Κατηγορία: Άρθρα

  • Αρνητές vs Επιχειρήσεις & Οικονομία: 1-0

    Αρνητές vs Επιχειρήσεις & Οικονομία: 1-0

    Σε προηγούμενη αρθρογραφία μας, αρχές Μαΐου 2021 ακόμα, αναφερθήκαμε, μεταξύ άλλων, στην υποχρεωτικότητα (ή μη) του εμβολιασμού των εργαζομένων υπό το τότε υφιστάμενο νομοθετικό καθεστώς. Τα δεδομένα μεταβάλλονται απελπιστικά γρήγορα-ιδίως όσον αφορά την σε εξέλιξη πανδημία: Ενώ βλέπαμε τα κρούσματα στο τέλος Ιουνίου να κινούνται σε 200-300 ημερησίως, παρατηρούμε, αίφνης, να πλησιάζουν τις 3.000. Τα εφιαλτικά σενάρια προβλέπουν, πολύ σύντομα, μέχρι και 10.000 κρούσματα ημερησίως. Το τέταρτο κύμα της πανδημίας είναι, ήδη, σε εξέλιξη. Η παράλλαξη Δ απειλεί να «τινάξει στον αέρα», εκ νέου, το σύστημα υγείας. Όπλο της οι ανεμβολίαστοι. Προεχόντως οι (για όποιους λόγους) αρνητές. Ποια, όμως, η επίδρασή τους στη λειτουργία των επιχειρήσεων; Και ποια τα «όπλα» των τελευταίων για να τους αντιμετωπίσουν;

     

    Οι πρωθυπουργικές εξαγγελίες. Η επιβολή (συγκεκριμένων) εμβολιασμών

    Στις πρόσφατες πρωθυπουργικές εξαγγελίες  της 12.7.21 για την αντιμετώπιση της πανδημίας, ακούσαμε, μεταξύ άλλων, πως θα καταστεί υποχρεωτικός ο άμεσος εμβολιασμός των εργαζόμενων σε μονάδες φροντίδας ηλικιωμένων, στους υγειονομικούς, στις Ένοπλες Δυνάμεις. Και, αναμενόμενο-μεταξύ των κυρώσεων, η θέση σε αναστολή των συμβάσεων εργασίας των υπόχρεων προσώπων, που δεν επιλέγουν να συμμορφωθούν-παρά το γεγονός ότι απασχολούνται στις κρίσιμες δομές.

    Ακούσαμε, επίσης, για τη δυνατότητα σήμανσης κάποιων επιχειρήσεων που λειτουργούν με προσωπικό που έχει εμβολιασθεί ή έχει νοσήσει κατά το τελευταίο εξάμηνο. Ακολούθησε η (απολύτως πρόσφατη) σχετική ΚΥΑ [:Δ1α/ΓΠ. Οικ. 44779/15.7.2019 (ΦΕΚ Β 3117/16.7.21)], όπου στο άρθρο 1 προσδιορίστηκαν τα «έκτακτα μέτρα προστασίας της δημόσιας υγείας ανά πεδίο δραστηριότητας». Μεταξύ αυτών  διαπιστώνουμε πως για συγκεκριμένες, αποκλειστικά, κατηγορίες επιχειρήσεων (λ.χ. εκείνες που δραστηριοποιούνται στην κατηγορία «Ζωντανά θεάματα και ακροάματα» και «Εστίαση» (:§§12 & 16) υπάρχει δυνατότητα λειτουργίας, κατ’ επιλογή της επιχείρησης, με την κατάλληλη σήμανση, με κοινό αμιγώς προσώπων που έχουν εμβολιασθεί ή νοσήσει κατά το τελευταίο εξάμηνο. Δικαιούνται επίσης, αν όλοι οι εργαζόμενοι είτε έχουν εμβολιασθεί είτε/και έχουν νοσήσει, να προβάλλουν το γεγονός αναρτώντας σε εμφανές (προφανώς) σημείο το σχετικό σήμα:

    Αν όμως κάποιος, μεταξύ των εργαζομένων της, συμπεριλαμβάνεται μεταξύ των αρνητών, η επιχείρηση χάνει το σχετικό προνόμιο με την αυτονόητη, προφανώς όχι ασήμαντη, οικονομική της ζημία.

     

    Τα δικαιώματα του ανθρώπου-το δικαίωμα στον εμβολιασμό και στην άρνησή του

    Οι αρνητές των εμβολιασμών επικαλούνται, μεταξύ άλλων, τα (παραβιαζόμενα) ανθρώπινα δικαιώματά τους. Το συγκεκριμένο θέμα μας έχει απασχολήσει, αναλυτικά, στην εισαγωγικώς αναφερόμενη αρθρογραφία μας. Απολύτως συνοπτικά:

    Ας μην ξεχνάμε πως αρμοδιότερος όλων να μιλήσει για τα δικαιώματα του ανθρώπου δεν είναι άλλος από το ΕΔΔΑ (:Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου). Σε απολύτως πρόσφατη απόφασή του (:8.4.21-Vavřička και λοιποί κατά Τσεχικής Δημοκρατίας)  αξιολόγησε, μεταξύ άλλων, πως οι αρνούμενοι να συμμορφωθούν, θα πρέπει να αντιμετωπίσουν τις συνέπειες της άρνησής τους. Αντίστοιχα όμως και (εδώ είναι το πράγματι ενδιαφέρον και ιδιαίτερα σημαντικό για τη χώρα μας) η υπ’ αριθμ. 2387/20 απόφαση του ΣτΕ.

    Επομένως: καθένας από εμάς δικαιούται, πράγματι, να επιλέξει να εμβολιασθεί ή όχι. Θα πρέπει όμως και να είναι έτοιμος να αποδεχθεί τις (έννομες) συνέπειες της άρνησής του.

     

    Η υλοποίηση των επιβαλλόμενων εμβολιασμών και οι συνέπειες για τους «απείθαρχους»

    Για το θέμα των εμβολιασμών διαθέτουμε ήδη, από την κήρυξη της πανδημίας ακόμα, τα αναγκαία, συνταγματικώς ανεκτά (ακριβέστερα: συνταγματικώς επιβαλλόμενα)   νομοθετήματα.

    Στο πλαίσιο των νομοθετημάτων αυτών λαμβάνει χώρα, εξάλλου, το (σε εξέλιξη) Εθνικό Πρόγραμμα Εμβολιασμών αλλά και παρέχεται η δυνατότητα υποχρεωτικού εμβολιασμού σε συγκεκριμένες πληθυσμιακές ομάδες. Μεταξύ αυτών και η δυνατότητα «για τυχόν μερική ή πλήρη αναστολή εργασιακών υποχρεώσεων» των υπόχρεων προσώπων (ενδ.: άρθρα 4 §3 ν. 4675/20 και άρθρο 1 ν. 4682/2020-με την οποία κυρώθηκε η από 25.2.2020 ΠΝΠ και, ειδικότερα, άρθρο Πρώτο §§2 & 4 αυτής).

    Το τοπίο αρχίζει να ξεκαθαρίζει, σε νομικό επίπεδο τουλάχιστον, καθώς αναμένονται, ακριβώς στο συγκεκριμένο πλαίσιο και με βάση τις προαναφερθείσες πρωθυπουργικές εξαγγελίες, οι υπουργικές αποφάσεις με τις οποίες θα καθίσταται υποχρεωτικός ο άμεσος εμβολιασμός των συγκεκριμένων κατηγοριών εργαζόμενων καθώς και η αναστολή των συμβάσεων εργασίας των αρνουμένων να συμμορφωθούν. Δεν θα ήταν παράδοξο να προστεθούν, στις συγκεκριμένες εργαζομένων (λ.χ. εκπαιδευτικοί και έπεται συνέχεια)…

    Τι συμβαίνει όμως στις λοιπές επιχειρήσεις; Σ’ εκείνες που (συν)αποτελούν τη βάση της πραγματικής οικονομίας της χώρας;

     

    Η υποχρέωση διασφάλισης της ζωής & υγείας των εργαζομένων-Οι κυρώσεις

    Τις επιχειρήσεις βαρύνουν εξαιρετικά σημαντικές (γενικές και ειδικές) υποχρεώσεις που αφορούν «την υγεία και την ασφάλεια των εργαζομένων ως προς όλες τις πτυχές της εργασίας» (ενδ. άρθρα 42 & 43, ν. 3850/20). Με τις συγκεκριμένες υποχρεώσεις τους οφείλουν, απαρέγκλιτα, να συμμορφώνονται.

    Μην ξεχνάμε, εξάλλου, πως «οι υποχρεώσεις του τεχνικού ασφάλειας, του ιατρού εργασίας και των εκπροσώπων των εργαζομένων δεν θίγουν την αρχή της ευθύνης του εργοδότη» (άρθρο 42 §3, ν. 3850/20). Τι σημαίνει αυτό; Ενδεχόμενη παραβίαση των υποχρεώσεων των επιχειρήσεων που αφορούν τη διασφάλιση της υγείας των εργαζομένων βαρύνει, το δίχως άλλο, και τις ίδιες. Επισύρει, μάλιστα, διοικητικές και ποινικές κυρώσεις.

    Οι επιχειρήσεις επομένως οφείλουν (σε νομικό επίπεδο-προεχόντως όμως σε ηθικό) να λαμβάνουν τα κατάλληλα μέτρα προκειμένου να διασφαλίζεται το ύψιστο αγαθό: η ζωή και η υγεία των εργαζομένων τους.

    Δαμόκλειος, απειλείται, η σπάθη σε περίπτωση παράλειψής τους.

     

    Οι επιχειρήσεις στον χώρο της παραγωγής, των υπηρεσιών και του εμπορίου-Οι αγωνίες-Τα αδιέξοδα

    Τους τελευταίους μήνες, από την έναρξη ακόμα του Εθνικού Προγράμματος Εμβολιασμών, οι επιχειρήσεις προστρέχουν, ολοένα και περισσότερο, στους νομικούς τους συμβούλους αναφορικά με τη διερεύνηση της δυνατότητάς τους (ή μη) να αξιώσουν εμβολιασμό από τους (αρνούμενους) εργαζομένους τους. Το τελευταίο χρονικό διάστημα τα ερωτήματα (και η αγωνία) εντείνονται.

    Η βάση των σχετικών προβληματισμών έχει δύο σκέλη. Αφενός μεν τη συνέχιση της απρόσκοπτης λειτουργίας της επιχείρησης αφετέρου δε τις (εύλογες) πιέσεις που δέχονται από τους λοιπούς (εμβολιασμένους και αγωνιούντες για την υγεία τη δική τους και των οικείων τους) εργαζομένους. Ειδικά το τελευταίο θέμα δεν είναι ήσσονος σημασίας: Πώς, άραγε, να απαντηθεί η αγωνία ενός εμβολιασμένου εργαζόμενου, που ο ίδιος ή κάποιος από τη στενή του οικογένεια ανήκει σε ευπαθή ομάδα, όταν αναγκάζεται να (συν)εργάζεται με μη εμβολιασμένο συνάδελφό του;

    Το τελευταίο χρονικό διάστημα είδαμε εκπροσώπους εργαζομένων να ζητούν με δημόσιες επιστολές την (εν τοις πράγμασι) επιβολή υποχρεωτικού εμβολιασμού στους συναδέλφους τους. Είδαμε επίσης επιχειρήσεις να απειλούν, κεκαλυμμένα ή μη, τους αρνητές εργαζομένους τους ή να τους προσφέρουν πολυποίκιλα (οικονομικά και μη) κίνητρα για το «πολύτιμο» εμβόλιο.

    Οφείλουμε να είμαστε σαφείς: Είναι δεδομένο πως οι επιχειρήσεις δεν δικαιούνται υπό τα παρόντα, τουλάχιστον, νομοθετικά δεδομένα να επιβάλλουν τον εμβολιασμό των εργαζομένων τους. Οποιαδήποτε τέτοια επιβολή τις εκθέτει, ανεπανόρθωτα, σε πολυποίκιλες κυρώσεις.

    Ελλείπει, εξάλλου, το νομοθετικό υπόβαθρο.

    Δυστυχώς όμως τα δεδομένα «μπερδεύονται» ακόμα και από επίσημα χείλη. Διαπιστώνουμε πως, κακώς, επιχειρείται να υπάρξει μετακύλιση της σχετικής ευθύνης στις επιχειρήσεις. Μιας ευθύνης που ανήκει, το δίχως άλλο, στην εκτελεστική και νομοθετική εξουσία.

     

    Το δικαίωμα(;) στην αναστολή των συμβάσεων εργασίας και της (χωρίς αποζημίωση) απόλυσης των αρνητών

    Ο Υπουργός Ανάπτυξης και Επενδύσεων κ. Γεωργιάδης υπεστήριξε, σε απολύτως πρόσφατες (17.7.21) τηλεοπτικές του εμφανίσεις, πως δικαιούται μια επιχείρηση (γενικά) να θέσει σε αναστολή τη σύμβαση εργασίας ανεμβολίαστων εργαζομένων της. Κι ακόμα πως δικαιούται να τις καταγγείλει, χωρίς αποζημίωση μάλιστα, καθώς ο μη εμβολιασμός συνιστά σπουδαίο λόγο απόλυσης.

    Θα πρέπει όμως με σαφήνεια να υπογραμμισθεί, πως οι συγκεκριμένες τοποθετήσεις είναι πολλαπλά, σε νομικό τουλάχιστον επίπεδο, λανθασμένες (στην περίπτωση, αυτονοήτως, που ορθά αποτυπώθηκαν κατά τη δημοσίευσή τους). Με δυο λόγια:

    Απόλυση εργαζόμενου, χωρίς καταβολή της κατά νόμο οφειλόμενης αποζημίωσης, προβλέπεται σε απολύτως συγκεκριμένες περιπτώσεις. Ο μη εμβολιασμός δεν συμπεριλαμβάνεται μεταξύ αυτών.

    Επίσης: δεν έχει κριθεί, μέχρι σήμερα τουλάχιστον, πως  συνιστά σπουδαίο λόγο για την απόλυση εργαζομένου ο μη εμβολιασμός του.

    Τέλος: η θέση σε αναστολή της σύμβασης εργασίας εργαζομένου δεν φαίνεται, υπό τα παρόντα δεδομένα, δυνατή καθώς ελλείπει το νομοθετικό υπόβαθρο (:η Υπουργική Απόφαση, συγκεκριμένα, που προβλέπεται στο άρθρο Πρώτο § 4 της από 25.2.2020 ΠΝΠ-που κυρώθηκε από το άρθρο 1 ν. 4682/2020).

     

    Η αντιμετώπιση των αρνητών από τις επιχειρήσεις

    Είναι δεδομένο πως οι (για οποιοδήποτε λόγο) αρνητές θέτουν σε κίνδυνο τη λειτουργία της επιχείρησης. Επίσης: τη ζωή και την υγεία των συναδέλφων και οικείων τους-ιδίως εκείνων που ανήκουν σε ευπαθείς ομάδες.

    Οι εργοδότες οφείλουν να λάβουν τα κατά περίπτωση αναγκαία (και δυνατόν να ληφθούν) μέτρα (:τακτικά rapid test και, ενδεχομένως,  μοριακοί έλεγχοι, τηλεργασία, μετακίνηση σε άλλη θέση, απομόνωση από τους λοιπούς εργαζόμενους, κ.ο.κ). Είναι όμως προφανές πως οι δυνατότητες μοιάζουν απολύτως, σε πρακτικό επίπεδο, περιορισμένες. Δεν διαθέτουν, εξάλλου, όλες οι επιχειρήσεις πολλαπλές σχετικές επιλογές κι ούτε οι θέσεις εργασίας ή/και η χωροταξία τους προσφέρονται για τέτοιες εναλλακτικές.

    Το βάρος μεταφέρεται, αδικαιολόγητα, σε αυτές.

    Και είναι δυσθεώρητα μεγάλο.

     

    Οι επιχειρήσεις δικαιούνται (και υποχρεούνται) να λάβουν κάθε αναγκαίο μέτρο για τη διασφάλιση της ζωής και υγείας των εργαζομένων τους. Δικαιούνται, στο πλαίσιο αυτό να αξιώσουν- αδυνατούν όμως να επιβάλλουν τον εμβολιασμό τους. Ακόμα κι όταν οι (λοιποί) εμβολιασμένοι εργαζόμενοι (ή οικεία σ’ αυτούς  πρόσωπα) ανήκουν σε ευπαθείς ομάδες και κινδυνεύει, πράγματι, η ζωή τους.

    Πώς κάποιος, άραγε,  να εξηγήσει στους τελευταίους πως η ζωή εκείνων μετράει, κατά τι, λιγότερο από όσους φιλοξενούνται σε γηροκομεία ή δομές υγείας- όπου θεσμικά θα επιβληθεί ο εμβολιασμός των εργαζομένων τους;

    Οι επιχειρήσεις δικαιούνται (και υποχρεούνται) να λάβουν κάθε αναγκαίο μέτρο για τη διασφάλιση της λειτουργίας και συνέχειάς τους. Ο επιχειρηματίας είναι εκείνος που θα κληθεί να αντιμετωπίσει τα όποια προβλήματα στη λειτουργία τους: την απονέκρωση της γραμμής παραγωγής, την αδυναμία παραδόσεων ή την αδυναμία εξυπηρέτησης των πελατών του. Ακόμα κι όταν αιτία τους αποτελεί η νόσηση των εργαζομένων του-λόγω της άρνησής τους να εμβολιασθούν.

    Πώς κάποιος, άραγε,  να εξηγήσει στους τελευταίους ότι δίκαια μπορεί να τίθεται σε κίνδυνο ολόκληρη η επιχείρησή τους από μεμονωμένους εργαζόμενους που αρνούνται, αδικαιολόγητα, να εμβολιασθούν;

    Και, τέλος, πώς κάποιος, άραγε, να εξηγήσει στους πελάτες μιας επιχείρησης εστίασης πως μπορούν, με ασφάλεια, να εξυπηρετηθούν από τους ανεμβολίαστους σερβιτόρους, μάγειρες ή βοηθούς του εστιατορίου/της ταβέρνας που, υπό διαφορετικές συνθήκες, θα επέλεγαν; Και, επιπρόσθετα, πως άδικα θα επέλεγαν μιας άλλης, με το πολύτιμο (ανωτέρω) σήμα, τα εδέσματα να απολαύσουν;

    Είναι λοιπόν προφανές, με βάση τα παραπάνω δεδομένα, πως οι επιχειρήσεις παρουσιάζονται απολύτως ανήμπορες απέναντι στον όποιο εργαζόμενο αρνείται (ακόμα και για μη ιατρικούς λόγους) να εμβολιασθεί. Ας ελπίσουμε πως, σύντομα, θα τους παρασχεθούν τα, απολύτως αναγκαία, νομοθετικά εργαλεία για τη διαχείριση τέτοιων καταστάσεων.

    Μέχρι τότε όμως μοιάζει ως απολύτως προφανές πως:

    Αρνητές vs Επιχειρήσεις & Οικονομία: 1-0.-

    Σταύρος Κουμεντάκης
    Managing Partner

     

    Υ.Γ. Συνοπτική έκδοση του άρθρου δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ, στις 25 Ιουλίου 2021.

    Η πληροφόρηση που εμπεριέχεται στο παρόν άρθρο δεν συνιστά (ούτε και έχει σκοπό να αποτελέσει) νομική συμβουλή. Μια τέτοια νομική συμβουλή είναι δυνατό να παρασχεθεί μόνον από αρμόδιο δικηγόρο ο οποίος θα λάβει υπόψη του το σύνολο των δεδομένων που θα του εκθέσετε για την υπόθεσή σας. Αναλυτικά.

