Συντάκτης: Lida Koumentaki

  • Η αποτίμηση της αξίας (μειοψηφικού ποσοστού) εταιρείας

    Η αποτίμηση της αξίας (μειοψηφικού ποσοστού) εταιρείας

    1. Προοίμιο

    Συχνά παρουσιάζεται η ανάγκη για τον υπολογισμό της εμπορικής αξίας μιας εταιρείας ή συγκεκριμένου (πλειοψηφικού ή μειοψηφικού) ποσοστού της. Η ανάγκη αυτή είναι δυνατό να συναρτάται με επιχειρηματικές συμφωνίες (λ.χ. εξαγορές, συγχωνεύσεις κ.λ.π.) ή δικαστικές διενέξεις.

    Σε περισσότερα σημεία του νόμου για τις ανώνυμες εταιρείες (ενδ.: α. 30, α. 45, α. 166 ν. 4548/2018 κ.ο.κ.) διαπιστώνουμε τις προβλέψεις του σχετικά με τον υπολογισμό της αξίας τους ή/και ποσοστό του μετοχικού τους κεφαλαίου.

    Σε προηγούμενη αρθρογραφία (ενδ.: Μειοψηφούντες μέτοχοι. Μέρος Α΄: Η αξίωση εξαγοράς των μετοχών τους από την Α.Ε., Μειοψηφούντες μέτοχοι. Μέρος Β΄: Η αξίωση εξαγοράς των μετοχών τους από τον μέτοχο πλειοψηφίας και Μειοψηφούντες μέτοχοι. Μέρος Γ΄: Το δικαίωμα της πλειοψηφίας για εξαγορά μετοχών μειοψηφίας) μας έχουν απασχολήσει θέματα όπου παρεμβαίνει η δικαστική κρίση και η κρίση πραγματογνωμόνων για το συγκεκριμένο θέμα. Με βάση ποια μεθοδολογία και ποιους υπολογισμούς, άραγε, θα καταλήξουν στην αποτίμησή τους;

    Υπάρχουν κάποιοι θεσμοθετημένοι κανόνες;

    Η απάντηση στο τελευταίο ερώτημα είναι αρνητική.

    Όσον αφορά στις εισηγμένες, σε οργανωμένες (ή τρίτες/εναλλακτικές) αγορές, εταιρείες υπάρχει μια βασική, αντικειμενική, παραδοχή: η χρηματιστηριακή τιμή της μετοχής. Η συνολική, χρηματιστηριακή,  αξία της εταιρείας είναι εύκολο να υπολογιστεί. Μεταβίβαση «πακέτων» μετοχών μπορεί να γίνει λίγο πάνω ή λίγο κάτω από την χρηματιστηριακή τους τιμή.

    Τι συμβαίνει όμως για τις μη εισηγμένες εταιρείες;

    Εταιρεία οι μετοχές της οποίας δεν είναι εισηγμένες, σε οργανωμένη (ή τρίτη) αγορά, δεν έχει αντικειμενικό “market value”. Κανείς δεν μπορεί με βεβαιότητα να προσδιορίσει την αξία των μετοχών της κάθε δεδομένη στιγμή. Καθώς δε γίνεται trading των μετοχών της, η αγορά δεν έχει την ευκαιρία να δείξει πόσο πραγματικά αξίζει για αυτήν.

    Υπάρχουν κάποιες μέθοδοι που γίνονται αποδεκτές σε διεθνές επίπεδο.

    Ειδικά μάλιστα όταν αναφερόμαστε σε υπολογισμούς τμήματος της αξίας μιας εταιρείας θα πρέπει, αρχικά, να υπολογιστεί η αξία της εταιρείας ως σύνολο με βάση συγκεκριμένα οικονομικά της στοιχεία.

     

    2. Υπολογισμός της αξίας μιας εταιρείας

    Οι ευρύτερα αποδεκτές, για το σκοπό αυτό, μέθοδοι αυτές βασίζονται κατά τους ειδήμονες:

    (α) στον Ισολογισμό της εταιρείας

    Ο υπολογισμός της αξίας της εταιρείας με βάση τον ισολογισμό της είναι μεν η απλούστερη μέθοδος, καθώς ο ισολογισμός είναι μία αντικειμενική «φωτογραφία» της εταιρείας κατά τη στιγμή σύνταξης αυτού, όμως από την άλλη δεν μπορεί να αποτυπώσει πραγματικά την αξία της. Αυτό, γιατί ο ισολογισμός δίνει μία στατική εικόνα της εταιρείας, όπως εξάλλου κάθε φωτογραφία. Ο ισολογισμός πάντως, παρότι δεν μπορεί από μόνος του να δώσει μία ολοκληρωμένη και αξιόπιστη εικόνα της αξίας της εταιρείας, είναι ένα χρήσιμο σημείο εκκίνησης για την απόκτηση μίας πραγματικά συνολικής εικόνας.

