη αναφέραμε: «say on pay» [αρχή, η οποία, ωστόσο, ενυπήρχε, ήδη, στο προϊσχύσαν εθνικό δίκαιο (άρ. 24 παρ. 2 ν. 2190/1920)] Η ψήφος των μετόχων προβλέπεται ως δεσμευτική. Με άλλα λόγια: η ΑΕ δεν έχει δικαίωμα να αποκλίνει από την απόφαση των μετόχων της.

    Για τη λήψη της απόφασης της ΓΣ (για την έγκριση, δηλ., ή μη της Πολιτικής Αποδοχών) αρκεί απλή απαρτία και πλειοψηφία. Στην αρχική διατύπωση του ν. 4548/2018, προβλεπόταν πως στη σχετική ψηφοφορία δεν είχαν δικαίωμα ψήφου οι μέτοχοι που συνέπιπτε να είναι, οι ίδιοι, μέλη του ΔΣ. Τούτη η απαγόρευση δεν ισχύει πλέον (:καταργήθηκε με τον ν. 4587/2018).

    Σε περίπτωση έγκρισης της Πολιτικής Αποδοχών από τη ΓΣ, η διάρκειά της εκτείνεται, κατ’ ανώτατο όριο, σε μια τετραετία από τη σχετική απόφαση. Θα απαιτηθεί, ωστόσο,  νέα υποβολή και έγκριση της από τη ΓΣ, όταν ουσιωδώς μεταβληθούν (ακόμα και εντός της τετραετίας) οι συνθήκες υπό τις οποίες αυτή εγκρίθηκε (άρθρο 110 §2).

    Όταν η ΓΣ καλείται να εγκρίνει νέα Πολιτική Αποδοχών μετά τη λήξη της προηγούμενης, δικαιούται, φυσικά, να την απορρίψει. Στην περίπτωση αυτή η εταιρεία δεσμεύεται από την προηγούμενη-εγκεκριμένη. Η διάρκεια της τελευταίας παρατείνεται έως της επόμενη ΓΣ, οπότε και υποβάλλεται νέα, αναθεωρημένη, Πολιτική Αποδοχών (άρθρο 110 §4).

     

    Η δυνατότητα παρέκκλισης από την Πολιτική Αποδοχών

    Η υποχρέωση για την εκ νέου υποβολή προς έγκριση της Πολιτικής Αποδοχών θα πρέπει να διακριθεί από τη δυνατότητα παρέκκλισης (άρθρο 110 §6). Η συγκεκριμένη/προβλεπόμενη παρέκκλιση είναι, σε εξαιρετικές περιστάσεις, επιτρεπτή. Αρκεί να πληρούνται τρεις, βασικές, προϋποθέσεις. Συγκεκριμένα:

    (α) Η πρόβλεψη στην Πολιτική Αποδοχών των διαδικαστικών προϋποθέσεων εφαρμογής της παρέκκλισης.

    (β) Η πρόβλεψη στην Πολιτική Αποδοχών των στοιχείων ως προς τα οποία είναι δυνατό να λάβει χώρα η παρέκκλιση.

    (γ) Η αναγκαιότητα της παρέκκλισης για τη μακροπρόθεσμη εξυπηρέτηση των συμφερόντων της εταιρείας στο σύνολό της ή για τη διασφάλιση της βιωσιμότητάς της.

     

    Το αρμόδιο όργανο για την υποβολή στη ΓΣ

    Το ΔΣ είναι το αρμόδιο όργανο της εταιρείας για την υποβολή της Πολιτικής Αποδοχών στη ΓΣ προς έγκριση. Είναι αλήθεια πως η συγκεκριμένη αρμοδιότητα του ΔΣ δεν προκύπτει, ρητά, από τη διατύπωση του νόμου. Προβλέπεται, αντίθετα, ως συλλογικό καθήκον των μελών του ΔΣ η εξασφάλιση της σύνταξης και δημοσίευσης, μεταξύ άλλων, της Έκθεσης Αποδοχών (άρθρο 96 §2 ν. 4548/2018). Αντίστοιχη, ωστόσο, πρόβλεψη για την Πολιτική Αποδοχών δε συναντούμε. Τούτο, όμως, δεν σημαίνει πως τα μέλη του ΔΣ δεν έχουν υποχρέωση σύνταξης της Πολιτικής Αποδοχών και υποβολής της στη ΓΣ.

    Αντίθετη ερμηνεία δεν θα ήταν συμβατή και με τον πρόσφατο νόμο για την εταιρική διακυβέρνηση (ν. 4706/2020). Όπως και σε προηγούμενη αρθρογραφία μας αναφέραμε [Ο (Νέος) Νόμος Για Την Εταιρική Διακυβέρνηση (Και Η Συγκριτική Του Επισκόπηση Με Τον Προϋφιστάμενο)], ο σχετικός νόμος εισάγει, εκτός από την Επιτροπή Ελέγχου, δύο επιπλέον επιτροπές του ΔΣ (άρθρο 10): Την Επιτροπή Υποψηφιοτήτων και την Επιτροπή Αποδοχών. Η τελευταία επιφορτίζεται με την αρμοδιότητα να: «διατυπώνει προτάσεις προς το Διοικητικό Συμβούλιο σχετικά με την πολιτική αποδοχών που υποβάλλεται προς έγκριση στη γενική συνέλευση, σύμφωνα με την παρ. 2 του άρθρου 110 του ν. 4548/2018» (:άρθρο 11 περ. α). Επιπλέον, εξετάζει τις πληροφορίες που περιλαμβάνονται στην Έκθεση Αποδοχών, παρέχοντας γνώμη στο ΔΣ (άρ. 11 περ. γ).

     

    Το περιεχόμενο της Πολιτικής Αποδοχών

    Οι προβλέψεις της Πολιτικής Αποδοχών επιβάλλεται να καταγράφονται με τρόπο σαφή και κατανοητό. Το (ελάχιστο) περιεχόμενο της προσδιορίζεται, αρκετά αναλυτικά, στη διάταξη του άρθρου 111 §1 ν. 4548/2018 (που συνιστά ακριβή μεταφορά των σχετικών διατάξεων του άρθρου 9α της Οδηγίας 2007/36/ΕΚ).

    Ελάχιστο περιεχόμενό της, ενδεικτικά, θα πρέπει να αποτελεί ο τρόπος με τον οποίο η συγκεκριμένη Πολιτική Αποδοχών συνεισφέρει στην επιχειρηματική στρατηγική, στα μακροπρόθεσμα συμφέροντα και τη βιωσιμότητα της εταιρείας.  Επιπλέον, οι διαφορετικές συνιστώσες για τη χορήγηση σταθερών και μεταβλητών αποδοχών πάσης φύσεως καθώς και τα κριτήρια για τη χορήγησή τους. Οι μέθοδοι που χρησιμοποιούνται για την αξιολόγηση του βαθμού πλήρωσης των συγκεκριμένων κριτηρίων. Οι προϋποθέσεις για την αναβολή της καταβολής των μεταβλητών αποδοχών και η χρονική διάρκειά της. Η διάρκεια και το περιεχόμενο των συμβάσεων εργασίας των μελών του ΔΣ της εταιρείας˙ τυχόν υφιστάμενα συνταξιοδοτικά προγράμματα. Τυχόν δικαιώματα διάθεσης μετοχών και δικαιώματα προαίρεσης. Η διαδικασία λήψης αποφάσεων για την έγκριση και τον προσδιορισμό του περιεχομένου της πολιτικής αποδοχών κ.ο.κ.

     

    Οι διατυπώσεις δημοσιότητας

    Κεντρική στόχευση της Πολιτικής Αποδοχών των μελών του ΔΣ συνιστά η ενίσχυση της διαφάνειας. Δικαιολογητικός λόγος, η δυνατότητα διαρκούς ενημέρωσης του συνόλου των ενδιαφερομένων προσώπων (ιδίως μετόχων και επενδυτών). Δεν είναι παράδοξο λοιπόν που  η Πολιτική Αποδοχών υποβάλλεται σε δημοσιότητα (άρθρα 110 §5 καθώς και 12 & 13). Παράλληλα, όμως, πρέπει να παραμένει διαθέσιμη στον διαδικτυακό τόπο της εταιρείας για όσο χρόνο ισχύει (άρ. 110 παρ. 5).

     

    Η ύπαρξη και, ιδίως, η πιστή εφαρμογή της Πολιτικής Αποδοχών των μελών του ΔΣ, συνιστά σημαντική υποχρέωση των εταιρειών που έχουν μετοχές εισηγμένες σε ρυθμιζόμενη αγορά. Η συγκεκριμένη υποχρέωση απορρέει από τον (πρόσφατο) νόμο για τις Ανώνυμες Εταιρείες. Διαθέτει, εντούτοις, ισχυρά ερείσματα και στον (απολύτως πρόσφατο) νόμο για την εταιρική διακυβέρνηση.

    Η αξία της Πολιτικής Αποδοχών ακριβώς εκεί ερείδεται: στην ενίσχυση, δηλ., της εταιρικής διακυβέρνησης. Και όπου η τελευταία προκύπτει ενισχυμένη, ωφελημένες καταλήγουν οι εταιρείες που σ΄ αυτήν επενδύουν. Ποιος εξάλλου επενδυτής δεν θα δει θετικά μια εταιρεία που στην εταιρική διακυβέρνηση έχει επενδύσει; Ποια τράπεζα δεν θα αυξήσει κατά τι, έστω, την πιστοληπτική ικανότητα μιας εταιρείας με ισχυρές, σχετικές, επιδόσεις; Τα όποια σχετικά κόστη για την υιοθέτηση Πολιτικής Αποδοχών και η συμμόρφωση με το περιεχόμενό της, μοιάζουν μικρά σε σχέση με τα προσδοκώμενα και λογικώς αναμενόμενα οφέλη.

    Προφανώς και στις μη εισηγμένες εταιρείες.

    Ιδίως, ίσως, σ’ αυτές.-

    Σταύρος Κουμεντάκης
    Managing Partner

     

    Υ.Γ. Συνοπτική έκδοση του άρθρου δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ, στις 4 Απριλίου 2021.

     

    Η πληροφόρηση που εμπεριέχεται στο παρόν άρθρο δεν συνιστά (ούτε και έχει σκοπό να αποτελέσει) νομική συμβουλή. Μια τέτοια νομική συμβουλή είναι δυνατό να παρασχεθεί μόνον από αρμόδιο δικηγόρο ο οποίος θα λάβει υπόψη του το σύνολο των δεδομένων που θα του εκθέσετε για την υπόθεσή σας. Αναλυτικά.

  • Επιχειρήσεις: Επιβίωση & Ανάπτυξη. H (αναγκαία;) στροφή προς τις κεφαλαιαγορές;

    Επιχειρήσεις: Επιβίωση & Ανάπτυξη. H (αναγκαία;) στροφή προς τις κεφαλαιαγορές;

    Οι επιχειρήσεις χρειάζονται κεφάλαια (ίδια ή ξένα) για την επιβίωση και ανάπτυξή τους. Στην Ευρώπη στρέφονται στις τράπεζες, κατά κύριο λόγο, για την άντλησή τους. Η Ευρωπαϊκή οικονομία έχει, κατά τούτο, καταλήξει (και δεν μοιάζει απλώς) τραπεζοκεντρική. Πολύ περισσότερο η ελληνική. Η σύγκριση με τις ΗΠΑ, το Ηνωμένο Βασίλειο και την Ιαπωνία (:χώρες, δηλαδή, με αναπτυγμένες κεφαλαιαγορές) του λόγου το αληθές, απλά, αποδεικνύει. Δεν αποτελεί πόρισμα, απλά, θεωρητικών διαπιστώσεων: τα σχετικά μεγέθη δεν αφήνουν περιθώρια παρερμηνειών. Θα πρέπει, άραγε, να θεωρήσουμε δεδομένο πως η αναζήτηση κεφαλαίων από μέρους των ευρωπαϊκών επιχειρήσεων θα αρχίσει να στρέφεται εκτός τραπεζικού συστήματος-προς τις κεφαλαιαγορές λ.χ.; Και, σε καταφατική περίπτωση, τούτο, άραγε, θα ισχύει (και) για τις ελληνικές επιχειρήσεις; Κι αν ναι, πότε;

    Για τα πλεονεκτήματα (βεβαίως προϋποθέσεις και μειονεκτήματα) της χρηματοδότησης εκτός τραπεζικού συστήματος (κεφαλαιαγορές και όχι μόνον) θα μας δοθεί η ευκαιρία να ασχοληθούμε σε επόμενη αρθρογραφία μας. Αντίστοιχα και με τις προϋποθέσεις αύξησης της πιστοληπτικής ικανότητας των επιχειρήσεων. Ας επικεντρωθούμε, επί του παρόντος, στην απάντηση στα εισαγωγικά ερωτήματα.

