Συντάκτης: skoumentakis

  • Η μερική καταβολή του κεφαλαίου της Α.Ε.

    Η μερική καταβολή του κεφαλαίου της Α.Ε.

    1. Προοίμιο

    Σε πέντε μέρες από σήμερα κλείνουν 81 χρόνια από τη μέρα που η Edwardsville Intelligencer (μια από τις τοπικές εφημερίδα του Ιλλινόις με έδρα στο Edwardsville) κυκλοφόρησε, στο φύλλο της της 19.7.1938,  με τον τίτλο «Corrigan Flies By The Seat Of His Pants».

    Τι είχε συμβεί;

    Ο εκ των ελαχίστων (τότε-κατ’ αριθμό) αεροπόρων Douglas Corrigan είχε υποβάλει σχέδιο διατλαντικής πτήσης από το Μπρούκλιν στο Δουβλίνο. Το σχέδιο πτήσης είχε, μάλλον εύλογα, απορριφθεί καθώς ο τολμηρός αεροπόρος φαίνεται πως δεν διέθετε τα κατάλληλα όργανα αεροπλοΐας. Εγκρίθηκε όμως, στη συνέχεια, το (κατά πως φαίνεται πιο λογικό) σχέδιο πτήσης του από το Μπρούκλιν στην Καλιφόρνια. Το ταξίδι ξεκίνησε ομαλά και κατέληξε μετά από 29 ώρες στο Δουβλίνο (!). Ποτέ ο τολμηρός πιλότος δεν παραδέχθηκε πως αγνόησε την απόρριψη του σχεδίου πτήσης του: Επικαλέστηκε αστοχία των οργάνων αεροπλοΐας του αεροσκάφους του.

    Η φράση «fly by the seat of yout pants” χρησιμοποιήθηκε έκτοτε για να περιγράψει μια πορεία δράσης με ίδια μέσα, πρωτοβουλία και αντίληψη χωρίς «έξωθεν» βοήθεια: πάντοτε θελκτικό-συχνά ριψοκίνδυνο!

    Ισχύει άραγε και στις επενδύσεις; Στους επιχειρηματικούς σχεδιασμούς;

    Καθένας από εμάς, ανάλογα με την προσωπικότητα και το επενδυτικό του προφίλ, έχει δώσει ήδη την απάντησή του.

    Τι συμβαίνει όμως στις ανώνυμες εταιρείες; Υπάρχει πλαίσιο που να ευνοεί τον λίγο πιο «ρισκαδόρο» μέτοχο;

     

    2. Η μερική καταβολή του μετοχικού κεφαλαίου

    Η ρύθμιση για τη μερική καταβολή του μετοχικού κεφαλαίου της ανώνυμης εταιρείας δεν είναι νέα. Με τον πρόσφατο όμως νόμο για τις ανώνυμες εταιρείες (ν. 4548/18) αυστηροποιείται.

    Τι όμως συνιστά μερική καταβολή και ποιο είναι το πλαίσιό της;

    Μερική καταβολή του μετοχικού κεφαλαίου κατά τη σύσταση της εταιρείας (αλλά και σε κάθε αύξηση του μετοχικού της κεφαλαίου), είναι η καταβολή τμήματος μόνον (και όχι του συνόλου)  της ονομαστικής αξίας της μετοχής (άρθρο 21 §1). Ο υπόχρεος μέτοχος αναλαμβάνει (ταυτόχρονα με τη «διευκόλυνση» που του παρέχεται και) την υποχρέωση για την καταβολή της υπόλοιπης αξίας της μετοχής σε επόμενο χρόνο-σύμφωνα όμως με όσα ορίζει το καταστατικό της εταιρείας.

    Στην περίπτωση που εκδίδονται τίτλοι μετοχών οι οποίοι δεν έχουν ολοσχερώς αποπληρωθεί, είναι υποχρεωτική η αναγραφή στην εμπρόσθια όψη τους τόσο της μη πλήρους εξόφλησής τους όσο και των όρων υπό τους οποίους αυτή είναι υποχρεωτικό να πραγματοποιηθεί (άρθρο 21 §7).

    Μερική καταβολή του κεφαλαίου δεν επιτρέπεται σε δύο περιπτώσεις: όταν υπάρχουν εισφορές σε είδος και όταν αναφερόμαστε σε εισηγμένες εταιρείες (άρθρο 21 §2).

     

    3. Για ποιον λόγο θα επιλέγαμε (ή επιτρέπαμε) τη μερική καταβολή του μετοχικού κεφαλαίου;

    Είναι δεδομένο πως όσο μεγαλύτερη είναι η κεφαλαιακή βάση της εταιρείας, τόσο ισχυρότερη αποδεικνύεται η τελευταία. Δεν είναι πάντοτε όμως δεδομένο πως οι μέτοχοι έχουν τη δυνατότητα (ή, έστω, την προτεραιότητα) να προβούν στην άμεση καταβολή του μετοχικού κεφαλαίου που τους αναλογεί κατά τη σύσταση της εταιρείας (ή κατά την αύξηση του μετοχικού της κεφαλαίου). Είναι δυνατό, στο πλαίσιο ενός μικρότερου σε έκταση επιχειρηματικού εγχειρήματος, να προσβλέπουμε στη συμμετοχή στο μετοχικό σχήμα ενός ικανού «συνεταίρου», συνεργάτη ή στελέχους, στις ιδιότητες του οποίου ιδιαίτερα προσβλέπουμε για την επιτυχία του (του όλου εγχειρήματος). Είναι ακόμα δυνατό ο μέτοχος που επιθυμούμε να συμμετάσχει στο αρχικό μετοχικό σχήμα ή σε επόμενη χρονικά αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου να μην έχει (όχι μόνον τη δυνατότητα αλλά και) το «πόθεν έσχες» για την εν λόγω συμμετοχή (θα μπορούσε να είναι, λ.χ., ένα από τα παιδιά της οικογένειας στο πλαίσιο μιας οικογενειακής επιχείρησης).

    Για όλες αυτές τις περιπτώσεις (και όχι μόνο) η μερική καταβολή του μετοχικού κεφαλαίου αποτελεί την ενδεδειγμένη λύση.

    Σημαντικό πάντως να τονισθεί πως (και) οι μερικώς εξοφλημένες μετοχές παρέχουν στους δικαιούχους τους το σύνολο των δικαιωμάτων που απολαμβάνουν οι ολοσχερώς αποπληρωθείσες μετοχές (μεταξύ των οποίων ψήφου και απόληψης μερισμάτων).

     

    4. Υποχρεωτικές ρυθμίσεις σε περίπτωση μερικής καταβολής του μετοχικού κεφαλαίου

    Όταν αποφασισθεί (στο πλαίσιο των καταστατικών προβλέψεων) η μερική καταβολή του αρχικού κεφαλαίου ή της αύξησής του, ισχύουν (άρθρο 21 §3) υποχρεωτικά τα ακόλουθα:

    (α) Η προθεσμία για την εξόφληση (του ανεξόφλητου υπολοίπου) της ονομαστικής αξίας της μετοχής δεν είναι δυνατό να υπερβαίνει τα πέντε (5) έτη.

    (β) Θα πρέπει να έχει αμέσως καταβληθεί, κατ’ ελάχιστον, το ένα τέταρτο (1/4) της ονομαστικής αξίας κάθε μετοχής (αν, λ.χ., η μετοχή έχει ονομαστική αξία 10€, θα πρέπει να έχουν καταβληθεί τα 2,5€-κατ’ ελάχιστον). Σε περίπτωση μάλιστα έκδοσης μετοχών πάνω από το άρτιο, η διαφορά καταβάλλεται ολόκληρη εφάπαξ κατά την καταβολή της πρώτης δόσης (αν δηλ. η ονομαστική αξία της μετοχή είναι 10€ και η τιμή έκδοσής της είναι 20€, τα 10 επιπλέον ευρώ είναι υποχρεωτικό να καταβληθούν με την πρώτη από τις δόσεις που θα έχουν, ενδεχομένως, συμφωνηθεί να λάβει χώρα η καταβολή του ανεξόφλητου υπολοίπου της ονομαστικής αξίας της μετοχής).

    (γ) Το ολοσχερώς καταβεβλημένο τμήμα του μετοχικού κεφαλαίου δεν μπορεί να είναι, σε οποιαδήποτε περίπτωση, μικρότερο από το ποσό των 25.000€.

    (δ) Σε περίπτωση μεταβίβασης μετοχών που δεν έχουν ολοσχερώς αποπληρωθεί ο μεταβιβάζων ευθύνεται για το οφειλόμενο τμήμα της μετοχής για μία διετία από την εγγραφή της μεταβίβασης στο βιβλίο των μετόχων της εταιρείας.

     

    5. Είναι υποχρεωτική η εφάπαξ αποπληρωμή της ονομαστικής αξίας των (μερικώς εξοφλημένων) μετοχών;

    Η καταβολή του ανεξόφλητου υπολοίπου της ονομαστικής αξίας της μετοχής είναι δυνατό να προβλεφθεί καταστατικά ότι θα λάβει χώρα είτε εφάπαξ είτε με περισσότερες δόσεις.

    Στην περίπτωση όμως που λαμβάνουν χώρα μερικές καταβολές (:δόσεις) για το ανεξόφλητο υπόλοιπο, οι όποιες καταβολές καταλογίζονται αναλογικά σε όλες τις μετοχές που έχουν αναληφθεί από το ίδιο πρόσωπο (άρθρο 21 §4). Δεν είναι δυνατό δηλ. να θεωρήσει ο υπόχρεος μέτοχος ότι με τις μερικές του καταβολές έχουν ολοσχερώς αποπληρωθεί κάποιες από τις (μη ολοσχερώς εξοφληθείσες) μετοχές του.

     

    6. Ποιο το «επιτίμιο» της μη εμπρόθεσμης καταβολής του ανεξόφλητου υπολοίπου του μετοχικού κεφαλαίου;

    Το ενδεχόμενο της μη εμπρόθεσμης καταβολής οποιασδήποτε δόσης από το ανεξόφλητο υπόλοιπο της αξίας των μετοχών, επιφέρει (αυστηρές) κυρώσεις για τον υπόχρεο μέτοχο και αναγκαίες εξελίξεις για την εταιρεία (άρθρο 21 §§5 & 6). Σε μια τέτοια περίπτωση, το διοικητικό συμβούλιο της εταιρείας τάσσει προθεσμία ενός (1) μηνός στον υπόχρεο μέτοχο για την εξόφληση των οφειλομένων. Ταυτόχρονα όμως οφείλει να τον προειδοποιήσει για τις συνέπειες της άπρακτης παρέλευσης της προθεσμίας αυτής.

    Ποιες είναι αυτές οι συνέπειες; Σε ενδεχόμενη άπρακτη παρέλευση της ταχθείσα προθεσμίας, η εταιρεία ακυρώνει τις (μη ολοσχερώς εξοφληθείσες) μετοχές και παρακρατεί υπέρ αυτής τυχόν από μέρους του προκαταβληθέντα (περιλαμβανομένων δόσεων ή, ενδεχόμενης, διαφοράς υπέρ το άρτιο). Ταυτόχρονα όμως η εταιρεία θα προβεί στην έκδοση νέων μετοχών, ίσων κατ’  αριθμό με τις ακυρωθείσες, τις οποίες αρχικά θα προσφέρει στους λοιπούς μετόχους (:δικαίωμα προτίμησης). Σε περίπτωση μη εκδήλωσης ενδιαφέροντος από μέρους των παλαιών μετόχων, προβαίνει στην ελεύθερη διάθεσή τους.

    Αν συμβεί να  είναι δεσμευμένες οι ακυρωθείσες μετοχές καθώς και αν η διάθεση των, σε αντικατάστασή τους, εκδοθεισών νέων αποβεί συνολικά ή κατά ένα μέρος άκαρπη, η εταιρεία υποχρεούται να προβεί σε μείωση του κεφαλαίου (στην πρώτη επόμενη γενική συνέλευση) κατά το ποσό της ονομαστικής αξίας των μη εκποιηθεισών μετοχών.

    Είναι σημαντικό να τονισθεί πως το τμήμα της ονομαστικής αξίας των μετοχών που δεν καταβλήθηκε μέσα στις υφιστάμενες προθεσμίες επιβαρύνει, σε κάθε περίπτωση, τον υπόχρεο μέτοχο με το νόμιμο επιτόκιο έως την ακύρωση των μετοχών. Περαιτέρω ποινικές ρήτρες ή άλλες αξιώσεις της εταιρείας σε βάρος του υπόχρεου είναι δυνατό να προβλεφθούν στο καταστατικό της εταιρείας ή στην απόφαση για αύξηση του μετοχικού της κεφαλαίου.

     

    7. Εν κατακλείδι

    Η ενδεχόμενη μερική καταβολή του μετοχικού κεφαλαίου συνιστά ένα «ρήγμα» στη γενική άποψη πως εκείνος που συμμετέχει στην ίδρυση μιας ανώνυμης εταιρείας (ή συμμετέχει στην αύξηση του μετοχικού της κεφαλαίου) καταβάλλει το σύνολο της αξίας των μετοχών που του αναλογούν. Οι προαναφερθείσες ρυθμίσεις παρέχουν στους μετόχους τη δυνατότητα να αποφασίσουν τη μερική, μόνον, καταβολή της ονομαστικής αξίας κάποιων (ή του συνόλου) των μετοχών. Είναι δεδομένο όμως πως δεν είναι χωρίς σημαντικές επιπτώσεις η παραβίαση των υποχρεώσεων που ανέλαβε ο υπόχρεος μέτοχος: όχι μόνον τις μετοχές του θα απωλέσει αλλά και το σύνολο των χρημάτων που κατέβαλε για τη (μη ολοσχερή) αποπληρωμή τους. Ενδεχομένως βέβαια να απειλούνται, κατά τα προαναφερθέντα, περαιτέρω ποινικές ρήτρες ή άλλες αξιώσεις της εταιρείας σε βάρος του υπόχρεου.

    Ο Douglas Corrigan (γνωστός και ως «Wrong Way Corrigan») κατάφερε να ολοκληρώσει επιτυχώς το 1938, «ιδίαις δυνάμεσιν»-χωρίς τα μάλλον κατάλληλα όργανα αεροπλοΐας την (υπερατλαντική-απολύτως εντυπωσιακή για τα δεδομένα της εποχής) πτήση Μπρούκλιν-Δουβλίνο. Το αποτέλεσμα όχι μόνον τον δικαίωσε αλλά και του έδωσε τη δυνατότητα να υποδυθεί τον εαυτό του στην ταινία του 1938: «The Flying Irishman». Αυτά, βέβαια, επειδή κατάφερε να ολοκληρώσει το ταξίδι του. Αν όχι; Αντίστοιχα και ο μέτοχος που ενδεχομένως στηριχθεί στην τύχη, στις καλές συγκυρίες, σε επόμενες χρονικά εισπράξεις για να αποπληρώσει τις (μη ολοσχερώς εξοφληθείσες) μετοχές του: Αν καταφέρει το ζητούμενο θα αξιολογηθεί, ενδεχομένως, ως άθλος. Αν όχι; Ως καταστροφή.

    stavros-koumentakis

    Σταύρος Κουμεντάκης
    Senior Partner

    Υ.Γ. Συνοπτική έκδοση αυτού του άρθρου δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ, στις 14 Ιουλίου 2019.

    μερική καταβολή

  • Υποβολή χρηματοοικονομικών καταστάσεων στην ΤτΕ

    Υποβολή χρηματοοικονομικών καταστάσεων στην ΤτΕ

    Η υποβολή των χρηματοοικονομικών καταστάσεων στην Τράπεζα της Ελλάδος: (ένας, ακόμα, «πονοκέφαλος»…)

    Προοίμιο

    Οι ημίονοι (μουλάρια) διακρίνονται, μεταξύ άλλων, για την υπομονή, την επιμονή, την αντοχή αλλά και τη δυνατότητά τους να μεταφέρουν βαρέα φορτία. Στον δυτικό κόσμο  η αξιοποίησή τους ήταν ευρύτατη μέχρι και τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.

    Στις αραβικές χώρες αντίστοιχο ρόλο (και χρήση) έχουν οι καμήλες.

    Στη χώρα μας (και) οι επιχειρήσεις.

    Ο κάτοχος του ζώου είχε (έχει) πάντα την αίσθηση πως το ζώο (μουλάρι ή καμήλα) μπορεί «κάτι ακόμα» να σηκώσει. Προφανώς όμως και αυτό δεν μπορεί να συμβαίνει πάντα. Οι φλεγματικοί βρετανοί χρησιμοποιούν τη φράση «το τελευταίο άχυρο». Ακριβέστερα: «the last straw which breaks the camel’s back»: Εκείνο το απειροελάχιστο φορτίο που θα σκοτώσει το καϋμένο ζώο.

    Στη χώρα μας δεν υπάρχει, εξ όσων γνωρίζω, αντίστοιχη παροιμία. Για τούτο (ενδεχομένως) και η συνέχιση της αξιοποίησης των επιχειρήσεων: για τα χαρακτηριστικά του ημιόνου.

     

    Μια, ακόμα, υποχρέωση:  Η υποβολή των χρηματοοικονομικών καταστάσεων των νομικών προσώπων στην Τράπεζα της Ελλάδος

    Με πρόσφατη πράξη του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος [2682/3.6.2019-που δημοσιεύθηκε στο ΦΕΚ τ. Β 2453/2019-στο πλαίσιο των υποχρεώσεων της έναντι της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας-Κανονισμός (ΕΚ) 2533/1998 του Συμβουλίου της 23.11.1998-άρθρο 5 §1 και 6 §4], «τα νομικά πρόσωπα του μη χρηματοπιστωτικού τομέα, τα οποία έχουν τη μορφή της Ανώνυμης Εταιρείας (εισηγμένης ή μη), της εταιρείας περιορισμένης ευθύνης, της ετερόρρυθμης κατά μετοχές εταιρείας και της ιδιωτικής κεφαλαιουχικής εταιρείας και συντάσσουν κατ’ εφαρμογή των ρυθμίσεων του άρθρου 1 του ν. 4308/2014 τις ετήσιες χρηματοοικονομικές τους καταστάσεις, υποχρεούνται, ταυτόχρονα με την κατά νόμο υποχρέωση δημοσίευσής τους, να υποβάλλουν στην Τράπεζα της Ελλάδος τα οικονομικά τους στοιχεία συμπληρώνοντας τα υποδείγματα χρηματοοικονομικών καταστάσεων, τα οποία επισυνάπτονται στην παρούσα Πράξη και αποτελούν αναπόσπαστο τμήμα αυτής» (άρθρο 1).

    Με άλλα λόγια:

    Το σύνολο των ΑΕ, των ΕΠΕ, των ΙΚΕ και των ετερορρύθμων κατά μετοχές εταιρειών υποχρεούνται στο εξής να υποβάλλουν στην Τράπεζα της Ελλάδος τα οικονομικά τους στοιχεία, με τη συμπλήρωση των υποδειγμάτων χρηματοοικονομικών καταστάσεων τα οποία η ίδια αξιώνει.

    Δεν αρκεί λοιπόν η δημοσίευση των χρηματοοικονομικών τους καταστάσεων των συγκεκριμένων επιχειρήσεων, απαιτείται, επιπρόσθετα, και η υποβολή τους στην Τράπεζα της Ελλάδος με συγκεκριμένο τύπο (άρθρο 2).

     

    Ο χρόνος και το περιεχόμενο της γνωστοποίησης

    Η πρώτη υποβολή των ετήσιων χρηματοοικονομικών καταστάσεων των προαναφερθεισών νομικών προσώπων θα πραγματοποιηθεί από την 1η έως την 30ή Νοεμβρίου 2019 και θα αφορά τις εταιρικές χρήσεις: (α) 2016 (για κείνες που έληξαν από 1.4.2016 έως 31.3.2017), (β) 2017 (για κείνες που έληξαν από 1.4.2017 έως 31.3.2018) και (γ) 2018 (για κείνες που έληξαν από 1.4.2018 έως 31.3.2019).

    Για τις επόμενες χρήσεις η υποβολή των σχετικών στοιχείων στην Τράπεζα της Ελλάδος θα πραγματοποιείται ταυτόχρονα με την κατά νόμο δημοσίευσή τους.