    (β) στα Αποτελέσματα Χρήσης

    Οι μέθοδοι υπολογισμού της αξίας της εταιρείας βάση του αποτελέσματος χρήσης εστιάζουν κυρίως στο μέγεθος των κερδών, μερισμάτων και πωλήσεων της εταιρείας. Οι μέθοδοι αυτές, όσον αφορά στις εταιρείες με μετοχές μη εισηγμένες σε κάποια αγορά, αναζητούν την αποδοτικότητα του κεφαλαίου. Αυτό είναι άλλωστε το (μόνο;) που ενδιαφέρει έναν επενδυτή. Για την αποτίμηση αυτή, ως κέρδη λαμβάνουμε τα κέρδη μετά τους φόρους.

    (γ) στην Υπεραξία της (Goodwill)

    Η υπεραξία μίας εταιρείας υπολογίζεται κυρίως στη βάση εκτίμησης της αξίας της εταιρείας με σκοπό την πώληση αυτής. Η υπεραξία είναι το επιπλέον της αντικειμενικής αξίας της εταιρείας που καταβάλλεται στον πωλητή της εταιρείας από τον αγοραστή της. Για τον υπολογισμό της υπεραξίας λαμβάνονται υπόψη τα άυλα assets της εταιρείας, όπως η φήμη της, το brand, η θέση αυτής στην αγορά, η εικόνα που έχει ο καταναλωτής αλλά και οι εργαζόμενοί της για αυτή κλπ.

    (δ) στις Προεξοφλημένες Ταμειακές Ροές της (Cash flow discounting).

    Η μέθοδος αυτή αποτιμά την εταιρεία βάσει των εκτιμώμενων μελλοντικών ταμειακών ροών της. Ουσιαστικά στόχος της μεθόδου αυτής είναι να αναδείξει μία εκτίμηση του εάν αξίζει ο ενδιαφερόμενος επενδυτής να «βάλει» χρήματα στην εταιρεία αυτή. Η εκτίμηση αυτή γίνεται βάσει της αρχής πως το να έχει κάποιος ένα x ποσό σήμερα έχει μεγαλύτερη αξία από το να λάβει το ίδιο ποσό σε ένα χρόνο. Αυτό, γιατί αν υποθέσουμε ότι έχουμε 1€ σήμερα με ένα ετήσιο επιτόκιο σε έναν αποταμιευτικό λογαριασμό της τάξεως του 5%, η αξία του 1€ μετά από ένα χρόνο θα είναι 1,05€. Εάν όμως μας οφείλεται σήμερα 1€ αλλά το λαμβάνουμε μετά από ένα χρόνο, η πραγματική σημερινή του αξία είναι 0,95€.

     

    3. Υπολογισμός της αξίας των μετοχών της

    Αφού υπολογιστεί η συνολική αξία της εταιρείας, στη συνέχεια αυτή η αξία θα διαιρεθεί με τον αριθμό των μετοχών της. Το αποτέλεσμα που θα προκύψει είναι η αξία κάθε μετοχής.

    Μέχρι εδώ κατανοητό και (μαθηματικά) λογικό. Οικονομικά όμως όχι αποδεκτό. Πώς είναι δυνατό να θεωρηθεί ότι η αξία ενός μειοψηφικού ποσοστού μίας εταιρείας, π.χ. 2%, είναι ανάλογη προς την αξία του 98% του κεφαλαίου της;

    Γίνεται, γενικά, αποδεκτό πως σε περίπτωση πώλησης μειοψηφικού ποσοστού μετοχών μίας εταιρείας, στο αποτέλεσμα της ανελαστικής αυτής μαθηματικής πράξης [(αξία εταιρείας/αριθμός μετοχών) x αριθμό μετοχών που πωλούνται] δίκαιο είναι να υπάρξει απομείωση. Η πρακτική μας έχει δείξει πως η έκπτωση αυτή (ασφαλώς) εξαρτάται από το ποσοστό επί της εταιρείας που πωλείται – στην πραγματικότητα από την έκταση της εξουσίας επί της εταιρείας που πωλείται.

    Όσο μικρότερο ποσοστό πωλείται, τόσο περιορισμένα αποδεικνύονται τα δικαιώματα τα οποία συνδέονται με τις μεταβιβαζόμενες μετοχές.

