Συντάκτης: skoumentakis

  • Η μειοψηφία και τα δικαιώματά της στην Ανώνυμη Εταιρεία

    Η μειοψηφία και τα δικαιώματά της στην Ανώνυμη Εταιρεία

    Η μειοψηφία και τα δικαιώματά της στην Ανώνυμη Εταιρεία: εσωτερικός εχθρός ή παράγοντας υγείας;

    Μέρος Α’

    «Letat cest moi» (:«το κράτος είμαι εγώ») είναι η, περισσότερο κι από τον Λουδοβίκο ΙΔ’, γνωστή ρήση του, που παραπέμπει στην παντοδυναμία του ηγεμόνα και, κατ’ ακολουθίαν, στην αδυναμία της ύπαρξης της διαφορετικής άποψης. Στη Γαλλία του δέκατου έβδομου-δέκατου όγδοου αιώνα κάθε μειοψηφούσα άποψη αξιολογούνταν, προφανώς, ως αποκρουστέα: ο Ηγεμόνας εγνώριζε!

    Για την αντιπολίτευση έχουν διατυπωθεί, διαχρονικά, διάφορες απόψεις (όπου κι όταν) γινόταν αποδεκτή η ύπαρξή της. Μια από τις χαρακτηριστικές εκείνη του Βλαντιμίρ Ίλιτς Λένιν: «Ο καλύτερος τρόπος να ελέγχεις την αντιπολίτευση είναι να την καθοδηγείς». Στην περίπτωση αυτή έχουμε μεν αναγνώριση του δικαιώματος ύπαρξης της (μειοψηφούσας) αντιπολίτευσης με (αναγνωρισμένα όμως) δικαιώματα «καθοδήγησής» της από την κυβερνώσα (και πλειοψηφούσα)  συμπολίτευση.

    Περιττό βέβαια να μιλήσουμε και στις δύο, προαναφερθείσες, περιπτώσεις για την προστασία των μειοψηφούντων.

    Ας αναλογιστούμε, κατ’ αντιστοιχία, τι θα σήμαινε η μη αναγνώριση οποιουδήποτε δικαιώματος στους μειοψηφούντες στο πλαίσιο οποιουδήποτε επιχειρηματικού σχηματισμού.

    Μήπως λοιπόν η (επί της ουσίας) αναγνώριση και διασφάλιση των δικαιωμάτων μειοψηφίας στα εταιρικά σχήματα συνιστά παράγοντα ασφάλειας όχι μόνο για του μειοψηφούντες αλλά και για τους υποψήφιους επενδυτές και δανειστές;

     

    1.Τα δικαιώματα μειοψηφίας στην Ανώνυμη Εταιρεία

    Υπό το πρίσμα των ανωτέρω σκέψεων φαντάζει ως περισσότερο από προφανής η αναγνώριση δικαιωμάτων μειοψηφίας στους (αντίστοιχους) μετόχους-και όχι μόνο υπό το πρίσμα του συνταγματικώς προστατευόμενου αγαθού της ιδιοκτησίας. Ως απολύτως φυσιολογική φαντάζει, επίσης, και η επιλογή του σύγχρονου νομοθέτη για την (ελαφρά) ενίσχυση των δικαιωμάτων των μειοψηφούντων μετόχων στον πρόσφατο νόμο για τις ανώνυμες εταιρείες.

    Είναι αλήθεια βέβαια πως πάντοτε θα πρέπει να «βάζουμε στη ζυγαριά» τα δικαιώματα των πλειοψηφούντων μετόχων με τα αντίστοιχα των μειοψηφούντων. Το αποτέλεσμα σε οποιαδήποτε περίπτωση δεν μπορεί να είναι είτε η φαλκίδευση της εύρυθμης λειτουργίας της εταιρείας είτε των δικαιωμάτων των τελευταίων (των μειοψηφούντων). Η χρυσή τομή, τουλάχιστον όσον αφορά τις προθέσεις του νομοθέτη, φαίνεται πως σε σημαντικό βαθμό αποτυπώνεται στον πρόσφατο νόμο.

    Η αναγνώριση (σε τυπικό επίπεδο) και η ύπαρξη (σε ουσιαστικό) δικαιωμάτων μειοψηφίας άλλοτε αυτών που ο νόμος επιβάλλει κι άλλοτε όσων ο επενδυτής (ή δανειστής) απαιτεί, αποτελεί αναγκαία προϋπόθεση για την αναζήτηση και ανεύρεση επενδυτικών (ή δανειακών) κεφαλαίων-κατά κανόνα κρίσιμων για την εύρυθμη λειτουργία της ανώνυμης εταιρείας.

     

    2.Το εύρος και είδος των δικαιωμάτων μειοψηφίας στην ανώνυμη εταιρεία

    Ο σε ισχύ, ήδη, νόμος για τις ανώνυμες εταιρείες αναγνωρίζει (όπως και ο προκάτοχός του εξάλλου) σειρά δικαιωμάτων στους μειοψηφούντες μετόχους ανάλογα με το ύψος του μετοχικού κεφαλαίου που ένας έκαστος ή περισσότεροι εξ αυτών εκπροσωπούν. Τα δικαιώματα μειοψηφίας διαλαμβάνονται αφενός μεν στη διάταξη του άρθρου 141 του νέου νόμου αφετέρου δε, διάσπαρτα, στις λοιπές διατάξεις του. Ξεχωριστού ενδιαφέροντος όμως είναι τα δικαιώματα που αναγνωρίζει ο νόμος στους μειοψηφούντες μετόχους (εκείνους που εκπροσωπούν το 1/20 και 1/5 του μετοχικού κεφαλαίου) όσον αφορά τον έλεγχο της εταιρείας. Περί αυτών όμως, λόγω της σοβαρότητάς τους θα ασχοληθούμε σε άρθρο που θα ακολουθήσει.

    Κατά τα λοιπά, επιχειρείται μια ενδεικτική σταχυολόγηση των δικαιωμάτων μειοψηφίας κατανεμημένα σε δύο ενότητες: Αυτή που αφορά τα (κατά τεκμήριο) περισσότερο σημαντικά κι εκείνη που αφορά τα λοιπά, επιμέρους, δικαιώματα.

     

    3.Τα περισσότερο σημαντικά θέματα

    3.1 Η έγκριση της σύναψης (κατ’ αρχήν) απαγορευομένων να συναφθούν συμβάσεων

    Οι μέτοχοι που εκπροσωπούν το 1/20 του μετοχικού κεφαλαίου δικαιούνται (:άρθρο 100 παρ. 3) να ζητήσουν τη σύγκληση Γενικής Συνέλευσης για λήψη οριστικής απόφασης επί της παροχής άδειας σύναψης σύμβασης για τις περιπτώσεις των οποίων απαγορεύεται η σύναψη χωρίς ειδική άδεια του Διοικητικού Συμβουλίου (κατ’ άρθρο 99 επ.). Στη Γενική Συνέλευση που συγκαλείται για το σκοπό αυτό, αναγνωρίζεται (:άρθρο 100 παρ. 4) δικαίωμα των μετόχων της εταιρείας να αντιλέξουν στην παροχή  άδειας σύναψης σύμβασης ως εξής: (α) στις εισηγμένες εταιρείες των μετόχων που εκπροσωπούν ποσοστό ίσο ή μεγαλύτερο από το 1/20 του μετοχικού κεφαλαίου και (β) στις μη εισηγμένες εταιρείες των μετόχων που εκπροσωπούν ποσοστό ίσο ή μεγαλύτερο από το 1/3 του μετοχικού κεφαλαίου (ειδικά για το τελευταίο αυτό θέμα δείτε σχετικό άρθρο.

    3.2 Τα κρίσιμα θέματα αρμοδιότητας ΓΣ

    Οι μέτοχοι που εκπροσωπούν ποσοστό ίσο ή μεγαλύτερο από το 1/3 του μετοχικού κεφαλαίου δικαιούνται (:άρθρο 132 παρ. 3) να αντιλέξουν στη λήψη αποφάσεων για κρίσιμα θέματα που αφορούν τη λειτουργία της εταιρείας (ενδ.: τη μεταβολή της εθνικότητας της εταιρείας, του αντικειμένου της, την επαύξηση των υποχρεώσεων των μετόχων, την τακτική αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου, τη μεταβολή του τρόπου διάθεσης των κερδών, τη συγχώνευση, τη διάσπαση, τη μετατροπή, την αναβίωση, την παράταση της διάρκειας ή τη διάλυση της εταιρείας, την παροχή ή ανανέωση της εξουσίας προς το διοικητικό συμβούλιο για αύξηση του κεφαλαίου κλπ.).

    3.3 Η διανομή του ελαχίστου μερίσματος

    Αναγνωρίζεται δικαίωμα (:άρθρο 161 παρ. 2) στους μετόχους που εκπροσωπούν ποσοστό ίσο ή μεγαλύτερο από το 1/3 του μετοχικού κεφαλαίου να αντιλέξουν στη λήψη αποφάσεων από τη Γενική Συνέλευση για μείωση της διανομής του ελαχίστου μερίσματος σε ποσοστό μικρότερο του 35% των καθαρών κερδών (μετά την αφαίρεση της κράτησης για το τακτικό αποθεματικό και των λοιπών πιστωτικών κονδυλίων της κατάστασης των αποτελεσμάτων που δεν προέρχονται από πραγματοποιηθέντα κέρδη). Στους μετόχους που εκπροσωπούν ποσοστό ίσο ή μεγαλύτερο από το 1/5 του μετοχικού κεφαλαίου αναγνωρίζεται δικαίωμα να αντιλέξουν στη λήψη αποφάσεων από τη Γενική Συνέλευση για (καθ’ ολοκληρίαν) μη διανομή ή μείωση της διανομής του ελαχίστου μερίσματος σε ποσοστό μικρότερο του 10% των καθαρών κερδών.

     

    4.Επιμέρους δικαιώματα των μετόχων

    4.1 Δικαιώματα μεμονωμένων μετόχων

    Στο νόμο για τις ανώνυμες εταιρείες αναγνωρίζεται σειρά δικαιωμάτων στους μεμονωμένους μετόχους της ανώνυμης εταιρείας. Ενδεικτικά:

    Το δικαίωμα (:άρθρο 79 παρ. 1), εφόσον προβλέπεται σχετικά από το καταστατικό, να διορίζει κάποιος μέτοχος απευθείας μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου, ο αριθμός των οποίων δεν θα πρέπει να υπερβαίνει τα 2/5 του προβλεπόμενου συνολικού αριθμού των μελών αυτού.

    Το δικαίωμα (επί μη εισηγμένης εταιρείας-κατ’ άρθρο 122 παρ. 4) να ζητήσει ο μέτοχος από την εταιρεία να του αποστέλλει με email ατομική πληροφόρηση για επικείμενες γενικές συνελεύσεις τουλάχιστον δέκα (10) ημέρες πριν από την ημέρα της Γενικής Συνέλευσης

    Το δικαίωμα (:άρθρο 123 παρ. 1) να ζητήσει από την εταιρεία να θέτει στη διάθεσή του τις ετήσιες χρηματοοικονομικές καταστάσεις της εταιρείας καθώς και τις σχετικές εκθέσεις του Διοικητικού Συμβουλίου τουλάχιστον δέκα (10) ημέρες πριν από την ημέρα της Τακτικής Γενικής Συνέλευσης

    Το δικαίωμα (:άρθρο 141 παρ. 10) να ζητήσει από την εταιρεία να θέσει στη διάθεσή του, εντός 20ημέρου, πληροφόρηση για το ύψος του κεφαλαίου της εταιρείας, τις κατηγορίες των μετοχών που έχουν εκδοθεί και τον αριθμό των μετοχών κάθε κατηγορίας, ιδίως προνομιούχων, (με τα δικαιώματα που κάθε κατηγορία παρέχει) καθώς και τον αριθμό των δεσμευμένων μετοχών με τους προβλεπόμενους, κατά περίπτωση, περιορισμούς

    Το (υπό προϋποθέσεις) δικαίωμα (:άρθρο 141 παρ. 11) να ζητήσει από την εταιρεία να θέσει στη διάθεσή του στοιχεία των μετόχων της εταιρείας με ποσοστό μεγαλύτερο από 1%.

    Το δικαίωμα σε περίπτωση λύσης και εκκαθάρισης της εταιρείας (:άρθρο 168 παρ. 4) να ζητήσει από το αρμόδιο δικαστήριο, εντός τριμήνου από τη λύση της εταιρείας, να καθορίσει την κατώτατη τιμή πώλησης των ακινήτων, κλάδων ή τμημάτων ή του συνόλου της επιχείρησης υπό εκκαθάριση.

    Το δικαίωμα (:άρθρο 184 παρ. 5) κάθε μετόχου που έχει ανώνυμες μετοχές να ζητήσει μέχρι την 31.12.2019 από το αρμόδιο δικαστήριο να υποχρεωθεί η εταιρεία να τον εγγράψει στο βιβλίο μετόχων, να εκδώσει και να του παραδώσει νέες ονομαστικές μετοχές.

    4.2 Δικαιώματα που αφορούν τη μειοψηφία του 1/20 του μετοχικού κεφαλαίου

    Στον ίδιο νόμο αναγνωρίζεται σειρά δικαιωμάτων στους μετόχους που συγκεντρώνουν ποσοστό μεγαλύτερο από 1/20 του μετοχικού κεφαλαίου. Ενδεικτικά:

    Το δικαίωμα (:άρθρο 102 παρ. 7 εδ. β’) της συγκατάθεσης στην παραίτηση ή στον συμβιβασμό της εταιρείας αναφορικά με τις αξιώσεις της προς αποζημίωση έναντι μελών του Διοικητικού Συμβουλίου, μετά την άσκηση της σχετικής αγωγής.

    Το δικαίωμα (:άρθρο 104 παρ.1) της υποβολής αιτήματος για την άσκηση αξιώσεων της εταιρείας σε βάρος μελών του Διοικητικού Συμβουλίου (στο πλαίσιο της ενδοεταιρικής τους ευθύνης).

    Το δικαίωμα (:άρθρο 109 παρ. 5 εδ. β΄) της υποβολής αίτησης στο αρμόδιο δικαστήριο για μείωση του ύψους της αμοιβής ή παροχής που καταβλήθηκε ή αποφασίστηκε να καταβληθεί σε συγκεκριμένο μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου (υπό την προϋπόθεση της εναντίωσης, κατά τη σχετική Γενική Συνέλευση) μετόχων που εκπροσωπούν το 1/10 του μετοχικού κεφαλαίου).

    Δικαίωμα (:άρθρο 137 παρ. 3 εδ. β΄) της άσκησης αγωγής για ακύρωση απόφασης η οποία ελήφθη χωρίς να έχουν παρασχεθεί στους ενάγοντες οι οφειλόμενες πληροφορίες.

    Το δικαίωμα υποβολής αιτήματος στο Διοικητικό Συμβούλιο της εταιρείας για  σύγκληση Γενικής Συνέλευσης (:άρθρο 141 παρ. 1), για εγγραφή θεμάτων στην Ημερήσια Διάταξη της Γενικής Συνέλευσης (:άρθρο 141 παρ. 2), για παροχή πληροφόρησης για καταβληθέντα και παροχές προς μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου και τους Διευθύνοντες (:άρθρο 141 παρ. 6), για  αναβολή λήψης αποφάσεων Γενικής Συνέλευσης (:άρθρο 141 παρ. 5) και, τέλος, για διενέργεια φανερής ψηφοφορίας (:άρθρο 141 παρ. 9).

    Το δικαίωμα (:άρθρο 142 παρ. 1) υποβολής αιτήματος στο αρμόδιο δικαστήριο για έκτακτο έλεγχο της εταιρείας, σε περίπτωση πράξεων που παραβιάζουν διατάξεις του νόμου ή του καταστατικού της εταιρείας ή  αποφάσεων της Γενικής Συνέλευσης.

    Το δικαίωμα (:άρθρο 169 παρ. 2), σε περίπτωση απόρριψης ή μη έγκρισης του σχεδίου επιτάχυνσης και περάτωσης της εκκαθάρισης, υποβολής αιτήματος στο αρμόδιο δικαστήριο για έγκριση του ανωτέρω σχεδίου ή τον ορισμό άλλων καταλλήλων μέτρων.

    4.3 Δικαιώματα που αφορούν τη μειοψηφία του 1/10 του μετοχικού κεφαλαίου

    Στους μετόχους που συγκεντρώνουν ποσοστό μεγαλύτερο από 1/10 του μετοχικού κεφαλαίου Περαιτέρω, αναγνωρίζεται σειρά δικαιωμάτων. Ειδικότερα:

    Το δικαίωμα (:άρθρο 79 παρ. 3 εδ. γ’) υποβολής αίτησης στο αρμόδιο δικαστήριο για ανάκληση συμβούλου που διορίστηκε από μέτοχο (στο πλαίσιο άσκησης σχετικού καταστατικού του δικαιώματος-σύμφωνα με την παράγραφο 1 του ίδιου άρθρου), λόγω σπουδαίου λόγου στο πρόσωπό του διορισθέντος.

    Το δικαίωμα (:άρθρο 102 παρ. 7 εδ. α’) συγκατάθεσης στην παραίτηση ή στον συμβιβασμό της εταιρείας αναφορικά με τις αξιώσεις της προς αποζημίωση έναντι μελών του Διοικητικού Συμβουλίου, πριν την πιθανή άσκηση της σχετικής αγωγής.

    Το δικαίωμα πληροφόρησης  σχετικά με την πορεία των εταιρικών υποθέσεων και την περιουσιακή κατάσταση της εταιρείας (:άρθρο 141 παρ. 7).

    Το δικαίωμα, τέλος, υποβολής αιτήματος στο δικαστήριο να διακόψει ή παραλείψει το στάδιο της εκκαθάρισης και να λάβει χώρα άμεση διαγραφή της εταιρείας από το ΓΕΜΗ-στην περίπτωση που η περιουσία της εταιρείας δεν αναμένεται να επαρκέσει για την κάλυψη των δαπανών της εκκαθάρισης (:άρθρο 167 παρ. 6).

    4.4 Δικαίωμα που αφορά τη μειοψηφία του 1/5 του μετοχικού κεφαλαίου

    Στις μη εισηγμένες εταιρείες αναγνωρίζεται το δικαίωμα (:άρθρο 135 παρ. 1 περ. δ’) στους μετόχους που εκπροσωπούν ποσοστό ίσο ή μεγαλύτερο από το 1/5 του μετοχικού κεφαλαίου να αντιλέξουν στη λήψη αποφάσεων από τη Γενική Συνέλευση με ψηφοφορία χωρίς συνεδρίαση.

    Επιπλέον, αναγνωρίζεται στην μειοψηφία του 1/5 του μετοχικού κεφαλαίου το δικαίωμα (:άρθρο 142 παρ. 3) να ζητήσουν από το δικαστήριο τον έκτακτο έλεγχο της εταιρείας, σε περίπτωση που η διοίκηση των εταιρικών υποθέσεων δεν ασκείται όπως επιβάλλει η χρηστή και συνετή διαχείριση.

     

    5. Ενώσεις μετόχων

    Οι Ενώσεις Μετόχων (:θεσμός πρωτοεμφανιζόμενος στο νέο νόμο για τις Ανώνυμες Εταιρείες-άρθρο 144) δικαιούνται να ασκούν τα δικαιώματα που αναγνωρίζονται στους επιμέρους όχι όμως και εκείνα που αφορούν έναν έκαστο αυτοτελώς.

     

    Εν κατακλείδι

    Ο νόμος για τις Ανώνυμες Εταιρείες αναγνωρίζει (και ορθά) σειρά δικαιωμάτων στους μετόχους που διαθέτουν μειοψηφικά ποσοστά του μετοχικού κεφαλαίου. Όπως είναι φυσικό, τα δικαιώματα της μειοψηφίας γίνονται περισσότερο σημαντικά όσο μεγαλύτερο ποσοστό του μετοχικού κεφαλαίου κατέχει o μέτοχος. Από τα περισσότερο σημαντικά μάλιστα είναι εκείνα του ελέγχου της πλειοψηφίας και των πεπραγμένων της τα οποία όμως, λόγω της σοβαρότητάς τους, θα μας απασχολήσουν σε επόμενο άρθρο.

    Η ύπαρξη και η δυνατότητα άσκησης των δικαιωμάτων της μειοψηφίας λειτουργεί, κατ’ αρχήν, ευεργετικά για την εταιρεία και την επίτευξη των εταιρικών στόχων-βεβαίως και την προσέλκυση επενδυτικών κεφαλαίων. Απολύτως βλαπτική όμως για την εταιρεία είναι η κατάχρηση των δικαιωμάτων της μειοψηφίας όπως εξάλλου και η άσκησή τους προς όφελος του ασκούντος μετόχου και όχι της εταιρείας. Δεδομένου όμως ότι αυτό που (πρέπει να) προέχει είναι το συμφέρον της επιχείρησης και όχι εκείνο των επιμέρους μετόχων, τέτοιες καταστάσεις είναι που χρήζουν πρόληψης αλλά και της, κατά περίπτωση, αποφασιστικής αντιμετώπισης. Είναι σημαντικό όμως να μην ξεχνούμε, σε κάθε περίπτωση, πως αυτό που προέχει είναι το εταιρικό συμφέρον.

    Μόνον.-

    stavros-koumentakis

    Σταύρος Κουμεντάκης
    Senior Partner

    Υ.Γ. Συνοπτική έκδοση αυτού του άρθρου δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ, στις 21 Απριλίου 2019.

    dikaiomata-meiopsifias

  • Η απόσβεση του Κεφαλαίου

    Η απόσβεση του Κεφαλαίου

    Η πρώτη αναφορά στο θέμα της απόσβεσης του κεφαλαίου ανάγεται στο 1920-στο αρχικό κείμενο του προϊσχύσαντος νόμου για τις ανώνυμες εταιρείες (:ν. 2190/1920). Ο Πατριάρχης του Δικαίου των Ανωνύμων Εταιρειών Ι. Πασσιάς στον πρώτο τόμο του μνημειώδους έργου του (:«Το Δίκαιον της Ανωνύμου Εταιρείας») αναφερόταν σ’ αυτόν δίνοντας και την ιστορική του διάσταση.

