Συντάκτης: Evdokia Vakalopoulou

  • Leasing: Μορφές & επιμέρους νομικά ζητήματα

    Leasing: Μορφές & επιμέρους νομικά ζητήματα

    Σε προηγούμενη αρθρογραφία μας, αναφερθήκαμε στα βασικά στοιχεία της χρηματοδοτικής μίσθωσης καθώς και στην οικονομική της σημασία για την επιχείρηση. Θα μας απασχολήσουν, εδώ, οι διάφορες μορφές με τις οποίες εμφανίζεται η σύμβαση leasing. Επίσης και τα κρίσιμα νομικά ζητήματα που ενδέχεται να ανακύψουν στο πλαίσιο της σύναψης και της λειτουργίας της.

     

    Μορφές εμφάνισης της χρηματοδοτικής μίσθωσης

    Στο πλαίσιο της αρχής της ελευθερίας των συμβάσεων και δεδομένου ότι οι περισσότερες διατάξεις του σχετικού νόμου (:ν. 1665/1986) είναι ενδοτικού δικαίου, η χρηματοδοτική μίσθωση εμφανίζεται στις συναλλαγές σε διάφορες παραλλαγές. Συνοπτικά:

    1. Απλή χρηματοδοτική μίσθωση (financial leasing)

    Η πλέον σημαντική μορφή χρηματοδοτικής μίσθωσης είναι η απλή χρηματοδοτική μίσθωση (:financial leasing στις διεθνείς συναλλαγές). Ο υποψήφιος μισθωτής απευθύνεται αρχικά στον προμηθευτή και διαπραγματεύεται (συνήθως αυτός) τις προδιαγραφές του πράγματος και το τίμημα. Στη συνέχεια απευθύνεται στην εταιρεία leasing, η οποία αγοράζει ή εισάγει στο όνομά της το πράγμα με τους όρους που συμφώνησε ο μισθωτής, καταβάλει το τίμημα και εντέλλεται τον προμηθευτή να παραδώσει το πράγμα στον μισθωτή, με τον οποίο έχει εν τω μεταξύ συνάψει τη σύμβαση leasing.

    1. Μικτή χρηματοδοτική μίσθωση (operating leasing)

    Βασικό χαρακτηριστικό της μικτής χρηματοδοτικής μίσθωσης αποτελεί το γεγονός ότι η εκμισθώτρια εταιρεία leasing αναλαμβάνει την πρόσθετη υποχρέωση (εκτός από την παραχώρηση της χρήσης του αντικειμένου) να το διατηρεί κατά τη διάρκεια της μίσθωσης κατάλληλο για τη χρήση που συμφωνήθηκε. Αναλαμβάνει, δηλαδή, την υποχρέωση συντήρησης, επισκευής κτλ. Αυτή η μορφή προτιμάται σε περιπτώσεις που ο υποψήφιος μισθωτής επιθυμεί να καλύψει μία βραχυχρόνια ανάγκη της επιχείρησής του και η διάρκεια της μίσθωσης είναι κατά κανόνα σύντομη. Η εταιρεία leasing, αναλαμβάνοντας την συγκεκριμένη υποχρέωση, οφείλει να διατηρεί το πράγμα σε καλή κατάσταση. Η πρόσθετη ωφέλειά της είναι πως διατηρεί τη δυνατότητα να συνάπτει αντίστοιχες, διαδοχικές, συμβάσεις αποκομίζοντας κέρδος από την επαναλαμβανόμενη μίσθωση του ίδιου πράγματος.

    1. Αντίστροφη χρηματοδοτική μίσθωση (sale and lease back)

    Στην αντίστροφη χρηματοδοτική μίσθωση η εκμισθώτρια εταιρεία leasing έχει προηγουμένως αγοράσει από τον μισθωτή το πράγμα (κινητό ή ακίνητο) που θα αποτελέσει το αντικείμενο της χρηματοδοτικής μίσθωσης. Με τον τρόπο αυτό ο μισθωτής επιτυγχάνει να ενισχύσει τη ρευστότητά του από το εισπραττόμενο τίμημα χωρίς παράλληλα να στερείται τη χρήση του πράγματος. Στην πράξη καταρτίζονται δύο συμβάσεις (πώληση και μίσθωση), οι οποίες όμως τελούν σε τόσο στενή συνάρτηση μεταξύ τους ώστε η κατάρτιση της μίας να αποτελεί δικαιοπρακτικό θεμέλιο (ή αίρεση) για την κατάρτιση της άλλης. Στο ίδιο πλαίσιο, η λύση της μίας αποτελεί σπουδαίο λόγο για την καταγγελία της άλλης.

    1. Χρηματοδοτική υπομίσθωση

    Στη μορφή αυτή η εταιρεία leasing δεν αγοράζει το προς μίσθωση αντικείμενο αλλά το μισθώνει από τρίτο και, στη συνέχεια, το υπεκμισθώνει στον (υπο)μισθωτή. Η μορφή αυτή εξυπηρετεί τις εταιρείες leasing, οι οποίες δεν αναλαμβάνουν το πλήρες κόστος αλλά και τον κίνδυνο απόκτησης του πράγματος. Αυτό, ιδίως, συμβαίνει στις περιπτώσεις που το μίσθιο αποτελεί κάποιο εξειδικευμένο αντικείμενο με σπάνια ζήτηση.

     

    Επιμέρους νομικά ζητήματα

    Η χρηματοδοτική μίσθωση διέπεται από το ν. 1665/1986, που δεν ρυθμίζει, όμως, την ανώμαλη εξέλιξη της σύμβασης. Το γεγονός ότι συνιστά, ουσιαστικά, μια αρρύθμιστη σύμβαση, έχει δημιουργήσει νομικούς προβληματισμούς ως προς τη νομική της φύση αλλά και τους κανόνες δικαίου που πρέπει να εφαρμόζονται. Αναντίρρητα πρόκειται για μία μικτή σύμβαση, στην οποία ενυπάρχουν υποχρεωτικά στοιχεία μίσθωσης πράγματος και συμφώνου προαιρέσεως και δυνητικά περιλαμβάνονται στοιχεία πώλησης, εντολής κ.α. Παρά το γεγονός ότι υφίσταται διχογνωμία αναφορικά με το εάν το επικρατέστερο στοιχείο της σύμβασης leasing είναι το μισθωτικό ή το πιστωτικό, κρίνεται σκόπιμο κάθε σύμβαση χρηματοδοτικής μίσθωσης να αντιμετωπίζεται εξατομικευμένα ανάλογα με τα επιμέρους στοιχεία της.

    Αμέσως κατωτέρω επιχειρείται η παρουσίαση των κυριότερων νομικών ζητημάτων που ενδέχεται να ανακύψουν στο πλαίσιο μιας σύμβασης leasing, η εκτενέστερη ανάπτυξη των οποίων εκφεύγει, προδήλως, των ορίων του παρόντος άρθρου.

    1. Η σχέση της εκμισθώτριας με τον προμηθευτή

    Η εκμισθώτρια συνδέεται με τον προμηθευτή του προς μίσθωση πράγματος με σύμβαση πώλησης. Ωστόσο, πρόκειται για μία σύμβαση πώλησης που παρουσιάζει αρκετές ιδιαιτερότητες και βάσιμα υποστηρίζεται ότι πρόκειται για γνήσια σύμβαση υπέρ τρίτου (του μισθωτή). Ειδικότερα, η εκμισθώτρια αναθέτει συνήθως στον μισθωτή τη διεξαγωγή των διαπραγματεύσεων με τον προμηθευτή, ο οποίος οφείλει να παραδώσει το αντικείμενο της πώλησης (μίσθιο) στον μισθωτή. Εγείρεται, βέβαια, εδώ το ζήτημα της ευθύνης από τις διαπραγματεύσεις αναφορικά με το εάν, σε περίπτωση ζημίας του προμηθευτή, την ευθύνη φέρει η εκμισθώτρια ή ο μισθωτής. Και τούτο μολονότι η ευθύνη της εκμισθώτριας φαίνεται να προκύπτει από το ότι ο μισθωτής ενεργεί ως βοηθός εκπληρώσεως της εκμισθώτριας (ΑΚ 334). Με την οφειλόμενη παράδοση του μισθίου από τον προμηθευτή στον μισθωτή η εκμισθώτρια εκπληρώνει τη σχετική της υποχρέωση έναντι του τελευταίου και αποκτά η ίδια την κυριότητα του μισθίου.