    Ας μιλήσουμε με νούμερα

    Η έκπτωση που γίνεται αποδεκτή σε διεθνές επίπεδο, κυμαίνεται εντός των κατωτέρω πλαισίων:

    Ποσοστό που πωλείται Έκπτωση που εφαρμόζεται
    < 10% 60% – 75%
    10% – 25% 45% – 55%
    26% – 49% 30% – 40%
    50% 15% – 25%
    >50% 5% – 10%

     

    Αξίζει δε στο σημείο αυτό να αναφερθεί και μία άποψη που διατυπώθηκε στη νομολογία των Αγγλικών δικαστηρίων (απόφαση Lynall, Lynall v IRC (1971) 47 TC 375), όπου υποστηρίχθηκε πως, κατά τον υπολογισμό της αξίας μετοχών οι οποίες δεν είναι εισηγμένες σε κάποια αγορά πρέπει, ανεξαρτήτως του ποσοστού που πωλείται, να εφαρμόζεται μία επιπλέον έκπτωση της τάξεως του 25% με 50%.

    Τίποτα δεν είναι απόλυτο

    Για να εφαρμοστεί στην πράξη η οποιαδήποτε έκπτωση, πρέπει ασφαλώς να ληφθούν υπόψη περισσότερες παράμετροι. Οι ανωτέρω, ποσοστιαίες, εκπτώσεις θα είναι, απλώς, μία βάση από την οποία θα ξεκινήσουν (ή/και όχι) οι διαπραγματεύσεις.

    Η έκπτωση εξαρτάται (ενδεικτικά και όχι περιοριστικά) εκτός από το ίδιο το ποσοστό που είναι προς πώληση και από τα ποσοστά των υπολοίπων μετόχων. Είναι διαφορετική, λ.χ. η τιμή η οποία είναι δυνατό να επιτευχθεί για ένα  μειοψηφικό ποσοστό της τάξης του 11% εάν οι λοιποί μέτοχοι κατέχουν από 5% και διαφορετική εάν κάποιος κατέχει το 40%. Η τιμή επίσης είναι δυνατό να επηρεαστεί και από ενδεχόμενη προνομιακή είσπραξη μερίσματος, τα τυχόν δικαιώματα διορισμού μελών του ΔΣ, νομικά ζητήματα σχετικά με τα δικαιώματα ψήφου στις Γενικές Συνελεύσεις, το πρόσωπο του αγοραστή (για τον μέτοχο που έχει το 98% μίας εταιρείας το μειοψηφικό ποσοστό του 2% έχει για αυτόν πολύ μεγαλύτερη αξία από όση έχει για κάποιον άσχετο με την εταιρεία) και λοιπά.

    Anti-embarrassment provision

    ‘Όταν το μειοψηφικό ποσοστό πωλείται σε υφιστάμενους μετόχους της εταιρείας, είναι δυνατό να συμφωνηθεί (σε εξωκαταστατική συμφωνία) ότι, εάν η εταιρεία πωληθεί από τον αγοραστή του μειοψηφικού ποσοστού σε υψηλότερη τιμή ανά μετοχή σε τρίτο πρόσωπο μέσα σε συγκεκριμένο χρονικό διάστημα, ο αρχικός πωλητής θα επωφεληθεί από την (υπερ)αξία που απέκτησαν οι μετοχές του.

     Αναγκαστική πώληση

    Δεν γίνεται κανένας λόγος για οποιαδήποτε έκπτωση, όταν η πώληση του μειοψηφικού ποσοστού είναι αναγκαστική (πχ άσκηση δικαιώματος για drag along).

     

    4. Συνοψίζοντας

    Κατανοούμε ως υποχρέωση, την εφαρμογή των κανόνων που μας έχουν επιβληθεί από κάποια κρατική εξουσία (λ.χ. νόμος) ή κάποια υπερεθνική ένωση (λ.χ. Κανονισμός της Ευρωπαϊκής ‘Ένωσης). Ωστόσο, προκύπτει πως, παρόμοια θέματα ρυθμίζονται (και) από άτυπους -και όχι επιβληθέντες με κρατική (ή υπερκρατική) εξουσία- κανόνες. Αυτοί ακριβώς οι άτυποι κανόνες συχνά αποδεικνύονται περισσότερο ισχυροί από τους λοιπούς-ιδίως όταν διαμορφώνονται από την «αγορά». Σε κάθε περίπτωση (και παρά τις εξαιρέσεις τους) οι κανόνες της αγοράς είναι αυτοί που, εν τέλει, ισχύουν: Η ελεύθερη αγορά (παρά την πληθώρα των πολεμίων της) πάντα γνωρίζει καλύτερα τι απαιτείται, γνωρίζει να αποτιμά, να εκτιμά και εν τέλει να αποδίδει σε όλα την πραγματική τους αξία και να τα τοποθετεί στην πραγματική τους θέση.