    Η νομοθετική ρύθμιση του συγκεκριμένου θέματος, μετά τη συστηματικότερη πλέον αντιμετώπισή του (στη δεύτερη φάση της «ζωής» του), πλησιάζει την τριακονταπενταετία. Όμως, παρά την εκατονταετή ζωή του ο εν λόγω θεσμός είναι, εν τούτοις, από τους ελάχιστα γνωστούς και αξιοποιημένους θεσμούς στο δίκαιο των ανωνύμων εταιρειών.  Κι όσο ελάχιστα γνωστός είναι τόσο ξεχωριστά επωφελής θα μπορούσε να αποδειχθεί για τους μετόχους. Και τούτο γιατί στη χώρα μας  «μπερδεύουμε» (συχνά-χωρίς αληθινά να χρειάζεται), την τσέπη μας με το ταμείο της επιχείρησής μας μολονότι υπάρχουν κι άλλοι νόμιμοι (κι όχι μόνον νομότυποι) τρόποι για την μεταφορά ρευστότητας από το ταμείο εκείνης (:της ανώνυμης εταιρείας) στην τσέπη εκείνου (:του μετόχου). Στους ευρύτερα γνωστούς νόμιμους τρόπους θα μπορούσε κάποιος να συμπεριλάβει τη διανομή κερδών και τη μείωση του μετοχικού κεφαλαίου.

     

    Τι είναι λοιπόν η απόσβεση του κεφαλαίου; Συνιστά, άραγε, μείωση;

    Ένας από τους νόμιμους τρόπους μεταφοράς ρευστότητας από το ταμείο της επιχείρησης είναι κι αυτός της απόσβεσης του μετοχικού κεφαλαίου. Ο νομοθέτης «αισθάνθηκε» την ανάγκη (αν και, ως γνωστόν, ανάλγητος)  να σημειώσει, σε μια αυτοτελή-ξεχωριστή παράγραφο της σχετικής διάταξης, πως «η απόσβεση δεν συνιστά μείωση του κεφαλαίου». Γιατί όμως χρειάσθηκε να κάνει τη συγκεκριμένη αποσαφήνιση; Εύλογο, καθώς το ερώτημα «δηλαδή μείωση;» δημιουργήθηκε στον καθένα από εμάς όταν για πρώτη φορά ήρθαμε σε επαφή με το συγκεκριμένο θεσμό.

    Η απόσβεση λοιπόν του μετοχικού κεφαλαίου ΔΕΝ συνιστά μείωσή του. Η μείωση του μετοχικού κεφαλαίου έχει σαν αποτέλεσμα την αναδιαμόρφωσή του-την απομείωσή του δηλ. κατά το ποσό που αποφασίσθηκε από τη Γενική Συνέλευση και τον προσδιορισμό του σε ένα νέο, χαμηλότερο, ύψος.

    Σημαντικό να επαναληφθεί πως με την απόσβεση ΔΕΝ επηρεάζεται το μετοχικό κεφάλαιο, το οποίο παραμένει σταθερό και μετά την απόσβεση.

     

    Οι προϋποθέσεις της απόσβεσης

    Οι προϋποθέσεις για την απόσβεση (μερική ή ολική του κεφαλαίου) είναι, μόλις, δύο:

    (α) Για την έναρξη της σχετικής διαδικασίας: Απόφαση της Γενικής Συνέλευσης είτε με αυξημένη απαρτία και πλειοψηφία είτε (εφόσον υπάρχει σχετική καταστατική πρόβλεψη) με απλή απαρτία και πλειοψηφία και

    (β) Για την υλοποίηση της σχετικής απόφασης: Η χρησιμοποίηση αποθεματικών ή ποσών από τα κέρδη της τρέχουσας χρήσης (βλ. αμέσως κατωτέρω).

     

    Η υλοποίηση της απόσβεσης

    Η απόσβεση υλοποιείται, κατά τη διατύπωση του νόμου, με καταβολή στους μετόχους του συνόλου ή μέρους της ονομαστικής αξίας των μετοχών τους. Η συγκεκριμένη όμως καταβολή λαμβάνει χώρα (όχι με απομείωση του κεφαλαίου αλλά) με τη χρησιμοποίηση σχηματισμένων ειδικών αποθεματικών τα οποία είναι δυνατό να διανεμηθούν. Εκ περισσού να σημειωθεί πως η συγκεκριμένη καταβολή βεβαίως θα ήταν δυνατό να λάβει χώρα και από το υπόλοιπο κερδών της χρήσης μετά τη διανομή του πρώτου μερίσματος, το σχηματισμό του τακτικού αποθεματικού  και (αυτονοήτως) την πληρωμή του αναλογούντος φόρου. Επειδή ακριβώς τα χρήματα που καταβάλλονται στο μέτοχο στο πλαίσιο της απόσβεσης δεν λαμβάνονται από το μετοχικό κεφάλαιο, θεωρείται μάλλον ατυχής η ονοματοδοσία της (:«απόσβεση κεφαλαίου»). Μάλλον ορθά καθώς είναι εκείνη που δημιουργεί τον προαναφερθέντα προβληματισμό (:«δηλαδή μείωση;»).

     

    Οι ωφελούμενοι και το «τίμημα»

    Με την απόσβεση δεν ωφελούνται (κατ’ ανάγκη) όλοι οι μέτοχοι. Με την απόσβεση είναι δυνατή η μεταφορά ρευστότητας από την εταιρεία είτε σε όλους είτε/και σε συγκεκριμένο/ους, μόνον, μέτοχο/μετόχους.

    Λέγεται πώς «όλα στη ζωή έχουν ένα τίμημα». Ανεξάρτητα αν κάποιος υιοθετεί τη συγκεκριμένη θέση-γενικά, ξεκάθαρο είναι το «τίμημα» στη συγκεκριμένη περίπτωση: Οι μέτοχοι των οποίων οι μετοχές έχουν αποσβεστεί διατηρούν μεν τα  δικαιώματά τους από τη μετοχική σχέση όχι όμως κι εκείνα που αναφέρονται στη συμμετοχή τους στη διανομή του πρώτου μερίσματος και στο δικαίωμά τους για την επιστροφή της εισφοράς τους, σε περίπτωση εκκαθάρισης της εταιρείας.

    Επομένως: Το δικαίωμα στο πρώτο μέρισμα περιορίζεται σ’ εκείνες μόνον από τις μετοχές για τις οποίες δεν έχει λάβει χώρα απόσβεση της ονομαστικής τους αξίας. Το υπερβάλλον του ελαχίστου μερίσματος κατανέμεται στο σύνολο των μετοχών, μεταξύ αυτών και εκείνες των οποίων έχει αποσβεσθεί η ονομαστική τους αξία. Κι όσον αφορά το δικαίωμα στη διανομή του προϊόντος της εκκαθάρισης, προηγούνται οι λοιπές μετοχές (πλην εκείνων για τις οποίες η απόσβεση) και, ακολούθως, το υπερβάλλον κατανέμεται στο σύνολο, ανεξαιρέτως, των μετοχών (επομένως και σ’ εκείνες των έχουν αποσβεσθεί η ονομαστική τους αξία).

     

    Ο διαχωρισμός των μετοχών

    Μετά την απόσβεση της ονομαστικής αξίας κάποιων μετοχών τα μετοχικά τους δικαιώματα διαφοροποιούνται (καλύτερα: απομειώνονται) έναντι των υπολοίπων. Η προστασία των δικαιωμάτων των υπολοίπων μετοχών και των καλόπιστων τρίτων επιβάλλει (αν και δεν υπάρχει σχετική πρόβλεψη στο νόμο) δύο, εναλλακτικές, επιλογές: (α) την ακύρωση των παλαιών (εχόντων πλήρη δικαιώματα) μετοχικών τίτλων σε συνδυασμό την έκδοση νέων-με σχετική σημείωση στο σώμα τους ή, απλούστερα, (β) τη σημείωση στο σώμα των συγκεκριμένων μετοχών της απόσβεσης της ονομαστικής τους αξίας.

    Σε κάθε περίπτωση, οι νέες μετοχές (αποδυναμωμένες κατά τα προαναφερθέντα δικαιώματα) καλούνται στην πράξη και την επιστήμη (ακατανόητο όμως γιατί) «μετοχές επικαρπίας»-συμπληρωματικά με τον προσδιορισμό τους ως κοινών ή προνομιούχων (δηλ.: «κοινές μετοχές επικαρπίας» ή, κατά περίπτωση,  «προνομιούχες μετοχές επικαρπίας»).

     

    Η συμμετοχή των «μετοχών επικαρπίας» σε ενδεχόμενη μείωση του μετοχικού κεφαλαίου

    Το σχετικό ερώτημα τέθηκε στον γράφοντα, σε περισσότερες από μία περιπτώσεις, από επιχειρηματίες οι οποίοι με περισσό ενδιαφέρον άκουγαν την περιγραφή του συγκεκριμένου θεσμού. Είναι αλήθεια πως το συγκεκριμένο θέμα δεν φαίνεται να έχει απασχολήσει ιδιαίτερα τη θεωρία και νομολογία. Με αφορμή την επανάληψη του σχετικού θεσμού στο νέο νόμο για τις ανώνυμες εταιρείες αλλά και τις συζητήσεις του προηγουμένου εδαφίου ακούστηκαν διαμετρικά αντίθετες απόψεις. Δεν διατηρώ οποιαδήποτε επιφύλαξη πως η ορθότερη είναι αυτή που αναγνωρίζει το δικαίωμα συμμετοχής των μετοχών επικαρπίας σε επιγενόμενη μείωση του μετοχικού κεφαλαίου, η οποία λαμβάνει χώρα με απόδοση τμήματος του κεφαλαίου στους μετόχους. Η επιχειρηματολογία προς τη συγκεκριμένη κατεύθυνση έχει δύο πολύ σοβαρούς άξονες:

    (α) Η (μη επιδεχόμενη αμφισβήτησης) διατύπωση του νόμου, η οποία αναφέρεται, περιοριστικά, στα δικαιώματα τα οποία στερούνται οι μετοχές επικαρπίας (μεταξύ των οποίων δεν αναφέρεται το δικαίωμα συμμετοχής τους σε επιγενόμενη μείωση με απόδοση τμήματος του κεφαλαίου στους μετόχους) και

    (β) Το γεγονός ότι η απόδοση στους μετόχους του προϊόντος της απόσβεσης λαμβάνει χώρα είτε με χρησιμοποίηση ειδικών αποθεματικών, των οποίων είναι επιτρεπτή η διανομή είτε με χρησιμοποίηση κερδών της τρέχουσας χρήσης μετά το πρώτο μέρισμα και το σχηματισμό του τακτικού αποθεματικού-επομένως δεν χρησιμοποιείται ο λογαριασμός «μετοχικό κεφάλαιο», ο οποίος (ούτως ή άλλως) παραμένει αναλλοίωτος μετά την απόσβεση.

     

    Η «επαναφορά» των μετοχών επικαρπίας στο πριν την απόσβεση καθεστώς

    Ένα ακόμα, εξαιρετικά ενδιαφέρον, ερώτημα που δέχθηκε ο γράφων σε μια από τις  παρουσιάσεις του συγκεκριμένου θεσμού είναι το ενδεχόμενο να επανέλθουν οι μετοχές επικαρπίας στο προϋφιστάμενο καθεστώς τους. Το ερώτημα αυτό (λόγω και της περιορισμένης εφαρμογής του θεσμού) δεν φαίνεται να έχει απασχολήσει τη νομολογία-ουδεκάν τη θεωρία. Για την απάντηση όμως με (σχετική) ευκολία θα μπορούσαμε να τοποθετηθούμε καταφατικά (υπέρ, δηλ. του επιτρεπτού) στη βάση της παραδοχής πως ένα τέτοιο ενδεχόμενο δεν είναι ένα απαγορευτέο, από το νόμο. Εντούτοις επιφυλάξεις διατυπώνονται όσον αφορά την λογιστική διαχείριση του όλου θέματος καθώς η επιστροφή (οριστικώς) διανεμηθέντων αποθεματικών δεν φαίνεται να είναι μια  αποδεκτή λύση.

     

    Εν κατακλείδι

    Ο θεσμός της απόσβεσης του μετοχικού κεφαλαίου είναι ένας παλαιός θεσμός του δικαίου των ανωνύμων εταιρειών. Δεδομένου όμως ότι δεν έχει καταστεί ευρύτερα γνωστός δεν έχει τύχει της δέουσας προσοχής σε επιστημονικό και, κυρίως, σε επιχειρηματικό επίπεδο. Κατ’ αποτέλεσμα: δεν έχει αρκούντως αξιοποιηθεί. Από όσα όμως παραπάνω εκτίθενται δεν εκτιμώ πως απομένει οποιαδήποτε αμφιβολία σχετικά με τη χρησιμότητά του ή τη δυνατότητα πολυεπίπεδης αξιοποίησής του υπέρ των μετόχων της ανώνυμης εταιρείας.

    stavros-koumentakis

    Σταύρος Κουμεντάκης
    Senior Partner

    Υ.Γ. Συνοπτική έκδοση αυτού του άρθρου δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ, στις 14 Απριλίου 2019.

    aposbesh-kefalaiou

  • Οι προνομιούχες μετοχές

    Οι προνομιούχες μετοχές

    Προνομιούχες μετοχές (ως μέσο προσέλκυσης επενδυτικών κεφαλαίων)

    Εισαγωγικά

    Η έννοια του ηρωισμού συνδέεται στη σκέψη μας, σε ένα πρώτο επίπεδο, με πεδία των μαχών κι εθνικούς (:απολύτως παρεξηγημένη λέξη στις μέρες μας) απελευθερωτικούς αγώνες-γνωστή εξάλλου και η σχετική ρήση του Ουίνστων Τσώρτσιλ για τους ήρωες και του Έλληνες. Καθώς όμως σήμερα δεν υπάρχουν στη χώρα μας, κατά κυριολεξία, πεδία των μαχών, ήρωες (μικρότεροι ή μεγαλύτεροι) είναι κι εκείνοι, μεταξύ άλλων, που αγωνίζονται με αντίξοες συνθήκες τον «αγώνα τον καλό» σε διάφορα πεδία. Τέτοιοι περισσεύουν (και) στον χώρο των επιχειρήσεων: στον αγώνα της ανάπτυξης ή, έστω, της επιβίωσής τους. Κι όχι μόνο σήμερα αλλά από πάντα. Έχει γραφεί πως «στην Οδύσσεια ο ηρωισμός δεν είναι εκείνος των πεδίων των μαχών αλλά ο καρτερικός αγώνας επιβίωσης και της επιτυχίας των μετά τον πόλεμο ειρηνικών σκοπών όπως της ανάπτυξης, του εμπορίου…».

    Αποτελεί λοιπόν κανόνα για τις επιχειρήσεις που αγωνίζονται τον «αγώνα τον καλό» στο στίβο της ανάπτυξης (κι όχι μόνον της επιβίωσης) η ανάγκη (και, ενίοτε, διακαής πόθος) για την απόκτηση ρευστότητας. Άλλες φορές της βασικής κι άλλοτε της αναγκαίας για επενδύσεις. Καθώς το τραπεζικό σύστημα (κουβαλώντας τα δικά του βάρη κι ανομήματα) δεν τείνει «ευήκοον ους» σε τέτοιου είδους αιτήματα οι επιχειρηματίες (μικρότεροι ή μεγαλύτεροι ήρωες της καθημερινότητας) αναζητούν τη  δημιουργία των αναγκαίων προϋποθέσεων και κινήτρων για την προσέλκυση κεφαλαίων. Τέτοια κίνητρα, αξιοποιώντας τις ευχέρειες του νόμου, μπορούν να δοθούν, όπως ήδη έχει διατυπωθεί σε προηγούμενη αρθρογραφία μας, μέσω των warrants ή/και των εξαγοράσιμων μετοχών.

    Σε κάθε περίπτωση, τα νέα κεφάλαια   είναι δεδομένο πως με πολλαπλούς τρόπους θα ήταν δυνατό να διοχετευθούν σε μια επιχείρηση και, εν προκειμένω, σε μια ανώνυμη εταιρεία. Κάποιοι από αυτούς είναι η χρηματοδότηση μέσω δανείου ή ομολογιακού δανείου, η συμμετοχή σε αύξηση μετοχικού κεφαλαίου για την απόκτηση κοινών ή προνομιούχων μετοχών.

    Γιατί όμως οι προνομιούχες μετοχές να θεωρούνται μέσο ή μορφή χρηματοδότησης και, πολύ περισσότερο, ελκυστικότερη από άλλες (λ.χ. το ομολογιακό δάνειο ή τις κοινές μετοχές);

    Η οπτική του επενδυτή

    Ο επενδυτής (μικροεπενδυτής ή μη) αναζητεί πλέον διαφορετικές, απ’ ότι μέχρι σήμερα, εναλλακτικές για την τοποθέτηση των αποταμιεύσεών του. Εξάλλου, έχει προ πολλού παρέλθει η περίοδος κατά την οποία η τοποθέτηση χρημάτων στις τράπεζες και σε τραπεζικά προϊόντα θεωρείτο μια ασφαλής και, ταυτόχρονα, μια προσοδοφόρα τοποθέτηση.

    Οι επενδυτές, έχοντας πλέον επαρκώς συνειδητοποιήσει πως δεν υπάρχουν απολύτως ασφαλείς τοποθετήσεις (οι οποίες θα δικαιολογούσαν μηδενικά ή αρνητικά επιτόκια) αναζητούν πλέον άλλες, έστω και περισσότερο «επιθετικές»- εναλλακτικές λύσεις.

    Μεταξύ των περισσοτέρων εναλλακτικών λύσεων για τον επενδυτή εντάσσεται και η συμμετοχή του στο μετοχικό κεφάλαιο της εταιρείας-ως κύριος προνομιούχων μετοχών.

    Τα δυνητικά προνόμια των (προνομιούχων) μετοχών

    Τα προνόμια που είναι δυνατό να αναγνωρισθούν στις συγκεκριμένες μετοχές είναι δυνατό να κινούνται σε ένα εξαιρετικά ευρύ πλαίσιο: Μεταξύ αυτών εντάσσονται η μερική ή ολική απόληψη μερίσματος για τις προνομιούχες μετοχές πριν από τις κοινές, η προνομιακή απόδοση του κεφαλαίου που καταβλήθηκε από τους κατόχους των προνομιούχων μετοχών από το προϊόν ενδεχόμενης μείωσης κεφαλαίου ή εκκαθάρισης της εταιρικής περιουσίας -συμπεριλαμβανομένης και της συμμετοχής στα ποσά που καταβλήθηκαν τυχόν «υπέρ το άρτιο». Επιτρεπτή επίσης είναι ενδεχόμενη καταστατική ρύθμιση για προνομιακή καταβολή μερίσματος στις προνομιούχες μετοχές και για τις χρήσεις που δεν έλαβε χώρα διανομή μερίσματος.

    Σε ορισμένες όμως περιπτώσεις, περισσότερο ενδιαφέροντα θα ήταν δυνατό να φαντάζουν κάποια άλλα προνόμια-υπό την προϋπόθεση βεβαίως των σχετικών καταστατικών ρυθμίσεων. Τέτοια είναι:

    (α) Η παροχή σταθερού μερίσματος ή η συμμετοχή εν μέρει μόνο στα κέρδη της εταιρείας

    (β) Η απόληψη τόκου (με ενδεχόμενο περιορισμό τη μη συμμετοχή των συγκεκριμένων προνομιούχων μετοχών στα κέρδη της εταιρείας για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα)

    (γ) Η συμμετοχή, κατά προτεραιότητα, στα κέρδη της εταιρείας από συγκεκριμένη επιχειρηματική δραστηριότητα.

    Αξιοσημείωτο είναι πως τα προνόμια είναι δυνατό να μεταβληθούν στη διάρκεια του χρόνου όχι όμως και στη διάρκεια της ίδιας εταιρικής χρήσης. Αντίστοιχα και ο ενδεχόμενος περιορισμός του δικαιώματος ψήφου. Προϋπόθεση για τη σχετική απόφαση, όπως εξάλλου και για την κατάργηση των σχετικών προνομίων, η αυξημένη απαρτία και πλειοψηφία των προνομιούχων μετοχών.

    Θα μπορούσαν κάποια προνόμια να είναι ελκυστικά για τον επενδυτή;

    Στο ερώτημα αυτό μόνον καταφατική απάντηση μπορεί να δοθεί. Ας «φορέσουμε» για λίγο «τα παπούτσια» ενός επενδυτή-όπως ήδη τον γνωρίζουμε. Ο βέλτιστος για κείνον συνδυασμός είναι το τρίπτυχο: Ασφάλεια, απόδοση και δυνατότητα ρευστοποίησης της επένδυσής του-όποτε το επιλέξει. Κι αν αποστασιοποιηθούμε από το τελευταίο (καθώς η άμεση επένδυση σε εταιρείες δεν προσφέρεται για ευόδωση τέτοιας φύσης προσδοκιών) μπορούμε να εστιάσουμε στα υπόλοιπα δύο.

    Η συμμετοχή στο κεφάλαιο μιας επιχείρησης (μέσω της κατοχής προνομιούχων μετοχών) είναι δυνατό να συνδέεται (με βάση τόσο το γράμμα όσο και το πνεύμα του νόμου) με μια σταθερή απόδοση (λ.χ. σταθερό μέρισμα ή συγκεκριμένο τόκο). Είναι όμως δυνατό να συνδέεται και με μέρισμα (ή/και το σύνολο των κερδών) από την απόδοση συγκεκριμένης επιχειρηματικής δραστηριότητας, στην οποία ο συγκεκριμένος επενδυτής, ενδεχομένως, ιδιαίτερα προσβλέπει.