    Σε κάθε περίπτωση (άρθρο 5) «η Τράπεζα της Ελλάδος διατηρεί το δικαίωμα να ζητεί πρόσθετα πληροφοριακά στοιχεία και διευκρινίσεις για τα στοιχεία που υποβάλλουν οι επιχειρήσεις».

     

    Οι κυρώσεις

    Σε περίπτωση ελλιπούς, εσφαλμένης ή εκπρόθεσμης υποβολής των ως άνω στοιχείων εκ μέρους των υπόχρεων επιχειρήσεων, οι επαπειλούμενες κυρώσεις είναι αυτές που προβλέπονται στα άρθρα 2 και 55Γ του Καταστατικού της Τράπεζας της Ελλάδος και δεν είναι διόλου (κατ’ ανώτατο όριο) ευκαταφρόνητες: κάτι λιγότερο από τριακόσιες χιλιάδες (!) ευρώ και, σε περίπτωση υποτροπής, κάτι λιγότερο από εξακόσιες χιλιάδες (!) ευρώ. Με άλλα λόγια: εξοντωτικές…

     

    Οι εκδηλωθείσες αντιδράσεις

    Η πρόσφατη, από 25.6.2019, επιστολή του Λογιστικού Συλλόγου Αθηνών προς τον Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος και την Κεντρική Ένωση Επιμελητηρίων  παραπονείται για αυτό που ζει κάθε ελληνική επιχείρηση: «Δυστυχώς, μέχρι σήμερα, έχουμε αναγκαστεί ουκ ολίγες φορές να αποστέλλουμε τα ίδια στοιχεία σε διαφορετικές υπηρεσίες, ενώ η πληροφορία είναι ήδη διαθέσιμη σε υπηρεσία του κράτους»

    Με τη συγκεκριμένη επιστολή ζητείται το αυτονόητο, δηλ. η «άμεση διασύνδεση των δεδομένων του Γ.Ε.ΜΗ. με τις ηλεκτρονικές υπηρεσίες της Τράπεζας Της Ελλάδος»

    Επισημαίνεται μάλιστα αυτό που βιώνει κάθε ελληνική επιχείρηση: τη δημιουργία επιπλέον κόστους στη λειτουργία της επειδή το κράτος είναι αδιάφορο ή ανίκανο.

     

    Εν κατακλείδι

    Διαβάζοντας την παραπάνω επιστολή θυμήθηκα ένα περιστατικό από την αρχή της δικηγορίας μου (τέλος δεκαετίας του 1980): Με επισκέφθηκε στο γραφείο μου ένας συνάδελφος από την Φρανκφούρτη. Με είδε να κολλάω ένσημα σε μία αγωγή που ετοιμαζόμουν να καταθέσω. Έβαλε τα γέλια. Απόρησα. «Τι είναι αυτά» με ρώτησε δείχνοντας μου τα ένσημα (που ο ίδιος δεν είχε ξαναδεί κι ούτε τη χρήση τους εγνώριζε). Του εξήγησα. Γέλασε περισσότερο. Παρέμεινα με την απορία μου (και τη θλίψη μου…) μέχρι την, προ διετίας περίπου, κατάργηση της σχετικής γραφειοκρατίας.

    Πάντα ΠΟΛΛΑ χρόνια πίσω…

    Το ελληνικό κράτος συνεχίζει, κατά βάση, να μην επιλέγει την αυτοβελτίωσή του. Επιλέγει την εύκολη λύση: τη μεταφορά δηλ. δικών του υποχρεώσεων στις επιχειρήσεις. Κινείται με τη βεβαιότητα πως, «κάτι ακόμα», το «μουλάρι» μπορεί να σηκώσει.

    Κι ενδεχομένως ορθά, κατά τη λογική του, να πράττει (εκτός κι αν αυτό το «κάτι» αποδειχθεί το «τελευταίο άχυρο» για κάποιες από αυτές…)

    stavros-koumentakis

    Σταύρος Κουμεντάκης
    Senior Partner

    Υ.Γ. Συνοπτική έκδοση αυτού του άρθρου δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ, στις 7 Ιουλίου 2019.

  • Η κατάργηση των ανωνύμων μετοχών

    Η κατάργηση των ανωνύμων μετοχών

    1. Προοίμιο

    Οι Robert (και για τους φίλους του Bob) Woodward και Carl Bernstein  είναι, πιθανολογώ, από τους πλέον διάσημους δημοσιογράφους όλων των εποχών. Κι όχι άδικα: Στη βάση της έρευνας των συγκεκριμένων νεαρών, τότε, δημοσιογράφων της Washington Post, αποκαλύφθηκε το παγκοσμίως γνωστό σκάνδαλο “Watergate”.  Ένα σκάνδαλο που οδήγησε, τελικά, στην παραίτηση του Προέδρου R. Nixon (1974). Για τη συγκεκριμένη τους έρευνα έλαβαν το βραβείο Pulitzer.

    “Follow the money” είναι η γνωστότερη, ίσως, ατάκα της ταινίας του 1976 «Όλοι οι άνθρωποι του Προέδρου», που βασιζόταν στο ομώνυμο βιβλίο των συγκεκριμένων δημοσιογράφων για το σκάνδαλο το “Watergate” (καθώς η απαρχή του σκανδάλου αφορούσε κλοπή χρημάτων από το «μαύρο ταμείο» του Δημοκρατικού κόμματος). Έκτοτε χρησιμοποιείται, αδιάλειπτα, για τον εντοπισμό και ταυτοποίηση εκείνων που ασχολούνται με παράνομες δραστηριότητες.

    Στη διαδρομή των ετών η προσπάθεια νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες γίνεται ολοένα πιο δυσχερής και επικίνδυνη. Στο πλαίσιο αυτό περιορίζεται  η χρήση των μετρητών στην  (πραγματική) οικονομία αλλά και η δυνατότητα κατοχής περιουσιακών στοιχείων αξίας χωρίς σύνδεσή τους με τον πραγματικό τους ιδιοκτήτη.

     

    2. Οι ανώνυμες μετοχές και η αντιμετώπισή τους από τη διεθνή έννομη τάξη

    Ήταν ανέκαθεν δυνατή η έκδοση ονομαστικών ή ανωνύμων μετοχών ως αξιόγραφο-στοιχείο αποδεικτικό της κατοχής τμήματος του μετοχικού κεφαλαίου μιας ανώνυμης εταιρείας.

    Η μεταβίβαση των ανωνύμων μετοχών ήταν πάντοτε ευχερέστερη (χωρίς διατυπώσεις, χωρίς τυμπανοκρουσίες, χωρίς φορολογικές επιβαρύνσεις) και για τούτο, για κάποιους, προτιμητέα. Καθώς όμως δεν είναι, σε ένα πρώτο επίπεδο τουλάχιστον, δυνατή η ταυτοποίηση των ανωνύμων μετοχών με τον ιδιοκτήτη τους, η ιδιοκτησία τους συχνά χρησιμοποιήθηκε για λιγότερο έντιμους σκοπούς. Το γεγονός αυτό δεν μπορούσε να παραμείνει απαρατήρητο από τους συναρμόδιους Διεθνείς Οργανισμούς (λ.χ. ΟΟΣΑ, Global Forum on Transparency, Financial Action Task Force) ούτε και, αυτονοήτως, στο απυρόβλητό τους.

    Η Ευρωπαϊκή Ένωση επίσης (με σχετικά πρόσφατη Οδηγία της-2015/849) επέβαλε στα κράτη-μέλη να ενσωματώσουν στις εθνικές τους νομοθεσίες αντίστοιχες πρόνοιες, στην παγκόσμια προσπάθεια για την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες. Η χώρα μας έπραξε το καθήκον της λίγο καθυστερημένα-με το ν. 4557/2018

    Από τα παραπάνω προκύπτει πως η κατάργηση των ανωνύμων μετοχών ήταν θέμα χρόνου να λάβει χώρα και στην Ελλάδα. Ο θάνατός τους είχε ήδη επέλθει. Η πιστοποίησή του ήταν, ήδη, λογικά αναμενόμενη από το νόμο για τις ανώνυμες εταιρείες (άρθρο 184, ν. 4548/2018).

    Εύλογα βέβαια θα αναρωτηθεί κανείς: Αφού καταργήθηκαν οι ανώνυμες μετοχές γιατί να συνεχίσουμε να αποκαλούμε «ανώνυμη» την ανώνυμη εταιρεία; Την απάντηση θα εντοπίσουμε στο γαλλικό δίκαιο, τις βασικές παραδοχές του οποίου στο δίκαιο εταιρειών ανέκαθεν ακολουθούσαμε. Η ονομασία «ανώνυμη» ουδέποτε συναρτάτο με τις ανώνυμες μετοχές αλλά με την έλλειψη ευθύνης των μετόχων της συγκεκριμένης εταιρείας.

     

    3. Η κατάργηση (και αντικατάσταση) των ανωνύμων μετοχών

    Η διάταξη του άρθρου 184, ν. 4548/2018-όπως ήδη αναφέρθηκε, πραγματεύεται τα θέματα τα σχετικά με την κατάργηση των ανωνύμων μετοχών. Από τη δημοσίευση του συγκεκριμένου νόμου (13.6.2018) δεν ήταν πλέον δυνατή η έκδοση ανωνύμων μετοχών ενώ οι υφιστάμενες ανώνυμες μετοχές ονομαστικοποιούνται, υποχρεωτικά, από 1.1.2020  (άρθρο 184, παρ. 1)

    Για την αντικατάσταση των ανωνύμων τίτλων μετοχών με ονομαστικούς, ακολουθούνται οι διατάξεις του καταστατικού. Σε περίπτωση έλλειψής τους ο νόμος επιβάλλει συγκεκριμένη διαδικασία (άρθρο 184, παρ. 2).

     

    4. Το πρώτο βήμα: Η απόφαση του ΔΣ για την ονομαστικοποίηση των ανωνύμων μετοχών

    Το Διοικητικό Συμβούλιο της Ανώνυμης Εταιρείας, η οποία έχει εκδώσει ανώνυμες μετοχές, είναι υποχρεωμένο (άρθρο 184 παρ. 3) μέχρι, το αργότερο, την 1.7.2019 να λάβει απόφαση επί της διαδικασίας ονομαστικοποίησης των ανωνύμων μετοχών. Συγκεκριμένα η απόφασή του θα πρέπει να αναφέρεται στον τρόπο με τον οποίο:

    (α) εκείνοι που κατέχουν δικαιώματα επί των ανωνύμων μετοχών (μέτοχοι ή άλλοι δικαιούχοι) θα αναγγείλουν τα δικαιώματά τους στην ανώνυμη εταιρεία και θα εγγραφούν στο τηρούμενο βιβλίο μετόχων και, στη συνέχεια,

    (β) θα εκδοθούν και παραδοθούν στους δικαιούχους οι νέοι, ονομαστικοί, τίτλοι.

    Αξιοσημείωτο είναι πως, μετά την 1.1.2020,  οι ανώνυμες μετοχές δεν παρέχουν οποιοδήποτε δικαίωμα στους κατόχους τους ούτε και είναι δυνατή η μεταβίβασή τους, εφόσον δεν έχει προηγηθεί η ονομαστικοποίησή τους.

    Μέχρι την ονομαστικοποίησή τους όμως (άρθρο 184 παρ. 3 σε συνδυασμό με άρθρο 50 παρ. 1) οι ανώνυμες μετοχές:

    (α) δεν παρέχουν δικαίωμα ψήφου και παράστασης στις γενικές συνελεύσεις,

    (β) δεν προσμετρώνται στον σχηματισμό απαρτίας και πλειοψηφίας,

    (γ) δεν λαμβάνουν τα αναλογούντα μερίσματα  και, τέλος

    (δ) στερούνται του δικαιώματος προτίμησης σε ενδεχόμενη αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου της εταιρείας

    Με την προαναφερθείσα απόφαση του ΔΣ της ανώνυμης εταιρείας  εξειδικεύεται (άρθρο 184 παρ. 4) ο τρόπος αναγγελλίας των σχετικών δικαιωμάτων καθώς ο τρόπος έκδοσης και παράδοσης στους δικαιούχους των νέων ονομαστικών τίτλων (εκτός κι αν έχει ήδη επιλεγεί η μη έκδοση μετοχών ή έκδοση αΰλων μετοχών).

     

    5. Η παράλειψη των οφειλομένων ενεργειών για την ονομαστικοποίηση των ανωνύμων μετοχών.

    Ενδεχόμενη παράλειψη του ΔΣ να προβεί στις οφειλόμενες ενέργειες μέχρι την 31.12.2019, παρέχει το δικαίωμα σε κάθε ενδιαφερόμενο να απευθυνθεί στο αρμόδιο δικαστήριο για την αναγνώρισή του ως δικαιούχου, την εγγραφή του στο βιβλίο μετόχων καθώς και την έκδοση στο όνομά του και την προς εκείνον παράδοσητων τίτλων των δικαιουμένων μετοχών (άρθρο 184 παρ. 5).

     

    6. Οι ρυθμίσεις για τις εισηγμένες ανώνυμες εταιρείες

    Στην περίπτωση εταιρειών των οποίων οι μετοχές είναι εισηγμένες σε κάποιο χρηματιστήριο, για την καταγραφή των δικαιούχων μετόχων ακολουθούνται οι κανόνες οι σχετικοί με τη συμμετοχή τους σε γενική τους συνέλευση. Επιμέρους ζητήματα είναι δυνατό να ρυθμισθούν από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς (άρθρο 184 παρ. 6).

     

    7. Λοιπές ρυθμίσεις

    Μέχρις ότου ολοκληρωθεί η διαδικασία ονομαστικοποίησης των ανωνύμων μετοχών και παράδοσης των σχετικών τίτλων στους δικαιούχους, ισχύει σειρά ρυθμίσεων  (άρθρο 184 παρ. 7). Οι σημαντικότερες από αυτές:

    (α) Σε περίπτωση μερικής καταβολής του μετοχικού κεφαλαίου, οι μετοχές είναι υποχρεωτικά ονομαστικές μέχρι την οριστική αποπληρωμή τους.

    (β) Η μεταβίβαση των ανωνύμων μετοχών (μέχρι την ονομαστικοποίησή τους) λαμβάνει χώρα, υποχρεωτικά, με συμβολαιογραφική πράξη ή ιδιωτικό έγγραφο βεβαίας χρονολογίας (άρθρο 184, παρ. 7, περ. γ, σε συνδυασμό με άρθρο 54, παρ. 1, ν. 4557/2018)

    (γ) δεν είναι δυνατή η λήψη αποφάσεων από τη Γενική Συνέλευση με ψηφοφορία χωρίς συνεδρίαση (κατ΄ άρθρο 135) στην περίπτωση που οι μετοχές της εταιρείας δεν έχουν ονομαστικοποιηθεί στο σύνολό της.

    (δ) τα δικαιώματα μειοψηφίας των μετόχων που κατέχουν ανώνυμες μετοχές είναι, κατά τι, περιορισμένα κι ούτε μπορούν να γίνουν μέλη ενώσεων μετόχων.

     

    8. Εν κατακλείδι

    Η ονομαστικοποίηση των ανωνύμων μετοχών είναι μια από τις περισσότερο γνωστές διατάξεις του νέου νόμου για τις ανώνυμες εταιρείες. Δεν έχει υιοθετηθεί όμως ως επιλογή της νομοπαρασκευαστικής επιτροπής του νέου νόμου ούτε και υπήρξε (ακηδεμόνευτη) επιλογή του έλληνα νομοθέτη: Υπήρξε απόρροια διεθνών υποχρεώσεων της χώρας μας στο πλαίσιο της (παγκόσμιας) προσπάθειας για την καταπολέμηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες.

    Η φράση “Follow the money” της ταινίας «Όλοι οι άνθρωποι του Προέδρου» αποδόθηκε από τον σεναριογράφο William Goldman στον Deep Throat που ήταν ο πληροφοριοδότης που συνέβαλε στην αποκάλυψη του σκανδάλου Watergate. Ωστόσο, η αξία της υπήρξε παροιμιώδης όσο και διαχρονική, συνυφασμένη πάντοτε με την αποκάλυψη εκείνων που θέλουν να ξεπλύνουν βρώμικο χρήμα. Δεν θα ήταν δυνατό λοιπόν να γίνει ανεκτή από τη διεθνή κοινότητα η δυνατότητα απόκτησης και διατήρησης σημαντικών περιουσιακών στοιχείων, όπως οι ανώνυμες μετοχές, χωρίς να είναι δυνατή, κατ’ αποτέλεσμα, η ταυτοποίηση του αληθινού τους ιδιοκτήτη. Εκείνος που ήθελε να ξεπλύνει βρώμικο χρήμα δεν θα έπρεπε να έχει τη δυνατότητα να αποκτά ανώνυμες μετοχές: Ήταν επιβεβλημένο να τεθούν ανυπέρβλητα εμπόδια. Τούτο αποδείχθηκε πως δεν ήταν εφικτό χωρίς την κατάργησή τους!

    Ήρθε η ώρα λοιπόν και για τη χώρα μας να αποχωριστεί τη δυνατότητα έκδοσης ανωνύμων μετοχών. Είναι αλήθεια πως η συγκεκριμένη διάταξη του πρόσφατου νόμου έχει γίνει ευρύτατα γνωστή. Αντίστοιχα και η προθεσμία (1.1.2020) για την αφαίρεση κάθε σχετικού προνομίου από αυτές-στην περίπτωση που δεν έχουν, μέχρι τότε, ονομαστικοποιηθεί.

    Εντούτοις λιγότερο γνωστή είναι η αναγκαιότητα της έκδοσης, μέχρι την 1.7.2019, της απόφασης του Διοικητικού Συμβουλίου που θα καθορίζει τον σχετικό «οδικό χάρτη».

    Γρηγορείτε-μη (επ’ ουδενί) επαναπαυόμενοι!

    stavros-koumentakis

    Σταύρος Κουμεντάκης
    Senior Partner

    Υ.Γ. Συνοπτική έκδοση αυτού του άρθρου δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ, στις 23 Ιουνίου 2019.

  • Διοικητικό Συμβούλιο ή Σύμβουλος-Διαχειριστής;

    Διοικητικό Συμβούλιο ή Σύμβουλος-Διαχειριστής;

    Σύμβουλος-Διαχειριστής ή Διοικητικό Συμβούλιο;

    1. Προοίμιο

    Η πολυδιάστατη προσωπικότητα και το συγγραφικό έργο του Αυστριακού-Αμερικανού πανεπιστημιακού δασκάλου, συγγραφέα και συμβούλου Peter Ferdinand Drucker  προσέδωσε στην εκατονταετή, σχεδόν, ζωή του (:1909-2005) ύψιστες τιμές και τίτλους. Κάποιοι του απέδωσαν τον τίτλο  του «Ιδρυτή του σύγχρονου management». Μολονότι νεότεροι ήδη τον αμφισβητούν, οι ρήσεις του παραμένουν με ιδιαίτερη αξία. Μεταξύ των λοιπών: «Ο αρχηγός μιας ομάδας πρέπει να μπορεί να πει: “Αυτό πρέπει να γίνει. Θα το κάνεις εσύ. Με αυτόν τον τρόπο”. Η επιβίωση της ομάδας εξαρτάται απ’ αυτήν την αδιαμφισβήτητη εξουσία. Χωρίς αυτήν, κανένας δεν αισθάνεται σιγουριά».

     

    2. Τα δεδομένα μεταβάλλονται

    Τα πολυπρόσωπα/πολυμετοχικά αλλά και οικονομικά ισχυρότερα επιχειρηματικά σχήματα φέρουν, κατά κανόνα, τη μορφή της ανώνυμης εταιρείας. Αναπόσπαστο τμήμα της λειτουργίας της: το Διοικητικό Συμβούλιο. Το συγκεκριμένο συλλογικό όργανο είναι εκείνο που κατά το νόμο είχε αποκλειστικά την εξουσία της διοίκησής της.

    Μέχρι την 31.12.2018.

    Την εξουσία της διοίκησης της ανώνυμης εταιρείας, κατά κανόνα-σε ουσιαστικό επίπεδο, ασκούσε/ασκεί ο (ικανός ή λιγότερο ικανός) «αρχηγός της ομάδας» του Peter Drucker που φαίνεται πως υπάρχει σε κάθε επιχείρηση.