    1. Η εκχώρηση των δικαιωμάτων της εκμισθώτριας από την πώληση στο μισθωτή

    Είναι συνήθης στην πράξη η συνομολόγηση όρου σύμφωνα με τον οποίο η εκμισθώτρια δεν υπέχει οποιαδήποτε ευθύνη έναντι του μισθωτή για νομικά ή πραγματικά ελαττώματα ή για έλλειψη συνομολογημένων ιδιοτήτων. Ως «αντίβαρο» για τον αποκλεισμό της ευθύνης αυτής συνηθίζεται να συμφωνείται η εκχώρηση από την εκμισθώτρια προς τον μισθωτή των σχετικών αξιώσεών της έναντι του προμηθευτή. Πρόκειται για εκχώρηση συγκεκριμένων αξιώσεων και όχι για μεταβίβαση του συνόλου του συμβατικού δεσμού.

    Τόσο ο αποκλεισμός της ευθύνης της εκμισθώτριας όσο και η ως άνω εκχώρηση είναι σκόπιμο να συμφωνούνται ρητά στη σύμβαση, ώστε να μην απαιτείται ερμηνεία της σύμβασης για να διαπιστωθεί εάν υφίσταται αποκλεισμός της ευθύνης και εκχώρηση των αξιώσεων αντίστοιχα.

    Η ευθύνη για τις άλλες περιπτώσεις μη εκπλήρωσης, δηλαδή της μη παράδοσης ή της καθυστερημένης παράδοσης, βαρύνει την εκμισθώτρια, όπως και στην κοινή μίσθωση. Η συνομολόγηση σχετικής απαλλακτικής ρήτρας με ταυτόχρονη εκχώρηση στο μισθωτή των αντίστοιχων αξιώσεων δεν είναι βέβαιο πως θα κριθεί έγκυρη. Ακόμα όμως και στην περίπτωση αυτή (:κρίση σχετικά με την εγκυρότητά της) δεν θα οδηγηθούμε, κατά κανόνα, στην απαλλαγή της εκμισθώτριας εάν ο μισθωτής δεν καταφέρει να ικανοποιηθεί από τον προμηθευτή. Η οριστική απόφανση επί του ζητήματος είναι θέμα διατύπωσης και ερμηνείας της σχετικής απαλλακτικής ρήτρας.

    1. Η ανάληψη από τον μισθωτή του κινδύνου της τυχαίας βλάβης ή καταστροφής του αντικειμένου της χρηματοδοτικής μίσθωσης

    Είναι συνήθης η συνομολόγηση όρου στη σύμβαση leasing σύμφωνα με τον οποίο, σε αντίθεση με την κοινή μίσθωση, ο μισθωτής θα φέρει τον κίνδυνο της τυχαίας βλάβης, καταστροφής ή κλοπής του μισθίου. Τούτο σημαίνει ότι ο μισθωτής, σε οποιαδήποτε από τις περιπτώσεις αυτές, θα εξακολουθήσει να οφείλει τα μισθώματα στην εκμισθώτρια. Κι όχι μόνον αυτό: θα οφείλει να αποζημιώσει την τελευταία σε περίπτωση που κατά τη λήξη της σύμβασης δεν είναι σε θέση να της αποδώσει τη χρήση του μισθίου.

    Ο συγκεκριμένος όρος έχει ως συνέπεια διατάραξη της ισορροπίας των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλομένων σε βάρος του μισθωτή (που αντιβαίνει στα άρθρα 2 § 6 ν. 2251/1994 και 288 ΑΚ). Εύλογα, επομένως, θα ήταν δυνατό να θεωρηθεί άκυρος ως καταχρηστικός.

    Μια τέτοια, ενδεχόμενη, ακυρότητα μπορεί να αποφευχθεί με την εκχώρηση των αξιώσεων που διατηρεί η εκμισθώτρια στον μισθωτή έναντι της ασφαλιστικής εταιρείας για την ασφαλιστική αποζημίωση (:ο μισθωτής υπέχει εκ του νόμου υποχρέωση να διατηρεί ασφαλισμένο το πράγμα για όλους τους ανωτέρω κινδύνους, αλλά ο λήπτης του ασφαλίσματος είναι η εκμισθώτρια ως κυρία του μισθίου). Επίσης και έναντι του τρίτου που έβλαψε ή κατέστρεψε το πράγμα.

    1. Το κύρος των Γενικών Όρων Συναλλαγών (ΓΟΣ) που περιλαμβάνονται στη σύμβαση leasing

    Είναι σύνηθες στη συναλλακτική πρακτική οι εταιρείες leasing να συμπεριλαμβάνουν στη σύμβαση προδιατυπωμένους όρους (Γενικοί Όροι Συναλλαγών-ΓΟΣ), που (συνήθως) δεν έχουν καταστεί αντικείμενο προγενέστερης ατομικής διαπραγμάτευσης με τον υποψήφιο μισθωτή. Το κύρος των ρητρών υπέρ της εκμισθώτριας σχετικά με τον αποκλεισμό ή τον περιορισμό της ευθύνης της που περιλαμβάνονται σε ΓΟΣ κρίνονται με βάση τις σχετικές διατάξεις του Αστικού Κώδικα. Σε κάθε περίπτωση για την εγκυρότητα των ΓΟΣ θα πρέπει να ελέγχεται εάν υφίσταται ουσιώδης διατάραξη των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων σε βάρος του μισθωτή (η οποία προσκρούει στις διατάξεις των άρθρων 2 § 6 ν. 2251/1994 και 288 ΑΚ). Αξίζει να σημειωθεί, ότι σε περίπτωση που στους ΓΟΣ προβλέπεται παραίτηση του μισθωτή από το δικαίωμα καταγγελίας της σύμβασης για σπουδαίο λόγο, η παραίτηση αυτή θα πρέπει να θεωρηθεί άκυρη. Και τούτο γιατί το δικαίωμα καταγγελίας για σπουδαίο λόγο εδράζεται στην ως αναγκαστικού δικαίου διάταξη του ΑΚ.

     

    Η χρηματοδοτική μίσθωση αποτελεί, αναντίρρητα, εργαλείο χρήσιμο στα χέρια των επιχειρήσεων εξαιτίας των οικονομικών και φορολογικών πλεονεκτημάτων που παρουσιάζει. Οι ιδιαιτερότητες, ωστόσο, της νομικής της φύσης -αλλά και τα (πολύπλοκα) νομικά ζητήματα που αναφύονται στο πλαίσιο σύναψής της- απαιτούν την ιδιαίτερη προσοχή των επιχειρήσεων που την επιλέγουν για την εξυπηρέτηση των λειτουργικών τους αναγκών. Με την κατάλληλη, όμως, νομική καθοδήγηση, τόσο κατά τη σύναψη όσο και κατά τη λειτουργία των συμβάσεων χρηματοδοτικής μίσθωσης, οι επιχειρήσεις θα απολαύσουν τα σχετικά οφέλη προστατεύοντας, ταυτόχρονα, τα συμφέροντά τους με το βέλτιστο δυνατό τρόπο.-

    Ευδοκία Κορνηλάκη

    Ευδοκία Κορνηλάκη
    Partner

     

    Υ.Γ. Συνοπτική έκδοση του άρθρου δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ, στις 30 Ιουλίου 2023.

    Η πληροφόρηση που εμπεριέχεται στο παρόν άρθρο δεν συνιστά (ούτε και έχει σκοπό να αποτελέσει) νομική συμβουλή. Μια τέτοια νομική συμβουλή είναι δυνατό να παρασχεθεί μόνον από αρμόδιο δικηγόρο ο οποίος θα λάβει υπόψη του το σύνολο των δεδομένων που θα του εκθέσετε για την υπόθεσή σας. Αναλυτικά.