     

    Κεφαλαιαγορά: ΗΠΑ vs ΕΕ

    Ένας δείκτης που συνηθίζεται να χρησιμοποιείται για την αξιολόγηση του μεγέθους της ανάπτυξης μιας κεφαλαιαγοράς είναι αυτός που προκύπτει από τη σχέση Κεφαλαιοποίηση αγοράς/ ΑΕΠ.

    Σε σχετικά  πρόσφατο report της FESE (:Federation of European Stocks Exchanges/ Ένωση Ευρωπαϊκών Χρηματιστηρίων) γίνεται μια καταγραφή ενδιαφερόντων στατιστικών (με βάση τα τελευταία δημοσιευμένα-κατά τη σύνταξή του, από την Παγκόσμια Τράπεζα, στοιχεία της 31.12.18). Συγκεκριμένα:

    Ας περιοριστούμε στον Δείκτη: Κεφαλαιοποίηση της αγοράς/ΑΕΠ. Παρατηρούμε πως ανέρχεται:

    Στο 156% για τις ΗΠΑ,

    Στο 50% για την EU27 και

    Στο 68% για την Ευρώπη (EU27 + Μεγάλη Βρετανία + Ελβετία +Νορβηγία).

    Επομένως: για την Ευρωπαϊκή Ένωση των 27 ο σχετικός δείκτης περιορίζεται στο 1/3 των ΗΠΑ.

    Προκύπτει, κατ’ ακολουθίαν-ως απολύτως προφανής διαπίστωση, η υστέρηση της ευρωπαϊκής κεφαλαιαγοράς έναντι εκείνης των ΗΠΑ.

    Προκύπτει επίσης, ως αυταπόδεικτη, η εξαιρετικά περιορισμένη αξιοποίηση των ευρωπαϊκών χρηματιστηρίων για την άντληση κεφαλαίων από μέρους των ευρωπαϊκών επιχειρήσεων.

     

    «Η ελληνική οικονομία είναι κατ’ εξοχήν τραπεζοκεντρική»

    Σε διαδικτυακή εκδήλωση του ΙΟΒΕ της 17.12.20 με αντικείμενο «Χρηματοδότηση, ιδιωτικό χρέος και επανεκκίνηση της οικονομίας» συμμετείχε, μεταξύ άλλων, ο Διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος κ. Στουρνάρας. Η ομιλία του, λόγω της θέσης του, είχε, όπως είναι φυσικό, ιδιαίτερη βαρύτητα.

    Αναφερόμενος στην ελληνική οικονομία ο κ. Στουρνάρας, είπε: «Η ελληνική οικονομία είναι κατ’ εξοχήν τραπεζοκεντρική. Τι εννοώ μ’ αυτό; Ας υποθέσουμε ότι απαιτούνται εκατό μονάδες χρηματοδότησης. Κι ας δούμε την Αμερική, την Ευρώπη και την Ελλάδα. Από τις 100 μονάδες χρηματοδότησης στην Αμερική το μισό, περίπου το 50%, αντλείται από τις κεφαλαιαγορές˙ το άλλο μισό από τις τράπεζες. Στην Ευρώπη χοντρικά το 75% αντλείται από τις τράπεζες και το 25% από τις κεφαλαιαγορές. Στην Ελλάδα το 95% από τις τράπεζες και το 5% από τις κεφαλαιαγορές. Άρα λοιπόν η Ελλάδα είναι μια κατ’ εξοχήν τραπεζοκεντρική χώρα κι οι τράπεζες παίζουν έναν πολύ σημαντικό ρόλο στη χρηματοδότηση και στην οικονομική ανάπτυξη».

    Εντούτοις: Όπως και στη συνέχεια θα καταδειχθεί, η αλήθεια είναι (δυστυχώς) δυσμενέστερη. Η χρηματοδότηση προς τις επιχειρήσεις από τις ευρωπαϊκές κεφαλαιαγορές κατέχει ακόμα μικρότερο ποσοστό από αυτό που ο κεντρικός μας τραπεζίτης υποστηρίζει. (Με ασφάλεια θα υποθέσουμε το αντίστοιχο και για τις ελληνικές επιχειρήσεις…).

    Κι αν αναζητήσουμε την αιτιολογία; Θα πρέπει, προεχόντως, να την αποδώσουμε στην διάρθρωση και σύνθεση της ευρωπαϊκής οικονομίας. Περισσότερο όμως: στην γενικότερη κουλτούρα που επικρατεί στον τομέα της χρηματοδότησης των επιχειρήσεων στη γηραιά ήπειρο.

     

    Η συμμετοχή της κεφαλαιαγοράς στη χρηματοδότηση των ελληνικών επιχειρήσεων

    Δεν φαίνεται, δυστυχώς, να υπάρχουν (δημοσιευμένα-επεξεργασμένα) στοιχεία όσον αφορά τη χρηματοδότηση των ελληνικών επιχειρήσεων εκτός του τραπεζικού συστήματος. Ακόμα όμως κι αν δεχθούμε ως ακριβή την (μάλλον αισιόδοξη) προσέγγιση του κ. Στουρνάρα (:5% συμμετοχή της κεφαλαιαγοράς επί του συνόλου), τα συμπεράσματα παραμένουν απολύτως απογοητευτικά.

    Οι εταιρείες με εισηγμένες μετοχές, με βάση στοιχεία της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, περιορίζονται: (α)  στις εκατόν εβδομήντα μία (171) για την Κύρια Αγορά και (β) στις ένδεκα (11) για την ΕΝ.Α (:ΕΝαλλακτική Αγορά).

    Επομένως: οι εκατόν ογδόντα δύο (182) εταιρείες με εισηγμένες μετοχές στην Ελλάδα (ενδεχομένως κι εκείνες που υπήρξαν) μοιράζονται το 5% που αντιστοιχεί στη χρηματοδότηση από την ελληνική κεφαλαιαγορά.

    Για το υπόλοιπο (το 95%) που αναλογεί στη χρηματοδότηση (κατά βάση) από το τραπεζικό σύστημα διαγκωνίζονται οι 182 προαναφερθείσες μαζί με τις υπόλοιπες από τις 821.540(!) ελληνικές επιχειρήσεις. (Ο συνολικός τους αριθμός προκύπτει από τα δημοσιευμένα στοιχεία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής του 2019).

     

    Τα στοιχεία της ΕΕ για την πρόσβαση των ΜΜΕ στις κεφαλαιαγορές

    Το (διπλό-δευτερεύον) πρόβλημα της ΕΕ

    Η διαπίστωση του κεντρικού τραπεζίτη της χώρας μας (:«Η ελληνική οικονομία είναι κατ’ εξοχήν τραπεζοκεντρική») προσδιορίζει το πρόβλημα. Το μέγεθος όμως της εξάρτησης της ευρωπαϊκής οικονομίας και, κατ’ ακολουθίαν, της ελληνικής από το τραπεζικό σύστημα μοιάζει  περισσότερο σοβαρό και ανησυχητικό από ό,τι ο ίδιος επισημαίνει.

    (Ασφαλής) πηγή μας, τα στοιχεία και η θέση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, που διατυπώνονται στην: «Αξιοποίηση του πλήρους δυναμικού των ευρωπαϊκών ΜΜΕ». Από τα εκεί αναφερόμενα προκύπτει πως :

    (α) Μόνο το 10%(!) της εξωτερικής χρηματοδότησης των ευρωπαϊκών ΜΜΕ (δηλ. από τρίτες-εκτός της εταιρείας πηγές) προέρχεται από τις κεφαλαιαγορές  και

    (β) Μόνο το 11% των επιχειρήσεων στην Ευρώπη θεωρεί τα ίδια κεφάλαια ως βιώσιμη χρηματοδοτική επιλογή. Το σημαντικότερο: μόνο το 1% την έχει χρησιμοποιήσει.

     

    Οι δράσεις της ΕΕ για τη διαχείρισή του

    Προκειμένου να διαχειριστεί η ΕΕ το παραπάνω (διπλό & εξαιρετικά σοβαρό) πρόβλημα αποφάσισε τη δημιουργία:

    (α) Ενός fund για την εισαγωγή των  ΜΜΕ στο χρηματιστήριο.

    Το συγκεκριμένο ιδιωτικό/δημόσιο fund συστάθηκε στο πλαίσιο του προγράμματος InvestEU. Μέσω αυτού θα διοχετεύονται επενδύσεις για την τόνωση της χρηματοδότησης εταιρειών καθώς και fund που διοικούνται από γυναίκες.

    (β) Της πρωτοβουλίας ESCALAR

    Η συγκεκριμένη πρωτοβουλία κατατείνει στη δημιουργία μηχανισμού για την ενίσχυση του μεγέθους των κεφαλαίων επιχειρηματικών συμμετοχών και την προσέλκυση περισσότερων ιδιωτικών επενδύσεων. Σκοπός της: η ενίσχυση επιχειρήσεων υψηλού δυναμικού ανάπτυξης.

    Μέλλει να αποδειχθεί η επιτυχία αμφοτέρων…

     

    Το πραγματικό (:κυρίαρχο) πρόβλημα της ΕΕ και η διαχείρισή του

    Το πραγματικό πρόβλημα που η ΕΕ καλείται να διαχειριστεί, φαίνεται πως δεν είναι (μόνον) η δημιουργία των προϋποθέσεων για την καλύτερη πρόσβαση των επιχειρήσεων στις κεφαλαιαγορές.

    Το πραγματικό (και κυρίαρχο) πρόβλημα της ΕΕ έγκειται στον περιορισμό της περαιτέρω επέκτασης του χρηματοπιστωτικού συστήματος στον χώρο της ΕΕ. Στον περιορισμό, συνακόλουθα, των κινδύνων, που η εν λόγω επέκταση συνεπάγεται.

    Το σημαντικότερο: στον περιορισμό της εξουσίας των τραπεζών και τραπεζιτών σε βάρος της πολιτικής εξουσίας της ΕΕ.

    Οι προαναφερθείσες δράσεις της ΕΕ προς τη συγκεκριμένη κατεύθυνση, κατά βάση, κατατείνουν.

     

    Μήπως στις ευρωπαϊκές ΜΜΕ διατίθενται λιγότερα χρήματα από τις αντίστοιχες των ΗΠΑ;

    Η Ένωση Χρηματοοικονομικών Αγορών στην Ευρώπη (AFME) σε συνεργασία με την Boston Consulting Group προχώρησαν, από κοινού-πριν από μια εξαετία (:2/2015) στην έκδοση ενός ενδιαφέροντος report: «Bridging the growth gap Investor views on European and US capital markets and how they drive investment and economic growth» (:«Γεφυρώνοντας το χάσμα ανάπτυξης-Οι απόψεις των επενδυτών σχετικά με τις ευρωπαϊκές και αμερικανικές κεφαλαιαγορές και με ποιον τρόπο οδηγούν τις επενδύσεις και την οικονομική ανάπτυξη»).

    Διαβάζουμε στο συγκεκριμένο report, μεταξύ άλλων, πως στις ευρωπαϊκές ΜΜΕ διατίθενται περισσότερα χρήματα από τις αντίστοιχες των ΗΠΑ. Κατά τις εκτιμήσεις της ανάλυσης, στις ΜΜΕ (εταιρείες με Κύκλο Εργασιών μικρότερο από 50 εκ.€) της Ευρώπης έχει διατεθεί σχεδόν διπλάσια χρηματοδότηση (έναντι των ΗΠΑ) από τράπεζες, μη τράπεζες και κυβερνήσεις. Τα στοιχεία προκύπτουν ως ιδιαίτερα ενδιαφέροντα. Συγκεκριμένα:

    Από τα παραπάνω προκύπτει, ενδεικτικά, πως το 2013 (που λαμβάνεται υπόψη ως έτος αναφοράς), δόθηκαν 926 δισ. Ευρώ νέας χρηματοδότησης, όλων των τύπων, στις ΜΜΕ της Ευρώπης, έναντι 571 δισ. ευρώ στις ΗΠΑ. Τα δεδομένα, και στις δύο περιοχές, εξαιρούν τη χρηματοδότηση που παρέχεται από προσωπική χρηματοδότηση (συμπεριλαμβανομένων κεφαλαίων που διατίθενται στις ΜΜΕ από τους ιδιοκτήτες τους μέσω του προσωπικού τους πλούτου και διακρατούμενων κερδών).