    Τα δεδομένα έχουν  όμως-ήδη (από 1.1.2019) μεταβληθεί όσον αφορά τις (κατά το νόμο Μικρές και Πολύ Μικρές) Επιχειρήσεις αλλά και τις μη εισηγμένες σε οργανωμένη αγορά εταιρείες.

     

    3. Το «Μονομελές Διοικητικό Όργανο» ή «Σύμβουλος-Διαχειριστής»

    Σύμφωνα με το άρθρο 115 ν. 4548/2018, το Διοικητικό Συμβούλιο της ανώνυμης εταιρείας είναι δυνατό να υποκατασταθεί από έναν, μόνον, διαχειριστή-όπως μέχρι τώρα ίσχυε για τις προσωπικές και λοιπές κεφαλαιουχικές εταιρείες.

    Η συγκεκριμένη διάταξη, καθώς συνιστά μια ιδιαίτερα σημαντική διαφοροποίηση σε σχέση με το προϋφιστάμενο θεσμικό πλαίσιο, φαίνεται πως έχει καταστεί η περισσότερο «διάσημη» από το σύνολο των εκατόν ενενήντα (190) διατάξεων του νέου νόμου.

    Ο τίτλος που έμελλε να αποδοθεί στο συγκεκριμένο, ένα πρόσωπο (που και τυπικά πλέον είναι δυνατό να λειτουργεί αντί του Διοικητικού Συμβουλίου) είναι: «Μονομελές Διοικητικό Όργανο»  ή «Σύμβουλος-Διαχειριστής» (στο εξής, για συντομία, «Σύμβουλος-Διαχειριστής»).

    Από 1.1.2019 λοιπόν (και υπό την προϋπόθεση της σχετικής καταστατικής πρόβλεψης)  οι Μικρές και Πολύ Μικρές Επιχειρήσεις καθώς και οι μη εισηγμένες σε οργανωμένη αγορά εταιρείες, μπορούν (και) τυπικά να εμπιστεύονται τη διοίκησή τους σε ένα, μόνον, πρόσωπο και αυτός είναι ο Σύμβουλος-Διαχειριστής.

     

    4. Το νομικό πλαίσιο που διέπει τον «Σύμβουλο-Διαχειριστή»

    Η διάταξη του άρθρου 115 παρ. 2 του νέου νόμου για τις ανώνυμες εταιρείες ρυθμίζει τα θέματα που σχετίζονται με το Σύμβουλο-Διαχειριστή παραπέμποντας στους «κανόνες που ισχύουν για το Διοικητικό Συμβούλιο, στο βαθμό που είναι συμβατές με το χαρακτήρα του ως μονομελούς οργάνου». Ειδική (ενδεικτική πάντως-ιδ. και παρ. 5 του ίδιου άρθρου) αναφορά κάνει η συγκεκριμένη διάταξη σε θέματα διορισμού, προϋποθέσεων εκλογιμότητας, θητείας, αρμοδιοτήτων, καθηκόντων, εξουσιών του Συμβούλου-Διαχειριστή, το διορισμό αναπληρωματικού του, την αστική και ποινική του ευθύνη, την αμοιβή του και τα συναφή, με αυτά, θέματα, παραπέμποντας στις σχετικές διατάξεις του νόμου για το Διοικητικό Συμβούλιο).

     

    5. Η υποχρέωση ενημέρωσης του «Συμβούλου-Διαχειριστή», η τήρηση Πρακτικών και η σύναψη συμβάσεων που τον αφορούν

    Μεταξύ των υποχρεώσεων  καθενός μέλους του Διοικητικού Συμβουλίου εντάσσεται και η υποχρέωση ενημέρωσης των υπολοίπων μελών του (λ.χ. η υποχρέωση αποκάλυψης στα λοιπά μέλη ιδίων συμφερόντων ή καταστάσεων σύγκρουσης συμφερόντων με τα αντίστοιχα της εταιρείας-άρθρο 97 παρ. 1). Δεδομένης της έλλειψης άλλων μελών διοίκησης, η υποχρέωση ενημέρωσης του υπόχρεου μεταφέρεται (άρθρο 115 παρ. 3)  προς τους μετόχους της εταιρείας είτε στο πλαίσιο γενικής συνέλευσης είτε ατομικά προς ένα έκαστο εξ αυτών.

    Περαιτέρω: οι αποφάσεις του Συμβούλου-Διαχειριστή (όσες δεν αφορούν τη τρέχουσα διαχείρισή του) καταχωρούνται (άρθρο 115 παρ. 4) στο σχετικό βιβλίο πρακτικών (άρθρο 93), το οποίο βέβαια μπορεί να τηρείται και ηλεκτρονικά-όπως εξάλλου συμβαίνει και για το Διοικητικό Συμβούλιο.

    Τέλος: για τη σύναψη συμβάσεων του Συμβούλου-Διαχειριστή με την ανώνυμη εταιρεία, αποφάσεις (κατ’ άρθρο 99) λαμβάνει και εγκρίσεις παρέχει η Γενική Συνέλευση (άρθρο 115 παρ. 3)-αντί του, μη υφισταμένου στην προκειμένη περίπτωση, Διοικητικού Συμβουλίου.

     

    6. Η χρησιμότητα της εκλογής Συμβούλου-Διαχειριστή αντί Διοικητικού Συμβουλίου

    Η εισηγητική έκθεση του νέου νόμου για τις ανώνυμες εταιρείες αναφέρει, μεταξύ άλλων, όσον αφορά το συγκεκριμένο, νέο, θεσμό: «Η δυνατότητα αυτή ελπίζεται να μειώσει το κόστος λειτουργίας των μη εισηγμένων ανωνύμων εταιρειών, που επιθυμούν να ενταχθούν στο σύστημα αυτό, αν από τη φύση τους δεν έχουν το μέγεθος που να δικαιολογεί την απασχόληση σε διοικητική θέση περισσοτέρων ατόμων. ‘Αλλωστε η πείρα έχει δείξει ότι σε πολλές μικρές Α.Ε. η διοίκηση ασκείται ουσιαστικά από ένα άτομο, ενώ τα λοιπά μέλη διαδραματίζουν απλό διακοσμητικό ρόλο».

    Η συγκεκριμένη παραδοχή, παρ’ ότι μη αναμενόμενη στο πλαίσιο μιας εισηγητικής έκθεσης, ανταποκρίνεται, εντούτοις, στην πραγματικότητα. Και τούτο γιατί, με πανηγυρικό τρόπο, επιβεβαιώνει την (αληθή) διαπίστωση πως σε κάθε ομάδα υπάρχει ένας «αρχηγός» αλλά και πως, κατά βάση, στις μικρότερες (και όχι μόνον) εταιρείες στη χώρα μας ο ρόλος του Διοικητικού Συμβουλίου παραμένει διακοσμητικός.

    Με την επιλογή λοιπόν του Συμβούλου-Διαχειριστή αντί του Διοικητικού Συμβουλίου, η διοίκηση της ανώνυμης εταιρείας ανταποκρίνεται περισσότερο στις κρατούσες συνθήκες, καθώς ανατίθεται σ’ εκείνο μόνον το πρόσωπο που την ασκεί πραγματικά. Επιπρόσθετα, γίνεται λιγότερο κοστοβόρα αλλά και περισσότερο ευέλικτη. Η ίδια εξάλλου η εισηγητική έκθεση αναφέρει: «Επιπλέον η δυνατότητα εκλογής «συμβούλου-διαχειριστή» απλουστεύει τις ρυθμίσεις στις οποίες υπόκειται η εταιρεία».

    Δεν είναι όμως οι συγκεκριμένοι, μόνον, λόγοι για τους οποίους μια ανώνυμη εταιρεία θα ενδείκνυτο να επιλέξει Σύμβουλο-Διαχειριστή αντί του, μέχρι πρότινος αναγκαίου, Διοικητικού Συμβουλίου.

    Αναφερθήκαμε ήδη σε προγενέστερη αρθρογραφία μας (Ευθύνη Μελών ΔΣ της Ανώνυμης Εταιρείας-Μέρος Α’ και Ευθύνη Μελών ΔΣ της Ανώνυμης Εταιρείας-Μέρος Β’) στα είδη και το εύρος της ευθύνης των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου. Δεν είναι σπάνιες οι περιπτώσεις που ο βασικός (κατά κανόνα ένας) επιχειρηματίας αναζητούσε, με του «Διογένη τον φανό», τη συμπλήρωση των λοιπών θέσεων των μελών του (κατ΄ ελάχιστον τριμελούς) Διοικητικού Συμβουλίου. Κι ούτε είναι ασυνήθεις οι περιπτώσεις εκείνων που αποδέχθηκαν την, εξ ανάγκης (ή εκ πονηρίας-λίγη αξία έχει), πρόταση του επιχειρηματία να «κοσμήσουν με την παρουσία» τους το συγκεκριμένο όργανο και βρέθηκαν συρόμενοι στις δικαστικές αίθουσες προσπαθώντας να αποδείξουν πως είναι τίμιοι ή «αθώοι του αίματος»… Με άλλα λόγια: όταν περιορίσουμε τον αριθμό των εμπλεκομένων προσώπων μειώνουμε, αυτόματα, το εύρος των προσώπων που είναι δυνατό να εμπλακούν σε δικαστικές διενέξεις ή/και να εκτεθούν, καθ’ οιονδήποτε τρόπο, σε νομικούς κινδύνους.

     

    7. Οι κίνδυνοι από τη συγκεκριμένη επιλογή

    Δεν είναι όμως η συγκεκριμένη επιλογή (αυτή της εκλογής Συμβούλου-Διαχειριστή αντί του Διοικητικού Συμβουλίου) χωρίς κινδύνους: Οι μέτοχοι θα πρέπει συνειδητά, και σε τυπικό μάλιστα επίπεδο, να αποδεχθούν την «ενός ανδρός αρχή» με ό,τι καλό (βεβαίως και επικίνδυνο) συνεπάγεται.

    Η προς τα έξω εικόνα της επιχείρησης; Οι υποψήφιοι μέτοχοι, επενδυτές ή χρηματοδότες θα αποδεχθούν άραγε τον, ουσιαστικά-σε ένα πρώτο επίπεδο, ανέλεγκτο χαρακτήρα της διοίκησης του  Συμβούλου-Διαχειριστή;

    Δε φαντάζει εξαιρετικά πιθανό…

    Οι κίνδυνοι άραγε αυξάνονται για τον Σύμβουλο-Διαχειριστή ή/και για τον μόνο (ή βασικό) συμμετέχοντα στο μετοχικό σχήμα της εταιρείας;

    Υπάρχει μια μεγάλη, διαρκής, συζήτηση σχετικά με το θέμα των προϋποθέσεων της άρσης της νομικής προσωπικότητας της εταιρείας (της ταύτισης δηλ., και σε τυπικό επίπεδο, του νομικού προσώπου με το φυσικό πρόσωπο-ιδιοκτήτη του και «το άνοιγμα του δρόμου» για την προβολή αξιώσεων σε βάρος του). Το θέμα αυτό γίνεται περισσότερο έντονο σε ολιγομελή-ιδίως μονομετοχικά σχήματα. Σε κάθε περίπτωση ένα πρέπει να είναι ξεκάθαρο: Η επιλογή Συμβούλου-Διαχειριστή, αντί Διοικητικού Συμβουλίου, δεν μπορεί να οδηγήσει, αφεαυτής, στην ταύτιση (σε νομικό επίπεδο) της ανώνυμης εταιρείας με τον μόνο εκπρόσωπό της. Η άρση της νομικής της προσωπικότητας, με τους όρους και προϋποθέσεις που έχουν τεθεί από τη νομολογία (ιδίως), δεν μπορεί να αναφέρεται στην περίπτωση αυτή. Η άρση της νομικής προσωπικότητας προεχόντως αναφέρεται στις περιπτώσεις όπου ένας μόνον μέτοχος ή ένας εταίρος καταλαμβάνουν (ή τείνουν να καταλάβουν-άμεσα ή έμμεσα) το κεφάλαιο και τη λειτουργία του νομικού προσώπου-κρυπτόμενοι πίσω από το νομικό ένδυμά του. Στοιχείο, αναμφισβήτητα, υπέρ της κατάφασης της άρσης της νομικής προσωπικότητας θα είναι και η κατάληψη της διοίκησης της ανώνυμης εταιρείας από Σύμβουλο-Διαχειριστή/μόνο μέτοχο της ανώνυμης εταιρείας.

     

    8. Εν κατακλείδι

    Στο έργο «Ιστορίαι» ο Θουκυδίδης, σκιαγραφώντας την προσωπικότητα του Περικλή και αποτιμώντας την πολιτική του, αναφέρει [2.65.10]: «ἐγίγνετό τε λόγῳ μὲν  δημοκρατία, ἔργῳ δὲ ὑπὸ τοῦ πρώτου ἀνδρὸς ἀρχή». Οι αποστάσεις ανάμεσα στη δημοκρατία και τη μοναρχία είχαν, στην περίπτωση αυτή, σαφώς σμικρυνθεί.

    Τη λειτουργία της ανώνυμης εταιρείας την είχαμε, εδώ και μια εκατονταετία, ταυτίσει με την ύπαρξη του Διοικητικού Συμβουλίου. Το συγκεκριμένο συλλογικό όργανο  λειτουργούσε/λειτουργεί, στη συντριπτική πλειονότητα των περιπτώσεων, μόνον τυπικά-όπως εξάλλου γενναία παραδέχεται και η εισηγητική έκθεση του πρόσφατου νόμου για τις ανώνυμες εταιρείες. Οι (αληθινές) συνεδριάσεις του Διοικητικού Συμβουλίου έχουν παραχωρήσει τη θέση τους στα πρακτικά που, «αραιά και που» χρειάζεται να υπογραφούν από τα μέλη του. Τις περισσότερες, μάλιστα, φορές υπογράφονταν/υπογράφονται αφού είχαν δημοσιευθεί στο ΓΕΜΗ (παλιότερα στο ΦΕΚ) και είχαν κυκλοφορήσει ακριβή αντίγραφα και αποσπάσματά τους, από εκείνον που ο Drucker χαρακτηρίζει «αρχηγό»-ασκώντας την «πρώτου ανδρός αρχή» του Περικλή.

    Ο «νεαρός» θεσμός του Μονομελούς Οργάνου Διοίκησης/Συμβούλου-Διαχειριστή έρχεται δυναμικά στο προσκήνιο, με σκοπό να ευθυγραμμίσει τη λειτουργία του Διοικητικού Συμβουλίου με όσα η πράξη στη διαδρομή των ετών έχει επιβάλλει. Έρχεται για να διευκολύνει τη ζωή και τη λειτουργία της ανώνυμης εταιρείας. Έρχεται για να μειώσει τον αριθμό των προσώπων που εκτίθενται έναντι του Δημοσίου, των Φορέων Κοινωνικής Ασφάλισης αλλά και των τρίτων με τις προσωπικές («ὧν οὐκ ἔστιν ἀριθμός») διοικητικής, ποινικής και αστικής φύσεως ευθύνες τους.

    Η προσεκτική αξιοποίηση του συγκεκριμένου θεσμού και η λελογισμένη χρήση του προδικάζουν, το δίχως άλλο, την επιτυχία του.

    stavros-koumentakis

    Σταύρος Κουμεντάκης
    Senior Partner

    Υ.Γ. Συνοπτική έκδοση αυτού του άρθρου δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ, στις 16 Ιουνίου 2019.

    consultant-manager σύμβουλος-διαχειριστής

  • Οι μετοχικοί τίτλοι

    Οι μετοχικοί τίτλοι

    Προοίμιο

    «Χαρτιά γραμμένα, στόματα βουλωμένα» λέει ο θυμόσοφος λαός μας. Η συγκεκριμένη παροιμία αναφέρεται στη ανάγκη της γραπτής αποτύπωσης των συμφωνηθέντων. Καταγράφει όμως, επιπρόσθετα, με τρόπο λιτό και απολύτως ευκρινή, όχι μόνο τη σχέση που τους εξ ημών πρεσβύτερους συνδέει με το «χαρτί» αλλά και την ανασφάλειά μας από την έλλειψή του.

    Οι περισσότεροι, εξάλλου, από εμάς μεγαλώσαμε έχοντας καλά χαραγμένη στο υποσυνείδητό μας την ανάγκη να πάρουμε,  ένα «χαρτί»: Το χαρτί θα πιστοποιούσε το πέρας των πανεπιστημιακών μας σπουδών, τη σχετική, προαπαιτούμενη, γνώση αλλά και, προεχόντως, την δήθεν ένταξή μας στην ελίτ (!) των επιστημόνων της χώρας. Κι όταν μάλιστα το συγκεκριμένο «χαρτί» αυτόματα ενέτασσε τον κάτοχό του στη διάσημη «επετηρίδα» για την πρόσληψη στο δημόσιο ε, τότε, πια η (υποτιθέμενη) αξία του εκτινασσόταν στα ύψη!

    Άλλες εποχές τότε.

    Άλλες εποχές μεν η σχετική «εγγραφή» όμως στο υποσυνείδητο μας, λιγότερο ή περισσότερο, παρέμεινε.

    Εκτός από τα συγκεκριμένα «χαρτιά» υπήρχαν κι άλλα που, ως αξιόγραφα, είχαν μαι ιδιαίτερη αξία. Τέτοια ήταν και οι μετοχικοί τίτλοι. Κι όταν μιλούσαμε για μεταβίβαση μετοχών στο Χρηματιστήριο αναφερόμασταν σε ωραία (και με ασφάλεια;) τυπωμένους μετοχικούς τίτλους που «άλλαζαν χέρια» μέσω συμβάσεων που συνάπτονταν από τους φωνασκούντες (γύρω από το περίφημο «κάγκελο») χρηματιστές.

    Λίγο πριν την χαραυγή της τρέχουσας χιλιετίας (όταν αφήσαμε πια πίσω μας τους χρηματιστές και «συναντηθήκαμε» με τις χρηματιστηριακές εταιρείες) αρχίσαμε να μιλάμε για «αποϋλοποίηση μετοχών». Οι έντυπες μετοχές των εισηγμένων ανωνύμων εταιρειών θα έδιναν σταδιακά τη θέση τους σε μία, απλή, λογιστική εγγραφή κι οι μεταβιβάσεις τους θα ελάμβαναν χώρα (όχι πια στό «κάγκελο» αλλά) μέσω του Συστήματος Ηλεκτρονικών Συναλλαγών του Χρηματιστηρίου Αθηνών.

    Αυτά βέβαια για τις εισηγμένες.

    Σήμερα, στην εποχή της τεχνολογίας, το «χαρτί»-το έγγραφο συνολικά αρχίζει να χάνει, σταδιακά, την αξία του. Η πιστοποίηση της μετοχικής ιδιότητας δεν ήταν δυνατό να παραμένει άρρηκτα συνδεδεμένη με κάποιο έγγραφο.

     

    Μετοχικοί τίτλοι: η υποχρέωση έκδοσης οριστικών και όχι, πλέον, προσωρινών τίτλων

    Το μετοχικό κεφάλαιο της εταιρείας διαιρείται σε μετοχές (άρθρο 34, εδ. α, ν. 4548/2018). Οι μετοχές  είναι, πλέον,  μόνον ονομαστικές (άρθρο 40, παρ. 1, εδ. α). Όταν δεν υπάρχει διαφορετική ρύθμιση στο καταστατικό, η εταιρεία υποχρεούται (άρθρο 40, παρ. 3) να εκδώσει και παραδώσει στους μετόχους τίτλους, οι οποίοι ενσωματώνουν μία ή περισσότερες μετοχές (:απλοί ή, κατά περίπτωση, πολλαπλοί τίτλοι). Στη συνηθέστερη περίπτωση (της έκδοσης δηλ. τίτλων που ενσωματώνουν περισσότερες μετοχές), η εταιρεία είναι υποχρεωμένη να αντικαταστήσει τους υφιστάμενους τίτλους με νέους, οι οποίοι θα ενσωματώνουν μικρότερο αριθμό μετοχών.

    Το προϋφιστάμενο δίκαιο (άρθρο 8β, παρ. 3, ν. 2190/1920) προέβλεπε τη δυνατότητα έκδοσης προσωρινών τίτλων. Η πρόβλεψη αυτή δεν υφίσταται, πλέον, στο νέο νόμο και ως εκ τούτου αποτελεί παρελθόν η εποχή που (στην πράξη) μόνον προσωρινοί τίτλοι εκδίδονταν για τις ανώνυμες εταιρείες. Στο εξής: οριστικοί, μόνον, μετοχικοί τίτλοι.