  • Κοινή Επενδυτική Μερίδα

    Κοινή Επενδυτική Μερίδα

    Όλοι γνωρίζουμε τον Κοινό, τραπεζικό, Λογαριασμό. Με την αξιοποίηση των ευχερειών του, περισσότεροι από ένας καταθέτες μπορούν να παρακάμψουν την κληρονομική διαδοχή και να αποφύγουν την καταβολή φόρου κληρονομιάς και δωρεάς. Σε ένα πρώτο επίπεδο-τουλάχιστον. Τι συμβαίνει όμως όταν το κοινό περιουσιακό στοιχείο περισσοτέρων είναι άυλες μετοχές, αντί χρηματικών καταθέσεων; Τη λύση μπορούμε να αναζητήσουμε στην Κοινή Επενδυτική Μερίδα, που μας παρέχει αντίστοιχες ευχέρειες, όπως αυτές αποτυπώνονται στον Κανονισμό ΕΛ.Κ.Α.Τ.-που πρόσφατα εγκρίθηκε με απόφαση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς (:6/904/26.2.2021 (ΦΕΚ B1007/16.03.2021). Ας ξεκινήσουμε όμως από τις ρυθμίσεις του Κοινού τραπεζικού Λογαριασμού που αντίστοιχες θα συναντήσουμε και στην Κοινή Επενδυτική Μερίδα.

     

    Ο Κοινός τραπεζικός Λογαριασμός

    Ο Κοινός τραπεζικός Λογαριασμός διέπεται από τις διατάξεις του νόμου (ν. 5638/1932 «περί καταθέσεως εις κοινόν λογαριασμόν»). Η εισροή κεφαλαίων από το εξωτερικό και, ειδικότερα, η εισροή κεφαλαίων Ελλήνων που διαβιούσαν στην αλλοδαπή ήταν ο σκοπός της εισαγωγής του στην ελληνική πραγματικότητα. Ο στόχος αυτός, άλλωστε, ρητά διατυπώνεται και στην Αιτιολογική Έκθεση του σχετικού νομοθετήματος.

    Ο Έλληνας νομοθέτης αποσκοπούσε, συγκεκριμένα, να καταστήσει ανταγωνιστικές τις ελληνικές τράπεζες σε σχέση με τις αντίστοιχες του εξωτερικού. Τον στόχο αυτό επεδίωξε να υλοποιήσει με τη θέσπιση ενός μέσου καταθέσεων, που θα προσέφερε σειρά ευνοϊκών ρυθμίσεων για τους καταθέτες. Μεταξύ αυτών, η απαλλαγή από τον φόρο κληρονομιάς και η δυνατότητα παράκαμψης της κληρονομικής διαδοχής.

    Όσον αφορά, ειδικότερα, την περίπτωση της κληρονομικής διαδοχής προβλέπεται η δυνατότητα συμφωνίας με βάση την οποία «…άμα τω θανάτω οιουδήποτε των δικαιούχων η κατάθεσις και ο εκ ταύτης λογαριασμός περιέρχεται αυτοδικαίως εις τους λοιπούς επιζώντας μέχρι του τελευταίου τούτων». Ο όρος αυτός, μάλιστα, συνοδεύεται από μια άκρως συμφέρουσα ρύθμιση για τους λοιπούς επιζώντες. Προβλέπεται, συγκεκριμένα, ότι στην περίπτωση θανάτου ενός από τους δικαιούχους «…η κατάθεσις περιέρχεται εις αυτούς (:τους λοιπούς επιζώντες) ελευθέρα παντός φόρου κληρονομίας ή άλλου τέλους. Αντιθέτως η απαλλαγή αυτή δεν επεκτείνεται επί των κληρονόμων του τελευταίου απομείναντος δικαιούχου» (άρθρο 2 ν. 5638/1932).

    Από το γράμμα του νόμου συνάγεται, όπως και εισαγωγικά εξάλλου αναφέραμε, πως αντικείμενο του κοινού λογαριασμού μπορούν να αποτελέσουν, αποκλειστικά, χρηματικές καταθέσεις (άρθρο 1 ν. 5638/1932).

    Είναι προφανές πως, με βάση τα παραπάνω δεδομένα, δεν καλύπτονται από το συγκεκριμένο νομοθέτημα μη χρηματικές αξίες. Κινητές αξίες και χρεόγραφα-λ.χ. Σε ορισμένες περιπτώσεις, ωστόσο, ο νομοθέτης επέλεξε την αναλογική εφαρμογή των ευνοϊκών ρυθμίσεων του νόμου για τον κοινό λογαριασμό. Ενδεικτικά: στους τίτλους του Δημοσίου με λογιστική μορφή. Στην περίπτωση της Κοινής Επενδυτικής Μερίδας επίσης. Η τελευταία αφορά στην κατοχή αΰλων τίτλων-μετοχών δηλ., μεταξύ άλλων, που είναι εισηγμένες στο ελληνικό χρηματιστήριο.

     

    Η συγκυριότητα επί αΰλων τίτλων

    Η κατοχή αΰλων τίτλων και η ανάπτυξη επενδυτικής δραστηριότητας στην ελληνική Κεφαλαιαγορά μέσω ανοίγματος Λογαριασμού Αξιογράφων, προϋποθέτει για τον καθένα επενδυτή να νομιμοποιείται-να διαθέτει Μερίδα δηλ. στο όνομά του. Η τελευταία περιέχει τα στοιχεία αναγνώρισής του και λαμβάνει από την ΕΛ.Κ.Α.Τ., κατά το άνοιγμά της, έναν Κωδικό Αριθμό Μερίδας Μητρώου (Κ.Α.Μ.ΜΗ.) που είναι μοναδικός στο Σ.Α.Τ. και δεν μεταβάλλεται (:Ενότητα III, Mέρος 4, 4.1 και 4.3. Κανονισμού της Ελληνικό Κεντρικό Αποθετήριο Τίτλων ΑΕ-ΕΛ.Κ.Α.Τ., το περιεχόμενο του οποίου ενέκρινε με πρόσφατη απόφασή της  η Επιτροπής Κεφαλαιαγορά: 6/904/26.2.2021 (ΦΕΚ B1007/16.03.2021), στη βάση της διάταξης του άρθρου 4 ν. 4569/2018 και του Κανονισμού (ΕΕ) 909/2014 (CSDR)

    Είναι ενδεχόμενο, κάποιες φορές, δύο ή περισσότεροι επενδυτές να είναι συγκύριοι κάποιων μετοχών. Στην περίπτωση αυτή προϋποτίθεται, κατ’ αντιστοιχία όσων ισχύουν για τις έγχαρτες μετοχές, η σύμπραξη όλων, ανεξαιρέτως, των συγκυρίων για κάθε σχετική με αυτές πράξη.

    Στην περίπτωση που υπάρχει συγκυριότητα σε άυλους τίτλους προβλέπεται η δυνατότητα σχηματισμού Μερίδας Συγκυρίων. Προϋποτίθεται πως κάθε ένας από τους συγκυρίους διαθέτει αυτοτελή Μερίδα Πελάτη. Η Μερίδα  Συγκυρίων προσδιορίζεται αφενός από τα πρόσωπα των συγκυρίων αφετέρου από το ποσοστό συγκυριότητάς τους στις αξίες (Ενότητα III, Μέρος 5, 5.2.2. Κανονισμού ΕΛ.Κ.Α.Τ.).

    Για τους κοινούς τίτλους που είναι καταχωρισμένοι σε Μερίδα Συγκυριών, προβλέπεται πως σε περίπτωση οποιασδήποτε μεταβολής των συγκυρίων ή του ποσοστού συγκυριότητας στις συγκεκριμένες αξίες, απαιτείται δημιουργία νέας Μερίδας Συγκυρίων. Η νέα, αυτή, Μερίδα προσδιορίζεται, επίσης, από τα νέα στοιχεία των συγκυρίων και τα νέα ποσοστά συγκυριότητας.

    Δεν απαιτείται, κατ’ εξαίρεση, δημιουργία νέας Μερίδας Επενδυτή Συγκυρίων στην περίπτωση θανάτου κάποιου από αυτούς. Στην περίπτωση αυτή, η ΕΛ.Κ.Α.Τ. μεταβάλλει τα πρόσωπα των συνδικαιούχων εγγράφοντας στη θέση του  θανόντος τους κληρονόμους του. Αυτονοήτως, μεταβάλλοντας, αντίστοιχα, τα ποσοστά συγκυριότητας (:Ενότητα III, Μέρος 5, 52.7. Κανονισμού ΕΛ.Κ.Α.Τ.).

    Όσα αμέσως παραπάνω αναφέρονται δεν ισχύουν, ωστόσο, στην περίπτωση που αξιοποιηθεί η δυνατότητα καταχώρισης σε Κ.Ε.Μ.

     

    Η Κοινή Επενδυτική Μερίδα-Γενικά

    Η Κοινή Επενδυτική Μερίδα (:Κ.Ε.Μ.) είναι δυνατό να δημιουργηθεί με αίτηση δύο ή περισσότερων φυσικών προσώπων εφόσον ενεργούν ως συνδικαιούχοι κοινού λογαριασμού αξιογράφων κατά τις διατάξεις της παρ. 6 του άρθρου 13 του ν. 4569/2018. Νομικό πρόσωπο, επομένως, δεν μπορεί να συμπράξει στη δημιουργία Κ.Ε.Μ. (:Ενότητα III, Μέρος 5, 5.1.1. Κανονισμού ΕΛ.Κ.Α.Τ.)

    Η Κ.Ε.Μ. προσδιορίζεται, σαφώς, από τα πρόσωπα των συνδικαιούχων, τα οποία -όπως προβλέπεται- είναι από κοινού κύριοι των αξιών που καταχωρούνται σε αυτή (:5.2. Κανονισμού ΕΛ.Κ.Α.Τ.).

    Όπως, ήδη, ανωτέρω επισημάναμε, ιδιαιτερότητα της Κ.Ε.Μ. αποτελεί το γεγονός ότι η μερίδα αυτή διέπεται από τις διατάξεις που διέπουν τον Κοινό, τραπεζικό, Λογαριασμό (:ν. 5638/1932).

     

    Τα χαρακτηριστικά της Κ.Ε.Μ.

    Γενικά

    Η σύμβαση σύναψης της Κ.Ε.Μ. περιέχει τους επιμέρους όρους για τη λειτουργία της. Η δημιουργία Κ.Ε.Μ., ωστόσο, διακρίνεται για συγκεκριμένα χαρακτηριστικά της.

    Κάθε Συμμετέχων σε Λογαριασμό Αξιογράφων Κοινής Επενδυτικής Μερίδας υλοποιεί με ευθύνη του κάθε πράξη που αφορά στη λειτουργία του σχετικού Λογαριασμού Αξιογράφων στο Σ.Α.Τ., ενεργώντας για λογαριασμό (και) των συνδικαιούχων. Κάθε συνδικαιούχος, επομένως, μπορεί να ενεργεί ατομικά, χωρίς τη σύμπραξη των λοιπών (:5.1.6. Κανονισμού ΕΛ.Κ.Α.Τ.). Μεταξύ των συνδικαιούχων, ωστόσο, καθορίζεται η ιεραρχική τους σειρά, η οποία υποδεικνύει εκείνον που νομιμοποιείται να ενεργεί ως εκπρόσωπος όλων (:5.1.5.β. Κανονισμού ΕΛ.Κ.Α.Τ.)

     

    Η περίπτωση θανάτου κάποιου από τους συνδικαιούχους

    Η μεταβολή των προσώπων που αποτελούν τους συνδικαιούχους της Κ.Ε.Μ. δεν είναι δυνατή. Συγκεκριμένα, σε περίπτωση θανάτου συνδικαιούχου (και εφόσον δεν έχει δηλωθεί η εφαρμογή του όρου του εδαφ. α΄ του άρθρου 2 του ν. 5638/1932), το υπόλοιπο Αξιογράφων που αντιστοιχεί στα δικαιώματα των κληρονόμων ή κληροδοτών μεταφέρεται σε δικούς τους Λογαριασμούς Αξιογράφων Μερίδων (5.1.8. Κανονισμού ΕΛ.Κ.Α.Τ.).

    Ωστόσο, διαφορετική είναι η περίπτωση κατά την οποία εφαρμόζεται η διάταξη του άρθρου 2 ν. 5638/1932. Στην τελευταία περίπτωση, οι αξίες  περιέρχονται αυτοδίκαια στους λοιπούς συνδικαιούχους. Συγκεκριμένα, η ΕΛ.Κ.Α.Τ. τροποποιεί τα στοιχεία της Κ.Ε.Μ, καθώς διαγράφει τα στοιχεία του θανόντα. Όμως, η ιεραρχική σειρά των συνδικαιούχων διατηρείται, όπως αυτή είχε εξαρχής αποτυπωθεί (:5.1.9. Κανονισμού ΕΛ.Κ.Α.Τ.).

    Ενδέχεται, βέβαια, ως λογικό επακόλουθο, ύστερα από τον θάνατο των λοιπών συνδικαιούχων, να απομείνει μόνο ένας επιζών. Στην περίπτωση αυτή, οι καταχωρημένες στην Κ.Ε.Μ. αξίες περιέρχονται στον τελευταίο εναπομείναντα. Ο τελευταίος υποχρεούται, στην περίπτωση αυτή, να προβεί σε ενοποίηση της Κ.Ε.Μ. με την ατομική του Μερίδα Πελάτη (:5.1.9. Κανονισμού ΕΛ.Κ.Α.Τ.).

     

     

    Οι διατάξεις για τους Κοινούς τραπεζικούς Λογαριασμούς (:ν. 5638/1932) είναι απολύτως ευνοϊκές για τους συνδικαιούχους τους. Η εφαρμογή τους στις Κοινές Επενδυτικές Μερίδες, στοχεύει να παράσχει (και παρέχει) στις τελευταίες και τους συγκυρίους τους αντίστοιχες διευκολύνσεις με αυτές του κοινού, τραπεζικού, λογαριασμού.

    Οι ευχέρειες που παρουσιάζει η δημιουργία Κ.Ε.Μ. εντοπίζεται, σαφώς, σε θέματα κληρονομικής διαδοχής, καθώς, σε περίπτωση θανάτου ενός δικαιούχου Κ.Ε.Μ., οι αξίες που βρίσκονται στην κοινή επενδυτική μερίδα περιέρχονται αυτοδικαίως στους συνδικαιούχους του.

    Τα πλεονεκτήματα της Κοινής Επενδυτικής Μερίδας είναι πολλαπλά.

    Η αξιοποίησή τους είναι δυνατό να λειτουργήσει, το δίχως άλλο, (και) στο πλαίσιο ενός ευρύτερου φορολογικού (οικογενειακού ή μη) σχεδιασμού και προγραμματισμού, που αφορά (και) τη διαχείριση μετοχών εισηγμένων εταιρειών και μερισμάτων.

    Προσοχή όμως!

    Η αξιοποίηση των πλεονεκτημάτων και ευχερειών τόσο του Κοινού τραπεζικού Λογαριασμού όσο και της Κοινής Επενδυτικής Μερίδας δεν είναι, πάντοτε, χωρίς παγίδες…

    Σταύρος Κουμεντάκης
    Managing Partner

     

    Υ.Γ. Συνοπτική έκδοση του άρθρου δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ, στις 18 Ιουλίου 2021.

    Η πληροφόρηση που εμπεριέχεται στο παρόν άρθρο δεν συνιστά (ούτε και έχει σκοπό να αποτελέσει) νομική συμβουλή. Μια τέτοια νομική συμβουλή είναι δυνατό να παρασχεθεί μόνον από αρμόδιο δικηγόρο ο οποίος θα λάβει υπόψη του το σύνολο των δεδομένων που θα του εκθέσετε για την υπόθεσή σας. Αναλυτικά.

  • Λογαριασμοί Omnibus

    Λογαριασμοί Omnibus

    Ο νόμος που αναμόρφωσε το δίκαιο των Ανωνύμων Εταιρειών (:ν. 4548/2018), μας έχει απασχολήσει, επανειλημμένα-λόγω της σημασίας του, στο πλαίσιο της αρθρογραφίας μας. Κάποιες από τις διατάξεις του καταλαμβάνουν το σύνολο των Ανωνύμων Εταιρειών. Κάποιες άλλες αφορούν εκείνες που οι μετοχές τους είναι εισηγμένες σε οργανωμένη αγορά. Μεταξύ των τελευταίων και εκείνες που αναφέρονται στους λογαριασμούς omnibus.

     

    O «διαμεσολαβητής» και ο ρόλος του

    Στις διατάξεις του νόμου για τις ΑΕ, συναντούμε αναφορές σε «διαμεσολαβητή».

    Μέσω αυτού είναι δυνατό να ταυτοποιείται ο μέτοχος στο κεντρικό αποθετήριο τίτλων, όταν δεν εγγράφεται (ο μέτοχος) άμεσα σε αυτό (άρθρο 40 παρ. 6). Μέσω αυτού είναι δυνατό να λάβει χώρα μεταβίβαση μετοχών (άρθρο 41). Μέσω της ενημέρωσης του διαμεσολαβητή θα μπορεί να λάβει η απαιτούμενη, για τη συμμετοχή σε ΓΣ, απόδειξη της μετοχικής ιδιότητας (άρθρο 124  παρ. 6 in fine).

    Οι συγκεκριμένες διατάξεις είναι εκείνες που αποσκοπούν στην εναρμόνιση του δικαίου των ΑΕ με την αναμόρφωση που επέφερε ο Κανονισμός CSDR (909/2014 ΕΕ) στη λογιστική απεικόνιση των εταιρικών τίτλων και την τήρηση τους μέσω των αποθετηρίων τίτλων.

    Το δίκτυο των διαμεσολαβητών μεταξύ κεντρικών αποθετηρίων και πελατών δημιουργήθηκε με σκοπό τη διάδοση και ευρύτερη εμπορία μετοχικών και άλλων τίτλων. Στο δίκτυο αυτό, το οποίο αποτελείται από τράπεζες, χρηματοπιστωτικά ιδρύματα και ΑΕΠΕΥ (βλ. άρ. 2 §1 περ. α΄ ν. 4569/2018), απευθύνονται σε επενδυτές οι οποίοι αδυνατούν, λ.χ., να έχουν πρόσβαση σε συγκεκριμένες, κατά τόπους, αγορές και να τηρούν ατομικό λογαριασμό σε συγκεκριμένα, κατά τόπους, κεντρικά αποθετήρια. Αντίστοιχα όμως, και οι διαμεσολαβητές μπορούν να απευθύνονται, περαιτέρω, σε άλλους διαμεσολαβητές.

     

    Το καθεστώς τήρησης της άυλων τίτλων κατά το εθνικό δίκαιο

    Το σύστημα τήρησης αΰλων τίτλων ρυθμίστηκε με το ν. 2396/1996. Βασικό του γνώρισμα του αποτελούσε ο χαρακτήρας του ως σύστημα άμεσης τήρησης. Τούτο σήμαινε πως ο λογαριασμός των τίτλων του καθενός επενδυτή, το προσωπικό του «χαρτοφυλάκιο», τηρείται απευθείας στο δικό του όνομα, στο Κεντρικό Αποθετήριο Αξιών (ΚΑΑ) ή στον Διαχειριστή του ΣΑΤ (Σύστημα Άυλων Τίτλων). Συνεπώς, με βάση το συγκεκριμένο σύστημα, εκείνος που ήταν εγγεγραμμένος δικαιούχος στο ΚΑΑ θεωρείτο και μέτοχος έναντι της εκδότριας ΑΕ.

    Η συγκεκριμένη προσέγγιση, ωστόσο, εγκαταλείπεται σταδιακά με την εισαγωγή του ν. 4569/2018. Ο τελευταίος αποσκοπεί να επιτύχει την προσαρμογή του εθνικού δικαίου στις επιταγές του Κανονισμού CSDR, καταργώντας, ταυτόχρονα, το ν. 2396/1996.

     

    Οι βασικές αλλαγές του ν. 4569/2018

    Η εφαρμογή του Κανονισμού CSDR και, κατ’ επέκταση, του ν. 4569/2018, επιδρά σημαντικά στη λειτουργία του συστήματος της Ελληνικής Κεφαλαιαγοράς και στο περιβάλλον αΰλων τίτλων, που έχει δημιουργηθεί ήδη από το 1999 (:ν. 2396/1996).