    Ποια είναι τα οφέλη της εταιρείας;

    Η εταιρεία μόνον χαρούμενη μπορεί να είναι από μια τέτοια, σαν την παραπάνω, «χρηματοδότηση».

    Στην περίπτωση που συμφωνείται η καταβολή τόκου, ο επενδυτής-μέτοχος αποβλέπει σε σταθερή απόδοση της επένδυσής του. Ακόμα κι αν το συμφωνημένο «αντάλλαγμα» για τον κάτοχο προνομιούχων μετοχών είναι ο τόκος, υπάρχουν σημαντικές διαφοροποιήσεις από μια αντίστοιχου ύψους χρηματοδότηση με τη μορφή του απλού ή ομολογιακού δανείου. Σημαντικό όμως είναι να έχουμε στο μυαλό μας πως η καταβολή τόκου στον μέτοχο-κάτοχο προνομιούχων μετοχών αποτελεί μεν έσοδο για τον τελευταίο πλην όμως για την εταιρεία θα αποτελεί (εκπεστέα από τα έσοδα) δαπάνη-πράγμα το οποίο δεν συμβαίνει βέβαια με τα διανεμόμενα κέρδη.

    Οι προνομιούχες μετοχές διευρύνουν την κεφαλαιακή βάση της εταιρείας και βελτιώνουν, αυτονοήτως, τους χρηματοοικονομικούς της δείκτες αλλά και την  πιστοληπτική  της ικανότητα. Ο πιστωτικός κίνδυνος του επόμενου (υποψήφιου) χρηματοδότη θα είναι (κατά κανόνα και εξ αντικειμένου) περισσότερο απομειωμένος. Κι αυτό σαν άμεση συνέπεια μπορεί να έχει όχι μόνον ευχερέστερη εξεύρεση (νέων) χρηματοδοτήσεων αλλά και, επιπρόσθετα, την εξεύρεση περισσότερο φθηνών χρηματοδοτήσεων (στη βάση της λογικής της μείωσης του πιστωτικού κινδύνου καθώς η κεφαλαιακή βάση και χρηματοοικονομικοί δείκτες της εταιρείας θα είναι περισσότερο ενισχυμένοι)

    Το δικαίωμα ψήφου

    Οι προνομιούχες μετοχές είναι δυνατόν να εκδοθούν με πλήρη (ή περιορισμένα) δικαιώματα ψήφου αλλά και χωρίς καθόλου τέτοια δικαιώματα. Η συγκεκριμένη δυνατότητα μπορεί να είναι για τις εταιρείες ελκυστική καθώς από τον επενδυτή αναζητούν, κατά κανόνα, τα κεφάλαιά του μόνον κι όχι την εμπλοκή του στη διοίκηση ή τη διαδικασία λήψης αποφάσεων στο πλαίσιο της Γενικής Συνέλευσης. Αντίστοιχα όμως η κεφαλαιακή ενίσχυση της επιχείρησης από τον επενδυτή μπορεί να του είναι αδιάφορο αν συνδέεται ή όχι με δικαίωμα ψήφου. Αν λάβουμε μάλιστα υπόψη μας πως τα δικαιώματα μειοψηφίας που παρέχει ο νόμος σε μικρομετόχους είναι, συχνά, χωρίς ιδιαίτερη αξία, εύκολα αντιλαμβανόμαστε πως το δικαίωμα ψήφου μάλλον δεν είναι από τα καθοριστικά στοιχεία για μια τέτοιας φύσης επενδυτική επιλογή.

    Το «way out» της επένδυσης

    Η δυνατότητα ρευστοποίησης της επένδυσης είναι, κάποιες φορές, μία σημαντική παράμετρος για την επιλογή της (της επένδυσης). Κι όταν ως μέσο κεφαλαιακής ενίσχυσης επιλεγεί η αύξηση μετοχικού κεφαλαίου με την έκδοση προνομιούχων μετοχών είναι δυνατό να καταστήσουμε περισσότερο ελκυστική τη σχετική επένδυση με τη ταυτόχρονη έκδοσή τους (των προνομιούχων μετοχών) ως εξαγοράσιμων: ως ένα, επιπρόσθετο, «προνόμιο». Στο συγκεκριμένο πλαίσιο ο χρόνος και τρόπος της ρευστοποίησης επένδυσης θα είναι εκ των προτέρων καθορισμένος. Επίσης καθορισμένο μπορεί να είναι και το συνολικό-τελικό όφελος του επενδυτή

    Η ευελιξία που διακρίνει τις προνομιούχες μετοχές

    Οι προνομιούχες μετοχές είναι δυνατό να εκδοθούν ως μετατρέψιμες σε κοινές ή σε μετοχές άλλης κατηγορίας. Επίσης δυνατή (με αυξημένη απαρτία και πλειοψηφία της Γενικής Συνέλευσης) η έκδοση νέων προνομιούχων μετοχών και (τηρουμένης πάντοτε της αρχής της ίσης μεταχείρισης) η μετατροπή των κοινών μετοχών σε προνομιούχες, η μετατροπή μέρους των προνομιούχων σε άλλη κατηγορία προνομιούχων. Τέλος η μετατροπή των προνομιούχων μετοχών σε κοινές.

    Εν κατακλείδι

    Ο θεσμός της έκδοσης των προνομιούχων μετοχών είναι σε σημαντικό βαθμό άγνωστος όσον αφορά τη δυνητική του αξιοποίηση σε επιχειρηματικό επίπεδο. Οι δυνατότητες όμως κι η ευελιξία που παρέχει ο νόμος, η δυνατότητα συνδυασμού του με παρεμφερείς θεσμούς (λ.χ. τις εξαγοράσιμες μετοχές) μπορούν να καταστήσουν τις προνομιούχες μετοχές σημαντικό (αλλά και ελκυστικό) εργαλείο στην προσπάθεια προσέλκυσης (φθηνών) επενδυτικών κεφαλαίων. Κι όσον αφορά τους επενδυτές; Η ενδεχόμενη αξίωσή τους για τοποθέτηση των κεφαλαίων τους σε μια επιχείρηση μέσω της λήψης μετοχών με προνόμια εστιασμένα στις επιθυμίες, ανάγκες και απαιτήσεις τους και με προκαθορισμένο χρόνο και τίμημα για την αποεπένδυσή τους μπορεί να καταστήσει περισσότερο ελκυστικό και ασφαλές το σχετικό εγχείρημά τους.

    stavros-koumentakis

    Σταύρος Κουμεντάκης
    Senior Partner

    Υ.Γ. Συνοπτική έκδοση αυτού του άρθρου δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ, στις 7 Απριλίου 2019.

  • Οι εξαγοράσιμες μετοχές

    Οι εξαγοράσιμες μετοχές

    Α. Οι εξαγοράσιμες μετοχές ως εργαλείο χρηματοδότησης επιχειρήσεων

    Μπορεί το εύρος της χρήσης των warrants να μοιάζει σχεδόν ανεξάντλητο (δείτε το σχετικό άρθρο) καθόλου όμως δεν είναι δυνατό να απομειωθεί η δυνητική αξιοποίηση των εξαγοράσιμων μετοχών στη λειτουργία της ανώνυμης εταιρείας. Σημείο συνάντησης  αμφοτέρων των  μέσων/μεθόδων η κάλυψη, έστω και μερική, των κεφαλαιακών αναγκών μιας επιχείρησης.

    Είναι δεδομένο πως οι επιχειρήσεις όταν στερούνται της αναγκαίας ρευστότητας αναζητούν πηγές εξωτερικής χρηματοδότησης. Το τραπεζικό σύστημα όμως δεν αποδεικνύεται ποτέ γενναιόδωρο μαζί τους-ιδίως την τρέχουσα περίοδο της βαθιάς οικονομικής ύφεσης που διέρχεται η χώρα.

    Εναλλακτικές, μεταξύ άλλων, λύσεις για τις επιχειρήσεις που είτε αντιμετωπίζουν προβλήματα ρευστότητας (ή ακόμα και φερεγγυότητας) είτε αναζητούν χρηματοδότηση των αναπτυξιακών τους πλάνων [είτε πρόκειται για start-ups είτε για αναπτυσσόμενες είτε/και, απλά, για υγιείς επιχειρήσεις-χωρίς όμως δυνατότητα (ή με δυσκολία) πρόσβασης σε τραπεζικό δανεισμό]:

    (α) η αναζήτηση άλλων εξωτερικών πηγών χρηματοδότησης (από επαγγελματίες ή μη-μεμονωμένους επενδυτές και

    (β) η κεφαλαιακή τους ενίσχυση είτε από τους μετόχους είτε από τρίτους-μη μετόχους (λ.χ. venture capital ή υποψηφίους μετόχους).

    Ειδικά όσον αφορά την τελευταία εναλλακτική (κεφαλαιακή ενίσχυση) εύλογα δημιουργούνται προβληματισμοί στους υποψηφίους να συμμετάσχουν μετόχους σχετικά με: (α) την απόδοση της επένδυσής τους, (β) τη διασφάλιση της δυνατότητάς τους να αποχωρήσουν από αυτήν και, αυτονοήτως, (γ) της διασφάλιση της δυνατότητας αποκόμισης του οφέλους στο οποίο, κατ’ ελάχιστον-αρχικά, προσέβλεπαν.

    Τους συγκεκριμένους προβληματισμούς επιχείρησε να διασκεδάσει, από δεκαετίας και πλέον, ο τότε σε ισχύ νόμος για τις ανώνυμες εταιρείες με την εισαγωγή του θεσμού των εξαγοράσιμων μετοχών. Μέχρι τότε η από μέρους μας διαχείριση του σχετικού θέματος ήταν αναπόδραστα συνδεδεμένη με πολύπλοκες συμβατικές ρυθμίσεις-συμφωνίες μεταξύ των μετόχων. Ρυθμίσεις που προσδοκούσαν να καταστούν άρρηκτες και απολύτως εξασφαλισμένες. Είναι γνωστό όμως πως τέτοιου είδους συμφωνίες έχουν «ενοχικό», μόνον, χαρακτήρα, με την έννοια (και την ανάγκη) της προσφυγής στα αρμόδια δικαστήρια στην περίπτωση της άρνησης εκπλήρωσής τους από τους υπόχρεους, της προσδοκίας της έκδοσης ευνοϊκής απόφασης υπέρ του ενάγοντος και, το σημαντικότερο, της δυνατότητας «εκτέλεσης» σε βάρος του υπόχρεου-υλοποίησης δηλ. της ευνοϊκής απόφασης που ευελπιστούσαμε ότι θα εκδοθεί.

     

    Β. Η βασική λειτουργία των εξαγοράσιμων μετοχών

    Οι επιχειρήσεις που αντιμετωπίζουν προβλήματα ρευστότητας ή φερεγγυότητας ή απλά αναζητούν την χρηματοδότηση των business plans που έχουν συντάξει, είναι δυνατό να προσφύγουν στην έκδοση εξαγοράσιμων μετοχών (redeemable shares, actions rachetables). Οι συγκεκριμένες μετοχές είναι δυνατό να εκδοθούν από την εταιρεία (άρθρο 39 παρ. 1 ν. 4548/2018) είτε ως κοινές είτε ως προνομιούχες με (ή χωρίς) δικαίωμα ψήφου. Το σημαντικό στην συγκεκριμένη περίπτωση είναι πως οι εν λόγω μετοχές είναι υποχρεωτικό να εξαγορασθούν από την εκδότρια εταιρεία είτε με δήλωση της τελευταίας είτε του μετόχου που θα συμμετάσχει.

    Στην πρώτη περίπτωση (εξαγορά με δήλωση της εταιρείας) η εταιρεία και οι παλαιοί μέτοχοι διαφυλάσσουν (και διασφαλίζουν) το προϋφιστάμενο (και συνήθως οικογενειακό) μετοχικό σχήμα καθώς και τις σχετικές ισορροπίες σε περίπτωση επίτευξης του σκοπού-για τον οποίο η έκδοση των εξαγοράσιμων μετοχών.

    Στην δεύτερη περίπτωση (εξαγορά με δήλωση των κατόχων εξαγοράσιμων μετοχών) διασφαλίζεται, σε σημαντικό βαθμό, όχι μόνον η επιλογή του χρόνου υλοποίησης της σχετικής «συμφωνίας» αλλά και, προεχόντως, η ίδια η υλοποίησή της. Και τούτο γιατί αντισυμβαλλόμενος του εισφέροντος τα κεφάλαια-κατόχου εξαγοράσιμων μετοχών δεν είναι  κάποιος μεμονωμένος μέτοχος αλλά η ίδια η εταιρεία. Για την περαιτέρω διασφάλιση της θέσης του  κατόχου (ή υποψηφίου κατόχου) εξαγοράσιμων μετοχών περαιτέρω διασφαλίσεις (λ.χ. προσωπικές εγγυήσεις και εμπράγματες ασφάλειες από τους λοιπούς μετόχους) δεν είναι δυνατόν, φυσικά, να αποκλειστούν.

     

    Γ. Η αντιμετώπιση των εξαγοράσιμων μετοχών από το νέο νόμο για τις ανώνυμες εταιρείες

    Η απόφαση (άρθρο 39 παρ. 1ν. 4548/2018) για την αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου με έκδοση εξαγοράσιμων μετοχών μπορεί να λαμβάνεται από τη Γενική Συνέλευση ή, υπό προϋποθέσεις, από το Διοικητικό Συμβούλιο. Οι μετοχές αυτές είναι δυνατό να εκδοθούν και ως προνομιούχες με ή χωρίς δικαίωμα ψήφου. Η υλοποίηση της εξαγοράς τους είναι δυνατό να λάβει χώρα με δήλωση της εταιρείας ή του μετόχου και με ταυτόχρονη καταβολή του συμφωνηθέντος αντιτίμου της εξαγοράς.

    Οι προϋποθέσεις που ο νόμος θέτει για την υλοποίηση της εξαγοράς τους (άρθρο 39 παρ. 3) είναι:

    (α) να υπάρχει, φυσικά, (σχετική) καταστατική πρόβλεψη,

    (β) να είναι πλήρως εξοφλημένες

    (γ) η εξαγορά να γίνεται με χρήση ποσών τα οποία είναι επιτρεπτό να διανεμηθούν, με το προϊόν νέας έκδοσης μετοχών (προς το σκοπό, δηλ. της εξαγοράς) ή ποσών που απελευθερώνονται από τη μείωση του μετοχικού κεφαλαίου

    (δ) Ποσό ίσο με την ονομαστική αξία των εξαγοραζομένων μετοχών οφείλει να αποτελέσει ειδικό αποθεματικό (εκτός κι αν η εξαγορά έγινε με βάση το προϊόν νέας έκδοσης ή ποσών που προέρχονται από μείωση μετοχικού κεφαλαίου) το οποίο αφενός μεν δεν είναι, κατά βάση, δυνατό να διανεμηθεί  αφετέρου δε είναι δυνατό να χρησιμοποιηθεί μόνο για αύξηση μετοχικού κεφαλαίου (με κεφαλαιοποίηση αποθεματικού)

    (ε) Όταν λόγω της εξαγοράς προβλέπεται καταβολή πρόσθετου ποσού στους μετόχους, το ποσό αυτό μπορεί να καταβληθεί μόνον με χρήση ποσών των οποίων επιτρέπεται η διανομή, προέρχεται από μείωση μετοχικού κεφαλαίου ή από αποθεματικό διαφορετικό από εκείνο που ανωτέρω (υπό δ) αναφέρθηκε

    (στ) η εξαγορά υποβάλλεται σε δημοσιότητα.

    Η δήλωση των μετόχων για την εξαγορά (άρθρο 39 παρ. 4) είναι υποχρεωτική όταν πληρούνται οι σχετικοί όροι που θέτει το καταστατικό και, ταυτόχρονα, υπάρχουν στην εταιρεία ποσά διαθέσιμα για την εξαγορά-δυνάμενα να διανεμηθούν. Η τελευταία αυτή προϋπόθεση αποδεικνύεται πάρα πολύ σημαντική καθώς σε διαφορετική περίπτωση (:ανυπαρξία διαθέσιμων ποσών) η σχετική δήλωση της εξαγοράς από μέρους του μετόχου ΔΕΝ παράγει αποτελέσματα. Τυχόν παροχή εγγυήσεων ή άλλων ασφαλειών για τον κάτοχο εξαγοραζομένων μετοχών δεν έχει αξία: Η παροχή ασφαλειών, ως παρεπόμενη σύμβαση, μπορεί να λειτουργήσει ΜΟΝΟΝ όταν υπάρχουν διαθέσιμα κεφάλαια για την εξαγορά. Διαφορετικά αποδεικνύεται ως άνευ αντικειμένου.

    Σημειώνεται τέλος (άρθρο 39 παρ. 5) πως οι εξαγοράσιμες μετοχές υπάγονται στο καθεστώς των ιδίων μετοχών. Επίσης (άρθρο 39 παρ. 6) πως η Γενική Συνέλευση με αυξημένη απαρτία και πλειοψηφία είναι δυνατό να αποφασίσει τη μετατροπή μέρους των υφισταμένων μετοχών σε εξαγοράσιμες-τηρουμένης πάντα της αρχής της ίσης μεταχείρισης των μετόχων.

     

    Δ. Συμπερασματικά

    Η αξιοποίηση των εξαγοράσιμων μετοχών αποτελεί ένα, ακόμα, βέλος στη φαρέτρα της επιχείρησης έτσι ώστε να καταστήσει ελκυστική την αύξηση του μετοχικού της κεφαλαίου στην προσπάθεια υλοποίησης των επιχειρηματικών της στόχων (με την επισήμανση βέβαια πως η εξαγορά των εξαγοράσιμων μετοχών προϋποθέτει την ύπαρξη αντιστοίχων διαθεσίμων κεφαλαίων στην εταιρεία).

    Περαιτέρω: Η αξιοποίηση της ευχέρειας του νόμου για μετατροπή μετοχών σε εξαγοράσιμες μπορεί να αποτελέσει και μέσο απόδοσης στους μετόχους τμήματος της συμμετοχής τους στο μετοχικό κεφάλαιο.

    Η δυνητική (βέλτιστη ή/και πολυεπίπεδη) αξιοποίηση του συγκεκριμένου θεσμού συναρτάται (και πρέπει να συναρτάται) με τα εκάστοτε δεδομένα και τις ανάγκες της επιχείρησης. Όπως όμως και κάθε άλλη επιχειρηματική απόφαση συναρτάται (αυτονοήτως κι ακόμα περισσότερο) με τη στρατηγική και τα συμφέροντα των μετόχων πλειοψηφίας.

    Σ’ αυτούς τους τελευταίους και τους συμβούλους τους εναπόκειται ο βέλτιστος σχεδιασμός και υλοποίηση.

    stavros-koumentakis

    Σταύρος Κουμεντάκης
    Senior Partner

    Υ.Γ. Συνοπτική έκδοση αυτού του άρθρου δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ, στις 31 Μαρτίου 2019.

    εξαγοράσιμες μετοχές, σταύρος κουμεντάκης

  • Ευθύνη Μελών Δ.Σ. της Α.Ε.: Οι λοιπές ευθύνες

    Ευθύνη Μελών Δ.Σ. της Α.Ε.: Οι λοιπές ευθύνες

    Ευθύνες των Μελών του Διοικητικού Συμβουλίου Ανωνύμων Εταιρειών
    Μέρος 2ο: Οι λοιπές ευθύνες (εκτός εκείνων που απορρέουν από το νόμο για τις Α.Ε.)

    Α. Προοίμιο

    Είναι σημαντική, εκτιμώ, τόσο για τα μέλη όσο και για τα υποψήφια μέλη διοικητικών συμβουλίων η καλύτερη κατανόηση των ευθυνών που αναλαμβάνουν. Εξίσου σημαντικό βέβαια είναι και να μην «χάσουν τον ύπνο τους» εκείνοι που αρέσκονται να διαβάζουν άρθρα σαν και το παρόν. Στην περίπτωση όμως κατά την οποία εγώ αποτελέσω την αιτία για ένα τέτοιο γεγονός δηλώνω δημόσια ότι είμαι έτοιμος να αναλάβω τις σχετικές ευθύνες αλλά και να υποστώ τις σχετικές συνέπειες (και τούτο παρά τα όσα είχε, ήδη, προείπει, ο Όμηρος στην Ιλιάδα (Ραψωδία Β΄):  «Αυτός που βρίσκεται στην εξουσία, δεν μπορεί να κοιμηθεί ήσυχα μια ολόκληρη νύχτα»)…

     

    Β. Γενικά

    Όπως είχε ήδη αναφερθεί στο πρώτο μέρος του παρόντος άρθρου «το εύρος της ευθύνης εκείνων που ασκούν εξουσία σε μια Ανώνυμη Εταιρεία καθώς και οι κίνδυνοι που αντιμετωπίζουν δεν είναι, συνολικά, καταγεγραμμένοι». Η όποια προσπάθεια καταγραφής δεν μπορεί παρά να είναι σχετική όσον αφορά την πληρότητά της. Το σημαντικότερο όμως: γεμίζει δέος όσον αφορά το εύρος, βάθος (και βάρος) των δυνητικών ευθυνών των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου.

    Στο παρόν επιχειρείται μια προσέγγιση, κατ’ ανάγκην περιορισμένη, των κινδύνων στους οποίους εκτίθενται τα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου Ανώνυμης Εταιρείας-πέραν εκείνων που απορρέουν από τον πρόσφατο νόμο για τις Ανώνυμες Εταιρείες (Ευθύνες μελών Δ.Σ. των Α.Ε. Μέρος 1ο: Οι Ευθύνες Που Απορρέουν Από Το Νέο Νόμο Για Τις Ανώνυμες Εταιρείες). Η πολυνομία αλλά και η εφευρετικότητα των εκάστοτε (φερομένων ως) ζημιωμένων διευρύνει, δυσθεώρητα πολύ, το εύρος και μέγεθος των δυνητικών κινδύνων τους οποίους αντιμετωπίζουν τα συγκεκριμένα πρόσωπα.