    Με βάση την ίδια, ανωτέρω, ανάλυση: έρευνες και συνεντεύξεις διαπιστώνουν πως οι ευρωπαϊκές ΜΜΕ προτιμούν έντονα τον τραπεζικό δανεισμό έναντι προσωπικών ή εναλλακτικών πηγών χρηματοδότησης. Αυτό, εξάλλου, αποδεικνύεται από τον ανεπτυγμένο χαρακτήρα των τελευταίων (όπως τα venture capital και το angel investing-διαθέσιμα σε μικρότερες ΜΜΕ στην Ευρώπη.

    Το 2013, για παράδειγμα, επενδύθηκαν 26 δισ. Ευρώ από εταιρείες venture capital σε ΜΜΕ στις ΗΠΑ-έναντι μόνο 5 δισ. ευρώ στις αντίστοιχες ευρωπαϊκές. Κατά την ίδια περίοδο, επενδύθηκαν 20 δισ. Ευρώ από angel investors σε ΜΜΕ των ΗΠΑ-έναντι μόνον 6 δισ. ευρώ στην Ευρώπη.

    Επομένως: δεν λείπουν τα χρήματα που διοχετεύονται στις ευρωπαϊκές επιχειρήσεις. Το πρόβλημα είναι πως οι επιχειρήσεις τα αναζητούν (προεχόντως) από τις τράπεζες. Με τον τρόπο όμως αυτό οι τράπεζες αναδεικνύονται «κυρίαρχες του παιχνιδιού». Τούτο όχι μόνον δεν επιλύει τα υφιστάμενα προβλήματα αλλά, αντιθέτως, τα πολλαπλασιάζει.

     

    Πρόβλημα…

    Αποτελεί κοινή διαπίστωση πως η γιγάντωση του (παγκόσμιου και ευρωπαϊκού) τραπεζικού συστήματος, εγκυμονεί σοβαρούς κινδύνους για την οικονομία. Απεδείχθη, ήδη, πως οι συγκεκριμένοι κίνδυνοι δεν είναι θεωρητικοί. Τόσο στις ΗΠΑ όσο και στην Ευρώπη-πρόσφατα και στο πλαίσιο της (μακράς-ευρωπαϊκής) χρηματοοικονομικής κρίσης. Εθνικές οικονομίες έφτασαν στα όρια της κατάρρευσης εξαιτίας της γιγάντωσης και σαθρών θεμελίων του τραπεζικού συστήματος (βλ., λ.χ., Κύπρος και, δευτερευόντως, Ελλάδα).

    Επίσης: η στάση του τραπεζικού συστήματος έναντι των ΜΜΕ στην Ευρώπη και τη χώρα μας έχει διαγνωσθεί ως σοβαρό πρόβλημα. Ήδη και στο πλαίσιο της σε εξέλιξη, ακόμα, υγειονομικής/χρηματο-οικονομικής κρίσης.

     

    …vs επιχειρηματική ευκαιρία

    Μήπως όμως τα συγκεκριμένα, προαναφερθέντα, προβλήματα θα πρέπει να μας βοηθήσουν να σκεφτούμε «out of the box»; Να μας αναγκάσουν να τα αντιμετωπίσουμε (και διαχειριστούμε) ως καθαρή, πλέον, ευκαιρία; Μια ευκαιρία για σταδιακή απαγκίστρωση των ΜΜΕ (αλλά και της εθνικής οικονομίας) από τις  αγκυλώσεις και κινδύνους του τραπεζικού συστήματος;

    Μήπως ήρθε η ώρα να στραφούν οι ΜΜΕ επιχειρήσεις (και) της χώρας μας στη χρηματοδότησή τους εκτός αυτού (του τραπεζικού συστήματος);

    Να αξιοποιήσουν τις (δεδομένες-εναλλακτικές) ευκαιρίες χρηματοδότησης που υπάρχουν «εκεί έξω»; (Και που ολοένα θα πληθαίνουν..)

    (Και) στην ελληνική κεφαλαιαγορά;

    Δεν χωρεί αμφιβολία!

    Ήρθε (όπως θα καταδειχθεί & σε επόμενη αρθρογραφία μας) η ώρα.-

    Σταύρος Κουμεντάκης
    Managing Partner

     

    Υ.Γ. Συνοπτική έκδοση του άρθρου δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ, στις 28 Μαρτίου 2021.

    Η πληροφόρηση που εμπεριέχεται στο παρόν άρθρο δεν συνιστά (ούτε και έχει σκοπό να αποτελέσει) νομική συμβουλή. Μια τέτοια νομική συμβουλή είναι δυνατό να παρασχεθεί μόνον από αρμόδιο δικηγόρο ο οποίος θα λάβει υπόψη του το σύνολο των δεδομένων που θα του εκθέσετε για την υπόθεσή σας. Αναλυτικά.

  • Ανώνυμη Εταιρεία: Αμοιβές Μελών ΔΣ

    Ανώνυμη Εταιρεία: Αμοιβές Μελών ΔΣ

    Το Διοικητικό Συμβούλιο της Ανώνυμης Εταιρείας ενεργεί, κατ’ αρχήν, συλλογικά. Είναι όμως δυνατή (:κανόνας, μάλλον, ανεξαίρετος) η εκχώρηση εξουσιών δέσμευσης και εκπροσώπησης σε συγκεκριμένο/α μέλη του. Συνήθης επίσης είναι η σύνδεση των μελών του ΔΣ με την ΑΕ μέσω ειδικών σχέσεων. Με τον τύπο, ενδεικτικά, των συμβάσεων εργασίας, έργου, ανεξαρτήτων υπηρεσιών ή εντολής. Μέσω αυτών ρυθμίζονται (και) οι αμοιβές που η ΑΕ (οφείλει να) τους καταβάλει για τις συγκεκριμένες, πρόσθετες, υπηρεσίες τους. Τα θέματα αυτά μας απασχόλησαν, ήδη, σε προηγούμενη αρθρογραφία μας [:Συμβάσεις Μελών ΔΣ για Παροχή (Πρόσθετων) Υπηρεσιών]. Στο παρόν άρθρο θα μας απασχολήσουν τα θέματα των αμοιβών των μελών του ΔΣ που η ΑΕ (κάποιες φορές) τους καταβάλει στο πλαίσιο της εσωτερικής τους σχέσης. Στην τελευταία αυτή περίπτωση, η νομική βάση της καταβολής των αμοιβών πρέπει να αναζητηθεί στο καταστατικό, σε απόφαση της ΓΣ ή στην πολιτική αποδοχών που, ενδεχομένως, υιοθετεί η ΑΕ (:υποχρεωτικά εφόσον είναι εισηγμένη).

     

    Θέσπιση μηχανισμού ελέγχου στις αμοιβές μελών ΔΣ

    Όπως εξαγγέλλεται, ήδη, από την αιτιολογική έκθεση του ν. 4548/2018, αναμορφώνεται (με τα άρθρα 109 επ.), το καθεστώς αμοιβών των μελών του Δ.Σ. Επιλέγεται συγκεκριμένο πλαίσιο για την προστασία της ΑΕ και των μετόχων μειοψηφίας. Δικαιολογητικός λόγος; Ο κίνδυνος απομείωσης της εταιρικής περιουσίας της ΑΕ εξαιτίας υπέρογκων αμοιβών και άλλων, δυσανάλογων, παροχών.

    Αξιοσημείωτο πάντως είναι πως οι συγκεκριμένες (άρθρα 109 επ.) ρυθμίσεις «…δεν ισχύουν προκειμένου περί αποζημιώσεων και δαπανών που καταβάλλονται δυνάμει κατά νόμο εγκεκριμένης, όπου απαιτείται, έννομης σχέσης (π.χ. δαπάνες στο πλαίσιο εργασίας ή εντολής) ή/και προβλέπονται εκ του νόμου (π.χ. ΑΚ 723), όπως άλλωστε ισχύει και σήμερα, κατά πάγια θέση της νομολογίας». Με άλλα λόγια, ό,τι ρυθμίζεται σε αυτοτελείς συμβάσεις ανάμεσα στην Εταιρεία και τα μέλη του ΔΣ της: (α) ισχύει αυτοτελώς (αντιμετωπίσαμε εξάλλου τα συγκεκριμένα θέματα στην προαναφερθείσα αρθρογραφία μας) και (β) δεν καταλαμβάνεται από το ρυθμιστικό πεδίο των διατάξεων των οποίων η προσέγγιση επιχειρείται με το παρόν.

    Με γνώμονα λοιπόν το είδος των αμοιβών που είναι δυνατό να λάβουν τα μέλη του ΔΣ στο πλαίσιο της οργανικής τους σχέσης, οι όροι, η διαδικασία χορήγησής τους (αλλά και οι τιθέμενοι, σχετικοί, περιορισμοί) αναλύονται ως εξής:

    Αμοιβές και παροχές που δεν συνίστανται σε συμμετοχή στα κέρδη χρήσης

    Τα είδη των αμοιβών και λοιπών παροχών

    Η αμοιβή των έμμισθων συμβούλων συνίσταται σε πάγια, κατά κανόνα, «αντιμισθία». Τούτο ωστόσο, δεν αποτελεί κανόνα ανεξαίρετο. Το είδος της αμοιβής τους ποικίλλει-ανάλογα με την περίπτωση. Ενδέχεται να λαμβάνει, ενδεικτικά, τη μορφή αποζημίωσης ανά συνεδρία ή χορήγησης bonus. Άλλου είδους παροχές μπορεί να είναι η παροχή κατοικίας, ασφάλειας ή/και αυτοκινήτου.

     

    Ο καθορισμός αμοιβών στο καταστατικό ή στην πολιτική αποδοχών της εταιρείας

    Αμοιβές ή άλλες παροχές καταβάλλονται, καταρχήν, νόμιμα στα μέλη του ΔΣ-εφόσον όμως υφίσταται σχετική πρόβλεψη στο καταστατικό ή στην πολιτική αποδοχών της εταιρείας (άρθρο 109 §1 ν. 4548/18). Αναλυτικότερα:

    (α) Ως προς την (ενδεχόμενη) πρόβλεψη του καταστατικού

    Το καταστατικό είναι δυνατό να προβλέπει τη χορήγηση αμοιβής σε συγκεκριμένα (ή όλα τα) μέλη του ΔΣ. Το ενδεχόμενο αυτό μοιάζει περισσότερο θεωρητικό καθώς σπάνια και σε πολύ ειδικές, πάντως, περιπτώσεις θα το συναντήσουμε. Πρόκειται για αμοιβές, η χορήγηση των οποίων αφορά (αυτονόητα) το μέλλον. Αναδρομική πρόβλεψη αποκλείεται. Επιπρόσθετα: δεν αρκεί απλώς αναφορά στο καταστατικό όσον αφορά το δικαίωμα απόληψης αμοιβής. Η αμοιβή πρέπει να ορίζεται συγκεκριμένα (:καθ’ ύψος και κατά τις προϋποθέσεις της καταβολής της) στο καταστατικό.

    Στην περίπτωση που απαιτείται να μεσολαβήσει απόφαση ΓΣ για τον προσδιορισμό της, θεωρείται (και πρόκειται) για αμοιβή η οποία χορηγείται ύστερα από έγκριση της ΓΣ (ιδ. κατωτέρω) και όχι στη βάση καταστατικής πρόβλεψης.

    Θα πρέπει να θεωρήσουμε ότι στη ρύθμιση των αμοιβών που καθορίζονται από το καταστατικό, εντάσσεται κι εκείνη που προβλέπεται σ’ αυτό κατ’ ανώτατο όριο, της οποίας το τελικό ύψος καθορίζεται από απόφαση της ΓΣ. Δεν ισχύει όμως το ίδιο στις περιπτώσεις εκείνες που προβλέπεται στο καταστατικό το κατώτατο ύψος αυτής και επαφίεται στη Γενική Συνέλευση ο προσδιορισμός του τελικώς καταβλητέου ποσού. Θα πρέπει να θεωρήσουμε, στην τελευταία περίπτωση, πως πρόκειται για αμοιβή που προσδιορίζεται από τη Γενική Συνέλευση.

    Η καταστατική πρόβλεψη για την καταβολή αμοιβών σε/στα μέλη του ΔΣ είναι δυνατό να υπάρχει στο αρχικό καταστατικό της ΑΕ-από την ίδρυσή της δηλ. ακόμα. Είναι, ωστόσο, πιθανό η σχετική πρόβλεψη να εισαχθεί μεταγενέστερα-ύστερα από τροποποίηση, δηλ., του καταστατικού με απόφαση της ΓΣ. Αν δεν υπάρξει διαφορετική καταστατική πρόβλεψη, η σχετική απόφαση λαμβάνεται με τη συνήθη απαρτία και πλειοψηφία.