    Λήδα Κουμεντάκη
    Junior Associate

    Υ.Γ. Το άρθρο δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ, στις 9 Ιουνίου 2019.

    value of shareholding αποτίμηση

  • Earnout: Ευκαιρία για επιχειρηματικές συμφωνίες ή «σκόπελος»;

    Earnout: Ευκαιρία για επιχειρηματικές συμφωνίες ή «σκόπελος»;

    [vc_row][vc_column][vc_column_text]

    Στη βασική του δομή το earnout (το οποίο δεν αποδίδεται, μέχρι σήμερα, στα ελληνικά), είναι μία συμφωνία που κάνει ο πωλητής με τον αγοραστή (συνήθως) μίας εταιρείας. Συναντάται κυρίως, σε διεθνές επίπεδο, σε συμφωνίες συγχώνευσης/απορρόφησης εταιρειών ή χρηματοδότησης μιας startup.

    Όταν συμφωνείται ένα «earnout», ο αγοραστής αποδέχεται να πληρώσει, εκτός από το τίμημα της πώλησης μιας εταιρείας, και «bonus». Κάτω από συγκεκριμένες όμως προϋποθέσεις.

     

    Η ανάγκη

    Όταν υπάρχουν έντονα αντιτιθέμενα συμφέροντα (και συνήθως υπάρχουν) δεν είναι, σχεδόν ποτέ, εύκολη η συμφωνία. Ο πωλητής πάντα θα ισχυρίζεται πως η εταιρεία του αξίζει κάτι παραπάνω κι ο αγοραστής κάτι λιγότερο. Κανείς όμως δεν είναι σε θέση να αποδείξει την «πραγματική» της αξία. Το πρόβλημα αυτό έρχεται να λύσει το earnout.

     

    Earnout

    Η λογική είναι απλή: Η πώληση μίας εταιρείας, στην περίπτωση που συμφωνηθεί ένα earnout, θα κλείσει (κοντά) στην τιμή που προσφέρει ο αγοραστής. Ο πωλητής όμως δε θα ζημιωθεί, αν αξίζει περισσότερο. Δηλώνονται, από τα μέρη, στόχοι. Εάν αυτοί επιτευχθούν, ο πωλητής θα έχει πια «αποδείξει» πως η εταιρεία του άξιζε περισσότερα από όσα ήδη έλαβε, και συνεπώς θα δικαιούται να λάβει το συμφωνημένο bonus.

    Το bonus αυτό δε θα είναι απαραίτητα ένα συγκεκριμένο ποσό: Το είδος, ο τρόπος υπολογισμού του αλλά και η περίοδος μέσα στην οποία υπολογίζεται επαφίενται στην κρίση των μερών.

    Παράδειγμα: μπορεί να συμφωνηθεί ο πωλητής να λαμβάνει ένα ποσοστό (λ.χ. 2%) από τα κέρδη της εταιρείας για τα επόμενα τρία χρόνια. Εάν ο πωλητής είναι σίγουρος για τις δυνατότητες της εταιρείας του, τότε εύκολα αναλαμβάνει το ρίσκο η αμοιβή του να εξαρτηθεί από την απόδοσή της.

    Αυτή βέβαια είναι μία πολύ απλοϊκή προσέγγιση.

     

    Οι κίνδυνοι και οι ευκαιρίες

    Ενώ το earnout μοιάζει πολύ απλό και ελκυστικό, κρύβει πολλούς κινδύνους. Τι θα γίνει αν στο παράδειγμά μας ο αγοραστής φροντίσει να «κρύψει» τα κέρδη της εταιρείας για τα πρώτα χρόνια διογκώνοντας, ας πούμε, τις δαπάνες; Μία λύση θα ήταν να παραμείνει ο πωλητής στη διοίκηση της εταιρείας. Μια άλλη το earnout να εξαρτάται από άλλους παράγοντες, όπως, λ.χ. τον κύκλο εργασιών ή το μερίδιο αγοράς της εταιρείας.

    Το πρόβλημα που καλείται να λύσει το earnout είναι αυτό του «ηθικού κινδύνου» (:moral hazard). Πριν την πώληση, ο πωλητής θα προσπαθήσει να διογκώσει την αξία της εταιρείας ενώ ο αγοραστής να τη μειώσει. Μετά την πώληση, ο αγοραστής θα προσπαθήσει να «κρύψει» τους παράγοντες που θα ενεργοποιήσουν το earnout ενώ ο πωλητής να τους αναδείξει.

    Επιβάλλεται λοιπόν περισσότερα δεδομένα να μπούνε στην εξίσωση, προκειμένου να διασφαλιστούν και οι δύο πλευρές. Με τον κατάλληλο όμως σχεδιασμό (σε επίπεδο διαπραγμάτευσης αλλά και καταγραφής της συμφωνίας), το earnout μπορεί να λύσει τεράστια προβλήματα.