    Σημαντικό πάντως να υπομνησθεί, και εν προκειμένω, πως «η ιδιότητα του μη εκτελεστικού μέλους του Διοικητικού Συμβουλίου δεν σημαίνει, αυτόματα, ανυπαρξία ευθυνών».

    Γ. Ευθύνη απέναντι στο Δημόσιο και τους Δημόσιους Ασφαλιστικούς Οργανισμούς

    1.Γενικά

    Στη βάση της αρχής της αυτοτέλειας των νομικών προσώπων, τα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου δεν ευθύνονται για τα χρέη της ανώνυμης εταιρείας.

    Μια από τις ιδιαίτερα σημαντικές εξαιρέσεις του συγκεκριμένου κανόνα αναφέρεται στην περίπτωση που η ανώνυμη εταιρεία έχει χρέη προς το δημόσιο-βεβαίως και τους Δημόσιους Ασφαλιστικούς Οργανισμούς. Στην περίπτωση αυτή συναντούμε τη διάρρηξη της αρχής της αυτοτέλειας (“piercing the corporate vale”- “διάτρηση του παραπειστικού προπετάσματος ορισμένων επιχειρήσεων”).

    Τέτοιες είναι και οι περιπτώσεις που αντιμετωπίζονται στη συνέχεια.

     

    2.Ευθύνη από φορολογικής φύσεως παραβάσεις

    2.1. Προσωπική και αλληλέγγυα ευθύνη των εμπλεκομένων στη Διοίκηση

    Οι διευθυντές, πρόεδροι, διαχειριστές, διευθύνοντες σύμβουλοι και εντεταλμένοι στη διοίκηση νομικών προσώπων ευθύνονται προσωπικά και αλληλέγγυα με την εταιρεία τόσο το χρόνο της λειτουργίας και συγχώνευσης τους όσο και (μαζί με τους εκκαθαριστές) κατά το χρόνο  της διάλυσής τους (άρθρο 50 ν. 4174/2013-«Κώδικας Φορολογικής Διαδικασίας»):

    (α) για την πληρωμή των οφειλομένων φόρων τόκων, προστίμων αλλά και των παρακρατούμενων φόρων,

    (β) για μη απόδοση παρακρατουμένων και επιρριπτομένων φόρων καθώς και μη απόδοση ΦΠΑ.

    (γ) για την πληρωμή του ΕΝΦΙΑ, σε περίπτωση που επιβλήθηκαν τόκοι και πρόστιμα λόγω δικών τους πράξεων ή παραλείψεων

     

    2.2. Ποινική ευθύνη των εμπλεκομένων (και μη) στη Διοίκηση

    Γενικά-περί της ποινικής ευθύνης 

    Προκειμένου αφενός μεν να επιβληθεί η εκπλήρωση των φορολογικών υποχρεώσεων των επιμέρους νομικών προσώπων (βεβαίως και των ανωνύμων εταιρειών) αφετέρου δε η αποτροπή φορολογικής και τελωνειακής φύσεως αδικημάτων έχει επιλεγεί σε σειρά νομοθετημάτων η ποινική ευθύνη όσων εμπλέκονται στη διοίκηση των υπόχρεων νομικών προσώπων.

    Στο πλαίσιο αυτό (και όσον αφορά τις ημεδαπές ανώνυμες εταιρείες) ως ποινικώς ευθυνόμενα πρόσωπα προσδιορίζονται (με σχεδόν ταυτόσημες διατυπώσεις στα επιμέρους-κατωτέρω αναφερόμενα, νομοθετήματα) οι πρόεδροι των Διοικητικών Συμβουλίων, οι διευθύνοντες, εντεταλμένοι ή συμπράττοντες σύμβουλοι, οι διοικητές ή γενικοί διευθυντές ή διευθυντές και κάθε πρόσωπο εντεταλμένο είτε άμεσα από το νόμο είτε από ιδιωτική βούληση είτε από δικαστική απόφαση στη διοίκηση ή διαχείριση αυτών. Όταν ελλείπουν όλα τα παραπάνω πρόσωπα, οι ποινές επιβάλλονται κατά των μελών των διοικητικών συμβουλίων των εταιρειών αυτών, εφόσον ασκούν πράγματι προσωρινά ή διαρκώς ένα από τα προαναφερόμενα καθήκοντα.

    Το γεγονός όμως της άσκησης ή μη τέτοιας φύσης καθηκόντων είναι, εν τέλει, θέμα ουσίας, πράγμα το οποίο εξηγεί την (συχνά αδικαιολόγητη) επιλογή των αρμοδίων εισαγγελικών λειτουργών να οδηγούν στην «βάσανο του ακροατηρίου» το σύνολο των μελών των διοικητικών συμβουλίων των εμπλεκομένων νομικών προσώπων. (Και τούτο ανεξάρτητα την ύπαρξη ή μη εκτελεστικών και μη εκτελεστικών μελών στα διοικητικά συμβούλια). Η λογική «ας βρουν το δίκιο τους στο ακροατήριο» είναι, στην περίπτωση αυτή, αδικαιολόγητα επιβαρυντική για την απονομή της δικαιοσύνης. Το σημαντικότερο όμως: δημιουργεί δυσθεώρητα υψηλό κόστος σε οικονομικό, προσωπικό, κοινωνικό, οικογενειακό και επαγγελματικό επίπεδο προσώπων τα οποία καθόλου και καθ’ οιονδήποτε τρόπο δεν θα ήταν δυνατό να υποστηριχθεί πως έχουν οποιαδήποτε ευθύνη.

     

    Ειδικότερα:

    Το αδίκημα της φοροδιαφυγής

    Η παραβίαση διατάξεων του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας αντιμετωπίζεται με αυστηρότητα από τις διατάξεις των άρθρων 66επ. του εν λόγω νόμου (ν. 4174/2013, όπως αυτά ισχύουν μετά την επαναπροσέγγισή τους από το άρθρο 8 ν. 4337/2015-«Μέτρα Εφαρμογής Μνημονίου»). Στη διάταξη του άρθρου 66 του ν. 4174/2013 οριοθετείται και αντιμετωπίζεται το αδίκημα της φοροδιαφυγής με επαπειλούμενη ποινή φυλάκισης ή, στις περισσότερο σημαντικές περιπτώσεις, την κάθειρξη.

    Αυτουργοί του αδικήματος της φοροδιαφυγής που διαπράττεται από ημεδαπή ανώνυμη εταιρεία θεωρούνται και εν προκειμένω όσοι, καθ’ οιονδήποτε τρόπο, εμπλέκονται στη διοίκηση των ανωνύμων εταιρειών και, υπό τις προαναφερθείσες προϋποθέσεις, το σύνολο των μελών των διοικητικών τους συμβουλίων  (άρθρο 67 ν. 4174/2013)

    Το αδίκημα της μη καταβολής βεβαιωμένων οφειλών στο Δημόσιο κλπ.

    Η μη καταβολή βεβαιωμένων οφειλών στο Δημόσιο, τα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, τις επιχειρήσεις και τους οργανισμούς του ευρύτερου δημόσιου τομέα αποτελεί και εδώ ποινικό αδίκημα για όσους, καθ’ οιονδήποτε τρόπο, εμπλέκονται στη διοίκηση των ανωνύμων εταιρειών και, υπό τις προαναφερθείσες προϋποθέσεις, το σύνολο των μελών των διοικητικών τους συμβουλίων  (άρθρο 25 ν. 1882/1990-«Φοροδιαφυγή, Φορολογία και λοιπές διατάξεις)

     

    3.Ευθύνη από τελωνειακής φύσεως παραβάσεις

    Με βάση όσα ο Τελωνειακός Κώδικας (ν. 2960/2001) ορίζει, τελωνειακή οφειλή είναι η υποχρέωση κάθε φυσικού ή νομικού προσώπου έναντι Τελωνειακής Αρχής για καταβολή του συνόλου των δασμών, των φόρων, συμπεριλαμβανομένου του φόρου προστιθέμενης αξίας (Φ.Π.Α.), και των λοιπών δικαιωμάτων του Δημοσίου, που αναλογούν σε εμπορεύματα και τα επιβαρύνουν κατά τις οικείες διατάξεις. Για την καταβολή της τελωνειακής οφειλής ευθύνονται επίσης, προσωπικά και αλληλέγγυα, μεταξύ άλλων, οι εκπρόσωποι των νομικών προσώπων καθώς και οι εκκαθαριστές ανωνύμων εταιρειών (άρθρο 29 ν. 2960/2001)

    Όσον αφορά ειδικά τις ημεδαπές ανώνυμες εταιρίες ευθύνονται αλληλεγγύως και στη συγκεκριμένη περίπτωση (και με την προσωπική τους περιουσία) όσοι, καθ’ οιονδήποτε τρόπο, εμπλέκονται στη διοίκηση των ανωνύμων εταιρειών και, υπό τις προαναφερθείσες προϋποθέσεις, το σύνολο των μελών των διοικητικών τους συμβουλίων   (άρθρο 153 ν. 2960/2001):

    Τα ίδια, προαναφερθέντα, πρόσωπα θεωρούνται αυτουργοί ή, κατά περίπτωση συνεργοί των αδικημάτων της λαθρεμπορίας και, κατ’ ακολουθίαν, εκτίθενται στις σχετικές (όχι ήσσονος σημασίας) ποινικές κυρώσεις (άρθρο 153 ν. 2960/2001)

     

    4.Ευθύνη από μη καταβολή Ασφαλιστικών Εισφορών

    Στη διάταξη του άρθρου 26 του ν. 1846/1951 (:«Θεσμικός περί ΙΚΑ νόμος») γίνεται αναφορά στους υπόχρεους για τις ασφαλιστικές εισφορές και στον τρόπο καταβολής τους. Η υποχρέωση αυτή καταλαμβάνει επίσης τα πρόσθετα τέλη, προσαυξήσεις και λοιπές επιβαρύνσεις που οφείλονται προς τους Φορείς Κοινωνικής Ασφάλισης-ανεξάρτητα από τον χρόνο της βεβαίωσής τους.

    Ευθύνονται αλληλέγγυα και εις ολόκληρον με την εργοδότρια εταιρεία (τόσο κατά τη διάρκεια της λειτουργίας της όσο και κατά το χρόνο λύσης ή συγχώνευσης της) εκείνοι που είναι νόμιμοι εκπρόσωποι, πρόεδροι, διαχειριστές, διευθύνοντες σύμβουλοι, εντεταλμένοι στη διοίκηση και εκκαθαριστές νομικών προσώπων, (άρθρο 31 ν. 4321/2015).

    Η υποχρέωση των συγκεκριμένων προσώπων δεν καταλαμβάνει (αυτονοήτως) τον χρόνο μετά την απομάκρυνση ή παραίτησή τους.

    Με τη διάταξη του άρθρου 1 ν. 86/1967 ποινικοποιείται για τους υπόχρεους τόσο η μη καταβολή εργοδοτικών εισφορών όσο και η παρακράτηση και μη απόδοση των εισφορών των εργαζομένων

     

    Δ. Ευθύνη από ρυθμίσεις του Αστικού Κώδικα

    Από τη διάταξη του άρθρου 71ΑΚ): Το νομικό πρόσωπο (εν προκειμένω η Ανώνυμη Εταιρεία) ευθύνεται (άρθρο 71) τόσο για τις πράξεις όσο και για τις παραλείψεις εκείνων (:φυσικών προσώπων) που το αντιπροσωπεύουν, εφόσον γεννάται υποχρέωση αποζημίωσης και έλαβαν χώρα κατά την άσκηση των καθηκόντων τους. Η ευθύνη (όταν υφίσταται) του υπαίτιου αντιπροσώπου, εκπροσώπου/μέλους του Διοικητικού Συμβουλίου είναι σωρευτική και εις ολόκληρον.

    Από τις διατάξεις των άρθρων 71, 197 & 198 ΑΚ): Η ευθύνη αυτή αναφέρεται στη ζημία που προξενείται στον αντισυμβαλλόμενο κατά τη διεξαγωγή διαπραγματεύσεων, ανεξάρτητα αν ακολούθησε (ή όχι) η σύναψη σύμβασης. Η συγκεκριμένη ευθύνη είναι δυνατό να καταλογισθεί και στο μέλος του ΔΣ που έδρασε υπαίτια στο πλαίσιο των συγκεκριμένων διαπραγματεύσεων.

    Από τη διάταξη, μεταξύ άλλων, του άρθρου 914 ΑΚ): Ευθύνη των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου είναι δυνατό να τεκμηριωθεί και στις γενικές διατάξεις για την αποζημίωση του Αστικού Κώδικα. Δύο είναι οι περισσότερο ενδιαφέρουσες περιπτώσεις στη συγκεκριμένη ενότητα:

    (α) Η ευθύνη των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου έναντι των μετόχων όταν συνδέεται με πράξεις και παραλείψεις τους και, δι’ αυτών, θίγεται «ο πυρήνας των μετοχικών τους δικαιωμάτων καθόσον εξέρχονται των ορίων της συνήθους διαχείρισης και ως τέτοιες θα έπρεπε να λαμβάνονται (ύστερα από έγκριση) ή τουλάχιστον να τελούν σε γνώση των μετόχων» (ΜΠρωτΑθ 12468/2012)

    (β) Η ευθύνη των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου έναντι των τρίτων-εν γένει (με περισσότερο ενδιαφέρουσα την περίπτωση του εργατικού ατυχήματος). Ενδιαφέρον είναι πως με βάση την υφιστάμενη νομολογία (ενδ.: ΑΠ 472/2018), η ιδιότητα ενός μέλους ως μη εκτελεστικού ΔΕΝ αρκεί για την απαλλαγή του από οποιαδήποτε, τέτοια, ευθύνη. Αυτό που ερευνάται, σε κάθε περίπτωση, είναι η ύπαρξη πταίσματος στο πρόσωπο του μέλους και όχι η ιδιότητα του ως εκτελεστικού ή μη.

     

    Ε. Ευθύνη από ρυθμίσεις του Πτωχευτικού Κώδικα

    Η ευθύνη των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου που γεννάται από τις διατάξεις του Πτωχευτικού Κώδικα είναι τόσο αστικής όσο και ποινικής φύσεως.

    (α) Η αστική τους ευθύνη αναφέρεται στην υποχρέωση αποκατάστασης της ζημίας των πιστωτών (άρθρο 98 ΠτΚ) σε περίπτωση που είτε δεν κατατεθεί εγκαίρως αίτηση για πτώχευση, είτε η πτώχευση της εταιρείας προκλήθηκε από δόλο ή βαρεία αμέλειά τους.

    (β) Η ποινική τους ευθύνη (όπως εξάλλου και η ευθύνη των διαχειριστών, των μελών της διοίκησης και των διευθυντών των εταιρειών εν γένει) συναρτάται με ενέργειές τους που είτε προκαλούν της πτώχευση της εταιρείας είτε δυσχεραίνουν  την ικανοποίηση των πτωχευτικών πιστωτών είτε συναρτώνται με παράλειψη νομίμων σχετικών υποχρεώσεών τους (άρθρο 171 επ. ΠτΚ)

     

    ΣΤ. Ευθύνη από ρυθμίσεις του Ποινικού Κώδικα-ειδικά το αδίκημα της απιστίας

    Διάσπαρτες είναι οι διατάξεις του Ποινικού Κώδικα στη νομοτυπική μορφή των οποίων θα ήταν δυνατό να ενταχθούν πράξεις και παραλείψεις των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου Ανώνυμης Εταιρείας.

    Από τις πλέον συνήθως επαπειλούμενες είναι εκείνη της απιστίας του άρθρου 390 ΠΚ. Με βάση τη συγκεκριμένη διάταξη απιστία τελεί όποιος με γνώση ζημιώνει την περιουσία άλλου, της οποίας έχει, βάσει του νόμου ή δικαιοπραξίας, την επιμέλεια ή διαχείριση. Προκειμένου περί διαχειριστικών αδικημάτων σε βάρος της περιουσίας νομικού προσώπου, το έγκλημα αυτό το τελούν (και εκτίθενται στις αντίστοιχες ποινικές κυρώσεις) όσοι παραβιάζουν τους κανόνες της επιμελούς διαχείρισης-βεβαίως και τα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου της Ανώνυμης Εταιρείας.

     

    Ζ. Εν κατακλείδι

    Η ευθύνη των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου (ιδίως των εκτελεστικών) είναι σε κάποιες περιπτώσεις αντικειμενική και δεδομένη. Αυτό βέβαια αυτονοήτως προϋποθέτει καταστάσεις που δημιουργούν τέτοιου είδους ευθύνες. Είναι επίσης δεδομένο πως στο πλαίσιο άσκησης της επιχειρηματικότητας, ιδίως στη χώρα μας, η δυνητική έκθεση του νομικού προσώπου (και των μελών του ΔΣ) σε κινδύνους μοιάζει μάλλον φυσιολογική και λογικά αναμενόμενη.

    Στο πρώτο μέρος του παρόντος άρθρου κατέληγα: “Όχι πως κάθε μέλος Διοικητικού Συμβουλίου είναι δεδομένο πως «θα μπλέξει» αλλά καλό είναι να θυμόμαστε πως η (συν)άσκηση εξουσίας δεν είναι ένα, απλό, αφροδισιακό”.

    Αναρωτιέμαι, όμως, εν τέλει: Η γνώση (η υπόμνηση) των ευθυνών από την άσκηση εξουσίας και των σχετικών κινδύνων που αντιμετωπίζουν εκείνοι που την ασκούν θα ήταν δυνατό, άραγε, να λειτουργήσει κατασταλτικά στις σχετικές ορμόνες;

    Ή μήπως όχι;

    stavros-koumentakis

    Σταύρος Κουμεντάκης
    Senior Partner

    Υ.Γ. Συνοπτική έκδοση αυτού του άρθρου δημοσιεύεται σήμερα 10 Μαρτίου 2019, στην Εφημερίδα ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ.

    Σταύρος Κουμεντάκης

  • Ευθύνη Μελών Δ.Σ. της Α.Ε.: Οι Ευθύνες Που Απορρέουν Από Το Νέο Νόμο

    Ευθύνη Μελών Δ.Σ. της Α.Ε.: Οι Ευθύνες Που Απορρέουν Από Το Νέο Νόμο

    Ευθύνες των Μελών του Διοικητικού Συμβουλίου Ανωνύμων Εταιρειών
    Μέρος 1ο: Οι ευθύνες που απορρέουν από το νέο νόμο για τις Ανώνυμες Εταιρείες.

    Α. ΓΕΝΙΚΑ

    Προοίμιο

    Η εξουσία στην Ελλάδα πάντοτε (ιδιαίτερα και τους περισσότερους-αν όχι όλους) μας προσέλκυε. Είτε για την άσκησή της είτε για τη συναναστροφή με κείνους που τη νέμονται. Λησμονούμε όμως πως η εξουσία, κάποια στιγμή, τελειώνει. Λησμονούμε (;) επίσης πως η άσκησή της εγκυμονεί κινδύνους. Κάποιες φορές σοβαρούς.

    Όταν ο Χ. Κίσινγκερ κατέληγε πως «η εξουσία είναι το υπέρτατο αφροδισιακό» μπορούμε να είμαστε βέβαιοι πως κάτι περισσότερο από εμάς γνώριζε. Για τις συνέπειες από την άσκησή της; Είχε μιλήσει ήδη ο Όμηρος:  «Αυτός που βρίσκεται στην εξουσία, δε μπορεί να κοιμηθεί ήσυχα μια ολόκληρη νύχτα». Κι ακολούθησε, αρκετά μεταγενέστερα, ο Τσαρλς Κάλεμπ Κόλτον για να διευκρινίσει: «Τα βάσανα της εξουσίας είναι πραγματικά, οι χαρές της φανταστικές». 

    Το εύρος της ευθύνης των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου

    Η διοίκηση των νομικών προσώπων συναρτάται με την άσκηση εξουσίας. Είναι αλήθεια όμως πως, αν ανατρέξει κάποιος στην εγχώρια (βεβαίως και διεθνή) βιβλιογραφία δεν είναι δυνατό, δυστυχώς, να εντοπίσει μια μελέτη, ένα σύγγραμμα στα οποία θα καταγράφεται το σύνολο των κινδύνων που συνολικά επιφέρει η άσκησή της. Πολλά επιμέρους ναι. Ένα συνολικό όχι. Τι σημαίνει αυτό σε πρακτικό επίπεδο: πως το εύρος της ευθύνης εκείνων που ασκούν εξουσία, καθώς και οι κίνδυνοι που αντιμετωπίζουν δεν είναι ούτε απολύτως καταγεγραμμένα ούτε και προσδιορίσιμα μεγέθη.

    Στο περιβάλλον λειτουργίας των ανωνύμων εταιρειών, όπως αυτό έχει σήμερα διαμορφωθεί, η μεγαλύτερη ανησυχία των διοικούντων είναι το εύρος της ευθύνης τους: για πράξεις ή -χειρότερα- για παραλείψεις τους.

    Στο πλαίσιο αυτό (και με αφορμή όχι μόνο το νέο νόμο για τις ανώνυμες εταιρείες, αλλά και διαχρονικά ερωτήματα και προβληματισμούς των ενδιαφερομένων-εμπλεκομένων προσώπων) επιχειρείται η προσέγγιση κάποιων βασικών πεδίων της ευθύνης των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου. 

    Οι ποινικές ευθύνες-γενικά

    Η ποινικοποίηση επιμέρους δράσεων της επιχειρηματικότητας, επιχειρηματικών επιλογών και αποφάσεων της διοίκησης μιας ανώνυμης εταιρείας είναι ένα (όχι θεωρητικό) ενδεχόμενο. Η είσοδος των εισαγγελέων στην καθημερινότητα της διοίκησης των επιχειρήσεων, αλλά και η προσπάθεια (κάποιων από αυτούς) για μεταμόρφωσή τους σε «Αντόνιο Ντι Πιέτρο» της οικονομικής κι επιχειρηματικής ζωής της χώρας με υιοθέτηση δράσεων τύπου «Καθαρά Χέρια», λειτουργεί κάποιες φορές εξυγιαντικά και κάποιες άλλες αποτρεπτικά ευεργετικών επιχειρηματικών αποφάσεων.