    (β) Ως προς την πολιτική αποδοχών

    Ο καθορισμός των αμοιβών στην πολιτική της εταιρείας ρυθμίζεται, συγκεκριμένα, από τα άρθρα 110-111 ν. 4548/2018. Οι ρυθμίσεις για την πολιτική των αποδοχών είναι υποχρεωτική για τις εταιρείες με μετοχές εισηγμένες σε οργανωμένη αγορά. Αυτό βέβαια δεν αποκλείει το ενδεχόμενο και οι λοιπές εταιρείες να υιοθετήσουν αντίστοιχη πολιτική αποδοχών. Για αυτές τις τελευταίες εταιρείες είναι αναγκαία, σε κάθε περίπτωση, η σχετική καταστατική πρόβλεψη. Η περαιτέρω ανάλυση, ωστόσο, της πολιτικής των αποδοχών μέλλει να αποτελέσει αντικείμενο αυτοτελούς αρθρογραφίας μας.

     

    Η χορήγηση αμοιβών ύστερα από ειδική απόφαση της ΓΣ

    Στην περίπτωση που δεν υπάρχει πρόβλεψη στο νόμο ή το καταστατικό της ΑΕ (και υπό την επιφύλαξη των διατάξεων για την πολιτική αποδοχών): «…αμοιβή ή παροχή που χορηγείται σε μέλος του διοικητικού συμβουλίου…βαρύνει την εταιρεία μόνο αν εγκριθεί με ειδική απόφαση της γενικής συνέλευσης…» (άρθρο 109 §1 ν. 4548/18).

    Σε αντίθεση με το προϊσχύσαν δίκαιο (άρθρο 24  §2 εδ. β΄ ν. 2190/1920), το άρθρο 109 αναφέρεται σε λήψη απόφασης ΓΣ και όχι τακτικής ΓΣ. Τούτο δεν σημαίνει, ωστόσο, ότι η σχετική αρμοδιότητα ανατίθεται, πλέον, και στην έκτακτη ΓΣ. Δεν είναι χωρίς αξία η επιχειρηματολογία υπέρ της αποκλειστικής αρμοδιότητας της τακτικής ΓΣ.

    Η ανωτέρω, εγκριτική, απόφαση της ΓΣ θα πρέπει να είναι ειδική. Επομένως, η έγκριση αμοιβών ή άλλων παροχών στα μέλη του ΔΣ θα πρέπει να συνιστά αυτοτελές θέμα της ημερήσιας διάταξής της. Η απόφαση για την έγκριση, λαμβάνεται κατά τη συνήθη απαρτία και πλειοψηφία. Είναι όμως δυνατό να θεσπίζονται από το καταστατικό αυξημένα, αντίστοιχα, ποσοστά. Από το γράμμα της διάταξης συνάγεται ότι η έγκριση της ΓΣ για τη χορήγησης αμοιβών ή άλλων παροχών είναι δυνατό να αφορά μόνο την παρελθούσα εταιρική χρήση. Αντίστοιχη έγκριση για μελλοντικές καταβολές δεν μπορεί να λάβει χώρα-είναι όμως δυνατή η προκαταβολή έναντι μελλοντικών αμοιβών (όπως στη συνέχεια του παρόντος θα διαπιστώσουμε).

     

    Αμοιβές από τη συμμετοχή στα κέρδη χρήσης

    Για τη χορήγηση αμοιβών που συνίστανται στα κέρδη εταιρικής χρήσης απαραίτητη προηγούμενη προϋπόθεση είναι η σχετική πρόβλεψη στο καταστατικό της ΑΕ. Αρκεί, ωστόσο, η γενική, σχετική, πρόβλεψη. Ο καθορισμός του ύψους των εν λόγω αμοιβών είναι δυνατό να λάβει χώρα ύστερα από απόφαση της ΓΣ. Η απόφαση λαμβάνεται, όπως ορίζεται στην παράγραφο 2 του άρθρου 109, με απλή απαρτία. Ως ΓΣ, και στην περίπτωση αυτή, νοείται η τακτική.

    Οι αμοιβές στην προκείμενη περίπτωση λαμβάνονται από το υπόλοιπο των καθαρών κερδών που τυχόν απομένει ύστερα από την αφαίρεση των ποσών που αναλογούν για τον σχηματισμό του τακτικού αποθεματικού και τη διανομή του ελάχιστου μερίσματος (:άρθρα 160 §2 και 161 ν. 4548/2018). Είναι πάντως δυνατό, σε κάθε περίπτωση, να τίθενται περαιτέρω περιορισμοί από το καταστατικό.

    Οι συγκεκριμένες αμοιβές, επομένως, εξαρτώνται άμεσα από την ύπαρξη κερδών: Δεν είναι δυνατό να εγκρίνονται (και, πολύ περισσότερο, καταβάλλονται) τέτοιες αμοιβές όταν δεν υφίστανται κέρδη. Τούτο λειτουργεί υπέρ της εταιρείας με δύο τρόπους: (α) Δεν είναι δυνατό, να επιβαρύνεται η εταιρεία όταν δεν έχει κέρδη και (β) Παρέχεται (έμμεσο) κίνητρο στα μέλη του ΔΣ για τη μεγιστοποίηση της κερδοφορίας της ΑΕ.

     

    Η προκαταβολή αμοιβών

    Όπως ήδη και ανωτέρω αναφέρθηκε, είναι δυνατή η προκαταβολή αμοιβής σε μέλη του ΔΣ: «Η γενική συνέλευση μπορεί να επιτρέψει προκαταβολή αμοιβής για το χρονικό διάστημα μέχρι την επόμενη τακτική γενική συνέλευση. Η προκαταβολή της αμοιβής τελεί υπό την αίρεση της έγκρισής της από την επόμενη τακτική γενική συνέλευση» (άρθρο 109 §4 ν. 4548/18). Ο νόμος δεν προβαίνει σε προσδιορισμό των αμοιβών που είναι δυνατό να προκαταβάλλονται. Δεν θεωρείται πάντως εφικτή η προκαταβολή αμοιβής όταν πρόκειται για:

    (α) Συμμετοχή στα κέρδη

    Δεν θεωρείται δυνατή η προκαταβολή αμοιβών που συνίστανται σε συμμετοχή στα κέρδη της εταιρείας. Και τούτο γιατί, κατά το χρόνο της προκαταβολής, δεν είναι δυνατή η ασφαλής πρόβλεψη για την ύπαρξη καθαρών κερδών˙ πολύ περισσότερο ο προσδιορισμός των διαθέσιμων προς αμοιβές μελών ΔΣ καθαρών κερδών.

    (β) Αμοιβές που προβλέπονται από το καταστατικό

    Δεν θεωρείται επίσης δυνατή προκαταβολή αμοιβών, η χορήγηση των οποίων προβλέπεται στο καταστατικό της ΑΕ. Ο λόγος είναι ότι οι αμοιβές αυτές καταβάλλονται υπό τους όρους, προϋποθέσεις, κατά το χρόνο και με τη διαδικασία που εκεί προβλέπεται.

     

    Ο δικαστικός έλεγχος του ύψους των αμοιβών

    Το πλέγμα ρυθμίσεων που τίθεται από το άρθρο 109 ν. 4548/2018 δεν καθιστά ανέλεγτες τις αποφάσεις που αφορούν την καταβολή αμοιβών στα μέλη του ΔΣ˙ ακόμη κι όταν τηρηθούν, επακριβώς, οι προβλεπόμενες προϋποθέσεις. Η σχετική επιλογή μάλιστα του νομοθέτη μοιάζει εύλογη καθώς δεν είναι σπάνιο η μετοχική πλειοψηφία να αποφασίζει τη χορήγηση αδικαιολόγητα υψηλών αμοιβών σε μέλη του ΔΣ. Τέτοιες αποφάσεις λαμβάνονται, συνήθως, στις περιπτώσεις εκείνες που οι μέτοχοι της πλειοψηφίας (ή συνδεδεμένα με αυτούς πρόσωπα) συμβαίνει να είναι και μέλη του ΔΣ, χωρίς τα τελευταία πραγματικά να δικαιούνται τις αμοιβές που αποφασίζεται να τους καταβληθούν.

    Αναγνωρίζεται, στις περιπτώσεις αυτές, το δικαίωμα στους μειοψηφούντες μετόχους να αντιταχθούν σε απόφαση για την καταβολή αμοιβής ή παροχής, οποιασδήποτε μορφής, σε συγκεκριμένο μέλος του ΔΣ. Απαραίτητη (τυπική) προϋπόθεση, οι μειοψηφήσαντες μέτοχοι να εκπροσωπούν το 1/10 του καταβεβλημένου (κατά την ορθότερη άποψη) κεφαλαίου της ΑΕ. Εφόσον πληρούται η συγκεκριμένη τυπική προϋπόθεση, το δικαστήριο είναι δυνατό (ύστερα από αίτηση μετόχων, από εκείνους που αντιτάχθηκαν, που εκπροσωπούν το 1/20 του καταβεβλημένου κεφαλαίου-άρθρο 109 §5 ν. 4548/2018)) να αξιολογήσει, με βάση τα δεδομένα που θα του τεθούν υπόψη, πως η αμοιβή που αποφασίστηκε να καταβληθεί σε μέλος του ΔΣ είναι υπερβολική και θα πρέπει να μειωθεί.

    Η αίτηση προς το δικαστήριο θα πρέπει να υποβληθεί μέσα σε αποκλειστική προθεσμία δύο μηνών από την έγκριση της γενικής συνέλευσης. Σημειώνεται πάντως πως εκτός του πλαισίου του συγκεκριμένου δικαστικού ελέγχου βρίσκονται οι αμοιβές που καταβάλλονται στα μέλη του ΔΣ στη βάση ειδικής σχέσης/σύμβασης.

     

    Θα πρέπει να θεωρήσουμε εύλογο και, ταυτόχρονα, επιβεβλημένο να υπάρξει σαφής διαχωρισμός (πριν απ’ όλα στη σκέψη μας) των ιδιοτήτων του μετόχου, του μέλους του ΔΣ αλλά και του εργαζομένου/παρέχοντος τις υπηρεσίες του στην ΑΕ. Οφείλουμε, στο πλαίσιο αυτό, να αποδεχθούμε ότι τα συγκεκριμένα πρόσωπα (επιβάλλεται να) έχουν διαφορετικό όφελος από τη συμμετοχή τους στην ΑΕ. O μέτοχος από τα μερίσματα που του αναλογούν˙ ο εργαζόμενος/παρέχων τις υπηρεσίες του από τις αμοιβές που προβλέπουν οι σχετικές συμβάσεις˙ το μέλος του ΔΣ  από τις αμοιβές που προβλέπουν (ή όχι) οι καταστατικές ρυθμίσεις και ενδεχόμενες αποφάσεις των ΓΣ.

    Είναι αλήθεια πως (ιδίως) στο πλαίσιο των οικογενειακών ΑΕ οι προαναφερθείσες ιδιότητες «μπερδεύονται». Σ’ αυτές είναι που, κατά κύριο λόγο, θα πρέπει να υπάρξει διαχωρισμός των οικονομικών της επιχείρησης από την τσέπη του επιχειρηματία, η θέσπιση (των όχι υποχρεωτικών αλλά αναγκαίων-κατ’ ουσίαν) κανόνων εταιρικής διακυβέρνησης.

    Τούτο μάλιστα όχι προς όφελος μόνον των μετόχων μειοψηφίας. Προς όφελος, κατά κύριο λόγο, της επιχείρησης αλλά και της ανάπτυξής της.

    Σταύρος Κουμεντάκης
    Managing Partner

     

    Υ.Γ. Συνοπτική έκδοση του άρθρου δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ, στις 21 Μαρτίου 2021.

    Η πληροφόρηση που εμπεριέχεται στο παρόν άρθρο δεν συνιστά (ούτε και έχει σκοπό να αποτελέσει) νομική συμβουλή. Μια τέτοια νομική συμβουλή είναι δυνατό να παρασχεθεί μόνον από αρμόδιο δικηγόρο ο οποίος θα λάβει υπόψη του το σύνολο των δεδομένων που θα του εκθέσετε για την υπόθεσή σας. Αναλυτικά.