    Το πιο σημαντικό όμως που μπορεί να επιτύχει είναι η επίτευξη συμφωνιών: Συμφωνιών, οι οποίες ποτέ δεν θα ήταν, ενδεχομένως, εφικτές καθώς αγοραστής και πωλητής δεν έχουν την ίδια οπτική. Το earnout δίνει χρόνο στα δύο μέρη να «κοιτάξουν ο ένας μέσα από τα μάτια του άλλου». Και, τελικά, να καταλήξουν σε επικερδείς επιχειρηματικές συναλλαγές.

    Λήδα Κουμεντάκη
    Junior Associate

    Υ.Γ. Το άρθρο δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ, στις 9 Δεκεμβρίου 2018.

  • Blockchain: Η επανάσταση στην ασφάλεια των συναλλαγών!

    Blockchain: Η επανάσταση στην ασφάλεια των συναλλαγών!

    [vc_row][vc_column][vc_column_text]

    Το blockchain άρχισε να γίνεται γνωστό στο ευρύ κοινό μόνο μετά την «τρέλα» του bitcoin. Η σχετική όμως τεχνολογία δεν είναι νέα.

    Η τεχνολογία του Blockchain χρησιμοποιείται κυρίως (αλλά όχι μόνο) για τη δημιουργία και διακίνηση των διάφορων κρυπτονομισμάτων.

    Η προσέγγιση στο παρόν δεν είναι τεχνική και περιορίζεται στις οικονομικές συναλλαγές. Σημαντικό όμως να τονισθεί πως η εφαρμογή της συγκεκριμένης τεχνολογίας ΔΕΝ περιορίζεται στις οικονομικές συναλλαγές.

    Χωρίς το Blockchain

    Προκειμένου να πραγματοποιήσουμε μία περισσότερο ή λιγότερο σύνθετη οικονομική συναλλαγή, σε περιβάλλον άλλο εκτός του blockchain, πρέπει να απευθυνθούμε σε έναν ενδιάμεσο, τον οποίο εμείς και ο αντισυμβαλλόμενός μας εμπιστευόμαστε.

    Ας υποθέσουμε ότι πρέπει να γίνει μία πληρωμή. Για να λάβει χώρα η μεταφορά των χρημάτων πρέπει να δοθεί σχετική εντολή σε έναν τρίτο, ο οποίος πιθανότατα θα είναι κάποια τράπεζα. Μέχρι σήμερα εξάλλου πολύ λίγοι από τον Δυτικό κόσμο μπορούν να φανταστούν πως άλλες νομικές οντότητες και όχι τράπεζες θα «φυλλάσσουν» τα χρήματά τους. Στην Ασία λ.χ. το Alipay και το WeChat έχουν τον κυρίαρχο ρόλο του τρίτου στις καθημερινές συναλλαγές.

    Σε κάθε περίπτωση (τράπεζες ή τρίτοι) που παραλαμβάνουν χρήματα ή τα διατηρούν για λογαριασμό άλλων πωλούν την υπηρεσία της μεταφοράς τους. Συγκεκριμένα αφού επιβεβαιωθεί η κατοχή των χρημάτων αναλαμβάνουν να εντοπίσουν τον αποδέκτη της πληρωμής και την καταθέτουν στο λογαριασμό του. Ταυτόχρονα, και ανάλογα με το ποιες τράπεζες και χώρες εμπλέκονται στη διαδικασία, η μεταφορά αυτή μπορεί να πάρει μέχρι και μερικές ημέρες για να ολοκληρωθεί.

    Συνεπώς τώρα έχουμε δύο προβλήματα, τα οποία αμφότερα γεννώνται από την εμπλοκή τρίτου/ενδιάμεσου στη συναλλαγή: (i) υπάρχει μία οφειλόμενη αμοιβή στον τρίτο για τις υπηρεσίες του και (ii) απαιτείται χρόνος μέχρι την ολοκλήρωση της μεταφοράς.

    Εδώ λοιπόν έρχεται το blockchain.

     

    Οι καινοτομίες του blockchain

    Το blockchain ομοιάζει με μία βάση δεδομένων, κάτι που προφανώς από μόνο του δεν είναι καινοτόμο. Η καινοτομία είναι ότι, ενώ παραδοσιακά οι βάσεις δεδομένων έχουν ένα κεντρικό σημείο αναφοράς, μία «κεντρική αρχή» (έναν τρίτο, όπως ανωτέρω αναλύσαμε) η οποία καταγράφει και πιστοποιεί την εγκυρότητα δεδομένων. Αυτό, όμως, δεν ισχύει και για το blockchain.