    Επαφίεται βέβαια, σε κάθε περίπτωση, το δικαίωμα στους μετόχους να επιλέξουν αν θα προβούν στην έκδοση ή μη μετοχικών τίτλων (άρθρο 40, παρ. 4, εδ. α). Εφόσον μάλιστα αποφασίσουν να μην εκδώσουν μετοχικούς τίτλους, αυτόματα προκύπτει η ανάγκη προσδιορισμού του τρόπου απόδειξης της μετοχικής ιδιότητας, προκειμένου να είναι δυνατή η άσκηση των συναφών δικαιωμάτων. Οι μέτοχοι είναι εκείνοι που θα επιλέξουν (και ενσωματώσουν στο καταστατικό) τον συγκεκριμένο τρόπο απόδειξης. Αν όμως δεν το πράξουν, ο νόμος ορίζει (άρθρο 40, παρ. 4, εδ. γ) πως η απόδειξη της μετοχικής ιδιότητας γίνεται με βάση τα στοιχεία του βιβλίου μετόχων της εταιρείας. Καθώς όμως έχουμε εισέλθει στην “paperless” εποχή, ο νόμος παρέχει τη δυνατότητα στις εταιρείες (εισηγμένες και μη-άρθρο 34, εδ. α) να επιλέξουν να έχουν, εναλλακτικά με τις έγχαρτες, άυλες μετοχές· μετοχές δηλαδή που δεν ενσωματώνονται σε κάποιο «χαρτί» και δεν είναι τίποτα περισσότερο από μία, απλή, λογιστική εγγραφή.

     

    Το βιβλίο μετόχων

    Η απόδειξη της μετοχικής ιδιότητας συνεχίζει, κατά βάση, να γίνεται από το βιβλίο μετόχων, το οποίο κάθε ανώνυμη εταιρεία οφείλει να τηρεί (άρθρο 40, παρ. 2, εδ. 5). Στο βιβλίο μετόχων (άρθρο 40, παρ. 2, εδ. 2 & 3) καταχωρίζονται τα στοιχεία των μετόχων (ονοματεπώνυμο ή επωνυμία, διεύθυνση ή έδρα, επάγγελμα και εθνικότητα). Όχι όμως μόνον αυτά. Στο συγκεκριμένο βιβλίο αναγράφονται ο αριθμός και η κατηγορία των μετοχών (λ.χ. κοινές, προνομιούχες, εξαγοράσιμες κ.ο.κ.) που κάθε μέτοχος κατέχει καθώς και τα επ’ αυτών και από αυτές απορρέοντα δικαιώματά του (λ.χ. δικαιώματα πλήρους ή ψιλής κυριότητας, επικαρπίας, ψήφου, απόληψης κερδών κ.λ.π.).

    Η εμπειρία βέβαια έχει δείξει πως το βιβλίο μετόχων είναι μια, μάλλον, «πονεμένη ιστορία» για τις ανώνυμες εταιρείες: Άλλοτε διαπιστώνουμε πως τηρείται κι άλλοτε όχι. Κι όταν τηρείται μας εντυπωσιάζουν (αρνητικά-κατά κανόνα) τα σχετικά ευρήματα καθώς η τήρησή του δεν λαμβάνει χώρα από ανθρώπους που γνωρίζουν πώς διενεργείται με τον ορθό τρόπο. Τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι εταιρείες από τη μη ορθή τήρηση του σχετικού βιβλίου, αναδεικνύονται περισσότερο τα τελευταία χρόνια: πληθαίνουν εκείνοι (τράπεζες, fund, υποψήφιοι επενδυτές, αγοραστές μετοχών, δικαστήρια κλπ.) που, δικαιολογημένα, ζητούν πρόσβαση στα στοιχεία του.

    Όταν ορθά τηρείται το βιβλίο μετόχων, τα πράγματα μοιάζουν απλά:  Προκύπτουν όχι μόνον τα στοιχεία του μετόχου και ο αριθμός των μετοχών που κατέχει αλλά και το σύνολο των λοιπών αναγκαίων, και από το νόμο προβλεπόμενων, στοιχείων και δικαιωμάτων. Η (συνήθως) μη ορθή τήρηση του βιβλίου μετόχων φαίνεται πως είναι ο λόγος που (ο νόμος αναγνωρίζει πως) η απόδειξη της ιδιότητας του μετόχου δεν λαμβάνει χώρα, αποκλειστικά, με βάση τις καταχωρήσεις σ’ αυτό (άρθρο 40, παρ. 4, εδ. γ). Σε περίπτωση ανάγκης (όταν δηλ. η αποτύπωση στο βιβλίο μετόχων είτε δεν υφίσταται, είτε είναι λανθασμένη ή ελλιπής) ο μέτοχος μπορεί να επικαλεστεί και οποιοδήποτε άλλο έγγραφο έχει στην κατοχή του, δηλωτικό ή αποδεικτικό της μετοχικής του ιδιότητας και των συναφών δικαιωμάτων του.

     

    Μετοχικοί τίτλοι και ηλεκτρονική τήρηση του βιβλίου μετόχων

    Η πολύ σημαντική για την εταιρεία και τους μετόχους τήρηση του βιβλίου μετόχων δεν είναι αναγκαίο να γίνεται σε έγχαρτη μορφή. Κατά το νόμο (άρθρο 40, παρ. 2, εδ. 4) το συγκεκριμένο βιβλίο είναι δυνατό να τηρείται ηλεκτρονικά από την εταιρεία ή τρίτους. Η ηλεκτρονική τήρηση όμως από την ίδια την ανώνυμη εταιρεία δεν πιθανολογείται ότι θα λύσει προβλήματα που ούτως ή άλλως υφίστανται από την τήρησή του σε έγχαρτη μορφή.

    Τρίτοι που δικαιούνται να τηρούν ηλεκτρονικά βιβλία μετόχων είναι πιστωτικά ιδρύματα, επιχειρήσεις επενδύσεων (που διαθέτουν τέτοιο δικαίωμα) καθώς και κεντρικά αποθετήρια τίτλων. Υπό τις συνθήκες, βέβαια, που επικρατούν σήμερα στην ελληνική αγορά δεν μοιάζει πολύ ασφαλές να επέλεγε κάποια ανώνυμη εταιρεία την τήρηση των βιβλίων μετόχων της από τράπεζα ή ΕΠΕΥ. Ασφαλέστερη λύση φαίνεται πως θα είναι η τήρησή τους από το Κεντρικό Αποθετήριο του Χρηματιστηρίου Αθηνών όταν καταστεί εφικτή η επέκταση και στις μη εισηγμένες ανώνυμες εταιρείες η συγκεκριμένη υπηρεσία-που ούτως ή άλλως παρέχεται προς τις εισηγμένες. Η σχετική διαδικασία βρίσκεται ήδη σε εξέλιξη.

     

    Η τήρηση των μετοχών της εταιρείας σε λογιστική μορφή

    Οι μετοχικοί τίτλοι της εταιρείας δεν είναι, όπως είδαμε ήδη, αναγκαίο να εκδίδονται-πολύ περισσότερο να εκδίδονται έγχαρτες. Ο νόμος (άρθρο 40, παρ. 5) παρέχει επίσης τη δυνατότητα τήρησής τους σε λογιστική μορφή. Για τη διαδικασία αποϋλοποίησης ή ακινητοποίησης των μετοχών εφαρμογή έχει ο Κανονισμός (ΕΕ) 909/2014 και του Συμβουλίου της 23.7.2014. Σε κάθε περίπτωση, το καταστατικό είναι εκείνο που θα πρέπει να προβλέπει τον ειδικότερο τρόπο έκδοσης και τήρησης των μετοχών της σε κεντρικό αποθετήριο τίτλων.

     

    Εν κατακλείδι

    Η μέρα που οριστικά θα αποχωριστούμε το χαρτί δε μοιάζει πλέον μακρινή. Ο νέος νόμος για τις ανώνυμες εταιρείες παρέχει, σ’ αυτό το μεταβατικό στάδιο, την επιλογή της έκδοσης ή μη μετοχών και, σε καταφατική περίπτωση, της επιλογής ανάμεσα σε έγχαρτες ή άυλες μετοχές. Αντίστοιχα το βιβλίο μετόχων, με την ξεχωριστή αξία που του αναγνωρίζεται, μπορεί να τηρείται στην μορφή που όλοι γνωρίσαμε-ένα χοντρό δηλ. βιβλίο με, κατά κανόνα προβληματική τήρηση. Μπορεί  όμως και να τηρείται, απλά, σε ηλεκτρονική μορφή-ένα αρχείο δηλ. κάπου σε κάποιον υπολογιστή στο γραφείο μας ή στον κόσμο ή, απλά, σε κάποιο cloud.

    Φαίνεται πως η αξία της παροιμίας «χαρτιά γραμμένα, στόματα βουλωμένα» απομακρύνεται, με ταχείς ρυθμούς, από το παρόν και την καθημερινότητά μας. Και, αυτονοήτως, όσον αφορά τις Ανώνυμες Εταιρείες. Η εμμονή μας στο «χαρτί», στην (δήθεν) ασφάλεια που αυτό παρέχει αλλά και στις εμπειρίες του παρελθόντος, εύλογα θα ήταν δυνατό να χαρακτηριστεί από τους νεότερους με μία μόνον, απαξιωτική, λέξη:  αγκύλωση.

    Αν δεν καταφέρνουμε να συμπεριλαμβανόμαστε μεταξύ εκείνων που χαράσσουν τις νέες λεωφόρους τουλάχιστον ας επιδιώκουμε να παραμένουμε μεταξύ των χρηστών τους.

    stavros-koumentakis

    Σταύρος Κουμεντάκης
    Senior Partner

    Υ.Γ. Συνοπτική έκδοση αυτού του άρθρου δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ, στις 2 Ιουνίου 2019.

  • Νέα δεδομένα σχετικά με την καταγγελία της σύμβασης εργασίας αορίστου χρόνου

    Νέα δεδομένα σχετικά με την καταγγελία της σύμβασης εργασίας αορίστου χρόνου

    Η καταγγελία σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου: τα νέα, σημαντικά, δεδομένα

    1. Προοίμιο

    Φαίνεται πως το ζητούμενο για όλους μας, ανεξαρτήτως πολιτικών πεποιθήσεων και κομματικών τοποθετήσεων, είναι η επίτευξη της (πολυπόθητης) ανάπτυξης της χώρας μας. Μάλλον όλοι θα συμφωνήσουμε πως η ανάπτυξη προϋποθέτει, μεταξύ άλλων, ιδιωτικές επενδύσεις και δημιουργία νέων θέσεων εργασίας (όταν όμως καταφέρουμε, οριστικά, να απαγκιστρωθούμε από τη θέση του Καρλ Μαρξ: «Το κεφάλαιο είναι νεκρή εργασία που, σαν βρικόλακας, ζει μόνο ρουφώντας το αίμα της ζωντανής εργασίας. Κι όσο πιο πολύ ζει, τόσο πιο πολύ αίμα ρουφάει»)

    Στις εργασιακές σχέσεις έχουμε γνωρίσει στη χώρα μας όλα τα γνωστά μοντέλα: από εκείνο του «εργασιακού μεσαίωνα» μέχρι εκείνο των ανεξέλεγκτων (κατά κανόνα προεκλογικών-συχνά καταστροφικών) παροχών στους εργαζόμενους του ιδιωτικού και του δημόσιου τομέα.

    Θα συμφωνήσουμε επίσης (πιθανότατα), πως πάντοτε θα πρέπει να διαφυλάττουμε την εξισορρόπηση των αντιτιθέμενων συμφερόντων στις εργασιακές σχέσεις, ώστε η χώρα να μην οδηγηθεί σε αδιέξοδα από πρακτικές αντίστοιχες του παρελθόντος· αδιέξοδα που συνέβαλαν στην «κρίση» που μας έφερε στη σημερινή δυσμενή οικονομική κατάσταση.

    Υπάρχει μια έντονη συζήτηση τον τελευταίο μήνα (που κορυφώθηκε με την πρόσφατη ψήφιση, την Παρασκευή 17/5, του άρθρου 48 του ν. 4611/2019 με το οποίο αντικαταστάθηκε το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 3 του άρθρου 5 του ν. 3198/1955) σχετικά με το βαθμό που επηρεάζει τις εργασιακές σχέσεις, την ανάπτυξη και την ανταγωνιστικότητα, η δυσχέρανση της διαδικασίας για την καταγγελία σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου: Στις σχετικές προϋποθέσεις  προστέθηκε και η ύπαρξη «βάσιμου λόγου», η επίκληση και απόδειξη του οποίου βαρύνει τον εργοδότη.

    Τι συνέβαινε όμως στο παρελθόν και τι θα συμβαίνει από τώρα και στο εξής;

     

    2. Τα νέα (σημαντικά) δεδομένα για την καταγγελία σύμβασης

    2.1. Η καταγγελία σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου με βάση το προϋφιστάμενο δίκαιο

    Σύμφωνα με τη διάταξη του πρώτου εδαφίου της παρ. 3 του άρθρου 5 ν. 3198/1955:

    «3. Η καταγγελία της εργασιακής σχέσης θεωρείται έγκυρη, εφόσον έχει γίνει εγγράφως, έχει καταβληθεί η οφειλόμενη αποζημίωση και έχει καταχωρηθεί η απασχόληση του απολυόμενου στα τηρούμενα για το Ι.Κ.Α. μισθολόγια ή έχει ασφαλιστεί ο απολυόμενος».

    Επομένως: Η καταγγελία σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου ελάμβανε χώρα οποτεδήποτε χωρίς την επίκληση οποιουδήποτε λόγου από μέρους του εργοδότη. Μόνη υποχρέωση του τελευταίου η καταβολή της οφειλόμενης αποζημίωσης προς τον εργαζόμενο. Όταν όμως ο τελευταίος θεωρούσε ότι το δικαίωμα του εργοδότη ασκούνταν καταχρηστικά, είχε το δικαίωμα να προσφύγει στα αρμόδια δικαστήρια ζητώντας την ακύρωση της απόλυσης και την επαναπρόσληψή του. Το βάρος της απόδειξης των ισχυρισμών του έφερε ο ίδιος ο εργαζόμενος.

    2.2. H νέα νομοθετική ρύθμιση για την καταγγελία σύμβασης

    Με τη διάταξη του άρθρου 48 του ν. 4611/2019 αντικαθίσταται, με άμεση εφαρμογή, το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 3 του άρθρου 5 του ν. 3198/1955 (Α’ 98) ως εξής:

    «3. Η καταγγελία της εργασιακής σχέσης θεωρείται έγκυρη, μόνο αν οφείλεται σε βάσιμο λόγο, κατά την έννοια του άρθρου 24 του Αναθεωρημένου Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Χάρτη που κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν. 4359/2016 (Α΄5), έχει γίνει εγγράφως, έχει καταβληθεί η οφειλόμενη αποζημίωση και έχει καταχωρηθεί η απασχόληση του απολυόμενου στα τηρούμενα για το ν ΕΦΚΑ (τ. ΙΚΑ). μισθολόγια ή έχει ασφαλιστεί ο απολυόμενος. Σε περίπτωση αμφισβήτησης το βάρος επίκλησης και απόδειξης της συνδρομής των προϋποθέσεων έγκυρης καταγγελίας φέρει ο εργοδότης»

    Επομένως: αυτό που ο νόμος απαιτεί στο εξής προκειμένου να είναι έγκυρη η καταγγελία σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου είναι η ύπαρξη «βάσιμου λόγου», τον οποίο μάλιστα υποχρεούται να επικαλεστεί και αποδείξει ο καταγγέλλων εργοδότης. Για την έννοια του «βάσιμου λόγου» (αναλυτικά κατωτέρω υπό 3.3)  η διάταξη παραπέμπει στον Αναθεωρημένο Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Χάρτη [κατωτέρω υπό 3.1) που ήδη αποτελεί νόμο του κράτους-με αυξημένη μάλιστα τυπική ισχύ) και συγκεκριμένα στο άρθρο 24 αυτού (κατωτέρω υπό 3.2).

    2.3. Πώς διαφοροποιούνται τα δεδομένα στην καταγγελία σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου σε σχέση με το προϋφιστάμενο δίκαιο;

    Με το προϋφιστάμενο δίκαιο ο εργοδότης μπορούσε να καταγγείλει οποτεδήποτε τη σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου έχοντας ως βασική του υποχρέωση την καταβολή της αποζημίωσης απολύσεως. Όταν ο εργαζόμενος θεωρούσε που το δικαίωμά του ασκείται καταχρηστικά απευθυνόταν στα αρμόδια δικαστήρια και είχε ο ίδιος την ευθύνη και το βάρος της απόδειξης της καταχρηστικότητας της απόλυσής του.

    Με τη νέα ρύθμιση τα πράγματα αλλάζουν άρδην: ο εργοδότης είναι εκείνος που υποχρεούται και να επικαλεστεί αλλά και να αποδείξει τη συνδρομή των προϋποθέσεων για την έγκυρη καταγγελία σύμβασης, επομένως και την ύπαρξη του (αναγκαίου πλέον) βάσιμου λόγου.

    Η θέση αυτή φαίνεται εξάλλου ως συμβατή και με την αιτιολογική έκθεση της πρόσφατης (άρθρο 48 του ν. 4611/2019) νομοθετικής ρύθμισης της σχετικής με την αναγκαιότητα της ύπαρξης βάσιμου λόγου (δείτε την σχετική έκθεση) ( καθώς και με τις εκεί επικαλούμενες θέσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Κοινωνικών Δικαιωμάτων (ΕΕΚΔ) όσον αφορά τη διάταξη του άρθρου 24 ΑνΕΚΧ.

    2.4. Εν κατακλείδι

    Στην περίπτωση όπου γίνεται καταγγελία σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου ο εργοδότης δεν μπορεί πλέον να αρκείται (η επαναπαύεται) στην καταβολή της νόμιμης αποζημίωσης, όπως μέχρι το παρελθόν έπραττε. Θα πρέπει ήδη να έχει κατά νου πως για κάθε απόλυση θα πρέπει να υπάρχει βάσιμος λόγος. Ένας λόγος δηλ. που συνδέεται με την συμπεριφορά ή τις ικανότητες του εργαζομένου ή με τις λειτουργικές ανάγκες της επιχείρησης. Κι ακόμα περισσότερο: Η επίκληση και απόδειξη της ύπαρξης αυτού του βάσιμου λόγου αποτελεί δική του ευθύνη και βάρος.

    Τέλος: Η αναγκαιότητα της ύπαρξης βάσιμου λόγου για την καταγγελία σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου αλλά και της επίκλησης και απόδειξής του ως «βάρος» του καταγγείλαντα εργοδότη, είναι βέβαιο πως θα γεμίσει τις δικαστικές αίθουσες (μια «πρόγευση» από τη στάση των δικαστηρίων κατωτέρω υπό 4) θα «τονώσει» και τα οικονομικά ημών των δικηγόρων. Αμφοτέρων των πλευρών.

    Ας ελπίσουμε ότι αντίστοιχα θετικά θα λειτουργήσει όχι μόνον προς την κατεύθυνση της διασφάλισης των δικαιωμάτων των εργαζομένων (όπως οι προθέσεις του νομοθέτη) αλλά και προς την κατεύθυνση της ανάπτυξη της οικονομίας, των επιχειρήσεων και της χώρας.

     

    3. Ο αναθεωρημένος Ευρωπαϊκός Κοινωνικός Χάρτης και ο “βάσιμος” λόγος

    3.1. Ο Ευρωπαϊκός Κοινωνικός Χάρτης και ο Αναθεωρημένος Ευρωπαϊκός Κοινωνικός Χάρτης

    Σύμφωνα με την Αιτιολογική ΄Εκθεση για την «Κύρωση του Αναθεωρημένου Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Χάρτη»:

     «Ο Ευρωπαϊκός Κοινωνικός Χάρτης (ΕΚΧ), διεθνής σύμβαση για την προστασία των κοινωνικών δικαιωμάτων, υιοθετήθηκε το 1961 στο Συμβούλιο της Ευρώπης και κυρώθηκε από την Ελλάδα με τον Νόμο 1426/84 (ΦΕΚ 32 Α/21-3-84).