    Από την άλλη πλευρά είναι απολύτως συνήθεις οι ποινικές (και όχι μόνον) εμπλοκές μελών του Διοικητικού Συμβουλίου (όχι κατ’ ανάγκη των εκτελεστικών-μόνον) από παραλείψεις που αφορούν υποχρεώσεις έναντι του Δημοσίου (λ.χ. μη εξόφληση βεβαιωμένων οφειλών, μη απόδοση παρακρατουμένων φόρων-βλ. ΦΠΑ, μη εξόφληση ασφαλιστικών εισφορών). Επίσης όχι ασυνήθεις είναι και οι εμπλοκές μελών του Διοικητικού Συμβουλίου (όχι μόνον ποινικές) από γεγονότα που συνδέονται (ή επιχειρείται να συνδεθούν) με την επιχειρηματικότητα. Μη λησμονούμε επίσης το ενδεχόμενο να βρεθεί κάποιο μέλος ΔΣ «τυλιγμένο σε μία κόλλα χαρτί» είτε έχει ευθύνη είτε όχι-για οποιοδήποτε θέμα.

    Σε ποιους τομείς άραγε εκτείνεται η ευθύνη των μελών του ΔΣ της σύγχρονης ΑΕ; Επιχειρείται στο παρόν, μια πρώτη καταγραφή των ευθυνών (αστικής και ποινικής φύσεως) που απορρέουν από το νέο νόμο για τις Ανώνυμες Εταιρείες. 

    Η ενδοεταιρική ευθύνη με βάση το νέο νόμο για τις Ανώνυμες Εταιρείες

    Τα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου μιας Ανώνυμης Εταιρείας ευθύνονται για την αποκατάσταση τυχόν ζημίας της από πράξεις και παραλείψεις τους. Η ευθύνη μπορεί να είναι είτε ατομική είτε συλλογική (και εις ολόκληρον) για όλα τα μέλη. Το αρμόδιο Δικαστήριο είναι δυνατό να επιμερίσει τις ευθύνες μεταξύ των μελών ανάλογα με τα δεδομένα, αλλά και τις ιδιότητες ενός εκάστου.

    Η παραγραφή των αξιώσεων της εταιρείας σε βάρος των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου είναι μεν τριετής, αναστέλλεται όμως για όσο χρόνο έχουν τη συγκεκριμένη ιδιότητα. Κατ’ ανώτατο όριο για μια δεκαετία. Τι σημαίνει αυτό σε πρακτικό επίπεδο; Αν λ.χ. ο CEO μιας ανώνυμης εταιρείας κάτι «δεν έκανε καλά» προ επταετίας – κατά την άσκηση των καθηκόντων του και πουλήσει σήμερα την εταιρεία (ως, ενδεχομένως, βασικός μέτοχος και ιδιοκτήτης της), η εταιρεία (υπό το νέο ιδιοκτησιακό της καθεστώς) δικαιούται να ασκήσει τις αξιώσεις της σε βάρος του εντός δεκαετίας από την παράνομη πράξη ή παράλειψη.

    Η έγκριση των οικονομικών καταστάσεων, της διαχείρισης των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου και η ενδεχόμενη απαλλαγή τους από «κάθε ευθύνη» από την τακτική Γενική Συνέλευση ΔΕ λογίζεται ως παραίτηση. Θα «συνεκτιμηθεί» ενδεχομένως, ανάμεσα στ’ άλλα, από το αρμόδιο Δικαστήριο.

    Οι προϋποθέσεις για την άσκηση της εταιρικής αγωγής αλλά και η ίδια η άσκησή της είναι σαφώς και σε ικανό βαθμό καταγεγραμμένες και λεπτομερείς στο νέο νόμο. Η άσκηση μάλιστα της εταιρικής αγωγής είναι δυνατό να ανατεθεί από το αρμόδιο δικαστήριο (όταν δεν αποτελεί επιλογή του Διοικητικού Συμβουλίου) σε Ειδικό, προς τούτο οριζόμενο, Εκπρόσωπο. 

    Οι ποινικές ευθύνες των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου με βάση το νέο νόμο για τις Ανώνυμες Εταιρείες

    Ο νέος νόμος αφιερώνει (και λογικά) μια ξεχωριστή ενότητα για τις ποινικές ευθύνες (και) των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου. Η επαπειλούμενη ποινή φυλάκισης για τους παραβάτες δεν είναι εκείνη που δημιουργεί ανησυχία καθώς δεν αναμένεται ότι θα οδηγηθεί κανένας από αυτούς στη φυλακή-εξ αυτού του λόγου και μόνον. Ενδιαφέρον όμως έχουν οι επαπειλούμενες χρηματικές ποινές (από 5.000€ έως 100.000€): Μπορούμε να έχουμε βεβαιότητα πως από κανέναν δεν περισσεύουν τέτοια χρηματικά ποσά. Η άσκηση καθηκόντων μέλους Διοικητικού Συμβουλίου δεν είναι μια ιστορία χωρίς (και) αξιομνημόνευτους ποινικούς κινδύνους. Θα ήταν εξαιρετικά χρήσιμο για κείνα από τα μέλη που είτε έχουν «χαλαρή συνείδηση» είτε τους ζητείται να λάβουν αποφάσεις και παράσχουν διαβεβαιώσεις σε συγκεκριμένα θέματα (σε ψευδή, λ.χ., πιστοποίηση μετοχικού κεφαλαίου ή σε έγκριση χρηματοοικονομικών καταστάσεων που δεν είναι «απολύτως ακριβείς») να το ξανασκεφτούν. Είναι επίσης δεδομένο πως θα πρέπει να επιδεικνύουν τη μέγιστη δυνατή επιμέλεια κατά την άσκηση των καθηκόντων τους και πιστά να τηρούν (με τη συνδρομή και των κατάλληλων συμβούλων) το νόμο. 

    Συμπερασματικά

    Η αποδοχή μιας «τιμητικής» πρότασης για είσοδο σε Διοικητικό Συμβούλιο Ανώνυμης Εταιρείας, η εξυπηρέτηση ενός καλού φίλου για τον ίδιο λόγο («για να συμπληρωθούν τα τρία, κατ΄ελάχιστον, μέλη») αλλά και η συμμετοχή στο αντίστοιχο όργανο της οικογενειακής επιχείρησης, δεν είναι μια απόφαση που πρέπει «ελαφρά τη καρδία» να λαμβάνεται. Όχι πως κάθε μέλος Διοικητικού Συμβουλίου είναι δεδομένο πως «δε θα αποφύγει τα μπλεξίματα», αλλά καλό είναι να γνωρίζουμε πως η (συν)άσκηση εξουσίας δεν είναι ένα, απλό, αφροδισιακό.

     

    Β. ΕΙΔΙΚΟΤΕΡΑ (& επί λεπτομερειών)

    1. Η ενδοεταιρική ευθύνη των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου με βάση το νέο νόμο για τις ΑΕ

    Το μέγεθος και η προϋποθέσεις της ευθύνης των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου

    Τα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου Ανώνυμης Εταιρείας ευθύνονται για την αποκατάσταση της ζημίας της από πράξεις και παραλείψεις τους (άρθρο 102 παρ. 1 ν. 4548/2018).

    Δεν υφίσταται ευθύνη όταν τα μέλη καταφέρουν να αποδείξουν ότι κατέβαλαν «επιμέλεια συνετού επιχειρηματία» (άρθρο 102 παρ. 2 ν. 4548/2018).

    Όταν μάλιστα έχουμε να κάνουμε με κοινή πράξη των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου (λ.χ. απόφαση Δ.Σ.) γίνεται δεκτή η εις ολόκληρον ευθύνη όλων των μελών του. Το αρμόδιο Δικαστήριο διατηρεί το δικαίωμα να επιμερίσει την ευθύνη σε έναν έκαστο των εμπλεκομένων, αλλά και να ρυθμίσει το δικαίωμα της αναγωγής μεταξύ τους (άρθρο 102 παρ. 3 ν. 4548/2018).

    Γίνεται δεκτό πως δεν υφίσταται ευθύνη των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου όταν, κατά βάση, καταφέρουν να αποδείξουν πως οι πράξεις ή παραλείψεις τους: (α) βασίζονται σε προηγούμενη σύννομη απόφαση της ΓΣ ή (β) αφορούν εύλογη επιχειρηματική απόφαση που έχει ληφθεί  με καλή πίστη, επαρκή πληροφόρηση και με αποκλειστικό κριτήριο το εταιρικό συμφέρον καθώς και (γ) στηρίζονται σε εισήγηση ανεξάρτητου οργάνου ή επιτροπής (άρθρο 102 παρ. 4 ν. 4548/2018)

     

    Η παραγραφή των αξιώσεων της ΑΕ και η παραίτησή της από αυτές

    Η παραγραφή των αξιώσεων της Ανώνυμης Εταιρείας σε βάρος των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου είναι τριετής κι αναστέλλεται για όσο χρόνο διατηρείται η ιδιότητα του μέλους. Σε κάθε περίπτωση επέρχεται μετά από δεκαετία (άρθρο 102 παρ. 6 ν. 4548/2018)

    Είναι δυνατή η παραίτηση της Ανώνυμης Εταιρείας από τις αξιώσεις σε βάρος των μελών του Διοικητικού της Συμβουλίου μετά από μια διετία και με την υποχρεωτική συγκατάθεση της Γενικής Συνέλευσης, εφόσον δεν υπάρχει αντίθεση του 10% του μετοχικού κεφαλαίου (άρθρο 102 παρ. 7 ν. 4548/2018)

     

    Οι προϋποθέσεις και η διαδικασία άσκησης των αξιώσεων της Εταιρείας σε βάρος των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου της. Η εμπλοκή των μετόχων

    Το Διοικητικό Συμβούλιο υποχρεούται να ασκήσει τις αξιώσεις της εταιρείας σε  βάρος των υπόχρεων σε αποζημίωση μελών του, «σταθμίζοντας το εταιρικό συμφέρον». Σε κάθε περίπτωση τα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου υποχρεούνται να παράσχουν επαρκείς εξηγήσεις στους μετόχους, όταν παραλείψουν να εκπληρώσουν τη συγκεκριμένη υποχρέωσή τους (άρθρο 103 ν. 4548/2018).

    Μέτοχοι της εταιρείας που έχουν, προ εξαμήνου, αποκτήσει ποσοστό μεγαλύτερο από 5% του μετοχικού κεφαλαίου δικαιούνται να υποβάλλουν αίτημα προς το Διοικητικό Συμβούλιου για την άσκηση αξιώσεων σε βάρος μελών του (άρθρο 104 παρ. 1 ν. 4548/2018). Με το εν λόγω αίτημα κοινοποιούν την αναγκαία πληροφόρηση και τα στοιχεία για την τεκμηρίωση της ζημίας και παρέχουν προθεσμία ενός μηνός, κατ’ ελάχιστον, για αξιολόγηση και λήψη της σχετικής απόφασης (άρθρο 104 παρ. 2 ν. 4548/2018).

    Το Διοικητικό Συμβούλιο λαμβάνει τη σχετική απόφαση ύστερα από ακρόαση κατονομαζομένων μελών, χωρίς, όμως, να έχουν δικαίωμα ψήφου οι εμπλεκομένοι. Αν τα υπόλοιπα μέλη  δε σχηματίζουν απαρτία, θεωρείται ότι δε λαμβάνεται απόφαση (άρθρο 104 παρ. 3 ν. 4548/2018).

    Όταν το αίτημα για την άσκηση της εταιρικής αγωγής υποβάλλεται από την πλειοψηφία των μετόχων, η άσκησή της είναι υποχρεωτική για το Διοικητικό Συμβούλιο (άρθρο 104 παρ. 4 ν. 4548/2018)

    Η πλειοψηφία των μετόχων που υπέβαλαν αίτημα προς το Διοικητικό Συμβούλιο  για άσκηση εταιρικής αγωγής, δικαιούται να προσφύγει στο αρμόδιο δικαστήριο, όταν: (α) απορριφθεί το σχετικό αίτημά τους, (β) παρέλθει άπρακτη η ταχθείσα προθεσμία αξιολόγησης, (γ) παρέλθει άπρακτο ένα τετράμηνο από την απόφαση για την άσκηση της αγωγής, (δ) δεν κατέστη δυνατή η λήψη απόφασης από το Διοικητικό Συμβούλιο ή  (ε) παρέλθει άπρακτο ένα δίμηνο, χωρίς να ασκηθεί αγωγή στην περίπτωση που το αίτημα υποβάλλεται από την πλειοψηφία των μετόχων (άρθρο 105 παρ. 1 ν. 4548/2018).

    Το αρμόδιο δικαστήριο κάνει δεκτή την αίτηση των μετόχων, όταν δεν υφίσταται υπέρτερο συμφέρον για τη μη άσκηση της αιτούμενης αγωγής. Στην περίπτωση αυτή ορίζει Ειδικό (ίσως και Αναπληρωτή) Εκπρόσωπο για άσκηση της εταιρικής αγωγής (άρθρο 105 παρ. 2 ν. 4548/2018).

     

    Ο Ειδικός Εκπρόσωπος για την άσκηση της εταιρικής αγωγής

    Ο Ειδικός Εκπρόσωπος: (α) έχει ως ειδική και μόνη εξουσία την άσκηση της αγωγής, αλλά και την ταχεία και επιμελή άσκηση δίκης, (β) έχει πρόσβαση σε στοιχεία, έγγραφα και πληροφορίες, (γ) δεσμεύεται από την ιστορική (όχι όμως και τη νομική) βάση της δικαστικής απόφασης. Το Δικαστήριο είναι δυνατό να του επιδικάσει εύλογη αμοιβή (άρθρο 105 παρ. 4 και 5 ν. 4548/2018).

    Ο Ειδικός Εκπρόσωπος, μετά τον ορισμό του, είναι δυνατό να καταλήξει αρνητικά όσον αφορά την ευθύνη των κατονομαζομένων μελών Δ.Σ. Στην περίπτωση αυτή ενημερώνει σχετικά το Διοικητικό Συμβούλιο, αλλά και τους μετόχους που ζήτησαν την άσκηση της σχετικής αγωγής. Οι συγκεκριμένοι μέτοχοι, όμως, είναι δυνατό να επανέλθουν με νέα αίτησή τους (άρθρο 105 παρ. 6 ν. 4548/2018).

    Σε περίπτωση πρωτόδικης απόρριψης της αγωγής, το Διοικητικό Συμβούλιο, ύστερα από σχετική εισήγηση του Ειδικού Εκπροσώπου, είναι δυνατό να παραιτηθεί από την άσκηση ενδίκων μέσων (άρθρο 105 παρ. 7 ν. 4548/2018)

     

    Η αναστολή των παραγραφών και οι δαπάνες που αφορούν τις σχετικές δίκες

    Η υποβολή αίτησης των μετόχων προς το Διοικητικό Συμβούλιο για την άσκηση των εταιρικών αξιώσεων αναστέλλει, κατά βάση, τις παραγραφές (άρθρο 106 παρ. 1 ν. 4548/2018).

    Οι δαπάνες της δίκης για τον ορισμό του Ειδικού Εκπροσώπου, της δίκης σε βάρος των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου, αλλά και η τυχόν αμοιβή του βαρύνουν την εταιρεία (άρθρο 106 παρ. 3 ν. 4548/2018)

     

    Άμεση ζημία τρίτων από πράξεις ή παραλείψεις μελών του Διοικητικού Συμβουλίου

    Οι διατάξεις του ν. 4548/2018 όσον αφορά την ευθύνη των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου δεν επηρεάζουν ή περιορίζουν την ευθύνη τους όσον αφορά τις αξιώσεις από άμεση ζημία μετόχων ή τρίτων, την οποία υπέστησαν από πράξεις ή παραλείψεις τους (των μελών του ΔΣ). Δεν επηρεάζουν, επίσης, την ευθύνη των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου έναντι των εταιρικών πιστωτών από τη διάταξη του άρθρου 98 του Πτωχευτικού Κώδικα (:μη έγκαιρη υποβολή της αιτήσεως πτώχευσης της ανώνυμης εταιρείας, καθώς και πρόκληση της παύσης πληρωμών από δόλο ή βαρεία αμέλεια των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου)-(άρθρο 107 παρ. 3 ν. 4548/2018).

     

    Η απαλλαγή των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου από την τακτική Γενική Συνέλευση

    Είναι δυνατή η έγκριση από τη Γενική Συνέλευση της συνολικής διαχείρισης από τα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου κατά την έγκριση των ετήσιων χρηματοοικονομικών καταστάσεών της και η απαλλαγή τους από «κάθε ευθύνη». Η συγκεκριμένη όμως, έγκριση-όταν και εφόσον αυτή πραγματοποιηθεί ΔΕ λογίζεται ως παραίτηση από αξιώσεις της εταιρείας (για τη νομότυπη παραίτηση απαιτείται η εφαρμογή άρθρου 102 παρ. 7). Μια τέτοια έγκριση εκτιμάται «αναλόγως» από το Δικαστήριο (με ό,τι αυτό σημαίνει) που τυχόν επιληφθεί στο μέλλον αξιώσεις της εταιρείας σε βάρος των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου (άρθρο 108 παρ. 1 ν. 4548/2018).

    Στην ψηφοφορία για την έγκριση συνολικής διαχείρισης λαμβάνουν μέρος τα μέλη του Δ.Σ. και υπάλληλοι της ανώνυμης εταιρείας με τις δικές τους μετοχές, καθώς και με τις μετοχές που εκπροσωπούν, εφόσον τους έχουν παρασχεθεί ρητές και συγκεκριμένες οδηγίες ψήφου (άρθρο 108 παρ. 2 ν. 4548/2018).

     

    2.Οι ποινικές ευθύνες των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου από το νόμο για τις Ανώνυμες Εταιρείες

    Ψευδείς ή παραπλανητικές δηλώσεις προς το κοινό (άρθρο 176 ν. 4548/2018)

    Απειλείται ποινή φυλάκισης και χρηματική ποινή 10.000€ έως 100.000€ όσον αφορά εν γνώσει ψευδή ή παραπλανητική δήλωση προς το κοινό ιδρυτή, μέλους του Διοικητικού Συμβουλίου ή διευθυντή της εταιρείας σχετικά με: (α) την κάλυψη ή καταβολή του κεφαλαίου, (β) στοιχεία της εταιρείας με ουσιώδη επιρροή επί των εταιρικών υποθέσεων-με σκοπό την εγγραφή σε τίτλους που εκδίδει η εταιρεία. 

     

    Παραβάσεις μελών Διοικητικού Συμβουλίου (άρθρο 177 ν. 4548/2018)

    Απειλείται ποινή φυλάκισης και χρηματική ποινή 10.000€ έως 100.000€ όσον αφορά μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου το οποίο:
    (α) Συντάσσει ή εγκρίνει (εν γνώσει του) ανακριβείς ή παραπλανητικές χρηματοοικονομικές καταστάσεις ή τις συντάσσει κατά παράβαση του νόμου ως προς το περιεχόμενό τους
    (β) Προβαίνει σε διανομή κερδών ή άλλων ωφελημάτων προς τους μετόχους ή τρίτους που δεν προκύπτουν από τις χρηματοοικονομικές καταστάσεις της εταιρείας ή χωρίς τη σύνταξη χρηματοοικονομικών καταστάσεων ή με βάση (εν γνώσει του) ανακριβείς, παραπλανητικές ή κατά παράβαση του νόμου συνταγείσες χρηματοοικονομικές καταστάσεις
    (γ) Εξαγοράζει εξαγοράσιμες μετοχές κατά παράβαση της σχετικής διάταξης (άρθρο 39)
    (δ) Προκαλεί την απόκτηση από την εταιρεία  [κατά παράβαση των σχετικών διατάξεων (άρθρο 48, 49, 52 ή 57)] ιδίων μετοχών (ή της μητρικής της) ή τίτλων κτήσης μετοχών (της ίδιας ή μητρικής της)
    (ε) Χορηγεί προκαταβολή, δάνειο ή εγγύηση (κατά παράβαση του άρθρου 51) είτε επιβαρύνοντας την εταιρεία με σκοπό να αποκτήσει τρίτος μετοχές της είτε επιβαρύνοντας θυγατρική της  με σκοπό να αποκτήσει τρίτος μετοχές της μητρικής της
    (στ) Συντάσσει (εν γνώσει του) αναληθή ή ελλιπή έκθεση διαχείρισης ή άλλη υποχρεωτική κατά το νόμο ετήσια έκθεση.

     

    Παραβάσεις σχετικά με την εύρυθμη λειτουργία της εταιρείας (άρθρο 179 ν. 4548/2018)

    Απειλείται ποινή φυλάκισης μέχρι τριών ετών ή χρηματική ποινή 5.000€ έως 50.000€:
    (α) Σε όποιον συνάπτει σύμβαση για λογαριασμό της εταιρείας, χωρίς την προηγούμενη άδεια που απαιτείται κατά το άρθρο 100. (Το αξιόποινο εξαλείφεται αν δοθεί μεταγενεστέρως η αναγκαία άδεια)
    (β) Στο μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου που παραβιάζει την υποχρέωση πιστοποίησης καταβολής του κεφαλαίου μέσα στην προθεσμία του άρθρου 20 ή προβαίνει σε ψευδή πιστοποίησή του
    (γ) Στο μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου που παραλείπει να συντάξει ή συντάσσει εκπρόθεσμα: τις ετήσιες χρηματοοικονομικές καταστάσεις της εταιρείας, τις ενοποιημένες χρηματοοικονομικές καταστάσεις, την ετήσια έκθεση διαχείρισης, την ενοποιημένη ετήσια έκθεση διαχείρισης ή την πολιτική αποδοχών, την έκθεση αποδοχών ή άλλη κατά το νόμο ετήσια έκθεση
    (δ) Στο μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου που παραβιάζει την υποχρέωση αναπροσαρμογής του μετοχικού κεφαλαίου
    (ε) Σε όποιον παρακωλύει τη διενέργεια ελέγχου της εταιρείας από τους τακτικούς ελεγκτές ή τους ελεγκτές που ορίσθηκαν για τη διενέργεια έκτακτου ελέγχου ή δεν παρέχει στους ελεγκτές τις πληροφορίες που υποχρεούται να παράσχει.