    Η ανάγκη για την ύπαρξη και παρεμβολή τρίτων στις συναλλαγές ήταν, μέχρι τώρα αδιαμφισβήτητη: Εκείνοι που επιθυμούν να κάνουν μία συναλλαγή δεν μπορούν να εμπιστευθούν τυφλά ο ένας τον άλλο. Χρειάζονται λοιπόν να βρουν έναν τρίτο με κύρος, ο οποίος εμπιστεύονται πως είναι σε θέση να πιστοποιήσει την εγκυρότητα των δεδομένων.

    Τι θα γινόταν όμως αν η συναλλαγή δεν είχε κανένα ρίσκο; Εάν η πιστοποίηση των δεδομένων γινόταν αυτόματα; Εάν ακόμα και η ελάχιστη πληροφορία που δινόταν από οποιοδήποτε μέρος δεν ήταν έγκυρη η συναλλαγή αυτόματα θα σταματούσε και δεν υπήρχε οποιοδήποτε ρίσκο;

    Το blockchain κάνει ακριβώς αυτό.

     

    Ο μηχανισμός

    Παρακάτω ακολουθεί μία οπτικοποίηση της τεχνολογίας του blockchain:

    (α) Blocks

    Κάθε “block” περιέχει μία πληροφορία, στη μορφή ενός κώδικα. Αυτός ο κώδικας δίνει μία συγκεκριμένη ταυτότητα στο block. Για να γίνει ευκολότερα αντιληπτό, ας υποθέσουμε πως η ταυτότητα αυτή είναι ένα γράμμα του αλφαβήτου. Στην περίπτωση αυτή, το “block” το ονομάζουμε Α.

     (β) Αλυσίδα (“chain” – αλυσίδα συναλλαγών)

    Το blockchain αποτελείται από μία σειρά από “blocks”, το κάθε ένα από τα οποία περιέχει μία πληροφορία στο «εσωτερικό» του. Η «ταυτότητα» του block που έρχεται πριν από ένα block αναγράφεται στην πλευρά του block που το «ακουμπά»:

    Το χαρακτηριστικό αυτό διασφαλίζει ότι κανείς δεν μπορεί να «χακάρει» τον κώδικα που βρίσκεται μέσα σε blocks, και αυτό γιατί όχι μόνο θα απαιτούνταν πάρα πολύς χρόνος, αλλά θα άλλαζε και η ίδια η ταυτότητα του block (ας σημειωθεί εδώ ότι οι ταυτότητες εξαρτώνται από τον κώδικα και προσαρμόζονται στον κώδικα που βρίσκεται στο εσωτερικό του block). Αυτό σημαίνει πως εάν κάποιος «χάκαρε» το block B, αυτό δε θα λεγόταν πια B. Όμως, το block C θα πιστοποιούσε πως αμέσως πριν από αυτό θα έπρεπε να βρίσκεται το block B. Εάν ο πονηρός «χάκερ» άλλαζε και το block C για να δείχνει πως πριν από αυτό είναι το block με το όνομα που προέκυψε μετά το «χακάρισμα» του Β, αυτό δεν θα λέγονταν πλέον C και ούτω καθεξής.

    Για να λειτουργήσει ένα blockchain (για να καταστεί έγκυρη μία συναλλαγή και να φέρει αποτελέσματα, όπως θα δούμε παρακάτω), η αλυσίδα είναι αναγκαίο, κάθε στιγμή, να μπορεί να αυτοεπιβεβαιωθεί.

    Κάποιος θα ήταν δυνατό να αναρωτηθεί αν θα μπορούσαν να «χακαριστούν» όλα τα blocks στην αλυσίδα. Με την τεχνολογία, όμως, του blockchain να είναι τόσο ισχυρή όσο είναι σήμερα, δεν υπάρχει αρκετός χρόνος και υπολογιστική δύναμη στον κόσμο, ώστε να «χακαριστεί» ολόκληρη αλυσίδα από blocks.

    (γ) Εισαγωγή ενός νέου τρόπου καταγραφής των συναλλαγών.

    Οι αλυσίδες αυτές των blocks μοιάζουν αρκετά με ένα λογιστικό ημερολόγιο. Καταγράφουν όλες τις συναλλαγές, όλες τις χρεώσεις και τις πιστώσεις. Ένα απλουστευμένο παράδειγμα θα είχε ως εξής:

    1. X έχει 10 (Block A)
    2. Y έχει 2 (Block B)
    3. X δίνει 10 στον Y (Block C)
    4. X έχει 0 (Block D)
    5. Y έχει 12 (Block E)

    Το blockchain μπορεί ταυτόχρονα να μας πει πόσα (χρήματα) υπάρχουν και πού υπάρχουν (ποιος έχει πόσα). Συνεπώς δεν έχει οποιαδήποτε επίδραση το τι ισχυρίζεται ο αντισυμβαλλόμενός μας και κανέναν δε χρειάζεται να εμπιστευτούμε τυφλά -κανέναν γνωστό ή άγνωστο με τον οποίο θέλουμε να συναλλαχθούμε και κανέναν τρίτο/μεσάζοντα ο οποίος θα πιστοποιήσει ότι όλα όσα αντιπροσωπεύονται είναι αληθή. Το blockchain δε ζητά καν την εμπιστοσύνη μας. Κάθε τι που είναι καταγεγραμμένο εντός της αλυσίδας, είναι και βέβαιο.