  • Ανώνυμη Εταιρεία: Συμβάσεις Μελών ΔΣ για Παροχή (Πρόσθετων) Υπηρεσιών

    Ανώνυμη Εταιρεία: Συμβάσεις Μελών ΔΣ για Παροχή (Πρόσθετων) Υπηρεσιών

    Το Διοικητικό Συμβούλιο της Ανώνυμης Εταιρείας είναι το όργανό της εκείνο, που επιφορτίζεται με τη διαχείριση και εκπροσώπησή της. Η ύπαρξή του προβλέπεται και η λειτουργία του διέπεται από το νόμο (κατά βάση: άρθρα 77-115 ν. 4548/18). Δρα, κατ’ αρχήν, συλλογικά. Η αρχή, ωστόσο, της συλλογικής του δράσης δεν συνιστά δίκαιο αναγκαστικό˙ είναι, κατά τούτο, δεκτική αποκλίσεων. Το ΔΣ είναι, από τη φύση του-όπως αναφέρθηκε ήδη, όργανο της ΑΕ. Τα μέλη του, ως μέλη συλλογικού οργάνου, θεωρείται ότι συνδέονται, αντίστοιχα, με σχέση οργανική με την ΑΕ. Η σχέση του μέλους ΔΣ με την ΑΕ είναι διττή. Διακρίνεται (:«θεωρία του χωρισμού») σε εξωτερική-οργανική και εσωτερική-υποκείμενη. Θα μας απασχολήσει στο παρόν η παροχή από μέρους του μέλους του ΔΣ, ανεξάρτητα με την οργανική του θέση και σχέση, πρόσθετων υπηρεσιών στην ΑΕ: στη βάση «ειδικής σχέσης». Με τον τύπο, ενδεικτικά, των συμβάσεων εργασίας, έργου, ανεξαρτήτων υπηρεσιών ή εντολής.

     

    Η ειδική σχέση μέλους ΔΣ και ΑΕ

    Συχνά συναντούμε, στην πράξη, να παρέχουν (τα) μέλη του ΔΣ πρόσθετες υπηρεσίες στην ΑΕ-ιδίως στο πλαίσιο της οικογενειακής ΑΕ. Πρόκειται για υπηρεσίες που εκφεύγουν από τα στενά όρια της διοίκησής της-όπως αυτά προσδιορίζονται από το νόμο. Βρίσκονται, με άλλα λόγια, έξω από το πλαίσιο των στενά εννοούμενων καθηκόντων που βαρύνουν τα μέλη του ΔΣ (ως μέλη, δηλ., του συγκεκριμένου οργάνου της ΑΕ). Οι υπηρεσίες αυτές παρέχονται στο πλαίσιο «ειδικής σχέσης» (:άρθρο 109  παρ. 3 ν. 4548/2018). Η συγκεκριμένη ειδική σχέση είναι δυνατό να περιβληθεί, ενδεικτικά, τον τύπο της σύμβασης εργασίας, έργου, ανεξαρτήτων υπηρεσιών ή εντολής. Σε κάθε περίπτωση, ο ορθός νομικός χαρακτηρισμός (και) της ειδικής αυτής σχέσης επαφίεται, όπως έχουμε ήδη αναλύσει, στη δικαστική κρίση.

    Με την ειδική αναφορά στη συγκεκριμένη («ειδική») σχέση, ο νομοθέτης επιβεβαιώνει ρητά τη δυνατότητα σύναψης τέτοιων συμβάσεων, με σκοπό να αρθεί οποιαδήποτε (ενδεχομένως υφιστάμενη) σχετική αμφιβολία. Κι ακόμα περισσότερο: καταδεικνύει τη διαφορετικότητά τους (των εν λόγω συμβάσεων και σχέσεων) από τη σχέση που συνδέει τα μέλη του ΔΣ με την εταιρεία εξαιτίας της εκλογής ή του διορισμού τους. Επιβεβαιώνει, με άλλα λόγια, πως πρόκειται για σχέσεις παράλληλες. Επίσης: σχέσεις απολύτως διακριτές-με βάση το περιεχόμενό τους.

     

    Το περιεχόμενο της ειδικής σχέσης

    Περιεχόμενο της παράλληλης (και ειδικής) συμβατικής σχέσης που είναι δυνατό να συνάψει το μέλος του ΔΣ αποτελεί, όπως ήδη αναφέρθηκε, η παροχή των (όποιων) πρόσθετων υπηρεσιών του. Το περιεχόμενο της, αντιδιαστέλλεται, με τον τρόπο αυτό, από το περιεχόμενο της οργανικής σχέσης που συνδέει την ΑΕ με το μέλος του ΔΣ της. Της (οργανικής) σχέσης που ετεροκαθορίζεται-από το νόμο ή το καταστατικό της ΑΕ.

    Περιεχόμενο των συγκεκριμένων, πρόσθετων, υπηρεσιών (και της συναφούς ειδικής σχέσης και σύμβασης) είναι δυνατό να αποτελέσει, μεταξύ άλλων, εκείνο του νομικού, οικονομικού ή τεχνικού συμβούλου. Το συνηθέστερο: η παροχή υπηρεσιών διευθύνοντος υπαλλήλου που προκύπτει, συνήθως, από σύμβαση εξαρτημένης εργασίας που συνάπτει το μέλος του ΔΣ με την ΑΕ.

    Η δυσχέρεια διάκρισης των δύο σχέσεων και ιδιοτήτων (μέλος του ΔΣ vs εργαζόμενος/παρέχων τις υπηρεσίες του στην ΑΕ) εξαρτάται από το εύρος και περιεχόμενό τους. Η διάκριση αυτή αποδεικνύεται ευχερέστερη όταν το μέλος συμμετέχει απλώς στο ΔΣ, χωρίς να είναι επιφορτισμένο ατομικά με την άσκηση (οργανικής) εξουσίας διοίκησης, διαχείρισης ή/και εκπροσώπησης. Αντίθετα, όταν το μέλος του ΔΣ ενεργεί ως υποκατάστατο όργανο, όταν δηλαδή, του έχουν μεταβιβασθεί συνολικά ή εν μέρει εξουσίες του ΔΣ, η διάκριση δεν μοιάζει ευχερής. Στις περιπτώσεις μάλιστα που το περιεχόμενο της ειδικής έννομης σχέσης άπτεται της διεύθυνσης της επιχείρησης και όχι απλώς ενός τομέα δράσης της, οι δυσχέρειες διάκρισης πολλαπλασιάζονται.

    Η διάκριση, ωστόσο, των επιμέρους, προαναφερθεισών, σχέσεων μοιάζει απολύτως αναγκαία. Τούτο γιατί είναι διαφορετικές οι ρυθμίσεις που επιφυλάσσει ο ν. 4548/2018 στη σύναψη και λειτουργία της ειδικής σχέσης που συνδέει την ΑΕ με το μέλος του ΔΣ της, σε σχέση με εκείνες που διέπουν  την οργανική του θέση (ως μέλους του ΔΣ).

     

    Η ειδική σχέση ως συναλλαγή της ΑΕ με συνδεδεμένο πρόσωπο

    Τα μέλη του ΔΣ εντάσσονται σ’ εκείνα που ο νόμος προσδιορίζει ως συνδεδεμένα με την ΑΕ πρόσωπα (:«μέρη»). Οι συναλλαγές της ΑΕ με συνδεδεμένα μέρη ρυθμίζονται, πλέον, στα άρθρα 99-101 ν. 4548/2018 (όπως αυτά αντικατέστησαν το γνωστό άρθρο 23α ν. 2190/1920). Πρόκειται για συναλλαγές με τα πρόσωπα εκείνα που, λόγω της θέσης τους, είναι ενδεχόμενο να επηρεάζουν το περιεχόμενο των εν λόγω συναλλαγών με γνώμονα το ίδιο συμφέρον τους. Κρίθηκε, ως εκ τούτου, αναγκαία η πρόβλεψη ενός ρυθμιστικού πλέγματος το οποίο αποσκοπεί στην προστασία της ΑΕ. Στις ανωτέρω συναλλαγές συγκαταλέγεται, εύλογα, και η σύναψη οποιασδήποτε ειδικής σχέσης (ενδ.: σύμβασης εργασίας, έργου, ανεξαρτήτων υπηρεσιών ή εντολής) της ΑΕ με μέλος του ΔΣ της.

     

    Οι προϋποθέσεις σύναψης ειδικής σύμβασης με συνδεδεμένα μέρη

    Για την έγκυρη σύναψη σύμβασης της ΑΕ με συνδεδεμένα μέρη (και εν προκειμένω, ειδικής σύμβασης εργασίας, έργου, ανεξαρτήτων υπηρεσιών ή εντολής με μέλη του ΔΣ) προβλέπεται η τήρηση μιας σειράς διαδικαστικών κανόνων και κανόνων δημοσιότητας (άρθρα 100 και 101 ν. 4548/2018). Οι κανόνες αυτοί, υπό το πρίσμα της σύναψης ειδικής σύμβασης μέλους ΔΣ με μη εισηγμένη ΑΕ, αναλύονται ως εξής:

    (α) Η  χορήγηση άδειας

    Γενικά

    Σύμφωνα με την παράγραφο 1 του άρθρου 100 ν. 4548/2018: «η άδεια κατάρτισης συναλλαγής της εταιρείας με συνδεδεμένο μέρος ή παροχής ασφαλειών και εγγυήσεων προς τρίτους υπέρ του συνδεδεμένου μέρους…παρέχεται με απόφαση του διοικητικού συμβουλίου…». Η παρεχόμενη άδεια έχει διάρκεια ισχύος, κατά βάση, έξι μηνών.

    Η άδεια πρέπει να είναι ειδική (άρθρο 99 ν. 4548/2018). Τούτο σημαίνει ότι η κατάρτιση της ειδικής σύμβασης θα πρέπει να συμπεριληφθεί στα θέματα της ημερήσιας διάταξης του ΔΣ. Επιπρόσθετα: το περιεχόμενό της (ιδίως το οικονομικό της αντικείμενο και η διάρκειά της) πρέπει να υποβληθεί στην κρίση του αρμοδίου για τη χορήγηση της άδειας οργάνου (ενδ.: 1990/2018 ΕφΘεσ).

    Ως αρμόδιο όργανο χορήγησης της άδειας προβλέπεται το Διοικητικό Συμβούλιο. Ρητά, μάλιστα, αποκλείεται, η δυνατότητα περαιτέρω, από μέρους του, ανάθεσης της συγκεκριμένης αρμοδιότητας (άρθρο 100 παρ. 2 ν. 4548/2018). Η πρόβλεψη αυτή του νομοθέτη εισάγει καινοτομία σε σχέση με το προϊσχύσαν καθεστώς, το οποίο απένειμε αρμοδιότητα στη ΓΣ (άρθρο 23α ν. 2120/1920). Στους δικαιολογητικούς λόγους της συγκεκριμένης επιλογής του νομοθέτη, λογίζεται η ταχύτερη και απλούστερη διαδικασία ελέγχου από το ΔΣ. Επιπλέον το ΔΣ, εξαιτίας των διαχειριστικών εξουσιών του, κρίνεται ως το πλέον κατάλληλο όργανο της ΑΕ για να αναγνωρίζει το επωφελές ή μη της σύναψης συμβάσεων (ως τέτοιες: η σύμβαση εργασίας, έργου, ανεξαρτήτων υπηρεσιών ή εντολής).

    Η αρμοδιότητα της ΓΣ ύστερα από αίτημα μετόχων

    Στην περίπτωση που το ΔΣ χορηγήσει άδεια για τη σύναψη ειδικής σχέσης της ΑΕ με μέλος του, υποχρεούται να προβεί σε ανακοίνωση της απόφασής του στο Γ.Ε.ΜΗ. Μέσα σε προθεσμία δέκα (10) ημερών από την ανακοίνωση αυτή, μέτοχοι της ΑΕ που εκπροσωπούν το 1/20 του κεφαλαίου δικαιούνται να αιτηθούν τη σύγκληση ΓΣ, προκειμένου η τελευταία να λάβει απόφαση για το ζήτημα της χορήγησης άδειας. Είναι μάλιστα δυνατή η (καταστατική) μείωση, του εν λόγω ποσοστού.

    Κάθε συναλλαγή με συνδεδεμένο πρόσωπο, για την οποία χορηγήθηκε άδεια από το ΔΣ, θεωρείται μεν εξ’ αρχής έγκυρη τελεί όμως υπό αναβλητική αίρεση. Είτε δηλαδή πρέπει να παρέλθει άπρακτη η προαναφερθείσα δεκαήμερη προθεσμία είτε την αποφασιστική αρμοδιότητα αναλαμβάνει η ΓΣ εξαιτίας αιτήματος του 1/20 των μετόχων της ΑΕ. Στην τελευταία περίπτωση, την άδεια για τη συναλλαγή πρέπει, εν τέλει, να χορηγήσει η ΓΣ. Η άδεια αυτή δεν χορηγείται αν αντιταχθούν μέτοχοι που εκπροσωπούν το 1/3 του μετοχικού κεφαλαίου (άρθρο 100 §5 ν. 4548/18-όπως ισχύει, ύστερα από τροποποίηση της αρχικής διατύπωσης της διάταξης, που προέβλεπε μη συμμετοχή των συνδεδεμένων μερών στον σχηματισμό απαρτίας και πλειοψηφίας, μετά και από δική μας δημόσια παρέμβαση).