    Ο ΕΚΧ εξελίσσεται συνεχώς μέσω της νομολογίας της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Κοινωνικών Δικαιωμάτων, που επιβλέπει την εφαρμογή του, και μέσω της υιοθέτησης  των Πρωτοκόλλων στον ΕΚΧ,  που διευρύνουν τα προστατευόμενα δικαιώματα και βελτιώνουν το μηχανισμό ελέγχου. Το 1988 υιοθετήθηκε το Πρόσθετο Πρωτόκολλο στον ΕΚΧ, το οποίο επέκτεινε το πεδίο εφαρμογής του Χάρτη με την αναγνώριση νέων δικαιωμάτων. Το 1995 υιοθετήθηκε ένα νέο Πρόσθετο Πρωτόκολλο που προβλέπει το σύστημα Συλλογικών Καταγγελιών. Η Ελλάδα κύρωσε και τα δύο Πρόσθετα Πρωτόκολλα με το Ν. 2595/98 (ΦΕΚ 63/Α/24-3-98). Το 1991 υιοθετήθηκε το τροποποιητικό πρωτόκολλο που βελτίωσε τη διαδικασία ελέγχου της εφαρμογής του ΕΚΧ, το οποίο  κυρώθηκε από την Ελλάδα με το Ν. 2422/1996 (ΦΕΚ 144 Α/4-7-96).

    Το 1996 ο Ευρωπαϊκός Κοινωνικός Χάρτης  αναθεωρήθηκε προκειμένου να γίνει ακόμη πιο επίκαιρος και να συμπεριλάβει νέα δικαιώματα. Ο Αναθεωρημένος Ευρωπαϊκός Κοινωνικός Χάρτης υιοθετήθηκε στις 3 Μαΐου 1996, στο Στρασβούργο, όπου και άνοιξε για υπογραφή, ετέθη δε διεθνώς σε ισχύ την 1η Ιουλίου 1999,  με τη συμπλήρωση των απαιτούμενων για τούτο τριών κυρώσεων. Συμπεριλαμβάνει στο σκεπτικό του τις εξελίξεις στην εργατική νομοθεσία και στην κοινωνική πολιτική, όσες μεσολάβησαν από τη θέσπιση του Χάρτη του 1961, και αποβλέπει τελικώς στο να τον αντικαταστήσει.

    …………..

    Τα δικαιώματα που προστατεύονται από τον ΕΚΧ εντάσσονται σε  τέσσερις θεματικούς τομείς: α) Απασχόληση, Κατάρτιση και Ίσες Ευκαιρίες, β) Υγεία, Κοινωνική Ασφάλιση και Κοινωνική Προστασία, γ) Εργασιακά Δικαιώματα  και δ) Προστασία των Παιδιών, της Οικογένειας και των Μεταναστών.

    …………….

    Η Ελλάδα έχει ήδη υπογράψει τον Αναθεωρημένο Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Χάρτη από τις 3 Μαΐου του 1996. Η κύρωση του Αναθεωρημένου Χάρτη βελτιώνει αδιαμφισβήτητα, το επίπεδο της παρεχόμενης προστασίας στον τομέα της κοινωνικής πολιτικής και αποδεικνύει το έμπρακτο ενδιαφέρον της χώρας μας στο τομέα της προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.

    …………………..»

    Ο Αναθεωρημένος Ευρωπαϊκός Κοινωνικός Χάρτης είναι ήδη εσωτερικό δίκαιο καθώς η κύρωσή του έλαβε χώρα με το ν. 4359/16. Είναι μάλιστα αυξημένης τυπικής ισχύος, με βάση και το άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγματος.

     3.2. Το άρθρο 24 του Αναθεωρημένου Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Χάρτη (:ΑνΕΚΧ)

    Ο Ευρωπαϊκός Κοινωνικός Χάρτης (ΕΚΧ) είναι, όπως ήδη αναφέρθηκε, διεθνής σύμβαση για την προστασία των κοινωνικών δικαιωμάτων. Το 1996 ο ΕΚΧ  αναθεωρήθηκε προκειμένου να γίνει ακόμη πιο επίκαιρος και να συμπεριλάβει νέα δικαιώματα.

    Σύμφωνα με το άρθρο 24 του ΑνΕΚΧ: «Με σκοπό τη διασφάλιση της αποτελεσματικής άσκησης του δικαιώματος προστασίας των εργαζομένων σε περιπτώσεις λύσης της σχέσης εργασίας, τα μέρη αναλαμβάνουν να αναγνωρίζουν: α. το δικαίωμα όλων των εργαζομένων να μη λύεται η εργασιακή τους σχέση χωρίς βάσιμο λόγο που να συνδέεται με την ικανότητα ή τη συμπεριφορά τους ή να βασίζεται στις λειτουργικές απαιτήσεις της επιχείρησης, της εγκατάστασης ή της υπηρεσίας, β. το δικαίωμα των εργαζομένων, των οποίων η εργασιακή σχέση λύεται χωρίς βάσιμο λόγο, σε επαρκή αποζημίωση ή άλλη κατάλληλη επανόρθωση. Για αυτόν το σκοπό τα μέρη αναλαμβάνουν να διασφαλίζουν ότι ο εργαζόμενος, που θεωρεί ότι η σχέση εργασίας του έχει λυθεί χωρίς βάσιμο λόγο, έχει το δικαίωμα προσφυγής σε αμερόληπτο όργανο».

     3.3. Τι είναι ο «βάσιμος λόγος» κατά το άρθρο 24 του ΑνΕΚΧ

    Γίνεται δεκτό πως ο βάσιμος λόγος που απαιτείται από το άρθρο 24 του ΑνΕΚΧ (και ήδη από την παρούσα διατύπωση της παρ. 3 του άρθρου 5 ν. 3198/1955) είναι εκείνος που δικαιολογεί την ορθή χρήση (και όχι κατάχρηση του δικαιώματος) της καταγγελίας.

    Κατά τη γνώμη της Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής επί του Σχεδίου Νόμου «Κύρωση Αναθεωρημένου Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Χάρτη»: «Το άρθρο 24 αναφέρεται στην αιτιολογημένη απόλυση, που επίσης εξαιρείται της κυρώσεως.

    Δεν υφίσταται κώλυμα για την κύρωση του άρθρου αυτού, στο βαθμό που η αιτιολογία της απολύσεως συμπίπτει με τα όσα επιβάλλει η εφαρμογή του άρθ. 281 ΑΚ με το οποίο ελέγχεται η καλόπιστη και σύμφωνα με τον οικονομικό και κοινωνικό σκοπό του δικαιώματος για την καταγγελία σύμβασης εργασίας από τον εργοδότη. Οι λόγοι καταγγελίας που αναφέρονται στη περ. α’ του άρθ. 24 σχετίζονται με τους λόγους που αίρουν τον καταχρηστικό χαρακτήρα της καταγγελίας της σύμβασης εργασίας…»

    Η μέχρι σήμερα θέση της θεωρίας όσον αφορά το περιεχόμενο του «βάσιμου λόγου» κατά βάση ταυτίζεται με την κατά τα άνω γνώμη της Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής επί του Σχεδίου Νόμου «Κύρωση Αναθεωρημένου Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Χάρτη».

    Βάσιμος λοιπόν είναι κάθε λόγος που συνδέεται με το πρόσωπο του εργαζόμενου, τη λειτουργία ή τη συμπεριφορά του στο πλαίσιο της εργασιακής σχέσης, την οικονομοτεχνική κατάσταση της επιχείρησης (χωρίς να είναι αναγκαία και η ύπαρξη οικονομικής φύσης δυσχερειών) ή τις λειτουργικές της απαιτήσεις. Τέτοιος βάσιμος λόγος βέβαια δεν θα μπορούσε να γίνει ανεκτός εκτός του συγκεκριμένου πλαισίου: Απόλυση  εργαζομένου δεν θα γινόταν ανεκτή για λόγους άσχετους με την εργασιακή του σχέση και την επιχείρηση (λ.χ. εκδικητικότητα, συνδικαλιστική δράση, σεξουαλικός προσανατολισμός, πολιτικές πεποιθήσεις, φυλετικές διακρίσεις κλπ.-

    Επομένως (θα μπορούσαμε να καταλήξουμε πως βάσιμος είναι κάθε λόγος που επιδρά αρνητικά στην εργασιακή σχέση και δικαιολογεί τη διακοπή της από μέρους του εργοδότη.

     

    4. Ποιά θα είναι η στάση των Δικαστηρίων;

    (Μια πρόγευση του μέλλοντος …από το παρελθόν)

    Προφανώς και δεν μπορούμε να έχουμε γνώση της νομολογιακής αντιμετώπισης αυτής της, απολύτως πρόσφατης, νομοθετικής ρύθμισης. Εντούτοις υπάρχει μια πολύ ενδιαφέρουσα απόφαση που μας έρχεται από το παρελθόν.

    Η απόφαση ΜονΠρωτΠειρ 3220/2017 είναι σίγουρα η πρώτη (και η μόνη μέχρι σήμερα, εξ όσων ο γράφων γνωρίζει, δημοσιευμένη-απόφαση που δέχεται πως το καθεστώς της αναιτιώδους καταγγελίας (με την προϋφιστάμενη διατύπωση του πρώτου εδαφίου της παρ. 3 του άρθρου 5 ν. 3198/1955) δεν ήταν συμβατό με το άρθρο 24 του ΑνΕΚΧ. Η συγκεκριμένη απόφαση, έκανε αποδεκτό πως ο ΑνΕΚΧ είχε ήδη (μετά την κύρωσή του με το Ν. 4359/16-με βάση και το άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγματος), αυξημένη έναντι των κοινών νόμων ισχύ. Και συνέχιζε, κάνοντας αποδεκτά, μεταξύ άλλων, και τα ακόλουθα:

    «Με την ως άνω διάταξη (το άρθρο 24 του ΑνΕΚΧ) εισάγεται για πρώτη φορά στο ευρωπαϊκό δίκαιο δικαιωμάτων του ανθρώπου ένα νέο θεμελιώδες δικαίωμα, που συνίσταται στην προστασία του εργαζομένου από την απόλυση με πρωτοβουλία του εργοδότη του. Η βασική δε αντίληψη που διέπει τη νέα ρύθμιση είναι ότι η αυθαίρετη και αδικαιολόγητη απομάκρυνση του εργαζόμενου από την θέση εργασίας του προσβάλλει την αξία και την αξιοπρέπειά του. Η προστασία που διασφαλίζει το άρθρο 24 του Αναθ. ΕΚΧ έχει τρεις βασικούς άξονες: α) κάθε λύση εργασιακής σύμβασης με πρωτοβουλία του εργοδότη πρέπει να στηρίζεται σε «έγκυρη αιτία» ή ορθότερα σε «βάσιμο λόγο» (valid reason), ο οποίος να συνδέεται με την συμπεριφορά ή τις ικανότητες του εργαζομένου ή με τις λειτουργικές ανάγκες της επιχείρησης, β) ο εργοδότης υποχρεούται να «αποζημιώνει καταλλήλως» τον αδικαιολογήτως απολυθέντα ή να παρέχει άλλη κατάλληλη επανόρθωση, και γ) πρέπει να διασφαλίζεται επαρκής έννομη προστασία.

    Μετά την κύρωση του άρθρου 24 του Αναθ. ΕΚΧ γίνεται αντιληπτό ότι το καθεστώς της «αναιτιώδους» εργοδοτικής καταγγελίας δεν είναι συμβατό με την απόλυση για βάσιμο λόγο που εγγυάται το νέο άρθρο. Συνεπώς εισάγεται ευθέως στο ελληνικό δίκαιο η αρχή της δικαιολογημένης καταγγελίας και εφεξής τα ελληνικά δικαστήρια θα πρέπει να ερευνούν την ύπαρξη ή μη βάσιμου λόγου και να θεωρούν ως άκυρη κάθε απόλυση που δεν στηρίζεται σε τέτοιον. Αυτό μπορεί να γίνει είτε με ευθεία αναγωγή στο άρθρο 24, η διατύπωση του οποίου, τουλάχιστον όσον αφορά στο ζήτημα αυτό, είναι ακριβής, σαφής και απαλλαγμένη από αιρέσεις, σε συνδυασμό βέβαια προς τις διατάξεις των άρθρων 174 και 180 ΑΚ ―λύση που κρίνεται ως ορθότερη από το παρόν Δικαστήριο―, είτε ερμηνευτικά με τη διαμεσολάβηση του άρθρου 281 ΑΚ, οπότε ως καταχρηστική θα θεωρείται κάθε απόλυση που δεν είναι σύμφωνη με τους όρους του άρθρου 24 του Αναθ. ΕΚΧ.(παρ. 23)

    Όσον αφορά δε στις συνέπειες της αδικαιολόγητης καταγγελίας ―εκτός από την ακυρότητα αυτής σύμφωνα με τα άρθρα 174 και 180 ΑΚ― ορίζεται ότι ο εργοδότης οφείλει επαρκή αποζημίωση ή άλλης μορφής επανόρθωση, την οποία προβλέπει το εθνικό δίκαιο, έχει δε νομολογηθεί από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή Κοινωνικών Δικαιωμάτων ότι η προβλεπόμενη ακυρότητα της απόλυσης και εντεύθεν η αξίωση αποδοχών υπερημερίας και η επαναπρόσληψη του ακύρως απολυθέντος συνιστούν επαρκή επανόρθωση, οπότε δεν χρειάζεται να καταβληθεί χρηματική αποζημίωση για την παράνομη απόλυση (Γαβαλάς, Τι αλλάζει στο εργατικό δίκαιο μετά την κύρωση του Αναθεωρημένου Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Χάρτη, ΕΕργΔ 2016, 130 επ.).

    Ενόψει δε όλων των ανωτέρω, καθίσταται σαφές ότι οι μέχρι τώρα παραδοχές της νομολογίας ότι δεν συντρέχει περίπτωση καταχρηστικής καταγγελίας όταν δεν υπάρχει γι’ αυτή κάποια αιτία (λόγω του «αναιτιώδους» χαρακτήρα της) και ότι για να θεωρηθεί η καταγγελία άκυρη ως καταχρηστική δεν αρκεί οι λόγοι που επικαλέστηκε γι’ αυτή ο εργοδότης να ήταν αναληθείς ή να μην υπήρχε κάποια εμφανής αιτία, αλλά απαιτείται η καταγγελία να οφείλεται σε συγκεκριμένους λόγους εξαιτίας των οποίων η άσκηση του σχετικού δικαιώματος του εργοδότη υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλει το άρθρο 281 ΑΚ….., θα πρέπει να θεωρηθεί ότι έρχεται σε αντίθεση με τη διάταξη του άρθρου 24 του Αναθ. ΕΚΧ, η οποία απαγορεύει την αυθαίρετη και αδικαιολόγητη απόλυση του εργαζομένου».

    Με άλλα λόγια: Οι δικαστικές αποφάσεις που θα επιλαμβάνονται των υποθέσεων που θα αφορούν αγωγές ακύρωσης καταγγελιών συμβάσεων εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου θα επικεντρώνονται στη διερεύνηση της ύπαρξης «βάσιμου λόγου». Όταν ο εργοδότης καταφέρνει να αποδείξει την ύπαρξη «βάσιμου λόγου» (ο οποίος θα συνδέεται με τη συμπεριφορά ή τις ικανότητες του εργαζόμενου ή με τις λειτουργικές ανάγκες της επιχείρησης) η σχετική αγωγή θα απορρίπτεται. Όταν όμως ο δικαστής δεν πεισθεί από την επιχειρηματολογία του εργοδότη, η αγωγή του εργαζομένου θα γίνεται δεκτή και ο εργοδότης θα υποχρεώνεται σε επαναπρόσληψη και σε καταβολή μισθών υπερημερίας.

    Πεδίον δόξης λαμπρόν!

    stavros-koumentakis

    Σταύρος Κουμεντάκης
    Senior Partner

    Υ.Γ. Συνοπτική έκδοση αυτού του άρθρου δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ, στις 25 Μαΐου 2019.

    καταγγελία σύμβασης

  • Μειοψηφούντες Μέτοχοι: Το Δικαίωμα Της Πλειοψηφίας Για Την Εξαγορά Των Μετοχών Μειοψηφίας

    Μειοψηφούντες Μέτοχοι: Το Δικαίωμα Της Πλειοψηφίας Για Την Εξαγορά Των Μετοχών Μειοψηφίας

    Μειοψηφούντες μέτοχοι.

    Μέρος Γ΄: Το δικαίωμα του μετόχου Πλειοψηφίας για την εξαγορά μετοχών Μειοψηφίας

    1. Προοίμιο

    Ενστερνιζόμουν, ανέκαθεν, τη θέση πως «το δίκαιο δεν είναι τίποτα άλλο παρά το συμφέρον του ισχυρού». Θα μπορούσα μάλιστα, πολύ εύκολα, να διεκδικήσω την πατρότητα της συγκεκριμένης ρήσης: (α) αν  δεν με είχε προλάβει (είκοσι τέσσερις, μόλις, αιώνες πριν) ο Πλάτωνας στην Πολιτεία-Λόγος Πρώτος (:«φημί γαρ εγώ είναι το δίκαιον ουκ άλλο τι το του κρείττονος ξυμφέρον») και (β) αν  το συγκεκριμένο εδάφιο δεν το είχα συναντήσει, κατ’ επανάληψη, στο διαδίκτυο.

    Τάδε έφη λοιπόν ο Πλάτωνας κι από τον ρου της ιστορίας αποδεικνύεται πως δεν είχε κι άδικο. Η συγκεκριμένη θέση φαίνεται, μάλιστα, πως έχει γενική ισχύ: στις διακρατικές σχέσεις, στην άσκηση της κρατικής εξουσίας, στις οικογενειακές & προσωπικές σχέσεις και όχι μόνον! Ειδικά όσον αφορά τις ενδοεταιρικές σχέσεις είναι κάτι που αναδεικνύεται, διαχρονικά, στη σχετική νομοθεσία. Θα μπορούσε κάποιος να χρησιμοποιήσει ως παράδειγμα την εξουσία της πλειοψηφίας επί της μειοψηφίας. Χωρίς να παραγνωρίζει κανένας τους περιορισμούς της συγκεκριμένης εξουσίας στο νόμο για τις ανώνυμες εταιρείες διαπιστώνουμε την πολυεπίπεδη αναγνώριση της εξουσίας της πλειοψηφίας.

    Η άποψη και θέσεις της μειοψηφίας δεν είναι πάντοτε ελκυστικές. Ενίοτε ούτε και ανεκτές. Ιδίως στις περιπτώσεις όπου η επιχείρηση είναι (μοιάζει να είναι ή προβλέπεται να γίνει) ανθούσα. Καθώς και σ’ εκείνες που η μειοψηφία διεκδικεί τα δικαιώματα που έχει (ή που φαντάζεται πως έχει).

    Οι μέτοχοι που ατομικά ή κατά σύμπραξη συγκεντρώνουν κάτι περισσότερο από το 50% έως κάτι λιγότερο από το 95% του μετοχικού κεφαλαίου της ανώνυμης εταιρείας ουδέν δικαιούνται (ευθέως) να πράξουν αν αξιολογήσουν, κατά την ελεύθερη κρίση τους, πως «καιρός είναι τώρα να ξεφορτωθούμε τους μετόχους μειοψηφίας». Ποικιλοτρόπως είναι δυνατό να κινηθούν είτε σε παρασκηνιακό επίπεδο είτε στα όρια του νόμου. Άμεσα όμως μπορεί ο μέτοχος που συγκεντρώνει ποσοστό ίσο ή μεγαλύτερο από το 95% του μετοχικού κεφαλαίου να ασκήσει τα δικαιώματα που του αναγνωρίζει ο νόμος για τις ανώνυμες εταιρείες (άρθρο 47 ν. 4548/2019).