    Οποιαδήποτε συναλλαγή δεν εγκρίνεται από το blockchain, δεν είναι έγκυρη. Ό,τι δεν εγκρίνεται δεν μπορεί να λάβει χώρα (η τεχνολογία δε θα επιτρέψει σε ανίσχυρη συναλλαγή να δημιουργήσει ένα νέο block στην αλυσίδα). Οι απαιτήσεις αυτές έχουν ως αποτέλεσμα την προστασία της αξιοπιστίας όλων των συναλλαγών που λαμβάνουν χώρα στο περιβάλλον του blockchain.

    Στο παράδειγμά μας, εάν ο Χ προσπαθούσε να δώσει 20 στον Y στο σημείο μηδέν, το blockchain δε θα επέτρεπε τη συναλλαγή, επειδή απλούστατα ο Χ δεν είχε 20, αλλά 10.

    Όμως πώς γίνεται το blockchain να ξέρει; Το blockchain δεν ξέρει ακριβώς. Ομοίως, χάρη στις αρχές που ακολουθούν, όλοι οι εμπλεκόμενοι στο δίκτυο ξέρουν. Με μόνη τη «γνώση» τους μάλιστα διασφαλίζουν πως οι συναλλαγές εντός του blockchain είναι έγκυρες και προστατεύονται μέσα στο διανεμημένο και αποκεντρωμένο σύστημα, το οποίο μέχρι και σήμερα φαίνεται πως δεν μπορεί να παραβιαστεί (unhackable).

     

     Αρχές που διέπουν το Blockchain

    Όλη η ουσία του blockchain, ό,τι το καθιστά το πλέον ασφαλές περιβάλλον για διενέργεια συναλλαγών, είναι οι αρχές από τις οποίες διέπεται:

    (α) Αρχή του δημόσιου λογιστικού ημερολογίου (Open Ledger Principle)

    Ο καθένας ο οποίος βρίσκεται στο περιβάλλον του blockchain έχει πρόσβαση σε όλα τα δεδομένα (ανοιχτές και δημόσιες πληροφορίες). Οι πληροφορίες όμως δεν υπάρχουν ολοκληρωμένες, αλλά υπάρχουν μόνο σκόρπια τμήματά τους, τα οποία μεμονωμένα δε βγάζουν νόημα. Αποτέλεσμα είναι όλοι να έχουν τις πληροφορίες αλλά κανενός τα δεδομένα στην πραγματικότητα να μην είναι δημόσια. Όλα είναι δημόσια και ιδιωτικά ταυτόχρονα!

    (β) Αρχή του διανεμημένου λογιστικού ημερολογίου (Distributed Ledger Principle)

    Η αρχή του δημόσιου λογιστικού ημερολογίου από μόνη της δε σημαίνει και πολλά, δίχως την αρχή του διανεμημένου λογιστικού ημερολογίου. Η τελευταία διασφαλίζει πως όλοι όσοι το επιθυμούν μπορούν να κρατήσουν ένα αντίγραφο του λογιστικού ημερολογίου, δηλαδή της αλυσίδας των blocks.

    (γ) Αρχή του κοινού λογιστικού ημερολογίου (Shared Ledger Principle)

    Εάν θέλει κάποιος να συναλλαγεί εντός του συστήματος του blockchain, πρέπει να δημοσιοποιήσει την πρόθεσή του αυτή. Το δίκτυο αμέσως θα λάβει την πληροφορία. Στο σημείο αυτό, η συναλλαγή ακόμα δεν έχει καταστεί έγκυρη, δε βρίσκεται μέσα στο «σύστημα» και συνεπώς δεν έχει λάβει χώρα στην πραγματικότητα. Δεν έχει δηλαδή ακόμα δημιουργήσει μία νέα καταγραφή στο λογιστικό ημερολόγιο, ένα νέο block. Τα blocks δημιουργούνται και προστίθενται στην αλυσίδα μόνο μέσω της διαδικασίας της εξόρυξης (mining).

    Όλες οι ανωτέρω αρχές μόνο πολύ μεγάλη ασφάλεια μπορούν να δημιουργήσουν σε όσους επιλέγουν να συναλλαχθούν μέσω blockchain. Αρκεί να φανταστεί κανείς πόσο πιο εύκολο θα ήταν να χακαριστεί μία κεντρική αρχή (για παράδειγμα μία τράπεζα), από ότι οι χιλιάδες που μπορεί να έχουν ένα αντίγραφο του λογιστικού αυτού ημερολογίου (κάτι το οποίο θα σήμαινε πως πρέπει να χακαριστούν όλα τα blocks στο blockchain και όλα τα αντίγραφα που υπάρχουν).