  • Σύμβαση leasing: Οφέλη για την επιχείρηση

    Σύμβαση leasing: Οφέλη για την επιχείρηση

    Η σύμβαση της χρηματοδοτικής μίσθωσης (όπως αποδόθηκε στα ελληνικά ο αγγλικός όρος «leasing») αποτελεί μία σύγχρονη μορφή σύμβασης, χρησιμοποιούμενη ευρύτατα σε πολλές  χώρες του κόσμου, επειδή συνιστά ένα εξαιρετικά χρήσιμο εργαλείο χρηματοδότησης στα χέρια των επιχειρήσεων. Η χρηματοδοτική μίσθωση στην Ελλάδα διέπεται από το ν. 1665/1986, πλην όμως έμεινε αρρύθμιστη η περίπτωση της ανώμαλης εξέλιξης της σύμβασης. Μέχρι πρόσφατα χρηματοδοτική μίσθωση μπορούσε να συνάψει μόνο επιχείρηση ή πρόσωπο που ασκεί σχετικό επάγγελμα. Η δυνατότητα σύναψης χρηματοδοτικής μίσθωσης επεκτάθηκε πρόσφατα (:άρ. 131 του ν. 4887/2022 που τροποποίησε το άρ. 1 του ν. 1665/1986) και στους ιδιώτες.  Η χρησιμότητα, ωστόσο, της σύμβασης αυτής παραμένει, χωρίς αμφιβολία, ιδιαίτερης αξίας˙ κυρίως για τις επιχειρήσεις.

     

    Χρησιμότητα της σύμβασης leasing

    Η σύμβαση leasing παρέχει τη δυνατότητα στον επιχειρηματία, ο οποίος χρειάζεται για την άσκηση της δραστηριότητάς του, είτε κτιριακές εγκαταστάσεις (ενδ: γραφεία, αποθήκες, εργοστάσια) είτε επαγγελματικό εξοπλισμό (ενδ: οχήματα, ειδικά μηχανήματα ανάλογα με το αντικείμενό του) ενώ δεν ενδιαφέρεται, αρχικά τουλάχιστον, για την κτήση της κυριότητας επ’ αυτών, να αποκτήσει τη χρήση τους με τη μίσθωσή τους από την εκμισθώτρια (εταιρεία ειδικού σκοπού) καταβάλλοντας σε αυτή το συμφωνημένο μίσθωμα. Επιτυγχάνει, έτσι, να καλύψει τη σχετική λειτουργική του ανάγκη χωρίς να απαιτηθεί η εκ μέρους του εκταμίευση του ποσού (συνήθως ιδιαίτερα υψηλού) ή η έντοκη δανειοδότησή του για την απόκτηση της κυριότητας του ακινήτου ή κινητού πράγματος.

     

    Αντικείμενο

    Αντικείμενο της χρηματοδοτικής μίσθωσης μπορεί να είναι οποιοδήποτε κινητό πράγμα (συμπεριλαμβανομένων των αεροσκαφών και των ιδιωτικών ή επαγγελματικών πλοίων αναψυχής) ή ακίνητο.

     

    Εκμισθωτής και μισθωτής

    Εκμισθωτής μπορεί να είναι μόνο ανώνυμη εταιρεία ή χρηματοδοτικό/πιστωτικό ίδρυμα με αποκλειστικό σκοπό τη σύναψη συμβάσεων leasing (:άρ. 2 § 1 του ως άνω νόμου). Από την άλλη πλευρά, μισθωτής μπορεί να είναι οποιοδήποτε φυσικό ή νομικό πρόσωπο, είτε επιχείρηση είτε και ιδιώτης  (σύμφωνα την ανωτέρω αναφερόμενη αλλαγή που επήλθε με τον ν. 4887/2022).

     

    Η εμπλοκή της εταιρείας leasing

    Η εταιρεία leasing – εκμισθώτρια συχνά αποκτά την κυριότητα του προς μίσθωση πράγματος, κατόπιν υπόδειξης από τον υποψήφιο μισθωτή, ο οποίος και καθορίζει τα ειδικότερα χαρακτηριστικά του. Σε κάποιες περιπτώσεις μάλιστα, ο υποψήφιος μισθωτής αναλαμβάνει τις διαπραγματεύσεις με τον πωλητή – προμηθευτή, ο οποίος θα πωλήσει στην εταιρεία leasing το αντικείμενο της σύμβασης χρηματοδοτικής μίσθωσης.

     

    Το μίσθωμα

    Το μίσθωμα υπολογίζεται με τρόπο, ώστε το ποσό που θα καταβληθεί συνολικά από τον μισθωτή καθ’ όλη τη διάρκεια της σύμβασης leasing να καλύπτει: (α) Το κεφάλαιο για την απόκτηση του πράγματος (ολικά ή κατά το μεγαλύτερο μέρος), (β) Τους τόκους, (γ) Τα λειτουργικά έξοδα της εκμισθώτριας και (δ) Το κέρδος της εκμισθώτριας

    Ταυτόχρονα το μίσθωμα προσδιορίζεται σε ποσό, το οποίο ο επιχειρηματίας θα έχει -κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων- τη δυνατότητα να καταβάλλει καθ’ όλη τη διάρκεια ισχύος της σύμβασης leasing.

     

    Βασικοί όροι

    Βασικοί (συνήθεις) όροι που περιέχονται στη σύμβαση leasing (:άρθρο 1 ν. 1665/1986) προβλέπουν ότι κατά τη λήξη της ο μισθωτής έχει τις εξής δυνατότητες:

    (α) να ανανεώσει μονομερώς τη μίσθωση για ορισμένο χρόνο καταβάλλοντας ορισμένο (και πολύ μειωμένο σε σχέση με το αρχικά συμβατικώς συμφωνημένο) μίσθωμα

    (β) να αγοράσει με δήλωσή του προς την εκμισθώτρια το αντικείμενο της σύμβασης leasing (ακόμη και πριν τη λήξη της σύμβασης) καταβάλλοντας ένα πολύ μειωμένο -σε σχέση με την εμπορική αξία του πράγματος- τίμημα, το οποίο καθορίζεται στη σύμβαση leasing

    (γ) να επιστρέψει το αντικείμενο της σύμβασης στην εκμισθώτρια

    Οι ως άνω (υπό α και β) δυνατότητες συνιστούν το λεγόμενο «δικαίωμα προαιρέσεως» του μισθωτή.

    Η διάρκεια της χρηματοδοτικής μίσθωσης είναι πάντα ορισμένη και μάλιστα προβλέπεται ελάχιστη διάρκεια τριών ετών για τα κινητά, πέντε ετών για τα αεροσκάφη και δέκα ετών για τα ακίνητα (:αρ. 3 § 1 του ν. 1665/1986).

     

    Κατάρτιση

    Τέλος, η σύμβαση leasing καταρτίζεται υποχρεωτικά εγγράφως. Σε περίπτωση που αφορά κινητό πράγμα αρκεί το ιδιωτικό έγγραφο ενώ σε περίπτωση μίσθωσης ακινήτου απαιτείται ο συμβολαιογραφικός τύπος. Όλες οι συμβάσεις leasing καταχωρίζονται σε ειδικό βιβλίο στο Πρωτοδικείο Αθηνών. Όταν αφορά ακίνητο, η σύμβαση εγγράφεται στα οικεία βιβλία μεταγραφών της περιφέρειας όπου βρίσκεται το ακίνητο. Αν αφορά αεροσκάφος, στα αντίστοιχα μητρώα αεροσκαφών.

     

    Η οικονομική σημασία της σύμβασης leasing για την επιχείρηση

    Η σύμβαση χρηματοδοτικής μίσθωσης αποτελεί μία ευέλικτη μορφή χρηματοδότησης με σημαντικά οφέλη για τις μικρομεσαίες, κυρίως, επιχειρήσεις. Τα οικονομικά πλεονεκτήματα της σύμβασης αυτής έχουν οδηγήσει πλήθος επιχειρήσεων στην επιλογή της. Ιδίως, όταν παρίσταται ανάγκη απόκτησης ή εκσυγχρονισμού του εξοπλισμού τους. Επίσης, σε περίπτωση που η επιχείρηση επιδιώκει την επέκταση ή ανανέωση των χώρων της επαγγελματικής της  εγκατάστασης.