    Η τήρηση των αΰλων τίτλων γνωρίζει, με το Κανονισμό αυτό, δύο σημαντικές μεταβολές:

    (α) Η τήρηση αΰλων τίτλων παύει να αποτελεί εθνικό μονοπώλιο. Οι υπηρεσίες του Κεντρικού Αποθετηρίου Τίτλων απελευθερώνονται. Ο εθνικός νομοθέτης συμμορφώνεται ως προς το ζήτημα αυτό με τον Κανονισμό CSDR και στις ρυθμίσεις αδειοδότησης που αυτός εισάγει.

    (β) Προβλέπεται η δυνατότητα δημιουργίας συλλογικών λογαριασμών (omnibus accounts). Πρόκειται για συλλογικούς λογαριασμούς αξιών, μέσω των οποίων τηρούνται συγκεντρωτικά κινητές αξίες που ανήκουν σε τρίτους (άρ. 2 §1 περ. γ΄ ν. 4569/2018). Ωστόσο, η ταυτότητα των τρίτων δεν είναι άμεσα γνωστή. Πρόκειται για απόκλιση από την ύπαρξη ατομικού λογαριασμού για καθένα επενδυτή.

     

    Ειδικότερα: οι λογαριασμοί omnibus

    Οι λογαριασμοί omnibus, όπως εξάλλου προκύπτει και από την ονομασία τους, αξιοποιούνται για τη συλλογική συγκέντρωση και τήρηση τίτλων, στις περιπτώσεις ύπαρξης διαμεσολαβητών.

    Οι λογαριασμοί των επιμέρους πελατών που τηρούνται στον καθένα διαμεσολαβητή είναι, φυσικά, πολυάριθμοι. Οι λογαριασμοί omnibus των διαμεσολαβητών αποτελούν το μέσο της συλλογικής, λογιστικής, απεικόνισης των τίτλων.

    Ο ν. 4569/2018 προβλέπει δύο κατηγορίες λογαριασμών omnibus:

    (α) Τους λογαριασμούς Κεντρικού Αποθετηρίου Τίτλων, ως ανώτατο επίπεδο τήρησης, τους οποίους χαρακτηρίζει ως συλλογικούς λογαριασμούς αξιών αποθετηρίου.

    (β) Τους συλλογικούς λογαριασμούς που τηρούνται και σε κάθε επόμενο, κατώτερο, επίπεδο από τους διαμεσολαβητές, τους λογαριασμούς, δηλ., αξιών του διαμεσολαβητή.

    Ειδικότερα:

    Ως συλλογικός λογαριασμός αξιών αποθετηρίου ορίζεται «Ο συλλογικός λογαριασμός αξιών που τηρείται σε κεντρικό αποθετήριο τίτλων για σκοπούς συνολικού διαχωρισμού πελατών, σύμφωνα με το άρθρο 38 του Κανονισμού (ΕΕ) 909/2014 (άρ. 2 παρ. 1 περ. δ΄ ν. 4569/2018).

    Το άρθρο 38 του Κανονισμού προβλέπει, συγκεκριμένα ότι  «για κάθε σύστημα διακανονισμού αξιογράφων το οποίο διαχειρίζεται, το ΚΑΤ τηρεί αρχεία και λογαριασμούς που του επιτρέπουν, οποτεδήποτε και χωρίς καθυστέρηση, να διαχωρίζει στους λογαριασμούς με το ΚΑΤ, τα αξιόγραφα ενός συμμετέχοντος από τα αξιόγραφα οποιουδήποτε άλλου συμμετέχοντος και, εάν συντρέχει περίπτωση, από τα στοιχεία ενεργητικού του ιδίου του ΚΑΤ» (§1).

    Η συγκεκριμένη πρόβλεψη, υλοποιώντας την αρχή του διαχωρισμού, αποβλέπει στην προστασία της περιουσίας των επενδυτών από κινδύνους πτώχευσης ή εν γένει, αφερεγγυότητας των διαμεσολαβητών. Προβλέπεται, μάλιστα, η δυνατότητα τόσο συνολικού διαχωρισμού πελατών (άρθρο 38 παρ. 3) όσο και διαχωρισμού ανά πελάτη (άρθρο 38 παρ. 4).

    Ως συλλογικός λογαριασμός αξιών διαμεσολαβητή ορίζεται «ο συλλογικός λογαριασμός αξιών που τηρείται από εγκατεστημένο στην Ελλάδα διαμεσολαβητή και απεικονίζει κινητές αξίες που τηρούνται σε κεντρικό αποθετήριο τίτλων» (άρ. 2 §1 περ. ε΄ ν. 4569/2018).

     

    Η ταυτοποίηση του μετόχου

    Ζήτημα γεννάται σχετικά με τη δυνατότητα ταυτοποίησης των μετόχων των Ανωνύμων Εταιρειών με εισηγμένων μετοχές, όταν τηρούνται λογαριασμοί omnibus. Ο ν. 4569/2018 εισάγει συγκεκριμένο σύστημα ταυτοποίησης.

    Προβλέπει, συγκεκριμένα, ότι οι υπηρεσίες μητρώου, μέσω των οποίων διαμορφώνονται τα μετοχολόγια των ΑΕ, «…παρέχονται από κεντρικό αποθετήριο τίτλων, σύμφωνα με τον Κανονισμό (ΕΕ) 909/2014 και τον ίδιο τον παρόντα νόμο» (άρθρο 14).

    Όπως, εισαγωγικά παρατηρήσαμε, ο ν. 4548/2018 προβλέπει ότι η απόδειξη της μετοχικής ιδιότητας κατά τη διεξαγωγή ΓΣ γίνεται (και) μέσω του διαμεσολαβητή. Πράγματι, όπως προβλέπεται στο άρθρο 17 ν. 4569/2018 «στις περιπτώσεις ανώνυμων μετοχών σε λογιστική μορφή του κ.ν. 2190/1920 που τηρούνται μέσω συλλογικών λογαριασμών αξιών αποθετηρίου, μέτοχος θεωρείται ο ταυτοποιούμενος μέσω του εγγεγραμμένου διαμεσολαβητή, που τηρεί το σχετικό λογαριασμό. Στις περιπτώσεις ονομαστικών μετοχών του κ.ν. 2190/1920 και του ν. 4548/2018, ο ταυτοποιούμενος ως άνω θεωρείται μέτοχος έναντι της εκδότριας ανώνυμης εταιρείας κατά παρέκκλιση της παρ. 7 του άρθρου 8β του κ.ν. 2190/1920 και σύμφωνα με την παρ. 6 του άρθρου 40 του ν. 4548/2018.».

    Οι σχετικές με την ταυτοποίηση ρυθμίσεις, ωστόσο, δεν είχαν άμεση εφαρμογή στο εθνικό μας σύστημα. Αντίθετα, όπως προκύπτει από τον ν. 4569/2018, θα άρχιζαν να εφαρμόζονται ύστερα από αδειοδότηση του ΚΑΑ, ως κεντρικού αποθετηρίου τίτλων του Κανονισμού CSDR από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς.

    Το ΔΣ της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, με την υπ’ αριθμ. 6/904/26.2.2021 απόφασή του, αφενός παρείχε άδεια κεντρικού αποθετηρίου τίτλων στην εταιρεία «Ελληνικό Κεντρικό Αποθετήριο Τίτλων Α.Ε.» αφετέρου ενέκρινε τον Κανονισμό λειτουργίας της. Η συγκεκριμένη απόφαση ισχύει από 12η Απριλίου 2021.

     

    Οι λογαριασμοί omnibus αποτελούν, ήδη, (και) ελληνική πραγματικότητα, διευκολύνουν δραστικά την εκδήλωση ενδιαφέροντος και, αυτονοήτως, τις συναλλαγές σε οργανωμένες αγορές.

    Διευκολύνουν, με άλλα λόγια, την (αναγκαία) επίτευξη βάθους (:ικανός αριθμός συναλλασσομένων) και εύρους (:μεγάλος όγκος συναλλαγών) στις οργανωμένες αγορές. Με άλλα λόγια στην ανάπτυξη και υγεία των κεφαλαιαγορών.

    Κατά τούτο: και καλοδεχούμενοι και απολύτως αναγκαίοι!

    (Και-ιδίως) για τη χώρα μας.-

    Σταύρος Κουμεντάκης
    Managing Partner

     

    Υ.Γ. Συνοπτική έκδοση του άρθρου δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ, στις 11 Ιουλίου 2021.

    Η πληροφόρηση που εμπεριέχεται στο παρόν άρθρο δεν συνιστά (ούτε και έχει σκοπό να αποτελέσει) νομική συμβουλή. Μια τέτοια νομική συμβουλή είναι δυνατό να παρασχεθεί μόνον από αρμόδιο δικηγόρο ο οποίος θα λάβει υπόψη του το σύνολο των δεδομένων που θα του εκθέσετε για την υπόθεσή σας. Αναλυτικά.

  • Διευθέτηση χρόνου εργασίας-μια χαμένη ευκαιρία;

    Διευθέτηση χρόνου εργασίας-μια χαμένη ευκαιρία;

    Αποτελεί, ήδη, νόμο του κράτους (:ν. 4808/21, ΦΕΚ Α 101/19.6.21) η θέσπιση νέων (και αναμόρφωση σωρείας) διατάξεων που ρυθμίζουν θέματα εργασιακής φύσεως. Ανάμεσα στις διατάξεις του κι εκείνη που αναφέρεται στη διευθέτηση του χρόνου εργασίας. Μια διάταξη που, ξεχωριστά, έγινε σημαία στα χέρια των πολεμίων του σχετικού νομοσχεδίου Πόσο δίκαια άραγε;

    Το θέμα αυτό μας έχει ήδη, επανειλημμένα, απασχολήσει. Έχει παρέλθει περισσότερος από ένας χρόνος που έγινε, από τον υπογράφοντα, ανασκόπηση των θεμάτων του οκταώρου από τη θέσπισή του ακόμα. Αμέσως στη συνέχεια, προτάθηκε, για πρώτη φορά στη χώρα μας-επίσης από τον υπογράφοντα, συγκεκριμένη ρύθμιση για τη διευθέτηση του χρόνου εργασίας. Μια πρόταση κατά τα πρότυπα της Γερμανίας και Κύπρου, που επιτυχώς την αξιοποιούσαν-προς όφελος και των εργαζομένων και των επιχειρήσεων.

     

    Το νομοθετικό υπόβαθρο

    Η παρούσα ρύθμιση για τη διευθέτηση του χρόνου εργασίας ήταν, άραγε, μια έμπνευση της εκτελεστικής εξουσίας «για να καταργήσει το οκτάωρο», «για να καταργήσει τις υπερωρίες» ή «για να πληρώνει τις υπερωρίες των εργαζομένων με ρεπό», όπως κατηγορείται;

    Η Οδηγία 2003/88

    Η Οδηγία 2003/88 αφορά την οργάνωση του χρόνου εργασίας. Στοχεύει στη βελτίωση της ασφάλειας, της υγιεινής και της υγείας των εργαζομένων κατά την εργασία. Επιτάσσει να διατίθενται επαρκείς περίοδοι ανάπαυσης για τους εργαζομένους και προσδιορίζει τις ελάχιστες ημερήσιες και εβδομαδιαίες. Ρητά, επίσης,  προσδιορίζει τα μέγιστα όρια του εβδομαδιαίου χρόνου εργασίας (48 ώρες-μαζί με τις υπερωρίες). Αντίθετα, εξ αντιδιαστολής προκύπτουν τα ανώτατα ημερήσια χρονικά όρια της εργασίας (13 ώρες).

    Το σημαντικότερο (και βάση για τη διευθέτηση του χρόνου απασχόλησης): σε διάστημα επτά (7) ημερών, ο χρόνος εργασίας δεν επιτρέπεται να υπερβαίνει, κατά μέσο όρο, τις 48 ώρες (συµπεριλαµβανοµένων, μάλιστα, των υπερωριών – άρθρο 6 περ. β΄).

    Η εφαρμογή της συγκεκριμένης Οδηγίας, λόγω της αυξημένης σημασίας της, δεν επαφίεται «στον πατριωτισμό των Ελλήνων». Με σειρά αποφάσεών του το ΔΕΕ επιβάλλει στα κράτη-μέλη την υποχρέωση να εμποδίζουν κάθε υπέρβαση της μέγιστης εβδομαδιαίας διάρκειας εργασίας (Υπόθεση: C-55/18, Σκέψη 43) αλλά και να διασφαλίζουν, πράγματι, στους εργαζομένους τις ελάχιστες περιόδους ημερήσιας και εβδομαδιαίας αναπαύσεως και την τήρηση του ανώτατου ορίου μέσης εβδομαδιαίας διάρκειας εργασίας (Υποθέσεις: C-14/04, Σκέψη 53, C‑484/04, Σκέψεις 39 και 40, C-243/09, Σκέψη 64).

    Η εθνική νομοθεσία για τη διευθέτηση χρόνου εργασίας

    Η παραπάνω Οδηγία είναι εκείνη που αποτέλεσε τη βάση για τη μεταφορά του συγκεκριμένου συστήματος στη χώρα μας (άρθρο 42 ν. 3986/2011), με τρόπο απολύτως στρεβλό και στην πράξη (όπως αποδείχθηκε)-απολύτως ανεφάρμοστο. Και τούτο γιατί: αν δεν υπήρχε συνδικαλιστική οργάνωση σε κάποια επιχείρηση, δεν ήταν δυνατό να εφαρμοστεί σύστημα διευθέτησης του χρόνου εργασίας (!!!).

    Σε κάθε περίπτωση, η συγκεκριμένη ρύθμιση προέβλεπε δύο εναλλακτικές:

    (α) Πρώτη εναλλακτική: Δυνατότητα παροχής επιπλέον ωρών εργασίας μια συγκεκριμένη περίοδο (:αυξημένης απασχόλησης) και αφαίρεσής τους, αντίστοιχα, από τις ώρες εργασίας μιας άλλης περιόδου (:μειωμένης απασχόλησης). Το χρονικό διάστημα των περιόδων αυξημένης και μειωμένης απασχόλησης δεν  μπορεί να υπερβαίνει συνολικά τους 6 μήνες σε διάστημα 12 μηνών (άρθρο 42 §1 περ. α) και

    (β) Δεύτερη εναλλακτική: Δυνατότητα κατανομής 256 ωρών εργασίας εντός ενός ημερολογιακού έτους σε περιόδους αυξημένης εργασίας που δεν μπορούν να υπερβαίνουν τις 32 εβδομάδες ετησίως. Κατά το εναπομείναν διάστημα του έτους, παρέχεται εργασία μειωμένης, αντίστοιχα, διάρκειας σε σχέση με τα ανώτατα νόμιμα χρονικά όρια (άρθρο 42 §2 περ. α).

     

    Η νέα ρύθμιση

    Η υπαγωγή στη διευθέτηση χρόνου εργασίας ύστερα από αίτημα του εργαζόμενου

    Η νέα ρύθμιση (α. 59 §1, ν. 4808/2021) καθόλου δεν μεταβάλει το αμέσως ανωτέρω πλαίσιο για τη διευθέτηση του χρόνου απασχόλησης˙ αφαιρεί, μόνον, τη (στερούμενη λογικής για την εφαρμογή της) προϋπόθεση της ύπαρξης συνδικαλιστικής οργάνωσης (ή ενδεχόμενης διαφωνίας της) στην επιχείρηση που θα εφαρμοστεί.

    Αρκεί, στην περίπτωση αυτή, σχετικό αίτημα του εργαζομένου: «Εάν δεν υπάρχει συνδικαλιστική οργάνωση ή δεν επιτευχθεί συμφωνία μεταξύ της συνδικαλιστικής οργάνωσης και του εργοδότη, μπορεί, κατόπιν αιτήματος του εργαζομένου, να εφαρμοσθεί το σύστημα διευθέτησης του χρόνου εργασίας, μετά από έγγραφη συμφωνία…».

    Βλάπτεται άραγε το οκτάωρο;

    Προφανώς και όχι! Ας ρίξουμε μια ματιά, για του λόγου του αληθές, στη σχετική διάταξη (ά. 55 §1):

    «Σε όλους ανεξαιρέτως τους κλάδους εργασίας και σε όλους τους τομείς οικονομικής δραστηριότητας, η πλήρης απασχόληση καθορίζεται σε σαράντα (40) ώρες εβδομαδιαίως, οι οποίες δύνανται να κατανέμονται σε πενθήμερη ή εξαήμερη εβδομαδιαία εργασία, σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις, τις συλλογικές συμβάσεις εργασίας ή τις διαιτητικές αποφάσεις. Όταν εφαρμόζεται σύστημα πενθήμερης εβδομαδιαίας εργασίας, το πλήρες συμβατικό ωράριο εργασίας ανέρχεται ημερησίως σε οκτώ (8) ώρες, ενώ όταν εφαρμόζεται σύστημα εξαήμερης εβδομαδιαίας εργασίας, το πλήρες ωράριο εργασίας ανέρχεται σε έξι (6) ώρες και σαράντα (40) λεπτά ημερησίως…»

    Μήπως βλάπτεται η αμοιβή για την υπερεργασία και την υπερωρία;

    Τουναντίον˙ αυξημένες προκύπτουν οι αμοιβές από τις υπερβάσεις του ωραρίου (ά. 58) σε σχέση με όσα σήμερα ισχύουν. Ενδεικτικά (επί πενθήμερης εργασίας):

    (α) Η 41η έως και την 45η ώρα εβδομαδιαίως αμείβεται προσαυξημένη κατά 20%.

    (β) Για τις πέραν των 45 ωρών εβδομαδιαίως (και έως τρεις ημερησίως & 150 ετησίως) κάθε ώρα αμείβεται προσαυξημένη κατά 40%.

    (γ) Στις περιπτώσεις που κατ’ εξαίρεση παρασχεθεί άδεια, από το αρμόδιο όργανο, καθ’ υπέρβαση των ανώτατων, ετήσιων, ορίων, κάθε ώρα αμείβεται προσαυξημένη κατά 60%.

    (δ) Για κάθε ώρα παράνομης υπερωρίας (πέραν δηλ. των ανωτέρω ορίων ή/και για εκείνες που δεν τηρήθηκαν οι νόμιμες προϋποθέσεις) κάθε ώρα αμείβεται προσαυξημένη κατά 120%.

     

    Ο Έλληνας νομοθέτης υποκύπτοντας σε πιέσεις το 2011 παρείχε(;)  τη δυνατότητα στις επιχειρήσεις (:ά. 42 ν. 3986/2011) να προβαίνουν στη διευθέτηση του χρόνου εργασίας των εργαζομένων τους εφόσον, αποκλειστικά, υπήρχε σωματείο εργαζομένων˙ αν δεν υπήρχε, ούτε σχετική συζήτηση δεν ήταν δυνατό να λάβει χώρα.

    Με την εκτεταμένη μεταρρύθμιση διατάξεων της εργατικής νομοθεσίας επιχειρήθηκε η επαναπροσέγγιση (και) της διευθέτησης του χρόνου απασχόλησης. Οι πιέσεις που ασκήθηκαν στην κοινοβουλευτική πλειοψηφία αλλά και οι προαναφερθείσες, έωλες, κατηγορίες που της απευθύνθηκαν, οδήγησαν σε μια απλή επαναπροσέγγιση της προ δεκαετίας νομοθετικής ρύθμισης. «Μια από τα ίδια» δηλαδή, με μόνη τη διαφοροποίηση πως τη συγκεκριμένη διευθέτηση θα είναι δυνατό να αιτηθεί και ο ίδιος ο εργαζόμενος.

    Και οι ανάγκες της επιχείρησης;

    Ούτε λόγος να γίνεται!

    Οι επιχειρήσεις, εξάλλου, φωνή δεν διαθέτουν˙ εκείνες ούτε το Σύνταγμα είναι σε θέση να κλείσουν ούτε τη Βουλή να αποκλείσουν…

    Μια ιστορική ευκαιρία φαίνεται πως χάθηκε.

    Προσβλέπουμε στην επόμενη.-

    Σταύρος Κουμεντάκης
    Managing Partner

     

    Υ.Γ. Συνοπτική έκδοση του άρθρου δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ, στις 4 Ιουλίου 2021.