     

    Παραβάσεις σχετικά με τη Γενική Συνέλευση των μετόχων και των ομολογιούχων (άρθρο 180 ν. 4548/2018)

    Απειλείται χρηματική ποινή 5.000€ έως 15.000€:
    (α) Σε όποιον παραλείπει να συγκαλέσει τη Γενική Συνέλευση των μετόχων ή των ομολογιούχων ή να συμπεριλάβει συγκεκριμένο θέμα στην Ημερήσια Διάταξη κατά παράβαση του νόμου ή του προγράμματος έκδοσης ομολογιών
    (β) Σε όποιον εν γνώσει του μετέχει ή ψηφίζει, χωρίς δικαίωμα, σε Γενική Συνέλευση μετόχων ή ομολογιούχων
    (γ) Στο μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου που παραβιάζει την υποχρέωση παροχής πληροφοριών σε μετόχους.

     

    Επιβολή ποινικών και διοικητικών κυρώσεων (άρθρο 181 ν. 4548/2018)

    Η επιβολή ποινικών ΔΕΝ αποκλείει, κατά τη συγκεκριμένη διάταξη, την επιβολή διοικητικών κυρώσεων. Τούτο με απλά λόγια σημαίνει πως μπορεί μεν, στο πλαίσιο κάποιας ποινικής διαδικασίας, να επιβληθούν ποινές σε κάποιο μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου, πλην όμως και οι όποιες διοικητικές μπορεί να έπονται…

     

    Γ. Επίλογος

    Το εύρος της ευθύνης των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου δεν εξαντλείται, δυστυχώς, στις ανωτέρω ενότητες και διατάξεις (πολύ περισσότερο στην “business view” θεώρησή τους). Θα επιδιωχθεί όμως, σε επόμενα άρθρα, η καταγραφή των λοιπών ενοτήτων ευθύνης τους και, βεβαίως, ο τρόπος μετριασμού της. Κυρίως όμως ο τρόπος άρσης των (δυνητικά) δυσμενών συνεπειών αλλά και των σχετικών κινδύνων που διατρέχουν τα συγκεκριμένα μέλη.

    stavros-koumentakis

    Σταύρος Κουμεντάκης
    Senior Partner

    Υ.Γ. Συνοπτική έκδοση αυτού του άρθρου δημοσιεύτηκε στις 3 Μαρτίου 2019, στην Εφημερίδα ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ.

    stavros-koumentakis-article-ευθύνη-μελών-δσ

  • Κοινοί Ιδρυτικοί Τίτλοι

    Κοινοί Ιδρυτικοί Τίτλοι

    Μια παλιά ιστορία

    Κατά τη δεκαετία του 1990 ένας επιχειρηματίας, με μεγάλη οικονομική επιφάνεια, αποφάσιζε το επόμενο επιχειρηματικό του εγχείρημα. Δεν είχε αμφιβολία (και ορθά όπως αποδείχθηκε) για την επιτυχία του. Το όλο εγχείρημα, εκτός από το στιβαρό business plan, βασιζόταν σε δύο πυλώνες:

    (α) στην πολυμετοχικότητα (με τη συμμετοχή εύρωστων οικονομικά μετόχων) και

    (β) στη συμμετοχή στο μετοχικό σχήμα συγκεκριμένων, υψηλού επιπέδου στελεχών, με ποσοστό 10% του συνολικού μετοχικού κεφαλαίου-χωρίς όμως την καταβολή χρημάτων από μέρους τους.

    Το μετοχικό κεφάλαιο της νέας, τότε, ανώνυμης εταιρείας  ήταν εξαιρετικά υψηλό κι η συμφωνία με τους λοιπούς, (συμ)μετόχους, απλή: Το 90% της συμμετοχής τους θα οδηγούνταν στον τραπεζικό λογαριασμό της εταιρείας (για να σχηματισθεί το μετοχικό κεφάλαιο) με καταθέτες του ίδιους. Το υπόλοιπο 10% θα οδηγούνταν και πάλι στον εταιρικό τραπεζικό λογαριασμό αλλά με (φερόμενους) καταθέτες τα προαναφερθέντα στελέχη. Έτσι θα επιτυγχανόταν η υλοποίηση του σχεδιασμού αλλά και η συμμετοχή των εν λόγω στελεχών στο μετοχικό κεφάλαιο της εταιρείας. Και μάλιστα χωρίς να καταβάλουν τα ίδια τα στελέχη χρήματα εξ ιδίων.

    Να σημειωθεί εδώ ότι τη δεκαετία του 1990 δεν περνούσε από το μυαλό κανενός ότι ένας τέτοιος σχεδιασμός θα μπορούσε να ελεγχθεί ως δωρεά (από τους μετόχους προς τα ωφελούμενα στελέχη). Σήμερα, σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο, θα προβάλαμε όλες τις επακόλουθες, δυνητικά αρνητικές ή πολύ δυσάρεστες, συνέπειες (αστικές, φορολογικές και ποινικές).

    Το συγκεκριμένο επιχειρηματικό εγχείρημα είχε σημαντική επιτυχία.

    Με μία μικρή, όμως, παρενέργεια: Οι σχέσεις των ανθρώπων ποτέ, κατά κανόνα, δεν αποδεικνύονται αιώνιες. Κι όπως συνηθίζω να λέω, οι άνθρωποι είναι ενδεχόμενο να μαλώσουν, να αρρωστήσουν ή να τρελαθούν. Επιπρόσθετα, βέβαιο, πως κάποια στιγμή θα εγκαταλείψουν τα εγκόσμια.

    (Και) στη συγκεκριμένη περίπτωση ήταν νομοτελειακό να συμβούν κάποια από τα συγκεκριμένα ενδεχόμενα…

    Έκτοτε, με βάση τις συγκεκριμένες αρνητικές εμπειρίες, απέτρεπα τους πελάτες και φίλους να προχωρούν σε τέτοιους σχεδιασμούς. Άλλοτε οι εισηγήσεις μου γινόταν αποδεκτές κι άλλοτε όχι. (Δυστυχώς)

    Ο νόμος, όμως, τότε δεν παρείχε τα εργαλεία που παρέχει σήμερα.

     

    Τα αντιτιθέμενα συμφέροντα και οι διαθέσιμες λύσεις

    Είναι δεδομένο πως, σε ένα πρώτο επίπεδο, τα συμφέροντα της επιχείρησης και των στελεχών της δεν είναι συμπλέοντα.

    Η επιχείρηση, ιδίως η νεοϊδρυόμενη, χρειάζεται στελέχη που θα δίνουν τον καλύτερό τους εαυτό στην επίτευξη του σκοπού της χωρίς, ταυτόχρονα, να επιβαρύνεται με τους υψηλούς μισθούς στους οποίους εκείνα θα προσβλέπουν. Χρειάζεται επίσης στελέχη τα οποία θα μοιραστούν το όραμά της και (σε περίπτωση επίτευξης των στόχων της-γιατί όχι) να αμειφθούν ανάλογα.

    Τα στελέχη από την άλλη πλευρά προσβλέπουν, και ευλόγως, σε υλικές και ηθικές ανταμοιβές. Η συμμετοχή στα κέρδη της εταιρείας είναι μια επιπρόσθετη αντιπαροχή διόλου ευκαταφρόνητη. Κι όχι μόνον σε υλικό επίπεδο.

    Βεβαίως υπάρχει πάντα η λύση των stock options με ό,τι θετικό κι ό,τι αρνητικό τη συνοδεύει – δείτε το σχετικό άρθρο για τα Stock options.

    Μια λύση, για συγκεκριμένες περιπτώσεις σαφέστατα περισσότερο ελκυστική, φαντάζει εκείνη της έκδοσης των Κοινών Ιδρυτικών Τίτλων.

     

    Οι Κοινοί Ιδρυτικοί Τίτλοι

    Ο συγκεκριμένος τύπος τίτλων παρέχει σημαντικές ευχέρειες στους ιδρυτές.

    Κάποιοι από τους ιδρυτές (:οι μέτοχοι) θα συμπράξουν για τη δημιουργία της εταιρείας και τη συγκέντρωση του αρχικού μετοχικού κεφαλαίου.

    Σε κάποιους άλλους (από τους ιδρυτές ή τρίτους-λ.χ. στελέχη) είναι δυνατό να αναγνωρισθεί, μέσω των Κοινών Ιδρυτικών Τίτλων, το δικαίωμα απόληψης τμήματος των κερδών της ανώνυμης εταιρείας. Και τούτο χωρίς οι ίδιοι να είναι μέτοχοι. Χωρίς δηλ. να έχουν συμμετάσχει στη συγκέντρωση του αρχικού μετοχικού κεφαλαίου.

     

    Το θεσμικό πλαίσιο που διέπει τους Κοινούς Ιδρυτικούς Τίτλους

    Με βάση τις προβλέψεις του νέου νόμου για τις ανώνυμες εταιρείες (άρθρο 75 ν. 4548/2018) οι Κοινοί Ιδρυτικοί Τίτλοι παρέχονται σε ορισμένους από τους ιδρυτές (ή/και όλους) καθώς και σε τρίτους. Ο λόγος της συγκεκριμένης παροχής προσδιορίζεται «ως ανταμοιβή για συγκεκριμένες ενέργειές τους κατά τη σύσταση της εταιρείας». Κατ΄ αριθμό μάλιστα δεν είναι δυνατό να υπερβαίνουν ποσοστό 10% του συνολικού αριθμού των μετοχών που εκδίδονται.

     

    Ποια δικαιώματα παρέχουν και ποια όχι οι Κοινοί Ιδρυτικοί Τίτλοι

    Το αποκλειστικό προνόμιο (πάντως όχι ήσσονος σημασίας-άρθρο 75 παρ. 3 ν. 4548/2018) των Κοινών Ιδρυτικών Τίτλων είναι το δικαίωμα απόληψης ποσού ίσου (κατ’ ανώτατο όριο) με το 25% των καθαρών κερδών ύστερα από την αφαίρεση των ποσών για το τακτικό αποθεματικό (άρθρο 158 ν. 4548/2018) και του ελαχίστου μερίσματος (άρθρο 161 ν. 4548/2018). Τι σημαίνει αυτό σε πρακτικό επίπεδο; Ότι εκείνοι (ιδρυτές ή τρίτοι) οι οποίοι έλαβαν κατά την ίδρυση της εταιρείας Κοινούς Ιδρυτικούς Τίτλους:

    (α) δικαιούνται να λάβουν το ¼ του υπερβάλλοντος του ελάχιστου μερίσματος. Κι αυτό χωρίς να συνεισφέρουν, ούτε στο ελάχιστο, στη συγκέντρωση του μετοχικού κεφαλαίου και

    (β) δεν δικαιούνται να λάβουν ο,τιδήποτε όταν δεν θα διανεμηθεί το ελάχιστο  (άρθρο 161 ν. 4548/2018) ή καθόλου (άρθρο 159 ν. 4548/2018) μέρισμα (άρθρο 75 παρ. 5, ν. 4548/2018)

    Οι Κοινοί Ιδρυτικοί Τίτλοι, που πάντως δεν έχουν ονομαστική αξία, δεν παρέχουν άλλα, επιπρόσθετα, δικαιώματα στους κατόχους τους (όπως λ.χ. συμμετοχή στη διοίκηση και διαχείριση της εταιρείας, ψήφου στις Γενικές Συνελεύσεις, συμμετοχής στο προϊόν της εκκαθάρισης-άρθρο 75 παρ. 2 ν. 4548/2018)

     

    Το δικαίωμα της εξαγοράς

    Μοιάζει λογικό να μην διατηρούνται στο διηνεκές τα δικαιώματα που απορρέουν από τους Κοινούς Ιδρυτικούς Τίτλους. Εξάλλου, η δικαιολογητική βάση της έκδοσης και παράδοσής τους στους ιδρυτές (ή τρίτους) είναι η «ανταμοιβή για συγκεκριμένες ενέργειές τους κατά τη σύσταση της εταιρείας».

    Έτσι οι Κοινοί Ιδρυτικοί Τίτλοι, μπορούν να εξαγοραστούν από την εταιρεία μια δεκαετία μετά την έκδοσή τους (άρθρο 75 παρ. 4 ν. 4548/2018). Η εξαγορά όμως μπορεί να λάβει χώρα και νωρίτερα εφόσον υπάρχει σχετική πρόβλεψη στο καταστατικό.

    Το αντίτιμο της εξαγοράς τους από την εταιρεία θα είναι αυτό που ορίζει το καταστατικό. Σε κάθε περίπτωση όμως δεν είναι δυνατό να υπερβαίνει το δεκαπλάσιο του μέσου ετήσιου μερίσματος που έλαβαν κατά την τελευταία πενταετία.

     

    Η έκδοση, η καταχώρηση και η μεταβίβαση των Κοινών Ιδρυτικών Τίτλων

    Ο νόμος αντιμετωπίζει τα συγκεκριμένα θέματα κατ’ αντιστοιχία εκείνων που αναφέρονται στις μετοχές (άρθρο 75 παρ. 6 και 40 έως 42 ν. 4548/2018). Στο πλαίσιο αυτό είναι δυνατό να εκδίδονται ή όχι τίτλοι (σε έγχαρτη ή λογιστική μορφή). Παράλληλα η καταχώρησή τους είναι δυνατό να λαμβάνει χώρα σε συγκεκριμένο βιβλίο (αντίστοιχο του Βιβλίου Μετόχων) το οποίο όμως είναι δυνατό να τηρείται και ηλεκτρονικά. Η μεταβίβασή τους (με ειδική ή καθολική διαδοχή) είναι ελεύθερη.

    Το καταστατικό της εταιρείας είναι αυτό που προσδιορίζει τον τρόπο απόδειξης της ιδιότητα του κατόχου. Η παράδοση στην εταιρεία του εγγράφου για τη μεταβίβασή τους ή η αξιοποίηση άλλων τρόπων που προβλέπει το καταστατικό είναι, σε κάθε περίπτωση, αρκετές για τη «νομιμοποίηση» του κατόχου τους. Σε περίπτωση, τέλος, θανάτου του κατόχου τους τα δικαιώματά του κληρονομούνται και αναγνωρίζονται στο πρόσωπο εκείνου/ων που θα αποδείξουν την ιδιότητά τους ως κληρονόμων

     

    Συμπερασματικά:

    Η αξιοποίηση του θεσμού των Κοινών Ιδρυτικών Τίτλων μοιάζει (και είναι) εξαιρετικό εργαλείο για τις υπό σύσταση ανώνυμες εταιρείες. Κι αυτό γιατί (μεταξύ άλλων), ο συγκεκριμένος θεσμός:

    (α) αναγνωρίζει σε συγκεκριμένα πρόσωπα (ιδρυτές, εργαζομένους ή τρίτους) τις υπηρεσίες που παρέχουν κατά την ίδρυση της ανώνυμης εταιρείας,

    (β) ανταμείβει τις συγκεκριμένες υπηρεσίες τους και συνδέει την ανταμοιβή τους με την κερδοφόρο, μόνον, πορεία της εταιρείας-χωρίς να απαιτείται να εισφέρουν χρήματα στο μετοχικό της κεφάλαιο,

    (γ) συνδέει τους κατόχους τους με την κερδοφόρο και αναπτυξιακή πορεία της επιχείρησης και ταυτίζει, σε σημαντικό βαθμό, τα συμφέροντα αμφοτέρων (κατόχων Κοινών Ιδρυτικών Τίτλων και επιχείρησης)

     (δ) δεν αναβαθμίζει τους κάτοχους τους σε μετόχους (με αποτέλεσμα οι κάτοχοί τους να μην έχουν τα δικαιώματα εκείνων και, ιδίως, τα δικαιώματα ψήφου και μειοψηφίας, το δικαίωμα εκλογής του Διοικητικού Συμβουλίου, απόληψης του προϊόντος της εκκαθάρισης κ.ο.κ.)

     (ε) περιορίζει χρονικά την παρουσία και τα δικαιώματα των κατόχων τους στην εταιρεία και προσδιορίζει/περιορίζει το ύψος της αποζημίωσής τους κατά τον χρόνο της εξαγοράς των τίτλων που κατέχουν.

    Με άλλα λόγια: Ο συγκεκριμένος θεσμός είναι δυνατό να άρει τις επιφυλάξεις και των πλέον δύσπιστων, όπως ο υπογράφων, όσον αφορά τη συμμετοχή συγκεκριμένων προσώπων (λ.χ. στελεχών ή τρίτων) στο επιχειρηματικό γίγνεσθαι και οικονομικό αποτέλεσμα μιας ανώνυμης εταιρείας.

    stavros-koumentakis

    Σταύρος Κουμεντάκης
    Senior Partner

    Υ.Γ. Συνοπτική έκδοση αυτού του άρθρου δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ, στις 17 Φεβρουαρίου 2019.

     

  • Η απασχόληση εργαζομένων σε περισσότερες εταιρείες του ιδίου Ομίλου

    Η απασχόληση εργαζομένων σε περισσότερες εταιρείες του ιδίου Ομίλου

    Η απασχόληση εργαζομένων σε περισσότερες εταιρείες του ιδίου Ομίλου: ένα χρόνιο πρόβλημα βρήκε την λύση του.

     

    Ο «πονοκέφαλος» των επικεφαλής των HR: Είναι δυνατόν εργοδότης να είναι ο «Όμιλος»;

    Αποτελούσε πάντοτε πρόβλημα, όχι ασήμαντο, για τους επικεφαλής των τμημάτων HR Ομίλων εταιρειών που δραστηριοποιούνται στη χώρα μας (βεβαίως και για τους ίδιους τους επικεφαλής των Ομίλων) η απασχόληση εργαζομένων σε περισσότερες από μια εταιρείες του ιδίου ομίλου.

    Και τούτο γιατί, μολονότι προσλαμβάνονται και αμείβονται από μία από τις εταιρείες που συναπαρτίζουν τον ενιαίο Όμιλο, καλούνται, εντούτοις, να απασχολούνται και σε αντικείμενα που αφορούν άλλες, «αδελφές», εταιρείες.

    Κατά το ελληνικό δίκαιο όμως ο Όμιλος δεν μπορεί να θεωρηθεί ενιαίος εργοδότης, έτσι που για διάφορα δικαιώματα του μισθωτού (μισθοί, αποζημιώσεις κλπ) να είναι υπεύθυνες όλες οι εταιρείες ανεξαρτήτως του ποια εταιρεία τον απασχολεί σε κάθε συγκεκριμένη χρονική στιγμή (ΑΠ 650/82 και  ΑΠ 10/18-ΝΟΜΟΣ)

     

    Σημαντικές έννοιες: Εργοδότης και Όμιλος εταιρειών

    Η έννοια του Εργοδότη

    Στο πλαίσιο της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας, εργοδότης θεωρείται κάθε φυσικό και νομικό πρόσωπο, στην υπηρεσία του οποίου διατελεί, με σχέση εξαρτημένης εργασίας άλλο φυσικό πρόσωπο, το οποίο του παρέχει την εργασία αυτή και όχι απαραιτήτως το πρόσωπο το οποίο προέβη στην πρόσληψή του. Συνήθως, αλλά όχι πάντοτε, εργοδότης είναι ο κύριος της επιχειρήσεως προς εξυπηρέτηση των συμφερόντων της οποίας συνάπτεται η σύμβαση. (ΑΠ 1290/2010, ΑΠ 873/2009 και ΑΠ 10/18-ΝΟΜΟΣ)

    Η έννοια του Ομίλου εταιρειών, της μητρικής και της θυγατρικής

    Γίνεται δεκτό (υπό το πρίσμα των ορισμών του ν. 4308/2014-Παράρτημα Α και του άρθρου 2 περ. ζ ν. 4172/2013) ότι ο όμιλος εταιρειών χαρακτηρίζεται από κοινή διεύθυνση, κοινή οικονομική πολιτική, κοινή χρηματοδότηση, δηλ. κοινά οικονομικά συμφέροντα. Ενώ συντίθεται από πολλά αυτοτελή νομικά πρόσωπα αποτελεί μια οικονομική ενότητα (ΑΠ 10/18-ΝΟΜΟΣ)

    Εξάλλου, κατά τους ορισμούς του Παραρτήματος Α του ν. 4308/2014:

    (α) Ομιλος (Group) εταιρειών είναι «η μητρική επιχείρηση και όλες οι θυγατρικές της»,

    (β)  Μητρική επιχείρηση (Parent company) είναι «η οντότητα που ελέγχει μία ή περισσότερες θυγατρικές οντότητες και

    (γ) Θυγατρική οντότητα (subsidiary) εκείνη η «οντότητα που ελέγχεται από μια μητρική οντότητα, άμεσα ή έμμεσα»..

     

    Η παροχή, κεντρικά, επί μέρους υπηρεσιών  στις εταιρείες του Ομίλου.