     

    Εξόρυξη (Mining)

    Εξόρυξη (mining) μπορεί να κάνει ο οποιοσδήποτε (miner). Οι miners είναι πρόσωπα τα οποία επιλέγουν να έχουν ένα αντίγραφο του λογιστικού ημερολογίου. Αυτό που κάνουν είναι να ανταγωνίζονται ο ένας τον άλλον (ανταγωνίζονται αυτοί οι οποίοι κρατούν αντίγραφο της ίδιας αλυσίδας), προκειμένου να είναι αυτοί οι πρώτοι που θα επικυρώσουν μία συναλλαγή και θα τη βάλουν μέσα στην αλυσίδα (ως ένα νέο block).

    Τα βήματα του mining είναι δύο:

    • Επικύρωση: οι miners ελέγχουν εάν μία συναλλαγή είναι έγκυρη, με βάση τα δεδομένα που έχουν ήδη επικυρωθεί και είναι μέσα σε blocks της αλυσίδας.
    • Σύνδεση ενός νέου block στην αλυσίδα: λαμβάνει χώρα με την «εύρεση ενός κλειδιού», το οποίο μαθηματικά επιτρέπει στους miners να προσθέσουν το νέο block. Φανταστείτε το σαν την επίλυση (με τη χρήση υπολογιστικής ισχύος) ενός πολύ δύσκολου και περίπλοκου αινίγματος.

    Ο πρώτος ο οποίος θα επικυρώσει μία συναλλαγή και θα προσθέσει ένα νέο block στην αλυσίδα λαμβάνει μία μικρή χρηματική αμοιβή.

     

    Εφαρμογή του blockchain

    Η ιδέα πίσω από την τεχνολογία του blockchain είναι ασύλληπτα ρηξικέλευθη. Εάν εφαρμοστεί, θα εξαλείψει την ανάγκη ύπαρξης οποιουδήποτε μεσάζοντα, συμπεριλαμβανομένων των τραπεζών ακόμη και των κυβερνήσεων, διασφαλίζοντας ταυτόχρονα πως οι συναλλαγές θα είναι όσο πιο προστατευμένες γίνεται!

    Πολλές κυβερνήσεις έχουν ενοχληθεί με τη συγκεκριμένη τεχνολογία. Κάποιες περισσότερο: Η Κίνα «απαγόρευσε» την αγορά και πώληση bitcoin.

    Με το bitcoin να έχει στο παρελθόν σχεδόν αγγίξει τα 20.000 USD ανά bitcoin, δισεκατομμύρια δολάρια αλλάζουν χέρια χωρίς κανέναν να καταγράφει τις συναλλαγές αυτές, χωρίς οποιαδήποτε τράπεζα να έχει εισπράξει κάποια προμήθεια, χωρίς κάποια κυβέρνηση να έχει τον παραμικρό έλεγχο στις ισοτιμίες. Και όλα αυτά συμβαίνουν επειδή η συγκεκριμένη αξιοποίηση του blockchain (ελάχιστη σε σχέση με το σύνολο) έγινε δημοφιλής!

    Το blockchain ανατρέπει, ήδη, τα δεδομένα των συναλλαγών. Χαρακτηρίζεται, όχι άδικα,  ως επίτευγμα ίσης -ή και μεγαλύτερης- σημασίας με αυτή του internet.

    Πρόσφατα, η Παγκόσμια Τράπεζα εξέδωσε ομόλογα σε πλατφόρμα blockchain. Στην Κύπρο οι αμοιβές μεγάλων δικηγορικών γραφείων καταβάλλονται ήδη σε bitcoin, ενώ το σχετικό νομοθετικό πλαίσιο είναι σε επεξεργασία.

    Επομένως: Δεν είναι μια τεχνολογία για συναλλαγές στο dark web αλλά μια τεχνολογία για όλους. Σήμερα.

    Με τα δεδομένα αυτά οφείλουμε όλοι (βεβαίως οι επιχειρήσεις και οι δικηγόροι) να προσαρμοσθούμε.

    Έγκαιρα!

     

    Λήδα Κουμεντάκη
    Junior Associate

     

    Υ.Γ. Συνοπτική έκδοση του άρθρου δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ, στις 4 Νοεμβρίου 2018.

Η περιοχή αυτή είναι καταχωρημένη στο wpml.org ως περιοχή ανάπτυξης. Μεταβείτε σε τοποθεσία παραγωγής με κλειδί στο remove this banner.