    Η πληροφόρηση που εμπεριέχεται στο παρόν άρθρο δεν συνιστά (ούτε και έχει σκοπό να αποτελέσει) νομική συμβουλή. Μια τέτοια νομική συμβουλή είναι δυνατό να παρασχεθεί μόνον από αρμόδιο δικηγόρο ο οποίος θα λάβει υπόψη του το σύνολο των δεδομένων που θα του εκθέσετε για την υπόθεσή σας. Αναλυτικά.

  • Η Πρόταση ρύθμισης της Τεχνητής Νοημοσύνης

    Η Πρόταση ρύθμισης της Τεχνητής Νοημοσύνης

    H Τεχνητή Νοημοσύνη (Artificial Intelligence, στο εξής: “AI”) συνιστά, αναμφίβολα, «τεχνολογία του μέλλοντος». Εντούτοις, η χρήση, αξιοποίηση και επιρροή της στις διάφορες εκφάνσεις της ζωής και δραστηριότητες έχει, εδώ και καιρό, ξεκινήσει. Διεκδικεί μάλιστα, ολοένα, και μεγαλύτερο έδαφος-ακόμα και σε τομείς που δεν θα ήταν δυνατό πριν από μερικά χρόνια να διανοηθούμε. (Η AI, λ.χ., στην υπηρεσία της δικαιοσύνης μας απασχόλησε, ήδη, σε προηγούμενη αρθρογραφία μας).  Η ΕΕ αισθάνθηκε την ανάγκη, και ορθά-έστω και λίγο καθυστερημένα, να ξεκινήσει τη διαδικασία της ρύθμισής της. Όσο αυτό είναι εφικτό.

     

    Η ενασχόληση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής με την Τεχνητή Νοημοσύνη

    Η επίδειξη εμπιστοσύνης σε μια τεχνολογία εν πολλοίς άγνωστη, δυσχερώς κατανοητή ή, ενίοτε, απολύτως μη κατανοητή (για τους περισσότερους από εμάς), δεν αποτελεί εύκολο στόχο. Ακριβέστερα: μοιάζει απολύτως επικίνδυνη. Πολύ περισσότερο που οι επιμέρους παράμετροί της δεν έχει, έστω, επιχειρηθεί να ρυθμιστούν νομοθετικά.

    Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή προχώρησε πρόσφατα, στις 21 Απριλίου 2021, στη δημοσίευση της Πρότασης Κανονισμού  για τη θέσπιση εναρμονισμένων κανόνων σχετικά με την τεχνητή νοημοσύνη. Πρόκειται για την ευρωπαϊκή προσέγγιση που αποσκοπεί σε μια αξιόπιστη ΑΙ που θα υπηρετεί τις ευρωπαϊκές αρχές, αξίες και, ιδίως, τον άνθρωπο. Πρόκειται για μια προσπάθεια που αποσκοπεί στην άμβλυνση των (δεδομένων) κινδύνων που δημιουργούνται από την σταδιακή επέκτασή της

    Η συγκεκριμένη Πρόταση υλοποιεί την πολιτική δέσμευση της Προέδρου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ursula von der Leyen. Η τελευταία είχε έγκαιρα ανακοινώσει, στις πολιτικές κατευθύνσεις της για την Επιτροπή 2019-2024 («Μια Ένωση που επιδιώκει περισσότερα»), ότι η Επιτροπή θα προτείνει νομοθεσία για μια συντονισμένη ευρωπαϊκή προσέγγιση όσον αφορά τις επιπτώσεις της ΑΙ σε επίπεδο ανθρώπων και ηθικής.

     

    Ο ορισμός της ΑΙ

    Η ΑΙ συνιστά, όπως ήδη σημειώθηκε, αντικείμενο άγνωστο για τους περισσότερους από εμάς. Ακόμα όμως κι ο ορισμός της, δεν μοιάζει εύκολα κατανοητός: «σύστημα τεχνητής νοημοσύνης» είναι, κατά την Πρόταση, το «λογισμικό που αναπτύσσεται με μία ή περισσότερες από τις τεχνικές και προσεγγίσεις (όπως αυτές παρατίθενται στο Παράρτημα I της πρότασης) και μπορεί, για ένα δεδομένο σύνολο στόχων που έχουν καθοριστεί από τον άνθρωπο, να παράγει στοιχεία εξόδου όπως περιεχόμενο, προβλέψεις, συστάσεις ή αποφάσεις που επηρεάζουν τα περιβάλλοντα με τα οποία αλληλεπιδρά» (άρθρο 3 περ. 1).

     

    Ο σκοπός του (προτεινόμενου) Κανονισμού

    Η σημασία του προτεινόμενου Κανονισμού διαφαίνεται, με πλήρη ενάργεια, στο σκοπό που αναφέρεται στην παραπάνω Πρόταση. Ως τέτοιος, λοιπόν, (σκοπός) προσδιορίζεται η βελτίωση της λειτουργίας της εσωτερικής αγοράς με τη θέσπιση ενιαίου νομικού πλαισίου (ιδίως) για την ανάπτυξη, την εμπορία και τη χρήση της τεχνητής νοημοσύνης-σύμφωνα με τις αξίες της Ένωσης.

    Ο Κανονισμός προκύπτει λοιπόν πως επιδιώκει σκοπούς υπέρτερου δημοσίου συμφέροντος. Μεταξύ αυτών: υψηλό επίπεδο προστασίας της υγείας, της ασφάλειας και των θεμελιωδών δικαιωμάτων.

    Παράλληλα, αξιώνει την διασφάλιση της ελεύθερης κυκλοφορίας αγαθών και υπηρεσιών, που βασίζονται στην ΑΙ, σε διασυνοριακό επίπεδο. Με τον τρόπο αυτό επιδιώκει να εμποδίσει τα κράτη μέλη να επιβάλλουν περιορισμούς στην ανάπτυξη, την εμπορία και τη χρήση συστημάτων ΑΙ, στο μέτρο που οι περιορισμοί δεν προβλέπονται στον ίδιο τον Κανονισμό.

    Ο Κανονισμός αναγνωρίζει επίσης την αναγκαιότητα ομοιόμορφης ρύθμισης σε επίπεδο ΕΕ, ώστε να αποφευχθεί τυχόν κατακερματισμός της εσωτερικής αγοράς και να αποτραπεί τυχόν ανασφάλεια δικαίου. Η  ασφάλεια δικαίου, αντίθετα, κρίνεται αναγκαία για τη διευκόλυνση των επενδύσεων στην ΑΙ και την ανάπτυξη ενιαίας αγοράς για νόμιμα, ασφαλή και αξιόπιστα τέτοια συστήματα.

    Από το σύνολο της πρότασης διαφαίνεται η προσπάθεια επίτευξης ασφάλειας κατά την ανάπτυξη της ΑΙ και τη συμπόρευσή της με την ηθική και τις αξίες της ΕΕ. Γι΄αυτό, άλλωστε, η προσέγγιση των ρυθμίσεών της γίνεται υπό το πρίσμα των κινδύνων που επιφυλάσσει η χρήση των συστημάτων ΑΙ.

     

    Η προσέγγιση της χρήσης ΑΙ με βάση τον κίνδυνο

    Ο Κανονισμός ως προς τους τρόπους χρήσης της ΑΙ προβαίνει σε μια προσέγγιση με βάση τον κίνδυνο που δημιουργείται από την αξιοποίησή της. Συγκεκριμένα, οι χρήσεις τις ΑΙ διακρίνονται σε αυτές που δημιουργούν: (α) μη αποδεκτό κίνδυνο, (β) υψηλό κίνδυνο, (γ) χαμηλό-μη υψηλό κίνδυνο.

    Μη αποδεκτός κίνδυνος

    Ορισμένα συστήματα ΑΙ κρίνεται ότι δημιουργούν μη αποδεκτό κίνδυνο.

    Η χρήση τέτοιων συστημάτων θεωρείται μη αποδεκτή διότι αντιβαίνει στις αξίες της Ένωσης (παραβιάζει λ.χ. θεμελιώδη δικαιώματα). Πρόκειται για τα συστήματα εκείνα που έχουν σημαντικές δυνατότητες χειραγώγησης προσώπων μέσω τεχνικών που απευθύνονται στο υποσυνείδητο υπερκεράζοντας το συνειδητό τους. Πρόκειται, επίσης, για συστήματα που εκμεταλλεύονται τα τρωτά σημεία συγκεκριμένων ευάλωτων ομάδων, προκειμένου να στρεβλώσουν ουσιωδώς τη συμπεριφορά τους.

    Τέτοιου είδους χρήσεις της ΑΙ απαγορεύονται. Απαγορεύεται επίσης η χρήση συστημάτων βιομετρικής ταυτοποίησης εξ αποστάσεως-σε «πραγματικό χρόνο», σε δημόσια προσβάσιμους χώρους για σκοπούς επιβολής του νόμου. Ενδέχεται, εντούτοις, να υπάρξουν ορισμένες εξαιρέσεις.

    Υψηλός κίνδυνος

    Κάποια συστήματα ΑΙ κρίνεται ότι προκαλούν υψηλό κίνδυνο για την υγεία, την ασφάλεια και τα θεμελιώδη δικαιώματα των φυσικών προσώπων.

    Για τα συστήματα αυτά επιφυλάσσονται ειδικοί κανόνες. Συγκεκριμένα, τα συστήματα αυτά επιτρέπονται στην ευρωπαϊκή αγορά με την επιφύλαξη της συμμόρφωσης με ορισμένες υποχρεωτικές απαιτήσεις και της εκ των προτέρων αξιολόγησης της σχετικής συμμόρφωσης. Παράλληλα, ο Κανονισμός επιβάλλει σαφείς υποχρεώσεις στους παρόχους και στους χρήστες τέτοιων συστημάτων. Αποσκοπεί, στο πλαίσιο αυτό, στην ασφάλεια και τήρηση της ισχύουσας νομοθεσίας για την προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων καθ’ όλη τη διάρκεια του κύκλου ζωής τους.

    Στα εν λόγω συστήματα συγκαταλέγονται όσα χρησιμοποιούνται σε τομείς όπως:

    (α) Η βιομετρική ταυτοποίηση και κατηγοριοποίηση φυσικών προσώπων.

    (β) Η διαχείριση και λειτουργία υποδομών ζωτικής σημασίας (λ.χ. οδική κυκλοφορία, παροχή νερού, φυσικού αερίου, θέρμανσης και ηλεκτρικής ενέργειας).

    (γ) Η εκπαίδευση και επαγγελματική κατάρτιση (λ.χ. αξιολόγηση συμμετεχόντων σε εξετάσεις).

    (δ) Η απασχόληση, διαχείριση εργαζομένων και πρόσβαση στην αυτοαπασχόληση.

    (ε) Η πρόσβαση και απόλαυση βασικών ιδιωτικών υπηρεσιών και δημόσιων υπηρεσιών και παροχών (λ.χ. αξιολόγηση ή βαθμολόγηση της πιστοληπτικής ικανότητας φυσικών προσώπων).

    (στ) Η επιβολή του νόμου (λ.χ. αξιολόγηση της αξιοπιστίας των αποδεικτικών στοιχείων στο πλαίσιο της διερεύνησης ή της δίωξης ποινικών αδικημάτων).

    (ζ) Η διαχείριση της μετανάστευσης, του ασύλου και των συνοριακών ελέγχων (λ.χ. επαλήθευση της γνησιότητας των ταξιδιωτικών εγγράφων και των δικαιολογητικών εγγράφων φυσικών προσώπων).

    (η) Η απονομή δικαιοσύνης και δημοκρατικές διαδικασίες.

    Μη υψηλός κίνδυνος

    Για τα συστήματα ΑΙ μη υψηλού κινδύνου επιβάλλονται μόνο πολύ περιορισμένες υποχρεώσεις διαφάνειας.

     

    Η νομοθετική ρύθμιση για την Τεχνητή Νοημοσύνη οφείλει να είναι, σε κάθε περίπτωση, ανθρωποκεντρική. Η παραπάνω πρόταση σε σημαντικό βαθμό φαίνεται πως το επιδιώκει.

    Είναι σημαντικό, σε κάθε περίπτωση, που η παραπάνω Πρόταση καθιστά προτεραιότητά της τις αξίες της Ε.Ε. Είναι ενδιαφέρον πως κινείται (και ορθά) στη βάση των κινδύνων που ενδέχεται να προκύψουν από συστήματα ΑΙ.

    Οι εξελίξεις της τεχνολογίας είναι αληθινά ραγδαίες, ακόμα και για κείνους που ασχολούνται με εκείνη. Πολύ περισσότερο για μας-τους υπόλοιπους. Αναγκαία όμως προκύπτει η προστασία όλων (επαϊόντων και μη) από τους κινδύνους που συνεπάγεται η χρήση και αξιοποίηση των ευχερειών της Τεχνητής Νοημοσύνης. Το σχέδιο Κανονισμού κινείται (και) προς τη συγκεκριμένη κατεύθυνση.

    Ερώτημα πάντως που μέλλει να απαντηθεί από την επόμενη, μάλλον, γενιά:

    Είναι, άραγε, εφικτό να τεθεί η Τεχνητή Νοημοσύνη σε αυστηρά προσδιορισμένο πλαίσιο έξω από το οποίο δεν θα είναι δυνατό να κινηθεί;

    Φοβάμαι πως όχι.

    Σταύρος Κουμεντάκης
    Managing Partner

     

    Υ.Γ. Συνοπτική έκδοση του άρθρου δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ, στις 27 Ιουνίου 2021.

    Η πληροφόρηση που εμπεριέχεται στο παρόν άρθρο δεν συνιστά (ούτε και έχει σκοπό να αποτελέσει) νομική συμβουλή. Μια τέτοια νομική συμβουλή είναι δυνατό να παρασχεθεί μόνον από αρμόδιο δικηγόρο ο οποίος θα λάβει υπόψη του το σύνολο των δεδομένων που θα του εκθέσετε για την υπόθεσή σας. Αναλυτικά.

  • Απαγόρευση βίας και παρενόχλησης στην εργασία:  Η αντιστροφή του βάρους απόδειξης

    Απαγόρευση βίας και παρενόχλησης στην εργασία: Η αντιστροφή του βάρους απόδειξης

    Παρακολουθούμε, από το καλοκαίρι ακόμα, έντονη τη συζήτηση και εντονότατες τις αντιδράσεις επί του νομοσχεδίου για τα εργασιακά-πριν ακόμα δει το φως της δημοσιότητας. Εστιάζουν, κατά κύριο λόγο, οι πολέμιοι στα θέματα της διευθέτησης του χρόνου εργασίας, για  την οποία παλαιότερη αλλά και απολύτως πρόσφατη αρθρογραφία μας. Δεν είναι, φυσικά, το μόνο σημαντικό ζήτημα που τίθεται με το ν.4808/21 (ΦΕΚ Α 101/21). Ένα ακόμα σημαντικότερο, ίσως, είναι η (περιβόητη-πλην όμως όχι πολυσυζητημένη) «αντιστροφή του βάρους απόδειξης» σε θέματα βίας και παρενόχλησης. Δεν χρειάζεται να διαθέτει κάποιος προορατικό χάρισμα για να σχηματίσει τη βεβαιότητα, πως η συγκεκριμένη διάταξη μέλλει, δυστυχώς, να αποδειχθεί προβληματική.

     

    Η (εύλογη) απαγόρευση βίας και παρενόχλησης στην εργασία

    Περιστατικά βίας και παρενόχλησης στον χώρο της εργασίας είναι φαινόμενο παλαιό και, δυστυχώς σε όλους μας, λιγότερο ή περισσότερο οικείο. Είναι αλήθεια πως κανένας μας δεν θα μπορούσε να φανταστεί το μέγεθός του-μολονότι σαν κοινωνία καθόλου δεν το υποτιμούσαμε. Ώσπου μια απολύτως πρόσφατη έρευνα που έλαβε χώρα για λογαριασμό του ΣΔΑΔΕ ήρθε, ανώμαλα, να μας προσγειώσει.

    Λαμβανομένου, λοιπόν, υπόψη του μεγέθους του προβλήματος, με ικανοποίηση διαβάζουμε στο συγκεκριμένο νομοθέτημα.

    «Απαγορεύεται κάθε μορφής βία και παρενόχληση, που εκδηλώνεται κατά τη διάρκεια της εργασίας είτε συνδέεται με αυτήν είτε προκύπτει από αυτήν, συμπεριλαμβανομένης της βίας και παρενόχλησης λόγω φύλου και της σεξουαλικής παρενόχλησης» (άρθρο 4 §1).

     

    Η αντιστροφή του βάρους απόδειξης

    Η (υπό τον συγκεκριμένο τίτλο) διάταξη του άρθρου 15 του νομοσχεδίου που τέθηκε σε διαβούλευση, προέβλεπε:

    «Όταν το θιγόμενο πρόσωπο επικαλείται γεγονότα ή στοιχεία, από τα οποία πιθανολογείται η εκδήλωση περιστατικού βίας ή παρενόχλησης σύμφωνα με το παρόν Μέρος, ο καθ’ ου φέρει το βάρος να αποδείξει στο δικαστήριο ή ενώπιον αρμόδιας διοικητικής αρχής ότι δεν συνέτρεξαν τέτοιες περιστάσεις. Το προηγούμενο εδάφιο δεν ισχύει στην ποινική δίκη.»

    Η ίδια διάταξη (υπό τον τίτλο «βάρος απόδειξης»-αυτή την φορά) στο κείμενο που κατατέθηκε προς ψήφιση στη Βουλή (και εν τέλει ψηφίστηκε-άρθρο 15) έχει ως εξής:

    «Όταν το θιγόμενο πρόσωπο ισχυρίζεται ότι υφίσταται βία και παρενόχληση σύμφωνα με το παρόν Μέρος, εφαρμόζεται η παρ. 1 του άρθρου 24 του ν. 3896/2010 (Α ́ 207)».

    Η συγκεκριμένη διάταξη (άρθρο 24. §1, ν. 3896/2010) προβλέπει: «Όταν ένα πρόσωπο που εμπίπτει στο Πεδίο εφαρμογής του παρόντος νόμου ισχυρίζεται ότι υφίσταται μεταχείριση που ενέχει διάκριση λόγω φύλου, κατά τις ανωτέρω διατάξεις, και επικαλείται, ενώπιον δικαστηρίου ή άλλης αρμόδιας αρχής, γεγονότα ή στοιχεία από τα οποία πιθανολογείται άμεση ή έμμεση διάκριση λόγω φύλου, ή ότι εκδηλώθηκε σεξουαλική ή άλλη παρενόχληση κατά την έννοια του παρόντος νόμου, ο καθ` ου φέρει το βάρος να αποδείξει στο δικαστήριο ή σε άλλη αρμόδια αρχή, ότι δεν υπήρξε παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχείρισης ανδρών και γυναικών».

    Αποφεύγοντας περιττές, νομικής φύσεως, αναλύσεις σε μια απλή διαπίστωση καταλήγουμε: Τίποτα, σε ουσιαστικό επίπεδο, δεν διαφοροποιείται σε σχέση με την αρχική μορφή της διάταξης. Εκείνος που κατηγορείται για το περιστατικό βίας ή παρενόχλησης είναι εκείνος που πρέπει να αποδείξει πως το συγκεκριμένο περιστατικό ΔΕΝ έλαβε χώρα. Πόσο δίκαιη/ορθή/ακίνδυνη είναι αυτή η αντιστροφή του βάρους απόδειξης;

     

    Η αιτιολόγηση του νομοθέτη

    Στην Ανάλυση των Συνεπειών Ρύθμισης διαβάζουμε τις σκέψεις του συντάκτη της συγκεκριμένης διάταξης για το συγκεκριμένο θέμα:

    «Με το άρθρο 15, κατ’ αντιστοιχία με τα ισχύοντα στη νομοθεσία για την απαγόρευση των διακρίσεων, εξ ου και γίνεται παραπομπή σε αυτή, υλοποιείται η άμεση προστασία των θιγόμενων με την καθιέρωση δικονομικού κανόνα περί αντιστροφής του βάρους απόδειξης, όταν το θιγόμενο πρόσωπο επικαλείται γεγονότα ή στοιχεία, από τα οποία πιθανολογείται η εκδήλωση περιστατικού βίας ή παρενόχλησης κατά τις ανωτέρω διατάξεις, με αποτέλεσμα ο καθ’ ου να φέρει το βάρος να αποδείξει στο δικαστήριο ή ενώπιον αρμόδιας διοικητικής αρχής ότι δεν συνέτρεξαν τέτοιες περιστάσεις. Σημειώνεται ότι εισάγεται εξαίρεση από τον σχετικό κανόνα για την ποινική δίκη, όπου ισχύει το τεκμήριο της αθωότητας».