    Το βασικότερο ίσως πλεονέκτημα της σύμβασης αυτής συνίσταται στο ότι επιχείρηση μπορεί να αποκτήσει τη χρήση του αγαθού που χρειάζεται για την άσκηση (ή/και βελτίωση, αύξηση απόδοσης, επέκταση) της δραστηριότητάς της χωρίς την ταυτόχρονη διάθεση ίδιων κεφαλαίων (που θα απαιτούνταν για την αντίστοιχη αγορά) ή την προσφυγή σε τραπεζικό δανεισμό. Με τον τρόπο αυτό χρησιμοποιεί το πράγμα που χρειάζεται, αποκομίζει έσοδα (και) από την εκμετάλλευση του πράγματος τα οποία καλύπτουν, έστω μερικώς, το συμφωνημένο μίσθωμα. Παράλληλα, το ποσό που εξοικονομείται με τη σύναψη της χρηματοδοτικής μίσθωσης μπορεί να διατεθεί/επενδυθεί για άλλους, επιχειρηματικούς σκοπούς.

    Ένα άλλο σημαντικό πλεονέκτημα εντοπίζεται στο γεγονός ότι το αντικείμενο της χρηματοδοτικής μίσθωσης, αφού δεν ανήκει στην περιουσία του μισθωτή, δεν μπορεί να κατασχεθεί από τους δανειστές του. Στο ίδιο πλαίσιο, τα αντικείμενα της χρηματοδοτικής μίσθωσης δεν εμφανίζονται στους ισολογισμούς της επιχείρησης ως στοιχεία του ενεργητικού της.

     

    Φορολογικά οφέλη

    Η χρηματοδοτική μίσθωση είναι ελκυστική τόσο για τις εταιρείες leasing όσο και για τις επιχειρήσεις που θα την επιλέξουν ως μέσο χρηματοδότησης γιατί ο νόμος (αρ. 6, ν. 1665/1986) παρέχει πολλά φορολογικά οφέλη. Ειδικότερα:

    Α. Απαλλάσσονται από οποιονδήποτε φόρο, τέλος, εισφορά, δικαίωμα υπέρ του Δημοσίου και γενικώς τρίτων (εξαιρουμένων του φόρου εισοδήματος και του ΦΠΑ):

    (i) Οι συμβάσεις με τις οποίες περιέρχονται στις εταιρείες leasing (κατά κυριότητα ή κατοχή) τα κινητά πράγματα (εξαιρουμένων των μεταφορικών μέσων) που θα αποτελέσουν αντικείμενο χρηματοδοτικής μίσθωσης

    (ii) Οι συμβάσεις χρηματοδοτικής μίσθωσης

    (iii) Οι συμβάσεις εκχώρησης δικαιωμάτων ή αναδοχής υποχρεώσεων από χρηματοδοτική μίσθωση

    (iv) Τα μισθώματα από συμβάσεις χρηματοδοτικής μίσθωσης και τα παραστατικά είσπραξής τους

    (v) Το τίμημα της πώλησης του αντικειμένου της χρηματοδοτικής μίσθωσης από την εταιρεία leasing στον επιχειρηματία – μισθωτή

     

    B. Απαλλάσσονται από το φόρο μεταβίβασης ακινήτων:

    (i) Η μεταβίβαση του μισθίου ακινήτου από την εκμισθώτρια προς τον μισθωτή κατά τη λήξη της σύμβασης leasing

    (ii) Η εξαγορά του μισθίου ακινήτου από τον μισθωτή πριν τη λήξη της χρηματοδοτικής μίσθωσης

    (iii) Οι συμβάσεις αγοράς ακινήτων από εταιρείες leasing με σκοπό τη χρηματοδοτική μίσθωση του πωλητή του ακινήτου, ο οποίος αποκτά την ιδιότητα του χρηματοδοτικού μισθωτή (πρόκειται για την αντίστροφη χρηματοδοτική μίσθωση για την οποία θα γίνει λόγος σε επόμενο άρθρο).

     

    Γ. Τα μισθώματα που καταβάλει η μισθώτρια επιχείρηση θεωρούνται λειτουργικές της δαπάνες και εκπίπτουν από τα ακαθάριστα έσοδά της

    Δ. Τα δικαιώματα των συμβολαιογράφων ενώπιον των οποίων καταρτίζονται οι συμβάσεις leasing περιορίζονται στα κατώτατα όρια των δικαιωμάτων τους που ισχύουν για συμβάσεις δανείων ή πιστώσεων από τράπεζες επενδύσεων για παραγωγικές επενδύσεις

    Ε. Σε περίπτωση σύστασης εμπράγματης εξασφάλισης για απαιτήσεις της εταιρείας leasing που απορρέουν από τη χρηματοδοτική μίσθωση, καθώς και για την εξάλειψη των σχετικών βαρών, προβλέπεται η καταβολή μειωμένων τελών για την καταχώρισή τους.

    ΣΤ. Οι συμβάσεις δανείων και πιστώσεων προς εταιρείες leasing από τράπεζες καθώς και οι συμβάσεις χρηματοδοτικής μίσθωσης μεταξύ τους και όλες οι συναφείς με αυτές πράξεις (ενδ: εξόφληση δανείου, καταβολή μισθώματος) απαλλάσσονται από κάθε φόρο, τέλος ή επιβάρυνση υπέρ του Δημοσίου.

    Διευκρινίζεται, ωστόσο, ότι σε περίπτωση που η μισθώτρια επιχείρηση αγοράσει το μίσθιο ακίνητο πριν την πάροδο τριετίας από την έναρξη της μίσθωσης ή ο μισθωτής μεταβιβάσει τα απορρέοντα από τη σύμβαση χρηματοδοτικής μίσθωσης δικαιώματα και υποχρεώσεις σε τρίτο ή το ακίνητο παραμείνει στην κυριότητα της εταιρείας leasing λόγω μη εξόφλησης του συμφωνηθέντος τιμήματος ή η τελευταία το μεταβιβάσει σε τρίτο αίρεται η απαλλαγή από το φόρο μεταβίβασης ακινήτων, ο οποίος πρέπει να καταβληθεί εφάπαξ.

     

    Η σύμβαση leasing συνοδεύεται από σειρά πλεονεκτημάτων  (φορολογικών και όχι μόνον) για την επιχείρηση. Το εύρος και η αξία των συγκεκριμένων πλεονεκτημάτων αποτελούν αδιαμφισβήτητα ένα ισχυρό κίνητρο συνάψεως συμβάσεων χρηματοδοτικής μίσθωσης για πλήθος ελληνικών επιχειρήσεων. Σ’ αυτά, εξάλλου, έγκειται και η επιτυχία του θεσμού στη χώρα μας. Η σύμβαση leasing παρουσιάζεται σε διάφορες μορφές και δημιουργεί διάφορους νομικούς (με πρακτική σημασία όμως) προβληματισμούς. Περί αυτών επόμενη αρθρογραφία μας.

    Ευδοκία Κορνηλάκη

    Ευδοκία Κορνηλάκη
    Partner

     

    Υ.Γ. Συνοπτική έκδοση του άρθρου δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ, στις 23 Ιουλίου 2023.

    Η πληροφόρηση που εμπεριέχεται στο παρόν άρθρο δεν συνιστά (ούτε και έχει σκοπό να αποτελέσει) νομική συμβουλή. Μια τέτοια νομική συμβουλή είναι δυνατό να παρασχεθεί μόνον από αρμόδιο δικηγόρο ο οποίος θα λάβει υπόψη του το σύνολο των δεδομένων που θα του εκθέσετε για την υπόθεσή σας. Αναλυτικά.

  • Η προστασία του εμπορικού απορρήτου

    Η προστασία του εμπορικού απορρήτου

    Ι. Προοίμιο

    Η πλειονότητα των επιχειρήσεων, τόσο σε εθνικό όσο και σε διεθνές επίπεδο, βασίζεται (λιγότερο ή περισσότερο) στη αξιοποίηση εμπορικών απορρήτων για τη διασφάλιση της ανάπτυξής τους. Για κάποιες μάλιστα από αυτές αποτελεί κομβικό σημείο (sine qua non στοιχείο) για την ίδια την ύπαρξή τους.

    Το γεγονός αυτό έχει δημιουργήσει, διαχρονικά, την ανάγκη της νομοθετικής προστασίας των κρίσιμων αυτών εμπορικών απορρήτων. Η τελευταία επιτυγχανόταν μέχρι πρόσφατα μέσω, κατά βάση, των σχετικών διατάξεων του ν. 146/1914, οι οποίες όμως προέβλεπαν (κυρίως) ποινικές κυρώσεις για τις περιπτώσεις προσβολής εμπορικού απορρήτου.