    Για λόγους διευκόλυνσης της άσκησης της διοίκησης αλλά και για λόγους οικονομίας κλίμακας, οι περισσότερες από τις εταιρείες του ιδίου Ομίλου μοιράζονται συχνά την ίδια έδρα και τις ίδιες εγκαταστάσεις. Έτσι το λογιστήριο, το HR, το τμήμα προμηθειών, η γραμματεία, η υποδοχή, το τμήμα ποιότητας κ.ο.κ. δεν μπορούν παρά να παρέχουν τις υπηρεσίες τους σε όλες, ταυτόχρονα, τις (συστεγαζόμενες ή μη) εταιρείες του ίδιου ομίλου. Το ίδιο και οι υπάλληλοι που απασχολούνται σ’ αυτές. Ο CEO, o CFO, o COO, δεν είναι (κατά κανόνα) περισσότεροι του ενός σε κάθε Όμιλο εταιρειών. Οι υπάλληλοι του λογιστηρίου καταχωρούν τις συναλλαγές των περισσοτέρων εταιρειών του Ομίλου κι η υποδοχή δεν καλωσορίζει τους επισκέπτες της εργοδότριάς τους, μόνον, εταιρείας.

    Όχι σπάνια οι εταιρείες του Ομίλου βρίσκονται σε διαφορετικές έδρες-ακόμα και σε διαφορετικές πόλεις. Στην περίπτωση αυτοί στελέχη κι εργαζόμενοι καλούνται συχνά να μετακινηθούν στις έδρες άλλων εταιρειών του ίδιου Ομίλου με σκοπό να παράσχουν (και) σ’ εκείνες (κι όχι στην εργοδότρια εταιρεία τις πολύτιμες υπηρεσίες τους

     

    Η «θέση» των επιμέρους εμπλεκομένων κι η αντίστοιχη των νομικών συμβούλων: Οι HR managers σε απόγνωση!

    Το συγκεκριμένο πρόβλημα θα μπορούσε να χαρακτηριστεί παλαιό, κλασσικό αλλά και, ταυτόχρονα, αρκετά σοβαρό με πολυεπίπεδες, πάντως, επιπτώσεις. Καθίσταται όμως πολυπλοκότερο αν το δει κάποιος από την οπτική γωνία των επιμέρους εμπλεκομένων. (Μεταξύ άλλων:)

    Οι CEO αξιώνουν (και εύλογα) τη μέγιστη δυνατή, σε επίπεδο ομίλου, αξιοποίηση του έμψυχου δυναμικού.

    Οι CFO απαιτούν (προϋπολογιστικά και απολογιστικά-εύλογα επίσης) την κατανομή του κόστους της απασχόλησης ανά νομικό πρόσωπο.

    Οι εργαζόμενοι άλλοτε δυσανασχετούν με τις τέτοιου είδους υποχρεώσεις που (επίσημα ή ανεπίσημα) τους επιβάλλονται κι άλλοτε «κρατούν σημειώσεις» με σκοπό να στραφούν δικαστικά κατά των περισσοτέρων εταιρειών του ιδίου ομίλου που απασχολήθηκαν. Απίθανο να μην έχουν αναρωτηθεί για τη συγκεκριμένη «αταξία»: «είναι δυνατόν άλλη εταιρεία να με έχει προσλάβει και για περισσότερες να απασχολούμαι;».

    Οι νομικοί σύμβουλοι συχνά προτείνουν λύσεις ανεφάρμοστες, ελάχιστα υλοποιήσιμες ή, σε πρακτικό επίπεδο, προβληματικές (λ.χ.: πρόσληψη από τη μία και δανεισμός στις υπόλοιπες, περισσότερες προσλήψεις- μειωμένης απασχόλησης, για τον ίδιο εργαζόμενο, σε κάθε μια από τις περισσότερες εταιρείες του ομίλου-με συγκεκριμένες ώρες και ημέρες απασχόλησης για την κάθε μια από τις εμπλεκόμενες, κ.ο.κ.). Όλες όμως οι λύσεις έχουν ένα κοινό πρόβλημα: Την αδυναμία του εκ των προτέρων (κάποιες φορές και εκ των υστέρων) ακριβούς προσδιορισμού του χρόνου που θα απαιτηθεί να εργασθεί (ή, αντίστοιχα, εργάσθηκε) ο εργαζόμενος για κάθε μία εταιρεία του Ομίλου. Κι ύστερα: το κόστος! Οποιαδήποτε από τις λύσεις αυτές δημιουργεί, εκτός από αναστάτωση στον οργανισμό και στους εργαζόμενους αυξημένο κόστος για τον Όμιλο.

    Οι HR managers, κάποιες φορές σε απόγνωση, καλούνται να συμβιβάσουν τα ασυμβίβαστα…

     

    Η νομολογιακή αντιμετώπιση

    Η (σχετικά πρόσφατη) απόφαση 10/2018 του Αρείου Πάγου, έρχεται να επιβεβαιώσει παλαιότερη απόφασή του (:ΑΠ  1222/2003) με την οποία δίνεται η λύση: «Έτσι, επί ομίλου εταιρειών, που έχουν κοινά οικονομικά συμφέροντα, ακόμη και στην περίπτωση που η σύμβαση εργασίας του μισθωτού καταρτίστηκε με μία από τις εταιρείες του ομίλου και η αξιοποίησή της εργασίας του γίνεται και από άλλες εταιρείες του ίδιου ομίλου, εργοδότης παραμένει η αντισυμβαλλόμενη του μισθωτού εταιρεία, η οποία ασκεί διευθυντικό έλεγχο επί της εργασίας του και ευθύνεται για την πληρωμή των πάσης φύσεως αποδοχών του)

    Με απλά λόγια γίνεται αποδεκτό με τη συγκεκριμένη απόφαση πως:

    • Είναι δυνατό να προσληφθεί ένας εργαζόμενος από την α-ΑΕ και να παρέχει τις υπηρεσίες του όχι μόνον στη συγκεκριμένη ΑΕ (την α-ΑΕ) αλλά, επιπρόσθετα, στις β-AE και γ-AE, εταιρείες του ιδίου ομίλου.
    • Στο συγκεκριμένο παράδειγμα εργοδότης τους εργαζόμενου παραμένει η εταιρεία με την οποία συνεβλήθη ο εργαζόμενος στη σύμβαση εργασίας του (η α-ΑΕ) μολονότι παρέχει τις υπηρεσίες του και σε άλλες εταιρείες (β-AE και γ-AE) του ιδίου ομίλου.

     

    Η λύση του «γόρδιου» δεσμού

    Όπως προκύπτει από τη νομολογία του ανώτατου ακυρωτικού είναι αποδεκτό ο εργαζόμενος να παρέχει τις υπηρεσίες του και σε άλλες εταιρείες του ιδίου ομίλου και όχι μόνον σε εκείνη από την οποία προσλήφθηκε.

    Η παραδοχή αυτή αποδεικνύεται εξαιρετικά σημαντική για τους ομίλους εταιρειών. Υπό την προϋπόθεση (αυτονοήτως) των κατάλληλων συμβατικών ρυθμίσεων):

    (α) ο εργαζόμενος δεν δικαιούται να αντιλέξει στην παροχή των υπηρεσιών του σε άλλες εταιρείες του ιδίου ομίλου

    (β) οι λοιπές εταιρείες, εκτός εκείνης που τον προσέλαβε, δεν εκτίθενται σε νομικούς κινδύνους έναντι του εργαζομένου ή/και της πολιτείας

    (γ) οι επιμέρους εταιρείες που συναπαρτίζουν τον όμιλο δικαιούνται απρόσκοπτα να αξιοποιήσουν τις υπηρεσίες του εργαζόμενου σε μία από αυτές.

    Ένα χρόνιο πρόβλημα αποδεικνύεται πως έχει την (απλή) λύση του!

    stavros-koumentakis

    Σταύρος Κουμεντάκης
    Senior Partner

    Υ.Γ. Συνοπτική έκδοση αυτού του άρθρου δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ, στις 10 Φεβρουαρίου 2019.

  • Stock Options

    Stock Options

    Stock Options: Πρόγραμμα διάθεσης μετοχών σε μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου, εργαζόμενους και μόνιμους συνεργάτες.

     

    Α. Γενικά

    Τι είναι τα Stock Options;

    Τα Stock Options αποτελούν θεσμό για τον οποίο δεν υπάρχει μακρά εμπειρία στη χώρα μας. Σε διεθνές, όμως, επίπεδο υπάρχει όχι μόνον μακρά εμπειρία αλλά και διάφορες κατηγορίες τους.

    Εκείνα που είναι περισσότερο γνωστά στην Ελλάδα (και θα μας απασχολήσουν εν προκειμένω) είναι εκείνα που προορίζονται να λειτουργήσουν ως κίνητρα προς το ανώτερο και ανώτατο στελεχιακό δυναμικό. Κι επιπρόσθετα: τους στενούς-μόνιμους συνεργάτες μιας επιχείρησης. Στη συνέχεια, για λόγους συντομίας, όλοι οι δυνητικοί δικαιούχοι θα αναφέρονται, συνολικά, ως «στελέχη». Η διεθνώς αποδεκτή σχετική ορολογία για τα stock options αυτής της κατηγορίας είναι «Employee Stock Option» και συντομογραφικά «ΕSO».

    Τα συγκεκριμένα Stock Options, σε πρακτικό επίπεδο, δεν είναι παρά το δικαίωμα (προαίρεσης-option) που αποκτά κάποιο στέλεχος (ή ομάδα στελεχών) μιας επιχείρησης για την αγορά (σε μία ή περισσότερες επόμενες χρονικές στιγμές), μετοχών της επιχείρησης σε προκαθορισμένη, ελκυστική, τιμή. Με τίμημα που το ίδιο το στέλεχος καλείται να καταβάλει.

    Κατά το αμερικανικό μοντέλο (:american options) το συγκεκριμένο δικαίωμα ασκείται όποτε επιλέξει ο δικαιούχος, από τη στιγμή της έκδοσης (του Stock Option) μέχρι τη λήξη του. Κατά το ευρωπαϊκό μοντέλο (:european options ή share options στο Ηνωμένο Βασίλειο) το συγκεκριμένο δικαίωμα ασκείται από τον δικαιούχο κατά τη στιγμή της λήξης του ή/και σε προκαθορισμένες, ενδιάμεσες χρονικές στιγμές.

    Ενδεχόμενη αποχώρηση του στελέχους πριν τον χρόνο κατά τον οποίο μπορεί να γίνει άσκηση του σχετικού δικαιώματος σημαίνει, κατά κανόνα, και την απώλειά του.

    Πώς λειτουργούν τα Stock Options;

    Κατ’ αρχάς να σημειώσουμε πως τα Stock Options δεν (πρέπει να) αφορούν το σύνολο των στελεχών.

    Ακόμα όμως και με το συγκεκριμένο περιορισμό θα πρέπει να δεχτούμε πως δύο είναι οι κατηγορίες στελεχών στις οποίες απευθύνονται: Σε εκείνα τα οποία η επιχείρηση επιδιώκει να προσελκύσει κι εκείνα με τα οποία ήδη συνδέεται με κάποιας μορφής συμβατική σχέση, συνηθέστερα, εργασίας.

    Από την άλλη πλευρά οι επιχειρήσεις οι οποίες θα αποφασίσουν να εκδώσουν ESO μπορεί να είναι όλων των κατηγοριών: Start-ups, επιχειρήσεις με κάποια ιστορία (με προβλήματα ρευστότητας ή περιορισμένες οικονομικές δυνατότητες), επιχειρήσεις αναπτυσσόμενες (και πολλά υποσχόμενες) ή ακόμα και αναπτυγμένες (με σημαντική οικονομική επιφάνεια). Κοινό χαρακτηριστικό όλων: Η προσπάθεια δημιουργίας κινήτρων σε στελέχη είτε για την έναρξη είτε για τη συνέχιση της συνεργασίας μαζί τους.

    Τόσο η κεντρική πρόταση της επιχείρησης που αποφασίζει την έκδοσή τους όσο και οι επιμέρους παράμετροι γνωστοί: «Έλα (ή μείνε) μαζί μας και θα έχεις σοβαρές προσδοκίες να αποκομίσεις σημαντικά οφέλη από την αύξηση της αξίας της επιχείρησης (κατ’ αναλογίαν του τμήματός της που αντιστοιχούν στα stock option που λαμβάνεις)».

    Διεθνώς, υιοθετείται (τουλάχιστον όσον αφορά τις εταιρείες με εισηγμένες μετοχές) και μία εναλλακτική της (άμεσης) παροχής ESO. Η επιχείρηση αναλαμβάνει την υποχρέωση αντί να παραδώσει Stock Options στο στέλεχος να του καταβάλει χρήματα σε προκαθορισμένες χρονικές στιγμές στο μέλλον. Συγκεκριμένα, τη διαφορά της παρούσας αξίας συμφωνηθέντος αριθμού μετοχών σε σχέση με την τιμή που θα έχουν στις εν λόγω προκαθορισμένες μελλοντικές ημερομηνίες.

     Τα Stock Options από την πλευρά της επιχείρησης και του στελέχους

    Με την υιοθέτηση των Stock Options η επιχείρηση δημιουργεί σημαντικά κίνητρα για την προσέλκυση ενός «ακριβού» στελέχους, καθώς δεν τον αντιμετωπίζει πλέον ως απλό υπάλληλο. Το στέλεχος αναβαθμίζεται από το επίπεδο του απλού (και ελάχιστα σημαντικού) εργαζομένου σ’ εκείνο του δυνητικού αυριανού μετόχου, συμμετόχου στο όραμα, την αναπτυξιακή και, κατ΄ αποτέλεσμα, κερδοφόρο πορεία της επιχείρησης.

    Η επιχείρηση (start-up, προβληματική, αναπτυσσόμενη ή αναπτυγμένη) με τον τρόπο αυτό επιτυγχάνει τριπλό στόχο: (α) μειώνει τις οικονομικές απαιτήσεις του στελέχους όσον αφορά τις προσδοκώμενες σταθερές αποδοχές του, (β) αυξάνει τη δέσμευσή του έναντι της επιχείρησης (γ) αυξάνει (λογικά) την ποιοτική και ποσοτική του απόδοση.

    Το στέλεχος, από την άλλη πλευρά, «προσδένεται» με ισχυρότερους δεσμούς στο άρμα της επιχείρησης καθώς δεν αποτελεί πλέον απλό εργαζόμενο αλλά αναβαθμίζεται σε δυνητικό (ή αυριανό) μέτοχο. Κι ακόμα περισσότερο: Προσβλέποντας στα κέρδη που θα ήταν δυνατό να αποκομίσει από την παραμονή του στην επιχείρηση, δύσκολα θα σκεφτεί να μην αποδώσει το μέγιστο του δυναμικού του ή να αποχωρήσει πριν το «πλήρωμα του χρόνου».

    Με την αξιοποίηση του θεσμού των Stock Options, ο στόχος των μετόχων, της διοίκησης και των συγκεκριμένων στελεχών γίνεται κοινός: η ανάπτυξη της αξίας της επιχείρησης και, κατ’ ακολουθίαν, της αξίας των μετοχών της.

    Ειδικά: Οι ανησυχίες του επιχειρηματία και ο τρόπος με τον οποίο είναι δυνατό να διασκεδασθούν.

    Υπάρχει όμως και σοβαρή (και απολύτως εύλογη) επιχειρηματολογία στη βάση της οποίας ένας επιχειρηματίας (ιδίως σε ολιγομετοχικά σχήματα) δεν θα επέλεγε να διαθέσει Stock Option σε στελέχη του. Ας καταγραφούν, μεταξύ άλλων, τα περισσότερο συνήθη: Τι θα συμβεί αν, αφού ασκηθούν τα σχετικά δικαιώματα, το στέλεχος (μέτοχος όντας) αποχωρήσει (παραιτηθεί ή απολυθεί), πτωχεύσει, αποβιώσει ή διαταραχθεί η ψυχική του υγεία; Συνεταίρος θα παραμείνει ένας παλαιός φίλος κι αυριανός εχθρός; Ή μήπως η χήρα και τα ορφανά του; Ή μήπως κάποιος σύνδικος, κάποιος άσχετος ή, ακόμα χειρότερα, ο σημαντικότερος ανταγωνιστής της επιχείρησης;

    Στα κρίσιμα αυτά ερωτήματα μπορούν να δοθούν όχι μόνον ικανοποιητικές απαντήσεις αλλά και απολύτως επαρκείς διασφαλίσεις. Ο συνδυασμός επιμέρους ευχερειών που απορρέουν από το νόμο μπορεί, με ασφάλεια, να επιτύχει το ζητούμενο.

    Ο συνδυασμός λ.χ. των stock options με τις πρόνοιες που αφορούν την έκδοση δεσμευμένων μετοχών είναι δυνατό να δημιουργήσει αισθήματα ασφάλειας για τέτοιας φύσης ανησυχίες (Για τα θέματα που αφορούν την έκδοση των δεσμευμένων μετοχών μπορείτε να διαβάσετε το άρθρο Δεσμευμένες μετοχές.

     

    Β. Οι ρυθμίσεις του νέου νόμου για τις Ανώνυμες Εταιρείες

    Σε διαδικαστικό επίπεδο, για την έκδοση των Stock Options προϋποτίθεται (άρθρο 113 παρ. 1) απόφαση Γενικής Συνέλευσης σχετικά με τους δικαιούχους του προγράμματος (μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου, στελέχη ή/και πρόσωπα που παρέχουν τις υπηρεσίες τους σε σταθερή βάση) αλλά και τις επιμέρους λεπτομέρειες της έκδοσης. Στο πλαίσιο αυτό η απόφαση της Γενικής Συνέλευσης προσδιορίζει (άρθρο 113 παρ. 2) αν τα Stock Οptions θα εκδοθούν με χρήση ιδίων μετοχών της εταιρείας ή αύξηση του μετοχικού της Κεφαλαίου, τον ανώτατο αριθμό των μετοχών που θα εκδοθούν, την τιμή διάθεσης ή της μέθοδο προσδιορισμού της, τους όρους διάθεσης των μετοχών, τη διάρκεια και τους δικαιούχους του προγράμματος, τον τρόπο άσκησης των σχετικών δικαιωμάτων. Ειδικά όμως όσον αφορά τους δικαιούχους είναι δυνατό να ανατεθεί στο Διοικητικό Συμβούλιο ο καθορισμός από εκείνο (το Δ.Σ.) είτε των δικαιούχων, ονομαστικά, ή των ομάδων των δικαιούχων

    Τα Stock Οptions που θα εκδοθούν δεν είναι δυνατό να υπερβαίνουν το 10%, κατ’ ανώτατο όριο, του μετοχικού κεφαλαίου (άρθρο 113 παρ. 2) αν και στην πράξη δύσκολα θα υπερέβαιναν και αυτό το 1% ή 2%.

    Αξιοσημείωτο επίσης είναι πως η Γενική Συνέλευση είναι δυνατό να εκχωρήσει (άρθρο 113 παρ. 4), για μια πενταετία τη σχετική της εξουσία στο Διοικητικό Συμβούλιο αν και χρειάζεται ιδιαίτερη φειδώ στην εκχώρηση ενός τέτοιου δικαιώματος μια και θα ήταν δυνατό να οδηγήσει, ενδεχομένως, σε δυσάρεστες ανατροπές ευαίσθητων ισορροπιών μεταξύ των μετόχων.

    Σε κάθε περίπτωση, το Διοικητικό Συμβούλιο είναι το όργανο εκείνο (άρθρο 113 παρ. 3) που

    (α) εκδίδει τα πιστοποιητικά άσκησης των σχετικών δικαιωμάτων αλλά και

    (β) (ανά ημερολογιακό τρίμηνο) είτε παραδίδει τις μετοχές που αφορά η άσκηση των Stock Οptions είτε αυξάνει κεφάλαιο και τροποποιεί το καταστατικό (εκδίδοντας και παραδίδοντας τις νεοεκδιδόμενες μετοχές και πιστοποιώντας τη σχετική αύξηση).

     

    Γ. Επίλογος

    Η αξιοποίηση από την επιχείρηση ενός σύγχρονου εργαλείου, όπως αυτό των Stock Options, μπορεί να λειτουργήσει ευεργετικά σε διάφορα επίπεδα. Αν και μοιάζει απλουστευμένη η σχετική προσέγγιση, οι δυνητικοί κίνδυνοι για τον επιχειρηματία είναι δυνατό σε σημαντικό επίπεδο (με τη χρήση ασφαλών νομικών εργαλείων) να απομειωθούν-αν όχι να εκμηδενισθούν. Παράλληλα ο σχεδιασμός του σχετικού προϊόντος μπορεί να διασφαλίσει σε σημαντικό βαθμό το εκάστοτε κεντρικό ζητούμενο της επιχείρησης: είτε πρόκειται για προσέλκυση ικανών στελεχών είτε για τη διατήρηση των ικανοτέρων είτε/και για τη μεγιστοποίηση όσων τα ωφελούμενα στελέχη είναι σε θέση να προσφέρουν.

    stavros-koumentakis

    Σταύρος Κουμεντάκης
    Senior Partner

    Υ.Γ. Συνοπτική έκδοση αυτού του άρθρου δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ, στις 3 Φεβρουαρίου 2019.

  • Τίτλοι κτήσης μετοχών (:warrants)

    Τίτλοι κτήσης μετοχών (:warrants)

    Α. Εισαγωγικά

    Τα warrants αποτελούν ένα σύγχρονο χρηματοπιστωτικό μέσο, γνωστό σ’ εκείνους που διακονούν την οικονομική επιστήμη αλλά και στους ασχολούμενους με τα χρηματιστήρια ανά τον κόσμο. Τα warrants, ελάχιστα γνωστά στο ευρύ κοινό, είναι δυνατό, να αποτελέσουν μέσο προσέλκυσης χρηματοδότησης αλλά και υποβοήθησης της ανάπτυξης των επιχειρήσεων. Η λειτουργία τους είναι διπλή: Από τη μία πλευρά  ευθυγραμμίζουν την προσδοκώμενη μελλοντική θετική πορεία της εταιρείας με επιμέρους συμφέροντα τρίτων αμέσως ή εμμέσως εμπλεκομένων. Από την άλλη διευρύνουν το πλαίσιο εκείνων που «διαγκωνίζονται» για την επιτυχία του εταιρικού εγχειρήματος-που γίνεται πλέον στόχος κοινός για περισσότερους. Τα warrants μπορεί να αποδειχθούν ελκυστικότερα της έκδοσης προνομιούχων μετοχών ή ομολογιακού δανείου μετατρέψιμου σε μετοχές.