    Είναι, άραγε, σωστό να λαμβάνει χώρα αντιστοίχιση με τη νομοθεσία για την απαγόρευση των διακρίσεων;

     

    Η απόδειξη αρνητικού γεγονότος

    Ο κανόνας

    Είναι γνωστό πως η απόδειξη αρνητικού γεγονότος είναι αδύνατη (λ.χ.: (λ.χ.: «δεν σου μίλησα άσχημα», «δεν σου έκανα κακό», «δεν έκλεψα το πορτοφόλι σου»). Κατά τούτο, εκείνος που επικαλείται ένα, οποιοδήποτε, γεγονός, οφείλει και να το αποδείξει (:338ΚΠολΔ).

    Η εξαίρεση στον κανόνα

    Εξαίρεση στον προαναφερόμενο (υπό α) κανόνα και αντιστροφή του βάρους απόδειξης εμπεριέχεται στην Οδηγία 54/2006 (άρθρο 19) και στον ν. 3896/2010 (άρθρο 24) που την ενσωμάτωσε. Επίσης και στην Οδηγία 43/2000 (άρθρο 8) και στον ν. 4443/2016 (άρθρο 9) που την ενσωμάτωσε.

    Είναι σημαντικό όμως να τονισθεί πως οι συγκεκριμένες Οδηγίες αφορούν την αντιμετώπιση των διακρίσεων (:γεγονότων δηλ. που έλαβαν χώρα) και την (αναγκαία) διασφάλιση της αρχής της ίσης μεταχείρισης των εργαζομένων.

    Για την αντιστροφή του βάρους απόδειξης, βάσει των εν λόγω Οδηγιών και συναφών νομοθετικών ρυθμίσεων, προϋποτίθεται ότι ο επικαλούμενος παραβίαση των διατάξεών τους θα έχει αποδείξει πλήρως πραγματικά περιστατικά ή, έστω, ενδείξεις βάσει των οποίων μπορεί να συναχθεί η αιτιώδης σύνδεση της λιγότερο ευνοϊκής μεταχείρισής του με κάποιο από τα προστατευόμενα (στις Οδηγίες αυτές) γνωρίσματα (:λόγους διάκρισης).

    Με άλλα λόγια: Στις περιπτώσεις αυτές (που καλύπτονται από τις εν λόγω Οδηγίες και νομοθετήματα), η διευκόλυνση του ενάγοντος αφορά στη δυσαπόδεικτη αιτιώδη συσχέτιση της δυσμενούς μεταχείρισής του με κάποιο από τα ύποπτα κριτήρια διάκρισης.

    Ειδικότερα: η περίπτωση της σεξουαλικής παρενόχλησης

    Ως διάκριση λόγω φύλου θεωρείται και η σεξουαλική παρενόχληση. Η αντιστροφή όμως του βάρους απόδειξης δεν σημαίνει, ότι τεκμαίρεται πως η τελευταία έλαβε, πράγματι, χώρα.

    Τεκμαίρεται, αντίθετα, η ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου-άρρηκτης, δηλ., σχέσης  μεταξύ της σεξουαλικής παρενόχλησης (ως λόγου διάκρισης) και της μη ευνοϊκής μεταχείρισης την οποία, ήδη, έχει αποδείξει ο ενάγων (εργαζόμενος) και έχει επικαλεστεί τις ενδείξεις που συνδέονται με αυτή.

    Στην περίπτωση αυτή, ο εναγόμενος (εργοδότης) πρέπει να αποδείξει το εξής αρνητικό γεγονός: ότι η διαφορετική μεταχείριση (γεγονός που έλαβε χώρα) δεν συνδέεται αιτιωδώς με κάποιο από τα προστατευόμενα, από τις Οδηγίες, γνωρίσματα (:λόγους διάκρισης).

    Επομένως: καθόλου αντίστοιχες δεν είναι οι περιπτώσεις που επιχειρεί ο συντάκτης της συγκεκριμένης ρύθμισης να συνδέσει…

    Το συμπέρασμα

    Είναι δεδομένο πως η χώρα μας δεν δεσμεύεται από κάποια Οδηγία ή Διεθνή Σύμβαση για την εν λόγω αντιστροφή του βάρους απόδειξης, όσον αφορά τέτοια περιστατικά.

    Υπό το πρίσμα όμως και των παραπάνω σκέψεων, δεν είναι νομικά ορθό, κατά την εδραία πεποίθηση του υπογράφοντος, να συσχετισθεί η αντιστροφή του βάρους απόδειξης στις ως άνω Οδηγίες με την αντιστροφή του βάρους απόδειξης του άρθρου 15.

     

    Οι (εύλογες) ανησυχίες

    Η επίμαχη διάταξη είναι αλήθεια πως γεννά εύλογες ανησυχίες καθώς ο εγκαλούμενος θα καλείται να αποδείξει ανυπαρξία «περιστατικού βίας ή παρενόχλησης»-με άλλα λόγια: ένα αρνητικό γεγονός. Ο κίνδυνος διαπόμπευσης και καταδίκης, σε κάθε επίπεδο, θα επικρέμαται «επί δικαίων και (όχι μόνον επί) αδίκων».

     

    Με όλο τον απαιτούμενο (απεριόριστο και απολύτως αναγκαίο) σεβασμό στα θύματα περιστατικών βίας ή παρενόχλησης, είναι εξαιρετικά επικίνδυνη η αντιστροφή του βάρους απόδειξης, που εισάγεται με το, προς ψήφιση, σχέδιο νόμου. Για όσο χρόνο η συγκεκριμένη διάταξη παραμείνει, είναι δεδομένο ότι αυτή που θα κινδυνεύσει περισσότερο είναι η αλήθεια: Ο κάθε δυσαρεστημένος εργαζόμενος (ή πρώην εργαζόμενος) «αδαπάνως» θα είναι δυνατό να επικαλεστεί περιστατικό βίας ή παρενόχλησης για την ενίσχυση της επιχειρηματολογίας του. Στη περίπτωση αυτή, ο καταγγελλόμενος (:συνάδελφος, προϊστάμενος, υφιστάμενος ή εργοδότης του) θα καλείται για το αδύνατο: την ανυπαρξία δηλ. του καταγγελλόμενου γεγονότος να αποδείξει.

    Όπερ άτοπο. Και, αυτονοήτως, άδικο.

    Ενδεχόμενη, πάντως, εμμονή στη συγκεκριμένη ρύθμιση (υπό το βάρος πολιτικών επιλογών ή, ενδεχόμενης, κοινωνικής πίεσης) είναι δεδομένο πως κάποιους θα κάνει, ξεχωριστά, χαρούμενους:

    Εμάς τους δικηγόρους!

    Ας επιλέξουμε.-

    Σταύρος Κουμεντάκης
    Managing Partner

     

    Υ.Γ. Συνοπτική έκδοση του άρθρου δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ, στις 20 Ιουνίου 2021.

    Η πληροφόρηση που εμπεριέχεται στο παρόν άρθρο δεν συνιστά (ούτε και έχει σκοπό να αποτελέσει) νομική συμβουλή. Μια τέτοια νομική συμβουλή είναι δυνατό να παρασχεθεί μόνον από αρμόδιο δικηγόρο ο οποίος θα λάβει υπόψη του το σύνολο των δεδομένων που θα του εκθέσετε για την υπόθεσή σας. Αναλυτικά.

  • Ο χρόνος εργασίας και η καταγραφή του

    Ο χρόνος εργασίας και η καταγραφή του

    Ολοένα και πιο έντονη γίνεται η συζήτηση, κατά το τελευταίο χρονικό διάστημα (αντίστοιχα και οι αντιδράσεις), επί του νομοσχεδίου για την εκτεταμένη αλλά και σημαντική αναμόρφωση του εργατικού δικαίου-η διαβούλευση επί του οποίου ολοκληρώθηκε απολύτως πρόσφατα (:27 Μαΐου 2021). Μεταξύ των θεμάτων που πραγματεύεται είναι κι εκείνα που αφορούν τον χρόνο εργασίας και την καταγραφή του. Τα σχετικά, χρονικά, όρια μας έχουν απασχολήσει, ήδη, σε προηγούμενη αρθρογραφία μας. Με αφορμή το συγκεκριμένο σχέδιο νόμου αξίζει να ρίξουμε μια ειδικότερη ματιά στα σχετικά θέματα, υπό το πρίσμα της ευρωπαϊκής νομοθεσίας και νομολογίας αλλά και όσων σήμερα ισχύουν στη χώρα μας.

     

    Η Οδηγία 2003/88 για τα χρονικά όρια εργασίας

    Γενικά

    Η Οδηγία 2003/88 αφορά την οργάνωση του χρόνου εργασίας και στοχεύει στη βελτίωση της ασφάλειας, της υγιεινής και της υγείας των εργαζομένων κατά την εργασία. Επιτάσσει να διατίθενται επαρκείς περίοδοι ανάπαυσης για τους εργαζομένους (Σκέψη 5).

    Στο συγκεκριμένο πλαίσιο, η Οδηγία αυτή προχωρά σε πολύ συγκεκριμένο προσδιορισμό των ελάχιστων περιόδων ημερήσιας και εβδομαδιαίας ανάπαυσης. Επίσης: των μεγίστων ορίων του εβδομαδιαίου χρόνου εργασίας. Αντίθετα, εξ αντιδιαστολής προκύπτουν τα ανώτατα ημερήσια χρονικά όρια της εργασίας.

    Τα χρονικά όρια εργασίας

    Ειδικότερα, ως προς τα ελάχιστα χρονικά όρια ημερήσιας και εβδομαδιαίας ανάπαυσης, η συγκεκριμένη Οδηγία προβλέπει ότι:

    Με περίοδο αναφοράς το εικοσιτετράωρο: Κάθε εργαζόμενος θα πρέπει να έχει στη διάθεσή του (ανά 24ωρο) ανάπαυση ελάχιστης διάρκειας ένδεκα συνεχών ωρών (άρθρο 3).

    Με περίοδο αναφοράς την εβδομάδα: Κάθε εργαζόμενος θα πρέπει να διαθέτει, ανά 7ήμερο, μια ελάχιστη περίοδο συνεχούς ανάπαυσης εικοσιτεσσάρων ωρών. Στο συγκεκριμένο 24ωρο προστίθενται και οι ένδεκα ώρες της (ελάχιστης) ημερήσιας ανάπαυσης (άρθρο 5 §1).

    Συνεπώς, εξ αντιδιαστολής προκύπτει ότι το ημερήσιο ωράριο δεν είναι δυνατό να υπερβαίνει τις δεκατρείς ώρες.

    Παράλληλα, η εν λόγω Οδηγία ρητά όρισε πως σε διάστημα επτά (7) ημερών, ο χρόνος εργασίας δεν επιτρέπεται να υπερβαίνει, κατά μέσο όρο, τις 48 ώρες (συµπεριλαµβανοµένων, μάλιστα, των υπερωριών – άρθρο 6 περ. β΄).

    Η επιβολή υποχρεώσεων στα κράτη-μέλη

    Η συγκεκριμένη Οδηγία επιτάσσει στα κράτη-μέλη να συμμορφώνονται με τις ελάχιστες προδιαγραφές της, ως προς τον ελάχιστο χρόνο ημερήσιας και εβδομαδιαίας ανάπαυσης και τον ανώτατο χρόνο εβδομαδιαίας εργασίας. Δεν προσδιορίζει, ωστόσο, τον τρόπο με τον οποίο τα κράτη-μέλη θα διασφαλίσουν τις προβλέψεις της, ο οποίος εναπόκειται στη διακριτική τους ευχέρεια. Με βάση το «γράμμα» της Οδηγίας, τα κράτη-μέλη υποχρεούνται να προβούν στη λήψη των «αναγκαίων μέτρων», ώστε να είναι συμβατά με τα ελάχιστα όρια προστασίας που θέτει στο σύνολό της η εν λόγω Οδηγία.

     

    Οι επιταγές του ΔΕΕ – Η καταγραφή του ημερήσιου χρόνου εργασίας

    Η διακριτική ευχέρεια, ωστόσο, των κρατών-μελών και το όριό της για τη λήψη των «αναγκαίων μέτρων» κρίνεται και περιορίζεται από το ΔΕΕ. Οι εθνικές προβλέψεις του κάθε κράτους-μέλους δεν είναι δυνατό να καθιστούν γράμμα κενό τις διατάξεις της ελάχιστης προστασίας, που θέτει η Οδηγία 2003/88 (Υπόθεση: C-55/18, Σκέψη 43).

    Το ΔΕΕ επίσης δέχεται, αυτονόητα, ότι τα κράτη-μέλη πρέπει να εγγυώνται την τήρηση των ανωτέρω, ελάχιστων, περιόδων αναπαύσεως. Επίσης, να εμποδίζουν κάθε υπέρβαση της μέγιστης εβδομαδιαίας διάρκειας εργασίας. Με τον τρόπο αυτό, διασφαλίζεται η πλήρης αποτελεσματικότητα της συγκεκριμένης Οδηγίας (Υπόθεση: C-55/18, Σκέψη 43).

    Το ΔΕΕ δέχεται, επιπλέον, ότι η Οδηγία 2003/88 δεν ορίζει τον συγκεκριμένο τρόπο με τον οποίο τα κράτη μέλη οφείλουν να διασφαλίζουν τις ανωτέρω εγγυήσεις. Δέχεται, ωστόσο, ότι, παρά το περιθώριο εκτιμήσεως των κρατών μελών, τα τελευταία οφείλουν να εγγυώνται την πλήρη και πρακτική αποτελεσματικότητα των ελάχιστων προδιαγραφών της Οδηγίας. Με άλλα λόγια: να διασφαλίζουν, πράγματι, στους εργαζομένους τις ελάχιστες περιόδους ημερήσιας και εβδομαδιαίας αναπαύσεως και την τήρηση του ανώτατου ορίου μέσης εβδομαδιαίας διάρκειας εργασίας (Υποθέσεις: C-14/04, Σκέψη 53, C‑484/04, Σκέψεις 39 και 40, C-243/09, Σκέψη 64).

    Στο ίδιο, ανωτέρω, πλαίσιο, το ΔΕΕ επιτάσσει ότι, προκειμένου να διασφαλίζεται η πρακτική αποτελεσματικότητα της Οδηγίας 2003/88, τα κράτη-μέλη οφείλουν να επιβάλλουν στους εργοδότες την υποχρέωση να εφαρμόζουν αντικειμενικό, αξιόπιστο και ευχερώς προσβάσιμο σύστημα μετρήσεως του ημερήσιου χρόνου εργασίας κάθε εργαζομένου (Υπόθεση: C-55/18, Σκέψη 60). Αντίθετα, δέχεται ότι η υποχρέωση καταγραφής μόνο των ωρών υπερωριακής απασχολήσεως δεν επιτυγχάνει τον σκοπό της Οδηγίας και δεν είναι συμβατή με αυτή (Υπόθεση: C-55/18, Σκέψη 52).

     

    Το εθνικό μας δίκαιο – Η κάρτα εργασίας

    Οι υποχρεώσεις του εργοδότη

    Στο εθνικό μας δίκαιο είναι γνωστό ότι δεν βρίσκεται σε ισχύ, μέχρι σήμερα τουλάχιστον, αντίστοιχη υποχρέωση καταγραφής του ημερήσιου χρόνου εργασίας κάθε εργαζομένου.

    Ο εργοδότης, ειδικότερα, υποχρεούται να καταχωρεί στο πληροφοριακό σύστημα ΕΡΓΑΝΗ (άρθρο 36 παρ. 1 ν. 4488/2017):

    (α) Κάθε αλλαγή ή τροποποίηση του ωραρίου ή της οργάνωσης του χρόνου εργασίας των εργαζομένων, το αργότερο έως και την ημέρα αλλαγής ή τροποποίησης του ωραρίου ή της οργάνωσης του χρόνου εργασίας (και σε κάθε περίπτωση πριν την ανάληψη υπηρεσίας από τους εργαζομένους),

    (β) την υπερεργασία και

    (γ) τη νόμιμη υπερωριακή απασχόληση.

    Η υποχρέωση καταγραφής του χρόνου εργασίας στη χώρα μας περιορίζεται, συνεπώς, στην καταγραφή στο ΕΡΓΑΝΗ της (νόμιμης) υπέρβασης των χρονικών ορίων εργασίας. Συνεπώς, η Ελλάδα οφείλει, βάσει του ενωσιακού δικαίου, να προβεί στη θέσπιση ενός συστήματος καταγραφής του συνολικού χρόνου ημερήσιας εργασίας κάθε εργαζομένου. Η επιλογή του συστήματος καταγραφής εναπόκειται στην διακριτική ευχέρεια του κράτους-μέλους. Ως εκ τούτου, δεν ενδιαφέρει αν θα είναι σε ψηφιακό ή υλικό φορέα.

    Η (δεκαετής) συζήτηση για την κάρτα εργασίας

    Παρά τη μη θέση σε ισχύ συστήματος καταγραφής του συνολικού χρόνου ημερήσιας εργασίας στο εθνικό μας δίκαιο, η θεσμοθέτηση της κάρτας εργασίας έχει λάβει χώρα προ δεκαετίας.

    Ειδικότερα, ο ν. 3996/2011 προβλέπει ότι «Με ευθύνη των επιχειρήσεων ενημερώνεται καθημερινά και σε πραγματικό χρόνο το ΙΚΑ – ΕΤΑΜ για το χρόνο εργασίας, την ώρα προσέλευσης και αποχώρησης των εργαζομένων της επιχείρησης οι οποίοι υπάγονται στην ασφάλιση του ΙΚΑ – ΕΤΑΜ. Η διαδικασία αυτή γίνεται με τη χρήση κάρτας εργασίας σε ηλεκτρονικό ρολόι παρουσίας προσωπικού (ωρομέτρηση) και τα στοιχεία διαβιβάζονται με ηλεκτρονικό ή άλλο τρόπο στο ΙΚΑ – ΕΤΑΜ…»  (άρθρο 26 παρ. 1 εδ. α΄ και β΄).

    Ωστόσο, η ως άνω διάταξη δεν έχει εφαρμοσθεί. Συγκεκριμένα, ποτέ δεν εκδόθηκε η αναγκαία ΥΑ, η οποία θα προέβαινε σε καθορισμό των τεχνικών προδιαγραφών για την υλοποίηση της πρόβλεψης σχετικά με την κάρτα εργασίας. Επιπλέον, ουδέποτε ολοκληρώθηκε η μελέτη δημοσιονομικής σκοπιμότητας, που προβλεπόταν για την υλοποίηση του συγκεκριμένου μέτρου (άρθρο 26 παρ. 6 ν. 3996/2011).

    Στη συνέχεια, με τον ν. 4144/2013, προβλέφθηκε ότι: «Ο εργοδότης υποχρεούται να καταχωρεί στο πληροφοριακό σύστημα του Υπουργείου Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης «ΕΡΓΑΝΗ» κάθε αλλαγή ή τροποποίηση του ωραρίου ή της οργάνωσης του χρόνου εργασίας των εργαζομένων, το αργότερο έως και την ημέρα αλλαγής ή τροποποίησης του ωραρίου ή της οργάνωσης του χρόνου εργασίας, και σε κάθε περίπτωση πριν την ανάληψη υπηρεσίας από τους εργαζομένους, καθώς και την υπερεργασία και τη νόμιμη κατά την ισχύουσα νομοθεσία υπερωριακή απασχόληση πριν την έναρξη πραγματοποίησής της» (άρθρο 80 παρ. 1 περ. α).