    Αναφερθήκαμε ήδη στην (καλυπτόμενη από το νόμο) αξίωση του μετόχου μειοψηφίας να εξαγοράσει η εταιρεία ή, κατά περίπτωση, ο μέτοχος πλειοψηφίας τις μετοχές του καθώς και στις σχετικές προϋποθέσεις και διαδικασία (δείτε τα σχετικά άρθρα “Μειοψηφούντες μέτοχοι. Μέρος Α΄: Η αξίωση εξαγοράς των μετοχών τους από την Α.Ε.” και  “Μειοψηφούντες μέτοχοι. Μέρος Β΄: Η αξίωση εξαγοράς των μετοχών τους από τον μέτοχο πλειοψηφίας“). Στην προκειμένη περίπτωση θα μας απασχολήσει η υποχρέωση του μετόχου μειοψηφίας να ανεχθεί την εξαγορά των μετοχών του από τον μέτοχο πλειοψηφίας-στη διεθνή ορολογία squeeze out. Και τούτο κατ’ απόκλιση (και εν προκειμένω) της αρχής της ελευθερίας των συμβάσεων (κατ’ άρθρο 361 ΑΚ) αλλά και της οικονομικής ελευθερίας που προσδιορίζεται από τη διάταξη του άρθρου 5 παρ. 1 του Συντάγματος.

     

    2. Το δικαίωμα του πλειοψηφούντος μετόχου για την εξαγορά μετοχών μειοψηφίας

    2.1 Η προϋπόθεση της ιδιοκτησίας του 95% και πλέον του μετοχικού κεφαλαίου

    Στις περιπτώσεις των μη εισηγμένων εταιρειών (καθώς για τις εισηγμένες ισχύουν, κατά βάση, οι ρυθμίσεις για τη δημόσια πρόταση αγοράς κινητών αξιών και επικουρικά εκείνες του νόμου για τις ανώνυμες εταιρείες) η πρώτη, καθοριστική, προϋπόθεση αναφέρεται στο ποσοστό του μετοχικού κεφαλαίου του πλειοψηφούντος μετόχου. Η ρύθμιση του νόμου για τις Α.Ε. (άρθρο 47 παρ. 1 ν. 4548/2018) αναφέρεται στον μέτοχο που συγκεντρώνει, κατ’ ελάχιστον, ποσοστό 95% του μετοχικού κεφαλαίου. Εκ περισσού διευκρινίζεται πως το ποσοστό του πλειοψηφούντος μετόχου λογίζεται με βάση την ονομαστική αξία των μετοχών του επί του (συνολικού) μετοχικού κεφαλαίου. Δεν έχει σημασία αν κάποιος μέτοχος διαθέτει το 95% ή περισσότερο των κοινών ή προνομιούχων μετοχών καθώς καθοριστικό στοιχείο αναδεικνύεται η ποσοστιαία συμμετοχή του στο μετοχικό κεφάλαιο της εταιρείας.

    2.2 Η προϋπόθεση της συγκέντρωσης του 95% σε έναν μέτοχο.

    Το δικαίωμα της απόκτησης των μετοχών του μειοψηφούντος μετόχου ανήκει στον μέτοχο που έχει συγκεντρώσει ποσοστό 95% και πλέον-μετά τη σύσταση της ανώνυμης εταιρείας. Στην περίπτωση όμως που ο εξ αρχής πλειοψηφών μέτοχος (από την ίδρυση, ακόμα, της ανώνυμης εταιρείας) κάλυψε ποσοστό  95% τουλάχιστον του μετοχικού κεφαλαίου δεν του αναγνωρίζεται το δικαίωμα να κινηθεί με βάση τη συγκεκριμένη διάταξη. Με άλλα λόγια: ο εξ αρχής μέτοχος-κάτοχος ποσοστού 95% και πλέον του μετοχικού κεφαλαίου της ανώνυμης εταιρείας δεν δικαιούται, οποιαδήποτε χρονική στιγμή στο μέλλον, να αξιώσει την εξαγορά μετοχών μειοψηφίας.

    Είναι σημαντικό να τονισθεί πως η συγκεκριμένη διάταξη αναφέρεται ρητά στο δικαίωμα του ενός, μόνον, πλειοψηφούντος μετόχου. Επομένως θα πρέπει να αποκλεισθεί το ενδεχόμενο της (ευκαιριακής ή περισσότερο μόνιμης) σύμπραξης περισσοτέρων μετόχων για τη συγκέντρωση ποσοστού 95% και πλέον του μετοχικού κεφαλαίου με σκοπό την άσκηση του δικαιώματος εξαγοράς των μετοχών των υπολοίπων, μειοψηφούντων, μετόχων.

    Αν ανατρέξουμε στην ακριβώς «αντίπερα όχθη» δεν θα συναντήσουμε αντίστοιχη ρύθμιση: ο μέτοχος μειοψηφίας ο οποίος έχει στην κυριότητά του ποσοστό μικρότερο του 5% του μετοχικού κεφαλαίου δικαιούται (άρθρο 46 παρ. 1) να αξιώσει από τον μέτοχο που συγκεντρώνει το 95% και πλέον του μετοχικού κεφαλαίου την εξαγορά των μετοχών του. Είδαμε όμως στο σχετικό άρθρο πως στο ποσοστό του πλειοψηφούντος μετόχου προσμετρώνται τα ποσοστά διαφόρων φυσικών και νομικών προσώπων (ανιόντες, κατιόντες, σύζυγοι, συγκατοικούντες σύντροφοι, συνδεδεμένα νομικά πρόσωπα). Στην εξεταζόμενη όμως περίπτωση ο νόμος αξιώνει ένας, μόνον, να είναι ο μέτοχος που συγκεντρώνει το 95% και πλέον του μετοχικού κεφαλαίου.

    Θα πρέπει βέβαια να σημειωθεί πως αν αναφερόμαστε σε νομικό πρόσωπο (λ.χ. εταιρεία holding ή άλλης μορφής πολυμετοχικό σχήμα) η οποία διαθέτει το 95% και πλέον του μετοχικού κεφαλαίου ένας θα πρέπει να λογίζεται ο μέτοχος, ανεξάρτητα από τον αριθμό των μετόχων-εταίρων του. Αντίστοιχα, θα πρέπει να προσμετρήσουμε στις μετοχές που κατά κυριότητα ανήκουν σε συγκεκριμένο μέτοχο κι εκείνες που του έχουν μεταβιβασθεί με άλλο τρόπο (λ.χ. καταπιστευματικά).

    2.3 Προθεσμία

    Το δικαίωμα του πλειοψηφούντος μετόχου (του κατέχοντος ποσοστό 95% και πλέον  του μετοχικού κεφαλαίου) για την άσκηση του δικαιώματός του από τη συγκεκριμένη διάταξη, υπόκειται σε πενταετή αποσβεστική προθεσμία. Χρόνος έναρξης της συγκεκριμένης προθεσμίας είναι ο χρόνος απόκτησης ή, κατά περίπτωση, υπέρβασης του 95% του μετοχικού κεφαλαίου από τον μέτοχο πλειοψηφίας. Μετά την παρέλευση της συγκεκριμένης πενταετούς προθεσμίας, ο προαναφερθείς μέτοχος πλειοψηφίας ουδέν δικαιούται να πράξει για την εξαγορά των μετοχών των μειοψηφούντων μετόχων.

    Εκ περισσού σημειώνεται πως ο νόμος δεν επιβάλει στον πλειοψηφούντα μέτοχο τη γνωστοποίηση (του χρόνου έναρξης της συγκεκριμένης προθεσμίας, δηλ.) της απόκτησης ή υπέρβασης του ποσοστού του 95% του μετοχικού κεφαλαίου.

    2.4 Η δικαστική απόφαση και η σχετική πραγματογνωμοσύνη

    Το αίτημα του μετόχου πλειοψηφίας για την εξαγορά των μετοχών των μειοψηφούντων αξιολογείται από το αρμόδιο Δικαστήριο κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας (άρθρο 47 παρ. 2). Το τελευταίο είναι που θα κρίνει αν πληρούνται οι προϋποθέσεις που θέτει ο νόμος. Εφόσον η σχετική αίτηση γίνει αποδεκτή, το Δικαστήριο ορίζει το δίκαιο και εύλογο τίμημα (:αντάλλαγμα της εξαγοράς των μετοχών του μειοψηφούντος). Για τον προσδιορισμό του τιμήματος θα ληφθεί υπόψη, αυτονοήτως, η αξία της εταιρείας-συνολικά. Σχετικά με το θέμα αυτό ο αιτών μέτοχος πλειοψηφίας υποβάλλει στο δικαστήριο πραγματογνωμοσύνη που, κατά κανόνα,  διενεργείται (άρθρο 47 παρ. 2, σε συνδυασμό με το άρθρο 17 παρ. 3) από δύο ορκωτούς ελεγκτές-λογιστές ή μία ελεγκτική εταιρεία. Στους πραγματογνώμονες παρέχεται κάθε αναγκαίο οικονομικό στοιχείο από το Διοικητικό Συμβούλιο της Εταιρείας. Η συγκεκριμένη πραγματογνωμοσύνη όμως, παρ’ ότι από το νόμο υποχρεωτική η υποβολή της, δεν αναδεικνύεται ως δεσμευτική για το δικαστήριο.

    2.5 Η κατάθεση του ανταλλάγματος σε Πιστωτικό Ίδρυμα

    Μετά την έκδοση της δικαστικής απόφασης και την ενδεχόμενη αποδοχή της αίτησης του πλειοψηφούντος μετόχου, ο τελευταίος υποχρεούται να καταθέσει το αντάλλαγμα που ορίσθηκε ως αναλογούν σε Πιστωτικό Ίδρυμα υπέρ των μειοψηφούντων μετόχων. Η καταβολή προς τους τελευταίους θα λάβει χώρα ύστερα από επιβεβαίωση της νομιμοποίησής τους. Σε περίπτωση όμως που παρέλθει εξάμηνο από τον χρόνο της κατάθεσης στο Πιστωτικό Ίδρυμα, το τελευταίο διατηρεί το δικαίωμα να μεταφέρει στο Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων το μη αναληφθέν τμήμα του παρακατατεθέντος ποσού.

    2.6 Η Δημόσια Δήλωση

    Η άσκηση του δικαιώματος του μετόχου πλειοψηφίας για την εξαγορά των μετοχών των μειοψηφούντων μετόχων λαμβάνει χώρα με δημόσια δήλωσή του (στο ΓΕΜΗ). Η συγκεκριμένη δημόσια δήλωση, κατά βάση, περιλαμβάνει (άρθρο 47 παρ. 4):

    (α) Τα στοιχεία της εταιρείας και του πλειοψηφούντος μετόχου καθώς και το ποσοστό που τελευταίος κατέχει στην εταιρεία,

    (β) Τα στοιχεία και το περιεχόμενο της εκδοθείσας δικαστικής απόφασης της σχετικής με το θέμα της εξαγοράς.

    (γ) Τα στοιχεία του Πιστωτικού Ιδρύματος στο οποίο έχει γίνει η παρακατάθεση του ανταλλάγματος που ορίσθηκε από την εκδοθείσα δικαστική απόφαση καθώς και

    (δ) Τις τυχόν προϋποθέσεις για την ανάληψη του ανταλλάγματος από τους μετόχους μειοψηφίας.

    2.7 Η υποχρέωση του μετόχου πλειοψηφίας για δημόσια δήλωση ή ατομική ειδοποίηση των μετόχων μειοψηφίας.

    Η μεταβίβαση των μετοχών από τους μετόχους μειοψηφίας δεν χρειάζεται, στην περίπτωση αυτή, οποιαδήποτε σύμβαση. Η συγκεκριμένη μεταβίβαση ολοκληρώνεται με δύο, εναλλακτικά, τρόπους. Η επιλογή εναπόκειται στη διακριτική ευχέρεια του μετόχου πλειοψηφίας. Συγκεκριμένα:

    (α) Η προαναφερθείσα (υπό 2.6) δήλωση του μετόχου πλειοψηφίας υποβάλλεται σε δημοσιότητα (άρθρο 47 παρ. 4). Από την ημερομηνία της δημοσίευσης (στο ΓΕΜΗ) οι μετοχές περιέρχονται, αυτοδικαίως, στον μέτοχο πλειοψηφίας. Το μόνο δικαίωμα που διατηρεί ο μέτοχος μειοψηφίας από τις μετοχές του, μετά τη συγκεκριμένη δημοσίευση, είναι να αναλάβει το αντάλλαγμα για την εξαγορά τους-όπως αυτό προσδιορίστηκε από την εκδοθείσα δικαστική απόφαση.

    (β) Η δημοσιότητα της εν λόγω (υπό α) δήλωσης μπορεί να αντικατασταθεί από ατομικές γνωστοποιήσεις του μετόχου πλειοψηφίας προς έναν έκαστο των μετόχων μειοψηφίας (επιδιδόμενες, ασφαλέστερα, με δικαστικό επιμελητή). Η αυτοδίκαιη μεταβίβαση των μετοχών των τελευταίων λαμβάνει χώρα μετά τη δεύτερη ατομική γνωστοποίηση προς τον μέτοχο μειοψηφίας (η οποία δεν θα απέχει περισσότερες από δεκαπέντε ημέρες από την πρώτη). Απαιτείται όμως και τρίτη ατομική γνωστοποίηση προς τον μέτοχο μειοψηφίας με την επίκληση των στοιχείων των δύο πρώτων.

    2.8 Είναι δυνατή η καθυστέρηση της εκτέλεσης της απόφασης για την εξαγορά μετοχών μειοψηφίας;

    Με ρητή διάταξη του νόμου (άρθρο 47 παρ. 7) αποσαφηνίζεται πως δεν είναι δυνατή η καθυστέρηση της εκτέλεσης της απόφασης, η οποία κάνει αποδεκτή την αίτηση του μετόχου πλειοψηφίας. Τυχόν άσκηση ενδίκων μέσων, αιτήσεως ανάκλησης, μεταρρύθμισης ή τριτανακοπής δεν είναι δυνατό να δημιουργήσει κώλυμα ή χρονική υστέρηση στη μεταβίβαση των μετοχών στον πλειοψηφούντα με το αντάλλαγμα που ορίσθηκε για την εξαγορά.

     

    3. Εν κατακλείδι

    Μίλησε ήδη ο Πλάτωνας, κατά τα εισαγωγικώς αναφερόμενα, για το συμφέρον του ισχυρού και την προστασία που του επιφυλάσσει το δίκαιο. Δεν χρειάζεται και εδώ να επαναλάβω τη σχετική του θέση.

    Είναι αλήθεια πως η δυνατότητα που αναγνωρίζεται στον μέτοχο πλειοψηφίας (που διαθέτει ποσοστό τουλάχιστον 95% του μετοχικού κεφαλαίου της ανώνυμης εταιρείας) για την εξαγορά των μετοχών της εναπομένουσας μειοψηφίας κινείται, προεχόντως, προς την κατεύθυνση της εξυπηρέτησης των δικών συμφερόντων.

    Το πιθανότερο όμως είναι πως και τα δικαιώματα και αξιώσεις των μειοψηφούντων ικανοποιεί. Και τούτο γιατί παρέχει στους μειοψηφούντες αντάλλαγμα (κατά τεκμήριο δίκαιο) για μετοχές (α) με περιορισμένα δικαιώματα, (β) οι οποίες το πιθανότερο θα ήταν δυνατό να εκποιηθούν μόνον προς τον πλειοψηφούντα και ύστερα από δικαστικό εξαναγκασμό του-με έξοδα όμως των μειοψηφούντων.

    Η συγκεκριμένη διαδικασία θα πρέπει να αποδεχθούμε, ως πιθανότερη εκδοχή, πως θα έχει θετικά αποτελέσματα και για την ανώνυμη εταιρεία την οποία αφορά. Η αποκατάσταση της τυχόν διαρραγείσας ενότητας και ηρεμίας μεταξύ των μετόχων δεν είναι δυνατό να έχει αρνητικά αποτελέσματα στην επίτευξη του εταιρικού σκοπού.

    Ας μη έχουμε όμως ψευδαισθήσεις: η εμπειρία έχει δείξει πως η μειοψηφία αξιολογείται, κατά κανόνα, ως ενοχλητική. Δεν χρειάζονται μάλιστα συγκροτημένες ενέργειες από μέρους της για να εισέλθει στον χώρο της ενόχλησης. Η διατύπωση μιας διαφορετικής, έστω, άποψης θα ήταν αρκετή για να εισπράξει μια τέτοια αξιολόγηση από τον πλειοψηφούντα. Προς εκατονταετίας εξάλλου, στη Δίκη του ο Κάφκα διατύπωσε, ενδεχομένως με τρόπο ωμό, την πραγματικότητα «ο καθένας έχει το δικαίωμα να έχει τη δική του άποψη αρκεί να συμφωνεί με τη δική μου»:-λιγότερο ή περισσότερο αφορά τον καθένα μας.

    Με ασφάλεια λοιπόν μπορούμε να συμπεράνουμε πως η συγκεκριμένη διάταξη είναι μία από τις ασφαλείς οδούς που (κατά νόμο) δικαιούται ο μέτοχος πλειοψηφίας να βαδίσει για την απαλλαγή του από τους διαφορετική άποψη έχοντες αλλά και την εδραίωση της μονοκρατορίας του!

    stavros-koumentakis

    Σταύρος Κουμεντάκης
    Senior Partner

    Υ.Γ. Συνοπτική έκδοση αυτού του άρθρου δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ, στις 19 Μαΐου 2019.

    εξαγορά μετοχών μειοψηφίας

  • Μειοψηφούντες Μέτοχοι: Η Αξίωση Εξαγοράς Των Μετοχών Τους Από Τον Μέτοχο Πλειοψηφίας

    Μειοψηφούντες Μέτοχοι: Η Αξίωση Εξαγοράς Των Μετοχών Τους Από Τον Μέτοχο Πλειοψηφίας

    Μειοψηφούντες μέτοχοι.

    Μέρος Β΄: Η αξίωση εξαγοράς των μετοχών τους από τον Μέτοχο Πλειοψηφίας

    1. Προοίμιο

    Σε μια ευνομούμενη πολιτεία αυτονόητη μοιάζει η αρχή της ελευθερίας των συμβάσεων. Στη χώρα μας τη συναντούμε στη διάταξη του άρθρου 361 ΑΚ (: «Για τη σύσταση η αλλοίωση ενοχής με δικαιοπραξία απαιτείται σύμβαση, εφόσον ο νόμος δεν ορίζει διαφορετικά»). Η συγκεκριμένη αρχή βάση της έχει τη διάταξη του άρθρου 5 παρ. 1 του Συντάγματος, η οποία αναφέρεται, μεταξύ των άλλων, στην οικονομική ελευθερία.

    Επιμέρους στοιχεία της αρχής της ελευθερίας των συμβάσεων είναι η ελευθερία της σύναψης (ή μη) σύμβασης καθώς και (σε καταφατική περίπτωση) επιλογής του αντισυμβαλλομένου και του περιεχομένου της.

    Στη βάση της συγκεκριμένης αρχής ουδείς υποχρεούται να συνάψει οποιαδήποτε σύμβαση (πολύ περισσότερο με συγκεκριμένο περιεχόμενο) εκτός κι αν ο νόμος «ορίζει διαφορετικά».

    Στο πλαίσιο της Ανώνυμης Εταιρείας, αντίστοιχα, ουδείς υποχρεούται να αγοράσει τις μετοχές του μειοψηφούντος μετόχου. Όταν μάλιστα το ποσοστό του τελευταίου είναι ελάχιστο και δεν έχει οποιαδήποτε αξία στον σχηματισμό της πολυπόθητης πλειοψηφίας, το περισσότερο πιθανό είναι και πως κανένας θα ενδιαφέρεται (ή θα κάνει πως δεν ενδιαφέρεται) να τις αγοράσει.

    Ανάμεσα στα άλλα που είχε πει ο τεράστιος (αμερικανός ηθοποιός και σκηνοθέτης) Κλιντ Ήστγουντ είναι: «αν θέλεις εγγύηση αγόρασε μια τοστιέρα». Αν ο μέτοχος μειοψηφίας καταλήξει πως η επένδυσή του δεν είναι προσοδοφόρα ή, πολύ περισσότερο, προβληματική για τον ίδιο δεν μπορεί να την επιστρέψει: οι μετοχές δεν είναι τοστιέρες. Οι μετοχές δεν καλύπτονται από τις εγγυήσεις που αναφέρονται στις τοστιέρες.