    Ας τα γνωρίσουμε όμως καλύτερα.

     

    Β. Η γνωριμία με τα warrants, η εθνική και διεθνής εμπειρία

    Τι είναι τα warrants

    Με βάση το νόμο για τις ανώνυμες εταιρείες (άρθρο 56 παρ. 1) τίτλοι κτήσης μετοχών (:warrants) είναι εκείνοι που εκδίδονται από μια ανώνυμη εταιρεία και παρέχουν το διαπλαστικό δικαίωμα στους δικαιούχους τους (:δικαίωμα προαιρέσεως) να αποκτήσουν (ακριβέστερα: να αγοράσουν) μετοχές της (της εκδότριας-στην περίπτωση αυτή μιλάμε για εταιρικά warrants).

    Εύλογα, βέβαια, θα ήταν δυνατό να υποστηρίξει κάποιος πως αρμοδιότεροι να μιλήσουν για το τι πραγματικά είναι τα warrants μάλλον δεν είναι οι δικηγόροι. Και τούτο γιατί, κατά μία ευρύτερη (και ορθή) άποψη πρόκειται για χρηματιστηριακό παράγωγο που δημιουργεί το δικαίωμα (όχι όμως και την υποχρέωση) να αγοράσει κάποιος (ή να πουλήσει) μια μετοχή σε συγκεκριμένη τιμή (:εξάσκησης) πριν την εκπνοή του (ενδεικτικός ορισμός: https://www.investopedia.com/terms/w/warrant.asp). Το θεσμικό πλαίσιο εν τούτοις που διέπει τη λειτουργία των warrants επιδρά, πολυεπίπεδα, όχι μόνο στη λειτουργία της ανώνυμης εταιρείας αλλά και στις σχέσεις που διαμορφώνονται γύρω από αυτήν. Δεν θα μπορούσε επομένως να λείπουν οι σχετικές ρυθμίσεις από το νέο νόμο για τις ανώνυμες εταιρείες (άρθρα 56 έως 58). Δεν θα μπορούσε επίσης να μην απασχολήσει και το νομικό κόσμο της χώρας. [Το πιο πλήρες, επί του παρόντος, έργο στη χώρα μας είναι το: «Τίτλοι Κτήσης Μετοχών (Warrants) εταιρικοί και καλυμμένοι», Ιωάννη Λιναρίτη, Νομική Βιβλιοθήκη, 2018)].

     Η χρήση των warrants στο πλαίσιο της ανακεφαλαιοποίησης των ελληνικών τραπεζών (2012-2013)

    Η εμπειρία της ανακεφαλαιοποίησης των ελληνικών τραπεζών είναι αυτή που μας έφερε για πρώτη φορά σε επαφή με τα warrants (κατ’ ακρίβεια με τα covered warrants-κατ’ αντιδιαστολή με τα προαναφερθέντα εταιρικά warrants). Το σχετικό νομοθετικό πλαίσιο είχε διαμορφωθεί ήδη το έτος 2010 (από το άρθρο 7α παρ. 1 και 2 ν. 3864/2010, όπως ίσχυσε με τις μεταγενέστερες αυτού τροποποιήσεις των ετών 2012-2013), πριν την αντικατάστασή του από το άρθρο 2 ν. 4254/2014. Εξειδικεύθηκε περαιτέρω με τις σχετικές Πράξεις Υπουργικού Συμβουλίου υπ’ αριθμ. 38/2012, 6/2013 και 43/2015.

    Η προσπάθεια προσέλκυσης ιδιωτών επενδυτών για την ανακεφαλαιοποίηση των συστημικών τραπεζών πέτυχε (έστω εν μέρει) με τη χρησιμοποίηση των warrants ως “γλυκαντικών” (“sweeteners”-στη διεθνή ορολογία).

    Έτσι, όσοι αποφάσισαν να συμμετάσχουν στην ανακεφαλαιοποίηση των ελληνικών τραπεζών τη διετία 2012-2013 βρέθηκαν να έχουν στα χέρια τους warrants. Με βάση λοιπόν την ΠΥΣ 38/2012 ελάμβαναν (οι δικαιούχοι των τίτλων) από το Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (ΤΧΣ), δωρεάν, έναν Τίτλο για κάθε μία κοινή μετοχή του Πιστωτικού Ιδρύματος που αποκτούσαν. Στη συγκεκριμένη ΠΥΣ υπήρχε πρόβλεψη για αναπροσαρμογή του αριθμού των μετοχών που αναλογούσαν σε κάθε τίτλο «σε περίπτωση εταιρικών πράξεων». Η σχετική πρόβλεψη εξειδικεύθηκε περαιτέρω με την ΠΥΣ 43/2015.

    Οι δικαιούχοι λοιπόν των  warrants αποκτούσαν το δικαίωμα να τα εξασκήσουν πενήντα τέσσερις μήνες (54) μήνες από την ημερομηνία έκδοσης των τίτλων-εξαμηνιαίως. Τιμή άσκησης των δικαιωμάτων ορίστηκε η τιμή κτήσης των αντίστοιχων μετοχών από το ΤΧΣ, πλέον επιτοκίου 3% και ενός περιθωρίου (ανάλογο με τον χρόνο άσκησης του σχετικού δικαιώματος) επί τον αριθμό των μετοχών που εδικαιούτο να αποκτήσει ο κάτοχος του τίτλου κατά την άσκηση του δικαιώματός του.

     Η αποτίμηση των warrants

    Από το έτος 1973 υιοθετείται (με διάφορες συμπληρωματικές επεμβάσεις κι αναπροσαρμογές) το μοντέλο “Black-Scholes” στην διεθνή βιβλιογραφία για την αποτίμηση (και) των warrants. Το συγκεκριμένο μοντέλο λαμβάνει υπόψη του: (α) τρεις βασικές παραμέτρους για τον προσδιορισμό της αξίας τους: την τιμή άσκησης, τον υπολειπόμενο χρόνο μέχρι την ημερομηνία λήξης και τη χρηματιστηριακή τιμή της μετοχής και (β) τρεις, τουλάχιστον, επιπρόσθετες παραμέτρους χρηματοοικονομικής φύσεως: την αναμενόμενη μερισματική απόδοση της υποκείμενης μετοχής (dividend yield), το επιτόκιο χρηματαγοράς καταθέσεων χωρίς κίνδυνο (risk free interest rate) και την αναμενόμενη μεταβλητότητα (volatility) της υποκείμενης μετοχής.

    Πρακτικά όμως για όλους εμάς τους μη οικονομολόγους: Όταν η τιμή της μετοχής κατά τον χρόνο άσκησης του σχετικού δικαιώματος (εκείνου δηλαδή που έχει αποκτηθεί με το warrant-κατά το χρόνο κτήσης του) υπολείπεται του ποσού που θα πρέπει να καταβληθεί (ανά μετοχή) για την άσκησή του, δεν έχει νόημα να βάλουμε οποιαδήποτε άλλη παράμετρο στην εξίσωση. Αυτό και έγινε στην προαναφερθείσα περίπτωση της ανακεφαλαιοποίησης των τραπεζών: Η τιμή της μετοχής των συστημικών τραπεζών καταβαραθρώθηκε, σε αντίθεση με την τιμή άσκησης των warrants που είχε, εξ αρχής, συμφωνηθεί σταθερή-κατά τις επιμέρους χρονικές περιόδους δυνητικής άσκησής τους.

    Έτσι, οι ιδιώτες που συμμετείχαν στην ανακεφαλαιοποίηση των συστημικών τραπεζών έλαβαν μεν warrants, τα οποία όμως ουδέποτε εξάσκησαν καθώς η τιμή των μετοχών στις οποίες αναφέρονταν υπολείπονταν σαφώς της τιμής εξάσκησης τους (των warrants).

    Το συγκεκριμένο εγχείρημα δεν έμελλε να στεφθεί με επιτυχία.

     Η άσκηση των δικαιωμάτων από τα warrants και τα σχετικά ερωτήματα

    Όσον αφορά τις εισηγμένες εταιρείες (όπως παραπάνω οι «συστημικές» τράπεζες) η προαναφερθείσα λογική μοιάζει τόσο αυτονόητη όσο και απλοϊκή: Για ποιον λόγο να ασκήσω το δικαίωμά μου από το warrant όταν χρηματοοικονομικά με συμφέρει να αγοράσω την αντίστοιχη μετοχή από την χρηματιστηριακή αγορά με μικρότερο κόστος;

    Συμβαίνει όμως το ίδιο και στις μη εισηγμένες εταιρείες; Σε εκείνες δηλ. που οι μετοχές τους δεν διαπραγματεύονται σε κάποια οργανωμένη αγορά, με αποτέλεσμα να μην είναι ελεύθερα διαθέσιμες; Και τι συμβαίνει όταν διαθέσιμες είναι δυνατό να καταστούν στο πλαίσιο, μόνον, μιας ελεύθερης συναλλαγής όπου ταυτίζονται οι «δηλώσεις βούλησης» του πωλητή και του αγοραστή;

    Και, εν τέλει, το κεντρικό ερώτημα: Είναι τα warrants ένας αποτυχημένος και μη λειτουργικός θεσμός; Ή μπορεί, άραγε, να αξιοποιηθεί πολυεπίπεδα στο πλαίσιο της ενίσχυσης της επιχειρηματικότητας; Στη συνέχεια επιχειρείται απάντηση στα συγκεκριμένα, κομβικά, ερωτήματα.

     Η δυνητική χρήση και αξιοποίηση των warrants

    Το εύρος της δυνητικής αξιοποίησης των warrants μοιάζει, σχεδόν, ανεξάντλητο.

    Τα warrants μπορούν να αποτελέσουν μέσο (κυρίως όμως: κίνητρο) χρηματοδότησης επιχειρήσεων-δεν είναι εξάλλου τυχαίος ο όρος «sweetener» που ήδη αναφέρθηκε και διεθνώς χρησιμοποιείται: Συμμετέχω σήμερα σε μια αύξηση μετοχικού κεφαλαίου και έχω προσδοκία ότι στο (εγγύς ή απώτερο) μέλλον θα αποκτήσω, ΑΝ το επιλέξω, με ευνοϊκούς όρους (σε σχέση με τα τότε δεδομένα) κάποιον επιπρόσθετο αριθμό μετοχών.

    Η συγκεκριμένη λογική μπορεί να αποδειχθεί ελκυστική όχι μόνον για προσέλκυση συμμετοχής σε αύξηση μετοχικού κεφαλαίου start-ups αλλά και αντίστοιχα αναπτυσσόμενων ή/και, απλά, υγιών επιχειρήσεων. Από την άλλη πλευρά είναι δυνατό να αποδειχθεί ελκυστική στην προσπάθεια κεφαλαιακής ενίσχυσης επιχειρήσεων με προβλήματα ρευστότητας & φερεγγυότητας και αδυναμία ή δυσκολία άντλησης εξωτερικής χρηματοδότησης ή (κοινής) κεφαλαιακής ενίσχυσης. Αποδεικνύεται εργαλείο στρατηγικής για τα venture capital (:κεφάλαια επιχειρηματικών συμμετοχών), για μεμονωμένους επενδυτές αλλά και εργαλείο προσωπικών στρατηγικών μεμονωμένων μετόχων.

    Περαιτέρω όμως δεν είναι δυνατό να μη γίνει αναφορά στη δυνητική αξιοποίηση των  warrants ως κινήτρου για εκείνους που ασκούν διοίκηση στην εταιρεία, για στελέχη, για συνεργάτες, προμηθευτές ή πιστωτές. Κι όσον αφορά τους τελευταίους (προμηθευτές ή πιστωτές)-επιπρόσθετα ως μέσο μερικής ή ολικής εξόφλησης ή ευνοϊκής διευθέτησης οικονομικής φύσεως υποχρεώσεων.

    Σε όλες τις παραπάνω περιπτώσεις τα warrants μπορούν να έχουν μια διπλή λειτουργία: (α) Να ευθυγραμμίσουν την (προσδοκώμενη) μελλοντική θετική πορεία και ευημερία της εταιρείας με επιμέρους συμφέροντα τρίτων αμέσως ή εμμέσως εμπλεκομένων (και όχι μόνον των μετόχων) αλλά και (β) Να διευρύνουν το πλαίσιο εκείνων που (για απτούς λόγους-άμεσου συμφέροντος) «διαγκωνίζονται» για την επιτυχία του εταιρικού εγχειρήματος που γίνεται πλέον στόχος κοινός

    Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις τα warrants μπορεί πολυεπίπεδα να αποδειχθούν (και είναι) ελκυστικότερα και προτιμητέα της έκδοσης προνομιούχων μετοχών ή ομολογιακού δανείου μετατρέψιμου σε μετοχές

     

    Γ. Η αντιμετώπιση (και ρύθμιση) των warrants από το νόμο για τις ΑΕ

    Έχοντας κατά νου όσα παραπάνω (υπό Α) εισαγωγικά αναφέρθηκαν μπορεί να γίνει περισσότερο κατανοητή η επιλογή της σχετικής νομοπαρασκευαστικής επιτροπής (βεβαίως και του έλληνα νομοθέτη) για την ένταξη των warrants στο ρυθμιστικό πεδίο του νέου νόμου για τις ανώνυμες εταιρείες.

    Δυνατότητα έκδοσης warrants

    Με τη διάταξη του άρθρου 56 παρ. 1 του νέου νόμου, ορίζεται αρμόδιο όργανο για την έκδοση των warrants η Γενική Συνέλευση η οποία αποφασίζει με αυξημένη απαρτία και πλειοψηφία. Απλή απαρτία και πλειοψηφία της Γενικής Συνέλευσης ή απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου αρκεί όταν υφίσταται σχετική καταστατική πρόβλεψη (παρ. 2 αναλογικά εφαρμοζομένων των διατάξεων για την έκτακτη αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου-κατ’ αρθρ. 24)

    Επιμέρους παράμετροι απόφασης του αρμοδίου οργάνου

    Το εκάστοτε αρμόδιο όργανο της ανώνυμης εταιρείας στην απόφασή του για την έκδοση των warrants (η οποία υπόκειται στη δημοσιότητα του νόμου για την αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου) διαλαμβάνει τα σχετικά:

    (α) με τον χρόνο, τον τρόπο, το τυχόν τίμημα για την έκδοση των τίτλων και τον τρόπο καταβολής του
    (β) την προθεσμία και τους λοιπούς όρους της άσκησης του δικαιώματος που ενσωματώνουν οι τίτλοι
    (γ) την κατηγορία και τον αριθμό μετοχών που θα εκδοθούν μετά την τυχόν άσκηση του
    (δ) την αξία ή τον τρόπο υπολογισμού της αξίας μετοχών που θα καταβληθεί κατά την άσκηση του δικαιώματος
    (ε) τον αριθμό των μετοχών των οποίων παρέχει δικαίωμα κτήσης κάθε τίτλος
    (στ) την προσαρμογή όρων των τίτλων και των δικαιωμάτων τους σε περίπτωση εταιρικών πράξεων και
    (ζ) κάθε άλλη σχετική λεπτομέρεια

     Λοιπά θέματα σχετικά με την έκδοση των warrants

    Οι υφιστάμενοι μέτοχοι κατά τον χρόνο της έκδοσης των warrants διατηρούν (άρθρο 56 παρ. 6) σχετικό δικαίωμα προτίμησης κατά την έκδοσή τους-και ευλόγως καθώς η μελλοντική άσκησή τους θα διατάρασσε τις όποιες ισορροπίες του μετοχικού κεφαλαίου. Παράλληλα μπορεί να αναγνωρισθεί (άρθρο 56 παρ. 7) η δυνατότητα μερικής κάλυψης των warrants των οποίων θα αποφασισθεί η έκδοση (κατ’ αναλογική εφαρμογή του άρθρου 28 για τη μερική κάλυψη της αύξησης του μετοχικού κεφαλαίου). Τέλος ορίζεται (άρθρο 56 παρ. 8) πως οι σχετικοί τίτλοι είναι ονομαστικοί-ευλόγως και εν προκειμένω καθώς και οι μετοχές των ανωνύμων εταιρειών μόνον ονομαστικές μπορεί να είναι.

     Απόκτηση ιδίων warrants από την εταιρεία (άρθρο 57)

    Η ανώνυμη εταιρεία δεν είναι δυνατό να προβεί σε κάλυψη δικών της warrants ή να λάβει ως ενέχυρο warrants δικά της ή μητρικής της.

    Εντούτοις, η εταιρεία είναι δυνατό να αποκτήσει δικά της warrants (εκτός των περιπτώσεων κτήσης από καθολική διαδοχή ή χαριστική αιτία) ύστερα από απόφαση του Διοικητικού της Συμβουλίου με την οποία: (α) αιτιολογείται το εταιρικό συμφέρον, (β) καταγράφεται ο σκοπός και οι όροι της απόκτησης, (γ) προσδιορίζεται ο ανώτατος αριθμός των τίτλων που θα αποκτηθούν, (δ) η διάρκεια της έγκρισης (max 12 μήνες) καθώς και (ε) η ελάχιστη και μέγιστη αξία της απόκτησης.

    Για τη συγκεκριμένη απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου προϋποτίθεται έκθεση ορκωτού λογιστή περί του ευλόγου της αξίας της απόκτησης. Η συγκεκριμένη αξία δεν μπορεί να έχει σαν αποτέλεσμα τη μείωση του μετοχικού κεφαλαίου σε χαμηλότερα επίπεδα από αυτά που προσδιορίζονται στη διάταξη του άρθρ. 159 §1.

    Στην περίπτωση που η εκδότρια αποφασίσει να αποκτήσει (και εν τέλει αποκτήσει) δικά της warrants με σκοπό την απόσβεσή τους, υποχρεούται σε άμεση ακύρωση. Επίσης όταν η εκδότρια αποκτήσει δικά της warrants είτε λόγω καθολικής διαδοχής είτε από χαριστική αιτία υποχρεούται να λάβει απόφαση, εντός μηνός, είτε για την ακύρωσή τους είτε για την εκ νέου διάθεσή τους. Σε κάθε περίπτωση πάντως απόκτησης από την εταιρεία δικών της warrants (κατά παράβαση των συγκεκριμένων διατάξεων) υποχρεούται να τα μεταβιβάσει το αργότερο μέσα σε ένα έτος από την απόκτησή τους.

     Άσκηση δικαιώματος από τα warrants (αρθρ. 58)

    Το δικαίωμα που απορρέει από τα warrants είναι, όπως ήδη αναφέρθηκε, δικαίωμα προαιρέσεως. Τούτο σημαίνει πως η άσκηση του σχετικού δικαιώματος από μέρους του δικαιούχου τους είναι μονομερής. Μόνη προϋπόθεση για την άσκησή του αποτελεί η καταβολή στην εταιρεία του (εκ προοιμίου) δεδομένου τιμήματος.

    Η ονομαστική αξία των μετοχών που θα εκδοθούν δεν είναι πάντως επιτρεπτό να υπερβαίνει το άθροισμα του ποσού που κατεβλήθη κατά την απόκτηση των warrants και εκείνου που κατεβλήθη κατά την άσκηση του σχετικού δικαιώματος.

    Όταν πάντως ασκηθεί το σχετικό δικαίωμα που απορρέει από τα warrants λαμβάνει χώρα αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου. Στη συγκεκριμένη αύξηση οι παλαιοί μέτοχοι δεν έχουν, ευλόγως, δικαίωμα προτίμησης. Το Διοικητικό Συμβούλιο υποχρεούται να αναπροσαρμόσει, εντός διμήνου, το μετοχικό κεφάλαιο της εταιρείας.

    Σημειώνεται τέλος ότι προσδιορίζεται ως υποχρεωτική η σύσταση αποθεματικού στην εκδότρια εταιρεία για όσο διάστημα παραμένουν σε ισχύ τα warrants. Το αποθεματικό αυτό δεν είναι δυνατό να διανεμηθεί και είναι κατ’ ελάχιστο ίσο  με την αξία που καταβλήθηκε κατά την έκδοσή τους.

     

    Δ. Επίλογος

    Από όσα παραπάνω αναφέρονται δε νομίζω πως απομένει οποιαδήποτε αμφιβολία πως η ένταξη στο εθνικό δίκαιο των τίτλων κτήσης μετοχών παρέχει ένα σπουδαίο (πολυ)εργαλείο στις ανώνυμες εταιρείες. Ένα εργαλείο σημαντικό για τη χρηματοδότηση και τη διευκόλυνση της χρηματοδότησής τους, για τη δημιουργία κινήτρων για την υποβοήθηση της παραγωγικής, αποτελεσματικής και εν τέλει βέλτιστης λειτουργίας και αναπτυξιακής τους πορείας. Κυρίως όμως: ένα εργαλείο που διευρύνει καθοριστικά τον κύκλο των φυσικών και νομικών προσώπων των άμεσα και έμμεσα (λιγότερο ή περισσότερο) συνδεδεμένων με αυτήν με παράλληλα, εν πολλοίς, συμφέροντα όσον αφορά την επίτευξη του εταιρικού σκοπού.

    Εναπόκειται στις επιχειρήσεις, τους επιχειρηματίες, τους χρηματοοικονομικούς (ιδίως όμως εμάς τους νομικούς) τους συμβούλους η βέλτιστη αξιοποίησή του.

    stavros-koumentakis

    Σταύρος Κουμεντάκης
    Senior Partner

    Υ.Γ. Συνοπτική έκδοση αυτού του άρθρου δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ, στις 27 Ιανουαρίου 2019.

Η περιοχή αυτή είναι καταχωρημένη στο wpml.org ως περιοχή ανάπτυξης. Μεταβείτε σε τοποθεσία παραγωγής με κλειδί στο remove this banner.