     

    ΙΙ. Οι πρόσφατες ρυθμίσεις για την προστασία του εμπορικού απορρήτου

    Το διαφορετικό επίπεδο παροχής για την έννομη προστασία του εμπορικού απόρρητου στα κράτη μέλη της ΕΕ κατέστησε επιτακτική την έκδοση της Οδηγίας 2016/943 για την εναρμόνιση των δικαίων όλων των κρατών μελών με αυτή. Στη χώρα μας ενσωματώθηκαν στο εθνικό δίκαιο, με  τον πρόσφατο ν. 4605/2019, οι διατάξεις της συγκεκριμένης Οδηγίας για την προστασία τεχνογνωσιών και επιχειρηματικών πληροφοριών που δεν έχουν αποκαλυφθεί (εμπορικά απόρρητα). Οι διατάξεις του νέου νόμου καλύπτουν το κενό της παροχής αστικής προστασίας και ισχύουν παράλληλα με τις ανωτέρω αναφερόμενες διατάξεις του ν. 146/1914.

    Για να χαρακτηρισθεί μία πληροφορία ως εμπορικό απόρρητο θα πρέπει σωρευτικά:

    (α) η πληροφορία να είναι απόρρητη, με την έννοια ότι δεν είναι ευρέως γνωστή σε πρόσωπα που ανήκουν σε κύκλους που ασχολούνται με αυτό το είδος πληροφοριών ούτε άμεσα προσβάσιμες στα πρόσωπα αυτά,

    (β) να έχει εμπορική αξία που απορρέει από τον απόρρητο χαρακτήρα της και

    (γ) το πρόσωπο που έχει αποκτήσει νόμιμα τον έλεγχο επί της πληροφορίας αυτής να έχει καταβάλει εύλογες προσπάθειες για την προστασία του απόρρητου χαρακτήρα.

     

    Ενδεικτικά, απόρρητες μπορεί να είναι οι πληροφορίες σχετικά με τους πελάτες και προμηθευτές μιας επιχείρησης, εγχειρίδια και σχέδια, οικονομικά στοιχεία, know how, έρευνες αγοράς επί προϊόντων.

    Στον κάτοχο του εμπορικού απορρήτου μπορεί να παρασχεθεί προσωρινή δικαστική προστασία μέσω της λήψης ασφαλιστικών μέτρων.

    Περιεχόμενο των ασφαλιστικών μέτρων μπορεί να είναι:

    (α) η προσωρινή παύση ή απαγόρευση της χρήσης ή της αποκάλυψης του εμπορικού απορρήτου,

    (β) η απαγόρευση της παραγωγής, προσφοράς, διάθεσης στην αγορά, χρήσης παράνομων εμπορευμάτων ή/και της εισαγωγής, εξαγωγής ή αποθήκευσης τους (των παράνομων εμπορευμάτων),

    (γ) η κατάσχεση ή παράδοση εμπορευμάτων για τα οποία υπάρχουν υπόνοιες ότι είναι παράνομα.

    (Ξεχωριστό ενδιαφέρον παρουσιάζει η πρόβλεψη για εξάρτηση της λήψης ασφαλιστικών μέτρων από την καταβολή εγγυοδοσίας εκ μέρους του αιτούντος με σκοπό να εξασφαλιστεί η αποκατάσταση τυχόν ζημίας του  φερομένου ως παραβάτη αντιδίκου του).

    Ανάλογα μέτρα με τα παραπάνω είναι δυνατό να διαταχθούν και κατά την έκδοση της δικαστικής απόφασης επί της κύριας αγωγής. Κρίσιμη είναι η δυνατότητα του δικαστηρίου που δικάζει την αγωγή να διατάξει, αντί για το ζητούμενο με την αγωγή, την καταβολή αποζημίωσης. Αυτή η δυνατότητα ενεργοποιείται ύστερα από αίτημα του εναγόμενου εφόσον αυτός δεν γνώριζε ούτε όφειλε να γνωρίζει ότι το εμπορικό απόρρητο αποκτήθηκε παράνομα από τρίτο.

    Αποζημίωση μπορεί να διατάξει το δικαστήριο και ύστερα από αίτημα του ενάγοντος, στην περίπτωση που ο εναγόμενος γνώριζε ή όφειλε να γνωρίζει ότι προβαίνει σε παράνομη απόκτηση ή χρήση του εμπορικού απορρήτου.

    Το εμπορικό απόρρητο είναι δυνατό να παραβιασθεί και από εργαζόμενο. Η σχετική ευθύνη όμως έναντι του εργοδότη περιορίζεται αν ο παραβάτης-εργαζόμενος ενήργησε χωρίς δόλο.

     

    Στον αντίποδα του δικαιώματος για την προστασία του εμπορικού απορρήτου βρίσκεται το δικαίωμα στην ελευθερία της έκφρασης και της πληροφόρησης αλλά και η έννοια του δημόσιου συμφέροντος. Με το νέο νόμο επιχειρείται εξισορρόπηση των αντικρουόμενων αυτών συμφερόντων μέσω της πρόβλεψης των περιπτώσεων εκείνων κατά τις οποίες απορρίπτεται το σχετικό αίτημα για παροχή δικαστικής προστασίας. Συγκεκριμένα προβλέπεται ότι η αίτηση απορρίπτεται όταν η απόκτηση, χρήση ή αποκάλυψη του εμπορικού απορρήτου έχει πραγματοποιηθεί:

    (α) για την άσκηση του δικαιώματος στην ελευθερία της έκφρασης και της πληροφόρησης, συμπεριλαμβανομένου του σεβασμού της ελευθερίας και της πολυφωνίας των μέσων μαζικής ενημέρωσης,

    (β) για τη διαπίστωση αδικοπρακτικής συμπεριφοράς ή παράνομης δραστηριότητας, με την προϋπόθεση ότι ο εναγόμενος ενήργησε προς το σκοπό της προστασίας του γενικού δημόσιου συμφέροντος,

    (γ) από τους εργαζόμενους στους εκπροσώπους τους, στο πλαίσιο της νόμιμης άσκησης εκ μέρους των εκπροσώπων αυτών των καθηκόντων τους, εφόσον η αποκάλυψη αυτή ήταν αναγκαία για την άσκηση των συγκεκριμένων καθηκόντων και

    (δ) χάριν προστασίας εννόμου συμφέροντος που αναγνωρίζεται από το ενωσιακό ή εθνικό δίκαιο.

    Σε όλες τις παραπάνω περιπτώσεις, το δημόσιο συμφέρον και το δικαίωμα στην ελευθερία της έκφρασης και της πληροφόρησης υπερτερούν έναντι του δικαιώματος προστασίας του εκάστοτε εμπορικού απορρήτου.

     

    ΙΙΙ. Εν κατακλείδι

    Δεν είναι ασύνηθες να βρεθεί μία επιχείρηση αντιμέτωπη με την προσβολή εμπορικών απορρήτων της. Στην απευκταία αυτή περίπτωση, είναι εξαιρετικά σημαντική η δυνατότητα ευχερούς απόδειξης της προσβολής τους καθώς η δικαστική προστασία παρουσιάζεται ως αναπόφευκτη συνέπεια. Στο πλαίσιο αυτό είναι επιβεβλημένη, για κάθε επιχείρηση, η λήψη των αναγκαίων προληπτικών μέτρων, όπως, ενδεικτικά, ο ακριβής προσδιορισμός των εμπορικών απορρήτων και των προσώπων που έχει πρόσβαση σε αυτά, η ενίσχυση των ηλεκτρονικών συστημάτων της, η επιμόρφωση των εργαζομένων της. Ξεχωριστή θέση κατέχουν, αυτονοήτως, η κατάρτιση ειδικών ρητρών εμπιστευτικότητας και η συνάρτησή τους με συγκεκριμένες-αυξημένης βαρύτητας κυρώσεις.

    Κι όλα τούτα βεβαίως με την καθοδήγηση των τεχνικών και, αυτονοήτως, των νομικών συμβούλων της.

    Ευδοκία Κορνηλάκη
    Senior Associate

    Υ.Γ. Συνοπτική έκδοση του άρθρου δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ, στις 6 Οκτωβρίου 2019.