    Η αρμοδιότητα της ΓΣ ελλείψει απαρτίας της ΓΣ

    Όπως έχουμε αναλύσει και σε προηγούμενη αρθρογραφία μας, ο νόμος αποστερεί το δικαίωμα ψήφου σε μέλος του ΔΣ για θέματα στα οποία ανακύπτει σύγκρουση συμφερόντων του ίδιου (ή συνδεδεμένων με αυτό μερών) και της ΑΕ. Τέτοια περίπτωση συνιστά και η σύναψη ειδικής σχέσης του μέλους ΔΣ με την ΑΕ. Ως εκ τούτου, στη λήψη της αναγκαίας σχετικής απόφασης προβαίνουν τα λοιπά μέλη του ΔΣ. Ενδέχεται, όμως, ο αποκλεισμός από την ψηφοφορία να αφορά τόσα μέλη, ώστε τα εναπομείναντα να μην σχηματίζουν απαρτία. Στην περίπτωση αυτή τα λοιπά, εναπομένοντα, μέλη (ανεξάρτητα μάλιστα από τον αριθμό τους) επιφορτίζονται με την υποχρέωση να προβούν σε σύγκληση ΓΣ (για τη λήψη απόφασης σχετικά με τη χορήγηση άδειας για τη σύναψη της ειδικής σχέσης).

     

    (β) Η τήρηση της διαδικασίας δημοσιότητας

    Προκειμένου να ολοκληρωθεί η διαδικασία χορήγησης άδειας για τη σύναψη ειδικής σύμβασης της ΑΕ με μέλος του ΔΣ, απαιτείται η τήρηση της δημοσιότητας που προβλέπεται από το νόμο. Ειδικότερα, σύμφωνα με το άρθρο 101 ν. 4548/2018: «Το διοικητικό συμβούλιο ανακοινώνει την παροχή άδειας για την κατάρτιση συναλλαγής είτε από το ίδιο είτε από τη γενική συνέλευση, καθώς και την άπρακτη παρέλευση της προθεσμίας της παραγράφου 3 του άρθρου 100 (ενν. η ανωτέρω αναφερόμενη δεκαήμερη προθεσμία)…». Η ανακοίνωση αυτή υποβάλλεται σε δημοσιότητα (:ανάρτηση στο Γ.Ε.ΜΗ) πριν από την ολοκλήρωση της συναλλαγής. Παράλληλα, η παράγραφος 2 του ίδιου ως άνω άρθρου ορίζει το ελάχιστο περιεχόμενο που πρέπει να φέρει η ανωτέρω ανακοίνωση.

     

    Εξαιρέσεις από την υποχρέωση χορήγησης άδειας

    Η περίπτωση της τρέχουσας συναλλαγής

    Η υποχρέωση χορήγησης άδειας παρέλκει στην περίπτωση που η συναλλαγή (στην προκειμένη περίπτωση η σύμβαση της ΑΕ με το μέλος του ΔΣ της) εμπίπτει στις τρέχουσες συναλλαγές. Ως τρέχουσες συναλλαγές ορίζονται, στο άρθρο 99 §3 περ. α΄ ν. 4548/2018, «…εκείνες, που είναι συνήθεις σε σχέση με τις εργασίες και το αντικείμενο της επιχειρηματικής δραστηριότητας της εταιρείας, ως προς το είδος και το μέγεθός τους και συνάπτονται με τους συνήθεις όρους της αγοράς». Επιπρόσθετα, κατά τη διαμορφωμένη υπό το προϊσχύσαν νομοθετικό καθεστώς νομολογία, ως τρέχουσα συναλλαγή νοείται «…εκείνη που βάσει του αντικειμένου της εμπίπτει στις συμβάσεις που καταρτίζονται στο πλαίσιο της καθημερινής δράσης της εταιρείας, ήτοι αυτή που οι όροι της είναι οι συνήθεις όροι των συμβάσεων που η εταιρεία συνάπτει με τους λοιπούς συναλλασσόμενους με αυτή.» (1245/2018 ΑΠ).

     

    Η περίπτωση της προϋφιστάμενης σύμβασης

    Μια διαφορετική περίπτωση εξαίρεσης από τη διαδικασία παροχής αδείας, συνιστά εκείνη κατά την οποία μέλος του ΔΣ συνδέεται με την ΑΕ με σύμβαση εργασίας, έργου, ανεξαρτήτων υπηρεσιών ή εντολής η οποία έχει συναφθεί πριν την εκλογή (ή το διορισμό) του (1364/1990 ΑΠ, 21/2019 ΜονΠρωτΒολ). Ζήτημα, ωστόσο, τίθεται όταν η προϋφιστάμενη σύμβαση τροποποιείται, ύστερα από την εκλογή/το διορισμό του μέλους του ΔΣ (:ενδ. αύξηση των συμφωνηθεισών αμοιβών). Ανάλογα με το περιεχόμενο των τροποποιούμενων όρων των εν λόγω συμβάσεων (εργασίας, έργου, ανεξαρτήτων υπηρεσιών ή εντολής) ενδέχεται να κριθεί αναγκαία η προηγούμενη έγκρισή τους από το αρμόδιο προς τούτο όργανο.

     

    Η αμοιβή των μελών ΔΣ στη  βάση της ειδικής τους σχέσης/σύμβασης

    Τα μέλη του ΔΣ τα οποία έχουν συνάψει σύμβαση εργασίας, έργου, ανεξαρτήτων υπηρεσιών ή εντολής με την ΑΕ δικαιούνται, εύλογα, να λάβουν αμοιβή-ακριβώς στη βάση της εν λόγω σύμβασης. Η συγκεκριμένη αμοιβή χορηγείται σωρευτικά με την (ενδεχόμενη) αμοιβή που λαμβάνει το μέλος του ΔΣ εξαιτίας της οργανικής του θέσης (της ιδιότητάς του, δηλ., ως μέλους του ΔΣ). Πρόκειται για αμοιβές οι οποίες, μολονότι προέρχονται από την ίδια ΑΕ και συμπίπτουν στο ίδιο πρόσωπο, έχουν διαφορετική νομική μεταχείριση. Έτσι, η αμοιβή από την ειδική σχέση/σύμβαση δεν απαιτεί προηγούμενη ρύθμισή της από τον νόμο ή το καταστατικό. Δεν απαιτεί ούτε έγκρισή της από τη ΓΣ (109 §1, ν. 4548/2018)-σε αντίθεση με την αμοιβή που, ενδεχομένως, χορηγείται στο πλαίσιο της οργανικής θέσης. Μάλιστα, ρητά εξαιρεί ο νόμος (άρθρο 109 §3, ν. 4548/2018) τη συμφωνημένη επί τη βάσει της ειδικής σύμβασης αμοιβή από την διαδικασία και τις προϋποθέσεις χορήγησης αμοιβών των μελών ΔΣ του άρθρου 109 ν. 4548/2018.

     

    Κάθε μέλος του ΔΣ είναι δυνατό, επομένως, να έχει και μια δεύτερη ιδιότητα στο πλαίσιο της ΑΕ: εκείνη που το συνδέει με μια πρόσθετη σχέση (εργασίας, έργου, ανεξαρτήτων υπηρεσιών ή εντολής) μαζί της. Οι δύο ιδιότητες/έννομες σχέσεις (οργανική και ειδική), είναι (και πρέπει να παραμένουν) πλήρως διακριτές. Η πρώτη (οργανική) διέπεται, αποκλειστικά, από τις αναγκαστικού δικαίου ρυθμίσεις του Δικαίου των Ανωνύμων Εταιρειών. Αντίθετα, το ρυθμιστικό πλαίσιο της δεύτερης (ειδικής) διέπεται, επιπρόσθετα, από Αστικού (ή Εργατικού) Δικαίου ρυθμίσεις-ανάλογα με τον συμβατικό τύπο ο οποίος κάθε φορά (κυρίως στη βάση φορολογικών και ασφαλιστικών πλεονεκτημάτων) επιλέγεται και στις οποίες, εν τέλει, υπάγεται.

    Ο διαχωρισμός όμως των ιδιοτήτων του μετόχου, του μέλους του ΔΣ και του εργαζομένου/παρέχοντος τις υπηρεσίες του στην ΑΕ είναι σημαντικό και για πληθώρα, άλλων, λόγων. Κάποιοι από αυτούς μας έχουν απασχολήσει ήδη στην αρθρογραφία μας (ενδ.: η ανάγκη διαχωρισμού των αμοιβών και οικονομικών του επιχειρηματία/μέλους του ΔΣ από το ταμείο της επιχείρησης, η αξιοποίηση των ευχερειών που παρέχει ο νόμος για τις ΑΕ όσον αφορά την άντληση ρευστότητας από τους επιχειρηματίες/μέλη του ΔΣ).

    Ο διαχωρισμός όμως των προαναφερθεισών ιδιοτήτων μοιάζει αναγκαίος στη βάση της ευθυγράμμισης με τους (μη αναγκαίους τυπικά για εκτός χρηματιστηρίου εταιρείες, απολύτως αναγκαίους όμως σε ουσιαστικό επίπεδο) κανόνες εταιρικής διακυβέρνησης.

    Κανόνες αναγκαίους για τη μετάβαση στη νέα εποχή˙ στην επόμενη μέρα.-

    Σταύρος Κουμεντάκης
    Managing Partner

     

    Υ.Γ. Συνοπτική έκδοση του άρθρου δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ, στις 14 Μαρτίου 2021.

    Η πληροφόρηση που εμπεριέχεται στο παρόν άρθρο δεν συνιστά (ούτε και έχει σκοπό να αποτελέσει) νομική συμβουλή. Μια τέτοια νομική συμβουλή είναι δυνατό να παρασχεθεί μόνον από αρμόδιο δικηγόρο ο οποίος θα λάβει υπόψη του το σύνολο των δεδομένων που θα του εκθέσετε για την υπόθεσή σας. Αναλυτικά.

  • Ο νέος “πτωχευτικός” νόμος: Η  πτώχευση – ο τελευταίος σταθμός ;

    Ο νέος “πτωχευτικός” νόμος: Η  πτώχευση – ο τελευταίος σταθμός ;

    Με το άρθρο αυτό ολοκληρώνεται μια ενότητα αρθρογραφίας  που σκοπό είχε την καλύτερη  κατανόηση του νέου «πτωχευτικού» νόμου. Στο πλαίσιο αυτό ξεκινήσαμε από τις βασικές πρόνοιες και καινοτομίες του, την αναγκαιότητα, το ρυθμιστικό πεδίο και τη σημασία του. Προχωρήσαμε στις επιμέρους προβλέψεις του. Πρώτος σταθμός μας: η έγκαιρη προειδοποίηση. Ακολούθησε ο εξωδικαστικός μηχανισμός ρύθμισης οφειλών και η διαδικασία της εξυγίανσης.

    Κλείνουμε, προσώρας, με αυτό που λογικώς αναμένουμε από κάθε πτωχευτικό νόμο  (και που, εν τέλει, δεν αποτελεί, εν προκειμένω, παρά μόνον μία ενότητά του): την πτώχευση (: άρθρα 75 έως 211 του ν. 4738/2020).

    Είναι προφανές πως η εξαντλητική παρουσίαση των εκατόν τριάντα έξι (136) άρθρων εκφεύγει των σκοπών και ορίων του παρόντος. Περιοριζόμαστε, ως εκ τούτου, στα κρισιμότερα: στην ανάδειξη, δηλαδή, της βούλησης του νομοθέτη όσον αφορά τον σκοπό της πτώχευσης και, συνακόλουθα, των μέσων επίτευξής του.

     

    Περί σκοπού και μέσων

    Ως «προγραμματικός» σκοπός της πτώχευσης εξαγγέλλεται η συλλογική ικανοποίηση των πιστωτών του οφειλέτη. Με ποια, όμως, μέσα εξυπηρετείται;

    Η ρευστοποίηση ως μέσο συλλογικής ικανοποίησης των πιστωτών

    Ο νέος «πτωχευτικός» νόμος αναδεικνύει πλέον τη ρευστοποίηση ως μόνη και αποκλειστική δυνατότητα εξέλιξης της πτώχευσης.