     

    Το σχέδιο νόμου

    Η (εκ νέου) πρόβλεψη της κάρτας εργασίας

    Στο σχέδιο νόμου που εισαγωγικά αναφέρθηκε προβλέπεται, μεταξύ των λοιπών ρυθμίσεων, και η θεσμοθέτηση της ψηφιακής κάρτας εργασίας (άρθρο 74 ΣχΝ). Ορίζεται, συγκεκριμένα, πως οι «Επιχειρήσεις – εργοδότες υποχρεούνται να διαθέτουν και να λειτουργούν ηλεκτρονικό σύστημα μέτρησης του χρόνου εργασίας των εργαζομένων τους, άμεσα συνδεδεμένο και διαλειτουργικό, σε πραγματικό χρόνο, με το Π.Σ. ΕΡΓΑΝΗ ΙΙ» (άρθρο 74 παρ. 1 ΣχΝ).

    «Η μέτρηση του χρόνου εργασίας πραγματοποιείται με τη χρήση ψηφιακής κάρτας εργασίας. Με τη χρήση της, καταγράφεται σε πραγματικό χρόνο στο Π.Σ. ΕΡΓΑΝΗ ΙΙ κάθε μεταβολή που αφορά στον χρόνο εργασίας των εργαζομένων, όπως ιδίως, η ώρα έναρξης και λήξης της εργασίας, το διάλειμμα, η υπέρβαση του νόμιμου ωραρίου εργασίας και κάθε είδους άδεια» (άρθρο 74 παρ. 2 ΣχΝ).

    Οι προβληματισμοί

    Η παραπάνω πρόβλεψη της ψηφιακής κάρτας εργασίας φαίνεται, καταρχάς, συμβατή με της επιταγές του ΔΕΕ. Προκύπτουν, ωστόσο, συγκεκριμένοι προβληματισμοί όσον αφορά την εφαρμογή του συγκεκριμένου  μέτρου. Σχετίζονται, κατά βάση, (και) με τα εκκρεμή ζητήματα που πρέπει να ρυθμιστούν με τις προβλεπόμενες προς έκδοση Υπουργικές Αποφάσεις.  Μεταξύ άλλων εκείνα που αφορούν: (α) την Ψηφιακή Κάρτα Εργασίας (άρθρο 79 παρ. 1 ΣχΝ), (β) την προστασία των προσωπικών δεδομένων (άρθρο 79 παρ. 2 ΣχΝ), (γ) τα χαρακτηριστικά των επιχειρήσεων (κλάδος, μέγεθος, είδος) στις οποίες θα εφαρμοστεί το σύστημα της ψηφιακής κάρτας εργασίας και (δ) τους εργαζόμενους που θα εμπίπτουν στην κατηγορία των διευθυνόντων υπαλλήλων  (άρθρο 79 παρ. 4 ΣχΝ).

    Τέλος, ιδιαίτεροι προβληματισμοί δημιουργούνται σχετικά με τις συνέπειες που δημιουργούνται όταν ο εργαζόμενος παραλείψει, από παραδρομή, την υποχρεωτική καταγραφή (γιατί ξέχασε, λ.χ., να «περάσει» την ψηφιακή κάρτα από το καταγραφικό).

    Στο ΣχΝ προβλέπεται ότι «Εάν, κατά τον επιτόπιο έλεγχο σε επιχείρηση, διαπιστωθεί ότι η ψηφιακή κάρτα εργαζόμενου δεν είναι ενεργοποιημένη, επιβάλλεται στον εργοδότη πρόστιμο δέκα χιλιάδων πεντακοσίων (10.500) ευρώ ανά εργαζόμενο που δεν έχει ενεργοποιημένη ψηφιακή κάρτα. Σε περίπτωση που σε τρεις ελέγχους, εντός χρονικού διαστήματος δώδεκα (12) μηνών, διαπιστωθεί η παράβαση της παρούσας επιβάλλεται προσωρινή διακοπή λειτουργίας της επιχείρησης για χρονικό διάστημα δεκαπέντε (15) ημερών. (άρθρο 74 §4 ΣχΝ).

    Το πρόστιμο των 10.500€ προβλέπεται, ήδη, στις περιπτώσεις διαπίστωσης τυχόν αδήλωτης εργασίας. Αντίθετα, στις περιπτώσεις που κατά τον επιτόπιο έλεγχο προβλέπονται αποκλίσεις μεταξύ του πίνακα προσωπικού σε συγκεκριμένη ημέρα και των (δηλωμένων) εργαζομένων, τα πρόστιμα που επιφυλάσσονται είναι πολύ μικρότερα.

    Μοιάζει, λοιπόν, στερούμενη λογικής η εξομοίωση του προστίμου για την αδήλωτη εργασία με την τυχόν περίπτωση (ακουσίου) λάθους καταγραφής του ημερήσιου ωραρίου εργαζομένου. Ως εκ τούτου, θα πρέπει να γίνει σαφής προσδιορισμός της περίπτωσης «της μη ενεργοποιημένης κάρτας». Δεν είναι δυνατό να επιφυλάσσεται η ίδια μεταχείριση στην περίπτωση εκείνη που η ψηφιακή κάρτα εργασίας δεν ενεργοποιήθηκε ποτέ από εργαζόμενο συγκεκριμένης επιχείρησης, με την περίπτωση εκείνη που σε συγκεκριμένη ημέρα ο εργαζόμενος, από παραδρομή, δεν την ενεργοποίησε.

     

    Ο Έλληνας νομοθέτης επέδειξε προφανή, μέχρι σήμερα, ατολμία όσων προβλέπει η ευρωπαϊκή νομοθεσία για τα χρονικά όρια εργασίας. Επίσης, για την εφαρμογή των μέτρων εκείνων που ο ίδιος θέσπισε για την επιβεβαίωση των χρονικών ορίων εργασίας (:κάρτα εργασίας).

    Ήρθε, ήδη, η ώρα αφενός μεν να ευθυγραμμισθεί με τις σχετικές κατευθύνσεις της ευρωπαϊκής νομοθεσίας αφετέρου να υιοθετήσει τα αναγκαία μέτρα για την επιβολή της.

    Ας ελπίσουμε πως το νομοσχέδιο που, εν τέλει, θα ψηφιστεί θα καταφέρει να επιτύχει την αναγκαία ισορροπία (και όσον αφορά τα χρονικά όρια εργασίας) ανάμεσα στην ευρωπαϊκή νομοθεσία και νομολογία, τα δικαιώματα των εργαζομένων αλλά και, αυτονοήτως, την υποβοήθηση της επιχειρηματικότητας.-

    Σταύρος Κουμεντάκης
    Managing Partner

     

    Υ.Γ. Συνοπτική έκδοση του άρθρου δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ, στις 13 Ιουνίου 2021.

    Η πληροφόρηση που εμπεριέχεται στο παρόν άρθρο δεν συνιστά (ούτε και έχει σκοπό να αποτελέσει) νομική συμβουλή. Μια τέτοια νομική συμβουλή είναι δυνατό να παρασχεθεί μόνον από αρμόδιο δικηγόρο ο οποίος θα λάβει υπόψη του το σύνολο των δεδομένων που θα του εκθέσετε για την υπόθεσή σας. Αναλυτικά.

  • Κριτήρια ESG (Περιβάλλον, Κοινωνία, Διακυβέρνηση), Επιχειρήσεις και Ανάπτυξη

    Κριτήρια ESG (Περιβάλλον, Κοινωνία, Διακυβέρνηση), Επιχειρήσεις και Ανάπτυξη

    Πολύς ο λόγος για τα κριτήρια ESG: για την αξία τους, τη σημασία της υιοθέτησής τους από τις επιχειρήσεις αλλά και τον τρόπο που τα αξιολογούν οι επενδυτές, τα χρηματιστήρια και το χρηματοπιστωτικό σύστημα. Η παγκόσμια συζήτηση έχει φτάσει, από καιρό, στη χώρα μας. Το θέμα δεν είναι πια θεωρητικό˙ αναφέρεται στην προσέλκυση επενδυτικών κεφαλαίων, στην πιστοληπτική ικανότητα των επιχειρήσεων και, εν τέλει, στην ανάπτυξη. Ας δούμε γιατί.

     

    Τι είναι τα κριτήρια ESG;

    ESG είναι η συντομογραφία των λέξεων Environmental (:Περιβάλλον), Social (:Κοινωνία), και Governance (:Διακυβέρνηση). Τα συγκεκριμένα (:ESG) κριτήρια είναι ένα σύνολο προτύπων για τις λειτουργίες μιας εταιρείας που χρησιμοποιούν κοινωνικά συνειδητοί επενδυτές για τον έλεγχο δυνητικών επενδύσεων. Τα περιβαλλοντικά κριτήρια εξετάζουν την απόδοση μιας εταιρείας ως διαχειριστή της φύσης. Τα κοινωνικά κριτήρια εξετάζουν με ποιο τρόπο η επιχείρηση διαχειρίζεται τις σχέσεις της με τους υπαλλήλους, προμηθευτές, πελάτες και τις κοινότητες όπου λειτουργεί. Η διακυβέρνηση ασχολείται με την ηγεσία μιας εταιρείας, τις αμοιβές της διοίκησης και των ανώτερων στελεχών, τους ελέγχους, τους εσωτερικούς ελέγχους και τα δικαιώματα των μετόχων.

    Με τα συγκεκριμένα κριτήρια όμως δεν ασχολούνται μόνον οι επενδυτές και οι επιχειρήσεις. Απασχολούν, ήδη, και την ΕΕ. Στο πλαίσιο αυτό, συναντά κανείς σωρεία νομοθετημάτων σχετικών με τα ESG κριτήρια, που αναδεικνύουν το υψηλό ενδιαφέρον της τελευταίας.

     

    Η (αληθινή) αξία των ESG κριτηρίων

    Το 2015 οι παγκόσμιοι ηγέτες ενέκριναν ομόφωνα την Ατζέντα 2030 για τη Βιώσιμη Ανάπτυξη. Κατά τον ΓΓ του ΟΗΕ, Αντόνιο Γκουτέρες, «Οι στόχοι για τη Βιώσιμη Ανάπτυξη είναι το μονοπάτι που μας οδηγεί σε ένα κόσμο δικαιότερο, πιο ειρηνικό και ευημερούντα, και σε έναν υγιή πλανήτη».

    Κατά συνέπεια: το θέμα δεν έχει νομοθετικό, μόνον, υπόβαθρο ούτε και νομική, κατά  βάση, αξία.

    Αποδεικνύεται, όμως, πως έχει ιδιαίτερη αξία (και) για τις επιχειρήσεις.

    Προλογίζοντας ο Γιώργος Σεραφείμ (καθηγητής στο Harvard Business School, Πρόεδρος του Ελληνικού Συμβουλίου Εταιρικής Διακυβέρνησης και μέλος της Διοικούσας Επιτροπής του Χρηματιστηρίου Αθηνών) τον Οδηγό Δημοσιοποίησης Πληροφοριών ESG του Χρηματιστηρίου Αθηνών αναφέρει: «εταιρείες που βελτιώνουν τις επιδόσεις τους σε θέματα περιβάλλοντος, κοινωνίας και εταιρικής διακυβέρνησης (ESG) …βελτιώνουν την πρόσβασή τους σε κεφάλαια, τη δέσμευση των εργαζομένων τους, την ικανοποίηση των πελατών τους και τις σχέσεις τους με την κοινωνία και τα ενδιαφερόμενα μέρη».

    Στο συγκεκριμένο Οδηγό διαβάζουμε:

    «Η βιώσιμη ανάπτυξη αποτελεί παγκόσμια προτεραιότητα… Με τη θέσπιση των Στόχων Βιώσιμης Ανάπτυξης (ΣΒΑ) των Ηνωμένων Εθνών έχει διαμορφωθεί μια νέα αντίληψη σχετικά με το ρόλο των εταιρειών και όλο και περισσότερες επιχειρήσεις προβαίνουν στη μέτρηση, τη δημοσιοποίηση και τη διαχείριση των κινδύνων και των ευκαιριών που αφορούν τη βιώσιμη ανάπτυξη. Μέσω δεικτών που καταγράφουν επιδόσεις σε θέματα περιβάλλοντος, κοινωνίας και εταιρικής διακυβέρνησης …αποτυπώνεται η ικανότητα των εταιρειών να δημιουργούν αξία και να διαμορφώνουν αποτελεσματικές στρατηγικές με μακροπρόθεσμο ορίζοντα….

    Παράλληλα, ακαδημαϊκές έρευνες έχουν διαπιστώσει την ύπαρξη ισχυρής σχέσης μεταξύ των επιδόσεων σε θέματα ESG και των χρηματοοικονομικών επιδόσεων των εταιρειών, γεγονός που αποδεικνύει ότι τα δεδομένα ESG είναι ουσιαστικά από χρηματοοικονομικής απόψεως και, συνεπώς, συναφή για τους επενδυτές. Τα δεδομένα ESG που δημοσιοποιούν οι εταιρείες παρέχουν στους επενδυτές σημαντικές πληροφορίες για τις δραστηριότητες, την ανταγωνιστική θέση και τη μακροπρόθεσμη στρατηγική τους».

     

    To Σύμφωνο PRI

    To Σύμφωνο PRI [:PRI Initiative (Principles for Responsible Investment)] είναι μια επενδυτική πρωτοβουλία που αναπτύσσεται σε συνεργασία με την UNEP Finance Initiative και το UN Global Compact˙ μια πρωτοβουλία που προϋποθέτει τη δέσμευση των συμμετεχόντων στα ESG κριτήρια.

    Τα δημοσιευμένα στοιχεία για την αυξανόμενη αποδοχή του Συμφώνου PRI μοιάζουν εντυπωσιακά: Στη συγκεκριμένη πρωτοβουλία συμμετέχουν, ήδη, 170 επενδυτές που διαχειρίζονται 36τρις(!) USD καθώς και 26(!) Οργανισμοί Αξιολόγησης Πιστοληπτικής Ικανότητας [:(CRAs)Credit Rating Agencies]. Επίσης: Τέσσερις εκθέσεις έχουν δημοσιευτεί ως μέρος της συγκεκριμένης πρωτοβουλίας και έχουν οργανωθεί πάνω από είκοσι φόρουμ σε όλο τον κόσμο για τους επαγγελματίες του κλάδου.

    Αξιοσημείωτες είναι και οι αρχές επί των οποίων δεσμεύονται οι συγκεκριμένοι επενδυτές και Οργανισμοί:

    Αρχή 1: Θα ενσωματώσουμε θέματα ESG στην ανάλυση των επενδύσεων και στις διαδικασίες λήψης αποφάσεων.

    Αρχή 2: Θα είμαστε ενεργοί κάτοχοι και θα ενσωματώσουμε ζητήματα ESG στις πολιτικές και τις πρακτικές μας.

    Αρχή 3: Θα επιδιώξουμε την κατάλληλη αποκάλυψη για θέματα ESG από τις οντότητες στις οποίες επενδύουμε.

    Αρχή 4: Θα προωθήσουμε την αποδοχή και την εφαρμογή των Αρχών στον κλάδο των επενδύσεων.

    Αρχή 5: Θα συνεργαστούμε για να ενισχύσουμε την αποτελεσματικότητά μας στην εφαρμογή των Αρχών.

    Αρχή 6: Θα αναφέρουμε τις δραστηριότητές μας και την πρόοδό μας σχετικά με την εφαρμογή των Αρχών.

     

    ESG: Winning in the long run

    Από όσα παραπάνω αναφέρονται δεν απομένει οποιαδήποτε αμφιβολία ούτε για τη σημασία που δίνουν οι επενδυτές στην υιοθέτηση των ESG κριτηρίων ούτε και για το γεγονός πως οι επιχειρήσεις (και) σ’ αυτά, ιδιαίτερα, θα πρέπει να εστιάσουν.

    Στο κατά τα άνω πλαίσιο και (σχετικά) πρόσφατη εκδήλωση του Χρηματιστηρίου Αθηνών: ESG: Winning in the long run. Η υψηλή συμμετοχή στη συγκεκριμένη εκδήλωση καταδεικνύει και το υψηλό, αντίστοιχα, ενδιαφέρον. Πολλές, επίσης, και ενδιαφέρουσες συμμετοχές και παρουσιάσεις, που κατέδειξαν αυτή, ακριβώς, τη αξία της υιοθέτησης των συγκεκριμένων κριτηρίων από τις επιχειρήσεις.

    Σε δύο, μόνον, σημεία των τοποθετήσεων, που έλαβαν χώρα, θα εστιάσουμε:

    «Εταιρείες κοινωνικά υπεύθυνες προφανώς γίνονται ελκυστικότερες σε διεθνές επίπεδο και αντίστροφα» (:κ. Βασ. Λαζαράκου, Πρόεδρος της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς)

    «Σύμφωνα με εκτιμήσεις τα επόμενα τρία-τέσσερα χρόνια παραπάνω από το 50% των ΑΚ θα επενδύεται σε στρατηγικές οι οποίες θα έχουν κριτήρια ESG. (H υιοθέτηση των ESG κριτηρίων) δεν είναι κάτι, όπως θα λέγαμε, nice to have αλλά must have» (:κ. Θεοφ. Μυλωνάς, Πρόεδρος Ένωσης Θεσμικών Επενδυτών)

    Στη βάση (και) των συγκεκριμένων δεδομένων, ο CEO του Χρηματιστηρίου Αθηνών κ. Σωκράτης Λαζαρίδης γνωστοποίησε τον προγραμματισμό της δημιουργίας, έως τον Οκτώβριο,  δείκτη που θα περιλαμβάνει τις επαρκώς ευαισθητοποιημένες, σε θέματα ESG, εισηγμένες εταιρείες. Αναμένεται, ως φυσικό επακόλουθο, η αύξηση του ενδιαφέροντος των επενδυτών για τις μετοχές των εν λόγω (προνομιούχων) εταιρειών.

     

    Επιχειρήσεις που πληρούν τα κριτήρια ESG και επενδυτικά κεφάλαια

    Θα ανέμενε κάποιος πως η υιοθέτηση των συγκεκριμένων κριτηρίων συνιστά περίσσιο, μόνον, βάρος (και κόστος-χωρίς όφελος) για τις επιχειρήσεις. Είναι όμως έτσι;

    H Morningstar είναι μία εταιρεία χρηματοοικονομικών υπηρεσιών έρευνας και διαχείρισης επενδύσεων διεθνούς κύρους. Υψηλού κύρους, αντίστοιχα, και οι έρευνές της. Σε μια σχετικά πρόσφατη (:30.6.20) έρευνά της (:“How Does European Sustainable Funds’ Performance Measure Up?”) συναντούμε εξαιρετικά ενδιαφέροντα στοιχεία. Πολύ περισσότερο, καθώς γίνεται συγκριτική επισκόπηση των αποδόσεων των Sustainable Funds σε σχέση με τα παραδοσιακά-τα Traditional Funds.

    Να διευκρινίσουμε στο σημείο αυτό, πως ως Sustainable Funds προσδιορίζονται εκείνα που χρησιμοποιούν κριτήρια περιβαλλοντικής, κοινωνικής και εταιρικής διακυβέρνησης (ESG) για την αξιολόγηση των επενδύσεων ή της κοινωνικής τους επίδρασης. Αντίθετα, τα παραδοσιακά (:Traditional Funds) δεν εστιάζουν στην ύπαρξη (ή μη) τέτοιου είδους κριτηρίων για την αξιολόγηση είτε των επενδύσεών τους είτε/και δυνητικών επενδύσεων.

     

    Αποδόσεις και βαθμός επιβίωσης των Sustainable Funds σε σχέση με τα Traditional Funds

    Στην προαναφερθείσα έρευνα της Morningstar γίνεται συγκριτική επισκόπηση των Sustainable και των Traditional Funds όσον αφορά τον βαθμό επιβίωσης αλλά και, κυρίως, τις αποδόσεις τους. Η υπεροχή των πρώτων μοιάζει προφανής σε παγκόσμιο και ευρωπαϊκό επίπεδο σε βάθος έτους, τριετίας, πενταετίας και δεκαετίας. Να διευκρινιστεί πως, για τις ανάγκες του παρόντος, εστιάζουμε μεν στα τμήματα εκείνα της έρευνας που αναφέρονται στις επενδύσεις σε παγκόσμιο και ευρωπαϊκό επίπεδο, δεν προκύπτουν όμως σημαντικές διαφοροποιήσεις από τα υπόλοιπα τμήματά της.