    η προστασία του εμπορικού απορρήτου από την Ευδοκία Κορνηλάκη

  • Μεταβίβαση επιχείρησης: τα κρίσιμα θέματα

    Μεταβίβαση επιχείρησης: τα κρίσιμα θέματα

    Μεταβίβαση επιχείρησης: Τα κρίσιμα θέματα πίσω από την φαινόμενη επιχειρηματική ευκαιρία

    Η οικονομική κρίση που εξακολουθεί (παρά τα περί του αντιθέτου θρυλούμενα) να μαστίζει τη χώρα μας, αναδεικνύει επιχειρηματικές ευκαιρίες. Η απόκτηση επιχειρήσεων έναντι χαμηλού ανταλλάγματος, λόγω των συσσωρευμένων οικονομικών προβλημάτων είναι μια από αυτές. Ωστόσο η απόκτηση μίας επιχείρησης εκτός από επιχειρηματική ευκαιρία μπορεί ταυτόχρονα να αποτελέσει σοβαρό κίνδυνο για τα συμφέροντα του αποκτώντος.

    Ο κίνδυνος αυτός προκύπτει από τη διάταξη του άρθρου 479 του Αστικού Κώδικα. Με βάση τη διάταξη αυτή, εκείνος που αποκτά επιχείρηση ευθύνεται για τα, κατά το χρόνο της μεταβίβασης, χρέη της, έως την αξία των μεταβιβαζόμενων στοιχείων. Ιδιαίτερης προσοχής πρέπει να τύχει το γεγονός ότι την ίδια ευθύνη υπέχει ο αποκτών και σε περίπτωση μεταβίβασης μεμονωμένου στοιχείου της επιχείρησης, το οποίο όμως αποτελεί το μοναδικό ή το πιο σημαντικό στοιχείο της. Έτσι για παράδειγμα, η μεταβίβαση ενός σημαντικής αξίας ακινήτου ή της πελατείας μιας επιχείρησης, τα οποία αποτελούν το μοναδικό ή το σημαντικότερο περιουσιακό στοιχείο της,  συνεπάγεται τη γέννηση ευθύνης του αποκτώντος για τα χρέη της επιχείρησης, εφόσον όμως ο αποκτών γνωρίζει ότι αποκτά το μοναδικό ή το σημαντικότερο στοιχείο της επιχείρησης.

    Κρίσιμο είναι δε το γεγονός ότι για τη γέννηση της ευθύνης αυτής του αποκτώντος δεν απαιτείται να γνώριζε αυτός την ύπαρξη των χρεών κατά το χρόνο της μεταβίβασης.

    Ο αποκτών ευθύνεται, κατά το γράμμα του νόμου, «έως την αξία των μεταβιβαζόμενων στοιχείων». Κατά την μάλλον κρατούσα άποψη, σε σχέση με τα χρέη αυτά, υπέγγυα καθίστανται απέναντι στους δανειστές της επιχείρησης όχι μόνο τα στοιχεία που μεταβιβάστηκαν αλλά και η λοιπή περιουσία εκείνου που αποκτά. Η θέση μάλιστα του αποκτώντος καθίσταται (οικονομικά) δυσχερέστερη όταν αυτός έχει καταβάλει αντάλλαγμα για την απόκτηση της επιχείρησης: η σχετική ευθύνη του γεννιέται ανεξάρτητα του αν η μεταβίβαση έγινε από επαχθή ή χαριστική αιτία.

    Από τα παραπάνω καθίσταται πρόδηλη η αναγκαιότητα της διενέργειας «due diligence» πριν την απόκτηση μίας επιχείρησης. Της προσυμβατικής, δηλαδή, διαδικασίας ελέγχου από νομική, οικονομική κτλ. άποψη της προς πώληση επιχείρησης. Με τη συνδρομή κυρίως του νομικού και οικονομικού του σύμβουλου ο υποψήφιος αγοραστής ενημερώνεται για τη ρευστότητα, τις οφειλές, την περιουσιακή κατάσταση αλλά και τις νομικές σχέσεις της προς πώληση επιχείρησης. Μέσω του ελέγχου αυτού περιορίζεται σημαντικά –αν όχι πλήρως– ο κίνδυνος να βρεθεί ο «αγοραστής» υπόχρεος προς πληρωμή χρεών της μεταβιβασθείσας επιχείρησης, που ο ίδιος αγνοούσε.

    Τέλος, ο υποψήφιος αγοραστής μίας επιχείρησης θα πρέπει να γνωρίζει ότι από τη συντέλεση της μεταβίβασης υπεισέρχεται αυτοδικαίως στη θέση του εργοδότη έναντι των εργαζομένων της μεταβιβασθείσας επιχείρησης και ευθύνεται έναντι αυτών, υπό την προϋπόθεση ότι η επιχείρηση συνεχίζει τη λειτουργία της διατηρώντας την οικονομική της ενότητα. Στην περίπτωση που μεταβιβάζεται τμήμα επιχείρησης, ο αγοραστής υποκαθιστά αυτοδικαίως τον μεταβιβάσαντα μόνο στις εργασιακές σχέσεις με τους εργαζόμενους του συγκεκριμένου τμήματος.

    Εν κατακλείδι, κάθε υποψήφιος αγοραστής επιχείρησης, πριν ξεκινήσει τις διαπραγματεύσεις για την απόκτησή της επιβάλλεται, για την αποφυγή προβλημάτων, να έχει κατά νου όλους τους ανωτέρω παράγοντες και να λαμβάνει την κατάλληλη καθοδήγηση από τους νομικούς και οικονομικούς του συμβούλους.

    Ευδοκία Κορνηλάκη
    Senior Associate

    Υ.Γ. Το άρθρο δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ, στις 23 Μαρτίου 2019.

     

     

     

  • Συναλλαγές με χρήση ηλεκτρονικής υπογραφής

    Συναλλαγές με χρήση ηλεκτρονικής υπογραφής

    [vc_row][vc_column][vc_column_text]

    Διενέργεια συναλλαγών με χρήση ηλεκτρονικής υπογραφής: η νομική σημασία της

    Το νομοθετικό πλαίσιο για την ηλεκτρονική υπογραφή

    Η ηλεκτρονική υπογραφή είναι ένα μαθηματικό σύστημα ηλεκτρονικών δεδομένων, που χρησιμοποιείται για την απόδειξη της γνησιότητας ενός μηνύματος ή εγγράφου.

    Η έννοια της ηλεκτρονικής υπογραφής εισήχθη στην ελληνική έννομη τάξη με το π.δ. 150/2001, το οποίο ενσωμάτωσε την Οδηγία 1999/93/ΕΚ. Η τελευταία έθεσε το νομικό πλαίσιο για τη χρήση και νομική ισχύ της ηλεκτρονικής υπογραφής. Η Οδηγία αυτή καταργήθηκε με τον  Κανονισμό 910/2014 («eIDAS Regulation»), ο οποίος ρυθμίζει, και στη χώρα μας, τα ζητήματα της ηλεκτρονικής υπογραφής.

     

    Διακρίσεις της ηλεκτρονικής υπογραφής

    Ο Κανονισμός εισάγει – μεταξύ άλλων, νέων, ρυθμίσεων για τις ηλεκτρονικές συναλλαγές – τη διάκριση μεταξύ «ηλεκτρονικής υπογραφής», «προηγμένης ηλεκτρονικής υπογραφής» και της (για πρώτη φορά θεσπιζόμενης) «εγκεκριμένης ηλεκτρονικής υπογραφής». Η τελευταία είναι αυτή, που βασίζεται σε εγκεκριμένο πιστοποιητικό ηλεκτρονικής υπογραφής. Το πιστοποιητικό αυτό εκδίδεται (μοναδικά για κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο) μόνο από τους Εγκεκριμένους Παρόχους Υπηρεσιών Εμπιστοσύνης, οι οποίοι έχουν αναγνωριστεί ως τέτοιοι από τον αρμόδιο εποπτικό φορέα (τέτοιος φορέας είναι για τη χώρα μας η Εθνική Επιτροπή Τηλεπικοινωνιών & Ταχυδρομείων).