    Αντίθετα, ο Πτωχευτικός Κώδικας, μετά την πολυεπίπεδη τροποποίηση που υπέστη-ιδίως 2016, προέβλεπε την ισοδύναμη εναλλακτική δυνατότητα του σχεδίου (ενδοπτωχευτικής)_ αναδιοργάνωσης και την ικανοποίηση των πιστωτών με τη διατήρηση της επιχείρησης. Οι πιστωτές μπορούσαν να επιλέξουν τον έναν (ρευστοποίηση) ή τον άλλο δρόμο (διατήρηση επιχείρησης). Τούτο άλλωστε ήταν συνεπές με την επιλογή του, μεταξύ άλλων, για, «α) τη μεγιστοποίηση της αξίας των περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη, ιδίως με τη συνέχιση ή την αναδιοργάνωση τα επιχείρησης όταν αυτό είναι επωφελές για τους πιστωτές, β) την εξισορρόπηση μεταξύ εκκαθάρισης της πτωχευτικής περιουσίας και αναδιοργάνωσης της επιχείρησης του οφειλέτη».

    Ο νέος «πτωχευτικός» νόμος, αντίθετα, στοχεύει ρητά και αποκλειστικά, στην άμεση ρευστοποίηση, μέσω της οποίας αναμένεται να επιτευχθεί η «ταχεία επιστροφή παραγωγικών μέσων σε δυνητικά παραγωγικές χρήσεις». Ο νέος «πτωχευτικός» νόμος στερεί, δηλαδή, από πιστωτές και οφειλέτη, το δικαίωμα να επιλέξουν την ανόρθωση της επιχείρησής του και να τερματίσουν, με τον τρόπο αυτό, την κηρυχθείσα πτώχευση. (Όπως, αναλογικά, θα επιχειρούσαν να αποτρέψουν την πτώχευση κατά το προπτωχευτικό στάδιο της εξυγίανσης και στο πλαίσιο της γνωστής διαδικασίας/οικείας διεξόδου του «άρθρου 99»).

    Ο νομοθέτης επέλεξε λοιπόν να μην εμπιστευθεί (και περαιτέρω βελτιώσει) τον θεσμό της αναδιοργάνωσης της επιχείρησης μέσα στην πτώχευση. Επέλεξε, αντίθετα, να τον καταργήσει. Ισχυρό, υποθέτουμε, επιχείρημα ο μικρός αριθμός σχεδίων αναδιοργάνωσης που αποδείχθηκαν ικανά να τελεσφορήσουν στη διάρκεια του χρόνου. Ωστόσο, δεν αντέδρασε με τον ίδιο (δραστικό) τρόπο (και ορθά) με άλλους χαμηλής (μέχρι σήμερα) αποτελεσματικότητας θεσμούς. Επιχείρησε, για παράδειγμα, να βελτιώσει (και να μην καταργήσει)  τον εξωδικαστικό μηχανισμό και να καθιερώσει έτσι έναν οριζόντιο «πτωχευτικό» δίκαιο του αυτοματισμού και της πλατφόρμας.

    Επιπρόσθετα: ο νομοθέτης δεν επέλεξε να αντικαταστήσει τον θεσμό της (ενδοπτωχευτικής) αναδιοργάνωσης με άλλον ομόρροπο. Τούτο αποδεικνύει την επι-στροφή σε μια αμιγώς οικονομική πρόσληψη του πτωχευτικού φαινομένου, αποψιλωμένη από τις ιδιάζουσες κοινωνικές και άλλες συνδηλώσεις του.

    Είναι γνωστό πως ο σκοπός του νόμου αποτελεί παραδοσιακό εργαλείο ερμηνείας στα χέρια του εφαρμοστή του. Γίνεται, στο πλαίσιο αυτό, αντιληπτό πως η συγκεκριμένη μετατόπιση (:οπισθοδρόμηση) ενδέχεται να αποκτήσει ιδιαίτερη αξία στο επίπεδο της δικαστικής κρίσης.

     

    Η ρευστοποίηση ως μέσο

    Στο πλαίσιο του νέου «πτωχευτικού» νόμου, ο σύνδικος (τον οποίο έχει δικαίωμα να υποδείξει ο πιστωτής) προβαίνει «αμελλητί» στη ρευστοποίηση του ενεργητικού της περιουσίας του οφειλέτη. Αρκεί, απλώς, να έχει ολοκληρώσει την απογραφή του (ενεργητικού).

    Μετά (δε) την ολοκλήρωση της απογραφής (και) του παθητικού («εξέλεγξη πιστώσεων»), ο σύνδικος προβαίνει στη διανομή του προϊόντος της ρευστοποίησης του ενεργητικού στους πιστωτές.

    Η «καινοτομία» λοιπόν του νέου νόμου έγκειται στο εξής: ο σύνδικος μπορεί να προχωρήσει ταχύτατα στη ρευστοποίηση της περιουσίας του οφειλέτη, ενώ ακόμα  δεν έχει ολοκληρωθεί η διαδικασία της επαλήθευσης των απαιτήσεων σε βάρος του. Τη στιγμή μάλιστα που η τελευταία έχει απλουστευθεί σε σημαντικό βαθμό με τον νέο νόμο. Είναι ερώτημα κατά πόσο δικαιολογείται (και δικαιοπολιτικά) αυτή η σπουδή.

     

    Τα δύο είδη ρευστοποίησης

    Όπως γνωρίζουμε, σε ρευστοποίηση υπόκειται είτε το σύνολο της περιουσίας του οφειλέτη (ή επιμέρους λειτουργικά της σύνολα) είτε τα κατ’ ιδίαν στοιχεία της.

    Η ρευστοποίηση όμως του συνόλου της περιουσίας του οφειλέτη υπόκειται σε αυστηρές προϋποθέσεις. Μοιάζει, εκ του αποτελέσματος, να καταλήγουμε στην (ευκολότερη) ρευστοποίηση των κατ’ ιδίαν περιουσιακών του στοιχείων ως κανόνα, και υπό το καθεστώς του νέου νόμου. Αναλυτικότερα:

    Η ρευστοποίηση του συνόλου της πτωχευτικής περιουσίας ή επιμέρους λειτουργικών συνόλων της

    Για να «τρέξει» ρευστοποίηση του συνόλου της περιουσίας του οφειλέτη ή επιμέρους λειτουργικών συνόλων της θα πρέπει να υποβληθεί σχετική αίτηση ή να ασκηθεί πρόσθετη παρέμβαση. Δικαιούνται να τις υποβάλουν: πιστωτής ή πιστωτές του οφειλέτη, οι οποίοι εκπροσωπούν το τριάντα τοις εκατό (30%) τουλάχιστον του συνόλου των σε βάρος του απαιτήσεων. Διευκρινίζεται ότι στους αιτούντες θα πρέπει να περιλαμβάνονται ενέγγυοι πιστωτές που εκπροσωπούν τουλάχιστον το είκοσι τοις εκατό (20%) της κατηγορίας τους. Επιπρόσθετα: μια τέτοια διαδικασία εκκινεί μόνο όταν πρόκειται για επιχείρηση και η πτώχευση δεν είναι μικρού αντικειμένου. Επί της αίτησης/αιτήματος αποφαίνεται το πτωχευτικό δικαστήριο-στην προκειμένη περίπτωση το Πολυμελές Πρωτοδικείο.

    Η «καινοτομία» του νέου «πτωχευτικού» νόμου έγκειται λοιπόν στο εξής: υπό το καθεστώς του Πτωχευτικού Κώδικα, η συνέλευση των πιστωτών έπρεπε να αποφασίσει την εκποίηση της επιχείρησης του οφειλέτη ως σύνολο (ή επιμέρους λειτουργικών συνόλων της). Στη συνέχεια, η απόφαση αυτή θα έπρεπε να εγκριθεί από τον εισηγητή. Εφόσον δεν είχε ασκηθεί κατ’ αυτής εμπρόθεσμη προσφυγή (ή η εμπροθέσμως ασκηθείσα προσφυγή δεν γινόταν δεκτή), τότε μπορούσε να εκτελεστεί. Σήμερα, η διαδικασία αυτή έχει καταργηθεί.

     

    Ο ρόλος της συνέλευσης των πιστωτών

    Η συνέλευση, ωστόσο, των πιστωτών διατηρεί τον τελευταίο λόγο: αυτή είναι που θα εγκρίνει (ή όχι) την εκποίηση της επιχείρησης του οφειλέτη ως συνόλου (ή επιμέρους λειτουργικών συνόλων της). Και έχει δύο δυνατότητες:

    Πρώτη δυνατότητα: να αξιολογήσει (η συνέλευση  των πιστωτών) πως είναι συμφέρουσα η προσφορά που κατατέθηκε στο πλαίσιο του αναγκαίου δημόσιου πλειοδοτικού διαγωνισμού (που διενεργείται με μέριμνα του συνδίκου). Εγκρίνει, στην περίπτωση αυτή, τη σχετική συναλλαγή. Ακολουθεί, στη συνέχεια, η σύναψη της σχετικής σύμβασης μεταβίβασης.

    Δεύτερη δυνατότητα: να απορρίψει τη συναλλαγή του συνδίκου. Τότε, εφόσον δεν μεσολαβήσει άλλη απόφασή της, οδηγούμαστε σε ρευστοποίηση (μεν) των κατ’ ιδίαν (δε) περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη.

     

    Η ενσωμάτωση των διατάξεων της ειδικής διαχείρισης

    Στην περίπτωση της ρευστοποίησης του συνόλου της περιουσίας του οφειλέτη ή επιμέρους λειτουργικών της συνόλων, ο νομοθέτης ενσωματώνει πλέον τις διατάξεις τις ειδικής διαχείρισης (ν. 4307/2014), με τις αναγκαίες προσαρμογές ασφαλώς, στο πνεύμα του «ολιστικού» εγχειρήματος που επιχειρεί και την επακόλουθη κατάργηση της συγκεκριμένης εξωπτωχευτικής αυτής διαδικασίας.

     

    Οι φορολογικές διευκολύνσεις

    Επίσης, όσον αφορά τις πολύ σημαντικές φορολογικές, ιδίως, διευκολύνσεις, ο νέος νόμος προβλέπει ότι αυτές καλύπτουν την «εκκαθάριση του Κεφαλαίου Α του Πέμπτου Μέρους του Δευτέρου Βιβλίου», δίχως δηλαδή διάκριση αν αφορά αποκλειστικώς τη ρευστοποίηση του συνόλου της περιουσίας του οφειλέτη ή επιμέρους λειτουργικών συνόλων αυτής (Κεφάλαιο Β του Πέμπτου Μέρους του Δευτέρου Βιβλίου) (όπως υπό το καθεστώς του Πτωχευτικού Κώδικα) ή/και των κατ’ ιδίαν περιουσιακών στοιχεία του (Κεφάλαιο Γ του Πέμπτου Μέρους του Δευτέρου Βιβλίου). Στις προθέσεις του εικάζουμε βάσιμα ότι είναι να εμπίπτουν και τα δύο είδη ρευστοποίησης.

     

    Η ρευστοποίηση των επιμέρους περιουσιακών στοιχείων

    Στην περίπτωση της ρευστοποίησης κατ’ ιδίαν περιουσιακών στοιχείων της πτωχευτικής περιουσίας διενεργείται, αντί του δημόσιου πλειοδοτικού διαγωνισμού (ηλεκτρονικού πλέον χωρίς όμως να τίθεται τιμή πρώτης προσφοράς) διενεργείται (εξίσου ηλεκτρονικός) πλειστηριασμός.

    Είναι όμως ενδεχόμενo ο πλειστηριασμός να αποβεί άγονος. Επαναλαμβάνεται, στην περίπτωση αυτή, με (αυτόματα) μειωμένη τιμή πρώτης προσφοράς. Στα ¾, συγκεκριμένα, της μέσης τιμής των εκτιμήσεων των πιστοποιημένων εκτιμητών. Θεσπίζεται πλέον παρέκκλιση από τα ισχύοντα με βάση τον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας (στον οποίο κατά τα λοιπά παραπέμπει) υπό την έννοια ότι δεν μεσολαβεί πλέον δικαστική κρίση,. Σε τυχόν επόμενους άγονους πλειστηριασμούς, η μείωση απόκειται στην απρόσβλητη με ένδικα μέσα απόφαση του εισηγητή. Αν και πάλι επαναληφθεί το φαινόμενο (της μη εμφάνισης πλειοδοτών) τότε υπάρχει το ενδεχόμενο ενός πλειστηριασμού χωρίς τιμή πρώτης προσφοράς-πριν το εκπλειστηριαζόμενο καταλήξει, τελικά, στο Δημόσιο.