     

    Αποδόσεις των Sustainable Funds σε παγκόσμιο επίπεδο

    Στον πίνακα που ακολουθεί καταγράφονται οι επιδόσεις και αποδόσεις των Sustainable Funds που επενδύουν, παγκοσμίως, σε εταιρείες μεγάλης κεφαλαιοποίησης-Blend Equity˙ συγκεκριμένα:

    Από τα παραπάνω δεδομένα προκύπτει πως, πέραν του αυξημένου ποσοστού επιβίωσης των Sustainable Funds, οι μέσες αποδόσεις τους από τις προαναφερθείσες επενδύσεις, κυμαίνονται από 6,9% σε βάθος δεκαετίας έως 25,7% σε επίπεδο έτους. Αντίθετα, οι μέσες αποδόσεις των Traditional Funds περιορίζονται στο 6,3% σε βάθος δεκαετίας και φτάνουν στο 23,3% σε επίπεδο έτους.

     

    Αποδόσεις των Sustainable Funds που επενδύουν στην Ευρώπη

    Στον κατωτέρω πίνακα καταγράφονται οι επιδόσεις και αποδόσεις των Sustainable Funds που επενδύουν στην Ευρώπη-επίσης σε εταιρείες μεγάλης κεφαλαιοποίησης/Blend Equity˙ συγκεκριμένα:

    Τα ποσοστά επιβίωσης των Sustainable Funds είναι, στην περίπτωση αυτή, εξαιρετικά αυξημένα σε σχέση με τα Traditional Funds. Αυξημένες όμως είναι και οι αποδόσεις των Sustainable Funds, που επενδύουν στις συγκεκριμένες ευρωπαϊκές εταιρείες: κυμαίνονται από 6,8% σε βάθος δεκαετίας έως 26,2% σε επίπεδο έτους. Αντίθετα, οι μέσες αποδόσεις των Traditional Funds περιορίζονται στο 6,6% σε βάθος δεκαετίας και φτάνουν έως 24,2% σε επίπεδο έτους.

     

    Αποδόσεις των Sustainable Funds που επενδύουν στην Ευρωζώνη

    Στον πίνακα που ακολουθεί, καταγράφονται οι επιδόσεις και αποδόσεις των Sustainable Funds που επενδύουν στην Ευρωζώνη σε εταιρείες μεγάλης κεφαλαιοποίησης-Blend Equity˙ συγκεκριμένα:

    Τα ποσοστά επιβίωσης των Sustainable Funds είναι, και στην περίπτωση αυτή, εξαιρετικά αυξημένα, σε σχέση με τα Traditional Funds. Αντίστοιχα και οι μέσες αποδόσεις των Sustainable Funds που επενδύουν στην Ευρωζώνη στις συγκεκριμένες εταιρείες: κυμαίνονται από 5,6% σε βάθος δεκαετίας έως 24,4% σε επίπεδο έτους. Αντίθετα οι μέσες αποδόσεις των Traditional Funds περιορίζονται στο 5,5% σε βάθος δεκαετίας και φτάνουν έως 23,7% σε επίπεδο έτους.

     

    Συμπέρασμα

    Ως απολύτως προφανές προκύπτει, από τα παραπάνω, το συμπέρασμα, πως τα Funds εκείνα (:Sustainable Funds) που εστιάζουν σε επενδύσεις με κριτήρια ESG έχουν εμφανώς καλύτερα ποσοστά επιβίωσης αλλά και καλύτερες αποδόσεις έναντι των λοιπών (:Traditional Funds). Οι επιχειρήσεις, λοιπόν, που πληρούν τα εν λόγω (:ESG) κριτήρια είναι εκείνες που θα λαμβάνουν «τη μερίδα του λέοντος», όσον αφορά  το ενδιαφέρον των σημαντικών επενδυτών. Τα κεφάλαια για την ανάπτυξή τους αλλά και η ανάπτυξή τους εν τέλει μοιάζει να είναι, με τον τρόπο αυτό,  ευκολότερα (αλλά και περισσότερο) εξασφαλισμένα.

     

    Το ενδιαφέρον της παγκόσμιας κοινότητας, των επενδυτικών κεφαλαίων και των χρηματιστηρίων (τελευταία και των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων), προκύπτει ως απολύτως πρόδηλο όσον αφορά την υιοθέτηση των κριτηρίων ESG. Αναδεικνύεται, κατ’ ακολουθίαν, ως εξαιρετικά σημαντική η υιοθέτησή τους από τις εταιρείες μεγάλης κεφαλαιοποίησης αλλά κι εκείνες των οποίων μετοχές είναι εισηγμένες σε οργανωμένες αγορές.

    Το θέμα όμως δεν θα πρέπει να απασχολεί τις συγκεκριμένες μεγαλύτερες, μόνον, εταιρείες. (Θα πρέπει να) απασχολεί το σύνολο των επιχειρήσεων που βρίσκονται (ή είναι ενδεχόμενο να βρεθούν) στο στόχαστρο επενδυτών. Εκείνες των οποίων η πιστοληπτική ικανότητα αξιολογείται. Εκείνες που είτε επιθυμούν να προβάλλουν τα επιτεύγματά τους στους συγκεκριμένους τομείς είτε, απλά, αξιολογούνται ως προς αυτά.

    Σημαντικό όμως να υπομνησθεί, πως οι νεότερες γενιές καταναλωτών δεν ενδιαφέρονται μόνο για τη σχέση ποιότητας/τιμής του προϊόντος ή της υπηρεσίας που αγοράζουν˙ αντιμετωπίζουν με αυστηρότητα, ήδη, τις επιδόσεις των επιχειρήσεων (και) στους συγκεκριμένους, προαναφερθέντες, τομείς.

    Είναι, λοιπόν, προφανές πως η υιοθέτηση των κριτηρίων ESG από κάποιες επιχειρήσεις, τις τοποθετεί σε (πολυεπίπεδα) πλεονεκτικότερη θέση.  . (Στο πλαίσιο αυτό, εξάλλου, και το απονεμόμενο στις επιχειρήσεις «Σήμα Ισότητας» που προβλέπεται από το ν/σ για τα εργασιακά θέματα-για το οποίο επόμενη αρθρογραφία μας).

    Αναγκαίο, επομένως, το σχετικό ESG-«διαβατήριο» για την ανάπτυξη και, σε κάποιες περιπτώσεις, την επιβίωση των επιχειρήσεων.-

    Σταύρος Κουμεντάκης
    Managing Partner

     

    Υ.Γ. Συνοπτική έκδοση του άρθρου δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ, στις 6 Ιουνίου 2021.

    κριτήρια ESG

    Η πληροφόρηση που εμπεριέχεται στο παρόν άρθρο δεν συνιστά (ούτε και έχει σκοπό να αποτελέσει) νομική συμβουλή. Μια τέτοια νομική συμβουλή είναι δυνατό να παρασχεθεί μόνον από αρμόδιο δικηγόρο ο οποίος θα λάβει υπόψη του το σύνολο των δεδομένων που θα του εκθέσετε για την υπόθεσή σας. Αναλυτικά.

  • Επαγγελματική Ασθένεια & Covid-19

    Επαγγελματική Ασθένεια & Covid-19

    Φαντάζει, ήδη, μακρινή η 11.3.2020, οπότε ο ΠΟΥ κήρυξε, ως πανδημία, τη λοίμωξη Covid-19 (που προέρχεται, όπως μάθαμε, από τον Κορωνοϊό-2019 SARS-CoV-2). Μπήκε, έκτοτε και «για τα καλά», στην έγκλειστη-μέχρι πρότινος ζωή και καθημερινότητά μας. Συνεχίζουμε όμως να μετράμε, καθημερινά-εξαιτίας της, κρούσματα, διασωληνώσεις, θανάτους. Κεντρική μέριμνα της πολιτείας υπήρξε, από την αρχή, η διασφάλιση της ζωής και της υγείας των πολιτών. Ακολούθως, η διασφάλιση της επιβίωσης των επιχειρήσεων και, εν τέλει, της οικονομίας. Προϊόντος του χρόνου, η χρήση εμβολίων βοηθά στη σταδιακή «επιστροφή στην κανονικότητα». Η πανδημία, εντούτοις, δεν έληξε. Εφησυχασμός δεν δικαιολογείται˙ τουλάχιστον όχι ακόμα. Στο πλαίσιο αυτό μάλλον θα πρέπει (επιτέλους) να δούμε θέματα που «διέλαθαν», ενδεχομένως, της προσοχής μας ή αξιολογήσαμε, από παραδρομή, ως «ήσσονος σημασίας». Ένα τέτοιο είναι κι εκείνο που αφορά την υπαγωγή της συγκεκριμένης λοίμωξης στις επαγγελματικές ασθένειες.

     

    Η υπαγωγή της λοίμωξης Covid-19 στις επαγγελματικές ασθένειες

    Το θέμα τέθηκε, για πρώτη φορά, από δημόσια χείλη αρκετά καθυστερημένα-ένα έτος σχεδόν μετά την έναρξη της πανδημίας (:μόλις στις 12.02.2021). Συγκεκριμένα, μέσω ανακοίνωσης του Γραφείου Τύπου του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων, επισημάνθηκε από τον αρμόδιο Υφυπουργό, ότι στην χώρα μας, «αναγνωρίζεται» (:πόθεν άραγε;) ο κορωνοϊός ως παράγοντας κινδύνου για την υγεία και την ασφάλεια των εργαζομένων. Γνωστοποιήθηκε, επιπρόσθετα, ότι στο Υπουργείο Εργασίας επεξεργάζονται την προοπτική τροποποίησης του Εθνικού Καταλόγου Επαγγελματικών Ασθενειών (:π.δ. 41/2012), ώστε να καταχωρηθεί σε αυτόν η ασθένεια με αίτιο τον Κορωνοϊό-2019 SARS-CoV-2. Διατυπώθηκε, ωστόσο, η ανάγκη εξεύρεσης δικλείδων, ώστε η λοίμωξη Covid-19 να σχετίζεται, ως επαγγελματική ασθένεια, με τον επαγγελματικό χώρο του ασθενούς και όχι με την ευρύτερη κοινωνική του δραστηριότητα.

     

    Η επαγγελματική ασθένεια

    Προκειμένου να αξιολογηθεί η εξαγγελία(;) του αρμόδιου Υπουργείου, αναγκαίο μοιάζει να αναλυθεί η έννοια της επαγγελματικής ασθένειας. Επίσης: τα επιμέρους χαρακτηριστικά της.

    Ως τέτοια (:επαγγελματική) νοείται η ασθένεια, η οποία, κατά τα διδάγματα της ιατρικής επιστήμης, είναι πιθανότερο να προσβάλει συγκεκριμένη κατηγορία εργαζομένων, περισσότερο από άλλες ομάδες πληθυσμού, εξαιτίας ακριβώς της φύσης της εργασίας που οι πρώτοι παρέχουν. Η ίδια η εργασία, δηλαδή, αποτελεί στην περίπτωση αυτή, αιτία εκδήλωσης της συγκεκριμένης ασθένειας.

    Στο εθνικό μας δίκαιο και, ειδικότερα, στο δίκαιο της κοινωνικής ασφάλισης, η έννοια της επαγγελματικής ασθένειας «διαθέτει» έναν πιο συγκεκριμένο προσδιορισμό. Η χώρα μας, συμμορφούμενη με τη Σύσταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής 2003/670 ΕΚ «Σχετικά με τον ευρωπαϊκό κατάλογο των επαγγελματικών ασθενειών», προέβη σε προσάρτηση του καταλόγου αυτού και σε (περιοριστική) απαρίθμηση των επαγγελματικών ασθενειών (άρθρο 2 π.δ. 41/2012).

    Η χώρα μας, επομένως, έχει υιοθετήσει ένα «κλειστό» σύστημα προσδιορισμού των επαγγελματικών ασθενειών. Ως συνέπεια του «numerus clausus» αυτών, ο χαρακτηρισμός της λοίμωξης Covid-19 ως επαγγελματικής ασθένειας είναι αναγκαίο να γίνει με ρητή συμπερίληψή του στον εθνικό κατάλογο των επαγγελματικών ασθενειών.

    Οι επαγγελματικές ασθένειες, όπως αυτές απαριθμούνται στον εθνικό κατάλογο, διακρίνονται σε πέντε ευρύτερες κατηγορίες. Πρόκειται, ειδικότερα, για τις:

    (α) Ασθένειες που προκαλούνται από χημικούς παράγοντες.

    (β) Ασθένειες του δέρματος που προκαλούνται από ουσίες και παράγοντες που δεν περιλαμβάνονται σε άλλες θέσεις.

    (γ) Ασθένειες που προκαλούνται από την εισπνοή ουσιών και παραγόντων που δεν καταγράφονται σε άλλες θέσεις.

    (δ) Λοιμώδεις και παρασιτικές ασθένειες.

    (ε) Ασθένειες προκαλούμενες από τους απαριθμούμενους στο π.δ. φυσικούς παράγοντες.

    Από την ανωτέρω διάκριση, διαφαίνεται η δυνατότητα (ενδεχομένως) υπαγωγής της επαγγελματικής ασθένειας στην κατηγορία των λοιμωδών και παρασιτικών ασθενειών.

     

    Η διάκριση της επαγγελματικής ασθένειας από το εργατικό ατύχημα

    Με το εργατικό ατύχημα είχαμε ασχοληθεί σε προηγούμενη αρθρογραφία μας. Προσδιορίσαμε, εκεί, το εργατικό ατύχημα ως κάθε βίαιο συμβάν που επιφέρει βλάβη στην υγεία του εργαζομένου ή απώλεια της ζωής του. Προϋπόθεση: να έλαβε χώρα κατά την εκτέλεση της εργασίας ή εξ αφορμής της. Να υφίσταται, δηλαδή, «αιτιώδης σύνδεσμος» μεταξύ εργασίας και ατυχήματος (:σχέση αιτίου-αιτιατού). Εξαίρεση από τα ανωτέρω: η περίπτωση που ο παθών προκάλεσε με δόλο το ατύχημα (άρ. 1 ν. 551/1915).

    Η επαγγελματική ασθένεια διακρίνεται όμως, ως προς κάποια, επιμέρους, χαρακτηριστικά της, από το εργατικό ατύχημα. Σε αντίθεση με τον «βίαιο» και αιφνίδιο χαρακτήρα του εργατικού ατυχήματος, η επαγγελματική ασθένεια επέρχεται, κατά κανόνα, με τρόπο βραδύ. Επίσης: το εργατικό ατύχημα είναι δυνατό να επέλθει και εξ αφορμής της εργασίας, ως έμμεσο, δηλ., αποτέλεσμά της. Αντίθετα, η επαγγελματική ασθένεια οφείλεται σε αυτή, καθεαυτή, την εργασία.

    Κάποιες φορές όμως και η ασθένεια μπορεί να συνιστά εργατικό ατύχημα. Ασθένεια λοιπόν που συνιστά εργατικό ατύχημα, είναι εκείνη που βρίσκεται σε λανθάνουσα κατάσταση και εκδηλώνεται (ή επιδεινώνεται) από «μη κανονικές» συνθήκες εργασίας, οι οποίες φέρουν χαρακτήρα βίαιου συμβάντος. Μιλάμε, στην περίπτωση αυτή, για επαγγελματική ασθένεια που συνιστά εργατικό ατύχημα.

    Αντίστοιχη περίπτωση είναι κι εκείνη κατά την οποία εργαζόμενος παρέχει τις υπηρεσίες του υπό κανονικές και συμφωνημένες συνθήκες, ωστόσο ασθενεί. Εφόσον ενημερώσει τον εργοδότη του για την ασθένειά του, ο τελευταίος (εργοδότης) οφείλει να απασχολεί τον (ασθενή) εργαζόμενο σε διαφορετική θέση εργασίας-κατάλληλη για την κατάσταση της υγείας του. Αν, παρ’ ελπίδα, εξακολουθήσει να τον απασχολεί υπό τις ίδιες συνθήκες κατά τις οποίες εκδηλώθηκε η ασθένεια, τυχόν επιδείνωση θα θεωρηθεί ότι συνιστά εργατικό ατύχημα.

     

    Η επαγγελματική ασθένεια και οι ασφαλιστικές παροχές

    Η επαγγελματική ασθένεια αντιμετωπίζεται, μόνον, κοινωνικοασφαλιστικά. Ειδικότερα από άποψη κοινωνικής ασφάλισης και, κατ’ επέκταση, των χορηγούμενων ασφαλιστικών παροχών, εξομοιώνεται με το εργατικό ατύχημα (άρθρα 8 §4 & 34 §1 ΑΝ 1846/1951). Συνεπώς, ο εργαζόμενος που νοσεί από επαγγελματική ασθένεια δικαιούται τις προβλεπόμενες και παρεχόμενες από τον Ε.Φ.Κ.Α. παροχές ιατροφαρμακευτικής και νοσοκομειακής περίθαλψης, επιδομάτων, συντάξεως του νοσούντα ή των μελών της οικογένειάς του στην περίπτωση θανάτου του. Η πρόβλεψη σύνταξης, παρουσιάζεται, εν προκειμένω, ως μείζονος σημασίας. Αυτονοήτως, ο καθένας απεύχεται τον θάνατο εργαζομένων λόγω Covid-19. Τούτο δεν σημαίνει όμως ότι δεν πρέπει να υπάρξει μέρινα για τις περιπτώσεις αυτές. Ιδίως στις εργασικές ομάδες που εμφανίζουν αυξημένες πιθανότητες να νοσήσουν. Πόσοι, άραγε, θάνατοι σημειώθηκαν στο νοσηλευτικό προσωπικό της χώρας μας από την έναρξη της πανδημίας;

     

    Η αδυναμία θεμελίωσης εργατικού ατυχήματος εξαιτίας της λοίμωξης Covid-19

    Ενδεχόμενες προσπάθειες αντιμετώπισης και διαχείρισης της λοίμωξης Covid-19 ως εργατικό ατύχημα δεν είναι δυνατό να θεμελιωθούν νομικά, κατά τρόπο ευχερή και αναμφισβήτητο. Κι αυτό για δύο λόγους:

    (α) Η μετάδοση της συγκεκριμένης νόσου δεν είναι δυνατό να εμπίπτει στην έννοια των «δυσμενών» και «εξαιρετικών» συνθηκών εργασίας, ούτε στην έννοια του «βίαιου συμβάντος». Είναι, εξάλλου, γνωστό πως η μετάδοσή της λαμβάνει χώρα και υπό απολύτως φυσιολογικές συνθήκες εργασίας (αν και, σε κάποιες περιπτώσεις, η πιθανότητα μετάδοσης είναι γνωστό πως είναι, λόγω της φύσης της εργασίας, σημαντικά αυξημένη).

    (β) Μοιάζει, μάλλον, αδύνατη η διαπίστωση του αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ αιτίου (:παροχή εργασίας) και αποτελέσματος (:νόσος). Εστίες μόλυνσης είναι δυνατό να υπάρξουν εντός των χώρων εργασίας, αυτονοήτως όμως και εκτός αυτών. Δεν είναι δυνατό, ως εκ τούτου, να διαπιστωθεί, με βεβαιότητα, αν ένας εργαζόμενος προσεβλήθη από τη νόσο κατά την παροχή της εργασίας του ή όχι.

     

    Η ένταξη της λοίμωξης Covid-19 στον κατάλογο των επαγγελματικών ασθενειών

    Δεδομένων των ανωτέρω, η θεμελίωση τυχόν εργατικού ατυχήματος εξαιτίας του Covid-19 φαίνεται, μάλλον, αδύνατη. Το γεγονός αυτό σε συνδυασμό με τη μη υπαγωγή της λοίμωξης του Covid-19 στον εθνικό κατάλογο επαγγελματικών ασθενειών δημιουργεί έλλειμμα προστασίας και κοινωνικής πρόνοιας. Ιδίως για συγκεκριμένες ομάδες εργαζομένων. Αντίθετα, η υπαγωγή της λοίμωξης Covid-19 στον εθνικό κατάλογο των επαγγελματικών ασθενειών θα δημιουργήσει αντίστοιχο τεκμήριο απαλλάσσοντας τον εργαζόμενο/ασφαλισμένο από το αντίστοιχο βάρος απόδειξης. Ως συνέπεια της υπαγωγής, το κενό προστασίας θα καλυφθεί.