    Στην ευρεία έννοια της ηλεκτρονικής υπογραφής, εντάσσεται και η «ψηφιοποιημένη υπογραφή», δηλαδή η ψηφιακή εικόνα της ιδιόχειρης υπογραφής. Η τελευταία χορηγείται, συνήθως, με τη χρήση ειδικής γραφίδας σε ταμπλέτας (pad). Με τη γραφίδα ο υπογράφων αποτυπώνει («ζωγραφίζει») την εικόνα της υπογραφής του. Η «ψηφιοποιημένη υπογραφή» είναι ευρύτατα διαδεδομένη στις τραπεζικές συναλλαγές (γνωστή ως e–signature).

    Διάφορες ηλεκτρονικές εφαρμογές παρέχουν (ήδη) στους συναλλασσόμενους τη δυνατότητα να θέτουν στα ηλεκτρονικά έγγραφα την «ψηφιοποιημένη υπογραφή» τους.

     

    Η νομική ισχύς και σημασία της ηλεκτρονικής υπογραφής

    Σύμφωνα με τον παραπάνω Κανονισμό η εγκεκριμένη ηλεκτρονική υπογραφή έχει νομική ισχύ ισοδύναμη με την ιδιόχειρη. Παράλληλα όμως διατηρείται η νομική ισχύς και το παραδεκτό της ηλεκτρονικής υπογραφής ως αποδεικτικού στοιχείου σε νομικές διαδικασίες. Κι αυτό παρά το γεγονός, ότι η (απλή) ηλεκτρονική υπογραφή δεν πληροί τις απαιτήσεις της εγκεκριμένης ηλεκτρονικής υπογραφής.

    Οι παραπάνω νομοθετικές προβλέψεις έχουν ιδιαίτερη νομική σημασία: Εκείνος που υπογράφει με εγκεκριμένη ηλεκτρονική υπογραφή δεν μπορεί να αμφισβητήσει τις έννομες συνέπειες της υπογραφής του. Κάθε άλλη ηλεκτρονική υπογραφή παράγει – καταρχήν – τις έννομες συνέπειες της ιδιόχειρης. Επιτρέπεται, όμως, η ανταπόδειξη εκ μέρους του υπογράφοντος, ότι δηλαδή, η συγκεκριμένη υπογραφή δεν έχει τεθεί από τον ίδιο και συνεπώς δεν δεσμεύεται από αυτή.

    Η διαφοροποίηση στην αξιοπιστία και συνακόλουθα τη νομική «βαρύτητα» των ανωτέρω υπογραφών προκύπτει και από την ελληνική νομοθεσία: Οι φορείς του Δημοσίου υποχρεούνται να χρησιμοποιούν αποκλειστικά εγκεκριμένη ηλεκτρονική υπογραφή, ενώ μόνο με αυτή είναι δυνατή η συμμετοχή σε δημόσιο ηλεκτρονικό διαγωνισμό.

     

    Να επιλέγουμε, τελικά, τη χρήση της;

    Στο πλαίσιο των διαρκώς αυξανόμενων ηλεκτρονικών συναλλαγών η χρήση κάθε είδους ηλεκτρονικής υπογραφής παρουσιάζει σημαντικά πλεονεκτήματα. Η ταχύτητα στην ολοκλήρωση μιας συναλλαγής, το μειωμένο κόστος, η προστασία του περιβάλλοντος είναι κάποια από αυτά. Η διασφάλιση της αξιοπιστίας της εξαρτάται, φυσικά, από τα τεχνικά μέσα που χρησιμοποιούνται κάθε φορά.

    Οι επιχειρήσεις είναι σημαντικό να αποκτήσουν πλήρη εικόνα για τα επιμέρους είδη ηλεκτρονικής υπογραφής και τις συνέπειες από τη χρήση τους. Ο συγκεκριμένος δρόμος μοιάζει να είναι ασφαλέστερος για τα συμφέροντά τους στο συναλλακτικά διαρκώς εξελισσόμενο περιβάλλον.

     

    Ευδοκία Κορνηλάκη
    Senior Associate

    Υ.Γ. Το άρθρο δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ, στις 25 Νοεμβρίου 2018

  • Οι οικειοθελείς παροχές στο πλαίσιο των σύγχρονων εργασιακών σχέσεων

    Οι οικειοθελείς παροχές στο πλαίσιο των σύγχρονων εργασιακών σχέσεων

    [vc_row][vc_column][vc_column_text]

    Οικειοθελείς παροχές: «Τι, εν τέλει, ισχύει;»

    Η καταβολή παροχών προς τον εργαζόμενο, πέρα από το μισθό που έχει συμβατικά καθορισθεί (είτε αυτός είναι ο νόμιμος, είτε υψηλότερος από το νόμιμο), αποτελεί πρακτική αρκετών εργοδοτών, η οποία τα τελευταία χρόνια της βαθιάς οικονομικής κρίσης τείνει να λάβει διαστάσεις παγιωμένης πρακτικής.

    Οι παροχές αυτές χαρακτηρίζονται «οικειοθελείς» και μπορεί να συνίστανται σε ορισμένο χρηματικό ποσό, σε είδος (π.χ. κουπόνια για αγορές από σούπερ μάρκετ, τρόφιμα, γεύμα κατά τη διάρκεια της εργασίας) ή ακόμη και σε κάλυψη δαπάνης για λογαριασμό του εργαζομένου (π.χ. κατάρτιση ομαδικής σύμβασης ασφάλισης και καταβολή των ασφαλίστρων).

    Η πρακτική αυτή έχει ως αποτέλεσμα να λαμβάνει ο εργαζόμενος το μισθό που έχει συμφωνήσει με τον εργοδότη και επιπρόσθετα να αποκομίζει στην πράξη επιπλέον «εισόδημα» κατά τη διάρκεια της εργασιακής σχέσης, το οποίο αποτιμάται στο ύψος της εκάστοτε καταβαλλόμενης παροχής. Το γεγονός της καταβολής των παροχών αυτών κατά τη διάρκεια και εξαιτίας της εργασιακής σχέσης συχνά δημιουργεί μία σύγχυση ως προς τη φύση τους και ειδικότερα ως προς το αν αυτές μπορούν να χαρακτηρισθούν ως «μισθός» του εργαζομένου.

    Η απάντηση στο συγκεκριμένο ερώτημα δεν είναι απλή και έχει επανειλημμένα απασχολήσει τα ελληνικά δικαστήρια στον ανώτατο βαθμό. Θα πρέπει όμως να σημειωθεί πως το συγκεκριμένο ερώτημα έχει, πριν ακόμα από τη νομική, και μια επιχειρηματική-σαφέστατα οικονομική διάσταση καθώς κεντρικό ερώτημα πολλών επιχειρηματιών είναι η υιοθέτηση μιας τέτοιας επιλογής ή όχι.

    Μια πρώτη απάντηση στα συγκεκριμένα ερωτήματα επιχειρείται με το παρόν.

     

    Δικαίωμα ή υποχρέωση του εργοδότη;

    Η καταβολή των πρόσθετων αυτών (οικειοθελών) παροχών λαμβάνει χώρα καταρχήν στο πλαίσιο της άσκησης της ελευθερίας του εργοδότη να προσφέρει στον εργαζόμενο «κάτι παραπάνω» από το μισθό που έχει συμβατικά συμφωνήσει. Αυτονοήτως, λοιπόν, ο εργοδότης (θα πρέπει να) μπορεί να διακόψει οποτεδήποτε και αναιτιολόγητα την καταβολή της εκάστοτε οικειοθελούς παροχής χωρίς να μπορεί να προβάλει  ο εργαζόμενος αξίωση για τη συνέχιση της καταβολής της.

    Ενδέχεται όμως, η χορήγηση μίας οικειοθελούς παροχής να εξελιχθεί σε επιχειρησιακή συνήθεια λόγω της αδιάλειπτης χορήγησής της για μεγάλο χρονικό διάστημα και της αποδοχής της από τον εργαζόμενο με αποτέλεσμα να παραχθεί σιωπηρή συμφωνία μεταξύ του εργοδότη και του εργαζομένου, πως η παροχή αυτή αποτελεί τμήμα του μισθού του τελευταίου. Στην περίπτωση αυτή γεννιέται υποχρέωση του εργοδότη για την καταβολή της παροχής και δεν μπορεί πλέον αυτός να προβεί στη μονομερή διακοπή της.