     

    Η «διευκόλυνση» της διαδικασίας ρευστοποίησης

    Ο νέος «πτωχευτικός» νόμος επιφέρει τρεις, κυρίως,  αλλαγές στο επίπεδο της παρεχόμενης προστασίας στη συγκεκριμένη διαδικασία ρευστοποίησης:

    (α) Καταργεί τη δυνατότητα άσκησης ανακοπής κατά της εκτελεστικής διαδικασίας που οδηγεί σε ρευστοποίηση και

    (β) Ορίζει με συγκεκριμένο τρόπο ποιος δικαιούται να ασκήσει ανακοπή κατά του πίνακα κατάταξης, αντί της γενικής και αφηρημένες πρόβλεψης του Πτωχευτικού Κώδικα περί «εννόμου συμφέροντος». Η συγκεκριμένη, ωστόσο, επιλογή ενδέχεται να οδηγήσει σε περιορισμό των δικαιούχων.

    (γ) Συντέμνει την προθεσμία εντός της οποίας «εισάγονται» τυχόν περισσότερες ανακοπές ενώπιον του πτωχευτικού δικαστηρίου-το οποίο αποφαίνεται αμετακλήτως.

     

    Οι πτωχεύσεις μικρού αντικειμένου

    Το εύρος εφαρμογής

    Ο νομοθέτης του νέου «πτωχευτικού» νόμου βελτίωσε περαιτέρω το πλαίσιο που διέπει τις πτωχεύσεις μικρού αντικειμένου (:«μικρές πτωχεύσεις»).

    Η ιδέα, εξάλλου, για μια περισσότερο σύντομη και ελαφριά διαδικασία είναι γνωστή, και έτυχε ιδιαίτερης επεξεργασίας κατά τις τροποποιήσεις του 2016 και 2017.

    Είναι γνωστό πως το επιχειρηματικό βάρος (που αναλαμβάνουν) και το οικονομικό αποτύπωμα που έχουν οι «μικρές» επιχειρήσεις στη χώρα μας (και όχι μόνο), μοιάζει αντιστρόφως ανάλογο του μεγέθους τους. Είναι σκόπιμο, κατά τούτο, να δοθεί ιδιαίτερη βαρύτητα στο συγκεκριμένο κεφάλαιο του νέου νόμου.

    Ο νέος νόμος διευρύνει σημαντικά το πεδίο εφαρμογής του ρυθμιστικού πλαισίου των μικρών πτωχεύσεων, δεδομένου ότι πλέον υπάγονται σε αυτές οι μικρές οντότητες, όπως ορίζονται στο άρθρο 2 του νόμου 4308/2014. Μικρές οντότητες, με βάση τη συγκεκριμένη διάταξη, είναι εκείνες που δεν υπερβαίνουν τα όρια δύο τουλάχιστον από τα ακόλουθα τρία κριτήρια: (α) Σύνολο ενεργητικού: 4εκ.€, (β) Καθαρό ύψος κύκλου εργασιών: 8εκ.€ και (γ) Μέσος όρος απασχολουμένων: 50 άτομα.

    Γίνεται εύκολα αντιληπτό πόσο τεράστιο αριθμό επιχειρήσεων αφορά και τι αντίκτυπο έχει αυτό για την οικονομία.

     

    Τα «διαδικαστικά» και οι προϋποθέσεις

    Στις «μικρές» λοιπόν πτωχεύσεις, αρμόδιο πτωχευτικό δικαστήριο είναι το Ειρηνοδικείο, αντί του Πολυμελούς Πρωτοδικείου που είναι αρμόδιο για τις λοιπές.

    Η σχετική αίτηση υποβάλλεται ηλεκτρονικά, γεγονός που συνιστά σημαντική αλλαγή. Γίνεται δεκτή αν δεν υποβληθεί παρέμβαση εντός τριάντα (30) ημερών από τη δημοσίευσή της, ήτοι με μόνη την παρέλευση του συγκεκριμένου χρονικού διαστήματος.

    Ισχύει εν προκειμένω το (καινοφανές) τεκμήριο παύσης πληρωμών, το οποίο προσδιορίζεται στο 60% των ληξιπρόθεσμων υποχρεώσεων του οφειλέτη προς το Δημόσιο, τους Φορείς Κοινωνικής Ασφάλισης ή πιστωτικά ή χρηματοδοτικά ιδρύματα, αντί του 40% που είναι για τις λοιπές πτωχεύσεις.

     

    Η ρευστοποίηση της περιουσίας του οφειλέτη

    Η ρευστοποίηση στην προκειμένη περίπτωση αφορά, αποκλειστικά, τη ρευστοποίηση των επιμέρους περιουσιακών του στοιχείων. Όχι την επιχείρηση εν συνόλω ούτε επιμέρους λειτουργικές της ενότητες.

    Προκειμένου όμως να κριθεί αν περιουσία του οφειλέτη επαρκεί για την κάλυψη των εξόδων της διαδικασίας, λαμβάνονται υπόψη: (α) τα μη βεβαρυμμένα στοιχεία της και (β) τα ετήσια εισοδήματα του οφειλέτη-πέραν των εύλογων δαπανών διαβίωσης. Αν αυτά δεν επαρκούν, τότε ούτε σύνδικος διορίζεται.  Διατάσσεται από τον εισηγητή, απλώς,  η καταχώριση του ονόματος ή της επωνυμίας του οφειλέτη στο Ηλεκτρονικό Μητρώο Φερεγγυότητας. Επέρχονται, με τον τρόπο αυτό, οι προβλεπόμενες συνέπειες.

    Οι υφιστάμενες (γενικές) ρυθμίσεις απλοποιούνται. Ο σύνδικος απολαμβάνει μεγαλύτερη ελευθερία. Διατηρεί, στο πλαίσιο αυτό, τη δυνατότητα να ενεργεί χωρίς την άδεια του εισηγητή.

     

    Το χρονικό εύρος της όλης διαδικασίας και η επιτάχυνσή της

    Στην περίπτωση που μετά την παρέλευση ενός έτους (αντί τριών-όπως υπό το καθεστώς του Πτωχευτικού Κώδικα) από την κήρυξη της απλοποιημένης διαδικασίας η πτώχευση δεν έχει περατωθεί, ο σύνδικος υποχρεούται να υποβάλει στον εισηγητή έκθεση, στην οποία εξηγεί τους λόγους της καθυστέρησης.

    Να σημειωθεί εδώ πως η αντίστοιχη, γενική, ρύθμιση προβλέπει πως μετά παρέλευση 5 ετών (αντί 15 όπως υπό το καθεστώς του Πτωχευτικού Κώδικα)  από την κήρυξη της πτώχευσης, επέρχονται αυτοδικαίως (και χωρίς άλλη διατύπωση) τα αποτελέσματα της περάτωσης της πτώχευσης.

    Η ταχύτητα, ασφαλώς, με την οποία εκτυλίσσεται η πτωχευτική διαδικασία είναι στοιχείο σημαντικό. Η επίτευξή του, ωστόσο, απαιτεί σχεδιασμό σε επίπεδο ρυθμίσεων αλλά και ανθρώπινου δυναμικού (ορθολογική κατανομή στη βάση αναγκών και κατάρτιση επί του αντικειμένου όλων των εμπλεκόμενων κατά το μέρος των καθηκόντων τους) καθώς επίσης και υποδομές (ψηφιακές και μη). Σε διαφορετικά περίπτωση, θα πρόκειται για μία ακόμη εξαγγελία κενή περιεχομένου, για μια ακόμη προθεσμία η οποία δεν τηρείται. Ή που, εναλλακτικά, θα αποδειχθεί ατελέσφορη.

    Ωστόσο, το κρίσιμο ερώτημα είναι αν για τις μικρές, ειδικά, επιχειρήσεις λαμβάνεται ιδιαίτερη πρόνοια (:κίνητρα) κατά το στάδιο, ήδη, της πρόληψης της αφερεγγυότητας. Η απάντηση, δυστυχώς, είναι αρνητική. Και υπό την έννοια αυτή ο (διακηρυγμένος) «ολιστικός» χαρακτήρας του νομοθετήματος πλήττεται. Μαζί με αυτόν: η οικονομία και οι άνθρωποι.

    Θα πρέπει, κατ’ ακολουθίαν, να θεωρήσουμε αναγκαίο (και αποδεχθούμε) πως οι μικρές επιχειρήσεις έχουν ανάγκη ιδιαίτερης ενίσχυσης για να προστρέξουν στα (και αξιοποιήσουν τα) αναγκαία, ήδη νομοθετημένα, εργαλεία για την αποτροπή της πτώχευσής τους.

    Εξίσου επιτακτική ανάγκη, με την ταχεία διεκπεραίωση της-όταν, παρ΄ ελπίδα, επέλθει.

     

    Η πρόταξη του οικονομικού έναντι του δικαιο-κρατικού κριτηρίου

    Ο νέος «πτωχευτικός» νόμος επισπεύσθηκε από το Υπουργείο Οικονομικών, αντί του Υπουργείου Δικαιοσύνης.

    Η αλλαγή αυτή αρμοδιότητας ίσως σημαίνει κάτι περισσότερο από γραφειοκρατική «αλλαγή χαρτοφυλακίου». Να θεωρήσουμε πως (απο)δεικνύει την πρόταξη του οικονομικού κριτηρίου έναντι του δίκαιο-κρατικού όμοιου.

    Το κράτος δικαίου ωστόσο είναι το κατεξοχήν, προς την υγιή επιχειρηματικότητα, φιλικό περιβάλλον: αυτό προνοεί για μια γρήγορη, αποτελεσματική και ορθή, δίκαιη απονομή της δικαιοσύνης.

    Στα εμπλεκόμενα μέρη εναπόκειται να αξιολογήσουν αν ο νομοθέτης «κλείνει το μάτι» στη μια ή στην άλλη πλευρά ή, εναλλακτικά, αν ορθοτομεί. Δυστυχώς: εκ των υστέρων.

     

    Η χρήση των εργαλείων που ο νέος «πτωχευτικός» νόμος παρέχει δεν αποτελεί καθήκον του νομοθέτη. Εκείνος περιορίζεται να τα παράσχει˙ ήδη το έπραξε. Η σκυτάλη πέρασε στα δικά μας χέρια (:επιχειρήσεις, νομικοί παραστάτες, σύνδικοι, δικαιοσύνη). Σ΄ εμάς, κατά τούτο,  απόκειται (στο μέτρο της αρμοδιότητας και εμπλοκής ενός εκάστου) η βέλτιστη δυνατή αξιοποίησή τους.

    Μόνον τότε η πτώχευση θα αποδειχθεί, όπως οι επιχειρήσεις και η εθνική οικονομία έχουν ανάγκη, ένας «σταθμός μετεπιβίβασης» στη διαδικασία του επιχειρείν. Ένας σταθμός σημαντικός μεν που θα παρέχει όμως τη δυνατότητα στον επιχειρηματία για μια νέα διαδρομή˙ ενδεχομένως: στροφή ή ανα-στροφή.

    Ο καλόπιστος και έντιμος, εξάλλου, επιχειρηματίας (αλλά και η επιχειρηματικότητα εν γένει) δικαιούται (αλλά και αξίζει) μια, ουσιαστική, δεύτερη ευκαιρία.

    Μόνον τότε η δεύτερη ευκαιρία θα αποδειχθεί πως δεν αποτελεί απλή διακήρυξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή του Έλληνα νομοθέτη.

    Μόνον τότε η δεύτερη ευκαιρία θα αποδειχθεί εργαλείο χρηστικό για την απομείωση του ιδιωτικού χρέους˙ ανάκαμψης και ανάπτυξης της εθνικής μας οικονομίας.

    Σταύρος Κουμεντάκης
    Managing Partner

     

    Υ.Γ. Συνοπτική έκδοση του άρθρου δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ, στις 7 Μαρτίου 2021.

    Η πληροφόρηση που εμπεριέχεται στο παρόν άρθρο δεν συνιστά (ούτε και έχει σκοπό να αποτελέσει) νομική συμβουλή. Μια τέτοια νομική συμβουλή είναι δυνατό να παρασχεθεί μόνον από αρμόδιο δικηγόρο ο οποίος θα λάβει υπόψη του το σύνολο των δεδομένων που θα του εκθέσετε για την υπόθεσή σας. Αναλυτικά.

Η περιοχή αυτή είναι καταχωρημένη στο wpml.org ως περιοχή ανάπτυξης. Μεταβείτε σε τοποθεσία παραγωγής με κλειδί στο remove this banner.