    Εκ περισσού να σημειώσουμε πως η εισαγωγή του Covid-19 στις επαγγελματικές ασθένειες είναι δυνατό να αφορά, αποκλειστικά, συγκεκριμένα επαγγέλματα. Επαγγέλματα, δηλαδή, τα οποία λόγω της φύσης τους ενέχουν περισσότερες πιθανότητες μετάδοσης της νόσου για τους εργαζομένους σε αυτά. Αντίστοιχοι περιορισμοί προβλέπονται, εξάλλου, και από το υφιστάμενο θεσμικό πλαίσιο (:π.δ. 41/2012).

     

    Σήμερα, που άρχισε «να καταλαγιάζει», λίγο-λίγο, «ο κουρνιαχτός» από την πανδημία και τις συνέπειές της, είναι ώρα να σκύψουμε, λίγο περισσότερο, στα κρούσματα, στα θύματα και τις οικογένειές τους. Σ’ εκείνους που προηγήθηκαν και σ’ εκείνους που (δυστυχώς) θα ακολουθήσουν. Ιδίως σ’ εκείνους που προσβλήθηκαν και σ’ εκείνους που κινδυνεύουν περισσότερο, λόγω της εργασίας τους, να προσβληθούν και να βιώσουν τις δυσμενείς συνέπειες (βραχυπρόθεσμες και μεσομακροπρόθεσμες) της νόσου.

    Η υπαγωγή της λοίμωξης Covid-19 στον εθνικό κατάλογο τον επαγγελματικών ασθενειών μοιάζει όχι μόνον ορθότερη, συνεπέστερη και ασφαλέστερη αλλά και, κοινωνικά, περισσότερο δίκαιη.

    Σταύρος Κουμεντάκης
    Managing Partner

     

    Υ.Γ. Συνοπτική έκδοση του άρθρου δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ, στις 30 Μαΐου 2021.

    Η πληροφόρηση που εμπεριέχεται στο παρόν άρθρο δεν συνιστά (ούτε και έχει σκοπό να αποτελέσει) νομική συμβουλή. Μια τέτοια νομική συμβουλή είναι δυνατό να παρασχεθεί μόνον από αρμόδιο δικηγόρο ο οποίος θα λάβει υπόψη του το σύνολο των δεδομένων που θα του εκθέσετε για την υπόθεσή σας. Αναλυτικά.

  • Mεταβίβαση επιχείρησης & εργασιακές σχέσεις

    Mεταβίβαση επιχείρησης & εργασιακές σχέσεις

    Ο επιχειρηματίας δικαιούται, στο πλαίσιο της επιχειρηματικής του ελευθερίας και δράσης, να λαμβάνει τις βέλτιστες αποφάσεις. Κάποιες αποφάσεις του είναι δυνατόν να διαφοροποιήσουν σημαντικά την παρούσα κατάσταση της επιχείρησής του. Κάποιες άλλες μπορεί ακόμα και να σημάνουν την αλλαγή του προσώπου που τη λειτουργεί και την εκμεταλλεύεται. Εκποιήσεις, εξαγορές, συγχωνεύσεις, αποσχίσεις αποτελούν (όχι σπάνιες) επιχειρηματικές αποφάσεις, οι οποίες ενδέχεται να σημαίνουν εκείνο που ο νόμος θεωρεί  «μεταβίβαση επιχείρησης». Όταν όμως επέλθει η «μεταβίβαση επιχείρησης» επέρχονται, αυτοδίκαια, και οι έννομες συνέπειές της. Κάποιες από αυτές αφορούν και την αυτοδίκαιη μεταβίβαση των εργασιακών σχέσεων στη νέα επιχείρηση. Το ενδεχόμενο αυτό μπορεί να είναι θετικό. Μπορεί όμως κι επικίνδυνο. Ιδίως για κείνον που τις αποκτά.

     

    Το ρυθμιστικό πλαίσιο του θεσμού της μεταβίβασης επιχείρησης

    Το ενωσιακό δίκαιο

    Η πρώτη προσπάθεια ρύθμισης του ζητήματος της μεταβίβασης επιχείρησης σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης έλαβε χώρα το 1977 με την Οδηγία 77/187. Τροποποιήθηκε, στη συνέχεια, το 1998 με την Οδηγία 98/50. Κωδικοποιήθηκε, εν τέλει, με την, σήμερα ισχύουσα, 2001/23.

    Κεντρική στόχευση, ήδη, της πρώτης Οδηγίας (:77/187) αποτέλεσε η προστασία των εργαζομένων και η διατήρηση των θέσεων και των όρων εργασίας. Κι όλα τούτα στην  περίπτωση της μεταβολής στη διάρθρωση των επιχειρήσεων που διενεργείται μέσω μεταβιβάσεων επιχειρήσεων, εγκαταστάσεων ή τμημάτων εγκαταστάσεων ή επιχειρήσεων σε άλλους επιχειρηματίες. Επίσης, η σύγκλιση του επιπέδου προστασίας μεταξύ των δικαίων των κρατών μελών, η ρύθμιση, τελικά, μιας ενιαίας αγοράς.

    Σε πρόσφατες αποφάσεις του, όμως, το ΔΕΕ, αποκλίνοντας από την έως τότε πάγια νομολογία του, δέχεται ότι η Οδηγία επιδιώκει, επιπρόσθετα, και την προστασία των συμφερόντων του προσώπου που αποκτά την επιχείρηση. Έχει κρίνει, χαρακτηριστικά, πως η Οδηγία «…δεν έχει αποκλειστικό σκοπό τη διαφύλαξη, σε περίπτωση μεταβιβάσεως επιχειρήσεως, των συμφερόντων των εργαζομένων, αλλά επιδιώκει τη διασφάλιση δίκαιης ισορροπίας μεταξύ των συμφερόντων τους αφενός και των συμφερόντων του εκδοχέα, αφετέρου…» (ΔΕΕ, C-426/11, Alemo-Herron κ.λ.π.).

     

    Το εθνικό δίκαιο

    Η μέριμνα όμως του νομοθέτη για την προστασία των δικαιωμάτων των εργαζομένων, σε περίπτωση μεταβίβασης της επιχείρησης, εκδηλώθηκε από νωρίς (και) σε επίπεδο εθνικού δικαίου. Με τις διατάξεις, συγκεκριμένα, των άρθρων 6 §1 Ν. 2112/1920 και 9 §1 Β.Δ. 16/18.7.1920 που προβλέπουν, πως η με οποιονδήποτε τρόπο μεταβολή του προσώπου του εργοδότη δεν επηρεάζει την εφαρμογή των διατάξεων οι οποίες έχουν θεσπισθεί υπέρ των μισθωτών για την καταγγελία της σύμβασης εργασίας. Το άρθρο 8 Π.Δ. της 8.12.1928 όρισε πως, σε περίπτωση στράτευσης, όταν επέλθει μεταβολή του προσώπου του εργοδότη, οι υποχρεώσεις, που καθιερώνει το νομοθέτημα αυτό για τους εργοδότες, μεταβιβάζονται αυτοδικαίως στο νέο εργοδότη. Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 6 παρ. 2 Ν. 3239/1955, οι υποχρεώσεις και τα δικαιώματα που προκύπτουν από συλλογική σύμβαση εργασίας μεταβιβάζονται, αυτοδικαίως, στους διαδόχους του εργοδότη που δεσμεύονται απ’ αυτήν.

    Πέρα από τις παραπάνω αποσπασματικές ρυθμίσεις εκδόθηκε, αρχικά, το Π.Δ. 572/2002, προκειμένου η ελληνική νομοθεσία να εναρμονισθεί με την Οδηγία 77/187. Στη συνέχεια, ενόψει της νεότερης Οδηγίας 98/50, εκδόθηκε το ισχύον σήμερα Π.Δ. 178/2002 (που κατήργησε το προϊσχύσαν Π.Δ. 527/1988).

     

    Οι προϋποθέσεις της «μεταβίβασης επιχείρησης»

    Η Οδηγία 2001/23 προβλέπει ότι: «…θεωρείται ως μεταβίβαση, κατά την έννοια της παρούσας Οδηγίας, η μεταβίβαση μιας οικονομικής οντότητας που διατηρεί την ταυτότητά της, η οποία νοείται ως σύνολο οργανωμένων πόρων με σκοπό την άσκηση οικονομικής δραστηριότητας, είτε κυρίας είτε δευτερεύουσας» (άρθρο 1 §1 περ. β).

    Για να υπάρξει, λοιπόν, «μεταβίβαση επιχείρησης» και να έχει εφαρμογή η συγκεκριμένη Οδηγία και το Π.Δ. 178/2002, πρέπει να συντρέχουν οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

    (α) Η μεταβιβαζόμενη μονάδα θα πρέπει να συνιστά, πριν από την μεταβίβαση, «οικονομική οντότητα».

    (β) Ως προς την οικονομική αυτή οντότητα θα πρέπει να λάβει χώρα μεταβίβαση, η οποία προϋποθέτει αφενός την αλλαγή του φορέα της αφετέρου τη διατήρηση της ταυτότητάς της.

     

    Ο χαρακτηρισμός μιας μονάδας ως οικονομικής οντότητας

    Από το άρθρο 1 §1.β. της Οδηγίας και την πάγια νομολογία του ΔΕΕ, προκύπτει ότι δύο είναι τα στοιχεία που χαρακτηρίζουν μια μονάδα ως οικονομική οντότητα. Συγκεκριμένα:

    (α) θα πρέπει να πρόκειται για σύνολο οργανωμένων πόρων, δηλαδή ένα σύνολο που απαρτίζεται από ανθρώπινο δυναμικό, υλικά και άυλα στοιχεία και

    (β) το οργανωμένο σύνολο να επιδιώκει ορισμένο οικονομικό σκοπό (ακόμη και μη κερδοσκοπικό).

    Το ΔΕΕ έχει, επιπρόσθετα, κρίνει πως η μεταβίβαση θα πρέπει να αφορά μια, σε μόνιμη βάση, οργανωμένη οικονομική μονάδα. Η δραστηριότητα, δηλαδή, της τελευταίας δεν πρέπει να περιορίζεται στην εκτέλεση συγκεκριμένου, μόνον, έργου.

    Να επισημανθεί, επίσης, πως το ΔΕΕ έχει αποφανθεί, πως η οικονομική οντότητα δεν ταυτίζεται με την ίδια τη δραστηριότητα που αυτή ασκεί. Η παραδοχή αυτή οδηγεί στο συμπέρασμα ότι αν έχουμε μεταβίβαση δραστηριότητας δεν σημαίνει, το δίχως άλλο, πως υπάρχει και μεταβίβαση της οντότητας.

    Στην έννοια της οικονομικής οντότητας, εκτός από την επιχείρηση-συνολικά, εμπίπτουν και τα επιμέρους τμήματά της. Το τμήμα της επιχείρησης, όμως, πρέπει κατά το ΔΕΕ, να έχει λειτουργική αυτονομία χωρίς, κατ΄ ανάγκην, να απαιτείται να είναι πλήρης (ΔΕΕ, C-664/17, Ελληνικά Ναυπηγεία).

     

    Η έννοια της μεταβίβασης της οικονομικής οντότητας

    Αφού επιβεβαιωθεί η ύπαρξη της οικονομικής οντότητας, στη βάση των δύο, προαναφερόμενων, προϋποθέσεων, ακολουθεί ο έλεγχος της ύπαρξης της μεταβίβασης της. Συγκεκριμένα ελέγχεται:

    (α) Αν η μεταβιβαζόμενη οικονομική οντότητα διατηρεί την ταυτότητά της μετά τη μεταβίβαση.

    (β) Αν υπάρχει μεταβολή του φορέα της οικονομικής οντότητας. Αν, δηλαδή, αλλάζει ο υπεύθυνος της εκμετάλλευσης της επιχείρησης, χωρίς να ενδιαφέρει αν μεταβιβάζεται και η κυριότητά της.

     

    Η διατήρηση της ταυτότητας της οικονομικής οντότητας

    Σύμφωνα με τη νομολογία του ΔΕΕ, η κρίση για τη διατήρηση (ή μη) της ταυτότητας της οικονομικής οντότητας, εξαρτάται από τη συνολική εκτίμηση των συνθηκών καθεμιάς περίπτωσης. Στο παραπάνω πλαίσιο, το ΔΕΕ θεωρεί κάποια στοιχεία ως κρίσιμα για τη διαπίστωση της διατήρησης της ταυτότητας.

    Πρόκειται για:

    (i) τη μεταβίβαση ή μη υλικών στοιχείων (ενδ.: εξοπλισμός και εγκαταστάσεις),

    (ii) τη μεταβίβαση ή μη άυλων στοιχείων καθώς και την αξία τους (ενδ.: σήμα, διπλώματα ευρεσιτεχνίας, διακριτικοί τίτλοι),

    (iii) τη πρόσληψη ή μη σημαντικού μέρους εργατικού δυναμικού από το νέο επιχειρηματία,

    (iv) τη μεταβίβαση ή μη της πελατείας,

    (v) τον βαθμό ομοιότητας των δραστηριοτήτων, που ασκούνται πριν και μετά τη μεταβίβαση και

    (vi) τη διάρκεια της τυχόν διακοπής των συγκεκριμένων (υπό v) δραστηριοτήτων.

    Τα παραπάνω στοιχεία δεν είναι αναγκαίο να συντρέχουν σωρευτικά. Αντίθετα, λαμβάνονται υπόψη ως ενδείξεις στο πλαίσιο των ειδικότερων συνθηκών που ισχύουν σε καθεμιά, ξεχωριστή, περίπτωση.

    Κρίσιμο, πάντως, είναι να διακρίνουμε αν μεταβιβάζεται ένας οργανισμός που επιζεί της αλλαγής του φορέα του. Αντίθετα, αν απλώς εκποιούνται κάποια περιουσιακά στοιχεία της επιχείρησης, χωρίς να συνέχονται λειτουργικά μεταξύ τους, τότε μεταβίβαση δεν θεωρείται ότι λαμβάνει χώρα.

     

    Μεταβολή του φορέα της οικονομικής οντότητας

    Η μεταβίβαση επιχείρησης προϋποθέτει την μεταβολή του φορέα της. Ως φορέας της οικονομικής οντότητας νοείται το φυσικό ή νομικό πρόσωπο, το οποίο την εκμεταλλεύεται και τη λειτουργεί στο όνομα και για λογαριασμό του (1553/2002 ΑΠ). Ο φορέας της επιχείρησης συνιστά και τον εργοδότη των εργαζόμενων στην πρώτη. Όταν υπάρχει μεταβολή του φορέα μεταβάλλεται και ο εργοδότης.

     

    Συνέπειες από την μεταβίβαση επιχείρησης

    Η αυτοδίκαιη μεταβίβαση της εργασιακής σχέσης

    Σύμφωνα με το εθνικό μας δίκαιο (:άρθρο 4 §1 ΠΔ 178/2002), διά της μεταβιβάσεως της οικονομικής οντότητας-και από τον χρόνο διενέργειάς της, το σύνολο των (υφισταμένων) δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, που έχει ο μεταβιβάζων από τη σύμβαση (ή τη σχέση) εργασίας, μεταβιβάζονται στον διάδοχο. Πρόκειται για μια, από το νόμο, μεταβίβαση του συνόλου της εργασιακής σχέσης (1478/2006 ΑΠ). Από το χρονικό, λοιπόν, σημείο της μεταβίβασης, ο διάδοχος εργοδότης υπεισέρχεται αυτοδίκαια στη θέση του προηγούμενου (εργοδότη), όσον αφορά τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις που απορρέουν από τη σχέση εργασίας. Παράλληλα, με τη μεταβίβαση των εργασιακών σχέσεων, ο νέος εργοδότης υποχρεούται να τηρεί και τους όρους εργασίας που προβλέπονται από συλλογικές συμβάσεις εργασίας, διαιτητικές αποφάσεις και κανονισμούς εργασίας (:άρθρο 4 §2 Π.Δ. 178/2002).

     

    Η προστασία από τις απολύσεις

    Η μεταβίβαση επιχείρησης ή εγκατάστασης δεν συνιστά, καθ’ εαυτή, λόγο απόλυσης εργαζομένων (άρθρο 5 §1 ΠΔ 178/2002). Η συγκεκριμένη ρύθμιση εισάγει, επομένως, έναν αυτοτελή λόγο ακυρότητας της απόλυσης και συμπληρώνει τη προστασία που παρέχει η γενική ρύθμιση (:άρθρο 4 §1 ΠΔ 178/2002).

    Υποστηρίζεται, βέβαια, πως η διάταξη του άρθρου 5 §1 ΠΔ 178/2002 δεν απαγορεύει τις απολύσεις, όταν αυτές είναι συνέπεια της λήψης μέτρων, με σκοπό την ορθολογικότερη οργάνωση και την εξυγίανση της επιχείρησης, ενόψει της βελτίωσης των προοπτικών πώλησής της. Σε κάθε περίπτωση, όμως, η παράβαση του άρθρου 5 §1 από τον διάδοχο επιφέρει όλες τις συνέπειες της άκυρης καταγγελίας (υποχρέωση καταβολής μισθών υπερημερίας, αξίωση για πραγματική απασχόληση κλπ).

     

    Στον επιχειρηματία ανήκει, αυτονόητα, ο σχεδιασμός που αφορά το μέλλον της επιχείρησής του. Η από μέρους του όμως υιοθέτηση των βέλτιστων, κατ’ εκείνον-σχετικών, επιλογών δεν είναι, κατά βάση, χωρίς συνέπειες. Σημαντική θέση κατέχουν οι εργασιακές σχέσεις, μεταξύ των παραμέτρων εκείνων που, στο πλαίσιο αυτό, θα πρέπει να λάβει υπόψη του.

    Σημαντικό όμως να επισημάνουμε πως η υιοθέτηση της μιας ή της άλλης επιλογής δεν αφορά μόνον  τον επιχειρηματία που, ενδεχομένως, μεταβιβάζει την επιχείρησή του. Αφορά αντίστοιχα, ίσως και περισσότερο, τον επιχειρηματία που αποκτά.

    Κρίσιμη, στο πλαίσιο αυτό, αναδεικνύεται η αξιολόγηση των επιμέρους δεδομένων, στη βάση των παραδοχών που και παραπάνω αναφέρθηκαν. Απολύτως αναγκαία η απομείωση του «νομικού κινδύνου» και, κατ’ ακολουθίαν, η απομείωση του συναφούς επιχειρηματικού ρίσκου.

    Απολύτως αναγκαία, κατά τούτο, (και) η νηφάλια αξιολόγηση των (νομικών) δεδομένων, με σκοπό τη λήψη των βέλτιστων δυνατών (αυτονοήτως και περισσότερο διασφαλιστικών-για όλους) αποφάσεων.-

    Σταύρος Κουμεντάκης
    Managing Partner

     

    Υ.Γ. Συνοπτική έκδοση του άρθρου δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ, στις 23 Μαΐου 2021.

    Η πληροφόρηση που εμπεριέχεται στο παρόν άρθρο δεν συνιστά (ούτε και έχει σκοπό να αποτελέσει) νομική συμβουλή. Μια τέτοια νομική συμβουλή είναι δυνατό να παρασχεθεί μόνον από αρμόδιο δικηγόρο ο οποίος θα λάβει υπόψη του το σύνολο των δεδομένων που θα του εκθέσετε για την υπόθεσή σας. Αναλυτικά.

Η περιοχή αυτή είναι καταχωρημένη στο wpml.org ως περιοχή ανάπτυξης. Μεταβείτε σε τοποθεσία παραγωγής με κλειδί στο remove this banner.