    Ένα πρώτο συμπέρασμα θα μπορούσε λοιπόν να είναι πως, κατ’ αρχήν, δεν μπορεί να υποχρεωθεί κάποιος να αποκτήσει τις μετοχές του μετόχου μειοψηφίας゙ εκτός κι αν πληρούνται συγκεκριμένες προϋποθέσεις…

    Αναφερθήκαμε ήδη στην (καλυπτόμενη από το νόμο) αξίωση του μετόχου μειοψηφίας να εξαγοράσει η εταιρεία τις μετοχές του καθώς και στις σχετικές προϋποθέσεις και διαδικασία (διαβάστε στο σχετικό άρθρο). Στην προκειμένη περίπτωση θα μας απασχολήσει η (δυνητική) αξίωση του μειοψηφούντος για την εξαγορά των μετοχών του από τον μέτοχο πλειοψηφίας.

     

    2. Το δικαίωμα της μειοψηφίας για την εξαγορά των μετοχών της από τον μέτοχο πλειοψηφίας

    Η προϋπόθεση της μη υπέρβασης του 5% του μετοχικού κεφαλαίου

    Στις περιπτώσεις των μη εισηγμένων εταιρειών (καθώς για τις εισηγμένες ισχύουν, κατά βάση, οι ρυθμίσεις για τη δημόσια πρόταση αγοράς κινητών αξιών και επικουρικά εκείνες του νόμου για τις ανώνυμες εταιρείες) η πρώτη, καθοριστική, προϋπόθεση  αναφέρεται στο ποσοστό του μετοχικού κεφαλαίου του μειοψηφούντος μετόχου. Η ρύθμιση του νόμου για τις Α.Ε. (άρθρο 45 παρ. 1 ν. 4548/2018) αναφέρεται σ’ εκείνους από τους μετόχους που συγκεντρώνουν συνολικά, και κατ’ ανώτατο όριο, ποσοστό 5% του μετοχικού κεφαλαίου. Εκ περισσού διευκρινίζεται πως το ποσοστό του μειοψηφούντος μετόχου λογίζεται με βάση την ονομαστική αξία των μετοχών του σε σχέση με εκείνη του (συνολικού) μετοχικού κεφαλαίου. Δεν έχει σημασία αν κάποιος μέτοχος διαθέτει το 5% ή λιγότερο των κοινών ή προνομιούχων μετοχών καθώς καθοριστικό στοιχείο αναδεικνύεται η ποσοστιαία συμμετοχή στο μετοχικό κεφάλαιο της εταιρείας.

    Περαιτέρω: οι μειοψηφούντες μέτοχοι που διαθέτουν μετοχές που αντιστοιχούν σε ποσοστό μεγαλύτερο από το 5% του μετοχικού κεφαλαίου, δεν δικαιούνται να αξιώσουν την μεταβίβαση των μετοχών τους σε οποιονδήποτε μέτοχο. Ουδεκάν μετοχές τους που αντιστοιχούν στο 5%.

    Η συγκεκριμένη ρύθμιση μοιάζει λογική. Η συντριπτική πλειονότητα των δικαιωμάτων μειοψηφίας που αναγνωρίζει ο νόμος για τις ανώνυμες εταιρείες αναφέρεται σε μετόχους που διαθέτουν ποσοστό μεγαλύτερο από το 5% του μετοχικού κεφαλαίου. Όταν δεν το διαθέτει, η δυνατότητα προστασίας του μοιάζει, και είναι, εξαιρετικά περιορισμένη.

    Η προϋπόθεση της συγκέντρωσης (άμεσα και έμμεσα) του 95% σε έναν (;) μέτοχο.

    Η υποχρέωση της απόκτησης των μετοχών του μειοψηφούντος μετόχου βαρύνει, σε ένα πρώτο επίπεδο, το μέτοχο που έχει συγκεντρώσει ποσοστό 95% και πλέον-μετά τη σύσταση της ανώνυμης εταιρείας. Η περίπτωση όμως που ο μειοψηφών μέτοχος εξ αρχής (κατά την ίδρυση, δηλ., της εταιρείας) αποδέχθηκε την κατοχή ποσοστού μικρότερου από 5%, παραπέμπει σε συνειδητή επιλογή του και αποδοχή της μειωμένης προστασίας του από το νόμο. Στο ενδεχόμενο αυτό ο νομοθέτης δεν έχει επιλέξει να επιβάλλει στον πλειοψηφούντα την υποχρέωση εξαγοράς των μετοχών του μειοψηφούντος.

    Αξιοσημείωτο όμως είναι πως για τον υπολογισμό της υπέρβασης ή μη του ποσοστού του 95% από τον μέτοχο πλειοψηφίας προσμετρώνται, εκτός από τις δικές του ψήφους, κι εκείνες νομικών ή φυσικών προσώπων που συνδέονται με τον συγκεκριμένο (πλειοψηφούντα) μέτοχο.  Τα νομικά πρόσωπα (επιχειρήσεις) των οποίων οι μετοχές προσμετρώνται σ’ εκείνες του μετόχου πλειοψηφίας προκύπτουν από παραπομπή που γίνεται στη διάταξη του άρθρου 32 ν. 4308/2014. Οι προσμετρώμενες μετοχές φυσικών προσώπων είναι εκείνες που ανήκουν στα στενά μέλη της οικογένειας (του μετόχου πλειοψηφίας) όπως αυτά προσδιορίζονται στο Παράρτημα Α΄ του ίδιου νόμου. Ειδικότερα:

    Όσον αφορά τα συνδεδεμένα νομικά πρόσωπα η διάταξη του άρθρου 32 ν. 4308/2014 είναι εξαντλητικώς λεπτομερής. Προφανώς παρέλκει, εν προκειμένω, η εξαντλητική αναφορά, ερμηνεία και εξειδίκευση. Ένας γενικός κανόνας όμως που θα ήταν χρήσιμο (στο πλαίσιο του παρόντος)  να έχουμε κατά νου, συμπεριλαμβάνει μητρικές και θυγατρικές εταιρείες του μετόχου πλειοψηφίας (ή συνδεδεμένες με τον μέτοχο πλειοψηφίας). Επίσης, νομικά πρόσωπα που επιλέγουν ή υποχρεώνονται από τη νομοθεσία να συντάσσουν ενοποιημένες χρηματοοικονομικές καταστάσεις με τον μέτοχο πλειοψηφίας (ή συνδεδεμένα με τον μέτοχο πλειοψηφίας).

    Όσον αφορά τα φυσικά πρόσωπα-στενά μέλη της οικογένειας του μετόχου πλειοψηφίας, των οποίων οι μετοχές προσμετρώνται σ’ εκείνες του τελευταίου, μας καθοδηγεί το Παράρτημα Α του ν. 4308/2014. Σύμφωνα με τη συγκεκριμένη ρύθμιση στενό μέλος της οικογένειας ενός προσώπου (στην προκειμένη περίπτωση του μετόχου πλειοψηφίας) είναι οι ανιόντες, οι κατιόντες, οι σύζυγοι και οι συγκατοικούντες σύντροφοι.

    Προθεσμία

    Το δικαίωμα του μετόχου μειοψηφίας (του κατέχοντος ποσοστό έως 5%) του μετοχικού κεφαλαίου) για την άσκηση του δικαιώματός του υπόκειται σε πενταετή αποσβεστική προθεσμία. Χρόνος έναρξης της συγκεκριμένης προθεσμίας είναι ο χρόνος απόκτησης ή, κατά περίπτωση, υπέρβασης του 95% του μετοχικού κεφαλαίου από τον μέτοχο πλειοψηφίας και τα συνδεδεμένα με αυτόν φυσικά και νομικά πρόσωπα. Μετά την παρέλευση της συγκεκριμένης πενταετούς προθεσμίας, ο προαναφερθείς μέτοχος μειοψηφίας δεν δικαιούται να ασκήσει το δικαίωμά του για την εξαγορά των μετοχών του από τον μέτοχο του 95+% του μετοχικού κεφαλαίου.

    Ο υποχρεούμενος σε εξαγορά μέτοχος

    Η διάταξη του άρθρου 45 ν. 4548/2019 αναφέρεται σε υποχρέωση του μετόχου πλειοψηφίας να προβεί σε εξαγορά των μετοχών του μετόχου που συγκεντρώνει, κατ’ ανώτατο όριο, το 5% του μετοχικού κεφαλαίου. Αναφέρθηκε ήδη η περίπτωση όπου στο ποσοστό του πλειοψηφούντος μετόχου προσμετρώνται (για την συμπλήρωση ή υπέρβαση του 95%) ποσοστά συνδεδεμένων επιχειρήσεων ή στενών μελών της οικογένειάς του. Στην περίπτωση αυτή, θα πρέπει να αποδεχθούμε ως αναγκαίο να υποχρεωθούν τα συγκεκριμένα νομικά και φυσικά πρόσωπα να αποκτήσουν, κατά την αναλογία της συμμετοχής τους στο μετοχικό κεφάλαιο, τις μετοχές του μειοψηφούντος. Αντίστοιχα βέβαια και να καταβάλουν το τίμημα που θα προσδιοριστεί από το αρμόδιο Δικαστήριο. Η συγκεκριμένη αντιμετώπιση μοιάζει αναγκαία καθώς, σε αντίθετη περίπτωση, η εξαγορά των μετοχών του μειοψηφούντος μετόχου θα διατάρασσε, ανεπίτρεπτα, τις υφιστάμενες μετοχικές ισορροπίες.

    Η δικαστική απόφαση για την αξίωση εξαγοράς μετοχών

    Το αίτημα του μετόχου μειοψηφίας για την εξαγορά των μετοχών του από τον πλειοψηφούντα μέτοχο αξιολογείται από το αρμόδιο Δικαστήριο (άρθρο 46 παρ. 2 σε συνδυασμό με τη διάταξη του άρθρου 45 παρ. 4). Το τελευταίο είναι που θα κρίνει αν πληρούνται οι προϋποθέσεις που θέτει ο νόμος. Εφόσον η σχετική αγωγή γίνει αποδεκτή, το Δικαστήριο ορίζει το δίκαιο και εύλογο τίμημα (:αντάλλαγμα της εξαγοράς των μετοχών του μειοψηφούντος) καθώς και τους όρους της καταβολής του. Για τον προσδιορισμό του τιμήματος λαμβάνεται υπόψη η αξία της εταιρείας. Λογικά αναμενόμενο (κι όχι μόνο νομικά επιτρεπτό)  είναι στην περίπτωση αυτή να ζητηθεί σχετική πραγματογνωμοσύνη η οποία διενεργείται, κατά κανόνα, από δύο ορκωτούς ελεγκτές-λογιστές ή μία ελεγκτική εταιρεία. Η πραγματογνωμοσύνη αυτή εξάλλου είναι που θα αξιολογήσει και την εκατέρωθεν, σχετική, επιχειρηματολογία.

     

    Εν κατακλείδι

    Η προστασία του μετόχου μειοψηφίας που δεν συγκεντρώνει ποσοστό 5% του μετοχικού κεφαλαίου, είναι εξαιρετικά περιορισμένη με βάση τις προβλέψεις του νόμου. Ως αντιστάθμισμα (και κατ’ απόκλιση της συνταγματικά κατοχυρωμένης οικονομικής ελευθερίας αλλά και της αρχής της ελευθερίας των συμβάσεων) του αναγνωρίζεται η δυνατότητα να αξιώσει τη μεταβίβαση των μετοχών του στον μέτοχο εκείνο που διαθέτει ποσοστό 95%, και πλέον, του μετοχικού κεφαλαίου.

    Ο νόμος δεν επιβάλει στον μέτοχο της ανώνυμης εταιρείας τη γνωστοποίηση της απόκτησης ή υπέρβασης του ποσοστού του 95% του μετοχικού κεφαλαίου ούτε και τη συγκέντρωση του συγκεκριμένου ποσοστού μέσω συνδεδεμένων φυσικών και νομικών προσώπων. Απαιτείται, κατά τούτο, εγρήγορση του μετόχου μειοψηφίας για την αξιοποίηση των δικαιωμάτων που του παρέχει ο νόμος. Ο κίνδυνος που διατρέχει, σε διαφορετική περίπτωση, είναι διπλός: αφενός μεν να απωλέσει οριστικά την ευκαιρία να επιβάλει την εξαγορά των μετοχών του στον μέτοχο πλειοψηφίας αφετέρου δε να μην επιτύχει ένα ικανοποιητικό τίμημα για τη μεταβίβασή τους.

    Ο μέτοχος πλειοψηφίας, από την άλλη πλευρά, έχει κάθε λόγο να επιδιώξει να κινηθεί εκτός των ορίων της επίμαχης ρύθμισης στην περίπτωση της απόκτησης μετοχών και υπέρβασης της «βάσης» του 95% του μετοχικού κεφαλαίου. Στην περίπτωση που το επιτύχει θα είναι σε θέση να επιβάλει όρους επαχθείς στον μέτοχο μειοψηφίας. Η σχετική διαπραγμάτευση θα μπορούσε να ξεκινά με την υπενθύμιση της εισαγωγικά αναφερθείσας ρήσης του Κλιντ Ήστγουντ…

    stavros-koumentakis

    Σταύρος Κουμεντάκης
    Senior Partner

    Υ.Γ. Συνοπτική έκδοση αυτού του άρθρου δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ, στις 12 Μαΐου 2019.

  • Μειοψηφούντες Μέτοχοι: Η Αξίωση Εξαγοράς Των Μετοχών Τους Από Την Εταιρεία

    Μειοψηφούντες Μέτοχοι: Η Αξίωση Εξαγοράς Των Μετοχών Τους Από Την Εταιρεία

    Μειοψηφούντες μέτοχοι.

    Μέρος Α΄: Η αξίωση εξαγοράς των μετοχών τους από την Ανώνυμη Εταιρεία.

    Η ύπαρξη και άσκηση των δικαιωμάτων της μειοψηφίας -όπως αυτά περιγράφηκαν σε προγενέστερη αρθρογραφία – “Η μειοψηφία και τα δικαιώματά της στην Ανώνυμη Εταιρεία” και “Τα δικαιώματα μειοψηφίας στην Α.Ε.: ο έκτακτος έλεγχος“- δεν είναι πάντα αρκετές για την επίτευξη της αναγκαίας ισορροπίας στις σχέσεις της (της μειοψηφίας) με την εταιρεία. Ούτε και, εν τέλει, μέσα στην ίδια την εταιρεία.

    Κάποιες φορές το «διαζύγιο» μοιάζει αναγκαίο…

    Οι πλειοψηφούντες μέτοχοι ασκώντας το δικαίωμα ψήφου δικαιούνται (και ορθά) να λαμβάνουν αποφάσεις κρίσιμες για το μέλλον της εταιρείας. Κρίσιμες, κατά λογική ακολουθία, και για το μέλλον των μειοψηφούντων. Κάποιες φορές μάλιστα και δυνητικά βλαπτικές για τους τελευταίους.

    Ποιες είναι αυτές οι δυνητικά βλαπτικές αποφάσεις; Και, σε περίπτωση λήψης τους, οι μέτοχοι της μειοψηφίας παραμένουν, άραγε, απροστάτευτοι; Και υπό ποιες προϋποθέσεις θα ήταν δυνατό να εκδοθεί «διαζευκτήριο» ανάμεσα στην εταιρεία και τους μετόχους μειοψηφίας;

    Κατά τον Άγγλο ηθοποιό Κάρι Γκράντ: «το διαζύγιο είναι ένα παιχνίδι που παίζεται από δικηγόρους». Και από το συγκεκριμένο «διαζύγιο» δεν θα ήταν δυνατό να λείψουν…

     

    Αιτίες για την αξίωση εξαγοράς μετοχών

    Είναι δεδομένο πως στο πλαίσιο του δημοκρατίας (και του δικαίου της Ανώνυμης Εταιρείας) οι πλειοψηφούντες είναι εκείνοι που λαμβάνουν τις αποφάσεις. Κάποιες φορές όμως  οι ίδιες αυτές αποφάσεις θα ήταν δυνατό να αξιολογηθεί πως καθιστούν «κατά τρόπο προφανή, ιδιαίτερα ασύμφορη» την παραμονή των μετόχων μειοψηφίας στην εταιρεία (άρθρο 45 παρ. 1, εδ. α ν. 4548/2019). Η αξιολόγηση βέβαια αυτή ανήκει, κατ’ αρχάς, στους ίδιους του μετόχους μειοψηφίας. Οι τελευταίοι θα ασκήσουν τα εκ του νόμου δικαιώματά τους στην περίπτωση που υιοθετήσουν τη συγκεκριμένη θέση.

    Ο νόμος  για τις ΑΕ (άρθρο 45 παρ. 2) αναγνωρίζει ως δυνητικά βλαπτικές για τους μετόχους μειοψηφίας αποφάσεις που αφορούν: (α) τη μεταφορά της έδρας της εταιρείας σε άλλο κράτος, (β) την εισαγωγή περιορισμών στη μεταβίβαση μετοχών, (γ) την αλλαγή εταιρικού σκοπού και, τέλος, (δ) κάθε άλλο γεγονός το οποίο, κατά το καταστατικό της εταιρείας, ενεργοποιεί αντίστοιχα δικαιώματα των συγκεκριμένων μετόχων. Στην τελευταία, όμως, περίπτωση είναι αναγκαίο να προβλέπεται προθεσμία για την άσκησή τους.

     

    Η «διέξοδος» των μετόχων μειοψηφίας και οι σχετικές προϋποθέσεις για την αξίωση εξαγοράς μετοχών

    Σε περίπτωση που λάβει χώρα κάποιο από τα προαναφερθέντα γεγονότα, ο νόμος παρέχει (σημαντική) προστασία στους μετόχους μειοψηφίας: τους αναγνωρίζεται το δικαίωμα να προσφύγουν στο αρμόδιο Δικαστήριο ζητώντας την εξαγορά των μετοχών τους από την εταιρεία (άρθρο 45 παρ. 1: «δικαιωματική εξαγορά»-διεθνώς γνωστή με τον αγγλοσαξωνικό όρο sell out). Επιβάλλει όμως διπλή προϋπόθεση στους προσφεύγοντες (και διεκδικούντες την προστασία τους) μετόχους: Αφενός μεν την παράστασή τους στη Γενική Συνέλευση που έλαβε τις επίμαχες αποφάσεις αφετέρου δε τη σχετική εναντίωσή τους. Ενδεχόμενη απουσία τους από την κρίσιμη Γενική Συνέλευση, υπερψήφιση της σχετικής απόφασης ή αποχή κατά την ψηφοφορία, τους αφαιρεί το προαναφερθέν δικαίωμα (να προσφύγουν δηλαδή στο Δικαστήριο ζητώντας την εξαγορά των μετοχών τους). Στην περίπτωση πάντως που καταστατική πρόβλεψη αναφέρεται σε γεγονός που δεν συναρτάται με λήψη απόφασης Γενικής Συνέλευσης, η εν λόγω (διπλή) προϋπόθεση δεν υφίσταται.

    Η προθεσμία εντός της οποίας θα πρέπει να «κινηθεί»-να ασκήσει δηλ. την αγωγή και το σχετικό δικαίωμά του ο (βλαπτόμενος) μέτοχος μειοψηφίας είναι τρεις μήνες από την ολοκλήρωση της τροποποίησης του καταστατικού. Η προθεσμία αυτή ισχύει στις περιπτώσεις της μεταφοράς της έδρας της εταιρείας σε άλλο κράτος, της εισαγωγής περιορισμών στη μεταβίβαση μετοχών και την αλλαγή του εταιρικού σκοπού. Στις λοιπές περιπτώσεις που τυχόν προβλέπονται από το καταστατικό ισχύουν οι σ’ αυτό αναφερόμενες προθεσμίες.

     

    Η περίπτωση της εισαγωγής περιορισμών στη μεταβίβαση των μετοχών

    Το εταιρικό συμφέρον επιτάσσει τη διασφάλιση της συνέχειας της εταιρείας. Κι αυτή συναρτάται, κάποιες φορές σε σημαντικό βαθμό, από τη μετοχική της σύνθεση. Η εισαγωγή περιορισμών στη μεταβίβαση των μετοχών κάποιες φορές αποδεικνύεται καθοριστικής σημασίας (διαβάστε το άρθρο για τις Δεσμευμένες μετοχές). Οι σχετικές προβλέψεις στο καταστατικό κατά την ίδρυση της εταιρείας μοιάζει να αποτελούν στοιχείο «εκ των ων ου άνευ» για τη διασφάλιση των σχέσεων μεταξύ των μετόχων και την ευόδωση του εταιρικού σκοπού.