    Ωστόσο, εάν ο εργοδότης κατά την έναρξη χορήγησης μιας παροχής καταστήσει σαφές στον εργαζόμενο (λ.χ. στη σύμβαση εργασίας) ότι διατηρεί το δικαίωμα να διακόψει τη χορήγησή της οποτεδήποτε, αναιτιολόγητα και χωρίς τη σύμφωνη γνώμη του εργαζομένου, διατυπώνοντας με τον τρόπο αυτό τη λεγόμενη «επιφύλαξη ελευθεριότητας», δεν μπορεί – σε οποιαδήποτε περίπτωση – να θεωρηθεί, ότι η παροχή έχει μισθολογικό χαρακτήρα και επομένως ο εργαζόμενος δεν θα αποκτά αξίωση για την καταβολή της.

     

    «Επιφύλαξη ελευθεριότητας» και «ρήτρα ανακλήσεως» εκ μέρους του εργοδότη:
    η διάκριση των εννόμων (αλλά και οικονομικών) συνεπειών που επιφέρει η κάθε μία

    Ο Άρειος Πάγος για πρώτη φορά με την υπ’ αρ. 1174/2017 απόφασή του διαχώρισε την έννοια της «επιφύλαξης ελευθεριότητας» από αυτή της «ρήτρας ανακλήσεως», τις οποίες μπορεί να διατυπώσει ο εργοδότης κατά την έναρξη χορήγησης μίας οικειοθελούς παροχής.

    Στην περίπτωση της «ρήτρας ανακλήσεως» ο εργοδότης μπορεί να διακόψει τη χορήγηση της παροχής ασκώντας το σχετικό δικαίωμα ανακλήσεως με μονομερή δήλωση απευθυντέα προς τον εργαζόμενο. Κατ’ αποτέλεσμα τόσο η «επιφύλαξη ελευθεριότητας» όσο και η «ρήτρα ανακλήσεως» επιτρέπουν στον εργοδότη να διακόψει μονομερώς τη χορήγηση της παροχής.

    Υπάρχει όμως μία ουσιώδης διαφοροποίηση μεταξύ τους: Η διατύπωση της «επιφύλαξης ελευθεριότητας» αποκλείει τη δημιουργία επιχειρησιακής συνήθειας και άρα σιωπηρής συμβατικής ανάληψης υποχρέωσης του εργοδότη για χορήγηση της παροχής και αντίστοιχης αξίωσης του εργαζόμενου για την καταβολή της. Αντίθετα, η διατύπωση της «ρήτρας ανακλήσεως» δεν επιτελεί την ίδια λειτουργία: Η αξίωση του εργαζομένου να λάβει την παροχή γεννιέται αλλά η άσκηση του δικαιώματος ανακλήσεως επιφέρει την απώλεια της αξίωσης αυτής για το μέλλον.

    Από τη στιγμή λοιπόν που ο εργαζόμενος αποκτά αξίωση για την καταβολή της παροχής, το ύψος αυτής θα πρέπει να ληφθεί υπόψη για τον προσδιορισμό τόσο της αποζημίωσης απόλυσης όσο και κάθε άλλης παροχής που κατά νόμο λαμβάνει ο εργαζόμενος και για τον προσδιορισμό της οποίας λαμβάνεται υπόψη ο καταβαλλόμενος μισθός (ενδεικτικά: δώρα εορτών). Καθώς η επιλογή της μιας ή της άλλης ρήτρας έχει άμεσες οικονομικές συνέπειες στην επιβάρυνση της επιχείρησης, εύκολα γίνεται αντιληπτή η ιδιαίτερη αξία της συγκεκριμένης διάκρισης.

    dikhgoriko-grafeio-koumentakis-kai-synergates-law-firm-

    Οι πραγματικές διαστάσεις των οικειοθελών παροχών στις εργασιακές σχέσεις

    Όλο και περισσότερες επιχειρήσεις, βεβαρημένες από τις στερούμενες λογικής πολυποίκιλες επιβαρύνσεις, φαίνεται να αντιμετωπίζουν τις οικειοθελείς παροχές ως μέσο περιορισμού των συμβατικών τους υποχρεώσεων έναντι των εργαζομένων τους και άρα εξοικονόμησης (ή δυνητικής εξοικονόμησης) δαπανών. Η διαδικασία που ακολουθείται είναι, λίγο-πολύ, κοινή  τόσο για τους εν ενεργεία εργαζομένους της επιχείρησής τους όσο και για τους υπό πρόσληψη: αμφότεροι καλούνται να δεχθούν ως συμφωνημένη αμοιβή ένα συγκεκριμένο ποσό, το οποίο όμως διασπάται στο νόμιμο ελάχιστο μισθό (που θα αναγράφεται στη σύμβαση εργασίας) και στο υπόλοιπο, που (ρητά ή σιωπηρά) θα λαμβάνουν οι εργαζόμενοι ως κάποια από τις ανωτέρω αναφερόμενες μορφές οικειοθελούς παροχής.

    Οι μεν εν ενεργεία εργαζόμενοι συμφωνούν να υπογράψουν τροποποίηση της σύμβασης εργασίας τους, στην οποία ουσιαστικά αποτυπώνεται η μείωση του μισθού τους στο νόμιμο, οι δε υπό πρόσληψη συμφωνούν να υπογράψουν σύμβαση εργασίας δεχόμενοι ως συμβατικό μισθό τον ελάχιστο νόμιμο. Και οι δύο κατηγορίες εργαζομένων προσβλέπουν στη μονιμότερη τήρηση της πρόσθετης συμφωνίας για την καταβολή της οικειοθελούς παροχής, η οποία θα συμπληρώνει το ποσό του συμφωνημένου μισθού.

     

    Οικειοθελείς παροχές: η φορολογική αντιμετώπιση

    Ο νομοθέτης δεν αντιμετωπίζει ενιαία τις οικειοθελείς παροχές από τη σκοπιά της φορολόγησής τους. Καταρχήν ισχύει ο γενικός κανόνας της φορολόγησής τους, εφόσον η αξία τους υπερβαίνει το ποσό των 300,00 € ετησίως. Ωστόσο οι υποπεριπτώσεις για τον τρόπο προσδιορισμού της αξίας τους αλλά και οι ρητές εξαιρέσεις από τον κανόνα είναι αρκετές (και συναρτώμενες με το ύψος των παροχών ανά προβλεπόμενη κατηγορία) με αποτέλεσμα να πρέπει ο εργαζόμενος να ερευνήσει σε ποια υποπερίπτωση ανήκει η παροχή που λαμβάνει ώστε να γνωρίζει, αν θα φορολογηθεί για αυτή την παροχή. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελούν οι διατακτικές σίτισης (δηλαδή τα ευρέως χρησιμοποιούμενα κουπόνια για το σούπερ μάρκετ), οι οποίες δεν φορολογούνται εφόσον δεν υπερβαίνουν το ποσό των 6,00 € ημερησίως, ήτοι των 120,00 € μηνιαίως.

    Για το φορολογικό νομοθέτη λοιπόν, είναι αδιάφορος ο νομικός χαρακτηρισμός της παροχής αλλά ιδιαίτερα κρίσιμο το ύψος αυτής.

     

    Αντί επιλόγου

    Η από μέρους των επιχειρήσεων επιλογή για οικειοθελείς παροχές στο πλαίσιο συμβάσεων εξαρτημένης εργασίας (είτε από ελευθεριότητα παρεχομένων είτε ελευθέρως ανακλητών) υιοθετείται ολοένα και συχνότερα στο πλαίσιο της εύλογης προσπάθειας αποκόμισης θεμιτού οφέλους ή απομείωσης αθέμιτου κόστους. Σε κάθε περίπτωση απαιτείται ιδιαίτερη προσοχή στην διατύπωση των σχετικών διατάξεων και ρητρών προκειμένου και το μέγιστο όφελος να επιτευχθεί και η διακινδύνευση να είναι η ελάχιστη δυνατή.

    Η συμβολή του νομικού παραστάτη (και εν προκειμένω) του νομικού συμβούλου καθίσταται ιδιαίτερα σημαντική.

    [/vc_column_text][/vc_column][/vc_row]

Η περιοχή αυτή είναι καταχωρημένη στο wpml.org ως περιοχή ανάπτυξης. Μεταβείτε σε τοποθεσία παραγωγής με κλειδί στο remove this banner.