    Στη συντριπτική πλειονότητα των περιπτώσεων δεν προβλέπονται, δυστυχώς, τέτοιοι καταστατικοί περιορισμοί κατά την ίδρυση της εταιρείας. Όταν εκ των υστέρων διαπιστωθεί η σχετική ανάγκη, οι μέτοχοι πλειοψηφίας είναι, πράγματι, δυνατό να επιβάλλουν την αναγκαία καταστατική τροποποίηση. Στους μετόχους όμως μειοψηφίας αναγνωρίζεται τότε (εύλογα) το δικαίωμα να ζητήσουν την εξαγορά των μετοχών τους και, εν τέλει, την έξοδό τους από την εταιρεία. Στο δικαστήριο εναπόκειται να αποφασίσει για το εύλογο του αιτήματος των μετόχων μειοψηφίας και, ιδίως, «αν η παραμονή τους σ’ αυτήν καθίσταται, κατά τρόπο προφανή, ιδιαίτερα ασύμφορη». Με άλλα λόγια: ήσσονος σημασίας περιορισμοί στη μεταβίβαση των μετοχών δεν θα ήταν δυνατό να δικαιολογήσουν την ικανοποίηση του αιτήματος των μετόχων μειοψηφίας.

    Για τις περιπτώσεις όμως που από την ίδρυση της εταιρείας έχουν προβλεφθεί οι αναγκαίοι περιορισμοί στη μεταβίβαση των μετοχών ούτε λόγος να γίνεται για αντίστοιχα δικαιώματα των μετόχων μειοψηφίας.

     

    Η περίπτωση της τροποποίησης του εταιρικού σκοπού

    Αντίστοιχη αξιολόγηση βέβαια θα κάνει το Δικαστήριο και στην περίπτωση που ο αιτών μέτοχος μειοψηφίας παραπονείται (και ασκεί τα σχετικά του δικαιώματα) εξ αιτίας τροποποίησης του εταιρικού σκοπού. Εύλογα θα θεωρούνταν ιδιαίτερα ασύμφορη για τον αιτούντα η μετατροπή, λ.χ., μιας εταιρείας holding σε εταιρεία παραγωγής CDs. Αντίθετα δεν θα ήταν δυνατή η (σοβαρή) υποστήριξη από τον μέτοχο μειοψηφίας αιτήματος εξαγοράς των μετοχών του από μια (ανώδυνη) επέκταση των εταιρικών δραστηριοτήτων.

     

    Η δικαστική απόφαση για την αξίωση εξαγοράς μετοχών

    Το αίτημα του μετόχου μειοψηφίας για την εξαγορά των μετοχών του από την εταιρεία αξιολογείται από το αρμόδιο Δικαστήριο (άρθρο 45 παρ. 4). Το τελευταίο είναι που θα κρίνει αν πληρούνται οι προϋποθέσεις που θέτει ο νόμος αλλά και την ουσιαστική βασιμότητα της σχετικής επιχειρηματολογίας του αιτούντος. Εφόσον η σχετική αγωγή γίνει αποδεκτή, το Δικαστήριο ορίζει το δίκαιο και εύλογο τίμημα (:αντάλλαγμα της εξαγοράς των μετοχών του μειοψηφούντος) καθώς και τους όρους της καταβολής του. Για τον προσδιορισμό του τιμήματος λαμβάνεται υπόψη η αξία της εταιρείας. Λογικά αναμενόμενο (κι όχι μόνο νομικά επιτρεπτό)  είναι στην περίπτωση αυτή να ζητηθεί σχετική πραγματογνωμοσύνη η οποία διενεργείται, κατά κανόνα, από δύο ορκωτούς ελεγκτές-λογιστές ή μία ελεγκτική εταιρεία. Η πραγματογνωμοσύνη αυτή εξάλλου είναι που θα αξιολογήσει και την εκατέρωθεν επιχειρηματολογία.

    Η δικαστική απόφαση είναι πάντοτε δεσμευτική για την εταιρεία (άρθρο 45 παρ. 5). Για την περίπτωση της υπαίτιας μη συμμόρφωσής της εντός της προθεσμίας που θα ταχθεί από τη δικαστική απόφαση είναι δυνατό να διαταχθεί η λύση της.

    Εντούτοις η δικαστική απόφαση δεν είναι υποχρεωτικά δεσμευτική για τον αιτούντα μέτοχο. Εφόσον το τίμημα το οποίο θα προσδιορίσει η δικαστική απόφαση δεν αξιολογηθεί (από τον αιτούντα) ως ικανοποιητικό, δικαιούται να αρνηθεί την ολοκλήρωση της σχετικής διαδικασίας (:μεταβίβασης των μετοχών του στην εταιρεία). Στην περίπτωση αυτή βέβαια επιβαρύνεται με τα έξοδα της σχετικής δίκης.

     

    Εν κατακλείδι

    Η συνύπαρξη στη ζωή δεν είναι πάντα εύκολη-ενδεχομένως κάποτε και μη ανεκτή. Αντίστοιχα και στις επιχειρήσεις-πολύ περισσότερο όταν διακυβεύονται ιδιαίτερα σημαντικά (κάποιες φορές) οικονομικά συμφέροντα. Ο νόμος αναγνωρίζει στο μέτοχο μειοψηφίας το δικαίωμα να ζητήσει τη «διάζευξη» καθώς και την «αποζημίωσή» του από την εταιρεία όταν συντρέξουν κάποιες σημαντικές προϋποθέσεις. Είναι, πάντως, ιδιαίτερα σημαντικό να τονισθεί πως η σημασία του καταστατικού αναδεικνύεται, για μια ακόμα φορά, ως ξεχωριστή. Οι σχετικές προβλέψεις του είτε θα πρέπει να λαμβάνουν χώρα εγκαίρως (δηλ. κατά την ίδρυση της εταιρείας) είτε με τρόπο που δεν θίγονται οι μέτοχοι μειοψηφίας (εκτός κι αν το ζητούμενο είναι, ακριβώς, να θιγούν τα δικαιώματά τους)…

    Ουδεμία αμφιβολία χωρεί πως οι συγκεκριμένες νομοθετικές ρυθμίσεις αποτελούν μέσο προστασίας των μετόχων μειοψηφίας. Καθώς όμως (και) το συγκεκριμένο διαζύγιο, όπως ήδη αναφέρθηκε, «είναι ένα παιχνίδι που παίζεται από δικηγόρους», είναι ενδεχόμενο να καταστεί όπλο, σημαντικό, στα χέρια της πλειοψηφίας.

    Ιδιαίτερη προσοχή, επομένως, τόσο στο καταστατικό όσο και στους δικηγόρους…

    stavros-koumentakis

    Σταύρος Κουμεντάκης
    Senior Partner

    Υ.Γ. Συνοπτική έκδοση αυτού του άρθρου δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ, στις 5 Μαΐου 2019.

  • Τα δικαιώματα μειοψηφίας στην Ανώνυμη Εταιρεία: ο έκτακτος έλεγχος

    Τα δικαιώματα μειοψηφίας στην Ανώνυμη Εταιρεία: ο έκτακτος έλεγχος

    Η μειοψηφία και τα δικαιώματά της στην Ανώνυμη Εταιρεία: εσωτερικός εχθρός ή παράγοντας υγείας;

    Μέρος Β’- Ο έκτακτος έλεγχος

    Κατά τον Σόλωνα τον Αθηναίο: «Η καλύτερη διακυβέρνηση είναι εκείνη όπου ο λαός υπακούει στους άρχοντες και οι άρχοντες στους νόμους». Στο διάβα βέβαια της ιστορίας αποδείχθηκε πως καθένας που κυβερνά ενστερνίζεται (εμφανώς ή, έστω, κατά βάθος) τη ρήση του Λουδοβίκου ΙΔ’ «L’ etat c’ est moi» (:«το κράτος είμαι εγώ»-για την οποία έχουμε ήδη αναφερθεί στο Α’ Μέρος του παρόντος). Για τη διασφάλιση μάλιστα της νομιμότητας στο πλαίσιο της  κοινοβουλευτικής δημοκρατίας λειτουργεί (και ορθά) η αρχή: «η κυβέρνηση κυβερνά η αντιπολίτευση ελέγχει».

    Κι όλα τούτα βέβαια δεν αφορούν, αποκλειστικά, την πολιτική καθώς εύκολα (και εύλογα) θα ήταν δυνατό να κάνει κάποιος την προβολή στη ζωή και στις επιχειρήσεις: Έτσι, προφανώς, γεννήθηκε η ανάγκη του ελέγχου της εκάστοτε (μικρής ή μεγάλης) πλειοψηφίας από τους εκάστοτε μειοψηφούντες. Για τη διασφάλιση της περιουσίας των τελευταίων αλλά και της περιουσίας της επιχείρησης. Για τη διασφάλιση της ευημερίας και ανάπτυξής της.

    Και εν τέλει: Εταιρεία τελούσα υπό το άγρυπνο μάτι πολλαπλών ελέγχων και ελεγκτών προϊδεάζει (και τους δυνητικούς επενδυτές ή/και δανειστές) για διαυγή οικονομικά και «καθαρές» εικόνες…

     

    Τακτικός και έκτακτος έλεγχος στην Ανώνυμη Εταιρεία

    Για τα δικαιώματα μειοψηφίας στην ανώνυμη εταιρεία έχουμε ήδη αναφερθεί σε προηγούμενο άρθρο. Στο παρόν περιοριζόμαστε στα δικαιώματα μειοψηφίας τα οποία συναρτώνται με την άσκηση εκτάκτου ελέγχου.

    Ο τακτικός έλεγχος διακρίνεται για την περιοδικότητά του καθώς συνδέεται με την έγκριση των ετήσιων οικονομικών καταστάσεων από τη Γενική Συνέλευση όσων από τις εταιρείες αφορά (πάντως όχι υποχρεωτικά για κείνες που χαρακτηρίζονται μικρές και πολύ μικρές οντότητες). Κατά συνέπεια, ο έκτακτος έλεγχος είναι δυνατό να διενεργηθεί σε εταιρεία η οποία τελεί υπό τακτικό έλεγχο.

    Στο συγκεκριμένο πλαίσιο δεν είναι παράδοξο να υπάρξει αλληλοεπικάλυψη (μερική ή συνολική) συγκεκριμένων  περιοχών ελέγχου: ο έλεγχος λ.χ. του ταμείου αποτελεί αντικείμενο του τακτικού ελέγχου είναι όμως δυνατό να αποτελέσει και αντικείμενο εκτάκτου ελέγχου.

    Σε κάθε περίπτωση ο έκτακτος έλεγχος:

    (α) μπορεί να καταλαμβάνει και περιοχές που δεν καλύπτονται από τον τακτικό έλεγχο όπως, λ.χ., η σκοπιμότητα της διαχείρισης της εταιρείας,

    (β) είναι, πάντοτε, περισσότερο στοχευμένος από τον τακτικό,

    (γ) διενεργείται, κατά βάση, από πρόσωπα διάφορα εκείνων που διενεργούν τον τακτικό έλεγχο και με διαφορετικό τρόπο διοριζόμενα,

    (δ) καταλήγει σε πόρισμα που δεν απευθύνεται, κατά βάση, στους ίδιους αποδέκτες.

     

    Είδη, προϋποθέσεις και διαδικασία εκτάκτου ελέγχου

    Στην περίπτωση που πιθανολογείται η διενέργεια πράξεων αντίθετα στο νόμο, το καταστατικό ή/και σε αποφάσεις της Γενικής Συνέλευσης, μέτοχοι που εκπροσωπούν ποσοστό μεγαλύτερο από το 1/20 του μετοχικού κεφαλαίου της Ανώνυμης Εταιρείας (ή, επί εισηγμένων, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς) δικαιούνται να υποβάλουν αίτημα στο αρμόδιο Δικαστήριο για τη διενέργεια του σχετικού ελέγχου (άρθρο 142 παρ. 1 & 2, ν. 4548/2018). Ο σχετική αίτηση υποβάλλεται εντός τριετίας από την έγκριση των χρηματοοικονομικών καταστάσεων της χρήσης στην οποία φαίνεται να αφορούν οι καταγγελλόμενες πράξεις.

    Στην περίπτωση όμως που από τις περιστάσεις προκύπτει πως η διοίκηση της εταιρείας δεν ασκείται χρηστά ή με τρόπο συνετό, μέτοχοι που εκπροσωπούν ποσοστό μεγαλύτερο από το 1/5 του μετοχικού της κεφαλαίου, δικαιούνται να υποβάλουν αίτημα στο αρμόδιο Δικαστήριο για τη διενέργεια του σχετικού ελέγχου (άρθρο 142, παρ. 3, ν. 4548/2018).

    Το δικαστήριο λαμβάνει απόφαση σχετικά με την αποδοχή ή μη του αιτήματος ελέγχου αφού ελέγξει τη συνδρομή ή μη των προαναφερθεισών προϋποθέσεων. Είναι ενδεχόμενο οι αιτούντες μέτοχοι μειοψηφίας να εκπροσωπούνται στο Διοικητικό Συμβούλιο (είτε γιατί έχουν διορίσει απευθείας μέλη του είτε γιατί έχουν εκλεγεί μέλη του δυνάμει καταλόγων που έχουν υποδειχθεί από τους συγκεκριμένους μετόχους). Στην περίπτωση αυτή το δικαστήριο μπορεί και να αξιολογήσει πως δεν δικαιολογείται η υποβολή του σχετικού αιτήματος το οποίο, σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο, θα απορρίψει.

     

    Οι ελεγκτές και η διενέργεια του (έκτακτου) ελέγχου

    Στην περίπτωση που το δικαστήριο κάνει αποδεκτό το αίτημα ελέγχου, ορίζει τα πρόσωπα που θα τον διενεργήσουν (άρθρο 143). Τα πρόσωπα στα οποία ανατίθεται ο έλεγχος είναι δυνατό να είναι:

    (α) ελεγκτική εταιρεία ή ένας, τουλάχιστον, ορκωτός ελεγκτής,

    (β) κάτοχοι άδειας λογιστή Α’ τάξεως-μέλη του οικείου Οικονομικού Επιμελητηρίου και, επιπρόσθετα (όταν τίθεται θέμα νομιμότητας ή χρηστότητας της διαχείρισης)

    (γ) πρόσωπα με τις τυχόν απαιτούμενες ειδικές, κατά περίπτωση, γνώσεις.

    Το δικαστήριο, εφόσον κάνει αποδεκτή της σχετική αίτηση, ορίζει και το ύψος της αμοιβής των ελεγκτών που διόρισε καθώς και διαδικαστικά θέματα που αφορούν τον χρόνο καταβολής της, ενδεχόμενη προκαταβολή και εκείνον τον οποίο βαρύνει (αν δηλ. υπόχρεοι στην εξόφλησή της είναι οι αιτούντες ή η ελεγχόμενη εταιρεία).

    Οι ελεγκτές που θα ορισθούν οφείλουν να ολοκληρώσουν τον έλεγχο που τους ανατέθηκε στο συντομότερο δυνατό χρόνο. Το σχετικό πόρισμα παραδίδουν στον αιτούντα αλλά και στην Εταιρεία. Το Διοικητικό της Συμβούλιο οφείλει να ενημερώσει σχετικά τους μετόχους της εταιρείας (το αργότερο στην επόμενη Γενική Συνέλευση) καθώς και την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς-στην περίπτωση που πρόκειται για εισηγμένη εταιρεία.

    Σημαντικό όμως να υπογραμμισθεί πως θεσπίζεται αυτοτελής υποχρέωση των ελεγκτών να υποβάλλουν το πόρισμά τους στην αρμόδια εισαγγελική αρχή στην περίπτωση που διαπιστώσουν την τέλεση ποινικών αδικημάτων.

     

    Έκτακτος έλεγχος: Ευλογία ή κατάρα

    Ο έκτακτος έλεγχος διενεργείται, κατά κανόνα, είτε όταν υπάρχουν στοιχεία ή υπόνοιες κακοδιαχείρισης είτε όταν το ζητούμενο για τους αιτούντες είναι η άσκηση πίεσης στους ασκούντες τη διοίκηση.

    Λαμβανομένου υπόψη του δυνητικού εύρους και βάθους του διενεργηθησόμενου ελέγχου, ο έκτακτος έλεγχος είναι δυνατό να  λειτουργήσει:

    (α) αποτρεπτικά παρανόμων ή παρατύπων πράξεων,

    (β) ως μέσο άσκησης πίεσης σε βάρος των ασκούντων τη διοίκηση ή (υπό προϋποθέσεις) εκβίασής τους,

    (γ) ως (κρίσιμο) αποδεικτικό στοιχείο στο πλαίσιο έγερσης αξιώσεων σε βάρος των εμπλεκομένων προσώπων.

    Από τα παραπάνω προκύπτει πως το δικαίωμα διενέργειας έκτακτου ελέγχου έχει ξεχωριστή σημασία στη λειτουργία και (υπό προϋποθέσεις) στην ίδια τη ζωή της ανώνυμης εταιρείας. Τούτο μάλιστα γίνεται περισσότερο αντιληπτό όταν εντοπισθούν ποινικά κολάσιμες πράξεις, οπότε είναι υποχρεωτικό να εμπλακεί και ο αρμόδιος εισαγγελέας.

    Σε κάθε περίπτωση: Η ανάδειξη παρατύπων ή παρανόμων πράξεων μέσα από μια επίσημη (δικαστικώς μάλιστα διαταχθείσα) διαδικασία ελέγχου δεν μπορεί παρά να δημιουργήσει προβλήματα στην ίδια την εταιρεία-κι όχι μόνον στα, κατά περίπτωση, καθύλη ή κατά νόμο υπαίτια πρόσωπα.

     

    Εν κατακλείδι

    Η αναγνώριση δικαιώματος (έκτακτου) ελέγχου της ανώνυμης εταιρείας από μειοψηφούντες μετόχους δεν υπάρχει αμφιβολία πως λειτουργεί κάποιες φορές θετικά (ενίοτε μάλιστα ευεργετικά) στην άσκηση της διοίκησής της αλλά και στην  επίτευξη του εταιρικού σκοπού. Δεν υπάρχει επίσης αμφιβολία πως λειτουργεί προς την κατεύθυνση της υποβοήθησης της ανάπτυξης της επιχειρηματικότητας αλλά και των δυνητικών συνεργειών.

    Η μεσολάβηση του αρμόδιου δικαστηρίου για την διερεύνηση της πλήρωσης των προϋποθέσεων για την διενέργεια του έκτακτου ελέγχου προσθέτει κύρος στη σχετική διαδικασία αλλά και ιδιαίτερη βαρύτητα στο αποτέλεσμά του. Είναι, κατά βάση, ένα αποτέλεσμα που δύσκολα μπορεί να αγνοηθεί από τα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου, τους μετόχους αλλά και τις αρμόδιες αρχές. (Και ειδικά ως προς τις τελευταίες ας έχουμε πάντα κατά νου πως καμία επιχείρηση είναι δυνατό να λειτουργεί απολύτως άμεμπτα…)

    Κατ’ ακολουθίαν: ενδεχόμενη κατάχρηση (κάποιες φορές και η απλή άσκηση) του συγκεκριμένου δικαιώματος λειτουργεί βλαπτικά όχι μόνον για τον ασκούντα τη διοίκηση-μέτοχο πλειοψηφίας αλλά και για το ίδιο το νομικό πρόσωπο στο οποίο αφορά. Υπό το συγκεκριμένο πρίσμα οφείλουμε όλοι (μέτοχοι της πλειοψηφίας και της μειοψηφίας, νομικοί παραστάτες, επιλαμβανόμενα τέτοιων υποθέσεων δικαστήρια) να λειτουργούμε προς την κατεύθυνση της εξισορρόπησης των ενδεχομένως αντιτιθεμένων συμφερόντων και, εν τέλει, προς την κατεύθυνση της διασφάλισης των συμφερόντων της ανώνυμης εταιρείας.

    Μόνον.-

    stavros-koumentakis

    Σταύρος Κουμεντάκης
    Senior Partner

    Υ.Γ. Συνοπτική έκδοση αυτού του άρθρου δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ, στις 27 Απριλίου 2019.

    δικαιώματα μειοψηφίας

Η περιοχή αυτή είναι καταχωρημένη στο wpml.org ως περιοχή ανάπτυξης. Μεταβείτε σε τοποθεσία παραγωγής με κλειδί στο remove this banner.